You are on page 1of 21

ΠΡΑΞΗ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ

"Πού πάει η κοινωνία μας;": Νά ένα ερώτημα που δεν είναι μόνο κοινωνιολογικό,
αλλά που βρίσκεται στο κέντρο της κοινωνιολογικής σκέψης, είτε έμμεσα είτε και άμεσα
σαν αντικείμενο συζήτησης, μέσα από θέματα όπως:
• Τί είναι η κοινωνία μας; Είναι "καπιταλισμός" ή είναι "βιομηχανική" κοινωνία; Η
ορολογία μπορεί να αλλάζει, αλλά υπάρχει ένα ουσιαστικό ερώτημα από πίσω: Η
κοινωνία μας είναι μία κοινωνία όπως όλες οι άλλες που υπήρξαν (με τη σχετικότητα
και την ιστορικότητά της) ή μήπως είναι η πάνω-κάτω μοιραία κατάληξη ενός
"πολιτισμού" και τότε ίσως και ο αξεπέραστος ορίζοντας του μέλλοντός μας;
• Πώς γεννήθηκε η κοινωνία μας; Ήταν μια διαδικασία, μια πορεία αναπόφευκτη,
κάπως σαν μια "φυσική ιστορία", ή ήταν ένας δρόμος από τους πολλούς δυνατούς
και τότε πρέπει να εξηγηθεί πώς αυτός επιλέχτηκε ή επιβλήθηκε (και άρα μένει να
διευκρινιστεί και προς τα πού μπορεί να πάει);
• Τί είναι η "κοινωνία"; Είναι κάτι σαν ένας φυσικός οργανισμός που λειτουργεί ή είναι
ένα πεδίο όπου συγκούονται άτομα, ομάδες, λογικές, κλπ.; Υπάρχει άραγε συνοχή,
λειτουργικότητα, στην κοινωνία ή μήπως υπάρχει διάσπαση και σύγκρουση;
• Και η κοινωνική επιστήμη (η κοινωνιολογία, αλλά και οι άλλες) τί νόημα έχει;
Ασφαλώς, για να καταλάβει το αντικείμενό της, αλλά σε τί χρειάζεται μια τέτοια
γνώση: Για τη χειραγώγηση των ανθρώπων ή για τη χειραφέτησή τους; Μπορεί η
κοινωνιολογία να αποφύγει την πολιτική της ανάμειξη στη διατύπωση μιας ουτοπίας;

Η κατασκευή του έθνους

Αντίθετα απ'ό,τι πιστεύουμε συνήθως, τα έθνη είναι πρόσφατες ιστορικές


κατασκευές, που φιάχτηκαν από τις μεγάλες αστικές επαναστάσεις (και συνεχίζουν να
φτιάχνονται). Οι ιστορικοί θεωρούν την ολλανδική επανάσταση σαν την πρώτη δημιουργία
έθνους κατόπιν την αγγλική, τη γαλλική, κλπ.

Από κοινωνιολογική άποψη, το ενδιαφέρον είναι να εντοπίσουμε σε τί συνίσταται


η ιδιομορφία του έθνους και γιατί αυτό εισάγει μια πρωτοτυπία: Είναι η ιδέα της κοινωνίας
των πολιτών, δηλαδή κυρίως το ότι "όλοι εμείς" ανήκουμε στην ίδια κατηγορία. Δεν μας
χωρίζουν κληρονομικά, φυσικά ή άλλα διαχωριστικά. Π.χ., αντίθετα απ'ό,τι συνέβαινε
στη φεουδαρχία ή και στον αρχαίο κόσμο, "όλοι εμείς" είμαστε καταρχήν "το ίδιο πράγμα".
Ασφαλώς, μπορεί να υπάρχουν διαφορές, αλλά αυτές έπονται. Έτσι, οι αστικές
επαναστάσεις θα διακηρύξουν την ισότητα των πολιτών, τα ανθρώπινα δικαιώματα,
κλπ., και θα καταδικάσουν "αυτούς" (ευγενείς) που εχθρεύονται το έθνος (αυτούς δηλαδή
που θέλουν να διατηρήσουν "αφύσικες" διαφορές μέσα στο λαό ή στο έθνος). Όλοι οι
παλιοί διαχωρισμοί, σε αριστοκράτες και δουλοπάροικους, πρέπει να διαλυθούν και
όλοι οι άνθρωποι να γίνουν "ελεύθεροι" και "ίσοι" συμμετέχοντας εξίσου στο "έθνος".
• Στη δυτική φεουδαρχία (αλλά και στην ανατολή -Βυζαντινή και μετά Οθωμανική
αυτοκρατορία-), δεν υπάρχει έθνος, αφού δεν υπάρχει κοινότητα ανάμεσα στους

VII. Πράξη και Ουτοπία - 1 Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία


"από πάνω" και στους "από κάτω". Οι "από κάτω" ήταν δούλοι, δουλοπάροικοι,
αγρότες, και οι "από πάνω" ήταν "αριστοκράτες" ("γαλαζοαίματοι") που έκαναν ίσως
μεταξύ τους πολέμους, αλλά αυτοί οι πόλεμοι δεν τους εμπόδιζαν να αποτελούν
μεταξύ τους μια άλλη κοινωνία από τους "από κάτω". Οι "από κάτω" ενδιαφέρονταν
για αυτούς τους πολέμους, όχι γιατί ήταν "δικοί τους" πόλεμοι, αλλά στο μέτρο που
κινδύνευαν περισσότερο ή λιγότερο από τον έναν ή από τον άλλον.
• Στον αρχαίο κόσμο επίσης υπήρχε διάσπαση ανάμεσα στους μεν (δούλους) και
στους δε (ελεύθερους) και το αίσθημα ενός εθνικού "εμείς" δεν φαίνεται να
εμφανίστηκε πουθενά, ακόμα και στις πόλεις-κράτη της αρχαίας Ελλάδας.
• Σε πολλές από τις "πρωτόγονες" κοινωνίες που γνωρίσαμε, ακόμα και αυτές που
δεν γνωρίζουν μεγάλες διαφοροποιήσεις (ταξικού τύπου), παρόλο που μπορεί να
έχουν αναπτυγμένο ένα "εμείς" ανάμεσα στις υπο-ομάδες, ωστόσο συνήθως
διαπερνάται από μια πιο πολύπλοκη σύνθεση σχέσεων, ανάμεσα σε ομάδες που
είναι "εχθρικές", αλλά για αυτό είναι και αυτές με τις οποίες οργανώνονται και οι
σχέσεις (βλ. τις σχέσεις επιγαμίας, όπως έχουν αναλυθεί από τον Λεβι-Στρως: Ο
"εχθρός" είναι αυτός με τον οποίο παντρεύομαι).

[Ορισμένοι ιστορικοί -βλ. π.χ. Marc Block- θεωρούν ότι ήδη από τη φεουδαρχία υπήρξαν "εθνικά"
αντανακλαστικά από τους πληθυσμούς, ιδιαίτερα όταν εμφανίζονταν "βάρβαροι", με την έννοια ότι
υπήρχε κινητοποίηση του πληθυσμού -των "από κάτω"- για την αντιμετώπιση των "βαρβάρων".
Όμως, δεν είναι σίγουρο ότι αυτά τα "αντανακλαστικά" πήγαιναν πολύ πέρα από αυτό που μπορούμε
να υποθέσουμε: Την προσπάθεια δηλαδή απόκρουσης μιας απειλής για τη ζωή και την περιουσία,
τη στιγμή της απειλής. Αρνητικά αυτό επιβεβαιώνεται και από τις αστικές διακηρύξεις: Σε ειδικό
στρατηγικό του σύγγραμμα, τον 18ο αιώνα , ο Guibert παραπονιέται ότι "ο πατριωτισμός δεν είναι
παρά μία λέξη, (...) αφού οι πόλεμοι δεν είναι διενέξεις που αφορούν το έθνος αλλά ιδιωτικές
συγκρούσεις του μονάρχη", που δεν τον αισθάνονται οι πληθυσμοί "παρά μόνο με την αύξηση των
φόρων", πράγμα που ο ίδιος καλεί να αλλάξει και να σπρωχτούν τα έθνη "να συμμετάσχουν τα ίδια
άμεσα στον πόλεμο", γιατί τότε "όλα θα αλλάξουν ριζικά", "ο πόλεμος θα τα τυλίξει άμεσα με όλες
του τις αγριότητες" και, "καθώς οι κάτοικοι μιας χώρας θα γίνουν στρατιώτες, θα τους αντιμετωπίσουν
σαν εχθρούς. Ο φόβος να τους έχουν εναντίον τους, η ανησυχία ότι τους αφήνουν πίσω τους θα
τους εξοντώσει".].

Η δημιουργία του έθνους είναι έτσι, καταρχήν, η διάλυση των παλιών ανισοτήτων
και διαχωρισμών, που δεν μας αφήνουν να ενταχθούμε όλοι στην ίδια ενότητα ή κοινότητα,
δηλαδή στο έθνος. Βέβαια, και το έθνος έχει τη δική του ιστορία, αφού ξεκινάει με μια
κοινωνική και κοσμοπολίτικη έκδοση: Το έθνος που προσπαθούν να δημιουργήσουν οι
πρώτοι αστοί επαναστάτες και πατριώτες δεν είναι -όπως λέει και ο Ροβεσπιέρος- "για
ένα κοπάδι ανθρώπινων όντων έγκλειστων σε κάποια γωνιά της γης", αλλά "για την
τεράστια οικογένεια στην οποία η φύση έδωσε τη γη για χώρο της και για να την
απολαύσει". Εχθροί δεν είναι άλλα "έθνη", που δεν υπάρχουν, αλλά "οι βασιλιάδες, οι
αριστοκράτες, οι τύραννοι, όποιοι και να είναι" αυτοί, οι οποίοι "είναι οι δούλοι που
εξεγέρθηκαν ενάντια στον κυρίαρχο της γης, που είναι το ανθρώπινο είδος, και ενάντια
στο νομοθέτη του σύμπαντος, που είναι η φύση". Όπως διευκρινίζει ένας ιστορικός, "στη

VII. Πράξη και Ουτοπία - 2 Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία


γλώσσα της εποχής, η λέξη πατριωτισμός σχεδόν πάντα χρησιμοποιείται με την έννοια
της αγάπης της ελευθερίας" και του μίσους ενάντια στους "τυράννους". Αυτό εννοεί ο
Ροβεσπιέρος όταν ζητάει "η αριστοκρατία να αντικατασταθεί από τον πατριωτισμό" και
όταν παρουσιάζει, όχι τη Γαλλία να κερδίζει την ελευθερία της, αλλά "την ελευθερία να
κατακτάει τη Γαλλία". Η "πατρίδα" των Γάλλων επαναστατών δεν είναι κάποιο μέρος του
κόσμου, είναι το "ανθρώπινο είδος", "αυτοί που ζουν σήμερα και αυτοί που θα ζήσουν".

[Ενδιαφέρον έχει και το πώς αποφασίζουν να ονομαστούν Γάλλοι ("Φράγκοι" στα γαλλικά): Οι μεν
προτείνουν να ονομαστούν "Γερμανοί" (που στα γαλλικά σημαίνει "αδελφοί" ή "ομοαίματοι"), ενώ
οι άλλοι υποστηρίζουν το "Φράγκοι" (που στα γαλλικά σημαίνει "ελεύθεροι").]

Ο πατριωτικός κοσμοπολιτισμός της γαλλικής επανάστασης φτάνει σε ένα όριο,


που συμβολικά είναι η διακήρυξη του Νταντόν ότι αντί να βοηθούν "κάποιους πατριώτες
που θα ήθελαν να κάνουν μια επανάσταση στην Κίνα" καλύτερα να ενισχύσουν "τη
διατήρηση του πολιτικού μας σώματος και να δημιουργήσουμε το γαλλικό μεγαλείο". Και
λίγους μήνες αργότερα όταν ο Ροβεσπιέρος εισάγει για πρώτη φορά σαν κατηγορία το
"ξένος" ενάντια στο σύντροφό του τον Ανάχαρσις Κλοτς: "Πολίτες, θα θεωρήσετε πατριώτη
έναν ξένο που θέλει να είναι πιο δημοκράτης από τους Γάλλους; (...) Ο Κλοτς είναι
Πρώσος". Η "πατρίδα" και το "έθνος" θα αποκτήσουν σιγά-σιγά το δεύτερο -και γνώριμο
σε μας- στοιχείο τους που είναι το έδαφος, η επικράτεια, δηλαδή η αντιπαράθεση με
άλλα "έθνη" και ο ορισμός των μελών μέσα από διαδικασίες "υπηκοότητας" και
"ιθαγένειας" και όχι αντιπαράθεσης στο παλαιό καθεστώς. Επιπλέον, η "κοινωνία των
πολιτών" μένει να φτιαχτεί, γιατί το παλαιό καθεστώς κληροδοτεί μια μυριάδα από
τοπικισμούς χωρίς μεγάλη συνοχή.

