You are on page 1of 95

ΣΤΕΛΙΟΥ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ

ΑΡΘΡΑ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΑ

ΛΕΥΚΩΣΙΑ 2009
ΟΦΕΙΛΗ
ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟ ΣΚΑΡΠΑΡΗ
ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ
Σκαρφαλώνουμε προς τον τριακοστό τέταρτο Γολγοθά σταυρωμένοι σε μια πέτρινη
αδικία. Την παρανοϊκή επέμβαση της χούντας στην Κύπρο το 1974 με πραξικόπημα
ακολούθησε η βάρβαρη στρατιωτική εισβολή από τα κοράκια που καραδοκούσαν να
σπαράξουν το νησί. Του χάραξαν το πρόσωπο, βίασαν το σώμα και συνεχίζουν να
βιάζουν το νου, κατακρεούργησαν, άλλαξαν το δημογραφικό χαρακτήρα, τα οικεία
ονόματα, εκμεταλλεύονται τα κατεχόμενα οικονομικά και πολιτικά με παράνομα
κρατίδια και με παράνομες σημαίες φωταγωγημένες μέσα στη μαύρη νύχτα της
Ιστορίας μας.

Η Τουρκία δεν γνωρίζει όρια από τον καιρό που επενέβη, δήθεν για να σώσει τους
τουρκοκυπρίους και να επαναφέρει το στάτους κβο, δηλαδή το σύνταγμα της
Ζυρίχης. Τίποτε απ’ όλα αυτά, παρά μόνο διχοτόμηση δια της βίας, αρπαγή και
διαρπαγή περιουσιών, καταστροφή της πολιτισμικής μας κληρονομιάς και ασέβεια
στο ιστορικό μας παρελθόν, μεταφορά εποίκων και επιβολή των ως συνοίκων στο
γενέθλιο τόπο, ένα τόπο ελληνικότατο εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια, και
χριστιανικότατο εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια. Στην πλειονότητα των κατοίκων του,
ογδόντα τοις εκατό. Τουρκοκύπριοι το 18 τοις εκατό, τουρκικά χνάρια από το 1571.

Και προ τριετίας η ένταξή μας στην Ευρώπη. Δίναμε για χρόνια εξετάσεις και
πετύχαμε, μα πριν, είχαμε το δικαίωμα να τοποθετηθούμε έναντι του σχεδίου Ανάν
και τοποθετήσαμε στη ζυγαριά όλη την τρισχιλιόχρονη ψυχή μας και τη μελλούμενη,
όχι όπως άλλοι πρόσταζαν αλλά όπως εμείς κρίναμε σωστό για τους εαυτούς μας και
για τους απογόνους μας.

Δημοψήφισμα σημαίνει ψηφίζει ο δήμος, ο λαός, και αποφασίζει αυτός και όχι
άλλοι. Στο δημοψήφισμα δεν καλούνται πρόβατα να επιβεβαιώσουν ό, τι μερικοί
βοσκοί επιθυμούν.

Και ύστερα από όλα αυτά η μεγάλη πίκρα μας. Είμαστε Ευρωπαίοι, αλλά
συγκρίνοντας τους εαυτούς μας με τους άλλους συνευρωπαίους κρίνουμε πως
στερούμαστε βασικότατων δικαιωμάτων και εμπαιζόμαστε από τους εταίρους μας.
Πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνευτεί η κλήση να άρουμε την δήθεν απομόνωση των
τουρκοκυπρίων, που κατοικούν στα σπίτια μας, που εκμεταλλεύονται τις περιουσίες
μας, που υπακούν στο καθεστώς της Άγκυρας και στα εδώ τσιράκια της;

Οι ερπύστριες των τουρκικών τανκς δαγκώνουν τα χώματά μας, τα τουρκικά


στρατεύματα χιλιάδες εδώ, η Τουρκία κατευθύνει τα κατεχόμενα και τους κατοίκους
των ως μαριονέτες, ενώ τριάντα τρία χρόνια τώρα οι πρόσφυγές μας παραμένουν
πρόσφυγες, οι αγνοούμενοι αγνοούμενοι, ο τόπος μαραίνεται στη σκλαβιά του
αναπνέοντας κι αποπνέοντας την μπόχα του κατακτητή και την αδικία των δικών μας.

Μήπως χρειάζεται τη βοήθειά μας η Ευρώπη, για να καταλάβει πως κτυπά την πόρτα
της ένας δυνάστης, που νομίζει πως στον εικοστό και εικοστό πρώτο αιώνα
κατακτώνται διά της βίας εδάφη των μικρών κρατών; Ας τη βοηθήσουμε να
καταλάβει τι σημαίνει κατάληψη ευρωπαϊκών εδαφών. Μα πρώτα ας θυμηθούμε
εμείς τι ζήσαμε και τι ζούμε. Γιατί φαίνεται ξεχάσαμε το δεν ξεχνώ.

5/6/2007 Στέλιος Παπαντωνίου


Αν το 1974 έχει απολιθωθεί στο χρόνο και αν έχει μετατραπεί σε ένα τεράστιο
ογκόλιθο που μας βαραίνει και μόνο την ψυχή και μας κατατρώει καθημερινά, τότε
φαίνεται πως δεν έχουμε ελπίδα αλλαγής των τετελεσμένων.

Αν το 1974 έχει μέσα μας μετατραπεί σε δύναμη για να παλέψουμε, να αλλάξουμε τα


τετελεσμένα και να βρούμε το δίκαιό μας, τότε πρέπει και πάλι να αναλαμβάνουμε
καθημερινά τον αγώνα και να συνεχίζουμε αγωνιζόμενοι, μέχρι να επιτύχουμε τον
σκοπό μας, που πρέπει να είναι η αποδίωξη του Τούρκου εισβολέα και η επιστροφή
στα σπίτια μας σε συνθήκες ασφάλειας και με ειρηνική συμβίωση με τους
τουρκοκυπρίους. Παραδεχόμαστε τα λάθη μας, ας παραδεχτούν κι εκείνοι τα δικά
τους. Βλάψαμε την Κύπρο άλλος λιγότερο άλλος περισσότερο. Για τους ανθρώπους
που θέλουν να συζήσουν αρμονικά υπάρχει πάντα η ευκαιρία κι η καλή αρχή. Κι
εμείς αποδείξαμε πως θέλουμε δίκαιη λύση και αρμονική συμβίωση σε ένα ενιαίο
κράτος.

Αν οι τουρκοκύπριοι έχουν σκοπό να συμβιώσουν ειρηνικά μαζί μας, οι πόρτες είναι


ανοικτές. Η τελευταία συμφωνία που υπέγραψαν αναμένει να υλοποιηθεί. Αν όμως
πολιτική τους είναι να καταπατήσουν τα δίκαιά μας για τα συμφέροντα όχι των ιδίων
αλλά της Τουρκίας, πρέπει να καταλάβουν πως δεν μπορούμε να συνεργαστούμε με
τέτοιο σκοπό τους, γι’ αυτό και θα πρέπει να καταγγείλουμε διεθνώς την αδιαλλαξία
τους και τη συνεχιζόμενη εκμετάλλευση των περιουσιών μας με την προστασία των
τουρκικών στρατευμάτων.

Αν σκοπός μας είναι να επιτύχουμε τα δίκαιά μας μέσα στα ευρωπαϊκά μας όρια, τότε
θα πρέπει προγραμματισμένα να ακολουθήσουμε όλοι μια κοινή γραμμή για επίτευξη
των στόχων μας. Αν δεν υπάρχει ακόμα κοινή γραμμή, αν δεν υπάρχει πρόγραμμα, αν
αντί να προλαμβάνουμε, ακολουθούμε τα γεγονότα και τις εξελίξεις ασθμαίνοντες,
τότε το παιγνίδι είναι χαμένο και θα είμαστε οι καταραμένοι της Ιστορίας. Η ηγεσία
μας διαβεβαιώνει πως το εθνικό συμβούλιο έχει γραμμή αποφασισμένη. Τα
αποτελέσματα όμως τελευταία όλο και εμφανίζουν τα αδύνατά μας σημεία παρά τα
δυνατά δίκαιά μας .

Συστρατευμένοι στον αγώνα είναι όλοι όσοι μπορούν να συμβάλουν στην επανένωση
της πατρίδας μας και στη δικαίωση του λαού μας. Ανεξάρτητα από κομματικές
τοποθετήσεις, η Κύπρος περιμένει τη σωτηρία της από τον καθένα μας.
ΑΠΟΧΑΥΝΩΜΕΝΟΙ ΚΙ ΕΥΝΟΥΧΙΣΜΕΝΟΙ ΠΟΡΕΥΟΜΑΣΤΕ

Φαίνεται από όσα διαβάζουμε καθημερινά στις εφημερίδες πως έχουμε ξεχάσει τους
Τούρκους στρατιώτες με τα τανκς και τα πολυβόλα τους που καταπατούν
προκλητικά τα χώματά μας και καταρρακώνουν τα δίκαιά μας, τριάντα τρία χρόνια
τώρα. Φαίνεται από τα πηγαινέλα στα κατεχόμενα μέρα και νύχτα πως συνηθίσαμε
πως στα σπίτια μας δεν κατοικούμε εμείς αλλά άλλοι, ξένοι και κουβαλητοί, έποικοι
και τουρκοκύπριοι που θέλουν και τα δικά μας δικά τους και τα δικά τους δικά τους.
Καθημερινά διαβάζουμε μέχρις απελπιστικής συνήθειας πως άλλοι σφετερίζονται
τον πλούτο μας, μερόνυχτα δουλεύει το σύστημα κι η μηχανή της αδικίας, λαδωμένη
από ξένους και δυστυχώς και δικούς, με συνένοχους πολλούς.
Όσο για την πολιτιστική μας κληρονομιά δεν ξέρουμε πώς θα τη σεβαστούν.
Μαγαρισμένοι στα νεκροταφεία μας οι τάφοι των προγόνων, ναοί και κτίσματα ιερά
έγιναν στάβλοι, ξενοδοχεία ή τζαμιά. Όσο για τον Πενταδάχτυλο θέλουν να μας
θυμίζουν πως τον έχουν μασκαρέψει για να μας επιβάλουν ένα ανύπαρκτο
ψευδοκρατίδιο με μια ανύπαρκτη ψευδοσημαία που επιδιώκει να επιβάλει το άδικο
της μειοψηφίας στην τεράστια πλειοψηφία αυτού του τόπου. Κι εμείς περιμένουμε
μόνο από την κυβέρνηση και τα κόμματα, αφού παραμερίσαμε το λαό, που, αν δεν
είναι κομματισμένος είναι ανύπαρκτος. Αποχαυνωμένοι και ευνουχισμένοι
πορευόμαστε, γιατί έτσι συμφέρει και σε ξένους και σε δικούς.
Η στρουθοκάμηλος

Η στρουθοκάμηλος αντιληφθείσα το γεγονός και παρά το ότι είχεν το δίκαιον με το


μέρος της και παρά το ότι είχε ψηφίσματα των Hνωμένων Eθνών διά την προστασία
της ακεραιότητός της, έκαμεν ό,τι λέγεται ότι συνηθίζουσιν οι άνθρωποι, δηλαδή
ήρχισε να στρουθοκαμηλίζει. Έμπηξε το κεφάλι χάμω εις την αιματοβαμμένην γην
και έκαμε πως δεν έβλεπε, ενώ όπισθεν των γαιοσάκκων και των γκρεμισμένων
καταστημάτων της Λήδρας και των συναφών οδών της πάλαι ποτέ ακμαζούσης
κεντρικής εμπορικής οδού της πόλεως οι Tούρκοι στρατιώται εξετέλουν περιπολίας
μυστικάς και οι στρατηγοί των μετά προκλητικής αναιδείας εισήρχοντο και
εξήρχοντο εις την νήσον διά του παρανόμου αεροδρομίου, από το οποίον ενίοτε
ταξιδεύουσι καί τινες Έλληνες διά την διεξαγωγήν των εργασιών των εις Tουρκίαν.
Ταύτα εγένοντο εν ημέραις ευφορίας, το μέλλον ήτο ρόδινον, το έλεγε και το
φλυτζάνι, το παρόν παρδαλόν και νεφελώδες, όλα και όλοι συνεφώνουν και
περιέργως οι φωνασκούντες και αλληλοδεικνυόμενοι ως πολιτικοί αντίπαλοι ήνοιγον
αγκάλας και έδιδον φιλήματα, ίσως διότι επλησίαζον και αι άγιαι ημέραι της μεγάλης
εβδομάδος.
Μερικοί και πάλιν, προκειμένης εξομολογήσεως, ανεθυμήθησαν ότι πρέπει να
εντρεπόμεθα διά το κακόν το οποίον έχομεν προκαλέσει εις τους συμπατριώτας μας
τουρκοκυπρίους («σύνοικον στοιχείον» θεωρείται προσβλητικόν να λέγεται, διότι
μερικοί έχουσιν αδελφικά αισθήματα και σχέσεις) ακόμα δε και υψηλά ιστάμενοι και
επιστολογράφοι εις εφημερίδας και άλλοι λέγεται ότι παραδέχονται ενοχάς διά να
λυθεί το ζήτημα, ενώ οι ιστορικοί του νέου αιώνος μάς φορτώνουσιν ήδη αρκετάς
τοιαύτας.
Είμεθα ένοχοι, διότι μας έκλεψαν την ιστορίαν και την παράδοσίν μας, τας εκκλησίας
και τας περιουσίας μας, την ιδίαν την ζωήν μας, αδελφέ! Είμεθα ένοχοι, διότι
ζητούμεν ελευθερίαν και αξιοπρέπειαν!
Αλλά και πάλιν μας έφαγε το συναίσθημα. Ήτον ιδικός μας ο τόπος, είχομεν
καταστήματα, εζήσαμεν ολόκληρον ζωήν εκεί, καλόν θα ήτο να εβλέπαμεν την
κατάστασιν, αλλά και πάλιν έπαθον όσοι μετέβησαν εις την πέραν του χειμάρρου των
κέδρων περιοχήν, έπαθον, λέγω, όσα όσοι επεσκέφθησαν τα χωρία των: ησθένησαν,
διότι είδον τα ερείπια της ζωής των και των ονείρων των. Άλλα επερίμενον,
τουλάχιστον εις τον τουρκομαχαλλάν, να ήσαν τα καταστήματα ανανεωμένα και όχι
ερείπια, όπως στην οδό Χρυσοχών!
Πόσον καλώς διατεταγμένη ήτο η Λευκωσία μας, πόσον νοικοκύρηδες ήσαν οι
άνθρωποι! Εδώ τα σκαρπάρικα, εκεί οι τενεκετζήδες, εδώ οι υφασματοπώλες, εκεί οι
πελεκάνοι, οι ξυλέμποροι στην αρχή της οδού Ερμού, οι υαλοπώλες στο
σταυροπάζαρο. Τα πάντα καλώς διετάξαντο οι ευλογημένοι πατέρες μας, ωσότου
ήλθαν οι σκληροί καιροί και αι διαμάχαι, διά τας οποίας όμως δεν είναι δυνατόν να
αναλαμβάνομεν πλήρη ημείς την ευθύνη και να λησμονώμεν τον κύριον Ντεκτάς και
τα σχέδια της Άγκυρας τα οποία μετά πολλής πίστεως υπηρέτησε και υπηρετούν
τώρα άλλοι. Η δε Ευρώπη δεν βλέπει στρατηγούς, ας όψονται οι αίτιοι!
Επειδή όμως οι άνεμοι ούριοι, η ευφορία γενική, ας αναμένωμεν το καλύτερον και ας
κάμωμεν ό, τι η στρουθοκάμηλος. Ας στρουθοκαμηλίσωμεν. Είναι δυνατόν να
προσφέρομεν τοιουτοτρόπως υπηρεσίαν εις την υπόθεσιν της Κύπρου μας; Ίδωμεν.
Το κλειδί της διαφώτισης
Τελευταία το ειδησιολόγιο για μας τους αδικημένους κατάφωρα Έλληνες της Κύπρου
δεν είναι και τόσο ενθαρρυντικό όσο ήταν πριν δέκα ή είκοσι χρόνια. Τότε φαίνονταν
πως, εκτός από τους πατροπαράδοτα εχθρικά διακείμενους Τούρκους και Άγγλους, τα
περισσότερα κράτη και τα κοινοβούλιά τους κατανοούσαν το πρόβλημά μας- θέμα
τουρκικής εισβολής και κατοχής - και συμμερίζονταν ειλικρινά την άποψη πως χωρίς
αποχώρηση των κατοχικών τουρκικών στρατευμάτων και επιστροφή των προσφύγων
στις εστίες τους, χωρίς τη διαλεύκανση της τύχης των αγνοουμένων, χωρίς τον
απεγκλωβισμό των εγκλωβισμένων, χωρίς το σεβασμό των δικαιωμάτων του
μεγαλύτερου αριθμού του πληθυσμού αυτού του τόπου δεν θα βρισκόταν δίκαιη και
βιώσιμη λύση και δε θα γινόταν ανεκτή καμιά τέτοια. Αυτές ήταν οι σταθερές
προϋποθέσεις και όλοι φαίνεται να συμφωνούσαν σ’ αυτές.

Σταδιακά και μεθοδικά τα πράγματα μάς παρουσιάζονται διαφορετικά, λόγος για


επιστροφή όλων των προσφύγων στα σπίτια τους ακούεται σπάνια και θολά, λόγος
για αποχώρηση κατοχικών στρατευμάτων σιωπά μυστηριωδώς, υποβόσκει
οπουδήποτε και πάντοτε σχεδόν ένα «σχέδιο» που έχει απορρίψει η πλειονότητα του
ελληνικού κυπριακού λαού και διαβάζουμε, ακούμε, παρακολουθούμε εντελώς
αντίθετα πια σημεία και τέρατα, όπως προσφυγή λεγομένων Ελλήνων σε
τουρκοκυπριακές λεγόμενες επιτροπές για αποζημιώσεις ή ανταλλαγές περιουσιών,
αδυναμία του νόμιμου κράτους να υπερασπίζεται τον εαυτό του και τους πολίτες του,
δηλώσεις του Τουρκοκύπριου εκπροσώπου στις κενές συνομιλίες πως για όλα φταιν
οι Ελληνοκύπριοι που δεν θέλουν λύση και άλλα τερατώδη, που μας αφήνουν ενεούς.

Οι δηλώσεις υπουργών μας, όταν κρίνουν αποφάσεις είτε ευρωπαϊκές είτε των
Ηνωμένων Εθνών, είναι του τύπου « ναι μεν αλλά», το ίδιο και του κυβερνητικού
εκπροσώπου, και διερωτώμεθα πού έχουμε κατρακυλήσει, διολισθαίνουμε κατά που
λεν, πού πάμε και πώς θα εξέλθουμε όχι από το αδιέξοδο αλλά από τον καιάδα μέσα
στον οποίο νιώθουμε ασφυκτικά να έχουμε ριχτεί σαν οι τελευταίοι απόκληροι του
παγκοσμίου, ανέστιοι και πένητες της δικαιοσύνης, όπως την ονειρευόμαστε, την
ποθούμε, την απαιτούμε.

Εισηγήσεις πολλές, για πανελλήνια εκστρατεία διάνοιξης διόδων στο μαύρο και
πυκνό σκοτάδι, για παραμερισμό των κομματισμών και για γενική συστράτευση
όλων, όσο ν΄ αχνοχαράξει η ελπίδα. Η δουλειά όμως που χρειάζεται δεν είναι για
τους λίγους αλλά για όλους. Η ηγεσία έχει πάντα το γενικό πρόσταγμα, αλλά κι ο
καθένας μας είναι καιρός να δηλώσει το παρόν του.

Τα τριάντα τρία χρόνια γίνονται τριάντα τέσσερα σε λίγο, κι οι ψυχικές και


πνευματικές δυνάμεις πρέπει να ανακληθούν. Δοκιμάσαμε και τη ραστώνη και τη
ραθυμία, την οικονομική ανάπτυξη και την άνετη προσωρινότητα. Η ζωή μας οδεύει
προς το τέρμα της, τελματωμένη στην αδικία.

Κλειδί στα πιο πάνω φαίνεται να αποτελεί η διαφώτιση δικών μας και ξένων και
σκουριασμένο φαίνεται πως είναι το κλειδί αυτό. Σήμερα τα μέσα επικοινωνίας είναι
τόσα πολλά και βρίσκονται στα χέρια καθενός που έχει έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή
στα χέρια του. Για να τον χρησιμοποιήσει όμως επωφελώς, θα πρέπει να ξέρει σωστά
το πρόβλημα, να ξέρει τι ορθά να πει και πώς πειστικά να το πει. Και σ’ αυτό
φαίνεται πως μεσονυχτούμε.
9.6.2007
ΤΑ ΕΦ’ ΗΜΙΝ ΚΑΙ ΤΑ ΟΥΚ ΕΦ’ ΗΜΙΝ
(Όσα εξαρτώνται από μας και όσα δεν εξαρτώνται.)

Οι Στωικοί χωρίζουν τα πράγματα και τις καταστάσεις σε εξαρτώμενα από μας, στα
οποία μπορούμε να επέμβουμε και να διευθετήσουμε προς το συμφέρον μας, και σε
μη εξαρτώμενα, για τα οποία δεν μπορούμε να κάμουμε τίποτε. Πρέπει με προσοχή
να διακρίνουμε ποια είναι τα εφ’ ημίν και ποια δεν είναι. Στα εφ’ ημίν δίνουμε ή
αρνούμαστε τη συγκατάθεσή μας.

Συμφέρον μας σήμερα στην Κύπρο είναι το συμφέρον της πατρίδας. Και συμφέρον
της πατρίδας είναι η ελευθερία της, γιατί μόνο έτσι μπορεί ένας λαός να επιβιώσει
και να ευτυχήσει, να προοδεύσει υλικά και πνευματικά, όταν είναι ελεύθερος, όταν
δηλαδή μπορεί να σκέφτεται και να αποφασίζει και να πράττει για το καλό του, χωρίς
έξωθεν επεμβάσεις.

Όλοι ομολογούμε πως από την ώρα που πάτησε το πόδι της η Τουρκία στην Κύπρο,
κύριο μέλημά της είναι να διευθετήσει τα της Κύπρου κατά το συμφέρον της. Δεν
μπορούμε όμως να πούμε πως η πολιτική της Τουρκίας δεν εξαρτάται και από μας,
γιατί ένα μέρος της μας αφορά και ένα άλλο σχετίζεται με την επιθυμία της να
ενταχθεί στην Ευρώπη. Το κλειδί της λύσης το κρατά στα χέρια και το χρησιμοποιεί
όπως και όποτε θέλει, ανάλογα και με τις δικές μας αντιδράσεις. Έδειξε να επιθυμεί
λύση όταν το χρειάστηκε για να φανεί στους άλλους λαούς πως είναι άξια να μπει
στην Ευρώπη και πως ενδιαφέρεται για δίκαιη λύση του Κυπριακού, η δίκαιη όμως
λύση ήταν γι’ αυτήν τα δικά μας δικά της και τα των τουρκοκυπρίων πάλι δικά της.
Και άνοιξε τις διόδους για τα κατεχόμενα όταν την βόλευε και για το συμφέρον της,
για να εκμεταλλευτεί και τις δικές μας αδυναμίες, να μας κουράσει και να μας πείσει
πως άλλη λύση δεν υπάρχει από αυτήν που η ίδια επιθυμεί, κυρία στο βορρά και
κυρία στο νότο.

Υπάρχουν λοιπόν τα φανερά σημεία της πολιτικής της Τουρκίας που είναι άμεσα
συνδεδεμένα με την τύχη μας αλλά και τα αφανή της τουρκικής πολιτικής στη
γενικότερη περιοχή και στο παγκόσμιο. Υπάρχουν οφθαλμοφανή στοιχεία που
εξαρτώνται πλήρως από μας και που πρέπει να τα διευθετήσουμε προς το συμφέρον
της πατρίδας. Κι αυτά είναι τα ψηφίσματα του ΟΗΕ για την Κύπρο, τα οποία θέλησε
η Τουρκία τελευταία να μεταβάλει ή και να διαγράψει. Είναι αποφάσεις διεθνών
δικαστηρίων για την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κύπρο. Είναι η
συμμετοχή μας στην Ευρώπη, κάτι που εμείς ακόμα δε συνειδητοποιήσαμε.
Ανήκουμε στις εικοσιεφτά χώρες που αποτελούν την Ευρωπαϊκή Ένωση, έχουμε
λόγο στο ευρωκοινοβούλιο και σ’ όλα τα ευρωπαϊκά σώματα, ανήκουμε ήδη στην
ευρωζώνη, με ένα νόμισμα παγκόσμια πια αποδεκτό και μια οικονομία
αποδεδειγμένα υψηλού επιπέδου, κι όλα αυτά πρέπει να χρησιμοποιηθούν για το
καλό του λαού μας, ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων, προπάντων με δικαιοσύνη.
Γιατί αν η λύση του Κυπριακού είναι να καταβροχθίσει ο ένας τον άλλο ή οι λίγοι να
επιβληθούν διά της βίας στους πολλούς, τότε το πρόβλημα δεν λύεται, και αυτό
αποδείχτηκε και με το σχέδιο Ανάν. Ήταν εφ’ ημίν και δεν δώσαμε τη συγκατάθεσή
μας. Η αδικία δεν μπορεί να επιβάλλεται και μάλιστα με τη δική μας ανοχή και
υπογραφή.

Ας εκμεταλλευτούμε λοιπόν στο έπακρο όσα εξαρτώνται από μας, ακόμα και την
επιθυμία της Τουρκίας να ενταχθεί στην Ευρώπη. Ας συνεργαστούμε με την Ελλάδα
και με όσους έχουν κοινά συμφέρονται μαζί μας, ας χρησιμοποιήσουμε την τεράστια
δύναμη των ξενιτεμένων Ελλήνων και Ελληνοκυπρίων για να διαφωτίσουν και να
εργαστούν για αποτροπή της αδικίας, για να έχουμε δίκαιη λύση του εθνικού μας
προβλήματος, από το οποίο εξαρτάται η ίδια η ύπαρξη, η ευημερία και η πρόοδός
μας.
ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ ΚΕΙΜΕΝΑ ΚΑΙ ΟΧΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

Εκκινώ από τη φράση αυτή του Ρολάν Μπαρτ, «διαβάζουμε κείμενα και όχι
συγγραφείς». Το σχέδιο Ανάν φέρει όνομα, όχι όμως του συγγραφέα του, αφού αυτός
πιθανόν και να μην το διάβασε. Ήταν γενικός γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών και
άλλοι ήταν οι συγγραφείς του κειμένου, που δεν αναφέρονται, αν και όλοι ξέρουν το
ρόλο που έπαιξε προπάντων ο Άγγλος εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών στη
διαμόρφωση του κειμένου και στις γενικές κατευθυντήριές του γραμμές.

Άρα διαβάζοντας το κείμενο δεν διαβάζουμε Ανάν αλλά ένα κείμενο που περιέχει τον
τρόπο με τον οποίο θα ελύετο κατά την άποψη των συγγραφέων του το κυπριακό.
Και οι συγγραφείς του βέβαια δεν ρώτησαν τον ελληνικό κυπριακό λαό τι ζητά και
πώς σκέφτεται για την πατρίδα του, για τα κατεχόμενα εδάφη του, για την
στρατοκρατούμενη γη του. Οι συγγραφείς του στηρίχτηκαν στις συνομιλίες που για
κάμποσο καιρό είχαν με τους τότε εκπροσώπους της Κυπριακής Δημοκρατίας- δεν
ήρθε ουρανοκατέβατο το σχέδιο- και με τους εκπροσώπους της τουρκοκυπριακής
πλευράς που καθοδηγούσε η Άγκυρα με τα παρόντα και μέλλοντα σχέδια και
συμφέροντά της.

Όταν ο Τούρκος πρωθυπουργός βεβαιώθηκε πως ήρθε η ώρα για την κατάλληλη
κίνηση, για να επιτύχει την έναρξη των ενταξιακών συνομιλιών Τουρκίας-
Ευρωπαϊκής Ένωσης, τότε και προώθησε τις συνομιλίες, παραμέρισε τον Ντεκτάς
και παρουσιάστηκε υπέρμαχος της λύσης του κυπριακού. Ποια; η Τουρκία, για να
μην το βρίσκει στα πόδια της συνεχώς αλλά και για να έχει ήδη μια τουρκική ρίζα
στην Ευρώπη, το “τουρκοκυπριακό κρατίδιο”.

Διαβάζοντας το σχέδιο Ανάν ο καθένας καταλάβαινε πως τα δικά τους δικά τους και
τα δικά μας πάλι δικά τους. Ήταν τα επεμβατικά δικαιώματα της Τουρκίας, ήταν όχι
μόνο η ισότητα αλλά οι υπερεξουσίες που θα είχαν οι τουρκοκύπριοι, το 18% της
Κυπριακής Δημοκρατίας, ήταν η κατάρα να πληρώνουμε εμείς για τους πάντας και
για τα πάντα και για πάντα.

Διαβάσαμε λοιπόν το κείμενο και είπαμε όχι. Αν άλλοι διάβασαν το κείμενο και είπαν
ναι, ήταν δικαίωμά τους, φτάνει να διάβασαν το κείμενο και όχι το όνομα του
συγγραφέα.

Στο τέλος το λεγόμενο σχέδιο Ανάν, «έτσι το ονομάσατε», είπε και ο ίδιος ο Ανάν,
απορρίφθηκε, αλλά φαίνεται πως ακόμα οι Τούρκοι και οι φίλοι τους το
λιγουρεύονται, όπως αντιλαμβανόμαστε από όσα διαβάζουμε στον τύπο.

Αν λοιπόν και τώρα προσπαθούν να μας επιβάλουν ένα σχέδιο λύσης του κυπριακού,
ξέρουμε πως δεν μας ενδιαφέρει το όνομα που θα φέρει ή το όνομα του συγγραφέα,
αλλά το περιεχόμενό του. Κι αν είναι καταδικαστικό για τον ελληνικό κυπριακό λαό,
όπως το προηγούμενο, για το παρόν και ιδιαίτερα για το μέλλον του, ξέρουμε τι να
το κάμουμε.

Ας μην ξεχνάμε. Διαβάζουμε κείμενα και όχι συγγραφείς.


ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΔΙΔΑΞΕΙ ΤΙΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΕΣ;

Η τουρκική σημαία και η «σημαία» του ψευδοκράτους είναι στον Πενταδάχτυλο.


Μερόνυχτα. Χιλιάδες ελληνοκύπριοι δεν τις βλέπουν, ακόμα κι αυτοί που διαμένουν
στη Λευκωσία. Νους ορά και νους ακούει. Τα παιδιά μας δεν τις βλέπουν ή τις έχουν
τόσο συνηθίσει που εξαφανίστηκαν από τα μάτια τους. Κανενός τα μάτια δεν πονούν.
Οι τουρκικές σημαίες βεβηλώνουν τον Πενταδάχτυλο. Κανένας δεν κλαίει. Ούτε
μέρα, ούτε όταν βρέξει κι απλώνεις το χέρι να χαϊδέψεις τον Κουτσοβέντη, το Βουνό
και το Συγχαρί. Ούτε νύχτα με τα τα τόσα λαμπιόνια.

Όταν ρωτούμε τα παιδιά μας ποιο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα στην Κύπρο,
απαντούν: η περιθωριοποίηση. Αυτό διδάχτηκαν, για να γράψουν μια έκθεση. Ότι
εμείς κινδυνεύουμε να μπούμε στο περιθώριο στην ίδιά μας την πατρίδα, αν όχι να
εκπαραθυρωθούμε, δεν το βλέπουν.

Κι αυτό όχι μόνο σήμερα. Πριν είκοσι χρόνια. Σε Γυμνάσιο με τον τούρκο φρουρό
ολοφάνερο από το παράθυρο της τάξης. Το ίδιο ερώτημα. Ποιο το μεγαλύτερο
πρόβλημα στην Κύπρο; Οι κατατρεγμένοι μαύροι της Αφρικής. Τα παιδιά
παρακολουθούσαν τότε την περίφημη εκείνη τηλεοπτική σειρά. Το πρόβλημα το
υπέβαλλε η τηλεόραση, όχι η πραγματικότητα απέναντί τους, ο τούρκος στρατιώτης,
η εισβολή και η κατοχή.

Σήμερα το ίδιο. Τα κυριότερα προβλήματα τα οποία προβάλλουν τα παιδιά είναι ο


ρατσισμός, η περιθωριοποίηση. Δεν είναι η τουρκική εισβολή. Δεν είναι η κατοχή.
Δεν είναι τα ανθρώπινα δικαιώματα που καταπατούνται από τον τουρκικό στρατό.
Έλεος.

Τα παιδιά μας ζουν σε μια εικονική πραγματικότητα. Δεν ζουν την πραγματικότητα,
τα πραγματικά προβλήματα. Κι είναι καιρός να πούμε κι εμείς ποιες είναι οι
πραγματικότητες στην Κύπρο. Ο τουρκικός στρατός κατέχει διά της βίας το 37% του
κυπριακού εδάφους. Το ένα τρίτο των ελληνοκυπρίων εκτοπίστηκε από τις εστίες
του. Μετακινήθηκαν βίαια πληθυσμοί. Το δράμα των αγνοουμένων συνεχίζεται ή
αποκαλύπτει τραγικές στιγμές ζωής. Οι εγκλωβισμένοι στο περιθώριο. Η γη μας κι οι
περιουσίες μας αντικείμενο της πιο παράνομης διεθνώς εκμετάλλευσης. Το
ψευδοκράτος μόνο από την Τουρκία αναγνωρίζεται αλλά τρίζει δόντια και
βρουχιέται σαν μέγας λέοντας. Οι τουρκοκύπριο αυτοαπομονώθηκαν από το 1963 κι
απαιτούν να τους ξεαπομονώσουμε εμείς.

Αυτές τις πραγματικότητες ποιος θα τις διδάξει; Ποιος θα διδάξει για τις
μαγαρισμένες μας εκκλησιές, για τα μοναστήρια και τις κλεμμένες εικόνες μας;
Ποιος θα διδάξει στα παιδιά μας αυτές τις πραγματικότητες;
Η ΟΡΓΗ ΤΩΝ ΑΔΙΚΗΜΕΝΩΝ

Αν ο Κύριος Ερντογάν είναι οργισμένος γιατί του σκότωσαν στρατιώτες οι Κούρδοι


αντάρτες, άλλο τόσο είμαστε κι εμείς οργισμένοι γιατί οι Τούρκοι στρατιώτες
σκότωσαν τόσους δικούς μας, συνέλαβαν αιχμαλώτους, έχουμε ως τώρα
αγνοουμένους ή τους βρίσκουμε με μια σφαίρα στο κεφάλι, μεταχρονισμένους, να
τους θάβουν τα παιδιά τους μεγαλύτερα σε ηλικία από τους νεκρούς γονιούς τους.

Αν ο κύριος Ερντογάν είναι οργισμένος, έχουμε κι εμείς μέσα μας μια τεράστια οργή,
γιατί ως κράτος δεχτήκαμε τρεις χώρες να εγγυηθούν την ανεξαρτησία και την
ακεραιότητά μας, κι οι τρεις μας πρόδωσαν, η μια με πραξικόπημα, η άλλη με
εισβολή, κι η τρίτη κι η καλύτερη με αιώνια σχέδια διαίρεσης και βασιλείας του
ξένου.

Πρωθυπουργοί δυο χωρών που εγγυώνται την ακεραιότητα και ανεξαρτησία μας
συμφωνούν στους τρόπους με τους οποίους θα εξασφαλίσουν τους Τουρκοκύπριους,
αν έμειναν και πόσοι ύστερα από το έγκλημα των κουβαλημένων, ενώ οι
Ελληνοκύπριοι, τα εξιλαστήρια θύματα, παρακολουθούν τις διευθετήσεις που
επιτυγχάνονται εις βάρος τους.

Κι όμως στο σπίτι μου συνεχίζει να κάθεται ο Τουρκοκύπριος της Πάφου, συνεχίζει
να απολαμβάνει τον καφέ του στο περβόλι μου, συνεχίζει να ηρεμεί κοιτάζοντας τις
πορτοκαλιές, να ακούει το ρυάκι που περνά έξω από την πόρτα του σπιτιού μου.

Κι όμως συνεχίζει να βεβηλώνεται ο Πενταδάκτυλος με τις σημαίες τους, δεν τις


έσπειρε ο ουρανός, δεν τις φύτρωσε η γη, απορώ πότε θα τις ξεγράψει.

Έχουμε κι εμείς μεγάλη οργή, κύριοι πρωθυπουργοί, Τούρκοι και Άγγλοι, γιατί
μελετάτε πώς να μας πνίξετε, πώς να μας ξεριζώσετε από τα χώματά μας, πώς να μας
κάμετε να νιώθουμε ξένοι στον τόπο μας, πώς να συνηθίσουμε στο φαρμάκι, γενιές
φαρμάκι. Εσείς να αποφασίζετε κι εμείς να υπακούμε.

Όμως οι καιροί πέρασαν. Η οργή θα εκραγεί. Σας τα ΄πε κι άλλη φορά, με τη δική του
γλώσσα ο Σεφέρης.

«Ο μαντατοφόρος τρέχει. Κι όσο μακρύς κι αν είναι ο δρόμος του θα φέρει σ’ αυτούς


που γύρευαν ν’ αλυσοδέσουν τον Ελλήσποντο το φοβερό μήνυμα της Σαλαμίνας.»

Είστε οι μεγάλοι και μπορείτε να παίζετε με τους μικρούς. Ως πότε όμως;


ΣΤΟΝ ΑΙΩΝΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ

Στον αιώνα της τουρκοκρατίας, που τον ζούμε καθημερινά, πρέπει εμείς να δείχνουμε
το ανώτερό μας πρόσωπο, την ανεκτικότητα και την ευρωπαϊκή μας ταυτότητα. Να
ρωτούμε μάλιστα αν θέλουν να βάλουν κι άλλες σημαίες στον Πενταδάχτυλο, να τους
στείλουμε ενισχύσεις, τόπια πανί, σίδερο για ιστούς, κόκκινη μπογιά. Αν δεν
προβούμε σ’ αυτές τις ενέργειες θα έχουμε πρόβλημα με την Ευρώπη. Θα μας
θεωρήσουν σωβινιστές κι αυτό δεν είναι μέσα στις προδιαγραφές τους, ή πάλι, αν
χρειαστεί, πρέπει εξάπαντος να περάσουμε από σεμινάρια και από ψυχολόγους ή
ψυχίατρους. Έχουμε πρόβλημα. Πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε για να το
ξεπεράσουμε. Στον τέλος δεν θα αποφύγουμε την ψυχανάλυση. Μας πειράζει το
κόκκινο και δεν είμαστε ταύροι.

Κάποτε ρωτούσε ο Σεφέρης τι χρειάζονται οι ποιητές στον αιώνα τούτο; Ευτυχώς του
δίνει την απάντηση ο Μόντης. Αυτός τα λέει καλύτερα από μας.

Μητέρα, αν το βρεις βαρύ το γράμμα μου,


είναι που σκύβει απάνω του ο Πενταδάχτυλος φορτωμένος Τούρκο,
αν το βρεις ασήκωτο,
είναι που γονατίζει απάνω του ο Πενταδάχτυλος φορτωμένος Τούρκο.
Είναι ένα μεγάλο πρόβλημα ο Πενταδάχτυλος, μητέρα.

Κι αυτή η σελήνη η ματωμένη και μισή


που μας την κουβαλήσατε!
Αλήθεια πέστε μου, μετρήσατε
πόσοι άλλοι πέρασαν απ΄ το νησί
πριν από εσάς πανίσχυροι κ’ επιφανείς
κι ούτε για δείγμα καν δεν έμεινε κανείς;

Να που και η ποίηση χρειάζεται στον αιώνα τούτο. Να μας σώζει το ανθρώπινο
πρόσωπο, για να μην αρχίσουμε να ουρλιάζουμε.
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΝ ΜΑΘΕΤΕ

Ένα τέρας πολυπλόκαμο, κουρδισμένο και στημένο από την Άγκυρα, λειτουργεί
παράνομα στην κατεχόμενη γη μας, και κατασπαράσσει Ιστορία, ξηρά και θάλασσα,
πατρογονική κληρονομιά, δικαιοσύνη. Τα πλοκάμια του λέγονται: παραχώρηση
ιθαγένειας, εποικισμός, αλλαγή της δημογραφικής σύνθεσης, ξεπούλημα της δικής
μας περιουσίας σε εγγλέζους και άλλους, αλλαγή τοπωνυμίων, πολιτισμική
καταστροφή, σημαίες και άλλα κραυγαλέα, με τα οποία κι οι ίδιοι οι τουρκοκύπριοι
πολλές φορές διαφωνούν, όπως διαβάζουμε στις εφημερίδες.

Οι τουρκοκύπριοι αποτελούν πλέον μια θλιβερή μειοφηφία στην ίδια την πατρίδα
μας, γιατί με τις διαταγές και ευλογίες της Άγκυρας δόθηκε το σύνθημα για αύξηση
του αριθμού των Τούρκων στο νησί, για να μην αποτελούν σ΄αυτό μειοψηφία. Είναι
το 18% του πληθυσμού, όπως ξέρουμε από τα στοιχεία του 1974.

Με πολλές και παράλογες δικαιολογίες δόθηκε σε φίλους του παράνομου


καθεστώτος, σε Τούρκους, Εβραίους, ακόμα και σε Ιταλούς πρόσφατα, και σε
πολλούς εγγλέζους κλεπταποδόχους- αγόρασαν περιουσία μας παράνομα - το
δικαίωμα της ιθαγένειας, να θεωρούνται δηλαδή μέλη του παράνομου
τουρκοκυπριακού πλάσματος των Ντεκτάς - Ταλάτ. Ενίοτε και χωρίς να την
ζητήσουν.

Πολλοί από τους ελληνοκύπριους που επισκέφτηκαν τα κατεχόμενα είδαν το σπίτι


τους ισοπεδωμένο, κι όταν ζήτησαν να μάθουν από τους γείτονες τουρκοκύπριους το
γιατί, η απάντηση ήταν πως αυτοί δεν ήθελαν να καταληφθεί το σπίτι από έποικους,
γι’ αυτό κι αποφάσισαν την ισοπέδωση. Ότι οι ίδιοι οι τουρκοκύπριοι δεν ανέχονται
τους εποίκους πολλές φορές γράφτηκε στον τύπο.

Καταγγελίες έγιναν πολλές από την κυπριακή κυβέρνηση στα διεθνή φόρα και
συζητήσεις διεξήχθησαν κι αποφάσεις υπάρχουν για την αλλαγή της σύνθεσης του
πληθυσμού στα κατεχόμενα, που επίσημα θεωρείται διεθνές έγκλημα. Κι όμως εμείς
στο σχέδιο Ανάν ανεχτήκαμε ποσοστά εποίκων, γιατί δήθεν γεννήθηκαν εδώ κι είναι
πια δικοί μας άνθρωποι, κι άλλα τέτοια υψηλής πολιτικής.

Το συμπέρασμα όμως ύστερα από όλα αυτά είναι πως οποιοδήποτε σχέδιο λύσης του
κυπριακού δεν θα είναι τίποτε άλλο παρά προσπάθεια να αποδεχτούμε τις παρανομίες
του ψευδοκράτους. Παράνομο είναι, παρανομίες γεννά.

Θα είναι όμως λύση- όποια και όπως κι αν ονομάζεται- αν βασίζεται σε καταφανείς


αδικίες εις βάρος μας; Θα είναι λύση η από μέρους μας αποδοχή σχεδίων, με τα οποία
εμείς οι ίδιοι θα απεμπολούμε δικαιώματά μας; Θα είναι λύση η συγκάλυψη των
παρανομιών του ψευδοκράτους;

Αν η απάντηση είναι όχι - όπως πρέπει να είναι- ας σκεφτούν καλά οι σχεδιαστές


των επόμενων σχεδίων λύσης. Και οι δικοί μας εκπρόσωποι βέβαια, που σκοπό
πρέπει να έχουν ένα και μόνο: τη διασφάλιση των δικαιωμάτων μας στον τόπο μας.
Ούτε εμείς ούτε οι επόμενες γενεές δεχόμαστε να είμαστε πολίτες δευτέρας
κατηγορίας στο νησί μας. Δικαιοσύνην μάθετε οι ενοικούντες επί της γης.
ΘΑ ‘ ΘΕΛΑ ΝΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑ ΝΑ’ ΧΩ ΕΝΑ ΠΛΑΤΥ ΧΑΜΟΓΕΛΟ

Θα’ θελα να μπορούσα να’ χω ένα πλατύ χαμόγελο, σαν τους υποψήφιους
προέδρους, μα δεν έχω κανένα επικοινωνιολόγο να με διδάξει πώς να χαμογελώ.

