Professional Documents
Culture Documents
23η ΕΝΟΤΗΤΑ ΟΔΥΣΣΕΙΑ
23η ΕΝΟΤΗΤΑ ΟΔΥΣΣΕΙΑ
ASSOCIATION
Ὁμάδα Ἔρευνας καί Μελέτης τῶν Ὁμηρικῶν
Ἐπῶν
Συντονίστρια: Ἰσμήνη Μαρτίνη
e-mail: ismartin797@gmail.com
Ἀθήνα 24/11/2019
καὶ σύ, φίλος, μάλα γάρ σ' ὁρόω καλόν τε μέγαν τε,
κι ἐσύ ἀγαπητέ, καθώς καλά σέ βλέπω, ὡραῖος καί μεγαλόσωμος
Λεξιλόγιον
ἀΐεις /ἀΐω: ἀκούω καί βλέπω, ἀντιλαμβάνομαι μέσῳ τῆς ἀκοῆς ἤ τῆς ὅρασης, στρέφω τήν προσοχή
μου σέ κάτι, ὑπακούω, ἐκπνέω
ἄημι: πνέω, φυσῶ, πνέω ἰσχυρά, φυσῶ δυνατά. ἄημαι: μέ φυσάει ὁ ἄνεμος, ἀνεμοδέρνομαι.
Μεταφορικά:κλυδωνίζομαι, ταλαντεύομαι σάν νά μέ φυσάει ἄνεμος
ἔλλαβε /λαμβάνω: πιάνω, καταλαμβάνω, συλλαμβάνω, παίρνω, κάνω κάτι δικό μου, προφθάνω,
καταφθάνω, ἀποκτῶ, κερδίζω, ἁρπάζω. (λαβή, λαβίδα, ληπτέος, ληπτικός, ληπτός, λήψη)
Ἀρχικοί Χρόνοι
Ἐνεστώτας: λαμβάνω
Παρατατικός: ἐλάμβανον
Μέλλων: λήψομαι
Ἀόριστος: ἔλαβον και ἔλλαβον
Παρακείμενος: εἴληφα
Ὑπερσυντέλικος: εἰλήφειν
δῖος : θεοειδής, θεϊκός , λαμπρός, εὐγενής, ἔνδοξος, ἐξαίρετος, θαυμαστός, ἀξιόπιστος, θεσπέσιος
μητίομαι:ἐπινοῶ, μηχανεύομαι, σχεδιάζω. Μητίετα Ζεύς: ἕνα ἀπό τά ἐπίθετα τοῦ Διός
κλύω: ἀκούω, ἀντιλαμβάνομαι, γνωρίζω τι, παρακολουθῶ, προσέχω, ὑπακούω. Στίς προσευχές :
«κλῦθι με Ζεῦ», «κέκλυτέ μευ θεοί»
καὶ σύ, φίλος, μάλα γάρ σ' ὁρόω καλόν τε μέγαν τε,
καλός: καλός, ὡραῖος, ὄμορφος, ὡραῖος στό δέμας (στό σῶμα), εὐπρεπής, εὐγενής, σεμνός,
κόσμιος, ἀγαθός, κατάλληλος, αἴσιος, εὐοίωνος, δίκαιος
παράγωγα-σύνθετα:τό κάλλος, καλημέρα, ὁ καλήμερος, καλλιβλέφαρος, καλλιβόας(βοή=φωνή),
καλλίβοτρυς, καλλίβωλος, καλλιγάληνος, καλλίγαμος, καλλιγένεια, καλλιγέφυρος, καλλιγύναιξ,
καλλιδίνης, καλλίδιφρος (δίφρος=ἅρμα), καλλιδόναξ (δόναξ=καλάμι), καλλιεπέομαι (μιλάω
ὡραῖα), καλλιερέω, καλλιζυγής, καλλίζωνος, καλλίθριξ, καλλιθυτέω, καλλίκαρπος, καλλίκερως,
καλλικολώνη, καλλικόμας, καλλίκομος, καλλικρήδεμνος, καλλιλογέομαι, καλλίμορφος, κάλλιμος,
καλλίναος(καλλίρροος), καλλίνικος, Καλλιόπη, καλλίπαις, καλλιπάρηος, καλλιπάρθενος,
καλλιπέδιλος, καλλίπεπλος, καλλιπέτηλος( μέ τά ὡραῖα πέταλα), καλλίπηχυς, καλλιπλόκαμος,
καλλίπλουτος, καλλίπολις, καλλιπόταμος, καλλίπρωρος, καλλίπυλος, καλλίπυργος, καλλίπωλος,
καλλιρέεθρος, καλλιρέω, καλλιρημοσύνη(εὐγλωττία), καλλιρήμων, καλλιστεῖον, καλλίστευμα,
καλλιστέφανος, Καλλιστώ, καλλίσφυρος, καλλίτεκνος, καλλιτεχνία, καλλίτοξος, καλιφεγγής,
καλλίφθογγος, καλλίφλοξ, καλλίφωνος, καλλίχορδος, καλλίχορος, καλλονή, καλλοσύνη(τό
κάλλος), καλλύνω, καλλωπίζω, καλλωπισμός, καλοκαγαθία, καλοποιέω κτλ.
