Professional Documents
Culture Documents
αναπηρία.
kusur = ελάττωμα, έλλειψη, σφάλμα κουσούρι. ||
παράπτωμα.
κουτούκι, (το) ουσ. (1) μικρή λαϊκή ταβέρνα.
koltuk = μασχάλη. || πολυθρόνα.
~ meyhanesi = ταβερνάκι
kütük = κούτσουρο. || κορμός δέντρου.
~ gibi = τύφλα στο μεθύσι.
κουτούκι, (το) ουσ. (2) κούτσουρο. || κορμός δέντρου.
kütük = κούτσουρο. || κορμός δέντρου.
κουτουράδα, (η) ουσ. απερισκεψία.
götürü = κατ΄ αποκοπή. || εργολαβία.
κουτουρού, επίρρ. απερίσκεπτα, στην τύχη, χωρίς υπολογισμό.
götürü = κατ΄ αποκοπή. || εργολαβία.
κρεμεζής, επίθ. που έχει το χρώμα του κρεμεζιού· κόκκινος.
kırmızı = κόκκινος, ερυθρός.
κρεμέζι, (το) ουσ. χρωστική ουσία που παράγεται από ένα είδος
εντόμου.
kırmız = κρεμέζι.
κρεμεζί, (το) ουσ. το κόκκινο χρώμα του κρεμεζιού.
kırmızı = κόκκινος, ερυθρός.
κωλοχανείο, (το) ουσ. χώρος όπου επικρατεί αταξία, ασυδοσία.
hane = σπίτι, οίκος. || τετράγωνο.
λαγούμι, (το) ουσ. υπόνομος, οχετός. || υπόγεια στοά ορυχείου. ||
υπόγειο όρυγμα για τοποθέτηση και ανάφλεξη εκρηκτικών
υλών· φουρνέλο.
lağım, lâğım = αποχέτευση, υπόνομος. || λαγούμι. ||
νάρκη.
λαγουμιτζής, (ο) ουσ. κατασκευαστής λαγουμιών.
lağımcı, lâğımcı = καθαριστής υπονόμων, λαγουμιτζής.
λακιρντί, (το) ουσ. άκλ. βλ. λακριντί.
lakırdı, lâkırdı = λόγια, κουβέντες, λακιρντί.
λακριντί, (το) ουσ. άκλ. συζήτηση, κουβέντα, φλυαρία, κουβεντολόι.
lakırdı, lâkırdı = λόγια, κουβέντες, λακιρντί.
λαλές, (ο) ουσ. είδος λουλουδιού.
lale, lâle = τουλίπα.
λαπάς, (ο) ουσ. φαγητό από ρύζι που έχει βράσει πολύ και έχει γίνει
χυλός. || κατάπλασμα από χυλωμένο ρύζι, λιναρόσπορο
κ.ά. || (μτφ.) άνθρωπος πλαδαρός, νωθρός.
lapa, lâpa = λαπάς. || μαλθακός, νωθρός. || κατάπλασμα.
λαχούρι, (το) ουσ. είδος λεπτού υφάσματος πολυτελείας.
lahuri = λαχούρι.
λεβέντης, (ο) ουσ. άνδρας ωραίος, τίμιος, γενναίος, γενναιόδωρος.
levent = λεβέντης, παλληκάρι.
λεγένι, (το) ουσ. η λεκάνη του νιπτήρα.
leğen = λεκάνη.
λεκές, (ο) ουσ. κηλίδα από λιπαρή ή άλλη ουσία.
leke = λεκές, κηλίδα.
λελέκι, (το) ουσ. πελαργός. || (μτφ.) άνθρωπος ψιλόλιγνος.
leylek = πελαργός. || λελέκι.
λεμές, (ο) ουσ. σταφίδα πρώτης ποιότητας. || αλήτης, παλιάνθρωπος,
αγύρτης.
eleme = κοσκίνισμα. || πρόκριση. || γύρος.
λεμόντο(υ)ζου, (το) ουσ. άκλ. το κιτρικό οξύ στη μαγειρική· το ξινό.
limontozu, limontuzu = κιτρικό οξύ.
λεμπλεμπί, (το) ουσ. αφράτο στραγάλι.
leblebi = στραγάλι.
λέσι, (το) ουσ. πτώμα ζώου· ψοφίμι. || δυσοσμία, βρόμα.
leş = ψοφίμι, λέσι, πτώμα.
16
muşamba = μουσαμάς.
μουσαμάς, (ο) ουσ. είδος αδιάβροχου υφάσματος.
muşamba = μουσαμάς.