Όσο σκέφτομαι τα δεινά της πατρίδας μου, δεν μπορώ να χαμογελώ. Αντίθετα ένα
μούτρο κατεβαίνει ως το έδαφος, ως τον πάτο της απελπισίας, ως την κόλαση.

Ίσως γιατί διαβάζω εφημερίδες και παρακολουθώ την επικαιρότητα. ‘Ισως γιατί ξέρω
τα επόμενα βήματα των Τούρκων και των Τουρκοκυπρίων και δεν ξέρω τα δικά μας.
Βλέπω τα σχέδιά τους καθημέραν να πραγματοποιούνται, βλέπω τις προσπάθειες για
αναβάθμιση, τις αποφάσεις του ΟΗΕ, τις μπηχτές των Εγγλέζων, τα σχέδια των
Αμερικάνων, τις δολοπλοκίες του Μπαμπατζάν στη Θράκη - κάλεσ’ τον στο γάμο
σου να σου πει και του χρόνου- ο οποίος

«Κάλεσε τους μειονοτικούς να διεκδικήσουν με όλα τα νόμιμα μέσα τα δικαιώματά τους


και ανέφερε ως παράδειγμα το δικαστήριο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο οποίο,
όπως είπε, έχουν κερδισθεί πολλές υποθέσεις. Σε άλλο σημείο της ομιλίας του ο κ.
Μπαμπατζάν είπε ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να φοβάται την χρήση του όρου «τουρκική
μειονότητα» και πρόσθεσε πως δεν μπορεί να εξαλειφθεί η συνείδηση των εκατό
χιλιάδων ομοεθνών του, όπως τους χαρακτήρισε, που ζουν στη Θράκη.»

(Η Τουρκική μειονότητα στην Κύπρο βλέπουμε πού οδηγεί την πλειονότητα.)

Κι ύστερα είναι τα πάθη του Πατριαρχείου, η μεγάλη βδομάδα της Κύπρου που δεν
λέει να τελειώσει, οι δουλέμποροι που εκτελούν τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις
τους απέναντι στην Τουρκία και στα σχέδιά της, τα σαπιοκάραβο από τη Συρία, η
σοκολάτα που δεν μπόρεσε να φάει το μικρό τουρκοκυπριόπουλο , γιατί αγοράστηκε
από ελληνοκυπριακό μαγαζί, η αυτοαπομόνωση που στο εξωτερικό αποκαλείται
απομόνωση των Τουρκοκυπρίων, η στάση πολλών εταίρων μας στην Ευρώπη κι
άλλα πολλά, ων ουκ έστιν αριθμός.

Γι’ αυτό δεν καταλαβαίνω πώς οι υποψήφιοι πρόεδροι χαμογελούν. Είναι για να μας
δείξουν πως έχουμε μέλλον λαμπρό; Πως με τον ένα ή τον άλλο πρόεδρο θα βγούμε
νικητές; Πως το κυπριακό θα λυθεί υπέρ μας; Τουλάχιστον δίκαια; Πως θα
επιστρέψουν οι πρόσφυγες στα σπίτια τους; Πως θα σταματήσει η Τουρκία να
επεμβαίνει στα δικά μας; Πως οι Τουρκοκύπριοι θα συνεργαστούν μαζί μας για
δίκαιη και βιώσιμη λύση; Πως θα πάψουν οι ηγέτες τους να είναι φερέφωνα της
Άγκυρας;

Αν μόνο εγώ τα βλέπω μαύρα κι άραχλα, τότε πρόβλημά μου. Αν όμως αυτή είναι μια
γενικότερη εικόνα που έχει ο λαός μας για την κατάσταση, τότε γιατί χαμογελούν οι
υποψήφιοι πρόεδροι;
Τι έκανες στον πόλεμο μπαμπά;

Τι έκανες στον πόλεμο μπαμπά; Αυτή θα μπορούσε να είναι η ερώτηση κάθε παιδιού
στον πατέρα του για τα τελευταία έστω πενήντα χρόνια της επί γης παρουσίας του
στην Κύπρο. Γιατί έτσι κι αλλιώς η Κύπρος βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση εδώ
και πενήντα τόσα χρόνια, έστω κι αν άλλα εμφανίζει η βιτρίνα. Ο πόλεμος
συνεχίζεται από το 1955 ως σήμερα και δε λέει να τελειώσει, για ένα λαό που δεν
υπήρξε πολεμοχαρής, αντίθετα ήταν ειρηνικός, εργατικός, τίμιος, καλός νησιώτης.

Κι όμως αυτός ο λαός πάλεψε με τα δόντια για να επιτύχει την ένωση της Κύπρου με
την Ελλάδα. 1955-59. Όλος ένας ήλιος το πρόσωπό του, όλος περηφάνια βαδίζει στα
κρησφύγετα, στο ικρίωμα της αγχόνης, στις διαδηλώσεις της δακρυγόνου.

Αλλ΄ ιδού άγγελος Σατάν, από την Αγγλιτέρα, να εμβάλλει μίσος και να σπέρνει
ακάνθας και τριβώλους, και ιδού σχέδια επί σχεδίων. Το 1960 λέει ο λαός μας ν’
αναπαυτεί λιγάκι, να νοικοκυρευτεί, ν’ ανοίξει το καινούριο σπιτικό του μαζί με τους
γείτονες, τους αλλόφυλους, τους αλλόθρησκους, τους αλλόγλωσσους αλλά γείτονες
και μάλιστα καλούς, τόσα χρόνια μαζί και στους γάμους και στα σουνέτια και στις
κηδείες. Τα έζησε πραγματικά και δεν είναι ψέμα ούτε καμιά προπαγάνδα, τα έζησε
με το Σιεφκέτι το γιατρό, με τη μικρή Αϊσέ. Το 1960 δεχόμαστε το συμβιβασμό,
πρώτο και δυστυχώς όχι τελευταίο. Ήταν λανθασμένη η εκκίνηση, λεν οι ειδήμονες,
ήταν λανθασμένη η πορεία, λεν οι ειδικοί, λανθασμένα τα κεφάλια σας, λέει ο λαός,
που πάλεψε και θυσιάστηκε.

Κι εκεί που λέγαμε να νοικοκυρευτούμε, να μπούμε κι εμείς στο χορό των κρατών,
λίγο η νηπιακή μας ηλικία, λίγο οι μεγάλες τρικλοποδιές, λίγο απ’ όλα και πάλι ο
λαός στο μετερίζι, 1963, ενωμένος μπροστά στον οργανωμένο Τούρκο, στον
προσχεδιασμένο για διχοτόμηση, στον αυτοαπομονωνόμενο και πάντα
διαμαρτυρόμενο γιατί πιέζεται και του καταπατούνται τα δικαιώματα και
σφαγιάζεται, όλα σχεδιασμένα και τώρα πια πλήρως αποκεκαλυμμένα.

Κι εμείς, να προστατεύσουμε την Κυπριακή Δημοκρατία, να νυχτοξημερωνόμαστε


στα φυλάκια, ό, τι καλό έκαμε ο κυπριακός λαός το έκαμε όταν δεν ήταν
οργανωμένος όπως δημόσιος υπάλληλος. Από ψυχής έδινε, από την αστείρευτη
ανθρωπιά και το φιλότιμο του απλού καλού καγαθού.

1963- 64 ως 1973- 74 χιλιάδες μέλισσες έστελνε ο Ονήσιλος κι όλες ψοφήσανε


πάνω στο παχύ μας δέρμα, λίγο ο ένας λίγο ο άλλος, καθένας με τα καπετανάτα του,
γιατί αυτός κι όχι εγώ, γιατί να μη γίνει ένωση και να γίνει ανεξαρτησία, γιατί να
κυβερνάς εσύ κι όχι εγώ; Ποιος πάει για το καλύτερο ο Θεός ξέρει. Κι έτσι
αλληλοσφαγμένοι , νόμιμοι και παρανομούντες, βρεθήκαμε στο ίδιο μεγάλο καζάνι
να βράζουμε και να πίνουμε το ζουμί μας, χολήν και όξος. Κι ο τόπος πορευόταν
στον γκρεμό.

Στο μεταξύ το 1967 μέγα κακό βρίσκει την Ελλάδα, οι δικτάτορες θέλουν διά της
βίας να σώσουν τη χώρα, να σώσουν κι εμάς, με τα εδώ παρακλάδια τους και τα
παλιοτόμαρά μας. Ώσπου έρχεται η μεγάλη διαταγή, 1974 , να πέσει ο Μακάριος, δεν
ήταν νομάρχης επαρχίας, μα έπρεπε να υπακούσει στα μεγάλα αγύριστα κεφάλια
της κουφότητας. Άφρον πραξικόπημα.
Κι η κόκκινη σημαία να καραδοκεί, να μπαίνει στα καράβια, άλλα τα όνειρα του
πατέρα σου τόσα χρόνια, να δει ελληνικό καράβι στον ορίζοντα κι ας ήταν προ
Χριστού τριήρης, μα ήμασταν μακριά, έπρεπε να σωθεί το λεκανοπέδιο.

1974, στην καρδιά του καλοκαιριού, αποβιβάζονται οι οχτροί εκεί που


κολυμπούσαμε στον παράδεισο, εκεί που γεννιόταν το φως της ομορφιάς και της
ευγένειας του Πενταδάχτυλου. Το αίμα ρέει, οι άνθρωποι ξεκοιλιάζονται, η καρδιά
ραγίζει, σπάζει, νεκρώνεται, να σώσουμε τα παιδιά, τη νέα γενιά, να θυμάται, να μην
ξεχάσει τους τόπους μας, την ορθόδοξη ελληνικότητά μας, τους ναούς και τις εστίες
μας. Η νέα γενιά. Αυτή που μας ρωτά συνεχώς και δεν ξέρουμε πια τι να πούμε. Τι
έκανες στον πόλεμο μπαμπά;

Στ’ αεροδρόμιο του Ελληνικού χορεύουν υποδεχόμενοι τη Δημοκρατία, κι εμείς εδώ,


με δυο καντάρια στο λαιμό να πνιγόμαστε.

Έκτοτε, αγνοούμενοι να αγνοούνται, εγκλωβισμένοι στον εγκλεισμό τους κι οι


πρόσφυγες στην άνετη προσωρινότητά τους, πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν,
πένητες έγιναν εκατομμυριούχοι, ένα πέπλο αδικίας κατακαθίζει στα σωθικά των από
βορρά, παθόντων και ταφέντων.

Το 1983 ο Πενταδάχτυλος ανακηρύσσεται «τουρκοκυπριακό κρατίδιο», ο Οηές


διαγιγνώσκει καρκινοπάθεια. Με 40 χιλιάδες Τούρκους στρατιώτες και με 160
χιλιάδες κουβαλητούς πώς να μην πάθει; Δυστυχώς όμως το καρκίνωμα μεγαλώνει,
απλώνει πλοκάμια με τη βοήθεια της μάνας του που τον θρέφει, ένας καημός να
σώσουμε τον Πενταδάχτυλο.

Στο μεταξύ στα μαγειρεία ετοιμάζονται σχέδια, σερβίρονται σε πιάτα εργοστασίων


διεθνούς φήμης και τον Απρίλη του 2004 μας καλούν να γευτούμε, ευχαριστώ δεν
παίρνουμε, ήταν θανατερά μανιτάρια, τ’ απορρίψαμε στην πλειονότητά μας. Εκεί που
λες πως ο λαός κοιμάται, πάλι πετιέται με την ψυχή στο στόμα, γιγαντώνεται.

Κατά την Πρωτομαϊάν του αυτού έτους γινόμαστε πλήρες μέλος της Ευρώπης. Αυτό,
παιδί μου, να μην το ξεχνάς. Ό, τι κι αν έκαμα στον πόλεμο, εσύ να κοιτάς τα
συμφέροντα του τόπου, να διεκδικείς τα δικαιώματά σου και τα δικαιώματά μας και
να μην κάνεις πίσω. Όπως όλοι οι άνθρωποι, όπως όλοι οι Ευρωπαίοι έχουμε
δικαίωμα και στον ήλιο και στο φως. Κι αυτό κανείς δεν μπορεί να μας το πάρει, αν
δεν το επιτρέψουμε εμείς. Καλή χρονιά. Αίσιο μέλλον.
Διαπολιτισμικός διάλογος

Οι Ελληνοκύπριοι, θύματα της χειρότερης μορφής ρατσισμού (μας έχουν διώξει από
τα σπίτια μας, εκμεταλλεύονται παράνομα τη γη μας, έχουν καταστρέψει οι Τούρκοι
την πολιτισμική μας παράδοση- εκκλησιές, νεκροταφεία, αρχαιολογικούς χώρους,
τοπωνύμια) καλούμαστε από την Ευρωπαϊκή ΄Ενωση να εφαρμόσουμε στη ζωή μας
το διαπολιτισμικό διάλογο. Διάλογος, συν- ζήτηση, θέση και αντίθεση με
αναμενόμενο αποτέλεσμα τη σύνθεση, ζήτηση της αλήθειας με τον εαυτό μας
(διάνοια, κατά Κρατύλο) ή με άλλον ή άλλους, προσπάθεια εύρεσης της καλύτερης
δυνατής λύσης σε πρόβλημα, είναι μερικές σημασίες της πολυχρησιμοποιούμενης
τελευταία αυτής λέξης.

2008, έτος διαπολιτισμικού διαλόγου, δηλαδή διαλόγου ανάμεσα στους πολλούς


πολιτισμούς και τους φορείς των, που είναι οι συνάνθρωποί μας με διαφορετικά ήθη
και έθιμα, γλώσσα, θρησκεία, διαφορετική ιστορία και παραδόσεις, διαφορετικό
πολιτισμό. Η Ευρωπαϊκή Ένωση πολύ σωστά συλλαμβάνοντας την ανάγκη για
αλληλογνωριμία των ανθρώπων, για διάρρηξη της απομόνωσης και του εγκλωβισμού
των φορέων της διαφορετικότητας, εισηγήθηκε από καιρό τον διαπολιτισμικό
διάλογο όχι για να επικρατήσει η ισοπέδωση των πολιτισμών, αλλά για να
πρυτανεύσει ο αλληλοσεβασμός και η διατήρηση της πολυπολιτισμικότητας, αφού
αυτός είναι ο πλούτος του κόσμου μας, που δεν πρέπει να διαγράψουμε.

Ο διάλογος μπορεί να αρχίσει με μια καλημέρα από τα άτομα, τις ομάδες, τους λαούς
και να συνεχιστεί με διάνοιξη οδών γνώσεων και εμπειριών, αλλά και με εύρεση
λύσεων σε κοινά προβλήματα. Η πείρα του ενός ίσως να είναι σωτήρια για τον άλλο,
αλλά δεν θα ήταν γνωστή, άρα ούτε σωτήρια, αν δεν είχε την ευκαιρία να την
εξωτερικεύσει, να την εκ- φράσει.

Όπως γενικά αναμένεται, ο διάλογος θα συντελέσει στη συνεργασία, πρόοδο,


αποφυγή διενέξεων και συγκρούσεων, φτάνει και οι δύο διαλεγόμενοι να διέπονται
από πνεύμα κατανοήσεως και από θέληση να ακούσουν τον άλλο και τα προβλήματά
του.

Και επειδή ο καθένας δεν είναι μόνος στην κοινωνία, αλλά είναι μέλος μιας
κοινότητας, με ήθη και έθιμα, με πολιτισμική παράδοση, με έργα πολιτισμού τα
οποία αποτυπώνουν αυτή την κοινωνία στις διάφορες ιστορικές της στιγμές,
απαιτείται και σεβασμός όχι μόνο των ανθρώπων αλλά και του πολιτισμού των.
Είναι αδιανόητο να υποστηρίζουμε πως αγαπούμε τον ξένο, τον αλλόθρησκο, τον
αλλόγλωσσο, αλλά δεν ανεχόμαστε τον πολιτισμό του, τη γλώσσα, τα έθιμά του, που
αποτελούν μόρια του πανανθρώπινου πολιτισμού για τον οποίο περηφανευόμαστε.

Μετά λύπης μας όμως αδυνατούμε να κατανοήσουμε πώς είναι δυνατό να


συνομιλούμε με τους Τούρκους, όταν συνεχίζεται η καταστροφή των κατεχομένων
εκκλησιών μας, της γης, των χωριών και των πόλεών μας, των αρχαιολογικών
θησαυρών και των τοπωνυμίων μας. Χωρίς το σεβασμό του πολιτισμού μας, δεν
μπορεί να υπάρξει διαπολιτισμικός διάλογος και μάλιστα με ανθρώπους που
αναμένουν να γίνουν Ευρωπαίοι. Γι’ αυτό πιστεύω πως πριν από κάθε διάλογο
πρέπει να προτάσσεται η ανάγκη σεβασμού του πολιτισμού μας.
Τραγικόν το εκλέγειν

Ως το τέλος της μέρας θα φανεί από τα αποτελέσματα της κάλπης ποιοι δυο θα
συνεχίσουν στο δεύτερο γύρο την πορεία τους για το Προεδρικό, κι ως το τέλος της
άλλης Κυριακής ο νικητής θα βαδίσει μόνος τον ανήφορο που τον περιμένει.

Τα κόμματα έκαμαν τη δουλειά τους όπως και άλλες φορές. Ο λαός όμως έχει το δικό
του κριτήριο κι αυτό είναι και πάλι που θα αναδείξει το νικητή. Το κριτήριο του λαού
όσο περνούν τα χρόνια, όσο πλησιάζουμε σε κρίσιμες στιγμές που κρίνουν την ίδια
την ύπαρξη μας, το λαϊκό ένστικτο, η λαϊκή σοφία, η συμπυκνωμένη πείρα των
περασμένων, όλα αυτά που δεν ξεγράφονται από το σκληρό δίσκο της ελληνικής
κυπριακής μνήμης θα αναδείξουν το νικητή της επόμενης Κυριακής.

Η πείρα του 2004 απέδειξε πως ο λαός μας εν πολλοίς αποτελείται από αυτόνομες
μονάδες, που δεν καθοδηγούνται από κομματικές προσταγές ή συμβουλές ή
παρακλήσεις αλλά κρίνουν και πράττουν με βάση το συμφέρον της πατρίδας. Την
επόμενη Κυριακή ο ίδιος αυτός λαός θα επιδείξει και πάλι τον ύπατο πατριωτισμό, θα
θέσει υπεράνω όλων την πατρίδα και θα εκλέξει τη σωτηρία της.

Ίσως να πονέσει ο πολίτης αν αντιταχτεί στις κομματικές γραμμές, ίσως και πάλι να
χρειαστεί την ψυχική δύναμη να αντισταθεί σε πιέσεις, όμως η ίδια η ελεύθερη
ύπαρξη της πατρίδα και προπάντων η αξιοπρέπειά της θα του δώσει τη δύναμη να
ανεβάσει το κεφάλι πάνω από την οχλαγωγία των συνθημάτων και να δώσει τη λύση
που ο ίδιος επιλέγει λαμβάνοντας υπόψη το παρελθόν το παρόν και το μέλλον αυτού
του λαού, σ’ αυτή τη μικρή κοιτίδα του πολιτισμού.

Γι’ αυτό και η δύναμη του καθενός έρχεται και πάλι η ώρα να επιδειχτεί. Στις
εκλογές, με την πένα στο χέρι και μπροστά στο ψηφοδέλτιο, πίσω από τις κουρτίνες ο
πολίτης βρίσκεται ενώπιος ενωπίω, αυτός και η συνείδησή του. Το βάρος είναι
τεράστιο, θα πρέπει όμως να το αντέξει και να αποδείξει πως το αξίζει. Αναλαμβάνει
με την ψήφο του την ευθύνη για το μέλλον του τόπου του.

Οι εκλογές, όταν είναι κρίσιμες και τόσο σημαντικές για την ίδια την ύπαρξη του
τόπου και του λαού μας, απαιτούν από τον καθένα να αναλάβει τις ευθύνες του, γιατί
μόνος αυτός είναι υπεύθυνος για την απόφασή του. Αιτία ελομένου, θεός αναίτιος.
Μη εμπλέκετε το θεό στις τέτοιες αποφάσεις σας, εσείς εκλέγετε, δική σας η ευθύνη,
λέει ο Πλάτων.

Άρα αυτές είναι οι στιγμές που ο καθένας πρέπει να συνέλθει εις εαυτόν, να κάτσει
κάτω με τον εαυτό του, να προβληματιστεί και να αποφασίσει, αλλά προπάντων να
αναλάβει την ευθύνη για την απόφασή του, γιατί δεν χωρούν μαζικές δικαιολογίες
στην τελική κρίση του καθενός μας.

Για πολλούς οι εκλογές δεν είναι παρά απόδειξη της τραγικότητας του ανθρώπου,
που εκφράζει τη θέλησή του ελεύθερα, αναλαμβάνοντας προπάντων την ευθύνη.
Εσωτερικά, μετά την εκλογή, ο καθένας πρέπει να αισθάνεται περήφανος, γιατί
υπήρξε ο αυτόνομος εαυτός του. Απέδειξε πως είναι άνθρωπος με όλη την
τραγικότητά του. Ελεύθερος και υπεύθυνος.
οίη περ φύλλων γενεή

οίη περ φύλλων γενεή τοίη δέ καί ανδρών.


φύλλα τά μέν τ' άνεμος χαμάδις χέει, άλλα δέ θ' ύλη
τηλεθόωσα φύει, έαρος δ' επιγίγνεται ώρη·
ώς ανδρών γενεή ή μέν φύει ή δ' απολήγει.

Στο Ζ της Ιλιάδος έχουμε μια ωραία σκηνή, τη συνάντηση στη μάχη Διομήδη και Γλαύκου. Ο
Διομήδης ρωτά το Γλαύκο να του πει ποιος είναι. Κι αυτός απαντά: Όπως η γενιά των
φύλλων, έτσι και των ανθρώπων. Από τη μια τα φύλλα των δέντρων τα σκορπίζει ο άνεμος,
κι από την άλλη στο δάσος την άνοιξη τα δέντρα φυτρώνουν καινούρια φύλλα. Έτσι κι οι
γενιές των ανθρώπων. Φεύγει η μια, έρχεται η άλλη.
Με την ψήφο του στις εκλογές της περασμένης Κυριακής ο κυπριακός λαός αποφάσισε να
αλλάξει όχι μόνο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας αλλά και να διαδεχτεί μια νέα γενιά τη γενιά
του 1955, που ως τώρα κυβερνούσε τον τόπο. Έπαινοι για την ακάματη εργατικότητα, το
σθένος, το κουράγιο, την πείρα, την αγωνιστικότητα των απερχόμενων ακουστήκαν από
όλους ανεξαίρετα. Είναι η γενιά που άλλαξε τη ροή της Ιστορίας στην Κύπρο, και τώρα είναι
η ώρα να δώσει στην επόμενη γενιά τα ηνία της διακυβέρνησης του τόπου.
Δυο νεότεροι μονομαχούν. Και πάλι ως το τέλος της μέρας θα φανερώσουν τα αποτελέσματα
της κάλπης τον εκλεκτό του λαού, το νεότερο ηγέτη του τόπου. Χρέος των ερχομένων είναι
να τιμήσουν τη γενιά που πέρασε με το να εκμεταλλευτούν την πείρα της, αλλά προπάντων
να αναθέσουν στους νέους τους σημαντικούς κόμβους της κυβέρνησης, γιατί ο τόπος έχει
ανάγκη και τη μαχητικότητα των νέων και την πείρα των παλαιών, τη νέα πνοή και τη νέα
οπτική γωνία από την οποία βλέπουν οι νέοι τα πράγματα, αλλά και το θησαύρισμα της
πείρας των παλαιών. Η ορθή επιλογή προσώπων θα είναι η πρώτη απόδειξη της δεξιότητας
του νέου προέδρου. Νέοι άνθρωποι σημαίνει προπάντων νέες ιδέες, ευρωπαϊκός
προσανατολισμός, απομάκρυνση από τα απολιθώματα του παρελθόντος, φτερά για ανέβασμα
και όχι μια από τα ίδια. Η ανήθικη δικαιολογία για ατασθαλίες «έτσι έκαναν και οι
προηγούμενοι» να μην ακουστεί ούτε να περάσει ως ιδέα από το νου των νέων. Η νέα γενιά
αναμένουμε να δώσει στην απερχόμενη τη χαρά πως η ζωή συνεχίζεται και οι αρχές και τα
θεμέλια της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας του λαού μας δεν είναι διαπραγματεύσιμα. Τα
δέντρα ρίχνουν τα φύλλα και ξαναβγάζουν άλλα, αλλά τα δέντρα είναι ριζωμένα στο χώμα
όπως σ’ αυτό τον τόπο είναι ριζωμένος ο ελληνισμός, ο πόθος για ελευθερία, η ανθρωπιά.
Η μια γενιά έρχεται και ή άλλη φεύγει, αλλά η Κύπρος είναι εδώ. Οι μνήμες είναι ακόμα
ζωντανές. Δεν είναι η Ιστορία αποξηραμένα φύλλα αλλά ζώσα πραγματικότητα. Η εισβολή
και η κατοχή, η προσφυγιά και ο εγκλωβισμός, οι αγνοούμενοι και οι νεκροί του πολέμου
στήνουν ολόρθο μέγα τείχος απαιτήσεων αποκατάστασης του δικαίου που πρέπει να
περιέχεται στην οποιαδήποτε απόφαση για λύση του κυπριακού. Η καταπάτηση των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την Τουρκία και η ανοχή της, η τουρκική αδιαλλαξία και τα
άνομα σχέδιά της, η εθελούσια ή συμφεροντολόγα τύφλωση των ξένων και μάλιστα των
Ευρωπαίων- στην οικογένεια των οποίων ανήκουμε- μπροστά στα οφθαλμοφανή, όλα αυτά
απαιτούν την ολομέτωπη επίθεσή μας για να λάμψει η αλήθεια και το δίκαιο.
Λόγοι προεκλογικοί ελέχθησαν πολλοί. Τώρα είναι ώρα των έργων. Εδώ στο αλώνι της
πραγματικότητας θα αποδείξει ο καθένας τη δύναμή του. Προσδοκούμε.
Προκηρύξεις και διαγγέλματα

Ανάμεσα σε δυο μεγάλες επετείους η σημερινή Κυριακή: της 25ης Μαρτίου, μέρας που
γιορτάζουμε την έναρξη της ελληνικής επανάστασης εναντίον των Τούρκων και της 1ης
Απριλίου, μέρας που τιμούμε την έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ εναντίον των Άγγλων
αποικιοκρατών. Τούρκοι και Άγγλοι τότε, οι ίδιοι και τώρα. Εκείνοι να στραγγαλίζουν τις
ελευθερίες κι εμείς να πολεμούμε να ξαναφέρουμε τον άνθρωπο στην όρθια, σωστή του
θέση, με την περηφάνια και την αξιοπρέπειά του, που να μπορεί να ατενίζει το συνάνθρωπό
του και να μην ντρέπεται γιατί η δουλεία τον μετέτρεψε σε σκουλήκι. Ο επαναστάτης, ο
όρθιος άνθρωπος, επανίσταται, ξαναστέκεται στα πόδια του, αυτοδύναμος, και διακηρύσσει
πως δεν έχει ανάγκη τα δεκανίκια κανενός.
Αυτή την ανάγκη για επανάσταση, για επανατοποθέτηση στην σωστή θέση έχουμε και
σήμερα. Ήδη ακούγονται από χρόνια και έχουν ακουστεί και πρόσφατα τέτοιες φωνές, είτε
για επανατοποθέτηση του κυπριακού στη σωστή του βάση- θέμα εισβολής και κατοχής - είτε
για αποτίναξη του ζυγού των δήθεν εγγυητριών δυνάμεων της ανεξαρτησίας μας, γιατί η
Ιστορία μας έχει πια διδάξει πού οδηγούν οι εγγυήσεις.
Οι αντίπαλοι πάντα ήταν πιο μεγάλοι, πιο ισχυροί. Αλλά γι’ αυτό περηφανεύεται ο λαός μας.
Στο ίδιο μετερίζι και τώρα. Η Τουρκία απαιτεί να έχει λόγο για όλα στην Κύπρο και να
επεμβαίνει. Η Αγγλία εμφανίζεται ως ο διαιτητής για το καλό της δικαιοσύνης και της
ειρήνης, ενώ βασιλεύει διαιρώντας και διαιωνίζοντας την αδικία. Οι Τουρκοκύπριοι
περιμένουμε να απεγκλωβιστούν από το βραχνά της Τουρκίας, ενώ επαναλαμβάνουν
παραμύθια που μετέτρεψαν σε Ιστορία βάσει της οποίας απαιτούν παραμονή των τουρκικών
στρατευμάτων, παραμονή των εποίκων, δικαίωμα επεμβάσεως της Τουρκίας, αναγνώριση
του ψευδοκράτους, νόμιμη ιδιοκτησία των ήδη παράνομα κατεχόμενων περιουσιών μας.
Κι εμείς δε μιλούμε, για να προχωρήσουν οι συνομιλίες, που ουσιαστικά δεν άρχισαν. Είναι
μερικές φορές που παρέχεται η εντύπωση πως πρέπει να είμαστε ευτυχισμένοι αν
επιτύχουμε (!)– άκουσον άκουσον- να μας επιτραπεί να ζούμε στην πατρίδα μας με όλα τα
πιο πάνω πιεστικά βάρη, γιατί αν δεν υποχωρήσουμε, λέει, θα διχοτομηθούμε! Αν είναι
δυνατό! Μια χώρα, ολόκληρη μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΟΗΕ, στον 21 αιώνα!
Στις επετείους όμως σήμερα ο λόγος. Στις προκηρύξεις και στα διαγγέλματα. Την 1η
Απριλίου του 1955 κυκλοφορεί η πρώτη προκήρυξη του Διγενή: " Με τη βοήθεια του Θεού,
με πίστιν εις τον τίμιον αγώνα μας, με την συμπαράστασιν ολοκλήρου του ελληνισμού και με
την βοήθειαν των Κυπρίων αναλαμβάνομεν τον αγώνα διά την αποτίναξιν του αγγλικού
ζυγού.» Στην ίδια περίπου θέση και σήμερα. Με τους ίδιους συμμάχους πρέπει να
αναλάβουμε τον αγώνα για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Όχι στις εγγυήσεις της
Τουρκίας, όχι στην παραμονή τουρκικών στρατευμάτων, όχι στην παράνομη παραμονή
εποίκων, όχι στην προσφυγιά μας και στον εγκλωβισμό μας.
Το όραμα για ευτυχισμένη πατρίδα είναι παλαιό. Όπως ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος έγραφε σε
διάγγελμά του στις 27 Νοεμβρίου 1959 «Επιθυμούμε να ανατείλουν εις την Κύπρο
ευτυχέστεραι ημέραι. Ο Κύπριος αστός, ο Κύπριος αγρότης και εργάτης συνέλαβον μέσα εις
τον αγώνα καθαρότερον το νόημα της ζωής των και είδον εναργέστερον τα δικαιώματα και
τας υποχρεώσεις των. Μία νέα δύναμις, η οποία κατεπιέζετο επί αιώνας, ανήλθε διαρκούντος
του αγώνος εις την επιφάνειαν. Δύναμις ηθική, δύναμις δημιουργική, απορρέουσα από τα
ευρύτερα στρώματα του λαού και στηριζόμενη επί των ιδιαιτέρων αρετών και ικανοτήτων
του. Σήμερον, περισσότερον από κάθε άλλην φοράν, πρέπει να παραμείνωμεν ηνωμένοι, και,
ανεξαρτήτως πολιτικής ή κοινωνικής τοποθετήσεως, να εργασθώμεν δια την πλήρη
αξιοποίησιν των αγώνων και των θυσιών των τέκνων μας, δια την πραγμάτωσιν όλων
εκείνων των ευγενών ιδεωδών, τα οποία ετάξαμεν ως σκοπόν της ζωής μας και με το όραμα
των οποίων απέθανον οι μάρτυρες της κυπριακής ελευθερίας.»
Οι προκηρύξεις και τα διαγγέλματα επανατοποθετούν στην ιστορική τους διάσταση δίκαια
αιτήματά μας του παρόντος. Ας τ’ ακούσουμε, ας κρίνουμε και ας πράξουμε τα πρέποντα.
Μικρά μικρά μεγάλα

Πρώτο: Δεν ξέρω τι κάνει το δημαρχείο Λευκωσίας αλλά η Λήδρας κάπου στο τέρμα
της γέμισε μπανανόφλουδες. Ποιος τις έριψε χάμω κι άρχισαν να πέφτουν κάτω ο
ένας πίσω από τον άλλο; Τι περίμενε αυτός που έσπειρε στη Λήδρας
μπανανόφλουδες; Να γκρεμοτσακιστούμε, να σπάσουμε το κεφάλι, να δούμε την
αλήθεια, να συνειδητοποιήσουμε την κατάσταση, να αλλάξουμε μυαλά, να
σοβαρευτούμε, να παίξουμε το ρόλο στη σκηνή ενώ πίσω στα παρασκήνια να μας
παρακολουθούν, αλλά να μη φαίνονται, οι Τούρκοι στρατιώτες;
Δεύτερο: Τέρμα Λήδρας ήταν δεξιά στη γωνία πρατήριο τσιγάρων, Κόκος
Μιχαηλίδης, πιο κάτω αριστερά ποδήλατα Ουζουνιάν, αν έστριβες αριστερά πήγαινες
Χατζηκυριάκου, αν έστριβες δεξιά έμπαινες Ερμού, Ζάκο, Πεναρδής, Φαρμακείο
Αλέξη, Λαμπριανίδης, Καραπέτ ωρολογάς, Βαρνάβα καφενές, πρώτη πάροδος
αριστερά οδός Ξενοφώντος, μια ορθή γωνία, σκαρπάρικα, Στυλλής Ψημολοφίτης,
Ανδρέας Ιωαννίδης δερματέμπορος, Γιωρκής Μιτσερκώτης, Σοφιανός κρεβάτια
μεταλλικά, Ψάλτης Αγλαντζιώτης, στο τέρμα Λεωφορεία Θρασυβούλου Μόρφου.
Κυκλοφορούσαμε άνετα, παρέκει μπαινοβγαίναμε στον τουρκομαχαλλά, κι ο
λοκματζής κάπου πιο πάνω στη γωνία, κάπου πιο κάτω μπακάλικο Σολιάτη.
Ταυτότητα μάς ζητούσαν μόνο οι Άγγλοι στρατιώτες, γιατί η Αγγλία μας αγόρασε
από τους Τούρκους, κάπως έτσι, σαν τα πρόβατα ή σαν τους κριάρους. Η Ερμού, η
κυριότερη εμπορική οδός -η Λήδρας ήταν της αριστοκρατίας- μετατράπηκε με τη
σοφία των Άγγλων σε ερείπια, εκατοντάδες μαγαζιά πνίγηκαν, εκατοντάδες
οικογένειες είδαν τα πάνω κάτω. Νεκρά. Εμείς δεν ξέρω πώς κατορθώνουμε και τα
ξεχνάμε. Μόνο οι Τούρκοι πλήρωσαν σ’ αυτό τον τόπο το κακό και το θυμούνται και
το κάνουν παραμύθι και ιστορία;
Τρίτο: Είναι μερικά έγγραφα που προειδοποιούσαν πως δεν μπορείς να τα επιδείξεις
σε οποιονδήποτε, γιατί είναι έγγραφα του κράτους. Κάτι τέτοιο δεν είναι οι
ταυτότητες και τα διαβατήρια; Δεν είναι επίσημα έγγραφα του κράτους; Πώς το ίδιο
το κράτος που απαιτεί- και με το δίκιο του- να το σεβόμαστε, επιτρέπει στους πολίτες
του να επιδεικνύουν έγγραφα του κράτους σε παράνομα κρατίδια, σε παράνομη
αστυνομία, σε μη αναγνωρισμένη αρχή; Γιατί επιτρέπει στους πολίτες του να
παρανομούν με αυτό τον τρόπο; Πότε η βουλή θα ψηφίσει νόμο με τον οποίο θα
τιμωρείται οποιοσδήποτε επιδεικνύει ταυτότητα ή διαβατήριο σε αναρμόδια και
παράνομη αρχή; Αν μη τι άλλο για λόγους αξιοπρέπειας.
Τέταρτο: Πάντα στις σχολικές γιορτές η πρόβα τζενεράλε ήταν η πιο δύσκολη, αλλά
σιγά σιγά αναθαρρούσαμε πως θα επιτύχουμε, όλα καλά πήγαιναν, συνηθίζαμε ο
καθένας το ρόλο του, θα’ χει επιτυχία το έργο. Κάπως έτσι - δυστυχώς- βλέπω και το
άνοιγμα της Λήδρας. Σαν πρόβα τζενεράλε. Να συνηθίσετε εσείς εδώ, εκείνοι εκεί,
με τις διόδους σας και με τις σημαίες σας, με τις αστυνομίες σας και τα τελωνεία σας,
ως πάρα κάτω. Το κυπριακό πρόβλημα έγκειται στο πόσο θα το χωνέψετε πως έτσι
θα λυθεί, όπως κακιά η ώρα τώρα: σαν άνοιγμα της Λήδρας.
Πέμπτο και τελευταίο: Ευτυχώς οι Στωικοί δίδαξαν πως υπάρχουν πράγματα που
εξαρτώνται από σένα και υπάρχουν πράγματα που δεν εξαρτώνται. Από σένα
εξαρτάται αν θα ανεχθείς την αδικία, αν θα δείξεις διαβατήριο ή ταυτότητα σε
παράνομους, αν θα ανεχτείς τον τουρκικό στρατό να υπάρχει αλλά να μην τον
βλέπεις και άλλα. Δεν εξαρτώνται από σένα τα σχέδια των άλλων, εξαρτάται όμως
από σένα αν θα τα δεχτείς. Αθάνατοι Στωικοί!
Ο διάδρομος

Αυτός δεν ήταν διάδρομος. Ήταν σκοτεινός θάλαμος αερίων. Έβαζαν τον κατάδικο
στο διάδρομο και του’ λεγαν: Σκέψου τι θα πουν οι άλλοι. Έτσι πρέπει να
συμπεριφερθείς. Για να παρακαλέσουμε τον αρχηγό να σε λυπηθεί. Να σου δώσει
κανένα κόκαλο να γλύψεις κι εσύ. Σαν το σκυλί στην αυλή.
Αυτός δεν ήταν διάδρομος. Ήταν μετακινούμενοι δεξιά κι αριστερά τοίχοι, που
πλησίαζαν τον κατάδικο ασφυκτικά, να τον κάμουν θρύψαλα. Κι αυτός έπρεπε να
σκέφτεται τι θα πουν οι γειτόνοι, τι θα πουν οι άλλοι, τι θα πει ο μεγάλος.
Μπροστά άλλος τοίχος, να χτυπά το κεφάλι και να λέει: Έχετε δίκαιο, δεν υπάρχει
άλλος δρόμος. Με έχετε αποστομώσει. Μένω εμβρόντητος. Μένω ενεός. Είστε
μεγάλοι στα επιχειρήματα. Ήμαρτον. Δεν το ξανακάνω.
- Αν υπάρχει άλλος δρόμος, πες μας τον.
- Όχι. Μόνο αυτός. Μόνο οι συνομιλίες. Και πρέπει ν’ αρχίσουν αμέσως. Μεγάλη
πρόοδος στις επιτροπές. Τότε δεν υπήρχε μεζούρα να μετρήσουμε την πρόοδο, τώρα
βρέθηκε. Έχετε δίκαιο. Είστε μεγάλοι, αφού φτάσατε στο απροχώρητο. Είστε
μεγάλοι, αφού δεν έχετε διέξοδο. Αφού στριμώξατε τον κατάδικο στο διάδρομο.
Αφού χτυπά το κεφάλι στον τοίχο. Σας παραδέχεται. Το ογδόντα είναι ίσο με το
είκοσι. Το νόμιμο είναι ίσο με το παράνομο. Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι ίση με
την παράνομη τουρκοκυπριακή διοίκηση. Εμείς φταίμε για το 63. Εμείς φταίμε για το
74. Εμείς φταίμε για το 2004. Εμείς στερήσαμε τους τουρκοκύπριους από τα
δικαιώματά τους. Εμείς δε σεβαστήκαμε τον πολιτισμό τους. Εμείς τους διώξαμε απ’
τα σπίτια τους. Έχετε δίκαιο. Δεν είμαστε μέλος του ΟΗΕ. Δεν ανήκουμε στην
Ευρώπη. Η μισή Κύπρος δεν κατέχεται παράνομα από τα τουρκικά στρατεύματα...
Οι τοίχοι του διαδρόμου πλησιάζουν. Μπροστά αδιέξοδο, πίσω αδιέξοδο και
προπάντων Αριστερά και Δεξιά αδιέξοδο. Η φωνή βροντερή: Δεν είναι αδιέξοδο.
Είναι στρατηγική, είναι πολιτική. Αν δεν την καταλαβαίνεις, δεν φταίμε εμείς. Φάε
στα μούτρα ένα κομμάτι τούρτα. Ολόκληρη θα σε βλάψει. Δεν είναι σχέδιο Ανάν.
Κομμάτι κομμάτι. Σαλαμάκι σαλαμάκι.
- Συντάσσει τοις εποίκοις; Συντάσσομαι.
- Συντάσσει τη εκ περιτροπής προεδρία; Συντάσσομαι. Μα εγώ…δεν…
- Σιωπή. Συντάσσει τη διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία; Συντάσσομαι. Μα…
- Σιωπή. Δεν θέλεις λύση. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Σκέψου τα ψηφίσματα του
ΟΗΕ. Μόνο γι’ αυτό μιλούν. Για την ισότητα. Δεν λεν για αποχώρηση ξένων
στρατευμάτων. Δεν λεν για σεβασμό της κυριαρχίας, ανεξαρτησίας, εδαφικής
ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η φαντασία σου τα βλέπει.
- Συντάσσει τοις μέτροις οικοδόμησης εμπιστοσύνης; Συντάσσομαι. Αυτά μάλιστα.
Είναι σοβαρά. Από πού να περνούν τα ασθενοφόρα, πώς να περνούν οι κατάδικοι
στην άλλη χώρα, πώς να ταξιδεύουν στα ξένα, πώς να διέρχονται ανενόχλητα τα
απόβλητα του παχέος εντέρου και της ουροδόχου κύστεως από τη μια χώρα στην
άλλη χωρίς διαβατήριο.
Οι τοίχοι πλησιάζουν. Ο κατάδικος ασφυκτιά, φωνάζει: Εγώ θέλω να πάω στο σπίτι
μου. Πάρτε με στο σπίτι μου. Δώστε μου το σπίτι μου, κι ό,τι πείτε. Θέλω να πάω στο
σπίτι μου. Στη Μόρφου. Να ζήσω ευτυχισμένος. Μπορείτε, ω μεγάλοι;
ΝΕΡΟ ΚΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Σκεφτόμουν να γράψω για τα μεγάλα συνθήματα που συντάραξαν τον κόσμο


