You are on page 1of 7

Κύριαι Δόξαι

Οι Κύριες Δόξες περιλαμβάνονται στο 10ο βιβλίο του έργου «Βίοι φιλοσόφων» του Διογένη
Λαέρτιου, το οποίο χρονολογείται τον 3ο αιώνα μ.Χ.

1
Τὸ μακάριον καὶ ἄφθαρτον οὔτε αὐτὸ πράγματα ἔχει οὔτε ἄλλῳ παρέχει· ὥστε οὔτε ὀργαῖς οὔτε χάρισι
συνέχεται· ἐν ἀσθενεῖ γὰρ πᾶν τὸ τοιοῦτον. (ἐν ἄλλοις δέ φησι τοὺς θεοὺς λόγῳ θεωρητούς͵ οὓς μὲν κατ΄
ἀριθμὸν ὑφεστῶτας͵ οὓς δὲ κατὰ ὁμοείδειαν͵ ἐκ τῆς συνεχοῦς ἐπιρρύσεως τῶν ὁμοίων εἰδώλων ἐπὶ τὸ αὐτὸ
ἀποτετελεσμένων͵ ἀνθρωποειδεῖς.)
Το ευτυχισμένο και άφθαρτο ον ούτε το ίδιο έχει προβλήματα ούτε προκαλεί σε άλλον. Έτσι, ούτε την οργή
γνωρίζει ούτε χάρες κάνει. Γιατί όλα αυτά χαρακτηρίζουν το αδύναμο ον.

2
Ὁ θάνατος οὐδὲν πρὸς ἡμᾶς· τὸ γὰρ διαλυθὲν ἀναισθητεῖ͵ τὸ δ΄ἀναισθητοῦν οὐδὲν πρὸς ἡμᾶς.
Ο θάνατος είναι ένα τίποτα για μας. Γιατί αυτό που έχει αποσυντεθεί δεν αισθάνεται, και ό,τι δεν αισθάνεται
είναι ένα τίποτα για μας.

3
Ὅρος τοῦ μεγέθους τῶν ἡδονῶν ἡ παντὸς τοῦ ἀλγοῦντος ὑπεξαίρεσις. ὅπου δ΄ ἂν τὸ ἡδόμενον ἐνῇ͵ καθ΄ ὃν ἂν
χρόνον ᾖ͵ οὐκ ἔστι τὸ ἀλγοῦν ἢ λυπούμενον ἢ τὸ συναμφότερον.
Όριο του μεγέθους των ηδονών είναι η εξάλειψη κάθε πόνου. Όπου υπάρχει η ηδονή και για όσο χρόνο
διαρκεί, δεν υπάρχει πόνος στο σώμα ή λύπη στην ψυχή, ή και τα δυο μαζί.

4
Οὐ χρονίζει τὸ ἀλγοῦν συνεχῶς ἐν τῇ σαρκί͵ ἀλλὰ τὸ μὲν ἄκρον τὸν ἐλάχιστον χρόνον πάρεστι͵ τὸ δὲ μόνον
ὑπερτεῖνον τὸ ἡδόμενον κατὰ σάρκα οὐ πολλὰς ἡμέρας συμβαίνει· αἱ δὲ πολυχρόνιοι τῶν ἀρρωστιῶν
πλεονάζον ἔχουσι τὸ ἡδόμενον ἐν τῇ σαρκὶ ἤπερ τὸ ἀλγοῦν.
Δεν παρατείνεται συνέχεια η διάρκεια του σωματικού πόνου, αλλά αντίθετα, ακόμα και ο πιο δυνατός πόνος
κρατάει ελάχιστο χρόνο, ενώ ο πόνος που καλύπτει την ηδονή της σάρκας δε διαρκεί πολλές μέρες. Και στις
μακροχρόνιες αρρώστιες την υπεροχή στο σώμα έχει η ηδονή παρά ο πόνος.

5
Οὐκ ἔστιν ἡδέως ζῆν ἄνευ τοῦ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ δικαίως οὐδὲ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ δικαίως ἄνευ
τοῦ ἡδέως· ὅτῳ δὲ τοῦτο μὴ ὑπάρχει͵ οὐκ ἔστι τοῦτον ἡδέως ζῆν.
Δεν είναι δυνατόν να ζεις ευχάριστα χωρίς σύνεση, ομορφιά και δικαιοσύνη, ούτε μπορείς να ζεις με σύνεση,
ομορφιά και δικαιοσύνη χωρίς να ζεις ευχάριστα. Σε όποιον δε συμβαίνει αυτό, δε γίνεται να ζει ευτυχισμένα.

