You are on page 1of 7

INTERNATIONAL HELLENIC

ASSOCIATION
Ὁμάδα Ἔρευνας καί Μελέτης τῶν Ὁμηρικῶν
Ἐπῶν
Συντονίστρια: Ἰσμήνη Μαρτίνη
e-mail: ismartin797@gmail.com
Ἀθήνα 24/11/2019

Μελέτη Ὁμήρου / Ὀδύσσεια, 23η Ἑνότητα

Ραψωδία α, στίχοι 298-313

ἦ οὐκ ἀΐεις οἷον κλέος ἔλλαβε δῖος Ὀρέστης


ἀλήθεια δέν ἄκουσες πόση δόξα ἀπέκτησε ὁ θεϊκός Ὀρέστης

πάντας ἐπ' ἀνθρώπους, ἐπεὶ ἔκτανε πατροφονῆα,


σέ ὅλους τούς ἄνθρώπους, ἐπειδή σκότωσε τόν πατροφονέα

Αἴγισθον δολόμητιν, ὅ οἱ πατέρα κλυτὸν ἔκτα;


Αἴγισθο τόν πανοῦργο, ὁ ὁποῖος τόν δοξασμένο πατέρα του σκότωσε;

καὶ σύ, φίλος, μάλα γάρ σ' ὁρόω καλόν τε μέγαν τε,
κι ἐσύ ἀγαπητέ, καθώς καλά σέ βλέπω, ὡραῖος καί μεγαλόσωμος

ἄλκιμος ἔσσ', ἵνα τίς σε καὶ ὀψιγόνων ἐῢ εἴπῃ.


καί δυνατός εἶσαι, ὥστε κάποιος ἐκ τῶν μεταγενεστέρων γιά σένα νά πεῖ καλά λόγια.

αὐτὰρ ἐγὼν ἐπὶ νῆα θοὴν κατελεύσομαι ἤδη


τώρα ὅμως ἐγώ στό ταχύ πλοῖο θά κατέβω ἀμέσως

ἠδ' ἑτάρους, οἵ πού με μάλ' ἀσχαλόωσι μένοντες·


μέ τούς συναῦτες, οἱ ὁποῖοι μ’ ἐμένα δυσαρεστοῦνται πού παραμένουν (ἄπρακτοι).

σοὶ δ' αὐτῷ μελέτω, καὶ ἐμῶν ἐμπάζεο μύθων.»


κι ἐσύ ὁ ἴδιος σκέψου καί φρόντισε γιά ὅσα σοῦ εἶπα»

τὴν δ' αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·


σ’ ἐκείνη πάλι ὁ συνετός Τηλέμαχος ἀνταπάντησε

«ξεῖν', ἦ τοι μὲν ταῦτα φίλα φρονέων ἀγορεύεις,


«ξένε, στ’ ἀλήθεια γι’ αὐτά μέ ἀγαθή πρόθεση μιλᾶς

ὥς τε πατὴρ ᾧ παιδί, καὶ οὔ ποτε λήσομαι αὐτῶν.


ὅπως ὁ πατέρας στό παιδί του καί ποτέ δέν θά τά λησμονήσω.

ἀλλ' ἄγε νῦν ἐπίμεινον, ἐπειγόμενός περ ὁδοῖο,


ἀλλά ἔλα τώρα μεῖνε λίγο ἀκόμη, παρ’ ὅτι ἐπείγεσαι γιά τόν δρόμο (τό ταξίδι),
ὄφρα λοεσσάμενός τε τεταρπόμενός τε φίλον κῆρ
γιά νά πλυθεῖς καί νά εὐχαριστηθεῖ ἡ ψυχή σου,

δῶρον ἔχων ἐπὶ νῆα κίῃς, χαίρων ἐνὶ θυμῷ,


καί δῶρο νά πάρεις στό πλοῖο ὅταν πᾶς, πού θα σοῦ ἀρέσει,

τιμῆεν, μάλα καλόν, ὅ τοι κειμήλιον ἔσται


πολύτιμο καί πολύ ὡραῖο, τό ὁποῖο ὡς κειμήλιο θά σοῦ βρίσκεται

ἐξ ἐμεῦ, οἷα φίλοι ξεῖνοι ξείνοισι διδοῦσι.»


ἀπό ἐμένα, ὅπως αὐτά πού οἱ προσφιλεῖς οἰκοδεσπότες χαρίζουν στούς φιλοξενουμένους.

