You are on page 1of 6

INTERNATIONAL HELLENIC

ASSOCIATION
Ὁμάδα Ἔρευνας καί Μελέτης τῶν Ὁμηρικῶν
Ἐπῶν
Συντονίστρια: Ἰσμήνη Μαρτίνη
e-mail: ismartin797@gmail.com
Ἀθήνα 03/03/2019

Μελέτη Ὁμήρου / Ὀδύσσεια, 12η Ἑνότητα

Ραψωδία α, στίχοι 144-157

Ἐς δ' ἦλθον μνηστῆρες ἀγήνορες. Οἱ μέν ἔπειτα


Καί εἰσῆλθαν οἱ αὐθάδεις μνηστῆρες. Αὐτοί ἔπειτα

ἑξείης ἕζοντο κατά κλισμούς τε θρόνους τε


στήν σειρά κάθισαν σέ ἀνάκλιντρα καί θρόνους

τοῖσι δέ κήρυκες μέν ὕδωρ ἐπί χεῖρας ἔχευαν,


καί σ' αὐτούς κήρυκες μέν νερό ἐπάνω στά χέρια τους ἔχυναν,

σῖτον δέ δμωαί παρενήνεον ἐν κανέοισι,


τρόφιμα δέ οἱ δοῦλες σώρευαν στά κάνιστρα,

κοῦροι δέ κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο.


ἐνῶ κοῦροι κρατῆρες γέμιζαν μέχρι τήν στεφάνη μέ ποτό.

Οἱ δ' ἐπ'ὀνείαθ' ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον .


Ἐκεῖνοι ἔπειτα στά ἕτοιμα φαγητά πού βρίσκονταν μπροστά τους τά χέρια ἔριχναν .

αὐτάρ ἐπεί πόσιος καί ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο


ἔπειτα ἀφοῦ μέ ποτό καί φαγητό χόρτασαν

μνηστῆρες, τοῖσιν μέν ἐνί φρεσίν ἄλλα μεμήλει,


οἱ μνηστῆρες, ἡ ψυχή τους γιά ἄλλα νοιάζονταν,

μολπή τ' ὀρχηστύς τε . τά γάρ τ' ἀναθήματα δαιτός.


γιά μουσική καί χορό . διότι αὐτά εἶναι τά στολίσματα τοῦ φαγητοῦ.

Κῆρυξ δ' ἐν χερσίν κίθαριν περικαλλέα θῆκε


Κήρυκας δέ στά χέρια κίθαριν περίτεχνη ἔθεσε

Φημίῳ, ὅς ῥ' ἤειδε παρά μνηστῆρσιν ἀνάγκῃ.


τοῦ Φημίου, ὁ ὁποῖος τραγουδοῦσε δίπλα στούς μνηστῆρες ἀναγκαστικά.

Ἦ τοι ὁ φορμίζων ἀνεβάλλετο καλόν ἀείδειν,


Ἀλήθεια λοιπόν ἐκεῖνος φορμίζοντας ἄρχισε ὡραῖα νά τραγουδᾶ,
αὐτάρ Τηλέμαχος προσέφη γλαυκῶπιν Ἀθήνην,
κι ὕστερα ὁ Τηλέμαχος μίλησε στήν γλαυκώπιδα Ἀθηνᾶ,

ἄγχι σχών κεφαλήν, ἵνα μή πευθοίαθ' οἱ ἄλλοι .


κοντά φέρνοντας τήν κεφαλή, γιά νά μήν ἀκούσουν οἱ ἄλλοι .

