Professional Documents
Culture Documents
ΛΑΤΙΝΙΚΑ-ΜΑΘΗΜΑ 25
ΛΑΤΙΝΙΚΑ-ΜΑΘΗΜΑ 25
Β. ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
patribus: δοτ. πληθ. του ουσ. patres, patrum αρσ. 3 (= οι Συγκλητικοί)
interrogo: α' ενικ. οριστ. ενεστ. ενεργ. φων. του ρήμ. interrogo, -avi, -atum, -are 1 (= ρωτώ)
(inter + rogo)
vos: αιτιατ. πληθ. αρσ. της προσωπ. αντωνυμ. β' προσώπου tu (= εσύ)
inquit: γ' ενικ. οριστ. παρακειμ. ενεργ. φων. του ελλειπτικού ρήμ. inquam (= λέγω)
quando: (ερωτημ. επίρρ.) (= πότε)
ΛΑΤΙΝΙΚΑ Γ’ ΛΥΚΕΙΟΥ
ΜΑΘΗΜΑ 25
hanc: αιτιατ. ενικ. θηλ. της δεικτ. αντωνυμ. hic, haec, hoc (= αυτός, -ή, -ό)
ficum: αιτιατ. ενικ. του ουσ. ficus -i θηλ. 2 ή ficus -us θηλ. 4 (= σύκο)
deceptam esse: απρμφτ. παθητικού παρακειμ. του ρήμ. decerpo, -cerpsi, -cerptum, -cerpĕre 3 (=
κόβω) / decerpor, decerptus sum, decerpi 3 (de + carpo)
putetis: β' πληθ. υποτακτ. ενεστ. ενεργ. φων. του ρήμ. puto, -avi, -atum, -are 1 (= νομίζω,
θεωρώ)
arbore: αφαιρ. ενικ. του ουσ. arbor -oris θηλ. 3 (= δέντρο)
cum: (χρον. σύνδ.) (= όταν)
omnes: ονομ. πληθ. αρσ. του επιθ. omnis -is -e επίθ. 3 (= όλος, ο καθένας)
recentem: αιτιατ. ενικ. θηλ. του επιθ. recens -entis επίθ. 3 (= πρόσφατος, φρέσκος)
esse: απρμφτ. ενεστ. του βοηθητ. ρήμ. sum, fui, esse (= είμαι, υπάρχω)
dixissent: γ' πληθ. υποτακτ. υπερσυντ. ενεργ. φων. του ρήμ. dico, dixi, dictum, dicĕre 3 (= λέγω)
atqui: (αντιθετ. σύνδ.) (= κι όμως)
ante: (πρόθ.+ αιτιατ.) (= πριν)
tertium: αιτιατ. ενικ. αρσ. του τακτικού αριθμητικού επιθέτου tertius –a -um (= τρίτος)
diem: αιτιατ. ενικ. του ουσ. dies -ei αρσ. 5 (= ημέρα)
scitote: β' πληθ. προστακτ. ενεστ. ενεργ. φων. του ρήμ. scio, scivi (-ii), scitum, scire 4 (=
γνωρίζω, μαθαίνω)
tam: (επίρρ.) (= τόσο)
prope: (τοπικό επίρρ.) (= κοντά)
a: (a, ab) (πρόθ.+ αφαιρ.) (= από)
muris: αφαιρ. πληθ. του ουσ. murus -i αρσ. 2 (= τοίχος, τείχη) / muri -orum αρσ. 2 (= τείχη)
habemus: α' πληθ. οριστ. ενεστ. ενεργ. φων. του ρήμ. habeo, habui, habitum, habēre 2 (= έχω)
hostem: αιτιατ. ενικ. του ουσ. hostis -is ( αρσ. και θηλ.) 3 (= εχθρός) (εδώ: αρσ.)
