You are on page 1of 30

1

Μια σύντομη επισκόπηση στην μετεμφυλιακή Ελλάδα

«Γεγονός είναι πως δεν αληθεύει, με κανέναν τρόπο, (…) ότι οι γνώμες των εκλογέων έχουν «ακριβώς»
ίσο βάρος. Οι αριθμοί, και σ’ αυτήν επίσης την περίπτωση, έχουν την αξία απλής μέτρησης προσφέρουν
ένα μέτρο και μια σχέση, τίποτα περισσότερο. Και ύστερα, τι είναι αυτό που μετριέται; Μετριέται
ακριβώς η αποτελεσματικότητα και η ικανότητα διάδοσης και πειθούς που έχουν οι γνώμες λίγων, των
δραστήριων μειοψηφιών, των ελίτ των πρωτοποριών κ.λπ., δηλαδή η συγκεκριμένη τους ορθολογικότητα
ή ιστορικότητα ή λειτουργικότητα». (Αν Γκράμσι, Σημειώσεις για τον Μακιαβέλι)

«Η Ελλάδα είναι η πιο παράξενη χώρα στον κόσμο. Είναι η μόνη χώρα όπου η καταστροφή των υλικών
αγαθών συνεχίζεται, ενώ όλες οι άλλες χώρες ανασυγκροτούνται. Είναι η μόνη, που αδυνατεί να
πληρώσει τους μισθούς των υπαλλήλων της και παρόλα αυτά προσλαμβάνει νέους. Είναι η μόνη η χώρα
όπου το βάρος των καταστροφών που έχουν γίνει μεταφέρεται στους ώμους αυτών που είναι οικονομικά
φτωχοί, ενώ η οικονομική ολιγαρχία παραμένει χωρίς βάρη. Η μόνη γη που δεν έχει συνείδηση των
προβλημάτων της και ούτε σκέφτεται γι’ αυτά. Η μόνη χώρα στην Ευρώπη που επιδεικνύει μια καθαρά
αποικιακή κουλτούρα , έτσι ώστε μία άβυσσος διαχωρίζει τη μεγάλη μάζα των ανθρώπων από μια
προνομιούχα μειοψηφία. Η μόνη χώρα όπου όλα γίνονται χωρίς πρόγραμμα και το κοινό συμφέρον δεν
υπολογίζεται» (Απόσπασμα από ημερολόγιο μέλους της αποστολής Porter/ Εφημερίδα «Ελευθερία» 23/1/1947)

«Σωπαίνουμε …Οι μουντές σκιές σαλεύουν παράξενα. Μερικές διαβάζουν σιγανά, σε μια γωνία, το
γράμμα του πατέρα. Ένα βουβό κλάμα μας πνίγει όλες. Κι η μουσική του ταγκό που μεταδίνει το
μεγάφωνο της Διοίκησης ανακατεύεται με το κλάμα μας. … Κάποια φωνάζει:

-Θα μας μετακινήσουν!

-Για πού;

Άγνωστο… (Ειρήνη Παπαδημητρίου-Μαρούδη, Γυναίκες στην Εξορία, εκδ Κέδρος Αθήνα, 1979, σ.114)

«…γιατί στον τόπο μας ορισμένα πράγματα δε λέγονται και φυσικά δε γράφονται… για να γράψει κανείς
την αλήθεια πρέπει να τη γνωρίζει και για να τη γνωρίζεις πρέπει, εκτός των άλλων, και να αντέχεις να
τη γνωρίζεις. Νομίζω πως δεν αντέχουμε την ελληνική πραγματικότητα, θέλουμε να την ξεχνάμε…όταν
νοιώθεις να φεύγει το έδαφος κάτω από τα πόδια σου είναι δύσκολο, χωρίς να πατάς πουθενά να
περιγράψεις αυτήν την κατακρήμνιση... »( Αλεξ. Κοτζιάς, «Πολυκριτική, Η νεοελληνική πραγματικότητα και η
πεζογραφία μας», ‘η Συνέχεια, τ. 4 (Ιούνιος 1973), σ. 173-179)

Ο όρος μεταπολεμική Ελλάδα αναφέρεται στην πολιτικοοικονομική και κοινωνική ιστορία


του τόπου, των δεκαετιών του 1950 και 1960. Αυτού του είδους η οριοθέτηση δεν είναι
μόνο χρονολογική, παράλληλα αποσκοπεί στο να μας καταδείξει την σχέση ανάμεσα στην
δημόσια και ιδιωτική ζωή με τα ιστορικά βιώματα των πολιτών, τόσο από τις εμπειρίες των
γεγονότων του 1940 και του 1950, όσο και από τη νέα προβληματική που αναπτύσσεται
στον δημόσιο διάλογο στην θέα των πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών που φέρνει το
δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.
Η δεκαετία του 1940 συσσώρευσε στην Ελλάδα πλήθος γεγονότων, εμπειριών και
καταστάσεων. Οι εμπειρίες αυτές με τη σειρά τους επηρέασαν ριζικά την κοινωνική ,
πολιτική και πολιτισμική ζωή του τόπου. Ως εκ τούτου, οι δεκαετίες του 1950 και του 1960
βρίσκουν την Ελλάδα με νωπές τις μνήμες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, της Κατοχής ,της
Αντίστασης και πολύ περισσότερο της εμφύλιας διαμάχης. Η εμπειρία άλλωστε του
εμφυλίου είναι αυτή που καθόρισε τον χαρακτήρα του μετεμφυλιακού κράτους και
επηρέασε έντονα την πνευματική, την κοινωνική και πολιτική ζωή.
2

Την επομένη του εμφυλίου η Ελλάδα βρίσκεται σε ιδιαίτερα δυσμενή θέση. Εκτός από μία
κατεστραμμένη οικονομία, ο εμφύλιος άφησε πίσω του μία κοινωνία διχασμένη. Ο
Η.Νικολακόπουλος σε άρθρο του για τη πολιτική και κοινωνική ζωή στην Ελλάδα τα πρώτα
χρόνια μετά τον εμφύλιο μας δίνει πλήρη εικόνα της κατάστασης που επικρατούσε.
…Δύο σημαντικά και πολιτικά ορόσημα, το τέλος του Εμφυλίου πολέμου και η επιβολή της
στρατιωτικής δικτατορίας , προσδιορίζουν τα χρονικά όρια της κρίσιμης ιστορικής περιόδου
που έχει χαρακτηριστεί ως «περιορισμένη», «πειθαρχημένη», «ελεγχόμενη» ή «καχεκτική»
δημοκρατία. Οι συνθήκες που σφράγισαν τη γέννηση της (το εμφύλιο αίμα) και καθόρισαν
στη συνεχεία, τη λειτουργία της στη βάση ενός διπλού θεσμικού πλαισίου («Σύνταγμα» και
«Παρασύνταγμα») διαμόρφωσαν μια ιδιότυπη σύζευξη αυταρχισμού και δημοκρατίας,
αποκλεισμού και ευημερίας, ιδεολογικής οπισθοδρόμησης και πολιτιστικής ανάπτυξης...(
Ηλ.Νικολακόπουλος, Ελεγχόμενη Δημοκρατία-Από το τέλος του εμφυλίου έως σήμερα,
Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, έκδοση Τα Νέα, τ. 9, Αθήνα, 2003,σ. 9).
Πρώτο μέλημα και συνάμα βασικό ζήτημα άμεσης προτεραιότητας της μετεμφυλιακής
κυβέρνησης ήταν η πολιτική διαχείριση της στρατιωτικής νίκης και η διαμόρφωση του
μετεμφυλιακού καθεστώτος. Η εικόνα που αντιστοιχεί στο κλίμα της εποχής, είναι η
τραυματισμένη αξιοπιστία του πολιτικού κόσμου από τη μία, και η απόλυτη σχεδόν
αυτονομία τους στρατού από την άλλη ,την οποία είχε αποκτήσει κατά την διάρκεια του
εμφυλίου πολέμου μαζί με την αίγλη που τον συνόδευε ως απόλυτου φορέα της νίκης. Οι
παραπάνω συνθήκες που εντάθηκαν κατά το τελευταίο έτος του πολέμου, τροφοδότησαν
αμέσως τις τάσεις για μια πιο μόνιμη εγκαθίδρυση ενός αυταρχικού, μη κοινοβουλευτικού
καθεστώτος, ενώ σε ψυχολογικό επίπεδο διαμόρφωσαν και επέβαλλαν ένα άκρως φοβικό
σύμπλεγμα συναισθημάτων στο δημόσιο πεδίο. Κοντολογίς, η εικόνα της πολιτικής ζωής
της χώρας μετά το τέλος του εμφυλίου, είναι η πολιτική αστάθεια, η απαξίωση των
δημοκρατικών θεσμών και η άνοδος ενός αλαζονικού και πανίσχυρου αυταρχισμού με
πρωτεργάτες τα επιχειρησιακά και ιδεολογικά στελέχη του εμφυλίου στο στρατόπεδο των
νικητών, που ολοένα κέρδιζε έδαφος στην δημόσια ζωή του τόπου. Ως εκ τούτου,
παρατηρείται η συστηματική ενέργεια προσπαθειών από την πλευρά του στρατοπέδου των
νικητών για την αναστολή των εκλογικών διαδικασιών, με απώτερο σκοπό την δημιουργία
ενός σταθερού πλέγματος εξουσίας το οποίο για τους περισσότερους μπορούσε να
εκφράσει μόνο ο Αλ. Παπάγος, ως μελλοντικός ηγέτης και συσπειρωτικό σύμβολο των
νικητών του εμφυλίου.
Τόσο ως προς τις ιδεολογικές, όσο και ως προς τις πολιτισμικές του συνέπειες, ο
ελληνικός, εμφύλιος πόλεμος έληξε μόνο το 1974, σίγουρα όχι νωρίτερα. Όπως συμβαίνει
με κάθε εμφύλιο πόλεμο, έτσι και αυτός αναπόφευκτα δημιούργησε τεράστια ρήγματα
μεταξύ νικητών και ηττημένων, τα οποία εκφράστηκαν με την σειρά τους μέσα από
πρακτικές πολιτικής και κοινωνικής καταπίεσης και πολιτικές ρεβανσισμού. Στα πλαίσια
αυτά η εθνική πρωτοτυπία έγκειται στο γεγονός ότι αντίθετα με άλλες περιπτώσεις
αντίστοιχων συγκρούσεων σε άλλα εθνικά παραδείγματα, οι μετεμφυλιακοί θεσμοί στην
Ελλάδα γεννιούνται και αναπτύσσονται σε ένα κράτος που επίσημα δηλώνει δημοκρατικό.
Σε κάθε περίπτωση ο μετασχηματισμός της δομής της άρχουσας τάξης, ο διευρυμένος
ρόλος του κράτους, αλλά και η ταύτιση του εσωτερικού εχθρού με μια εξωτερική απειλή,
στο κλίμα και το πνεύμα του Ψυχρού Πολέμου, αποτέλεσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις
για να αναπτυχθεί το ελληνικό, πολιτικό και ιδεολογικό, μετεμφυλιακό μόρφωμα
(Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Κράτος, Κοινωνία, Εργασία στην Μεταπολεμική Ελλάδα, εκδ.
3

Θεμέλιο, 1999, Αθήνα, σελ 17-52). Ωστόσο, μέσα από την έμμεση παρατήρηση ορισμένων
όψεων της ελληνικής κοινωνίας το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα και κυρίως κατά την πρώτη
δεκαετία παρατηρούνται ορισμένα δειλά βήματα προς τον κοινωνικό και επιστημονικό
εκσυγχρονισμό (Ιωάννα Λαμπίρη-Δημάκη, Κοινωνική αλλαγή 1949-1974: Η Κοινωνιολογική
Οπτική του Ιστορικού Φαινομένου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, έκδοση Τα
Νέα, τ. 9, Αθήνα, 2003,σ. 95). Από το δικαίωμα στην ψήφο των γυναικών το 1956 έως την
ίδρυση ερευνητικών θεσμών , όπως το Νεοελληνικό Κέντρο της Ακαδημίας Αθηνών, τα
Κέντρα Ιστορικής Έρευνας του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών αλλά και το Ελληνικό Κέντρο
Κοινωνιολογικών Μελετών το 1954, η Ελλάδα της μεταπολεμικής εποχής φαίνεται μέσα σ’
όλες τις δυσκολίες της, να αγωνίζεται να αναπτυχθεί στον πνεύμα της παγκόσμιας «Χρυσής
Εποχής» (Golden Era).
Σε γενικές γραμμές η ελληνική κοινωνία της δεκαετίας του 1950 και των αρχών του 1960,
παραμένει στην πλειονότητά της μια αγροτική κοινωνία. Ωστόσο την ίδια εποχή, αρχίζει η
έντονη αστικοποίηση του πληθυσμού, που έμελε να κορυφωθεί την δεκαετία του 1970. Η
εσωτερική μετανάστευση, όπως εκφράστηκε μέσα από το φαινόμενο της «αστυφιλίας»,
οδήγησε σε ανακατανομή του πληθυσμού μέσα στα διάφορα γεωγραφικά περιβάλλοντα
αλλά και σε αναδιαμόρφωση των πολιτισμικών χαρακτηριστικών των δύο μεγάλων αστικών
κέντρων της χώρας. Αθήνας και Θεσσαλονίκης, όπου έγιναν ολοένα και περισσότερο χώροι
πρόσμειξης του αστικού πολιτισμού με τις παραδοσιακές συμπεριφορές του «χωριού». Η
νέα αυτή κατάσταση ίσως συνέβαλε και στην δραματική ενδυνάμωση του νεποτισμού και
των πρακτικών της πολιτικής πατρωνίας στα αστικά περιβάλλοντα την περίοδο που
εξετάζουμε, κάτι που υποστηρίζει και η Ιωάννα Λαμπίρη-Δημάκη (Οππ, σ.96). Γεγονός είναι
ότι οι ανάγκες των εσωτερικών μεταναστών καθώς και η αντίστοιχη νοοτροπία,
μεταφέρθηκαν μαζί τους στις πόλεις αφού όπως τονίζουν και οι Campbell και Sherrard,
…στην ύπαιθρο με τους ιδιαίτερα περιοριστικούς πόρους, η πελατειακή σχέση μεταξύ
ισχυρών προστατών και μειωμένης ισχύος οικογενειών και ατόμων είχε αναδειχθεί σε
κοινώς αποδεκτό τρόπο λύσης προβλημάτων...( John Cambell, Ph. Sherrard, «Modern
Greece», Ernst Benn Ltd, Λονδίνο, 1968, σσ. 349-354) Τα παραπάνω σε συνδυασμό με το
κυρίαρχο και εκτεταμένο κράτος που δομείται, φαίνεται να βοήθησε στην ανάπτυξη
πρακτικών ανταλλαγής προστασίας και πολιτικής ψήφου.
Στην μεταπολεμική Ελλάδα πέρα από την εσωτερική μετανάστευση, έντονη γεωγραφική
κινητικότητα παρατηρείται και προς το εξωτερικό (Η.Π.Α, Αυστραλία, Γερμανία). Τα χρόνια
που ακολουθούν τα ναυτικά εμβάσματα μαζί με τα συναλλάγματα των ελλήνων
μεταναστών προς τις οικογένειες του τονώνουν σε μέγιστο βαθμό την ελληνική οικονομία.
Τα κίνητρα βέβαια των ανθρώπων που κατάφυγαν στην λύση της μετανάστευσης δεν ήταν
μόνο οικονομικά αλλά και ψυχολογικά. Όπως φαίνεται η ξενιτειά δεν υπήρξε μόνο η λύση
και η φυγή από τις πικρίες του μετεμφυλιακού πολιτικού κλίματος, αλλά πολλές φορές και
η λύτρωση από τους αυστηρούς περιορισμούς και τις πιέσεις που ασκούσαν η οικογένεια
και το κοινωνικό περιβάλλον στους νέους. Σήμερα μπορούμε να φανταστούμε πως
ένοιωσαν οι νέοι που πρωτοαντίκρισαν κοινωνίες, έστω και σαν εργάτες, με διαφορετικές
αντιλήψεις πάνω στις έμφυλες σχέσεις, τα σεξουαλικά ήθη και όχι μόνο. Η μεταφορά
αργότερα, όλης αυτής της εμπειρίας στον τόπο καταγωγής τους , συνέβαλε ριζικά στην
υιοθέτηση και την διαμόρφωση προοδευτικότερων νοοτροπιών και συμπεριφορών τις
οποίες βέβαια η ελληνική πολιτεία και το κράτος υιοθέτησαν πολύ αργότερα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κατάργηση δια νόμου του θεσμού της προίκας και η
4

αποκατάσταση της γυναικείας υπόστασης, μόλις το 1983. Ως τότε ο συγκεκριμένος θεσμός


