You are on page 1of 43

ΚΕΡΚΥΡΑΪΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ

Αβαγγέλιστο (το) Το μωρό που δεν το έχουν «περάσει»από το ευαγγέλιο.


Αβάκα (η): Φιλενάδα,αγαπητικιά (Μάλλον προέρχεται από τη ιταλική λέξη Vacca πού σημαίνει
αγγελάδα αλλά και πόρνη .
Αβάλη (η): Κατηφοριά προς κολπίσκο της θάλασσας (Ital. Avvallatura).
Αβάλη (η): Κόλπος ( Παξοί)
Αβανιά (η): Δυσφήμηση.(Παξοί).
Αβαντάρω Υποστηρίζω.(Ital. Avantare).
Αβαντζαδούρα (η): Το πλεόνασμα (Ital. Avanzo).
Αβάντι : Πάμε (Ιταλ. Avanti).
Αβαντιζαίτε (η): Μπροστά.(Παξοί).
Αβαντσέρνω : Έχω να λαμβάνω.(Ital. Avanzare).
Αβαρία (η): Εξυπηρέτηση – ζημιά (Παξοί).
Αβάσκαμα (το): Μάτιασμα.
Αβασταή (η): Αβάσταχτο.
Αβεντόρος (ο): Τζαμπατζής (Ital. Avventore =πελάτης).
Αβέρτα πάγκα : Συνέχεια.
Αβέρτο (το): Ανοικτό (Ital. Aperto)
Αβέρτο πετσάλι (το) Ελεύθερο – Ανοικτό.(Παξοί).
Αβιζάρω : προειδοποιώ (Ital. Avvisare).
Αβλογιά (η): Λευκάκανθος. (Παξοί).
Αβογαδόρος (ο): Κατήγορος . (Ιταλ. Avvocato Fiscale )
Αβουκάτος (ο): Δικηγόρος (Ιταλ. Αvvocato).
Αγαλάρει (δεν ): Δεν ξεφεύγει.
Αγάλια : Σιγά
Αγάλικα (τα): Αμύγδαλα με μαλακό τσόφλι.(Παξοί ).
Αγαντζάδο (το) Ύφασμα πολυτελές με χρυσά κεντήματα (Ital. Organza).
Αγαντζάρω :Γραπώνω, γαντζώνω, αρπάζω (Ital. Agganciare).
Αγαρλίζω : Ανακατεύω.
Αγγανάδος (ο): Απατημένος .
Αγγανάρω : Απατώ.
Αγγελοκρούομαι : Τρομάζω-Ταράζομαι
Αγγελόνι (το) Φυτό άγριο που φυτρώνει στους λόγγους , έχει κόκκινους μικρούς καρπούς που
τρώγονται.
Αγγιό (το): Δοχείο (Αρχ. Αγγείο).
Αγγουρακιά (η): Φυτό με ρίζα που μοιάζει με μικρό αγγούρι.Λέγεται επίσης και Κουλουμπρίδα το
φυτό μοίαζει με το ραδίκι και γινεται σαλατα.
Αγγουρέτο (το): Πολυάγγιστρο για το ψάρεμα των αφρόψαρων.
Αγγούσα (η): Βαρυστομαχιά.
Αγερίνα (η): Πολύ ψιλή άμμος σοβατίσματος.
Αγερμός (ο): Ξεσηκωμός ( Αρχ. Εγείρω;;;;;).
Αγιάθονας (ο): Φωτοστέφανο.
Αγιασμός (ο): Δυόσμος.
Άγιατρο (το): Ανίατο . (Παξοί).
Αγιοκωνσταντινάτο (το): Βυζαντινό νόμισμα μεγάλης αξίας.
Αγιοτικά (τα): Τα ανήκοντα στους ναούς.
Αγιούντα (η): Προσθήκη σε κάποια κατασκευή (Ital. Aggiunto).
Αγιούταλος (ο): Το πουλί Λούφα.
Αγιούτο : Βοήθεια . Βοηθήστε με (Ιταλ. Aiuto).
Αγκινιάζω : Εγκαινιάζω .( Ανοίγω το καινούριο κρασί).
Αγκιουστάρω : Δικαιώνω – Αποδίδω δικαιοσύνη (Ital. Aggiustare).
Αγκίσερας (ο): Κισσός.
Αγκλυστήρι(το): Το εργαλείο του κλύσματος.
Αγκονάρι (το): Γωνία και ακρογωνιαίος λίθος. (Αγκών = γωνία και Ital (Angolare)
Αγκούσα (η): Στεναχώρια .(Λευκίμμη – Παξοί )
Αγκρέμιθας (ο): Αγριοφυστικιά.
Αγκωνή (η): Γωνία (Ital. Angolo).
Αγκωνή (η): Η γωνία του ψωμιού.(Παξοί).
Αγνίλας (ο): Δάσος με λυγαριές (Άγνοι).
Άγνος (ο) Λυγαριά.
Αγούλιερας (ο): Φυτό – Ζιζάνιο.
Αγρέμυθας (ο): Άγριο δένδρο του λόγγου
Αγριάδα (η): Αγριολάχανο.
Αγρικάω : Επαγρυπνώ.
Αγριοκομιντοριά (η): Το φυτό στρύχνος (βλ. Κομιντόρο).
Αγρίωμα (το): Χέρσο ,ακαλλιέργητο χωράφι.
Αγροικά (φέρθηκε): Απρεπώς φέρθηκε (Σαν αγροίκος).
Αγυρεψιά (η): Έμεινε ανύπανδρη από αγυρεψιά , δηλαδή δεν τη ηθελε κανείς.
Αγυριώτικο (το): Χορός περιοχής Αγύρου .
Αδειά (η): Ελεύθερος χρόνος.
Αδερφομοίρι (το): Το μερίδιο του αδερφού από την περιουσία του γονέα.
Αδικευτής (o) Ο Άδικος.
Αδικιά (η) Αδικία.
Αδικογένι (το) Κακομοίρης.
Αδικοφάης (ο): Ο εκμεταλλευτής.
Αδούλης (ο): Τεμπέλης.
Αδουριά (η): Πρόσκαιρο – Αυτό που δεν αντέχει στο χρόνο (Ital. Duro).
Αδραχτηλιόνοι(οι): Οι κολιτσίδες του χωραφιού.
Αδράχτι (το): Εργαλείο για την δημιουργία μάλλινης κλωστής.
Αδράχτια Βρισιά.
Άεζα : Χωρίς αμοιβή.
Αετονύχι (το) Είδος άσπρου επιτραπέζιου σταφυλιού με γαμψή ρόγα.
Αετός (ο): Είδος σαλαχιού.
Αζόερας (ο): Δυόσμος.
Άζουλα (η): Κόπιτσα (Παξοί).
Αζώερας (ο): Μαργαρίτα
Αθήρι (το): Το καλύτερο (αρχ. Αθήρ;;).
Αθράκι (το): Το κάρβουνο (Αρχ. Άνθραξ).
Ακανίσκευτος (o) Ο αρνούμενος να δωροδοκηθεί(βλ. Κανίσκι).
Ακαπέλα Τραγούδι Χωρίς συνοδεία οργάνων.
Ακισταδόρος (ο): Κατακτητής –Αυτός που αποκτά κάτι.(Ιταλ. Conguistatore).
Ακιστάδος (ο): Αποκτημένος (Βλ. Ακισταδόρος).
Ακιστάρω : Αποκτώ.
Ακίστο (το): Απόκτημα.
Άκλαιρος (ο): Πάμφτωχος - χωρίς κλήρο.
Ακλεριάζω : Καταστρέφω – Ρημάζω.
Άκολα (τα): Πολύ βαθιά , απάτητα.(Παξοί).
Ακόντο (το): Έναντι λογαριασμού (Ιταλ. Acconto).
Άκοπα (τα): Συνέχεια , χωρίς διακοπή.
Ακορδάρω : Συμφωνώ, Συμμερίζομαι, παίρνω το μέρος κάποιου. (Ιταλ. AccordareΣυμφωνια,
Κουρδίζω μουσικό όργανο.
Ακουζάρω : Κατηγορώ.(Ιταλ. Accusante ).
Ακουζατόρος (ο): Κατήγορος (Ιταλ.Accusatore).
Ακουϊστά : Επιπλέον πράγματα.
Άκουσμα (το): Φήμη – Διαδόσεις.
Ακουσμένη (η): Η γυναίκα που έχει εξωσυζυγική σχέση.
Ακουστάδα (η): Αποκτημένη (βλ. Ακισταδόρος κλπ ).
Ακριβολιναριά (η): Πρίν από πολύ καιρό . «Τον καιρό τσι ακριβολιναριάς» . (Υποθέτουμε ότι
αναφέρεται σε μια εποχη που ήταν ακριβό το λινάρι).
Ακροτζερίζωμαι : Προαισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι (Ital. Accorgersi).
Ακρουφαλιά (η): Κουφάλα ή σχισμή δένδρου.
Αλαγκρέτζα : Χαρούμενη –Φαιδρή (Ital. Allegrezza).
Αλαγραμέντα Καλή ανάρρωση.;;;;;;;;;
Αλάδα (η): Τούφα μαλλιών (Παξοί).
Αλαλάργα – μακριά (Ital. Alla largare= ξανοίγομαι στη θάλλασα
Αλαλιάζω : Μένω άλαλος.
Αλαμαρνέρα (η): Ρόμπα.;;;;;;;;
Αλαμπαμπίνα ανδρικό χτένισμα Δήγμα Παλληκαρισμού έμοιαζαν με μωρουδίστικο χτενισμα με τα
μαλλιά να αναδιπλώνουν στα άκρα (Ital. Alla banbina).
Αλαμπρατσάντε Αγκαζέ.(Ital. Braccio) Στην γνωστή κερκυραϊκή παροιμία «από το τίποτα καλό
και το αλαμπρατσάντε».
Αλαπρέστα : Γρήγορα . (Ιταλ Presto ).
Αλάρμα : Πένθιμο χτύπημα καμπάνας. (Ιταλ Alarme=Τρόμος Συναγερμός).
Αλαρουμάνα : Μακριά μαλλιά (Παξοί).
Αλασκαβέντζα : Με το σακκάκι ριχτό στον ώμο (Ital. Alla scavenzza).
Αλασκάγια : Ανάρριχτα..
Αλατρεύω : Καλλιεργώ.
Αλαφάτσα Το μαντήλι δεμένο πάνω από το κεφάλι με τις άκρες σηκωμένες πάνω στο κεφάλι
σταυρωτά και γενικά ευπρεπισμος της κεφαλής (Ital. Faccia).
Αλαφίλα : Συνεχώς (Ital. Alla Fila = Τακτικά).
Αλαφοστιά (η): Η αρρώστια Ερυθρά.
Αλεγατσιόνες (οι): Επεξηγήσεις (Ιταλ Allegazione).
Αλεγράρω : Χαίρομαι ,Ευθυμώ ,Ξεδίνω.
Αλεγρία (η) Χαρά. (Ital. Allegria).
Αλέγρος (ο): Ευθυμος –Χαρούμενος.(Ital. Allegro).Επίσης όλα τα συναφή : πχ. Αλεγρέτζα,
Αλεγρία,Αλεγρατσιό,Αλεγράρω,Αλεγραμεντε.
Αλέκιος (ο): Μονοκόμματος πχ. “θέλω να μου βάλεις σόλες αλέκιες”.
Αλέρτα (η): Στη θέση σου, σε επαγρύπνηση .(Ιταλέ. Allerta=Επιφυλακή).
Αλεσιά (η): Μια Αλεσιά = Αλεσμα Ελιάς στο Ελαιοτριβείο μια φορά. Οσο χωράει η μηχανή.
Αλέστος (ο) Πρόθυμος. (παξοί) ;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;
Αλευρίτας (ο): Είδος μανιταριού.
Αλιά (κι’ αλίμονο) : Αλίμονο.
Αλιάδα (η): Σκορδαλιά.
Αλιμάγκου : Επιτέλους – Εν κατακλείδει.
Αλίμεντο (το): Διατροφή (Ιταλ Alimentazione).
Αλιμοκουρίζω : Ταρακουνάω.
Αλιμπαρτάρω : Αναποδογυρίζω (Ιταλ. Ribaltare).
Αλιμπουρδώνω Η Αλιμπουρδίζω η Αλικουρνίζω=Λερώνω – Πασαλείβω.
Αλιποπορά (η): Ποικιλία σταφυλιών.
Αλιποπορδιές (οι): Ράτσα μανιταριών.
Αλιποτσάκαλης (ο): Ράτσα τσακαλιού που έλεγαν ότι είναι διασταυρωση αλεπούς και τσακαλιού.
Αλιτζερίνος(ο): Αλγερίνος πειρατής ,συνώνυμο της σκληρότητας. (Ital. Algerino).
Αλιτσερίνι (το) Σκούρο-Μαύρο-Σκοτεινό
Αλιφιέρης (ο): Σημαιοφόρος (Ιταλ Alfiere).
Αλιφούτσιος (ο): Λούστρος-Στιλβωτής υποδημάτων.
Αλλότριος (ο): Αλλιώτικος.
Αλμπακάς (ο): Επίσημο ροκέτο από φίνο ύφασμα (βλ. Ροκέτο).
Άλμπεδο (το): Ασπρόξυλο από τις Αλπεις, μαλακό και ευκολοδούλευτο.
Αλντέντο (το): Μισοβρασμένα μακαρόνια (Ital. Al dente = στα δόντια).
Αλόη (η): Βότανο (Ital. Aloe).
Αλόϊσες(οι): Κακιές γυναίκες (Παξοί).
Αλπετραριος (ο): Διαιτητής (Ital. Arbitro).
Αλπέτρες (ο): Διαιτητής (Ital. Arbitro).
Αλτάνα (η): Ξεχυτή (Ital. Altana =Σκέπαστρο σε ταράτσα σπιτιού).
Αλτάρι (το): Αγία τράπεζα (Ital. Altare = Αγία τράπεζα , Βωμός).
Αλτεράδος (ο Αδιάθετος .;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;
Άλτο (το): Ψηλό –Ψήλωμα (πιο άλτο=πιο ψηλό).(Ital. On alto).
Αλτρα πάντα : Από τη μία μεριά στην άλλη
Αλτσάτο (το): «Πανωσήκωμα» σπιτιού (Ital. Alzata).
Αλτσετούρα (η): Πιέτα .;;;;;;;;;;;;;;;;
Αλτσος (ο): Αλυσίδα (Παξοί ) (Μάλλον βγαίνει από το Άλυσος).
Αλυπίτσα (η) Φυτό της ακροθαλασσιάς που το χρησιμοποιούν για να κατασκευάζουν σκούπες.
Αλυποτανάω : Τραβάω το σχοινί (Αρχ. Τανύω).
Αλυσίβα (η): Ζεστό νερό και στάχτη για το πλύσιμο των ρούχων. (Ιταλ. Lisciva).
Αμάν μπάσα : Λεηλασία.;;;;;;;;;;;;;
Αμάντζαλος : Κακοντυμένος και ακατάστατος.
Αμαρτεμός (ο): Αμαρτία.
Αμασκαλίδι (το) : Το βλαστάρι ανάμεσα στο φύλλο.
Αμασκαλοβύζα (η): Γυναίκα με μεγάλους μαστούς.
Αμαχεμός (ο): Εχθρότητα.
Αμε δα - Αμι Βεβαιωτικά μόρια.
Αμε Πήγαινε
Αμέντι και Αμέντε (το): Προσοχή – Πρόσεχε (Ital. A mente).
Αμηδόνικα : Ναι , κατάφαση .
Αμητί : Πώς αλλιώς.
Αμινόνκα : Ασε μας ήσυχους – Παράτα μας.
Αμίρασος (ο): Το ψάρι Σαλούβαρδος.
Αμμούσα (η): Αμμώδες και πορώδες έδαφος.
Αμολάδος (ο) Ελεύθερος-Χωρίς περιορισμούς.(Ιταλ. (a m)mollare – Λύνω το σχοινί
-Ελευθερώνω).
Αμολαρησιά (η): Ασυδοσία (βλ. Αμολάρω).
Αμολάρω : Απελευθερώνω (Ital. Ammolare).
Αμολέρνω : Ελευθερώνω.
Αμόντε (πάμε) : Χαμένοι πάμε (Ital. A monte ).
Αμοράδος (ο): Ερωτευμένος. (Ιταλ. Inamoranto).
Αμορόζος (ο): Αγαπητικός-Εραστής. (Ιταλ. Amoroso).
Αμούρες (οι): Βατόμουρα.
Αμούχτι (το): Πλήθος πραγμάτων.
Αμπαντάρω : Εκτιμώ, Λογαριάζω (Ital. Abbacare).
Αμπαντονάδος (ο): Αλήτης , Εγκαταλελλειμένο Παιδί , Έκθετο. (Ital. Abbandonato).
Αμπάσος (ο): Κατώτερος – χαμηλότερος (Ital. Basso).
Αμπατάριστος(ο): Αδιάφορος για ότι συμβαίνει.
Αμπάτης (ο): Ταγμένος Κάποιος που ήταν «ταγμένος» σε κάποιον Άγιο και Φορούσε μαύρο φέσι
και μπέρτα για 7 χρόνια. (ital. Battessimo=βάπτιση).
Αμπελοφάσουλα (τα): Φασολάκια βελόνες.
Αμπελοφουρκάτα (η): Ξύλινη διχάλα για το φύτεμα του αμπελιού (Ital. Forca = Διχάλα).
Άμπιλος (ο): Ικανός (Ital. Abile).
Αμπιτάντες (ο): Σοφίτα (Ital. Abitante =Ακάλυπτος χώρος που κλείστηκε και εγινε κατοικήσιμος).
Άμπιτο (το): Ιερατικό ένδυμα (Ital. Abito= Ρούχο η διαμένω).
Αμπιτύχη : Αν τυχόν.
Αμπλα ουτουριτά Απόλυτη εξουσία.(Ιtal. Ampio Autorita).
Αμπόδεμα (το): Μάγια- Μαγικά.
Αμπονόρα : Νωρίς – Πολύ πρωί (Ital. A buon ora).
Αμπορμπάω: Προφταίνω – Προλαβαίνω.
Αμπορπίζω : Ξεπερνώ κάποιον.
Αμπούζο (το): Κατάχρηση. (Ital. Ampuso).
Άμπουλες (οι): Πολλά νερά (Παξοί).
Αμπουρνέλα (η): Κορόμηλο.
Αμπώνω Σπρώχνω.
Αναγκεμένος (ο): Άρρωστος.
Ανάγλυκα (τα): Αραιά .
Ανάγλυκο Αραιό
Αναγραίνω : Ξαίνω το μαλλί.
Ανάγυρος (ο): Τέχνασμα – Επιδεξιότητα.
Αναδίνω : Ξανάρχομαι.
Ανάερα (τα): Εναέρια.
Ανάερα : Αμυδρά.
Αναζωφάω : Ξαναζωντανεύω.
Αναθιβάνω: Αμφιβάλλω.
Ανάκαρο (το): Διάθεση (Παξοί).
Ανακούρκουδα: Βαθύ κάθισμα στα γόνατα (Γύρου). Στους Παξούς το λένε «ανάποδα»
Ανακρακάτος (ο): Φωνακλάς.
