Professional Documents
Culture Documents
Δελτίο Τύπου- Θέσεις προτάσεις επί του Νομοσχεδίου για τους Υπερχρεωμένους Καταναλωτές -
Δελτίο Τύπου- Θέσεις προτάσεις επί του Νομοσχεδίου για τους Υπερχρεωμένους Καταναλωτές -
12/07/2010
Κατατέθηκε στην Βουλή πριν λίγες ημέρες το νομοσχέδιο για την ρύθμιση των οφειλών των
υπερχρεωμένων καταναλωτών.
Ένα πολυδιαφημισμένο από το ΠΑΣΟΚ νομοσχέδιο, το οποίο και επηρέασε την ψήφο
χιλιάδων πολιτών. Η υπόσχεση ήταν μια νέα «σεισάχθεια», μια άρση χρεών για τα
υπερχρεωμένα νοικοκυριά.
Αντί της νέας «σεισάχθειας» βλέπουμε ένα νομοσχέδιο που εξυπηρετεί πρωτίστως και
πολύπλευρα τις τράπεζες και τα συμφέροντά τους, επιβάλλει προσβλητικούς για την
ανθρώπινη ζωή και αξία όρους και έρχεται να απογυμνώσει τον άνθρωπο από
συνυφασμένα με την προσωπικότητά του δικαιώματα, αλλά και να τον εξαναγκάσει με το
δέλεαρ της «απαλλαγής» να καταβάλλει χρηματικά ποσά που δεν θα κατέβαλλε άλλως
λόγω της οικονομικής του αδυναμίας.
Η απάντησης της ένωσής μας, της μεγαλύτερης ένωσης καταναλωτών της χώρας και του
συνόλου των ενώσεων που συνυπογράφουν το κείμενο είναι συναφής:
Μην μπείτε στον κόπο αυτών των διαδικασιών. Το μόνο που θα σας «προσφέρουν» είναι
δυσβάστακτα βάρη και όροι δουλείας.
Όσοι πάλι έχουν κάποια περιουσία, ας σταθμίσουν καλά τις συνέπειες. Ούτως ή άλλως
αυτή στο τέλος της διαδικασίας θα έχει ρευστοποιηθεί με ιδιαίτερα επαχθείς όρους.
Τέλος, οι οφειλέτες στεγαστικών δανείων είναι οι μόνοι που μπορούν να διατηρούν κάποια
αμυδρή ελπίδα πως θα γλυτώσουν, όχι τους εαυτούς τους, αλλά τα σπίτια που αγόρασαν
σε αισχροκερδείς τιμές με τραπεζικά δάνεια.
Στο ίδιο νομοσχέδιο δεν έχει σημασία τι πληρώσατε, εάν ήσασταν συνεπής μέχρι να χάσετε
την εργασία σας ή να υπάρξει αδυναμία να ανταποκριθείτε. Δεν έχει καν σημασία πόσες
παράνομες χρεώσεις σας επέβαλλαν τα «ευαγή τραπεζικά ιδρύματα». Το κεντρικό νόημα
και περιεχόμενο του νόμου είναι : πόσα περισσότερα μπορούν να σας πάρουν.
Ειδικά εάν μέχρι σήμερα δεν ήξεραν ή δεν μπορούσαν να σας πάρουν τίποτα.
Το επόμενο βήμα για μία ακόμα κυβέρνηση που υποκλίνεται με δουλοπρέπεια στο
τραπεζικό κεφάλαιο είναι να σας στερήσουν και άλλα θεμελιώδη ατομικά και κοινωνικά
δικαιώματα, εάν οφείλετε στις τράπεζες … .
2
Είχε όμως η πρότασή μας ένα κεφαλαιώδες πρόβλημα, που εμπόδιζε την κυβέρνηση να
την αποδεχθεί: Μεριμνούσε πραγματικά για τον πολίτη και ήταν κοινωνικά και πολιτικά
δίκαιο.
Κεφ. ΙΙ
Α. Εμμένουμε στις κοινωνικά δίκαιες και σύμφωνες με το Σύνταγμα θέσεις μας. Είναι
απαράδεκτο για νομοσχέδιο ρύθμισης χρηματικών οφειλών να εξαιρούνται οι τυπικά ή
ουσιαστικά έχοντες την εμπορική ιδιότητα.
Να ισχύει δηλαδή ο νόμος για όσα δάνεια και οφειλές συνάφθηκαν και λειτούργησαν εξ
ορισμού για σκοπούς καταναλωτικούς (π.χ. καταναλωτικά δάνεια, πιστωτικές κάρτες κλπ.),
ασχέτως της ιδιότητας του προσώπου το οποίο έλαβε το δάνειο ή έχει την οφειλή (και εν
προκειμένω της εκ του νόμου πτωχευτικής του ικανότητας).
