Professional Documents
Culture Documents
"Πού πάει η κοινωνία μας;": Νά ένα ερώτημα που δεν είναι μόνο κοινωνιολογικό,
αλλά που βρίσκεται στο κέντρο της κοινωνιολογικής σκέψης, είτε έμμεσα είτε και άμεσα
σαν αντικείμενο συζήτησης, μέσα από θέματα όπως:
• Τί είναι η κοινωνία μας; Είναι "καπιταλισμός" ή είναι "βιομηχανική" κοινωνία; Η
ορολογία μπορεί να αλλάζει, αλλά υπάρχει ένα ουσιαστικό ερώτημα από πίσω: Η
κοινωνία μας είναι μία κοινωνία όπως όλες οι άλλες που υπήρξαν (με τη σχετικότητα
και την ιστορικότητά της) ή μήπως είναι η πάνω-κάτω μοιραία κατάληξη ενός
"πολιτισμού" και τότε ίσως και ο αξεπέραστος ορίζοντας του μέλλοντός μας;
• Πώς γεννήθηκε η κοινωνία μας; Ήταν μια διαδικασία, μια πορεία αναπόφευκτη,
κάπως σαν μια "φυσική ιστορία", ή ήταν ένας δρόμος από τους πολλούς δυνατούς
και τότε πρέπει να εξηγηθεί πώς αυτός επιλέχτηκε ή επιβλήθηκε (και άρα μένει να
διευκρινιστεί και προς τα πού μπορεί να πάει);
• Τί είναι η "κοινωνία"; Είναι κάτι σαν ένας φυσικός οργανισμός που λειτουργεί ή είναι
ένα πεδίο όπου συγκούονται άτομα, ομάδες, λογικές, κλπ.; Υπάρχει άραγε συνοχή,
λειτουργικότητα, στην κοινωνία ή μήπως υπάρχει διάσπαση και σύγκρουση;
• Και η κοινωνική επιστήμη (η κοινωνιολογία, αλλά και οι άλλες) τί νόημα έχει;
Ασφαλώς, για να καταλάβει το αντικείμενό της, αλλά σε τί χρειάζεται μια τέτοια
γνώση: Για τη χειραγώγηση των ανθρώπων ή για τη χειραφέτησή τους; Μπορεί η
κοινωνιολογία να αποφύγει την πολιτική της ανάμειξη στη διατύπωση μιας ουτοπίας;
[Ορισμένοι ιστορικοί -βλ. π.χ. Marc Block- θεωρούν ότι ήδη από τη φεουδαρχία υπήρξαν "εθνικά"
αντανακλαστικά από τους πληθυσμούς, ιδιαίτερα όταν εμφανίζονταν "βάρβαροι", με την έννοια ότι
υπήρχε κινητοποίηση του πληθυσμού -των "από κάτω"- για την αντιμετώπιση των "βαρβάρων".
Όμως, δεν είναι σίγουρο ότι αυτά τα "αντανακλαστικά" πήγαιναν πολύ πέρα από αυτό που μπορούμε
να υποθέσουμε: Την προσπάθεια δηλαδή απόκρουσης μιας απειλής για τη ζωή και την περιουσία,
τη στιγμή της απειλής. Αρνητικά αυτό επιβεβαιώνεται και από τις αστικές διακηρύξεις: Σε ειδικό
στρατηγικό του σύγγραμμα, τον 18ο αιώνα , ο Guibert παραπονιέται ότι "ο πατριωτισμός δεν είναι
παρά μία λέξη, (...) αφού οι πόλεμοι δεν είναι διενέξεις που αφορούν το έθνος αλλά ιδιωτικές
συγκρούσεις του μονάρχη", που δεν τον αισθάνονται οι πληθυσμοί "παρά μόνο με την αύξηση των
φόρων", πράγμα που ο ίδιος καλεί να αλλάξει και να σπρωχτούν τα έθνη "να συμμετάσχουν τα ίδια
άμεσα στον πόλεμο", γιατί τότε "όλα θα αλλάξουν ριζικά", "ο πόλεμος θα τα τυλίξει άμεσα με όλες
του τις αγριότητες" και, "καθώς οι κάτοικοι μιας χώρας θα γίνουν στρατιώτες, θα τους αντιμετωπίσουν
σαν εχθρούς. Ο φόβος να τους έχουν εναντίον τους, η ανησυχία ότι τους αφήνουν πίσω τους θα
τους εξοντώσει".].
Η δημιουργία του έθνους είναι έτσι, καταρχήν, η διάλυση των παλιών ανισοτήτων
και διαχωρισμών, που δεν μας αφήνουν να ενταχθούμε όλοι στην ίδια ενότητα ή κοινότητα,
δηλαδή στο έθνος. Βέβαια, και το έθνος έχει τη δική του ιστορία, αφού ξεκινάει με μια
κοινωνική και κοσμοπολίτικη έκδοση: Το έθνος που προσπαθούν να δημιουργήσουν οι
πρώτοι αστοί επαναστάτες και πατριώτες δεν είναι -όπως λέει και ο Ροβεσπιέρος- "για
ένα κοπάδι ανθρώπινων όντων έγκλειστων σε κάποια γωνιά της γης", αλλά "για την
τεράστια οικογένεια στην οποία η φύση έδωσε τη γη για χώρο της και για να την
απολαύσει". Εχθροί δεν είναι άλλα "έθνη", που δεν υπάρχουν, αλλά "οι βασιλιάδες, οι
αριστοκράτες, οι τύραννοι, όποιοι και να είναι" αυτοί, οι οποίοι "είναι οι δούλοι που
εξεγέρθηκαν ενάντια στον κυρίαρχο της γης, που είναι το ανθρώπινο είδος, και ενάντια
στο νομοθέτη του σύμπαντος, που είναι η φύση". Όπως διευκρινίζει ένας ιστορικός, "στη
[Ενδιαφέρον έχει και το πώς αποφασίζουν να ονομαστούν Γάλλοι ("Φράγκοι" στα γαλλικά): Οι μεν
προτείνουν να ονομαστούν "Γερμανοί" (που στα γαλλικά σημαίνει "αδελφοί" ή "ομοαίματοι"), ενώ
οι άλλοι υποστηρίζουν το "Φράγκοι" (που στα γαλλικά σημαίνει "ελεύθεροι").]
