You are on page 1of 10

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πέρνημι < περάω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *per- (διαπερνώ, διασχίζω)

πέρνημι
ταξιδεύω σε μακρινές χώρες, για να πουλήσω
πωλώ
Συγγενικές λέξεις
πόρνη
Εναλλακτικές μορφές
πιπράσκω

Αρχαία ελληνικά (grc)


Αρχικοί χρόνοι Ενεργητική φωνή Μέση-Παθητική φωνή
Ενεστώτας πιπράσκω πιπράσκομαι
Παρατατικός ἐπίπρασκον ἐπιπρασκόμην
Μέλλοντας πραθήσομαι
Αόριστος ἔπρησα ἐπράθην
Παρακείμενος πέπρακα πέπραμαι
Υπερσυντέλικος ἐπεπράκειν ἐπεπράμην
Συντελεσμένος Μέλλοντας πεπρακώς ἔσομαι πεπράσομαι

Ετυμολογία

πιπράσκω < περάω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *per- (διαπερνώ, διασχίζω)

πιπράσκω
άλλη μορφή του πέρνημι
Εναλλακτικές μορφές
ιωνικός τύπος: πιπρήσκω

Λέξη: ἀνατέταλκεν (Λεξικό Ομορρίζων)


Δείτε και: Κλίση Αρχαίας
Αρχική - Ριζική: τάλας < αρχ. < τελᾶ- "σηκώνω, υπομένω" Ετυμολογία: [<αρχ. ἀνα-
τέλλω]
ομόρριζα της αρχαίας
τέλλω < *τέλ-, πιθ. συγγενές προς το τέλος
τελαμών < τελᾶ-
τάλαντον "ζυγαριά" < ταλα-
ταλαντουμαι < τάλαντον
ταλαντῶ < τάλαντον
ταλάντωσις < ταλαντῶ
ταλαντεύω < τάλαντον
τλῶ < ταλα-, τλα-
τλήμων < τλῶ
τλητός < τλῶ
τλημοσύνη < τλήμων
τόλμη < ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. τελᾶ- του τάλας
τολμῶ < τόλμη
τόλμημα < τολμῶ
τόλμησις < τολμῶ
τολμητής < τολμῶ
τολμητός < τολμῶ
τολμηρός < τόλμη
τολμηρία < τολμηρός
Ἄτλας < α- αθροιστ. + τλᾶ- | τλη-, από όπου και απαρ. τλῆ-ναι "τολμώ"
Ἀτλαντικός < Ἄτλας
ἄτλητος
ἀτάλαντος < α- αθροιστ. + τάλαντον
ἀνατέλλω < ἀνά + τέλλω, αρχική σημ. "σηκώνομαι" < τελα- "σηκώνω
ἀνατολή < ἀνατέλλω
ἐξανατέλλω
προανατέλλω
συνανατέλλω
ἐντέλλω / ἐντέλλομαι < ἐν + τέλλω "εκτελώ" < τελᾶ-
ἐντολή < ἐντέλλομαι
ἐντολεύς
προσεντέλλομαι
ἐπιτέλλω
ἐπιτολή
ἄτολμος < α- στερητ. + τόλμη
ἀτολμία < ἄτολμος
εὔτολμος < εὖ + τόλμη
εὐτολμία < εὔτολμος
ἀποτολμῶ < ἀπό + τολμῶ
ἀντιτολμῶ
προτολμῶμαι
ταλαντοῦχος < τάλαντον + ἔχω
ταλαίπωρος < τάλας + πωρός "άθλιος"
ταλαιπωρῶ < ταλαίπωρος
ταλαιπωρία < ταλαίπωρος
διαταλαιπωρῶ
συνδιαταλαιπωρῶ
ἐπιταλαιπωρῶ
προσταλαιπωρῶ
πολύτλας < πολύ- + τλας ( < τλῆναι, απαρ. αορ. ἔτλαν του τλῶ
πολυτλήμων < πολυ- + τλήμων
ταλασία < τάλαντον >*ταλαντία > *ταλανσία > ταλασία
ταλασιουργός < ταλασία "επεξεργασία ερίου" + ἔργον
ταλασιουργῶ < ταλασιουργός
ταλασιουργία < ταλασιουργός
απλά ομόρριζα
ταλανίζω < μτγν. < ταλα-
ταλανισμένος ταλανισμός <μτγν. ταλανισμός < ταλανίζω