Ως έχει η διάταξη, δεν μπορεί να υπάρξει εφαρμογή της για τον ψιλικατζή, τον περιπτερά,
τον μικρέμπορο λιανοπωλητή, τον ομόρρυθμο εταίρο με ποσοστό 1% σε ομόρρυθμη
εταιρεία για καταναλωτικά δάνεια ή πιστωτικές κάρτες που έλαβαν αυτοί για να
εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της οικογένειάς τους, ενώ εφαρμόζεται για μεγαλοαστούς
(στελέχη εταιρειών, π.χ. γενικό διευθυντή, οικονομικό διευθυντή και άλλους
υψηλόμισθους, μεγαλογιατρούς, μεγαλοδικηγόρους, μεγαλομηχανικούς κ.α.), οι οποίοι
μπορεί να οφείλουν π.χ. τις δόσεις του πολυτελούς αυτοκινήτου τους ή τις διακοπές τους
στο Ντουμπάι … .
Στο κορυφαίο και πρωταρχικό ζήτημα ισότητας και συνταγματικότητας η μόνη λύση έχει
να κάνει με την αιτία, τον σκοπό λήψης του δανείου και δημιουργίας της οφειλής.
Το σχέδιο νόμου, ακόμα και εάν ρητώς δεν το αναφέρει ή δεν το έχουν εννοήσει κάποιοι,
στηρίζεται κατά την αιτιολογική του έκθεση στον πυλώνα των εξής συνταγματικών και
πολιτικοφιλοσοφικών αρχών :
- Στην αρχή της προστασίας της αξίας του ανθρώπου και της ελεύθερης ανάπτυξης της
προσωπικότητας
- Στην αρχή της ελευθερίας της οικονομικής δράσης εφόσον δεν θίγονται τα δικαιώματα
των άλλων και του κοινωνικού συνόλου .
Άπαντες οι ανωτέρω αρχές διατρέχονται και καθορίζονται κάθετα και οριζόντια από την
αρχή της ισότητας.
Περαιτέρω και κατ’ αντιδιαστολή, επειδή η δραστηριοποίηση των ανθρώπων υπό την
έννοια της «επιχειρηματικότητας» (καθ’ ημάς «αυτονομίας») αποτελεί θεωρητικό στόχο
της κυβέρνησης, η ανωτέρω ρύθμιση αποτελεί σημαντικό αντικίνητρο για όσους σκέπτονται
ή θα ήθελαν να ενεργοποιηθούν στα πλαίσια της επιχειρηματικής αυτονομίας.
Το αρχικό σχέδιο ανέφερε ότι προϋπόθεση υπαγωγής στην ρύθμιση ήταν η οριστική ή
επαπειλούμενη μη δόλια μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών
οφειλών του. Υπό την ρύθμιση αυτή μπορούσε να υπαχθεί και κάποιος που κινδύνευε να
περιέλθει σε αδυναμία πληρωμής («επαπειλούμενη»).
Με τους όρους αυτούς υπάρχει ορατός και σαφής ο κίνδυνος να κριθεί από τα
Δικαστήρια ότι ουδείς βρίσκεται σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής, καθώς πάντοτε θα
υπάρχει η ελπίδα (π.χ. να εξεύρει εργασία ή καλύτερη εργασία ή να κληρονομήσει ή να
«κερδίσει το λαχείο»).
Η έννοια της μόνιμης αδυναμίας πληρωμής αποτελεί ρύθμιση απαράδεκτη για όποιον
φτιάχνει ένα νόμο που θέλει να εφαρμοστεί και όχι ένα επικοινωνιακό πυροτέχνημα.
Τι θα έπρεπε να αναφέρει κατά την γνώμη μας το νομοσχέδιο για να είναι συνεπές με τις
αρχές του και εφαρμόσιμο ;
Προτείναμε : «Προϋπόθεση υπαγωγής του οφειλέτη στις διατάξεις του παρόντος νόμου
είναι η μη δόλια αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του, οι
οποίες με βάση την επαγγελματική και οικονομική του κατάσταση τεκμαίρεται ότι δεν
δύνανται να αποπληρωθούν στο σύνολό τους μέσα στην επόμενη πενταετία και χωρίς να
στερηθεί ο δανειολήπτης βασικές για την διαβίωσή του και την ανάπτυξη της
προσωπικότητάς του ανάγκες.»