Λεξιλόγιον

ἦ οὐκ ἀΐεις οἷον κλέος ἔλλαβε δῖος Ὀρέστης

ἦ : στ’ ἀλήθεια, βεβαίως (τό εἴδαμε στίς προηγούμενες ἑνότητες)

ἀΐεις /ἀΐω: ἀκούω καί βλέπω, ἀντιλαμβάνομαι μέσῳ τῆς ἀκοῆς ἤ τῆς ὅρασης, στρέφω τήν προσοχή
μου σέ κάτι, ὑπακούω, ἐκπνέω

ἄημι: πνέω, φυσῶ, πνέω ἰσχυρά, φυσῶ δυνατά. ἄημαι: μέ φυσάει ὁ ἄνεμος, ἀνεμοδέρνομαι.
Μεταφορικά:κλυδωνίζομαι, ταλαντεύομαι σάν νά μέ φυσάει ἄνεμος

κλέος: φήμη, δόξα, εἴδηση (βλ. 7η ἑνότητα)

ἔλλαβε /λαμβάνω: πιάνω, καταλαμβάνω, συλλαμβάνω, παίρνω, κάνω κάτι δικό μου, προφθάνω,
καταφθάνω, ἀποκτῶ, κερδίζω, ἁρπάζω. (λαβή, λαβίδα, ληπτέος, ληπτικός, ληπτός, λήψη)

Ἀρχικοί Χρόνοι
Ἐνεστώτας: λαμβάνω
Παρατατικός: ἐλάμβανον
Μέλλων: λήψομαι
Ἀόριστος: ἔλαβον και ἔλλαβον
Παρακείμενος: εἴληφα
Ὑπερσυντέλικος: εἰλήφειν

δῖος : θεοειδής, θεϊκός , λαμπρός, εὐγενής, ἔνδοξος, ἐξαίρετος, θαυμαστός, ἀξιόπιστος, θεσπέσιος

πάντας ἐπ' ἀνθρώπους, ἐπεὶ ἔκτανε πατροφονῆα,

ἔκτανε /κτείνω: σκοτώνω, φονεύω, σφάζω, θανατώνω, καταστρέφω, ἀφανίζω

πατροφονῆα/ὁ πατροφονεύς: πατροφόνος

φονεύς: φονιάς, δολοφόνος, ἀνθρωποκτόνος, δήμιος

φένω: φονεύω (φόνος)


Αἴγισθον δολόμητιν, ὅ οἱ πατέρα κλυτὸν ἔκτα;

δολόμητιν/δολομήτης ( δόλος +μῆτις) :ὁ πονηρός, ὁ πανοῦργος, ὁ δόλιος

δόλος: ὁ δόλος, ἡ πονηρία, ἡ ἐξαπάτηση, ἡ πανουργία, ἡ ἀπάτη, κάθε τέχνασμα ἐξαπάτησης

δηλέομαι: βλάπτω, πληγώνω, ἐξαπατῶ, δηλητηριάζω, βλάπτω μέ μαγικά φίλτρα, καταστρέφω


(delete), ξοδεύω, σπαταλῶ, παραβιάζω συμφωνία

παράγωγα: τό δήλημα( ἡ βλάβη, ἡ φθορά, ὁ ὄλεθρος), ὁ δηλήμων (ἐπιβλαβής, ὀλέθριος,


φθοροποιός, καταστροφικός), ἡ δήλησις ( ἡ βλάβη, ἡ καταστροφή, ἡ φθορά), ὁ δηλητήρ ( ὁ
ἐξολοθρευτής, ὁ καταστροφέας), τό δηλητήριο, ὁ δολερός(ἀπατηλός, ὕπουλος, δόλιος), ὁ δολιόπους
(δόλος +ποῦς, μέ τό δόλιο πόδι, δηλαδή ὕπουλος, ἀπαρατήρητος), ὁ δόλιος-δολόεις, ὁ δολιόφρων
(ὁ πανοῦργος, μέ τήν δόλια σκέψη), ὁ δολόμυθος (ὁ δολίως ὁμιλῶν), ἡ δολοπλοκία, ὁ δολοπλόκος,
ὁ δολοποιός, ὁ δολοράφος, τό δόλωμα, ὁ δολοφόνος, δολοφονῶ, ὁ δολοφραδής, ὁ δολοφρονέων, ὁ
δολόφρων, δολόω (ἐξαπατῶ, δελεάζω, παγιδεύω), ὁ δόλων (μυστικό ὅπλο, μαχαιρίδιο πού φέρεται
κρυφά), ὁ δολῶπις (ὁ μέ δόλιο-πονηρό βλέμμα), τό δέλεαρ-δελέασμα ( τό δόλωμα, τό θέλγητρο, ἡ
πρόκληση), ὁ δελεάρπαξ (ὁ ἅρπαξ τοῦ δολώματος)

