You are on page 1of 43

1

ΛΕΞΙΚΟ Τουρκικών Δανείων της Ελληνικής Γλώσσας.

Λιάνα Κουτρολίκου – Αθήνα.

Το ΛΕΞΙΚΟ Τουρκικών Δανείων της Ελληνικής Γλώσσας είναι μια συλλογή


ελληνικών λέξεων που προέρχονται από την τουρκική γλώσσα ή έχουν υποστεί
την επίδρασή της.

Εδώ γίνεται μια πρώτη παρουσίαση χιλίων και πλέον


λέξεων η οποία αποτείνεται στον αναγνώστη που αναζητά μια συνοπτική
πληροφόρηση σχετικά με τα τουρκικά δάνεια της ελληνικής γλώσσας.

Το συνολικό έργο περιλαμβάνει περισσότερες από 5.000 λέξεις (πρωτότυπες,


παράγωγα, σύνθετα κ.ά.) οι οποίες αναλύονται διεξοδικά (με παραπομπές στις
πηγές) και τις οποίες ελπίζουμε να μας δοθεί ο χρόνος και οι δυνάμεις να
ανεβάσουμε στο διαδίκτυο στο μέλλον προς χρήση των ερευνητών που
επιθυμούν να προχωρήσουν σε λεπτομερή εξέταση και συγκριτική μελέτη.

Προσθέτω εννοιολογικά στοιχεία από το λεξικό Πάπυρος.

αβτζής, (ο) ουσ. κυνηγός. avcı = κυνηγός.


αγάς, (ο) ουσ. αξιωματούχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
ağa = αγάς, αρχηγός, τσιφλικάς.= Αγάς. ο (Μ ἀγάς)· τίτλος
Τούρκου αξιωματούχου, άρχοντας, διοικητής· || (νεοελλ.) (μτφ.) 1. δεσποτικός,
τύραννος· 2. αυτός που ζει με μεγάλη οικονομική άνεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. aga
(= διοικητής)].

αγιάζι, (το) ουσ. διαπεραστικό κρύο και υγρασία. || πάχνη.


ayaz = αγιάζι, ψύχρα. || πάχνη.
αϊράνι, (το) ουσ. βλ. αριάνι.
ayran = αϊράνι, ξινόγαλα.
ayırmak = χωρίζω, διαιρώ.
αλάνι, (το) ουσ. υπαίθριος χώρος. || αλητόπαιδο, αλήτης.
alan = χώρος. || αλάνα. || περιοχή. Αλάνι. το· 1. υπαίθριος
χώρος, έξω από την πόλη ή μέσα σ’ αυτή, αλάνα· 2. παιδί τού δρόμου,
αλητόπαιδο, χαμίνι, αλάνης. [ΕΤΥΜΟΛ. τουρκ. λ. alan «πέρασμα μέσα στο δάσος».
ΠΑΡ. (νεοελλ.) αλάνα, αλάνης, αλανιάρης].

αλατζάς, (ο) ουσ. φτηνό, ποικιλόχρωμο, βαμβακερό ύφασμα.


alaca = αλατζάς. || δίχρωμος, παρδαλός.
άλικο, (το) ουσ. το άλικο χρώμα.
al = κόκκινος. || κόκκινο χρώμα. Άλικος. -η, -ο· 1. αυτός που έχει
βαθύ κόκκινο χρώμα, ο κατακόκκινος· 2. αυτός που έχει ανοιχτό κόκκινο χρώμα,
κοκκινόχρωμος, κοκκινωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. al «κόκκινος» + παραγ. κατάλ.
-ικος].

άλικος, επίθ. βαθυκόκκινος, κατακόκκινος.


al = κόκκινος. || κόκκινο χρώμα.
αλισ(ι)βερίσι, (το) ουσ. εμπορική συναλλαγή. || κάθε συναλλαγή.
alışveriş = αλισβερίσι. || αγοραπωλησία.
αλμπάνης, (ο) ουσ. πεταλωτής. || άνθρωπος αδέξιος και άπειρος.
nalbant = πεταλωτής. Αλμπάνης. ο (θηλ. -ισσα)· 1.
πεταλωτής, καλιγωτής (το θηλ. δηλώνει τη γυναίκα τού πεταλωτή)· 2. (συχνά με
ονόματα δηλωτικά επαγγέλματος) αδέξιος, άπειρος· «γιατρός είναι αυτός ή
αλμπάνης;». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται από αρχικό τ. *ναλμπάντης, ο
(εξελληνισμένος τ. τού τουρκ. nalbant). To αρχικό ν απεβλήθη από τη συνεκφορά
τού τ. με το άρθρο τον: τον ναλμπάντη > τον αλμπάντη > τον αλμπάνη, με
απλοποίηση τού συμπλέγματος -ντ-].
2

αμάν, επιφ. έλεος! για όνομα του Θεού!


aman = αμάν. || έλεος!
αμανάτι, (το) ουσ. ενέχυρο, εγγύηση, παρακαταθήκη, υποθήκη.
emanet = ενέχυρο, παρακαταθήκη.
αμανές, (ο) ουσ. είδος ανατολίτικου τραγουδιού.
mâni = λαϊκό τραγούδι. || μαντινάδα.
αμπαδέλι, (το) ουσ. είδος πανωφοριού.
aba = κάπα, αμπάς.
αμπανόζι, (το) ουσ. έβενος.
abanoz = έβενος. || εβένινος.
αμπάρι, (το) ουσ. αποθηκευτικός χώρος. || το κύτος του πλοίου.
ambar = αποθήκη. || κύτος.
αμπάς, (ο) ουσ. είδος υφάσματος. || είδος πανωφοριού.
aba = κάπα, αμπάς.
αμπατζής, (ο) ουσ. κατασκευαστής αμπάδων. || πωλητής αμπάδων.
abacı = κατασκευαστής ή έμπορος χοντρών
υφασμάτων.
ανταλής, (ο) ουσ. νησιώτης (ιδιαίτερα του Αιγαίου ή της
Προποντίδας).
ada = νησί.
adalı = νησιώτης.
αντάμης, (ο) ουσ., επίθ. θαρραλέος, παλληκαράς.
adam = άνθρωπος, άτομο. || άνδρας.
Adem = Αδάμ.
αντερί, (το) ουσ. μακρύ ανδρικό ένδυμα με μανίκια.
entari = χιτώνας. || αντερί.
αντέτι, (το) ουσ. έθιμο. || συνήθεια.
âdet = έθιμο. || συνήθεια.
αντζούρι, (το) ουσ. ξυλάγγουρο.
acur = ξυλάγγουρο.
αραλίκι, (το) ουσ. τεμπελιά. || χαραμάδα. || διάστημα.
aralık = χαραμάδα. || διάστημα. || δίοδος.
αραμπάς, (ο) ουσ. δίτροχη ή τετράτροχη άμαξα που την έσερναν βόδια
ή άλογα, κάρο.
araba = αυτοκίνητο, αμάξι. || άμαξα.
αραμπατζής, (ο) ουσ. ο ιδιοκτήτης ή ο οδηγός του αραμπά.
arabacı = αμαξηλάτης. || αραμπατζής.
αράπης, (ο) ουσ., επίθ. αυτός που ανήκει στη μαύρη φυλή. || ΄Αραβας.
Arap = ΄Αραβας.
αριάνι, (το) ουσ. ξινόγαλα. || αραιωμένο γιαούρτι.
ayran = αϊράνι.
ayırmak = χωρίζω.
Αρναούτης, (ο) ουσ. Αλβανός. || Αρβανίτης.
Arnavut = Αλβανός. || Αρβανίτης.
αρσίζης, (ο) ουσ., επίθ. αναιδής, ξετσίπωτος.
arsız = αναιδής, ξετσίπωτος. || πονηρός.
ασίκης, (ο) ουσ., επίθ. λεβέντης, παλληκαράς. || ωραίος. || εραστής.
aşık, âşık = εραστής. || βάρδος. || ασίκης.
ασλάνι, (το) ουσ. λιοντάρι. || άνθρωπος δυνατός και ρωμαλέος.
a(r)slan = λιοντάρι.
ασκέρι, (το) ουσ. πολυπληθές σώμα στρατού. || όχλος.
asker = στρατιώτης. || στρατός.
ασουρές, (ο) ουσ. είδος ανατολίτικου γλυκού από βρασμένο σιτάρι,
σταφίδες, καρύδια κ.ά..
aşure = είδος γλυκού με δημητριακά και σταφίδες.
αστάρι, (το) ουσ. η φόδρα. || η πρώτη επάλειψη μιας επιφάνειας.
astar = αστάρι, φόδρα.
ατζαμής, (ο) ουσ., επίθ. αδέξιος. || άπειρος. || πρωτόπειρος.
3

acemi = αδαής. || ατζαμής.


ατζέμ πιλάφι, (το) ουσ. πιλάφι μαγειρεμένο με τον περσικό τρόπο.
acem pilavı = ατζέμ πιλάφι.
ατζέμικος, επίθ. περσικός.
Acem = Πέρσης.
-ατζής –ατζού, κατάλ. ουσ. βλ. -τζής.
-cı, -ci, -cu, -cü = δηλώνει πωλητή ή τεχνίτη.
άτι, (το) ουσ. αρσενικό άλογο ιππασίας ή πολεμικό άλογο.
at = άλογο, άτι.
άφεριμ, αφερίμ, επιφ. εύγε, μπράβο.
aferim, aferin= εύγε, μπράβο.
αφιόνι, (το) ουσ. φυτό από το οποίο παράγεται το όπιο. || το όπιο.
afyon = όπιο, αφιόνι.
αχαΐρευτος, επίθ., (ο) ουσ. που δεν έχει κάνει χαΐρι.
hayır = ευεργεσία, καλό.|| προκοπή, χαΐρι.
αχμάκης, επίθ., (ο) ουσ. αφελής, απλοϊκός, κουτός. || νωθρός, τεμπέλης.
ahmak = βλάκας, χαζός, μωρός.
αχούρι, (το) ουσ. στάβλος. || αχυρώνας.
ahır = αχούρι, στάβλος. || βουστάσιο.
αχτάρης, (ο) ουσ. έμπορος αρωματικών προϊόντων. || ψιλικατζής.
aktar = μικροπωλητής. || έμπορος μπαχαρικών. ||
μυροπώλης.
αχταρμάς, (ο) ουσ. διαμετακόμιση, μεταφόρτωση. || ανακάτωμα.
aktarma = διαμετακόμιση,μεταφόρτωση.
άχτι, (το) ουσ. άκλ. έντονη επιθυμία, πόθος. || πόθος για εκδίκηση.
ahd, ahit = όρκος. || σύμφωνο. || άχτι.
αχτναμές, (ο) ουσ. στην Τουρκοκρατία, ειδικό έγγραφο (συνθήκη).
ahd + name
ahd, ahid, ahit, aht = σύμφωνο, διαθήκη.
name = έγγραφο, γράμμα.
βάι, βάι-βάι, επιφ. αλίμονο.
vay = αχ, όχου, α, βάι.
Βαϊκάλη, (η) ουσ. λίμνη της Σιβηρίας, η βαθύτερη στον κόσμο.
bol + göl
bol = άφθονος, πολύς
göl = λίμνη.
βακούφι, (το) ουσ. κτήμα αφιερωμένο σε μοναστήρι ή ίδρυμα.
vakıf = ίδρυμα. || βακούφι.
βαλής, (ο) ουσ. διοικητής βιλαετιού, νομάρχης.
vali = νομάρχης, βαλής.
βαλιδέ, (η) ουσ. άκλ. μητέρα.
valide = μητέρα.
Βαλκάνια, (τα) ουσ. η βαλκανική χερσόνησος.
balkan = δασώδης οροσειρά. || Βαλκάνια.
βαράκι, (το) ουσ. λεπτό διακοσμητικό φύλλο χρυσού.
varak = φύλλο. || φύλλο μετάλλου. || φύλλο βιβλίου.
βαργεστίζω, ρ. χάνω την υπομονή μου, αποκάμνω, μπουχτίζω.
vazgeçmek = παραιτούμαι. || εγκαταλείπω, παρατάω.
βασιβουζούκος, (ο) ουσ. άτακτος στρατιώτης του οθωμανικού
στρατού.
başıbozuk = ασύδοτος. || βασιβουζούκος.
βαχ, επιφ. επιφώνημα που εκφράζει λύπη, πόνο.
vah = βαχ. || ουαί, αλί. || κρίμα.
βεζίρης, (ο) ουσ. στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, υπουργός.
vezir = βεζίρης, υπουργός.
βελέντζα, (η) ουσ. είδος χοντρού μάλλινου κλινοσκέπασματος.
velense = βελέντζα.
βελούχι, (το) ουσ. πηγή άφθονου νερού.
bolluk = αφθονία.
4

βεράτιο(ν), (το) ουσ. στην Τουρκοκρατία, σουλτανικό διάταγμα.


berat = σουλτανικό διάταγμα. || βεράτιο.
βερέμης, επίθ., (ο) ουσ. ασθενικός.|| δύστροπος. || μελαγχολικός.
verem = φυματίωση, φθίση, χτικιό.
βερεσέ, επίρρ. με πίστωση.
veresiye = επί πιστώσει, βερεσέ.
βιλαέτι, (το) ουσ. στην Τουρκοκρατία, διοικητική περιφέρεια.
vilâyet, vilayet = νομός. || βιλαέτι.
βουρ, επιφ. δηλώνει δράση, κίνηση.
vurmak = χτυπώ.

γαλακτομπούρεκο, (το) ουσ. είδος γλυκού του ταψιού.


börek = μπουρέκι. || τυρόπιτα.
γελέκο, (το) ουσ. βλ. γιλέκο.
yelek = γιλέκο.
γεμενί, (το) ουσ. (1) είδος μαντηλιού για το κεφάλι.
yemeni = είδος μαντηλιού.
γεμενί, (το) ουσ. (2) είδος παπουτσιού.
yemeni = είδος παπουτσιού.
γεμενιά, (τα) ουσ. ελαφριά παπούτσια για το σπίτι.
yemeni = είδος παπουτσιού.
γεμιτζής, (ο) ουσ. έμπειρος ναυτικός, θαλασσόλυκος.
gemici = ναυτικός, θαλασσινός.
γενίτσαρος, (ο) ουσ. Τούρκος στρατιώτης του πεζικού.
yeniçeri = γενίτσαρος.
γεντέκι, (το) ουσ. (1) σκοινί με το οποίο ρυμουλκείται ένα πλοίο.
yedek = εφεδρικός, βοηθητικός. || ιμάντας ρυμούλκησης.
γεντέκι, (το) ουσ. (2) σκοινί με το οποίο τραβάει κάποιος ένα ζώο.
yedek = εφεδρικός, βοηθητικός. || ιμάντας
ρυμούλκησης.
για, σύνδ. διαζευτικός σύνδεσμος: ή, είτε
ya = ή, είτε. || ω! || μαθές! || δα.
γιαβάς, γιαβάς-γιαβάς, επίρρ. σιγά, σιγά-σιγά.
yavaş = αργός, βραδύς, σιγανός. || σιγά.
γιαβέρης, (ο) ουσ. σωματοφύλακας.
yaver = βοηθός, υπασπιστής.
γιαβουκλού, (η) ουσ. μνηστή. || ερωμένη, αγαπητικιά.
yavuklu = μνηστήρας, μνηστή. || αγαπητικός, αγαπητικιά.
γιαβουκλούς, (ο) ουσ. μνηστήρας. || εραστής, αγαπητικός.
yavuklu = μνηστήρας, μνηστή. || αγαπητικός, αγαπητικιά.
γιαβρί, (το) ουσ. νεογνό ζώου και κυρίως πτηνού.
yavru = μωρό, τέκνο. || νεογνό.
γιαβρούμ, ουσ. άκλ., επιφ. τρυφερή προσφώνηση: μωρό μου.
yavrum = αγάπη μου.
γιαγκίνι, (το) ουσ. πυρκαγιά, φωτιά. || (μτφ.) σφοδρό ερωτικό πάθος.
yangın = πυρκαγιά, φωτιά.
γιαγλίδικος, επίθ. (για τροφές) λιπαρός. || παχύς.
yağlı = λιπαρός. || παχύς.
γιακάς, (ο) ουσ. περιλαίμο, κολάρο.
yaka = γιακάς, κολάρο. || όχθη, πλευρά.
γιαλαντζί, επίθ. άκλ., ουσ. άκλ. οτιδήποτε είναι ψεύτικο, όχι γνήσιο.
yalancı = ψεύτικος.
γιαλαντζί-ντολμάς, (ο) ουσ. νηστήσιμος ντολμάς με ρύζι,
αμπελόφυλλα.
yalancı dolma = ντολμάδες με ρύζι.
γιάντες, (το) ουσ. άκλ. είδος στοιχήματος μνήμης.
yâd = σκέψη, ανάμνηση.
yades = γιάντες.
yâdetmek, yadetmek = αναφέρω, θυμάμαι.
5

γιαούρτι, (το) ουσ. παρασκεύασμα από πηγμένο γάλα.


yoğurt = γιαούρτι, οξύγαλα.
γιαουρτλού, (το) ουσ. βλ. γιoγουρτλού.
yoğurtlu = με γιαούρτι.
γιαπί, (το) ουσ. η οικοδομή που δεν έχει τελειώσει.
yapı = οικοδομή. || κτίριο, κτίσμα. || κατασκευή. || γιαπί.
γιαπιτζής, (ο) ουσ. χτίστης, οικοδόμος.
yapıcı = χτίστης, οικοδόμος. || κατασκευαστής.
γιαπράκι, (το) ουσ.είδος ντολμά.
yaprak = φύλλο.
γιαραμπής, (ο) ουσ. Αλλάχ, Θεός.
ya Rabbi, yarabbi = Θεέ μου!
γιαρμάς, (ο) ουσ. είδος ροδάκινου.
yarma = σχίσιμο, τομή. yarmak = σχίζω.
γιασεμί, (το) ουσ. είδος φυτού και το άνθος του.
yasemin = γιασεμί, ίασμος.
γιασμάκι, (το) ουσ. καλύπτρα προσώπου για μουσουλμάνες.
yaşmak = γιασμάκι, καλύπτρα προσώπου.
γιαταγάνι, (το) ουσ. είδος σπαθιού.
yatağan = γιαταγάνι.
γιατάκι, (το) ουσ. στρώμα, κρεβάτι. || κατάλυμα, φωλιά.
yatak = κρεβάτι, στρώμα.
γιαχνί, (το) ουσ. άκλ., επίθ. άκλ. τρόπος μαγειρέματος.
yahni = γιαχνί.
γιλέκο, (το) ουσ. είδος ρούχου χωρίς μανίκια.
yelek = γιλέκο.
γινάτι, (το) ουσ. πείσμα..
inat = πείσμα, γινάτι.
γιορντάνι, (το) ουσ. περιδέραιο.
gerdan = λαιμός, τράχηλος.
gerdanlik = περιλαίμιο. || γιορντάνι.
γιουβαρλάκια, (τα) ουσ. είδος φαγητού.
yuvarlak = σφαιρικός. || στρογγυλός, κυκλικός.
γιουβέτσι, (το) ουσ. είδος φαγητού. || είδος πήλινου σκεύους.
güveç = γιουβέτσι
γιούκος, (το) ουσ. (1) στοίβα κλινοσκεπασμάτων, στρωμάτων, χαλιών,
κ.ά.
yük = φορτίο, βάρος.
yüklük = γιούκος.
γιούκος, (το) ουσ. (2) εσοχή τοίχου, όπου τοποθετείται ο γιούκος (1).
oyuk = κούφιος, κοίλος. || βαθούλωμα, κόγχη.
γιουρούκης, επίθ. άξεστος, βάρβαρος. || που ζει νομαδικά.
yürük = ταχύς, γρήγορος.
γιουρούσι, (το) ουσ. έφοδος, επίθεση.
yürüyüş = βάδισμα. || πορεία. || έφοδος.
γιούχα, επιφ. εκφράζει αποδοκιμασία.
yuh, yuha = γιούχα, ου.
γιουχαΐζω, ρ. εκδηλώνω έντονα την αποδοκιμασία μου.
yuh, yuha = γιούχα, ου.
γιουχάρω, ρ. γιουχαΐζω.
yuh, yuha = γιούχα, ου.
γκάιντα, (η) ουσ. λαϊκό πνευστό μουσικό όργανο· άσκαυλος.
gayda = γκάιντα, άσκαυλος.
γκαϊντατζής, (ο) ουσ. αυτός που παίζει γκάιντα.
gaydacı = παίχτης γκάιντας.
γκεβεζελίκι, (το) ουσ. φλυαρία.
gevezelik = φλυαρία.
γκελ, (το) ουσ. άκλ. αναπήδηση.
gelmek = έρχομαι, φτάνω.
6

γκέλα, (η) ουσ. (1) βλ. γκελ.


gelmek = έρχομαι, φτάνω.
γκέλα, (η) ουσ. (2) (στο τάβλι) αποτυχημένη ζαριά.
gele = (στο τάβλι) γκέλα.
γκέμι, (το) ουσ. χαλινάρι.
gem = χαλινάρι, γκέμι.
γκεσέμι, (το) ουσ. κριάρι ή τράγος που οδηγεί το κοπάδι.
kösem, kösemen = γκεσέμι.
γκιαούρης, (ο) ουσ. για τους μουσουλμάνους, αλλόθρησκος, κυρίως
χριστιανός.
gâvur = άπιστος, αλλόθρησκος, γκιαούρης.
γκιούμι, (το) ουσ. είδος μεταλλικού δοχείου.
güğüm = κανάτα. || χάλκινο δοχείο.
γλεντζές, (ο) ουσ. που αγαπάει τα γλέντια και τις διασκεδάσεις.
eğlence, eğlenti = διασκέδαση, γλέντι.
γλεντώ, ρ. διασκεδάζω με φαγοπότι, μουσική, χορό.
eğlenmek = διασκεδάζω, γλεντώ.
γούρι, (το) ουσ. καλός οιωνός, καλή τύχη.
uğur = τύχη, γούρι.
γουρλής, επίθ., (ο) ουσ. που πιστεύεται ότι έχει ή προμηνύει καλή τύχη.
uğurlu = τυχερός, γουρλής. || ευοίωνος.
γρέκι, (το) ουσ. πρόχειρο περίφραγμα. || κατοικία.
eğrek = αυλάκι.
γριγρί, (το) ουσ. άκλ. είδος αλιευτικού συγκροτήματος. gırgır
= γριγρί.
γρουσούζης, επίθ., (ο) ουσ. αυτός που προκαλεί ή προμηνύει κακή τύχη.
uğursuz = γρουσούζικος, δυσοίωνος.
γρετίδικος, επίθ. κυρτός. || προσωρινός, πρόχειρος, πρόσθετος.
eğreti = πρόχειρος. || κακοφτιαγμένος.
δερβέναγας, (ο) ουσ. στην Τουρκοκρατία, αρχηγός σώματος στρατού.
derbentağası = δερβέναγας.
δερβένι, (το) ουσ. στενό πέρασμα ανάμεσα σε βουνά.
derbent = στενό πέρασμα, δερβένι.
δερβίσης, (ο) ουσ. μουσουλμάνος μοναχός.
derviş = δερβίσης, μουσουλμάνος μοναχός.
διαγουμίζω, ρ. λεηλατώ. || σπαταλώ.
yağma = λεηλασία, διαγούμισμα.
διβάνι, διβάνιο(ν), (το) ουσ. (1) βλ. ντιβάνι (1).
divan = ανώτατο συμβούλιο.|| δικαστήριο. || ντιβάνι,
σοφάς.
διβάνι, διβάνιο(ν), (το) ουσ. (2) αίθουσα συνεδριάσεων του τουρκικού
συμβουλίου του κράτους. || η τουρκική κυβέρνηση.
divan = ανώτατο συμβούλιο.|| δικαστήριο. || ντιβάνι,
σοφάς. [ΣΗΜ: βλ. σχόλιο "διβάνιο(ν)"].
δοβλέτι, (το) ουσ. βλ. ντοβλέτι.
devlet = κράτος, δημόσιο. || δοβλέτι.

