Professional Documents
Culture Documents
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Να λειτουργεί και να δρα αναπόσπαστα δεμένο με την εργατική τάξη και τα λαϊκά
στρώματα. Να μπαίνει πρωτοπόρο στους αγώνες, εξυπηρετώντας με συνέπεια το κύριο
σκοπό της πολιτικής πάλης, την επαναστατική κατάκτηση της εξουσίας. Αυτό είναι το
κύριο πολιτικό καθήκον του κομμουνιστικού κόμματος, διότι το ζήτημα της εξουσίας,
όπως έγραφε ο Λένιν είναι «το κυριότερο ζήτημα κάθε επανάστασης»[1].
Κριτήριο λοιπόν για το χαρακτήρα ενός κόμματος είναι το πρόγραμμά του και η πολιτική
του πρακτική. «Για να μπούμε στο νόημά της πάλης των κομμάτων, δεν πρέπει να
πιστεύουμε τα λόγια, μα να μελετάμε την πραγματική ιστορία των κομμάτων, να
εξετάζουμε όχι τόσο εκείνα που λένε τα κόμματα για τον εαυτό τους, αλλά εκείνο
που κάνουν, να εξετάζουμε πώς ενεργούν κατά τη λύση των διάφορων πολιτικών
ζητημάτων που θίγουν τα ζωτικά συμφέροντα των διάφορων τάξεων της
κοινωνίας»[2].
Η πολιτική αποτελεί ανώτερη μορφή της ταξικής πάλης. Η υλιστική αντίληψη της
Ιστορίας αποδεικνύει ότι οι πολιτικές σχέσεις είναι ταξικές σχέσεις, συνιστούν τη βασική
μορφή κοινωνικής δραστηριότητας με επίκεντρο τη διατήρηση ή την κατάκτηση της
πολιτικής εξουσίας. Ο Λένιν σημείωνε πως «η πολιτική είναι συμπυκνωμένη έκφραση
της οικονομίας»[3]. Δηλαδή εκφράζει με γενικό τρόπο ταξικά συμφέροντα που
συγκροτούνται στην οικονομική βάση της κοινωνίας και κυρίως στις σχέσεις παραγωγής.
Στην πολιτική πάλη εκδηλώνονται τα πιο ουσιαστικά, τα πιο αποφασιστικής σημασίας
οικονομικά συμφέροντα. Η σχέση πολιτικής και οικονομίας είναι διαλεκτική[4]. Με τον
όρο κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός οι Μαρξ - Eνγκελς αντιμετωπίζουν την κοινωνία
ενιαία, ξεχωρίζοντας όμως τον καθοριστικό ρόλο των οικονομικών σχέσεων στη
διαμόρφωση του πολιτικού, νομικού, ιδεολογικού εποικοδομήματος που στηρίζεται πάνω
τους.
Η θεωρία για την στρατηγική του κομμουνιστικού κινήματος βασίζεται στην υλιστική
αντίληψη για την Ιστορία, στη μαρξιστική πολιτική οικονομία, στον επιστημονικό
κομμουνισμό, του οποίου αποτελεί και τμήμα.
Για παράδειγμα, ο Λένιν, στο βιβλίο του «Οι δύο τακτικές της σοσιαλδημοκρατίας στη
δημοκρατική επανάσταση», χρησιμοποιεί τον όρο τακτική με την έννοια της γενικής
γραμμής του κόμματος, που καθόριζε το κύριο πολιτικό καθήκον σ' όλη την περίοδο της
προετοιμασίας και της διεξαγωγής της αστικοδημοκρατικής επανάστασης του 1905.
Οι όροι στρατηγική και τακτική υιοθετήθηκαν από το κομμουνιστικό κίνημα και την
Κομμουνιστική Διεθνή μεταγενέστερα.
Ο Στάλιν, στο έργο του «Για τις βάσεις του λενινισμού», δίνει για πρώτη φορά
ολοκληρωμένα το περιεχόμενο των δύο όρων. Στρατηγική και τακτική είναι η επιστήμη
της καθοδήγησης της επαναστατικής πάλης του προλεταριάτου.
«Ταχτική είναι ο καθορισμός της γραμμής για το πώς θα έρθει το προλεταριάτο στο
σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα της ανόδου ή της ύφεσης του κινήματος, του
ανεβάσματος ή της πτώσης της επανάστασης, ο αγώνας για την εφαρμογή αυτής της
γραμμής με την αντικατάσταση των παλιών μορφών πάλης και οργάνωσης με άλλες
καινούργιες, με την αντικατάσταση των παλιών συνθημάτων με καινούργια, με το
συνδυασμό αυτών των μορφών κλπ.»[10].
Κεντρικό ζήτημα της στρατηγικής είναι η εκτίμηση του χαρακτήρα της επανάστασης.
Αυτός προκύπτει από τον ιστορικό χαρακτήρα της εποχής του καπιταλισμού και από τη
διάταξη των τάξεων σε σχέση με την εξουσία στη δοσμένη χώρα. Ηδη στο Μανιφέστο οι
Μαρξ και Ενγκελς -και μάλιστα στην εποχή που συντελούνται ακόμη στην ευρωπαϊκή
ήπειρο αστικές επαναστάσεις- θέτουν το βασικό στρατηγικό σκοπό του κομμουνιστικού
κόμματος: «...συγκρότηση του προλεταριάτου σε τάξη, ανατροπή της αστικής
κυριαρχίας, κατάχτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο [...] Μ' αυτή
την έννοια, οι κομμουνιστές μπορούν να συνοψίσουν τη θεωρία τους σ' αυτή τη
μοναδική διατύπωση: κατάργηση της ατομικής ιδιοχτησίας [...] Οι κομμουνιστές
θεωρούν ανάξιό τους να κρύβουν τις απόψεις και τις προθέσεις τους. Δηλώνουν
ανοιχτά ότι οι σκοποί τους μπορούν να πραγματοποιηθούν μονάχα με τη βίαιη
ανατροπή όλου του σημερινού κοινωνικού καθεστώτος. Ας τρέμουν οι κυρίαρχες
τάξεις μπρος σε μια κομμουνιστική επανάσταση»[11].
Η τακτική αφορά την πολιτική συμμαχιών, τη γραμμή συγκέντρωσης δυνάμεων για την
επερχόμενη επανάσταση, την επεξεργασία των κατάλληλων μορφών πάλης και
συνθημάτων που υπηρετούν την στρατηγική. Η τακτική είναι το ευέλικτο στοιχείο της
πολιτικής διεύθυνσης της ταξικής πάλης, υποτάσσεται και υπηρετεί τη στρατηγική.