ἡ μῆτις: ἡ σκέψη, ἡ νόηση, ἡ διάνοια, ἡ φρόνηση, ἡ σοφία, καί ἡ πληροφορία, ἡ συμβουλή, τό


σχέδιο, ἀλλά καί ἡ πανουργία

μητιάω:συλλογίζομαι, διαλογίζομαι, συζητῶ

μητίομαι:ἐπινοῶ, μηχανεύομαι, σχεδιάζω. Μητίετα Ζεύς: ἕνα ἀπό τά ἐπίθετα τοῦ Διός

κλυτὸς : ὁ ξακουστός, ὁ ἔνδοξος, ὁ διάσημος, ὁ περίφημος, ὁ ἐξαίρετος


σύνθετα: κλυτόδενδρος, κλυτοεργός, κλυτόκαρπος, κλυτόμητις, κλυτόμοχθος, κλυτόνοος,
κλυτόπαις, κλυτόπωλος (πῶλος:πουλάρι), κλυτοτέχνης, κλυτότοξος

κλύω: ἀκούω, ἀντιλαμβάνομαι, γνωρίζω τι, παρακολουθῶ, προσέχω, ὑπακούω. Στίς προσευχές :
«κλῦθι με Ζεῦ», «κέκλυτέ μευ θεοί»

ἔκτα: σκότωσε (ρῆμα:κτείνω )

καὶ σύ, φίλος, μάλα γάρ σ' ὁρόω καλόν τε μέγαν τε,

φίλος: φίλος, ἀγαπημένος (βλ. 10η και 16η ἑνότητες)

μάλα :πάρα (πολύ), ἐπιτατικό, βεβαιωτικό μόριο

ὁράω-ῶ: βλ. 6η ἑνότητα

καλός: καλός, ὡραῖος, ὄμορφος, ὡραῖος στό δέμας (στό σῶμα), εὐπρεπής, εὐγενής, σεμνός,
κόσμιος, ἀγαθός, κατάλληλος, αἴσιος, εὐοίωνος, δίκαιος
παράγωγα-σύνθετα:τό κάλλος, καλημέρα, ὁ καλήμερος, καλλιβλέφαρος, καλλιβόας(βοή=φωνή),
καλλίβοτρυς, καλλίβωλος, καλλιγάληνος, καλλίγαμος, καλλιγένεια, καλλιγέφυρος, καλλιγύναιξ,
καλλιδίνης, καλλίδιφρος (δίφρος=ἅρμα), καλλιδόναξ (δόναξ=καλάμι), καλλιεπέομαι (μιλάω
ὡραῖα), καλλιερέω, καλλιζυγής, καλλίζωνος, καλλίθριξ, καλλιθυτέω, καλλίκαρπος, καλλίκερως,
καλλικολώνη, καλλικόμας, καλλίκομος, καλλικρήδεμνος, καλλιλογέομαι, καλλίμορφος, κάλλιμος,
καλλίναος(καλλίρροος), καλλίνικος, Καλλιόπη, καλλίπαις, καλλιπάρηος, καλλιπάρθενος,
καλλιπέδιλος, καλλίπεπλος, καλλιπέτηλος( μέ τά ὡραῖα πέταλα), καλλίπηχυς, καλλιπλόκαμος,
καλλίπλουτος, καλλίπολις, καλλιπόταμος, καλλίπρωρος, καλλίπυλος, καλλίπυργος, καλλίπωλος,
καλλιρέεθρος, καλλιρέω, καλλιρημοσύνη(εὐγλωττία), καλλιρήμων, καλλιστεῖον, καλλίστευμα,
καλλιστέφανος, Καλλιστώ, καλλίσφυρος, καλλίτεκνος, καλλιτεχνία, καλλίτοξος, καλιφεγγής,
καλλίφθογγος, καλλίφλοξ, καλλίφωνος, καλλίχορδος, καλλίχορος, καλλονή, καλλοσύνη(τό
κάλλος), καλλύνω, καλλωπίζω, καλλωπισμός, καλοκαγαθία, καλοποιέω κτλ.

