You are on page 1of 3

ΛΥΣΙΑΣ, ΥΠΕΡ ΜΑΝΤΙΘΕΟΥ: ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ-ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ §§ 4-8

v διαιτησοµένους < διαιτάω-ῶ> δίαιτα, διατητής, διαιτησία


v ἐξέπεµψε <ἐκ+πέµπω> πέµψη, (εκ)(παρα) ποµπή, (προ)ποµπός, ουρανόπεµπτος,
αναπέµπω, παραπέµπω, εκπέµπω. Συν.: στέλλω
v καθαιρουµένων< κατά+ αἱρέω-ῶ> αίρεση, καθαίρεση, αιρετός, αιρετικός,
διαιρέτης, αυθαίρετος, αρχαιρεσίες
v ἐπεδηµοῦµεν > επιδηµία, πανδηµία, επιδηµητικός, δηµοκρατία,
δηµοσκόπηση, δηµότης, δηµοπρασία, δηµοψήφισµα
v µεθισταµένης> µετά+ἔρχοµαι> ερχοµός, έλευση, ελεύθερος, προσήλυτος, νέηλυς,
έπηλυς, ιταµός, ανεξίτηλος, εισιτήριο, ισθµός, αµαξιτός, προσιτός, διέλευση,
προσέλευση, προσηλυτισµός, ανέρχοµαι, διέρχοµαι Συν.: ἀφικνοῦµαι, βαίνω, ἥκω
v ἤλθοµεν -κατελθεῖν < ἔρχοµαι/ εἶµι > βλ. µεθισταµένης
v εἰκὸς <ἔοικα >εικόνα, επιεικής, αεικής, εικάζω, εικασία, εικαστικός
v ἀφιγµένους > ἀφικνέοµαι-οῦµαι(θ. σικ-, ἱκ-) > ικέτης, άφιξη, ικανός, προίκα ,ίχνος,
ανέφικτος, εφικτός,
v ἐπιθυµεῖν< ἐπιθυµέω-ῶ> επιθυµία, ανεπιθύµητος, επιθυµητός. Συν.: βούλοµαι,
ἐθέλω
v µετέχειν/ ἔχοντες/(θ.σεχ-,ἐχ-, ἐχ-, σχ-, σχε-, σχη-) > έξη, καχεξία, καχεκτικός,
ευεξία, εξής, σχολή, σχεδόν, σχέση, σχήµα, απ-οχή, εν-οχή, εσοχή, προεξοχή,
ανακωχή, µέτοχος, πολιούχος, ραβδούχος, κληρούχος
v φαίνονται > ( θ. φα-, φαν-, φανj-) > φανερός, φανερώνω, φάση
(προσοχή!!! κατάφαση, άφατος από το φηµί ), φάσµα, φανός,
άφαντος, απόφαση, έµφαση, επίφαση, επιφανής, καταφανής, προφανής,. Συν:
ἀποδείκνυµι, δηλῶ, δοκεῖ.
v •ἐξαµαρτάνουσι < ἁµαρτάνω > αµάρτηµα, αµαρτία, αµαρτωλός, νηµερτής,
αναµάρτητος. Συν: ἀστοχῶ, σφάλλοµαι. Αντ: εὐστοχῶ, τυγχάνω
v µεταδιδόναι < µετά + δίδωµι (θ. δω-, δο-) > δόση, δοτικός , απόδοση, µετάδοση,
τροφοδοσία, δοσοληψία, χρηµατοδότηση, δώρο, δωσίλογος, ανέκδοτος, προδοτικός,
µεταδοτικός, ανταποδίδω, παραδίδω, ενδίδω, εξουσιοδοτώ, λογοδοτώ. Συν: παρέχω,
προσφέρω
v ἠτίµαζον < ἀτιµάζω > ατιµασµένος, ανατίµηση, αποτίµηση, ατιµία, ατίµωση,
ανεκτίµητος, άτιµος, διατιµώ, εκτιµώ, προτιµώ. Συν: καταφρονῶ. Αντ: τιµῶ
v συγκαταλύσαντας <συν + κατά+ λύω > λύση, λύτρα, αναλυτής, διαλύτης, λυτός,
ξυπόλητος, καταλυτικός, αναλύω, διαλύω, παραλύω
v δῆµον > δηµότης, δηµόσιος, δηµοτικός, δηµώδης, δηµοσιεύω, δηµοκρατία,
δηµιουργός, δήµιος
v σκοπεῖν <σκοπέω-ῶ (θ. σκεπ-, σκοπ-)> σκοπός, σκοπιά, επισκοπή, σκόπιµος ,
επισκόπηση, διασκόπιο, σκοπεύω, σκοπευτής, σκοπευτήριο, σκέψη, σκόπελος,
απερίσκεπτος, σκεπτικός, , αποσκοπώ, σκέπτοµαι, απερίσκεπτα, σκόπιµα. Συν.:
βουλεύοµαι, ἐνθυµοῦµαι.
v ἐστιν/ ἔνεισιν < εἰµί > ουσία, απουσία, εξουσία, περιουσία, όντως, παρών, απών,
έτυµος
v ὁµολογούντων < ὁµολογέω-ῶ >οµολογία, εξοµολόγηση, οµολογητής,
καθοµολογώ. Συν.: ὁµονοῶ, ὁµοφρονῶ
filologikos-istotopos.gr 1