[Οι Γάλλοι πρέπει να μάθουν γαλλικά, αφού μόνο το ένα όγδοο του πληθυσμού τα καταλαβαίνει,
πράγμα που θα επιχειρηθεί με διάφορους τρόπους όπως η "εκπαίδευση". Το ίδιο άλλωστε δεν
συμβαίνει και στα άλλα έθνη; (Εδώ αφήνουμε στην άκρη το δεύτερο συστατικό στοιχείο του έθνους
σαν κοινότητας, που είναι το έθνος-πίστη, δηλαδή σύστημα κατηγοριοποίησης και ανάγνωσης της
ιστορίας)]
• Το ένα είναι αυτό που εντοπίζει την εμφάνιση του καπιταλισμού κυρίως σε μια
λειτουργική αποτελεσματικότητά του. Η μεγαλύτερη παραγωγική ικανότητα της
καπιταλιστικής παραγωγής (σε σχέση με τη φεουδαρχία) καθώς και η ειδίκευση των
έργων και των μηχανισμών (όπως η οικογένεια) θα ήταν τα κύρια στοιχεία που εξηγούν
την έλευση του καπιταλισμού. Παρά την εμβέλεια ορισμένων τέτοιων αναλύσεων, η
αντίληψη αυτή ωστόσο αντιμετωπίζει ορισμένα προβλήματα: Γιατί, π.χ., δεν εμφανίστηκε
ο καπιταλισμός σε άλλες περιοχές του κόσμου, όπως π.χ. στην Ιαπωνία (που είναι το
δεύτερο γνωστό παράδειγμα σαφούς φεουδαρχίας, μετά τη Δυτική Ευρώπη); Ή, γιατί
τεχνικές που ήταν γνωστές (και πιο "παραγωγικές" -όπως οι νερόμυλοι) δεν εισήχθησαν
στην Ευρώπη παρά πολύ αργά; Επιπλέον, μια τέτοια προσέγγιση έχει το κακό ότι
παρουσιάζει αυτό που έχει γίνει σαν ήδη γραμμένο στην προηγούμενη ιστορία, δηλαδή
είναι κάπως σαν ταυτολογικό.
Τα δύο αυτά σημεία ο Μαρξ τα συμπυκνώνει σχηματικά στη φράση "οι άνθρωποι
κάνουν την ιστορία τους, αλλά δεν την κάνουν αυθαίρετα".
Η υλική μας ζωή είναι κυρίως πώς οργανώνουμε την οικονομία μας, πώς
παράγουμε πράγματα, πώς χρησιμοποιούμε τη φύση, πώς δημιουργούμε ανάγκες και
τις ικανοποιούμε. Επιπλέον, και ίσως και πιο σημαντικό, η παραγωγή μας είναι πάντα
και ταυτόχρονα και τρόπος οργάνωσης μεταξύ μας (Ο Ροβινσώνας Κρούσος είναι μια
μυθική προσωπικότητα). Η οργάνωση όμως μεταξύ των ανθρώπων δεν είναι πάντα μια
απλή υπόθεση (είδαμε π.χ. τί σημαίνει "οικογένεια" και ποιές επιπτώσεις μπορεί να έχει
για τις ιδέες μας ο τύπος οικογένειας που υιοθετούμε). Ο καταμερισμός της εργασίας
στην κοινωνία δεν είναι όπως μια "λειτουργική συμπληρωματικότητα" ανάμεσα στο έντερο
και στο στομάχι. Γιατί εμπλέκει ανθρώπους με λογική, στόχους, συναισθήματα, κλπ.
Ακόμα και ένας "πρωτόγονος" καταμερισμός εργασίας ανάμεσα σε φύλα (οι γυναίκες τη
γεωργία και οι άνδρες το κυνήγι) δεν είναι απλώς "τεχνικός" γιατί συνεπάγεται
διαφοροποιήσεις που πάνε πέρα από την τεχνική. Και γιατί ακόμα ο καταμερισμός της
εργασίας δεν είναι κάτι που το "αποφασίζουν" οι άνθρωποι, αλλά μπορεί να είναι κάτι
που το υφίστανται (λόγω παράδοσης ή λόγω επιβολής). Και γιατί τέλος έχει ορισμένες
επιπτώσεις στο τί σκέφτονται οι άνθρωποι: Στο προηγούμενο παράδειγμα της
"πρωτόγονης" κοινωνίας, εγώ που είμαι μια γυναίκα και που βλέπω όλες τις άλλες
γυναίκες να ασχολούνται με τη γεωργία είναι πιθανό να αρχίσω να πιστεύω όχι ότι
έχουμε κάνει κάποιον "καταμερισμό της εργασίας" αλλά ότι οι γυναίκες είναι πλασμένες
Ήδη ο Μαρξ, εκτός από τον καπιταλιστικό, είχε αναφερθεί στον "ασιατικό", στο
"δουλοκτητικό", στο "φεουδαρχικό" τρόπο παραγωγής. Όλοι αυτοί οι τρόποι παραγωγής,
παρά τις τεράστιες διαφορές τους, ο καθένας με τον τρόπο του, οργανώνουν μια
συστηματική διαφοροποίηση ανάμεσα στους άμεσους παραγωγούς (δηλαδή σε όσους
δουλεύουν) και σε αυτούς που ελέγχουν την παραγωγή (και γενικώς διοικούν). Είναι
τρόποι παραγωγής που κατά το Μαρξ χαρακτηρίζονται σαν ταξικοί, δηλαδή
διαφοροποιούν την κοινωνία σε δύο βασικά, αλληλένδετα, αλλά και αντιφατικά και
συγκρουόμενα στρώματα: Δούλοι και αφέντες, δουλοπάροικοι και φεουδάρχες, αγρότες
και κρατικοί μανδαρίνοι, καπιταλιστές και εργάτες, είναι ζεύγη που πάνε μαζί, είναι θέσεις
αλληλένδετες στο εσωτερικό του κάθε τρόπου παραγωγής, αλλά και θέσεις που ορίζουν
αντιθετικές τάξεις.
Η δυσκολία εδώ, αυτό που προσάπτουν συνήθως στο Μαρξ, είναι ότι η
αντικειμενική περιγραφή των θέσεων δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι σχηματίζονται και
πραγματικές κοινωνικές ομάδες που να προχωρήσουν σε συλλογικές δράσεις και άρα
να συγκρουστούν. Η έννοια τάξη υπονοεί όχι μόνο ότι υπάρχει διαφορά, αλλά και ότι
υπάρχει μια τάση των ανθρώπων να προχωρήσουν σε συλλογική δράση ανάλογα με
την ταξική τους θέση. Ο Βέμπερ για παράδειγμα θεωρεί ότι είναι πολύ αμφίβολο πως ο
εργάτης θα συνεργαστεί με τον άλλον εργάτη και θα προχωρήσουν (σαν τάξη) σε
πραγματική συλλογική δράση ενάντια στους καπιταλιστές.
