You are on page 1of 13

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ


ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΕΛΠ 31

ΘΕΜΑ 1ης ΕΡΓΑΣΙΑΣ

«Οι πτυχές των θρησκευτικών τελετών προς τιμήν του θεού Διονύσου, που
άσκησαν σημαντική επίδραση στη γένεση και στη σταδιακή διαμόρφωση του
αττικού θεάτρου.»

Επιμέλεια εργασίας: Άννα Μάγγα

Αθήνα, Νοέμβριος 2008


Ι. ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Το αττικό θέατρο που περιλαμβάνει τρία έμμετρα δραματικά είδη την τραγωδία, το
σατυρικό δράμα και την κωμωδία, αποτέλεσε έναν σημαντικό θεσμό τόσο πολιτικό όσο και
θρησκευτικό. Γεννήθηκε τον 5ο αι. και βρίσκεται σε ακμή κατά την περίοδο της αθηναϊκής
δημοκρατίας έως και τους ελληνιστικούς χρόνους. Όλες οι πηγές πάντως, συμφωνούν ότι
θεσμοθετείται από τον τύραννο Πεισίστρατο(546-527 π.Χ.) ο οποίος ύψωσε κοντά στην
Ακρόπολη ναό αφιερωμένο στον Διόνυσο Ελευθερέα καθιερώνοντας ταυτόχρονα και
ετήσιους εορτασμούς προς τιμήν του. Ο Πεισίστρατος όπως εξάλλου και όλοι οι τύραννοι
του 6ου αι. στα πλαίσια της ενίσχυσης του πολιτικού τους γοήτρου, βοήθησαν να διαδοθεί η
λατρεία του Διονύσου, του θεού των αγροτών.1Ο Διόνυσος, δεν ήταν μόνο ο θεός του
κρασιού, αλλά και της γονιμότητας, της μεταμφίεσης, της μέθεξης, σύμβολά του ο
οργιαστικός κισσός και ο φαλλός.2
Θέατρο και Διόνυσος συνδέονται άρρηκτα καθώς οι δραματικοί αγώνες εντάσσονταν
στις θρησκευτικές εορτές προς τιμήν του θεού, τα Μεγάλα ή εν άστει Διονύσια την άνοιξη
και τα Λήναια κατά το τέλος Δεκεμβρίου. Οι τραγωδίες παίζονται στο θέατρο του
Διονύσου στη νότια κλιτύ της Ακρόπολης, που οικοδομήθηκε στις αρχές του 5ου αι. π.Χ.
και βρισκόταν εντός του ιερού τεμένους του θεού. Οι δραματικοί αγώνες άνοιγαν με θυσίες
εξαγνισμού, αφού προηγουμένως είχε εξασφαλιστεί η παρουσία του θεού με τη μεταφορά
του αγάλματός του μέσα στον περίβολο του θεάτρου.3
Στην παρούσα εργασία θα προσεγγίσουμε τη θρησκευτική διάσταση του αττικού
θεάτρου- ξεχωριστά για κάθε είδος του –το πώς επιδρούν οι θρησκευτικές τελετές προς
τιμήν του θεού Διονύσου στη γένεση αλλά και στην τελική διαμόρφωση του.

1
Baldry H.C. ,Το τραγικό θέατρο στην Αρχαία Ελλάδα, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1992, 3η εκδ., Παράλληλα
κείμενα, ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σελ. 38.
2
Lesky, A., Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, μτφρ. Τσοπανάκη, εκδ. αφοί Κυριακίδη,
Θεσσαλονίκη, 2003,σελ. 332.