Αυτό που έρχεται προς ψήφιση από την κυβέρνηση αποτελεί για τους οφειλέτες
ανεφάρμοστο νομοθετικό επικοινωνιακό πυροτέχνημα.
Βεβαίως η κυβέρνηση «έθαψε» τις προτάσεις μας και δεν μας έδωσε δημόσιο βήμα για
να τις αναλύσουμε και να καταδείξουμε την κοινωνικοπολιτική και νομική ορθότητά
τους. Προτίμησε άλλους, «σχετικούς» και άσχετους, αληθινούς αλλά και
«ψευδεπίγραφους», προτίμησε τους «συμφωνούντες» για να καλύψει τις αδυναμίες και
τις αντινομίες του νομοσχεδίου που φέρνει προς ψήφιση.
Για τον λόγο αυτό προτείναμε και προτείνουμε και για λόγους κοινωνικής και
ουσιαστικής δικαιοσύνης να τεθεί όρος με τον οποίο να αναλύεται επαρκώς η έννοια του
δόλου και η διάταξη – ρύθμιση να εφαρμόζεται μόνο για όσους δεν ενήργησαν με σκοπό
την μη αποπληρωμή των οφειλών εξ αρχής ή κατέστησαν αδύναμοι να εξυπηρετήσουν
την οφειλή με σκοπιμότητα μη πληρωμής της και ρύθμισης («μη δόλια αδυναμία
πληρωμής»).
Εννοιολογικά αλλά και σύμφωνα με την διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 8 του νομοσχεδίου,
η απαλλαγή σημαίνει μη καταβολή κανενός ποσού για τους εκεί αναφερόμενους λόγους.
Αυτό εννοεί η διάταξη ή μήπως την ρύθμιση ;
Περαιτέρω και ως έχει η διάταξη είναι προβληματική στην εφαρμογή της εάν γίνει
ρύθμιση για ένα πιστωτή (π.χ. μία τράπεζα) και εν συνεχεία γίνει απόπειρα εφαρμογής και
για άλλο πιστωτή (π.χ. μία άλλη τράπεζα). Η τελευταία θα μπορεί να αρνηθεί
αντιτάσσοντας την διάταξη αυτή ως έχει. Για τον λόγο αυτό θα πρέπει να τεθεί στην
διάταξη προσθήκη που να διευκρινίζει ότι το «μόνο μία φορά», αφορά τον ίδιο πιστωτή.
Περαιτέρω όμως και επειδή η ζωή όλων μας επιφυλάσσει πολλές φορές δυσάρεστες
εκπλήξεις και ανάγκες θα πρέπει να δίνεται η δυνατότητα απαλλαγής ή νέας ρύθμισης.
Πιστεύουμε όμως πως ειδικοί λόγοι, όπως σοβαροί λόγοι υγείας, οι οποίοι μπορεί να
ματαίωσαν την ρύθμιση ή να την κατέστησαν ανενεργή, πρέπει να μπορούν να
αιτιολογούν τη νέα ρύθμιση ή την αναστολή της. Άλλωστε, τούτο απορρέει από σειρά
αρχών του δικαίου και την δημοσίας τάξεως διάταξη του άρθρου 388 ΑΚ. .
Θα πρέπει συνεπώς να υπάρξει και εδώ η σχετική πρόβλεψη κατ’ αναλογία με τα ισχύοντα
στο σύνολο του δικαίου.
Πέρα όμως από την πρότασή μας σε σχέση με το νομοσχέδιο υπάρχει και μία κεντρική
δικαιοπολιτική παρατήρηση: Την ίδια ώρα που επιτρέπεται η ρύθμιση μόνο μία φορά,
αφήνονται από την κυβέρνηση ελεύθερες οι τράπεζες να εκμεταλλεύονται διαρκώς και
διαχρονικά τις ανάγκες των ανθρώπων με ασύδοτους και αισχροκερδείς τόκους και
χρεώσεις.
Το ποιοι και με ποιο τρόπο δημιούργησαν ή επέβαλλαν την ανάγκη δανεισμού των
πολιτών, αφορά επίσης μια σοβαρή κυβέρνηση που ανταποκρίνεται στις ανάγκες και στα
συμφέροντα ολόκληρου του λαού … .
Υπάρχει μία βασική αρχή της χρηστής διοίκησης και της κοινωνικής χρησιμότητας, η οποία
επισημαίνουμε πως θίγεται με το εν λόγω νομοσχέδιο. Είναι η αρχή της οικονομίας των
ενεργειών, άμεσα συνυφασμένη με την αρχή της οικονομίας των δυνάμεων και
δυνατοτήτων της κοινωνίας.