μουσαφίρης, (ο) ουσ. επισκέπτης. || φιλοξενούμενος.
misafir = επισκέπτης, μουσαφίρης.
μουσουλμάνος, (ο) ουσ. μωαμεθανός.
Müslüman = Μουσουλμάνος.
μουστερής, (ο) ουσ. πελάτης, αγοραστής.
müşteri = πελάτης, αγοραστής.
μουφλουζεύω, ρ. χρεοκοπώ, πτωχεύω.
müflis, müflüs = χρεοκοπημένος.
μουφλούζης, (ο) ουσ., επίθ. χρεοκοπημένος.
müflis, müflüs = χρεοκοπημένος.
μουφτής, (ο) ουσ. μουσουλμάνος θεολόγος.
müfti, müftü = μουφτής, νομοδιδάσκαλος.
μουχαλεμπί, (το) ουσ. είδος γλυκού από ρυζάλευρο και γάλα.
mahallebi, muhallebi = μουχαλεμπί.
μουχτάρης, (ο) ουσ. κοινοτάρχης. || προεστός.
muhtar = κοινοτάρχης. || μουχτάρης.
μπαγδατί, (το) ουσ. είδος μεσότοιχου ή ταβανιού.
bağdadi, bağdadî = μπαγδατί, τσατμάς.
Bağdat = Βαγδάτη.
μπαγιατεύω, ρ. (για τρόφιμα) γίνομαι μπαγιάτικος. || παλιώνω.
bayat = μπαγιάτικος, παλιός.
μπαγιάτικος, επίθ. (για τρόφιμα) που δεν είναι φρέσκος. || παλιός.
bayat = μπαγιάτικος, παλιός.
μπαγλαμάς, (ο) ουσ. είδος έγχορδου μουσικού οργάνου.
bağlama = έγχορδο μουσικό όργανο.
μπαγλαρώνω, ρ. δένω. || συλλαμβάνω, φυλακίζω. || ξυλοκοπώ.
bağlamak = δένω. || μπαγλαρώνω.
μπαϊλντίζω, ρ. εξαντλούμαι από μεγάλη κούραση. || λιποθυμώ.
bayılmak = λιποθυμώ. || εξαντλούμαι.
μπαϊράκι, (το) ουσ. σημαία, παντιέρα.
bayrak = σημαία, μπαϊράκι, παντιέρα.
μπαϊρακτάρης, (ο) ουσ. σημαιοφόρος. || στην Αλβανία, φύλαρχος.
bayraktar = μπαϊρακτάρης.
μπαϊράμι, (το) ουσ. μεγάλη μουσουλμανική γιορτή.
bayram = θρησκευτική ή εθνική γιορτή.
μπαΐρι, (το) ουσ. ακαλλιέργητο χωράφι. || βουνοπλαγιά.
bayır = ανήφορος. || πλαγιά.
μπακάλης, (ο) ουσ. παντοπώλης.
bakkal = παντοπώλης, μπακάλης.
μπακάλικο, (το) ουσ. το κατάστημα του μπακάλη.
bakkal = παντοπώλης, μπακάλης.
μπακαλοτέφτερο, (το) ουσ. το τεφτέρι του μπακάλη.
bakkal + defter
bakkal = παντοπώλης, μπακάλης.
defter = τετράδιο. || κατάστιχο. || τεφτέρι.
μπακίρι, (το) ουσ. χαλκός. || χάλκινο σκεύος.
bakır = χαλκός, μπακίρι.
μπακιρτζής, (ο) ουσ. κατασκευαστής μπακιριών· χαλκωματάς.
bakırcı = χαλκωματάς, μπακιρτζής.
μπακλαβάς, (ο) ουσ. είδος γλυκού του ταψιού.
baklava = μπακλαβάς.
μπακούρι, (το) ουσ. εργένης.
bakir = παρθένος.
μπακράτσι, (το) ουσ. είδος χάλκινου σκεύους.
bakraç = μπακράτσι. || χάλκινο δοχείο.
μπαλάσκα, (η) ουσ. βλ. παλάσκα.
20
soba = θερμάστρα.
σορολόπ, (το) ουσ. άκλ. αδιαφορία, νωθρότητα, τεμπελιά.
şorolop = σορολόπ, τέχνασμα, ανοησία.
σουλαντίζω, ρ. καταβρέχω, ποτίζω.
sulamak = ποτίζω.
σουλούπι, (το) ουσ. η εξωτερική εμφάνιση. || μορφή, σχήμα.