μαζί με τον άρθρο 1387/1946 του αστικού κώδικα κατοχύρωναν την νομική υπεροχή του
άνδρα και νομιμοποιούσαν με τον πιο σκληρό τρόπο την κατώτερη θέση της γυναίκας από
το συζυγικό και κοινωνικό της περιβάλλον. Στα παραπάνω έρχεται να προστεθεί και μια
ακόμα δυσάρεστη ανισότητα μεταξύ των δύο φύλων. Στην απογραφή του 1951, από τους
3.721.600 άρρενες, οικονομικά και εργασιακά ενεργοί ήταν 2.328.900, ενώ από τις
3.911.200 θήλεις μόνο 510.000 (χωρίς να υπολογίζεται σ’ αυτές οι οικιακοί βοηθοί). Στην
ίδια απογραφή φαίνεται οι γυναίκες να είναι και λιγότερο μορφωμένες, αφού στο δείγμα
ηλικίας 10 ετών και πάνω, οι γυναίκες παρουσίαζαν 3,5 φορές μεγαλύτερα ποσοστά
αναλφαβητισμού από τους άνδρες, και κυρίως στην ύπαιθρο. Συμπερασματικά, όπως
προκύπτει στις αρχές της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας η «καχεκτική δημοκρατία»
συμπορεύεται με τον αναλφαβητισμό και την μορφωτική καχεξία σ΄ένα μεγάλο μέρος του
πληθυσμού της χώρας, που αφορούσε πολύ περισσότερο την ελληνική ύπαιθρο. Στο
δυσάρεστο αυτό ποσοστό, οι γυναίκες κατέχουν την πρωτιά, αφού συχνά εξαναγκάζονται
από το οικογενειακό περιβάλλον να εγκαταλείψουν από νωρίς τις σπουδές και σε
συνδυασμό με την αντίστοιχη θέση τους στον εργασιακό χάρτη, βιώνουν την απόλυτη
υποβάθμιση.
Αναφορικά με την εθνική οικονομία, κρίσιμη δεκαετία υπήρξε αυτή του 1950. Το έτος
1950, ένα μόλις χρόνο μετά την λήξη του εμφυλίου πολέμου και έξι χρόνια μετά την
Απελευθέρωση, το ελληνικό εθνικό εισόδημα παρουσιάζεται να έχει επανέλθει στα
προπολεμικά επίπεδα. Παρ’όλα αυτά η Ελλάδα εξακολουθούσε να είναι μια εξαιρετικά
φτωχή χώρα. Την επομένη της Απελευθέρωσης της χώρας από τις κατοχικές δυνάμεις, τόσο
στην ελληνική πολιτική σκηνή, όσο και σε ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας
κυριαρχούσε η αντίληψη ότι οι σύμμαχοι όφειλαν πολλά προς την Ελλάδα, η οποία με
δυσανάλογες θυσίες και με κάθε τίμημα έδωσε τα μέγιστα στον αντιφασιστικό αγώνα. Η
πεποίθηση αυτή δεν άργησε να εξελιχθεί σε μια άμεση σχέση ηθικού χρέους και
οικονομικού ανταλλάγματος. Έτσι, όπως προκύπτει από τα παραπάνω, με την
απελευθέρωση, η πρωτοβουλία στο κομμάτι της οικονομίας περνά στον ξένο παράγοντα. Η
εκτεταμένη αισχροκέρδεια, απότοκη της Κατοχής, η ανεπάρκεια της κρατικής μηχανής και
των ελεγκτικών της μέσων, η μη υποχώρηση του κρατικού ελλείμματος καθώς και η
αδυναμία της Βρετανίας να παίξει ρυθμιστικό παράγοντα στην επίλυση τόσο μειζόνων
πολιτικοοικονομικών προβλημάτων διασφαλίζοντας την κυριαρχία της στην Ευρώπη,
οδήγησαν ήδη από τα μέσα του 1946 την Βρετανία να υποδεικνύει τις Η.Π.Α ως νέο
αρωγό της οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας προς της Ελλάδα.
Τον Σεπτέμβριο του 1946, η αρχικά επιφυλακτική στάση της αμερικάνικης κυβέρνησης
απέναντι στο αίτημα της Ελλάδας για χορήγηση οικονομικής βοήθειας, αλλάζει.
Καθοριστικό ρόλο στην απότομη αυτή στροφή έπαιξαν οι νέες προτεραιότητες μου
διαμόρφωνε σιγά σιγά ο Ψυχρός Πόλεμος. Η έκδηλη επιθυμία της Ε.Σ.Σ.Δ να χαράξει
σταδιακά διόδους πρόσβασης στα πετρελαϊκά αποθέματα του Περσικού Κόλπου μέσω
Τουρκίας και Ιραν σε συνδυασμό με τον γενικότερα έντονο ιδεολογικό ανταγωνισμό μεταξύ
Ουάσιγκτον και Μόσχας καθιστούν την Ελλάδα μια ιδιαίτερης, στρατηγικής σημασίας
χώρα και την αναβαθμίζουν σε ένα από τα κύρια γεωπολιτικά σημεία αναχαίτισης του
Σοβιετικού επεκτατισμού (Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Εισαγωγή στην Ιστορία του
Μεταπολεμικού Κόσμου, εκδ. Πατάκης, 2002, Αθήνα, σελ. 95-99). Τους μήνες που
ακολούθησαν και μετά από έντονες διαβουλεύσεις στην Αμερικάνικη πρωτεύουσα, στις 12
5

Μαρτίου του 1947 ο Πρόεδρος Τρούμαν παρουσιάστηκε στο αμερικανικό Κογκρέσο. Στην
ομιλία του ζήτησε από του Γερουσιαστές να εγκρίνουν την βοήθεια των Η.Π.Α προς την
Ελλάδα αλλά και την Τουρκία. Η ομιλία αυτή έμελε να εγκαινιάσει πανηγυρικά την
εισαγωγή του κόσμου στον Ψυχρό Πόλεμο και να αποτελέσει στο εξής το σημαντικότερο
κεφάλαιο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στην Ευρώπη. Στο εξής η δυτική Ευρώπη
αποτελούσε ένα από σημαντικότερα κέντρα ισχύος δεδομένου ότι διέθετε μεγάλο ακόμα
πληθυσμό, ήταν τεχνολογικά προηγμένη, ενώ αρκετές χώρες της (Γαλλία, Βέλγιο,
Ολλανδία), ήλεγχαν εκτεταμένες περιοχές πέραν την ευρωπαϊκής ηπείρου, μέσω των
αποικιακών τους αυτοκρατοριών. Η διατήρηση παρόμοιων κέντρων ισχύος εκτός του
Σοβιετικού ελέγχου, αποτέλεσε το βασικό μέλημα των Η.Π.Α όπως εκφράστηκε μέσα από
τις εισηγήσεις του Τζωρτζ Κένναν (ανώτατο στέλεχος της Αμερικάνικης Πρεσβείας στην
Μόσχα) και σε αυτό ακριβώς κατέτεινε το αμερικάνικο σχέδιο για την οικονομική
ανάκαμψη της Ευρώπης, που διακηρύχθηκε στις 5 Ιουνίου του 1947 από τον υπουργό
Εξωτερικών των Η.Π.Α Τζωρτζ Μάρσαλ. Σε κάθε περίπτωση και μιλώντας ειδικότερα για το
ελληνικό παράδειγμα , η νέα τάση των Η.Π.Α πρέπει να ερμηνεύεται όχι μόνο από την
εδραίωση του Ψυχροπολεμικού κανόνα αλλά και από την πρόδηλη αδυναμία της Μ.
Βρετανίας να διασφαλίσει τα συμφέροντα και τα «κεκτημένα» του καπιταλισμού σε μια
από τις πιο σημαντικές γεωπολιτικά ζώνες, σε μια χρονική περίοδο που από την μία η
Ε.Σ.Σ.Δ έδειχνε να μην παραχωρήσει τόσο εύκολα τα κυριαρχικά και ελεγκτικά της
δικαιώματα σε πολλά σημεία του παγκόσμιου χάρτη συμπεριλαμβανομένης και της
ανατολικής μεσογείου και από την άλλη οι επιτυχίες των ανταρτών στον ελληνικό εμφύλιο
ανησυχούσαν την καθεστηκυία τάξη (Πολυμέρης Βόγλης, Νέες Μορφές Κυριαρχίας:
Κρατική ανασυγκρότηση και αμερικανική πολιτική στην Ελλάδα, 1942-1952, στο Ο
Πειρασμός Της Αυτοκρατορίας, επιμ. Πολυμέρης Βόγλης, Ιωάννα Λαλιώτου, Γιάννης
Παπαθεοδώρου, εκδ. μεταίχμιο, 2005, Αθήνα, σσ.118).
Στις 20 Ιουνίου του 1947, υπογράφεται το σύμφωνο της αμερικάνικης βοήθειας στα
πλαίσια του σχεδίου Marshall που με την σειρά του προέβλεπε την χορήγηση οικονομικής
βοήθειας σε 16 χώρες της Ευρώπης συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, για το χρονικό
διάστημα τεσσάρων ετών. Το ποσό που χορηγήθηκε στην Ελλάδα έφτανε αρχικά στα 300
εκατομμύρια δολάρια, ενώ η συνολική αμερικανική βοήθεια ακόμα και υπό την μορφή
δανείων, μέχρι το τέλος του 1953 έφτασε το αστρονομικό ποσό των 1176,2 εκατομμυρίων
δολαρίων. Ωστόσο η αμερικάνικη παρέμβαση δεν αρκέστηκε μόνο στα παραπάνω αντίθετα
προχώρησε και γρήγορα εξαπλώθηκε σε ποικίλες παρεμβάσεις στις κυβερνητικές
δραστηριότητες και λειτουργίες, προωθώντας ουσιαστικά ένα γενικότερο σχέδιο
«ανασυγκρότησης» κράτους με επιρροές στην διάρθρωση του δημόσιου τομέα, την
μείωση του αριθμού των υπουργείων, την αποκέντρωση των εξουσιών ακόμα και την
διακριτική πίεση και επιρροή στην αλλαγή κυβέρνησης εφόσον αυτό ήταν απαραίτητο
(Οππ, σσ.124-125).
Σε γενικές γραμμές οφείλουμε να παραδεχτούμε πως τα νούμερα της εποχή δείχνουν το
οικονομικό μέγεθος και όφελος της αμερικανικής βοήθειας ήταν πραγματικά μεγάλο. Από
την μία εξασφάλισε τους συναλλαγματικούς πόρους που χρηματοδοτούσαν το μεγαλύτερο
μέρος των εισαγωγών, σημαντικός παράγοντας ώστε το ΑΕΠ να επανέλθει στα
προπολεμικά επίπεδα, από την άλλη σε πολλές περιπτώσεις με χρήματα της βοήθειας
καλύφθηκε το δημόσιο έλλειμμα και συγκρατήθηκε ο πληθωρισμός και ενισχύθηκε ο
επενδυτικός τομέας. Η αλήθεια είναι ότι παρά το ότι μόνο τα μισά από τα κονδύλια που
6

προβλέπονταν για επενδύσεις, τελικά διατέθηκαν για επενδυτικούς σκοπούς, σημαντικά


έργα υποδομής είτε άρχισαν είτε έγιναν (Επισκευή λιμανιού Πειραιά, σιδηροδρομικού
δικτύου, κατασκευή υδροηλεκτρικών μονάδων στον Λάδωνα, το Αλιβέρι και τον Λούρο).
Ωστόσο το μεγαλύτερο ζήτημα της εποχής στον τομέα της δημόσιας οικονομίας, ήταν ότι η
αμερικάνικη βοήθεια δεν θα κρατούσε για πάντα. Το 1950-1951 περικόπηκε κατά 57 εκ.
δολάρια, το 1951-1952 κατά 25 εκ. και το 1952-53 κατά 100 εκ. Δεδομένου των εξελίξεων, η
οικονομική «απεξάρτηση» της Ελλάδας αποτελούσε μονόδρομο και συνεπάγετο με λήψη
γενναίων αποφάσεων για τον περιορισμό των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού και του
εξωτερικού ισοζυγίου, τον έλεγχο των εστιών πληθωρισμού αλλά και την διόρθωση της
υπερτίμησης της δραχμής. Στα τέλη του 1952, η ελληνική κυβέρνηση υπέβαλλε στον OEEC
(Organization for European Economic Cooperation) το νέο τετραετές πρόγραμμα 1953-1956
όπου δινόταν προτεραιότητα στο βιομηχανικό επενδυτικό προγραμματισμό, γινόταν λόγος
για επτά κύριες στρατηγικές επενδύσεις καθώς και για την σύνδεση του βιομηχανικού με το
ενεργειακό πρόγραμμα. Στο σχέδιο αυτό φαινόταν ότι το ελληνικό κράτος διατίθετο να
αναλάβει το 50% του προγράμματος ενώ δεσμευόταν το υπόλοιπο να το εξασφαλίσει από
διάφορες πηγές. Από την πλευρά της η Αμερικάνικη αποστολή στην Ελλάδα θεωρούσε ότι ο
οικονομικός προγραμματισμός των Ελλήνων όφειλε να προσανατολιστεί σε προγράμματα
τεχνικής βοήθειας ώστε να βελτιωθεί η παραγωγικότητα της εργασίας ενώ είχε καταλήξει
ότι τα δημοσιονομικά και οικονομικά προβλήματα της Ελλάδας ήταν βασικά, μακροχρόνια
και δομικά (Γεώργιος Σταθάκης, Το Δόγμα Τρούμαν και το Σχέδιο Μάρσαλ: Η Ιστορία της
Αμερικάνικης Βοήθειας στην Ελλάδα, εκδ. Βιβλιόραμα, 2004, Αθήνα, σ. 418). Παράλληλα
υποστήριζε ότι η βιωσιμότητα της οικονομίας έπρεπε σταδιακά να στηριχτεί στην ιδιωτική
πρωτοβουλία και επιχειρηματικότητα. Από το 1953 οι Η.Π.Α άρχισαν να υποδεικνύουν στην
Ελλάδα την κατεύθυνση της Ευρώπης για την εξασφάλιση πόρων και δανείων και
συγκεκριμένα την Γερμανία και την Γαλλία. Το νέο αναπτυξιακό πρόγραμμα της
κυβέρνησης του Μαρκεζίνη που στηριζόταν στον εσωτερικό δανεισμό αλλά και τις
γαλλογερμανικές πιστώσεις, φαινόταν να μην αποδίδει. Στην νέα αυτή δυσκολία η
αμερικάνικη αποστολή στην Ελλάδα ενθάρρυνε ως εναλλακτική λύση στην ελληνική
κυβέρνηση, την χάραξη μιας οργανωμένης μεταναστευτικής πολιτικής του παραγωγικού
πληθυσμού της χώρας με ισχυρά κίνητρα. Το έτος 1953 φαίνεται να ολοκληρώθηκε ο
κύκλος των μεγάλων αναπτυξιακών σχεδιασμών. Η εικόνα της ελληνικής οικονομίας ήταν
σαφώς καλύτερη από την προβλεπόμενη σε περίπτωση απουσίας της οικονομικής στήριξης
από τις Η.Π.Α, παρόλα αυτά οι προβλέψεις για την πορεία της δυσοίωνες. Τους λόγους που
διαμόρφωσαν αυτήν την μάλλον απαισιόδοξη εικόνα του εντοπίζει κανείς τόσο στην
μείωση της βοήθειας, στην σταθεροποιητική πολιτική των ετών 1950-1953, στην ύφεση της
οικονομίας, την εγκατάλειψη κάθε μεταρρυθμιστικής ιδέας αλλά και στην πολιτική πόλωση
και την θεσμική κρίση που σε μεγάλο βαθμό προκάλεσαν οι μετεμφυλιακές κυβερνήσεις
άλλοτε εκούσια και άλλοτε ακούσια. Παρ’όλα αυτά και πέρα από κάθε πρόβλεψη, την
επόμενη εικοσαετία η εικόνα της στασιμότητας άρχισε να δίνει την θέση της στην άνθηση
της οικονομίας που φαίνεται να κινείται με εντυπωσιακό δυναμισμό. Η άνθηση στον χώρο
των κατασκευών, τη βιοτεχνία, το εμπόριο κυρίως στην πρωτεύουσα έδιναν την εικόνα μια
αναπτυσσόμενης χώρας. Η γεωργία μετά από μια περίοδο στασιμότητας ακολούθησε μια
ανοδική πορεία ενώ οι εγχώριες και ξένες επενδύσεις στην βιομηχανία δικαίωναν τα
παλαιότερα προγράμματα βιομηχανικής ανάπτυξης που στην εποχή τους είχαν
καταδικαστεί από τον ξένο παράγοντα (Οππ, σσ. 419-421) . Στο εξής, τα χρόνια που
7

ακολούθησαν φαίνεται να κινητοποιείται μια δημιουργική γενιά, αυτή του 40’, της εθνικής
αντίστασης, ακόμα και του εμφυλίου που γνώριζε καλά από αγώνες και μάχες. Η γενιά
αυτή αποδείχτηκε η παρακαταθήκη των επόμενων χρόνων. Οι ηττημένοι του εμφυλίου με
την στήριξη ενός κόσμου φωτισμένων συντηρητικών κοίταξαν μπροστά, απλώθηκαν στις
επιχειρήσεις, τα γράμματα, τις επιστήμες και τις τέχνες και αποτέλεσαν τον αδήλωτο
πλούτο τη εικοσαετίας που ακολούθησε.

Το μεταπολεμικό Μαρούσι: Τα πρώτα βήματα προς την Ανάπτυξη

Η μεταπολεμική περίοδος βρίσκει το Μαρούσι και τους κατοίκους του στην ίδια
κατάσταση με όλη την υπόλοιπη Ελλάδα. Οι μνήμες της ξένης κατοχής και του εμφυλίου
πολέμου είναι αποτυπωμένες στις ψυχές των ανθρώπων που αναλαμβάνουν πλέον το
χρέος να ζήσουν και να προχωρήσουν μπροστά, κατά το πρόσταγμα της εποχής.
Σύμφωνα με την επίσημη απογραφή που διενεργήθηκε τον Αύγουστο του 1945, έπειτα
από απαίτηση του Γερμανικού Φρουραρχείου που είχε επιβληθεί πριν την αποχώρηση των
κατοχικών δυνάμεων το 1944, και κατ’ εντολήν του Υπουργείου Υγιεινής και Πρόνοιας,
ολοκληρώνεται πλήρης απογραφή στον Δήμο Αμαρουσίου. Ο συνολικός πληθυσμός του
δήμου ανέρχεται σε 12.547 κατοίκους, οι οποίοι διανέμονται ως εξής:

Μαρούσι 7.871

Μαγκουφάνα 1.654

Μελίσσια 1.270

Νερατζιώτισσα 130

Παράδεισος 240

Άγιος Θωμάς 501

Πολύδροσο 142

Σωρός 360

Πάτημα 170

Λυκόβρυση 206

Από αυτούς οι 2.285 είναι παιδιά ηλικίας κάτω των 18 ετών. Επιπλέον καταγράφονται 277
ορφανά παιδιά και 150 νεκροί, θύματα του πολέμου. Ο πληθυσμός αυτός τους θερινούς
μήνες αυξάνεται κατά 19.000. Ο αριθμός των οικιών ανέρχεται σε 2.830, από τις οποίες
8

μόνο οκτώ υπέστησαν μερική καταστροφή λόγω βομβαρδισμών κατά τη διάρκεια του
πολέμου.
Με αυτήν την εικόνα του δήμου σε κατοίκους και υποδομές, πρώτος δήμαρχος του
μετακατοχικού Αμαρουσίου αλλά και πρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής του δήμου
διορίζεται το 1945, επί κυβερνήσεως Νικολάου Πλαστήρα, ο Παύλος Παυλίδης.
Πρωταρχικό μέλημα της δημοτικής αρχής, στο πνεύμα της εποχής, υπήρξε η
ανοικοδόμηση και η ανάπτυξη, που με την σειρά τους προϋπόθεταν την επάρκεια σε
πόρους.