Προτείναμε και προτείνουμε το στάδιο της διαβούλευσης να λαμβάνει χώρα μόνο μετά
την κατάθεση της αίτησης στο Ειρηνοδικείο. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζονται τα
Η διαβούλευση ως προστάδιο της διαδικασίας δεν έχει τίποτε ουσιαστικό να προσφέρει και
είναι βέβαιο ότι θα καταλήγει πάντοτε σε αποτυχία καθώς τα μέρη, ειδικά οι οφειλέτες θα
προσβλέπουν πάντα σε κάτι καλύτερο. Άλλωστε στάδιο διαβούλευσης και εξωδικαστικής
ρύθμισης οφειλών μεταξύ πιστωτών και οφειλετών υφίσταται και σήμερα.
Το ατομικά και κοινωνικά ορθό είναι λοιπόν να αποφεύγεται αυτή η επιπλέον σπατάλη και
διαδικασία και να ενσωματωθεί στο στάδιο της δικαστικής διαβούλευσης, όπου η υπόθεση
θα παίρνει πινάκιο (θα εισάγεται προς συζήτηση) μόνο μετά την αποτυχία των
διαβουλεύσεων για δικαστικό συμβιβασμό. Έτσι θα απελευθερωθούν και τα πινάκια από
σειρά υποθέσεων που έχουν «κλείσει» συμβιβαστικά.
Πέραν των ανωτέρω, οι διατάξεις του άρθρου 2 δεν προσφέρουν κανένα κανόνα και όρο
συμβιβασμού που να συμβαδίζει με το νομοσχέδιο. Δεν αναφέρει δηλαδή σε ποια
πλαίσια θα πρέπει να κινείται ο συμβιβασμός, ώστε να υπάρχουν κανόνες που θα
οδηγήσουν στην επιτυχή του έκβαση, όπως π.χ. η αναγκαστική απαλοιφή παράνομων
χρεώσεων στο στάδιο αυτό ή η διαγραφή υπέρογκων τόκων.
Το χειρότερο όμως, νέο και εντελώς απαράδεκτο που προβλέπει είναι ο εξοπλισμός του
πιστωτή με εκτελεστό τίτλο, η δυνατότητά του δηλαδή, χωρίς ουσιαστική δικαστική κρίση
ή έστω διαταγή πληρωμής να ενσωματώσει στην απαίτησή του παράνομες και
αισχροκερδείς χρεώσεις, πιέζοντας τον οφειλέτη ακόμα και με μέσα άμεσης
αναγκαστικής εκτέλεσης. Η ίδια η αποδοχή του συμβιβασμού με τον όρο αυτό σημαίνει ότι
ο οφειλέτης χάνει και το δικαίωμα να στραφεί κατά του περιεχομένου του συμβιβασμού με
την ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ, που προβλέπεται για τις διαταγές πληρωμής.
Το ερώτημα επίσης είναι: γιατί μια καθαρά ιδιωτική συμφωνία, η οποία δεν γίνεται
ενώπιον κάποιας δημόσιας αρχής (άρα μπορεί να είναι και αποτέλεσμα παράνομων ή
υπερβολικών πιέσεων), να αποκτά ισχύ εκτελεστούν τίτλου (δηλ. να μπορεί με βάση
αυτόν και μόνο να προχωρήσει σε κατασχέσεις και πλειστηριασμούς ο δανειστής –
τράπεζα); Υπέρ του συμφέροντος ποίου και με βάση ποια εχέγγυα ουσιαστικής και τυπικής
συμβατικής ελευθερίας και αυτονομίας ;
Είναι βέβαιο ότι πλέον σε κάθε περίπτωση συμβατικής ρύθμισης οφειλών ή ανανέωσης της
πίστωσης οι τράπεζες και οι εν γένει πιστωτές θα προσθέτουν κατά των οφειλετών όρους
Το πρόβλημα καθίσταται όχι μόνο ζήτημα ουσίας, αλλά και συνταγματικότητας καθώς η
ιδιωτική βούληση εξοπλίζεται με εκτελεστό τίτλο χωρίς την συνδρομή αρμόδιας
δημόσιας αρχής κατά το χρόνο σύναψης των όρων της συμφωνίας.
Κάκιστα συνεπώς και προς το συμφέρον μόνο των πιστωτών – τραπεζών θεσπίζεται αυτή
η διαδικασία και εξοπλίζεται το αποτέλεσμα του οιοδήποτε συμβιβασμού (ο οποίος δεν
εντάσσεται καν στην λογική και στους κανόνες αυτού του νόμου) με εκτελεστό τίτλο.
Ζητούμε την απαλοιφή του άρθρου αυτού και των ανωτέρω ειδικών διατάξεών του, ως
εντελώς αντικοινωνικών, μονομερών και μεροληπτικών υπέρ των πιστωτών.