τάλαντο < αρχ. τάλαντον < ταλα- ταλαντεύω < αρχ. < τάλαντον
ταλάντευση <μσν. ταλάντευσις < ταλαντεύω
ταλέντο < ιταλ. talento < λατ. talentum < αρχ. τάλαντον ταλεντάκι ταλεντάρα
ταλαντώνομαι ταλάντωση <αρχ. ταλάντωσις < ταλαντῶ
ταλαντωτής <αρχ. ρ. ταλαντῶ
τόλμη < αρχ. ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. τελᾶ- του τάλας
τολμώ < αρχ. τολμῶ < τόλμη
τολμηρός <αρχ. τολμηρός
τολμηρότητα <τολμηρός
τόλμημα <αρχ. τόλμημα < τολμῶ
τολμητίας <μτγν. τολμητίας < τολμῶ
τελαμώνας < αρχ. τελαμών < τελᾶ-
τελαμώνα
Σύνθετα με προθέσεις, αχώριστα μόρια κ.λ.π.
αταλάντευτος <μτγν. ἀταλάντευτος < α- στερητ. + ταλαντεύομαι
ατάλαντος <αρχ. ἀτάλαντος < α αθροιστ. + τάλαντον, η νεοελλ. σημ. με α στερητ.
αμφιταλαντεύομαι <μτγν. ἀμφιταλαντεύω < ἀμφί + ταλαντεύω
αμφιταλάντευση <αμφιταλαντεύομαι
άτλαντας < αρχ. Ἄτλας < α- αθροιστ. + τλᾶ- | τλη-, από όπου και απαρ. τλῆ-ναι "τολμώ"
ατλαντικός <αρχ. Ατλαντικός < Ἄτλας
υπερατλαντικός <υπέρ + Ατλαντικός Ατλαντίδα
ατολμία <αρχ. ἀτολμία < ἄτολμος
άτολμος <αρχ. ἄτολμος < α- στερητ. + τόλμη
παράτολμος <μτγν. παράτολμος < παρά + τόλμη
αποτολμώ <αρχ. ἀποτολμῶ < ἀπό + τολμῶ
ανατέλλω < αρχ. ἀνατέλλω < ἀνά + τέλλω, αρχική σημασία "σηκώνομαι" < τελα-
"σηκώνω ανατολή <αρχ. ἀνατολή < ἀνατέλλω
ανατολικός <μτγν. ἀνατολικός < ἀνατολή
ανατολιστής <Ανατολή
ανατολίτικος <Ανατολή
προσανατολίζω < προς + ανατολή
προσανατολισμός <προσανατολίζω
αναπροσανατολίζω
αναπροσανατολισμός <ανά + προσανατολισμός
αποπροσανατολίζω <από + προσανατολίζω
αποπροσανατολισμός <αποπροσανατολίζω
αποπροσανατολιστικός
απροσανατόλιστος <α- στερητ. + προσανατολίζω
εντέλλομαι < αρχ. ἐντέλλω < ἐν + τέλλω < τελᾶ-
ένταλμα <μτγν. ἔνταλμα < ἐντέλλομαι
εντολή <αρχ. ἐντολή < ἐντέλλομαι
εντολέας <μτγν. ἐντολεύς < ἐντέλλομαι
εντεταλμένος μτχ. παθ. πρκμ. του αρχ. ἐντέλλομαι
Σύνθετα με ουσιαστικά, επίθετα, ρήματα κ.λ.π.
Δείτε και: Κλίση Αρχαίας
Αρχική - Ριζική: τάλας < αρχ. < τελᾶ- "σηκώνω, υπομένω" Ετυμολογία: [<αρχ. ἀνα-
τέλλω]
ταλαντούχος <αρχ. ταλαντοῦχος < τάλαντον + ἔχω
πολυτάλαντος <μτγν. πολυτάλαντος < πολύς + τάλαντον
ταλαίπωρος < αρχ. < τάλας + πωρός "άθλιος"
ταλαιπωρώ < αρχ. ταλαιπωρῶ < ταλαίπωρος
ταλαιπωρία <αρχ. ταλαιπωρία < ταλαίπωρος
καταταλαιπωρώ <μσν. κατα-ταλαιπωρῶ
αταλαιπώρητος <μτγν. ἀταλαιπώρητος < α- στερητ. + ταλαιπωρῶ
ευτολμία <αρχ. εὐτολμία < εὔτολμος
εύτολμος <αρχ. εὔτολμος < εὖ + τόλμη