Ανακυκλίδα (η): Ξύλινο εργαλείο για την μεταφορά του νήματος κατά το γνέσιμο.
Ανάνταφλος (ο): Ανοικοκύρευτος.
Ανάντελος (ο) Δύστροπος.
Αναπαψώλια (τα): Μία κατασκευή από σχοινιά που δένονταν πάνω από το κρεβάτι για να κρατούν
τα πόδια της γυναίκας ανασηκωμένα ώστε να μην κουράζεται κατά τη διάρκεια της ερωτικής
πράξης.
Αναπιαίνω: Βάζω το ζυμάρι στη σκάφη και το σκεπάζω για να φουσκώσει.
Αναράιδα (η): Νεράιδα.
Αναριομάδα (η): Αραιόφυτο μέρος.
Αναρίτσια (η): Ανατριχίλα (Ital. Arricciare).
Ανατσολόϊση (η): Ακαταστασία .
Ανατσούμπαλος (ο): Ακατάστατος.
Ανατσουτσουριάζω : Ανατριχιάζω.
Ανάφαντος (ο): Απρόσεκτος (Παξοί).
Αναφούφου : Στον αέρα , πάνω πάνω.(Παξοί).
Αναχαράζει : Μηρυκάζει.
Αναχαράζω: Μηρυκάζω.
Αναψούρα (η): Έξαψη.
Αναψούρες (οι): Ζέστες.- εξάψεις.
Ανελέτα (τα): Γάντζοι που περνούν τα κορδόνια των παπουτσιών(Παξοί).
Ανέλο (το): Κρίκος , Χαλκάς (Ital. Anello).
Ανεμοδούρητος (ο): Μικρής διάρκειας.
Ανεμοίραα (τα): Αμοίραστα (πχ. Χωράφια).
Ανεμοκάικα Εξαφανίστηκα.
Ανεμοπουλίζω : Ανεμίζω.
Ανεμοπύρωμα (το) Κρυολόγημα.
Ανεμοστρίφουλας (ο): Τοπικός μικρός τυφώνας.
Ανεμούρι (το): Αδράχτι Και μεταφ. (Πάει το στόμα του Ανεμούρι) Κάποιος που μιλάει
ασταμάτητα.
Ανεμοφόνητο (το): Άστατος-Ασταθής.
Ανεσίσταγος (ο): Ανήσυχος-φασαριόζος.
Ανεσύσταγος (ο): Ανοικοκύρευτος – Χωρίς σέστο (Ital. Sesto).
Ανέσωστος (ο): Ατελείωτος (Παξοί).
Άνζο : Συμβολαιογραφική πράξη(Ital. Atto Notarile).
Άνθρακας (ο): Αρρώστια -Κακοήθης φλύκταινα – Και ως κατάρα «να σε φάει ο άθρακας» .
Ανιφορά (η): Το αντίδωρο της εκκλησίας.
Ανστάνζα ή Ινστάνζα (η): Δικαστική προσφυγή (Ital. Istantanea = Ενσταση ).
Άντα (η): Επιβλητική περπατησιά (Ital. Anda =Θέτω σε κίνηση).
Ανταμος (ο): Γίγαντας , μεγαλόσωμος.
Αντάτος (ο): Ο έτοιμος να φύγει (Ital. Andare).
Αντέντος (ο): Έτοιμος για καυγά. (Ital. A Dente=στο δόντι η Attento = Σε ετοιμότητα).
Αντέτο (το): ¨Εθιμα των προγόνων (Ital. Antenato =Πρόγονος).
Άντζα (η): Γάμπα (Ital. Anca ).
Αντζαρδάρω : Ενθαρρύνω (Ital. Azzardare).
Αντζάρδο (το): Τόλμη ,Θάρρος (Ital. Azzardo).
Άντζι : Μάλιστα.
Άντζι : Όπως και να ναι.(Ital. Anzi);;;;;;;
Άντζουλα (η): Είδος μεταλλικού κουμπιού.
Αντήρας (ο): Μέρος εκτεθειμένο στον αέρα.
Αντιδαύλι (το) Ξύλο από νέο κλαρί για την φωτιά.(Παξοί).
Αντίδι (το): Ήμερο λάχανο.
Αντικάμαρα (η): Πεισμώνω και απομακρύνομαι από εσένα.
Αντικάμαρα (η): Χώλ , προθάλαμος (Ital. Anticamera ).
Αντικάριος (ο): Αρχαιολόγος (Ital. Anticario)
Αντίκομμα (το): Ξερό κλωνάρι δένδρου.
Αντίκος (ο): Παλαιομοδίτης.(Ital. Antico).
Αντικούλουκο (το): Μικρό βλαστάρι.
Αντικούτικας (ο): Μετωπιαίο οστό.
Αντιμάμαλο (το): Το κύμα που χτυπάει και ξαναγυρίζει.(Παξοί).
Αντιρίδα (η): Λοξό στήριγμα για την αντιστήριξη πασσάλων.
Αντιρίδι (το): Μικρός βλαστός που βγαίνει κάτω από το φύλλο.
Αντιφώτι (το): Φεγγίτης.
Αντος (ο): Σε ετοιμότητα (Ital. Attento= Προσέχω).
Αντραίδα (η): Φυτό;;;;;;
Αντρέτζο (το): Εργαλείο ,εξάρτημα. (Ital. Annesso).
Αντσιόν (η): Αγωγή εναντίον κάποιου (Ital. Azione).
Ανωθιό (το): Άνωθεν (Αρχ. – παλιό κρητικό).
Αξετίμωτος (ο): Ωραίος , Λεβέντης (Παξοί).
Αουνίστρα (η): Το τζάκι . Η φωτιά του σπιτιού. Στα χωριά τα’Γύρου λέγεται ογνίστρα.
Απαδείρω: Πληρώνω για τα σφάλματά μου.
Απαδέχτης (ο): Κεντρικό χαντάκι ποτιστικού χωραφιού.
Απαθιά (η): Ησυχία , Απραξία , Απάθεια.
Απάλα (η): Το πλατύ μέρος του κουπιού.(Παξοί).
Απαλατήδι (το): Το υγρό που περισσεύει από το φτιάξιμο του σαπουνιού.;;;;;
Απαλό (το): Το βρεγματικό οστούν του νεογνού.
Απαλοκάβουρας (ο): Είδος κάβουρα με απαλό κέλυφος που τρώγεται ολόκληρος τηγανιτός.
Απαλταρίζω : Παίρνω εργολαβία (Ital. Appaltare).
Απανωγόμι (το): Το επιπλέον φορτίο του γαιδάρου (Αρχ. Γόμος).
Απανωκόμι (το): Επιπλέον κέρδος.
Απαράτης (ο): Η σανίδα που ασφάλιζε τη δίφυλλη πόρτα από μέσα.
Απαρέντζα (η): Εικονiκά , φαινομενικά (Ital. Apparenza).
Απαρθενεύω : Ανήκω.(Παξοί).
Απαρταμέντο (το): Οροφοδιαμέρισμα (Ital. Appartamento).
Απάσβεστα (τα): Ο ασβεστοσοβάς.
Απέκια : Ειδάλλως .
Απελάντε(ο) Αυτός που κάνει έφεση στο δικαστήριο, ο εφεσιβάλλων (Ital. Appelare =
Εφεσιβάλλω).
Απελάρω : Κάνω έφεση .(Ital. Appelare).
Απελησιά (η): Εκσφενδονίζω (Αρχ. Απελαύνω).
Απένα : Μόλις , Μετα βίας (Ital. Appena)
Απεράτης (ο): Αμπάρα.
Απερίκουος (ο): Αυτός που δεν καταλαβαίνει.
Απερτούρα (η): Ευκαιρία (Ital. Apertura=Άνοιγμα).
Απετόνι (το): Ποντικός των δένδρων.
Απήκουπα Ανάποδα.
Απίδι (το): Αχλάδι.
Απιδιά (η): Αχλαδιά.
Απίθωμα (το): Εναπόθεση ενός φορτίου.
Απιθώνω : Ακουμπάω κατι κάπου .(Αρχ. Αποθέτω).
Απίθωσα : Ακούμπησα.
Απίκου : Στην ώρα μου , Ακριβώς στο σημείο που πρέπει Οι Ναυτικοί Χρησιμοποιούν τη λέξη
όταν η Μπίγα του Γερανού είναι πάνω ακριβώς από το φορτίο.
Απίκουπα : Ανάποδα.
Απιλατζιόν: Έφεση (Ιtal. Appelazione).
Απιόμπο: Έτοιμος.;;;;
Απίπιλε : Καθολοκληρίαν.;;;;;;;;;;;;;
Απισόντενα Όταν το ζώο Δεν μπορει να κρατηθεί στα πισινά του πόδια λόγω αρρώστιας η
γήρατος.
Απισόντενα Όταν το ζώο Δεν μπορει να κρατηθεί στα πισινά του πόδια λόγω αρρώστιας η
γήρατος.
Απιστριά (η): Μέρος του εξοπλισμού του γαιδάρου.
Απιστριά (η): Μέρος του εξοπλισμού του γαιδάρου.
Απιταφτιάρικο (το): Πεισματάρικο.
Απιταφτιάρικο (το): Πεισματάρικο.
Απλάδενα (η): Πιατέλα.
Απλάδενα (η): Πιατέλα.
Απλή (η): Παλιός χωριάτικος χορός.
Απλή (η): Παλιός χωριάτικος χορός.
Απλιός (ο): Πλατύς (Αρχ. Άπλετος;;).
Απλιός (ο): Πλατύς (Αρχ. Άπλετος;;).
Απλιτά : Ικανότητα , Ευχέρεια (Απλετα;;;;).
Απλιτά : Ικανότητα , Ευχέρεια (Απλετα;;;;).
Απλιχώρια (η): Ευρυχωρία.
Απλιχώρια (η): Ευρυχωρία.
Απλόχερο (το): Μονάδα όγκου που χωράει σε μια παλάμη.
Απλόχερο (το): Μονάδα όγκου που χωράει σε μια παλάμη.
Αποβολάρα (η): Είδος τσαπιού.
Αποβολάρα (η): Είδος τσαπιού.
Απόγραμμα (το): Διεύθυνση σε γράμμα(Παξοί) . Στην υπόλοιπη Κέρκυρα Την έλεγαν Σύσταση.
Απόγραμμα (το): Διεύθυνση σε γράμμα(Παξοί) . Στην υπόλοιπη Κέρκυρα Την έλεγαν Σύσταση.
Αποδέλοιπα (τα): Τα υπόλοιπα.
Αποδέλοιπα (τα): Τα υπόλοιπα.
Αποδέλοιπο (το): Υπόλοιπο.
Αποδέλοιπο (το): Υπόλοιπο.
Απόδιαβα : Μετά τις γιορτές.
Απόδιαβα : Μετά τις γιορτές.
Αποδοχάρι (το): Μεγάλος κάδος για την πρόχειρη μετάγγιση του μούστου.
Αποδοχάρι (το): Μεγάλος κάδος για την πρόχειρη μετάγγιση του μούστου.
Απόειδα : Απογοητεύτηκα-Βαρέθηκα να περιμένω.
Απόειδα : Απογοητεύτηκα-Βαρέθηκα να περιμένω.
Αποζετάρω : Υποθηκεύω (Ital. Ipotecare).
Αποζετάρω : Υποθηκεύω (Ital. Ipotecare).
Απόθραψε : Τελείωσε η καύση του ξύλου (Αρχ. Αποθράυω).
Απόθραψε : Τελείωσε η καύση του ξύλου (Αρχ. Αποθράυω).
Αποθώσου : Κάθησε να ξεκουραστείς.
Αποθώσου : Κάθησε να ξεκουραστείς.
Αποκαρωμένος (ο): Μισοκοιμισμένος.(Παξοί).
Αποκαρωμένος (ο): Μισοκοιμισμένος.(Παξοί).
Αποκατάρι (το): Το κεραμιδι που πάει από την κάτω μεριά.
Αποκατάρι (το): Το κεραμιδι που πάει από την κάτω μεριά.
Αποκαταριά (η): Η κάτω πλευρά.
Αποκαταριά (η): Η κάτω πλευρά.
Αποκαταριά (η): Το κατακάθι του ελληνικού καφέ .
Αποκαταριά (η): Το κατακάθι του ελληνικού καφέ .
Αποκαταριά (η): Το κάτω μέρος ενός ανισόπεδου κτήματος.
Αποκαταριά (η): Το κάτω μέρος ενός ανισόπεδου κτήματος.
Αποκατουθειό : Από κάτω.
Αποκατουθειό : Από κάτω.
Αποκλείω : Κανω κάποιον ψυχικό ράκος.
Αποκλείω : Κανω κάποιον ψυχικό ράκος.
Αποκοντιασμένος (ο): Υποχόνδριος.
Αποκοντιασμένος (ο): Υποχόνδριος.
Αποκόντο (το): Ευνόητο (Ital. Conto = Λογαριασμός – πρόβλεψη κλπ.).
Αποκόντο (το): Ευνόητο (Ital. Conto = Λογαριασμός – πρόβλεψη κλπ.).
Αποκόντο Παραλίγο.
Αποκόντο Παραλίγο.
Αποκοντριά (η): Υποχονδρία – Νωθρότητα.
Αποκοντριά (η): Υποχονδρία – Νωθρότητα.
Αποκοπή (η): Εργασία με το κομμάτι.
Αποκοπή (η): Εργασία με το κομμάτι.
Απολιώρα : Πριν από λίγη ώρα.
Απολιώρα : Πριν από λίγη ώρα.
Απόντις : Από όταν – Αφού (Αρχ. Όντας ;;;).
Απόντις : Από όταν – Αφού (Αρχ. Όντας ;;;).
Αποξυλάνθι (το): Το άνθος της κουφοξυλιάς ( Θάμνος της ακτής-Αφροξυλάνθη).
Αποξυλάνθι (το): Το άνθος της κουφοξυλιάς ( Θάμνος της ακτής-Αφροξυλάνθη).
Αποπανάρι (το): Το πάνω τούβλο της σκεπής.
Αποπανάρι (το): Το πάνω τούβλο της σκεπής.
Αποπανάρι : Το κεραμιδι που πάει από την πάνω μεριά.
Αποπανάρι : Το κεραμιδι που πάει από την πάνω μεριά.
Αποπαναριά (η): Το επάνω μέρος.
Αποπαναριά (η): Το επάνω μέρος.
Αποπανουθιό (το): Από πάνω (Αρχ. Άνωθεν).
Αποπανουθιό (το): Από πάνω (Αρχ. Άνωθεν).
Απόπερα : Απέναντι.
Απόπερα : Απέναντι.
Αποπέρνω Αποθαρρύνω.
Αποπέρνω Αποθαρρύνω.
Αποσβολάρα (η) Τσαπί.
Αποσβολάρα (η) Τσαπί.
Αποσεδείριες (οι): Οι ελιές που πέφτουν από την αρχή της σοδειάς.(Παξοί).
Αποσεδείριες (οι): Οι ελιές που πέφτουν από την αρχή της σοδειάς.(Παξοί).
Αποσίμπελο Πιθανόν-Παρά λίγο-Μπορεί. (Ιταλ. Possibile). «Στην πιάτσα έγινε Αποσίμπελο
Ρεμπόμπο». Δηλαδή Παραλίγο να γίνει φασαρία-καυγάς.
Αποσίμπελο Πιθανόν-Παρά λίγο-Μπορεί. (Ιταλ. Possibile). «Στην πιάτσα έγινε Αποσίμπελο
Ρεμπόμπο». Δηλαδή Παραλίγο να γίνει φασαρία-καυγάς.
Απόστα η ξαπόστα : Επίτηδες (Ital. Apposta).
Απόστα η ξαπόστα : Επίτηδες (Ital. Apposta).
Αποστάρικα : Σκόπιμα. (βλ. Απόστο).
Αποστάρικα : Σκόπιμα. (βλ. Απόστο).
Αποστήλα (η) Σημείωση στο περιθώριο της σελίδας (Στήλη ).
Αποστήλα (η) Σημείωση στο περιθώριο της σελίδας (Στήλη ).
Απόστο (τον έβαλε): Του έκανε κριτική-τον έβαλε στο στόχαστρο (Ital. A Posto=στη θέση του).
Απόστο (τον έβαλε): Του έκανε κριτική-τον έβαλε στο στόχαστρο (Ital. A Posto=στη θέση του).
Αποτιλιά η Αποτίλας (ο): Λιθιά.
Αποτιλιά η Αποτίλας (ο): Λιθιά.
Απόχηρος (ο): Χήρος.
Απόχηρος (ο): Χήρος.
Απόχτιο (το): Απόκτημα.
Απόχτιο (το): Απόκτημα.
Απραός (ο): Διαρκώς σε κίνηση ( Αρχ. ;;; Παραλία Απραού στην Κασσιόπη).
Απραός (ο): Διαρκώς σε κίνηση ( Αρχ. ;;; Παραλία Απραού στην Κασσιόπη).
Απροβάδο (το): Εγκεκριμένο (Ital. Approvare).
Απροβάδο (το): Εγκεκριμένο (Ital. Approvare).
Απρομπάρω : Εγκρίνω (βλ. Απροβάδο).
Απρομπάρω : Εγκρίνω (βλ. Απροβάδο).
Απρόντα (η): Έτοιμη (Ital. Approntare).
Απρόντα (η): Έτοιμη (Ital. Approntare).
Απροπόζιτο (το): Έκφραση που προτάσσεται Στην αρχή της συζήτησης . (Ital. Proposito=Το θέμα
της συζήτησης).
Απροπόζιτο (το): Έκφραση που προτάσσεται Στην αρχή της συζήτησης . (Ital. Proposito=Το θέμα
της συζήτησης).
Αραβούντουλα (η): Το τιμόνι της Βάρκας- η Λαγουδέρα.(Κέρκυρα-Πόλη).
Αραβούντουλα (η): Το τιμόνι της Βάρκας- η Λαγουδέρα.(Κέρκυρα-Πόλη).
Αραγκιό η ραγκιό (το): Η τάξη , Το συστηματικό (Ital. Rango=Τάξη).
Αραγκιό η ραγκιό (το): Η τάξη , Το συστηματικό (Ital. Rango=Τάξη).
Αράδα (η): Αμέσως.
Αράδα (η): Αμέσως.
Αράϊντα-Αράντα (η) Ο Περίβολος του σπιτιού. (Παξοί).
Αράϊντα-Αράντα (η) Ο Περίβολος του σπιτιού. (Παξοί).
Αράτα (η): Ρώγα σταφυλιού-στήθους (Αρχ. Ράξ;;)
Αράτα (η): Ρώγα σταφυλιού-στήθους (Αρχ. Ράξ;;)
Αρβάλι (το): Σιδερένια λαβή του ξύλινου κουβά.
Αρβάλι (το): Σιδερένια λαβή του ξύλινου κουβά.
Αργάζω : Οργώνω,Κατεργάζομαι ,Επεξεργάζομαι.
Αργάζω : Οργώνω,Κατεργάζομαι ,Επεξεργάζομαι.
Αργαστήρι (το): Καφενείο.
Αργαστήρι (το): Καφενείο.
Αργάτης ( ο): Ο κοχλίας της αλεστικής μηχανής.
Αργάτης ( ο): Ο κοχλίας της αλεστικής μηχανής.