Λεξιλόγιο

Ἐς δ' ἦλθον μνηστῆρες ἀγήνορες. Οἱ μέν ἔπειτα

Ἐς δ' ἦλθον : Εἰσῆλθον: τεχνική τῆς τμήσεως

( οἱ ὑπόλοιπες λέξεις τοῦ στίχου εἶναι γνωστές-τίς ἔχουμε ξανασυναντήσει)

ἑξείης ἕζοντο κατά κλισμούς τε θρόνους τε

ἑξείης: ποιητικός τῦπος τοῦ ἑξῆς:κατά σειρά, κατά τάξη, σέ συνέχεια, ὁ ἕνας μετά τόν ἄλλον

ἕζοντο -ἕζομαι : κάθομαι

ἕδος: κάθισμα παντός εἴδους, ἕδρα-ἕδρανο, θέση, κατοικία, θρόνος, θεμελίωση, θεμέλιο, βάση,
βάθρο ἀγάλματος (ἑδραῖος:καθισμένος, ἀσάλευτος, σταθερός, στέρεος, βέβαιος, ἀκλόνητος,
ἑδραίωμα:ἡ στερέωσις, τό θεμελίωμα, ἑδριάομαι:κάθομαι

τοῖσι δέ κήρυκες μέν ὕδωρ ἐπί χεῖρας ἔχευαν,

ἔχευαν-χεύω-χέω: χύνω, ἐκχέω, ἐκχύνω, ἀφήνω κάτι νά ἐκρεύσει, ἀναβλύζω

χέομαι: χύνομαι, ὑγροποιοῦμαι, τήκομαι, λιώνω, διαλύομαι, μαλακώνω.


ἐπί στερεῶν: σκορπίζω, διασκορπίζω, διασπείρω, ἐπισωρεύω χῶμα καί κατασκευάζω τῦμβο, ἀφήνω
κάτι νά πέσει, ρίχνω κάτω.
χέω δοῦρα: ρίπτω δόρατα βροχηδόν, ἐξακοντίζω ἀσταμάτητα.
χύνομαι: ξεχύνομαι, ἐξορμῶ κατά στίφη.
ἐπί ἤχων: ἐκπέμπω, παράγω ἦχο.
Παράγωγα: χύτρα, κύθρη(ἰωνική ἐκφορά τῆς χύτρας), χῦλος-χυλός, χυμός, χύσις, χύτλον(ὑγρό,
ρευστό), χυτλάζω (χύνω, ἐκχέω καί ἁπλώνω κάτω), χυτός, χύδην(ἀνακατεμένα, σωρηδόν, ἄφθονα,
ὁλοσχερῶς), κοχύω-κοχυδέω (ρέω ἀφθόνως), χόος-χοῦς-χῶμα (1. μέτρο ὑγρῶν, 2. χῶμα, σωρός
χώματος, ἀνάχωμα, ὕψωμα), χοή (τό χύσιμο, ἡ σπονδή, ἡ ροή), χόανος καί χοάνη(χωνί, κοῖλο
σκεῦος), χώννυμι (σκάβω χῶμα καί τό συσσωρεύω, γεμίζω μέ χῶμα, φράττω μέ χῶμα, περιφράσσω
μέ χῶμα, ἐγείρω τῦμβο, καλύπτω μέ χῶμα, θάπτω, χώνω)

σῖτον δέ δμωαί παρενήνεον ἐν κανέοισι,

αἱ δμωαί-ἡ δμωή-ὁ δμώς (ἀρσενικό): δούλη αἰχμαλωτισθεῖσα σέ πόλεμο, δούλη, ὑπηρέτρια,


θεραπαινίς

δαμάω: δαμάζω, ἡμερώνω, τιθασεύω, ὑποτάσσω, καταβάλλω, κατακτῶ, φονεύω-σφάζω. Δίδω


κόρη σέ γάμο, παντρεύω κόρη
δάμναμαι: ὑποτάσσομαι, γίνομαι ὑποτελής, ὑπακούω
παράγωγα: δάμαλις (νεαρή ἀγελάδα), δάμαλος (ὁ μόσχος, τό νεαρό μοσχάρι), δάμαρ (ἡ σύζυγος),
δαμασίμβροτος (αὐτός πού ὑποτάσσει τούς θνητούς), δαμάσιππος (ἱπποδαμαστής), δαμάτειρα
(δαμάστρια), δμηθείς (ὁ δαμασμένος), δμῆσις ( τό δαμάζειν, ἡ ἐξημέρωση), δμητήρ (ὁ δαμαστής),
δμώιον ( τό καθετί πού ἀνήκει σέ δοῦλο)