6
Ἕνεκα τοῦ θαρρεῖν ἐξ ἀνθρώπων ἦν κατὰ φύσιν ἀρχῆς καὶ βασιλείας ἀγαθόν͵ ἐξ ὧν ἄν ποτε τοῦτο οἷός τ΄ ᾖ
παρασκευάζεσθαι.
Για να μη φοβάται κανείς τους ανθρώπους, μπορεί να χρησιμοποιήσει κάθε φυσικό αγαθό, όπως η εξουσία και
η βασιλεία, που είναι πιθανό να του προσφέρουν την ασφάλεια που χρειάζεται.
7
Ἔνδοξοι καὶ περίβλεπτοί τινες ἐβουλήθησαν γενέσθαι͵ τὴν ἐξ ἀνθρώπων ἀσφάλειαν οὕτω νομίζοντες
περιποιήσεσθαι ὥστε͵ εἰ μὲν ἀσφαλὴς ὁ τῶν τοιούτων βίος͵ ἀπέλαβον τὸ τῆς φύσεως ἀγαθόν· εἰ δὲ μὴ
ἀσφαλής͵ οὐκ ἔχουσιν οὗ ἕνεκα ἐξ ἀρχῆς κατὰ τὸ τῆς φύσεως οἰκεῖον ὠρέχθησαν.
Ορισμένοι άνθρωποι θέλησαν να γίνουν ένδοξοι και διάσημοι, νομίζοντας ότι με αυτό τον τρόπο θα
προστατευτούν από τους άλλους ανθρώπους. Έτσι, αν η ζωή τους έγινε ασφαλής, απέκτησαν το αγαθό της
φύσης- αν όμως δεν έγινε ασφαλής, τότε δεν κατέχουν αυτό που, σύμφωνα με την ανθρώπινη φύση, από την
αρχή επιθύμησαν.

8
Οὐδεμία ἡδονὴ καθ΄ ἑαυτὴν κακόν· ἀλλὰ τὰ τινῶν ἡδονῶν ποιητικὰ πολλαπλασίους ἐπιφέρει τὰς ὀχλήσεις
τῶν ἡδονῶν.
Καμία ηδονή, αυτή καθεαυτή, δεν είναι κάτι το κακό. Για ορισμένες, όμως, ηδονές απαιτούνται πράγματα
που φέρνουν πολλαπλάσιες ενοχλήσεις από τις ηδονές.

9
Εἰ κατεπυκνοῦτο πᾶσα ἡδονὴ τόπῳ καὶ χρόνῳ καὶ περὶ ὅλον τὸ ἄθροισμα ὑπῆρχεν ἢ τὰ κυριώτατα μέρη τῆς
φύσεως͵ οὐκ ἄν ποτε διέφερον ἀλλήλων αἱ ἡδοναί.
Αν κάθε ηδονή συμπυκνωνόταν σε έκταση και διάρκεια, και τη βίωνε το σώμα μας στο σύνολό του ή τα
κυριότερα μέρη της φύσης μας, τότε οι ηδονές δε θα διέφεραν ποτέ μεταξύ τους.

10
Εἰ τὰ ποιητικὰ τῶν περὶ τοὺς ἀσώτους ἡδονῶν ἔλυε τοὺς φόβους τῆς διανοίας τούς τε περὶ μετεώρων καὶ
θανάτου καὶ ἀλγηδόνων͵ ἔτι τε τὸ πέρας τῶν ἐπιθυμιῶν (καὶ τῶν ἀλγηδόνων) ἐδίδασκεν͵ οὐκ ἄν ποτε εἴχομεν
ὅ τι μεμψαίμεθα αὐτοῖς πανταχόθεν ἐκπληρουμένοις τῶν ἡδονῶν καὶ οὐδαμόθεν οὔτε τὸ ἀλγοῦν οὔτε τὸ
λυπούμενον ἔχουσιν͵ ὅπερ ἐστὶ τὸ κακόν.
Αν αυτά που συνιστούν τις ηδονές των ασώτων διέλυαν τους φόβους του νου γύρω από τα ουράνια
φαινόμενα, το θάνατο και τους πόνους, και δίδασκαν επιπλέον και το όριο στις επιθυμίες, δε θα είχαμε ποτέ
κάτι για να κατηγορήσουμε τους ασώτους, γιατί με κάθε τρόπο θα ήταν πλήρεις ηδονών και από πουθενά δε
θα εισέπρατταν ούτε πόνο ούτε λύπη, αυτά δηλαδή ακριβώς που συνιστούν το κακό.