Ο Στάλιν υπογράμμιζε ότι: «αν η στρατηγική έχει για σκοπό να κερδίσει τον πόλεμο
λ.χ. με τον τσαρισμό ή με την αστική τάξη, να οδηγήσει ως το τέλος τον αγώνα
ενάντια στον τσαρισμό ή την αστική τάξη, η ταχτική βάζει μπροστά της λιγότερο
ουσιαστικούς σκοπούς, γιατί προσπαθεί να κερδίσει όχι τον πόλεμο στο σύνολό του,
μα αυτές ή εκείνες τις μάχες, αυτούς ή εκείνους τους αγώνες, να διεξάγει με επιτυχία
αυτή ή εκείνη την καμπάνια, αυτή ή εκείνη τη δράση, που ανταποκρίνονται στη
συγκεκριμένη κατάσταση της περιόδου της δοσμένης ανόδου ή πτώσης της
επανάστασης. Η ταχτική είναι μέρος της στρατηγικής, υποτάσσεται σ' αυτήν, την
εξυπηρετεί. Η ταχτική αλλάζει σε εξάρτηση με την άνοδο και την ύφεση του
κινήματος»[13] και μάλιστα «μπορεί ν' αλλάξει κάμποσες φορές, ανάλογα με την
άνοδο ή την ύφεση, το ανέβασμα ή την πτώση της επανάστασης»[14].
«Η ιστορία γενικά, η ιστορία των επαναστάσεων ειδικά, είναι πάντοτε πιο πλούσια
σε περιεχόμενο, πιο ποικιλόμορφη, πιο πολύπλευρη, πιο ζωντανή, πιο «πονηρή» απ'
ότι το φαντάζονται τα καλύτερα κόμματα, οι πιο συνειδητές πρωτοπορίες των πιο
πρωτοπόρων τάξεων. Κι αυτό είναι αυτονόητο, γιατί οι καλύτερες πρωτοπορίες
εκφράζουν τη συνείδηση, τη θέληση, το πάθος, τη φαντασία δεκάδων χιλιάδων, ενώ
την επανάσταση την πραγματοποιούν σε στιγμές εξαιρετικής ανόδου και έντασης
όλων των ανθρώπινων ικανοτήτων, η συνείδηση, η θέληση, το πάθος, η φαντασία
δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων που τους κεντρίζει η πιο σκληρή ταξική πάλη.
Από δω βγαίνουν δύο πολύ σπουδαία πρακτικά συμπεράσματα: το πρώτο είναι ότι η
επαναστατική τάξη, για να εκπληρώσει το καθήκον της, πρέπει να ξέρει να κάνει
κτήμα της όλες, χωρίς την παραμικρή εξαίρεση, τις μορφές ή τις πλευρές της
κοινωνικής δράσης... Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι η επαναστατική τάξη πρέπει
να είναι έτοιμη για την πιο γρήγορη και αναπάντεχη εναλλαγή της μιας μορφής με
την άλλη»[15].
Βασικό πρόβλημα της επαναστατικής πολιτικής είναι ο εντοπισμός του κύριου κρίκου
στην αλυσίδα των γεγονότων και στο πλέγμα των αντιθέσεων της καπιταλιστικής
κοινωνίας.
Στη Ρωσία, μετά την ανατροπή του τσαρισμού, το Φεβρουάριο του 1917, ο βασικός
κρίκος ήταν η έξοδος από τον πόλεμο με επαναστατικό τρόπο. Η εργατική τάξη όμως,
καθώς και η πλατιά μάζα της φτωχής και μεσαίας αγροτιάς είχαν αμυντική στάση,
πίστευαν ότι με την Προσωρινή Αστική κυβέρνηση θα άλλαζε ο χαρακτήρας του
πολέμου, ότι δηλαδή θα έπαυε να είναι ιμπεριαλιστικός. Οι μπολσεβίκοι απέδειξαν ότι
όσο θα βρισκόταν στην εξουσία η αστική τάξη, ο πόλεμος θα εξακολουθούσε να είναι
ιμπεριαλιστικός κι ότι για τον τερματισμό του δεν υπήρχε άλλη διέξοδος, παρά μόνο η
σοσιαλιστική επανάσταση. Το κόμμα συγκέντρωσε όλες του τις δυνάμεις για να
βοηθηθούν οι μάζες και μέσα από την πείρα τους να καταλήξουν σ' αυτό το συμπέρασμα.
Απαιτήθηκε διάστημα περίπου 6 μηνών για να αποκαλυφθεί ο ρόλος της αστικής τάξης
και των οπορτουνιστών που τη στήριζαν και συμμετείχαν στην Προσωρινή Κυβέρνηση.
Τότε μόνο έγινε μεταστροφή στη συνείδηση των μαζών, που πείστηκαν ότι ο πόλεμος
μπορεί να τελειώσει μόνο με την ένοπλη ανατροπή της αστικής τάξης.
Στο Πρόγραμμα του ΚΚΕ που εγκρίθηκε στο 15ο Συνέδριο (1996) τίθεται με σαφήνεια
το εξής ζήτημα:
«Στην εποχή μας, εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, η πάλη
των τάξεων κατευθύνεται στην επίλυση της βασικής αντίθεσης κεφαλαίου -
εργασίας. Η επαναστατική αλλαγή στην Ελλάδα θα είναι σοσιαλιστική. Κινητήριες
δυνάμεις της σοσιαλιστικής επανάστασης θα είναι η εργατική τάξη ως ηγετική
δύναμη, οι μισοπρολετάριοι, η φτωχή αγροτιά και τα πιο καταπιεσμένα λαϊκά
μικροαστικά στρώματα της πόλης»[17].
Στην πολιτική απόφαση του 17ου Συνεδρίου του ΚΚΕ (2005) επισημαίνεται πως κρίσιμο
ζήτημα είναι: «...να αφομοιωθεί βαθειά με όρους θεωρίας και πείρας η στρατηγική
του Κόμματος και η ενιαία αντίληψη για το πώς αυτή προωθείται. Χρειάζεται να
κατανοηθεί πιο βαθειά ο χαρακτήρας του Μετώπου ως κοινωνικοπολιτικής
συμμαχίας αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων, που καλείται όχι
μόνο να αποσπάσει κατακτήσεις αλλά να φέρει σε πέρας και το έργο της κατάχτησης
της λαϊκής εξουσίας. Αυτή η αντίληψη να διαποτίζει την καθημερινή δουλειά του
Κόμματος. Να κατανοηθεί πιο ουσιαστικά ότι ο αγώνας για το σοσιαλισμό καθορίζει
τη δράση του Κόμματος σήμερα»[19].
Ο προσδιορισμός του χαρακτήρα της σύγχρονης εποχής και του χαρακτήρα της
επανάστασης τεκμηριώνει επιστημονικά το ρόλο των τάξεων στη σύγχρονη κοινωνία, τη
θέση τους στην προοπτική της κοινωνικής εξέλιξης[20].
Ο ιστορικός υλισμός διδάσκει ότι πηγή ανάπτυξης των κοινωνιών είναι ο κοινωνικός
νόμος που καθορίζει ότι οι οικονομικές σχέσεις (και πρώτα απ' όλα οι σχέσεις
παραγωγής) αντιστοιχούν κάθε φορά σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο ανάπτυξης των
παραγωγικών δυνάμεων. Οταν οι παραγωγικές δυνάμεις αναπτυχθούν σε τέτοιο βαθμό
ώστε οι σχέσεις παραγωγής εμποδίζουν την περαιτέρω ανάπτυξή τους, τότε τίθεται
αντικειμενικά το ζήτημα της αλλαγής των σχέσεων παραγωγής. Η κοινωνία ιστορικά
εισέρχεται σε εποχή κοινωνικής επανάστασης.