συθέμελα, για το ψωμί και την ελευθερία, τους αγώνες που έγιναν γι’ αυτά τα δυο
αγαθά, μόνο που άλλοι έβρισκαν πιο εύκολο να δώσουν ψωμί στο λαό τους χωρίς
ελευθερία κι άλλοι ούτε το ένα ούτε το άλλο, προπάντων την ελευθερία, που ήταν
αέρας. Κι έτσι κατάληξα πως θα’ ταν καλύτερο να γράψω για το νερό και την
ελευθερία, γιατί από ψωμί δόξα τω θεώ έχουμε και για τις κότες και για τα γατιά και
τα σκυλάκια μας, μια βόλτα σ’ ένα φούρνο θα σας συνεφέρει: χωριάτικο, πολίτικο,
κριθαρόψωμο, πολύσπορο αγγλικό, γαλλική παγκέτα, καρπασίτικο, μετσοβίτικο,
γερμανικό , άσπρο, μαύρο, σταρένιο, σικάλεως, ψωμιά ων ουκ έστιν αριθμός.
Από ψωμί λοιπόν το καθεστώς κομπλέ. Τι γίνεται όμως με το νερό; Τόσοι υπουργοί
και κανένας δεν αυτοκτόνησε, που μας άφησαν χωρίς νεράκι! Εγώ ένας
διευθυντάκος ήμουν σε δημόσιο σχολείο και σκέφτομαι τι θα γινόταν αν μια μέρα τα
παιδιά μου δεν είχαν νερό. Θα’ πρεπε να με κρεμάσουν, να με διαπομπεύσουν
δημοσία, να ανοίξουν φακέλους να με φακελώνουν, να σταθώ μπροστά στους
μαθητές μου και να με φτύνουν και καλά να μου κάμουν, να μάθω να’ χω τα παιδιά
μου χωρίς νερό. Ή θα’πρεπε να πληρώσω από την τσέπη να φέρω νερό στο σχολείο,
να μη γίνω ρεντίκολο των σκυλιώνε. Τέλος πάντων όμως, νερό κι ελευθερία στον
τόπο αυτό φαίνεται πως δε θα’ χουμε τόσο εύκολα όσο έχουμε πολύσπορο και
κριτσίνια και χαλλουμωτές (άλλο πρόβλημα σ’ αυτό τον τόπο κι αυτό το χαλλούμι, κι
ακόμα οι τούρκοι δεν άρχισαν τις φωνές για το χαλλέμ).
Εμείς όμως αφού έχουμε το ψωμί και μας λείπει το νερό κι η ελευθερία, ας αρχίσουμε
να κάνουμε κάτι για το νερό, (επ’ ευκαιρία η αφαλάτωση κανένας δεν ξέρει τι φέρνει,
πάντως προσωρινά περνούμε, αλλά για να θυμηθούμε και το Σεφέρη στη Σαλαμίνα
της Κύπρος, «η γης δεν έχει κρικέλια για να την πάρουν στον ώμο και να φύγουν
ούτε μπορούν όσο κι αν είναι διψασμένοι να γλυκάνουν το πέλαγο με νερό μισό
δράμι,» κυριολεκτικά μιλά ο άνθρωπος για να δείξει την ύβρι αν τα βάλεις με τα
θεϊκά στοιχεία, κι ας αφήσουμε τις παρερμηνείες, το νερό της θάλασσα δεν πίστευε ο
Σεφέρης πως κάποτε θα γινόταν αφαλατωμένο, (άλλη παρένθεση, εδώ και πενήντα
χρόνια παρακαλώ) όμως η αλήθεια είναι πως δεν ξέρουμε τι θα μας φέρει η
αφαλάτωση, ξέρει κανένας; Γιατί οι επιστήμονες είναι πάντα κοντόφθαλμοι!)
Νερό κι ελευθερία ! Η ελευθερία το οξυγόνο των λαών, το οξυγόνο του πολιτισμού,
γιατί χωρίς ελευθερια κανένας δεν μπορεί να εκφραστεί παρά μόνο θα λέει ό,τι τον
προστάζουν! Και με τις προσταγές πολιτισμός δε γίνεται!
Η ελευθερία είναι το οξυγόνο του πολιτισμού, κι αυτό είναι που διακρίνει τον ένα
λαό από τον άλλο. Αν λοιπόν δεχτούμε οποιαδήποτε λύση που να μη μας παρέχει το
οξυγόνο του πολιτισμού, την ελευθερία, έστω κι αν έχουμε χίλιων ειδών ψωμιά, έστω
κι αν έχουμε αφαλατωμένο νερό, ανθρακούχο, οξυγονούχο, μεταφερόμενο, ελληνικό,
λιβανέζικο, εμφυαλωμένο, βυτιοφερόμενο, ζωή πνευματική δεν έχουμε, που μόνο
αυτή αθανατίζει ένα λαό. Θα πεθάνουμε σαν απολίτιστα ανθρωποειδή, που το μόνο
που κατορθώσαμε στη ζωή μας ήταν να διερχόμεθα μακρυδρόμους επιδεικνύοντες τις
ταυτότητες της εξαθλίωσής μας.
Φανταστικό σενάριο

«Ελλόγιμε κύριε γυμνασιάρχα, αγαπητοί συνάδελφοι, αγαπητοί μαθητές και


μαθήτριες,

Συγκεντρωθήκαμε σήμερα εδώ, στην πρώτη πανηγυρική μας συγκέντρωση ύστερα


από τη λύση του κυπριακού προβλήματος, για να γιορτάσουμε την επανένωση της
πατρίδας μας.
Η σημερινή μέρα θα γραφτεί με χρυσά γράμματα στην Ιστορία της Κύπρου, την
οποία και μόνο θα διδάσκεστε από τούδε και στο εξής, όπως έχει συγγραφεί από την
ομάδα των σοφών ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων καθηγητών συμπατριωτών
μας. Το μάθημα θα είναι αναγκαστικό στις εξετάσεις για πρόσβαση στο
Πανεπιστήμιο της Κύπρου, γι’ αυτό από τώρα να έχετε υπόψη πως πρέπει να βάλετε
τα δυνατά σας, να αποστηθίσετε τους όρους λύσης του κυπριακού και τους όρους
ζωής στην κοινή μας πατρίδα, των ελληνοκυπρίων, τουρκοκυπρίων, εποίκων,
τούρκων στρατιωτών, άγγλων, αρμένηδων, μαρωνιτών, λατίνων, και όλων των άλλων
εθνοτήτων που χαίρονται μαζί μας τον ήλιο και το άφθονο νερό της πατρίδας μας.
Στο σχολείο μας αναρτάται από σήμερα η σημαία του νέου μας κράτους με τον
τριπλό συμβολισμό, ελληνική, τουρκική, αγγλική.
Κάθε παράβαση ή παρακοή στη νέα τάξη πραγμάτων θα τιμωρείται αυστηρότατα.
Στην πρώτη μας αυτή συγκέντρωση πρέπει να ευχαριστήσουμε την επιτροπή των
σοφών που έχει ξαναγράψει σωστά, αντικειμενικά και αλάνθαστα την «Ιστορία της
Κοινής Πατρίδας» και ακόμα να σας ανακοινώσω το ευχάριστο:
Είμαστε το πρώτο σχολείο που θα επισκεφτεί τη Βόρεια Κοινή Πατρίδα, αλλά πρέπει
να είστε προσεκτικοί σε μερικές πολύ βασικές αρχές που πρέπει να διέπουν την κάθε
επίσκεψη, σύμφωνα με τις οδηγίες του «Υπουργείου Παιδείας, Ελληνοκυπριακού και
Τουρκοκυπριακού Πολιτισμού και Ψυχολογικής Στήριξης της Επανένωσης».
Με βάση λοιπόν αυτές τις οδηγίες, θα παραδώσετε όλοι στο οδόφραγμα τα
διαβατήριά σας και θα είστε χαμογελαστοί κατά την ώρα παράδοσης. Θα λέτε
«ευχαριστώ» με ευγένεια στους αδελφούς μας τουρκοκύπριους αστυνομικούς, και η
πρόεδρος ή ο πρόεδρος κάθε τμήματος θα προσφέρει ανθοδέσμη στον αρχηγό του
φυλακίου. Το ίδιο θα συμβαίνει και κατά την έξοδο από τη Βόρεια Κοινή Πατρίδα.
Επειδή μάλιστα κατά τη διάρκεια της επίσκεψής μας μπορεί να συναντήσουμε και
Τούρκους στρατιώτες, ο αντιπρόεδρος και ο ταμίας του τμήματος θα έχετε έτοιμες
ανθοδέσμες για να τις δώσετε με ευγένεια στα στρατεύματα που έφεραν την ειρήνη
στον τόπο.
Επ’ ευκαιρία, να υπενθυμίσετε τους γονείς σας να καταβάλουν την «προαιρετική
εισφορά για τη συντήρηση του τουρκικού στρατού», που ανέρχεται στα εκατόν ευρώ
κατά κεφαλήν, ανάλογα με την οικογένεια και τον αριθμό των προσώπων που την
αποτελούν.
Τέλος προειδοποιούμε πως, όταν επισκεφτούμε την Κερύνεια, αν διερχόμαστε
μπροστά από πρώην εκκλησία να μην κάνετε το σταυρό σας για να μην θυμώσουμε
τους αδελφούς μας, όταν περνάμε από σπίτι πρώην δικό σας ή συγγενικό σας να
δείξετε τη χαρά σας που τώρα κατοικούν έποικοι ή αδελφοί μας τουρκοκύπριοι σ’
αυτό.
Κάθε παράβαση και παρακοή θα τιμωρείται με την ετικέτα του σοβινιστή, εθνικιστή,
αντιδημοκρατικού και αντιπροοδευτικού νέου, που αποτελεί και τον χείριστο και
κάκιστο βαθμό επαίσχυντης και επίμεμπτης διαγωγής μαζί με στέρηση του
δικαιώματος συμμετοχής στις κοινές με τους αδελφούς μας εκδηλώσεις.
Και τώρα στις τάξεις σας για τη δεύτερη ώρα. Θα διδαχτείτε για τρίωρο την
ταχύρρυθμη Αληθινή Κυπριακή Ιστορία γραμμένη από τους σοφούς μας.»

Εύχομαι πριν πραγματοποιηθεί το πιο πάνω σενάριο να έχω ήδη πεθάνει.


Φως και Σκοτία

Δέος και θαυμασμός συνοδεύουν τον αμαυρωμένο από τις βιοτικές μέριμνες
άνθρωπο, καθώς αναλογίζεται το θαύμα και τη δύναμη του φωτός. Φως εκ φωτός,
Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού ο Υιός Λόγος, Φως ο Πατήρ, φως ο Λόγος, φως
και το Άγιον Πνεύμα, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι, μας γράφει ο άγιος του
Έσσεξ, δηλαδή φως, φωτίζον και αγιάζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον
κόσμον. Είμαστε άρα κι εμείς αγιασμένοι με το θείο αυτό φως, απομένει όμως ο
μακρύς δρόμος να το διακρίνουμε κι ύστερα να το φανερώσουμε και στους άλλους
ανθρώπους. Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν
υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα ημών τον εν τοις ουρανοίς. Φως είναι
και ο πνευματικός φωτισμός, η Αλήθεια, και τα έργα του φωτός, τα έργα της αγάπης,
της άλλης έννοιας που χαρακτηρίζει το Θείο.
Όμως ει το φως το εν σοι σκότος εστίν, το σκότος πόσον; Αν όμως το μάτι μας είναι
πονηρό, όλο το σώμα μας θα είναι πονηρό. Ώστε, αν αυτό που λέμε οι πονηροί φως,
είναι σκότος, ας σκεφτούμε πόσο είναι το σκοτάδι αυτό καθεαυτό που έχουμε ο
καθένας μέσα μας.
Το μόνο προς το παρόν που αντιλαμβανόμαστε είναι πόσο ανάξιοι είμαστε να
ονομαζόμαστε υιοί φωτός, αν δεν έχουμε καθαρθεί στις αισθήσεις και στην ψυχή.
Ζούμε μέσα στον κόσμο των αισθητών και αυτός ο κόσμος μας τραβά περισσότερο
με το βάρος μας και με την έλξη του, ενώ ο άλλος, ο πνευματικός, τον οποίο
ορεγόμεθα και για τον οποίο πλαστήκαμε είναι βαθιά μέσα μας χωμένος, όπως κάτω
από τη γη μέσα στους τάφους ο νεκρός εαυτός μας, που περιμένει την ανάσταση.
Αυτό που μας μένει ίσως είναι η ελπίδα ότι κάποτε θα αξιωθούμε να δούμε το φως,
και αυτό στριφογυρίζει στο νου και στην παιδεμένη καρδιά ως απομεινάρι των
παιδικών αναμνήσεων, ο πόθος επιστροφής στην Εδέμ, στο γενέθλιο τόπο, στην
πρώτη αθωότητα που χάσαμε με τα χρόνια και με τη γνώση, όταν εξοριστήκαμε από
τον παράδεισο για την παρακοή.
Προς το παρόν ως λαός είμαστε ο καθήμενος εν σκότει και σκιά θανάτου και φως δε
βλέπουμε, γιατί το έχουμε σβήσει με τον υπέρμετρο ρεαλισμό μας. Το φως είναι
πνευματικό, ζει στον κόσμο του ιδανικού. Και όμως ακόμα και αυτά τα ιδανικά για
μας είναι τα τόσο νόμιμα και τόσο δίκαια και τόσο σε άλλους φυσικά, που
διερωτώμαστε πώς, ποιος και τι έφταιξε, με αποτέλεσμα και τα πιο φυσικά για τους
άλλους, να καταντήσουν για μας ιδανικά απρόσιτα: να ξέρω την τύχη του
αγνοοούμενου αδελφού μου, να χαίρομαι το σπίτι και το χωριό μου, να είμαι
ελεύθερος στον τόπο μου με κατοχυρωμένα τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τίποτε
παραπάνω.
Δεν είναι μόνο οι περιουσίες μας που κλάπηκαν και η τριαντατετράχρονη έξωση από
τον παράδεισο, είναι και η ίδια η ζωή μας που διαψεύδεται καθημερινά και ρίχνεται
στη λάσπη και ποδοπατείται από ομοεθνείς, ομόγλωσσους και όμαιμους. Είναι αυτά
που πιστεύαμε, και τα οποία μας στήριξαν στη ζωή, που τα βλέπουμε να
αλλοιώνονται και να παραποιούνται με τη φενάκη μιας δήθεν επιστημονικής
αλήθειας. Είναι η απογοήτευση για ένα ουράνιο ηρωικό παρελθόν, και ένα θλιβερό
παρόν με αβέβαιο μέλλον του τόπου και του λαού μας.
Ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα. Αλλά εμείς βλέπουμε το σκότος να
καταβροχθίζει το φως μας, ένα πέπλο συγνεφιάς και πολύ γκρίζο στον ορίζοντα. Το
σκότος απλώνεται, διεκδικεί, κατοχυρώνει, ενώ εμείς παραμένουμε εις την ιδίαν
θέσιν. Προς το παρόν είμαστε ο λαός ο καθήμενος εν σκότει.
Επειδή όμως είναι τόσο μεγάλη η ευσπλαχνία και η αγάπη Του, που αγκαλιάζει
ζώντας, νεκρούς, ζωντανούς νεκρούς, γι’ αυτό ευχόμεθα να δούμε και το μέγα φως.
Η συνέπεια στην ασυνέπεια

Ο μακαριστός δάσκαλός μας Φρίξος Πετρίδης μάς εφιστούσε την προσοχή στη
συνέπεια στην ανορθογραφία. Αν γράφαμε λανθασμένα μια λέξη, κατά τον ίδιο
τρόπο λανθασμένα έπρεπε να τη γράψουμε και πιο κάτω. «Ας είστε ανορθογράφοι,
όχι όμως ασυνεπείς. Και στην ανορθογραφία ακόμα να έχετε συνέπεια.» Τον
θυμήθηκα τώρα με τη συνέπεια της τουρκικής πλευράς στην ασυνέπεια. Υπογράφει
αλλά δεν τηρεί τις συμφωνίες. Έχει συνέπεια. Εκδίδονται ψηφίσματα από διεθνείς
οργανισμούς εις βάρος της, κωφεύει. Έχει συνέπεια.
Μερικά παραδείγματα. Το 1974, στην εισβολή, ενώ αποδέχεται την εκεχειρία,
καταλαμβάνει Τράχωνα, Νεάπολη, Ομορφίτα, μέρος του Καϊμακλιού, Φτέριχα,
Κάρμι, Σύσκληπο, Άγιο Ερμόλαο, Καράκουμι, Καζάφανι, Άγιο Επίκτητο, Δίκωμο,
Σιχαρί, Βουνό, Καραβά, Λάπηθο. (Γιάννη Λάμπρου, Ιστορία του Κυπριακού, Τα
χρόνια μετά την ανεξαρτησία, 1960-2004).
Το Συμβούλιο Ασφαλείας υιοθέτησε στις 20 Iουλίου 1974 ψήφισμα με το οποίο ζητεί
να αποκατασταθεί η συνταγματική δομή της Kυπριακής Δημοκρατίας και καλεί όλα
τα Kράτη να σέβονται την κυριαρχία, ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα της
Kύπρου. Απαιτεί άμεσο τερματισμό της ξένης στρατιωτικής επέμβασης στην
Kυπριακή Δημοκρατία και ζητεί την αποχώρηση χωρίς καθυστέρηση του ξένου
στρατιωτικού προσωπικού που βρίσκεται στο νησί πέραν των προνοιών διεθνών
συμφωνιών.
Και όμως. Τα τουρκικά στρατεύματα παραμένουν ως σήμερα στην Κύπρο και δεν
ξέρουμε αν θα δεχτεί η τουρκική πλευρά να «σχηματιστεί επιτροπή» να συζητήσει το
ακανθώδες θέμα. Όπως με τους εποίκους, προϊόν εγκλήματος πολέμου, συμπολίτες
του κυρίου Ταλάτ, για τους οποίους, λέει, δε συνομιλεί. Κόκκινη γραμμή. Κι εμείς;
Όταν οι Τούρκοι ανακήρυξαν το ψευδοκράτος τους, με το 541 ψήφισμα που
υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο Aσφαλείας, στις 18 Nοεμβρίου 1983, εκφράζεται η
ανησυχία για την πράξη τους αυτή, και επειδή θεωρεί το Συμβούλιο Ασφαλείας ότι
τούτο είναι ασυμβίβαστο με την ύπαρξη της Kυπριακής Δημοκρατίας και ότι η
προσπάθεια δημιουργίας μιας «Tουρκικής Δημοκρατίας της Bόρειας Kύπρου» είναι
άκυρη, την αποδοκιμάζει και ζητά την ανάκληση της ανακήρυξης. Τέλος, καλεί όλα
τα Κράτη να σέβονται την κυριαρχία, ανεξαρτησία, εδαφική ακεραιότητα και το
αδέσμευτο της Kυπριακής Δημοκρατίας και τα καλεί να μην αναγνωρίζουν
οποιοδήποτε κυπριακό κράτος άλλο από την Kυπριακή Δημοκρατία.
Τώρα; Η τουρκική πλευρά απαιτεί να διαλυθεί η Κυπριακή Δημοκρατία, να
αναγνωρίσουμε το ψευδοκράτος εμείς οι ίδιοι, να παραβιάσουμε το ψήφισμα και να
δημιουργήσουμε το νέο μας κράτος με «παρθενογένεση». Συνέπεια στην ασυνέπεια
υπάρχει. Όσα ψηφίσματα θέλετε εκδώστε. Η τουρκική πλευρά θα τα αχρηστεύσει και
θα απαιτήσει από μας τα αντίθετα από τα διακηρυγμένα διεθνώς ορθά και δίκαια.
( Εδώ, εμείς οι ίδιοι δίνουμε υπόσταση στο ψευδοκράτος επιδεικνύοντας ταυτότητα
της νόμιμης Κυπριακής Δημοκρατίας στους παράνομους αστυνομικούς του
ψευδοκράτους. Πού οδηγούμε εμείς οι ίδιοι την Κυπριακή Δημοκρατία;)
Είναι και οι συμφωνίες. Η Συμφωνία της Τρίτης Βιέννης πόσο εφαρμόστηκε;
Αύγουστος του 1975, τρίτη φάση συνομιλιών, συζητούν για ομόσπονδη κυβέρνηση
Κληρίδης Ντεκτάς, με τόσα και τόσα συμφωνηθέντα για τους Ελληνοκυπρίους που
παρέμεναν εγκλωβισμένοι στο βορρά, υποσχέσεις για διευκολύνσεις παντός είδους.
Και όμως. Η τουρκική πλευρά εξαπέστειλε τους εγκλωβισμένους σχεδόν όλους στο
νότο, εκτός των ηρωικών εκείνων μορφών, που παραμένουν όρθιοι στη γη τους και
τιμούν τον κυπριακό ελληνισμό με την απόφαση και την ανθρωπιά τους.
Συμφωνίες Υψηλού επιπέδου. Με τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο, με τον Σπύρο
Κυπριανού, με προτεραιότητα για επανεγκατάσταση στα Βαρώσια, συμφωνία για
τους Αγνοουμένους Κληρίδη Ντεκτάς του 1997, συμφωνία 8ης Ιουλίου 2006
Παπαδοπούλου Ταλάτ.
Τόσες συμφωνίες, τόσα ψηφίσματα, γραμμένα «στα σαγόνια της γης, στα σαγόνια
της θάλασσας», για να θυμηθούμε το Σεφέρη.
Τελειώνουμε με τον Πιν και τα σκέλεθρα του ναυαγίου στο Φιλελεύθερο της
Τετάρτης (7.5.2008): «Ρε διάλογε του 1977… ρώτα το διάλογο του 2004… πότε θα
έρθει ο διάλογος του 2008; Δεν θα έλθει… θα τον πνίξουν στο λιμάνι.»
Αυτό προνοεί η συνέπεια στην ασυνέπεια.
Συνταγματικά Δικαιώματα

Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας μπορεί να είναι ένα κριτήριο της επιτυχίας
ή αποτυχίας μας στη λύση του κυπριακού, και ιδιαίτερα το μέρος εκείνο του
Συντάγματος που κατοχυρώνει τις ελευθερίες και τα δικαιώματα των πολιτών. Όσο
πιο κοντά του είμαστε, τόσο καλύτερα. Όσο πλησιάζουμε στους περιορισμούς του
στην άσκηση των ελευθεριών μας, τόσο το χειρότερο.
Πρώτα πρώτα όμως καταφεύγω στο Σύνταγμα, μολονότι δεν είμαι ούτε νομικός ούτε
συνταγματολόγος, για να υπενθυμίσω ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ορκίζεται
όταν αναλαμβάνει την εξουσία ότι θα τηρεί τους νόμους και το Σύνταγμα, άρα τούτο
είναι καθοριστικό και για τη λύση και για τις αποφάσεις του Προέδρου, που δεν
μπορούν να αντίκεινται σ’ αυτό. Ο Πρόεδρος, λοιπόν, όταν εγκαθίσταται ενώπιον
της Βουλής διαβεβαιώνει «επισήμως πίστιν και σεβασμόν εις το Σύνταγμα και εις
τους συνάδοντας αυτώ νόμους και εις την διατήρησιν της ανεξαρτησίας και της
εδαφικής ακεραιότητος της Δημοκρατίας της Κύπρου». Και αμέσως τα ερωτήματα: Η
λύση που θα δοθεί θα διατηρεί την ανεξαρτησία και ακεραιότητα της Δημοκρατίας
της Κύπρου; Αν όχι, είναι ορθό ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να υπογράψει
οτιδήποτε αντίθετο από όσα καθορίζει το σύνταγμα;
Και παρακάτω τα ανθρώπινα δικαιώματα.
- Κανένας νόμος δεν θα « υποβάλλει εις δυσμενή διάκρισιν οιανδήποτε εκ των δύο
κοινοτήτων ή οιονδήποτε πρόσωπον ως τοιούτον ή υπό την ιδιότητα αυτού ως μέλους
κοινότητος.» Έλληνες και Τούρκοι της Κύπρου θα έχουν στη νέα διευθέτηση τα ίδια
δικαιώματα; Δεν θα υπάρχει διάκριση; Όντως κανένας δεν θα «υποβάλλεται εις
βασανιστήρια ή εις απάνθρωπον ή ταπεινωτικήν τιμωρίαν ή μεταχείρισιν.»; Θα
έχουμε όλοι «δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβιώσεως και κοινωνικής ασφαλείας»;
Κανένας δε θα τελεί «εις κατάστασιν δουλείας ή υποτελείας»; Θα έχουμε «το
δικαίωμα ελευθερίας και προσωπικής ασφαλείας»; Θα απαγορεύεται η «ποινή της
γενικής δημεύσεως της ιδιοκτησίας»; Και προπάντων θα ισχύει το ΑΡΘΡΟΝ 13: «
Έκαστος έχει το δικαίωμα ελευθέρας μετακινήσεως εντός του εδάφους της
Δημοκρατίας και διαμονής εις οιονδήποτε τμήμα αυτής υποκείμενος εις τους υπό του
νόμου επιβαλλομένους, αναγκαίους δε κρινομένους μόνον διά την άμυναν ή την
δημοσίαν υγείαν περιορισμούς ή ούς προβλέπονται ως ποινή επιβαλλομένη υπό του
αρμοδίου δικαστηρίου.»; Και θα ισχύει το 2: «Κανένας δε θα εξορίζεται υφ’
οιασδήποτε περιστάσεις»; Θα είναι σεβαστή η ιδιωτική και οικογενειακή μας ζωή; Η
κατοικία μας θα είναι απαραβίαστη; Ή καλύτερα θα έχουμε την κατοικία μας, όπως
την είχαμε, ή άλλοι θα κατοικούν μέσα σ’ αυτήν κι εμείς θα μένουμε απ’ έξω; Η
επικοινωνία ή η αλληλογραφία θα είναι σεβαστά και στα δυο συνιστώντα; Και για
να’ ρθουμε στα πνευματικά μας δικαιώματα, θα έχουμε «το δικαίωμα ελευθερίας
σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας.»; Και πράγματι «ουδεμία νομοθετική,
εκτελεστική ή διοικητική πράξις της Δημοκρατίας δύναται να κάμη δυσμενή
διάκρισιν εις βάρος οιουδήποτε θρησκευτικού ιδρύματος ή θρησκείας»; Με άλλα
λόγια, θα μας δοθούν οι εκκλησιές και τα μοναστήρια μας και θα είναι σεβαστά σε
οποιοδήποτε συνιστών; Θα έχουμε « το δικαίωμα ελευθερίας του λόγου και της καθ’
οιονδήποτε τρόπον εκφράσεως»; Θα ισχύει το δικαίωμα της ελευθερίας της γνώμης,
«της λήψεως και μεταδόσεως πληροφοριών και ιδεών άνευ επεμβάσεως οιασδήποτε
δημοσίας αρχής και ανεξαρτήτως συνόρων.»; Θα’ χουν δικαίωμα εκπαίδευσης τα
παιδιά μας ή θα ελέγχονται βιβλία και δάσκαλοι και θα απορρίπτονται, αν δεν
αρέσουν σ’ ένα συνιστών; Μπορεί δηλαδή κάθε συνιστών να φέρνει τη δικαιολογία
ότι για λόγους ασφαλείας το τάδε κεφάλαιο πρέπει να σβηστεί και το άλλο να
αλλάξει; Θα έχουμε το δικαίωμα να συνερχόμαστε ειρηνικά, να συνεταιριζόμαστε, να
ιδρύουμε συντεχνίες;
Σε γενικές γραμμές, πόσο θα ισχύουν τα δικαιώματα και όχι οι περιορισμοί στην
άσκηση των δικαιωμάτων; Οι περιορισμοί στο σύνταγμα είναι δηλωμένοι, όπως «
προς το συμφέρον της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της
δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας υγιείας ή των δημοσίων
ηθών ή της προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των ηγγυημένων υπό του
παρόντος Συντάγματος εις παν πρόσωπον…» Μήπως θα περιοριστούν τα
περισσότερα δικαιώματα για λόγους ασφαλείας ενός συνιστώντος ή για άλλους
λόγους; Και τέλος το ΑΡΘΡΟΝ 23 « Έκαστος, μόνος ή από κοινού μετ’ άλλων, έχει
το δικαίωμα να αποκτά, να είναι κύριος, να κατέχη, απολαύη ή διαθέτη οιανδήποτε
κινητήν ή ακίνητον ιδιοκτησίαν και δικαιούται να απαιτή τον σεβασμόν του τοιούτου
δικαιώματος αυτού.» Πόσο θα ισχύει το άρθρο αυτό;
Απ’ όλα τα πιο πάνω νομίζω πως φάνηκε ότι κριτήριο της επιτυχίας μας στη λύση
που θα δοθεί στο κυπριακό θα είναι και το πόσο κοντά στο Σύνταγμα της Κυπριακής
Δημοκρατίας και στα συνταγματικά μας δικαιώματα θα είμαστε ή, αντίθετα, πόσο
κοντά στους περιορισμούς, που μηδενίζουν τα δικαιώματα. Ίδωμεν και κρίνωμεν.
Για να συμβιώσεις, πρέπει πρώτα να επιβιώσεις

Τα εκπαιδευτικά σχέδια για τη μελλοντική συμβίωση με τους Τουρκοκυπρίους -και


όχι μόνο, αν έχει ήδη γίνει αποδεκτός αριθμός εποίκων- σε ένα «συνεταιρισμό»
προϋποθέτουν ότι ο κυπριακός ελληνισμός θα επιβιώσει, γιατί αν δεν επιβιώσει, τότε
δεν θα υπάρχει συμβίωση. Γι’ αυτό πρώτο μέλημα κάθε εκπαιδευτικού σχεδιασμού
θα πρέπει πρώτα να είναι η επιβίωση του χριστιανικού ελληνισμού στην Κύπρο- και
για την ακρίβεια στους τόπους που γεννήθηκε και δημιούργησε πολιτισμό- και
ύστερα να σχεδιάζουμε πώς να ζήσουμε με το σύνοικο στοιχείο.
Ότι πρώτη είναι η επιβίωση και δεύτερη η συμβίωση είναι λογικό και αυταπόδεικτο.
Διότι τα τουρκικά επεκτατικά σχέδια στην Κύπρο από το 1950 και εξής είναι γνωστά
και αποδεικνύεται πως εφαρμόζονται και πραγματοποιούνται μεθοδικά. Οι Τούρκοι
γνωρίζουν και να σχεδιάζουν και να εφαρμόζουν εκμεταλλευόμενοι την κατάλληλη
στιγμή τα δικά μας λάθη και αδυναμίες.
Η ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση μας δίνει ανάσα κι ελπίδα πως μπορούμε να
επιβιώσουμε, με την προϋπόθεση όμως πως είμαστε ισότιμοι με όλους τους άλλους
ευρωπαίους πολίτες, πως δεν ξεχνούμε ποιοι είμαστε, πως διατηρούμε την ταυτότητά
μας, πως απαιτούμε και κατοχυρώνουμε όσα δικαιώματα κάθε ευρωπαίος πολίτης
έχει, πως δεν ξεχνούμε την εισβολή, τα ξένα στρατεύματα, τους εποίκους, τις
καταστροφές της πολιτισμικής μας κληρονομιάς, με την προϋπόθεση πως δεν
ξεχνούμε τα σκλαβωμένα χωριά και τις πόλεις μας, που είναι άμεσα δεμένα με την
Ιστορία και τον πολιτισμό μας.
Δεν ξεχνούμε. Γιατί πολλή λησμονιά επικρατεί τελευταία και οι εκπαιδευτικοί
σχεδιασμοί που προβάλλονται έχουν ως βάση ένα λυμένο – κατά την άποψή τους –
κυπριακό πρόβλημα, και όχι την παρούσα κατάσταση της αναζήτησης λύσης. Το
χείριστο εν προκειμένω είναι ότι μερικοί «φανατικοί» εκπαιδευτικοί εφαρμόζουν
τους σχεδιασμούς προκαταβολικά, αποδυναμώνοντας συνεχώς τον ελληνισμό του
τόπου.
Βρισκόμενοι λοιπόν ακόμα στο στάδιο των εργασιών των επιτροπών ή των
συνομιλιών έχουμε ανάγκη τη θεωρητική και ιστορική θεμελίωση της δικής μας
υπόθεσης, των δικών μας δικαίων, γι’ αυτό και πρέπει να οπλιστούμε με τα
επιχειρήματα εκείνα που θα οδηγήσουν την ελληνική κυπριακή πλευρά σε δίκαιη
λύση. Γι’ αυτό είναι ακατανόητο να διδάξουμε στα παιδιά μας πώς βλέπουν τα
Τουρκόπουλα την εισβολή. Γιατί ήδη υπάρχει αυτή η οπτική γωνία εξέτασης του
κυπριακού από διάφορους νέους, και ήδη πολλοί ακούν τη λέξη ελληνισμός και
αφρίζουν, όντας Έλληνες ή ελληνόφωνοι.
Αφού λοιπόν πρώτη η επιβίωση, τα παιδιά μας πρέπει να γνωρίσουν καλά την
Ιστορία και της Ελλάδας και της Τουρκίας και της Κύπρου, για να κατανοήσουν τα
σχέδια των συνεταίρων τους, τον τρόπο του σκέπτεσθαι και δραν, για να βγάλουν και
τα λογικά συμπεράσματα, χωρίς να είναι ανάγκη να σκέφτεται άλλος για τα παιδιά
χωρίς τα παιδιά και χωρίς τους παιδαγωγούς. Ακόμα και οικονομικό συνεταιρισμό
να κάμει κανείς ή γάμο με συνοικέσιο, θα πρέπει να μάθει με ποιους ανθρώπους
συνεταιρίζεται ή έρχεται εις γάμου κοινωνίαν, να γνωρίσει τα πατρογονικά τους
παλαιόθεν και ως τώρα. Και βεβαίως ούτε με συνθήματα θα επιβιώσει ο κυπριακός
ελληνισμός -και προπάντων οι νέες γενιές -ούτε με ψευδοσυγγένειες του τύπου «οι
Τούρκοι της Κύπρου είναι αδελφοί μας».
Αφού λοιπόν πρώτα μάθουν την Ιστορία αντικειμενικά- όχι πλαστά με τη
δικαιολογία πως το ένα πρέπει να διαγραφεί και το άλλο να λειανθεί ή να αμβλυνθεί -
τότε μπορούν και μόνα τους τα παιδιά να κατανοήσουν την ανάγκη συμβίωσης. Και
η συμβίωση θα είναι επιτυχημένη, όταν θα είναι ειλικρινή και τα δύο μέρη της
συμβίωσης. Γιατί αν τα παιδιά μας διδαχτούν την οπτική γωνία από την οποία
βλέπουν οι Τούρκοι το κυπριακό αλλά τα Τουρκόπουλα δεν μάθουν την οπτική γωνία
από την οποία εμείς βλέπουμε το πρόβλημα- ίσως ο νόμος τους «περί εξύβρισης του
τουρκισμού» να τους το απαγορεύει- τότε θα είναι δύο εναντίον ενός, του
ελληνισμού της Κύπρου.
Με κανένα τρόπο λοιπόν δεν μπορώ να καταλάβω σχέδια και προγραμματισμούς
στην εκπαίδευση για μια συμβίωση που δεν προνοεί πρώτα την επιβίωση του
Κυπριακού Ελληνισμού στα εδάφη του, στην κοιτίδα του πολιτισμού του. Γι’ αυτό
λογικό είναι οι σχεδιάζοντες τα της εκπαίδευσης πρώτα να βεβαιωθούν οι ίδιοι για
την εθνική επιβίωσή μας και ύστερα να σχεδιάζουν τη συμβίωση με τους άλλους.
Οι συμφωνίες για την Καρπασία, οι συμφωνίες για τον ελληνισμό της
Κωνσταντινούπολης, η Ίμβρος, η Τένεδος και οι γενοκτονίες είναι ιστορικά
γεγονότα που δεν μπορεί κανείς να παραβλέπει. Στο κάτω κάτω η μέριμνα για εθνική
επιβίωση δεν είναι εθνικισμός, ένας όρος που απαλλάσσει πολλούς από την αγωνία
να δουν κατάματα την πικρή αλήθεια, πως ως κυπριακός ελληνισμός έχουμε ήδη
συρρικνωθεί απελπιστικά και κινδυνεύουμε.
Στα περίχωρα της Αμμόχωστος
(ποιητικά απηχήματα)

Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας χορεύοντας και τραγουδώντας στην κατεχόμενη ακτή


της Γλώσσας της Αμμόχωστος, στριμωγμένες ανάμεσα στους πρέσβεις και στον
ύπατο αρμοστή, μουρμουρίζοντας ψηφίσματα του ΟΗΕ και του Συμβουλίου
Ασφαλείας, προάγοντας την «αλληλοκατανόηση», ενώ ο τουρκοκύπριος «δήμαρχος»
μιλά για το «διαμάντι της ανατολικής Μεσόγειος» προσβλέποντας στο μέλλον;
Κι εσύ, Αμμόχωστος, πού γύριζες; Βγαλμένη μέσα από τα ψηφίσματα των
Ηνωμένων Εθνών: «Να δοθεί προτεραιότητα στο θέμα της Αμμόχωστος». Κι ο
δήμαρχός σου να οργανώνει συλλογές υπογραφών και να γεμίζει τόμους και να
περιτρέχει την υδρόγειο, για να προβάλει την απαίτησή σου! Πού ήσουν περίκλειστη
κι ερειπωμένη; Στα βράχια και στους Πορτοκαλόκηπους;
Αλλά ήταν ωραία που ο ύπατος αρμοστής της Βρετανίας κι οι άλλοι πραίτορες χωρίς
τηβέννους μας μίλησαν για την κυπριακή λύση, μια λύση των Κυπρίων για τους
Κυπρίους, τα ίδια λέει κι η Ελλάδα, ωσάν η Τουρκία να μην έχει κάμει εισβολή,
ήταν «ειρηνευτική επιχείρηση», ανύπαρκτη στρατιωτικά εδώ, άλλωστε από τη
Λήδρας πια δε φαίνεται.
Και τώρα να δίνει εξετάσεις μπροστά στη σύγκλητο των Ευρωπαίων, να συζητά τα
εύκολα θέματα, το «Δίκαιο της Πνευματικής Ιδιοκτησίας». Με τόσες εκκλησιές μας
ρημαγμένες! -Κτισμένες από Τούρκους Μωαμεθανούς; Πνευματική τους
ιδιοκτησία;- Μοναστήρια και νεκροταφεία συλημένα από τους βάνδαλους, αν μου
επιτρέπουν οι σοφοί έτσι να τους ονοματίζω. Να εισπράττουν εισιτήρια από τους
Έλληνες χριστιανούς, για να μπουν στις εκκλησιές τους, «μουσεία» τώρα, σαν τον
Αρχάγγελο Κερυνειώτη και τον απόστολο θεμέλιο της Εκκλησίας μας Βαρνάβα, σαν
τον αϊ Μάμα το Θεόμορφο. Πνευματική ιδιοκτησία τίνος;
Και γιατί αυτή η αδύναμη επιλογή των ψηφισμάτων; Καλά η Κοντολίζα Ράις, την
καταλαβαίνουμε, που’ θελε να κλειδώσει το ανακοινωθέν της 23ης Μαΐου, που έφαγε
την 21η Μαρτίου, που έφαγε την 8η Ιουλίου κι έσπευσε, μη μείνει νηστικός στο
γεύμα ο Ταλάτ. Δεν έσπευδε όμως όταν τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών
μιλούσαν για αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων από την Κύπρο, καταδίκαζαν το
ψευδοκράτος, καλούσαν να σεβόμαστε την ανεξαρτησία, εδαφική ακεραιότητα και
ενότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Μόνο για να οργανώνουμε κοινές εκδηλώσεις
Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, και για «διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία με
πολιτική ισότητα» έχουν στόμα τα ψηφίσματα;
Αλλά καλά παθαίνουμε! Για να μαθαίνουμε και να προσέχουμε τι λέει η γλώσσα μας!
Για να επαναλαμβάνουμε πως θέλουμε μια ιθαγένεια, μια κυριαρχία, μια διεθνή
προσωπικότητα. Κι από εκτρώματα παρθενογένεσης μακριά.

Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη. Μα πού γύριζες, Αμμόχωστος, κι εσύ κι ο
δήμαρχός σου και τα προσφυγόπουλά σου; Πού γύριζες;
Όταν ένα μέλος του ελληνισμού πάσχει, όλος ο ελληνισμός συμπάσχει.

Όταν ένα μέλος του ελληνισμού πληγώνεται και πονά, όλος ο ελληνισμός συμπάσχει,
κι ας μην το ξεχνάμε. Όσο υπάρχουν Ελληνοκύπριοι που συγχορεύουν και
συντραγουδούν με τους Τουρκοκυπρίους – και καλά κάνουν, αφού πιστεύουν πως
έτσι κάποτε θα τα βρούμε- άλλο τόσο πρέπει να υπάρχουν κι αυτοί που συνεχώς θα
υπενθυμίζουν τις μεθόδους που μετέρχεται η Τουρκία, για να επιτύχει τους
επεκτατικούς της σκοπούς. Και το τίμημα το πληρώνει ο ελληνισμός, όταν βρίσκεται
τείχος μπροστά στα σχέδιά της.
Ως το 1955 στην Κωνσταντινούπολη, Ίμβρο και Τένεδο η κατάσταση ήταν υπό
έλεγχο. Από το 1955 και εξής κάθε κίνησή μας στην Κύπρο για ελευθερία είχε τις
άμεσες συνέπειές της στον ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της
Τενέδου. Το 1964 το ίδιο, το 1974 το ίδιο.
Πρώτα να κτυπηθεί η ελληνική γλώσσα και η ορθοδοξία. Τα σχολεία κλείνουν το ένα
μετά το άλλο, οι εκκλησιές γκρεμίζονται. ( Ό, τι γίνεται τώρα και στην Κύπρο. Και
όμως οι επιτροπές κι οι ηγέτες συμφώνησαν πως πρέπει όλοι να σέβονται την
πολιτισμική κληρονομιά, της κάθε κοινότητας και την κοινή. «Κοινή» λέγοντας
ελπίζω να μην εννοούν τις άγιές μας εικόνες που βρίσκονται στα ονομαζόμενα από
αυτούς «μουσεία», εκκλησίες μας.)
Συρρίκνωση του πληθυσμού των Ελλήνων στην Πόλη, Ίμβρο και Τένεδο. Πιέσεις
στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τα πάντα προσχεδιασμένα το 1955,
ενορχηστρωμένα, πραγματοποιημένα. Έλληνες έχασαν τη ζωή τους, άλλοι
τραυματίστηκαν, έπεσαν θύματα βιασμών, καταστήματα ισοπεδώθηκαν, ορθόδοξες
εκκλησίες με κειμήλια ανεκτίμητης αξίας διαγουμίστηκαν, τάφοι συλήθηκαν. (Οι
Ελληνοκύπριοι που επισκέφτηκαν τα κατεχόμενα έχουν ανεξίτηλες πληγές στη μνήμη
από τις ίδιες εικόνες!) Δημοσιογράφοι, δάσκαλοι, ιερείς διώχτηκαν. Η χρήση της
ελληνικής απαγορεύτηκε. Τα ελληνικά σχολεία άδειασαν. (Τα ίδια ζήσαμε στην
Καρπασία!)
Το 1963 η τουρκική κυβέρνηση εκβιάζει την Αθήνα με απομάκρυνση του
Πατριαρχείου και με μαζικές απελάσεις. Το 1996 απομένουν λίγοι Έλληνες στην
Κωνσταντινούπολης, άνω των εξήντα πέντε ετών.
( Παραλληλίστε με το σχέδιο Ανάν- ποιοι να επιστρέψουν, ποιας ηλικίας, πότε!)
Δεσμεύσεις περιουσιών, απαγόρευση μεταβίβασης περιουσίας. (Σε μας- λέει -θα
επιστρέψουν οι ζώντες κάτοχοι τίτλων ιδιοκτησίας, όχι όμως τα παιδιά κι οι
κληρονόμοι τους!) Οι συνθήκες διαβίωσης αφόρητες, απαγόρευση στους ιερείς να
μπαίνουν σε σχολεία, απαγόρευση διακίνησης ελληνικών βιβλίων. (Όρα Γυμνάσιο
Ριζοκαρπάσου!)
Στην Ίμβρο και Τένεδο η κατάργηση της ελληνικής παιδείας χτυπά στη ρίζα του τον
ελληνισμό των δυο νησιών. (Γι’ αυτό πρέπει να προσέξουμε την ελληνική μας
παιδεία και να αφήσουμε ανέγγιχτη την Ιστορία μας). Τα νησιά αυτά υποτίθεται πως
με βάση τις συμφωνίες θα είχαν τοπική αυτοδιοίκηση. (Πόσες συμφωνίες στην
Κύπρο σεβάστηκαν ως τώρα οι συνεταίροι;) Οι Τούρκοι ίδρυσαν στην Ίμβρο
διδασκαλείο-ορφανοτροφείο που εκπαίδευε Τούρκους δασκάλους- πυρήνα διάδοσης
της τουρκικής παιδείας. Στην Τένεδο, εκτός από τις επιθέσεις εναντίον των
σχολείων, αρχίζει εποικισμός χιλιάδων Τούρκων. (Γνωστό το έγκλημα στην Κύπρο,
κι όμως δεν συζητείται στις επιτροπές, αφού πρόκειται για τους… συμπολίτες
τους!!!) Εγκαθίσταται στρατόπεδο χωροφυλακής, τρομοκρατούν οι Τούρκοι
βαρυποινίτες στην ανοιχτή αγροτική φυλακή που ιδρύουν εκεί. (Έχουμε ακόμα πολλά
να δούμε! Προς το παρόν παίρνουμε μια γεύση από το παράλληλο: αποστέλλουν στις
ελεύθερες περιοχές λαθρομετανάστες.) Απαλλοτριώνονται καλλιεργήσιμα εδάφη με
τιμή πιο κάτω από ενός αυγού. ( Το ίδιο σχεδιάζει κι ο Ταλάτ με τις αποζημιώσεις σε
τιμές ΄74!) Από τις χιλιάδες Έλληνες, ελάχιστοι απομένουν. Από πλειονότητα
κατάντησαν μειονότητα στη δική τους πατρίδα. (Πρώτα το έχουν πάθει εδώ οι
Τουρκοκύπριοι. Οι Ελληνοκύπριοι ακολουθούν.) Ελιθάσθησαν, εν φόνω μαχαίρας
απέθανον, τα βάσανα δεν έχουν τελειωμό. (Γι’ αυτό, προτιμότερο να προσγειωθούμε,
χωρίς να πάψουμε να προσπαθούμε.)
Η Θεολογική Σχολή της Χάλκης κλείνει, γιατί – λέει- θέτει σε κίνδυνο «τον
κεμαλικό χαρακτήρα του τουρκικού κράτους». Οι Έλληνες μαθητές, όσοι απέμειναν,
αρχίζουν κάθε πρωί τα μαθήματά τους με το‫« ׃‬Είμαι Τούρκος» και τα τελειώνουν με
τη φράση‫«׃‬Είμαι ευτυχής που γεννήθηκα Τούρκος». (Ο δικός μας Πενταδάχτυλος!)
Όταν επισκέπτεται την Ίμβρο ο ελληνιστής Robert Blake, γράφει: « Στα Αγρίδια,
στην Ίμβρο, υπάρχουν αρκετά μισογκρεμισμένα σπίτια, που θυμίζουν στοιχειωμένο
χωριό. Π.χ. το φάντασμα του υφαντουργείου, που έκλεισε την ημέρα της τουρκικής
εισβολής στην Κύπρο. Μέσα από τα σπασμένα τζάμια αυτής της σταματημένης
βιοτεχνίας απέναντι από την επίσης ερειπωμένη σαπωνοποιία υπάρχει ακόμη το
σκονισμένο υφαντό πάνω στον αργαλειό, ακριβώς όπως το είχαν εγκαταλείψει οι
ντόπιοι υφαντουργοί στις 20 Ιουλίου του 1974...»

