Professional Documents
Culture Documents
Β. ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
imitemur: α’ πληθ. υποτακτ. ενεστ. του αποθετ. ρήμ. imitor, imitatus sum, imitari αποθ. 1 (=
μιμούμαι)
nostros: αιτιατ. πληθ. αρσ. της κτητ. αντωνυμ. noster, nostra, nostrum (= δικός, -ή, -ό μας)
(για πολλούς κτήτορες)
Brutos: αιτιατ. πληθ. του ουσ. Brutus -i αρσ. 2 (= Βρούτος)
Camillos: αιτιατ. πληθ. του ουσ. Carnillus -i αρσ. 2 (= Κάμιλλος).
Decios: αιτιατ. πληθ. του ουσ. Decius -ii (-i) αρσ. 2 (= Δέκιος)
Curios: αιτιατ. πληθ. του ουσ. Curius -ii (-i) αρσ. 2 (= Κούριος)
Fabricios: αιτιατ. πληθ. του ουσ. Fabricius -ii (-i) αρσ. 2 (= Φαβρίκιος)
Scipiones: αιτιατ. πληθ. του ουσ. Scipio -onis αρσ. 3 ( = Σκιπίωνας)
innumerabiles: αιτιατ. πληθ. αρσ. του επιθ. Innumerabilis -is -e επίθ. 3 (= αμέτρητος)
alios: αιτιατ. πληθ. αρσ. της αόριστης αντωνυμ. alius, alia, aliud (= άλλος -η -ο)
qui: ονομ. πληθ. αρσ. της αναφορ. αντωνυμ. qui, quae, quod (= ο οποίος)
ΛΑΤΙΝΙΚΑ Γ’ ΛΥΚΕΙΟΥ
ΜΑΘΗΜΑ 22
hanc: αιτιατ. ενικ. θηλ. της δεικτ. αντωνυμ. hic, haec, hoc ( = αυτός, -ή, -ό)
rem: αιτιατ. ενικ. του ουσ. res, rei θηλ. 5 (= πράγμα)
publicam: αιτιατ. ενικ. θηλ. του επιθ. publicus -a -um επίθ. 2 (= δημόσιος)
res publica: πολιτεία
stabiliverunt: γ’ πληθ. οριστ. παρακειμ. ενεργ. φων. του ρήμ. stabilio, -ivi, -itum, -ire 4 (=
στεριώνω)
quos: αιτιατ. πληθ. αρσ. της αναφορ. αντωνυμ. qui, quae, quod (= ο οποίος)
equidem: (βεβαιωτικό επίρρημα) (= βέβαια)
in: (πρόθ.+ αφαιρ.) (= σε)
deorum: γεν. πληθ. του ουσ. deus -i αρσ. 2 (= θεός)
immortalium: γεν. πληθ. αρσ. του επιθ. immortalis -is -e επίθ. 3 (= αθάνατος)
coetu: αφαιρ. ενικ. του ουσ. coetus -us αρσ. 4 (= συνάθροιση, «χορεία»)
ac: (συμπλεκτ. σύνδ.) ( = και)
numero: αφαιρ. ενικ. του ουσ. numerus -i αρσ. 2 ( = αριθμός)
repono: α’ ενικ. οριστ. ενεοτ. ενεργ. φων. του ρήμ. repono, reposui, repositum, reponĕre 3 (=
τοποθετώ) (re + ροnο)
amemus: α' πληθ. υποτακτ. ενεοτ. ενεργ. φων. του ρήμ. amo, amavi, amatum, amare 1 (=
αγαπώ)
patriam: αιτιατ. ενικ. του ουσ. patria -ae θηλ. 1 (= πατρίδα)
pareamus: α' πληθ. υποτακτ. ενεστ. ενεργ. φων. του ρήμ. pareo, parui, paritum, parēre 2
( + δοτ.) ( = υπακούω)
senatui: δοτ. ενικ. του ουσ. senatus -us αρσ. 4 ( = Σύγκλητος)
consulamus: α’ πληθ. υποτακτ. ενεοτ. ενεργ. φων. του ρήμ. consulo, consului, consultum,
consulĕre 3 (+ δοτ.) (= φροντίζω για, προσέχω)
bonis: δοτ. πληθ. του ουσ. boni -orum (= οι καλοί πολίτες) < bonus -a –um επίθ. 2 ( = καλός)
praesentes: αιτιατ. πληθ. αρσ. της μτχ. ενεστ. του ρήμ. praesum, praefui, praeesse (= είμαι
παρών) (prae + sum) / praesens-entis (= παρών, τωρινός, της στιγμής)
fructus: αιτιατ. πληθ. του ουσ. fructus -us αρσ. 4 (= καρπός, ωφέλεια, κέρδος)
neglegamus: α’ πληθ. υποτακτ. ενεοτ. ενεργ. φων. του ρήμ. neglego, neglexi, neglectum, neglegĕre
3 (= αδιαφορώ για) (nec + lego)