Σύγχρονη εποχή ή νέα εποχή του καπιταλισμού εννοούμε την ιστορική περίοδο, μέσα
στην οποία πραγματοποιούνται οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις. Η οικονομική θεωρία του
μαρξισμού αποκάλυψε τις βασικές αντιθέσεις και τάσεις εξέλιξης της καπιταλιστικής
κοινωνίας, που νομοτελειακά οδηγούν στην ανατροπή του καπιταλισμού. Ως βασικό
παράγοντα της ωρίμανσης των υλικών προϋποθέσεων για το πέρασμα από τον
καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, οι Μαρξ - Ενγκελς θεωρούσαν ένα ορισμένο επίπεδο
κοινωνικοποίησης της εργασίας, συγκέντρωσης κεφαλαίων, ανάπτυξης και
συγκέντρωσης της εργατικής τάξης.
Η ωρίμανση των υλικών προϋποθέσεων για το σοσιαλισμό- κομμουνισμό είναι αυτό που
προσδιορίζει την σύγχρονη ιστορική εποχή του καπιταλισμού και καθορίζει τελικά το
χαρακτήρα της επανάστασης. Ο χαρακτήρας της εποχής έχει ιστορική και παγκόσμια
διάσταση ανεξάρτητα αν υπάρχει διαφοροποίηση στο βαθμό και τον τρόπο ωρίμανσης
των υλικών προϋποθέσεων από τη μια καπιταλιστική κοινωνία στην άλλη. Καθορίζεται
από το επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και των πολιτικών και
κοινωνικών σχέσεων που στηρίζονται πάνω του.
Ο Λένιν σ' αυτό το έργο αναφέρεται στις περιόδους εμφάνισης, ανάπτυξης και παρακμής,
παρασιτισμού της αστικής τάξης, υιοθετώντας την ιστορική περιοδολόγηση του
καπιταλισμού (που επεξεργάστηκαν άλλοι μαρξιστές) σε τρεις εποχές, με συμβατικά και
σχετικά ορόσημα τις κοινωνικές επαναστάσεις και τους πολέμους. Επεσήμανε όμως ότι
παντού στη φύση και στην κοινωνία τα όρια είναι συμβατικά και κινητά, σχετικά κι όχι
απόλυτα:
1789 - 1871
1871 - 1914
Η δεύτερη εποχή είναι η εποχή της ολοκληρωτικής κυριαρχίας και της παρακμής της
αστικής τάξης, που χάνει τα προοδευτικά χαρακτηριστικά της στην κοινωνική εξέλιξη.
Είναι εποχή ανάπτυξης της αποικιοκρατίας και του μονοπωλίου. Σε αυτή την εποχή
συγκεντρώνονται δυνάμεις από το νέο υποκείμενο της ιστορίας, την εργατική τάξη.
1914 - ...
Η τρίτη εποχή χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία των μονοπωλίων. Είναι η εποχή του
ιμπεριαλισμού και των ιμπεριαλιστικών πολέμων, που βάζει την αστική τάξη στην ίδια
ιστορική θέση που βρίσκονταν οι φεουδάρχες την πρώτη εποχή.
Η κάθε εποχή «γέννησε» τους όρους, μέσα στους οποίους εμφανίζεται η επόμενη. Η
ανάδειξη της σύγχρονης εποχής του καπιταλισμού, στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου
και στις αρχές του 20ού αιώνα, ήρθε ως αποτέλεσμα της εξάπλωσης του καπιταλισμού σε
παγκόσμιο επίπεδο, της κατάκτησης της εξουσίας από την αστική τάξη στις περισσότερες
χώρες του κόσμου, της ανάπτυξης του μονοπωλίου, της ανόδου του εργατικού
κινήματος.
Ο Κ. Μαρξ θεωρούσε ότι το φαινόμενο του σχηματισμού των μετοχικών εταιριών, που
δεν ήταν ακόμη κυρίαρχο στην εποχή του αλλά που έγινε στη συνέχεια, ήταν «η
κατάργηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής μέσα στα πλαίσια του
κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και γι' αυτό είναι μια αυτοαναιρούμενη
αντίφαση»[23], αφού, όπως εξηγούσε, στις μετοχικές εταιρίες «...η λειτουργία είναι
χωρισμένη από την ιδιοκτησία του κεφαλαίου, επομένως και η εργασία είναι
εντελώς χωρισμένη από την ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και την υπερεργασία.
Αυτό είναι αποτέλεσμα της ανώτατης ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατικής
παραγωγής, αναγκαίο σημείο περάσματος για την ξαναμετατροπή του κεφαλαίου σε
ιδιοκτησία των παραγωγών, όχι όμως πια σαν ατομική ιδιοκτησία ξεχωριστών
παραγωγών αλλά σαν ιδιοκτησία των συνεταιρισμένων παραγωγών, σαν άμεσα
κοινωνική ιδιοκτησία»[24].
Ο Λένιν, στο έργο του «Ο ιμπεριαλισμός. Ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», ανέλυσε
κοινωνικοοικονομικά τη σύγχρονη εποχή και κατέληξε στο επιστημονικά θεμελιωμένο
συμπέρασμα ότι το μονοπώλιο είναι η πλήρης υλική προετοιμασία για το σοσιαλισμό και
σ' αυτήν τη βάση ο ιμπεριαλισμός είναι η παραμονή της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Η θέση του επιστημονικού κομμουνισμού για το χαρακτήρα της εποχής μας, ως εποχής
των σοσιαλιστικών επαναστάσεων, παίρνει υπόψη: Τη διαλεκτική σχέση οικονομίας -
πολιτικής στην ιστορική κίνηση. Το γεγονός ότι το κίνημα της εργατικής τάξης βρίσκεται
στο επίκεντρο της εποχής και ότι η βασική αντίθεση της σύγχρονης εποχής είναι η
αντίθεση μισθωτής εργασίας - κεφαλαίου. Επομένως εκεί πρέπει να κατευθυνθεί το
«κύριο χτύπημα» της εργατικής τάξης και το κόμμα της να διαμορφώσει αντίστοιχη
στρατηγική και τακτική: «Η εξαφάνιση του καπιταλισμού και των υπολειμμάτων του,
η θεμελίωση της κομμουνιστικής τάξης πραγμάτων αποτελεί το περιεχόμενο της
νέας εποχής που άρχισε τώρα στην παγκόσμια ιστορία»[25].
Οι αντεπαναστατικές εξελίξεις της περιόδου 1989 - 1991, που σημάδεψαν το τέλος του
20ού αιώνα, δεν αλλάζουν το γεγονός ότι η εποχή μας είναι εποχή των σοσιαλιστικών
επαναστάσεων. Ο χαρακτήρας της επανάστασης δεν καθορίζεται από το συσχετισμό
δύναμης σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο, δεν καθορίζεται από την κατάσταση που βρίσκεται
το κομμουνιστικό κίνημα.
