You are on page 1of 522

COLUMBIA LIBRARIES OFFSITE

CU01380117
Columbia University

inthe City ofNew York

LIBRARY
SI

CI ‫יהוה‬
GI

E I RA VIDEBIM
LL

B IA NOVEBO VS
M
LVMEN
CO
LL
EG
I

PET-1-4-2
ΙΣΤΟΡΙΑ

ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

COL.COL
L.

LIBRAR
Y .

N.YORK .
|
COL.COLL .
ΙΣΤΟΡΙΑ
LIBRARY
ΤΟΥ
Ferodotus N.YORK.

ΗΡΟΔΟΤΟΥ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΘΕΙΣΑ ΕΚ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ

ΓΛΩΣΣΗΣ

ΠΑΡΑ

Α . ΡΑΔΙΝΟΥ ,

ΜΕ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΕΥΚΟΛΩΤΕΡΑΝ ΚΑΤΑΛΗΨΙΝ


ΑΥΤΗΣ , ΚΑΙ ΠΡΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΙΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΜΕΡΩΝ
ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ .

ΠΡΟΣΕΤΕΘΗ͂ ΔΕ ΕΙΣ ΑΥΤΗΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΚΑΚΟΠ


ΘΕΙΑΣ ΗΡΟΔΟΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ , ΚΑΙ
ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ ΑΥ̓ΤΟΥ͂ , ΓΕΝΟΜΕΝΗΣ ΓΑΛΛΙΣΤΙ ΠΑΡΑ ΤΟΥ
ΑΒΒΑ ΓΕΙΝΟΖΗ, ΚΑΙ ΕΤΙ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΟΝ ΤΩΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΕ
ΤΑΦΡΑΣΙΝ ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΩΝ ΠΑΛΑΙΩΝ ΚΑΙ ΣΠΑΝΙΩΝ ΛΕΞΕΩΝ .

ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ.

ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ,
ΕΚ ΤΗΣ ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΑΣ ΑΝΔΡΕΟΥ ΚΟΡΟΜΗΛΑ .

ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΟΔΟΝ ΤΟΥ ΕΡΜΟΥ ΑΡ . 215.

1836.
4
Περὶ τῆς μεταφράσεως τῆς ἱστορίας

τοῦ ῾Ηροδότου .
3.
g5a

Η διάδοσις τῶν φώτων , ὅσον δυνατὸν , εἰς περισσότερα


1

μέλη ἑκάστης πολιτικῆς κοινωνίας ἔγινε , κατὰ τὴν ὁποίαν


ζῶμεν ἐποχὴν , ἀσχόλημα περισπούδαστον δὲ ὅλον τὸν φω
τισμένον κόσμον· καθότι καὶ ἐκ τῆς πείρας καὶ ἐκ πολλῶν
συζητήσεων ἀπεδείχθη ὅτι διὰ ταύτης τελειοποιεῖται ὁ πο
14ate

λιτισμὸς τοῦ ἀνθρώπου . Κανεὶς λοιπὸν εὖ φρονῶν δὲν νομί


ζει πλέον τὴν παιδείαν γέρας μιᾶς τινος τάξεως τῶν πολι
τῶν , ἀλλ ' ὅλοι θεωροῦσιν αὐτὴν ὡς κτῆμα δημόσιον , ἀπὸ
τὸ ὁποῖον καθεὶς ἠμπορεῖ καὶ χρεωστεῖ νὰ μετέχῃ ὀλιγώς
08t

τερον ἢ περισσότερον , κατὰ τὴν εὐφυΐαν ἢ ἀφυΐαν του καὶ


30

κατὰ τὴν εὐκαιρίαν , τὴν ὁποίαν αἱ περὶ τὸν βίον ἀσχολίαι


τὸν χορηγοῦσι. Καθότι ἐὰν ἦναι ἀδύνατον ὅλοι οἱ συγκρο
τοῦντες κοινωνίαν τινὰ νὰ γένωσιν ἐπιστήμονες, μαθηματι
κοὶ, νομικοὶ , φυσιολόγοι , εἶναι ὅμως ἄφευκτον νὰ ἠξεύρωσι
καλῶς τὴν ἱστορίαν τοῦ ἔθνους των , ν᾿ ἀναγινώσκωσι πᾶσαν
ἄλλην , νὰ ἔχωσιν ὁπωσδήποτε γνώσεις στοιχειώδεις τῶν
πραγμάτων , ὥστε νὰ συλλογίζωνται ὀρθῶς εἴτε ὡς πολῖται
εἴτε ὡς ἰδιῶται θεωρούμενοι .

Οὕτω φρονοῦντες οἱ ἀληθεῖς φίλοι τῆς ἀνθρωπότητος δὲν


περιωρίσθησαν εἰς τὴν ἁπλῆν θεωρίαν τοῦ πράγματος , εἰς
ἄκαρπον γνῶσιν τοῦ καλοῦ , ἀλλ' ἐσπούδασαν νὰ πραγμα
τοποιήσωσι τὴν δημοσιότητα αὐτοῦ. ὁ πολυπλασιασμὸς
ἐκπαιδευτικῶν ὀργάνων καὶ μάλιστα βιβλίων χρησίμων δι

ὅλας τὰς τάξεις τῶν πολιτῶν, ἐκρίθη μέσον δραστικώτατον

4354
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΩΣ

εἰς τὸν σκοπόν των, καὶ λαβόντες συνεργὸν τὸν τύπον , τὸν
πολύχειρα τοῦτον Βριάρεων , ἐπέτυχαν εἰς τὴν ἐκτέλεσιν αὐτοῦ

θαυμασίως.
Εἰς τοιαύτην ἐποχὴν ἀναγεννωμένη ἡ Ἑλλὰς ὀφείλει νὰ
καλλιεργήσῃ τὴν ἐκπαίδευσιν τοῦ λαοῦ της , καθότι οὕτω

μόνον θέλει κατέχει ἀνερυθριάστως τὴν θέσιν μεταξὺ τῆς


φωτισμένης Εὐρώπης , τὴν ὁποίαν κατέλαβε διὰ μεγάλων
πολεμικῶν ἀγώνων , ἐὰν κατὰ τὸ παράδειγμα αὐτῆς
ἀποκτήσῃ τὰ πρὸς τὸν φωτισμὸν τῶν κατοίκων της μέσα ,

καὶ φροντίσῃ ὄχι μόνον διὰ τὴν ὑψηλὴν καὶ θεωρητικὴν παι
δείαν , ἀλλὰ καὶ δ᾽ ἐκείνην , ἡ ὁποία , ἔχουσα περιφέρειαν ἰδεῶν
μικροτέραν , ὑπόσχεται τὰ ἀγαθά της εἰς τὸν τυχόντα , καὶ
εἶναι εὐπρόσιτος εἰς πάντα πολίτην .

Καὶ ὅμως σπανιώτερον πρᾶγμα δὲν ἔχομεν σήμερον ἀπὸ


τὰ χρήσιμα εἰς τὸν λαὸν βιβλία · διότι ὁ χρόνος , ὁ ὁποῖος
ἀλλοιόνει τὰ πάντα , τόσην μεταβολὴν ἐπροξένησεν εἰς τὴν
γλῶσσαν , ὥστε ἀπεκατέστησε τὰ συγγράμματα τῶν προγό
νων μας ἀκατάληπτα εἰς τους περισσοτέρους ἀπογόνους των
ἡ δὲ προλαβοῦσα πολιτική μας κατάςασις δέν μας ἐσυγ
χώρει νὰ συμβαδίσωμεν μὲ τὰ λοιπὰ ἔθνη τὴν ὁδὸν τῆς
παιδείας , ὥστε ἀκολουθοῦντες τὴν πρόοδον αὐτῆς , καὶ τὰς
μεταβολὰς τῆς γλώσσης , νὰ ἔχωμεν φιλολογίαν τῆς πα
ρούσης ἐποχῆς, καὶ βιβλία γραμμένα εἰς τὴν ὁποίαν σήμε
ρον λαλοῦμεν ὅλοι καὶ νοοῦμεν γλῶσσαν . Τὴν ἔνδειαν ταύ

την βλέπων , καὶ τὸ παράδειγμα πολλῶν ἄλλων ὁμογενῶν


ἀκολουθῶν ἐτόλμησα νὰ προσφέρω καὶ ἐγὼ ἔρανον χρεω

εικὸν εἰς τὸ κοινὸν τὴν δημοσιευομένην ταύτην μετάφρα


σιν , μὴ ἀγνοῶν ὅτι ἡ ἐπιχείρησις ἦτον ὑπὲρ τὴν δύναμίν

μου , καὶ ὅτι ἐνέδωκα περισσότερον εἰς τὴν ὁρμὴν τῆς προ
ΤΟΥ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

θυμίας μου παρ' ὅ, τι ἠκολούθησα τὰς σκέψεις ἐκείνας , αἱ

ὁποῖαι προφυλάττουσι πάντα τινὰ ἀπὸ τὴν αὐστηρότητα

τῶν ἐπικρίσεων. Ελπίζω ὅμως ὅτι οἱ λόγιοι τῶν ῾Ελλήνων ,


γνωρίζοντες τὰς δυσκολίας , ὅσας ἔχει ἡ μετάφρασις τοῦ
συγγράμματος τούτου , θέλουσι γενεῖ συγκαταβατικώτεροι
εἰς τὰς ἐλλείψεις μου .

᾿Επροτίμησα δὲ τὴν μετάφρασιν Ἕλληνος συγγραφέως

καὶ ὄχι ξένου , τοῦ Ηροδότου καὶ ὄχι ἄλλου , διὰ τοὺς ἑξῆς
λόγους .
ά . Οἱ Ἕλληνες ἔχομεν χρείαν σήμερον ὄχι μόνον γνώσεις
ν ' ἀποκτήσωμεν , ἀλλὰ νὰ τελειοποιήσωμεν καὶ τὴν γλῶσσαν
μας, τὴν ὁποίαν ἡ δουλικὴ κατάστασις ἐκολόβωσε · καθότι
· στερηθέντες ἐπιστήμας, τέχνας , νόμους , δικαστήρια , ἀςυ
νομίαν, στρατὸν, ναυτικὸν, ἐστερήθημεν ὁμοῦ καὶ τὰς λέ
ξεις , αἱ ὁποῖαι ἐκφράζουσι τὰ πράγματα . Ποῦ ἀλλοῦ λοι
πὸν θὰ εὕρωμεν αὐτὰς παρὰ εἰς τὰ συγγράμματα τῶν προ
γόνων μας ; Η πῶς ἄλλως θά τας κάμωμεν κοινὰς παρὰ
διὰ τῶν μεταφράσεων ;
-
β'. Εἶναι δύσκολον μεταφράζων τις ἀπὸ γλῶσσαν εἰς
γλῶσσαν νὰ μὴ μεταδώσῃ ἰδίωμα τῆς μιᾶς εἰς τὴν ἄλ
λην . Τοῦτο δὲ γίνεται ἔτι δυσκολώτερον , ὅταν αἱ λέξεις ἐ
κείνης , εἰς τὴν ὁποίαν μεταφράζει, δὲν ἦναι συνήθεις καὶ
πρόχειροι , καθὼς συμβαίνει εἰς τὴν ἐδικήν μας· ὥστε
εἶναι ἄφευκτον νὰ παρεισδύωσιν εἰς αὐτὴν ἀπὸ τὰς ξένας
μεταφράσεις ἰδιωτισμοὶ ἀλλόφυλοι. Παραδείγματα ἔχομεν
ἄπειρα . Διὰ τί λοιπὸν νὰ μὴ εἰσαχθῶσιν ἐγκαίρως οἰκεῖοι
καὶ ῾Ελληνικοὶ παρμένοι ἀπὸ τὰ συγγράμματα τῶν προ
γόνων μας · ἀφοῦ δὲ σχηματισθῇ ἡ γλῶσσά μας κατὰ τὸ
πνεῦμα τῆς ἀρχετύπου της , τότε πλουτήσαντες λέξεις καὶ
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΩΣ .

φράσεις , μὲ ὀλιγώτερον , κίνδυνον νὰ μεταφράζωμεν τὰ ξέ


να ποιήματα ; Ας ἀφήσωμεν νὰ ὀνειροπολῶσιν ὅσοι φαντάς
ζονται ἀδύνατα , ὅτι ἡ μετάφρασις αὐτῶν εἶναι ματαιοπο
νία , διότι ὁ σημερινὸς Ἕλλην θὰ λαλήσῃ ποτὲ ὡς ὁ Θρυκυ
δίδης . Οἱ τοιοῦτοι δὲν παρετήρησαν τὴν φύσιν τῶν γλωσ
σῶν , ὅτι, καθὼς ἔλεγε σοφός τις ὁμογενής μας , καλλωπί
ζονται , πλουτίζονται , πλὴν δὲν ἀναγεννῶνται .

γ΄. Τὰ συγγράμματα τῶν προγόνων μας ( καὶ ὁ λόγος


οὗτος μὲ φαίνεται ἰσχυρότερος ὅλων ) ὑπῆρξαν οἱ κώδικες

τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς παιδείας δι᾿ ὅλα τὰ σήμερον ἐξευ


γενισμένα ἔθνη · κανεὶς δὲν ἀρνεῖται τοῦτο , καὶ αὐτὰ τὰ
ἴδια ἔθνη ἀποδίδουσι διδασκάλια ἄξια τὴν εἰλικρινῆ εὐγνω

μοσύνην των . Πῶς λοιπὸν νὰ καυχηθῶμεν ὅτι τὰ ἀριςουρ


γήματα τῶν μεγάλων ἐκείνων νόων εἶναι κληρονομία ἐδική
μας , ὅταν δὲν ὠφελώμεθα ἐξ αὐτῶν περισσότερον ἡμεῖς παρὰ
οἱ ξένοι ; Τοῦτο δὲ δὲν δύναται νὰ κατορθωθῇ , εἰμὴ ὅταν
ἀναγινώσκωμεν ὅλοι καὶ νοῶμεν αὐτὰ εὐκόλως .
Οἱ λόγοι διὰ τοὺς ὁποίους ἐπροτίμησα τὴν μετάφρασιν
τοῦ Ηροδότου καὶ ὄχι ἄλλου Ἕλληνος συγγραφέως εἶναι
πολὺ περισσότεροι· ἐξ αὐτῶν δὲ σημειόνω όσους νομίζω κυ
ριωτέρους .

ά. Ελέχθη ὅτι ὁ σκοπὸς εἶναι νὰ πολυπλασιασθῶσι τὰ


εἰς κοινὴν χρῆσιν βιβλία · αὐτὰ δὲ διὰ νὰ γίνωνται ὠφέλιμα
πρέπει νὰ πραγματεύωνται ἀντικείμενα γνωστὰ εἰς ὅλους
διότι τὰ εἰδικῶς πραγματευόμενα περὶ ὕλης ὁποιασδή
ποτε ἀπαιτοῦσιν ἀναγνώστας προπαρασκευασμένους, καὶ ὁ
ἄνθρωπος , ὁ ὁποῖος δὲν ἔλαβεν ἐγκαίρως ἀνατροφὴν γραμ

ματικὴν , ἢ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δὲν καταγίτεται κατ ' ἐξαίρεσιν


εἰς σπουδήν τινα , ὀλίγον ἢ οὐδόλως ὠφελεῖται ἀπ᾿ αὐτά ·
ΤΟΥ ΗΡΟΔΟΤΟΥ.

μόνη δὲ ἡ ἱστορία εἶναι μάθημα πάγκοινον καὶ δημοτικὸν,


ἀνήκουσα εἰς πᾶσαν τάξιν καὶ ἡλικίαν ἀνθρώπου . Καθεὶς
νοεῖ αὐτὴν , καὶ νοῶν διδάσκεται· διότι δὲν εἶναι ἄλλο πα
ρὰ ἡ περιγραφὴ τοῦ ἀνθρωπίνου βίου , τὴν ὁποίαν πολλάκις

ὁ σεβάσμιος γέρων , περικυκλωμένος ἀπὸ τὴν οἰκογένειάν


του , κάμνει, διηγούμενος ὅσα ἔπραξεν ἢ ἔπαθεν , ὅσα εἶ

δεν ἢ ἤκουσεν. Εγκρίνας λοιπὸν τὴν ἱστορίαν , ὡς σπού


δασμα ὠφέλιμον διὰ τὴν κοινότητά της , ἐνόμισα ἁρμόδιον
νὰ κάμω γνωστὸν εἰς τὸν ῾Ελληνικὸν λαὸν τὸν ἀρχαιότερον
συγγραφέα καὶ πατέρα τῆς ἐπιστήμης ταύτης .
β΄. Εἶναι πολλὰ εὐάρεστον καὶ διαφέρον εἰς καθένα νὰ
γνωρίζῃ τὴν καταγωγήν του, ἤτοι πόθεν ἐλθὼν κατοικεῖ τὴν
γῆν τὴν ὁποίαν πατρίδα ὀνομάζει· τοῦτο εἶναι πρῶτον μά
θημα τὸ ὁποῖον διδάσκει πάντα τινὰ ἡ ἱστορία τοῦ ἔθνους
του · τοῦτο ὁ῞λλην δὲν ἠμπορεῖ νὰ μάθῃ ἀπ᾿ ἄλλον καλή
τερα παρὰ ἀπὸ τὸν Ηρόδοτον, ὁ ὁποῖος διασαφήσας τὴν ῾Ελ
ληνικὴν ἀρχαιολογίαν , καὶ χωρίσας ἀπ' αὐτὴν τοὺς μύθους ,
ἐξέτασε φιλοσοφικῶς καὶ περιέγραψε λεπτομερῶς τὴν ἀρο
χὴν ἑκάστου ἔθνους , τὰς μετοικεσίας αὐτοῦ , τὰς πολιτικὰς
μεταβολάς του · ὥστε ἐὰν ἔλειπεν ὁ συγγραφεὺς οὗτος ἠθέ
λομεν εἶναι στερημένοι πολλῶν οὐσιωδεστάτων γνώσεων.
Εἰς τὸ σύγγραμμα αὐτοῦ ὁ ᾿Αθηναῖος μανθάνει ὅτι ἦτόν πο
τε Πελασγὸς , ὁ Δωριεὺς , ὅτι ἐλθὼν ἀπὸ τὴν Θεσσαλίαν έκα
τοίκησε τὴν γῆν , τὴν ὁποίαν νέμεται σήμερον Πελοπόννησον
ὀνομάζων · ὁ δὲ τῆς μικρᾶς Ἀσίας Ἕλλην ὅτι εἶχε ποτε
πατρίδα τὰς ᾿Αθήνας ἢ τὴν Πελοπόννησον , καὶ πρέπει νὰ
θεωρῇ τοὺς κατοίκους τῶν τόπων τούτων ὡς προγόνους του
ἐὰν δέ τις εὑρισκόμενος καὶ εἰς τὰς ὄχθας τοῦ ἔστρου ἢ τοῦ
Βορυσθένους ἐλησμόνησεν ὅτι εἶδε πρώτην φορὰν τὸν ἥλιον

2
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΜΕΓΑΦΡΑΣΕΩΣ.

ἀπὸ τὸ ἔδαφος τῆς ῾Ελλάδος, καὶ οὗτος μανθάνει ἀπὸ τὸν


Ηρόδοτον ποία ἐστάθη ἡ γεννήσασα αὐτὸν γῆ .
γ΄ . ὅλαι αἱ μεταξὺ τῶν ἐθνῶν σχέσεις μεταβάλλονται
διὰ πολλὰς περιστάσεις · ἐκεῖναι δὲ μόναι , αἱ ὁποῖαι προέρ
χονται ἀπὸ τὴν τοπικὴν θέσιν αὐτῶν, διαμένουσιν ἀπαράλ
λακτοι, ἢ πολλὰ σπανίως ἀλλάσσουσι , προάγουσαι σχεδὸν
πάντοτε τὰς αὐτὰς συμπαθείας καὶ ἀντιπαθείας . Διὰ τοῦτο
πρέπει νὰ γνωρίζῃ καθεὶς ὄχι μόνον τὰς παρούσας ἀναφορὰς
μὲ τοὺς γείτονάς του , ἀλλὰ καὶ τὰς ἀρχαίας . Ἡ δὲ Ἑλλὰς
διαχωριζομένη ἀπὸ τὴν Ασιατικὴν γῆν διὰ στενῆς θαλάσ
σης , τὰς ὁποίας ἔχει σήμερον ἐπιμιξίας καὶ κοινωνίας , τὰς
αὐτὰς εἶχε σχεδὸν καὶ ἐπὶ Τριόπου , καὶ ἐπὶ Δώρου , καὶ
ὕστερον ἐπὶ Περικλέους , καὶ πρέπει νὰ γνωρίζῃ αὐτάς.
δ΄. Εἰς τὴν ἱστορίαν τοῦ Ηροδότου βλέπει ὁ Ἕλλην τὰς

λαμπροτέρας πράξεις τῶν προγόνων του , τῶν ὁποίων ἡ ἀνά


μνησις ἐμψύχωσεν αὐτὸν εἰς τὴν μίμησιν τῶν ἡρωϊκῶν
πράξεων, καὶ εἰς τὸ στάδιον τῶν ἀγώνων · ἡ ἀκριβεστέρα
γνῶσις τῶν ἰδίων πράξεων, τὴν ὁποίαν σήμερον ἐν ἡσυχίᾳ
ἠμπορεῖ ν ' ἀποκτήση διὰ τῆς ἀναγνώσεως , θέλει τὸν ὁδηγή
σει βέβαια εἰς τὸν πολιτισμὸν καὶ εἰς τὰς προαγούσας αὐτὸν
ἀρετάς . Τοιοῦτοι εἶναι οἱ λόγοι διὰ τοὺς ὁποίους ἐνέκρινα τὴν
μετάφρασιν τοῦ Ηροδότου.
᾿Εφρόντισα δὲ διὰ τὸ λεκτικὸν αὐτῆς νὰ ἦναι καταληπτὸν
εἰς τοὺς ἀναγνώστας διὰ τοὺς ὁποίους ἠργάσθην , ἤτοι εἰς

τοὺς μὴ δυναμένους νὰ διαβάσωσι τὸ πρωτότυπον · διότι


ἡ γλῶσσα τῆς ἱστορίας πρέπει νὰ ᾖναι σαφὴς καθαρὰ καὶ
ἁπλῆ , ὡς ἡ τῶν νόμων · οὔτ᾽ ἀπ᾿ ἐκείνην ὠφελεῖται , ὅταν τις
δέν την νοῇ, οὔτ᾽ εἰς τὴν εὐθύνην τούτων ὑπόκειται, ὅποιος

τοὺς παραβαίνει διὰ τὴν ἐκ τῶν λέξεων ἀσάφειαν . ὁσάκις


ΤΟΥ ΗΡΟΔΟΤΟΥ . で

μὲν ηὗρα λέξιν συνήθη καὶ γνωστὴν ἐκφράζουσαν ἀκριβῶς


τὴν ἔννοιαν τοῦ κειμένου δὲν ἠθέλησα νὰ μεταχειρισθῶ τὴν
σπανίαν καὶ παλαιάν · ὅτε ὅμως μ᾿ ἔλειπεν ἡ τοιαύτη λέ
ξις , ἀνενδοιάστως ἐλάμβανον ἢ τὴν ἰδίαν τοῦ κειμένου , ἢ
ἄλλην ἰσοδύναμον αὐτῆς ἀρχαίαν · καὶ τοῦτο νομίζω εἶναι
ὁ κανὼν περὶ τοῦ πλουτισμοῦ τῆς γλώσσης μας καὶ τῆς εἰσ
αγωγῆς εἰς αὐτὴν τῶν ἐλλειπουσῶν λέξεων . Κἄποιος , εἰς
τὸν ὁποῖον ἔδειξα τὸ χειρόγραφόν μου πρὶν ἀρχίσω τὸ ἔργον

τῆς τυπώσεως , μ' ἐσυμβούλευεν ἢ χυδαϊκὰ μόνον (οὕτως


ἔλεγεν ὁ ἴδιος ) νὰ γράφω ἢ ῾Ελληνικὰ , καὶ νὰ μὴ ἀνακα

τόνω τὰς δύο γλώσσας. Ἐγὼ τὸν ἀπεκρίθην, ὅτι δὲν νομίζω
τὴν σημερινὴν γλῶσσαν χυδαϊκὴν, ὅταν ὁ γράφων ἐκλέγῃ
λέξεις, ὅσαι ἐχουσιν ἀρχὴν Ἑλληνικὴν, συμπλέκων δὲ αὐτὰς
ἐντέχνως ἀκολουθῇ τοὺς κανόνας , τοὺς ὁποίους ἐθέσπισεν ἡ

πολυχρόνιος ἕξις , καὶ ἀπεδέχθη τὸ λόγιον μέρος τοῦ ἔθνους ,


οὔτε βλέπω αὐτὴν ὡς ἄσχετον καὶ ἀκοινώνητος μὲ τὴν πα
λαιὰν , ἂν καὶ ἔλαβε διαφοράς τινας, ὡς πρότερον εἶπα, κατὰ
τὴν φυσικὴν ἰδιότητα ὅλων τῶν γλωσσῶν, αἱ ὁποῖαι ἀκο
λουθοῦσι τὰ ἤθη , τὰ φῶτα, καὶ πολλάκις ἴσως τὴν ἄλογον
ἀρέσκειαν τῶν λαλούντων αὐτὰς ἐθνῶν. Ἐπειδὴ ὅμως μεταξὺ
τῶν ἀναγνωστῶν μου θὰ εὑρεθῶσιν , οἱ ὁποῖοι ν᾿ ἀγνοῶσί τι
νας ἀπὸ τὰς σπανίας ταύτας λέξεις , ἐσύναξα ὅσας ἐνόμισα
ἀναγκαῖον ἀπὸ τὸν πρῶτον καὶ δεύτερον τόμον, περιέχοντας
τὴν ἱστορίαν τοῦ῾ροδότου, καὶ κατέταξα αὐτὰς εἰς τὸ τέτ

λος τοῦ τρίτου , ὡς λεξικὸν , κατὰ ἀλφάβητον , μὲ τὴν το


πικὴν αὐτῶν σημασίαν . ῎θελεν εἶναι ὠφελιμώτατον, νομίζω ,
ἐὰν ἐγίνετο τοῦτο εἰς ὅλα τὰ συγγράμματα ἢ μεταφράσεις·
διότι δὲν ἠμπορεῖ ν' ἀποφύγῃ τις ὁλοτελῶς τὰς μὴ οὔσας
εἰς κοινὴν χρῆσιν λέξεις· ὁ δὲ ἀγνοῶν αὐτὰς ἀναγνώστης ,
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΩΣ

ὄχι μόνον δέν τας μανθάνει, ἀλλ ' ἐμποδίζεται ἐνίοτε εἰς τὴν
κατανόησιν ὅλης τῆς περιόδου , ὅπου αὐταὶ εὑρίσκονται τα
δὲ ἀκαταληψία φέρει πολλάκις τὴν ἀηδίαν πρὸς τὴν ἀνάς
γνωσιν .

Παρήκοος δὲ εἰς τοὺς συμβουλεύοντας τὴν ἐλευθέραν με


τάφρασιν ἐνόμισα ἄφευκτον ν᾿ ἀκολουθήσω κατὰ λέξιν τὸ
κείμενον τοῦ συγγραφέως , καὶ νὰ μὴ παραβῶ τὸν κανόνα

τοῦτον , εἰ μὴ ἐξ ἀνάγκης, ἐάν που μόνον ἡ τήρησίς του


ἤθελε βλάπτει τὴν σαφήνειαν τοῦ λόγου , καὶ κάμνει αὐτὸν

κακόζηλον ἢ δύσηχον εἰς τὰ αὐτία τοῦ ἀκροατοῦ . Διότι εἰς


τὴν μετάφρασιν , ὡς εἰς ἀκριβὲς ἀντίτυπον εἰκόνος , πρέπει
νὰ ἐμφαίνωνται ἀπαράλλακτοι οἱ χαρακτῆρες ὅλοι τοῦ πρω
τοτύπου , καὶ ἡ ἔννοια τοῦ συγγραφέως ν' ἀποδίδηται μὲ τὰ
χρώματα, ὅσα ὁ ἴδιος ἐπέβαλεν εἰς αὐτὴν, οὕτως ὥστε, ἐὰν
ἀναγνώσῃ τὸ ποίημά του μεταγλωτισμένον , ν' ἀναγνωρίσῃ
ὅσον δυνατὸν τὸ ὕφος του , τὰς μεταφορὰς, καὶ αὐτὰ ἀκόμι
τὰ σφάλματά του , ἐὰν ἔχῃ . ὅσον περισσότερον ἀπομακρύ
νεταί τις ἀπὸ τὴν ἀρχὴν ταύτην , τόσον εὐκολώτερα ἠμπορεῖ
νὰ περιπέσῃ εἰς σφάλματα μεταφέρων εἰς ἄλλην γλῶσσαν
ὁποιονδήποτε σύγγραμμα . Εν παράδειγμα θέλει κάμει σχε
φὲς τὸ λεγόμενον. ὁ Ἡρόδοτος (Βιβ. Δ΄ . § . 7.) λέγει «« Τὸν
χρυσὸν τοῦτον τὸν ἱερὸν φυλάσσουσι οἱ βασιλῆες ἐς
» τὰ μάλιστα, καὶ θυσίῃσι μεγάλῃσι ἱλασκόμενοι μετέρ ·
» χονται ἀνὰ πᾶν ἔτος . » Μετάφρασις . « Τὸν δὲ χρυσὸν
» τοῦτον τὸν ἱερὸν φυλάττουσιν οἱ βασιλεῖς ἐπιμελῶς , καὶ
» ἐπικαλοῦνται τὴν εὐμένειαν αὐτοῦ κάμνοντες δεήσεις καὶ
»προσφέροντες μεγάλας θυσίας καθ᾽ ἕκαστον χρόνον . »᾿y
ταῦθα ὁ συγγραφεὺς λέγων ὅτι ἐπικαλοῦνται τὴν εὐμένειαν
τοῦ χρυσοῦ « ἱλασκόμενοι αὐτὸν « περιγράφει μὲ μίαν λέξιν
ΤΟΥ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

τὴν ἁπλότητα ἢ ἀμάθειαν τῶν Σκυθῶν , ἀποδιδόντων θείας


τιμὰς εἰς τὸ μέταλλον , ὄργανον διὰ τοῦ ὁποίου ὁ θεὸς ἔδειξε

τὸν μέλλοντα ἐκ τῶν τριῶν ἀδελφῶν νὰ βασιλεύση . Ας


ἴδωμεν ἐὰν ἡ ἰδία τοῦ συγγραφέως εὑρίσκηται ἀκέραιος εἰς
τὴν τελευταίαν Γαλλικὴν μετάφρασιν, τῆς ὁποίας ὁ ποιητὴς ,
ἄνθρωπος σοφὸς, καὶ ῾Ελληνιστὴς ἀκριβὴς , ὡς φαίνεται ἀπὸ
τὸ ἔργον του , εἶναι φύλαξ πιστὸς τῆς ἐννοίας τοῦ κειμένου ·
ἐνταῦθα ὅμως ἀκολουθήσας τὴν λογικὴν αὐστηρότητα τῆς

Γαλλικῆς γλώσσης, ἠθέλησε νὰ κάμῃ τὸ λεγόμενον πιθανὸν


καὶ σύμφωνον μὲ τὴν σημερινὴν περὶ θεότητος δόξαν . ἰδοὺ

* μετάφρασις. « Les Scythes regardent cet or comme


sacré, et offrent chaque année des sacrifices pour se
› rendre favorable la divinité, dont il leur représan
» te la puissance . «α Μετάφρασις τοῦ Γαλ . « Οἱ Σκύθαι
» θεωροῦσι τὸν χρυσὸν τοῦτον ὡς ἱερὸν , καὶ προσφέρουσι κατ '
· ἔτος θυσίας διὰ ν᾿ ἀποκτήσωσι τὴν εὐμένειαν τῆς θεότη
» τος , τῆς ὁποίας τοὺς παρασταίνει τὴν δύναμιν . » Αν ἦτον

• δυνατὸν ν' ἀκούσῃ οὕτω μεταφρασμένην τὴν ἔννοιαν ταύ


* την ὁ Ηρόδοτος, βέβαια δὲν ἤθελέ τὴν ἀναγνωρίσει ὡς
ἰδικήν του . » Πλὴν ὀλίγων τινῶν περιστάσεων ; ὅπου ὁ μετα
φραξὴς εἶναι ἐλεύθερος , ὀφείλει εἰς τὰς λοιπὰς νὰ περιτρέφη
ται ἐντὸς τῶν λέξεων τοῦ κειμένου · ἐὰν δὲ αὐτὸ ἦναι παλαιὸν

σύγγραμμα , πρέπει τότε καὶ νὰ προσέχῃ μήπως ἀντιχρονίζῃ


ἀντιστρόφως, μεταφέρων εἰς τὰς ἡμέρας του τὴν ἐποχὴν τοῦ
συγγραφέως, ἀντὶ νὰ μετατεθῇ αὐτὸς εἰς τὴν ἐκείνου . Οὕτω

νομίζων τὴν ἀκριβῆ μετάφρασιν ἀναγκαίαν μάλιστα εἰς τὸν


Έλληνα , όταν μεταφέρῃ εἰς τὴν σημερινὴν γλῶσσαν τὰ
προγονικά του συγγράμματα , λυποῦμαι ὅτι δὲν ἔκαμα που
ρισσοτέραν προσοχὴν εἰς αὐτήν . Τουλάχιστον ἤθελε γενεῖ
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΩΣ

φανερὸν εἰς τοὺς ξένους ὅτι ἡ μεταξὺ τῆς σημερινῆς ἡμῶν


γλώσσης καὶ τῆς παλαιᾶς διαφορὰ δὲν εἶναι μεγάλη .
᾿Επρόσθεσα σημειώματά τινα , τὰ ὁποῖα ἴσως ὁ μὴ λόγιος

ἀναγνώστης θὰ εὕρῃ πολλὰ , ὁ δὲ λόγιος ὀλίγα . Καθὼς


ἀπὸ τὰς ἐποποιΐας τοῦ ὁμήρου προῆλθε πᾶν εἶδος ποιήσεως,

παρομοίως ἡ ἱστορία τοῦ Ηροδότου περιέχει πᾶσαν φιλο ·


λογίαν, καὶ ἔγινε πηγὴ ἄφθονος συζητήσεων δι᾿ ὅλους τοὺς
καταγινομένους εἰς τὸν κλάδον τοῦτον τῆς μαθήσεως· ἀλλ᾽
οὔτε ἠμπορεῖ οὔτε χρεωστεῖ νὰ ἀναφέρῃ αὐτὰς ὅλας ἐκ
δότης ἢ μεταφραστὴς , ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει ἄλλον σκοπὸν
εἰμὴ νὰ κάμῃ καταληπτὸν τὸ κείμενον τοῦ συγγραφέως
εἰς τὸν ἀναγνώστην του · πολὺ δὲ ὀλιγώτερον ἀνῆκεν εἰς τὰ
ἐδικόν μου σχέδιον νὰ γεμίσω τοὺς τόμους τῆς μεταφρά

σεώς μου μὲ τὰς ἐπιστημονικὰς ταύτας συζητήσεις . ὅθεν

ὅτε ἐπροκήρυξα αὐτὴν δὲν ὑπεσχέθην εἰ μὴ σημειώματά


τινα ἀποβλέποντα τὴν ἱστορίαν καὶ τὴν ἀνάπτυξιν ἐθίμων ,
τὰ ὁποῖα διὰ τὴν ἀρχαιότητά των ἀπεκατεστάθησαν ἀσα
φῆ εἰς τὸν σημερινὸν Ἕλληνα . Αλλ ' ἐπειδὴ περιερχόμενος
τοὺς διαφόρους ὑπομνηματιστὰς, σχολιαστὰς καὶ μεταφρα
στὰς , ἐσημείονον πρὸς ἰδίαν μου ὁδηγίαν ά . τὰ μέρη ἐκεῖ
να, εἰς τὰ ὁποῖα αἱ μεταφράσεις τῶν ἄλλων δὲν ἐσυμφώνουν
μὲ τὴν ἐδικήν μου , καὶ πολλάκις οὔτε πρὸς ἀλλήλας , Ε' . τὰ
ἀμφίβολα καὶ διαφιλονεικούμενα μέρη τοῦ κειμένου , καὶ
γ΄. τὰ διαφθαρέντα ἀπὸ τοὺς ἀντιγραφεῖς , καὶ διορθωθέν
τα ἀπὸ τοὺς κριτικοὺς, αὐτὰ δὲ ὅλα ἐπειδὴ ἐσυνάχθησαν
ἀρκετὰ , ἀπεφάσισα να τα προσθέσω εἰς τὸ τέλος τοῦ

τρίτου τόμου · ὥστε ἐάν τις ἐκ τῶν λογίων παραβάλλῃ
τὸ ἔργον μου μὲ τὰ τῶν ἄλλων , νὰ βλέπῃ τὰς αἰτίας διὰ

τὰς ὁποίας ἔκαμα ταύτην ἢ ἐκείνην τὴν ἐκλογὴν , παρ

1
‫יא‬
ΤΟΥ ΗΡΟΔΟΤΟΥ.

εδέχθην ἢ ἀπέβαλα τὴν διόρθωσιν τῶν κριτικῶν , ἀλλὰκατ

τὰ δυστυχίαν ἔτι ὢν εἰς Παρίσια δὲν ἐφρόντισα νὰ ἐξακρι


βώσω καὶ νὰ τελειοποιήσω ὅλας αὐτὰς τὰς σημειώσεις , διό
τι ἤλπιζον ἐπιστρέψας νὰ ἐκδώσω τὴν μετάφρασίν μου ἐκεῖ,
ὅπου ἤθελον ἔχει τὰ μέσα νά τας ἐπιθεωρήσω καὶ νά τας

ἐπιδιορθώσω . Τὸ σχέδιόν μου τοῦτο ἤλλαξε, καὶ ἡ τύπω


σις ἔγινεν εἰς τὴν ῾Ελλάδα , πολλαὶ δὲ ἐκ τῶν σημειώσεων
ἔμειναν ἀτελεῖς . ὅθεν λαβὼν ἐκείνας μόνας ὅσαι ἦσαν εἰς
κατάστασιν νὰ δημοσιευθῶσι καὶ ἑνώσας αὐτὰς μὲ τὰς διὰ
τῆς προκηρύξεως ὑπεσχημένας , κατέταξα ὅλας ὁμοῦ εἰς

τὸ τέλος τοῦ τρίτου τόμου · καὶ ἴσως δὲν φανῶσι ἄχρηστοι .


ὅσον δὲ διὰ τὸ λεκτικὸν τοῦ Ηροδότου ἀνῆκον εἰς τοὺς ἀ

ναγνώστας τοῦ κειμένου ἀποπέμπω τὸν φιλομαθῆ εἰς τὸν


Αλικαρνασσέα (* ) Διονύσιον καὶ εἰς τὸν ῾ρμογένη (**) , οἱ
ὁποῖοι ὁμιλοῦσιν ἀρκετὰ ἐκτεταμένα περὶ αὐτοῦ .
Αὐτοὶ εἶναι οἱ λόγοι διὰ τοὺς ὁποίους ἐπεχείρησα τὴν

μετάφρασιν τοῦ Ηροδότου , καὶ τοιοῦτο τὸ σχέδιον τὸ ὁ ·


ποῖον ἠκολούθησα εἰς αὐτήν . Δὲν εἶμαι μὲν ἱκανὸς νὰ δώ

σω συμβουλὰς εἰς ἄλλους, ἔχω τὴν ἄδειαν ὅμως νὰ εἴπω


ὅ,τι φρονῶ ἐλευθέρως · ἴσως καὶ ἐκ τούτου ἠμπορεῖ νὰπροέλ
θῃ ὠφέλειά τις , ἐὰν ἦναι ἀληθὲς τὸ , « Πολλὰ τῶν δεόντων
· ἐκ τοῦ παραχρῆμα ἐνίοις ἂν ἐπελθεῖν εἰπεῖν , ὥστ᾽ ἐξ
ἁπάντων ῥᾳδίαν τὴν τοῦ συμφέροντος αἵρεσιν γίγνεσθαι ·
» (*** ) » Η μετάφρασις τῶν προπατορικῶν μας συγγραμ

μάτων μὲ φαίνεται ἀναγκαιοτάτη , δι᾿ ὅσους λόγους εἶπα

(* ) Διονύσ . Γναίῳ Πομπηΐῳ .


(**) Περὶ ἰδεῶν .
(*** ) Βιβ. Β. Δημοσθ , ὀλυνθ . Α. S 1.

1
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΩΣ

ἀνωτέρω · (δὲν θὰ ἐκλάβῃ δὲ κανεὶς ὅτι ἀποσκυβαλίζω τὰς


γινομένας ἀπὸ ἄλλας γλώσσας · δὲν εἶμαι τόσον ἀνόητος ,

ὥστε ν' ἀγνοῶ τὴν ὅσην χρείαν ἔχομεν καὶ ἐκ τούτων, ἀλλ᾽
εὑρίσκονται ἱκανοὶ ἄνδρες καὶ διὰ 1 τὸ ἐν καὶ διὰ τὸ ἄλλο) ·

ὅθεν εἶναι εὐχῆς ἔργον μερικοὶ ἐκ τῶν ῾Ελληνιστῶν λογίων


νὰ ἐγκαρδιωθῶσιν εἰς τὴν ἐργασίαν ταύτην · τὸ πρᾶγμα
δὲν θέλει γενεῖ ἐπιβλαβὲς οὔτε εἰς τοὺς νέους σπουδαςὰς τῆς
῾Ελληνικῆς γλώσσης , καθὼς μ᾿ ἔλεγεν εἷς τῶν διδασκάλων

ὅτι φοβεῖται μήπως ἔχοντες τὴν ἐκ τῆς μεταφράσεως βοή


θειαν γένωσιν ἀμελέστεροι οἱ μαθητευόμενοι .Μεταφρασμένα
ἔχουσι καὶ οἱ Ἄγγλοι καὶ οἱ Γάλλοι καὶ οἱ Γερμανοὶ ὅλα τὰ
Λατινικὰ συγγράμματα , ἀλλ᾽ ὅμως οἱ νέοι αὐτῶν δὲν κατά

ταγίνονται ὀλιγώτερον εἰς τὴν σπουδὴν τῆς γλώσσης ταύτης.


ὅθεν δὲν νομίζω νὰ ὑποπτεύωνται τοῦτο πολλοὶ ἐκ τῶν

λογίων · διότι ἀπὸ τὴν μετάφρασιν οὔτε τὴν τέχνην οὔτε τὰ


πνεῦμα τῆς γλώσσης μανθάνει τις . Η μεγαλητέρα δυσκο

λία ἴσως προέρχεται ἀπὸ τὴν δαπάνην τὴν ὁποίαν ἀπαιτεῖ


ὁ τύπος , καὶ εἰς τοῦτο εἴθε νὰ συγκατένευεν ή Κυβέρνησί ;
μας νὰ συνδράμῃ ὁπωσοῦν , χορηγοῦσα ἀπὸ τὰ τοῦ ἔθνους
εἰς τὸν φωτισμὸν αὐτοῦ τοῦ ἰδίου ἔθνους .
᾿Επειδὴ πολλὰ ἐλέχθησαν κατὰ τοῦ ῾ροδότου ἔπρεπε νὰ
ἐκτανθῶ εἰς τὴν ἀναίρεσιν τῶν συκοφαντιῶν , ἀποδεικνύων ὅτι
ὁ συγγραφεὺς οὗτος δὲν ἐφρόντισε δι' ἄλλο πρᾶγμα περισ
σότερον παρὰ διὰ τὴν ἀλήθειαν , οὔτε νὰ θέλξῃ πρὸς ὥραν
τοὺς ἀκροατάς του μὲ μύθους καὶ διηγήσεις ψευδεῖς, ἀλλὰ
νὰ μὴ ἐξαλειφθῶσιν ἀπὸ τὴν μνήμην τῶν ἀνθρώπων μὲ
τὸν καιρὸν τὰ περασμένα, μήτε ἔργα μεγάλα καὶ θαυμαςὰ ,
γινόμενα τὰ μὲν ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας , τὰ δ᾽ ἀπὸ τους Βαρ
βάρους νὰ καταντήσωσιν ἀσήμαντα . Ἐπειδὴ δὲ ὁ μεγαλή
ΤΟΥ ΗΡΟΔΟΤΟΥ . ' Y

τερος κατήγορος αὐτοῦ εἶναι ὁ Πλούταρχος , ἔπρεπε νὰ ἐλέγο


ξω τὸ ψευδὲς τῶν κατηγοριῶν , ὅσας τὸν ὑπαγόρευσε νὰ
εἴπῃ τὸ πάθος, τὸ ὁποῖον ὁ ἴδιος ὁμολογεῖ ὅτι συνέλαβε κατὰ
τοῦ συγγραφέως , μὴ θελήσαντος νὰ κρύψῃ τὴν ἀλήθειαν
πρὸς χάριν τῶν Βοιωτῶν . Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ οἱ λόγοι ἀνδρὸς σου
φοῦ , καὶ ἡ ἀποδοχὴ αὐτῶν ἀπὸ τόσους ἄλλους ἐπίσης σου
φοὺς , εἶναι πειστικώτεροι παρὰ οἱ ἐδικοί μου , διὰ τοῦτο
μετέφρασα τὴν ἀπολογίαν τοῦ Ηροδότου , συγγραφεῖσαν Γαλ
λικὰ ἀπὸ τὸν 166ᾶ Γεινόζην, καὶ ἀναγνωσθεῖσαν ἔμπροστ
θεν τῶν μελῶν τῆς Φιλολογικῆς Ἀκαδημίας τῶν Παρισίων ·
κατεχώρησα δὲ αὐτὴν εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ τρίτου τόμου . ᾿Εκεῖ
ó
λοιπὸν ἠμπορεῖ νὰ ἴδῃ ὁ ἀναγνώστης τὸ βάρος τῶν κατη
γοριῶν κατὰ τοῦ Ηροδότου . Διὰ νὰ ἠμπορῇ δὲ νὰ κρίνῃ πετ
ρὶ τῆς ἀναιρέσεως κατὰ παράθεσιν μὲ τὰς συκοφαντίας , με
τέφρασα ἐνταυτῷ καὶ τὴν περὶ κακοηθείας Ηροδότου πραγ
ματείαν τοῦ Πλουτάρχου , καταχωρήσας καὶ αὐτὴν εἰς τὸν

ἴδιον τόμον . Μετὰ τὸν Πλούταρχον κατὰ τὴν αὐστηρότητα ,


παλαιότερος ὅμως κατὰ τὸν καιρὸν , καὶ διὰ τοῦτο δυνάμε
νος ν᾿ ἀπατήσῃ εὐκόλως , εἶναι ὁ Κτησίας ὁ Κνίδιος , ὁ ὁποῖος
ἀποκαλεῖ τὸν Ηρόδοτον μυθολόγον ,‫ ܝ‬καὶ ἀντιφάσκει εἰς ὅσα

αὐτὸς ἱςόρησεν. Ας ἴδωμεν συντόμως, ἂν καὶ αὐτὸς ἦναι ἀξιό


πιστος . ὁ Κτησίας , σύγχρονος τοῦ Ξενοφῶντος , συνεστρά
τευσε μὲ τὸν νεώτερον Κῦρον · ἀφοῦ δὲ αὐτὸς ἐφονεύθη , γε
νόμενος ὁ Κτησίας αἰχμάλωτος τοῦ Αρταξέρξου τοῦ Μνή 1

μονος ἔλαβε μεγάλην ὑπόληψιν διὰ τὴν ἰατρικήν του τέχ


νήν, καὶ ἔζησεν εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ μονάρχου τούτου χρόνους
δέκα ἑπτά· ἐκεῖ δὲ ἐσύναξε τὴν ὕλην τῆς ἱστορίας ,, τῆς

ὁποίας περίληψιν μᾶς διέσωσεν ὁ Φώτιος. ὁ αὐτὸς συνέ


γραψε καὶ ἱστορίαν ᾿Ινδικὴν , καὶ ταύτης περίληψις εὑρίσκετ

(TOM. Á. ) B'
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΩΣ

1
ται εἰς τὸν Φώτιον . Ας περιέλθῃ ὁ βουλόμενος τὰς δύο
ἀναφερθείσας περιλήψεις, καὶ ἂς κρίνῃ ἄν τις πρέπῃ νὰ δώ
σῃ πίστιν εἰς τοὺς λόγους τοῦ ἱστορικοῦ τούτου . Ἡ δὲ περὶ
αὐτοῦ μαρτυρία τοῦ Φωτίου εἶναι τοιαύτη . » Τῶν μέν τοί
» γε μύθων ; ἐν οἷς ἐκείνῳ ( τῷ ᾿Ηροδότῳ ) λοιδορεῖται , οὐδ᾽
· οὗτος ἀφίσταται . ο Δὲν θέλουσιν ἴσως δυσαρεστηθῆ οἱ ἀνα
γνῶσταί μου ἐὰν ἔν τι ἀπὸ ἑκατέραν τούτων τῶν ἱστοριῶν
παραθέσω ἐνταῦθα . Εἰς τὰ Περσικὰ « ὁ Κῦρος, λέγει, ἔχων συν
νεργὸν τὸν Αμόργην ἐστράτευσε κατὰ τοῦ Κροίσου καὶ τῶν
Σ
Σάρδεων · διὰ δὲ τῆς συμβουλῆς τοῦ Οἰβαρᾶ , ἀνεβίβασαν
* οἱ Πέρσαι ξύλινα εἴδωλα περὶ τὸ τεῖχος, ἐκ τῶν ὁποίων οἷ
* ἐνοικοῦντες ἔλαβαν μεγάλον φόβον , καὶ οὕτως ἐκυριεύθη ἡ
». πόλις . . . ὁ δὲ Κροῖσος δὲν ἐφονεύθη , ἀλλὰ κατέφυγεν εἰς
» τὸν ναὸν τοῦ Απόλλωνος, τὸν εἰς τὴν Ακρόπολιν . Ἐκεῖ δὲ
»
τρεῖς φορὰς ἔδεσαν αὐτὸν , καὶ τρεῖς φορὰς ἐλύθη ἀπὸ χεῖ
· ρα ἀόρατον , ἐνῷ αἱ θῆσαι ἦσαν κλεισμέναι καὶ σφραγι

σμέναι , ἡ δὲ φυλακὴ αὐτῶν ἐμπιστευμένη εἰς τὸν Οἰβαρᾶν .
D ὅθεν μετέφεραν αὐτὸν εἰς τὰ βασίλεια , καὶ ἐκεῖ τον ἔδε·

» σαν ἀσφαλέστερα · ἀλλὰ τότε ἤρχισαν νὰ γίνωνται βρον


» ταὶ καὶ νὰ πίπτωσι κεραυνοί, ὁ δὲ Κροῖσος πάλιν ἐλύθη . »
Τοιαῦται εἶναι αἱ τερατολογίαι τοῦ Κτησίου , μὴ ἔχουσαι

καμμίαν ὁμοιότητα μὲ τὴν εὐσέβειαν , διὰ τὴν ὁποίαν πι


στεύει ὁ Ἡρόδοτος ὅτι ἔβρεξεν ὁ Απόλλων, θέλων νὰ σώσῃ
τὸν Κροῖσον . Ἀλλ᾽ εἰς τὰ ᾿Ινδικά του τί λέγει ; « ἔπειτα ἀνα
‫ ܗ‬φέρει
ὁ Φώτιος λαλεῖ διηγηματικῶς ) διὰ τὴν κρήνην ,
κατ᾽ ἔτος γεμίζουσαν ἀπὸ χρυσίον ὑγρὸν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν
,
ἀρύονται ἐτησίως ἑκατὸν λαγήνια ὀστράκινα . Πρέπει
»δὲ
νὰ ἶναι ὀστράκινα , διότι ὁ χρυσὸς ἀπαρυόμενος, πη
.
· γνύεται , καὶ ἀνάγκη εἶναι νὰ συντρίψωσι τὸ ἀγγεῖον . »
ΤΟΥ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

Ας πιστεύῃ ὅποιος θέλει τὴν χρυσόῤῥουν κρήνην , καὶ ἐκεί


νην τῆς Νάξου ἀπὸ τὴν ὁποίαν διηγεῖται ὅτι τρέχει πολλὰ
γλυκὸν κρασίον, καὶ μετ᾿ αὐτῶν τὰς συκοφαντίας κατὰ τοῦ
Ηροδότου . Ἀλλ᾿ ἂς ἀκούσωμεν καὶ περὶ τοῦ Κτησίου γνώ
μην ἄλλου τινὸς ἀρκετὰ ἱκανοῦ νὰ διακρίνῃ τὸ ψεῦδος ἀπὸ
τὴν ἀλήθειαν. « Τοῦ δὲ συγγραφέως , λέγει ὁ Λουκιανὸς,

· (λόγ . Πῶς δεῖ ἱστορίαν συγγράφειν) ἐν ἔργον εἶναι , νὰ λέγῃ
· τὰ πράγματα τοιαῦτα , ὁποῖα ἔγιναν . Δὲν θέλει δὲ ἠμπο ·
.
ρέσει νὰ κάμῃ τοῦτο ἕως ὅτου φοβεῖται τὸν ᾿Αρταξέρξην,
» ὢν ἰατρὸς αὐτοῦ, ἢ ἐλπίζει νὰ λάβῃ μισθὸν τῶν εἰς τὴν
» ἱστορίαν του ἐπαίνων, κάνδυν πορφυροῦν , καὶ στρεπτὸν
· χρυσοῦν ; καὶ ἵππον Νισσαῖον . » Μένουσι τώρα οἱ ἄλλοι και
τήγοροι τοῦ Ηροδότου; τοὺς ὁποίους εἶναι ματαιοπονία νὰ
ὀνομάσωμεν καθ ' ἕνα· ὀλίγαι λέξεις περὶ τῆς καταστάσεως

τῆς ἱστορικῆς σπουδῆς κατὰ τὸν ὁποῖον καιρὸν ἤκμασαν αὖ


τοὶ, ἀρκοῦσιν εἰς ἀναίρεσίν των. Η φιλοσοφικὴ ἱστορία , ἡ
ὁποία δὲν δέχεται οὔτε ἀποῤῥίπτει τίποτε ἀνεξετάστως , ἤρ
χισε καθὼς καὶ πᾶσα ἄλλη ἐπιστήμη , καὶ ἔπαυσεν ὁμοῦ μὲ
τὴν λαμπρὰν ἐποχὴν τῆς Ελλάδος, ἀναγεννήθη δὲ εἰς τὸν δέ
κατον ἕβδομον αἰῶνα · εἰς τὸ μεταξὺ οἱ συγγραφεῖς , οἱ ὁποῖοι

πρωτότυποι ἠμποροῦν νὰ ὀνομασθῶσιν, ἐξέλειψαν · ἐὰν δὲ

ἐξαιρέσῃς ὀλίγα τινὰ πνεύματα διαπρέψαντα μετρίως εἰς


συγγραφὴν ἱστορίας , οἱ λοιποὶ ἦσαν ἀντιγραφεῖς τῶν προγε
νεςέρων μιμούμενοι δουλοπρεπῶς καὶ ἐκλέγοντες ἀφιλοκάλως
ὅ, τι τερατῶδες εὑρίσκετο εἰς τὰ συγγράμματα αὐτῶν · δὲ τὴν
ἱστορικὴν ταύτην ἀλήθειαν πληροφορεῖταί τις ἀπὸ τὸν , Περὶ
τοῦ πῶς δεῖ ἱστορίαν συγγράφειν , λόγον τοῦ ἰδίου Δου
κιανοῦ . Ἐὰν λοιπὸν ἐκ τῶν τοιούτων τινὲς , οὔτε ἰδόντες οὔτε

ἐξετάσαντες κανὸν ἀπ᾿ ὅσα λέγει ὁ Συγγραφεὺς , ἀλλὰ μόνον


B'*
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΩΣ

ἐλπίζοντες νὰ δείξωσιν εὐμάθειαν διὰ τῶν πρὸς τοὺς ἄλλους


δυσφημιῶν , ἐτόλμησαν νὰ ὀνομάσωσιν μυθοποιὸν τὸν πα
τέρα τῆς ἱςορίας , ἀντηχοῦντες ὅ, τι εἶπεν ὁ Κτησίας καὶ ὁ
Πλούταρχος , περὶ αὐτῶν οὔτε φροντίζει ὁ ὀρθῶς λογιζόμενος .
Διὰ νὰ κρίνῃ τις περὶ τῆς ἀξίας τοῦ Ηροδότου πρέπει ἢ
ν᾿ ἀναδράμῃ εἰς τοὺς ἀρχαίους χρόνους , ὅπου θέλει ἰδεῖ ὅσας
τιμὰς ἔλαβεν ἀπὸ τοὺς συγχρόνους του , ἣ ν᾿ ἀναγνώσῃ τὰς
περιηγήσεις τῶν νεωτέρων, ὅπου θέλει ἰδεῖ τὴν ἀλήθειαν
τῶν ἱστορηθέντων ἀπ᾿ αὐτὸν , ἐπικυρωμένην ἀπὸ μυρίους ἄν
δρας σοφούς . Η μαρτυρία ἑνὸς ἐξ αὐτῶν , ὁ ὁποῖος ἔγινεν
αὐτόπτης τῶν τόπων, ὅσους περιῆλθεν ὁ Ηρόδοτος, ἐπιθέτει
τέλος εἰς τόν πρόλογόν μου . ὁ Κ. Βολνέϋος ὁμιλῶν διὰ τὴν
ἀπόπειραν τὴν ὁποίαν ἔκαμεν ὁ Αἰγύπτιος Βασιλεὺς εἰς τὰ
νεογέννητα παιδία , ποίαν γλῶσσαν θὰ προφέρωσι , λέγει,
cette expérience nous est racontée par un historien
dont les anciens n'ont point su apprécier le mérite ,
mais dont la fidélité et l'instruction constatées au

jourd'hui par une élite de savans dans l'expédition

française en Egypte, replacent l'autorité et le crédit

au premier rang des témoignages anciens. Μετάφρα


σις . Τὴν δοκιμὴν αὐτὴν μᾶς διηγεῖται ἱστορικὸς , τὴν ἀξίαν
τοῦ ὁποίου δὲν ἤξευρον νὰ ἐκτιμήσωσιν οἱ παλαιοί· ἀλλ᾽ ἡ
ἀκρίβεια τῶν λόγων αὐτοῦ, καὶ ἡ μάθησις ἀποδειχθεῖσαι
σήμερον ἀπὸ σοφοὺς ἐκλεκτοὺς, τοὺς ἀκολουθήσαντας τὴν
εἰς τὴν Αἴγυπτον Γαλλικὴν ἐκστρατείαν , ἀπεκατέστησαν αἱ
ἀξιοπιςότεραι μαρτυρίαι ἐκ τῶν ὅσας μᾶς ἄφησαν οἱ παλαιοί.
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

Εστ ' ἐπειδὴ ἀπὸ κανένα ἐκ τῶν παλαιῶν δὲν συνεγράφη

ὁ βίος τοῦ Ηροδότου, εἴτ᾿ ἐπειδὴ συγγραφεὶς , τὸ ὁποῖον εἶναι


πιθανὸν , δὲν διεσώθη ἕως ἡμᾶς , ὀλιγώτατα γνωρίζομεν

αὐτὸν , καὶ μάλιστα τοὺς πρώτους χρόνους τῆς ζωῆς τοῦ


συγγραφέως. ὅσοι δὲ ἐξ ἐκείνων , τῶν ὁποίων σώζονται τὰ

συγγράμματα , ἀναφέρουσι περὶ τοῦ ἱστορικοῦ τούτου , καθὼς


ὁ Διονύσιος ὁ Αλικαρνασσεὺς , ὁ Ἑρμογένης, ὁ Φώτιος , καὶ ἄλλοι
σπουδάσαντες διὰ τὴν ἀνάλυσιν τῶν λόγων δὲν ἐνόμισαν ,

φαίνεται , ἔργον των τὴν λεπτομερῆ βιογραφίαν του · μερικοὶ


ἴσως κινούμενοι καὶ ἀπὸ πνεῦμα ἀντιπαθείας ἀπεσιώπησαν
αὐτὴν μὴ συντείνουσαν εἰς τὸν σκοπόντων . Εκ τῶν μνη
μονευθέντων ἀνωτέρω συγγραφέων ¿ ὁ πρῶτος λέγει μόνον ,
(Περὶ τῶν Θουκυδίδου ἰδιωμάτων) « ὁ Πρόδοτος ἐγεννήθη

» ὀλίγον πρότερον τῶν Περσικῶν καὶ ἔζησε μέχρι τῶν Πε


» λοποννησιακῶν . » Τόσον μόνον ἀναφέρει καὶ ὁ Σικελιώτης
Διόδωρος (Βιβ . Β΄.) χωρὶς νὰ προσδιορίσῃ ἀκριβῶς τὸν και
ρὸν τῆς γεννήσεώς του , τὸν ὁποῖον μανθάνομεν ἀπὸ τὸν
Αὐλουγῆλον .
ὁ συγγραφεὺς οὗτος , εἰς τὸ εἰκοστὸν τρίτον κεφάλαιον
τοῦ ΙΕ βιβλίου τῶν Αττικῶν νυκτῶν λέγει (* ) « Τρεῖς ἔνω
η δοξοι ἱστορικοὶ , ῾Ελλάνικος , Ηρόδοτος καὶ Θουκυδίδης
ἤκμασαν σχεδὸν περὶ τοὺς αὐτοὺς χρόνους · καὶ ὁ μὲν

(*) ᾿ρανίσθη τὸ Κεφ. τοῦτο ὁ Αὐλουγῆλος ἀπὸ τὰ σχόλια τῆς Αἰγυπτίας


Παμφίλας , ἀκμασάσης κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Νέρωνος.
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

» ῾Ελλάνικος εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου


» ἦτον τεσσαράκοντα πέντε χρόνων κατὰ τὴν ἡλικίαν , ó
Ηρόδοτος πεντήκοντα τριῶν , καὶ ὁ Θουκυδίδης τεσσαρά
• κοντα . η ᾿Επειδὴ λοιπὸν ὁ Πελοποννησιακὸς πόλεμος ἤρα

χισε τὸ 43ι πρὸ Χ . συνάγεται ὅτι ὁ Ἡρόδοτος , ὢν τότε


πεντήκοντα τριῶν χρόνων , ἐγεννήθη τὸ 484 πρὸ Χ. ἤτοι
πέντε χρόνους πρὸ τῆς μάχης τοῦ Μαραθῶνος.

Πατρὶς τοῦ πολυμαθοῦς τούτου ἱστορικοῦ ἦτον ἡ Αλικαρ


νασσὸς , πόλις Δωρικὴ εἰς τὴν Μικρὰν Ασίαν 9, ἀποικία
τῶν (* ) Τροιζηνίων , καὶ μέρος τῆς Δωρικῆς Εξαπόλεως ,
ἀπὸ τὴν ὁποίαν ὕστερον ἀπεσχίσθη (** ). ὀνομάζεται δὲσή
μερον κατ᾿ἄλλους μὲν Τάπια , κατὰ δὲ τὸν Μελέτιον , Βou
Y

δροῦμι. ἠθέλομεν ἴσως ἀμφιβάλλει καὶ περὶ αὐτῆς , ἂν δὲν


εἴχομεν τὴν μαρτυρίαν τοῦ ἰδίου συγγραφέως· διότι μερικοὶ
ὠνόμασαν αὐτὸν Θούριον, καθὼς θέλομενἰδεῖ παρακάτω. Ἀπὸ
δὲ τὸν Σουίδαν μανθάνομεν ὅτι ὁ πατὴρ τοῦ Ἡροδότου ἐλέγε
το Δύξης , ἡ δὲ μήτηρ Δρυὼ , ὄντες ἀπὸ τοὺς ἐπιφανεῖς τῆς
Αλικαρνασσοῦ , καὶ ὅτι εἶχεν ἀδελφὸν Θεόδωρον(***) . ὁ αὐτὸς
λεξικογράφος ἀναφέρει (****) ὅτι καὶ ᾧ ἐποποιὸς Πανύασις κατά

τινας μὲν ἦτον ἀδελφὸς τῆς Δρυοῦς, καὶ ἑπομένως θεῖος τοῦ
Ηροδότου , κατ᾿ ἄλλους δὲ ἐξάδελφος αὐτοῦ , γεννηθεὶς ἀπὸ
τὸν Πολύαρχον , ἀδελφὸν τοῦ Λύξου. ὁ δὲ Πανύασις οὗτος ,
καταταττόμενος εἰς τὴν ποιητικὴν ἀξίαν ἀπ᾽ ἄλλους μὲν μετὰ
τὸν ὅμηρον, καὶ ἀπ᾿ ἄλλους μετὰ τὸν Καλλίμαχον , ἦτον
γνωστὸς διὰ πολλὰ ποιήματά του , καὶ μάλιστα διὰ τὴν
Ηρακλειάδα καὶ τὰ ᾿Ιωνικὰ , ἐκ τῶν ὁποίων τὸ μὲν πρῶτον
περιεῖχεν ἐννέα χιλιάδας στίχους , διῃρημένους εἰς δέκα τέσ

(* , 1δ . B.6 . z. S. 99. (**) Ιδ. Βι6 . Á . § . 144.


ρίαση 18. Σουίδα Δέξ . Ηρόδοτος (*** ) Αέξις, Πανίασης.
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΗΡΟΔΟΤΟΥ , 10'

σαρα βιβλία, περιγράφον τὰς πράξεις τοῦ Ἡρακλέους · τὰ δὲ


Ιωνικὰ ἐξ ἑπτὰ χιλιάδων στίχων συγκείμενα εἶχον ὑπόθεσιν
τὰ περὶ Κύδρου καὶ Νηλέως καὶ περὶ τῶν ᾿Ιωνικῶν ἀποικιῶν .
Ἡ ἀνατροφὴ , τὴν ὁποίαν ἔλαβεν ἐξ ἀρχῆς , φαίνεται ὅτι
τὸν ἐνέπνευσε τὰ γενναῖα αἰσθήματα , τὸν ἐδίδαξε τὸ πρὸς
τὰ θεῖα σέβας , τὴν πρὸς τὰ καλὰ ἔφεσιν , τὸν ζῆλον τῆς
παιδείας καὶ τὴν ἀγάπην πρὸς τὴν πατρίδα του , ἀρετὰς ,
τῶν ὁποίων διδάσκαλος ἠθέλησε νὰ γένῃ καὶ εἰς · τοὺς ἄλλους
διὰ τῆς ἱστορίας του . Οὕτω δὲ παιδαγωγηθεὶς δυσκόλως

ἠμπόρει πλέον νὰ παρεκτραπῇ ἀπὸ τὴν ὁδὸν τῆς ἀρετῆς ,


καὶ ἀπεστρέφετο τὰς πράξεις τοῦ τυραννοῦντος τὴν Αλικαρ ·
νασσὸν κατ ' ἐκείνην τὴν ἐποχήν · ἴσως δὲ δι᾿ αὐτὸ ἀπεποιήθη
καὶ τὸ πολιτικὸν στάδιον εἰς τὸ ὁποῖον ἡ ἐπιφάνεια τῆς γεν
4
νήσεώς του ἐπροσκάλει αὐτὸν , καὶ ἐνέκρινε νὰ δοξασθῇ διὰ
τῶν μουσῶν . ὅθεν ἀφήσας τὴν ἀγαπητὴν πατρίδα του
ὑπῆγεν εἰς τὴν Σάμον , καὶ ζῶν μακρὰν τοῦ τυράννου ἀνέ
πτυσε τὰς νοητικάς του δυνάμεις διὰ τῆς μελέτης , καὶ
ἤσκει τὴν ᾿Ιωνικὴν διάλεκτον , ἀνθοῦσαν κατ᾿ ἐκείνους τοὺς

χρόνους . Ἡ ἐποχὴ δὲ ἦτον εὔφορος εἰς μεγάλους ἱστορικούς·


ὁ Μιλήσιος Ἑκαταῖος , ὁ Ξάνθος καὶ ἄλλοι ἐθαυμάζοντο διὰ

τὰς περιηγήσεις των · τὰ δὲ συγγράμματα αὐτῶν πρέπει
νὰ ἐπροξένουν τὴν γλυκυτέραν διατριβὴν εἰς τὸν Ἡρόδοτον .
Εἴτε λοιπὸν ἡ ἀνάγνωσις τούτων ἐκίνησεν εἰς τὴν ψυχήν τ
τὴν ἀγάπην τῆς ἱστοριογραφίας , εἴτε ἐξ ἐναντίας συλλαβὼν

πρῶτον τὸν σκοπὸν τοῦ νὰ συγγράψῃ ἐμελέτησε τοὺς καλη


τέρους συγγραφεῖς τῆς ἐποχῆς του , νέος ἔτι ἀπεδύθη εἰς τὸν

ἀγῶνα ἔχων ἀνταγωνιστὰς ὄχι εὐκαταφρονήτους αὐτοὺς τοὺς


ἰδίους συγγραφεῖς . Ἀπὸ δὲ τὴν ἀκρίβειαν , τὴν ὁποίαν φυ
λάττει εἰς ὅσα λέγει , καὶ τὰ συνετὰ ἀξιώματα , τὰ ὁποῖ
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

διασπείρει εἰς ὅλον του τὰ σύγγραμμα , ἠμποροῦμεν νὰ εἰκά ·


σωμεν μετ᾿ ἀσφαλείας ὅτι ἐθεώρει τὴν ἱστορίαν ὄχι ἁπλῶς
διήγησιν τῶν παρελθόντων , ἀλλὰ σπούδασμα φιλοσοφικὸν,
εἰς τὸ ὁποῖον ὁ ἐπιτήδειος ἱστορικὸς ἀναπτύσσει τὰς ἀρχὰς
τοῦ κοινωνοῦ βίου , διδάσκει τὰ καθήκοντα τοῦ πολίτου ,
διελέγχει τὴν ἀλαζονείαν τῶν δυνατῶν , καὶ δεικνύει εἰς ἄρω
χοντας καὶ ἰδιώτας τὴν ὁδὸν τῆς εὐδαιμονίας .
ἡ τοιαύτη ἱστορία δὲν εἶναι ἔργον τὸ τυχόν · προαπαιτεῖ
τὴν γνῶσιν πολλῶν πραγμάτων , καὶ ὅποιος ἐπιθυμεῖ νὰ
εὐδοκιμήσῃ εἰς αὐτὴν χρεωστεῖ νὰ διδαχθῇ αὐτὸς πρὶν ἐπι
χειρήσῃ νὰ διδάξῃ τοὺς ἄλλους , καὶ νὰ ἐξακριβώσῃ τὰ
πράγματα περὶ τῶν ὁποίων μέλλει νὰ πραγματευθῇ . Οὕτω
φρονῶν βέβαια ο Ηρόδοτος καὶ γνωρίζων πόσον ἐπισφαλὴς
εἶναι ἡ ἱστορία , ὅταν ἐπιστηρίζεται εἰς μόνην τὴν ἀκοὴν ,
ἠθέλησε νὰ γένῃ αὐτόπτης τῶν ὅσα ἔμελλε νὰ γράψῃ , νὰ
ἐξετάσῃ τὰ ἤθη καὶ ἔθιμα τῶν ἐθνῶν, νὰ καταμετρήσῃ τὰ
διαστήματα τῶν τύπων , νὰ παρατηρήσῃ τὰ προϊόντα αὐτ
τῶν , καὶ νὰ πολυπραγμονήσῃ ὁ ἴδιος ὅλα . Μὲ τοιοῦτον
σκοπὸν κινήσας ἀπὸ τὴν Σάμον περιῆλθε τὴν Ἑλλάδα , τὴν
Μακεδονίαν , τὴν Θρᾴκην , τὴν Σκυθίαν ,. προχωρήσας ἐπέ
κεινα τοῦ ἴστρου καὶ τοῦ Βορυσθένους · ἡ Ασία , ἡ Αἴγυπτος ,
γῆ τόσον περίεργος καὶ σήμερον ἀκόμι διὰ τοὺς περιηγητὰς ,
καὶ τὰ μεσημβρινὰ παραθαλάσσια τῆς Ἀφρικῆς ἕως τὴν

Κυρηναϊκὴν (* ) περιελήφθησαν εἰς τὴν περιήγησίν του , διαρ

(* ) ὀνομάσθη ὕστερον Πεντάπολις , ἔχουσα πρωτεύουσαν πάντοτε τὴν Κυ


ρήνην, ἡ ὁποία ἐφύλαξε τὸ ὄνομά της ἕως σήμερον Κουρὶν λεγομένη . Προή
γαγεν ἄνδρας σοφοὺς τὸν ᾿Αρίστιππον ἀρχηγὸν τῆς Κυρηναϊκῆς αἱρέσεως, τὸν
Καρνεάδην, καὶ ἄλλους· ἔτι δὲ καὶ γυναῖκα φιλόσοφον τὴν ᾿ρέτην, ἡ ὁποῖα
διεδέχθη τὴν σχολὴν τοῦ πατρός της Αριστίππου .
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΗΡΟΔΟΤΟΥ. καὶ

κέσασαν κατὰ τοὺς ἀκριβεστέρους κριτικοὺς ἀπὸ τὸ εἶκον


στὸν ἕως τὸ εἰκοστὸν ἕκτον ἔτος τῆς ἡλικίας του.

Συναθροίσας τὴν ἀναγκαίαν ὕλην εἰς συγγραφὴν ἱςορίας ὁ


Ηρόδοτος ἐπέςρεψεν εἰς τὴν ἡλικαρνασσὸν , ὅπου τυραννεύων
ἀκόμι ὁ Λύγδαμις εἶχε φονεύσει τὸν εἴτε θεῖον εἴτε ἐξάδελ
φον τοῦ νέου τούτου περιηγητοῦ Πανύασιν διὰ τὴν ἐλευθερίαν ,
τὴν ὁποίαν μετεχειρίζετο εἰς τὰ ποιήματά του . Ο θάνατος
αὐτοῦ ἐδίδαξε , φαίνεται , τὸν φρόνιμον συγγραφέα ὅτι οὔτε
ἡ ἰδική του ζωὴ ἦτον εἰς ἀσφάλειαν ἐὰν ἀπεφάσιζε νὰ φυλάξῃ
χαρακτῆρα ἀδούλωτον, ὁποῖον ἀπαιτεῖ τὸ ἐπάγγελμα τοῦ
ἱστορικοῦ . ὅθεν ἀναχωρήσας πάλιν εἰς τὴν Σάμον κατεγί
νετο περὶ τὴν σύνθεσιν τοῦ πονήματος , τὸ ὁποῖον ἔμελλε νὰ
στεφανωθῇ ἀπ᾿ ὅλον τὸν φωτισμένον κόσμον . Υπόθεσιν αὐτ
τοῦ ἔκαμε τὰς Μηδικὰς ἐκστρατείας κατὰ τῆς Ἑλλάδος
ἀλλ ' ὅσον λαμπρὰ καὶ μεγαλοπρεπὴς καὶ ἂν ἦτον αὐτὴ ;
ὅσον καὶ ἂν ἔθελγε τὸν φιλότιμον Ἕλληνα μὲ τὴν ἀνάμνη

σιν τῶν κατορθωμάτων του κατὰ τῶν Βαρβάρων , ἤθελε


γενεῖ ψυχρὰ καὶ προσκορὴς εἰς τοὺς ἀκροατὰς διὰ δύο
λόγους· πρῶτον διότι περιωρίζετο εἰς ὀλίγας πεζομαχίας
καὶ ναυμαχίας , καὶ δεύτερον διότι τὰ περισσότερα ἐκ τῶν
κατ᾿ αὐτὰς γεγονότων ἦσαν γνωστὰ , ὄχι μόνον ἀπ᾽ ἄλλους
ἱστορικοὺς προγραφέντα , ἀλλὰ καὶ εἰς αὐτὰς τὰς συνδια

λέξεις καθημερινῶς ἐπαναλαμβανόμενα . ὁ ἱστορικὸς ὅμως ,


ὁ ὁποῖος ὁμοῦ μὲ τὴν πολυμάθειαν εἶχε καὶ πολλὴν φιλο
καλίαν πρὸς πᾶν ὅ, τι ἀνάγεται εἰς τὴν φιλολογίαν , ἐπρό
βλέψε τοῦτο καὶ συνάψας τὰς χάριτας τοῦ λεκτικοῦ μὲ
τὰς τοῦ πραγματικοῦ , κατώρθωσε νὰ διατηρῇ πάντοτε τὴν
προσοχὴν τοῦ ἀναγνώστου ἀκμάζουσαν , καὶ νὰ κινῇ τὴν
περιέργειαν αὐτοῦ ποικίλων ἐντέχνως τὴν διήγησιν , καὶ
κ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

παρενείρων πράγματα καινοφανῆ καὶ περίεργα , ὥς : μερικοὶ


ἐνόμισαν ὅτι βλέπουσι τὰ ποιήματα τοῦ ὁμήρου εἰς πεζὴν

γλῶσσαν .
Οὕτως ἀποδείξας τὰς πρώτας αἰτίας τῆς ἀντιπαθείας
τῶν Περσῶν πρὸς τοὺς Ἕλληνας, αὐτὰς μὲν παρατρέχει ἐπι
πολαίως , καὶ ἀρχίζει τὴν ἱστορίαν του ἀπὸ τὴν διήγησιν
τῶν Λυδικῶν καὶ Μηδικῶν πραγμάτων . Αὐτοῦ ἡ ἀνωμαλία

τῆς ἀνθρωπίνου καταστάσεως εἰκονίζεται μὲ τὰ πλέον τρο


μακτικὰ χρώματα . ὁ Κροῖσος ἀπὸ τὴν περιωπὴν τῆς δό
ξης , κινηθεὶς ἀνοήτως κατὰ τοῦ Κύρου , πίπτει εἰς τὴν
ἐσχάτην κακοδαιμονίαν , καταδικάζεται εἰς ἀνάξιον καὶ
σκληρότατον θάνατον , καὶ πάλιν ἀνελπίστως διασωθεὶς ,

τιμᾶται ἀπὸ τὸν νικητήν του . Αὐτὸς πάλιν ὁ Κῦρος , ὁκατα


κτητὴς τῆς Ασίας ὅλης, ἀφοῦ κατέστρεψε πολλῶν τόπων

τοὺς ἡγεμόνας φονεύεται καὶ προπηλακίζεται ἀπὸ γυναῖκα .


Μεταξὺ τῶν μεγάλων τούτων καὶ γενικῶν πραγμάτων

παρεμβάλλει ὁ ἱστορικὸς τὴν πρᾶξιν τοῦ Κανδαύλου , ὅπου


ἡ ἀνοησία τοῦ ἡγεμόνος τούτου καὶ ἡ θρασύτης τῆς γυναι
κός του , κινοῦσι τὸν θαυμασμὸν τοῦ ἀναγνώστου . Η διά
ἕξις τοῦ Σόλωνος μὲ τὸν Κροῖσον, ἡ ἐπίκλησις τοῦ ὀνόμασ
τος τοῦ φιλοσόφου ἀπὸ τὸν δυστυχῆ μονάρχην τῆς Λυδίας ,
κάμνουσι τὸν εὐδαίμονα τούτου τοῦ κόσμου νὰ ὑποπτεύηται

διὰ τὴν εὐδαιμονίαν του . Διὰ νὰ συμπληρώσῃ δὲ τὴν πρὸ


τῆς ἀρχῆς τῶν Περσῶν ἱστορίαν τῆς Ασίας περιέρχεται τὰς
Δωρικὰς , Ιωνικὰς καὶ Αἰολικὰς ἀποικίας , τῶν ὁποίων ἡ

ἱστορία διέφερε τὸν παλαιὸν Ἕλληνα καὶ πρέπει νὰ διαφέρῃ


τὸν σημερινὸν ἐπίσης. Επειτα ἡ σειρὰ τοῦ λόγου τὸν φέρει
εἰς τὴν Αἴγυπτον , καθότι ὁ Καμβύσης υἱὸς καὶ διάδοχος
τοῦ Κύρου , ἅμα παρέλαβε τὴν ἀρχὴν , ἐστρατηλάτησεν εἰς
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΗΡΟΔΟΤΟΥ. κγ '

τὴν γῆν ταύτην . Μὲ πόσην δὲ προσοχὴν ἐξετάζει τὰ κατ '


αὐτὴν, ἂς ἀκούσωμεν τὶ λέγει εἷς ἐκ τῶν σοφωτέρων σχολια
στῶν αὐτοῦ .

« Δὲν ἔχομεν , λέγει ὁ Κύριος Λαρχέρος , συγγραφέα οὔτε


» παλαιὸν οὔτε νέον, ὁ ὁποῖος νὰ ἔκαμε τόσον ὀρθὴν , καὶ
» τόσον περίεργον περιγραφὴν τοῦ τόπου τούτου. Μᾶς ἐγνω
» στοποίησε τὴν γεωγραφικὴν θέσιν αὐτοῦ μὲ τόσην ἀκρί
βειαν , ὅσην δὲν ἔχουσι πάντοτε οἱ ἐξ ἐπαγγέλματος γεω
" γράφοι , τὰ προϊόντα τῆς γῆς , τὰ ἤθη, τὰ ἔθιμα , τὴν
θρησκείαν τῶν κατοίκων , καὶ τὴν ἱστορίαν τῶν τελευταίων
❤ ἡγεμόνων τῶν πρὸ τῆς Περσικῆς κατακτήσεως , ὁμοῦ μὲ
» τόσα ἰδιαίτερα περιστατικὰ , τὰ ὁποῖα ἀποσιωπηθέντα
» ἀπὸ τὸν Ηρόδοτον ἤθελον γενεῖ ἄγνωστα εἰς ἡμᾶς . » Λέγων
δὲ διὰ τοὺς κούφως καὶ κακοήθως συκοφαντοῦντας τὸν συγ
γραφέα προσθέτει ὁ σοφὸς σχολιαστὴς « Εἶναι ἄτοπον νὰ
1
νομίζῃ τις ὅτι ὁ συγγραφεύς μας ἔδωσε πίστιν εἰς λόγους
» ἀδεσπότους , ὁ ὁποῖος ἔλαβε μεγαλωτάτην φροντίδα νὰ
D πιστοποιηθῇ περὶ τῆς ἀληθείας τῶν πραγμάτων , καὶ νὰ

· μεταδώσῃ εἰς τοὺς ἀναγνώστας του τὴν ἀλήθειαν καθαράν .


• Αἱ συνδιαλέξεις του μὲ τοὺς ἱερεῖς , τὰ μέτρα , τὰ ὁποῖα
» ἔλαβε διὰ νὰ μὴ ἀπατηθῇ , εἶναι μάρτυρες ἐχέγγυοι τῶν
λόγων του . Περιηγητὴς ὀλιγώτερον προσεκτικὸς ἤθελεν εὖ
» χαριστηθῆ ἀπὸ τὴν μαρτυρίαν τῶν εἰς τὴν Μέμφιν ἱερέων
• τοῦ Ηφαίστου ὁ Ἡρόδοτος ὅμως δὲν ἠρκέσθη εἰς αὐτὴν , ἀλη
» λὰ μετέβη εἰς τὴν Ηλιούπολιν , καὶ ἐκεῖθεν εἰς τὰς Θήβας

» διὰ νὰ ἐξακριβώσῃ τοὺς λόγους τῶν ἱερέων τοῦ θεοῦ τούτου . »


Η περιγραφὴ τῆς Αἰγύπτου συμπληρόνει σχεδὸν τὸ δεύ
τερον καὶ τρίτον βιβλίον , ὄχι χωρὶς καλλονῆς καὶ χάριτος.
Η διήγησις πραγμάτων τόσον ἀπηρχαιωμένων δὲν βαρύνει
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

παντελῶς τὸν ἀκροατὴν , ὁ ὁποῖος ἀπὸ διάσημα εἰς διάσημα


σταματῶν ἀναπαύεται ἄλλοτε διὰ νὰ μάθῃ τὴν ἀληθῆ πλά
νην τοῦ ᾿Αλεξάνδρου καὶ τῆς Ἑλένης , ἄλλοτε διὰ τὴν ἀςείαν
πρᾶξιν τοῦ κλέπτου ἐπιβουλευθέντος τοὺς θησαυροὺς τοῦ ῾αμ
ψηνίτου , καὶ ἄλλοτε διὰ τὸν παράξενον τρόπον , μὲ τὸν
ὁποῖον διαλύει τὴν πρὸς τὸν Πολυκράτην φιλίαν ὁ ῎Αμασις ,

θεωρῶν τὴν ἀνθρωπίνην φρόνησιν ὡς μηδὲν δυναμένην εἰς


τὸ ν ' ἀποφύγῃ τὸ πεπρωμένον ἀπὸ τὰς μοίρας . Ἀλλ᾽οὔτε
ὁ καιρὸς θέλει μᾶς ἐπαρκέσει διηγουμένους τὰς καλλονὰς
τοῦ λόγου τοῦ Ηροδότου , οὔτε ὁ τόπος εἶναι ἐδὼ νὰ κάμω
μεν πλήρη ἀνάλυσιν αὐτοῦ · ὁ προσεκτικὸς ἀναγνώστης

θέλει ἰδεῖ ὁ ἴδιος πόσων χαρίτων εἶναι γεμάτος . ἡμεῖς δὲ


ἂς εἴπωμεν ὅ, τι ἀκόμι εἶναι λοιπὸν ἀπὸ τὰς πράξεις τοῦ

· συγγραφέως .
Η πρὸς τὴν τυραννίαν δικαία ἀποστροφὴ , τὴν ὁποίαν
παρετηρήσαμεν εἰς τὸν Ἡρόδοτον ἔτι νέον ὄντα , φαίνεται
ὅτι ηὔξησε περισσότερον ὅτε περιῆλθε τὰς Ελληνικὰς δη
μοκρατίας , καὶ ἐπεσκέφθη τὰ πολιτεύματα αὐτῶν· ὅθεν
ἐφρόντιζε πάντοτε ν᾿ ἀπαλλάξῃ τὴν πατρίδα του ἀπὸ τὸν
τύραννον , καὶ συνομόσας μὲ ἄλλους ὁμόφρονας, ὅτε εἶδε τὸν

καιρὸν ἁρμόδιον , ἔβαλεν εἰς ἐνέργειαν τὸ μυστικῶς μελετώ


μενον , καὶ ἐπέτυχε νὰ καταστρέψῃ τὸν τύραννον . Αλλ᾽ ἡ
δουλεία διέφθειρε τὰς ψυχὰς τῶν ᾿Αλικαρνασσέων , καὶ ὁ
· ἔρως τῆς ἀληθοῦς ἐλευθερίας εἶχεν ἐξαλειφθῆ ἀπ᾿ αὐτάς. Πολ
λοὶ ἐμίσουν τὸν τύραννον ὡς ἐμπόδιον εἰς τοὺς ἰδιοτελεῖς
σκοπούς των , καὶ ἔλαβαν μέρος εἰς τὴν καταστροφήν του
ὄχι διὰ ν᾿ ἀντικαταστήσουν τὴν ἰσχὺν τῶν νόμων , ἀλλὰ διὰ
νὰ τυραννῶσιν αὐτοὶ ἀντ᾽ ἐκείνου . Τὸ ὀλιγαρχικὸν κόμμα
ἀπαλλαχθὲν ἀπὸ τὸν φόβον τοῦ Λυγδάμιδος ἠθέλησε νὰ οἶ ·
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΗΡΟΔΟΤΟΥ . xé

κειοποιηθῇ τὴν ἀρχήν . ὁ δὲ λαὸς καταπιεζόμενος διὰ τὰς


στάσεις τῶν φιλοδόξων σπουδαρχῶν ἔβλεπε τὰ παρόντα
δεινὰ χειρότερα ἀπὸ τὰ τῆς τυραννίδος , καὶ ἀπεποιεῖτο ἐλευ
θερίαν φθορᾶς παραίτιον εἰς αὐτόν . ᾿Εκ τούτων ὁ εὐεργέτης
τῆς πατρίδος ἀντὶ εὐγνωμοσύνης ἐλάμβανε τὴν βαρυτέραν
ἀχαριστίαν ἐπιβουλευόμενος ἀπὸ τοὺς ὀλιγαρχικοὺς , καὶ ὑπο
Ελεπόμενος ἀπὸ τὸν λαόν . Πληροφορηθεὶς δὲ ὅτι ἡ δυστυχία
τῆς πατρίδος του ἦτον ἀδιόρθωτος ; διότι προήρχετο ἀπὸ τὴν
διαφθορὰν αὐτῶν τῶν ἰδίων Αλικαρνασσέων , καὶ ὅτι καθὼς

λέγει διὰ τοὺς Σαμίους δέν ἤθελον νὰ ἦναι ἐλεύθεροι, ἀπε


φάσισε νὰ ζητήσῃ ἄλλην πατρίδα , καὶ μετέβη εἰς τὴν Εὐ
ρωπαϊκὴν Ἑλλάδα . ᾿Αλλὰ πρὶν ἀποφασίσῃ τὴν διαμονήν του
ἠθέλησε νὰ δείξῃ τὴν ἀξίαν του μεταξὺ ἀνθρώπων , οἱ ὁποῖοι
ἤξευρον νά την ἐκτιμήσωσι.
Ἦτον Ολυμπιὰς ὀγδοηκοστὴ πρώτη , συμπίπτουσα μὲ τὸ
456 ἔτος πρὸ Χ . καὶ οἱ Ἕλληνες συνηγμένοι διὰ νὰ ἑορτά
σωσι τὴν δημοτελῆ ταύτην πανήγυριν . ὁ δὲ σκοπὸς τῶν
ἑορτῶν τούτων δὲν ἦτον ἡ εὐθυμία καὶ ἡ τρυφή· ἅμιλλα
πολλὰ εὐγενὴς , ἡ ὁποία σώζει τὰς πόλεις καὶ μορφόνει τὰς
πολιτικὰς ἀρετὰς, συνεκάλει εἰς αὐτὰς πανταχόθεν τοὺς ἕλ
ληνας , αἱ δὲ πρὸς τὴν ἀνάπτυξιν τῶν σωματικῶν καὶ νοη
τικῶν δυνάμεων συντείνουσαι ἀγωνίαι ἀπησχόλουν τοὺς συνα

ερχομένους · οἱ μὲν ἔτρεχον ἢ ἐπύκτευον προδιαθέτοντες τὰ


σώματά των εἰς τοὺς πολεμικοὺς ἀγῶνας, οἱ δὲ ἀνεγίνωσκον
ποιήματα , ἱστορίας καὶ ἄλλα ἔργα τοῦ πνεύματος . Εἰς ταύ
την τὴν πανελλήνιον ἑορτὴν παρουσιασθεὶς ὁ Ηρόδοτος ἀνέ
γνωσε κατὰ μέν τινας τὰ οὐσιωδέστερα μέρη τῆς ἱστορίας
του , κατ᾿ ἄλλους δὲ τὰ
δύο πρῶτα βιβλία αὐτῆς. Ἡ ἁπλῆ
καὶ φυσικὴ λέξις του , ἡ ποικίλη φράσις του συμμεταβαλλο
κ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

μένη μὲ τὰς διαφόρους περιγραφὰς, ἡ ἐπιλάμπουσα εἰς τὰς


διηγήσεις του εἰλικρίνεια καὶ ἀμεροληψία , αὐταὶ καὶ ἄλλαι
ἄπειροι ἱστορικαὶ ἀρεταὶ ἐπλήρωσαν τὰ στόματα τῶν ἀκροα ·
τῶν ἀπὸ ἐπαίνους . Εδὼ πρέπει ν᾿ ἀναφέρωμεν πρᾶγμα τὸ
ὁποῖον δεικνύει πόσον ἐρασμία γίνεται ἡ παιδεία ὅταν τιμᾷ
ται , καὶ ὁ ζῆλος αὐτῆς εἰσδύεται εἰς τὰς ψυχὰς τῶν νέων.
ὁ Θουκυδίδης δεκαπενταετὴς τὴν ἡλικίαν, ἀκολονθῶν τὸν

πατέρα του , ἐθεώρει τὰ ὀλύμπια καὶ συνηκροᾶτο τὸν Ηρό


δοτον ἀναγινώσκοντα . Αἱ δὲ πανταχόθεν · εὐφημίαι καὶ τὰ
κροτοχειρήματα τόσον ἐκίνησαν τὴν ψυχὴν τοῦ νέου , ὥστε

δάκρυα ἐξέπεσαν ἀπὸ τὰ ὄμματά του, τὸ ὁποῖον παρατηρη


.
σας ὁ ἀγχίνους ἱστορικὸς ἐσυγχάρη τὸν πατέρα του ὄλορον ,
διὰ τὴν εἰς τὰ καλὰ εὐαισθησίαν τοῦ υἱοῦ.

Οἱ ἔπαινοι τοὺς ὁποίους οἱ Ἕλληνες ἐδαψίλευσαν εἰς τὸν


Ηρόδοτον, τὸν ἔκαμαν νὰ καταγίνῃ προθυμώτερα εἰς τὴν
τελειοποίησιν τῆς ἱστορίας του , καὶ νὰ μεταχειρισθῆ τὴν εὖ
καιρίαν τὴν ὁποίαν τὸν ἔδιδεν ἡ κατὰ τὴν Ἑλλάδα διατριβὴ
πρὸς ἐξέτασιν ἀκριβεστέραν τῶν ἐκεῖ πραγμάτων . Τὸ δὲ τεσ
σαρακοστὸν ἔτος τῆς ἡλικίας του, δώδεκα χρόνους μετὰ τὴν
πρώτην ἀνάγνωσιν (444 πρὸ Χ. ) παρουσιασθεὶς εἰς τὰ Πα
ναθήναια ἀνέγνωσεν ἓν ἄλλο μέρος τῆς ἱστορίας του . Οἱ Α
θηναῖοι εὐαίσθητοι εἰς τὰς καλλονὰς τοῦ λόγου , ὄχι μόνον

τιμὰς ἀπέδωσαν μεγάλας εἰς τὸν συγγραφέα τοῦ ἱστορικοῦ


ἀριστουργήματος , ἀλλὰ κατὰ ψήφισμα τοῦ Ἀνύτου καί τον
ἐβράβευσαν μὲ δέκα τάλαντα (* ) , ὡς λέγει ὁ Πλούταρχος ἐκ μαρ
τυρίας τοῦ Διύλου ἱστορικοῦ ὑποληπτικοῦ . Κατὰ τὴν γνώμην
τινῶν νεωτέρων τότε ὠνομάσθη καὶ τὸ σύγγραμμά του Μοῦ

(* ) 84,000. λίτ . Γαλλικάς ,


ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΗΡΟΔΟΤΟΥ. κ

σαι· ἀλλὰ κατ᾽ ἄλλους τὸ μεγαλοπρεπὲς τοῦτο ὄνομα ἐδόθη


εἰς τὴν ἱστορίαν τοῦ Ηροδότου ἀπὸ τοὺς ἑορτάζοντας τὰ
Ολύμπια . Ἐὰν μὲν εἰς τὴν πρώτην ἀνάγνωσιν δὲν εἶχεν
εἰμὴ μόνον δύο βιβλία τελειωμένα , τὸ πρῶτον φαίνεται
πιθανότερον · ἀλλ᾿ ὁ Λουκιανὸς βεβαιόνει τὸ δεύτερον .
Μετὰ ταῦτα ὁ Ἡρόδοτος ἀπεφάσισε ν᾿ ἀποδεχθῆ πατρίδα
τινα · βέβαια ἡ πόλις τῶν ᾿Αθηνῶν ἔπρεπε νὰ προτιμηθῇ
ἀπὸ πᾶσαν ἄλλην · ἀλλ᾽ ὁ νόμος ἦτον ἐναντίος εἰς τοῦτο ,
μὴ ἐπιτρέπων τὴν πολιτογράφησιν τῶν ξένων· διὰ τοῦτο
αριστήθη νὰ γένῃ ἄποικος αὐτῆς , καὶ ἠκολούθησε τὸν
Λάμπονα καὶ Ξενόκριτον , πεμπομένους ἀπὸ τοὺς ᾿Αθηναίους
ν᾿ ἀποικίσωσι τὴν παλαιὰν Σύβαριν εἰς τὴν Λουκανίαν ,, ἡ
ὁποία Θούριον ὠνομάσθη · ἐκ τούτου δὲ ὁ Ἡρόδοτος καλεῖται
Θούριος ἀπὸ τὸν ᾿Αριστοτέλη καὶ ἄλλους.
ὁ Ἡρόδοτος φαίνεται ὅτι καὶ εἰς τὴν νέαν πατρίδα του

διατρίβων δὲν ἔπαυεν νὰ ἐπιθεωρῇ καὶ νὰ ἐπαυξάνῃ τὴν


ἱστορίαν του καθότι παρατηρεῖται ὅτι περιέχονται εἰς αὐτὴν
πράγματα , τὰ ὁποῖα εἶναι ὑστερώτερα τῆς ἀναγνώσεως , γε
νομένης εἰς τὴν ἑορτὴν τῶν Παναθηναίων . Τοιοῦτο εἶναι

ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον διηγεῖται (Βι6 . Θ'. § . 73) περὶ τῶν Λα


κεδαιμονίων , ὅτι εἰς τὸν Πελοποννησιακὸν πόλεμον κακο
ποιοῦντες τὴν ἄλλην ᾿Αττικὴν ἀπείχοντο ἀπὸ τὴν Δεκέλειαν ·
ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον λέγει (Βιβ. Ζ . §. 137 , διὰ τὸν Νικόλαον
καὶ Ανήριστον, συμβὰν κατὰ τὸν δεύτερον χρόνον τοῦ Πε
λοποννησιακοῦ πολέμου , καὶ τέλος πάντων ἡ ἀποστασία
τῶν Μήδων καὶ καταστροφὴ αὐτῶν ἀπὸ τοὺς Πέρσας ἐπὶ
Δαρείου τοῦ Νόθου .

Δὲν εἶναι γνωστὸν πότε ἀπέθανεν ὁ Ηρόδοτος · ἐπειδὴ δὲ


ἡ ἀποστασία τῶν Μήδων, τὴν ὁποίαν ἀνωτέρω ἀνέφερα συν
1

κα ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΗΡΟΔΟΤΟΥ.

έβη κατὰ τὸ 408 πρὸ Χ . ὁ δὲ Ηρόδοτος ἐγεννήθη τὸ 484

πρὸ Χ . συνάγεται ὅτι ἔφθασεν ἕως τὸ 76 ἔτος τῆς ἡλικίας ,


ἀγνοεῖται ὅμως , πόσον ἔτι ἐπέζησεν. Αμφιβάλλεται πρὸς
τούτοις ποῦ ἀπέθανεν . ὁ Σουίδας λέγων πρῶτον θετικῶς

α Κακεῖ (εἰς τὸ Θούριον ) τελευτήσας ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς τέ

θαπται » ἐπιφέρει « Τινὲς δὲ αὐτὸν ἐν Πέλλῃ τελευτῆσαί


φασι. » ἔτι δὲ καὶ ὁ Μαρκελῖνος εἰς τὴν βιογραφίαν τοῦ
Θουκυδίδου λέγει ὅτι ὁ τάφος τοῦ Ηροδότου ἦτον εἰς τὰς
᾿Αθήνας μεταξὺ τῶν μνημείων τοῦ Κίμωνος πλησίον τῶνΜέ
λιτίδων πυλῶν · ἀλλ᾽ ὁ Κύριος Λαρχέρος εἰκάζει , καὶ εἶναι
πιθανὸν, ὅτι τὸ μνημεῖον τοῦτο ἦτον κενοτάφιον .
Σύγγραμμα ὁμολογουμένως ἀποδιδόμενον εἰς τὸν Ἡρόδοτον

δὲν σώζεται ἄλλο , εἰμὴ ἡ παροῦσα ἱστορία τῆς ἐκστρατείας


τῶν Μήδων κατὰ τῆς ῾Ελλάδος. Ἡ δὲ ἀναγεγραμμένη εἰς

αὐτὸν βιωτὴ τοῦ ὁμήρου , ἡ ὁποία συνεκδίδεται συνήθως


ὁμοῦ μὲ τὴν ἱστορίαν του , εἶναι ὕποπτος μὴ ἔχουσα μήτε
τὴν γλαφυρότητα τοῦ Ηροδότου , μήτε τὸν καθαρὸν ᾿ωνισμόν .
Απ' ὅ, τι δὲ ὁ ἴδιος λέγει εἰς Βι6. Α . § . 184 καὶ ὁ Αριστο
τέλης (Ζώων Ιστ. Βιβ. Η. S 18) γίνεται πιθανὸν ὅτι συνέ
γραψεν ἱστορίαν τῶν Ἀσσυρίων, ὁ χρόνος ὅμως μᾶς ἀφαί
ρεσεν αὐτὴν, ὡς καὶ ἄλλα πολλά . Ελαττόνουσι δὲ ὀλίγον

τὴν ὑπόθεσιν ταύτην αἱ πολλαὶ ἐπιδιορθώσεις, τὰς ὁποίας


ὁ συγγραφεὺς ἔκαμε τοῦ ποιήματός του , καθότι ἐνδέχεται
τὰ ἀναφερόμενα μέρη εἴτε ἀπὸ τὸν ἴδιον εἴτε ἀπὸ τὸν ᾿Αρι

στοτέλη νὰ εὑρίσκοντο εἰς χειρόγραφον ἐντελέστερον , τὸ


ὁποῖον δὲν ἔφθασεν ἕως ἡμᾶς .
鮮 茶茶

ΙΣΤΟΡΙΑ

ΤΟΥ

H Ρ Ο Δ Ο Τ Ο Υ.

ΒΙΒΛΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ

ΕΠΙΓΡΑΦΟΜΕΝΟΝ

ΚΛΕΙΩ.

ΗΡΟΔΟΤΟΣ δ῾Αλικαρνασσέὺς κοινοποιεῖ τὴνπαροῦ

σαν ἱστορίαν , τὴν ὁποίαν συνέγραψε διὰ νὰ μὴ ἐξα


λειφθῶσιν ἀπὸ τὴν μνήμην τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸν καιρὸν
τὰ περασμένα , μήτε ἔργα μεγάλα καὶ θαυμαστὰ , γενό
μενα τὰ μὲν ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας , τὰ δ᾽ ἀπὸ τοὺς Βαρβά
ρους νὰ καταντήσωσιν ἀσήμαντα , ὥστε ν ' ἀγνοῆται πρὸς
τοῖς ἄλλοις καὶ ἡ αἰτία διὰ τὴν ὁποίαν ὑπολέμησαν ταῦτα
τὰ ἔθνη μεταξύ των .

1. Οἱ λόγιοι τῶν Περσῶν λέγουσιν ὅτι αἴτιοι τῆς δια


φορᾶς ἐστάθησαν οἱ Φοίνικες · καθότι αὐτοὶ ἀπὸ τὰ μέρη τῆς
᾿Ερυθρᾶς λεγομένης θαλάσσης ἐλθόντες εἰς τὰ παραθαλάσ
σια τῆς Μεσογείου , καὶ κατοικήσαντες τὸν τόπον τοῦ
τον , τὸν ὁποῖον καὶ τώρα κατοικοῦσιν , ἀμέσως ἐδόθησαν εἰς
(TOM . 4.) 1
ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

μακρινὰς ναυτηλίας . Μετακομίζοντες δὲ πραγματείας τῆς


Αἰγύπτου καὶ Ασσυρίας , καὶ εἰς ἄλλα μέρη ἐπήγαινον καὶ
ἔτι εἰς τὸ ἔργος · τὸ δὲ ῎ργος , ἐκεῖνον τὸν καιρὸν , ἦτον
καθ᾽ ὅλα ἡ σημαντικωτέρα ἀπὸ τὰς πόλεις τῆς λεγομένης
σήμερον ῾Ελλάδος. ῾Ελθόντες λοιπὸν οἱ Φοίνικες εἰς τὸ ἔργος
τοῦτο διέθετον , λέγουσι , τὰς πραγματείας των . Τὴν δὲ
πέμπην ἢ ἔκτην ἡμέραν ἀφοῦ ἔφθασαν , ὅτε εἶχον ξεπωλή
σει σχεδὸν ὅλα , ἦλθαν εἰς τὸ παραθαλάσσιον γυναῖκες , καὶ
ἄλλαι πολλαὶ , καὶ θυγατέρα τις τοῦ βασιλέως · τὸ δὲ ὄνομα
αὐτῆς ἦτον , καθὼς καὶ οἱ ῾Ελληνές την ὀνομάζουσιν , ἰὼ τοῦ
Ινάχου . Αὐταὶ σταθεῖσαι , λέγουσι, πρὸς τὴν πρύμνην τοῦ
(* ) καραβίου ἠγόραζον ἀπὸ τὰ φορτία ὅ, τι τὰς ἤρεσκεν · οἱ
δὲ Φοίνικες, ἐκδιακελεύσματοςπρὸς ἀλλήλους, ὥρμησαν ἐπάνω
εἰς τὰς γυναῖκας . Καὶ αἱ μὲν περισσότεραι ἐξ αὐτῶν , λέ
γουσιν ὅτι ἀπέφυγαν , ἡ δὲ ἰὼ μὲ ἄλλας τινὰς ὅτι ἡρπάσθη ,
καὶ ὅτι οἱ Φοίνικες , ἐμβαλόντες τας εἰς τὸ καράβιον , ἐση
κώθησαν καὶ ἀπέπλεον πρὸς τὴν Αἴγυπτον .
2. Τοιουτοτρόπως λέγουσιν οἱ Πέρσαι , καὶ ὄχι καθὼς
οἱ Ἕλληνες , ὅτι ἡ ἰὼ ὑπῆγεν εἰς τὴν Αἴγυπτον , καὶ ὅτι αὐτ
τὸ ἐστάθη πρώτη ἀρχὴ τῶν ἀδικημάτων. Μετὰ ταῦτα δὲ
λέγουσιν ὅτι Ελληνές τινες , τῶν ὁποίων τὸ ὄνομα δὲν ἠξεύ
ρουν νὰ εἴπωσιν , ἐνδεχόμενον ὅμως νὰ ἦσαν Κρῆτες , πιά
σαντες εἰς τὴν Τύρον τῆς Φοινίκης , ἥρπασαν τὴν θυγατέρα
τοῦ βασιλέως Εὐρώπην . Αὐτὰ λέγουσιν ὅτι ἔγιναν ἀπὸ τὰ
δύο μέρη ἴσα πρὸς ἴσα. Μετὰ ταῦτα δὲ ὅτι οἱ Ἕλληνες ἔγι

(*) Μετεχειρίσθην τὴν λέξιν Καράβιον ἀντὶ τῆς παλαιᾶς , Ναῦς· τὴν δὲ,
Πλεῖον, ἀντὶ πάσης ἄλλης κατασκευῆς ἐπὶ τῆς ὁποίας πλέομεν . Η λέξις Κα
ράδιον ἔχουσα ἀρχὴν καὶ ἐτυμολογίαν Ἑλληνικὴν , ἔλαβε τὴν σημασίαν ταύ
την πολὺ πρὸ ἡμῶν, εὑρισκομένη εἰς τὸν ᾿Ισίδωρον , τὸν ὁποῖον δὲν ἔχω
ἀνὰ χεῖρας διὰ νὰ παραθέσω ἐδὼ τὴν μαρτυρίαν του .
ΒΙΒΛ. Α. ΚΛΕΙΩ. 3

ναν αἴτιοι τῆς δευτέρας ἀδικίας. Καθότι αὐτοὶ καταπλεύ


σάντες μὲ μακρὸν καράβιον εἰς τὴν Αἶαν τῆς Κολχίδος καὶ
εἰς τὸν φᾶσιν ποταμὸν , ἀπεκεῖ , ἀφοῦ ἐτελείωσαν τὰς ὑπο
θέσεις διὰ τὰς ὁποίας ὑπῆγαν , ἥρπασαν , καὶ τὴν Μη
δείαν , θυγατέρα τοῦ βασιλέως. ὁ δὲ Κόλχος , πέμψας κή
ρυκα εἰς τὴν ῾Ελλάδα , ἐζήτει ἱκανοποίησιν τῆς ἁρπαγῆς, καὶ
νά τον ἐπιστρέψωσι τὴν θυγατέρα του . Οἱ Ἕλληνες ὅμως
ἀπεκρίθησαν ὅτι οὔτ᾽ ἐκεῖνοι · ἔδωσαν εἰς αὐτοὺς ἱκανο
ποίησιν διὰ τὴν ἁρπαγὴν τῆς Ἀργείας ἰοῦς , ἑπομένως δὲ ὅτι
οὔτ᾽ αὐτοὶ θὰ δώσωσιν εἰς ἐκείνους .

3. Κατὰ δὲ τὴν δευτέραν γενεὰν μετὰ ταῦτα λέγουσιν


ὅτι ὁ Ἀλέξανδρος τοῦ Πριάμου , ἔχων ἀκούσει αὐτὰ , ἠθέλη
σε νὰ λάξῃ γυναῖκα ἀπὸ τὴν ῾Ελλάδα δι᾽ ἁρπαγῆς , πιστεύω
ων ὅτι δὲν θὰ δώσῃ ἱκανοποίησιν , διότι οὔτ᾽ οἱ Ἕλληνες δὲν
δίδουσιν . Καὶ οὕτως , ἐπειδὴ ἥρπασε τὴν ῾Ελένην , ἐνέκριναν

πρῶτον οἱ Ἕλληνες πέμψαντες πρέσβεις νὰ ζητήσωσιν ὀπί


σω τὴν ῾Ελένην καὶ ἱκανοποίησιν τῆς ἁρπαγῆς . Οἱ δὲ Βάρο
βαροι, ὅτε οἱ πρέσβεις ἐπρόβαλαν αὐτὰ, τοὺς ἀνέφεραν τὴν
ἁρπαγὴν τῆς Μηδείας, λέγοντες ὅτι, ἐνῷ αὐτοὶ δὲν ἔδωσαν
ἱκανοποίησιν , οὔτ᾽ ἐπέστρεψαν τὴν Μηδείαν , ὅτε τοὺς ἐζή
τησαν αὐτὴν , ἤθελον νὰ λάβωσιν ἱκανοποίησιν ἀπ᾽ ἄλλους .

4. ἕως ἐδὼ λέγουσιν οἱ Πέρσαιὅτι ἁρπαγαὶ μόναι ἦσαν


ἀπὸ τὰ δύο μέρη · μετὰ ταῦτα δὲ ὅτι οἱ Ἕλληνες ὅλως διό
λου ἔδωσαν αἰτίαν· διότι πρῶτοι αὐτοὶ ἤρχισαν νὰ κινήσω
σε στρατεύματα κατὰ τῆς Ασίας , καὶ ὄχι οἱ Βάρβαροι κατὰ
τῆς Εὐρώπης . Φρονοῦσι δὲ , καθὼς λέγουσιν , ὅτι τὸ ν᾿ ἁρπά
Y τις γυναῖκας εἶναι ἔργον ἀνδρῶν ἀδίκων · τὸ νὰ φιλοτιμῆ

ται δὲ νὰ ἐκδικήσῃ γυναῖκας ἁρπασθείσας , εἶναι ἔργον ἀ


νοήτων , καὶ τὸ νὰ μὴ φροντίζῃ παντελῶς δ᾽ αὐτὰς , ὅταν
1*
4 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

ἁρπάζωνται , εἶναι φρονίμων · διότι εἶναι φανερὸν ὅτι , ἐὰν

αὐταὶ δὲν ἤθελον , δὲν ἁρπάζοντο . Διὰ τοῦτο λέγουσιν οἱ


Πέρσαι ὅτι αὐτοὶ παντελῶς δὲν ἐφρόντισαν διὰ τὰς ἁρπαζομέ
νας γυναῖκας , ἐνῷ οἱ Ἕλληνες διὰ μίαν γυναῖκά Λακεδαιμονίαν
συνήθροισαν μεγάλα στρατεύματα , καὶ ἐλθόντες εἰς τὴν Α
σίαν κατέστρεψαν τὸ βασίλειον τοῦ Πριάμου . Αὐτὴ λέγουσιν
οἱ Πέρσαι ὅτι εἶναι ἡ αἰτία , διὰ τὴν ὁποίαν ἐθεώρησανπάν
τοτε τοὺς Ἕλληνας ὡς ἐχθρούς των· διότι αὐτοὶοἰκειοποιοῦν
ται τὴν Ασίαν καὶ τὰ κατοικοῦντα εἰς αὐτὴν Βάρβαρα ἔθνη ,
θεωροῦντες τὴν Εὐρώπην καὶ τὸ Ἑλληνικὸν ἔθνος ὡς κεχωρι
σμένον ἀπ᾿ αὐτούς.
5. Οὕτω μὲν λέγουσιν οἱ Πέρσαι ὅτι ἔγινε , καὶ εὑρίσκου
σιν ὅτι διὰ τὴν ἅλωσιν τῆς Τρῳάδος ἔλαβεν ἀρχὴν ἡ ἔχθρά
των πρὸς τοὺς Ἕλληνας . Περὶ δὲ τῆς ἰοῦς , καθὼς διηγοῦν
ται τὸ πρᾶγμα οἱ Πέρσαι , δὲν συμφωνοῦσιν οἱ Φοίνικες λέ
γοντες , ὄχι ὅτι ἁρπάσαντες ὑπῆγαν αὐτὴν εἰς τὴν Αἴγυπτον,
ἀλλ᾽ ὅτι εἰς τὸ ἔργος συνευρίσκετο μὲ τὸν ναύκληρον τοῦ κα
ραβίου, καὶ ἐπειδὴ ἠσθάνθη ὅτι ἦτον ἐγγαστρωμένη , ἀπὸἐντρο
πὴν πρὸς τοὺς γονεῖς της , θεληματικῶς ἔφυγεν ὁμοῦ μὲ τοὺς
Φοίνικας , διὰ νὰ μὴ θεατρισθῇ . Αὐτὰ μὲν λέγουσιν οἱ Πέρσαι
καὶ οἱ Φοίνικες . Ἐγὼ δὲ δὲν ἔρχομαι νὰ ὁμιλήσω δ᾿ αὐτὰ , ἂν
οὕτως ἢ ἀλλέως πως ἔγιναν · ἀλλ᾽ ἀφοῦ γνωστοποιήσω ἐκεῖνον ,
τὸν ὁποῖον ἐγὼ ἠξεύρω ὅτι πρῶτος ἤρχισεν ἄδικα ἔργα εἰς
τοὺς Ἕλληνας , θὰ προχωρήσω εἰς τὴν ἱστορίαν μου , διηγού
μενοςἐπίσης περὶ μικρῶν καὶ μεγάλων πόλεων τῶν ἀνθρώ
πων · καθότι ὅσαι τὸν παλαιὸν καιρὸν ἦσαν μεγάλαι , ἐξ αὐ
τῶν αἱ περισσότεραι εἰς τὰς ἡμέρας μου ἦσαν μικραί· καὶ ὅσαι
πάλιν , ὅτε ἐγώ τας περιηρχόμην, 9 ἦσαν μεγάλαι , πρότερον
ἦσαν μικραὶ. Γνωρίζων λοιπὸν ὅτι ἡ ἀνθρωπίνη εὐδαιμονία
ΒΙΒΛ . 4. ΚΚΕΙΩ , 5

ποτὲ δὲν στέκει εἰς μίαν κατάστασιν , θ᾿ ἀναφέρω μικρὰς


καὶ μεγάλας πόλεις ἐπίσης .
6. Ἦτον Κροῖσός τις, Λυδὸς κατὰ τὸ γένος , υἱὸς τοῦ
᾿Αλυάττου , τύραννος δὲ τῶν ἐθνῶν , ὅσα εἶναι ἐντὸς τοῦ ἅλυος
ποταμοῦ , ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὰ μεσημβρινὰ μέρη τρέχων μεταξὺ

Σύρων καὶ Παφλαγόνων , χύνεται , πρὸς τὸν βορᾶν ἄνεμον ,


εἰς τὸν Εὔξεινον λεγόμενον πόντον . Αὐτὸς ὁ Κροῖσος πρῶτος
ἀπὸ τοὺς Βαρβάρους, τοὺς ὁποίους ἠξεύρομεν ἡμεῖς , ἄλλους
μὲν Ἕλληνας καθυπέταξεν , ὥςε νά τον πληρόνωσι φόρον ,
ἄλλου ; δὲ ἔκαμε φίλους του. Καθυπέταξε μὲν τοὺς ἴωνας
καὶ Αἰολεῖς καὶ Δωριεῖς , ὅσοι εἶναι εἰς τὴν Ασίαν · ἔκαμε δὲ
φίλους τοὺς Λακεδαιμονίους . Πρὸ δὲ τῆς βασιλείας τοῦ Κροί
σου ὅλοι οἱ Ἕλληνες ἦσαν ἐλεύθεροι· διότι τὸ ςράτευμα τῶν
Κιμμερίων, ( *) τὸ ὁποῖον ἦλθε κατὰ τῆς ᾿Ιωνίας , εἶναι μὲν
πρὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Κροίσου , δὲν ὑπεδούλωσεν ὅμως τὰς
πόλεις, ἀλλὰ διήρπασεν αὐτὰς ἐξ ἐπιδρομῆς .

7. Η δὲ ἡγεμονία τῶν Δυδῶν , τὴν ὁποίαν εἶχον πρότε


ρον οἱ Ηρακλεῖδαι , ἐπέρασε κατὰ τὸν ἀκόλουθον τρόπον εἰς
τὸ γένος τοῦ Κροίσου , ὀνομαζόμενον Μερμνάδαι. Ἦτον Καν
δαύλης τις, Τύραννος τῶν Σαρδίων, τὸν ὁποῖον οἱ Ἕλληνες
Μυρσῖλον ὀνομάζουσιν , ἀπόγονος δὲ τοῦ ᾿Αλκαίου υἱοῦ τοῦ
Ηρακλέους . Διότι ὁ μὲν ῎γρων ὁ υἱὸς τοῦ Νίνου , υἱοῦ τοῦ
Βήλου τοῦ ᾿Αλκαίου , πρῶτος ἀπὸ τοὺς Ηρακλείδας ἐβασίλευ
σεν εἰς τὰς Σάρδεις , ὁ δὲ Κανδαύλης ὁ υἱὸς τοῦ Μύρσου, τες
λευταῖος· οἱ δὲ πρὸ τοῦ ῎γρωνος βασιλεῖς τοῦ τόπου τούτου
ἦσαν ἀπόγονοι τοῦ Λυδοῦ , υἱοῦ τοῦ ῎τυο, ἀπὸ τὸν ὁποῖον
ὅλος αὐτὸς ὁ λαὸς ὠνομάσθη Αύδιος , ὀνομαζόμενος πρότε
ρον Μῴων . Απ' αὐτοὺς τοὺς βασιλεῖς ἔλαβαν τὴν ἀρχὴν οἱ

(*) ἔδ . Βιβ. Α . § 15. 103. Βι6. Γ. § 11.


6 ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΔΟΤΟΥ.