11
Εἰ μηθὲν ἡμᾶς αἱ τῶν μετεώρων ὑποψίαι ἠνώχλουν καὶ αἱ περὶ θανάτου͵ μήποτε πρὸς ἡμᾶς ᾖ τι͵ ἔτι τε τὸ μὴ
κατανοεῖν τοὺς ὅρους τῶν ἀλγηδόνων καὶ τῶν ἐπιθυμιῶν͵ οὐκ ἂν προσεδεόμεθα φυσιολογίας.
Εάν δε μας ενοχλούσαν οι υποψίες για τα ουράνια φαινόμενα και το θάνατο, ότι δηλαδή αυτά μπορεί να
σημαίνουν κάτι για μας, και εάν επιπλέον δεν αδυνατούσαμε να κατανοήσουμε τα όρια του πόνου και των
επιθυμιών, τότε δε θα είχαμε ανάγκη την επιστήμη της φύσης.

12
Οὐκ ἦν τὸ φοβούμενον λύειν ὑπὲρ τῶν κυριωτάτων μὴ κατειδότα τίς ἡ τοῦ σύμπαντος φύσις͵ ἀλλ΄
ὑποπτεύοντά τι τῶν κατὰ τοὺς μύθους· ὥστε οὐκ ἦν ἄνευ φυσιολογίας ἀκεραίους τὰς ἡδονὰς ἀπολαμβάνειν.
Δεν είναι δυνατόν να απελευθερωθεί κανείς από τους φόβους για τα πιο σημαντικά θέματα, εάν δε γνωρίζει
ποια είναι η φύση του σύμπαντος, και ταράζεται μ’ αυτά που λένε οι μύθοι. Επομένως, δεν μπορεί κανείς να
απολαμβάνει ακέραιες τις ηδονές χωρίς τη μελέτη της φύσης.
13
Οὐθὲν ὄφελος ἦν τὴν κατὰ ἀνθρώπους ἀσφάλειαν παρασκευάζεσθαι τῶν ἄνωθεν ὑπόπτων καθεστώτων καὶ
τῶν ὑπὸ γῆς καὶ ἁπλῶς τῶν ἐν τῷ ἀπείρῳ.
Κανένα όφελος δεν αποκομίζει κανείς φροντίζοντας για την προστασία του από τους ανθρώπους, ενώ
παραμένουν στην ψυχή του η ταραχή για όσα συμβαίνουν στον ουρανό και κάτω από τη γη και, γενικά, στο
άπειρο.

14
Τῆς ἀσφαλείας τῆς ἐξ ἀνθρώπων γενομένης μέχρι τινὸς δυνάμει τε ἐξερειστικῇ καὶ εὐπορίᾳ͵ εἰλικρινεστάτη
γίνεται ἡ ἐκ τῆς ἡσυχίας καὶ ἐκχωρήσεως τῶν πολλῶν ἀσφάλεια.
Αν και η προστασία από τους ανθρώπους επιτυγχάνεται, ως ένα βαθμό, χάρη σε μια σταθερή δύναμη και
στον πλούτο, πραγματική ασφάλεια έχει κανείς όταν αυτή απορρέει από την ήσυχη ζωή και την
απομάκρυνση από το πλήθος.

15
Ὁ τῆς φύσεως πλοῦτος καὶ ὥρισται καὶ εὐπόριστός ἐστιν͵ ὁ δὲ τῶν κενῶν δοξῶν εἰς ἄπειρον ἐκπίπτει.
Ο φυσικός πλούτος, και καθορισμένος είναι, και εύκολα αποκτάται, ενώ ο πλούτος που πηγάζει από τη
ματαιοδοξία δε γνωρίζει όρια.

16
Βραχέα σοφῷ τύχη παρεμπίπτει͵ τὰ δὲ μέγιστα καὶ κυριώτατα ὁ λογισμὸς διῴκηκε καὶ κατὰ τὸν συνεχῆ
χρόνον τοῦ βίου διοικεῖ καὶ διοικήσει.
Σε λίγα μόνο πράγματα επηρεάζει η τύχη τον σοφότα μεγαλύτερα και τα πλέον σημαντικά θέματα τα ορίζει η
λογική του, και θα τα ορίζει σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.

17
Ὁ δίκαιος ἀταρακτότατος͵ ὁ δ΄ ἄδικος πλείστης ταραχῆς γέμων.
Ο δίκαιος είναι απόλυτα ατάραχος, ενώ ο άδικος γεμάτος ταραχή.