Όταν ένα μέλος του ελληνισμού πάσχει, όλος ο ελληνισμός πονά και συμπάσχει.
Μπορεί η Ιστορία να μην επαναλαμβάνεται, οι μέθοδοι όμως των Τούρκων
πολυγραφούνται. Άρα μπορούμε να διδαχτούμε και να προβλέψουμε. Γι’ αυτό
αναγκαία τα προσεκτικά βήματα κι η βαθιά μελέτη. Οι πανηγυρισμοί να λείπουν.
Η αυλή μας
(τη ιδία διαλέκτω)

Μες στην αυλήν εμεινίσκαν δκυο οικογένειες, η δική μας- του Παπαδάμου όπως τον
έξερεν ο κόσμος ούλλος- τζιαι της Κατριγιές. Εμείς είμαστεν οχτώ, ο Παπαδάμος, η
παπαδκιά, ο παππούς, η στετέ, τζιαι τα τέσσερα παιδκιά, δκυο κόρες τζιαι δκυο
γυιούδες. Στα πισινά εμείνισκεν η Κατριγιέ τζι ο Τζιεμαλής, ο γυιος της.
Το σπίτιν ήταν ΄νου Εγγλέζου, που το εγόρασεν ΄που έναν ππασιάν, τζι’
επκιερώνναμέν του ενοίκιον. Ο ππασιάς εσκότωσεν έναν Bένετον τζι έπιαν το, τζι o
Bένετος ΄που έναν Φράγκον, τζι ο Φράγκος ΄που ένα Ρωμιόν που τα ΄βαλεν με τους
Σαρατζιηνούς τζιαι πριν είχαν το σπίτιν κάτι Ρωμαίοι, τζιαι πριν πριν πριν τα παιδκιά
της Εβροϊτούς που τα Κούκλια.
Επκιερώνναμεν το νοίτζιν, μα ο Εγγλέζος εν τζι ήταν του χαϊρκού, έβαλλεν την
Τουρκούν πάνω, να μαλλώννουμεν, ώσπου μιαν ημέραν ο Παπαδάμος άρκεψέν του
τες φωνές, εσύραμεν του τζιαι μια δκυο με το σιεπέττον, άρπαξεν τον μιτσίν μας τζι
εκρέμμασέν τον πα’ στη συκαμιάν της αυλής, όπως εκρεμμάσαν τζιαι τον παππού
του παππού μας οι Τούρτζιοι κάμποσα γρόνια πριν.
Ο Παπαδάμος επήε στους δικεόρους, στα δικαστήρια, ενοίκιον κανεί. Ελαλούσαν μας
ούλλοι «έσιετε δίτζιον», αλλά τίποτες εν εγίνετουν. Στο τέλος εμάθαμεν το
παραμύθιν, «έσιετε δίτζιον», αλλά τίποτε εν γίνεται, τζιαι λαλούμεν το ως τωρά.
Ο Παπαδάμος είπεν να κάτσει με τον Εγγλέζον τζιαι την Κατριγιέ να δώκουν
νεπαμόν, εσυφφωνήσαν τζι είπαμεν να πάει πάσα κακόν. Αμμά η Τουρκού επήρε μας
πρέφαν, εν άφηννεν να γοράσουμεν τίποτε στο σπίτιν αν δεν την αρωτούσαμεν,
αρκέψαν τζι οι απαιτήσεις, ο Τζιεμαλής να’ν τριάντα ποδά, σαράντα ποτζιεί, τζι εμείς
ό, τι μείνει. Ο Παπαδάμος ενευρίασεν, «εν ν’ αλλάξω σελίδα», λαλεί τους, τζιείνοι
εβάλαν τες φωνές, ήρταν οι συγγενείς τους να μας κρούσουν, επειράξαν τζι οι δικοί
μας νάκκον τα Τουρτζιά, τζιαι τούτοι εκόψαν την αυλήν τζι έν μας αφήνναν πκιον να
κοντέψουμεν τα ττέλια.
Μιαν ημέραν, έσιει καμιά τριανταπενταρκά γρόνια, ο μιτσής, πελλοκοπελλούιν,
άρπαξεν το τζυνηετικόν, έβαλέν τα με τον Παπαδάμον, «να σε παίξω», λαλεί του, «έθ
θελεις να σμίξουμε με τους άλλους συγγενείς, τζι αρέσκει σου δαμέσα να παίζεις τον
μάγκαν».
-Ρε γυιε μου, ρε καλέ μου, κάτσε στ’αβκά σου τζι η Τουρκού περιμένει την ώρα να
φωνάξει τους συγγενείς της να μας φάει το σπίτι.
Ώσπου να δεις τζιαι να πεις, κατεβαίνουν οι συγγενείς της Τουρκούς, εκάτσαν μας
του βούρου, εδώκαν μας παν΄ στη κκελλέν, εγαιματώσαμ μας, ατιμάσαμ μας,
αρπάξαν τζιαι το μισό σπίτι τζι εμείναμεν με δκυο σιείλη καμένα. Ο Παπαδάμος που
το κακόν του επέθανεν. Λαλούμεν, να αναλάβει ο μεαλλύττερος αρφός, μα που
τζιαμαί τζιαι τζιει, πάμεν του τριώλου.
Η Τουρκού με τους συγγενείς της εκάτσαν για καλά στο μισό σπίτιν, εφέραν τζιαι
κάμποσους κουβαλητούς, εν συγγενείς τζιαι τούτοι, λαλούν, εν κληρονόμοι,
βουρούμεν έσιει τόσα γρόνια, τζιαι το δίτζιο μας έν το βρίσκουμεν. Εφτάσαμεν να
φοούμαστιν τους λλίους οι πολλοί, τζιαι να με θωρούμεν άσπρη μέραν.
Τώρα είπαμεν να κάτσουμεν μαζίν πάλε, να πκιούμεν έναν καφέν τζιαι να τα πούμεν,
να δούμεν ίντα ΄ν΄ που θέλουν τζιείνοι, ίντα ΄ν΄ που θέλουμεν εμείς, αμμά θαρκούμαι
το χαντάτζιν εν μιάλον. Εδώκαμε θάρρος του χωρκάτη τζι εμπήκεν με τες ποδίνες
μες στο στρώμα, τζιαι να δούμεν πότε εν να βκει. Εσηκώσαμ μου μες στο σπίτι τζι
ένα δκυο αέρκια κάτι ττερτίππια, να δούμεν τζιαι το δίτζιον της Τουρκούς, να δούμεν
τζιαι το δίτζιον του Τζιεμαλή, το δικόμ μας πκοιος εν να το δει;
Πριν τρία τέσσερα γρόνια εκατάφερεν η οικογένεια τζι εμπήκαμεν τζιαι σε μιαν
εταιρείαν ευρωπαϊκήν, πέρκιμον δούμεν Θεού πρόσωπον, αλλά πρέπει να κόβκει τζι
ο νους σου τζιαι να εκμεταλλεύκεσαι τες περίστασες. Εμάς εκμεταλλεύκουνταί μας
τζι εμείς παίζουμεν πελλόν, για τούτον πάμεν πίσω πίσω. Εδ δυνατόν ούλλον το
δίτζιον να το’ σιει η Τουρκού τζι ο Τζιεμαλής, τζιαι στο τέλος να γίνει το δικόν τους;
Οξά είμαστιν αχαϊρευτοι! Να δούμεν
τες παλλικαρκές μας, να πνάσει τζι η ψυχούλλα μας.
Ποιoς θα διδάξει τις πραγματικότητες;

Η τουρκική σημαία και η "σημαία" του ψευδοκράτους είναι στον Πενταδάχτυλο.


Μερόνυχτα. Χιλιάδες ελληνοκύπριοι δεν τις βλέπουν, ακόμα κι αυτοί που διαμένουν
στη Λευκωσία. Νους ορά και νους ακούει. Τα παιδιά μας δεν τις βλέπουν ή τις έχουν
τόσο συνηθίσει που εξαφανίστηκαν από τα μάτια τους. Κανενός τα μάτια δεν πονούν.
Οι τουρκικές σημαίες βεβηλώνουν τον Πενταδάχτυλο. Κανένας δεν κλαίει. Ούτε
μέρα, ούτε όταν βρέξει κι απλώνεις το χέρι να χαϊδέψεις τον Κουτσοβέντη, το Βουνό
και το Συγχαρί. Ούτε νύχτα με τα τα τόσα λαμπιόνια. Όταν ρωτούμε τα παιδιά μας
ποιο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα στην Κύπρο, απαντούν: η περιθωριοποίηση.
Αυτό διδάχτηκαν, για να γράψουν μια έκθεση. Ότι εμείς κινδυνεύουμε να μπούμε στο
περιθώριο στην ίδιά μας την πατρίδα, αν όχι να εκπαραθυρωθούμε, δεν το βλέπουν.
Κι αυτό όχι μόνο σήμερα. Πριν είκοσι χρόνια. Σε Γυμνάσιο με τον Τούρκο φρουρό
ολοφάνερο από το παράθυρο της τάξης. Το ίδιο ερώτημα. Ποιο το μεγαλύτερο
πρόβλημα στην Κύπρο; Οι κατατρεγμένοι μαύροι της Αφρικής. Τα παιδιά
παρακολουθούσαν τότε την περίφημη εκείνη τηλεοπτική σειρά. Το πρόβλημα το
υπέβαλλε η τηλεόραση, όχι η πραγματικότητα απέναντί τους, ο τούρκος στρατιώτης,
η εισβολή και η κατοχή. Σήμερα το ίδιο. Τα κυριότερα προβλήματα τα οποία
προβάλλουν τα παιδιά είναι ο ρατσισμός, η περιθωριοποίηση. Δεν είναι η τουρκική
εισβολή. Δεν είναι η κατοχή. Δεν είναι τα ανθρώπινα δικαιώματα που καταπατούνται
από τον τουρκικό στρατό. Έλεος. Τα παιδιά μας ζουν σε μια εικονική
πραγματικότητα. Δεν ζουν την πραγματικότητα, τα πραγματικά προβλήματα. Κι είναι
καιρός να πούμε κι εμείς ποιες είναι οι πραγματικότητες στην Κύπρο. Ο τουρκικός
στρατός κατέχει διά της βίας το 37% του κυπριακού εδάφους. Το ένα τρίτο των
ελληνοκυπρίων εκτοπίστηκε από τις εστίες του. Μετακινήθηκαν βίαια πληθυσμοί. Το
δράμα των αγνοουμένων συνεχίζεται ή αποκαλύπτει τραγικές στιγμές ζωής. Οι
εγκλωβισμένοι στο περιθώριο. Η γη μας κι οι περιουσίες μας αντικείμενο της πιο
παράνομης διεθνώς εκμετάλλευσης. Το ψευδοκράτος μόνο από την Τουρκία
αναγνωρίζεται αλλά τρίζει δόντια και βρουχιέται σαν μέγας λέοντας. Οι
τουρκοκύπριο αυτοαπομονώθηκαν από το 1963 κι απαιτούν να τους
ξεαπομονώσουμε εμείς. Αυτές τις πραγματικότητες ποιος θα τις διδάξει; Ποιος θα
διδάξει για τις μαγαρισμένες μας εκκλησιές, για τα μοναστήρια και τις κλεμμένες
εικόνες μας; Ποιος θα διδάξει στα παιδιά μας αυτές τις πραγματικότητες;
Πραγματικότητες και νομιμότητα

Πολλές φορές έχουμε ακούσει τους Τούρκους να μας καλούν να αποδεχτούμε τις
πραγματικότητες και με βάση αυτές να λύσουμε το κυπριακό. Λέγοντας
πραγματικότητες δεν εννοούν βέβαια τις νόμιμες ενέργειες, αλλά όλες τις παρανομίες
που έχουν ως τώρα διαπράξει εις βάρος μας, οι οποίες βρίσκονται εκτός παντός
δικαίου.
Ποιες είναι οι άνομες λοιπόν πραγματικότητές τους;
Εισέβαλαν παρανόμως σε ανεξάρτητο κράτος μέλος του ΟΗΕ, προφασιζόμενοι τη
σωτηρία των τουρκοκυπρίων και την αποκατάσταση της ανεξαρτησίας, κυριαρχίας
και ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας της οποίας ήταν εγγυητές με τη
συνθήκη εγγυήσεως. Το αποτέλεσμα ήταν να καταστήσουν τους τουρκοκυπρίους
μειονότητα στα κατεχόμενα εδάφη μας, και να μεταβάλουν την όλη φυσιογνωμία του
τόπου, της ιστορίας και των ανθρώπων τόσο, ώστε και οι ίδιοι οι τουρκοκύπριοι
πολλές φορές να διαμαρτύρονται για την κατάντια τους. Αψευδείς μάρτυρες οι
εφημερίδες τους, οι έρευνες της συνδικαλιστικής οργάνωσης των δασκάλων τους,
άρθρα και φωτογραφίες των κατεχομένων και κατεστραμμένων εκκλησιών και
κοιμητηρίων μας, των πόλεων και των χωριών μας.
Αντί της εγγυήσεως της κυριαρχίας, ανεξαρτησίας και εδαφικής ακεραιότητας της
Κυπριακής Δημοκρατίας ο τούρκος πρωθυπουργός έρχεται με τα υπουργικά του
συμβούλια, τους στρατάρχες και κολαούζους του αναιδέστατα, καταπατούν τα εδάφη
μας, θεωρούν δικαίωμά τους να διατηρούν στρατεύματα, χιλιάδες υπηκόους τους
εποίκους των κατεχομένων εδαφών μας, και παρανομούν μέσω του ψευδοκρατιδίου
τους, το οποίο μόνο εκείνοι αναγνωρίζουν. Αντί να συμπεριφερθούν ως εγγυητές –
κακιά ώρα- της ανεξαρτησίας και εδαφικής ακεραιότητας της Κύπρου, ζητούν τη
διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, της μόνης νόμιμης αρχής στην Κύπρο.
Άλλο ώστε οι πραγματικότητες, που συνίστανται σε μια σειρά ατέρμονη παρανομιών
και άλλο το δίκαιο για το οποίο πολεμούν οι λαοί, και το οποίο πρέπει όλοι να
υπερασπιζόμαστε. Η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των δικαιωμάτων
του λαού μας είναι πραγματικότητα που δεν μπορεί να γίνεται ανεκτή και προπάντων
δεν μπορεί να υπογραφεί κανένα έγγραφο υποδούλωσής μας, μείωσης των
δικαιωμάτων μας, των ελευθεριών, δικών μας και των παιδιών μας.
Υπάρχουν όμως και οι νόμιμες πραγματικότητες και αυτές είναι πως η Κυπριακή
Δημοκρατία υπάρχει, είναι μέλος του ΟΗΕ, είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Δεν είναι δυνατό να εξισώνεται λοιπόν η παράνομη τουρκοκυπριακή διοίκηση, το
ψευδοκράτος, με τη νόμιμη Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία το 2011 θα προεδρεύει
της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αφού το κυπριακό είναι θέμα εισβολής και κατοχής και αφού το κλειδί για τη λύση
του βρίσκεται στην Άγκυρα, πρέπει να έρθει και η ώρα της Άγκυρας να λογοδοτήσει
γιατί κατέχει ευρωπαϊκά εδάφη, γιατί αλλοίωσε το δημογραφικό χαρακτήρα των
κατεχομένων, γιατί διατηρεί στρατεύματα σε χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης,
γιατί ασεβεί προς τον πολιτισμό των Ελλήνων της Κύπρου, την ώρα που θέλει να
εμφανίζεται έτοιμη για ευρωπαϊκό διαβατήριο. Προς το παρόν όλα την αποδεικνύουν
βάρβαρη ασιατική χώρα που υβριστικά προκαλεί τον πολιτισμένο κόσμο.
Το αντι- μεγάφωνο

Και προπάντων μη μου υψώνεις φωνή, όταν μπουκώνεις το μικρόφωνο. Γι’ αυτό
υπάρχουν τα μικρόφωνα, για να μη φωνάζεις. Πέρασε ο καιρός του τελάλη. Δεν
χρειάζεται καν να’ χεις τη φωνή του Ταλθύβιου, του «αυδήν εναλίγκιου θεοίς». Πες
μας ήσυχα και πολιτισμένα τι προτείνεις και άσε μας ν’ αποφασίσουμε. Εμείς- και
μόνο εμείς- είμαστε υπεύθυνοι για τη μοίρα μας. Στο βαθμό που μας αφήνετε
ελεύθερους να κρίνουμε. Είτε σε εκκλησιά βρεθείς είτε σε σύλλογο, αρχίζεις τις
φωνάρες. Νομίζεις πως θα μας φοβίσεις; Θα μας κάνεις ντα; Ενδιαφέρεσαι για την
τύχη αυτού του τόπου; Άλλο τόσο κι εμείς. Ενδιαφέρεσαι για λύση του κυπριακού;
Άλλο τόσο κι εμείς. Τις απειλές τι τις θες;
Απειλείς πως αν δεν βρεθεί λύση -και μάλιστα τάχιστα- όπως λέει κι ο Ταλάτ «ως το
τέλος του χρόνου», (άλλο κι αυτό!) θα ακολουθήσει διχοτόμηση. Μα εδώ σε θέλω,
κάβουρα! Να με διαβεβαιώσεις πως με την αγωνιστικότητά σου, με τους
μηχανισμούς σου, με τα κομματικά σου στελέχη, με τις συνάξεις, με τους φίλους σου
στο εσωτερικό κι εξωτερικό, με όλα τα συμπράγκαλά σου θα αποτρέψεις τη
διχοτόμηση. Θα διαφυλάξεις την Κυπριακή Δημοκρατία ως κόρην οφθαλμού. Γιατί
αυτό είναι το χρέος σου, κι εσένα και όλων όσοι τάξατε τους εαυτούς σας να
υπηρετείτε τα κοινά. Εμείς απαιτούμε να μας διαβεβαιώσετε πως η Κυπριακή
Δημοκρατία ήταν, είναι και θα είναι. Γιατί δεν είναι κανένα μαγαζί, φαλιρίσαμε και
βαράμε διάλυση!
Θέλετε τη σωτηρία της Κύπρου; Αποδείξτε το. Αποδείξτε πως σέβεστε το σύνταγμα
της Κυπριακής Δημοκρατίας. Άλλωστε σ’ αυτό ορκιστήκατε όταν γίνατε βουλευτές ή
υπουργοί ή Πρόεδροι ή ανεξάρτητοι αξιωματούχοι. Εμείς απλοί πολίτες είμαστε και
το σκεφτόμαστε! Γίνεται να διαβεβαιώνεις πίστη στο σύνταγμα και στην Κυπριακή
Δημοκρατία και να την μετατρέπεις σε συνιστών κρατίδιο; Δεν γίνεται. Είναι
αντισυνταγματικό! Δώστε λοιπόν την παύση σας, αν θα λύσετε το Κυπριακό κατά
παράβαση του συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Σεβασμός της κυριαρχίας, της εδαφικής ακεραιότητας της Κύπρου, σεβασμός στο
σύνταγμα και στους συνάδοντας αυτώ νόμους. Δηλαδή, σεβασμός των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων. Σεβασμός του δικαιώματός μας για ελεύθερη εγκατάσταση- ευρωπαϊκό
έδαφος είμαστε- σεβασμός του δικαιώματός μας για ελεύθερη διακίνηση χωρίς
διαβατήρια και τέτοια αποτρόπαια, δικαίωμα επιστροφής στα σπίτια μας, δικαίωμα
νομής της περιουσίας μας. Ελευθερίες πολιτικές, (μη μας μετατρέψετε σε
δουλοπάροικους), ελευθερίες οικονομικές, ελευθερίες πνευματικές. Αυτό
περιμένουμε. Σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα, χωρίς ναι μεν αλλά. Χωρίς να
προσφέρετε από τα δικά μας, χωρίς να δίνετε εκείνα που δεν δικαιούστε, χωρίς τις
αλλεπάλληλες υποχωρήσεις, για να συναντήσετε την άλλη πλευρά. Γιατί αμέσως
προκύπτει το ερώτημα: Αυτό λοιπόν ήταν το κυπριακό πρόβλημα; Πόσο λεπτό πρέπει
να είναι το σαλαμάκι, ώσπου να πλησιάσουμε την άλλη πλευρά; Ας έρθει η άλλη
πλευρά να μας συναντήσει. Αυτοί είναι οι παράνομοι! Μόνο για μας πρέπει να είναι
οδυνηρή η λύση; Δηλαδή πόσο οδυνηρή; Όσο η Μικρασιατική καταστροφή να
πούμε;
Τέλος, από πότε η αντιπολίτευση έγινε συμπολιτευτικότερη των συμπολιτευομένων
και κυβερνώντων κομμάτων; Αλλά τι λέω; Δεν υπάρχουν κυβερνώντα κόμματα!
Υπάρχει το κόμμα από το οποίο προήλθε ο Πρόεδρος, αλλά δεν είναι κυβερνών
κόμμα. Κυβερνά αλλά δεν είναι κυβερνών, όπως ήταν με την Ευρώπη αλλά εκτός
Ευρώπης, θα ήθελε το ευρώ αλλά εκτός ευρωζώνης…Πλην Λακεδαιμονίων, έλεγε κι
ο Καβάφης.
Ο λόγος όμως σε σένα. Είσαι αντιπολίτευση; Αφού δεν αντιπολιτεύεσαι, το
αξιωματική σε μάρανε;
Για να τελειώνουμε λοιπόν. Μη φωνάζεις. Μη μας απειλείς με διχοτόμηση. Σεβάσου
την Κυπριακή Δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Μην παραχωρείς από τα
μη δικά σου. Παίξε το ρόλο σου σωστά ως αντιπολίτευση, για να λειτουργήσει κι η
κατακαημένη δημοκρατία με τους κανόνες του παιχνιδιού της. Γιατί αν δεν παίξεις
εσύ αντιπολίτευση, θα μετατραπεί το κόμμα από το οποίο προέρχεται ο Πρόεδρος σε
αντιπολίτευση. Γιατί το είδαμε κι αυτό το κοινωνικό γουέστερν και στις κλειστές
αίθουσες και στους υπαίθριους κινηματογράφους μας. Η δημοκρατία, για να
λειτουργεί σωστά, χρειάζεται υγιή αντιπολίτευση! Δουλειά σου, λοιπόν.
Τρεις λειτουργίες

Στο κάτω κάτω εμείς έτσι μεγαλώσαμε. Με το δικέφαλο αετό, με το τραγούδι της
Αγια- Σoφιάς και στα Αναγνώσματα του Δημοτικού και στα Νεοελληνικά Κείμενα
του Γυμνασίου. Ήταν ένα ποίημα που, όταν το απαγγέλλαμε, μας συγκινούσε.
«Σημαίνει ο Θιός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια, σημαίνει κι η Αγια-
Σοφιά, το μέγα μοναστήρι». Ήταν θρηνητικό το «σώπασε κυρα-Δέσποινα και μην
πολυδακρύζεις», ήταν γεμάτο ευλάβεια και ιερή συγκίνηση το χερουβικό, όταν θα’
βγαινε ο Βασιλέας των όλων κι όταν έψελνε «ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης».
Τα βλέπαμε με τα μάτια της ψυχής, ολοζώντανα, μεταφερόμαστε στο μεγαλόπρεπο
ναό, κάποτε τον συγχύζαμε με το δικό μας, με τη δική μας ενορία και πόλη, πού να
ξέραμε πως κάποτε θα παθαίναμε τα ίδια και μάλιστα στον εικοστό και εικοστό
πρώτο αιώνα μετά Χριστόν! Ο μαρμαρωμένος βασιλιάς, ο τοίχος πίσω από την Αγία
Τράπεζα που “άνοιξε” και κατάπιε τον ιερέα. Εκείνη η θεία λειτουργία, που δεν
τέλειωσε, γιατί μπήκαν οι Τούρκοι στην Πόλη, πού να ξέραμε πως θα
επαναλαμβανόταν! Ούτε τα φανταζόμασταν ποτέ, ούτε στους πιο εφιαλτικούς μας
ύπνους δε βλέπαμε τέτοια ονείρατα ψυχοπλακωτικά, τον Τούρκο να μας απειλεί μέσα
στην εκκλησιά μας, να κινδυνεύουν τα ιερά σκεύη να τα αρπάξει χέρι βέβηλο (να
κοπεί τέτοιο χέρι που θα τολμήσει). Κι όμως ήταν γραφτό μας να το δούμε κι αυτό,
αλλά προπάντων όχι γραφτό μας, αλλά καλά σχεδιασμένο από την παιδευτική
πολιτική να μη συγκινηθούν τα παιδιά μας, να μη διαδηλώσουν, να μη φωνάξουν.
Τόσο καλοσχεδιασμένα και μελετημένα τα διαπλάσαμε, να τα χαιρόμαστε, για να μην
αλληλοφτυνόμαστε για την κατάντια μας!
Ευτυχώς όμως που ήταν κι εκείνη η άλλη λειτουργία, χρόνια πριν. Όταν ο παπα-
Λευτέρης Νουφράκης, από τις Αλώνες Ρεθύμνου, το Γενάρη του 1919 λειτούργησε
κάτω από τους θόλους της Αγια- Σοφίας. Ήταν στρατιωτικός ιερέας στη β΄ Ελληνική
Μεραρχία, η οποία, στο δρόμο για την Ουκρανία, στάθμευσε για λίγο στην
Κωνσταντινούπολη, που βρισκόταν τότε υπό συμμαχική επικυριαρχία, ύστερα από το
τέλος του α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο παπα- Λευτέρης μπήκε με συγκίνηση στο
μεγάλο της Χριστιανοσύνης ναό, άρχισε τη λειτουργία. Η Αγια- Σοφιά ύστερα από
466 ολόκληρα χρόνια ξαναλειτουργιέται. Στο μεταξύ γεμίζει με Τούρκους, όλοι
τρέμουν, οι Τούρκοι πληθαίνουν, οι Έλληνες αξιωματικοί που ήταν μαζί του
σαστισμένοι παρακολουθούν, Έλληνες της Πόλης που βρέθηκαν εκεί δακρύζουν.
«Σε υμνούμεν, Σε ευλογούμεν, Σοι ευχαριστούμεν Κύριε…» οι Τούρκοι αγριεύουν,
ένας αξιωματικός αναλαμβάνει να δώσει τέλος, μια κι η λειτουργία τέλειωσε. Αφήνει
τους Έλληνες να φύγουν. Οι Τούρκοι δεν ανήκουν στους νικητές του α΄ παγκοσμίου
πολέμου, γι’ αυτό καλύτερα να δώσει τόπο στην οργή. Ακολούθησε βέβαια
διπλωματικό επεισόδιο και οι σύμμαχοι διαμαρτυρήθηκαν έντονα στον πρωθυπουργό
Ελευθέριο Βενιζέλο. Αυτά τότε.
Αλλά βέβαια κανένας σύμμαχος, μεγάλος, Ευρωπαίος, δε διαμαρτυρήθηκε για την
ασεβέστατη πράξη των καταπατητών των δικαιωμάτων μας να εκδιώξουν από τη
σκλαβωμένη Ιερά Μονή του Αποστόλου Βαρνάβα το Μητροπολίτη Ταμασού Ησαΐα
και τον καθηγούμενο της Μονής Αρχιμανδρίτη Γαβριήλ, την ώρα που τελούσαν τη
θεία λειτουργία στο ναό πάνω από τον τάφο του Αποστόλου Βαρνάβα, του ιδρυτή
της Εκκλησίας μας. Απλώς φανταστείτε τι θα γινόταν αν επεμβαίναμε σε δική τους
επίσκεψη και μόνο στο Χαλά Σουλτάν Τεκκέ στη Λάρνακα. Δυστυχώς όμως. Το
μελάνι ακόμα δε στέγνωσε στις συμφωνίες των επιτροπών –αν υπογράφονται- να
σέβεται ο καθένας την πολιτιστική κληρονομιά του άλλου. Και όμως, η θεία
λειτουργία διακόπτεται, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας σηκώνει το κόκκινο τηλέφωνο
(μεταφορικώς ομιλούντες) αλλά ο Ταλάτ δυστυχώς αδυνατεί να επέμβει. Ο άνθρωπος
που θα λύσει το κυπριακό σε λίγους μήνες, ο άνθρωπος στον οποίο στηρίζουν τόσοι
και τόσοι ελπίδες και όνειρα κωλύεται, αδυνατεί να επέμβει για να αποσοβήσει μια
βάρβαρη, ανίερη, βέβηλη πράξη. Η θεία λειτουργία έμεινε ατέλειωτη. Η
βαρβαρότητα δεν έχει τελειωμό. Στο μεταξύ οι μάγοι περιμένουν τη σειρά τους να
προσφέρουν στους νεόγαμους τα δώρα τους «όθι Ζεφύρου μένος».
Μη ομιλείτε εις τον οδηγόν

Το λεωφορείο είναι ένα όχημα τεραστίων διαστάσεων. Κουβαλά λαουτζίκο στη


δουλειά του καθημερινά, μεταφέρει κόσμο και κοσμάκη, τα όνειρα και τις
προσδοκίες του, και προπάντων τον πόθο για λύση του εθνικού του (αν επιτρέπεται)
προβλήματος, την απελευθέρωσή του (αν επιτρέπεται) από τους βάρβαρους
Τούρκους εισβολείς (αν επιτρέπεται). Γι’ αυτό δεν πρέπει να ομιλείτε εις τον οδηγόν,
για να είναι προσηλωμένος στο τιμόνι, να διασχίζει σοκάκια και στενά αβλαβώς, να
φτάνει στο χείλος του γκρεμού και όμως να διασώζει ό, τι απέμεινε από το πτωχόν
σαρκίον των καταπονημένων επιβατών του.
Μη ομιλείτε εις τον οδηγόν, λέει ο ίδιος ο οδηγός δια της ευκρινούς ταμπελίτσας την
οποίαν αναγιγνώσκουν οι επιβάτες. Μη ομιλείτε εις τον οδηγόν, λέει και ο ίδιος ο
οδηγός διά ζώσης εις πάσαν περίσταση. Είτε στο αεροδρόμιο βρίσκεται προκειμένου
να αναχωρήσει για ξένη χώρα, είτε στους δημοσιογράφους με οποιαδήποτε αφορμή.
Η κατάσταση είναι λεπτή, το κλίμα προπάντων δεν πρέπει να χαλάσει. Το κλίμα. Και
όλοι πρέπει να σιωπούν, οι χωρικοί στα αυγά των, οι δημοσιογράφοι με τις αντίθετες
απόψεις ας πάρουν άδεια καλοκαίρι καιρό, οι διάφοροι πινεζογράφοι θα βρεθεί
τρόπος να εκτονωθούν.
Μη ομιλείτε εις τον οδηγόν, επαναλαμβάνει και το κόμμα από το οποίο προέρχεται ο
οδηγός. Είναι οι εκπρόσωποι του κόμματος, με τα χαραγμένα χαμόγελα και την
αδιάσειστη βεβαιότητα για την πορεία του λεωφορείου, για τον οδηγό, για τα
χρονοδιαγράμματα, σχεδιαγράμματα, διαγραφογράμματα.
Και προπάντων μη ομιλείτε εις τον οδηγόν και μη διασπείρετε τους προβληματισμούς
σας σε τόσο κρίσιμες διαδρομές, λέει και ο αρχηγός της συνοδοιπορούσης
αξιωματικής αντιπολίτευσης των οδηγών λαοφερείων Λευκωσίας, περιχώρων και
πάσης Κύπρου. Να έχετε εμπιστοσύνη στον οδηγό του λεωφορείου και να μη
προβληματίζεστε, να έχετε εμπιστοσύνη, όσο τυφλή έχουμε κι εμείς, λέει.
Μη ομιλείτε εις τον οδηγόν, βοούν οι πολυθρονοκένταυροι του ιδρυματικού εθνικού
ερτσιανού δικτύου, εκτελώντας χρέη διδασκάλων του Γένους, ενώ νουθετούν τους
απείθαρχους χωρικούς μέσα από το επιτυχώς επονομαζόμενο «χαζοκούτι».
Μη ομιλείτε εις τον οδηγόν, παρακαλούν γενειοφόροι ποιμένες, τροπαιοφόροι,
ραβδούχοι- οφιούχοι, κληρωτοί και λαϊκοί, γιατί αντιλαμβάνονται τι σημαίνει να
κουβαλάς στη ράχη σου τόσες ψυχές («δοσμένες στις μυλόπετρες σαν το σιτάρι»,
λέει κι ο Σεφέρης.)
Αλλά μην ξεχνάτε: όχι μόνο να μην ομιλείτε εις τον οδηγόν αλλά να μη λέτε ούτε
στον οδηγό του άλλου λεωφορείου, «είναι τα μάτια σου μαύρα… καλά την έχεις… σε
θαυμάζουμε και σε χειροκροτούμε μέσα μέσα… σε σένα στηριζόμαστε… τι θα γίνει
αν μας φύγεις…να κοπιάσεις για καφέ… πρόσεχε». Ο οδηγός του άλλου λεωφορείου
πρέπει να μείνει επίσης απερίσπαστος, για να οδηγήσει το λεωφορείο όχι εκεί που
θέλουν οι αρχιστράτηγοι της εταιρείας του αλλά εκεί που εμείς ονειρευόμαστε πως θα
το παρκάρει. Γι’ αυτό, όσοι θα μιλήσετε στον οδηγό του άλλου λεωφορείου,
υπάρχουν αντιπρόσωποί του στην ημεδαπή, από τους οποίους πρέπει να ζητήσετε
άδεια!!!
Γενικώς, αυτή την περίοδο απαγορεύεται να ομιλείτε εις οδηγόν.
Μήνιν άειδε θεά

Μήνιν άειδε, θεά. Το μέγα έπος μας, η Ιλιάδα, που αρχίζει με τη φράση «Μήνιν
άειδε, θεά», θυμίζει με τις πρώτες λέξεις του την οργή του Προέδρου μας εναντίον
του Προκαθημένου της Εκκλησίας, διά της ομιλίας που αναγνώστηκε στο Συνέδριο
των Αποδήμων και στο οποίο, κατά τη δική μου άποψη, αποδεικνύεται για μια ακόμα
φορά πως επιζητείται να επικρατήσει στον τόπο ένα κλίμα ισοπέδωσης στην
έκφραση, με το φόβο μήπως η άλλη άποψη προκαλέσει την εντύπωση στους ξένους
πως δε θέλουμε λύση του κυπριακού, την ώρα που τόσες και τόσες δηλώσεις από τα
πλέον επίσημα τουρκικά χείλη όχι μόνο τις ακούμε αλλά και είναι βέβαιο πως
προσπαθούν να εμπεδώσουν τις απαιτήσεις και τα σχέδια της Τουρκίας για τον τόπο
μας.
Η Ιλιάδα αναφέρεται στη διένεξη ανάμεσα σε δυο ηγέτες, τον Αγαμέμνονα και τον
Αχιλλέα, και σε δυο κοινωνικές τάξεις της εποχής, τους βασιλιάδες και τους ιερείς
(τον Χρύση, ιερέα του Απόλλωνα και το μάντη Κάλχα). Και ενώ ο Αχιλλέας
προστατεύει με τον τρόπο του και τον Χρύση και το μάντη Κάλχα, ο Αγαμέμνων
φέρεται εχθρικά και προς τους δυο. Στο Α της Ιλιάδας παρουσιάζεται μια μεγάλη
λογομαχία, μια σύγκρουση μέσα στην οποία και περιέχεται ποικιλία ύβρεων ανάμεσα
στους αντιμαχόμενους αλλά και ωραιότατες εικόνες, όπως «όσσε δε οι πυρί
λαμπετόωντι εϊκτην», τα μάτια του έμοιαζαν (στο θυμό του επάνω) με λαμπερή
φωτιά. Ο Αγαμέμνων λέει στον Κάλχαντα, «μάντη κακών, ποτέ σου δε μου’ πες
γλυκό λόγο και πάντα το κακό προφητεύεις». Ο Αχιλλέας αποκαλεί τον Αγαμέμνονα
«συμφεροντολόγο, ντυμένο την αναίδεια, κερδοσκόπο», κι έξω φρενών αρπάζει το
ξίφος να τον σκοτώσει. Τότε όμως επεμβαίνει η Αθηνά σταλμένη από την Ήρα. Η
θεά τον αρπάζει από τα μαλλιά και τον πείθει να βάλει το ξίφος στη θήκη. Έτσι η
διαμάχη προς στιγμή σταματά χωρίς αιματοκυλίσματα. Η Αθηνά προτρέπει τον
Αχιλλέα να βρίσει όσο θέλει τον Αγαμέμνονα, όχι όμως να χρησιμοποιήσει το ξίφος
του, γι’ αυτό και οι ύβρεις συνεχίζονται. Ο Αχιλλέας αποκαλεί «μέθυσο» τον
Αγαμέμνονα, «οινοβαρές, κυνός όμματα έχοντα, με μάτια σκύλου και με καρδιά
ελαφίνας, δημοβόρο, λαοφάγο, που κυβερνά ουτιδανούς, τιποτένιους». Έτσι λήγει για
λίγο η διαμάχη.
Το αιώνιο δίδαγμα είναι πως οι εμφύλιοι πόλεμοι προκαλούν μεγάλο κακό, ενώ η
πραγματική, γνήσια, ελεύθερη συνεργασία όλων σε κοινό και αρραγές μέτωπο οδηγεί
στην επιτυχία του αγώνα, έστω και με φραστικά κονταροχτυπήματα, τα οποία όμως
αποτρέπουν καταστροφικές ενέργειες με θλιβερά αποτελέσματα. «Αλλ’ ήτοι έπεσιν
μεν ονείδισον ως έσεταί περ· με λόγια αν θέλεις βρίσε τον, κι όπου σε βγάλει η
γλώσσα.» Η ελευθερία του λόγου, διδάσκει ο Όμηρος, αποσοβεί διά ξίφους
διαμάχες, γι΄ αυτό καλό είναι να αφήνεται ο άνθρωπος να εκφράσει τις απόψεις του
κι ας μη συμφωνεί ο άλλος μαζί του.
Τελικά, η νοοτροπία του εμείς είμαστε η πλειοψηφία, αποφασίζουμε, γι’ αυτό και
όλοι πρέπει να μας ακολουθήσουν χωρίς να μιλούν, είναι ίδιον ίσως ενός κόμματος,
όχι όμως ίδιον της δημοκρατίας. Τα πράγματα ρέουν, λόγοι και αντίλογοι, δράσεις
και αντιδράσεις θα υπάρχουν, γι’ αυτό και η αντίθετη άποψη ή η άλλη οπτική γωνία ή
η έκφραση των φόβων των πολιτών είναι αναγκαία, αφού τα συζητούμενα σήμερα
είναι μεγάλα και ζωτικά για την ύπαρξη όλων, φυσική και πνευματική. Ο άλλος
λόγος αποκαλύπτει πτυχές τις οποίες μια ομάδα πιθανό να μη βλέπει ή παραγνωρίζει,
λόγω νοοτροπίας ή παιδείας. Ο αντίθετος λόγος, καλοπροαίρετα εκφραζόμενος,
συμβάλλει στην ορθή κατεύθυνση. Τίποτε δεν πάει χαμένο στον κόσμο.
Ποιητές και Πολιτικοί: Οράματα και προσδοκίες