Ηρακλεῖδαι, παραχωρηθεῖσαν εἰς αὐτοὺς κατά τινα χρησμόν


κατήγοντο δὲ ἀπὸ τὸν Ἡρακλῆ καὶ δούλην τινὰ τοῦ Ιαρδάνου,
καὶ ἐβασίλευσαν εἴκοσι δύο γενεὰς ἀνθρώπων , χρόνους πεν

τακοσίους πέντε, ἐκδεχόμενοι τὴν ἀρχὴν υἱὸς ἀπὸ πατέρα ,


ἕως τὸν Κανδαύλην τοῦ Μύρσου .
8. Αὐτὸς λοιπὸν ὁ Κανδαύλης ἠγάπησεν ὑπερβολικὰ τὴν
γυναῖκά του , καὶ ἐπειδή την ἠγάπησε τόσον , ἐνόμιζεν ὅτι
εἶχε γυναῖκα ὡραιοτάτην ἀπ᾿ ὅλας . Νομίζων δὲ τοῦτο ,
ὑπερεπαίνει τὴν εὐμορφίαν τῆς γυναικός του εἰς τὸν Γύγην

υἱὸν τοῦ Δασκύλου , ἕνα ἀπὸ τοὺς αἰχμοφόρους, ὁ ὁποῖος τὸν
ἤρεσκε πολὺ , καὶ εἰς τὸν ὁποῖον ἐνεπιστεύετο ὁ Κανδαύλης
καὶ τὰ πλέον μυστικά πράγματα . Μίαν ἡμέραν (διότι ἦτον
πλέον πεπρωμένον νὰ κακοπάθῃ ὁ Κανδαύλης ) ἔλεγε πρὸς
τὸν Γύγην τὰ ἑξῆς . » Γύγη , ἐπειδὴ νομίζω ὅτι δέν με πιςεύ
» εἰς, εἰς ὅσα σὲ λέγω διὰ τὴν εὐμορφίαν τῆς γυναικός μου ,
· (διότι τὰ αὐτία δὲν πληροφοροῦσι τὸν ἄνθρωπον καθὼς τὰ
Σ
· ὄμματα ,) κάμε να την ἴδης γυμνήν . » ὁ δὲ Γύγης φωνά
νας εἶπε · « Δέσποτα , τί εἶναι αὐτὸς ὁ ἀπρεπὴς λόγος ,

· τὸν ὁποῖον λέγεις , προστάζων με νὰ ἴδω γυμνὴν τὴν


» δέσποινάν μου . Η γυναῖκα, ὁμοῦ μὲ τὸν χιτῶνα, καθώς

ἢ τὸν ἐκβάλῃ , ἐκβάλλει καὶ τὴν ἐντροπήν . Οἱ παλαιοὶ μᾶς


ἀφῆκαν πολλὰς καλὰς γνώμας , καὶ πρέπει νὰ διδασκώμεθα
* ἀπ᾿ αὐτάς . Μία ἐκ τῶν τούτων εἶναι καὶ ἡ ἑξῆς · Καθείς
>> νὰ κυττάζῃ τὰ ἐδικά του. Ἐγὼ δὲ πιστεύω ὅτι ἐκείνη εἶναι
» ὡραιοτάτη ἀπ᾿ ὅλας τὰς γυναῖκας , καί σε παρακαλῶ

· νὰ μή με ζητῆς πράγματα όνομα . »
9· ὁ μὲν Γύγης τοιαῦτα λέγων ἐπάσχιζε νὰ τ' ἀποφύγῃ ,
φοβούμενος μή τον ἀκολουθήσῃ ἐκ τούτου κακόν τι· ὁ δὲΚαν
δαύλης τὸν ἀποκρίνεται ὡς ἀκολούθως. » Λάβε θάῤῥος, Γύγη ,
ΒΙΒΛ . Α. ΚΛΕΙΏ .'. Τ

καὶ μὴ φοβῆσαι μήτ' ἐμὲ , μήπως λέγω αὐτὸ διὰ νά σε


Ν δοκιμάσω , μήτε τὴν γυναῖκά μου , μήπως σὲ προέλθῃ ἀπ '

· αὐτὴν καμμία βλάβη · διότι πρὸ πάντων θὰμηχανευθῶ ἐγὼ ,


» ὥςεμήτε νά το νοήτῃ ἐκείνη ὅτι τὴν εἶδες . Μέσα εἰς

» τὸ οἴκημα, ὅπου κοιμώμεθα , ἐγὼ θά σε βάλω νὰ σταθῇς
» ὄπισθεν τῆς ἀνοιγομένης θύρας , ἀφοῦ δὲ ἐμβῶ ἐγὼ, θὰ
» ἔλθῃ καὶ ἡ γυναῖκά μου διὰ νὰ πλαγιάσῃ . Εἶναι δὲ πλη
;
κσίον τῆς εἰσόδου θρονίον , καὶ ἐκδυομένη ἀνὰ ἓν τὰ φορέ
>>.ματά της , θα τα βάλῃ ἐπάνω αὐτοῦ, ὥσε μὲ πολλὴν ἡσύ
>>
» χίαν θὰ ἠμπορέσῃς νά την θεωρήσῃς . ὅταν δὲ αὐτὴ θὰ ἔρχη
» ται ἀπὸ τὸ θρονίον εἰς τὴν κλίνην , καὶ σὺ θὰ ἦσαι ὄπισθέν
»της , φρόντισε πλέον νὰ ἐκζῆς ἀπὸ τὴν θύραν χωρὶς νά σε ἴδῃ .
10. ὁ μὲν Γύγης, ἐπειδὴ δὲν ἠμπόρει νά τ' ἀποφύγῃ ,

ἦτον ἕτοιμος. ὁ δὲ Κανδαύλης , ὅτε ἐςοχάσθη ὅτι ἦτον καιρὸς


νὰ πλαγιάσωσιν , ἔφερε τὸν Γύγην εἰς τὸ οἴκημα , μετὰ ταῦτα
δὲ ἀμέσως ἦλθε καὶ ἡ γυναῖκα . ὅτε δὲ ἐμβῆκε καὶ ἀπέθετε
τὰ ἐνδύματά της , ἐθεώρει αὐτὴν ὁ Γύγης. Αφοῦ δὲ ἐγύρισεν ἐ
κείνη τὰ νῶτα πηγαίνουσα εἰς τὴν κλίνην,αὐτὸς ἐκβῆκεν
ἀπεκεῖ ὅπου ἦτον κρυμμένος , καὶ ἐπήγαινεν ἔξω · ἡ γυναῖκα
ὅμως τὸν παρετήρησεν , ὅτε ἔκβαινε: νοήσασα δὲ ὅτι ἦτον ἔρα
γον τοῦ ἀνδρός της, οὔτ᾽ ἐφώναξεν ἀπὸ τὴν ἐντροπήν της ,
οὔτ᾽ ἔδειξεν ὅτι ἐκατάλαβε τίποτε, ἔχουσα εἰς τὸν νοῦν της νὰ
ἐκδικηθῇ τὸν Κανδαύλην . Καθότι εἰς τοὺς Λυδοὺς , σχεδὸν
1
καὶ εἰς ὅλους τοὺς ἄλλους Βαρβάρους, καὶ ἄνδρας νὰ φανῇ
γυμνὸς εἶναι μεγάλη ἐντροπή.
11. Οὕτω λοιπὸν ἐκείνην τὴν ὥραν δὲν ἀπέδειξε τίπος
τε , οὔτ᾽ ἔκαμε κανὲν κίνημα· καθὼς δὲ ἐξημέρωσεν , ἀμέ
σως ἑτοιμάσασα ἀπὸ τοὺς οἰκέτας , ὅσους ἔβλεπεν ὅτι ἦσαν

πολλὰ πιστοὶ εἰς αὐτὴν , ἐμήνυσε τὸν Γύγην . Αὐτὸς δὲ στὰς


8 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

χαζόμενος ὅτι ἐκείνη δὲν ἤξευρε τίποτε ἀπὸ τὰ γενόμενα ,


καθώς τον ἐμήνυσεν , ὑπῆγε : καθότι ἐσυνήθιζε καὶ ἄλλοτε ·7
ὅτε τὸν ἐφώναζεν ἡ βασίλισσα , νὰ πηγαίνῃ . Καθὼς δὲ ἔ

φθασεν ὁ Γύγης, τὸν ἔλεγεν ἡ γυναῖκα τὰ ἑξῆς· « Δύο δρόμοι


2..
- εἶναι τώρα εἰς σὲ , Γύγη : σ' ἀφίνω νὰ ἐκλέξης : ὅποιον ἀφ
» πὸ τοὺς δύο θέλεις νὰ πιάσῃς· ἡ φονεύσας τὸν Κανδαύλην
» λάβε ἐμὲκαὶ τὴν βασιλείαν τῶν Λυδῶν , ἢ σὺ ὁ ἴδιος πρέ
π. πει τώρα νὰ θανατωθῇς διὰ νὰ μὴ ἀκούῃς εἰς ὅλα τὰν Κανα
» δαύλην , καὶ ἴδης ἄλλην φορὰν , ὅσα δέν σε πρέπει. ὅθεν ,
» ἢ ἐκεῖνος , ὁ ὁποῖος ἐστοχάσθη τοῦτο πρέπει νὰ χαθῇ , ἢσὺ
»,ὁ ὁποῖος ἐθεώρησες ἐμὲ γυμνὴν , καὶἔκαμες πρᾶγμα παρά
» νομον .κὁ δὲ Γύγης ,μέχρι μέν τινος ἐκστατικὸς , ἠρνεῖτο
τὰ λεγόμενα : μετὰ δὲ ταῦτα , τὴν παρεκάλει νὰμή τον βιά
σῃ νὰ κάμῃ τοιαύτην ἐκλογήν · πλὴν ἦτον ἀδύνατον νά την
πείσῃ , καὶ ἔβλεπεν ὅτι τῳόντι ἦτον ἀνάγκη , ἢ τὸν δεσπό
την του νὰ θανατώσῃ , ἢ αὐτὸς νὰ θανατωθῆ ἀπ᾿ ἄλλους
προτιμᾷ λοιπὸν νὰ ζήτῃ αὐτὸς , καὶ λέγει πρὸς τὴν δέσποι
νάν του · « Επειδή , χωρὶς νὰ θέλω , μ᾿ ἀναγκάζεις νὰ φονεύ
» σω τὸν δεσπότην μου, εἰπέμε, μὲ ποῖον τρόπον θὰ ἐπιχει- .
ρήσωμεν κατ' αὐτοῦ . » Εκείνη δὲ ἀποκριθεῖσα͵ λέγει .
» Θὰ ὁρμήσης ἐπάνω του ἀπὸ τὸ ἴδιον μέρος , ἀπὸ τὸ ὁποῖον
» καὶ ἐκεῖνος μ᾿ ἔδειξεν εἰς σὲ ὁλόγυμνον· καὶ θὰ γένῃ ἡ ἐπι
» χείρησις ἐνῷ κοιμᾶται. »
12. Αφοῦ ἔβαλαν εἰς τάξιν , τὴνἐπιβουλὴν,καὶ ἐνύκτωσεν,,
ὁ Γύγης (καθότι δέν τον ἄφιναν νὰ μακρυνθῇ , οὔτε τρόπος
ἦτον νὰ γλυτώσῃ, ἀλλ' ἔπρεπεν ἢ 1 αὐτὸς ν᾿ ἀπολεσθῇ , ἡ ὁ
Κανδαύλης ) ἠκουλούθει τὴν γυναῖκα εἰς τὸν θάλαμον . Εκείνη
δὲ , δώσατα εἰς αὐτὸν ἐγχειρίδιον, τὸν κρύπτει ὄπισθεν τῆς
ó
ἰδίας θύρας. Καὶ μετὰ ταῦτα, ἐνῷ ὁ Κανδαύλης ἐκοιμᾶτο ,
ΒΙΒΛ . Α. ΚΛΕΙΩ . 9

ἐκβὰς καὶ φονεύσας αὐτὸν ὁ Γύγης ἔλαβε καὶ τὴν γυναῖκα !


καὶ τὴν βασιλείαν . Ανέφερε δὲ αὐτὸ εἰς τρίμετρον ἰαμβικὸν καὶ
ὁ Αρχίλοχος ὁ Πάριος, ὁ ὁποῖος ἐστάθη κατὰ τὴν ἰδίαν ἐποχήν .
13. ἐβασίλευσε δὲ ὁ Γύγης, καὶ ἐστερεώθη εἰς τὸν θρή
νον ἀπὸ τὸ χρηςήριον τῶν Δελφῶν. Καθότι, ἐπειδὴ οἱ Λυδοὶ

ἀγανακτήσαντες διὰ τὸν θάνατον τοῦ Κανδαύλου, ἔλαβαν τὰ


ὅπλα , ἐσυμβιβάσθησαν οἱ στασιῶται τοῦ Γύγου καὶ οἱ λοι
ποὶ Λυδοὶ , ἐὰν μὲν τὸ χρηστήριον εἴπῃ νὰ ᾖναι αὐτὸς βασι
λεὺς τῶν Λυδῶν , νὰ βασιλεύῃ , ἐὰν δὲ μὴ , ν ' ἀποδώσῃ ὀπίσω ,

εἰς τοὺς Ηρακλείδας τὴν ἀρχήν. Εἶπε λοιπὸν τὸ χρηστήριον .


νὰ εἶναι αὐτὸς βασιλεὺς, καὶ τοιουτοτρόπως ἐξασίλευσεν ὁ

Γύγης . Τόσον μόνον ἐπρόσθεσεν ἡ Πυθία , ὅτι θὰ γένῃ ἐκδί


κησις τῶν Ηρακλειδῶν εἰς τὸν πέμπτον ἀπόγονον τοῦ Γύ
γου . Δι αὐτὸν ὅμως τὸν λόγον . οἱ Λυδοὶ καὶ οἱ βασιλεῖς αὐτ

τῶν οὔτ᾽ ἐφρόντισαν , ἕως ὅτου ἐξεπληρώθη .


14. Τοιουτοτρόπως ἔλαβαν τὴν βασιλείαν οἱ Μερμνάδαι,,
ἀφαιρέσαντές την ἀπὸ τοὺς Ηρακλείδας. ὁ δὲ Γύγης βασι
λεύσας ἔπεμψεν ἀφιερώματα εἰς τοὺς Δελφοὺς ὄχι ὀλίγα · ἀλ
λ᾽ εἶναι ἐκεῖ ἀργυρᾶ ἀφιερώματα αὐτοῦ πάμπολλα · ἔξω δὲ
τῶν ἀργυρῶν ἀφιέρωσε καὶ ἄπειρα χρυσᾶ · μεταξὺ δὲ τῶν
ἄλλων εἶναι καὶ τοῦτο , τὸ ὁποῖον ἀξίζει τῳόντι νά τ᾿ ἀναφές

ρωμεν · ἔχει ἀφιερωμένους ἓξ κρατῆρας χρυσοῦς · καὶ εἶναι


ςημένοι αὐτοὶ μέσα εἰς (!) τὸν θησαυρὸν τῶν Κορινθίων, ζu
ζοντες τριάκοντα τάλαντα . ὁ δὲ θησαυρὸς αὐτὸς, διὰ νὰ
εἴπῃ τις ἀληθῶς , δὲν εἶναι τῆς κοινότητος τῶν Κορινθίων,
ἀλλὰ τοῦ Κυψέλου υἱοῦ τοῦ Ηετίωνος. Ἀπὸ δὲ τοὺς Βαρβά
ρους , ὅσους ἡμεῖς ἠξεύρομεν , πρῶτος μετὰ τὸν Μίδαν ,
υἱὸν τοῦ Γορδίου , βασιλέα τῆς Φρυγίας , αὐτὸς ὁ Γύγης ἀφι

(*). Β ,6 . Γ. § . 52
10 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ.

ἔρωσεν ἀφιερώματα εἰς τοὺς Δελφούς . Καθότι καὶ ὁ Μίδας :


ἀφιέρωσε τὸν βασιλικὸν θρόνον , εἰς τὸν ὁποῖον προκαθίζων
ἔκρινεν , ὄντα ἀξιοθέατον . Στέκεται δὲ ὁ θρόνος αὐτὸς , ὅ
που καὶ οἱ κρατῆρες τοῦ Γύγου . ὁ δὲ ἄργυρος καὶ ὁ χρυσὸς ,
τὸν ὁποῖον ὁ Γύγης ἀφιέρωσεν , ὀνομάζεται Γυγάδας ἀπὸ τοὺς
Δελφοὺς , λαβὼν τὴν ἐπωνυμίαν ἀπὸ τὸν ἀφιερώσαντα. ᾿Εκί
νησε δὲκαὶ αὐτὸς στρατεύματα , ὅτε ἐβασίλευσε , κατὰ τῆς
Μιλήτου καὶ κατὰ τῆς Σμύρνης · ἔτι ἐπῆρε τὴν πόλιν Κολο
φῶνα· ἄλλο ὅμως κανὲν μεγάλον ἔργον δεν ἔγινεν ἀπ᾽ αὖτ
τὸν , ὁ ὁποῖος ἐβασίλευσε τεσσαράκοντα παρὰ δύο χρόνους .
Αφίνομεν δὲ αὐτὸν τόσα μόνον εἰπόντες .
15. Θ' ἀναφέρω δὲ τώρα τὸν ῎ρδυν υἱὸν τοῦ Γύγου , ὁ
ὁποῖος ἐβασίλευσε μετὰ τὸν πατέρα του . Αὐτὸς ἐκυρίευσε

τοὺς Πριηνεῖς , καὶ ἐμβῆκεν εἰς τὴν Μίλητον . Εἰς τὸν και
ρὸν τῆς βασιλείας αὐτοῦ οἱ Κιμμέροι, ἐπειδή τους ἐδίωξαν
οἱ Νομάδες Σκύθαι ἀπὸ τὰς συνήθεις διατριβάς των , ἦλθαν
εἰς τὴν Ασίαν καὶ ἐκυρίευσαν τὰς Σάρδεις πλὴν τῆς ἀκροπόλεως .
16. Ἀπὸ τὸν ῎ρδυν δὲ βασιλεύσαντα πεντήκοντα χρό

νου ; παρὰ ἕνα , διεδέχθη τὴν βασιλείαν ὁ Σαδυάττης τοῦ


῎ρδυος , καὶ ἐβασίλευσε χρόνους δώδεκα. Ἀπὸ δὲ τὸν Σα
δυάττην , ὁ ᾿Αλυάττης. Αὐτὸς ἐπολέμησε τὸν Κυαξάρην , ἀ
πόγονον τοῦ Δηϊόκου καὶ τοὺς Μήδους · ἐξεδίωξεν ἀπὸ τὴν
Ασίαν τοὺς Κιμμερίους , ἐκυρίευσε τὴν Σμύρνην , ἡ ὁποία
ἐκτίσθη ἀπὸ τοὺς Κολοφωνίους , καὶ ἐμβῆκεν εἰς τὰς Κλαζο
μενάς . Ἀπ᾿ αὐτὰς ὅμως ἀνεχώρησεν, ὄχι ὡς. ἤθελεν, ἀλλὰ μὲ

μεγάλην του ζημίαν . ἔκαμε δὲ αὐτὸς ἐπὶ τῆς βασιλείας του


καὶ ἄλλα ἔργα πολὺ ἀξιοδιήγητα , τὰ ἑξῆς.
17. ᾿Επολέμησε τοὺς Μιλησίους παραδεχθεὶς τὸν πόλε
μον ἀπὸ τὸν πατέρα του. Επολιόρκει δὲ τὴν Μίλητον μ' ἐπι
. ΒΙΒΛ . Α . ΚΛΕΙΩ . II

δρομὰς κατὰ τὸν ἀκόλουθον τρόπον · ὅτε ἦτον ὁ καρπὸςὥρι


μος εἰς τὰ χωράφια , τότε εἰσέβαλλε τὰ ςρατεύματα · ἤρχετο
δὲ μὲ σύριγγας καὶ πηκτίδας καὶ αὐλοὺς γυναικείους καὶ ἀν
δρείους· ἐρχόμενος δὲεἰς τὴν ἐπικράτειαν τῆς Μιλήτου , δὲν
ἐκρήμνιζεν οὔτε ἔκαιεν τὰ οἰκήματα, ὅσα ἦσαν εἰς τοὺς ἀγροὺς,
οὔτε τὰς θύρας αὐτῶν ἔκβαλλεν , ἀλλὰ τ᾿ ἄφινε νὰ στέκωνται
εἰς τὸν τόπον των · μόνον δὲ τὰ δένδρα καὶ τὸν καρπὸν , ὅ-
.
σος ἦτον εἰς τὴν γῆν , ἀφοῦ διέφθειρεν , ἀνεχώρει ὀπίσω· κα
θότι οἱ Μιλήσιοι εἶχον τὴν θάλασσαν , καὶ ἑπομένως τὸ
στράτευμα τοῦ Ἀλυάττου δὲν ἠμπόρει νὰ κατορθώσῃ τίποτε
μὲ ἔφεδραν . Δὲν ἐκρήμνιζε δὲ τὰς οἰκίας ὁ Λυδὸς , διὰ νὰ
ἔχωσι ποῦ νὰ κατοικῶσιν οἱ Μιλήσιοι , ὥστε νὰ σπείρωσε
καὶ νὰ ἐργάζωνται τὴν γῆν , καὶ , ὅταν ἐκεῖνοι ἐργάζωνται ,
νὰ ἔχῃ αὐτὸς τί νά τους Ελάπτῃ . εἰς τὰς εἰσβολάς του .
18. Αὐτὰ κάμνων ἐπολέμει χρόνους ἕνδεκα , εἰς τοὺς
ὁποίους οἱ Μιλήσιοι ἐδοκίμασαν δύο μεγάλας θραύσεις · μία
αν , ὅτε ἐκτυπήθησαν εἰς τὸ Λιμενεῖον ἐπάνω εἰς τὸν τόπον
των , καὶ ἄλλην , εἰς τὴνπεδιάδα τοῦ Μαιάνδρου . Ἀλλὰ τοὺς
μὲν ἓξ χρόνους ἀπὸ τοὺς ἕνδεκα τούτους , ἦτον ἀκόμι βασί
λεὺς τῶν Λυδῶν ὁ Σαδυάττης τοῦ ῎ρδυος , καὶ αὐτὸς ἔκα

μνε τὰς εἰσβολὰς εἰς τὴν Μιλησίαν · (διότι ὁ Σαδυάττης αὖ


τὸς ἦτον , ὁ ὁποῖος ἤνοιξε καὶ τὸν πόλεμον )· τοὺς δὲ πέντε
ἀκολούθους χρόνους , ἐκράτει τὸν πόλεμον ὁ ᾿Αλυάττης τοῦ
Σαδυάττου , ὁ ὁποῖος παραδεχθεὶς αὐτὸν , ὡς καὶ πρότερον
ἐδηλοποίησα , ἀπὸ τὸν πατέρα του , τὸν ἠκολούθει ἐπιμόνως .

Τοὺς δὲ Μιλησίους καμμία ᾿Ιωνικὴ πόλις δὲν συνέδραμεν εἰς


τοῦτον τὸν πόλεμον , εἰμὴ μόνοι οἱ Χῖοι. Αὐτοὶ δέ τους ἐξοή .
θουν ἀνταποδίδοντες προλαβούσας ὁμοία ;ὑποχρεώσεις · διότι

1
1,2, ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

ἄλλοτε οἱ Μιλήσιοι συνέπραξαν μ᾿ αὐτοὺς τὸν πόλεμον , τὸν


ὁποῖον εἶχον πρὸς τοὺς ᾿ρυθραίους.
19. Τὸν δὲ δωδέκατον χρόνον , ὅτε τὸ στράτευμα ἔβαλε
φωτίαν καὶ ἐκαίετο ἓν χωράφιον , συνέβη νὰ γένη τοιοῦτό .
τι πρᾶγμα . Καθὼς ἄναψε τὰ χωράφιον , ὑπῆγεν ὁ σφοδρὸς
ἄνεμος τὴν φωτίαν , καὶ ἐπίασεν ὁ ναὸς τῆς ᾿Αθηνᾶς , ἐπονο
μαζομένης Ασσυτίης · πιάσας δὲ ὁ ναὸς κατεκαύθη . Καὶ τό

τε μὲν ἀμέσως κανεὶς δὲν ἐφρόντισε τίποτε · μετὰ ταῦτα ὁ


μως , ὅτε τὸ στράτευμα ἐπέστρεψεν εἰς τὰς Σάρδεις, ἀῤῥώ
στησεν ὁ ᾿Αλυάττης · ἐπειδὴ δὲ ἡ νόσο; ἔγινε τρόπον τινὰ
πολυχρόνιος , πέμπει θεοπρόπους εἰς τοὺς Δελφοὺς, εἴτε κατὰ
συμβουλήν τινος , εἴτε ἀφ᾽ ἑαυτοῦ του ἐστοχάσθη νὰ στεί
λῃ νὰ ἐρωτήσῃ τὸν θεὸν διὰ τὴν ἀσθένειάν του. Εἰς δὲ
τοὺς θεοπρόπους , ἐλθόντας εἰς τοὺς Δελφοὺς , ἡ Πυθία εἶπεν
ὅτι δὲν θὰ χρησμοδοτήσῃ , πρὸ τοῦ ν ' ἀνακτίσωσι τὸν ναὸν
τῆς Ἀθηνᾶς, τὸν ὁποῖον ἔκαυσαν εἰς τὴν Ασσησὸν τῆς Μι
λησίας χώρας . -

20. ὅτι ἔγινενοὕτω τὰ ἠξεύρω ἀκούσας αὐτὸ ἀπὸ Δελφούς ·


οἱ δὲ Μιλήσιοι προσθέτουσιν εἰς τοῦτο καὶ τὰ ἑξῆς . Ὅτι ὁ

Περίανδρος τοῦ Κυψέλου , ὢν ἄκρος φίλος τοῦ Θρασυβού


λου , τοῦ τότε τυράννου τῆς Μιλήτου , μαθὼν τὸν δοθέντα
χρησμὸν εἰς τὸν ᾿Αλυάττην , ἔπεμψε κρυφὰ ἄνθρωπον καί τον
ἐφανέρωσεν ὅλα , διὰ νὰ ἔχῃ προλαβοῦσαν εἴδησιν καὶ νὰ

κυττάξῃ νὰ ὠφεληθῇ ἀπὸ τὴν παροῦσαν εὐκαιρίαν . Οἱ μὲν


Μιλήσιοι οὕτω λέγουσιν ὅτι ἔγινεν .
21. ὁ δὲ Αλυάττης, καθώς τον ἦλθεν αὐτὴ ἡ εἴδησις ,
ἀμέσως ἔπεμψε κήρυκα εἰς τὴνΜίλητον , θέλων νὰ κάμη
σπονδὰς μὲ τὸν Θρασύβουλον καὶ τοὺς Μιλησίους , ὅσον και
ρὸν οἰκοδομεῖ τὸν ναὸν . Ὁ ἀπεσταλμένος λοιπὸν ὑπῆγεν εἰς
μα
ΒΙΒΛ . Α. ΚΛΕΙΩ . 13

τὴν Μίλητον · ὁ δὲ Θρασύβουλος , ἐπειδὴ ἦτον προϊδεασμένος


ὅλα ἀκριβῶς , καὶ ἤξευρε τί ἔμελλε νὰ κάμη ὁ Αλυάττης ,
μηχανᾶται τοιαῦτα . ὅσος σῖτος ἦτον εἰς τὴν πόλιν ἐδικός

του ἢ ἰδιωτικός , ἐμίζευσεν ὅλον αὐτὸν εἰς τὴν ἀγορὰν , καὶ


προεῖπεν εἰς τοὺς Μιλησίους , ὅταν τοὺς εἰδοποιήσῃ , νὰ πί
νωσι καὶ νὰ κωμάζωσιν εἰς ἀλλήλους .
22. Προεῖπε δὲ καὶ ἔκαμνεν αὐτὰ ὁ Θρασύβουλος διὰ τὴν
ἑξῆς αἰτίαν · νὰ ἴδῃ ὁ Σαρδιανὸς κήρυξ μεγάλον σωρὸν σί
του χυμένον ,καὶ τοὺς ἀνθρώπους ὅτι ἦσαν εἰς εὐπαθείας , καὶ
νά τ᾿ ἀναγγείλλῃ εἰς τὸν ᾿Αλυάττην , καθὼς καὶ ἔγινε. Διότι ,
καθὼς ἐπέστρεψεν εἰς τὰς Σάρδεις ὁ κήρυξ , ἀφοῦ εἶδεν ἐκεῖ
να , καὶ εἶπεν εἰς τὸν Θρασύβουλον τὰςπαραγγελίας τοῦ Λυ ·

δοῦ , ἔγινεν ἡ ἀγάπη , καὶ, καθὼς ἔμαθα , δὲν ἔγινε δὲ ἄλ


λην αἰτίαν . Διότι , ἐνῷ ὁ Αλυάττης ἤλπιζεν ὅτι ἦτον μεγά
λη σιτοδεία εἰς τὴν Μίλητον , καὶ ὁ λαὸς εἰς ἄκραν σενοχω

ρίαν , ὁ κήρυξ ἐπιστρέψας ἔλεγεν ὅλα τὰ ἐναντία ἀπ᾿ ὅ , τι


αὐτὸς ἐφρόνει. Αμέσως λοιπὸν ἔγινεν ἡ εἰρήνη μὲ συνθήκας
νὰ ἦναι φίλοι μεταξύ των καὶ σύμμαχοι· καὶ ὁ ᾿Αλυάττης ,
ἀντὶ ἑνὸς ναοῦ διὰ τὴν ᾿Αθηνᾶν , ἔκτισε δύο εἰς τὴν Ασση
σὸν , καὶ ἐσηκώθη ἀπὸ τὴν ἀῤῥωστίαν . Τοιοῦτο μὲν τέλος
ἔλαβεν ὁ πόλεμος τοῦ ᾿Αλυάττου πρὸς τοὺς Μιλησίους καὶ
τὸν Θρασύβουλον .
23. ὁ δὲΠερίανδρος αὐτὸς , ὁ ὁποῖος ἐμήνυσε τὸν χρη
σμὸν εἰς τὸν Θρασύβουλον , ἦτον υἱὸς τοῦ Κυψέλου , καὶ τύ
ραννος τῆς Κορίνθου . Εἰς τὰς ἡμέρας τούτου , λέγουσιν οἱ
Κορίνθιοι (συμφωνοῦσι δὲ μ᾿ αὐτοὺς καὶ οἱ Λέσβιοι ) ὅτι ἐπ
φάνη θαῦμα μεγαλώτατον · ἐκβῆκεν εἰς τὸ Ταίναρον , ἐπάνω
å
εἰς δελφῖνα ,ὁ Αρίων ὁ Μηθυμναῖος , ὁ ὁποῖος ἦτον κιθαρω
δὸς ὄχι δεύτερος κανενὸς ἀπὸ τοὺς τότε , καὶ πρῶτος ἀπ᾿
14 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ.

ὅσους ἡμεῖς ἠξεύρομεν , ἐστιχούργησε καὶ ὠνόμασε καὶ ἐδί


δαξε διθύραμβον εἰς τὴν Κόρινθον .
24. Αὐτὸς ὁ Αρίων λέγουσιν ὅτι , διατρίβων τὸν περισ
σότερον καιρὸν κοντὰ εἰς τὸν Περίανδρον , ἐπεθύμησε νὰ
πλεύσῃ εἰς τὴν᾿Ιταλίαν καὶ Σικελίαν , καὶ ὅτι , ἀφοῦ ἔκαμεμε

γάλην κατάςασιν , ἠθέλησε νὰ ἐπιστρέψῃ ὀπίσω εἰς τὴν Κό


*
ρινθον· ἑτοιμάζετο λοιπὸν νὰ κινήσῃ ἀπὸ τὴν Τάραντα , καὶ
ἐπειδὴ δὲν ἐπιστεύετο εἰς ἄλλους περισσότερον ἀπὸ τοὺς
Κορινθίους , ἐμίσθωσε πλοῖον ἀνδρῶν Κορινθίων . Αὐτοὶ δὲ
εἰς τὸ πέλαγος ἐπεβουλεύοντο νὰ ῥίψωσι τὸν ᾿Αρίωνα εἰς τὴν
θάλασσαν , καὶ νὰ λάβωσι τὰ χρήματά του . ὁ δὲ Αρίων ,
νοήσας αὐτὸ , τοὺς παρεκάλει θερμῶς , λέγων ὅτι τοὺς ἀφί
νει ὅλα του τὰ χρήματα , καὶ ζητῶν νά τον χαρίσωσι τὴν
ζωήν του . Δέν τους ἔπειθεν ὅμως μ' αὐτά · ἀλλά τονἐπρόστα
ζον οἱ πορθμεῖς , ἢ νὰ φονευθῇ μόνος του , ἂν θέλῃ νὰ ἐντα
φιασθῇ εἰς τὴν γῆν , ἢ νὰ πέσῃ τὀγλιγωρότερον εἰς τὴν θά
λασσαν . Εὑρισκόμενος δὲ εἰς τὰ στενὰ ὁ Αρίων , τοὺς ἐζήτη
σε , λέγουσιν , ἐπειδὴ ἀπεφάσισαν οὕτω , νά τον ἀφήσωσι νὰ
ψάλῃ σταθεὶς εἰς τὰ ἐδώλια τοῦ πλοίου μὲ ὅλην του τὴν σκευ
ήν · ἀφοῦ δὲ ψάλῃ ὑπέσχετο νὰ θανατωθῇ μόνος του . Οἱ ναῦ
ται λοιπὸν ἔλαβαν εὐχαρίςησιν , ὅτι ἔμελλον ν᾿ ἀκούσωσι τὸν
καλήτερον τραγωδιστὴν , καὶ ἀνεχώρησαν ἀπὸ τὴν πρύμνην εἰς
τὴν μέσην τοῦ καραβίου . ὁ δὲ Αρίων, ἐνδυθεὶς ὅλην του τὴν
σκευὴν, καὶ λαβὼν τὴν κιθάραν , ἐςάθη εἰς τὰ ἐδώλια , καὶ ἐκιθα
ρώδησε τὸν ὄρθιον νόμον · ἀφοῦ δὲ ἐτελείωσε τὸ ᾆσμα , ἐῤῥίφθη
εἰς τὴν θάλασσαν , καθὼς ἦτον, μὲ ὅλην του τὴν σκευήν . Καὶ οἱ
μὲνναῦταιἀπέπλεον εἰς τὴν Κόρινθον · ἐκεῖνον δὲ λέγουσιν ὅτι ,

δελφὶν τὸν ἀνέλαβεν εἰς τὴν ῥάχην του καί τον ἔκβαλεν εἰς τὸ Ταί

ναρον . Καθὼς δὲ ἐκθῆκε μὲ τὴν σκευήν του , ἐπῆρε τὸν δρόμον εἰς

βα
ΒΙΒΛ. Α. ΚΛΕΙΩ. 15

τὴν Κόρινθον, καὶ φθάσας ἐκεῖ διηγεῖτο τὸ πρᾶγμα . ὁ δὲΠερί


ανδρος , μὴ πιστεύων, ἐφύλαξε τὸν Αρίωνα , καὶ δεν τον ἄφινε
νὰ ὑπάγῃ ποῦ ποτε , περιμένων νὰ ἔλθωσιν οἱ πορθμεῖς . ὅτι
δὲ ἔφθασαν, τοὺς ἐφώναξε , λέγουσι , καί τους ἐξέταζε νὰ ἴδῃ

τί ἔλεγον διὰ τὸν Αρίωνα . Ἐπειδὴ δὲ ἐκεῖνοι ἀπεκρίθησαν


ὅτι ἦτον ὑγιὴς, καί τον ἄφησαν παλλὰ καλὰ εἰς τὴν Τάραν
τα , ἐκβῆκεν ἐμπρός των ὁ Αρίων , καθὼς ἦτον , ὅτε ἐπήδη

σεν ἀπὸ τὸ πλοῖον εἰς τὴν θάλασσαν · τότε αὐτοὶ μείναντες


ἐκστατικοὶ καὶ ἀναπολόγητοι, δὲν ἠμπόρουν πλέον νά τ᾽ ἀρ
νηθῶσιν . Αὐτὰ μὲν λέγουσιν οἱ Κορίνθιοι καὶ οἱ Λέσβιοι· καὶ
σώζεται ἀφιέρωμα χάλκινον, ὄχι μεγάλον , τοῦ Αρίωνος εἰς
τὸ Ταίναρον , ἄνθρωπος καθήμενος ἐπὶ δελφῖνος .
25. ὁ δὲ Ἀλυάττης ὁ Λυδὸς, ἀφοῦ ἐτελείωσε τὸν πόλεμον
μὲ τοὺς Μιλησίους , ἔπειτα ἀποθνήσκει, βασιλεύσας χρόνους
πεντήκοντα ἑπτά . Δεύτερος δὲ αὐτὸς ἀπὸ τὴν οἰκογένειαν ταύ
την, γλυτώσας ἀπὸ τὴν ἀῤῥωστίαν, ἀφιέρωσεν εἰς τοὺς Δελ .
φοὺς κρατῆρα ἀργυροῦν μεγάλον , καὶ ὑποκρατηρίδιον σιδη
ροῦν κολλητὸν , πρᾶγμα πλέον ἀξιοθέατον ἀπ᾿ ὅλα τ᾿ 4ἀνα

θήματα εἰς τοὺς Δελφοὺς, ἔργον τοῦ Γλαύκου τοῦ Χίου , ὁ


ὁποῖος μόνος ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ηὗρε τὴν κόλλησιν
τοῦ σιδήρου .

26. Ἀφοῦ δὲ ἀπέθανεν ὁ ᾿Αλυάττης , ἔλαβε τὴν βασιλείς


αν ὁ Κροῖσος τοῦ Ἀλυάττου , ὢν τριάκοντα πέντε χρόνων
εἰς τὴν ἡλικίαν . Αὐτὸς πρώτους ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας ἐκτύπη
σε τοὺς ᾿Εφεσίους˙ πολιορκούμενοι δὲ οἱ ᾿Εφέσιοι , ἀφιέρω

σαν τὴν πόλιν εἰς τὴν Αρτέμιδα , δέσαντες σχοινίον ἀπὸ τὸν
ναὸν ἕως τὸ τεῖχος . Εἶναι δὲ μεταξὺ τῆς παλαιᾶς πόλεως ,
ᾗ ὁποία ἐπολιορκεῖτο τότε , καὶ τοῦ ναοῦ , ἑπτὰ στάδια. Εἰς
τούτους πρώτους ἐπεχείρησεν ὁ Κροῖσος · μετὰ ταῦτα δὲ καὶ
εἰς τοὺς ἄλλους Ιωνας καὶ Αἰολεῖς ἀνὰ μίαν πόλιν χωριστὰ ,
16 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

ἐπιφέρων διαφόρους αἰτίας εἰς αὐτὰς , καὶ μεμφόμενος τας


διὰ μεγαλήτερα πταίσματα , όπου εὕρισκε μεγαλήτερα , με
ρικὰς δὲ ἐγκαλῶν καὶ διὰ μικρὰ πράγματα .
27. Ἀφοῦ λοιπὸν οἱ εἰς τὴν Ασίαν Έλληνες καθυπεβλή

θησαν εἰς τὸ νὰ πληρόνωσι φόρον , ὕστερον ἔβαλεν εἰς τὸν


νοῦν του ὁ Κροῖσος νὰ κατασκευάσῃ καράβια , καὶ νὰ ἐπιχειρή
σῃ εἰς τοὺς νησιώτας . ὅτε δὲ ἦσαν ὅλα ἕτοιμα εἰς τὴνναυ
πηγίαν , ἄλλοι μὲν λέγουσιν ὅτι ὁ Βίας ὁ Πριηνεὺς , ἄλλοι
δὲ ὅτι δ Πιττακὸς ὁ Μιτυληναῖος , ὑπῆγεν εἰς τὰς Σάρδεις α
καὶ ἐπειδή τον ἠρώτησεν ὁ Κροῖσος , ἂν τρέχῃ τι νεώτερον
εἰς τὴν Ἑλλάδα , εἰπὼν τὰ ἀκόλουθα κατέπαυσε τὴν ναυπη
γίαν . αὖ βασιλεῦ , εἶπεν , οἱ νησιῶται ὅλοι συμφώνως ἄγο
ράζουσι τὰ ἀναγκαῖα διὰ νὰ συγκροτήσωσι μεγάλον ἱππι
» κὸν , ἔχοντες κατὰ νοῦν νὰ στρατεύσωσιν εἰς τὰς Σάρδεις
» καὶ κατὰ σοῦ . » Νομίσας δὲ ὁ Κροῖσος ὅτι ἐκεῖνος ἔλεγεν ἄλης
θῆ , εἶπεν · « Εἴθε νὰ βάλωσιν οἱ θεοὶ εἰς τὸν νοῦν τῶν νησιῶ
.
» ωτῶν , νὰ ἔλθωσι μὲ ἱππικὸν ἐναντίον τῶν Λυδῶν. » Τότε

ἐκεῖνος πέρνων αὐτὸν τὸν λόγον εἶπε . « Βλέπω , βασιλεῦ ὅτι


προθύμως εὐχήθης νὰ πιάσῃς εἰς τὴν ἤπειρον τοὺς νησιώ
» τας ἱππεύοντας , καὶ αἱ ἐλπίδες σου εἶναι ὀρθαί· ἀλλ᾽ οἷ
.
νησιῶται , καθὼς ἔμαθαν ὅτι σὺ μέλλεις νὰ κατασκευάσῃς
·
καράβια κατ᾿ αὐτῶν , : τί ἄλλο στοχάζεσαι ὅτι εὔχονται ,
Δ· παρὰ νὰ πιάσωσι τοὺς Λυδοὺς εἰς τὴν θάλασσαν , ἐπιθυ
‫ܗ‬
μοῦντες νά σ᾽ ἐκδικηθῶσι διὰ τοὺς εἰς τὴν Ασίαν Ελληνας,
τοὺς ὁποίους σὺ δουλώσας ὁρίζεις ; » Παλλὰ ἐνοστιμεύθη , λέε

γοῦσιν , αὐτὸν τὸν συλλογισμὸν ὁ Κροῖσος, καὶ πεισθεὶς , (διότι


εἶδεν ὅτι ἔλεγε σωστὰ ) ἔπαυσεν ἀπὸ τὴν ναυπηγίαν· καὶ οὔ
τως ἔκαμε φιλίαν μὲ τοὺς Ιωνας τοὺς κατοικοῦντας τὰς νήσους .
28. Μετὰ καιρὸν δὲ , ὁ Κροῖσος εἶχε καταστρέψει
ΒΙΒΛ . Α. ΚΛΕΊΩ . 17

σχεδὸν ὅλους τοὺς κατοικημένους ἐντὸς τοῦ Κλυος ποταμοῦ ·


διότι πλὴν τῶν Κιλίκων καὶ Λυκίων , καταδουλώσας τοὺς

ἄλλους ὅλους, τοὺς εἶχεν ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν του · εἶναι δὲ

οἱ ἑξῆς . Λυδοὶ, Φρύγες , Μαριανδυνοί, Χάλυβες , Παφλαγό


νες , Θρᾷκες οἱ Θυνοὶ καὶ Βιθυνοὶ , Κᾶρες , ἴωνες , Δωριεῖς ,
Αἰολεῖς , Πάμφυλοι .
29. ἦσαν δὲ κατεστραμμένοι αὐτοὶ , καὶ ὁ Κροῖσος και
τεγίνετο κοντὰ εἰς τοὺς Λυδοὺς νὰ κάμνῃ καὶ ἄλλους ὑπη
κόους , ὅτε ὑπῆγαν κατὰ διαφόρους ἐποχὰς εἰς τὰς Σάρδεις ,
ἀκμαζούσας κατὰ τὸν πλοῦτον , καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι τότε σο

φοὶ ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα , καὶ ἔτι ὁ Σόλων ὁ ᾿Αθηναῖος, ὁ ὁποῖ


ος ἀφοῦ ἔδωσε νόμους. εἰς τοὺς ᾿Αθηναίους κατὰ ζήτησιν τῶν
ἰδίων , ἀπεδήμησε διὰ δέκα χρόνους , ἀναχωρήσας ἐπὶ προ

φάσει περιηγήσεως , διὰ νὰ μὴ ἀναγκασθῇ νὰ λύσῃ κανένα


ἀπὸ τοὺς νόμους , τοὺς ὁποίους ἔβαλε · διότι οἱ Ἀθηναῖοι αὐτοὶ
δὲν ἠμπόρουν νὰ κάμωσι τοῦτο , ὄντες ὑποχρεωμένοι μὲ με

γάλους ὅρκους , δέκα χρόνους νὰ μεταχειρισθῶσι τοὺς νό


μους , τοὺς ὁποίους ἤθελά τους βάλει ὁ Σόλων .

3ο . Διὰ τοῦτον τὸν λόγον , καὶ διὰ περιήγησιν ἀποδη


μήσας ὁ Σόλων , ὑπῆγεν εἰς τὴν Αἴγυπτον πρὸς τὸν ῎μα
σιν , καὶ ἔτι εἰς τὰς Σάρδεις πρὸς τὸν Κροῖσον . Καθὼς δὲ
ἔφθασεν , ἐξενίζετο ἀπὸ τὸν Κροῖσον εἰς τὰ βασίλεια · ἔπει
τα δὲ , τὴν τρίτην ἢ τετάρτην ἡμέραν , κατὰ προσταγὴν τοῦ
Κροίσου , ὑπηρέται τινὲς περιέφερον τὸν Σόλωνα εἰς τοὺς θη
σαυροὺς καί τον ἐδείκνυον ὅλα , τὰ ὁποῖα ἦσαν μεγάλα καὶ
πολυτελῆ . Ἀφοῦ δὲ ἐθεώρησεν ὅλα , και τα παρετήρη
σεν , ὅσον τὸν ἐσυγχώρει ó
ὁ καιρὸς , ἠρώτησεν αὐτὸν ὁ Κροῖ
σος , ὡς ἀκολούθως . » Ξένε Ἀθηναῖε , μεγάλη φήμη διὰ τὴν
ν σοφίαν καὶ τὰς περιηγήσεις σου ἔφθασεν εἰς ἡμᾶς , ὅτι
( ΤΟΜ . Α .)
18 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ.

διὰ νὰ γνωρίσῃς τὸν κόσμον , περιῆλθες καὶ ἐθεώρησες


» πολλὴν γῆν . Επιθυμῶ λοιπὸν νά σ᾽ ἐρωτήσω , ποῖον ἄν
· θρωπον εἶδες εὐδαιμονέστατον ἀπ᾿ ὅλους . » Καὶ ὁ μὲν
Κροῖσος ἠρώτα αὐτὰ , ἐλπίζων ὅτι ἦτον εὐδαιμονέστατος
ἀπ ' ὅλους . ὁ δὲ Σόλων χωρὶς νά τον κολακεύσῃ παντελῶς ,
ἀλλὰ λέγων τὴν ἀλήθειαν , ἀποκρίνεται· « Τὸν Τέλλον τὸν
» Αθηναῖον , βασιλεῦ. » Παραξενισθεὶς δὲ ὁ Κροῖσος διὰ τοῦτον
τὸν λόγον ἐγύρισε καὶ εἶπε. » . Καὶ πόθεν κρίνεις ὅτι ὁ Τέλο
» λος ἦτον εὐδαιμονέστατος ; » ὁ δὲ Σόλων ἀπεκρίθη . · Εν

» μὲν διότι ὁ Τέλλος ζῶν εἰς εὐτυχοῦσαν πατρίδα , ἔκαμε


‫ܗ‬
παῖδας καλοὺς καὶ ἀγαθοὺς , καὶ εἶδε νὰ γεννηθῶσι τέκνα
» ἀπ᾿ αὐτοὺς ὅλους , καὶ νὰ ζήσωσιν ὅλα · ἄλλο δὲ , ἀφοῦ ,
» ὅσον ἔζη , εἶχε κατάστασιν ἀρκετὴν διὰ τὴν Ἑλλάδα , καὶ
» τὸ τέλος του ἐστάθη λαμπρότατον . Καθότι εἰς μάχην τινὰ
» τῶν ᾿Αθηναίων μὲ τοὺς ἀστυγείτονάς των εἰς τὴν ᾿λευσῖ
» να , ὑπῆγε καὶ αὐτὸς , καὶ τρέψας εἰς φυγὴν τοὺς πολεμίους ,

» ἀπέθανε μὲ ἀνδρίαν . Οἱ Ἀθηναῖοι δέ τον ἔθαψαν δημοσίως


ἐκεῖ ὅπου ἔπεσε καί τον ἐτίμησαν πολύ.
3r. Ἀφοῦ ὁ Σόλων ἔκαμεν εἰς τὸν Κροῖσον τὴν περίεργον
αὐτὴν ἔκθεσιν περὶ τοῦ Τέλλου , διὰ τὸν ὁποῖον ἔλεγε πολλὰ
πράγματα καὶ εὐδαίμονα , ó
ὁ Κροῖσος πάλιν τὸν ἠρώτα , ποῖον
εἶδε μετ᾽ ἐκεῖνον , στοχαζόμενος ὅτι ἀφεύκτως θὰ λάβῃ τοῦ
λάχιστον τὰ δευτερεῖα . ὁ δὲ Σόλων ἀπεκρίθη . D» Τὸν Κλέοβιν
καὶ τὸν Βίτωνα. Αὐτοὶ, ὄντες Ἀργεῖοι κατὰ τὸ γένος , εἶ
» χον κατάστασιν ἀρκετὴν, καὶ πρὸς τούτοις δύναμιν σώ
2
ματος τοιαύτην · ἦσαν καὶ οἱ δύο ἐπίσης ἀθλοφόροι, καὶ
.
λέγεται δι' αὐτοὺς ὁ ἑξῆς λόγος . Μίαν ἡμέραν , ὅτε οἱ Αρ
D
γεῖοι εἶχον ἑορτὴν τῆςἭρας, ἔπρεπεν ἀφεύκτως ἡ μητέρα
~των νὰ ὑπάγῃ μὲ ὄχημα εἰς τὸ ἱερόν · τὰ βόδια ὅμως δέν
ΒΙΒΛ. Α . ΚΛΕΙΩ. 19

» τοὺς ἤρχοντο ἐγκαίρως ἀπὸ τὸν ἀγρόν · ὅθεν οἱ νέοι μὴ


» ἔχοντες καιρὸν νὰ προσμένωσιν, ἔβαλαν αὐτοὶ τὸν λαι
>>
μόν των εἰς τὴν ζεύγλην , καὶ ἔσυρον τὴν ἅμαξαν , εἰς τὴν
»ὁποίαν ἐκάθετο ἡ μητέρα των · σύραντές την δὲ τεσσαρά
» κοντα πέντε στάδια ἔφθασαν εἰς τὸ ἱερόν . Ἀφοῦ δὲ ἔκαμαν
» τοῦτό καί τους εἶδεν ὅλη ἡ πανήγυρις, τοὺς ἠκολούθησε
Τ θάνατος ἄριστος · καὶ εἰς αὐτοὺς ἔδειξεν ὁ θεὸς, ὅτικαλή
D
»τερον εἶναι εἰς τὸν ἄνθρωπον ν ' ἀποθάνῃ παρὰ νὰ ζῆ · και
» θότι οἱ μὲν Ἀργεῖοι μαζευθέντες , ἐμακάριζον τοὺς νέους
» διὰ τὴν δύναμίν των , αἱ δὲ Ἀργεῖαι τὴν μητέρα αὐτῶν ,
"» διότι ἔτυχε καλὰ παιδία . Η δὲ μητέρα , οὖσα ὅλη χαρὰ

»διὰ τὸ ἔργον καὶ τὴν φήμην, ἐστάθη ἔμπροσθεν τοῦ ἀγάλ


‫ܝܪ‬
»ματος, καὶ εὔχετο νὰ δώσῃ ἡ θεὰ εἰς τὰ τέκνα της, Κλέο
‫ »ע‬Ειν καὶ Βίτωνα , τὰ ὁποῖα τόσον τὴν ἐτίμησαν , ὅ, τι εἶναι
» καλήτερον εἰς τὸν ἄνθρωπον . Μετὰ ταύτην δὲ τὴν εὐχὴν ,
‫ ܝܪ‬ἀφοῦ ἔκαμαν τὴν θυσίαν , καὶ ἐτελείωσεν ἡ εὐωχία , και
D μηθέντες οἱ νέοι μέσα εἰς αὐτὸ τὸ ἱερὸν, πλέον δὲνἐσηκώ
· θησαν , ἀλλὰ τοῦτο ἔγινε τὸ τέλος τῆς ζωῆς των . Οἱ δὲ

Ἀργεῖοι διώρισαν νὰ κάμωσι τὰς εἰκόνας αὐτῶν , καί


· τας ἀφιέρωσαν εἰς τοὺς Δελφοὺς , πρὸς ἔνδειξιν ὅτι ἐστά
» θησαν ἄριστοι ἄνδρες . »
32. Εἰς τούτους ἀπέδιδεν ὁ Σόλων τὰ δευτερεῖα τῆς εὖ
δαιμονίας . ὁ δὲ Κροῖσος συγχισθεὶς εἶπε · » . Τὴν δὲ ἐδικήν
» μας εὐδαιμονίαν , ξένε Αθηναῖε , τόσον ἀπέῤῥιψες εἰς
τὸ μηδὲν , ὥστε μᾶς κάμνεις ὅτι δὲν ἀξίζομεν οὔτε ἴσα
μὲ ἰδιώτας ἀνθρώπους ; » καὶ ὁ Σόλων οἶπε· » Περὶἀνθρω
η πίνων πραγμάτων μ᾽ ἐρωτᾷς , ὦ Κροῖσε , ἐνῷ ἠξεύρω ὅτι ἡ
»θεότης εἶναι φθονερὰ παντάπασι καὶ ταραχώδης . Εἰς τὸ
· διάστημα τῆς ζωῆς του βλέπει τις καὶ δοκιμάζει πολλὰ
20 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

· πράγματα, τὰ ὁποῖα δὲν θέλει. Ἐγὼ βάλλω ὅρον τῆς ζωῆς

· τοῦ ἀνθρώπου ἑβδομήκοντα χρόνους · αὐτοὶ ὄντες ἑβδομή


· κοντα περίοδοι ἡλίου , δίδουσιν εἴκοσι πέντε χιλιάδας καὶ
» διακοσίας ἡμέρας, χωρὶς νὰ βάλωμεν κανένα μῆνα ἐμβό
λιμον · ἐὰν ὅμως ἐκ δύο χρόνων θελήσῃ τις νὰ κάμῃ τὸν
» ἕνα μακρότερον ἕνα μῆνα , διὰ νὰ συμβιβάζωνται αἱ τέσ

· σαρες ὧραι τοῦ ἔτους , ἐρχόμεναι , καθὼς πρέπει , γίνονται



· εἰς τοὺς ἑβδομήκοντα χρόνους , τριάκοντα πέντε μῆνες ἐμ
»
βόλιμοι, ἡμέραι δὲ ἀπὸ τοὺς μῆνας τούτους χίλιαι πεντή
* κοντα . Απ' αὐτὰς λοιπὸν ὅλας ὁμοῦ τὰς ἡμέρας , τὰς πε
D ριεχομένας εἰς τοὺς ἑβδομήκοντα χρόνους , αἱ ὁποῖαι εἶναι

· εἴκοσι ἓξ χιλιάδες διακόσιαι πεντήκοντα , ἡ μία μὲ τὴν


· ἄλλην δὲν παρασταίνει κανὲν ὅμοιον πρᾶγμα. Τόσον , ὦ
Κροῖσε , ὁ ἄνθρωπος ὅλος εἶναι μεταβολή . ἐγὼ βλέπω ὅτι
· σὺ καὶ πλουτεῖς ὑπερβολικὰ , καὶ βασιλεὺς εἶσαι πολλῶν
9
ἀνθρώπων · εὐδαιμονέστατον ὅμως, τὸ ὁποῖον μ᾿ ἠρώτησες ,
· ἀκόμι δέν σε λέγω , πρὸ τοῦ νὰ μάθω ὅτι ἐτελείωσες και
· λῶς τὴν ζωήν. Διότι ὁ παλλὰ πλούσιος δὲν εἶναι εὐδαιμο
• .
νέστερος ἀπὸ ἕνα , ὁ ὁποῖος ἔχει τὰ καθημερινά του ἀνα
Σ
γκαῖα , ἐὰν ἡ τύχη δέν τον ἀφήσῃ νὰ τελειώσῃ τὸν βίον ,
‫ ע‬ἔχων ὅλα καλά. Πολλοὶ ἄνθρωποι πλουσιώτατοι εἶναι

ἀτυχεῖς · πολλοὶ δὲ ἔχοντες μετρίαν κατάστασιν , εὐτυχεῖς .


» Καὶ ὁ πλουσιώτατος μὲν , πλὴν ἀτυχὰς ,• εἰς δύο μόνον
• πράγματα ὑπερβαίνει τὸν εὐτυχῆ · αὐτὸς ὅμως ὑπερβαίνει

τὸν πλούσιον ἀτυχῆ εἰς πολλά . ὁ πρῶτος ἠμπορεῖ εὐκολώ


τερα νὰ ἐκπληρώσῃ ἐπιθυμίαν τινὰ , καὶ ν᾿ ἀνθέξῃ εἰς με
. γάλην ζημίαν , ἄν τον ἀκολουθήσῃ · ὁ δεύτερος δὲ ὑπερ

βαίνει ἐκεῖνον εἰς τὰ ἑξῆς · Ζημίαν μὲν καὶ ἐπιθυμίαν δὲν


» ἠμπορεῖ ὁμοίως ,, ὡς ἐκεῖνος , νὰ θεραπεύσῃ , ἀπ᾿αὐτὰ ὅμως
ΒΙΒΛ. Α . ΚΛΕΙΩ. 21

· τὸν φυλάττει ἡ εὐτυχία · εἶναι δὲ ἄπηρος , ἄνοσος , ἀπαθὴς


"
κακῶν , εὔτεκνος, εὐειδής. Ἐὰν δὲ πρὸς τούτοις τελειώ
. ση καὶ τὸν βίον καλῶς, αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος περὶ τοῦ ὁποί
* ου σὺ ἐρωτᾷς, ἄξιος νὰ ὀνομάζεται εὐδαίμων . Πρὸ τοῦ
1
ὅμως ν᾿ ἀποθάνῃ , πρέπει νὰ ἐπέχῃ τις , καὶ νὰ μή τον
2
ὀνομάζῃ εὐδαίμονα , ἀλλ᾽ εὐτυχῆ . Πρὸς τούτοις εἶναι ἀδύ
νατον , ἄνθρωπός τις ὢν , νὰ ἔχῃ ὅλα τὰ ῥηθέντα ἀγαθά·
~ καθὼς δὲ καμμία χώρα δὲν ἐξαρκεῖ νὰ δίδῃ ὅσα τὴν
χρειάζονται , ἀλλ᾽ ἐὰν ἔχῃ τὸ ἓν , θά την λείπῃ τὸ ἄλλο ,
‫ ܗ‬ὁποία δὲ ἔχει τὰ περισσότερα , ἐκείνη εἶναι ἡ καλητέρα ·

· παρομοίως καὶ ἓν ἄτομον ἀνθρώπου , καθ᾿ ἑαυτὸ δὲν ἐξαρ


* κεῖ ποτὲ εἰς ὅλα , ἀλλ᾽ ἐὰν ἔχῃ τὸ ἓν , στερεῖται τὸ ἄλλο
· ὅποιος δὲ περάσῃ τὴν ζωήν του ἔχων τὰ περισσότερα ,
» καὶ ἔπειτα τελειώσῃ αὐτὴν εὐχαρίστως, αὐτὸς, κατ᾽ ἐμὲ
.
κριτὴν, ὦ βασιλεῦ , εἶναι δίκαιον νὰ ἔχῃ τὸ ὄνομα τοῦτο .
Πρέπει λοιπὸν νὰ κυττάζωμεν τὸ τέλος παντὸς πράγματος,
· ποῦ θὰ καταντήσῃ · διότι εἰς πολλοὺς ὁ θεὸς ἔδωσε πρῶ
· τὸν ἀγαθὰ , ἔπειτα δέ τους ἀναποδογύρισε πρόῤῥιζα . »
33. Αὐτὰ λέγων πρὸς τὸν Κροῖσον, ἐπειδὴ παντελῶς δέν
τον εὐχαρίστησεν ὁ Σόλων, διότι ἐθεώρησε τὴν εὐδαιμονίαν
του ὡς τίποτε , ἔλαβε προσταγὴν ν᾿ ἀναχωρήσῃ , νομισθεὶς
ὅτι ἦτον πολλὰ ἀμαθής · διότι ἀφήσας τὰ παρόντα ἀγαθὰ ,
ἔλεγε νὰ κυττάζῃ τις τὸ τέλος παντὸς πράγματος.
34. Μετὰ δὲ τὴν ἀναχώρησιν τοῦ Σόλωνος , ἔπεσε θεία
ὀργὴ μεγάλη εἰς τὸν Κροῖσον · καθὼς ἠμπορεῖ τις νὰ εἰκάση ,
διότι ἐνόμισε τὸν ἑαυτόν του ὅτι ἦτον εὐδαιμονέστατος ἀπ '
ὅλους τοὺς ἀνθρώπους . Δὲν ἐπέρασε πολὺς καιρὸς , καὶ εἶδεν
εἰς τὸν ὕπνον του ὄνειρον , τὸ ὁποῖόν τον ἐφανέρονε τὴν
ἀλήθειαν τῶν κακῶν , ὅσα ἔμελλον ν ' ἀκολουθήσωσιν εἰς τὸν
22 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ.

υἱόν του . Εἶχεν ὁ Κροῖσος δύο υἱοὺς , ἐκ τῶν ὁποίων ὁ εἷς


ἦτον βλαμμένος · καθότι ἦτον βουβός· ὁ δ᾽ ἄλλος ἦτον καθ᾽ ὅλα
πρώτιστος ἀπὸ τοὺς συνηλικιώτας του · τὸ ὄνομά του δὲ ἦτον
Ατυς . Αὐτὸν τὸν ῎τυν , φανερόνεϊ τὸ ὄνειρον εἰς τὸν Κρηῖ
σον , ὅτι θά τον χάσῃ , κτυπηθέντα ἀπὸ αἰχμὴν σιδηρᾶν .

Αφοῦ ἐσηκώθη καὶ ἐσκέφθη καθ᾿ ἑαυτὸν ὁ Κροῖσος , φοβηθεὶς


τὸ ὄνειρον , νυμφεύει τὸν υἱόν του . ἐνῷ δὲ ὁ νέος ἐσυνήθιζε να
πηγαίνῃ εἰς τοὺς πολέμους στρατηγὸς τῶν Λυδῶν , δέν τον
ἔστελλε πλέον ποῦποτε εἰς παρόμοιον πρᾶγμα . Ακόντια δὲ
καὶ δοράτια , καὶ τὰ τοιαῦτα ἕλα , ὅσα μεταχειρίζονται οἱ
ἄνθρωποι εἰς τὸν πόλεμον , τὰ ἔκβαλεν ἀπὸ τοὺς ἀνδρῶνας ,
καί τα ἐμάζευσεν εἰς θαλάμους , μήπως κανὲν ἀπεκεῖ, ὅπου
ἐκρέμετο , πέσῃ ἐπάνω εἰς τὸν υἱόν του .
35. ἐνῷ δὲ κατεγίνετο εἰς τὸν γάμον τοῦ υἱοῦ του , ἔρα
χεται εἰς τὰς Σάρδεις ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος εἶχε περιπέσει εἰς
συμφορὰν καὶ δὲν ἦτον καθαρὸς κατὰ τὰς χεῖρας · Φρὺξ κατὰ

τὸ γένος, καὶ ἀπὸ τὴν βασιλικὴν οἰκογένειαν . Εμβὰς δὲ


εἰς τὰ βασίλεια τοῦ Κροίσου , τὸν παρεκάλει νά τον καθαρί
σῃ κατὰ τοὺς τοπικοὺς νόμους · καὶ ὁ Κροῖσός τον ἐκαθάρι
σεν. Εἶναι δὲ ὁ τρόπος τοῦ καθαρισμοῦ παρόμοιος εἰς τοὺς
Λυδοὺς καὶ εἰς τοὺς Ελλήνας. Αφοῦ ὁ Κροῖσος ἔκαμε τὰ νό
μιμα τῆς καθάρσεως , ἠρώτα αὐτὸν πόθεν ἦτον, λέγων οὕ ·
τως · » . Ἄνθρωπέ , τίς ὢν , καὶ ἀπὸ ποῖον μέρος τῆς Φρυγίας
»»ἐλθὼν, κατέφυγες εἰς τὴν οἰκίαν μου;! Ποῖον ἄνδρα ἢ γυ
» ναῖκα ἐφόνευσες ; »‫᾿ ע‬Εκεῖνος δὲ ἀπεκρίθη · » ἐγὼ εἶμαι, βα
» σιλεῦ , υἱὸς τοῦ Γορδίου τοῦ Μίδου˙ ὀνομάζομαι δὲ Ἄδρα
» στος · φονεύτας δὲ ἀδελφόν μου τινὰ ἀκουσίως , ἦλθα ἐδὼ
D
3 διωγμένος ἀπὸ τὸν πατέρα μου , καὶ στερημένος ὅλα .» ὁ
δὲ Κροῖσος ἀπεκρίθη πρὸς αὐτὸν τὰ ἑξῆς · „ , Εἶσαι ἀπόγονος ἀντ
1
ΒΙΒΛ . Α . ΚΛΕΙΩ . 23

δρῶν φίλων, καὶ ἦλθες εἰς φίλους˙ μένων λοιπὸν εἰς τὴνοἰ
» κίαν μου, δὲν θὰ στερηθῇς κανὲν πρᾶγμα . Υποφέρων δὲ

» τὴν συμφορὰν ταύτην γενναίως θέλεις ὠφεληθῆ τὰ μέγι


» στα . » ὁ ἄδραστος λοιπὸν διέτριβεν εἰς τοῦ Κροίσου .
36. Κατὰ τὸν ἴδιον δὲ τοῦτον καιρὸν , εἰς τὸν ὄλυμπον

τῆς Μυσίας ἐκβαίνει μεγαλώτατος ἀγριόχοιρος , ὁ ὁποῖος ,


καταβαίνων ἀπὸ τὸ βουνὸν τοῦτο , διέφθειρε τὰ ἔργα τῶν
Μυσῶν . Μολονότι δὲ πολλάκις οἱ Μυσοὶ ἐκβῆκαν νά τον κυ

νηγήσωσι , δέν τον ἔκαμνον κανὲν κακὸν , μάλιστα δὲ ἐπά


θαινον ἀπ᾿αὐτόν· τέλος δὲ πάντων , ἐλθόντες εἰς τὸν Κροῖ
σον ἄνθρωποι ἀπὸ τοὺς Μυσοὺς ἔλεγον τὰ ἑξῆς . « Βασιλεῦ

» ἀνεφάνη εἰς τὴν χώραν μας μεγαλώτατος ἀγριόχοιρος , ὁ


» ὁποῖος διαφθείρει τὰ ἔργα μας · ἐκάμαμεν πάντα τρόπον νά
» τον φονεύσωμεν , πλὴν δὲν ἠμπορέσαμεν . Τώρα λοιπόν σε
» παρακαλοῦμεν νὰ στείλῃς μαζή μας τὸν υἱόν σου καὶ δια

» λεκτούς τινας νεανίας καὶ σκύλους , διὰ τά τον ἐξολοθρεύ


» σωσιν ἀπὸ τὴν χώραν μας . » Οἱ Λυδοὶ αὐτὰ ἐζήτουν . ὁ δὲ
Κροῖσος , ἐνθυμούμενος τοὺς λόγους τοῦ ὀνείρου , ἔλεγεν εἰς
αὐτοὺς τὰ ἑξῆς . » Διὰ τὸν υἱόν μου μή μ' ἀναφέρετε πλέον .
» ἀδύνατον εἶναι νά τον στείλω μαζή σας· διότι εἶναι νεόγα
>>>
»μος , καὶ τώρα κυττάζει τὰ τοῦ γάμου του · νεανίας -
Σ μως ἐκ τῶν Λυδῶν , καὶ τὸ κυνηγέσιον ὅλον θέλω πέμψει

μαζή σας, καί τους παραγγείλλει νὰ προθυμηθῶσιν ὁμοῦ μὲ


σᾶς νὰ ἐκβάλωσι τὸ θηρίον ἀπὸ τὴν χώραν . » Ταῦτα ἀπεκρίθη .
37 ἐνῷ δὲ εὐχαρίστουν δὶ αὐτὰ οἱ Μυσοὶ , ἐμβαίνει μέσα
ὁ υἱὸς τοῦ Κροίσου , ὁ ὁποῖος εἶχεν ἀκούσει τὶ ἐζήτουν
οἱ Μυσοί· καὶ ἐπειδὴ ὁ Κροῖσος εἶπεν ὅτι δὲν θὰ στείλῃ μα
ζὴ τὸν υἱόν του , λέγει ὁ νέος πρὸς αὐτὸν τὰ ἑξῆς · » Πα
τέρα μου , αἱ λαμπρότεραι καὶ εὐγενέστερα : πράξεις ἦσαν
24 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

εἰς ἡμᾶς πρότερον , τὸ νὰ συχνάζωμεν εἰς τοὺς πολέμους


» καὶ εἰς τὰ κυνήγια , καὶ νὰ εὐδοκιμῶμεν · τώρα δέ μ᾿ ἔχεις
» μέσα κλεισμένον καὶ μ᾿ ἐμποδίζεις ἀπὸ τὰ δύο ταῦτα,

» ἐνῷ δὲν εἶδες εἰς ἐμὲ καμμίαν δειλίαν οὔτ᾽ ἔλλειψιν προ
» θυμίας. ! Τώρα μὲ ποῖα ὄμματα πρέπει νάμε βλέπῃ ὁ
κόσμος , ὅταν πηγαίνω ท
ἢ ἔρχωμαι ἀπὸ τὴν ἀγοράν ; :Ποῖός
» τις θὰ φανῶ εἰς τοὺς πολίτας ὅτι εἶμαι ; : Ποῖος εἰς τὴν νεό
» γαμον γυναῖκά μου ; ! Τί ἄνδρα θὰ ςοχασθῇ ἐκείνη ὅτι ἔχει ;
»
» ἢ ἄφησέ με νὰ ὑπάγω εἰς τὸ κυνήγιον , ἢ ἀνάπειτέ με
» μὲ λόγον , ὅτι αὐτὸ τὸ ὁποῖον κάμνεις, μὲ εἶναι συμφερώτερον .
38. Τὸν ἀποκρίνεται ὁ Κροῖσος τὰ ἑξῆς . »Υἱέ μου, οὔτε
» δειλίαν , οὔτ᾽ ἄλλο τι δυσάρεστον παρατηρήσας εἰς σὲ , κά

» μνω αὐτά · ἀλλ᾿ ὄνειρον , τὸ ὁποῖον εἶδα εἰς τὸν ὕπνον μου ,
» μὲ εἶπεν ὅτι θὰ ᾖσαι ὀλιγοχρόνιος, καθότι θὰ θανατωθῇς
» ἀπὸ αἰχμὴν σιδηρᾶν. Διὰ τοῦτο λοιπὸν τὸ ὄνειρον ἐξιάσθην
» νά σε νυμφεύσω , καὶ δέν σ᾽ ἀφίνω νὰ ὑπάγῃς εἰς τὸ ἐπι
» χειρούμενον κυνήγιον, προσέχων ἴσως ἠμπορέσω νά σε διακ
» κλέψω ἀπὸ τὸν θάνατον , ἐνόσῳ ζῶ . Διότι ἕνα μόνον υἱόν
» σ᾿ ἔχω · τὸν ἄλλον , βλαμμένον κατὰ τὴν ἀκοὴν, οὔτε λο
‫ע‬
* γαριάζω ὅτι τὸν ἔχω . »
39. Αποκρίνεται ὁ νέος τὰ ἀκόλουθα . » ἔχεις δίκαιον,
ν πατέρα μου , νά με φυλάττῃς, ἀφοῦ εἶδες τοιοῦτο ὄνειρον ·
» χρεωστῶ ὅμως νά σε εἴπω ὅ, τι εἰς τὸ ὄνειρόν σε λανθάνει,
» καὶ δὲν ἐνόησες καλά . Τὸ ὄνειρον , λέγεις , εἶπεν ὅτι θ᾽ ἀ
Σποθάνω ἀπὸ αἰχμὴν σιδηρᾶν . . ὁ δὲ ἀγριόχοιρος ἔχει χεῖ
» ρας ; : Ποία εἶναι ἡ σιδηρᾶ αἰχμή του, τὴν ὁποίαν σὺ φο

» βεῖσαι ; Εάν σ᾽ ἔλεγεν ὅτι θ ' ἀποθάνω ἀπὸ ὀδόντα, ἢ ἄλ


» λο τι παρόμοιον , ἔπρεπε νὰ κάμνης, ὅσα κάμνεις · τώρα
ΒΙΒΛ . Λ ΚΛΕΙΩ. 25

· ὅμως σὲ εἶπεν , ἀπὸ αἰχμήν. ᾿ἐπειδὴ λοιπὸν δὲν ἔχομεν


• νὰ πολεμήσωμεν μ᾿ ἀνθρώπους , ἄφησέ με νὰ ὑπάγω . »
40. Αποκρίνεται πρὸς ταῦτα ὁ Κροῖσος . » Ἡ ἐξήγησις , υἱέ
μου , τοῦ ἐνυπνίου τὴν ὁποίαν κάμνεις , ἔχει λόγον, καὶ ὡς
. νικημένος ἀπὸ σὲ , ἀλλάσσω γνώμην , καί σε δίδω τὴν

» ἄδειαν νὰ ὑπάγῃς εἰς τὸ κυνήγιον. »

41. Εἰπὼν ταῦτα ὁΚροῖσος στέλλει καὶ φέρει τὸν Φρύγα


P
῎δραστον · ἐλθόντα δὲ λέγει πρὸς αὐτὸν τὰ ἑξῆς· »῎δρας:,
+ 2 περιπεσόντα εἰς συμφορὰν ἀνόσιον , διὰ τὴν ὁποίαν μὴ στο
» χασθῆς ὅτι σ᾿ ὀνειδίζω , ἐγώ σ ' ἐκαθάρισα , σ᾿ ἐδέχθην , καὶ
» σ ' ἔχω εἰς τὴν οἰκίαν μου, δίδων σε ὅλα σου τὰ ἔξοδα · τώρα
» λοιπὸν (χρεωστεῖς δὲ νά μ ' ἀνταμείψῃς καὶ σὺ μὲ καλο
σύνην , καθότι πρότερος ἐγώ σ᾽ ἔκαμα καλοσύνην ) θέλω
» ἀπὸ σὲ νὰ γένῃς φύλαξ τοῦ υἱοῦ μου , ó
ὁ ὁποῖος πηγαίνει εἰς
. κυνήγιον , μήπως φανῶσι καθ᾽ ὁδὸν τίποτε κακοποιοὶ κλέ

» ται καί τον πηράξωσι . Πρὸς τούτοις εἶναι πρέπον νὰ ὑπάγῃς


» καὶ σὺ εἰς τὸ κυνήγιον τοῦτο διὰ ν᾿ ἀπολαμπρυνθῆς μὲ
» τὰς πράξεις σου · καθότι καὶ διὰ τὸ γένος σου σὲ τεριάζει ,
·. καὶ δύναμιν σώματος ἔχεις .
D
42. Αποκρίνεται εἰς αὐτὰ ὁ ῎δραστος . » Αλλέως , ὦ Βα
Σ
σιλεῦ , δὲν ἤθελον ὑπάγει εἰς παρόμοιον ἀγῶνα · καθότι· οὔ
» τε μὲ πρέπει νὰ ἐμβαίνω μεταξὺ συνηλικιωτῶν εὐτυχούν
» των , ἀφοῦ περιέπεσα εἰς τοιαύτην συμφορὰν, οὔτε ἡ θέλη
» σις εἶναι· καὶ κατὰ πάντα τρόπον ἤθελον πασχίσει νά τ ' ἀ
‫ܚ‬
ποφύγω · τώρα ὅμως , ἐπειδὴ σὺ μὲ παρακινεῖς , καὶ πρέπει
» νά σ᾿ εὐχαριστήσω (διότι χρεωστῶ νά σ' ἀνταμείψω μὲ
» καλοσύνην ) εἶμαι ἕτοιμος νὰ κάμω αὐτό· καὶ ἔλπιζε ὅτι

» ὁ υἱός σου , τοῦ ὁποίου μὲ διορίζεις φύλακα, θὰ ἐπιστρέψῃ


» τὸ κατ ' ἐμὲ , ἀβλαβής . »
26 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

43. Ἀφοῦ τοιουτοτρόπως ὁ Αδραςος ἀπεκρίθη εἰς τὸνΚροῖ


σον , ἐκίνησαν μετὰ ταῦτα συντροφευμένοι ἀπὸ ἐκλεκτοὺς
νεανίας καὶ σκύλους · φθάσαντες δὲ εἰς τὸν ὄλυμπον τὸ ὄρος 1
ἐζήτουν τὸ θηρίον· καὶ , ἀφοῦ το ηὗραν , περικυκλώσαντές το
ἠκόντιζον ὅλοι εἰς τὴν μέσην , ὅπου ἦτον τὸ θηρίον . Τότε ὁ
ξένος , αὐτὸς τὸν ὁποῖον ἐκαθάρισεν ὁ Κροῖσος ἀπὸ τὸν
φόνον , καὶ ὠνομάζετο ἔδραστος, ἀκοντίζων τὸν ἀγριόχοι
ρον , ἀπ᾿ αὐτὸν μὲν ἀποτυχαίνει , εὑρίσκει δὲ τὸν υἱὸν τοῦ
Κροίσου. Καὶ αὐτὸς μὲν κτυπηθεὶς ἀπὸ αἰχμὴν , ἐξεπλή
ρωσε τὸν λόγον τοῦ ὀνείρου. Ένας δὲ ἔτρεξεν ἀμέσως νὰ εἰ
δοποιήσῃ τὸν Κροῖσον διὰ τὸ γεγονὸς , καὶ φθάσας εἰς τὰςΣάρ
δεις τὸν ἐφανέρωσε τὴν μάχην καὶ τὸν θάνατον τοῦ υἱοῦ του.
44. ὁ δὲ Κροῖσος συγχισμένος ἀπὸ τὸν θάνατον τοῦ υἱοῦ
του , περισσότερον ἐπαραπονεῖτο ὅτι τὸν ἐφόνευσεν ἐκεῖνος ,
τὸν ὁποῖον ὁ ἴδιος ἐκαθάρισεν ἀπὸ φόνον . Αγανακτῶν δὲ
πολὺ διὰ τὴν συμφοράν του , ἐφώναζε τὸν Δία Καθάρισον ,
μαρτυρόμενος ὅσα ἔπαθεν ἀπὸ τὸν ξένον · ἐφώναζε τὸν ἐφέ
στιον, τὸν Εταιρεῖον , ὀνομάζων τὸν ἴδιον θεόν . ᾿φώναζε
δὲ τὸν μὲν ᾿Εφέστιον, διότι, ἐνῷ ἐδέχθη τὸν ξένον εἰς τὴν
οἰκίαν του, δὲν ἤξευρεν ὅτι ἔτρεφε φονέα τοῦ υἱοῦ του · τὸν

δὲ Εταιρεῖον , διότι, ἐνῷ τον ἔστειλε μαζὴ ὡς φύλακα, τὸν


ηὗρε μεγαλώτατον ἐχθρόν .
45. ἔφθασαν δὲ μετὰ τοῦτο οἱ Λυδοὶ φέροντες τὸν νε- .
χρόν ' κατόπι δὲ ἠκολούθει ὁ φονεύς . Σταθεὶς δὲ πρὸ τοῦν:

κροῦ , παρέδιδε τὸν ἑαυτόν του εἰς τὸν Κροῖσον , καὶ προτεί
νων τὰς χεῖρας , τὸν παρεκάλει νά τον σφάξῃ ἐπάνω τοῦ νε
κροῦ , ἀναφέρων τὴν προτέραν του συμφορὰν , καὶ ὅτι, κον
τὰ εἰς αὐτὴν, ἀφάνισε καὶ ἐκεῖνον , ὁ ὁποῖός τον ἐκαθάρισε ,

καὶἑπομένως ὅτι δὲν ἔπρεπε πλέον νὰ ζῇ . ὁ δὲ Κροῖσος ἀ


ΒΙΒΛ . Α ΚΛΕΙΩ . 27

κούσας αὐτὰ , μ᾿ ὅλα τὰ δεινὰ, εἰς τὰ ὁποῖα εὑρίσκετο, ἔλα


βε συμπάθειαν εἰς τὸν῎δραστον, καὶ λέγει πρὸς αὐτόν . αἴ .
». λαβ᾽ ἀπὸ σὲ, ὦ ξένε, πᾶσαν ἐκδίκησιν · διότι μόνος σου
. καταδικάζεις τὸν ἑαυτόν σου εἰς θάνατον . Δέν με πταίεις
σὺ εἰς τοῦτο τὸ κακὸν, εἰ μὴ καθ᾽ ὅσον ὡς ἄνθρωπος , ὁ ὁ
» ποῖος ἐφόνευσες ἀκουσίως· Θεός τις βέβαια εἶναι αἴτιος
Σ αὐτοῦ , ὁ ὁποῖος καὶ πρὸ πολλοῦ μ᾽ ἐφανέρωσε τὸ μέλλον
‫ »ܗ‬νὰ γένῃ . » ὁ Κροῖσος λοιπὸν ἔθαψε, καθὼς ἔπρεπε ; τὸν υἱόν
του. ὁ δὲ ἔδραςος , ὁ υἱὸς τοῦ Γορδίου τοῦ Μίδου , αὐτὸς ὁ
ὁποῖος ἐστάθη φονεὺς τοῦ ἀδελφοῦ του , καὶ φονεὺς ἐκείνου,
ὁ ὁποῖος τον ἐκαθάρισεν , ἀφοῦ ἀπεμακρύνθησαν ὅλοι καὶ ἔγινε
μοναξία περὶ τὸ μνῆμα , συναισθανόμενος τὸν ἑαυτόν του δυο
στυχέστατον ἀπ᾿ ὅλους, ὅσους ἐγνώριζε , σφάζεται μόνος του
ἐπάνω εἰς τὸν τάφον τοῦ νεκροῦ . ὁ δὲ Κροῖσος διὰ τὴν στέ
ρησιν τοῦ υἱοῦ του δύο χρόνους εἶχε πένθος μεγάλον .
46. Μετὰ δὲ ταῦτα , ἡ ἡγεμονία τοῦ Αστυάγους , υἱοῦ τοῦ
Κυαξάρου , καταγραφεῖσα ἀπὸ τὸν Κῦρον τοῦ Καμβύσου , καὶ
τὸ βασίλειον τῶν Περσῶν αὐξανόμενον , ἔπαυταν τὸν Κροῖσον
ἀπὸ τὸ πένθος , καί τον ἔβαλαν εἰς φροντίδα , ἴσως ἠμπορέσῃ

νὰ ἐμποδίσῃ τὴν αὔξησιν αὐτῶν , πρὸ τοῦ νὰ γένωσι μεγά


λοι. Ἀφοῦ ἔβαλεν αὐτὸ ἰς τὸν νοῦν του , ἀμέσως ἠθέλησε νὰ
δοκιμάσῃ τὰ μαντεῖα τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Λιβύας , πέμψας
εἰς διάφορα μέρη , ἄλλους νὰ ὑπάγωσιν εἰς τοὺς Δελφοὺς , ἄλ
λους εἰς τὰς ῎Αβας τῶν Φωκέων , καὶ ἄλλους εἰς τὴν Δωδώ
νην. ᾿Επέμφθησαν δὲ μερικοὶ καὶ εἰς τὸν ᾿Αμφιάραον καὶ εἰς
τὸν Τροφώνιον · μερικοὶ δὲ καὶ εἰς τοὺς Βραγχίδας τῆς Μιλη
σίας χώρας . Αὐτὰ μὲν εἶναι τὰ Ἑλληνικὰ μαντεῖα , εἰς τὰ

ὁποῖα ἔπεμψεν ὁ Κροῖσος νὰ ζητήσῃ χρησμούς. Εἰς δὲ τὸν


Ἄμμωνα τῆς Λιβύας ἔπεμψεν ἄλλους νὰ ζητήσωσι χρησμούς.
28 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

ἔπεμψε δὲ ὅλους αὐτοὺς διὰ νὰ δοκιμάσῃ τί φρονοῦσι τὰ


μαντεῖα , ὥστε, ἐάν τα εὕρῃ ὅτι φρονοῦσι τὴν ἀλήθειαν , νὰ
στείλῃ ἐκ δευτέρου νὰ ἐρωτήσῃ , ἂν πρέπῃ νὰ ἐπιχειρήσῃ τὴν
ἐκστρατείαν κατὰ τῶν Περσῶν .
47. Παρήγγειλε δὲ εἰς τοὺς Λυδοὺς , τοὺς ὁποίους ἔστει
λεν εἰς τὴν δοκιμὴν τῶν χρηστηρίων , τὰ ἑξῆς · Ἀπὸ τὴν

ὁποίαν ἡμέραν κινήσωσιν ἀπὸ τὰς Σάρδεις, ἀπ᾿ αὐτὴν ἡμε


ρολογοῦντες , τὴν ἑκατοστὴν ἡμέραν νὰ ζητήσωσι χρησμὸν
·
ἀπὸ τὰ μαντεῖα , ἐρωτῶντες, τί κάμνει κατ' ἐκείνην ὁ βα
σιλεὺς τῶν Λυδῶν Κροῖσος , ὁ υἱὸς τοῦ ᾿Αλυάττου · καὶ ὅ, τι
μαντεύσῃ κάθε χρησήριον , νά το συγγράψωσι καὶ νά τ᾿ἀναφέρω
σιν εἰς αὐτόν . Τί μὲν ἐπροφήτευσαν τὰ λοιπὰ χρηςήρια , δὲν

ἀναφέρει κανείς· εἰς δὲ τοὺς Δελφοὺς, ἀμέσως καθὼς ἐμβῆκαν


εἰς τὸ οἰκίδιον τοῦ θεοῦ οἱ Λυδοὶ διὰ νὰ ζητήσωσι μαντείαν ,
καὶ ἠρώτων κατὰ τὰς ὁποίας εἶχον παραγγελίας , ἡ Πυθία
λέγει εἰς ἑξάμετρον τόνον τὰ ἑξῆς ·
Ηξεύρω ἐγὼ τὸν ἀριθμὸν τῆς ἄμμου , καὶ τὰ μέτρα τῆς
θαλάσσης . Νοῶ τὸν βουλὸν καί τον ἀκούω, χωρὶς νὰ ὁμιλῇ .
Ηλθεν εἰς τὰς αἰσθήσεις μου ὀσμὴ σκληροδέρμου χελώ

νης, ἡ ὁποία βράζει ὁμοῦμὲ ἀρνήσια κρέατα εἰς χάλκινον


ἀγγεῖον . Υποκάτω αὐτῆς εἶναι χαλκὸς , καὶ ἄνωθεν πά
λιν χαλκός .

48. Ἀφοῦ ἐμάντευσεν αὐτὰ ἡ Πυθία, συγγράψαντές τα


οἱ Λυδοὶ, ἀνεχώρησαν καὶ ὑπῆγαν εἰς τὰς Σάρδεις . ὅτε δὲ
ἔφθασαν καὶ οἱ ἄλλοι, οἱ ςαλθέντες εἰς τὰ διάφορα μέρη , τότε
ὁ Κροῖσος ἀνοίγων ἀνὰ ἐν τὰ συγγράμματα , ἐθεώρει αὐτά .
Ἀπὸ μὲν τὰ ἄλλα κανὲν δὲν εἵλκυσε τὴν προσοχήν του καθὼς
δὲ ἤκουσε τὸ ἐλθὸν ἀπὸ τοὺς Δελφοὺς , ἀμέσως ἐπροσεύχετο ,

καί το ἐδέχθη , πιστεύσας ὅτι τὸ μόνον μαντεῖον εἶναι τὰ


ΒΙΒΛ. Α. ΚΛΕΙΩ . 29

τῶν Δελφῶν· διότι ηὗρεν ὅ, τι αὐτὸς ἔκαμεν . ὁ Κροῖσος , καθὼς


ἐξεκίνησεν εἰς τὰ χρηστήρια τοὺς θεοπρόπους , φυλάξας τὴν

διωρισμένην ἡμέραν , ἐμηχανεύθη τοιαῦτα , ἐπινοήσας ὅσα


ἦτον ἀδύνατον νὰ εὕρῃ τις , καὶ νὰ φαντασθῇ. Κομματιάσας
χελώνην καὶ ἀρνίον , τὰ ἔβραζεν ὁ ἴδιος εἰς λέβητα χάλκινον ,
σκεπάσας αὐτὰ μὲ σκέπασμα χάλκινον .
49. Τοιοῦτος ἦτον ὁ χρησμὸς, ὁ δοθεὶς εἰς τὸν Κροῖσον
ἀπὸ τοὺς Δελφούς . Διὰ δὲ τὴν ἀπόκρισιν τοῦ μαντείου τοῦ
᾿Αμφιαράου δὲν ἠξεύρω νὰ εἴπω τὶ ἐπροφήτευσεν εἰς τοὺς
Λυδοὺς , ὅτε ὑπῆγαν ἐκεῖ καὶ ἔκαμαν τὰ νόμιμα περὶ τὸ
ἱερόν · διότι τίποτε ἄλλο δὲν λέγεται δι' αὐτὸ, παρὰ ὅτι ἐπί
στευσεν ὁ Κροῖσος ὅτι καὶ τοῦτο εἶναι μαντεῖον ἀψευδές .
5ο . Μετὰ δὲ ταῦτα κατεγίνετο μὲ θυσίας μεγάλας νὰ λάβῃ
τὴν εὐμένειαν τοῦ θεοῦ τῶν Δελφῶν. Ἐθυσίασε δὲ τρεῖς χιλιάδας
ζῶα ἀπὸ πᾶν γένος θύσιμον , καὶ σωρεύσας πυρὰν μεγάλην
κατέκαιε κλίνας ἐπιχρύσους καὶ ἐπαργύρους , φιάλας χρυσᾶς ,
φορέματα πορφυρᾶ καὶ χιτῶνας , ἐλπίζων μ' αὐτὰ περισσό
τερον νὰ οἰκειοπηθῇ τὸν θεόν . ἔδωκε δὲ προσταγὴν καὶ εἰς
ὅλους τοὺς Λυδοὺς , νὰ θυσιάζωσιν εἰς τὸν ἴδιον θεὸν ὅ,τι εἶ
χεν ὁ καθείς . Ἀφοῦ δὲ ἐτελείωσε τὰς θυσίας, χύσας ἄπειρον
μάλαγμα ἔκαμεν ἀπ' αὐτὸ ἑκατὸν δέκα ἑπτὰ ἡμιπλίνθια ,
ἔχοντα ἓξ παλαιστὰς μάκρος , τρεῖς πλάτος , καὶ μίαν ὕψος.
Εξ αὐτῶν τέσσαρα ἦσαν ἀπὸ μάλαγμα καθαρὸν , ζυγίζοντα
τὸ καθὲν δύο τάλαντα καὶ μισὸν , τὰ δὲ ἄλλα ἡμιπλίνθια

ἦσαν ἀπὸ λευκὸν χρυσὸν , καθὲν δύο τάλαντα τὸ βάρος. Κα


τεσκεύασε δὲ καὶ εἰκόνα λέοντος ἀπὸ μάλαγμα καθαρὸν ζυγί
·
,
ζουσαν δέκα τάλαντα . Αὐτὸς ὁ λέων, ὅτε ἐκαίετο τὸ ἱερὸν,ἔπε
σεν ἀπὸ τὰἡμιπλίνθια ,καθότι ἐπ' αὐτῶν ἦτον ςημένος , καὶ τώ
ρα εὑρίκεται εἰς τὸν θησαυρὸν τῶν Κορινθίων, ζυγίζων ἓξ τά
30 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

λαντα καὶ μισὸν, καθότι τρία τάλαντα καὶ μισὺν ἀνέλυσαν.


51. Ἀφοῦ ἐτελείωσεν αὐτὰ ὁ Κροῖσος, τὰ ἔστειλεν εἰς τοὺς
Δελφούς· ὁμοῦ δὲ μ᾿ αὐτὰ καὶ ἄλλα , τὰ ἑξῆς · δύο κρατῆρας
μεγάλους , μαλαγματένιον καὶ ἀσημένιον , ἐκ τῶν ὁποίων &
μὲν μαλαγματένιος ἐστέκετο εἰς τὰ δεξιὰ , ὅτε ἔμβαινέ τις
εἰς τὸν ναὸν, ὁ δὲ ἀσημένιος εἰς τ᾿ ἀριστερά. Μετεκινήθη
σαν ὅμως καὶ αὐτοὶ , ὅτε κατεκάη ὁ ναός· καὶ ὁ μὲν μαλαγ
ματένιος εἶναι μέσα εἰς τὸν θησαυρὸν τῶν Κλαζομενίων, ζύ
γίζων ὀκτὼ τάλαντα καὶ μισὸν καὶ δώδεκα μνᾶς , ὁ δὲ ἀ
σημένιος εἶναι εἰς τὴν γωνίαν τοῦ προνάου , χωρῶν ἑξακοσί
ους ἀμφορεῖς · καθότι κάμνουσιν εἰς αὐτὸν οἱ Δελφοὶ τὴν μί
ξιν τοῦ οἴνου εἰς τὴν ἑορτὴν τῶν Θεοφανίων . Λέγουσι δὲ οἱ

Δελφοὶ ὅτι αὐτὸς εἶναι ἔργον τοῦ Θεοδώρου τοῦ Σαμίου , καὶ
ἐγώ το πιστεύω· διότι φαίνεται ὅτι δὲν εἶναι τὸ τυχὸν ἔργον .
Πρὸς τούτοις ἔστειλεν ὁ Κροῖσος τέσσαρα πιθάρια ἀσημένια ,
τὰ ὁποῖα εἶναι στημένα μέσα εἰς τὸν θησαυρὸν τῶν Κοριν
θίων . Αφιέρωσε δὲ καὶ δύο περιῤῥαντήρια , χρυσοῦν καὶ ἀρ

γυροῦν , ἐκ τῶν ὁποίων τὸ χρυσοῦν ἔχει ἐπιγραφὴν ΛΑΚΕ


ΔΑΙΜΟΝΙΩΝ, οἱ ὁποῖοι λέγουσιν ὅτι εἶναι ἐδικόν των ἀφιέρω
μα , μὴ λέγοντες ὀρθῶς · διότι εἶναι καὶ αὐτὸ τοῦ Κροίσου . ἔβα
λε δὲ τὴν ἐπιγραφὴν ταύτην Δελφός τις , θέλων νὰ ὑποχρεώ
σῃ τοὺς Λακεδαιμονίους , τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα ἠξεύρω πολλὰ
καλὰ , δὲν θὰ τ᾿ ἀναφέρω όμως . Ναὶ , τὸ παιδίον, διὰ τῆς
χειρὰς τοῦ ὁποίου τρέχει τὸ νερὸν , εἶναι τῶν Λακεδαιμονίων ,
ἀπὸ τὰ δύο περιῤῥαντήρια ὅμως κανὲν δὲν εἶναι ἐδικόν των .
ἔστειλε πρὸς τούτοις ὁ Κροῖσος καὶ ἄλλα πολλὰ ἀφιερώμα .
τα, τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι τόσον σημαντικά · καὶ χεύματα ἀση
μένια κυκλοτερῆ · πρὸς τούτοις δὲ καὶ εἴδωλον γυναικὸς τρία
πηχον, τὸ ὁποῖον λέγουσιν οἱ Δελφοὶ ὅτι εἶναι εἰκὼν τῆς ἀρε
ΒΙΒΛ . Α . ΚΛΕΙΩ . 31

τοκόπου τοῦ Κροίσου · ἔτι ἀφιέρωσεν ὁ Κροῖσος τὰ περιδέ


ραια τῆς γυναικός του καὶ τὰς ζώνας.

52. Εἰς τοὺς Δελφοὺς αὐτὰ ἔπεμψεν . Εἰς δὲ τὸν ᾿Αμφιά


ραον , μαθὼν τὴν ἀρετὴν καὶ τὰ παθήματα αὐτοῦ , ἀφιέρω
σεν ἀσπίδα ὁλόχρυσον , καὶ αἰχμὴν στερεὰν ὁλόχρυσον , τῆς
ὁποίας καὶ τὸ κοντάριον καὶ ἡ λόγχη ἦσαν ὁμοίως χρυσᾶ .

Αὐτὰ καὶ τὰ δύο ἕως τὸν καιρόν μου ἐσώζοντο εἰς τὰς Θή

βας , κείμενα εἰς τὸν ναὸν τοῦ ᾿Ισμηνίου Απόλλωνος .


53. Εἰς δὲ τοὺς Λυδοὺς , οἱ ὁποῖοι ἔμελλον νὰ ὑπάγωσι
τὰ δῶρα ταῦτα εἰς τὰ ἱερὰ , παρήγγειλεν ὁ Κροῖσος νὰ ἐρω
τήσωσι τὰ χρηστήρια τὸ ἑξῆς ·· ἂν συγχωρῆται εἰς τὸν Κροῖ
σον νὰ ςρατεύσῃ κατὰ τῶν Περσῶν· καὶ ἂν πρέπῃ νὰ προσ
λάβῃ σύμμαχον κανενὸς ἄλλου ἔθνους ςράτευμα . ὅτε δὲφθά
σαντες οἱ Λυδοὶ , ὅπου ἐςάλθησαν , ἀφιέρωσαν τ᾿ ἀφιερώματα ,
ἠρώτων τὰ χρηστήρια λέγοντες . « ὁ Κροῖσος , ὁ βασιλεὺς
· τῶν Λυδῶν καὶ ἄλλων ἐθνῶν , πιστεύσας ὅτι ταῦτα μόνα
,
εἶναι μαντεῖα εἰς τὸν κόσμον, σᾶς προσφέρει δῶρα ἄξια
» τῶν εὑρημάτων σας , καὶ τώρα σᾶς ἐρωτᾷ, ἄν τον ναι

συγχωρημένον νὰ ςρατεύσῃ κατὰ τῶν Περσῶν , καὶ ἂν πρέ


πῃ νὰ προσλάβῃ σύμμαχον κανενὸς ἄλλου ἔθνους ςράτευ
ο
· μα . » ᾿Εκεῖνοι μὲν αὐτὰ ἠρώτων· αἱ δὲ γνῶμαι τῶν μαν
τείων καὶ τῶν δύο ἐσυμφώνουν , προλέγουσαι εἰς τὸν Κροῖ
σον ὅτι , ἂν ςρατεύσῃ κατὰ τῶν Περσῶν , θὰ καταστρέψῃ με
γάλην ἀρχήν. Συμμάχους δέ τον ἐσυμβούλευον νὰ εὕρῃ τοὺς
δυνατωτάτους ἐκ τῶν Ελλήνων καὶ αὐτοὺς νὰ προσλάβῃ .
54. Ἀφοῦ δὲ ἦλθαν αἱ ἀποκρίσεις τῶν θεῶν, καί τας ἤ
κουσεν ὁ Κροῖσος , ὑπερεχάρη διὰ τὰ χρηστήρια . Ελπίσας
δὲ ὅτι ἀναμφιβόλως θὰ καταστρέψῃ τὸ Βασίλειον τοῦ Κύρου ,
πέμπει πάλιν εἰς τὴν Πυθὼ , καὶ, μαθὼν πόσοι ἦσαν οἱ Δελα
32 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

φοὶ , ἐχάρισεν εἰς τὸν καθένα δύο ςατῆρας χρυσοῦ. Οἱ δὲ


Δελφοὶ ἀντὶ τούτων ἔδωσαν εἰς τὸν Κροῖσον καὶ εἰς τοὺς Λυ
δοὺς προμαντείαν , ἀσυδοσίαν καὶ προεδρίαν , καὶ ὅποιος
Λυδὸς θέλῃ , νὰ πολιτογραφῆται διὰ πάντα .
55. Αφοῦ ἔκαμεν αὐτὰ τὰ δῶρα ὁ Κροῖσος εἰς τοὺς Δελ
φοὺς ἐζήτει χρησμὸν τρίτην φοράν· καθότι πληροφορηθεὶς
διὰ τὴν ἀλήθειαν τοῦ μαντείου , ἤθελε νά τ᾽ ἀπολαύσῃ ἀφθό
ὁ δὲ ζητούμενος χρησμὸς ἦτον, ἐὰν ἡ μοναρχία του θὰ
ἦναι πολυχρόνιος · καὶ ἡ Πυθία χρησμοδοτεῖ τὰ ἑξῆς .
῞Οταν γένῃ εἰς τοὺς Μήδους βασιλεὺς ἡμίονος , τότε ,
Λυδὲ τρυφερόποδε , φεῦγε εἰς τὸν πολυψηφίδα Ερμον ,
μὴ μένε , μήτ ' ἐντρέπον νὰ φανῇς ἄνανδρος .
56. ὅτε ἦλθεν αὐτὸς ὁ χρησμὸς , ὁ Κροῖσος ἐχάρη περισ
σότερον παρ᾽ ὅ, τι διὰ τοὺς προλαβόντας , ἐλπίζων ὅτικατ᾿οὐδέ
να τρόπον ἡμίονος δὲν ἠμπόρει νὰ βασιλεύσῃ εἰς τὴν Μηδίαν
ἀντὶ ἀνθρώπου , καὶ ἑπομένως ὅτι οὔτ᾽ αὐτὸς οὔτ᾽ οἱ ἀπό
γονοί του δὲν θὰ παύσωσι ποτὲ ἀπὸ τὸ νὰ βασιλεύωσι . Με
τὰ ταῦτα δὲ, ἐφρόντιζεν ἐξετάζων , ποῖοι ἦσαν οἱ δυνατώτα

τοι Έλληνες δια να τους κάμῃ φίλους . Εξετάζων δὲ εὕρι


σκεν ὅτι οἱ Λακεδαιμόνιοι καὶ οἱ Ἀθηναῖοι ὑπερεῖχον , οἱ πρῶ
τοι ἀπὸ τὸ Δωρικὸν γένος , καὶ οἱ δεύτεροι ἀπὸ τὸ ᾿Ιωνικόν· δι

ότι αὐτὰ τὰ δύο ἐγνωρίζοντο περισσότερον . Ησαν δὲ κατ᾿ ἀρ


χὰς οἱμὲν Ἀθηναῖοι ἔθνος Πελασγικὸν , οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι ,
῾Ελληνικόν. Καὶ οἱ μὲν Ἀθηναῖοι δὲν ἐκβῆκαν ποτὲ ἀπὸ τὸν τόπον
των · οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι ἐστάθησαν καθ᾽ ὑπερβολὴν πολυπλά
νητοι . Καθότι τὸ ἔθνος τοῦτο, ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Δευκαλί
ωνος , ἐκατοίκοι τὴν Φθιώτιδα γῆν · ἐπὶδὲ τοῦ Δώρου υἱοῦ τοῦ

Ἕλληνος , τὴν χώραν, ἡ ὁποία εἶναι εἰς τοὺς πρόποδας τῆς ὄσ


σης καὶ τοῦ ὀλύμπου, καὶ ὀνομάζεται ἑστιαιῶτις· ἀπὸ δὲ τὴν
ΒΙΒΛ . Α. ΚΛΕΙΩ . 33

ἑστιαιώτιδα , ἐπειδή το ἐδίωξαν οἱ Καδμεῖοι , ἐκατοίκει εἰς

τὸν Πίνδον, ὀνομασθὲν Μακεδνόν· ἀπαυτοῦ δὲ πάλιν ἐπέρα


σεν εἰς τὴν Δρυοπίδα, καὶ ἀπὸ τὴν Δρυοπίδα ἐλθὸν εἰς τὴν
Πελοπόννησον ὠνομάσθη Δωρικόν .

57. Ποίαν δὲ γλῶσσαν ὡμίλουν οἱ Πελασγοὶ, δὲν ἦμπο


ρῶ ἀκριβῶς νὰ εἴπω · ἐὰν δὲ πρέπῃ νὰ συμπεράνῃ τις ἀπὸ
τοὺς σωζομένους εἰσέτι Πελασγοὺς , κατοικοῦντας παράνω
τῆς Κρηστῶνος, πόλεως τῶν Τυρσηνῶν , οἱ ὁποῖοι ἦσαν ποτε
ὅμοροι τῶν σήμερον λεγομένων Δωριέων, καὶ ἐκατοίκουν τότε

τὴν καλουμένην Θέσσαλιώτιδα γῆν · καὶ ἔτι, ἀπὸ τοὺς Πε


λασγοὺς , οἱ ὁποῖοι ἔκτισαν εἰς τὸν ᾿Ελλήσποντον τὴν Πλακί
αν καὶ Σκυλάκην , καὶ ἐσυγκατοίκησάν ποτε μὲ τοὺς ᾿Αθη
ναίους · πρὸς τούτοις δὲ , καὶ ἀπὸ ἄλλας τινὰς μικρὰς πόλεις ,

αἱ ὁποῖαι οὖσαι Πελασγικαὶ ἄλλαξαν ὄνομα · ἂν ἀπ᾿ αὐτὰ


πρέπῃ τις νὰ συμπεράνῃ καὶ νὰ εἴπῃ, οἱ Πελασγοὶ ὡμίλουν
γλῶσσαν Βάρβαρον . Ἐὰν λοιπὸν καὶ ὅλον τὸ Πελασγικὸν ἦτον
τοιοῦτο , τὸ Ἀττικὸν ἔθνος ; ὂν Πελασγικὸν , καθὼς μετεβλή
θῆ καὶ ἔγινεν ῾Ελληνικὸν , μετέμαθε καὶ τὴν γλῶσσαν · καθό
τι οὔτε οἱ Κρηστωνιᾶται οὔτε οἱ Πλακιανοὶ δὲν εἶναι ὁμό
γλωσσοι μὲ κανὲν ἀπὸ τὰ σήμερον περιοικοῦντα αὐτοὺς ἔθνη ,

μεταξύ των ὅμως εἶναι ὁμόγλωσσοι. ὥστε γίνεται φανερὸν


ὅτι φυλάττουσι πάντοτε τὸν ἰδιωτισμὸν τῆς γλώσσης, τὸν
ὁποῖον εἶχον , ὅτε ἐπέρασαν εἰς τὰ χωρία ταῦτα .
58. Τὸ δὲ Ἑλληνικὸν ἔθνος, ἀφοῦ ἔγινε , μεταχειρίζεται
πάντοτε τὴν ἰδίαν γλῶσσαν , καθὼς ἐγὼ κρίνω · ἀποχωρισθὲν
δὲ ἀπὸ τὸ Πελασγικὸν , μολονότι ἦτον ἀδύνατον , καθὸ πολ
λὰ μικρὸν κατ᾿ ἀρχὰς, ἔγινε πολυαριθμότερον ἀπὸ τὰ πε
ρισσότερα ἔθνη , μάλιστα ἀφοῦ ἑνώθησανμ᾿αὐτὸ καὶ ἄλλα

πολλὰ ἔθνη Βάρβαρα . Εξ ἐναντίας δὲ , καθὼς φρονῶ ἐγὼ ,


(ΤΟΜ . Α.) 3
34 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

τὸ Πελασγικὸν , ὃν Βάρβαρον ; δὲν ἔλαβε καμμίαν μεγάλην


αὔξησιν .
59. Απ᾿ αὐτὰ λοιπὸν τὰ ἔθνη , τὸμὲν Ἀττικὸν , ἐμάνθα
νεν ó
ὁ Κροῖσος ὅτι ἦτον εἰς σχίσματα ἐξ αἰτίας τοῦ Πεισι
στράτου , υἱοῦ τοῦ Ἱπποκράτους , τυραννεύοντος τότε εἰς
τὰς ᾿Αθήνας . Εἰς τὸν ἱπποκράτη τοῦτον , ὁ ὁποῖος ὢν ἰδιώτης
ἄνθρωπος ὑπῆγε νὰ προσφέρῃ θυσίαν εἰς τὰ ὀλύμπια , ἔγινε
μεγάλον τέρας . Αφοῦ ἔσφαξεν αὐτὸς τὰ ζῶα , ἐκεῖ ὅπου ἐς
κοντο οἱ λέβητες , καὶ ἦσαν γεμάτοι κρέατα καὶ νερὸν , ἔβρα ·
σαν χωρὶς φωτίαν καὶ ἐξεχείλισαν . ὁ Χίλων δὲ ὁ Λακεδαι
μόνιος , παρευρεθεὶς καὶ ἰδὼν τὸ τέρας , ἐσυμβούλευε τὸν
Ιπποκράτη , νὰ μὴ ἐμβάσῃ εἰς τὴν οἰκίαν του γυναῖκα τε
κνοποιὸν , εἰ δὲ καὶ ἔχει , νά την ἀποπέμψῃ · ὁμοίως καὶ
υἱὸν ἐὰν ἔχῃ , νά τον ἀποκηρύξῃ . ὁ ἱπποκράτης ὅμως, λέ
γουσι, δὲν ἠθέλησε νὰ πεισθῇ εἰς τὴν συμβουλὴν τοῦ Χίλωνος·
ὥςε ἔκαμε μετὰ ταῦτα τὸν Πεισίςρατον τοῦτον , ὁ ὁποῖος , ὅτε
εἰς τὰς Αθήνας ἐστασίαζον οἱ παραθαλάσσιοι μὲ τοὺς πεδι
νοὺς, ἔχοντες ἀρχηγὸν, οἱ μὲν πρῶτοι τὸν Μεγακλῆ τοῦ Αλκ
μαίωνος , οἱ δὲ δεύτεροι τὸν Λυκοῦργον τοῦ Αριςολαΐδου , σχε
διάσας εἰς τὸν νοῦν του τὴν τυραννίδα , ἐσήκωσε τρίτην ςάσιν·

μαζεύσας δὲ συςασιώτας ,καὶ λέγων ὅτι προστατεύει τοὺς ὑ


περακρίους , μηχανᾶται τοιαῦτα . Πληγώσας τὸν ἑαυτόν του καὶ

τοὺς ἡμιόνους του , τρέχων ἐμβῆκε μὲ τὸ ὄχημα εἰς τὴν ἀγο


ρὰν , λέγων ὅτι ἐξέφυγε τοὺς ἐχθροὺς, οἱ ὁποῖοι τάχα ἠθέλησαν
νά τον σκοτώσωσι , πορευόμενον εἰς τὸν ἀγρόν · καὶ παρεκάλει
τὸν δῆμον νά τον δώσῃ φύλακάς τινας, προβάλλων τὰς ἐκδου
λεύσεις, τὰς ὁποίας πρότερον ἔκαμεν εἰς τὴν στρατηγίαν του
κατὰ τῶν Μεγαρέων, ὅτι ἐπῆρε τὴν Νίσαιαν , καὶ κατώρθωσε
καὶ ἄλλας μεγάλας πράξεις . ὁ δὲ δῆμος τῶν Ἀθηναίων
ΒΙΒΛ. Α. ΚΚΕΙΩ . 35

ἐξαπατηθεὶς κατέγραψε καί τον ἔδωκεν ἄνδρας τινὰς ἐκ τῶν


πολιτῶν , οἱ ὁποῖοι ἦσαν ὄχι δορυφόροι ἀλλὰ κορυνοφόροι τοῦ
Πεισιστράτου " καθότι τὸν ἠκολούθουν ὄπισθεν ; κρατοῦντες
κορύνας ξυλίνας . Αὐτοὶ λοιπὸν ἐπαναστατήσαντες ὁμοῦ μὲ
τὴν Πεισίςρατον ἐκυρίευσαν τὴν ἀκρόπολιν . ὁ δὲ Πεισίςρατος
ἐμονάρχει εἰς τὰς Αθήνας, χωρὶς νὰ συνταράξῃ τὰ ὑπουργή
ματα, οὔτε νὰ μεταλλάξῃ τοὺς νόμους · ἀλλ᾽ ἐδιοίκει τὴν πό
λιν κατὰ τὰ καθεςῶτα , διατάττων τὰ πράγματα πολλὰ καλά .
6ο . Μετ ' ὀλίγον καιρὸν ὅμως ὁμονοήσαντες οἱ στασιῶται

τοῦ Μεγακλέους καὶ τοῦ Λυκούργου ἐκδιώκουσιν αὐτόν . Τοιου


τοτρόπως ὁ Πεισίστρατος τὴν πρώτην φορὰν ἐκυρίευσε τὰς
᾿Αθήνας καὶ ἔχασε τὴν τυραννίδα , τὴν ὁποίαν δὲν εἶχεν
ἀκόμι καλὰ ῥιζωμένην . Οἱ δὲ ἐκδιώξαντες τὸν Πεισίςρατον
ἐκ νέου πάλιν ἐστασίαζον μεταξύ των. Καὶ ὁ Μεγακλῆς, 58

νοχωρημένος πανταχόθεν ἀπὸ τοὺς ἀντιστασιώτας, ἔστειλε


κήρυκα εἰς τὸν Πεισίστρατον καί τον ἐπρόβαλλεν , ἐὰν ἤθελε
νὰ λάβῃ γυναῖκα τὴν θυγατέρα του , νά τον κάμῃ τύραννον
τῶν ᾿Αθηνῶν . ἐπειδὴ δὲ ἐδέχθη τὸ πρόβλημα ἡ Πεισίστρα
τος , καὶ ἐσυμφώνησε μὲ τοιαύτην ὑπόσχεσιν , μηχανῶνται

διὰ τὴν κάθοδόν του πρᾶγμα , τὸ ὁποῖον ἐγὼ εὑρίσκω πολλὰ


εὐηθέστατον. Καθότι ἐκ παλαιοτέρων χρόνων τὸ Ἑλληνικὸν
ἔθνος διέφερεν ἀπὸ τὸ Βαρβαρικὸν , ὡς πολλὰ εὐφυέστερον
καὶ πλέον ἀπηλλαγμένον ἀπὸ ἠλίθιον εὐήθειαν· μολοντοῦτο
αὐτοὶ τότε μηχανῶνται τὰ ἑξῆς εἰς τοὺς ᾿Αθηναίους , οἱ
ὁποῖοι ἐλέγοντο ὅτι ἦσαν πρῶτοι τῶν Ἑλλήνων κατὰ τὴν σο
φίαν . Εἰς τὸν Παιανιέα δῆμον ἦτον γυναῖκά τις, τὸ ὄνομά της

Φύη , μεγαλόσωμος , ὥσε τρία δάκτυλα ἤθελε διὰ νὰ ἔχῃ τεσσά


ρων πηχῶν μέγεθος, καὶ πρὸς τούτοις εὐειδής . Αὐτὴν τὴν γυναῖ
κα ἐνδύσαντες μὲ πανοπλίαν , τὴν ἔβαλαν μέσα εἰς πολεμικὴν
3*
36 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

ἅμαξαν , καὶ προδείξαντές την πῶς νὰ φέρηται διὰ νὰ φαίνη .


και μεγαλοπρεπεστέρα ; ἤρχοντο εἰς τὴν πόλιν , πέμψαντες
ἐμπρὸς κήρυκας , οἱ ὁποῖοι καθὼς ἔφθασαν , ἐκήρυττον ὅ, τι
ἦσαν προσταγμένοι, λέγοντες οὕτω ' « Δέχεσθε , ’Αθηναῖοι,
a
μὲ εὔνοιαν τὸν Πεισίστρατον , τὸν ὁποῖον ἡ ἰδία ᾿Αθηνᾶ ,
* τιμήσασα ὑπὲρ πάντας τοὺς ἀνθρώπους , καταβιβάζει εἰς τὴν
· ἀκρόπολίν της. » Καὶ αὐτοὶ μὲν ταῦτα περιφερόμενοι ἔλεγον .
᾿Αμέσως δὲ, καὶ εἰς τοὺς δήμους διεσπάρη λόγος ὅτι ἡ ᾿Αθη
να καταβιβάζει τὸν Πεισίστρατον , καὶ οἱ ἐν τῇ πόλει πειθό
μενοι, ὅτι ἡ γυναῖκα αὐτὴ ἦτον ἡ θεὰ, ἐπροσεύχοντο εἰς τὴν
ἄνθρωπον , καὶ ἐδέχοντο τὸν Πεισίστρατον .
61. Λαβὼν δὲ πάλιν τὴν τυραννίδαμὲ τὸν εἰρημένον
τρόπον ὁ Πεισίστρατος , κατὰ τὴν συμφωνίαν , τὴν ὁποίαν ἔκα
με πρὸς τὸν Μεγακλῆ , νυμφεύεται τὴν θυγατέρα του· ἐπει ·
δὴ ὅμως εἶχεν υἱοὺς νεανίας ; καὶ οἱ ᾿Αλκμαιωνίδαι ἐλέγοντο
ὅτι ἦσαν ἐναγεῖς, (*) μὴ θέλων νὰ κάμῃ τέκνα μὲ τὴν
νεόγαμον γυναῖκα , συνευρίσκετο μ' αὐτὴν παρανόμως . Πρῶ
τον λοιπὸν ἔκρυπτε τοῦτο ἡ γυναῖκα· ἔπειτα ὅμως, εἴτ᾽ ἐπειδή
την ἐξέταζεν ἡ μητέρα της, εἴτε καὶ μὴ , λέγει τὸ πρᾶγμα
εἰς αὐτὴν, καὶ αὐτὴ εἰς τὸν ἄνδρα της. Εἰς δὲ τὸν Μεγακλῆ ἐ
κακοφάνη ν᾿ ἀτιμάζηται ἀπὸ τὸν Πεισίστρατον , καὶ, καθὼς
ἦτον θυμωμένος , πηγαίνει καὶ φιλιόνεται μὲ τοὺς ἀντιστα
σιώτας . Μαθὼν δὲ ὁ Πεισίστρατος τὰ γινόμενα ἐναντίον του ,
ἔφυγε διόλου ἀπὸ τὸν τόπον, καὶ ὑπῆγεν εἰς τὴν ᾿ρέτριαν ,
ὅπου ἐβουλεύετο ὁμοῦ μὲ τοὺς υἱούς του . ᾿ἐπειδὴ δὲ ὑπερί
σχυσεν ἡ γνώμη τοῦ ἱππίου , ν ' ἀναλάβωσιν ὀπίσω τὴν τυ

ραννίδα , τότε ἐμάζευον χρηματικὴν συνδρομὴν ἀπὸ τὰς πότ

( IS. B16, É. § 70-72.


ΒΙΒΛ. Α. ΚΛΕΙΩ . 37

λεις , ὅσαι ἦσαν προλαβόντως ὑποχρεωμέναι ἀπ' αὐτούς . Μο


λονότι δὲ πολλοὶ ἔδωσαν μεγάλας ποσότητας χρημάτων,
οἱ Θηβαῖοι ὅμως ὑπερέβησαν ὅλους εἰς τὴν δόσιν . Μετὰ ταῦ
τα δὲ, διὰ νὰ μὴ πολυλογῶ , ἐπέρασε καιρὸς , καὶ ἦσαν ὅλα
ἕτοιμα εἰς τὴν κάθοδόν των , μάλιστα τοὺς ἦλθαν καὶ Ἀργεῖοι
μισθωτοὶ ἀπὸ τὴν Πελοπόννησον · καὶ Νάξιός τις , τὸ ὄνομά
του Λύγδαμις , ἐλθὼν ἐθελοντὴς , ἐδείκνυε μεγάλην προθυ
μίαν, φέρων καὶ χρήματα καὶ στρατιώτας.
62. Ενδεκα δὲ χρόνους μετὰ τὴν ἔκπτωσίν των, κινήσαν
τες ἀπὸ τὴν ᾿Ερέτριαν, ἐπέστρεψαν ὀπίσω εἰς τὰς Αθήνας · καὶ
πρῶτον πιάνουσι τὸν Μαραθῶνα τῆς Ἀττικῆς . Ενόσῳ δὲαὐ
τοὶ ἐστρατοπεδεύοντο , ἔφθασαν καὶ οἱ συστασιῶται των
ἀπὸ τὴν πόλιν , καὶ ἄλλοι ἀπὸ τοὺς δήμους συνέτρεχον , ὅ
σοι ἠγάπων περισσότερον τὴν τυραννίδα παρὰ τὴν ἐλευθε
ρίαν · καὶ αὐτοὶ μὲν ἐσυναθροίζοντο. Οἱ δὲ ᾽Αθηναῖοι ἀπὸ τὴν

πόλιν ἐνόσῳ μὲν ὁ Πεισίστρατος ἐμάζευε τὰ χρήματα , καὶ


μετὰ ταῦτα , ὅτε ἐπῆρε τὸν Μαραθῶνα, δὲν ἐφρόντιζον τίπο
τε · ὅτε δὲ ἤκουσαν ὅτι ἀπὸ τὸν Μαραθῶνα ἤρχετο κατὰ
τῆς πόλεως, τότε ἐκβαίνουσιν ἐναντίον του . ᾿Απὸ τὸ ἓν μέρος
λοιπὸν , αὐτοὶ μὲ ὅλα των τὰ σταρτεύματα ἐπήγαινον ἐναν
τίον τῶν καταβαινόντων εἰς τὴν πόλιν , ἀπὸ δὲ τὸ ἄλλο ,

τὸ σῶμα τοῦ Πεισιςράτου , καθὼς ἐκίνησεν ἀπὸ τὸν Μαραθῶνα,


ἐπήγαινεν εἰς τὴν πόλιν · πορευόμενοι δὲ τὴν ἰδίαν ὁδὸν , ἀ
παντῶνται πλησίον ἱεροῦ τινος , τὸ ὁποῖον εἶναι τῆς Παλλη

νίδος ᾿Αθηνᾶς, καὶ ἀντεστρατοπέδευσαν. Ἐκεῖ θεόθεν ἀπε


σταλμένος παρουσιάζεται εἰς τὸν Πεισίστρατον ὁ ᾿Αμφίλυτος
ὁ ᾿Ακαρνὰν , ἄνθρωπος χρησμολόγος , ὁ ὁποῖος πλησιάσας εἰς
αὐτὸν χρησμοδοτεῖ λέγων εἰς ἑξάμετρον τόνον τὰ ἑξῆς .
38 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟ ΌΤΟΥ.

*Εῤῥίφθη ὁ βόλος , τὸ δὲ δίκτυον ἐξαπλώθη · οἱ θύνα


νοι θὰ ὁρμήσωσι τὴν νύκτα μὲ τὸ φεγγάριον .
63. Καὶ ἐκεῖνος μὲν θεόθεν ἐμπνευσμένος χρησμοδοτεῖ

αὐτά. ὁ δὲ Πεισίστρατος , νοήσας τὸν χρησμὸν , καὶ εἰπὼν


ὅτι δέχεται τὸ χρησμοδοτηθὲν , ἐκίνησε τὸ στράτευμα. Εἰς
τοῦτο δὲ τὸ μεταξὺ , οἱ ᾿θηναῖοι ἀπὸ τὴν πόλιν εἶχον καθί
σει νὰ φάγωσι , καὶ μετὰ τὸ φαγίον πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς , ἄλ
λοι μὲν ἔπαιζον τοὺς κύβους , ἄλλοι δὲ ἐκοιμῶντο · ὥστε τὸ
ςράτευμα τοῦ Πεισιστράτου , πεσὸν μέσα εἰς τοὺς ἐναντίους ,
τρέπει αὐτοὺς εἰς φυγήν . ὅτε δὲ ἔφευγον , τότε ὁΠεισίστρα
τος ἐστοχάσθη στρατήγημα σοφώτατον, διὰ νὰ μὴ ἑνωθῶ
σιν ἐκ δευτέρου οἱ Ἀθηναῖοι, ἀλλὰ νὰ ἦναι διασκορπισμένοι .
Αναβιβάσας τοὺς υἱούς του εἰς ἵππους, τοὺς ἔστειλεν ἐμπρός·

αὐτοὶ δὲ προφθάνοντες τοὺς φεύγοντας ἔλεγον ὅ,


προςαγμένοι ἀπὸ τὸν Πεισίστρατον , παραγγέλλοντές τους
νὰ μὴ φοβῶνται , ἀλλὰ νὰ ὑπάγῃ καθεὶς εἰς τὰ ἴδιά του .
64. Ἐπειδὴ δὲ οἱ Ἀθηναῖοι ὑπήκουον , τοιουτοτρόπως ὁ
Πεισίστρατος τρίτην φορὰν κυριεύσας τὰς Αθήνας , ἐῤῥίζωσε
τὴν τυραννίδα μὲ πολλοὺς ἐπικούρους , καὶ συλλογὴν χρημά
των, τὰ ὁποῖα τον ἤρχοντο , τὰ μὲν ἀπὸ τὸν τόπον αὐτὸν ,
τὰ δὲ ἀπὸ τὸν Στρυμόνα ποταμόν . ῎τι δὲ λαβὼν ὁμήρους
παῖδας τῶν Αθηναίων, ὅσοι ἔμειναν καὶ δὲν ἔφυγαν ἀμέσως ,
τοὺς ἔστειλεν εἰς τὴν Νάξον · καθότι ἐκυρίευσεν αὐτὴν ὁ Πει
σίστρατος μὲ πόλεμον , καί την ἐπέτρεψεν εἰς τὸν Λύγδα
μιν. Πρὸς τούτοις ἐκαθάρισε καὶ τὴν νῆσον Δῆλον κατὰ τοὺς
χρησμούς · τὴν ἐκαθάρισε δὲ τοιουτοτρόπως . ὅσον ἐκτείνεται
ἡ ὅρασις ἀπὸ τὸ ἱερὸν , ξεσκάψας τὰ κόκκαλα τῶν νεκρῶν
ἀπὸ τοῦτο ὅλον τὸ μέρος τὰ μετέφερεν εἰς ἄλλον τόπον τῆς
Δήλου . Καὶ ὁ μὲν Πεισίστρατο ; ἐτυράννευεν εἰς τὰς Αθή
· ΒΙΒΛ. Α . ΚΛΕΙΩ . 39

κας . Ἀπὸ δὲ τοὺς ᾿Αθηναίους πολλοὶ μὲν εἶχον φονευθῆ εἰς


τὸν πόλεμον, πολλοὶ δὲ ἦσαν φυγάδες ἀπὸ τὴν πατρίδα των
ὁμοῦ μὲ τὸν (*) Αλκμαιωνίδην .
65. Εἰς τοιαύτην κατάστασιν ἐμάνθανεν ¿
ὁ Κροῖσος ὅτι
εὑρίσκοντο τότε οἱ Ἀθηναῖοι· διὰ δὲ τοὺς Λακεδαιμονίους,ὅτι
εἶχον γλυτώσει ἀπὸ μεγάλα κακὰ, καὶ ὅτι ἦσαν τότε καὶ νι

κηταὶ τῶν Τεγεατῶν εἰς τὸν πόλεμον . Καθότι ἐπὶ τῆς βασι
λείας τοῦ Λέοντος καὶ τοῦ ἡγησικλέους εἰς τὴν Σπάρτην , οἱ
Λακεδαιμόνιοι, ἐνῷ εἰς τοὺς ἄλλους πολέμους εὐτύχουν , μὲ
τοὺς Τεγεάτας μόνον ἔχανον . Πρὸ ταύτης δὲ τῆς ἐποχῆς καὶ
εἰς τὸ ἐσωτερικόν των ἦσαν κακονομώτατοι σχεδὸν ἀπ᾿ ὅλους
τοὺς Ἕλληνας , καὶ μὲ τοὺς ξένους ἀκοινώνητοι· μετεβλήθη
σαν δὲ εἰς εὐνομίαν τοιουτοτρόπως . ὅτε ὁ Λυκοῦργος Ó
ὁ Σπαρ
τιάτης , ἄνθρωπος ὑποληπτικὸς, ὑπῆγεν εἰς τὸ χρηστήριον
τῶν Δελφῶν , ἐνῷ ἔμβαινεν εἰς τὸ οἰκίδιον τοῦ θεοῦ , εὐθὺς καὶ

Πυθία λέγει τὰ ἀκόλουθα .