18
Οὐκ ἀπαύξεται ἐν τῇ σαρκὶ ἡ ἡδονή͵ ἐπειδὰν ἅπαξ τὸ κατ΄ ἔνδειαν ἀλγοῦν ἐξαιρεθῇ͵ ἀλλὰ μόνον ποικίλλεται.
τῆς δὲ διανοίας τὸ πέρας τὸ κατὰ τὴν ἡδονὴν ἀπεγέννησεν ἥ τε τούτων αὐτῶν ἐκλόγισις καὶ τῶν ὁμογενῶν
τούτοις͵ ὅσα τοὺς μεγίστους φόβους παρεσκεύαζε τῇ διανοίᾳ.
Δε μεγαλώνει η ηδονή στη σάρκα μόλις απομακρυνθεί ο πόνος της στέρησης, απλώς διαφοροποιείται.

19
Ὁ ἄπειρος χρόνος ἴσην ἔχει τὴν ἡδονὴν καὶ ὁ πεπερασμένος͵ ἐάν τις αὐτῆς τὰ πέρατα καταμετρήσῃ τῷ
λογισμῷ.
Ο άπειρος και ο περιορισμένος χρόνος ενέχουν ίση ηδονή, αν μετρήσει κανείς τα όρια της ηδονής με βάση τη
λογική.
20
Ἡ μὲν σὰρξ ἀπέλαβε τὰ πέρατα τῆς ἡδονῆς ἄπειρα καὶ ἄπειρος αὐτὴν χρόνος παρεσκεύασεν· ἡ δὲ διάνοια τοῦ
τῆς σαρκὸς τέλους καὶ πέρατος λαβοῦσα τὸν ἐπιλογισμὸν καὶ τοὺς ὑπὲρ τοῦ αἰῶνος φόβους ἐκλύσασα τὸν
παντελῆ βίον παρεσκεύασε͵ καὶ οὐθὲν ἔτι τοῦ ἀπείρου χρόνου προσεδεήθη· ἀλλ΄ οὔτε ἔφυγε τὴν ἡδονὴν οὐδ΄
ἡνίκα τὴν ἐξαγωγὴν ἐκ τοῦ ζῆν τὰ πράγματα παρεσκεύαζεν͵ ὡς ἐλλείπουσά τι τοῦ ἀρίστου βίου κατέστρεψεν.
Για τη σάρκα δεν υπάρχουν όρια στην ηδονή, κι έτσι είναι άπειρος ο χρόνος που χρειάζεται για να την
απολαύσει κανείς. Ο νους, όμως, που κατανόησε με τη λογική το σκοπό και τα όρια του σώματος, και διέλυσε
τους φόβους σχετικά με την αιωνιότητα, έχει προετοιμάσει την τέλεια ζωή, και καμιά ανάγκη δεν έχει πλέον
τον άπειρο χρόνο. Και ούτε αποφεύγει την ηδονή, ούτε, όταν έρθει η ώρα να εγκαταλείψει τη ζωή, κάνει σαν
να του έλειψε κάτι από τον άριστο βίο.

21
Ὁ τὰ πέρατα τοῦ βίου κατειδὼς οἶδεν ὡς εὐπόριστόν ἐστι τὸ (τὸ) ἀλγοῦν κατ΄ ἔνδειαν ἐξαιροῦν καὶ τὸ τὸν
ὅλον βίον παντελῆ καθιστάν· ὥστε οὐδὲν προσδεῖται πραγμάτων ἀγῶνας κεκτημένων.
Όποιος έχει κατανοήσει τα όρια της ζωής, γνωρίζει ότι εύκολα μπορεί να αποκτήσει αυτό που απομακρύνει
τον πόνο της στέρησης και κάνει όλη τη ζωή τέλεια. Έτσι, δε χρειάζεται πράγματα που αποκτώνται με
αγώνες.

22
Τὸ ὑφεστηκὸς δεῖ τέλος ἐπιλογίζεσθαι καὶ πᾶσαν τὴν ἐνάργειαν͵ ἐφ΄ ἣν τὰ δοξαζόμενα ἀνάγομεν· εἰ δὲ μὴ
πάντα ἀκρισίας καὶ ταραχῆς ἔσται μεστά.
Είναι ανάγκη να αναλογιζόμαστε το σκοπό της ζωής και όλη τη φανερή πραγματικότητα πάνω στην οποία
στηρίζουμε τα όσα πιστεύουμε. Αλλιώς, τα πάντα θα είναι γεμάτα από σύγχυση και ταραχή.
23
Εἰ μαχῇ πάσαις ταῖς αἰσθήσεσιν͵ οὐχ ἕξεις οὐδ΄ ἃς ἂν φῇς αὐτῶν διεψεῦσθαι πρὸς τί ποιούμενος τὴν ἀγωγὴν
κρίνῃς.
Εάν αντιτίθεσαι σε όλα όσα γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις, δε θα έχεις τίποτε πλέον πάνω στο οποίο να
μπορείς να στηριχθείς για να κρίνεις, ούτε καν αυτά που θεωρείς ότι δεν είναι αληθινά.