[Οι Γάλλοι πρέπει να μάθουν γαλλικά, αφού μόνο το ένα όγδοο του πληθυσμού τα καταλαβαίνει,
πράγμα που θα επιχειρηθεί με διάφορους τρόπους όπως η "εκπαίδευση". Το ίδιο άλλωστε δεν
συμβαίνει και στα άλλα έθνη; (Εδώ αφήνουμε στην άκρη το δεύτερο συστατικό στοιχείο του έθνους
σαν κοινότητας, που είναι το έθνος-πίστη, δηλαδή σύστημα κατηγοριοποίησης και ανάγνωσης της
ιστορίας)]

Αν το έθνος γεννιέται σαν κοινωνία ισότητας ανάμεσα σε όλους τους πολίτες,


ωστόσο μένει με τη σειρά του να εξηγηθεί γιατί αυτή η ιδέα της ισότητας γεννήθηκε.
Πράγματι, δεν πέφτει από τον ουρανό. Προετοιμάζεται από τη ζύμωση των ιδεών μετά
την Αναγέννηση και εντάσσεται σε κοινωνικές διαδικασίες που έχουν ήδη γίνει
πραγματικότητα. Είναι η διαμόρφωση της καπιταλιστικής κοινωνίας, για την οποία όλα
αυτά που χαρακτήριζαν τη φεουδαρχία, νομοκατεστημένες τάξεις, συντεχνίες, φέουδα,
δουλοπαροικία, δεν ήταν παρά εμπόδια στην ανάπτυξή της. Εμπόδια για την κυκλοφορία
των εμπορευμάτων, εμπόδια για την αγορά εργασίας, εμπόδια για την οργάνωση της
παραγωγής. Η νέα κοινωνία έπρεπε να σπάσει όλα αυτά τα εμπόδια και να φτιάξει ένα
έθνος με ενιαίους τρόπους λειτουργίας, ενιαία αγορά, κεντρικό κράτος δικαίου, ενιαία
γλώσσα, εκπαίδευση, στρατό, κλπ.

VII. Πράξη και Ουτοπία - 3 Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία


Η γέννηση του καπιταλισμού

Αν εκ των υστέρων μπορούμε να καταλάβουμε πολλές από τις διαδικασίες αυτές


και πώς κατέληξαν στη συγκρότηση της καπιταλιστικής κοινωνίας, παραμένει ωστόσο
ένα ερώτημα: Γιατί άραγε έγιναν όλα αυτά, ποιά ήταν η κινητήρια δύναμη της εξέλιξης ή
ποιές ήταν οι πιο κρίσιμες συνιστώσες της; Το ερώτημα ίσως να μην πάρει ποτέ πλήρως
ικανοποιητική απάντηση (οι ιστορικοί έχουν πολλά ερωτήματα να λύσουν), αλλά έχει
μια σημασία για την ίδια την κοινωνιολογική σκέψη: Υπάρχουν δύο ρεύματα στην
απάντησή του:

• Το ένα είναι αυτό που εντοπίζει την εμφάνιση του καπιταλισμού κυρίως σε μια
λειτουργική αποτελεσματικότητά του. Η μεγαλύτερη παραγωγική ικανότητα της
καπιταλιστικής παραγωγής (σε σχέση με τη φεουδαρχία) καθώς και η ειδίκευση των
έργων και των μηχανισμών (όπως η οικογένεια) θα ήταν τα κύρια στοιχεία που εξηγούν
την έλευση του καπιταλισμού. Παρά την εμβέλεια ορισμένων τέτοιων αναλύσεων, η
αντίληψη αυτή ωστόσο αντιμετωπίζει ορισμένα προβλήματα: Γιατί, π.χ., δεν εμφανίστηκε
ο καπιταλισμός σε άλλες περιοχές του κόσμου, όπως π.χ. στην Ιαπωνία (που είναι το
δεύτερο γνωστό παράδειγμα σαφούς φεουδαρχίας, μετά τη Δυτική Ευρώπη); Ή, γιατί
τεχνικές που ήταν γνωστές (και πιο "παραγωγικές" -όπως οι νερόμυλοι) δεν εισήχθησαν
στην Ευρώπη παρά πολύ αργά; Επιπλέον, μια τέτοια προσέγγιση έχει το κακό ότι
παρουσιάζει αυτό που έχει γίνει σαν ήδη γραμμένο στην προηγούμενη ιστορία, δηλαδή
είναι κάπως σαν ταυτολογικό.

• Οι δύο κλασικοί εκφραστές της γερμανικής κοινωνιολογίας, ο Μαρξ και ο Βέμπερ,


παρά τις διαφορές τους, είναι αυτοί που θεμελιώνουν το άλλο ρεύμα. Η γέννηση του
καπιταλισμού είναι η ιστορία συγκρούσεων ανάμεσα σε πραγματικές κοινωνικές
δυνάμεις, στρατηγικές, λογικές, ηθικές.

Ο Βέμπερ θα αναζητήσει τη σύγκλιση ανάμεσα σε πνεύμα του καπιταλισμού και


προτεσταντική ηθική. Δηλαδή, θα δείξει πώς η Μεταρρύθμιση, και κυρίως οι
προτεσταντικές σέκτες, κηρύττοντας την ηθική του ασκητισμού και της σκληρής δουλειάς
(για τη σωτηρία της ψυχής) θα επιτρέψουν στον αστό να συσσωρεύσει κεφάλαιο (αντί
να το καταναλώνει επιδεικτικά όπως ο φεουδάρχης), πράγμα που με τη σειρά του θα
καταστήσει δυνατή την έλευση του καπιταλισμού. Εντοπίζοντας αυτή τη μοναδική σχέση
ανάμεσα σε ασκητική ηθική και καπιταλισμό, ο Βέμπερ έδειξε πως η εμφάνιση του
καπιταλισμού δεν ήταν καθόλου "τεχνική" ή οικονομική εξέλιξη: Προϋπέθετε μια σειρά
από στάσεις, συμπεριφορές, σκέψεις, που δεν μπορούν να ξεπεταχτούν αυτόματα από
τη φεουδαρχία. Αυτό που είχε νόημα για το φεουδάρχη δεν ήταν η ανάπτυξη της
παραγωγής ή της παραγωγικότητας, αλλά η δική του κατανάλωση. Για να υιοθετηθεί
μια νέα συμπεριφορά παραγωγικού προσανατολισμού, έπρεπε προηγουμένως
άνθρωποι να υιοθετήσουν τις αξίες, την ηθική, του καπιταλιστή, πράγμα που δεν μπορεί
να γίνει "αυτόματα" και δεν έγινε αυτόματα (για πολύ καιρό οι αστοί, έμποροι και βιοτέχνες,
καθόριζαν τη δραστηριότητά τους σύμφωνα με τις αξίες και τις αρχές της παλιάς
κοινωνίας, το ίδιο και οι αστοί στον αρχαίο κόσμο).

VII. Πράξη και Ουτοπία - 4 Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία


Είπαν ότι το βιβλίο του Βέμπερ ήταν απάντηση στον Μαρξ, κάπως σαν στην
"υλιστική" θέση του δεύτερου να αντιπροτείνει μια "ιδεαλιστική" θέση. Πράγμα όμως όχι
τόσο προφανές, γιατί η ανάλυση του Βέμπερ μοιάζει περισσότερο να συμπληρώνει τον
Μαρξ. Η ανάλυση του Μαρξ για την εμφάνιση της καπιταλιστικής κοινωνίας μπορεί να
μας δώσει μια εισαγωγή και για τη μελέτη της δικής μας κοινωνίας. Το κύριο είναι πως η
ιστορία διαμορφώνεται μέσα από συγκρούσεις και δεν γίνεται σαν αυτόματη διαδικασία.
• Οι συγκρούσεις εμπλέκουν άτομα, αλλά τα άτομα δεν συνασπίζονται όπως νάναι,
ούτε συμπεριφέρονται τυχαία: Η κύρια κατεύθυνση που ωθεί τα άτομα σε δράση
(και κυρίως σε συλλογική δράση) είναι η τάξη τους, η ταξική τους θέση.
• Επιπλέον, αυτό που κάνουν τα άτομα και οι ομάδες καθορίζεται, περιορίζεται από
την κοινωνική πραγματικότητα έτσι όπως είναι ήδη διαμορφωμένη.

Τα δύο αυτά σημεία ο Μαρξ τα συμπυκνώνει σχηματικά στη φράση "οι άνθρωποι
κάνουν την ιστορία τους, αλλά δεν την κάνουν αυθαίρετα".

Το πώς οι άνθρωποι βλέπουν την πραγματικότητα είναι ασφαλώς περίπλοκο


θέμα που έχει σχέση με το τί ήδη ξέρουν ή τους έχουν μάθει (αυτό που σε μαρξιστική
ορολογία λέγεται ιδεολογία), με το τί κάνουν, ποιές σχέσεις έχουν με τους άλλους
ανθρώπους, κλπ. Αλλά -και εδώ είναι το βάρος της μαρξιστικής ανάλυσης- από όλα
όσα καθορίζουν την ιδεολογία των ανθρώπων (και άρα και την πράξη τους) αυτό που
τους χαρακτηρίζει πιο βαθιά είναι αυτό που κάνουν στην υλική τους ζωή: Δηλαδή, μπορεί
εγώ πράγματι να είμαι καλός χριστιανός και να πιστεύω στην αρχή "αγάπα τον πλησίον
σου", αν όμως είμαι μισθοφόρος και σκοτώνω δέκα ανθρώπους την ημέρα είναι πολύ
δύσκολο να κρατηθώ από τη χριστιανική μου πίστη.

Η υλική μας ζωή είναι κυρίως πώς οργανώνουμε την οικονομία μας, πώς
παράγουμε πράγματα, πώς χρησιμοποιούμε τη φύση, πώς δημιουργούμε ανάγκες και
τις ικανοποιούμε. Επιπλέον, και ίσως και πιο σημαντικό, η παραγωγή μας είναι πάντα
και ταυτόχρονα και τρόπος οργάνωσης μεταξύ μας (Ο Ροβινσώνας Κρούσος είναι μια
μυθική προσωπικότητα). Η οργάνωση όμως μεταξύ των ανθρώπων δεν είναι πάντα μια
απλή υπόθεση (είδαμε π.χ. τί σημαίνει "οικογένεια" και ποιές επιπτώσεις μπορεί να έχει
για τις ιδέες μας ο τύπος οικογένειας που υιοθετούμε). Ο καταμερισμός της εργασίας
στην κοινωνία δεν είναι όπως μια "λειτουργική συμπληρωματικότητα" ανάμεσα στο έντερο
και στο στομάχι. Γιατί εμπλέκει ανθρώπους με λογική, στόχους, συναισθήματα, κλπ.
Ακόμα και ένας "πρωτόγονος" καταμερισμός εργασίας ανάμεσα σε φύλα (οι γυναίκες τη
γεωργία και οι άνδρες το κυνήγι) δεν είναι απλώς "τεχνικός" γιατί συνεπάγεται
διαφοροποιήσεις που πάνε πέρα από την τεχνική. Και γιατί ακόμα ο καταμερισμός της
εργασίας δεν είναι κάτι που το "αποφασίζουν" οι άνθρωποι, αλλά μπορεί να είναι κάτι
που το υφίστανται (λόγω παράδοσης ή λόγω επιβολής). Και γιατί τέλος έχει ορισμένες
επιπτώσεις στο τί σκέφτονται οι άνθρωποι: Στο προηγούμενο παράδειγμα της
"πρωτόγονης" κοινωνίας, εγώ που είμαι μια γυναίκα και που βλέπω όλες τις άλλες
γυναίκες να ασχολούνται με τη γεωργία είναι πιθανό να αρχίσω να πιστεύω όχι ότι
έχουμε κάνει κάποιον "καταμερισμό της εργασίας" αλλά ότι οι γυναίκες είναι πλασμένες

VII. Πράξη και Ουτοπία - 5 Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία


για τη γεωργία.