εκμέκ, (το) ουσ. βλ. εκμέκ κανταΐφι.


ekmek = ψωμί,άρτος.
εκμέκ κανταΐφι, (το) ουσ. είδος γλυκού.
ekmek kadayıf(ı) = εκμέκ, είδος γλυκού.
εμίρης, (ο) ουσ. τίτλος ηγεμόνα μουσουλμανικού κράτους.
emir, emîr = εμίρης.
εργένης, (ο) ουσ. ανύπαντρος. || αυτός που ζεί μόνος.
ergen = έφηβος. || εργένης.
ερίφης, (ο) ουσ. πονηρός, ανόητος που κάνει τον έξυπνο.
herif = τύπος, υποκείμενο. || ερίφης

ζάβαλης, (ο) ουσ. επίθ. δυστυχής, ταλαίπωρος, καημένος.


7

zavallı = δυστυχής, καημένος.


ζαγάρι, (το) ουσ. κυνηγόσκυλο.
zağar = κυνηγετικός σκύλος, ζαγάρι.
ζαΐφης, (ο) ουσ. φιλάσθενος, καχεκτικός.
zayıf = αδύναμος. || αδύνατος.
ζαμάνι, (το) ουσ. μεγάλο, απροσδιόριστο χρονικό διάστημα.
zaman = χρόνος, καιρός.
ζαμπάκι, (το) ουσ. είδος φυτού και το άνθος του (κρίνος, νάρκισσος).
zambak = κρίνο, κρίνος.
ζαπτιές, (ο) ουσ. αστυνομικός, χωροφύλακας.
zaptiye = αστυνόμος, ζαπτιές.
ζαρζαβάτι, (το) ουσ. λαχανικό, χορταρικό.
zerzavat, zerzevat = ζαρζαβατικό, λαχανικό.
ζαρίφης, (ο) ουσ. κομψός, λεπτός, ευγενικός.
zarif = κομψός, ζαρίφης.
ζαφορά, σαφορά, (η) ουσ. το φυτό κρόκος.
safran = ζαφορά, κρόκος.
ζάφτι, (το) ουσ. άκλ. κατάληψη, επικράτηση.
zapt = άλωση. || σύλληψη. || πειθαρχία.
ζεβζέκης, επίθ., (ο) ουσ. ανόητος. || κατεργάρης. || ιδιότροπος.
zevzek = ανόητος, ζεβζέκης.
ζεϊμπέκης, (ο) ουσ. εξισλαμισμένος ΄Ελληνας της Μικράς Ασίας. ||
άτακτος στρατιώτης ή χωροφύλακας.
zeybek = ζεϊμπέκης, ζεϊμπέκικος.
ζεϊμπεκιά, (η) ουσ. ζεϊμπέκικος χορός.
zeybek = ζεϊμπέκης, ζεϊμπέκικος.
ζεϊμπέκικο, (το) ουσ. λαϊκός χορός που εκτελείται από ένα άτομο και
η αντίστοιχη μουσική.
zeybek = ζεϊμπέκης, ζεϊμπέκικος.
ζεμπερέκι, (το) ουσ. μπετούγια πόρτας.
zemberek = ελατήριο, σύρτης.
ζεμπίλι, (το) ουσ. είδος μεγάλου σάκου.
zembil = ζεμπίλι.
ζεύκι, (το) ουσ. γλέντι, φαγοπότι, τσιμπούσι, διασκέδαση.
zevk = κέφι. || απόλαυση, ηδονή. || γεύση.
ζίλι, (το) ουσ. ταμπούρλο. || μεταλλικό κρόταλο χορευτών.
zil = κουδούνι. || κρόταλο. || ζίλια.
ζίλια, (τα) ουσ. είδος λαϊκού κρουστού οργάνου.
zil = κουδούνι. || κρόταλο. || ζίλια.
ζόρι, (το) ουσ. άσκηση βίας, εξαναγκασμός. || δυσκολία.
zor = βία, ζόρι. || δυσκολία. || δύσκολος.
ζορίζω, ρ. ασκώ βία, πίεση, εξαναγκάζω.
zor = βία, ζόρι. || δυσκολία. || δύσκολος.
ζοριλίκι, (το) ουσ. συμπεριφορά ανθρώπου ζόρικου. || χυδαία επίδειξη
δύναμης.
zorluk = δυσκολία, δυσχέρεια.
ζορμπαλίκι, (το) ουσ. βιαιότητα, τυραννική συμπεριφορά, αυθαιρεσία.
zorbalık = βία, καταπίεση.
ζορμπάς, (ο) ουσ. άνθρωπος βίαιος, αυθαίρετος.
zorba = τύραννος, δυνάστης. || βίαιος.
ζουμπάς, (ο) ουσ. είδος εργαλείου. || (μτφ.) άνθρωπος πολύ κοντός.
zımba = συρραπτικό.
ζουμπούλι, (το) ουσ. το φυτό υάκινθος και το άνθος του.
sümbül = υάκινθος, ζουμπούλι.
ζουρνάς, (ο) ουσ. είδος πνευστού λαϊκού οργάνου.
zurna = ζουρνάς.
ζουρνατζής, (ο) ουσ. οργανοπαίκτης που παίζει ζουρνά.
zurnacı = ζουρνατζής.
8

ιμάμης, (ο) ουσ. μουσουλμάνος θρησκευτικός λειτουργός. ||


μουσουλμάνος θρησκευτικός αρχηγός ή ηγεμόνας.
imam = ιμάμης. || θρησκευτικός αρχηγός Μωαμεθανών.
ιμάμ μπαϊλντί, (το) ουσ. άκλ. είδος λαδερού φαγητού με μελιτζάνες. ||
βλ. και μπαϊλντίζω (με τη σημασία λιποθυμώ).
imambayıldı = ιμάμ μπαϊλντί.
ιραδές, (ο) ουσ. σουλτανικό διάταγμα.
irade = θέληση, βούληση.
ισνάφι, (το) ουσ. βλ. σινάφι.
esnaf = μικρέμπορος. || συντεχνία.
-ιτζής -ιτζού, κατάλ. ουσ. κατάληξη ουσιαστικών.
-cı, -ci, -cu, -cü = δηλώνει πωλητή ή τεχνίτη.

καβάκι, (το) ουσ. είδος λεύκας.


kavak = λεύκα.
καβάσης, (ο) ουσ. θυρωρός, φρουρός προξενείου ή πρεσβείας.
|| ένοπλος κλητήρας των τουρκικών υπουργείων και της
Υψηλής Πύλης.
kavas = φρουρός. || κλητήρας προξενείου ή πρεσβείας. ||
καβάσης.
καβάφης, (ο) ουσ. κατασκευαστής ή έμπορος υποδημάτων δεύτερης
ποιότητας.
kavaf = υποδηματοποιός.
καβγάς, (ο) ουσ. φιλονικία, τσακωμός.
kavga = καβγάς, διαμάχη, φιλονικία.
καβγατζής, (ο) ουσ. εριστικός, φιλόνικος.
kavgacı = καβγατζής, φίλερις, εριστικός.
καβούκι, (το) ουσ. όστρακο. || ψηλό καλύμμα του κεφαλιού.
kabuk = καβούκι, κέλυφος. || φλοιός.
kavuk = τουρμπάνι. || καβούκι.
καβουρμάς, (ο) ουσ. κρέας τηγανισμένο με βούτυρο και κρεμμύδι. ||
κρέας λίγο τηγανισμένο που διατηρείται μέσα σε λίπος.
kavurma = καβουρμάς. || καβούρντισμα.
καβουρντίζω, ρ. ξεροψήνω. || τσιγαρίζω.
kavurmak = καβουρντίζω, τσιγαρίζω.
καδής, (ο) ουσ. βλ. κατής.
kadı = καδής, κατής, ιεροδίκης.
καζάζης, (ο) ουσ. μεταξουργός. kazaz = μεταξουργός. Καζάζης. ο (Μ
καζάζης)· μεταξουργός, μεταξοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kazaz].

καζάνι, (το) ουσ. λέβητας. || είδος μεγάλης μεταλλικής χύτρας.


kazan = λέβητας, καζάνι.
καζαντζής, (ο) ουσ. κατασκευαστής καζανιών, λεβητοποιός.
kazancı = λεβητοποιός.
καζαντίζω, ρ. κερδίζω. || πλουτίζω. || προκόβω.
kazanmak = κερδίζω, καζαντίζω.
καζάς, (ο) ουσ. διοικητική περιφέρεια. || η απόφαση του κατή.
kaza = ατύχημα. || απόφαση.
καζίκι, (το) ουσ. πάσσαλος. || (μτφ.) δύσκολη υπόθεση. || απάτη.
kazık = πάσσαλος. || απάτη.
καΐκι, (το) ουσ. μικρό ιστιοφόρο πλοίο.
kayık, kayik = καΐκι, βάρκα, λέμβος.
καϊκτσής, (ο) ουσ. ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης καϊκιού.
kayıkçı, kayikçi = βαρκάρης, καϊκτσής.
καϊμακάμης, (ο) ουσ. στην Τουρκοκρατία, τοποτηρητής, υποδιοικητής,
έπαρχος.
kaymakam = έπαρχος, ὑποδιοικητής, καϊμακάμης.
καϊμάκι, (το) ουσ. ανθόγαλα, αφρόγαλα. || ο αφρός του καφέ.
kaymak = καϊμάκι, αφρόγαλα, ανθόγαλα. || αφρός.
9

καϊμακλής, (ο) ουσ. καφές που έχει πολύ καϊμάκι.


kaymaklı = με κρέμα, με καϊμάκι.
καΐσι, καϊσί, (το) ουσ. (1) ο καρπός της καϊσιάς, το βερίκοκο.
kayısı = βερίκοκο, καΐσι.
καΐσι, (το) ουσ. (2) δερμάτινο λουρί το οποίο χρησιμοποιούσαν
οι κουρείς για να ακονίζουν το ξυράφι. || κάθε είδους
δερμάτινο λουρί.
kayış = (δερμάτινο) λουρί.
καλάι, (το) ουσ. κασσίτερος.
kalay = κασσίτερος, καλάι. || γάνωμα.
καλαϊτζής, (ο) ουσ. κασσιτερωτής, γανωματής.
kalaycı = γανωματής, καλαϊτζής.
καλαμπαλίκι, (το) ουσ. συρροή πλήθους ανθρώπων που προκαλούν
φασαρία, οχλαγωγία. || σωρός από ασήμαντα αντικείμενα.
kalabalık = πλήθος, κοσμοσυρροή, πολυκοσμία,
καλαμπαλίκι. || πολυπληθής.
καλαντζής, (ο) ουσ. βλ. καλαϊτζής
kalaycı = γανωματής, καλαϊτζής.
καλέμι, (το) ουσ. είδος σμίλης. || είδος πένας γραφής από καλάμι.
kalem = μολύβι, στυλό. || γραφίδα. || καλάμι, κοντύλι. ||
καλέμι, σμίλη.
καλιοντζής, (ο) ουσ. στην Τουρκοκρατία, ναύτης.
kalyoncu = ναύτης πολεμικού πλοίου.
καλκάνι, (το) ουσ. το ψάρι ρόμβος ο κοινός, με σώμα πεπλατυσμένο
σαν της γλώσσας και ρομβοειδές σχήμα. || τρίγωνο
στέγης. || κορώνη.
kalkan = ασπίδα.
~ balığı = καλκάνι.
καλντερίμι, (το) ουσ. δρόμος, συνήθως στενός, ανηφορικός και
δύσβατος, με ανώμαλη επιφάνεια, στρωμένος με
ακανόνιστες πέτρες.
kaldırım = λιθόστρωτο, καλντερίμι. || πεζοδρόμιο.
καλντεριμιτζού, (η) ουσ. γυναίκα του δρόμου.
kaldırım = λιθόστρωτο, καλντερίμι.|| πεζοδρόμιο.
καλούπι, (το) ουσ. μήτρα. || φόρμα. || ξυλότυπος.
kalıp = καλούπι, μήτρα. || αποτύπωμα. || σχήμα, σχέδιο. ||
τύπος.
καλπάκι, (το) ουσ. είδος καλύμματος κεφαλιού.
kalpak = καλπάκι.
κάλπης, (ο) ουσ., επίθ. αναξιόπιστος, απατεώνας, υποκριτής, κίβδηλος.
kalp = κίβδηλος, κάλπικος.
κάλπικος, επίθ. κίβδηλος. || (για νομίσματα) παραχαραγμένος,
πλαστός. || (για ανθρώπους) δόλιος, κατεργάρης.
kalp = κίβδηλος, κάλπικος.
καλπουζανιά, (η) ουσ. απάτη, δολιότητα, πλαστογραφία, παραχάραξη.
kalpazan = παραχαράκτης, πλαστογράφος. || απατεώνας.
καλπουζάνος, (ο) ουσ. απατεώνας, πλαστογράφος, παραχαράκτης.
kalpazan = παραχαράκτης, πλαστογράφος. || απατεώνας.
κάλφας, (ο) ουσ. μαθητευόμενος βοηθός τεχνίτη (ιδίως ράφτη ή
παπουτσή).
kalfa = κάλφας.
κάμα, (η) ουσ. αιχμηρό δίκοπο μαχαίρι.
kama = χατζάρι, κάμα, στιλέτο.
καμουτσίκι,(το) ουσ. μαστίγιο.
kamçı = μαστίγιο, καμουτσίκι.
καμουτσικιά, (η) ουσ. χτύπημα με καμουτσίκι.
kamçı = μαστίγιο, καμουτσίκι.
καμπάδικος, επίθ. (για υφάσματα) χοντρός, σκληρός.
kaba = χοντρός, αγενής. || τραχύς
10

καμπάνταης, (ο) ουσ. βλ. καπάνταης.


kabadayı = νταής. || μάγκας.
καμπούρα, (η) ουσ. το κύρτωμα της ράχης.
kambur = καμπούρης. || καμπούρα.
καμπούρης, (ο) ουσ. , επίθ. που έχει καμπούρα,κυφός.
kambur = καμπούρης. || καμπούρα.
καμπουριάζω, ρ. γίνομαι καμπούρης. || σκύβω, κυρτώνω την πλάτη
μου σαν να ήμουν καμπούρης.
kambur = καμπούρης. || καμπούρα.
κανάτι, (το) ουσ. φύλλο πόρτας ή παραθύρου.
kanat = πτέρυγα. || παραθυρόφυλλο.
κανονάκι, (το) ουσ. είδος έγχορδου μουσικού οργάνου.
kanun = νόμος, κανόνας. || κανονάκι.
κανταΐφι, (το) ουσ. είδος ζύμης και γλυκού του ταψιού.
kaday ıf = κανταΐφι.
καντάρι, (το) ουσ. μονάδα βάρους. || είδος ζυγαριάς.
kantar = καντάρι, στατήρας.
κανταρτζής, (ο) ουσ. κατασκευαστής, πωλητής κανταριών.
kantarcı = πωλητής ζυγαριών.
καπάκι, (το) ουσ. σκέπασμα, κάλυμμα δοχείου, σκεύους κ.ά.
kapak = καπάκι, κάλυμμα, σκέπασμα.
καπαμάς, (ο) ουσ. είδος φαγητού από αρνίσιο ή μοσχαρίσιο κρέας με
ντομάτα και καρυκεύματα.
kapama = καπάκωμα. || είδος φαγητού, καπαμάς.
kapamak = κλείνω. || σκεπάζω.
καπάνταης, (ο) ουσ. στην Τουρκοκρατία, αρχηγός σπείρας νταήδων.
kabadayı = νταής. || μάγκας. || παλληκαράς. ||
ψευτοπαλλήκαρο.
καπάντζα, (η) ουσ. παγίδα για πουλιά ή ποντίκια.
kapanca = παγίδα, φάκα.
καπαντζές, (ο) ουσ. βλ. καπάντζα.
kapanca = παγίδα, φάκα.
καπλαμάς, (ο) ουσ. λεπτό φύλλο ξύλου, μετάλλου ή άλλου υλικού που
χρησιμοποιείται ως επένδυση επιφάνειας αντικειμένου για
προφύλαξη ή καλλωπισμό.
kaplama = επικάλυψη, επένδυση. || καπλαμάς.
καπλάνι, (το) ουσ. τίγρη.
kaplan = τίγρη, καπλάνι.
καπλαντίζω, ρ. καλύπτω, επενδύω με καπλαμά.
kaplamak (από τον τύπο του αορίστου: kapladım) =
καρα-, καρά-, α΄ συνθ. α΄ συνθετικό που α) δηλώνει ότι το β΄ συνθετικό
έχει την ιδιότητα του μαύρου, β) επιτείνει τη
σημασία του β΄ συνθετικού.
kara = μαύρος. || ξηρά, στεριά.
καραβάνα, (η) ουσ. σκεύος για το συσσίτιο των στρατιωτών.
karavana = καραβάνα. || σιτηρέσιο.
καραβανάς, (ο) ουσ. μόνιμος βαθμοφόρος, απαίδευτος και άξεστος.
karavana = καραβάνα. || σιτηρέσιο.
καραβάνι, (το) ουσ. ταξιδιώτες που ταξιδεύουν ομαδικά.
kervan = καραβάνι.
καραβανσεράι, (το) ουσ. χάνι.
kervansaray = καραβάν σεράι.
καραγάτσι, (το) ουσ. το δέντρο φτελιά. || το μαύρο ξύλο της φτελιάς.
karaağaç = φτελιά.
καράγιαλης, (ο) ουσ. βορειοδυτικός άνεμος, η μαϊστροτραμουντάνα.
karayel = βορειοδυτικός άνεμος, μαΐστρος.
καραγκιόζης, (ο) ουσ. πρωταγωνιστής του θεάτρου σκιών.
karagöz = καραγκιόζης. || μαυρομάτης.
καραγκιοζιλίκι, (το) ουσ. χοντρό, χυδαίο αστείο. || (συνήθως στον
11