Μέγας: μέγας, μεγάλος, μεγάλος στό μέγεθος, σπουδαῖος, ἰσχυρός, δυνατός, κραταιός, τεράστιος,
ἀπέραντος, ἐκτεταμένος, σημαντικός, ἄριστος
παράγωγα-σύνθετα: μέγεθος-μέγαθος, μεγαθαρσής, μεγάθυμος, μεγαίρω (φθονῶ), μεγακήτης,
μεγακλεής, μεγαλάδικος, μεγαλαλκής, μεγαληνορία, μεγαλαυχέω, μεγαλαυχία, μεγαλεῖος,
μεγαλειότης, μεγαληγορέω, μεγαλήνωρ, μεγαλήτωρ, μεγαλίζομαι, μεγαλογνωμοσύνη,
μεγαλόδενδρος, μεγαλόδοξος, μεγαλοδωρία, μεγαλοεργής, μεγαλόθυμος, μεγάλοιτος,
μεγαλοκευθής, μεγαλοκίνδυνος, μεγαλοκόρυφος, μεγαλοκρατής, μεγαλόμητις, μεγαλόμισθος,
μεγαλόνοια, μεγαλόνοος, μεγαλόπολις, μεγαλοπραγμοσύνη, μεγαλοπρέπεια, μεγάλος,
μεγαλοσθενής, μεγαλόσπλαχνος, μεγαλόστονος, μεγαλοσχήμων, μεγαλότολμος, μεγαλουργής,
μεγαλοφρονέω, μεγαλοφροσύνη, μεγαλοφωνία, μεγαλοψυχία, μεγαλύνω, μεγαλώνυμος, μεγαλωστί,
μεγάνωρ, μέγαρον, μεγασθενής, μεγαυχής, μεγήρατος, μεγιστάνας, μεγιστόπολις

ἄλκιμος ἔσσ', ἵνα τίς σε καὶ ὀψιγόνων ἐῢ εἴπῃ.

ὁ ἄλκιμος :ὁ ἔχων ἀλκή, ὁ γενναῖος, ὁ ἀνδρεῖος, ὁ δυνατός, ὁ ρωμαλέος

ἡ ἀλκή:ἡ ἰσχύς, ἡ ἀνδρεία, τό θάρρος, ἡ εὐψυχία, ἡ γενναιότητα. Ἡ ἀμυντική δύναμη, ἡ ὀχύρωση,


ἡ προφύλαξη, ἡ ὑπεράσπιση
ὁ ἀλκτήρ: ὁ προστάτης, ὁ ἀλκίμαχος (ὁ γενναῖος πολεμιστής), ὁ ἀλκίφρων( ὁ γενναῖος, ὁ
μεγαλόψυχος). Τό ἄλκαρ: τό ἀμυντήριο

ἔσσί:εἶσαι

ἵνα :γιά νά

τίς :κάποιος

ὀψίγονος (ὀψέ+γόνος):ὁ γεννηθείς ἀργότερα, ὁ μεταγενέστερος, τό τελευταῖο παιδί, τό παιδί


ἡλικιωμένου πατρός, ὁ νεώτερος
ὀψέ (χρονικό ἐπίρρημα) :μετά ἀπό μεγάλο χρονικό διάστημα, ἀργότερα, ἀργά τό βράδυ, ἀργά τό
ἀπόγευμα, ἀργά στήν ἡλικία. (ὀψίζω, ὀψίκοιτος, ὀψιμαθής, ὄψιμος, ὀψίνοος, ὄψιος, ὀψιτέλεστος)

ἐῢ :καλῶς

εἴπῃ/λέγω: ἐδῶ μέ τήν σημασία ὁμιλῶ (βλ. 8η ἑνότητα)

αὐτὰρ ἐγὼν ἐπὶ νῆα θοὴν κατελεύσομαι ἤδη

αὐτὰρ ἐγὼν ἐπὶ νῆα θοὴν : οἱ λέξεις μᾶς εἶναι ὅλες γνωστές

κατελεύσομαι/μέλλων τοῦ ρήματος κατέρχομαι (κατά +ἔρχομαι): πορεύομαι πρός τά κάτω,