Ποιητές και πολιτικοί πολλές φορές εκφράζουν τα οράματα και τις προσδοκίες τους
με ποιήματα, δηλώσεις ή προγράμματα. Κάποτε τα νοήματα συμπλέκονται. Για
παράδειγμα, το όραμα της Τουρκίας και των εδώ υπαλλήλων της για την Κυπριακή
Δημοκρατία μπορούμε να το παρομοιάσουμε με την εικόνα της φίλης του Αχιλλέα
Παράσχου: « Την θέλω ασθενή εγώ την φίλην μου…ωχράν την θέλω και λευκήν ως
νεκρικήν σινδόνην, με είκοσι φθινόπωρα, με άνοιξιν καμίαν, μ' ολίγο σώμα - άνεμον
σχεδόν - ολίγην κόνιν… » Ανύπαρκτη κι ετοιμοθάνατη θέλουν οι Τούρκοι την
Κυπριακή Δημοκρατία. Αν θα καταλήξει έτσι, από μας εξαρτάται κι από τη συνέπεια
στις διακηρύξεις και στα προγράμματά μας.
Πολιτικοί επίσης περιγράφουν όνειρα ή οράματα. Για παράδειγμα, ο λεγόμενος
υπουργός των εξωτερικών του παράνομου καθεστώτος είπε πως δεν πρέπει να μιλούν
για το κυπριακό οι ιερωμένοι. «Τον αρχιεπίσκοπο σιωπηλό τον θέλω, υπάκουο, με
μόνο τα θρησκευτικά καθήκοντά του να ασχολείται.» Αλλοίμονο όμως αν θα παίρνει
άδεια όποιος θα μιλήσει σ’ αυτό τον τόπο από παράνομους υπουργούς. Δυστυχώς
όμως και ανάμεσα στους ελληνοκυπρίους επικρατούν τέτοιες ιδέες, με τη δικαιολογία
πως πρέπει να σεβαστούμε τις ευαισθησίες των Τούρκων. Εμείς όμως δε φαίνεται να
έχουμε καμιά ευαισθησία, γι’ αυτό και χωνέψαμε πως η Τουρκία κατευθύνεται από
στρατηγούς που ελέγχουν και τη ζωή των πολιτών τους και την πορεία του
κυπριακού.
Ένα όραμα ή ευχή φέρεται πως έκαμε και ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας
περιγράφοντας πώς θέλει τον κύριο Ταλάτ. «Απαγκιστρωμένο από την Άγκυρα τον
θέλω τον συνομιλητή μου», είπε, και την επομένη ο κ. Ταλάτ βρέθηκε στην Άγκυρα,
για να πάρει εντολές. Ο άνθρωπος που θα βρει με συνομιλίες λύση στο κυπριακό από
τους Κυπρίους για τους Κυπρίους, ανάμεσα στους οποίους εκ προοιμίου 50000
έποικοι- αν είναι δυνατόν! Γιατί δεν έπρεπε καν να είναι δυνατό, αφού στο
Πρόγραμμα διακυβέρνησης του τόπου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας
αναφέρεται: « Το Κυπριακό είναι πρόβλημα κατάφωρης παραβίασης βασικών αρχών
του διεθνούς δικαίου και του Χάρτη του Ο.Η.Ε. Είναι θέμα παραβίασης της
κυριαρχίας, της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής
Δημοκρατίας. Είναι πρόβλημα εισβολής και κατοχής, καταπάτησης των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων και βασικών ελευθεριών τόσο των Ελληνοκυπρίων όσο και των
Τουρκοκυπρίων. Είναι θέμα εθνικού ξεκαθαρίσματος και περίπτωση παράνομου
εποικισμού…Η λύση πρέπει να συνάδει με το διεθνές και το κοινοτικό δίκαιο, με τις
διεθνείς συμβάσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα…να προνοεί την αποχώρηση των
τουρκικών κατοχικών στρατευμάτων και των εποίκων και την αποστρατικοποίηση …
αποκλεισμό μονομερούς στρατιωτικής επέμβασης…αποκατάσταση των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων όλων των Κυπρίων, περιλαμβανομένου του δικαιώματος των
προσφύγων για επιστροφή στα σπίτια και τις περιουσίες τους…» Με βάση αυτό το
πρόγραμμα πιστεύουμε πως προσέρχεται στις συνομιλίες ο Πρόεδρός μας και με αυτό
κρίνεται.
Επανερχόμαστε όμως στους ποιητές. Ο Εμπειρίκος γράφει: «Οκτάνα, φίλοι μου, θα
πει αληθινή ελευθερία και όχι εκείνη η φοβερά ειρωνεία, να λέγεται ελευθερία ό,τι
χωρεί ή ό,τι εναπομένει στα ελάχιστα περιθώρια που αφήνουν στους ανθρώπους οι
απάνθρωποι νόμοι των περιδεών και των τυφλών ή ηλιθίων. Οκτάνα θα πει…
Παγκόσμιος Πολιτεία με ανέπαφες τις πνευματικές και εθνικές ιδιομορφίες εκάστης
εθνικής ολότητος…με πλήρη σεβασμόν εκάστου…»
Ποιητές και πολιτικοί προσβλέπουν στο μέλλον με ελπίδα. Οι ποιητές ζουν ήδη στο
παρόν τα οράματά τους. Οι απλοί πολίτες προσδοκούν: «Αύριο όλα θα πάνε
καλύτερα.» Φτάνει να μένουμε πιστοί στα οράματα και στα προγράμματα.
Πιλοτικό πρόγραμμα: επιτυχίες κι αποτυχίες

Το πιλοτικό πρόγραμμα εφαρμόζεται σε μικρή κλίμακα, σε λίγους ανθρώπους, για να


κάμουμε παρατηρήσεις, να επισημάνουμε αδυναμίες ή παραλείψεις, για να
διορθώσουμε και να συμπληρώσουμε κενά, πριν προβούμε σε ευρύτερη εφαρμογή
μιας καινοτομίας μας. Κάπως έτσι θα σκέφτηκαν και οι κυβερνώντες. Είδαμε την
ειρηνική συνύπαρξη της νεολαίας μας, μαζί χορεύουμε και τραγουδούμε, δοκιμάσαμε
τα ιστορικά μας συγγράμματα, σε μικρογραφία πετύχαμε, γιατί όχι και σε
γενικευμένη κλίμακα, σε όλα τα σχολεία της ελεύθερης Κύπρου;
Έτσι μας προέκυψε. Γιατί στην Υπηρεσία Κουλτούρας δεν γνωρίζουν από σχήματα
λόγου, από πρωθύστερα ή οξύμωρα. Πρώτα η ειρηνική συμβίωση και ύστερα η
αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων. Δεν λέει κανείς αποχώρηση των εποίκων,
γιατί δεν ξέρει, ίσαμε να τελειώσουν οι συνομιλίες πόσοι θα μείνουν κι αν θα φύγει
κανένας. Όμως το σχέδιο για ειρηνική συμβίωση στηρίζεται σε επιχειρήματα
ατράνταχτα: « Μπορούμε να κάμουμε πόλεμο; - Όχι. - Άρα μόνο ειρηνικά θα
διώξουμε τα τουρκικά στρατεύματα.» Γι’ αυτό τα παιδιά μας πρέπει από τώρα να
ασκηθούν στην ειρηνική συμβίωση. Όπως έχουν ξεσκολήσει οι τόσοι νέοι και νέες
από τα κοινά συνέδρια, τα κοινά τραπέζια, από τα κοινά εργαστήρια, με κοινές
χορωδίες και κοινά χορευτικά συγκροτήματα. Η μέθοδος είναι δοκιμασμένη κι
επιτυχημένη. Η νεολαία το απέδειξε, έμαθε το μάθημά της καλά, στα σχολεία
αλωνίζουν για χρόνια και κανένας δεν έβλεπε. Η διαφώτιση δεν πήγε χαμένη. Η
Ιστορία έχει ήδη γραφεί, όπως διδάσκεται στα ενδοκομματικά σεμινάρια. Έλληνες
στην Κύπρο δεν υπάρχουν. Από καιρό τα παιδιά τους ήξεραν ότι «στην Κύπρο
υπάρχουν δυο κοινότητες: οι Τουρκοκύπριοι και οι Κύπριοι. Οι Κύπριοι είναι μια
πολυεθνική κοινωνία, πολυπολιτισμική, που δεν πρέπει να προκαλεί τους ξένους ούτε
με τις εκκλησίες της ούτε με τις καμπάνες της ούτε με τις εθνικές γιορτές της και
προπάντων ούτε με τις σημαίες της ούτε με τα συνθήματά της στο στρατό. Αυτά
καταστρέφουν τους νέους, τους κάνουν εθνικιστές, σοβινιστές, δεν μπορούν να
ζήσουν ειρηνικά με τα αδέλφια τους, τους Τουρκοκύπριους.» Αφού πέτυχε αυτή η
τεχνική στο πιλοτικό, θα επιτύχει και στην Κύπρο ολόκληρη. Σε λίγα χρόνια το
«κυπριακό έθνος» γίνεται πραγματικότητα. Αφού λοιπόν θα ζήσουμε φιλικά πρώην
Έλληνες και πάντα περήφανοι Τούρκοι, η Τουρκία θα πάρει τα στρατεύματά της και
θα φύγει, αφού θα έχει ήδη επιτύχει το σκοπό της, τον ειρηνικό αφανισμό των
αντιδραστικών ελληνοκυπρίων. Κι αν δεν φύγει η Τουρκία με τα στρατεύματά της, ο
αγώνας θα συνεχιστεί, με γράψιμο στους τοίχους συνθημάτων εναντίον του
τουρκικού στρατού, με τραγούδια και χορούς. Μέθοδος δοκιμασμένα επιτυχημένη.
Τόσες και τόσες «αντικατοχικές» εκδηλώσεις με τραγούδια και χορούς γίνονται.
Ο Ταλάτ όμως συνεχώς υπενθυμίζει. Ήταν αδελφός, από άλλα όμως στρατηγεία
παίρνει τώρα τις οδηγίες. Οι φίλοι του εδώ είναι «χωρίς πολιτική πείρα», λέει, και με
κάνα τηλέφωνο δωράκι νομίζει πως τους ξοφλά. Εδώ το πιλοτικό πρόγραμμα έχει
πλήρως αποτύχει. Περιέργως όμως δεν το βλέπουν. Ας μην εμπλακούμε στα
δύσκολα. Εμείς μόνο επιτυχίες πρέπει να’ χουμε.
Στο μεταξύ μαθαίνουμε από την Υπηρεσία Κουλτούρας πως το «Δεν ξεχνώ και
αγωνίζομαι» ήταν λανθασμένη πολιτική. Άρα η ορθή το «Ξεχνώ και γλεντώ» ή το
«Ξεχνώ, τραγουδώ και χορεύω». Ό, τι και να’ ναι το σωστό, μια σειρά από
εκδηλώσεις τη σχολική χρονιά που αρχίζει ή θα μας ανοίξει τα μάτια για το πού πάμε
ως Έλληνες της Κύπρου ή θα μας στραβώσει εντελώς.

ΥΓ. Πού θα συμβιώσουμε ειρηνικά; Στα κατεχόμενα, όταν θα επιστρέψουμε όλοι οι


πρόσφυγες στα σπίτια μας, οπότε κι οι Τουρκοκύπριοι πρέπει να είναι έτοιμοι, ή στις
ελεύθερες περιοχές να περιμένουμε μαζική κάθοδο Τουρκοκυπρίων που θα απαιτούν
τα σπίτια τους; Το πρώτο, το δεύτερο ή και τα δυο με δικαιοσύνη, καθένας στο σπίτι
του; Και πότε; Μετά ένα, δυο, δέκα, είκοσι, τριάντα, σαράντα χρόνια; Σε πόσο βάθος
χρόνου;
Η ελεφαντίνα δεν ήταν παχύδερμο

Η ελεφαντίνα δεν άντεξε τη ζωή στον προτσιρκικό συνοικισμό, όπου ήταν


εγκλωβισμένη κι αγνοούμενη από τη λοιπή οικογένεια των ελεφάντων. Μόλις βρήκε
την ευκαιρία -της άφησαν το σχοινί για να φάει- πετάχτηκε έξω κι έπιασε να τρέχει
στους δρόμους της σύγχρονης ζούγκλας, νομίζοντας πως θα φτάσει στην πραγματική,
ώσπου βρέθηκε αντιμέτωπη με το λεωφορείο, με το θάνατο να τη ρίχνει φαρδιά
πλατιά στο δρόμο. Την ελευθερία της την πλήρωσε με τη ζωή της.
Όσο κι αν πρόκειται για μεγέθη άνισα, η ελεφαντίνα απέδειξε και πάλι το
ενστικτώδες και θεμελιώδες της ελευθερίας, που επιζητούν και τα ζώα. Αυτές τις
μέρες μάλιστα κι άλλα ζώα- λεν οι ειδήσεις- έφυγαν από το κλουβί κι απάντησαν το
θάνατο μέσα στις απάνθρωπες πολιτείες και στις πολιτισμένες ζούγκλες που
οργανώσαμε, με το πρόσχημα του μοντέρνου.
Κι ο νους γυρίζει στους πρόσφυγες, που διώχτηκαν από τη γενέθλια γη, από τα σπίτια
και τις περιουσίες τους και –αναγκαστικά- ζουν την άνετη προσωρινότητα και –
δυστυχώς- πεθαίνουν σ’ αυτήν, ακούγοντας συνεχώς κι από τους πλείστους
πολιτικούς την ομολογία πως πρόκειται για την πιο αδικημένη ομάδα συνανθρώπων
μας στην Κύπρο. Πλήρωσαν και πληρώνουν την τουρκική εισβολή. Λόγια μόνο
ακούν πολλά και ουσιαστική άλλη προσέγγιση καμμία. Αντίθετα προβάλλεται η
προσπάθεια να πεισθούν πως τους δίνεται δήθεν επιλογή. Τους προτείνεται ή η
επανεγκατάσταση στα σπίτια τους –ίσως όμως όχι στις περιουσίες τους- ή η
ανταλλαγή, ή η αποζημίωση, έτσι για ποικιλία, η οποία εσχάτως λέγεται ευκαιρία
επιλογής, άρα ελευθερία, στην πραγματικότητα όμως αδυναμία να ομολογήσουμε
πως κι εδώ έχουμε ηττηθεί κατά κράτος, αφού δεν μπορούμε να πούμε την αλήθεια,
πως οι πρόσφυγες με τη λύση που θα δοθεί δεν θα επιστρέψουν όλοι στα σπίτια τους.
Κι αυτή δεν είναι λύση, ούτε δίκαιη ούτε βιώσιμη ούτε λειτουργική, αφού έστω κι
ένας πρόσφυγας θα εξαρτάται από τα στρατεύματα εισβολής κι από τα ηλίθια κι
απάνθρωπα και παρανοϊκά ποσοστά των λεγομένων συνιστώντων κρατιδίων.
Ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας μίλησε και πάλι τελευταία για αρχές, αλλά
πρώτη έθεσε την ενότητα του κράτους και όχι την ελευθερία των πολιτών. Η ενότητα
του κράτους όμως δε φαίνεται να ενδιαφέρει και πολύ τον απλό πολίτη, όταν ξέρει
πως, όπως κι αν του χρυσώνουν το χάπι, αυτός δε θα πάει στο σπίτι του. Τον
απέκοψαν βίαια ή πολιτικά από τον ομφάλιο λώρο της γενέθλια γης, τον εμποδίζουν
να πεθάνει στο χωριό του και να επιστρέψει όπως κάθε ζωντανός οργανισμός εκεί
που η ψυχή του τον τραβά, στα χώματα του τόπου του. Η ενότητα του κράτους για
τον απλό πολίτη είναι ουδέν και μηδέν, αφού δεν καταλαβαίνει γιατί πρώτο να είναι
το κράτος και δεύτερη ή τρίτη ή ακόμα να συζητείται η ελευθερία του. Αν το κράτος
δεν κατοχυρώνει την ελευθερία του, γιατί να υπάρχει κράτος;
Όπως η ελεφαντίνα- συγγνώμη για την παρομοίωση- θέλει κι αυτός να αναπαυθεί
σωματικά και ψυχικά στο σπίτι του, κοντά στη θάλασσά του, στο δέντρο του, στο
χώμα που πότισαν οι γονιοί του κι ο ίδιος με τον ιδρώτα τους, και αυτά δεν είναι
παραμύθια αλλά η ίδια η ανθρώπινη ζωή ή γενικά η ζωή. Δίκαιη, βιώσιμη,
λειτουργική λύση δεν μπορεί να υπάρχει, αν δεν επιστρέψουν όλοι στα σπίτια τους,
αν δεν είναι όλοι ελεύθεροι, αν δεν κατοχυρωθούν όλων τα δικαιώματα, όπως είναι
κατοχυρωμένα όλων των ευρωπαίων και όλων των πολιτισμένων ανθρώπων της γης,
ακόμα και των ελεφαντίνων.
Η ελεφαντίνα μας υπενθυμίζει πως στο βάθος της ύπαρξής μας φωλιάζει η αρχέγονη
ελευθερία, την οποία κανένα σχοινί δεν μπορεί να εμποδίσει, κι όταν αυτή
συγκλονίσει το ζωντανό οργανισμό, αυτός προβαίνει σε ενέργειες απρόβλεπτες. Στην
Ιστορία τις ονομάζουν επαναστάσεις, στο ζωικό βασίλειο μπορεί για τους ανθρώπους
να είναι θέμα για συζήτηση και θέαμα μοναδικό. Κανένας όμως δεν μπορεί να
προβλέψει αντιδράσεις.
Γι’ αυτό και το Υπουργείο Παιδείας θ’ αποτύχει στο στόχο της χρονιάς, γιατί απλά
δεν μπορεί να ετοιμάσει νέους ανθρώπους να αποδεχτούν την ειρηνική συμβίωση
χωρίς πρώτα κατοχυρωμένη την ελευθερία. Δυστυχώς για τους ανθρώπους, το
θεμέλιο της ύπαρξής μας, την ελευθερία, το υπενθυμίζει ένα ζώο. Η ελεφαντίνα δεν
ήταν παχύδερμο.
Ανοικτή επιστολή

Κύριε πρωθυπουργέ της μητρός πατρίδος,


Η μοίρα της Βασιλοπούλας του Ελληνισμού είναι σκληρή, αφού και τώρα πάλιν
τρέμουσα ίσταται έξω της βρωμερής σπηλιάς του απαισίου Δράκοντος και αναμένει
να καταφαγωθεί, εκτός αν ο Αϊ Γιώργης έλθει και την λυτρώσει- Κύριος οίδε με
ποιους τρόπους, οι οποίοι βέβαια υπάρχουν, αρκεί ο άγιος να τους συλλάβει και
προπάντων εφαρμόσει επακριβώς και συνεπώς, μη αναλίσκοντας πολύτιμον χρόνον
εις ατέρμονας και επικινδύνους φιλοφρονήσεις και συζητήσεις μετά του Δράκοντος ή
των μικρών δρακόντων του.
Ο Δράκος είναι δράκος και το απέδειξε από το 1950 και εξής, προπάντων από το
1974 έως της σήμερον. Ως δράκος βλέπει μακριά, δέρκεται, σχεδιάζει και σταδιακά
επιτελεί τα ολέθρια σχέδιά του. Γι’ αυτό λοιπόν και ο Αϊ Γιώργης πρέπει να κεντρίσει
τον δράκοντα εις το αδύνατόν του σημείον, για να σώσει την δεινώς πάσχουσαν
Βασιλοπούλα του Ελληνισμού.
Πολλές περιπλανήσεις περιπλανήθηκε η αθώα τότε μικρή, ξεκινώντας από το εξοχικό
να πάει στο παλάτι και να βρει τη Μητέρα της το 1955. Μετά από αγχόνες, αίματα
και θυσίες πείσθηκε να δεχτεί να ζει μόνη, αφού θα είχε τρεις προστάτες και
προστάτιδες, τη Μητέρα, τη Γραία Αλβιώνα και το Δράκοντα, ο οποίος, σημειώστε
παρακαλώ, υπερασπιζόταν το 18% της περιουσίας της. Ο μακαριστός Κωνσταντίνος
Καραμανλής συνέβαλε στην υπογραφή των συμφωνιών, αλλά τα σχέδια
υποσυνειδήτως και των τριών προστατών και προστατριών ήταν άλλα, όπως
δυστυχώς και της νεαράς Βασιλοπούλας η οποία έπασχε από στραβισμόν, αλλού
έβλεπε το ένα και αλλού το άλλο μάτι της.
Το 1963 άρχισαν να αποκαλύπτονται τα κεκαλυμμένα. Λίγο αργότερα ο Δράκος
εξέμεσε φλόγας και επυρπόλησε μέρος της νεάνιδος, η οποία ηναγκάσθη να δεχτεί
την επικουρία των λεγεωναρίων και συνταγματαρχών της Μητρός, οι οποίοι,
καταπατήσαντες όρκους, κατέλυσαν την εκεί εδρεύουσαν Δημοκρατίαν, εσχεδίασαν
δε και δια των αρμάτων κατεπάτησαν τον εδώ Μέγαν Αυλάρχην της Βασιλοπούλας.
Αμέσως τα σχέδια των λοιπών προστατών ετέθησαν σε ισχύ. Η Γραία Αλβιών
κατείχε ήδη τεμάχια του εξοχικού και μετά πάθους τα υπερασπιζόταν, ο Δράκος
άνοιξε το απαίσιο στόμα και κατέκαυσε και κατέφαγε το έν τρίτο της Κόρης, η δε
Μήτηρ αλλόφρων υπεδέχετο εις το αεροδρόμιο του Ελληνικού τους εξορίστους
Μεγάλους Υπηρέτες της. Δεν ηδυνήθη όμως να σώσει την Βασιλοπούλαν, «λόγω
αποστάσεως»! (Ορθώς ανεγνώσατε.)
Έκτοτε, οι παρά τη Μητρί δεν φαίνεται να κατενόησαν πώς ελευθερώθησαν της
Χούντας. Ευτυχώς όμως μόνος ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, άπαξ του
έτους, εις τας καθιερωμένας εκεί εορτάς, μνημονεύει της Νεάνιδος Βασιλοπούλας, η
οποία τότε ήτο μόλις δεκατεσσάρων ετών.
Προ πέντε ετών, πολλοί των εκεί, πέριξ της Μητρός, μας προέτρεψαν να αφήσωμεν
την Βασιλοπούλαν να υπογράψει άλλας συμφωνίας – ευτυχώς εσείς δεν μετέσχατε
του αποτροπαίου, το οποίο προς στιγμήν απετράπη, αλλ’ η ασθένεια δυστυχώς
υποτροπιάζει και μάλιστα τα συμπτώματα είναι ολοφάνερα και δυσώδη. Ο λαός εις
τον ύπνον συνταράζεται διαβλέποντας πλεκτάνην, η αγχόνη στήνεται ως άλλοτε, το
σχοινί πλέκεται και περιπλέκεται, οι Μεγάλοι Άρχοντες της υπό τον ήλιον
επιδεικνύουν τους λευκούς οδόντας επιχαίροντες. Ο Ελληνισμός εδώ κλονίζεται εκ
βάθρων, εκ θεμελίων, εκ τριών χιλιάδων ετών ριζών.
Διά τούτο νυν δεν επαιτούμεν, απαιτούμεν. Η Βασιλοπούλα ευρίσκεται προ του
Δράκοντος, και κινδυνεύει πάλιν να κατασπαραχθεί. Η Γραία Αλβιών έλαβε, ο
Δράκος κατεσπάραξε ανερυθριάστως και αναισχύντως. Απομένει η Μήτηρ, η οποία
φέρεται – το καθ’ ημάς- ποντιοπιλατικώς.
Ως Έλλην Πρωθυπουργός, λοιπόν, αναμένεται να ενσαρκώσετε το αρχέτυπο του Αϊ
Γιώργη και να σώσετε τη Βασιλοπούλα από τον Δράκοντα. Ει δε καν ου, το αίμα
ημών επί τας κεφαλάς υμών. Γρηγορείτε.
(ΥΓ. «Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι
η φρίκη δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή, γιατί είναι αμίλητη και προχωράει»
λέει ο Γιώργος Σεφέρης)
Με στόχο την απαλλαγή από την κατοχή

Θα πραγματοποιηθεί κανένα μαθητικό συνέδριο με τίτλο «Απαλλαγή από την


κατοχή»; Θα γραφτεί κανένα δοκίμιο για την εκδίωξη των τουρκικών στρατευμάτων
από την Κύπρο;
Η ανακοίνωση στην εφημερίδα λιτή: Το Λύκειο διοργανώνει Μαθητικό Συνέδριο με
θέμα «Η καλλιέργεια κουλτούρας ειρηνικής συμβίωσης, αμοιβαίου σεβασμού και
συνεργασίας Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων με στόχο την απαλλαγή από την
κατοχή και την επανένωση της πατρίδας και του λαού μας». Η ανακοίνωση απλή, μα
το θέμα του συνεδρίου προβληματικό, όπως και ο στόχος της σχολικής χρονιάς.
Είναι ή δεν είναι πρωθύστερο το σχήμα: πρώτα καλλιέργεια κουλτούρας συνεργασίας
με τους Τουρκοκύπριους και ύστερα η απαλλαγή από την κατοχή και η επανένωση
της πατρίδας και του λαού;
Δηλαδή ποιο είναι σημαντικό και θεμελιώδες, πρώτα να καλλιεργήσουμε κουλτούρα
ειρηνικής συμβίωσης και συνεργασίας, να δώσουμε εξετάσεις, να τις περάσουμε,
ώστε να ευδοκήσουν τα τουρκικά στρατεύματα να αποχωρήσουν; Ή να
ελευθερώσουμε τα ευρωπαϊκά εδάφη της ευρωπαϊκής Κύπρου από τον τουρκικό
ζυγό, για να ζήσουμε πια ειρηνικά με τους Τουρκοκύπριους;
Η κατοχή των εδαφών μας δεν συνεχίζεται; Πού εδράζεται το παράνομο
τουρκοκυπριακό κρατίδιο; Πού κατοικούν οι εκπρόσωποί του με τις παράλογες
απαιτήσεις τους στις συνομιλίες; Πού υποδέχτηκαν τελευταία τον Τούρκο υπουργό
των Εξωτερικών που ήρθε, έδωσε οδηγίες, έφυγε;
Δεν θα ήταν καλύτερα διατυπωμένος ο στόχος της σχολικής χρονιάς, αν άλλαζε η
σειρά των προτάσεων; Αν ήταν: «Στόχος της σχολικής χρονιάς είναι η απαλλαγή από
την κατοχή και η επανένωση της πατρίδας και του λαού μας, για να συμβιώσουμε
ειρηνικά με τους Τουρκοκύπριους μέσα σε πνεύμα αμοιβαίου σεβασμού και
συνεργασίας».
Έτσι όπως διατυπώνεται ο στόχος της χρονιάς από το Υπουργείο, τίθεται πρώτα η
ειρήνη κι ύστερα η ελευθερία. Γι’ αυτό κι έχουμε ελληνοτουρκικά φαγοπότια και
συνέδρια και δηλώσεις από ελληνόπουλα του τύπου: «εμείς δεν έχουμε να
μοιράσουμε τίποτε με τους Τουρκοκύπριους». Κι αν έχουμε μόνο με την Τουρκία
γιατί συνομιλούμε με τον ηγέτη τους;
Αφού λοιπόν δίνουμε έμφαση στην ειρηνική συμβίωση, δεν μένει χώρος για το
δεύτερο σκέλος, «την απαλλαγή από την κατοχή και την επανένωση της πατρίδας και
του λαού μας». Μήπως στις συναντήσεις Ελληνοκυπρίων- Τουρκοκυπρίων λέμε
ξεκάθαρα πως στόχος μας είναι να διώξουμε τα τουρκικά στρατεύματα; Πως στόχος
μας είναι να παύσει η Τουρκία να επεμβαίνει στην Κύπρο; Ή μόνο ίσες αποστάσεις
κρατάμε, γι’ αυτό και θολώνουμε τα νερά και διακηρύσσουμε την ανάγκη για αλλαγή
της Ιστορίας μας; Αλλά τότε γιατί τα βάζουμε με τους ξένους όταν τηρούν ίσες
αποστάσεις, αφού κι εμείς αυτές τηρούμε; Κάμαμε- κάματε, ας τα ξεχάσουμε, και ας
αλλάξουμε την ιστορική μας σκούφια κατά που βολεύει.
Οι αντιδράσεις για τα εκπαιδευτικά πράγματα πληθύνονται, γιατί ταυτόχρονα οι
ιθύνοντες προσπαθούν να αποδείξουν στους περισσότερους από μας πως μια ζωή τη
ζήσαμε λανθασμένα. Οι αγώνες του λαού μας ήταν λανθασμένοι, η ελπίδα για
επιστροφή μάταιη, πρέπει να μοιραστούμε εγκλήματα -που δεν κάμαμε- μαζί με το
τουρκικό κράτος. Κι ακόμα χειρότερα, καλλιεργείται κλίμα ενοχής και ραγιαδισμού
στα παιδιά μας, ώστε πολλοί να μην εκφράζουν τους πραγματικούς τους πόθους για
απελευθέρωση, να φοβούνται να απαιτήσουν τα δικαιώματά τους, να μη ζητούν
επιστροφή στα σπίτια τους, να μη βροντοφωνάζουν πως δεν ανέχονται τον τουρκικό
ζυγό. Τελικά αυτό είναι η ειρήνη; Η παραποίηση της Ιστορίας και της ελευθερίας;
Δίκαιο πνευματικής περιουσίας

Στις 17 Ιουνίου 2008 άνοιξαν για την Τουρκία νέα κεφάλαια, μεταξύ των οποίων και
το «εύκολο» κατά το συντάκτη της είδησης, για την Πνευματική ιδιοκτησία. Και
διερωτώμαι. Πώς θα αποδείξει η Τουρκία και οι εδώ εκπρόσωποί της πως οι ναοί, τα
μοναστήρια, τα κοιμητήρια, οι εικόνες μας, «ο πολιτισμός που χάνεται», όπως
τιτλοφόρησε την έκθεση για τον πολιτισμό μας στα κατεχόμενα το Σπίτι της Κύπρου ,
πώς λοιπόν θα αποδείξει πως είναι πνευματική ιδιοκτησία της; Ποιος Τούρκος
ζωγράφος ζωγράφισε τις άγιες εικόνες των αγίων, που τιμούμε, ποιος αρχιτέκτονας
σχεδίασε τους ναούς, τα μοναστήρια, τα σκεύη ποιος Τούρκος τα κατασκεύασε;

Για να μην επεκταθούμε στον Ανθέμιο και Ισίδωρο της αγια Σοφιάς ή στους αρχαίους
Έλληνες κατασκευαστές ναών και θεάτρων από τα οποία σήμερα η Τουρκία
θησαυρίζει, εκμεταλλευόμενη των πολιτισμό άλλων.

Ποιος Τούρκος καλλιτέχνης διακόσμησε με τοιχογραφίες από τον 8ο-9ο, όταν


Τούρκοι ακόμα δεν υπήρχαν, μέχρι και το 18ο αι. ποιος τοιχογράφησε τους ναούς
μας;

«Στο τουρκοκρατούμενο τμήμα της Κύπρου, από της τουρκικής εισβολής του 1974,
λεηλατούνται συστηματικά τα ιστορικά μνημεία ενός πολιτισμού 9.000 χρόνων»,
γράφουν οι ξένοι, που εκπλήττονται μπροστά στη βαρβαρότητα και τη βίαιη και
συστηματική βεβήλωση των εκκλησιών μας, τα σημάδια ταυτότητας του τόπου μας.
η μετατροπή ναών σε τεμένη – κατά το πνέυμα και τη διδασκαλία του Μωάμεθ να
επικρατήσουν διά πυρός και σιδήρπου των αλλοθρήσκων και να επιβάλουν τη δική
τους πίστη, η μετατροπή σε αποθήκες, στάβλους, ξενώνες, μουσεία,
κινηματογράφους, δημόσια αποχωρητήρια, κοιτώνες ή αποθήκες όπλων του
τουρκικού κατοχικού στρατού. Ποια πνευματική ιδιοκτησία έχει να επιδειχθεί από
την τουρκία στην Κύπρο και ποιος σεβασμός της πνευματική ιδιοκτησίας θα
κατοχυρωθεί; Η παράνομηςδιακίνησηςαρχαιοτήτων από τα κατεχόμενα , η
αγοραπωλησια αρχάιων αντικειμένων από μουσεία , αρχαιολογικούς χώρους και
ιδιωτικές συλλογές που έχουν κλαπεί από λαθρέμπορους και έχουν πουληθεί στο
εξωτερικό, διαλαμβάνονται ως πρόνοιες μέσα στο υπό συζήτηση κεφάλαιο;

Και πώς θα ονομάζεται στη νέα ιστορία η καταστροφή, η κλοπή, η μετατροπή σε


μάντρες ζώων των ναών μας, δεν θα είναι βάναυση πλέον η φθορά της πολιτισμικκής
μας κληροφονομιάς, αλλά; Δεν θα είναι βεβήλωση η μετατροπή μονών σε
στρατόπεδα;
Η εκμετάλλευση της Μονής Αποστόλου Βαρνάβα κοντά στη Σαλαμίνα, ένα από τα
πιο γνωστά προσκυνήματα για τους Κύπριους μέχρι το 1974, μετατράπηκε σε
μουσείο. Τα έσοδα από το μουσείο θα προστατέυονται από την Ευρώπη; Αλλά με
ενδιαφέρει και η γλώσσα, θα υπάρχει η λέξη βεβήλωση, λεηλασία, κλοπή,
βανδαλισμός ή θα αντικατασταθούν;
Η ουσία της περιουσίας

Θέλετε να πείτε πως, μιλώντας για «περιουσιακό», εννοείτε πως όλη η ζωή στα χωριά
και στις πόλεις και κωμοπόλεις μας, οι εκκλησιές και τα σχολεία μας, τα καφενεία, οι
σύλλογοι κι η ελιά που φύτεψε ο πατέρας και το σπίτι με το φούρνο, όλα αυτά είναι
«οι περιουσίες» για τις οποίες σκοντάφτετε, δεν τα βρίσκετε, τα βάζετε σ’ ένα καλάθι
και θα τα ξανασυζητήσετε; Εμείς το δίκαιο της ειρήνης κι αυτοί το δίκαιο του
πολέμου και της αρπαγής;
Δηλαδή τι; Θα μοιράσουμε τη ζωή χιλιάδων χρόνων, την ιστορία και παράδοση,
αρχαία θέατρα και γυμνάσια, αγάλματα κι εικόνες, εκκλησιές και μοναστήρια, τον
στολισμένο επιτάφιο και τη λαμπρή ανάσταση του Χριστού μας, θα τα κάμουμε
κοινή πολιτιστική κληρονομιά; Από πού ως πού;
Όλα αυτά δεν είναι παρά η περιουσία μας, η Ιστορία κι ο πολιτισμός μας. Δεν είναι
όπως λέμε έχω ένα γαϊδούρι, ένα αυτοκίνητο και το πουλώ, ξύλα κεραμίδια και
παιγνίδια, στιλπνές μπάλες να στολίζουμε το δέντρο, κούτσουρα για τζάκι! Είναι το
πρόσωπό μας, καταλαβαίνεις;
Ο άνθρωπος είναι το σπίτι του! Στην κάθε του γωνιά κάθισε, γέλασε έκλαψε, είδε το
φως, ψηλάφισε το σκοτάδι, μπήκε στην κουζίνα με τις μυρουδιές, τη σούπα να βράζει
το χειμώνα, λεμονάδα κάτω από την κληματαριά το καλοκαίρι, εκεί έπαιξε, τσάπισε
τον κήπο, πότισε λουλούδια, τάισε όρνιθες και κουνέλια, ξημεροβραδιάστηκε στο
διάβασμα, βγήκε το κατώφλι και μπήκε στον κόσμο. Λίγο πιο πάνω η εκκλησιά, λίγο
πιο κάτω το Δημοτικό.
Δηλαδή τι; Θα μοιραστούμε τα σχολεία μας, θα τ’ ανταλλάξουμε ή θα τα βλέπουμε
καταστρεμμένα, όπως τα Δημοτικά τ΄άι Κασσιανού, το εκκλησάκι τ’ άι Γιώργη;
Πόσοι προσευχήθηκαν εκεί, πόσων χτύπησε η καρδιά μπροστά στον τεράστιο άγιο,
που έσωσαν μέσα από τις φλόγες του πολέμου ο αδελφός κι ο φίλος;
Το σπίτι είναι ο άνθρωπος, το χωριό είναι ο πολιτισμός μας, η κοινωνία και
κοινωνικότητά μας, κι αν πέρασαν τριάντα τόσα χρόνια δεν τα μηδενίζουμε.
Η περιουσία μας είναι κι η ουσία της ανθρωπιάς μας κι η απόδειξη της αξιοσύνης
μας. Ο ιδρώτας, το ηλιοκαμένο πρόσωπο, ροζιασμένες παλάμες. Καλλιεργώ είτε τη
γη είτε τον εαυτό μου το ίδιο μοιάζει, την τίμια ζωή και ζήση φανερώνει. Γι’ αυτό κι
ήταν μεγάλη προσβολή ν’ ακουστεί στο χωριό πως κάποιος σκέφτονταν να πουλήσει
γη. Σαν να λέμε τη μάνα του. Και τώρα πώς θα γίνει; Έκτισαν πάνω; Πού, πότε, γιατί,
με ποιου το δικαίωμα, του κλέφτη; Έχει ο κλέφτης δικαιώματα;
Οι περιουσίες δεν είναι άψυχα, είναι όλη η ουσία κι η διαφορά μας από τ’ άλλα
ζωντανά. Κι αν ζήσαμε χωρίς τα σπίτια τόσα χρόνια είναι γιατί είχαμε κι έχουμε μέσα
μας κρεμασμένο ένα μεγάλο μαγνήτη επιστροφής. Το ξέρουμε πως το σπίτι είναι
εκεί, το περβόλι, το ξέρουμε πως άλλοι το απολαμβάνουν και δε θλιβόμαστε μόνο.
Οργιζόμαστε και ορυόμαστε. Το άδικο κυρτώνει, σαν τον τοίχο που σωμπίνει. Και
το χειρότερο, τα σπίτια που γκρέμισαν- δεν ήταν δικά τους- τους στάβλους, τον
ελιόμυλο, το καμπαναριό. Και- την κατάρα μου να’ χουν- την εκκλησιά που
μαγάρισαν, τις τίμιες εικόνες, τα τίμια και πολύτιμα της πίστης και του πολιτισμού
μας. Τα τίμια ελληνικά ονόματα. Κι αυτά περιουσίες και μαρτυρίες της ελληνικής
παρουσίας.
Αυτά ήταν κι είναι η ζωή μας, των πατεράδων, των παππούδων, των παππούδων των
παππούδων μας. Κι η ζωή δεν πουλιέται, δεν ξεπουλιέται, δεν ανταλλάσσεται. Κι
είναι εκεί για να τα βλέπουμε στον ύπνο και να ξυπνούμε, για να μας τρων τα φίδια
και να τα πατούμε κατακέφαλα, γιατί αυτό απαιτεί το δίκιο και η αξιοπρέπεια κι ο
πολιτισμός κι η Ιστορία κι η παράδοσή μας. Γιατί εμείς έχουμε να επιδείξουμε
πολιτισμό. Δεν έχουμε να λέμε «αυτό ήταν κάποτε εκκλησιά τώρα είναι τζαμί». Γι’
αυτό υπομένουμε τόσα χρόνια κι επιμένουμε. Για την ευλογημένη εκείνη μέρα. Όταν
οι εκκλησιές μας θα είναι εκκλησιές μας, τα σχολεία μας σχολεία μας, τα σπίτια μας
σπίτια μας. Κι οι περιουσίες μας περιουσίες μας.
Τα τείχη

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν
τείχη.
«Κι απομονωμένοι» τώρα οι Τουρκοκύπριοι, κάθονται κι απελπίζονται, το νου τους
τρώει αυτή η τύχη. Γιατί πράγματα πολλά έσω κι έξω να κάμουν είχαν: να συνομιλούν
για να περνά ο καιρός, και ταυτόχρονα να ετοιμάζουν το δικό τους «κράτος».
Δημιούργησαν το 1960 ένα κράτος («συνεταιρικό»;) με τους Ελληνοκύπριους.
Απομονώθηκαν σε τρία χρόνια, για να δημιουργήσουν τις δικές τους διοικητικές
δομές. Εκμεταλλεύτηκαν τα νεκρά στην μπανιέρα παιδιά προβάλλοντάς τα στα
παγκόσμια μέσα - έστω κι αν ο πατέρας ήταν ο μανιακός φονιάς. Δώσαν τη
διαστρεβλωμένη στον κόσμο εικόνα πως από το ΄63 βρίσκονταν σε διωγμό. Κι
επανέρχεται τώρα η Αμερική, διά στόματος κυρίας Κλίντον: «να σταματήσει η
απομόνωση των Τουρκοκυπρίων».
Κι οι Τουρκοκύπριοι; Στα Κατεχόμενα από τα στρατεύματα εισβολής εδάφη μας
κατέλαβαν ή κατέστρεψαν τα σπίτια μας, εκμεταλλεύτηκαν τις περιουσίες μας,
έκτισαν πάνω σε ομαδικούς τάφους αγνοουμένων, μετέτρεψαν τις εκκλησιές σε
μουσεία, σε στάβλους, σε αγγειοπλαστεία, «μόνοι κι έρημοι, απομονωμένοι»! Τι
πολιτισμό να επιδείξουν στους τουρίστες και στους Άγγλους φίλους τους; Εδώ ήταν
εκκλησιά, τώρα τζαμί.
«Απομονωμένοι» στην Καρπασία, έφεραν λίγους «συγγενείς» από την Τουρκία να
τους φιλοξενήσουν, περίμεναν να επιδιορθώσουν τα σπίτια οι εγκλωβισμένοι να τους
τα αρπάξουν, να τα δώσουν στους «φιλοξενούμενούς» τους, τι να κάνουν τόσα χρόνια
«απομονωμένοι»; Να τιμούν τρίτες Βιέννες, συμφωνίες και μέτρα οικοδόμησης
εμπιστοσύνης; «Απομονωμένοι» στα ξενοδοχεία των Ελληνοκυπρίων,
«απομονωμένοι» στις περιουσίες μας, έκτισαν, έκλεψαν, ξεπούλησαν.
Κι ύστερα από τόσα χρόνια μέσα στα «τείχη» τους, με την απόφαση του καταστροφέα
της Κύπρου αρχηγού τους ν’ ανοίξει τα οδοφράγματα, έκαμαν επίδειξη δυνάμεως:
απαίτησαν άδεια εισόδου με διαβατήρια και ταυτότητες. Ένα ψευδοκράτος!
Μόνο «Τουρκοκύπριοι» κατοικούσαν εκεί, αφού οι «φιλοξενούμενοι» από την
Τουρκία κι οι εποχικοί εργάτες χρίστηκαν «Τουρκοκύπριοι». («Κι όσοι μιλούν για την
αποδοχή εποίκων ξεχνούν πως άλλοι πρώτοι αποδέχτηκαν χιλιάδες» είπε και ο
Πρόεδρος) Γιατί στο μεταξύ μοίρασε το ψευδοκράτος ιθαγένειες σε Βούλγαρους και
Ιταλούς και Τούρκους, κι ας χαρακτηρίζει έγκλημα πολέμου η παγκόσμια κοινότητα
τον εποικισμό.
Κι οι Ελληνοκύπριοι συνεχίζουν να τους «απομονώνουν»! Ξενυχτούν στα καζίνα τους,
στα καμπαρέ, στα ξενοδοχεία, κάθονται στο λιμάνι της Κερύνειας, πίνουν καφέ,
ταξιδεύουν με τ’ αεροπλάνα τους για την Τουρκία. Αυτή η «απομόνωση» δεν
τελειώνει!
Κι όμως μέσα στα τείχη είμαστε εμείς. Και μάλιστα σε τριπλή σειρά, στα σκόπιμα
τείχη της αυτοαπομόνωσης των Τουρκοκυπρίων για την οικοδόμηση του
ψευδοκράτους των, στα στρατιωτικά επεμβατικά και διπλωματικά τείχη της Τουρκίας
και των φίλων της, και στα τείχη των δικών μας αδυναμιών και διλημμάτων, «ή
συνομιλίες ή διχοτόμηση», «ή σύντομα λύση ή εδραίωση των τετελεσμένων».
Εδώ- το ξέρουμε και το ομολογούμε- δεν κινδυνεύει μόνο η Κύπρος. Όλος ο
ελληνισμός βρίσκεται στο στόχαστρο. Κι αυτό, κατά παράδοξο τρόπο, το ξεχνούμε.
Παρακαλούμε την Ελλάδα να μας αφήσει μόνους, μεγαλώσαμε, μπορούμε μόνοι να
γκρεμίσουμε τα τείχη, μ’ έναν καφέ. Κι όμως τα τείχη είναι εκεί και δεν έχουμε
μαστόρους να τα ρίξουν. Πανελλήνια συντεχνία μαστόρων χρειαζόμαστε. Να ρίξουμε
τα τείχη.
Ένα σχεδόν κανονικό κράτος

«Ένα σχεδόν κανονικό κράτος», μια φράση που ακούστηκε από ραδιοφώνου για το
τελικό αποτέλεσμα των κυπριακών συνομιλιών κι άνοιξε βαθιά πληγή, όσο κι αν οι
κρατούντες με τα χαραγμένα χαμόγελα θέλουν να μας πείσουν πως όλα τώρα είναι
καλύτερα κι οι επιτυχίες μας διαδέχονται η μια την άλλη. Αλλά δεν ακούει κανείς
αποδείξεις της αισιοδοξίας, παρά τα επαναλαμβανόμενα, «θα είναι μια λύση
κυπριακή από τους Κυπρίους για τους Κυπρίους». Μας τα’ πε κι ο Αμερικανός
πρέσβης, ενθαρρυμένος, λέει, από το γεγονός ότι οι δύο ηγέτες έχουν πάρει αυτή τη
ευθύνη στους ώμους τους, και πως όλοι ενδιαφέρονται να δουν μια πετυχημένη λύση
στο πρόβλημα που μας έκαμε όλους εμάς να υποφέρουμε πολύ. Αλλά φαίνεται θα
υποφέρουμε για καιρό ακόμα.