Το Υπουργείο Εσωτερικών, προκειμένου να αντιμετωπίσει τα οικονομικά προβλήματα της χώρας,


αποφασίζει με την 59 Συντακτική Πράξη της 19ης Ιουνίου 1945, που δημοσιεύθηκε στο υπ’ αρ. 164
Α΄ Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως της 27ης Ιουνίου 1945, τον καθορισμό Οργανικής
Σύνθεσης των Δημοσίων ή Δημοσίου Χαρακτήρα Υπηρεσιών και δημιουργεί ειδικό οργανισμό
έκτακτης υπηρεσίας είσπραξης των εσόδων σε όλους τους δήμους και τις κοινότητες. Η Νομαρχία
Αττικής επιβάλλει ειδικό τέλος εκμετάλλευσης πλατειών και πεζοδρομίων των οδών, βάσει της
οποίας καταρτίστηκε φορολογικός κατάλογος.
Τον ίδιο φορολογικό κατάλογο χρησιμοποίησε και η Διοικούσα Επιτροπή του δήμου, προκειμένου
να προβεί σε έκτακτο έρανο για την αντιμετώπιση των αναγκών (όπως η επέκταση του δικτύου
φωτισμού, η βελτίωση και συντήρηση των δημοτικών οδών, η εκτέλεση και συντήρηση τεχνικών
έργων και η εξεύρεση πόσιμου νερού) και να επιβάλει σε όλους τους κατοίκους με ακίνητη
περιουσία φόρο που κυμαινόταν από 500 έως 200.000 δραχμές.

Τα έτη 1946 και 1947 γίνονται η αφετηρία κατασκευής έργων που είχαν διακοπεί λόγω του
πολέμου. Το μεγαλύτερο μέρος του κόστους όλων αυτών των έργων, εκτός από τα τέλη και
τους φόρους, καλυπτόταν από τη Νομαρχία Αττικής. Έτσι χρησιμοποιώντας όλα τα
οικονομικά μέσα της εποχής, η προσοχή του δήμου αρχικά στρέφεται στην αποκατάσταση
του δημοτικού φωτισμού, ο οποίος είχε υποστεί σοβαρές ζημιές από τους βομβαρδισμούς
και την εντατική χρήση των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής. Ένα δεύτερο σημαντικό
έργο ήταν η συνεργασία του δήμου με την εταιρεία ULEN (Ούλεν), η οποία
πραγματοποίησε γεώτρηση στον συνοικισμό της Μαγκουφάνας για εύρεση νερού.
Παράλληλα με το έργο αυτό έγινε επίσης συντήρηση και επέκταση του υδραυλικού δικτύου
του αστικού κέντρου και του συνοικισμού της Μαγκουφάνας. Επιπλέον
ασφαλτοστρώθηκαν και συντηρήθηκαν οδοί, υποστηρίχθηκε η γέφυρα της Καλογρέζας,
επισκευάστηκε το ετοιμόρροπο γκαράζ του δήμου, αγοράστηκε νέο όχημα καθαριότητας
και επισκευάστηκε το αυτοκίνητο κατάβρεξης. Αποφασίστηκε, τέλος, η χρήση λεωφορείων
της Εταιρείας Μεταφορών και ιδιωτών για την κάλυψη των συγκοινωνιακών αναγκών προς
και από την Αθήνα, καθώς οι υπάρχουσες συγκοινωνίες δεν εξυπηρετούσαν σε
ικανοποιητικό βαθμό. Υπενθυμίζεται ότι πριν τον πόλεμο η συγκοινωνία με την Αθήνα
διεξαγόταν μόνο με ιδιωτικά λεωφορεία. Ο δήμος κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για την
ανάπτυξη και την αύξηση των πόρων του, προκειμένου να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις και
τα έξοδα για τη βελτίωση της ζωής των κατοίκων. Επιβλήθηκαν φόροι και τέλη κατά την
κρίση του δημοτικού συμβουλίου (τέλος καθαριότητας, τέλος επί των πεζοδρομίων, επί των
δικαιωμάτων του νεκροταφείου, επί των εκδιδομένων λογαριασμών, επί της ανέγερσης
νέων οικοδομών), ενώ ξεκίνησε αυστηρός έλεγχος και καταγραφή των αυθαιρέτων
προκειμένου να εισπραχθεί ο απαιτούμενος φόρος. Ο δήμαρχος και το δημοτικό
9

συμβούλιο καταβάλλουν μεγάλη προσπάθεια, ώστε να αυξηθούν τα έσοδα και να


μειωθούν όσο γίνεται τα έξοδα του δήμου. Ειδικότερα για το τέλος ανέγερσης νέων
οικοδομών, το δημοτικό συμβούλιο σε συνεδρίαση του στις 20/06/1947 καθορίζει νέο
τιμολόγιο τής κατά κυβικό μέτρο αξίας των ανεγειρόμενων οικοδομών σύμφωνα με το
άρθρο 211 παρ. 3 του ΚΝΔΚ και μετά τη σταθεροποίηση της δραχμής βάσει του Α.Ν.
679/46. Στην ίδια απόφαση ως κύριες οδοί και πλατείες του δήμου ορίζονται οι εξής:
Βασιλίσσης Σοφίας, Αμαρυσίας Αρτέμιδος, Πεντέλης, Κοιμήσεως Θεοτόκου, Αναπαύσεως,
Μητροπόλεως, Ερμού, Θησέως, Περικλέους, Σωκράτους, Δημ. Ράλλη, Βασιλίσσης Όλγας,
Βασιλίσσης Αμαλίας, Παναγή Τσαλδάρη, Γ Κονδύλη, Βασ. Κωνσταντίνου, Θεμιστοκλέους,
Υψηλάντου, Αυτοκράτορος Ηρακλείου, Δημ. Χαϊμαντά και Μιλτιάδου.
Τέλος αποφασίζεται η κατασκευή της οδού Ηρακλείου – Αμαρουσίου (εγκεκριμένη ήδη
από το 1939) και η επέκταση του σχεδίου πόλεως, το οποίο περιλαμβάνει όλο το κτήμα
Μορελλά και το κτήμα Βούλγαρη, στον συνοικισμό Μαγκουφάνας. Συγκεκριμένα η επέκτα-
ση του σχεδίου έως και το κτήμα Βούλγαρη αποφασίστηκε μετά από αίτηση προς τον δήμο
του Συλλόγου Θυμάτων Εκτελεσθέντων Αξιωματικών κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, οι
οποίοι επιθυμούσαν να αγοράσουν έκταση προκειμένου να δημιουργήσουν συνοικισμό και
να στεγάσουν τα ορφανά του πολέμου.

Ηλεκτροδοτήσεις συνοικισμών και επέκταση

Την ίδια περίοδο η ανάπτυξη του δήμου σηματοδοτείται από την ηλεκτροδότηση των
συνοικισμών Λυκόβρυσης και Παραδείσου, την επέκταση του σχεδίου πόλεως, τη διάνοιξη
νέων οδών, τη συντήρηση δικτύων ύδρευσης και ηλεκτροφωτισμού, την επέκταση και
διαμόρφωση της πλατείας Ηρώων.
Ταυτόχρονα, στις προσπάθειες της δημοτικής αρχής προστίθεται η ιδιωτική πρωτοβουλία
και οι δωρεές κατοίκων, που συμβάλλουν στην υλοποίηση των έργων ανάπτυξης και
αναβάθμισης της περιοχής. Η Μαριογκούλα και ο Ιωάννης Νικολάου Βούλγαρης
παραχώρησαν έκταση στον συνοικισμό Μαγκουφάνας, ώστε να δημιουργηθούν οικόπεδα
ρυμοτομημένα σύμφωνα με το ρυμοτομικό σχέδιο του Βασιλικού Διατάγματος της
7/5/1948, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως συνοικισμός χήρων και ορφανών του
πολέμου της περιόδου 1940-1945. Οι κάτοχοι πωλούσαν τα οικόπεδα στους
ενδιαφερόμενους με τον όρο όλοι οι κοινόχρηστοι χώροι (πλατείες, δρόμοι, σχολεία, εκ-
κλησίες κ.λπ.) να ανήκουν στον Δήμο Αμαρουσίου στον οποίο υπαγόταν η περιοχή.
Παράλληλα επεκτάθηκε το σχέδιο πόλεως, διανοίχτηκαν νέοι οδοί, επεκτάθηκε το δίκτυο
ηλεκτροφωτισμού στους συνοικισμούς Νερατζιώτισσας και Μαγκουφάνας, έγιναν
αρδευτικά έργα και επισκευάστηκε η γέφυρα Παραδείσου – Αμαρουσίου.
Την ίδια περίοδο οι κάτοικοι των συνοικισμών Παραδείσου και Πολύδροσου ζητούν από
τον δήμο, εξαιτίας της έλλειψης οδών που να ενώνουν τους συνοικισμούς με το κέντρο του
δήμου και τις γύρω περιοχές του, να δημιουργήσει δρόμους οι οποίοι εκτός από τη
συγκοινωνία θα έδιναν επίσης λύση στην επέκταση του ηλεκτροφωτισμού και την
καθαριότητα. Παραχωρούσαν μάλιστα γι’ αυτόν τον λόγο μέρος από τα κτήματα τους. Έτσι
ο Δήμος Αμαρουσίου κατεδάφισε μαντρότοιχους, ελευθέρωσε την περιοχή από δέντρα και
διάνοιξε νέες οδούς, δίνοντας λύση στα προβλήματα των παραμελημένων περιοχών του.
10

Το 1950 ήταν η χρονιά που αποσπάστηκαν από τον Δήμο η Πεύκη (Μαγκουφάνα) και η
Λυκόβρυση. Κατά τη διάρκεια ωστόσο αυτών των ετών ο πληθυσμός του Δήμου
Αμαρουσίου αυξάνεται συνεχώς. Στις 12/7/1950 λαμβάνεται η τελική απόφαση
καθορισμού ορίων μεταξύ του Αμαρουσίου και της Κοινότητας Λυκόβρυσης, ο οποίος στην
ουσία σηματοδοτεί την απόσπαση της Λυκόβρυσης από το Μαρούσι. Ήδη από το 1938 η
τότε Κοινότητα Κουκουβάουνων διεκδικούσε τμήμα της περιοχής διοικητικών ορίων του
Δήμου Αμαρουσίου. Οι αποσπάσεις αυτές δεν έγιναν χωρίς αντιδράσεις. Ο Δήμος
Αμαρουσίου κατέφυγε στο Διοικητικό Δικαστήριο, αλλά τελικά η προσφυγή του δεν έγινε
δεκτή.

Η απόσπαση των Μελισσίων

Καθοριστικό γεγονός για την εξέλιξη του Δήμου Αμαρουσίου και των γειτονικών περιοχών ήταν η, για
αδιευκρίνιστους λόγους, απόσπαση των συνοικισμών Μελισσίων και Παλιάγιαννη από τον Δήμο Αμαρουσίου
και η ανακήρυξη των Μελισσίων σε αυτόνομη κοινότητα, με απόφαση της κυβέρνησης Σοφούλη λίγο πριν από
τις εκλογές. Το δημοτικό συμβούλιο του Αμαρουσίου, μετά και από τις αντιδράσεις των κατοίκων, καταθέτει
ψήφισμα για την κατάργηση αυτής της απόφασης στον υπουργό Εσωτερικών, χωρίς όμως αποτέλεσμα,
προβάλλοντας τα παρακάτω επιχειρήματα:

• Όσοι κατοικούν στον συνοικισμό Μελισσίων είναι παρεπίδημοι άποροι φυματίωσης, οι οποίοι από το
1936, και στο πλαίσιο εξυγίανσης του Αμαρουσίου, μεταφέρθηκαν στα Μελίσσια χωρίς να αποκτήσουν
ιδιότητα μόνιμου κατοίκου εφόσον παρέμεναν προσωρινά και μόνο λόγω της ασθένειας τους εκεί.
• Ο πληθυσμός των Μελισσίων είναι κινητός με μόνιμους κατοίκους μόνο 30 οικογένειες οι οποίες είχαν
υποβάλει ενστάσεις κατά της ανακήρυξης του συνοικισμού σε κοινότητα, εφόσον δεν είχαν κανέναν
πόρο, στερούνταν οποιασδήποτε περιουσίας και περιθάλπονταν από διάφορα ταμεία, όπως το Ταμείο
Μυλεργατών και Αρτεργατών, τον Οίκο Ναύτου κ.ά.
• Στον σχετικό φάκελο της αρμόδιας επιτροπής της Νομαρχίας Αττικής αναφέρονταν πόροι από τη
φορολογία ύδρευσης και σανατορίων, που δεν θα μπορούσαν να εισπραχθούν, διότι η ύδρευση είχε
παραχωρηθεί στον Συνεταιρισμό Εγγείων Βελτιώσεων Μαγερίνης Μελισσίων, ενώ τα σανατόρια δεν
θεωρούντο ξενοδοχειακές μονάδες εφόσον παρείχαν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
• Στην περιοχή των Μελισσίων είχαν συγκεντρωθεί άναρχα στοιχεία, που αποτελούσαν κίνδυνο, ενώ η
ενσωμάτωση τους θα δημιουργούσε προβλήματα σε ολόκληρη την περιφέρεια του Δήμου
Αμαρουσίου.
Ύστερα από τα ανωτέρω, το δημοτικό συμβούλιο του Δήμου Αμαρουσίου ζητούσε την ακύρωση του Βασιλικού
Διατάγματος 31/12/1935, δημοσιευθέντος στο φύλλο 18 της 23ης Ιανουαρίου 1946, τεύχος Α΄ της Εφημερίδας
της Κυβερνήσεως, διότι αυτή η απόσπαση θα ακρωτηρίαζε μεγάλο μέρος του δήμου, ενώ παράλληλα θα
αφαιρούσε ένα σημαντικό τμήμα των εσόδων. Τελικά η αίτηση δεν έγινε δεκτή και η Κοινότητα Μελισσίων
αυτονομήθηκε. Στις 21/1/1948 καθορίζονται τα τελικά διοικητικά όρια μεταξύ της Κοινότητας Μελισσίων και
του Δήμου Αμαρουσίου. Η κοινότητα Μελισσίων, αποτελούμενη από τους συνοικισμούς Παλιάγιαννη και
Μελισσίων, διεκδικούσε από τον Δήμο Αμαρουσίου τμήματα των συνοικισμών Σωρού και Πατήματος. Εν τέλει
αποφασίζεται η κατάσταση να μείνει ως έχει, ενώ υπέρ του Δήμου Αμαρουσίου επιδικάζεται επίσης όλη η
περιοχή που καλύπτει το ίδρυμα Σισμάνογλου.

Στο πλαίσιο της ανάπτυξης και της βελτίωσης του επιπέδου της ζωής των κατοίκων, τόσο
στο κέντρο όσο και στους λοιπούς συνοικισμούς (Αγ. Θωμά, Σωρού, Μαγκουφάνας,
Νερατζιώτισσας και Παραδείσου), ο δήμος επεκτείνει το δίκτυο ηλεκτροφωτισμού, παρά το
γεγονός ότι η νομαρχία επιβάλλει μείωση των δαπανών ηλεκτροφωτισμού.
11

Ο ηλεκτροκίνητος σιδηρόδρομος

Ο δήμος επέδειξε αυτή την περίοδο εξαιρετική δραστηριότητα στην ανάπτυξη της πόλης,
καθώς το 1950 –έναν χρόνο μετά από τη λήξη του Εμφυλίου και έξι χρόνια από την
Απελευθέρωση– η χώρα κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια να επουλώσει τις πληγές της και το
ελληνικό εισόδημα είχε επανέλθει στα προπολεμικά επίπεδα. Η πρόοδος, όμως, που είχε
συντελεστεί ήταν εύθραυστη και η Ελλάδα εξακολουθούσε να είναι μια φτωχή χώρα.
Σημαντικό γεγονός της εποχής όσον αφορά τα δημόσια οικονομικά είναι η μετατροπή της
Ανωνύμου Τηλεφωνικής Εταιρείας σε ΟΤΕ Α.Ε. Με την ίδρυση του, το σύνολο του τομέα
των τηλεπικοινωνιών έγινε κρατικό μονοπώλιο.
Στη σφαίρα ευθύνης του κράτους ανήκαν οι δημόσιες υπηρεσίες καθώς και η υποδομή του
δικτύου των μεταφορών. Οι σιδηρόδρομοι βρίσκονταν επίσης υπό κρατικό έλεγχο. Έως το
1973 αυτός ασκούνταν μέσω των ΣΕΚ (Σιδηρόδρομοι Ελληνικού Κράτους), ΣΠΑΠ (Σι-
δηρόδρομοι Πειραιώς – Αθηνών – Πελοποννήσου) και των Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων. Οι
οργανισμοί αυτοί τελικά συγχωνεύτηκαν υπό τον ΟΣΕ, ενώ στον ιδιωτικό τομέα ανήκαν οι
οδικές και οι αεροπορικές μεταφορές καθώς και η ακτοπλοΐα. Τον Αύγουστο του 1950 με
την ίδρυση της ΔΕΗ, το κράτος αποσαφήνιζε ότι και ο τομέας της ηλεκτρικής ενέργειας
περνούσε αποκλειστικά στη δική του σφαίρα επιρροής. Η εξαγορά των ιδιωτικών
ηλεκτρικών εταιρειών πραγματοποιήθηκε ύστερα από μια μακροχρόνια διαδικασία και
ολοκληρώθηκε το 1968. Ήταν όμως σχεδόν πλήρης από το 1960, μετά την εξαγορά της
Ελληνικής Ηλεκτρικής Εταιρείας (1959) και της Ηλεκτρικής Εταιρείας Αθηνών – Πειραιώς
(1960).
Αυτή την περίοδο αναπτύσσεται ο ηλεκτροκίνητος σιδηρόδρομος, ο οποίος σήμερα
διέρχεται από το κέντρο του Αμαρουσίου. Η ανάπτυξη του δικτύου δεν πραγματοποιήθηκε
χωρίς να αντιμετωπίσει τις αντιδράσεις των κατοίκων. Χαρακτηριστικό είναι το ψήφισμα
του δημοτικού συμβουλίου της 4ης Νοεμβρίου 1950 το οποίο αναγνωρίζει την ανάγκη
δημιουργίας ηλεκτροκίνητου σιδηροδρόμου Αθηνών – Κηφισιάς, αλλά τονίζει πως η
συγκοινωνία δεν θα πρέπει να καταστεί επιζήμια για την πόλη, η οποία διχοτομημένη από
τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο, θα αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα τόσο στο σχέδιο και στην
αισθητικής της, όσο και στις εμπορικές συναλλαγές. Έτσι το δημοτικό συμβούλιο δεν
δέχεται την ηλεκτροκίνηση επί της επιφανείας του εδάφους, ως επιζήμια και
αναχρονιστική, και προτείνει υπόγεια σήραγγα. Το πλήρες κείμενο του ψηφίσματος έχει ως
εξής:

Εν Αμαρουσίω σήμερον τη 4 Νοεμβρίου 1950, ημέραν Σάββατον και ώραν 7 μ.μ. το


δημοτικόν συμβούλιον συνήλθεν εκτάκτως εν τω δημοτικώ καταστήματι κατόπιν εγγράφου
προσκλήσεως του προέδρου του δημοτικού συμβουλίου και λαβόν υπ’ όψιν τα υπό του
δημάρχου και υπό του προέδρου αυτού αναπτυχθέντα επί του ζητήματος της
ηλεκτροκινήσεως του σιδηροδρόμου Αθηνών – Κηφισσίας και έχον υπ’ όψιν ότι η
ηλεκτροκίνησις του σιδηροδρόμου τούτον θa εξυπηρέτηση μίαν απαραίτητον σνγκοινωνίαν
μεταξύ των Αθηνών και προαστίων ήτις δεν δύναται να αναπληρωθή υπό οιασδήποτε
άλλης διά λεωφορείων συγκοινωνίας.
12

Ότι η συγκοινωνία αύτη ως τακτική και μόνιμος θa εξυπηρέτηση το μεγαλύτερον μέρος των
κατοίκων και απαντάς τους δημοσίους και ιδιωτικούς υπαλλήλους, τους εργάτας, τους
σπουδαστάς και εν γένει τον εργαζόμενον κόσμον εις την μετάβασίν του εις τας εν Αθήναις
εργασίας των.