ἔρχομαι κάτω, κατεβαίνω, κατευθύνομαι ἀπό ψηλότερη θέση σέ χαμηλότερη, κατεβαίνω στόν
τάφο, κατεβαίνω πρός τά παράλια, καί ἐπανέρχομαι, ἐπιστρέφω
(γιά τό ρῆμα ἔρχομαι βλ. 16η ἑνότητα)
ἤδη: ἤδη, μέχρι αὐτήν τήν στιγμή, ἕως τώρα, πλέον, πρίν ἀπό αὐτό, τώρα, ἀμέσως, εὐθύς ἀμέσως.
Χρησιμοποιεῖται ἐπίσης μέ μελλοντική ἔννοια καί σέ συνδυασμό μέ χρονικά ἐπιρρήματα (ἤδη νῦν)

ἠδ' ἑτάρους, οἵ πού με μάλ' ἀσχαλόωσι μένοντες·

ἀσχαλόωσι /ἀσχαλάω: εἶμαι πολύ λυπημένος, θλιμμένος, ταραγμένος, δυσαρεστημένος

μένοντες/μένω: μένω, εἶμαι σταθερός, ἀντέχω, παραμένω, ἀναμένω, προσδοκῶ, περιμένω,


προσμένω, παραμένω διαρκῶς, μένω σταθερός-ἀκίνητος, μένω σταθερός σέ ἄποψη

Ἀρχικοί Χρόνοι
Ἐνεστώτας: μένω
Παρατατικός: μένεσκον
Μέλλων: μενέω-ῶ
Ἀόριστος: ἔμεινα
Παρακείμενος: μεμένηκα
Ὑπερσυντέλικος: ἐμεμενήκειν

σοὶ δ' αὐτῷ μελέτω, καὶ ἐμῶν ἐμπάζεο μύθων.»

μελέτω( προστακτική ἐνεστῶτος τοῦ ρήματος μελετάω-ῶ): φροντίζω γιά κάποιον ἤ γιά κάτι,
προσέχω κάτι, ἐντείνω τήν προσοχή μου, ἐξετάζω, στρέφω τήν προσοχή μου, ἐπιδιώκω, ἐξασκῶ
τέχνη ἤ ἐξασκοῦμαι σέ μία δραστηριότητα

μελέτη: μελέτη, φροντίδα, προσοχή, ἐξάσκηση, ἔγνοια, ἀνησυχία

μέλω: εἶμαι ἀντικείμενο φροντίδας, φροντίζω κάποιον, μέ ἀπασχολεῖ ἡ φροντίδα τινός,


ἀναλαμβάνω τήν φροντίδα κάποιου, ἐνδιαφέρομαι
παράγωγα-σύνθετα: ἡ μελέτη, τό μελέτημα, ὁ μελετηρός, τό μελετητήριον, ὁ μελέτωρ, τό μέλλημα,
ἡ μέλλησις (ἡ προσμονή γιά κάτι πού δεν γίνεται, ἤ καθυστερεῖ νά γίνει), τό μελλητέον, ὁ
μελλητής, μελεδαίνω, μελέδημα, μελεδήμων, μελεδών, μελεδωνός, μελεόφρων, μελησίμβροτος,
μελητέον

καὶ ἐμῶν ἐμπάζεο μύθων: γιά τήν φράση βλ. 21η ἑνότητα

τὴν δ' αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·

γνωστή τυπική φράση

«ξεῖν', ἦ τοι μὲν ταῦτα φίλα φρονέων ἀγορεύεις

ξένος: φιλοξενούμενος καί οἰκοδεσπότης (βλ. 8η ἑνότητα)

ἦ τοι :βεβαιωτικό

ταῦτα : οὗτος, αὕτη, τοῦτο ( δεικτική ἀντωνυμία, βλ. 21η ἑνότητα)

φίλα : ἐπιρρηματικός τύπος τοῦ φίλος ( βλ. 10η ἑνότητα)


φρονέων (μτχ ἐνεστῶτος) / φρονέω: σκέφτομαι, ἔχω κατανόηση, εἶμαι φρόνιμος-σοφός-συνετός-
ἔξυπνος, ἔχω κατά νοῦ, σκοπεύω, μελετῶ, διατίθεμαι εὐνοϊκά ἤ ἀρνητικά πρός, θεωρῶ, ἔχω τήν
ἄποψη
( φρονηματίας, φρονιματίζομαι, φρόνησις, φρονητέον, φρόνιμος, φρόνις, φρονούντως, φροντίζω,
φροντίς, φρόντισμα, φροντιστέον, φροντιστήριον, φροντιστής)

ἀγορεύω: ἀγορεύω, ὁμιλῶ (βλ. 14η ἑνότητα)

ὥς τε πατὴρ ᾧ παιδί, καὶ οὔ ποτε λήσομαι αὐτῶν.

