You are on page 1of 3

ΜΑΘΗΜΑ 25

ΜΑΘΗΜΑ 25 – LECTIO QUΙΝTA ET VICESIMA

Α. ΚΕΙΜΕΝΟ: ΠΩΣ ΕΝΑ ΣΥΚΟ ΣΤΑΘΗΚΕ ΑΦΟΡΜΗ ΝΑ ΚΑΤΑΣΤΡΑΦΕΙ


Η ΚΑΡΧΗΔΟΝΑ

Cato attulit quodam die Ο Κάτωνας έφερε κάποια μέρα


in curiam ficum praecŏcem στο Bουλευτήριο ένα πρώιμο σύκο
ex Carthagĭne από την Καρχηδόνα
ostendensque patribus και δείχνοντάς (το) στους Συγκλητικούς
«Interrogo νos» inquit «quando hanc ficum είπε: «Σας ρωτώ πότε νομίζετε ότι κόπηκε αυτό
decerptam esse putētis ex arbŏre». το σύκο από το δέντρο».
Cum omnes recentem esse dixissent, Όταν όλοι είπαν ότι ήταν φρέσκο,
«Atqui ante tertium diem» inquit «scitōte είπε: «Κι όμως να ξέρετε ότι κόπηκε στην
decerptam esse Carthagĭne. Καρχηδόνα πριν τρεις μέρες.
Tam prope a muris habēmus hostem! Τόσο κοντά στα τείχη έχουμε τον εχθρό!
Itaque caνēte periculum, Επομένως φυλαχτείτε από τον κίνδυνο,
tutamini patriam. προστατεύστε την πατρίδα.
Opibus urbis nolīte confidĕre. Μην έχετε εμπιστοσύνη στις δυνάμεις της
πόλης.
Fiduciam, quae nimia νobis est, deponite. Αποβάλετε την αυτοπεποίθηση, η οποία είναι
υπερβολική σε σας.
Neminem credideritis patriae consultūrum Μην πιστέψετε ότι κανείς θα ενδιαφερθεί
esse, για την πατρίδα,
nisi νos ipsi patriae consulueritis. αν εσείς οι ίδιοι δεν φροντίσετε για την
πατρίδα.
Mementōte rem publicam in extrēmo Θυμηθείτε ότι η πολιτεία βρέθηκε κάποτε στον
discrimine quondam fuisse!» έσχατο κίνδυνο!»
Statimque sumptum est Punicum bellum Και αμέσως άρχισε ο τρίτος Καρχηδονιακός
tertium, πόλεμος,
quo Carthāgo delēta est. κατά τον οποίο η Καρχηδόνα καταστράφηκε.

Β. ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
patribus: δοτ. πληθ. του ουσ. patres, patrum αρσ. 3 (= οι Συγκλητικοί)
interrogo: α' ενικ. οριστ. ενεστ. ενεργ. φων. του ρήμ. interrogo, -avi, -atum, -are 1 (= ρωτώ)
(inter + rogo)
vos: αιτιατ. πληθ. αρσ. της προσωπ. αντωνυμ. β' προσώπου tu (= εσύ)
inquit: γ' ενικ. οριστ. παρακειμ. ενεργ. φων. του ελλειπτικού ρήμ. inquam (= λέγω)
quando: (ερωτημ. επίρρ.) (= πότε)