Οι τρόποι με τους οποίους οι κοινωνίες οργανώνουν την παραγωγή τους μπορεί


να είναι ποικίλοι. Η έννοια του Μαρξ "τρόπος παραγωγής" αναφέρεται στον τρόπο με
τον οποίο μια κοινωνία οργανώνει την παραγωγή και τη διακίνηση των αγαθών, όπως
συνεργασία και καταμερισμός στην εργασία, κατοχή και ιδιοκτησία των εργαλείων και
των μέσων παραγωγής γενικότερα (π.χ. γης). Η γνωριμία με πολλές "πρωτόγονες"
κοινωνίες έδειξαν ότι η ποικιλία στην οργάνωση της παραγωγής μπορεί να είναι πιο
μεγάλη από αυτή που φανταζόταν ο Μαρξ. Αλλά το σημαντικό είναι ότι, πρώτον ο τρόπος
παραγωγής είναι πάντα μια κοινωνική κατασκευή (δεν είναι "τεχνικά" αναγκαίος) και,
δεύτερον, ότι έχει ορισμένες επιπτώσεις στο πώς ζουν και κυρίως πώς βλέπουν την
πραγματικότητα οι άνθρωποι.

Κοινωνικές τάξεις : Αστοί και φεουδάρχες

Ήδη ο Μαρξ, εκτός από τον καπιταλιστικό, είχε αναφερθεί στον "ασιατικό", στο
"δουλοκτητικό", στο "φεουδαρχικό" τρόπο παραγωγής. Όλοι αυτοί οι τρόποι παραγωγής,
παρά τις τεράστιες διαφορές τους, ο καθένας με τον τρόπο του, οργανώνουν μια
συστηματική διαφοροποίηση ανάμεσα στους άμεσους παραγωγούς (δηλαδή σε όσους
δουλεύουν) και σε αυτούς που ελέγχουν την παραγωγή (και γενικώς διοικούν). Είναι
τρόποι παραγωγής που κατά το Μαρξ χαρακτηρίζονται σαν ταξικοί, δηλαδή
διαφοροποιούν την κοινωνία σε δύο βασικά, αλληλένδετα, αλλά και αντιφατικά και
συγκρουόμενα στρώματα: Δούλοι και αφέντες, δουλοπάροικοι και φεουδάρχες, αγρότες
και κρατικοί μανδαρίνοι, καπιταλιστές και εργάτες, είναι ζεύγη που πάνε μαζί, είναι θέσεις
αλληλένδετες στο εσωτερικό του κάθε τρόπου παραγωγής, αλλά και θέσεις που ορίζουν
αντιθετικές τάξεις.

Η δυσκολία εδώ, αυτό που προσάπτουν συνήθως στο Μαρξ, είναι ότι η
αντικειμενική περιγραφή των θέσεων δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι σχηματίζονται και
πραγματικές κοινωνικές ομάδες που να προχωρήσουν σε συλλογικές δράσεις και άρα
να συγκρουστούν. Η έννοια τάξη υπονοεί όχι μόνο ότι υπάρχει διαφορά, αλλά και ότι
υπάρχει μια τάση των ανθρώπων να προχωρήσουν σε συλλογική δράση ανάλογα με
την ταξική τους θέση. Ο Βέμπερ για παράδειγμα θεωρεί ότι είναι πολύ αμφίβολο πως ο
εργάτης θα συνεργαστεί με τον άλλον εργάτη και θα προχωρήσουν (σαν τάξη) σε
πραγματική συλλογική δράση ενάντια στους καπιταλιστές.

Ο Μαρξ όμως θεωρεί πως μια κοινωνία δεν είναι ένας στατικός οργανισμός που
απλώς λειτουργεί. Είναι προϊόν της σύνθεσης πράξεων που γίνονται από ανθρώπους,
οι οποίοι καταλαβαίνουν αυτό που κάνουν από την οπτική τους γωνία και επιπλέον
αυτό που κάνουν μπορεί να τους ωθήσει και πιο πέρα. Δηλαδή, λέει ο Μαρξ, η τάξη
είναι μια "τάξη αυτή καθεαυτή", που μπορούμε να την αναλύσουμε, να δούμε τί μπορεί
να σκέφτεται κάποιος που συμμετέχει σε αυτήν, κάποιος που έχει αναλάβει την αντίστοιχη
θέση. Όμως, επιπλέον, επειδή πρόκειται για πραγματικούς ανθρώπους η ίδια τους η
δραστηριότητα μπορεί -κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις- να τους επιτρέψει ή και να

VII. Πράξη και Ουτοπία - 6 Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία


τους ωθήσει στο να συνειδητοποιήσουν ότι αποτελούν μια ξεχωριστή κοινωνική δύναμη,
ότι αποτελούν μια "τάξη για τον εαυτό της" ή μια τάξη που έχει λόγο, έχει στρατηγική,
έχει απόψεις για τα πράγματα της κοινωνίας.

Σε ορισμένες ιστορικές συνθήκες μια τέτοια τάξη μπορεί να προβεί σε πραγματική


"πράξη", δηλαδή, κατά την ορολογία του Μαρξ, σε ιστορική ή επανασταστική δράση,
θεμελιώνοντας μια ουτοπία (μια ριζικά καινούργια κοινωνία). Ως γνωστό, αυτό είναι
που ο Μαρξ χαράζει σαν προοπτική για ανατροπή του καπιταλισμού. Όμως, πριν από
αυτό, είναι χαρακτηριστική η ανάλυση που κάνει για το πώς δημιουργήθηκε και
ολοκληρώθηκε η αστική τάξη:

Ήδη από τον 10ο αιώνα άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτοι αστοί, στην αρχή
ίσως περισσότερο πειρατές και ληστές παρά έμποροι. Αυτοί οι αστοί όμως έκαναν
πράγματα που δεν ήταν "φεουδαρχικά", δηλαδή δεν εντάσσονταν στις σχέσεις φεουδάρχη
και δουλοπάροικου. Ασφαλώς, το βάρος της φεουδαρχίας ή της εκκλησίας δεν τους
άφηνε να γίνουν πραγματική αστική τάξη "για τον εαυτό της", δηλαδή με πρόγραμμα και
πρακτική ανατροπής της φεουδαρχίας. Οι άνθρωποι έκαναν εμπόριο και κατά τάλλα
προσαρμόζονταν στο φεουδαρχικό πνεύμα. Για παράδειγμα έχτιζαν και αυτοί ωραία
σπίτια, όπως και ο φεουδάρχης έφτιαχνε σπουδαία κάστρα. Η αστική ιδέα της
συσσώρευσης δεν ήταν στην ημερήσια διάταξη. Όμως, κατά τον Μαρξ, παρόλο που
αυτοί οι αστοί δεν αποτελούν ακόμα μια πραγματική τάξη, αποτελούν μια δυνητική τάξη,
μια τάξη "αντικειμενικά", που σημαίνει ότι αυτό που έκαναν αντέβαινε αντικειμενικά, ή
στη δυναμική του, με τις πρακτικές της φεουδαρχίας.

Αν, π.χ., είμαι ένας έμπορος τον 13ο αιώνα και πηγαινοέρχομαι στην Ευρώπη με διάφορα
εμπορεύματα, μπορεί να έχω αποδεχτεί την ιδέα της κυριαρχίας των φέουδων, αλλά αν ο κάθε
τοπικός φεουδάρχης απ'όπου περνάω μου κατακρατάει και ένα τμήμα από το εμπόρευμά μου,
είναι πιθανόν με τον καιρό να αρχίζω να εξανίσταμαι. Ασφαλώς δεν είναι σίγουρο. Είναι όμως
πιθανόν, στο μέτρο που αντικειμενικά οι δασμοί που μου κατακρατούν οι φεουδάρχες είναι μια
μείωση του εμπορεύματός μου, που θα μπορούσα να την δω σαν τελείως αυθαίρετη. Υπάρχει μια
αντικειμενική αντίθεση, που ακόμα και αν δεν την συνειδητοποιήσω εγώ δεν παύει να υπάρχει και
μπορεί να οδηγήσει κάποιον άλλον να την συνειδητοποιήσει.

Και πράγματι, η ιστορία των αστών είναι η ιστορία της μετατροπής τους από μια
"τάξη καθεαυτή" σε "τάξη για τον εαυτό της", σε μια τάξη δηλαδή που αποκτάει συνείδηση,
διατυπώνει προγράμματα, στρατηγικές, και που τελικά συγκρούεται και καταργεί τη
φεουδαρχία. Η ιδιομορφία της αστικής τάξης είναι ότι οικοδομεί τη δύναμή της σιγά-σιγά
οικονομικά στο εσωτερικό της φεουδαρχίας. Όμως, η μετάβαση δεν είναι ομαλή ή
αυτόματη: Χρειάστηκε πραγματικές συγκρούσεις (επαναστάσεις), πολιτικούς
συμβιβασμούς (με τη μοναρχία), χρειάστηκε την οικοδόμηση μιας στρατηγικής και ενός
προγράμματος (Διαφωτισμός), χρειάστηκε τη διαμόρφωση μιας νέας ηθικής
(προτεσταντισμός και Μεταρρύθμιση), καθώς και πραγματικών πολιτικών οργανώσεων
(θρησκευτικές σέκτες στην Αγγλία, πολιτικές λέσχες στη Γαλλία), πριν να καταφέρει να
γίνει πλήρως μια "τάξη για τον εαυτό της" και την υπόλοιπη κοινωνία, δηλαδή μια τάξη

VII. Πράξη και Ουτοπία - 7 Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία


της οποίας ο λόγος και η πράξη επικρατούν σαν οικονομική δύναμη, σαν πολιτική εξουσία,
σαν ιδεολογία.

Η ελευθερία και η ισότητα, για να διατυπωθούν σαν προγράμματα, χρειάστηκαν


τους φιλόσοφους του Διαφωτισμού. Όμως, αυτά τα προγράμματα δεν ήταν απλά
προϊόντα της φιλοσοφίας, κάπως σαν προηγουμένως οι άνθρωποι να ήταν ανίκανοι να
τα συλλάβουν. Ήταν ιδέες που ανταποκρίνονταν σε μια νέα οπτική γωνία που
δημιουργήθηκε από τον αστό και τις αστικές δραστηριότητες. Όντας ένα έμπορος στη
φεουδαρχία, που πληρώνω μερικούς ανθρώπους σε ένα χωριό να μου φτιάχνουν
υφάσματα, βρίσκομαι αντικειμενικά σε μια ταξική θέση απ΄όπου μπορεί να δω τα
πράγματα, την κοινωνική πραγματικότητα, αλλιώς απ΄ό,τι τα βλέπουν οι φεουδάρχες (ή
οι δουλοπάροικοι): Για παράδειγμα, η ιδέα ότι πρέπει να χρησιμοποιήσω εργάτες, απλώς
και μόνο επειδή είναι συγγενείς μου έστω και αν είναι άχρηστοι και δεν κάνουν τίποτα (η
ιδέα δηλαδή της φεουδαρχίας ότι οι άνθρωποι είναι δεμένοι με σχέσεις παραδοσιακές),
είναι μια ιδέα που ώς ένα σημείο μόνο μπορώ να την αποδεχτώ. Γιατί, σαν έμπορος,
ξέρω ότι ένα κομμάτι ύφασμα για πούλημα είναι το ίδιο καλό με οποιοδήποτε άλλο
κομμάτι ύφασμα για πούλημα και ότι, επομένως, το σημαντικό για μένα είναι να μου
παράγουν οι εργάτες μου υφάσματα άσχετα με το ποιοί είναι αυτοί. Και μάλιστα τη
στιγμή που εγώ θα θελήσω να χρησιμοποιήσω κάποιον σαν εργάτη και η τοπική
συντεχνία μου το απαγορεύσει, εγώ θα έχω την τάση να σκεφτώ πως αυτές οι
διαφοροποιήσεις από την καταγωγή και το δέσιμο με την γη ή με την παράδοση απλώς
με εμποδίζουν να χρησιμοποιήσω όποιον εργάτη θέλω, τη στιγμή που βλέπω πως ο
κάθε εργάτης μπορεί να είναι εξίσου καλός άσχετα από πού κρατάει η σκούφια του.