παρενήνεον -παρανέω: 1. κολυμπῶ δίπλα, 2. σωρεύω, ἐπισωρεύω πλησίον

τοῖς κανέοισι-τό κάνεον: κάνιστρο πλεκτό, καλάθι ἀπό πλεκτό καλάμι

κάννα ἤ κάννη: ἡ κάλαμος, τό πλέγμα καλάμου, καθετί κατασκευασμένο ἀπό καλάμια


ὁ κανών: κάθε εὐθεία ράβδος, ράβδος ὕφανσης, κανών-μέτρο τοῦ κτίστη, ἡ δοκός, ὁ κανόνας (τό
ὑπόδειγμα)
(ἀπό τήν κάννη: ἡ κάννη τοῦ ὅπλου, τό κανίσκι, ἡ κάνναβις, ἡ καννέλα)

κοῦροι δέ κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο.

Κοῦρος-κόρος-κῶρος: νέος ἄνδρας, ἔφηβος. Μεταφορικά ὁ κλῶνος, ὁ βλαστός

ἐπεστέψαντο-ἐπιστέφω: τοποθετῶ τήν στεφάνη-τό χεῖλος τῶν ἀγγείων

τό ποτόν: τό ποτό ὅπως καί σήμερα, ἐκ τοῦ πίνω.

Οἱ δ' ἐπ'ὀνείαθ' ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον .

(τυπική Ὁμηρική φράση πού συνοδεύει τήν διαδικασία παράθεσης γευμάτων)

ὀνείατα-ὄνειαρ: κάθε τί τό ὠφέλιμο, τό ὄφελος, τό κέρδος, ἡ βοήθεια καί τά τρόφιμα, τά ἐδέσματα.


Ἐκ τοῦ ρήματος ὀνίνημι
ὀνίνημι: ὠφελῶ, εὐεργετῶ, βοηθῶ, ὑποστηρίζω, προκαλῶ τέρψη, εὐφραίνω, κερδίζω, ὠφελοῦμαι,
ἀπολαμβάνω.
παράγωγα: τό ὄναρ (τό ὄνειρο), ὀνήσιμος (ὠφέλιμος, χρήσιμος), ὄνησις (ὠφέλεια, χρησιμότητα,
κέρδος, ἀπόλαυση, τέρψη)

ἑτοῖμα-ἑτοῖμος-ἕτοιμος : ἕτοιμος, ἑτοιμασμένος, πρόχειρος, εὔκολος καί ἡ περιουσία, ἡ ἰδιοκτησία


καί ὁ ἀληθινός, ὁ πραγματικός. Ἐπί ἀνθρώπων: ὁ πρόθυμος, ὁ ταχύς, ὁ δραστήριος, ὁ εὔστροφος, ὁ
εὐέλικτος, ὁ ὀξύνους

προκείμενα (πρό+κεῖμαι) : αὐτά πού βρίσκονται τοποθετημένα μπροστά, τά ἐνώπιον, τά


προεξέχοντα, οἱ προεκτάσεις

ἴαλλον-ἰάλλω: πέμπω, ἀποστέλλω, ρίχνω μπροστά, ἁπλώνω μπροστά, ἐπιτίθεμαι σέ κάποιον,


τρέχω, σπεύδω, φεύγω.
Αὐτάρ ἐπεί πόσιος καί ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο

(τυπική Ὁμηρική φράση πού συνοδεύει τήν διαδικασία παράθεσης γευμάτων)

τῆς πόσιος-ἡ πόσις: ἡ πόση, τό πίνειν καί τό συμπόσιο

ἐδητύος-ἐδητύς:τό φαγητό, ἡ τροφή. Ἐκ τοῦ ἔδω:τρώω

ἐξ ἔρον ἔντο: ἀπέβαλαν, ἔδιωξαν μακριά καί μεταφορικά ἰκανοποίησαν τήν ἐπιθυμία γιά φαγητό
καί ποτό

ἕντο:ἐκ τοῦ ἵημι:ρίπτω (βλ. 1η ἑνότητα)

μνηστῆρες, τοῖσιν μέν ἐνί φρεσίν ἄλλα μεμήλει,

μεμήλει-μέλω: γίνομαι ἀντικείμενο φροντίδας, ἐνδιαφέροντος. Ἀνησυχῶ γιά κάτι, τό σκέφτομαι,


νοιάζομαι, φροντίζω. (τό μέλημα)
(τίς ὑπόλοιπες λέξεις τίς ξαναείδαμε)

μολπή τ' ὀρχηστύς τε . τά γάρ τ' ἀναθήματα δαιτός.