πληθυντικό, καραγκοζιλίκια) γελοία, ανόητη ενέργεια ή


συμπεριφορά.
karagözlük = καραγκιοζιλίκι.
καρακόλι, (το) ουσ. αστυνομική περίπολος. || φυλάκιο. || αστυνομικό
τμήμα. || στρατονόμος.
karakol = αστυνομικό τμήμα. || περίπολος. || φυλάκιο. ||
καρακόλι.
Καραμανλής, καραμανλής, (ο) ουσ. τουρκόφωνος κάτοικος της
Καραμανίας, ο οποίος έγραφε και διάβαζε την τουρκική
γλώσσα χρησιμοποιώντας ελληνικά γράμματα.
Karamanlı = Καραμανλής.
καραμπογιά, (η) ουσ. μαύρη βαφή.
kara + boya
kara = μαύρος.
boya = βαφή, μπογιά.
καραούλι, (το) ουσ. σκοπιά, βάρδια, φρουρά. || παρατηρητήριο.
|| ενέδρα. || σκοπός, φρουρός, φύλακας.
karakol = περίπολος. || καρακόλι.
καράς, (ο) ουσ. μαύρος. || μαύρο άλογο.
kara = μαύρος. || ξηρά, στεριά.
καρασεβντάς, (ο) ουσ. μεγάλος καημός από δυνατό, άτυχο έρωτα.
karasevda = μελαγχολία. || μεγάλος έρωτας. || ερωτικός
μαρασμός.
κάργ(ι)α, (η) ουσ. είδος μαύρου πουλιού· η καλιακούδα.
karga = κόρακας. || κάργα.
καρναμπίτ(σ)ι, (το) ουσ. κουνουπίδι.
karnabahar, karnabit, karnıbahar = κουνουπίδι.
καρντάσης, (ο) ουσ. αδελφός. || αδελφικός φίλος, σύντροφος.
kardaş, kardeş = αδελφός. || καρντάσης.
καρπούζι, (το) ουσ. το φυτό σίκυς ο κοινός ή υδροπέπων και ο καρπός
του.
karpuz = καρπούζι.
καρσί, επίρρ. απέναντι, αντίκρυ.
karşı = απέναντι. || ενώπιον. || σε αντίθεση. || αντίκρυ,
καρσί.
καρσιλαμάς, (ο) ουσ. είδος ανατολίτικου λαϊκού αντικριστού χορού.
karşılama = προϋπάντηση. || καρσιλαμάς.
καρτάλι, (το) ουσ. είδος αετού. || γύπας, όρνιο. || καλάθι.
kartal = αετός. || καρτάλι.
κασαβέτι, (το) ουσ. λύπη, θλίψη.
kasavet = στενοχώρια.
κασέρι, (το) ουσ. είδος κίτρινου τυριού.
kaşar, kaşer = κασέρι.
κασκαβάλι, (το) ουσ. κασέρι.
kaşkaval = είδος τυριού.
κασμάς, (ο) ουσ. είδος σκαπτικού εργαλείου.
kazma = σκαπάνη, αξίνα, κασμάς.
καταντίπ, επίρρ. εντελώς, ολωσδιόλου.
dip = βυθός. || πυθμένας, πάτος.
κατής, (ο) ουσ. Τούρκος δικαστής, ο οποίος δίκαζε οικογενειακές
υποθέσεις σύμφωνα με το μουσουλμανικό δίκαιο.
kadı = καδής, κατής, ιεροδίκης.
κάτι, (το) ουσ. πτυχή, τσάκισμα. || στρώση. || όροφος.
kat = όροφος, πάτωμα. || διαμέρισμα. || επίστρωση,
πέρασμα.
κατιμάς, (ο) ουσ. κρέας κατώτερης ποιότητας.
katma = πρόσθετο πράγμα, προσθήκη.
κατιμέρι, (το) ουσ. γλυκό του ταψιού από διπλωμένα φύλλα ζύμης.
katmer = φύλλο. || δίπλες.
12

κατιφές, (ο) ουσ. βελούδο από μετάξι. || είδος φυτού.


kadife = βελούδο.
~ çiçeği = κατιφές.
κατσαμάκι, (το) ουσ. (1) υπεκφυγή, πρόφαση. || νάζι.
kaçamak = φυγή, κοπάνα. || υπεκφυγή.
κατσαμάκι, (το) ουσ. (2) είδος φαγητού.
kaçamak = φυγή, κοπάνα. || υπεκφυγή.
καφάσι, (το) ουσ. (1) τελάρο. || δικτυωτό πλέγμα. || κλουβί.
kafes = κλουβί. || κάγκελα.
καφάσι, (το) ουσ. (2) κεφάλι, κρανίο.
kafa = κεφάλι, κρανίο, καφάσι || μυαλό, νοημοσύνη.
καφενείο, (το) ουσ. κατάστημα και χώρος συνάντησης και αναψυχής,
μέσα στο οποίο σερβίρονται καφές, αναψυκτικά, γλυκά,
κ.ά. και παίζονται επιτραπέζια παιχνίδια, κυρίως χαρτιά
και τάβλι.
kahvehane = καφενείο.
καφενές, (ο) ουσ. καφενείο.
kahvehane = καφενείο.
καφές, (ο) ουσ. οι σπόροι του καφεόδεντρου. || το καφεόδεντρο.
kahve = καφές. || καφενείο.
καφετζής, (ο) ουσ. ιδιοκτήτης καφενείου.
kahveci = καφετζής. || καφεπώλης.
καφτάνι, (το) ουσ. ανδρικό έδυμα πολυτελείας των λαών της Ανατολής.
kaftan = καφτάνι.
κεζάπι, (το) ουσ. υδροχλωρικό οξύ.
kezzap = βιτριόλι. || νιτρικό οξύ.
κεκές, (ο) ουσ. βραδύγλωσσος, τραυλός.
keke = βραδύγλωσσος, τραυλός, κεκές.
κελεπούρι, (το) ουσ. ανέλπιστο εύρημα, απόκτημα, ευκαιρία.
kelepir = κελεπούρι, ευκαιρία.
κεμεντζές, (ο) ουσ. ποντιακή λύρα.
kemençe = ποντιακή λύρα, κεμεντζές.
κεμέρι, (το) ουσ. είδος ζώνης με θήκες για φύλαξη χρημάτων. ||
βαλάντιο, κομπόδεμα.
kemer = ζώνη.
κεμπάπ, (το) ουσ. άκλ. είδος φαγητού.
kebap = ψητό, κεμπάπ.
κερεστές, (ο) ουσ. ξυλεία που χρησιμοποιείται σε οικοδομικές
κατασκευές και στη ναυπηγική.
kereste = ξυλεία, ξύλο. || οικοδομική ξυλεία.
κερχανάς, (ο) ουσ. οίκος ανοχής, πορνείο.
kerhane = πορνείο.
κερχανατζής, (ο) ουσ. θαμώνας των πορνείων. || προαγωγός.
kerhaneci = προαγωγός.
κεσάτι, (το) ουσ. αναδουλειά, εμπορική απραξία.
kesat = αναδουλειά, απραξία, κεσάτι.
κεσέμι, (το) ουσ. βλ. γκεσέμι.
kösem, kösemen = γκεσέμι.
κεσές, (ο) ουσ. είδος μικρού στρογγυλού δοχείου.
kâse = κεσές.
kese = σακούλα, σακούλι, θήκη.
κετσές, (ο) ουσ. είδος χοντρού υφάσματος. || είδος χαλιού.
keçe = πίλημα, κετσές.
κέφι, (το) ουσ. χαρούμενη διάθεση, ευδιαθεσία, ευθυμία, όρεξη.
keyif = διάθεση, κέφι, όρεξη.
κεφτές, (ο) ουσ. είδος φαγητού από κιμά, διάφορα υλικά και
καρυκεύματα που πλάθονται σε μικρά σφαιροειδή
κομμάτια και τηγανίζονται.
köfte = κεφτές.
13

κεχαγιάς, (ο) ουσ. οικονόμος μεγάλης οικογένειας. || επίτροπος,


τοποτηρητής του σουλτάνου, του βεζίρη ή άλλων
μεγιστάνων.
kâhya = κεχαγιάς, οικονόμος.
κεχριμπάρι, (το) ουσ. ήλεκτρο. || το χρώμα του ήλεκτρου.
kehlibar, kehribar = κεχριμπάρι, ήλεκτρο.
κεψές, (ο) ουσ. είδος τρυπητής κουτάλας.
kepçe = κουτάλα, χουλιάρα.
κηρομπογιά, (η) ουσ. είδος μπογιάς με βάση το κερί.
boya = βαφή, χρώμα, μπογιά.
κιλίμι, (το) ουσ. είδος χαλιού.
kilim = χαλί, κιλίμι.
κιμάς, (ο) ουσ. κρέας που έχει αλεστεί σε ειδική μηχανή.
kıyma = κιμάς.
kıymak = ψιλοκόβω, λιανίζω.
κιμπάρης, (ο) ουσ. άνθρωπος αξιοπρεπής και γενναιόδωρος.
kibar = ευγενής. || αξιοπρεπής.
κιμπαρλίκι, (το) ουσ. η ιδιότητα του κιμπάρη.
kibarlık = ευγένεια. || αξιοπρέπεια.
κινά, (η) ουσ., (το) ουσ. άκλ. είδος κόκκινης φυτικής βαφής για τα μαλλιά
ή τα νύχια.
kına = χένα, κινά.
κιόσκι, (το) ουσ. περίπτερο. || στέγαστρο σε κήπο. || εξοχικό σπίτι,
έπαυλη.
köşk = περίπτερο, κιόσκι. || έπαυλη.
κιοτής, (ο) ουσ. άνανδρος, δειλός, φοβιτσιάρης.
kötü = κακός.
κιούγκι, (το) ουσ. υδροσωλήνας. || σωλήνας οχετού.
künk = κιούγκι. || πήλινος σωλήνας. || οχετός.
κιούπι, (το) ουσ. πιθάρι.
küp = κιούπι, πιθάρι. || κύβος.
κιρκινέζι, (το) ουσ. είδος αρπακτικού πουλιού.
kerkenes, kerkenez = κιρκινέζι.
κισμέτ(ι), (το) ουσ. άκλ. πεπρωμένο, τύχη, μοίρα, ριζικό.
kısmet = τύχη, πεπρωμένο, κισμέτι.
κιτάπι, (το) ουσ. βιβλίο. βιβλίο λογαριασμών.
kitap = βιβλίο.
κοζάρω, ρ. κοιτάζω προσεκτικά.
koz = ατού, κόζι. || καρύδι.
κόζι, (το) ουσ. στο χαρτοπαίγνιο, το χαρτί που νικάει· το ατού.
koz = ατού, κόζι. || καρύδι.
κολάι, (το) ουσ. ευκολία, άνεση, ευχέρεια.
kolay = εύκολος. || ευκολία.
κολάνι, (το) ουσ. εξάρτημα της σαγής υποζυγίου.
kolan = κολάνι, λουρί, ίγκλα. || σχοινί.
κολαούζος, (ο) ουσ. (1) οδηγός.
kılavuz = οδηγός. || κολαούζος.|| πλοηγός.
κολαούζος, (ο) ουσ. (2) το σχοινί με το οποίο είναι δεμένος ο δύτης.
kılavuz = οδηγός. || κολαούζος.|| πλοηγός.
κολαούζος, (ο) ουσ. (3) σπειροτόμος.
kılavuz = οδηγός. || κολαούζος.|| πλοηγός.
κολομπαράς, (ο) ουσ. αρσενοκοίτης. || παιδεραστής.
gulampara, kulampara = παιδεραστής,
κομιτατζής, (ο) ουσ. μέλος κομιτάτου και ειδικότερα του βουλγαρικού.
komitacı = κομιτατζής, αντάρτης, επαναστάτης.
κονάκι, (το) ουσ. κατοικία, κατάλυμα.
konak = αρχοντικό, μέγαρο. || κατάλυμα.
κονεύω, ρ. σταθμεύω, καταλύω για ξεκούραση ή ύπνο.
konmak = καταλύω, σταθμεύω. || στρατοπεδεύω.
14

κοντσές, (ο) ουσ. μπουμπούκι.


gonca, konca = μπουμπούκι.
κόπ(ι)τσα, (η) ουσ. μικρή πόρπη, θηλύκωμα.
kopça = κόπιτσα.
κοτζάμ, επίθ. άκλ. τόσο μεγάλος. || προσδίδει την έννοια του πολύ
μεγάλου, του ογκώδους στα ουσιαστικά που συνοδεύει.
koca = μεγάλος. || κοτζάμ. || άντρας, σύζυγος.
kocaman = πελώριος.
κοτζαμάν, επίθ. άκλ. βλ. κοτζάμ.
koca = μεγάλος. || κοτζάμ. || άντρας, σύζυγος.
kocaman = πελώριος.
κοτζάμπασης, κοτζαμπάσης, (ο) ουσ. στην Τουρκοκρατία, πρόεδρος
κοινότητας, δημογέροντας, προεστός.
kocabaşı = πρόκριτος, προεστός, κοτζάμπασης.
κουβαρνταλίκι, (το) ουσ. βλ. χουβαρνταλίκι.
hovardalık = δονζουανισμός. || σπατάλη.
κουβαρντάς, (ο) ουσ. βλ. χουβαρντάς.
hovarda = γυναικάς. || χουβαρντάς.
κουβάς, (ο) ουσ. κάδος.
kova = κουβάς, κάδος.
κουλαντρίζω, ρ. χειρίζομαι επιδέξια. || διευθετώ, εξομαλύνω. || τα
καταφέρνω. || περιποιούμαι κάποιον.
kullanmak (από τον τύπο του αορίστου: kullandım) =
χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι. || εκμεταλλεύομαι.
κουλές, (ο) ουσ. πύργος, φρούριο. || σκοπιά.
kule = πύργος, κουλές.
κουμάρι, (το) ουσ. τυχερό παιχνίδι που παίζεται με χρήματα.
kumar = κουμάρι, τζόγος. || χαρτοπαιξία.
κουμαρτζής, (ο) ουσ. αυτός που παίζει κουμάρι, ο τζογαδόρος.
kumarbaz, kumarcı = τζογαδόρος, χαρτόμουτρο,
χαρτοπαίκτης.
κουμπαράς, (ο) ουσ. μικρό δοχείο για αποταμίευση.
kumbara = κουμπαράς.
κουμπές, (ο) ουσ. θόλος, τρούλος.
kubbe = θόλος, τρούλος, κουμπές.
κουμπούρα, (η) ουσ. είδος πιστολιού. || (μτφ.) άνθρωπος αμόρφωτος,
αδιάβαστος μαθητής.
kubur = κουμπούρα, κουμπούρι. || αγωγός αποχέτευσης.
κουντούρα, (η) ουσ. είδος υποδήματος. || ποικιλία σταφυλιού.
kundura = παπούτσι, υπόδημα.
κουραμπιές, (ο) ουσ. είδος γλυκίσματος, || απόλεμος στρατιώτης.
kurabiye = κουραμπιές. || μαλθακός.
κουρασάνι, (το) ουσ. είδος αμμοκονιάματος.
horasan = κονίαμα.
κουρμπάνι, (το) ουσ. ζώο που σφάζεται σε πανηγύρι.
kurban = θυσία. || θύμα. || σφάγιο. || κουρμπάνι.
κουρμπάτσι, (το) ουσ. μαστίγιο, βούρδουλας.
kırbaç = μαστίγιο, βούρδουλας, κουρμπάτσι.
κουρμπέτι, (το) ουσ. ξενιτιά, εξορία. || πιάτσα. || δύσκολη ζωή.
gurbet = ξενιτιά.
κουρσούμι, (το) ουσ. μόλυβδος, μολύβι. || σφαίρα, βόλι.
kurşun = μόλυβδος. || σφαίρα, βόλι.
κουρσούνι, (το) ουσ. βλ. κουρσούμι.
kurşun = μόλυβδος. || σφαίρα, βόλι.
κουσκούς, κουσκούσι (το) ουσ. άκλ. (1) το κουτσομπολιό.
kuskus = κουσκούσι.
κουσκούς, κουσκούσι (το) ουσ. άκλ. (2) είδος ζυμαρικού σε κόκκους.
kuskus = κουσκούσι.
κουσούρι, (το) ουσ. ελάττωμα, μειονέκτημα. || κακή συνήθεια. ||
15

αναπηρία.
kusur = ελάττωμα, έλλειψη, σφάλμα κουσούρι. ||
παράπτωμα.
κουτούκι, (το) ουσ. (1) μικρή λαϊκή ταβέρνα.
koltuk = μασχάλη. || πολυθρόνα.
~ meyhanesi = ταβερνάκι
kütük = κούτσουρο. || κορμός δέντρου.
~ gibi = τύφλα στο μεθύσι.
κουτούκι, (το) ουσ. (2) κούτσουρο. || κορμός δέντρου.
kütük = κούτσουρο. || κορμός δέντρου.
κουτουράδα, (η) ουσ. απερισκεψία.
götürü = κατ΄ αποκοπή. || εργολαβία.
κουτουρού, επίρρ. απερίσκεπτα, στην τύχη, χωρίς υπολογισμό.
götürü = κατ΄ αποκοπή. || εργολαβία.
κρεμεζής, επίθ. που έχει το χρώμα του κρεμεζιού· κόκκινος.
kırmızı = κόκκινος, ερυθρός.
κρεμέζι, (το) ουσ. χρωστική ουσία που παράγεται από ένα είδος
εντόμου.
kırmız = κρεμέζι.
κρεμεζί, (το) ουσ. το κόκκινο χρώμα του κρεμεζιού.
kırmızı = κόκκινος, ερυθρός.
κωλοχανείο, (το) ουσ. χώρος όπου επικρατεί αταξία, ασυδοσία.
hane = σπίτι, οίκος. || τετράγωνο.
λαγούμι, (το) ουσ. υπόνομος, οχετός. || υπόγεια στοά ορυχείου. ||
υπόγειο όρυγμα για τοποθέτηση και ανάφλεξη εκρηκτικών
υλών· φουρνέλο.
lağım, lâğım = αποχέτευση, υπόνομος. || λαγούμι. ||
νάρκη.
λαγουμιτζής, (ο) ουσ. κατασκευαστής λαγουμιών.
lağımcı, lâğımcı = καθαριστής υπονόμων, λαγουμιτζής.
λακιρντί, (το) ουσ. άκλ. βλ. λακριντί.
lakırdı, lâkırdı = λόγια, κουβέντες, λακιρντί.
λακριντί, (το) ουσ. άκλ. συζήτηση, κουβέντα, φλυαρία, κουβεντολόι.
lakırdı, lâkırdı = λόγια, κουβέντες, λακιρντί.
λαλές, (ο) ουσ. είδος λουλουδιού.
lale, lâle = τουλίπα.
λαπάς, (ο) ουσ. φαγητό από ρύζι που έχει βράσει πολύ και έχει γίνει
χυλός. || κατάπλασμα από χυλωμένο ρύζι, λιναρόσπορο
κ.ά. || (μτφ.) άνθρωπος πλαδαρός, νωθρός.
lapa, lâpa = λαπάς. || μαλθακός, νωθρός. || κατάπλασμα.
λαχούρι, (το) ουσ. είδος λεπτού υφάσματος πολυτελείας.
lahuri = λαχούρι.
λεβέντης, (ο) ουσ. άνδρας ωραίος, τίμιος, γενναίος, γενναιόδωρος.
levent = λεβέντης, παλληκάρι.
λεγένι, (το) ουσ. η λεκάνη του νιπτήρα.
leğen = λεκάνη.
λεκές, (ο) ουσ. κηλίδα από λιπαρή ή άλλη ουσία.
leke = λεκές, κηλίδα.
λελέκι, (το) ουσ. πελαργός. || (μτφ.) άνθρωπος ψιλόλιγνος.
leylek = πελαργός. || λελέκι.
λεμές, (ο) ουσ. σταφίδα πρώτης ποιότητας. || αλήτης, παλιάνθρωπος,
αγύρτης.
eleme = κοσκίνισμα. || πρόκριση. || γύρος.
λεμόντο(υ)ζου, (το) ουσ. άκλ. το κιτρικό οξύ στη μαγειρική· το ξινό.
limontozu, limontuzu = κιτρικό οξύ.
λεμπλεμπί, (το) ουσ. αφράτο στραγάλι.
leblebi = στραγάλι.
λέσι, (το) ουσ. πτώμα ζώου· ψοφίμι. || δυσοσμία, βρόμα.
leş = ψοφίμι, λέσι, πτώμα.
16

λιμάνι, (το) ουσ. φυσική ή τεχνητή διαμόρφωση ακτής, κατάλληλη για


να αγκυροβολούν τα πλοία.
liman = λιμάνι.
λούκι, (το) ουσ. υδροσωλήνας, υδρορρόη, κιούγκι. || αυλάκι.
oluk = λούκι, υδρορροή, σωλήνας. || ράβδωση.
λουκουμάς, (ο) ουσ. είδος γλυκού που παρασκευάζεται από αραιή ζύμη
η οποία τηγανίζεται σε καυτό λάδι και σερβίρεται με μέλι
και κανέλα.
lokma = μπουκιά. || λουκουμάς.
λουκουματζής, (ο) ουσ. κατασκευαστής και πωλητής λουκουμάδων.
lokmacı = λουκουματζής.
λουκούμι, (το) ουσ. μικρό γλύκισμα από άμυλο και ζάχαρη,
πασπαλισμένο με ζάχαρη άχνη.
lokum = λουκούμι.
λουλάς, (ο) ουσ. το εξάρτημα του ναργιλέ πάνω στο οποίο
τοποθετούνται ο καπνός και τα κάρβουνα. || το κοίλο
μέρος του τσιμπουκιού μέσα στο οποίο τοποθετείται
ο καπνός.
lüle = λουλάς.
λουφές, (ο) ουσ. στην Τουρκοκρατία, ο μισθός, η αμοιβή των
αρματολών. || φιλοδώρημα και γενικότερα κέρδος που
αποκτιέται χωρίς κόπο. || δωροδοκία.
ulufe, ulûfe = μισθός, μισθός γενίτσαρου, λουφές.
μαβής, επίθ. που έχει μοβ χρώμα· βαθυγάλαζος, μενεξεδένιος.
mavi = μπλέ, γαλάζιος.
μαβί, (το) ουσ. άκλ. το μοβ, το βαθυγάλαζο χρώμα.
mavi = μπλέ, γαλάζιος.
μαγιά, (η) ουσ. οτιδήποτε προκαλεί ζύμωση.
maya = προζύμι, ζύμη, μαγιά.
μαγιασίλι, (το) ουσ. έκζεμα. || είδος δερματικής νόσου.
mayasıl = αιμορροΐδες, ζοχάδες. || έκζεμα.
μαγκάλι, (το) ουσ. μεταλλικό σκεύος μέσα στο οποίο τοποθετούνται
αναμμένα κάρβουνα για θέρμανση κλειστών χώρων.
mangal = μαγκάλι, πύραυνο, φουφού.
μαγκούφης, επίθ., (ο) ουσ. μόνος κι έρημος.
mankafa = χαζός, χοντροκέφαλος.
vakıf = ίδρυμα. || βακούφι.
μαϊμού, (η) ουσ. πίθηκος. || φτηνή απομίμηση.
maymun = μαϊμού, πίθηκος.
μαϊντανός, (ο) ουσ. το φυτό πετροσέλινο ή μακεδονήσι.
maydanoz = μαϊντανός.
μακαράς, (ο) ουσ. τροχαλία. || κουβαρίστρα. || καρούλι.
makara = τροχαλία, μπομπίνα, μασούρι, κουβαρίστρα.
μακάτι, (το) ουσ. στρωσίδι, κάλυμμα (κυρίως για τον καναπέ).
makat = κάλυμμα σοφά, επίστρωμα.
μανάβης, (ο) ουσ. οπωροπώλης, λαχανοπώλης.
manav = μανάβης, οπωροπώλης.
μαντέμι, (το) ουσ. μετάλλευμα. || χυτοσίδηρος.
maden = ορυκτό, μετάλλευμα. || μέταλλο. || ορυχείο,
μεταλλείο.
μαντεμτζής, (ο) ουσ. μεταλλουργός. || ιδιοκτήτης μεταλλείου.
madenci = μεταλλωρύχος. || μεταλλουργός. || ιδιοκτήτης
ορυχείου.
μα(ν)τζούνι, (το) ουσ. είδος πρακτικού φαρμακευτικού
παρασκευάσματος. || γλειφιτζούρι.
macun = ματζούνι. || γλειφιτζούρι. || αλοιφή.
μαξούλι, (το) ουσ. σοδειά, συγκομιδή, παραγωγή.
mahsul = προϊόν. || σοδειά, παραγωγή.
μαούνα, (η) ουσ. χαμηλό και πλατύ σκάφος, το οποίο χρησιμοποιείται
17