Θα πρέπει να προστεθεί και ειδική διάταξη που να απαγορεύει την κατά τόπο αρμοδιότητα
άλλων Δικαστηρίων. Σχεδόν σε όλες τις συμβάσεις δανεισμού οι τράπεζες θέτουν όρο
αρμοδιότητας των Δικαστηρίων των Αθηνών ή της Θεσσαλονίκης. Ο όρος αυτός πρέπει να
κηρυχθεί ανίσχυρος για την εφαρμογή των διατάξεων του νομοσχεδίου.
Το θέμα, εάν το Ειρηνοδικείο μπορεί να φέρει εις πέρας τις διαδικασίες και σε πιο χρόνο,
θίγεται κατωτέρω.
Τα άρθρα περιγράφουν την διαδικασία από την κατάθεση της αίτησης στο Ειρηνοδικείο
μέχρι και την δικαστική ρύθμιση των χρεών.
Σχεδόν όλες οι τροποποιήσεις που έγιναν κινούνται υπέρ των συμφερόντων των
τραπεζών σε βαθμό τέτοιο, ώστε να τείνουν να επιβεβαιωθούν κάποιες αρχικές
εκτιμήσεις πως το νομοσχέδιο φτιάχθηκε προς το συμφέρον των τραπεζών, ώστε αυτές
να πληροφορηθούν για περιουσιακά στοιχεία των οφειλετών προς εκποίηση, να πιέσουν
10
Πρώτα από όλα : ο οφειλέτης χωρίς περιουσία δεν έχει κανένα λόγο να μπει σε αυτή την
διαδικασία. Εχει μόνο να χάσει και πολύ λίγα μπορεί να κερδίσει.
Την ίδια ώρα και παρότι το ζητήσαμε, δεν υπάρχει και δεν προστέθηκε όρος ακατάσχετου
της οικοσκευής του οφειλέτη στο σύνολό της .
Είναι ευνόητο ότι η διάταξη καταργεί ένα μεγάλο μέρος του νομοσχεδίου κατά την
εισαγωγική και αιτιολογική του βάση: την ίδια ώρα που οι πιστωτές θα εκπλειστηριάζουν
την βιβλιοθήκη των παιδιών, το πλυντήριο, την κουζίνα, τον καναπέ και την τηλεόραση,
υποτίθεται πως θα γίνεται δικαστικός συμβιβασμός ή θα ζητείται η ρύθμιση και μείωση της
οφειλής.
Το κείμενο ενός νόμου που σέβεται και θέλει πράγματι να πραγματώσει όσα υπόσχεται
δεν θα περιείχε τέτοια δικαιώματα πίεσης υπέρ των πιστωτών.
11
Πρώτα από όλα έχουμε τον διαχωρισμό των απαιτήσεων ως προς την τοκοφορία τους.
Ετσι οι μη εξασφαλισμένες με ειδικό προνόμιο (αλήθεια τι εννοεί ο νόμος με τον όρο ειδικό
προνόμιο, μήπως τα γενικευμένα από ειδικούς νόμους προνόμια μόνο των τραπεζών;) ή
εμπράγματο δικαίωμα (εννοεί προφανώς «εμπράγματη ασφάλεια») απαιτήσεις παύουν να
παράγουν τόκους από την κατάθεση της αίτησης. Οι άλλες οι εξασφαλισμένες όμως
συνεχίζουν να παράγουν τόκους !!!. Ζητήσαμε και ζητούμε την παύση της τοκοφορίας
όλων των απαιτήσεων από την κατάθεση της αίτησης.
Αυτό που λάβαμε είναι η νομιμοποίηση των αυθαιρεσιών και των εκνόμων χρεώσεων
των πιστωτικών ιδρυμάτων !!!.
Δ. Ο δικαστικός συμβιβασμός που προβλέπεται στο άρθρο 7 είναι βέβαιο ότι στις
περισσότερες των περιπτώσεων θα ακολουθεί την πορεία του εξωδικαστικού, δηλ. θα
αποτυγχάνει. Άλλωστε, οι πιστωτές, καθώς θα διατηρούν το δικαίωμα συμβατικής
θέσπισης ειδικών προνομίων, ενεχύρων, το δικαίωμα έκδοσης διαταγής πληρωμής, το
12
Ε. Το κύριο άρθρο είναι το άρθρο 8, αυτό της δικαστικής ρύθμισης των χρεών.