Ότι η εξυπηρέτησις της συγκοινωνίας ταύτης δεν πρέπει να γίνη επιζήμια της πόλεως ήτις
τνχόν διακοπτόμενη διά του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου θa υφίστατο τεραστίας ζημίας και
εις το Σχέδιόν της και εις την εμφάνισίν της και εις τας εμπορικάς συναλλαγάς της και εις
την μεταξύ των δύο διακοπτόμενων τμημάτων επικοινωνίαν των κατοίκων της.

Ότι το δημοτικόν συμβούλιον έχει σχηματίσει πικράν αντίληψιν τι σημαίνει διχοτόμησις της
πόλεως από τας γενομένας εις το παρελθόν εγκαταστάσεις του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου
Αθηνών – Κηφισσίας εις το κέντρον και το πλέον εξωραϊσμένον τμήμα της πόλεως το οποίον
μετέτρεψαν εις έναν χώρο ο οποίος προκαλεί το συναίσθημα της αηδίας.

Ότι καίτοι έχει την γνώμην ότι ο ηλεκτρικός σιδηρόδρομος αποτελεί την λύσιν του
προβλήματος της συγκοινωνίας της πόλεως και ότι θa εξησφάλιζε εις το μέλλον την
εγκατάστασιν εν τη περιοχή της χιλιάδων οικογενειών, εν τούτοις προ του κακού της
διακοπής εις δύο τμήματα της πόλεως του Αμαρουσίου είναι υποχρεωμένο να μην δεχθή
την ούτω επί της επιφανείας του εδάφους προσφερομένην ηλεκτροκίνησιν ως επιζημίαν και
αναχρονιστικήν και να απευθυνθή προς τα αρμόδιας αρχάς ίνα αποτραπή το μελετώμενον
κακόν και κατασκευασθή η Γραμμή τον Ηλεκτρικού Σιδηροδρόμου από του Ναού της
Νεραντζιωτίσσης του Αμαρουσίου μέχρι των Καμάρων εντός υπογείου σήραγγος…

Αντιδράσεις των κατοίκων νια τα σανατόρια

Ένα σημαντικό και «λεπτό» ζήτημα που επανεμφανίστηκε και απασχόλησε τον δήμο και το δημοτικό
συμβούλιο το 1949, ήταν αυτό της λειτουργίας σανατορίου στο οίκημα Κατσογιάννη, το οποίο βρισκόταν στον
κρατικό προσφυγικό συνοικισμό Μαγκουφάνας και εντός σχεδίου πόλεως. Με ψήφισμα του το δημοτικό
συμβούλιο υπέβαλε έκκληση στον υπουργό Υγιεινής για την απαγόρευση της λειτουργίας, στο πλαίσιο της
προσπάθειας εξυγίανσης του δήμου και απαλλαγής του από παρόμοιες επιχειρήσεις, οι οποίες τον είχαν
επιβαρύνει οικονομικά και είχαν υποβαθμίσει τη ζωή των κατοίκων (προσπάθεια που όπως είδαμε στην
ενότητα «Το Μαρούσι από το 1925 έως το 1936», είχε αρχίσει να απασχολεί τις αρχές από το 1929). Τα
επιχειρήματα που προβάλλονταν ήταν τα εξής:

• Το Μαρούσι είχε ανακηρυχθεί κέντρο θερινής διαμονής.


• Η άδεια λειτουργίας ξενώνων ήταν αρμοδιότητα της Υγειονομικής Επιτροπής του δήμου σύμφωνα με το
άρθρο 3 του Α.Ν. 641/1937 «περί μέτρων υγιεινής των ως τόπων θερινής διαμονής χρησιμοποιούμενων
δήμων και κοινοτήτων», και όχι του Ανώτατου Υγειονομικού Συμβουλίου του κράτους.
• Οι επιχειρηματίες γιατροί, προκειμένου να εξασφαλίσουν τα οικονομικά τους συμφέροντα,
αδιαφορούσαν για την υγεία της πόλης.
• Η ύπαρξη σανατορίων είχε δυσμενείς συνέπειες στην πρόοδο και εξέλιξη της πόλης.
• Τα σανατόρια που λειτουργούσαν ήδη, μόλυναν την περιοχή.
• Το Ιατρείο Κοινωνικής Υγιεινής και Προφυλάξεως Μαρουσίου, ως καθ’ ύλην αρμόδιο από τον Α.Ν. 641,
ήδη είχε απορρίψει την αίτηση λειτουργίας του οικήματος ως σανατορίου.
Μετά από αυτά, και με τις κατάλληλες πιέσεις, τελικά η αίτηση έγινε δεκτή και δεν δόθηκε η άδεια
λειτουργίας του σανατορίου.
13

Η δημαρχία τον Τζων Βορρέ

Τον Μάιο 1951 δήμαρχος Αμαρουσίου εκλέγεται ο Τζων Βορρές, μία από τις
σημαντικότερες για το Μαρούσι αλλά και την Ελλάδα προσωπικότητες που έζησαν στην
πόλη και καθόρισαν την εξέλιξή της.
Γεννήθηκε στα Φιλιατρά Μεσσηνίας και σπούδασε γεωπονική στο Λονδίνο. Όταν
εγκαταστάθηκε στο Μαρούσι αγόρασε ένα μεγάλο αγρόκτημα και παράλληλα ανέλαβε τη
διαχείριση των γειτονικών προς το δικό του κτημάτων των βιομηχάνων Μητσοτάκη,
Καρέλλα και Ιωσηφόγλου. Κατά την περίοδο της Κατοχής βοήθησε σημαντικά τους
συμπολίτες του και απέκτησε μεγάλη δημοτικότητα. Εξελέγη δύο φορές δήμαρχος
Αμαρουσίου, αλλά και στις δύο περιπτώσεις παραιτήθηκε προτού εξαντλήσει τη θητεία του
λόγω διαφωνιών με το δημοτικό συμβούλιο. Επί δημαρχίας του καθιερώθηκε η πανελλήνια
έκθεση αγγειοπλαστικής και κεραμικής τέχνης στο Μαρούσι.

Ο Τζων Βορρές συν τοις άλλοις υπήρξε και ο αφανής ήρωας της απελευθέρωσης της Χίου στις 11.11.1912.
Υπηρέτησε ως λοχίας, μέλος του εκστρατευτικού σώματος για τα νησιά υπό τον συνταγματάρχη
Δελαγραμμάτικα. Ο ανιψιός του Ιωάννη Βορρέ, Ίωνας Βορρές τον Νοέμβριο του 2007 μίλησε στις εφημερίδες
Καθημερινή (14/11/2007) και Ελευθεροτυπία (φύλλο 26/11/2007) για τις εμπειρίες του αδερφού του πατέρα
του από την συμμετοχή του στις μάχες της Χίου

…Στα απομνημονεύματά του στο αρχείο της οικογένειας, ο θείος μου περιγράφει την ιστορική απόβαση η
οποία έγινε με ακράτητο ενθουσιασμό και υπό τα πυρά των Τούρκων όταν αυτοί αρνήθηκαν να παραδοθούν.
Κατά λέξη αναφέρει: «Οσα ακολούθησαν έγιναν αστραπιαία. Θυμάμαι καλά πως δεν κατέβηκα αλλά
κατρακύλησα από τη σκάλα του πλοίου και βρέθηκα μέσα στην πρώτη βάρκα για να πατήσω πρώτος το γλυκό
και ευλογημένο χώμα του νησιού και να φωνάξω χοροπηδώντας "Γεια χαρά παιδιά" και να φιληθούμε με δυο
νέους που ήταν κρυμμένοι μέσα στα βούρλα της παραλίας και μας περίμεναν. Επειτα από αψιμαχίες μερικών
εβδομάδων κατά τις οποίες υπέστημεν αρκετές απώλειες, ο Τούρκος διοικητής Ζιχνί Μπέη με 2.000 άνδρες και
33 αξιωματικούς παραδόθηκαν. Αναφέρει δε ο θείος μου κατά λέξη: «Η νύχτα της 20ής Δεκεμβρίου του 1912
βρήκε τη Χίο πραγματικά ελεύθερη»…

Προπολεμικά το κτήμα Βορρέ θεωρείτο ένα από τα ωραιότερα του είδους του και
απασχολούσε περισσότερους από 100 κηπουρούς και αγρότες, όλους από το Μαρούσι. Στο
κέντρο του κτήματος που σήμερα σε ένα τμήμα του στεγάζεται το 6ο Λύκειο Αμαρουσίου,
δέσποζε η περίφημη «Βίλα με τα Νούφαρα», σχεδιασμένη από τον ίδιο, ένα πυργοειδές
κτίσμα 15 δωματίων και αιθουσών υποδοχής. Εντυπωσιακή ήταν η μεγάλη τεχνητή λίμνη
μπροστά από την οικία, γεμάτη από χρωματιστά νούφαρα, τα οποία πρώτος ο Βορρές
έφερε στην Ελλάδα και στα οποία οφείλει η βίλα το όνομα της. Το κτήμα έβριθε από
πουλιά, αλεπούδες, σαύρες, χιλιάδες πεταλούδες και αγέλες λύκων.
Ο Τζων Βορρές, ως λάτρης της φύσης, συνέβαλε τα μέγιστα στην ανάπτυξη της ανθοκομίας
και της γεωργίας. Εξίσου σημαντική ήταν η προσφορά του στην πνευματική, πολιτιστική και
καλλιτεχνική εξέλιξη του τόπου.
Η βίλα υπήρξε πόλος έλξης όλων των προσωπικοτήτων της εποχής. Στις δεξιώσεις και
συγκεντρώσεις που γίνονταν εκεί, παρευρίσκονταν ο Καβάφης, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο
Ρίτσος, ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Ελευθερουδάκης, ο Μητρόπουλος, η Κοτοπούλη, η
Βέμπο και ο Χένρι Μίλερ, συγγραφέας ενός από τα ωραιότερα βιβλία για την Ελλάδα με
τίτλο Ο Κολοσσός του Μαρουσιού.
14

Το Μαρούσι είχε κυριολεκτικά επισκιάσει ακόμα και την Κηφισιά ως πολιτιστικό και
κοινωνικό κέντρο όλης της βορειοανατολικής Αττικής. Εκτός από τον Κατσίμπαλη, ζούσαν
εδώ ο Σπύρος Μελάς και ο Παύλος Νιρβάνας, ενώ τακτικοί επισκέπτες στις εκδηλώσεις του
Μαρουσιού ήταν ο Εμμανουήλ Μπενάκης και ο Στέφανος Δέλτας, που κατοικούσαν στην
Κηφισιά.
Μεγάλη καλλιτεχνική προβολή προσέφερε στο Μαρούσι η καθιέρωση του ως κέντρου
κεραμικής κατά τη δεκαετία του 1950, επί της δημαρχίας του Τζων Βορρέ. Συστάθηκε τότε ο
πρώτος συνεταιρισμός κεραμιστών και οργανώθηκε η πρώτη έκθεση κεραμικής σε στέγα-
στρο του σιδηροδρομικού σταθμού. Ο Τζων Βορρές ήταν στενός φίλος και υποστηρικτής
του Πάνου Βαλσαμάκη, που θεωρείται ένας από τους πατέρες της σύγχρονης ελληνικής
κεραμικής και ο οποίος μετά το 1957 ζούσε στο Μαρούσι.
Το κτήμα Βορρέ υπήρξε επίσης πόλος έλξης όλων των γνωστών πολιτικών της εποχής,
τόσο προπολεμικά όσο και μεταπολεμικά, μεταξύ των οποίων ο Ιωάννης Μεταξάς, ο Πα-
ναγιώτης Κανελλόπουλος, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Σπύρος Μαρκεζίνης, ο Παπάγος, ο
Γεώργιος Ράλλης κ.ά.
Ως δήμαρχος στη δύσκολη μεταπολεμική περίοδο, ο Τζων Βορρές συνετέλεσε
αποφασιστικά στην κοινωνική αναβάθμιση και εξέλιξη της πόλης. Εκτός από τη δυναμική
του προσφορά στην οργάνωση και προβολή του Αμαρουσίου ως κέντρου κεραμικής της
Ελλάδας, παρουσίασε μεγάλο πολιτισμικό έργο με πιο χαρακτηριστικό την δημιουργία της
πρώτης δημοτικής βιβλιοθήκης, δωρίζοντας μάλιστα εκατοντάδες βιβλία από την προσω-
πική του βιβλιοθήκη ενώ πρόσφερε αφειδώς φυτά και δέντρα από το κτήμα του για τον
καλλωπισμό της πόλης. Έσωσε, επίσης, το κτήμα Συγγρού από την κατάτμηση και την
απαλλοτρίωση, που κάποια στιγμή είχε προγραμματίσει η τότε κυβέρνηση και έδωσε
αποφασιστική μάχη για να κτιστεί η αερογέφυρα στον σταθμό του ηλεκτρικού, ώστε να μη
διχοτομηθεί το Μαρούσι. Ο αγώνας και η αποφασιστικότητα του Ιωάννη Βορρέ πάνω στο
θέμα οδήγησαν το 1957 ολόκληρο κλιμάκιο της τότε κυβέρνησης με επικεφαλής τον
Κωνσταντίνο Καραμανλής, προκειμένου να ενημερωθούν επί τόπου.
Όταν τελικά ελήφθη η απόφαση για την κατασκευή της αερογέφυρας, ο Στρατής Ανδρεάδης, πρόεδρος των
Ηλεκτρικών Σιδηροδρόμων και της Εμπορικής Τραπέζης, εμπιστεύθηκε τον Τζων Βορρέ ότι η απόφαση δεν
ελήφθη από καθαρά φιλικά αισθήματα, αλλά κυρίως επειδή η αερογέφυρα ωφελούσε την εταιρεία, διότι η
υψηλή καμπύλη που διαμορφώνεται στο Μαρούσι δημιουργεί μεγάλη κατηφόρα προς την Κηφισιά, η οποία
εξοικονομεί εκατομμύρια δραχμές σε ρεύμα.