για φορτώσεις και εκφορτώσεις πλοίων μέσα στο λιμάνι


και για τη μεταφορά φορτίων σε μικρές αποστάσεις·
φορτηγίδα.
mav(u)na = μαούνα, φορτηγίδα.
μαουνιέρης, (ο) ουσ. ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης μαούνας. || ναυτεργάτης
που δουλεύει σε μαούνα.
mav(u)na = μαούνα, φορτηγίδα.
μαράζι, (το) ουσ. μαρασμός || φθίση. || μεγάλη θλίψη, καημός.
maraz = ασθένεια, νόσος. || μαρασμός. || μαράζι.
μαραζλής, (ο) ουσ. φθισικός, χτικιάρης.
marazlı = ασθενικός.
μαραζώνω, ρ. (για φυτά) μαραίνομαι. || με τρώει το μαράζι, φθίνω. ||
(μτφ.) στενοχωριέμαι, θλίβομαι, μελαγχολώ. || προκαλώ
(σε κάποιον) μαράζι.
maraz = ασθένεια, νόσος. || μαρασμός. || μαράζι.
μαραφέτι, (το) ουσ. οποιοδήποτε αντικείμενο (όταν δε θέλουμε ή δεν
μπορούμε να αναφέρουμε το όνομά του). || εργαλείο,
εξάρτημα, σύνεργο. || τέχνασμα.
marifet = μαστοριά, τέχνη. || χουνέρι, τέχνασμα.
μαρκούτσι, (το) ουσ. η καπνοσύριγγα του ναργιλέ. || (κατ΄ επέκταση)
μακρόστενο αντικείμενο, κυρίως εξάρτημα.
marpuç = μαρκούτσι.
μάσαλα, μασαλλά επιφ. επιφώνημα θαυμασμού.
|| αποτροπή βασκανίας: να μή βασκαθείς!
maşallah = εύγε! || να μη βασκαθείς! || φυλαχτό.
μασάλι, (το) ουσ. παραμύθι. || ψέμα.
masal = παραμύθι. || μύθος.
μασιά, (η) ουσ. σιδερένια λαβίδα για τα αναμμένα κάρβουνα·
πυράγρα. || είδος εργαλείου, σε σχήμα μασιάς, που
χρησιμοποιείται στην κομμωτική.
maşa = τσιμπίδα, μασιά. || λαβίδα. || φουρκέτα.
|| πυράγρα.
μασκαραλίκι, (το) ουσ. γελοιοποίηση, εξευτελισμός, ντροπή.
maskaralık = μασκαραλίκι, γελοιότητα.
μασκαράς, (ο) ουσ. άνθρωπος ανήθικος, απατεώνας, κακοήθης.
maskara = μασκαράς, καραγκιόζης. || γελοίος, κακοήθης.
μασούρι, (το) ουσ. μικρό καλάμι ή ξύλο, γύρω από το οποίο τυλίγεται το
νήμα. || κουβαρίστρα, καρούλι. || κέρματα ή
χαρτονομίσματα τυλιγμένα σε σχήμα κυλίνδρου.
masura = μασούρι. || μικρό καλάμι.
μαστούρης, (ο) ουσ., επίθ. αυτός που παίρνει ναρκωτικά. || αυτός που
βρίσκεται υπό την επήρεια ναρκωτικού.
mastor = μαστούρης. || πολύ μεθυσμένος.
μαστουρώνω, ρ. παίρνω ναρκωτικά. || βρίσκομαι υπό την επήρεια
ναρκωτικού.
mastor = μαστούρης. || πολύ μεθυσμένος.
μαστραπάς, (ο) ουσ. κανάτα, κύπελλο.
maşraba, maşrapa = κύπελλο, μαστραπάς.
ματζίρης, (ο) ουσ. τσιγκούνης, || κακομοίρης.
muhacir = μετανάστης.
ματζούνι, (το) ουσ. βλ. μαντζούνι.
macun = ματζούνι. || γλειφιτζούρι. || αλοιφή.
ματικάπι, (το) ουσ. είδος τρυπανιού· η αρίδα.
matkap = τρυπάνι, δράπανο, ματικάπι.
μαχαλάς, (ο) ουσ. γειτονιά, συνοικία, ενορία.
mahalle = συνοικία, γειτονιά.
μαχμουρλής, (ο) ουσ., επίθ. αυτός που μόλις ξύπνησε και είναι
νυσταλέος και βαρύθυμος· αγουροξυπνημένος.
mahmur = αγουροξυπνημένος, μαχμουρλής.
18

μαχμουρλίκι, (το) ουσ. η ιδιότητα, η κατάσταση του μαχμουρλή.


mahmurluk = μαχμουρλίκι.
μέγγενη, μέγκενη, (η) ουσ. είδος εργαλείου· σφιγκτήρας. || όργανο
βασανισμού.
mengene = μέγγενη, σφιγκτήρας.
μεζε(κ)λίκι, (το) ουσ. εκλεκτός μεζές. || ορεκτικό.
mezelik = μεζελίκι.
μεζές, (ο) ουσ. μικρή ποσότητα πικάντικου φαγητού που συνοδεύει
οινοπνευματώδη ποτά ή σερβίρεται ως ορεκτικό.
meze = ορεκτικό. || μεζές. || λιχουδιά.
μεϊντάνι, (το) ουσ. πλατεία. || αλώνι.
meydan = πλατεία. || πιάτσα. || ξέφωτο.
μελτέμι, (το) ουσ. βόρειος άνεμος της ανατολικής Μεσογείου.
meltem = μελτέμι.
μενεξές, (ο) ουσ. το φυτό ίο(ν) το εύοσμο(ν) και το άνθος του.
menekşe = μενεξές, ίο(ν), βιολέτα, γιούλι.
μεντεσές, (ο) ουσ. στροφέας, πόρτας ή παραθύρου· ρεζές.
menteşe = μεντεσές, ρεζές, στροφέας.
μεντρεσές, (ο) ουσ. μουσουλμανικό ιεροδιδασκαλείο.
medrese = μεντρεσές.
μεράκι, (το) ουσ. πόθος. || καημός. || ψυχική ευφορία.
merak = ενδιαφέρον. || μεράκι.
μερακλής, (ο) ουσ. αυτός που έχει μεράκι για κάτι.
meraklı = μερακλής.
μερεμέτι, (το) ουσ. επισκευή, επιδιόρθωση.
meramet, meremet = επισκευή, μερεμέτι.
μερεμετίζω, ρ. επισκευάζω, επιδιορθώνω.
meramet, meremet = επισκευή, μερεμέτι.
μεταλίκι, (το) ουσ. παλιό τουρκικό νόμισμα αξίας δέκα παράδων.
metelik = μεταλίκι, παράς. || δεκάρα.
μετερίζι, (το) ουσ. οχύρωμα, πρόχωμα, προμαχώνας.
meteris = πρόχωμα, προμαχώνας.
μετζίτι, (το) ουσ. παλιό τουρκικό νόμισμα.
mecidiye = μετζίτι.
μιλέτι, (το) ουσ. έθνος. || φυλή. || θρησκευτική κοινότητα.
millet = έθνος. || θρησκευτική κοινότητα.
μιναρές, (ο) ουσ. ο ψηλός πύργος του μουσουλμανικού ναού.
minare = μιναρές.
μιντέρι, (το) ουσ. χαμηλός ανατολίτικος καναπές.
minder = ανάκλιντρο, μιντέρι.
μισμίζης, (ο) ουσ. μίζερος. || σχολαστικός.
mızmız = γκρινιάρης. || υπερβολικά, λεπτολόγος.
μουαλεμπί, (το) ουσ. βλ. μουχαλεμπί.
mahallebi, muhallebi = μουχαλεμπί.
μουεζίνης, (ο) ουσ. μουσουλμάνος θρησκευτικός λειτουργός.
müezzin = μουεζίνης.
μουλάς, (ο) ουσ. τίτλος μουσουλμάνου ιερωμένου.
molla = μουλάς. || ιεροδίκης.
μούλκι, (το) ουσ. είδος ιδιοκτησίας. || γεωργικό κτήμα.
mülk = ιδιοκτησία. || περιουσία. || κτήμα.
μουρνταρεύω, ρ. λερώνω, βρομίζω. || έχω εξωσυζυγικές ερωτικές
δραστηριότητες.
murdar = βρομερός, μιαρός. || γυναικάς.
μουρντάρης, επίθ., (ο) ουσ. άνθρωπος βρομερός. || άνθρωπος
ακόλαστος.
murdar = βρομερός, μιαρός. || γυναικάς.
μουσακάς, (ο) ουσ. είδος φαγητού.
musakka = μουσακάς.
μουσαμαδιά, (η) ουσ. αδιάβροχο πανωφόρι από μουσαμά.
19

muşamba = μουσαμάς.
μουσαμάς, (ο) ουσ. είδος αδιάβροχου υφάσματος.
muşamba = μουσαμάς.
μουσαφίρης, (ο) ουσ. επισκέπτης. || φιλοξενούμενος.
misafir = επισκέπτης, μουσαφίρης.
μουσουλμάνος, (ο) ουσ. μωαμεθανός.
Müslüman = Μουσουλμάνος.
μουστερής, (ο) ουσ. πελάτης, αγοραστής.
müşteri = πελάτης, αγοραστής.
μουφλουζεύω, ρ. χρεοκοπώ, πτωχεύω.
müflis, müflüs = χρεοκοπημένος.
μουφλούζης, (ο) ουσ., επίθ. χρεοκοπημένος.
müflis, müflüs = χρεοκοπημένος.
μουφτής, (ο) ουσ. μουσουλμάνος θεολόγος.
müfti, müftü = μουφτής, νομοδιδάσκαλος.
μουχαλεμπί, (το) ουσ. είδος γλυκού από ρυζάλευρο και γάλα.
mahallebi, muhallebi = μουχαλεμπί.
μουχτάρης, (ο) ουσ. κοινοτάρχης. || προεστός.
muhtar = κοινοτάρχης. || μουχτάρης.
μπαγδατί, (το) ουσ. είδος μεσότοιχου ή ταβανιού.
bağdadi, bağdadî = μπαγδατί, τσατμάς.
Bağdat = Βαγδάτη.
μπαγιατεύω, ρ. (για τρόφιμα) γίνομαι μπαγιάτικος. || παλιώνω.
bayat = μπαγιάτικος, παλιός.
μπαγιάτικος, επίθ. (για τρόφιμα) που δεν είναι φρέσκος. || παλιός.
bayat = μπαγιάτικος, παλιός.
μπαγλαμάς, (ο) ουσ. είδος έγχορδου μουσικού οργάνου.
bağlama = έγχορδο μουσικό όργανο.
μπαγλαρώνω, ρ. δένω. || συλλαμβάνω, φυλακίζω. || ξυλοκοπώ.
bağlamak = δένω. || μπαγλαρώνω.
μπαϊλντίζω, ρ. εξαντλούμαι από μεγάλη κούραση. || λιποθυμώ.
bayılmak = λιποθυμώ. || εξαντλούμαι.
μπαϊράκι, (το) ουσ. σημαία, παντιέρα.
bayrak = σημαία, μπαϊράκι, παντιέρα.
μπαϊρακτάρης, (ο) ουσ. σημαιοφόρος. || στην Αλβανία, φύλαρχος.
bayraktar = μπαϊρακτάρης.
μπαϊράμι, (το) ουσ. μεγάλη μουσουλμανική γιορτή.
bayram = θρησκευτική ή εθνική γιορτή.
μπαΐρι, (το) ουσ. ακαλλιέργητο χωράφι. || βουνοπλαγιά.
bayır = ανήφορος. || πλαγιά.
μπακάλης, (ο) ουσ. παντοπώλης.
bakkal = παντοπώλης, μπακάλης.
μπακάλικο, (το) ουσ. το κατάστημα του μπακάλη.
bakkal = παντοπώλης, μπακάλης.
μπακαλοτέφτερο, (το) ουσ. το τεφτέρι του μπακάλη.
bakkal + defter
bakkal = παντοπώλης, μπακάλης.
defter = τετράδιο. || κατάστιχο. || τεφτέρι.
μπακίρι, (το) ουσ. χαλκός. || χάλκινο σκεύος.
bakır = χαλκός, μπακίρι.
μπακιρτζής, (ο) ουσ. κατασκευαστής μπακιριών· χαλκωματάς.
bakırcı = χαλκωματάς, μπακιρτζής.
μπακλαβάς, (ο) ουσ. είδος γλυκού του ταψιού.
baklava = μπακλαβάς.
μπακούρι, (το) ουσ. εργένης.
bakir = παρθένος.
μπακράτσι, (το) ουσ. είδος χάλκινου σκεύους.
bakraç = μπακράτσι. || χάλκινο δοχείο.
μπαλάσκα, (η) ουσ. βλ. παλάσκα.
20

palaska = μπαλάσκα, φυσιγγιοθήκη.


μπαλ(ν)τάς, (ο) ουσ. είδος τσεκουριού.
balta = τσεκούρι, πέλεκυς.
μπαλτατζής, (ο) ουσ. ξυλοκόπος.
baltacı = ξυλοκόπος.
μπάμια, (η) ουσ. το φυτό ιβίσκος ο εδώδιμος και ο καρπός του.
bamya = μπάμια.
μπαμπαλής, (ο) ουσ. ο πολύ γέρος. || γερομπαμπαλής.
babalık = πατρότητα. || πατριός. || γέρος.
μπαμπάς, (ο) ουσ. πατέρας.
baba = πατέρας, μπαμπάς.
μπαξεβάνης, (ο) ουσ. κηπουρός, περιβολάρης.
bahçıvan = κηπουρός, περιβολάρης.
μπαξές, (ο) ουσ. κήπος, ανθόκηπος, περιβόλι.
bahçe = κήπος, περιβόλι, μπαξές.
μπαξίσι, (το) ουσ. φιλοδώρημα. || δωροδοκία.
bahşiş = φιλοδώρημα, μπαξίσι.
μπαρδάκι, (το) ουσ. μικρό δοχείο νερού.
bardak = ποτήρι. || κύπελλο.
μπάρεμ(ου), επίρρ. τουλάχιστον.
bari = τουλάχιστον.
μπαρμπούτι, (το) ουσ. τυχερό παιχνίδι που παίζεται με ζάρια.
barbut = μπαρμπούτι.
μπαρούτι, (το) ουσ. πυρίτιδα.
barut = μπαρούτι, πυρίτιδα.
μπασκίνας, (ο) ουσ. αστυνομικός, μπάτσος.
baskın = ανώτερος, κυρίαρχος. || έφοδος.
μπασμάς, (ο) ουσ. είδος υφάσματος. || είδος επεξεργασίας καπνού.
basma = πίεση. || εκτύπωση. || μπασμάς.
μπατάλης, επίθ., (ο) ουσ. χοντρός, πλαδαρός, δυσκίνητος, άχαρος.
battal = άχρηστος. || άχαρος, αδέξιος.
μπατανία, (η) ουσ. είδος μάλλινης κουβέρτας.
battaniye = κουβέρτα, μπατανία.
μπαταξής, (ο) ουσ. κακοπληρωτής, αναξιόχρεος.
batakçı = κακοπληρωτής, μπαταξής.
μπαταριά, (η) ουσ. ομοβροντία.
batarya = ομοβροντία, μπαταριά.
μπατζάκι, (το) ουσ. το ένα από τα δύο σκέλη παντελονιού. || κνήμη.
bacak = πόδι, μηρός, κνήμη. || σκέλος.
μπατζανάκης, (ο) ουσ. σύγγαμπρος.
bacanak = μπατζανάκης, σύγγαμβρος.
μπατίρης, (ο) ουσ., επίθ. χρεοκοπημένος, φτωχός, αδέκαρος.
batırmak = βυθίζω. || καταστρέφω. || πτωχεύω.
μπατιρίζω, ρ. χρεοκοπώ, πτωχεύω.
batırmak = βυθίζω. || καταστρέφω. || πτωχεύω.
μπάτσος, (ο) ουσ. αστυνομικός.
baç = διόδια. || φόρος. || χαράτσι.
μπαχάρι, (το) ουσ. το ινδικό πιπέρι. || μπαχαρικό.
bahar = μπαχαρικό, μπαχάρι.
μπεζερίζω, ρ. βαριέμαι, κουράζομαι, αποκάμνω, εξαντλούμαι.
bezmek = βαριέμαι, απαυδίζω, μπουχτίζω.
μπεζεστένι, (το) ουσ. μεγάλη υπόστεγη αγορά.
bezesten = σκεπαστή αγορά, μπεζεστένι.
μπέης, (ο) ουσ. τίτλος ηγεμόνων.
bey = κύριος. || ηγεμόνας. || μπέης.
μπεκιάρης, (ο) ουσ. άγαμος, ανύπαντρος.
bekar, bekâr = ανύπαντρος, εργένης.
μπεκρής, (ο) ουσ. μέθυσος.
bekri = πότης, μπεκρής, αλκοολικός.
21

μπελαλής, (ο) ουσ., επίθ. άνθρωπο ζόρικος, δύστροπος.


belalı, belâlı = κουραστικός, δύσκολος, μπελαλής.
|| επικίνδυνος.
μπελάς, (ο) ουσ. ταλαιπωρία, σκοτούρα.
bela, belâ = μπελάς, σκοτούρα. || συμφορά, δυσκολία.
μπεμπέκα, (η) ουσ. μωρό θηλυκού γένους.
bebek = μωρό, βρέφος. || κούκλα.
μπεντένι, (το) ουσ. τείχος, έπαλξη.
beden = έπαλξη, προπύργιο, μπεντένι.
μπερεκέτι, (το) ουσ. αυθονία υλικών αγαθών, καλή σοδειά.
bereket = αφθονία. || ευλογία. || ευφορία. || μπερεκέτι.
μπερντάκι, περντάχι, (το) ουσ. ξυλοδαρμός.
perdah = λείανση. || στίλβωση. || κόντρα ξύρισμα.
μπερντές, (ο) ουσ. κουρτίνα.
perde = κουρτίνα, παραπέτασμα. || αυλαία.
μπεχλιβάνης, (ο) ουσ. πλανόδιος που επιδεικνύεται για βιοπορισμό.
pehlivan = παλαιστής, πεχλιβάνης.
μπιμπίλα, (η) ουσ. (1) είδος λεπτής δαντέλας.
birbiri = ο ένας μετά τον άλλον.
μπιμπίλα, (η) ουσ. (2) βλ. μπιρμπίλι (2).
bülbül = αηδόνι.
μπινελίκι, (το) ουσ. γλυκό ή μεζές. || κατηγορία, βρισιά.
binmek = ανεβαίνω, επιβαίνω. || ιππεύω.
ibne = άνδρας ομοφυλόφιλος, μπινές.
μπινές, (ο) ουσ. ομοφυλόφιλος άνδρας. || άνθρωπος κακός.
binmek = ανεβαίνω, επιβαίνω. || ιππεύω.
ibne = άνδρας ομοφυλόφιλος, μπινές.
μπιρμπίλι, (το) ουσ. (1) βλ. μπιμπίλα (1).
birbiri = ο ένας μετά τον άλλον.
μπιρμπίλι, (το) ουσ. (2) το αηδόνι. || μπιρμπίλι της θάλασσας
(αλκυόνα).
bülbül = αηδόνι.
μπιτ(ι), επίρρ. τελείως, εντελώς.
bitmek = τελειώνω, λήγω. || εξαντλώ. || εξαντλούμαι.
μπιτίζω, ρ. αποτελειώνω.
bitmek = τελειώνω, λήγω. || εξαντλώ. || εξαντλούμαι.
μπλιγούρι, (το) ουσ. χοντροαλεσμένο σιτάρι.
bulgur = πλιγούρι, μπλιγούρι.
μπογιά, (η) ουσ. χρώμα, βαφή.
boya = βαφή, χρώμα, μπογιά.
μπογιατζής, (ο) ουσ. ελαιοχρωματιστής, υδροχρωματιστής.
boyacı = βαφέας. || ελαιοχρωματιστής. || λούστρος.
μπογιατίζω, ρ. βάφω, χρωματίζω.
boyamak = βάφω, μπογιαντίζω, χρωματίζω.
μπόι, (το) ουσ. ανάστημα.
boy = ανάστημα, ύψος, μπόι. || μέγεθος.
μπόλικος, επίθ. αρκετός.
bol = άφθονος, μπόλικος. || ευρύχωρος.
bolluk = αφθονία. || ευρυχωρία.
μποξάς, (ο) ουσ. κομμάτι υφάσματος. || είδος φαγητού.
bohça = δέμα, μπόγος, μπογαλάκι.
μπόσικος, επίθ. χαλαρός, όχι στέρεος. || υποχωρητικός.
boş = άδειος, κενός. || ελεύθερος. || μάταιος, ανώφελος.
|| xαλαρός.
μποστάνι, (το) ουσ. λαχανόκηπος. || φυτεία πεπονιών, καρπουζιών.
bostan = λαχανόκηπος, περιβόλι, μποστάνι.
|| αγρός για πεπόνια και καρπούζια.
μπότζι, (το) ουσ. κούνημα πλοίου από τη θαλασσοταραχή.
boca = παρακύλισμα. || απάνεμη πλευρά.
22

bocalamak = ταλαντεύομαι. || διστάζω.