πρίαμαι περάω note the aorist infinitive is πρίασθαι not πριάσθαι


1.to have a thing sold to one, to buy, purchase, Hom., attic; c. dat. pretii, πρ. κτεάτεσσιν
ἑοῖσιν to buy with one's money, Od.; c. gen., πρ. θανάτοιο to purchase by his death,
Pind.; πρ. τι ταλάντου Xen.; π. πολλοῦ id=Xen.; metaph., οὐδενὸς λόγου πρίασθαι to
buy at no price, Soph.; πρ. τι παρά τινος Hdt.:—πρ. τίμιον τοὔλαιον to buy it dear, Ar.
2.to farm a tax, Xen.
Liddell and Scott. An Intermediate Greek-English Lexicon. Oxford. Clarendon Press.
1889.

πρίαμαι
Α
(αποθ. ρ. εύχρ. μόνον ως αόρ. α' ἐπριάμην τού ρ. ὠνοῡμαι, -έομαι)
1. αγοράζω κάτι σε μια ορισμένη τιμή («καὶ πρίασθαι... τὴν καπίθην ἀλεύρων ἢ ἀλφίτων
τεττάρων σίγλων», Ξεν.)
2. πληρώνω τα τέλη, τους φόρους πόλεως
3. (σχετικά με δούλο) μισθώνω την εργασία κάποιου, παίρνω κάποιον ως μισθωτό («καὶ
τοξότας τριακοσιους Σκύθας ἐπριάμεθα», Ανδ.)
4. μτφ. εξαγοράζω, δωροδοκώ
5. (η μτχ. πληθ.) αρσ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ πριάμενοι
οι εργολάβοι που αναλάμβαναν τη διοίκηση τού θεάτρου
β. φρ. α) «οὐκ ἂν πριαίμην οὐδενὸς λόγου τι» — δεν θα έδινα ούτε μια πεντάρα
β) «ἐπριάμην τίμιόν τι» — αγόρασα κάτι σε μεγάλη τιμή, ακριβά
γ) «πριαίμην ἂν τὸ ποιῆσαι» — θα πλήρωνα για να μπορέσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχαϊκού τύπου αόρ. ἐπριάμην, ο οποίος χρησίμευσε ως αόρ. τού ρ.
ὠνοῦμαι «αγοράζω» αντί τού τ. ὠνησάμην, ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *kwrei- «αγοράζω» και
συνδέεται με αρχ. ιρλδ. ni-cria, καθώς και με κάποιους τ. ενεστ. με έρρινο ένθημα, πρβλ.
αρχ. ιρλδ. crenaid, αρχ. ινδ. krīnāti. Στην Ελληνική απαντά μόνο ο αόρ. ἐπριάμην και ένα
ρημ. επίθ. ἀπρίατος*, ενώ ο αναμενόμενος με έρρινο ένθημα ενεστ. τ. (*πρί-νη-μι) δεν
σχηματίστηκε, πιθ. λόγω τής ύπαρξης τού φωνολογικά συγγενούς τ. πέρνημι, ο οποίος
είχε την αντίθετη σημ. «πουλώ». Το ρ., τέλος, απαντά και στη Μυκηναϊκή στον τ.
qirijato με σημ. «αγορά (σκλάβων)»].