Ο Μαρξ όμως θεωρεί πως μια κοινωνία δεν είναι ένας στατικός οργανισμός που
απλώς λειτουργεί. Είναι προϊόν της σύνθεσης πράξεων που γίνονται από ανθρώπους,
οι οποίοι καταλαβαίνουν αυτό που κάνουν από την οπτική τους γωνία και επιπλέον
αυτό που κάνουν μπορεί να τους ωθήσει και πιο πέρα. Δηλαδή, λέει ο Μαρξ, η τάξη
είναι μια "τάξη αυτή καθεαυτή", που μπορούμε να την αναλύσουμε, να δούμε τί μπορεί
να σκέφτεται κάποιος που συμμετέχει σε αυτήν, κάποιος που έχει αναλάβει την αντίστοιχη
θέση. Όμως, επιπλέον, επειδή πρόκειται για πραγματικούς ανθρώπους η ίδια τους η
δραστηριότητα μπορεί -κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις- να τους επιτρέψει ή και να
Ήδη από τον 10ο αιώνα άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτοι αστοί, στην αρχή
ίσως περισσότερο πειρατές και ληστές παρά έμποροι. Αυτοί οι αστοί όμως έκαναν
πράγματα που δεν ήταν "φεουδαρχικά", δηλαδή δεν εντάσσονταν στις σχέσεις φεουδάρχη
και δουλοπάροικου. Ασφαλώς, το βάρος της φεουδαρχίας ή της εκκλησίας δεν τους
άφηνε να γίνουν πραγματική αστική τάξη "για τον εαυτό της", δηλαδή με πρόγραμμα και
πρακτική ανατροπής της φεουδαρχίας. Οι άνθρωποι έκαναν εμπόριο και κατά τάλλα
προσαρμόζονταν στο φεουδαρχικό πνεύμα. Για παράδειγμα έχτιζαν και αυτοί ωραία
σπίτια, όπως και ο φεουδάρχης έφτιαχνε σπουδαία κάστρα. Η αστική ιδέα της
συσσώρευσης δεν ήταν στην ημερήσια διάταξη. Όμως, κατά τον Μαρξ, παρόλο που
αυτοί οι αστοί δεν αποτελούν ακόμα μια πραγματική τάξη, αποτελούν μια δυνητική τάξη,
μια τάξη "αντικειμενικά", που σημαίνει ότι αυτό που έκαναν αντέβαινε αντικειμενικά, ή
στη δυναμική του, με τις πρακτικές της φεουδαρχίας.
Αν, π.χ., είμαι ένας έμπορος τον 13ο αιώνα και πηγαινοέρχομαι στην Ευρώπη με διάφορα
εμπορεύματα, μπορεί να έχω αποδεχτεί την ιδέα της κυριαρχίας των φέουδων, αλλά αν ο κάθε
τοπικός φεουδάρχης απ'όπου περνάω μου κατακρατάει και ένα τμήμα από το εμπόρευμά μου,
είναι πιθανόν με τον καιρό να αρχίζω να εξανίσταμαι. Ασφαλώς δεν είναι σίγουρο. Είναι όμως
πιθανόν, στο μέτρο που αντικειμενικά οι δασμοί που μου κατακρατούν οι φεουδάρχες είναι μια
μείωση του εμπορεύματός μου, που θα μπορούσα να την δω σαν τελείως αυθαίρετη. Υπάρχει μια
αντικειμενική αντίθεση, που ακόμα και αν δεν την συνειδητοποιήσω εγώ δεν παύει να υπάρχει και
μπορεί να οδηγήσει κάποιον άλλον να την συνειδητοποιήσει.
Και πράγματι, η ιστορία των αστών είναι η ιστορία της μετατροπής τους από μια
"τάξη καθεαυτή" σε "τάξη για τον εαυτό της", σε μια τάξη δηλαδή που αποκτάει συνείδηση,
διατυπώνει προγράμματα, στρατηγικές, και που τελικά συγκρούεται και καταργεί τη
φεουδαρχία. Η ιδιομορφία της αστικής τάξης είναι ότι οικοδομεί τη δύναμή της σιγά-σιγά
οικονομικά στο εσωτερικό της φεουδαρχίας. Όμως, η μετάβαση δεν είναι ομαλή ή
αυτόματη: Χρειάστηκε πραγματικές συγκρούσεις (επαναστάσεις), πολιτικούς
συμβιβασμούς (με τη μοναρχία), χρειάστηκε την οικοδόμηση μιας στρατηγικής και ενός
προγράμματος (Διαφωτισμός), χρειάστηκε τη διαμόρφωση μιας νέας ηθικής
(προτεσταντισμός και Μεταρρύθμιση), καθώς και πραγματικών πολιτικών οργανώσεων
(θρησκευτικές σέκτες στην Αγγλία, πολιτικές λέσχες στη Γαλλία), πριν να καταφέρει να
γίνει πλήρως μια "τάξη για τον εαυτό της" και την υπόλοιπη κοινωνία, δηλαδή μια τάξη
Η οπτική μου γωνία, που δημιουργείται από την ταξική μου θέση, επιτρέπει
επομένως να έχω μια άποψη για τα πράγματα που δεν είναι η ίδια με την οπτική γωνία
των άλλων ταξικών θέσεων. Αυτό που βλέπω εγώ δεν είναι το ίδιο με αυτό που βλέπουν
οι άλλες τάξεις. Ασφαλώς, μπορεί εγώ να μην μπορώ να το εκφράσω ή να μην είμαι σε
θέση να αντιπαρατεθώ σε ένα ολόκληρο σύστημα ιδεολογικό που επικρατεί γύρω μου.
Όμως, η δυνατότητα μιας νέας κατανόησης δημιουργείται ήδη από την ύπαρξή μου:
Εγώ, που είμαι έμπορος, στη φεουδαρχία θέλω ανθρώπους ίσους και ελεύθερους από
φεουδαλικά δεσμά για να μπορώ να βρίσκω και να χρησιμοποιώ εργάτες που μου κάνουν
από οικονομική άποψη. Η οπτική μου γωνία θα εισάγει μια νέα κατανόηση της
πραγματικότητας (και μια κριτική της): Τα φεουδαλικά δεσμά σαν προβληματικά ή σαν
"αφύσικα".