μπουγάζι, (το) ουσ. δίαυλος. || δερβένι.
boğaz = λαιμός. || πορθμός, μπουγάζι. || στενό, φαράγγι.
μπουγάτσα, (η) ουσ. είδος πίτας.
boğaça, poğaça = τυρόπιτα, μπουγάτσα.
μπουγιουρντί, (το) ουσ. επίσημο έγγραφο με δυσάρεστο περιεχόμενο.
buyruk = διαταγή.
buyrultu = διάταγμα.
buyurmak = διατάζω.
μπούζι, (το) ουσ. άκλ., επίθ. άκλ. πολύ κρύο.
buz = πάγος.
μπουζούκι, (το) ουσ. είδος λαϊκού μουσικού οργάνου.
bozuk = είδος ταμπουρά, παλιό μπουζούκι. || χαλασμένος.
μπουζουξής, (ο) ουσ. επαγγελματίας οργανοπαίχτης μπουζουκιού.
bozuk = είδος ταμπουρά, παλιό μπουζούκι. || χαλασμένος.
μπουλγούρι, (το) ουσ. βλ. μπλιγούρι.
bulgur = πλιγούρι, μπλιγούρι.
μπουλούκι, (το) ουσ. στίφος. || περιπλανώμενος θεατρικός θίασος.
bölük = λόχος. || τμήμα. || μπουλούκι.
μπουλούκος, (ο) ουσ. ευτραφής.
bolluk = αφθονία. || ευρυχωρία.
μπουμπάρι, (το) ουσ. παχύ έντερο σφαγμένου ζώου. || είδος φαγητού.
bumbar = μπουμπάρι.
μπουνταλάς, (ο) ουσ. άνθρωπος αφελής, ανόητος.
budala = ηλίθιος, βλάκας, μωρός, χαζός, μπουνταλάς.
μπουντρούμι, (το) ουσ. σκοτεινή φυλακή.
bodrum = υπόγειο, μπουντρούμι. || υπόγεια φυλακή.
μπουρέκι, (το) ουσ. είδος μικρής πίτας φαγητού ή γλυκού.
börek = μπουρέκι. || τυρόπιτα.
μπουρί, (το) ουσ. σωλήνας που μεταφέρει καπνό.
boru = σωλήνας. || μπουρού, σφυρίχτρα.
μπουρού, (το) ουσ. σάλπιγγα. || σειρήνα πλοίου ή εργοστασίου.
boru = σωλήνας. || σάλπιγγα. || μπουρού, σφυρίχτρα.
μπουρνούζι, (το) ουσ. είδος αραβικής χλαμύδας. || είδος λουτρικού.
bornoz, bornuz = μπουρνούζι. || αραβικό ένδυμα.
μπούρτζι, (το) ουσ. φρούριο που προστατεύει την είσοδο λιμανιού.
burç = πύργος, μπούρτζι.
μπούτι, (το) ουσ. μηρός.
but = μηρός, μπούτι.
μπουχτίζω, ρ. αισθάνομαι κορεσμό.
bıkmak = απαυδίζω. || βαριέμαι. || αηδιάζω.
μπρίκι, (το) ουσ. είδος μικρού μεταλλικού σκεύους.
ibrik = κανάτα. || μπρίκι. || καφεδοχείο.
μπρισίμι, (το) ουσ. μεταξωτή κλωστή.
ibrişim = μπρισίμι.

νάζι, (το) ουσ. προσποιητός τρόπος συμπεριφοράς.


naz = νάζι, κάμωμα, φιλαρέσκεια, χάρη.
νάι, νέι, (το) ουσ. είδος πνευστού μουσικού οργάνου.
ney = φλογέρα, νέι.
ναμάζι, (το) ουσ. μωαμεθανική προσευχή.
namaz = προσευχή, ναμάζι, προσκύνημα.
ναργιλές, (ο) ουσ. είδος συσκευής για κάπνισμα.
nargile = ναργιλές.
νε, σύνδ. αποφ. (με επανάληψη) νε... νε: ούτε... ούτε.
ne = τι; || ούτε.
νέι, (το) ουσ. βλ. νάι.
ney = φλογέρα, νέι.
νενέ, (η) ουσ. άκλ.γιαγιά.
23

nene, nine = γιαγιά, νενέ. || κυρούλα.


νέφτι, (το) ουσ. τερεβινθέλαιο.
neft = νέφτι.
νιζάμης, (ο) ουσ. οπλίτης του τακτικού τουρκικού στρατού.
nizam = τάξη, ρύθμιση, διάταξη, νόμος.
νισαντίρι, (το) ουσ. το χλωριούχο αμμώνιο.
nişadır = νισαντίρι.
νισάφι, (το) ουσ. άκλ., επιφ. ευσπλαχνία, έλεος. || νισάφι πια! φτάνει πια!
insaf = έλεος, ευσυνειδησία, νισάφι.
νισεστές, (ο) ουσ. είδος αμυλάλευρου.
nişasta = άμυλο.
νούτικος, επίθ. νούτικη κωμωδία: είδος κωμωδίας.
nutuk = ομιλία, αγόρευση, λόγος.
νταβαντούρι, (το) ουσ. φασαρία πολλών ανθρώπων που θορυβούν μαζί.
tevatür = φήμη, διάδοση.
νταβάς, (ο) ουσ. (1) είδος μικρού στρογγυλού ταψιού.
tava = τηγάνι. || τηγανητό φαγητό.
νταβάς, (ο) ουσ. (2) ο νταβατζής.
dava, dâva = δίκη. || αγωγή.
νταβατζής, (ο) ουσ. προστάτης, εκμεταλλευτής κοινών γυναικών.
davacı, dâvacı = ενάγων, αντίδικος.
νταβραντίζω, ρ. είμαι γεμάτος από ζωτικότητα, σφρίγος.
davranmak = συμπεριφέρομαι. || ενεργώ.
νταγιαντίζω, νταγιαντώ, ρ. υπομένω, υποφέρω. || παίρνω υπόψη μου.
dayanmak = στηρίζομαι, ακουμπώ.
|| αντέχω, υπομένω, ανέχομαι.
νταγλαράς, (ο) ουσ. μαντράχαλος, μαγκλαράς.
dağlı = βουνίσιος.
νταηλίκι, (το) ουσ. η συμπεριφορά του νταή.
dayılık = ιδιότητα του θείου. || νταηλίκι.
νταής, (ο) ουσ. άνθρωπος που παριστάνει τον παλληκαρά.
dayı = θείος. || προστάτης. || νταής.
ντάλα, επίρρ., ουσ. ακριβώς (ντάλα μεσημέρι, ντάλα καλοκαίρι).
dal = κλαρί. || ειδικότητα, κλάδος.
νταλγκάς, (ο) ουσ. έντονη επιθυμία, πόθος, καημός.
dalga = κύμα. || καλαμπούρι.
νταλιάνι, (το) ουσ. (1) είδος παλιού εμπροσθογεμούς τουφεκιού.
dalyan = ιχθυοτροφείο. || (ν)ταλιάνι. || λεβέντικος.
νταλιάνι, (το) ουσ. (2) το ιχθυοτροφείο.
dalyan = ιχθυοτροφείο. || (ν)ταλιάνι. || λεβέντικος.
νταλίκα, (η) ουσ. μεγάλο όχημα ρυμουλκούμενο από φορτηγό.
talika = κάρο.
νταλκάς, (ο) ουσ. βλ. νταλγκάς.
dalga = κύμα. || καλαμπούρι.
νταμάρι, (το) ουσ. λατομείο.
damar = φλέβα. || λατομείο, νταμάρι.
νταμουζλούκι, (το) ουσ. αρσενικό ζώο για αναπαραγωγή· επιβήτορας.
damızlık = επιβήτορας.
νταντά, (η) ουσ. τροφός, γκουβερνάντα.
dadı = τροφός, νταντά.
νταντεύω, ρ. περιποιούμαι βρέφος ή μικρό παιδί.
dadı = τροφός, νταντά.
νταούλι, (το) ουσ. είδος τυμπάνου.
davul = νταούλι, τύμπανο.
νταραμπούκα, (η) ουσ. είδος τυμπάνου.
darbuka = τουμπελέκι.
νταρί, (το) ουσ. είδος φυτού.
darı = κεχρί.
ντε, μόριο, επίρρ. εμπρός, λοιπόν.
24

de = επίσης, και. || ούτε. || ακόμα και αν.


ντελάλης, (ο) ουσ. κήρυκας, διαλαλητής, κράχτης.
dellal, tellal, tellâl = τελάλης, διαλαλητής, κράχτης,
κήρυκας.
ντεμέκ, επίρρ. τάχα, δήθεν.
demek = λέω. || σημαίνω. || ονομάζω.
ντεμιρτζής, (ο) ουσ. σιδεράς, σιδηρουργός.
demirci = σιδεράς, σιδηρουργός.
ντελβές, (ο) ουσ. το κατακάθι του καφέ.
telve = ίζημα, κατακάθι, ντελβές.
ντελής, (ο) ουσ. τρελός.
deli = τρελός. || στρατιώτης του ιππικού.
ντερέκι, (το) ουσ. άνθρωπος πολύ ψηλός.
direk = δοκάρι, κολόνα, στύλος, κατάρτι.
ντερλικώνω, ρ. τρώω λαίμαργα και πολύ.
dirlik = γαλήνη, ευημερία.
ντερμπεντέρης, (ο) ουσ., επίθ. άνθρωπος σωστός, αξιαγάπητος.
derbeder = ανοιχτόκαρδος. || ντερμπεντέρης.
ντέρτι, (το) ουσ. στενοχώρια, καημός, κυρίως ερωτικός.
dert = στενοχώρια, καημός, πόνος, ντέρτι. || βάσανο.
ντέφι, (το) ουσ. είδος τυμπάνου με κύμβαλα.
def, tef = ντέφι.
ντιβάνι, (το) ουσ. είδος χαμηλού κρεβατιού.
divan = ανώτατο συμβούλιο.|| δικαστήριο. || ντιβάνι,
σοφάς.
ντιπ, επίρρ. τροπ. ολωσδιόλου. || καθόλου.
dip = βυθός. || πυθμένας, πάτος.
ντοβλέτι, (το) ουσ. στην Τουρκοκρατία, το κράτος, η κυβέρνηση,
το δημόσιο, η εξουσία.
devlet = κράτος, δημόσιο. || δοβλέτι, ντοβλέτι.
ντογρού, ντουγρού, επίρρ. κατ΄ ευθείαν. || αμέσως.
doğru = ευθύς || προς. || απευθείας.
ντολμάς, (ο) ουσ. είδος φαγητού.
dolma = τα γεμιστά.
ντονέρ(ι), (το) ουσ. άκλ. είδος ψημένου κρέατος· ο γύρος.
döner = γύρος. || περιστρεφόμενος.
ντορβάς, (ο) ουσ. ταγάρι. || τάγιστρο.
torba = σακί. || σακούλα. || ζεμπίλι, ντορβάς.
ντορής, (ο) ουσ. ονομασία αλόγου με κοκκινωπό τρίχωμα.
doru = ντορής.
ντόρτια, (τα) ουσ. δύο τεσσάρια στο τάβλι ή σε παιχνίδι ζαριών.
dört = τέσσερα.
ντουβάρι, (το) ουσ. τοίχος.
duvar = τοίχος, ντουβάρι. || μάντρα.
ντουγρού, επίρρ. βλ. ντογρού.
doğru = ευθύς || προς. || απευθείας.
ντουζένι, (το) ουσ. κέφι.
düzen = τάξη, αρμονία.
ντούζικο, (το) ουσ. είδος ρακής.
düz = ίσιος. || επίπεδος. || ομαλός.
ντούζικος, επίθ. ίσιος, απλός. || (για άνεμο) κανονικός.
düz = ίσιος. || επίπεδος. || ομαλός.
ντουλαμάς, (ο) ουσ. ο μανδύας των φουστανελοφόρων.
dolama = περιτύλιγμα.
ντουλάπι, (το) ουσ. ερμάριο.
dolap = ντουλάπι, ερμάριο. || κομπίνα.
ντουμάνι, (το) ουσ. αποπνικτική ατμόσφαιρα από πυκνό καπνό.
duman = καπνός. || σκόνη.
ντουνιάς, (ο) ουσ. ο κόσμος, η ανθρωπότητα.
25

dünya = κόσμος, υφήλιος. || γη.


ντουντούκα, (η) ουσ. ο τηλεβόας. || η φλογέρα.
düdük = σφυρίχτρα. || αυλός.
-ογλου, κατάλ. κατάληξη πατρωνυμικών επωνύμων.
oğlu, oğul = γιός, γιόκας.
οκά, (η) ουσ. παλαιά μονάδα βάρους στερεών και υγρών.
okka = οκά.
οντάς, (ο) ουσ. δωμάτιο, αίθουσα.
oda = δωμάτιο, κάμαρα, θάλαμος, οντάς.
ουλεμάς, (ο) ουσ. μουσουλμάνος θεολόγος, ιεροδικαστής.
ulema = σοφοί, θεολόγοι, ουλεμάδες.
ουστ, επιφ. φύγε, ξεκουμπίσου!.
üst = απάνω μέρος. || υπέρ.
ούτι, (το) ουσ. είδος μουσικού οργάνου που μοιάζει με λαούτο.
ut = ούτι. || λαούτο.

παζάρι, (το) ουσ. μεγάλη δημόσια αγορά. || εμποροπανήγυρη.


pazar = αγορά, παζάρι. || Κυριακή.
παϊτόνι, (το) ουσ. είδος άμαξας.
payton = άμαξα, φαέθων, παϊτόνι.
παλάσκα, μπαλάσκα, (η) ουσ. φυσιγγιοθήκη. || κυνηγετικός σάκος.
palaska = μπαλάσκα, φυσιγγιοθήκη.
παντζάρι, (το) ουσ. τεύτλο το ερυθρόφυλλο ή κοκκινογούλι.
pancar = παντζάρι, κοκκινογούλι.
παντζούρι, (το) ουσ. εξωτερικό παραθυρόφυλλο.
pancur = παραθυρόφυλλο, παντζούρι.
παπάζι, (το) ουσ. το κορδόνι του φεσιού. || είδος σφουγγαρίστρας.
papaz = παπάς, ιερέας.
παπούτσι, (το) ουσ. υπόδημα.
pabuç, papuç = παπούτσι, υπόδημα.
παρακεντές, (ο) ουσ. παράσιτος. || τιποτένιος. || έκτακτος εργάτης.
perakende = λιανικός.
παραλής, (ο) ουσ. αυτός που έχει πολλά λεφτά· πλούσιος, λεφτάς.
paralı = πλούσιος, λεφτάς, παραλής.
παράς, (ο) ουσ. υποδιαίρεση της τουρκικής λίρας. || το χρήμα.
para = χρήμα, νόμισμα, παράς.
παρτάλι, (το) ουσ. το κουρέλι.
partal = κουρέλι, παρτάλι.
παρτσακλό, (το) ουσ. άτομο με ανάρμοστη εμφάνιση ή συμπεριφορά.
parçalı = τεμαχισμένος. || κατακομματιασμένος.
παρτσάς, (ο) ουσ. κομμάτι.
parça = κομμάτι, τεμάχιο. || τμήμα.
πασαλίκι, (το) ουσ. η ιδιότητα, του πασά. || διοικητική περιφέρεια.
paşalık = πασαλίκι.
πασάς, (ο) ουσ. ανώτατος τίτλος οθωμανού αξιωματούχου.
paşa = πασάς. || στρατηγός.
πασουμάκι, (το) ουσ. είδος γυναικείου υποδήματος. || είδος παντόφλας.
başmak = πασουμάκι. || σανδάλι, πέδιλο.
|| γυναικεία παντόφλα
παστουρμάς, (ο) ουσ. είδος παστού κρέατος από βουβάλι ή καμήλα.
pastırma = παστουρμάς.
πατιρντί, (το) ουσ. μεγάλος θόρυβος, φασαρία, αναστάτωση.
patırdı, patırtı = θόρυβος, νταβαντούρι, πατιρντί,
σαματάς.
πατσαβούρα, (η) ουσ. κουρέλι που χρησιμοποιείται για καθάρισμα.
paçavra = ράκος, κουρέλι, πατσαβούρα.
πατσάς, (ο) ουσ. στομάχι, κοιλιά και πόδια σφαγμένου ζώου.
paça = ποδαράκια. || πατσάς.
πατσατζήδικο, (το) ουσ. βλ.πατσατζίδικο.
26

paçacı = πωλητής πατσά. || πατσατζίδικο.


πεζεβέγκης, (ο) ουσ. μαστροπός, προαγωγός. || παλιάνθρωπος.
pezevenk = μαστροπός. || πεζεβέγκης.
πεϊνιρλί, (το) ουσ. άκλ. είδος πίτας.
peynirli = με τυρί.
~ pide πεϊνιρλί.
πελτές, (ο) ουσ. πολτός ντομάτας. || είδος μαρμελάδας.
pelte = πελτές. || πολτός.
περβάζι, (το) ουσ. πλαίσιο παραθύρου ή πόρτας.
pervaz = κράσπεδο, περβάζι.
περντάχι, (το) ουσ. βλ. μπερντάκι
perdah = λείανση. || κόντρα ξύρισμα.
περουζές, (ο) ουσ. είδος πολύτιμου λίθου· η κάλαϊς.
firuze = περουζές, τυρκουάζ.
πεσκέσι, (το) ουσ. προσφορά, ιδίως σε φαγώσιμα είδη και ποτά.
peşkeş = δώρο. || πεσκέσι. || καλάθι.
πεσκίρι, (το) ουσ. η πετσέτα του προσώπου.
peşkir = προσόψι, πετσέτα, πεσκίρι
πετιμέζι, (το) ουσ. πυκνόρρευστο σιρόπι από μούστο.
pekmez = πετιμέζι.
πιάζ, άκλ. σαλάτα με βραστά φασόλια.
piyaz = σαλάτα με βραστά φασόλια.
πιλάφι, (το) ουσ. είδος φαγητού από βρασμένο ρύζι.
pilav, pilâv = πιλάφι.
πίτσικος, επίθ. νόθος. || ασήμαντος, ανάξιος λόγου.
piç = νόθος, μπάσταρδος. || παραφυάδα.
πούλι, (το) ουσ. πεσσός σε παιχνίδια (τάβλι, ντάμα). || η πούλια.
pul = γραμματόσημο, χαρτόσημο. || πούλι. || λέπι.
πούλια, (η) ουσ. είδος μικρού διακοσμητικού ενδυμάτων κ.ά.
pul = γραμματόσημο, χαρτόσημο. || πούλι. || λέπι.
πούσι, (το) ουσ. ομίχλη. || στρώμα από ξερές βελόνες πεύκων.
pus = ομίχλη, πούσι, καταχνιά, αχλύς.
πούστης, (ο) ουσ. ομοφυλόφιλος. || (υβριστικά) άνθρωπος ανέντιμος.
puşt = κίναιδος, πούστης.
ραβανί, ρεβανί (το) ουσ. είδος γλυκού του ταψιού.
revani = ραβανί.
ραγιάς, (o) ουσ. στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο μη μουσουλμάνος
υπήκοος.
raya, reaya = ραγιάς. || ποίμνια. || μη μουσουλμάνοι
υπήκοοι.
ραζακί, (το) ουσ. ποικιλία σταφυλιού.
razaki = ροζακί.
ρακή, (η) ουσ. ρακί, (το) ουσ. είδος οινοπνευματώδους ποτού.
rakı = ρακί, ούζο.
ραμαζάνι, Ραμαζάνι, (το) ουσ. γιορτή των μουσουλμάνων. || ο ένατος
μήνας του μουσουλμανικού έτους.
ramazan, Ramazan = Ραμαζάνι.
ράφι, (το) ουσ. οριζόντια σανίδα για τοποθέτηση αντικειμένων.
raf = ράφι. || θέση.
ραχάτι, (το) ουσ. η ανάπαυση, η τεμπελιά, το χουζούρι.
rahat = άνεση, ανάπαυση, ησυχία.
ρεβανί, (το) ουσ. βλ. ραβανί.
revani = ραβανί.
ρεζές, (ο) ουσ. η στρόφιγγα πόρτας ή παραθύρου· ο μεντεσές.
reze = μεντεσές, ρεζές. || στρόφιγγα.
ρεζίλι, (το) ουσ. η γελοιοποίηση, ο εξευτελισμός, το ντρόπιασμα.
rezil = ξεφτιλισμένος, ρεζίλης. || άτιμος.
ρεζιλίκι, (το) ουσ. πάθημα ή πράξη που ντροπιάζει, γελοιοποιεί.
rezillik = ρεζιλίκι. || αισχρότητα.
27