Αργατικός (ο): Εργάτης.
Αργατικός (ο): Εργάτης.
Αργατινή (η): Εργάσιμη μέρα.
Αργατινή (η): Εργάσιμη μέρα.
Αργούντουλα (η) Η Λαγουδέρα (Το ξύλο που κουνά το τιμόνι της βάρκας.) (Παξοί).
Αργούντουλα (η) Η Λαγουδέρα (Το ξύλο που κουνά το τιμόνι της βάρκας.) (Παξοί).
Αργυρομαστραπάς (ο): Ασημένια κανάτα.
Αργυρομαστραπάς (ο): Ασημένια κανάτα.
Αρεβολίζω : Πάω και έρχομαι γρήγορα.
Αρεβολίζω : Πάω και έρχομαι γρήγορα.
Αρέκια (τα): Τραγούδια προχειροφτιαγμένα-(Iταλ. Οrecchia= Με το αυτί , χωρίς μουσικές
γνώσεις).
Αρέκια (τα): Τραγούδια προχειροφτιαγμένα-(Iταλ. Οrecchia= Με το αυτί , χωρίς μουσικές
γνώσεις).
Αρέντα (η) Γρήγορα. (Ital. Ridda=Είδος παλιού κυκλικού χωρού η σπασμωδική κίνηση γύρω από
κάτι).
Αρέντα (η) Γρήγορα. (Ital. Ridda=Είδος παλιού κυκλικού χωρού η σπασμωδική κίνηση γύρω από
κάτι).
Αρέντε Πλησίον – Κοντά.;;;;;;;;;;;;;
Αρέντε Πλησίον – Κοντά.;;;;;;;;;;;;;
Αρεσκειά (η): Προικοσύμφωνο.
Αρεσκειά (η): Προικοσύμφωνο.
Αρεστάδος (ο): Κρατούμενος (Ιταλ. Arrestato (: Κρατούμενος.
Αρεστάδος (ο): Κρατούμενος (Ιταλ. Arrestato (: Κρατούμενος.
Αρέστο (το): Το κρατητήριο Ital. Arresto).
Αρέστο (το): Το κρατητήριο Ital. Arresto).
Αρθούνι (το): Το ρουθούνι.
Αρθούνι (το): Το ρουθούνι.
Αριβάρω Έρχομαι-καταφθάνω. (Ιταλ. Arrivare).
Αριβάρω Έρχομαι-καταφθάνω. (Ιταλ. Arrivare).
Αρίδα (η): Τρυπάνι.
Αρίδα (η): Τρυπάνι.
Αρκεβίστας (ο): Αρχειοφύλακας (Ital. Archivista).
Αρκεβίστας (ο): Αρχειοφύλακας (Ital. Archivista).
Αρκίβιο (το): Αρχειοφυλάκειο (Ital. Archivio).
Αρκίβιο (το): Αρχειοφυλάκειο (Ital. Archivio).
Αρκούμπουζο (το): Είδος πυροβόλου όπλου.(Λευκίμμη-Παξοί).;;;;;;;;;;;;;;;;;
Αρκούμπουζο (το): Είδος πυροβόλου όπλου.(Λευκίμμη-Παξοί).;;;;;;;;;;;;;;;;;
Αρμακαδίνα (η): Κεντρικό δοκάρι σκεπής.(Ital. Arma Catena).
Αρμακαδίνα (η): Κεντρικό δοκάρι σκεπής.(Ital. Arma Catena).
Αρμακόλου : Έβαλε το σακκάκι του αρμακόλου – Δηλαδή στην πλάτη (Ital. Armacollo
=Τελαμώνα-Χιαστί).
Αρμακόλου : Έβαλε το σακκάκι του αρμακόλου – Δηλαδή στην πλάτη (Ital. Armacollo
=Τελαμώνα-Χιαστί).
Αρμάρι (το): Ντουλάπι (Ital. Armadio).
Αρμαρόνι (το): Ντουλάπι (Παξοί). Βλ.Αρμάρι.
Αρμενάλια (τα): Σοφίτες . (Παξοί).
Αρμίδι(το): Πετονιά για ψάρεμα.
Αρμουριχτό (το): Είδος πετονιάς.
Αρόδου : Ανοικτά στη θάλασσα ( Το πλοίο έδεσε αρόδου).
Αρόντα (η): Τρεχάλα.(Ital. Ridda =Είδος παλιού κυκλικού χορού)
Αρόντεψε : Τρέξε.(βλ. Αρόντα).
Άρπαση (η): Αρδευτικό κανάλι.
Άρπεζα (τα): Σιδερένια άγκιστρα για μεταλλικές κατασκευές η για την στερέωση τοίχων στις
οικοδομές.(Ital. Arpese).
Άρτα πάντα : Η άλλη πλευρά μιας κατασκευής η κάτι διαμπερές. (Ital. Altra – Banda).
Αρτερατσιό (το): Ελαφρύς πυρετός – δέκατα (Arteria;;;;;;;).
Αρτερία (η): Αρτηρία (Ital. Arteria).-Προφανώς η λέξη έχει αρχαιοελληνική ρίζα.
Αρτίζω : Βάζω λάδι στο ψωμί.(Παξοί).
Αρτίζω : Ετοιμάζω το φαγητό (Άρτιο η άρτος).
Αρτίκολο πρίμο (το): Πρώτη ενέργεια – Πρώτη δουλειά.(Ital. Articolo Primo Άρθρο Πρώτο).
Αρτσιπέλαο (το): Πολύ μακριά. (Ital. Arcipelago= Αρχιπέλαγος).
Αρτύθηκα: Έφαγα κάτι που δεν έπρεπε την Σαρακοστή).
Ασέδιο (το): Πολιορκία (Ital. Asedio).
Ασενιάρω : Δίνω, μεταβιβάζω.
Ασένιο (το): Νόημα (Ital. Segho).
Ασκάρδη): Σκελίδα .
Ασκέλα (η): Αγριολάχανο.
Ασκέλα (η): Είδος λοστού που η άκρη του υποβοηθούταν από τη μασχάλη (Ital.
Ascella=Μασχάλη).
Ασκλιδι Σκίλα .;;;;;;;;;;;;
Ασκοποθώνο Σηκώνομαι και κάθομαι συνέχεια.
Ασκός (ο): Αυγό που έγινε χωρίς τσόφλι , μόνο με την μεμβράνη. (Αρχ. Ασκός = Σάκκος).
Ασκρουμένομαι : Προσέχω να ακούσω(Παξοί).
Ασκώνω: Σηκώνω.
Ασμίλαγκας (ο): Το φυτό Σμίλαξ.
Άσος Άξονας του κάρου.
Ασουμέρω : Λαμβάνω , δέχομαι.
Ασούμπρα Αγκαζέ.
Ασούσουμος (ο): Αγνώριστος (Παξοί).
Άσπαγας (ο): Το φυτό δορύκυνον.
Ασπάλαθρας (ο): Κύτισος (Αγκαθωτό φυτό).
Ασπετά : Περιμένω (Ital. Aspetti).
Ασπουκλο (το): Αγριοκρέμμυδο.
Άστα : Σήκω (Αρχ. Ίσταμαι).-(Ital.Astante=Παρών ,Ενιστάμενος).
Αστάκι ((το) Ο Καρπός του καλαμποκιού
Άστε ντούε (μο): Μου επέβαλε (Μάλλον προήλθε από εκφραση της
Αστράκα (η): Θάμνος της ακτής.
Αστρακερή (η): Η τοποθεσία που έχει καλυφθεί από αστράκες.
Ασύσταγος (ο): Ανοικοκύρευτος (βλ. Σέστο).
Ατζάρδο (το): Τόλμημα (Ital. Azzardo).
Ατεντέντερε Ακούω , πείθομαι , συμμορφώνομαι.(Ital. Attendere=
Ατίβα): Έτοιμη , Ικανή για κάθε τι. (Ital. Attivo=Ενεργητικός).
Ατόρνο Πέριξ (Ital. Intorno).
Ατούρα ( η): Πονοκέφαλος εγγύου.
Ατρέτζο Σύνολο πραγμάτων απαραίτητων για ορισμένη χρήση. (Ital. Attrezzo = Σύνολο
Εργαλείων).
Ατρέχα (η): Τρεχάλα.
Ατσαλωσιά (η): Η σκλήρυνση του σιδήρου με την θέρμανση και το απότομο κρύωμα στο νερό η
στο λάδι.
Ατσάρδο (το ): Κίνδυνος (Ital. Azzardo).
Ατσαρδόζος (ο): Ριψοκίνδυνος. (Ital. Azzardosso).
Ατσήρω : Αποδέχομαι (Ital. Accetare).
Ατσιτέντε ( ο): Το τυχαίο συμβάν.(Ital Accidente).
Ατσίτο (το): Οξύ (Ital. Acido).
Άτσιτο (το): Οξύ που χρησιμοποιούσαν οι λευκοσιδηρουργοί για το καθάρισμα πριν τη
συγκόλληση των μετάλλων (ital. Acito = Οξύ).
Άτσου : Ας`τους (Μαντουκιώτικο).
Αυγακότης ( ο): Αυγουλάς.
Αυγινό (το): Η ακολουθία του όρθρου.
Αυγουστέλι ): Ράτσα σύκου.
Αυγοχόλι (το): Ψεύτικο αυγό για να γεννούν οι κότες.
Αυγώνει : Η κότα ετοιμάζεται να γεννήσει.
Αυριοσύνη (η): Η αυριανή ημέρα , το μέλλον , το αύριο.
Αυχαριστία (η): Αχαριστία.
Αφαλοκομός (ο): Η ομφαλοκοπή.
Αφάνο (το): Δύσπνοια.(Ital. Affano).
Αφέντης (ο): ο πατέρας
Αφιδεύομαι: Εμπιστεύομαι. (Ital. Affidare).
Αφισάδος (ο): Προσηλωμένος (βλ. Αφισάρω).
Αφισάρω : Είμαι προσηλωμένος (Ital.Affisare).
Αφιτιβαμέντε : Πραγματικά (Ital. Effettivamente).
Αφοδιά (η): Αυλή σπιτιού ( Ίσως επειδή αφόδευαν εξω ελλείψει τουαλέτας ). (Παξοί).
Αφόρκος (ο): Επίορκος.
Αφούντου : Χάθηκε (Ital. A fondo=Στο βάθος).
Αφούφου : Ολική καταστροφή – Ανατίναξη – Ολοκαύτωμα. (Πήγε αφούφου – Πήγε ψηλά).
Αχαμνός (ο): Χλωμός (Παξοί).
Αχαρολόϊστη (η) Άχαρη.
Άχλα (η): Καταχνιά.
Αψήλου : Τυχερό παιχνίδι του δρόμου (κορώνα –γράμματα).
Αψήλου : Ψηλά.
Αψιής Οξύθυμος.
Αψώνω Φουντώνω, ζεσταίνομαι.(Παξοί).
Β
Βαβιλάτο (το) Το χρώμα της χρυσόμυγας (Μαυροπράσινο).
Βαβιλάτο (το) Το χρώμα της χρυσόμυγας (Μαυροπράσινο).
Βαβύλα (η) Χρυσόμυγα (Λέγεται και βάβυλας και μάλλον ονομάστηκε έτσι aπό το Βαβυλωνία
από το βουιτό του).
Βαβύλα (η) Χρυσόμυγα (Λέγεται και βάβυλας και μάλλον ονομάστηκε έτσι aπό το Βαβυλωνία
από το βουιτό του).
Βαγαπόντες(ο): Απατεώνας (Ital. Vagabondo).
Βαγαπόντες(ο): Απατεώνας (Ital. Vagabondo).
Βαγγελίζω : Περνάω κάτω από το ευαγγέλιο της κυριακάτικης λειτουργίαςγια να αποφύγω κάποιο
κακό που φοβάμαι .
Βαγγελίζω : Περνάω κάτω από το ευαγγέλιο της κυριακάτικης λειτουργίαςγια να αποφύγω κάποιο
κακό που φοβάμαι .
Βάγια (τα): Τα Θεοφάνεια , Η Κυριακή των Βαίων.
Βάγια (τα): Τα Θεοφάνεια , Η Κυριακή των Βαίων.
Βαγιάνα (η): Το ψάρι Σκαθάρι.
Βαγιάνα (η): Το ψάρι Σκαθάρι.
Βαγιοφόρα (η): Πλέγμα από φύλλα φοινικιάς για την Κυριακή των Βαίων.
Βαγιοφόρα (η): Πλέγμα από φύλλα φοινικιάς για την Κυριακή των Βαίων.
Βάζο (το): Ο πήλινος σωλήνας των παλαιών αποχετεύσεων (Ital. Vaso).
Βάζο (το): Ο πήλινος σωλήνας των παλαιών αποχετεύσεων (Ital. Vaso).
Βαιλέυω : Κουράρω.- Φροντίζω
Βαιλέυω : Κουράρω.- Φροντίζω
Βαιλεύω : Νταντεύω, κανακεύω.
Βαιλεύω : Νταντεύω, κανακεύω.
Βαίσω : Λυγίσω. (Σινιές).
Βαίσω : Λυγίσω. (Σινιές).
Βακέτα (η): Μερικώς κατεργασμένο δέρμα (Ital.Vacchetta=Αγγελαδίτσα- Δέρμα).
Βακέτα (η): Μερικώς κατεργασμένο δέρμα (Ital.Vacchetta=Αγγελαδίτσα- Δέρμα).
Βαλάγγι (το): Βελανίδι (Παξοί).
Βαλάγγι (το): Βελανίδι (Παξοί).
Βαλάνεια (τα): Βελανίδια.
Βαλάνεια (τα): Βελανίδια.
Βαλανίδα (η): Αδένας του λαιμού.
Βαλανίδα (η): Αδένας του λαιμού.
Βαλάρω Βρίσκομαι σε αμηχανία.
Βαλάρω Βρίσκομαι σε αμηχανία.
Βάλε αμέντι : Σκέψου.(Ital. Mente=Μυαλό)
Βάλε αμέντι : Σκέψου.(Ital. Mente=Μυαλό)
Βαλερόζος (ο): Άξιος . (Valoroso).
Βαλερόζος (ο): Άξιος . (Valoroso).
Βαλούτο (το) Βαρύ , Άξίζει τα λεφτά του (Ital. Valutare =Εκτιμώ την αξία το βάρος κλπ).
Βαλούτο (το) Βαρύ , Άξίζει τα λεφτά του (Ital. Valutare =Εκτιμώ την αξία το βάρος κλπ).
Βαμμένος (ο): Ο αποφασισμένος για να κάνει κάποιο κακό.
Βαμμένος (ο): Ο αποφασισμένος για να κάνει κάποιο κακό.
Βαντάγιο (το): Κέρδος (Ital. Vantaggio).
Βαντάγιο (το): Κέρδος (Ital. Vantaggio).
Βαντάκα (η): Πάνινο δέμα με ρούχα , και μεταφ. Η χονδρή γυναίκα.
Βαντάκα (η): Πάνινο δέμα με ρούχα , και μεταφ. Η χονδρή γυναίκα.
Βαντιέρα (η): Δίσκος σερβιρίσματος
Βαντιέρα (η): Δίσκος σερβιρίσματος
Βάραγγας (ο): Λάρυγγας.
Βάραγγας (ο): Λάρυγγας.
Βαραμέντε : Επιτέλους – εν΄κατακλείδει (Ital. Veramente)
Βαραμέντε : Επιτέλους – εν΄κατακλείδει (Ital. Veramente)
Βαρβαρίτσα (η): Δερματικό εξόγκωμα η κρεατοελιά.
Βαρβαρίτσα (η): Δερματικό εξόγκωμα η κρεατοελιά.
Βαρδακούρι (το): Αμάνικο πουλόβερ.
Βαρδακούρι (το): Αμάνικο πουλόβερ.
Βαρδακούρι (το): Γιλέκο.
Βαρδακούρι (το): Γιλέκο.
Βαρδάτσα (η): Ράτσα άσπρου κορόμηλου.
Βαρδάτσα (η): Ράτσα άσπρου κορόμηλου.
Βαρδιόλα (η): Σκοπιά .
Βαρδιόλα (η): Σκοπιά .
Βαρζί (το): Κόκκινη βαφή χειλιών από ένα φυτό.
Βαρζί (το): Κόκκινη βαφή χειλιών από ένα φυτό.
Βαρκός (ο): Βάλτος, η μόνιμα υγρή γη .
Βαρκός (ο): Βάλτος, η μόνιμα υγρή γη .
Βάρτου : Βάρα του.
Βάρτου : Βάρα του.
Βάσκα (η): Μπανιέρα , λεκάνη .(Ital. Vasca).
Βάσκα (η): Μπανιέρα , λεκάνη .(Ital. Vasca).
Βάσκα (η): Στέρνα ,η μεγάλη λεκάνη. (Ital. Vasca).
Βάσκα (η): Στέρνα ,η μεγάλη λεκάνη. (Ital. Vasca).
Βατεύω : Κάνω έρωτα – Γονιμοποιώ.
Βατεύω : Κάνω έρωτα – Γονιμοποιώ.
Βατσέλα (η): Λεκάνη .
Βατσέλα (η): Λεκάνη .
Βατσέλι (το): Λεκανάκι.
Βατσέλι (το): Λεκανάκι.
Βατσέλι (το): Νιπτήρας(Ital. Vascello=Πλοιάριο πολεμικό).
Βατσέλι (το): Νιπτήρας(Ital. Vascello=Πλοιάριο πολεμικό).
Βατσίνα (η): Εμβόλιο (Ital. Vacina).
Βατσίνα (η): Εμβόλιο (Ital. Vacina).
Βατσουνιά (η): Βάτος.
Βατσουνιά (η): Βάτος.
Βδέλι (το): Μεταλλικό περιστρεφόμενο στερέωμα παραθυρόφυλλου).
Βδέλι (το): Μεταλλικό περιστρεφόμενο στερέωμα παραθυρόφυλλου).
Βεγγέρα (η): Γλέντι (Ital. Vegliare = Ξενύχτι).
Βεγγέρα (η): Γλέντι (Ital. Vegliare = Ξενύχτι).
Βεδρές :
Βεδρές :
Βελανίδα (η): Το ψάρι Ζαργάνα η βελόνα.
Βελανίδα (η): Το ψάρι Ζαργάνα η βελόνα.
Βελέντζες (οι) Υποκλίσεις?
Βελέντζες (οι) Υποκλίσεις?
Βελέσι (το): Χονδρό ρούχο – Παλτό.
Βελέσι (το): Χονδρό ρούχο – Παλτό.
Βελιόνι (το): Ξενύχτι (Ital. Veglia).
Βελιόνι (το): Ξενύχτι (Ital. Veglia).
Βέλιουρας (ο): Σκουλήκι που χρησιμεύει για δόλωμα.
Βέλιουρας (ο): Σκουλήκι που χρησιμεύει για δόλωμα.
Βελονάς (ο): Θύκη για βελόνια ραψίματος.
Βελονάς (ο): Θύκη για βελόνια ραψίματος.
Βελοτσιπέ (το): Το ποδήλατο (Ital. Velocipe).
Βελοτσιπέ (το): Το ποδήλατο (Ital. Velocipe).
Βένα (η): Φέτα πετρώματος.
Βένα (η): Φέτα πετρώματος.