Σήμερα όλος ο κόσμος ζει σε νέες συνθήκες της όξυνσης της βασικής αντίθεσης του
καπιταλισμού. Η καπιταλιστική κοινωνία έχει εισέλθει σε μια ανώτερη φάση ωρίμανσης
των υλικών προϋποθέσεων για τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Οι Μαρξ - Ενγκελς, μέσα από πρωτότυπη θεωρητική δουλειά, που θεμελίωσε τον
επιστημονικό σοσιαλισμό και την άμεση συμμετοχή τους στα επαναστατικά κινήματα,
στην πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης, γενίκευσαν τα συμπεράσματα από την
εξέλιξη της ταξικής πάλης και διαμόρφωσαν την επαναστατική πολιτική θεωρία.
Στο «Μανιφέστο» τεκμηριώνεται η θέση ότι το προλεταριάτο πρέπει να έχει το δικό του
πολιτικό κόμμα, που θα καθοδηγήσει πολιτικά το εργατικό κίνημα. Δεν είναι τυχαία,
χρονικά, η στιγμή που αρχίζει να διαμορφώνεται το επαναστατικό εργατικό κίνημα το
1848. Είναι η περίοδος των αστικών επαναστάσεων στη Γαλλία, τη Γερμανία, την
Αυστρία, την Ουγγαρία, την Ιταλία κ.α. που οδηγούν οριστικά στην πολιτική κυριαρχία
της αστικής τάξης και τη ραγδαία ανάπτυξη του καπιταλιστικού συστήματος. Η
ανάπτυξη του καπιταλιστικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού οδηγεί στο εξής
αποτέλεσμα: «η αστική τάξη παράγει τους ίδιους τους νεκροθάφτες της»[26]. Στο
εργατικό κίνημα πλέον δυναμώνει η τάση για συγκρότησή του σε αυτοτελή δύναμη.
Οι Μαρξ και Ενγκελς, στα έργα τους «Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το
1850», «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη», «Η επανάσταση και η
αντεπανάσταση στη Γερμανία», επιχειρούν να καθορίσουν το κύριο πολιτικό καθήκον
της εργατικής τάξης, ποια είναι η θέση και ο ρόλος της στις αστικές επαναστάσεις
εκείνης της περιόδου. Στη «χειραφέτηση του προλεταριάτου» ο Μαρξ ανακαλύπτει «το
μυστικό της επανάστασης του 19ου Αιώνα»[27].
Η χειραφέτηση του προλεταριάτου, ο πολιτικός του διαχωρισμός από την αστική τάξη,
είναι η κύρια γραμμή με την οποία πρέπει να συμμετέχει στις αστικοδημοκρατικές
επαναστάσεις. Λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά της εποχής, αλλά και
ανιχνεύοντας τις μελλοντικές τάσεις, θεωρούσαν ότι αναπόφευκτη όξυνση του ταξικού
ανταγωνισμού ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη δημιουργεί αντικειμενικά
τη δυνατότητα μετεξέλιξης της αστικοδημοκρατικής επανάστασης σε προλεταριακή -
σοσιαλιστική. Σ' αυτή τη βάση πρόβαλαν το σύνθημα της «διαρκούς επανάστασης».
Οι Μαρξ και Ενγκελς είχαν διακρίνει ότι η γερμανική μεγαλοαστική τάξη, ιδιαίτερα η
Πρωσική, σε αντίθεση με τις αστικές επαναστάσεις του 17ου και 18ου αιώνα, είχε χάσει
πια την ικανότητα να διεξάγει ένα συνεπή επαναστατικό αγώνα κατά της φεουδαρχικής
αντίδρασης, ότι ήθελε να πραγματώσει τα συμφέροντα με ταξικό συμβιβασμό με τους
ευγενείς ενάντια στις λαϊκές μάζες.
Στο έργο των Μαρξ - Ενγκελς «Προσφώνηση της Κεντρικής Επιτροπής στην Ενωση
των Κομμουνιστών το Μάρτη του 1850» σημειώνεται για το ρόλο της εργατικής τάξης
και του κόμματός της στη γερμανική επανάσταση: «Η σχέση του επαναστατικού
εργατικού κόμματος προς τη μικροαστική δημοκρατία είναι αυτή: πάει μαζί της
ενάντια στην ομάδα που το επαναστατικό εργατικό κόμμα επιδιώκει την ανατροπή
της, αντιτάσσεται στη μικροαστική δημοκρατία, σ' όλα εκείνα με τα οποία η
μικροαστική δημοκρατία θέλει να στεριώσει τη θέση της. Οι δημοκράτες
μικροαστοί που καθόλου δεν θέλουν να ανατρέψουν ολόκληρη την κοινωνία προς το
συμφέρον των επαναστατών προλετάριων, επιδιώκουν μιαν αλλαγή των κοινωνικών
συνθηκών, έτσι που η κοινωνία που υπάρχει να τους γίνει όσο το δυνατό πιο
υποφερτή και βολική [...]
Σ' αυτό το πλαίσιο οι Μαρξ και Ενγκελς έβαζαν ως ζήτημα τη δημιουργία μυστικής και
ανοικτής οργάνωσης του εργατικού κόμματος και της διατήρησης ένοπλων μορφών
οργάνωσης της εργατικής τάξης εντελώς ανεξάρτητων από την αστική εξουσία,
παροτρύνοντας τους εργάτες να μην παραδώσουν σε καμία περίπτωση τα όπλα. Να
εγκαθιδρύσουν μορφές «δυαδικής εξουσίας», «δικές τους επαναστατικές κυβερνήσεις
είτε με την μορφή κοινοτικών διοικήσεων, κοινοτικών συμβουλίων, είτε με την
μορφή εργατικών λεσχών ή εργατικών επιτροπών» [29].
Ο πυρήνας της αντίληψης των Μαρξ - Ενγκελς για το διαρκή χαρακτήρα της
επανάστασης βασιζόταν στη θέση ότι στις συνθήκες της εποχής τους η αστική
επανάσταση μπορούσε να οδηγήσει στην προλεταριακή. Η εξέλιξη αυτή, που δε θα ήταν
ευθύγραμμη, εξαρτιόταν από το συγκεκριμένο συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων,
κυρίως από το κατά πόσο, μέσα στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής επανάστασης, κάτω από
την ηγεσία του κομμουνιστικού κόμματος, οι εργάτες θα κατόρθωναν να αξιοποιήσουν
το γεγονός ότι η αστική τάξη δεν είχε ακόμα μπορέσει να σταθεροποιήσει και να
τελειοποιήσει το δικό της κρατικό μηχανισμό[30].
Στη σκέψη των κλασσικών για το ποια έπρεπε να ήταν η στρατηγική των κομμουνιστών,
ιδιαίτερα επέδρασε η εξέγερση των Γάλλων εργατών τον Ιούνιο του 1848, της οποίας
είχε προηγηθεί η αστικοδημοκρατική το Φεβρουάριο του 1848.