ΛΥΣΙΑΣ, ΥΠΕΡ ΜΑΝΤΙΘΕΟΥ: ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ-ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ §§ 4-8

v ἐγγεγραµµένοι εἰσίν< γράφοµαι > γράµµα, γραµµατέας, γραµµατεία,


γραµµατική, γραφέας, γραφή, απερίγραπτος, γραµµικός, γραπτός, γραφικός,
περιγράφω, καταγράφω, παραγράφω
v ἐψηφίσασθε <• Ψηφίζοµαι (θ. ψηφ-, ψαφ-) > ψηφίζω, ψήφος, ψήφισµα,
καταψήφιση, συµψηφίζω, δηµοψήφισµα , αψηφώ, ψηφίδα, ψηφιδωτό, ψηφολέκτης,
ψηφοδόψος, ψηφοφόρος, ψηφοθήρας
v ἀπενεγκεῖν /ἀπενεχθέντα < από + φέρω (θ. φερ-, οἰσ-, ἐνεκ-, ἐνκ-, ἐνοκ-) >
φέρσιµο, φερτός, φορά, φόρος, φορέας, φορώ, φορητός, φαρέτρα, οισοφάγος,
διένεξη, διηνεκής

v ἀναπράξητε< πράττω> πράξη, πρακτικός, αντίπραξη, µεταπρατικός, πραξιακός,


πράγµα, πραγµατικός, πράκτορας, ευπραγία, δυσπραγία, απραξία, απράγµων,
πολυπράγµων
v ἀποδείξειεν < από + δείκνυµι (θ. δεικ-) > δείχνω, ένδειξη, απόδειξη, ανάδειξη,
δείξη, δείξιµο, δείκτης, δείγµα, υπόδειγµα, (αυτα) αναπόδεικτος, , ενδεικτικός,
επιδεικτικός Συν: δηλῶ, ἐλέγχω, σηµαίνω.

v παραδοθέντα < παρά + δίδωµι > βλ. µεταδιδόναι

v καταβαλόντα < κατά + βάλλω (θ. βαλ-, βαλj-, βλη-, βολ-, βελ-) >
αµφιβάλλω, αντιπαραβάλλω, προβολέας, αναβολέας, (εµ)βολή, έµβολο, εµβόλιο,
αντικαταβολή, αναβολή, βολίδα, βόλι, διάβολος, αποβολή, απόβλητος, διαβλητός,
αδιάβλητος, , αδιάβλητος, αναβλητικός, ανυπέρβλητος, βέλος, βελόνι, βλήµα,
βλητικός, Συν: ἳηµι, πλήττω, ῥίπτω
v γνῶναι < γιγνώσκω (θ. γνω-, γνο-)> γνώση, γνώµη, γνωστός, γνωστικός,
αγνώµονας, άγνοια, αγνοώ,
v ζηµιοῦσθαι< ζηµιόω-ῶ > ζηµιά, ζηµίωµα, αποζηµίωση, επιζήµιος, αποζηµιώνω.
Συν.: βλάπτω, κακουργῶ, λωβῶµαι
v πιστεύοιτε< πιστεύω(> πίστις> πείθω θ. πειθ-, πιθ-)> πίστη, πιστός,
διαπίστευση, πεποίθηση, πειθώ, πειστικός, πιθανός,