Ο Μαρξ έτσι εισάγει, με τον τρόπο του, στην προβληματική της κοινωνιολογίας
ότι οι ιδέες που έχουν οι άνθρωποι δεν είναι ιδέες που απλώς πλανώνται στο κεφάλι
τους, αλλά ότι είναι ιδέες που έχουν σχέση με την κοινωνική πραγματικότητα. Είναι ιδέες
που γεννιούνται από την οπτική τους γωνία και επηρεάζουν ή διαμορφώνουν ή αλλάζουν
την πραγματικότητα. Ο Μαρξ το ονομάζει αυτό ιδεολογία ή ιδεολογικές υπερδομές ή
εποικοδόμημα.
[Η λέξη ιδεολογία μετά τον Μαρξ χρησιμοποιείται καμιά φορά και με μια πιο στενή έννοια: Σαν η
Έτσι, στη φεουδαρχία, όσο δεν υπάρχει ο αστός που έχει τη δυνατότητα να δει
έμπραχτα την ισότητα των ανθρώπων [ο ένας εργάτης είναι εξίσου καλός με
οποιονδήποτε άλλον] ή την ελευθερία σαν προϋπόθεση ουσιαστικής δράσης [ελευθερία
των ανθρώπων να δουλέψουν σαν εργάτες χωρίς φεουδαλικές δεσμεύσεις], δεν υπάρχει
και η δυνατότητα να ειδωθεί η φεουδαρχία σαν "αφύσικο" (δηλαδή ιστορικό και άρα
ανατρέψιμο ή ξεπεράσιμο) σύστημα, σαν σύστημα ανελευθερίας και ανισότητας.
• Αν στη φεουδαρχία οι άνθρωποι δεν μπορούν να δουν τις "παραγωγικές δυνατότητες"
της κοινοτικής γης ή του δάσους ή του μύλου δεν είναι επειδή τους εμποδίζει η
εκκλησία. Είναι κυρίως επειδή δεν υπάρχει η οπτική γωνία του αστού, αυτού που
μπορεί να δει στο δάσος ένα "εκμεταλλεύσιμο" πράγμα.
• Αν οι άνθρωποι στη φεουδαρχία δεν μπορούν να δούν την ανάγκη της πειθαρχίας
ή της εκπαίδευσης των παιδιών, δεν είναι επειδή είναι ανίκανοι ή άσχετοι. Είναι
επειδή δεν υπάρχει η οπτική γωνία που κοιτάει τους ανθρώπους σαν "εργατική
δύναμη", σαν κάτι που φτιάχνεται και που δεν κληρονομείται ελέω Θεού ή οικογένειας.
• Και αν κανείς δεν σκέφτεται τί κακό πράγμα που είναι οι "ζητιάνοι", οι "αλήτες" ή οι
"αιρετικοί", είναι γιατί κανείς ακόμα δεν μπορεί να πάρει μια κριτική στάση απέναντι
στην φεουδαρχία και να τους δει σαν μια "σπατάλη" της δυνητικής εργατικής δύναμης.
Ο Μαρξ προεκτείνει την άποψή του αυτή και στο εσωτερικό της δικής μας
κοινωνίας, της κοινωνίας που έφτιαξαν οι αστοί:
• Αν η οπτική γωνία που υιοθετούμε έχει μια σημασία για το τί βλέπουμε, τότε πώς
πρέπει να δούμε τη δική μας κοινωνία;
• Και είναι αλήθεια ότι αυτό που διακηρύσσει η κοινωνία μας σαν πρόγραμμα (π.χ.
ισότητα και ελευθερία) πρέπει να το πάρουμε της μετρητοίς; Ή μήπως πρέπει να το
δούμε κριτικά;
• Ποιά στάση να κρατήσουμε απέναντι στον καπιταλισμό, ιδιαίτερα αφού αυτή η στάση
μας καθορίζει και τη δυνατότητα κατανόησής του; [Η οπτική γωνία καθορίζει την
ορατότητά μας].
• Είναι αλήθεια ότι, όπως λένε οι αστοί, υπήρξε ιστορία αλλά δεν υπάρχει πια, ότι το
σύστημά τους αποτελεί την οριστική και αξεπέραστη πραγματοποίηση του
"πολιτισμού";
• Είναι αλήθεια ότι η κατάργηση των νομοκατεστημένων τάξεων, των στεγανών, των
• Η ελευθερία, π.χ., είναι βασική αρχή για τη λειτουργία της καπιταλιστικής επιχείρησης.
Τόσο για τον ίδιο τον καπιταλιστή, που πρέπει να μπορεί να επιλέγει επενδύσεις, τεχνικές,
και να διαπραγματεύεται αγοραπωλησίες εμπορευμάτων, χωρίς άλλες δεσμεύσεις (εκτός
από την οικονομική του λογική), όσο και για τον εργάτη, που και αυτός πρέπει να είναι
ελεύθερος να πουλήσει την εργατική του δύναμη. Επιπλέον, όμως ο Μαρξ παρατηρεί, ο
εργάτης πρέπει να είναι ελεύθερος και με μια δεύτερη έννοια, "ελεύθερος από τα πάντα,
τελείως απαλλαγμένος από τα πράγματα που χρειάζονται για την υλοποίηση της
εργασιακής του δύναμης", δηλαδή πρέπει να μην διαθέτει ο ίδιος εργαλεία ή μέσα
παραγωγής, γιατί τότε μπορεί να μην δεχόταν να δουλέψει σαν μισθωτός.
[Οι ιστορικοί έχουν περιγράψει τη δυσκολία να βρεθεί εργατική δύναμη για την πρωταρχική
συσσώρευση του κεφαλαίου και τις διάφορες διαδικασίες με τις οποίες εξαναγκάστηκαν -όχι και
τόσο "ελεύθερα"- οι άνθρωποι να γίνουν μισθωτοί. Όμως, η συνθήκη αυτή πρέπει να αναπαράγεται
συνεχώς, για να μπορεί να βρίσκεται "εργατική δύναμη". Δεν ήταν απλώς μια αγριότητα της αυγής
του καπιταλισμού η οποία θα μπορούσε να λυθεί ή να αμβλυνθεί.]
Αν εγώ, σαν καπιταλιστής, δίνω ένα ποσό και αγοράζω εμπορεύματα με τα οποία φτιάχνω άλλα
εμπορεύματα που τα πουλάω και στο τέλος τα λεφτά μου έχουν αυξηθεί, τότε από πού προέρχεται
αυτή η αύξηση, αν οι ανταλλαγές όλες ήταν "ίσες"; [Αν εγώ δίνω ένα ποσό Α και μετά από ένα
διάστημα μου επιστρέφεται ένα ποσό Α + κάτι (=κέρδος), η ισότητα δεν είναι και τόσο "ίση"].