Πορεία ανόδου

Όπως φάνηκε μέχρι τώρα η μεταπολεμική περίοδος εγκαινιάζει μια νέα εποχή αλλαγών και
ανάπτυξης του Δήμου Αμαρουσίου με την βοήθεια σημαντικών προσωπικοτήτων για την
τοπική κοινωνία. Καθ’ όλη την διάρκεια της δεκαετίας του 1950 , η εξέλιξη συνεχίζεται για
το Μαρούσι και οι διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες υποχρεώνουν τον δήμο να αυξήσει τα
τέλη καθαριότητας πλατειών, πεζοδρομίων και νεκροταφείου, και να επιβάλει τέλη
διαμονής παρεπιδημούντων και τέλη σταθμεύσεως αυτοκινήτων, προκειμένου να
ανταποκριθεί στα έξοδα και να προχωρήσει σε έργα ύδρευσης, φωτισμού, καθαριότητας,
οδοποιίας, εξωραϊσμού πλατειών, δενδροφυτεύσεων και κοινωνικής πρόνοιας.
Ειδικότερα για τα μέσα συγκοινωνίας και μεταφοράς συντάσσει κανονισμό που αφορά
ετήσιο τέλος σταθμεύσεως σε δημόσιους χώρους για την επισκευή και συντήρηση των
15

οποίων, όπως φαίνεται ο δήμος δαπανά σημαντικά ποσά, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την
32.890/50 διαταγή της νομαρχίας και την υπ’ αριθμ. 91.720/1949 εγκύκλιο διαταγή του
Υπουργείου Εσωτερικών. Χωρίζει μάλιστα σε τρεις κατηγορίες τα μέσα μεταφοράς,
εντάσσοντας στην πρώτη τα αυτοκίνητα, τα ταξί, τα λεωφορεία και τα φορτηγά, στη
δεύτερη τις μοτοσυκλέτες (δίκυκλες και τρίκυκλες) και στην τρίτη τις ιππήλατες άμαξες (τε-
τράτροχες και δίτροχες, μεταφορών και επιβατικές).
Τον Ιούνιο του 1951 είναι το έτος που πεθαίνει ο μεγάλος ευεργέτης Κωνσταντίνος
Σισμάνογλου και το δημοτικό συμβούλιο με ψήφισμα του αποφασίζει να δώσει το όνομα
του στην οδό της πόλης που οδηγεί στο ομώνυμο ίδρυμα. Τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς
πεθαίνει ο δήμαρχος Αθηναίων Γεώργιος Κωνσταντίνου Κοτζιάς, ενώ το δημοτικό συμβού-
λιο αποφασίζει την ανέγερση μνημείου εις μνήμην του Ολυμπιονίκη Σπύρου Λούη.
Την ίδια περίοδο εντάσσεται στο σχέδιο πόλης ένα μέρος της συνοικίας Ψαλίδι. Λόγω της
μείωσης της παραγωγής και του φτωχού εδάφους, ο δήμος μειώνει τον φόρο γεωργικών
και δασικών άμεσα παραγόμενων προϊόντων. Τα κυριότερα γεωργικά προϊόντα που πα-
ράγονται στο Μαρούσι είναι ο σανός από κριθάρι, βρόμη και βίκο, τα άχυρα, τα γεώμηλα,
τα κουκιά, ο αρακάς, οι τομάτες, τα χλωρά φασόλια, οι μελιτζάνες, τα παντζάρια, τα
κολοκύθια, τα καρότα, τα λάχανα, τα κουνουπίδια κ.λπ. παράλληλα με τη γεωργική,
εξελίσσονται η βιοτεχνική και η βιομηχανική παραγωγή. Στο πλαίσιο της βιοτεχνικής,
τουριστικής και γεωργικής ανάπτυξης του δήμου δημιουργείται ο εκθεσιακός χώρος στην
πλατεία του Σταθμού, ο οποίος περατώνεται το 1952 προκειμένου να στεγάσει βιοτεχνικές
και γεωργικές εκθέσεις.
Το 1953 ο δήμαρχος Τζων Βορρές παραιτείται λόγω διαφωνιών και συγκρούσεων με το
δημοτικό συμβούλιο και νέος δήμαρχος αναλαμβάνει ο Αλέξανδρος Γαρδέλης. Φλέγον
θέμα του έτους είναι και πάλι η ηλεκτροκίνηση της σιδηροδρομικής γραμμής Αθηνών –
Κηφισιάς. Ο Δήμος Αμαρουσίου υποβάλλει ψήφισμα προς τους αρμόδιους υπουργούς στις
13 Φεβρουαρίου 1953 τονίζοντας την απόλυτη επιθυμία του για την εκτέλεση των έργων το
ταχύτερο δυνατόν και προτείνοντας η γραμμή να κατασκευαστεί υπόγεια, για να αποφευ-
χθεί ο μαρασμός της πόλης. Τονίζει δε ότι στην περίπτωση κατά την οποία τελικά το
υπουργείο αποφασίσει η σιδηροδρομική γραμμή να διέρχεται διά μέσου της πόλης και
επειδή θεωρεί ζωτικότατο και ουσιώδες ζήτημα την εξυπηρέτηση των κατοίκων, να
κατασκευαστεί παράλληλα με τη σιδηροδρομική γραμμή, λεωφόρος από την Αθήνα έως
την Εκάλη, ώστε να αποσυμφορηθούν οι ενδιάμεσες πόλεις και να διευκολυνθεί η
συγκοινωνία.
Το έτος 1954, με την οικονομική ενίσχυση του Σχεδίου Marshall, επεκτείνεται από την
Ελληνική Ανώνυμη Εταιρεία Υδάτων το δίκτυο ύδρευσης σε όλη την οδό Μητροπόλεως και
σε άλλες οδούς. Το 1954-1955 εξαιτίας των ανεπαρκών εσόδων, τα έργα περιορίστηκαν σε
επισκευές οδοστρωμάτων και κατασκευές νέων οδών.
16

Το Μαρούσι τη δεκαετία 1955-1965

Το 1955 πραγματοποιείται η πρώτη αγγειοπλαστική έκθεση, η οποία θα ωφελήσει


οικονομικά και κοινωνικά στο μέλλον τον δήμο, αφού ο στόχος ήταν να εξελιχθεί σε
πανελλήνια έκθεση αγγειοπλαστικής (στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι από τις
1/7Λ954 έως τις 18/2/1955 υπηρεσιακός δήμαρχος ήταν ο Γ Χαϊμαντάς, ενώ στις 18/2Λ955
επανέρχεται ο Τζων Βορρές, επί δημαρχίας του οποίου υλοποιείται η ιδέα της έκθεσης).
Η προσπάθεια οικονομικής εξέλιξης έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του πληθυσμού και
τη δημιουργία αστικών πυρήνων-περιοχών, γεγονός που οδηγεί σε επέκταση του σχεδίου
πόλεως. Το 1957 εντάσσονται νέες περιοχές: ο οικοδομικός συνεταιρισμός Νέα Λέσβος
διαχωρίζεται από τα Ανάβρυτα ως αυτόνομος συνοικισμός (Αρ. Φύλ. 126/ 18-7-1957) και
γίνεται επέκταση του ρυμοτομικού σχεδίου της Κοινότητας Μαγκουφάνας σε τμήματα των
Δήμων Αμαρουσίου και Κηφισιάς (ΦΕΚ 43/Δ΄/20-3-1957). Σύμφωνα με την υπ’ αριθμ.
4302/27-1-1958 απόφαση του Υπουργείου Εσωτερικών καθορίζονται τα τελικά όρια μεταξύ
του Δήμου Αμαρουσίου και της Κοινότητας Μαγκουφάνας. Ήδη από τις 17/9/1954 η
Κοινότητα Μαγκουφάνας (σημερινός Δήμος Πεύκης) είχε γίνει αυτόνομη. Το 1957 κατέθεσε
αίτηση αύξησης ορίων. Η κοινότητα διεκδίκησε και τελικά κέρδισε να ενταχθεί στα
διοικητικά της όρια ο Οικισμός Χήρων και Ορφανών Φονευθέντων Αξιωματικών του
Πολέμου.
Τον Απρίλιο του 1959 διεξάγονται δημοτικές εκλογές και εκλέγεται δήμαρχος ο
Αλέξανδρος Γαρδέλης. Οι εξελίξεις και η ανάπτυξη του δήμου είναι ραγδαίες. Το 1960
δέχεται μεταδημοτεύσεις κατοίκων, οι οποίοι έχουν αποκτήσει κατοικία στον Δήμο
Αμαρουσίου πάνω από δύο χρόνια. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι αγγειοπλάστες-
κεραμοποιοί. Το ίδιο έτος ιδρύεται ο Αθλητικός Όμιλος Παραδείσου Αγ. Θωμάς. Στις
31/12/1960 αποσπάται τελεσίδικα η περιοχή Πάτημα από τον Δήμο Αμαρουσίου και
εντάσσεται στην Κοινότητα Βριλησσίων. Ταυτόχρονα επεκτείνεται το ρυμοτομικό σχέδιο
πόλεως στην περιοχή του νεκροταφείου (συνοικία Καρπάθια) (ΦΕΚ 168/Δ΄/25-1Τ1960) και
σε τμήμα της περιοχής Πολύδροσου (ΦΕΚ 26/Δ΄/5-3-1960).
Σημαντικό γεγονός της περιόδου είναι ο καθορισμός της βιομηχανικής ζώνης Αμαρουσίου,
κάτι που αποδεικνύει ότι ο δήμος γίνεται χώρος προσέλκυσης επιχειρήσεων. Ο πληθυσμός
της πόλης αυξάνει συνεχώς, εισρέουν κεφάλαια και μεγαλώνει η δυνατότητα πραγμα-
τοποίησης έργων. Ήδη από τις 23/12/1959 είχε υποβληθεί αίτηση του Εμμανουήλ Μόσχου
και άλλων εργοστασιαρχών της περιοχής Μπαμπά Αμαρουσίου, περί κηρύξεως της
αναφερόμενης περιοχής ως βιομηχανικής ζώνης. Το δημοτικό συμβούλιο ανέθεσε την
εξέταση της υπόθεσης σε επιτροπή η οποία πρότεινε η βιομηχανική ζώνη να οριστεί με
βάση τα παρακάτω όρια: Από τη συμβολή των οδών Γράμμου και Διονύσου ακολουθεί την
οδό Διονύσου προς νότο μέχρι το εγκεκριμένο σχέδιο και στη συνέχεια την προέκταση της
προς νότο και μέχρι το σημείο από το οποίο στρέφει ανατολικά και συναντά την οδό προς
τα εργοστάσια μαρμάρων, ακολουθεί την οδό αυτή μέχρι την Αμαρουσίου – Χαλανδρίου,
έπειτα ακολουθεί την τελευταία προς νότο και σε μήκος 200 μ., γυρνά σε ευθεία νοητή
γραμμή ανατολικά για 300 μ. Στη συνέχεια βόρεια σε ευθεία γραμμή μέχρι το ύψος της
νοητής προέκτασης της οδού Γράμμου, γυρνά δυτικά έως το σημείο που η οδός Γράμμου
συναντά την οδό Διονύσου.
Στην παραπάνω πρόταση, ομάδα δημοτικών συμβούλων αντέταξε μία δεύτερη με το
επιχείρημα ότι η βιομηχανική περιοχή πρέπει να οριστεί μακριά από κατοικίες και εφόσον
17

είχε ήδη αποφασιστεί η επέκταση του σχεδίου πόλεως μέχρι τον συνοικισμό του Αγίου
Θωμά, η βιομηχανική ζώνη έπρεπε να καθοριστεί ανατολικά, στην περιοχή των
εργοστασίων μαρμάρων και μάλιστα από την οδό Σωρού μέχρι την οδό Φραγκοκλησιάς.
Η τρίτη πρόταση που τέθηκε σε ψηφοφορία εισηγούταν τον καθορισμό δύο νησίδων
βιομηχανικής ζώνης. Η πρώτη θα εκτεινόταν από τις οδούς Γράμμου και Δ. Ράλλη έως το
εργοστάσιο ηλεκτρικών λαμπτήρων Βόλφραμ, που συμπεριλαμβάνει ανατολικά και τη
λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας στην οποία βρίσκεται το εργοστάσιο Μαρτέν. Η δεύτερη
νησίδα θα έφτανε από το τέρμα του σχεδίου του Αμαρουσίου, ανατολικά της λεωφόρου
Βασ. Σοφίας και μέχρι την οδό Αμαρουσίου – Χαλανδρίου, την οποία θα ακολουθούσε
νότια μέχρι και το τελευταίο υπάρχον εργοστάσιο.
Με ψήφους 7 υπέρ και 6 κατά έγινε δεκτή η δεύτερη πρόταση, αλλά ο δήμαρχος υπέβαλε
μία νέα. Πρότεινε η βιομηχανική ζώνη να αρχίζει από τις οδούς Γράμμου και Διονύσου, να
φτάνει προς τα νότια έως τη συμβολή των οδών Αγ. Κωνσταντίνου και Διονύσου και προς
τα ανατολικά στη λεωφόρο Βασ. Σοφίας, όπου βρίσκεται η επιχείρηση Κωβαίου, να
εκτείνεται έως την οδό Αμαρουσίου – Χαλανδρίου, ώστε να συμπεριληφθούν όλα τα
εργοστάσια που υπάρχουν στην περιοχή, ενώ για τα εργοστάσια Λαΐδος και ΗΒΗ να οριστεί
ιδιαίτερη βιομηχανική ζώνη. Τελικά, έπειτα από ενστάσεις και πολύωρες συζητήσεις η
πρόταση του δημάρχου έγινε δεκτή με ψήφους 7 υπέρ και 6 κατά.
Το 1962 πραγματοποιούνται αρκετά τεχνικά έργα στο κέντρο της πόλης, αλλά και σε γύρω
συνοικισμούς. Νέοι δρόμοι ανοίγονται, ασφαλτοστρώνονται παλαιοί, ενώ επεκτείνονται τα
δίκτυα φωτισμού, ύδρευσης και αποχέτευσης, κυρίως μετά από πιέσεις των κατοίκων.
Πίεση ασκείται και όσον αφορά την εκπαίδευση, και δη την κατασκευή σχολείων.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του 3ου Δημοτικού Σχολείου. Ο Σύλλογος Γονέων και
Κηδεμόνων διαμαρτύρεται στο δημοτικό συμβούλιο και ζητά τη μεταστέγαση του, γιατί
υπάρχει υπερπληθώρα μαθητών (420 παιδιά) από τους συνοικισμούς Σωρού, Καρπαθίων,
Αναβρύτων, Κοκκινιάς κ.ά., αλλά και γιατί τα παιδιά περνούν από την οδό Αμαρυσίας
Αρτέμιδος και κινδυνεύουν λόγω της μεγάλης κίνησης οχημάτων όλο το 24ωρο. Ο δήμος με
κατάλληλες ενέργειες καταφέρνει να δημιουργηθούν και άλλα σχολεία, γυμνάσιο θηλέων,
καθώς και δημοτικά στον Άγιο Θωμά και στον Παράδεισο.
Το 1963 η κυβέρνηση αποφασίζει τη δημιουργία Ολυμπιακού Σταδίου και απαλλοτριώνει
γεωργική περιοχή του Δήμου Αμαρουσίου. Η δημοτική αρχή διαμαρτύρεται και ζητά
αποζημίωση, γιατί η περιοχή χάνει σημαντικό μέρος της γεωργικής της παραγωγής. Σε
σύγκρουση με το Υπουργείο Εσωτερικών έρχεται επίσης ο δήμος και εξαιτίας της λεωφόρου
Κηφισίας. Απαιτείται ο ηλεκτροφωτισμός της, αλλά ο δήμος αρνείται αρχικά, γιατί η
περιοχή είναι αραιοκατοικημένη και προέχει ο ηλεκτροφωτισμός του κέντρου και των
συνοικισμών που έχουν περισσότερους κατοίκους, αλλά και γιατί ο Δήμος Χαλανδρίου και
η Κοινότητα Ψυχικού, στις περιοχές των οποίων εκτείνεται επίσης η Κηφισίας, δεν έχουν
δαπανήσει κονδύλια γι’ αυτό το έργο. Παρά τις διαμαρτυρίες, το υπουργείο απειλεί με
κυρώσεις τον δήμαρχο σε περίπτωση που δεν προχωρήσει στον ηλεκτροφωτισμό.
18

Μεταποίηση και βιομηχανία

Στη δεκαετία 1953-1963 ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης της μεταποιητικής παραγωγής
ήταν 8,6%. Στη δεκαετία 1963-1973, την κατεξοχήν εποχή της βιομηχανοποίησης στην
Ελλάδα, ο ρυθμός αυτός έφτασε το 11,6%. Το μερίδιο της μεταποίησης στο ΑΕΠ αυξήθηκε
από 11,6% το 1953 σε 21% το 1973. Εντυπωσιακές αλλαγές έλαβαν χώρα και στη
βιομηχανική παραγωγή. Το 1954 η παραδοσιακή ελαφρά βιομηχανία αντιπροσώπευε το
62% του βιομηχανικού προϊόντος, ενώ οι κλάδοι των κεφαλαιουχικών και ενδιάμεσων
αγαθών (χημικά, μεταλλουργία), μόλις το 26%. Το 1973 η εικόνα είχε αντιστραφεί. Η βαριά
βιομηχανία είχε φτάσει στο 45%, ενώ η ελαφρά είχε πέσει στο 42% του ΑΕΠ.
Οι παραπάνω εξελίξεις συνδέονταν με την πορεία των βιομηχανικών επενδύσεων, που
επιταχύνθηκαν μετά το 1960. Η στροφή προς τη βαριά βιομηχανία έγινε κυρίως υπό την
αιγίδα του ξένου κεφαλαίου. Η φιλελευθεροποίηση του διεθνούς εμπορίου, το 1953,
αφορούσε μόνο τους ποσοτικούς περιορισμούς στις εισαγωγές και όχι τους υπόλοιπους
προστατευτικούς φραγμούς. Στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 αυτός ο
προστατευτισμός απέτρεψε επιδείνωση του εξωτερικού ισοζυγίου και, έτσι, συνέβαλε στην
ανάπτυξη. Στρατηγική επιδίωξη των ελληνικών κυβερνήσεων ήταν η βελτίωση των
εξαγωγικών επιδόσεων της οικονομίας και ο βαθμιαίος περιορισμός της προστασίας. Αυτή
την επιδίωξη εξέφραζε και η Συμφωνία Σύνδεσης με την ΕΟΚ, που υπογράφηκε το 1961
στην Αθήνα.
Η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας έδωσε ώθηση και στις επενδύσεις σε κατοικίες. Η
υψηλή ζήτηση για κατοικίες οδήγησε με την σειρά της στη διάσπαση των μεγάλων
ιδιοκτησιών στο Μαρούσι, παράλληλα όμως αύξησε τον πληθυσμό του δήμου και ανέπτυξε
την οικονομία του, αλλοιώνοντας την παλιά και ειδυλλιακή εικόνα του Αμαρουσίου
διευρύνοντας ωστόσο τις δυνατότητες των κατοίκων για πιο άνετη ζωή.

Το 1966 το Υπουργείο Εσωτερικών αποφασίζει την περικοπή δαπανών στους δήμους (αρ. απόφ. 23638/23-4-
1966)· έτσι το δημοτικό συμβούλιο του Δήμου Αμαρουσίου αναγκάζεται να προχωρήσει σε αναμόρφωση του
προϋπολογισμού του. Αναστέλλει τη δημιουργία της βιβλιοθήκης και της φιλαρμονικής, προκειμένου να
διανοιχθούν νέες οδοί, να περατωθούν και να συντηρηθούν οι ήδη υπάρχουσες. Τελικά στις 19/1/1967
αποφασίζεται η ίδρυση της Βορέειου Βιβλιοθήκης.