Η εξέγερση του Ιουνίου και το άμεσο ένοπλο πνίξιμό της από την αστική τάξη
αποκάλυψαν τον ταξικό χαρακτήρα της αστικής εξουσίας και εμπλούτισαν τον
προβληματισμό των Μαρξ - Ενγκελς για τα στρατηγικά καθήκοντα του προλεταριάτου,
όπως αυτά αναλύονται στο έργο του Μαρξ, «Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848
ως το 1850»:
Στη συνέχεια ο Μαρξ δηλώνει κατηγορηματικά ότι η εξέγερση του Ιουνίου απέδειξε ότι
η καλυτέρευση της κατάστασης της εργατικής τάξης παραμένει ουτοπία στα πλαίσια της
αστικής δημοκρατίας, μια ουτοπία που εκλαμβάνεται από το κεφάλαιο ως έγκλημα μόλις
θελήσει να γίνει πραγματικότητα και επομένως στη θέση των διεκδικήσεων των εργατών
«που ήταν υπερβολικές στη μορφή, μικρόπρεπες και μάλιστα αστικές στο
περιεχόμενο και που ήθελε να τις αποσπάσει από τη δημοκρατία τον Φλεβάρη,
μπήκε το θαρραλέο επαναστατικό μαχητικό σύνθημα: Ανατροπή της αστικής
τάξης ! Διχτατορία της εργατικής τάξης»[32].
Η Παρισινή Κομμούνα του 1871 απέδειξε με καθαρό τρόπο πως η εργατική τάξη είχε
μπει στο επίκεντρο της κοινωνικής εξέλιξης, τουλάχιστον για τις πιο ανεπτυγμένες
καπιταλιστικές χώρες. Η Κομμούνα του 1871 ήταν «η πρώτη επανάσταση με την οποία
η εργατική τάξη αναγνωρίστηκε ανοιχτά σαν η μόνη τάξη που ήταν ακόμη ικανή για
κοινωνική πρωτοβουλία»[33]. Ωστόσο αναδείχτηκαν σημαντικά οι αδυναμίες του
εργατικού κινήματος, το γεγονός ότι δεν είχε κόμμα ικανό, με επεξεργασμένη
στρατηγική, για να το καθοδηγήσει.
Μετά την Παρισινή Κομμούνα, το 1871, η αναγκαιότητα της κατάκτησης της πολιτικής
εξουσίας από την εργατική τάξη, που τονιζόταν επανειλημμένα από τους Μαρξ και
Ενγκελς ήδη από το 1845, εμπλουτίστηκε με νέες θέσεις.
Ο Κ. Μαρξ στο έργο του «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία» και ο Φ. Ενγκελς στην
εισαγωγή στο ίδιο έργο, αναλύοντας την πείρα της Κομμούνας κατέληξαν στο εξής
συμπέρασμα για τη στρατηγική:
Με ορόσημο το 1871 μπαίνουμε πλέον στην εποχή που στην καπιταλιστική οικονομία
αναπτύσσονται οι μετοχικές εταιρίες και σε πολιτικό επίπεδο ολοκληρώνεται η κυριαρχία
της αστικής τάξης. Η εργατική τάξη πλέον εμφανίζεται στο πεδίο της κοινωνικής
ανάπτυξης ως η κύρια κοινωνική δύναμη. Η επίγνωση αυτού του γεγονότος
αποτυπώνεται στην τροποποίηση του καταστατικού της Διεθνούς Ενωσης των Εργατών
το Σεπτέμβριο του 1871: «Επειδή οι αφέντες της γης και του κεφαλαίου
χρησιμοποιούν πάντα τα πολιτικά τους προνόμια για να υπερασπίζουν και να
διαιωνίζουν τα οικονομικά τους μονοπώλια και για να υποδουλώνουν την εργασία, η
κατάχτηση της πολιτικής εξουσίας γίνεται το μεγάλο καθήκον του
προλεταριάτου»[34].
Στην εποχή που πλέον η αστική τάξη έχει κυριαρχήσει πολιτικά, έχει διαμορφώσει το
δικό της κράτος, έχει χάσει τον προηγούμενα προοδευτικό της χαρακτήρα, «η
οικονομική χειραφέτηση της εργατικής τάξης είναι ο μεγάλος τελικός σκοπός, στον
οποίο πρέπει να υποταχθεί σαν μέσο κάθε πολιτικό κίνημα»[35].
Οι Μαρξ - Ενγκελς θεωρούσαν -με βάση και την πείρα των επαναστάσεων του 1848- ότι
η σοσιαλιστική επανάσταση μπορούσε να νικήσει μόνο ταυτόχρονα σε ένα σύνολο
αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών της εποχής τους, π.χ. Αγγλία, Γερμανία, Γαλλία
κλπ.
Ειδικά για τη Ρωσία οι Μαρξ-Ενγκελς τόνιζαν στον πρόλογο της ρωσικής έκδοσης του
«Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος» του 1882 ότι: «...αν η ρώσικη
επανάσταση αποτελέσει το σύνθημα για την προλεταριακή επανάσταση στη δύση,
έτσι που οι δύο μαζί να συμπληρώσουν η μία την άλλη, τότε η τωρινή ρωσική κοινή
ιδιοκτησία της γης μπορεί να χρησιμεύσει ως αφετηρία για μια κομμουνιστική
εξέλιξη»[36]. Είναι σαφές ότι η μετεξέλιξη της αστικοδημοκρατικής επανάστασης σε
σοσιαλιστική στη Ρωσία, σύμφωνα με αυτή τη θέση εξαρτιόνταν από την προλεταριακή
επανάσταση στη Δυτική Ευρώπη.
Οι πρώτες επεξεργασίες του Λένιν για τη στρατηγική (όπως και άλλων μαρξιστών της
εποχής) ήταν επηρεασμένες από αυτή τη θέση. Είναι χαρακτηριστικό το εξής
απόσπασμα: «μέσα σε συνθήκες της επαναστατικής δημοκρατικής δικτατορίας θα
κινητοποιήσουμε δεκάδες εκατομμύρια φτωχολογιάς της πόλης και του χωριού, θα
κάνουμε την ρώσικη πολιτική επανάσταση πρόλογο της ευρωπαϊκής σοσιαλιστικής
επανάστασης»[37].
Στο έργο του «Οι δυο τακτικές της σοσιαλδημοκρατίας στη δημοκρατική επανάσταση»,
που γράφτηκε στις συνθήκες της επανάστασης του 1905, θέτει το ζήτημα ότι στις νέες
ιστορικές συνθήκες της εποχής του, καθοδηγητής της αστικοδημοκρατικής επανάστασης
στη Ρωσία μπορεί και πρέπει να είναι μόνο το προλεταριάτο.
Ο Λένιν, στις συνθήκες της Τσαρικής Ρωσίας, η οποία όπως έλεγε ο ίδιος βρισκόταν στο
«μεταίχμιο δυο εποχών», προσπάθησε να δώσει επιστημονική απάντηση στο ζήτημα της
στρατηγικής που πρέπει να χαράξει το ρωσικό επαναστατικό κίνημα.
Στην ανάλυσή του πήρε υπόψη του τον αντιδραστικό χαρακτήρα της αστικής τάξης στη
σύγχρονη ιστορική εποχή του καπιταλισμού, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι, ως
αποτέλεσμα της ανάπτυξης του καπιταλισμού, στη Ρωσία της Τσαρικής απολυταρχίας η
αστικοδημοκρατική επανάσταση ήταν αναπόφευκτη: «Ο μετασχηματισμός του
οικονομικού και πολιτικού καθεστώτος της Ρωσίας με αστικοδημοκρατική
κατεύθυνση είναι αναπόφευκτος και αναπότρεπτος. Δεν υπάρχει δύναμη στον κόσμο
ικανή να εμποδίσει αυτόν τον μετασχηματισμό. Από το συνδυασμό όμως της δράσης
των δυνάμεων που υπάρχουν και πραγματοποιούν αυτόν τον μετασχηματισμό
μπορεί να προκύψουν δυο ειδών αποτελέσματα ή δυο μορφές αυτού του
μετασχηματισμού.