Σωστά η κλασική πολιτική οικονομία (Σμιθ, Ρικάρντο) εντοπίζει την αξία των εμπορευμάτων στην
εργασία που απαιτείται για την παραγωγή τους. Γιατί τότε -αναρωτιέται ο Μαρξ- μπλέκεται σε
τέτοιες αντιφάσεις και αδιέξοδα σε σχέση με το κέρδος, που παραμένει μυστηριώδες; Γιατί δεν
μπορεί να δει την πηγή του "κέρδους" (ή της "υπεραξίας"); (Τη σημερινή κυρίαρχη νεοκλασική
θεωρία για τον προσδιορισμό της τιμής από την προσφορά και τη ζήτηση ο Μαρξ τη θεωρεί "χυδαία",
δηλαδή επιφανειακή, αφού το μόνο που μπορεί να εξηγήσει είναι τις διακυμάνσεις των τιμών γύρω
από έναν μέσον όρο, αλλά όχι και αυτόν τον μέσον όρο),
Αυτό συμβαίνει, επειδή η κλασική πολιτική οικονομία υιοθετεί την οπτική γωνία του καπιταλιστή
Δηλαδή πίσω από την πραγματική ανταλλαγή ισοδυνάμων (την "ισότητα") ο Μαρξ
ανακαλύπτει μια επίσης πραγματική ανισότητα. Και μάλιστα η ανισότητα αυτή δεν είναι
μεγάλη ή μικρή, η εκμετάλλευση δεν σημαίνει αναγκαστικά "αγριότητα" και δεν σημαίνει
"κλέψιμο", γιατί όλα γίνονται μέσα από την κυκλοφορία ισοτήτων. Ούτε είναι υποκειμενική,
δηλαδή δεν εξαρτάται από τη θέληση του καπιταλιστή ούτε από το μέγεθος του μισθού:
Η εκμετάλλευση είναι ουσιαστικό στοιχείο της καπιταλιστικής οργάνωσης της παραγωγής.
Ο ορισμός αυτός της κοινωνικής τάξης (των κοινωνικών τάξεων) είναι ταυτόχρονα
ένας ορισμός μιας αντικειμενικής αντίθεσης: Όχι μόνο οι δύο τάξεις δεν υπάρχουν
ξεχωριστά η μία από την άλλην, αλλά και δεν μπορούν να κατανοηθούν παρά σαν
αντιθετικές. Στο κέντρο της καπιταλιστικής οργάνωσης υπάρχει μια σύγκρουση (ανοιχτή
ή όχι, εκδηλωμένη ή όχι, συνειδητή ή όχι) που δεν είναι απλώς ένα προϊόν μιας κακής
λειτουργίας. Η σύγκρουση αυτή είναι ουσιαστική για να ερμηνευτεί η ίδια η ύπαρξη του
καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Δεν μπορεί να καταλάβει κανείς το μισθό σαν
"κόστος", πρέπει να δει ότι είναι και "αγοραστική δύναμη". Δεν μπορεί να εξηγήσει κανείς
την εξέλιξη του ωραρίου εργασίας σαν μια "αντικειμενική" εξέλιξη, πρέπει να το δει σαν
[Βλέπε π.χ. τις έρευνες του Mayo στην Western Electric, όπου δείχνει πως οι εργαζόμενοι δεν είναι
απλώς εργαλεία και ότι η "αποδοτικότητα" εξαρτάται και από τα "συναισθήματά" τους. Ή και έρευνες
όπως του Crozier που δείχνουν ότι ούτε είναι εργαλεία + συναισθήματα, αλλά ότι έχουν νοητική
διάσταση που μεταφράζεται σε στρατηγική συμπεριφορά.]
Ο Φρέντερικ Τέυλορ έχει συνδέσει το όνομά του με αυτό που ονομάστηκε Επιστημονική Οργάνωση της
Εργασίας, και πιο σύντομα τεϋλορισμός ή και φορντισμός (από την επιχείρηση που την καθιέρωσε). Η ιδέα του
Τέυλορ είναι ότι οι εργάτες είναι κάτι σαν "βόδια", δηλαδή σαν εργαλεία, που πρέπει να ακολουθούν πρότυπα
καθορισμένα "επιστημονικά", έτσι ώστε να αυξάνεται η παραγωγικότητα και η αποδοτικότητα της επιχείρησης. Η
τεϋλορική εργασία είναι αυτή που περιγράφει ο Σαρλό στο έργο του "Σύγχρονοι καιροί", δηλαδή η εργασία σε
αλυσίδα παραγωγής όπου ο κάθε εργάτης έχει συγκεκριμένες και χρονομετρημένες κινήσεις να κάνει. (Παρόλο που
σήμερα, σαν θεωρία, η τεϋλορική αντίληψη δεν είναι αποδεκτή, ωστόσο φαίνεται πως επικρατεί σε πολλούς
μηχανικούς που οργανώνουν τα βιομηχανικά εργαστήρια.).
Οι μηχανικοί της Western Electric που αναρωτήθηκαν αν πρέπει να αυξήσουν το φωτισμό στα εργαστήρια
ή να τον μειώσουν, για να αυξήσουν την παραγωγικότητα, μπερδεύτηκαν με τις μετρήσεις τους και, έτσι, φώναξαν
έναν ειδικό ψυχολόγο, τον Elton Mayo. Αυτός είχε την ιδέα να μαζέψει μια ομάδα εργατών και να πειραματιστεί, για
να δει τί είναι αυτό που μπορεί να αυξήσει την παραγωγικότητά τους. Τους εξήγησε το πρόβλημα και χρησιμοποίησε
μια σειρά από όργανα για να μετράει τη θερμοκρασία, την υγρασία, την υγεία των ατόμων, τις κλιματικές συνθήκες,
το τί έλεγαν μεταξύ τους, καθώς και την παραγωγή τους. Και μετά άρχισε να πειραματίζεται: Μείωσε το ωράριό
τους, τους έβαλε διαλείμματα, τους έδωσε φαγητό στα διαλείμματα, αύξησε τα διαλείμματα, μετά μείωσε το ωράριο,
μείωσε τα διαλείμματα, στο τέλος έφιαξε και πάλι την αρχική τους κατάσταση. Τί διαπίστωσε; Όλες του οι μετρήσεις,
που μπορούσαν να γεμίσουν χιλιάδες σελίδες, ήταν άχρηστες, γιατί καμία συσχέτιση δεν έβγαινε. Και το πιο περίεργο
ήταν το εξής: Ότι κάθε φορά που άλλαζε κάτι, για να πειραματιστεί, η παραγωγικότητα αυξανόταν, ακόμα και όταν
αφαίρεσε όλα τα διαλείμματα και τα φαγητά! Το συμπέρασμά του ήταν ότι μια τεχνική αντιμετώπιση για την οργάνωση
της εργασίας ήταν τελείως άχρηστη. Στην περίπτωσή του, η αύξηση της παραγωγικότητας μπορούσε να εξηγηθεί
από την ίδια τη δημιουργία της "πειραματικής" του ομάδας και των ιδιαίτερων συνθηκών της, του "κλίματος"
αλληλεγγύης, συντροφικότητας που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα στα άτομα, που αισθάνονταν ότι επιπλέον έκαναν
κάτι "ενδιαφέρον".