Βένα (η): Φλέβα – κληρονομικότητα (Ital. Vena).
Βένα (η): Φλέβα – κληρονομικότητα (Ital. Vena).
Βενέτικο (το): Ράτσα κόκκινου μήλου.
Βενέτικο (το): Ράτσα κόκκινου μήλου.
Βενζίνα (η): Καϊκι μηχανοκίνητο.
Βενζίνα (η): Καϊκι μηχανοκίνητο.
Βένταμα (το): Φτερούγισμα.
Βένταμα (το): Φτερούγισμα.
Βεντάριο (το): Ευρετήριο (Ital. In Ventorio).
Βεντάριο (το): Ευρετήριο (Ital. In Ventorio).
Βεντέμα (η): Τρύγος (Ital. Vendemmia).
Βεντέμα (η): Τρύγος (Ital. Vendemmia).
Βεντερούγα (η) Καμπούρα- ραχίτιδα.
Βεντερούγα (η) Καμπούρα- ραχίτιδα.
Βεντερούγα (η): Αρρώστια που προκαλεί κύρτωση της πλάτης.
Βεντερούγα (η): Αρρώστια που προκαλεί κύρτωση της πλάτης.
Βεντερούγα (η): Η πίσω μεριά των πλευρών.
Βεντερούγα (η): Η πίσω μεριά των πλευρών.
Βέντουλο (το): Βεντάλια η χαρτόνι για το φυσημα της φωτιάς(Ital. Ventaglio).
Βέντουλο (το): Βεντάλια η χαρτόνι για το φυσημα της φωτιάς(Ital. Ventaglio).
Βεντρειά (η): Η πλαινή πλευρά των πλευρών.
Βεντρειά (η): Η πλαινή πλευρά των πλευρών.
Βεντριά (η): Τα πλευρά του Ανθρώπου
Βεντριά (η): Τα πλευρά του Ανθρώπου.
Βεραμέντε : Αλήθεια (Ital. Veramente).
Βεραμέντε : Αλήθεια (Ital. Veramente).
Βερβελίδι (το): Αγριολάχανο.
Βερβελίδι (το): Αγριολάχανο.
Βερβελίδια (τα): Βολβοί.
Βερβελίδια (τα): Βολβοί.
Βερβερίτσα (η): Κρεατοελιά.
Βερβερίτσα (η): Κρεατοελιά.
Βεργέτα (η): Σκουλαρίκι κρίκος. (Μάλλον ονομάστηκε έτσι επειδή φτιαχνόταν από μία μεταλλική
βεργούλα.Βεργέτα φορούσαν οι άνδρες στο αριστερό αυτί σε διάφορα μέρη της Κέρκυρας
(Μαντούκι , Βαλανειό κ.α.) Ήταν χρυσή και μάλλον έμεινε από τους πειρατές η τους τσιγγάνους
Βεργέτα (η): Σκουλαρίκι κρίκος. (Μάλλον ονομάστηκε έτσι επειδή φτιαχνόταν από μία μεταλλική
βεργούλα.Βεργέτα φορούσαν οι άνδρες στο αριστερό αυτί σε διάφορα μέρη της Κέρκυρας
(Μαντούκι , Βαλανειό κ.α.) Ήταν χρυσή και μάλλον έμεινε από τους πειρατές η τους τσιγγάνους
Βερίνες (οι): Οι βόλτες που παίρνει το σχοινί.
Βερίνες (οι): Οι βόλτες που παίρνει το σχοινί.
Βερμαλίζω : Φλυαρώ (Ital. Verbale – Verbalismo = Στα λόγια).
Βερμαλίζω : Φλυαρώ (Ital. Verbale – Verbalismo = Στα λόγια).
Βέρντε (το): Πράσινο χρώμα (Ital. Verde).
Βέρντε (το): Πράσινο χρώμα (Ital. Verde).
Βερντούρα (η): Σαλάτα λαχανικών (Ital. Verdura).
Βερντούρα (η): Σαλάτα λαχανικών (Ital. Verdura).
Βέρσο (το): Συμπεριφορα (Ital. Verso = Κατεύθηνση ).
Βέρσο (το): Συμπεριφορα (Ital. Verso = Κατεύθηνση ).
Βερτζότο (το): Πλατύφυλλο Κραμπή (Ital. Verzotto).
Βερτζότο (το): Πλατύφυλλο Κραμπή (Ital. Verzotto).
Βερτσελάδο (το): Χυμένο-Διάχυτο(Ital. Versamento).
Βερτσελάδο (το): Χυμένο-Διάχυτο(Ital. Versamento).
Βεσπασιανή (η) Δημόσιο ουρητήριο (Ital. Vespasiano).
Βεσπασιανή (η) Δημόσιο ουρητήριο (Ital. Vespasiano).
Βέστα (η): Γυναικείο φόρεμα.Ital. Vestito).
Βέστα (η): Γυναικείο φόρεμα.Ital. Vestito).
Βεστάγια (η): Γυναικεία ρόμπα (Ital. Vestaglia).
Βεστάγια (η): Γυναικεία ρόμπα (Ital. Vestaglia).
Βεστιέρα (η): Ρόμπα .
Βεστιέρα (η): Ρόμπα .
Βέτζες ,Ισβέτζες : Στη θέση του. (Ital. Vece).
Βέτζες ,Ισβέτζες : Στη θέση του. (Ital. Vece).
Βετούλης (ο) Έφηβος.
Βετούλης (ο) Έφηβος.
Βήσαλο (το): Σπασμένο και αιχμηρό κομμάτι.
Βήσαλο (το): Σπασμένο και αιχμηρό κομμάτι.
Βιατζάρω : Ταξιδεύω (βλ. Βιάτζο).
Βιατζάρω : Ταξιδεύω (βλ. Βιάτζο).
Βιάτζο (το) : viaggio (Ιταλ. ταξίδι κυρίως για δουλείες «έκανε βιάτζα ολη μέρα » .
Βιάτζο (το) : viaggio (Ιταλ. ταξίδι κυρίως για δουλείες «έκανε βιάτζα ολη μέρα » .
Βιβάρι (το): Ιχθυοτροφείο (Ital. Vivaio).
Βιβάρι (το): Ιχθυοτροφείο (Ital. Vivaio).
Βίβες (οι): Προπόσεις (Ital. Viva).
Βίβες (οι): Προπόσεις (Ital. Viva).
Βίγλα (η): Επιμέλεια , φροντίδα , επιτήρηση, Παρατηρητήριο . (Ital. Vigilato).
Βίγλα (η): Επιμέλεια , φροντίδα , επιτήρηση, Παρατηρητήριο . (Ital. Vigilato).
Βιδέλο (το): Δέρμα για σόλες παπουτσιών (Ital. Vittello=Μοσχαρίσιο δέρμα).
Βιδέλο (το): Δέρμα για σόλες παπουτσιών (Ital. Vittello=Μοσχαρίσιο δέρμα).
Βίδιο (το): Άλλη φορά.
Βίδιο (το): Άλλη φορά.
Βιζιγάντι (το) Κατάπλασμα.
Βιζιγάντι (το) Κατάπλασμα.
Βίζιτα (η): Επίσκεψη (Ital. Visita).
Βίζιτα (η): Επίσκεψη (Ital. Visita).
Βίκα (η): Ταμιτζάνα.
Βίκα (η): Ταμιτζάνα.
Βίκος (ο): Ζωοτροφή.
Βίκος (ο): Ζωοτροφή.
Βιλάνος (ο): Άξεστος χωριάτης (Ital. Villano).
Βιλάνος (ο): Άξεστος χωριάτης (Ital. Villano).
Βιλάρι (το): Τόπι υφάσματος.
Βιλάρι (το): Τόπι υφάσματος.
Βινιέτα (η): Διακοσμητικό περίγραμμα – Σχέδιο (Ital. Vigneta).
Βινιέτα (η): Διακοσμητικό περίγραμμα – Σχέδιο (Ital. Vigneta).
Βιντινέλα (η): Χονδρό ύφασμα (Ital. Vitina = Κορσές).
Βιντινέλα (η): Χονδρό ύφασμα (Ital. Vitina = Κορσές).
Βινώ : Συνουσιάζομαι παράνομα (Παξοί);;;;;;;
Βινώ : Συνουσιάζομαι παράνομα (Παξοί);;;;;;;
Βίρα (η): Βέρα . (Ital. Vera ).
Βίρα (η): Βέρα . (Ital. Vera ).
Βιρβιρίκι (το): Θυλίτσα από κλωστή.
Βιρβιρίκι (το): Θυλίτσα από κλωστή.
Βιρτσίνος (ο): Χρεωμένος
Βιρτσίνος (ο): Χρεωμένος
Βίτζο (ο): Αντιπλοίαρχος (Ital. Vice).
Βίτζο (ο): Αντιπλοίαρχος (Ital. Vice).
Βίτος (ο): Αρσενικό περιστέρι .
Βίτος (ο): Αρσενικό περιστέρι .
Βίτσα (η): Ξύλινη βέργα .
Βίτσα (η): Ξύλινη βέργα .
Βιτσιτσιόλι (το): Μικρό πουλάκι.
Βιτσιτσιόλι (το): Μικρό πουλάκι.
Βλησίδι (το): Κόσμημα που προσφέρεται στη νύφη – Τάμα σε εικόνα (Παξοί) .
Βλησίδι (το): Κόσμημα που προσφέρεται στη νύφη – Τάμα σε εικόνα (Παξοί) .
Βόγα : Κάνε κουπί-Λάμνε μπροστά.
Βόγα : Κάνε κουπί-Λάμνε μπροστά.
Βογγύλι (το): Χονδρό κομμάτι , λέγεται και για το νερό που τρέχει.;;;;;;;
Βογγύλι (το): Χονδρό κομμάτι , λέγεται και για το νερό που τρέχει.;;;;;;;
Βολά (η) : Φορά ( θα έρθουμε μία άλλη φορά ).
Βολά (η) : Φορά ( θα έρθουμε μία άλλη φορά ).
Βόλε ντα βόλα Διπλοραμμένα παπούτσια;;;;
Βόλε ντα βόλα Διπλοραμμένα παπούτσια;;;;
Βολεί (μου): Με βολεύει.
Βολεί (μου): Με βολεύει.
Βολήμι (το): Το μέταλλο Μόλυβδος .
Βολήμι (το): Το μέταλλο Μόλυβδος .
Βολίμι (το): Μόλυβδος.
Βολίμι (το): Μόλυβδος.
Βολίμι (το): Το μέταλλο Μόλυβδος.
Βολίμι (το): Το μέταλλο Μόλυβδος.
Βόλτα ντί πάλο : Ναυτικός κόμπος.
Βόλτα ντί πάλο : Ναυτικός κόμπος.
Βολτατέστα (η): Συνένωση κατασκευής γείσου υπό γωνία (Ital. Voltare-Testa).
Βολτατέστα (η): Συνένωση κατασκευής γείσου υπό γωνία (Ital. Voltare-Testa).
Βολτετσάρω Κάνω άσκοπες περιπλανήσεις (Volteggiare=Στριφογυρίζω).
Βολτετσάρω Κάνω άσκοπες περιπλανήσεις (Volteggiare=Στριφογυρίζω).
Βόλτο (το): Ο θόλος , οι καμάρες (Ital. Volta).
Βόλτο (το): Ο θόλος , οι καμάρες (Ital. Volta).
Βόλτο (το): Τοξοειδής κατασκευή στις εισόδους των σπιτιών .(Ital. Volto= Εξωτερική όψη ).
Βόλτο (το): Τοξοειδής κατασκευή στις εισόδους των σπιτιών .(Ital. Volto= Εξωτερική όψη ).
Βοντεσπίτσιο (το): Προεξοχή με παράθυρο από τα κεραμύδια της σοφίτας.(Ital.
Βοντεσπίτσιο (το): Προεξοχή με παράθυρο από τα κεραμύδια της σοφίτας.(Ital.
Βοραντζένα (η): Φυτό – Βούγλωσσο;;;;;;;;;;
Βοραντζένα (η): Φυτό – Βούγλωσσο;;;;;;;;;;
Βόρδονας (ο) εξώγκομα , ερεθισμός του δέρματος.
Βόρδονας (ο) εξώγκομα , ερεθισμός του δέρματος.
Βόρδονας (ο): Πρήξιμο από τσίμπημα εντόμου.
Βόρδονας (ο): Πρήξιμο από τσίμπημα εντόμου.
Βούκιθρο (το): Ηλιάνθεμο.
Βούκιθρο (το): Ηλιάνθεμο.
Βούλτα (τα): Κόπρανα Γαϊδάρου.
Βούλτα (τα): Κόπρανα Γαϊδάρου.
Βουλτοκάβαλα (τα): Κόπρανα Γαϊδάρων.
Βουλτοκάβαλα (τα): Κόπρανα Γαϊδάρων.
Βούλωμα (το): Πώμα
Βούλωμα (το): Πώμα
Βουντζουριχτός (ο): Τρεχάτος.
Βουντζουριχτός (ο): Τρεχάτος.
Βούντουλα (η): Τράτα όπου τα δίχτυα τα μάζευαν με τα χέρια.
Βούντουλα (η): Τράτα όπου τα δίχτυα τα μάζευαν με τα χέρια.
Βουρδούλιο (το) : Ρεζίλι.- φασαρία – θεατρινισμοί.
Βουρδούλιο (το) : Ρεζίλι.- φασαρία – θεατρινισμοί.
Βουρλιάζω : Περνάω την κλωστή στην βελόνα .
Βουρλιάζω : Περνάω την κλωστή στην βελόνα .
Βουρλίνια (τα): Νεύρα.
Βουρλίνια (τα): Νεύρα.
Βουρλισιά (η): Τρέλα (Ital. Burla =Αστειότης).
Βουρλισιά (η): Τρέλα (Ital. Burla =Αστειότης).
Βουρλισιά (η): Τρέλα.(Ital. Burla = Περιπαιγμός).
Βουρλισιά (η): Τρέλα.(Ital. Burla = Περιπαιγμός).
Βουρλισμένος (ο): Τρελός (Ital. Burlare = Περιπαίζω – Αστειεύομαι).
Βουρλισμένος (ο): Τρελός (Ital. Burlare = Περιπαίζω – Αστειεύομαι).
Βουρλιταριό (το): Τρελοκομείο.
Βουρλιταριό (το): Τρελοκομείο.
Βουτζί (το) Μεγάλο βαρέλι (Παξοί).;;;;;;;;;;;
Βουτζί (το) Μεγάλο βαρέλι (Παξοί).;;;;;;;;;;;
Βουτιτσέλι (το): Πουλί των λιμνών που βουτάει για να βρεί ψάρια.
Βουτιτσέλι (το): Πουλί των λιμνών που βουτάει για να βρεί ψάρια.
Βούτσι (το): Μικρό βαρέλι κρασιού.
Βούτσι (το): Μικρό βαρέλι κρασιού.
Βραγιά (η): Αυλάκι για φύτεμα.
Βραγιά (η): Αυλάκι για φύτεμα.
Βραγιά (η): Φυτεμένο αυλάκι χωραφιού.
Βραγιά (η): Φυτεμένο αυλάκι χωραφιού.
Βρακί (το): Παντελόνι.
Βρακί (το): Παντελόνι.
Βρακοζώνι (το): Ζωστήρας.
Βρακοζώνι (το): Ζωστήρας.
Βρακολινιά (η): Ζώνη παντελονιού από σχοινί (Βλ. Λινιά-Linea).
Βρακολινιά (η): Ζώνη παντελονιού από σχοινί (Βλ. Λινιά-Linea).
Βρακοντιές (οι): Είδος φυτού.(Παξοί).;;;;;;;;;;
Βρακοντιές (οι): Είδος φυτού.(Παξοί).;;;;;;;;;;
Βράχλο (το): Η φτέρη.
Βράχλο (το): Η φτέρη.
Βρικάζω : Φωνάζω δυνατά.(Παξοί). ;;;;;;;;;;;;;;;
Βρικάζω : Φωνάζω δυνατά.(Παξοί). ;;;;;;;;;;;;;;;
Βρυνίλας (ο): Ακροποταμιά με βρύα.
Βρυνίλας (ο): Ακροποταμιά με βρύα.
Βρυσίδι (το): Κεφάλαιο. ;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;
Βρυσίδι (το): Κεφάλαιο. ;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;
Βύσαλο (το): Το βότσαλο
Βύσαλο (το): Το βότσαλο
Γ
Γαδίνι (το): Λεκανάκι.
Γαδίνι (το): Λεκανάκι.
Γαδίνι (το): Νιπτήρας (Ital.Catino).
Γαδίνι (το): Νιπτήρας (Ital.Catino).
Γαδίνι (το): Φλυτζάνι του τσαγιού.
Γαδίνι (το): Φλυτζάνι του τσαγιού.
Γάζα (η): Είδος σαλαχιού.
Γάζα (η): Είδος σαλαχιού.
Γαζέτα (η): Παλιό Ενετικό νόμισμα ίσο με δύο ενετικά σόλδια.
Γαζέτα (η): Παλιό Ενετικό νόμισμα ίσο με δύο ενετικά σόλδια.
Γαιδουρόσπιγγος (ο): Πουλί λίγο μεγαλύτερο από το σπίγγο και λίγο κόκκινο χρώμα στην κοιλιά.
Γαιδουρόσπιγγος (ο): Πουλί λίγο μεγαλύτερο από το σπίγγο και λίγο κόκκινο χρώμα στην κοιλιά.
Γαλάρα (η): Καθαρή .;;;;;;;;;
Γαλάρα (η): Καθαρή .;;;;;;;;;
Γαλάρι (το): Το γουρούνι.
Γαλάρι (το): Το γουρούνι.
Γαλαρία (η): Ο εξώστης του θεάτρου (Ital. Galleria?????).
Γαλαρία (η): Ο εξώστης του θεάτρου (Ital. Galleria?????).
Γαλατζίτες : Αγριολάχανα.
Γαλατζίτες : Αγριολάχανα.
Γαλδίδος (ο) Εφοδιασμένος έτοιμος για χρήση. (Ital. Guarnire);;;
Γαλδίδος (ο) Εφοδιασμένος έτοιμος για χρήση. (Ital. Guarnire);;;
Γαλδιμέντο (το): Έτοιμο για χρήση.
Γαλδιμέντο (το): Έτοιμο για χρήση.
Γαλεότα (η): Πολεμικό πλοίο.
Γαλεότα (η): Πολεμικό πλοίο.
Γαλετίνες (οι) : Μπισκότα (Ιταλ.galleta ).
Γαλετίνες (οι) : Μπισκότα (Ιταλ.galleta ).
Γάλικο (το): Το πουλερικό Γάλος (Ital. Gallo =Αγριόγαλος).
Γάλικο (το): Το πουλερικό Γάλος (Ital. Gallo =Αγριόγαλος).
Γαλιόνι (το): Πλοίο εξοπλισμένο για την μεταφορά πολύτιμου φορτίου.
Γαλιόνι (το): Πλοίο εξοπλισμένο για την μεταφορά πολύτιμου φορτίου.
Γαλιουρίζω : Η αίσθηση του τρεμουλιάσματος στο μάτι .
Γαλιουρίζω : Η αίσθηση του τρεμουλιάσματος στο μάτι .
Γαλιουρίζω Δεν βλέπω καθαρά. ( « Παίζει» το μάτι μου ).