24
Εἰ τιν΄ ἐκβαλεῖς ἁπλῶς αἴσθησιν καὶ μὴ διαιρήσεις τὸ δοξαζόμενον καὶ τὸ προσμένον καὶ τὸ παρὸν ἤδη κατὰ
τὴν αἴσθησιν καὶ τὰ πάθη καὶ πᾶσαν φανταστικὴν ἐπιβολὴν τῆς διανοίας͵ συνταράξεις καὶ τὰς λοιπὰς
αἰσθήσεις τῇ ματαίῳ δόξῃ͵ ὥστε τὸ κριτήριον ἅπαν ἐκβαλεῖς· εἰ δὲ βεβαιώσεις καὶ τὸ προσμένον ἅπαν ἐν ταῖς
δοξαστικαῖς ἐννοίαις καὶ τὸ μὴ τὴν ἐπιμαρτύρησιν (ἔχον)͵ οὐκ ἐκλείψεις τὸ διεψευσμένον͵ ὡς τετηρηκὼς ἔσῃ
πᾶσαν ἀμφισβήτησιν κατὰ πᾶσαν κρίσιν τοῦ ὀρθῶς ἢ μὴ ὀρθῶς.
Αν απορρίψεις τελείως κάτι που γίνεται αντιληπτό με κάποια από τις αισθήσεις και δε διαχωρίσεις τη γνώμη
που περιμένει επιβεβαίωση, από αυτό που έχει γίνει ήδη αντιληπτό με την αίσθηση, τα συναισθήματα και με
κάθε άλλη παράσταση του νου, θα προκαλέσεις με την ανεπιβεβαίωτη γνώμη σου σύγχυση και στα άλλα
πράγματα που γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις, κι έτσι δε θα έχεις πλέον κανένα κριτήριο. Αν πάλι,
έχοντας εμπιστοσύνη στις υποκειμενικές σου απόψεις, θεωρήσεις ότι είναι βέβαιο, και αυτό που περιμένει
επιβεβαίωση, και αυτό που δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί, δε θα αποφύγεις το λάθος, αφού θα αμφιβάλλεις
πάντα για κάθε κρίση σου σχετικά με το τι είναι σωστό και τι δεν είναι.
25.
Εἰ μὴ παρὰ πάντα καιρὸν ἐπανοίσεις ἕκαστον τῶν πραττομένων ἐπὶ τὸ τέλος τῆς φύσεως͵ ἀλλὰ
προκαταστρέψεις εἴτε φυγὴν εἴτε δίωξιν ποιούμενος εἰς ἄλλο τι͵ οὐκ ἔσονταί σοι τοῖς λόγοις αἱ πράξεις
ἀκόλουθοι.
Αν καθετί που κάνεις δεν το εναρμονίζεις πάντα με το σκοπό της φύσης, αλλά έχεις ως γνώμονα κάποιο άλλο
κριτήριο σε ό,τι αποφεύγεις ή σε ό,τι επιδιώκεις, τότε οι πράξεις σου δε θα συμφωνούν με όσα υποστηρίζεις.

26.
Τῶν ἐπιθυμιῶν ὅσαι μὴ ἐπ΄ ἀλγοῦν ἐπανάγουσιν ἐὰν μὴ συμπληρωθῶσιν͵ οὐκ εἰσὶν ἀναγκαῖαι͵ ἀλλ΄
εὐδιάχυτον τὴν ὄρεξιν ἔχουσιν͵ ὅταν δυσπορίστων ἢ βλάβης ἀπεργαστικαὶ δόξωσιν εἶναι.
Όσες επιθυμίες δεν προκαλούν πόνο αν δεν ικανοποιηθούν, δεν είναι αναγκαίες και απομακρύνονται εύκολα,
όταν δούμε ότι ικανοποιούνται δύσκολα ή ότι μας βλάπτουν.

27.
Ὧν ἡ σοφία παρασκευάζεται εἰς τὴν τοῦ ὅλου βίου μακαριότητα πολὺ μέγιστόν ἐστιν ἡ τῆς φιλίας κτῆσις.
Από αυτά με τα οποία η σοφία προετοιμάζει την ευτυχία για ολόκληρη τη ζωή, εκείνο που είναι πολύ πιο
σημαντικό είναι η εξασφάλιση της φιλίας.