Η μελέτη του Μάγιο ήταν η αφετηρία για μια σειρά από έρευνες, που ονομάστηκαν "βιομηχανικών σχέσεων",
και έδωσαν έμφαση στο γεγονός ότι οι άνθρωποι, οι εργάτες, δεν είναι απλώς εργαλεία, είναι και συναισθήματα,
είναι ενδιαφέροντα, κλπ. Το υπόδειγμα αυτό επίσης επικρίθηκε -γιατί π.χ. αγνόησε ότι οι εργάτες είναι και γνώσεις
και στρατηγική και υποκειμενικότητα-, αλλά δείχνει τη δυσκολία να αντιμετωπίζεται η κοινωνία σαν μια φυσική
"αντικειμενική" πραγματικότητα].
Η διατύπωση της ύπαρξης τάξεων (και της σύγκρουσής τους) καθίσταται δυνατή
όχι μόνο από μια περιγραφή της άμεσης κατάστασης της εργατικής τάξης της εποχής
(ιδιαίτερα στην Αγγλία), πράγμα που όλοι οι κοινωνιολόγοι και οι ιστορικοί είναι έτοιμοι
να δεχτούν, αλλά και από μια κριτική της νέας κοινωνίας που γεννήθηκε. Και μάλιστα
θεωρείται ότι η ανακάλυψη, η αποκάλυψη, του τί είναι αυτή η κοινωνία, εξαρτάται κατά
πολύ από αυτή την κριτική διάθεση. Αν οι Αγγλοι οικονομολόγοι δεν μπορούν να δουν
το κεφάλαιο σαν κοινωνική σχέση μέσα στην παραγωγή και ανάμεσα σε τάξεις, είναι
επειδή, υιοθετώντας την οπτική της αστικής τάξης, θεωρούν πως το κεφάλαιο είναι ένα
"πράγμα", ότι είναι αιώνιο και αξεπέραστο.
Όλοι δεν συμφώνησαν με τις αναλύσεις του Μαρξ. Αλλά, για να καταλάβουμε τί
διακυβεύεται στις κριτικές είναι ορθό να καταλάβουμε πώς ο Μαρξ εντάσσεται στον
αναβρασμό ιδεών και στάσεων απέναντι στη νέα κοινωνία που γεννήθηκε.
Οι Γερμανοί κοινωνιολόγοι στα τέλη του αιώνα και στην αρχή του 20ου, δεν ήταν
Εξού και η τάση του Βέμπερ να περιορίζει την κοινωνική τάξη σε απλώς
οικονομικές συνισταμένες (τη θέση στην οικονομία και μάλιστα μάλλον προς έναν
επαγγελματικό χωρισμό των "ταξικών" θέσεων) και να δίνει μεγαλύτερη σημασία σε
αυτό που ο ίδιος ονόμασε θέσεις (status) και ομάδες θέσεων, σαν κύριες συντεταγμένες
της συμπεριφοράς των ανθρώπων, αλλά που -από την άλλη- δεν νοούνται σαν
πραγματικές δυνητικές τάξεις με δυνατότητες ανατροπής μιας κοινωνίας. Για το λόγο
αυτό και οι τοποθετήσεις του Βεμπερ μοιάζουν πολλές φορές να βρίσκονται ανάμεσα
Η κριτική που ξεκίνησε από τον Βέμπερ στον Μαρξ συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Παρόλο που γενικά οι περισσότεροι κοινωνιολόγοι θεωρούν τις περιγραφές του Μαρξ
σαν έξοχες για την εποχή του, ωστόσο πολλοί περιορίζουν την εμβέλειά τους στην περίοδο
μετάβασης από την παλιά "παραδοσιακή" στη νέα "βιομηχανική" κοινωνία.
• Ο Ντάρεντορφ υποστήριξε ότι η ανάλυση του Μαρξ για τον καπιταλισμό ήταν
οξυδερκής, αλλά ότι στον 20ο αιώνα, η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής
διαχέεται και κυρίως οργανώνονται τεράστια οικονομικά συγκροτήματα, έτσι που
πλέον η ταξική αντίθεση εξανεμίζεται, ακόμα περισσότερο που οι συγκρούσεις
αρχίζουν να διοχετεύονται μέσα από νόμιμα κανάλια.
• Άλλοι πάλι δίνουν μεγαλύτερη σημασία σε εξελίξεις που τείνουν να αναιρέσουν τη
συνοχή της εργατικής τάξης, όπως η εμφάνιση τεχνητών, διανοητικής εργασίας,
κλπ., ή σε φαινόμενα διασποράς των συγκρούσεων, όχι ανάμεσα σε δύο τάξεις,
αλλά ανάμεσα σε όλο και περισσότερες ομάδες συμφερόντων, σε κατηγορίες, σε
λόμπυ, κλπ.
• Ακόμα άλλοι δίνουν έμφαση στα φαινόμενα κινητικότητας που θα καθιστούσαν την
κοινωνία μας κάπως ίση και, πάντως, θα αφαιρούσαν μια μακρόχρονη συνοχή μιας
τάξης σε συνολική αντιπαράθεση με την καπιταλιστική κοινωνία.
• Στο ίδιο καταλήγουν και άλλοι που θεωρούν, αντίστροφα, ότι η οργάνωση της
ιδεολογικής χειραγώγησης έχει εξαλείψει μεγάλες δυνατότητες κριτικής (και άρα
πράξης) -είναι η θέση του τέλους της ιδεολογίας ή και της πολιτικής.