Γαλιουρίζω Δεν βλέπω καθαρά. ( « Παίζει» το μάτι μου ).
Γαλιφιά (η): Κολακεία (Ital. Gagliofferia).
Γαλιφιά (η): Κολακεία (Ital. Gagliofferia).
Γαλόνι (το): Μονάδα μέτρησης βάρους ίση με 4 κιλά.
Γαλόνι (το): Μονάδα μέτρησης βάρους ίση με 4 κιλά.
Γανάσα (η): Σιαγόνα (Ital. Ganascia).
Γανάσα (η): Σιαγόνα (Ital. Ganascia).
Γανιές: Μαύροι λεκέδες , καρβουνιές
Γανιές: Μαύροι λεκέδες , καρβουνιές
Γαντζάος (ο): Καίκι με δύο άλμπουρα.
Γαντζάος (ο): Καίκι με δύο άλμπουρα.
Γαντιέρα (η): Δίσκος σερβιρίσματος (Ital. Guantiera).
Γαντιέρα (η): Δίσκος σερβιρίσματος (Ital. Guantiera).
Γαρδέλι (το) : Ωδικό πουλί (η γνωστή καρδερίνα).
Γαρδέλι (το) : Ωδικό πουλί (η γνωστή καρδερίνα).
Γαρδινιέρα (η): Κρεμαστή σιδερένια βάση για γλάστρες (Ital. Giardiniera).
Γαρδινιέρα (η): Κρεμαστή σιδερένια βάση για γλάστρες (Ital. Giardiniera).
Γάρμπα (η): Ράτσα μουριάς.
Γάρμπα (η): Ράτσα μουριάς.
Γαρμπίνος (ο): Γαρμπής ,Ν-Δ Άνεμος (Ital. Garbino).
Γαρμπίνος (ο): Γαρμπής ,Ν-Δ Άνεμος (Ital. Garbino).
Γάρμπο (το): Φλέρτ. (Ιταλ. Garbo - Χάρις , ευγένεια ).
Γάρμπο (το): Φλέρτ. (Ιταλ. Garbo - Χάρις , ευγένεια ).
Γαρμπόζα (η): Η αγαπητικιά.- ερωμένη
Γαρμπόζα (η): Η αγαπητικιά.- ερωμένη
Γαρμπόζος (ο): Ερωτύλος. (Ital. Garboso).
Γαρμπόζος (ο): Ερωτύλος. (Ital. Garboso).
Γαρμπούνι (το): Η ασθένεια Άνθραξ. (Ital. Garbone =Κάρβουνο).
Γαρμπούνι (το): Η ασθένεια Άνθραξ. (Ital. Garbone =Κάρβουνο).
Γαρούνας (ο): Φόβητρο για τα μικρά παιδιά.
Γαρούνας (ο): Φόβητρο για τα μικρά παιδιά.
Γαστάλδος (ο): Αυτός που αναλαμβάνει υποθέσεις άλλων.;;;;;;;;;;;;
Γαστάλδος (ο): Αυτός που αναλαμβάνει υποθέσεις άλλων.;;;;;;;;;;;;
Γαστρί (το): Δοχείο για να πίνουν οι κότες (Γάστρα).
Γαστρί (το): Δοχείο για να πίνουν οι κότες (Γάστρα).
Γάτος (ο): Γατόψαρο στρογγυλό λαίμαργο ψάρι με μυτερή λόγχη στη ράχη.
Γάτος (ο): Γατόψαρο στρογγυλό λαίμαργοΓατσίνι (το): Γατάκι (Παξοί).
Γατσίνι (το): Γατάκι (Παξοί).
Γατσούλι (το): Γατάκι (Γύρου).
Γατσούλι (το): Γατάκι (Γύρου).
Γδώνω : Τεντώνω – Ξεχειλώνω.
Γδώνω : Τεντώνω – Ξεχειλώνω.
Γελές (ο): Γιλέκο (Ital. Gile).
Γελές (ο): Γιλέκο (Ital. Gile).
Γενατσούρια (τα): Η ημέρα της γέννηΓένημα (το): Καλαμπόκι.
Γενατσούρια (τα): Η ημέρα της γέννησης.
Γένημα (το): Καλαμπόκι.
Γεντέκι (το): Σχοινί για ρυμούλκηση πλοίων .
Γεντέκι (το): Σχοινί για ρυμούλκηση πλοίων .
Γεραμέντο (το): Επισκευή (Ital. Rammento).
Γεραμέντο (το): Επισκευή (Ital. Rammento).
Γερανό (το): Σκούρο μπλέ .
Γερανό (το): Σκούρο μπλέ .
Γεροκουλουμίζω : ΓηροΓέτο (το): Η εβραική κοινότητα (Ital. Getto =Πέταγμα –ρίξιμο-απόβλητο).
Γεροκουλουμίζω : Γηροκομώ (βλ.Κουλουμίζω).
Γέτο (το): Η εβραική κοινότητα (Ital. Getto =Πέταγμα –ρίξιμο-απόβλητο).
Γιακέτα (η): Σακάκι. (Ital. Giacca).
Γιακέτα (η): Σακάκι. (Ital. Giacca).
Γιαλοράκι (το): Ρακοπότηρο (Παξοί).
Γιαλοράκι (το): Ρακοπότηρο (Παξοί).
Γιάξε : Κοίταξε (Παξοί).
Γιάξε : Κοίταξε (Παξοί).κομώ (βλ.Κουλουμίζω).σης. ψάρι με μυτερή λόγχη στη ράχη.
Γιαπούντζα (η): Μακρύ και βαρύ , καθημερινό παλτό των αρχόντων. (πιθανόν να ονομάστηκε έτσι
έπειδή έμοιαζε με το ανάλογο Γιαπωνέζικο παλτό).
Γιαπράκια (τα): Γιουβαρλάκια (Παξοί).
Γιαπράκια (τα): Γιουβαρλάκια (Παξοί).
Γιάτο : Νάτο (Παξοί).
Γιάτο : Νάτο (Παξοί).
Γιατσάδα (η): Παγωνιά – Κρυάδα (Ital. Ghiaccata = ποτό με πάγο).
Γιατσάδα (η): Παγωνιά – Κρυάδα (Ital. Ghiaccata = ποτό με πάγο).
Γιάτσο (το): Παγωμένο (Ital. Ghaccio).
Γιάτσο (το): Παγωμένο (Ital. Ghaccio).
Γιόμα (το): Μεσημεριανό φαγητό.
Γιόμα (το): Μεσημεριανό φαγητό.
Γιομάρι (το): Φόρτωμα ξύλα.
Γιομάρι (το): Φόρτωμα ξύλα.
Γιομίζω : Γεμίζω (Γιομώζω στους Παξούς).
Γιομίζω : Γεμίζω (Γιομώζω στους Παξούς).
Γιότσα (η): Έπιπλο σαλονιού.;;;;;;;
Γιότσα (η): Έπιπλο σαλονιού.;;;;;;;
Γίοτσολα (η): Κονσόλα σπιτιού.
Γίοτσολα (η): Κονσόλα σπιτιού.
Γιουδιστόν : Απόφαση (Ital. Giudicato).
Γιουδιστόν : Απόφαση (Ital. Giudicato).
Γιούλιο (το): Μενεξές .;;;;
Γιούλιο (το): Μενεξές .;;;;
Γιους Πατρονάτους : Δικαίωμα επι εκκλησιαστικού κτήματος παραχωρηθέντος από το Βενέτ.
Δημόσιο.
Γιους Πατρονάτους : Δικαίωμα επι εκκλησιαστικού κτήματος παραχωρηθέντος από το Βενέτ.
Δημόσιο.
Γιουστάρω : Τακτοποιώ (Ital. Aggiustare).
Γιουστάρω : Τακτοποιώ (Ital. Aggiustare).
Γιοφυλλί (το): Μώβ έντονο ανοιχτό.
Γιοφυλλί (το): Μώβ έντονο ανοιχτό.
Γισταμέντο (το): Συμφωνία για τακτοποίηση λογαριασμού (Ital. Aggiustamento).
Γισταμέντο (το): Συμφωνία για τακτοποίηση λογαριασμού (Ital. Aggiustamento).
Γκαιδός (ο): Ο πάσχων από στραβισμό.
Γκαιδός (ο): Ο πάσχων από στραβισμό.
Γκανιότα (η): Δοχείο χρημάτων σε χαρτοπαιχτικές λέσχες.
Γκανιότα (η): Δοχείο χρημάτων σε χαρτοπαιχτικές λέσχες.
Γκαντζέλος(ο): ο Ερωτοτροπών ,ο αγαπητικός ,ο κορτάκιας. (Ital. Ganzo – Gantzelo-Gantzelino).
Γκαντζέλος(ο): ο Ερωτοτροπών ,ο αγαπητικός ,ο κορτάκιας. (Ital. Ganzo – Gantzelo-Gantzelino).
Γκενεράλ (ο) Επίτροπος – πληρεξούσιος. (βλ. Γκενεράλης).
Γκενεράλ (ο) Επίτροπος – πληρεξούσιος. (βλ. Γκενεράλης).
Γκενεράλης (ο): Στρατηγός – αρχηγός (Ital. Generale).
Γκενεράλης (ο): Στρατηγός – αρχηγός (Ital. Generale).
Γκέσο (το): Κιμωλία (Ital. Gesso – Ven. Zesso).
Γκέσο (το): Κιμωλία (Ital. Gesso – Ven. Zesso).
Γκέσο ντε πρεζα (το): Γύψος (Gesso di presa = Γύψος συγκράτησης).
Γκέσο ντε πρεζα (το): Γύψος (Gesso di presa = Γύψος συγκράτησης).
Γκέτο (το): Σιδερένια μισοστρογγυλη πόρτα φούρνου (Ven. Geto).
Γκέτο (το): Σιδερένια μισοστρογγυλη πόρτα φούρνου (Ven. Geto).
Γκιορνάδα (η) : Το μεροκάματο (Ιταλ. Giornata : ημέρα ).
Γκιορνάδα (η) : Το μεροκάματο (Ιταλ. Giornata : ημέρα ).
Γκίοτσα (η): Ξύλινο έπιπλο σπιτιού ,κονσόλα (Ven. Giozza).
Γκίοτσα (η): Ξύλινο έπιπλο σπιτιού ,κονσόλα (Ven. Giozza).
Γκίουρμο (το): Ώριμο.
Γκίουρμο (το): Ώριμο.
Γκιούστος (ο): Ακριβοδίκαιος (Ital. Giusto).
Γκιούστος (ο): Ακριβοδίκαιος (Ital. Giusto).
Γκιράντολα (η): Περιστρεφόμενο σιδερένιο στήριγμα παραθύρου (Ital. Girante , Ven.
Zirandola=Στροφέας).
Γκιράντολα (η): Περιστρεφόμενο σιδερένιο στήριγμα παραθύρου (Ital. Girante , Ven.
Zirandola=Στροφέας).
Γκιώνης (ο): Κουκουβάγια.
Γκιώνης (ο): Κουκουβάγια.
Γκιώνης (ο): Μεγάλο πουλί αρπαχτικό.
Γκιώνης (ο): Μεγάλο πουλί αρπαχτικό.
Γκλάρος (ο): Ο λάρυγγας.
Γκλάρος (ο): Ο λάρυγγας.
Γκλόρια (η): Θρίαμβος –εξαιρετική στιγμή (Ital. Gloria = Δοξαστικός ύμνος).
Γκλόρια (η): Θρίαμβος –εξαιρετική στιγμή (Ital. Gloria = Δοξαστικός ύμνος).
Γκόγκλα (η): Η Ζώνη που πιάνεται στην κοιλιά του γαιδάρου.
Γκόγκλα (η): Η Ζώνη που πιάνεται στην κοιλιά του γαιδάρου.
Γκόγκλα (η): Κυμάτισμα .
Γκόγκλα (η): Κυμάτισμα .
Γκόγκλα (η): Στροφή.
Γκόγκλα (η): Στροφή.
Γκόγκλες (οι): Κυματισμοί.
Γκόγκλες (οι): Κυματισμοί.
Γκόγκλες (οι): Στιφογυρίσματα.
Γκόγκλες (οι): Στιφογυρίσματα.
Γκοζάρω (η): Γριά προβατίνα.
Γκοζάρω (η): Γριά προβατίνα.
Γκόθρικας (ο) : Το πρώτο γάλα.
Γκόθρικας (ο) : Το πρώτο γάλα.
Γκόν : Υπερβολική μέθη (Αγγλ. Gone – Go – «Έφυγε» ).
Γκόν : Υπερβολική μέθη (Αγγλ. Gone – Go – «Έφυγε» ).
Γκότζα (η) Γέρικη προβατίνα.
Γκότζα (η) Γέρικη προβατίνα.
Γκουτζερές (ο): Γανωματής
Γκουτζερές (ο): Γανωματής
Γκράντε μεστεριόζος (ο) Πολύ μυστηριώδης . (Ital. Grande musterioso).
Γκράντε μεστεριόζος (ο) Πολύ μυστηριώδης . (Ital. Grande musterioso).
Γκρατσίολα (η): Χαριτωμένη , πνευματώδης (Ital. Graziosa).
Γκρατσίολα (η): Χαριτωμένη , πνευματώδης (Ital. Graziosa).
Γκρουζιά (η): Άγριος θάμνος με κίτρινα φύλλα και άσχημη μυρωδιά.
Γκρουζιά (η): Άγριος θάμνος με κίτρινα φύλλα και άσχημη μυρωδιά.
Γκρούζω : Μουγκρίζω. “Γκρούζει σαν το γαλάρι”.
Γκρούζω : Μουγκρίζω. “Γκρούζει σαν το γαλάρι”.
Γκώνω – Έγκωσα : Βαρυστομάχιασα – Φρακάρησα.
Γκώνω – Έγκωσα : Βαρυστομάχιασα – Φρακάρησα.
Γλάρουγκας(ο): Λαρύγγι.
Γλάρουγκας(ο): Λαρύγγι.
Γλέπεις : Βλέπεις.
Γλέπεις : Βλέπεις.
Γλητσίνα (η): Αναρριχητικό φυτό.
Γλητσίνα (η): Αναρριχητικό φυτό.
Γλίμα (το): Κομμάτι σαπουνιού.
Γλίμα (το): Κομμάτι σαπουνιού.
Γλίνα (η): Λάσπη.(Παξοί).
Γλίνα (η): Λάσπη.(Παξοί).
Γλίτσα (η): Σκουλήκι για ψάρεμα.
Γλίτσα (η): Σκουλήκι για ψάρεμα.
Γλούπος (ο): Το λαρύγγι- (Μεταφ. Αυτός που τρώει πολύ).
Γλούπος (ο): Το λαρύγγι- (Μεταφ. Αυτός που τρώει πολύ).
Γλυκάδι (το): Ξύδι (Παξοί).
Γλυκάδι (το): Ξύδι (Παξοί).
Γλυκάδι (το): Οι αδένες του αρνιού στο λαιμό που αγοράζουμαι μαζί με με την συκοταριά.
(Γύρου- Όρος).
Γλυκάδι (το): Οι αδένες του αρνιού στο λαιμό που αγοράζουμαι μαζί με με την συκοταριά.
(Γύρου- Όρος).
Γλυκολάχανο (το): Ήμερο λάχανο.
Γλυκολάχανο (το): Ήμερο λάχανο.
Γοβέρνο (το): Κυβέρνηση .(Ital. Governo).
Γοβέρνο (το): Κυβέρνηση .(Ital. Governo).
Γογγύλη (το): Κομμάτι κορμού δένδρου. (Αρχ. Γογγύλην).
Γογγύλη (το): Κομμάτι κορμού δένδρου. (Αρχ. Γογγύλην).
Γοδέμπελος (ο): Πρόσχαρος (Ital. Godibile).
Γοδέμπελος (ο): Πρόσχαρος (Ital. Godibile).
Γοδέρω Ευχαριστιέμαι – απολαμβάνω. (Ιταλ. Godere).
Γοδέρω Ευχαριστιέμαι – απολαμβάνω. (Ιταλ. Godere).
Γοδιμέντο (το): Ευχαρίστηση (Ital. Godimento).
Γοδιμέντο (το): Ευχαρίστηση (Ital. Godimento).
Γοδιμεντόζος (ο): Γλετζές (Ital. Godimentoso).
Γοδιμεντόζος (ο): Γλετζές (Ital. Godimentoso).
Γόμπα η Σγούμπα (η): Καμπούρα (Ital. Gobba).
Γόμπα η Σγούμπα (η): Καμπούρα (Ital. Gobba).
Γορδελάρω Ενώνω με χονδρή κλωστή ή ράβω κορδέλα στην άκρη του υφάσματος .
Γορδελάρω Ενώνω με χονδρή κλωστή ή ράβω κορδέλα στην άκρη του υφάσματος .
Γουαντιέρα (η): Δίσκος ;; Σερβιρίσματος;;;;;;;;
Γουαντιέρα (η): Δίσκος ;; Σερβιρίσματος;;;;;;;;
Γουζιός (ο): Τσαλαπετεινός (Λευκίμμη – Παξοί).
Γουζιός (ο): Τσαλαπετεινός (Λευκίμμη – Παξοί).
Γούζο (το): Δικό μου , προσωπικό (Ital. Uso).
Γούζο (το): Δικό μου , προσωπικό (Ital. Uso).
Γούζο μου : Για τον εαυτό μου.
Γούζο μου : Για τον εαυτό μου.
Γούζω (το): Πείσμα.
Γούζω (το): Πείσμα.
Γουλάδα (η): Δρόμος λιθόστρωτος με στρογγυλές πέτρες (γούλους).
Γουλάδα (η): Δρόμος λιθόστρωτος με στρογγυλές πέτρες (γούλους).
Γουλί (το): Μικρή στρογγυλή πέτρα
Γουλί (το): Μικρή στρογγυλή πέτρα
Γουλίζω : Τρίβω το χταπόδι πάνω σε μια πέτρα..
Γουλίζω : Τρίβω το χταπόδι πάνω σε μια πέτρα..
Γουλοζιτά (η): Λαιμαργία (βλ. Γουλόζος).
Γουλοζιτά (η): Λαιμαργία (βλ. Γουλόζος).
Γουλόζος (ο): Λαίμαργος (Ital. Goloso).
Γουλόζος (ο): Λαίμαργος (Ital. Goloso).
Γουλοκόφινο (το): Κοφίνι ενισχυμένο για τη μεταφορά της πέτρας από τους οικοδόμους.
Γουλοκόφινο (το): Κοφίνι ενισχυμένο για τη μεταφορά της πέτρας από τους οικοδόμους.
Γούλος (ο): Πέτρα στρογγυλή.
Γούλος (ο): Πέτρα στρογγυλή.
Γουλοφάης (ο): Ουλίτιδα .
Γουλοφάης (ο): Ουλίτιδα .
Γουργούρι (το): Περισυλλογή.
Γουργούρι (το): Περισυλλογή.
Γουρουνοσακούλα (η) Καπνοσακούλα κατασκευασμένη από την ουροδόχο κύστη του γουρουνιού
Γουρουνοσακούλα (η) Καπνοσακούλα κατασκευασμένη από την ουροδόχο κύστη του γουρουνιού
Γούσα (η): Διατομή κορνίζας (Ital. Guiscio = Κέλυφος,Σκελετός, Σκαρί).