üslup, üslüp = ύφος, στιλ. || ρυθμός.
σουλτάνος, (ο) ουσ. τίτλος ηγεμόνων μουσουλμανικών κρατών.
sultan = σουλτάνος.
σούμπασης, (ο) ουσ. αξιωματούχος του οθωμανικού κράτους.
subaşı = πηγή.
σουνέτι, (το) ουσ. η περιτομή.
sünnet = περιτομή, σουνέτι. || ο βίος και οι πράξεις
του Προφήτη Μωάμεθ.
σουργούνης, (ο) ουσ., επίθ. ο εξόριστος.
sürgün = εξορία. || εξόριστος.
σουρμελής, (o) ουσ. αυτός που βάφει τα μάτια του με σουρμέ.
sürmeli = με βαμμένα μάτια.
σουρμές, (o) ουσ. μαύρη χρωστική ουσία για το βάψιμο των ματιών.
sürme = άλειμμα. || ψιμμύθιο ματιών.
σουρτούκης, (ο) ουσ. αυτός που τριγυρνά άσκοπα στους δρόμους
αλητεύοντας.
sürtük = σουρλουλού.
σουτζούκι, (το) ουσ. είδος λουκάνικου. || είδος γλυκού.
sucuk = λουκάνικο, σουτζούκι
σοφάς, (ο) ουσ. είδος χαμηλού καναπέ ή κρεβατιού· μιντέρι.
sofa = χολ, οφίς, αίθουσα, σοφάς.
σοφράς, (ο) ουσ. είδος χαμηλού στρογγυλού τραπεζιού.
sofra = τραπέζι φαγητού. || σοφράς.
σοφτάς, (ο) ουσ. μουσουλμάνος ιεροσπουδαστής.
softa = ιεροσπουδαστής.
σπα(χ)ής, (ο) ουσ. Τούρκος φεουδάρχης. || ιππέας πολεμιστής.
sipahi = τιμαριούχος. || στρατιώτης του ιππικού. || σπαχής.
στουπέτσι, (το) ουσ. ανθρακικός μόλυβδος, που χρησιμοποιείται για
την παρασκευή λευκού χρώματος.
üstübeç = στουπέτσι. || ανθρακικός μόλυβδος.
στράφι, επίρρ. χαμένα, μάταια, άδικα, χαράμι.
israf = σπατάλη.
χατζής, (ο) ουσ. τιμητικός τίτλος για τον προσκυνητή των Αγίων Τόπων: το
χριστιανό προσκυνητή της Ιερουσαλήμ και το μουσουλμάνο προσκυνητή της
Μέκκας και της Μεδίνας. hacı = προσκυνητής. || χατζής. "...τιμητικός τίτλος
που παίρνει ένας ορθόδοξος χριστιανός, όταν επισκεφτεί ως προσκυνητής τους
΄Αγιους Τόπους και που παλαιότερα έμπαινε μπροστά στο επώνυμό του ως πρώτο
συνθετικό, π.χ. Χατζηγιάννης...". Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, λ. χατζής.
χατίρι, (το) ουσ. χάρη, εξυπηρέτηση, εύνοια.
hatır = θύμηση, μνήμη. || χάρη, χατίρι.
χαφιεδισμός, (ο) ουσ. η ενέργεια ή η συμπεριφορά που
χαρακτηρίζει το χαφιέ. || η δουλειά του χαφιέ.
hafiye = κατάσκοπος. || χαφιές, σπιούνος.
χαφιές, (ο) ουσ. μυστικός αστυνομικός ή κατάσκοπος της
αστυνομίας (ή άλλης εξουσίας) που έχει αναλάβει να
παρακολουθεί τις κινήσεις πολιτών. || καταδότης,
σπιούνος.
hafiye = κατάσκοπος. || χαφιές, σπιούνος.
χαχάμης, (ο) ουσ. ο θρησκευτικός αρχηγός, ο ραβίνος των
Ισπανοεβραίων.