ΛΑΤΙΝΙΚΑ Γ’ ΛΥΚΕΙΟΥ
ΜΑΘΗΜΑ 25

hanc: αιτιατ. ενικ. θηλ. της δεικτ. αντωνυμ. hic, haec, hoc (= αυτός, -ή, -ό)
ficum: αιτιατ. ενικ. του ουσ. ficus -i θηλ. 2 ή ficus -us θηλ. 4 (= σύκο)
deceptam esse: απρμφτ. παθητικού παρακειμ. του ρήμ. decerpo, -cerpsi, -cerptum, -cerpĕre 3 (=
κόβω) / decerpor, decerptus sum, decerpi 3 (de + carpo)
putetis: β' πληθ. υποτακτ. ενεστ. ενεργ. φων. του ρήμ. puto, -avi, -atum, -are 1 (= νομίζω,
θεωρώ)
arbore: αφαιρ. ενικ. του ουσ. arbor -oris θηλ. 3 (= δέντρο)
cum: (χρον. σύνδ.) (= όταν)
omnes: ονομ. πληθ. αρσ. του επιθ. omnis -is -e επίθ. 3 (= όλος, ο καθένας)
recentem: αιτιατ. ενικ. θηλ. του επιθ. recens -entis επίθ. 3 (= πρόσφατος, φρέσκος)
esse: απρμφτ. ενεστ. του βοηθητ. ρήμ. sum, fui, esse (= είμαι, υπάρχω)
dixissent: γ' πληθ. υποτακτ. υπερσυντ. ενεργ. φων. του ρήμ. dico, dixi, dictum, dicĕre 3 (= λέγω)
atqui: (αντιθετ. σύνδ.) (= κι όμως)
ante: (πρόθ.+ αιτιατ.) (= πριν)
tertium: αιτιατ. ενικ. αρσ. του τακτικού αριθμητικού επιθέτου tertius –a -um (= τρίτος)
diem: αιτιατ. ενικ. του ουσ. dies -ei αρσ. 5 (= ημέρα)
scitote: β' πληθ. προστακτ. ενεστ. ενεργ. φων. του ρήμ. scio, scivi (-ii), scitum, scire 4 (=
γνωρίζω, μαθαίνω)
tam: (επίρρ.) (= τόσο)
prope: (τοπικό επίρρ.) (= κοντά)
a: (a, ab) (πρόθ.+ αφαιρ.) (= από)
muris: αφαιρ. πληθ. του ουσ. murus -i αρσ. 2 (= τοίχος, τείχη) / muri -orum αρσ. 2 (= τείχη)
habemus: α' πληθ. οριστ. ενεστ. ενεργ. φων. του ρήμ. habeo, habui, habitum, habēre 2 (= έχω)
hostem: αιτιατ. ενικ. του ουσ. hostis -is ( αρσ. και θηλ.) 3 (= εχθρός) (εδώ: αρσ.)
itaque: (συμπερασμ. σύνδ.) (= επομένως, λοιπόν)
cavete: β' πληθ. προστακτ. ενεστ. ενεργ. φων. του ρήμ. caveo, cavi, cautum, cavēre 2 (=
προσέχω, φυλάγομαι)
periculum: αιτιατ. ενικ. του ουσ. periculum -i ουδ. 2 (= κίνδυνος)
tutamini: β' πληθ. προστακτ. ενεστ. του αποθετ. ρήμ. tutor, tutatus sum, tutari αποθ. 1 (=
προστατεύω)
patriam: αιτιατ. ενικ. του ουσ. patria -ae θηλ. 1 (= πατρίδα)
opibus: αφαιρ. πληθ. του ουσ. ops, opis θηλ. 3 (άχρηστο) ή opes, opum θηλ. 3 (= δυνάμεις)
(μόνο στον πληθυντικό) – PLURALIA TANTUM
urbis: γεν. ενικ. του ουσ. urbs, urbis θηλ. 3 (= πόλη)
nolite: β' πληθ. προστακτ. ενεστ. ενεργ. φων. του ανώμαλου ρήμ. nolo, nοlui, nolle (= δε θέλω)
confidere: απρμφτ. ενεστ. του ημιαποθετ. ρήμ. confido, confisus sum, confidĕre ημιαποθ. 3
(+ αφαιρ.) (= έχω εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι, στηρίζομαι) (cum + fido)
fiduciam: αιτιατ. ενικ. του ουσ. fiducia -ae θηλ. 1 (= εμπιστοσύνη, αυτοπεποίθηση)
quae: ονομ. ενικ. θηλ. της αναφορ. αντωνυμ. qui, quae, quod (= ο οποίος)
nimia: ονομ. ενικ. θηλ. του επιθ. nimius -a -um επίθ. 2 (= υπερβολικός, μεγάλος)
vobis: δοτ. πληθ. αρσ. της προσωπ. αντωνυμ. β' προσ. tu (= εσύ)
est: γ' ενικ. οριστ. ενεστ. του βοηθητ. ρήμ. sum, fui, esse (= είμαι, υπάρχω)
deponite: β' πληθ. προστακτ. ενεστ. ενεργ. φων. του ρήμ. depono, -posui, -positum, -ponĕre 3 (=
αποβάλλω) (de + pono)
neminem: αιτιατ. ενικ. αρσ. της ουσιαστ. αόριστης αντωνυμ. nemo (= κανένας)
credideritis: β' πληθ. υποτακτ. παρακειμ. ενεργ. φων. του ρήμ. credo, credidi, creditum, credĕre
3 (= πιστεύω)
patriae: δοτ. ενικ. του ουσ. patria -ae θηλ. 1 (= πατρίδα)
consultūrum esse: απρμφτ. μέλλ. ενεργ. φων. του ρήμ. consulo, consului, consultum, consulĕre
3 (= φροντίζω, ενδιαφέρομαι) (+ δοτ.)
nisi: (υποθετ. σύνδ.) (= αν δεν)
vos: ονομ. πληθ. αρσ. της προσωπ. αντωνυμ. β' προσ. tu (= εσύ)