Γούσα (η): Διατομή κορνίζας (Ital. Guiscio = Κέλυφος,Σκελετός, Σκαρί).
Γουτζί (το): Γουρουνόπουλο.
Γουτζί (το): Γουρουνόπουλο.
Γράβα (η): Σπηλιά. (Αγγλ. Cave-cavern. Ιταλ. : caverna ).
Γράβα (η): Σπηλιά. (Αγγλ. Cave-cavern. Ιταλ. : caverna ).
Γραβαλίζω : Στρώνω το χώμα με τσουγκράνα .
Γραβαλίζω : Στρώνω το χώμα με τσουγκράνα .
Γράβαλος (ο): Τσουγκράνα.
Γράβαλος (ο): Τσουγκράνα.
Γραέλα (η): Σιδερένια σχάρα (Ven. Graela).
Γραέλα (η): Σιδερένια σχάρα (Ven. Graela).
Γράζω Φωνάζω.
Γράζω Φωνάζω.
Γραμπαούλι (το): Άγκυρα βάρκας.
Γραμπαούλι (το): Άγκυρα βάρκας.
Γρανίτσα (η): Ψιλό χαλάζι (Ital. Grana Granita = Κόκκος).
Γρανίτσα (η): Ψιλό χαλάζι (Ital. Grana Granita = Κόκκος).
Γραντζέουλα (η): Καβουρομάνα;;
Γραντζέουλα (η): Καβουρομάνα;;
Γραντζέουλα (η): Μουντζουριά.
Γραντζέουλα (η): Μουντζουριά.
Γρεγολεβάντες (ο): Ανατολικός προς νότιος ανεμος. (Ital. Greco Levante). Προφανώς επειδή ο
Ιταλός βλέπει αυτόν τον άνεμο να έρχεται από την Ελλάδα.
Γρεγολεβάντες (ο): Ανατολικός προς νότιος ανεμος. (Ital. Greco Levante). Προφανώς επειδή ο
Ιταλός βλέπει αυτόν τον άνεμο να έρχεται από την Ελλάδα.
Γρέμπα (η): Ξερολιθιά.(Ital. Greppo = Γκρεμός ).
Γρέμπα (η): Ξερολιθιά.(Ital. Greppo = Γκρεμός ).
Γρέντα (η): Το κάτω μέρος της Ζυφταριάς. (Παξοί).
Γρέντα (η): Το κάτω μέρος της Ζυφταριάς. (Παξοί).
Γρέπετο (το): Κατηφορικός λόγγος-αγρίωμα.
Γρέπετο (το): Κατηφορικός λόγγος-αγρίωμα.
Γρετζεούλης(ο): Σατανάς.(Βελζεβούλ;;;)(Γύρου).
Γρετζεούλης(ο): Σατανάς.(Βελζεβούλ;;;)(Γύρου).
Γρέτζο (το) Άγρια επιφάνεια. (Ital. Greggio=Aκατέργαστο).
Γρέτζο (το) Άγρια επιφάνεια. (Ital. Greggio=Aκατέργαστο).
Γρίλα (η): Το γουργουρητό της κοιλιάς από πείνα (Ital. Grillo=Χωρίς φαγητό).
Γρίλα (η): Το γουργουρητό της κοιλιάς από πείνα (Ital. Grillo=Χωρίς φαγητό).
Γριλίτσα (η): Ηλίαση.
Γριλίτσα (η): Ηλίαση.
Γριτσόρα (η): Αγριολάχανο.
Γριτσόρα (η): Αγριολάχανο.
Γροβολιά (η): Αγριοδαμασκηνιά.
Γροβολιά (η): Αγριοδαμασκηνιά.
Γρόγγος η Δρόγγος (ο): Το ψάρι Μουγκρί (Ital. Grongo).
Γρόγγος η Δρόγγος (ο): Το ψάρι Μουγκρί (Ital. Grongo).
Γροπέτο (το): Φιαλίδιο ;;;;;;;;;;
Γροπέτο (το): Φιαλίδιο ;;;;;;;;;;
Γρόσα (η): Μία γρόσα ισοδυναμούσε με 145 κομμάτια όπως η Ντουζίνα ισοδυναμεί με 12.
Γρόσα (η): Μία γρόσα ισοδυναμούσε με 145 κομμάτια όπως η Ντουζίνα ισοδυναμεί με 12.
Γρότα (η): Σπηλιά , τρύπα (Ital. Grotta).
Γρότα (η): Σπηλιά , τρύπα (Ital. Grotta).
Γρουδιένω : Ζαρώνω από την πολύωρη παραμονή στο νερό.
Γρουδιένω : Ζαρώνω από την πολύωρη παραμονή στο νερό.
Γρούζω : Γουργουρίζω.
Γρούζω : Γουργουρίζω.
Γρουμπανιά (η): Πέσιμο (Παξοί).
Γρουμπανιά (η): Πέσιμο (Παξοί).
Γρουμπούλι (το): Δερματικό εξόγκωμα (Ital. Groppo – Groppone =Κόμπος - καμπούρα).
Γρουμπούλι (το): Δερματικό εξόγκωμα (Ital. Groppo – Groppone =Κόμπος - καμπούρα).
Γρουμπούλι (το): Εξόγκωμα του δέρματος.
Γρουμπούλι (το): Εξόγκωμα του δέρματος.
Γρούνι (το): Γουρούνι.
Γρούνι (το): Γουρούνι.
Γρουνοτσάρουχο (το): Παπούτσι από ακατέργαστο δέρμα χοίρου και γκέτα από γούνα για τη
βαρυχειμωνιά
Γρουνοτσάρουχο (το): Παπούτσι από ακατέργαστο δέρμα χοίρου και γκέτα από γούνα για τη
βαρυχειμωνιά
Γρουτζιά (η) Αγριόφυτο με κίτρινα λουλούδια , θεραπευτικό για την αιμορραγία.
Γρουτζιά (η) Αγριόφυτο με κίτρινα λουλούδια , θεραπευτικό για την αιμορραγία.
Γρούψα (η): Δίψα (Λευκίμμη-Παξοί).
Γρούψα (η): Δίψα (Λευκίμμη-Παξοί).Δ
Δ
Δάγα-Δάγα : Γρήγορα – Γρήγορα
Δάγα-Δάγα : Γρήγορα – Γρήγορα
Δάγο : Αργά, σιγά (Ital. Adagio).
Δάγο : Αργά, σιγά (Ital. Adagio).
Δαιμοναριά (η): ¨Ένα φυτό ;;;;;;;;;;(Υοσκύαμος).
Δαιμοναριά (η): ¨Ένα φυτό ;;;;;;;;;;(Υοσκύαμος).
Δάντσια (η): Φόρος (Ital. Dazio).
Δάντσια (η): Φόρος (Ital. Dazio).
Δάρτης (ο): Εργαλείο για το κοπάνισμα του σιταριού.
Δάρτης (ο): Εργαλείο για το κοπάνισμα του σιταριού.
Δάρτης (ο): Κουρασμένος (Παξοί).
Δάρτης (ο): Κουρασμένος (Παξοί).
Δαρτό νερό (το): Πολύ δυνατή βροχή.
Δαρτό νερό (το): Πολύ δυνατή βροχή.
Δαυλί Καιόμενο ξύλο- μεθυσμένος πάρα πολύ. ( «αυτός έγινε δαυλί).
Δαυλί Καιόμενο ξύλο- μεθυσμένος πάρα πολύ. ( «αυτός έγινε δαυλί).
Δαφνίλας (ο) Τόπος με δάφνες.
Δαφνίλας (ο) Τόπος με δάφνες.
Δείλια (η): Τάση για λιποθυμία-αδυναμία.
Δείλια (η): Τάση για λιποθυμία-αδυναμία.
Δεκαοχτούρα (η): Ένα είδος γκρίζου περιστεριού
Δεκαοχτούρα (η): Ένα είδος γκρίζου περιστεριού
Δεκουτζιόν : Αμέσως;;;;;;;;;;;;;;
Δεκουτζιόν : Αμέσως;;;;;;;;;;;;;;
Δεκρέτο (το): Απόφαση-ψήφισμα (Ital. Decreto).
Δεκρέτο (το): Απόφαση-ψήφισμα (Ital. Decreto).
Δεκρετσιόν (η): Διάκριση (Ital. Discrezione).
Δεκρετσιόν (η): Διάκριση (Ital. Discrezione).
Δελεγάτος (ο): Εντεταλμένος.(Ital. Delegato).
Δελεγάτος (ο): Εντεταλμένος.(Ital. Delegato).
Δελέγκου : Γρήγορα , αμέσως (Ital. Di luogo).
Δελέγκου : Γρήγορα , αμέσως (Ital. Di luogo).
Δελίτο (το): Μεγαλόσωμο.
Δελίτο (το): Μεγαλόσωμο.
Δεμπιτόρος (ο): Οφειλέτης (Ital. Debitore).
Δεμπιτόρος (ο): Οφειλέτης (Ital. Debitore).
Δενόντσια (η): Ιατρική έκθεση;; (Ital. Denunzia = Γνωστοποίηση).
Δενόντσια (η): Ιατρική έκθεση;; (Ital. Denunzia = Γνωστοποίηση).
Δεντρόβαλος (ο): Δεντρογαλιά(είδος φιδιού)
Δεντρόβαλος (ο): Δεντρογαλιά(είδος φιδιού)
Δεποζιτάρω : Παρακαταθέτω (Ital. Depositare).
Δεποζιτάρω : Παρακαταθέτω (Ital. Depositare).
Δεπόζιτο (το): Παρακαταθήκη (Ital. Deposito ).
Δεπόζιτο (το): Παρακαταθήκη (Ital. Deposito ).
Δεπουτάτος (ο): Εξουσιοδοτημένος (Ital. Deputato = Βουλευτής).
Δεπουτάτος (ο): Εξουσιοδοτημένος (Ital. Deputato = Βουλευτής).
Δεροτόρος (ο): Διευθυντής (Ital. Direttore).
Δεροτόρος (ο): Διευθυντής (Ital. Direttore).
Δεσγούτο (το): Δυσαρέσκεια (Ital. Disgrato-Disgusto=δυσαρέσκεια – αηδία ).
Δεσγούτο (το): Δυσαρέσκεια (Ital. Disgrato-Disgusto=δυσαρέσκεια – αηδία ).
Δεσμπόρσο (το): Δαπάνη (Ital.Disborso ).
Δεσμπόρσο (το): Δαπάνη (Ital.Disborso ).
Δεσπέτο (το): Πείσμα. (Ιταλ. Per Dispeto).
Δεσπέτο (το): Πείσμα. (Ιταλ. Per Dispeto).
Δεσπουτάτος (ο): Ηγεμόνας (προφανώς προέρχεται από το Δεσποτικός Δεσποτάτο της Ηπείρου.
Δεσπουτάτος (ο): Ηγεμόνας (προφανώς προέρχεται από το Δεσποτικός Δεσποτάτο της Ηπείρου.
Δεστεμέλι (το): Ζώνη.
Δεστεμέλι (το): Ζώνη.
Δεστινάρω : Στέλνω , Κατευθύνω (Ital. Destinare).
Δεστινάρω : Στέλνω , Κατευθύνω (Ital. Destinare).
Δέστρος (ο): Επιδέξιος (Ital. Destro).
Δέστρος (ο): Επιδέξιος (Ital. Destro).
Δεστρούτο (το): Λειωμένο χοιρινό λίπος (Ital. Strutto).
Δεστρούτο (το): Λειωμένο χοιρινό λίπος (Ital. Strutto).
Δεσφιλάδο (το): Εξεφτελισμένο (Ital. Vile = Δειλός ,άνανδρος, εξεφτελισμένος).
Δεσφιλάδο (το): Εξεφτελισμένο (Ital. Vile = Δειλός ,άνανδρος, εξεφτελισμένος).
Δήλησε : Βγήκε αληθινό (Μου δήλησε το όνειρο).(Παξοί).
Δήλησε : Βγήκε αληθινό (Μου δήλησε το όνειρο).(Παξοί).
Δήλισε : Πραγματοποιήθηκε (το όνειρο).
Δήλισε : Πραγματοποιήθηκε (το όνειρο).
Διαβατάρης (ο): Περαστικός.
Διαβατάρης (ο): Περαστικός.
Διάγκιλος (ο): Διάολος.
Διάγκιλος (ο): Διάολος.
Διάκαμπο (το): Στη μέση του κάμπου.
Διάκαμπο (το): Στη μέση του κάμπου.
Διάκοιλος (ο): Κοιλιακό νόσημα.
Διάκοιλος (ο): Κοιλιακό νόσημα.
Διακόνι (το): Ζητιανιά.
Διακόνι (το): Ζητιανιά.
Διακονιάρης (ο): Ζητιάνος.
Διακονιάρης (ο): Ζητιάνος.
Διαλυμάτο (το): Χύμα (Τσιγάρα διαλυμάτο).
Διαλυμάτο (το): Χύμα (Τσιγάρα διαλυμάτο).
Διαμάσχαλα : Κάτω από την μασχάλη.
Διαμάσχαλα : Κάτω από την μασχάλη.
Διάνα (η): Λευκή (Παξοί).
Διάνα (η): Λευκή (Παξοί).
Διάργυρος (ο): Ο υδράργυρος. (και ως κατάρα : «Στάχτη και διάργυρος» Δηλ. Ας διαλυθούν όλα.
Διάργυρος (ο): Ο υδράργυρος. (και ως κατάρα : «Στάχτη και διάργυρος» Δηλ. Ας διαλυθούν όλα.
Διάσκατζε : Δεν βαριέσε.
Διάσκατζε : Δεν βαριέσε.
Διάσκατζος (ο): Διάβολος.
Διάσκατζος (ο): Διάβολος.
Διάσωνας (ο): Μολυσμένο σπυρί.
Διάσωνας (ο): Μολυσμένο σπυρί.
Διατσέντο (το): Υάκινθος (Ital. Giacinto).
Διατσέντο (το): Υάκινθος (Ital. Giacinto).
Διγόνι (το): Το τελευταίο τέκνο της οικογένειας.
Διγόνι (το): Το τελευταίο τέκνο της οικογένειας.
Δίημα : Πολύ σημαντικό – Αφήνει εποχή.
Δίημα : Πολύ σημαντικό – Αφήνει εποχή.
Δικιαρίζω η Δεκιαράω : Δηλώνω (Ital. Dichiarare ).
Δικιαρίζω η Δεκιαράω : Δηλώνω (Ital. Dichiarare ).
Δίκοπη (η): Γεωργικό εργαλείο που από την μια μεριά ήταν τσαπί και από την άλλη τσεκούρι.
Δίκοπη (η): Γεωργικό εργαλείο που από την μια μεριά ήταν τσαπί και από την άλλη τσεκούρι.
Δίρετα (τα): Δίκαιώματα (Ital. Diritto ).
Δίρετα (τα): Δίκαιώματα (Ital. Diritto ).
Δίρετος (ο): Κατ’ ευθείαν.(Ital. Diretto – Diritto ).
Δίρετος (ο): Κατ’ ευθείαν.(Ital. Diretto – Diritto ).
Δίριτο (το): Δικαίωμα , ορθό ,ισιο (Ital. Diritto).
Δίριτο (το): Δικαίωμα , ορθό ,ισιο (Ital. Diritto).
Διστρηγάρω Εξηγώ (Ital. Distrigare).
Διστρηγάρω Εξηγώ (Ital. Distrigare).
Διτζεδέρω : Αποφασίζω (Ital. Desidere).
Διτζεδέρω : Αποφασίζω (Ital. Desidere).
Δίτολο (το): Τίτλος (Ital. Titolo).
Δίτολο (το): Τίτλος (Ital. Titolo).
Δόγα (η): Βαρελοσανίδα (Ital. Doga).
Δόγα (η): Βαρελοσανίδα (Ital. Doga).
Δογάνες (οι): Δασμοί (Ital. Dogana).
Δογάνες (οι): Δασμοί (Ital. Dogana).
Δόγες (οι): Κομμάτια (μάλλον προέρχεται από τα σανίδια του βαρελιού).
Δόγες (οι): Κομμάτια (μάλλον προέρχεται από τα σανίδια του βαρελιού).
Δονατσιόν (η): Δωρεά (Ital. Donazione).
Δονατσιόν (η): Δωρεά (Ital. Donazione).
Δόνικα : Λοιπόν.
Δόνικα : Λοιπόν.
Δόνκα Ναι - Βεβαιωτικό μόριο.
Δόνκα Ναι - Βεβαιωτικό μόριο.
Δόνκα Σκέψου. ;;;;;
Δόνκα Σκέψου. ;;;;;
Δοντούρα (η): Το δόντι τραπεζίτης.
Δοντούρα (η): Το δόντι τραπεζίτης.
Δόπιος (ο): Σταυρωτός, διπλός (Ital. Doppio).
Δόπιος (ο): Σταυρωτός, διπλός (Ital. Doppio).
Δοράκινο (το): Ροδάκινο (Ital. Duracino =Με τη σάρκα κολλημένη στο κουκούτσι)
Δοράκινο (το): Ροδάκινο (Ital. Duracino =Με τη σάρκα κολλημένη στο κουκούτσι)
Δοτερία (η): Ρητορεία (Ital. Oratoria).
Δοτερία (η): Ρητορεία (Ital. Oratoria).
Δοτόρος (ο): Γιατρός (Ital. Dottore).(βλ. και Τοτόρος).
Δοτόρος (ο): Γιατρός (Ital. Dottore).(βλ. και Τοτόρος).
Δουκάτο η Δουκατόνι (το): Χρυσό νόμισμα υποδιαιρούμενο σε μαρτσέλους και σόλδια.
Δουκάτο η Δουκατόνι (το): Χρυσό νόμισμα υποδιαιρούμενο σε μαρτσέλους και σόλδια.
Δουρατούρος (ο): Μακρόβιος , διαρκής (Ital. Duraturo).
Δουρατούρος (ο): Μακρόβιος , διαρκής (Ital. Duraturo).
Δουράω : Αντέχω στο χρόνο (Ital. Durare).
Δουράω : Αντέχω στο χρόνο (Ital. Durare).
Δραγάτης (ο): Αγροφύλακας.
Δραγάτης (ο): Αγροφύλακας.
Δράζει : Στάζει , Έχει διαρροή.
Δράζει : Στάζει , Έχει διαρροή.
Δραξιά (η): Σταγόνα (Παξοί;;;).(Ital. Goccia;;;;
Δραξιά (η): Σταγόνα (Παξοί;;;).(Ital. Goccia;;;;
Δρόγκος (ο): Το ψάρι Μουγκρί.
Δρόγκος (ο): Το ψάρι Μουγκρί.
Δρόπακας (ο): Υδρωπικία.
Δρόπακας (ο): Υδρωπικία.
Δροτσίλας (ο): Τα σπυθουράκια που προκαλούνται από υπερβολική ζέστη
Δροτσίλας (ο): Τα σπυθουράκια που προκαλούνται από υπερβολική ζέστη
Δυάργυρος (ο): Υδράργυρος.
Δυάργυρος (ο): Υδράργυρος.
Δυναμάρι (το): Στήριγμα
Δυναμάρι (το): Στήριγμα
Ε
Έβγαση Έξοδος. (Αρχ. Εκβαίνω).