v ἐξαλειφθῆναι< ἀλείφω( θ. ἀλειφ-, ἀλοιφ- ) > άλειµµα, αλοιφή, απάλειψη,


εξάλειψη, ανεξάλειπτος, επάλειψη, αλειπτήριο, πασαλείβω. Συν: ἐπιχρίω
v βουλοµένῳ< (θ. βουλ-, βουλη-) > βούληµα, βούληση, αβούλητος, άβουλος Συν:
ἐθέλω, ἐπιθυµῶ

v πεποιηκώς< (θ. ποι-) > ποίηµα, ποίηση, ποιητής, ποιητικός, χειροποίητος, (µετα,
παρα, µετα, εκ,) ποιώ, εµποιώ, προσποιούµαι, αντιποίηση (αρχής) Συν: δρῶ,
πράττω, τελῶ.

v δεινόν< δέος> δεινός, δείνωση, δεινότητα, δεινοπαθώ, δεινά


v πέπονθε <Πάσχω (θ. πασχ-, παθ-, πεισ-, πονθ-) > πάσχω, πάθηση, πένθος, πάθος,
πάθηµα, παθητικός, απαθής, πολυπαθής, εµπάθεια, πασκίζω , συµπάσχω, πενθώ
filologikos-istotopos.gr 2

ΛΥΣΙΑΣ, ΥΠΕΡ ΜΑΝΤΙΘΕΟΥ: ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ-ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ §§ 4-8

v δοκιµάζεσθαι < δοκιµάζω > δοκιµασία, δοκιµαστήριο, δοκιµαστής, αδοκίµαστος,


δοκιµαστικός, αποδοκιµάζω, επιδοκιµάζω. Συν.: ἐξετάζω, ἐρευνῶ, πειρῶµαι
v χρωµένους < χρήοµαι- ῶµαι (θ. χρη- < χερ-, χρε-) > κατάχρηση, χρήµα, χρήση,
άχρηστος, χρήσιµος, χρηστικός, χρηστός, αχρηστεύω, καταχρώµαι, καταχραστής,
χρησιµοποιώ, χρέος, χρεία,
v βουλεύοντας < βουλεύω > βουλευτής, βουλευτήριο, βούλευµα, διαβούλευση,
συµβουλεύω βούλευµα, βουλή, βουλευτικός, συµβουλευτικός, επιβουλεύοµαι, Συν:
διαλογίζοµαι, διδάσκω, ἐνθυµοῦµαι
v ἡγεῖσθε <ἡγοῦµαι(θ. σηγ-) > ηγέτης, ηγεµόνας, ηγήτορας, ηγεσία, ηγετικός,
οδηγητής, καθηγητής, εισηγητής, διήγηµα, ανεκδιήγητος, αφηγούµαι, αφήγηση,
ηγούµενος, εισηγούµαι. Συν : ἂρχω, κτατῶ, ἐξουσιάζω, ὁδηγῶ( µε τη σηµασία του
άρχω) // γιγνώσκω, δοκῶ, κρίνω, νοµίζω, οἴοµαι, ὑπολαµβάνω. Αντ.: ἓποµαι.

v ἐτόλµησάν< τολµάω- ῶ > τόλµη, τόλµηµα, τολµηρός, αποτολµώ, τολµηρά


v καταψεύσασθαι <ψεύδοµαι > διάψευση, ψέµα, ψεύδος, ψεύτης, ψευδής, ψεύτικος,
αδιάψευστος, ψεύτικα. Συν: ἀπατῶ, ἐξαπατῶ, ψευδολογῶ

v Ἀνάβηθι< ανά + βαίνω (θ. βα-, βη-, βανj-, )> αναβάτης, ανέβασµα, αποβάθρα,
βαθµίδα, άβατος, αδιάβατος, βάσιµος, βατός, ανεβαίνω, αντιβαίνω, αποβαίνω,
βεβαιώνω, βάδην. Συν: βαδίζω, στείχω, ὁδεύω
v µαρτύρησον< µαρτυρέω- ῶ > µάρτυς, µαρτυρία, µαρτύριο, µαρτυρικός,
διαµαρτυρία, καταµαρτυρώ. Συν.: βεβαιῶ, ὁµολογῶ

filologikos-istotopos.gr 3

You might also like