Μέγας: μέγας, μεγάλος, μεγάλος στό μέγεθος, σπουδαῖος, ἰσχυρός, δυνατός, κραταιός, τεράστιος,
ἀπέραντος, ἐκτεταμένος, σημαντικός, ἄριστος
παράγωγα-σύνθετα: μέγεθος-μέγαθος, μεγαθαρσής, μεγάθυμος, μεγαίρω (φθονῶ), μεγακήτης,
μεγακλεής, μεγαλάδικος, μεγαλαλκής, μεγαληνορία, μεγαλαυχέω, μεγαλαυχία, μεγαλεῖος,
μεγαλειότης, μεγαληγορέω, μεγαλήνωρ, μεγαλήτωρ, μεγαλίζομαι, μεγαλογνωμοσύνη,
μεγαλόδενδρος, μεγαλόδοξος, μεγαλοδωρία, μεγαλοεργής, μεγαλόθυμος, μεγάλοιτος,
μεγαλοκευθής, μεγαλοκίνδυνος, μεγαλοκόρυφος, μεγαλοκρατής, μεγαλόμητις, μεγαλόμισθος,
μεγαλόνοια, μεγαλόνοος, μεγαλόπολις, μεγαλοπραγμοσύνη, μεγαλοπρέπεια, μεγάλος,
μεγαλοσθενής, μεγαλόσπλαχνος, μεγαλόστονος, μεγαλοσχήμων, μεγαλότολμος, μεγαλουργής,
μεγαλοφρονέω, μεγαλοφροσύνη, μεγαλοφωνία, μεγαλοψυχία, μεγαλύνω, μεγαλώνυμος, μεγαλωστί,
μεγάνωρ, μέγαρον, μεγασθενής, μεγαυχής, μεγήρατος, μεγιστάνας, μεγιστόπολις
ἔσσί:εἶσαι
ἵνα :γιά νά
τίς :κάποιος
ἐῢ :καλῶς
αὐτὰρ ἐγὼν ἐπὶ νῆα θοὴν : οἱ λέξεις μᾶς εἶναι ὅλες γνωστές
Ἀρχικοί Χρόνοι
Ἐνεστώτας: μένω
Παρατατικός: μένεσκον
Μέλλων: μενέω-ῶ
Ἀόριστος: ἔμεινα
Παρακείμενος: μεμένηκα
Ὑπερσυντέλικος: ἐμεμενήκειν
μελέτω( προστακτική ἐνεστῶτος τοῦ ρήματος μελετάω-ῶ): φροντίζω γιά κάποιον ἤ γιά κάτι,
προσέχω κάτι, ἐντείνω τήν προσοχή μου, ἐξετάζω, στρέφω τήν προσοχή μου, ἐπιδιώκω, ἐξασκῶ
τέχνη ἤ ἐξασκοῦμαι σέ μία δραστηριότητα
καὶ ἐμῶν ἐμπάζεο μύθων: γιά τήν φράση βλ. 21η ἑνότητα
ἦ τοι :βεβαιωτικό
ἐπίμεινον/ἐπιμένω: ἀναμένω, περιμένω, μένω ἀκίνητος, μένω στό μέρος πού τοποθετήθηκα,
παραμένω ὡς εἶμαι, διατηρῶ τήν θέση μου, ἐξακολουθῶ, ἐμμένω, μένω πιστός, προσδοκῶ,
ἀναμένω, περιμένω
ἡ ὁδός: ἡ ὁδός, ὁ δρόμος, ἡ διαδρομή, τό ταξίδι, ἡ δίοδος, τό μονοπάτι, ἡ λεωφόρος, ὁ τροχιά τῶν