Η οπτική μου γωνία, που δημιουργείται από την ταξική μου θέση, επιτρέπει
επομένως να έχω μια άποψη για τα πράγματα που δεν είναι η ίδια με την οπτική γωνία
των άλλων ταξικών θέσεων. Αυτό που βλέπω εγώ δεν είναι το ίδιο με αυτό που βλέπουν
οι άλλες τάξεις. Ασφαλώς, μπορεί εγώ να μην μπορώ να το εκφράσω ή να μην είμαι σε
θέση να αντιπαρατεθώ σε ένα ολόκληρο σύστημα ιδεολογικό που επικρατεί γύρω μου.
Όμως, η δυνατότητα μιας νέας κατανόησης δημιουργείται ήδη από την ύπαρξή μου:
Εγώ, που είμαι έμπορος, στη φεουδαρχία θέλω ανθρώπους ίσους και ελεύθερους από
φεουδαλικά δεσμά για να μπορώ να βρίσκω και να χρησιμοποιώ εργάτες που μου κάνουν
από οικονομική άποψη. Η οπτική μου γωνία θα εισάγει μια νέα κατανόηση της
πραγματικότητας (και μια κριτική της): Τα φεουδαλικά δεσμά σαν προβληματικά ή σαν
"αφύσικα".

Ο Μαρξ έτσι εισάγει, με τον τρόπο του, στην προβληματική της κοινωνιολογίας
ότι οι ιδέες που έχουν οι άνθρωποι δεν είναι ιδέες που απλώς πλανώνται στο κεφάλι
τους, αλλά ότι είναι ιδέες που έχουν σχέση με την κοινωνική πραγματικότητα. Είναι ιδέες
που γεννιούνται από την οπτική τους γωνία και επηρεάζουν ή διαμορφώνουν ή αλλάζουν
την πραγματικότητα. Ο Μαρξ το ονομάζει αυτό ιδεολογία ή ιδεολογικές υπερδομές ή
εποικοδόμημα.

[Η λέξη ιδεολογία μετά τον Μαρξ χρησιμοποιείται καμιά φορά και με μια πιο στενή έννοια: Σαν η

VII. Πράξη και Ουτοπία - 8 Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία


θεωρητικοποίηση συμφερόντων, όταν π.χ. ένας βιομήχανος εξηγεί την ανάγκη προστατευτισμού,
όχι απλώς από την ανάγκη να προστατευτεί η δική του βιομηχανία και τα κέρδη του από το διεθνή
ανταγωνισμό, αλλά αναφερόμενος π.χ. στις εθνικές αρετές του τρόπου ζωής... Η ιδεολογία στον
Μαρξ όμως δεν μένει στην απλή θεωρητικοποίηση συμφερόντων, είναι κυρίως μια οπτική γωνία,
ένα φάσμα θεωρητικών δυνατοτήτων ή ορατότητας και επιπλέον έχει μια δυναμική: από την τάξη
"αντικειμενικά" προς την τάξη σαν υποκείμενο της ιστορίας].

Έτσι, στη φεουδαρχία, όσο δεν υπάρχει ο αστός που έχει τη δυνατότητα να δει
έμπραχτα την ισότητα των ανθρώπων [ο ένας εργάτης είναι εξίσου καλός με
οποιονδήποτε άλλον] ή την ελευθερία σαν προϋπόθεση ουσιαστικής δράσης [ελευθερία
των ανθρώπων να δουλέψουν σαν εργάτες χωρίς φεουδαλικές δεσμεύσεις], δεν υπάρχει
και η δυνατότητα να ειδωθεί η φεουδαρχία σαν "αφύσικο" (δηλαδή ιστορικό και άρα
ανατρέψιμο ή ξεπεράσιμο) σύστημα, σαν σύστημα ανελευθερίας και ανισότητας.
• Αν στη φεουδαρχία οι άνθρωποι δεν μπορούν να δουν τις "παραγωγικές δυνατότητες"
της κοινοτικής γης ή του δάσους ή του μύλου δεν είναι επειδή τους εμποδίζει η
εκκλησία. Είναι κυρίως επειδή δεν υπάρχει η οπτική γωνία του αστού, αυτού που
μπορεί να δει στο δάσος ένα "εκμεταλλεύσιμο" πράγμα.
• Αν οι άνθρωποι στη φεουδαρχία δεν μπορούν να δούν την ανάγκη της πειθαρχίας
ή της εκπαίδευσης των παιδιών, δεν είναι επειδή είναι ανίκανοι ή άσχετοι. Είναι
επειδή δεν υπάρχει η οπτική γωνία που κοιτάει τους ανθρώπους σαν "εργατική
δύναμη", σαν κάτι που φτιάχνεται και που δεν κληρονομείται ελέω Θεού ή οικογένειας.
• Και αν κανείς δεν σκέφτεται τί κακό πράγμα που είναι οι "ζητιάνοι", οι "αλήτες" ή οι
"αιρετικοί", είναι γιατί κανείς ακόμα δεν μπορεί να πάρει μια κριτική στάση απέναντι
στην φεουδαρχία και να τους δει σαν μια "σπατάλη" της δυνητικής εργατικής δύναμης.

Κοινωνικές τάξεις : Οι αστοί στην εξουσία

Ο Μαρξ προεκτείνει την άποψή του αυτή και στο εσωτερικό της δικής μας
κοινωνίας, της κοινωνίας που έφτιαξαν οι αστοί:
• Αν η οπτική γωνία που υιοθετούμε έχει μια σημασία για το τί βλέπουμε, τότε πώς
πρέπει να δούμε τη δική μας κοινωνία;
• Και είναι αλήθεια ότι αυτό που διακηρύσσει η κοινωνία μας σαν πρόγραμμα (π.χ.
ισότητα και ελευθερία) πρέπει να το πάρουμε της μετρητοίς; Ή μήπως πρέπει να το
δούμε κριτικά;
• Ποιά στάση να κρατήσουμε απέναντι στον καπιταλισμό, ιδιαίτερα αφού αυτή η στάση
μας καθορίζει και τη δυνατότητα κατανόησής του; [Η οπτική γωνία καθορίζει την
ορατότητά μας].
• Είναι αλήθεια ότι, όπως λένε οι αστοί, υπήρξε ιστορία αλλά δεν υπάρχει πια, ότι το
σύστημά τους αποτελεί την οριστική και αξεπέραστη πραγματοποίηση του
"πολιτισμού";
• Είναι αλήθεια ότι η κατάργηση των νομοκατεστημένων τάξεων, των στεγανών, των

VII. Πράξη και Ουτοπία - 9 Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία


δεσμών και δεσμεύσεων, των στεγανών της φεουδαρχίας πραγματοποιεί και την
ελευθερία και την ισότητα και αδελφότητα που διακήρυτταν οι αστικές επαναστάσεις
και ότι εξαφάνισαν πλέον τις τάξεις; Ή μήπως αυτή είναι μια ιδεολογία, δηλαδή η
περιγραφή της πραγματικότητας από την άποψη μιας συγκεκριμένης κοινωνικής
τάξης, εν προκειμένω της κυρίαρχης πλέον αστικής, και πρέπει να υποστεί την ίδια
κριτική που είχε παλαιότερα ασκήσει η ίδια στη φεουδαρχία; Και ποιό θα ήταν τότε
το αρχιμηδικό σημείο που θα επέτρεπε μια τέτοια κριτική;

• Η ελευθερία, π.χ., είναι βασική αρχή για τη λειτουργία της καπιταλιστικής επιχείρησης.
Τόσο για τον ίδιο τον καπιταλιστή, που πρέπει να μπορεί να επιλέγει επενδύσεις, τεχνικές,
και να διαπραγματεύεται αγοραπωλησίες εμπορευμάτων, χωρίς άλλες δεσμεύσεις (εκτός
από την οικονομική του λογική), όσο και για τον εργάτη, που και αυτός πρέπει να είναι
ελεύθερος να πουλήσει την εργατική του δύναμη. Επιπλέον, όμως ο Μαρξ παρατηρεί, ο
εργάτης πρέπει να είναι ελεύθερος και με μια δεύτερη έννοια, "ελεύθερος από τα πάντα,
τελείως απαλλαγμένος από τα πράγματα που χρειάζονται για την υλοποίηση της
εργασιακής του δύναμης", δηλαδή πρέπει να μην διαθέτει ο ίδιος εργαλεία ή μέσα
παραγωγής, γιατί τότε μπορεί να μην δεχόταν να δουλέψει σαν μισθωτός.

[Οι ιστορικοί έχουν περιγράψει τη δυσκολία να βρεθεί εργατική δύναμη για την πρωταρχική
συσσώρευση του κεφαλαίου και τις διάφορες διαδικασίες με τις οποίες εξαναγκάστηκαν -όχι και
τόσο "ελεύθερα"- οι άνθρωποι να γίνουν μισθωτοί. Όμως, η συνθήκη αυτή πρέπει να αναπαράγεται
συνεχώς, για να μπορεί να βρίσκεται "εργατική δύναμη". Δεν ήταν απλώς μια αγριότητα της αυγής
του καπιταλισμού η οποία θα μπορούσε να λυθεί ή να αμβλυνθεί.]

• Η ισότητα επίσης είναι ουσιαστική προϋπόθεση της καπιταλιστικής κοινωνίας, στο


μέτρο που στηρίζεται στη γενικευμένη ανταλλαγή εμπορευμάτων, δηλαδή "ίσων"
πραγμάτων. Όμως, αν οι ανταλλαγές στηρίζονται στην "ισότητα", τότε από πού
προέρχεται το "κέρδος";

Αν εγώ, σαν καπιταλιστής, δίνω ένα ποσό και αγοράζω εμπορεύματα με τα οποία φτιάχνω άλλα
εμπορεύματα που τα πουλάω και στο τέλος τα λεφτά μου έχουν αυξηθεί, τότε από πού προέρχεται
αυτή η αύξηση, αν οι ανταλλαγές όλες ήταν "ίσες"; [Αν εγώ δίνω ένα ποσό Α και μετά από ένα
διάστημα μου επιστρέφεται ένα ποσό Α + κάτι (=κέρδος), η ισότητα δεν είναι και τόσο "ίση"].

Σωστά η κλασική πολιτική οικονομία (Σμιθ, Ρικάρντο) εντοπίζει την αξία των εμπορευμάτων στην
εργασία που απαιτείται για την παραγωγή τους. Γιατί τότε -αναρωτιέται ο Μαρξ- μπλέκεται σε
τέτοιες αντιφάσεις και αδιέξοδα σε σχέση με το κέρδος, που παραμένει μυστηριώδες; Γιατί δεν
μπορεί να δει την πηγή του "κέρδους" (ή της "υπεραξίας"); (Τη σημερινή κυρίαρχη νεοκλασική
θεωρία για τον προσδιορισμό της τιμής από την προσφορά και τη ζήτηση ο Μαρξ τη θεωρεί "χυδαία",
δηλαδή επιφανειακή, αφού το μόνο που μπορεί να εξηγήσει είναι τις διακυμάνσεις των τιμών γύρω
από έναν μέσον όρο, αλλά όχι και αυτόν τον μέσον όρο),

Αυτό συμβαίνει, επειδή η κλασική πολιτική οικονομία υιοθετεί την οπτική γωνία του καπιταλιστή

VII. Πράξη και Ουτοπία - 10 Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία


και έτσι δεν μπορεί να δει τον εργάτη παρά σαν έμπορο της εργασίας του, σαν κάποιον που
ανταλλάσσει ισοδύναμα. Φυλακίζεται στον περιρρέοντα φετιχισμό του εμπορεύματος. Παρόλο
που από την πλευρά του εργάτη, μπορεί πράγματι να υπάρχει ανταλλαγή ισοδυνάμων, όμως το
θέμα δεν εξαντλείται: Αυτό που ανταλλάσσει ο εργάτης δεν είναι η εργασία του, είναι η εργασιακή
του δύναμη, η δυνατότητά του να εργάζεται, η οποία "παράγεται" όταν ο ίδιος τρώει, κοιμάται,
μορφώνεται, αυτό δηλαδή για το οποίο ο εργάτης πληρώνεται. Όμως η ίδια η εργασία του, αυτή
που παράγει τα εμπορεύματα και την αξία, δεν είναι δική του, είναι αυτού που την χρησιμοποιεί,
του καπιταλιστή. Πράγμα που σημαίνει ότι η προέλευση του κέρδους παύει να είναι μυστηριώδης,
γιατί δεν υπάρχει λόγος αυτό που αξίζει η εργατική δύναμη να ισούται με αυτό που παράγει η
χρήση της. Και μάλιστα η καπιταλιστική παραγωγή υπάρχει μόνο επειδή υπάρχει μια τέτοια διαφορά
(που ο Μαρξ την ονομάζει "εκμετάλλευση").