40
bluz-μπλούζα
bodrum katı-υπόγειο
buzdolabı-ψυγείο
çamaşır-πλυντήριο
cami-τζαμί
cam-τζάμι
çatı-στέγη
çekmece-συρτάρι
çizme-μπότα
çorap-κάλτσα
dakika-λεπτό
defter-τετράδιο
deri ceket-δερμάτινο μπουφάν
ders-μάθημα
dolap-ντουλάπι
don külot-βρακί
düğme-κουμπί
dükkân mağaza-κατάστημα
düşünceli-σκεπτικός
duvar-τοίχος
eczane-φαρμακείο
elbise-φόρεμα
eldiven-γάντι
etek-φούστα
ev-σπίτι
fabrika-εργοστάσιο
fanila-φανέλα
fırın-φούρνος
geçer not-προβιβάσιμος βαθμός
gece-νύχτα
gerdanlık kolye-κολιέ
giriş kat-ισόγειο
giyim-ένδυμα
gömlek-πουκάμισο
gözlük-γυαλιά
gün-ημέρα
hafta içi-εργάσιμες ημέρες εβδομάδας (Δευτέρα - Παρασκευή)
hafta sonu-Σαββατοκύριακο
hafta-εβδομάδα
halı-χαλί
halka-βραχιόλι
hamsi-γαύρος
hastane-νοσοκομείο
heyecanlı coşkun-ενθουσιασμένος
iğneli-σαρκαστικός καυστικός
ihtiyatlı-επιφυλακτικός
ilk okul-δημοτικό σχολείο
iskemle sandalye-καρέκλα
kafeterya-καφετέρια
kalem-στυλό
kanepe-καναπές
kapı-πόρτα
karakol-αστυνομικό τμήμα
kat-όροφος
kaygılı tedirgin-αγχωμένος
kazak pulover-πουλόβερ
kilise-εκκλησία
kırık not-μη προβιβάσιμος βαθμός
kitap evi-βιβλιοθήκη
42
kitap-βιβλίο
kızgın-θυμωμένος
kol saati-ρολόι
koltuk-πολυθρόνα
korkak-φοβισμένος
kostüm-κοστούμι
kravat-γραβάτα
küpe-σκουλαρίκι
kürsü-θρανίο
küşkün-κακιωμένος
kütüphane-βιβλιοθήκη
kumaş-ύφασμα
kurşun kalem-μολύβι
lamba-λάμπα
lise-λύκειο
lokanta-εστιατόριο
mahkeme-δικαστήριο
manto-παλτό
masa-τραπέζι
mayo-μαγιό
merdiven-σκάλα
mevsim-εποχή (Άνοιξη κλπ.)
Millet Meclisi-Κοινοβούλιο
müdür yardımcısı-υποδιευθυντής
müdür-διευθυντής
musluk-βρύση
mutfak-κουζίνα
mutlu-ευτυχισμένος
mutsuz-δυστυχισμένος
neşeli-ευδιάθετος
not-βαθμός
öğle-μεσημέρι
öğrenci-μαθητής φοιτητής
öğretmen-δάσκαλος
okul belgesi-απολυτήριο σχολείου
okul-σχολείο
okul-σχολείο
ön yargılı-προκατειλημμένος
palto ceket-παλτό μπουφάν
pantolon-παντελόνι
pastane-ζαχαροπλαστείο
Pazar yeri-αγορά παζάρι
pencere-παράθυρο
perde-κουρτίνα
perişan-εξαθλιωμένος
pişman-μετανιωμένος
postahane-ταχυδρομείο
profesör-καθηγητής
radyatör-καλοριφέρ
raf-ράφι
saat-ώρα
sabah-πρωί
saha stadyum-γήπεδο στάδιο
salon-χωλ
sandalye-καρέκλα
saniye-δευτερόλεπτο
şapka-καπέλο
şaşkın-έκπληκτος
sekreter-γραμματέας
43
şemsiye-ομπρέλα
sevinçli-χαρούμενος
silgi-γόμα
sınav-εξετάσεις
sınıf arkadaşı-συμμαθητής
sınıf-τάξη
sinir-ανήσυχος
şirket-εταιρία
soğukkanlı-ψύχραιμος
solgun-χλωμός
sömestr dönem-εξάμηνο
şömine ocak-τζάκι
sonuçlar-αποτελέσματα
spor salonu-κλειστό γήπεδο
sutyen-στηθόδεσμος
taban-πάτωμα
tahta-πίνακας
taraça-ταράτσα
tavan-ταβάνι
telaşlı-πανικόβλητος
televizyon-τηλεόραση
tişört-μπλουζάκι μακό
trimestre üç aylık dönem-τρίμηνο
tuvalet-τουαλέτα
üniversite-πανεπιστήμιο
üzgün-θλιμμένος
umutsuz-απελπισμένος
uzun çorap-καλτσόν
veranda-βεράντα
yatak odası-υπνοδωμάτιο
yatak-κρεβάτι
yıl-έτος
yüzük-δαχτυλίδι
yüzyıl asır-αιώνας
yuva-νηπιαγωγείο
zaman-χρόνος