Υπήρξαν αρκετές τροποποιήσεις σε σχέση με το αρχικό σχέδιο. Κάποιες είναι θετικές και
κινήθηκαν πάνω στις παρατηρήσεις που είχαμε υποβάλλει. Κάποιες όμως είναι
ολωσδιόλου αρνητικές. Καταργήθηκε επί παραδείγματι η δυνατότητα χορήγησης περιόδου
χάριτος, καταργήθηκε η δυνατότητα να ανατρέξει στην πενταετία η ρύθμιση (έγινε
τετραετής).
Δεν ικανοποιήθηκε και πρέπει να ικανοποιηθεί το εύλογο και δίκαιο κοινωνικά και
ατομικά αίτημά μας να υπάρχει ευνοϊκότερη μεταχείριση των οφειλετών που ήταν μέχρι
ενός σημείου συνεπείς, των οφειλετών των οποίων η αδυναμία οφείλεται σε εξωγενείς
παράγοντες όπως αυτή της απρόβλεπτης μεταβολής των συνθηκών και των οφειλετών
που έχουν αποπληρώσει μεγάλο μέρος των οφειλών τους. Τα ανωτέρω θα έπρεπε να
υφίστανται στο νόμο ως ευνοϊκά κριτήρια που θα ήταν υποχρεωμένο το Δικαστήριο να
εξετάσει μειώνοντας έτι περαιτέρω το ποσό και τους όρους της ρύθμισης.
Θέτουμε και πάλι το ζήτημα της ακόμα και αυτεπάγγελτης αφαίρεσης από το Δικαστήριο,
χρεώσεων και οφειλών που έχουν κριθεί παράνομες και αισχροκερδείς. Ο νόμος ως έχει
δεν προστατεύει το θύμα τέτοιων πρακτικών, αλλά νομιμοποιεί εκ του πλαγίου (με την
συμπερίληψη αυτών στην ρύθμιση) τέτοιες παράνομες χρεώσεις.
Ζητήσαμε επίσης και ζητούμε την πλήρη απαλλαγή του οφειλέτη που ορίζει ο νόμος, εάν
κατά την κατάθεση της αίτησης, οι συνολικές καταβολές του προς τον πιστωτή
υπερκαλύπτουν το ληφθέν κεφάλαιο και τους ετήσιους τόκους συμβατικούς τόκους που
προβλέπονται από το νόμο για τους ιδιώτες.
13
Το άρθρο 9 με όσα ορίζει είναι από τα πιο προβληματικά πολιτικά και κοινωνικά.
Πρόκειται για διατάξεις αντικοινωνικές και απάνθρωπες, πολιτικά και κοινωνικά
επικίνδυνες, αδικαίωτες και αδικαιολόγητες.
Έρχεται και το άρθρο αυτό να ανατρέψει την αιτιολογία θέσπισης του νόμου και να
επιβάλλει βάρη, υποχρεώσεις και υποτέλειες. Ουσιαστικά αναιρεί και την έννοια και την
ουσία της «ρύθμισης» και την μετατρέπει σε μηχανισμό βίαιης αποψίλωσης του
ανθρώπου από κάθε ουσιαστικό δικαίωμα, υπέρ των τραπεζών.
Αναφερόμαστε στις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 9, που θεσμοθετούν και
ορίζουν την ρευστοποίηση όλης της περιουσίας του οφειλέτη (ακίνητης και κινητής) και
τον εγκλωβισμό του με την διαχείριση κάθε περιουσιακού του δικαιώματος (όπως π.χ.
του μισθού του) από τον εκκαθαριστή !!!.
14
Πρόκειται για νόμο υπερχρέωσης, για νόμο που ιδρύει θεσμούς βίαιης καταβολής των
οφειλόμενων στις τράπεζες και για όχι νόμο υπέρ των υπερχρεωμένων οφειλετών.
Είναι όμως κυρίως απαράδεκτο καθώς από την γενική διατύπωση («διαχείριση της
περιουσίας του οφειλέτη») μπορεί να κριθεί ότι του επιτρέπεται η διαχείριση ακατάσχετων
μισθών και προνοιακών βοηθημάτων του οφειλέτη. Ο οφειλέτης θα χτυπά την πόρτα του
εκκαθαριστή παρακαλώντας για λίγα Ευρώ προκειμένου να αγοράσει φάρμακα για το
άρρωστο παιδί του ή λίγα μακαρόνια για να φάει !!!.
15
Με μία λέξη οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 9 είναι ολοκληρωτικό ΑΙΣΧΟΣ.