ὦνος
price paid

Αρχική - Ριζική: ὠνοῦμαι < αρχ. "αγοράζω" < Fωνε από το ὦνος
_απλά ομόρριζα
ώνια πληθ. ουδ. του αρχ. επιθ. ὤνιος < ὠνοῦμαι "αγοράζω"

_σύνθετα με προθέσεις, αχώριστα μόρια κλπ

εξωνημένος <αρχ. ἐξωνέομαι -οῦμαι


_συνθετα με ουσιαστικά, ρήματα, επίθετα κτλ

αργυρώνητος <αρχ. ἀργυρώνητος<ἄργυρος + ὠνοῦμαι "αγοράζω"


τελώνης <αρχ. "εισπράκτορας φόρου"<τέλος + ὠνοῦμαι
τελωνείο <μσν. τελωνεῖον < μτγν. τελώνιον < τελώνης
τελωνειακός <τελωνείον
τελώνιο <αρχ. τελώνιον, υποκορ. του τελώνης
τελωνίζω <τελώνης
τελωνισμός <τελωνίζω
εκτελωνίζω <εκ + τελωνίζω < τελώνης
εκτελώνιση <εκτελωνίζω
εκτελωνιστής <εκτελωνίζω
εκτελωνιστικός <εκτελωνίζω
τελωνοφύλακας <τελωνείον + φύλαξ
τελωνοφυλακή <τελωνοφύλαξ
ψώνιο <μτγν. ὀψώνιον "χρήματα για την αγορά τροφίμων"<αρχ. ὀψώνης "αγοραστής
τροφίμων"<ὄψον + ὠνοῦμαι
ψώνια
ψωνίζω <μσν. ψωνίζω < ὀψωνίζω < αρχ. ὀψωνῶ
ψώνισμα <ψωνίζω
ψωνιστής
ψωνιστήρι <ψωνίζω
ψωνάρα
αψώνιστος <α- στερητ. + ψωνίζω
μονοψώνιο <μόνος + ψώνιο
ολιγοψώνιο <ὀλίγος + μτγν. ὀψώνιον < ὄψον + ὠνοῦμαι
θαμώνας <αρχ. θαμών<θαμώνης<θαμά "συχνά" + -ώνης<ὠνοῦμαι

_ομόρριζα της αρχαίας

ὦνος <ὠν-
ὠνή <ὠνοῦμαι
ὠνικός <ὠνή
ὤνιος <ὠνή
ὤνησις <ὠνοῦμαι
ὤνημα <ὠνοῦμαι
ὠνητής <ὠνοῦμαι
ὠνήτωρ <ὠνοῦμαι
ὠνητός <ὠνοῦμαι
ἀντωνοῦμαι
ἐξωνοῦμαι
προσωνοῦμαι
συνωνοῦμαι
ἱππώνης <ἵππος + ὠνοῦμαι
ἱππωνῶ
ἰσωνία <ἴσος + ὠνή
εὔωνος <εὖ + ὠνοῦμαι
εὐωνῶ
εὐώνητος
ἐπευωνίζω <ἐπί + εὔωνος "φτηνός"<εὖ + Fῶνος
ὀψώνης "αγοραστής τροφίμων" <ὄψον + ὠνοῦμαι
ὀψωνῶ <ὀψώνης
ὀψώνιον <ὀψώνης
ὀψωνία
ὀψωνητής
ὀψωνητικός
ἀργυρώνητος <ἄργυρος + ὠνοῦμαι "αγοράζω"<
τελώνης "εισπράκτορας φόρου" <τέλος + ὠνοῦμαι
τελώνιον <υποκορ. του τελώνης
θαμών <θαμώνης<θαμά "συχνά" + -ώνης<ὠνοῦμαι

λέξη: φείδομαι, Ετυμολογία: [<αρχ. φείδομαι Αρχική - Ριζική: φείδομαι < αρχ. < ΙΕ bheid- | bhei-
"σχίζω, αποχωρίζω"

Σύντομα Αντίθετα : σπαταλώ

Επιλέξτε σημασία για να δείτε τα συνώνυμά τηςΣημασία 00Μέρος

χρησιμοποιώ κάτι μετρημένα και συνετά (δεν εφείσθη θυσιών για να σπουδάσει τα παιδιά του)
υπολογίζω

00Ρ. μετ. ¨΄__ υπολογίζω: υπολογίζω και τη δεκάρα για να τα βγάλουμε πέρα

λογαριάζω

φείδομαι: δεν εφείσθη θυσιών για να σπουδάσει τα παιδιά του

λυπάμαι: δεν λυπάμαι τα λεφτά αν πρόκειται για κάτι που αξίζει

διστάζω, δυσκολεύομαι να διαθέσω κάτι, να ξοδέψω τσιγκουνεύομαι

00Ρ. ¨¨__ τσιγκουνεύομαι

είμαι φειδωλός

φείδομαι

φειδωλεύομαι

πονώ: μην πονάς τα λεφτά σου

λυπάμαι τον παρά (φράση / έκφραση ν.ε.)