Ηλθες , Λυκοῦργε , εἰς τὸν μεγαλοπρετῇ μου ναὸν ,
ἀγαπητὸς ὢν ἀπὸ τὸν Δία καὶ ἀπ᾿ ὅλους τοὺς κατοικοῦν·
τας τὰ δώματα τοῦ ᾿Ολύμπου . Ἀπορῶ τί νά σ᾽ ὀνομάσω ,

θεὸν ἢ ἄνθρωπον · πλὴν καλήτερα στοχάζομαι νά σ᾽ ὀνο


μάσω θεὸν , ὦ Λυκοῦργε.
Τινὲς λέγουσι πρὸς τούτοις ὅτι ἡ Πυθία τὸν ἡρμήνευσε καὶ
τὸ πολίτευμα , τὸ καθεςὼς σήμερον εἰς τὴν Σπάρτην · καθὼς
ὅμως λέγουσιν οἱ ἴδιοι Λακεδαιμόνιοι, ἔφερεν αὐτοὺς τοὺς νό
μους ἀπὸ τὴν Κρήτην ὁ Λυκοῦργος , ὅτε ἐςάθη ἐπίτροπος τοῦ
ἀνεψιοῦ του Λεωβώτου , βασιλέως τῶν Σπαρτιατῶν . Καθότι
ἀμέσως ὅτε ἔγινεν ἐπίτροπος , μετέβαλεν ὅλους τοὺς νόμους ,

(*) Τὸν Μεγακλῆ , ὁ ὁποῖος ἦτον ἀρχηγὸς τῶν Παράλων. ἴδε §. 59 61,
40 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

καὶ ἔλαβε τὰ ἀναγκαῖα μέτρα διὰ νὰ μή τους παραβῶσι .


Μετὰ ταῦτα δὲ ἐσύστησεν ὁ Λυκοῦργος , ὅσα ἀναφέρονται εἰς

τὸν πόλεμον, ἐνωμοτίας καὶ τριακάδας καὶ συσσίτια , καὶ


πρὸς τούτοις τοὺς ἐφόρους καὶ τοὺς γέροντας . Τοιουτοτρόπως
δὲ μεταβληθέντες εὐνομήθησαν οἱ Λακεδαιμόνιοι.
66. Εἰς δὲ τὸν Λυκοῦργον , ἀφοῦ ἀπέθανεν , ἔκτισαν ἱερὸν
καί τον σέβονται μεγάλως . ἔχοντες δὲ οἱ Λακεδαιμόνιοι γῆν
καλὴν, καὶ ἀρκετὸν πλῆθος ἀνθρώπων , ηὔξησαν ὀγλίγωρα καὶ
εὐτύχησαν. ὅθεν δὲν εὐχαριστοῦντο πλέον νὰ ἡσυχάζωσιν,
ἀλλὰ βαλόντες εἰς τὸν νοῦν των νὰ κυριεύσωσι τοὺς Ἀρκάδας,
ἠρώτων τὸ εἰς Δελφοὺς μαντεῖον διὰ τὴν κατάκτησιν ὅλης
τῆς γῆς τῶν ᾿Αρκάδων . Ἡ δὲ Πυθία χρησμοδοτεῖ εἰς αὐτοὺς
τὰ ἀκόλουθα .

Τὴν Αρκαδίαν μὲ ζητεῖς, μεγάλον πρᾶγμα με ζητεῖς ·


δὲν θά σέ την δώσω · διότι εἶναι πολλοὶ ἄνδρες εἰς τὴν
Αρκαδίαν βαλανοφάγοι , οἱ ὁποῖοι θά σ᾽ ἐμποδίσωσιν .
Ἐγὼ ὅμως δέν σε φθονῶ · θά σε δώσω τὴν Τεγέαν , ὅπου
νὰ ὀρχῆσαι κτυπῶν τοὺς πόδας σου εἰς τὴν γῆν , καὶ πε ·
διάδα καλὴν νά την μοιρασθῇς μὲ σχοινίον.

Καθὼς ἦλθεν αὐτὸς ὁ χρησμὸς καί τον ἤκουσαν οἱ Λακεδαι


μόνιοι, ἀπὸ μὲν τοὺς ἄλλους Αριάδας ἀπείχοντο · λαβόντες
δὲ μαζή των πέδας ἐστράτευον κατὰ τῶν Τεγεατῶν · πεποι
θότες εἰς χρησμὸν κίβδηλον , ὅτι τάχα θὰ ἐξανδραποδίσωσι
τοὺς Τεγεάτας . ᾿Ενικήθησαν ὅμως εἰς τὴν μάχην , καὶ ὅσοι
ἐπιάσθησαν, δεμένοι μὲ πέδας, τὰς ὁποίας οἱ ἴδιοι ἔφεραν
μαζή των , εἰργάζοντο τὴν πεδιάδα τῶν Τεγεατῶν , τὴν ὁποίαν
ἐμοιράσθησαν μετρήσαντες μὲ σχοινίον . Αἱ δὲ πέδαι αὐταὶ μὲ

τὰς ὁποίας ἦσαν δεμένοι, καὶ εἰς τὸν καιρόν μου ἀκόμι ἐσώ .
ΒΙΒΛ. Α. ΚΛΕΙΩ. βι

ζοντο εἰς τὴν Τεγέαν, κρεμόμεναι εἰς τὸν ναόν τῆς ᾿Αλέας
᾿Αθηνᾶς .

67. Κατὰ τὰς προλαβούσας λοιπὸν


/ μάχας μὲ τοὺς Τε
γεάτας πάντοτε ἠγωνίζοντο κακῶς οἱ Σαρτιᾶται · κατὰ δὲ τὴν
ἐποχὴν τοῦ Κροίσου , ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Ἀναξανδρίδου καὶ
τοῦ Αρίστωνος εἰς τὴν Λακεδαίμονα , τότε οἱ Σπαρτιᾶται
ἔγιναν νικηταὶ εἰς τὸν πόλεμον · ἔγιναν δὲ οὕτως. ἐπειδὴ
πάντοτε ἐνικῶντο ἀπὸ τοὺς Τεγεάτας , πέμψαντες θεοπρό
πους εἰς τοὺς Δελφοὺς ἠρώτων , ποῖον θεὸν ἐξιλεώσαντες ἤς
θελον γένει νικηταὶ τῶν Τεγεατῶν εἰς τὸν πόλεμον. Ἡ δὲ
Πυθία τοὺς ἐχρησμοδότησεν , ἂν φέρωσιν εἰς τὸν τόπον των
τὰ κόκκαλα τοῦ ὀρέζου, υἱοῦ τοῦ Αγαμέμνονος . ἐπειδὴ ὅμως
δὲν ἠμπόρουν νὰ εὕρωσι τὸν τάφον τοῦ ὀρέστου , ἔστειλαν
πάλιν εἰς τὸν θεὸν νὰ ἐρωτήσωσι διὰ τὸν τόπον , ὅπου ἦτον
θαμμένος ὁ Ὀρέστης . Εἰς δὲ τοὺς θεοπρόπους ἐρωτῶντας
ταῦτα ἡ Πυθία ἀποκρίνεται τὰ ἑξῆς .
Εἰς τόπον ἐπίπεδον τῆς ᾿Αρκαδίας εἶναι πόλις Τεγέα .
Εἰς δὲ τὸ μέρος ὅπου πνέουσι δύο ἄνεμοι, προερχόμενοι
ἀπὸ ἰσχυρὰν ἀνάγκην , καὶ ὅπου γίνεται κτύπος ἀντίκτυ
πος , καὶ βλάβη κεῖται ἐπάνω βλάβης , ἐκεῖ ἡ φυσίζωος γῆ
κατέχει τὸν ᾿Αγαμεμνονίδην . Αὐτὸν ἐὰν φέρῃς εἰς τὸν
τόπον σου , θὰ γένῃς ἐπικρατὴς τῆς Τεγέας .
Μολονότι ἤκουσαν καὶ ταῦτα οἱ Λακεδαιμόνιοι , ὄχι ὀλιγώ
τερον ἦσαν μακρὰν ἀπὸ τὸ νά τα εὕρωσι, μὲ ὅλας τὰς ζη
τήσεις τὰς ὁποίας ἔκαμαν , ἕως ὅτου ἀνεῦρεν αὐτὰ ὁ Λίγας,
Σπαρτιάτης ἀπὸ τοὺς λεγομένους ἀγαθοεργούς. Οἱ δὲ ἀγα
θοεργοὶ εἶναι ἀπὸ τοὺς πολίτας, οἱ ὁποῖοι πέντε κάθε χρόνον
ἐκβαίνουσιν ἀπὸ τοὺς ἱππεῖς, πάντοτε οἱ γεροντότεροι . Αὐτοὶ
δὲ κατὰ τὸν χρόνον, τὸν ὁποῖον ἐκβαίνουσιν ἀπὸ τοὺς ἱππεῖς,
ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΔΟΤΟΥ

δὲν πρέπει νὰ μένωσιν ἀργοὶ , ἀλλὰ πέμπονται εἰς διάφορα


μέρη ἀπὸ τὸ κοινὸν τῶν Σπαρτιατῶν .

68. ᾿Εκ τούτων λοιπὸν τῶν ἀνδρῶν εἷς ὢν ὁ Λίχας ἀνεῦρε
τὰ κόκκαλα τοῦ ὀρέςου ἀπὸ σύμπτωσιν ἐνταυτῷ καὶἀγχί
νοιάν του. Επειδὴ κατ᾽ ἐκείνην τὴν ἐποχὴν ἦτον ἐπιμιξία μὲ
τοὺς Τεγεάτας, ἐμβὰς εἰς ἐργαστήριον χαλκέως , ἐθεώρει
τὸν σίδηρον σφυρηλατούμενον , καὶ ἐθαύμαζε βλέπων τὸ γινό
μενον· ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ χαλκεὺς ὅτι ἐθαύμαζεν , έπαυσεν ἀπὸ
το ἔργον του και τον λέγει· « Βέβαια , ξένε Λάκων , ἤθελες
30
θαυμάσει πολὺ, ἐὰν ἔβλεπες ὅ, τι εἶδα ἐγὼ ἀφοῦ τώρα
· ἔχεις διὰ μεγάλον θαῦμα τὴν ἐργασίαν τοῦ σιδήρου . ᾿ἐγὼ
θέλων νὰ κάμω πηγάδιον μέσα εἰς τὴν αὐλὴν ταύτην , σκά
» πτων ἐπέτυχα τάφον ἑπτάπηχον · ἀπὸ δὲ ἀπιςίαν , ὅτι ποτὲ

» δὲν ἔγιναν ἄνθρωποι μεγαλήτεροι ἀπὸ τοὺς τωρινοὺς ,


‫ܝ‬
» ἤνοιξα αὐτὸν , καὶ εἶδα τὸν νεκρὸν ὅτι ἦτον ἴσος μὲ τὸν
D τάφον εἰς τὸ μάκρος · ἀφοῦ δέ τον ἐμέτρησα, πάλιν τὸν
.
ἐσύγχωσα ὀπίσω. » Καὶ ὁ μὲν χαλκεύς τον ἔλεγεν ὅτι εἶ
χεν ἰδεῖ· ὁ δὲ Λίχας περιλαβὼν καλῶς τὸ νόημα τῶν λεγο
μένων, ἐσυμπέρανεν ὅτι κατὰ τὸν χρησμὸν αὐτὸς ἦτον ὁὀρέ
στης · τὸ ἐσυμπέρανε δὲ τοιουτοτρόπως. Βλέπων τὰ δύο qu

σήματα τοῦ χαλκέως, εὕρισκεν ὅτι ἦσαν οἱ δύο ἄνεμοι· τὸ


δὲ ἀμόνιον καὶ τὸ σφυρίον ὅτι ἦσαν ὁ κτύπος καὶ ἀντίκτυπος ·
καὶ ὁ σφυρηλατούμενος σίδηρος , ή βλάβη κειμένη ἐπάνω
βλάβης . ῎καμνε δὲ τὴν εἰκασίαν ταύτην, διότι ὁ σίδηρος
εὑρέθη πρὸς βλάβην τοῦ ἀνθρώπου . Ἀφοῦ δὲ ἔκαμεν αὐτοὺς
τοὺς στοχασμοὺς , καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὴν Σπάρτην , ἔλεγεν
εἰς τοὺς Λακεδαιμονίους ὅλον τὸ πρᾶγμα . Αὐτοὶ ὅμως κατη
γορήσαντές τον ὅτι ἦσαν πλαστὰ , ὅσα ἔλεγε, τὸν ἐξώρισαν.
ὁ Αίχας δὲ πορευθεὶς εἰς τὴν Τεγέαν, καὶ λέγων τὴν συμπ
ΒΙΒΛ . Α . ΚΛΕΙΩ. 43

φοράν του εἰς τὸν χαλκέα , ἐζήτει νὰ ἐνοικιάσῃ τὴν αὐλήν του ,
ὁ ὁποῖος δὲν ἤθελε να την δώση . Μετὰ ταῦτα ὅμως τὸν
ἔπεισε, καὶ ἐκατοίκησε μέσα εἰς αὐτὴν ὁ Λίχας · ξεσκάψας

δὲ τὸν τάφον , καὶ συνάξας τὰ κόκκαλα , τὰ ἐπῆρε καὶ ὑπῆ

γεν εἰς τὴν Σπάρτην . Ἀπὸ τοῦτον δὲ τὸν καιρὸν, ὁσάκις ἤρ


χοντο εἰς μάχην , πάντοτε ἐνίκων τοὺς Τεγεάτας οἱ Λακεδαι

μόνιοι· εἶχον δὲ καθυποτάξει τότε καὶ τὸ περισσότερον μέρος


τῆς Πελοποννήσου .

69. Αὐτὰ ὅλα μανθάνων ὁ Κροῖσος ἔπεμπεν εἰς τὴν


Σπάρτην πρέσβεις μὲ δῶρα διὰ νὰ ζητήσωσι συμμαχίαν ,
παραγγείλας τους τί νὰ εἴπωσιν . Αὐτοὶ δὲ φθάσαντες ἔλε ·
γον . « Μᾶς ἔστειλεν ὁ Κροῖσος ὁ βασιλεὺς τῶν Λυδῶν καὶ
» ἄλλων ἐθνῶν , λέγων τὰ ἑξῆς · ἐπειδὴ ὁ θεὸς , ὦ Λακεδαι
μόνιοι , ἐχρησμοδότησε νὰ προσλάβω φίλον , ἔθνος Ελλη
‫ܗ‬
νικὸν , μανθάνω δὲ ὅτι σεῖς εἶστε πρῶτοι μεταξὺ αὐτῶν ,
.
σᾶς λοιπὸν προσκαλῶ κατὰ τὸ χρηστήριον , θέλων νὰ γένω
‫ܗ‬
» φίλος καὶ σύμμαχος χωρὶς δόλον καὶ ἀπάτην · » ὁ μὲν
Κροῖσος αὐτὰ ἐπρόβαλλε διὰ πρέσβεων . Οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι ,
ἔχοντες ἀκούσει καὶ οἱ ἴδιοι διὰ τὸν δοθέντα χρησμὸν εἰς
τὸν Κροῖσον , ἐνοστιμεύθησαν τὸν ἐρχομὸν τῶν Λυδῶν , καὶ
ἔκαμαν ὅρκους ξενίας καὶ συμμαχίας μ' αὐτόν . ἦσαν δὲ ὑ

ποχρεωμένοι ἀπὸ τὸν Κροῖσον καὶ διὰ προλαβούσας τινὰς


εὐεργεσίας. ὅτε οἱ Λακεδαιμόνιοι ἔπεμψαν εἰς τὰς Σάρ
δεις ν᾿ ἀγοράσωσι μάλαγμα διὰ νὰ κάμωσι τὸ ἄγαλμα
τοῦ ᾿Απόλλωνος, τὸ ὁποῖον ςέκεται τώρα εἰς τὸν Θόρνακα , βου
νὸν τῆς Λακωνικῆς, τὸ ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς ὁ Κροῖσος χάρισμα .
70. Διὰ ταῦτα λοιπὸν οἱ Λακεδαιμόνιοι , καὶ διότι τοὺς
ἐπροτίμησεν ἀπ᾿ ὅλους τοὺς Ἕλληνας να τους κάμῃ φίλους,
ἐδέχθησαν τὴν συμμαχίαν. Καὶ ἓνμὲν ἦσαν ἕτοιμοι να τον
44 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

βοηθήσωσιν, ὅταν τοὺς μηνύσῃ · ἄλλο δὲ , κατασκευάσαντεςκρα


τῆρα χάλκινον , γεμάτον ἔξωθεν περὶ τὸ χεῖλος ἀπὸ ἐκτυπώ
ματα ζώων , καὶ μεγάλον ὥσε ἐχώρει τριακοσίους ἀμφορεῖς ,
τὸν ἐπήγαινον εἰς τὰς Σάρδεις , θέλοντες νά τον δώσωσι καὶ
αὐτοὶ ἐκ μέρους των δῶρον εἰς τὸν Κροῖσον . Ο κρατὴρ ὅμως
αὐτὸς δὲν ἔφθασεν εἰς τὰς Σάρδεις δ᾽ αἰτίαν, τὴν ὁποίαν διο
χῶς λέγουσιν. Οἱ μὲν Λακεδαιμόνιοι λέγουσιν ὅτι , ὅτε ὁ κρατὴρ

φερόμενος εἰς τὰς Σάρδεις ἔφθασε περὶ τὴν Σάμον, οἱ Σάμιοιμα


θόντες τοῦτο ὑπῆγαν μὲ μακρὰ καράβια , καί τον ἥρπασαν ·αὖ
τοὶ δὲ οἱ Σάμιοι λέγουσιν ὅτι, οἱ φέροντες τὸν κρατῆρα Λακε
δαιμόνιοι, ἐπειδὴ ἄργησαν , καὶ ἔμαθαν ὅτι αἱ Σάρδεις καὶ ὁ
Κροῖσος ἦσαν κυριευμένοι ἀπὸ τὸν Κῦρον, τὸν ἐπώλησαν εἰς τὴν

Σάμον · ἰδιῶται δέ τινες , ἀγοράσαντες ἀφιέρωσαν αὐτὸν εἰς


τὸν ναὸν τῆς Ἥρας . Ενδέχεται δὲ αὐτοὶ , οἱ ὁποῖοί τον ἐπώ
λησαν , ἐλθόντες εἰς τὴν Σπάρτην νὰ εἶπαν ὅτι οἱ Σάμιοι
τὸν ἥρπασαν . Τοιαύτη εἶναι ἡ ὑπόθεσις τοῦ κρατῆρος .
ηι . ὁ δὲ Κροῖσος , μὴ νοήσας τὸν χρησμὸν , ἐκίνησε τὰ
τρατεύματα εἰς τὴν Καππαδοκίαν , ἐλπίσας ὅτι θὰ κατα
τρέψῃ τὸν Κῦρον καὶ τὴν δύναμιν τῶν Περσῶν . ὅτε δὲ ὁ
Κροῖσος ἑτοιμάζετο νὰ ςρατεύσῃ ἐναντίον τῶν Περσῶν , Λυ
δός τις , ὁင် ὁποῖος καὶ προλαβόντως εἶχεν ὑπόληψιν ὅτι ἦτον
φρόνιμος ἄνθρωπος , ἀπὸ τὴν ἑξῆς ὅμως γνώμην ἔλαβε με -
γάλον ὄνομα εἰς τὴν Λυδίαν , ἐσυμβούλευε τὸν Κροῖσον τὰ
ἑξῆς·( τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἦτον Σάνδανις ) · « Βασιλεῦ , τὸν εἶπεν ,
‫ע‬
ἑτοιμάζεσαι νὰ κινήσῃς στρατεύματα ἐναντίον ἀνθρώπων
>>
τοιούτων , οἱὁποῖοι φοροῦσι δερματίνας ἀναξυρίδας , καὶ ὅ
» λα των τὰ ἄλλα φερέματα εἶναι δερμάτινα· τρώγουσι δὲ
ὄχι ὅσα θέλουσιν ἀλλ᾽ ὅσα ἔχουσι , κατοικοῦντες γῆν τρα
χεῖαν · πρὸς τούτοις δὲν μεταχειρίζονται ποτὲ κρασίον , ἀλλ᾽
ΒΙΒΛ . Α ΚΛΕΙΩ . 45

ὑδροποτοῦσι· δὲν ἔχουσι σῦκα νὰ φάγουν, · οὔτ᾽ ἄλλο τι


Σ
ἀγαθόν . Ἐὰν λοιπόν τους νικήσῃς, : τί θὰ λάβῃς ἀπ᾿ ἀν
θρώπους , οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουσι τίποτε ; ἐὰν δ' ἐξ ἐναντίας
>>
»νικηθῇς , στοχάσου πόσα ἀγαθὰ θὰ χάσῃς . Διότι ἀφοῦ μίαν
» φορὰν αὐτοὶ γευθῶσι τὰ ἐδικά μας ἀγαθὰ, θὰ μᾶς φορτω
‫ע‬
θῶσι , καὶ δὲν θὰ ἠμπορῶμεν νὰ γλυτώσωμεν ἀπ᾿ αὐτούς.
2
῾γὼ εὐχαριστῶ τοὺς θεοὺς , ὅτι δὲν βάλλουσιν εἰς τὸν νοῦν
» τῶν Περσῶν νὰ στρατεύσωσιν ἐναντίον τῶν Λυδῶν . »‫ ܤ‬Μ ' -

λους αὐτοὺς τοὺς λόγους δὲν ἔπειθε τὸν Κροῖσον ὁ Σάνδα


νις. Οἱ Πέρσαι δὲ ; πρὸ τοῦ νὰ καταστρέψωσι τοὺς Λυδοὺς ,
δὲν εἶχον οὔτε πολυτέλειαν οὔτε κανὲν ἀγαθόν .
72. Οἱ δὲ Καππαδόκαι ὀνομάζονται ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας

Σύριοι· ἦσαν δὲ οἱ Σύριοι οὗτοι , πρὸ τοῦ νὰ λάβωσι τὴν ἀρ


χὴν οἱ Πέρσαι , ὑπήκοοι τῶν Μήδων , καὶ τότε τοῦ Κύρου
καθότι τὸ σύνορον τῆς Μηδικῆς ἀρχῆς καὶ τῆς Λυδικῆς ἦτον
် (*) Χλυς ποταμὸς, ὁ ὁποῖος καταβαίνων ἀπὸ τὸ βουνὸν (** )

τῆς ῾ρμενίας , τρέχει διὰ μέσου τῆς Κιλικίας , ἔπειτα δὲ τρέ


χων ἔχει ἐκ δεξιῶν τοὺς Ματιανοὺς , καὶ ἐξ ἀριστερῶν τοὺς

Φρύγας· ἀφοῦ δὲ περάσῃ αὐτοὺς; τρέχων (*** ) ἄνω πρὸς βο


ρᾶν ἄνεμον, ἀπὸ τὸ ἓν μέρος χωρίζει τοὺς Συρίους Καππαδό
κας , καὶ ἀπὸ τὸ ἀριςερὸν τοὺς Παφλαγόνας . Τοιουτοτρόπως
ὁ ἥλυς ποταμὸς ἀποχωρίζει σχεδὸν ὅλην τὴν κάτω Ασίαν

ἐκτεινόμενος ἀπὸ τὴν θάλασσαν , τὴν ἀντικρὺ τῆς Κύπρου,


ἕως τὸν Εὔξεινον πόντον · τοῦτο δὲ τὸμέρος εἶναι λαιμὸς τῆς

(*) ἴδ. τὸ Σημ . ά. τοῦ §. 6.


(**) Τὸν Ταῦρον.
(*** ) Αλλέως ἤθελεν εἰπεῖ τις, Πρὸς ἄρκτον
1
46 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

ἠπείρου ὅλης , ὁ ὁποῖος ἔχει μάκρος πέντε ( *) ἡμερῶν ὁδὸν


δ᾽ ἕνα εὔζωνον πεζοδρόμον .
73. Εστράτευε δὲ ὁ Κροῖσος κατὰ τῆς Καππαδοκίας διὰ
τὰ ἑξῆς αἴτια· ἓν μὲν δ᾽ ἐπιθυμίαν γῆς , θέλων ν᾿ ἀπο
κτήσῃ καὶ ἄλλην κοντὰ εἰς τὴν ἐδικήν του· καὶ ἄλλο , τὸ κυ
ριώτερον , ἐπειδὴ , πιστεύων εἰς τὸν χρησμὸν , ἤθελε νὰ ἐκδι
κηθῇ τὸν Κῦρον διὰ τὸν Αστυάγη . Καθότι τὸν ᾿Αστυάγη τοῦ
Κυαξάρου , ὄντα γαμβρὸν τοῦ Κροίσου , καὶ βασιλέα τῶν
Μήδων , καταστρέψας ὁ Κῦρος τοῦ Καμβύσου , τὸν εἶχεν
εἰς τὴν οἰκίαν του . ἔγινε δὲ ὁ Αστυάγης γαμβρὸς τοῦ Κροί
σου τοιουτοτρόπως . Εν σῶμα Σκυθῶν τῶν νομάδων , ἀπο
στατῆσαν ἔφυγε καὶ ὑπῆγεν εἰς τὴν Μηδικὴν γῆν . Ἦτον δὲ

τύραννος τῶν Μήδων κατ᾽ ἐκείνην τὴν ἐποχὴν ὁ Κυαξάρης,


υἱὸς τοῦ Φραόρτου τοῦ Δηϊόκου , ὁ ὁποῖος τοὺς Σκύθας τού
τους πρῶτον μὲν ἐπεριποιεῖτο καλὰ , θεωρῶν αὐτοὺς ὡς ἱκέ
τας . ἐπειδὴ δέ τους εἶχεν εἰς μεγάλην εὔνοιαν , παρέδωκεν
· εἰς αὐτοὺς παῖδάς τινας Λυδοὺς διὰ νὰ μάθωσι τὴν γλῶσ
σάν των καὶ τὴν τοξευτικήν . Επέρασε δὲ καιρὸς, καὶ πάντοτε
οἱ Σκύθαι ἐπήγαινον εἰς τὸ κυνήγιον , καὶ πάντοτε κάτι ἔφε
ρον . Συνέβη ὅμως μίαν φορὰν νὰ μὴ κτυπήσωσι τίποτε· καὶ
ἐπειδὴ ἐπέστρεψαν μὲ ἄδεια χέρια , ὁ Κυαξάρης , ὁ ὁποῖος
δὲν ἦτον ἐγκρατὴς θυμοῦ , καθώς το ἔδειξεν , ἐφέρθη εἰς αὖ

τοὺς πολλὰ σληρὰ , ὅπως δὲ ἔπρεπεν. Οἱ δὲ Σκύθαι , παθόν


τες αὐτὰ ἀπὸ τὸν Κυαξάρην , ὡς παθόντες ἀνάξια τοῦ ἑαυ
τοῦ τῶν , ἐβουλεύθησαν νὰ κομματιάσωσιν ἓν ἀπὸ τὰ παιδία ,
τὰ ὁποῖα εἶχον κοντά των καὶ ἐδίδασκον , καὶ μαγειρεύσαν

(*) Περὶ τοῦ ἡμερουσίου δρόμου ἴδ . βιβ. Β. §. 9. Σημ . Β βιβ. 4. §. ror .


ΒΙΒΛ . Α. ΚΛΕΙΩ. 47

τές το , καθὼς ἐσυνήθιζον νὰ μαγειρεύωσι καὶ τὰ ἀγρίμια ,


νὰ ὑπάγουν νά τὸ δώσωσιν εἰς τὸν Κυαξάρην, τάχα ὡς κυνή
γιον, καὶ ἀφοῦ το δώσωσι νὰ φύγουν πρὸς τὸν ᾿Αλυάττην τοῦ
Σαδυάττου εἰς τὰς Σάρδεις· καθὼς καί το ἔκαμαν · ὥςε ὁΚυα
ξάρης καὶ οἱ παρόντες δαιτυμόνες ἔφαγαν ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ κρέατα :
Οἱ δὲ Σκύθαι, ἀφοῦ ἔκαμαν αὐτὸ ἔγιναν ἱκέται τοῦ Αλυάττου :

74. Μετὰ ταῦτα, ἐπειδὴ ὁ ᾿Αλυάττης δὲν ἐξέδιδε τοὺς


Σκύθας εἰς τὸν Κυαξάρην , ζητοῦντα αὐτοὺς, ἔγινε πόλεμος
μεταξὺ Λυδῶν καὶ Μήδων , καὶ διήρκεσε πέντε χρόνους , εἰς
τοὺς ὁποίους πολλάκις ἐνίκησαν οἱ Μῆδοι τοὺς Λυδοὺς , καὶ
πολλάκις οἱ Λυδοὶ τοὺς Μήδους · εἰς τοῦτο τὸ διάστημα
ἔκαμαν καὶ νυκτομαχίαν τινά. Ακολουθοῦντες ἰσοῤῥόπως τὸν
πόλεμον ἔκαμαν τὸν ἕκτον χρόνον συμβολὴν , καὶ συνέβη
ἐπάνω εἰς τὴν μάχην , ὥστε ἡ ἡμέρα ἔξαφνα νὰ γένη νύκτα .
Ταύτην τὴν μεταλλαγὴν τῆς ἡμέρας ὁ Θαλῆς ὁ Μιλήσιος
προεῖπεν εἰς τοὺς Ιωνας,ὅτι ἔμελλε νὰ γένῃ · καὶ προσδιώ
ρισε τὸν καιρὸν εἰς τὸν χρόνον, εἰς τὸν ὁποῖον καὶ ἔγινεν . Οἱ
δὲ Λυδοὶ καὶ οἱ Μῆδοι, ἐπειδὴ εἶδαν νὰ γίνηται νύκτα ἀντὶ
ἡμέρας , ἔπαυσαν ἀπὸ τὴν μάχην καὶ ἔσπευσαν τὀγλιγω

ρότερον καὶ τὰ δύο μέρη νὰ κάμωσι τὴν εἰρήνην. ᾿Εκεῖνοι δὲ ,


οἱ ὁποῖοι ἐσυμβίβασαν αὐτοὺς ἦσαν οἱ ἑξῆς · ὁ Συέννεσις ἀπὸ
τὴν Κιλικίαν, καὶ ὁ Λαβύνητος ὁ Βαβυλώνιος. Αὐτοὶ ἦσαν

οἱ ὁποῖοι καὶ τοὺς ὅρκους ἔσπευσαν νὰ γένωσι, καὶ ἐπιγα


μίαν ἔκαμαν μεταξὺ τῶν δύο τούτων οἰκογενειῶν · καθότι

ηὗραν εὔλογον , ὁ ᾿Αλυάττης νὰ δώσῃ τὴν θυγατέρα του Αρύη


νιν εἰς τὸν Αστυάγη , υἱὸν τοῦ Κυαξάρου · διότι χωρὶς ἰσχυ
ρὰν ἀνάγκην οἱ συμβιβασμοὶ δὲν συνηθίζουν νὰ μένωσιν ἰσ

χυροί. Κάμνουσι δὲ τοὺς ὅρκους τὰ ἔθνη ταῦτα , καθὼς καὶ

4
48 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

οἱ Ἕλληνες, καὶ πρὸς τούτοις χαράξαντες τοὺς βραχίονάς των


εἰς τὴν ἐπιφάνειαν , ἀναγλείφουσι τὸ αἷμα ἀλλήλων .
75. Αὐτὸν λοιπὸν τὸν Αςυάγη ὁ Κῦρος , ὄντα μητροπάτο
ρά του , καταστρέψας ἐπῆρεν εἰς τὴν οἰκίαν του δι' αἰτίαν τὴν

ὁποίαν κατόπι θὰ φανερώσω. Διὰ τοῦτο δὲ μεμφόμενος 8


ὁ Κροῖ
σος τὸν Κῦρον , ἔπεμψεν εἰς τὰ χρηστήρια ἐρωτῶν , ἄν τον συγ

χωρῆται νὰ στρατεύσῃ ἢ ὄχι κατὰ τῶν Περσῶν · καὶ ἑπομέ


νως, ἐπειδή τον ἦλθε χρησμὸς ἀπατηλὸς, ἐλπίσας ὅτι ὁ χρη
σμὸς ἦτον ὑπὲρ τοῦ ἑαυτοῦ του , ἐστράτευσεν εἰς τὴν ἐπικρά
τειαν τῶν Περσῶν . ὅτε δὲ ἔφθασεν εἰς τὰς ὄχθας τοῦ ἥλυος
ποταμοῦ ὁ Κροῖσος, ἐπέρασεν ἀντικρὺ τὰ ςρατεύματα, καθὼς
μὲν ἐγὼ λέγω, ἀπὸ τὰς γεφύρας, αἱ ὁποῖαι εἶναι καὶ τώρα·
καθὼς ὅμως λέγεται κοινῶς ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας , τοῦ τὰ ἐπέ
ρασεν 8
ὁ Θαλῆς ὁ Μιλήσιος. Επειδὴ ὁ Κροῖσος ἦτον εἰςἀπο
ρίαν πῶς θὰ περάσῃ τὸ ςράτευμά του τὸν ποταμὸν, (ὡς νὰ μὴ
ἦσαν τότε ἀκόμι αὐταὶ αἱ γέφυραι) λέγουσιν ὅτι παρὼν ὁ
Θαλῆς εἰς τὸ ςρατόπεδον ἔκαμεν ὥςε ὁ ποταμὸς , ὁ ὁποῖος
ἔτρεχεν ἀπὸ τὸ ἀριςερὸν μέρος τοῦ στρατεύματος , νὰ τρέχε
καὶ ἀπὸ τὸ δεξιόν· τὸ ἔκαμε δὲ τοιουτρόπως . Αρχίσας,

λέγουσι, παράνω τοῦ στρατοπέδου, ἔσκαπτε διώρυχα βα


θεῖαν καί την ἔφερε μηνοειδῆ , εἰς τρόπον ὥστε ἐκύκλωσε
ὄπισθεν τὸ ςρατόπεδον . Εἰς αὐτὴν δὲ τὴν διώρυχα πίπτων
ὁ ποταμὸς ἄφινε τὸ πρῶτον ῥεῦμα , καὶ ἀφοῦ περιήρχετο τὸ
τρατόπεδον , ἔμβαινε πάλιν εἰς τὸν πρῶτον δρόμον του. Οὕτω

δὲ , ἐπειδὴ ἐσχίσθη ὁ ποταμὸς , ἔγινε διαβατὸς καὶ κατὰ τὰ


δύο μέρη . Ἄλλοι λέγουσιν ὅτι παντάπασιν ἀπεξηράνθη τὸ
παλαιὸν ῥεῦμα , πλὴν ἐγὼ δὲν δέχομαι αὐτό · διότι ? πῶς ἐ
πέρασαν αὐτὸν εἰς τὴν ἐπιστροφήν των ;
76. ὁ Κροῖσος λοιπὸν , ἀφοῦ περάσας τὸν ποταμὸν ὁμοῦ
ΒΙΒΛ . Α. ΚΛΕΙΩ . 49

μὲ τὸ στράτευμα ἔφθασεν εἰς τὴν λεγομένην Πτερίαν τῆς


Καππαδοκίας , ( ἡ δὲ Πτερία εἶναι τὸ ἰσχυρότατον μέρος τοῦ
τόπου τούτου , κειμένη ἀκριβῶς πρὸς τὴν Σινώπην , πόλιν εἰς
τὸν Εὔξεινον πόντον, ἐκεῖ ἐςρατοπέδευσε φθείρων τὰ κτήμα
τα τῶν Συρίων . Εκυρίευσε δὲ τὴν πόλιν τῶν Πτερίων καί την
ἐξανδραπόδισεν · ἐκυρίευσε καὶ ὅλας τὰς τριγυρινάς της ,
καὶ ἀνεςάτωσε τοὺς Συρίους , οἱ ὁποῖοι δέν τον ἔπταισαν
τίποτε. ὁ δὲ Κῦρος μαζεύτας τὰ ἐδικά του τρατεύματα ,
παραλαβὼν καὶ ὅλους, ὅσοι ἐκατοίκουν ἐπάνω εἰς τὸν δρόμον
του , ἐπήγαινεν εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κροίσου . Πρὸ τοῦ δὲ νὰ
κινήσῃ τὸ ςράτευμα εἰς τὴν ἔξοδον , πέμψας κήρυκας εἰς τοὺς
Φωνας , ἐπάσχιζε νά τους ἀποςατίσῃ ἀπὸ τὸν Κροῖσον · οἱ ἴω
νες ὅμως δὲν ἐπείθοντο . Καθὼς δὲ ἔφθασεν ὁ Κῦρος , καὶ
ἐτρατοπέδευσεν ἀντικρὺ τοῦ Κροίσου , ἐκεῖ εἰς τὴν χώραν τῶν
Πτερίων , ἐδοκίμαζον τὰς δυνάμεις των ἀφοῦ δὲ ἔκαμαν μί
αν μάχην μεγάλην , ὅπου ἔπεσαν πολλοὶ ἀπὸ τὰ δύο μέρη ,
τέλος πάντων, ἐπειδὴ ἐνύκτωσεν , ἐχωρίσθησαν χωρὶς νὰ
νικήσῃ οὔτε τὸ ἐν οὔτε τὸ ἄλλο μέρος . Τὰ μὲν δύο ςρατόπε
δα οὕτως ἀγωνίσθησαν .
77. ὁ δὲ Κροῖσος , ἀποδώσας τὴν αἰτίαν τῆς ἀποτυχίας
εἰς τὸν ἀριθμὸν τοῦ στρατεύματός του , (διότι τὸ ἐδικόν του
τράτευμα , τὸ ὁποῖον ἐκτυπήθη μὲ τοὺς ἐναντίους , ἦτον πο
λὺ ὀλιγώτερον ἀπὸ τὸ τοῦ Κύρου ) , εἰς τοῦτο ἀποδώσας τὴν
αἰτίαν , ἐπειδὴ τὴν ἀκόλουθον ἡμέραν δὲν ἐκθῆκεν ὁ Κῦρος
νὰ κάμῃ κανὲν ἐπιχείρημα , ἐπέστρεφεν ὀπίσω εἰς τὰς Σάρ
δεις , ἔχων εἰς τὸν νοῦν του , ἀφοῦ προσκαλέσῃ τοὺςΑἰγυπτί
ους κατὰ τὰς συνθήκας, (διότι είχε κάμει συμμαχίανμὲ τὸν
Αμασιν , βασιλέα τῆς Αἰγύπτου , πρὶν κάμῃ ἀκόμι μὲ τοὺς
Λακεδαιμονίους ·) ἀφοῦ μηνύτῃ νὰ ἔλθωσι καὶ οἱ Βαβυλώνι
(TOM. Á ) 4
50 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΙ ·

οι , (διότι είχε συμφωνήσει καὶ μ ' αὐτοὺς συμμαχίαν· ἦτον


δὲ τότε τύραννος τῶν Βαβυλωνίων ὁ Λαβύνητος·) ἀφοῦ εἰδο
ποιήσῃ καὶ τοὺς Λακεδαιμονίους νὰ παρευρεθῶσιν εἰς καιρὸν
διωρισμένον · ἀφοῦ τέλος πάντων ἑνώσῃ ὅλους αὐτοὺς , καὶ
μαζεύσῃ καὶ τὰ ἐδικά του ςρατεύματα , ἐςοχάζετο ν᾿ ἀφήσῃ
νὰ περάσῃ ὁ χειμὼν ; καὶ τὴν πρώτην ἄνοιξιν νὰ τρατεύσῃ
κατὰ τῶν Περσῶν. Καὶαὐτὸς μὲν ταῦτα φρονῶν , καθὼς ἔφθα
σεν εἰς τὰς Σάρδεις , ἔστειλεν εἰς τοὺς συμμάχους του κή
ῥυκάς νά τους προείπωσιν εἰς πέντε μῆνας νὰ συναχθῶσιν εἰς
τὰς Σάρδεις . Εἰς δὲ τὸ παρὸν ςράτευμα , τὸ ὁποῖον ἐπολέμησε
μὲ τοὺς Πέρσας, καὶ ἦτον ξενικὸν , ἔδωσεν ἄδειαν νὰ διαλυθῇ ὅ
λον , χωρὶς νὰ ὑποπτευθῇ ποτὲ , μήπως ὁ Κῦρος , ὁ ὁποῖος τόσον
ἰσοδυνάμως Αγωνίσθη μ᾿ αὐτὸν, ἔλθῃ καὶ κτυπήσῃ τὰς Σάρδεις.
78. ὅτε ἔκαμνεν ὁ Κροῖσος αὐτοὺς τοὺς στοχασμοὺς, τὸ
προάστειον ὅλον ἐγέμισεν ὀφίδια · οἱ δὲ ἵπποι, καθὼς ἐφάνη
νησαν αὐτὰ , ἀφήσαντες νὰ βόσκωσι τὰς βοσκάς των, ἐπήγαι
νον καί τα ἔτρωγον . ἰδὼν αὐτὸ ὁ Κροῖσος ἐξοχάσθη ὅτι ἦτον ,
καθὼς καὶ ἦτον , τέρας · ἀμέσως λοιπὸν ἔστειλε θεοπρόπους
εἰς τοὺς ἐξηγητὰς Τελμησσεῖς πλὴν οἱ θεοπρόποι , πορευθέν
τες καὶ μαθόντες ἀπὸ τοὺς Τελμησσεῖς , τί θέλει νὰ φανερώσῃ
τὸ τέρας, δὲν ἐπρόφθασαν νὰ φέρωσι τὴν εἴδησιν εἰς τὸν
Κροῖσον · διότι πρὶν ἀναπλεύσωσιν αὐτοὶ ὀπίσω εἰς τὰς Σάρα

δεῖς , αἰχμαλωτίσθη ó
ὁ Κροῖσος. Μολοντοῦτο οἱ Τελμησσεῖς
τοιουτοτρόπως τὸ ἐξήγησαν · ὅτι στράτευμα ἑτεροεθνὲς πρέ
· πει νὰ προσμένῃ ὁ Κροῖσος εἰς τὸν τόπον του , καὶ ὅτι αὐτὸ
ἐλθὸν θὰ κατατρέψῃ τοὺς ἐντοπίους· λέγοντες ὅτι τὸ ὀφίδιον
εἶναι υἱὸς τῆς γῆς , ὁ δὲ ἵππος πολέμιος καὶ ἔπηλυς. Αὐτὰ
ἀπεκρίθησαν οἱ Τελμησσεῖς εἰς τὸν Κροῖσον ἤδη αἰχμαλωτι
ΒΙΒΛ . Α΄ ΚΛΕΙΩ . 1 51

*μένον , χωρὶς ὅμως νὰ ἠξεύρωσιν ακόμι τίποτε ἀπὸ τὰ τρέ


χοντα εἰς τὰς Σάρδεις καὶ εἰς αὐτὸν τὸν Κροῖσον .
79. Αμέσως δὲ , ὅτε μετὰ τὴν μάχην τὴν γενομένην εἰς
τὴν Πτερίαν ἀνεχώρει ὀπίσω ὁ Κροῖσος , μαθὼν ὁ Κῦρος ὅτι
ἐπιστρέψας εἰς τὰς Σάρδεις ἔμελλε νὰ διαλύσῃ τὸ στρά
τεύμα , βουλευόμενος εὕρισκεν ὅτι ἦτον συμφερώτατον νὰ ὑ
πάγῃ , ὅσον δυνατὸν ὀγλιγωρότατα , νὰ κτυπήσῃ τὰς Σάρδεις ,
πρὶν ἑνωθῆ δευτέραν φορὰν ἡ δύναμις τῶν Λυδῶν. Καθὼς δέ

τ᾽ ἀπεφάσισεν , ἀμέσως καί το ἔβαλεν εἰς πρᾶξιν · ὥσε ἐμβὰς


μὲ τὸ στράτευμά του εἰς τὴν Λυδίαν ὑπῆγεν ὁ ἴδιος νὰ δώ
σῃ τὴν εἴδησιν εἰς τὸν Κροῖσον . Τότε ὁ Κροῖσος , καταντή
σας εἰς μεγάλην ἀμηχανίαν , διότι τὰ πράγματα ἦλθαν δια
φορετικὰ ἀπ ' ὅ, τι αὐτὸς ἤλπεζε , μολοντοῦτο ἔκβαλε τοὺς Δυ

δοὺς εἰς μάχην. Κατ᾽ ἐκεῖνον δὲ τὸν καιρὸν δὲν ἦτον εἰς τὴν
Ασίαν οὔτε ἀνδρειότερον οὔτε δυνατώτερον ἔθνος ἀπὸ τὸ Λυ
δικόν . Τὸ εἶδος τῆς μάχης τῶν Λυδῶν ἦτον ἱππικὸν, καὶ εἶ
χον μεγάλα δόρατα ὄντες ἐπιτήδειοι εἰς τὸ ἱππεύειν .
80. ὅτε δὲ ἀντικρύσθησαν εἰς τὴν πεδιάδα, ἡ ὁποία εἶναι
ἔμπροσθεν τοῦ Σαρδιανοῦ τείχους , μεγάλη καὶ ἄδενδρος , (διὰ
μέσου αὐτῆς τρέχοντες καὶ ἄλλοι ποταμοὶ καὶ ὁ ῞λλος
πίπτουσιν ὅλοι εἰς τὸν μεγαλώτατον , ὀνομαζόμενον ῾ρμον,
ὁ ὁποῖος τρέχων ἀπὸ βουνὸν ἀφιερωμένον εἰς τὴν Μητέρα
Δινδυμήνην , χύνεται εἰς τὴν θάλασσαν πλησίον τῆς Φωκαίας
πόλεω ;· ) τότε ὁ Κῦρος, καθὼς εἶδε τοὺς Λυδοὺς ταττομέ
νους εἰς μάχην, φοβηθεὶς τὸἱππικὸν, ἔκαμε κατὰ συμβουλὴν
τοῦ ἁρπάγου , ἀνδρὸς Μήδου , τοιοῦτό τι . ὅσαι καμῆλαι·
ἠκολούθουν τὸ ἐδικόν του στράτευμα , σιτοφόροι καὶ σκευοφό
ροι , τὰς ἐμάζευσεν ὅλας , καὶ ξεφορτώσας τὰ βάρη , ἀνεβί
βασεν εἰς αὐτὸς στρατιώτας , ἐνδυμένους ἱππικὴν στολήν
Ε
52 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

Ἀφοῦ δέ τους ἑτοίμασε , τοὺς διώρισε νὰ πορεύωνται ἔμπροσ


-θεν τοῦ λοιποῦ στρατεύματός του , ἐναντίον τοῦ ἱππικοῦ τοῦ
Κροίσου · κατόπι δὲ τοῦ καμηλικοῦ ἐπρόσταξε ν᾿ ἀκολουθῆ
τὸ πεζόν στράτευμα , καὶ ὄπισθεν τοῦ πεζοῦ ἔβαλεν ὅλον τὸ
ἱππικόν . ὅτε δὲ ὅλοι ἦσαν εἰς τάξιν , τοὺς παρήγγειλεν, ὅ
ποιος ἀπὸ τοὺς ἄλλους Λυδοὺς ἔλθῃ ἐμπρός των, νά τον φο
νεύωσι χωρίς συγκατάβασιν , αὐτὸν ὅμως τὸν Κροῖσον νὰ
μή τον φονεύσωσι , μήτε ἂν ἀμύνηται , ὅταν θελήσουν νά τον

πιάσωσιν. Αὐτὴν τὴν προσταγὴν ἔδωκεν . ἔταξε δὲ τὰς καμή


λας ἀντικρὺ τοῦ ἱππικοῦ τῶν ἐχθρῶν διὰ τὴν ἀκόλουθον αἰα
τίαν. ὁ ἵππος φοβεῖται τὴν καμήλαν , καὶ δὲν ὑποφέρει οὔτε
τὴν μορφήν τῆς νὰ βλέπῃ , οὔτε τὴν ὀσμήν της νὰ μυρίζῃ .
Διὰ τοῦτο λοιπὸν ἐσοφίσθη αὐτὸ , διὰ νὰ μένῃ ἄχρηστον τὸ
ἱππικὸν τοῦ Κροίσου, εἰς τὸ ὁποῖον ἐπεςηρίζεται ὁ Λυδὸς , ὅτι
θὰ δοξασθῇ. ὅτε δὲ ἐπλησίαζον διὰ νὰ κτυπηθῶσιν , ἀμέσως
καθὼς ἐμυρίσθησαν οἱ ἵπποι τὰς καμήλας ; καὶ εἶδαν αὐτὰς ,
ἀνέσρεφον ὀπίσω, καὶ ἀπέτυχεν ἡ ἐλπὶς τοῦΚροίσου. Οἱ Λυ
δοὶ ὅμως δι αὐτὸ δὲν ἐδειλίασαν · ἀλλ ' ἐπειδὴ ἐκατάλαβαν τὸ
τί ἔκαμαν οἱ ἐναντίοι, ἀποπηδήσαντες ἀπὸ τοὺς ἵππους ἐπιά

σθησαν πεζοὶ μὲ τοὺς Πέρσας . ὕφερον δὲ , ἀφοῦ ἔπεσαν πολλοὶ


καὶ ἀπὸ τὰ δύο μέρη, ἐτράπησαν εἰς φυγὴν οἱ Λυδοὶ , καὶ
περικλεισθέντες εἰς τὸ τεῖχος ἐπολιορκοῦντο ἀπὸ τοὺς Πέρσας .
81. Καὶ αὐτοὶ μὲν εἶχον τὰς Σάρδεις εἰς πολιορκίαν . ὁ
δὲ Κροῖσος , νομίζων ὅτι ἡ πολιορκία ἔμελλε νὰ ἐκτανθῇ , ἐξεκί
νησεν ἀπὸ τὸ τεῖχος ἄλλους μηνυτὰς εἰς τοὺς συμμάχους · διό
τι οἱ μὲν πρότεροι ἐστάλθησαν διὰ νά τους προείπωσιν εἰς
πέντε μῆνας νὰ συναχθῶσιν εἰς τὰς Σάρδεις· αὐτοὺς δὲ ἐξε
κίνησε νὰ ὑπάγουν νά τους παρακαλέσωσι τὀγλιγωρότερον
νὰ βοηθήσουν, εἰδοποιοῦντές τους ὅτι ὁ Κροῖσος ἐπολιορκεῖτο .
ΒΙΒΛ . Α. ΚΛΕΙΩ . 53

81. Εςειλε λοιπὸν καὶ εἰς τοὺς ἄλλους συμμάχους , καὶ


ἔτι εἰς τὴν Λακεδαίμονα · συνέπεσεν ὅμως κατ᾽ ἐκείνην τὴν
ἐποχὴν νὰ ἔχωσι καὶ αὐτοὶ οἱ Σπαρτιᾶται φιλονεικίας μὲ
τοὺς ᾿Αργείους διά τινα τόπον Θυρέας ὀνομαζόμενον . Αὐ
τὰς τὰς Θυρέας , οὔσας τῆς ἐπικρατείας τοῦ ἔργους , ἀποκε
ψαντες οἱ Λακεδαιμόνιοι , τὰς ἐπῆραν· καθότι ὅλον ἐκεῖνο τὸ
μέρος πρὸς δυσμὰς ἕως τὰς Μαλέας , τόσον ἡ στερεὰ , ὅσον

καὶ ἡ Κυθηρία νῆσος καὶ αἱ λοιπαὶ νῆσοι ἦσαν τῶν Αργείων ·


Επειδὴ δὲ οἱ Ἀργεῖοι ἔτρεξαν εἰς βοήθειαν τῆς γῆς των ἀπο
κοπτομένης, ἦλθαν εἰς ὁμιλίαν , καὶ ἐσυμφώνησαν τὰ δύο μέρη ,
ὥςε τριακόσιοι ἀπὸ καθὲν νὰ πολεμήσωσι, καὶ ὅποιοι νική
σουν αὐτῶν νὰ ἦναι ἡ γῆ τὸ δὲ πλῆθος ἑκατέρου ςρατεύμτος
ν ' ἀναχωρήσῃ εἰς τὴν πόλιν του , καὶ νὰ μὴ παρευρίσκητας
εἰς τὸν τόπον τοῦ ἀγῶνος, διὰ τὴν ἀκόλουθον αἰτίαν · μήπως ,
ὅταν ἦναι ἐκεῖ τὰ στρατεύματα; βλέπον τὸ ἓν μέρος τοὺς
ἐδικούς του νὰ νικῶνται, ὑπάγῃ καὶ βοηθήσῃ . Αφοῦ ἔκαμαν
αὐτὰς τὰς συμφωνίας, ἀνεχώρησαν · τριακόσιοι δὲ διαλεκτοὶ
ἀπὸ ἑκάτερον μέρος μείναντες ἐπιάσθησαν . Ἐπειδὴ ὅμως ἐφά
νησαν εἰς τὴν μάχην ἰσόπαλοι, ἀπὸ ἑξακοσίους ἄνδρας τρεῖς
μόνον ἔμενον · ἀπὸ μὲν τοὺ ; Αργείους ὁ ᾿Αλκήνωρ καὶ ὀ Χρό
μιος , ἀπὸ δὲ τοὺς Λακεδαιμονίους ὁ ὀθρυάδης. Εμειναν δὲ
αὐτοὶ , διότι ἐνύχτωσεν . Οἱ δύο λοιπὸν τῶν Αργείων , ὡς νικής
ταὶ , ἔτρεχον εἰς τὸ ῎Αργος , ὁ δὲ ὀθρυάδης τῶν Λακεδαιμο
νίων σκυλεύσας τοὺς νεκροὺς τῶν Αργείων , καὶ κουβαλή
σας τὰ ὅπλα εἰς τὸ ςρατόπεδόν του, ἔστεκεν εἰς τὴν τάξιν του .
Τὴν ἀκόλουθον δὲ ἡμέραν ἦλθαν καὶ τὰ δύο μέρη νὰ ἐξετά
σωσι . Μέχρι τινὸς δὲ ἐπέμενον ἑκάτεροι ὅτι εἶχον τὴν νίκην , οἱ
μὲν Ἀργεῖοι λέγοντες ὅτι ἀπ᾿ αὐτοὺς ἐσώθησαν περισσότεροι ,
οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι παρασταίνοντές τους ὅτι ἔφυγαν , καὶ ὁ
54 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤ
ΟΥ .

ἐδικός των ἔμεινε καὶ ἐσκύλευσε τοὺς νεκροὺς ἐκείνων . Τέλος


πάντων, ἀπὸ τὴν φιλονεικίαν ἦλθαν πάλιν εἰς χεῖρας καὶ
ἐμάχοντο · ἀφοῦ δὲ ἔπεσαν πολλοὶ ἀπὸ τὰ δύο μέρη , ἐνίκων
οἱ Λακεδαιμόνιοι . Εκτοτε οἱ Ἀργεῖοι ξυρίσαντες τὰς κεφαλάς
των , ἐνῷ πρότερον ἀφεύκτως ὅλοι ἄφινον τὰ μαλλία , ἔκα

μαν νόμον καὶ κατάραν , κανεὶς Ἀργεῖος νὰ μὴ θρέψῃ μαλλία ,


μήτε αἱ γυναῖκές των νὰ χρυσοφορήσωσι , πρὶν ἀνασώσω
σι τὰς Θυρέας · οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι ἔβαλαν νόμον ἐξ ἐναν
τίας τῶν Αργείων, ἔκτοτε ν᾿ ἀφίνωσι τὰ μαλλία, ἐνῷ πρό
τερόν τα ἔκοπτον . ὁ δὲ εἷς , ὁ ὁποῖος ἔμεινεν ἀπὸ τοὺς τρια
κοσίους , ὁ ὀθρυάδης , ἐντρεπόμενος , λέγουσι , νὰ ἐπιτρέψῃ

εἰς τὴν Σπάρτην , ἀφοῦ ἐσκοτώθησαν οἱ συλλογῖταί του , ἐφο


νεύθη μόνος του ἐκεῖ εἰς τὰς Θυρέας .
83. Εἰς τοιαύτας φροντίδας ἦσαν οἱ Σπαρτιᾶται , ὅτε
ἔφθασεν ὁ Σαρδιανὸς κήρυξ , ζητῶν ἀπ᾿ αὐτοὺς νὰ βοηθήσωσι

τὸν Κροῖσον πολιορκούμενον· μολοντοῦτο , καθὼς ἤκουσαν


τὸν κήρυκα , ἐπροθυμήθησαν νὰ ὑπάγωσιν εἰς βοήθειάν του.
ἦσαν δὲ παρεσκευασμένοι , καὶ τὰ καράβια ἕτοιμα , ὅτε ἔφθα
σεν ἡ ἄλλη εἴδησις , ὅτι ἦτον κυριευμένον τὸ τεῖχος τῶν Λυ
δῶν , καὶ ὁ Κροῖσος ἐπιάσθη ζωντανός . Τοιουτοτρόπως δὲ
οἱ Λακεδαιμόνιοι λυπηθέντες πολὺ ἔπαυσαν .
84. Δἱ Σάρδεις δὲ ἐκυριεύθησαν κατὰ τὸν ἀκόλουθον τρόπον .
¿
Ἦτον δεκάτη τετάρτη ἡμέρα , ἀφοῦ ἐπολιορκεῖτο ὁ Κροῖσος ↑
καὶ ὁ Κῦρος ἔστειλεν ἱππεῖς καὶ προεῖπεν εἰς ὅλον του τὸςρά
τευμα ὅτι , ὅποιος πρῶτος ἀναθῇ εἰς τὸ τεῖχος , θά τον δώσῃ

δῶρα. Μετὰ δὲ τοῦτο, ἀφοῦ ἐπάσχισε τὸ ςράτευμα, καὶ τίπο ·


τε δὲν κατωρθύνετο, ἐνῷ οἱ ἄλλοι ἔπαυσαν, τότε (* ) Μάρδος

( *) Γένος Περσικόν. 1δ . § . 125 .


ΒΙΒΛ . Α. ΚΛΕΙΩ . 55

τις ςρατιώτης , τὸ ὄνομά του Τροιάδης, κατεγένετο προχωρῶν


εἰς τὰ ἄνω κατὰ τὸ μέρος τῆς ἀκροπόλεως , ὅπου δὲν ἐφύ
λαττε κανείς · οὔτε ἦτον φόβος μήπως ἀπεκεῖ κυριευθῆ ποτές
διότι ἡ ἀκρόπολις κατὰ τοῦτο τὸ μέρος εἶναι ἀπότομος καὶ
ἄμαχος . Δι' αὐτὸ δὲ οὔτε ὁ Μήλης, ὁ πρότερες βασιλεὺς
τῶν Σαρδίων , κατ᾽ ἐκεῖνο τὸ μέρος δὲν περιέφερε τὸν λέον
τα , τὸν ὁποῖον ἐγέννησεν ἡ παλλακή του , καὶ περὶ τοῦ ὅτι
ποίου ἔκριναν οἱ Τελμησσεῖς ὅτι , ἐὰν περιφερθῇ τριγύρω
τοῦ τοίχους , αἱ Σάρδεις θὰ ἦναι ἀνάλωτοι, ὁ Μήλης

λοιπὸν , περιτριγυρίσας αὐτὸν καθ᾽ ὅλα τὰ ἄλλα μέρη , κατὰ


τὰ ὁποῖα ἡ ἀκρόπολις ἦτον ἐπίμαχος , ἀδιαφόρησε δι' αὐτὸ,
ὡς ἄμαχον καὶ ἀπότομον· εἶναι δὲ το μέρος τοῦτο ἀντικρὺ
τοῦ Τμώλου . ὁ δὲ Χροιάδης , αὐτὸς ὁ Μάρδος , ἰδὼν τὴν προ
λαβοῦσαν ἡμέραν Λυδόν τινα , ὅτι κατ᾽ ἐκεῖνο τὸ μέρος τῆς
ἀκροπόλεως κατέβη καὶ ἔλαβε περικεφαλαίαν , ἡ ὁποία ἐκύ
λισεν ἀπεπάνω , παρετήρησε τοῦτο καλὰ , καί το ἔβαλεν εἰς
τὸν νοῦν του, ὥστε τότε καὶ αὐτὸς ἀνέβη , καὶ ἄλλοι Πέρσαι
μιμούμενοι αὐτὸν , καὶ οὕτως , ἐπειδὴ ἀνέβησαν πολλοὶ, ἐκυ

ριεύθησαν αἱ Σάρδεις, και ὅλη ἡ πόλις ἐπορθεῖτο .


85 · Εἰς δὲ τὸν Κροῖσον ἔγιναν τὰ ἀκόλουθα . Εἶχεν υἱὸν ,
περὶ τοῦ ὁποίου καὶ πρότερον (* ) ἀνέφερα. Αὐτὸς κατὰ τὰ
ἄλλα ἦτον καλὸς , πλὴν ἄφωνος . Εἰς τὴν προλαβοῦσαν

του λοιπὸν εὐτυχίαν ὁ Κροῖσος τὸ πᾶν εἶχε κάμει δι αὐτόν·


κοντὰ δὲ εἰς τὰ ἄλλα , τὰ ὁποῖα ἐστοχάσθη νὰ κάμῃ διὰ τὸν
ἄφωνον υἱόν᾽ του , ἔστειλε καὶ εἰς τους Δελφοὺς νὰ ἐρωτήσῃ
τὸ μαντεῖον . Ἡ δὲ Πυθία εἶπε τὰ ἑξῆς·

Λυδὲ κατὰ τὸ γένος , βασιλεῦ πολλῶν , πολλὰ μωρὲ

{* ) ῎δ· 34-64 !
56 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

Προῖος , μὴ θέλῃς ν᾿ ἀκούσῃς εἰς τὴν οἰκίαν σου τὴν πο


λύευκτον φωκὴν τοῦ υἱοῦ σου λαλοῦντος . Συμφερώτερόν
σε εἶναι νὰ λείψῃ αὐτό · διότι θὰ λαλήσῃ πρώτην φο

ρὰν εἰς ἡμέραν δυστυχῇ ·


ὅτε δὲ ἐκυριεύετο τὸ τεῖχος , Πέρσης τις , μὴ γνωρίσας

τὸν Κροῖσον , ὑπήγαινεν ἐπάνω του να τον φονεύσῃ . Καὶ ὁ


μὲν Κροῖσος , μολονότι ἔβλεπεν αὐτὸν ὁρμῶντα ἐναντίον του ,

ἀπὸ τὴν θλίψιν του , ἀδιαφόρησε, καὶ δέν τον ἔμελε ν' ἀπὸ
θάνῃ· πληγωθείς · ὁ δὲ υἱός του αὐτὸς ὁ ἄφωνος, καθὼς εἶδε
τὸν Πέρσην ἐπερχόμενον , ἀπὸ τὸν φόβον του καὶ ἀπὸ τὴν ξε
νοχωρίαν του ἔκβαλε φωνὴν καὶ εἶπεν . » Ἄνθρωπε , μὴ φο
νεύσῃς τὸν Κροῖσον . » Καὶ αὐτὸς μὲν τοῦτο πρώτην φο
ρὰν ἐπρόφερε : μετὰ ταῦτα δὲ ὡμίλει εἰς ὅλον τὸν καιρὸν
τῆς ζωῆς του .

86. Οἱ δὲ Πέρσαι ἐκυρίευσαν τὰς Σάρδεις , καὶ ἐζώγρη

σαν αὐτὸν τὸν Κροῖσον , ὁ ὁποῖος ἐβασίλευσε δέκα τέσσαρας


χρόνους , καὶ ἐπολιορκήθη δέκα τέσσαρας ἡμέρας , καὶ κατὰ
τὸν χρησμὸν κατέπαυσε μεγάλην βασιλείαν , τὴν ἰδικήν του .
Λαβόντες δὲ αὐτὸν οἱ Πέρσαι , τὸν ὑπῆγαν εἰς τὸν Κῦρον .

Αὐτὸς δὲ, σωρεύσας πυρὰν μεγάλην, ἀνεβίβασεν ἐπάνω τὸν


Κροῖσον , δεμένον μὲ πέδας , καὶ κοντά του δὶς ἑπτὰ παῖ
δας Λυδῶν , εἴτε ἔχων σκοπὸν νά τους καθιερώπῃ ἀκροθίνια

εἰς θεόν τινα , εἴτε θέλων νὰ ἐκπληρώσῃ κανὲν τάγμα , εἴτε


καὶ, ἐπειδὴ ἤκουσεν ὅτι ὁ Κροῖσος ἦτον θεοσεβής, διὰ τοῦ
το ἀνεβίβασεν αὐτὸν εἰς τὴν πυρὰν , θέλων νὰ ἴδῃ , ἐὰν θεός
τις θά τον λυτρώσῃ , ὥςε νὰ μὴ κατακαυθῇ ζωντανός . Καὶ
ταῦτα μὲν λέγουσιν ὅτι ἔκαμεν ὁ Κῦρος . ὁ δὲ Κροῖσος , στε
κόμενος ἐπάνω εἰς τὴν πυρὰν , μὲ ὅλα τὰ δεινὰς εἰς τὰ
ὁποῖα εὑρίσκετο , ἐνθυμήθη τὸν λόγον τοῦ Σόλωνος , τὸν ὁποῖον
BIBA. Á. KAEIN. 57

θεόθεν ἐμπνευσμένος εἶχεν εἰπεῖ , ὅτι κανεὶς ἀπὸ τοὺς ζῶν


τας δὲν εἶναι εὐδαίμων . Επειδὴ δὲ ἦλθεν αὐτὸ εἰς τὸν
νοῦν του, ἀναπνεύσας καὶ ἀναστενάξας ὕστερον ἀπὸ πολλὴν
#
ἡσυχίαν ἐπρόφερε , λέγουσι, τρεῖς φορὰς τὸ ὄνομα , ΣΌΛΩΝ .

ὁ δὲ Κῦρος , ἀκούσας τοῦτο ἐπρόσταξε τοὺς ἑρμηνεῖς νὰ


ἐρωτήσωσι τὸν Κροῖσον , ποῖος ἦτον αὐτὸς τὸν ὁποῖον ἐπε
καλεῖτο . Οἱ δὲ ἑρμηνεῖς πλησιάσαντες ἠρώτων · ἀλλ ' ὁ Κροῖ
σος , λέγουσι, μέχρι μέν τινος ἐρωτώμενος ἐσιώπα · μετὰ
ταῦτα δὲ ἐπειδή τον ἠνάγκαζον εἶπεν . » ᾿Εκεῖνος τοῦ ὁποίου
* τὴν συνδιάλεξιν μὲ ὅλους τοὺς μονάρχας ἤθελον προ
τιμήσει ἀντὶ πολλῶν χρημάτων. » Επειδὴ δὲ κανεὶς δὲν ἐξ
νόει τὸ τὶ ἔλεγε, πάλιν τὸν ἠρώτων διὰ τὰ λεγόμενα · καὶ
ἐπειδὴ ἐπέμενονκαί τον ἐστενοχώρον , ἔλεγε τέλος πάντων
ὅτι ὑπῆγε πρὸ καιροῦ εἰς τὰς Σάρδεις ὁ Σόλων ὁ ᾿Αθηναῖος ,

καὶ ἀφοῦ ἐθεώρησεν ὅλα του τὰ πλούτη , τὰ ἐξευτέλισε , διη


γηθεὶς ὁ Κροῖσος ὅσα τὸν ἠκολούθησαν , καὶ ὅτι ὅλα τὸν ἐκ
βῆκαν καθὼς ἐκεῖνος εἶπεν. Ἀπετείνετο (δὲ ‫܃‬ὁ Λυδὸςὄχι πιο
ρισσότερον εἰς τὸν ἑαυτόν του ,‫ ܕ‬παρὰ εἰς ὅλον τὸ ἀνθρώπινον
γένος, καὶ μάλιστα εἰς ἐκείνους, ὅσοι φαντάζονται καθ᾽ ἑαυ
τοὺς ὅτι εἶναι εὐδαίμονες . ὁ μὲν Κροῖσος αὐτὰ , λέγουσιν, ὅτι
διηγεῖτο . ἐπειδὴ δὲ ἡ πυρὰ εἶχεν ἀνάψει πλέον , ἤρχισαν
νὰ περικαίωνται τὰ κάτω μέρη · καὶ ὁ Κῦρος , ἀκούσας ἀπὸ
τοὺς ἑρμηνεῖς ὅσα εἶπεν ὁ Κροῖσος, μετενόησε, καὶ στοχᾶ
σθεὶς ὅτι, καὶ αὐτὸς ἄνθρωπος ὢν , παρέδιδε ζωντανὼν εἰς
τὴν φωτίαν ἄλλον ἄνθρωπον , ὁ ὁποῖος δὲν ἐστάθη κατώτε
ρός του εἰς τὴν εὐδαιμονίαν, πρὸς τούτοις δὲ φοβηθεὶς καὶ

τὴν ἐκδίκησιν τῶν θεῶν, καὶ συλλογισθεὶς ὅτι κανὲν ἀπὸ τὰ


ἀνθρώπινα πράγματα δὲν εἶναι ἀσφαλὲς , ἐπρόσταξε , λέγου
σι , νὰ σβύσουν τόγλιγωρότερον τὴν φωτίαν , ἡ ὁποία ἔκαιε* ,
58 ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΔΟΤΟΥ.

καὶ νὰ καταβιβάσωσι τὸν Κροῖσον , καὶ τοὺς ὄντας μετ᾿ αὐ


τοῦ . Οἱ διωρισμένοι ὅμως εἰς τοῦτο, καταγινόμενοι δὲν ἠμ
πόρουν πλέον νὰ ὑπερνικήσωσι τὴν φωτίαν .
87. Τότε , λέγουσιν οἱ Λυδοὶ ὅτι ὁ Κροῖσος μαθὼν τὴν
μεταμέλειαν τοῦ Κύρου , ἐπειδὴ ἔβλεπεν ὅτι ὅλοι κατεγί
νοντο νὰ σβύσωσι τὴν φωτίαν , πλὴν δὲν ἠμπόρουν πλέον να
την καταπατήσωσιν , ἐφώναξεν ἐπικαλούμενος τὸν Ἀπόλλω
να, ἐάν ποτέ τον ἐπρόσφερε δῶρον εὐχάριστον, να προφθά

σῃ καὶ νά τον λυτρώσῃ ἀπὸ τὸ παρὸν κακόν . ὁ μὲν Κροΐ


σος δακρύων , λέγουσιν , ἐπεκαλεῖτο τὸν θεόν· ἑνῷ δὲ ἦτον
αἰθρίᾳ καὶ νηνεμία , ἐπυκνώθησαν ἔξαφνα τὰ σύννεφα , γίνε
ται μεγάλη κακοκαιρία , καὶ πίπτει βροχὴ ῥαγδαία , ὥστε
ἐσβέσθη ἡ πυρά . Τοιουτοτρόπως δὲ, ἐπειδὴ ἔμαθεν ὁ Κῦ
ρος ὅτι ὁ Κροῖσος ἦτον ἄνθρωπος καὶ θεοφιλὴς καὶ ἀγαθὸς,
τὸν κατεβίβασε , λέγουσιν , ἀπὸ τὴν πυρὰν, καί τον ἠρώτησε
τὰ ἀκόλουθα . « Κροῖσε ἐποῖος ἄνθρωπος σ᾿ ἔπεισε νὰ κινήσῃς

στρατεύματα εἰς τὸν τόπον μου , καὶ ἀντὶ φίλου νὰ γένης


D
πολέμιός μου ; » ὁ δὲ Κροῖσος εἶπεν· » ὦ Βασιλεῦ , ἐγὼ ἔ
D
» καμπ αὐτὸ δι᾽ ἐδικήν σου εὐδαιμονίαν , καὶ ἐδικήν μου κα
» κοδαιμονίαν · αἴτιος δὲ τούτων ἔγινεν ὁ θεὸς τῶν Ἑλλήνων ,

• ὁ ὁποῖος με διήγειρεν εἰς τὸ νὰ κινήσω στρατεύματα· διό


» τι κανεὶς δὲν εἶναι τόσον ἀνόητος , ὥστε νὰ προτιμᾷ τὸν πό

λεμον ἀπὸ τὴν εἰρήνην . Εἰς τὴν εἰρήνην οἱ παῖδες θάπτου ·


· σι τοὺς πατέρας · εἰς δὲ τὸν πόλεμον, οἱ πατέρες τοὺς παῖ ·
D δας . Ἀλλ᾿ αὐτὰ βέβαια τοιουτοτρόπως ἠθέλησαν οἱ θεοὶ

· νὰ γένωσιν . »
· 88. ὁ μὲν Κροῖσος ταῦτα ἔλεγεν . ὁ δὲ Κῦρος, ἀφοῦ ἔ
λυσεν αὐτὸν , τὸν ἐκάθισεν κοντά του , καί τον ἐπιριποιεῖ ·

το ὑπερβολικά , ὅλοι δὲ, καὶ αὐτὸς καὶ οἱ περὶ αὐτὸν, τὸν


ΒΙΒΛ . Α. ΚΛΕΙΩ. 59

ἔβλεπον μὲ ἀπορίαν · ὁ δὲ Κροῖσος συλλογισμένος ησύχαζε.


Μετὰ ταῦτα δὲ στραφεὶς καὶ ἰδὼν τοὺς Πέρσας ὅτι διήρπα
ζον τὴν πόλιν τῶν Λυδῶν εἶπεν . ν ! ἔχω τὴν ἄδειαν βασιλεῦ ,
» νὰ εἴπω ὅ ,τι φρονῶ , ἢ πρέπει νὰ σιωπῶ ; » Καὶ ἐπειδὴ ὁ
Κῦρός τον εἶπε νὰ ὁμιλήσῃ ὅ,τι ἤθελε, τότε ἐκεῖνος ἠρώτα
‫ע‬
αὐτὸν λέγων. ». Αὐτὸ τὸ πολὺ πλῆθος τί κάμνει ἐκεῖ μὲ
». τόσην προθυμίαν ; » ὁ Κῦρός τον εἶπε · η Διαρπάζει τὴν
» πόλιν σου , καὶ διασκορπίζει τὰ πράγματά σου . » ὁΚροῖ
* σός τον
ἀπεκρίθη . Οὔτε τὴν ἰδικήν μου πόλιν , οὔτε τὰ ἐδι
κά μου πράγματα διαρπάζει , διότι ἐγὼ δὲν μετέχω τίποτε
» πλέον ἀπ' αὐτὰ , ἀλλ᾽ ἄγουσι καὶ φέρουσι τὰ ἐδικά σου . »
89. Οἱ λόγοι τοῦ Κροίσου ἔκαμαν ἐντύπωσιν εἰς τὸν Κῦ
ρον· διὰ τοῦτο προστάξας τοὺς ἄλλους νὰ παραμερήσωσιν ,
ἠρώτα τὸν Κροῖσον , τί ἔβλεπεν εἰς τὰ γινόμενα . Καὶ ἐκεῖνος
α
εἶπεν. ᾳ ἐπειδὴ οἱ θεοὶ μ᾿ ἔκαμαν δοῦλόν σου , νομίζω δί
» καιον , ὅ , τι βλέπω συμφερώτερον , νὰ σέ το λέγω . » ΟἱΠέρ
» σαι , ὄντες φυσικὰ θρασεῖς , εἶναι ἀχρήματοι · ἐὰν σὺ λοιπὸν

ἀφήσῃς αὐτοὺς νὰ διαρπάσωσι, καὶ ν᾿ ἀποκτήσωσιμεγάλα
D
πλούτη , εἶναι ὕποπτον, μήπως δὶ αὐτὸ σ᾿ ἀκολουθήσῃ τὸ
. ἑξῆς · ὅποιος ἀπ᾿ αὐτοὺς ἁρπάσῃ τὰ περισσότερα , νά τον

προσμένης νὰ ἐπαναστατήσῃ . Διὰ τοῦτο λοιπὸν κάμε , ὡς


‫ܚ‬
ἀκολούθως , ἐὰν ἐγκρίνῃς ὅσα λέγω . Εἰς ὅλας τὰς πύλας βά

» λε τινὰς ἀπὸ τοὺς δορυφόρους σου φύλακας , οἱ ὁποῖοι πέρ


· νοντες τὰ λάφυρα ἀπὸ τοὺς ἐκφέροντας αὐτὰ , νά τους λέ
» γωσιν ὅτι εἶναι ἀνάγκη νὰ δεκατευθῶσιν αὐτὰ εἰς τὸν Δία .
D Τοιουτοτρόπως καὶ σὺ δὲν θὰ γένῃς ὀχληρὸς εἰς αὐτοὺς
D ἀφαιρῶν τὰ πράγματα βιαίως, καὶ ἐκεῖνοι, συναισθανόμενο

» ὅτι κάμνεις δίκαια , προθύμως θὰ ὑπακούσωσιν. »


90. Αὐτὰ ἀκούων ὁ Κῦρος, ἔμενε πολλὰ εὐχαριστημένος
бо ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

διότι έβλεπε πόσον καλά τον ἐσυμβούλευεν ὁ Κροῖσος . Ἀφοῦ


δέ τον ἐπαίνεσε πολὺ , καὶ ἔδωκε προσταγὴν εἰς τοὺς δόρυ

φόρους νὰ βάλωσιν εἰς πρᾶξιν , ὅσα τὸν ἐσυμβούλευσεν , εἶπε


πρὸς αὐτὸν τὰ ἑξῆς . « Κροῖσε, ἐπειδὴ σὺ ἀναδέχεσαι νὰ κά
» μνῃς ἔργα καλὰ , ὡς ἄνθρωπος , ὁ ὁποῖος ἐβασίλευσες ,
· καὶ νὰ λέγῃς συμβουλὰς καλὰς , ζήτησον καὶ ἀπ᾿ ἐμὲ, τί
ε καλὸν θέλεις νά σε κάμω τώρα ἀμέσως . » ὁ δὲ Κροῖσος
εἶπε. « Δέσποτα , θά με ὑποχρεώσῃς κατὰ πολλὰ , ἐάν με δώ .

» σῃς τὴν ἄδειαν νὰ στείλω αὐτὰς τὰς πέδας εἰς τὸν θεὸν
· τῶν Ἑλλήνων , τὸν ὁποῖον ἐγὼ ἐτίμησα περισσότατα ἀπ 'ὅ
• λους τοὺς θεοὺς, καὶ νά τον ἐρωτήσω, ἐὰν ἔχῃ συνήθειαν
» νὰ ἐξαπατᾷ τοὺς ὅσοι τὸν κάμνουσι καλόν . » Καὶ ὁ Κῦρος
ἠρώτησεν αὐτὸν , διατὶ λαλῶν μὲ τόσον παράπονον κατὰ τοῦ
θεοῦ ἐζήτει αὐτό . Τότε ὁ Κροῖσος ἀναλαμβάνων τὸν λόγον ,
εἶπεν ὅλους του τοὺς διαλογισμοὺς , καὶ τὰς ἀποκρίσεις τῶν

χρηστηρίων , καὶ μάλιστα τὰ ἀφιερώματα, καὶ πρὸς τούτοις


ὅτι ἐπαρθεὶς ἀπὸ τὸ μαντεῖον ἐκίνησε στρατεύματα κατὰ
τῆς Περσίας. Ετελείωνε δὲ τὸν λόγον του παρακαλῶν ἐκ δεν
τέρου νά τον δοθῇ ἡ ἄδεια νὰ ὀνειδίσῃ τὸν θεὸν δι' αὐτά . ὁ
δὲ Κῦρος γελάσας εἶπε . « Καὶ τοῦτο θὰ λάβης , Κροῖσε ,
·καὶ πᾶν ἄλλο , ὅ ,τι καὶ ἄν με ζητήσῃς . » Καθὼς ἤκουσε
ταῦτα ὁ Κροῖσος , ἔστειλε Λυδούς τινας εἰς τοὺς Δελφοὺς
καί τους ἐπρόςαξε νὰ βάλωσι τοὺς πέδας εἰς τὸ κατώφλοιον τοῦ
ναοῦ , καὶ νὰ ἐρωτήσωσι τὸν θεὸν ἐὰν δὲν1 ἐντρέπηται παντε
λῶς διὰ τοὺς χρησμοὺς , μὲ τοὺς ὁποίους ἔκαμε τὸν Κροῖσον
νὰ κινήσῃ στρατεύματα κατὰ τῶν Περσῶν , μ᾿ ἐλπίδα νὰ
καταπαύσῃ τὴν δύναμιν τοῦ Κύρου· δεικνύοντες δὲ τὰς πέ

δας νά τον είπωσιν ὅτι τοιαῦτα ἀκροθίνιά τον προσφέρονται.


ΒΙΒΛ . Α. ΚΛΕΙΩ . 61

Αὐτὰ παρήγγειλα να τον ἐρωτήπωσι , καὶ πρὸς τούτοις


ἐὰν οἱ Ελληνικοὶ θεοὶ ἔχωσι συνήθειαν νὰ εἶναι ἀχάριστοι .

91. Εἰς δὲ τοὺς Λυδοὺς , φθάσαντας ἐκεῖ καὶ λέγοντας τὰ


παραγγελθέντα ἀπὸ τὸν Κροῖσον , ἡ Πυθία λέγουσιν ὅτιἀπε
κρίθη τὰ ἑξῆς . « Τὸ γραμμένον διὰ τὸν καθένα , οὔτε θεὸς
>>
» δὲν ἠμπορεῖ νά τ ' ἀποφύγῃ . ὁ Κροῖσος ἐξεπλήρωσε τὸ
>>
ἁμάρτημα τοῦ πέμπτου προγόνου του , ὁ ὁποῖος ὢν δορυ
φόρος τῶν Ηρακλειδῶν, ἀκολούθησε τὰς συμβουλὰς δολί
» ας γυναικὸς , καὶ φονεύσας τὸν δεσπότην του ἔλαβε τὴν τι
μὴν ἐκείνου , χωρὶς νά τον πρέπῃ . Μολονότι δὲ ὁ Λοξίας
»
ἐπροθυμήθη ν᾿ ἀναβάλη τὴν ἅλωσιν τῶν Σάρδεων , ὥστε
· νὰ γένῃ εἰς τὰς ἡμέρας τῶν ἀπογόνων τοῦ Κροίσου , καὶ
·
ὄχι αὐτοῦ τοῦ ἰδίου , ἐςάθη ἀδύνατον νὰ μεταπείσῃ τὰς
Σ
Μοίρας· ὅσον δὲ αὐταὶ ἐνέδωκαν , τὸ ἔκαμε πρὸς χάριν
» του . Τρεῖς χρόνους ἀνέβαλε τὴν ἅλωσιν τῶν Σάρδεων . Καὶ
* τοῦτο ἂς ἠξεύρῃ καλὰ ὁ Κροῖσος , ὅτι τόσους χρόνους ὑς
* ρώτερα τοῦ πεπρωμένου αἰχμαλωτίσθη . Δεύτερον δὲ ἐπρό
· φθασεν εἰς βοήθειάν του , ὅτε ἐκαίετο . Διὰ δὲ τὸν δοθέντα
* χρησμὸν , ὁ Κροῖσος δὲν ἔχει δίκαιον νὰ μέμφηται· καθό
» τι ὁ Λοξίας τὸν προέλεγεν ὅτι , ἂν κινήσῃ ςρατεύματα και
· τὰ τῆς Περσίας , θὰ καταλύσῃ μεγάλην ἀρχήν . ὁ Κροῖσος
ὁ λοιπὸν μετὰ ταύτην τὴν ἀπόκρισιν , ἂν ἤθελε νὰ βουλευθης
· ὀρθῶς , ἔπρεπε νὰ ςείλῃ ἐκ δευτέρου καὶ νὰ ἐρωτήσῃ ποίαν ἀρ
D
χὴν ἔλεγε , τὴν ἐδικήν του ἢ τὴν τοῦ Κύρου . Ἀλλ᾽ ἐπειδὴ δὲν
· ἐνόησα καλῶς τὸ ῥηθὲν , οὔτε ἠρώτησεν ἐκ δευτέρου , ἂς
ὁμολογήσῃ ὅτι πταίει μόνος του . Πρὸς τούτοις , ὅτε τὴν
η τελευταίαν φορὰν ἐζήτει χρησμὸν , τὸν εἶπεν , ὅσα τὸν

εἶπεν , ὁ Λοξίας διὰ τὸν ἡμίονον · πλὴν οὔτ᾽ αὐτὰ δὲν ἐκατά
» λαβεν , ὁ ἡμίονος οὗτος ἦταν ὁ Κῦρος · διότι ἐγεννήθη ἀπὸ
62 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

γονεῖς ἔχι ὁμοεθνεῖς , καὶ μητέραμὲν ἐυγενεστέραν , πατέ


πρα δὲ κατώτερον. Καθότι ἐκείνη μὲν ἦτον Μηδὶς καὶ θυ

γατέρα τοῦ Αστυάγους , βασιλέως τῶν Μήδων · αὐτὸς δὲ


Πέρσης, καὶ ὑπήκοος ἐκείνων · ὢν δὲ κατώτερος καθ᾽ ὅλα
» ἔλαβε γυναῖκα τὴν δέσποινάν του . » Ταῦτα μὲν ἀπεκρίθη
εἰς τοὺς Λυδοὺς ἡ Πυθία · αὐτοὶ δὲ ἐπιστρέψαντες εἰς τὰς Σάρ
δεις , τὰ ἀνέφεραν εἰς τὸν Κροῖσον , ὁ ὁποῖος , ἀκούσας τα ,
συναισθάνθη ὅτι τὸ σφάλμα ἦτον ἐδικόν του , καὶ ὄχι τοῦ
θεοῦ . Τοιαῦτα μὲν εἶναι τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κροίσου
καὶ τῆς πρώτης καταστροφῆς τῆς ᾿Ιωνίας.
92. ὁ δὲ Κροῖσος ἔχει εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ ἄλλα πολλὰ
ἀφιερώματα , καὶ ὄχι μόνον τὰ εἰρημένα. Εἰς τὰς Θήβας

τῆς Βοιωτίας εἶναι τρίπους χρυσοῦς , τὸν ὁποῖον ἀφιέρωσεν


εἰς τὸν Ἰσμήνιον Απόλλωνα · εἰς τὴν Ἔφεσον εἶναι αἱ χρυσαῖ
ἀγελάδαι , καὶ οἱ πέρισσότεροι στύλοι· εἰς δὲ τὸἱερὸν τῆς
Προνάου Αθηνᾶς εἰς τοὺς Δελφοὺς , ἀσπὶς μεγάλη χρυσῆ.
Καὶ αὐτὰ μὲν ἐσώζοντο ἕως καὶ εἰς τὸν καιρόν μου· πολλὰ
ἄλλα ὅμως ἀναθήματα ἐχάθησαν. Ἐκεῖνα δὲ τὰ ὁποῖα ἀφι
έρωσεν ὁ Κροῖσος εἰς τὰς Βραγχίδας τῶν Μιλησίων , καθὼς
ἀκούω , ἦσαν ἰσοβαρῆ καὶ ὅμοια μὲ τὰ τῶν Δελφῶν . Πρὸς
τούτοις ὅσα μὲν ἀφιέρωσεν εἰς τοὺς Δελφοὺς καὶ εἰς τὸν ᾿Αμ
φιάραον ἦσαν ἀπὸ ἐδικά του , καὶ ἀπαρχὴ τῶν πατρι
κῶν του χρημάτων · τὰ δ᾽ ἄλλα ἀναθήματα ἔγιναν ἀπὸ
τὴν κατάστασιν ἀνδρός τινος ἐχθροῦ του, ὁ ὁποῖος πρὸ
τοῦ νὰ βασιλεύσῃ •ὁ Κροῖσος , ἐστάθη ἀντιστασιώτης του,
καὶ συνωργάνιζε νὰ περάσῃ ἡ ἀρχὴ τῶν Λυδῶν εἰς τὸν
Πανταλέοντα. ὁ δὲ Πανταλέων ἦτον υἱὸς τοῦ Ἀλυάττου,

καὶ ἀδελφὸς τοῦ Κροίσου , ὄχι ὁμομήτριος · διότι ἡ μὲν μη


τέρα τοῦ Κροίσου ἦτον ἀπὸ τὴν Καρίαν , ἡ δὲ τοῦ Παντα
ΒΙΒΛ. Α. ΚΛΕΙΩ 63

λέοντος ἀπὸ τὴν ᾿Ιωνίαν. Ἀφοῦ δὲ , κατὰ θέλησιν τοῦ Πατρός


του , ἔλαβε τὴν ἀρχὴν 8ὁ Κροῖσος , ἐθανάτωσε τὸν ἀντιπολι

τευόμενον ἐκεῖνον (* ), τραβήσας τον εἰς γνάφος , καὶ, καθὼςπρό


τερον ἀκόμι τὸ εἶχε τάξει, ἀφιέρωσε τὴν οὐσίαν του κατὰ τὸν
εἰρημένον τρόπον εἰς τὰ ὁποῖα εἴπομεν ἱερά. Καὶ περὶ μὲν
τῶν ἀναθημάτων ἀρκετὰ εἴπομεν .
93. Περίεργα δὲ πράγματα ἡ Λυδία γῆ δὲν ἔχει διὰ νὰ

περιγράψῃ τις, καθὼς ἄλλοι τόποι , εἰ μὴ μόνον τὸ ψῆγμα ,


τὸ ὁποῖον καταβαίνει ἀπὸ τὸν Τμῶλον. ἔχει ὅμως νὰ παρα

τηρήσῃ τις ἐκεῖ ἐν κτίριον , τὸ ὁποῖον , πλὴν τῶν Αἰγυπτίων


καὶ Βαβυλωνίων, εἶναι τὸ μεγαλήτερον ἀπ' ὅλα . Εἶναι ἐκεῖ
μνῆμα τοῦ ᾿Αλυάττου, πατρὸς τοῦ Κροίσου, ἡ κρηπὶς τοῦ ὁ
ποίου εἶναι ἀπὸ μεγάλας πέτρας, τὸ δὲ λοιπὸν μνῆμα ἀπὸ
γῆν χυτήν · ἔκαμαν δὲ αὐτὸ οἱ ἀγοραῖοι ἄνθρωποι καὶ χειρώ
νακτες καὶ αἱ κόραι , ὅσαι παραδίδουσι τὸν ἑαυτόν των διὰ

* κέρδος . Πέντε δὲ σημεῖα ἄνω εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ μνήματος
ἐσώζοντο ἕως καὶ εἰς τὸν καιρόν μου, καὶ γράμματα σκαλι
σμένα δεικνύοντα τὸ μέρος , τὸ ὁποῖον ἕκαστοι ἔκαμαν. Με
τρήσας δὲ τὸ ὅσον ἔκαμαν τὰ κοράσια , ἔβλεπον ὅτι ἦτον τὸ

μεγαλήτερον · διότι αἱ θυγατέρες τοῦ δήμου τῶν Λυδῶν πορ ·


νεύονται ὅλαι, καὶ μαζεύουσιν ἀπ ' αὐτὸ τὴν προῖκάτων . Κά
μνουσι δὲ τοῦτο ἕως ὅτου νὰ ὑπανδρευθῶσι, καὶ ὑπανδρεύον
ται μόναι των . Η δὲ περιφέρεια τοῦ μνήματος εἶναι ἓξ ςά
δια καὶ δύο πλέθρα · τὸ δὲ πλάτος δέκα τρία πλέθρα . Αμέσως
δὲ κατόπι τοῦ μνήματος εἶναι λίμνη μεγάλη , ἡ ὁποία λέ

(* , Μετεχειρίσθην τὸ Τραβῶ εἰς πολλὰ μέρη τῆς μεταφράσεως , καθότι


δὲν νομίζω αὐτὸ ξένον , οὔτε γινόμενον ἀπὸ τὸ Λατινικὸν Traho, ἀλλ ' ἀπὸ
τὸ Ἑλληνικὸν Στρεβῶ (Ταράσσω , Κινῶ.) Τὸ Ο γίνεται Α, καθὼς εἰς τὴν λέξιν
Στράβαι (μηχανὴ διὰ τῆς ὁποίας ἕλκουσι καὶ συσφίγγουσι .] τὸ δὲ Σ ἀποβάλ
λεται, καθὼς εἰς τὸ Στρέφω, Τρέπω.
64 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

γουσιν οἱ Λυδοὶ ὅτι εἶναι ἀέναος· ὀνομάζεται δὲ αὐτὴ Γϋ


γαία . Τοῦτο λοιπὸν τοιοῦτο εἶναι ,

94. Οἱ δὲ Λυδοὶ μεταχειρίζονται νόμους παρομοίους μὲ


τοὺς τῶν Ἑλλήνων · ἔξω μόνον ὅτι συγχωροῦσι τὴν πορνείαν
εἰς τὰς θυγατέρας των. Πρῶτοι δὲ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ,
ὅσους ἡμεῖς γνωρίζομεν , ἔκοψαν καὶ μετεχειρίσθησαν νόμι
σμα χρυσοῦ καὶ ἀργύρου · καὶ πρῶτοι ἔγιναν μεταπράται .
Λέγουσιν οἱ ἴδιοι Λυδοὶ ὅτι καὶ τὰ παιγνίδια , τὰ συνηθι
ζόμενα σήμερον εἰς αὐτοὺς καὶ εἰς τοὺς Ἕλληνας , ἐδικόν των
ἐφεύρημα εἶναι· καὶ ὅτι, κατὰ τὸν ὁποῖον καιρὸν ἐπενόη
σαν αὐτὰ εἰς τὸν τόπον των , ἔκαμαν καὶ τὴν ἀποικίαν τῶν
Τυρσηῶν , διηγούμενοι περὶ αὐτῶν οὕτως, ἐπὶ βασιλέως
Ατυος υἱοῦ τοῦ Μάνου , λέγουσιν ὅτι ἔγινε μεγάλη σιτοδεία
εἰς ὅλην τὴν Λυδίαν · καὶ οἱ Λυδοὶ μέχρι μέν τινος ὑπέφερον
μὲ ὑπομονὴν , μετὰ ταῦτα δὲ, ἐπειδὴ δὲν ἔπαυεν , ἐζήτουν

θεραπείαν , καὶ καθεὶς ἐμηχανᾶτο ἕν τι. Τότε λοιπὸν λέγουσιν,


ὅτι εὑρέθησαν τὰ παιγνίδια τῶν κύβων καὶ τῶν ἀστραγά
λων καὶ τῆς σφαίρας καὶ ὅλα τὰ ἄλλα , ἔξω τῶν πεττῶν ·

αὐτῶν μόνον τὴν εὕρεσιν δὲν οἰκειοποιοῦνται οἱ Λυδοί. Εὑρόν


τες δὲ αὐτὰ ἔκαμνον οὕτω πρὸς διασκέδασιν τῆς πείνας · τὴν
μίαν ἡμέραν ὅλην ἔπαιζον , διὰ νὰ μὴ ζητῶσι τροφὰς , καὶ
τὴν ἄλλην ἔτρωγον , παύοντες ἀπὸ τὰ παιγνίδια . Μ ' αὐτὸν

τὸν τρόπον ἐπέρνων παρὰ δύο εἴκοσι χρόνους. ᾿Επειδὴ ὅμως


καθὼς λέγουσι , τὸ κακὸν δὲν ἐμετρίαζεν , ἀλλ᾽ ὅλον ἐπήγαι

νεν εἰς τὸ χειρότερον, διὰ τοῦτο ὁ βασιλεὺς αὐτῶν , διαιρέ


σας ὅλους τοὺς Λυδοὺς εἰς δύο μοίρας , ἔβαλε κλῆρον , κατὰ
τὸν ὁποῖον ἡ μία ἔπρεπε νὰ μείνῃ , καὶ ἡ ἄλλη νὰ ἐκβῇ
ἀπὸ τὸν τόπον . Καὶ τῆς μὲν μοίρας , εἰς τὴν ὁποίαν ἤθελε
πέσει ὁ λαχνὸς νὰ μένῃ εἰς τὸν τόπον , νὰ εἶναι ἀρχηγὸς ὁ
ΒΙΒΛ. Α ΚΛΕΙΩ . 65

βασιλεὺς ὁ ἴδιος , τῆς δ' ἄλλης , νὰ ἶναι ἀρχηγὸς ὁ υἱὸς


1
αὐτοῦ , ὀνομαζόμενος Τυρσηνός . Οὕτω λοιπὸν ἐκεῖνοι , εἰς
τοὺς ὁποίους ἔπεσεν ὁ κλῆρος ν᾿ ἀφήσωσι τὸν τόπον των ;
καταβάντες εἰς τὴν Σμύρνην, ἐφρόντισαν νὰ κατασκευάσωσι

· πλοῖα , εἰς τὰ ὁποῖα ἐμβαλόντες ὅ,τι τοὺς ἦτον ἀναγκαῖον


διὰ τὸ ταξείδιον , ἀπέπλευσαν , καὶ ὑπῆγαν νὰ ζητήσωσι
πόρον ζωῆς καὶ γῆν . Αφοῦ δὲ ἐπέρασαν πολλὰ ἔθνη , ἔφθα
σαν, λέγουσιν, εἰς τοὺς * ) Ομβρικούς , ὅπου ἔκτισαν πόλεις , καὶ
κατοικοῦσιν ἕως τὴν σήμερον . Ἀντὶ δὲ Λυδῶν μετωνομάσθησαν
ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ υἱοῦ τοῦ βασιλέως, ὁ ὁποῖός τους ἔφερεν
ἐκεῖ · ἀπ᾿ αὐτὸν λαβόντες τὴν ἐπωνυμίαν , ὠνομάσθησαν Τυρ
σηνοί. Ωστόσον οἱ Λυδοὶ ἐδουλώθησαν ἀπὸ τοὺς Πέρσας .

95. ἔχομεν δὲ τώρα νὰ ἐξετάσωμεν περὶ τοῦ Κύρου , ποῖος


ὢν κατέτρεψε τὴν ἀρχὴν τοῦ Κροίσου , καὶ περὶ τῶν Περσῶν ,
πῶς αὐτοὶ ἀπεκατεστάθησαν ἡγεμόνες τῆς Ἀσίας . Θὰ γράψω
δὲ κατ᾽ ἐκεῖνα , τὰ ὁποῖα διηγοῦνται μερικοὶ ἐκ τῶν Περσ

σῶν , ὅσοι θέλουν ὄχι νὰ μεγαλύνωσι τὰ περὶ τοῦ Κύρου ,


ἀλλὰ νὰ λέγωσι τὴν ἀλήθειαν , καθὼς εἶναι, μολονότι ἠξεύ
ρω νὰ ἐξιστορήσω τὰ περὶ τοῦ Κύρου καὶ κατὰ τρεῖς ἄλλους
τρόπους. ὅτε οἱ Ασσύριοι ὥριζον τὴν ἄνω Ασίαν, πεντακο
δίους εἴκοσι χρόνους , πρῶτοι οἱ Μῆδοι ἤρχισαν ν᾿ ἀποςατή .
σωσιν ἀπ᾿ αὐτούς· καὶ τολμήσαντες νὰ πολεμήσωσι διὰ τὴν
ἐλευθερίαν μὲ τοὺς Ασσυρίους, ἐφάνησαν ἄνδρες ἀγαθοὶ, ὥς:
ἀποβαλόντες τὴν δουλείαν ἠλευθερώθησαν. Μετὰ τούτους δὲ
καὶ τ᾿ ἄλλα ἔθνη ἔκαμαν τὸ ἴδιον μὲ τοὺς Μήδους.
96. Ἀφοῦ δὲ ὅλοι εἰς τὴν ἤπειρον ἔγιναν αὐτόνομοι , πο

(*) ῎θνος παλαιότατον τῆς Ιταλίας, κατοικοῦν μεταξὺ τοῦ Τιβέριος καὶ τῆς
Αδριατικῆς θαλάσσης καὶ ἐκτεινόμενον πρὸς τὰ μεσημβρινὰ τοῦ Ηριδανοῦ . (Π & .)
( ΤΟΜ . Κ. ) 5
66 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

ριέπεσαν πάλιν εἰς τυραννίδας τοιουτοτρόπως . Εστάθη εἰς


τοὺς Μήδους ἄνθρωπός τις σοφός · εἶχεν ὄνομα Δηϊόκης,
καὶ ἦτον υἱὸς τοῦ Φραόρτου . Αὐτὸς ὁ Δηϊόκης ἐπιθυμήσας
τυραννίδα ἔκαμεν ὡς ἀκολούθως. Ἐπειδὴ οἱ Μῆδοι ἐκα

τοίκουν χωριστὰ κατὰ κώμας, αὐτὸς εἰς τὴν ἐδικήν του ,

ὅπου καὶ πρότερον εἶχεν ὑπόληψιν , τότε περισσότερον καὶ


προθυμότερα ἐβάλθη νὰ δεικνύῃ δικαιοσύνην . ἔκαμνε δὲ
τοῦτο ὅτε εἰς ὅλην τὴν Μηδικὴν ἦτον μεγάλη ἀνομία μα

λονότι ἤξευρε καλῶς ὅτι ἡ ἀδικία εἶναι πολέμιος εἰς τὴν δι


καιοσύνην . Οἱ Μῆδοι λοιπὸν , οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἀπὸ τὴν ἰδίαν

κώμην , βλέποντες τοὺς τρόπους αὐτοῦ , τὸν ἐλάμβανον δι᾿


καστήν των · αὐτὸς δὲ , ἐπειδὴ ἐπροσπάθει διὰ τὴν ἡγεμο
νίαν , ἦτον ἴσος καὶ δίκαιος. Κάμνων δὲ ταῦτα ἐλάμβανε τό
σὸν πολὺν ἔπαινον ἀπὸ τοὺς πολίτας , ὥστε μανθάνοντες οἱ

κατοικοῦντες τὰς ἄλλας κώμας , ὅτι ὁ Δηϊόκης ἦτον ὁ μόνος


ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἔκρινεν ὀρθῶς, ἐπειδὴ πρότερον περιέπιπτον
εἰς ἀδίκους ἀποφάσεις , τότε καθὼς ἔμαθαν τοῦτο , εὐχαρί
στως ἐσύχναζον καὶ αὐτοὶ εἰς τὸν Δηϊόκην διὰ νὰ κριθῶσιν ·
καὶ τελευταίως εἰς κανένα ἄλλον δὲν ἐνεπιστεύοντο.

97 · ἐπειδὴ δὲ ὁ ἀριθμὸς τῶν συντρεχόντων καθημερινῶς


ηὔξανε , καθότι ἐμάνθανον ὅτι αἱ κρίσεις του ἑγίνοντο κατὰ
τὸ δίκαιον , ὁ Δηϊόκης νοήσας ὅτι τὸ πᾶν ἐστέκετο εἰς αὐτὸν ,
δὲν ἤθελε πλέον νὰ καθίζῃ εἰς τὸ μέρος ὅπου προκαθίζων
πρότερον ἔκρινεν , ἀλλ᾽ εἶπεν ὅτι δὲν θὰ κρίνῃ πλέον , προφὰς
σιζόμενος ὅτι δέν τον ἐσύμφερε νὰ κρίνῃ ὅλην τὴν ἡμέ
ραν τὰς ὑποθέσεις τῶν γειτόνων , καὶ ν᾿ ἀμελῇ τὰ ἐδικά του
πράγματα . Επειδὴ δὲ ἡ ἁρπαγὴ καὶ ἀνομία εἰς τὰς κώ ·
μας ηὔξανε περισσότερον ἀπ᾿ ὅ, τι ἦτον προτοῦ , συνῆλθαν ὅ
λοι οἱ Μῆδοι εἰς ἓν μέρος , καὶ ἐσυμβουλεύοντο , ὁμιλοῦντες
ΒΙΒΛ . Α. ΚΛΕΙΩ . 61

διὰ τὰς παρούσας περιστάσεις· μάλιστα δὲ οἱ φίλοι τοῦ


Δηϊόκου , καθὼς ἐγὼ ὑποθέτω , ἔλεγον τοῦτο . • Κατὰ τὸ πο
Η λίτευμα , τὸ ὁποῖον τώρα ἔχομεν , δὲν ἠμποροῦμεν νὰ κα
‫ ט‬τοικῶμεν τὸν τόπον μας· ἔλα , ἂς βάλωμεν ἕνα βασιλέα
.» μας, καθότι τοιουτοτρόπως καὶ ὁ τόπος θὰ εὐνομηθῆ , καὶ
ο
» ἡμεῖς θὰ ἠμπορῶμεν νὰ καταγινώμεθα εἰς τὰ ἔργα μας , καὶ

» δέν θ᾽ ἀναστατωθῶμεν ἀπὸ τὴν ἀνομίαν . » Τοιαῦτα λέγον

τες πείθονται νὰ καταστήσουν βασιλείαν .


98. Αμέσως λοιπὸν , ὅτε ἐπροβλήθη , ποῖον νὰ βάλωσι
βασιλέα , ὅλοι ἐπρόβαλλον τὸν Δηϊόκην , καί τον ἐπαίνουν
πολὺ , ὥστε ὅλοι συγκαταθέτονται , αὐτὸς νὰ ἦναι βασιλεύς
των. ὁ δὲ Δηϊόκης ἐζήτησε να τον κτίσωσιν οἴκημα ἄξιον
τῆς βασιλείας , καὶ νά τον ἐνδυναμώσωσι μὲ δορυφόρους .
Κάμνουσι ταῦτα οἱ Μῆδοι , τὸν κτίζουσιν οἰκίαν μεγάλην
καὶ ἰσχυρὰν εἰς τὸ μέρος τῆς χώρας, ὅπου εἶπεν αὐτὸς, καί
τον ἐπιτρέπουσι νὰ ἐκλέξῃ ἀπ' ὅλους τοὺς Μήδους καὶ νὰ συγ
κροτήσῃ σῶμα δορυφόρων. Αὐτὸς δὲ καθὼς ἔλαβε τὴν ἀρχὴν ,
ἠνάγκασε τοὺς Μήδους νὰ κάμωσι μίαν πόλιν πρωτεύουσαν ,
καὶ αὐτὴν περιποιούμενοι , νὰ ἐπιμελῶνται ὀλιγώτερον
τὰ ἄλλα μέρη . Πείθονται καὶ εἰς τοῦτο οἱ Μῆδοι , καὶ κτίζει
ὁ Δηϊόκης τείχη μεγάλα καὶ ἰσχυρὰ , αὐτὰ τὰ λεγόμενα
τώρα Αγβάτανα , τὰ ὁποῖα εἶναι πολλοὶ κύκλοι, ὁ εἷς μέσα
εἰς τὸν ἄλλον . Εἶναι δὲ τὸ τεῖχος τοῦτο κατεσκευασμένον
εἰς τρόπον ὥστε ὁ εἷς κύκλος εἶναι ὑψηλότερος τοῦ ἄλλου
μόνον κατὰ τοὺς προμαχῶνας . Εἰς τὸ νὰ ἶναι δὲ τὸ τεῖχος
τοιοῦτο συντείνει κατά τι καὶ ἡ θέσις τοῦ τόπου , διότι εἶναι
λόφος · ἐκεῖνο ὅμως τὸ ὁποῖον ἐπιτηδεύθησαν περισσότερον
εἶναι, ὅτι τὰ βασίλεια καὶ οἱ θησαυροὶ ἔγιναν εἰς τὸν τε
λευταῖον ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ κύκλους , διότι τόσοι εἶναι ὅλοι·
5*
68 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

καὶ ὁ μεγαλώτατος ἀπ᾿ αὐτοὺς εἶναι κατὰ τὸ μέγεθος σχε


δὸν ἴσος μὲ τὸ τεῖχος τῶν ᾿Αθηνῶν . ἔτι τοῦ μὲν πρώτου κύκλου
οἱ προμαχῶνες εἶναι ἄσπροι · τοῦ δευτέρου , μαῦροι · τοῦ τρίτου
φοινοικοῖ , τοῦ τετάρτου κυανοῖ · τοῦ πέμπτου, σανδαράκινοι. Τοι
ουτοτρόπως οἱ προμαχῶνες ὅλων τούτων τῶν κύκλων εἶναι χρω
ματισμένοι μὲ βαφάς . Δύο δὲ οἱ τελευταῖοι ἔχουσι τοὺς προ
μαχῶνας , ὁ μὲν καταργυρωμένους , ὁ δὲ καταχρυσωμένους .
99. Ταῦτα τὰ τείχη ἔκτισεν ὁ Δηϊόκης διὰ τὸν ἑαυτόν

του , καὶ περὶ τὰ βασίλειά του· τὸν δὲ ἄλλον λαὸν, διώρισε


νὰ κατοικῇ πέριξ τοῦ τείχους . Αφοῦ δὲ ἐκτίσθησαν ὅλα
πρῶτος ὁ Δηϊόκης εἶναι ὁ ὁποῖος κατέστησε τὴν ἀκόλου

θον τάξιν· νὰ μὴ ἐμβαίνῃ κανεὶς εἰς τὸν βασιλέα , ἀλλ᾽ ὅ


λα νὰ γίνωνται δι᾽ εἰσαγγελέων , καὶ ὁ βασιλεὺς νὰ μὴ
φαίνηται εἰς κανένα · πρὸς τούτοις ἐμπόδισεν ὡς αἰσχρὸν
νὰ πτύῃ τις ἢ νὰ γελᾷ ὄχι μόνον ἐμπρὸς τοῦ βασιλέως ,
ἀλλὰ καὶ παντὸς ἄλλου . Εσύστησε δὲ ταύτην τὴν σο
βαρὰν τάξιν περὶ τὸν ἑαυτόν του διὰ τὴν ἑξῆς αἰτίαν
διὰ νὰ μὴ λυπῶνται βλέποντές τον , καὶ ἑπομένως τὸν
ἐπιβουλεύωνται , ἀλλὰ νά τον νομίζωσι διαφορετικόν τινα

οἱ συνηλικιῶταί του , ὅσοι συνέζησαν μ' αὐτὸν , καὶ ἦσαν


ἀπὸ οἰκογενείας ὄχι ταπεινοτέρας , οὔτε κατώτεροι εἰς τὰ
προτερήματα.
roo. Ἀφοῦ διέταξεν αὐτὰ ὁ Δηϊόκης καὶ ἔγινεν ἰσχυ
ρὸς διὰ τῆς μοναρχίας , ἦτον αὐστηρὸς εἰς τὴν φύλαξιν τοῦ
δικαίου . Γράφοντες δὲ τὰς κρίσεις τὰς ἔπεμπον μέσα εἰς
ἐκεῖνον , καὶ ἐκεῖνος ἀποφασίζων τὰς εἰσφερομένας , τὰς
ἔπεμπε πάλιν ἔξω . Αὐτὰ μὲν ἔκαμνε περὶ τὰς κρίσεις .
Επιμελεῖτο δὲ καὶ τ᾿ ἄλλα · καθὼς ἐμάνθανεν ὅτι παρέβαι
μ
νέε τις τὰ καθήκοντα , ἔφερεν αὐτὸν ἀμέσως καί τον ἔτι
ΒΙΒΛ. Á ΚΛΕΙΩ . 69

μώρει κατὰ
• τὴν ἀξίαν τοῦ ἀδικήματός του . Ετι εἶχε κατα
σκόπους καὶ ὠτακουστὰς εἰς ὅλον τὸν τόπον , τὸν ὁποῖον
ριζε.
1ο1 . ὁ μὲν Δηϊόκης τὸ Μηδικὸν ἔθνος περιώρισε , καὶ
αὐτὸ μόνον ἐξουσίασεν . Εἶναι δὲ τῶν Μήδων γένη τόσα ·
Βουσαὶ , Παρατακηνοί, Στρούχατες, Αριζαντοὶ , Βούδιοι, Μά
γοι· Τόσα μὲν γένη τῶν Μήδων εἶναι.

102. Γεννᾶται δὲ ἀπὸ τὸν Δηϊόκην υἱὸς ὁ Φραόρτης , ὁ


င်
ὁποῖος , ἀφοῦ ὁ πατήρ του βασιλεύσας πεντήκοντα τρεῖς
χρόνους ἀπέθανε , παρέλαβε τὴν βασιλείαν . Παραλαβὼν δὲ
αὐτὴν δὲν εὐχαριστεῖτο νὰ ἐξουσιάζῃ μόνον τοὺς Μήδους ,
ἀλλὰ κινήσας στρατεύματα κατὰ τῶν Περσῶν , πρώτους αὐ
τοὺς ἐκτύπησε , καὶ πρώτους αὐτοὺς ἔκαμεν ὑπηκόους τῶν
Μήδων . ἔπειτα ἔχων τὰ δύο ταῦτα ἔθνη , ἰσχυρὰ καὶ τὰ
δύο, κατέστρεφε τὴν ᾿Ασίαν στρατεύων ἀπὸ ἔθνος εἰς ἔθνος ,
ἕως ὅτου στρατεύσας κατὰ τῶν Ασσυρίων , καὶ μάλιστα
ἐκείνων οἱ ὁποῖοι εἶχον τὴν (* ) Νῖνον , καὶ ὥριζον πρότερον

ὅλους , τότε ὅμως εὑρίσκοντο μεμονωμένοι ἀπὸ συμμάχους ,


{καθότι αὐτοὶ εἶχον ἀποστατήσει, ) πλὴν κατὰ τὰ ἄλλα ἦσαν
εἰς καλὴν κατάστασιν , ἐναντίον τούτων τῶν Ασσυρίων κινή
σας στρατεύματα ὁ Φραόρτης, καὶ ὁ ἴδιος ἐχάθη , βασιλεύσας
εἴκοσι δύο χρόνους , καὶ τὸ στράτευμά του τὸ περισσότερον .
103. Ἀφοῦ δὲ ἀπέθανεν ὁ Φραόρτης, ἔλαβε τὴν βασιλείαν

ὁ Κυαξάρης , υἱὸς τοῦ Φραόρτου τοῦ Δηϊόκου . Αὐτὸς λέγου


σιν ὅτι ἐστάθη πολὺ ἔτι ἀνδρειότερος ἀπὸ τοὺς προγόνους

(* ) Σήμερον εὑρίσκεται εἰς τὸν τόπον αὐτῆς χωρίον ὀνομαζόμενον Νούνια ,


ὅπου εἶναι καὶ ὁ Νούνια καλλὲς εἰς τὰς ὄχθας τού Τίγρητος ποταμοῦ , ἀντικρὰ
τοῦ Μουσούλ, Niebuhr .
70 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ.

του , καὶ πρῶτος ἐδιαίρεσε τὰ Ασιατικὰ στρατεύματα εἰς


τάγματα , καὶ πρῶτος διέταξεν , ὥστε νὰ ἦναι χωριστὰ οἱ
αἰχμοφόροι , χωριστὰ οἱ ἱππεῖς , καὶ χωριστὰ οἱ τοξόται:
πρὸ τούτου δὲ ὅλα ἦσαν ὁμοῦ ἀνακατωμένα . Αὐτὸς εἶναι δ
ὁποῖος ἐπολέμησε τοὺς Λυδοὺς , ὅτε ἐπάνω εἰς τὸν πόλεμον
ἡ ἡμέρα ἔγινε νύκτα · καὶ ὁ ὁποῖος καθυπέταξεν ὅλην τὴν
Ασίαν, τὴν ἄνω τοῦ ῾λυος ποταμοῦ . Μαζεύσας δὲ τοὺς ὑ
πηκόους του ὅλους ἐστρατεύετο κατὰ τῆς Νίνου , ἐκδικού
μενος τὸν πατέρα του , καὶ θέλων νὰ κυριεύσῃ τὴν πόλιν
ταύτην . ὅτε δὲ κτυπηθεὶς μὲ τοὺς Ασσυρίους, τοὺς ἐνίκη
σε, καὶ περιεκάθετο τὴν Νῖνον , ἦλθεν εἰς τὴν Ασίαν μεγά
λον στράτευμα Σκυθῶν, τῶν ὁποίων ἀρχηγὸς ἦτον ὁ βασι
λεὺς τῶν Σκυθῶν Μαδύης , υἱὸς τοῦ Πρωτοθύου . Αὐτοὶ,
ἐκδιώξαντες τοὺς Κιμμερίους ἀπὸ τὴν Εὐρώπην , ἐμβῆκαν
εἰς τὴν Ασίαν, ἀκολουθοῦντες αὐτοὺς φεύγοντας, καὶ ἔφθασαν
ἕως τὴν Μηδικὴν χώραν .

104. Εἶναι δὲ ἀπὸ τὴν Μαιώτιδα λίμνην ἕως τὸν Φᾶ


σιν ποταμὸν καὶ τοὺς Κόλχους τριάκοντα ἡμερῶν ὁδὸς δ᾽ἔ
νὰ ἐλαφρὸν πεζοδρόμον . Ἀπὸ δὲ τὴν Κολχίδα διὰ νὰ ὑπερθῇ
τις τὰ βουνὰ καὶ νὰ φθάσῃ εἰς τὴν Μηδικὴν, δὲν εἶναι πολὺ
τὸ μεταξὺ ἓν μόνον ἔθνος εἶναι, οἱ Σάσπειρες · αὐτοὺς καθὼς
περάσῃ τις , εἶναι εἰς τὴν Μηδικήν . Οἱ Σκύθαι ὅμως δὲν

ἐμβῆκαν ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ μέρος , ἀλλ᾽ ἐπῆραν τὴν ἄνω ὁδὸν ,


ἡ ὁποία εἶναι πολλὰ μακροτέρα , ἔχοντες εἰς τὰ δεξιὰ τὸ
Καυκάσιον ὄρος . Ἐκεῖ οἱ Μῆδοι κτυπηθέντες μὲ τοὺς Σκύ
θας , καὶ νικηθέντες εἰς τὴν μάχην, ἐστερήθησαν τὴν ἡγετ
μονίαν , οἱ δὲ Σκύθαι ἐκυρίευσαν ὅλην τὴν Ασίαν .
105. Απεκεῖ δὲ ἐπήγαινον εἰς τὴν Αἴγυπτον · ὅτε δὲ
ἔφθασαν εἰς τὴν Παλαιστίνην Συρίαν, ὁ Ψαμμίτιχος , ὁ βα
ΒΙΒΑ , Α ΚΛΕΙΩ. 71

σιλεὺς τῆς Αἰγύπτου , ἀπαντήσας αὐτοὺς μὲ δῶρα καὶ πα


ρακαλέματα τοὺς ἐμποδίζει νὰ μὴ προχωρήσωσι παρεμ
πρός· ὅθεν ἀναχωροῦντες ὀπίσω ἔφθασαν εἰς τὴν ᾿σκάλω
να , πόλιν τῆς Συρίας . ἐνῷ δὲ οἱ περισσότεροι Σκύθαι ἐπέρα
σαν ἀ Ελαβεῖς , ὀλίγοι τινὲς ἀπ' αὐτοὺς μείναντες ὀπίσω ,
ἐγύμνωσαν τὸ ἱερὸν τῆς Οὐρανίας Αφροδίτης . Εἶναι δὲ
τοῦτο τὸ ἱερὸν , καθὼς ἐξέτασα καὶ ἔμαθα , παλαιότατον
ἀπ᾿ ὅλα τὰ ἱερὰ τῆς θεᾶς ταύτης . Καθότι τὸ εἰς τὴν Κύ
προν ἱερὸν ἀπ' αὐτὸ ἔγινε , καθὼς οἱ ἴδιοι Κύπριοί το λέ
γουσι · καὶ τὸ εἰς τὰ Κύθηρα, Φοίνικες εἶναι οἱ ὁποῖοί το

ἔκτισαν , ὄντες ἀπ ' αὐτὴν τὴν Συρίαν. Εἰς τοὺς γυμνώ


σαντας λοιπὸν Σκύθας τὸ ἱερὸν τῆς Ασκάλωνος , καὶ εἰς
τοὺς ἀπογόνους αὐτῶν ἡ θεὰ ἔῤῥιψε γυναικείαν νόσον, ὥστε
καὶ οἱ ἴδιοι Σκύθαι τὸ λέγουσιν ὅτι δι᾽ αὐτὸ ἔχουσι τὴν νόσον
ταύτην , καὶ ὅσοι πηγαίνουσιν εἰς τὸν τόπον των , βλέπουν
εἰς ποίαν κατάστασιν εἶναι οἱ λεγόμενοι ἐκεῖ Εναρεῖς.
106. Εἴκοσι ὀκτὼ δὲ χρόνου ; ἐκυρίευον τὴν Ἀσίαν οἱ Σκύ
θαι, καὶ τὰ πάντα ἦσαν ἄνω κάτω ἀπὸ τὴν θρασύτητά των

καὶ καταφρόνησιν πρὸς τοὺς ἄλλους · διότι χωριστὰ ἐλάμ


βανον φόρον ἀπὸ πᾶν ἔθνος ὅ,τι αὐτοὶ διώριζον · καὶ πλὴν
τοῦ φόρου τούτου, περιελαύνοντες πάλιν ἥρπαζον ὅ,τι εἶχεν ὁ
καθείς . ᾿Εκ τούτων τοὺς περισσοτέρους ξενίσαντες καὶ κα
ταμεθύσαντες ὁ Κυαξάρης καὶ οἱ Μῆδοι, τοὺς ἐφόνευσαν · καὶ
οὕτως ἀνέλαβαν πάλιν τὴν ἀρχὴν οἱ Μῆδοι, καὶ ἐξουσίαζον

ὅσα ἔθνη καὶ πρότερον. ῎τι δὲ ἐκυρίευσαν καὶ τὴν Νῖνον ,


(πῶς δὲ εἰς ἄλλο βιβλίον θά το φανερώσω ,) καὶ ὑπέτα
ξαν τοὺς Ασσυρίους, πλὴν τῆς Βαβυλωνίας μοίρας . Μετὰ
ταῦτα δὲ, ὁ μὲν Κυαξάρης ἀποθνήσκει βασιλεύσας τεσσαρά

:
ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΔΠΤΟΥ

κοντα χρόνους , ὁμοῦ μὲ τοὺς εἴκοσι ὀκτὼ, τοὺς ὁποίους ὥρ::


ζον οἱ Σκύθαι .