Εγγιστάρω : βλ. Αγγιστάρω.
Έγιανε : Έγινε καλά.
Έγκαψη (η): Φλόγωση (Αρχ. Εγκαίω).
Εγκώμιο (το): Πείραγμα (Αρχ. Έν Κώμος).
Εδαυτού: Ακριβώς Αυτού (Παξοί).
Εδεδώ : Ακριβώς εδώ.(Παξοί).
Εδεκεί: Ακριβώς Εκεί. (Παξοί)
Εδούρησε (δεν) : Δεν κράτησε πολύ-
Εθαραπάικα : Ευχαριστήθηκα.
Είδισμα : Τίποτα (Παξοί).
Είμητα : Εκτός αν ( Αρχ. Ει μη ).
Εκουϊστάδος (ο): Βλ. Ακιστάδος
Εκουτσούριανα : Πάγωσα .
Εκτενταρίζομαι : Καθαρίζομαι.
Ελεγάω : Ελεώ .
Ελόου μου : Εγώ προσωπικά( Από: Του Λόγου μου).
Ελώου μου, σου , του : Εγώ , η αφεντιά μου.
Εμπασοεκβατήριον (το): Είσοδος σπιτιού.
Εμπετσάρω : Παρενοχλώ (Ital. Impacciare).
Εμπιστιάνα : Επί πιστώσει (Αρχ. Εν Πίστει ) βλ. Μπιστιού.
Έμπλασε : Έπιασε. (Παξοί).
Έμπο : Καταιγίδα (Ital. Temporale);;;
Ενεξεκουτσιόν (η): Εκτέλεση. (Ital. Esecuzione).
Ένιαξε : Μάζεψε , Μίκρυνε.
Ενόδος (ο): Ετοιμοθάνατος (Αρχ. Εν Οδώ).
Εντεπόζιτο (το): Παρακαταθήκη (βλ. Δεπόζιτο ).
Έντεσα : Σκόνταψα –πιάστηκα από κάπου.
Εντιματσιόν (η): Δήλωση , Αίτηση, ;;;; (Ital. Entizione = Έκδοση ).
Εντράδα (η): Εισόδημα ( Ital. Entrada).
Εξαγλίστρησα : Γλίστρησα.
Εξαμιναδόρος (ο): Ελεγκτής (Ital. Esaminare = Ελέγχω ).
Εξάτο (το): Έκτο .
Εξεκουτσιόν (η): Εκτέλεση ( Ital. Esecuzione).
Εξενού (είναι ) : Είναι στον κόσμο του.
Εξεπόχτησα : Ξεθεώθηκα – Κουράστηκα πολύ.
Εξεποχτίστηκε : Πέθανε (κυριολεχτικά;;;).
Επάθιασα : (Με πάθιασες). Κοντεύω να πάθω ασφυξία από τη βρώμα.
Έπλασε Ζούλιξε – Έλιωσε Από την πίεση (Γύρου ,Όρος , Μέση).
Εργάνι (το): Ξύλινο εργαλείο του ελαιουργείου (Αρχ. Γέργανον;;;).
Ερημοκουνάρητο (το): Το αλητόπαιδο.
Εριάστηκα : Ξεπάγιασα (Παξοί).
Εριγγέρω : Παρίσταμαι (Ital. Fingere).
Ερούτσωσε Πείσμωσε , θύμωσε , μούτρωσε (Ital. Ruzzo). (Του είπα κάτι και αυτός ερούτσωσε )
Ερσεβέρω : Αποδέχομαι (Ital. Concedere).
Έρτα (η): Τα πλαίσια γύρω από τις πόρτες και τα παράθυρα που εξέχουν (Ven. Erta).
Ερωτιζάμενος (ο): Ερωτώμενος (Κρητικό).
Εσάκιασε : Νερούλιασε-χωρίς δυνάμεις.
Εσινιάρισα : Σημάδεψα.
Εσπανιάρισε Κλώτσησε -(χαλασμένο σπείρωμα Βίδας ).
Εσπόρσο (το): Πληρωμή (Ital. Sborso).
Έσσωπος (ο): Αρωματικό φρύγανο (Αρχ. Ύσσωπος).
Έστρα : Οίστρος , έμπνευση .
Εστρυμποχνιάστηκα : Στεναχωρήθηκα
Εσύ ο ίδιος : Εσύ. ( « Τι λες εσύ ο ίδιος;»).
Εσφαγιουδιτσάλ : Εξώδικο ( Ital. Estragiudiziale).
Έσωσα : Τελείωσα.
Ετάρδησα : Με βρήκε η νύχτα στο δρόμο.(Ital. T;ardi).
Ετζαμινάρω : Εξετάζω (Ital. Disaminare).
Έτι : Μόλις. (Παξοί).
Έτο : Νάτο.
Ετο Νάτο.
Ετσούκλωσε : Γέμισε το στομάχι (Παξοί).
Ετσούκλωσε : Γέμισε το στομάχι (Παξοί).
Ετσούλωσε : Πείσμωσε.
Ετσούλωσε : Πείσμωσε.
Εφετιβαμέντε: βλ. Αφιτιβαμέντε.
Εφετιβαμέντε: βλ. Αφιτιβαμέντε.
Εφουτιβαμέντε : Πραγματικά .(Ital. Effittivamente).
Εφουτιβαμέντε : Πραγματικά .(Ital. Effittivamente).
Έχιμο (το): Ιδιοκτησία .
Έχιμο (το): Ιδιοκτησία .
Ζαβό (το): Όχι ίσιο – στραβό.
Ζαβό (το): Όχι ίσιο – στραβό.
Ζαίδα (η): Παραφυάδα.
Ζαίδα (η): Παραφυάδα.
Ζαίσω : Τσακίσω (Γύρου) Βλ. Βαίσω.
Ζαίσω : Τσακίσω (Γύρου) Βλ. Βαίσω.
Ζάλωμα (το): Φόρτωμα.
Ζάλωμα (το): Φόρτωμα.
Ζάμπα (η): Φρύνη- Είδος βάτραχου που ζει στα χωράφια. (Ital. Zamba = Κακοφτιαγμένο –
κακογραφία).
Ζάμπα (η): Φρύνη- Είδος βάτραχου που ζει στα χωράφια. (Ital. Zamba = Κακοφτιαγμένο –
κακογραφία).
Ζαμποφάης (ο): Φίδι που τρώει τις ζάμπες (Φρύνους).
Ζαμποφάης (ο): Φίδι που τρώει τις ζάμπες (Φρύνους).
Ζάντες (οι): Κορδέλες (Παξοί).
Ζάντες (οι): Κορδέλες (Παξοί).
Ζαρονεύρης (ο): Κράμπα.
Ζαρονεύρης (ο): Κράμπα.
Ζαχουλιά (η): Αγριολάχανο.
Ζαχουλιά (η): Αγριολάχανο.
Ζβίγγος (ο): Λουκουμάς .
Ζβίγγος (ο): Λουκουμάς .
Ζγούρος (ο): Ζβούρα.
Ζγούρος (ο): Ζβούρα.
Ζέγκουνας (ο): Αγριολάχανο.
Ζέγκουνας (ο): Αγριολάχανο.
Ζεματούλι (το): Παπάρα από όσπρια και γάλα.
Ζεματούλι (το): Παπάρα από όσπρια και γάλα.
Ζεματούρα (η) Ζεστή φασολάδα.
Ζεματούρα (η) Ζεστή φασολάδα.
Ζεματούρα (η): Σούπα , ζουμί με βουτηγμένο ψωμί.
Ζεματούρα (η): Σούπα , ζουμί με βουτηγμένο ψωμί.
Ζερβελιά (η): Βερυκοκιά (Παξοί).
Ζερβελιά (η): Βερυκοκιά (Παξοί).
Ζερνίζει : Πάει λοξά.
Ζερνίζει : Πάει λοξά.
Ζήμα (το) Ο πολτός από την σύνθλιψη της ελιάς η του σταφυλιού.
Ζήμα (το) Ο πολτός από την σύνθλιψη της ελιάς η του σταφυλιού.
Ζιάζω : Ζυγίζω.
Ζιάζω : Ζυγίζω.
Ζιφταριά (η): Ξύλινο πιεστήριο λαδιού και κρασιού.
Ζιφταριά (η): Ξύλινο πιεστήριο λαδιού και κρασιού.
Ζίφω Στίβω.
Ζίφω Στίβω.
Ζιψιά (η): Πολύ βρεγμένο. (τα ρούχα του ζίφονται).
Ζιψιά (η): Πολύ βρεγμένο. (τα ρούχα του ζίφονται).
Ζμούσο (το): Φαλτσογωνιά σε ξύλο η τοίχο (Ital. Smusso=άμβλυνση).
Ζμούσο (το): Φαλτσογωνιά σε ξύλο η τοίχο (Ital. Smusso=άμβλυνση).
Ζμπερλάδος (ο): Τρελός , ανισόρροπος (Ital. Sbilanciare).
Ζμπερλάδος (ο): Τρελός , ανισόρροπος (Ital. Sbilanciare).
Ζμώνω : Ζημώνω.
Ζμώνω : Ζημώνω.
Ζοντάδα (η): Έδαφος με πολλά νερά.
Ζοντάδα (η): Έδαφος με πολλά νερά.
Ζορκάδι (το): Το γυμνό .
Ζορκάδι (το): Το γυμνό .
Ζορκόκωλος (ο): με γυμνά οπίσθια Ζορκολαίμα (η): Κότα με γυμνό λαιμό.
Ζορκόκωλος (ο): με γυμνά οπίσθια Ζορκολαίμα (η): Κότα με γυμνό λαιμό.
Ζορκολαίμης (ο): Γυμνόλαιμος κόκκορας.
Ζορκολαίμης (ο): Γυμνόλαιμος κόκκορας.
Ζόρκος (ο): Γυμνός.
Ζόρκος (ο): Γυμνός.
Ζουγκλός (ο): Παράλυτος , ημιπληγικός (Αρχ. Ζάγκλον).
Ζουγκλός (ο): Παράλυτος , ημιπληγικός (Αρχ. Ζάγκλον).
Ζούλα (η): Προβατίνα (Παξοί).
Ζούλα (η): Προβατίνα (Παξοί).
Ζούλο (το): Ώριμο φρούτο.
Ζούλο (το): Ώριμο φρούτο.
Ζούπα (η): Πηγμένο γάλα με ψωμί.
Ζούπα (η): Πηγμένο γάλα με ψωμί.
Ζυφταριά (η) Πιεστήριο χειροκίνητο για τις ελιές.(Παξοί).
Ζυφταριά (η) Πιεστήριο χειροκίνητο για τις ελιές.(Παξοί).
Ζύφω : Στίβω – Πιέζω.
Ζύφω : Στίβω – Πιέζω.
ζώνη από την παραδοσιακή κερκυραϊκή στολή Των ανδρών.
ζώνη από την παραδοσιακή κερκυραϊκή στολή Των ανδρών.
Ζώση (η): Η πάνινη
Ζώση (η): Η πάνινη
Ζωφό (το): Στιφό (Παξοί).
Ζωφό (το): Στιφό (Παξοί).
Ζώφους : Φέρνει αέρα κατά διαστήματα.
Ζώφους : Φέρνει αέρα κατά διαστήματα.
Ζωχιός (ο): Αγριολάχανο.
Ζωχιός (ο): Αγριολάχανο.
Η
Ήβρεγμα (το): Θα το έχω έτοιμο (Θα τόχω ήβρεγμα ) (Παξοί).
Ήβρεγμα (το): Θα το έχω έτοιμο (Θα τόχω ήβρεγμα ) (Παξοί).
Ήλιακας (ο): Κόκκινο χταπόδι που γίνεται λιαστό.
Ήλιακας (ο): Κόκκινο χταπόδι που γίνεται λιαστό.
Ηλιοκαμπίδα (η): Φωτεινός χώρος.
Ηλιοκαμπίδα (η): Φωτεινός χώρος.
Ηλιόκριση (η): Πανσέληνος η το γέμισμα του φεγγαριού.
Ηλιόκριση (η): Πανσέληνος η το γέμισμα του φεγγαριού.
Ήμα : Ήμουν. (παξοί).
Ήμα : Ήμουν. (παξοί).
Ημέρωμα (το): Ξεχερσωμένο χωράφι.
Ημέρωμα (το): Ξεχερσωμένο χωράφι.
Θ
Θανασούλη : Παλιός χωριάτικος χορός.
Θανασούλη : Παλιός χωριάτικος χορός.
Θανατήτας (ο): Πολύ μεγάλη παγωνιά.
Θανατήτας (ο): Πολύ μεγάλη παγωνιά.
Θανατίτας (ο): Θανατικό .
Θανατίτας (ο): Θανατικό .
Θαραπάηκα : Ευχαριστήθηκα.
Θαραπάηκα : Ευχαριστήθηκα.
Θεατρίζομαι : Ρεζιλεύομαι.
Θεατρίζομαι : Ρεζιλεύομαι.
Θέατρο (Έγινα): Ρεζιλεύτηκα.
Θέατρο (Έγινα): Ρεζιλεύτηκα.
Θελέσπια (η): Μεγάλη (Παξοί).
Θελέσπια (η): Μεγάλη (Παξοί).
Θέλημα (το): Εξυπηρέτηση.
Θέλημα (το): Εξυπηρέτηση.
Θέρμη (η): Πυρετός.
Θέρμη (η): Πυρετός.
Θερμός (ο): Βραστό νερό.
Θερμός (ο): Βραστό νερό.
Θερμούτσα (η): Αναμμένα κάρβουνα .
Θερμούτσα (η): Αναμμένα κάρβουνα .
Θηκάρι (το): Γιλέκο Ανδρικό της παραδοσιακής κερκυραικής στολής.
Θηκάρι (το): Γιλέκο Ανδρικό της παραδοσιακής κερκυραικής στολής.
Θηλίκια (τα): Κορδόνια (Παξοί).
Θηλίκια (τα): Κορδόνια (Παξοί).
Θηλύκι (το): Κουμπότρυπα (Θύλη).
Θηλύκι (το): Κουμπότρυπα (Θύλη).
Θηλυκώνω : Κουμπώνω.
Θηλυκώνω : Κουμπώνω.
Θίναλο (το): Αμμουδερό παραθαλάσσιο μέρος (Αρχ. Θίς).
Θίναλο (το): Αμμουδερό παραθαλάσσιο μέρος (Αρχ. Θίς).
Θλιβερός (ο): Δύστυχος .(Παξοί).
Θλιβερός (ο): Δύστυχος .(Παξοί).
Θράσιο (το): Άπαχο ζώο.
Θράσιο (το): Άπαχο ζώο.
Θράσιο(το): Ολοκληρωτικό – Τελειωτικό.
Θράσιο(το): Ολοκληρωτικό – Τελειωτικό.
Θράσιος (ο): Άνοστος , Σαθρός , Σάπιος.
Θράσιος (ο): Άνοστος , Σαθρός , Σάπιος.
Θράσιος (ο): Εντελώς χαζός.
Θράσιος (ο): Εντελώς χαζός.
Θράσιος (ο): Νηστικός;;;;;;;;;;;;;;;;
Θράσιος (ο): Νηστικός;;;;;;;;;;;;;;;;
Θράσιος (ο): Τελείως άχρηστος.
Θράσιος (ο): Τελείως άχρηστος.
Θρονιάζομαι : Σρογγυλοκάθομαι .Κάθομαι αναπαυτικά
Θρονιάζομαι : Σρογγυλοκάθομαι .Κάθομαι αναπαυτικά
Θρονιάσου : Κάθισε (Προστ. και με εκνευρισμό).
Θρονιάσου : Κάθισε (Προστ. και με εκνευρισμό).
Ι
Ίγγερα : Άκρη – Άκρη (Παξοί).
Ίγγερα : Άκρη – Άκρη (Παξοί).
Ιγγλεζίνες (οι): Καμώματα . (Παξοί).
Ιγγλεζίνες (οι): Καμώματα . (Παξοί).
Ίγκια – Ίγκια : Άκρη – Άκρη (Παξοί).
Ίγκια – Ίγκια : Άκρη – Άκρη (Παξοί).
Ιμαντινιέρω : Διατηρώ (Ital. Mantenere).
Ιμαντινιέρω : Διατηρώ (Ital. Mantenere).
Ιμιτάρω : Μιμούμαι (Ital. Imitare).
Ιμιτάρω : Μιμούμαι (Ital. Imitare).
Ιμπάντο (το): Εγκατάλειψη (Ital.Abbandonare).
Ιμπάντο (το): Εγκατάλειψη (Ital.Abbandonare).
Ιμπάρκο (το): Επιβίβαση (Ital. Inbarco).
Ιμπάρκο (το): Επιβίβαση (Ital. Inbarco).
Ιμπατσάρω : Ρισκάρω (Ital. Impazzare = Τρελαίνομαι).
Ιμπατσάρω : Ρισκάρω (Ital. Impazzare = Τρελαίνομαι).
Ιμπενιάρω : Δεσμέυομαι , Εγγυώμαι.(Ital. Impeghare).
Ιμπενιάρω : Δεσμέυομαι , Εγγυώμαι.(Ital. Impeghare).
Ιμπένιο (το): Εγγύηση (Ital. Impegho).
Ιμπένιο (το): Εγγύηση (Ital. Impegho).
Ιμπετσίλες (ο): Ανόητος (βλ. Ιμπετσιλιτά).
Ιμπετσίλες (ο): Ανόητος (βλ. Ιμπετσιλιτά).
Ιμπετσιλιτά (η): Τρέλα, Μωρία , Ανοησία. (Ital. Impeccabillita).
Ιμπετσιλιτά (η): Τρέλα, Μωρία , Ανοησία. (Ital. Impeccabillita).
Ιμπιάντο (το) Εξοπλισμός (Ital. Impianto = Εγκατάσταση πχ. Ηλεκτρική).
Ιμπιάντο (το) Εξοπλισμός (Ital. Impianto = Εγκατάσταση πχ. Ηλεκτρική).
Ιμπιτζάρομαι : Αναμειγνύομαι. (Ital. Impiccione).
Ιμπιτζάρομαι : Αναμειγνύομαι. (Ital. Impiccione).
Ιμποστόρος (ο): Απατεώνας.(Ital.Impostore).
Ιμποστόρος (ο): Απατεώνας.(Ital.Impostore).
Ιμποστούρα (η): Κατηγορία – Συκοφαντία. (βλ. Ιμπουτατζιόν).
Ιμποστούρα (η): Κατηγορία – Συκοφαντία. (βλ. Ιμπουτατζιόν).
Ιμπουτάρω : Κατηγορώ – Σπιλώνω. (βλ. Ιμπουτατζιόν).
Ιμπουτάρω : Κατηγορώ – Σπιλώνω. (βλ. Ιμπουτατζιόν).
Ιμπουτατζιόν (η): Κατηγορία (Ital. Imputazione).
Ιμπουτατζιόν (η): Κατηγορία (Ital. Imputazione).
Ιμπρέζα (η): Διαφορά ;;;;
Ιμπρέζα (η): Διαφορά ;;;;
Ιμπρέζα (το πήρα ): Αναλαμβάνω κάτι (Ital. Ripresa).
Ιμπρέζα (το πήρα ): Αναλαμβάνω κάτι (Ital. Ripresa).