είμαι φιλάργυρος / καρμίρης / σφιχτός / σφιχτοχέρης / τσιγκούνης (φράση / έκφραση ν.ε.)

έχω σφιχτό χέρι (φράση / έκφραση ν.ε.)

έχει καβούρια η τσέπη μου (φράση / έκφραση ν.ε.)

δεν έχω λεφτά για πέταμα (φράση / έκφραση ν.ε.)

Εννοιολογικό Πεδίο Μέρος Σημασία

εξαντλώ όλα τα μέσα Φρ. θέτω σε ενέργεια κάθε μέσο

[χρησιμοποιώ μέσα]

κάνω χρήση μέσων

μεταχειρίζομαι / μετέρχομαι μέσα

θέτω μέσα σε ενέργεια / σε εφαρμογή / σε χρήση

[χρησιμοποιώ μέσα υπό την πίεση της ανάγκης]

καταφεύγω / προστρέχω / προσφεύγω σε μέσα

[θέτω σε ενέργεια κάθε μέσο]

εξαντλώ όλα τα μέσα (φράση / έκφραση ν.ε.)

ουδενός μέσου φείδομαι (λόγια φράση / έκφραση)


>βλ.και δεν ορρωδώ

[διαμορφώνω γνώμη για ένα θέμα μετά από σκέψη, συζήτηση]

αποφασίζω: αποφασίσαμε να αναβάλουμε το ταξίδι μας για την επόμενη εβδομάδα

λαμβάνω / παίρνω απόφαση

[καταλήγω σε οριστική απόφαση]

αποκρυσταλλώνονται οι απόψεις / σκέψεις μου


οδηγούμαι στην απόφαση

καταλήγω / φτάνω σε απόφαση

[αποφασίζω από κοινού με κάποιον άλλο]

συναποφασίζω

[εγώ παίρνω την τελική, οριστική απόφαση]

έχω την τελευταία λέξη / τον τελευταίο λόγο (φράση / έκφραση ν.ε.)

λέω την τελευταία λέξη / τον τελευταίο λόγο (φράση / έκφραση ν.ε.)

είναι δικό μου ζήτημα (φράση / έκφραση ν.ε.)

καταλήγω

[αποφασίζω ξαφνικά και αβασάνιστα]

έτσι μου καπνίζει / κατεβαίνει / 'ρχεται (φράση / έκφραση ν.ε.)

[αποφασίζω κάτι αυθαίρετα]

μου τη δίνει / τη βαράει (φράση / έκφραση ν.ε.): μου την έδωσε κι έφυγα

[παίρνω σοβαρή απόφαση να γίνει κάτι, επειδή η κατάσταση είναι κρίσιμη και δεν χωράει
αναβολές]

τέρμα / σώθηκαν / τέλειωσαν τα ψέματα (φράση / έκφραση ν.ε.)

[αποφασίζω εκ των προτέρων]

προαποφασίζω

>βλ.και προαποφαίνομαι

[εκδίδω απόφαση (για δικαστική αρχή)]

>βλ/και αποφαίνομαι

[αποφασίζω οριστικά να μην ξανακάνω κάτι]

να μου κοπεί το χέρι αν (φράση / έκφραση ν.ε.)

να κόψω το χέρι μου αν (φράση / έκφραση ν.ε.)

[δεν έχω δισταγμούς]

<Αντιθδεν διστάζω
δεν ορρωδώ (φράση / έκφραση ν.ε.): δεν ορρωδεί προ ουδενός

είμαι αποφασιστικός / αδίστακτος

δεν αργώ να... (φράση / έκφραση ν.ε.): δεν αργώ να σου τις βρέξω, αν δεν κάτσεις καλά

δεν το 'χω σε τίποτα (φράση / έκφραση ν.ε.)

δεν μου κοστίζει τίποτε να... (φράση / έκφραση ν.ε.)

You might also like