οὐρανίων σωμάτων, καί τό μεταφορικό μέσο, ὁ τρόπος, ἡ μέθοδος, τό σύστημα
( ὁδαῖος, ὁδεύω, ὁδηγός (ὁδός+ἄγω), ὁδηγέω, ὅδιος, ὅδισμα, ὁδίτης, ὁδοιπλανέω, ὁδοιπλανής,
ὁδοιπορέω, ὁδοιπορία, ὁδοιπόριον (προμήθεια γιά τόν δρόμο), ὁδοποιέω, ὁδοποίησις, ὁδοποιία,
ὁδουρός, ὁδοφύλαξ, ἄνοδος, κάθοδος, ἐπάνοδος, ἔξοδος, πάροδος, μέθοδος, πάροδος, δίοδος,
ἔφοδος, περίοδος, περιοδεύω
λοεσσάμενός/λούω: πλένω κάποιον ἄλλο, πλένω τό σῶμα ἄλλου, κάνω μπάνιο σέ κάποιον ἄλλο
(βλ. καί 9η ἑνότητα). λούομαι: πλένω τό σῶμα μου [λουτρόν, λουτροφόρος, λουτροχοέω,
λουτροχόος, ὁ λουτρῶν, ὁ λουτροδάϊκτος (ὁ φονευθείς στό λουτρόν)]
ὁ θυμός: ἡ ψυχή, ἡ πνοή, ἡ ἀνάσα ἡ ζωή, ἡ νόηση, ἡ διάθεση, ἡ βούληση, ἡ ἐπιθυμία, τό θάρρος, ἡ
τόλμη, τό μένος, ὁ θυμός, ἡ ὀργή
(θυμαίνω, θυμαλγής, θυμαρής, θυμηδής, θυμικός, θυμοβαρής, θυμοδακής, θυμοβαρής, θυμοβορέω,
θυμοβόρος, θυμοειδής, θυμολέων, θυμομάντις, θυμομαχέω, θυμοπληθής, θυμοραϊστής,
θυμοσοφικός, θυμόσοφος, θυμοφθορέω, θυμοφθόρος, θυμόω, θυμώδης, θύμωμα)
(βλ. 1η και 10η ἑνότητα)
κεῖμαι: βρίσκομαι κάπου, εἶμαι τοποθετημένος, εἶμαι ξαπλωμένος, στέκομαι ἀδρανής, εἶμαι
ἀσθενής ἤ τραυματίας, ἔχω ὁρισθεῖ (κεῖται ἄεθλον-ἔπαθλον, ἡ κείμενη νομοθεσία). (τό κείμενο)
Κεῖσθαι ἐν τινι: ἐναπόκειται σέ κάποιον, ἐξαρτᾶται ἀπό κάποιον
Γιά τήν ἑρμηνεία τῶν λέξεων σέ ὅλες τίς ἑνότητες : Λεξικόν τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γλώσσης, Ἰωάν.
Σταματάκου, Ἐκδοτικός Ὀργανισμός “ Ο ΦΟΙΝΙΞ” ΕΠΕ, Ἀθήνα 1972
Γιά τήν Γραμματική σέ ὅλες τίς ἑνότητες : Γραμματική τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γλώσσης, Ἀχιλλέως
Τζαρτζάνου, Ἐκδοτικός οἶκος Ἀδελφῶν Κυριακίδη α.ε., Ἀθήνα 1965
Ἰσμήνη Μαρτίνη
Συντονίστρια Ἐπιτροπῆς Ὁμήρου ΙΗΑ
Ἀθήνα