Professional Documents
Culture Documents
Ετυμολογία
πέρνημι
ταξιδεύω σε μακρινές χώρες, για να πουλήσω
πωλώ
Συγγενικές λέξεις
πόρνη
Εναλλακτικές μορφές
πιπράσκω
Ετυμολογία
πιπράσκω
άλλη μορφή του πέρνημι
Εναλλακτικές μορφές
ιωνικός τύπος: πιπρήσκω
πρίαμαι
Α
(αποθ. ρ. εύχρ. μόνον ως αόρ. α' ἐπριάμην τού ρ. ὠνοῡμαι, -έομαι)
1. αγοράζω κάτι σε μια ορισμένη τιμή («καὶ πρίασθαι... τὴν καπίθην ἀλεύρων ἢ ἀλφίτων
τεττάρων σίγλων», Ξεν.)
2. πληρώνω τα τέλη, τους φόρους πόλεως
3. (σχετικά με δούλο) μισθώνω την εργασία κάποιου, παίρνω κάποιον ως μισθωτό («καὶ
τοξότας τριακοσιους Σκύθας ἐπριάμεθα», Ανδ.)
4. μτφ. εξαγοράζω, δωροδοκώ
5. (η μτχ. πληθ.) αρσ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ πριάμενοι
οι εργολάβοι που αναλάμβαναν τη διοίκηση τού θεάτρου
β. φρ. α) «οὐκ ἂν πριαίμην οὐδενὸς λόγου τι» — δεν θα έδινα ούτε μια πεντάρα
β) «ἐπριάμην τίμιόν τι» — αγόρασα κάτι σε μεγάλη τιμή, ακριβά
γ) «πριαίμην ἂν τὸ ποιῆσαι» — θα πλήρωνα για να μπορέσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχαϊκού τύπου αόρ. ἐπριάμην, ο οποίος χρησίμευσε ως αόρ. τού ρ.
ὠνοῦμαι «αγοράζω» αντί τού τ. ὠνησάμην, ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *kwrei- «αγοράζω» και
συνδέεται με αρχ. ιρλδ. ni-cria, καθώς και με κάποιους τ. ενεστ. με έρρινο ένθημα, πρβλ.
αρχ. ιρλδ. crenaid, αρχ. ινδ. krīnāti. Στην Ελληνική απαντά μόνο ο αόρ. ἐπριάμην και ένα
ρημ. επίθ. ἀπρίατος*, ενώ ο αναμενόμενος με έρρινο ένθημα ενεστ. τ. (*πρί-νη-μι) δεν
σχηματίστηκε, πιθ. λόγω τής ύπαρξης τού φωνολογικά συγγενούς τ. πέρνημι, ο οποίος
είχε την αντίθετη σημ. «πουλώ». Το ρ., τέλος, απαντά και στη Μυκηναϊκή στον τ.
qirijato με σημ. «αγορά (σκλάβων)»].
ὦνος
price paid
Αρχική - Ριζική: ὠνοῦμαι < αρχ. "αγοράζω" < Fωνε από το ὦνος
_απλά ομόρριζα
ώνια πληθ. ουδ. του αρχ. επιθ. ὤνιος < ὠνοῦμαι "αγοράζω"
ὦνος <ὠν-
ὠνή <ὠνοῦμαι
ὠνικός <ὠνή
ὤνιος <ὠνή
ὤνησις <ὠνοῦμαι
ὤνημα <ὠνοῦμαι
ὠνητής <ὠνοῦμαι
ὠνήτωρ <ὠνοῦμαι
ὠνητός <ὠνοῦμαι
ἀντωνοῦμαι
ἐξωνοῦμαι
προσωνοῦμαι
συνωνοῦμαι
ἱππώνης <ἵππος + ὠνοῦμαι
ἱππωνῶ
ἰσωνία <ἴσος + ὠνή
εὔωνος <εὖ + ὠνοῦμαι
εὐωνῶ
εὐώνητος
ἐπευωνίζω <ἐπί + εὔωνος "φτηνός"<εὖ + Fῶνος
ὀψώνης "αγοραστής τροφίμων" <ὄψον + ὠνοῦμαι
ὀψωνῶ <ὀψώνης
ὀψώνιον <ὀψώνης
ὀψωνία
ὀψωνητής
ὀψωνητικός
ἀργυρώνητος <ἄργυρος + ὠνοῦμαι "αγοράζω"<
τελώνης "εισπράκτορας φόρου" <τέλος + ὠνοῦμαι
τελώνιον <υποκορ. του τελώνης
θαμών <θαμώνης<θαμά "συχνά" + -ώνης<ὠνοῦμαι
λέξη: φείδομαι, Ετυμολογία: [<αρχ. φείδομαι Αρχική - Ριζική: φείδομαι < αρχ. < ΙΕ bheid- | bhei-
"σχίζω, αποχωρίζω"
χρησιμοποιώ κάτι μετρημένα και συνετά (δεν εφείσθη θυσιών για να σπουδάσει τα παιδιά του)
υπολογίζω
00Ρ. μετ. ¨΄__ υπολογίζω: υπολογίζω και τη δεκάρα για να τα βγάλουμε πέρα
λογαριάζω
είμαι φειδωλός
φείδομαι
φειδωλεύομαι
[χρησιμοποιώ μέσα]
συναποφασίζω
έχω την τελευταία λέξη / τον τελευταίο λόγο (φράση / έκφραση ν.ε.)
λέω την τελευταία λέξη / τον τελευταίο λόγο (φράση / έκφραση ν.ε.)
καταλήγω
μου τη δίνει / τη βαράει (φράση / έκφραση ν.ε.): μου την έδωσε κι έφυγα
[παίρνω σοβαρή απόφαση να γίνει κάτι, επειδή η κατάσταση είναι κρίσιμη και δεν χωράει
αναβολές]
προαποφασίζω
>βλ.και προαποφαίνομαι
>βλ/και αποφαίνομαι
<Αντιθδεν διστάζω
δεν ορρωδώ (φράση / έκφραση ν.ε.): δεν ορρωδεί προ ουδενός
δεν αργώ να... (φράση / έκφραση ν.ε.): δεν αργώ να σου τις βρέξω, αν δεν κάτσεις καλά