107. Διαδέχεται δὲ τὴν βασιλείαν ὁ Αστυάγης , υἱὸς τοῦ


Κυαξάρους , ὁ ὁποῖος ἔκαμε θυγατέρα και την ὠνόμασε
ὕπνον του , ὅτι
Μανδάνην. Αὐτὴ , εἶδεν ὁ ᾿Αστυάγης εἰς τὸν
τὸν ὕπνον
ἐκατούρησε τόσον , ὥστε ἐγέμισε τὴν πόλιν του , καὶ ἑπλη
μύρισε καὶ ὅλην τὴν ᾿Ασίαν · διηγηθεὶς δὲ εἰς τοὺς ὀνειρο
κρίτας μάγους τὸ ἐνύπνιόν του , ἐφοβήθη , διότι ἔμαθεν
ἀπ᾿ αὐτοὺς ὅλην τὴν (* ) ἔννοιαν τοῦ ὀνείρου . ὅθεν δὲν ἠ
θέλησε νὰ ὑπανδρεύσῃ αὐτὴν τὴν Μανδάνην , ὅτε ἔφθασεν
εἰς ὥραν γάμου , μὲ κανένα Μῆδον , ἄξιον τῆς συγγε
γείας του , ὑποπτευόμενος τὸ ὅραμα , ἀλλά την δίδει εἰς ἕνα
Πέρσην , Καμβύσην τὸ ὄνομα, τὸν ὁποῖον εὕρισκεν ὅτι ἦτον
ἀπὸ τιμίαν οἰκογένειαν, καὶ ἄνθρωπος φιλήσυχος , τὸν
ἐθεώρει δὲ ὡς πολλὰ κατώτερον ἀπὸ Μῆδον καὶ τῆς δευτές
τέρας τάξεως .
108. ᾿Αφοῦ ἡ Μανδάνη ὑπανδρεύθη μὲ τὴν Καμβύσην ,
ὁ ᾿Αστυάγης τὸν πρῶτον χρόνον εἶδεν ἄλλο ὄνειρον . Τὸν

ἐφάνη ὅτι ἀπὸ τὰ αἰδοῖα τῆς θυγατρός του ταύτης ἐφύτρω


σε κλῆμα , καὶ τὸ κλῆμα τοῦτο ἐπίασεν ὅλην τὴν ᾿Ασίαν. ᾿Α
φοῦ εἶδεν αὐτὸ , καί το ἐπρόβαλεν εἰς τοὺς ὀνειροκρίτας , ἔφ
στειλε καὶ ἔφερεν ἀπὸ τὴν Περσίαν τὴν θυγατέρα του , ἡ ὁτ
ποία ἦτον ἐπίτοκος· ἐλθοῦσαν δέ την ἐφύλαττε , θέλων νὰ
διαφθείρῃ τὸ γεννηθησόμενον ἀπ᾿ αὐτήν · διότι , ἀπὸ τὸ ὄνει
ρόν του οἱ ὀνειροκρίται μάγοι προέλεγον ὅτι τὸ τέκνον τῆς θυ

γατρός του ἔμελλε νὰ βασιλεύσῃ ἀντ᾽ ἐκείνου . Φυλαττόμενος

(* ) Ιδ. §. 108.
1

ΒΙΒΛ . Α. ΚΛΕΙΩ. 73

λοιπὸν ὁ Αςυάγης αὐτὸ , καθὼς ἐγεννήθη ὁ Κῦρος, καλέσας τὸν


῾ρπαγον , ἄνθρωπον οἰκεῖον καὶ πιστότατόν του ἀπ᾿ ὅλους
τοὺς Μήδους , ἔτι δὲ καὶ ἐπίτροπον ὅλων τῶν ἰδίων του
a
κτημάτων , τὸν ἔλεγε τὰ ἀκόλουθα . « Αρπαγε τὴν ὑπόθεσιν
» τὴν ὁποίαν θά σ᾽ ἐπιφορτίσω , κύτταξε νὰ μή την κακο
» μεταχειρισθῇς, μήτ' ἀψηφήσας ἐμὲ , καὶ προτιμήσας ἄλ
» λους , νὰ βλάψης ὕστερα τὸν ἴδιον ἑαυτόν σου. Λάβε

» τὸ παιδίον , τὸ ὁποῖον ἐγέννησεν ἡ Μανδάνη , καὶ φέρων
» αὐτὸ εἰς τὴν οἰκίαν σου , φόνευσέ το· μετὰ ταῦτα δὲ θάψε
· το μὲ ὅποιον τρόπον θέλεις . » ὁ δὲ Αρπαγος ἀποκρίνεται ·
ὦ βασιλεῦ , ὄχι μόνον ἕως τώρα δὲν εἶδες εἰς ἐμὲ δυσά
.
φεστόν τι, ἀλλὰ καὶ εἰς τὸ ἑξῆς φυλαττόμεθα νὰ μὴ πταί
» σωμεν ποτὲ εἰς σέ· ἐὰν ὅμως σὺ θέλῃς νὰ γένῃ οὕτω , πρέ
φ'πει , τὸ κατ᾽ ἐμὲ , νά σε ὑπηρετήσω προθύμως .
109. Ταῦτα ἀποκριθεὶς ὁ ἕρπαγος , καθὼς παρέλαβε τὸ
παιδίον στολισμένον μὲ τὰ στολίδια τοῦ θανάτου , ἐπήγαινεν
εἰς τὴν οἰκίαν του κλαίων· ἐμβὰς δὲ μέσα διηγεῖτο εἰς

τὴν γυναῖκά του ; ὅσα τὸν εἶπεν ὁ᾿Αστυάγης. Εκείνη δὲ


λέγει πρὸς αὐτόν . n Τώρα λοιπὸν τί ἔχεις εἰς τὸν νοῦν σου

» νὰ κάμῃς ; » Αὐτός την ἀποκρίνεται.« ὄχι καθώς μ᾿ ἐπράτ ·


» ταξεν ὁ ᾿Αστυάγης· οὔτε ἂν αὐτὸς παραφρονήσῃ καὶ τρελα
D
θῇ χειρότεραἀπ' ὅ, τι εἶναι τρελὸς, ἐγὼ δὲν θὰ συμ
φωνήσω ποτὲ μὲ τὴν γνώμην του , οὔτε θά τον ὑπηρε
» τήσω εἰς τοιοῦτον φόνον . Διὰ πολλὰς μὲν αἰτίας δὲν θὰ φορ
νεύσω ἐγὼ τὸ βρέφος , καὶ ἔτι διότι εἶναι συγγενές μου ,

» καὶ διότι ὁ ᾿Αστυάγης εἶναι γέρων , καὶ ἄτεκνος ἀρ


» σενικοῦ παιδίου · ἐὰν δὲ τύχῃ ἡ βασιλεία νὰ περάσῃ εἰς

» τὴν θυγατέρα του ταύτην , τῆς ὁποίας τὸν υἱὸν τώρα σκο
» τόνες δ᾿ ἐμοῦ ,: τί ἄλλο μὲμένει νὰ προσμένω μετὰ ταῦτα ,
74 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

» παρὰ τὸν μεγαλώτατον κίνδυνον ; Μ' όλα ταῦτα , διὰ τὴν


P
ἀσφάλειάν μου, πρέπει αὐτὸ τὸ παιδίον ν᾿ ἀποθάνῃ · πρέσ
» πει ὅμως νὰ γένη φονεύς του κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους
» τοῦ᾿Αστυάγους, καὶ ὄχι ἀπὸ τοὺς ἐδικούς μου . » .
110. Ταῦτα εἶπε , καὶ ἀμέσως ἔστειλεν ἄνθρωπον εἰς
ἕνα ἀπὸ τοὺς βουκόλους τοῦ Αστυάγους , τὸν ὁποῖον ἤξευρεν

ὅτι εἶχε νομὰς ἁρμοδιωτάτας εἰς τοῦτο καὶ βουνὰ θηριω


δέστατα · τὸ ὄνομά του ἦτον Μιτραδάτης , καὶ εἶχε γυα
ναῖκα μίαν σύνδουλόν του , ὀνομαζομένην Σχυλὼ , κατὰ

τὴν Ἑλληνικὴν γλῶσσαν, κατὰ δὲ τὴν Μηδικὴν , Σπα


κώ . Διότι σπάκα λέγουσι τὴν σκύλαν οἱ Μῆδοι . Οἱ δὲ
πρόποδες τῶν βουνῶν ὅπου αὐτὸς ὁ βουκόλος εἶχε τὰς βο
σκὰς τῶν βοδίων , εἶναι ἀπὸ τὸ βόρειον μέρος τῶν ᾿Αγβατά
νων καὶ τοῦ Εὐξείνου πόντου. Ἐκεῖ , ἀπὸ τὸ μέρος τῶν Σα
σπείρων ἡ Μηδικὴ χώρα εἶναι πολλὰ βουνώδης καὶ ὑψηλὴ
καὶ δασώδης , ἡ δὲ ἄλλη Μηδικὴ εἶναι πεδινή. ᾿Αφοῦ λοιπὸν
μὲ μεγάλην βίαν ἐφώναξε τὸν βουκόλον , καὶ ἦλθεν αὐτὸς ,
τὸν ἔλεγεν ὁ ῞ρπαγος τὰ ἀκόλουθα . « Σὲ προστάζει ὁ᾿Αςυά
γης νὰ λάβῃς τὸ παιδίον τοῦτο , καὶ νά το βάλῃς εἰς τὸ

ἐρημότατον βουνὸν ν᾿ ἀποθάνῃ τὀγλιγωρότερον . Μ᾿ ἐπρόσ


» ταξε πρὸς τούτοις νά σε εἴπω καὶ τὸ ἑξῆς. Ἐὰν δέν το
φονεύσῃς , ἀλλά το περιποιηθῆς μ' ὁποιονδήποτε τρόπον ,

» θά σε θανατώσῃ μὲ τὸν κάκιστον θάνατον . Εἶμαι δὲ καὶ ἐ


γὼ διωρισμένος νά το ἴδω ὅτι τὸ ἔῤῥιψες . >>
111. Ταῦτα ἀκούσας ὁ βουκόλος , καὶ ἀναλαβὼν τὸ παι

δίον , ἐπῆρε πάλιν τὸν δρόμον του ὁπίσω , καὶ φθάνει εἰς

τὴν ἔπαυλιν . Ἡ γυναῖκα δὲ αὐτοῦ , ἡ ὁποία ἐπρόσμενεν ἡμέ


ραν μὲ τὴν ἡμέραν νὰ γεννήσῃ , γεννᾷ κατὰ τύχην τότε ,
ὅπε ὁ βουκόλος ὑπῆγεν εἰς τὴν πόλιν . Ησαν δε καὶ οἱ δύο
ΒΙΒΛ. Α . ΚΛΕΙΩ. 75

εἰς μεγάλην φροντίδα δι᾽ ἀλλήλους , ὁ ἄνδρας φοβούμενος διὰ


τὴν γένναν τῆς γυναικός του , καὶ ἡ γυναῖκα , διότι ἔστειλε
καὶ ἐφώναξε τὸν ἄνδρα της ὁ ἕρπαγος , πρᾶγμα τὸ ὁποῖον
δὲν ἦτον συνειθισμένον . Καθὼς δὲ ἐπιστρέψας ἔφθασεν , ἡ
γυναῖκα βλέπουσά τον σχεδὸν ἀνελπίστως , πρώτη τὸν ἠρώ
τησε , διατὶ ὁ Ἁρπαγος μὲ τόσην βίαν ἔστειλε καί τον ἐ
πῆρεν . Αὐτὸς δὲ εἶπε . « Γυναῖκα , φθάσας εἰς τὴν πόλιν
εἶδα καὶ ἤκουσα πρᾶγμα , τὸ ὁποῖον εἴθε νὰ μὴ ἔβλεπον ,
» μήτε νὰ ἐγίνετο εἰς τοὺς δεσπότας μας . ὅλος ὁ οἶκος

και τοῦ ἁρπάγου ἦτον γεμάτος κλαύματα · ἐγὼ δὲ τρομα


σμένος ἐμβῆκα μέσα . Καθὼς δὲ ἐμβῆκα , βλέπω παιδίον ,
» τὸ ὁποῖον ἐκείτετο ἐξαπλωμένον εἰς τὴν μέσην σπαράττον
» καὶ κλαυθμυρίζον , στολισμένον μὲ μαλαγματικὰ καὶ πολυ
· τελῇ φορέματα . Ὁ Άρπαγος δὲ , καθώς με εἶδε, μ᾿ἐπρό
»ςαξεν ἀμέσως νὰ λάβω τὸ παιδίον , καὶ νὰ ὑπάγω νά
» το βάλω , ὅπου ἤθελεν εἶναι τὸ θηριωδέστατον βουνὸν ,
‫ܡ‬
λέγων ὅτι εἶναι ὁ Αςυάγης , ὁ ὁποῖοςμε παραγγέλλει τοῦτο
» καὶ φοβερίσας με πολλὰ , ἐὰν δὲν ἤθελα κάμει αὐτό. ἐγὼ
λοιπόν το ἐπῆρα καί το ἔφερον , νομίζων ὅτι ἦτον οἰκέ
‫ ܗ‬του τινός · διότι ποτὲ δὲν ἠμπόρουν νὰ ὑποθέσω , πόθεν
ἦτον · ἠπόρουν ὅμως βλέπων αὐτὸ στολισμένον μὲ μαλαγ
η ματικὰ καὶ μὲ φορέματα , πρὸς τούτοις δὲ καὶ ὅλους εἰς
» τοῦ ἁρπάγου νὰ κλαίωσι φανερά. ἔξαφνα λοιπὸν καθ᾽ ὁ
*
δὸν , ἀπὸ τὸν ὑπηρέτην, ἡ ὁποῖός με ἠκολούθησεν ἕως
» ἔξω τῆς πόλεως καί μ ' ἐνεχείρισε τὸ βρέφος , μανθάνω
» ὅλην τὴν ἱστορίαν , ὅτι εἶναι υἱὸς τῆς Μανδάνης , θυγα
» τρὸς τοῦ ᾿Αστυάγους , καὶ τοῦ Καμβύσου , υἱοῦ τοῦ Κύρου
» καὶ ὅτι ὁ Αστυάγης προστάζει να το φονεύσωσι, καὶ
ἰδοὺ αὐτό . »
Α ΤΟΥ
76 ΙΣΤΟΡΙ ΗΡΟΔΟ .

112. Ενταυτῶ δὲ λέγων αὐτὰ ὁ βουκόλος ἀνεκάλυψε


τὸ παιδίον , καί το ἐδείκνυεν . Η δὲ γυναῖκα , καθὼς εἶδε
τὸ παιδίον , τὸ ὁποῖον ἦτον εὐτραφὲς καὶ εὔμορφον , δα
κρύσασα καὶ πέσασα εἰς τὰ γόνατα τοῦ ἀνδρός της , τὸν πα
ρεκάλει κατ ' οὐδένα τρόπον νὰ μή το ῥίψῃ . ᾿Εκεῖνος δέ
την ἀπεκρίθη , ὅτι τὸν ἦτον διόλου ἀδύνατον νὰ κάμῃ ἀλ
λέως· διότι θὰ ἔλθωσι κατάσκοποι ἀπὸ τὸν ῾ρπαγον νὰ
παρατηρήσωσι , καὶ θὰ θανατωθῇ κάκιστα , ἐὰν δέν το κά

μῃ . Επειδὴ δὲ ἦτον ἀμετάπειστος ὁ ἄνδρας , τὸν λέγει


ἔπειτα ἡ γυναῖκα τὰ ἀκόλουθα . »῾ἐπειδὴ δὲν ἡμπορῶ νά
» σε πείσω νὰ μή το ῥίψης, κάμε τὸ ἑξῆς, ἂν πᾶσα ἀνάγκη
.
ἶναι νά το ἴδωσι ῥιμμένον . Εγέννησα καὶ ἐγὼ , ἐγέννησα
D ὅμως ἀποθαμμένον · ὅθεν ὕπαγε καὶ βάλε εἰς τὸ βουνὸν

αὐτὸ , τὸν δὲ υἱὸν τῆς θυγατρὸς τοῦ Αστυάγους , ἄς τον


Σ
ἀναθρέψωμεν , ὡς νὰ ἐγεννήθη ἀπὸ ἡμᾶς· καὶ τοιουτοτρό
» πως ὄχι μόνον δὲν θὰ φανῆς ὅτι ἀδικεῖς τοὺς δεσπότας

» μας , ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπόφασις αὕτη θὰ γένῃ ἐπωφελὴς εἰς


*
ἡμᾶς · καθότι καὶ ὁ ἀποθαμμένος θὰ λάξῃ ταφὴν βασι
29
» λικὴν , καὶ ὁ ζῶν δὲν θὰ χάσῃ τὴν ζωήν του . »
113. Πολλὰ ὀρθὰ πρὸς τὰς παρούσας περιστάσεις ἐφάνη
εἰς τὸν βουκόλον ὅτι ἔλεγεν ἡ γυναῖκα , καὶ ἀμέσως ἔβαλεν
εἰς πρᾶξιν τὸν λόγον της . Παραδίδει τὸ παιδίον, τὸ ὁποῖον
ἔφερε διὰ νὰ θανατώσῃ , εἰς τὴν γυναῖκά του , καὶ λα
βὼν τὸ ἐδικόν του, τὸ ὁποῖον ἦτον νεκρὸν , τὸ ἔβαλεν εἰς
τὸ ἀγγεῖον , ὅπου εἶχε τὸ ἄλλο . Στολίσας δὲ αὐτὸ μὲ ὅ
λα τὰ στολίδια τοῦ ἄλλου παιδίου, πηγαίνει και το βάλ
λει εἰς τὸ ἐρημότατον βουνόν . ὅτε δὲ ἔγιναν τρεῖς ἡμέ
ραι , ἀφοῦ ἐῤῥίφθη τὸ παιδίον , ὁ βουκόλος ἀφήσας φύ
λακα αὐτοῦ ἕνα προβοσκὸν , κατέβη εἰς τὴν πόλιν , καὶ
ΒΙΒΛ. Α. ΚΛΕΙΩ.
77

ἐλθὼν εἰς τοῦ ᾿Αρπάγου εἶπεν ὅτι ἦτον ἕτοιμος νὰ δείξῃ


τὸ νεκρὸν σῶμα τοῦ παιδίου . Πέμψας δὲ ὁ ῾ρπαγος τοὺς
πιστοτάτους ἐκ τῶν δορυφόρων του , εἶδε διὰ μέσου αὐτῶν ,
καὶ ἔθαψε τοῦ βουκόλου τὸ παιδίον. Καὶ τοῦτο μὲν ἐνταφιά
σθη · τὸ δ᾽ ἄλλο , τὸ ὁποῖον μετὰ ταῦτα ὠνομάσθη Κῦρος,
ກໍ່ γυναῖκα τοῦ βουκόλου καί το ἔτρεφε , ὀνομά
τὸ ἐπῆρεν ἡ
σασα αὐτὸ ἄλλως πως καὶ ὄχι Κῦρον.

114. ὅτε δὲ ἦτον δέκα χρόνων τὸ παιδίον, ἠκολούθησεν


Η
εἰς αὐτὸ τοιοῦτό τι πρᾶγμα , καί το ἐφανέρωσεν ἐκ ποίων
γονέων ἦτον . ἔπαιζεν εἰς τὴν κώμην , ὅπου ἦσαν αἱ βουκολί
αι· ἔπαιζε δὲ μέσα εἰς τὸν δρόμον ὁμοῦ μὲ ἄλλους συνηλικιώ
τας του . Καὶ τὰ παιδία παίζοντα ἔκλεξαν βασιλέα των
αὐτὸ , τοῦ ὁποίου ἡ ἐπίκλησις ἦτον υἱὸς τοῦ βουκόλου .
Αὐτὸ λοιπὸν διέταξεν ἄλλ᾽ ἀπὸ τὰ παιδία νὰ κτίζωσιν οἰκί

ας , ἄλλα νὰ ἦναι δορυφόροι , ἓν νὰ ἦναι ὀφθαλμὸς (* ) τοῦ


βασιλέως , εἰς ἄλλο πάλιν ἔδιδεν ἀξίωμα νὰ φέρῃ εἰς τὸν
βασιλέα τὰς ἀγγελίας , καὶ οὕτω καθεξῆς διορίζον ὑπουρ
γήματα εἰς τὸ καθέν . Εν λοιπὸν ἀπ ' αὐτὰ τὰ παιδία συμ
παῖζον, τὸ ὁποῖον ἦτον τοῦ ᾿Αρτεμβάρους, ἀνθρώπου σημαν
τικοῦ εἰς τοὺς Μήδους , ἐπειδὴ δὲν ἔκαμε τὸ προσταχθὲν

ἀπὸ τὸν Κῦρον , διώρισεν αὐτὸς τὰ ἄλλα παιδία νά το


πιάσωσιν · ἀμέσως δὲ ἐκεῖνα ἐπείσθησαν, καὶ ὁΚῦρος μετε

χειρίσθη αὐτὸ πολλὰ σκληρὰ εἰς τὸ ξύλον . Τὸ δὲ παιδίον ,


ἀφοῦ το ἄφησαν , ἠγανάκτει πολὺ περισσότερον διὰ τὴν
ἀτιμίαν , ἡ ὁποία τὸ ἔγινεν . ὅθεν κατέβη εἰς τὴν πόλιν καὶ
ἐκλαίετο εἰς τὸν πατέρα του δι᾿ ὅσα τὸ ἔκαμεν ὁ Κῦρος ,

(* ) Μεγάλον ὑπούργημα εἰς τὴν Περσικὴν αὐλήν .


198 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

λέγον ὄχι ὁ Κῦρος (διότι τὸ ὄνομα τοῦτο δὲν ἦτον ἀκόμι )


ἀλλ᾽ ὁ υἱὸς τοῦ βουκόλου τοῦ Αςυάγους. ὁ δὲ Αρτεμβάρης
θυμώσας , καθὼς ἦτον ,‫ ܙ‬ἐσηκώθη καὶ ὑπῆγεν εἰς τὸν Αστυά
γη · ἔχων δὲ ὁμοῦ καὶ τὸ παιδίον του ἐπαραπονεῖτο ὅτι
ἔπαθε πράγματα ἀνοίκεια , λέγων . « ἰδὲ, βασιλεῦ , πῶς περ
D ριυβρίσθημεν ἀπὸ τὸν δοῦλόν σου , υἱὸν τοῦ βουκόλου . .ὁ

δεικνύων τοὺς ὤμους τοῦ παιδίου του.


115. Ακούσας δὲ καὶ ἰδὼν ὁ Αστυάγης αὐτὰ, θέλων
νὰ ἐκδικήσῃ τὸ παιδίον διὰ τὴν τιμὴν τοῦ Ἀρτεμβάρους,
ἔστειλε καὶ ἔφερε τὸν βουκόλον καὶ τὸ παιδίον του . Καθὼς
δὲ ἐπαρουσιάσθησαν καὶ οἱ δύο, βλέψας πρὸς τὸν Κῦρον ὁ
Αστυάγης εἶπε. « Σύ τάχα ὢν υἱὸς ἑνὸς τοιούτου, ἐτόλμησες
» νὰ φερθῆς μὲ τόσην αὐθάδειαν εἰς τὸν υἱὸν τούτου , ὁ ὁ
»
»ποῖος εἶναι πρῶτος κοντά μου ; » ὁ δὲ Κῦρος ἀποκρίνεται
ὡς ἀκολούθως. « Δέσποτα , ἐγὼ ἔκαμα τοῦτον αὐτὰ δικαίως·
· διότι τὰ παιδία ἀπὸ τὴν κώμην , ἐκ τῶν ὁποίων ἦτον

* καὶ αὐτὸς , παίζοντα , μ᾿ ἔβαλαν βασιλέα των , διότι τὰ


. ἐφαινόμην ἐπιτηδειότατος εἰς τοῦτο. Τὰ ἄλλα λοιπὸν

παιδία ἔκαμνον , ὅ,τι τὰ ἐπρόσταζον, αὐτὸς δὲ μόνος


‫ܗ‬
δὲν ἤκουον, οὔτε ἤθελε νὰ ἠξεύμῃ κανένα , διὰ τὸ
»ὁποῖον ἔλαβε τὴν τιμωρίαν . Ἐὰν λοιπὸν δι᾽ αὐτὸ ἦμαι
. ‫ܗ‬
ἄξιος τιμωρίας τινὸς , ἰδοὺ εἶμαι ἐδώ. »
Irg . Ἐνῷ ἔλεγεν αὐτὰ τὸ παιδίον , ὁ ᾿Αστυάγης ἤθελε
νά τ' ἀναγνωρίσῃ · καθότι καὶ ὁ χαρακτὴρ τοῦ προσώπου του
τὸν ἐφαίνετο ὅτι εἶχε πολλὴν ὁμοιότητα μὲ τὸν ἐδικόν του ,
καὶ ὁ καιρὸς τῆς ἐκθέσεως συνέπιπτε μὲ τὴν ἡλικίαν τοῦ παι
δίου . Εξυπασθεὶς δὲ δι᾽ αὐτὰ , ἔτεκε πολλὴν ὥραν , χωρὶς νὰ
εἴπη τίποτε· μόλις δέ ποτε ἐλθὼν εἰς τὸν ἑαυτόν του , θέλων
νὰ ἐκπέμψῃ τὸν Αρτεμβάρη, διὰ νὰ βαστάσῃ μόνον τὸν βου
ΒΙΒΛ . Α. ΚΛΕΙΩ . 79

κόλον, καὶ νά τον ἐξετάσῃ , εἶπεν · » Αρτέμβαρες , ἐγὼ θὰ κά


· μω ὥστε καὶ σὺ , καὶ ὁ υἱός σου νὰ μείνητε εὐχαριστη
.· μένοι. » Καὶ τὸν μὲν Αρτεμβάρη ἀποπέμπει· τὸν δὲ

Κῦρον , διὰ προσταγῆς τοῦ Αστυάγους, ἐπῆραν μέσα


င်
οἱ ὑπηρέται . Ἀφοῦ δὲ ἔμεινε μόνος ὁ βουκόλος , ὁ ᾿Αστυάγης
τὸν ἠρώτησε, πόθεν ἔλαβε τὸ παιδίον , καὶ τίς το παρέδωκεν
εἰς αὐτὸν. ὁ βουκόλος δὲ ἀπεκρίνετο ὅτι ἦτον ἐδικόν του , καὶ
ὅτι ἡ μητέρα , ἡ ὁποία τὸ ἐγέννησεν, ἔζη ἀκόμι εἰς τὴν οἰκίαν
του . ὁ δὲ Αστυάγης τὸν ἔλεγεν ὅτι κακὰ ἐβουλεύετο ἐπιθυμῶν
νὰ καταντήσῃ εἰς μεγάλας βασάνους, καὶ ἐνταυτῷ ἔκαμε
σημεῖον εἰς τοὺς δορυφόρους νά τον συλλάβωσι. Φερόμενος
λοιπὸν εἰς τὰς βασάνους ὁ βουκόλος τότε ἐφανέρωσε τὸ πρᾶγ

μα , καθὼς ἦτον , καὶ ἀρχίσας ἀπὸ τὴν ἀρχὴν , διηγεῖτο τὴν


ὑπόθεσιν μὲ ὅλην τὴν ἀλήθειαν · ἐτελείωνε δὲ εἰς παρακα
λέσεις ζητῶν νά τον δοθῇ συγγνώμη .
117. ὁ δὲ Αστυάγης , ἀφοῦ ὁင် βουκόλος ἐφανέρωσε τὴν
ἀλήθειαν , πλέον δὲν ἐφρόντιζε τόσον δι αὐτόν · μεμφόμενος
δὲ τὸν ἕρπαγον ὑπερβολικὰ ἐπρόσταξε τοὺς δορυφόρους να
τον φωνάξωσι · καὶ καθὼς ἦλθεν ἐμπρός του , τὸν ἠρώτησεν
ὁ Αστυάγης «a ἅρπαγε, : μὲ ποῖον τρόπον ἐθανάτωσες τὸ
*
παιδίον , τὸ ὁποῖόν σε παρέδωκα , γεννηθὲν ἀπὸ τὴν θυγα
D ‫ט‬
τέρα μου ; » ὁ δὲ ῾ρπαγος, καθὼς εἶδεν ὅτι ἦτον μέσα ὁ
βουκόλος , δὲν πέρνει τὴν ὁδὸν τοῦ ψεύδους, διὰ νὰ μὴ ἐξε
‫ע‬
λεγχθῇ ἀνακρινόμενος , ἀλλὰ λέγει τὰ ἑξῆς . » Βασιλεῦ , ἀφοῦ
.
· παρέλαβα τὸ παιδίον , ἐσυλλογιζόμην , κυττάζων πῶς καὶ
· τὸ ἐδικόν σου θέλημα νὰ κάμω , καὶ ἐγὼ χωρὶς νὰ προσ

κρούσω εἰς σὲ , νὰ μὴ ἐμβῶ εἰς τὸ αἷμα , μήτε τὸ ἐδικόν

»σου , μήτε τῆς θυγατρός σου· πράττω λοιπὸν τοιουτο



· τρόπως . Καλέσας τὸν βουκόλον τοῦτον , παραδίδω τὸ
80 ΙΣΤΟΡΊΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

» παιδίον , λέγων ὅτι σὺ εἶσαι , ὁ ὁποῖος προστάζεις να το


» φονεύσῃ , καὶ δὲν ἐψευδόμην εἰς τοῦτο · διότι σὺ οὕτως
D ἐπρόσταξες. Παραδίδω λοιπὸν τὸ παιδίον εἰς αὐτὸν μὲ τὴν

ἀκόλουθον παραγγελίαν · νά το βάλῃ εἰς ἔρημον βουνὸν ,


» καὶ στεκόμενος ἐκεῖ νὰ φυλάττῃ ἕως ὅτου νὰ τελειώσῃ ,
» φοβερίσας τον πολὺ , ἐὰν δὲν ἐκτελέσῃ αὐτὰ ἀκριβῶς .
» Αφοῦ δὲ ἔκαμεν αὐτὸς τὰ προσταχθέντα , καὶ ἐτελείωσε
» τὸ παιδίον , πέμψας τοὺς πιστοτάτους ἐκ τῶν εὐνούχων

» μου, καὶ εἶδα διὰ μέσου ἐκείνων , καὶ ἔθαψε αὐτό. Οὕτως
» ἔπραξα , βασιλεῦ , περὶ τοῦ πράγματος τούτου , καὶ τοιοῦ
» τον θάνατον ἔλαβε τὸ παιδίον , κ

118. ὁ μὲν Ἁρπαγος ἔλεγε τὴν ἀλήθειαν . ὁ δὲ Αστυά ·


γης , κρύπτων τὴν μνησικακίαν του διὰ τὸ γεγονὸς , πρῶτον
μὲν διηγεῖτο εἰς τὸν ἕρπαγον τὸ πρᾶγμα , ἐπαναλαμβάνων
αὐτὸ, καθώς το ἤκουσεν ἀπὸ τὸν βουκόλον· μετὰ δὲ τὴν ἐπα
νάληψιν ταύτην , κατέβαινε λέγων ὅτι ζῇ τὸ παιδίον , καὶ τὰ
πρᾶγμα ἔγινε πολλὰ καλά . » Διότι καὶ δὶ αὐτὸ , τὸ ὁποῖον

εἶχον κάμει εἰς τὸ παιδίον , ἔλεγεν , ἐθλιβόμῆν πολὺ , καί
μ ' ἐκακοφαίνετο ὅτι ἡ θυγατέρα μου ἐδυσαρεστεῖτο ἐναν
» τίον μου . ῾ἐπειδὴ ὅμως ἡ τύχη καλῶς οἰκονόμησε τὰ πράγ
.
• ματα, πρῶτον μὲν στεῖλε τὸν υἱόν σου εἰς τὸ νεόφερτον
.
παιδίον · καὶ δεύτερον ἐπειδὴ μέλλω νὰ κάμω θυσίας διὰ
» τὴν σωτηρίαν αὐτοῦ εἰς τοὺς ὁποίους θεοὺς χρεωστεῖται
·‫ ע‬ἡ τιμὴ αὐτὴ , ἔλα νὰ δειπνήσῃς ἐδώ . »
119. ὁ ἕρπαγος λοιπὸν , καθὼς ἤκουσεν αὐτὰ , προσκυ
νήσας καὶ εὐχαριςηθεὶς ὑπερβολικὰ ὅτι τὸ σφάλμα του ἐκ
βῆκεν εἰς καλὸν, καὶ ὅτι διὰ χρηστὰς τύχας ἐπροσκαλέσθη
εἰς δεῖπνον , ἐπορεύθη εἰς τὴν οἰκίαν του . Αμέσως δὲ ὅτε ἐμ
θῆκε μέσα, (εἶχε δὲ ἓν καὶ μόνον παιδίον , σχεδὸν σωστὰ δα 1
ΒΙΒΛ . Α. ΚΛΕΙΩ δι

και τριών χρόνων)πέμπει αὐτό , παραγγείλας : τα νὰ ὑπάγῃ


εἰς τοῦ Αστυάγους,καὶ νὰ κάμη ό, τι τὸ προστάξῃ ἐκεῖνος
αὐτὸς δὲ περιχαρὴς ὧν λέγει εἰς τὴν γυναῖκά του τὴν σύμφ
πτωσιν ταύτην . ὁ ᾿Αστυάγης. ὅμως, καθὼς ἔφθασεν ὁ υἱὸς
τοῦΑρπάγου , σφάξας αὐτὸν , καὶ διαιρέσας τὰ μέλη του , τὰ
μὲν ἀπὸ τὰ κρέαταἔψησε , τὰ δὲ ἔβρασε , καὶκαλοφθιασμένα ,
τὰ εἶχεν ἕτοιμα . ὅτε δὲ ἦλθεν ἡ ὥρα τοῦ δείπνου, ὑπῆγαν
καὶ οἱ ἄλλοι δαιτυμόνες καὶ ὁ Ἁρπαγός · ἀλλ ' ἐμπρὸςμὲν εἰς
1 τοὺς ἄλλους, καὶ εἰς αὐτὸν τὸν Αστυάγη ἔβαλαν τραπέζας
γεμάτης ἀρνήσια κρέατα · ἐμπρὸς δὲ εἰς τὸν Αρπαγον ἔβαλαν
τὰ μέλη τοῦ παιδίου του , πλὴν τῆς κεφαλῆςκαὶ τῶν ἄκρων
*
τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν, τὰ ἄλλα ὅλα · εἶχαν δὲ αὐτὰ
χωριστὰ εἰς κάνιστρον σκεπασμένα. Ἀφοῦ δὲ ὁ ἁρπαγος
ἔφαγε καὶ ἐχόρτασεν , ὁ Αστυάγης τὸν ἠρώτησεν, ἄν τὸν
ἤρεσε τὸ φαγητόν. ὅτε δὲ εἶπεν ὁ Χρπαγος ὅτι τὸν ἥρεσέν
ὑπερβολικά , περιέφερον οἱ διωρισμένοι εἰς τοῦτο , τὴν κέ
φαλὴν τοῦ παιδίου του σκεπασμένην , καὶ τὰς χεῖρας καὶ
4
τοὺς πόδας· καὶ σταθέντες · ἔμπροσθεν τοῦ Αρπάγου τὸν

ἔλεγον νὰ ξεσκεπάσῃ καὶ νὰ λάβῃ ὅ,τι ἀπ ' αὐτὰ νοστιμεύε-«


ται. Πειθόμενος δὲ ὁ Άρπαγος ξεσκεπάζει καὶ βλέπει τὰ
λείψανα του παιδίου του ἰδὼνδὲ δὲν ἐξυπάσθη , ἀλλ᾽
ἐστοχάσθη καὶ ἐκράτησε τὸν ἑαυτόν του . Τότε ὁ ᾿Αστυάγης
τὸν ἠρώτησεν , ἂν ἐγνώριζε τίνος θηρίου κρέατα είχε φάγει .
Αὐτὸς δὲ εἶπον ὅτι καί το γνωρίζει , καί τον εἶναιἀρεςόν, ὅ, τι

ἂν κάμνῃ ὁβασιλεύς. Οὕτως ἀποκριθεὶς ἔλαβε τὰ λοιπὰ κρέ
τα καὶ ὑπῆγεν εἰς τὴν οἰκίαν του: ἔπειτα δὲ ἐφρόντιζε, καθὼς
στοχάζομαι ἐγὼ νὰ περιμαζεύσῃ ὅλα καὶ νὰ τὰ θάψη .

120. Τοιουτοτρόπως ὁ ᾿Αστυάγης ἐτιμώρησε τὸν Άρτα


γον . Διὰ δὲ τὸν Κῦρον σκεπτόμενος , ἐφώναξε τοὺς ἰδίους
( ΤΟΜ . Α.) 0
82 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

μάγους , οἱ ὁποῖοι εἶχόν τον εξηγήσει τὸ ἐνύπνιον κατὰ


τὸν ῥηθέντα τρόπον· ἐλθόντας δέ τους ἠρώτησε , πῶς ἔ
κριναν τὸ ὄνειρόν του . Ἐκεῖνοι δὲ ἀπεκρίθησαν πάλιν
ὁμοίως , λέγοντες ὅτι τὸ παιδίον , ἐὰν ἔζη καὶ δὲν ἀπό
θνησκε πρότερον , ἔπρεπε νὰ βασιλεύσῃ . ὁ δὲ Κυαξάρης τοὺς
ἀποκρίνεται τὰ ἀκόλουθα . » Εἶναι τὸ παιδίον , καὶ σώζεται,
καὶ διαιτώμενον εἰς τὸν ἀγρὸν τὰ παιδία ἀπὸ τὴν κώμην
· τὸ ἔβαλαν βασιλέα , ἐκεῖνο δὲ ἐξεπλήρωσε κάμνον , ὅσα οἱ
D τφόντι βασιλεῖς · καθότι εἶχε δορυφόρους , καὶ θυρωροὺς ,

· καὶ ἀγγελιαφόρους καὶ τὰ λοιπὰ ὅλα . Τώρα λοιπὸν ξ εἰς


· τί σας φαίνεται ὅτι ἀποβλέπουσιν αὐτά ; » ᾿Απεκρίθησαν οἱ
μάγοι. » ἐὰν ζῇ τὸ παιδίον καὶ ἐβασίλευσεν ὄχι κατὰ προ
D· μελέτην
τινὰ , τότε μὴ φοβεῖσαι , καὶ ἔχε ἥσυχον τὴν καρ
• δίαν σου · διότι δὲν θὰ βασιλεύσῃ πλέον δευτέραν φοράν.

• Καὶ χρησμοὶ μερικοὶ ἔτυχαν νά μας ἐκβῶσιν ὄχι ἀπαράλ


» λακτα · πολλῷ δὲ μᾶλλον τὰ ὀνείρατα ἐνίοτε ξεδιαλύουσιν
‫ ·ܗ‬εἰς πολλὰ μικρὰ πράγματα . » ᾿Αποκρίνεται ὁ ᾿Αστυάγης

τὰ ἑξῆς · » Καὶ ἐγὼ , ὦ μάγοι , εἶμαι πολὺ μ' αὐτὴν τὴν


» γνώμην, ὅτι, ἀφοῦ μίαν φορὰν ὠνομάσθη τὸ παιδίον βα

σιλεὺς , ἐξεπληρώθη τὸ ὄνειρον , καὶ δὲν ἔχω πλέον τίποτε


D
νὰ φοβηθῶ ἀπὸ τὸ παιδίον · μολοντοῦτο στοχάσθητε κα
ελὰ , καὶ συμβουλεύσατέ με , ὅσα μέλλουσι νὰ ἦναι
» ἀσφαλέστατα καὶ εἰς τὸν ἐδικόν μου οἶκον καὶ εἰς σᾶς . n

Οἱ δὲ μάγοι ἀπεκρίθησαν εἰς αὐτά. » Καὶ εἰς ἡμᾶς τοὺς


D.
ἰδίους , ὦ βασιλεῦ , εἶναι περὶ πολλοῦ τὸ νὰ μένῃ ἡ βα
» σιλεία σου ἀμετάπτωτος · ἀλλέως δὲ , ἐὰν περάσῃ εἰς τὸ
.
παιδίον τοῦτο , τὸ ὁποῖον εἶναι Πέρσης , ἀποξενόνεται· καὶ
· ἡμεῖς
ὄντες Μῆδοι γινόμεθα δοῦλοι , καὶ εὐκαταφρόνητοι
· ἀπὸ τοὺς Πέρσας , ὡς ξένοι· ἐνήσῳ ὅμως σὺ βασιλεύεις ,
ΒΙΒΛ . Α . ΚΛΕΙΩ . 83

κ᾿ἐπειδὴ εἶσαι ἐντόπιος, καὶ ἡμεῖς , ὅσον τὸ καθ᾽ ἡμᾶς, μετέ


· χόμεν ἀπὸ τὴν ἀρχὴν , καὶ τιμὰς μεγάλας λαμβάνομεν ἀπὸ
· σέ. Οὕτω λοιπὸν ἀφεύκτως χρεωστοῦμεν νὰ προβλέπωμεν
. ὑπὲρ σοῦ καὶ ὑπὲρ τῆς ἐδικῆς σου ἀρχῆς. Καὶ τώρα , ἰὰν

· ἐβλέπομεν κανένα κίνδυνον ,. βέβαια ἠθέλομέν σε προειπεί


ἐπειδὴ ὅμως τὸ ὄνειρον ἐξεδιάλυσεν εἰς μικρόν τι ; διὰ
ν τοῦτο οὔτε ἡμεῖς ἔχομεν πλέον ὑποψίαν καμμίαν , οὔτε σὲ
καὶ συμβουλεύομεν νὰ ἔχης . Απομάκρυνε ὅμως τὸ παιδίον τοῦτο

» ἀπὸ τὸν ἑαυτόν σου, πέμψας αὐτὸ εἰς τὴν Περσίαν καὶ εἰς
20 τοὺς γονεῖς του .

121. Ακούσας αὐτὰ ὁ Αστυάγης ἐχάρη , καὶ καλέσας τὸν


Κῦρον τὸν ἔλεγε τὰ ἑξῆς. « Παιδίον μου ; ἐγώ σε ἠδίκουν
» δι᾿ ὄνειρόν ἀτελὲς , τὸ ὁποῖον εἶδα , ζῆς ὅμως ἀπὸ καλήν
κ σου τύχην · ὅθεν τώρα ὕπαγε μὲ τὸ καλὸν εἰς τοὺς Πέρ
» σας· θὰ στείλω δ᾽ ἐγὼ μαζή σου καὶ συνοδοιπόρους . Φθάσας
» δ' ἐκεῖ θὰ εὕρης πατέρα καὶ μητέρα ; ὄχι ὁποῖος εἶναι ὁ
Μιτραδάτης καὶ ἡ γυναῖκά του . ·
122 Αὐτὰ εἰπὼν ὁ Αστυάγης ἀποπέμπει τὸν Κῦρον .
Επιστρέψαντα δὲ εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Καμβύσου , ἐδέχθησαν
αὐτὸν οἱ γονεῖς του , καὶ δεχθέντες , καθὼς ἔμαθαν τὸ πρᾶγα
μα, τὸν ἡσπάζοντο μὲ χαρὰν , καθότι εἶχον βέβαιον ὅτι τότε
ἀμέσως ἀπέθανε , καί τον ἐξέταζον μὲ τίνα τρόπον διεσώθη.
Αὐτὸς δέ τους ἀπεκρίνετο λέγων , ὅτι προτοῦ δὲν ἤξευρεν ,
ἀλλ᾽ ἦτον πολλὰ ἐσφαλμένος , καὶ ὅτι καθ᾽ ὁδὸν ἔμαθον
όλα του τὰ πάθη · καθότι πρότερον εἶχεν ὡς βέβαιον ὅτι ἦτον,
υἱὸς βουκόλου τινὸς τοῦ Αστυάγους· εἰς τὸν ὀρχομόν του
ὅμως ἀπεκεῖ ἔμαθεν ὅλην του τὴν ἱστορίαν ἀπὸ τοὺς συνο
δοιπόρους του , καὶ ἔλεγεν ὅτι ἐτράφη ἀπὸ τὴν
γυναῖκα τοῦ
βουκόλου , τὴν ὁποίαν εἰς ὅλον τὸν λόγον του ἐπαίνει , καὶ τὸ
6*
84 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΊΟΥ .

πᾶν εἰς τὴν ὁμιλίαν του ήτον 4 Σχυλό . Οἱ δὲ γονεῖς τοῦ


παραλαβόντες τὸ ὄνομα τοῦτο , διὰ νὰ φαίνηται εἰς τοὺς
Πέρσας ὅτι ἔζη ὁ υἱός των κατὰ θείαν τινὰ πρόνοιαν , ἐκοινο
λόγησαν ὅτι τὸν Κῦρον ῥιμμένον ἐξέθρεψε σκύλα · καὶ ἀπὸ
τοῦτο διεσπάρη ὁ λόγος αὐτός.
123.
> Πρὸς δὲ τὸν Κῦρον ἀνδρωθέντα , καὶ ὄντα ἀνδρειός
τατὸν ἀπὸ τοὺς συνηλικιώτας του , καὶ πολλὰ ἀγαπητὸν ἀπ '
ὅλους, ὁ Αρπαγος δὲν ἔλειπε νὰ πέμπῃ πάντοτε δῶρα
καὶ νά τον οἰκειοποιῆται, ἐπιθυμῶν νὰ ἐκδικηθῇ τὸν Αστυά
γῆ . Διότι αὐτὸς , ὢν ἰδιώτης , ἔβλεπεν ὅτι ἀπὸ τὸν ἑαυτόν
που δὲν ἠμπόρει νὰ γένῃ καμμία ἐκδίκησις εἰς τὸν Αστυά
γη ! βλέπων δὲ τὸν Κῦρον ἐπιτρεφόμενον ἤθελε να τον κάμπ
σύμμαχον , μεταχειριζόμενοςμέσον τὴν ὁμοιότητα τῶν πα
θῶν τοῦ Κύρου μὲ τὰ ἰδικά του . Προτοῦ ὅμως , προδιέθεσε
τὰ ἑξῆς . Ἐπειδὴ ὁ Ἀστυάγης ἦτον πικρὸς εἰς τοὺς Μήδους ,
ἀνταμόνων ὁ Αρπαγος κατὰ μέρος τὸν καθένα ἀπὸ τοὺς
πρώτους τῶν Μήδων, τοὺς ἀνέπειθεν ὅτι ἔπρεπε νὰ προάς
ξωσιν εἰς τὰ πράγματα τὸν Κῦρον , καὶ νὰ παύσωσι τὸν
Αστυάγη ἀπὸ τὴν βασιλείαν . Αφοῦ κατωρθώθη αὐτὸ , καὶ
ἦτον τὸ πρᾶγμα ἕτοιμον , ὁ Αρπαγος θέλων νὰ εἰδοποιήσης
διὰ τὸν σκοπόν του τὸν Κῦρον , διατρίβοντα εἰς τὴν Περσίαν ,
κατὰ ἄλλον τρόπον δὲν ἠμπόρει, διότι οἱ δρόμοι ἐφυλάττον •
του ὅθεν ἐπιτεχνᾶται τοιοῦτό τι . Διώρισε νά τον φέρωσι
λαγὸν , καὶ ἀφοῦ ἔσχισε τὴν κοιλίαν του , χωρὶς παντελῶς
νά τον μαδίσῃ , καθὼς ἦτον , ἔβαλε μέσα πάπυρον γράψας ,
εἰςαὐτὸν ὅ ,τι εἶχε σκοπὸν νὰ κάμῃ . Αποῤῥάψας δὲ πάλιν
τὴν κοιλίαν τοῦ λαγοῦ , τὸν ἐνεχείρισεν εἰς τὸν πιστότατόν
του οἰκέτην , καὶ δώσας εἰς αὐτὸν δίκτυα , ὡς κυνηγὸν , τὸν
ἔφειλεν εἰς τοὺς Πέρσας , παραγγείλας τὸν ἀπὸ ςόματος, δύο
διε
ΒΙΒΛ . Δ . ΚΛΕΙΠ 85

ἔωον τὸν λατὸν εἰς τὸν Κῦρον νὰ εἴπῃ να τον σχέση 6 ίδιος
μὲ τὰ χέριά του , καὶ νὰ μὴ ἦναι κανεὶς ἐκεῖ, ὅταν θὰ κάμνῃ
αυτό .

124. Αὐτὰ λοιπὸν ἔγιναν ἀνελλιπῶς · καὶ 8


ὁ Κῦρος λαβὼν
τὸν λαγὸν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον τοῦ Αρπάγου , τὸν ἀνέσχισεν ·
εὑρὼν δὲ τὸ βιβλίον , τὸ ὁποῖον ἦτον μέσα, τὸ ἐπῆρε καί το
ἐδιάβασε . Τὰ δὲ γράμματα ἔλεγον τὰ ἑξῆς · »D Υἱὲ τοῦ Καμ

• Φύσου , οἱ θεοί σ᾽ ἐπισκέπτονται· διότι ἀλλέως δὲν ἤθελες


·
φθάσει ποτὲ εἰς τόσην εὐτυχίαν . Τώρα λοιπὸν ἐκδικήθητι
σὺ τὸν φονέα σου Αςυάγη · διότι ὅσον κατὰ τὴν προαίρεσιν
» αὐτοῦ σὺ εἶσαι ἀποθαμμένος ·· ζῆς δὲ διὰ τὴν εὔνοιαν τῶν
.
θεῶν , καὶ τὴν συνδρομὴν τὴν ἐδικήν μου . Στοχάζομαι ότι
» πρὸ πολλοῦ ἔμαθες ὅλα, ὅσα ἔγιναν διὰ σὲ , καὶ τί ἔπαθα ἐγὼ

• ἀπὸ τὸν Αςυάγη , διότι δέν σ᾽ ἐφόνευσα , ἀλλά σ᾽ ἔδωσα


εἰς τὸν βουκόλον . Σὺ λοιπὸν τώρα, ἐὰν θέλῃς νά μ' ἀκούσῃς ,
·· θὰ κυριεύσῃς ὅλην αὐτὴν τὴν χώραν , τὴν ὁποίαν κυριεύει
• δ᾿Αστυάγης. ὅθεν ἀναπείσας τοὺς Πέρσας ν᾿ ἀποστα
· τήσουν , στρατηλάτησε κατὰ τῶν Μήδων . Καὶ ἐὰν ἐγὼ
· διορισθῶ ἀπὸ τὸν ᾿Αστυάγη ςρατηγὸς ἐναντίον σου , ἐπέτυ
· * χες ὅ, τι ἐπιθυμεῖς · ὁμοίως δὲ ἐὰν διορισθῇ καὶ ἄλλος τις
• ἀπὸ τοὺς σημαντικοὺς Μήδους . Διότι πρῶτοι αὐτοὶ ἀποςα
.
τήσαντες ἀπ᾿ ἐκεῖνον , καὶ ἐλθόντες μὲ τὸ μέρος σου, θὰ
πασχίσουν νὰ καταστρέψωσι τὸν ᾿Αστυάγη . ἂν βέβαιος λοι
· πὸν ὅτι τὰ ἐδὼ εἶναι ἕτοιμα , κάμε ὥς σε γράφω, καὶ κάμε
* το τογλιγωρότερον .
125. ᾿Ακούσας ταῦτα ὁ Κῦρος ἐσκέπτετο μὲ ποῖον τρόπον
ἐπιτηδειότατον ν᾿ ἀναπείσῃ τοὺς Πέρσας ν᾿ ἀποστατήσουν;
σκεπτόμενος δὲ εὑρίσκει ὅτι τὸ ἑξῆς ἦτον τὸ πλέον ἁρμόδιον;

τὸ ὁποῖον καὶ ἔκαμε. Γράψας εἰς πάπυρον ὅ, τι ἤθελε, συνής


86 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ ,

θροισι τοὺς Πέρσας · ἔπειτα δὲ ἀνοίξας τὸ γράμμα, καὶ δια


βάζων αὐτὸ , εἶπεν ὅτι ὁ Αςυάγης τὸν διώριζε ςρατηγὸν τῶν
Περσῶν. » Τώρα δὲ , εἶπε, σᾶς παραγγέλλω , ὦ Πέρσαι,νὰ λάβη
• καθεὶς ἀπὸ σᾶς δρέπανον καὶ νὰ ἔλθῃ ἐδώ. » ὁ μὲν Κῦρος αὖ
τὰ παρήγγειλεν . Εἶναι δὲ τῶν Περσῶν πολλὰ γένη · καὶ ὅσα
μὲν ὁ Κῦρος ἐμάζευσε καὶ ἀνέπεισε ν ' ἀποστατήσουν ἀπὸ
τοὺς Μήδους εἶναι τὰ ἑξῆς, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐξήρτηνται ὅλοι

οἱ ἄλλοι Πέρσαι. Πασαργάδαι, Μαράφιοι, Μάσπιοι· ἀπ᾽ αὖ


τοὺς οἱ Πασαργάδαι εἶναι ἀνδρειότατοι· καὶ ἐκ τούτων εἶναι
πατριά τις᾿Αχαιμενίδαι, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἔγιναν οἱ βασιλεῖς
Περσεῖδαι· ἄλλοι δὲ Πέρσαι εἶναι οἱ ἑξῆς· Πανθιαλαῖοι, Δη

ρουσιαῖοι , Γερμάνιοι· αὐτοὶ ὅλοι εἶναι γεωργοί· οἱ δὲ λοιποὶ


Δάοι, Μάρδοι, Δροπικοὶ, Σαγάρτιοι εἶναι βοσκοί.
16. ὅτε δὲ ὑπῆγαν ὅλοι ἔχοντες τὸ προλεχθὲν δρέπα
νον , τότε ὁ Κῦρος ( ἦτον δὲ τόπος τις τῆς Περσικῆς χώρας
ἀκανθώδης ἕως δέκα ὀκτὼ ἢ εἴκοσι σταδίων, ) αὐτὸν τὸν
τόπον τοὺς παρήγγειλε νὰ ἐξημερώσωσιν εἰς μίαν ἡμέ
ραν . ᾿Αφοῦ οἱ Πέρσαι ἐπετέλεσαν τὸν διορισθέντα ἆθλον , δεύ
τερόν τους παρήγγειλε νὰ ὑπάγωσι τὴν ἀκόλουθον ἡμέρανλου
μένοι . Εἰς τὸ μεταξὺ δὲ τοῦτο ὁ Κῦρος μαζεύσας ὅλας ὁμοῦ τὰς
αἶγας καὶ πρόβατα καὶ βόδια τοῦ πατρός του , τὰ ἔσφαζε καὶ
τὰ ἑτοίμαζε διὰ νὰ δεχθῇ τὸ στράτευμα τῶν Περσῶν · ἔτι δὲ
κρασίον καὶ ψωμίον πολλὰ καλόν . Ελθόντας δὲ τὴν ἀκόλουθον
ἡμέραν τοὺς Πέρσας, τοὺς ἐκάθισεν εἰς ἓν λιβάδιον , καί τους
εὐώχει. ᾿Αφοῦ δὲ ἐσηκώθησαν ἀπὸ τὸ δεῖπνον , τοὺς ἠρώτησεν

ὁ Κῦρος , ἐὰν ἦσαν προκριτώτερα ὅσα εἶχον χθὲς , ἢ τὰ παρόντα .


ἐκεῖνοι δὲ εἶπαν ὅτι ἡ μεταξὺ αὐτῶν διαφορὰ ἦτον μεγάλη

διότι ἡ προλαβοῦσα ἡμέρα εἶχεν ὅλα κακὰ δι᾿ αὐτοὺς , ἡ δὲ τότε


"
ΒΙΒΛ . Δ. ΚΛΕΙΩ . 87

παροῦσα , ὅλα ἀγαθά. Πέρνων δὲ τοῦτον τὸν λόγον ὁ Κῦρος ἀνα


κάλυψεν εἰς αὐτοὺς τὸν σκοπόν του λέγων . « Άνδρες Πέρσαι,
» τοιαύτῃ εἶναι ἡ ὑπόθεσις. Ἐὰν μὲν θέλητε νά μ' ἀκούσητε ,
η ἔχετε'ὅλα αὐτὰ , καὶ ἄλλα ἄπειρα ἀγαθὰ, χωρὶς κόπον δου

» λοπρεπῆ · ἐὰν ὅμως δὲν θέλητε νά μ᾿ ἀκούσητε , ἔχετε κό


» πους ἀναριθμήτους παρομοίους μὲ τὸν χθεσινόν . Γίνεσθε
» λοιπὸν ἐλεύθεροι ἀκούσαντές με. Φαίνεται δὲ ὅτι καὶ ἐγὼ
» κατὰ θείαν τύχην γενόμενος ἐπιχειρῶ αὐτά · καὶ σεῖς,καθὼς
στοχάζομαι, εἶστε ἄνδρες ὄχι κατώτεροι ἀπὸ τοὺς Μή
D δους , οὔτ᾽ εἰς τ᾽ ἄλλα , οὔτ᾽ εἰς τὰ πολεμικά . ἐπειδὴ

» λοιπὸν εἶναι οὕτως, ἀποστατήσατε τὀγλιγωρότερον ἀπὸ τὸν


» Αστυάγη . >>

127. Οἱ μὲν Πέρσαι καθὼς ἐπέτυχαν ἀρχηγὸν , εὐχαρί


στως ἐδέχθησαν νὰ ἐλευθερωθῶσι· διότι καὶ πρότερον ἀκόμι
ἐδυσαρεστοῦντο νὰ ἄρχωνται ἀπὸ τοὺς Μήδους . ὁ δὲ ᾽Αgu
άγης , καθὼς ἔμαθεν ὅτι ὁ Κῦρος ἐνήργει τοιαῦτα , πέμψας
ἄνθρωπον ἐκάλει αὐτὸν εἰς τὴν Μηδίαν · ὁ δὲ Κῦρος εἶπε
πρὺς τὸν ἄγγελον ν᾿ ἀπαγγείλῃ εἰς τὸν ᾿Αστυάγη , ὅτι θὰ
ὑπάγῃ προτήτερα ἀπ' ὅ,τι ἠμπορεῖ νὰ θελήσῃ . ᾿Ακούσας αὐτὰ

ὁ ᾿Αστυάγης ὥπλιζεν ὅλους τοὺς Μήδους, καὶ στρατηγὸν αὐ


τῶν , ὡς θεοβλαβὴς, διώρισε τὸν ἅρπαγον , λησμονήσας ὅσα

τὸν ἔκαμεν. ὅτε λοιπὸν ἐκστρατεύσαντες οἱ Μῆδοι ἀνταμώθη


σαν μὲ τοὺς Πέρσας , μερικοὶ ἀπ' αὐτοὺς, εἰς ὅσους δὲν ἐκοι

νολογήθη τὸ πρᾶγμα , ἐμάχοντο · ἄλλοι δὲ αὐτομόλουν εἰς τοὺς


Πέρσας , καὶ οἱ περισσότεροι ἄφινον τὸν πόλεμον καὶ ἔφευγον .
128. ᾿Επειδὴ δὲ τὸ Μηδικὸν στράτευμα διελύθη ἀτίμως,
καθὼς ἔμαθε τοῦτο ὁ ᾿Αστυάγης εἶπε φοβερίζων τὸν Κῦρον .
« Μ᾿ ὅλα αὐτὰ δὲν θά το χαρῇ ὁó Κῦρος. » Τόσον εἰπὼν,

πρῶτον μὲν ἀνεσκολόπισε τοὺς ὀνειροπόλους μάγους , οἱ ὁποῖ


88 ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΔΟΤΟΥ .

εί τον ἔκαμαν ν᾿ ἀλλάξῃ γνώμην , καὶ ν᾿ ἀφήσῃ τὸν Κῦρου ·


μετὰ ταῦτα δὲ ὁπλίσας τοὺς Μήδους , ὅσοι εἶχον μεί
Θει εἰς τὴν πόλιν , νέους καὶ γέροντας , ἔκβαλεν αὐτοὺς ,
καὶ κτυπηθεὶς μὲ τοὺς Πέρσας ἐνικήθη · καὶ ὁ ἴδιος ᾿Αστ
ἄγης ἐπιάσθη ζωντανὸς , καὶ ὅσους Μήδους ἔκβαλε , τοὺς
ἔχασεν.
129. Ἦτον ἤδη αἰχμάλωτος & Αστυάγης , καὶ ἐλθὼν
ἔμπροσθά του ὁ Άρπαγος κατέχαιρε καί τον ἐπερίπαιζε, λέγων
καὶ ἄλλα πολλὰ λυπηρὰ εἰς αὐτόν · πρὸς τούτοις δὲ καί τον

ἠρώτησε πῶς τον ἐφαίνετο ἡ δουλεία ἀντὶ τῆς βασιλείας ,


παραβαλλομένη μὲ τὸ δεῖπνον , τὸ ὁποῖόν τον ἔκαμεν ἀπὸ
τὰ κρέατα τοῦ παιδίου του. ᾿Εκεῖνος δὲ , προσβλέψας τον,
ἀντερώτησεν , ἂν οἰκειοποιεῖτο τὸ ἔργον τοῦ Κύρου . Καὶ ὁ
Αρπαγος ἀπεκρίθη ὅτι , ἐπειδὴ αὐτός τον ἔγραψε , δικαίως
τὸ ἔργον ἦτον ἐδικόν του. Τότε ὁ Αστυάγης τὸν ἔλεγεν ὅτι
ἦτον μωρότατος καὶ ἀδικώτατος ἀπ᾿ ὅλους τοὺςἀνθρώπους

μωρότατος μὲν, διότι ἠμπόρει νὰ γένῃ ὁ ἴδιος βασιλεὺς , δν
τὰ παρόντα ἐπράχθησαν δι᾿ αὐτοῦ, καὶ περιέβαλε τὴν δύ
ναμιν αὐτὴν εἰς ἄλλον · ἀδικώτατος δὲ , διότι δι᾽ ἐκεῖνο τὸ
δεῖπνον κατεδούλωσε τοὺς Μήδους . Εἰ δὲ καὶ ἔπρεπεν ἀφεύ

· κτως νὰ περιβάλῃ τὴν βασιλείαν εἰς ἄλλον τινὰ καὶ νὰ μή


την ἔχῃ αὐτὸς , δικαιότερον ἦτον , ἔλεγε , νὰ περιβάλῃ τὸ
ἀγαθὸν τοῦτο , εἰς Μῆδόν τινα παρὰ εἰς Πέρσην . Τώρα δὲ οἱ
μὲν Μῆδοι , ἔλεγε, χωρὶς νὰ πταίωσιν εἰς τοῦτο , ἔγιναν ἀντὶ
pa po

δεσποτῶν δοῦλοι · οἱ δὲ Πέρσαι, ὄντες πρότερον δοῦλοι τῶν


Μήδων, τώρα ἔγιναν δεσπόται.
·
130. Ο Αστυάγης λοιπὸν , βασιλεύσας τριάκοντα πέντε
χρόνουςη τοιουτοτρόπως ἔπαυσεν ἀπὸ τὴν βασιλείαν · καὶ οἱ

Μῆδοι ὑπετάχθησαν εἰς τοὺς Πέρσας διὰ τὴν πικρότητα


ΒΙΒΛ . Α . ΚΛΕΙΩ. 89

αὐτοῦ , ἐξουσιάσαντες τὴν ἄνω τοῦ Αλυος ποταμοῦ . Ἀσίαν


παρὰ δύο ἑκατὸν τριάκοντα χρόνους , ἔξω ὅσον καιρὸν
ὥριζον οἱ Σκύθαι . ὕστερον όμως μετενόησαν δι' αὐτὸ τὸ
ὁποῖον ἔκαμαν καὶ ἀπεστάτησαν ἀπὸ τὸν Δαρεῖον· ἀποστα
πήσαντες δὲ πάλιν κατεστράφησαν , νικηθέντες μὲ πόλεμον.
Τότε δὲ, ἐπὶ Αστυάγους , οἱ Πέρας καὶ ὁ Κῦρος ἐπαναστά
τήσαντες κατὰ τῶν Μήδων , ὥριζον εἰς τὸ ἑξῆς τὴν ᾿Ασίαν.
ὁ δὲ Κῦρος , χωρὶς νά κάμῃ τὸν ᾿Αστυάγῃ ἄλλο τι κακὸν ,
τὸν εἶχεν εἰς τὴν οἰκίαν του , ἕως ὅτου ἀπέθανε . Τοιουτοτρό
πως ὁ Κῦρος γεννηθεὶς καὶ τραφεὶς ἐβασίλευσε , καὶ κατέ
στρεψε μετὰ ταῦτα τὸν Κροῖσον , ὁ ὁποῖος πρῶτος ἔκαμεν
ἀρχὴν ἀδικίας , καθὼς εἶπα προλαβόντως . Κατατρέψας δὲ
αὐτὸν ἐκυρίευσε πλέον ὅλην τὴν ᾿Ασίαν.
131. Οἱ δὲ Πέρσαι, ἠξεύρω ὅτι μεταχειρίζονται νόμους

τοιούτους · ὅτι ἀγάλματα καὶ ναοὺς καὶ βωμοὺς δὲν ἔχουσινό


μιμον νὰ κτίζωσιν , ἀλλὰ μέμφονται καὶ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι κάμ
νουσιτὰ τοιαῦτα , ὡς μωρούς. διότι , καθὼς στοχάζομαι, δὲν
νομίζουσι τοὺς θεοὺς ἀνθρωπομυεῖς , καθὼς οἱ Ἕλληνες . Ἔχουσι
δὲ νόμιμον νὰ θυσιάζωσιν εἰς τὸν Δία , ἀναβαίνοντες εἰς τὰ
ὑψηλότατα βουνά · καὶ ὀνομάζουσι Δία τὸν κύκλον τοῦ οὐ
ρανοῦ . Θυσιάζουσιν ἔτι εἰς τὸν ἥλιον , εἰς τὴν Σελήνην , · εἰς

τὴν Γῆν , εἰς τὴν Φωτίαν , εἰς τὸ Νερὸν καὶ εἰς τοὺς Ανέ
μους · εἰς ταῦτα μάνα θυσιάζουσιν ἐξ ἀρχῆς . Ἔμαθαν δὲ μου
τὰ ταῦτα νὰ θυσιάζωσι καὶ εἰς τὴν Οὐρανίαν , (* ) και το
ἔμαθαν ἀπὸ τοὺς Ασσυρίους καὶ Αραβίους. ἀνομάζουσι δὲ
οι Ασσύριοι τὴν ᾿Αφροδίτην Μύλιττα , οἱ Δράβιοι δὲ ᾿Αλίτη
τα , καὶ οἱ Πέρσαι . Μίτραν .

ἐν Ἀφροδίτην, [δ . $ 1051
gio ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

13a. Η δὲ θυσία τῶν Περσῶν πρὸς τοὺς λεχθέντας θεοὺς

εἶναι τοιαύτη . ὅταν μέλλωσι νὰ θυσιάσουν , δὲν κατασκευά


ζουσι βωμοὺς , οὔτε φωτίαν ἀνάπτουσι· δὲν μεταχειρίζονται
σπονδὴν,. οὔτε αὐλόν , οὔτε στεφάνους , οὔτε οὐλὰς · ἀλλ᾽ ὅ
ποιος θέλει νὰ κάμῃ θυσίαν εἰς θεόν τινα , φέρων τὸ κτῆνος
εἰς τόπον καθαρὸν , καταςεφανωμένος τὴν τιάραν μὲ μυρσί
νην , ἐπικαλεῖ τὸν θεόν. Δὲν εἶναι δὲ συγχωρημένον εἰς τὸν θυ
σιάζονται νὰεὔχηται, ἀγαθὰ ἰδιαιτέρως μόνον διὰ τὸν ἑαυτόν

του , ἀλλὰ ζητεῖ ἀπὸ τὸν θεὸν νὰ δίδῃ εὐτυχίαν εἰς ὅλους τοὺς
Πέρσας καὶ εἰς τὸν βασιλέα · διότι εἰς ὅλους τοὺς Πέρσαςπερι
έχεται καὶ αὐτός . ᾿Αφοῦ δὲ διαχωρίσῃ εἰς κομμάτια τὸ ἱερεῖον ,
καὶ βράσῃ τὰ κρέατα, ςρώσας ὑποκάτω χόρτον τρυφερώτατον,
καὶ μάλιςα τὸ τρίφυλλον , ἐπιθέτει εἰς αὐτὸ τὰ κρέατα ὅλα .
᾿Αφοῦ δέ τα διατάξῃ αὐτὸς , μάγος τις σταθεὶς ἐπάνωθεν
ψάλλει θεογονίαν , καθὼς λέγουσιν ἐκεῖνοι ὅτι εἶναι τὸ ᾆσμα ·
διότι χωρὶς μάγον δὲν εἶναι νόμος νὰ κάμνωσι θυσίας . Πε
ριμείνας δὲ ἔπειτα ὀλίγην ὥραν ὁ θυσιάσας , λαβὼν τὰ κρέατα
ἀναχωρεῖ , ἔπειτα τὰ κάμνει ὅ , τι εἶναι ἑπόμεον .
· 133. Συνηθίζουσι νὰ τιμοῦν περισσότερον ἀπ ' ὅλας τὰς
ἡμέρας ἐκείνην , εἰς τὴν ὁποίαν ἐγεννήθη ὁ καθείς . Κατ' αὐτὴν
τὴν ἡμέραν κρίνουσι δίκαιον νὰ ἔχουν τράπεζαν μεγαλοπρεπ
πεστέραν , εἰς τὴν ὁποίαν οἱ μὲν πλούσιοι βάλλουσι βόδιον ,
ἵππον , καμήλαν , ὄνον, ψητοὺς εἰς κάμινον ἀκεραίους· οἱ δὲ
πτωχοὶ τὰ μικρὰ ζῶα. Φαγητὰ δὲ ὀλίγα μεταχειρίζονται οἱ
Πέρσαι· ἐπιφορήματα ὅμως πολλὰ , καὶ ὄχι ὅλα ὁμοῦ , ἀλλὰ
κατ᾽ ὀλίγα . Καὶ διὰ τοῦτο οἱ Πέρσαι λέγουσιν ὅτι οἱ Ἕλλη
νες τρώγοντες φαγητὰ χορταίνουσι , διότι μετὰ τὸ φαγίον
δὲν βάλλεται εἰς τὴν τράπεζάν των τίποτε ἀξιόλογον πρᾶγμα ,
ἂν ὅμως ἐβάλλετο , δὲν ἤθελον παύει ἀπὸ τὸ νὰ τρώγωσιν .
ΒΙΒΛ . Α. ΚΛΕΙΩ gr

Εἰς τὸ κρασίον εἶναι πολλὰ ἔκδοτοι· καὶ δὲν εἶναι συγχωρη


μένον εἰς αὐτοὺς οὔτε νὰ ἐμέσωσι, οὔτε νὰ κατουρήσωσιν ἐμ
πρὸς εἰς ἄλλον . Καὶ αὐτὰ μὲν οὕτω φυλάττονται. ὅταν δὲ
ᾖναι μεθυσμένοι συνηθίζουν νὰ βουλεύωνται διὰ τὰ σπου

δαιότατα πράγματα , καὶ ὅ,τι ἀποφασίσωσιν εἰς τὸ συμβού


λιόν των, τὴν δευτέραν ἡμέραν τὸ προθέτει εἰς αὐτοὺς νή
φοντας ὁ οἰκοδεσπότης , εἰς τοῦ ὁποίου τὴν οἰκίαν ἤθελον βου

λεύεσθαι· καὶ ἂν μέν το ἐγκρίνωσι καὶ νήφοντες, τότε τὸκά


μνουσιν , εἰ δὲ μὴ , τὸ ἀποῤῥίπτουσι· πάλιν ὅ,τι προβουλευθῶσι
νήφοντες , τὸ ἐπιθεωροῦσι καί τ᾽ ἀποφασίζουσι μεθυσμένοι.
134. ὅταν δὲ ἀπαντῶνται καθ᾽ ὁδὸν, ἀπὸ τοῦτο ἠμπο
ρεῖ τις νὰ γνωρίσῃ , ἐὰν οἱ ἀνταμωθέντες ἶναι ὅμοιοι · ἀντὶ νὰ
χαιρετήσωσιν ἀλλήλους , φιλοῦνται εἰς τὰ στόματα · ἐὰν δὲ ὁ
εἷς ἦναι κατώτερος ὀλίγον , φιλοῦνται εἰς τὰς παρειάς · καὶ
ἐὰν ὁ εἷς ἶναι πολὺ ἀγενέστερος , προσπίπτει καὶ προσκυνεῖ
τὸν ἄλλον . Μετὰ τὸν ἑαυτόν των πρῶτον ἔχουσιν εἰς ὑπόλη
ψιν τοὺς πολλὰ πλησιοχώρους των · δεύτερον τοὺς δευτέρους,
καὶ οὕτω βαθμηδὸν προχωροῦντες ἀποδίδουσι τὴν ὑπόληψίν
των· ὥστε δὲν ἔχουσιν εἰς καμμίαν τιμὴν τοὺς κατοικοῦντας
' πολλὰ μακράν · διότι νομίζουσιν ὅτι αὐτοὶ εἶναι καθ᾿ ὅλα οἱ
ἐναρετώτεροι ἄνθρωποι τοῦ κόσμου , οἱ δ᾽ ἄλλοι μετέχουσιν
ἀπὸ τὴν ἀρετὴν κατὰ τὴν ῥηθεῖσαν ἀναλογίαν τῆς ἀποστά
σεως· καὶ ἑπομένως οἱ κατοικοῦντες πολλὰ μακρὰν ἀπ ' αὐτοὺς
εἶναι οὐτιδανώτατοι . Καθὼς δὲ ἐπὶ τῆς ἀρχῆς τῶν Μήδων ,
οἱ συγκροτοῦντες τὸ βασίλειον τοῦτο ὥριζον ἀλλήλους , δηλαδὴ
οἱ μὲν Μῆδοι ὥριζον ὅλους, καὶ τοὺς πλησιοχώρους των · αὐτοὶ
δὲ τοὺς ὁμόρους των , καὶ αὐτοὶ πάλιν τοὺς ἐφεξῆς , ὥστε
τὸ ἔθνος ἐπήγαινε βαθμηδὸν ἄρχον καὶ ἐπιτροπεῦον , κατὰ
τὸν ἴδιον λόγον καὶ οἱ Πέρσαι τιμῶσι τοὺς ἀνθρώπους .
92 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

135. Οἱ Πέρσαι παραδέχονται ὑπὲρ πάντας τοὺς ἀνθρώ


τους ἔθιμα ξενικά . Οὕτω παραδείγματος χάριν, φοροῦσι τὴν
Μηδικὴν ἐνδυμασίαν , διότι τὴν ηὗραν ὡραιοτέραν ἀπὸ τὴν
ἐδικήν των · καὶ εἰς τοὺς πολέμους, τοὺς Αἰγυπτιακοὺς θώρα
κας. Ἔτι δὲ μανθάνουν νὰ ἐπιτηδεύωσι διαφόρους· εὐπαθείας.
Συνουσιάζονται μὲ παιδία, τὸ ὁποῖον ἔμαθαν ἀπὸ τοὺς Ἕλλη
νας .Ημπορεῖ καθεὶς νὰ νυμφευθῆ πολλὰς γυναῖκας νομίμους,
καὶ νὰ ἔχῃ πολὺ περισσοτέρας παλλακάς.
136. Μετὰ τὴν εἰς τὰς μάχας ἀνδρίαν θεωρεῖται ἄνδρα
γαθία νὰ κάμνῃ τις πολλὰ παιδία · καὶ ὅποιος κάμῃ περισ
σάτατα, ὁ βασιλεὺς κάθε χρόνον τὸν στέλλει δῶρα · διότι
νομίζουσιν ὅτι εἰς τὸ πλῆθος στέκεται ἡ δύναμις . Διδάσκου
σι δὲ τὰ παιδία ἀπὸ πέντε χρόνων ἕως εἴκοσι τρία μόνον

πράγματα, νὰ ἱππεύωσι , νὰ τοξεύωσι καὶ ν᾿ ἀληθίζωσι. Πρὸ


τοῦ δὲ νὰ γένῃ πενταετὲς τὸ παιδίον δέν το βλέπει ὁ πατήρ
του , ἀλλὰ διαιτᾶταιμὲ τὰς γυναῖκας . Γίνεται δὲ αὐτὸ διὰ
τὴν ἑξῆς αἰτίαν · διὰ νὰ μὴ προξενήσῃ καμμίαν λύπην εἰς
τὸν πατέρα του , ἐὰν ἀποθάνῃ εἰς ταύτην τὴν ἡλικίαν .
137. ᾿Επαινῶ μὲν καὶ τοῦτον τὸν νόμον · ἐπαινῶ ὅμωςπε
ρισσότερον τὸν ἑξῆς· ὅτι διὰ μίαν μόνην αἰτίαν οὔτ᾽ αὐτὸς ὁ
βασιλεὺς ἠμπορεῖ νὰ φονεύσῃ τινὰ , οὔτε κανεὶς ἐκ τῶν ἄλ
λων Περσῶν, νὰ κάμῃ ἀνίατον κακὸν εἰς οἰκέτην του · ἀλλὰ
λογαριάσας , ἐὰν εὑρίσκῃ ὅτι τ᾽ ἀδικήματα εἶναι περισσότερα
καὶ μεγαλήτερα ἀπὸ τὰς ἐκδουλεύσεις , τότεμεταχειρίζεται
τὸν θυμόν του . Λέγουσιν ὅτι κανεὶς ἀκόμι δὲν ἐφόνευσε τὸν
πατέρα ἣ μητέρα του , ἀλλὰ καὶ ὅσα τοιαῦτα ἐπράχθησαν κατὰ
καιρὸν , ἐξεταζόμενα ἀκριβῶς ἀνευρέθησαν ὅτι ἔγιναν ἀπὸ
παιδία ἢ ὑποβολιμαῖα , ἢ μοιχίδια · διότι δὲν εἶναι φυσικὸν
λέγουσιν, ὁ ἀληθῶς πατὴρ νὰ θανατόνηται ἀπὸ τὸν υἱόν του
I
BIBA. A, MEP. £. 93

138. Ο ,τι δὲν εἶναι συγχωρημένον νὰ κάμωσιν , οὔτε


θὰ λέγωσι αὐτὸ δέν τους εἶναι συγχωρημένον . Ἔχουσιν
ἀτιμώτατον· τὸ νὰ ψεύδωνται · δεύτερον δὲ, τὸ νὰ χρεωστῶσι
χρέος· καὶ δι᾽ ἄλλας πολλὰς αἰτίας , καὶ περὶ πλέον λέγουσιν
ὅτι ὅποιος χρεωστεῖ , ἀναγκάζεται καμμίαν φορὰν νὰ λέγῃ
καὶ ψεύματα . ὅποιος πολίτης ἔχει λέπραν ἢ λεύκην , αὐτὸς
εἰς τὴν πόλιν δὲν καταβαίνει , οὔτε σμίγεται μὲ τοὺς ἄλ
λους Πέρσας · καὶ λέγουσιν ὅτι ἔχει αὐτὰ ; διότι ἥμαρτεν εἰς
τὸν ἥλιον. Πάντα δὲ ξένον , ὁ ὁποῖος ἤθελε πιασθῇ ἀπ ' αὐτὰς
τὰς ἀῤῥωστίας , τὸν ἐκδιώκουσιν ἀπὸ τὸν τόπον των. Πολλοὶ
δὲ καὶ τὰ ἄσπρα περιστέρια , ἀποδίδοντες τὸν ἴδιον λόγον.
Εἰς ποταμὸν δὲ οὔτε κατουροῦσιν , οὔτε πτύουσιν, οὔτε χέ
για ἀπονίπτουσιν , οὔτ᾽ οἱ ἴδιοι , οὔτ᾽ ἄλλον τινὰ ἀφίνουσιν ,
ἀλλὰ σέβονται πολὺ τοὺς ποταμούς .

139. Συμπίπτει νὰ γίνηται καὶ ἄλλο τι εἰς αὐτοὺς, τὰ


ὁποῖον λανθάνει τοὺς ἰδίους Πέρσας , ἡμᾶς δὲ ὄχι. Τὰ ὀνός
ματά των ; ὄντα (*) ὅμοια μὲ τὰ σώματα καὶ μὲ τὴν με
γαλοπρέπειαν αὐτῶν, τελειόνουσιν ὅλὰ εἰς τὸ ἴδιον γράμμα ,
τὸὁποῖον οἱ μὲν Δωριεῖς Σὰν λέγουσιν , οἱ δὲ Ιωνες Σίγμα ·
Εξετάσας , εἰς τοῦτο θέλεις εὑρεῖ ὅτι τελειόνουσι τὰ ὀνό
ματα τῶν Περσῶν , ὄχι μερικὰ μόνον, ἀλλ ' ἐπίσης ὅλα .
· 140. Καὶ αὐτὰ μὲν ἠξεύρω καὶ ἠμπορῶ νά τα εἴπω
διὰ τοὺς Πέρσας μετὰ βεβαιότητος , τὸ δὲ ἐφεξῆς διὰ τὸν
ἀποθανόντα λέγεται ὅτι γίνεται κρυφὰ , καὶ δὲν εἶναι γνωσ

ξάν · ὅτι τὸ νεκρὸν σῶμα ἀνδρὸς Πέρσου δὲν θάπτεται ,

(* ) 18 , περὶ τῆς σημασίας τῶν Περακῶν θημάτων Βιβ . Δ . §. 98.


94 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

πρὸ τοῦ νὰ σπαραχθῇ ἀπὸ σκύλον ἢ ὄρνεον . Οἱ μάγοι ἠξεύ


ρω ἀκριβῶς ὅτι κάμνουσι τοῦτο · διότι τὸ κάμνουσι φανερά .
Κατακηρώσαντες δὲ τὸ σῶμα οἱ Πέρσαι τὸ κρύπτουσιν εἰς
τὴν γῆν . Οἱ δὲ Μάγοι διαφέρουσι πολὺ καὶ ἀπὸ τοὺς ἄλ
λους ἀνθρώπους , καὶ ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς τῆς Αἰγύπτου . Διότι
αὐτοὶ μὲν φυλάττονται καθαροὶ μὴ φονεύοντες κανὲν ἔμψυ
χον , εἰ μὴ ὅσα θυσιάζουσιν · οἱ δὲ μάγοι φονεύουσιν ὅλα
μὲ τὰς ἰδίας των χεῖρας , πλὴν σκύλου καὶ ἀνθρώπου. Και

το ἔχουσι μεγάλην φιλοτιμίαν νὰ φονεύωσιν ἐπίσης καὶ μύρ


μηκας καὶ ὄφεις · καὶ ἄλλα ἑρπετὰ και πετεινά · καὶ διὰ
μὲν τὸν νόμον τοῦτον , ἂς ἦναι ὅπως ἐξ ἀρχῆς ἐπεκράτησεν ·
ἐπανέρχομαι δὲ εἰς τὴν σειρὰν τοῦ λόγου μου .
141. Οἱ ἴωνες καὶ Αἰολεῖς , καθὼς κατεστράφησαν οἱ
Λυδοὶ ἀπὸ τοὺς Πέρσας, ἀμέσως ἔπεμπον πρέσβεις εἰς τὰς
Σάρδεις πρὸς τὸν Κῦρον , θέλοντες νὰ ἶναι ὑπήκοοί του , μὲ

τὰς ὁποίας συνθήκας ἦσαν καὶ τοῦ Κροίσου. ὁ δὲ Κῦρος ἀκού


σας, ὅσα τὸν ἐπρόβαλαν , τοὺς εἶπεν μῦθόν τινα , διηγηθεὶς ὅτι
εἷς αὐλητὴς , ἰδὼν ὀψάρια εἰς τὴν θάλασσαν , ἔπαιζε τὸν

αὐλὸν , νομίζων ὅτι αὐτὰ θὰ ἐκβῶσιν εἰς τὴν γῆν · ἐπειδὴ


δὲ ἀπέτυχεν ἀπὸ τὴν ἐλπίδα του , ἔλαβεν ἀμφίβληστρον ,καὶ
περιβαλὼν πολὺ πλῆθος τῶν ὀψαρίων τὰ ἔσυρεν ἔξω .
ἰδὼν δὲ αὐτὰ νὰ σπαράττωσι « Παύσατε τώρα , εἶπε τάχα
D πρὸς τὰ ὀψάρια , ἀπὸ τὸ νά με χορεύητε · καθότι ὅτ᾽ ἐγὼ

» ηὔλουν , δὲν ἠθέλετε νὰ ἐκβῆτε νὰ χορεύσητε . » Εἶπεν ὁ


Κῦρος τὸν μῦθον τοῦτον εἰς τοὺς ἴωνας καὶ Αἰολεῖς διὰ τὸ

ἑξῆς · διότι οἱ ἴωνες πρότερον , ὅτε αὐτὸς ὁ Κῦρος ἔστειλε


καί τους ἐζήτησε ν᾿ ἀποστατήσωσιν ἀπὸ τὸν Κροῖον , δὲν
ἐπείθοντο· καὶ τότε ἀφοῦ πλέον τὰ πράγματα ἐτελείωσαν ,

ἦσαν πρόθυμοι νὰ πείθωνται εἰς τὸν Κῦρον . Καὶ αὐτὸς μὲν


· ΒΙΒΛ . Α. ΚΛΕΙΩ . 95

θυμωμένος τοὺς ἔλεγεν αὐτά . Οἱ δὲ Ιωνες ; καθὼς ὑπῆγεν

εἰς τὰς πόλεις των αὐτὴ ἡ ἀπόκρισις , καί την ἤκουσαν ,


ἤρχισαν νὰ περιτειχίζωνται , καὶ ἐμαζεύοντο εἰς τὸ Πανιώ
νιον οἱ ἄλλοι ὅλοι πλὴν τῶν Μιλησίων · διότι μὲ μόνους
αὐτοὺς ὁ Κῦρος ἔκαμεν ὅρκους κατὰ τὰς ὁποίας συνθήκας
εἶχε κάμει καὶ ὁ Λυδός . Οἱ ἄλλοι λοιπὸν ἴωνες ἐκ συμφώ
νου ὅλοι ἀπεφάσισαν , πέμψαντες πρέσβεις εἰς τὴν Σπάρτην ,
νὰ ζητήσωσι βοήθειαν .
142. Οἱ δὲ ἴωνες αὐτοὶ , τῶν ὁποίων εἶναι καὶ τὸ (*)Πα
νιώνιον , εἶχον κτίσει πόλεις , ὅσον διὰ τὴν θέσιν τοῦ οὐρα
νοῦ καὶ διὰ τὰς ὥρας τοῦ ἔτους , εἰς τὸ καλήτερον μέρος
παρὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους , ὅσους ἡμεῖς ἠξεύρομεν. Διότι οὔτε
τὰ ἄνωθεν τῆς ᾿Ιωνίας μέρη , οὔτε τὰ κάτωθεν αὐτῆς , οὔτε

τὰ πρὸς ἀνατολὰς , οὔτε τὰ πρὸς δυσμὰς , δὲν ἔχουν σύγ


κρισιν μὲ τὴν Ἰωνίαν· ἀλλὰ τὰ μὲν πάσχουσιν ἀπὸ τὴνψύ
χραν καὶ ὑγρασίαν· τὰ δὲ , ἀπὸ τὴν θέρμην καὶ ξηρασίαν .
Γλῶσσαν δὲ δὲν ὁμιλοῦσιν ὅλοι τὴν αὐτήν · ἀλλ᾽ ἔχουσι τέσ
σαρας τροπολογίας διαφορετικάς . Η μὲν Μίλητος , ἡ ὁποία
εἶναι πρώτη πόλις αὐτῶν πρὸς μεσημβρίαν , καὶ μετὰ ταύτ
την ἡ Μυοῦς καὶ ἡ Πριήνη , αἱ τρεῖς αὗται εἶναι εἰς τὴν Και
ρίαν, ὁμιλοῦσαι τὴν ἰδίαν διάλεκτον . Δἱ δὲ ἀκόλουθοι εἶναι

εἰς τὴν Λυδίαν , ῎Εφεσος, Κολοφὼν, Λέβεδος , Τέως , Κλαζο


μεναὶ, Φώκαια . Αὐταὶ αἱ πόλεις δὲν ὁμοιάζουσι παντελῶς εἰς
τὴν γλῶσσαν μὲ τὰς προλεχθείσας : μεταξύ των ὅμως ὁμοιά
ζουσιν. Εἶναι ἀκόμι τρεῖς ἐπίλοιποι Ιωνικαὶ πόλεις , ἐκ τῶν
ὁποίων αἱ μὲν δύο, νῆσοι, Σάμος καὶ Χίος· ἡ δὲ μία εἰς τὴν

(*) ἴδε περὶ τῆς θέσεως αὐτοῦ § . 148 .


96 ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΔΟΤΟΥ .

ἤπειρον , Ερυθραὶ . Καὶ οἱ μὲν Χῖοι καὶ ᾿Ερυθραῖοι ἔχουσι τὴν


ἰδίαν διάλεκτον , οἱ δὲ Σάμιοι μόνοι, διαφορετικήν. Αὐτοὶ
λοιπὸν γίνονται τέσσαρες χαρακτῆρες γλώσσης.
: 243. Εκ τούτων τῶν Ιώνων , οἱ μὲν Μιλήσιοι ἦσαν εἰς
σκέπην τοῦ φόβου , καθότι εἶχαν κάμει συνθήκας. ὅσοι δὲ
πάλιν ἦσαν νησιῶται, δὲν εἶχον τίποτε νὰ φοβηθῶσι· διότι
οὔτε οἱ Φοίνικες ἦσαν ἀκόμι ὑπήκοοι τῶν Περσῶν , οὔτε

αὐτοὶ οἱ Πέρσαι ἦσαν ναυτικοί . Απεσχίσθησαν δὲ αὐτοὶ οἱ


Φωνὲς ἀπὸ τοὺς λοιποὺς , ὄχι δι᾽ ἄλλην τινὰ αἰτίαν, εἰ μὴ
διότι , ἂν καὶ ὅλον τὸ Ἑλληνικὸν γένος · ἦτον τότε ἀδύνα
τον , πολὺ ἀδυνατώτατον ἀπ' ὅλα τὰ ἔθνη ἦτον τὸ ᾿Ιωνικὸν,
καὶ μ᾿ ὀλιγωτάτην ὑπόληψιν · διότι πλὴν τῶν ᾿Αθηνῶν,
καμμία ἄλλη πόλις δὲν ἦτον σημαντική. Οἱ μὲν ἄλλοι Ιω

νες λοιπὸν καὶ οἱ ᾿Αθήναῖοι ἀπέφυγαν τὸ ὄνομα μὴ θέλον


τες νὰ ὀνομάζωνται Ιωνες· καὶ τώρα ἀκόμι βλέπω ὅτι οἱ
περισσότεροι ἀπ᾿ αὐτοὺς ἔχουσιν ἐντροπήν των τὸ ὄνομα
τοῦτο. Αἱ δὲ δώδεκα πόλεις αὐταὶ καὶ νὰ ὀνομάζωνται
οὕτω τὸ εἶχον καύχημά των , καὶ ἱερὸν ἔκτισαν χωριστὰ ,
τὸ ὁποῖον ὠνοματοθέτησαν Πανιώνιον , καὶ ἔκαμαν ἀπόφασιν
νὰ μὴ δεχθῶσιν εἰς αὐτὸ κανὲν ἄλλο ᾿Ιωνικόν ἔθνος. Πλὴν
οὔτ᾽ ἐζήτησαν ἄλλοι νὰ μεθέξωσιν ἀπ' αὐτὸ , εἰ μὴ οἱ
Σμυρναῖοι .

144. Καθὼς καὶοἱ Δωριεῖς ἀπὸ τὴν σήμερον λεγομένην .


Πεντάπολιν , ἡ ὁποία πρότερον ἡ ἰδίᾳ ἐλέγετο Εξάπολις

ὄχι μόνον φυλάττονται νὰ μὴ δεχθῶσιν εἰς τὸ(*) Τριοπικὸν

(*) ῾δε περὶ τῆς θέσεως αὐτοῦ . S 174. ὀνομάζεται σήμερον , κατὰ τὸν
"
Μελέτιον καὶ Δαμβίλλον; Κριοῦ ἀκρωτήριον.
ΒΙΒΛ . Α ΚΛΕΙΩ. 97

ἱερὸν κανὲν ἔθνος ἀπὸ τὰ πλησιόχωρα Δωρικά · ἀλλ᾽ ἐξέκλει


σαν ἀπὸ τὴν κοινωνίαν καὶ ἐκείνους ἐξ αὑτῶν οἱ ὁποῖοιἀνό
μησαν εἰς τὸ ἱερὸν . Εἰς τὸν ἀγῶνα τοῦ Τριοπίου Απόλλωνος
πρῶτα ἔβαλλον βραβεῖα διὰ τοὺς νικητὰς τρίποδας χαλκί
νους , ὅσοι δὲ ἐλάμβανον αὐτοὺς δὲν ἔπρεπε νά τους ἐκβάλ
λωσιν ἀπὸ τὸ ἱερὸν , ἀλλ᾽ αὐτοῦ νά τους ἀφιερόνωσιν εἰς τὸν
θεόν . Αλικαρνασεύς τις , τὸ ὄνομα ᾿Αγασικλῆς , νικήσας , ἀ
διαφόρησε διὰ τὸν νόμον , καὶ φέρων τὸν τρίποδα εἰς τὴν
· οἰκίαν του , τὸν ἐκρέμασεν εἰς πάσσαλον . Διὰ ταύτην τὴν
αἰτίαν αἱ πέντε πόλις , Λίνδος , Ιηλυσσός , Κάμειρος , Κῶς
καὶ Κνίδος ἐξέκλεισαν ἀπὸ τὴν κοινωνίαν τὴν ἕκτην πό

διν Αλικαρνασσόν . Καὶ εἰς τούτους μὲν τοιαύτην ζημίαν ἐ


πέβαλαν .

145. Νομίζω δὲ ἐγὼ ὅτι οἱ ἴωνες ἔκαμαν δώδεκα πόλεις,


καὶ δὲν ἠθέλησαν νὰ δεχθῶσι περισσοτέρας εἰς τὴν κοινωνίαν
των διὰ τὴν ἀκόλουθον αἰτίαν· διότι καὶ ὅτε ἐκατοίκουν εἰς τὴν

Πελοπόννησον εἰς δώδεκα μέρη ἦσαν διῃρημένοι: καθὼς καὶ τῶ 1


ρα τῶν Ἀχαιῶν, οἱ ὁποῖοι ἐξεδίωξαν τοὺς ἴωνας, δώδεκα μέ
ρη εἶναι· πρώτη μὲν ἡ Πελλήνη κειμένη ἀπὸ τὸ μέρος τῆς
Σικυῶνος , μετὰ ταύτην ἡ Αἴγειρα ; αἱ Αἰγαὶ, ( ὅπου εἶναι
ὁ Κρᾶθος ποταμὸς ἀέναος , ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἔλαβε τὸ ὄνο

μα ὁ6. ποταμὸς τῆς Ιταλίας) , Βοῦρα , Ελίκη , (ὅπου κατέφυγαν


οἱ ἴωνες νικηθέντες εἰς μάχην ἀπὸ τοὺς Ἀχαιοὺς) , Λίγιον,
Ρύπος , Πατρεῖς, Φαρεῖς , Κλενος , (ὅπου εἶναι μεγάλος ποτα

μὸς , Πεῖρος ὀνομαζόμενος, ) Δύμη καὶ Τριταιεῖς , οἱ ὁποῖοι


μόνοι ἀπ ' αὐτοὺς κατοικοῦσι μεσόγειοι.
146. Αὐτὰ τὰ δώδεκα μέρη εἶναι τώρα τῶν Ἀχαιῶν ,
καὶ τότε ἦσαν τῶν ἰώνων · καὶ διὰ τοῦτο οἱ Ιωνες ἔκαμαν
δώδεκα πόλεις · καθότι εἶναι ἀνοησία μεγάλη νὰ λέγῃ τις

(ΤΟΜ. Α . ) 7
ΡΙΑ ΟΤΟΥ
98 ΙΣΤΟ ΗΡΟΔ

- ὅτι αὐτοὶ εἶναι ἴωνες περισσότερον ἀπὸ τοὺς ἄλλους ᾖ , ὅτι


κατάγονται από λαμπροτέραν ἀρχὴν , ἐνῷ ἀπ' αὐτοὺς μέρος
ὄχι μικρὸν εἶναι ἔβαντες ἀπὸ τὴν Εὔβοιαν , οἱ ὁποῖοι δὲν
μετέχουσι τίποτε ἀπὸ τὴν ᾿Ιωνίαν, οὔτε κἂν τὸ ὄνομα . ἔτι

· δὲ ἀνεμίχθησαν μ᾿ αὐτοὺς καὶ Μινύαι Ορχομένιοι , καὶ Καδ


μεῖοι, καὶ Δρύοπες , καὶ Φωκεῖς ἀποδάσμιοι, καὶ Μολοσσοὶ,
καὶ Αρκάδες Πελασγοὶ, καὶ Δωριεῖς ἐπιδαύριοι, καὶ ἄλλα
ἔθνη πολλὰ εἶναι ἀναμεμιγμένα . Πρὸς τούτοις ὅσοι ἀπ᾿αὐ
τοὺς ἐκίνησαν ἀπὸ τὸ Πρυτανεῖον τῶν ᾿Αθηναίων , καὶ νομί
· ζουσιν ὅτι εἶναι δὲ αὐτὸ εὐγενέστατοι ἀπὸ τοὺς Ιωνας ,
αὐτοὶ δὲν ἔφεραν μαζή των γυναῖκας εἰς τὴν ἀποικίαν , ἀλλ᾽
ἔλαβαν γυναῖκας Καείρας, τῶν ὁποίων τοὺς γονεῖς ἐφόνευσαν.
Διὰ τοῦτον δὲ τὸν φόνον αὐταὶ αἱ γυναῖκες ἔβαλαν νόμον
1
μεταξύ των , καὶ ἔκαμαν ὅρκον , τὸν ὁποῖον παρέδωσαν καὶ
εἰς τὰς θυγατέρας των , ποτὲ νὰ μὴ συμφάγωσι μὲ τοὺς ἄν
δρας των , μήτε νὰ φωνάξῃ καμμία τὸν ἄνδρα της μὲ τὸ
ὄνομα τοῦτο , διὰ τὴν αἰτίαν ὅτι ἐφόνευσαν τοὺς πατέρας,
· καὶ ἄνδρας καὶ παιδία των, καὶ ἔπειτα ἀφοῦ ἔκαμαν τοῦτο ,
· ἔλαβαν αὐτὰς γυναῖκας. Αὐτὰ δὲ ἔγιναν εἰς τὴν Μίλητον .

... 147. Βασιλεῖς δὲ ἔβαλαν οἱ μὲν ἐξ αὐτῶν Λυκίους ἀπὸ


· τοὺς ἀπογόνους τοῦ Γλαύκου , υἱοῦ τοῦ ἱππολόχου · οἱ δὲ,
· Καύκωνας. Πυλίους, ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Κόδρου , υἱοῦ
· τοῦ Μελάνθου · οἱ δὲ καὶ ἀπὸ τὰς δύο ταύτας γενεάς. Πλὴν
θά με εἴπῃ τις ὅτι αὐτοὶ περισσότερον ἀπὸ τοὺς ἄλλους
· φυλάττουσι τὸ ὄνομα τοῦτο. Ἂς δώτωμεν λοιπὸν ὅτι αὐτοὶ
εἶναι οἱ καθαρῶς γενόμενοι ἴωνες· μολοντοῦτο , ὅσοι και
τάγονται ἀπὸ τὰς Αθήνας , καὶ ἑορτάζουσιν Απατούρια , ὅλοι
αὐτοὶ εἶναι ἴωνες· ἑορτάζουσι δὲ ὅλοι , πλὴν τῶν ᾿Εφεσίων
ΒΙΒΛ . Α . ΚΛΕΙΩ : . 99

καὶ Κολοφωνίων· μόνοι αὐτοὶ ἐκ τῶν Ιώνων δὲν ἑορτάζουσιν


Απατούρια · καὶ αὐτοὶ δι' αἰτίαν φόνου .
148. Τὸ δὲ Πανιώνιον εἶναι τόπος τῆς Μυκάλης ἱερὸς
τετραμμένος πρὸς ἄρκτον , τὸν ὁποῖον κοινῶς οἱ Ἕλληνες
ἀφιέρωσαν εἰς τὸν Ποσειδῶνα τὸν ῾Ελικώνιον . Ἡ δὲ Μυκά

λη εἶναι ἄκρα τῆς ξηρᾶς , ἡ ὁποία ἀποτερματίζεται πρὸς τὸν


ζέφυρον ἄνεμον ἀντικρὺ τῆς Σάμου · εἰς αὐτὴν δὲ συναθροιζό
μενοι ἀπὸ τὰς πόλεις οἱ ἴωνες ἑώρταζον ἑορτὴν , ὀνομαζομέ
την Πανιώνια· ἔχουσι δὲ τοῦτο ὄχι μόνον αἱ ἑορταὶ τῶν ἰώνων ,
ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν Ἑλλήνων, ὁμοίως ὅλαι τελειόνουσαι εἰς

τὸ ἴδιον γράμμα, καθὼς τὰ ὀνόματα τῶν (*) Περσῶν.


149. Αὐταὶ μὲν εἶναι αἱ Ιωνικαὶ πόλεις . Αἱ δὲ Αἰολικαὶ

εἶναι αἱ ἀκόλουθοι · Κύμη , ἡ καλουμένη Φρικωνὶς , Λάρισσαι ,


Νέον τεῖχος, Τῆμνος , Κίλλα , Νότιον , Αἰγιρόεσσα , Πιτάνη ,
Αἰγαῖαι, Μύρινα , Γρύνεια . Αὐταὶ εἶναι ἕνδεκὰ πόλεις τῶν
Αἰολέων αἱ ἀρχαῖαι· διότι μίαν ἐξ αὐτῶν, τὴν Σμύρνην, ἐπῆ
ραν οἱ ἴωνες· ἦσαν δὲ δώδεκα καὶ αὐταὶ εἰς τὴν Ἀσίαν. Αὖ
τοὶ δὲ οἱ Αἰολεῖς ἐπέτυχαν νὰ κατοικήσωσι γῆν καρποφόρω
τέραν ἀπὸ τοὺς Ιωνας· ὄχι ὅμως καὶ κατὰ τὰς ὥρας τοῦ
ἔτους ἐπίσης καλὴν .

150. Εςερήθησαν δὲ τὴν Σμύρνην οἱ Αἰολεῖς τοιουτοτρόπως :


Εδέχθησαν εἰς τὸν τόπον των οἱ Σμυρναῖοι Κολοφωνίους τι
νὰς, οἱ ὁποῖοι, νικηθέντες εἰς στάσιν , ἐδιώχθησαν ἀπὸ τὴν
πατρίδα των . Μετὰ ταῦτα δὲ οἱ φυγάδες αὐτοὶ τῶν Κολο
φωνίων , καιροφυλακτήσαντες , ὅτε οἱ Σμυρναῖοι ἑώρταζον ἑορ
τὴν ἔξω τοῦ τείχους εἰς τὸν Διόνυσον , ἀπέκλεισαν τὰς πύλας

(*) 18e § . 139 .


7° !
F
700 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

καὶ ἐκυρίευσαν τὴν πόλιν . Ἐπειδὴ δὲ ἔτρεξαν ὅλοι οἱ Αἰσ


λεῖς ὑπὲρ τῶν Σμυρναίων , ἐσυμβιβάσθησαν ν᾿ ἀποδώσω
σε τὰ ἔπιπλα οἱ ἴωνες , καὶ οἱ Αἰολεῖς νὰ παραιτήσωσι τὴν

Σμύρνην . Ἀφοῦ ἔκαμαν τοῦτο οἱ Σμυρναῖοι, αἱ ἕνδεκα πό


λεις τοὺς ἐμοιράσθησαν ἔπειτα μεταξύ των , καί τους ἔκαμαν
πολίτας των .

151. Αὐταὶ εἶναι αἱ Αἰολικαὶ πόλεις εἰς τὴν ἤπειρον , ἔξω

τῶν κατοικημένων εἰς τὴν ἴδην · ἐκεῖναι εἶναι ξεχωρισταί.


Ἀπὸ δὲ τὰς νησιώτιδας , πέντε μὲν πόλεις νέμονται τὴν Λέ·
σβον· (διότι τὴν ἕκτην πόλιν εἰς τὴν Λέσβον ὀνομαζομένην

Αρίσβην, ἀνδραπόδισαν οἱ Μεθυμναῖοι,μολονότι οἱ Αρίσβιοι


ἦσαν συγγενεῖς των ἐκ τοῦ ἰδίου αἵματος·) εἰς δὲ τὴν Τέ
"
νεδον εἶναι μία; καὶ εἰς τὰς ἑκατὸν νήσους λεγομένας ἄλ
λη μία . Εἰς τοὺς Λεσβίους λοιπὸν καὶ Τενεδίους , καθὼς οὗ
*
τε εἰς τοὺς ἴωνας τοὺς κατοικοῦντας τὰς νήσους , δὲν ἦτον

κανεὶς φόβος. Αἱ δὲ λοιπαὶ Αἰολικαὶ πόλεις , ἐνέκριναν κοινῶς


ν ' ἀκολουθήσωσι τοὺς ἴωνας , εἰς ὅ, τι τὰς ὁδηγήσωσι .
152. Καθὼς δὲ ἔφθασαν εἰς τὴν Σπάρτην οἱ πρέσβεις τῶν
Ιώνων καὶ Αἰολέων , (ταῦτα δὲ ἐγίνοντο μὲ ὅλην τὴν ταχύτη
τα,) ἐπροτίμησαν ἀπ᾿ ὅλους τὸν πρέσβυν τῆς Φωκαίας νὰ ὁμί
λήσῃ , τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα ἦτον Πύθερμος. Αὐτὸς δὲφορέ
σᾶς ἔνδυμα πορφυροῦν , διὰ νὰ τ' ἀκούσωσι καὶ νὰ συνέλ ·
θωσι πάμπολλοι Σπαρτιᾶται , παρουσιασθεὶς ἔλεγε πολλὰ ,
ζητῶν βοήθειαν . Οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι δὲν ἔδωσαν ἀκρόασιν
καμμίαν εἰς αὐτὰ, ἀλλ' ἀπεφάσισαν νὰ μὴ βοηθήσωσι τοὺς
Ιωνας . Καὶ οὕτως αὐτοὶ μὲν ἀνεχώρησαν· οἱ δὲ Λακεδαι
μόνιοι, μολονότι ἀπέβαλαν τοὺς πρέσβεις τῶν Ιώνων , ἀπέ

ςειλαν ὅμως ἀνθρώπους μὲ πεντηκόντορον , καθὼς ἐγὼφρο


νῶ , κατασκόπους τῶν πραγμάτων τοῦ Κύρου καὶ τῆς ᾿Ιω
ΒΙΒΛ . Α. ΚΛΕΙΩ . 101

νέας. Αὐτοὶ δὲ φθάσαντες εἰς τὴν Φώκαιαν, ἔπεμψαν εἰς τὰς

Σάρδεις τὸν ἐγκριτώτερον μεταξύ των , τὸ ὄνομά του ἦτον


Λακρίνης, νὰ εἴπῃ ἐκ μέρους τῶν Λακεδαιμονίων εἰς τὸν Κῦ
ρον , νὰ μὴ πηράξῃ καμμίαν πόλιν τῆς ῾Ελληνικῆς γῆς· διό
τι τότε αὐτοὶ δὲν θ᾽ ἀδιαφορήσωσιν .
153. Ἀφοῦ εἶπεν αὐτὰ ὁ κήρυξ, λέγουσιν ὅτι ὁ Κῦρος
ἠρώτησε τοὺς παρευρεθέντας πλησίον του Έλληνας · τίνες
ἄνθρωποι εἶναι οἱ Λακεδαιμόνιοι , καὶ πόσοι κατὰ τὸ πλῆθος,
ὥστε τὸν προλέγουσιν αὐτά . ὅτε δὲ ἔμαθε , λέγουσιν ὅτι ἀπετ
κρίθη πρὸς τὸν κήρυκα τὸν Σπαρτιάτην. » Δὲν ἐφοβήθην ἐγὼ
D
ἀκόμι ἀνθρώπους τοιούτους , οἱ ὁποῖοι εἰς τὸ μέσον τῆς πότ
» λεώς των ἔχουσι τόπον διωρισμένον , ὅπου συνερχόμενοι
Σ
ἐξαπατῶσιν ἀλλήλους ὀμνύοντες . Αὐτοὶ, ἐὰν ἔχω ὑγείαν,
.» δὲν θὰ φροντίσωσι διὰ τὰ πάθη τῶν ἰώνων, ἀλλὰ διὰ τὰ
. ἐδικά
των . » Τούτους τοὺς λόγους ἀπέῤῥιψεν ¿
ὁ Κῦρος εἰς
ὅλους τοὺς Ἕλληνας · διότι ἔχουσιν ἀγορὰς κοινὰς , ὅπουἀγο
ράζουσιν καὶ πωλοῦσιν · αὐτοὶ δὲ οἱ Πέρσαι δὲν συνηθίζουσι
νὰ μεταχειρίζωνται ἀγορὰς , οὔτ᾽ ἔχουσι παντελῶς ἀγοράν .
Μετὰ ταῦτα ἐπιτρέψας τὰς μὲν Σάρδεις εἰς τὸν Τάβαλον
ἄνδρα Πέρσην , τὸ δὲ χρυσίον τοῦ Κροίσου καὶ τῶν ἄλλων
Λυδῶν εἰς τὸν Πακτύην , ἄνδρα Λυδὸν, νά το μετακομίσῃ,
ἐκίνησε διὰ τὰ Αγβάτανα , ἔχων μαζὴ καὶ τὸν Κροῖσον , καὶ

μὴ λογαριάσας διὰ τίποτε κατ᾽ ἀρχὰς τοὺς ἴωνας· διότι ἦ


τον ἀνάγκη πρῶτον νὰ κτυπήσῃ τὴν Βαβυλῶνα , καὶ τὸ Βάκ
τριον ἔθνος , καὶ τοὺς Σάκας καὶ Αἰγυπτίους , κατὰ τῶν ὁποίων
ἐσκόπευε νὰ στρατηλατήσῃ ὁ ἴδιος, εἰς δὲ τοὺς ἴωνας νὰ
στείλῃ ἄλλον στρατηγόν .
154. Καθὼς δὲ ἀνεχώρησεν ὁ Κῦρος ἀπὸ τὰς Σάρδεις, ὁ
Πακτύης ἀπεςάτισε τοὺς Λυδοὺς ἀπὸ τὸν Τάβαλον καὶ Κῦ ·
102 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

ρον , καὶ καταβὰς εἰς τὴν θάλασσαν , ἐπειδὴ εἶχεν ὅλον τὸ


χρυσίον , ὅσον ἔλαβεν ἀπὸ τὰς Σάρδεις, ἐμίσθονεν ἐπικούς

ρους , καὶ ἔπειθε τοὺς παραθαλασσίους ἀνθρώπους νὰ ςρατεύς


σωσι μαζή του· ἔπειτα δὲ ὑπῆγε καὶ ἐπολιόρκει τὰς Σάρδεις
καὶ τὸν Τάβαλον , περιορισθέντα εἰς τὴν ἀκρόπολιν .

155. Ακούσας δὲ ταῦτα καθ᾽ ὁδὸν ὁ Κῦρος εἶπεν εἰς τὸν


Κροῖσον τὰ ἑξῆς . » Κροῖσε ! ποῖον θὰ ἦναι τὸ τέλος τούτων
* τῶν πραγμάτων ; δὲν θὰ παύσωσιν οἱ Λυδοὶ , καθὼς φαίνε
* ται, ἀπὸ τὸ νάμε προξενῶσι ταραχὰς , καὶ νὰ ἔχωσι καὶ αὐτ
» τοί . Στοχάζομαι μήπως ἦναι καλήτερον νὰ διορίσω νά τους
».
ἐξανδραποδίσωσι. Καθότι τώρα νομίζω ὅτι ἔκαμα , καθὼς

» ἐάν τις, ἀφοῦ φονεύσῃ τὸν πατέρα, λυπηθῇ τοὺς παῖδάς


» του, ὁμοίως καὶ ἐγὼ , σὲ μὲν , ὁ ὁποῖος εἶσαι περισσότερον
” Ὦ πατὴρ τῶν Λυδῶν, ἐσήκωσα ἀπεκεῖ καὶ σ᾿ ἔχω μαζή μου ,

*» εἰς αὐτοὺς δὲ τοὺς Λυδοὺς παρέδωσα τὴν πόλιν , καὶ ἔπειτα


Σ
θαυμάζω ἐάν με ἀποστατῶσιν . » ὁ μὲν Κῦρος ἔλεγεν ὅ, τι
ἐςοχάζετο · ὁ δὲ Κροῖσος ἀποκρίνεται εἰς αὐτὰ ὡς ἀκολούθως ,
φοβηθεὶς μὴ ἀναστατώσῃ τὰς Σάρδεις. » Βασιλεῦ , εἶπε , ἔχεις
• δίκαιον δ᾽ ὅσα εἶπας, σὺ ὅμως μετρίασε τὸν θυμόν σου ,

» καὶ μὴ ἀναστατώσῃς πόλιν παλαιὰν , ἡ ὁποία δὲν πταίει


οὔτε εἰς τὰ προλαβόντα , οὔτε εἰς τὰ παρόντα . Διότι τὰ μὲν

» προλαβόντα ἔκαμα ἐγὼ, καὶ διὰ τοῦτο ὅλα ἔπρεπε νὰ πέ.


»σωσιν εἰς τὴν ἐδικήν μου κεφαλήν · εἰς δὲ τὰ παρόντα τὸ
ἄδικον εἶναι τοῦ Πακτύου, εἰς τὸν ὁποῖον σὺ ἐνεπιστεύθης
» τὰς Σάρδεις . Αὐτὸς λοιπὸν ἂς τιμωρηθῇ. Συγχωρήσας δὲ

»28 τοὺς Λυδοὺς πρόσταξε τους τὰ ἑξῆς , ὥστε μήτε ν᾿ ἀποςα ·


τῶσι ,μήτε φοβεροὶ νά σε ἶναι . Σταῖλα καὶ ἐμπόδισέ τους νὰ
μὴ ἔχω τιν ὅπλα πολεμικά διόρισε τους νὰ φορῶσι χιτῶνας
· ὑποκάτω τῶν πέπλων , καὶ εἰς τοὺς πόδαςκοθόρνους παράγ
ΒΙΒΛ . Α' . ΚΛΕΙΩ , 103

γειλέ τους νὰ μανθάνωσι τὰ παιδία των νὰ κιθαρίζωσι , νὰ

ψάλλωσι καὶ νὰ γίνωνται (*) μεταπράται· καὶ ὀγλίγωρα βα


» σιλεῦ, θά τους ἴδῃς νὰ γένωσι γυναῖκες ἀντὶ ἀνδρῶν, ὥστε
‫ע‬
»δὲν θὰ φοβῆσαι πλέον μὴ ἀποστατήσωσι.
156. ὁ μὲν Κροῖσός τον ἐσυμβούλευεν αὐτὰ, διότι τὰ

εὕρισκε συμφερώτερα διὰ τοὺς Λυδοὺς , παρὰ ἐξανδραποδι


σθέντες νὰ πωληθῶσιν . ῎ξευρε δὲ ὅτι , ἐὰν δὲν προβάλῃ πρό
φασιν ἀξιόχρεον , δὲν θὰ πείσῃ αὐτὸν ν᾿ ἀλλάξῃ γνώμην ·
ἐφοβεῖτο δὲ πρὸς τούτοις μὴ καὶ δευτέραν φορὰν οἱ Λυδοὶ,
ἐὰν διαφύγωσι τὸ παρὸν , ἀποστατήσαντες ἀπὸ τοὺς Πέρσας
ἀπολεσθῶσιν . ὁ δὲ Κῦρος νοςιμευθεὶς τὴν συμβουλὴν ταύτην,
καὶ μετριάσας τὸν θυμόν του , τὸν ἀπεκρίθη ὅτι πείθεται εἰς
τοὺς λόγους του . ὅθεν καλέσας τὸν Μαζάρην, ἄνδρα Μῆδον,
τὸν διώρισε νὰ παραγγείλῃ τοὺς Λυδοὺς, ὅσα τὸν ἐσυμβού
¿
λευσεν ὁ Κῦρος· καὶ πρὸς τούτοις νὰ ἐξανδραποδίσῃ τοὺς ἄλ
λους ὅλους , ὅσοι ὁμοῦ μὲ τοὺς Λυδοὺς ἐστράτευσαν κατὰ τῶν
Σάρδεων · ἔτι δὲ νὰ συλλάβῃ ἀφεύκτως αὐτὸν τὸν Πακτύην
καὶ νά τον φέρῃ ζωντανόν .
157. ὁ μὲν Κῦρος αὐτὰ διορίσας ἀπὸ τὸν δρόμον ἠκο
λούθει τὴν ὁδοιπορίαν του εἰς τὴν Περσίαν . ὁ δὲ Πακτύης
ἀκούσας ὅτι ἤρχετο στράτευμα ἐναντίον του , καὶ ὅτι ἦτον
πλησίον , φοβηθεὶς ἔφυγε καὶ ὑπῆγεν εἰς τὴν Κύμην . ὁ δὲ
Μαζάρης ὁ Μῆδος, φθάσας εἰς τὰς Σάρδεις μὲ ἀρκετὰ ςρα
τεύματα τοῦ Κύρου, ἐπειδὴ δὲν ηὗρεν ἐκεῖ τὸν Πακτύην,
πρῶτον καθυποχρέωσε τοὺς Λυδοὺς νὰ ἐκτελέσωσι τὰς πα
ραγγελίας τοῦ Κύρου · καὶ ἐκ προσταγῆς τούτου οἱ Λυδοὶ μετ

(*) ἵδε S. 94. Σημ . ά .


104 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

σέβαλαν ὅλην τὴν δίαιταν τῆς ζωῆς των. Μετὰ ταῦτα ὁ Μα

ζάρης ἔπεμψεν ἀνθρώπους εἰς τὴν Κύμην , ζητῶν νά τον ἐκ


δώσωσι τὸν Πακτύην · οἱ δὲ Κυμαῖοι ἐστοχάσθησαν ν᾿ ἀνα

φέρωσι τὸ πρᾶγμα εἰς τὸν θεὸν τὸν εἰς τοὺς Βραγχίδας , καὶ
νὰ ζητήσωσιν ἀπ᾿ αὐτὸν συμβουλήν· διότι ἦτον ἀπὸ παλαιοὺς
χρόνους μαντεῖον ἐκεῖ , τὸ ὁποῖον ὅλοι οἱ ἴωνες καὶ Αἰολεῖς
ἐσυνήθιζον νὰ μεταχειρίζωνται. ὁ δὲ τόπος αὐτὸς εἶναι τῆς
Μιλησίας γῆς παράνω τοῦ Πανόρμου λιμένος .
158. Πέμψαντες λοιπὸν οἱ Κυμαῖοι θεοπρόπους εἰς τοὺς
Βραγχίδας ἠρώτων , τί κάμνοντες περὶ τοῦ Πακτύου ἔμελλον
νὰ εὐχαριςήσωσι τοὺς θεούς. Εἰς αὐτοὺς δὲ ἐρωτῶντας ἐχρη
σμοδοτήθη νὰ ἐκδώσωσι τὸν Πακτύην εἰς τοὺς Πέρσας . Κα
θὼς λοιπὸν ἔλαβαν αὐτὴν τὴν ἀπόκρισιν οἱ Κυμαῖοι ἐκινήθη
σαν νά τον ἐκδώσωσιν · ἀλλ᾽ ἐνῷ τὸ πλῆθος ἐκινεῖτο εἰς τοῦ

το , ὁ Αριστόδικος τοῦ Ἡρακλείδου , ἄνθρωπος σημαντικὸς


ἀπὸ τοὺς πολίτας , ἀπιστῶν εἰς τὸν χρησμὸν, ˙ καὶ νομίζων

ὅτι οἱ θεοπρόποι δὲν ἔλεγον ἀληθῶς, ἐμπόδισε τοὺς Κυμαίους


νὰ κάμωσιν αὐτὸ , ἕως ὅτου δευτέραν φορὰν ὑπῆγαν ἄλ
λοι θεοπρόποι νὰ ἐρωτήσωσι διὰ τὸν Πακτύην , ἐκ τῶν ὁ
ποίων ἦτον καὶ αὐτὸς ὁ Αριστόδικος .
159. Ἀφοῦ δὲ ἔφθασαν εἰς τοὺς Βραγχίδας , ἀπ᾿ ὅλους ὁ
Αριστόδικος ἐζήτει τὸν χρησμὸν , ἐρωτῶν τὸ μαντεῖον τὰ ἑξῆς .
D Θεὲ, ἦλθεν εἰς ἡμᾶς ἱκέτης ὁ Πακτύης ὁ Λυδὸς , καταδιω

κόμενος ἀπὸ τοὺς Πέρσας εἰς θάνατον βίαιον · αὐτοὶ δέ

» τον ζητοῦσι καὶ προστάζουσι τοὺς Κυμαίους νά τον προδώ


» σωσιν. Ἡμεῖς ὅμως, μολονότι φοβούμεθα τὴν δύναμιν τῶν
" Περσῶν, δὲν ἐτολμήσαμεν ἕως τώρα νὰ ἐκδώσωμεν τὸν
>>
ἱκέτην, πρίν μας φανερώσῃς σὺ ἀκριβῶς τί νὰ κάμωμεν .
ὁ μὲν Αριστόδικος αὐτὰ ἐπηρώτα · ὁ δὲ θεὸς πάλιν τὸν ἴδιον
ΒΙΒΛ. Α . ΚΛΕΙΩ . 105

χρησμὸν ἐδείκνυε, προστάζων νὰ ἐκδώσωσι τὸν Πακτύην εἰς

τοὺς Πέρσας. Βλέπων αὐτὸ ὁ ᾿Αριστόδικος ἔκαμεν ἐπίτηδες


τὰ ἑξῆς · περιερχόμενος κύκλῳ τὸν ναὸν , ἐδίωκε τὰ σποργί
πια , καὶ ὅσα ἄλλα γένη πουλίων εἶχον τὰς φωλεάς των ἐκεῖ.
Ενῷ δὲ αὐτὸς ἔκαμνε τοῦτο, λέγεται ὅτι ἐκβῆκεν ἀπὸ τὸἄδυ
τον φωνὴ ἀποτεινομένη εἰς τὸν Αριστόδικον καὶ λέγουσα τὰ
ἑξῆς . » Ανοσιώτατε ἄνθρωπε, : Τί εἶναι αὐτὸ τὸ ὁποῖον τολ
D μᾷς νὰ κάμνης ;: τοὺς
ἱκέτας μου ἐξολοθρεύεις ἀπὸ τὸν
» ναόν ; » ὁ δὲ Αριστόδικος, χωρὶς ν ' ἀπορήσῃ , λέγουσιν ὅτι
ἀπεκρίθη εἰς αὐτά. » Θεὲ, 6 σὺ βοηθεῖς τόσον τοὺς ἱκέτας σου ,
» καὶ τοὺς Κυμαίους προστάζεις νὰ ἐκδώσωσι τὸν ἱκέτην ;
»ὁ δὲ θεὸς ἐκ δευτέρου εἶπε. » Ναὶ προστάζω διὰ ν᾿ ἀσε
‫ ܚ‬βήσητε καὶ νὰ χαθῆτε ὀγλιγωρότερα , ὥςε νὰ μὴ ἔρχησθε

εἰς τὸ χρηστήριον νὰ ἐρωτᾶτε δι ἔκδοσιν ἱκετῶν. καὶ

16ο Καθὼς ἦλθεν αὐτὴ ἡ ἀπόκρισις καί την ἤκουσαν οἱ


Κυμαῖοι , μὴ θέλοντες μήτε νὰ χαθῶσιν ἐκδώσαντες τὸν Πα ·

κτύην, μήτε νὰ πολιορκῶνται ἔχοντές τον εἰς τὴν πόλιν των ,


ἐκπέμπουσιν αὐτὸν εἰς τὴν Μυτιλήνην . Οἱ δὲ Μυτιληναῖοι,
ἐπειδὴ κατόπιν ἔστειλεν ὁ Μαζάρης καὶ ἐζήτει νά τον ἐκδώ ·
σωσι τὸν Πακτύην, ἑτοιμάζοντο εἰς τοῦτο δι᾿ ἕνα τινὰ μι
σθὸν , πόσον ὅμως , δὲν ἠμπορῶ ἀκριβῶς νὰ εἴπω , διότι δὲν
ἔλαβε τέλος. Καθότι οἱ Κυμαῖοι , καθὼς ἔμαθαν ὅτι οἱ Μυ ·
τιληναῖοι ἐπραγματεύοντο τοιαῦτα , πέμψαντες πλοῖον εἰς τὴν
Λέσβον , πέρνουσι τὸν Πακτύην καὶ φευγατίζουσιν αὐτὸν εἰς
τὴν Χῖον . Ἀπεκεῖ ὅμως οἱ Χῖοι ἀπέσπασαν αὐτὸν ἀπὸ τὸ ἱε
ρὸν τῆς Πολιούχου Αθηνᾶς καί τον ἐξέδωσαν. Τὸν ἐξέδωσαν

δὲ λαβόντες μισθὸν τὸν Αταρνέα · ὁ δὲ Αταρνεὺς οὗτος , τό


πος τῆς Μυσίας, ἔχει χωράφια , τὰ ὁποῖα εἶναι ἀντικρὺ τῆς Λέ
σβου . Παραλαβόντες λοιπὸν τὸν Πακτύην οἱ Πέρσαι , τὸν
106 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ ..