λήσομαι /λανθάνω:διαφεύγω τῆς προσοχῆς κάποιου, παραμένω ἄγνωστος-ἀόρατος-ἀπαρατήρητος

Λανθάνομαι:ἀφήνω κάτι νά μοῦ διαφύγει, ξεχνῶ, λησμονῶ, ἀγνοῶ κάτι-δέν τό σκέφτομαι


παράγωγα-σχετικά: ἡ λήθη-λάθα(δωρικά), λαθητικός, λαθικηδής, λαθίπονος, λαθίφθογγος, τό
λᾶθος-τό λῆθος-ἡ λήθη, λάθρῃ (λαθραίως), λαθραῖος, λάθριος, λαθρίδιος, λαθροβόλος,
λαθροδάκνης, λαθροπόδης, λαίθαργος (ὁ δάκνων κρυφά), ὁ ληθαῖος, ὁ λήθαργος, ληθεδανός,
ληθεδών, τό λάθος (τό σφάλμα, αὐτό πού διέφυγε τῆς προσοχῆς μας)

ἀλλ' ἄγε νῦν ἐπίμεινον, ἐπειγόμενός περ ὁδοῖο,

ἐπίμεινον/ἐπιμένω: ἀναμένω, περιμένω, μένω ἀκίνητος, μένω στό μέρος πού τοποθετήθηκα,
παραμένω ὡς εἶμαι, διατηρῶ τήν θέση μου, ἐξακολουθῶ, ἐμμένω, μένω πιστός, προσδοκῶ,
ἀναμένω, περιμένω

ἐπειγόμενος/ἐπείγω:πιέζω, βαραίνω, πιέζω σέ καταδίωξη, πιέζω κάποιον, ἐπισπεύδω, ἐπιταχύνω


κάτι. Ἐπείγομαι: ἐπείγομαι, βιάζομαι, σπεύδω νά κάνω κάτι, βιάζω, ἐπιταχύνω
[τό ἐπεῖγον, τά ἐπείγοντα ( τά ἐπείγοντα, τά ἀναγκαῖα, τά ἀπαραίτητα)]

ἡ ὁδός: ἡ ὁδός, ὁ δρόμος, ἡ διαδρομή, τό ταξίδι, ἡ δίοδος, τό μονοπάτι, ἡ λεωφόρος, ὁ τροχιά τῶν
οὐρανίων σωμάτων, καί τό μεταφορικό μέσο, ὁ τρόπος, ἡ μέθοδος, τό σύστημα
( ὁδαῖος, ὁδεύω, ὁδηγός (ὁδός+ἄγω), ὁδηγέω, ὅδιος, ὅδισμα, ὁδίτης, ὁδοιπλανέω, ὁδοιπλανής,
ὁδοιπορέω, ὁδοιπορία, ὁδοιπόριον (προμήθεια γιά τόν δρόμο), ὁδοποιέω, ὁδοποίησις, ὁδοποιία,
ὁδουρός, ὁδοφύλαξ, ἄνοδος, κάθοδος, ἐπάνοδος, ἔξοδος, πάροδος, μέθοδος, πάροδος, δίοδος,
ἔφοδος, περίοδος, περιοδεύω

ὄφρα λοεσσάμενός τε τεταρπόμενός τε φίλον κῆρ

λοεσσάμενός/λούω: πλένω κάποιον ἄλλο, πλένω τό σῶμα ἄλλου, κάνω μπάνιο σέ κάποιον ἄλλο
(βλ. καί 9η ἑνότητα). λούομαι: πλένω τό σῶμα μου [λουτρόν, λουτροφόρος, λουτροχοέω,
λουτροχόος, ὁ λουτρῶν, ὁ λουτροδάϊκτος (ὁ φονευθείς στό λουτρόν)]

τεταρπόμενός /τέρπομαι: τέρπομαι, ἀπολαμβάνω (βλ. 9η ἑνότητα)

