You are on page 1of 1
Ο γέρος κι η θάλασσα Λίγο προτού σκοτεινιάσει, καθώς πέρναγαν από μια μεγάλη νησίδα από φύκια του Σαργάσου που ανεβοκατέβαιναν και σάλευαν στην απαλή θάλασσα σάμπως ο ωκεανός να ’κανε έρωτα με κατιτί κάτω από μια κίτρινη κουβέρτα, ένα δελφίνι αγκιστρώθηκε στη μικρή πετονιά του. Ο γέρος το πρωτόδε όταν σαλτάρισε στον αέρα, αληθινό χρυσάφι στις πρώτες ακτίνες του ήλιου, σπαρταρώντας απελπισμένα. Πήδαγε και ξαναπήδαγε σαν ακροβάτης απ’ το φόβο του κι ο γέρος σύρθηκε με κόπο ως την πρύμνη. Κρατώντας τη μεγάλη πετονιά με το δεξί χέρι και μπράτσο τράβηξε το δελφίνι μες στη βάρκα με το αριστερό, καπακώνοντας με το αριστερό γυμνό του πόδι την πετονιά που μάζευε κάθε φορά. Όταν το ψάρι έφτασε στην πρύμνη πασχίζοντας απελπισμένο να ξεφύγει, ο γέρος έσκυψε πάνω από την κουπαστή κι έπιασε το μαυριδερό χρυσόψαρο με τα κόκκινα στίγματα. Τα σαγόνια του ανοιγόκλειναν σπασμωδικά δαγκώνοντας το αγκίστρι με γρήγορες δαγκωματιές και χτυπούσε στον πάτο της βάρκας με το μακρόστενο επίπεδο κορμί του, με την ουρά και με το κεφάλι του, ωσότου ο γέρος του κοπάνισε μια με το στειλιάρι στο λαμπερό χρυσό κεφάλι. Εκείνο σπάραξε ακόμα μια φορά κι έμεινε ασάλευτο. Έρνεστ Χέμινγουεϊ

You might also like