28.
Ἡ αὐτὴ (γνώμη) θαρρεῖν τε ἐποίησεν ὑπὲρ τοῦ μηθὲν αἰώνιον εἶναι δεινὸν μηδὲ πολυχρόνιον καὶ τὴν ἐν
αὐτοῖς τοῖς ὡρισμένοις ἀσφάλειαν φιλίας μάλιστα κατεῖδε συντελουμένην.
Το ίδιο σκεπτικό που μας έκανε να έχουμε εμπιστοσύνη στο γεγονός ότι τα δεινά δεν είναι αιώνια, αλλά ούτε
και διαρκούν για πολύ, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, στον περιορισμένο χρόνο της ζωής μας, η ασφάλειά
μας κατοχυρώνεται κυρίως με τη φιλία.

29.
Τῶν ἐπιθυμιῶν αἱ μέν εἰσι φυσικαὶ καὶ (ἀναγκαῖαι͵ αἱ δὲ φυσικαὶ καὶ) οὐκ ἀναγκαῖαι͵ αἱ δὲ οὔτε φυσικαὶ οὔτε
ἀναγκαῖαι͵ ἀλλὰ παρὰ κενὴν δόξαν γινόμεναι. (φυσικὰς καὶ ἀναγκαίας ἡγεῖται ὁ Ἐπίκουρος τὰς ἀλγηδόνος
ἀπολυούσας͵ ὡς ποτὸν ἐπὶ δίψους· φυσικὰς δὲ οὐκ ἀναγκαίας δὲ τὰς ποικιλλούσας μόνον τὴν ἡδονὴν͵ μὴ
ὑπεξαιρουμένας δὲ τὸν ἄλγημα͵ ὡς πολυτελῆ σιτία· οὔτε δὲ φυσικὰς οὔτε ἀναγκαίας͵ ὡς στεφάνους καὶ
ἀνδριάντων ἀναθέσεις).
Από τις επιθυμίες, ορισμένες είναι φυσικές και αναγκαίες, άλλες είναι φυσικές και όχι αναγκαίες, και άλλες
δεν είναι ούτε φυσικές ούτε αναγκαίες, αλλά γεννιούνται από ματαιοδοξία.

30.
Ἐν αἷς τῶν φυσικῶν ἐπιθυμιῶν μὴ ἐπ΄ ἀλγοῦν δὲ ἐπαναγουσῶν ἐὰν μὴ συντελεσθῶσιν͵ ὑπάρχει ἡ σπουδὴ
σύντονος͵ παρὰ κενὴν δόξαν αὗται γίνονται͵ καὶ οὐ παρὰ τὴν ἑαυτῶν φύσιν οὐ διαχέονται ἀλλὰ παρὰ τὴν τοῦ
ἀνθρώπου κενοδοξίαν.
Οι φυσικές επιθυμίες που δεν προκαλούν πόνο αν δεν ικανοποιηθούν, αλλά η προσπάθεια που καταβάλλει
κανείς για την ικανοποίησή τους παραμένει έντονη, γεννιούνται από ματαιοδοξία, και δεν οφείλεται στη φύση
τους το ότι δεν απομακρύνονται, αλλά στη ματαιοδοξία του ανθρώπου.
31.
Τὸ τῆς φύσεως δίκαιόν ἐστι σύμβολον τοῦ συμφέροντος εἰς τὸ μὴ βλάπτειν ἀλλήλους μηδὲ βλάπτεσθαι.
Το φυσικό δίκαιο αποτελεί συμφωνία που έχει να κάνει με το συμφέρον των ανθρώπων, ώστε να μη βλάπτει
ο ένας τον άλλο.

32.
Ὅσα τῶν ζῴων μὴ ἐδύνατο συνθήκας ποιεῖσθαι τὰς ὑπὲρ τοῦ μὴ βλάπτειν ἄλληλα μηδὲ βλάπτεσθαι͵ πρὸς
ταῦτα οὐθὲν ἦν δίκαιον οὐδὲ ἄδικον· ὡσαύτως δὲ καὶ τῶν ἐθνῶν ὅσα μὴ ἐδύνατο ἢ μὴ ἐβούλετο τὰς συνθήκας
ποιεῖσθαι τὰς ὑπὲρ τοῦ μὴ βλάπτειν μηδὲ βλάπτεσθαι.
Όσες από τις ζωντανές υπάρξεις δεν μπόρεσαν να συνάψουν συμφωνίες ώστε να μη βλάπτει ο ένας τον άλλο,
δεν υπάρχει γι’ αυτές ούτε δίκαιο ούτε άδικο. Το ίδιο συμβαίνει και με τους λαούς που δεν μπόρεσαν ή δε
θέλησαν να συνάψουν συνθήκες, σύμφωνα με τις οποίες δε θα βλάπτονται μεταξύ τους.