ἐφύλαττον , θέλοντες νά τον παραστήσωσιν εἰς τὸν Κῦρονα


᾿Επέρασε δὲ πολὺς καιρὸς , καὶ κανεὶς Χῖος οὔτε οὐλοχύτας
ἔκαμνεν εἰς θεόν τινα ἀπὸ τὸ κριθάριον τοῦ Αταρνέως τούτου, 1
οὔτε πλακούντια ἀπὸ τὸν καρπὸν τὸν ἐρχόμενον αὐτοῦθεν ,

ἀλλ᾿ ὅλα τὰ γινόμενα ἐκ ταύτης τῆς χώρας ἦσαν ἀπομακρυ


σμένα ἀπὸ τὰ ἱερά . 2

161. Οἱ Χῖοι λοιπὸν ἐξέδωσαν τὸν Πακτύην . ὁ δὲ Μα

ζάρης μετὰ ταῦτα ἐκίνησε τὰ ςρατεύματα ἐναντίον τῶν συμ-


πολιορκησάντων τὸν Τάβαλον , καὶ ἐξανδραπόδισε τοὺς Πριη
νεῖς , ἐλεηλάτησε δὲ καὶ ὅλην τὴν πεδιάδα τοῦ Μαιάνδρου , τὴν
ὁποίαν παρεχώρησεν εἰς τοὺς στρατιώτας νὰ διαρπάσωσιν ,
ὁμοίως δὲ καὶ τὴν Μαγνησίαν . Αμέσως δὲ μετὰ ταῦτα ἀπο
θνήσκει ὁ Μαζάρης ἀπὸ ἀσθένειαν.

162. Ἀφοῦ δὲ ἀπέθανεν αὐτὸς , κατέβη διάδοχος τῆς ςρα- .


τηγίας ὁ ἕρπαγος , ὢν καὶ αὐτὸς Μῆδος κατὰ τὸ γένος ,
τὸν ὁποῖον ὁ βασιλεὺς τῶν Μήδων Αστυάγης εὐώχησε μὲ

παράνομον τράπεζαν , καὶ ὁ ὁποῖος συνήργησεν εἰς τὴν βα


σιλείαν τοῦ Κύρου . Αὐτὸς διορισθεὶς ἀπὸ τὸν Κῦρον τότε ςρα
τηγὺς , καθὼς ἔφθασεν εἰς τὴν ᾿Ιωνίαν, ἐκυρίευε τὰς πόλεις .
μ᾿ ἐπιχώματα . Ἀφοῦ ἔκλειε μέσα τοὺς ἀνθρώπους , ἔπειτα .
ὕψωνεν ἐπιχώματα πρὸς τὰ τείχη , καί τας ἐξουσίαζε· πρώ
την δὲ ἐπεχείρισε τὴν Φώκαιαν τῆς ᾿Ιωνίας.

163. Οἱ δὲ Φωκαιεῖς αὐτοὶ πρῶτοι ἐκ τῶν Ἑλλήνων με


τεχειρίσθησαν μακρινὰ ταξείδια . Αὐτοὶ εἶναι οἱ ὁποῖοι ἔκα
μαν γνωστὸν τὸν Αδριατικὸν κόλπον καὶ τὴν Τυρσηνίαν , καὶ
τὴν ᾿βηρίαν καὶ τὴν Ταρτησσόν . Εταξείδευον δὲ ὄχι μὲ πλοῖα
στρογγυλὰ , ἀλλὰ μὲ πεντηκοντόρους . ὅτε δὲ ὑπῆγαν εἰς τὴν
Ταρτησσὸν, τοὺς ἠγάπησεν ó
ὁ βασιλεὺς τῶν Ταρτησσίων ὑπερ
βολικά · (τὸ ὄνομά του ἦτον Αργανθώνιος, καὶἐβασίλευσεν εἰς
ΒΙΒΛ. Α. ΚΛΕΙΩ. 107

τὴν Ταρτησσὸν ὀγδοήκοντα χρόνους , ἔζησε δὲ ἑκατὸν εἴΞ

κοσιν ·) αὐτὸς λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος τόσον ἠγάπησε τοὺς Φωτ


καιεῖς , ὥστε πρῶτον τοὺς ἔλεγε ν᾿ ἀφήσωσι τὴν ᾿Ιωνίαν
καὶ νὰ κατοικήσωσιν. εἰς ὅποιον μέρος τῆς ἐπικρατείας του
ἤθελον . Μετὰ ταῦτα , ἐπειδὴ δὲν ἠμπόρει νά τους πείσῃ
εἰς τοῦτο , καὶ ἔμαθεν ἀπ ' αὐτοὺς τὴν καθημερινὴν αὔξη
σιν τοῦ βασιλέως τῆς Μηδίας , τοὺς ἔδιδε χρήματα διὰ

νὰ περιτειχίσωσι τὴν πόλιν των · καί τους ἔδιδεν ἀφθόνως.


Καθότι καὶ ἡ περίοδος τοῦ τείχους δὲν εἶναι ὀλίγα στά
δια , καὶ ὅλον αὐτὸ εἶναι ἀπὸ πέτρας μεγάλας καὶ καλῶς
συναρμοσμένας .
164. Τὸ τεῖχος λοιπὸν τῶν Φωκαιέων τοιουτοτρόπως
ἐκτίσθη . ὁ δὲ ἕρπαγος , καθὼς ἔφερε τὰ στρατεύματα
κατ᾿ αὐτῶν , τοὺς ἐπολιόρκει καί τους ἐπρόβαλεν ὅτι εὐχα
ριστεῖτο ἕνα μόνον προμαχῶνα τοῦ τείχους , ἂν ἤθελον , νὰ
κρημνίσωσι , καὶ νὰ καθιερώσωσιν ἓν οἴκημα . Οἱ δὲ Φωκαιεῖς
μὴ ὑποφέροντες τὴν δουλείαν, εἶπαν ὅτι ἤθελον μίαν ἡμέ
ραν νὰ βουλευθῶσι καὶ οὕτω ν᾿ ἀποκριθοῦν . Ἐνῷ δὲ βου
λεύονται αὐτοὶ, ἐζήτησαν ν᾿ ἀπομακρύνῃ ἐκεῖνος τὰστρατεύ

ματα ἀπὸ τὸ τεῖχος. ὁ δὲ ἕρπαγος εἶπεν ὅτι ἤξευρε κα


λῶς τί εἶχον σκοπὸν νὰ κάμωσι, μολοντοῦτο ὅτι τοὺς ἄ

φινε νὰ βουλευθῶσιν . ὅτε δὲ ὁ ἕρπαγος ἀπεμάκρυνε τὸ


στράτευμα ἀπὸ τὸ τεῖχος , οἱ Φωκαιεῖς καταβιβάσαντες
τὰς πεντηκοντόρους, ἔβαλαν μέσα τέκνα καὶ γυναῖκας καὶ
ὅλα των τὰ ἔπιπλα , ἔτι δὲ τὰ ἀγάλματα ἀπὸ τὰ ἱερὰ καὶ
τ᾿ ἄλλα ἀφιερώματα , ἔξω ὅ, τι ἦτον χάλκινον ἢ λίθινον ἢ
ζωγραφία , τ᾿ ἄλλα ὅλα ἀφοῦ τὰ ἔβαλαν εἰς τὰς πεντηκοντό
ρους, ἐμβάντες καὶ αὐτοὶ, ἔπλεον εἰς τὴν Χίον · τὴν δὲ Φῶς
καιαν ἔρημον ἀπ' ἀνθρώπους , ἐπῆραν οἱ Πέρσαι
108 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

165. Οἱ δὲ Φωκαιεῖς , ἐπειδὴ οἱ Χῖοι δὲν ἤθελον να


τους πωλήσωσι τὰς νήσους λεγομένας Οἰνούσας , ζητοῦντας

νά τας ἀγοράσωσι, διότι ὑπωπτεύοντο μὴ γένωσιν αὐταὶ


ἐμπόριον , καὶ ἑπομένως ἀποκλεισθῇ ἡ πόλις των , δι᾽ αὖ
τὸ οἱ Φωκαιεῖς ἐσηκώθησαν ἀπεκεῖ καὶ ἐπήγαινον εἰς τὴν
(* ) Κύρνον · καθότι εἰς τὴν Κύρνον κατὰ χρησμόν τινα εἶχον
κτίσει πρὸ εἴκοσι χρόνων πόλιν , τὸ ὄνομά της ἦτον ᾿λαλία . ὁ

᾿Αργανθώνιος δὲ τότε εἶχεν ἀποθάνει. ὅτε δὲ ἐπήγαινον εἰς


τὴν Κύρνον , καταπλεύσαντες πρῶτον εἰς τὴν Φώκαιαν , και
τεφόνευσαν τοὺς φρουροὺς τῶν Περσῶν , οἱ ὁποῖοι παρέλαβαν
ἀπὸ τὸν ἅρπαγον τὴν πόλιν νά την φυλάττωσιν. ἔπειτα δὲ,
ἀφοῦ ἐτελείωσαν αὐτὸ, ἔκαμαν μεγάλας κατάρας κατ᾽ ἐκεί
νου , ὁ ὁποῖος ἤθελε μείνει ἀπὸ τὸν στόλον των. Πρὸς τούς
τοις δὲ ῥίψαντες καὶ μύδρον σιδηροῦν εἰς τὴν θάλασσαν ,
ὤμοσαν , νὰ μὴ ὑπάγωσιν εἰς τὴν Φώκαιαν, πρὶν ἐκβῇ ὁμύ.
δρος αὐτός . Ἐνῷ ὅμως ἐπήγαινον εἰς τὴν Κύρνον , οἱ περισ
σότεροι ἀπὸ τὸ τοὺς μισοὺς πολίτας , νικηθέντες ἀπὸ ἐπιθυμίαν
καὶ συμπάθειαν τῆς πόλεως καὶ τῶν γνωστῶν μερῶν τῆς
χώρας , παρέβησαν τὸν ὅρκον των καὶ ἀπέπλεον ὀπίσω εἰς
τὴν Φώκαιαν · ὅσοι δὲ ἐπέμενον εἰς τὸν ὅρκον , καθὼς ἐση
κώθησαν ἀπὸ τὰς Οἰνούσας, ἠκολούθουν τὸν πλοῦν .
166. φθάσαντες δὲ εἰς τὴν Κύρνον , ἕως πέντε χρόνους
ἐκατοίκουν ὁμοῦ μὲ τοὺς προλαβόντως ἐκεῖ κατοικηθέντας, καὶ
ἔκτισαν ἱερὰ , καὶ ἦγον καὶ ἔφερον ὅλους τοὺς περιοίκους .
Δι᾿ αὐτὸ δὲ συμφωνήσαντες στρατεύονται ἐναντίον των
οἱ Τυρσηνοὶ καὶ Καρχηδόνιοι ἔχοντες ἀνὰ ἑξήκοντα καράβια .

(*) Κόρσικαν.
BIBA. Á. KABIO. 109

Οἱ δὲ Φωκαιεῖς , πληρώσαντες καὶ αὐτοὶ τὰ ἐδικά των καρά


Ειὰ ὄντα ἑξήκοντα , ἐκβῆκαν πρὸς ἀπάντησίν των εἰς τὸ
Σαρδόνιον λεγόμενον πέλαγος. ὅτε δὲ ἐπιάσθησαν εἰς τὴν
ναυμαχίαν, έγινε Καδμεία τις νίκη εἰς τοὺς Φωκαιεῖς · διότι
τὰ τεσσαράκοντα καράβια των διεφθάρησαν διόλου · τὰ δὲ
εἴκοσι, τὰ ὁποῖα ἔμειναν, ἦσαν ἄχρηστα , διότι ἐστράβωσαν
οἱ ἔμβολοί των. ὅθεν καταπλεύσαντες εἰς τὴν Ἀλαλίαν ἀνέ
λαβαν τὰ τέκνα καὶ τὰς γυναῖκας καὶ τ᾿ ἄλλα των πράγμα
τα ὅσα ἠμπόρεσαν νὰ χωρέσωσι τὰ καράβιά των , καὶ ἔπει ·
τα ἀφήσαντες τὴν Κύρνον ἔπλεον εἰς τὸ Ρήγιον .
167. Τοὺς περισσοτέρους δὲ ἀνθρώπους τῶν διαφθαρέν
των καραβίων , πιάσαντες οἱ Καρχηδόνιοι καὶ Τυρσηνοὶ,
καὶ ἐκβαλόντες τους ἀπὸ τὴν θάλασσαν, τοὺς ἐλιθοβόλησαν .
Μετὰ ταῦτα ὅμως ὅ,τι τῶν Αγυλλαίων( * ), εἴτε βόσκημα , εἴτε
ὑποζύγιον , εἴτε ἄνθρωπος ἐπέρνα ἀπὸ τὸν τόπον , ὅπου ἐκεί
τοντο οἱ Φωκαιεῖς λιθοβοληθέντες , ἐγίνετο διάστροφον , καὶ
ἔμπηρον καὶ ἀπόκλητον · ὅθεν οἱ Αγυλλαῖοι ἔπεμπον εἰς τοὺς
Δελφοὺς θέλοντες νὰ θεραπεύσωσιν τὸ ἁμάρτημά των . Η δὲ
Πυθία τοὺς ἐπρόσταξε νὰ κάμωσι ὅσα καὶ ἕως σήμερον ἐκτε
λοῦσι , προσφέροντες μεγάλους ἐναγισμοὺς εἰς τοὺς λιθοβολη

θέντας,καὶ ἔτι συγκροτοῦντες ἀγῶνα γυμνικὸν καὶ ἱππικόν. Καὶ


αὐτοὶ μὲν ἐκ τῶν Φωκαιέων μὲ τοιοῦτον θάνατον ἀπέθαναν .
ὅσοι δὲ κατέφυγαν εἰς τὸ Ῥήγιον , ἐκεῖθεν ὁρμώμενοι ἀπέ
κτησαν πόλιν τῆς Οἰνωτρίας γῆς αὐτὴν , ἡ ὁποία σήμερον
ὀνομάζεται Τέλη . ἔκτισαν δὲ αὐτὴν, μαθόντες ἀπὸ Ποσέι

(* ) Κάτοικοι τῆς ἐγύλλης , πόλεως τῶν Τυρσηνῶν , πλησίον τοῦ σημερινοῦ


Lago de Rracciano. ᾗ ἐγύλλη ἐλέγετο καὶ Κήρη , τὸ ὁποῖον ὄνομα ἐφύλαξε
ἕως σήμερον , λεγομένη Cayetera ἤτοι Κήρη ἀρχαία .
110 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

δωνιάτην τινὰ , ὅτι ἡ Πυθία τοὺς εἶπε νὰ κτίσωσι τὸν Κύρι


νον , ὁ ὁποῖος ἦτον ἥρως, καὶ ὄχι τὴν νῆσον . Τοιαύτη ἐςάθη
ἡ ὑπόθεσις τῆς εἰς τὴν ᾿Ιωνίαν Φωκαίας .
168. Παρόμοια δὲ μὲ τούτους ἔκαμαν καὶ οἱ Τήΐοι. Επει

δὴ ὁ ἕρπαγος ἐκυρίευσε τὴν πόλιν των μὲ ἐπίχωμα , ἐμβάν


τες ὅλοι εἰς τὰ πλοῖα , ἔφυγαν καὶ ὑπῆγαν εἰς τὰ μέρη τῆς
Θρᾴκης καὶ ἐκεῖ ἔκτισαν τὴν πόλιν Αβδηρα, τὴν ὁποίαν κτί
σας πρὸ αὐτῶν ὁ Τιμήσιος ὁ Κλαζομένιος δὲν ὠφελήθη ,
ἀλλ᾽ ἐκδιωχθεὶς ἀπὸ τοὺς Θρᾷκας; τώρα ὡς ἥρως λαμβάνει
τιμὰς ἀπὸ τοὺς εἰς τὰ ῎Αβδηρα Τηΐους .

169. Αὐτοὶ λοιπὸν μόνοι ἀπὸ τοὺς Ιωνας μὴ ὑποφέρον


τες τὴν δουλείαν ἀφῆκαν τὴν πατρίδα των καὶ ἔφυγαν . Οἱ
δὲ ἄλλοι ἴωνες, πλὴν τῶν Μιλησίων , ἦλθαν εἰς μάχην μὲ τὸν
Χρπαγον , καθὼς καὶ αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ἀφῆκαν καὶ ἔφυγαν , καὶ
ἐφάνησαν γενναῖοι ἄνδρες , πολεμοῦντες διὰ τὰς πατρί
δας των· ἐπειδὴ ὅμως ἐνικήθησαν καὶ ἐκυριεύθησαν; ἔμειναν
εἰς τοὺς τόπους των καὶ ὑπήκουον . Οἱ δὲ Μιλήσιοι , καθὼς
καὶ προλαβόντως εἶπα , ἐπειδὴ ἔκαμαν συνθήκας μὲ τὸν Κῦ
ρον αὐτὸν ἔμενον ἥσυχοι. Τοιουτοτρόπως· ἐδουλώθη ἡ ᾿Ιω
νία δευτέραν (** ) φοράν . Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἁρπαγος ὑπέταξε τοὺς
εἰς τὴν ἤπειρον ἴωνας , οἱ ἔχοντες τὰς νήσους ῎ωνες , φοβηθέν
τες αὐτὰ, παρεδόθησαν εἰς τὸν Κῦρον .
170. ᾿Αφοῦ δὲ ἐδουλώθησαν οἱ ἴωνες , καὶ μολοντοῦτο
πάλιν συνήρχοντο εἰς τὸ Πανιώνιον , τότε μανθάνω ὅτι ὁ
Βίας ἀπὸ τὴν Πριήνην ἔδωσεν εἰς αὐτοὺς συμβουλὴν χρήσ

(* ) ἴδ. §. 145 .
(**) Πρώτην φορὰν ἐκείνην περὶ τῆς ὁποίας λέγει εἰς §. 6 καὶ 28.
ΒΙΒΛ. Α. ΚΛΕΙΩ . tit

σιμωτάτην , τὴν ὁποίαν ἂν ἤκουον , ἦτον δυνατὸν νὰ γένωσιν

εὐδαιμονέςατοι ἀπ᾿ ὅλους τοὺς Ἕλληνας . Αὐτὸς ἐσυμβούλευ


σε τοὺς ἴωνας , σηκωθέντες ὅλοι ἐκ συμφώνου νὰ πλεύσω
σιν εἰς τὴν Σαρδὼ , καὶ νὰ κτίσωσιν ἐκεῖ μίαν κοινὴν πό
· λιν δι᾿ ὅλους , προλέγων, ὅτι ἀπαλλαχθέντες οὕτως ἀπὸ τὴν
:
δουλείαν θὰ εὐδαιμονήσωσι , νεμόμενοι τὴν μεγαλητέ
ραν νῆσον , καὶ ὁρίζοντες ἄλλους· ἐνόσῳ δὲ ἔμενον εἰς τὴν
Ιωνίαν , ἔβλεπεν , εἶπεν , ὅτι δὲν εἶχον ν᾿ ἀναλάβωσι τὴν
ἐλευθερίαν των. Αὐτὴ μὲν ἡ γνώμη ἐδόθη ἀπὸ τὸν Πριη
νέα Βίαντα εἰς τοὺς ῎ωνας, ἀφοῦ ὑπεδουλώθησαν. ἄλληδὲ
ἐπίσης καλὴ γνώμη , πρὶν δουλωθῇ ἡ ᾿Ιωνία , ἐδόθη ἀπὸ τὸν

Μιλήσιον Θαλῆν , τοῦ ὁποίου ἡ πρώτη καταγωγὴ εἶναι ἀπὸ


Φοίνικας . Αὐτὸς ἔλεγε νὰ συστήσωσιν οἱ ἴωνες ἓν βουλευ
τήριον , καὶ τοῦτο νὰ εἶναι εἰς τὴν Τέω · καθότι ἡ Τέως εἶναι
τὸ κέντρον τῆς ᾿Ιωνίας· αἱ δὲ ἄλλαι πόλεις νὰ κατοικῶνται ,
πλὴν νὰ θεωρῶνται ὡς νὰ ἦσαν δῆμοι αὐτῆς . Τοιαύτας
γνώμας ἔδωσαν εἰς αὐτούς .

171. ὁ δὲ ἕρπαγος , ἀφοῦ κατέτρεψε τὴν ᾿Ιωνίαν, ἐςρα


τεύετο κατὰ τῶν Καρῶν, καὶ Καυνίων καὶ Λυκίων , ἔχων 6
μοῦ καὶ τοὺς ἴωνας καὶ Αἰολεῖς. Εκ τούτων δὲ οἱ μὲν Κᾶρες
ὑπῆγαν καὶ ἐκατοίκησαν εἰς τὴν ἤπειρον ἀπὸ τὰς νήσους· διότ
τι τὸν παλαιὸν καιρὸν ὄντες ὑπήκοοι τοῦ Μίνωος , καὶ ὀνομα
ζόμενοι Λέλεγες , ἐκατοίκουν τὰς νήσους. Αὐτοὶ, καθ᾽ ὅσον ἐγὼ
ἠμπόρεσα νὰ πληροφορηθῶ ἀπὸ παλαιοτάτας παραδόσεις,
"
δὲν ἔδιδον κανένα φόρον , ἀλλ᾽ ὅτε ὁ Μίνως ἤθελε λάβει
χρείαν , ἐπλήρουν τὰ καράβιά του. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Μίνως εἶχε
κυριεύσει πολὺν κόσμον ,καὶ ηὐτύχει εἰς τὸν πόλεμον , τὸ Κά
ρικὸν ἔθνος ἦτον πολλὰ ἐπισημότατον κατ ' ἐκείνην ὅλην τὴν
ἐποχὴν ἀπ ' ὅλα τὰ ἄλλα ἔθνη . Αὐτὸ ἐφεῦρε τρία πράγματα ,
112 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

τὰ ὁποῖα μετεχειρίσθησαν καὶ οἱ Ἕλληνες.Καθότι οἱ Κᾶρες εἶ


ναιοἱ ὁποῖοι ἔδειξαν νὰ δένωσι λόφους ἐπάνω τῆς περικεφαλαίας ,

καὶ νὰ κάμνωσι παράσημα εἰς τὰς ἀσπίδας · ἔτι δὲ πρῶτος


αὐτοὶ εἶναι οἱ ὁποῖοι μετεχειρίσθησαν εἰς τὰς ἀσπίδας ὄχανα
προτοῦ δὲ , ἐσήκονον τὰς ἀσπίδας χωρὶς ὄχανα ὅλοι , ὅσοι
ἐσυνήθιζαν νὰ μεταχειρίζωνταὶ ἀσπίδας, καὶ ἐδιοίκουν αὐτὰς
μὲ τελαμῶνας δερματίνους, κρεμῶντές τας εἰς τὸν λαιμὸν,
καὶ εἰς τοὺς ἀριστεροὺς ὤμους των. Πολὺν δὲ καιρὸν μετὰ
ταῦτα οἱ Δωριεῖς καὶ οἱ ἴωνὲς ἐξανεστάτωσαν τοὺς Κᾶρας
ἀπὸ τὰς νήσους, καὶ οὕτως αὐτοὶ ὑπῆγαν εἰς τὴν ἤπειρον. Τὰ
περὶ τῶν Καρῶν οὕτω λέγουσιν οἱ Κρῆτες ὅτι ἔγιναν . Αὐτοὶ
ὅμως οἱ Κᾶρες δὲν συμφωνοῦσι μὲ τοὺς Κρῆτας, ἀλλὰ νο
μίζουσιν ὅτι εἶναι αὐτόχθονες ἠπειρῶται, καὶ ὅτι πάν
τότε ὠνομάζοντο , καθὼς καὶ σήμερον . Εἰς μαρτυρίαν δὲ
ἀναφέρουσι παλαιὸν ἱερὸν τοῦ Καρίου Διὸς εἰς τὰ Μύλασσα ,
ἀπὸ τὸ ὁποῖον μετέχουσιν οἱ Μυσοὶ καὶ Λυδοὶὡς συγγενεῖς
μὲ τοὺς Κᾶρας· διότι ὁ Μυσὸς καὶ ὁ Λυδὸς ἦσαν , λέγουσιν ,
ἀδελφοὶ τοῦ Καρός · ὅθεν οἱ ἀπόγονοι αὐτῶν μόνοι μετέ
χουσιν ἀπὸ τὸ ἱερόν · ὅσοι δὲ ὄντες ἀπ᾿ ἄλλο ἔθνος ἔγιναν
ὁμόγλωσσοι τῶν Καρῶν , αὐτοὶ δὲν μετέχουσιν.
172. Οἱ δὲ Καύνιοι, κατ᾽ ἐκεῖνο μὲν τὸ ὁποῖον ἐγὼ φρονῶ ,
εἶναι αὐτόχθονες· οἱ ἴδιοι ὅμως λέγουσιν ὅτι κατάγονται ἀπὸ
"
τὴν Κρήτην . Κατὰ μὲν τὴν γλῶσσαν , ἂν οἱ Καύνιοι ἐμιμή
θησὰν τὴν τῶν Καρῶν , ἢ οἱ Κᾶρες τὴν τῶν Καυνίων , δὲν ἠμ
πορῶ νὰ βεβαιώσω αὐτό· νόμους ὅμως μεταχειρίζονται
πολλὰ διαφορετικοὺς καὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ
ἀπὸ τοὺς Κάρας. ἔχουσι πολλὰ ἔντιμον πρᾶγμα νὰ συνέρχων
ται εἰς συντροφίας καὶ ἄνδρες καὶ γυναῖκες καὶ παιδία, κατὰ
τὴν ἡλικίαν καὶ κατὰ τὴν μεταξύ των φιλίαν , καὶ νὰ πίνω
ΒΙΒΛ . Α. ΚΛΕΙΩ . 113

νουσιν . Ἀφοῦ ἔκτισαν ναοὺς ξένων θεῶν , μετέπειτα , ἐπειδὴ


ἄλλαξαν γνώμην, (καθότι ἀπεφάσισαν νὰ μεταχειρίζωνται
μόνον τοὺς πατρικούς των θεοὺς), ὅλοι οἱ Καύνιοι ἀπὸ μικρὸν
ἕως μεγάλον , ἐνδυθέντες τὰ ὅπλα , ἐκτύπων μὲ δόρατα τὸν
ἀέρα, καὶ οὕτως ὑπῆγαν ἕως τὰ Καλυνδικὰ βουνά, λέγοντες
ὅτι ἐκβάλλουσι τοὺς ξενικοὺς θεούς . Καὶ αὐτοὶ μὲν τοιούτους
τρόπους μεταχειρίζονται.
173. Οἱ δὲ Αύκιοι ἔχουσι τὴν ἀρχήν τῶν ἀπὸ τὴν Κρη
την · διότι τὸν παλαιὸν καιρὸν ἐκατοίκουν τὴν Κρήτην ὅλην
Βάρβαροι. ὅτε δὲ οἱ υἱοὶ τῆς Εὐρώπης; Σαρπηδὼν καὶ Μίνως;
-
κηνέχθησαν εἰς τὴν Κρήτην περὶ τῆς βασιλείας,ἐπειδὴ ὑπε
ρίσχυσεν ἡ φατρία τοῦ Μίνωος , ἐξεδίωξε καὶ αὐτὸν τὸν Σαρ
πηδόνα καὶ τοὺς συςασιώτας του . Αὐτοὶ δὲ ἀποδιωχθέντες ὑ
πῆγαν εἰς τὴν Μιλυάδα γῆν τῆς Ἀσίας· διότι ἡ γῆ, τὴν ὁποίαν

σήμερον νέμονται οἱ Λύκιοι , αὐτὴ τὸν παλαιὸν καιρὸν ἦτον


Μιλυάς · οἱ δὲ Μιλύαι ὠνομάζοντο τότε Σόλυμοι: ὅσον δὲ ἦγε
μόνευεν εἰς αὐτοὺς ὁ Σαρπηδὼν, οἱ Λύκιοι ἐλέγοντο Τερμίλαι ,
τὸ ὁποῖον ὄνομα ἔφεραν μαζή των , καὶ μὲ τὸ ὁποῖον καλοῦνται
ἕως τὴν σήμερον ἀπὸ τοὺς περιοίκους των . Επειδὴ δὲ ὑπῆγεν
εἰς τοὺς Τερμίλας πρὸς τὸν Σαρπηδόνα ὁ Λύκος , ὁ υἱὸς
τοῦ Πανδίονος , ἀπὸ τὰς Αθήνας , διωχθεὶς καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὸν
ἀδελφόν του Αἰγέα , τοιουτοτρόπως μὲ τὸν καιρὸν ἐπωνομά
σθησαν Λύκιοι ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Λύκου . Νόμους δὲμεταχει

ρίζονται κατά τι Κρητικοὺς, καὶ κατά τι Καρικούς . Εν δὲ ἐ


διαίτερον ἔθιμον ἔχουσι τὸ ἑξῆς , κατὰ τὸ ὁποῖον δὲν συμφω

νοῦσι μὲ κανὲν ἄλλο ἔθνος ἀνθρώπων · λαμβάνουσι τὸ ἐπώνυ


μον τῶν μητέρων , καὶ ὄχι τῶν πατέρων . Εάν τις ἐρωτήσῃ τὸν
πλησίον του , τίς εἶναι , θὰ γενεαλογήσῃ τὸν ἑαυτόν του ἀπὸ

τὴν μητέρα , καὶ θ᾿ ἀνατρέξῃ εἰς τὴν μητέρα τῆς μητρὸς , καὶ
( ΤΟΜ . Α.) 8
114 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

οὕτω καθεξῆς . Ετι ἐὰν γυναῖκα ἐντοπία ὑπανδρευθῇ μὲ δοῦ


λον, τὰ τέκνα των νομίζονται εὐγενῆ · ἐὰν δὲ ἐντόπιος , ἃς ἦναι
καὶ ὁ πρῶτος ἐξ αὐτῶν, ἔχῃ γυναῖκα ξένην ἢ παλλακὴν , τὰ
τέκνα των δὲν λαμβάνουσι τὴν τιμὴν τοῦ πολίτου .
174. Οἱ Κᾶρες λοιπὸν ἐδουλώθησαν ἀπὸ τὸν ἕρπαγον ,
χωρὶς νὰ δείξωσι κανὲν λαμπρὸν ἔργον , οὔτ᾽ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι,

οὔτε ὅσοι Ἕλληνες κατοικοῦσι τὴν χώραν ταύτην . Κατοικοῦ


σι δὲ καὶ ἄλλοι , καὶ ἔτι οἱ Κνίδιοι , ἄποικοι ὄντες τῶν
Λακεδαιμονίων , τῶν ὁποίων ἡ χώρα εἶναι ἐπάνω εἰς τὴνθά
λασσαν, καὶ ὀνομάζεται Τριόπιον . Αρχίζει δὲ ἡ Κνιδία ἀπὸ
τὸ μέρος τῆς χερσονήσου , τὸ ὁποῖον λέγεται Βιβασσία , καὶ
εἶναι σχεδὸν ὄλη , πλὴν ὀλίγης , περίῤῥυτος · καθότι πρὸς μὲν
τὸν βορᾶν ἄνεμον , ἀποτερματίζεται ἀπὸ τὸν Κεραμικὸν κόλ
πὸν, πρὸς δὲ τὸν νότον ἀπὸ τὴν θάλασσαν τῆς Σύμης καὶ ῾ό

δου · τὸ δὲ ὀλίγον μέρος , κατὰ τὸ ὁποῖον συνέχεται μὲ τὴν


ξηρὰν, ὃν ἕως πέντε στάδια, ἐνόσῳ ὁ ἕρπαγος κατεγίνετο νὰ
κατατρέψῃ τὴν ᾿Ιωνίαν, τὸ ἔσκαπτον οἱ Κνίδιοι, θέλοντες νὰ

κάμωσι τὸν τόπον των νῆσον . Καὶ τῳόντι ἂν κατωρθόνε


το αὐτὸ, ὅλη ἡ χώρα των ἤθελε μείνει ἔσωθεν τοῦ ὀρύγματ
τος· διότι ἴσα ἐκεῖ ὅπου τελειόνει ἡ Κνιδία , εἶναι καὶ ὁ ἰσθμὸς,

τὸν ὁποῖον ἔσκαπτον. Αλλ ' ἐνῷ εἰργάζοντο οἱ Κνίδιοι μὲ πο


λυχειρίαν, ἐθραύετο ἡ πέτρα , καὶ οἱ ἐργαζόμενοι ἐπληγόνοντο
εἰς διάφορα μέρη τοῦ σώματος, καὶ μάλιςα εἰς τοὺς ὀφθαλ
μοὺς , περισσότερον ἀπ' ὅ,τι ἦτον ἑπόμενον , τὸ ὁποῖον ἐφαί
νετο ὅτι προήρχετο ἀπὸ θείαν τινὰ ὀργήν · ὅθεν ἔπεμψαν
θεοπρόπους εἰς τοὺς Δελφοὺς νὰ ἐρωτήσωσι, ὁποία ἦτον ὁ
θεραπεία τούτου . Η δὲ Πυθία , καθὼς λέγουσιν οἱ ἴδιοι Κνί
ίδιοι , χρησμοδοτεῖ εἰς αὐτοὺς μὲ τρίμετρον τόνον τὰ ἑξῆς .
ΒΙΒΛ . Α. ΚΛΕΙΩ.. 115

Μὴ πυργόνετε τὸν ἰσθμὸν , μήτε σκάπτετε αὐτόν · διότι

ὁ Ζεὺς ἠμπόρει νά τον κάμῃ νῆσον , ἐὰν ἤθελε .


Οἱ μὲν Κνίδιοι ; ἐπειδὴ τοιοῦτον χρησμὸν ἔδωσεν ἡ Πυ
θία , ἔπαυσαν ἀπὸ τὸ ὄρυγμα , καὶ , καθὼς ὑπῆγε μὲ τὰ ςρά
τεύματα ὁ ἕρπαγος , παρεδόθησαν εἰς αὐτὸν χωρὶς πόλεμον.
175. Παράνω δὲ τῆς Αλικαρνασσοῦ ἐκατοίκον οἱ Πηδασ
σεῖς τόπον μεσόγειον. Εἰς τούτους ὅταν μέλλη ν᾿ ἀκολουθήσῃ
τι δυσάρεσον , ἢ εἰς τοὺςἰδίους ἢ εἰς τοὺς περιοίκους των ,. ἡ ἱέα
ρεια τῆς ᾿Αθηνᾶς καταβιβάζει μεγάλα γένεια · τοὺς ἠκολούθη
σε τοῦτο τρεῖς φοράς . Αὐτοὶ μόνοι ἀπὸ τοὺς κατοικοῦντας τὴν
Καρίαν ἀντεςάθησαν καιρὸν εἰς τὸν ἕρπαγον , καί τον ἐπροξέ
νησανμεγάλας δυσκολίας, τειχίσαντες τὸ βουνὸν Λίδην όνομα
ζόμενον . Οἱ Πηδασσεῖς ὅμως μὲ τὸν καιρὸν ἐκυριεύθησαν .
176. Οἱ δὲ Λύκιοι , καθὼς ἔφερε τὸ ςράτευμα ὁ Ιρπαγος

εἰς τὴν πεδιάδα Ξάνθιον , ὑπεξερχόμενοι ἀπὸ τὴν πόλιν


καὶ πολεμοῦντες ὀλίγοι πρὸς πολλοὺς, ἐδείκνυον μεγάλας ἀρες
τάς · νικηθέντες ὅμως , καὶ περιορισθέντες εἰς τὸ τεῖχος , ἐμά
ζευσαν εἰς τὴν ἀκρόπολιν τὰς γυναῖκας καὶ τὰ τέκνα καὶ τὰ
πράγματά των καὶ τοὺς οἰκέτας , ἔπειτα δὲ ἔβαλαν φωτίαν εἰς
ὅλην τὴν ἀκρόπολιν αὐτὴν νὰκαῆ . Ἀφοῦ δὲ ἔκαμαν τοῦτο καὶ
ὤμοσαν ὅρκους φρικτοὺς μεταξύ των , ἐκβῆκαν ἀπὸ τὴν πό
λιν καὶ ἀπέθαναν ὅλοι οἱ Ξάνθιοι πολεμοῦντες . Ἀπὸ τοὺς Λυ
κίους δὲ , τοὺς λεγομένους σήμερον ὅτι εἶναι Ξάνθιοι , πλὴν
ὀγδοήκοντα οἰκιῶν , οἱ ἄλλοι ὅλοι εἶναι ἐπήλυδες . Αὐταὶ αἱ
ὀγδοήκοντα οἰκίαι , ἔτυχαν τότε νὰ λείπωσιν ἀπὸ τὸν τόπον ,

καὶ οὕτω περιεσώθησαν . Τοιουτοτρόπως ἐπῆρε τὴν Ξάνθον ὁ


ἅρπαγος· παρομοίως δὲ ἐπῆρε καὶ τὴν Καῦνον · καθότι οἱ

Καύνιοι εἰς τὰ περισσότερα ἐμιμήθησαν τοὺς Λυκίους .


177. Τὰ κάτω λοιπὸν μέρη τῆς Ασίας ἀνεστάτονεν ὁ
8*
+16 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

ἄρπαγος · τὰ δὲ ἄνω ὁ ἴδιος Κῦρος, καταστρέφων πᾶν ἔθνος ,


καὶ μὴ ἀφίνων κανέν , ἡμεῖς ὅμως θ᾿ ἀφήσωμεν τὰ περισ
σότερα ἐξ αὐτῶν , καὶ θ᾿ ἀναφέρωμεν μόνον ὅσα τὸν ἐπροξέ
νησαν μεγάλον κόπον , καὶ εἶναι ἀξιοδιήγητα ,
178. ὁ
ὁ Κῦρος ἀφοῦ ὑπέταξεν ὅλην τὴν ἤπειρον , ἐκτύπη ·
σε τούς Ασσυρίους . Η δὲ Ἀσσυρία ἔχει καὶ ἄλλας πολλὰς
μεγάλας πόλεις, ἡ ὀνομαστοτάτη ὅμως καὶ ἰσχυροτάτη , καὶ
ὅπου ἐκτίσθησαν τὰ βασίλεια μετὰ τὴν ἀναστάτωσιν τῆς
Νίνου , ἦταν ἡ Βαβυλὼν , τῆς ὁποίας ἡ περιγραφὴ εἶναι τοιαύ
τη . Οὖσα τετράγωνος κεῖται εἰς μεγάλην πεδιάδα · ἑκάστη
δὲ πλευρὰ αὐτῆς εἶναι ἑκατὸν εἴκοσι σταδίων · ὥστε ἡ περι
φέρεια ὅλης τῆς πόλεως γίνονται στάδια τετρακόσια ὀγδοή
κοντα . Τόσον εἶναι τὸ μέγεθος τῆς Βαβυλῶνος . τον δὲ στο
λισμένη , ὡς καμμία ἄλλη πόλις ἀπ᾿ ὅσας ἡμεῖς γνωρίζομεν .

Πρῶτον μὲν περικυκλώνει αὐτὴν τάφρος βαθεῖα καὶ πλατεῖα ;


γεμάτη νερόν · ἔπειτα ἦτον τεῖχος ; πεντήκοντα πηγῶν βα
σιλικῶν τὸ πλάτος, καὶ διακοσίων τὰ ὕψος. Ἡ δὲ βασιλικὴ
πήχη εἶναι μεγαλητέρα ἀπὸ τὴν μετρίαν τρία δάκτυλα .
179. Πρέπει δὲ πρὸς τούτοις νὰ εἴπω , ποῦ ἐξωδεύθη

ἡ γῆ , ἡ ὁποία ἐκθῆκεν ἀπὸ τὴν τάφρον · καὶ τὸ τεῖχος μὲ ποῖον


τρόπον ἐκτίσθη · ἐνῷ ἔσκαπτον τὴν τάφρον, εἰς τὸν ἴδιον και

ρὸν ἐπλίνθευον τὸ χῶμα , τὸ ὁποῖον ἔκβαινεν ἀπὸ τὸ ὄρυγμα .


Ἀφοῦ δὲ ἔκαμαν πλίνθους ἱκανοὺς ; τοὺς ἔψησαν εἰς καμί
νους , καὶ ἔπειτα , μεταχειριζόμενοι διὰ λάσπην ἄσφαλτον ζε
σὺν, ἐςοίβαζον τριάκοντα σειρὰς πλίνθων , καὶ μίαν σειρὰν καὶ
λάμων πλεκτῶν , καὶ ἔκτισαν πρῶτα ταχείλη τῆς τάφρου , ἔπει
τα δὲ αὐτὸ τὸ τεῖχος μὲ τὸν ἴδιον τρόπον . ἐπάνω δὲ τοῦ τεί
χους ἔκτισαν οἰκήματα μονόκωλα ἀντικρύζοντα εἰς ἄλληλα .

εἰς δὲ τὸ μεταξὺ τῶν οἰκημάτων ὁλόγυρα ἄφησαν πέρασμα


ΒΙΒΛ . Α . ΚΛΕΙΩ . 117

δι ἓν τέθριππον · πέριξ δὲ τοῦ τείχους εἶναι πύλαι έκα


τὸν, χάλκιναι ὅλαι, καὶ οἱ παραστάται καὶ τὰ ὑπέρθυρα -
μοίως. Εἶναι δὲ ἄλλη τις πόλις ἀπέχουσα ἀπὸ τὴν Βαβυλῶνα

ὀκτὼ ἡμερῶν ὁδόν · ἲς τὸ ὄνομά της · ὅπου εἶναι ποταμὸς ὄχι


μεγάλος , ἢς καὶ τοῦ ποταμοῦ τὸ ὄνομα· χύνεται δὲ αὐτὸς
εἰς τὸν Εὐφράτην ποταμόν . Αὐτὸς λοιπὸν ὁ ἲξ ποταμὸς ὁμοῦ
μὲ τὸ νερὸν ἀναδίδει καὶ πολλοὺς θρόμβους ἀσφάλτου· καὶ ἐκεῖς
θεν ἐφέρθη ἡ ἄσφαλτος εἰς τὸ τεῖχος τῆς Βαβυλῶνος .
180. Τοιουτοτρόπως ἦτον τειχισμένη ἡ Βαζυλών. Εἶναι

δὲ ἡ πόλις· εἰς δύο φάρση · καθότι διὰ μέσου αὐτῆς περνᾷ


ποταμὸς τὸ ὄνομα Εὐφράτης . Αὐτὸς ὢν μεγάλος καὶβα
θὺς καὶ ὁρμητικὸς, καταβαίνει ἀπὸ τὴν ᾿Αρμενίαν καὶ χύνε
ται εἰς τὴν ᾿Ερυθρὰν θάλασσαν. Οἱ ἀγκῶνες λοιπὸν τοῦ τεί
χους ἑκατέρου φάρσους , ἐκτείνονται ἕως τὸν ποταμόν · ἐκεῖ
δε γίνονται ἐπικαμπαὶ , καὶ ἔπειτα τοῖχος ἀπὸ πλίνθους
ψημένους , παρατείνεται εἰς ἑκάτερον χεῖλος τοῦ ποταμοῦ
ἀπὸ τὴν μίαν ἄκραν ἕως τὴν ἄλλην · ἡ δὲ πόλις αὐτὴ εἶναι
γεμάτη ἀπὸ οἰκίας τριπάτους καὶ τετραπάτους , καὶ ὅλαι
αἱ ὁδοὶ εἶναι κομμέναι ἴσα , τόσον αἱ ἄλλαι , ὅσον καὶ αἱ
πίπτουσαι ἐπιχάρσιαι εἰς τὸν ποταμόν . Κάθε δὲ ὁδὸς εἶ

χεν εἰς τὸν ῥηθέντα τοῖχον , ἐπάνω τοῦ χείλους τοῦ ποτα
μοῦ , μικρὰν πύλην· ὥστε αἱ πύλαι ἦσαν τόσαι τὸν ἀριθ
μὸν , ὅσαι καὶ αἱ ἀγυιαί · ἦσαν δὲ καὶ αὐταὶ χάλκιναι , ἐκ
βαίνουσαι εἰς αὐτὸν τὸν ποταμόν .
181. Τοῦτο λοιπὸν τὸ τεῖχος εἶναι ὡςθώραξ τῆς πόλεως ·
ἔσωθεν δὲ αὐτοῦ περιφέρεται ἄλλο τεῖχος , ὄχι τόσον ἀδυ ·
κατώτερον ἀπὸ τὸ πρῶτον , πλὴν μικρότερον . Εἰς τὸ μέσον
δὲ ἑκατέρου φάρσους τῆς πόλεως ἦσαν κτισμένα , εἰς τὸ ἓν
τὰ βασίλεια μὲ περίβολον μεγάλον καὶ ἰσχυρὸν , καὶ εἰς τὸ
118 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

ἄλλο , ἱερὸν χαλκόπυλον τοῦ Βήλου Διὸς , τὸ ὁποῖον ἦτον


τετράγωνον σωζόμενον καὶ ἕως τὸν καιρόν μου, ἔχον δὲ
ἑκάσην πλευρὰν δύο σταδίων . Εἰς τὸ μέσον δὲ τοῦ ἱεροῦ
εἶναι κτισμένος πύργος στερεὸς ἔχων ἓν στάδιον μάκρος
καὶ ἐν πλάτος . Επάνω αὐτοῦ τοῦ πύργου στέκεται ἄλλος
πύργος , καὶ ἄλλος πάλιν ἐπάνω τούτου , καὶ οὕτως ἕως
τοὺς ὀκτώ· ἡ δὲ ἀνάβασις εἰς αὐτοὺς εἶναι ἔξωθεν , περιφε
ρομένη κύκλῳ περὶ πάντας τοὺς πύργους. ὅταν δὲ φθάσῃ
τις εἰς τὸ μέσον τῆς ἀναβάσεως εἶναι καταγωγὴ καὶ καθί
σματα ἀναπαυτήρια , ὅπου καθίζοντες ἀναπαύονται οἱ ἀνα

ξαίνοντες. Επάνω δὲ τοῦ τελευταίου πύργου εἶναι μεγάλος


ναὸς , καὶ μέσα εἰς τὸν ναὸν μεγάλη κλίνη καλὰ στρωμένη ,3
καὶ πλησίον αὐτῆς τράπεζα χρυσῆ . Αγαλμα δὲ δὲν φαίνε
ται ἐκεῖ κανέν · οὔτε τὴν νύκτα μένει ἄνθρωπος μέσα , παρὰ
μόνον μία γυναῖκα ἐντοπία , ὁποίαν ὁ θεὸς ἀπ᾿ ὅλας ἐκλέξη ,
καθὼς λέγουσιν οἱ Χαλδαῖοι , ὄντες ἱερεῖς τούτου τοῦ θεοῦ.
182 · Λέγουσι δὲ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι , τὸ ὁποῖον ἐγὼ δὲν πι
στεύω , ὅτι αὐτὸς ὁ θεὸς ἔρχεται εἰς τὸν ναὸν καὶ ἀναπαύεται

εἰς τὴν κλίνην , ἀπαράλλακτα , καθὼς καὶ εἰς τὰς Θήβας τὰς

Αἰγυπτίας , ὡς λέγουσιν οἱ Αἰγύπτιοι· καθότι παρομοίως


καὶ ἐκεῖ κοιμᾶται γυναῖκα εἰς τὸν ναὸν τοῦ Θηβαιέως Διός.
Καὶ αἱ δύο δὲ αὐταὶ λέγονται ὅτι δὲν πηγαίνουσιν εἰς και
νένα ἄνδρα , καθὼς καὶ εἰς τὰ Πάταρα τῆς Λυκίας ἡ πρότ
μαντις τοῦ θεοῦ , ὅταν γένῃ · καθότι ἐκεῖ δὲν εἶναι πάντοτε
χρηστήριον · ὅταν ὅμως γένη , τότε κλείεται μέσα εἰς τὸν
Μαὸν ἡ πρόμαντις .
183. Κάτω δὲ , εἰς τὸ ἱερὸν τοῦτο τῆς Βαβυλῶνος , εὑρί
σκεται καὶ ἄλλος ναὸς , ὅπου μεγάλον ἄγαλμα τοῦ Διὸς χρυ
τοῦν εἶναι καθιστὸν , τοῦ ὁποίου καὶ τὸ βάθρον καὶ ὁ θρόνος
ΒΙΒΛ . Α . ΚΛΕΙΩ. 119

εἶναι χρυσοῦς · πλησίον του δὲ τράπεζα μεγάλη χρυσῆ . Κα

θὼς ἔλεγον οἱ Χαλδαῖοι αὐτὰ εἶναι κατεσκευασμένα ἀπὸὀχτα


κοσίων ταλάντων μάλαγμα . Απέξω δὲ τοῦ ναοῦ εἶναι βωμὸς
χρυσοῦς . Εἶναι δὲ καὶ ἄλλος βωμὸς μεγάλος , ὅπου θυσιάζον
ται τὰ τέλεια ζῶα· διότι εἰς τὸν χρυσοῦν βωμὸν δὲν εἶναι
συγχωρημένον νὰ θυσιάζωσι παρὰ μόνον γαλαθηνά· εἰς δὲ
τὸν μεγάλον βωμὸν οἱ Χαλδαῖοι καίουσι καὶ χίλια τάλαν ·

τα λιβανωτὸν κάθε χρόνον, ὅταν κάμνωσι τὴν ἑορτὴν εἰς


τοῦτον τὸν θεόν . ᾿τον δὲ ἀκόμι εἰς τὸ τέμενος τοῦτο καὶ
ἀνδριὰς δώδεκα πηχῶν , χρυσοῦς στερεός. ᾿ἐγὼ δέν τον εἶδα ,
ἀλλὰ λέγω ὅ, τι ἤκουσα ἀπὸ τοὺς Χαλδαίους . Τὸν ἀν
δριάντα τοῦτον ὁ μὲν Δαρεῖος τοῦ Ἱστάσπους ἐπιβουλευθεὶς
δὲν ἐτόλμησε νὰ λάξῃ· ὁ δὲ Ξέρξης τοῦ Δαρείου τὸν ἔλα
Εε , καὶ ἐφόνευσε τὸν ἱερέα · διότι τὸν ἀπηγόρευσε νὰ μὴ
κινήσῃ τὸν ἀνδριάντα . Τοῦτο λοιπὸν τὸ ἱερὸν τοιουτοτρότως
ἦτον στολισμένον. Εἶναι δὲ καὶ ἄλλα ἰδιαίτερα ἀναθήματα
πολλά .

184. Τῆς δὲ Βαβυλῶνος ταύτης ἐστάθησαν μὲν καὶ ἄλ


λοι πολλοὶ βασιλεῖς , τοὺς ὁποίους θ᾿ ἀναφέρω ὅταν ὁμιλήσω
διὰ τοὺς ( * ) Ασσυρίους, καὶ οἱ ὁποῖοι ἐπρόσθεσαν εἰς τὸν καλ
λωπισμὸν τῶν τειχῶν καὶ τῶν ἱερῶν · μεταξὺ δὲ τούτων καὶ
δύο γυναῖκες · ἡ μία , τῆς ὁποίας τὸ ὄνομα εἶναι Σεμίραμις,
βασιλεύσασα πρὸ τῆς ἄλλης , ἐστάθη προγενεστέρα αὐτῆς
πέντε γενεάς. Αὐτὴ ἔκαμεν ἀναχώματα εἰς τὴν πεδιάδα ,
τὰ ὁποῖα εἶναι ἀξιοθέατα · πρότερον δὲ ὁ ποταμὸς ἐπελάγιζεν
ὅλην τὴν πεδιάδα,

(*) ἴδ. §. 106. Σημ. ά.


120 ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΔΟΤΟΥ .

185. Η δὲ δευτέρα αὐτῆς γενομένη βασίλισσα ὠνομάζετο


Νίτωκρις. Αὑτὴ σταθεῖσα φρονιμωνέρα ἀπὸ τὴν βασιλεύσα
σαν πρότερον , ἓν μὲν ἀφῆκε μνημόσυνα , τὰ ὁποῖα θὰ διη

γηθῶ · καὶ ἄλλο βλέπουσα τοὺς Μήδους ὅτι ἦσαν μεγάλοι


καὶ δὲν ἡσύχαζον , ἀλλ᾽ εἶχον κυριεύσει καὶ ἄλλας πολλὰς

πόλεις καὶ τὴν Νῖνον , ἔλαβεν ὅλα τὰ δυνατὰ μέτρα εἰς τὸ


νὰ προφυλαχθῇ . Πρῶτον μὲν τὸν Εὐφράτην ποταμὸν , ὁ ὁ
ποῖος πρότερον ἔτρεχεν ἴσα ,καὶ περνᾷ διὰ μέσου τῆς πό
λεως , τόσον σχολιὸν τὸν ἔκαμεν σκάψασα διώρυχας ἄ ·
νωθεν , ὥστε τρέχων , τρεῖς φορὰς πηγαίνει εἰς κώμην τινὰ
τῆς Ασσυρίας· ἡ δὲ κώμη αὐτὴ , εἰς τὴν ὁποίαν πηγαίνει
ὁ Εὐφράτης , ὀνομάζεται Αρδέρικα· καὶ τώρα ὅσοι ἀπὸ τὰ
μέρη ταύτης τῆς θαλάσσης μετακομίζονται εἰς τὴν Βαβυ
λῶνα , καταπλέοντες εἰς τὸν Εὐφράτην ποταμὸν , τρεῖς φο
ρὰς περνῶσιν τὴν ἰδίαν κώμην , καὶ εἰς τρεῖς ἡμέρας· καὶ

τοῦτο μὲν τοιοῦτο ἔγινε. Παρὰ1 τὰ χείλη δὲ τοῦ ποταμοῦ

ἑκατέρωθεν ἐσώρευσεν ἀνάχωμα , ἄξιον θαύματος , πόσον με


γάλον καὶ ὑψηλὸν εἶναι. Πολὺ δὲ ἀνωτέρω τῆς Βαβυλῶνος ,
ὀλίγον τι πλαγίως τοῦ ποταμοῦ , ἔσκαπτε κύτος διὰ

λίμνην , τῆς ὁποίας ἔκαμνε τὸ βάθοςκαθ᾿ ὅλα τὰ μέρη ἴσα


μὲ τὸ νερὸν , τὴν δὲ περιφέρειαν τετρακοσίων εἴκοσι σταδίων .
ἐξώδευε δὲ τὸ χῶμα , τὸ ὁποῖον ἔκβαινεν ἀπὸ τὸ ὄρυγμα ,

χύνουσά το εἰς τὰ χείλη τοῦ ποταμοῦ. Ἀφοῦ δὲ ἐσκάφθη ἡ


λίμνη , έφερε πέτρας καὶ ἔκτισε κύκλῳ περὶ αὐτὴν κρηπῖδα .
τα
῎καμνε δὲ καὶ τὰ δύο ταῦτα ἡ Νίτωκρις, τὸν ποταμὸν σκο
λιὸν , καὶ τὸ ὄρυγμα αὐτὸ ὅλον ἑλῶδες, διὰ νὰεἶναι ὁ ποτα
μὸς ἀργότερος , ἔχων πολλὰς καμπὰς , καὶ τὰ ταξείδια εἰς
τὴν Βαβυλῶνα σχολιά · ἔπειτα δὲ νὰ διαδέχεται αὐτὰ τὰ
ταξείδια μακρὰ ὁδοιπορία περὶ τὴν λίμνην . ῎καμνε δὲ αὐ
ΒΙΒΛ . Α . ΚΛΕΙΩ . 121

τὰ κατὰ τὸ μέρος ὅθεν ἦτον τὸ ἔμβασμα εἰς τὴν ἐπικράτειάν


της, καὶ ἡ συντομωτέρα ὁδὸς ἀπὸ τὴν Μηδίαν , διὰ νὰ μὴ
ἔχωσι κοινωνίαν οἱ Μῆδοι μὲ τοὺς Βαβυλωνίους καὶ μανθά
νωσι τὰ πράγματα αὐτῆς.
186. Ταῦτα τὰ ὀχυρώματα ἐπρόσθεσεν εἰς τὸν τόπον‫ ܕܝ‬της

σκάψασα τὴν γῆν · ἀπὸ δὲ τὴν ἐργασίαν ταύτην ἔκαμε καὶ


τὸ ἑξῆς πάρεργον . ᾿Επειδὴ ἡ πόλις εἶναι δύο φάρση , καὶ ὁ
ποταμὸς τρέχει εἰς τὴν μέσην , ὅτε , ἐπὶ老 τῶν προλαβόντων Ε
σιλέων , ἤθελέ τις νὰ διαβῇ ἀπὸ τὸ ἓν εἰς τὸ ἄλλο, ἔπρεπε νὰ
περάσῃ μὲ πλοῖον , καὶ ἦτον αὐτὸ, καθὼς ἐγὼ στοχάζομαι ,
ὀχληρόν . Αὐτὴ λοιπὸν ἐπρόβλεψε καὶ τοῦτο . ὅτε ἔσκαπτε

τὸ κύτος διὰ τὴν λίμνην , μὲ τὸ ἴδιον ἔργον ἄφησε καὶ ἄλ


λο μνημόσυνον , τὸ ἑξῆς . Διώρισε καὶ ἔκοψαν πέτρας περιμή
κεις· ὅτε δὲ ἦσαν αἱ πέτραι ἕτοιμαι καὶ ὁ τόπος σκαμμένος
ἔστρεψεν ὅλον τὸ ῥεῦμα τοῦ ποταμοῦ εἰς τὸ μέρος τὸ ὁποῖον
ἔσκαψε· καὶ ἐπειδὴ , ἐνῷ ἐγέμιζεν αὐτὸ, ἦτον ξηρὸς ὁ παλαιὸς
δρόμος τοῦ ποταμοῦ, ἓν μὲν ἔκτισε μὲ πλίνθους ψημένους,
καθὼς ἦτον καὶ τὸ τεῖχος, τὰ χείλη τοῦ ποταμοῦ εἰς ὅσον
διάστημα ἐκτείνεται ἡ πόλις , καὶ ἦσαν αἱ καταβάσεις
ἀπὸ τὰς πυλίδας , αἱ ὁποῖαι ἔκβαινον εἰς τὸν ποταμόν · ἄλλο
δὲ, εἰς τὸ μέσον τῆς πόλεως ,ἔκτισε γέφυραν ἀπὸ τὰς πέτρας,
τὰς ὁποίας ἔκοψε, δένουσα αὐτὰς μὲ σίδηρον καὶ μολύβιον .

᾿Επάνω δὲ τῆς γεφύρας , ὅτε μὲν ἐξημέρονεν , ἅπλονον ξύλα


τὴν δὲ νύκτα τὰ
μετα οἱ Βαβυλώνιοι·
τετράγωνα , καὶ διέβαινον
ἐσήκονον διὰ νὰ μὴ περνῶσι καὶ κλέπτωσιν ἀλλήλους. Αφοῦ
δὲ τὸ σκαφθὲν μέρος ἐγέμισεν ἀπὸ τὸν ποταμὸν καὶ ἔγινε
λίμνη , ἐτελείωσε δὲ καὶ ἡ γέφυρα , ἔκβαλε πάλιν ἡ Νίτωκρις
ἀπὸ τὴν λίμνην τὸν Εὐφράτην , καί τον ἔφερεν εἰς τὸ πρῶτόν
του ῥεῦμα . Τοιουτοτρόπως δὲ , καὶ τὸ σκαφθὲν μέρος , γενό
122 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

μένον ἕλος , ἐφαίνετο ἁρμόδιον , καὶ ἡ γέφυρα κατεσκευάσθη


διὰ νὰ διαβαίνωσιν οἱ πολῖται .

187. Αὐτὴ ἡ ἰδία βασίλισσα ἐμηχανεύθη καὶ τοιαύτης


τινὰ ἀπάτην . Ἄνωθεν τῆς πλέον πολυανθρώπου πύλης τοῦ

τείχους, διώρισε καὶ κατεσκεύασαν τάφον διὰ τὸν ἑαυτόν της ,


ἐξέχοντα ἀπὸ τὴν ἐπιφάνειαν αὐτῆς τῆς πύλης , καὶ ἐσκάλι
σεν εἰς αὐτὸν γράμματα λέγοντα τὰ ἑξῆς · Εάν τις ἀπὸ τοὺς
μετ ' ἐμὲ βασιλεῖς τῆς Βαβυλῶνος ἔχῃ ἔλλειψιν χρημάτων ,
ἀνοίξας τὸν τάφον , ἂς λάβῃ ὅσα θέλει · ἀλλέως ὅμως,χω
ρὶς δηλαδὴ νὰ ἔχῃ · ἔλλειψιν , νὰ μὴ ἀνοίξῃ · διότι δὲν θὰ
ὠφεληθῇ . Αὐτὸν τὸν τάφον δὲν ἔγγισε κανείς , ἕως ὅτου ή
βασιλεία ἐπέρασεν εἰς τὸν Δαρεῖον , τὸν ὁποῖον ἐκακοφαίνετο,
καὶ νὰ μὴ ἠμπορῇ νὰ μεταχειρισθῇ τὴν πύλην ἐκείνην , καὶ
ἐνῷ ἦσαν χρήματα ἐκεῖ, καὶ τὰ ἴδιά τον ἐφώναζον νά τα
λάβῃ , νὰ μή τα λαμβάνῃ . Δὲν μετεχειρίζετο δὲ τὴν πύλην ,
διότι ἔπρεπε νὰ περάσῃ κάτωθεν τοῦ νεκροῦ σώματος. ὅθεν
ἀνοίξας τὸν τάφον , χρήματα μὲν δὲν ηὗρεν , ἀλλὰ τὸν νεκρὸν
καὶ γράμματα λέγοντα τὰ ἑξῆς ᾿Εὰν δὲν ἤσουν ἀχόρ
ταστος χρημάτων καὶ αἰσχροκερδὴς, δὲν ἄνοιγες τάφους
κεκρῶν . Αὐτὴ μὲν ἡ βασίλισσα τοιαύτη τις λέγουσιν ὅτι
ἐστάθη .

168 : ὁ Κῦρος λοιπὸν ἐναντίον τοῦ υἱοῦ αὐτῆς τῆς γυα

ναικὸς ἐστρατεύετο, ὁ ὁποῖος εἶχε τὸ ὄνομα τοῦ πατρός του


Λαβυνήτου καὶ τὴν βασιλείαν τῶν Ασσυρίων. Εκβαίνει δὲ εἰς
στρατείαν ὁ μέγας βασιλεὺς , ἔχων μαζὴ καὶ φαγητὰ ἀπὸ
τὸν οἶκόν του καλομαγειρευμένα , καὶ βοσκήματα καὶ ἔτι νε
ρὸν ἀπὸ τὸν Κλάσπην ποταμὸν , ὁင် ὁποῖος τρέχει πλησίον τῶν
Σούσων · καθότι ἀπ ' αὐτὸν μόνον , καὶ ὄχι ἀπ᾽ ἄλλον ποτα
μὸν , πίνει ὁ βασιλεύς. Πάμπολλαι λοιπὸν ἅμαξαι τετράκυ
ΒΙΒΛ . Α. ΚΛΕΙΩ. 123

λοι , ἡμιόνειαι , φορτωμέναι ἀγγεῖα ἀργυρᾶ ἀπὸ τὸ νερὸν


τούτου τοῦ ποταμοῦ ἀποδρασμένον , ἀκολουθοῦσιν , ὅπου καὶ
ἂν πηγαίνῃ ὁ βασιλεύς .
· 189. ὅτε δὲ ὁ Κῦρος πορευόμενος κατὰ τῆς Βαβυλῶνος

ἔφθασεν εἰς τὸν Γύνδην ποταμὸν , τοῦ ὁποίου αἱ μὲν πηγαὶ


εἶναι εἰς τὰ Ματιανὰ ὄρη , τρέχει δὲ διὰ μέσου τῶν Δαρδα
νῶν, καὶ χύνεται εἰς ἄλλον ποταμὸν Τίγριν, αὐτὸς δὲ πάλιν
περνῶν ἀπὸ τὴν πόλιν ὦπιν , χύνεται εἰς τὴν ᾿ρυθρὰν θά
λασσαν , τὸν ῥηθέντα λοιπὸν ποταμὸν Γύνδην, ὅτε κατεγίνετο
ὁ Κῦρος νὰ περάσῃ , ὄντα ναυσίπορον , τότε εἷς ἐκ τῶν ἱερῶν
ἵππων τῶν λευκῶν , ἀπὸ ἀγερωχίαν του , ἐμβὰς εἰς τὸν ποταμὸν
ἐπάσχιζε νὰ περάσῃ · τὸ δὲ ῥεῦμα , περιδινῆσαν αὐτὸν , τὸν
ἐβύθισε καί τον ἔκαμεν ἄφαντον . Εκ τούτου ὁ Κῦρος ὀργι ·
σθεὶς πολὺ διὰ τὴν αὐθάδειαν τοῦ ποταμοῦ , τὸν ἐφοβέρισεν
ὅτι τόσον ἀσθενῆ θά τον κάμῃ , ὥςε εἰς τὸ ἑξῆς καὶ γυναῖκες

νά τον περνῶσι χωρὶς νὰ βρέχωσι τὸ γόνατον . Μετὰ δὲ τὴν


φοβέραν ἀφήσας τὴν κατὰ τῆς Βαβυλῶνος στράτευσιν ἐδιαί
ρει τὸ ςράτευμα εἰς δύο . Ἀφοῦ δὲ ἐδιαίρεσεν αὐτὸ , ἐμέτρησε

μὲ σχοινίον , καὶ ἔβαλε σημεῖᾳ εἰς ἑκάτερον χεῖλος τοῦ ποτα


μοῦ διὰ ἑκατὸν ὀγδοήκοντα διώρυχας , ἐχούσας διαφόρους
διευθύνσεις · διατάξας δὲ τὸ στράτευμα , τὸ διώρισε νὰ σκά
στο Επειδὴ δὲ εἰργάζετο πολὺ πλῆθος , ἐπροχώρει μὲν τὸ

ἔργον , διέτριψαν ὅμως ἐκεῖ ὅλον τὸ θέρος ἐργαζόμενοι.


190. Αφοῦ δὲ ἐτιμώρησεν ὁ Κῦρος τὸν Γύνδην ποταμὸν ,
διαιρέσας αὐτὸν εἰς τριακοσίας ἑξήκοντα διώρυχας , ὅτε ἤρε
χισε νὰ φαίνηται ἡ ἄνοιξις τοῦ δευτέρου χρόνου , τότε ἐκί
νησε κατὰ τῆς Βαβυλῶνος . Οἱ δὲ Βαβυλώνιοι ἐκστρατεύσαν
τες περιέμενον αὐτόν · ὅτε δὲ ἐρχόμενος ἔφθασε πλησίον τῆς
πόλεως , τὸν ἐκτύπησαν , νικηθέντες ὅμως εἰς τὸν πόλεμον ,
124 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

ὑπῆγαν καὶ ἐκλείσθησαν εἰς τὸ τεῖχος . Επειδὴ δὲ προλαβόν

τως ἀκόμι ἤξευρον καλῶς ὅτι å ὁ Κῦρος δὲν ἡσύχαζε , καί τον
ἔβλεπον ὅτι ἐπεχείρει ἐπίσης κατὰ παντὸς ἔθνους , εἶχον ἐμε
βάσει ἐγκαίρως εἰς τὴν πόλιν τροφὰς διὰ παμπόλλους χρό

νους · ὅθεν παντελῶς δέν του; ἔμελε διὰ τὴν πολιορκίαν . ὁ

δὲ Κῦρος εὑρίσκετο εἰς ἀμηχανίαν , διότι ὁ καιρὸς ἐπέρνα καὶ


τὰ πράγματα καθόλου δὲν ἐπήγαινον ἐμπρός .

191. Εἴτε λοιπὸν ἄλλος τις τὸν ἐσυμβούλευσεν ἀποροῦν ·


τα , εἴτ' αὐτὸς ἀφ ' ἑαυτοῦ ἐνόησε τὸ ποιητέον , ἔπραξεν

ὡς ἀκολούθως. Διατάξας ὅλον του τὸ καλήτερον στράτευμα ,


τοὺς μὲν ἔμπροσθεν , κατὰ τὸ ὁποῖον μέρος ἐμβαίνει δ
ποταμὸς εἰς τὴν πόλιν , τοὺς δὲ ὄπισθεν τῆς πόλεως ,
κατὰ τὸ ὁποῖον μέρος ἐκβαίνει ὁ ποταμὸς ἀπὸ τὴν πό

λιν , τοὺς παρήγγειλεν , ὅταν ἴδωσι νὰ γένῃ διαβατὸν τὸ


ῥεῦμα , νὰ ἐμβῶσι διὰ τοῦ ποταμοῦ εἰς τὴν πόλιν . Ἀφοῦ
δέ τους διέταξε τοιουτρόπως , και τους παρήγγειλεν αὐτὰ ,
ἐκίνησεν ὁ ἴδιος μὲ τὸ ἄχρηστον στράτευμα · φθάσας δὲ

ἕως τὴν λίμνην , ὅ , τι ἔκαμεν ἡ βασίλισσα τῶν Βαβυλω


νίων εἰς τὸν ποταμὸν, καὶ εἰς τὴν λίμνην , τὸ ἴδιον ἔκαμε καὶ
ὁ Κῦρος . Ρίψα ; δηλαδὴ μὲ διώρυχα τὸν ποταμὸν εἰς τὴν λί
μνην , ἡ ὁποία ἦτον ἕλος , ἔκαμε τὸν πρῶτον δρόμον του νὰ ἦναι
διαβατός · καθότι ἐμποδίσθη τὸ ῥεῦμά του , Ἀφοῦ δὲ ἔγινεν
αὐτὸ , καὶ ὁ ποταμὸς ἐμετρίασεν , ὥτε τὸ νερὸν ἤρχετο ἕως
τὴν μέσην τοῦ μηροῦ ἑνὸς ἀνθρώπου , οἱ Πέρσαι , οἱ ὁποῖοι
ἦταν διωρισμένοι ἐπ᾿ αὐτῷ τούτῳ εἰς τὸν δρόμον τοῦ Εὐτ
φράτου , ἔμβαινον δι αὐτοῦ εἰς τὴν Βαβυλῶνα . Καὶ ἐὰν μὲν

οἱ Βαβυλώνιοι προϊδεάζοντοἢ ἐπρονόουν τί ἔκαμνεν ὁ Κῦρος, δὲν


ἤθελον ἀφήσει τοὺς Πέρσας νὰ ἐμβῶσιν εἰς τὴν πόλιν , ἀλλ᾽

ἤθελόν τους διαφθείρει κάπισα · διότι κατακλείσαντες ὅλας


ΒΙΒΛ . Α . ΚΛΕΙΩ . 125

τὰς πυλίδας , αἱ ὁπαῖαι ἔκβαινον εἰς τὸν ποταμὸν , καὶ αὐτοὶ

ἀναβάντες εἰς τοὺς τοίχους τοὺς παρὰ τὰ χείλη τοῦ ποτα


μοῦ , ἤθελόν τοὺς πιάσει , ὡς εἰς κύρτην … τώρα ὅμως , ἀνελ

πίστως ἐκθῆκαν ἐμπρός των οἱ Πέρσαι. Διὰ δὲ τὸ μέγεθος


τῆς πόλεως , καθὼς λέγουσιν ἄνθρωποι κάτοικοι ἐκείνων
τῶν μερῶν , τὰ ἄκρα αὐτῆς ἦσαν κυριευμένα ἀπὸ τοὺς
ἐχθροὺς , καὶ οἱ κατοικοῦντες τὸ μέσον Βαβυλώνιοι δὲν ἤς

ξευρον ὅτι ἦσαν κυριευμένοι· ἀλλ᾽ ἐπειδὴ ἔτυχαν νὰ ἔχωσιν


ἑορτὴν , ἐχόρευον τότεκαὶ εὐθύμουν , ἕως ὅτου τὸ κακὸν ηὔ .
ζησε , καὶ οὕτω τὸ ἔμαθαν . Τοιουτοτρόπως τότε πρώτην φο
ρὰν αἰχμαλωτίσθη ἡ Βαβυλών. 1
192. Τὴν δύναμιν δὲ τῶν Βαβυλωνίων , καὶ διὰ πολλῶν

ἄλλων ἠμπορῶ νὰ φανερώσω , πόση εἶναι, καὶ πρὸς τούτοις


διὰ τοῦ ἀκολούθου . Η γῆ ὅλη , τὴν ὁποίαν ὁρίζει ὁ μέγας

βασιλεὺς , πλὴν τοῦ φόρου , δίδει καὶ τὰ ἀναγκαῖα εἰς τρο


φὴν αὐτοῦ καὶ τοῦ στρατεύματός του , οὖσα διῃρημένη κατὰ
τοὺς δώδεκα μῆνας τοῦ χρόνου . Τοὺς τέσσαρας λοιπὸν μῆ
νας τρέφει αὐτὸν ἡ Βαβυλωνία χώρα , καὶ τοὺς λοιποὺς

ὀκτὼ ὅλη ἡ ἄλλη Ασία . Τοιουτοτρόπως ἡ Ασσυρία χώρα εἶ


ναι τριτημόριον τῆς ἄλλης Ασίας κατὰ τὴν δύναμιν . Καὶ ἡ

ἡγεμονία τοῦ τόπου τούτου , τὴν ὁποίαν οἱ Πέρσαι σατραπείαν


ὀνομάζουσιν , εἶναι πολὺ καλητέρα ἀπὸ τὰς ἄλλας ὅλας ἡγε
μονίας . Καθότι εἰς τὸν Τριτανταίχμην τοῦ ᾿Αρταβάζου , ὁ
ὁποῖος εἶχε τὸν νομὸν τοῦτον ἀπὸ τὸν βασιλέα , ἤρχετο ἀρ
γύριον τὴν ἡμέραν μία ἀρτάβη γεμάτη . Ἡ δὲ ἀρτάβη , ν

μέτρον Περσικὸν , χωρεῖ ἓν μέδιμνον Αττικὸν καὶ τρεῖς χοί


νικας . ἵππους δὲ ἰδίους του εἶχεν , ἔξω τῶν πολεμικῶν , ὀκ
τακοσίους , οἱ ὁποῖοι ἀνέβαινον τὰς φοράδας · αἱ δὲ ἀναβαι
νόμεναι φοράδαι ἦσαν δέκα ἓξ χιλιάδες · καθότι ἕκαστος ἵπ
16 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

πος ἀνέβαινεν εἴκοσι φοράδας. Σκύλων δὲ ἐνδικῶν τόσον πλή


θος ἔτρεφεν , ὥστε τέσσαρες μεγάλαι κῶμαι εἰς τὴν πεδιά
δα , ἀσύδοτοι ἀπὸ πᾶν ἄλλο δόσιμον , ἦσαν διωρισμέναι νὰ
δίδωσι τὴν τροφὴν τῶν σκύλων · τοιαῦτα εἰσοδήματα εἶ
χεν ὁ ἄρχων τῆς Βαβυλῶνος .

193. Εἰς δὲ τὴν Ασσυρίαν πίπτει πολλὰ ὀλίγη βροχὴ ,


καὶ αὐτὴ ἐκτρέφει τὴν ῥίζαν τοῦ σίτου · ἔπειτα ὅμως τὸ χω

ράφιον ἁδρύνεται καὶ ὡριμάζει τὸ σιτάριον ποτιζόμενον


ἀπὸ τὸν ποταμὸν , ὄχι καθὼς εἰς τὴν Αἴγυπτον , ὅπου ὁ πο
ταμὸς ἀναβαίνει εἰς τὰ χωράφια, ἀλλὰ ποτιζόμενον ἀπὸ
χεῖρας καὶ κηλώνια. Διότι ὅλη ἡ Βαβυλωνία χώρα, καθὼς

καὶ ἡ Αἰγυπτία εἶναι κατακομμένη εἰς διώρυχας · καὶ ἡμε


γαλωτάτη διώρυξ , τετραμμένη πρὸς τὸν χειμερινὸν ἥλιον ,
εἶναι ναυσίπορος · ἀπὸ δὲ τὸν Εὐφράτην πηγαίνει ἕως ἄλ
λον ποταμὸν τὸν Τίγριν , εἰς τὰς ὄχθας τοῦ ὁποίου ἦτον
κτισμένη ἡ πόλις Νῖνος. Εἶναι δὲ ἡ γῆ τῶν Ασσυρίων ἡ πλέον
καλητέρα ἀπ᾿ ὅσας ἠξεύρομεν , εἰς τὸ νά κάμνῃ καρπὸν δη
μητριακόν . Τὰ ἄλλα δένδρα οὐδὲ δεικνύει παντελῶς νά τα
δέχηται , οὔτε συκέας , οὔτε ἀμπέλια , οὔτε ἐλαίας · εἰς τὸν

δημητριακὸν ὅμως καρπὸν τόσον εὔφορος εἶναι , ὥστε συνή


θως τὸ ἓν δίδει ἕως διακόσια , καὶ ὅταν ἡ χρονία τὸ καλέσῃ ,

ἕως τριακόσια . Τὰ δὲ φύλλα τοῦ σιταρίου καὶ κριθαρίου


γίνονται ἐκεῖ τέσσαρες καλοὶ δάκτυλοι τὸ πλάτος . Ἀπὸ ἓν
κεχρίον δὲ ἡ σησάμιον πόσον μεγάλον δένδρον γίνεται , μο
λονότι τὸ ἠξεύρω ἀκριβῶς, δὲν θά τ᾿ ἀναφέρω , ὢν βέβαιος

ὅτι διὰ τοὺς ὅσοι δὲν ὑπῆγαν εἰς τὴν Βαβυλωνίαν χώραν ,
καὶ ὅσα εἶπα περὶ τῶν καρπῶν , φαίνονται πολλὰ ἄπιστα .
᾿Ελαιόλαδον δὲν μεταχειρίζονται παντελῶς, ἀλλὰ κάμνουσι
λάδιον ἀπὸ σησάμιον. Εἶναι δὲ φοίνικες φυτρωμένοι εἰς ὅλην
BIBA. Á. KAEISI. 127

τὴν πεδιάδα, καὶ οἱ περισσότεροι καρποφόροι , ἀπὸ τοὺς


ὁποίους κάμνουσι καὶ τροφὰς καὶ κρασίον καὶ μέλι . Τοὺς
περιποιοῦνται δὲ , καθὼς ἡμεῖς τὰς συκέας, καὶ κατὰ τὰ

ἄλλα , καὶ πρὸς τούτοις, εἰς τὰς βαλανοφόρους φοίνικας πε


ριδένουσι τὸν καρπὸν ἐκείνων , τοὺς ὁποίους οἱ Ἕλληνες ἀρι

σενικοὺς ὀνομάζουσι, διὰ νὰ ἐμβαίνῃ ὁ μὴν εἰς τὴν βάλα


νον νά την ὡριμάζῃ, καὶ νὰ μὴ πίπτῃ ὁ καρπός · διότι οἱ
ἀρσενικοὶ φοίνικες ἔχουσιν εἰς τὸν καρπόν των ψῆνας , και
θὼς τὰ ἐρινόσυκα .
194. ῎Ερχομαι δὲ τώρα νὰ εἴπω ἐκεῖνο , τὸ ὁποῖον μετὰ
τὴν πόλιν ἐθαύμασα πολὺ περισσότερον ἀπ᾿ ὅλα . Τὰ πλοῖα
αὐτῶν τὰ ὁποῖα πηγαίνουσι διὰ τοῦ ποταμοῦ εἰς τὴν Βαβυ}
λῶνα , ὄντα στρογγυλά , ὅλα εἶναι δερμάτινα . Αφοῦ κόψωσιν
ἰτέας εἰς τὰ Αρμένια βουνὰ , τὰ ὁποῖα εἶναι καθύπερθεν τῆς

Ασσυρίας , καὶ κατασκευάσωσι ἀπ' αὐτὰ στραβόξυλα , έπειτα


τεντόνουσι περὶ αὐτὰ ἔξωθεν τομάρια καὶ τὰ περιςεγάζουσι ,
καθὼς τὸ ἔδαφος τῆς οἰκίας , χωρὶς νὰ ξεχωρίσωσι πρύμνην ,9
μήτε νὰ στενεύσωσι πρώρην , ἀλλὰ κάμνοντές τα στρογγυλά
ὡς ἀσπίδας · μετὰ ταῦτα δὲ γεμίσαντες ὅλον τοῦτο τὸ πλοῖον
καλάμια , τὸ ῥίπτουσιν εἰς τὸν ποταμὸν νὰ πλέῃ , βάλλοντες
καὶ φορτία . Ως ἐπὶτὸ πλεῖστον δὲ καταβιβάζουσι λαγήνια
μὲ κρασίον φοινικεῖον . Διευθύνονται δὲ τὰ πλοῖα αὐτὰ ἀπὸ

δύο πλῆκτρα , καὶ δύο ἀνθρώπους στεκομένους ὀρθούς · καὶ


ὁ εἷς ἕλκει ἔσω τὸ πλῆκτρον , ὁ δὲ ἄλλος τὸ ὠθεῖ ἔξω. Γί
νονται δὲ τὰ πλοῖα αὐτὰ και πολλὰ μεγάλα καὶ μικρότερα ·
τὰ δὲ μεγαλώτατα ἐξ αὐτῶν χωροῦσι γόμον καὶ πέντε χι
λιάδων ταλάντων . Μέσα δὲ εἰς κάθε πλοῖον ἔχουσι καὶ ἕνα
γάδαρον ζωντανὸν καὶ εἰς τὰ μεγαλώτατα περισσοτέρους .
Ἀφοῦ λοιπὸν φθάσωσι πλέοντες εἰς τὴν Βαβυλῶνα , καὶ δια
128 ΙΣΤΟΡΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

θέσωσι τὸ φορτίον , πωλοῦσι τὰ στραβόξυλα τοῦ πλοίου καὶ


τὰ καλάμια ὅλα , τὰ δὲ τομάρια φορτώσαντες εἰς τοὺς γαδά
ρους ἐπιστρέφουσιν εἰς τὴν Αρμενίαν · διότι κατ᾽ οὐδένα τρό
πον δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ πλεύσωσι πρὸς τὰ ἄνω τοῦ ποτα
μοῦ διὰ τὴν ὁρμὴν αὐτοῦ · καὶ δι᾿ αὐτὸν τὸν λόγον κάμνουσι
καὶ τὰ πλοῖα των ὄχι ἀπὸ ξύλα , ἀλλ ' ἀπὸ τομάρια . ὅταν
δὲ ἐλαύνοντες τοὺς γαδάρους των φθάσωσιν ὀπίσω εἰς τὴν
᾿Αρμενίαν, κατασκευάζουσιν ἄλλα πλοῖα κατὰ τὸν ἴδιον τρό
πον . Τὰ πλοῖά των λοιπὸν τοιαῦτα εἶναι.

195. Ενδυμασίαν δὲ μεταχειρίζονται τὴν ἑξῆς. Πρῶτον


βάλλουσι χιτῶνα λινοῦν μακρὸν ἕως τοὺς πόδας · καὶ ἐπάνω

αὐτοῦ φοροῦσιν ἄλλον χιτῶνα μάλλινον , περιτυλισσόμενοι


καὶ χλανίδιον ἄσπρον. Εἰς δὲ τοὺς πόδας ἔχουσιν ὑποδήματα
ἐπιχώρια ὅμοια μὲ τὰς Βοιωτικὰς ἐμβάδας . Τρέφοντες δὲ

κόμην ἀναδένουσι τὰς κεφαλάς των μὲ μίτρας, καὶ ἀλείφον


ται μὲ μῦρα ὅλον τὸ σῶμα . Καθεὶς ἔχει εἰς τὸ δάκτυλόν του

σφραγῖδα καὶ κρατεῖ σκῆπτρον χειροποίητον · ἄνω δὲ εἰς τὴν


ἄκραν αὐτοῦ εἶναι κατεσκευασμένον ἢμῆλον ἢ ῥόδον , ἢ κρί
νον , ἢ ἀετὸς ἢ ἄλλο τι· διότι ποτὲ δὲν συνηθίζουν νὰ κρα.
τῶσι σκῆπτρον χωρὶς ἐπίσημον . Αὐτὸς εἶναι ὁ στολισμός
τοῦ σώματός των.
196. Οἱ δὲ νόμοι των εἶναι τοιοῦτοι. Εἷς, ( ὁ σοφώτατος

κατὰ τὴν ἐδικήν μου γνώμην, τὸν ὁποῖον μανθάνω ὅτι μετα
χειρίζονται καὶ οἱ ᾿Ενετοὶ εἰς τὴν ᾿Ιλλυρίαν) εἶναι ὁ ἑξῆς · ἐγί
νετο δὲ τοῦτο κατὰ πᾶσαν κώμην μίαν φορὰν τὸν χρόνον.
ὅτε αἱ παρθένοι ἔφθανον εἰς ὥραν γάμου, συνάξαντές τας
ὅλας , τὰς ἔφερον ὁμοῦ εἰς ἕνα τόπον , πέριξ δὲ αὐτῶν ἐστέ
κετο πλῆθος ἀνδρῶν. Κήρυξ δὲ σηκόνων αὐτὰς κατὰ μίαν

τὰς ἐπώλει , πρῶτον μὲν τὴν εὐμορφωτάτην ἀπ᾿ ὅλας , μετὰ


ΒΙΒΛ . Α . ΚΛΕΙΩ . 119

ταῦτα δὲ, ἀφοῦ ἐπωλεῖτο αὐτὴ εὑροῦσα πολὺ χρυσίον , ἀνεκή

ρυττεν ὁ κήρυξ ἄλλην; ὁποία ἦτον μετ᾿αὐτὴν εὐμορφωτάτη ·


ἠγόραζον δὲ αὐτὰς διὰ γυναῖκάς των. ὅσοι λοιπὸν γαμβροὶ
Βαβυλώνιοι ἦσαν πλούσιοι, δίδοντες περισσότερον , ἠγόρα

ζον τὰς ὡραιοτέρας · οἱ δὲ δημῶται γαμβροὶ; αὐτοὶ εὐμορ


φίαν δὲν ἐζήτουν , ἀλλ᾽ ἐλάμβανον χρήματα καὶ ἀσχημοτές
ρας παρθένους . ᾿Αφοῦ λοιπὸν ὁ κήρυξ πωλῶν ἐτελείονε τὰς
ὡραιοτέρας παρθένους , ἐσήκονε τὴν ἀσχημοτάτην , ἢ ἂν ἦτον
καμμία ἡμισερὴ , καί τήν ἀνεκήρυττε φωνάζων, ποῖος ἤθελε
νά την νυμφευθῇ λαβὼν ὀλιγώτατον ἀργύριον , ἕως ὅτουἔμε
νεν εἰς ἐκεῖνον , ὁ ὁποῖός την ἐδέχετο μὲ ὀλιγώγατον . Τὸ δὲ
διδόμενον δι' αὐτὰς χρυσίον ἐπορίζετο ἀπὸ τὴν πώλησιν τῶν
ὡραίων παρθένων · καὶ τοιουτοτρόπως αἱ εὔμορφοι παρθέ
νοι ὑπάνδρευον τὰς ἀμόρφους καὶ ἡμισεράς. Νὰ ὑπανδρεύσῃ
δὲ καθεὶς τὴν θυγατέρα του μὲ ὅποιον ἤθελε , 1 δὲν εἶχε τὴν
[
ἄδειαν . Οὔτε , ὅποιος ἠγόραζε παρθένον , ἠμπόρει νά την λά
6ῃ ἀπεκεῖ χωρὶς ἐγγυητὰς ; ἀλλ᾽ ἔπρεπε νὰ δώσῃ ἐγγυητὰς
ὅτι βεβαίως θά την νυμφευθῇ , καὶ οὕτω νά την λάβῃ . Ἐὰν
δὲ δὲν ἐπέρνα καλὰ μὲ τὴν γυναῖκά του ; ἦτον νόμος νὰ δί
δῇ ὀπίσω τὸ χρυσίον . Ημπόρει δὲ καὶ ἀπὸ ἄλλην κώμην νὰ
ἔλθῃ , ὅποιος ἤθελε, καὶ ν᾿ ἀγοράσῃ . Αὐτὸς ἦτον ὁ καλήτε
ρὸς νόμος των, πλὴν δὲν διέμεινεν ἕως τώρα. Ηὗραν ὅμως
νεωστὶ ἄλλο τι νὰ κάμνωσι, διὰ νὰ μὴ ἀδικῶσι τὰς παρ
θένους , μήτε νὰ φέρωνται αὐταὶ εἰς ἄλλας πόλεις . Ἐπειδὴ

δουλωθέντες ἔπαθαν πολλὰ κακὰ καὶ οἰκοφθόρησαν , καθεὶς


ἀπὸ τὸν δῆμον , μὴ ἔχων κατάστασιν , καταπορνεύει τὰ θη
λυκά του τέκνα .

197. Δεύτερον δὲ νόμον σοφὸν ἔχουσι τὸν ἀκόλουθον . Εκε


φέρουσι τοὺς ἀῤῥώστους εἰς τὴν ἀγοράν · (διότι ἰατροὺς δὲν
(TOM. Á. ) 9
130 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

μεταχειρίζονται, καὶ ὅποιος ἔπαθεν , ἢ εἶδεν ἄλλον νὰ πάθη


τοιαύτην τινὰ ἀσθένειαν , ὁποίαν ἔχει ὁ ἄῤῥωστος , πλησιάζων
ἐπισκέπτεται αὐτὸν, καί τον διδάσκει, τί ἔκαμεν ἢ ὁ ἴδιος ,
ἢ ἐκεῖνος , τὸν ὁποῖον εἶδε, καὶ ἀπηλλάχθη ἀπὸ νόσον ὁμοίαν .
Δὲν εἶναι δὲ συγχωρημένον νὰ περάσῃ τιςμὲ σιωπὴν τὸν
πάσχοντα , πρίν τον ἐρωτήσῃ τί ἔχει.
198. Θάπτονται δὲ εἰςμέλι· καὶ οἱ θρῆνοί των εἶναι πα
ρόμοιοι μὲ τοὺς εἰς τὴν Αἴγυπτον . Οσάκις δὲ ἄνδρας Βαβυ
λώνιος συνευρεθῇ μὲ τὴν γυναῖκά του , βάλλει θυμίαμα εἰς
τὴν φωτίαν καὶ καθίσας πλησίον καπνίζεται· τὸ ἴδιον κάμνει
καὶ ἡ γυναῖκα χωριστά . Καθὼς δὲ χαράξῃ ἡ ἡμέρα , λούονται
καὶ οἱ δύο, καὶ δὲν ἐγγίζουσι κανὲν ἀγγεῖον πρὸ τοῦ νὰ λου
θῶσι. Τὸ ἴδιον αὐτὸ κάμνουσι καὶ οἱ Αράβιοι.
199 ὁ δὲ αἰσχρότατος νόμος τῶν Βαβυλωνίων εἶναι ὁ

ἑξῆς · πᾶσα ἐντόπιος γυναῖκα, μίαν φορὰν ἐπὶ ζωῆς της , πρέ
πει νὰ ὑπάγῃ νὰ καθίσῃ εἰς ἱερὸν τῆς Αφροδίτης , καὶ νὰ

συνευρεθῇ μὲ ἄνδρα ξένον . Πολλαὶ δὲ μὴ καταδεχόμεναι ν


ἀνακατόνωνται μὲ τὰς ἄλλας , μεγαλοφρονοῦσαι διὰ τὸν πλοῦ
τον, ἔρχονται μέσα εἰς ὀχήματα μὲ καμάρας, καὶ στέκονται
ἔμπροσθεν τοῦ ἱεροῦ · κατόπι των δὲ ἀκολουθοῦσι πολλοὶὑπη
ρέται. Αἱ περισσότεραι ὅμως κάμνουσιν ὡς ἀκολούθως . Εἰς τέ
μενος τῆς Αφροδίτης κάθονται πολλαὶ γυναῖκες , ἔχουσαι περὶ
τὰς κεφαλὰς ςέφανον ἀπὸ λινόδεσμον · καὶ ἄλλαι μὲν ἔρχονται,
ἄλλαι δὲ ἀναχωροῦσι· περάσματα δὲ καμωμένα μὲσχοι
νίον σχηματίζουσι διαφόρους δρόμους διὰ μέσου τῶν γυναι

κῶν, καὶ δι᾿ αὐτῶν περνῶντες οἱ ξένοι ἐκλέγουσιν . Ἐκεῖ ἀφοῦ


μίαν φορὰν καθίσῃ γυναῖκα , δὲν ἠμπορεῖ ν' ἀναχωρήσῃ πλέον
εἰς τὰ ἴδιάτης, πρὶν ξένος τις βάλῃ ἀργύριον εἰς τὴν ποδιάν της ,

· καὶ συνευρεθῇ μ' αὐτὴν ἔξω τοῦ ἱεροῦ. ὅτε δὲ βάλλει τὸ ἀρ ·


V

ΒΙΒΛ. Α. ΚΛΕΙΩ .
131

γύριον, πρέπει νὰ εἴπῃ τόσον . » Εἰς τὸ ὄνομα τῆς θεᾶς Μύ


λίττα . » Μύλιττα δὲ ὀνομάζουσιν οἱ Ασσύριοι τὴν ᾿Αφροδί
την . Ἡ δὲ ποσότης τοῦ ἀργυρίου ἠμπορεῖ νὰ εἶναι ὁσηδή

ποτέ · ἡ γυναῖκα δὲν ἠμπορεῖ νά τ' ἀποβάλῃ · δὲν εἶναι θεμι


τόν · διότι τὸ ἀργύριον τοῦτο γίνεται ἱερόν. ὅποιος λοιπὸν
πρῶτός την βάλῃ τ᾽ ἀργύριον , τὸν ἀκολουθεῖ , καὶ δὲν ἀπο
δοκιμάζει κανένα . Ἀφοῦ δὲ συνευρεθῇ , εὐχαριςήσασα τὴν θεὰν
διὰ τὴν ἐκπλήρωσιν τοῦ νόμου ἀναχωρεῖ εἰς τὴν οἰκίαν της .

Μετὰ ταῦτα δὲ ὅ ,τι καὶ ἄν την δώσῃς δέν το δέχεται. ὅσαι


λοιπὸν ἔχουσιν ὡραιότητα καὶ μέγεθός , ὀγλίγωρα ἀναχω
ροῦσιν ἐκεῖθεν · ὅσαι δὲ ἀπ᾿ αὐτὰς εἶναι ἄσχημοί , προσμένου
σε πολὺν καιρὸν , μὴ ἠμποροῦσαι νὰ ἐκπληρώσωσι τὸν νόμον ·
ὥςε μερικαὶ ςέκονται ἐκεῖ τρεῖς καὶ τέσσαρας χρόνους . Πα
ρόμοιός τις νόμοςμ᾿ αὐτὸν εἶναι καὶ εἰς μέρη τινὰ τῆς Κύπρου .
200. Νόμους λοιπὸν οἱ Βαβυλώνιοι τοιούτους ἔχουσιν .
Εἶναι δὲ ἐξ αὐτῶν τρεῖς πατριαὶ , αἱ ὁποῖαι δὲν τρώγουσιν

ἄλλο τι , εἰμὴ μόνον ὀψάρια , τὰ ὁποῖα ἀφοῦ πιάσωσι , καὶ


ξηράνωσιν εἰς τὸν ἥλιον ,, κάμνουσιν ὡς ἀκολούθως. Τὰ βάλ
λουσὶν εἰς τὸ γουδίον , καὶ λεπτύναντές τα μὲ τὸ γουδοχέ
ριον , τὰ κοσκινίζουσι περνῶντάς τα διὰ σινδόνης· ἔπειτα
ὅποιος ἀπ ' αὐτοὺς θέλει, τὰ κάμνει μίγμα ὡς μάζαν , καί τα
φυλάττει · ἄλλος δέ τα ψήνει , ὡς τὸ ψωμίον.

201. Αφοῦ δὲ ὁ Κῦρος κατέστρεψε καὶ τοῦτο ἔθνος ,


1
ἐπεθύμησε νὰ ὑποτάξῃ τοὺς Μασσαγέτας . Τὸ δὲ ἔθνος τοῦτο
λέγουσιν ὅτι εἶναι καὶ μεγάλον καὶ πολεμικόν · καὶ ὅτι και
τοικεῖ πρὸς ἀνατολὰς τοῦ ἡλίου , πέραν τοῦ Αράξου ποταμοῦ ,
ἀντικρὺ τῶν ᾿Ισηδόνων . Μερικοὶ δὲ λέγουσι καὶ ὅτι τὸ ἔθνος
τοῦτο εἶναι Σκυθικόν .

202. ὁ δὲ Δράξης ἀπ᾿ ἄλους μὲν λέγεται ὅτι εἶναι μα

9*
132 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

γαλήτερος , ἀπ᾿ ἄλλους δὲ ὅτι εἶναι μικρότερος τοῦ ῾Ιερου


καὶ ὅτι εἶναι εἰς αὐτὸν πολλαὶ νῆσοι κατὰ τὸμέγεθος ἴσαι

σχεδὸν μὲ τὴν Λέσβον· καὶ ὅτι κατοικοῦσιν εἰς αὐτὰς ἄνθρως


ποι , τρώγοντες τὸ καλοκαίριον ῥίζας διαφόρους , τὰς ὁποίας
ξεσκάπτουσι· τοὺς δὲ καρποὺς τῶν δένδρων , ὅσους μετα

χειρίζονται εἰς τροφὴν , ἀποταμιεύουσιν εἰς τὸν καιρόν των,


καὶ αὐτοὺς τρώγουσι τὸν χειμῶνα . Ανεκάλυψαν δὲ αὐτοὶ ,
λέγουσι, καὶ ἄλλα δένδρα , κάμνοντα τοιούτους τινὰς
καρποὺς , τοὺς ὁποίους , ὅταν συνέλθωσιν εἰς συντροφίας ,
καὶ ἀνάψωσι φωτίαν , περικαθίζοντες ὁλόγυρα ῥίπτου ·
σιν εἰς τὴν φωτίαν , καὶ , ὀσφραινόμενοι καιόμενον τὸν ἐπι
ῤῥιφθέντα καρπὸν, μεθύσκονται ἀπὸ τὴν ὀσμὴν , καθὼς οἱ
Ἕλληνες ἀπὸ τὸ κρασίον · ὅσον δὲ περισσότερον καρπὸν

βάλλουσι , τόσον περισσότερον μεθύσκονται , ἕως ὅτου σηκό


νονται εἰς τὸν χορὸν , καὶ ἔρχονται εἰς τὰ τραγούδια . Καὶ
τούτων μὲν ἡ δίαιτα τοιαύτη λέγουσιν ὅτι εἶναι . ὁ δὲ
Αράξης ποταμὸς τρέχει ἀπὸ τὰ Ματιανὰ βουνὰ, ὅθεν καὶ
ὁ Γύνδης , τὸν ὁποῖον ἐδιαίρεσιν ὁ Κῦρος εἰς τριακοσίας

ἑξήκοντα διώρυχας · ἐκχύνεται δὲ μὲ τεσσαράκοντα στό


ματα , καὶ ὅλα , πλὴν ἑνὸς , πίπτουσιν εἰς ἕλη καὶ τενάγη
ὅπου λέγουσιν ὅτι κατοικοῦσιν ἄνθρωποι , οἱ ὁποῖοι τρώ
γουσιν ὀψάρια ὠμὰ , καὶ φορέματα συνηθίζουν νὰ μετα
1
χειρίζωνται δέρματα φωκῶν . Τὸ δὲ ἓν τοῦτο στόμα τοῦ
Αράξου τρέχει καθαρὸν εἰς τὴν Κασπίαν θάλασσαν . Ἡ δὲ
Κασπία θάλασσα εἶναι ἰδιαιτέρα , καὶ δὲν ἔχεικαμμίαν κοι
νωνίαν μὲ τὴν ἄλλην θάλασσαν . Διότι ἡ θάλασσα ὅλη , τὴν
ὁποίαν ταξειδεύουσιν οἱ Ἕλληνες, καὶ ἡ ἔξω τῶν Ἡρακλείων
στηλῶν , ἡ Ατλαντικὴ λεγομένη , καὶ ἡ ᾿ρυθρὰ , εἶναι μία
203. Ἡ δὲ Κασπία εἶναι ἄλλη θάλασσα καθ ' ἑαυτὴν , οὖσα
1

ΒΙΒΛ . Α '. ΚΛΕΙΩ . 133

τὸ μάκρος , ἐὰν ὑπάγῃ τις μὲ τὰ κωπία, δέκα πέντε ἡμερῶν


πλοῦς · τὸ δὲ πλάτος , κατὰ τὸ πλατύτατον αὐτῆς μέρος ,
ὀκτὼ ἡμερῶν . Καὶ εἰς μὲν τὴν δυτικὴν αὐτῆς πλευρὰν πα

ρατείνεται 8
ὁ Καύκασος , ὧν μεγαλώτατος καὶ ὑψηλότατος
ἀπ᾿ ὅλα τὰ βουνά. ἔχει δὲ ὁ Καύκασος πολλὰ καὶ διάφορα
ἔθνη ἀνθρώπων , ἐκ τῶν ὁποίων τὰ περισσότερα ζῶσιν ὁλό
κληρα ἀπὸ φυτὰ ἄγρια. Ἐκεῖ λέγουσιν ὅτι εἶναι καὶ δένδρα ,
τὰ ὁποῖα κάμνουσι φύλλα , ἔχοντα τὴν ἑξῆς ἰδιότητα · τρία
6οντες αὐτὰ καὶ ἀνακατόνοντες νερὸν κατ᾽ ὀλίγον ζωγράφ
φίζουσιν εἰς τὰ φορέματά των ζῶα · τὰ δὲ ζῶα ταῦτα δὲν
ἐκβαίνουσιν εἰς τὸ πλύσιμον , ἀλλὰ συμπαλαιόνουσι μὲ τὸ
ἄλλο μαλλίον , ὡς νὰ ἦναι ἐξ ἀρχῆς ἐνυφασμένα . Συνευρί
σκονται δὲ, λέγουσιν , αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸ φανερὸν , καὶ
θὼς τὰ βοσκήματα .

204. Πρὸς μὲν τὴν δύσιν λοιπὸν περιορίζει τὴν θάλασ


σαν ταύτην , Κασπίαν λεγομένην , ὁ Καύκασος · πρὸς δὲ τὴν
ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου τὴν ἐκδέχεται πεδιὰς ἐκτεταμένη , ὅσον

δὲν φθάνει ὄμμα ἀνθρώπου . Ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν μεγάλην πεδιά


δα, ὄχι μικρὸν μέρος μετέχουσιν οἱ Μασσαγέται , κατὰ τῶν
ὁποίων ἠθέλησε να κινήσῃ στρατεύματα ὁ Κῦρος. Τὰ δὲ
αἴτια, τὰ ὁποῖα τόν παρεκίνουν εἰς τοῦτο , ἦσαν πολλὰ καὶ

μεγάλα . Πρῶτονμὲν ἡ γένεσίς του · διότι ἐνόμιζεν ὅτι ἦτόν τι


ὑπὲρ ἄνθρωπον · δεύτερον δὲ ἡ καλὴ τύχη , ἡ ὁποία τὸν ἠκο
λούθει εἰς τοὺςπολέμους· διότι ὅπου ἀπεφάσιζε νὰ κινήσῃ ἐρα
τεύματα , δὲν ἦτον τρόπος τὸ ἔθνος ἐκεῖνο νὰ διαφύγῃ.
205. Ἦτον δὲ τότε βασίλισσα τῶν Μασσαγετῶν γυναῖκα ,
διότι ὁ ἄνδρας της ἀπέθανε ·
τὸ ὄνομά της ἦτον Τόμυρις

Αὐτὴν πέμψας ὁ Κῦρος ἐζήτησε , λέγων ὅτι ἤθελε να την

λάξῃ γυναῖκά του . Η Τόμυρις ὅμως , ἐπειδὴ ἐνόητεν ὅτι


134 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

ὁ Κῦρος δὲν ἐζήτει αὐτὴν, ἀλλὰ τὴν βασιλείαν τῶν Μασ


σαγετῶν , ἀπέβαλε τὸ πρόβλημα τοῦτο. ὁ δὲ Κῦρος με
τὰ ταῦτα , ἐπειδὴ μὲ δόλον δὲν ἠμπόρεσε να την βάλῃ

εἰς χεῖρας , ἐκίνησεν εἰς τὰς ὄχθας τοῦ Αράξου , καὶ ἐστρα
τεύετο ἀναφανδὸν κατὰ τῶν Μασσαγετῶν , γεφυρόνων τὸν

ποταμὸν διὰ νὰ περάσῃ τὸ στράτευμα , καὶ κατασκευά


ζων πύργους ἐπάνω πλοίων , τὰ ὁποῖα διεπόρθμευαν τὸν
ποταμόν.
206. Ἐνῷ δὲ ὁ Κῦρος κατεγίνετο εἰς αὐτὰ , πέμψασα
‫ע‬
ἡ Τόμυρις κήρυκα ἔλεγε πρὸς αὐτὸν τὰ ἑξῆς . » Βασιλεῦ τῶν
‫ܗ‬
Μήδων , παῦσε ἀπὸ τὸ ν᾿ ἀγωνίζησαι, ὅσα ἀγωνίζεσαι· διότι
.
» δὲν ἠμπορεῖς νὰ ἠξεύρης, ἂν τὸ τέλος αὐτῶν θὰ ἦναι εἰς
1. . Παῦσε λοιπὸν καὶ ὅριζε τοὺς ἐδικούς σου, ὑποφέρων
» καλόν
» νὰ βλέπῃς καὶ ἡμᾶς νὰ ὁρίζωμεν , ὅσους ὁρίζομεν . Ἐὰν δὲν
».. θέλῃς ὅμως ν᾿ ἀκούσῃς αὐτὰς τὰς συμβουλὰς , ἀλλὰ προ
» τιμᾶς πᾶν ἄλλο , παρὰ νὰ ἡσυχάζῃς , καὶ ἐπιθυμῆς ἀφεύ
* κτως νὰ δοκιμάσῃς τοὺς Μασσαγέτας , ἔλα , ἄφησε αὐτοὺς
D
τοὺς κόπους τοὺς ὁποίους ἔχεις καταγινόμενος νὰ ζεύξῃς τὸν
»
ποταμὸν, καὶ ἡμεῖς μὲν ἀναχωροῦμεν τριῶν ἡμερῶν ὁδὸν
ἀπὸ τὸν ποταμὸν, σὺ δὲ πέρασε εἰς τὴν ἐδικήν μας γῆν ·
>>
εἰ δὲ καὶ θέλεις καλήτερα νὰ δεχθῇς ἡμᾶς εἰς τὴν ἐδι
»κήν σας, κάμε σὺ- τὸ ἴδιον τοῦτο. » Αὐτὰ ἀκούσας ὁ Κῦ

ρος συνεκάλεσε τοὺς πρώτους τῶν Περσῶν · συναθροίσας δὲ


αὐτοὺς , τοὺς ἐκοινολόγησε τὸ πρᾶγμα ζητῶν συμβουλὴν ,
ποῖον ἀπὸ τὰ δύο νὰ κάμη· αὐτῶν δὲ ὅλων αἱ γνῶμαι ἔπι
πτον ἐκ συμφώνου εἰς τὸ ἴδιον , νὰ δεχθῇ εἰς τὸν τόπον
του τὴν Τάμυριν καὶ τὸ στράτευμά της .
207. Παρὼν δὲ ὁ Κροῖσος ὁ Λυδὸς, ἐπειδὴ δέν τον ἤρε
σκεν ἡ γνώμη αὐτὴ , ἔδιδεν ἄλλην ἐναντίαν εἰς τὴν προτε
ΒΙΒΛ. Α . ΚΛΕΙΩ . 135

θεῖσαν, λέγων τὰ ἑξῆς. » Βασιλεῦ , σὲ εἶπα καὶ πρότερον ὅτι,


·
ἐπειδὴ ὁ Ζεύς με παρέδωσεν εἰς σὲ , ὅ, τι βλέπω ἐπιβλα 1.
D
βὲς εἰς τὸν οἶκόν σου , θὰ πασχίσω , ὅσον δυνατὸν , νά το
»
ἐμποδίσω· διότι τὰ ἀτυχῆ παθήματά μου , μ᾿ ἔγιναν μα
» θήματα . ἐὰν μὲν φρονῆς ὅτι εἶσαι ἀθάνατος , καὶ ἔχεις καὶ
» τοιαῦτα ςρατεύματα , τότε δὲν σημαίνει τίποτε νά σε δίδω
ἐγὼ γνώμας· ἐὰν δὲ ςοχάζηται ὅτι εἶσαι ἄνθρωπος καὶ σὺ ,
» καὶ ἐκεῖνοι , τοὺς ὁποίους ἔχεις ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν σου , μάθε
» πρῶτον
τὸ ἑξῆς· ὅτι εἶναι κύκλος τις τῶν ἀνθρωπίνων πραγ
μάτων , ὁ ὁποῖος περιφερόμενος δὲν ἀφίνει πάντοτε τοὺς αὐ
‫ܚ‬
τοὺς ἀνθρώπους νὰ εὐτυχῶσι. Διὰ δὲ τὸ προκείμενον πρᾶγ
» μα ἔχω γνώμην ἐναντίαν εἰς τὴν γνώμην αὐτῶν · διότι ἐὰν
Σ 1.
θελήσωμεν νὰ δεχθῶμεν εἰς τὸν τόπον τοὺς πολεμίους, εἶ
»ναι διὰ σὲ ὁ ἀκόλουθος κίνδυνος . Ἐὰν μὲν νικηθῇς, χάνεις
» καὶ ὅλον σου τὸ βασίλειον · καθότι εἶναι φανερὸν ὅτι νικῷν
» τες οἱ Μασσαγέται δὲν θὰ φύγωσιν ὀπίσω , ἀλλὰ θὰ προχω
» ρήσωσιν εἰς τὰς ἐδικάς σου σατραπείας · ἐὰν δὲ νικήσῃς σὺ ,
»δὲν νικᾷς τόσον, ὅσον ὅταν περάσῃς εἰς τὴν γῆν ἐκείνων , καὶ
.
νικήσας ἀκολουθῇς τοὺς Μασσαγέτας φεύγοντας · διότι τότε ,
Σ
ὑποθέτω, θὰ κάμῃς τὸ ἴδιον , τὸ ὁποῖον ἤθελον κάμει καὶ ἐ
» κεῖνοι· νικήσας θὰ ὑπάγῃ ; ἴσα εἰς τὸ Βασίλειον τῆς Το
‫ܕ‬
μύριος . Έπειτα , εἶναι καὶ ἐντροπὴ καὶ ἀνυπόφορον πρᾶγ
» μα , ὁ Κῦρος , ὁ υἱὸς τοῦ Καμβύσου , ὑπενδώσας εἰς

» γυναῖκα νὰ ὑποχωρήσῃ ὀπίσω . ὅθεν ἡ ἐδική μου γνώμη


» εἶναι νὰ διαβῶμεν τὸν ποταμὸν , καὶ νὰ προχωρήσω
» μεν, ὅσον ἐκεῖνοί μας κάμνουσι δρόμον : ἔπειτα νὰ πασχί
σωμεν νά τους νικήσωμεν κάμνοντες τὰ ἑξῆς. Καθὼς ἐγὼ
μανθάνω, οἱ Μασσαγέται εἶναι ἄπειροι Περσικῶν ἀγαθῶν,
» καὶ ἀσυνείθιστοι μεγάλων ἡδυπαθειῶν . Ἡμεῖς λοιπὸν , σφα
136 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

ξαντες ἀφθόνως πολλὰ βοσκήματα , καὶ μαγειρεύσαντές


» τά , νὰ ἑτοιμάσωμεν δι' αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους μεγάλον
»γεῦμα εἰς τὸ στρατόπεδόν μας· ἔτι δὲ καὶ κρατῆρας μὲ
ἄμίκτον κρασίον ἀφθόνως , καὶ διάφορα φαγητά . Ἀφοῦ δὲ
κάμωμεν αὐτὰ , ν' ἀφήσωμεν ἐκεῖ τὸ χειρότερον μέρος τοῦ
Σ
στρατεύματος , καὶ οἱ λοιποὶ νὰ ἐπιστρέψωμεν πάλιν πρὸς
• τὸν ποταμόν . Ἐὰν ὁ στοχασμόςμου ἐκβῆ ὀρθὸς , ἐκεῖνοι

βλέποντες πολλὰ ἀγαθὰ, θὰ πέσωσιν εἰς αὐτά· καὶ τότε


πλέον μένει εἰς ἡμᾶς , νὰ ἐκτελέσωμεν μεγάλα καταρτ
» θώματα.
208. Αὐταὶ αἱ δύο ἐναντίαι γνῶμαι ἐδόθησαν. ὁ δὲ Κῦ
ρος παραιτήσας τὴν προτέραν , καὶ προτιμήσας τὴν τοῦ Κροί
σου , ἐμήνυσε τὴν Τόμυριν ν᾿ ἀναχωρήσῃ ὀπίσω, λέγων ὅτι
θὰ πέράσῃ αὐτὸς πρὸς ἐκείνην . Καὶ ἡ μὲν Τόμυρις ἀνεχώρει
καθὼς ἐξ ἀρχῆς ὑπεσχέθη · ὁ δὲ Κῦρος ἀφιερώσας τὸν Κροῖ
σον εἰς τὰς χεῖρας τοῦ υἱοῦ τοῦ Καμβύσου , εἰς τὸν ὁποῖον

ἔδιδε καὶ τὴν βασιλείαν , καὶ παραγγείλας αὐτὸν πολὺ νά τον


τιμᾷ καὶ νά τον περιποιῆται, ἂν ἡ διάβασίς του ἐναντίον

τῶν Μασσαγετῶν δὲν εὐδοκιμήσῃ , ταῦτα διορίσας καὶ ἀπο


στείλας αὐτοὺς εἰς τὴν Περσίαν , ὁ ἴδιος ὁμοῦ μὲ τὸ στράς
" τευμα διέβαινε τὸν ποταμόν .

209 · Αφοῦ δὲ ἐπέρασε τὸν Αράξην καὶ ἐνύκτωσε , κοιμώ


μενος εἰς τὴν χώραν τῶν Μασσαγετῶν εἶδε τοιοῦτό τι ὄνει

ρον . Τὸν ἐφαίνετο εἰς τὸν ὕπνον του ὅτι ἔβλεπε τὸν μεγαλή
τερον υἱὸν τοῦ Υστάσπους, ἔχοντα πτέρυγας εἰς τοὺς ὤμους
του, μὲ τὴν μίαν ἐκ τῶν ὁποίων ἐπεσκίαζε τὴν Ἀσίαν, καὶ
μὲ τὴν ἄλλην τὴν Εὐρώπην. ὁ δὲ μεγαλήτερος υἱὸς τοῦ
Υστάσπους τοῦ Αρσάμους , ἀνδρὸς Ἀχαιμενίδου , ἦτον ὁ Δα
ρεῖος , ὁ ὁποῖοςὢν τότε κατὰ τὴν ἡλικίαν σχεδὸν σωστὰ
ΒΙΒΛ . Α. ΚΛΕΙΩ . 137

εἴκοσι χρόνων, ἔμεινεν εἰς τὴν Περσίαν · διότι δὲν εἶχεν


ἀκόμι ἡλικίαν διὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν πόλεμον. ὅτε λοι
πὸν ἐξύπνησεν ὁ Κῦρος , ἐσκέπτετο καθ᾿ ἑαυτὸν τὸ ὄνει·
ρον · καὶ, ἐπειδή τον ἐφαίνετο ὅτι ἦτον μεγάλον , και
λέσας τὸν Ἱστάσπη, καὶ λαβὼν αὐτὸν κατ'ἰδίαν, εἶπεν·
‫ܗ‬
ὕστασπες , ἐπιάσθη ὁ υἱός σου ὅτι ἐπιβουλεύεται ἐμὲ καὶ
* τὴν βασιλείαν μου · πῶς δὲ ἠξεύρω αὐτὸ ἀσφαλῶς, θά σε
» εἴπω . Οἱ θεοὶ ἀγαπῶσιν ἐμὲ, καί με προδεικνύουσιν ὅ, τι
»
ἔχει νά μ'ἀκολουθήσῃ. Τὴν παρελθοῦσαν λοιπὸν νύκτα , κοι
Ν
μώμενος εἶδα ὅτι ὁ μεγαλήτερός σου υἱὸς, ἔχων πτέρυ

» γας εἰς τοὺς ὤμους, μὲ τὴν μίαν ἀπ᾿αὐτὰς ἐπεσκίαζε


» τὴν Ασίαν καὶ μὲ τὴν ἄλλην τὴν Εὐρώπην · κατ᾿ αὐτὸ δὲ
» τὸ ὄνειρον δὲν εἶναι τρόπσε νὰ μή μ' ἐπιβουλεύηται· ἃ
»
υἱός σου . ὅθεν σὺ τώρα ὕπαγε ὑπίσω εἰς τοὺς Πέρσας το
· γλιγωρότερον , καὶ κύτταξε, ὅταν ἐγὼ καταστρέψας τοὺς

Μασσαγέτας ἔλθω ἐκεῖ, νά με παρουσιάσῃς τὸν νέον διὰ


» νὰ μάθω τὴν ὑπόθεσιν . »

210. Ὁμὲν Κῦρος ἔλεγεν αὐτὰ, νομίζων ὅτι τὸν ἐπεδου


λεύετο ὁ Δαρεῖος· ὁ θεὸς ὅμως τὸν προεμήνυεν ὅτι ἔμελλε
ν᾿ ἀποθάνῃ αὐτοῦ, καὶ ἡ βασιλεία νὰ περάσῃ εἰς τὸν Δα
*
ρεῖον. Τὸν ἀποκρίνεται λοιπὸν ὁ Υστάσπης οὕτως η Βασι
Σ
λεῦ , νὰ μὴ τ᾽ ἀξιωθῇ ἄνθρωπος Πέρσης νὰ ὑπάρξῃ διὰ V
νά σ᾽ ἐπιβουλευθῇ · καὶ ἐὰν ὑπάρχῃ νὰ κοπῇ ἡ ζωή του
τἀγλιγωρότερον· διότι σὺ ἀντὶ δούλων ἔκαμες τοὺς Πέρσας
» νὰ ἶναι ἐλεύθεροι· καὶ ἐνῷ ἐκυριεύοντο ἀπ᾽ ἄλλους , νὰ κυ
· ριεύωσιν ὅλους. Ἐὰν δέ τι ὄνειρον προμηνύῃ εἰς σὲ ὅτι
» ὁ υἱός μου βουλεύεται νεώτερα ἐναντίον σου, ἐγὼ σέ τον πα
* J
· ραδίδω νά τον κάμῃς ὅ, τι θέλεις . » ὁ μὲν Υστάσπης τοιαῦ
τα ἀποκριθεὶς , καὶ περάσας τὸν Αράξην , ἐπορεύετο εἰς τοὺς
138 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

Πέρσας διὰ νὰ φυλάξῃ τὸν υἱόν του Δαρεῖον κατὰ τὴν προσ
ταγὴν τοῦ Κύρου ,
211. ὁ δὲΚῦρος προχωρήσας ἀπὸ τὸν ᾿Αράξην μιᾶς ἡμέ
ρας ὁδὸν, ἔκαμνε τὰς συμβουλὰς τοῦ Κροίσου . Επειτα ὁ
ἴδιος καὶ τὸ καθαρὸν στράτευμα τῶν Περσῶν ὑπέστρεψαν

ὀπίσω εἰς τὸν ᾿Αράξην, τὸ δὲ ἀσήμαντον μέρος ἔμεινεν ἐκεῖ·


ἐλθὸν δὲ κατ᾿ αὐτοῦ τριτημόριον τοῦ στρατεύματος τῶν

Μασσαγετῶν ἐφόνευσε τοὺς μείναντας ἀπὸ τὸ στράτευμα


τοῦ Κύρου , οἱὁποῖοι ἐπάσχιζον νὰ ὑπερασπισθῶσιν . ἔπειτα
δὲ ἰδόντες οἱ Μασσαγέται φαγίον ἕτοιμον, ἀφοῦ ἐνίκησαν
τοὺς ἐναντίους ἐκάθισαν καὶ ἔτρωγον· ἀφοῦ δὲ ἔφαγαν και
λὰ καὶ ἔπιαν , ἔπεσαν εἰς τὸν ὕπνον . Οἱ δὲ Πέρσαι, ὁρμήσαν
τες ἐναντίον των, ἐφόνευσαν πολλοὺς ; καὶ 1 ἐζώγρησαν πολὺ
περισσοτέρους , μεταξὺ δὲ τῶν ἄλλων καὶ τὸν υἱὸν τῆς
βασιλίσσης Τομύριος Σπαργαπίσην , ὄντα . στρατηγὸν τῶν
Μασσαγετῶν .