• Από την άλλη μεριά, μαρξιστές (αλλά και μη μαρξιστές) ακολουθούν τον αντίστροφο
δρόμο και εξηγούν και αναλύουν πώς τέτοιες (πραγματικές) εξελίξεις εντάσσονται
στη γενικότερη δυναμική μιας πάλης ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες γύρω από την
εξουσία, γύρω από τον έλεγχο της υλικής πραγματικότητας, τον πλούτο, αλλά και
των άλλων ανθρώπων, ομάδων, τάξεων ή και χωρών.
• Άλλοι ακόμα πηγαίνουν προς την ίδια κατεύθυνση αναλύοντας και εξηγώντας πόσο
ο εξορθολογισμός και η γραφειοκρατικοποίηση, αντί να είναι ο αξεπέραστος
ορίζοντας που νόμιζε ο Βέμπερ, μπορεί να είναι με τη σειρά τους αιτίες νέων
αντιφάσεων και συγκρούσεων.
• Και άλλοι εντοπίζουν την ιστορική, πολιτική, κινητοποίηση μέσα από κοινωνικά
κινήματα που δυναμώνουν, σαν πράξη και σαν δυναμική, σε νέους τομείς και χώρους
(φεμινιστικά κινήματα, ίσως οικολογικά κινήματα) που αφήνουν ανοιχτά τα ερωτήματα
της σύγκλισής τους με την εργατική τάξη, αλλά που οικοδομούν πραγματικές
στρατηγικές. Έτσι που όλοι αυτοί, αντί να περιγράφουν μια κοινωνία στατική,
λειτουργική, μεταρρυθμίσιμη και χωρίς μεγάλες συγκρούσεις, να ξαναπιάνουν την
προβληματική του Μαρξ (και παλαιότερα του Διαφωτισμού) για τη δυνατότητα και
την επικαιρότητα μιας ουτοπίας (ενός ριζοσπαστικού προγράμματος για μια νέα
Το θέμα της "οπτικής γωνίας" και της "κριτικής" της κοινωνίας, έτσι όπως το
χρησιμοποίησε ο Μαρξ, σαν απαραίτητα στοιχεία για την κατανόηση της κοινωνίας,
είναι ένα θέμα πολύ ξένο στις κατοπινές κυρίαρχες κοινωνιολογικές σχολές. Ήδη από
την εποχή του Μαρξ, ο γαλλικός θετικισμός (Κοντ) διατυπώνει την ανάγκη "θετικής"
γνώσης (όπως στις φυσικές επιστήμες) και την αποτίναξη κάθε ηθικής ή αξιών από την
ίδια την επιστημονική (κοινωνιολογική) έρευνα. Ο Ντυρκάιμ θα το διατυπώσει αργότερα
με μεγάλη σαφήνεια λέγοντας ότι "τα κοινωνικά φαινόμενα είναι πράγματα". Το ίδιο και ο
λειτουργισμός καθώς και όλες οι θεωρίες που βλέπουν την κοινωνία σαν "αντικείμενο",
συνήθως κάτι σαν οργανισμό, για το οποίο δεν θα έπρεπε κανείς, σαν επιστήμονας, να
διατυπώνει "αξιολογικές κρίσεις", αλλά θα έπρεπε να το κοιτάει ουδέτερα, αντικειμενικά,
όπως κοιτάει ο φυσικός επιστήμονας τη φύση.
Αν η ιδέα ήταν απλώς ότι ο κοινωνιολόγος διέπεται από την "αξία" της αναζήτησης
της αλήθειας, αν δηλαδή ήταν να καταδικαστεί σαν μη επιστημονική οποιαδήποτε
προσπάθεια απολογίας μιας ομάδας συμφερόντων, μιας κοινωνίας ή ενός
προγράμματος, το ζήτημα θα ήταν προφανές: Από την άποψη αυτήν, ο κοινωνιολόγος
(όπως και οι άλλοι κοινωνικοί επιστήμονες) δεν διαφέρει από τον φυσικό, ει μη από το
αντικείμενό του. Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα πιο ουσιαστικό, που ιδιαίτερα το έψαξε η
γερμανική κοινωνιολογία: Η κοινωνική επιστήμη είναι και αυτή μια ανθρώπινη, μια
κοινωνική κατασκευή, γεγονός που έχει μια διπλή επίπτωση: (α) Αυτά που λέει ή που
δεν λέει συμμετέχουν στην κοινωνική πραγματικότητα, είναι (γίνονται) τμήμα του
αντικειμένου της, και (β) η κοινωνική πραγματικότητα επηρεάζει τους προσανατολισμούς
της. Ας τα δούμε ένα-ένα:
Έτσι, όταν ο Ντυρκάιμ γράφει: "Η μέθοδός μας δεν έχει λοιπόν τίποτα το
επαναστατικό. Και μάλιστα είναι με μια έννοια συντηρητική, αφού θεωρεί τα κοινωνικά
γεγονότα σαν πράγματα, των οποίων η φύση, όσο ευέλικτη και εύπλαστη να είναι, δεν
είναι ωστόσο τροποποιήσιμη κατά θέληση", μπορούμε να πούμε ότι η αντίληψή του
κινδυνεύει, παρά τις διακηρύξεις του, να έχει μια πολύ συγκεκριμένη πολιτική παρουσία
(αυτήν που άλλωστε ο ίδιος λέει!).
! Το δεύτερο είναι και πιο σημαντικό. Είναι το βάρος των ιδεών που πάντα ήδη έχουμε
πάνω στην ίδια την επιστημονική μας δραστηριότητα.
• Το πρόβλημα αυτό έχει τεθεί και για τις φυσικές επιστήμες, αλλά δεν χρειάζεται να
το πολυσυζητήσουμε: Γεγονός είναι ότι οι φυσικοί επιστήμονες γενικά καταλήγουν
σε ορισμένα πορίσματα, σε ορισμένες θεωρίες, για τις οποίες έχουν μια σχετικά
πλατιά πεποίθηση ότι είναι σωστές (και πάντως "εφαρμόζονται"). Έτσι, π.χ. η
συζήτηση για το φλογιστικό υλικό με τον Λαβουαζιέ ήταν μια συζήτηση που κράτησε
ένα διάστημα, αλλά σήμερα όλοι οι φυσικοί επιστήμονες έχουν απορρίψει τη
"φλογιστική υπόθεση".