τό κῆρ-κέαρ : ἡ καρδιά ( Γαλλικά: le Coeur, Ἰσπανικά: Corazon, Ἰταλικά: cuore)

δῶρον ἔχων ἐπὶ νῆα κίῃς, χαίρων ἐνὶ θυμῷ,

κίῃς/ κίω: πορεύομαι, πηγαίνω


χαίρων/χαίρω: χαίρω, χαίρομαι, εἶμαι εὐτυχής, παίρνω εὐχαρίστηση ἀπό κάτι, εἶμαι
εὐχαριστημένος. Χαῖρε: λέξη χαιρετισμοῦ σέ συνάντηση καί σέ ἀποχαιρετισμό
(ἡ χαρά, χαιρετίζω, τό χάρμα (ἡ κάθε πηγή χαρᾶς), ἡ χάρμη ( ἡ χαρά τῆς μάχης), ἡ χαρμονή, ὁ
χαρμόσυνος, ὁ χαρμόφρων, ὁ χαροπός, ἡ χαροπότης,

ὁ θυμός: ἡ ψυχή, ἡ πνοή, ἡ ἀνάσα ἡ ζωή, ἡ νόηση, ἡ διάθεση, ἡ βούληση, ἡ ἐπιθυμία, τό θάρρος, ἡ
τόλμη, τό μένος, ὁ θυμός, ἡ ὀργή
(θυμαίνω, θυμαλγής, θυμαρής, θυμηδής, θυμικός, θυμοβαρής, θυμοδακής, θυμοβαρής, θυμοβορέω,
θυμοβόρος, θυμοειδής, θυμολέων, θυμομάντις, θυμομαχέω, θυμοπληθής, θυμοραϊστής,
θυμοσοφικός, θυμόσοφος, θυμοφθορέω, θυμοφθόρος, θυμόω, θυμώδης, θύμωμα)
(βλ. 1η και 10η ἑνότητα)

τιμῆεν, μάλα καλόν, ὅ τοι κειμήλιον ἔσται

τό τιμῆεν/ὁ τιμήεις :ὁ τιμημένος, ὁ βαρύτιμος, ὁ πολύτιμος


τιμάω-ῶ: τιμῶ, σέβομαι, ἀπονέμω τιμές, ἀνταμείβω, ἐκτιμῶ, ἀποδίδω ἀξία σέ κάτι, ὑπολογίζω,
ἀποτιμῶ, ἐπιβάλλω ποινή
(τιμή, τίμημα, τίμησις, τιμητέος, τιμητής, τιμητικός, τίμιος, τιμιότης, τιμοκρατία, τιμαλφής,
τιμάοχος)

τό κειμήλιον : ὁτιδήποτε φυλάσσεται ὡς πολύτιμο ἀντικείμενο, θησαυρός, ἐνθύμιο

κεῖμαι: βρίσκομαι κάπου, εἶμαι τοποθετημένος, εἶμαι ξαπλωμένος, στέκομαι ἀδρανής, εἶμαι
ἀσθενής ἤ τραυματίας, ἔχω ὁρισθεῖ (κεῖται ἄεθλον-ἔπαθλον, ἡ κείμενη νομοθεσία). (τό κείμενο)
Κεῖσθαι ἐν τινι: ἐναπόκειται σέ κάποιον, ἐξαρτᾶται ἀπό κάποιον

ἐξ ἐμεῦ, οἷα φίλοι ξεῖνοι ξείνοισι διδοῦσι.»

Οἱ λέξεις τοῦ στίχου εἶναι γνωστές.

Γιά τήν ἑρμηνεία τῶν λέξεων σέ ὅλες τίς ἑνότητες : Λεξικόν τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γλώσσης, Ἰωάν.
Σταματάκου, Ἐκδοτικός Ὀργανισμός “ Ο ΦΟΙΝΙΞ” ΕΠΕ, Ἀθήνα 1972
Γιά τήν Γραμματική σέ ὅλες τίς ἑνότητες : Γραμματική τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γλώσσης, Ἀχιλλέως
Τζαρτζάνου, Ἐκδοτικός οἶκος Ἀδελφῶν Κυριακίδη α.ε., Ἀθήνα 1965

Ἰσμήνη Μαρτίνη
Συντονίστρια Ἐπιτροπῆς Ὁμήρου ΙΗΑ
Ἀθήνα

You might also like