itaque: (συμπερασμ. σύνδ.) (= επομένως, λοιπόν)
cavete: β' πληθ. προστακτ. ενεστ. ενεργ. φων. του ρήμ. caveo, cavi, cautum, cavēre 2 (=
προσέχω, φυλάγομαι)
periculum: αιτιατ. ενικ. του ουσ. periculum -i ουδ. 2 (= κίνδυνος)
tutamini: β' πληθ. προστακτ. ενεστ. του αποθετ. ρήμ. tutor, tutatus sum, tutari αποθ. 1 (=
προστατεύω)
patriam: αιτιατ. ενικ. του ουσ. patria -ae θηλ. 1 (= πατρίδα)
opibus: αφαιρ. πληθ. του ουσ. ops, opis θηλ. 3 (άχρηστο) ή opes, opum θηλ. 3 (= δυνάμεις)
(μόνο στον πληθυντικό) – PLURALIA TANTUM
urbis: γεν. ενικ. του ουσ. urbs, urbis θηλ. 3 (= πόλη)
nolite: β' πληθ. προστακτ. ενεστ. ενεργ. φων. του ανώμαλου ρήμ. nolo, nοlui, nolle (= δε θέλω)
confidere: απρμφτ. ενεστ. του ημιαποθετ. ρήμ. confido, confisus sum, confidĕre ημιαποθ. 3
(+ αφαιρ.) (= έχω εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι, στηρίζομαι) (cum + fido)
fiduciam: αιτιατ. ενικ. του ουσ. fiducia -ae θηλ. 1 (= εμπιστοσύνη, αυτοπεποίθηση)
quae: ονομ. ενικ. θηλ. της αναφορ. αντωνυμ. qui, quae, quod (= ο οποίος)
nimia: ονομ. ενικ. θηλ. του επιθ. nimius -a -um επίθ. 2 (= υπερβολικός, μεγάλος)
vobis: δοτ. πληθ. αρσ. της προσωπ. αντωνυμ. β' προσ. tu (= εσύ)
est: γ' ενικ. οριστ. ενεστ. του βοηθητ. ρήμ. sum, fui, esse (= είμαι, υπάρχω)
deponite: β' πληθ. προστακτ. ενεστ. ενεργ. φων. του ρήμ. depono, -posui, -positum, -ponĕre 3 (=
αποβάλλω) (de + pono)
neminem: αιτιατ. ενικ. αρσ. της ουσιαστ. αόριστης αντωνυμ. nemo (= κανένας)
credideritis: β' πληθ. υποτακτ. παρακειμ. ενεργ. φων. του ρήμ. credo, credidi, creditum, credĕre
3 (= πιστεύω)
patriae: δοτ. ενικ. του ουσ. patria -ae θηλ. 1 (= πατρίδα)
consultūrum esse: απρμφτ. μέλλ. ενεργ. φων. του ρήμ. consulo, consului, consultum, consulĕre
3 (= φροντίζω, ενδιαφέρομαι) (+ δοτ.)
nisi: (υποθετ. σύνδ.) (= αν δεν)
vos: ονομ. πληθ. αρσ. της προσωπ. αντωνυμ. β' προσ. tu (= εσύ)
ΛΑΤΙΝΙΚΑ Γ’ ΛΥΚΕΙΟΥ
ΜΑΘΗΜΑ 25
ipsi: ονομ. πληθ. αρσ. της οριστ. (επαναληπτ.) αντωνυμ. ipse, ipsa, ipsum (= ο ίδιος)
patriae: δοτ. ενικ. του ουσ. patria -ae θηλ. 1 (= πατρίδα)
consulueritis: β' πληθ. υποτακτ. παρακειμ. ενεργ. φων. του ρήμ. consulo, consului, consultum,
consulĕre 3 (= φροντίζω)
mementote: β' πληθ. προστακτ. ενεστ. του ελλειπτ. ρήμ. memini, -, meminisse (= θυμάμαι)
rem: αιτιατ. ενικ. του ουσ. res, rei θηλ. 5 (= πράγμα)
publicam: αιτιατ. ενικ. θηλ. του επιθ. publicus -a um επίθ. 2 (= δημόσιος)
res publica: (= η πολιτεία)
in: (πρόθ.+ αφαιρ.) (= σε)
extrēmo: αφαιρ. ενικ. ουδ. υπερθετ. βαθμού του επιθ. exter (exterus), extera, exterum (= ο έξω) /
extremus -a -um (= έσχατος)
discrimine: αφαιρ. ενικ. του ουσ. discrimen -minis ουδ. 3 (= κίνδυνος)
quondam: (χρον. επίρρ.) (= κάποτε)
fuisse: απρμφτ. παρακειμ. του βοηθητ. ρήμ. sum, fui, esse (= είμαι, υπάρχω)
statimque = statim + que = statim: (χρον. επίρρ.) (= αμέσως)
suptum est: γ' ενικ. οριστ. παρακειμ. παθητ. φων. του ρήμ. sumo, sumpsi, sumptum, sumĕre 3
(= δέχομαι, παίρνω) / sumor, sumptus sum, sumi 3 / bellum sumo: αρχίζω πόλεμο
Punicum: ονομ. ενικ. ουδ. του επιθ. Punicus -a -um επίθ. 2 (= Καρχηδονιακός)
bellum: ονομ. ενικ. του ουσ. bellum -i ουδ. 2 (= πόλεμος)
tertium: ονομ. ενικ. ουδ. του τακτικού αριθμητικού επιθέτου tertius -a –um (= τρίτος)
quo: αφαιρ. ενικ. ουδ. της αναφορ. αντωνυμ. qui, quae, quod (= ο οποίος)
Carthago: ονομ. ενικ. του ουσ. Carthago -inis θηλ. 3 (= Καρχηδόνα)
deleta est: γ' ενικ. οριστ. παρακειμ. παθητ. φων. του ρήμ. deleo, -eνi, -etum, -ēre 2
/ deleor, deletus sum, deleri 2 (= καταστρέφομαι, αφανίζομαι)
ΛΑΤΙΝΙΚΑ Γ’ ΛΥΚΕΙΟΥ