Οι δηλώσεις Ταλάτ και μπροστά στον Πρόεδρό μας και πίσω από τις πλάτες του είναι
οι ίδιες: δυο κράτη, δυο οικονομίες, και πάλι με το αζημίωτο, αυτοί που έχουν
περισσότερα να δώσουν στους φτωχούς Τούρκους ή να τους περιμένουν: να
καθηλώσουν την πρόοδο και να σταματήσουν να τρέχουν οι Ελληνοκύπριοι, ώσπου
να’ ρθει το «παρθενογεννημμένο τουρκοκυπριακό κρατίδιο» να τους φτάσει
οικονομικά.

Ένα 18 % ήταν και επίσημα είναι, τώρα όμως έχουν πολιτική ισότητα, κι έχουν
αυξηθεί σε μισό εκατομμύριο οι κάτοικοι των κατεχομένων εδαφών μας, των
καταπατημένων από τα τουρκικά στρατεύματα, για τα οποία ακόμα δεν κάμαμε λόγο
στις συνομιλίες, γιατί πρέπει να σεβόμαστε τις τουρκικές ευαισθησίες. Και
συνεχίζουμε να συνομιλούμε και δεν θέτουμε ούτε θέμα ισότητας ούτε αποχώρησης
στρατευμάτων. Εμείς ευαισθησίες δεν έχουμε! Για ποια ισότητα γίνεται λόγος, όταν
ο ένας συνομιλεί έχοντας προστάτη και φόβητρο τα στρατεύματα και τις αρβύλες
τους, ενώ ο άλλος πάει ξυπόλυτος στ’ αγκάθια; Ακόμα κι ο Μήλιοι τω καιρώ εκείνω,
όταν πήγαν οι Αθηναίοι να τους υποτάξουν, έθεσαν πρώτα θέμα στρατευμάτων:
«Μπορούμε να μιλούμε, ενώ τα στρατεύματά σας μας πατούν στο λαιμό;»
Κι ακόμα για ποια ισότητα γίνεται λόγος, όταν ο άλλος δε σέβεται κανένα νόμο, αφού
είναι γενικώς παράνομος; Οι ίδιοι οι Τουρκοκύπριοι είναι μια ελάχιστη πια
μειοψηφία, ενώ οι έποικοι και κλέφτες των περιουσιών μας και καταπιεστές των
συνοίκων αυξάνονται γεωμετρικώς και αναγκαστικώς, κατά διαταγή της Τουρκίας να
δοθούν παράνομες υπηκοότητες από το ψευδοκράτος.
Γίνεται συζήτηση για τη θέση μας στην Ευρώπη, οι Ευρωπαίοι μας λεν: δεχόμαστε
κάποιες προσωρινές παρεκκλίσεις, ως εκεί που δε μας προκαλείτε πρόβλημα, άλλο αν
δέχεστε να είστε «σχεδόν πολίτες». Αλλά ο Ταλάτ δε δέχεται ούτε πως η Κύπρος
είναι μέλος της Ευρώπης. Θα μπει, λέει όταν γεννηθεί η νέα Κύπρος
παρθενογενετικώς. Όσο για τις περιουσίες, πρώτα τις δικαιούται ο κλέφτης, λέει ο
συνομιλητής μας, κι ύστερα ο νοικοκύρης!!!
Γι’ αυτό κι ένας παρατηρητής μπορεί να συμπεράνει: θεριεύουν οι εχθροί των
Ελλήνων Χριστιανών της Κύπρου, κι απ’ έξω κι από μέσα. Με τους Άγγλους, τους
Τούρκους, τους Αμερικάνους, με τους έποικους, με τους υποταγμένους στην Τουρκία
σύνοικους-όσοι απέμειναν- με τα στρατεύματα εισβολής και κατοχής. Και με τους
δικούς μας ακόμα, που βγάζουν μια πήχη γλώσσα, όταν μιλά κανείς για Έλληνα
Χριστιανό και τον χρίζουν με τα γνωστά «ψευδεπίγραφοι πατριωτισμοί, εθνικισμοί,
σοβινισμοί και άλλα μίζερα».
Ένα σχεδόν κανονικό κράτος, με ένα σχεδόν ελληνοκυπριακό συνιστών κρατίδιο, με
σχεδόν Έλληνες Χριστιανούς, με το άλλο συνιστών βέρο τούρκικο,με βέρους
Τούρκους, και το όλο κράτος με σχεδόν υπόσταση διεθνή: ένα σχεδόν κανονικό
κράτος. Αυτό είναι το όραμά μας;
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΔΥΟ ΕΠΕΤΕΙΟΥΣ

Πολλά τα κοινά των δυο επετείων, της 25ης Μαρτίου και της 1ης Απριλίου. Ο
υπεράνθρωπος αγώνας για ελευθερία, η ομοψυχία των αγωνιστών, η ψυχική και
ηθική ανάταση, η υπέρβαση των προσωπικών παθών, η αυτοθυσία, ο ομόθυμος
στόχος της απελευθέρωσης της πατρίδας από τους τυράννους, η υλική και ηθική
συμπαράσταση των ομοεθνών όπου γης.
Τα κείμενα των αγωνιστών στα οποία κατατέθηκαν οι σκέψεις και τα συναισθήματά
τους αποτελούν την ακριβή μαρτυρία των κραδασμών του εσώτατου κόσμου τους.
Αν η γνώση φωτίζει, το παρελθόν πρέπει να γίνει ο φωτεινός οδηγός. Κι αυτό που
βασικά διδάσκουν οι αγώνες του παρελθόντος είναι ότι ο άνθρωπος ζει ως άνθρωπος
μόνο όταν είναι ελεύθερος. Ελεύθερος να είναι ο εαυτός του, να σκέφτεται και να
πράττει αναλαμβάνοντας την ευθύνη για τις πράξεις του, σεβόμενος τον εαυτό του
και τους συνανθρώπους του ως εαυτόν. Χωρίς ξένες επεμβάσεις, χωρίς ανώτερη ή
άλλη βία. Να ακολουθήσει το δρόμο του, για να πραγματοποιήσει τον προορισμό
του, την απελευθέρωση των δυνάμεών του σωματικών και πνευματικών,
προσφέροντας στον πολιτισμό του, την απόδειξη της ελευθερίας του ανθρώπου στη
γη. Από τον καιρό που ο Θουκυδίδης μας άφησε το «εύδαιμον το ελεύθερον»,
ευτυχία είναι η ελευθερία και ελευθερία η ευψυχία και η αγωνιστικότητα, ως τον
Μακρυγιάννη και τον Αυξεντίου, ο ελληνισμός τέτοιες μέρες -περισσότερο από
άλλες- περηφανεύεται για τους αγώνες των προγόνων του για απελευθέρωση από
εξωτερικούς και εσωτερικούς εχθρούς.
Αν αγωνιζόμαστε λοιπόν κι εμείς εδώ στην Κύπρο, αγωνιζόμαστε για την
απελευθέρωσή της από την Τουρκία, από τα τουρκικά στρατεύματα, από τους
έποικους, από το στραγγαλισμό των ανθρώπων, από την καταπάτηση των εδαφών
μας, από την απολίτιστη καταστροφή των εκκλησιών και γενικά του πολιτισμού μας,
του άλλου εαυτού μας. Γιατί ο άνθρωπος είναι ελεύθερος όταν είναι ο εαυτός του και
όχι άλλος, αποξενωμένος από την Ιστορία και παράδοσή του.
Αν γι’ αυτή την ελευθερία μιλούμε, τότε δεν μπορούμε να δεχόμαστε τις προτροπές
να αλλάξουμε φιλοσοφία και μυαλά, γιατί έτσι δήθεν θα ευκολύνουμε τη λύση του
κυπριακού. Εμπόδιο δεν είναι το ότι εμείς είμαστε και δηλώνουμε Έλληνες και
θέλουμε να παραμείνουμε Έλληνες.
Τι σημαίνει να αλλάξουμε φιλοσοφία και μυαλά; Εκεί αποβλέπει η προσπάθεια να
αλλάξει η Ιστορία, να αλλάξει ο προσανατολισμός της εκπαίδευσης;
Να μην προβάλλουμε τις διαφορές μας με το σύνοικο στοιχείο αλλά τα όσα μας
ενώνουν! Αν αρχίσουμε τις εκπτώσεις στις ιδέες και στα ήθη μας, για να λύσουμε το
κυπριακό, τι θα γίνει όταν θα είναι ήδη λυμένο; Έλληνες και Τούρκοι (έποικοι και
μη) μονιασμένοι θα τρωγοπίνουν και θα χορευοτραγουδούν, θα δημιουργήσουν ένα
νέο πολιτισμό και θα γράψουν την κοινή Ιστορία; Μια τέτοια λύση οραματιζόμαστε;
Χωρίς να είναι ο καθένας ο εαυτός του; Ή ο εαυτός μας θα αλλάζει κατά τα
κελεύσματα της εκάστοτε ηγεσίας;
Είναι δυνατό να νομίζουμε πως για τη λύση του κυπριακού φταίει η φιλοσοφία κι η
νοοτροπία μας και δε βλέπουμε τα σχέδια της Τουρκίας, δεν βλέπουμε πως εμείς οι
ίδιοι νομιμοποιούμε με τις δηλώσεις μας το διεθνώς χαρακτηρισμένο παράνομο
καθεστώς της τουρκοκυπριακής κοινότητας, που δεν είναι παρά παρακλάδι της
Τουρκίας; Γιατί τόση αγάπη στον Τουρκοκύπριο συνομιλητή, ο οποίος άλλα
συμφωνεί και άλλα διακηρύσσει, ενώ μιλά για ομοσπονδία προάγει τη
συνομοσπονδία; Γιατί δεν ξεκαθαρίζουμε και δεν δηλώνουμε και δεν υπενθυμίζουμε
στο παγκόσμιο και προπάντων στο συνομιλητή μας κάθε μέρα πως είναι παράνομο το
τουρκοκυπριακό κρατίδιο;
Αν πράγματι ισχύει το ότι στην Κύπρο ο καθένας θα είναι περήφανος γι’ αυτό που
είναι, οι Έλληνες της Κύπρου δεν είναι δυνατό να καλούνται να αυτοσυρρικνωθούν
εθνικά και θρησκευτικά. Οι τεράστιες σημαίες στον Πενταδάχτυλο, η εκτυφλωτική
δήλωση της τουρκικής περηφάνιας δεν πρέπει να αφήνουν κανένα να εφησυχάζει.
Δυστυχώς, ανάμεσα σε δυο εθνικές επετείους αντί να πανηγυρίζουμε, φτάσαμε στο
σημείο να υπερασπιζόμαστε τα αυτονόητα: πως είμαστε και θα παραμείνουμε
Έλληνες Χριστιανοί.
Ο δικός μας είναι καλύτερος

Τω καιρώ εκείνω, κατά τη δεύτερη τουρκοκρατία εν Κύπρω, τέλη του 20ου και αρχές
του 21ου αιώνα, οι Έλληνες της Κύπρου, μη έχοντες κανένα πρόβλημα, οικονομικό,
πολιτικό, πνευματικό, (όλοι είχαν εκμάθει την τουρκικήν, για να μελετήσουν τους
μεγάλους ποιητές Ομέρ και Εσιεκσπήρον) και συμφωνούντες επί παντός επιστητού οι
παρουσιαζόμενοι ως αξιωματική αντιπολίτευση δεξιοχωρίτες και οι κυβερνώντες
αριστεροχωρίτες, δέχτηκαν την επίθεση του δαίμονος της διχονοίας κι άρχισαν να
επιδίδονται σε αντεγκλήσεις.
Οι μεν αριστεροχωρίτες υποστήριζαν πως ο δικός τους Τούρκος ήταν καλύτερος από
των δεξιοχωριτών, οι δε δεξιοχωρίτες πως καλύτερος ήταν ο δικός τους. Κι άρχισε
έτσι ο τρίτος παγκόσμιος ή ο δεύτερος τρωικός.
Ο Τούρκος των αριστεροχωριτών ήταν ένδοξος γόνος ηρωικής οικογένειας μέλους
της Βολκάν και της ΤΜΤ. Προοδευτικός, άνοιγε δρόμους και βρισκόταν πάντα
μπροστά, γιατί είχε μια τερατώδη κρατική και στρατιωτική προωθητική μηχανή που
τον αναδείκνυε «άξιο διάδοχο άλλου μεγάλου τέκνου της κοινότητάς του». Αυτό
όμως το τελευταίο δεν ανέχονταν κατ’ ουδένα λόγο να ακούσουν οι αριστεροχωρίτες
για τον Τούρκο τους. Γίνονταν τούρκοι από το θυμό και υπερασπίζονταν δημοσία τις
θέσεις τους από ανωτάτου μέχρι κατωτάτων. Μάλιστα κάποτε εκάλεσαν και γλύπτη
να σμιλέψει το άγαλμα του δικού τους και να το τοποθετήσει στο προαύλιο
εκκλησίας σε κατεχόμενη κωμόπολη. Ο μύθος όμως λέγει πως ο άγιος, επιλεόντιος,
με τρεις βρυχηθμούς, θρυμμάτισε το άγαλμα και έκτοτε με αυτό κανείς δεν
αγάλλεται. Κρίμα, γιατί είναι όντως μεγάλος προοδευτικός, αφού ανάμεσα στους
ευρωπαίους πρώτος ανεκάλυψε το δίκαιο του ιδιοκτήτου, αλλά το εκάλυψε και πάλιν
υποστηρίζοντας πως ο χρήστης έχει τον πρώτο λόγο στο δικαίωμα αυτό και όχι ο
ιδιοκτήτης. Όπερ έδει δείξαι. Και μεγάλος και δίκαιος και αυτόνομος και ελεύθερος
και διαπραγματευτής! Κι οι αριστεροχωρίτες θαυμαστές του!
Ο Τούρκος των δεξιοχωριτών ήταν κάποιος γόνος ισλαμιστών, όχι φανατικών, μόνο
για τη σύζυγό του λέγεται πως επιβάλλει παντού την ισλαμική μαντίλα, ο ίδιος όμως,
όπως υποστηρίζεται από τους δεξιοχωρίτες υπερασπιστάς του, δεν μπορεί να
συγκριθεί καθόλου με τον μέγα Βεζύρη τον Μεγαλοπρεπή, ο οποίος κατέλαβε την
υπερτέρας δυνάμεως εχθρικήν του χώραν Κύπριν. Ο μέγας αυτός βεζύρης έλεγεν ότι
το κυπριακό ελύθη επί του εδάφους. Ο ισλαμιστής όμως εκείνος των δεξιοχωριτών,
όπως βοούν οι υποστηρικτές του, τοιαύτα δεν λέγει. Αντίθετα, υπενθυμίζουν πως,
όταν επέβη ως επιβήτωρ του θρόνου, είπε πολλά έπεα και πτερόεντα, δεν παρήλθεν
όμως εβδομάς, οπότε εθεάθησαν τα ώτα του κόκκινα κατακόκκινα, βαθεοκρατικώς
τραβηγμένα.
Αλλ’ όλα τα πιο πάνω είναι μύθοι, και τούτο πρώτος αντελήφθη ο θείος Πλάτων, ο
οποίος, παίρνοντάς με από το χέρι και βάζοντας μπροστά στα μάτια μου το μύθο του
Ηρός ή του Αρδιαίου από την Πολιτεία του, μου λέγει: Δεν γνωρίζεις, γέρον, ότι η
τύχη των τυράννων είναι άλλη; Και μάλιστα τώρα που ανθίζουν οι σπαλαθκιές, οι
λεγόμενοι ασπάλαθοι; Και αν δεν διάβασες Πλάτωνα, δεν σε δίδαξαν στο
αμεταρρύθμιστο σχολείο το «Επί ασπαλάθων» του Γιώργου Σεφέρη; Το τέλος των
τυράννων πάντα το ίδιο είναι: Να τους τρυπούν με τ’ αγκάθια τους οι ασπάλαθοι. Κι
αυτοί οι Τούρκοι που αναφέρεις στο μύθο σου, άδικοι τύραννοι είναι κι οι δυο.
Ανοίξτε τα μάτια, δείτε το δικό σας δίκαιο, υπερασπιστείτε το, και μη παιδαριωδώς
διχάζεστε. Κανενός ο Τούρκος δεν είναι καλύτερος. Ούτε ο Τούρκος των
δεξιοχωριτών ούτε αυτός των αριστεροχωριτών.
Η Παναγιά από ψηλά παρακολουθούσε

Η Παναγιά από ψηλά παρακολουθούσε. Στην ποδιά της ο μικρός Χριστός.


Μισοσκόταδο στο ναό της Μεγάλης του Θεού Σοφίας. Με πεντακόσια σήμαντρα κι
εξήντα δυο καμπάνες, πεντακόσια πενήντα έξι χρόνια από την τελευταία λειτουργία.
Με τον πατριάρχη δεξιά και τον τελευταίο Έλληνα, τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.
Και τότε, στην άλωση, από ψηλά παρακολουθούσε. Πόσο αιμοβόροι μπορεί να
γίνουν οι άνθρωποι, ακόμα και μέσα σε ναό. Κρατούσε και τότε σφιχτά το Χριστό, αν
κι έζησε και χειρότερα, τη σταύρωσή Του. Τότε όμως ακόμα δεν ήξερε πώς ήταν η
ανάσταση.
Ο Βαρούχ Ομπάμα μπαίνει στο ναό. Μεγάλη η κουστωδία. Βασικός συνοδός ο
Ερντοάν. Μόνο που δεν ξέρει εγγλέζικα. Δυσανασχετεί συνεχώς και το δείχνει.
Πρέπει να’ χουν κι ένα γνώστη της αρχιτεκτονικής και της αισθητικής. Να’ χει
μελετήσει ιδιαίτερα το Υψηλό, να μιλήσει στο φιλοξενούμενο, να του αναλύσει την
τέχνη. «Να του μιλήσει για τον τουρκικό πολιτισμό», θέλει ο Ερντοάν. Ο κύριος
αρχαιολόγος αδυνατεί. Για την Αγιά Σοφιά ο λόγος, κι ύστερα για το αντίγραφο, το
Μπλε Τζαμί. Η ισλαμική τέχνη.
Ο Βαρούχ, ο επονομαζόμενος ευλογημένος, ακούει με ενδιαφέρον. Η Παναγία από
ψηλά παρακολουθεί. Προς στιγμή, η ματιά του Προέδρου τη συλλαμβάνει. « Όπου
και να πάω με παρακολουθεί η Παναγιά. Κάνω πως δε βλέπω, δεν ακούω. Άλλοι
κόσμοι φτερουγίζουν εδώ. Ρωμιοί σφαγμένοι, αρμένηδες σφαγμένοι, μια χώρα για
την Ευρώπη με τόσο αίμα κι άδικο στα σωθικά. Και πώς να τα σβήσει; Όσο κι αν
κρύβομαι δεν κρύβομαι. Όσο κι αν άλλα προεκλογικά λέω, αλλού τα συμφέροντα
οδηγούν.»
Ο Πατριάρχης δεν περιμένει το Βαρούχ στο πατριαρχείο. Ο Πατριάρχης ζει στην
Κωνσταντινούπολη πεντακόσια πενήντα έξι χρόνια από την κατάληψη του Βυζαντίου
από τους Τούρκους. Σειρά πατριαρχών αγωνίζεται, πάσχει, προσπαθεί να
ισορροπήσει καταστάσεις, να επιβιώσει, να σωθεί η Ρωμιοσύνη.
Ο Πατριάρχης επισκέπτεται τον Πρόεδρο στο ξενοδοχείο του. Δώδεκα λεπτά.
Όσο κι αν είσαι Πρόεδρος της Αμερικής δεν μπορείς να καταλάβεις το βάθος της
ιστορίας των παθών και των δεινών και προπάντων του χρέους αλλά και το θαύμα
ενός Οικουμενικού Πατριάρχη μες στην Πόλη, εκτός αν βυθιστείς μέσα στην Μαύρη
Ιστορία σου, οπότε θα συλλάβεις τον πόνο και το δάκρυ της δικής σου φυλής που
ανέβασες εσύ εκεί ψηλά. Και θα καταλάβεις.
Ο Βαρούχ της Μαύρης Φυλής του τον πόνο και το δάκρυ, ο Οικουμενικός
Πατριάρχης της Ρωμιοσύνης τον πόνο και το δάκρυ. Κι εμείς…
Τριάντα πέντε χρόνια στην προσφυγιά, την αδικία, την άγνοια, τον εγκλωβισμό.
Χειροτερεύοντας τις συμπεριφορές, αυτοεμπαιζόμενοι για να κερδίζουμε
ψηφοφόρους ή καταθέτοντας στα τούρκικα καζίνα κι ανεχόμενοι. Περιμένοντας
ποιος θ’ ανεβάσει τον ελληνισμό του τόπου εκεί που του αξίζει. Ποιος δε θα
γονατίσει στις απάνθρωπες πιέσεις, ποιος δε θα ξεπουλήσει την ελευθερία,
ανταλλάσσοντάς την με ψευδεπίγραφα δικαιώματα. Ποιος θα ξαναδεί ολοκάθαρο το
πρόβλημά μας κι όχι με τη σκουριά των χρόνων. Ποιος θα ξαναπεί την εισβολή
εισβολή, τη λευτεριά λευτεριά, χωρίς μαλάματα.
Κι αν ένας δεν μπορεί μόνος, πού είναι οι Έλληνες; Το δίκαιο δεν φτάνει να υπάρχει.
Με λαγαρό μυαλό και λόγο πρέπει πρώτα ο ίδιος ο αδικημένος να το δει, να
συστρατεύσει τις δυνάμεις και να το διεκδικήσει.
Δυστυχώς προς το παρόν, δίχως τη δική μας χείρα, η Αθηνά αδυνατεί στη σύγχυση.
Κι η μεγάλη βδομάδα επεκτείνεται.
Η αντιφατικότητα της οδυνηρής αναστάσεως

Αντιφατικές φαίνονται αμέσως οι έννοιες οδύνη και ανάσταση. Γιατί η οδύνη


σημαίνει πόνο, ενώ η ανάσταση χαρά. Άρα – λογικά και μόνο- δεν μπορεί να υπάρχει
οδύνη στην ανάσταση. Η ανάσταση προσδοκούμε να είναι λαμπροφόρος, χαροποιός,
να ενώνει τους ανθρώπους. «Πέστε Χριστός ανέστη εχθροί και φίλοι», λέει ο
Σολωμός.
Ο σταυρός και τα πάθη παρέρχονται και οδηγούν στην αναστάσιμη χαρά. Από το
σταυρό μπουμπουκιάζουν τριαντάφυλλα, λέει ο Ρίτσος. Ο Πρωτομάστορας Θεός
μέσα στις επιτάφιες πασχαλιές μυρίζει ανάσταση, λέει ο Ελύτης. Η ανάσταση
νικηφόρα φανερώνει στον κόσμο ένα σχήμα και θρησκευτικό και ηθικό και λογικά
αιώνιο, πως μετά το πάθος ακολουθεί η ανάσταση, μετά το χειμώνα έρχεται η άνοιξη,
μετά το σκοτάδι το φως, μετά την σκλαβιά η ελευθερία.
Δοκιμασμένο το σχήμα ισχύει. Άρα και η αναμενόμενη λύση στο κυπριακό πρόβλημα
θα πρέπει να είναι χαροποιός και όχι οδυνηρή. Αν είναι οδυνηρή, δεν θα είναι λύση, ή
δεν θα είναι δίκαιη, άρα θα γίνει απαρχή άλλων δεινών.
Μια αναστάσιμη- πραγματική λύση σημαίνει την απελευθέρωση των εδαφών μας από
τον τουρκικό ζυγό, την ελεύθερη διακίνηση και εγκατάσταση στα πατρογονικά
χώματα, τη συνένωση των ανθρώπων και όχι το χωρισμό τους, την ειρηνική
συμβίωση ύστερα από το χωρισμό και τη διαίρεση, τη δικαιοσύνη, που είναι
παγκόσμια κατοχυρωμένη ως ανθρώπινα δικαιώματα και τα οποία δικαιούται ο
καθένας, άσχετα από φυλή, φύλο, χρώμα, γλώσσα, θρησκεία, εθνότητα.
Αναμένεται λοιπόν οι ηγέτες μας να μας ετοιμάζουν μια τέτοια λύση και μόνο, γιατί
οποιαδήποτε άλλη δεν μπορεί να έχει τη λαϊκή αποδοχή, εκτός αν κάποιος είναι
εθελόδουλος και εκούσια, εν γνώσει του, ανέχεται τα παιδιά του να είναι σκλάβα, με
μισά δικαιώματα και μάλιστα με την ψήφο του, για την οποία τα παιδιά του μια μέρα
θα τον οδηγήσουν στα δικαστήρια ή και μια μέρα θα επαναστατήσουν. Γιατί η
ελευθερία δεν μπορεί να καταπνίγεται ή να φενακίζεται, αφού βρίσκεται ριζωμένη
στα θεμέλια της ψυχής του ανθρώπου.
Οι άρπαγες του παρόντος αιώνος διεμερίσαντο τα ιμάτια της Κύπρου το 1960, με την
επιβολή των αγγλικών βάσεων. Άλλος διαμερισμός των ιματίων γίνεται με τα όπλα το
1974,
αλλά ο λαός μας, πίνοντας χολήν και όξος δεν ενδίδει το 2004 με το δημοψήφισμα,
όπως και δεν πρόκειται να ενδώσει στον ενυπόγραφο διαμερισμό, γιατί δεν ανέχεται
αιώνια επί ξύλου κρεμάμενη τη φίλη πατρίδα και μητέρα του να πάσχει αδίκως.
Οι άνθρωποι μετά το πάθος προσδοκούν την ανάσταση, και γι’ αυτήν την εκ τάφου
έγερση καλούνται οι πολιτικοί μας να αγωνιστούν. Γιατί τελευταία δίνουν την
εντύπωση πως πολιτική είναι να πεισθεί ο λαός μας πως η λύση θα είναι οδυνηρή,
άρα άδικη. Τέτοια όμως πολιτική είναι η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα και όχι η
αρμόζουσα σε ελευθέρους.
Σχετικό όμως είναι κι ένα άλλο τριμερές σχήμα: Ενότητα- χωρισμός- υπέρβαση. Δύο
από τα στάδια αυτά, την ενότητα και το χωρισμό, τα έχουμε ζήσει στην Κύπρο. Οι
δυο κοινότητες έζησαν ειρηνικά για χρόνια μαζί κι ύστερα χωρίστηκαν. Άρα
αναμένεται το τρίτο, η υπέρβαση.
Αν η λύση που θα δοθεί, θα είναι λύση διαίρεσης των δύο κοινοτήτων, δε θα φέρνει
την υπέρβαση, αλλά θα επισημοποιεί τη διαίρεση και το χωρισμό. Κι οι πολίτες
αυτού του τόπου θα αναμένουν ακόμα την τελική δικαίωση, όντας βέβαιοι πως αυτό
που δόθηκε δεν ήταν η τελική λύση.
Οδυνηρή λύση λοιπόν δεν είναι λύση, όπως οδυνηρή ανάσταση δεν είναι ανάσταση.
Καλή ανάσταση! Λαμπροφόρα, ειρηνοφόρα, πραγματικά αδελφική, νέα ζωή.
Θα κατέβουμε κι άλλα σκαλοπάτια;

Και να τον δεις αύριο που θα προσέλθει μουτρωμένος στις συνομιλίες- τι


συνομιλίες!- κι ο δικός μας θα τρέχει να τον αγκαλιάσει, να τον φιλήσει, όπως
προχτές τον πρωτοασεκρίτη το Ναμί. Κι αυτός όλο και περισσότερο θα λέει: «Μα
σύντροφε, δεν είναι πράγματα αυτά. Να αφήνεις τον καθένα- καθένας εδώ ο Κύριος
Αποστολίδης με την περιφανή δίκαιη νίκη του- δεν μπορείς λοιπόν να αφήνεις τον
καθένα να τρέχει στα δικαστήρια και να μας λεν να ισοπεδώσουμε όσα παράνομα στα
κλεψιμιά έχουμε χτίσει. Όσοι το λεν στα σοβαρά ή στ’ αστεία από τους δικούς σου
θεωρούνται από τους περισσότερους φαιδρά πρόσωπα, αιθεροβάμονες και
νεφεληγερέτες. Και τώρα, το ίδιο το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να
συντάσσεται με σαλούς!!! Δεν είναι αυτή πολιτική! Μόλις και μετά βίας, ύστερα από
τόση πίεση, η μητέρα πατρίδα μου μ’ άφησε να προσέλθω εδώ σήμερα. Λάβε το
σοβαρά υπόψη. Αυτοί κινδυνεύουν να τινάξουν στον αέρα τις συνομιλίες.»- τι
συνομιλίες!-.
Όπως κινδύνεψαν να τινάξουν στον αέρα τη φιλία σας τα φαντάρια στο προεδρικό!
Ακούς εκεί να φωνάζουν «Ελλάς Ελλάς σκέπασε κι εμάς». Γιατί εμείς προτιμάμε να
μένουμε ξεσκέπαστοι. Συνηθίσαμε στο κρύο και στην παγωνιά, στην αδικία και στην
καρπαζιά. Μας κακοφαίνεται να ζητήσουμε τη δίκαιη βοήθεια! Μας φέρνουν σε
δύσκολη θέση, όταν μας λεν πως έχουμε δίκαιο - από κάπου κάποτε πρέπει κι εμείς
να πιαστούμε! Ο Μεϊμαράκης να σιωπά, ο Καραμανλής τα κουπέπια του στο Κελλάκι
- ως εδώ και μη παρέκει. Γιατί εμείς τ’ αποφασίσαμε πως μόνο τους Τούρκους
έχουμε αδελφούς. Γι’ αυτό, κι αφού δε μας φτάνουν να το χωνέψουμε οι τουρκικές
σημαίες στον Πενταδάχτυλο (που έτσι κι αλλιώς δεν τις βλέπουμε, όπως δε βλέπουμε
τους Τούρκους στρατιώτες στη Λήδρας) καιρός είναι να λέμε και στα τούρκικα τα
«ζήτω της πρωτομαγιάς», γιασιασίν και τέτοια. Έτσι κι αλλιώς δεν είδαμε πως
ψήφισαν εκατό χιλιάδες έποικοι στις ψευδοεκλογές, κι ούτε ξέρουμε ποιος κάμνει
κουμάντο στα κατεχόμενα! Εμείς θέλουμε «κυπριακή λύση» με ελάχιστους
τουρκοκύπριους και πολλούς πολλούς εποίκους! Κι αν δώσουμε, λέει, ρεύμα στα
τουρκικά στρατεύματα, ποιος τη χάρη μας! Εμείς δεν είμαστε άγριοι κι απολίτιστοι
σαν τους τότε Σπαρτιάτες που τους ζήτησαν οι Πέρσες «γην και ύδωρ» κι αυτοί τους
κήρυκες τους ρίξαν στο πηγάδι λέγοντάς τους, «Πάρτε όσο νερό και χώμα θέλετε!»
Εμείς είμαστε ευγενικά παιδιά. Για ένα μπράβο ζούμε!
Ευτυχώς όμως που κανένας δεν ξέρει τι θα πει ο λαός την τελευταία στιγμή. Αυτό το
θαύμα που είναι ο ελληνικός κυπριακός λαός και στην κατάλληλη ώρα απαντά με ένα
«όχι» και τελειώνει.
Γιατί, στο τέλος –τέλος, η απάντηση δε δόθηκε στο μεγάλο ερώτημα: Εμείς τι θα
κερδίσουμε από τη λύση που μας ετοιμάζετε; Απαριθμήστε μας, όπως απαριθμεί κάθε
παραγωγός τα πλεονεκτήματα του προϊόντος του. Θέλετε να μας προωθήσετε- ή να
μας πλασάρετε που λεν- μια λύση; Πείτε μας τα πλεονεκτήματα για μάς. Κι αν δεν
υπάρχουν, τότε γιατί τόση βαβούρα και ενθουσιασμός, νικούμε, πάμε μπροστά,
προοδεύουμε; Απαριθμήστε τα πλεονεκτήματα της λύσης για τον ελληνικό κυπριακό
λαό, κι αν είναι περισσότερα από τα μειονεκτήματα, με τις ευχές μας.
«δακρυόεν γελάν»

Δακρυόεν γελάν, λέει ο παππούς μας ο Όμηρος. Αυτό πάθαμε παρακολουθώντας σας
στο δελτίο ειδήσεων, να ενθουσιάζεστε και να εγείρεστε από τη θέση σας, να
χειροκροτείτε και να επαίρεστε, να τανύζετε τα χέρια και να μην κρύβετε τη χαρά
σας. Δακρυσμένοι γελούσαμε για τη συμπεριφορά. Νικήσατε τον εθνικισμό και την
ελληνολατρία. Αποδείξατε πως πρώτα για το Γυμνάσιο Ριζοκαρπάσου ήταν όλος
όλος εκείνος ο στόχος της χρονιάς. Και δεύτερο για τους άλλους. Αφού οι Τούρκοι
λεν πως δε θα συζήσουμε στην κατεχόμενη γη μας. Εκείνοι αλλιώς εννοούν τη
διζωνική: εμείς να μην δικαιούμαστε στα σπίτια μας, αλλά αυτοί κι από κει κι από
δω. Και γι’ αυτό λοιπόν ο στόχος: προετοιμάζει τους εδώ να δεχτούν τους από κει κι
από δω!
Με τους ζορνέδες και τα τουμπελέκια λοιπόν στη σκηνή του Ελληνικού Γυμνασίου,
με τόσους υψηλούς προσκεκλημένους, κατατρόπωσε ο στόχος της σχολικής χρονιάς
την ελληνική παιδεία και ανύψωσε στα βάθρα ποιαν; Γιά να δούμε!
Τα παιδιά τραγούδησαν ελληνοτουρκικά, απάγγειλαν τουρκοελληνικά, το υπουργείο
της ελληνικής παιδείας αυτού του τόπου κατήγαγε νίκην μεγάλην επί της ελληνικής
παιδείας που θεωρείται οπισθοδρομικότητα. Και προπάντων ανέδειξε τα
πρωτοπαλίκαρα της νίκης.
Κι εμείς κάνουμε ό, τι λέει ο Όμηρος: δακρύζουμε γελώντας σαν σας βλέπουμε. Γιατί
άλλα μάθαμε ως τώρα να διδάσκουμε. Άλλα διδάξαμε, με άλλα μεγαλώσαμε, με
δασκάλους Έλληνες, κι ελληνικά διδάξαμε τα παιδιά μας να συμπεριφέρονται,
δηλαδή ελεύθερα.
Και για να τα πούμε και λίγο αριστοτελικά: « ἔστι δὲ φρόνησις μὲν ἀρετὴ τοῦ
λογιστικοῦ, παρασκευαστικὴ τῶν πρὸς εὐδαιμονίαν συντεινόντων.» Η φρόνηση
είναι αρετή του λογικού και οδηγεί σ’ αυτά που συμβάλλουν στην ευδαιμονία, στην
ευτυχία. Κι αν ανατρέξετε στον Θουκυδίδη, τον θυμάστε βέβαια, μας λέει στον
Επιτάφιο πως ευδαιμονία είναι η ελευθερία. «Το εύδαιμον το ελεύθερον, το δε
ελεύθερον το εύψυχον». Ποια ελευθερία λοιπόν διδάξατε στα παιδιά στη μαρτυρική
Καρπασία, που αυτά ξέρουν καλύτερα από σας τι είναι λευτεριά, αφού ζουν στη
σκλαβιά; Ποια παραποιητικά μηνύματα στέλλατε και στα παιδιά εκεί και στους
δασκάλους και στους απανταχού Έλληνες;
Και λέει ακόμα ο Αριστοτέλης : «παρέπεται δὲ τῇ σωφροσύνῃ εὐταξία, κοσμιότης,
αἰδώς, εὐλάβεια.» Ήταν κοσμιότητα να βρίσκεστε εκεί; Ήταν ένδειξη της ντροπής
που έπρεπε να νιώθετε σαν έπαιζαν στη σκηνή ελληνικού σχολείου οι Τούρκοι
ζορνάδες και νταούλια; ‘Ηταν αιδώς και κοσμιότης και ευλάβεια η παρουσία σας
εκεί; Και παρακάτω ο Αριστοτέλης -αφού δεν αρνιέστε πως είστε δάσκαλοι: «
δικαιοσύνης δε…το σώζειν τὰ πάτρια ἔθη καὶ τὰ νόμιμα, καὶ τὸ σώζειν τοὺς
γεγραμμένους νόμους... ἔστι δὲ πρώτη τῶν δικαιοσυνῶν πρὸς τοὺς θεούς, εἶτα
πρὸς δαίμονας, εἶτα πρὸς πατρίδα»
Πώς σώσατε τα πάτρια έθη συναγελαζόμενοι με τους κατακτητές; Πώς σώσατε τους
γεγραμμένους νόμους, αφού για να παρακολουθήσετε αυτή την εκδήλωση, δείξατε
ταυτότητες και υποταχτήκατε στην παρανομία του δυνάστη; Πώς αποδώσατε
δικαιοσύνη στην πατρίδα, όταν εκεί βρίσκονται άνθρωποι βασανισμένοι τόσα χρόνια,
εγκλωβισμένοι στην ίδια την πατρίδα τους, που έζησαν και ζουν κάτω από την πιο
αποτρόπαιη σκλαβιά σε εικοστό πρώτο αιώνα, που υπέστησαν διώξεις και εκδιώξεις;
Τυφλοί και κωφοί, αμνήμονες, δε θυμάστε τι σημαίνει καν εγκλωβισμένος. Εκτός αν
θέλετε να αποδείξετε πως δεν υπάρχουν! Και δυστυχώς, για όσους δε θυμούνται την
εισβολή και κατοχή, ιστορία δεν υπάρχει. Κι η Ιστορία αργά γρήγορα τιμωρεί για τα
αποτρόπαια.
Εις εαυτόν
ΚΑΙ επειδή φαίνεται να κατάλαβες πως η ελευθερία έχει και είναι μεγαλύτερης αξίας
από όλα τα άλλα κα από αυτήν εξαρτώνται τα πάντα και η περιουσία και η Ιστορία
και προπάντων η αξιοπρέπειά σου, διερωτώμαι πώς αφήνεσαι και ανέχεσαι. Και η
πολλή υπομονή βλάφτει, γιατί σε θεωρούν … Ευτυχώς όμως έδειξες εκείνη την
περίοδο και εκείνη τη μέρα που έριξες στην κάλπη το βροντερό εκείνο, ελπίζω λέω
να ξαναφανείς άξιος όταν σε καλέσουν και ξαναδείς πως παίζεις στο ίδιο έργο
θεατής, αλλά εκείνη την ώρα πάλι θα είσαι Ο Παίκτης. Ανέχεσαι. Κι αυτό
προσπάθησαν να σε συνηθίσουν, να υπακούς, να μη μιλάς, εσύ δεν ξέρεις, υπάρχουν
τόσα άγνωστα, και οι μεγάλοι και οι μεγάλες δυνάμεις και τα συμφέροντα, εμείς έτσι
δουλεύουμε, τυφλός και κωφός και άλαλος. Αλλά εκείνη τη μέρα ήταν το μέλλον και
της πατρίδας και των παιδιών και των εγγονιών, είχες γίνει πια παππούς και εκείνο το
σπίτι ήταν τόσο καινούργιο, μόλις έγιναν οι γάμοι και τόσο όμορφο μέσα στα
περβόλια, και τόσο δροσερό το νεράκι να τρέχει απ’έξω…Όπως και η εκκλησιά του
Βουνού και το σπίτι του παππού κι όλα όσα έμαθες πως τα γκρέμισαν. Και οι φίλοι
που χάθηκαν και δεν τους ξανάδες. Και ύστερα ήρθαν να σου γκρεμίζουν την Ιστορία
και τους αγώνες και τις αγχόνες και τις διαδηλώσεις στη Σεβέρειο και έξω από τις
φυλακές, και τ’ αυτοκίνητα των Εγγλέζων που λαμπάδιαζαν μπουρλότα και τα
ξενύχτια στα φυλάκια, τότε που έμειναν οι εξετάσεις στη μέση και τρέχατε στα
στρατόπεδα, γιατί δεν είχαμε στρατό κι έπρεπε να φτιάξουμε. Όλα λοιπόν ήταν
εχθρικά προς την πατρίδα, όλα κακώς έγιναν, είσαι εγκληματίας, εσύ που πηδάς πάνω
από μυρμήγκι;
Κι οι χιονοστιβάδες κατεβαίνουν σαρωτικές. Τα έκτροπα στα γήπεδα, τ’ ακούς και
δεν παραξενεύεσαι, τα έκτροπα στα σχολεία σου, εδώ συνήθισες να βλέπεις
γκρεμισμένο και καμένο τόσα χρόνια το ένδοξο Δημοτικό Αγίου Κασσιανού, η
συνήθεια, τι να πεις, ποιος να πει, τα γκρεμισμένα καμπαναριά, τα λεηλατημένα
νεκροταφεία. Μα εσύ στη Λευκωσία ξέρεις πως οπισθοχωρούσες, ή σε έβαζαν να
οπισθοχωρήσεις για το καλό, για την ειρηνική συνύπαρξη, για να αρχίσουν
συνομιλίες, κι έτσι, χάνεις τον Αϊ Λουκά, από το 58, χάνεις τον Αϊ Ιάκωβο,
περήφανος ακόμα στα γεροντάματά του εκεί, χάνεις την περβόλα που ΄παιζες μπάλα,
χάνεις τη Μεγάλου Κωνσταντίνου με τους εκατοντάδες κατοίκους-φίλους, χάνεις τον
καφενέ τα Ελευθέρια, όλη την περιοχή πίσω από τα σχολεία, τον Άι Γιώργη. Η
γειτονιά σου ασφυκτιά, μένει μόνο η εκκλησία και δέκα σπίτια. Ο Άις Κασσιανός στη
θηλειά αλλά εκεί, να ανασταίνεται μέσα από τις στάχτες του. Εσύ όλο μια
υποχώρηση κι αυτοί καταστροφή την καταστροφή, εις βάρος σου. Ψέματα;
Κι ανέχεσαι, συνηθίζεις, άσε να δούμε πού θα πάει αυτό το δούλεμα, άσε να δούμε τι
άλλο φουρνίζουν ξεφουρνίζουν, άσε να δούμε πόσο νομίζουν πως βυθομετρούν με
φουρκέτες τα κεφάλια μας, ας μας κοροϊδεύουν ακόμα, «... όπως λεν τα ψηφίσματα
των Ηνωμένων Εθνών»…Αυτά για τα οποία κάποτε περηφανευόμασταν κρύφτηκαν
μέσα σε τεράστιες μαύρες κασέλες, να μην ακούγονται να μη στριγγλίζουν, να μην
έρχονται στο φως.
«Όλοι οι πρόσφυγες στα σπίτια τους». Κι αυτό κατάντησε παραμύθι χωρίς όνομα, να
δούμε, δεν θα είναι ένα δικαίωμα αλλά τρία, ή θα πουλήσουν ή θα ανταλλάξουν ή θα
επιστρέψουν… να δούμε, όλα κατοχυρωμένα σε ανοχύρωτη πολιτεία.
Κι όμως σου λέω ακόμα ανέχεσαι. Ανέχεσαι να μπαινοβγαίνουν στα σπίτια τους με
διαβατήριο, να εμπορεύονται με τους παράνομους, να ‘ρχεται ο παράνομος με
παράνομο αυτοκίνητο από παράνομο κρατίδιο και να τον εξισώνουν και να είναι οι
ηγέτες… Και ντρέπεσαι για την κατάντια και βρίσκεις ευτυχώς τους λίγους εκείνους,
να ν’ καλά οι άνθρωποι. Όπως το δεκαεννιάχρονο με το φτύσιμο. Αυτοί και πάλι θα
σε σώσουν. Ελπίζεις.
Τα πουλιά δεν είχαν εκλογές
Μη μου παραπονιέσαι πως σου έλειψα! Μπορεί κανείς να σκεφτεί και να γράψει
μέσα σε τόση προεκλογική βαβούρα και θολούρα; Η συμπολιτευόμενη αντιπολίτευση
να θυμάται τον αντιπολιτευτικό ρόλο της και να παίρνει την ανηφόρα με σημαίες και
με ταμπούρλα, η συμπολιτευόμενη συμπολίτευση να ανασύρει από τη φουστανέλα το
γιαταγάνι και να καλεί σε αγώνες, κι οι μικροί κατά δύναμη. Ποια η συμπολίτευση
και ποια η αντιπολίτευση, ως εδώ οδηγηθήκαμε, που τελικά δεν τις ξεχωρίζουμε. Κι
ύστερα παραπονιούνται για την αποχή!
Και πώς να την ερμηνεύσεις, κι αλλιώς τα περιμέναμε, ξέραμε βέβαια πως φταίει το
τριήμερο, ήταν και το Σάββατο που δεν ήταν Πέμπτη, ήταν κι η μικρή προετοιμασία,
ήταν και τα μηνύματα που θέλει να στείλει ο λαός, ήταν…ήταν.
Κι όμως την απάντηση για την αποχή μού την έδωσε το πρωινό, το δάσος της
Αθαλάσσας, μέσα στην ηρεμία και στην ομορφιά του. Τα πουλιά δεν είχαν εκλογές.
Ούτε τα δέντρα, ούτε τα παπάκια στη λίμνη. Αυτά συνέχιζαν τη ζωή τους, δεν
αγωνίζονταν καν για τον επιούσιο. Μερικά έκαναν σαν τους πολιτικούς τις
προηγούμενες μέρες: έλεγαν μόνο «κρα». Και παρέκει τα σπουργίτια κορόιδευαν τα
μεγάλα δέντρα, γιατί κι αυτά, μικρά που είναι, μπορούν και επιβιώνουν στον τόπο
τους και συνεχίζουν την ιστορία της φυλής τους και τις πατρογονικές παραδόσεις
τους, χωρίς να έχει επεμβατικά δικαιώματα κανείς. Ζουν τη λευτεριά τους, δώρο
θεϊκό.
Ούτε τα πουλιά ούτε τα δέντρα έχουν να εκλέξουν. Γιατί, τα κύματα της θάλασσας
έχουν καμιά φορά εκλογές, ή καταμέτρησε κανένας τις ψήφους τους; Προς τι και
διατί;
Ψηφοφορία ή κατά φαντασίαν εκλογές, έχουμε εμείς, οι άνθρωποι, που
οργανωθήκαμε σε κοινωνίες με πολιτικά συστήματα και ανεμίζουμε οικονομικές
θεωρίες και συνθήματα, χάνοντας τον προσανατολισμό, ξεχνώντας από πού ήρθαμε
και πού πάμε. Εμείς έχουμε αναγάγει την πολιτική σε επιστήμη- ωστόσο κανένας από
τους εν πράξει δεν είναι εν θεωρία, άλλος γιατρός, άλλος δικηγόρος- κι ακόμα
ενταχθήκαμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με τα δικά μας που πρέπει να είναι και δικά
της.
Η εξήγηση λοιπόν για την αποχή είναι πως οι άνθρωποι, όταν ακούν το φυσικό τους,
είναι σοφοί από κούνια. Ακούν το βαθύτερο εαυτό τους που τους υπαγορεύει: καιρός
να επιστρέψεις στις ρίζες σου, στη φύση, να ξαναβρείς το χαμένο εαυτό σου, κοντά
στα δέντρα και στα πουλιά, στα κύματα της θάλασσας, να βρεις την υγειά σου, την
ψυχική σου γαλήνη, για να συνεχίσεις- δυστυχώς- τα ίδια και τα ίδια, που σου
καθορίζουν οι πολιτικοί και τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας. Γι’ αυτό κι έτρεξαν οι
περισσότεροι να γδυθούν την ψευτιά και να βαφτιστούν για λίγο στη γνησιότητα,
αλλά –δυστυχώς- για να επιστρέψουν και πάλι στην κοινωνία της υψηλής πολιτικής ή
ραπτικής, ανάλογα με την κλίση.
Βγάλαν όμως και δουλειά οι ψηφίσαντες. Γι’ αυτό και τώρα που είδαν το φως τ’
αποτελέσματα και ξέρουμε ποιοι θα μας εκπροσωπούν στο ευρωκοινοβούλιο είναι
καιρός να σκεφτούμε και να βρούμε τις κοινές συνισταμένες στα δικά μας και στα
ευρωπαϊκά, και να παρακαλέσουμε τους ευρωβουλευτές μας: Τώρα που θα πάτε στην
καρδιά της Ευρώπης, μελετήστε την κατάστασή μας και πείτε μας ειλικρινά, αυτό
που λέμε «διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία» είναι κάτι ευρωπαϊκό ή από μόνο του
μας σέρνει μίλια μακριά από την Ευρώπη και το πνεύμα της, και χρόνια μακριά από
τους ευρωπαϊκούς οραματισμούς; Γιατί εγώ ο ταπεινός κάτι τέτοιο καταλαβαίνω.