3
Romilly J., Αρχαία ελληνική τραγωδία , εκδόσεις Παπαδήμα ,μτφρ. Μ. Καρδαμίτσα-Ψυχογιού, εκδ.
Καρδαμίτσα, Αθήνα 1997.

2
ΙΙ. Η ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ ΚΑΙ Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΣΤΗ ΓΕΝΕΣΗ ΚΑΙ ΣΤΗ
ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΑΤΤΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ.
Ο Αριστοτέλης στo έργο του Ποιητική(6-301449a)4 αναφέρει ως απαρχή του
δράματος στο σύνολό του, τους αυτοσχεδιασμούς των εξαρχόντων στις συντροφιές του
Διονύσου που έψαλλαν ύμνους προς τιμήν του. Ο διονυσιακός θίασος, η ενδυμασία του και οι
θρησκευτικές πρακτικές του λοιπόν θα αποτελέσουν τον πυρήνα του αττικού θεάτρου. Τόσο η
τραγωδία όσο και η κωμωδία έχουν κοινή αφετηρία διαφέρoυν όμως-κυρίως θεματικά- και
αυτές οι διαφορές τους γίνονται πιο φανερές καθώς εξελίσσονται τα δυο είδη. Το βέβαιο είναι
ότι γράφονται από τον ίδιο ποιητή(Πλάτων, Συμπόσιο (223 d):…τοῦ αὐτοῦ ἀνδρὸς εἶναι
κωμῳδίαν καὶ τραγῳδίαν ἐπίστασθαι ποιεῖν, καὶ τὸν τέχνῃ τραγῳδοποιὸν ὄντα
κωμῳδοποιὸν εἶναι…).5
ΙΙ. α. Η τραγωδία
Ο Αριστοτέλης θεωρεί ως αφετηρία της εξέλιξης της τραγωδίας την στιγμή κατά την
οποία ο επικεφαλής του χορού που εκτελούσε τον διθύραμβο, ο εξάρχων, άρχισε να
συνδιαλέγεται με τον χορό. Ο Αριστοτέλης αναφέρει, επίσης, ότι η διαμόρφωση της τραγωδίας
έγινε από το σατυρικόν. Με αυτό τον όρο δεν εννοεί το διαμορφωμένο σατυρικό δράμα – όπως
το γνωρίζουμε μετά τις ανανεωτικές αλλαγές που επέφερε σ’ αυτό ο Πρατίνας – αλλά τις
σατυρόμορφες προβαθμίδες του.6 Κατά τον Ηρόδοτο ευρετής του διθυράμβου αλλά και του
τραγικού τρόπου με τον οποίο παρουσίασε τους χορευτές του ντυμένους
Σατύρους(τραγόμορφα πλάσματα που έπειτα απαντώνται ως ακόλουθοι του θεού Διονύσου)
είναι ο Αρίωνας από τη Λέσβο. Έτσι φαίνεται πως προκύπτει η ετυμολογία της λέξης
τραγωδία από το τράγων-ωδή, δηλ. άσμα χορού μεταμφιεσμένου σε Σατύρους(Σιληνούς), ενώ
μια άλλη ετυμολογική ανάλυση εννοεί μεταμφιεσμένους που φορούν προβιά τράγου. Πάντως,
η μετάβαση από τον διθύραμβο στην τραγωδία όπως την εννοούμε ως σήμερα έγινε από τον
Θέσπη, ο οποίος παρουσίασε για πρώτη φορά τραγωδία στα Μεγάλα Διονύσια το 536/5-
533/32 π.Χ.(μαρτυρία από τη Σούδα), ο οποίος στη θέση του εξάρχοντος του διθυράμβου,
εισάγει τον υποκριτή, αλλά και κατασκεύασε το πρώτο προσωπείο.7 Το προσωπείο ήταν το
βασικό συστατικό του αρχαίου θεάτρου, που υποδήλωνε το δεσμό με αρχέγονες τελετές, όπως
η μάσκα του μάγου σε πολλούς πρωτόγονους λαούς. Η διονυσιακή επίδραση είναι φανερή
τόσο στην τραγωδία όσο και στην κωμωδία στη σκευή του Υποκριτή και του Χορού: Το
4
Αριστοτέλους, Ποιητική, (μτφρ. Στ. Δρομάζος), στο Ανθολόγιο Αποσπασμάτων Δραματικού Λόγου και
Ποιητικής Τέχνης, εκδόσεις Ε.Α.Π., Πάτρα 2001, σελ. 11.
5
www.ekivolos.gr, 6-10-2008

6
Lesky, A., Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, μτφρ. Τσοπανάκη, εκδ. αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη,
2003, σελ. 328.