212. Η δὲ Τόμυρις, μαθοῦσα τί ἠκολούθησε περὶ τὸ


στράτευμα καὶ περὶ τὸν υἱόν της, πέμψασα κήρυκα εἰς τὸν
Κῦρον ἔλεγε τὰ ἑξῆς : » Αχόρταστε αἵματος · Κῦρε , μὴ φαντασ
σθῇς παντελῶς διὰ τὸ γενόμενον τοῦτο ; ἐὰν μ᾽ ἀμπέλινον
καρπὸν ,ἀπὸ τὸν ὁποῖον 4 σεῖς πίνοντες τρελαίνεσθε . τόσον ,
κ ὥςε , ὅταν ἐμβῆ εἰς τὸ σῶμά σας τὰ κρασίον, λόγοι ἀπρε
» πεῖς ἐπιπολάζουσιν εἰς τὸ στόμα σας, μὴ φαντασθῆς λέ
εγω ἐὰν μὲ τοιοῦτο φάρμακον δολώσας· ἐνίκησες τὸν υἱόν
»>> μου , καὶ ὄχι μὲ πόλεμον καὶ ἀνδρίαν. Ἄκουσε τώρα τὸν
λόγονμου, ἡ ὁποία σὲ συμβουλεύω ὀρθὰ , καὶ ἀποδώσας με
» τὸν υἱόν μου, ἄπελθε ἐκ τῆς χώρας ταύτης ἀζήμιος, ἀφοῦ
1 ἠτίμασες τριτημόριον
τοῦ Μασσαγετικοῦ στρατεύματος · ἣν
δὲ μὴ καὶ δὲν κάμῃς αὐτὸ, σὲ ὀμνύω τὸν ἥλιον , τὸν θεὸν
ΒΙΒΛ . Α. ΚΛΕΙΩ . 139

» τῶν Μασσαγετῶν, ὅτι βεβαίως θά σε χορτάσω αἷμα , ἂν καὶ


»
· ἦσαι ἀχόρταστος . »
213. ὁ μὲν Κῦρος, ὅτε ὑπῆγαν καί τον εἶπαν τοὺςλό
γους τούτους , παντελῶς δέν τοὺς ἐψήφησεν . ὁ δὲ υἱὸς τῆς
βασιλίσσης Τομύριος Σπαργαπίσης , ἀφοῦ τον ἐπέρασεν ἡ
μέθη , καὶ εἶδεν εἰς τίνα κατάστασιν εὑρίσκετο, παρακαλέσας

τὸν Κῦρον, ἔλαβε τὴν χάριν νὰ λυθῇ ἀπὸ τὰ δεσμά καθὼς


δὲ ἐλύθη καὶ ἔγινε κύριος τῶν χειρῶν του , φονεύεται αὐτος
χείρως. Καὶ αὐτὸς μὲν τοιουτοτρόπως τελειόνει τὴν ζωήν .

214. Ἡ δὲ Τόμυρις , ἐπειδὴ δέν την εἰσήκουσεν ὁ Κῦρος,


συναθροίσασα ὅλην της τὴν δύναμιν, τὸν ἐκτύπησεν. Αὐτὴ ἡ
μάχη , κατ᾽ ἐμὲ κριτὴν , ἔγινεν ἰσχυροτάτη ἀπ ' ὅλας , ὅσαι μάτ
χαι Βαρβάρων ἐστάθησαν · ἔμαθα δὲὅτι ἔγινε τριουτοτρόπως .
Πρῶτον , λέγουσι , τὰ δύο στρατεύματα σταθέντα ἀντικρὺ
ἀλλήλων ἐτοξεύοντο · μετὰ δὲ ταῦτα, ἀφοῦ ἔῤῥιψαν τὰ βέλη

των ὅλα , ἐλθόντα εἰς χεῖρας ἐπιάσθησαν μὲ τὰς λόγχας καὶ


μὲ τὰ σπαθία · πολὺν δὲ καιρὸν ἐπέμειναν πολεμοῦντα , καὶ
οὔτε τὸ ἓν οὔτε τὸ ἄλλο μέρος ἤθελε νὰ φύγῃ · τέλος δὲπάν
των ἐνίκησαν οἱ Μασσαγέται, καὶ τὸ περισσότερον μέρος τοῦ
Περσικοῦ στρατεύματος διεφθάρη ἐκεῖ · ἔτι δὲ φονεύεται
καὶ αὐτὸς ὁ Κῦρος βασιλεύσας τριάκοντα παρὰ ἕνα χρό
γους . Η δὲ Τόμυρις γεμίσασαἀσκὸν ἀπὸ αἷμα ἀνθρώπινον,
ἐζήτει μεταξὺ τῶν φονευμένων Περσῶν τὸ πτῶμα τοῦ Κύ
ρου· ὅτε δέ το ηὗρεν , ἔβαλε τὴν κεφαλήν του εἰς τὸν ἀσκὸν ,
καὶ τιμωροῦσα τὸν νεκρὸν, ἐπέλεγε τὰ ἑξῆς · Σὺ μὲν αἰχμα
· λωτίσας τὸν υἱόν μου μὲ δόλον, μ᾿ ἀφάνισες ζωντανὴν
» καὶ νικῶσαν σε· ἐγὼ δὲ καθώς σ᾿ ἐφοβέρισα , θά σε
† χορτάσω αἷμα . » Περὶ τοῦ θανάτου λοιπὸν τοῦ Κύρου ,
140 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

μολονότι τὸν διηγοῦνται κατὰ πολλοὺς τρόπους , εἶπα τὰ


πιθανώτερα .
215. Οἱ δὲ Μασσαγέται φοροῦσι ἐνδυμασίαν καὶ ἔ
χουσι δίαιταν ὁμοίαν μὲ τὴν Σκυθικήν . Εἶναι δὲ ἱππι

καὶ καὶ πεζοί , ὄντες ἐπιτήδειοι καὶ εἰς τὰ δύο· εἶναι πρὸς
τούτοις καὶ τοξόται καὶ αἰχμοφόροι , κρατοῦντες σαγάρεις
κατὰ τὴν συνήθειαν τοῦ τόπου των . Μεταχειρίζονται εἰς ὅλα
ἢ χρυσὸν ἢ χαλκόν : διὰ μὲν τὰς αἰχμὰς καὶ ἀκίδας καὶ
σαγάρεις μεταχειρίζονται πάντοτε χαλκόν · τὰ δὲ στολίδια

τῆς κεφαλῆς των καὶ ζωστῆρας καὶ μασχαλιστῆρας κάμ


νουσιν ἀπὸ χρυσόν . Παρομοίως δὲ καὶ τῶν ἵππων εἰς μὲν
τὰ στήθη περιβάλλουσι θώρακας χαλκίνους , τοὺς δὲ χαλι
νοὺς καὶ ςόμια καὶ φάλαρα ἔχουσι μαλαγματένια . Σίδηρον δὲ
ἢ ἀσήμιον παντελῶς δὲν μεταχειρίζονται· διότι οὔτε εἶναι
εἰς τὸν τόπον των χαλκὸς ὅμως καὶ μάλαγμα εἶναι ἄπειρον .
216. Νόμους δὲ ἔχουσι τοιούτους. Νυμφεύεται καθεὶς μί
αν γυναῖκα , ἔπειτα ἔχουσιν ὅλας αὐτὰς κοινάς· διότι ἐκεῖνο

τὸ ὁποῖον λέγουσιν οἱ Ἕλληνες ὅτι κάμνουν οἱ Σκύθαι , ·δὲν


εἶναι οἱ Σκύθαι, οἱ ὁποῖοί το κάμνουσιν , ἀλλ᾽ οἱ Μασσαγέται
καθότι ὁποίαν γυναῖκα ἐπιθυμήσῃ ἄνδρας Μασσαγέτης ,
ἀποκρεμάσας τὴν φαρέτραν του πρὸ τῆς ἁμάξης , συνευρία
σκεται μ᾿ αὐτὴν ἀφόβως. ὅρια τῆς ζωῆς εἰς αὑτοὺς δὲν εἶναι
ἄλλα , ἀλλ᾽ ὅταν τις γένῃ πολλὰ γέρων, ὅλοι οἱ συγγενεῖς
του συνελθόντες θυσιάζουσιν αὐτὸν, καὶ ἄλλα ζῶα ὁμοῦ μ '
αὐτόν . ἔπειτα ψήσαντες τὰ κρέατα , κατευωχοῦνται. Καὶαὐ

τὸς νομίζεται ὁ εὐτυχέστατος θάνατος . ὅποιος δ᾽ ἀποθάνῃ


μ ' ἀσθένειαν , δέν τον τρώγουσιν , ἀλλά τον παραγώνουσιν

εἰς τὴν γῆν , ἔχοντές το συμφορὰν , ὅτι δὲν ἐπρόφθασεν εἰςτὸ


νὰ θυσιασθῇ . Δὲν σπείρουσι τίποτε , ἀλλὰ ζῶσιν ἀπὸ κτήνῃ

>
ΒΙΒΛ. Λ ΚΛΕΙΩ . 140

καὶ ὀψάρια, τὰ ὁποῖά τους ἔρχονται ἄφθονα ἀπὸ τὸν Αράξην


ποταμόν . Εἶναι ἔτι γαλακτοπόται. Θεὸν μόνον τὸν ἥλιον σέ
βονται, εἰς τὸν ὁποῖον θυσιάζουσιν ἵππους . ὁ λόγος δὲ τῆς
τοιαύτης θυσίας εἶναι, ὅτι εἰς τὸν ταχύτατον ἀπὸ τοὺς θεοὺς,
πρέπει ν' ἀποδίδωσι τὸ ταχύτατον ἀπ᾿ ὅλα τὰ θνητά .

ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ.

I
3

1
ΒΙΒΛΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ

ΕΠΙΓΡΑΦΟΜΕΝΟΝ

ΕΥΤΕΡΠΗ .

I. Αφοῦ δὲ ἀπέθανεν ὁင် Κῦρος , παρέλαβε τὴν βασι

λείαν ὁ Καμβύσης , υἱὸς ὢν τοῦ Κύρου καὶ τῆς Κασσανδάνης α

θυγατρὸς τοῦ Φαρνάσπου · διὰ τὴν ὁποίαν προαποθανοῦσαν


καὶ ὁ ἴδιος Κῦρος ἔκαμε μεγάλον πένθος, καὶ τοὺς ἄλλους ,
ὅσους ὥριζε , παρήγγειλε νὰ κάμωσι πένθος . Αὐτῆς λοι
πὸν τῆς γυναικὸς καὶ τοῦ Κύρου υἱὸς ὢν ὁ Καμβύσης , τοὺς
μὲν Ιωνας καὶ Αἰολεῖς , ἐθεώρει πλέον ὡς ὄντας δούλους

πατρικοὺς , καὶ ἔκαμνε στρατηλασίαν κατὰ τῆς Αἰγύπτου ,


λαβὼν μαζή του πολλοὺς καὶ ἀπὸ τοὺς Βαρβάρους , τῶν
ὁποίων ἦτον βασιλεὺς , καὶ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας , τοὺς ὁποίους
ἐκυρίευσε .
. 2. Οἱ δὲ Αἰγύπτιοι πρὶν βασιλεύσῃ εἰς αὐτοὺς ὁ Ψαμ
μίτιχος , ἐνόμιζον ὅτι πρῶτοι ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους

αὐτοὶ ἔγιναν εἰς τὸν κόσμον · ἀφοῦ ὅμως βασιλεύσας ὁ Ψαμ


μίτιχος ἠθέλησε νὰ μάθῃ , ποῖον ἔθνος ἔγινε πρῶτον εἰς
τὸν κόσμον , ἔκτοτε νομίζουσιν ὅτι οἱ Φρύγες ἔγιναν πρό
τεροι αὐτῶν , καὶ αὐτοὶ πρὸ τῶν ἄλλων ὅλων ἀνθρώπων .
ὁ Ψαμμίτιχος, ἐπειδὴ ἐξετάζων δὲν ἠμπόρει κατ᾽ οὐδές
144 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

να τρόπον νὰ εὕρῃ ποῖοι ἔγιναν πρῶτοι ἄνθρωποι εἰς τὸν

κόσμον , ἐπιτεχνᾶται τοιοῦτό τι · δίδει δύο παιδία νεογέν


νητα τῶν προστυχόντων ἀνθρώπων , εἰς ποιμένα τινὰ νά
τα ὑπάγῃ εἰς τὴν ποίμνην του , καὶ νά τ᾿ ἀνατρέφῃ τοιαύ
τὴν τινὰ ἀνατροφήν . Κανεὶς ἐπρόσταξε νὰ μὴ ἐκβάλλῃ ἔμ
προσθέν των λέξιν ἀπὸ τὸ στόμα του , ἀλλὰ νά τα βάλῃ ὁ
ποιμὴν εἰς δωμάτιον μοναχικὸν , καὶ εἰς διωρισμένην ὥραν,
νά τα ὑπάγῃ αἶγας, ἀφοῦ δὲ βυζάσωσι νά τ᾽ἀφίνῃ , καὶ
1
νὰ κυττάζῃ τὸ ἔργον τοῦ . ῎καμνε δὲ καὶ ἐπρόσταζεν αὐτὰ
ὁ Ψαμμίτιχος θέλων ν ' ἀκούσῃ ἀπὸ τὰ παιδία , ὅταν ἀφή

σωσι τὰ ἄσημα κνυζήματα , ποίαν γλῶσσαν πρώτην φορὰν


θὰ βιασθῶσι νὰ προφέρωσι , τὸ ὁποῖον καὶ ἔγινε . Μετὰ πα
ρέλευσιν δύο χρόνων , ἀφοῦ ἤρχισε νὰ κάμνῃ ὁ ποιμὴν αὐτὸ
μίαν ἡμέραν , ἐνῷ ἄνοιγε τὴν θύραν νὰ ἐμβῇ μέσα , τὰ παι

δία καὶ τὰ δύο ὑπῆγαν ἐμπρός του , καὶ ἄπλοναν τὰ χέρια


των, φωνάζοντα Βεκός. Πρῶτον λοιπὸν ἀκούσας τοῦτο ὁ ποι

μὴν δὲν εἶπε τίποτε · ἐπειδὴ ὅμως , συχνάζων καὶ ἐπιμελούμε


νος αὐτὰ , ἤκουε πολλάκις τὴν λέξιν , φανερώσας τοῦτο εἰς
τὸν δεσπότην του κατὰ προσαγὴν τοῦ ἰδίου ἔφερε τὰ παιδία
ἔμπροσθέν του. Ακούσας δὲ καὶ αὐτὸς ὁ Ψαμμίτιχος τὴν
λέξιν ἐξέταζε, ποῖοι ἄνθρωποι ὀνομάζουσί τι Βεκός· ἐξετά
´ ζων δὲ εὕρισκεν ὅτι οἱ Φρύγες ὠνόμαζον τὸ ψωμίον . Τοιου
τοτρόπως καὶ ἀπὸ τοιαύτην δοκιμὴν κρίναντες οἱ Αἰγύπτιοι,
ἐδέχθησαν ὅτι οἱ Φρύγες ἦσαν παλαιότεροι ·ἀπ᾿ αὐτούς.
3. Οὕτως ἐγὼ ἤκουσα ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς τοῦ Ηφαίςου εἰς

τὴν Μέμφιν ὅτι ἔγινε τὸ πρᾶγμα . Οἱ δὲ Ἕλληνες λέγουσε


καὶ ἄλλα πολλὰ μάταια , καὶ ὅτι ὁ Ψαμμίτιχος κόψας τὰς
γλώσσας γυναικῶν , διώρισε νὰ ζῶσι μ᾿ αὐτὰς τὰ παιδία . Καὶ
διὰ μὲν τὴν ἀνατροφὴν τῶν παιδίων τόσα ἔλεγον . Ακουσα
17

ΒΙΒΛ. Β΄. ΕΥΤΕΡΠΗ . $45

δὲ καὶ ἄλλα εἰς τὴν Μέμφιν , ἐμβὰς εἰς δμιλίαν μὲ τοὺς ἱε

ρεῖς τοῦ Ηφαίστου , διὰ τὰ ὁποῖα ὑπῆγα καὶ εἰς τὰς Θήβας
καὶ εἰς τὴν Ηλιούπολιν , θέλων νὰ μάθω ἐὰν οἱ λόγοι αὐτῶν
θὰ συμφωνήσωσι μὲ τοὺς τῶν ἱερέων τῆς Μέμφεως· διότι
οἱ Ἡλιουπολῖται λέγονται, ὅτι εἶναι οἱ πλέον λόγιοι ἀπ᾿ ὅλους
τοὺς Αἰγυπτίους. Αλλ ' ὁποῖα μὲν εἶναι, ὅσα ἤκουον ἀναφερός
μενα εἰς τοὺς θεοὺς , δὲν θέλω να τα κοινολογήσω , ἔξω μό
νον τὰ ὀνόματα αὐτῶν, νομίζων ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἐπίσης
ἠξεύρουσι περὶ αὐτῶν · ἐὰν δὲ ἀναφέρω ἄλλο τι περὶ θεῶν,
θά τ' ἀναφέρω βιασμένος ἀπὸ τὴν σειρὰν τοῦ λόγου .
4. Διὰ δὲ τὰ ἀνθρώπινα πράγματα συμφώνως μὲ τοὺς
ἱερεῖς τοῦ Ηφαίστου ἔλεγον τὰ ἀκόλουθα · ὅτι ἀπ ' ὅλους τοὺς
ἀνθρώπους πρῶτοι οἱ Αἰγύπτιοι ἐπενόησαν τὸν χρόνον,διαι
ρέσαντες τὰς εἰς αὐτὸν τέσσαρας ὥρας εἰς δώδεκα μῆνας· ἔλε
γον δὲ ὅτι ηὗραν αὐτὸ ἀπὸ τὴν παρατήρησιν τῶν ἄστρων, ἔχου
σι δὲ τὸν χρόνον τόσον σοφώτερα ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας , καθώς
με φαίνεται , ὅσον οἱ μὲν Ἕλληνες , ἀνὰ τρίτον χρόνον , ἐπεμ
βάλλουσι μῆνα (*) ἐμβόλιμον διὰ νὰ συμβιβάζωσι τὰς τέσ
σαρας ὥρας τοῦ ἔτους · οἱ δὲ Αἰγύπτιοι ἔχοντες τοὺς δώδεκα
μῆνας τριακονθημέρους κάμνουσιν εἰς τὸ τέλος τοῦ χρόνου
πέντε ἡμέρας ἐπακτὰς ἔξω τοῦ ἀριθμοῦ, καὶ οὕτως ὁ κύκλος
τῶν ὡρῶν τοῦ ἔτους περιφερόμενος καταντᾷ εἰς τὸν ἴδιον και
ρόν . Πρῶτοι οἱ Αἰγύπτιοι, ἔλεγον , ὅτι ἔβαλαν ἐπώνυμα εἰς τοὺς
δώδεκα θεοὺς , καὶ ὅτι οἱἝλληνές τα παρέλαβαν ἀπ' αὐτούς .

ἔτι βωμοὺς καὶ ἀγάλματα καὶ ναοὺς ὅτι πρῶτοι αὐτοὶ ἀπέδωσαν
εἰς τοὺς θεοὺς, καὶ ἐσκάλισαν ζῶα εἰς πέτρας· ἐδείκνυον δὲ

(* ) ἴδε περὶ τοῦ ἐμβολίμου μηνές, Βιβλ. Α. § . 32. Σημ .


(ΤΟΜ . Α .) 10
Υ
146 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟ

τὰ περισσότερα ἀπ᾿ αὐτὰ πραγματικῶς ὅτι οὕτως ἔγιναν .


Πρῶτος ἄνθρωπος δὲ ἐβασίλευσεν εἰς τὴν Αἴγυπτον , ἔλεγον ,
ὁ (* ) Μῆνας. Εἰς τὸν καιρὸν τούτου , πλὴν τοῦ Θηβαϊκοῦ νο
μοῦ , ὅλη ἡ ἄλλη Αἴγυπτος ἦτον ἕλος , καὶ δὲν ἐξεῖχεν ἀπὸ
τὸ νερὸν κανὲν μέρος αὐτῆς , ὅσα εἶναι σήμερον παρακάτω
τῆς λίμνης (**) Μοίριος, ἀπὸ τὴν θάλασσαν ἕως τὴν ὁποίαν
εἶναι ἑπτὰ ἡμερῶν ἀνάπλους διὰ τοῦ ποταμοῦ .

· 5. Καὶ καλῶς μ᾿ ἐφαίνοντο ὅτι ἔλεγον διὰ τὴν χώραν · διό


τι καὶ χωρὶς νά το προακούσῃ , μόνον ἐὰν ἴδῃ τις ἄνθρωπος
μὲ νοῦν , θὰ γνωρίσῃ ὅτι ἡ Αἴγυπτος , εἰς τὴν ὁποίαν ταξει
δεύουσιν οἱ Ἕλληνες , εἶναι γῆ ἐπίκτητος καὶ δῶρον τοῦ προ
ταμοῦ εἰς τοὺς Αἰγυπτίους . Παρόμοιόν τι εἶναι ἀκόμι καὶ τὰ
παράνω τῆς λίμνης ταύτης ἕως τριῶν ἡμερῶν πλοῦν · πλὴν
ἐκεῖνοι δὲν ἔλεγον τοιοῦτό τι δι᾽ αὐτά. Η φύσις δὲ τῆς γῆς

τῆς Αἰγύπτου εἶναι τοιαύτη . Πρῶτον ἐρχόμενος ἀπὸ τὸ πέλα


γος πρὸς τὴν ξηρὰν, καὶ μιᾶς ἡμέρας δρόμον ἀπέχων ἀπὸ τὴν
γῆν , ἂν ῥίψης καταπειρατηρίαν , θὰ ἐκβάλῃς λάσπην , καὶ θὰ
ἦσαι εἰς ἕνδεκα ὀργυιῶν βάθος, τὸ ὁποῖον δεικνύει ὅτι ἕως
τόσον ἐκτείνεται ἡ πρόχυσις τῆς γῆς ·

6. Αὐτῆς δὲ τῆς Αἰγύπτου μάκρος εἶναι ἀπὸ τὸ μέρος


τῆς θαλάσσης ἑξήκοντα σχοῖνοι, κατὰ τὰ σύνορα τὰ ὁποῖα
ἡμεῖς τὴν δίδομεν , ἀπὸ τὸν Πλινθινήτην κόλπον ἕως τὴν Σερ
βωνίδα λίμνην, παρὰ τὴν ὄχθην τῆς ὁποίας παρατείνεται τὸ
Κάσιον ὄρος · ἀπ᾿ αὐτὴν λοιπὸν εἶναι οἱ ἑξήκοντα σχοῖνοι . Εἰς
τὴν Αἴγυπτον ὅσοι ἔχουσιν ὀλίγην γῆν, μετρῶσιν αὐτὴν μὲ
ὀργυιὰς , ὅσοι δὲ περισσοτέραν μὲ στάδια , ὅσοι πολλὴν μὲ πα

(* ) Πρὸ τοῦ Μῆνα ἐβασίλευον θεοί, ἴδ. § 144, 1


(**) 18. §. 149
ΒΙΒΛ . Β΄. ΕΥΤΕΡΠΗ . 147

ρασάγγας , καὶ ὅσοι παμπόλλην μὲ σχοίνους. Ισοδυναμεῖ δὲ


ὃ μὲν παρασάγγης μὲ τριάκοντα στάδια , εἷς δὲ σχοῖνος , τὸ
ὁποῖον εἶναι μέτρον Αἰγυπτιακὸν , μὲ ἑξήκοντα στάδια· ὥστε
ἡ παραθαλάσσιος πλευρὰ τῆς Αἰγύπτου θέλει εἶναι στάδια
τρεῖς χιλιάδες ἑξακοσία .
. Ἀπὸ δὲ τὴν θάλασσαν καὶ ἕως τὴν Ηλιούπολιν πρὸς
τὴν ξηρὰν εἶναι πλατεῖα ἡ Αἴγυπτος, οὖσα ὅλη πεδινὴ καὶ
εὔϋδρος καὶ βαλτώδης. Εἶναι δὲ ὁδὸς διὰ ν ' ἀναβῇ τις ἀπὸ
τὴν θάλασσαν ἕως τὴν Ηλιούπολιν σχεδὸν τόσον μακρὰ ,
ὅση εἶναι καὶ ἡ ὁδὸς, ἡ ὁποία πηγαίνει ἀπὸ τὰς Αθήνας ,
ἀπὸ τὸν βωμὸν τῶν δώδεκα θεῶν , εἰς τὴν Πίσαν , ἕως τὸν
ναὸν τοῦ Διὸς τοῦ ὀλυμπίου . ὀλίγην διαφορὰν τῶν δύο τού
των ὁδῶν ἠμπορεῖ νὰ εὕρῃ τις, ἐὰν ζητήσῃ ἀκριβῶς· ἡ ἀνι
σότης των δὲν εἶναι περισσοτέρα ἀπὸ δέκα πέντε στάδια
καθότι ἡ μὲν ἀπὸ τὰς Ἀθήνας εἰς τὴν Πίσαν θέλει δέκα πέν
τε στάδια διὰ νὰ ἦναι χίλια πεντακόσια , ἡ δ᾽ ἀπὸ τὴν θάλασ ·
σαν εἰς τὴν Ηλιούπολιν γεμίζει αὐτὸν τὸν ἀριθμόν .
3. Απὸ δὲ τὴν Ἡλιούπολιν πρὸς τὰ ἄνω , ἡ Αἴγυπτος εἶ
ναι στενή · διότι ἀπὸ τὸ ἓν μέρος παρατείνεται σειρὰ βουνῶν

τῆς ᾿Αραβίας , ἡ ὁποία διευθύνεται ἀπ᾽ ἄρκτου πρὸς μεσημ


βρίαν καὶ νότον ἄνεμον , προχωροῦσα πρὸς τὰ ἄνω εἰς τὴν
Ερυθρὰν λεγομένην θάλασσαν· (εἰς τοῦτο τὸβουνὸν εἶναι αἱ
λιθοτομίαι, τὰς ὁποίας ἤνοιξαν διὰ τὰς πυραμίδας τὰς εἰς
τὴν Μέμφιν .) ἐκεῖ παύει τὸ βουνὸν καὶ ἀνακάμπτει πάλιν
εἰς τὰ (* ) ῥηθέντα μέρη . Κατὰ δὲ τὸ μακρότατον αὐτοῦ
μέρος , καθὼς ἔμαθα , εἶναι δύο μηνῶν ὁδὸς ἀπ᾽ ἀνατολῶν

(* ) Εἰς τὰ ὀπίσω καὶ εἰς τὴν Ηλιούπολιν.


10*
148 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

πρὸς δυσμάς · ἡ δὲ ἀνατολικὴ αὐτοῦ ἄκρα εἶναι λιβάνωτο ·


φόρος. Καὶ τοῦτο μὲν τὸ βουνὸν τοιοῦτο εἶναι. Ἀπὸ δὲ τὸ

μέρος τῆς Αἰγύπτου , τὸ πρὸς τὴν Λιβύαν, παρατείνεται ἄλλο


ὄρος πέτρινον, εἰς τὸ ὁποῖον εἶναι αἱ παραμίδες, σκεπασμέ
νον ἀπὸ ἄμμον, καὶ ἔχον τὴν ἰδίαν διεύθυνσιν , τὴν ὁποίαν

καὶ ἡ σειρὰ τοῦ Αραβικοῦ ὄρους , ἐκτεινομένη πρὸς μεσημ


βρίαν. Ἀπὸ τὴν Ηλιούπολιν δὲ καὶ ἐπάνω , ὅσον μέρος ἀνή
κει εἰς τὴν Αἴγυπτον , τὸ ὁποῖον δὲν εἶναι μεγάλον, ἀλλ ' ὡς
τεσσάρων ἡμερῶν ἀνάπλους , ἡ Αἴγυπτος εἶναι πολλὰ στενή.

Τὸ δὲ μεταξὺ τῶν δύο ῥηθέντων βουνῶν εἶναι γῆ πεδινὴ,καὶ


κατὰ τὸ στενώτατον μέρος αὐτῆς δέν μ᾿ ἐφαίνοντο νὰ ᾖναι
στάδια περισσότερα ἀπὸ διακόσια, ἀπὸ τὸ ᾿Αραβικὸν ἕως τὸ
Λιβυκὸν λεγόμενον ὄρος . ᾿Εκεῖθεν δὲ πάλιν ἡ Αἴγυπτος εἶναι
πλατεῖα .

9. Τοιαύτη εἶναι ἡ φύσις τοῦ τόπου τούτου . Ἀπὸ δὲ τὴν


Ηλιούπολιν ἕως τὰς Θήβας εἶναι ἀνάπλους ἐννέα ἡμερῶν

στάδια τέσσαρες χιλιάδες καὶ ὀκτακόσια ἑξήκοντα , καθότι


εἶναι σχοῖνοι ὀγδοήκοντα εἷς . ἰδοὺ δὲ ὅλα ὁμοῦ πόσα στά
δια εἶναι ἡ Αἴγυπτος . Η παραθαλάσσιος πλευρὰ καὶ πρότερον

εἶπα ὅτι εἶναι χίλια ἑξακόσια στάδια τώρα δὲ λέγω ὅσον


εἶναι ἀπὸ τὴν θάλασσαν πρὸς τὴν μεσόγειον ἕως τὰς Θήβας ·
αὐτὸ εἶναι στάδια ἓξ χιλιάδες καὶ ἑκατὸν εἴκοσιν· ἀπὸ δὲ

τὰς Θήβας εἰς τὴν ῾Ελεφαντίνην λεγομένην πόλιν εἶναι στά


δια χίλια ὀκτακόσια .
10. 1 Ταύτης λοιπὸν τῆς λεχθείσης χώρας τὰ περισσότερον
μέρος , καθὼς ἔλεγον οἱ ἱερεῖς , τὸ εὕρισκον καὶ ἐγὼ ὅτι ἦτον
ἐπίκτητον εἰς τοὺς Αἰγυπτίους. Διότι τὸ μέρος τὸ μεταξὺ
τῶν ῥηθέντων βουνῶν , παράνω τῆς πόλεως Μέμφεως, με ἐ
φαίνετο ὅτι ἦτόν ποτε κόλπος θαλάσσης , καθὼς ἦσαν
ΒΙΒΛ. Β΄. ΕΥΤΕΡΠΗ . 149
!

καὶ τὰ μέρη τὰ περὶ τὴν Τρῳάδα καὶ τὴν Τευθρανίαν καὶ τὴν
῎Εφεσον καὶ τὴν Μαάνδρου πεδιάδα· πλὴν ὅτι αὐτὰ εἶναι
μικρὰ παραβαλλόμενα πρὸς μεγάλα · διότι κανεὶς ἀπὸ τοὺς
ποταμούς, οἱ ὁποῖοι ἐμώλωσαν τοὺς τόπους τούτους , δὲν
εἶναι ἄξιος νὰ παραβληθῇ εἰς τὸ μέγεθος μὲ ἓν μόνον ςόμα
τοῦ Νείλου , ὁ ὁποῖος εἶναι πεντάστομος. Εἶναι δὲ καὶ ἄλλοι

ποταμοὶ, οἱ ὁποῖοι , μολονότι δὲν εἶναιμεγάλοι ὅσον ὁ Νεῖ


λος , ἔκαμαν ὅμως μεγάλους μώλους , καὶ ἠμπορῶ νὰ ὀνομά
σω πολλοὺς, μάλιστα δὲ τὸν (*) Αχελῶον, ὁ ὁποῖος τρέχων
διὰ τῆς Ακαρνανίας, καὶ χυνόμενος εἰς τὴν θάλασσαν ἔκα
μεν ἤπειρον τὰς μετὰς τῶν ᾿Εχινάδων νήσων.
11. Εἶναι δὲ εἰς τὴν Αραβίαν χώραν , ὄχι μακρὰν τῆς
Αἰγύπτου , κόλπος, ὁ ὁποῖος ἐμβαίνει ἀπὸ τὴν ᾿Ερυθρὰν λεγο
μένην θάλασσαν , μακρὸς καὶ στενὸς, ὅσον ἔρχομαι νὰ εἴπω.
Τὸ μῆκος τοῦ πλοῦ , διὰ νὰ ἐκπλεύσῃ τις μὲ τὰ κωπία ἀπὸ
τὸν μυχὸν τοῦ κόλπου εἰς τὴν πλατεῖαν θάλασσαν , συμπα
σοῦται τεσσαράκοντα ἡμέραι· τὸ δὲ πλάτος του , εἰς τὸ
πλατύτατον μέρος, εἶναι μισῆς ἡμέρας πλοῦς · καθημερι

νῶς δὲ γίνεται παλίῤῥοια εἰς αὐτόν . Τοιοῦτός τις κόλπος να


μίζω ὅτι ἦτόν ποτε καὶ ἡ Αἴγυπτος. Καὶ αὐτὸς μὲν ἀπὸ τὴν
βόρειον θάλασσαν ἔμβαινεν εἰς τὴν Αἰθιοπίαν· ὁ δὲ ᾿Αράβιος
ἀπὸ τὴν νότειον ἐπροχώρει εἰς τὴν Συρίαν , ἀνοίγοντες τοὺς
μυχοὺς ἀντιθέτως ἀλλήλων , καὶ ἐρχόμενοι ὀλίγον τι πλα
γίως . Ἐὰν λοιπὸν ὁ Νεῖλος παρεκτραπῇ ὀλίγον ἀπὸ τὸν
δρόμον του , καὶ πέσῃ εἰς τοῦτον τὸν ᾿Αράβιον κόλπον , τί
· ἐμποδίζει εἰς εἴκοσι χιλιάδας χρόνων νὰ μωλωθῇ ὁκόλ

(*) Τὸ Ασπροπόταμον. Αἱ δὲ ῎Εχινάδες εἶναι αἱ Σκρόφαι λεγόμεναι,


150 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ.

πος αὐτὸς ἀπὸ τὴν καταβαίνουσαν ὕλην τοῦ Νείλου ; Ἐγὼ


στοχάζομαι ὅτι ἠμπορεῖ νὰ γένῃ αὐτὸ καὶ εἰς δέκα χιλιά
δας χρόνων . : Διὰ τί λοιπὸν εἰς τόσον καιρὸν , ὁ ὁποῖος ἐπέ
ρασε πρὸ ἐμοῦ , κόλπος τις , ἂν 1 ἦτον καὶ μεγαλήτερος ἀπ᾿
αὐτὸν , δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἐμωλώθη ἀπὸ ποταμὸν , τόσονμεγά

λον καὶ ὁρμητικόν ;


12. Διὰ τὴν Αἴγυπτον λοιπὸν καὶ τοὺς λέγοντας αὐτὰ
πιστεύω , καὶ ὁ ἴδιος πολύ το φρονῶ ὅτι οὕτως εἶναι · διότι
εἶδα ὅτι αὐτὴ ἐκβαίνει εἰς τὴν θάλασσαν περισσότερον παρὰ
τὴν ἄλλην συνεχῆ της γῆν , καὶ ὅτι εὑρίσκονται κογχύλια
εἰς τὰ βουνὰ , καὶ εἰς τὴν ἐπιφάνειαν αὐτῶν ἐπανθεῖ ἅλας ,
ὥστε βλάπτει καὶ τὰς πυραμίδας· πρὸς τούτοις δὲ ὅτι ἀπὸ
τὰ βουνὰ τῆς Αἰγύπτου μόνον αὐτὸ τὸ ὂν παράνω τῆς Μέμ
φεως ἔχει ἄμμον . ἔτι δὲ ἡ γῆ τῆς Αἰγύπτου δὲν ὁμοιάζει
οὔτε μὲ τὴν τῆς συνορευούσης Αραβίας , οὔτε μὲ τὴν τῆς Λι
Εύας , ἀλλ᾽ οὔτε μ ' αὐτῆς τῆς Συρίας · ἰδιότι τὰ παραθαλάσ
/
σια τῆς Αραβίας κατοικοῦνται ἀπὸ Συρίους ·) ἀλλ ' εἶναιμαυ
ρόγαιος καὶ κατασκασμένη , ὥστε φαίνεται ὅτι εἶναι ὕλη
καὶ πρόχυσις , τὴν ὁποίαν κατεβίβασεν ὁ ποταμὸς ἀπὸ τὴν
Αἰθιοπίαν · ἡ δὲ γῆ τῆς Λιβύας ἠξεύρομεν ὅτι κλίνει εἰς τὸ
ἐρυθρὸν , καὶ εἶναι σχεδὸν ἀμμώδης · ἡ δὲ Δραβία καὶ Συρία

εἶναι ἀργιλώδης .
13. Μ᾿ ἔλεγον δὲ οἱ ἱερεῖς καὶ τὸ ἀκόλουθον τεκμήριον ,
· τὸ ὁποῖον εἶναι μεγάλον · ὅτι εἰς τὸν καιρὸν τοῦ βασιλέως
Μοίριος, ὅτε ὁ ποταμὸς ἤθελεν ἐλθεῖ ἕως ὀκτὼ πήχας τόλι
γώτερον, ἐπότιζε τὴν κάτωθεν τῆς Μέμφεως Αἴγυπτον · δὲν
ἦσαν δὲ ἀκόμι ἐννεακόσιοι χρόνοι ἀφοῦ ἀπέθανεν ὁ Μοῖρις ,
ὅτε ἐγὼ ἤκουον αὐτὰ ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς. Τώρα δὲ , ἐὰν δὲνἀνα
6ῇ ὁ ποταμὸς ἕως δέκα ἓξ ἢ δέκα πέντε πήχας τὀλιγώτερον ,
;

Π
ΒΙΒΛ. Β΄. ΕΥΤΕΡΠΗ. 151

δὲν ὑπερβαίνει διὰ νὰ σκεπάσῃ τὴν χώραν · ὥστε κατὰ τοι


αύτην τινὰ ἀναλογίαν ἐὰνὑψόνηται· αὐτὴ ἡ γῆ , καὶ αὐξά
νη παρομοίως, ἐπειδὴ ὁ Νεῖλος δὲν θὰ ἠμπορῇ νά την
πλημμυρίζῃ , μὲ φαίνεται ὅτι οἱ Αἰγύπτιοι, οἱ κατοικοῦντες
κάτωθεν τῆς Μοίριος λίμνης , τόσον τ᾿ ἄλλα μέρη , ὅσον καὶ
τὸ λεγόμενον Δέλτα , θὰ πάθωσιν αὐτοὶ ἐκεῖνο , τὸ ὁποῖον
εἶπάν ποτε ὅτι θὰ πάθωσιν οἱ Ἕλληνες , Ακούσαντες αὐτοὶ

ὅτι ὅλη ἡ γῆ τῶν Ἑλλήνων ποτίζεται ἀπὸ βροχὰς , καὶ ὄχι


ἀπὸ ποταμοὺς , καθὼς ἡ ἐδική των , εἶπαν ὅτι, ἐάν ποτε ἀπο

τύχωσιν οἱ Ἕλληνες ἀπὸ ἐλπίδα μεγάλην, κακὰ θὰ πεινά


σωσιν · αὐτὸς δὲ ὁ λόγος θέλει νὰ εἴπῃ ὅτι , ἐὰν ὁ θεὸς δὲν
θελήσῃ νά τους βρέξῃ , ἀλλὰ κάμῃ ξηρασίαν διὰ που
λὺν καιρὸν , οἱ Ἕλληνες θὰ λιμοκτονήσωσι· διότι δὲν ἔχου
σιν ἄλλοθέν ποθεν νὰ ἐλπίσωσι νερὸν, εἰ μὴ μόνον ἀπὸ τὸν
Δία .

14. Καὶ ταῦτα μὲν ὀρθῶς εἶπαν οἱ Αἰγύπτιοι ἀποτεινό


μενοι εἰς τοὺς Ἕλληνας . ῎λα δὲ τώρα νὰ εἴπωμεν καὶ δι᾽ αὐ
τοὺς τοὺς Αἰγυπτίους πῶς εἶναι. Ἐὰν, καθὼς καὶ πρότερον
ἀνέφερα , ἡ κάτω τῆς Μέμφεως χώρα (διότι αὐτὴ εἶναι ἡ
ὁποία αυξάνει ) τύχῃ νὰ ὑψόνηται κατ᾿ ἀναλογίαν τοῦ πατ

ρελθόντος καιροῦ , τί ἄλλο παρὰ οἱ κατοικοῦντες τὸ μέρος τοῦ


το Αἰγύπτιοι θὰ πεινάσωσιν , ἐὰν μήτε βροχὴ θὰ πίπτῃ εἰς
τὸν τόπον των , μήτε ὁ ποταμὸς θὰ ἦναι ἱκανὸς νὰ ξεχειλίζῃ
εἰς τὰ χωράφια ; Βέβαια τώρα αὐτοὶ, μὲ κόπους πολλὰ ὀλι
γωτέρους ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ τοὺς λοιποὺς
Αἰγυπτίους, ἀπολαμβάνουσι τὸν καρπὸν τῆς γῆς · διότι δὲν
κάμνουσι κόπον νὰ σχίζωσιν αὔλακας μὲ τὸ ἄροτρον , οὔτε νὰ
σκάπτωσιν , οὔτε νὰ ἐργάζωνται ἄλλο τι ἀπ᾿ ὅσα κοπιάζου

σιν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι εἰς τὸ χωράφιον , ἀλλ᾽ ἀφοῦ ὁ ποτα


1152 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

μὸς ἐπελθὼν αὐτόματος , τοὺς ποτίσῃ τὴν γῆν, καὶ ποτίσας


ἀναχωρήσῃ ὀπίσω , τότε σπείρας καθεὶς τὸ χωράφιόν του ,

ἀφίνει μέσα εἰς αὐτὸ χοίρους · ἀφοῦ δὲ καταπατήσῃ τὸν σπό


ρον μὲ τοὺς χοίρους , μετὰ ταῦτα περιμένει τὸν θερισμόν · καὶ
ἔπειτα ἁλωνίσας τὸν σῖτην μὲ τοὺς χοίρους τὸν σηκόνει και
τον φέρει εἰς τὰς ἀποθήκας του
15. Ἐὰν δὲ θέλωμεν νὰ δεχθῶμεν διὰ τὴν Αἴγυπτον
τὴν γνώμην τῶν ᾿Ιώνων , οἱ ὁποῖοι ὑποστηρίζουσιν ὅτι μόνον τὸ
Δέλτα εἶναι Αἴγυπτος, λέγοντες διὰ τὴν παραθαλάσσιον αὐ
τῆς πλευρὰν ὅτι ἐκτείνεται ἀπὸ τὴν λεγομένην σκοπιὰν
τοῦ Περσέως ἕως τὰς ταρηχείας τοῦ Πηλουσίου , ὅπου εἶναι
τεσσαράκοντα σχοῖνοι· ἀπὸ δὲ τὴν θάλασσαν πρὸς τὴν μετ
σόγειον ὅτι ἐκτείνεται αὐτὴ ἕως τὴν Κερκάσωρον πόλιν ,
ὅπου σχίζεται ὁ Νεῖλος τρέχων εἰς τὸ Πηλούσιον καὶ Κάνω
βον , καὶ ὅτι τ' ἄλλα μέρη τῆς Αἰγύπτου ἀνήκουσι , τὰ μὲν
εἰς τὴν Αραβίαν, τὰ δὲ εἰς τὴν Λιβύαν , ἂν δεχθῶμεν τοῦτον
τὸν λόγον, θέλομεν ἀποδείξει ὅτι οἱ Αἰγύπτιοι πρότερον δὲν
εἶχαν τόπον · καθότι τὸ Δέλτα , καθὼς οἱ ἴδιοι Αἰγύπτιο
το λέγουσι , καὶ ἐγώ το φρονῶ , τὸ κατεβίβασεν ὁ ποταμὸς ,
καὶ , διὰ νὰ εἴπω συντόμως , νεωστὶ ἀνεφάνη . Ἐὰν λοιπὸν
αὐτοὶ δὲν εἶχον κανένα τόπον , ε τί ἐματαιοπόνουν φρονοῦν

τες ὅτιἐςάθησαν οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι τοῦ κόσμου ; Οὔτε ἔπρε


πε νὰ κάμωσι τὴν δοκιμὴν (* ) ἐκείνην τῶν παιδίων , ποίαν
γλῶσσαν πρώτην θὰ προφέρωσιν . ὅθεν ἐγὼ ὄχι μόνον δὲν
φρονῶ ὅτι οἱ Αἰγύπτιοι ἔλαβαν τὴν ὕπαρξίν των συγχρόνως
μὲ τὸ ἀπὸ τοὺς ἴωνας λεγόμενον Δέλτα , ἀλλὰ καὶ ὅτι ἦσαν

(* ) 1δε . § . a .

1
ΒΙΒΛ . Β΄. ΕΥΤΕΡΠΗ . 153

πάντοτε , ἀφοῦ ἔγινεν ἀνθρώπινον γένος , καὶ ὅτι καθ᾽ ἔσον


ἐπροχώρει ὁ τόπος των , πολλοὶ μὲν ἀπ᾿ αὐτοὺς ἔμενον εἰς
τὸ παλαιὸν μέρος , πολλοὶ δὲ κατ᾽ ὀλίγον κατέβαινον . Τὸν
δὲ παλαιὸν καιρὸν αἱ Θῆβαι ἐλέγοντο Αἴγυπτος , τῆς ὁποίας
ἡ περίμετρος εἶναι στάδια ἐξ χιλιάδες καὶ ἑκατὸν εἴκοσι .
16. Ἐὰν λοιπὸν αἱ γνώσεις , τὰς ὁποίας ἡμεῖς ἔχομεν δι
l
αὐτὰ , εἶναι ὀρθαὶ, οἱ ἴωνες δὲν φρονοῦσιν ὀρθῶς διὰ τὴν
Αἴγυπτον· εἰ δὲ καὶ ἀποδέχεταί τις ὅτι εἶναι ὀρθὴ ἡ γνώμη
τῶν ᾿Ιώνων, ἠμπορῶ ν᾿ ἀποδείξω ἐγὼ ὅτι οἱ Ἕλληνες καὶ
αὐτοὶ οἱ ἴωνες δὲν ἠξεύρουσι νὰ συλλογίζωνται , λέγοντες ὅτι
ὅλη ἡ γῆ εἶναι τρία μέρη , Εὐρώπη , Ασία , καὶ Λυδία . Πρέ
πει ἄρα νὰ λογίζωνται καὶ τέταρτον μέρος , τὸ Δέλτα τῆς
Αἰγύπτου , ἐὰν δὲν ἦναι μήτε τῆς Ασίας μήτε τῆς Λιβύας·
διότι κατὰ τοῦτον τὸν λόγον δὲν εἶναι ὁ Νεῖλος ὁ ὁποῖος κά
μνει τὸ σύνορον τῆς Ασίας καὶ τῆς Λιβύας. Ο Νεῖλος σχί
ζεται κατὰ τὴν γωνίαν τοῦ Δέλτα , ὥστε αὐτὸ εὑρίσκεται
μεταξὺ Ασίας καὶ Λιβύας.
17. Ἀλλ᾿ ἀφίνομεν τὴν γνώμην τῶν᾿ώνων, λέγοντες ἡ
μεῖς καὶ δ᾽ αὐτὰ ὡς ἀκολούθως. ὅτι Αἴγυπτος εἶναι ὅλη ἡ γῆ
ἡ ὁποία κατοικεῖται ἀπὸ Αἰγυπτίους , καθὼς Κιλικία , ἡ κατ

τοικουμένη ἀπὸ Κίλικας , καὶ ᾿Ασσυρία , ἡ ἀπὸ ᾿Ασσυρίους .


Σύνορον δὲ τῆς Ασίας καί Λιβύας δὲν γνωρίζομεν νὰ εἶναι
ἄλλο κατ᾽ ὀρθὸν λόγον , εἰ μὴ αἱ ἄκραι τῆς Αἰγύπτου . Ἐὰν
ὅμως δεχθῶμεν τὸ νομιζόμενον ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας , πρέπει
νὰ εἴπωμεν ὅτι ἡ Αἴγυπτος ἀρχίσασα ἀπὸ τοὺς καταράκτας
καὶ τὴν Ελεφαντίνην πόλιν , διαιρεῖται εἰς δύο, λαμβάνουσα
καὶ τὰς δύο ἐπωνυμίας , δηλαδὴ ὅτι μέρος μὲν αὐτῆς εἶναι
Λιβύα καὶ μέρος ᾿Ασία . Διότι ὁ Νεῖλος ἀρχίσας ἀπὸ τοὺς
καταράκτας τρέχει εἰς τὴν θάλασσαν , σχίζων τὴν Αἴγυπτον
154 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

εἰς τὴν μέσην . Καὶ ἕως μὲν τὴν Κερκάσωρον πόλιν τρέχει
εἷς ὢν ὁ Νεῖλος , ἀπὸ ταύτην δὲ τὴν πόλιν καὶ κάτω σχίζε
ται εἰς τρεῖς δρόμους , καὶ ὁ εἷς ὑπάγει πρὸς ἀνατολὰς , ὁ
ὁποῖος λέγεται στόμα Πηλούσιον , ὁ ἄλλος πρὸς τὴν δύσιν ,

καὶ αὐτὸς ὠνομάσθη στόμα Κανωβικὸν,9 ὁ δὲ ἴσος δρόμος


τοῦ Νείλου εἶναι ὁ ἀκόλουθος . Καταβαίνων ἄνωθεν ὁ ποτα

μὸς οὗτος φθάνει εἰς τὴν γωνίαν τοῦ Δέλτα , καὶ σχίζων
αὐτὸ εἰς τὴν μέσην χύνεται εἰς τὴν θάλασσαν · αὐτὸς δὲ ὁ
δρόμος , οὔτε ὀλίγον νερὸν ἔχει, οὔτε ὀλίγον ὀνομαστὸς εἶναι,
λέγεται δὲ Σεβεννυτικὸν ζόμα. Εἶναι δὲ καὶ ἄλλα δύο ςό
ματα αὐτοῦ , τὰ ὁποῖα ἀπεσχίθησαν ἀπὸ τὸ Σεβεννυτικὸν ,
καὶ καταβαίνουσιν εἰς τὴν θάλασσαν , ὀνομάζονται δέ , τὸ
ἓν Σαϊτικὸν , καὶ τὸ ἄλλο Μενδήσιον . Τὸ δὲ Βολβίτινον στό

μα καὶ τὸ Βουκολικὸν δὲν εἶναι φυσικὰ , ἀλλ᾽ ὀρυκτά ·


18. Μαρτυρεῖ δὲ τὴν γνώμην μου , ὅτι ἡ Αἴγυπτος εἶναι
τόση , ὅσην μετ᾿ ἀποδείξεως λέγω , καὶ ὁ δοθεὶς χρησμός
τοῦ Ἄμμωνος διὰ τὴν Αἴγυπτον , τὸν ὁποῖον ἐγὼ ἔμαθα ὕσ
τερον , ἀφοῦ ἐσχημάτισα τὴν ἰδέαν μου ἀυτήν . ὅσοι εἶναι

· ἀπὸ τὰς πόλεις Μαρέαν καὶ ῾πιν , οἰκοῦντες τὰ συνορεύοντα


μὲ τὴν Λιβύαν μέρη τῆς Αἰγύπτου , φρονοῦντες καὶ αὐτοὶ ὅτι
ἦσαν Λίβυες καὶ ὄχι Αἰγύπτιοι, καὶ δυσαρεςούμενοι , διὰ τὴν

λατρείαν τῶν ἱερῶν ζώων , διότι ἤθελον νὰ τρώγωσι τὰς ἀ


γελάδας , ἔστειλαν νὰ ζητήσωσι τὴν ἄδειαν ἀπὸ τὸν῎μ
μωνα , λέγοντες ὅτι δὲν ἔχουσιν αὐτοὶ καμμίαν κοινωνίαν
μὲ τοὺς Αἰγυπτίους , καθότι κατοικοῦσιν ἔξω τοῦ Δέλτα , καὶ
δὲν ὁμιλοῦσι τὴν ἰδίαν γλῶσσαν , ἑπομένως δὲ θέλουσι να
τους δοθῇ ἡ ἄδεια νὰ τρώγωσιν ἀπ᾿ ὅλα . ὁ δὲ θεὸς δέν τους
ἐσυγχώρει νὰ κάμωσιν αὐτὸ, εἰπὼν ὅτι Αἴγυπτος εἶναι ὅλη

ἡ γῆ , τὴν ὁποίαν περνᾷ καὶ ποτίζει ὁ Νεῖλος, καὶ Αἰγύπτιοι,


ΒΙΒΛ. Β΄. ΕΥΤΕΡΠΗ . 155

ὅσοι, οἰκοῦντες κάτω τῆς ῾Ελεφαντίνης πόλεως , πίνουσιν ἀπ '


αὐτὸν τὸν ποταμόν . Αὐτὸς ὁ χρησμὸς ἐδόθη εἰς τούτους ·
19. ὁ δὲ Νεῖλος ὅταν ἦναι εἰς αὔξησιν πλημμυρίζει ὄχι
μόνον τὸ Δέλτα , ἀλλὰ καί τινα μέρη τῆς γῆς, λεγόμενα ὅτι
εἶναι Λιβυκὰ καὶ ᾿Αραβικά . Εκτείνεται δὲ ἑκατέρωθεν εἰς διά

σημα καὶ δύο ἡμερῶν , καὶ ἀλλοῦ μὲν περισσότερον ἀπὸ τό


σον , ἀλλοῦ δὲ ὀλιγώτερον . Διὰ δὲ τὴν φύσιν τοῦ ποταμοῦ ,
οὔτ' ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς, οὔτ᾽ ἀπ᾿ ἄλλον τινὰ δὲν ἠμπόρεσα νὰ
παραλάβω καμμίαν ἰδέαν . Ημην δὲ πρόθυμος ν᾿ ἀκούσω
ἀπ' αὐτοὺς διὰ ποίαν αἰτίαν ὁ Νεῖλος , ἀρχίσας ἀπὸ τὰς θε
ρινὰς τροπὰς , καταβαίνει ἕως ἑκατὸν ἡμέρας αὐξάνων · ὅταν
δὲ πλησιάσῃ εἰς τὸν ἀριθμὸν τούτων τῶν ἡμερῶν , ἀφίνει τὸ
ῥεῦμά του καὶ ἀναχωρεῖ ὀπίσω , ὥστε ὅλον τὸν χειμῶνα εἶ
ναι μικρὸς ἕως πάλιν τὰς θερινὰς τροπάς. Περὶ αὐτῶν λοι
πὸν δὲν ἠμπόρεσα νὰ παραλάβω τίποτε ἀπὸ τοὺς Αἰγυπτίους ,
ἐξετάζων αὐτοὺς ποίαν φυσικὴν δύναμιν ἔχει င်ὁ Νεῖλος ἐναν
τίον τῶν ἄλλων ποταμῶν. Αὐτά τους ἐξέταζον νὰ μάθω; καὶ
πρὸς τούτοις διὰ τί μόνος ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ποταμοὺς δὲν ἐκ
βάλλει αὔρας .

20. Πλὴν μερικοὶ Ἕλληνες , θέλοντες νὰ γένωσι σημαν ·


τικοὶ εἰς τὴν σοφίαν, διηγήθησαν τὰ περὶ τοῦ ὕδατος τούτου
κατὰ τρεῖς τρόπους. Απ' αὐτοὺς τοὺς μὲν δύο κρίνω ὅτι
οὔτε ν᾿ ἀναφέρω δὲν εἶναι ἄξιον, εἰμὴ μόνον ὅσον νὰ δείξω
ποῖοι εἶναι. ὁ εἷς ἀπ᾿ αὐτοὺς λέγει ὅτι αἴτιοι τῆς αὐξήσεως
τοῦ ποταμοῦ εἶναι οἱ ἐτησίαι ἄνεμοι, ἐμποδίζοντες τὸν Νεῖ
λον νὰ ἐκρέῃ εἰς τὴν θάλασσαν . Πλὴν πολλάκις ἐτησίαι ἄνε
μοι δὲν ἐφύσησαν , καὶ ὁ Νεῖλος κάμνει πάντοτε τὸ ἴδιον ·
Πρὸς τούτοις ἐὰν ἦσαν αἴτιοι τούτου οἱ ἐτησίαι , ἔπρεπε νὰ
πάσχωσιν ὁμοίως, καὶ τὰ ἴδια μὲ τὸν Νεῖλον , καὶ οἱ ἄλλοι
1
156 ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΔΌΤΟΥ .

ποταμοὶ ὅσοι τρέχουσιν ἐναντίοι εἰς τοὺς ἑτησίας· καὶ τό


σον περισσότερον νὰ πάσχωσι τοῦτο , ὅσον μικρότεροι ὄντες
ἔχουσι ῥεῦμα ἀδυνατώτερον . Εἶναι δὲ πολλοὶ ποταμοὶ εἰς τὴν
Συρίαν , καθὼς καὶ εἰς τὴν Λιβύαν, οἱ ὁποῖοι τίποτε τοιοῦτο
δὲν πάσχουσιν , ὁποῖόν τι καὶ ὁ Νεῖλος ,

21. Ο δεύτερος δὲ τρόπος εἶναι ἀμαθέστερος τοῦ ῥηθέν


τος , πλὴν παραδοξότερος νά τον διηγηθῇ τις . Αὐτὸς λέγει

ὅτι ὁ Νεῖλος τρέχων ἀπὸ τὸν Ὠκεανὸν κάμνει αὐτὰ , καὶ


ὅτι ὁ Ὠκεαὸς τρέχει περὶ ὅλην τὴν γῆν.

22. ὁ δὲ τρίτος τρόπος , μολονότι φαίνεται πολλὰ πιθα


νώτατος, εἶναι διόλου ψευδής· διότι οὔτ᾽ αὐτὸς δὲν λέγει τί T
8
ποτε , λέγων ὅτι τρέχει ἀπὸ χιόνια ἀναλυόμενα ὁ Νεῖλος , ὁ
1
ὁποῖος τρέχει ἀπὸ τὴν Λιβύαν διὰ μέσου τῶν Αἰθιόπων, καὶ
χύνεται εἰς τὴν Αἴγυπτον.. Πῶς ἠμπορεῖ λοιπὸν νὰ τρέχῃ
ἀπὸ χιόνια, ἐνῷ τρέχει ἀπὸ τὰ θερμότατα εἰς τὰ ψυχρότατα
μέρη ; ὅποιος εἶναι ἱκανὸς ὁπωσοῦν νὰ συλλογίζεται περὶ τῶν
τοιούτων πρέπει νὰ στοχασθῇ ὅλα αὐτὰ καὶ νὰ κρίνῃ ὅτι οὔτε
πιθανὸν εἶναι νὰ τρέχῃ ὁ Νεῖλος ἀπὸ χιόνια. Πρώτην μὲν καὶ
μεγαλωτάτην μαρτυρίαν μᾶς δίδουσιν οἱ ἄνεμοι, πνέοντες θερα

μοὶ ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ μέρη · δευτέραν δὲ, ὅτι ὁ τόπος εἶναι ἄνομ
ὄρος καὶ ἀκρύςαλλος διὰ πάντα· ὅταν δὲ πέσῃ χιόνιον, ἀνάγ
κη πᾶσα εἶναι μετὰ ταῦτα ἐντὸς πέντε ἡμερῶν νὰ βρέξῃ·
ὥςε ἐὰν ἐχιόνιζεν , ἤθελε καὶ βρέχει εἰς αὐτὰ τὰ μέρη · τρίτη
δὲ μαρτυρία εἶναι οἱ ἄνθρωποι , ὄντες μαῦροι ἀπὸ τὴν καῦσιν ·
ἐκτῖνοι δὲ καὶ χελιδόνες δὲν ἀπολείπουσιν ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι
ἐκεῖ ὅλον τὸν χρόνον· καὶ οἱ γερανοὶ φεύγοντες τὸν γινόμενον
χειμῶνα κατὰ τὴν Σκυθικὴν χώραν πηγαίνουν νὰξεχειμάσω

σιν εἰς τοὺς τόπους τούτους . Ἐὰν λοιπὸν καὶ ὀλιγώτατα ἐχιό
νιζεν εἰς τὸν τόπον , διὰ μέσου τοῦ ὁποίου τρέχει , καὶ ἀπὸ
ΒΙΒΛ. Β΄. ΕΥΤΕΡΠΗ .
57

τὸν ὁποῖον ἀρχίζει νὰ τρέχῃ ὁ Νεῖλος , τίποτ᾽ ἀπ ' αὐτὰ δὲν

ἠμπόρει νὰ ἦναι, καὶ τὸ πρᾶγμα δεικνύεται φυσικῶς ἀδύνατον .


23. ὁ δὲ εἰπὼν διὰ τὸν Ὠκεανὸν λέγει πρᾶγμα σκοτει
νὸν , καὶ δὲν ἔχει καμμίαν δεῖξιν . ἐγὼ τοὐλάχισον δὲν ἠξεύ

ρω νὰ ἦναι κανεὶς ποταμὸς Ωκεανὸς , καὶ στοχάζομαι ὅτι ὁ


ὅμηρος ἢ ἄλλος τις ἀπὸ τοὺς προγενεςέρους ποιητὰς ἐπενόη
σεν αὐτὸ τὸ ὄνομα , καί το εἰσῆξεν εἰς τὴν ποίησιν.
24. Ἐπειδὴ δὲ , ἀφοῦ ἐμέμφθην τὰς προεκτεθείσας γνώ

μας, πρέπει νὰ δώσω ἐγὼ τὴν ἐδικήν μου διὰ τὰ ἄφανῆ , θὰ


εἴπω τώρᾳ διὰ ποίαν αἰτίαν νομίζω ὅτι ὁ Νεῖλος τὸ θέρος
πληθύνει. ἐπειδὴ τὸν χειμῶνα ἡ κακοκαιρία ἀποδιώκει τὸν
ἥλιον ἀπὸ τὴν θερινὴν θέσιν τῆς περιφορᾶς του, αὐτὸς ἔρχεται
ἄνωθεν τῆς Λιβύας. Καὶ ἰδοὺ ἐν συντόμῳ εἶπα · ὅλην τὴναἰ
τίαν · διότι ὁ τόπος , πλησιέστατα τοῦ ὁποίου, ἢ ἄνωθεν τοῦ
ὁποίου ἤθελεν εὑρίσκεσθαι ὁ θεὸς οὗτος , ἑπόμενον εἶναι νὰ
διψᾷ ἀπὸ νερὰ , καὶ τὰ ἐγχώρια ῥεύματα τῶν ποταμῶν νὰ
μαραίνωνται .

25. Διὰ νὰ φανερώσω δὲ τὸ πρᾶγμα πλέον ἐκτεταμένα ,


εἶναι ὡς ἀκολούθως . ὁ ἥλιος περνῶν ἄνωθεν τῆς Λιβύας κα
μνει τὰ ἑξῆς . Ἐπειδὴ ὅλον τὸν χρόνον κατ᾽ ἐκεῖνα τὰ μέρη
ἡ ἀτμοσφαίρα εἶναι ἀνέφελος , καὶ ὁ τόπος ζεστὸς , καθότι δὲν
εἶναι ἄνεμοι ψυχροί, ὁ ἥλιος περνῶν κάμνει καὶ ἐκεῖ , ὅ, τι
συνηθίζει νὰ κάμνη καὶ ἐδὼ τὸ θέρος , ὅταν τρέχῃ κατὰ τὸ
μέσον τοῦ οὐρανοῦ · ἀνέλκει δηλαδὴ πρὸς τὸν ἑαυτόν του τὸ
νερόν · ἀφοῦ δέ το ἀνελκύσῃ , τὸ ἀπωθεῖ εἰς τὰ ὑψηλότερα μέ ·
ρη , ἔπειτα διαδεχόμενοι οἱ ἄνεμοι , καὶ διασκορπίζοντες
αὐτὸ , τὸ διαλύουσι. Διὰ τοῦτο οἱ ἄνεμοι νότος καὶ λίβας , φω
σῶντες ἀπ ' αὐτὸ τὸ μέρος, εἶναι πολλὰ βροχερώτατοι ἀπ ' ὅ
λους τοὺς ἀνέμους . Στοχάζομαι δὲ πρὸς τούτοις ὅτι ὁ ἥλιος
158 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

δὲν ἀποβάλλει πάντοτε ὅλον τὸ νερὸν τοῦ Νείλου , τὸ ὁποῖον


κατ᾽ ἔτος ἀνέλκει, ἀλλὰ φυλάττει ἐπάνω καὶ ἓν μέρος .
ὅταν δὲ μετριάσῃ ὁ χειμὼν , ἐπιστρέφει ὀπίσω ὁ ἥλιος εἰς
τὸ μέσον τοῦ οὐρανοῦ, καὶ τότε ἀνέλκει ὁμοίως ἀπ᾿ ὅλους τοὺς
ποταμούς . Έως τότε δὲ , οἱ μὲν ἄλλοι ποταμοὶ τρέχουσι με
}

γάλοι, διότι ἑνόνεται μ᾿ αὐτοὺς πολὺ νερὸν ἀπὸ βροχὰς , αἱ δ


ποῖαι πίπτουσιν εἰς τὴν γῆν καὶ χαραδρόνουσιν αὐτήν · τὸ δὲ
θέρος , ἐπειδὴ λείπουσιν αἱ βροχαὶ, καὶ ἐξατμίζονται οἱ πο
ταμοὶ ἀπὸ τὸν ἥλιον , εἶναι ἀδύνατοι. ὁ Νεῖλος ὅμως ἐπειδὴ
εἶναι ἄνομβρος καὶ ἐξατμίζεται ἀπὸ τὸν ἥλιον , φυσικὰ μόνος
ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ποταμοὺς τὸν χειμῶνα τρέχει πολλὰ μικρότε
·ρος παρὰ τὸ θέρος · διότι τότε ἐξατμίζεται ἐπίσης καθὼς καὶ
ὅλα τὰ νερά · τὸν χειμῶνα ὅμως πάσχει μόνος . Οὕτω λοιπὸν
νομίζω ὅτι ὁ ἥλιος εἶναι αἴτιος αὐτῶν.

· * 26. ὁ ἥλιος ἔτι, κατὰ τὴν ἰδικήν μου γνώμην , εἶναιαἰ.


τιος καὶ τοῦ νὰ γίνηται ἐκεῖ ὁ ἀὴρ ξηρός · διότι διακαίει τὰ
μέρη ἀπὸ τὰ ὁποῖα ὁ ἀὴρ περνᾷ. Τοιουτοτρόπως δὲ εἰς τὰ ἄνω
τῆς Λιβύας κυριεύει θέρος παντοτεινόν . ἐὰν δὲ ἡ θέσις τῶν τεσ
σάρων ὡρῶν τοῦ ἔτους ἦτον διαφορετικὴ , καὶ κατ᾽ ἐκεῖνο μὲν
τὸ μέρος τοῦ οὐρανοῦ ὅπου εἶναι ὁ βορᾶς καὶ ὁ χειμὼν ἐλάμε
βανε θέσιν ὁ νότος καὶ ἡ μεσημβρία , κατὰ δὲ1 τὸ μέρος ὅπου
εἶναι τώρα ὁ νότος, ἐλάμβανε θέσιν ὁ βορᾶς, ἂν αὐτὸ ἦτον
οὕτως , ὁ χειμὼν καὶ ὁ βορᾶς, ἀποδιώκοντες τὸν ἥλιον ἀπὸ
τὸ μέσον τοῦ οὐρανοῦ , ἤθελον κάμνει αὐτὸν νὰ πηγαίνῃ εἰς
τὰ ἄνω τῆς Εὐρώπης , καθὼς τώρα πηγαίνει εἰς τὰ ἄνω τῆς
Αιβύας. Διεξερχόμενος δὲ αὐτὸς διὰ πάσης τῆς Εὐρώπης

· νομίζω ὅτι ἤθελε κάμνει τὸν ἴστρον , ὅ ,τι τώρα κάμνει τὸν
Νεῖλον .

27. Περὶ δὲ τοῦ ὅτι δὲν ἀποπνέει αὔρας ὁ Νεῖλος , ἔχω


ΒΙΒΛ . Β΄. ΕΥΤΕΡΠΗ. 159
1

τὴν ἀκόλουθον γνώμην· ὅτι ἀπὸ θερμοὺς τόπους δὲν ἦμπο


ρεῖ ν' ἀποπνέη κανεὶς ἄνεμος , αἱ δὲ αὖραι ἔρχονται πάντοτε
ἀπὸ ψυχρόν .
*
28. Αλλ ' αὐτὰ μὲν ἂς ἦναι , καθὼς εἶναι , καὶ καθὼς ἐξ
ἀρχῆς ἔγιναν . Διὰ δὲ τὰς πηγὰς τοῦ Νείλου κανεὶς οὔτ᾽ ἀπὸ
τοὺς Αἰγυπτίους , οὔτ᾽ ἀπὸ τοὺς Λίξυας, οὔτ᾽ ἀπὸ τοὺς ἔλ
ληνας , μὲ ὅσους ἐγὼ ὡμίλισα , δὲν ἠμπόρεσε νά με εἴπη ὅτι
τὰς ἠξεύρει, παρὰ μόνον εἰς τὴν Αἴγυπτον , εἰς τὴν πόλιν Σάϊν
ὁ γραμματικὴς τῶν ἱερῶν χρημάτων τῆς ᾿Αθηνᾶς· καὶ αὐτ

τὸς δέ μ᾽ ἐφαίνετο ὅτι παίζων ἔλεγεν ὅτι ἤξευρεν ἀκριβῶς


Ελεγε δὲ ὡς ἀκολούθως· ὅτι εἶναι δύο βουνὰ , τῶν ὁποίων
αἱ κορυφαὶ λήγουσιν εἰς ὀξὺ , κείμενα μεταξὺ Συήνης , πόλεως
εἰς τὴν Θηβαΐδα , καὶ ᾿Ελεφαντίνης, καὶ ὅτι ὀνομάζονται αὖ
τὰ τὰ βουνὰ τὸ ἓν Κρῶφι, καὶ τὸ ἄλλο Μῶφι. Αἱ πηγαὶ δὲ
τοῦ Νείλου , ἕλεγεν ὅτι οὖσαι ἄπατοι τρέχουσιν ἀπὸ τὸ μέ
σον τῶν βουνῶν τούτων, καὶ ὅτι τὸ μὲν ἥμισυ τοῦ νεροῦ τρέ
χει εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ πρὸς τὸν βαρᾶν ἄνεμον , τὸ δ᾽ἄλλο
ἥμισυ πρὸς τὴν Αἰθιοπίαν καὶ τὸν νότον . ὅτι δὲ εἶναι ἄπα
τοι αἱ πηγαὶ, τὸ ἐξέτασεν , ἔλεγε , καί το ηὗρεν ὁ Ψαμμίτι
χος , βασιλεὺς τῆς Αἰγύπτου . Διότι αὐτὸς διορίσας νὰ πλέ
ξωσι κάλον πολλῶν χιλιάδων ὀργυιῶν , τὸν ἔῤῥιψεν ἐκεῖ, καὶ
πάλιν δὲν ἔφθασεν εἰς τὸν πάτον . Οὕτως ἐβεβαίονεν ὁ γραμ
ματιστής · δὲν ἠξεύρω δὲ ἐὰν τῳόντι ἔγιναν , ὅσα ἔλεγεν . ᾿Εκ
τούτων ὅμως ἐγὼ ἐκατάλαβα ὅτι θὰ ἦναι ἐκεῖ ἰσχυραί τινες
δῖναι καὶ παλίῤῥοιαι, καὶ ἐπειδὴ τὸ νερὸν πίπτει μὲ ὁρμὴν
μεταξὺ τῶν βουνῶν , ἡ καταπειρατηρία δὲν ἠμπορεῖ νὰ φθάσῃ
εἰς τὸν πάτον .

29. Απ᾿ ἄλλον τινὰ τίποτε δὲν ἠμπόρεσα νὰ μάθω περὶ


τῶν πηγῶν τοῦ Νείλου . ὅ ,τι δὲ ἄλλο ἔμαθα κάμνων τὰς
160 ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΔΟΤΟΥ .

πλέον μακρινὰς ζητήσεις εἶναι τὸ ἑξῆς · καὶ ἕως μὲν τὴν ἐ


λεφαντίνην πόλινὑπῆγα καί τα εἶδα ὁ ἴδιος · τὰ δ᾽ ἀπεκεῖ καὶ

ἄνω ἐρευνῶν , τὰ παρέλαβα ἐξ ἀκοῆς. Ἀπὸ τὴν (*) Ελεφαν


είνην πόλιν διὰ νὰ ὑπάγῃ τις πρὸς τὰ ἄνω , ὁ τόπος εἶναι
ἀνωφερὴς καὶ πρέπει ἐκεῖ νὰ δέσωσι τὸ πλοῖον ἀπὸ τὰ δύο

πλάγια , καὶ νά το σύρωσιν ὡς βόδιον · ἐὰν δὲ κοπῇ , πέρνει


τὸ πλοῖον ἡ ὁρμὴ τοῦ ῥεύματος καὶ ὑπάγει. Τὸ δὲ διάστημα
τοῦ ἀνωφεροῦς τούτου μέρους εἶναι πλοῦς τεσσάρων ἡμερῶν ·
καὶ ὁ Νεῖλος ἐκεῖ εἶναι σχολιὸς , καθὼς καὶ ὁ Μαίανδρος . Δώ

δέκα δὲ σχοῖνοι εἶναι αὐτοὶ ; τοὺς ὁποίους πρέπει νὰ διεκ


πλεύσῃς κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον , καὶ ἔπειτα θὰ φθάσῃς εἰς
πεδιάδα ὁμαλὴν , εἰς τὴν ὁποίαν ὁ Νεῖλος σχηματίζει νῆσον
τὸ ὄνομά της εἶναι (** ) Ταχομψώ . Κατοικοῦσι δὲ τὰ ἀπὸ τὴν
Ελεφαντίνην καὶ ἄνω Αἰθίοπες , καὶ ἔτι τὸ ἥμισυ τῆς νήσου
τὸ δ᾽ ἄλλο ἥμισυ Αἰγύπτιοι . Αμέσως δὲ μετὰ τὴν νῆσον εἶναι
λίμνη μεγάλη , πέραν τῆς ὁποίας ζῶσιν Αἰθίοπες νομάδες . Δύο
τὴν ἀφοῦ διεκπλεύσῃς, θὰ ἔλθῃς εἰς τὸ ῥεῦμα τοῦ Νείλου , τὸ
ὁποῖον χύνεται εἰς τὴν Λίμνην , καὶ ἔπειτα ἀποβὰς ἀπὸ τὸ πλοῖον

θὰ περιπατήσῃς εἰς τὴν ὄχθην τοῦ ποταμοῦ τεσσαράκοντα ἡμέ


ρας · διότι μέσα εἰς τὸν Νεῖλον ἐξέχουσι σκόπελοι καὶ εἶναι
πολλαὶ χοιράδες , διὰ τῶν ὁποίων ἀδύνατον εἶναι νὰ πλεύσῃ

τις . Ἀφοῦ λοιπὸν εἰς τεσσαράκοντα ἡμέρας περάσῃς αὐτὸ τὸ


μέρος , ἐμβὰς πάλιν εἰς ἄλλο πλοῖον θὰ πλεύσῃς δώδεκα
ἡμέρας, καὶ ἔπειτα θὰ φθάσῃς εἰς πόλιν μεγάλην, ὀνομαζο
μένην Μερόην. Λέγουσι δὲ ὅτι ἡ πόλις αὕτη εἶναι μητρόπο
λις τῶν ἄλλων Αἰθιόπων . Οἱ δὲ κάτοικοι αὐτῆς σέβονται

(*) Σήμερον ὀνομάζεται Ελ - Σάγ. καὶ σώζονται ἐρείπια αὐτῆς.


(** ) Αγνοεῖται σήμερον .
ΒΙΒΛ . Β΄. ΕΥΤΕΡΠΗ . 161

μόνους ἀπὸ τοὺς θεοὺς τὸν Δία καὶ τὸν Διόνυσον , καὶ τούτους
τιμῶσιν ὑπερβολικά · ἔχουσι δὲ καὶμαντεῖον τοῦ Διός .Στρα
τεύονται δὲ , ὅταν αὐτὸς ὁ θεός τους εἴπῃ διὰ χρησμῶν , καὶ
ἐκεῖ ὅπου τοὺς εἴπῃ .

" 30. Ἀπὸ ταύτην τὴν πόλιν πλέων , εἰς ὅσον καιρὸν ἦλ
Θες ἀπὸ τὴν ᾿Ελεφαντίνην εἰς τὴν μητρόπολιν τῶν Αἰθιόπων ,
εἰς ἄλλον τόσον θὰ φθάσης εἰς τοὺς Αὐτομύλους. Τὸ ὄνομα
τῶν Αὐτομόλων τούτων εἶναι Ασμάχ : σημαίνει δὲ ἡ λέξις
αὕτη κατὰ τὴν γλῶσσαν τῶν ῾Ελλήνων, οἱ στεκόμενοι πλη
σίον τοῦ βασιλέως ἐξ ἀριστερᾷς χειρός . Αὐτοὶ δὲ ὄντες δία
κόσιαι τεσσαράκοντα χιλιάδες Αἰγύπτιοι ἀπὸ τοὺς πολεμι
κοὺς , ἀπεστάτησαν καὶ ὑπῆγαν εἰς τοὺς Αιθίοπας τούτους
δι ' αἰτίαν τὴν ἀκόλουθον . Εἰς τὸν καιρὸν τοῦΨαμμιτίχου

βασιλέως διωρίσθησαν φύλακες , ἄλλοι εἰς τὴν ᾿Ελεφαντίνην


πόλιν πρὸς τὸ μέρος τῶν Αἰθιόπων , ἄλλοι εἰς τὰς Δάφνας
τὰς Πηλουσιακὰς, πρὸς τὸ μέρος τῶν Αραβίων καὶ Σύρων ,
καὶ ἄλλοι εἰς τὴν Μαρέαν πρὸς τὸ μέρος τῆς Λιβύας . Ακόμι
δὲ καὶ εἰς τὰς ἡμέρας, ὅτε ἐγὼ περιηρχόμην τὰ μέρη ταῦτα ,
κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον αἱ φυλακαὶ τῶν Περσῶν ἦσαν, καθὼς
διωρίσθηκαν ἐπὶ τοῦ Ψαμμιτίχου καθότι καὶ εἰς τὴν Ελεφαν
τίνην καὶ εἰς τὰς Δάφνας οἱ Πέρσαι ἔχουσι φρουράς . Αὐτοὶ
λοιπὸν οἱ Αἰγύπτιοι ἐφρούρουν τρεῖς χρόνους, καὶ κανεὶς δέν

τους ἀπέλυεν ἀπὸ τὴν φρουράν · ὅθεν ἔκαμαν συμβούλιον καὶ
συμφωνήσαντες ἀπεστάτησαν ἀπὸ τὸν Ψαμμίτιχον, καὶ ἐπή
γαινον εἰς τὴν Αἰθιοπίαν , ὁ δὲ Ψαμμίτιχος μαθὼν τοῦτο
ἐκίνησε κατόπι των, καὶ ὅτε τοὺς ἔφθασε, τοὺς παρεκάλει λέε
γων πολλὰ , και τους ἐσυμβούλευε νὰ μὴ ἀφήσωσι θεοὺς
πατρικοὺς καὶ τέκνα καὶ γυναῖκας . Εἷς δὲ ἀπ ' αὐτοὺς λέγου
σιν ὅτι δείξας τὸ αἰδοῖόν του εἶπεν, ὅπου εἶναι τοῦτο , ἐκεῖ
( ΤΟΜ . Α .) II.
IF
162 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

θὰ ἔχωσιν αὐτοὶ καὶ τέκνα καὶ γυναῖκας . Αὐτοὶ ὅτε ἔφθα


σαν εἰς τὴν Αἰθιοπίαν , προσφέρουσι τὸν ἑαυτόν των εἰς τὸν

βασιλέα τῶν Αἰθιόπων . ὁ βασιλεὺς δέ τους ἀνταμείβει μὲ


i
τὸ ἀκόλουθον · Αἰθίοπές τινες εἶχον λάβει διαφορὰς μ᾿αὐτόν·
τούτους εἶπεν· εἰς τοὺς Αἰγυπτίους νὰ ἐξολοθρεύσωσι καὶ νὰ
κατοικήσωσι τὴν γῆντων . Ἀφοῦ δὲ οἱ Αἰγύπτιοι ἐκατοίκησαν
ἐκεῖ , οἱ Αἰθίοπες ἔγιναν ἡμερώτεροι, ἀποκτήσαντες ἤθη Αἰ
γυπτιακά .
31. Πλὴν δὲ τοῦ μέρους, τὸ ὁποῖον διατρέχει ὁ Νεῖλος
ἀφοῦ ἐμβῇ εἰς τὴν Αἴγυπτον, εἶναι γνωστὸς ἀκόμι ἕως τεσ
σάρων μηνῶν πλοῦν καὶ ὁδοιπορίαν · καθότι τόσοι μῆνες εύ
ρίσκονται συμποσούμενοι, ἐὰν λογαριάσῃ τις, διὰ νὰ ὑπάγῃ
ἀπὸ τὴν Ελεφαντίνην εἰς τοὺς Αὐτομόλους τούτους . Τρέχει
δὲ ὁ Νεῖλος ἀπὸ τὰ ἑσπέρια μέρη καὶ τὰς δυσμὰς τοῦ ἡ
λίου . Απεκεῖ δὲ καὶ ἄνω κανεὶς δὲν ἠξεύρω νὰ εἴπῃ τι σα
φῶς · διότι ὁ τόπος εἶναι ἔρημος ἐξ αἰτίας τοῦ καύματος.
32. Τὰ δὲ ἑξῆς ἤκουσα ἀπὸ Κυρηναίους τινὰς, οἱ
ὁποῖοι διηγοῦτο ὅτι ὑπῆγαν εἰς τὸ χρηστήριον τοῦ ἄμμωνος,
καὶ ἐμβῆκαν εἰς ὁμιλίαν μὲ τὸν ἐτέαρχον , βασιλέα τῶν
᾿Αμμωνίων, καὶ ὅτι ὕστερον ἀπ᾿ ἄλλους λόγους ἦλθαν εἰς
συνομιλίαν καὶ διὰ τὸν Νεῖλον , λέγοντες ὅτι κανεὶς δὲν
ἠξεύρει τὰς πηγὰς αὐτοῦ . ὁ δὲ ἐτέαρχος τοὺς εἶπεν ὅτι ἦλ
θάν ποτε εἰς τὸν τόπον του Νασαμωγές τίνες , ( τὸ δὲ ἔθνος
τοῦτο εἶναι Λιβυκὸν, καὶ κατοικεῖ τὴν Σύρτιν , καὶ ὀλίγον
μέρος τῆς πρὸς ἀνατολὰς τῆς Σύρτιος χώρας,) ἐλθόντες δὲ
οἱ Νασαμῶνεςκαὶ ἐρωτώμενοι , ἐὰν ἔχωσί τι περισσότερον νὰ
εἴπωσι διὰ τὰς ἐρήμους τῆς Λιξύας , ἀπεκρίθησαν ὅτι ἐστά
θησαν εἰς τὸν τόπον των τολμητίαι τινὲς παῖδες ἀνθρώπων

προὐχόντων, οἱ ὁποῖοι καὶ ἄλλα πολλὰ δύσκολα ἔργα


ΒΙΒΛ. Β΄. ΕΥΤΕΡΠΗ . · 163

ἔκαμαν , ὅτι ἀνδρώθησαν, καὶ πρὸς τούτοις ἔλαβαν διὰ κλή



ρου πέντε ἐξ αὑτῶν διὰ νὰ ὑπάγουν νὰ ἐπισκεφθῶσι τὴν
ἔρημον τῆς Λιβύας, ἴσως ίδωσί τι περισσότερον ἀπὸ τοὺς
ἄλλους , ὅσοι εἶδαν τὰ πλέον μακρινὰ μέρη · ίΔιότι τα μὲν
κατὰ τὴν βόρειον θάλασσαν μέρη τῆς Λιδύας , ἀρχίζοντες
ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον ἕως τὸ ἀκρωτήριον Σολόεντα , ὅπου τελειό
νει ἡ Λιβύα , κατοικοῦσιν ὅλον αὐτὸ τὸ παράλιον Λίβυες, καὶ
ἔθνη πολλὰ λιθύων, πλὴν ὅσον μέρος ἔχουσιν Ἕλληνες καὶ
Φοίνικες. Τὰ ἄνω δὲ τῆς θαλάσσης καὶ τῶν παραθαλασσίων
ἀνθρώπων μέρη τῆς Λιβύας εἶναι θηριώδη · ἀνωτέρω δὲ τῆς
θηριώδους Λιθύας εἶναι ἄμμος ἄπειρος καὶ γῆ καθ᾽ ὑπερβού
λὴν ἄνυδρος καὶ ἔρημος ἀπ' ὅλα .) ΕἶπανJ λοιπὸν οἱ Ναταμῷ
νες ὅτι , ἀποπεμφθέντες οἱ νέοι ἀπὸ τοὺς συνηλικιώτας των,

ἐφοδιασμένοι καλὰ μὲ νερὸν καὶ τροφὰς , ἐπῆραν πρῶτον τὸν


δρόμον διὰ μέσου τῆς κατοικουμένης Αιβύας· ἀφοῦ δὲ ἐπέ
ρασαν αὐτὴν , ἔφθασαν εἰς τὴν θηριώδη , καὶ ἀπεκεῖ ἐπέρνων
διὰ τῆς ἐρήμου , πορευόμενοι πρὸς ζέφυρον ἄνεμον . Ἀφοῦ δὲ
εἰς διάστημα πολλῶν ἡμερῶν ἐπέρασαν πολὺν τόπον αμ

1 μώδη , εἶδαν τέλος πάντων εἰς πεδιάδα δένδρα φυτρωμένα ,


καὶ πλησιάσαντες ἐλάμβανον ἀπὸ τὸν καρπὸν τῶν δένδρων .
Ἐνῷ δὲ ἐλάμβανον , ἔλεγον ὅτι - ἦλθαν ἐναντίον των ἄνδρες
μικροὶ, μικρότεροι ἀπὸ μετρίους ἄνδρας, οἱ ὁποῖοι συνέλα
αὐτοὺς καί τους ἐπῆγαινον . Γλῶσσαν δέ , οὔτε οἱ Νασα

μῶνες , καθὼς ἔλεγον, ἐγνώριζον τὴν ἐκείνων, οὔτε ἐκεῖνος


τὴν τῶν Νασαμώνων. Τοὺς ἐπήγαινον δὲ διὰ μέσου ἑλῶν
μεγαλωτάτων , καὶ, ἀφοῦ ἐπέρασαν αὐτὰ , ἔφθασαν εἰς πόλιν
ὅπου ὅλοι ἦσαν κατὰ τὸ μέγεθος ἴσοι μὲ τοὺς πηγαίνοντας
τοὺς Νασαμῶνας, κατὰ δὲ τὸ χρῶμα μαῦροι. Πλησίον δὲ τῆς
πόλεως ἔλεγον ὅτι ἔτρεχε μεγάλος ποταμὸς, καὶ ἔτρεχεν ἀπὸ
11
364 ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΔΟΤΟΥ

τὴν δύσιν πρὸς τὸν ἥλιον ἀνατέλλοντα , καὶ ἔτι ὅτι ἔβλεπον
1
εἰς αὐτὸν κροκοδείλους .
33. Αρκετὰ εἶπα ἕως ἐδὼ διὰ τὸν λόγον τοῦ Ἀμμωνίου
Ετεάρχου προσθέτω δὲ μόνον , ὅτι ἔλεγε, κατὰ τὴν διήγη
σιν τῶν Κυρηναίων , ὅτι οἱ Νασαμῶνες ἐπέτρεψαν , καὶὅτι οἱ
ἄνθρωποι, εἰς τοὺς ὁποίους ὑπῆγαν αὐτοὶ, ἦσαν ὅλοι γόητες .
Αὐτὸς δὲ ὁ ποταμὸς , ὁ ὁποῖος ἔτρεχε πλησίον τῆς πόλεως ,
ἐσυμπέραινε καὶ ὁ ᾿Ετέαρχος ὅτι ἦτον ὁ Νεῖλος, καὶ ὁ ὀρθὸς
λόγος οὕτως ἀπαιτεῖ. Διότι ὁ Νεῖλος τρέχει ἀπὸ τὴν Αι ·
Εύαν σχίζων αὐτὴν εἰς τὴν μέσην, καὶ (καθὼς ἐγὼ συμπεραί
νω εἰκάζων τὰ ἄγνωστα ἀπὸ τὰ γνωστὰ ,) ἔρχεται ἀπὸ διά
στημα ἴσον μὲ τὸν ἴστρον · καθότι καὶ ὁ ἴστρος , ἀρχίσας
ἀπὸ τοὺς Κελτοὺς καὶ τὴν πόλιν Πυρίνην, τρέχει σχίζων
τὴν Εὐρώπην εἰς τὴν μέσην . Οἱ δὲ Κελτοὶ εἶναι ἔξω τῶν

Ηρακλείων στηλῶν , καὶ συνορεύουσι μὲ τοὺς Κυνησίους , οἱ


ὁποῖοι εἶναι οἱ τελευταῖοι κάτοικοι τῆς Εὐρώπης πρὸς δυσ
μάς. Αφοῦ Fδὲઃ περάσῃ ὁ ἴστρος ὅλην τὴν Εὐρώπην , τελειό

νε καὶ πίπτει εἰς τὴν θάλασσαν τοῦ Εὐξείνου πόντου , ἐκεῖ


ὅπου οἱ ἄποικοι τῶν Μιλησίων κατοικοῦσι τὴν ἰστρίαν .
34. Αλλ ' ὁ μὲν ἴστρος ,2 ἐπειδὴ τρέχει διὰ μέσου γῆς

κατοικουμένης , εἶναι γνωστός · διὰ δὲ τὰς πηγὰς τοῦ Νείλου


κανεὶς δὲν ἔχει τι νὰ εἴπῃ · διότι εἶναι ἀκατοίκητος καὶ ἔρη
μος ἡ Λιβύα , διὰ τῆς ὁποίας τρέχει. Διὰ δὲ τὸ ῥεῦμά του εἶ
πα ὅ, τι ἠμπόρεσα νὰ ἐξιχνιάσω , ὅσον μακρότατα ἐξέτεινα
τὰς ἐξετάσεις μου· ἐκχύνεται δὲ εἰς τὴν Αἴγυπτον . ἡ δὲ Αί
γυπτος εἶναι σχεδὸν ἴσα ἀντικρὺ τῆς ὀρεινῆς Κιλικίας, ἀπὸ
τὴν ὁποίαν ἕως τὴν Σινώπην τοῦ Εὐξείνου πόντου εἶναι δι᾽

ἕνα εὔζωνον ὁδοιπόρον πέντε ἡμερῶν ὁδὸς ἴση . Η δὲ Σινώ


πη κεῖται ἀντικρὺ τοῦ ἴστρου κατὰ τὸ ὁποῖον μέρος χύνεται
ΒΙΒΛ. Β΄. ΕΥΤΕΡΠΗ . 165

εἰς τὴν θάλασσαν . Διὰ ταῦτα νομίζω ὅτι ὁ Νεῖλος διεξερ


χόμενος δὲ ὅληςτῆς Λιβύας ἐξισοῦται μὲ τὸν ἴστρον. Καὶ
ἀρκετὰ μὲν εἶναι ὅσα εἶπα διὰ τὸν Νεῖλον .
35. ῎Ερχομαι δὲ τώρα νὰ ἐκτείνω 1τὸν λόγον μου διὰ τὴν
Αἴγυπτον · διότι ἔχει θαυμάσια πράγματα τῆς φύσεως ὑπὲρ
πάντα ἄλλον τόπον , καὶ βλέπει τις ἐκεῖ ἔργα τῆς τέχνης
ὑπὲρ λόγον ὅσα δὲν βλέπει εἰς ἄλλον τόπον · διὰ τοῦτο λοιπὸν
θὰ ὁμιλήσω πλέον ἐκτεταμένα περὶ αὐτῇς . Κοντὰ ὅτι ὁ

οὐρανὸς εἰς τὰ μέρη τῶν Αἰγυπτίων εἶναι διαφορετικὸς , ὁ


δὲ ποταμός των παρασταίνει ἀνόμοιόν τινα φύσιν μὲ τοὺς

λοιποὺς ποταμοὺς, κατέστησαν καὶ αὐτοὶ ἔθιμα καὶ νόμους


πάντη ἐναντίους τοὺς περισσοτέρους εἰς τοὺς τῶν ἄλλων ἀν·
θρώπων . Ἐκεῖ αἱ γυναῖκες ὑπάγουσιν εἰς τὴν ἀγορὰν καὶ
γίνονται μεταπράτιδες , οἱ δὲ ἄνδρες μένοντες εἰς τὴν οἰ

κίκν ὑφαίνουσιν . ὑφαίνουσι δὲ οἱ μὲν ἄλλοι ἄνθρωποι ὠ


῾θοῦντες ἄνω τὸ ὑφάδιον , οἱ δὲ Αἰγύπτιοι κάτω . Σηκόνουσι
τὰ φορτία , οἱμὲν ἄνδρες εἰς τὴν κεφαλὴν, αἱ δὲ γυναῖκες εἰς
τοὺς ὤμους. Κατουροῦσιν , αἱ μὲν γυναῖκες ὀρθαί, οἱ δὲ ἄν
δρες καθήμενοι. Κάμνουσι τὴν χρείαν των μέσα εἰς τὸν οἶ

κον , καὶ τρώγουσιν ἔξω εἰς τὰς ὁδοὺς, λέγοντες ὅτι τὰ αἰ
σχρὰ , πλὴν ἀναγκαῖα , χρεωττεῖ νά τα κάμνῃ τις κρυφέ , τὰ
δὲ μὴ αἰσχρὰ , φανερά . Καμμία γυναῖκα δὲν γίνεται ἱέρεια
οὔτε θεοῦ οὔτε θεᾶς , ἀλλ' ὅλων τῶν θεῶν καὶ ἀρσενικῶν καὶ
θηλυκῶν, οἱ ἄνδρες. Οἱ υἱοὶ δὲν εἶναι βιασμένοι, ὅταν δὲν
θέλωσι , νὰ τρέφουν τοὺς γονεῖς , αἱ δὲ θυγατέρες εἶναι βια
σμέναι, καὶ ἐὰν δὲν θέλωσι.

36. Οἱ ἱερεῖς τῶν θεῶν εἰς μὲν τὰ ἄλλα μέρη ἔχουσι


κόμην , εἰς δὲ τὴν Αἴγυπτον ξυρίζονται. Εἰς μὲν τοὺς ἄλ
λους ἀνθρώπους εἶναι νόμος , ὅταν πιάνωσιν λύπην διὰ τοὺς
166 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

ἀποθανόντας , οἱ πλησίον συγγενεῖς νὰ κήπτωσι τὰ μαλλί


των, οἱ δὲ Αἰγύπτιοι, ὅταν τοὺς ἀποθάνῃ κανεὶς , ἀφίνουσι
καὶ τὰ μαλλία καὶ τὰ γένεια , ἐνῷ ξυρίζονται ἕως τότε . Οἱ
μὲν · ἄλλοι ἄνθρωποι διαιτῶνται χωριστὰ τῶν ἀλόγων
ζώων , τῶν δὲ Αἰγυπτίων ἡ δίαιτα εἶναι ὁμοῦ μὲ τὰ ἄλο .
γὰ ζῶα . Οἱ ἄλλοι ζῶσι μὲ σιτάριον καὶ κριθάριον , εἰς τὴν
Αἴγυπτον ὅμως τὸ νὰ ζῇ τις μ᾿ αὐτὰ εἶναι μεγάλη έντρο
πή · κάμνουσι δὲ τὸ ψωμίον των ἀπὸ ὀλύρας , τὰς ὁποίας
τινὲς ζέας · ὀνομάζουσι. Μὲ τοὺς πόδας : ζυμόνουσι , καὶ μὲ
τὰς χεῖρας ἀνακατόνουσι τὴν λάσπην , καὶ σηκύνουσι τὰς
κύπρους. Οἱ μὲν ἄλλοι ἄνθρωποι πλὴν τῶν ὅσοι ἔμαθαν ἀπὸ
τοὺς Αἰγυπτίους ἀφίνουσι τὰ αἰδοῖα , καθὼς ἐκ φύσεως
ἔγιναν , οἱ δὲ Αἰγύπτιοι περιτέμνονται. Ενδύματα , τᾶς ·
ἄνδρας φορεῖ δύο , αἱ δὲ γυναῖκες ἓν καθεμία . Δένουσι τοὺς
κρίκους καὶ τὰ σχοινίᾳ τῶν πανίων τοῦ πλοίου, οἱ μὲν ἄλ
λοι ἔξωθεν, οἱ δὲ Αἰγύπτιοι ἔσωθεν . Γράφουσι τὰ γράμ
ματα καὶ λογαριάζουσι μὲ τὰ ψηφία , οἱ μὲν·Ἕλληνες
νοῦντες τὴν χεῖρα ἀπὸ τὰ ἀριστερὰ εἰς τὰ δεξιὰ , οἱ δὲ Αἰ .

γύπτιοι ἀπὸ τὰ δεξιὰ εἰς τὰ ἀριστερά· καὶ κάμνοντες τοῦ


το λέγουσιν ὅτι αὐτοὶ μέν το κάμνουσιν ἀπὸ τὰ ἀριστερὰ
εἰς τὰ δεξιὰ , οἱ δὲ Ἕλληνες εἰς τὰ ἀριστερά. Μεταχειρί
ζονται δὲ δύο εἰδῶν γράμματα , καὶ τὰ μὲν λέγονται ἱερὰ,
τὰ δὲ δημοτικά .

37. ὄντες δὲ θεοπετεῖς περισσότατα ἀπ' ὅλους τοὺς ἀν


θρώπους μεταχειρίζονται νόμους τοιούτους . Πίνουσιν ἀπὸ ποῦ
τήρια χάλκινα , παστρεύοντές τα καλὰ καθ᾽ ἡμέραν , τὸ ὁ
ποῖον κάμνουσιν ἐν γένει ὅλοι , καὶ ὄχι τινὲς μόνον. Ενδύμα
τα δὲ φοροῦσι λινὰ , πάντοτε νεόπλυτα, καὶφυλάττουσιν αὐτὰ
πολύ. Περιτέμνονται εἰς τὸ αἰδοῖον διὰ καθαριότητα · ὁ διότι
ΒΙΒΛ . Β΄. ΕΥΤΕΡΠΗ. 167

προτιμῶσι νὰ ἦναι καθαροὶ περισσότερον παρὰ εὐπρε . εῖς . Οἱ


δὲ ἱερεῖς ξυρίζονται ὅλον τὸ σῶμα ἀνὰ τρεῖς ἡμέρας , διὰ
νὰ μὴ τύχῃ καὶ εὑρεθῇ ἐπάνω των μήτε ψεῖρα , μήτε ἄλλο
· τι μυσαρὶν, ὅταν ὑπηρετῶσι τοὺς θεούς . ἱμάτιον δὲφοροῦσιν
οἱ ἱερεῖς λινὸν μόνον , καὶ ὑποδήματα βύβλινα · ἄλλου εἴδους
φόρεμα δέν τους εἶναι συγχωρημένον νὰ βάλωσιν , οὔτ᾽ ἄλλα
ὑποδήματα . Λούονται δὲ δύο φορὰς καθ᾽ ἡμέραν μὲ κρύον
νερὸν , καὶ δύο φορὰς καθ ' ἑκάστην νύκτα . Καὶ ἄλλα ἄ
πειρα θρησκευτικὰ ἔθιμα κάμνουσι διὰ νὰ εἴπω συντόμως.

Απολαμβάνουσιν ὅμως καὶ ἀγαθὰ ὄχι ὀλίγα . Οὔτε φθείρου ·


σί τι ἐδικόν των , οὔτε ἐξοδεύονται , ἀλλὰ καὶ ψωμία ἱερὰ
ἑτοιμάζονται δι' αὐτοὺς , καὶ ἄπειρα κρέατα βοδίων καὶ
γηνῶν προσφέρονται καθημερινῶς εἰς τὸν καθένα . Πρὸς
τούτοις δέ τους δίδεται καὶ κρασίον σταφυλίσιον . ὀψάρια

ὅμως δέν τους εἶναι συγχωρημένον νὰ γευθῶτι. Κουκία δὲ


οὔτε σπείρουσι παντελῶς εἰς τὸν τόπον των οἱ Αἰγύπτιοι· καὶ
ἂν τύχῃ νὰ γένωσιν , οὔτε ὠμὰ τρώγουσιν αὐτὰ , οὔτε τὰ μα
γειρεύουσιν· οἱ δὲ ἱερεῖς οὔτε να τα ἴδωσιν ὑποφέρουν , va
μίζοντες ὅτι τὸ ὄσπριον τοῦτο δὲν εἶναι καθαρόν . Γίνεται
δὲ ἱερεὺς ἑκάσκου θεοῦ ὄχι εἷς, ἀλλὰ πολλοὶ , τῶν ὁποίων

εἷς εἶναι ἀρχιερεύς. ὅταν δὲ κανεὶς ἀπ' αὐτοὺς ἀποθάνῃ, ἐμ


βαί νει εἰς τὸν τόπον του ὁ υἱός του.
38. ῎Εχουσι δὲ τὰ ἀρσενικὰ βόδια ὅτι εἶναι τοῦ ᾿Επά
φου , καὶ διὰ τοῦτο δικιμάζουσιν αὐτὰ ὡς ἀκολούθως. Τρίτ
γαν μαύρην καὶ μίαν μόνην ἐὰν ἴδη νὰ εἶναι ἐπάνω του

δέν το ἔχει καθαρόν . Εἰς δὲ ἱερεὺς , διωρισμένος ἐπίτηδες,

ἐξετάζει αὐτὰ , καὶ πότε μὲν στήνει τὸ ζῶον ὀρθὸν , πότε τὸ


ῥίπτει ἀνάσκελα , ἐξέλκει δὲ καὶ τὴν γλῶσσάν του διὰ νὰ ἴδῃ
ἂν ἦναι καθαρὰ ἀπὸ τὰ διωρισμένα σημεῖα , τὰ ὁποῖα εἰς
168 ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΔΟΤΟΥ.

ἄλλο (* ) βιβλίον θὰ φανερώσω . Παρατηρεῖ ἀκόμι καὶ τὰς

τρίχας τῆς οὐρᾶς , ἐὰν εἶναι ἐκ φύσεως καθὼς πρέπει. Καὶ


ἐὰν τὸ ζῶον ἦναι καθαρὸν ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ , τὸ βάλλει σημεῖον , τυ
λίξας τὰ κέρατά του μὲ βύθλον , ἔπειτα ἀλείψας γῆν σημαν

τρίδα πατεῖ τὴν σφραγίδα του , καὶ τοιουτοτρόπως τὸ σηκό


νουσιν ἀπεκεῖ . εἰς δὲ τὸν θυσιάσαντα ἀσφράγιστον εἶναι θάνα
τις ἡ ζημία . Κατὰ τοῦτον λοιπὸν τὸν τρόπον δοκιμάζεται
τὸ κτῆνος .

39. Ἡ δὲ θυσία των γίνεται ὡς ἀκολούθως . Φέροντες


τὸ σφραγισμένον ζῶον εἰς τὸν βωμὸν , ὅπου ἔχουσι νὰ κάτ
μουν τὴν θυσίαν , ἀνάπτουσι φωτίαν · ἔπειτα ἐκεῖ, ἀφοῦ χύ
σωσι κρασίον ἐπάνω τοῦ ἱερείου , καὶ ἐπικαλεσθῶσι τὸν θεὸν,
· τὸ σφάζουσιν· ἀφοῦ δέ το σφάξωσι , κόπτουσι τὴν κεφαλήν .
Τὸ μὲν σῶμα λοιπὸν τοῦ ζώου ἐκδέρουσι , κατ᾽ ἐκείνης δὲ
τῆς κεφαλῆς ἀφοῦ εἴπωσι πολλὰς κατάρας, φέροντές την

εἰς τὴν ἀγορὰν , ὅσοι ἔχουσιν ἀγορὰν , καὶ παρευρίσκον


ται εἰς αὐτὴν ἐπίδημοι Έλληνες ἔμποροι , τὴν πωλοῦσιν ,

ὅπου δὲ δὲν παρευρίσκονται Ἕλληνες , τὴν ῥίπτουσιν εἰς


τὸν ποταμόν . Αἱ δὲ κατάραι , τὰς ὁποίας λέγουσι κατὰ
τῶν κεφαλῶν ἐκείνων , εἶναι αἱ ἑξῆς. Ἐὰν κανὲν κακὸν μέλ
λῃ ν᾿ ἀκολουθήσῃ ἢ εἰς αὐτοὺς τοὺς θύοντας ἡ εἰς ὅλην τὴν
Αἴγυπτον , νὰὑπάγη εἰς ταύτην τὴν κεφαλήν. Περὶ τὰς κε
φαλὰς λοιπὸν τῶν θυσιαζομένων ζώων, καὶ περὶ τὰς σπον
δὰς τοῦ οἴνου ὁμοίως ὅλοι οἱ Αἰγύπτιοι μεταχειρίζονται τοὺς
· ἰδίους νόμους εἰς ὅλας τὰς θυσίας . Καὶ δι᾿ αὐτὸν τὸν νόμον
οὔτε ἀπ᾿ ἄλλου κανενὸς ἐμψύχου κεφαλὴν δὲν ἠμπορεῖ νὰ
φάγῃ κανεὶς Αἰγύπτιος .

(* ) ῎δ. Βι3. Γ. §. 28.


ΒΙΒΛ . Β΄. ΕΥΤΕΡΠΗ .
169

40. Τὸ ἐξεντέρισμα δὲ τῶν ἱερείων καὶ τὸ καύσιμον αὐ


τῶν εἶναι διάφορα κατὰ τὰς διαφόρους θυσίας· ἐγὼ δὲ ἔρη
χομαι νὰ εἴπω διὰ τὴν θεὰν , τὴν ὁποίαν ἔχουσιμεγαλωτά

την , κάμνοντες καὶ μεγαλωτάτην ἑορτὴν εἰς αὐτήν. Αφοῦ


προνηστεύσωσιν εἰς τὴν ἴσιν, καὶ εὐχηθῶσι, θυσιάζουσι τὸ
βόδιον · ἔπειτα ἐκδάραντές το , ἐκβάλλουσι τὴν κοιλίαν μόνην ,
ἀφίνοντες τὰ σπλάγχνα αὐτοῦ καὶ τὴν πιμελὴν μέσα εἰς
τὸ σῶμα · κόπτουσιν ὕστερα τὰ σκέλη καὶ τὴν ἄκραν τῆς ὀτ
σφύος , καὶ τοὺς ὤμους καὶ τὸν λαιμόν . Ἀφοῦ δὲ κάμωσιν
αὐτὰ , παραγεμίζουσι τὸ ἄλλο σῶμα τοῦ βοδίου μὲ ψωμίον

καθαρὸν καὶ μέλι καὶ σταφίδας καὶ σῦκα καὶ λιβανωτὸν καὶ
σμύρναν καὶ ἄλλα ἀρωματικά · ἀφοῦ δέ το παραγεμίσωσι
μ᾿ αὐτὰ τὸ καίουσι χύνοντες ἐπάνω λάδιον ἄφθονον . Πρὸ δὲ
τῆς θυσίας εἶπα ὅτι νηστεύουσιν . Ενόσῳ δὲ καίονται τὰ ἱε
ρὰ , κτυπῶνται ὅλοι, καὶ ἀφοῦ ἀποκτυπηθῶσι , κάθονται καὶ
τρώγουσι τὰ μέλη τοῦ ζώου, τὰ ὁποῖα ἐκράτησαν.
41. Τὰ καθαρὰ λοιπὸν βόδια , τὰἀρσενικὰ,καὶ τὰ μας

σχάρια θυσιάζουσιν ὅλοι οἱ Αἰγύπτιοι· τὰ δὲ θηλυκὰ , δὲν
συγχωρεῖται νὰ θυσιάζωσιν , ἀλλ᾽ εἶναι ἱερὰ τῆς ἴσιδος.
Διότι το ἄγαλμα τῆς ἴσιδός , ὂν γυναικεῖον , ἔχει κέρατα ἀγε

λάδας , καθὼς οἱἝλληνες ζωγραφίζουσι τὴν (*) Ιώ . Καὶ ὅλοι


οἱ Αἰγύπτιοι ἐπίσης σέβονται τὰς ἀγελάδας πολὺ περισσό
τατα ἀπ ' ὅλα τὰ τετράποδα . Διὰ τοῦτο δὲ οὔτε ἄνδρας Αί ·
γύπτιος οὔτε γυναῖκα δὲν ἠμπορεῖ νὰ φιλήσῃ Ἕλληνα εἰς τὸ
στόμα , οὔτε νὰ μεταχειρισθῇ μαχαίριον Ἕλληνος , οὔτ᾽ ὀβε

( *) Ιδε Βιβ . Α. (S) 5. ἄγαλμααὐτῆς ἦτον εἰς τὰς Αμύκλας , κατασκευασθὲν


ἀπὸ τὸν Βαθυκλῆ .
170 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟ
Υ

λοὺς, οὔτε λέβητα, οὔτε νὰ φάγῃ κρέας καθαροῦ βοὺς, κόμ


μένον μ' ἑλληνικὸν μαχαίριον . Θέπτουσι δὲ τὰ βόδια, ὅσα
ψηφοῦσι κατὰ τὸν ακόλουθον τρόπον . Τὰ μὲν θηλυκὰ ῥίπτου

σιν εἰς τὸν ποταμὸν, τὰ δὲ ἀρσενικὰ σκάπτουσι καὶ παρα


γόνουσιν ἕκαστοι εἰς τὰ παράστειά των, ἀφίνοντες τὸ ἓν
κέρατον ἢ καὶ τὰ δύο ἔξω τοῦ τάφου διὰ σημεῖον . Ὅταν δὲ
σαπίσωσι καὶ φθάσῃ ὁ διωρισμένος καιρὸς , ἔρχεται εἰς πᾶ
σαν πόλιν βάρις · ἀπὸ τὴν Προσωπίτιδα λεγομένην νῆσον ·
αὐτὴ δὲ εἶναι εἰς τὸ Δέλτα , καὶ ἡ περίμετρός τῆς εἶναι ἐννέα

σχοῖνοι. Εἰς αὐτὴν τὴν Προσωπίτιδα νῆσον εἶναι καὶ ἄλλαι


πολλαὶ πόλεις , ἐκείνη ὅμως ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἔρχονταιαἱ βά
ρεις νὰ σηκόσωσι τὰ κόκκαλα τῶν βοδίων ὀνομάζεται Ατάρ
Εηχις . Εἰς αὐτὴν εἶναι καὶ ἱερὸν τῆς ᾿Αφροδίτης σεβάσμιον .
Απ᾿ αὐτὴν τὴν πόλιν ἐξερχόμενοι πολλοὶ περιφέρονται ἄλλοι
εἰς ἄλλας πόλεις · ἀφοῦ δὲ ξεσκάψωσι τὰ κόκκαλα , ὑπάγου
σιν αὐτὰ, καί τα θάπτουσιν ὅλα εἰς ἕνα τόπον. Καθὼς δὲ τὰ
βύδια μὲ τὸν ἴδιον τρόπον θάπτουσι καὶ τ᾿ ἄλλα κτήνη , -

ταν ψοφῶσι . Τοιοῦτος εἶναι ὁ νόμος των περὶ τὰ κτήνη · διό


τι οὔτ᾽ αὐτὰ δὲν σκοτόνουσι. 1

42. ὅσοι μὲν ἔχουσιν ἱερὸν Διδ; Θηβαιέως , ἢ εἶναι ἀπὸ


τὸν νομὺν τῶν Θηβῶν , αὐτοὶ ὅλοι ἀπεχόμενοι ἀπὸ τὰ πρό
βατα θυσιάζουσιν αἶγας . Διότι ὅλοι οἱ Αἰγύπτιοι δὲν σέβονται
ὁμοίως τοὺς ἰδίους θεοὺς , ἔξω τὴν ἔπιν καὶ τὸν ὄσιριν , ὁ ὁποῖος
λέγουσιν ὅτι εἶναι ὁ Διόνυσος · τούτους σέζονται ὅλοι ὁμοίως .
ὅσοι δὲ ἔχουσιν ἱερὸν τοῦ Μένδητος , ἢ εἶναι ἀπὸ τὸν νομὸν
Μενδήσιον , αὐτοὶ ἀπεχόμενοι ἀπὸ τὰς αἶγας θυσιάζουσι πρός
βατα . Οἱ δὲ Θηβαῖοι , καὶ ὅσοι δι αὐτοὺς ἀπέχονται ἀπὸ τὰ
πρόβατα, λέγουσιν ὅτι ἐτέθη ὁ νόμος οὗτος διὰ τὸν ἀκόλουθον
λόγον · ὅτι ὁ Ἡρακλῆς ἠθέλησεν ἀφεύκτως νὰ ἴδῃ τὸν Δία,
BIBA. Β΄. ΕΥΤΕΡΠΗ . 171

καὶ ὅτι αὐτὸς δὲν ἤθελε νὰ ὀρθῇ ἀπ' ἐκεῖνον · τέλος δὲ


πάντων, ἐπειδὴ ὁ Ἡρακλῆς παρεκάλει αὐτὸν ἐπιμόνως , ὁ Ζεὺς
ἐμηχανεύθη τὸ ἀκόλουθον . ᾿Εκδάρας κριὸν ἔκοψε τὴν κεφαλήν
του καί τὴν ἐκράτει ἐμπρὸς , ἔπειτα ἐνδυθεὶς τὸ δέρμα τοῦ
κριοῦ , οὕτως ἐφάνη εἰς τὸν Πρακλῆ. Ἀπὸ τοῦτο οἱ Αἰγύπτιοὶ
κάμνουσι τὸ ἄγαλμα τοῦ Διὸς κριοπρόσωπον . Ἀπὸ δὲ τοὺς
Αἰγυπτίους παρέλαβαν αὐτὸ καὶ οἱ Αμμώνιοι, ὄντες ἄποικοι
τῶν Αἰγυπτίων καὶ Αἰθιόπων , διὰ τὸ ὁποῖον ἔχουσι καὶ

Γλῶσσαν μικτὴν ἀπὸ τὰς δύο . Κατ' ἐμὴν δὲ κρίσιν ἀπὸ τοῦ
το ἔλαβαν καὶ τὴν ἐπωνυμίαν Αμμώνιοι· διότι Αμμοῦν λέ
γουσιν οἱ Αἰγύπτιοι τὸν Δία . Διὰ ταύτην τὴν αἰτίαν οἱ Θη

βαῖοι δὲν θυσιάζουσι τοὺς κριοὺς, ἀλλά τους ἔχουσιν ἱερούς.

Μέαν δὲ ἡμέραν τοῦ χρόνου εἰς ἑορτήν τινα τοῦ Διὸς , σφά
ξαντες κριὸν καὶ ἐκδάραντες αὐτὸν ἐνδύουσι παρομοίως τὸ
ἄγαλμα τοῦ Διὸς, καὶ ἔπειτα φέρουσιν ἔμπροσθέν του ἄλλο
ἄγαλμα τοῦ Ἡρακλέους . Αφοῦ δὲ κάμωσιν αὐτὰ κτυπῶνται

ὅλοι ὅσοι παρευρίσκονται εἰς τὴν σφαγὴν τοῦ κριοῦ τοῦ ἱεροῦ ;
καὶ ἔπειτα θάπτουσιν αὐτὸν εἰς ἱερὸν τάφον .
43. Διὰ μὲν τὸν Ἡρακλῆν τοῦτον τὸν λόγον ἤκουτα , ὅτι
ἦτον ἀπὸ τοὺς δώδεκα θεούς . Διὰ δὲ τὸν ἄλλον Ηρακλῆν ,
τὸν ὁποῖον γνωρίζουσιν οἱ Ἕλληνες , εἰς κανὲν μέρος τῆς Αἰ
γύπτου δὲν ἠμπόρεσα ν᾿ ἀκούσω τίποτε . ὅτι δὲ οἱ Αἰγύπτιοι
δὲν ἔλαξαν τὸ ὄνομα τοῦ Ἡρακλέους ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας , ἀλ
λὰ περισσότερον οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τοὺς Αἰγυπτίους , καὶ μά
λιστα οἱ Ἕλληνες ἐκεῖνοι , οἱ ὁποῖοι ἔβαλαν τὸ ὄνομα τοῦ ·

Ηρακλέους εἰς τὸν υἱὸν τοῦ ᾿Αμφιτρύωνος , ἔχω πολλὰ καὶ


1 ἄλλα τεκμήρια ὅτι τοῦτο οὕτως εἶναι,καὶ ἔτι τὸ ἀκόλουθον ·
ὅτι οἱ γονεῖς καὶ οἱ δύο τοῦ ᾿Ηρακλέους τούτου , Αμφιτρύων
καὶ ᾿Αλκμήνη , κατήγοντο ἀνέκαθεν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον . Ο
172 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

δὲ Αἰγύπτιοι λέγουσιν ὅτι οὔτε τοῦ Ποσειδῶνος ; οὔτε τῶν

Διοσκούρων τὰ ὀνόματα δὲν ἠξεύρουσιν, οὔτε ὡς θεοὶ καταριθ .


μοῦνται αὐτοὶ εἰς τὸν τόπον των μεταξὺ τῶν ἄλλων θεῶν .
ἐὰν δὲ ἐλάμβανον ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας ὄνομα θεοῦ τινος , πρὸ
πάντων, καθὼς ςοχάζομαι, καὶ πρέπει νὰ εἶναι ὀρθὴ ἡ γνώ
μη μου , ἔμελλον νὰ ἐνθυμῶνται αὐτοὺς τοὺς θεούς · καθότι

καὶ τότε μετεχειρίζοντο ταξείδια , καὶ ἦσαν τινες Έλληνες


ναυτίλοι, ὥστε αὐτῶν τὰ ὀνόματα ἠμπόρουν νὰ γνωρίζωσιν
οἱ Αἰγύπτιοι καλήτερα παρὰ τὸ τοῦ Ἡρακλέους . Πλὴν ὁ Ηρα
κλῆς τῶν Αἰγυπτίων εἶναι παλαιὸς θεός· ὡς δὲ οἱ ἴδιοι λέ

1 γουσιν εἶναι δέκα ἑπτὰ χιλιάδες χρόνοι ἕως τὴν βασιλείαν


τοῦ ᾿Αμάσιος, ἀφοῦ ἀπὸ τοὺς ὀκτὼ θεοὺς ἔγιναν οἱ δώδεκα ,
ἐκ τῶν ὁποίων ἕνα δοξάζουσι τὸν Ἡρακλῆν ,
44. Θέλων δὲ νὰ μάθω δι αὐτὰ σαφές τι ὅθεν ἦτον δυ
νατὸν , ἔπλευσα καὶ εἰς τὴν Τύρον τῆς Φοινίκης, διότι ἥ
κουον ὅτι ἐκεῖ εἶναι ἱερὸν ἅγιον τοῦ Ἡρακλέους, και το είδα
πλουσίως στολισμένον καὶ μ᾿ ἄλλα πολλὰ ἀναθήματα , καὶ
δύο στῆλαι ἦσαν μέσα εἰς αὐτὸ , ἡ μία ἀπὸ χρυσὸν λαγα

ρισμένον , ἡ δὲ ἄλλη ἀπὸ λίθον σμάραγδον , λάμποντα τὴν


νύκτα ὑπερβολικά . Ελθὼν δὲ εἰς ὁμιλίαν μὲ τοὺς ἱερεῖς τοῦ
θεοῦ ἠρώτησα αὐτοὺς , πόσος καιρὸς ἦτον ἀφοῦ ἐκτίσθη τὸ
ἱερόν των . Πλὴν οὔτ᾽ αὐτοὺς δὲν ηὗρα συμφώνους μὲ τοὺς
Έλληνας· διότι ἔλεγον ὅτι συγχρόνως μὲ τὴν Τύρον οἰκιζο

μένην ἐκτίσθη τὸ ἱερὸν τοῦ θεοῦ, καὶ ὅτι ἦσαν ἐξ ὅτου ἐκα
τοίκουν τὴν Τύρον δύο χιλιάδες τριακόσιοι χρόνοι . Εἶδα δὲ
εἰς τὴν Τύρον καὶ ἄλλὸ ἱερὸν Ἡρακλέους , ἔχον ἐπωνυμίαν Θα
σίου, ὑπῆγα λοιπὸν καὶ εἰς τὴν Θάσον , ὅπου ηὗρα ἱερὸν Πρα
κλέους , κτισμένον ἀπὸ Φοίνικας, οἱ ὁποῖοι ἐκπλεύσαντες εἰς ζή
1

ΒΙΒΛ . Β '. ΕΥΤΕΡΠΗ . 193

τησιν τῆς (* ) Εὐρώπης ἔκτισαν τὴν Θάσον . Ταῦτα δὲ εἶναι


καὶ πέντε γενεὰς ἀνθρώπων πρότερον , πρὶν νὰ γεννηθῇ εἰς
τὴν Ἑλλάδα ὁ Ἡρακλῆς τοῦ Αμφιτρύωνος. Απ᾿ ὅσα λοιπὸν
εἶπα , σαφῶς δεικνύεται ὅτι ὁ Ἡρακλῆς ἦτον παλαιὰς θεός .
Καὶ ςοχάζομαι ὅτι ὀρθότατα κάμνουσιν ὅσοι ἐκ τῶν Ἑλλήνων
ἔχουσι κτισμένα ἱερὰ δύο Ηρακλέων· καὶ εἰς μὲν τὸν ἕνα
προσφέρουσι θυσίας ὡς ἀθάνατον , ἐπονομάζοντές τον Ολύμ
πιον· εἰς δὲ τὸν ἄλλον ὡς ἥρωα κάμνουσιν ἐναγισμούς .