Η Κωνώπων Χώρα
Κάποτε κατοικούσαμε στην Αριστοφάνεια Νεφελοκοκκυγία, πετούσαμε στα σύννεφα
και νομίζαμε εαυτούς το κέντρο της γης, κάτι ως τους Δελφούς. Παρήλθον τα έτη
εκείνα και τώρα τα σύννεφα μετετράπησαν -θεία δίκη- εις έλη, εξ ου και μετηλλάχθη
η χώρα ημών από χώρα νεφών εις χώρα ελών, άρα κωνώπων.
Οι κώνωπες είναι δύο ειδών ως προς την καταγωγή: οι αριστοκράται, οι οποίοι
απομυζούν μόνο γαλάζιο αίμα, ως λέμε γαλαζοαίματοι, και οι πληβείοι, ο λαουτζίκος
αλλέως αποκαλούμενος. Οι αριστοκράται ή γαλαζοαίματοι ανήκουσιν εις την τάξιν
των επωφελουμένων κωνώπων. Οι πληβείοι ανήκομεν εις την ταπεινήν τάξιν των
ανωφελών κωνώπων, άλλοι περισσότερον και άλλοι ολιγότερον, με τις ανάλογες
διαβαθμίσεις.
Το κοινό στοιχείο ανάμεσα στους ανωφελείς και στους επωφελουμένους είναι ότι
«διακλύζονται», κατά την γνωστήν ρήσιν πρώην υπουργού Παιδείας, τότε δεν ήτο
«και Πολιτισμού».
Οι επωφελούμενοι κώνωπες της αριστοκρατίας της νήσου των κωνώπων
«διακλύζονται» εις διάφορα υψηλά αξιώματα. Ομοιάζουσι τοις κηφήσι και έχουν το
εκ φύσεως και θέσεως προσόν της κομματικής ταυτότητος, κάποτε άλλα προσόντα,
άγνωστα παρά τοις κοινοίς θνητοίς κώνωψι, ως ημείς. ( Έασον τον Φάουστ να
κραυγάζει ότι «εσπούδασε και ρητορικήν και θεολογία και ιατρικήν», κάτι για το
οποίο πολλοί νέοι με μάστερ και δοκτοράτα μπορούν να καυχώνται, ουδείς όμως θα
τους προσφέρει ανωτάτας θέσεις, αφού δεν είναι γαλαζοαίματοι, άρα δεν έχουν
κομματικήν ταυτότητα, χωρίς τούτο να σημαίνει πως δεν ενδιαφέρονται για τα
κοινά.)
Οι ανωφελείς κώνωπες της ανωτάτης βαθμίδος «διακλύζονται», ιδιαίτερα στα
σχολεία, αλλά και σε άλλα σώματα, ως εις την αστυνομίαν, όπως εσχάτως
απεκαλύφθη, το λεγόμενον «δυσμενής μετάθεσις», όπερ σημαίνει «μη μου άπτεσθε
κι εγώ καλά την έχω».
Εις τα δημόσια εκπαιδευτήρια, τουλάχιστο, κανείς γονεύς δεν πρόκειται να εγγράψει
το παιδίον του και να μη γνωρίζει πως, ενώ η παιδεία είναι δωρεάν, πρέπει
απαραιτήτως, όσα μέτρα και αν λάβει, όσους γνωστούς και αγνώστους και αν
παρακαλέσει, να πληρώσει τον φόρον του εις τον ανωφελή κώνωπα, ένα κάθε
σχολικό έτος, έτσι μελετημένα όπως είναι «διακλυσμένοι» και από το Υπουργείο
Παιδείας και από τους εκάστοτε διευθυντές σχολείων, οι οποίοι – δικαιολογημένα-
δεν μπορούν να αφήνουν χωρίς ώρες κενής διδασκαλίας ή πλήρους ατασθαλίας τους
ανωφελείς κώνωπας της εκπαίδευσης.
Οι επωφελούμενοι κώνωπες, ως αριστοκρατικότεροι και γαλαζοαιματότεροι, είναι
σπάνιοι, διά τούτο οι κρατούντες, και λόγω συνηθείας, άρα οικονομίας της νοήσεως
και κατ’ επέκτασιν λόγω νοητικής γήρανσης, τους «διακλύζουν» εις τας διαφόρους
υψηλάς θέσεις, κάποτε βάσει της αρχής της εναλλαξιμότητας, κάποτε άνευ αρχής,
διότι αυτοί αποτελούν τις αρχές.
Επειδή όμως είμαστε κοινωνία μικρή, κωνώπων ως είπομεν, γνωρίζομεν ημείς οι
ανωφελείς κώνωπες της κατωτάτης υποστάθμης, οι άγνωστοι και ταπεινοί τη καρδία,
τους επωφελουμένους, διότι είναι τρανταχτά ονόματα, επαναλαμβανόμενα επί
δεκαετίες, τόσο, ώστε ερώτηση επί παρομοίου θέματος στις κυβερνητικές εξετάσεις
θεωρείται πάντοτε ερώτηση εύκολη. « Ποιος είναι ο πρόεδρος του τάδε οργανισμού;
Σίγουρα ο τάδε, αφού είναι ή ήταν πρόεδρος σε πεντέξι ως τώρα οργανισμούς.».
Δυστυχώς η χώρα μας, ως χώρα κωνώπων, είναι και χώρα περιοδικού θορύβου.
Γίνεται τώρα θόρυβος, επειδή γίνονται οι διορισμοί των διαφόρων συμβουλίων
ημικρατικών οργανισμών και άλλων. Θα ξαναγίνει την επόμενη τετραετία ή
πενταετία, εκτός αν- αν…
Κομμάτων παράδοξα
Μεγάλα και παράδοξα συμβαίνουν στα ελληνοκυπριακά κόμματα αυτές τις μέρες:
πρώτα πέρασαν τη Μεγάλη Βδομάδα με ετασμούς και μάστιγας και εξευτελισμούς,
με όξος πολύ και ραπίσματα, ύστερα γιόρτασαν τη Βάφτιση των ευρωβουλευτών και
τώρα ετοιμάζονται να κόψουν την πίτα του άη Βασίλη.
Η Μεγάλη Βδομάδα ήταν πράγματι πολύ μεγάλη, όση και η προεκλογική περίοδος.
Τότε είδαμε κι ακούσαμε, από τις τεράστιες αφίσες μέχρι και τα τεράστια χαμόγελα
της επιτυχίας από όλους τους υποψήφιους, που έβαλαν τα καλά τους, άρχισαν να
αρθρογραφούν, είχαν λόγο επί παντός επιστητού. Τώρα χάθηκαν.
Η λεγόμενη –λανθασμένα- αξιωματική αντιπολίτευση θυμήθηκε το ρόλο της κι
άρχισε την κριτική για το εσωτερικό μέτωπο και για εσωτερική κατανάλωση, ενώ
κρυφίως όλοι γνωρίζουν πως συμπορεύεται στις συνομιλίες για το κυπριακό και
μάλιστα με υπερβάλλοντα ζήλο, που θεωρείται επικίνδυνος για την κατάληξη των
συνομιλιών και την επερχόμενη λύση.
Η συμπολίτευση, ιδίως το ιστορικό πια ΔΗΚΟ, θυμήθηκε να ξεσπαθώσει εναντίον
του ΑΚΕΛ και του προέδρου της Δημοκρατίας, είπαν πολλά. Για να γίνουμε πιο
ειλικρινείς, πιο υπεύθυνοι, πιο επιτυχημένοι, ακόμα πιο παραγωγικοί, πιο …
(Ο πρόεδρος του κόμματος βρήκε τη φραστική φόρμουλα: με το «πιο» σημαίνει πως
καλά ήμασταν ως τώρα και στο μέλλον θα γίνουμε ακόμα πιο.) Έσπασαν στο μεταξύ
και μεταξύ τους οι δηκοϊκοί τα μούτρα, είδαν κι απόειδαν και ανακατατάχτηκαν και
σουλουπώθηκαν για τους μελλοντικούς αγώνες, της πίτας του Άη Βασίλη.
Η ΕΔΕΚ, μεγαλοστομία, ύφος, σπάνιες λέξεις, ολίγη καθαρεύουσα, «εν τη
κυβερνήσει», να πούμε, αλλ΄ ευτυχώς διέβη στις εκλογές τον Ρουβίκωνα. Κι ενώ
έστελνε ένα ευρωβουλευτή, βρέθηκε και με δεύτερη, την κόρη τη δηκοϊκή και
σοσιαλίστρια.
Μη έχοντας να πούμε τίποτε σπουδαίο για τον αγώνα των μικρών κομμάτων, που θα
παραμείνουν μικρά - παρά την ορθότητα πολλών θέσεών τους - αν δεν αποφασίσουν
την Ένωση των Κεντρώων Κομμάτων, μετά φόβου και δέους αρθρώνουμε λόγο για
το ΑΚΕΛ. Γιατί είναι το κυβερνών κόμμα, γιατί άκουσε πολλά από πολλούς, γιατί
αγωνίστηκε για την πρωτιά της πρωτιάς και δεν την πέτυχε, γιατί μόλις πεις κάτι για
το κόμμα ή για τον πρόεδρο, αρχίζουν τα παράπονα, και «υποσκάπτουμε τον
πρόεδρο», εμείς, που «σε δεκαπέντε μήνες κάμαμε όσα κανένας σ’ αυτό τον τόπο»
και πολλά άλλα, ίσως πεισθούμε κι οι Θωμάδες.
Τέλειωσε λοιπόν κι η Μεγάλη Βδομάδα, απεστάλησαν οι μαθηταί να κηρύξουν στην
Ευρώπη τον κυπριακό λόγο, ενώ τα κόμματα ανασκουμπώθηκαν, τα συγκυβερνώντα
θυμήθηκαν πως μετέχουν στην κυβέρνηση και άρχισαν τα μερεμετίσματα και τα
καλαφατίσματα. Εδώ σε χτύπησα, εκεί σε τραυμάτισα, τσιρότο εδώ, ιώδιο πιο κάτω,
γάζες, μαντίλια, πετσετάκια, κρέμες ημέρας και νυχτός, να ξεχάσουμε, να τα
ξαναβρούμε, να συνεργαστούμε, πιο δυνατοί, πιο έμπειροι, πιο ικανοί, ακόμα πιο
απαιτητικοί σε θέσεις και αξιώματα.
Κι έρχεται η ώρα της βασιλόπιτας, νέα συμβούλια, νέες προεδρίες, νέες μετοχές σε
επιτροπές, ένας ένας, μη σπρώχνεστε, όλοι θα πάρετε, δώσε και σε μένα μπάρπα.
«Αχ! Σπούδασα φιλοσοφία, και νομική και γιατρική, κι αλί μου και θεολογία, με
κόπο και μ΄ επιμονή» λέει ο Φάουστ του Γκαίτε. Κάτι παρόμοιο μπορούν πολλοί
ελληνοκύπριοι νέοι με μάστερ και δοκτοράτα να πουν. Αλλά κανένας δεν περιμένει
να διοριστεί σε κανένα συμβούλιο ημικρατικών ή άλλων οργανισμών. Εκτός αν είναι
του κόμματος. Οπότε θα γιορτάσει το κόψιμο της βασιλόπιτας και θ’ απολαύσει το
χρυσό φλουρί.

Το πιο πικρό τραγούδι


Της πήραν το λεβέντη της σ’ ένα κουτί. Το λεβεντονιό που δεν τον χωρούσε η αυλή
σαν άνοιγε τα χέρια να χορέψει, δεν τον χωρούσε η κάμαρα έτσι που μεγάλωνε με τις
μέρες. Πήγε στο στρατό, να προσφερθεί στην πατρίδα, να μάθει να υπερασπίζεται το
δίκαιο, να αγωνίζεται για το καλό του τόπου, όλων των ανθρώπων την ελευθερία. Και
τώρα της τον έφεραν σ’ένα κουτί! Τριανταπέντε χρόνια ν’ ανηφορίζει το Γολγοθά και
τέλος να μην έχει. Και τώρα τούτο το τέλος το τραγικό κι ανέλπιστο.
Αφού τον έβλεπε στη φωτογραφία, ήταν ζωντανός, γονατιστός με τα χέρια ψηλά, τον
άρπαξαν οι Τούρκοι και πού να τον πήραν; Άλλοι έλεγαν τους έριξαν στα
μπουντρούμια, άλλοι τον είδαν στα κάτεργα, τις νύχτες βασανίζονταν με το παιδί της,
να του πέρασαν χαλκάδες στα πόδια, να τον έχουν στις σιδηρογραμμές, να τον
χτυπούν, αυτόν που δεν έβλαψε ζουζούνι;
Λες να ν’ αλήθεια πως τον πήραν σκλάβο σ’ ένα σπίτι και του έδωσαν τουρκάλα; Κι
αν είν’ έτσι θα το έκαμαν τουρκάκι το παιδί, μην το βασανίζουν μόνο, να ν’ καλά, να
βλέπει το φως του ήλιου μόνο, και τ’ αγέρι να φυσά στο πρόσωπό του να δροσίζεται,
να μυρίζει βασιλικό και δυόσμο.
Και τον έφεραν σ’ ένα κουτί.
Πού ν’ το μεγάλο φέρετρο να κλείσει το γίγαντά της; Το πλατύ στήθος π’ αγκάλιαζε
η μάνα και περηφανεύονταν, το σφιχτό κορμί, το πρόσωπο τ’ αγγέλου; Πού ναι τ’
όραμα πως θα’ ρχονταν περίλαμπρος με δόξα και τιμή; Και τώρα η μικρή στενή
πικρή αλήθεια: τα λείψανα των λειψάνων σ’ ένα κουτί.
Στην αρχή ήταν ένα φίδι που μπαινόβγαινε στα σωθικά και τα σμπαράλιαζε, ύστερα
κουλιουριάστηκε κι έτρωγε την καρδιά μέρα νύχτα, προπάντων τη νύχτα, όταν
πλάκωναν βαριά μαύρα σκοτάδια κουβαλώντας μνήμες από τα περασμένα και
φόβους για τα παρόντα και τα μέλλοντα, κι εκείνες οι υποθέσεις...άραγε τι; άραγε πώς
και με ποιούς και γιατί; Εκείνο το αναπάντητο γιατί.
Να τον σκοτώσουν γιατί, να τον βασανίσουν γιατί, να τον γδάρουν, να τον
μαχαιρώσουν, να του κόψουν το χέρι και τη γλώσσα και το πόδι, γιατί... γιατί;
Διάβαζε τα μαρτύρια των αγίων και τα ζούσε στο πρόσωπο του παιδιού της, άκουγε
κι έβλεπε παντού το παιδί, ήταν μπροστά της στο τραπέζι, στον ηλιακό, στον κήπο.
Στον ύπνο κατέβαινε και της μιλούσε, μα δεν της έλεγε την τρομερή αλήθεια. Στο
πού είσαι δεν απαντούσε. Κι όλο τριγύριζε μαζί του και δεν ήξερε πού.
Ώσπου τον φέραν σ’ ένα κουτί. Λείψανα λειψάνων. Μέσα από ένα λάκκο, τους
έριψαν στο λάκκο, τους σκότωσαν, άλλον στον κρόταφο, άλλον με αλυσίδες, άλλον
στον τράχηλο. Τα παιδιά που είχαν γονείς και τα περίμεναν, που είχαν αδέλφια,
παιδιά, γυναίκα, οικογένεια, ένα λαό δικό τους και ένα λαό που τα ’χε δικά του. Τα
παιδιά της φωτογραφίας, μαρτύριο της θηριωδίας και του εγκλήματος, της
απανθρωπιάς και της αδικίας, της χτηνωδίας και της βαρβαρότητας.
Μαύρες φτερούγες του θανάτου, τρίξιμο του ξύλου στη φωτιά, τρίξιμο κοκάλων, σ’
ένα πηγάδι που’ δινε ζωή τους έδωσαν το θάνατο, σε μια πατρίδα της αγάπης και της
ομορφιάς τους έσυραν στην πιχτή νύχτα σκοτωμένους, σ’ ένα χώμα ειρηνοφόρο τους
άφησαν στα όρνεα βορά, στους γκρεμούς και στα σπήλαια και στις οπές της γης.
Ως πότε ακόμα θα θρηνούμε τα παιδιά μας, ως πότε θα σπαράζουν οι καρδιές, ως
πότε τα μάτια θα βουρκώνουν, ως πότε η πλάστιγγα θα βαραίνει κατά τη μεριά της
αδικίας; Την πιο μεγάλη ακόμα αδικία που μας ετοιμάζουν, που δε θέλουμε να μας τη
φέρουν σε κανένα κουτί.
Γιατί εδώ πρέπει να ζήσουν τα παιδιά μας λεύτερα και χαρούμενα. Γιατί γι’ αυτό
θυσιάστηκαν όσοι τους φέρνουν τώρα λείψανα λειψάνων σ’ ένα κουτί!

Η ως τώρα πορεία μας


Οι δηλώσεις των εκπροσώπων των τριών κομμάτων ΑΚΕΛ, ΔΗΣΥ, ΔΗΚΟ για την
ως τώρα πορεία των συνομιλιών για λύση του κυπριακού μόνο θλίψη προκαλούν.
Ο εκπρόσωπος του ΑΚΕΛ δηλώνει πως μόνο αν πεισθεί η Άγκυρα να αλλάξει στάση
στο κυπριακό υπάρχει πιθανότητα λύσης. Πράγματι, η Τουρκία συμπεριφέρεται με
την ιταμότητα του αναίσχυντου ισχυρού και ακόμα χειρότερα με την τελευταία
πολιτικοοικονομική αναβάθμισή της. Η απορία όμως είναι πώς και γιατί δόθηκε
τόση έμφαση στη λεγόμενη κυπριακή λύση, αφού υπάρχει η εξωτερική πτυχή της από
την οποία και εξαρτάται. Άρα ο ρόλος της Τουρκίας κακώς ως τώρα έχει
παραμεριστεί μέχρις αφέσεως αμαρτιών. Η προβολή της εισβολής και παράνομης
κατοχής των εδαφών μας πρέπει να είναι διαρκές μέλημα των κυβερνώντων, ειδ’
άλλως οποιεσδήποτε συμφωνίες των κυπρίων εξανεμίζονται. Αυτά όμως δεν πρέπει
να είναι ευχές αλλά πράξεις του κυβερνώντος κόμματος.
Ο εκπρόσωπος του ΔΗΣΥ υποστηρίζει πως με κάθε μέσο πρέπει να επιτευχθεί λύση
το συντομότερο. Γι’ αυτό και επευλογεί κάθε προς λύση κίνηση του προέδρου της
Δημοκρατίας, μέχρι σημείου να έχει χάσει το μεγάλο αυτό κόμμα τον αντιπολιτευτικό
του ρόλο. Ο φόβος της επερχόμενης διχοτόμησης είναι το μεγάλο δίλημμα που θέτει
το κόμμα ενώπιόν μας: ή λύση ή διχοτόμηση. Αλλά κανένας δεν είπε πως δεν
θέλουμε λύση. Το πρόβλημα είναι η λύση να είναι λύση αξιοπρεπής, που να
διαφυλάσσει τον ελληνισμό στις εστίες του και όχι δέσιμο των ελληνοκυπρίων στο
άρμα της Τουρκίας. Αυτό πρέπει να προτάσσει ο ΔΗΣΥ αν επιθυμεί ορθή λύση του
κυπριακού.
Ο εκπρόσωπος του ΔΗΚΟ δήλωσε πως οι ως τώρα συνομιλίες έχουν μηδαμινά
αποτελέσματα και πως δεν έχουν συζητηθεί τα μεγάλα και σημαντικά. Το ΔΗΚΟ
είναι συγκυβέρνηση, οπότε η συμπόρευσή του με το ΑΚΕΛ το καθιστά εξίσου
υπεύθυνο και για την πορεία των συνομιλιών και για τη διαγραφόμενη λύση και για
τη διακυβέρνηση του τόπου. Ας αγωνιστεί το ιστορικό κόμμα για ενεργότερη
συμμετοχή του στο σχεδιασμό του μέλλοντος του τόπου, για να έχει και τη δίκαιη και
ανάλογη ευθύνη.
Τι ξέρει όμως ο απλός πολίτης για την πορεία των συνομιλιών; Επίσημα μόνο τις
επικεφαλίδες των θεμάτων που συζητούνται. Οι ανακοινώσεις είναι πάντα λακωνικές
και νεφελώδεις. Και ενώ η δική μας πλευρά είναι φειδωλή σε πληροφόρηση, η
τουρκική πλευρά επαναλαμβάνει τις ακραίες θέσεις της για λύση δύο κρατών, για
παραμονή των εποίκων, για επεμβατικά δικαιώματα της Τουρκίας, όλα απαράδεκτα
για τη δική μας πλευρά. Όμως δυστυχώς η επανάληψη επιτελεί το έργο της εις βάρος
μας διεθνώς, ενώ εμείς αρκούμαστε στα γενικόλογα περί λύσης που πρέπει να
στηρίζεται σε αρχές. Τίποτε συγκεκριμένο και χειροπιαστό, όπως τα συγκεκριμένα
των Τούρκων. Γι’ αυτό καιρός είναι να ειδικεύσουμε τι ακριβώς επιδιώκουμε, γιατί
τα γενικόλογα χωρούν τα πάντα και δεν επιτυγχάνουν κανένα συγκεκριμένο στόχο.
Εκτός αν είναι κι αυτό μέσα στην υψηλή πολιτική, γενικά και αόριστα, ώστε να μην
μπορεί κανείς να κατηγορηθεί για αποτυχία, αφού εκ των προτέρων χαρακτηρίζουμε
τη λύση επώδυνη που είναι:
Λύση δύο κρατών: Όσοι διαβάζουν άρθρα τουρκοκυπριακών εφημερίδων
μεταφρασμένα στο Φιλελεύθερο παρατηρούν πως οι τουρκοκύπριοι αρθρογράφοι
επαίρονται για την ύπαρξη τουρκοκυπριακού κράτους και δηλώνουν πως δεν
πρόκειται να το εγκαταλείψουν, στηριζόμενοι στην ασφάλεια που τους παρέχει η
Τουρκία, άσχετο αν μόνο αυτή το αναγνωρίζει (-δυστυχώς κι εμείς- με τα διαβατήριά
μας, με τις επισκέψεις μας, με το να προσφεύγουμε στα δικαστήριά τους, με το να
χρησιμοποιούμε το παράνομο αεροδρόμιό τους! Γι’ αυτό, ευλογημένοι να’ ναι όσοι
απαιτούν να σταματήσει η διακίνηση αυτοκινήτων με πινακίδες του ψευδοκράτους
στις ελεύθερες περιοχές, κάτι που υποβιβάζει την κρατική μας οντότητα.)
Ο εποικισμός: Είναι έγκλημα πολέμου και η αποδοχή από μέρους μας του
εγκλήματος συνιστά συμμετοχή σε έγκλημα εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η
μοίρα των τουρκοκυπρίων είναι να είναι μειονότητα στο νησί και οι προσπάθειες της
Τουρκίας να εποικίσει την Κύπρο τραγικά τους το υπενθυμίζει. Γι’ αυτό, αν η
Κυπριακή Δημοκρατία αποτελείται από δυο κοινότητες, την ελληνοκυπριακή και την
τουρκοκυπριακή, πρέπει να προβάλλει το έγκλημα του εποικισμού για τη σωτηρία
και των δύο κοινοτήτων της από τον αφανισμό.
Επεμβατικά δικαιώματα: Αν υπάρχουν, προήλθαν από το σύνταγμα της Κυπριακής
Δημοκρατίας, η οποία για την Τουρκία είναι ανύπαρκτη. Αν όμως δεν υπάρχει
Κυπριακή Δημοκρατία, δεν απορρέει κανένα δικαίωμα από το σύνταγμά της, και
μάλιστα για την Τουρκία, η οποία με το εγκληματική της απαίτηση θα αποτελειώσει
το όλο σχέδιό της, την πλήρη κατάληψη της Κύπρου και την εξάλειψη του ελληνικού
στοιχείου από αυτήν.
Για όλους αυτούς τους λόγους και προπάντων για την ίδια την ύπαρξη και επιβίωσή
της επιβάλλεται η Κυπριακή Δημοκρατία πρώτη να σέβεται τον εαυτό της, να
δηλώνει την παρουσία της και διεθνώς και στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως κράτος μέλος
της, να υπενθυμίζει καθημερινά σε όλο τον κόσμο την τουρκική εισβολή και κατοχή,
να υπομιμνήσκει πως το τουρκοκυπριακό ψευδοκράτος είναι παράνομο και ως τέτοιο
να του συμπεριφέρεται.
Μόνο με τον αυτοσεβασμό η Κυπριακή Δημοκρατία θα επανεύρει το κύρος της, που
κινδυνεύει να καταρρακωθεί ακόμα και ανάμεσα στους ελληνοκυπρίους.

Η τουρκοποίηση να γίνει τέλεια


(Κατά το στίχο: «ο εξευτελισμός σου να γίνει τέλειος».)
Ενώ εμείς βγάζουμε εξανθήματα ακούοντας τους στρατιώτες μας να φωνάζουν
«Ελλάς, Ελλάς, σκέπασε κι εμάς», κι ενώ μας ενοχλεί η ελληνική σημαία και την
υποστέλλουμε, γιατί εμείς είμαστε μόνο κύπριοι και με τους μόνους με τους οποίους
μπορούμε να συμβιώσουμε είναι με τους «αδελφούς» μας τουρκοκύπριους (με όσους
απέμειναν και δε σκεπάστηκαν από τη σκόνη των εποίκων και με όσους ανήκουν
στην ίδια ιδεολογία με το κυβερνών κόμμα) η Τουρκία και τα εδώ φερέφωνά της και
εκτελεστές των διαταγών της ετοιμάζουν σε πολλά επίπεδα την πλήρη τουρκοποίηση
της Κύπρου.
Πρώτα πρώτα είναι η τεράστια τουρκική σημαία στον Πενταδάχτυλο και η του
παράνομου και αποσχιστικού κινήματος των τουρκοκυπρίων, που εμφανίζεται ακόμα
και στο διαδίχτυο με τον τίτλο «η πιο μεγάλη σημαία του κόσμου», μαζί με την
κραυγαλέα τους περηφάνια πως είναι Τούρκοι. (Εμείς ντρεπόμαστε να λέμε πως
είμαστε Έλληνες, γιατί είναι εθνικιστικό και σοβινιστικό!!!)
Τζαμιά έχουν φυτρώσει εκατοντάδες στην κατεχόμενη και ματοβαμμένη Κύπρο, με
σκοπό να αλλάξουν πλήρως τη φυσιογνωμία της ελληνικής και χριστιανικής
κατεχόμενης διά της βίας γης μας και να διαδώσουν όσο περισσότερο τη
μωαμεθανική θρησκεία ανάμεσα στους τουρκοκύπριους νέους, εισάγοντας στα
σχολεία τους κάτι ως τώρα ανύπαρκτο, τη διδασκαλία του κορανίου.
Τόση όμως είναι η τυφλή εξίσωση ανάμεσα στην επικρατούσα στην Κύπρο
ορθοδοξία και στον μωαμεθανισμό της μειονότητας, ώστε αποφασίστηκε να
επιδιορθώνεται μια συλημένη εκκλησία το χρόνο στα σκλαβωμένα εδάφη μας και
ένα τζαμί στις ελεύθερες περιοχές, όπου όλα τα τζαμιά είναι επιδιορθωμένα και
μερικά λειτουργούν ως τόποι λατρείας των εδώ μουσουλμάνων χωρίς κανένα
περιορισμό. Υπολογίστε όμως πόσο καιρό χρειάζονται να επιδιορθωθούν οι
πεντακόσιες εκκλησιές μας. Πεντακόσια χρόνια! Μάλιστα, σε μια άλλη κίνηση
νεωτεριστικής ισότητας των πάντων, μερικοί ελληνοκύπριοι εισηγούνται την
αφαίρεση του μαθήματος των Θρησκευτικών από τα ελληνοκυπριακά σχολεία, για να
μην εισαχθεί και το κοράνιο στα τουρκοκυπριακά. Τόση στρεβλή ισότητα και
δικαιοσύνη και τόσος σεβασμός προς τους άλλους! Όχι όμως προς εμάς τους ίδιους
και στην ιδιοπροσωπία μας!
Ύστερα ήταν το νερό. Ο δράκος του νερού, για να είναι λειτουργικός, μας υπέβαλε
πως δεν είναι ανάγκη να μας απασχολεί η λειψυδρία στην Κύπρο, γιατί η Τουρκία
είναι σε θέση να μας μεταφέρει και να μας πουλήσει όσο χρειαζόμαστε, οπότε θα
είναι και σε θέση ή να μας καταβαραθρώσει οικονομικά με την αύξηση της τιμής του,
είτε να μας το κόβει όποτε τα συμφέροντά της απαιτούν! Αυτό ονομάζεται επίθεση
ειρήνης!!!
Τελευταίο ήρθε το ρεύμα. Να μας πουλούν, λέει, ηλεκτρικό ρεύμα από την Τουρκία,
για να μας εξυπηρετήσουν και να ικανοποιήσουν τις ανάγκες μας σε κινητήρια
δύναμη, εμάς που τους ηλεκτροφωτίζαμε τις σημαίες στον Πενταδάχτυλο και θα τους
ηλεκτροφωτίσουμε το στρατόπεδό τους στα Κόκκινα! Νερό όμως και ηλεκτρικό
ρεύμα ως κινητήριες δυνάμεις δεν σημαίνουν τίποτε άλλο παρά τον στόχο της
Τουρκίας να αποτελεί την κινητήρια δύναμη της Κύπρου, τον εξουσιαστή και
καθοδηγητή της.
Κι ενώ τέτοια είναι τα δούρεια σχέδια της Τουρκίας, πολλοί από μας, ως Έλληνες
ορθόδοξοι χριστιανοί της Κύπρου, προσπαθούν να κρύψουν το πρόσωπο μην τους
πουν εθνικιστές και σοβινιστές και θρησκόληπτους.
Καιρός όμως να ξαναβρούμε τον εαυτό μας, γιατί εδώ τώρα παίζεται το μέλλον του
ελληνισμού της Κύπρου.
Τόσο δίκαιο όση δύναμη
Φαίνεται πως είναι σωστό το του Ισοκράτους ότι τόσο δίκαιο έχει κανείς όση δύναμη
έχει. Τούτο αποδεικνύεται από την κατάσταση του κυπριακού σήμερα. Ενώ έχουμε
πάθει τα πάνδεινα από το 1974 και εξής, ενώ είμαστε η πλειονότητα του 82%, ενώ
είμαστε οι ελάχιστα εγκληματίσαντες μπροστά στην τεράστια εγκληματικότητα που
επέδειξαν και οι τούρκοι στρατιώτες και οι τουρκοκύπριοι λεγόμενοι μαχητές το
1974, βρισκόμαστε συνεχώς στη δυσάρεστη θέση να ακούμε για την επώδυνη λύση,
άρα την άδικη. Τόσο δίκαιο όση δύναμη, άρα και αδύναμοι και αδικημένοι.
Γι’ αυτό όμως πρέπει όσοι αναλαμβάνουν να εκπροσωπήσουν και να υπερασπιστούν
τον ελληνικό κυπριακό λαό να έχουν απόλυτη πίστη στο δίκαιό του και να το
υπερασπίζονται με πάθος και αυτοθυσία, κάτι που όχι μόνο δε γίνεται αλλά
παρατηρείται το εντελώς αντίθετο: η στάση του εκπροσώπου μας στις συνομιλίες
θεωρείται αμφιρρεπής, λίγο με τους ελληνοκυπρίους λίγο με τους τουρκοκυπρίους,
σε μια προσπάθεια εξίσωσης των πάντων. Και παραπονιέται για αντιπολιτευτικές
κορόνες, ενώ ο λαός εκφράζει τους φόβους και τις ανησυχίες του για το μέλλον του
ελληνισμού του τόπου.
Αυτή όμως δεν πρέπει να είναι η θέση του εκπροσώπου μας, αφού αυτός ανέλαβε να
υπερασπιστεί τους ελληνοκυπρίους, εκτός αν παρουσιάζεται ως πρόεδρος της
Κυπριακής Δημοκρατίας που αποτελείται από δύο κοινότητες των οποίων
υπερασπίζεται τα δικαιώματα. Αλλά τότε στις συνομιλίες υπάρχουν ένας και μισός
υπερασπιστές των δικαιωμάτων των τουρκοκυπρίων και μόνο μισός των
δικαιωμάτων των ελληνοκυπρίων, όπερ άδικον.
Οι τουρκοκύπριοι έχουν και εκπροσώπους τους να τους υπερασπιστούν και ολόκληρο
επιτελείο, αλλά προπάντων τη μητέρα τους Τουρκία η οποία και υπηρεσίες έχει και
μελετητές και δύναμη έχει και το δίκαιο σέρνει όπως θέλει με το μέρος της. Η
Ελλάδα μάλλον κλήθηκε από την κυβέρνησή μας να μην αναμιχθεί στη λεγόμενη
κυπριακή λύση, οπότε είμαστε μόνοι κι έρημοι στ’ αγκάθια. Ο απεγκλωβισμός του
Ταλάτ από την Τουρκία μόνο στα ευχολόγια κατατάσσεται, κι όσο γρηγορότερα το
αντιληφθούμε τόσο το καλύτερο για μας, για να τηρήσουμε και την αρμόζουσα
στάση: υπεράσπιση των δικαίων των ελληνοκυπρίων.
Αυτές οι σκέψεις γίνονται και με την επίσκεψη του προέδρου της Δημοκρατίας στην
Αστυπάλαια. Σε ερώτηση των δημοσιογράφων για τους πέντε αγνοούμενους που
βρέθηκαν στο πηγάδι και για τα πάθη τους, η απάντηση του προέδρου της
Δημοκρατίας ήταν πως αυτά γίνονται στον πόλεμο, από οποιανδήποτε πλευρά, οπότε
ούτε επέρριψε ευθύνη στους Τούρκους στρατιώτες και γενικότερα στην Τουρκία και
στην εισβολή, ούτε και στους τουρκοκύπριους λεγόμενους μαχητές. Φιλοσοφημένη,
θουκυδίδεια απάντηση. Εξίσωση των πάντων. Αυτά συμβαίνουν στους πολέμους!
Κάποτε όμως πρέπει να υπάρξει κάθαρση της ελληνικής κοινότητας από όλα αυτά για
τα οποία την κατηγορούν με την έρευνα και με την τιμωρία των ενόχων, - καθήκον
όλων των ως τώρα κυβερνήσεων και της παρούσας- για να μην εξισωνόμαστε όλοι με
τα τουρκικά στρατεύματα και τις θηριωδίες τους ή με τους λεγόμενους μαχητές και
την εγκληματικότητά τους.
Αν λοιπόν είμαστε οι αδύνατοι, αν δεν μπορούμε να υπερασπιζόμαστε τα δίκαιά μας
αλλά και εμείς οι ίδιοι εξισώνουμε τα πάντα, τότε όχι μόνο το παρόν των Ελλήνων
της Κύπρου είναι νεφελώδες, αλλά και το ίδιο το μέλλον ζοφερό. Δυστυχώς η
αποχρωμάτωση του ελληνισμού της Κύπρου φανερώνει ήδη τα αποτελέσματά της. Ο
γνήσιος πατριωτισμός ονομάζεται εθνικισμός και άλλα ηχηρά παρόμοια.
Καιρός όμως ο ηγέτης των ελληνοκυπρίων να υπερασπίζεται τα δίκαια των
ελληνοκυπρίων, όπως ο ηγέτης των τουρκοκυπρίων υπερασπίζεται κατά τις οδηγίες
της Τουρκίας και τα δίκαια των τουρκοκυπρίων και των εποίκων και της Τουρκίας.
Κάποιος πρέπει τέλος πάντων να ενδιαφερθεί και για τα δίκαια των Ελλήνων της
Κύπρου και μόνο γι’ αυτά.