16
Προτείναμε αντ’ αυτού: την υποχρέωση του οφειλέτη να προσκομίσει ο ίδιος «στο
Δικαστήριο κατά την εκδίκαση της αίτησής του τα πλήρη νόμιμα αποδεικτικά στοιχεία που
αποδεικνύουν την οικονομική του κατάσταση και τα τρέχοντα εισοδήματά του, καθώς και
την τυχόν ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων σε εταιρείες ως άνω. Το δικαίωμα να ζητήσουν
την προσκομιδή των στοιχείων αυτών στο Δικαστήριο έχουν και οι πιστωτές του με σχετικό
αίτημα που διατυπώνουν κατά την απόπειρα συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς.
Παράβαση της υποχρέωσης αυτής μπορεί κατά την κρίση του Δικαστηρίου να επιφέρει την
απόρριψη της αίτησης ρύθμισης και απαλλαγής από τα χρέη.».
Επίσης προβληματική είναι η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου. Αλήθεια πότε ακριβώς και σε
ποιόν θα υποβάλλει ο οφειλέτης την εικόνα της περιουσιακής του κατάστασης κατά την
διάρκεια της ρύθμισης ;
Με τις ευλογίες της κυβέρνησης το παράθυρο παραμένει ανοικτό για όλους τους
μεγαλόσχημους οφειλέτες και απατεώνες … . Γιατί άραγε;
Στο άρθρο 11 κακώς δεν περιλήφθηκε η πρόταση μας για την χορήγηση απόδειξης
εξόφλησης της ρύθμισης εκ μέρους των πιστωτών.
Ζητούμε και πάλι την δυνατότητα τροποποίησης της ρύθμισης εξαιτίας έκτακτων
μεταβολών (π.χ. απόλυση εργαζόμενου οφειλέτη, έκτακτές ιατρικές δαπάνες). Είναι
αδιανόητο στο άρθρο 8 § 4, προβλέπεται αυτή η δυνατότητα για τις τράπεζες – πιστωτές
και να μην προβλέπεται αντίστοιχα και το ίδιο και για τους οφειλέτες !!!. Μόνη η
17
ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ υπό οιανδήποτε έννοια και οπτική είναι και η ρύθμιση για τους εγγυητές.
Βασικός κανόνας του δικαίου και της εγγυητικής σύμβασης είναι ότι ακολουθεί το ύψος της
κύριας οφειλής επί της οποίας δίδεται η εγγύηση. Στο νομοσχέδιο προβλέπεται ακριβώς το
αντίθετο. Σύμφωνα με το νομοσχέδιο :παρότι μπορεί να έχει ρυθμιστεί η οφειλή του
πρωτοφειλέτη και να έχει μειωθεί η οφειλή, ο εγγυητής ευθύνεται για όλο το αρχικό
ποσό και δεν μειώνεται αντίστοιχα και η δική του οφειλή !!!. Έτσι οι πιστωτές θα
μπορούν να λάβουν το υπόλοιπο ποσό πέραν της ρύθμισης από τον εγγυητή . Όπως
μάλιστα προβλέπεται από την ίδια διάταξη ο εγγυητής δεν θα μπορεί να ζητήσει
(«αναγωγή») και τα χρήματά που κατέβαλλε από τον πρωτοφειλέτη υπέρ του οποίου
εγγυήθηκε, σύμφωνα με την ίδια διάταξη !!!.
Προβλέπεται η τήρηση αρχείου, αντίστοιχου με αυτό των πτωχεύσεων των εμπόρων. Είναι
σαφές ότι με το νομοσχέδιο, αντί οι πολίτες να απελευθερώνονται κοινωνικά και
οικονομικά, καθίστανται πτωχοί και εγκλωβίζονται στους θεσμούς της πτωχεύσεως.
Προβλέπονται οι περιορισμένοι λόγοι αναιρέσεως του άρθρου 560 ΚΠολΔ, αντί των
ευρύτερων του άρθρου 559 ΚΠολΔ.
18
Πέραν όμως των ανωτέρω, η πρόβλεψη για αναλογική εφαρμογή του Πτωχευτικού
Κώδικα, δύναται να δημιουργήσει τεράστια ερμηνευτικά προβλήματα σε θέματα όπως
αυτά της περιουσίας του συζύγου (εάν περιλαμβάνεται στην ρευστοποιήσιμη περιουσίας
του «πτωχού» πολίτη), της τύχης των δικαιοπραξιών που έχουν ήδη γίνει, των
συμβάσεων εργασίας, του αυτοδικαίως ληξιπρόθεσμου όλων των οφειλών, στα ζητήματα
των ενοχών υπό αίρεση, λύση προσωποπαγών συμβάσεων και πολλά άλλα. Εάν η
διάταξη δεν είναι σκόπιμη εις βάρος των οφειλετών, είναι κατ’ ελάχιστο ασυγχώρητα
αφελής και κοινωνικά εγκληματική.