Το Μαρούσι την Περίοδο της επταετίας

Η νύχτα της 20ης προς την 21η Απριλίου αποτελεί το αποκορύφωμα μιας 20ετούς
περιπέτειας της χώρας στην πορεία της προς τον εκδημοκρατισμό. Τα πολιτικά πάθη του
εμφυλίου πολέμου, η καχυποψία και η τρομολαγνεία των μετεμφυλιακών κυβερνήσεων, η
στελέχωση του κρατικού μηχανισμού με άκρως συντηρητικά στοιχεία σε συνδυασμό με τον
ξένο παράγοντα και την αδυναμία του δημοκρατικού πολιτικού κόσμου, ανεξαρτήτου
πεποιθήσεων, να υποδείξει παρρησία και αποφασιστικότητα στην πολιτική πρόοδο του
19

τόπου, οδήγησαν την χώρα στις δραματικές εξελίξεις του πραξικοπήματος της δικτατορίας
των Συνταγματαρχών. Οι βραχύβιες και φερέλπιδες κυβερνήσεις του Γεωργίου
Παπανδρέου δεν στάθηκαν ικανές να κινητοποιήσουν τον πολιτικό κόσμο σε μια πορεία
εξέλιξης της χώρας και του πολιτικού πολιτισμού, αντίθετα κάθε προσπάθεια απεμπλοκής
από την φοβική και μισαλλόδοξη ρητορεία του παρελθόντος, παραδόθηκε στις
συνωμοτικές εγχώριες και ξένες πρακτικές. Η δικτατορία των Συνταγματαρχών εγκαινίασε
μια εφταετία εθνικού πένθους και ντροπής με αποκορύφωμα την τραγωδία της Κύπρου και
την διολίσθηση της χώρας σε μια περιπέτεια με σοβαρές συνέπειες για τις δεκαετίες που
ακολούθησαν.
Την ημέρα του στρατιωτικού πραξικοπήματος το Μαρούσι αποτελεί από τα λιγοστά σημεία
πανελληνίως που σημειώνεται μια κάποια αντίδραση. Ο σταθμός Χωροφυλακής
Αμαρουσίου που τότε στεγαζόταν στην άλλοτε έπαυλη Στεργιάδη (οδός Βας. Αμαλίας)
αποτέλεσε το σημείο που στάλθηκε το πρώτο απεγνωσμένο μήνυμα της νόμιμης,
υπηρεσιακής κυβέρνησης, δια του εκπροσώπου της, υπουργού Δημοσίας Τάξης, Γεωργίου
Ράλλη, προς τα στρατεύματα της βορείου Ελλάδος να αντιδράσουν κατά των κινηματιών.
Στην πορεία αποδείχτηκε ότι οι επικεφαλείς αξιωματικοί των στρατευμάτων είτε ήταν ήδη
μυημένοι, είτε είχαν προσχωρήσει στην συνομωσία των πρωτεργατών της δικτατορίας. Την
ίδια μέρα όλος ο δημοκρατικός, πολιτικός κόσμος της δεξιάς, του κέντρου και της
αριστεράς διώκεται και φυλακίζεται. Το δικτατορικό καθεστώς επηρέασε κάθε πτυχή του
δημοσίου βίου και συνεπώς του Αμαρουσίου, ενός από τους πιο ιστορικούς δήμους της.
Το 1967, με την επιβολή της χούντας των συνταγματαρχών, ο δήμαρχος Αλέξανδρος
Γαρδέλης παραιτείται. Τη θέση του αναπληρώνει ο Ψαριανός. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου
έτους τοποθετείται δήμαρχος ο Αλέξ. Τρανταφύλλης, ενώ το 1970 αναπληρωτής δήμαρχος
ορίζεται ο Νικόλαος Σολόπουλος. Στη συνέχεια δήμαρχος τοποθετείται ο Κωνσταντίνος
Αναστασόπουλος (1971), ο οποίος παραμένει μέχρι την ανατροπή του Παπαδόπουλου.
Ο χαρακτήρας της περιοχής μεταβάλλεται, όχι τόσο από την πλευρά των χρήσεων και των
εγκατεστημένων λειτουργιών, αλλά κυρίως από τον τρόπο και τις διαδικασίες
διαμόρφωσης του περιβάλλοντος, στο οποίο κυρίαρχη θέση έχει η κατοικία.
Παρατηρείται μικρή μεταβολή και επέκταση στις δομημένες περιοχές, όπου το
παραδοσιακό κέντρο παραμένει περίπου με την ίδια οριοθέτηση. Η σημαντική όμως
αύξηση του συντελεστή δόμησης (από 0,8 και 1,2 σε 1,6) και η αντιπαροχή, ως τρόπος
εκμετάλλευσης του χώρου, επιφέρουν την πυκνοδόμηση, την κατασκευή ψηλών κτηρίων
πολυκατοικιών που αντικαθιστούν τις μονοκατοικίες, και την κατάληψη όλων των
ακάλυπτων χώρων από νέες οικοδομές.
Το Μαρούσι μετατρέπεται, έτσι, από προάστιο σε πυκνοδομημένη περιοχή. Παράλληλα με
την έντονη δραστηριότητα της αντιπαροχής και της μαζικής ανέργεσης πολυκατοικιών,
κατασκευάζεται το σημαντικότερο τεχνικό έργο, που θα επηρεάσει την εξέλιξη όχι μόνο του
Μαρουσιού, αλλά και ολόκληρου του βορειοανατολικού Λεκανοπεδίου: η λεωφόρος
Κηφισίας. Θα μετεξελιχθεί σε βασικό υπερτοπικό άξονα κυκλοφορίας και ανάπτυξης και θα
ενώσει τη βορειοανατολική Αττική εκτονώνοντας το κέντρο. Το Μαρούσι χάνει βίαια και σε
πολύ μικρό διάστημα τον προαστιακό του χαρακτήρα, την εικόνα και τη λειτουργία του.
Η νέα του μορφή προσδιορίζεται και συγκροτείται από την πυκνοδόμηση, η οποία
ανεβάζει την πυκνότητα της κατοικίας με έντονους και γρήγορους ρυθμούς και
χαρακτηρίζεται από την αντικατάσταση των μονοκατοικιών από ζώνες πολυκατοικιών. Η
νέα κατάσταση παρουσιάζει έντονα προβλήματα εξαιτίας της ανυπαρξίας αστικών κοι-
20

νόχρηστων χώρων και κοινωφελών λειτουργιών, αλλά και εξαιτίας του τελείως ανεπαρκούς
οδικού δικτύου, που είχε δημιουργηθεί για να καλύψει άλλες ανάγκες, άλλες χρήσεις, άλλα
μέσα μεταφοράς.
Η ραγδαία αλλαγή της εικόνας της περιοχής, σε συνδυασμό με την ανάγκη
αποσυμφόρησης του κέντρου και των υπερτοπικών δραστηριοτήτων, αλλά και την ύπαρξη
ελεύθερων χώρων, οδηγεί στην εγκατάσταση των πρώτων υπερτοπικών δραστηριοτήτων
στους τομείς υγείας, εκπαίδευσης και διοίκησης. Έτσι, εγκαθίστανται στο Μαρούσι τα
νοσοκομεία «Υγεία» και «Μητέρα», ιδιωτικά εκπαιδευτήρια (Ζηρίδη, Γερμανική Σχολή,
ΣΕΛΕΤΕ) και το κτήριο του ΟΤΕ. Ήδη η κλίμακα της περιοχής μεταβάλλεται, η δυναμική
πολλαπλασιάζεται, τα δεδομένα και οι αντιθέσεις μεγεθύνονται. Ο Δήμος Αμαρουσίου
προκειμένου να ανταποκριθεί στις προκλήσεις και τις εξελίξεις προχωρά σε μια σειρά
τεχνικών έργων για την ανακούφιση της περιοχής. Τα έργα αφορούν την προέκταση του
δικτύου ηλεκτροφωτισμού, την αποπεράτωση οδών και τη διάνοιξη νέων, την κατασκευή
της πλατείας Κασταλίας, καθώς και τον ηλεκτροφωτισμό της. Στο πλαίσιο της ίδια
πολιτικής, εκτός από το κέντρο, εκπονούνται έργα και στους συνοικισμούς. Σε αυτά
περιλαμβάνονται ο ηλεκτροφωτισμός, η διάνοιξη και η συντήρηση οδών στον συνοικισμό
Νέας Φιλοθέης – Καλογρέζας, και η επέκταση σχεδίου πόλεως στις περιοχές Ψαλίδι –
Τσούμπα Λασσάνη – Αγίων Αποστόλων – Πέλικα – Αναβρύτων. Τέλος εντάσσονται στο
ρυμοτομικό σχέδιο πόλεως του Δήμου Αμαρουσίου οι περιοχές Παράδεισος και Πολύδροσο
(Αρ. Φύλ. 21/ 11-2-1970).
Στην αρχή του 1970 καθιερώνεται νέος τύπος σφραγίδας ΔΗΜΟΣ ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ με
έμβλημα την Αμαρυσία Αρτέμιδα, αλλά πριν τη λήξη του έτους αποσύρεται αυτός ο τύπος
και δημιουργείται άλλος. Η νέα σφραγίδα του δήμου ήταν κυκλική, στο επάνω μέρος
αναγραφόταν ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, στο κάτω μέρος ΔΗΜΟΣ ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ ΑΤΤΙΚΗΣ, ενώ
στο κέντρο έφερε τον βασιλικό θυρεό. Την ίδια χρονιά ιδρύεται η εφημερίδα Αμαρυσία από
τον κ. Ανδρέα Ζαγκλή. Τον Μάρτιο του 1972 λαμβάνεται απόφαση για την ανέγερση νέου
δημαρχιακού μεγάρου στην πλατεία Ηρώων, καθώς και για την κατασκευή του
Πνευματικού Κέντρου.
Το 1974, επί Ιωαννίδη, δήμαρχος ήταν ο Στειρόγιαννης, ο οποίος διατήρησε το αξίωμα του
έως την πτώση του καθεστώτος. Όπως ήταν φυσικό η γενικότερη πολιτική κατάσταση
επηρέασε και τον Δήμο Αμαρουσίου, κυρίως όσον αφορά τη διοίκηση.
21

ΤΟ ΜΑΡΟΥΣΙ ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ ΕΩΣ ΤΟ 1990

Η δημοκρατική Ελλάδα

Η 24η Ιουλίου 1974, η ημέρα της πτώσης της δικτατορίας των συνταγματαρχών και της
αποκατάστασης της δημοκρατίας, ανήκει σε εκείνες τις ημερομηνίες που αποτελούν τομή
στην ιστορία ενός έθνους. Με την Παλινόρθωση της Δημοκρατίας εγκαινιάζεται μια νέα
εποχή για τον τόπο. Η Ελλάδα της «χούντας», της εθνικής προδοσίας, της ντροπής και του
πολιτισμικού «kitsch» φαίνεται να τερματίζεται μέσα σε πανηγυρισμούς της συντριπτικής
πλειονότητας των πολιτών, εκφράζοντας την αδυναμία και το επταετές μούδιασμα ενός
λαού που έψαχνε απεγνωσμένα αφετηρία να χαράξει μια νέα πορεία. Μαζί με την
δικτατορία τελειώνει και η γενικότερη μετεμφυλιακή περίοδος, της οποίας αναπόφευκτο
«τέκνο» υπήρξε η δικτατορία. Η Ελλάδα του «μετά» κουβαλάει τις πληγές του παρελθόντος
στις πλάτες της, έχει την γνώση και την εμπειρία, τις μαρτυρίες και τους μάρτυρες της, αυτό
που μένει είναι η νέα εποχή να είναι διαφορετική και καλύτερη. Μετά από πολλές
τρικυμίες, το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα υπήρξε μια από τις πλέον ειρηνικές και
ομαλές περιόδους της νεοελληνικής ιστορίας. Στα πλαίσια αυτά η μεταπολίτευση φάνηκε
να είναι μια τομή καθολική, σε επίπεδο πολιτικό, πολιτειακό, οικονομικό και ιδεολογικό.
Ο ελληνικός λαός με το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974 καθόριζε το πολιτειακό
του μέλλον, θεσπίζοντας την προεδρευομένη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Παράλληλα, σε
πολιτικό πλαίσιο, άρχισε με δειλά βήματα να διαφαίνεται η δημοκρατική ωρίμαση της
χώρας.
Τα κόμματα που σχηματίστηκαν ή και εντάχθηκαν επίσημα στο πολιτικό γίγνεσθαι,
καθόρισαν την εξέλιξη της Ελλάδας σε ολόκληρο το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα. Οι
δύο πολιτικές επιτυχίες που καταγράφηκαν την πρώτη περίοδο του εκδημοκρατισμού είχαν
ιδιαίτερη ιστορική σημασία. Η πρώτη, όπως αναφέρθηκε, αφορούσε το πολιτειακό ζήτημα.
Η δεύτερη αφορούσε την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, η
οποία διασφαλίστηκε με τη Συνθήκη της Προσχώρησης που υπέγραψε στις 28 Μαΐου 1979
ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, και ίσχυσε επίσημα την 1η Ιανουαρίου 1981 επί
πρωθυπουργίας Γεωργίου Ράλλη.
Εκτός από το πολιτικό πεδίο, μεγάλος πρωταγωνιστής στην εξέλιξη της Ελλάδας
αναδείχθηκε επίσης ο κοινωνικοοικονομικός μετασχηματισμός. Η αστικοποίηση, η αύξηση
των μεσαίων εισοδημάτων, η διεύρυνση του δημόσιου τομέα και της απασχόλησης και η
εμφάνιση νέων αιτημάτων για την ποιότητα ζωής, είναι φαινόμενα που συνέθεσαν την
έννοια του μετασχηματισμού και ανέτρεψαν παγιωμένες αντιλήψεις και συμπεριφορές,
ιδιαίτερα μετά την επικράτηση του Ανδρέα Παπανδρέου στην πολιτική σκηνή.
22

Πορεία εκδημοκρατισμού

ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΕΠΤΑ χρόνια δικτατορίας, η Ελλάδα πανηγύριζε την επιστροφή στη δημοκρατία, με την ορκωμοσία
ως πρωθυπουργού του ιδρυτή της ΕΡΕ Κωνσταντίνου Καραμανλή. Η επιστροφή του καθορίστηκε από την
πτώση του δικτατορικού καθεστώτος, την κατάληψη του 36% της Κύπρου από τον ΑΤΤΙΛΑ, τον απειλούμενο
πόλεμο με την Τουρκία και την παγκόσμια οικονομική κρίση. Η αντιμετώπιση όλων αυτών, σε συνδυασμό με
την αποκατάσταση της δημοκρατίας, απαιτούσε λεπτούς χειρισμούς. Η πρώτη φάση του εκδημοκρατισμού
ολοκληρώθηκε με την αλλαγή του πολιτειακού μας συστήματος και τη δίκη των πραξικοπηματιών.
Ακολούθησε η επιστροφή των εξόριστων πολιτικών κρατουμένων και η επίσημη αναγνώριση του ΚΚΕ. Οι
εκλογές του 1977 και η ίδρυση της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ έδειξαν ξεκάθαρα την πρόθεση του πολιτικού κόσμου να
θωρακίσει τους δημοκρατικούς δεσμούς, δίνοντας νέο πολιτικο-ιδεολογικό περιεχόμενο, και να οδηγήσει τη
χώρα σε μια νέα εποχή.

Το Μαρούσι της Μεταπολίτευσης

Πριν τη διεξαγωγή των πρώτων μεταπολιτευτικών ελεύθερων εκλογών, υπηρεσιακός


δήμαρχος στο Μαρούσι γίνεται ο πρωτοδίκης Χρήστος Στυλιανέας. Το 1975 διεξάγονται
δημοτικές και κοινοτικές εκλογές στις οποίες επανεκλέγεται ο τελευταίος αιρετός
δήμαρχος, Αλέξανδρος Γαρδέλης. Το Μαρούσι δείχνει με αυτό τον τρόπο την προτίμηση
του στο ευνομούμενο δημοκρατικό θεσμικό κράτος.
Ένα ακόμα γεγονός ενδεικτικό της δημοκρατικότητας των Μαρουσιωτών είναι ένα
ψήφισμα που εγκρίθηκε το 1976, αν και όχι ομόφωνα, από το δημοτικό συμβούλιο (αριθμ.
5/76) και αποτελούσε έκφραση συμπαράστασης στους τρεις Μαρουσιώτες νέους, οι οποίοι
κολλούσαν αφίσες διαμαρτυρίας για την αθώωση των βασανιστών στη δίκη της Χαλκίδας.

«Το δημοτικόν συμβούλιον Αμαρουσίου με το σημερινό ψήφισμα του θέλει να έκφραση τη


συμπαράσταση του στους τρεις Μαρουσιώτες νέους, Μαρία Τσάμπρα, Σούλα
Παπακωνσταντίνου και Ντίνο Κοσμαδάκη, που αντιπροσωπεύοντας την πανελλήνια
κατακραυγή για την αθώωση των βασανιστών στη Δίκη της Χαλκίδας, εκδήλωσαν την
αγανάκτηση τους και την αντίδραση τους με το κόλλημα αφισών διαμαρτυρίας».

Η απόφαση εγκρίθηκε με ψήφους 7 υπέρ, 3 κατά και 2 λευκά.

Παράλληλα με την επιστροφή στις δημοκρατικές αξίες, το Μαρούσι εισέρχεται σε νέους


ρυθμούς ανάπτυξης και ανάδειξης της κοινωνικής, οικονομικής και πνευματικής του
υπόστασης. Το 1977 λειτουργούν στον Δήμο Αμαρουσίου 12 δημοτικά σχολεία (από 1ο έως
12ο), γυμνάσιο αρρένων και θηλέων, λύκειο αρρένων και θηλέων, οι σύλλογοι Μέριμνα του
Γήρατος και Σύλλογος Τυφλών Αμαρουσίου, καθώς και Σώμα Ελληνίδων Οδηγών. Την ίδια
περίοδο εντάσσεται στο σχέδιο πόλεως ο συνοικισμός Ψαλίδι (αρ. φύλ. 464/19-11-1977).