Δηλαδή πίσω από την πραγματική ανταλλαγή ισοδυνάμων (την "ισότητα") ο Μαρξ
ανακαλύπτει μια επίσης πραγματική ανισότητα. Και μάλιστα η ανισότητα αυτή δεν είναι
μεγάλη ή μικρή, η εκμετάλλευση δεν σημαίνει αναγκαστικά "αγριότητα" και δεν σημαίνει
"κλέψιμο", γιατί όλα γίνονται μέσα από την κυκλοφορία ισοτήτων. Ούτε είναι υποκειμενική,
δηλαδή δεν εξαρτάται από τη θέληση του καπιταλιστή ούτε από το μέγεθος του μισθού:
Η εκμετάλλευση είναι ουσιαστικό στοιχείο της καπιταλιστικής οργάνωσης της παραγωγής.

Επιπλέον, η εκμετάλλευση δεν είναι ατομική υπόθεση του συγκεκριμένου


καπιταλιστή με τον συγκεκριμένο εργάτη. Μέσα από μια οικονομική διαδικασία, που ο
Μαρξ την ονομάζει εξίσωση του ποσοστού του κέρδους, η εκμετάλλευση είναι συλλογική
ανάμεσα στις δύο τάξεις, καπιταλιστών και εργατών. Δηλαδή όλο το κέρδος που
παράγεται από την εργατική τάξη αναδιανέμεται στους καπιταλιστές, όχι ανάλογα με το
πόσο ο καθένας κατάφερε να βγάλει από τους δικούς του εργάτες (συμβαίνει και αυτό),
αλλά ανάλογα με το ποιό είναι το ειδικό του βάρος στο σύνολο του κεφαλαίου που
επενδύουν όλοι μαζί. Αυτό είναι που θεμελιώνει και την αντικειμενική κοινότητα
συμφερόντων στο εσωτερικό της κάθε τάξης.

[Μεγάλοι ή μικροί καπιταλιστές, μονοπωλιακοί κολοσσοί ή ιδιοκτήτες μικρών εργαστηρίων,


κερδοφόρες ή ζημιογόνες επιχειρήσεις, όλοι μαζί αποτελούν μια τάξη που οργανώνει την
καπιταλιστική εκμετάλλευση της εργασίας και από κοινού μοιράζεται το προϊόν της. Το ίδιο και οι
εργάτες, ειδικευμένοι ή ανειδίκευτοι, καλοπληρωμένοι ή κακοπληρωμένοι, όλοι μαζί υφίστανται
την ίδια οργάνωση της εκμετάλλευσης και αλλοτριώνονται το προϊόν της.]

Ο ορισμός αυτός της κοινωνικής τάξης (των κοινωνικών τάξεων) είναι ταυτόχρονα
ένας ορισμός μιας αντικειμενικής αντίθεσης: Όχι μόνο οι δύο τάξεις δεν υπάρχουν
ξεχωριστά η μία από την άλλην, αλλά και δεν μπορούν να κατανοηθούν παρά σαν
αντιθετικές. Στο κέντρο της καπιταλιστικής οργάνωσης υπάρχει μια σύγκρουση (ανοιχτή
ή όχι, εκδηλωμένη ή όχι, συνειδητή ή όχι) που δεν είναι απλώς ένα προϊόν μιας κακής
λειτουργίας. Η σύγκρουση αυτή είναι ουσιαστική για να ερμηνευτεί η ίδια η ύπαρξη του
καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Δεν μπορεί να καταλάβει κανείς το μισθό σαν
"κόστος", πρέπει να δει ότι είναι και "αγοραστική δύναμη". Δεν μπορεί να εξηγήσει κανείς
την εξέλιξη του ωραρίου εργασίας σαν μια "αντικειμενική" εξέλιξη, πρέπει να το δει σαν

VII. Πράξη και Ουτοπία - 11 Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία


αντικείμενο πάλης ανάμεσα σε δύο τάξεις. Ακόμα και την οργάνωση της εργασίας, δεν
μπορεί να την δει κανείς σαν "τεχνικό δεδομένο", πρέπει να την δει σαν επίσης αντικείμενο
έριδας.

[Βλέπε π.χ. τις έρευνες του Mayo στην Western Electric, όπου δείχνει πως οι εργαζόμενοι δεν είναι
απλώς εργαλεία και ότι η "αποδοτικότητα" εξαρτάται και από τα "συναισθήματά" τους. Ή και έρευνες
όπως του Crozier που δείχνουν ότι ούτε είναι εργαλεία + συναισθήματα, αλλά ότι έχουν νοητική
διάσταση που μεταφράζεται σε στρατηγική συμπεριφορά.]

[Η "Επιστημονική Οργάνωση της Εργασίας"

Ο Φρέντερικ Τέυλορ έχει συνδέσει το όνομά του με αυτό που ονομάστηκε Επιστημονική Οργάνωση της
Εργασίας, και πιο σύντομα τεϋλορισμός ή και φορντισμός (από την επιχείρηση που την καθιέρωσε). Η ιδέα του
Τέυλορ είναι ότι οι εργάτες είναι κάτι σαν "βόδια", δηλαδή σαν εργαλεία, που πρέπει να ακολουθούν πρότυπα
καθορισμένα "επιστημονικά", έτσι ώστε να αυξάνεται η παραγωγικότητα και η αποδοτικότητα της επιχείρησης. Η
τεϋλορική εργασία είναι αυτή που περιγράφει ο Σαρλό στο έργο του "Σύγχρονοι καιροί", δηλαδή η εργασία σε
αλυσίδα παραγωγής όπου ο κάθε εργάτης έχει συγκεκριμένες και χρονομετρημένες κινήσεις να κάνει. (Παρόλο που
σήμερα, σαν θεωρία, η τεϋλορική αντίληψη δεν είναι αποδεκτή, ωστόσο φαίνεται πως επικρατεί σε πολλούς
μηχανικούς που οργανώνουν τα βιομηχανικά εργαστήρια.).

Οι μηχανικοί της Western Electric που αναρωτήθηκαν αν πρέπει να αυξήσουν το φωτισμό στα εργαστήρια
ή να τον μειώσουν, για να αυξήσουν την παραγωγικότητα, μπερδεύτηκαν με τις μετρήσεις τους και, έτσι, φώναξαν
έναν ειδικό ψυχολόγο, τον Elton Mayo. Αυτός είχε την ιδέα να μαζέψει μια ομάδα εργατών και να πειραματιστεί, για
να δει τί είναι αυτό που μπορεί να αυξήσει την παραγωγικότητά τους. Τους εξήγησε το πρόβλημα και χρησιμοποίησε
μια σειρά από όργανα για να μετράει τη θερμοκρασία, την υγρασία, την υγεία των ατόμων, τις κλιματικές συνθήκες,
το τί έλεγαν μεταξύ τους, καθώς και την παραγωγή τους. Και μετά άρχισε να πειραματίζεται: Μείωσε το ωράριό
τους, τους έβαλε διαλείμματα, τους έδωσε φαγητό στα διαλείμματα, αύξησε τα διαλείμματα, μετά μείωσε το ωράριο,
μείωσε τα διαλείμματα, στο τέλος έφιαξε και πάλι την αρχική τους κατάσταση. Τί διαπίστωσε; Όλες του οι μετρήσεις,
που μπορούσαν να γεμίσουν χιλιάδες σελίδες, ήταν άχρηστες, γιατί καμία συσχέτιση δεν έβγαινε. Και το πιο περίεργο
ήταν το εξής: Ότι κάθε φορά που άλλαζε κάτι, για να πειραματιστεί, η παραγωγικότητα αυξανόταν, ακόμα και όταν
αφαίρεσε όλα τα διαλείμματα και τα φαγητά! Το συμπέρασμά του ήταν ότι μια τεχνική αντιμετώπιση για την οργάνωση
της εργασίας ήταν τελείως άχρηστη. Στην περίπτωσή του, η αύξηση της παραγωγικότητας μπορούσε να εξηγηθεί
από την ίδια τη δημιουργία της "πειραματικής" του ομάδας και των ιδιαίτερων συνθηκών της, του "κλίματος"
αλληλεγγύης, συντροφικότητας που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα στα άτομα, που αισθάνονταν ότι επιπλέον έκαναν
κάτι "ενδιαφέρον".

Η μελέτη του Μάγιο ήταν η αφετηρία για μια σειρά από έρευνες, που ονομάστηκαν "βιομηχανικών σχέσεων",
και έδωσαν έμφαση στο γεγονός ότι οι άνθρωποι, οι εργάτες, δεν είναι απλώς εργαλεία, είναι και συναισθήματα,
είναι ενδιαφέροντα, κλπ. Το υπόδειγμα αυτό επίσης επικρίθηκε -γιατί π.χ. αγνόησε ότι οι εργάτες είναι και γνώσεις
και στρατηγική και υποκειμενικότητα-, αλλά δείχνει τη δυσκολία να αντιμετωπίζεται η κοινωνία σαν μια φυσική
"αντικειμενική" πραγματικότητα].

VII. Πράξη και Ουτοπία - 12 Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία


Πίσω από τους οικονομικούς αυτοματισμούς της ορθολογικοποίησης υπάρχουν
καθοριστικές στρατηγικές συμπεριφορές, υπάρχει σύγκρουση ανάμεσα σε τάξεις με
αντιθετικές λογικές. Αυτό είναι που ο Μαρξ το ονομάζει πάλη των τάξεων.

Η διατύπωση της ύπαρξης τάξεων (και της σύγκρουσής τους) καθίσταται δυνατή
όχι μόνο από μια περιγραφή της άμεσης κατάστασης της εργατικής τάξης της εποχής
(ιδιαίτερα στην Αγγλία), πράγμα που όλοι οι κοινωνιολόγοι και οι ιστορικοί είναι έτοιμοι
να δεχτούν, αλλά και από μια κριτική της νέας κοινωνίας που γεννήθηκε. Και μάλιστα
θεωρείται ότι η ανακάλυψη, η αποκάλυψη, του τί είναι αυτή η κοινωνία, εξαρτάται κατά
πολύ από αυτή την κριτική διάθεση. Αν οι Αγγλοι οικονομολόγοι δεν μπορούν να δουν
το κεφάλαιο σαν κοινωνική σχέση μέσα στην παραγωγή και ανάμεσα σε τάξεις, είναι
επειδή, υιοθετώντας την οπτική της αστικής τάξης, θεωρούν πως το κεφάλαιο είναι ένα
"πράγμα", ότι είναι αιώνιο και αξεπέραστο.

Αντίθετα, για να εντοπιστεί η δυναμική της κοινωνίας αυτής, πρέπει να ειδωθεί


σαν ιστορική κατασκευή, δηλαδή χωρίς διάθεση απολογίας της, χωρίς να παρουσιάζεται
σαν το τέλος της ιστορίας και σαν την οριστική πλέον καταδίκη των ανθρώπων να ζουν
όπως τους ορίζει η "τεχνική". Ο Μαρξ προχωρεί πιο πολύ και λέει ότι αυτή η θεωρητική
κριτική δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο από την άποψη της κοινωνικής τάξης -εργατικής-
που αποτελεί την έμπρακτη κριτική της.

Η κριτική για τις κοινωνικές τάξεις

Όλοι δεν συμφώνησαν με τις αναλύσεις του Μαρξ. Αλλά, για να καταλάβουμε τί
διακυβεύεται στις κριτικές είναι ορθό να καταλάβουμε πώς ο Μαρξ εντάσσεται στον
αναβρασμό ιδεών και στάσεων απέναντι στη νέα κοινωνία που γεννήθηκε.

Η γαλλική επανάσταση είχε δημιουργήσει μια τεράστια ελπίδα απελευθέρωσης


και είχε διατυπώσει έμπραχτα τη δυνατότητα "πράξης", δηλαδή δημιουργίας μιας
κοινωνίας που είχε διατυπωθεί προηγουμένως σαν ουτοπία της λογικής. Όμως, η
πραγματικότητα της νέας κοινωνίας, αυτή η πραγματικότητα που περιγράφει π.χ. ο
Ντίκενς, απείχε πολύ από την ελπίδα και την αίγλη της μεγάλης Επανάστασης.