33.
Οὐκ ἦν τι καθ΄ ἑαυτὸ δικαιοσύνη͵ ἀλλ΄ ἐν ταῖς μετ΄ ἀλλήλων συστροφαῖς καθ΄ ὁπηλίκους δήποτε ἀεὶ τόπους
συνθήκη τις ὑπὲρ τοῦ μὴ βλάπτειν ἢ βλάπτεσθαι.
Η δικαιοσύνη δεν είναι κάτι που καθαυτό υπάρχει, αλλά το νόημά της είναι μία — κατά τόπους και
περιόδους — συμφωνία που ορίζει να μη βλάπτονται οι άνθρωποι στις μεταξύ τους σχέσεις.

34.
Ἡ ἀδικία οὐ καθ΄ ἑαυτὴν κακόν͵ ἀλλ΄ ἐν τῷ κατὰ τὴν ὑποψίαν φόβῳ͵ εἰ μὴ λήσει τοὺς ὑπὲρ τῶν τοιούτων
ἐφεστηκότας κολαστάς.
Η αδικία, αυτή καθεαυτή, δεν είναι κάτι το κακό, αλλά μεταβάλλεται σε κακό επειδή προκαλεί φόβο στον
άνθρωπο που αδικεί, μήπως και δεν μπορέσει να ξεφύγει από αυτούς που έχουν αναλάβει να τιμωρούν τις
άδικες πράξεις.

35.
Οὐκ ἔστι τὸν λάθρα τι ποιοῦντα ὧν συ νέθεντο πρὸς ἀλλήλους εἰς τὸ μὴ βλάπτειν μηδὲ βλάπτεσθαι
πιστεύειν ὅτι λήσει͵ κἂν μυριάκις ἐπὶ τοῦ παρόντος λανθάνῃ· μέχρι γὰρ καταστροφῆς ἄδηλον εἰ καὶ λήσει.
Όποιος παραβιάζει στα κρυφά κάτι από αυτά που έχουν συμφωνήσει οι άνθρωποι για να μη βλάπτει ο ένας
τον άλλο, δεν μπορεί να πιστεύει ότι θα ξεφύγει οριστικά, έστω κι αν προς το παρόν παραμένει απόλυτα
απαρατήρητος. Γιατί δεν είναι βέβαιο ότι θα διαφεύγει μέχρι να πεθάνει.

36.
Κατὰ μὲν (τὸ) κοινὸν πᾶσι τὸ δίκαιον τὸ αὐτό· συμφέρον γάρ τι ἦν ἐν τῇ πρὸς ἀλλήλους κοινωνίᾳ· κατὰ δὲ τὸ
ἴδιον χώρας καὶ ὅσων δήποτε αἰτίων οὐ πᾶσι συνέπεται τὸ αὐτὸ δίκαιον εἶναι.
Από γενική άποψη, το δίκαιο είναι το ίδιο για όλους, γιατί είναι κάτι που ωφελεί τις ανθρώπινες σχέσεις. Οι
ιδιαιτερότητες, όμως, κάθε χώρας και οι εκάστοτε συνθήκες έχουν σαν επακόλουθο να μην είναι το ίδιο
πράγμα δίκαιο για όλους.
37.
Τὸ μὲν ἐπιμαρτυρούμενον ὅτι συμφέρει ἐν ταῖς χρείαις τῆς πρὸς ἀλλήλους κοινωνίας τῶν νομισθέντων εἶναι
δικαίων ἔχειν τοῦ δικαίου χώραν (δ)εῖ͵ ἐάν τε τὸ αὐτὸ πᾶσι γένηται ἐάν τε μὴ τὸ αὐτό· ἐὰν δὲ (νόμον) μόνον
θῆταί τις͵ μὴ ἀποβαίνῃ δὲ κατὰ τὸ συμφέρον τῆς πρὸς ἀλλήλους κοινωνίας͵ οὐκέτι τοῦτο τὴν τοῦ δικαίου
φύσιν ἔχει· κἂν μεταπίπτῃ τὸ κατὰ τὸ δίκαιον συμφέρον͵ χρόνον δέ τινα εἰς τὴν πρόληψιν ἐναρμόττῃ͵ οὐδὲν
ἧττον ἐκεῖνον τὸν χρόνον ἦν δίκαιον τοῖς μὴ φωναῖς κεναῖς ἑαυτοὺς συνταράττουσιν ἀλλ΄ εἰς τὰ πράγματα
βλέπουσιν.
Από αυτά που έχουν θεωρηθεί από το νόμο δίκαια, πραγματικά δίκαιο είναι μόνον αυτό που έχει επιβεβαιωθεί
ότι εξυπηρετεί τις ανάγκες των ανθρώπινων σχέσεων, είτε είναι το ίδιο για όλους είτε όχι. Εάν, όμως, κάποιος
απλά και μόνο θεσπίσει ένα νόμο που δεν αποβαίνει προς όφελος των ανθρώπινων σχέσεων, τότε ο νόμος
αυτός δεν έχει πλέον τη φύση του δικαίου. Κι αν το όφελος που πηγάζει από το δίκαιο μεταβάλλεται, το
δίκαιο όμως για μία χρονική περίοδο είναι εναρμονισμένο με την περί δικαίου αντίληψη, σ’ αυτή την περίοδο
υπάρχει δικαιοσύνη για όσους δεν πέφτουν σε σύγχυση από τα κούφια λόγια, αλλά δίνουν σημασία στην
πραγματικότητα.