Τα αναπτυξιακά-τεχνικά έργα συνεχίζονται με εντατικούς ρυθμούς. Το 1979 δήμαρχος


εκλέγεται ο Σπύρος Λέκκας. Τα δίκτυα ηλεκτροφωτισμού, ύδρευσης και αποχέτευσης
23

καλύπτουν πλέον και τις νεοενταχθείσες στο σχέδιο περιοχές, νέοι δρόμοι ανοίγονται,
συντηρούνται οι υπάρχοντες και εξωραΐζονται οι πλατείες.

Η Δεκαετία 1980

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 ολοκληρώνεται η μεταλλαγή του χαρακτήρα της
περιοχής, που συνδυάζεται με τη σταδιακή αλλά βίαιη μετατροπή της δομής και
«οργάνωσης» του Λεκανοπεδίου γενικότερα, παίρνοντας τη μορφή που έχει σήμερα.
Το κέντρο βάρους του Λεκανοπεδίου, από το κέντρο της Αθήνας μετατοπίζεται βόρεια,
γραμμικά κατά το μήκος της λεωφόρου Κηφισίας, που μετατρέπεται σε βασικό άξονα
ανάπτυξης δραστηριοτήτων τριτογενούς τομέα. Το παραδοσιακό κέντρο του Μαρουσιού
μετατρέπεται σε τοπικό κέντρο λιανικού εμπορίου και αναψυχής, ενώ αρχίζει να
διαμορφώνεται κέντρο υπερτοπικών δραστηριοτήτων μητροπολιτικού χαρακτήρα κατά
μήκος της Κηφισίας. Εγκαθίστανται νέες δραστηριότητες στον τομέα του αθλητισμού
(ΟΑΚΑ), της υγείας και κυρίως της ιδιωτικής διοίκησης και του εμπορίου.
Η λειτουργία της πόλης κυριαρχείται από δυϊσμό χρήσεων, καθώς από τη μια κυριαρχούν οι
περιοχές αμιγούς κατοικίας και από την άλλη συνεχίζεται η ανάπτυξη δυναμικού
υπερτοπικού κέντρου.
Οι λόγοι που συνηγόρησαν στον τύπο αυτό ανάπτυξης, μπορούν να συνοψιστούν στα εξής:

• Η ύπαρξη μεγάλων, ελεύθερων εκτάσεων, που βοηθούσαν στην εκτόνωση του


κέντρου της Αθήνας.
• Η χάραξη και υλοποίηση της λεωφόρου Κηφισίας με τρόπο ώστε να διασχίζει
εγκάρσια το Μαρούσι, τέμνοντας το και διασπώντας το σε δύο ισομερή
τμήματα. Η λεωφόρος Κηφισίας έφερε το Μαρούσι στο κέντρο και παράλληλα
επέτρεψε την αποκέντρωση των εγκαταστάσεων τριτογενούς τομέα κατά μήκος
της.
• Ο χαρακτήρας της περιοχής, όπου ακόμα και σήμερα συνυπάρχουν και
αντιπαλεύουν οι αντιθέσεις προάστιο-μητροπολιτικό κέντρο, κατοικία-διοίκηση,
τοπικό-υπερτοπικό.
Παράλληλα, η ύπαρξη ρεμάτων και οργανωμένων χώρων πρασίνου (κτήμα Συγγρού,
Αμαλίειο, Ευνίκη), σε συνδυασμό με τις υφιστάμενες μεγάλες ιδιοκτησίες που ανήκουν σε
ιδρύματα και κοινωνικούς φορείς, παρέχει τη δυνατότητα να αναπτυχθεί σχεδιασμός με
βάση σημεία αναφοράς ιδιαίτερης περιβαλλοντικής σημασίας.
Ακόμη, η γραμμή τρένου που διέρχεται από το παραδοσιακό κέντρο ήταν η αφετηρία για
την οργάνωση δικτύου μέσων μαζικής μεταφοράς, που αποτελούν τον κορμό των
μετακινήσεων.
Τέλος, το γεγονός ότι το Μαρούσι περιβάλλεται από δήμους με χαμηλή ένταση χρήσεων
και κύρια λειτουργία την κατοικία, το απαλλάσσει από πιέσεις άλλων δραστηριοτήτων (π.χ.
δευτερογενούς τομέα) και του προσφέρει την άνεση οργάνωσης τριτογενούς τομέα.
Το 1980 ψηφίζεται νέος νόμος (1065/80) περί λειτουργίας των δήμων και κοινοτήτων. Η
τοπική αυτοδιοίκηση αρχίζει να αποκτά περισσότερες αρμοδιότητες, που θα αυξηθούν
μέσα στη δεκαετία και θα δώσουν έτσι στους δήμους τη δυνατότητα μεγαλύτερης αυτοδυ-
ναμίας για την εξέλιξη τους. Ο Δήμος Αμαρουσίου θα εκμεταλλευτεί στο έπακρο αυτή τη
24

δυνατότητα και η εξέλιξη του θα τον καταστήσει έναν από τους πλέον οργανωμένους και
ισχυρούς δήμους στην Ελλάδα.

Το 1981 τα τεχνικά έργα, όπως η επέκταση του υδρευτικού και αποχετευτικού δικτύου, οι
ασφαλτοστρώσεις οδών, η συντήρηση του οδικού δικτύου στις συνοικίες Παραδείσου και
Νέας Φιλοθέης, η κατασκευή οδών στο Ψαλίδι και τον Παράδεισο, οι διαμορφώσεις
πλατειών και οι αγορές μηχανημάτων καθαριότητας, δίνουν νέα ώθηση στην αστικοποίηση
του οικιστικού ιστού της πόλης. Την περίοδο αυτή η κεντρική κυβέρνηση προωθεί σχέδιο
για την ένταξη σε βιομηχανική ζώνη του πολεοδομικού συγκροτήματος Αγίου Θωμά και Ν.
Σωρού.
Και όμως, παρ’ όλα αυτά ο αγροτικός χαρακτήρας της περιοχής παραμένει, αν και έχει
περιοριστεί αρκετά. Το 1982 βοσκούσαν πρόβατα στο Ψαλίδι. Κάτοικος της περιοχής με
αίτηση του προς το δημοτικό συμβούλιο, ζητά την παράταση χρόνου βοσκής των 50 περί-
που προβάτων του σε κτήμα της περιοχής Ψαλίδι, αίτηση που γίνεται δεκτή. Βέβαια, τότε
το κτήμα ήταν εκτός σχεδίου.
Στις δημοτικές εκλογές του 1982 εκλέγεται δήμαρχος ο Χρήστος Βλάχος και ταυτόχρονα
εκλέγεται για δύο χρόνια προεδρείο, σύμφωνα με τον Ν. 1270/1982. Ο ίδιος δήμαρχος θα
κερδίσει και τις επόμενες δημοτικές εκλογές και θα μπορέσει να εφαρμόσει το πρόγραμμα
ανάπτυξης του δήμου. Η διοικητική οργάνωση μεταβάλλεται υιοθετώντας πιο περίπλοκα
αλλά και ευέλικτα σχήματα, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η αύξηση του πληθυσμού και η
αύξηση των εντός σχεδίου πόλεως περιοχών, που διαμορφώνουν σιγά-σιγά την αστική
μορφή του Μαρουσιού.
Την ίδια περίοδο καθιερώνεται για το εργατοτεχνικό προσωπικό του δήμου πενθήμερη
εργασία 39 ωρών εβδομαδιαίως, σύμφωνα με το άρθρο 44 παραγρ. 1 του Συντάγματος
(ΦΕΚ 299/Τ.Α΄/1980) και με την υπ’ αριθμ. 48/1983 απόφαση του δημοτικού συμβουλίου.

Το Πολιτισμικό Μαρούσι της Δεκαετίας του 1980

Την χρυσή δεκαετία για την Ελλάδα, όπως θεωρείται για πολλούς η δεκαετία του 1980, ο
Δήμος Αμαρουσίου στρέφει την προσοχή του σε ζητήματα πολιτισμού (τέχνες, γράμματα,
ιστορία, οικολογία, αθλητισμός) και ποιότητας της καθημερινότητας των πολιτών
συμμετέχοντας δυναμικά στην Επιτροπή Μελέτης και Προγραμματισμού της Πολιτιστικής
Ανάπτυξης του Νομού Αττικής.
Με την υπ’ αριθμ. 65/1983 απόφαση το Δ.Σ. προχωρά στη σύσταση επιτροπών για την
αντιμετώπιση των θεμάτων που αφορούν τον δήμο. Οι επιτροπές αφορούν τους εξής
τομείς: έργα υποδομής, καθαριότητα, πολιτισμός, παιδικές χαρές, νεότητα, δημοτικές
επιχειρήσεις, πράσινο-προστασία περιβάλλοντος, συγκοινωνία-κυκλοφοριακό, δημόσιες
σχέσεις και συνοικιακά συμβούλια. Λαμβάνεται επίσης η απόφαση δημιουργίας ΚΑΠΗ
(Κέντρο Ανοιχτής Προστασίας Ηλικιωμένων), η σύσταση του οποίου σε Ν.Π. έγινε με την υπ’
αριθμ. 108/84 απόφαση του δημοτικού συμβουλίου.
25

Αθλητικά Σωματεία

1. ΑΘΛΗΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ


2. ΑΘΛΗΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ «ΟΔΥΣΣΕΑΣ» ΝΕΑΣ ΦΙΛΟΘΕΗΣ
3. ΑΘΛΗΤΙΚΟ ΣΩΜΑΤΕΙΟ «ΝΙΚΗ» ΑΝΑΤ. ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ
4. ΑΘΛΗΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ «ΤΡΙΦΥΛΛΙΑΚΟΣ» ΠΟΛΥΔΡΟΣΟΥ
5. ΑΘΛΗΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ «ΣΠΥΡΟΣ ΛΟΥΗΣ»
6. ΑΘΛΗΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ «ΑΡΙΩΝ» ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ
7. ΑΘΛΗΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ «ΤΡΙΤΩΝ»
8. Α. Σ. ΜΑΡΟΥΣΙ 2004
9. Α. Σ. ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΩΝ ΔΟΥΚΑ
10. Γ Σ. ΑΝΑΒΡΥΤΩΝ
11. ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ
12. ΣΚΑ – ΑΘΛΗΤΙΚΟ ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΚΙΝΗΤΙΚΑ ΑΝΑΠΗΡΩΝ
13. ΕΦΟΑ – ΕΝΩΣΗ ΦΙΛΩΝ ΟΛΥΜΠΙΑΚΩΝ ΑΓΩΝΙΣΜΑΤΩΝ «ΣΠΥΡΟΣ ΛΟΥΗΣ»

Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 25 χρόνων από την ίδρυση του Συνδέσμου
Αγγειοπλαστών και Κεραμιστών Αμαρουσίου, αποφασίζεται από το δημοτικό συμβούλιο η
έκδοση βιβλίου για την ιστορία της κεραμικής και αγγειοπλαστικής στον δήμο, καθώς και η
βράβευση τριών Μαρουσιωτών αγγειοπλαστών, που συμμετείχαν στην πανελλήνια έκθεση
του 1983 (αριθμ. απόφ. 177/1983).
Στο πλαίσιο του νόμου 1270/82 για την τοπική αυτοδιοίκηση, το δημοτικό συμβούλιο
αποφασίζει (αριθ. απόφ. 178Λ983) την ίδρυση συνοικιακών συμβουλίων. Σκοπός της
ίδρυσης τους είναι η ενεργοποίηση, η κινητοποίηση, η οργάνωση και η πλατιά συσπείρωση
των κατοίκων στο πλαίσιο της τοπικής αυτοδιοίκησης για την έρευνα, τον εντοπισμό, την
καταγραφή των τοπικών προβλημάτων, αναγκών και δυνατοτήτων κάθε γειτονιάς, καθώς
και την ιεράρχηση, επεξεργασία και προώθηση των τοπικών προβλημάτων. Με την 247
απόφαση του, το δημοτικό συμβούλιο του δήμου ψηφίζει κατά άρθρο την οργάνωση και
λειτουργία των συνοικιακών συμβουλίων (συνελεύσεις, εκλογή αντιπροσώπων κ.ά.).
Το Υπουργείο Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος με έγγραφο του (51448/3700/83)
γνωστοποιεί στον δήμο ότι με την 591/83 πράξη του Συμβουλίου ΧΟΠ ενέκρινε μελέτη για
την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου στην περιοχή Ψαλίδι και τον χαρακτηρισμό του
Οικοδομικού Τετραγώνου 674 από χώρο ιερού ναού και πλατείας σε χώρους ισλαμικού
τεμένους και πλατείας. Οι κάτοικοι της περιοχής διαμαρτυρήθηκαν έντονα και κατέθεσαν
ψήφισμα-διαμαρτυρία. Το δημοτικό συμβούλιο συμπαραστάθηκε στο αίτημα των πολιτών
και αποφάνθηκε ότι, παρά τον σεβασμό στις θρησκευτικές πεποιθήσεις κάθε ανθρώπου,
δεν μπορεί να προβεί σε ενέργειες που αντίκεινται στις επιθυμίες των πολιτών. Επίσης
τονίζεται ότι δεν είναι δυνατόν να οικοδομηθεί ο μοναδικός χώρος πρασίνου στην περιοχή,
ειδικά για την ικανοποίηση ανθρώπων ξένων προς την ελληνική παράδοση και
πραγματικότητα, αλλά πρέπει να δοθεί στους κατοίκους ως χώρος αναψυχής.
Το 1984 ιδρύεται το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αμαρουσίου το οποίο λειτουργεί ως
Νομικό Πρόσωπο. Με την απόφαση 6/84 το δημοτικό συμβούλιο εγκρίνει την κατάργηση
των Ν.Π. Βορέειος Δημοτική Βιβλιοθήκη Αμαρουσίου και Δημοτική Φιλαρμονική Αμαρουσί-
ου, τη συγχώνευση τους και τη σύσταση ενός Νομικού Προσώπου με την επωνυμία
Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αμαρουσίου Αττικής. Η δημιουργία του εντάσσεται στην
προσπάθεια ανάπτυξης πολιτιστικών και πνευματικών δραστηριοτήτων με στόχο την
26

εξύψωση του πνευματικού επιπέδου των κατοίκων. Στο ίδιο Ν.Π. εντάχθηκε και η χορωδία
του δήμου (αριθμ. απόφ. 7/84).
Το 1985 (αριθ. απόφ. 276/85) συστάθηκε Νομικό Πρόσωπο με την επωνυμία 2ο ΚΑΠΗ
Δήμου Αμαρουσίου, προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες των ηλικιωμένων στο
ανατολικό τμήμα της περιοχής, το οποίο χωρίζεται από την υπόλοιπη περιοχή από τη
λεωφόρο Κηφισίας.
Το 1986 ήταν μια χρονιά που συγκλόνισε τον κόσμο και προκάλεσε την ευαισθητοποίηση
των πολιτών όσον αφορά το θέμα της καταστροφής του περιβάλλοντος. Η έκρηξη στο
πυρηνικό εργοστάσιο του Τσερνομπίλ και η διαρροή ραδιενέργειας γεμίζει τους πάντες
ανησυχία. Ο Δήμος Αμαρουσίου, μετά από πρόταση της Επιτροπής Ειρήνης του δήμου (με
το 12/3Λ986 έγγραφο της) κηρύσσει την πόλη αποπυρηνικοποιημένη ζώνη, εγγράφοντας
την μέσα στους πρωτοπόρους του ειρηνιστικού κινήματος παγκοσμίως (αρίθ. απόφ.
159/86).
Στο πλαίσιο της κοινωνικής του πολιτικής ο δήμος ορίζει επιτροπή (αριθ. απόφ. 22/87) για
την αντιμετώπιση και καταστολή των ναρκωτικών. Η επιτροπή δεσμεύεται να καταθέσει
προτάσεις για την πρόληψη και την προστασία των περισσότερο ευαίσθητων ομάδων
καθώς και για τη δημιουργία υπηρεσιών υπεύθυνων για την ενημέρωση και τη συγκρότηση
χώρων πολιτιστικής και αθλητικής δραστηριότητας.
Το 1987 (αριθ. απόφ. 286/87) αποφασίζεται η σύσταση Νομικού Προσώπου με την
επωνυμία Αθλητικό Κέντρο Δήμου Αμαρουσίου. Σκοπός του είναι η καλλιέργεια της
αθλητικής ιδέας σε όλους τους κατοίκους της πόλης και η συνεργασία για τον συντονισμό
ενεργειών και εκδηλώσεων μεταξύ του δήμου και των τοπικών αθλητικών εκπολιτιστικών
εξωραϊστικών κ.λπ. συλλόγων, για την ανάπτυξη του αθλητισμού, με τη λειτουργία
τμημάτων κλασικού αθλητισμού, καλαθόσφαιρας, τένις, ενόργανης γυμναστικής,
κολύμβησης και ποδοσφαίρου.
Η δεκαετία του ’80 κλείνει βρίσκοντας το Μαρούσι με διευρυμένα διοικητικά όρια, όσον
αφορά τις εντός σχεδίου πόλεως περιοχές, και με διπλάσιο σχεδόν πληθυσμό. Οι περιοχές
που εντάχθηκαν στο σχέδιο πόλης είναι: Σισμανογλείου – Αμαρουσίου (αρ. φύλ. 199/4-3-
1988), η περιοχή Σωρού – Λάκκα Κόττου (αρ. φύλ. 410Λ4-6-1988) και τέλος η περιοχή Άνω
Ψαλίδι (αρ. φύλ. 878/8-12-1988).
Όσον αφορά τον πληθυσμό, οι αριθμοί είναι ενδεικτικοί της εξέλιξης που συντελείται στην
αστικοποίηση της πόλης1. Το Μαρούσι συνεχίζει να είναι πόλος έλξης νέων κατοίκων
κυρίως λόγω της επιχειρηματικής δραστηριότητας, κατάσταση που συνεχίζεται έως και
σήμερα.