Ιμφάτο (το): Καμώματα- Παθήματα. (Ital. In-fatto).
Ιμφάτο (το): Καμώματα- Παθήματα. (Ital. In-fatto).
Ιναμοράδος (ο): Ερωτευμένος. (Ital. Innamorato).
Ιναμοράδος (ο): Ερωτευμένος. (Ital. Innamorato).
Ιναπιλάμπελε (ο): Ανέκκλητος.(Inappellabile).
Ιναπιλάμπελε (ο): Ανέκκλητος.(Inappellabile).
Ινβεντάριο (το): Απογραφή (Ital. Inventario).
Ινβεντάριο (το): Απογραφή (Ital. Inventario).
Ινβεντάριο (το): Κτηματολόγιο (Ital. Inventario).
Ινβεντάριο (το): Κτηματολόγιο (Ital. Inventario).
Ινβεστίρω : Επενδύω. (Ιtal. Investire).
Ινβεστίρω : Επενδύω. (Ιtal. Investire).
Ινβόζε : Επικαλούμαι (Ital. Invocare).
Ινβόζε : Επικαλούμαι (Ital. Invocare).
Ινγραβιάδος (ο): Βεβαρημένος (Ital. Gravato).
Ινγραβιάδος (ο): Βεβαρημένος (Ital. Gravato).
Ινκαντάρω : Εκθέτω σε δημοπρασία (Ital. Incanto).
Ινκαντάρω : Εκθέτω σε δημοπρασία (Ital. Incanto).
Ινκάντο (το): Δημοπρασία (Ital. Incanto).
Ινκάντο (το): Δημοπρασία (Ital. Incanto).
Ινκασάδο (το): Σκάλισμα κορνίζας ξύλου η τοίχου (Ital. Incassato).
Ινκασάδο (το): Σκάλισμα κορνίζας ξύλου η τοίχου (Ital. Incassato).
Ινκόμοδα (τα): Ενοχλήσεις (Ital. Incomodo).
Ινκόμοδα (τα): Ενοχλήσεις (Ital. Incomodo).
Ινκόντρο (το): Συνάντηση Εμπορική (Ital. Incontro).
Ινκόντρο (το): Συνάντηση Εμπορική (Ital. Incontro).
Ινκουϊζίτος (ο): Κατηγορούμενος (Ital. Accusato).
Ινκουϊζίτος (ο): Κατηγορούμενος (Ital. Accusato).
Ινκουμέσιον (η): Πληρεξουσιότητα;;;;
Ινκουμέσιον (η): Πληρεξουσιότητα;;;;
Ινμπάντο (το): Εγκαταλελειμμένο (Ital. Inbanto).
Ινμπάντο (το): Εγκαταλελειμμένο (Ital. Inbanto).
Ινμπότα Στο λεπτό ;;;;
Ινμπότα Στο λεπτό ;;;;
Ινορδίνος (ο): Σε ετοιμότητα (Ital. Ordino-are).
Ινορδίνος (ο): Σε ετοιμότητα (Ital. Ordino-are).
Ινπένιο (το): Υποχρέωση.(Ital. Impegno).
Ινπένιο (το): Υποχρέωση.(Ital. Impegno).
Ινπούμπλικο(το): Φανερά ,δημόσια (Ital. Inpubblico).
Ινπούμπλικο(το): Φανερά ,δημόσια (Ital. Inpubblico).
Ινπούντο : Ακριβώς( «ήρθες ινπούντο ).(Ιταλ. In punto ).
Ινπούντο : Ακριβώς( «ήρθες ινπούντο ).(Ιταλ. In punto ).
Ινσεράδα (η): Το αδιάβροχο πανωφόρι του ψαρά.
Ινσεράδα (η): Το αδιάβροχο πανωφόρι του ψαρά.
Ινσόμα : Επιτέλους. (Ιταλ: insomma : εν συντομία).
Ινσόμα : Επιτέλους. (Ιταλ: insomma : εν συντομία).
Ινσόμα : Συνολικά (Ital. Insumma).
Ινσόμα : Συνολικά (Ital. Insumma).
Ιντεμέλα (η): Μαξιλαροθήκη.
Ιντεμέλα (η): Μαξιλαροθήκη.
Ιντερβενιέντε : Ιδιώτης που αναλάμβανε δικαστικές υποθέσεις με Την επίβλεψη δικηγόρου επι
ενετοκρατίας.
Ιντερβενιέντε : Ιδιώτης που αναλάμβανε δικαστικές υποθέσεις με Την επίβλεψη δικηγόρου επι
ενετοκρατίας.
Ιντερεσάδος (ο): Συμφεροντολόγος (Ital. Interessato).
Ιντερεσάδος (ο): Συμφεροντολόγος (Ital. Interessato).
Ιντερέσο (το) : Η νιτερέσο - Μυστικό η ενδιαφέρουσα πληροφορία.(Ιταλ. Interess-amento).
Ιντερέσο (το) : Η νιτερέσο - Μυστικό η ενδιαφέρουσα πληροφορία.(Ιταλ. Interess-amento).
Ιντερέσο (το): Ενδιαφέρον . (Ital. Interesse).
Ιντερέσο (το): Ενδιαφέρον . (Ital. Interesse).
Ιντζεκουτζιόν : Εκτέλεση (Ital. Esecuzione).
Ιντζεκουτζιόν : Εκτέλεση (Ital. Esecuzione).
Ιντιέρος (ο): Ακέραιος (Ital. Intiero).
Ιντιέρος (ο): Ακέραιος (Ital. Intiero).
Ίντιμα (η): Στρωματοθήκη (Ital. Intima=Εσωτερικό , Εσώρουχο).
Ίντιμα (η): Στρωματοθήκη (Ital. Intima=Εσωτερικό , Εσώρουχο).
Ιντιμάδος (ο): Κοινοποιημένος (Ital. Intimare).
Ιντιμάδος (ο): Κοινοποιημένος (Ital. Intimare).
Ιντιμάρω : Κοινοποιώ.
Ιντιμάρω : Κοινοποιώ.
Ιντιματζιόν (η): Κοινοποίηση.
Ιντιματζιόν (η): Κοινοποίηση.
Ιντονάδος (ο): Τονισμένος μουσικά (Ital. Intonato).
Ιντονάδος (ο): Τονισμένος μουσικά (Ital. Intonato).
Ιντόρνου : Πέριξ – Γύρω γύρω. (Ital. Intorno).
Ιντόρνου : Πέριξ – Γύρω γύρω. (Ital. Intorno).
Ιντράδα (η): Περιφραγμένη ιδιοκτησία (Ital.Intrada).
Ιντράδα (η): Περιφραγμένη ιδιοκτησία (Ital.Intrada).
Ιντρόιτο (το): Είσοδος σκεπαστή σπιτιού.(Ital. Introito).
Ιντρόιτο (το): Είσοδος σκεπαστή σπιτιού.(Ital. Introito).
Ιντρομετέρω : Παρεμβάλω (Ital. Intromettere).
Ιντρομετέρω : Παρεμβάλω (Ital. Intromettere).
Ιντσεράδα (η): Αδιάβροχο ρούχο (Ital. In cerata=Κερωμένο).
Ιντσεράδα (η): Αδιάβροχο ρούχο (Ital. In cerata=Κερωμένο).
Ιντσίρκα : Περίπου (Ital. Circa).
Ιντσίρκα : Περίπου (Ital. Circa).
Ινφεριάδα (η): Σιδεριά παραθύρου μπαλκονιού(Ital. Inferriata).
Ινφεριάδα (η): Σιδεριά παραθύρου μπαλκονιού(Ital. Inferriata).
Ινφερμάρω : Ακυρώνω ( Ital. Infirmare).
Ινφερμάρω : Ακυρώνω ( Ital. Infirmare).
Ινφλιντζάρω : Καταχωρίζω (Ital. Inflinzare).
Ινφλιντζάρω : Καταχωρίζω (Ital. Inflinzare).
Ιποτεκάδο (το): Υποθηκευμένο (Ipotekato).
Ιποτεκάδο (το): Υποθηκευμένο (Ipotekato).
Ιποτεκάρω : Υποθηκεύω (Ital. Ipotekare).
Ιποτεκάρω : Υποθηκεύω (Ital. Ipotekare).
Ισεστέρω : Επιμένω (Ital. Insistente).
Ισεστέρω : Επιμένω (Ital. Insistente).
Ίσκνα (γίνηκε) : Διαλύθηκε;;;;;
Ίσκνα (γίνηκε) : Διαλύθηκε;;;;;
Ίσκρα (η): Τσακμάκι με πέτρα για το άναμμα της φωτιάς (Σλαυικ Iscra=Σπίθα).
Ίσκρα (η): Τσακμάκι με πέτρα για το άναμμα της φωτιάς (Σλαυικ Iscra=Σπίθα).
Ισοστάς : Αν ίσως (Παξοί).;;;;;;;
Ισοστάς : Αν ίσως (Παξοί).;;;;;;;
Ισπονέρω : Ενδιαφέρομαι- Εντυπωσιάζομαι;;;;;
Ισπονέρω : Ενδιαφέρομαι- Εντυπωσιάζομαι;;;;;
Ιστάντζια (η): Προσαγωγή –Αγωγή (Ιtal. Instantanea).
Ιστάντζια (η): Προσαγωγή –Αγωγή (Ιtal. Instantanea).
Ιστρουμέντο (το): Ακυρώνω (Η προέρχεται από το Ιstrumento = Εργαλείο , πιθανόν από κάποιο
εργαλείο γραφείου Ακύρωσης Η από το Ristare = Σταματώ). Ιτάρω Βοηθώ (Ital. Dare – Gritare).
Ιστρουμέντο (το): Ακυρώνω (Η προέρχεται από το Ιstrumento = Εργαλείο , πιθανόν από κάποιο
εργαλείο γραφείου Ακύρωσης Η από το Ristare = Σταματώ).Ιτάρω Βοηθώ (Ital. Dare – Gritare).
Ίσωμα : Τέλος πάντων.
Ίσωμα : Τέλος πάντων.
Κάμαρα ντι τσιβίλ (η): Σαλόνι , αίθουσα υποδοχής (Ven.Camara da civil).
Κάμαρα ντι τσίβιλε (η): Σαλόνι αρχοντικού σπιτιού (Ital. Camera di civile).
Κάμαρη (η): Δημόσιο.
Καματερό (το): Στρώμα μαρμάρου.
Καμιζέτο (το): Πουκάμισο.(Ital. Camicia).
Καμιζιόλα (η): Κοντό γυναικείο σακάκι κεντημένο της παραδοσιακής στολής
Καμικόντο : Κάπως έτσι.
Καμινέτο (το): Σωληνάκι κάτω από την κάνη του εμπροσθογεμούς όπλου όπου ετοποθετήτο το
καψούλι.
Καμουλίκα (η): Κουκούλα.
Καμούσι (το): Κατακάθι του κρασιού. (Παξοί).
Καμούφο (το): Τελείωμα σε δαντελένιο ύφασμα.
Καμπανέλα (η): Λουλούδι που μοιάζει με καμπάνα.
Καμπάνια (η): Εκστρατεία (Ital. Campagna ) πχ. Ένας κουρασμένος η γέρος λέει «δεν είμαι για
καμπάνια».
Καμπάτικο (το): Μεγάλο και ασύμμετρο.
Καμπίαλα (η): Συναλλαγματική (Ital. Cambiale).
Καμπίελο (το): Ανοιχτός χώρος ανάμεσα σε σπίτια (Ven.Campielo).
Κάμπιο (το): Συναλλαγή (Ital. Cambio).
Καμπίονι (το) Πρότυπο ήθους (Ital. Cambione=υπέρμαχος , πρωταθλητής).
Κάμπο (το): Πλατεία ανάμεσα σε σπίτια (Ital. Campo).
Καμπούλα (η): Καπνός , ομίχλη .
Καμπούλα (η): Καταχνιά - Καπνιά.
Καμπρί (το): Είδος υφάσματος ;;;;;;;;;
Καναβάτσα (η): Πετσέτα.(Παξοί).
Καναβέτα (η): Ξύλινο κιβώτιο ???
Καναβέτα (η): Ξύλινο κιβώτιο-Κασέλα.
Καναβετοπούλα (η): Μικρό ξύλινο κιβώτιο.
Καναλέτο (το): Αποχετευτικός αγωγός.(Ital. Canale).
Καναλέτο (το): Οχετός , αυλάκι , υπόνομος (Ital. Canaletto , Ven. Canaleto).
Κάναλη (η): Υδρορροή σπιτιού.
Κάναλος (ο): Χαράδρα , πέρασμα.
Κάνεβα (η): Κελάρι κρασιών (Ven. Caneva).
Κανενέ : Επιτέλους.
Κανιάρω : Σέρνω (μουσικός όρος που σημαίνει : Σέρνω τη φωνή μου μέχρι την επόμενη νότα (Ital.
Caghare = γαυγίζω).
Κάνιασα Δίψασα.
Κανιζέλα (η): Στενός διάδρομος στην πίσω μεριά των σπιτιών (Ven. Canicela).
Κανίσκι (το): Δώρο (Αρχ. Κάνεον;;).
Κανίστρα (η): Καλάθι (βλ. Κανίσκι;;;;;;).
Κανκάγια (η): Ρυτιδωμένη γριά.
Κανκιόφολα (η): Ηλιανθός;;;;;;;;
Κανοκιάλε (το): Τηλεσκόπιο (Ital. Canocchiale).
Κανούλι (το): Σωλήνας η μπαντζάκι παντελονιού(Ven. Canale).
Κανσονέτα (η): Σύντομο λαικό τραγούδι (Ital. Canzonetta).
Κανταδόρος (ο): Ταμίας (Ital. Cantaro = Ζυγαριά –Ζυγιστής).
Κανταδόρος (ο): Τραγουδιστής (Ital. Cantatore).
Κανταρέλα η Κανταρέλι(το): Δοχείο μεταφοράς υλικών χωρητικότητας ενός κανταριού – 1
Καντάρι =150 Λίβρες(Ven.Cantaro).
Κανταρέλι (το): Μικρό καζάνι.
Κανταρέλι (το): Μικρό Καντάρι.
Καντάρι (το): Είδος ζυγαριάς.
Καντάρι (το): Μονάδα μέτρησης όγκου.
Κανταριώλι (το): Μέτρο υπολογισμού των δημητριακών.
Κάνταρος (ο): Πήλινη λεκάνη για ζύμωμα (Ital. Cantaro Παλιό μέτρο βάρους από 50-80 Κιλά και
πήλινο δοχείο αντίστοιχης χωρητικότητας).
Κάνταρος (ο): Πήλινο σκεύος σε σχήμα λεκάνης.
Καντάρω : Μετράω , Υπολογίζω (βλ. Κανταδόρος).
Καντάρω : Τραγουδώ (Βλ. Κανταδόρος).
Καντάρω : Τραγουδώ (Ιταλ. Cantare).
Καντηλέτο (το): Κερί φωτισμού(Ital. Candiletto).
Καντί (το): Χορδή μουσικού οργάνου.
Καντιλοσβύστης (ο) Είδος πεταλούδας που σβήνει το φως του καντηλιού.
Καντινέλα (η): Σανίδα που συγκρατούσε τα παραθυρόφυλλα ανοικτά . (Ven. Cantinela=Σανίδα).
Καντινέλα (η): Σιδερόβεργα που κρατούσε ανοικτά τα παραθυρόφυλλα . (Ital. Cantini = Χορδή
μουσικού οργάνου).
Καντινέτα (η): Μικρή μουσική κομπανία.
Κάντιο (το): Πεντακάθαρο.
Καντιτζιλιέρης (ο) Γραμματέας Διοικητηρίου.(Ital. Cancelliere).
Κάντο (το): Τραγούδι . (Ιταλ. Canto).
Καντονιέρα (η): Συρταρίερα , Ντουλάπα
Καντουλάπι (το): Ντουλάπι (Παξοί).
Καντουνάλι (το): Γωνιακή ντουλάπα σπιτιού (Ven. Cantonal).
Καντουναριά (η): Ανήθικη γυναίκα-του πεζοδρομίου-του καντουνιού.
Καντούνι (το): Στενό δρομάκι (Ven. Cantone).
Καντουνιέρα (η): Πόρνη (Ital. Cantoniera).
Καντουνιέρης (ο): Αλήτης.
Καντσιλιέρης (ο): Γραμματέας.
Καντσόνα (η): Ενορχηστρωμένο τραγούδι.
Καντσονέτα (η): Τραγούδι. (Ιταλ. Canzonetta).
Κάονας (ο): Γλάρος (Παξοί).
Κάουζα (η): Δίκη (Ital. Causa).
Καούρικο (το): Καυτερό
Καουτέλα (η): Έγγραφο για εξασφάλιση (Ital. Cautela).
Καουτσιόν : Ασφάλεια – Εγγύηση.(Ital. Cauzionale).
Καπαντριόλης (ο): Αυθάδης.
Καπαράρω : Προκαταβάλω (Ital. Caparra).
Καπάσα (η): Κιούπι (Παξοί).
Καπάσα (η): Μεγάλο πήλινο πιθάρι (Ven. Capazza).
Καπάσα Μεγάλο πήλινο πιθάρι (Ital. Capacita =Χωρητικότης).
Καπατσάρω : Δαμάζω επιβάλω (Ital. Capacitare).
Καπατσάρω : Επιβάλλομαι (Ital. Capicitare=Πείθω).
Καπατσετάρω : Συγκρατήσω . (Δεν μπορώ να τον καπατσετάρω).
Καπατσιτά (η): Επιτηδειότητα , επιβολή (Ital. Capacita =Πειθώ).
Καπατσιτάρω : Επιβάλω την πειθαρχεία σε κάποιον. (Ιταλ. Capacitare Καταπείθω ).
Καπατσόνα (η): Καταφερτζού.
Καπάτσος (ο): Επιτήδειος (βλ. Καπατσιτά).
Καπελάνοι (οι) Ποπ κόρν.
Καπέλο (το): 1.Κυονόκρανο 2. Ανω άκρο καπνοδόχου.(Ital. Cappello).
Καπελωμένος (ο): Εκνευρισμένος.
Καπέτα (η): Χωρίστρα (Ital. Capo=Κεφάλι).
Καπίστρι (το): Μέρος του εξοπλισμού του γαιδάρου.
Καπιτάλι (το): Κεφάλαιο.
Καπιταλιστής (ο): Κεφαλαιούχος (Ital. Capitalista).
Καπιτάρισε : Έφτασε (Ital. Capitare).
Καπιτάρω : Συμβαίνω , Τυχαίνω(Ital. Capitare).
Καπιτέλο (το): Κυονόκρανο (Ital. Capitelo).
Καπίτολο (το): Κεφάλαιο (Ital. Capitolo).
Καπίτολο Προμπατόρι (τα):Ατράνταχτες αποδείξεις (Ital.CapitoloProvatori)
Καπιτσίνια (τα): Γυναικεία παπούτσια περίτε
Κάπο (Κρίμας στο Κάπο ) : Ειρωνικά για κάτι που νομίζαμε σπουδαίο (Ital. Capo = Αρχή ,
Αρχηγός , Κεφάλι).
ονομάζεται και ξυλάγγουρο, γίνεται τουρσί.
υπνοδωματίου(Ital. Cantoniera).

You might also like