7
Μπιργάλιας Ν., Ο αρχαίος δημόσιος βίος, πολιτική ζωή και τάξεις: δικαστική, στρατιωτική και θρησκευτική ζωή,
στο Μήλιος Α., Μπιργάλιας Ν., Παπαευθυμίου Ελ., Πετροπούλου Α , Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Αρχαία
Ελλάδα, εκδόσεις Ε.Α.Π., Πάτρα 2000, σελ.186- 187.
3
προσωπείο, το ποδήρες ένδυμα και τα υποδήματα που σκεπάζουν τη γάμπα(κόθορνοι), είχαν
βαθιές ρίζες στη διονυσιακή λατρεία. Πάντως και στα τρία δραματικά είδη η σκευή των
ηθοποιών παρουσιάζει παράλληλη εξέλιξη.8
Η φιλολαϊκή πολιτική του τυράννου Πεισίστρατου κατέστησε την τραγωδία
ουσιαστικό τμήμα της οργανωμένης από το κράτος θρησκευτικής λατρείας. Τα Μεγάλα
Διονύσια διεξάγονται την άνοιξη κατά το μήνα Ελαφηβολιώνα(Μάρτιο-Απρίλιο). Ήταν μια
σημαντική και «θορυβώδης»εορτή με το πλήθος να σχηματίζει μια πομπή στην οποία
συμμετείχε ελεύθερα όποιος το επιθυμούσε. Κατά τη διάρκεια της εορτής αυτής τελούνταν
τριήμεροι δραματικοί αγώνες τραγωδίας, σατυρικού δράματος, κωμωδίας και διθυράμβων.
Κάθε ποιητής παρουσίαζε τρεις τραγωδίες και ένα σατυρικό δράμα-το οποίο αναμορφώνεται
από τον Πρατίνα τον Φλειάσιο-και ο νικητής βραβευόταν στο τέλος των εκδηλώσεων με ένα
στεφάνι κισσού (το ιερό φυτό του θεού) που φορεί και ο Διόνυσος όπως γνωρίζουμε από τις
απεικονίσεις του. Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια των εορτασμών δεν γινόταν καμία
πολιτική λειτουργία, για να αντιληφθεί κανείς τη μεγάλη σημασία της οργάνωσης των
παραστάσεων στην αθηναϊκή ζωή.9
Mια σύγχρονη άποψη που συνδέει το διονυσιακό στοιχείο με τη γένεση της τραγωδίας
είναι του Γερμανού φιλόσοφου F. Nietzsche,ο οποίος θεωρεί την καταγωγή της τραγωδίας
καθαρά θρησκευτική. Στο έργο του η Γέννηση της Τραγωδίας, αναφέρει ότι η τραγωδία
περικλείει τόσο το διονυσιακό στοιχείο της μέθης που δηλώνεται μέσω της μουσικής και του
χορού, όσο και από το απολλώνιο στοιχείο του ονείρου που εκδηλώνεται μέσω των νηφάλιων
διαλογικών μερών. Ο Διόνυσος του Nietzsche ενώ δεν είναι παρών στη θεατρική σκηνή γίνεται
ο θεός της μεταμόρφωσης και του θεάτρου.10
Αν και η καταγωγή της τραγωδίας ως προς τα εξωτερικά της χαρακτηριστικά παρέμεινε
διονυσιακή, εντούτοις υπήρχε πάντα και το παροιμιώδες ουδέν προς Διόνυσον το οποίο ως
φράση επισημαίνει την θεματική απόκλιση της τραγωδίας από τη διονυσιακή θεματολογία.
Αυτή η φράση τονίζει και ενισχύει τον θρησκευτικό χαρακτήρα και την άμεση σύνδεση με τη