Δυστυχώς, αποτύχαμε!!!
Οι απόδημοι έρχονται εδώ όχι για να παρακολουθούν τους ιθύνοντες να φιλονικούν,
αλλά συγκεντρώνονται με τον πόθο να πληροφορηθούν για την πολιτική κατάσταση,
για να μπορέσουν να σχεδιάσουν τις βοηθητικές προς τον πάσχοντα ελληνικό
κυπριακό λαό κινήσεις τους. Επειδή η κατάσταση είναι μία και εν εξελίξει, το κάθε
κόμμα όμως την ερμηνεύει από διαφορετική οπτική γωνία, ακούονται στο συνέδριο
διιστάμενες απόψεις.
Στο Συνέδριο των Αποδήμων και πέρσι και φέτος παρουσιάστηκε ο πρώτος πολίτης
του τόπου να εξοργίζεται και να μιλά σε έντονο ύφος. Η εν εκρήξει απορία του γιατί
δεν γίνεται αναφορά από κανένα στο πραξικόπημα, είναι μια απορία μέσα στην οποία
εκφράζεται η ερμηνευμένη από τον ίδιο ιστορική αλήθεια με την κομματική χροιά
της. Ενώ είναι γνωστό ότι η Τουρκία περίμενε ευκαιρία να επέμβη στην Κύπρο και
με το πραξικόπημα τής δόθηκε. Η διάκριση ανάμεσα στην αφορμή (πραξικόπημα)
και στα αίτια (τουρκική επεκτατική πολιτική) είναι σημαντική. Μάλιστα, οι
πολιτικοί που χειρίζονται τα πράγματα, θα έπρεπε όχι μόνο να γνωρίζουν τη διάκριση
αλλά και να την χρησιμοποιούν για να ενοχοποιούν την Τουρκία και τις επεκτατικές
βλέψεις της. Όμως στο συνέδριο πρυτάνευσε η κομματική οπτική γωνία, ενώ οι
πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας αναμένουν κάποιον να υπερασπιστεί τα δίκαια
του κυπριακού ελληνισμού και όχι να εξισώνει την αφορμή με το αίτιο και το
αποτέλεσμα.
Δεύτερο, στην έκρηξή του ο Πρόεδρος μας είπε πως το κυπριακό πρέπει να το
θεωρούμε ως κοινωνικοταξικό πρόβλημα και όχι εθνικό. Έτσι, όχι μόνο μεταθέτει το
πρόβλημα από θέμα τουρκικής εισβολής και κατοχής σε θέμα ενδοκυπριακό και
μόνο, αλλά και το μετακυλά σε κοινωνικοταξικό επίπεδο. Αυτή όμως η τοποθέτηση
βρίσκεται εκτός κάθε ιστορικής πραγματικότητας, αφού ποτέ δεν αντιμετώπισε στην
Κύπρο μια κοινωνική τάξη πολιτών μιαν άλλη τάξη.
Ο έστω και κατ’ ελάχιστο γνώστης των πραγμάτων αντιλαμβάνεται ότι η νέα,
διακηρυγμένη πια από τον Πρόεδρο, θεώρηση του κυπριακού προβλήματος, είναι
απόρροια των ιδεολογικών θεμελίων του, γι’ αυτό και σε πολλές δηλώσεις του
αποφεύγει να κάμει λόγο για έθνος ή λαό, καταφεύγοντας στις ιδεολογίες. Το
ιστορικό όμως προηγούμενο της Σοβιετικής Ένωσης που επεκάθησε στον τράχηλο
των εθνοτήτων και τις κατέπνιξε για εβδομήντα τόσα χρόνια δεν πέτυχε, αφού μόλις
το σαθρό αυτό καθεστώς κατέπεσε, οι λαοί αγωνίστηκαν και για την εθνικότητα και
προπάντων για τη θρησκεία τους. Άρα η τοποθέτηση του κυπριακού ως
κοινωνικοταξικού προβλήματος είναι εκ προοιμίου καταδικασμένη σε αποτυχία.
Στο ίδιο μοτίβο και η ελπίδα για λύση του κυπριακού: Επειδή βρέθηκαν στα πηδάλια
της Κυπριακής Δημοκρατίας και της παράνομης τουρκοκυπριακής ηγεσίας άνθρωποι
με τις ίδιες ιδεολογίες, πιστεύεται πως κάτω από το πρίσμα των ιδεολογιών τους θα
οδηγήσουν σε λύση το κυπριακό. Ομολογούν όμως οι ίδιοι οι κυβερνώντες πως ο
μεγάλος παίκτης στη σκακιέρα είναι η Τουρκία, η οποία υπηρετεί τα εθνικά της
σχέδια και όχι τις κοινωνικές τάξεις της.
Και ο κ. Ταλάτ είναι ηλίου φαεινότερον πως υπακούει στα κελεύσματα της Άγκυρας,
του τουρκικού δηλαδή έθνους, και όχι στις παροτρύνσεις των εδώ ιδεολογικών
συντρόφων του. Η πρόσδεση μάλιστα της ηγεσίας μας στον Ταλάτ οδήγησε και
οδηγεί σε εις βάρος μας παραχωρήσεις, για να κρατηθεί ο ομόδοξος στην εξουσία.
Τέλος, οι Έλληνες της Κύπρου, όταν ακούν από τον ίδιο τον Πρόεδρό τους πως τα
περί ελληνικότητας και λοιπά είναι σοβινισμοί και εθνικισμοί, καταλαβαίνουν πως
κανένας προς το παρόν δεν θα υπερασπιστεί τον ελληνισμό του τόπου, αλλά την
«κοινωνική τάξη»!!! στην οποία ο εκπρόσωπός μας ανήκει.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, δυστυχώς, ως Έλληνες της Κύπρου, αποτύχαμε.
Κρίμα κι άδικο
Το λοιπόν, να τυπώσετε βαθιά στη μνήμη τη φωτογραφία ή τη σκηνή που είδατε στις
τηλεοράσεις και να την πολλαπλασιάσετε και να την προβάλετε στο μέλλον: από τη
μια ο οποιοσδήποτε Νταβούτογλου κι από την άλλη ο οποιοσδήποτε Ταλάτ να
στέκονται και με ύφος εκατό Αττίλων από εξέδρας να μας υπαγορεύουν: «Θα φέρετε
εις πέρας όσα αναφέρονται πιο κάτω: πρώτο, δεύτερο, τρίτο, τέταρτο. Ως το τέλος
του χρόνου». Και να μας ειρωνεύονται, με εκείνο το μειδίαμα Τζοκόντα.
Είτε λυθεί το κυπριακό είτε δεν λυθεί, η εικόνα αυτή θα επαναλαμβάνεται επί το
τερατουργηματικότερο. Ο κάθε Τούρκος υπουργός των εξωτερικών θα προστάζει με
χαραγμένο χαμόγελο, ενώ το κάθε τσιράκι του εδώ θα μας υπαγορεύει τους όρους
του, για να μεγαλύνει το παράνομο κρατίδιό του.
Κι όλα αυτά, γιατί εμείς τους το επιτρέψαμε. Κι αν συνεχίσουμε να έχουμε αυτό το
άηθες, το ραγιαδίστικο, και το «σφάξε με, φταίω εγώ για όλα, ήμουν ληστής και
τρομοκράτης και φονιάς», αν συνεχίσουμε σ’ αυτό το τέμπο, ραγιάδες θα γενούμε,
ραγιάδες θα γεννούμε και ραγιάδες θα πεθαίνουν τα παιδιά των παιδιών μας, κρίμα κι
άδικο.
Γι’ αυτό, λέω, καιρός να πούμε ο καθένας το «ως εδώ και μη παρέκει». Έχουμε
ανθρωπιά, αξιοπρέπεια, ήθος, κι ας ξαναβρούμε το θάρρος, όσο μας απέμεινε. Δεν
είναι εθνικισμός, δεν είναι σοβινισμός. Μη φοβόμαστε τις λέξεις και τις ετικέτες.
Τις χρησιμοποιούν για να κάμψουν αντιστάσεις. Αγαπούμε τον πλησίον μας,
αγαπούμε την ειρήνη, αλλά πλαστήκαμε για να είμαστε ελεύθεροι κι εμείς και τα
παιδιά μας. Και να είμαστε ο εαυτός μας. Κι αυτό δεν είναι ούτε σοβινισμός ούτε
εθνικισμός. Όπως δεν είναι, αν δεν ξεχνούμε τα σκλαβωμένα χώματά μας, κι αν
δείχνουμε την Κύπρο μας καθημαγμένη.
Γιατί φαίνεται πως στήθηκε ολόκληρη μηχανή, όχι μόνο για να μας επιβάλει μια λύση
ανελεύθερη αλλά και για να μας αγκυλώσει την ψυχή. «Μη εκείνο, μη ετούτο». Από
τώρα. Κι από ξένους και από δικούς. Ας μεγεθύνουμε και ας πολλαπλασιάσουμε τις
εικόνες αυτές και τα στρεβλά ακούσματα. Ας τα δούμε κι ας τα ακούσουμε να
προβάλλονται στο μέλλον. Εμείς υπάκουα αρνιά, κι οι ξένοι τσέλιγκες να μας
προγκίζουν. Έτσι θέλουμε να ζήσουν τα παιδιά μας; Με φοβέρες και προσταγές, με
διαγράμματα και τέρμινα, υπηρέτες ξένων συμφερόντων;
Μα φταίνε, αλίμονο, κι όσοι σέρνουν το λαό στη δουλοπρέπεια. Να βλέπεις τη
χριστιανή να ανέχεται ν’ ανοίγει την τσάντα της μια ψευδοαστυνομικίνα για να την
ερευνήσει! Να βλέπεις να τους κατεβάζουν από τα λεωφορεία να τους ελέγξουν!
Ξένοι στην πατρίδα τους! Στο κράτος τους! Οι Βρετανοί ξανάρχονται; Σε λίγο θα
μας βάζουν κέρφιου και θα κλείνουμε πόρτες, στόματα, παντζούρια!
Ανάγκη πάσα, τελικά, να ξαναβρούμε τις πηγές του θάρρους μας, να
αντιμετωπίσουμε όσους μας παραπλανούν, όσους μας συγχύζουν, όσους παραποιούν
την Ιστορία μας και μολύνουν την ψυχή μας.
Γιατί ο αγώνας τώρα παίζεται στο αλώνι της ψυχής. Γι’ αυτό χρειάζεται να
ξαναβρούμε τη γνησιότητά μας, να τη φορέσουμε άυλη πανοπλία, και για τους ξένους
και για τους δικούς. Που θέλουν να μας μετατρέψουν σε ραγιάδες, κι εμάς και τα
παιδιά μας. Κρίμα κι άδικο.

Περί σεβασμού και κρίσεων


Αυτές τις μέρες, με όλα όσα βλέπουμε κι ακούμε τηλεοπτικά και διαβάζουμε στα
φύλλα, κατέρχεται ως από μηχανής θεός στο προσκήνιο του λεξιλογίου μας η λέξη
«σεβασμός». Με τη λέξη αυτή εννοούσαν στην αρχαιότητα το φόβο που συνόδευε
τον άνθρωπο μπροστά στο θείο. Κατόπιν όμως η σημασία επεκτάθηκε και σε
ανθρώπους και σε θεσμούς, από τους εκκλησιαστικούς άρχοντες ως τους πολιτικούς
ηγέτες. Ακολουθεί ο σεβασμός στους γονείς και στους δασκάλους. Ο σεβασμός όμως
προβληματίζει. Όπως και η λέξη «θεσμοί», που δεν ανευρίσκεται εύκολα το βάθος
και πλάτος της, αφού άλλοι μ’ αυτό τον όρο καταλαβαίνουν άλλα. Γενικά όμως είναι
αποδεκτό πως πρέπει να σεβόμαστε τους θεσμούς. Αλλά οι θεσμοί δεν είναι
απρόσωποι. Οι φορείς ή οι εκπροσωπούντες τους θεσμούς είναι άνθρωποι και
υπόκεινται σε κριτική.
Ας έρθουμε στο προκείμενο: την ευθιξία που δείχνει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος και
οι του κυβερνώντος κόμματος, όταν κρίνεται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Αν όμως
δεν κριθεί, τι θα αποδεικνύουμε; Ότι όλοι είμαστε σύμφωνοι με την πολιτική του και
τον χειροκροτούμε ως οι κομματικά υποτελείς του; Κι αν υπάρχει στον τόπο άλλη
άποψη; Ποιος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν υπέστη κριτική; Γιατί αυτή
η υπερπροστασία;
Η καλόπιστη κριτική γίνεται και για το καλό του κρινομένου και για το καλό του
θεσμού και για να μπορεί να εκμεταλλεύεται ο κρινόμενος τα λεγόμενα και τις
αντίθετες απόψεις και να τις χρησιμοποιεί, όταν πιέζεται. Γι’ αυτό οι κρίνοντες με
καλή διάθεση πρέπει να τιμώνται. Η κριτική είναι το καλύτερο όπλο για να γίνεται
καλύτερος ο κρινόμενος και να υπερασπίζεται τα πρόσωπα και τα συμφέροντα που
εκπροσωπεί, ακούοντας και τη φωνή των μη οπαδών του.
Τα περί σεβασμού ισχύουν για όλους τους εκπροσώπους θεσμών. Μη εξαιρουμένης
της αντιπολίτευσης. Είναι δυνατό να σέβεται ο νουνεχής πολίτης τον αρχηγό της
λεγόμενης αξιωματικής αντιπολίτευσης, όταν αυτός κάνει εισηγήσεις που περίπου
μοιάζουν με πισώπλατες μαχαιριές στη διαδικασία των συνομιλιών και στον
εκπρόσωπό μας, που διακηρύττει- σωστά- πως δε χρειάζονται επιδιαιτησίες, αφού
ήδη πάθαμε και μάθαμε; Κι η μόνη έγνοια του είναι «να μη φανεί πως πρόκειται για
επέμβαση τρίτων στις συνομιλίες»!
Είναι όμως κι οι ξένοι. Ο εκπρόσωπος του ΟΗΕ στην Κύπρο, εξ Αυστραλίας
ορμώμενος, το μόνο που αντιλαμβάνεται ως καθήκον του είναι να πεισθούν και
ελληνοκύπριοι και τουρκοκύπριοι να πουν «ναι» στο επόμενο δημοψήφισμα, άσχετα
αν είναι δίκαια ή άδικα τα παρουσιαζόμενα στο λαό για έγκριση. Πόσου και ποιου
σεβασμού να τύχει ένας τέτοιος εκπρόσωπος, όσο μεγαλόσχημος κι αν είναι, όσο κι
αν εκπροσωπεί παγκόσμιους θεσμούς; Πόσο σεβασμό αυτός επιδεικνύει στους
πολίτες αυτής της Δημοκρατίας, όταν δεν τον ενδιαφέρει αν θα ζήσουν δίκαια, άρα
ειρηνικά, αλλά το μόνο στο οποίο αποβλέπει είναι μια διπλωματική νίκη στο πέτο
του; Μπορεί όμως ο ίδιος να υποτονθορύζει: «εγώ στραβώνω και πουλώ, εσύ άνοιξε
τα μάτια σου κι αγόραζε.»
Μη λησμονούμε και το Σουηδό υπουργό των Εξωτερικών, ο οποίος ανέλαβε
εργολαβικά να υπερασπίζεται τα συμφέροντά του στην Τουρκία και περίπου μας
εκβιάζει, να διευκολύνουμε την ένταξή της στην Ευρώπη, άσχετα αν είναι επιδρομική
χώρα, με στρατό χιλιάδες στα κατεχόμενα, κατηγορούμενη για δολοφονίες, για
προσφυγοποίηση και παράνομο εποικισμό, για κλοπή περιουσιών, καταστροφή και
λεηλασία ναών. Ποιος σεβασμός μπορεί να οφείλεται στο δικαιώνοντα τον ένοχο,
άρα και συνένοχο της μεγαλύτερης αδικίας που υπέστη αυτός ο τόπος, στο γεωργό
μιας τουρκοποιημένης Ευρώπης;
Τέλος, αφού περί σεβασμού ο λόγος, πρώτο καθήκον του κάθε πολίτη πρέπει να είναι
ο σεβασμός στον εαυτό του. Σεβόμενος τον εαυτό του, δε θα υφίσταται τους
εξευτελισμούς κανενός παράνομου καθεστώτος. Θα δίνει μάλιστα μαθήματα και
στους ηγέτες του, όταν αδιαφορούν για την αναξιοπρέπεια στην οποία οδηγούν οι
ίδιοι πολλούς, προτρέποντάς τους να υπακούν στις εντολές ένστολων παρανόμων.

Κατέχει κι από ηθική;


Ότι δεν είναι σεβαστό πρόσωπο φάνηκε από πολλά κι από δηλώσεις πολλών. Είναι
όμως φιλοξενούμενος, και δεν τον διορίσαμε εμείς, όπως είπε κι ο κυβερνητικός
εκπρόσωπος. Κι ενώ το μόνο του εργαλείο του πρέπει να είναι τα περί Κύπρου
ψηφίσματα του ΟΗΕ, αυτός μας εισάγει κι άλλο παράγοντα στην επίλυση του
κυπριακού, την ηθική. Καλώς.
Κατέχει δηλαδή κι από ηθική και από ασύμφωνα με την ηθική ή σύμφωνα με την
ανηθικότητα. Αφού ξέρει τι είναι ανήθικο, πρέπει να ξέρει και τι είναι ηθικό.
Δήλωσε, λεν οι εφημερίδες, πως είναι εξαιρετικά ασύμφωνο με τους κανόνες ηθικής
να ξεσηκώσουμε τους κουβαλητούς από τα σπίτια μας και να τους πακετάρουμε για
εκεί από όπου ήρθαν, για την Τουρκία.
Τι είναι λοιπόν ηθικό; Ο Πιττακός είπε πως «Εκείνα για τα οποία αγανακτούμε, όταν
διαπράττονται απ' τον πλησίον μας, να μη τα πράττουμε εμείς οι ίδιοι». Ο
Κλεόβουλος ο Ρόδιος «΄Ο συ μισείς ετέρω μη ποιήσης». Η Παλαιά Διαθήκη λέει
«Και ό συ μισείς, μηδενί ποιήσης». Η Καινή Διαθήκη «Πάντα όσα αν θέλητε ίνα
ποιώσιν ημίν οι άνθρωποι, ούτω και υμείς ποιείτε αυτοίς». Ο Κομφούκιος « Μη
πράττεις στους άλλους ό,τι δε θα ήθελες εκείνοι να πράξουν σε σένα». Και ο μέγας εν
φιλοσόφοις Καντ διετύπωσε την κατηγορική προσταγή του με πολλούς τρόπους:
«Πράττε έτσι ώστε η πράξη σου να μπορεί να γίνει καθολικός νόμος». «Πράττε σαν
να έπρεπε ο γνώμονας της πράξης σου να γίνει με τη θέλησή σου φυσικός νόμος».
«Πράττε έτσι ώστε να χρησιμοποιείς την ανθρωπότητα τόσο στο πρόσωπό σου όσο
και στο πρόσωπο κάθε άλλου ανθρώπου ως σκοπό και ποτέ ως μέσο». «Πράττε έτσι
ώστε να μπορείς να θεωρείς τον εαυτό σου ταυτόχρονα ως καθολικό νομοθέτη».
«Πράττε σαν να ήσουν πάντα ένα νομοθετικό μέλος του κράτους των σκοπών».
Οι γενικοί αυτοί κανόνες ηθικής θεωρούν τον καθένα ως κύριο και μοναδικό
εκπρόσωπο του ανθρωπίνου γένους στη γη, τον θέτουν στη θέση του συνανθρώπου
του και τον ρωτούν: Θες να σου γίνουν τα ίδια; Αν δε θες, μην τα κάμνεις στον άλλο.
Τι συνέβη λοιπόν ιστορικά στην Κύπρο; Έγινε εισβολή το 1974 από την Τουρκία,
διώχτηκε από τα σπίτια του το ένα τρίτο του ελληνικού πληθυσμού, μετακινήθηκαν
διά της βίας άνθρωποι, κουβαλήθηκαν από την Τουρκία οι λεγόμενοι ευγενώς έποικοι
- έγκλημα πολέμου θεωρείται διεθνώς- και τώρα, αν θα λυθεί το κυπριακό, ζητούμε
να μεταφερθούν πάλι στην πατρίδα τους, γιατί πρέπει να έχουν το δικαίωμα οι
πρόσφυγες με εγγεγραμμένη περιουσία στο όνομά τους ή οι νόμιμοι κληρονόμοι τους
να επανέλθουν στις οικίες και περιουσίες τους, απ’όπου διώχτηκαν διά της βίας, για
να αποκατασταθεί το δίκαιο.
Λογικά, ακολουθούν τα παρακάτω ερωτήματα τα οποία πρέπει να απαντηθούν: Θέλει
κανείς να γίνει εισβολή στην πατρίδα του; Θεωρεί ηθική την προσφυγιά των
συμπατριωτών του; Πιστεύει πως είναι ηθικό να υπάρχουν δολοφονημένοι κι
αγνοούμενοι στην πατρίδα του; Θα ήταν γι’ αυτόν ηθικός ένας παγκόσμιος νόμος που
να δικαίωνε κάθε μεγάλη δύναμη που εισβάλλει σε μια μικρή χώρα και μετακινεί
βίαια το ένα τρίτο των κατοίκων της, και η δύναμη αυτή εγκαθιστά κουβαλητούς
στις περιουσίες των διωγμένων; Αν ήταν να νομοθετήσει για το παγκόσμιο καλό, θα
θεσμοθετούσε το δίκαιο του ισχυροτέρου;»
Και εξ αντιθέτου: « Θα ήταν αξιοπρεπές και ηθικό να τον κουβαλούν από τη χώρα
του σε μια ξένη χώρα και να νέμεται ξένη περιουσία; Αυτό δεν είναι κλοπή; Κι όταν
έρθει η ώρα να επανορθωθεί το έγκλημα, αυτός να λέει πως η επανόρθωση είναι
εξαιρετικά ασύμφωνη με την ηθική;» Άνθρωπος που πρέπει να ξέρει από διεθνές
δίκαιο καλό είναι να ξέρει και από ηθική, πριν την επικαλεστεί.

Παρεξηγήσεων το ανάγνωσμα
Εμείς εκεί, στον άγιο Κασσιανό, και μέσα στην εκκλησία, με λειτουργία ή μυστήριο,
δεν διαμαρτυρηθήκαμε ποτέ για το μουεζίνη με τα μεγατόνων μεγαφωνικά του, όταν
αρχίζει τα Αλλάχ… Τον ακούμε χρόνια τώρα, μέρα νύχτα, κι ακόμα τέσσερις- πέντε
το πρωί στη Χώρα και περίχωρα κι υπομένουμε. Καθένας τη θρησκεία του και τη
δουλειά του. Σεβαστά. Κι όμως στη Σκάλα παραπονιούνται, λέει, οι μουσουλμάνοι,
γιατί πηγαίνουν στο τζαμί για προσευχή και τους ενοχλεί ο παπάς τ’ άη Λαζάρου,
μεγάλη η χάρη του. Κι αν είναι δυνατό να σβήσει τα μεγάφωνα. Παρεξήγηση;
Δεν ξέρουμε πόσοι χριστιανοί διαμαρτύρονται για το μουεζίνη στα κατεχόμενα χωριά
και στις μαραμένες ελληνικές πόλεις μας. Ίσως γιατί δεν έμειναν εκκλησιές ή
μετατράπηκαν σε τζαμιά και στάβλους. Δεν ξέρουμε πόσοι χριστιανοί
διαμαρτύρονται για την καταστροφή των εκκλησιών μας στα τουρκοκρατούμενα,
ξέρουμε όμως πως διαμαρτύρονται οι μουσουλμάνοι στα ελληνοκρατούμενα, που
έπαυσαν από καιρό να είναι τέτοια. (Εν παρενθέσεσιν, α)δεν ήταν λάθος κανενός
υπαλλήλου σχολικής εφορείας η ερώτηση στους μαθητές αν είναι κύπριοι,
τουρκοκύπριοι και λοιπά. Το μάθημα άρχισε από τεσσαρακονταετίας περίπου και
τώρα γίνονται οι γενικές δοκιμές. Παρεξήγηση; Κι ακόμα β) στο μνημείο των
πεσόντων το 1963-64 στον άγιο Κασσιανό κατέβασαν την ελληνική σημαία,-
παρεξήγηση;- αλλά οι φύλακες αποκατέστησαν την έννομη τάξη.)
Το σχέδιο έχει τη δική του ιστορία. Στην αρχή λοιπόν ήταν η Βολκάν κι η ΤΜΤ, ο
Κουτσούκ κι ο Ντεκτάς, με τις προβοκάτσιες και τα φονικά του. Τώρα ο Ταλάτ,
σύντροφος στην αρχή –παρεξήγηση;- και τώρα με τα χρονοδιαγράμματα και τις
επιδιαιτησίες του και την μη κυπριακής ιδιοκτησίας (χαρά στον που έδωσε την
προσωνυμία!) λύση του. Και δυστυχώς δεν του θυμίζει κανείς το ψήφισμα του ΟΗΕ
που αποκαλεί το έκτρωμά του αποσχιστική και παράνομη ενέργεια και οντότητα.
Από το 1956 άρχισαν οι εχθροπραξίες κατά Ελλήνων στον άη Λουκά, μοιράστηκε η
Χώρα, με την εισβολή του 1974 μαχαιρώθηκε η Κύπρος όλη, κι αφού μετακινήθηκαν
οι τουρκοκύπριοι διά της βίας στο βορρά, άρχισε το μπόλιασμά τους με τους
έποικους, πολίτες της μαύρης πολιτείας των κατεχομένων, όπως μεγαλοφυώς τους
αποκάλεσε ο μέγας βεζύρης της νεότερης τουρκοκρατίας απαντώντας στον πρόεδρο
της Κυπριακής Δημοκρατίας πριν λίγες μέρες στην καρδιά του ΟΗΕ.
Μετά τον εποικισμό ή ταυτόχρονα, γίνονται οι πρώτες αποστολές παράνομων
μεταναστών μουσουλμάνων στις ελεύθερες περιοχές μέσω κατεχομένων, κινήσεις για
επανεγκατάσταση τουρκοκυπρίων στις περιουσίες τους στις ελεγχόμενες από το
κράτος μας περιοχές, -παρεξήγηση;- το σχέδιο πλήρους τουρκοποίησης της Κύπρου
εφαρμόζεται σταδιακά, κι όσοι εθελοτυφλούν και καμώνονται πως δεν το
καταλαβαίνουν ας κάμουν ό, τι είπε στους Αθηναίους ο μισάνθρωπος εκείνος Τίμων,
σαν κατέβηκε μια μέρα να μιλήσει στην εκκλησία του δήμου: «Άνδρες Αθηναίοι, σ’
ένα χωράφι μου έξω από την Αθήνα φύτρωσε μια συκιά. Πολλοί ως τώρα πήγαν εκεί
και κρεμάστηκαν. Το λοιπόν, επειδή θα κόψω τη συκιά για να κτίσω, όσοι
προτίθεστε, κρεμαστείτε». Αλλά επειδή είμαστε λίγοι, φυγόστρατοι ή απόστρατοι, ας
διαβάσουμε τουλάχιστο τα βιβλιαράκια που κυκλοφόρησαν τελευταία, «Αιματηρή
Αλήθεια», «Η Πρόταση του Ορθού Ναι», Τάκη Γεωργίου «Σχέδιο Β΄». Είναι
περιεκτικά και φωτοδότα. Ίσως φωτίσουν τους ιθύνοντες να αντιληφθούν το μέγεθος
του βόθυνου (=βόθρου) στον οποίο μας οδηγούν και στο οποίο αμφότεροι, λαός και
ηγεσία, εμπεσούμεθα, τυφλοί τυφλούς οδηγούντες. Κι αυτά δεν είναι παρεξήγηση.

Το βαθύ μας κράτος


Ήταν της σόρτας μας να τ’ ακούσουμε κι αυτό από τον τουρκοκύπριο ηγέτη: το βαθύ
μας κράτος φέρει προσκόμματα στις συνομιλίες που δεν τρέχουν με τους επιθυμητούς
για τον αδελφό μας ρυθμούς.
Για τριάντα πέντε χρόνια κανένας Τούρκος δε βιάστηκε να λύσει το κυπριακό,
αντίθετα συνέγραφαν διατριβή στη χρονοτριβή, ενώ εμείς καταντούσαμε
περικαθάρματα κι απόκληροι του κόσμου. Κανένα ψήφισμα του ΟΗΕ δε
σεβάστηκαν, κανένα δεν εφάρμοσαν, η τρίτη Βιέννη στα χαρτιά κι η επιστροφή της
Αμμοχώστου φτερό στον άνεμο. Και τώρα μας καλούν να υπακούμε στα
προστάγματα του διεθνούς οργανισμού και να σεβόμαστε τους ασεβείς υπαλλήλους
του.
Από το 1955 η Τουρκία σχεδίαζε σε βάθος χρόνου, κι από το ΄74 τριάντα πέντε
χρόνια συνεργαζόταν με τον Ντεκτάς να στήσουν το κρατίδιό τους, ν’ ανοίξουν τα
συρματοπλέγματα και να δούμε ποθαμασμένοι την αστυνομία τους, να επιδείξουμε
ταυτότητες και διαβατήρια, να πεισθούμε πως εκεί υπάρχει κράτος- επιφανειακό. Το
βαθύ ήταν το δικό μας, γι’ αυτό χρειάζονταν τόσα χρόνια να το ξεθεμελιώσουν.
Και προσελήφθη ο Ανάν, μεγαλοεργολάβος, και τα δικά μας τα παιδιά τσιράκια του,
να το γκρεμίσουν. Ευλογημένος όμως ο λαός, με το βαθύ ένστικτο και τη βαθιά κι
ανθρώπινη αξιοπρέπεια, που δεν καταδέχτηκε να ψηφίσει «ναι», να ησυχάζουν στο
λεκανοπέδιο κι οι συν αυτοίς εδώ, ταλατοκένταυροι φαντάζουν φωτογραφισμένοι
μαζί του.
Βαθύ κράτος μπορεί να μην έχουμε, έχουμε όμως μια βαθιά πίκρα, γιατί ζούμε σε
βαθιά σκοτάδια, σε μια βαθιά θολούρα για τα γιγνόμενα και μια βαθύτερη συνείδηση
πως κάτι τεκταίνεται εις βάρος μας από ξένους και δικούς, προπάντων όμως απ’ τους
ευγενικούς συμμάχους μας στον ευρωπαϊκό μας οίκο. Το προσχέδιο της έκθεσης
προόδου για την Τουρκία κόπηκε και ράφτηκε στα μέτρα της από υψηλούς
μόδιστρους, η επιδρομική χώρα φιγουράρει άπαννη κούπα, δεν πρωταγωνίστησε σε
κανένα έγκλημα εις βάρος της Κύπρου, αντίθετα δείχνει ενδιαφέρον για τη λύση και
προτρέπει τα δυο μέρη με τις «κυπριακής ιδιοκτησίας!» συνομιλίες να σπεύδουν, τα
δικαστήριά τους για να προσφεύγουν οι ελληνοκύπριοι και να ζητούν αποζημιώσεις
για τις περιουσίες τους αποδεικνύονται, λέει ο κύριος Ολι Ρεν, σύμφωνα με τις αρχές
της Ευρώπης, αρκετοί δικοί μας καταφεύγουν καταϊδρωμένοι και απαυδισμένοι από
τα εδώ να εξασφαλίσουν ανταλλάγματα για τις τουρκοκρατούμενες περιουσίες τους
εκεί, ενώ το βαθύ μας κράτος κινδυνεύει με «αποαναγνώριση» (θαυμαστοί μας
γλωσσοπλάστες!) ενώ το τουρκοκυπριακό έκτρωμα θα αναβαθμιστεί, απειλεί ο
καρντάσης μας Ταλάτ, που βγήκε χαλαζιάρης!
Το Εθνικό Συμβούλιο συνήλθε, είπε κι ανακοίνωσε, κι όλοι μείναν ενεοί για τις
συμπτωματικές απόψεις, ο Γιώργος υπόσχεται με τα λόγια πράξεις και με τις
επισκέψεις ενδιαφέρον, ενώ ο λαός εκφράζεται ξάστερα: δεν στηρίζουμε ελπίδες σε
κανένα. Είμαστε ένας λαός απελπισμένος, διαψευσμένος στις προσδοκίες του κι από
δικούς και ξένους. Το μόνο που ξέρουμε είναι πως δε θα κάμουμε σε κανένα το χατίρι
να ψάχνουμε για σπίτια σε νέα Κύπρο στη Νότιο Αττική, Νότιο Αφρική, Νότιο
Αμερική, Νότιο Αγγλία. Αν κατάλαβαν κάτι οι δυνάμει μεσολαβητές (άλλος όρος κι
αυτός!) σα δε θέλουμε οι νοικοκυραίοι, τίποτε στο σπίτι μας δε γίνεται. Καμιά
δύναμη δεν έχουν όσοι μονοστέφανοι καταπιάστηκαν εργολαβικά να μας
ξεθεμελιώσουν απ’ την Κύπρο. Τα θεμέλιά μας είναι τριών χιλιάδων χρόνων, κι αν το
κράτος μας δεν είναι βαθύ, η Ιστορία μας είναι τρίσβαθη. Εξαρτημένη απ’ τον
καθένα μας κι από την ενωμένη γροθιά μας!

Ελειφτήκαμεν τες ελιές;


Ελειφτήκαμεν τες ελιές; Ο Πενταδάχτυλος τζι ούλλη η επαρχία της Τζιερύνειας εν
γεμάτη ελιές τζιαι τερατσιές. Ακόμα τζιαι στο περβολούιν του Παπάντωνη στο
Βουνόν εν να σιεν καμιάν εκατοστήν, τζι άλλες στον Υψηλόν. Γιατί στο Δίκωμον
λαλείς να ΄ν λλιες; Αλλά έτσι κόβκει ο νους τους ξένους, έτσι κάμνουν τζι οι δικοί!
Τα χάλια μας εν τα θωρούμεν, τους συμβολισμούς αθθυμηθήκαμεν!
Αμμα επήαιννες έτσι τζιαιρόν στον ελιόμυλον του θκειού μου του Γιώρκου,
επεριμέναν σειράν οι χωρκανοί. Τζι άμμα εφούρνιζεν τζι η παπαδκιά τζι
εμουσκομυρίζαν οι τόποι ψουμίν φρέσκον, βουττίν στο λάδιν του μύλου με κάμποσον
όξινον τζιαι άλας, πέτε μου άλλον φαϊν καλλύττερον.
Εστερήσετέ μας τα όμως πολλά γρόνια, τζιαι νομίζετε πως εν να τα ξηχάσουμεν!
Το λοιπόν, που ελιές εν γεμάτος ο Πενταδάχτυλος, τζι η Τζιυρκά, τζι ο Άης
Επίκτητος τζι ούλλα τα χωρκά μας. Εμείς όμως έν τα βάλλουμε στην παρένθεσην,
ούτε λαλούμεν εν ναν «εθελοντική η επιστροφή» σας. Γιατί εν τίποτε αγγαρεία να
πάμεν έσσω μας; Πόσα χαππούθκια να μας χρυσώσετε; Μα’ μαστι χαντοί; Εμείς να
φυτεύκουμεν, για να τρων τα Τουρτζιά; Εν τούτη η δικαιοσύνη της Ευρώπης τζιαι
του όηε; Εν τούτον που σημαίνει διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία τζιαι λύση
επώδυνη; Να τρων τες ελιές, να ξηλαϊζουν τζιείνοι, τζι εμείς να χάσκουμεν,
σταθμισμένοι ευρωπαίοι πολίτες;
Τζιαι μεν μου ξαναπείς τζιείνον το παττάλικον «είσιετε ευκαιρίαν το 2004 τζι εχάσετέ
την». Εθ θωρείς ι΄ν΄τα΄ν’ που κάμνει ο Ερτοάν στον Αρμένην; Υπόγραψεν πρώτα,
τζι ύστερα κκουρί κκουρί ζητά του τζι άλλα, γιατί εθ θα δεχτεί, λαλεί, να το ψηφίσει
η εθνοσυνέλευσή του! Με πρώτη φορά, με τελευταία! Εμάς πόσες φορές υπόγραψεν
ψηφίσματα ως τωρά; Εφάρμοεν κανέναν;
Τζι επειδή εμπερτέψαμεν με τους γειτόνους μας για καλά, τζαι με κάμποσους δαμέσα,
να ξαναπούμεν, λαλώ, την εισβολήν εισβολήν, τον εποικισμόν έγκλημαν πολέμου,
την Τουρτζιάν κατακτητικήν τζι εχθρικήν, να μάθουν τζιαι τα κοπελλούθκια μας
καμμιάν αλήθκειαν, πως η πατρίδα μας εν σκλαβωμένη, τζι όι να τα χαντακώννουμεν
με τες κουλτούρες στα σκολεία.
Αμ μεν εν άλλο, να σώσουμεν την αδρωπκιάν μας τζι εμείς τζιαι τα παιδκιά μας.

Ο Θεός να μας φυλάει


Ο Θεός να μας φυλάει, όλους βέβαια, γιατί οι ελληνοκύπριοι ζούμε εδώ και πολύν
καιρό καταστάσεις αντιφατικές τόσο, που δεν τις χωράει ο νους. Διαβάζω τα σχετικά
με τη στάση μας απέναντι στους ξένους, μετανάστες, πολιτικούς πρόσφυγες, εργάτες,
νόμιμους και παράνομους και τις άλλες κατηγορίες των συμπαθών αυτών ανθρώπων
οι οποίοι μετέρχονται παν μέσον για να δραπετεύσουν από τη χώρα τους για λόγους
που μόνο οι ίδιοι ακριβώς ξέρουν, για να ζήσουν αλλού. Εμάς μας ενδιαφέρει να μη
φαινόμαστε ρατσιστές, σοβινιστές, εθνικιστές - και άλλα σύγχρονα παρόμοια- στους
τρίτους ξένους, στους ευρωπαίους για παράδειγμα, που ήδη μας έχουν
μαυροπινακίσει. Για να είμαστε άρα ευρωπαίοι, πρέπει να αποδεχόμαστε τον άλλο,
να μη τον διώκουμε, να του δίνουμε επιδόματα, να τον φιλοξενούμε, να του
παρέχουμε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Ανοιχτοί στον κόσμο. Ορθά, ορθότατα,
άγια, όλοι οι άνθρωποι είμαστε ίσοι, να ανεχόμαστε, να μοιραζόμαστε την ίδια
υδρόγειο, τον ίδιο ουρανό και άλλα εξαίσια. Δεχτά και με το παραπάνω. Γιατί τα
απαιτούμε κι εμείς.
Το κακό αρχίζει από την ώρα που δεν ισχύουν για μας όσα κατοχυρώνουμε για τους
άλλους. Εμείς οι ίδιοι διαπραγματευόμαστε μια λύση του κυπριακού διζωνικής
δικοινοτικής ομοσπονδίας, που μόνο το διαχωρισμό φέρνει των δύο κοινοτήτων σε
δυο ζώνες, με συνιστώντα μέρη, μια λύση που διαιωνίζει την αδικία, η οποία
θεμελιώθηκε και στηρίζεται με τα όπλα της Τουρκίας. Εμείς πρέπει να είμαστε
ανοιχτοί στους άλλους, όμως το ίδιο το νησί μας στο σύνολό του και στην ενότητά
του είναι κλειστό για μας, τα ίδια τα σπίτια μας κλειστά, αφού θ’ απαγορεύεται η
εγκατάστασή μας στην ίδια την πατρίδα μας. Αντιφατικό, τρελό, ακατανόητο. Και το
χειρότερο, ενώ θα είναι κλειστά, νομίζουν πως θα έχουμε την εντύπωση ότι έχουμε
κερδίσει στο περιουσιακό, όχι μόνο ένα δικαίωμα αλλά τρία, να ανταλλάξουμε την
περιουσία και την εστία, να αποζημιωθούμε, να εγκατασταθούμε- Κύριος οίδε με
πόση ασφάλεια! Και μάλιστα νομίζουν πως νομίζουμε πως με μια τέτοια λύση θα
ζήσουν εδώ τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας, ενώ βλέπουμε πως μέλλον για μας δεν
υπάρχει με λύση που τόσο μοιάζει με τον μπαμπούλα της διχοτόμησης, έστω κι αν
αποκαλείται επανένωση.
Κι οι ξένοι; Πώς είναι τόσο ευαίσθητοι στη συμπεριφορά μας προς τους αλλοδαπούς,
όπως κι αν αποκαλούνται κι από όπου κι αν προέρχονται, αλλά δεν βλέπουν και δεν
διαμαρτύρονται για τη στάση της Τουρκίας απέναντί μας στην Κύπρο; Δεν βλέπουν
την προσφυγιά μας, την καταστροφή των σπιτιών και περιουσιών μας, την άνομη
εκμετάλλευση, την κλεψιά και κλεπταποδοχή, την σύληση των ναών μας, την
ασέβεια προς ζώντας και νεκρούς- τόσες εκταφές αδικοχαμένων έχουν γίνει με
αποδεδειγμένη την άνανδρη θηριωδία - δεν πέρασαν από κανένα ελληνικό
νεκροταφείο, από εκκλησιά μας, από σχολείο μας στα κατεχόμενα; Σε ποιων τις
περιουσίες έκτισαν οι εκμεταλλευτές της γης στα κατεχόμενα, ποιων τα ξενοδοχεία
εκμεταλλεύονται, σε ποιων τη γη θέλουν να δεχτούμε πως στεριώνουν το
ψευδοκράτος τους και με ποιες αδικίες εις βάρος μας; Ουδείς ξένος είδε, ουδέ οίδε;
Κι αυτό δεν είναι παρά ελάχιστο δείγμα των αντιφάσεων. Δικών μας και ξένων.
Αν έρθουμε στο εσωτερικό μέτωπο, στα κομματικά μας, στη συγκυβέρνηση, τότε τα
πράγματα είναι ακόμα πιο συγχυσμένα, με ένα Εθνικό Συμβούλιο να συμφωνεί στις
διαφωνίες, να διαφωνεί στα συμφωνηθέντα, η Ιστορία παραποιημένη να
χρησιμοποιείται για να επικαλύπτει τις παραποιήσεις της, όλοι τα δέχτηκαν όλα πριν
από τους νυν, αλλά ο «Ανάν» είναι νεκρός, η καλύτερη λύση είναι η λύση αρχών
στην οποία στοχεύουμε, αλλά αρχές έχει κι ο Ταλάτ (αυτό κι αν είναι πρωτάκουστο!)
ο Ταλάτ έχει αρχή πως τον πρώτο λόγο στο περιουσιακό θα τον έχει ο κλέφτης και
όχι ο νοικοκύρης, κι αυτό το αποκαλούμε μ’ ένα αδιέξοδο χαμόγελο αρχή, άρα αρχή
προς αρχή ισούνται, άρα μηδέν από μηδέν μηδέν!
Ύστερα από τα λίγα αυτά, όταν εύχεται κανείς στους Έλληνες της Κύπρου γιορτάρες
μέρες, ας προσθέτει «ο Θεός να μας φυλάει».

Χις έξελανσι
Η Όγια ήταν και περήφανη και λίγο μπερδεμένη. Θα’ ρχόταν ο ηγέτης των
ελληνοκυπρίων να περάσει όλη μέρα στο σπίτι της και να συνομιλεί με το σύζυγό
της, άλλο μεγάλο ηγέτη, που αν τον χάσουμε χάσαμε και την τελευταία ευκαιρία για
λύση του κυπριακού, και τι να κάμνει μόνη της, ίσως φέρει μαζί του και τη γυναίκα
του, τη φίλη της, να τα λεν τουλάχιστο κι αυτές, να λύνουν άλλα προβλήματα, να
διαβάζουν τον καφέ, τόσα κακά που’ χει αυτός ο δύσμοιρος τόπος, που τους
περιμένει με ανοιχτές αγκάλες να ενώσουν τα δυο συνιστώντα, να γίνει ο τόπος ο
ζηλεμένος παράδεισος ανατολής και δύσης, κάτι τέτοιο περίπου είπε κι ο
ελληνοκύπριος ηγέτης στο προεδρικό, μπροστά σε κόσμο, μόνο να’ χουν την Κύπρο
στην καρδιά, αριστερά. Αυτοί θα λύνουν το κυπριακό κι εμείς θα μαγειρεύουμε.
Αυτή κουπέπια κι εγώ ντολμαδάκια ή ιμάμ μπαϊλντί, έτσι κι αλλιώς κανένας δε
νηστεύει, να βάλουμε και κάμποσο αρνί στη σούβλα.

Αν το σπίτι είναι στην Κερύνεια, αδιάφορο, Κερύνεια δεν υπάρχει, εμείς τον
προσκαλούμε στην Κίρνε, στο σπίτι μας, χτισμένο σε κυβερνητική γη, και στο
εξοχικό μας αν θέλει, αυτό ήταν κάποτε ελληνοκυπρίου, όμως τα τουρκικά
στρατεύματα μας έσωσαν από το στόμα των εχθρών μας και μας έδωσαν το σπίτι, να’
ναι καλά ο στρατός μας, ο Αλλάχ σώζοι τα ειρηνευτικά στρατεύματα.

Η περηφάνια της Όγια ήταν και για τον άλλο, τον ηγέτη της αξιωματικής
αντιπολίτευσης, που λέει ο λόγος, που προσαγόρεψε τον αγαπημένο της εξοχότατο,
χις έξελανσι, έτσι τον είπε στο Λονδίνο, που σημαίνει πως τον αναγνωρίζει πρόεδρο,
άρα αναγνωρίζει και το μόρφωμά του ή το παραμόρφωμά του, το συνιστών που
λέγαμε, έστω κι αν εκείνοι οι αγράμματοι νομομαθείς στο ευρωπαϊκό δικαστήριο
αποφάνθηκαν πως τέτοιο κράτος – τουρκοκυπριακό- δεν υπάρχει. Γιατί δεν ρωτούν
τους ελληνοκύπριους;

Απόδειξη πως μας αναγνωρίζουν οι αδελφοί μας αυτοί είναι τα αυτοκίνητά μας, αφού
διακινούμαστε με τα δικά μας τουρκοκυπριακά νούμερα σ’ όλη την Κύπρο,
αναγνωρίζουν τη σημαία μας, αφού ο αγαπημένος μου μεταβαίνει στις συνομιλίες με
το αυτοκίνητό του, με τη σημαία μας, τη μοστράρουμε παντού, από μιναρέδες ως
Πενταδάχτυλο, από Πενταδάχτυλο ως Γκούγκλ ερθ, αναγνωρίζουν την τουρκική
Κίρνε, αναγνωρίζουν τους αστυνομικούς μας στους οποίους δείχνουν ταυτότητα όταν
περνούν τα σύνορά μας, αναγνωρίζουν το αεροδρόμιό μας, αφού τόσοι και τόσοι
ταξιδεύουν Τουρκία μεριά, θα αναγνωρίσουν κι όλους όσους αποκαλούν έποικους ως
Κύπριους πολίτες θέλουν δε θέλουν, το κράτος μας καλά κρατεί, γι’ αυτό τους
ευχαριστούμε ολόψυχα, τους ελληνοκύπριους και τη μάνα Τουρκία, τους μόνους που
μας αναγνωρίζουν. Γι’ αυτό ας ετοιμάσουμε κι ένα γλυκάκι βύσσινο. Μην τους
λείψει και μου πικραθούν. Εις υγείαν. Κι όποιος αντέξει.

You might also like