ρεμάλι, (το) ουσ. άνθρωπος ανάξιος λόγου, ελεεινός, τιποτένιος.


remmal = γεωμάντης.
ρεντές, (ο) ουσ. είδος τρίφτη.
rende = τρίφτης. || πλάνη, τριβείο.
ρετσέλι, (το) ουσ. κομπόστα ή γλυκό του κουταλιού με πετιμέζι.
reçel = γλυκό κουταλιού, ρετσέλι.
Ρουμ, (ο) ουσ. ο Ρωμιός.
Rum = Ρωμιός.
ρουμάνι, (το) ουσ. πυκνό δάσος, λόγγος.
orman = δάσος, ορμάνι, ρουμάνι, λόγγος.
Ρούμελη, (η) ουσ. η Στερεά Ελλάδα.
Rumeli = Βαλκάνια. || Ανατολική Ρωμυλία
ρούπι, (το) ουσ. το 1/8 του εμπορικού πήχη (περίπου 0,0825μ.).
rup, urup = ρούπι.
ρουσφέτι, (το) ουσ. χαριστική κυβερνητική εξυπηρέτηση ή παροχή.
rüşvet = δωροδοκία, λάδωμα, ρουσφέτι.
σαγανάκι, (το) ουσ. (1) ριπή ανέμου, ανεμοστρόβιλος.
sağanak = ραγδαία βροχή, νεροποντή.
σαγανάκι, (το) ουσ. (2) μικρό σαγάνι. || φαγητό που ψήνεται σε αυτό.
sahan = σαγανάκι, σαγάνι, σαχάνι.
σαγάνι, (το) ουσ. είδος τηγανιού ή ταψιού με δύο λαβές.
sahan = σαγανάκι, σαγάνι, σαχάνι.
σαγιάκι, (το) ουσ. μάλλινο ύφασμα κατάλληλο για κάπες χωρικών.
şayak = είδος μάλλινου υφάσματος.
σαγούλι, (το) ουσ. το νήμα της στάθμης.
şakul = νήμα της στάθμης.
σαγρέ(ς), (ο) ουσ. (1) είδος επιχρίσματος ή βαψίματος τοίχου.
sağrı = καπούλια.
sahre = βράχος.
σαγρέ(ς), (ο) ουσ. (2) είδος δέρματος με κοκκώδη επιφάνεια.
sağrı = καπούλια.
sahre = βράχος.
σαζάνι, (το) ουσ. είδος ψαριού του γλυκού νερού· ο κυπρίνος.
sazan = κυπρίνος, σαζάνι.
σάζι, (το) ουσ. είδος έγχορδου μουσικού οργάνου.
saz = καλάμι, καλαμιά. || σάζι.
σαΐνι, (το) ουσ. είδος γερακιού. || (μτφ.) άνθρωπος εύστροφος.
şahin = γεράκι, σαΐνι.
σακάτης, (ο) ουσ., επίθ. ο ανάπηρος.
sakat = ανάπηρος, σακάτης.
σακατιλίκι, (το) ουσ. αναπηρία.
sakatlık = αναπηρία. || ελάττωμα.
σακουλεύομαι, ρ. (αργκό) αντιλαμβάνομαι επερχόμενο κίνδυνο.
şakullemek = σταθμίζω, αλφαδιάζω.
σαλβάρι, (το) ουσ. είδος φαρδιού παντελονιού, είδος βράκας.
şalvar = σαλβάρι, βράκα.
σαλέπι, (το) ουσ. είδος φυτού. || είδος θερμαντικού ποτού.
salep = σαλέπι.
σαλεπιτζής, (ο) ουσ. παρασκευαστής και πωλητής σαλεπιού.
salepçi = πωλητής σαλεπιού, σαλεπιτζής.
σάμαλι, (το) ουσ. είδος σιροπιαστού γλυκίσματος.
Şam = Δαμασκός.
σαματάς, (ο) ουσ. θόρυβος, ταραχή, φασαρία. || καβγάς.
şamata = θόρυβος, φασαρία, σαματάς.
σαμντάνι, (το) ουσ. κηροπήγιο.
şamdan = κηροπήγιο.
σαμούρι, (το) ουσ. ζιμπελίνα, νυφίτσα.
samur = ζιμπελίνα, σαμούρι.
σαντζάκι, (το) ουσ. διοικητική περιφέρεια. || σημαία με κοντάρι.
28

sancak = σημαία, λάβαρο, σαντζάκι.


σαντούρι, (το) ουσ. είδος έγχορδου μουσικού οργάνου.
santur = σαντούρι.
σαν φιστίκ, (το) ουσ. άκλ. φιστίκι Αιγίνης.
şamfıstığı = αιγινίτικο φιστίκι.
σαράι, (το) ουσ. ανάκτορο, παλάτι.
saray = ανάκτορο, παλάτι, σαράι.
σαράτσης, (ο) ουσ. ο σελοποιός.
saraç = σαγματοποιός, σελοποιός.
σαράφης, (ο) ουσ. ο αργυραμοιβός.
sarraf = αργυραμοιβός, σαράφης.
σαραφλίκι, (το) ουσ. το επάγγελμα του σαράφη και το κέρδος του.
sarraflık = το επάγγελμα του σαράφη.
|| η αμοιβή του σαράφη.
σαρίκι, (το) ουσ. ύφασμα που τυλίγεται γύρω από το φέσι.
sarık = σαρίκι, τουρμπάνι.
σαρμάς, (ο) ουσ. είδος φαγητού από κιμά και ρύζι· ο ντολμάς
sarma = τύλιγμα. || περίπτυξη. || σαρμάς.
σαστίζω, ρ. προκαλώ σε κάποιον σύγχυση. || συγχύζομαι.
şaşmak = απορώ, εκπλήσσομαι.
σαφορά, (η) ουσ. βλ. ζαφορά.
safran = ζαφορά, κρόκος.
σεβνταλής, (ο) ουσ. ο ερωτοχτυπημένος, ο ερωτιάρης.
sevdalı = ερωτευμένος.
σεβντάς, (ο) ουσ. ο ερωτικός καημός, το ερωτικό πάθος.
sevda = αγάπη, έρωτας, σεβντάς. || επιθυμία.
σεΐζης, (ο) ουσ. ο ιπποκόμος.
seyis = ιπποκόμος, σταβλίτης, σεΐζης.
σεϊτάνης, (ο) ουσ. ο σατανάς, ο διάβολος.
şeytan = σατανάς, διάβολος, δαίμονας.
σεΐχης, (ο) ουσ. μουσουλμάνος φύλαρχος.
|| ο ηγούμενος των δερβίσηδων.
şeyh = σεΐχης.
σεκλέτι, (το) ουσ. στενοχώρια, καημός, κυρίως ερωτικός.
sıklet = βάρος. || θλίψη.
σελάχι, (το) ουσ. δερμάτινη ζώνη των φουστανελοφόρων,
θήκη για τα όπλα τους.
silah, silâh = όπλο. || άρματα.
Σελτζούκοι, (οι) ουσ. τουρκικό φύλο, τουρκικός λαός,
τουρκική δυναστεία.
Selçuk = Σελτζούκος.
σεντέφι, (το) ουσ. το μαργαριτάρι. || το μάργαρο.
sedef = σεντέφι, μάργαρο.
σεντούκι, (το) ουσ. μπαούλο, κασέλα.
sandık = σεντούκι, κιβώτιο.
σερασκέρης, (ο) ουσ. στην Τουρκία, ο αρχιστράτηγος,
στρατιωτικός διοικητής.
serasker = πολέμαρχος, αρχιστράτηγος, σερασκέρης.
σεργιάνι, (το) ουσ. περίπατος, βόλτα, σουλάτσο, τσάρκα.
seyran = περίπατος, σεργιάνι. || αγνάντεμα, θέα.
σερδάρης, (ο) ουσ. ο αρχηγός του στρατού.
serdar = αρχιστράτηγος.
σερέτης, (ο) ουσ., επίθ. άνθρωπος δύστροπος, ζόρικος. || στρεψόδικος.
şirret = στρίγκλος, μοχθηρός, σερέτης.
σερμαγιά, σιρμαγιά, (η) ουσ. το αρχικό κεφάλαιο επιχείρησης.
|| η περιουσία.
sermaye = κεφάλαιο, σερμαγιά.
σερμπέτι, (το) ουσ. είδος πολύ γλυκού και αρωματικού ποτού.
şerbet = σερμπέτι, γλυκό ποτό.
29

σερσέμης, (ο) ουσ., επίθ. ανόητος, βλάκας, μπουνταλάς.


|| σαστισμένος.
sersem = ανόητος, βλάκας, σερσέμης. || ζαλισμένος.
σέρτης, (ο) ουσ., επίθ. άνθρωπος οξύθυμος και εκδικητικός.
sert = σκληρός, τραχύς. || βάναυσος.
σέρτικος, επίθ. (για καπνό) βαρύς. || (για άνθρωπο) οξύθυμος.
sert = σκληρός, τραχύς. || βάναυσος.
σεφέρι, (το) ουσ. στράτευμα. || εκστρατεία, πόλεμος, ταξίδι.
sefer = ταξίδι, εκστρατεία, σεφέρι.
σεφτές, (ο) ουσ. η πρώτη πώληση της ημέρας. || αρχή έργου.
siftah = χερικό, ποδαρικό, σεφτές.
σιλτές, (ο) ουσ. στρώμα κρεβατιού. || είδος τάπητα.
şilte = στρώμα.
σιμιτζής, (ο) ουσ. κουλουράς.
simitçi = κουλουρτζής, σιμιτζής.
σιμίτι, (το) ουσ. είδος κουλουριού.
simit = κουλούρι.
σιναμική, (η) ουσ. είδος καθαρτικού φαρμάκου.
sinameki = σιναμική.
σινάφι, (το) ουσ. συντεχνία. || κοινωνική ομάδα, κοινωνική τάξη.
esnaf = μικρέμπορος. || συντεχνία.
σινί, (το) ουσ. είδος μεγάλου στρογγυλού ταψιού.
sini = μεγάλος δίσκος. || σινί.
σιντριβάνι, (το) ουσ. πίδακας νερού, αναβρυτήριο.
şadırvan = σιντριβάνι, πίδακας.
σιρίτι, (το) ουσ. διακοσμητικό κορδόνι. || γαλόνι.
şerit = λωρίδα || ταινία. || σιρίτι. || γαλόνι.
σιρμαγιά (η) ουσ. βλ. σερμαγιά.
sermaye = κεφάλαιο, σερμαγιά.
σισανές, (ο) ουσ. παλιό εμπροσθογεμές τουφέκι.
şişane = "παλιό όπλο".
σισκεμπάπ, (το) ουσ. άκλ. είδος φαγητού από μικρά κομμάτια κρέατος
ψημένα στη σούβλα.
şişkebap = σουβλάκι. || "σις κεμπάπ".
σιχτίρ, επιφ., (το) ουσ. άκλ., επίρρ. υβριστική έκφραση αγανάκτησης.
sikmek = συνουσιάζομαι.
siktirmek = ~ çekmek σιχτιρίζω.
σκεμπές, (ο) ουσ. κοιλιά ζώου. || στομάχι ζώου από το οποίο
παρασκευάζεται πατσάς.
işkembe = σκεμπές, κοιλιά, στομάχι, βραστό κρέας
στομάχου ζώου.
σκιάς, (ο) ουσ. άνθρωπος τραχύς και απότομος. || ο κακοποιός.
eşkıya, eşkiya = ληστής, συμμορίτης.
σκιτζής, (ο) ουσ. ο μπαλωματής. || αδέξιος τεχνίτης.
eskici = παλιατζής. || μπαλωματής. || σκιτζής.
σοβάς, (ο) ουσ. ασβεστοκονίαμα. || επίχρισμα τοίχου με
ασβεστοκονίαμα.
sıva = σοβάς, κονίαμα, επίχρισμα.
σοβατζής, (ο) ουσ. εργάτης ειδικός στο σοβάτισμα.
sıvacı, sıvaci = σοβατζής.
σοβατίζω, ρ. αλείφω μια επιφάνεια με σοβά.
sıvamak = σοβατίζω, επιχρίω. || πασαλείφω.
σόι, (το) ουσ. γένος, καταγωγή. || συγγενολόι. || είδος.
soy = γένος, καταγωγή, συγγενολόι, σόι.
σοκάκι, (το) ουσ. στενός συνοικιακός δρόμος, στενωπός.
sokak = οδός, δρόμος, σοκάκι.
σομακί, (το) ουσ. άκλ. είδος πολύχρωμου μαρμάρου.
somaki = πορφυρίτης λίθος, μάρμαρο.
σόμπα, (η) ουσ. θερμάστρα.
30

soba = θερμάστρα.
σορολόπ, (το) ουσ. άκλ. αδιαφορία, νωθρότητα, τεμπελιά.
şorolop = σορολόπ, τέχνασμα, ανοησία.
σουλαντίζω, ρ. καταβρέχω, ποτίζω.
sulamak = ποτίζω.
σουλούπι, (το) ουσ. η εξωτερική εμφάνιση. || μορφή, σχήμα.
üslup, üslüp = ύφος, στιλ. || ρυθμός.
σουλτάνος, (ο) ουσ. τίτλος ηγεμόνων μουσουλμανικών κρατών.
sultan = σουλτάνος.
σούμπασης, (ο) ουσ. αξιωματούχος του οθωμανικού κράτους.
subaşı = πηγή.
σουνέτι, (το) ουσ. η περιτομή.
sünnet = περιτομή, σουνέτι. || ο βίος και οι πράξεις
του Προφήτη Μωάμεθ.
σουργούνης, (ο) ουσ., επίθ. ο εξόριστος.
sürgün = εξορία. || εξόριστος.
σουρμελής, (o) ουσ. αυτός που βάφει τα μάτια του με σουρμέ.
sürmeli = με βαμμένα μάτια.
σουρμές, (o) ουσ. μαύρη χρωστική ουσία για το βάψιμο των ματιών.
sürme = άλειμμα. || ψιμμύθιο ματιών.
σουρτούκης, (ο) ουσ. αυτός που τριγυρνά άσκοπα στους δρόμους
αλητεύοντας.
sürtük = σουρλουλού.
σουτζούκι, (το) ουσ. είδος λουκάνικου. || είδος γλυκού.
sucuk = λουκάνικο, σουτζούκι
σοφάς, (ο) ουσ. είδος χαμηλού καναπέ ή κρεβατιού· μιντέρι.
sofa = χολ, οφίς, αίθουσα, σοφάς.
σοφράς, (ο) ουσ. είδος χαμηλού στρογγυλού τραπεζιού.
sofra = τραπέζι φαγητού. || σοφράς.
σοφτάς, (ο) ουσ. μουσουλμάνος ιεροσπουδαστής.
softa = ιεροσπουδαστής.
σπα(χ)ής, (ο) ουσ. Τούρκος φεουδάρχης. || ιππέας πολεμιστής.
sipahi = τιμαριούχος. || στρατιώτης του ιππικού. || σπαχής.
στουπέτσι, (το) ουσ. ανθρακικός μόλυβδος, που χρησιμοποιείται για
την παρασκευή λευκού χρώματος.
üstübeç = στουπέτσι. || ανθρακικός μόλυβδος.
στράφι, επίρρ. χαμένα, μάταια, άδικα, χαράμι.
israf = σπατάλη.

ταβάνι, (το) ουσ. οροφή.


tavan = οροφή, ταβάνι.
ταγίνι, ταΐνι, (το) ουσ. μερίδα τροφής. || τροφή ζώων.
tayın = συσσίτιο, μερίδα τροφής.
ταζέδικος, επίθ. φρέσκος, νωπός, πρόσφατος.
taze = φρέσκος, νωπός, πρόσφατος.
ταΐνι, (το) ουσ. βλ. ταγίνι.
tayın = συσσίτιο, μερίδα τροφής.
ταϊφάς, (ο) ουσ. φυλή, φάρα. || στράτευμα ατάκτων στρατιωτών.
taife, tayfa = πλήρωμα. || συμμορία.
τακίμι, (το) ουσ. σύνολο πραγμάτων. || ομάδα ατόμων. || ο φίλος.
takım = ομάδα. || σετ, σύνεργα, σειρά εργαλείων, τακίμι.
ταμάμ, επίρρ. ακριβώς, όμοια, σωστά. || στην κατάλληλη στιγμή.
tamam = πλήρης, άρτιος. || εντάξει. || τέλος.
ταμάχι, (το) ουσ. πλεονεξία, απληστία.
tamah = πλεονεξία, απληστία.
ταμαχ(κ)ιάρης, (ο) ουσ., επίθ. πλεονέκτης, άπληστος, λαίμαργος,
αχόρταγος.
tamahkâr = πλεονέκτης, άπληστος, φιλάργυρος.
ταμπάκης, (ο) ουσ.βυρσοδέψης.
31

tabak = πιάτο. || βυρσοδέψης, ταμπάκης.


ταμπλάς, (ο) ουσ. συγκοπή, αποπληξία.
damla = σταγόνα, ρανίδα. || αποπληξία.
ταμπουράς, (ο) ουσ. είδος έγχορδου λαϊκού μουσικού οργάνου.
tambura = έγχορδο όργανο.
ταμπούρι, (το) ουσ. οχύρωμα, χαράκωμα, προμαχώνας.
|| μονάδα στρατού.
tabur = τάγμα.
ταξίμι, (το) ουσ. είδος μουσικού αυτοσχεδιασμού της λαϊκής ή
δημοτικής μουσικής.
taksim = διανομή. || διαίρεση. || ταξίμι.
ταπί, (το) ουσ. άκλ. (1) τουρκικός τίτλος ιδιοκτησίας.
tapu = τίτλος ιδιοκτησίας.
ταπί, (το) ουσ. άκλ., επίρρ. (2) χωρίς χρήματα.
tabi = εξαρτημένος. || υποκείμενος.
τάπια, (η) ουσ. προμαχώνας.
tabya = οχυρό, προπύργιο. || προμαχώνας. || τάπια.
ταραμάς, (ο) ουσ. κόκκινο χαβιάρι, αβγοτάραχο.
tarama = διαγράμμιση. || ταραμάς. || κτένισμα.
ταρατόρι, (το) ουσ. τζατζίκι.
tarator = σκορδαλιά.
ταρσανάς, (ο) ουσ. ναυπηγείο. || ναύσταθμος.
tersane = ναυπηγείο. || ναύσταθμος. || ταρσανάς.
τασάκι, (το) ουσ. μικρό σταχτοδοχείο.
tas = δοχείο, μπολ, τάσι.
τάσι, (το) ουσ. μεταλλικό κύπελλο. || μεταλλικός δίσκος
(τροχού αυτοκινήτου, ντραμς, ζυγαριάς).
tas = δοχείο, μπολ, τάσι.
τασκεμπάπ, (το) ουσ. άκλ. είδος φαγητού από μικρά κομμάτια
κοκκινιστού κρέατος.
taskebabı = τασκεμπάπ.
ταφλάνι, (το) ουσ. είδος φυτού.
taflan = δάφνη.
ταφτάς, (ο) ουσ. ύφασμα από λεπτό, πυκνοϋφασμένο μετάξι.
tafta = ταφτάς.
ταχίνι, (το) ουσ. πολτός από αλεσμένο σουσάμι.
tahin = ταχίνι.
ταψί, (το) ουσ. είδος μαγειρικού σκεύους για ψήσιμο στο φούρνο.
tepsi = δίσκος. || ταψί.
τεζάκι, τεζάχι, (το) ουσ. πάγκος μαγαζιού.
tezgâh = πάγκος. || εργαστήριο.
τεκές, (ο) ουσ. ισλαμικό μοναστήρι. || καταγώγιο.
tekke = δερβίσικο μοναστήρι. || τεκές.
τελατίνι, (το) ουσ. κατεργασμένο δέρμα μοσχαριού.
telatin = τελατίνι. || ρωσικό δέρμα.
τελεμές, (ο) ουσ. είδος μαλακού άσπρου τυριού.
teleme = τελεμές.
τέλι, (το) ουσ. λεπτό σύρμα. || μεταλλική χορδή μουσικού οργάνου.
tel = σύρμα. || καλώδιο, αγωγός. || νήμα. || τηλεγράφημα.
|| χορδή. || τέλι.
τεμενάς, (ο) ουσ. είδος ανατολίτικου χαιρετισμού.
temenna(h) = είδος χαιρετισμού, υπόκλιση, τεμενάς.
τεμπέλης, επίθ., (ο) ουσ. οκνηρός, φυγόπονος, χασομέρης.
tembel = τεμπέλης, οκνηρός.
τεμπελχανάς, (ο) ουσ. άνθρωπος πολύ τεμπέλης.
tembelhane = τεμπελχανείο.
τεμπεσίρι, (το) ουσ. κιμωλία.
tebeşir = κιμωλία.
τενεκές, (ο) ουσ. λευκοσίδηρος. || δοχείο από λευκοσίδηρο.
32

teneke = λευκοσίδηρος, τενεκές.