45. Λέγουσι δὲ πολλὰ καὶ ἄλλα ἀνεπισκέπτως οἱ Ελ

ληνές , δὲν εἶναι ὅμως ὀλίγον εὐήθης καὶ ὁ ἀκόλουθος λόγος ,


τὸν ὁποῖον λέγουσι διὰ τὸν Ἡρακλῆν· ὅτι πορευθέντα εἰς τὴν
Αἴγυπτον συνέλαβαν αὐτὸν οἱ Αἰγύπτιοι , καὶ στεφανώσαν
τες , τὸν ἐπήγαινον μὲ πομπὴν να τον θυσιάσωσιν εἰς τὸν

Δία. αὐτὸς δὲ ὅτι μέχρι μέν τινος ἔμενεν ἥσυχος , ὅτε δὲ


πλησιάσαντες εἰς τὸν βωμὸν κατεχείρησαν τὴν θυσίαν , δεί
ξας τὴν δύναμίν του κατεφόνευσεν ὅλους. Λέγοντες δὲ αὐ
τὰ οἱ Ἕλληνες μὲ φαίνονται ὅτι εἶναι διόλουἀνίδεοι τῆς φύ
σεως καὶ τῶν νόμων των Αιγυπτίων · διότι , ἄνθρωποι εἰς
τοὺς ὁποίους δὲν εἶναι ὅσιον οὔτε κτήνη νὰ θυσιάζωσιν , ἔξω
χοίρους καὶ ἀρσενικὰ βόδια καὶμοσχάρια , ὅσα ἤθελον εἶναι
καθαρὰ , καὶ χῆνας ¦ πῶς αὐτοὶ ἠμποροῦσι νὰ θυσιάζουν ἀν
θρώπους ; Πρὸς τούτοις ὁ Ἡρακλῆς , ὢν εἷς, καὶ ἄνθρωπος
ἀκόμι, καθὼς λέγουσι , . πῶς εἶναι φυσικὸν νὰ ἐφόνευσε πολ
λὰς μυριάδας ; Καὶ διὰ ταῦτα μὲν τόσα εἰπόντας , ἄς μας
συγχωρήσωσι καὶ οἱ θεοὶ καὶ οἱ ἥρωες .

46 · Δὲν θυσιάζουσι δὲ οἱ εἰρημένοι Αἰγύπτιοι τὰς αἶ

(*) 18. Βιβλ. Α, 5.2 .


174 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

γας καὶ τοὺς τράγους διὰ τὸν ἑξῆς λόγον. Οἱ Μενδήσιοι


7 λογίζονται τὸν Πᾶνα ὡς ἕνα ἀπὸ τοὺς ὀκτὼ θεούς · οἱ δὲ

ὀκτὼ θεοὶ οὗτοι ἔγιναν , λέγουσι, πρότεροι τῶν δώδεκα . Ζω


γραφίζουσι δὲ καὶ γλύφουσιν οἱ ζωγράφοι καὶ οἱ ἀγαλματο
ποιοὶ τοῦ Πανὸς τὸ ἄγαλμα, καθὼς οἱ Ἕλληνες, αιγοπρόσω
πον καὶ τραγοσκελές, ὄχι πῶς τον φρονοῦσιν ὅτι εἶναι τοιοῦ
τος, ἀλλ᾽ ὅμοιος μὲ τοὺς ἄλλους θεούς · διὰ τί δέ τον ζω
γραφίζουσι τοιοῦτον, δὲν θέλω νά το εἴπω . Σέβονται δὲ ὅλας

τὰς αἶγας οἱ Μενδήσιοι, καὶ τὰς ἀρσενικὰς περισσότερον


παρὰ τὰς θηλυκάς · καὶ τούτων τῶν ἀρσενικῶν αἰγῶν οἱ αἰ.
πόλοι ἔχουσι μεγαλητέρας τιμάς . Ένα δὲ τράγον σέβονται
περισσότατα ἀπ' ὅλους, ὁ ὁποῖος ὅταν ψοφήσῃ γίνεται με
γάλη λύπη εἰς ὅλον τὸν Μενδήσιον νομόν . Λέγεται δὲ καὶ
ὁ τράγος καὶ ὁ Πὰν Αἰγυπτιακὰ Μένδης. Συνέξη δὲ εἰς τὸν
νομὸν τοῦτον , ὅτε ἤμην ἐκεῖ , τὸ ἑξῆς τέρας. Τράγος συνευ
ρίσκετο μὲ γυναῖκα ἀναφανδόν · τὸ εἶδαν αὐτὸ ἄνθρωποι.

47 · Οἱ Αἰγύπτιοι δὲ ἔχουσι τὸν χεῖρον ὅτι εἶναι ζῶον


μιαρόν· ὅθεν , ἓν μὲν ἂν ἐγγίσῃ τις χοῖρον περαςικὸς, μ᾿ αὐτὰ
τὰ ἐνδύματά του ὑπάγει καὶ ἐμβαίνει εἰς τὸν ποταμόν· ἄλλο
δὲ, οἱ χοιροβοσκοὶ, μολονότι εἶναι Αἰγύπτιοι ἐντόπιοι, μόνοι
ἀπ' ὅλους δὲν ἐμβαίνουσιν εἰς κανὲν ἱερὸν τῆς Αἰγύπτου, οὔτε

κανεὶς θέλει νὰ ὑπανδρεύσῃ μ᾿αὐτοὺς θυγατέρα, οὔτε νὰ λά


Εῃ ἀπ᾿ αὐτοὺς γυναῖκα , ἀλλὰ δίδουσι καὶ πέρνουσι γυναῖκας
οἱ χοιροβοσκοὶ μεταξύ των . Καὶ εἰς μὲν τοὺς ἄλλους θεοὺς
δὲν συγχωροῦσιν οἱ Αἰγύπτιοι νὰ θυσιάζωσι χοίρους · εἰςμό
νην δὲ τὴν Σελήνην καὶ εἰς τὸν Διόνυσον , κατὰ τὸν ἴδιον
καιρὸν καὶ τὴν ἰδίαν πανσέληνον , θυσιάζοντες τοὺς χοίρους
τρώγουσιν ἀπὸ τὸ κρέας αὐτῶν . Διὰ τί δὲ τοὺς χοίρους,

εἰς μὲν τὰς ἄλλας ἑορτάς, ἀποστρέφονται , καὶ εἰς αὐτὴν


ΒΙΒΛ . Β΄, ΕΥΤΕΡΠΗ. 175

θυσιάζουσιν , εἶναι μὲν αἰτία δι' αὐτὸ , τὴν ὁποίαν λέγουσιν


οἱ Αἰγύπτιοι , ἐγὼ δὲ , μολονότι τὴν ἠξεύρω καλῶς, δὲν εἶναι
κόσμιον να την εἴπω . Η δὲ θυσία τῶν χοίρων εἰς τὴν Σελή
νὴν γίνεται τοιουτοτρόπως . Ἀφοῦ τον σφάξῃ, πέρνει τὴν ἄκραν
τῆς οὐρᾶς καὶ τὴν σπλῆναν καὶ τὸν ἐπίπλοον, καὶ ἀφοῦ τυλίς
ξῃ ὅλα ὁμοῦ μὲ ὅλην τὴν πιμελὴν τοῦ κτήνους, ἡ ὁποία για
νεται περὶ τὴν νηδὺν τοῦ ζώου, ἔπειτα καίει αὐτὰ εἰς τὴν φως
τίαν · τὰ δ᾽ • ἄλλα κρέατα τρώγουσι τὴν πανσέληνον ἐκείνην,
κατὰ τὴν ὁποίαν κάμνουσι τὴν θυσίαν ἄλλην δὲ ἡμέραν πλέον
δὲν ἠμποροῦν νὰ γευθῶσιν χοίρινον. ὅποι δὲ ἐξ αὐτῶν εἶναι

πτωχοί, δι᾿ ἀδυναμίαν καταστάσεως πλάττουσι χοίρους ἀπὸ


ζυμάριον , καὶ αὐτοὺς ψήσαντες θυσιάζουσι
48. Εἰς τιμὴν δὲ τοῦ Διονύσου , κατὰ τὴν δορπίαν ἡμέραν
τῆς ἑορτῆς, σφάξας καθεὶς χαῖρον ἐμπρὸς τῶν θυρῶν του , τὸν
δίδει ὀπίσω , και τον πέρνει ὁ ἴδιος χοιροβοσκός , ὁ ὁποῖος τον
ἐπώλησεν εἰς αὐτόν . Τὰ δὲ λοιπὰ τῆς ἑορτῆς τοῦ Διονύσου 1
κάμνουσιν οἱ Αἰγύπτιοι καθ᾽ ὅλα σχεδόν ὅμοια μὲ τοὺς ἔλ
ληνας πλὴν( *) χορῶν . Ἀντὶ δὲ φαλλῶν ἐπενόησαν ἄλλα ἀν

γάλματα νευρόσπαστα ἕως μίαν πήχην τὸ μέγεθος , καὶ περι


φέρουσιν αὐτὰ εἰς τὰς κώμας γυναῖκες , ἔχοντα τὸ αἰδοῖόνκι
νούμενον , τὸ ὁποῖον δὲν εἶναι τόσον πολλὰ μικρότερον ἀπὸ τὸ
λοιπὸν σῶμα. ἐμπρὸς δὲ ὑπάγουσιν αὐτοὶ, αἱ δὲ γυναῖκες
ἀκολουθοῦσι τραγωδοῦσαι τὸν Διόνυσον . Διὰ τί δὲ ἔχουσι τὸ
αἰδοῖον μεγάλον , καὶ μόνον αὐτὸ τὸ μέρος τοῦ σώματος και
νοῦσι, λέγουσι λόγον τινὰ δι᾽ αὐτὸ θρησκευτικόν.
49. Τώρα στοχάζομαι ὅτι ὁ Μελάμπους τοῦ Ἀμυθέωνος
δὲν ἦτον ἀνίδεος , ἀλλὰ μάλιστα ἔμπειρος αὐτῆς τῆς θυσίας ·

(* ) Τὸ διορθένουσι· πλὴν τῶν χοίρων.


176 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

διότι ὁ Μελάμπους εἶναι ὁ ὁποῖος ἐδίδαξε τοὺς Ἕλληνας τὸ

ὄνομα καὶ τὴν θυσίαν τοῦ Διονύσου , καὶ τὴν πομπὴν τοῦ
φαλλοῦ · ἀκριβῶς ὅμωςαὐτὸς δέν τους ἐξήγησενὅλον τὸ πρᾶγ
μα , ἀλλ᾽ οἱ μεταγενέστεροι αὐτοῦ σοφοὶ διεσαφήνισαν κα

λήτερα τοῦτο. Τὸν φαλλὸν ὅμως, ὁ ὁποῖος εἶναι εἰς τὴν παρά
ταξιν τοῦ Διονύσου , ὁ Μελάμπους ἔδειξεν ὅλως διόλου, καὶ
ἀπὸ τοῦτον μαθόντες κάμνουσιν, ὅσακάμνουσιν , οἱ Ἕλληνες .
ἐγὼλοιπὸν λέγω ὅτι ὁ Μελάμπους , γενόμενος ἄνθρωπος σοφὸς
ἐναγκαλίσθη τὴν μαντικὴν , ·καὶ εἰσῆξεν εἰς τοὺς Ἕλληνας καὶ

ἄλλα πολλὰ , τὰ ὁποῖα ἔμαθεν εἰς τὴν Αἴγυπτον , καὶ τὴν τε


λετὴν τοῦ Διονύσου , ὀλίγον τι παραλλάξας αὐτήν· διότι δὲν

ἠμπορῶ νὰ εἴπω ὅτι τὰ γινόμενα εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ εἰς


τοὺς Ἕλληνας πρὸς τιμὴν τοῦ θεοῦ , κατὰ σύμπτωσιν ὅμοιά ·

ζουσι· οὕτως ἤθελον συμφωνεῖ μὲ τὰ ἤθη τῶν Ἑλλήνων , καὶ


δὲν ἤθελον διαφέρει ὡς νεωστὶ εἰσηγμένα . Οὔτ' ἠμπορῶ νὰ

εἴπω ὅτι οἱ Αἰγύπτιοι ἔλαβαν . ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας ἢ τοῦτο ἡ


ἄλλο τι ἔθιμον . Τὴν δὲ τελετὴν τοῦ Διονύσου πολὺ μὲ φαί
νέται ὅτι ἔμαθεν ὁ Μελάμπους ἀπὸ τὸν Κάδμον τὸν Τύριον ,
καὶ ἀπὸ τοὺς ἐλθόντας μετ᾿ αὐτοῦ ἐκ τῆς Φοινίκης εἰς τὴν γῆν
τὴν λεγομένην τώρα Βοιωτίαν ·
*
50. Σχεδὸν δὲ καὶ ὅλα τὰ ὀνόματα τῶν θεῶν ἀπὸ τὴν Αἴ
γυπτον ἦλθαν εἰς τὴν Ἑλλάδα . ὅτι μὲν ἦλθαν ἀπὸ τοὺς Βαρ
βάρους , τοῦτο ἐξετάσας εὑρίσκω ὅτι οὕτως εἶναι πολὺ δέ με
φαίνεται ὅτι ἦλθαν ἀπὸ τοὺς Αἰγυπτίους.Διότι πλὴν τοῦ Ποσει·
δῶνος καὶ τῶν Διοσκούρων , καθὼς εἶπα περὶ αὐτῶν καὶἀνω
τέρω, καὶ τῆς Ἥρας καὶ τῆς Ἑστίας , καὶ τῆς Θέμιδος , καὶ
τῶν Χαρίτων καὶ τῶν Νηρηΐδων , τῶν ἄλλων θεῶν τὰ τα ὀνό
ματα εἶναι ἐξ ἀρχῆς εἰς τὴν Αἴγυπτον .Λέγω δὲ ὅσα λέγουσιν

αὐτοὶ οἱ Αἰγύπτιοι. Οἱ δὲ θεοὶ, τῶν ὁποίων τὰ ὀνόματα λέω


ΒΙΒΛ . Β΄. ΕΥΤΕΡΠΗ . 177

γουσιν οἱ Αἰγύπτιοι ὅτι δὲν γνωρίζουσιν , ὠνομάσθησαν , νο


# μίζω , ἀπὸ τοὺς Πελασγοὺς , πλὴν τοῦ Ποσειδῶνος · αὐτὸν δὲ
τὸν θεὸν ἔμαθαν οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τοὺς Αίβυας · διότι κανέν

ἔθνος δὲν ἔχει ἀπ᾽ ἀρχῆς ὄνομα Ποσειδῶνος παρὰ οἱ Λίβυες ,

καὶ τιμῶσι πάντοτε τὸν θεὸν τοῦτον. Πρὸς τούτοις οἱ Αἰγύ


πτιοι δὲν λατρεύουσιν οὔτε ἥρωας παντελῶς .
51. Αὐτὰ λοιπὸν τὰ νόμιμα καὶ ἄλλα , τὰ ὁποῖα θὰ εἴ.
πω , ἔχουσιν οἱ Ἕλληνες παρμένα ἀπὸ τοὺς Αἰγυπτίους :

Νὰ κάμνωσι δὲ τὰ ἀγάλματα τοῦ Ἑρμοῦ μὲ τὰ αἰδοῖα ὀρθὰ ,


δέν το ἔχουσι μαθημένον ἀπὸ τοὺς Αἰγυπτίους , ἀλλ᾽ ἀπὸ τοὺς
Πελασγούς · καί το παρέλαβαν πρῶτον ἀπ᾿ ὅλους τοὺς Ἕλλη·
νας οἱ ᾿Αθηναῖοι , καὶ ἀπὸ τούτους οἱ ἄλλοι. Διότι οἱ Πελασ

γοὶ ἐσυγκατοίκησαν μὲ τοὺς ᾿Αθηναίους, συναριθμουμένους


τότε πλέον εἰς τοὺς Ἕλληνας , ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἤρχισαν καὶ αὐ

τοὶ νὰ περνῶσιν ὡς Ελληνες . ὅποιος δὲ ἐμυήθη τὰ μυστή ·


για τῶν Καβείρων, τὰ ὁποῖα ἐπιτελοῦσιν οἱ Σαμοθρᾷκες,
παραλαβόντες ἀπὸ τοὺς Πελασγοὺς, αὐτὸς γνωρίζει τί λέγω .
Τὴν δὲ Σαμοθρᾴκην ἐκατοίκουν πρότερον οἱ Πελασγοὶ ἐκεῖνοι,
οἱ ὁποῖοι ἐσυγκατοίκησαν μὲ τοὺς ᾿Αθηναίους, καὶ ἀπ᾿

αὐτοὺς παρέλαβαν οἱ Σαμοθρᾷκες τὰ μυστήρια. Τοιουτο

τρόπως λοιπὸν πρῶτοι Ἕλληνες οἱ Ἀθηναῖοι ἔκαμαν τὰ ἀ


γάλματα τοῦ Ἑρμοῦ ἔχοντα τὰ αἰδοῖα ὀρθὰ, μαθόντες τοῦτο
ἀπὸ τοὺς Πελασγούς . Οἱ δὲ Πελασγοὶ εἶπαν δι᾽ αὐτὸ
ἱεράν τινα αἰτίαν, ἡ ὁποία διδάσκεται εἰς τὰ Σαμοθρᾳκικὰ
μυστήρια .
52. ῎καμνον δὲ πρότερονὅλας των τὰς θυσίας οἱ Πελασγοὶ
ὀνομάζοντες ἁπλῶς θεοὺς εἰς τὰς εὐχάς των , καθὼς ηξεύρω
ἀκούσας τοῦτο εἰς τὴν Δωδώνην , χωρὶς ν᾿ ἀποδώσωσιν οὔτε
ὄνομα ἰδιαίτερον , οὔτ᾽ ἐπώνυμον εἰς κανένα ἀπ ' αὐτούς· διότι
( ΤΟΜ . Α .) 12
178 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

δὲν εἶχον ἀκούσει ἕως τότε τοιοῦτό τι. Ωνόμασαν δὲ αὐτοὺς


θεοὺς ἀπὸ τὴν λέξιν Θέω, διότι διαθέσαντες τὸ πᾶν καὶ τὰ

μέρη ὅλα αὐτοῦ μὲ τάξιν τὰ ἐκυβέρνων. ἔπειτα δὲ, ἀφοῦ


ἐπέρασε πολὺς καιρὸς ἔμαθαν τὰ ὀνόματα τῶν ἄλλων θεῶν
ἐλθόντα ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον · τὸ δὲ τοῦ Διονύσου ἔμαθαν το
λὺ ὑστερώτερα · καὶ μετὰ καιρὸν ἠρώτων͵ τὸ χρηστήριον εἰς
τὴν Δωδώνην διὰ τὰ ὀνόματα αὐτά · καθότι πιστεύεται ὅτι
εἶναι τὸ μαντεῖον τοῦτο παλαιότατον ἀπ᾿ ὅλα τὰ χρηστή
ρια τῆς ῾Ελλάδος , καὶ ἦτον μόνον κατ᾽! ἐκεῖνον τὸν καιρόν .
ἐπειδὴ λοιπὸν ἐζήτουν χρησμὲν εἰς τὴν Δωδώνην οἱ Πελασ

γοὶ, ἐὰν ἔπρεπε νὰ δεχθῶσι τὰ ἐλθόντα ἀπὸ τοὺς Βαρβάς


ρους ὀνόματα, τοὺς ἀπεκρίθη τὸ μαντεῖον να τα μεταχειρί
ζωνται. Εκτοτε δὲ ἔθυον μεταχειριζόμενοι τὰ ὀνόματα τῶν
θεῶν . Ἀπὸ δὲ τοὺς Πελασγοὺς ἐδέχθησαν αὐτὰ ὕστερον οἱ
Έλληνες .

53. Πόθεν δὲ ἐγεννήθη καθεὶς ἀπὸ τοὺς θεοὺς, εἴτε πάνω


τοτε ἦσαν ὅλοι, καὶ ὁποῖοί τινες κατὰ τὸ σχῆμα, δὲν ἤξευρον
ἕως χθὲς ἀκόμι καὶ προχθὲς , διὰ νὰ εἴπω οὕτω . Διότι ὁ
Ἡσίοδος καὶ ὁ ὁμηρος στοχάζομαι ὅτι δὲν ἐστάθησαν πα

λαιότεροί μου περισσότερον ἀπὸ τετρακοσίους χρόνους · αὐτοὶ


δὲ εἶναι , οἱ ὁποῖοι ἐστιχούργησαν θεογονίαν εἰς τοὺς Ἕλληνας,
καὶ ἔδωσαν τὰς ἐπωνυμίας εἰς τοὺς θεοὺς, καὶ τοὺς ἐμοίρασαν
ἀξιώματα καὶ τέχνας , καὶ περιέγραψαν τὰς μορφὰς αὐτῶν.
Οἱ δὲ ποιηταὶ, οἱ λεγόμενοι ὅτι ἐστάθησαν πρὸ τῶν ἀνδρῶν
τούτων , ἐγὼ στοχάζομαι ὅτι ἐστάθησαν μεταγενέστεροί
των . Καὶ τὰ μὲν πρῶτα , λέγουσιν αἱ Δωδωνίδες ἱέρειας,

τὰ δὲ ὕστερα ἀναφερόμενα εἰς τὸν Ἡσίοδον καὶ τὸν ὅμηρον


λέγω ἐγώ .
54. Διὰ δὲ τὰ χρηστήρια , τὸ εἰς τὴν ῾Ελλάδα καὶ τὸ εἰς
τὴν Λιβύαν , οἱ Αἰγύπτιοι λέγουσι τὸν ἀκόλουθον λόγον . Μὲ
f

ΒΙΒΛ. Β΄. ΕΥΤΕΡΠΗ . $79

εἶπαν οἱ ἱερεῖς τοῦ Θηβαιέως Διὸς ὅτι ἐπῆραν οἱ Φοίνικες ἀπὸ

τὰς Θήβας δύο γυναῖκας ἱερείας , καὶ τὴν μίαν ἀπ᾿ αὐτὰς
ἔμαθαν ὅτι ὑπῆγαν καί τὴν ἐπώλησαν εἰς τὴν Λιβύαν , τὴν
δὲ ἄλλην εἰς τὴν Ἑλλάδα . Αὐταὶ λοιπὸν αἱ γυναῖκες , ἔλεγον

ὅτι εἶναι πρῶται , αἱ ὁποῖαι κατέστησαν τὰ μαντεῖα εἰς τὰ


ῥηθέντὰ ἔθνη . ᾿Επειδὴ δὲ ἐγώ τους ἠρώτησα , πόθεν ἠξεύ
ρουσιν αὐτὸ , τὸ ὁποῖον μὲ τότην βεβαιότητα λέγουσι , μ' ἀ
πεκρίθησαν ὅτι ἔκαμαν μεγάλην ζήτησιν δι᾽ αὐτὰς Ττὰς
γυναῖκας , καὶ ἐστάθη εἰδύνατον νά τας εὕρωσιν , ὕστερον δὲ
ἔμαθαν αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἔλεγον .
55. Καὶ ταῦτα μὲν ἤκουον ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς τοὺς εἰς τὰς
Θήβας. Αἱ δὲ προμάντεις τῶν Δωδωναίων λέγουσιν ὅτι δύο

ἀγριοπερίστερα μαῦρα ἐπέτασαν ἀπὸ τὰς Θήβας τὰς Αἰγυ


πτίας, καὶ τὸ ἓν μὲν ἀπ᾿ αὐτὰ ὑπῆγεν εἰς τὴν Λιβύαν , τὸ δὲ
ἄλλο ἦλθεν εἰς αὐτούς . Καθίσαν δὲ εἰς φηγόν , ἐπρόφερε μὲ

ἀνθρωπίνην φωνὴν , ὅτι ἦτον ἄφευκτον ἐκεῖ νὰ γένῃ μαν

τεῖον τοῦ Διός · καὶ αὐτοὶ ἐδέχθησαν ὅτι εἶναι ἀπὸ θεοῦ τὸ
λεγόμενον , καὶ διὰ τοῦτο ἔκαμαν αὐτό . Τὸ δὲ εἰς τοὺς Λίβυας

ἐλθὸν ἀγριοπερίςερον λέγουσιν ὅτι ἐπρόσταξε τοὺς Λίβυας νὰ


κάμωσι χρηστήριον τοῦ Ἄμμωνος · εἶναι δὲ καὶ τοῦτο τοῦ
Διός . Αἱ ἱέρειαι λοιπὸν τῶν Δωδωναίων , ἐκ τῶν ὁποίων ή
περσβυτάτη ὠνομάζετο Προμένεια , ἡ δὲ δετέρα Τιμαρέτη ,
καὶ ἡ νεωτάτη Νικάνδρη , ταῦτα ἔλεγον · ἐσυμφώνουν કે
δὲ μ

αὐτὰς καὶ οἱ ἄλλοι Δωδωναῖοι , ὅσοι ἦσαν εἰς τὸ ἱερόν.


56. ἐγὼ δὲ δι᾿ αὐτὰ ἔχω τὴν ἀκόλουθον γνώμην . Ἐὰν
τφόντι οἱ Φοίνικες ἤρπασαν τὰς ἱερὰς γυναῖκας καὶ τὴν μίαν
ἀπ᾿ αὐτὰς ἐπώλησαν εἰς τὴν Λιβύαν , τὴν δ᾽ ἄλλην εἰς τὴν
Ελλάδα , μὲ φαίνεται ὅτι αὐτὴ ἡ δευτέρα ἐπωλήθη εἰς τὴν
Θεσπρωτίαν τῆς σημερινῆς ῾Ελλάδος , ὀνομαζομένης πρό
12
στηνπαρα
180 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

τερον Πελασγίας. Επειτα δὲ ὅτι οὖσα δούλη ἐκεῖ ἔστησεν

ἱερὸν τοῦ Διὸς ὑποκάτω φηγοῦ, καθὼς ἦτον ἑπόμενον διὰ νὰ


ἐνθυμῆται , ἐκεῖ ὅπου ὑπῆγε , τὸ ἱερὸν τοῦ Διὸς , τοῦ ὁποίου
ἦτον ἀμφίπολος · μετὰ ταῦτα δὲ ὅτι , ἀφοῦ ἔμαθε τὴν Ἑλλη
νικὴν γλῶσσαν , τὸ ἀπεκατέστησε χρηστήριον καὶ εἶπεν ὅτι
μία ἀδελφή της ἐπωλήθη εἰς τὴν Λιβύαν ἀπὸ τοὺς ἰδίους
Φοίνικας , ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἐπωλήθη καὶ αὐτή.

57. Νομίζω δὲ ὅτι αἱ γυναῖκες ὠνομάσθησαν ἀγριοπερί


στερα ἀπὸ τοὺς Δωδωναίους, διότι ἦσαν Βάρβαροι, καὶ ἐφαί
νοντο ὅτι ὡμίλουν ὡς πουλία . Μετὰ καιρὸν δὲ λέγουσιν ὅτι
τὸ ἀγριοπερίστερον ἐλάλησε μὲ ἀνθρωπίνην φωνὴν, διότι
· ἐκαταλάμβανον τί ἔλεγεν ἡ γυναῖκα · ἐνόσῳ δὲ ἐβαρβάριζεν ,
ἐνομίζετο ὅτι ἐφώναζεν ὡς πουλίον . Καθότι : πῶς ἠμπορεῖ
ἀγριοπερίςερον νὰ λαλήσῃ μὲ ἀνθρωπίνην φωνήν ; Λέγοντες
δὲ ὅτι τὸ ἀγριοπερίςερον ἦτον μαῦρον , σημαίνουσιν ὅτι ἡ gu
ναῖκα ἦτον Αἰγυπτία .
58. Ο τρόπος δὲ τοῦ μαντεύεσθαι εἶναι παρόμοιος εἰς
τὰς Θήβας τὰς Αἰγυπτίας καὶ εἰς τὴν Δωδώνην· καθότι καὶ

ἡ μαντικὴ , οὖσα ἓν ἀπὸ τὰ ἱερὰ πράγματα , ἦλθεν ἀπὸ τὴν


Αἴγυπτον. ἔτι δὲ πανηγύρεις καὶ πομπὰς καὶ προσαγωγὰς
πρῶτοι ἄνθρωποι οἱ Αἰγύπτιοι εἶναι οἱ ὁποῖοι ἔκαμαν, καὶ

ἀπὸ τούτους τὰς ἔμαθαν οἱ Ἕλληνες . Τεκμήριον δὲ τούτου ἔχω


τὸ ἀκόλουθον · εἰς μὲν τὴν Αἴγυπτον φαίνονται ἀπὸ πολύν τινα
καιρὸν συστημέναι, εἰς δὲ惠 τὴν Ἑλλάδα ἔγιναν νεωστί.
59. Πανηγυρίζουσι δὲ οἱ Αἰγύπτιοι ὄχι μίαν φορὰν τὸν
χρόνον , ἀλλὰ πανηγύρεις πολλάς . Πρὸ πάντων μὲν καὶ προ
θυμότατα συνερχόμενοι εἰς τὴν πόλιν Βούβαστιν πρὸς τιμὴν
τῆς Αρτέμιδος· δεύτερον δὲ εἰς τὴν πόλιν Βούσιριν , πρὸς
τιμὴν τῆς ἴσιδος· διότι εἰς ταύτην τὴν πόλιν εἶναι μεγα
ΒΙΒΛ. Β΄. ΕΥΤΕΡΠΗ . 181

λώτατον ἱερὸν τῆς ᾿Ισιδος · κεῖται δὲ ἡ πόλις αὕτη τῆς Αἰ


γύπτου εἰς τὴν μέσην τοῦ Δέλτα · ἴσις δὲ εἶναι κατὰ τὴν Ελ
ληνικὴν γλῶσσαν Δήμητρα . Κατὰ τρίτον δὲ λόγον πανηγυ
ρίζουσι, πορευόμενοι εἰς
Με τὴν Σάϊν πόλιν , πρὸς τιμὴν τῆς Αθη
῾νᾶς · τέταρτον δὲ εἰς τὴνΗλιούπολιν, πρὸς τιμὴν τοῦ Ἡλίου ·
πέμπτον εἰς τὴν Βουτὼ πόλιν , πρὸς τιμὴν τῆς Λητοῦς , καὶ
ἕκτον εἰς τὴν Πάπρημιν πόλιν , πρὸς τιμὴν τοῦ Ἄρεως.
' 6ο . Εἰς τὴν Βούβαστιν πόλιν ὅταν συνέρχωνται κάτ

μνουσι τὰ ἀκόλουθα· Πλέουσιν ἄνδρες καὶ γυναῖκες ὁμοῦ, πολὺ


πλῆθος καὶ ἀπὸ τὰ δύο γένη εἰς ἑκάστην βάριν · καὶ μερικαὶ

μὲν γυναῖκες ἔχουσαι κρόταλα κροταλίζουσι · μερικοὶ δὲ ἄν


δρες αὐλοῦσιν εἰς ὅλον τὸν πλοῦν · αἱ δὲ λοιπαὶ γυναῖκες
καὶ ἄνδρες τραγῳδοῦσι καὶ κροτοῦσι τὰς χεῖρας. ὅταν δὲ
πλέοντες φθάσωσιν εἰς ἄλλην τινα πόλιν, πλησιάσασαι τὴν
βάριν εἰς τὴν γῆν κάμνουσι τοιαῦτα · Μερικαὶ μὲν ἀπὸ τὰς
γυναῖκας κάμνουσιν ὅ,τι εἶπα ἀνωτέρω· ἄλλαι δὲ φωνάζουσαι
περιγελῶσι τὰς εἰς τὴν πόλιν ἐκείνην γυναῖκας , ἄλλαι δὲ χο
ρεύουσι, καὶ ἄλλαι ὀρθαὶ σηκόνουσιν ἐπάνω τὰ ροῦχά των .
Ταῦτα κάμνουσιν εἰς πᾶσαν πόλιν παραποταμίαν . ὅταν δὲ
φθάσωσιν εἰς τὴν Βούβαςιν , ἑορτάζουσι προσφέροντες μεγά
λαςθυσίας· καὶ κρασίον ἀμπέλινον ἐξοδεύεται εἰς ταύτην τὴν
ἑορτὴν περισσότερον παρὰ εἰς ὅλον τὸν λοιπὸν χρόνον. Συν

νέρχονται δὲ ἐκεῖ ἄνδρες καὶ γυναῖκες , πλὴν παιδίων , καὶ


ἕως ἑπτακοσίας χιλιάδας , καθὼς λέγουσιν οἱ ἐντόπιοι. Δὖ

τὰ λοιπὸν γίνονται ἐκεῖ.


61. Εἰς δὲ τὴν Βούσιριν πόλιν , πῶς κάμνουσι τὴν ἑορτὴν
εἰς τὴν ἴσιν, τὸ εἶπα (1 ) πρότερον . Κτυπῶνται δὲ μετὰ τὴν

(* ) $ 40 .
182 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

θυσίαν ὅλοι καὶ ὅλαι , μυριάδες πάμπολλαι ἀνθρώπων· διὰ


ποῖον δὲ κτυπῶνται δέν με εἶναι ὅσιον νά το εἴπω . ὅσοι δὲ
Κᾶρες κατοικοῦσιν εἰς τὴν Αἴγυπτον , αὐτοὶ τόσον περισσό
τερον ἀπὸ τοὺς ἄλλους κάμνουσιν , ὥστε κόπτονται καὶ εἰς
τὰ μέτωπα μὲ μαχαίρια · καὶ ἀπ ' αὐτὸ φαίνονται ὅτι εἶναι

ξένοι , καὶ ὄχι Αἰγύπτιοι .


62. Εἰς δὲ τὴν Σάϊν πόλιν ὅταν συναχθῶσι διὰ τὰς θυσίας,
μίαν νύκτα ὅλοι ἀνάπτουσι λύχνα πολλὰ τριγύρω τῶν οἰ
κιῶν ἔξωθεν · τὰ δὲ λύχνα εἶναι ἀγγεῖα (*) 'βαθουλὰ γεμάτα
ἀπὸ ἅλας καὶ λάδιον · εἰς τὴν ἐπιφάνειαν δὲ ςέκεται τὸ ἐλλύχ
νιον , καὶ τοῦτο καίει ὅλην τὴν νύκα · τὸ ὄνομα δὲ τῆς ἑορ
τῆς εἶναι λυχνοκαΐα . ὅσοι δὲ Αἰγύπτιοι δὲν ἔλθωσιν εἰς
τὴν πανήγυριν ταύτην, παρατηροῦντες τὴν νύκτα τῆς θυσίας ,

καίουσι καὶ αὐτοὶ ὅλοι τὰ λύχνα · καὶ τοιουτοτρόπως καίουσιν


ὄχι μόνον εἰς τὴν Σάϊν, ἀλλὰ καὶ εἰς ὅλην τὴν Αἴγυπτον . Διὰ
ποίαν δὲ αἰτίαν γίνεται ἡ φωτοχυσία καὶ τιμῶσιν αὐτὴν τὴν
νύκτα , λέγεται δι ' αὐτὸ λόγος ἱερός .
63. Εἰς δὲ τὴν ῾λίου πόλιν καὶ Βουτὼ πορευόμενοιπροσ
φέρουσι μόνον θυσίας . Εἰς δὲ τὴν Πάπρημιν θυσίας μὲν καὶ
ἱεροπραξίας κάμνουσι , καθὼς καὶ εἰς τὰ ἄλλα μέρη · ὅταν
δὲ κλίνῃ ὁ ἥλιος , ὀλίγοι μέν τινες ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς καταγί
¦νονται εἰς περιποίησιν τοῦ ἀγάλματος , οἱ δὲ περισσότεροι
ἀπ᾿ αὐτοὺς ἔχοντες κορύνας ξυλίνας στέκονται εἰς τὴν εἴσο

δον τοῦ ἱεροῦ · ἄλλοι δὲ, περισσότεροι ἀπὸ χιλίους ἄνδρας ,


εὐχόμενοι, ἔχοντες καὶ αὐτοὶ ὅλοι ξύλα , ςέκονται μαζευμένοι
ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος· τὸ δὲ ἄγαλμα , τὸ ὁποῖον εἶναι μέσα εἰς

(*) Τὰ βαθουλὰ ταῦτα ἀγγεῖα λέγονται μὲ μίαν λέξιν ἐμβάφια .


ΒΙΒΛ. Β΄ . ΕΥΤΕΡΠΗ. 183

ναὸν ξύλινον καὶ καταχρυσωμένον , ἐκβάλλουσι τὴν προλα


βοῦσαν ἡμέραν ἀπὸ τὸ ἱερὸν καί το ὑπάγουσιν εἰς ἄλλο οἴ
κῆμα πάλινἱερόν. Οἱ ὀλίγαι λοιπὸν ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι εἶχον μετ
·ναι περὶ τὸ ἄγαλμα, σύρουσι τετράκυκλον ἅμαξαν , ἔχουσαν
ἐπάνω τὸν ναὸν καὶ τὸ ἄγαλμα τὸ ὂν μέσα εἰς αὐτόν· οἱ δὲ
στεκόμενοι εἰς τὰ προπύλαια δέν τ᾿ ἀγίνουσι νὰ ἐμβῆ · οἱ
δὲ εὐχέται, βοηθοῦντες τὸν θεὸν , κτυπῶσιν αὐτοὺς καί τους

ἀποδιώκουσιν . Ἐκεῖ γίνεται μεγάλη μάχη μὲ ξύλα · σπάνου


σιν τὰς κεφαλάς των, καὶ, καθὼς στοχάζομαι ἐγὼ , πολλοὶ
καὶ ἀποθνήσκουσιν ἀπὸ τὰ τραύματα · οἱ Αἰγύπτιοι ὅμως
μ᾿ ἔλεγον ὅτι κανεὶς δὲν ἀποθνήσκει.
64. Τὴν δὲ πανήγυριν ταύτην λέγουσιν οἱ ἐντόπιοι ὅτι
κατέστησαν διὰ τὴν ἀκόλουθον αἰτίαν. ἐκατοίκει εἰς τὸ

ἱερὸν τοῦτο ἡ μητέρα τοῦ Ἄρεως , ὁ δὲ Ἄρης ἀνατραφεὶς μα


κρὰν τῆς μητρός του , ὅτε ἐμεγάλωσεν ἦλθε καὶ ἤθελε ν᾿
.
ἀνταμωθῇ μ᾿ αὐτὴν , οἱ πρόπολοι ὅμως τῆς μητρός του ,
ἐπειδὴ δέν τον εἶχον ἰδεῖ ἄλλοτε , δέν τον ἄφιναν νὰ περάσῃ ,
ἀλλά τον ἐμπόδιζον· αὐτὸς λοιπὸν λαβὼν μαζή του ἀν
θρώπους ἀπ᾿ ἄλλην πόλιν ἔδηρε τοὺς προπόλους καὶ ἐμ
βῆκε μέσα εἰς τὴν μητέρα του . Απὸ ταύτην τὴν αἰτίαν λέ
γουσιν ὅτι ἐπεκράτησεν ἡ συνήθεια τοῦ ξύλου εἰς τὴν ἑορτὴν
τοῦ ῎ρέως. Ἔτι δὲ τὸ νὰ μὴ συνευρίσκωνται μὲ γυναῖκας
· μέσα εἰς τὰ ἱερὰ, μήτε ὕστερον ἀπὸ γυναῖκα νὰ ἐμβαίνωσιν
εἰς αὐτὰ ἄλουτοι, αὐτοὶ εἶναι πρῶτοι οἱ ὁποῖοι ἔκαμαν τοῦτο νό
μον θρησκευτικόν · διότι σχεδὸν ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι , ἔξω
τῶν Αἰγυπτίων καὶ Ἑλλήνων, συνευρίσκονται μέσα εἰς τὰ
ἱερὰ, καὶ σηκονόμενοι ἀπὸ γυναῖκας ἄλουτοι. ἐμβαίνουσιν
εἰς ἱερὸν, νομίζοντες ὅτι οἱ ἄνθρωποι εἶναι καθὼς τὰ ἄλλα
ζῶα . Διότι βλέπομεν , λέγουσι , τὰ ἄλλα κτήνη καὶ τὰ ἔθνη
184 ΙΣΤΟΡΙΑ - ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

τῶν πτηνῶν ὅτι ὀχεύονται μέσα εἰς τοὺς ναοὺς τῶν θεῶν
καὶ εἰς τὰ τεμένη . ᾿ἐὰν λοιπὸν δὲν ἦτον ἀρεστὸν εἰς τὸν
θεὸν, δὲν ἤθελον κάμνει αὐτὸ, λέγουσιν , οὔτε τὰ κτήνη . Καὶ
αὐτοὶ μὲν τοιουτοτρόπως αἰτιολογοῦντες τὸ πρᾶγμα κάμνου
σιν αὐτό· εἰς ἐμὲ ὅμως ὁ λόγος οὗτος δὲν ἀρέσκει,
65. Οἱ Αἰγύπτιοι δὲ καὶ κατὰ τὰ ἄλλα , ὅσα ἀνάγονται εἰς
τὰ θεῖα , εἶναι ὑπερβολικὰ θρῆσκοι , καὶ πρὸς τούτοις κατὰ
τὰ ἀκόλουθα . Μολονότι ἡ Αἴγυπτος εἶναι ὅμορος τῆς Λί

Εύας , δὲν εἶναι πολλὰ θηριώδης· ὅσα δὲ θηρία ἔχουσιν , ὅλα 1

νομίζονται ἱερά · καὶ ἄλλα μὲν εἶναι σύντροφα τῶν ἀνθρώ


πων , ἄλλα δὲ ὄχι. Διὰ τί δὲ θεωροῦνται αὐτὰ ἱερὰ , ἐάν το
εἴπω , ἠμπορεῖ νὰ καταντήσῃ ὁ λόγος μου εἰς τὰ θεῖα πράγ
ματα , τῶν ὁποίων τὴν διήγησίν ἀποφεύγω κατὰ πολλά .

~ Καὶ ὅσα ἀπ᾿ αὐτὰ ἀνέφερα ἐπιπολαίως , τὰ εἶπα εὑρισκόμενος


βιασμένος . Εἶναι δὲ νόμος διὰ τὰ θηρία τοιοῦτος· ἑκάστου
γένους θηρίων εἶναι χωριστὰ φροντισταὶ τῆς τροφῆς , καὶ
*
ἄνδρες καὶ γυναῖκες Αἰγύπτιοι, οἱ ὁποῖοι διαδέχονται τὴν
πάσης πόλεως
1 ἀπὸ πατέρα · οἱ δὲ κάτοικοι
τιμὴν αὐτὴν υἱὸς

τοιουτοτρόπως ἀποπληροῦσι τὰς εὐχάς των. ὅταν προσεύ


χωνται εἰς τὸν θεὸν , τοῦ ὁποίου ἤθελεν εἶναι τὸ θηρίον, ξυ
ρίζοντες τῶν παιδίων ἢ ὅλην τὴν κεφαλὴν , ἢ τὸ ἥμισυ ἤ τὸ

τρίτον μέρος, ζυγίζουσι τὰς τρίχας μὲ ἀργύριον, καὶ ὅ,τι


βαρύνωσιν , δίδουσιν αὐτὸ εἰς τὴν φροντίστριαν τῶν θη
ρίων · αὐτὴ δὲ κομματιάζουσα ὀψάρια κατὰ τὴν ἀξίαν τοῦ
ἀργυρίου , τὰ προσφέρει εἰς τὰ θηρία νὰ φάγωσι . Τοιαύτη εἶναι
ή τροφή των. ὅποιος δὲ σκοτώσῃ κανὲν ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ θη

ρία , ἐὰν μὲν θεληματικῶς, εἶναι θάνατος ἡ ζημία του · ἐὰν


δὲ ἀθελήτως , πληρόνει ζημίαν, ὁποίαν οἱ ἱερεῖς διορίσωσιν .
!
ΒΙΒΛ . Β΄. ΕΥΤΕΡΠΗ . 185

ὅποιος δὲ σκοτώσῃ 1βιν ἢ ἱέρακα , εἴτε ἑκουσίως εἴτε ἀκους


σίως, ἀνάγκη εἶναι ν᾿ ἀποθάνῃ .
66. Μολονότι δὲ εἶναι πολλὰ θηρία εἰς τὴν Αἴγυπτον
ὁμότροφα μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ἤθελον γίνεσθαι πολὺ περισ .
σότερα, ἂν δὲν ἠκολούθουν εἰς τοὺς αἰλούρους τὰ ἑξῆς : ὅταν
αἱ θηλυκαὶ γεννήσωσι, δὲν πλησιάζουσι πλέον εἰς τοὺς ἀρ
σενικούς· αὐτοὶ δὲ ζητοῦντες νὰ συνευρεθῶσι μ᾿ ἐκείνας δὲν
ἠμποροῦσι, καὶ διὰ τοῦτο σοφίζονται τὰ ἑξῆς · ἁρπάζοντες
καὶ ἀφαιροῦντες τὰ τέκνα ἀπὸ τὰς θηλυκὰς , τὰ φονεύουσι·
φονεύσαντές τα ὅμως δέν τα τρώγουσιν · αἱ δὲ θηλυκαὶ ς
ρούμεναι τὰ τέκνα καὶ ἐπιθυμοῦσαι ἄλλα , οὕτω πλησιάζουσιν

εἰς τοὺς ἀρσενικούς· καθότι τὸ ζῶον τοῦτο εἶναι φιλότεκνον.


ὅταν δὲ γένῃ πυρκαϊὰ , ἀκολουθοῦσιν εἰς τοὺς αἰλούρους
πράγματα ὑπὲρ φύσιν · οἱ μὲν Αἰγύπτιοι σταθέντες κατὰ
διαστήματα φυλάττουσι τοὺς αἰλούρους καὶ ἀμελοῦσι νὰ
σβύσωσι τὴν φωτίαν· οἱ δὲ αἴλουροι χωνόμενοι μεταξὺ τῶν
ἀνθρώπων ἢ ὑπερπηδῶντες αὐτοὺς ῥίπτονται εἰς τὴν φωτί
αν · αὐτὰ δὲ γινόμενα προξενοῦσι μεγάλην λύπην εἰς τοὺς
Αἰγυπτίους. Εἰς ὁποίαν δὲ οἰκίαν ἤθελε ψοφήσει αἴλουρος φυ
σικὰ , ὅλοι οἱ ἐγκατοικοῦντες εἰς αὐτὴν ξυρίζονται μόνον τὰ
ὀφρύδια ·εἰς ὁποίαν δὲ ἤθελε ψοφήσει σκύλος , ξυρίζονται ὅ
λον τὸ σῶμα καὶ τὴν κεφαλήν .

67. Φέρονται δὲ οἱ αἴλουροι, ὅταν ψοφήσωσιν, εἰς ἱερὰ


οἰκήματα , ὄντα εἰς τὴν Βούβαστιν πόλιν, ὅπου θάπτονται
ταριχευθέντες · τοὺς δὲ σκύλους θάπτουσιν ἕκαστοι εἰς τὴν
πόλιν των εἰς ἱεροὺς τάφους · παρομοίως δὲ μὲ τοὺς σκύλους
θάπτονται καὶ οἱ ἰχνεύμονες· τὰς δὲ μυγαλᾶς καὶ τοὺς
ἱέρακας , φέρουσιν εἰς τὴν πόλιν Βουτὼ τὰς δὲ ἀρκού

δας , αἱ ὁποῖαι εἶναι σπάνιαι, καὶ τοὺς λύκους, οἱ ὁποῖοι


186 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

δὲν εἶναι πολὺ μεγαλήτεροι ἀπὸ ἀλώπεκας , θάπτουσιν ἐκεῖ ,


ὅπου ἂν εὑρεθῶσι πεσμένοι .

68. Τῶν δὲ κροκοδείλων ἡ φύσις εἶναι τοιαύτη . Τέσσα

ρας μῆνας εἰς τὴν καρδίαν τοῦ χειμῶνος, δὲν τρώγει τίποτε ·
ὂν δὲ ζῶον τετράποδον εἶναι χερσαῖον καὶ λιμναῖον · διότι
γεννᾷ τὰ αὐγά του καί τα ἐκλεπίζει εἰς τὴν γῆν , καὶ τὸ πε

ρισσότερον μέρος τῆς ἡμέρας διατρίβει εἰς τὴν ξηρὰν, τὴν


δὲ νύκτα ὅλην εἰς τὸν ποταμόν · διότι τὸ νερὸν εἶναι θερμό

τερον ἀπὸ τὴν αἰθρίαν καὶ τὴν δρόσον . Απ᾿ ὅλα δὲ τὰ θνη
τὰ , ὅσα ἡμεῖς γνωρίζομεν, αὐτὸ ἀπὸ μικρότατον κατὰ τὸ
μέγεθος γίνεται μεγαλώτατον · διότι τὰ αὐγὰ , τὰ ὁποῖα γεν
νᾷ , δὲν εἶναι πολὺ μεγαλήτερα ἀπὸ τὰ τῶν χηνῶν, καὶ ὁ
νεοσσός του γίνεται ἀνάλογος μὲ τὸ αὐγόν · αὐξανόμενος δὲ
γίνεται καὶ ἕως δέκα ἓξ πήχας , καὶ ἔτι μεγαλήτερος . ἔχει
δὲ ὀμμάτια μὲν χοίρου , ὀδόντια δὲ μεγάλα καὶ χαυλιόδον

τας ἀναλόγους μὲ τὸ μέγεθός του . Μόνον δὲ τοῦτο τὸ θη


ρίον δὲν ἔχει γλῶσσαν ἐκ φύσεως, οὔτε κινεῖ τὸ κατωσάγω
νον , ἀλλὰ διαφέρον καὶ κατὰ τοῦτο, εἶναι τὸ μόνον θηρίον ,
1
τὸ ὁποῖον προσπελάζει τὴν ἄνω σιαγῶνα εἰς τὴν κάτω.
Εχει δὲ καὶ ὀνύχια δυνατὰ καὶ δέρμα λεπιδωτὸν , τὸ
ὁποῖον ἐπάνω εἰς τὴν ράχην εἶναι ἄῤῥηκτον . Μέσα εἰς τὸ
νερὸν εἶναι τυφλὸν , καὶ ἔξω εἰς τὸ ὕπαιθρον ὀξυδερκέςατον .
Ἐπειδὴ δὲ ζῇ εἰς τὸ νερὸν , ἔχει ἔσωθεν τὸ ςόμα γεμάτον
ἀπὸ βδέλλας · τὰ ἄλλα λοιπὸν ὅλα πτηνὰ καὶ θηρία τὸν
ἀποφεύγουσιν · ὁ δὲ τροχῖλος ὠφελῶν αὐτὸν ἔχει εἰρήνην
μαζή του · διότι ὅταν ὁ κροκόδειλος ἀπὸ τὸ νερὸν ἐκβῆ
εἰς τὴν γῆν καὶ χάσκῃ , (συνηθίζει δὲ νὰ κάμνῃ τοῦτο ὡς
ἐπὶ τὸ πλεῖστον πρὸς τὸν ζέφυρον ἄνεμον ,) τότε ὁ τριχ

λος ἐμβαίνων εἰς τὸ στόμα αὐτοῦ καταπίνει τὰς βδέλλας ,


ΒΙΒΛ. Β΄. ΕΥΤΕΡΠΗ . 187

F ὁ δὲ κροκόδειλος εὐαρεστεῖται ὠφελούμενος καὶ δὲν βλάπτει


καθόλου τὸν τροχῖλον .

69. Εἴς τινας μὲν Αἰγυπτίους οι κροκόδειλοι εἶναι ἱεροὶ,


εἴς τινας δὲ ὄχι , ἀλλά τους μεταχειρίζονται ὡς πολεμίους .
Οἱ δὲ κατοικοῦντες περὶ τὰς Θήβας καὶ οἱ περὶ τὴν λίμνην

τοῦ Μοίριος , τοὺς ἔχουσι πολλὰ ἱερούς · καὶ τρέφουσιν ἑκάτε


ροι ἀπὸ ἕνα κροκόδειλον μαθημένον νὰ εἶναι χειροήθης · βάλο
λοντες δὲ εἰς τὰ αὐτία των ἐνώτια χρυσᾶ καὶ λίθινα χυτὰ ,
εἰς δὲ τοὺς ἐμπροσθίους πόδας περιδέματα , καὶ δίδοντές
τους τροφὴν ἀπότακτον καὶ θύματα , περιποιοῦνται αὐτοὺς
πολλὰ καλὰ ἐνόσῳ ζῶσιν , ὅταν δὲ ψοφήσωσι , τοὺς ταρι

χεύουσι καί τους θάπτουσιν εἰς ἱεροὺς τάφους . Οἱ δὲ κατοι


κοῦντες τὴν ῾Ελεφαντίνην πόλιν, καί τους τρώγουσι· διότι
δέν τους νομίζουσιν ἱερούς. Λέγονται δὲ ὄχι κροκόδιλοι, ἀλλὰ

χάμψαι· κροκοδείλους δὲ οἱ ἴωνες ὠνόμασαν αὐτοὺς , παρο


μοιάζοντες τὸ σχῆμά των μὲ τὸ τῶν κροκοδείλων, τῶν γινο
μένων εἰς τὸν τόπον των μέσα εἰς τὰς φράκτας.
70. Τοὺς πιάνουσι δὲ μὲ πολλοὺς καὶ διαφόρους τρόπους,
· ἐγὼ ὅμως γράφω ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος με φαίνεται ἀξιώτατος
διηγήσεως. Ἀφοῦ βάλῃ δόλωμα εἰς ἄγκιςρον πλάτην χοί
ρου, τὸ ῥίπτει εἰς τὸ μέσον τοῦ ποταμοῦ , αὐτὸς δὲ ἔχων ἕνα
τὸν
ἄλλον μικρὸν (* ) χοῖρον εἰς τὸ χεῖλος τοῦ ποταμοῦ ;
κτυπᾷ · ἀκούσας λοιπὸν τὴν φωνὴν ὁ κροκόδειλος τρέχει
πρὸς αὐτὴν , ἔπειτα ἀπαντήσας τὴν ῥάχην τὴν καταπίνει ,

ἔξωθεν δέ τον ἕλκουσιν . ὅταν δὲ ἐξελκυσθῇ εἰς τὴν γῆν,


πρῶτον μὲν ὁ θηρευτὴς χρίει τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ

(* ) δὲ μικρὸς χοῖρος μὲ μίαν λέξιν λέγεται Δέλφαξ .


188 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

λάσπην · καὶ ἐὰν μὲν κάμῃ αὐτὸ , πολλὰ εὔκολα ἔπειτα τὸν
ὑποτάσσει· ἐὰν ὅμως δέν το κάμῃ , μὲ κόπον .

71. Οἱ δὲ ποτάμιοι ἵπποι εἰς μὲν τὸν Παπρημίτην νο


μὸν εἶναι ἱεροὶ , εἰς δὲ τοὺς ἄλλους Αἰγυπτίους δὲν εἶναι
ἱεροί. ΗἩ φυσικὴ δὲ μορφή των εἶναι τοιαύτη · εἶναι ζῶον
τετράποδον , δίχηλον, σιμὸν , ἔχει ὁπλὰς βοδίου, λοφιὰν δὲ
οὐρὰν καὶ φωνὴν ἵππου , καὶ χαυλιόδοντας ἔξωθεν φαινομέ

νους , μέγεθος δὲ ὅσον καὶ τὸ μεγλώτατον βόδιον . Τὸ δέρμα


του εἶναι τόσον χονδρὸν , ὥστε , ὅταν ξηρανθῇ , κατασκευά
ζονται ἀπ᾿ αὐτὸ ξυστὰ ἀκόντια . x
72. Γίνονται
8 l τὸν ποταμὸν , τὰς ὁποίας
δὲ καὶ ἐνίδριες εἰς
ἔχουσιν ὅτι εἶναι ἱεραί. Απ᾿ ὅλα δὲ τὰ ὀψάρια νομίζουσιν
ὅτι εἶναι ἱερὸν τὸ λεγόμενον λεπιδωτὸν , καὶ τὰ χέλυον · αὐτὰ
τὰ δύο λέγουσιν ὅτι εἶναι ἀφιερωμένα εἰς τὸν Νεῖλον , καὶ
ἔτι ἀπὸ τὰ πτηνὰ οἱ χηναλώπεκες .

73. Εἶναι δὲ καὶ ἄλλο πτηνὸν ἱερὸν , τὸ ὄνομά του φοῖνιξε

ἐγὼ μὲν δέν τον εἶδα, εἰμὴ ζωγραφισμένον· διότι σπάνιος


ἔρχεται εἰς τὴν Αἴγυπτον , ἀνὰ πεντακοσίους χρόνους , και

θὼς λέγουσιν οἱ Ηλωωπολῖται· ἔρχεται δὲ τότε, λέγουσιν,


ὅταν ψοφήσῃ ὁ πατήρ του . Εἶναι δὲ , ἐὰν ὁμοιάζῃ τὴν ζω ·
γραφίαν του , ὁποῖος καὶ ὅσος λέγω ἐγὼ ἐνταῦθα. Ἀπὸ τὰ
πτερά του ἄλλα εἶναι χρυσοειδῆ, καὶ ἄλλα ἐρυθρά · κατὰ
τὸ σχῆμα τοῦ σώματος καὶ κατὰ τὸ μέγεθος εἶναι διόλου
ὁμοιότατος μὲ ἀετόν . Αὐτὸς ὁ φοῖνιξ , λέγουσι, μηχανᾶται
τὰ ἀκόλουθα , τὰ ὁποῖα ἐγὼ δὲν ἠμπορῶ νὰ πιστεύσω . Κι
νῶν ἀπὸ τὴν Αραβίαν φέρει εἰς τὸ ἱερὸν τοῦ ἡλίου τὸν πα
τέρα του ἐμπλαςρωμένον μὲ σμύρναν , καί τον θάπτει εἰς

αὐτὸ τὸ ἱερόν· τὸν φέρει δὲ τοιουτοτρόπως . Πρῶτον πλάττει


αὐγὸν ἀπὸ σμύρναν τόσον μεγάλον , ὅσον εἶναι δυνατὸς νὰ

;
ΒΙΒΛ . Β΄. ΕΥΤΕΡΠΗ . 189

σηκώσῃ · ἔπειτα φορτόνεται αὐτὸ καὶ δοκιμάζει· ἀφοῦ δὲ κά


μῃ τὴν δοκιμὴν, τότε κοιλαίνει τὸ αὐγὶν καὶ βάλλει μέσα
τὸν πατέρα του· κατόπι δὲ μὲ ἄλλην σμύρναν κλείει τὴν
τρύπαν τοῦ αὐγοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποίαν τὸ ἐκοίλανε καὶ ἔβαλε
τὸν πατέρα του · ὥστε , ὅταν τεθῇ μέσα ὁ πατὴρ , τὸ βάρος τοῦ
αὐγοῦ εἶναι πάλιν τὸ ἴδιον . Τοιουτοτρόπως λοιπὸν ἐμπλασ
τρώσας φέρει αὐτὸν εἰς τὴν Αἴγυπτον , εἰς τὸ ἱερὸν τοῦ ἡλίου .
Τοιαῦτα μὲν λέγουσιν ὅτι κάμνει τὸ ὄρνεον τοῦτο .
74. Εἶναι δὲ περὶ τὰς Θήβας ὄφεις ἱεροὶ , ἀβλαβεῖς διύ
λου εἰς τοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ὄντες μικροὶ κατὰ τὸ σῶμα

ἔχουσι δύο κέρατα φυτρωμένα εἰς τὴν κορυφὴν τῆς κεφαλῆς


των · ὅταν δὲ ψοφήσωσι, θάπτουσιν αὐτοὺς εἰς τὸ ἱερὸν τοῦ
´Διός · διότι εἰς τοῦτον τὸν θεὸν λέγουσιν ὅτι εἶναι καθιερωμένοι .

75. Εἶναι δὲ τόπος τῆς ᾿Αραβίας ἐκεῖ κοντὰ κατὰ τὴν


πόλιν Βουτὼ κείμενος · καὶ εἰς τοῦτο τὸ μέρος ὑπῆγα ἐξε

τάζων διὰ τὰ πτερωτὰ ὀφίδια · φθάσας δὲ εἶδα κόκκαλα ὀρι


δίων καὶἀκανθῶν τόσον πλῆθος , ὥστε ἀδύνατον εἶναι νά ΤΟ

διηγηθῶ . ἦσαν δὲ σωροὶ ἀκανθῶν καὶ μεγάλοι , καὶ κατώτεροι


καὶ ἔτιμικρότεροι ἀπ᾿ αὐτοὺς , ἦσαν δὲ αὐτοὶ πολλοί . ὁ δὲ

τόπος αὐτὸς , εἰς τὸν ὁποῖον εὑρίσκονται χυμμέναι αἱ ἄκανθαι,


εἶναι τοιοῦτός τις · διὰ μέσου στενῶν βουνῶν εἶναι εἴσοδος εἰς
μεγάλην πεδιάδα · αὐτὴ δὲ συνέχεται μὲ τὴν Αἰγυπτιακὴν
πεδιάδα · καὶ εἶναι λόγος ὅτι τὴν πρώτην ἄνοιξιν ὀφίδια
πτερωτὰ πετῶσι καὶ ἔρχονται εἰς τὴν Αραβίαν πρὸς τὰ
μέρη τῆς Αἰγύπτου , αἱ δὲ ἴξεις , τὰ πτηνὰ , ἀπαντῶσαι αὐτὰ

εἰς τὴν εἴσοδον ταύτην τῆς χώρας ; δέν τ᾽ ἀφίνουσι νὰ πε


ράσουν , ἀλλά τα σκοτόνουσι. Καὶ διὰ τοῦτο τὸ ἔργον λέ
γουσιν οἱ Αράβιοι ὅτι ἡ ἴβις τιμᾶται πολὺ ἀπὸ τοὺς Αἰγυ
190 ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΔΟΤΟΥ

πτίους · συμφωνοῦσι δὲ καὶ οἱ Αἰγύπτιοι λέγοντες ὅτι διὰ


τοῦτο τιμῶσι τὰ πτηνὰ αὐτά.
76. Η μορφὴ δὲ τῆς ἴδιος εἶναι τοιαύτη . Κατάμαυρος
ὅλη , σκέλη ἔχει γεράνου , πρόσωπον δὲ πολλὰ ἐπίγρυπον ,
καὶ μέγεθος ὅσον κρέξ . Τῶν μαύρων λοιπῶν ἰβίων, τῶν μα
χομέων μὲ τοὺς ὄρεις, τοιαύτη εἶναι ἡ μορμή. Αἱ δὲ ἄλλαι, αἱ

ὁποῖαι συχνότερα περιστρέφονται παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀνθρώ


πων , (διότι εἶναι δύο εἴδη ἰδίων,) ἔχουσι τὴν κεφαλὴν μαδὴν
καὶ ὅλην τὴν δέρην, τὰ πτερὰ λευκὰ πλὴν τῆς κεφαλῆς καὶ
τοῦ αὐχένος , καὶ τῶν ἄκρων τῶν πτερύγων , καὶ τοῦ ὄπισθεν

ἄκρου τοῦ πρωκτοῦ · αὐτὰ εἶναι κατάμαυρα · τὰ σκέλη δὲ


καὶ τὸ πρόσωπον εἶναι ὅμοια μὲ τὰ τῆς προτέρας· τοῦ δὲ
ὄφεως ἡ μορφὴ εἶναι ὁποία καὶ ἡ τῶν ὕδρων · πτίλα δὲ ἔχει ,
ὄχι πτερωτὰ , ἀλλ᾽ ἀκριβῶς σχεδὸν ὅμοια μὲ τὰ τῶν νυκτε
ρίδων πτερά . ᾿Αρκετὰ εἶναι ὅσα εἴπαμεν διὰ τὰ ἱερὰ θηρία .
77. Ἀπὸ δὲ τοὺς Αἰγυπτίους , ὅσοι μὲν κατοικοῦσι περὶ
τὴν σπειρομένην Αἴγυπτον , γυμνάζοντες τὸ μνημονικὸν πε

ρισσότατα ἀπ' ὅλους τοὺς ἀνθρώπους εἶναι λόγιοι ὑπὲρ πάν


τας, ὅσους ἐγὼ ἐδοκίμασα · μεταχειρίζονται δὲ δίαιταν τὴνἀκό
λουθον . Καθ᾿ ἕκαστον μῆνα , τρεῖς ἡμέρας κατὰ συνέχειαν , κα
θαρίζονται, θέλοντες νὰ φυλάξωσι τὴν ὑγείαν των μὲ ἐμετικὰ
καὶ κλυτήρια · διότι πιστεύουσιν ὅτι ὅλαι αἱ ἀσθένειαι προέρ
χονται εἰςτοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὰ τρέφοντα αὐτοὺς σιτία. Εἶναι
δὲ καὶ χωρὶς τούτου οἱ Αἰγύπτιοι ὑγιέςατοι ἀπ' ὅλους τοὺς
ἀνθρώπους μετὰ τοὺς Λίβυας, ἐξ αἰτίας, καθὼς στοχάζομαι ,
τῶν ὡρῶν τοῦ ἔτους, αἱ ὁποῖαι δὲν ἀλλάσουσι. Διότι αἱ ἀσθέ
νειαι προέρχονται ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖσον ἀπὸ τὰς μεταβολὰς καὶ
τῶν ἄλλων ὅλων πραγμάτων , καὶ περὶ πλέον τῶν ὡρῶν τοῦ
ΒΙΒΛ . Β΄. ΕΥΤΕΡΠΗ . 191

ἔτους . Ψωμοφαγοῦσι δὲ κάμνοντες ψωμίον ἀπὸ ὀλύρας , τὰς


ὁποίας ἐκεῖνοι κυλλήσεις ὀνομάζουσι. Μεταχειρίζονται πάν
τοτε κρασίον καμωμένον ἀπὸ κριθάριον · διότι εἰς τὸν τόπον .
των δὲν εἶναι ἄμπελοι. Τρώγουσι δὲ ὀψάρια ὠμὰ , ἄλλα μὲν
ξηράναντες εἰς τὸν ἥλιον , καὶ ἄλλα παστωμένα εἰς τὴν
ἅλμην.Απὸ τὰ πτηνὰ δὲ ταριχεύοντες τὰ ὀρτύγια, τὰς πά ·
πιας καὶ τὰ λοιπὰ μικρὰ πτηνὰ , τρώγουσιν αὐτὰ ὠμὰ , τὰ
δὲ ἄλλα , εἴτε πτηνὰ εἴτε ὀψάρια , ὅσα ἔχουσι , πλὴν τῶν
ὅσα νομίζονται ἱερὰ , τρώγουσιν ὅλα τὰ λοιπὰ ψητὰ καὶ
βραστά.
78. Εἰς δὲ τὰ συμπόσια τῶν πλουσίων , ἀφοῦ τελειώσῃ
τὸ φαγίον , ἔχων τις εἰς θήκην νεκρὸν ξύλινον ‫ܙ‬, πολλὰ κα
λὰ μιμημένον εἰς τὴν κατασκευὴν καὶ τὸ ζωγράφισμα , και
τὰ δὲ τὸ μέγεθος πηχιαῖον ἢ τὸ πολὺ δίπηχον , τὸν περιφέρει
καὶ δεικνύων αὐτὸν εἰς ἕκαςον συμπότην λέγει. « Εἰς τοῦτον

βλέπων πῖνε καὶ τέρπου , διότι θ᾿ ἀποθάνῃς καὶ θά γένῃς


τοιοῦτος » Αὐτὰ μὲν κάμνουσιν εἰς τὰ συμπόσια .
1
79. Νόμους δὲ μεταχειριζόμενοι πατροπαραδότους δὲν
δέχονται ἄλλον κανένα . ἔχουσι δὲ καὶ ἄλλα ἔθιμα ἀξιόλογα
καὶ πρὸς τούτοις ἓν τραγῴδιον , τὸ ὁποῖον τραγῳδεῖται καὶ
εἰς τὴν Φοινίκην καὶ εἰς τὴν Κύπρον καὶ εἰς ἄλλα μέρη · κατὰ
δὲ τὰ διάφορα ἔθνη λαμβάνει καὶ ὄνομα διαφορετικόν · συμ
πίπτει δὲ νὰ ἦναι τὸ ἴδιον μ᾿ ἐκεῖνο , τὸ ὁποῖον οἱ Ἕλληνες
τραγῳδοῦσι ὀνομάζοντές το Δῖνον, ὥςε κοντὰ εἰςἄλλαπολλὰ
πράγματα τῶν Αἰγυπτίων , ἐθαύμαζον ἔτι καὶ διὰ τὸν Λῖνον ,πό
θεν τὸν ἔλαβαν · φαίνονται δὲ ὅτι ἐκ παλαιῶν χρόνων τὸν ἔψαλ
λον . ὀνομάζεται δὲ Αἰγυπτιακὰ ὁ Λῖνος Μανέρως. Μ᾿ἔλεγον
δὲ οἱ Αἰγύπτιοι ὅτι ἐςάθη μονογενὴς υἱὸς τοῦ πρώτου βασιλέ
ως τῆς Αἰγύπτου , καὶ ὅτι ἀποθανὼν ἄνωρα ἐτιμήθη ἀπὸ τοὺς
192 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

Αἰγυπτίους μὲ τούτους τοὺς θρήνους , καὶ ὅτι αὐτὸ τὸ τραγώ ·


διον πρῶτον καὶ μόνον ἔγινεν εἰς τὴν Αἴγυπτον .
80. Συμφωνοῦσι δὲ οἱ Αἰγύπτιοι καὶ κατά τι ἄλλο μὲ
μόνους ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας τοὺς Λακεδαιμονίους . Οι νεώτεροι
ἐξ αὐτῶν , ὅταν ἀνταμώνωνται μὲ τοὺς πρεσβυτέρους , τοὺς
κάμνουσι δρόμον καὶ παραχωροῦσι, καὶ, ὅταν ἔρχεται πρεσ
Εύτερός τις, σηκόνεται ὁ νεώτερος ἀπὸ τὸν τόπον του . Κατὰ
τὸ ἀκόλουθον ὅμως δὲν συμφωνοῦσι μὲ κανὲν Ἑλληνικὸν
γένος . Αντὶ νὰ χαιρετῶσιν ἀλλήλους καθ᾽ ὁδὸν , προσκυνοῦσι
καταβιβάζοντες τὴν χεῖρα ἕως τὸ γόνατον.
*
81. ᾿Ενδύονται δὲ χιτῶνας λινοὺς μὲ κλώσια εἰς τὸν πο

δόγυρον · ἀπεπάνω δὲ φοροῦσινἐνδύματα μάλλινα ἄσπρα , ῥίμ·


μένα εἰς τοὺς ὤμους των (*), τὰ ὁποῖα ὀνομάζουσι καλασίρεις .
Μάλλινον ὅμως πρᾶγμα δὲν ἐμβαίνει εἰς τὰ ἱερὰ , οὔτε συν
θάπτεται μὲ τοὺς ἀποθνήσκοντας · δὲν εἶναι ὅσιον . Τοῦτο δὲ
συμφωνεῖ μὲ τὰ ὀρφικὰ λεγόμενα καὶ Βακχικὰ δόγματα ,
τὰ ὁποῖα εἶναι Αἰγυπτιακὰ καὶ Πυθαγορικά · καθότι οὔτε
ἀπ ' αὐτὰ τὰ ὄργια ὅποιος μετέχει, δὲν εἶναι ὅσιον νὰ θαφθῇ
μὲ μάλλινα φορέματα. Η δὲ λεγομένη περὶ τούτου αἰτία
εἶναι ἱερά .

82. ἔτι δὲ οἱ Αἰγύπτιοι ἀνεκάλυψαν καὶ τὰ ἀκόλουθα :


Τίνος θεοῦ εἶναι ἕκαστος μὴν, καὶ ἑκάστη ἡμέρα· καὶ κατὰ
τὴν ἡμέραν, εἰς τὴν ὁποίαν καθεὶς γεννηθῇ , τί θά τον ἀκόλου

θήσῃ , πῶς θὰ τελειώσῃ τὴν ζωὴν, καὶ ὁποῖός τις θὰ γένῃ .

:. (* ) ὁ τρόπος οὗτος τοῦ ἔχειν τὸ φόρεμα ῥιμμένον εἰ; τοὺς ὤμους λέγεται
κατὰ τοὺς παλαιοὺς ᾿Επαναβληδὸν, περὶ τοῦ ὁποίου ὁ Γαζῇς σημειόνει ότι σή
μερον λέγεται Αναπεταρίκι, ἐκ τοῦ ἀναπετάω . Δὲν μετεχειρίσθην τὴν λέ
ξιν, διότι δέν μ ' ἐφάνη ἀρκετὰ κοινὴ , εἰς ἐμὲ τοὐλάχιστον δὲν εἶναι γνωστή .
ΒΙΒΛ . Β΄. ΕΥΤΕΡΠΗ . 193

Μετεχειρίσθησαν δὲ αὐτὰ καὶ ὅσοι ἐκ τῶν ῾Ελλήνων ἐδόθησαν


εἰς τὴν ποίησιν . Πρὸς τούτοις οἱ Αἰγύπτιοι ηὗραν περισσό
τερα τέρατα τί σημαίνουσι , παρὰ οἱ ἄλλοι ὅλοι ἄνθρωποι
καθότι ὅταν γένῃ τέρας , γράψαντές το παρατηροῦν νὰ
ἴδωσι τί θ᾽ ἀκολουθήσῃ , καὶ ἐάν ποτε ὕστερον γένῃ ἄλλο
παρόμοιον μ᾿ αὐτὸ , πιστεύουσιν ὅτι θὰ ἔχῃ τὸ ἴδιον ἀπο
βησόμενον .
*
83. Τὰ δὲ περὶ μαντικῆς εἶναι τοιαῦτα· εἰς κανένα ἀπὸ
τοὺς ἀνθρώπους δὲν ἀποδίδεται αὐτὴ ἡ τέχνη , ἀλλ᾽ εἰς με
ρικοὺς ἀπὸ τοὺς θεούς · ὅθεν εἶναι ἐκεῖ μαντεῖον τοῦ Ἡρακλέους
Το 19
καὶ τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Ἀθηνᾶς καὶ τῆς Αρτέμιδος
καὶ τοῦ ῎ρεως καὶ τοῦ Διὸς, καὶ τὸ τιμώμενον περισσότατα

ἀπ᾿ ὅλα τὰ μαντεῖα , τῆς Λητοῦς εἰς τὴν Βουτὼ πόλιν . ὁ


τρόπος ὅμως τοῦ μαντεύεσθαι δὲν εἶναι εἰς ὅλους ὅμοιος,
ἀλλ᾽ εἶναι διάφοροι τρόποι.
84. Ἡ δὲ ἰατρικὴ εἶναι διηρημένη κατὰ τὸν ἀκόλουθον
τρόπον. ἕκαστος ἰατρὸς εἶναι διὰ μίαν νόσον , καὶ ὄχι περισ
σοτέρας· τὰ πάντα δὲ εἶναι γεμάτα ἀπὸ ἰατρούς· καὶ ἄλλοι μὲν
εἶναι ἰατροὶ ὀφθαλμῶν , ἄλλοι κεφαλῆς , ἄλλοι ὀδόντων , ἄλλοι
τῶν παθῶν τῆς κοιλίας , καὶ ἄλλοι τῶν ἀφανῶν ἀσθενειῶν.
85. Οἱ θρῆνοι δὲ καὶ ἐνταφιασμοὶ αὐτῶν γίνονται ὡς ἀκο
λούθως . Εἰς ὁποίαν οἰκογένειαν ἀποθάνῃ ἄνθρωπος , όπως ·
οὖν σημαντικὸς , αἱ γυναῖκες ὅλαι αὐτῆς τῆς οἰκογενείας
ἀλείφουσι τὴν κεφαλήν των ἢ καὶ τὸ πρόσωπον μὲ λάσπην ·
ἔπειτα ἀφήσασαι τὸν νεκρὸν εἰς τὴν οἰκίαν, αὐταὶ περιφερό
μεναι εἰς τὴν πόλιν κτυπῶνται, ἔχουσαι τὰ φορέματά των
κατεβασμένα ἕως τὴν ζώνην , καὶ τὰ βυζία ἀνοικτά · ὁμοῦ
μ᾿ αὐτὰς δὲ καὶ ὅλαι αἱ συγγενεῖς των. Απὸ τὸ ἄλλο μέ

ρος δὲ κτυπῶνται οἱ ἄνδρες , ἔχοντες καὶ αὐτοὶ τὸ φό


(ΤΟΜ. Α .) 13

1
194 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ.

ρεμα ὁμοίως τυλιγμένον εἰς τὴν μέσην των. Ἀφοῦ δὲ κά


μωσιν αὐτὰ τοιουτοτρόπως φέρουσι τὸν ἀποθαμένον εἰς τὴν
ταρίχευσιν.
86. Εἶναι δὲ διωρισμένοι ἄνθρωποι ἐπίτηδες καὶ ἔχουσι
ταύτην τὴν τέχνην . Αὐτοὶ , ὅταν τοὺς φέρωσι νεκρὸν , δει
κνύουσιν εἰς τοὺς φέροντας αὐτὸν παραδείγματα ξύλινα νε
κρῶν , μιμημένα διὰ τῆς ζωγραφίας . Καὶ τὸ μὲν πρῶτον ,
τὸ ὁποῖον ἔχουσι διὰ τὸ πλέον καλήτερον , εἶναι ἐκείνου ,
τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα δέν με συγχωρεῖται ν᾿ ἀναφέρω εἰς
παρόμοιον πρᾶγμα · τὸ δὲ δεύτερον , τὸ ὁποῖον δεικνύουσιν ,
εἶναι κατώτερον καὶ εὐθηνότερον , τὸ δὲ τρίτον εὐθηνότατον .
Ἀφοῦ δέ τους ἐξηγήσωσιν αὐτὰ , τοὺς ἐρωτῶσι κατὰ ποῖον
παράδειγμα θέλουσι νὰ σκευασθῇ ὁ νεκρὸς , καὶ ἐκεῖνοι μὲν ,
ἀφοῦ εἴπωσι, συμφωνοῦσι διὰ τὸνμισθὸν, καὶ ἀναχωροῦσιν .
Οἱδὲ ταριχευταὶ , μένοντες μέσα εἰς δωμάτιον , τοιουτοτρό
πως ταριχεύουσι τὰ πλέον καλήτερα . Πρῶτον μὲν μὲ στρατὸν
σίδηρον ἐκβάλλουσιν ἀπὸ τὰ ῥωθούνια τὸν ἐγκέφαλον · καὶ
μέρος μὲν αὐτοῦ · τοιουτοτρόπως ἐκβάλλουσι , μέρος δὲ
χύνοντες μέσα ἰατρικά τινα . Μετὰ ταῦτα δὲ σχίσαντες εἰς τὰ
πλάγια τὴν λαπάραν μὲ ὀξὺν λίθον αἰθιοπικὸν, ἐκβάλλουσιν
ὅλην τὴν κοιλίαν . Ἀφοῦ δὲ παστρεύσωσιν αὐτὴν , τὴν πλύ
νουσι πρῶτον μὲ οἶνον ἀπὸ φοίνικας , ἔπειτά την τρίβουσι μὲ
ἀρωματικὰ κοπανισμένα · μετὰ ταῦτα δὲ γεμίσαντες τὴν νηδύν
μὲ σμύρναν καθαρὰν τριμμένην , καὶ κατίαν καὶ ἄλλα θυμιά
ματα ἔξω λιβανίου, τὴν βάλλουσιν ὀπίσω εἰς τὸν τόπον τῆς

και την ῥάπτουσιν. Ἀφοῦ δὲ κάμωσιν αὐτὰ ταριχεύουσι τὸν


νεκρὸν μὲ νίτρον , φυλάττοντές τον ἡμέρας ἑβδομήκοντα · περισ
σοτέρας ἀπὸ τόσας δὲν ἠμποροῦσι να τον βαςάσωσιν διὰ τὴν
ταρίχευσιν . ὅταν δὲ περάσωσιν αἱ ἑβδομήκοντα ἡμέραι , λού
ΒΙΒΛ. Β΄ . ΕΥΤΕΡΠΗ. 195

σαντες τὸν νεκρὸν κόπτουσι λωρία σινδώνης βυσσίνης καὶ τυ


λίσσουσι καλὰ ὅλον τὸ σῶμα αὐτοῦ , χρίοντές τον ὑποκάτωμὲ
τὸ κόμμι , τὸ ὁποῖον οἱ Αἰγύπτιοι πολλάκις μεταχειρίζονται
ἀντὶ κόλλας · ἔπειτα πέρνοντές τον οἱ συγγενεῖς τουκατασκευά
ζουσι θήκην ξυλίνην ἀνθρωπόσχημον , καὶ κατασκευάσαντες αὐτ
τὴν βάλλουσι μέσα τὸν νεκρὸν, καὶ οὕτω κλείσαντές την καλὰ ,
τὸν θησαυρίζουν εἰς οἴκημα , τὸ ὁποῖον ἔχουσιν ἐπίτηδες διὰ
νεκροὺς , στήνοντές τον ὀρθὸν εἰς τὸν τοῖχον . Αὐτὸς λοιπὸν

εἶναι ὁ πολυτελέστατος τρόπος , κατὰ τὸν ὁποῖον σκευάζουσι


τοὺς νεκρούς .

87. Δὶ ἐκείνους δὲ, ὅσοι ἀποφεύγοντες τὴν πολυτέλειαν


θέλουσι τὸν μέσον τρόπον , ' σκευάζουσι τοὺς νεκροὺς οὕτως ·
Αφοῦ γεμίσωσι τὰ κλυστήρια μὲ λάδιον, τὸ γινόμενον ἀπὸ
κέδρον , γεμίζουσιν ἔσωθεν τὴν κοιλίαν τοῦ νεκροῦ , χωρὶς νὰ
τὸν ἀνατάμωσιν οὔτε νὰ ἐκβάλωσι τὴν νηδὸν , ἀλλ᾽ ἐμβάλ
λοντές το ὄπισθεν · καὶ ἀφοῦ τον ζουπώσωσι διὰ νὰ μὴ ςρέψῃ
τὸ κλυτήριον ὀπίσω , τὸν ταριχεύονσιν ἕως τὰς διωρισμένας
ἡμέρας· τὴν δὲ τελευταίαν ἡμέραν ἐκβάλλουσιν ἀπὸ τὴν
· κοιλίαν τὸ κεδρόλαδον, τὸ ὁποῖον εἶχον βάλει πρότερον . Αὐτ

τὸ δὲ ἔχει τόσην δύναμιν , ὥστε ἐκβάλλει ὁμοῦ καὶ τὴν νῆ


δὺν καὶ τὰ σπλάγχνα διαλελυμένα · τὰς δὲ σάρκας διαλύει
τὸ νίτρον · ὥστε μένει τοῦ νεκροῦ μόνον τὸ δέρμα καὶ τὰ
κόκκαλα . Αφοῦ δὲ κάμωσιν αὐτὰ ; δίδουσιν ὀπίσω τὸν ve
κρὸν , χωρὶς ἄλλο τι περισσότερον .

88. ὁ δὲ τρίτος τρόπος τῆς ταριχεύσεως εἶναι ὁ ἀκόλου .


θος, κατὰ τὸν ὁποῖον σκευάζουσι τοὺς πτωχοτέρους . Ἀφοῦ

πλύνωσιν ἔσωθεν τὴν κοιλίαν μὲ συρμαίαν , τὸν ταριχεύουσιν

ἕως τὰς ἑβδομήκοντα ἡμέρας , καὶ ἔπειτά τον δίδουσιν ὀπί


σω εἰς τοὺς συγγενεῖς του νά τον πήρωσι .
13*
196 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

89. Τὰς δὲ γυναῖκας τῶν σημαντικῶν ἀνθρώπων , ὅταν


ἀποθάνωσι, δὲν δίδουν ἀμέσως νά τας ταριχεύσωσιν , οὔτ᾽
ἐκείνας , ὅσαι εἶναι πολλὰ εὔμορφοι καὶ περίφημοι , ἀλλ᾽
ἀφοῦ περάσωσι τρεῖς ἢ τέσσαρες ἡμέραι , τότε τὰς παρα
δίδουσιν εἰς τοὺς ταριχευτάς . Κάμνουσι δὲ αὐτὸ τοιουτο

τρόπως, διὰ νὰ μὴ συνευρίσκωνται οἱ ταριχευταὶ μὲ τὰς γυ


ναῖκας ταύτας· διότι λέγουσιν ὅτι ἐπιάσθη τις συνευρισκό
μενος μὲ πτῶμα γυναικὸς νεωστὶ ἀποθανούσης , καὶ ὅτι τὸν

ἐμαρτήρησεν ὁ ὁμότεχνός του.


go . ὅποιος δὲ ἢ ἀπὸ τοὺς Αἰγυπτίους αὐτοὺς ἢ ξένος
ἐπίσης , εὑρεθῇ ἢ φονευμένος ἀπὸ κροκόδειλον ἢ πνιγμένος
ἀπὸ τὸν ποταμὸν , εἰς ὁποίαν πόλιν ἐκβῇ , πᾶσα ἀνάγκη
εἶναι οἱ κάτοικοι αὐτῆς ταριχεύσαντες νὰ περιποιηθῶσιν
αὐτὸν πολλὰ καλὰ καὶ νά τον θάψωσιν εἰς ἱερὰς θήκας . Καὶ
δὲν εἶναι συγχωρημένον νά τον ἐγγίσῃ ἄλλος κανεὶς, οὔτε
συγγενὴς οὔτε φίλος , ἀλλ᾽ αὐτοὶ οἱ ἱερεῖς τοῦ Νείλου πιά
νουσι μὲ τὰς ἰδίας χεῖράς των καί τον θάπτουσιν , ὡς πτῶμα
πλέον τι παρὰ ἀνθρώπινον .
91. Αποφεύγουσι δὲ τὴν χρῆσιν τῶν Ἑλληνικῶν ἐθίμων,
καὶ ἐν συντόμω κανενὸς ἄλλου ἔθνους ἔθιμα κατ' οὐδένα τρό
πον δὲν μεταχειρίζονται. Καὶ οἱ μὲν ἄλλοι Αἰγύπτιοιφυλάτ
1 τουσιν αὐτὸ ἀπαραβάτως . Εἶναι δὲ μεγάλη τις πόλις τοῦ Θη
βαϊκοῦ νομοῦ , (*) Χέμις ὀνομαζομένη , πλησίον τῆς πόλεως
Νέας · εἰς αὐτὴν τὴν πόλιν εἶναι ἱερὸν τετράγωνον τοῦ Περ
σέως , υἱοῦ τῆς Δανάης , καὶ πέριξ αὐτοῦ εἶναι φυτρωμένοι φοί
νοικες. Τὰ προπύλαια τοῦ ἱεροῦ εἶναι λίθινα , πολλὰ μεγάλα .

(* ) ὁ Διόδωρος καὶ ὁ Στράβων τὴν ὀνομάζουσι Πανόπολιν. Σήμερον δὲ λέε


γεται Ακμὶμ * Αχμίμο
ΒΙΒΛ . Β΄. ΕΥΤΕΡΠΗ. 1971

Επάνω δὲ αὐτῶν εἶναι σημένοι δύο ἀνδριάντες λίθινοι μεγάλοι .


Εἰς τὸν περίβολον τοῦτον εἶναι ναὸς , καὶ μέσα εἰς τὸν ναὸν
ςέκεται ἄγαλμα τοῦ Περσέως . Αὐτοὶ δὲοἱ Χεμμῖται λέγουσιν
ὅτι ὁ Περσεὺς φαίνεται εἰς αὐτοὺς πολλάκις μὲν κατὰ διάφορα
μέρη τοῦ τόπου των , καὶ πολλάκις ἔσω τοῦ ναοῦ, καὶ ὅτι εὑρί
σκουσι καὶ σανδάλιον αὐτοῦ φορεμένον , ὂν δύο πηχῶν τὸ
μέγεθος , τὸ ὁποῖον ὅταν φανῇ , γίνεται εὐθηνία εἰς ὅλην τὴν
Αἴγυπτον . Ταῦτα μὲν λέγουσι. Κάμνουσι δὲ εἰς τὸν Περσέα
Ελληνικὰ πράγματα τὰ ἀκόλουθα· Συγκροτοῦσι γυμνικὸν
ἀγῶνα, ὑπερβαίνοντα πάντα ἄλλον ἀγῶνα, καὶ δίδουν ἆθλα
ζῶα καὶ χλαίνας καὶ δέρματα. Επειδὴ δὲ ἠρώτησα ἐγὼ ,
διὰ τί εἰς τούτους μόνον συνηθίζει ὁ Περσεὺς νὰ ἐπιφαίνηται ,
καὶ διὰ τί αὐτοὶ διαφέρουσιν ἀπὸ τοὺς ἄλλους Αἰγυπτίους
κάμνοντες γυμνικὸν ἀγῶνα , μ' ἀπεκρίθησαν , ὅτι ὁ Περσεὺς
κατάγεται ἀπὸ τὴν πόλιν των, λέγοντες ὅτι ὁ Δαναὸς καὶ ὁ
Λυγγεὺς , ὄντες Χεμμῖται , ἐξέπλευσαν εἰς τὴν Ἑλλάδα. Α

πὸ τούτους δὲ γενεαλογοῦντες κατέβαινον εἰς τὸν Περσέα.


ὅτε δὲ ὁ Περσεὺς ἐπέρασεν εἰς τὴν Αἴγυπτον δ' αἰτίαν, τὴν
ὁποίαν λέγουσι καὶ οἱ Ἕλληνες , διὰ νὰ φέρῃ τὴν κεφαλὴν
τῆς Γοργοῦς ἀπὸ τὴν Λιβύαν , ὑπῆγεν , ἔλεγον, καὶ εἰς αὐτοὺς ,
καὶ ἐγνώρισε τοὺς συγγενεῖς του ὅλους · ὑπῆγε δὲ ἐρωτήσας

καὶ μαθὼν διὰ τὴν Χέμμιν , καθότι τὸ ὄνομα αὐτῆς εἶχεν ἀκού
σει ἀπὸ τὴν μητέρα του · ἔλεγον λοιπὸν ὅτι κάμνουσι γυμνι
κὸν ἀγῶνα κατὰ παραγγελίαν αὐτοῦ.
92. Αὐτὰ μὲν ὅλα τὰ νόμιμα ἔχουσιν οἱ κατοικοῦντες
παράνω τῶν ἑλῶν Αἰγύπτιοι· οἱ δὲ κατοικημένοι εἰς τὰ ἕλη
νόμους μὲν μεταχειρίζονται καθ ' ὅλα τοὺς αὐτοὺς , τοὺς ὁποί
ους καὶ οἱ ἄλλοι Αἰγύπτιοι , καὶ ἔτι γυναῖκα μίαν μόνον λαμ
βάνει ὁ καθείς , καθὼς οἱ Ἕλληνες . Πρὸς δὲ τὴν οἰκονομίαν

1
1

7.

198 ΗΡΟΔΟΤ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

τῆς τροφῆς των ἐφεῦραν καὶ τὰ ἀκόλουθα . ὅταν ὁ ποταμὸς


γεμίσῃ καὶ πελαγίσῃ τὰς πεδιάδας, φυτρόνουσιν εἰς τὸ νε
ρὸν κρίνα πολλὰ , τὰ ὁποῖα οἱ Αἰγύπτιοι ὀνομάζουσι λωτόν .
Αὐτὰ ἀφοῦ μαζεύσωσι , τὰ ξηραίνουσιν εἰς τὸν ἥλιον · καὶ
1
ἔπειτα κοπανίσαντες τὴν καρδίαν τοῦ λωτοῦ , ἡ ὁποία παρο
μοιάζει τὴν μήκωνα , κάμνουσιν ἀπ᾿ αὐτὴν ψωμία , ψημένα
εἰς τὴν φωτίαν. Τρώγεται δὲ καὶ ἡ ῥίζα τοῦ λωτοῦ τούτου
καὶ γλυκίζει ὀλίγον , οὖσα ἀρκετὰ στρογγυλὴ , καὶ μεγάλη ὡς
μῆλον . Εἶναι δὲ καὶ ἄλλα κρίνα ὅμοια μὲ ῥόδα, τὰ ὁποῖα καὶ
αὐτὰ γίνονται εἰς τὸν ποταμόν . Τούτων ὁ καρπὸς δὲν γίνε
ται εἰς τὸ ἴδιον βλάστημα μὲ τὰ φύλλα , ἀλλ᾽ εἰς ἄλλο , τὸ
ὁποῖον φυτρόνει ἀπὸ τὴν ῥίζαν πλησίον τοῦ πρώτου . Εἶναι
δὲ ὁ καρπὸς κατὰ τὸ σχῆμα ὁμοιότατος μὲ κηρίθραν σφη

κῶν , καὶ ἔχει μέσα πολλὰ τρωγάλια μεγάλα, ὅσον ὁ πυρὴν


τῆς ἐλαίας · τρώγονται δέ αὐτὰ καὶ νωπὰ καὶ ξηρά . Τὴν δὲ
βύβλον τὴν χρονικὴν , ἀφοῦ την ξεριζώσωσιν ἀπὸ τὰ ἕλη

τὰ μὲν ἄνω αὐτῆς κόπτουσι δι᾿ ἄλλην χρῆσιν, τὸ δὲ

κάτω μέρος , τὸ ὁποῖον μένει ἕως μίαν πήχην, τρώγουσι καί


το πωλοῦσι . Καὶ ὅσοι θέλουσι νὰ φάγουν τὴν βύβλον καλή
τερα, ἀνάπτουσι κλίβανον καί την ψήνουσιν ὀλίγον . Μερικοὶ
δὲἀπ᾿ αὐτοὺς, ζῶσιν ἀπὸ μόνον ὀψάρια , τὰ ὁποῖα ἀφοῦ
πιάσαντες ξεκοιλίσωσι , ξηραίνουσιν εἰς τὸν ἥλιον καὶ τρώς
γουσι ξηρά .
93. Τὰ δὲ ἀγελαῖα ὀψάρια, εἰς μὲν τοὺς ποταμοὺς δὲν
γίνονται τόσον, τρεφόμενα δὲ εἰς τὰς λίμνας κάμνουσι
τοιαῦτα. ὅταν τὰ ἔλθῃ ἐπιθυμία νὰ ἐγγαςρωθῶσιν , ἐκπλέουσιν
ἀγεληδὸν εἰς τὴν θάλασσαν · ὑπάγουσι δὲ ἐμπρὸς τὰ ἀρσε
νικὰ ῥίπτοντα σπόρον , τὰ δὲ θηλυκὰ ἀκολουθοῦντα χάπτουσιν
αὐτὸν, καὶ ἀπὸ τοῦτον ἐγγαστρόνονται. Ἀφοῦ λοιπὸν γένωσι
ΒΙΒΛ. Β΄ . ΕΥΤΕΡΠΗ . 199

πλήρη εἰς τὴν θάλασσαν , ἀναπλέουσιν ὀπίσω εἰς τοὺς συνει


θισμένους των τόπους · ὑπάγουσιν δὲ τότε ἐμπρὸς, ὄχι πλέον
τὰ ἀρσενικὰ , ἀλλ᾽ ἔχουσι τὴν προπόρευσιν τὰ θηλυκά . Προ
πορευόμενα δὲ ἀγεληδὸν κάμνουσι , καθὼς πρότερον τὰ ἀρ
σενικὰ , ῥίπτουσι τὰ αὐγὰ κατ' ὀλίγα κεχρία , καὶ τὰ ἀρ
σινικὰ , ἀκολουθοῦντα καταπίνουσιν αὐτά · εἶναι δὲ τὰ κεχ

ρία αὐτὰ ὀψάρια. Απὸ δὲ τὰ περισοζόμενα , καὶ μὴ καταπι
νόμενα , γίνονται τὰ τρεφόμετα ὀψάρια. ὅσα δὲ ἀπ᾿ αὐτὰ

τὰ ὀψάρια πιάσωσιν , ὅταν ἐκπλέωσιν εἰς τὴν θάλασσαν, φαί


νονται ὅτι ἔχουσι τριμμένον τὸ ἀριστερὸν μέρος τῆς κεφαλῆς ·
ὅσα δὲ , ὅταν ἀναπλέωσιν ὀπίσω , ὅτι ἔχουσι τριμμένον τὸ
δεξιὸν μέρος . Πάσχουσι δὲ τοῦτο διὰ τὴν ἀκόλουθον αἰτίαν ·
ὅταν καταπλέωσιν εἰς τὴν θάλασσαν , ἀκολουθοῦσι τὴν ἀρι
σερὰν ὄχθην τοῦ ποταμοῦ, καὶ πάλιν, ὅταν ἀναπλέωσιν ὀπίσω,
τὴν ἰδίαν κρατοῦσι , τόσον κοντὰ , ὥς τε ἐγγίζουσι καὶ προσ
τρίβονται εἰς τὴν ξηρὰν, διὰ νὰ μὴ χάσωσι τὸν δρόμον ἐξ αἰτίας
τοῦ ῥεύματος . ὅταν δὲ ὁ Νεῖλος ἀρχίζῃ νὰ πληθύνη , πρῶτον
ἀρχίζουν νὰ γεμίζωσι τὰκοῖλα μέρη τῆς γῆς καὶ οἱ βάλτοι ,
ὅσοι εἶναι 1πλησίον τοῦ ποταμοῦ , διότι στραγγίζει τὸ νερὸν ἀπὸ
τὸν ποταμόν . Αμέσως δὲ ὅταν γεμίσωσιν αὐτὰ , πλῆθος
μικρῶν ὀψαρίων γεννᾶται ἐκεῖ. Πόθεν δὲ εἶναι ἑπόμενον
νὰ γεννῶνται αὐτὰ , ἐγὼ στοχάζομαι ὅτι νοῶ πολλὰ καλὰ
τοῦτο . Τὸν προλαβόντα χρόνον , ὅταν τραβᾶται ὁ Νεῖλος, τὰ
ὀψάρια γεννῶσι τὰ αὐγά των εἰς τὴν λάσπην καὶ ἀναχωροῦ
σι μὲ τὸ τελευταῖον νερόν · ὅταν δὲ περιέλθῃ ὁ καιρὸς, καὶ
ἐπιστρέψῃ πάλιν τὸ νερὸν , ἀπ' αὐτὰ τὰ αὐγὰ ἀμέσως γεν
νῶνται ὀψάρια . Καὶ διὰ μὲν τὰ ὀψάρια οὕτως ἔχει.

94. Λάδιον δὲ οἱ Αἰγύπτιοι, οἱ κατοικοῦντες περὶ τὰ ἔλη ,


μεταχειρίζονται τὸ γινόμενον ἀπὸ τὸν καρπὸν τῶν σιλλικα
200 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

πρίων, τὸν ὁποῖον ὀνομάζουσιν Αἰγυπτιακὰ κίκι . Κάμνουσι δὲ


αὐτὸ τοιουτοτρόπως· Σπείρουσιν εἰς τὰ χείλη τῶν ποταμῶν
καὶ τῶν λιμνῶν τὰ σιλλικύπρια αὐτὰ, τὰ ὁποῖα εἰς τὴν ῾Ελ
λάδα φυτρόνουσιν αὐτόματα ἄγρια. Αὐτὰ σπειρόμενα εἰς τὴν
Αἴγυπτον κάμνουσι καρπὸν πολὺν , πλὴν δυσώδη . Αὐτὸν ἀφοῦ
μαζεύσωσιν, ἄλλοι μέν τον κοπανίζουσι και τον στίπτουσιν ,
ἄλλοι δέ τον ἀποβράζουσι φρυγανίζοντές τον, καὶ μαζεύουσι
τὸ ῥευστὸν , τὸ ὁποῖον τρέχει ἀπ᾿ αὐτόν · εἶναι δὲ παχὺ , καὶ
διὰ τὸν λύχνον καλὸν, ὄχι ὀλιγώτερον ἀπὸ τὸ ἐλαιόλαδον ,
ὀσμὴν ὅμως ἐκβάλλει βαρεῖαν .
95. Διὰ δὲ τοὺς κώνωπας , οἱ ὁποῖοι εἶναι ἄφθονοι, ἔχου

σιν ἐφευρημένα τὰ ἀκόλουθα , Τοὺςμὲν κατοικοῦντας παρά


νω τῶν ἑλῶν ὠφελοῦσιν οἱ πύργοι , εἰς τοὺς ὁποίους ἀναξαι
νοντες κοιμῶνται· διότι οἱ κώνωπες ἀπὸ τοὺς ἀνέμους δὲν
ἠμποροῦσι νὰ πετάσωσιν ὑψηλά · οἱ δὲ κατοικοῦντες περὶ
τὰ ἕλη , ἀντὶ τῶν πύργων ἐμηχανεύθησαν ἄλλα. Πᾶς

ἄνθρωπος ἔχει ἀμφίβληστρον , καὶ μ᾿ αὐτὸ τὴν ἡμέραν πιά


νει ὀψάρια , τὴν δὲ νύκτα τὸ μεταχειρίζεται εἰς τὴν κλίνην
εἰς τὴν ὁποίαν ἀναπαύεται· βάλλει τὸ ἀμφίβληστρον τοῦτο
περὶ τὴν κλίνην του , καὶ ἔπειτα ἐμβὰς ὑποκάτω τούτου και -
μᾶται. Οἱ δὲ κώνωπές , ἐάν τις κοιμᾶται τυλιγμένος εἰς ἱμά
τιον ἢ σινδόνην, διὰ μέσου τούτων τὸν δαγκάνουσι, διὰ μέ
σου τοῦ δικτύου ὅμως οὔτε δοκιμάζουσι ποτέ .

96. Τὰ δὲ πλοῖα των, μὲ τὰ ὁποῖα φορτηγοῦσιν , εἶναι και


μωμένα ἀπὸ τὴν (*) ἄκανθαν , τῆς ὁποίας τὸ μὲν σχῆμα εἶναι
ὁμοιότατον μὲ τὸν λωτὸν τῆς Κυρήνης , τὸ δὲ δάκρυον εἶναι

(*) Δένδρον ἀκανθῶδες, ἴσως εἶδος ἀκακίας. διὰ δὲ τὸν λωτὸν ἴδ . δ . 9a .


2.
σημ... 2.καὶ Βιβλ. Δ. §. 117. σημ . ά.
2

ΒΙΒΛ. Β΄. ΕΥΤΕΡΠΗ. 201

κόμμι . Απ ' αὐτὴν λοιπὸν τὴν ἄκανθαν κόψαντες ξύλα ἕως

δύο πήχας , τὰ στοιβάζουσιν ὡς πλίνθους, καὶ ναυπηγοῦσι κατὰ


τὸν ἀκόλουθον τρόπον . Προσαρμόζουσι τὰ δίπηγα αὐτὰ ξύλα
συνάπτοντές τα ὁλόγυρα μὲ γόμφους χονδροὺς καὶ μα
κρούς · ἀφοῦ δὲ τοιουτοτρόπως κάμωσι τὴν σκάφην, βάλλουσι

ἀπεπάνω σέλματα · στραβόξυλα δὲ παντελῶς δὲν μεταχει


ρίζονται· πακτόνουσι δὲ ἔσωθεν τοὺς ἁρμοὺς μὲ πάπυρον .
Πηδάλιον ἔχουσιν ἓν καὶ τρυπῶντες τὴν πρόπιν τὸ περνῶσι ,
Κατάρτιον μεταχειρίζονται ἀκάνθινον , καὶ ἱστία βύβλινα .

Αὐτὰ τὰ πλοῖα εἰς τὰ ἄνω τοῦ ποταμοῦ δὲν ἠμποροῦσι νὰ


πλεύσωσιν, ἐὰν δὲν φυσᾷ ἄνεμος δυνατὸς, ἀλλά τα ἕλκουσιν

ἔξωθεν· μὲ τὸ ῥεῦμα δὲ καταβαίνουσι τοιουτοτρόπως. ἤχου


θύραν καμωμένην ἀπὸ μυρίκην , καὶ εἰς αὐτὴν ῥαμμένην
ψάθαν ἀπὸ καλάμια, ἔτι δὲ τρυπημένην πέτραν σχεδὸν σω
στὰ δύο ταλάντων τὸ βάρος . Καὶ τὴν μὲν θύραν δεμένην μὲ
σχοινίον ἀφίνουσι νὰ πηγαίνῃ ἔμπροσθεν τοῦ πλοίου , τὴν δὲ
πέτραν μὲ ἄλλο σχοινίον ὄπισθεν . Η θύρα λοιπὸν , ἐπειδὴ τίτ
πτει τὸ ῥεῦμα εἰς αὐτὴν , προχωρεῖ ὀγλίγωρα καὶ ἕλκει
τὴν βάριν , ( τοῦτο εἶναι τὸ ὄνομα τῶν ῥηθέντων πλοίων, )
ἡ δὲ πέτρα συρομένη ὄπισθεν , καὶ οὖσα εἰς τὸν πάτον
κατευθύνει τὸν πλοῦν. Ἔχουσι δὲ ἀπ' αὐτὰ τὰ πλοῖα
πολλὰ , καὶ μερικὰ σηκόνουσι πολλὰς χιλιάδας ταλάν
των .

97. ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ Νεῖλος καὶσκεπάσῃ τὴν χώραν, μόνον


τὰς πόλεις βλέπει τις νὰ ὑπερέχωσιν ἀπὸ τὸ νερὸν, σχεδὸν
ἀπαράλλακτα μὲ τὰς νήσους τοῦ Αἰγαίου πελάγους · διότι
τὰ ἄλλα μέρη τῆς Αἰγύπτου γίνονται πέλαγος , αἱδὲ πόλεις
202 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ.

μόναι ὑπερέχουσιν ( *) ἀπὸ τὸ νερόν . ὅταν δὲ γένῃ τοῦτο ,


πορθμεύονται ὄχι πλέον κατὰ τὸ ῥεῦμα τοῦ ποταμοῦ , ἀλλὰ
διὰ μέσου τῆς πεδιάδος · ὥστε διὰ νὰ ὑπάγῃ τις ἀπὸ τὴν
1
Ναύκρατιν ἄνω εἰς τὴν Μέμφιν , περνᾷ πλησίον τῶν πυρα
μίδων , ἐνῷ ὁ καθαυτὸ δρόμος δὲν εἶναι αὐτὸς , πολλὰπλη
σίον τῆς γωνίας τοῦ Δέλτα καὶ τῆς πόλεως Κερκασώρου . Απὸ
δὲ τὴν θάλασσαν καὶ τὸ Κάνωβον εἰς τὴν Ναύκρατιν πλέων

διὰ πεδιάδος θὰ ἔλθῃς πρὸς τὴν πόλιν ἄνθυλλαν, καὶ τὴν


τοῦ ᾿Αρχάνδου λεγομένην .
93. Απ᾿ αὐτὰς ἡ μὲν ἄνθυλλα, οὖσα πόλις σημαντικὴ ,
δίδεται κατ᾽ ἐξαίρεσιν εἰς τὴν γυναῖκα τοῦ κατὰ καιρὸν βα
σιλέως τῆς αἰγύπτου διὰ ὑποδήματά της . Τοῦτο δὲ γίνεται
ἀφ' ὅτου ἡ Αἴγυπτος ὑπετάχθη εἰς τοὺς Πέρσας . Ἡ δὲ ἄλλη
πόλις μὲ φαίνεται ὅτι ἔλαξε τὸ ὄνομα ἀπὸ τὸν γαμβρὸν τοῦ
Δαναοῦ , Ἄρχανδρον τοῦ Φθίου , υἱοῦ τοῦ Ἀχαιοῦ , διὸ καὶ λέ
γεται Αρχάνδρου πόλις . Ημπορεῖ μολοντοῦτο νὰ ἦναι καὶ
ἄλλος τις ἄρχανδρος . Τὸ ὄνομα ὅμως δὲν εἶναι Αἰγυπτιακόν.
99· ἕως ἐδὼ ὅσα εἶπα περὶ Αἰγύπτου , τὰ εἶδα μὲ τὰ
ὄμματά μου , τὰ ἔκρινα ὁ ἴδιος, καί τα ἐξέτασα · τὰ δὲ ἀκό

λουθα , τὰ ὁποῖα ἔρχομαι νὰ εἴπω , εἶναι λόγοι Αἰγυπτίων ,


καθώς τους ἤκουσα : ὀλίγα τινὰ εὑρίσκονται μεταξὺ αὐτῶν ,
τῶν ὁποίων εἶμαι αὐτόπτης. ἔλεγον οἱ ἱερεῖς ὅτι ὁ Μῆνας,
ὁ ὁποῖος πρῶτος ἐβασίλευσεν εἰς τὴν Αἴγυπτον , αὐτὸς ἓν μὲν
ἀπεγεφύρωσε τὴν Μέμφιν· διότι · ὁ ποταμὸς ἔτρεχε διόλου
πλησίον τοῦ ἀμμώδους ὄρους κατὰ τὸ μέρος τῆς Λιβύας · ὁ
δὲ Μῆνας μωλώσας τὸν ἀγκῶνα τοῦ Νείλου ἀπὸ τὸ μέρος τῆς

(*) Αἱ πόλεις ἦσαν ὑψηλότεραι ἀπὸ τὸ λοιπὸν ἔδαφος τῆς Αἰγύπτου . ἴδε εἰς
§ 137 πῶς ἔγιναν τοιαῦται. ἴδε ἔτι καὶ τὸν Σικελιώτην Διόδωρον Βιβλ. 1.5.52
ΒΙΒΛ. Β΄. ΕΥΤΕΡΠΗ. 203

μεσημβρίας ἄνωθεν τῆς Μέμφεως ἕως ἑκατὸν στάδια, ἀπε


ξήρανε τὸ παλαιὸν ῥεῦμα τοῦ ποταμοῦ, καί τον ἤνοιξεν ἄλ
λον δρόμον, ὥστε νὰ τρέχῃ διὰ μέσου τῶν βουνῶν . Αὐτὸν
δὲ τὸν ἀγκῶνα τοῦ Νείλου , ὁ ὁποῖος ἐκλείσθη καὶ τρέχειἄλ
λον δρόμον , ἀκόμι καὶ σήμερον φυλάττουσι πολὺ οἱ Πέρσαι,
καὶ τὸν φράττουσι κατ᾽ ἔτος . Διότι ἂν τύχῃ νὰ σπάσῃ
τὸ ἔμφραγμα καὶ νὰ ὑπερχειλίσῃ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ μέρος , εἶναι J
κίνδυνος εἰς ὅλην τὴν Μέμφιν νὰ καταποντισθῇ . Αφοῦ λογω
πὸν ὁ Μῆνας οὗτος , ὁ πρῶτος γενόμενος βασιλεὺς τῆς Αἰ

γύπτου, ἐχέρσωσε τὸ ἀποκλεισθὲν τοῦτο μέρος, μ᾿ ἔλεγόν


ὅτι ἔκτισεν ἐκεῖ τὴν πόλιν ταύτην , ἡ ὁποία σήμερον λέγε
ται Μέμφις· διότι καὶ ἡ Μέμφις εἶναι εἰς τὸ στενὸν τῆς Αἰ
γύπτου . ἔξωθεν δὲ αὐτῆς ἀρχίσας ἀπὸ τὸν ποταμὸν ἔσκαψε
καὶ ἐκύκλωσε τὴν πόλιν ἀπὸ τὸ βόρειον καὶ δυτικὸν μέρος
μὲ λίμνην · διότι ἀπὸ τὴν ἀνατολὴν , περιορίζει αὐτὴν ὁ Νεῖλος:
Καὶ ἓν μὲν ἔργον τούτου εἶναι τὸ ῥηθὲν , ἄλλο δὲ, τὸ ἱερὸν
τοῦ Ηφαίστου, τὸ ὁποῖον ἔκτισεν εἰς αὐτὴν τὴν πόλιν, καὶ
εἶναι μεγάλον καὶ ἀξιώτατον νά τ᾿ ἀναφέρῃ τις.

100. Μετὰ τοῦτον ἀπηρίθμουν οἱ ἱερεῖς ἀπὸ βιβλίον ἄλ


λων τριακοσίων τριάκοντα βασιλέων ὀνόματα . Εἰς τόσας

δὲ γενεὰς ἀνθρώπων δέκα ὀκτὼ μὲν βασιλεῖς ἦσαν αἰθίοπες,


μία δὲ γυναῖκα ἐντοπία , καὶ οἱ ἄλλοι ἄνδρες Αἰγύπτιοι . Η

δὲ γυναῖκα αὐτὴ , ἡ ὁποίαἐβασίλευσεν, ὠνομάζετο , καθὼς καὶ


ἡ Βαβυλωνία, (* ) Νίτωκρις . Αὐτῇ , ἔλεγον ὅτι ἐκδικοῦσα ἕνα
ἀδελφόν της , τὸν ὁποῖον ἐφόνευσαν οἱ Αἰγύπτιοι , ὄντα Βασι
λέα των, καὶ φονεύσαντες ἐκεῖνον ἔδωσαν τὴν βασιλείαν εἰς

(* ) Ιδ: Βιβλ . Α. §. 185 .


Y

204 ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΔΟΤΟΥ .

αὐτὴν , τοῦτον ἐκδικοῦσα διέφθειρε πολλοὺς Αἰγυπτίους μὲδο


λιότητα . Κατασκευάσασα οἴκημα μακρὸν, ὑπόγαιον , μὲ τὸν
λόγον μὲν ἤθελε νά το ἐγκαινιάσῃ , μὲ τὸν νοῦν ὅμως ἐμηχα
νᾶτο ἄλλα . Καλέσασα δὲ πολλοὺς Αἰγυπτίους , τοὺς ὁποίους

ἐγνώριζεν ὅτι ἔλαβανμεγάλον μέρος εἰς τὸν φόνον , τοὺς ἔκα


με τραπέζιον · ἐνῷ δὲ αὐτοὶ ἔτρωγον , ἀπὸ μεγάλον αὐλῶνα
κρυφὸν ἀφῆκε μέσα τὸ νερόν . Καὶ τόσα ἔλεγον δι' αὐτὴν ,
προσθέτοντες ὅτι ἀφοῦ ἐτελείωσεν αὐτὸ , ἐῤῥίφθη εἰς οἴ
κημα γεμάτον ἀπὸ στάκτην , διὰ νὰ μή την ἐκδικηθῶσι.
ιοι . Ἀπὸ δὲ τοὺς ἄλλους βασιλεῖς κανεὶς δὲν ἐστάθη
λαμπρὸς , διότι δέν με διηγοῦντο καμμίαν μεγάλην πρᾶξιν,

παρὰ εἷς μόνον ὁ τελευταῖος ἐξ αὐτῶν , ὁ Μοῖρις . Αὐτὸς λέ


γουσιν ὅτι ἀφῆκε λαμπρὰ μνημόσυνα , τὰ πρὸς βορᾶν ἄνεμον
βλέποντα προπύλαια τοῦ ναοῦ τοῦ Ηφαίςου. ἔτι δὲ ὅτι ἔσκα ·
ψε λίμνην , τῆς ὁποίας ή περιφέρεια πόσα στάδια εἶναι ὕστε
ρον θά το φανερόσω (*) · καὶ ὅτι ἔκτισε μέσα εἰς αὐτὴν πυρα
μίδας , διὰ τὸ μέγεθος τῶν ὁποίων θ᾿ ἀναφέρω, ὅταν ὁμιλή
σω καὶ διὰ τὴν λίμνην . Αὐτὸς μὲν τόσα λέγουσιν ὅτι ἔκαμεν ,
ἀπὸ δὲ τοὺς ἄλλους διὰ κανένα δὲν ἔλεγον τίποτε .
102. Παρατρέξας λοιπὸν τούτους θ᾽ ἀναφέρω τὸν βασιλέα ,
ὁ ὁποῖος ἐςάθη μετ᾿ αὐτούς , ὀνομαζόμενος Σέσωστρις. Αὐτὸς
πρῶτος, ἔλεγον οἱ ἱερεῖς , κινήσας μὲ μακρὰ πλοῖα ἀπὸ τὸν
᾿Αραβικὸν κόλπον , καθυπέταττε τὰ κατοικοῦντα ἔθνη τὰ πα
ράλια τῆς ᾿ρυθρᾶς θαλάσσης · ἕως ὅτου προχωρῶν ἔφθασεν,
ἔλεγον , εἰς θάλασσαν ἄπλευστον ἐξ αἰτίας τῶν ῥηχῶν . Μετὰ
ταῦτα δὲ, ἀφοῦ ἐπέστρεψεν ὀπίσω εἰς τὴν Αἴγυπτον , κατὰ

(*) ῎δε §. 149 ·


ΒΙΒΛ. Β΄ . ΕΥ̓ ΓΕΡΠΗ . 205

τὴν διήγησιν τῶν ἱερέων λαβὼν πολὺ στράτευμα , ἐκίνησε


διὰ ξηρᾶς καταςρέφων πᾶν ἔθνος , τὸ ὁποῖον εὕρισκεν ἐμπρός
του. ὅποια λοιπὸν ἀπ᾿ αὐτὰ ἐφαίνοντο ἀνδρεῖα , καὶ ἀγα
πῶντα σφοδρὰ τὴν ἐλευθερίαν των, εἰς τὰς πόλεις τούτων
ἔστηνε στήλας λεγούσας διὰ γραμμάτων τὸ ὄνομα τὸ ἐδι
μόν του καὶ τῆς πατρίδος του , καὶ ὅτι μὲ A τὴν δύναμίν του
κατέστρεψεν αὐτούς · ὁποίων δὲ τὰς πόλεις ἔπερνε χωρὶς
πόλεμον καὶ εὐκόλως, εἰς τὰς ςήλας τούτων ἔγραφεν ὁμοίως
καθὼς καὶ εἰς τὰς στήλας τῶν ἐθνῶν, ὅσα ἐστάθησαν ἀν

δρεῖα , ἐζωγράφιζεν ὅμως πρὸς τούτοις καὶ αἰδοῖα γυναικὸς,


θέλων νὰ δείξῃ ὅτι ἦσαν ἄνανδροι .
103. Αὐτὰ λοιπὸν ἔκαμνε περιερχόμενος τὴν ἤπειρον, ἕως

ὅτου περάσας ἀπὸ τὴν Ασίανεἰς τὴν Εὐρώπην κατέστρεψε τοὺς


Σκύθας καὶ τοὺς Θρᾷκας · ταῦτα στοχάζομαι ὅτι εἶναι τὰ
πλέον μακρινὰ ἔθνη , ὅπου ἔφθασε τὸ Αἰγυπτιακὸν στράτευ
μα διότι εἰς τὸν τόπον αὐτῶν φαίνονται στημέναι στῆλαι,

παρεμπρὸς ὅμως ὄχι. Ἀπαυτοῦ δὲ ἐπιςρέψας ἐπήγαινεν ὀπί


σω · καὶ ὅτε ἔφθασεν εἰς τὸν φᾶσιν (* ) ποταμὸν , δὲν ἠμπορῶ
νὰ εἴπω ἀκριβῶς διὰ τὸ ἀκόλουθον , εἴτε δηλαδὴ ὁ ἴδιος βα
σιλεὺς Σέσωστρις ἀποχωρίσας μέρος τοῦ στρτεύματός του
ὁσονδήποτε , τὸ ἀφῆκεν αὐτοῦ οἰκήτορας τῆς χώρας, εἴτε
στρατιῶταί τινες, βαρυνθέντες τὰς μακρὰς ἐκστρατείας του,
κατέμειναν περὶ τὸν Φᾶσιν ποταμόν .

(* ) Λέγεται ἀπὸ τοὺς Τούρκους Φάσχ , καὶ ἀπὸ τοὺς περιοίκους Φιόνι κατ'
ἄλλους, καὶ Φάσο κατὰ τὸν Μελέτιον. Εκεῖθεν λέγουσιν ὅτι πρώτην φορὰν ἔφε
ραν εἰς τὴν Ἑλλάδα οἱ Αργοναῦται τοὺς τοὺς (παγώνια ), τοὺς ὁποίουςφα
σιανοῦ ; ὠνόμασαν .
206 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

·: το4 . Οἱ Κόλχοι (*) δὲ φαίνονται ὅτι εἶναι Αἰγύπτιος


καὶ λέγω αὐτὸ παρατηρήσας το ὁ ἴδιος πρὸ τοῦ νά τ᾿ ἀκούσω
ἀπ᾿ ἄλλους . ἐπειδὴ δὲ ἠθέλησα νά το ἐξετάσω ; ἠρώτησα
καὶ τὰ δύο ἔθνη· οἱ Κόλχοι ὅμως ἐνθυμοῦντο περισσότερον

τοὺς Αἰγυπτίους, παρὰ οἱΑἰγύπτιοι τοὺς Κόλχους . Τόσον μό


νον ἔλεγον οἱ Αἰγύπτιοι ὅτι νομίζουσιν ὅτι οἱ Κόλχοι ἦσαν ἀπὸ
τὸ στράτευμα τοῦ Σεσώστριος . ἐγὼ ὅμως τὸ ἐσυμπέρανα
ἀπὸ τὰ ἀκόλουθα , ὅτι εἶναι μαυριδεροὶ καὶ οὐλότριχες . Καὶ
τοῦτο δὲν ἀπαδεικνύει τίποτε · διότι καὶ ἄλλα ἔθνη εἶναι
τοιαῦτα . ᾿Απὸ τὰ ἑξῆς ὅμως σημεῖα τὸ ἐνόησα καλήτερα.
ὅτι ἀπ' ἀρχῆς μόνοι ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους περιτέμνονται
οἱ Κόλχοι καὶ οἱ Αἰγύπτιοι καὶ οἱ Αἰθίοπες . Οἱ Φοίνικες δὲ καὶ
οἱ Σύροι οἱ εἰς τὴν Παλαιστίνην , ὁμολογοῦσι καὶ οἱ ἴδιοι
ὅτι τὸ ἔχουσι μάθει ἀπὸ τοὺς Αἰγυπτίους . Οἱ δὲ Σύριοι, οἱ
κατοικοῦντες πρὸς τὸν (** ) Θερμώδοντα καὶ Παρθένιον πο
ταμὸν , καὶ οἱ Μάκρωνες , οἱ ἀςυγείτονες αὐτῶν , λέγουσιν ,
ὅτι νεωςί το ἔχουσι μάθει ἀπὸ τοὺς Κόλχους . Αὐτοὶ εἶναι
οἱ μόνοι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι περιτέμνονται, καὶ αὐτοὶ βλέπομεν
ὅτι τὸ κάμνουσι κατὰ μίμησην τῶν Αἰγυπτίων . ἐξ αὐτῶν
δὲ τῶν Αἰγυπτίων καὶ Αἰθιόπων δὲν ἠμπορῶ νὰ εἴπω ποῖοι
ἀπὸ ποίους τὸ ἔμαθαν · διότι τοῦτο φαίνεται ὅτι εἶναι παλαιὰ
συνήθεια . ὅτι δὲ οἱ ἄλλοι τὸ ἔμαθαν ἀπὸ τὰς ἐπιμιξίας μὲ

(*). Μεγκρελία .
(**) ὁ Θερμώδων, μικρὸς ποταμὸς τῆς Καππαδοκίας εἶχε τὰς πηγάς του , 1
κατὰ τὸν ΔαμΕῖλλον,εἰς τὴν μικρὰν ᾿Αρμενίαν, καὶ ἐχύνετο εἰς τὸν Εὔξεινον
- πόντον. ὁ δὲ Παρθένιος , ποταμός της Παφλαγονίας , ὀνομάζεται “κατὰ τὸν
Τουρνεφόρτην καὶσήμερον Παρθένι ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας, ἀπὸ δὲ τοὺς Τούρκους
Δολάπ.
ΒΙΒΛ . Β΄. ΕΥΤΕΡΠΗ. 207

τοὺς Αἰγυπτίους , μὲ εἶναι μεγάλον τεκμήριον καὶ τὸ ἀκό


λουθαν . ὅσοι ἀπὸ τοὺς Φοίνικας λαμβάνουσι σχέσιν μὲ τὴν

Ελλάδα , δὲν μιμοῦνται πλέον τοὺς Αἰγυπτίους κατὰ τὴν


περιτομὴν τῶν αἰδοίων , οὔτε περιτέμνουσι τὰ αἰδοῖα τῶν
μετὰ ταῦτα γεννωμένων παιδίων.