38.
Ἔνθα μὴ καινῶν γενομένων τῶν περιεστώτων πραγμάτων ἀνεφάνη μὴ ἁρμόττοντα εἰς τὴν πρόληψιν τὰ
νομισθέντα δίκαια ἐπ΄ αὐτῶν τῶν ἔργων͵ οὐκ ἦν ταῦτα δίκαια· ἔνθα δὲ καινῶν γενομένων τῶν πραγμάτων
οὐκέτι συνέφερε τὰ αὐτὰ δίκαια κείμενα͵ ἐνταῦθα δὴ τότε μὲν ἦν δίκαια ὅτε συνέφερεν εἰς τὴν πρὸς ἀλλήλους
κοινωνίαν τῶν συμπολιτευομένων͵ ὕστερον δ΄οὐκ ἦν ἔτι δίκαια ὅτε μὴ συνέφερεν.
Όπου, χωρίς να έχουν αλλάξει οι συνθήκες, φάνηκε στην πράξη ότι, όσα έχουν θεωρηθεί από το νόμο δίκαια,
δεν είναι εναρμονισμένα με την περί δικαίου αντίληψη, τότε αυτά δεν είναι δίκαια. Όπου όμως, με νέες
συνθήκες, οι ίδιες διατάξεις δεν ήταν πια χρήσιμες, τότε ήταν δίκαιες όταν ωφελούσαν τις μεταξύ των
πολιτών σχέσεις, ενώ στη συνέχεια, όταν δεν τις ωφελούσαν, δεν ήταν πια δίκαιες.

39.
Ὁ (τὰ ἑαυτοῦ πρὸς) τὸ μὴ θαρροῦν ἀπὸ τῶν ἔξωθεν ἄριστα συστησάμενος͵ οὗτος τὰ μὲν δυνατὰ ὁμόφυλα
κατε σκευάσατο͵ τὰ δὲ μὴ δυνατὰ οὐκ ἀλλόφυλά γε· ὅσα δὲ μηδὲ τοῦτο δυνατὸς ἦν͵ ἀνεπίμεικτος ἐγένετο καὶ
ἐξηρείσατο ὅσα πρὸς τοῦτ΄ ἐλυσιτέλει πράττειν.
Όποιος έχει φροντίσει στην εντέλεια για την ασφάλειά του από εξωτερικές απειλές, αυτός, όσα μπορούσε τα
έκανε να πρόσκεινται φιλικά απέναντι του, και αυτά που δεν μπορούσε, τουλάχιστον τα έκανε να μην είναι
εχθρικά. Και με όσα πράγματα ούτε αυτό ήταν δυνατόν, διέκοψε κάθε σχέση μαζί τους και, με αυτό τον
τρόπο, απομάκρυνε όλα αυτά που ήταν προτιμότερο να διώξει από κοντά του.

40.
Ὅσοι τὴν δύναμιν ἔσχον τοῦ τὸ θαρρεῖν μάλιστα ἐκ τῶν ὁμορρούντων παρασκευάσασθαι͵ οὗτοι καὶ ἐβίωσαν
μετ΄ ἀλλήλων ἥδιστα τὸ βεβαιότατον πίστωμα ἔχοντες͵ καὶ πληρεστάτην οἰκειότητα ἀπολαβόντες οὐκ
ὠδύραντο ὡς πρὸς ἔλεον τὴν τοῦ τελευτήσαντος προκαταστροφήν.
Όσοι κατόρθωσαν να έχουν απόλυτη εμπιστοσύνη στους ανθρώπους που βρίσκονται γύρω τους, έζησαν πολύ
ευχάριστα μεταξύ τους και με την πιο σίγουρη εγγύηση, και έχοντας απολαύσει την πληρέστερη
συντροφικότητα, δε θρηνούν, σαν να τον λυπούνται, αυτόν που έφυγε από τη ζωή πριν από τους ίδιους.

Διογένης Λαέρτιος Χ 139 - 154

You might also like