τενεκετζής, (ο) ουσ. λευκοσιδηρουργός.
tenekeci = λευκοσιδηρουργός.
τέντζερης, (ο) ουσ. κατσαρόλα.
tencere = κατσαρόλα, χύτρα.
τεπές, (ο) ουσ. (1) κορυφή, ύψωμα.
tepe = λόφος, ύψωμα. || κορυφή.
τεπές, (ο) ουσ. (2) η θολωτή κορυφή καπέλου ή φεσιού. || θόλος.
tepe = λόφος, ύψωμα. || κορυφή.
τερζής, (ο) ουσ. ράφτης ελληνικών εθνικών ενδυμασιών.
terzi = ράφτης.
τερλίκι, (το) ουσ. είδος υποδήματος που μοιάζει με κάλτσα.
terlik = παντόφλα. || τερλίκι.
τερτίπι, (το) ουσ. κόλπο, παραπλανητικό τέχνασμα. || νάζι, τσαχπινιά.
tertip = τάξη. || ταξινόμηση. || σχέδιο. || τέχνασμα.
|| τερτίπι.
τεφαρίκι, (το) ουσ. πράγμα εκλεκτής ποιότητας, σπάνιο, πολύτιμο.
tefarik = σπανιότατος, πολύτιμος.
τεφτέρι, (το) ουσ. τετράδιο λογαριασμών, σημειωματάριο.
defter = τετράδιο. || κατάστιχο. || τεφτέρι.
τζάκι, (το) ουσ. εστία, παραγώνι, παραστιά.
ocak = τζάκι, εστία. || κουζίνα. || παραγώνι, παραστιά.
τζάμι, (το) ουσ. γυαλί. || υαλοπίνακας πόρτας, παραθύρου, βιτρίνας κ.ά.
cam = γυαλί. || παράθυρο. || τζάμι.
τζαμί, (το) ουσ. μουσουλμανικός ναός, τέμενος.
cami = τέμενος. || τζαμί.
τζαμ(ι)λίκι, (το) ουσ. πλαίσιο μέσα στο οποίο τοποθετείται το τζάμι.
|| τζαμαρία.
camlık = τζαμωτό.
τζάμπα, επίρρ., επίθ. δωρεάν. || πολύ φτηνά. || άδικα, μάταια.
caba = δωρεάν. || τζάμπα.
τζαμπάζης, τσαμπάζης, τσαμπάσης, (ο) ουσ. ζωέμπορος.
cambaz = σκοινοβάτης, ακροβάτης. || ζωέμπορος.
|| πανούργος, δόλιος.
τζαμπατζής, (ο) ουσ. αυτός που απολαμβάνει κάτι δωρεάν.
cabacı = ασύδοτος. || τζαμπατζής.
τζαναμπέτης, (ο) ουσ., επίθ. άνθρωπος κακότροπος, ιδιότροπος,
στριφνός, δύστροπος, στριμμένος· στραβόξυλο.
cenabet = ακάθαρτος. || άθλιος. || τζαναμπέτης.
τζάνεμ, επιφ. καλέ μου, αγαπητέ μου, ψυχή μου.
canım = αγάπη μου, ψυχή μου, τζάνεμ.
τζατζίκι, (το) ουσ. είδος ορεκτικού από γιαούρτι, αγγούρι, σκόρδο κ.ά.
cacık = τζατζίκι.
-τζής -τζού, κατάλ. ουσ. κατάληξη ουσιαστικών που δηλώνουν
επάγγελμα ή ιδιότητα.
-cı, -ci, -cu, -cü = δηλώνει πωλητή ή τεχνίτη.
τζερεμές, (ο) ουσ. άδικη ζημιά. || άνθρωπος άχρηστος, τεμπέλης.
cereme = πρόστιμο, ποινή. || τζερεμές.
τζιέρι, (το) ουσ. συκώτι. || (πληθ. τα τζιέρια) σπλάχνα, εντόσθια,
κυρίως σφαγίου.
ciğer = συκώτι. || πνεύμονας. || συκωταριά.
τζίνι, (το) ουσ. φανταστικό πονηρό πνεύμα.
cin = δαιμόνιο, δαίμονας. || ξωτικό. || τζίνι.
τζιτζί, (το) ουσ. για κάποιον ή κάτι πολύ όμορφο.
cici = ωραίος, τζιτζί. || τζουτζούκος.
τζοβαΐρι, (το) ουσ. πολύτιμος λίθος.
cevahir = κόσμημα.
τζουτζές, (ο) ουσ. νάνος. || γελωτοποιός.
cüce = νάνος.
33

τζουτζούκος, (ο) ουσ. προσφώνηση αγαπημένου προσώπου.


çocuk = παιδί, γιός.
τιμάρι, (το) ουσ. η περιποίηση, το καθάρισμα υποζυγίου.
tımar = τιμάριο, φέουδο. || περιποίηση.
τιτίζης, (ο) ουσ., επίθ. λεπτολόγος. || δύστροπος, εκνευριστικός.
titiz = σχολαστικός, λεπτολόγος. || ιδιότροπος.
τόκα, (η) ουσ. είδος πόρπης.
toka = αγκράφα, πόρπη.
τοκμάκι, (το) ουσ. ξύλινο σφυρί. || είδος σιδερένιου κόπανου.
tokmak = κόπανος, γουδοχέρι. || ρόπτρο.
τόπι, (το) ουσ. παιδική μπάλα.
top = μπάλα, τόπι. || σφαίρα.
τοπούζι, (το) ουσ. ρόπαλο που απολήγει σε σφαιρικό άκρο. || πόμολο.
topuz = ρόπαλο. || ρόπτρο.
τορβάς, (ο) ουσ. βλ. ντορβάς.
torba = σακί. || σακούλα. || ζεμπίλι, ντορβάς.
τουζλούκι, (το) ουσ. είδος περικνημίδας.
tozluk = γκέτα. || περικνημίδα.
τουλούμι, (το) ουσ. ασκί.
tulum = ασκί. || τουλούμι. || γκάϊντα.
τουλούμπα, (η) ουσ. (1) αντλία, τρόμπα.
tulumba = αντλία.
τουλούμπα, (η) ουσ. (2) είδος γλυκού.
tulumba tatlısı = τουλούμπα (γλυκό).
τουλ(ου)πάνι, (το) ουσ. λεπτό βαμβακερό ύφασμα. || μαντίλα.
tülbent = τουλουπάνι.
τουμπεκί, (το) ουσ. είδος ψιλοκομμένου καπνού για ναργιλέ.
tömbeki = τουμπεκί.
τουμπελέκι, (το) ουσ. είδος στενόμακρου τυμπάνου με πήλινο ηχείο.
dümbelek = τουμπελέκι. || μικρό τύμπανο.
τουράς, (ο) ουσ. το μονόγραμμα του σουλτάνου. || σφραγίδα.
tuğra, tura = τουράς. || κορώνα. || μονόγραμμα και
σφραγίδα σουλτάνων.
Τούρκος, (ο) ουσ. αυτός που κατάγεται από την Τουρκία.
Türk = Τούρκος.
τουρλού, (το) ουσ. άκλ., επίθ. άκλ. είδος φαγητού. || ανάκατα,
λογής λογής.
türlü = είδος, διάφορα. || λογής λογής. || είδος φαγητού.
|| τουρλού.
τουρσί, (το) ουσ. λαχανικό που διατηρείται σε ξίδι ή άρμη.
turşu = τουρσί.
τουσλούκι, (το) ουσ. είδος περισκελίδας.
dizlik = επιγονατίδα.
τουφέκι, (το) ουσ. φορητό πυροβόλο όπλο με μακριά κάννη.
tüfek = τουφέκι.
τουφεξής, (ο) ουσ. κατασκευαστής ή πωλητής τουφεκιών.
tüfekçi = οπλοπώλης. || τουφεξής.
τράμπα, (η) ουσ. ανταλλαγή, αντάλλαγμα.
trampa = ανταλλαγή. || τράμπα.
τρελοκαμπέρω, (η) ουσ. γυναίκα άμυαλη και απερίσκεπτη.
kamber = που είναι μέσα σε όλα.
τσάγαλο, (το) ουσ. το χλωρό αμύγδαλο.
çağla = τσάγαλο.
τσαγανό, (το) ουσ. η ζωτικότητα, το νεύρο, η δύναμη.
çağanoz = καβουράκι.
τσαγανός, (ο) ουσ. ο κάβουρας. || εξάρτημα της ραπτομηχανής.
çağanoz = καβουράκι.
τσαΐρι, (το) ουσ. το λιβάδι.
çayır = λιβάδι, βοσκοτόπι || νομή.
34

τσακάλι, (το) ουσ. άγριο σαρκοφάγο θυλαστικό.


çakal = τσακάλι.
τσακίρης, (ο) ουσ. γαλανομάτης.
çakır = γαλανομάτης, τσακίρης.
τσακμάκι, (το) ουσ. αναπτήρας.
çakmak = αναπτήρας, τσακμάκι.
τσαλαπετεινός, (ο) ουσ. είδος πτηνού με χαρακτηριστικό λοφίο στο
κεφάλι.
çalı = θάμνος, βάτος.
τσαλί, (το) ουσ. φρύγανο. || είδος θάμνου.
çalı = θάμνος, βάτος.
τσαλίμι, (το) ουσ. επιδέξια κίνηση. || νάζι, κούνημα, τσάκισμα.
çalım = επίδειξη. || νάζι, σκέρτσο. || τσαλίμι.
τσάμι, (το) ουσ. πεύκο.
çam = πεύκο.
τσαμπάζης, τσαμπάσης, (ο) ουσ. βλ. τζαμπάζης.
cambaz = σκοινοβάτης, ακροβάτης. || ζωέμπορος.
|| πανούργος, δόλιος.
τσαμπουκάς, (ο) ουσ. χαρακιά που γίνεται με ξυράφι. || ζοριλίκι,
μαγκιά, νταηλίκι.
çabuk = γοργός, ταχύς. || γρήγορα.
sabıka = προηγούμενες καταδίκες. || μητρώο.
τσανάκα, (η) ουσ. μεγάλο τσανάκι. || γαβάθα.
çanak = γαβάθα, τσανάκα.
τσανάκι, (το) ουσ. πήλινο πιάτο. || άνθρωπος αχρείος.
|| είδος ασθένειας.
çanak = γαβάθα, τσανάκα.
τσάντα, (η) ουσ. σάκος, σάκα ή σακίδιο.
çanta = τσάντα. || σάκος.
τσαντίρι, (το) ουσ. σκηνή, αντίσκηνο, τέντα, πρόχειρη κατοικία.
çadır = αντίσκηνο, σκηνή. || τέντα. || τσαντίρι.
τσαούσης, (ο) ουσ., επίθ. βαθμός υπαξιωματικού του τουρκικού
στρατού.
çavuş = λοχίας.
τσαπαρί, (το) ουσ. είδος πετονιάς με πολλά αγκίστρια.
çapari = τσαπαρί.
τσαπατσούλης, επίθ., (ο) ουσ. άνθρωπος ακατάστατος, άτσαλος.
çapaçul = κακοντημένος. || ακατάστατος.
τσαπράζι(α), (το, τα) ουσ. τα χρυσά ή ασημένια στολίδια και
κοσμήματα της εθνικής αντρικής φορεσιάς, που
φοριούνταν σταυρωτά στο στήθος.
çapraz = διαγώνιος. || σταυρωτός.
τσαρδάκι, (το) ουσ. καλύβα από κλαδιά, παράπηγμα. || φτωχόσπιτο.
çardak = υπόστεγο. || καλύβα από κλαδιά, τσαρδάκι.
τσάρκα, (η) ουσ. βόλτα, περίπατος, σεργιάνι.
çark = τροχός. || στροφή.
τσαρούχι, (το) ουσ. είδος ελαφρού, χαμηλού παπουτσιού με φούντα
στη μύτη.
çarık = τσαρούχι. || φρένο άμαξας.
τσαρσί, (το) ουσ. χώρος όπου βρίσκονται μαγαζιά, αγορά.
çarşı = αγορά, παζάρι.
τσατάλι, (το) ουσ. διχαλωτό ξύλο.
çatal = πηρούνι, περόνη. || διακλάδωση, διχάλα.
τσατίζω, ρ. πειράζω, ενοχλώ, εξοργίζω, εκνευρίζω κάποιον.
çatışmak = συγκρούομαι. || διαπληκτίζομαι.
τσατμάς, (ο) ουσ. είδος λεπτού ξύλινου τοίχου.
çatma = σκελετός κτιρίου.
τσαχπίνης, επίθ., (ο) ουσ. ναζιάρης, ερωτιάρης. || καταφερτζής.
çapkın = τσαχπίνης. || ερωτιάρης.
35

τσεβρές, (ο) ουσ. κεντητό μαντίλι, τσεμπέρι.


çevre = περιβάλλον. || κύκλος. || τσεβρές. || τσεμπέρι.
τσελε(μ)πής, (ο) ουσ. τίτλος που δινόταν στα παιδιά του σουλτάνου
και σε ανώτερο αρχηγό δερβίσικου τάγματος.
çelebi = αρχοντάνθρωπος, κύριος. || ευγενής.
τσελίκι, (το) ουσ. (1) το ατσάλι. || (μτφ.) άνθρωπος υγιής, ρωμαλέος.
çelik = ατσάλι, χάλυβας.
τσελίκι, (το) ουσ. (2) είδος παιδικού παιχνιδιού με βέργες· το ξυλίκι.
çelikçomak = τσιλίκι, ξυλίκι.
τσεμπέρι, (το) ουσ. είδος μαντιλιού για το κεφάλι.
çember = ζωστήρας. || κύκλος. || τσεμπέρι. || στεφάνι.
τσέπη, (η) ουσ. είδος θήκης για μικροαντικείμενα.
cep = τσέπη, θυλάκιο.
τσέτες, (οι) ουσ. Τούρκοι αντάρτες, οργανωμένοι σε συμμορίες.
çete = άτακτος στρατός. || αντάρτες. || συμμορία. || τσέτες.
τσιβί, (το) ουσ. ξύλινο καρφί.
çivi = καρφί.
τσιγγούνης, επίθ. φιλάργυρος, φειδωλός, τσιφούτης.
çingâne, çingene = τσιγγάνος. || αναιδής. || φιλάργυρος.
τσιγκέλι, (το) ουσ. σιδερένιο άγκιστρο.
çengel = γάντζος, τσιγκέλι, αρπάγη, άγκιστρο.
τσικρίκι, (το) ουσ. χειροκίνητο μηχάνημα, είδος διπλής ρόκας.
çıkrık = βαρούλκο. || ανέμη, ροδάνι.
τσίλικος, επίθ. (για νόμισμα) νεόκοπος, γυαλιστερός.
çil = κουκκίδα. || (για κέρμα) νέος, λαμπερός.
çilçil = τσίλικος.
τσιμπούκι,(το) ουσ. είδος πίπας.
çubuk = βέργα, ραβδί. || λοστός. || πίπα. || τσιμπούκι.
τσιμπούσι, (το) ουσ. φαγοπότι, συμπόσιο, διασκέδαση.
cümbüş = τσιμπούσι, φαγοπότι, συμπόσιο.
τσιπλάκης, επίθ., (ο) ουσ. γυμνός. || άπορος, φτωχός, κακομοίρης.
çı plak = γυμνός. || φτωχός.
τσιράκι, (το) ουσ. μαθητευόμενος τεχνίτης. || οπαδός. || υπηρέτης.
çırak = μαθητευόμενος. || τσιράκι.
τσιρίσι , (το) ουσ. κόλλα που χρησιμοποιούν οι υποδηματοποιοί.
çiriş = κόλλα παπουτσιών.
τσίτι, (το) ουσ. είδος φτηνού βαμβακερού υφάσματος.
çit = φράχτης, περίφραγμα. || τσίτι.
τσιφλίκι, (το) ουσ. στην Τουρκοκρατία, μεγάλο αγρόκτημα.
çif(t)lik= φάρμα, αγρόκτημα, κτήμα. || έπαυλη. || τσιφλίκι.
τσιφούτης, (ο) ουσ., πίθ. Εβραίος || φιλάργυρος, τσιγγούνης.
çıfıt = τσιφούτης, τσιγκούνης. || Εβραίος.
τσιφτετέλι, (το) ουσ. είδος ανατολίτικου λαϊκού χορού.
çiftetelli = τσιφτετέλι.
τσίφτης, (ο) ουσ., πίθ. άνθρωπος τέλειος. || άνθρωπος καπάτσος.
çift = ζευγάρι. || ζυγός, άρτιος. || διπλός.
τσογλάνι, (το) ουσ. νεαρός ΄Ελληνας στην υπηρεσία του σουλτάνου.
|| παλιόπαιδο, αλήτης. iç = μέσα, εντός. || εσωτερικό.
oğlan = αγόρι, παιδί.
τσόλι, (το) ουσ. κουρέλι.|| φτηνό ή φθαρμένο ρούχο ή στρωσίδι.
çul = σαμαροσκούτι. || τσόλι. || παλιόρουχο.
τσολιάς, (ο) ουσ. εύζωνος.
çul = σαμαροσκούτι. || τσόλι. || παλιόρουχο.
τσο(μ)πάνης, (ο) ουσ. βοσκός, ποιμένας.
çoban = βοσκός, ποιμένας, τσοπάνης.
τσορβάς, (ο) ουσ. σούπα.
çorba = σούπα.
τσορμπατζής, (ο) ουσ. στην Τουρκοκρατία, χριστιανός πρόκριτος ή
γαιοκτήμονας.
36

çorbacı = μάγειρας. || προύχοντας. || πρόκριτος.


|| αφέντης.
τσότρα, (η) ουσ. ξύλινο δοχείο για κρασί ή νερό· φλασκί.
çotra = φλασκί, τσότρα.
τσουβάλι, (το) ουσ. είδος μεγάλου σάκου.
çuval = σακί, σάκος, τσουβάλι.
τσουένι, (το) ουσ. φυτική ουσία που έχει ιδιότητες σαπουνιού.
çöven = σαπουνόριζα. || τσουένι.
τσουλούφι, (το) ουσ. τούφα μαλλιών.
zülüf = μπουκλίτσα. || τσουλούφι.
τσουμπές, (ο) ουσ. μακρύ πανωφόρι. || ράσο.
cüppe = μανδύας. || τήβεννος. || ράσο. || τσουμπές.
τσουράπι, (το) ουσ. κοντή μάλλινη κάλτσα, χειροποίητη, που φορούν
οι χωρικοί.
çorap = κάλτσα.
τσουρέκι, (το) ουσ. είδος αφράτου, γλυκού ψωμιού.
çörek = τσουρέκι.
τσουτσέκι, (το) ουσ. ο μικροκαμωμένος. || ο ανήλικος. || ο θρασύς.
çiçek = λουλούδι.
cüce = νάνος.
τσόχα, (η) ουσ. είδος μονόχρωμου μάλλινου υφάσματος.
çuha = τσόχα.
.
φάκα, (η) ουσ. ποντικοπαγίδα.
fak = φάκα.
φαράσι, (το) ουσ. είδος μικρού φτυαριού για το μάζεμα των
σκουπιδιών.
faraş = φαράσι, φτυαράκι.
φαρσί, επίρρ. άπταιστα, χωρίς λάθη.
Farisî = η περσική γλώσσα.
φαρφάρας, φαρφαράς, (ο) ουσ., επίθ. φλύαρος. || καυχησιάρης.
farfara = φανφαρονισμός. || φασαρία. || φλύαρος.
|| ελαφρόμυαλος.
φαρφουρί, (το) ουσ. λεπτή, κατεργασμένη πορσελάνη. || σκεύος από
λεπτή πορσελάνη.
fağfur = κινεζική πορσελάνη.|| φαρφουρί.
φελάχος, (ο) ουσ. ιθαγενής αγρότης, χωρικός της Αιγύπτου.
fellah = φελάχος.
φερετζές, (ο) ουσ. υφασμάτινη καλύπτρα προσώπου των
μουσουλμάνων γυναικών.
ferace = πανωφόρι, μαντό. || φερετζές.
φέσι, (το) ουσ. είδος καπέλου που φορούν οι Ανατολίτες.
fes = φέσι.
φετφάς, (ο) ουσ. γνωμοδότηση μουφτή ή ιμάμη σχετική με το ιερό
μουσουλμανικό δίκαιο.
fetva = ιερονομική ρήτρα. || γνωμοδότηση μουφτή,
φετφάς.
φίλντισι, (το) ουσ. ελεφαντόδοντο. || σεντέφι.
fildişi = ελεφαντόδοντο. || χαυλιόδοντας. || φίλντισι.
φιντάνι, (το) ουσ. νεαρό φυτό. || τρυφερός βλαστός. || φυτώριο.
fidan = δενδρύλλιο. || βλαστός. || φιντάνι.
φιρίκι, (το) ουσ. ποικιλία μήλου μικρότερου από τα συνηθισμένα.
ferik = φιρίκι.
φιρί-φιρί, επίρρ. επίμονα, σκόπιμα, σώνει και καλά.
fırıl fırıl = ολόγυρα, γύρω, γύρω.
φιρμάνι, (το) ουσ. σουλτανικό διάταγμα.
ferman = φιρμάνι, διάταγμα.
φισέκι, (το) ουσ. το φυσίγγιο. || δυναμίτης σε σχήμα φυσιγγιού.
fişek = φυσίγγι, φισέκι.
37