Παράλληλα με τα ρεύματα και τις σχολές (φιλοσοφία, πολιτική οικονομία,


δαρβινισμός) που φαίνονταν να υλοποιούν τον Ορθό Λόγο, ο Μαρξ προσεγγίζει και τα
ρεύματα που έχουν ήδη αρχίσει να αμφισβητούν την ιδέα μιας αστικής επικράτησης σαν
"γη της επαγγελίας": Είναι η εργατική τάξη και οι κινητοποιήσεις της στην Αγγλία, είναι
ασφαλώς τα σοσιαλιστικά ρεύματα που θέλουν να προχωρήσουν την Επανάσταση (την
αστική επανάσταση) ώς το τέλος και να εγκαθιδρύσουν την ουτοπία μιας νέας κοινωνίας,
αλλά είναι και τα ρεύματα σκέψης που έτειναν να επικρατήσουν π.χ. στη Γερμανία (όπως
ο ιστορικισμός, αλλά και αρκετές ρομαντικές ιδέες) που είχαν μια γενικά κριτική στάση
απέναντι στον καπιταλισμό.

Οι Γερμανοί κοινωνιολόγοι στα τέλη του αιώνα και στην αρχή του 20ου, δεν ήταν

VII. Πράξη και Ουτοπία - 13 Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία


μαρξιστές -και ίσως ήταν και αντιμαρξιστές-, αλλά επίσης αρνήθηκαν να θεωρήσουν
την κοινωνία σαν "φυσική" κατασκευή. Ο Τένις, ο Ζίμελ, ο Βέμπερ διαπνέονται από μια
τέτοια διάθεση και η θεματολογία τους έχει συχνά για στόχο φαινόμενα καθόλου
κολακευτικά για τη νέα κοινωνία: Ο Τένις κάνει το διαχωρισμό (κλασικό από τότε) ανάμεσα
σε "κοινότητα" και "κοινωνία", βλέποντας την (προκαπιταλιστική) κοινότητα να δένεται
από στενές ανθρώπινες σχέσεις ενώ την (καπιταλιστική) κοινωνία να οργανώνεται από
μηχανικά τυπικά δεσμά. Ο Ζίμελ γράφει τη "Φιλοσοφία του χρήματος", όπου εξηγεί τη
διάβρωση όλων των κοινωνικών σχέσεων από το χρήμα. Ο Βέμπερ ασχολείται με τη
γραφειοκρατία και τον "εξορθολογισμό" που τα βλέπει σαν καταδίκη του σύγχρονου
ανθρώπου και στενά δεμένα με τον καπιταλισμό.

Παρά την κριτική αυτή διάθεση, το μεγαλύτερο μέρος της γερμανικής


κοινωνιολογίας διαπνέεται και από μια απαισιόδοξη νότα, είτε σε μια ρομαντική απόχρωση
(που τείνει να εξιδανικεύσει την παλιά κοινωνία) είτε και σε μια απελπισμένη απόχρωση.
Αυτή είναι μάλλον η στάση του Βέμπερ, ο οποίος βλέπει την άνοδο του καπιταλισμού,
επισημαίνοντας κριτικές όπως και του Μαρξ, αλλά ταυτόχρονα δεν συμμερίζεται την
επαναστατική αισιοδοξία του Μαρξ για τη δυνατότητα απαλλαγής της κοινωνίας από τα
κακά του καπιταλισμού: Ο εξορθολογισμός και η γραφειοκρατικοποίηση του
καπιταλισμού φαίνεται να θεωρούνται από τον Βέμπερ σαν τα κύρια στοιχεία που θα
εμποδίσουν την εργατική τάξη να γίνει πραγματική τάξη, όπως το έθετε ο Μαρξ.

Για παράδειγμα, ο μαθητής του Βέμπερ, Ρομπέρτο Μικέλς, προεκτείνοντας τις


απόψεις του Βέμπερ για τη γραφειοκρατικοποίηση, θα διατυπώσει αυτό που ο ίδιος
ονόμασε "σιδερένιο νόμο της ολιγαρχίας". Μελετώντας τη γερμανική σοσιαλδημοκρατία
της εποχής, διαπίστωσε ο Μικέλς ότι η δημοκρατική της λειτουργία ήταν κατά πολύ
παραμύθι: την εξουσία την είχε ιδιοποιηθεί μια ομάδα ειδικών. Θεωρώντας ότι η
λειτουργική εξειδίκευση είναι μοιραία για τις μεγάλες οργανώσεις, και ότι η δημιουργία
ομάδων ειδικών οδηγεί μοιραία στην πολιτική απαλλοτρίωση των μελών, το διατύπωσε
αυτό σαν "σιδερένιο νόμο της ολιγαρχίας". Ίσως ο Βέμπερ να μην ήταν τόσο απόλυτα
απαισιόδοξος, αλλά αυτό που πρόσαπτει στον Μαρξ είναι το ίδιο θέμα: Ασφαλώς η
εργατική τάξη έχει μια "αντικειμενική" ύπαρξη. Όμως τίποτα κατά τον Βέμπερ δεν
εξασφαλίζει την κινητοποίησή της σαν τάξη και τίποτα δεν εξασφαλίζει τη μετατροπή της
σε νέο υποκείμενο που να μπορέσει να φτιάξει μια άλλη κοινωνία. Ιδιαίτερα επειδή τα
ορθολογικοποιημένα και γραφειοκρατικοποιημένα πλοκάμια της κοινωνίας θεωρούνται
κάπως σαν αξεπέραστα.

Εξού και η τάση του Βέμπερ να περιορίζει την κοινωνική τάξη σε απλώς
οικονομικές συνισταμένες (τη θέση στην οικονομία και μάλιστα μάλλον προς έναν
επαγγελματικό χωρισμό των "ταξικών" θέσεων) και να δίνει μεγαλύτερη σημασία σε
αυτό που ο ίδιος ονόμασε θέσεις (status) και ομάδες θέσεων, σαν κύριες συντεταγμένες
της συμπεριφοράς των ανθρώπων, αλλά που -από την άλλη- δεν νοούνται σαν
πραγματικές δυνητικές τάξεις με δυνατότητες ανατροπής μιας κοινωνίας. Για το λόγο
αυτό και οι τοποθετήσεις του Βεμπερ μοιάζουν πολλές φορές να βρίσκονται ανάμεσα

VII. Πράξη και Ουτοπία - 14 Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία


στη ριζοσπαστική κριτική του Μαρξ (την οποία φαίνεται να συμμερίζεται) και στην
αποδοχή της πολιτικής απάθειας των απολογητών του καπιταλισμού (με την οποία δεν
καταφέρνει να ξεκόψει τελείως).

Η κριτική που ξεκίνησε από τον Βέμπερ στον Μαρξ συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Παρόλο που γενικά οι περισσότεροι κοινωνιολόγοι θεωρούν τις περιγραφές του Μαρξ
σαν έξοχες για την εποχή του, ωστόσο πολλοί περιορίζουν την εμβέλειά τους στην περίοδο
μετάβασης από την παλιά "παραδοσιακή" στη νέα "βιομηχανική" κοινωνία.
• Ο Ντάρεντορφ υποστήριξε ότι η ανάλυση του Μαρξ για τον καπιταλισμό ήταν
οξυδερκής, αλλά ότι στον 20ο αιώνα, η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής
διαχέεται και κυρίως οργανώνονται τεράστια οικονομικά συγκροτήματα, έτσι που
πλέον η ταξική αντίθεση εξανεμίζεται, ακόμα περισσότερο που οι συγκρούσεις
αρχίζουν να διοχετεύονται μέσα από νόμιμα κανάλια.
• Άλλοι πάλι δίνουν μεγαλύτερη σημασία σε εξελίξεις που τείνουν να αναιρέσουν τη
συνοχή της εργατικής τάξης, όπως η εμφάνιση τεχνητών, διανοητικής εργασίας,
κλπ., ή σε φαινόμενα διασποράς των συγκρούσεων, όχι ανάμεσα σε δύο τάξεις,
αλλά ανάμεσα σε όλο και περισσότερες ομάδες συμφερόντων, σε κατηγορίες, σε
λόμπυ, κλπ.
• Ακόμα άλλοι δίνουν έμφαση στα φαινόμενα κινητικότητας που θα καθιστούσαν την
κοινωνία μας κάπως ίση και, πάντως, θα αφαιρούσαν μια μακρόχρονη συνοχή μιας
τάξης σε συνολική αντιπαράθεση με την καπιταλιστική κοινωνία.
• Στο ίδιο καταλήγουν και άλλοι που θεωρούν, αντίστροφα, ότι η οργάνωση της
ιδεολογικής χειραγώγησης έχει εξαλείψει μεγάλες δυνατότητες κριτικής (και άρα
πράξης) -είναι η θέση του τέλους της ιδεολογίας ή και της πολιτικής.
• Από την άλλη μεριά, μαρξιστές (αλλά και μη μαρξιστές) ακολουθούν τον αντίστροφο
δρόμο και εξηγούν και αναλύουν πώς τέτοιες (πραγματικές) εξελίξεις εντάσσονται
στη γενικότερη δυναμική μιας πάλης ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες γύρω από την
εξουσία, γύρω από τον έλεγχο της υλικής πραγματικότητας, τον πλούτο, αλλά και
των άλλων ανθρώπων, ομάδων, τάξεων ή και χωρών.
• Άλλοι ακόμα πηγαίνουν προς την ίδια κατεύθυνση αναλύοντας και εξηγώντας πόσο
ο εξορθολογισμός και η γραφειοκρατικοποίηση, αντί να είναι ο αξεπέραστος
ορίζοντας που νόμιζε ο Βέμπερ, μπορεί να είναι με τη σειρά τους αιτίες νέων
αντιφάσεων και συγκρούσεων.
• Και άλλοι εντοπίζουν την ιστορική, πολιτική, κινητοποίηση μέσα από κοινωνικά
κινήματα που δυναμώνουν, σαν πράξη και σαν δυναμική, σε νέους τομείς και χώρους
(φεμινιστικά κινήματα, ίσως οικολογικά κινήματα) που αφήνουν ανοιχτά τα ερωτήματα
της σύγκλισής τους με την εργατική τάξη, αλλά που οικοδομούν πραγματικές
στρατηγικές. Έτσι που όλοι αυτοί, αντί να περιγράφουν μια κοινωνία στατική,
λειτουργική, μεταρρυθμίσιμη και χωρίς μεγάλες συγκρούσεις, να ξαναπιάνουν την
προβληματική του Μαρξ (και παλαιότερα του Διαφωτισμού) για τη δυνατότητα και
την επικαιρότητα μιας ουτοπίας (ενός ριζοσπαστικού προγράμματος για μια νέα

VII. Πράξη και Ουτοπία - 15 Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία


κοινωνία).

Η επικράτηση του θετικισμού

Το θέμα της "οπτικής γωνίας" και της "κριτικής" της κοινωνίας, έτσι όπως το
χρησιμοποίησε ο Μαρξ, σαν απαραίτητα στοιχεία για την κατανόηση της κοινωνίας,
είναι ένα θέμα πολύ ξένο στις κατοπινές κυρίαρχες κοινωνιολογικές σχολές. Ήδη από
την εποχή του Μαρξ, ο γαλλικός θετικισμός (Κοντ) διατυπώνει την ανάγκη "θετικής"
γνώσης (όπως στις φυσικές επιστήμες) και την αποτίναξη κάθε ηθικής ή αξιών από την
ίδια την επιστημονική (κοινωνιολογική) έρευνα. Ο Ντυρκάιμ θα το διατυπώσει αργότερα
με μεγάλη σαφήνεια λέγοντας ότι "τα κοινωνικά φαινόμενα είναι πράγματα". Το ίδιο και ο
λειτουργισμός καθώς και όλες οι θεωρίες που βλέπουν την κοινωνία σαν "αντικείμενο",
συνήθως κάτι σαν οργανισμό, για το οποίο δεν θα έπρεπε κανείς, σαν επιστήμονας, να
διατυπώνει "αξιολογικές κρίσεις", αλλά θα έπρεπε να το κοιτάει ουδέτερα, αντικειμενικά,
όπως κοιτάει ο φυσικός επιστήμονας τη φύση.