Ενα από τα δυο: 1) είτε η υπόθεση θα τελειώσει «με αποφασιστική νίκη της
επανάστασης πάνω στον τσαρισμό», είτε 2) οι δυνάμεις θα είναι ανεπαρκείς για μια
αποφασιστική νίκη και η υπόθεση θα τελειώσει με μια συναλλαγή ανάμεσα στον
τσαρισμό και στα πιο «ασυνεπή» και «ιδιοτελή» στοιχεία της αστικής τάξης»[38].
Το καινούργιο στοιχείο που δίνει η λενινιστική ανάλυση, σε σχέση με αυτήν των Μαρξ
και Ενγκελς, είναι η δυνατότητα η εργατική τάξη να είναι ηγετική δύναμη της
αστικοδημοκρατικής επανάστασης και σε συμμαχία με την αγροτιά να κατακτήσει την
εξουσία, την «επαναστατική δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της
αγροτιάς»:
«...η δύναμη ικανή να κερδίσει την "αποφασιστική νίκη πάνω στον τσαρισμό"
μπορεί να είναι μόνο ο λαός, δηλαδή, το προλεταριάτο και η αγροτιά, αν πρόκειται
να πάρουμε τις βασικές, τις μεγάλες δυνάμεις και να κατανείμουμε ανάμεσά τους τη
μικροαστική τάξη του χωριού και της πόλης (που είναι και αυτή "λαός"). Η
"αποφασιστική νίκη της επανάστασης πάνω στον τσαρισμό" είναι η επαναστατική
δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς»[39].
Βλέπει όμως αυτή τη μετεξέλιξη στα πλαίσια της ευρωπαϊκής επανάστασης, την εξαρτά
από τη βοήθεια και τη στήριξη της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Δυτική Ευρώπη.
Μόνο δέκα χρόνια αργότερα, το 1915, ο Λένιν υποστηρίζει για πρώτη φορά τη
δυνατότητα νίκης της επανάστασης σε μια χώρα.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η υπόμνηση του Λένιν ότι η στρατηγική των μπολσεβίκων του
1905 απαντούσε στα ιδιόμορφα καθήκοντα της επανάστασης που προκύπτουν από την
ιστορική καθυστέρηση της Ρωσίας και με αυτή την έννοια διαφορετικά τίθεται το ζήτημα
σε χώρες με πιο αναπτυγμένο καπιταλισμό, όπως π.χ. η Γερμανία.
Ο γερμανός σοσιαλδημοκράτης του 1898, που δε βάζει στην πρώτη σειρά ειδικά το
ζήτημα της δημοκρατίας, είναι φαινόμενο φυσικό, που δεν προκαλεί ούτε ξάφνιασμα
ούτε κατάκριση. Ο γερμανός σοσιαλδημοκράτης που το 1848 θα καταχώνιαζε το
ζήτημα της δημοκρατίας θα ήταν απροκάλυπτος προδότης της επανάστασης.
Ο Λένιν, αναλύοντας το στρατηγικό σχέδιο των μπολσεβίκων στους δυο σταθμούς της
επανάστασης, καταλήγει:
Η επανάσταση του 1905 - 1907 ηττήθηκε. Το στρατηγικό σχέδιο των μπολσεβίκων για τη
μετεξέλιξη της δημοκρατικής επανάστασης, παρότι δεν στέφθηκε με τη νίκη και η
«δικτατορία του λαού» δεν πραγματοποιήθηκε, ήταν η πρώτη επιστημονική προσπάθεια
από το Λένιν για να τεθούν στην εποχή του ιμπεριαλισμού και στα δεδομένα μιας χώρας,
όπως η τσαρική Ρωσία, τα σύγχρονα στρατηγικά καθήκοντα του προλεταριάτου.
Ο Λένιν κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (την περίοδο 1915 - 1917) έθεσε
με νέο τρόπο το ζήτημα της νίκης της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Ο Λένιν έδειξε ότι στον ιμπεριαλισμό η ανισόμετρη οικονομική και πολιτική ανάπτυξη
του καπιταλισμού έχει ως αποτέλεσμα να ωριμάζει σε διαφορετικές χρονικές στιγμές η
επαναστατική κατάσταση στις διάφορες χώρες[46].
Επίσης, έδειξε ότι η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, ειδικά όταν φτάνουν
στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, πρέπει να αξιοποιείται από το προλεταριακό κίνημα για να
σπάσει η ιμπεριαλιστική αλυσίδα στον πιο «αδύνατο κρίκο της» (ή στους πιο αδύνατους
κρίκους της).
Το Φεβρουάριο του 1917 η αστικοδημοκρατική επανάσταση γκρεμίζει τον τσάρο και η
αστική τάξη έρχεται στην εξουσία και συγκροτεί προσωρινή δημοκρατική κυβέρνηση.
Η «τσαρική απολυταρχία», λέει ο Λένιν, δέχτηκε ταυτόχρονο χτύπημα από δύο
δυνάμεις, από τη μια μεριά «όλη την αστική και τσιφλικάδικη Ρωσία, [...] τους
αγγλογάλλους πρεσβευτές και καπιταλιστές [...]» και από την άλλη «το Σοβιέτ των
εργατών βουλευτών που άρχισε να τραβάει με το μέρος του τους στρατιώτες και
αγρότες βουλευτές»[47]. Στις 26 (8) Μαρτίου του 1917 ο Λένιν εκτιμά ότι: «η
ιδιομορφία της στιγμής βρίσκεται στο πέρασμα από το πρώτο στάδιο της
επανάστασης που έδωσε την εξουσία στην αστική τάξη, εξαιτίας της ανεπαρκούς
συνειδητότητας και οργάνωσης του προλεταριάτου, στο δεύτερο. Η αστική τάξη
αποδείχτηκε συνειδητή και προετοιμασμένη»[48].
Ο Λένιν, στα κείμενά του «Τα καθήκοντα του προλεταριάτου στην επανάστασή μας»,
«Γράμματα για την ταχτική», «Για τη δυαδική εξουσία» καθώς και σε άλλα,
επεξεργάστηκε την επαναστατική στρατηγική και τακτική στις συνθήκες που
διαμορφώθηκαν μετά την αστικοδημοκρατική επανάσταση του Φεβρουαρίου.
Το βασικό στοιχείο του προβληματισμού του Λένιν στο προγραμματικό κείμενο, που
είναι γνωστό ως «Θέσεις του Απρίλη», είναι η ανάγκη αλλαγής της στρατηγικής των
μπολσεβίκων. Ο Λένιν εκτιμούσε το αντικειμενικό γεγονός ότι η αστικοδημοκρατική
επανάσταση στη Ρωσία πραγματοποιήθηκε:
«Ως την επανάσταση του Φλεβάρη - Μάρτη 1917, η κρατική εξουσία στη Ρωσία
βρισκόταν στα χέρια μιας παλιάς τάξης, δηλαδή της τάξης των φεουδαρχών -
ευγενών - τσιφλικάδων, με επικεφαλής τον Νικόλαο Ρομανόφ.