Ἡ μολπή : χορός συνοδείᾳ μουσικῆς, χορευτικό μέλος, ὠδή, ἄσμα

ὀρχηστύς : ἡ ὄρχηση, ὁ χορός

ὀρχέομαι: χορεύω, ἀναπηδῶ, σκιρτῶ.


(ὀρχηθμός-ὄρχημα: ὁ χορός, ἡ ὄρχησις, ὁ ὀρχηστήρ : ὁ χορευτής, ὀρχηστικός, ὀρχηστομανέω,
ὀρχήστρα, καί πιθανόν νά σχετίζεται καί ἡ λέξη ὄρχος: ἡ σειρά, ἡ στοίχιση σέ γραμμή )

τά ἀναθήματα -τό ἀνάθημα: τό ἀφιέρωμα. Στόν Ὅμηρο παίρνει καί τήν σημασία τοῦ στολίσματος,
τοῦ κοσμήματος, τῆς εὐφροσύνης

τῆς δαιτός-τήν δαῖτα-ἡ δαίς: τό φαγητό, ἡ μερίδα φαγητοῦ, τό γεῦμα (βλ. 3η ἑνότητα)

Κῆρυξ δ' ἐν χερσίν κίθαριν περικαλλέα θῆκε

κίθαρις ἤ φόρμιγξ :εἶδος λύρας, ἕνα ἀπό τά ἀρχαιότερα ἔγχορδα μουσικά ὄργανα-ἑπτάχορδο

περικαλλέα-περικαλλής: περίτεχνη, πολύ ὡραῖα

θῆκε-ἔθηκε-τίθημι:θέτω, τοποθετῶ
Φημίῳ, ὅς ῥ' ἤειδε παρά μνηστῆρσιν ἀνάγκῃ.

Ἤειδε -ἄδω-ἀείδω:τραγουδῶ, ψάλλω. (ἀοιδή, ὠδή, ἀοιδός, ἀοίδιμος(ἄξιος ἀοιδῆς-ὠδῆς), ἄσμα)

ἀνάγκη:ἀνάγκη, ἐξαναγκασμός, βία. Στήν δοτική :διά τῆς βίας, ἐξ ἀνάγκης, ἀναγκαστικά.
Ἀνάγκη ὀφειλομένη σέ ἔλλειψη ἤ ἐπιθυμία.
(ἀναγκάζω, ἀναγκαῖον, ἀναγκαιότης, ἀνάγκασμα, ἀναγκαστέον, ἀναγκαστήρ, ἀναγκόδακρυς,
ἀναγκοθέτησις (ἐξαναγκασμός), ἀναγκοφαγία (ἡ ἀναγκαστική δίαιτα)

Ἦ τοι ὁ φορμίζων ἀνεβάλλετο καλόν ἀείδειν,

Ἦ : βεβαίως, ἀληθῶς

φορμίζω: παίζω τήν φόρμιγγα

ἀνεβάλλετο - ἀναβάλλω: ρίπτω ἐπάνω, ἀναβιβάζω, ρίχνω πίσω, ἀναστέλλω, ἀναβάλλω,


ἐπιβραδύνω, καθυστερῶ, ἀλλά καί ἀρχίζω νά τραγουδῶ.

αὐτάρ Τηλέμαχος προσέφη γλαυκῶπιν Ἀθήνην,

προσέφη ἐκ τοῦ πρόσφημι (πρός+φημί): μιλῶ σέ κάποιον, προσφωνῶ (φήμη, φημισμένος),


ἀπαντῶ

ἄγχι σχών κεφαλήν, ἵνα μή πευθοίαθ' οἱ ἄλλοι .