8
Εναλλακτικό διδακτικό υλικό για τη Θ.Ε.: «Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο», Υπερκείμενο, ΕΑΠ, Πάτρα, 2005:
Τα παλαιότερα προσωπεία παρουσιάζουν πολύ έντονα χαρακτηριστικά, τα οποία τα διαφοροποιούν
ριζικά από το γυμνό πρόσωπο. Συχνά κάνουμε λόγο για «απολιθωμένο τρόμο» (τραγωδία) και «γελοιογραφική
παραμόρφωση» (Τα κοστούμια του χορού ήταν γενικώς ενιαία για όλα τα μέλη και σύμφωνα με τον
συγκεκριμένο ρόλο (γέροντες του Άργους, γυναίκες της Κορίνθου, ιππείς κ.ο.κ.). Μόνο στο σατυρικό δράμα ο
χορός έφερε πάντα το γνωστό ‘κοστούμι’ των σατύρων με τον φαλλό εν στύσει.
Όσον αφορά τους υποκριτές, οι άρρενες χαρακτήρες έφεραν και στα τρία δραματικά είδη κοντό χιτώνα με
χειρίδες (μανίκια) και τον υποχρεωτικό για όλους τους ανδρικούς ρόλους φαλλό. Κάτω από τον χιτώνα όλοι
έφεραν ειδικά «παραγεμίσματα», τα λεγόμενα σωμάτια, τα οποία εξόγκωναν τα οπίσθια και την κοιλιά.
9
Blume H.DΕισαγωγή στο αρχαίο θέατρο, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1986,σελ. 34: Η γιορτή των Μεγάλων Διονυσίων ήταν
ευκαιρία για αυτοπροβολή της πόλης, για επίδειξη ισχύος στους συμμάχους της που κατέφθαναν για να
καταβάλουν την εισφορά τους. Ήταν μια επίδειξη πλούτου και δύναμης κάτω από το βλέμμα του θεού και με
πολιτικό χαρακτήρα.
10
Γιόση Μ.Ι., Καταγωγή της τραγωδίας – Θεατρική παράσταση, στο Αλεξίου Ε., Αναστασίου Ι., Βερτουδάκης Β.,
Γιόση Μ.Ι., Λυπουρλής Δ., Στεφανόπουλος Θ.Κ., Τσακμάκης Α., Χριστόπουλος Μ., Αρχαία Ελληνική και
Βυζαντινή Φιλολογία, τόμος Α΄, Αρχαϊκή και Κλασσική περίοδος, εκδόσεις Ε.Α.Π. , Πάτρα 2001. σελ. 193.
4
διονυσιακή λατρεία που εγκαταλείπεται αργότερα. Με την πάροδο του χρόνου, το αττικό
θέατρο απομακρύνεται από τις διονυσιακές πρακτικές και τον απόλυτα θρησκευτικό του
χαρακτήρα και η θεματολογία του αντλείται από παλαιά ηρωικά άσματα που εισάγονται στις
διονυσιακές τελετές, ο ηρωικός μύθος όπως ήταν γνωστός και από τα έπη είναι το ύψιστο
υλικό, υποστηρίζει ο Lesky. Όσον αφορά, τέλος, στο σατυρικό δράμα, εξελίχθηκε σε αυτόνομο
είδος όταν η τραγωδία αποσυνδέθηκε τελείως από τον θεϊκό προστάτη της, έτσι ώστε να
τιμήσει ξανά τον Διόνυσο (με τον χορό των σατύρων) και να ξαναζωντανέψει την κωμική
ατμόσφαιρα του αρχικού διθυράμβου.11
ΙΙ. β. Η κωμωδία
Η κωμωδία, σύμφωνα με την άποψη του Αριστοτέλη, έχει τις ρίζες της στα φαλλικά
τραγούδια και τους σκωπτικούς αστεϊσμούς που συνόδευαν τις πομπές προς τιμήν του θεού
Διόνυσου στις οποίες οι πιστοί κρατούν ένα φαλλό-κατεξοχήν σύμβολο του θεού Διονύσου
που συνδέεται με τη γονιμότητα. Η κωμωδία διατήρησε περισσότερα διονυσιακά στοιχεία: τον
σατυρικό και χορευτικό χαρακτήρα της, την σκευή του ηθοποιού, την αθυροστομία της, τη
σκωπτική της διάθεση που έχει και αποτροπαϊκό χαρακτήρα, αντίθετα με την τραγωδία που
ανέπτυξε έναν πιο υψηλό και σοβαρό τόνο. Έτσι, ενώ η κωμωδία διατηρεί το σατυρικόν,
σταδιακά οι σατυρικές προβαθμίδες απωθήθηκαν από την τραγωδία .12
Η κωμωδία ως είδος φαίνεται πως προέρχεται από τον ποιητή Σουσαρίωνα και τη δωρική
φάρσα και παρουσιάζεται με διαφορά αρκετών ετών σε σχέση με την τραγωδία και φαίνεται
πως προήλθε από ένα είδος τραγουδιού τα φαλλικά άσματα με χαρακτήρα σατυρικό,
σκωπτικό, που ψάλλονταν από παρέες(κώμους) προς τιμήν του Διόνυσου. Ετυμολογικά κατά
τον Αριστοτέλη η λέξη κωμωδία προέρχεται από τον κώμο, την εύθυμη ακολουθία ανδρών
που πίνει κρασί, χορεύει και παίζει μουσική, ως τραγούδι μιας θορυβώδους συντροφιάς πιστών
του θεού Διονύσου( από το κώμος + ωδή- άδω).13
Το επίσημο ανέβασμα κωμωδίας γίνεται στα Λήναια το 442 π.Χ.(τέλη Ιανουαρίου). Στα
Λήναια(από το λήναι, που σημαίνει μαινάδες, τις γυναίκες-ακόλουθους του θεού Διόνυσου),
μια γιορτή τοπικής εμβέλειας, οι ποιητές διαγωνίζονταν στην κωμωδία πολλά χρόνια αφότου
άρχισαν να παρουσιάζονται παραστάσεις τραγωδίας. Η κωμωδία λοιπόν παρουσιάζεται από το
442 πΧ. στα Λήναια με επίσημη κρατική οργάνωση, δηλ. σχεδόν πενήντα έτη από την πρώτη
παρουσίαση της τραγωδίας, κι αυτό γιατί η σκληρή της γλώσσα και η σάτιρα εναντίον της
άρχουσας τάξης και της πολιτικής φαίνεται πως ενοχλούσε ιδιαίτερα, γι’ αυτό και η γιορτή