Υστερα από αυτή την επανάσταση, η εξουσία βρίσκεται στα χέρια μιας άλλης, νέας
τάξης, δηλαδή της αστικής τάξης.
Το πέρασμα της κρατικής εξουσίας από τα χέρια μιας τάξης στα χέρια μιας άλλης
είναι το πρώτο, το κύριο, το βασικό γνώρισμα της επανάστασης, τόσο με την
αυστηρά - επιστημονική, όσο και με την πρακτικά - πολιτική σημασία αυτής της
έννοιας.
Στη Ρωσία το ζήτημα που έμπαινε πια στην ημερήσια διάταξη ήταν η σοσιαλιστική
επανάσταση, δηλαδή το πέρασμα της εξουσίας στην εργατική τάξη και όχι η συγκρότηση
της «επαναστατικής δημοκρατικής δικτατορίας του προλεταριάτου και της
αγροτιάς», γι' αυτό και ο Λένιν πρότεινε την εγκατάλειψη αυτού του στόχου.
Ο Λένιν έδωσε σκληρή μάχη και μέσα στο κόμμα των μπολσεβίκων με όσους
αντιδρούσαν στην αλλαγή της στρατηγικής του κόμματος:
«Οποιος βάζει με τον παλιό τρόπο το ζήτημα του «αποτελειωμού» της αστικής
επανάστασης, αυτός θυσιάζει τον ζωντανό μαρξισμό στο νεκρό γράμμα.
Κατά την παλιά αντίληψη προκύπτει πως: Υστερα από την κυριαρχία της αστικής
τάξης, μπορεί και πρέπει να ακολουθήσει η κυριαρχία του προλεταριάτου και της
αγροτιάς, η δικτατορία τους.
Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ουσιαστικά στην Πετρούπολη η εξουσία βρίσκεται
στα χέρια των εργατών και των στρατιωτών. Οτι η νέα κυβέρνηση δεν ασκεί και
ούτε μπορεί να ασκήσει πάνω τους βία, επειδή δεν υπάρχει ούτε αστυνομία, ούτε
χωρισμένος από το λαό στρατός, ούτε πανίσχυρη υπαλληλία, που να στέκεται πάνω
από το λαό. Αυτό είναι γεγονός. Πρόκειται ακριβώς για ένα γεγονός που είναι
χαρακτηριστικό για ένα κράτος τύπου Κομμούνας του Παρισιού. Το γεγονός αυτό δε
χωράει στα παλιά σχήματα. Πρέπει να ξέρει κανείς να προσαρμόζει τα σχήματα στη
ζωή και όχι να επαναλαμβάνει λέξεις για «δικτατορία του προλεταριάτου και της
αγροτιάς» γενικά, λέξεις που έχασαν κάθε νόημα»[50].
«Δεν χωράει ούτε η παραμικρή αμφιβολία ότι μια τέτοια «σύμπλεξη» δεν μπορεί να
κρατήσει πολύν καιρό. Δυο εξουσίες σ' ένα κράτος δε μπορεί να υπάρχουν. Η μια
από αυτές πρέπει να εκμηδενιστεί και όλη η ρωσική αστική τάξη δουλεύει ήδη με
όλες τις δυνάμεις της, με όλους τους τρόπους και παντού για το παραμέρισμα και
την εξασθένιση, την εκμηδένιση των Σοβιέτ των στρατιωτών και εργατών
βουλευτών, για τη δημιουργία της μονοκρατορίας της αστικής τάξης.
Η δυαδική εξουσία εκφράζει στην ανάπτυξη της επανάστασης μόνο μια μεταβατική
στιγμή, τότε που αυτή έχει προχωρήσει πιο πέρα από τη συνηθισμένη
αστικοδημοκρατική επανάσταση, χωρίς όμως να έχει φτάσει ακόμη ως την
"καθαρή" δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς»[51].
Οσο είμαστε μειοψηφία, δουλιά μας είναι να κάνουμε κριτική και εξήγηση των
λαθών, προπαγανδίζοντας ταυτόχρονα την ανάγκη να περάσει όλη η κρατική
εξουσία στα Σοβιέτ των εργατών βουλευτών, έτσι που οι μάζες με την πείρα τους να
απαλλαγούν από τα λάθη τους»[52].
Το ζήτημα που έμπαινε δεν ήταν η ενότητα του λαού (προλεταριάτο και αγροτιά), αλλά η
διάσπασή του ανάμεσα στο προλεταριάτο των πόλεων, τα μισοπρολεταριακά και πιο
φτωχά στοιχεία του χωριού από τη μια και τα μεσοβέζικα μικροαστικά στρώματα από
την άλλη που δεν μπορούσαν να πάνε πιο πέρα από την αστικοδημοκρατική επανάσταση,
κάτι που αποδείχτηκε περίτρανα στο πιο κρίσιμο ζήτημα της περιόδου, τη στάση τους
απέναντι στη συνέχιση του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Αυτά τα στρώματα υιοθέτησαν τη
θέση του «επαναστατικού αμυνιτισμού», υποστηρίζοντας ότι ο πόλεμος άλλαξε
χαρακτήρα, μετά την ανατροπή του Τσάρου έπαψε να είναι ιμπεριαλιστικός.
Το κύριο ζήτημα σε όλη την περίοδο από τον Απρίλιο έως την Οκτωβριανή επανάσταση
του 1917 είναι η διαπάλη ανάμεσα στους μπολσεβίκους και τα συμβιβαστικά
οπορτουνιστικά στοιχεία, τους μενσεβίκους και τους εσέρους, που εξέφραζαν πολιτικά τα
μικροαστικά αυτά στρώματα.
Στο σχέδιο προγράμματος του κόμματος, με τίτλο «Τα καθήκοντα του προλεταριάτου
στην επανάστασή μας» (10 Απριλίου 1917), ο Λένιν έθεσε το ζήτημα της αλλαγής της
ονομασίας του κόμματος από σοσιαλδημοκρατικό σε κομμουνιστικό και το καθήκον
αποχώρησης από την οπορτουνιστική Β΄ Διεθνή και τη δημιουργία νέας κομμουνιστικής.
Τον Απρίλιο - Μάιο του 1920, στις παραμονές του 2ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής
Διεθνούς, ο Λένιν έγραψε το βιβλίο «Ο "Αριστερισμός", παιδική αρρώστια του
κομμουνισμού», το οποίο αποτέλεσε βασικό έργο στην ανάπτυξη της μαρξιστικής-
λενινιστικής θεωρίας, στην επεξεργασία της στρατηγικής και της τακτικής των
κομμουνιστικών κομμάτων στη νέα ιστορική εποχή περάσματος στο σοσιαλισμό, που
εγκαινίασε η Οκτωβριανή Επανάσταση.
Ο Λένιν, γενικεύοντας την πείρα της ρώσικης επανάστασης μέσα από το συγκεκριμένο
έργο, αποκαλύπτει τις νομοτέλειες που αφορούν τη δράση του κομμουνιστικού
κινήματος για την προετοιμασία της σοσιαλιστικής επανάστασης, την αναγκαιότητα για
ενιαία στρατηγική του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.