posteritatis: γεν. ενικ. του ουσ. posteritas -tatis θηλ. 3 (= το μέλλον, οι μεταγενέοτεροι)
gloriae: δοτ. ενικ. του ουσ. gloria -ae θηλ. 1 (= δόξα)
serviamus: α’ πληθ. υποτακτ. ενεστ. ενεργ. φων. του ρήμ. servio, servivi (-ii), servitum,
servire 4 ( + δοτ.) (= υπηρετώ)
id: αιτιατ. ενικ. ουδ. της οριστ. (επαναληπτ.) αντωνυμ. is, ea, id (= αυτός, -ή,-ό)
esse: απρμ. ενεστ. του βοηθητ. ρήμ. sum, fui, esse (= είμαι, υπάρχω)
optimum: αιτιατ. ενικ. ουδ. υπερθετ. βαθμού του επιθ. bonus -a -um επίθ. 2 (= καλός)
putemus: α’ πληθ. υποτακτ. ενεστ. ενεργ. φων. του ρήμ. puto, -avi, -atum, -are 1 (= νομίζω,
θεωρώ)
quod: ονομ. ενικ. ουδ. της αναφορ. αντωνυμ. qui, quae, quod (= ο οποίος)
est: γ' ενικ. οριστ. ενεστ. του βοηθητ. ρήμ. sum, fui, esse (= είμαι, υπάρχω)
rectissimum: ονομ. ενικ. ουδ. υπερθετ. βαθμού του επιθ. rectus -a-um επίθ. 2 (= σωστός)
speremus: α’ πληθ. υποτακτ. ενεστ. ενεργ. φων. του ρήμ. spero,-avi, -atum, -are 1 (= ελπίζω)
quae: αιτιατ. πληθ. ουδ. της αναφορ. αντωνυμ. qui, quae, quod ( = ο οποίος)
volumus: α' πληθ. οριστ. ενεστ. ενεργ. φων. του ρήμ. νοlο, νοlui, velle (= θέλω, επιθυμώ)
sed: (αντιθετ. σύνδ.) (= αλλά)
feramus: α’ πληθ. υποτακτ. ενεστ. ενεργ. φων. του ρήμ. fero, tuli, latum, ferre (= φέρω,
υπομένω, υποφέρω)
quod: ονομ. ενικ. ουδ. της αναφορ. αντωνυμ. qui, quae, quod (= ο οποίος)
acciderit: γ’ ενικ. οριστ. συντελεσμ. μέλλ. ενεργ. φων. του ρήμ. accidit, accidit,-, accidĕre 3 (=
συμβαίνει) (ad + cado)
arbitremur: α’ πληθ. υποτακτ. ενεστ. του αποθετ. ρήμ. arbitror, arbitratus sum, arbitrari αποθ. 1
ΛΑΤΙΝΙΚΑ Γ’ ΛΥΚΕΙΟΥ
ΜΑΘΗΜΑ 22
(= νομίζω, πιστεύω)
denique: (επίρρ.) (= τέλος)
corpus: αιτιατ. ενικ. του ουσ. corpus -oris ουδ. 3 (= σώμα)
virorum: γεν. πληθ. του ουσ. vir, viri αρσ. 2 (= άντρας)
fortium: γεν. πληθ. αρσ. του επιθ. fortis -is -e επίθ. 3 (= γενναίος, ανδρείος)
magnorumque = magnorum: γεν. πληθ. αρσ. του επιθ. magnus -a ,-um επίθ. 2 (= μεγάλος)
que: (συμπλεκτ. σύνδ.) (= και)
Γ. ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ ΕΠΙΘΕΤΩΝ
Innumerabilis, -is, -e ΧΩΡΙΣ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ
Publicus, -a, -um ΧΩΡΙΣ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ
Immortalis, -is, -e ΧΩΡΙΣ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ
Bonus, -a, -um melior, -ior, -ius optimus, -a, -um
Rectus, -a, -um rectior, -ior, -ius rectissimus, -a,-um
Fortis, -is, -e fortior, -ior, -ius fortissimus, -a, -um
Magnus, -a, -um maior, -ior, -ius maximus,-a, -um
Mortalis, -is, -s ΧΩΡΙΣ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ
Sempiternus, -a, -um ΧΩΡΙΣ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ
Δ. ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΩΝ
Equidem ΧΩΡΙΣ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ
Denique ΧΩΡΙΣ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ
ΛΑΤΙΝΙΚΑ Γ’ ΛΥΚΕΙΟΥ