11
Lesky, A., Η τραγική ποίηση των αρχαίων Ελλήνων, Α΄, Από τη γέννηση του είδους ως το Σοφοκλή, ΜΙΕΤ,
Αθήνα 1987, σ. 78-80, Παραλληλα κείμενα, ΕΑΠ, Πάτρα, 2008
12
Όπ. Lesky, A., Σελ. 334-342.
13

5
γινόταν το χειμώνα ώστε να μην υπάρχει μεγάλη λαϊκή συμμετοχή αλλά και οι επισκέψεις
ξένων στην πόλη.14

14
Ξιφαρά Π., Εισαγωγή στο Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο, στο Ανδριανού Ε. – Ξιφαρά Π., Ο δραματικός λόγος
από τον Αισχύλο ως τον Μένανδρο, εκδόσεις Ε.Α.Π., Πάτρα 2001, σελ.19-20.

6
ΙΙΙ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Το αττικό θέατρο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το θεό Διόνυσο και τις θρησκευτικές
τελετουργίες προς τιμήν του, καθώς τόσο η τραγωδία όσο και η κωμωδία παρουσιάζονται
αποκλειστικά στα πλαίσια των εορτασμών προς τιμήν του Διόνυσου με το άγαλμα του θεού να
δεσπόζει στην ορχήστρα του θεάτρου, ενώ το θέατρο του Διονύσου να αποτελεί συνέχεια του
τεμένους του θεού.
Η λατρεία του Διονύσου συνδέεται με τη χρήση μάσκας και την έκσταση, είναι ο θεός
που συνενώνει, ο θεός των μεταμορφώσεων, του κρασιού, του ξεφαντώματος, της
μεταμφίεσης, της μυστηριακής μύησης, του τραγουδιού. Όλες αυτές οι πτυχές λοιπόν
ενυπάρχουν στο θέατρο από την αρχή: οι ηθοποιοί και ο χορός φορούν μάσκες(που αποτελούν
εκφράσεις του υπερφυσικού και ανάγουν το θεατή σε μια κατάσταση δέους και θαυμασμού)
και κοστούμια όπως είναι γνωστό ότι φορούσαν οι πιστοί στις διονυσιακές τελετές, το λυρικό
στοιχείο(μέλος), η όρχηση, ο διάλογος Υποκριτή-Χορού(όπως στα διθυραμβικά άσματα).
Οι λατρείες προς τιμήν του Διονύσου, έδιναν τη δυνατότητα για ξεφάντωμα και φυγή από
την καθημερινότητα, ενώνοντας ένα κοινό ποικίλο που είχε την ευκαιρία να ευθυμήσει, να
ψυχαγωγηθεί, να διδαχθεί, να συσφίξει τις σχέσεις του, αλλά ήταν και μια επίδειξη ισχύος της
πόλης προς φίλους, επισκέπτες και συμμάχους. Η ενεργή συμμετοχή θεωρούνταν τόσο
σημαντική για τους πολίτες όσο και η συμμετοχή τους στην Εκκλησία του Δήμου.15