Κατά πρώτο λόγο στρέφει την προσοχή σε εκείνα τα χαρακτηριστικά της ρωσικής
επανάστασης που έχουν γενικό χαρακτήρα και διεθνή σημασία, δηλαδή σε «ό,τι είναι
γενικά υποχρεωτικό στην ιστορία και στη σύγχρονη τακτική του
μπολσεβικισμού»[54]. Τονίζει ότι είναι αναπόφευκτη η επανάληψη σε διεθνή κλίμακα
των κύριων χαρακτηριστικών της Οκτωβριανής Επανάστασης, όπως είναι η δικτατορία
του προλεταριάτου, η πολιτική συμμαχιών της εργατικής τάξης με τα εργαζόμενα λαϊκά
στρώματα, ο καθοδηγητικός ρόλος του κόμματος στην πάλη για τη δικτατορία του
προλεταριάτου και τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, η πάλη με τον οπορτουνισμό και η ήττα
του στο εργατικό κίνημα ως όρος για τη νίκη της επανάστασης:
«Τώρα έχουμε πια μπροστά μας μια πολύ αξιόλογη διεθνή πείρα, που δείχνει με τη
μεγαλύτερη ακρίβεια ότι ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά της επανάστασής μας
έχουν σημασία όχι τοπική, ούτε ειδικά εθνική, ούτε μόνο ρωσική αλλά διεθνή.
Και δε μιλώ εδώ για τη διεθνή σημασία με την πλατιά έννοια της λέξης, ότι δηλαδή
όχι απλώς μερικά, αλλά όλα τα βασικά και πολλά από τα δευτερεύοντα
χαρακτηριστικά της επανάστασής μας έχουν διεθνή σημασία με την έννοια της
επίδρασης σε όλες τις χώρες.
Δε μιλώ όμως μ' αυτή την πλατιά έννοια. Μιλώ με την πιο στενή έννοια της λέξης,
δηλαδή εννοώντας με τις λέξεις διεθνή σημασία, τη διεθνή σημαντικότητα της
επανάστασής μας ή την ιστορική αναγκαιότητα να επαναληφθεί σε διεθνή κλίμακα
αυτό που έγινε σε μας. Πρέπει να παραδεχτούμε πως τέτοια σημασία έχουν ορισμένα
βασικά χαρακτηριστικά της επανάστασής μας»[55].
Στις θέσεις και τις αποφάσεις του 2ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς, στη
διαμόρφωση των οποίων συνέβαλε αποφασιστικά ο Λένιν, αναφέρονται τα βασικά
στοιχεία της επεξεργασίας της επαναστατικής στρατηγικής, ως αποτέλεσμα της
γενίκευσης της επαναστατικής πείρας, τόσο της νικηφόρας Οκτωβριανής επανάστασης
όσο και της ήττας των επαναστάσεων σε Γερμανία, Ουγγαρία κ.α.
«Το χαρακτηριστικό γνώρισμα της στιγμής που περνάμε ως προς την ανάπτυξη του
διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος είναι το γεγονός ότι στην τεράστια πλειοψηφία
των καπιταλιστικών χωρών δεν έχει τελειώσει -και πολύ συχνά ούτε και έχει αρχίσει
συστηματικά- η προετοιμασία του προλεταριάτου για την επιβολή της δικτατορίας
του. Απ' αυτό δεν βγαίνει πως η προλεταριακή επανάσταση είναι αδύνατη στο πιο
κοντινό μέλλον. Είναι πέρα για πέρα δυνατή γιατί όλη η οικονομική και πολιτική
κατάσταση είναι εξαιρετικά πλούσια σε εύφλεκτες ύλες και αφορμές για την
ανάφλεξη τους [...]
Απ' όσα λέχθηκαν βγαίνει το συμπέρασμα πως το καθήκον της στιγμής για τα
Κομμουνιστικά Κόμματα σήμερα δεν είναι να επιταχύνουν την επανάσταση αλλά να
εντείνουν την προετοιμασία του προλεταριάτου»[57].
Η ιστορία του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος έχει αποδείξει ότι όχι λίγες φορές τα
ΚΚ δεν ανταποκρίθηκαν με συνέπεια σε αυτά τα καθήκοντα.
Η νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης στον 21ου αιώνα, οι δυνατότητες για την οποία
ωριμάζουν, θα κριθεί κυρίως από την ωριμότητα και ετοιμότητα του ΚΚ να ανταποκριθεί
στα επαναστατικά του καθήκοντα, ίσως σε πιο σύνθετες συνθήκες σε σχέση με αυτές των
αρχών του 20ού αιώνα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
3. Κ. Μαρξ: «Οι ταξικοί αγώνες στην Γαλλία από το 1848 έως το 1850», εκδόσεις
«Σύγχρονη Εποχή».
10. Β. Ι. Λένιν: «Σημειώσεις ενός δημοσιολόγου», «Απαντα» (το κεφάλαιο ΙΙ: Χωρίς
μεταφορικές εκφράσεις), εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» τόμος 44, σελ. 417-418.
11. Β. Ι Λένιν: «Στη μνήμη της Κομμούνας», «Απαντα», 5η έκδοση, εκδόσεις «Σύγχρονη
Εποχή», τόμος 20, σελ. 224-229.
12. Β. Ι. Λένιν: «Διάλεξη για την επανάσταση του 1905», «Απαντα», 5η έκδοση,
εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 30 σελ. 306-328.
13. Β. Ι. Λένιν: «Γράμματα για την τακτική», «Απαντα», 5η έκδοση, εκδόσεις «Σύγχρονη
Εποχή», τόμος 31, σελ.131-148.
14. Β. Ι. Λένιν: «Τα καθήκοντα του προλεταριάτου στην επανάσταση μας», «Απαντα»,
5η έκδοση, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 31, σελ. 151-186.
15. Ι. Β. Στάλιν: «Για τις βάσεις του λενινισμού», από τη συλλογή κειμένων «Ζητήματα
Λενινισμού», σελ. 67 -83.
[4] Ο Λένιν έλεγε επίσης ότι η πολιτική είναι: «σχέση ανάμεσα στις τάξεις» προσδιόριζε
ότι το περιεχόμενό της είναι: «η συμμετοχή στις υποθέσεις του κράτους, η κατεύθυνση
του κράτους, ο καθορισμός των μορφών των καθηκόντων, του περιεχομένου, της
δραστηριότητας του κράτους».
[13] Ο. π.
[16] Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τ. 36, σελ. 205 - 206.
[18] «15ο Συνέδριο του ΚΚΕ, Ντοκουμέντα», Το Πρόγραμμα, σελ. 114 -115.
[20] Αναλυτικά, βλ. διάλεξη της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ «Θεωρητικά
ζητήματα για τις προϋποθέσεις της σοσιαλιστικής επανάστασης», ΚΟΜΕΠ τεύχος 2 /
2008.
[46] Βλέπε τα έργα του Β. Ι. Λένιν «Για το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών της
Ευρώπης» (1915) και «Στρατιωτικό Πρόγραμμα της προλεταριακής επανάστασης»
(1916), «Ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού» (1916).