ΛΑΤΙΝΙΚΑ Γ’ ΛΥΚΕΙΟΥ
ΜΑΘΗΜΑ 25

ipsi: ονομ. πληθ. αρσ. της οριστ. (επαναληπτ.) αντωνυμ. ipse, ipsa, ipsum (= ο ίδιος)
patriae: δοτ. ενικ. του ουσ. patria -ae θηλ. 1 (= πατρίδα)
consulueritis: β' πληθ. υποτακτ. παρακειμ. ενεργ. φων. του ρήμ. consulo, consului, consultum,
consulĕre 3 (= φροντίζω)
mementote: β' πληθ. προστακτ. ενεστ. του ελλειπτ. ρήμ. memini, -, meminisse (= θυμάμαι)
rem: αιτιατ. ενικ. του ουσ. res, rei θηλ. 5 (= πράγμα)
publicam: αιτιατ. ενικ. θηλ. του επιθ. publicus -a um επίθ. 2 (= δημόσιος)
res publica: (= η πολιτεία)
in: (πρόθ.+ αφαιρ.) (= σε)
extrēmo: αφαιρ. ενικ. ουδ. υπερθετ. βαθμού του επιθ. exter (exterus), extera, exterum (= ο έξω) /
extremus -a -um (= έσχατος)
discrimine: αφαιρ. ενικ. του ουσ. discrimen -minis ουδ. 3 (= κίνδυνος)
quondam: (χρον. επίρρ.) (= κάποτε)
fuisse: απρμφτ. παρακειμ. του βοηθητ. ρήμ. sum, fui, esse (= είμαι, υπάρχω)
statimque = statim + que = statim: (χρον. επίρρ.) (= αμέσως)
suptum est: γ' ενικ. οριστ. παρακειμ. παθητ. φων. του ρήμ. sumo, sumpsi, sumptum, sumĕre 3
(= δέχομαι, παίρνω) / sumor, sumptus sum, sumi 3 / bellum sumo: αρχίζω πόλεμο
Punicum: ονομ. ενικ. ουδ. του επιθ. Punicus -a -um επίθ. 2 (= Καρχηδονιακός)
bellum: ονομ. ενικ. του ουσ. bellum -i ουδ. 2 (= πόλεμος)
tertium: ονομ. ενικ. ουδ. του τακτικού αριθμητικού επιθέτου tertius -a –um (= τρίτος)
quo: αφαιρ. ενικ. ουδ. της αναφορ. αντωνυμ. qui, quae, quod (= ο οποίος)
Carthago: ονομ. ενικ. του ουσ. Carthago -inis θηλ. 3 (= Καρχηδόνα)
deleta est: γ' ενικ. οριστ. παρακειμ. παθητ. φων. του ρήμ. deleo, -eνi, -etum, -ēre 2
/ deleor, deletus sum, deleri 2 (= καταστρέφομαι, αφανίζομαι)

ΛΑΤΙΝΙΚΑ Γ’ ΛΥΚΕΙΟΥ

You might also like