15
Πετροπούλου Α., Οικογενειακοί θεσμοί, στο Πετροπούλου Α. κ.ά. Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα,
τόμος Α, ΕΑΠ, Πάτρα, 2000,σελ.363
7
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αριστοτέλους, Ποιητική, (μτφρ. Στ. Δρομάζος), στο Ανθολόγιο Αποσπασμάτων
Δραματικού Λόγου και Ποιητικής Τέχνης, εκδόσεις Ε.Α.Π., Πάτρα 2001.

Baldry H.C., Το τραγικό θέατρο στην αρχαία Ελλάδα, (μτφρ. Γ. Χριστοδούλου – Λ.


Χατζηκώστα), εκδόσεις Καρδαμίτσα, 3η έκδοση, Αθήνα 1992, στα παράλληλα κείμενα ,
ΕΑΠ, Πάτρα 2008.

Blume, H. D., (1989), Εισαγωγή στο αρχαίο θέατρο, μτφρ. Μ. Ιατρού (Αθήνα: ΜΙΕΤ)., στα
παράλληλα κείμενα , ΕΑΠ, Πάτρα 2008.

Γιόση Μ.Ι. .Καταγωγή της τραγωδίας – Θεατρική παράσταση, στο Αλεξίου Ε., Αναστασίου
Ι., Βερτουδάκης Β., Γιόση Μ.Ι., Λυπουρλής Δ., Στεφανόπουλος Θ.Κ., Τσακμάκης Α.,
Χριστόπουλος Μ., Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία, τόμος Α΄, Αρχαϊκή και
Κλασσική περίοδος, εκδόσεις Ε.Α.Π., Πάτρα 2001.

Lesky, A., Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, μτφρ. Τσοπανάκη, εκδ. αφοί
Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2003.

Μπιργάλιας Ν., Ο αρχαίος δημόσιος βίος, πολιτική ζωή και τάξεις: δικαστική, στρατιωτική
και θρησκευτική ζωή, στο Μήλιος Α., Μπιργάλιας Ν., Παπαευθυμίου Ελ., Πετροπούλου Α ,
Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Αρχαία Ελλάδα, εκδόσεις Ε.Α.Π., Πάτρα 2000.

Mosse C., Ο πολίτης στην αρχαία Ελλάδα, εκδόσεις Σαββάλα, Αθήνα 1996.

Ξιφαρά Π., Εισαγωγή στο Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο, στο Ανδριανού Ε. – Ξιφαρά Π., Ο
δραματικός λόγος από τον Αισχύλο ως τον Μένανδρο, εκδόσεις Ε.Α.Π., Πάτρα 2001.

Πετροπούλου Α., Οικογενειακοί θεσμοί, στο Πετροπούλου Α. κ.ά. Δημόσιος και ιδιωτικός
βίος στην Ελλάδα, τόμος Α, ΕΑΠ, Πάτρα, 2000.

Romilly J., Αρχαία ελληνική τραγωδία , εκδόσεις Παπαδήμα, μτφρ. Μ. Καρδαμίτσα-


Ψυχογιού, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1997.

Εναλλακτικό διδακτικό υλικό για τη Θ.Ε. «Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο», Υπερκείμενο,


ΕΑΠ, Πάτρα, 2005

8
ΙΝΤΕRΝΕΤ

www.ekivolos.gr, 6-10-2008.

Φωτογραφία εξωφύλλου, Θέατρο του Διονύσου.


Λήψη φωτογραφιών: Άννα Μάγγα(2008).

9
Άποψη του θεάτρου του Διονύσου στη νότια κλιτύ της Ακρόπολης

10
Ο θρόνος του ιερέα του Διονύσου

11
Γλυπτός διάκοσμος με Σατύρους και Σιληνούς.

12
13

You might also like