ἄγχι (ἐκ τοῦ ἄγχω): πλησίον, κοντά, πολύ κοντά

παράγωγα:ὁ ἀγχήρης (ὁ πλησίον), ἀγχέμαχος (ὁ μαχόμενος ἐκ τοῦ συστάδην), ἀγχίαλος (ὁ πλησίον


τῆς θαλάσσης), ἀγχιβαθής (ἡ θάλασσα πού εἶναι βαθειά μέχρι τήν ἀκτή), ἀγχίγαμος( αὐτός πού
κοντεύει νά παντρευτεῖ), ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος (ὁ πλησιόχωρος), ἀγχιθανής (ὁ ἑτοιμοθάνατος),
ἀγχίθεος (ὁ ὅμοιος τῶν θεῶν), ἀγχίθρονος, ἀγχίθυρος, ἀγχίκρημνος (πλησίον τοῦ κρημνοῦ ἤ τῆς
ἀκτῆς), ἀγχιμαχητής, ἀγχιμολέω (ἔρχομαι πλησίον), ἀγχίμολος (ὁ ἐρχόμενος πλησίον), ἀγχιμος ( ὁ
πλησίον), ἀγχίνοια( ἡ ὀξύνοια, ἡ εὐφυία), ἀγχίπλοος, ἀγχίπολις, ἀγχίρροος, ἀγχίσπορος (ὁ πλησίον
κατά τό γένος, ὁ συγγενής), ἀγχιστεία, ἀγχόνη, ἄγχος κ.ἄ.

σχών: μετοχή ἀορίστου β΄ ἐνεργητικῆς φωνῆς τοῦ ρήματος ἔχω

πευθοίατο-πεύθομαι ἤ πυνθάνομαι: ρωτῶ, ζητῶ νά μάθω, ἐξετάζω, μαθαίνω, πληροφοροῦμαι,


λαμβάνω εἰδήσεις, ζητῶ πληροφορίες
παράγωγα:πευθήν (ὁ κατάσκοπος), ἄπυστος (ὁ ἄγνωστος ἀλλά καί ὁ ἀπληροφόρητος), πευθώ (ἡ
ἀγγελία, ἡ εἰδηση), πιθανόν καί ἡ Πυθώ( ἡ ἀρχαιότερη ὀνομασία τῶν Δελφῶν)
Γραμματική:

Συνέχεια Γ' κλίσεως μέ παραδείγματα

Ἀρσενικά Θηλυκά
Ἑνικός Πληθυντικός Ἑνικός Πληθυντικός
Ὀνομαστική Ὁ ἰχθύς Οἱ ἰχθύες Ἡ φλόξ Αἱ φλόγες
Γενική Τοῦ ἰχθύος Τῶν ἰχθύων Τῆς φλογός Τῶν φλογῶν
Δοτική Τῷ ἰχθύι Τοῖς ἰχθύσι Τῇ φλογί Ταῖς φλοξί
Αἰτιατική Τόν ἰχθύν Τούς ἰχθῦς Τήν φλόγα Τάς φλόγας
Κλητική Ὦ ἰχθύ Ὦ ἰχθύες Ὦ φλόξ Ὦ φλόγες

Θηλυκό (μόνο μέ ἑνικό) Οὐδέτερα


Ἑνικός Πληθυντικός
Ὀνομαστική Ἡ ἠχώ Τό σῶμα Τά σώματα
Γενική Τῆς ἠχοῦς Τοῦ σώματος Τῶν σωμάτων
Δοτική Τῇ ἠχοῖ Τῷ σώματι Τοῖς σώμασι
Αἰτιατική Τήν ἠχώ Τό σῶμα Τά σώματα
Κλητική Ὦ ἠχοῖ Ὦ σῶμα Τά σώματα

Ἰσμήνη Μαρτίνη
Συντονίστρια Ἐπιτροπῆς Ὁμήρου ΙΗΑ
Ἀθήνα

You might also like