Από τη θετικιστική σκοπιά, η κοινωνιολογία είναι μια επιστήμη, όπως "όλες οι


επιστήμες", ιδιαίτερα οι φυσικές, που αν συναντάει προβλήματα αυτό συμβαίνει γιατί
π.χ. "βρίσκεται ακόμα στην αρχή της" και, πάντως, είναι προβλήματα κυρίως μεθόδων
και τεχνικών που πρέπει να φτιάξει ώστε να δει καλύτερα το αντικείμενό της, έτσι όπως
αυτό είναι. Μια κριτική έχει νόημα μόνο στο εσωτερικό της ίδιας της επιστήμης.

Αν η ιδέα ήταν απλώς ότι ο κοινωνιολόγος διέπεται από την "αξία" της αναζήτησης
της αλήθειας, αν δηλαδή ήταν να καταδικαστεί σαν μη επιστημονική οποιαδήποτε
προσπάθεια απολογίας μιας ομάδας συμφερόντων, μιας κοινωνίας ή ενός
προγράμματος, το ζήτημα θα ήταν προφανές: Από την άποψη αυτήν, ο κοινωνιολόγος
(όπως και οι άλλοι κοινωνικοί επιστήμονες) δεν διαφέρει από τον φυσικό, ει μη από το
αντικείμενό του. Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα πιο ουσιαστικό, που ιδιαίτερα το έψαξε η
γερμανική κοινωνιολογία: Η κοινωνική επιστήμη είναι και αυτή μια ανθρώπινη, μια
κοινωνική κατασκευή, γεγονός που έχει μια διπλή επίπτωση: (α) Αυτά που λέει ή που
δεν λέει συμμετέχουν στην κοινωνική πραγματικότητα, είναι (γίνονται) τμήμα του
αντικειμένου της, και (β) η κοινωνική πραγματικότητα επηρεάζει τους προσανατολισμούς
της. Ας τα δούμε ένα-ένα:

! Ασφαλώς οι πίστεις έχουν σημασία για τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Όμως:


• Αν έχω μια λαθεμένη θεωρία για τη βαρύτητα και προσπαθήσω να πετάξω με τα
χέρια μου, μπορεί να σπάσω τα μούτρα μου, αλλά δεν μπορώ να αλλάξω τους
νόμους της φύσης. Αυτοί υπάρχουν ανεξάρτητα από τους ανθρώπους και τις
κοινωνίες.
• Αν, αντίθετα, πιστεύουμε ότι φταίνε οι ξένοι για την ανεργία ίσως να δημιουργήσουμε
ένα ξενόφοβο και ρατσιστικό κίνημα, ενώ αν πιστεύουμε πως φταίνε οι γυναίκες
που έχουν ξεσπιτωθεί και δουλεύουν μπορεί να δημιουργήσουμε ένα φαλλοκρατικό
κίνημα (υπέρ της οικογένειας και της μητρότητας). Το τί πιστεύουμε δηλαδή

VII. Πράξη και Ουτοπία - 16 Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία


επεμβαίνει στην ίδια την πραγματικότητα. Και καθώς ο κοινωνιολόγος λέει διάφορα
πράγματα, αυτά μπορεί να αλλάξουν το αντικείμενό του. Τίποτα ανάλογο δεν
συμβαίνει στις φυσικές επιστήμες.

Ανεξάρτητα από το τί πιστεύει ή τί θέλει ο κοινωνιολόγος σαν άτομο, η δουλειά


του σαν κοινωνιολόγου δεν μπορεί παρά να έχει επιπτώσεις στην πορεία του κοινωνικού
κόσμου.

Έτσι, όταν ο Ντυρκάιμ γράφει: "Η μέθοδός μας δεν έχει λοιπόν τίποτα το
επαναστατικό. Και μάλιστα είναι με μια έννοια συντηρητική, αφού θεωρεί τα κοινωνικά
γεγονότα σαν πράγματα, των οποίων η φύση, όσο ευέλικτη και εύπλαστη να είναι, δεν
είναι ωστόσο τροποποιήσιμη κατά θέληση", μπορούμε να πούμε ότι η αντίληψή του
κινδυνεύει, παρά τις διακηρύξεις του, να έχει μια πολύ συγκεκριμένη πολιτική παρουσία
(αυτήν που άλλωστε ο ίδιος λέει!).

! Το δεύτερο είναι και πιο σημαντικό. Είναι το βάρος των ιδεών που πάντα ήδη έχουμε
πάνω στην ίδια την επιστημονική μας δραστηριότητα.
• Το πρόβλημα αυτό έχει τεθεί και για τις φυσικές επιστήμες, αλλά δεν χρειάζεται να
το πολυσυζητήσουμε: Γεγονός είναι ότι οι φυσικοί επιστήμονες γενικά καταλήγουν
σε ορισμένα πορίσματα, σε ορισμένες θεωρίες, για τις οποίες έχουν μια σχετικά
πλατιά πεποίθηση ότι είναι σωστές (και πάντως "εφαρμόζονται"). Έτσι, π.χ. η
συζήτηση για το φλογιστικό υλικό με τον Λαβουαζιέ ήταν μια συζήτηση που κράτησε
ένα διάστημα, αλλά σήμερα όλοι οι φυσικοί επιστήμονες έχουν απορρίψει τη
"φλογιστική υπόθεση".
• Το ζήτημα είναι ότι τίποτα το ανάλογο δεν συμβαίνει στις κοινωνικές επιστήμες:
Θεωρίες όπως του Μαρξ και του Βέμπερ εξακολουθούν και έχουν τους οπαδούς
τους και συνεχίζουν και προκαλούν παθιασμένες συζητήσεις. Το ίδιο και π.χ. στην
ιστορία, οι αναλύσεις για τη γαλλική επανάσταση, ακόμα και για την αρχαία Ελλάδα,
συνεχίζουν να ποικίλουν. Οι κοινωνικοί επιστήμονες έτσι φαίνεται να έχουν μια μανία
να χωρίζονται και να μην καταλήγουν σε ευρέως αποδεκτές θεωρίες. Τί φταίει άραγε;
Είναι ότι αυτές οι επιστήμες εξακολουθούν να βρίσκονται σε "παιδική ηλικία" ή μήπως
υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά με τις επιστήμες της φύσης;

Ο θετικισμός έχει την τάση να απαντήσει το πρώτο: Θεωρεί όπως ο Ντυρκάιμ


πως η κοινωνία είναι αντικείμενο ("πράγματα"), όπως τα φυσικά αντικείμενα και, αν η
κοινωνιολογία εξακολουθεί να διαπερνάται από ρεύματα αντικρουόμενα, αυτό φαίνεται
ότι αποδίδεται σε μια υποκειμενική δυσκολία των κοινωνιολόγων να απελευθερωθούν
από τις "προκαταλήψεις" (ή όπως λέει ο Ντυρκάιμ από τις "προέννοιες") και να κάνουν
καθαρή επιστήμη. Το ζήτημα όμως είναι ότι αυτή η εθελοντική απαλλαγή από τις
προκαταλήψεις, σαν επιστημονικό πρόγραμμα, είναι τουλάχιστον απλοϊκή, γιατί θα
πρέπει να δείξει πώς μπορεί να γίνει αυτό. Όπως λέει και ένας άλλος θετικιστής, ο
Κ.Πόπερ, "η κύρια δυσκολία σχετικά με τις προκαταλήψεις συνίσταται στο ότι δεν υπάρχει

VII. Πράξη και Ουτοπία - 17 Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία


κανένας παρόμοιος άμεσος τρόπος να απαλλαγούμε από αυτές. Γιατί πώς μπορούμε
ποτέ να ξέρουμε ότι έχουμε σημειώσει κάποια πρόοδο στις προσπάθειές μας να
απελευθερωθούμε από την προκατάληψη; Δεν αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι εκείνοι
που είναι περισσότερο πεπεισμένοι ότι έχουν απαλλαγεί από τις προκαταλήψεις τους
είναι και οι περισσότερο προκατειλημμένοι;". Το πρόγραμμα του Ντυρκάιμ, από
επιστημολογική άποψη, είναι ηθικολογικό και απλοϊκό, γιατί στηρίζεται στην αρχή του
Βαρώνου του Μυνχάουζεν ("όπου αυτός ο ήρωας καταφέρνει την εκπληκτική επίδοση
του να βγει με το άλογό του από το βούρκο όπου είχε πέσει, τραβώντας ο ίδιος τα μαλλιά
του" <Michael Lowy>).

Κριτική και πράξη

Η "απλοϊκότητα" -Βέμπερ- της θετικιστικής αυτής αντίληψης είναι ίσως που εξηγεί
γιατί ούτε ο Μαρξ ούτε ο Βέμπερ δίνουν καμία σημασία στο γαλλικό θετικισμό. Ο Βέμπερ
είναι ο θεωρητικός που προσπαθεί να το θέσει σε θεωρητικούς όρους: Είναι η περίφημη
αντίληψή του για την "σχέση με τις αξίες" (και την "αξιολογική ουδετερότητα").

! Αντίθετα από τους θετικιστές, ο Βέμπερ βλέπει πως οι αξίες είναι αξεπέραστοι όροι,
γιατί:
• καθορίζουν την "οπτική γωνία",
• καθορίζουν την "κατασκευή των εννοιών που χρησιμοποιούνται",
• καθορίζουν την επιλογή του αντικειμένου μέσα από "την ατελείωτη ροή των
γεγονότων",
• καθορίζουν "τα ερωτήματα που οι άνθρωποι θέτουν σε μια πάντα ανεξάντλητη ζωή".
• Η ίδια η επιστημονική γνώση στηρίζεται άλλωστε σε μια αξία, αφού "είναι
επιστημονική αλήθεια μόνο αυτή που φιλοδοξεί να ισχύσει για όλους αυτούς που
θέλουν την αλήθεια".

Επομένως, ο κοινωνικός επιστήμονας ξεκινάει πάντα από "ειδικές οπτικές γωνίες"


που τις επιλέγει με βάση τη "σχέση του με τις αξίες" (τί θεωρεί σαν "ενδιαφέρον" ή
"σημαντικό", πράγμα που όμως εξαρτάται από τις "αξιολογικές ιδέες που επικρατούν
στον επιστήμονα και στην εποχή του"). Αυτό οφείλεται στο ότι η κοινωνία δεν είναι φύση,
δηλαδή στην υπόθεση ότι "είμαστε πολιτιστικά όντα, με ικανότητα και θέληση να πάρουμε
συνειδητά θέση απέναντι στον κόσμο και τους αποδώσουμε νόημα". Εξού και η αναζήτηση
της "σημασίας", του "νοήματος" της ανθρώπινης δράσης (του τί δηλαδή οι ίδιοι οι
άνθρωποι θέλουν ή πιστεύουν). Πράγμα που ξεχωρίζει και τις κοινωνικές επιστήμες
από τις επιστήμες της φύσης κατά το ότι προσπαθούμε να καταλάβουμε το ανθρώπινο
νόημα της δράσης (ενώ δεν έχει "νόημα" μια φυσική κίνηση όπως η πτώση μιας πέτρας).
Ακόμα και για να την εξηγήσουμε πρέπει να "καταλάβουμε", να "κατανοήσουμε" το
υποκειμενικό νόημα της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

VII. Πράξη και Ουτοπία - 18 Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία


! Από την άλλη, ο Βέμπερ θεωρεί ότι τα "αποτελέσματα" της επιστημονικής πρακτικής
μπορεί να είναι ωστόσο "αξιολογικά ουδέτερα". Δηλαδή παρόλο που οι αξίες μας
ανακατεύονται στο τί ακριβώς ψάχνουμε και στο πώς το ερευνούμε, ωστόσο τα πορίσματά
μας μπορούν να έχουν μια "αντικειμενικότητα", μια "αλήθεια", και να μπορούν να
"αναγνωρίζονται σαν ορθά ακόμα και από έναν Κινέζο", στο μέτρο που "αξιολογικές
κρίσεις" και "οντολογικές κρίσεις" είναι ριζικά διάφορες (δεν υπάρχει πέρασμα από τη
μία στην άλλη). Δηλαδή, η επιρροή των αξιών μπορεί να σταματήσει τη στιγμή που η
ίδια η επιστημονική έρευνα ξεκινήσει.