1 Κατά το έτος 1920 ο πληθυσμός ανερχόταν σε 3.450 κατοίκους, το 1928 σε 7.567, το 1940 σε 8.253 και το 1951 σε 12.080. Το 1961 έφτασε τους 20.135
κατοίκους, το 1971 τους 27.000, ενώ το 1981 ξεπερνούσε τους 50.000 και το 1991 υπερέβαινε τους 64.000
.
27

Η Ιστορία της «Αμαρουσιώτικης» Κεραμοποιίας

Τα παλαιά εργαστήρια κεραμοποιίας της προβιομηχανικής περιόδου, έτσι όπως τα


γνωρίσαμε στην προηγούμενη ενότητα, δέχονται ισχυρές ανταγωνιστικές πιέσεις. Στις
αρχές του 20ου αιώνα ιδρύεται στο Ν. Φάληρο μικρή βιομηχανία κεραμικής με την επωνυ-
μία ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΣ Α.Ε. η οποία εξελίχθηκε σε εργοστάσιο μαζικής βιομηχανικής παραγωγής.
Λίγο αργότερα δημιουργείται στον Βοτανικό μία ακόμη μεγάλη βιομηχανία. Η ίδρυση των
βιομηχανιών αυτών «σπάει» το μονοπώλιο του Μαρουσιού, ενώ παράλληλα απορροφά
έναν σημαντικό αριθμό από τεχνίτες και βοηθούς, λόγω των υψηλότερων αποδοχών που
προσφέρει. Το Μαρούσι αντιδρά και, γνωρίζοντας τα θετικά στοιχεία που διαθέτει και που
θα το βοηθήσουν να ανταγωνιστεί τα υπόλοιπα κέντρα κεραμικής, γίνεται πόλος έλξης
τεχνιτών2 από άλλες περιοχές της Ελλάδας. Προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι νέες
απαιτήσεις και ο ανταγωνισμός, ιδρύονται εργαστήρια αγγειοπλαστικής, τα οποία έχουν
καλύτερες προοπτικές εξέλιξης λόγω της καταλληλότητας του χώματος της περιοχής, αλλά
και εξαιτίας της κοντινής απόστασης από το κέντρο της Αθήνας.
Το 1920 πρώτος ο Αλέκος Καρδιακός στήνει το δικό του εργαστήρι στη λεωφόρο Κηφισίας
72. Οι καλύτεροι μάστορες αγγειοπλαστικής δούλεψαν μαζί του και όταν έφευγαν ήταν
περιζήτητοι. Μεταξύ άλλων, από κοντά του πέρασαν οι αγγειοπλάστες Κωνσταντίνος Κιολό-
γλου, Ιωάννης Δελαβίνιας, Αντώνης Μπουλμπάσης, Γιώργος Σκλάβαινας, Μανώλης
Λάσκαρης, Γιάννης Ζήκος, Βαγγέλης Καμπουράκης, Φραντζέσκος Λεμονής, Γιάννης
Γκούμας, Ηλίας Ζάχαρης, Χρήστος Ράντζος, Ηλίας και Γεράσιμος Λιβάνιος, Γεώργιος
Μαυρογόνατος, Ροδίτης και Τάκης Κωνσταντάκος.
Ο Κωνσταντίνος Καλογήρου ήταν από τους πρώτους που έφυγαν από το παλιό εργαστήρι
του Παντολιού. Εγκατέστησε το καμίνι του στο παλαιό νεκροταφείο (σημερινή πλατεία
Αγίας Λαύρας), όπου από το 1959 γινόταν η Πανελλήνια Έκθεση Αγγειοπλαστικής, πριν
μεταφερθεί στο μόνιμο εκθετήριο του Συνεταιρισμού.
Ορισμένα από τα εργαστήρια παράγουν μικρά αντικείμενα, ενώ άλλα κατασκευάζουν
αγγεία μεγάλου μεγέθους. Παλιότερα κατασκευάζονταν στο Μαρούσι πιθάρια με τρία
φυτεύματα3 και βούκια4. «Ανέβαζαν» πιθάρια των τεσσάρων τα οποία είχαν χωρητικότητα
150 οκάδων, ωστόσο σήμερα πλέον δεν υπάρχουν στο προάστιο αγγειοπλάστες που να
γνωρίζουν την τεχνική κατασκευής αυτών των πιθαριών.

2 Οι Σίφνιοι αγγειοπλάστες συνήθιζαν να φεύγουν τα καλοκαίρια από τη Σίφνο για το Μαρούσι, ενώ τον χειμώνα επέστρεφαν στο νησί για να μαζέψουν
ελιές.
3 Φύτευμα είναι η χωριστή κατασκευή τμημάτων αντικειμένων σε δύο ή τρία μέρη. Φύτευαν κατάλληλα ετοιμασμένο αυλάκι στο νωπό κεραμικό, το ένα
τμήμα επάνω στο άλλο. Η ακρίβεια της διάστασης και των δύο τμημάτων που προορίζονται για ένωση, αποτελούσε το κριτήριο του επιτυχημένου
φυτεύματος, που ήταν σημάδι της επιδεξιότητας του καλού μάστορα. Το σημείο της ένωσης των τμημάτων ήταν το φύτευμα, ενώ το σώμα των τμημάτων
ονομαζόταν βούκι.
4 Βούκι ονομάζεται η βάση του σώματος μεγάλου σε μέγεθος αντικειμένου, καθώς και τα άλλα δύο ή τρία τμήματα που κατασκευάζονται ξεχωριστά και
ενώνονται το ένα πάνω στο άλλο.
28

Καλλιτεχνική κεραμική

Παρατηρήσαμε ότι το πέρασμα από την προβιομηχανική στη βιομηχανική παραγωγή


κεραμικής και αγγειοπλαστικής πραγματοποιήθηκε λόγω του μεγάλου ανταγωνισμού. Για
τον ίδιο λόγο οι κεραμίστες του Μαρουσιού αρχίζουν να ασχολούνται και με την καλλι-
τεχνική δημιουργία. Οι μεγάλες βιομηχανίες (ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΣ Α.Ε., ΙΩΝΙΑ κ.ά.), ξεκινούν τη
δημιουργία διακοσμητικών κεραμικών, αφού η εξάπλωση του πλαστικού υποχρεώνει σε
υποχώρηση τα αντικείμενα καθημερινής χρήσης από πηλό. Έτσι, ξεκινούν την αντιγραφή
αρχαίων αγγείων για διακοσμητική χρήση. Παράλληλα αρχίζουν να επιστρέφουν από το
εξωτερικό αγγειοπλάστες με νέες ιδέες, οι οποίοι εισάγουν νέα τεχνοτροπία και
επηρεάζουν θετικά την παραγωγή, στρέφοντας την προς μια πορεία περισσότερο
καλλιτεχνική. Το Μαρούσι ακολουθεί με μεγάλη επιτυχία αυτή την εξέλιξη και αντα-
ποκρίνεται στην πρόκληση με τον καλύτερο τρόπο, αφού λόγω της παράδοσης του, έλκει
τους πιο αξιόλογους κεραμίστες, ενώ συγχρόνως οι παλαιοί, εξαιτίας της εμπειρίας τους,
ακολουθούν με ευκολία τις νέες τάσεις.
Ο πρώτος που ασχολήθηκε με την καλλιτεχνική κεραμική, και μάλιστα με αυτοσχέδια
χρώματα, είναι ο Καρδιακός. Χρησιμοποίησε μέσα στο διαφανές γυαλί οξείδια, όπως το
λάδι του τσιμέντου, ενώ από τη σκουριά του χαλκού, που την προμηθευόταν από τα
γανωτζίδικα στο Μοναστηράκι, έβγαζε τα νερένια πράσινα γυαλοχρώματα. Οι κεραμίστες
αγόραζαν επίσης χαλκό από τα χαλκάδικα του Πύργου Ηλείας. Παράλληλα δούλευαν το
σιφνέικο χώμα, γνωστό στο Μαρούσι με το όνομα «μεταλλείο», με το οποίο
δημιουργούσαν τα μελιά υαλοχρώματα, ενώ έκαναν επίσης χρωματιστούς μπατανάδες5. Το
χώμα της Μήλου χρησιμοποιούσαν στα αυτοσχέδια γυαλώματά τους και στους
μπατανάδες. Γυαλώματά έκαναν από μίνιο, μολύβι και λιθάργυρο, τον οποίο αγόραζαν από
το Λαύριο. Χρησιμοποιούσαν επίσης και σκληρή πέτρα, τον άτσακα, της οποίας το
κοπάνισμα σε σκόνη μέσα σε χερόμυλους ήταν πραγματικό μαρτύριο. Γυαλί αγόραζαν από
το εργοστάσιο του ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΥ και από το κατάστημα του Ασίκη στον Πειραιά. Αυτά τα
πυροχρώματα είχαν εμφανιστεί στο εμπόριο ήδη από το 1930.
Ο αγγειοπλάστης Ιωάννης Δελαβίνιας, άριστος μάστορας του τροχού, αντέγραφε αρχαίες
φόρμες που τις χρωμάτιζε με επικάλυψη διαλυμένου κόκκινου πηλού, έχοντας ως
αποτέλεσμα ένα ζεστό κόκκινο χρώμα που πλησίαζε την εικόνα των αρχαίων αγγείων.

5 Μπατανάς ή αργιλόχωμα ονομάζεται ο διαλυμένος πηλός, κόκκινος ή λευκός και σουρωμένος με λεπτό κόσκινο. Χρησιμοποιείται ως επίχρισμα στα αγγεία
για να στεγανοποιηθούν και να αποκτήσουν φωτεινότητα τα χρωμογυαλώματα όταν ψηθούν.
29

Πάνος Βαλσαμάκης (1900-1986)

ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΣΤΙΣ ΚΥΔΩΝΙΕΣ ΤΗΣ Μικράς Ασίας το 1900. Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών της
Μασσαλίας και μετά από ένα χρόνο κεραμική στη Σχολή Saint-Jean de Desert. Από το 1930 έως το 1942
διηύθυνε το καλλιτεχνικό εργαστήρι τής ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΣ Α.Ε. Από το 1942 έως το 1957 κατείχε τη δέση του
καλλιτεχνικού διευθυντή του εργοστασίου κεραμικής ΑΚΕΛ (Ανώνυμος Κεραμική Εταιρεία Λαυρίου) που
ίδρυσε η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας. Από το 1957 διατηρούσε ιδιωτικό εργαστήριο κεραμικής στο Μαρούσι.
Από το 1953 υπήρξε μέλος της Διεθνούς Ακαδημίας Κεραμικής, καθώς και πολλών άλλων καλλιτεχνικών
συλλόγων. Έχει δημοσιεύσει άρθρα και μελέτες σε ελληνικά και ξένα περιοδικά. Το 1975 δημοσίευσε την
ποιητική συλλογή Πικρή Πολιτεία και το 1979 αναμνήσεις του με δέμα Η πολιτεία δίχως κάστρα –Αϊβαλί, 1914-
1918. Έχει πραγματοποιήσει ατομικές και έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το
εξωτερικό, ενώ έχει τιμηθεί για το έργο του με πολλά βραβεία. Το 1982 πραγματοποιήθηκε μεγάλη έκθεση
έργων του στην Εθνική Πινακοθήκη. Πέθανε το 1986 και μετά τον θάνατό του βραβεύτηκε από την Ακαδημία
Αθηνών για το σύνολο του έργου του, καλλιτεχνικού και συγγραφικού.

Μετά την Απελευθέρωση η κεραμική στο Μαρούσι γνώρισε νέα άνθηση. Σε αυτό
συνέβαλε σημαντικά η Ήρα Τριανταφυλλίδη, η οποία ήταν αυτοδίδακτη και ξεκίνησε την
κεραμική στα πενήντα της χρόνια. Η ίδια και το έργο της έγιναν μόδα στους πνευματικούς
κύκλους και το διπλωματικό σώμα. Αν και την εποχή αυτή η αγορά άρχισε να κατακλύζεται
από το πλαστικό, η Ήρα έδωσε νέα πνοή στην τέχνη και την αγορά των κεραμικών.
Η εγκατάσταση στο Μαρούσι σημαντικών κεραμιστών έδωσε νέα ανάσα και τροφή στην
τοπική παραγωγή. Το 1956 εγκαθίσταται στην περιοχή ο Μάνος Δάνος, ο οποίος είναι
επίσης συγγραφέας του μοναδικού ελληνικού βιβλίου που αναφέρεται στην τέχνη της
κεραμικής.
Το 1957 δημιούργησε εργαστήριο στο Μαρούσι ο Πάνος Βαλσαμάκης, με σπουδές στη
Μασσαλία. Το ταλέντο του τον καθιέρωσε ως πατέρα της σύγχρονης καλλιτεχνικής
κεραμικής. Υπήρξε καλλιτεχνικός διευθυντής του ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΥ και άλλων εργοστασίων κε-
ραμικής, ενώ τα έργα του σήμερα έχουν συλλεκτική αξία. Η Μαίρη Χατζηνικολή και ο
Κώστας Πανόπουλος δίνουν το καλλιτεχνικό τους παρών στο Μαρούσι το 1958 και το 1960
αντίστοιχα, στα πρώτα βήματα της κεραμικής τους καριέρας. Ο γλύπτης-κεραμίστας Ζήσης
Άφεριμ με την αναπαραγωγή αρχαίων παραστάσεων με πλάκες και εμπίεστα σχέδια σε
φόρμες, οργάνωσε επίσης ένα άριστο εργαστήριο στο Μαρούσι.
Ο Μυτιληνιός αγγειοπλάστης Νίκος Κουρτζής, που εργάστηκε στο Μαρούσι, κατασκεύαζε
τα γνωστά «καπνιστά» ή «μαύρα» αγγεία. Με την ίδια τεχνική παρήγαγε επίσης τις μαύρες
πλάκες, στις οποίες έγραφαν με κιμωλία τα παιδιά στο σχολείο. Το 1930 έλαβε δύο
διπλώματα ευρεσιτεχνίας από το τότε Υπουργείο Εμπορίου· το ένα αφορούσε στη
«μετατροπή του χρώματος του πηλού» και το άλλο στο «στίλβωμα του πηλού».
30

Ήρα Τριανταφυλλίδη

ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΒΑΤΟΥΜ της Ρωσίας και πέσανε στο Μαρούσι το 1991. Υπήρξε αυτοδίδακτη και η
ενασχόληση της με την τέχνη της κεραμικής ξεκίνησε σε μεγάλη ηλικία. Έργα της έψησε για πρώτη φορά ο
Αλέκος Καρδιακός. Εμφανίστηκε τις δεκαετίες 1940 και 1950, όταν η τοπική κεραμική περνούσε κρίση, κυρίως
εξαιτίας της εμφάνισης του πλαστικού. Το 1955 εγκαθίσταται στο σπίτι-εργαστήρι της στον Παράδεισο
Αμαρουσίου. Δυστυχώς με τον θάνατό της χάθηκε η ευκαιρία να μετατραπεί ο χώρος αυτός σε μουσείο
κεραμικής. Ο αγγειοπλάστης Σίμος Ατσώνιος ήταν από εκείνους που συνεργάστηκαν μαζί της για χρόνια. Έργα
της έχουν δοθεί σε μουσεία και συλλογές του εξωτερικού, αλλά και σε προέδρους των ΗΠΑ. Η ζωή και το έργο
της Ήρας Τριανταφυλλίδη ήταν το δέμα ταινίας του σκηνοθέτη Τάκη Βενετσανάκου, η οποία μάλιστα
βραβεύτηκε το 1994.

Στην προβολή της μαρουσιώτικης κεραμικής συνέβαλε ιδιαίτερα η ίδρυση του Συνδέσμου
Βιοτεχνικής Αγγειοπλαστικής Τέχνης Αμαρουσίου, ο οποίος μετονομάστηκε σε Πανελλήνιο
Βιοτεχνικό Σύνδεσμο Καλλιτεχνικής Αγγειοπλαστικής και Κεραμικής και είναι εκείνος που
οργάνωνε έως το 1992 τις Πανελλήνιες Εκθέσεις Κεραμικής. Πριν τη δημιουργία του
Συνδέσμου, υπήρχαν ήδη δύο σωματεία, το Σωματείο Εργοδοτών Αγγειοπλαστών και το
Σωματείο Εργατών Αγγειοπλαστών Αμαρουσίου.
Η πρώτη έκθεση οργανώθηκε από τον δήμαρχο Τζων Βορρέ το 1955 στην πλατεία του
Σταθμού και αποτελούσε την πρώτη ομαδική παρουσίαση των κεραμικών των
Μαρουσιωτών. Το 1958 πραγματοποιήθηκε η δεύτερη έκθεση με συμμετοχή στη
Βιοτεχνική Ένωση Κηφισιάς. Από το 1959, και επί δημαρχίας Αλέξανδρου Γαρδέλη,
καθιερώθηκε η Πανελλήνια Έκθεση Κεραμικής, η οποία αρχικά γινόταν στην Πλατεία Αγίας
Λαύρας, ενώ αργότερα μεταφέρθηκε στο μόνιμο εκθετήριο του Συνεταιρισμού. Από το
1993, επί δημαρχίας Παναγιώτη Τζανίκου, η έκθεση οργανώνεται από τον Δήμο
Αμαρουσίου.
Ο Σύνδεσμος και ο Συνεταιρισμός συμμετέχουν με έργα μελών τους σε εκθέσεις στην
Ελλάδα και το εξωτερικό. Το 1963 ιδρύθηκε ο Συνεταιρισμός Κεραμιστών Αγγειοπλαστών
και το 1970 άνοιξε τις πύλες του το εκθετήριο του, στο οποίο πωλούνται κεραμικά από
παραγωγούς όλης της χώρας. Το 1964 ο Συνεταιρισμός αριθμούσε 37 μέλη. Τα μέλη του
Συνδέσμου και του Συνεταιρισμού, ύστερα από πολύχρονες προσπάθειες, κατόρθωσαν το
1970 να επιτύχουν την ίδρυση του Ελληνικού Κέντρου Αργιλομάζης Α.Ε. Από το 1975 το
εργοστάσιο παράγει πηλούς που καλύπτουν μεγάλο μέρος των αναγκών των ελληνικών
εργαστηρίων.
Σημαντικός σταθμός για τη συνέχιση και εξέλιξη της κεραμικής στο Μαρούσι είναι η
αδελφοποίηση της πόλης με τη Faenza, στην οποία βρίσκεται το μεγαλύτερο μουσείο
κεραμικής του κόσμου. Η αδελφοποίηση των δύο κεραμουπόλεων δίνει ελπίδες ότι η
ελληνική κεραμική θα γνωρίσει ακόμα καλύτερες μέρες στο μέλλον.

You might also like