φισεκλίκι, (το) ουσ. φυσιγγιοθήκη.


fişeklik = φυσιγγιοθήκη, φισεκλίκι.
φιστικής, επίθ. που έχει την πράσινη απόχρωση του φιστικιού.
fıstıki = φιστικής. || φιστικί.
φιστίκι, (το) ουσ. ο καρπός της φιστικιάς.
fıstık = φιστίκι.
φλιτζάνι, (το) ουσ. κούπα με λαβή, κύπελλο.
filcan = φλιτζάνι.
fincan = φλιτζάνι, κούπα.
φουκαράς, (ο) ουσ., επίθ. φτωχός. || δυστυχής, κακομοίρης, ταλαίπωρος.
fıkara, fukara = φτωχός. || φουκαράς. || δερβίσης.
φούλι, (το) ουσ. είδος γιασεμιού. || είδος οσπρίου.
fulya = νάρκισσος.
φουντούκι, (το) ουσ. ο καρπός της φουντουκιάς· λεπτοκάρυο.
fındık = φουντούκι.
φραντζόλα, (ή) ουσ. ψωμί με στενόμακρο, κυλινδρικό σχήμα.
francala = φραντζόλα.
χαβαλές, (ο) ουσ. ενοχλητικό βάρος. || φορτίο. || επικάλυμμα.
|| ευχάριστη συζήτηση. || φασαρία.
havale = παραπομπή. || επιφόρτηση. || εντολή, ανάθεση.
|| φασαρία.
χαβάνι, (το) ουσ. είδος γουδιού από ορείχαλκο.
havan = γουδί.
χαβάς, (ο) ουσ. μελωδία. || (μτφ.) επιμονή στην ίδια άποψη.
hava = αέρας, || ατμόσφαιρα. || καιρός. || μουσικός σκοπός.
|| χαβάς.
χαβιάρι, (το) ουσ. διατηρημένα αβγά ψαριών· αβγοτάραχο.
havyar = χαβιάρι, αβγοτάραχο.
χαβούζα, (η) ουσ. χτιστή δεξαμενή νερού ή λαδιού. || δεξαμενή
αποβλήτων και λυμάτων.
havuz = δεξαμενή. || πισίνα.|| νεώριο.
χαγιάτι, (το) ουσ. εσωτερικός υπόστεγος διάδρομος. || εξώστης.
hayat = ζωή. || εξώστης, αίθριο, χαγιάτι.
χαζεύω, ρ. γίνομαι χαζός. || ξοδεύω άσκοπα το χρόνο μου.
haz = απόλαυση, ευχαρίστηση, χάζι.
χάζι, (το) ουσ. διασκέδαση, ευχαρίστηση, τέρψη.
haz = απόλαυση, ευχαρίστηση, χάζι.
χαζ(ι)νές, (ο) ουσ. ταμείο, θησαυροφυλάκιο.
haz(i)ne = θησαυροφυλάκιο. || θησαυρός.
|| δημόσιο ταμείο.
χαζίρι, επίθ. άκλ.έτοιμος.
hazır = έτοιμος. || παρών.
χαζός, επίθ. (για άνθρωπο) βλάκας. || (για πράγμα) βλακώδης.
haz = απόλαυση, ευχαρίστηση, χάζι.
χαϊβάνι, (το) ουσ. ζώο. || άνθρωπος πολύ χαζός. || το μωρό παιδί.
hayvan = ζώο. || ζωντανό, ζωντόβολο. || κτήνος.
|| βλάκας, χαϊβάνι.
χαϊμαλί, χαμαϊλί, (το) ουσ. φυλαχτό που κρέμεται από το λαιμό.
hamail, hamaylı = φυλαχτό, χαϊμαλί.
χαΐρι, (το) ουσ. προκοπή, πρόοδος, ευδοκίμηση, ευεργεσία.
hayır = αγαθοεργία, ευεργεσία. || καλό. || προκοπή. || χαΐρι.
χαλάλι, επίρρ., επίθ. άκλ., (το) ουσ. ας είναι, δεν πειράζει.
helal, helâl = δικαιωματικός, επιτρεπτός. || άξιος.
|| χαλάλι.
χαλβάς, (ο) ουσ. είδος ανατολίτικου γλυκού.
helva = χαλβάς.
χαλβατζής, (ο) ουσ. παρασκευαστής χαλβά.
helvacı = χαλβαδοποιός, χαλβατζής.
χάλι,(το) ουσ. κακή, άθλια, ελεεινή κατάσταση.
38

hal = κατάσταση. || εμφάνιση. || περίπτωση.


|| κατάντημα, χάλι.
χαλί, (το) ουσ. τάπητας.
halı = χαλί, τάπητας.
χαλκάς, (ο) ουσ. μεταλλικός κρίκος. || το ρόπτρο της πόρτας (όταν έχει
σχήμα κρίκου). || (μτφ.) δεσμά.
halka = κρίκος. || χαλκάς. || δαχτυλίδι. || βέρα.
χαμαϊλί, (το) ουσ. βλ. χαϊμαλί.
hamail, hamaylı = φυλαχτό, χαϊμαλί.
χαμάλης, (ο) ουσ. αχθοφόρος, βαστάζος.
hamal = αχθοφόρος, βαστάζος, χαμάλης.
χαμαλίκι, (το) ουσ. η δουλειά του χαμάλη. || (μτφ.) αγγαρεία.
hamallık = χαμαλίκι, χαμαλοδουλειά.
χαμάμ(ι), (το) ουσ. είδος λουτρού και ό χώρος όπου γίνεται· τουρκικό
λουτρό.
hamam = λουτρό, χαμάμ.
χαμπάρι, (το) ουσ. νέο, είδηση, πληροφορία.
haber = είδηση, νέο, πληροφορία, χαμπάρι. ||
ανταπόκριση, ρεπορτάζ.
χάνι, (το) ουσ. πανδοχείο όπου στάθμευαν παλαιότερα οι ταξιδιώτες και
τα υποζύγιά τους.
han = πανδοχείο, χάνι. || ηγεμόνας, χάνος.
χαν(ι)τζής, (ο) ουσ. ο ιδιοκτήτης χανιού· ο πανδοχέας, ο ξενοδόχος.
hancı = ξενοδόχος. || χαν(ι)τζής.
χαν, χάνος, (ο) ουσ. τίτλος που ακολουθούσε το όνομα ηγεμόνων των
Μογγόλων, Τατάρων, Τούρκων κ.ά.
han = πανδοχείο, χάνι. || ηγεμόνας, χάνος.
χανούμισσα, (η) ουσ. μουσουλμάνα γυναίκα, κυρία. || Τουρκάλα,
οθωμανή.
hanım = κυρία, γυναίκα.
χαντζάρι, (το) ουσ. μακρύ καμπυλωτό μαχαίρι που χρησιμοποιούσαν
ως όπλο.
hançer = χαντζάρι, στιλέτο, εγχειρίδιο.
χαντούμης, (ο) ουσ. ευνούχος, ανίκανος.
hadım = ευνούχος, χαντούμης.
χάπι, (το) ουσ. φάρμακο σε μορφή δισκίου ή κάψουλας που
λαμβάνεται από το στόμα· καταπότι.
hap = δισκίο, χάπι, καταπότι.
χαράμι, επίρρ. άδικα, ανώφελα, μάταια, τζάμπα
haram = απαγορευμένος (από τη θρησκεία).
χαράτσι, (το) ουσ. στην Τουρκοκρατία, ο κεφαλικός φόρος που
πλήρωναν οι μη μουσουλμάνοι υπήκοοι της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με σκοπό την απαλλαγή
τους από την υποχρέωση της στρατιωτικής θητείας. ||
(μτφ.) βαριά και άδικη φορολογία αναγκαστική εισφορά,
πρόστιμο.
haraç = χαράτσι, κεφαλικός φόρος. || άδικη φορολογία.
χαρέμι, (το) ουσ. για τους μουσουλμάνους, το μέρος γης οικίας όπου
μένουν οι γνυναίκες· ο γυναικωνίτης. || το σύνολο των
γυναικών πολύγαμου μουσουλμάνου. harem = χαρέμι, γυναικωνίτης.
χαρέμι
Σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη, η λέξη
χαρέμι προέρχεται από την τουρκ. λ. haram < αραβ. harim « απαγορευμένος,
ιερός »" (βλ. χαράμι). Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας , λ.
χαρέμι.

χαρμάνης, (ο) ουσ. αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση στέρησης,


κυρίως από ναρκωτικά. || μανιώδης καπνιστής που του
λείπει το τσιγάρο (επειδή δεν έχει καπνίσει).
39

harman = αλώνισμα. || μείγμα, χαρμάνι.


χαρμάνι, (το) ουσ. μείγμα από διάφορα είδη και ποιότητες καπνού για
τσιγάρα, πούρα κ. ά. || μείγμα από τσιμέντο, άμμο, νερό και
άλλα οικοδομικά υλικά. || (κατ' επέκταση) κάθε είδους
μείγμα υλικών, συνήθως για βιομηχανική κατεργασία.
harman = αλώνισμα. || μείγμα, χαρμάνι.
χαρούπι, (το) ουσ. ο καρπός της χαρουπιάς· ξυλοκέρατο.
har(r)up, harnup = ξυλοκέρατο, χαρούπι.
χαρουπιά, (η) ουσ. είδος αειθαλούς καρποφόρου δέντρου της
Μεσογείου· ξυλοκερατιά.
har(r)up, harnup = ξυλοκέρατο, χαρούπι.
χαρτζιλίκι, (το) ουσ. μικρό χρηματικό ποσό που παίρνει συνήθως
κάποιος νεότερος από κάποιον μεγαλύτερό του για να
καλύψει ατομικά μικροέξοδα.
harcılık, harçlık = χαρτζιλίκι.
χασάπης, (ο) ουσ. κρεοπώλης.
kasap = χασάπης, κρεοπώλης. Κυκλικός χορός ο οποίος είναι
γνωστός στην Ελλάδα και τις χώρες της Ανατολής και κατάγεται πιθανώς από
τον βυζαντινό "μακελλαρικόν"· τον χόρευαν σε ορισμένη γιορτή της συντεχνίας
των κρεοπωλών· έχει γρήγορο ρυθμό και χορεύεται σε χρόνο δύο τετάρτων από
άντρες και γυναίκες που κρατιούνται από τους ώμους· εκτελείται με τρία πλάγια
βήματα και δύο σταυρωτά· τον περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια η κυρία Σενιέ,
μητέρα του Γάλλου ποιητή Ανδρέα Σενιέ, η οποία αγνοώντας την ύπαρξη του
βυζαντινού μακελλαρικού, τον θεώρησε αρχαίο χορό, ο οποίος συμβολίζει την
εκστρατεία του Αλέξανδρου εναντίον του Δαρείου. ΠΥΡΣΟΣ Α.Ε., τόμος ΚΔ΄, λ.
χασάπικος χορός.

χασάπικος, (ο) ουσ. είδος κυκλικού χορού.


kasap = χασάπης, κρεοπώλης.
χάσικος, επίθ. καθαρός, εκλεκτός· χάσικο ψωμί (άσπρο ψωμί).
has = αγνός, καθαρός. || λευκός. || χάσικος.
χασίς, (το) ουσ. άκλ. το φυτό ινδική κάνναβη. || είδος ναρκωτικού που
παράγεται από το φυτό αυτό. haşış = χασίς. || ινδική κάνναβη. Η
λέξη. χασίς σημαίνει χόρτο και προέρχεται από την πολύ παλιά ονομασία της
ινδικής κάνναβης "Hachich el fokkara" (= χόρτο των φακίρηδων). ΠΥΡΣΟΣ Α.Ε.,
τόμος ΚΔ΄, λ. χασίς.

χατζής, (ο) ουσ. τιμητικός τίτλος για τον προσκυνητή των Αγίων Τόπων: το
χριστιανό προσκυνητή της Ιερουσαλήμ και το μουσουλμάνο προσκυνητή της
Μέκκας και της Μεδίνας. hacı = προσκυνητής. || χατζής. "...τιμητικός τίτλος
που παίρνει ένας ορθόδοξος χριστιανός, όταν επισκεφτεί ως προσκυνητής τους
΄Αγιους Τόπους και που παλαιότερα έμπαινε μπροστά στο επώνυμό του ως πρώτο
συνθετικό, π.χ. Χατζηγιάννης...". Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, λ. χατζής.
χατίρι, (το) ουσ. χάρη, εξυπηρέτηση, εύνοια.
hatır = θύμηση, μνήμη. || χάρη, χατίρι.
χαφιεδισμός, (ο) ουσ. η ενέργεια ή η συμπεριφορά που
χαρακτηρίζει το χαφιέ. || η δουλειά του χαφιέ.
hafiye = κατάσκοπος. || χαφιές, σπιούνος.
χαφιές, (ο) ουσ. μυστικός αστυνομικός ή κατάσκοπος της
αστυνομίας (ή άλλης εξουσίας) που έχει αναλάβει να
παρακολουθεί τις κινήσεις πολιτών. || καταδότης,
σπιούνος.
hafiye = κατάσκοπος. || χαφιές, σπιούνος.
χαχάμης, (ο) ουσ. ο θρησκευτικός αρχηγός, ο ραβίνος των
Ισπανοεβραίων.
40

haham = ραβίνος. || χαχάμης.


χάψη, (η) ουσ. φυλακή.
hapis = φυλακή, χάψη. || φυλάκιση.
χαψί, (το) ουσ. είδος ψαριού.
hamsi = γαύρος, χαμψί, χαψί.
χοσάφι, (το) ουσ. είδος κομπόστας.
hoşaf = κομπόστα.
χότζας, (ο) ουσ. μουσουλμάνος ιεροδιδάσκαλος. || (με κεφαλαία,
Χότζας) ήρωας λαϊκών ιστοριών.
hoca = καθηγητής, δάσκαλος. || ιερέας, χότζας.
χουβαρνταλίκι, (το) ουσ. ιδιότητα και πράξη του χουβαρντά.
hovardalık = δονζουανισμός. || σπατάλη.
χουβαρντάς, (ο) ουσ. άνθρωπος γενναιόδωρος και γαλαντόμος, που
ξοδεύει απλόχερα για τους άλλους.
hovarda = γυναικάς. || σπάταλος. || χουβαρντάς,
γαλαντόμος.
χουζουρεύω, ρ. ξεκουράζομαι, τεμπελιάζω (συνήθως ξαπλωμένος
στο κρεβάτι).
huzur = γαλήνη, ησυχία, άνεση, χουζούρι.
χουζούρι, (το) ουσ. κατάσταση και αποτέλεσμα του χουζουρεύω.
huzur = γαλήνη, ησυχία, άνεση, χουζούρι.
χουζουρλής, (ο) ουσ. άνθρωπος που του αρέσει το χουζούρι.
huzurlu = άνετος. || γαλήνιος.
χούι, (το) ουσ. ιδιότητα, συνήθεια (ιδίως η κακή)· ιδιοτροπία. huy = συνήθεια,
φύση, χούι. || ταραχή. Παροιμία: πρώτα βγαίνει η ψυχή και ύστερα το χούι (δεν
μπορεί κανείς να αποβάλλει τις συνήθειές του εύκολα).

χουνέρι, (το) ουσ. απρόοπτο, απροσδόκητο πάθημα, εξαπάτηση, κάζο.


hüner = δεξιότητα, δεξιοτεχνία, τέχνη.
χουρμάς, (ο) ουσ. ο καρπός της χουρμαδιάς.
hurma = χουρμάς.
χουσμέτι, (το) ουσ. εξυπηρέτηση.
hizmet = εξυπηρέτηση. || υπηρεσία, θητεία. || εκδούλευση.

χράμι, (το) ουσ. χοντρό μάλλινο υφαντό ύφασμα που χρησιμοποιείται ως


στρωσίδι ή κλινοσκέπασμα. ihram = χράμι. Η τουρκική λέξη ihram σημαίνει
"λευκός μανδύας, τον οποίο φορούν οι Μουσουλμάνοι προσκυνητές στη Μέκκα". Γ.
Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, λ. χράμι.

Γ΄. Μέρος Τουρκικές λέξεις


akşam-απόγευμα βράδυ
alıştırma-άσκηση
anahtar-κλειδί
ara-διάλειμμα
asabi-νευρικός
asansör-ασανσέρ
aşık-ερωτευμένος
ayakkabı pabuç-παπούτσι
ayna-καθρέφτης
ay-μήνας
bahçe-κήπος
banyo-μπάνιο
belediye binası-δημαρχείο
bina-κτήριο
41

bluz-μπλούζα
bodrum katı-υπόγειο
buzdolabı-ψυγείο
çamaşır-πλυντήριο
cami-τζαμί
cam-τζάμι
çatı-στέγη
çekmece-συρτάρι
çizme-μπότα
çorap-κάλτσα
dakika-λεπτό
defter-τετράδιο
deri ceket-δερμάτινο μπουφάν
ders-μάθημα
dolap-ντουλάπι
don külot-βρακί
düğme-κουμπί
dükkân mağaza-κατάστημα
düşünceli-σκεπτικός
duvar-τοίχος
eczane-φαρμακείο
elbise-φόρεμα
eldiven-γάντι
etek-φούστα
ev-σπίτι
fabrika-εργοστάσιο
fanila-φανέλα
fırın-φούρνος
geçer not-προβιβάσιμος βαθμός
gece-νύχτα
gerdanlık kolye-κολιέ
giriş kat-ισόγειο
giyim-ένδυμα
gömlek-πουκάμισο
gözlük-γυαλιά
gün-ημέρα
hafta içi-εργάσιμες ημέρες εβδομάδας (Δευτέρα - Παρασκευή)
hafta sonu-Σαββατοκύριακο
hafta-εβδομάδα
halı-χαλί
halka-βραχιόλι
hamsi-γαύρος
hastane-νοσοκομείο
heyecanlı coşkun-ενθουσιασμένος
iğneli-σαρκαστικός καυστικός
ihtiyatlı-επιφυλακτικός
ilk okul-δημοτικό σχολείο
iskemle sandalye-καρέκλα
kafeterya-καφετέρια
kalem-στυλό
kanepe-καναπές
kapı-πόρτα
karakol-αστυνομικό τμήμα
kat-όροφος
kaygılı tedirgin-αγχωμένος
kazak pulover-πουλόβερ
kilise-εκκλησία
kırık not-μη προβιβάσιμος βαθμός
kitap evi-βιβλιοθήκη
42

kitap-βιβλίο
kızgın-θυμωμένος
kol saati-ρολόι
koltuk-πολυθρόνα
korkak-φοβισμένος
kostüm-κοστούμι
kravat-γραβάτα
küpe-σκουλαρίκι
kürsü-θρανίο
küşkün-κακιωμένος
kütüphane-βιβλιοθήκη
kumaş-ύφασμα
kurşun kalem-μολύβι
lamba-λάμπα
lise-λύκειο
lokanta-εστιατόριο
mahkeme-δικαστήριο
manto-παλτό
masa-τραπέζι
mayo-μαγιό
merdiven-σκάλα
mevsim-εποχή (Άνοιξη κλπ.)
Millet Meclisi-Κοινοβούλιο
müdür yardımcısı-υποδιευθυντής
müdür-διευθυντής
musluk-βρύση
mutfak-κουζίνα
mutlu-ευτυχισμένος
mutsuz-δυστυχισμένος
neşeli-ευδιάθετος
not-βαθμός
öğle-μεσημέρι
öğrenci-μαθητής φοιτητής
öğretmen-δάσκαλος
okul belgesi-απολυτήριο σχολείου
okul-σχολείο
okul-σχολείο
ön yargılı-προκατειλημμένος
palto ceket-παλτό μπουφάν
pantolon-παντελόνι
pastane-ζαχαροπλαστείο
Pazar yeri-αγορά παζάρι
pencere-παράθυρο
perde-κουρτίνα
perişan-εξαθλιωμένος
pişman-μετανιωμένος
postahane-ταχυδρομείο
profesör-καθηγητής
radyatör-καλοριφέρ
raf-ράφι
saat-ώρα
sabah-πρωί
saha stadyum-γήπεδο στάδιο
salon-χωλ
sandalye-καρέκλα
saniye-δευτερόλεπτο
şapka-καπέλο
şaşkın-έκπληκτος
sekreter-γραμματέας
43

şemsiye-ομπρέλα
sevinçli-χαρούμενος
silgi-γόμα
sınav-εξετάσεις
sınıf arkadaşı-συμμαθητής
sınıf-τάξη
sinir-ανήσυχος
şirket-εταιρία
soğukkanlı-ψύχραιμος
solgun-χλωμός
sömestr dönem-εξάμηνο
şömine ocak-τζάκι
sonuçlar-αποτελέσματα
spor salonu-κλειστό γήπεδο
sutyen-στηθόδεσμος
taban-πάτωμα
tahta-πίνακας
taraça-ταράτσα
tavan-ταβάνι
telaşlı-πανικόβλητος
televizyon-τηλεόραση
tişört-μπλουζάκι μακό
trimestre üç aylık dönem-τρίμηνο
tuvalet-τουαλέτα
üniversite-πανεπιστήμιο
üzgün-θλιμμένος
umutsuz-απελπισμένος
uzun çorap-καλτσόν
veranda-βεράντα
yatak odası-υπνοδωμάτιο
yatak-κρεβάτι
yıl-έτος
yüzük-δαχτυλίδι
yüzyıl asır-αιώνας
yuva-νηπιαγωγείο
zaman-χρόνος

You might also like