• Το ζήτημα είναι ότι τίποτα το ανάλογο δεν συμβαίνει στις κοινωνικές επιστήμες:
Θεωρίες όπως του Μαρξ και του Βέμπερ εξακολουθούν και έχουν τους οπαδούς
τους και συνεχίζουν και προκαλούν παθιασμένες συζητήσεις. Το ίδιο και π.χ. στην
ιστορία, οι αναλύσεις για τη γαλλική επανάσταση, ακόμα και για την αρχαία Ελλάδα,
συνεχίζουν να ποικίλουν. Οι κοινωνικοί επιστήμονες έτσι φαίνεται να έχουν μια μανία
να χωρίζονται και να μην καταλήγουν σε ευρέως αποδεκτές θεωρίες. Τί φταίει άραγε;
Είναι ότι αυτές οι επιστήμες εξακολουθούν να βρίσκονται σε "παιδική ηλικία" ή μήπως
υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά με τις επιστήμες της φύσης;
Η "απλοϊκότητα" -Βέμπερ- της θετικιστικής αυτής αντίληψης είναι ίσως που εξηγεί
γιατί ούτε ο Μαρξ ούτε ο Βέμπερ δίνουν καμία σημασία στο γαλλικό θετικισμό. Ο Βέμπερ
είναι ο θεωρητικός που προσπαθεί να το θέσει σε θεωρητικούς όρους: Είναι η περίφημη
αντίληψή του για την "σχέση με τις αξίες" (και την "αξιολογική ουδετερότητα").
! Αντίθετα από τους θετικιστές, ο Βέμπερ βλέπει πως οι αξίες είναι αξεπέραστοι όροι,
γιατί:
• καθορίζουν την "οπτική γωνία",
• καθορίζουν την "κατασκευή των εννοιών που χρησιμοποιούνται",
• καθορίζουν την επιλογή του αντικειμένου μέσα από "την ατελείωτη ροή των
γεγονότων",
• καθορίζουν "τα ερωτήματα που οι άνθρωποι θέτουν σε μια πάντα ανεξάντλητη ζωή".
• Η ίδια η επιστημονική γνώση στηρίζεται άλλωστε σε μια αξία, αφού "είναι
επιστημονική αλήθεια μόνο αυτή που φιλοδοξεί να ισχύσει για όλους αυτούς που
θέλουν την αλήθεια".
["Αξιολογική κρίση" είναι μια πρόταση για το τί "πρέπει να γίνει". "Οντολογική κρίση" είναι μια
πρόταση για το "τί είναι". Γενικά είναι παραδεκτό ότι δεν υπάρχει τρόπος να θεμελιωθεί λογικό
πέρασμα από τη μεν στη δε και αντίστροφα. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, αναγκαστικά και ότι δεν
υπάρχει κοινωνιολογικός καθορισμός αναμεταξύ τους. Αυτή είναι και η συζήτηση περί θετικισμού...]
Το πρόβλημα όμως είναι ότι δεν είναι αυτό που συμβαίνει στην πράξη: Οι
κοινωνικές επιστήμες συνεχίζουν να γνωρίζουν διαφωνίες και πολυδιάσπαση ανάμεσα
σε σχολές που δεν καταφέρνουν να αλληλοπειστούν πολλές φορές για τα "ίδια" θέματα!
Γιατί συμβαίνει αυτό άραγε;
Η αναγκαστική αυτή ένταξη της κοινωνιολογίας, σαν επιστήμης και γνώσης, μέσα
στις κοινωνικές συγκρούσεις θέτει το πρόβλημα της πολιτικής και της εξουσίας, όχι
σαν απλό αντικείμενο γνώσης, αλλά σαν δική της αναπόφευκτη συμμετοχή. Ο Ράιτ-
Μιλς το διατύπωσε: "Είτε το ξέρει ο κοινωνιολόγος είτε όχι, η ίδια του η εργασία τον βάζει
να παίζει ένα ρόλο που είναι, σε ένα ορισμένο βαθμό, ή γραφειοκρατικός ή ιδεολογικός".
Και προσθέτει, ίσως λίγο προκλητικά: "Σήμερα, η κοινωνιολογική έρευνα βρίσκεται άμεσα
στην υπηρεσία των στρατηγών και των κοινωνικών λειτουργών, των επιχειρηματιών και
των διευθυντών φυλακών. Η γραφειοκρατική αυτή εκμετάλλευση δεν έπαψε να αυξάνει
και κανείς δεν αμφιβάλει ότι θα συνεχίσει στην ίδια πορεία". Μια "σύγκλιση της
επιστημονικής κοινότητας" κινδυνεύει έτσι να είναι κάθε άλλο παρά "διανοούμενος χωρίς
ρίζωμα" <Karl Mannheim>, μια που άλλωστε "γραφειοκρατικός" εδώ σημαίνει ρίζωμα
στην κρατική κυριαρχία.
Έτσι, αν η θεωρία του Μαρξ για τις τάξεις έγινε αντικείμενο τόσο μεγάλων
αντιθέσεων, δεν είναι τόσο για τις "ελλείψεις" της (ο Μαρξ δεν έχει γράψει μια θεωρία για
τις τάξεις) ή γιατί "δεν αντιποκρίνονται στην πραγματικότητα". Είναι κυρίως γιατί οδηγούν
σε μια αντίληψη για την πολιτική και για τη δυνατότητα επαναστατικής "πράξης", δηλαδή
ανατροπής της κοινωνίας και κατασκευής μιας νέας κοινωνίας. Η αντίθεση στον Μαρξ
είναι συχνά -όπως λέει ο Ράιτ-Μιλς- μια υποταγή στον γραφειοκρατικό ορθολογισμό της
σημερινής κοινωνίας και των αρχουσών ομάδων της (όποιες και να είναι αυτές). Η
ουτοπία του Μαρξ βρίσκεται δηλαδή, με μια έννοια, στη συνέχεια της ουτοπίας του
Διαφωτισμού, ή στη συνέχεια της αστικής επανάστασης (για αυτό και ο ίδιος μιλάει για
"διαρκή επανάσταση"), με θέμα το πώς να φτιαχτεί η κοινωνία ελεύθερων ανθρώπων,
με όπλο τη λογική (τη συνείδηση), που οραματίστηκαν οι επαναστάτες και οι φιλόσοφοι.
Αν η ιστορία δεν σταμάτησε, είναι γιατί η κοινωνία είναι ανθρώπινη και όχι φυσική
κατασκευή και η πολιτική "πράξη" είναι δυνατή.
Όπως λέει ο Μαρξ: "Οι φιλόσοφοι ερμήνευσαν τον κόσμο, το θέμα είναι να τον
αλλάξουμε". Και ο κοινωνιολόγος είναι καταδικασμένος να σέρνει το δίλημμα αυτό.