["Αξιολογική κρίση" είναι μια πρόταση για το τί "πρέπει να γίνει". "Οντολογική κρίση" είναι μια
πρόταση για το "τί είναι". Γενικά είναι παραδεκτό ότι δεν υπάρχει τρόπος να θεμελιωθεί λογικό
πέρασμα από τη μεν στη δε και αντίστροφα. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, αναγκαστικά και ότι δεν
υπάρχει κοινωνιολογικός καθορισμός αναμεταξύ τους. Αυτή είναι και η συζήτηση περί θετικισμού...]

Το πρόβλημα όμως είναι ότι δεν είναι αυτό που συμβαίνει στην πράξη: Οι
κοινωνικές επιστήμες συνεχίζουν να γνωρίζουν διαφωνίες και πολυδιάσπαση ανάμεσα
σε σχολές που δεν καταφέρνουν να αλληλοπειστούν πολλές φορές για τα "ίδια" θέματα!
Γιατί συμβαίνει αυτό άραγε;

Μια κοινωνιολογία της γνώσης θα προσπαθήσει να επεκτείνει το επιχείρημα


του Βέμπερ. Ο Κάρλ Μανχάιμ, έτσι, ("ιδρυτής" ίσως της κοινωνιολογίας της γνώσης)
επεκτείνει τη θεωρία του Βέμπερ για τη σχέση με τις αξίες και, αντί να την αφήνει να
πλανάται σαν υποκειμενική επιλογή, τη μεταφέρει στην κοινωνία: Η σχέση με τις αξίες
δεν είναι έτσι αυθαίρετη (ατομική επιλογή) ούτε ιστορική (όπως την έβλεπε ο γερμανικός
ιστορικισμός, δηλαδή σχετική με την κάθε ιστορική περίοδο), αλλά κυρίως κοινωνιολογική.
Οι κοινωνικές ομάδες αποτελούν θέσεις με τη δική τους οπτική γωνία που οδηγούν σε
ιδιαίτερη κατανόηση της κοινωνικής πραγματικότητας. Η κάθε μία από αυτές τις γνώσεις
διαφωτίζει την πραγματικότητα αλλά μόνο μερικά. Για να υπάρξει μια αντικειμενική και
συνολική γνώση, θα πρέπει να υπάρξει και μία ομάδα της οποίας "η εξάρτηση από το
είναι της" να της επιτρέπει μια τέτοια σφαιρική γνώση. Αν οι γνώσεις είναι κοινωνικά
καθορισμένες και σχετικές, εξαρτώμενες από την οπτική γωνία της ομάδας που παράγει
τη γνώση, τότε το πρόβλημα της αλήθειας αντί να είναι επιστημολογικό γίνεται
κοινωνιολογικό. Η λύση που έδωσε ο Μανχάιμ ήταν ότι μια κοινωνική θέση που επιτρέπει
τη σύνθεση όλων των απόψεων βρίσκεται στους "διανοούμενους χωρίς ρίζωμα". Είναι
μια θέση που μάλλον δεν φαίνεται να έχει γίνει αποδεκτή και που παραδόξως (παρά το
σχετικισμό της) συγκλίνει και με μία θετικιστική αντίληψη που αφήνει το κριτήριο της
αλήθειας στα χέρια της "κοινότητας των επιστημόνων".

Το ενδιαφέρον της άποψης του Μανχάιμ είναι ότι εντοπίζει τη διαφοροποίηση


των απόψεων, ιδεολογιών, ηθικής, όχι στο επίπεδο των ίδιων των ιδεών, αλλά στις
κοινωνικές θέσεις. Δηλαδή παίρνει στα σοβαρά την υπόθεση ότι η οπτική γωνία
δημιουργεί τη δική της γνώση, βλέπει -όπως και ο Μαρξ- ότι η κοινωνία μας είναι

VII. Πράξη και Ουτοπία - 19 Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία


διασπασμένη σε αντικρουόμενες ομάδες και αναρωτιέται ποιά είναι η σχετική
αντικειμενικότητα της γνώσης που παράγουν ή που μπορούν να παράγουν οι ομάδες.
Τα προβλήματα έτσι που συναντάει η κοινωνική επιστήμη δεν είναι (μόνο) προβλήματα
υποκειμενικά ή μεθοδολογίας, αλλά κυρίως προβλήματα που έχουν να κάνουν με
πραγματικές διαφορές ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις.

Αν η κοινωνία ήταν πράγματι ένας "οργανισμός" και αν υπήρχε μια "συμφωνία


στις αξίες" (Πάρσονς), τότε ίσως η "σχέση με τις αξίες" να παρέμενε στα θέματα επιλογής
του αντικειμένου χωρίς να εμπόδιζε την αποδοχή "ακόμα και ενός Κινέζου" (όπως το
ήθελε ο Βέμπερ). Αν όμως η κοινωνία είναι διασπασμένη σε αντιθετικές και
συγκρουόμενες ομάδες ή τάξεις, πράγμα που σημαίνει πως υπάρχει διαφωνία στις
"αξίες", στους "στόχους", στην "οπτική γωνία", στην "ορατότητα" (για να μην πούμε και
"συμφέροντα" ή και "εξουσία"), τότε είναι πολύ αμφίβολη μια "σύγκλιση της επιστημονικής
κοινότητας", ακόμα και στην ίδια της την πρακτική ή τη θεωρία. Οι διαφοροποιήσεις των
κοινωνιολόγων (και γενικότερα των κοινωνικών επιστημόνων) δεν οφείλονται έτσι μόνο
σε ατομικές διαφορές στο "ενδιαφέρον" ή στις "αξίες", αλλά εξαρτώνται από την ίδια την
κοινωνική πολυδιάσπαση. Ακόμα περισσότερο που η γνώση που παράγεται από την
κοινωνιολογία κινδυνεύει να είναι κάθε άλλο παρά "ουδέτερη", αφού αναγκαστικά
χρησιμοποιείται για να διαμορφώσει με τη σειρά της αντιλήψεις και άρα και πρακτικές
που αλλάζουν την ίδια την κοινωνία, το αντικείμενό της.

Έτσι, μια ηθική διακήρυξη "επιστημονικής ουδετερότητας" της κοινωνιολογίας


κινδυνεύει να είναι απλώς μια απροβλημάτιστη, δηλαδή "απλοϊκή", προσαρμογή σε
ορισμένες ιδέες ή ομάδες συμφερόντων που τυχαίνει να επικρατούν ή που κυριαρχούν.
Η "θέληση για αλήθεια" είναι μια ουσιαστική "αξία" κάθε επιστημονικής δουλειάς, αλλά
στην κοινωνιολογία δεν αρκεί, πρέπει να ειδωθούν και οι κοινωνικοί όροι που μπορούν
να επιτρέψουν μια έρευνα της αλήθειας.

Η αναγκαστική αυτή ένταξη της κοινωνιολογίας, σαν επιστήμης και γνώσης, μέσα
στις κοινωνικές συγκρούσεις θέτει το πρόβλημα της πολιτικής και της εξουσίας, όχι
σαν απλό αντικείμενο γνώσης, αλλά σαν δική της αναπόφευκτη συμμετοχή. Ο Ράιτ-
Μιλς το διατύπωσε: "Είτε το ξέρει ο κοινωνιολόγος είτε όχι, η ίδια του η εργασία τον βάζει
να παίζει ένα ρόλο που είναι, σε ένα ορισμένο βαθμό, ή γραφειοκρατικός ή ιδεολογικός".
Και προσθέτει, ίσως λίγο προκλητικά: "Σήμερα, η κοινωνιολογική έρευνα βρίσκεται άμεσα
στην υπηρεσία των στρατηγών και των κοινωνικών λειτουργών, των επιχειρηματιών και
των διευθυντών φυλακών. Η γραφειοκρατική αυτή εκμετάλλευση δεν έπαψε να αυξάνει
και κανείς δεν αμφιβάλει ότι θα συνεχίσει στην ίδια πορεία". Μια "σύγκλιση της
επιστημονικής κοινότητας" κινδυνεύει έτσι να είναι κάθε άλλο παρά "διανοούμενος χωρίς
ρίζωμα" <Karl Mannheim>, μια που άλλωστε "γραφειοκρατικός" εδώ σημαίνει ρίζωμα
στην κρατική κυριαρχία.

Έτσι, καταλαβαίνουμε καλύτερα τους λόγους που "η σύγχρονη κοινωνιολογία


διεξήγε, χωρίς να το λέει, ένα είδος αντιθετικής συζήτησης με το έργο του Μαρξ, και
θέλησε να σηκώσει την πρόκληση που έριξαν τα σοσιαλιστικά κινήματα".

VII. Πράξη και Ουτοπία - 20 Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία


Όμως, η κοινωνιολογία δεν πρέπει να εγκλωβιστεί, "οι κοινωνιολόγοι δεν πρέπει
να αφήσουν τις συντεταγμένες του πλαισίου να αποφασίσουν για την πολιτική κατεύθυνση
της δουλειάς τους" και "σε καμία περίπτωση, ο κοινωνιολόγος δεν μπορεί να αποκοπεί
από επιλογές αξιών". "Στον κόσμο μας, το να κάνει κανείς κοινωνιολογία σημαίνει να
κάνει μια πολιτική της αλήθειας", "σημαίνει να διευκρινίσει το ιδεώδες του λόγου και της
ελευθερίας".

Επομένως, χρειάζεται μια κοινωνιολογία που "να καταδικάζει την κοινωνική


επιστήμη σαν γραφειοκρατικές τεχνικές, οι οποίες απαγορεύουν την έρευνα μέσα από
'μεθοδολογικές' φιλοδοξίες, την επιβαρρύνουν μέ συγκεχυμένες αντιλήψεις, την
παραγεμίζουν με δευτερεύοντα προβλήματα αποκομμένα από τα συλλογικά μήλα της
έριδος. Οι απαγορεύσεις αυτές, οι σκοταδισμοί αυτοί, οι πεζότητες αυτές έχουν ρίξει τις
έρευνες σε κρίση". "Μόνο όταν αναγνωριστεί το ηθικό πρόβλημα της κοινωνιολογίας, το
ότι δηλαδή η κοινωνική επιστήμη είναι αντικείμενο συλλογικής διαμάχης, μόνο τότε η
συζήτηση θα μπορέσει να διεξαχθεί και οι συνειδητοποιήσεις να πολλαπλασιαστούν,
πρώτη συνθήκη για την αντικειμενικότητα της κοινωνιολογίας" <C. Wright Mills>.

Έτσι, αν η θεωρία του Μαρξ για τις τάξεις έγινε αντικείμενο τόσο μεγάλων
αντιθέσεων, δεν είναι τόσο για τις "ελλείψεις" της (ο Μαρξ δεν έχει γράψει μια θεωρία για
τις τάξεις) ή γιατί "δεν αντιποκρίνονται στην πραγματικότητα". Είναι κυρίως γιατί οδηγούν
σε μια αντίληψη για την πολιτική και για τη δυνατότητα επαναστατικής "πράξης", δηλαδή
ανατροπής της κοινωνίας και κατασκευής μιας νέας κοινωνίας. Η αντίθεση στον Μαρξ
είναι συχνά -όπως λέει ο Ράιτ-Μιλς- μια υποταγή στον γραφειοκρατικό ορθολογισμό της
σημερινής κοινωνίας και των αρχουσών ομάδων της (όποιες και να είναι αυτές). Η
ουτοπία του Μαρξ βρίσκεται δηλαδή, με μια έννοια, στη συνέχεια της ουτοπίας του
Διαφωτισμού, ή στη συνέχεια της αστικής επανάστασης (για αυτό και ο ίδιος μιλάει για
"διαρκή επανάσταση"), με θέμα το πώς να φτιαχτεί η κοινωνία ελεύθερων ανθρώπων,
με όπλο τη λογική (τη συνείδηση), που οραματίστηκαν οι επαναστάτες και οι φιλόσοφοι.
Αν η ιστορία δεν σταμάτησε, είναι γιατί η κοινωνία είναι ανθρώπινη και όχι φυσική
κατασκευή και η πολιτική "πράξη" είναι δυνατή.

Όπως λέει ο Μαρξ: "Οι φιλόσοφοι ερμήνευσαν τον κόσμο, το θέμα είναι να τον
αλλάξουμε". Και ο κοινωνιολόγος είναι καταδικασμένος να σέρνει το δίλημμα αυτό.

VII. Πράξη και Ουτοπία - 21 Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία

You might also like