Μην συγχέουμε τους θεσμούς και μην δημιουργούμε νέα ζητήματα ερμηνείας και
προβλημάτων (ιδίως όταν αντίδικοι ιδιωτών θα είναι κυρίως τράπεζες), χρησιμοποιώντας
διατάξεις και θεσμούς που δημιουργήθηκαν για άλλους σκοπούς. Οι διατάξεις του
νομοσχεδίου οφείλουν να είναι ολοκληρωμένες και τέλειες νοηματικά. Εάν επιμένουμε να
παραπέμψουμε κάπου, ας παραπέμψουμε στις διατάξεις του Αστικού Κώδικα και του
Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αυτές ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών και ας μην
μετατρέψουμε τον ιδιώτη οφειλέτη σε έμπορο αναδρομικά.
Διατηρήθηκε η πενταετία και δη από την απαλλαγή. Δηλαδή κατ’ ελάχιστο 10ετία από
την αρχική υποβολή της αίτησης !!!.
Δεν χρειάζονται πολλά λόγια. Διάταξη με την διάταξη καθίσταται σαφές ότι το
νομοσχέδιο δεν φτιάχθηκε για να απελευθερώσει τους ανθρώπους, αλλά για να λύσει
ζητήματα και προβλήματα των τραπεζών έναντι των οφειλετών τους.
Πέραν της ανωτέρω αντινομίας η διάταξη αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο φορολογίας του
οφειλέτη για το κεφάλαιο της απαίτησης που διαγράφεται με την ρύθμιση !!!.
19
Η αύξηση θέσεων Ειρηνοδικών είναι αναγκαία με τον τρόπο ρύθμισης που προβλέπει το
νομοσχέδιο. Βεβαίως το κόστος βαρύνει το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Το πρόβλημα
όμως δεν λύνεται.
Προβλέπουμε πως ο μέσος χρόνος από την κατάθεση της αίτησης έως την έκδοση
πρωτόδικης απόφασης θα είναι για το Ειρηνοδικείο Αθηνών περί τα 2 έτη, στην καλύτερη
περίπτωση και 4 έτη σε περίπτωση έφεσης.
Τέλος επισημαίνουμε ότι αναγκαία για την εφαρμογή του νομοσχεδίου είναι και η
πρόσληψη αντιστοίχου αριθμού δικαστικών υπαλλήλων, καθώς αυξάνεται το μέγεθος
της γραφειοκρατίας (αιτήσεις, αρχείο, δικάσιμοι κλπ.).
Μήπως οι συντάκτες του νομοσχεδίου αδιαφορούν για την πραγματικότητα και μήπως η
σκοπιμότητα είναι να υποβάλλει ο οφειλέτης κατάσταση με τα περιουσιακά του στοιχεία
για να μπορεί η τράπεζα άκοπα και χωρίς κόστος να τα κατασχέσει;
Κεφ. ΙΙΙ
Επισημαίνουμε πως μέσα στην ολοκληρωμένη και δίκαιη πρότασή μας υπήρχε
και η πρόταση να προβλέπει ο νόμος ανώτατες επιτρεπτές αμοιβές για όσους κληθούν να
συνδράμουν τους οφειλέτες, ώστε να μην πέφτουν θύματα της ασυδοσίας κάποιων
«επαγγελματιών» και να μπορούν με ένα εφικτό και γνωστό εκ των προτέρων κόστος να
κινήσουν τις διαδικασίες. Ούτε αυτό το αίτημα – πρότασή μας υλοποιήθηκε από την
κυβέρνηση.
Οι ενώσεις μας, παρά το γεγονός ότι αποκαλύπτουν όλες τις αρνητικές για τους
πολίτες - οφειλέτες σκοπιμότητες του νομοσχεδίου θα συνδράμουν αποφασιστικά με
όλες τους τις γνώσεις και δυνάμεις όσους θέλουν να μπουν στην διαδικασία αυτή και
δηλώνουν ότι μέσα στο επόμενο διάστημα θα ορίσουν οι ίδιες αμοιβές προδεδομένες για
όλο το στάδιο της διαδικασίας. Αμοιβές που θα επιτρέπουν σε όλους τους πολίτες να
κινήσουν τις διαδικασίες, εάν και εφόσον και για δικούς τους λόγους το επιθυμούν.
Εν κατακλείδι και πρακτικά, η άποψή μας κατόπιν των ανωτέρω αναλύσεων είναι
ότι το νομοσχέδιο φτιάχθηκε προκειμένου να μπορέσουν οι τράπεζες να εισπράξουν
20
21