105. Ἰδοὺ καὶ ἄλλο τι διὰ τοὺς Κόλχους πρὸς δεῖξιν ὅτι

πλησιάζουσι μὲ τοὺς Αἰγυπτίους. Αὐτοὶ μόνοι καὶ οἱ Αἰγύ


πτιοι ἐργάζονται τὸ λινάριον μὲ τὸν ἴδιον τρόπον , καὶ ὅλη
των ἡ δίαιτα καὶ ἡ γλῶσσα ὁμοιάζει. Τὰ λινὰ δὲ , τὰ μὲν
τῶν Κόλχων ὀνομάζονται ἀπὸ τοὺς Ελληνας Σαρδονικὰ , τὰ
δὲ ἐρχόμενα ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον λέγονται Αἰγύπτια .

106. Ἀπὸ τὰς στήλας δὲ , τὰς ὁποίας ἔστηνεν ὁ Αἰγύ


πτιος βασιλεὺς Σέσωστρις εἰς διάφορα μέρη , αἱ περισσότεραι
δὲν σώζονται πλέον διὰ νά τας ἴδῃ τις , εἰς δὲ τὴν Παλαιστί
νην Συρίαν ὁ ἴδιος τας ἔβλεπον ὅτι ἦσαν, καὶ τὰ εἰρημένα γράμ

ματα ἐπάνω χαραγμένα , καὶ γυναικὸς ἀἰδοῖα . Εἶναι δὲ


καὶ περὶ τὴν ᾿Ιωνίαν δύο ἔκτυπα τοῦ ἀνδρὸς τούτου σκαλιά
σμένα εἰς πέτρας , τὸ ἓν πρὸς τὸ μέρος , ὅθεν ἔρχονται ἀπὸ
τὴν ἐπαρχίαν τῆς Ἐφέσου εἰς τὴν Φώκαιαν , καὶ τὸ ἄλλο πρὸς
τὸ μέρος, ὅθεν ἔρχονται ἀπὸ τὰς Σάρδεις εἰς τὴν Σμύρνην .
Εἰς ἑκάτερον δὲ τούτων τῶν μερῶν εἶναι ἄνθρωπος γλυπτὸς ἕως

πέντε'πιθαμῶν τὸ μέγεθος , ἔχων εἰς μὲν τὴν δεξιὰν χεῖρα


αἰχμὴν, εἰς δὲ τὴν ἀριστερὰν τόξα · ὁμοίως δὲ ἔχει καὶ τὴν
ἄλλην σκευὴν μικτὴν , οὖσαν Αἰγυπτιακὴν ἐνταυτῷ καὶ Αἰ
θιοπικήν. Κατὰ πλάτος δὲ τοῦ στήθους του , ἀπὸ τὸν ἕνα
ὦμον ἕως τὸν ἄλλον εἶναι γλυμμένα γράμματα Αἰγυπτιακὰ

ἱερὰ λέγοντα , ΕΓΩ ΑΠΕΚΤΗΣΑ ΤΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΧΩΡΑΝ


ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΔΙΚΟΥΣ ΜΟΥ ΩΜΟΥΣ . Ποῖος δὲ , καὶ πόθεν
208 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

εἶναι, ἐδὼ μὲν δέν το λέγει , εἰς ἄλλο μέρος δὲ τὸ ἐφανές

ρωσε. Μερικοὶ ὅμως ἀπὸ τοὺς ἰδόντας αὐτὰ τὰ ἐκτυπώματα


συμπεραίνουσιν ὅτι εἶναι εἰκόνες τοῦ ( *) Βλέμνονος , ἀλλὰ
πλανῶνται πολλὰ μακρὰν τῆς ἀληθείας .
1ο7 . ὅτε δὲ αὐτὸς ὁ Αἰγύπτιος Σέσωστρις ἐπέστεφεν
ἔχων ὁμοῦ πολλοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὰ ἔθνη , τῶν ὁποίων και
τέστρεψε τοὺς τόπους , ἔλεγον οἱ ἱερεῖς ὅτι ἐπανερχόμενος εἰς
τὸ βασίλειόν του ἔφθασεν εἰς τὰς Δάφνας τὰς Πηλουσίας
ὁ δὲ ἀδελφός του εἰς τὸν ὁποῖον ἐνεπιστεύθη ὁ Σέσωστρις
τὴν Αἴγυπτον , αὐτὸς προσκαλέσας νά τον ξενίσῃ ὁμοῦ μὲ τὰ
παιδία του , περιεκύκλωσεν ἔξωθεν τὴν οἰκίαν μὲ ὕλην, · καὶ
οὕτω περικυκλώσας αὐτὴν ἔβαλε φωτίαν · ὁ δὲ Σέσωστρις
καθὼς ἐνόησε τοῦτο , ἀμέσως ἐσυμβουλεύετο τὴν γυναῖκή
του, διότι εἶχεν ὁμοῦ καὶ τὴν γυναῖκά του . Εκείνη δέ τον
ἐσυμβούλευσεν , ἀπὸ τὰ ἓξ παιδία , τὰ ὁποῖα εἶχον , ἐξαπλώ
σαντες τὰ δύο ἐπάνω εἰς τὴν φωτίαν , νὰ γεφυρώσωσι τὰ
καιόμενον μέρος , αὐτοὶ δὲ πατοῦντες ἐπάνω νὰ πηδήσωσιν
ἔξω διὰ νὰ σωθῶσιν. Αὐτὰ λέγουν ὅτι ἔκαμεν (** ) ὁ Σέσω
στρις, καὶ ὅτι δύο παιδία του κατεκάησαν μὲ τοιοῦτον τρό
πον · τὰ δὲ λοιπὰ ἀπεσώθησαν ὁμοῦ μὲ τὸν πατέρα των .
108. Ἀφοῦ ἐπέτρεψε δὲ ὁ Σέσωςρις εἰς τὴν Αἴγυπτον, καὶ
ἐτιμώρησε τὸν ἀδελφόν του , μετεχειρίσθη κατὰ τὸν ἀκόλου
θον τρόπον τὸ πλῆθος , τὸ ὁποῖον ἔφερε μαζή του ; καὶ τῶν
ὁποίων τὰς χώρας κατέςρεψεν . Αὐτοὶ ἔσυραν τὰς πέτρας , ὅσαι

(*) Υἱοῦ τοῦ Τιθῶνος, κτίτορος τῶν Σούσων· ἴδ. Βιβ. É §. 53.
F
(**) ὁ Σικελ. Διοδ, Β.6 . A S 57 διηγεῖται τὸ ἴδιον συμβεβηκὸς μὲ δια
φοράν τινα · ὅπου τὸ καύσιμον τῶν παιδίων γίνεται πιθανώτερον.
ΒΙΒΛ. Β '. ΕΥΤΕΡΠΗ . 200

τοῦ βασιλέως τούτου ἐφέρθησαν εἰς τὸ ἱερὸν τοῦ Ἡφαίρου ,


καὶ ἦσαν πολλὰ μεγάλαι εἰς τὸ μάκρος· ἔτι δὲ αὐτοὶ βιαζό .
μενοι ἔσκαπτον καὶ τὰς διώρυχας ὅλας, ὅσαι εἶναι σήμερον

εἰς τὴν Αἴγυπτον · ὥστε ἐνῷ πρότερον ὅλος ὁ τόπος οὗτοςἐπ´


πεύετο καὶ ἁμαξεύετο ; ἀκουσίως τὸν ἐστέρησαν αὐτά · διότι
ἔκτοτε ἔλειψαν οἱ ἵπποι καὶ τὰ ἁμάξια ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον ,
μολονότι εἶναι ὅλη πεδιάς · αἴται δὲ τούτου ἔγιναν αἱ διώ
ρυχές, οὖσαι πολλαὶ καὶ διαφόρως διευθυνόμεναι. Κατέκοπτε
δὲ τὴν χώραν μὲ διώρυχας ὁ βασιλεὺς διὰ τὴν ἀκόλουθον
αἰτίαν . ὅσοι Αιγύπτιοι δὲν εἶχον τὰς πόλεις ἐπάνω εἰς τὸν
ποταμόν , ἀλλ' ἀνάμεσα τούτου καὶ τῶν βουνῶν, αὐτοὶ , ὅτε
ἀνεχώρει ὀπίσω ὁ ποταμὸς, ἔχοντες ἔλλειψιν ἔπινον νερὰ
γλιφὰ , τὰ ὁποῖα ἐλάμβανον ἀπὸ πηγάδια . Διὰ ταύτην λο:
τὸν τὴν αἰτίαν κατεκόπη ἡ Αἰγυπτος .
109. Αὐτὸς ὁ βασιλεὺς ἔλεγον ἔτι ὅτι ἐμοίρασε τὴν
χώραν εἰς ὅλους τοὺς Αἰγυπτίους , δώσας εἰς καθένα ἴσον κλῆρον
τετράγωνον · καὶ ὅτι ἀπ' αὐτὸ ἔκαμε τὰ εἰσοδήματα , διορίσας
νὰ πληρόνωσιν ἀποφοράν τινα κατ᾽ ἔτος . Ἐὰν δὲ ὁ ποταμὸς
ἤθελεν ἀφαιρέσει μέρος τι ἀπὸ τὸν κλῆρόν τινος , ἐπήγαινεν

αὐτὸς εἰς τὸν βασιλέα , καὶ ἐφανέρονε τὸ γεγονός· ὁ δὲ βα


σιλεὺς ἔπεμπεν ἀνθρώπους ν᾿ ἀναμετρήσωσι , καὶ νὰ ἴδωσε
πόσον ὀλιγώτερος ἔγινεν ὁ τόπος , διὰ νὰ πληρόνῃ εἰς τὸ ἑξῆς
τὸ ἀνάλογον τοῦ διωρισμένου δοσίματος . Απ' αὐτὸ δέ με
φαίνεται ὅτι εὑρεθεῖσα ἡ γεωμετρία ἦλθε καὶ εἰς τὴν ῾Ελλά

δα . Τὸν δὲ πόλον καὶ τὸν γνώμονα καὶ τὰ δώδεκα μέρη τῆς


ἡμέρας ἔμαθαν οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τοὺς Βαβυλωνίους .
110. Μόνος αὐτὸς βασιλεὺς Αἰγύπτιος ἐξουσίασε τὴν

Αἰθιοπίαν . Αφῆκε δὲ μνημόσυνα ἔμπροσθεν τοῦ ναοῦ τοῦ


Ηφαίστου ἀνδριάντας λιθίνους , δύο μὲν τριάκοντα πηχῶν ,
( ΤΟΜ . Α .) 14
210 ΙΣΤΟΡΊΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

παριστάνοντας τὸν ἑαυτόν του καὶ τὴν γυναῖκά του , καὶ τέσ
σαρας τῶν παίδων του , ἀπὸ εἴκοσι πήχας τὸν καθένα. Ἐμε
προσθεν τούτων τῶν ἀνδριάντων πολὺν καιρὸν ὕστερον ὁ

Δαρεῖος ὁ Πέρσης ἠθέλησε νὰ στήσῃ τὸν ἐδικόν του ἀνδριάν


τα · ὁ ἱερεὺς ὅμως δέν το ἐσυγχώρησεν εἰπὼν , ὅτι αὐτὸς
δὲν ἔκαμεν ἔργα , ὁποῖα ὁ Σέσωστρις ὁ Αἰγύπτιος . Διότι ὁ
Σέσωστρις καὶ ἄλλα ἔθνη κατέστρεψεν , ὄχι μικρότερα ἀπ᾿
ἐκεῖνον , καὶ πρὸς τούτοις τοὺς Σκύθας· ὁ δὲ Δαρεῖος δὲν
ἠμπόρεσε νὰ κυριεύσῃ τοὺς Σκύθας . Δὲν εἶναι λοιπὸν δίκαιον ,
εἶπε , νὰ ζήσῃ ἔμπροσθεν τῶν ἀναθημάτων ἐκείνου τὰ ἰδικά
του , ἐνῷ δέν τον ὑπερέβαλεν εἰς τὰ ἔργα . ὁ δὲ Δαρεῖος λέ
γουσιν ὅτι ἐνέκρινε τοῦτον τὸν λόγον .
. 111. Ἀφοῦ ἀπέθανεν ὁ Σέσωστρις , ἔλεγον οἱ ἱερεῖς ὅτι
διεδέχθη τὴν βασιλείαν ὁ υἱός του Φερῶν, ὁ ὁποῖος δὲν ἔκαμε
καμμίαν ἐκστρατείαν· καὶ ὅτι τὸν συνέβη νὰ τυφλωθῆ διὰ
τὴν ἀκόλουθον αἰτίαν . Ἐπειδὴ κατέβη ὁ ποταμὸς τόσον πολὺς ,
ὥςε ἔφθασεν εἰς δέκα ὀκτὼ πήχας , ἀφοῦ δὲ ἐπλημύρισε τὰ
χωράφια , ἐπῆρεν ἄνεμος , καὶ ἐκυμάτιζεν ὁ ποταμὸς , ὁ βασ
σιλεὺς αὐτὸς, λέγουσιν , ἀπὸ ἀνοησίαν του λαβὼν αἰχμὴν , τὴν
ἐτείναξεν · εἰς τὰς δίνας τοῦ ποταμοῦ · ἀμέσως δὲ μετὰ ταῦτα
ἀῤῥώςησεν ἀπὸ τὰ ὀμμάτια καὶ ἐτυφλώθη . Δέκα λοιπὸν χρόνους .
ἔλεγον ὅτι ἦτον τυφλός· τὸν δὲ ἑνδέκατον , τὸν ἦλθε χρησμὸς
ἀπὸ τὴν πόλιν Βουτὼ , ὅτι ἐτελείωσεν ὁ καιρὸς τῆς τιμωρίας

του , καὶ θ᾿ ἀναβλέψῃ ἐὰν νίψῃ τὰ ὀμμάτιά του μὲ κάτουρον


γυναικὸς , ἡ ὁποία μόνον εἰς τὸν ἄνδρα της ἐπλησίασε , καὶ

ἄλλους ἄνδρας δὲν ἐδοκίμασεν . Αὐτὸς λοιπὸν λέγουσιν


ὅτι μετεχειρίσθη πρῶτον τῆς ἰδικῆς του γυναικὸς · τὸ οὖρος ·
ἔπειτα , ἐπειδὴ δὲν ἀνέβλεψεν , ἐπῆρεν ὅλας μὲ τὴν ἀράδαν .
ὅτι δὲ ἀνέβλεψε , λέγουσιν ὅτι ἐμάζευσε τὰς γυναῖκας , τὰς
1

ΒΙΒΛ. Β΄ . ΕΥΤΕΡΠΗ 211

ὁποίας ἐδοκίμασε, πλὴν ἐκείνης , μὲ τῆς ὁποίας τὸ κάτουρον


νεφθεὶς ἀνέβλεψε , καί τας ἔφερεν εἰς μίαν πόλιν , ἡ ὁποία
τώρα λέγεται Ερυθρὰ βῶλος· ἀφοῦ δέ τας ἐμάζευσεν εἰς
αὐτὴν, ἔβαλε φωτίαν καί τας ἔκαυσεν ὅλας , ὁμοῦ μ' αὐτ
!
τὴν τὴν πόλιν· ἔπειτα ἔλαβεν αὐτὸς γυναῖκα ἐκείνην , μὲ

τὸ "" κάτουρον τῆς ὁποίας νιφθεὶς ἀνέβλεψεν . Αποφυγὼν δὲ


τὸ πάθος τῶν ὀφθαλμῶν , καὶ ἄλλα ἀναθήματα ἔκαμεν εἰς

ὅλα τὰ σημαντικὰ ἱερὰ, καὶ εἰς τὸ ἱερὸν τοῦἡλίου, ἀφιέρωσεν


ἔργα ἀξιοθέατα , τὰ ὁποῖα δὲν πρέπει ν ' ἀποσιωπήση τις
εἶναι δὲ αὐτὰ δύο ὀβελοὶ λίθινοι , καθεὶς ἀπὸ 4μίαν πέτραν
ἑκατὸν πηχῶν τὸ μάκρος , καὶ ὀκτὼ πηχῶν τὸ πλάτος.
112. Ἀπ᾿ αὐτὸν ἔλεγον ὅτι διεδέθχη τὴν βασιλείαν εἷς
Μεμφίτης, τὸ ὄνομα Πρωτεὺς κατὰ τὴν Ἑλληνικὴν γλῶσσαν .
Τούτου εἶναι τώρα εἰς τὴν Μέμφιν τέμενος πολλὰ ὡραῖον
καὶ καλοστολισμένον, κείμενον πρὸς τὰ νότια τοῦ ναοῦ τοῦ
Ηφαίστου . Κατοικοῦσι δὲ κύκλῳ τοῦ τεμένους Φοίνικες
Τύριοι , καὶ ὀνομάζεται ὅλος αὐτὸς ὁ τόπος Τυρίων στρα
τόπεδον . Εἶναι πρὸς τούτοις εἰς τὸ τέμενος τοῦ Πρωτέως

ἱερὸν , ὀνομαζόμενον ξένης Αφροδίτης· συμπεραίνω δὲ ὅτι


αὐτὸ τὸ ἱερὸν εἶναι τῆς Ἑλένης , θυγατρὸς τοῦ Τυνδάρεω
1
καὶ διότι ἤκουσα τὸν λόγον τοῦτον ,. ὅτι ἡ Ελένη διέτριψεν
εἰς τοῦ Πρωτέως , καὶ διότι ἔχει ἐπωνυμίαν ξένης Αφροδί
της· ὅσα δὲ ἄλλα ἱερὰ Ἀφροδίτης εἶναι , κανὲν δὲν ἐπονο
μάζεται ξένης.
113. ὅτε δὲ ἐξέταξαν τοὺς ἱερεῖς διὰ τὴν ὑπόθεσιν τῆς
Ελένης , μ᾿ ἔλεγον ὅτι ἔγινεν ὡς ἀκολούθως . ὅτι ὁ ᾿Αλέξαν
δρος , ἁρπάσας τὴν ῾Ελένην ἀπὸ τὴν Σπάρτην , ἀπέπλεεν εἶς

τὴν πατρίδα του · ὅτε δὲ ἐμβῆκεν εἰς τὸ Αἰγαῖον πέλαγος ,


ἐξῶςαι ἄνεμοι ἐξορίζουσιν αὐτὸν εἰς τὸ Αἰγυπτιακὸν πέλα
14*
212 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

γος · ἀπεκεῖ δὲ , ἐπειδὴ δὲν ἔπαυεν ὁ ἄνεμος , φθάνει εἰς τὴν


Αἴγυπτον , εἰς τὸ μέρος τῆς Αἰγύπτου , τὸ λεγόμενον τώρα
Κανωβικὸν στόμα τοῦ Νείλου , καὶ εἰς τὰς Ταριχείας. Ἦτον
δὲ εἰς ·τὸ παραθαλάσσιον ἱερὸν τοῦ Ηρακλέους , τὸ ὁποῖον καὶ
τώρα εἶναι. Εἰς τοῦτο ἐὰν καταφύγῃ δοῦλος ὁποιουδήποτε
ἀνθρώπου , καὶ ἀφιερώσῃ τὸν ἑαυτόν του εἰς τὸν θεὸν , στιγ
ματίσας τὸ σῶμά του μὲ στίγματα ἱερὰ , δὲν ἠμπορεῖ κα
νεὶς νὰ ἐγγίσῃ αὐτὸν · οὗτος ὁ νόμος διεσώζετο ἀπαράλ
λακτα ἐξ᾿ ἀρχῆς ἕως τὰς ἡμέρας μου . Δοῦλοι λοιπὸν
τοῦ ᾿Αλεξάνδρου τινὲς μαθόντες τὸν νόμον τοῦ ἱεροῦ , ἔφυ
γαν ἀπ ' αὐτὸν , καὶ καθίζοντες ἱκέται τοῦ θεοῦ ἔλεγον και
τὰ τοῦ Ἀλεξάνδρου , θέλοντες νά τον βλάψωσι, καὶ ὡμολόγουν
ὅλὰ πῶς ἔτρεξαν διὰ τὴν Ἑλένην , καὶ τὴν ἀδικίαν τὴν εἰς

τὸν Μενέλαον . ἔλεγον δὲ αὐτὰ εἰς τοὺς ἱερεῖς , καὶ εἰς τὸν
φύλακα τοῦ στόματος τούτου ,. τοῦ ὁποίου ·τ᾿ ὄνομα ἦτον
Θῶνις .

114. Ακούσας δὲ αὐτὰ ὁ Θῶνις πέμπει τὀγλιγωρότε


ρονεἰς τὴν Μέμφιν πρὸς τὸν Πρωτέα , ἄνθρωπον λέγοντα τὰ
ἀκόλουθα . « ἦλθε ξένος τις Τεῦκρος κατὰ τὸ γένος , ὁ ὁποῖος
»ἔκαμεν εἰς τὴν Ἑλλάδα ἔργον ἀνόσιον · καθότι ἐξαπατή .
1
» σας τὴν γυναῖκα τοῦ ξένου του ἐπῆρεν αὐτὴν , καὶ πάμ
* πολλα ἄλλα πράγματα , καὶ ἦλθεν ἐξορισθεὶς ἀπὸ τοὺςἀνέ
* μους εἰς τὴν γῆν σου . Ποῖον λοιπὸν ἀπὸ τὰ δύο, νά τον ἀφή
» σωμεν νὰ ἐκπλεύσῃ ἀβλαβὴς , ἢ νά τον πάρωμεν ὅ, τι ἔφε
» ρε μαζή του. » Εἰς ἀπόκρισιν τούτου ἀντιπέμπει ἄνθρω
· πον ὁ Πρωτεὺς λέγοντα » Τὸν ἄνθρωπον τοῦτον , ὅποιος καὶ
»ἂν ἦναι , πράξας ἀνόσια εἰς τὸν ξένον του , συλλαβόντες
φέρετε πρὸς ἐμὲ , διὰ ν᾿ ἀκούσω τί θὰ εἴπῃ .

· 115. Ακούσας ταῦτα ὁ Θῶνις πιάνει τὸν ᾿Αλέξανδρον ,


ΒΙΒΛ. Β΄. ΕΥΓΕΡΠΗ . 213

καὶ ἐμποδίζει ἐκεῖ τὰ πλοῖά του μετὰ ταῦτα δὲ ἀνεβίβα


σεν εἰς τὴν Μέμφιν καὶ αὐτὸν τὸν ἴδιον καὶ τὴν Ελένην καὶ 1
τὰ πράγματα , ἔτι δὲ καὶ τοὺς οἰκέτας. Αφοῦ ἀνεβιβάσθησαν
ὅλοι ἐκεῖ , ἠρώτα ὁὁ Πρωτεὺς τὸν ᾿Αλέξανδρον , ποῖος ἦταν

καὶ πόθεν ἤρχετο . Ο δὲ Ἀλέξανδρος καὶ τὸ γένος του ὡμολό


ήγησε καὶ τὸ ὄνομα τῆς πατρίδος του εἶπε , ἔτι δὲ καὶ τὸ τα
ξείδιόν του, πόθεν ἤρχετο . Μετὰ ταῦτα δὲ ὁ Πρωτεὺς ἠρώτα

αὐτὸν , πόθεν ἔλαβε τὴν Ἑλένην. Επειδὴ δὲ ὁ Ἀλέξανδρος


περιέπλεκε τοὺς λόγους του , καὶ δὲν ἔλεγε τὴν ἀλήθειαν ,
τὸν ἐμαρτύρουν . οἱ γενόμενοι ἱκέται , διηγούμενοι ὅλην τὴν
ἑςορίαν τοῦ ἀδικήματος . Τέλος πάντων δὲ ὁ Πρωτεὺς ἀπο
‫ע‬
φασίσας λέγειπρὸς αὐτόν. » ἐὰν δέν το ἐθεώρουν ὡς μεγάλον
·* ἁμάρτημα νὰ φονεύσω τινὰ ἐκ τῶν ξένων, ὅσοι βιασθέντες
· ἀπὸ τοὺς ἀνέμους ἔρχονται εἰς τὸν τόπον μου ; ἐγὼ ἤθελά
» σε τιμωρήσει ὑπὲρ τοῦ Ελλήνος · διότι, ὦ κάκιστε ἄνθρωπε,
* ἀφοῦ ἐκεῖνός σ' ἐπεριποιήθη ὡςξένον, σὺ ἔκαμες ἔργονἀνα
» σιώτατον · ἐπλησίασε ; εἰς τὴν γυναῖκα τοῦ ξένου σου , καὶ δὲν
εὐχαριστήθης εἰς τοῦτο , ἀλλὰ ξεμυαλίσας αὐτὴν , τὴνἔκλε
» ψες καὶ ἔφυγες· οὔτεἰς αὐτὰ ἀκόμι δὲν εὐχαριστήθης,ἀλλ'

· ἦλθες γυμνώσας τὴν οἰκίαν τοῦ ξένου σου . Τώρα ὅμως ,


» ἐπειδή το ἔχω ἁμάρτημα νὰ ξενοκτονήσω , αὐτὴν μὲν τὴν
γυναῖκα καὶ τὰ πράγματα δὲν θα σε συγχωρήσω να
· πάρῃς μαζή σου , ἀλλ ' ἐγὼ θὰ φυλάξω αὐτὰ διὰ τὸν ξένον
D Ἕλληνα, ἑωσοῦ θελήσῃ ἐκεῖνος ὁ ἴδιος νὰ ἔλθῃ καὶ νὰ τὰ
.λάβῃ . Σὲ δὲ καὶ τοὺς συμπλόους σου προστάζω εἰς τρεῖς
D· ἡμέρας νὰ φύγητε ἀπὸ τοὺς λιμένας τῆς ἐπικρατείας

» μου εἶ ; ἄλλην τινὰ γῆν , εἰ δὲ μὴ, θά σας μεταχειρισθῶ

» ὡς πολεμίους.
116. Τοιαύτη ἔλεγον οἱ ἱερεῖς ὅτι ἐστάθη ἡ ἄφιξις˙
214 ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΔΟΤΟΥ .

τῆς ῾Ελένης εἰς τοῦ Πρωτέως , καὶ στοχάζομαι ὅτι καὶ &
Ὅμηρος ἤκουσε τοῦτον τὸν λόγον , πλὴν εἰς τὴν ἐποποιΐαν
του δὲν ἔπρεπε τόσον, ὅσον ὁ ἄλλος , τὸν ὁποῖον μετεχειρίσθη
διὰ τοῦτο δέ τον ἀφῆκε δείξας μόνον ὅτι ἤξευρε καὶ αὐτόν .
Εἶναι δὲ φανερὸν ἀπ ' ὅσα εἰς τὸ ποίημα (*) τῆς Ιλιάδος
(καὶ πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν ἀντιφάσκει εἰς τὰ λεγόμενα ἐκεῖ,)
περιέγραψε διὰ τὸ ταξείδιον τοῦ Αλεξάνδρου · ὅτι ἀφοῦ ἐπῆ
με τὴν Ἑλένην καὶ ἀνεχώρησε, περιπλανώμενος καὶ εἰς ἄλλα
1
μέρη ὑπῆγε καὶ εἰς τὴν Σιδῶνα τῆς Φοινίκης. Αναφέρει δὲ
αὐτὸ εἰς τὰ κατορθώματα τοῦ Διομήδους· καὶ λέγουσι οἱ
στίχοι οὕτως· ὁ
‫" ܗ‬Οπου ἦσαν οἱ πέπλοι παμποίκιλοι , ἔργα γυναικῶν
κ ',

Σιδονίων , τὰς ὁποίας δ θεόμορφος ' Αλέξανδρος ἔφερεν


ἀπὸ τὴν Σιδῶνα , πλεύσας τὴν πλατεῖαν ἐπιφάνειαν

τῆς θαλάσσης, κατὰ τὸ ὁποῖον· ταξείδιον ἔφερεν εἰς τὴν


Τρῳάδα τὴν Ἑλένην , τὴν θυγατέρα τοῦ εὐγενοῦς
FX OR a
Πατρός. »
-... Αναφέρει δὲ καὶ εἰς τὴν ὀδύσσειαν ( **) εἰς τοὺς ἀκολού
θους στίχους ;
Τοιαῦτα καλὰ ἰατρικὰ μὲ πολλὴν τέχνην κατεσκευ
ασμένα εἶχεν ἡ θυγατέρα (* ) τοῦ Διὸς , τὰ ὁποῖα ἔδωκεν
εἰς αὐτὴν ἡ Πολυδάμνη , ἡ σύζυγος τοῦ Θώνιος , ἀπὸ τὴν
Αἴγυπτος , ὅπου ἡ ζωογόνος γῆ βλαστάνει πάμπολλα
ἰατρικὰ , τὰ ὁποῖα ἡ διάφορες μίξις πολλάκις μὲν κά
μνει ἐπωφελῆ , πολλάκις δὲ ἐπιβλαβῇ.

4
(*) ᾿λ. Ζ. στ. 289 καὶ ἀκολούθως. *C
. (**) Ραψωδία Δ. στο 227,
(*) ἡ Γλένη . ..
ΒΙΒΛ. Β΄. ΕΥΤΕΡΠΗ . 2115

Πρὸς τούτοις λέγει ὁ Μενέλαος εἰς τὸν Τηλέμαχον καὶ τὰ


ἑξῆς ; (* ).

» Πρὸ πολλοῦ προθυμούμενον νὰ ἔλθω ἐδῶ , οἱ θεοί


μ᾿ ἐμπόδισαν· εἰς τὴν Αἴγυπτον · διότι δὲν ἔκαμα εἰς αὐ
~ τοὺς ἐκατόμβας τελείας ». Επί

· Μ᾿ αὐτοὺς τοὺς στίχουςδεικνύει ὅτι ἤξευρε τὸν πηγαιμὸν


τοῦ Ἀλεξάνδρου εἰς τὴν Αἴγυπτον · διότι ἡ Συρία συνορεύει
μὲ τὴν Αἴγυπτον . οἱ δὲ Φοίνικες, τῶν ὁποίων εἶναι ἡ Σιδὼν ,
· κατοικοῦσιν εἰς τὴν Συρίαν. -

* 217. Ἀπὸ τούτους τοὺς στίχους, καὶ μάλιστα ἀπὰ τοὺς


τελευταίους, γίνεται φανερὸν ὅτι τὰ Κύπρια ἔπῆ δὲν εἶναι
τοῦ ὁμήρου , ἀλλ᾿ἄλλου τινός . Διότι εἰς μὲν τὰ Κύπρια ἔπη
λέγεται ὅτι ὁ Αλέξανδρος εἰς τρεῖς ἡμέρας ἔφθασεν ἀπὸ τὴν
Σπάρτην εἰς τὴν Τρῳάδα , ἔχων μαζή του τὴν Ἑλένην , ἐπὶ
}
τυχὼν οὔριον ἄνεμον καὶ θάλασσαν ἀτάραχον · εἰς δὲ τὴν
᾿Ιλιάδα λέγει ὅτι ἔχων αὐτὴν ἐπεριπλανᾶτο . Ἀλλ᾽ ἂς ἀφήσω
μεν τὸν ὅμηρον καὶ τὰ Κύπρια ἔπη .
* - 118. ἐπειδὴ δὲ ἐγὼ ἠρώτησα τοὺς ἱερεῖς , ἐὰν , ὅσα λέ .
γουσιν οἱ Ἕλληνες ὅτι ἔγιναν περὶ τὴν Τρῳάδα," εναι ψευδῆ

ἤ ὄχι, μ' ἀπεκρίθησαν· εἰς τοῦτο τὰ ἀκόλουθα , τὰ ὁποῖα

ἔλεγον ὅτι ἐξετάσαντες τὸν Μενέλαον ἔμαθαν ἀπὸ τὸν ἥλιον.


ὅτι μετὰ τὴν ἁρπαγὴν τῆς Ἑλένης πολὺ στράτευμα Ελλη
νικὸν , βοηθοῦν τὸν Μενέλαον , ὑπῆγεν εἰς τὴν Τευκρίδα γῆν
ἀφοῦ δὲ ἐκβῆκεν εἰς τὴν ξηρὰν καὶ ἐστρατοπέδευσεν , ὅτι
ἔστειλαν πρέσβεις εἰς τὴν Τρῳάδα , ὁμοῦ δὲμ' αὐτοὺς ὑπῆγε
καὶ ὁ ἴδιος Μενέλαος, οἱ ὁποῖοι ἐμβάντες εἰς τὴν πόλιν .

(* ) Οδυσ. Ραψ . Δ. σχ. 35 1 .


216 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

ἐζήτουν ὀπίσω τὴν ῾Ελένην καὶ τὰ πράγματα , ὅσα ὁ Αλέ


ξανδρος κλέψας ἔφυγεν · ἔτι δὲ ἐζήτουν καὶ ἱκανοποίησιν τοῦ
ἀδικήματος . Οἱ δὲ Τεῦκροι ἔλεγον καὶ τότε ὅ, τι καὶ μετέ
πειτα , καὶ μεθ' ὅρκου καὶ ἄνευ ὅρκου , ὅτι δὲν ἔχουσι τὴν
῾Ελένην, οὔτε τὰ ἐπαριθμούμενα πράγματα , ἀλλ᾽ ὅτι ὅλα
αὐτὰ εἶναι εἰς τὴν Αἴγυπτον , καὶ ὅτι δὲν εἶναι δίκαιον νά
τους ἀποζημιώσωσιν αὐτοὶ διὰ πράγματα , τὰ ὁποῖα ἔχει ὁ
Πρωτεὺς, ὁ βασιλεὺς τῆς Αἰγύπτου . Οἱ δὲ Ἕλληνες νομίζοντες
ὅτι τοὺς ἐπερίπαιζον οἱ Τεῦκροι , τοὺς ἐπολιόρκουν ἕως ὅτου
τοὺς ἐκυρίευσαν. Ἀφοῦ δὲ ἐπῆραν τὴν πόλιν , ἐπειδὴ ἡ ῾Ελένη
δὲν ἐφαίνετα πουθενὰ , καὶ ἔλεγον οἱ Τεῦκροι πάλιν τὰ ἴδια ,
καθὼς καὶ πρότερον , τότε πιστεύσαντες τὸν πρῶτον λόγον
οἱ Ἕλληνες ἀποστέλλουσιν αὐτὸν τὸν Μενέλαον πρὸς τὸν
Πρωτέα .
119. ἐλθὼν λοιπὸν ὁΜενέλαος εἰς τὴν Αἴγυπτον , καὶ
ἀναπλεύσας εἰς τὴν Μέμφιν, εἰπὼν τὴν ἀλήθειαν τῶν πραγ

μάτων, καὶ φιλοφροσύνας ἔλαβε μεγάλας, καὶ τὴν ῾Ελένην


ἔλαβεν ὀπίσω ἀπαθῇ κακῶν , ἔτι δὲ καὶ ὅλα του τὰ πράγματα .
-Μολονότι δὲ ὁ Μενέλαος ἔτυχεν αὐτὰς τὰς περιποιήσεις , ἐφά
νη ἄδικος ἄνθρωπος εἰς τοὺς Αἰγυπτίους . Ἐπειδὴ ἤθελε ν᾿ ἀπ

ναχωρήσῃ ἀπεκεῖ, καὶ ὁ καιρός τον ἐμπόδιζεν, αὐτὸ δὲ διήρ


κεσε πολλὰςἡμέρας, ἐπιτεχνᾶται πρᾶγμα ἀνόσιον . Λαβὼν δύο

·παιδία ἀνδρῶν ἐντοπίων , τὰ ἐσφαγίασε . Μετὰ ταῦτα δὲ ,


ἐπειδὴ ἔγινε γνωστὸς ὅτι ἔκαμεν αὐτὸ , μισηθεὶς καὶ διωκό
μενος ἔφυγε καὶ ὑπῆγε μὲ τὰ καράβια του εἰς τὰ μέρη τῆς

Αιθύας . Απεκεῖ ὅμως ποῖον δρόμον ἐπίασε, δὲν ἤξευρον νά με


εἴπωσιν οἱ Αἰγύπτιοι. ᾿Απ᾿ αὐτὰ δὲ ἄλλα μὲν ἔλεγον ὅτι ἐξε
τάσαντες ἔμαθαν, καὶ ἄλλα ὅτι ἐγνώριζον ἀκριβῶς καὶ διη
γοῦντο, ὡς γενόμενα εἰς τὸν τόπον των
· ΒΪΒΑ. Β '. ΕΥΤΕΡΠΗ . 217

120. Αὐτὰ μὲν ἔλεγον οἱ ἱερεῖς τῶν Αἰγυπτίων·καὶ ἐγὼ


δὲ πιστεύω ὅσα μὲ εἶπαν διὰ τὴν ῾Ελένην κρίνων οὕτως
ἐὰν ἡ Ἑλένη ἦτον εἰς τὴν Τρῳάδα, ἤθελόν τὴν ἀποδώσει εἰς
τοὺς Ἕλληνας εἴτε μὲ τὴν γνώμην εἴτε παρὰ γνώμην τοῦ Αλε
ξάνδρου " διότι δὲν ἦτον τόσον ἀνόητος ὁ Πρίαμος , οὔτε οἱ
ἄλλοι συγγενεῖς του , ὥσε νὰ θέλωσι νὰ κινδυνεύουν εἰς τὰ
σώματά των καὶ εἰς τὰ τέκνα των καὶ εἰς τὴν πόλιν των, διὰ

νὰ ἔχῃ γυναῖκα ὁ Ἀλέξανδρος τὴν ῾Ελένην. Καὶ ἐὰν κατ᾿ ἀρχὰς


εἶχον ταύτην τὴν γνώμην , ὅτε ὅμως ἐπιάνοντο μὲ τοὺς ἕλ
ληνας , ἐπειδὴ καὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους Τρῳαδίτας διεφθείροντα
πολλοὶ, καὶ ἀπὸ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ τοῦ Πριάμου ἀδύνατον ἦτον
νὰ μὴ φονευθῶσιν εἰς πᾶσαν μάχην δύο ἢ τρεῖς ἢ καὶ ἔτι περισ
σότεροι, ἐὰν πρέπῃ νὰ εἴπω πιστεύων εἰς τοὺς ἐποποιοὺς,
ἐπειδὴ ταῦτα ἐγίνοντο οὕτως , ἐγὼ στοχάζομαι ὅτι καὶ ἡ
ἴδιος Πρίαμος ἂν ἐλάμβανε γυναῖκα τὴν Ἑλένην, πάλιν ἤθελέ
τὴν ἀποδώσει εἰς τοὺς Ἕλληνας , διὰ νὰ γλυτώσῃ ἀπὸ τὰ
παρόντα κακά . Πρὸς τούτοις οὔτε διάδοχος τοῦ θρόνου δὲν

ἦτον ὁ Αλέξανδρος , ὥςε διὰ τὰ γηρατεῖα τοῦ Πριάμου νὰ ἦναι


εἰς χεῖρας του ἡ διοίκησις τῶν πραγμάτων · ἀλλ᾿ ὁ ῞Εκτωρ ,
ὢν καὶ μεγαλήτερος καὶ γενναιότερος ἀπ᾿ ἐκεῖνον , αὐτὸς
ἔμελλε νὰ παραλάβῃ τὴν βασιλείαν μετὰ τὸν θάνατον

τοῦ Πριάμου . Αὐτὸς λοιπὸν δὲν ἔπρεπε νὰ ἐπιτρέψῃ εἰς


‫آر‬ τὸν ἀδελφόν του τὴν ἀδικίαν, καὶ μάλιστα ὅτε συνέβαινον
ἐξ αἰτίας του μεγάλα κακὰ ,καὶ εἰς αὐτὸν τὸν Ἕκτορα ἰδιαι
τέρως καὶ εἰς τοὺς ἄλλους ὅλους Τρῳαδίτας · πλὴν δὲν εἶχον
τὴνἙλένην νά την ἀποδώσωσιν , οὔτε τοὺς ἐπίστευον οἱ Ἕλλη
νες λέγοντας τὴν ἀλήθειαν . Κατὰ τὴν ἐδικήν μου γνώμην , τοῦ
το ἔγινε συνεργείᾳ τῶν θεῶν ,διὰ ν᾿ἀπολεσθῶσι κατὰ κράτος οἱ

Τρῳαδῖταικαὶ νὰ γένη φανερὸν ὅτι τῶν μεγάλων ἀδικημάτων


ΙΣΤΟΡΙ
Α ΤΟΥ
218 ΗΡΟΔΟ

καὶ αἱ τιμωρίαι εἶναι μεγάλαι ἀπὸ τοὺς θεούς. Καὶ ἐγὼ μὲν
εἶπα καθὼς φρονῶ.

121. Ἀπὸ τὸν Πρωτέα δὲ ἔλεγον ὅτι παρέλαβε τὴν βασι

λείανὁ Ραμψίνιτος, ὁ ὁποῖος ἀφῆκε μνημόσυνα τὰ πρὸς δυ


σμὰς βλέποντα προπύλαια τοῦ ὑφαιστείου . Αντικρὺ δὲ τῶν
προπυλαίων ἔστησε δύο ἀνδριάντας, ὄντας εἴκοσι πέντε πη

χῶν τὸ· μέγεθος· · τὸν ἕνα δὲ ἀπ᾿ αὐτοὺς , ὁ ὁποῖος στέκεται


πρὸς τὸμέρος τοῦ βορᾶ , ὀνομάζουσιν οἱ Αἰγύπτιοι θέρος,
τὸν δὲ πρὸς τὸ μέρος τοῦ νότου , χειμῶνα · καὶ τὸν μὲν ἀνα

μαζόμενον θέρος προσκυνοῦσι καὶ περιποιοῦνται, τὸν δὲ λε


γόμενον χειμῶνα κάμνουσι τὰ ἐναντία τούτων.

- π . Γ. Αὐτὸς δὲ ὁ βασιλεὺς τόσα πλούτη ἔλεγον ὅτι ἀπέ


κτησεν, ὥστε ἀπὸ τοὺς μεταγενεστέρους βασιλεῖς κανεὶς οὗ
᾽τε νά τον ὑπερξῆ ἡμπόρεσεν , οὔτε νά τον πλησιάσῃ εἰς τὴν
πλουσιότητα . Θέλων λοιπὸν νὰ θησαυρίζῃ τὰχρήματα
εἰς ἀσφαλὲς μέρος, ἔκτιζεν οἴκημα λίθινον , τοῦ ὁποίου ὁ εἷς
τοῖχος ἔβλεπεν ἔξω εἰς τὸνδρόμον: ὁ δὲ κτίστης ἔλεγον ὅτι
ἐμηχανεύθη τὴν ἀκόλουθον ·ἐπιβουλήν· Προδιέθεσε πέτραν
εἰς τρόπον ὥστε καὶ δύο καὶ εἷς ἄνθρωπος εὐκόλως να την

ἐκβάλλῃ ἀπὸ τὸν τοῖχον. Ἀφοῦ δὲ ἐτελείωσε τὸ οἴκημα ,


ὁ μὲν βασιλεὺς 3ἐθησαύρισεν εἰς αὐτὰ +τὰ χρήματα · με
τὰ παρέλευσιν δὲ καιροῦ , ὅτε ὁ οἰκοδόμοςἦτον περὶ τὰ τέλη

τῆς ζωῆς του ἐφώναξεν , ἔλεγον , τοὺς υἱούς του, ( εἶχε δὲ δύο;)
καί τους εἶπεν ὅτι φροντίζων δι᾿ αὐτοὺς , νὰ ἔχωσιν ἀφθόνως

νὰ ζῶσιν , ὅτε ἔκτιζε τὸ θησαυροφυλάκιον τοῦ βασιλέως ,


1
ἔκαμεν ἔργον τεχνικόν. Ἀφοῦ δέ τους ἐξήγησε σαφῶς ὅλα ,
πῶς νὰ ἐκβάλλωσι τὸν λίθον , τοὺς ἔδωσε τὰ μέτρα αὐτοῦ ·
λέγων , ὅτι διαφυλάττοντες αὐτὰ , θὰ ἦναι ταμίαι τῶν χρη
μάτων τοῦ βασιλέως. Καὶ ἐκεῖνος μὲν , ἔλεγον, ἐτελείωσε


. ΒΙΒΛ . Β΄ . ΕΥΤΕΡΠΗ . 219

τὸν βίον . Οἱ δὲ υἱοί του μετ' ὀλίγον ἔβαλαν εἰς ἐνέργειαν τὰ


πρᾶγμα · πορευθέντες δὲ νύκτα πρὸς τὰ βασίλεια , καὶ ἄνευ
ρόντες την πέτραν εἰς τὸ οἰκοδόμημα , εὔκολα ἐκίνησαν αὖ
27 28
τὴν, καὶ ἔκβαλαν πολλὰ χρήματα . Η π
2. ὅτε δὲ ἔτυχε ν᾿ ἀνοίξῃ τὸ οἴκημα ὁ βασιλεὺς , ἀπό
ρησεν , ἔλεγον, ἰδὼν ὅτι ἔλειπον τὰ χρήματα ἀπὸ τὰ ἀγγεῖα ,
?
καὶ δὲν ἤξευρεν εἰς ποῖον ν' ἀποδώσῃ τὸ ἔργον· καθότι τὰ
σήμαντρα ἦσαν ἀπήρακτα καὶ τὸ οἴκημα κλεισμένον. ἐπειδὴ
δὲ ἀνοίξας δευτέραν καὶ τρίτην φορὰν ἔβλεπε πάντοτε τὰ
χρήματα ὅτι ὠλιγύςευον , (διότι οἱ κλέπται δὲν ἔπαυον ἀπὸ

τὸ νὰ ἐπιβουλεύωνται αὐτὰ ,) ἔκαμεν, ἔλεγον , τὰ ἀκόλουθα .


Διώρισε νὰ φθιάσωσι παγίδας, και τὰς ἔστησε περὶ τὰ ἀγ
γεῖα , ὅπου ἦσαν τὰ χρήματα . ὅτε δὲ οἱ κλέπται, ὡς καὶπρό
τερον , ὑπῆγαν , καὶ ἐγώθη μέσα ὁεἷς ἀπ ' αὐτοὺς, καθὼς ἐπλη

σίασεν εἰς τὸ ἀγγεῖον , ἀμέσως ἐπιάσθη εἰς τὴν παγίδα . Και


θὼς δὲ εἶδε τὸν ἑαυτόν του εἰς ποῖον κίνδυνον εὑρίσκετο , ἀμέ
σως ἐφώναξε τὸν ἀδελφόν του καί τον εφανέρωσε τὴν κατά

στασίν του , καί τον ἔλεγε νὰ ἐμβῇ τογλιγωρότερον , καὶ νὰ


τον κόψῃ τὴν κεφαλὴν, διὰ νὰ μὴ φανῇ αὐτὸς, καὶ γνωρί
σθεὶς ποῖος εἶναι , ἀπολέσῃ καὶ ἐκεῖνον . ὁ δὲ ἀδελφός του
.
1 · ἐστοχάσθη ὅτι καλῶς ἔλεγε, καὶ πεισθεὶς ἔκαμε τοῦτο . Ἀφοῦ
δὲ προσήρμοσε πάλιν τὴν πέτραν εἰς τὸν τόπον της , ἔλαβε

τὴν κεφαλὴν τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ ὑπῆγεν εἰς τὴν οἰκίαν του .

3. ὅτε δὲ ἐξημέρωσεν , ἐμβὰς ὁ βασιλεὺς εἰς τὸ οἴκη
μα ἐξυπάσθη , βλέπων ὅτι τὸ σῶμα τοῦ κλέπτου ἦτον εἰς
τὴν παγίδα χωρὶς κεφαλὴν, καὶ τὸ οἴκημα ἀβλαβές, χωρὶς
· νὰ ἔχῃ κανὲν μέρος, ἀπὸ τὸ ὁποῖον νὰ ἐμβῆ ἢ νὰ ἐκβῇ τις·
εὑρισκόμενος δὲ εἰς ἀπορίαν ἔκαμε τὰ ἀκόλουθα . Εκρέμασεν
ἔλεγον τὸ σῶμα τοῦ κλέπτου ἀπὸ τὸ τεῖχος , καὶ διορίσας φύ
1
220 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

λακας αὐτοῦ τοὺςἐπρόσταξεν, ὅποιον παρατηρήσωσι νὰ κλαύ


1 ση ἰδὼν αὐτὸ, # ἢ νὰ λυπηθῆ , συλλαβόντος νά τον φέρωσιν
εἰς αὑτόν . Ἐπειδὴ δὲ ἐκρέμετο ὁ νεκρὸς , ἡ μητέρα του

ὑπερελυπεῖτο , καὶ ὁμιλοῦσα μὲ τὸν ζῶντα υἱὸν , τὸν ἐπρόσ


ταζὲν ὅπως ἠμπορέσῃ , νὰ κάμῃ τρόπον καταβιβάσας τὸ σῶ
μα τοῦ ἀδελφοῦ του νά το φέρῃ εἰς αὑτήν· καὶ ἐὰν ἀμελή
σῃ αὐτὰ , τὸν ἐφοβέριζεν , ἔλεγον , ὅτι θὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν βα
σιλέα νὰ φανερώσῃ ὅτι αὐτὸς εἶχε τὰ χρήματα .
4. Επειδὴ λοιπὸν ἡ μητέρα κακὰ ἐπιάνετο τὸν ζῶντα
υἱὸν , καὶ αὐτὸς μὲ ὅλα , ὅσα τὴν ἔλεγε, δέν την ἔπειθεν , ἔ
λεγον ὅτι ἐτεχνάσθη τὰ ἀκόλουθα . ἐπῆρε γαδούρια , ἔπειτα
γεμίσας ἀσκοὺς ἀπὸ κρασίον , τοὺς ἐφόρτωσεν εἰς αὐτὰ καί
τα ἤλαυνεν . ὅτε δὲ ἔφθασεν ὅπου ἦσαν οἱ φυλάττοντες τὸν
κρεμόμενον νεκρὸν , ἑλκύσας δύο τρεῖς ποδεῶνας τῶν ἀσκῶν
ὁ ἴδιος τους ἀφῆκε νὰ λυθῶσιν · ἐπειδὴ δὲ ἔτρεχε τὸ κρα
σίον , αὐτὸς ἐκτώπα τὴν κεφαλήν του καὶ ἐφώναζε, πῶς τάχα
δὲν ἤξευρε ποῖον πρῶτον γαδούριον νὰ κυττάξη . Οἱ δὲ φύλα .
κες ἐπειδὴ ἔβλεπον νὰ τρέχῃ τόσον κρασίον , ἔχοντες ἀγγεῖα
ἔτρεχον εἰς τὴν ὁδὸν , καὶ ἐμάζεψον τὸ χυνόμενον κρασίον ,
νομίζοντές το κέρδος των . Ἐκεῖνος δὲ , προσποιούμενος ὅτι
ἐθύμονεν, ὕβριζεν ὅλους· καὶ ἐπειδὴ οἱ φύλακές τον ἐπαρη
γόρουν , μετὰ ταῦτα ἐπροσποιεῖτο ὅτι κατεπραΰνετο καὶ ἐμε
τρίαζε τὸν θυμόν του . Τέλος πάντων δὲ ἔκβαλε τὰ γαδούρια
ἀπὸ τὴν ὁδὸν , καὶ διώρθονε τὸ φόρτωμα . Ἐπειδὴ δὲ ἐκεῖ
ἔκαμαν περισσοτέραν συνομιλίαν, καὶ μάλιστα εἷς πηράζων
αὐτὸν , τὸν ἔκαμε νὰ γελάσῃ , ὁ ὀνηλάτης ἐχάρισεν εἰς τοὺς
στρατιώτας ἕνα ἀσκόν · αὐτοὶ δὲ ,καθὼς ἦσαν, ἐκάθισαν ἐκεῖ
καὶ ἀπεφάσισαν να τον πίωσι , πέρνοντες καὶ ἐκεῖνον εἰς 身τὴν
· συντροφίαν των ; καί τον παρεκίνουν νὰ μείνῃ μαζή των καὶ
ΒΙΒΛ. Β΄. ΕΥΤΕΡΠΗ͂ . 221

νὰ συμπίωσιν · ἐκεῖνος δὲ τάχα ἐπείσθη ,‫ ܙ‬καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ


᾿Επειδὴ δὲ ἐνῷ ἔπινον , τὸν ἐχαιρέτων μὲ φιλοφροσύνην , τοὺς
ἔδωκε καὶ ἄλλον ἀσκόν · πιόντες λοιπὸν ἀφθόνως οἱ φύλακες

κατεμέθυσαν, καὶ κυριευθέντες ἀπὸ τὸν ὕπνον , ἐκεῖ ὅπου ἔπι


νον , κατεκοιμήθησαν . ὁ δὲ ὀνηλάτης , καθὼς ἐπροχώρησεν
· ἡ νύκτα , ἐξεκρέμασε τὸ σῶμα τοῦ ἀδελφοῦ του ," μ᾿ ἔλεγον ,
καὶ ἐξύρισε τὰς δεξιὰς παρειὰς τῶν φυλάκων πρὸς αἶσχος
ἔπειτα φορτώσας τὸν νεκρὸν εἰς τὰ γαδούρια , ὑπῆγεν εἰς τὴν
οἰκίαν του , ἐκτελέσας τὴν προσταγὴν τῆς μητρός του .

5. ὁ δὲ βασιλεὺς , καθώς τον ἀνέφεραν ὅτι ἐκλέφθη τὸ


σῶμα τοῦ νεκροῦ, ἠγανάκτησε · θέλων δὲ ἀφεύκτως νὰ εὑρεθῇ
ποῖος εἶναι, ὁ ὁποῖος μηχανᾶται αὐτὰ , μ᾿ ἔλεγον ὅτι ἔκαμε
τὸ ἑξῆς πρᾶγμα,ἄπιστον εἰς ἐμέ. ἔβαλε τὴν θυγατέρα του
εἰς πορνοστάσιον , προστάξας την νὰ δέχηται ὅλους ὁμοίως ,
πρὶν δὲ συνευρεθῇ μ ' αὐτοὺς , νά τους ὑποχρεόνῃ να την λέξ
γωσιν ὅ,τι ἔκαμεν ὁ καθεὶς εἰς τὴν ζωήν του σοφώτατον
καὶ ἀνοσιώτατον , καὶ ὅποιός την εἴπῃ τὰ γεγενημένα εἰς τὸν
κλέπτην , νὰ κρατήσῃ αὐτὸν καὶ νὰ μή τον ἀφήσῃ νὰ ἐκβῆ
ἔξω . ἐπειδὴ λοιπὸν ἡ κόρη ἔκαμνε τὰ προσταχθέντα ἀπὸ
τὸν πατέρα της , ὁ κλέπτης μαθὼν διὰ τί ἐγίνοντο αὐτὰ ,
καὶ θέλων νὰ νικήσῃ τὸν βασιλέα εἰς τὰς πανουργίας , ἐπί
τηδεύθη τὰ ἀκόλουθα . Κόψας ἀπὸ τὸν ὦμον , τὴν χεῖρα
νεκροῦ τινος προσφάτου , ἔβαλεν αὐτὴν ὑποκάτω τοῦ φορ
ρέματός του , καὶ ὑπῆγεν εἰς τὴν θυγατέρᾳ τοῦ βασιλέως.
ὅτε δὲ ἐμβῆκεν εἰς τὸ οἴκημα , καί τον πρώτα ἐκείνη ὅσα
καὶ τοὺς ἄλλους , τὴν ἀπεκρίθη ὅτι ἀνοσιώτατον μὲν ἔργον

ἔκαμεν , ὅτε ἔκοψε τὴν κεφαλὴν τοῦ ἀδελφοῦ του , ὁ ὁποῖος


ἐπιάσθη εἰς παγίδα μέσα εἰς τὸ θησαυροφυλάκιον τοῦ βά
σιλέως · σοφώτατον δὲ , ὅτε καταμεθύσας τοὺς φύλακας ἐξέ

#
222 .: ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

κρέμασε τὸ σῶμα τοῦ ἀδελφοῦ του . Η κόρη λοιπὸν , καθὼς


ἤκουσεν αὐτὰ , ἀμέσως ἠθέλησε νά τον πιάσῃ , πλὴν ὁ κλέ
πτης εἰς τὸσκότος τὴν ἔδωκε τὸ χέριον τοῦ νεκροῦ , καὶ ἐκεί
να πιάσασα ἐκράτει τοῦτο , νομίζουσα ὅτι ἐβάστα τὸ χέριον
ἐκείνου τοῦ ἰδίου · ὁ κλέπτης δὲ ἀφήσας αὐτὸ ἐκβῆκεν ἀπὸ
τὴν θύραν καὶ ἔφυγεν .
6. Αφοῦ δὲ ἀνέφεραν καὶ αὐτὰ εἰς τὸν βασιλέα, μ᾿ ἔλεγον
ὅτι ἐθαύμασε διὰ •τὸ πνεῦμα καὶ τὴν τόλμην τοῦ ἀνθρώ
που τέλος πάντων δὲ ἔστειλεν εἰς ὅλας τὰς πόλεις , κοινολο

γῶν ὅτι συγχωρεῖ καὶ ὑπόσχεται μεγάλα πράγματα εἰς τὸν


ποιήσαντα ταῦτα, ἐὰν παρουσιασθῇ εἰς αὐτόν . ὁ δὲ κλέπτης
πιστευθείς, ὑπῆγεν εἰς τὸν Ραμψίνιτον , ὁ ὁποῖός τον ἐθαύ

μασεν ὑπερβολικὰ , καί τον ἔδωκε γυναῖκα αὐτὴν τὴν θυ


γατέρα του , ὡς ἄνθρωπον , ὁ ὁποῖος ἠξεύει περισσότερα
ἀπ᾿ ὅλους, λέγων ὅτι οἱ μὲν Αἰγύπτιοι ὑπερέχουσιν ἀπ᾿ ὅλους
τοὺς ἀνθρώπους, αὐτὸς δὲ ἀπ' ὅλους τοὺς Αἰγυπτίους .
122. Μετὰ ταῦτα δὲ ἔλεγον ὅτι αὐτὸς ὁ βασιλεὺς ζωντα
νὸς κατέβη κάτω , ὅπου οἱ Ἕλληνες πιστεύουσιν ὅτι εἶναι ὁ
ᾅδης· καὶ ἐκεῖ ἔπαιζε τοὺς κύβους μὲ τὴν Δήμητρα , καὶ
ἄλλοτε μὲν ἐνίκα αὐτὴν , ἄλλοτε δὲ ἐνικᾶτο ἀπ᾿ αὐτήν·
καὶ ὅτι πάλιν ἐπέστρεψεν εἰς τὸν κόσμον , λαβὼν ἀπ᾿ αὐτὴν
δῶρον χειρόμακτρον χρυσοῦν. Ἀπὸ δὲ τὴν κατάβασιν τοῦ

Ραμψινίτου , καθὼς ἐπέστρεψεν, ἔλεγον ὅτι οἱ Αἰγύπτιοι ἑαρ


τάζουσιν ἑορτὴν , τὴν ὁποίαν ἠξεύρω καὶ ἐγὼ ἀκόμη καὶ εἰς
τὸν καιρόν μου ὅτι ἔκαμνον , δὲν ἠμπορῶ ὅμως νὰ βεβαιώ
σω , ἂν δι᾽ ἄλλην τινὰ αἰτίαν ἑόρταζον αὐτὴν ἢ διὰ τὴν
ῥηθεῖσαν . Εἰς ταύτην τὴν ἑορτὴν , ἀφοῦ ἐκείνην τὴν ἡμέραν
οἱ ἱερεῖς ὑφάνωσιν ἔνδυμα , δένουσι τοὺς ὀφθαλμοὺς ἑνὸς ἐξ
αὑτῶν μὲ ταινίαν · :ἔπειτα ἐνδυμένον τὸ φόρεμα ἐκεῖνο
ΒΙΒΛ . Β΄. ΕΥΤΕΡΠΗ .ΤΗ 223

τὸν φέρουσιν εἰς ὁδὸν , ἡ ὁποία ἐκβαίνει εἰς ἱερὸν τῆς Δή


μητρος , καὶ αὐτοὶ φεύγουσιν ὀπίσω . ὁ δὲ ἱερεὺς οὗτος
δεμένος τὰ ὄμματα , λέγουσιν ὅτι ἀπὸ δύο λύκους ὁδηγεῖ
ται εἰς τὸ ἱερὸν τῆς Δήμητρος, ἀπέχον ἀπὸ τὴν πόλιν εἴκοσι

στάδια· καὶ πάλιν ἀπὸ τὸ ἱερόν τον φέρουσιν ὀπίσω οἱ λύκοι


εἰς τὸ ἴδιον μέρος .

123. Τὰ λεγόμενα λοιπὸν ἀπὸ τοὺς Αἰγυπτίους ἃς δεχ


θῇ ὅποιος νομίζει πιθανὰ τὰ τοιαῦτα · ἐγὼ δὲ εἰς ὅλην
τὴν διήγησίν μου ὁμολο γῶ ὅτι γράφω ἐξ ἀκοῆς ὅσα λέγου
σιν . Τῶν δὲ εἰς ᾅδην πραγμάτων λέγουσιν οἱ Αἰγύπτιοιὅτι
ἀρχηγοὶ εἶναι ἡ Δήμητρα καὶ ὁ Διόνυσος . Πρῶτοι δὲ οἱ Αἰ
γύπτιοι εἶπαν καὶ τοῦτοντὸν λόγον , ὅτι ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου
εἶναι ἀθάνατος, καὶ ὅτι,ὅταν τὸ σῶμα καταντᾷ εἰς φθορὰν ,
ἡ ψυχὴ ἐμβαίνει κατὰ διαδοχὴ ν εἰς ἄλλο ζῶον γεννώμενον ·
ἀφοῦ δὲ περάσῃ ὅλα τὰ χερσαῖα καὶ τὰ θαλάσσια καὶ τὰ
πετεινὰ , πάλιν ἐμβαίνει εἰς ἀνθρώπου σῶμα γεννώμενον
αὐτὴ δὲ ἡ περίοδος τῆς ψυχῆς γίνεται εἰς τρεῖς χιλιάδας
χρόνων . Αὐτὴν τὴν δόξαν μερικοὶ Ἕλληνες , ἄλλοι πρότερον
καὶ ἄλλοι ὕστερον , μετεχειρίσθησαν ὡς ἐδικήν των , τῶν
ὁποίων ἠξεύρω τὰ ὀνόματα πλὴν δέν τα γράφω .
124. ἕως τὴν βασιλείαν τοῦ Ραμψινίτου ἔλεγον ὅτι ἦτον

πᾶσα εὐνομία εἰς τὴν Αἴγυπτον , καὶ αὐτὸς ὁ τόπος εὐτύχει


κατὰ πολλά . Μετὰ τοῦτον δὲ ὅτι βασιλεύσας ὁ Χέοῳ ἔφερε τὴν

Αἴγυπτον εἰς πᾶσαν δυστυχίαν· καὶ πρῶτον ὅτι κατακλείσας


ὅλα τὰ ἱερὰ, τοὺς ἐμπόδισεν ἀπὸ τὰς θυσίας· ἔπειτα ἐπρόστα
ξεν ὅλους νὰ ἐργάζωνται δι᾿ αὐτόν · καὶ ἄλλους μὲν διώρισεν
ἀπὸ τὰς λιθοτομίας τὰς εἰς τὸ ᾿Αράξιον ὄρος , ἀπεκεῖ νὰ
ἕλκωσι πέτρας ἕως τὸν Νεῖλον . ἀφοῦ δὲ τὰ πλοῖα ἐπέρνων
αὐτὰς τὸν ποταμὸν , διώρισεν ἄλλους νά τας διαδέχωνται
224 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ.

καὶ νά τας ἕλκωσι πρὸς τὸ Λιβυκὸν λεγόμενον ὄρος . Εἰργά


ζοντο δὲ πάντοτε ἀνὰ δέκα μυριάδας ἀνθρώπων κατὰ τρι
μηνίαν. Κατέταλαιπωρεῖτο δὲ ὁ λαὸς δέκα μὲν χρόνους διὰ

νὰ φθιάσῃ τὴν ὁδὸν , ἀπὸ τὴν ὁποίαν σύροντες ἔφερον τὰς


πέτρας , οὖσαν ἔργον ὄχι τόσον πολὺ μικρότερον , καθὼς ἐγὼ
στοχάζομαι, ἀπὸ τὴν πυραμίδα. Διότι τὸ μὲν μάκρος αὐτῆς
εἶναι πέντε στάδια· τὸ δὲ πλάτος δέκαὀργυιαί· εἶναι δὲ ἀπὸ

πέτραν ξεστὴν μὲ ζῶα σκαλισμένα. Οἱ δέκα λοιπὸν χρόνοι


ὑπῆγαν εἰς αὐτὴν τὴν ὁδὸν , καὶ εἰς τὴν ἐξομάλισιν τοῦ λό
φου , ἐπὶ τοῦ ὁποίου στέκονται αἱ παραμίδες , καὶ εἰς τὰ ὑπὸ
τὴν γῆν οἰκήματα , τὰ ὁποῖα κατεσκεύασε διὰ τάφον του ὁ

Χέοψ , ἀποκαταστήσας τὸ μέρος ἐκεῖνο νῆσον μὲ διώρυχα ,


τὴν ὁποίαν ἔφερεν ἀπὸ τὸν Νεῖλον . Εἰς δὲ τὴν κατασκευὴν
τῆς πυραμίδος καθαυτὸ , τῆς ὁποίας τετραγώνου οὔσης ἔκα
στον μέτωπον εἶναι ὀκτὼ πλέθρα , καὶ ἄλλα τόσα τὸ ὕψος;
ὑπῆγαν εἴκοσι χρόνοι . Εἶναι δὲ ἀπὸ λίθον ξεστὸν καὶ πολλὰ

καλὰ ἁρμοσμένον , καὶ καμμία πέτρα δὲν εἶναι μικροτέρα


τριάκοντα ποδῶν.

125. Κατεσκευάσθη δὲ ἡ πυραμὶς αὕτη οὕτω . Τὴν ἔκαμαν


πρῶτον εἰς σχῆμα ἀναβαθμῶν, τοὺς ὁποίουςμερικοὶ ὀνομά
ζουσι κρώσσας καὶ ἄλλοι βωμίδας · ἀφοῦ δέ την ἔκαμαν πρῶ
τον τοιαύτην , ἔπειτα μὲ μηχανὰς , καμωμένας ἀπὸ μικρὰ ξύ
λα , ἀνεβίβαζον τὰς ἐπιλοίπους πέτρας· καὶ ἀπὸ μὲν τὴν γῆν
ἀνεβίβαζον αὐτὰς εἰς τὴν πρώτην σειρὰν τῶν ἀναβαθμῶν · ὅτε
δὲν ἀνέβαινεν ὁ λίθος εἰς αὐτὴν , ἐτίθετο εἰς ἄλλην μηχανὴν

ςημένην εἰς τὴν πρώτην σειρὰν τῶν ἀναβαθμῶν , καὶ οὕτως


ἀπ᾿αὐτὴν, μὲ ἄλλην μηχανὴν, εἵλκετο εἰς τὴν δευτέραν , διότι ὅ
σαι σειραὶ ἀναβαθμῶν τόσαι καὶ μηχαναὶ ἦσαν , ἢ καὶ τὴν ἰδίαν
ΒΙΒΛ. Β΄. ΕΥΤΕΡΠΗ . 225

μηχανὴν , οὖσαν μίαν καὶ εὐκίνητον , μετέφερον εἰς ἑκάστην σει

ρὰν ἐκβάλλοντες τὴν πέτραν ἀπ 'αὐτήν· διότι πρέπεινὰ εἴπωμεν


καὶ τὰ δύο καθώς τα λέγουσιν . Ἐφθιάσθησαν λοιπὸν πρῶτον

τὰ ἀνώτατα μέρη τῆς πυραμίδος , μετὰ ταῦτα δὲ ἔκαμνον τὰ


ἀκόλουθα αὐτῶν · καὶ τελευταῖα ἔκαμαν τὰ ἐπίγεια καὶ κατώ
τατα . Εἶναι δὲ σημείωμένα εἰς τὴν πυραμίδα μὲ γράμματα
Αἰγυπτιακά , ὅσα ἐξωδεύθησαν διὰ τοὺς ἐργάτας εἰς συρμαίαν
καὶ κρομμύδια καὶ σκόρδα ; καὶ καθ᾽ ὅσον ἀκριβέςερα ἐνθυμοῦ
μαι, ὅ,τι ὁ ἑρμηνεὺς ἀναγινώσκων τὰ γράμματαμε εἶπεν , ὑ
πῆγαν τάλαντα ἀργυρᾶ χίλια ἑξακόσια . Ἐὰν δὲ αὐτὰ ἔχωσιν
οὕτω , πόσα ἄλλα ἔπεται νὰ ἦναι ἐξωδευμένα εἰς τὰ σιδη
ριχὰ , μὲ τὰ ὁποῖα εἰργάζοντο , καὶ εἰς σιτία καὶ φορέματα
διὰ τοὺς ἐργαζομένους . Καὶ ἀφοῦ τόσον καιρὸν , ὅσον ἄνω
τέρω εἶπα , ἔκαμνον τὰ κτίρια , δὲν ἐπέρασε , καθὼς στοχά
ζομαι, ὀλίγος, ἐνόσῳ ἔκοπτον τὰς πέτρας, και τας μετέφερον
καὶ εἰργάζοντο τὸ ὑπὸ τὴν γῆν ὄρυγμα .
126. ὁ δὲ Χέοψ εἰς τόσην χαμέρπειαν ἔφθασεν } ὥστε

ἔχων χρείαν χρημάτων , ἔβαλε τὴν θυγατέρα του εἰς πορνο


στάσιον , καί τὴν ἐπρόσταξε νὰ λαμβάνῃ ἀργύριον, δὲν ἠξεύρω
πόσον ; καθότι περὶ τούτου δὲν ἔλεγον τίποτε . Αὐτὴ δὲ ἀφοῦ
ἐλάμβανε τὰ προσταχθέντα ἀπὸ τὸν πατέρα της , ἐςοχάσθη
*
ν᾿ ἀφήσῃ καὶ ἡ ἰδία μνημόσυνον · ὅθεν ὅσοι ἔμβαίνον εἰς
αὐτὴν , ἐζήτει ἀπὸ καθένα να την χαρίσῃ μίαν πέτραν διὰ
τὸ κτίριόν της, καὶ ἀπ᾿αὐτὰς τὰςπέτρας μ᾿ ἔλεγον ὅτι ἐκτί
σθη ἡ πυραμὶς, ἡ ὁποία στέκεται εἰς τὴν μέσην τῶν τριῶν

ἔμπροσθεν τῆς μεγάλης πυραμίδος , καὶ τῆς ὁποίας ἑκάστη


πλευρὰ εἶναι ἓν πλέθρον καὶ μισόν .
127. Αὐτὸς ὁ Χέοψ ἔλεγον οἱ Αἰγύπτιοι ὅτι ἐβασίλευσε ·

πεντήκοντα χρόνους· ἀφοῦ δὲ ἀπέθανεν αὐτὸς ὅτι διεδέχθη


(ΤΟΜ . Α.) 15
226 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

τὴν βασιλείαν ὁ ἀδελφός του Χεφρὴν, καὶ ὅτι ἠκολούθει καὶ


αὐτὸς τὸν ἴδιον τρόπον τοῦ προκατόχου του , καὶ κατὰ τὰ
ἄλλα, καὶ πυραμίδα , ὡς ἐκεῖνος, ἔκαμεν , ἡ ὁποία δὲν φθάνει
εἰς τὸ μέγεθος τῆς ἐκείνου· (καθότι ἐμετρήσαμεν αὐτὰς καὶ
ἡμεῖς, ) οὔτε οἰκήματα ἔχει ὑπὸ τὴν γῆν, οὔτ᾽ ἀπὸ τὸν Νεῖλον
διώρυξ ἔρχεται εἰς αὐτὴν , καθὼς εἰς τὴν ἄλλην , ἡ ὁποία διώ
ρυξ τρέχουσα δι' αὐλῶνος κτιστοῦ , σχηματίζει νῆσον , ὅπου
λέγουσιν ὅτι
• εἶναι θαμμένος ὁ Χέοψ . ὁ δὲ Χεφρὴν οἰκοδό

μητε τὴν ἐδικήν του πυραμίδα πλησίον τῆς μεγάλης , πα


ρὰ τεσσαράκοντα πόδας ἰσομεγέθη μ ' αὐτὴν , κτίσας τὸν
πρῶτον δόμον ἀπὸ πέτραν Αἰθιοπικὴν ποικίλην . Στέκονται
δὲ καὶ αἱ δύο ἐπάνω τοῦ αὐτοῦ λόφου , ὄντος ὑψηλοῦ σωστὰ

ἕως ἑκατὸν πόδας . ἔτι δὲ ἔλεγον ὅτι ἐβασίλευσεν ὁ Χεφρὴν


πεντήκοντα ἐξ χρόνους .
128. Αὐτοὶ γίνονται ἑκατὸν ἓξ χρόνοι, εἰς τοὺς ὁποίους
ἔλεγον ὅτι οἱ Αἰγύπτιοι ἐδοκίμασαν πᾶσαν ταλαιπωρίαν ,
καὶ ὅτι εἰς τοῦτον τὸν καιρὸν τὰ ἱερὰ κατακλεισθέντα δὲν
ἤνοιξαν . Τούτων τῶν δύο βασιλέων οὔτε τὰ ὀνόματα δὲν θέα
λουν ν' ἀναφέρωσιν οἱ Αἰγύπτιοι ἀπὸ μῖσος , ἀλλ᾽ ὀνομάζου
σι καὶ τὰς πυραμίδας ποιμένος τινὸς Φιλιτίωνος , ὁ ὁποῖος
κατ ' ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ἔβοσκε ζῶα εἰς ταῦτα τὰ μέρη .
129. Μετὰ τοῦτον δὲ ἔλεγον ὅτι ἔγινε βασιλεὺς τῆς Αἰ
γύπτου ó
ὁ Μυκερίνος , υἱὸς τοῦ Χέοπος . Εἰς τοῦτον παντελῶς
δὲν ἤρεσκον τὰ ἔργα τοῦ πατρός του· ὅθεν καὶ τὰ ἱερὰ ἤνοι
ξε, καὶ τὸν λαὸν , εἰς ἄκρον ταλαιπωρημένον , ἀφῆκε νὰ κα
ταγίνηται εἰς τὰ ἴδιά του ἔργα καὶ εἰς θυσίας . Αὐτὸς ἔλεγον
ὅτι κρινε καὶ κρίσεις δικαιοτάτας ἀπ᾿ ὅλους τοὺς βασιλεῖς ·
ὥστε ἐπαινεῖται εἰς τοῦτο ὑπὲρ πάντας , ὅτοι ἐςάθησαν βα
σιλεῖς τῆς Αἰγύπτου · διότι καὶ κατὰτὰ ἄλλα , καθὼς ἔλεγον ,
ΒΙΒΛ. Β΄ . ΕΥΤΕΡΠΗ. 227

ἔκρινε καλῶς , καὶ ἐάν τις ἐπαραπονεῖτο ἀπὸ τὴν κρίσιν του ,

τὸν εὐχαρίστει δίδων εἰς αὐτὸν ἐξ ἰδίων του. Ἐπειδὴ δὲ ὁ


Μυκερῖνος ἦτον γλυκὺς πρὸς τοὺς πολίτας καὶ ἔκαμνε τοις
αὐτά , πρῶτον κακὸν ἠκολούθησεν εἰς αὐτὸν , ἔλεγον , ὁ θάνα
τος τῆς θυγατρός του , τὴν ὁποίαν μόνον τέκνον εἶχε. Διὰ
ταύτην δὲ τὴν συμφορὰν λυπηθεὶς ὑπερβολικά , καὶ θέλων νὰ
θάψῃ τὴν θυγατέρα του μεγαλοπρεπέςερα ἀπ' ὅ, τι θάπτουσι
τοὺς ἄλλους, ἔλεγον ὅτι διώρισε νὰ κατασκευάσωσιν ἀγελά
δαν ξυλίνην κοίλην , καὶ ἔπειτα καταχρυσώτας αὐτὴν , ἐκεῖ
μέσα ἔθαψε τὴν ἀποθανοῦσαν θυγατέρα του .
130. Αὐτὴ δὲ ἡ ἀγελάδα δὲν ἐτάφη εἰς τὴν γῆν, ἀλλ᾽ ἔτι
καὶ εἰς τὸν καιρόν μου τὴν ἔβλεπέ τις εἰς τὴν πόλιν Σάϊν ,
κειμένην εἰς τὰ βασίλεια μέσα εἰς οἴκημα λαμπρῶς κατειρ
γασμένον · θυμιάματα δὲ διάφορα καίουσιν εἰς αὐτὴν καθημε
ρινῶς , καὶ πᾶσαν νύκτα ἀνάπτει λύχνος ἀκοίμητος . Πλης
σίον δὲ τῆς ἀγελάδας ταύτης, εἰς ἄλλο οἴκημα , εἶναι ςημέ
ναι εικόνες 2 τῶν παλλακῶν τοῦΜυκερίνου , καθὼς ἔλεγον οἱ εἰς
τὴν Σάϊν πόλιν ἱερεῖς . Καὶ τωόντι ςέκονται ἐκεῖκολοσσαὶ ξύ
λίνοι, ἕως εἴκοσι τὸν ἀριθμὸν , κατεσκευασμένοι ὡς γυναῖκες

γυμναί. Ποῖαι δὲ εἶναι, δὲν ἠμπορῶ νὰ εἴπω , εἰ μὴ ὅσα ἤκουσα .


13r . Μερικοὶ λέγουσι . διὰ τὴν ἀγελάδαν ταύτην καὶ
διὰ τοὺς κολοσσοὺς τὸν ἀκόλουθον λόγον · ὅτι ὁ Μυκερῖνος

ἐρωτεύθη εἰς τὴν θυγατέρα του, καὶσυνευρέθη μ ' αὐτὴν μὴ θέ


λουσαν · ἡ δὲ κόρη μετὰ ταῦτα ὅτι ἀπὸ τὴν λύπην τῆς ἐπνί
γη , καὶ ἐκεῖνός τὴν ? ἔθαψε μέσα εἰς αὐτὴν τὴν ἀγελάδαν · ἡ
δὲ μητέρα της ὅτιἔκοψε τὰς χεῖρας τῶν ἀμφιπόλων , αἱὁποῖαι
ἐπρόδωσαν τὴν θυγατέρα εἰς τὸν πατέρα, καὶ ὅτι διὰ τοῦτο

αἱ εἰκόνες αὐτῶν εἶναι ἄχειρες, παρασταίνουσαι ὅ ,τι ἔπαθαν


εἰς τὴν ζωήν των · ἀλλ᾽ αὐτὰ καθὼς στοχάζομαι , τόσον τὰ
15*

-$ 1
" 228 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΌΔΟΤΟΥ .

ἄλλα ὅσον καὶ τὰ περὶ τὰς χεῖρας τῶν κολοσσῶν, εἶναι φλυα
ρίαι· διότι τὸ ἐβλέπομεν καὶ ἡμεῖς, ὅτι ἀπὸ τὴν πολυκαιρίαν οἱ
κολοσσοὶ ἔχασαν τὰς χεῖράς των, αἱ ὁποῖαι καὶεἰς τὸν καιρόν
μου ἀκόμι ἐφαίνοντο πεσμέναι ἐμπρὸς εἰς τοὺς πόδας των.

132. Ἡ δὲ ἀγελάδα ἔχει ὅλον τὸ ἄλλο μέρος σκεπα


σμένον μὲ ἔνδυμα φοινικοῦν · μόνην δὲ τὴν κεφαλὴν καὶ τὸν

λαιμὸν ἔχει φανερὰ , τὰ ὁποῖα εἶναι χρυσωμένα μὲ πολλὰ


παχὺν χρυσόν · μεταξὺ δὲ τῶν κεράτων της εἶναι μιμημένος
δ κύκλος τοῦ ἡλίου χρυσοῦς . Εἶναι δὲ αὐτὴ ὄχι ὀρθὴ ἀλλὰ
γονατισμένη · κατὰ δὲ τὸ μέγεθος ὅση καὶ μία μεγάλη ἀ
γελάδα ζωντανή . Τὴν ἐκβάλλουσι δὲ ἀπὸ τὸ οἴκημακαθ '

ἕκαστον χρόνον, ὅταν κτυπῶνται οἱ Αἰγύπτιοι διὰ τὸν θεὸν,


τὸν ὁποῖον δὲν ἠμπορῶ νὰ ὀνομάσω ἐγὼ εἰς τοιαύτην διήγη
σιν · τότε ἐκβάλλουσι καὶ τὴν ἀγελάδαν εἰς τὸ φῶς · διότι λέ
γουσιν ὅτι αὐτὴ ἀποθνήσκουσα ἐζήτησεν ἀπὸ τὸν πατέρα της

Μυκερῖνον μίαν φορὰν τὸν χρόνον νὰ βλέπῃ τὸν ἥλιον.


133. Μετὰ δὲ τὸ δυστύχημα τῆς θυγατρὸς , δευτέρα συμ
φορὰ , λέγουσιν , ἠκολούθησεν · εἰς τὸν βασιλέα τοῦτον ἡ ἀκό
λουθος . Τὸν ἦλθε χρησμὸς ἀπὸ τὴν πόλιν Βουτὼ , ὅτι ἔμελλεν

ἓξ μόνον χρόνους νὰ ζήσῃ καὶ τὸν ἕβδομον ν ' ἀποθάνῃ. Αὐτὸς


δὲ ἀγανακτήσας ἔςειλεν εἰς τὸ μαντεῖον νὰ ὀνειδίσῃ δι' αὐτὸ
τὸν θεὸν, μεμφόμενός τον ὅτι , ὁ μὲν πατὴρ καὶ ὁ θεῖός του ,
οἱ ὁποῖοι ἀπέκλεισαν τὰ ἱερὰ , καὶ μήτε θεοὺς ἐνθυμοῦντο ,

ἀλλ᾽ ἔφθειρον καὶ τοὺς ἀνθρώπους , ἔζησαν πολὺν καιρὸν,καὶ


αὐτὸς ὢν εὐσεβὴς , ἔμελλε νὰ τελειώσῃ τὴν ζωήν του τόσον
ὀγλίγωρα . Τὸν ἦλθαν δὲ ἀπὸ τὸ μαντεῖον χρησμοὶ δεύτεροι
λέγοντες ὅτι δι' αὐτὸ τοῦτο ὀλιγοστεύει ἡ ζωή του , διότι δὲν
ἔκαμεν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἐχρεώσει νὰ κάμῃ· ἦτον δὲ πεπρω

μένον ἡ Αἴγυπτος ἑκατὸν πεντήκοντα χρόνους νὰ πάσχῃ ·


ΒΙΒΛ . Β΄. ΕΥΤΕΡΠΗ . 229

καὶ οἱ μὲν δύο πρὸ αὐτοῦ γενόμενοι βασιλεῖς ἐνόησαν τοῦ


το, ἐκεῖνος δὲ ὄχι . Ταῦτα ἀκούσας ὁ Μυκερῖνος , ἐπειδὴ ἦτον

καταδικασμένος νὰ πάθῃ αὐτὰ , διορίσας νὰ κάμωσι πολ •


λοὺς λύχνους , λέγουσιν ὅτι καθὼς ἐνύκτονεν , ἄναπτεν αὐ

τοὺς, καὶ δὲν ἔπαυεν οὔτε νύκτα οὔτε ἡμέραν ἀπὸ τὸ νὰ πίνῃ
καὶ νὰ τρυφᾷ·καὶ ὅτι περιήρχετο εἰς τὰς δροσερὰς πεδιάδας
καὶ σκιερὰ δάση , καὶ ὅπου ἤθελε μάθει ὅτι ἦσαν εὐάρεστοι

περιδιαβάσεις. Εμηχανᾶτο δὲ αὐτὰ διὰ νὰ δείξῃ ψευδὲς

τὸ μαντεῖον, κάμνων νύκτας τὰς ἡμέρας, ὥστε οἱ ἐξχρόνοι


νὰ γένωσι δώδεκα κατ ' αὐτόν.
134. ἄφησε δὲ καὶ αὐτὸς πυραμίδα , πολλὰ μικροτέραν
ἀπὸ τὸν πατέρα του, ἡ ὁποία οὖσα τετράγωνος ἔχει ἑκάστην
πλευρὰν τριῶν πλέθρων παρὰ εἴκοσι πόδας , καὶ ἕως τὴν μέ
σην ἀπὸ πέτραν Αἰθιοπικήν. Αὐτὴ ἡ πυραμὶς λέγουσι μέ
εικοὶ Ἕλληνες ὅτι εἶναι δημοσίας τινὸς γυναικὸς , ὀνομαζομέ
νῆς Ροδώπεως , πλὴν δὲν λέγουσιν ὀρθῶς · καὶ βλέπω ὅτι αὐτ

τοὶ δὲν ἠξεύρουν νὰ εἴπωσιν οὔτε ποία ἐστάθη αὐτὴ ἡ Ρο·


δῶπις· διότι δὲν ἤθελον ἀποδώσει εἰς αὐτὴν κατασκευὴν
τοιαύτης πυραμίδος , εἰς τὴν ὁποίαν ἐξωδεύθησαν , διὰ νὰ εἴπω
συντόμως, ἀναρίθμητοι χιλιάδες ταλάντων . Πρὸς τούτοις ἡ
Ροδῶπις ἤκμασεν εἰς τὸν καιρὸν τῆς βασιλείας τοῦ Αμάσιος καὶ
ὄχι τοῦ Μυκερίνου · ὧςε εἶναι πολλοὺς χρόνους μεταγενεςέρα
ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς, οἱ ὁποῖοι ἀφῆκαν τὰς πυραμίδας ταύτας,
καταγομένη ἀπὸ τὴν Θρᾴκην, δούλη τοῦ᾿άδμονος , υἱοῦ τοῦ
Ηφαιστοπόλεως ἀπὸ τὴν Σάμον , καὶ σύνδουλος τοῦ μυθος .
ποιοῦ Αἰσώπου· καθότι καὶ αὐτὸς τοῦ ἰάδμονος δοῦλος ἐςά
θη , καθὼς ἐφάνη ἀκριβῶς ἀπὸ τὸ ἀκόλουθον . ὅτε κατὰ τὸ

χρηστήριον οἱ Δελφοὶ ἐκήρυττον, ποῖος ἤθελε νὰ λάξῃ ἐκδί

κῃσιν τοῦ θανάτου τοῦ Αἰσώπου , κανεὶς ἄλλος δὲν ἐφάνη ,

t
230 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ,

ἀλλά την ἔλαβεν ἄλλος τις Ιάδμων, υἱὸς τοῦ υἱοῦ ἐκείνου
τοῦ Ιάδμονος . Οὕτω λοιπὸν καὶ ὁ Αἴσωπος ἦτον τοῦ ἰάδμονος .
135. Η δὲ Ῥαδῶπις ἦλθεν εἰς τὴν Αἴγυπτον, φερθεῖσα
ἀπὸ τὸν Ξάνθον τὸν Σάμιον . ᾿λθοῦσα δὲ διὰ τὸ ἔργον της, ἐπ
λευθερώθη μὲ δόσιν πολλῶν χρημάτων ἀπό τινα Μιτυλης
ναῖον Χάραξον , υἱὸν τοῦ Σκαμανδρωνύμου , ἀδελφὸν τῆς

μουσικῆς Σαπφοῦς . Οὕτω λοιπὸν ἐλεύθερώθη ἡ Ῥοδῶπις , καὶ

ἔμεινεν ἐκεῖ εἰς τὴν Αἴγυπτον· ἐπειδὴ δὲ ἦτον πολλὰ ἐπχ


φρόδιτος , ἀπέκτησε μεγάλην κατάστασιν, ὅσον διὰ μίαν ῥο
δῶπιν , ὄχι ὅμως ὥστε καὶ νὰ ἠμπορέσῃ νὰ κτίσῃ τοιαύτην
πυραμίδα . Τὴν δεκάτην τῆς καταστάσεώς της καὶ τώρα

ἀκόμι ἠμπορεῖ νὰ ἴδῃ ὅποιος θέλει· καὶ δὲν ἠμπορεῖ ν ' ἀπο
δώσῃ εἰς αὐτὴν μεγάλα πλούτη . Η Ροδῶπις ἐπειδὴ ἐπεθύ
μησε ν᾿ ἀφήσῃ εἰς τὴν ῾Ελλάδα μνημόσυνόν της, ἠθέλησε νὰ
κάμῃ πρᾶγμα , τὸ ὁποῖον ἄλλος νὰ μὴ ἐστοχάσθη ,‫ ܕ‬μήτε
νὰ εὑρίσκηται παρόμοιον εἰς τὸ ἱερὸν , καὶ τοῦτο ν' ἀφιερώσῃ
εἰς τοὺς Δελφοὺς διὰ μνημόσυνόν της . Απὸ τὴν δεκάτην λοιπὸν
τῶν χρημάτων της κατασκευάσασα ὀβελοὺς βουπόρους πολλοὺς

σιδηροῦς , ὅσους τὴν ἐσυγχώρει ἡ δεκάτη , τοὺς ἔστειλεν εἰς


τοὺς Δελφούς· εἶναι δὲ αὐτοὶ καὶ τώρα ἀκόμι σωρευμένοι

ὄπισθεν τοῦ βωμοῦ , τὸν ὁποῖον ἀφιέρωσαν οἱ Χῖοι , καὶἀν


τικρὺ τοῦ ναοῦ. Συνήθως δὲ εἰς τὴν Ναύκρατιν αἱ δημόσιαι
γυναῖκες γίνονται ἐπαφρόδιτοι · καθότι καὶ αὐτὴ , διὰ τὴν
ὁποίαν εἶναι ὁ λόγος , ἔγινεν ἐξακουστὴ , ὥστε ὅλοι οἱἄλ
λήνες ἔμαθαν τὸ ὄνομα τῆς Ροδώπεως , καὶ ὕστερον αὐτῆς
ἄλλη τις Αρχιδίκη ὀνομαζομένη , ἔγινε περίφημος εἰς τὴν
Ελλάδα · δὲν ἐλέγετο ὅμως τόσον τὸ ὄνομά της εἰς τὰς λέ

σχας . ὅτε δὲ ὁ Χάραξος , ἐλευθερώσας τὴν Ῥοδῶπιν , ἐπέ


στρεψε πάλιν εἰς τὴν Μιτυλήνην , ἡ Σαπτὼ ὠνείδισεν αὐτὸν
ΒΙΒΛ . Β΄ . ΕΝΤΕΡΠΗ. 231

πολὺ διὰ τὴν πρᾶξιν ταύτην εἰς ἐν ᾆσμά της . Διὰ τὴν Ρο
δῶπιν λοιπὸν παύω .

136. Μετὰ δὲ τὸν Μυκερῖνον ἔλεγον οἱ ἱερεῖς ὅτι ἔγινε

βασιλεὺς τῆς Αἰγύπτου ὁ ᾿Ασυχις , ὁ ὁποῖος ἔκαμε τὰ πρὸς


ἀνατολὰς τοῦ ἡλίου προπύλαια τοῦ Ἡφαιστείου , τὰ ὁποῖα

εἶναι πολὺ ὡραιότατα καὶ μεγαλώτατα. Τῳόντι ὅλα τὰ


προπύλαια τοῦ ναοῦ τούτου ἔχουσιν ὡραῖα ἐκτυπώματα
γλυπτὰ , καὶ ἄπειρα ἄλλα οἰκοδομήματα νὰ ἴδῃ τις · ἐκεῖνα
ὅμως εἶναι πολὺ ὡραιότατα. Εἰς τὸν καιρὸν τῆς βασιλείας
τούτου ἔλεγον ὅτι, ἐπειδὴ ἦτον κίνδυνος νὰ δανείσῃ τις χρή
ματα , ἔγινε νόμος εἰς τοὺς Αἰγυπτίους, ὁ ὁποῖος διώριζε νὰ
δίδῃ τις ἐνέχυριν τὸ νεκρὸν σῶμα τοῦ πατρός του , καὶ τοιου ·
τοτρόπως νὰ λαμβάνῃ τὸ δάνειον . Εἰς τοῦτον τὸν νόμον λέ
γουσιν ὅτι προσετέθη καὶ ὁ ἀκόλουθος · ὅποιος δίδει τὸ δά
νειον , νὰ ἦναι κύριος ὅλου τοῦ κοιμητηρίου ἐκείνου , ὁ ὁποῖος
λαμβάνει τὸ δάνειον · καὶ εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος βάλλει αὐτὸ τὸ
ἐνέχυρον, ἐὰν δὲν θέλῃ νὰ πληρώσῃ τὸ χρέος , νὰ ᾖναι τιμω
ρίχ ἡ ἑξῆς · μήτε ἐκεῖνος ὁ ἴδιος , ὅταν ἀποθάνῃ νὰ ἐντα
φιάζεται , ἢ εἰς τὸν
πατρικὸν τάφον , ἢ εἰς κανένα ἄλλον ,
}
μήτε ἄλλον τινὰ ἀπὸ τοὺς ἐδικούς του ἀποθανόντα νὰ μὴ
ἠμπορῇ νὰ θάψῃ ἐκεῖ . Αὐτὸς ὁ βασιλεὺς , ἔλεγον , θέλων
νὰ ὑπερβῇ τοὺς ἄλλους βασιλεῖς τῆς Αἰγύπτου , ὅσοι ἐστά
θησαν πρὸ αὐτοῦ , ἀφῆκε μνημόσυνον πυραμίδα , τὴν δ .
ποίαν ἔκτισεν ἀπὸ πλίνθους · εἰς ταύτην δὲ εἶναι γράμμα
τα σκαλισμένα ἐπάνω εἰς πέτραν , καὶ λέγουσι · « ΜΗ ΜΕ

ΚΑΤΑΦΡΟΝΗΣΗΣ ΠΑΡΑΒΑΛΛΩΝ ΜΕ ΜΕ ΤΑΣ ΛΙΘΙ


ΝΑΣ ΠΥΡΑΜΊΔΑΣ. ΕΓΩ ΥΠΕΡΤΕΡΩ ΑΥΤΑΣ ΤΟΣΟΝ ,
ΟΣΟΝ Ο ΖΕΥΣ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΘΕΟΥΣ . ΔΙΟΤΙ ΚΤΥΠΩΝ

ΤΕΣ ΜΕ ΚΟΝΤΑΡΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ ,

...
232 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

ΟΣΟΣ ΠΗΛΟΣ ΗΘΕΛΕ ΚΟΛΛΗΣΕΙ ΕΙΣ ΑΥΤΑ , ΤΟΥΤΟΝ


ΜΑΖΕΥΟΝΤΕΣ , ΕΙΛΚΥΣΑΝ ΠΛΙΝΘΟΥΣ , ΚΑΙ ΤΟΙΟΥ
‫ܗ‬
ΤΟΤΡΟΠΩΣ ΕΚΤΙΣΑΝ ΕΜΕ . » Αὐτὸς λοιπὸν τόσα ἔκαμε .
137. Μετὰ δὲ τοῦτον ἔλεγον ὅτι ἐβασίλευσε τυφλός τις
ἀπὸ τὴν πόλιν ἔνυσιν , ὀνομαζόμενος ἔνυσις. Εἰς τὸν
καιρὸν τῆς βασιλείας αὐτοῦ ἐςράτευσαν κατὰ τῆς Αἰγύ
πτου μὲ πολὺ πλῆθος οἱ Αἰθίοπες καὶ ὁ Σαβακῶν βασιλεὺς
τῶν Αἰθιόπων · αὐτὸς λοιπὸν ὁ τυφλὸς ἔφυγε καὶ ὑπῆγεν εἰς
τὰ ἕλη . ὁ δὲ Αἰθίοψ ἐβασίλευεν εἰς τὴν Αἴγυπτον πεντήκον
τα χρόνους , εἰς τοὺς ὁποίους ἔκαμε τὰ ἀκόλουθα ἔργα . ὅτε
τις ἀπὸ τοὺς Αἰγυπτίους ἔπταιε, κανένα ἐξ αὐτῶν δὲν ἤθελε
νὰ θανατώσῃ , ἀλλ ' ἔκρινε τὸν καθένα κατὰ τὸ μέγεθος τοῦ
ἀδικήματός του , καί τον ἐπρόςαζε νὰ φέρη χῶμα καὶ νά το

ῥίπτῃ εἰς τὴν πόλιν ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἦτον ἕκαςος ἐκ τῶν ἀ
δικούντων · καὶ τοιουτοτρόπως αἱ πόλεις ἔγιναν ὑψηλότεραι.

Διότι πρώτην φορὰν ὑψώθησαν ἀπὸ τοὺς ἐργάτας, οἱ ὁποῖοι


εἰς τὸν καιρὸν τοῦ βασιλέως Σεσώςριος ἔσκαψαν τὰς διώρυ
χας· καὶ δεύτερον εἰς τὸν καιρὸν τοῦ Αἰθίοπος ἔγιναν πολλὰ
ὑψηλαί. Μολονότι δὲ καὶ ἄλλαι πόλεις εἰς τὴν Αἴγυπτον ἀριθ
μοῦνται ὑψηλαὶ, κατὰ τὴν γνώμην μου ὅμως ἡ πόλις Βούβα
εις ἔχει περισσότερον ὕψος ἀπ᾿ ὅλας · εἰς τὴν ὁποίαν εἶναι

καὶ ἱερὸν Βουβάςεως ἀξιώτατον διηγήσεως· διότι ἄλλα μὲν


ἱερὰ εἶναι μεγαλήτερα, καὶ ἄλλα πολυεξοδώτερα , πλὴν δὲν
λαμβάνει τις τόσην εὐχαρίστησιν , ὅσην βλέπων αὐτό . Η δὲ
Βούβαστις κατὰ τὴν Ἑλληνικὴν γλῶσσαν εἶναι Ἄρτεμις .
138. Τὸ δὲ ἱερὸν αὐτῆς εἶναι τοιοῦτα . Πλὴν τῆς εἰσόδου
τὸ ἄλλο μέρος εἶναι νῆσος · καθότι δύο διώρυχες , ἔρχονται ἀπὸ
τὸν Νεῖλον , αἱ ὁποῖαι δὲν ἑνόνονται , ἀλλ ' ἡ καθεμία προχω

ρεῖ ἕως τὴν εἴσοδον τοῦ ἱεροῦ , καὶ ἔπειτα τρέχουσι περὶ αὐτὸ
ΒΙΒΛ. Β΄. ΕΥΤΕΡΠΗ. 233

ἡμία ἀπὸ τὸ ἓν μέρος καὶ ἡ ἄλλη ἀπὸ τὸ ἄλλο · εἶναι δὲ


καθεμία ἑκατὸν ποδῶν εἰς τὸ πλάτος , καὶ κατάσκιος ἀπὸ
δένδρα . Τὰ δὲ προπύλαια εἶναι δέκα ὀργειῶν τὸ ὕψος, στο
1*
λισμένα μὲ ἔκτυπα ἑξάπηχα ἀξιόλογα . ἂν δὲ εἰς τὴν μέσην
τῆς πόλεως τὸ ἱερὸν, φαίνεται ἀπ᾿ ὅποιον μέρος καὶ ἂν γυ
ρίσῃ τις καθότι ἡ μὲν πόλις ἐπειδὴ ἀνυψώθη μὲ τ᾿ ἀναχώ
ματα , τὸ δὲ ἱερὸν δὲν ἐκινήθη ἀπὸ τὸν τόπον, ὅπου ἐκτίσθη
ἐξ ἀρχῆς, διὰ τοῦτο φαίνεται εἰς τὴν μέσην, ὡς εἰς βάθος.
Περίφραγμα δὲ ἔχον γλυπτὰ ἐκτυπώματα , περικυκλόνειαὖ }
τὸ , καὶ ἔσωθεν εἶναι δάσοςἀπὸ μεγαλώτατα δένδρα , φυτευ

μένα ὁλόγυρα ναοῦ μεγάλου , εἰς τὸν ὁποῖον εἶναι τὸ ἄγαλμα .


Εἰς τὸ πλάτος δὲ καθὼς καὶ εἰς τὸ μάκρος τὸ ἱερὸν ἔχει ἓν
στάδιον · καὶ ἀπὸ τὸ μέρος τῆς εἰσόδου εἶναι ὁδὸς λιθότρω

τος , σχεδὸν σωστὰ τριῶν σταδίων, πηγαίνουσα διὰ μέσου


τῆς ἀγορᾶς πρὸς ἀνατολὰς , ἔχουσα δὲ πλάτος ἕως τεσσάρων
πλέθρων . ᾿Απὸ τὸ ἓν δὲ καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος τῆς ὁδοῦ
εἶναι φυτευμένα δένδρα ὑπερίψηλα , καὶ ἐκβαίνει εἰς τὸ ἱερὸν
τοῦ Ἑρμοῦ. Τὸ ἱερὸν λοιπὸν τοῦτο τοιοῦτο εἶναι.
139. ὕστερον δὲ ἀνεχώρησεν, ἔλεγον, ὁ Αἰθίοψ ἀπὸ τὴν
Αἴγυπτον τοιουτοτρόπως . Ἐσηκώθη καὶ ἔφυγε , διότι εἶδεν
εἰς τὸν ὕπνον του τὸ ἀκόλουθον ὄνειρόν · Τὸν ἐφάνη ὅτι ἦλθέ
τις, καί τον ἐσυμβούλευε νὰ συνάξῃ ὅλους τοὺς εἰς τὴν Αἴ

γυπτον ἱερεῖς, καὶ νά τους κόψῃ εἰς τὴν μέσην . ἰδὼν δὲ


αὐτὸ τὸ ὄνειρον εἶπεν , ὅτι οἱ θεοί τον δίδουσι πρόφασιν,
καθὼς φαίνεται, διὰ ν᾿ ἀσεβήσῃ εἰς τὰ ἱερὰ ,καὶ νὰ λάβῃ κακόν
τι ἀπὸ τοὺς θεοὺς ἢ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους · ὅθεν δὲν θὰ κάμῃ
τοῦτο , ἀλλ᾽ ἐπειδὴ ἐπέρασεν ὁκαιρὸς ; ὅσον τὸν εἶπαν τὰ
χρηστήρια ὅτι θὰ ἐξουσιάζῃ τὴν Αἴγυπτον , θ᾿ ἀναχωρήσῃ
ἀπ᾿ αὐτήν . Καθότι ὅτε ἦτον εἰς τὴν Αἰθιοπίαν , τὰ μαντεῖα ,
1.

234 ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΔΟΤΟΥ. 1

τὰ ὁποῖα μεταχειρίζονται οἱ Αἰθίοπες, ἐχρησμοδότησαν εἰς


αὐτὸν, ὅτι ἔπρεπε νὰ βασιλεύσῃ εἰς τὴν Αἴγυπτον χρόνους
πεντήκοντα . Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ καιρὸς αὐτὸς ἐτελείωσε, καί

τον ἐτάραττε τὸ ὅραμα τοῦ ἐνυπνίου , αὐτοθελήτως ἀναχωρεῖ


ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον ὁ Σαβακῶς .
- 140. Ἀφοῦ δὲ ἔφυγεν ὁ Αἰθίας ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον , ἔλεγον

ὅτι πάλιν ἔλαβε τὴν ἀρχὴν ὁ τυφλὸς , ἐλθὼν ἀπὸ τὰ ἕλη,


ὅπου ἐκατοίκει πεντήκοντα χρόνους , μώλώσας μέρος αὐτῶν
μὲ ςάκτην καὶ γῆν , τὸ ὁποῖον ἔκαμε νῆσον. Καθότι ὅτε τὸν
ἐπήγαινον τροφὰς οἱ Αἰγύπτιοι , ὅσοι , κρυφὰ ἀπὸ τὸν Αἰθίοπα,
ἦσαν διωρισμένοι εἰς τοῦτο , ἐκεῖνός τους παρήγγελε μὲ τὰ
ἄλλα δῶρα να τον φέρωσι καὶ στάκτην. Αὐτὴν τὴν νῆσον
δὲν ἠμπόρεσε ν ' ἀνακαλύψῃ κανεὶς πρὸ τοῦ Ἀμυρταίου · ἀλ
λὰ περισσότερον ἀπὸ ἑπτακοσίους χρόνους οἱ πρὸ τοῦ Ἀμυρ
ταίου γενόμενοι βασιλεῖς δὲν ἦσαν ἱκανοὶ νά την εὕρωσι· τὸ
ὄνομα δὲ αὐτῆς τῆς νήσου εἶναι Ελὼς καὶ εἰς τὸ μέγεθος
εἶναι πανταχόθεν δέκα στάδια.

141. Μετὰ τοῦτον ἔλεγον ὅτι ἐβασίλευσεν ὁ ἱερεὺς τοῦ Ηφαί


στου , ονομαζόμενος Σεθῶν . Αὐτὸς κακομεταχειριζόμενος τὸ
στρατιωτικὸν τῶν Αἰγυπτίων δέν το εἶχεν εἰς καμμίαν
ὑπόληψιν , νομίζων ὅτι δὲν θὰ λάβῃ χρείαν αὐτοῦ ποτέ . Κάθ
μνων λοιπὸν καὶἄλλας ἀτιμίας · εἰς αὐτοὺς, τοὺς ἀφαίρε
σεν ἔτι καὶ τὰς ἀρούρας, αἱ ὁποῖαί τους ἦσαν δομέναι και
τ' ἐξαίρεσιν ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τῶν προτέρων βασιλέων , δώ
δεκα ἄρουραι εἰς καθένα . Μετὰ ταῦτα ἔλεγον ὅτι ὁ Σαναχά
ριδος βασιλεὺς τῶν ᾿Αραβίων καὶ Ἀσσυρίων ἐκίνητε μεγάλα
ςρατεύματα κατὰ τῆς Αἰγύπτου · οἱ δὲ πολεμικοὶ τῶν Αἰγυ
πτίων δὲν ἤθελον νὰ ςρατεύσωσιν. ὅθεν ὁ ἱερεὺς, εὑρισκόμενος
εἰς ἀπορίαν , ἐμβῆκεν εἰς τὸ οἰκίδιον τοῦ θεοῦ , καὶ ἀπωδύρεται
ΒΙΒΛ . Β΄ . ΕΥΤΕΡΠΗ 235

ἔμπροσθεν τοῦ ἀγάλματος , τί ἐκινδύνευε νὰπάθῃ. Ἐνῷ δὲ ἐλε


εινολογεῖτο , τὸν ἦλθεν , ἔλεγον , ὕπνος , καί τον ἐφάνη εἰς τὸ ὄ
νειρόν του , ὅτι παρουσιασθεὶς ὁ θεός τον ἐθάῤῥυνε ὅτι δὲν θὰ

πάθῃ τίποτε κακὸν, ἐὰν ἐκβῇ εἰςἀπάντησιν τῶν Αραβικῶνςρα


τευμάτων , ὑποσχόμενος ὅτιαὐτὸς θά τον ς·είλη βοηθούς. Ἀπὸ
τοῦτο τὸ ἐνώπιον πεπεισμένος , παραλαβὼν ἐκ τῶν Αἰγυ
πτίων , ὅσοι ἤθελον νά τον ἀκολουθήσωσιν , ἐςρατοπέδευσεν
εἰς τὸ Πηλούσιον · διότι ἐκεῖ εἶναι τὸ ἔμβασμα ἀπὸ τὴν Αρα

βίαν εἰς τὴν Αἴγυπτον · ἀπὸ τοὺς πολεμικοὺς ὅμως κανεὶς δέν
τον ἠκολούθει , ἀλλ᾿ ὅλοι κάπηλοι καὶ χειρώνακτες καὶ ἀγο
ραῖοι ἄνθρωποι . Ἀφοῦ δὲ ἔφθασαν αὐτοὶ ἐκεῖ , ἔλεγον , ὅτι
ἀρουραῖοι ποντικοὶἐχύθησαν τὴν νύκτα εἰς τὸ ἐχθρικὸν τρά
τευμα , καὶ κατέφαγαν τὰς φαρέτρας αὐτῶν καὶ τὰ τόξα των,
καὶ ἔτι τὰ ὄχανα τῶν ἀσπίδων , ὥστε τὴν ἀκόλουθον ·
ἡμέραν , ἐπειδὴ ἔφευγον γυμνοι ὅπλων 2 ἔπεσαν πολλοὶ ἐξ

αὐτῶν. Καὶ τώρα αὐτὸς ὁ βασιλεὺς εἶναι στημένος λίθινος


εἰς τὸ ἱερὸν τοῦ Ηφαίστου , κρατῶν εἰς τὴν χεῖρα ἀρουραῖον
ποντικὸν ‫ ܕ‬καὶ λέγων διὰ γραμμάτων τὰ ἀκόλουθα. ΕΙΣ
ΕΜΕ ΑΣ ΙΔΗ ΚΑΘΕΙΣ ΚΑΙ ΑΣ ΗΝΑΙ ΕΥΣΕΒΗΣ.
142. Τόσα ἔλεγον οἱ Αἰγύπτιοι καὶ οἱ ἱερεῖς διὰ τοὺς
βασιλεῖς των , καὶ ἀπεδείκνυουν ὅτι ἀπὸ τὸν πρῶτον ἕως
τὸν ἱερέα τοῦ Ἡφαίρου , τοῦτον τὸν τελευταῖον βασιλέα , ( *)
ἐςάθησαν γενεαὶ ἀνθρώπων τριακόσιαι τεσσαράκοντα , καὶ
εἰς αὐτὰς τόσοι ἀρχιερεῖς καὶ τόποι βασιλεῖς. Ισοδυναμοῦσι
δὲ τριακόσιαι γενεαὶ ἀνθρώπων μὲ δέκα χιλιάδας χρόνους ·
καθότι τρεῖς γενεαὶ ἀνθρώπων εἶναι ἑκατὸν χρόνοι · αἱ δὲ ἐπίτ

(* ) ἴδε $ 100. σημ . .


236 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

λοιποι τεσσαράκοντα καὶ μία , αἱ οὖσαι ὁμοῦ μὲ τὰς τριας


κοσίας , κάμνουσι χιλίους τριακοσίους τεσσαράκοντα χρόνους .
Βἰς ἔνδεκα δὲ χιλιάδας τριακοσίους τεσσαράκοντα χρόνους,

ἔλεγον ὅτι κανεὶς θεὸς δὲν ἔγινεν ἀνθρωπόμορφος · ἔτι δὲ


ὅτι οὔτε πρότερον τῆς ἐποχῆς ταύτης, οὔτε ὕστερον εἰς
τὸν καιρὸν τῶν μεταγενεστέρων βασιλέων , τοιοῦτό τι δὲν
ὑπῆρξεν . Εἰς αὐτὸ δὲ τὸ διάσημα ἔλεγον ὅτι ὁ ἥλιος τετρά .
κις ἐφάνη ἔξω τῆς συνήθους θέσεώς του · καὶ δύο φορὰς ἀνέ
τειλεν ἀπεκεῖ , ὅπου συνήθως δύει· δύο δὲ φορὰς ἔδυσεν ἐκεῖ,
ὅθεν συνήθως ἀνατέλλει· καὶ μολοντοῦτο καμμία μεταβολὴ
δὲν προῆλθεν ἀπ᾿αὐτὸ εἰς τὴν Αἴγυπτον , οὔτε κατὰ τὰ προ
ϊόντα τῆς γῆς , οὔτε κατὰ τὰ ἀποτελέσματα τοῦ ποταμοῦ ,
οὔτε κατὰ τὰς ἀσθενείας , οὔτε κατὰ τοὺς θανάτους .
143. Πρὸ ἐμοῦ δὲ , ὅτε ὁ Εκαταῖος ὁ ἱστορικὸς εἰς τὰς
Θήβας, ἐγενεαλόγησε τὸν ἑαυτόν του καὶ εἶπεν ὅτι ὁ δέκα
τος ἕκτός προπάτωρ του ἦτον θεὸς , ἀπὸ τὸν ὁποῖον αὐτὰς
κατήγετα , οἱ ἱερεῖς τοῦ Διὸς ἔκαμαν εἰς αὐτὸν , ὁποῖόν τι
ἔκαμαν καὶ εἰς ἐμὲ, χωρὶς νὰ γενεαλογήσω τὸν ἑαυτόν μου .
ἐμβάσαντές με εἰς οἴκημα τὸ ὁποῖον εἶναι μεγάλον , ἐμές
τρῶν καὶ μ᾿ ἐδείκνυον ξυλίνους κολοσσοὺς τόσους, ὅσους εἶπα
διότι ἕκασος ἀρχιερεὺς ἐπὶ ζωῆς του ςήνει ἐκεῖ τὴν εἰκόνα

του . Ἀριθμοῦντες λοιπὸν καὶ δεικνύοντές με οἱ ἱερεῖς αὐτὰς ,


μ ' ἐβεβαίονον ὅτι ὅλοι εἶναι κατὰ διαδοχὴν παῖς ἀπὸ πατέ
ρά , καὶ ἀρχίσαντες ἀπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ ἐσχάτως ἀποθανόν
τος , τὰς ἐπέρασαν ἀνὰ μίαν , ἕως ὅτου μὲ ἐξήγησαν ὅλας .
ὅθεν καὶ εἰς τὸν Ἑκαταῖον, ὅτε ἐγενεαλόγησε τὸν ἑαυτόν
του , καὶ εἶπεν ὅτι ὁ δέκατος ἔκτος προπάτωρ του ἦτον θεὸς, ἀ

πὸ τὸν ὁποῖον αὐτὸς κατήγετο , ἀντεγενεαλόγησαν ἀπαριθμοῦν ·


τες τοὺς κολοσσοὺς, καὶ δὲν ἐδέχοντο ὅτι ἄνθρωπος ἠμπορεῖ νὰ
1

ΒΙΒΛ . Β΄. ΕΥΤΕΡΠΠ . 237

γεννηθῇ ἀπὸ θεόν. Κάμνοντες δὲ τὴν ἀντιγενεαλόγησιν ἔλεγον


ὅτι ἕκαστος κολοσσὸς ὢν Πίρωμις ἐγεννήθη ἀπὸ Πίρωμιν ,

ἕως ὅτου ἐξιστόρησαν τοὺς τριακοσίους τεσσαράκοντα πέντε


κολοσσοὺς , γενομένους Πίρωμιν ἀπὸ Πίρωμιν , καὶ δὲν ἀνεβία
βαζον τὴν γενεὰν αὐτῶν οὔτε εἰς θεὸν οὔτε εἰς ἥρωα . Πίρω
μις δὲ θὰ εἴπῃ Ἑλληνικὰ καλὸς καὶ ἀγαθός .
144. Καὶ τούτους μὲν , τῶν ὁποίων ἦσαν αἱ εἰκόνες
τοιούτους ἀπεδείκνυον , πολλὰ διαφορετικοὺς ἀπὸ τοὺς θεούς.
Πρὸ τῶν ἀνδρῶν ὅμως τούτων, ἔλεγον ὅτι ἡγεμόνες τῆς Δια
γύπτου ἦσαν θεοὶ, οἱ ὁποῖοι ἐκατοίκουν ὁμοῦ μὲ τοὺς ἀν
θρώπους , καὶ ἐξ αὐτῶν εἷς πάντοτε εἶχε τὴν ἡγεμονίαν · τε
λευταῖος δὲ ἐβασίλευσεν εἰς τὴν Αἴγυπτον ὁ ἆρος , ὁ υἱὸς
τοῦ ὀσίριδος , τὸν ὁποῖον οἱ Ἕλληνες ὀνομάζουσιν Απόλλωνα .
Αὐτὸς ἐβασίλευσεν εἰς τὴν Αἴγυπτον τελευταῖος ; ἐκβαλὼν

ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τὸν Τυφῶνα . ὄσιρις δὲ εἶναι Διόνυσος κατὰ


τὴν ῾Ελληνικὴν γλῶσσαν .
145. Εἰς μὲν τοὺς Ἕλληνας νεώτατοι ἀπὸ τοὺς θεοὺς να
μίζονται ὅτι εἶναι ὁ Ἡρακλῆς , ὁ Διόνυσος καὶ ὁ Πάν: εἰς δὲ
τοὺς Αἰγυπτίους ὁ Πὰν μὲν εἶναι παλαιότατος, καὶ ἀπὸ τοὺς
ὀκτὼ , τοὺς πρώτους λεγομένους θεούς · ὁ δὲ Ἡρακλῆς ἀπὸ
τοὺς δευτέρους, τοὺς λεγομένους ὅτι εἶναι δώδεκα · καὶ ὁ
Διόνυσος ἀπὸ τοὺς τρίτους , οἱὁποῖοι ἔγιναν ἀπὸ τοὺς δώδε

κα θεούς . Καὶ ἀπὸ μὲν τὸν Ἡρακλῆ ἕως τὸν βασιλέα Αμασιν
πόσοι χρόνοι λέγουσιν οἱ Αἰγύπτιοι ὅτι εἶναι , τὸ ἐφανέρωσα
• προλαβόντως (* ) · ἀπὸ δὲ τὸν Πᾶνα , λέγουσιν ὅτι εἶναι

περισσότεροι ἀπ᾿ αὐτούς · ἀπὸ δὲ τὸν Διόνυσον , πολὺ ὀλι

(*) Ἶδε S. 43.


238 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

γώτεροι ἀπ ' αὐτούς · μολοντοῦτο καὶ ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν Διόνυ


σον ἕως τὸν Ἄμασιν βασιλέα λογίζονται ὅτι εἶναι δέκα πέν
τε χιλιάδες χρόνοι . Καὶ λέγουσιν οἱ Αἰγύπτιοι ὅτι ἠξεύ
ρουσιν αὐτὰ ἀσφαλῶς · διότι πάντοτε λογαριάζουσι , καὶ
πάντοτε σημειόνουσι τοὺς χρόνους. Ἀπὸ δὲ τὸν Διόνυσον ,
τὸν λεγόμενον ὅτι ἐγεννήθη ἀπὸ τὴν Σεμέλην , θυγατέρα
τοῦ Κάδμου , εἶναι ἕως τὸν καιρόν μου σωστὰ χρόνοι χί
λιον ἑξακόσιοι. Ἀπὸ δὲ τὸν Ἡρακλῆν υἱὸν τῆς ᾿Αλκμήνης
ἐννεακότιοι. Ἀπὸ δὲ τὸν Πᾶνα τὸν γεννηθέντα ἀπὸ τὴν Πη
νελόπην (διότι ἀπ ' αὐτὴν καὶ τὸν Ἑρμῆν λέγουσιν οι Ελλη

νες ὅτι ἐγεννήθη ὁ Πὰν ,) εἶναι ἕως τὸν καιρόν μου ὀλιγώτε
ροι παρ᾽ ὅσοι εἶναι ἀπὸ τὰ Τρωϊκά · τὸ πολὺ ἕως ὀκτακόσιοι
χρόνοι .
146. Απὸ ταύτας τὰς δύο δόξας ἂς δεχθῇ καθεὶς ὁποίαν
πιστεύει πιθανωτέραν · ἐγὼ εἶπα δ᾽ αὐτὰς τὴν γνώμην μου .

Καθότι , ἐὰν καθὼς ὁ Ἡρακλῆς , ὁ γεννηθεὶς ἀπὸ τὸν Αμφι


τρύωνα , παρομοίως καὶ ὁ Διόνυσος ὁ γεννηθεὶς ἀπὸ τὴν Σε
μέλην, καὶ ὁ Πὰν , ὁ γεννηθεὶς ἀπὸ τὴν Πηνελόπην, ἐφαίνοντα
ἐξ ἀρχῆς , καὶ ἐγήρασκον καὶ αὐτοὶ εἰς τὴν Ἑλλάδα , ἠμπόρει
νὰ εἴπῃ τις ὅτι καὶ αὐτοὶ, καθὼς ἐκεῖνος , ἐςάθησαν ἄνθρωποι,
καὶ εἶχον τὰ ὀνόματα ἐκείνων τῶν προγενεςέρων θεῶν · τώρα
ὅμως διὰ μὲν τὸν Διόνυσον λέγουσιν οἱ Ἕλληνες ὅτι ἀμέσως,
καθὼς ἐγεννήθη , ὁ Ζεὺς τὸν ἔῤῥαψεν εἰς τὸν μηρόν του , καί
τὸν ὑπῆγεν εἰς τὴν Νύσαν , ἡ ὁποία εἶναι παράνω τῆς Αἰγύ
που εἰς τὴν Αἰθιοπίαν· διὰ δὲ τὸν Πᾶνα δὲν ἠξεύρουσι , ποῖον
δρόμον ἐπῆρε γεννηθείς . Ἀπὸ ταῦτα λοιπὸν εἶναι φανερὸν ὅτι
οἱ Ἕλληνες ἔμαθαν τὰ ὀνόματα τούτων ὕστερον ἀπὸ τὰ τῶν
ἄλλων θεῶν · καὶ γενεαλογοῦσι τὴν γέννησιν αὐτῶν , ἀφ᾽ ὅτου
ἔμαθαν τὰ ὀνόματά των . Αὐτὰ λοιπὸν λέγουσιν οἱ Αἰγύπτιοι.
ΒΙΒΛ. Β΄. ΕΥΤΕΡΠΗ . 239

V
147. ὅσα δὲ καὶ οἱ ἄλλοιἄνθρωποι λέγουσι καὶ οἱ Αἰγύ ·
πτιοι συμφώνως μὲ τοὺς ἄλλους , ὅτι ἔγιναν εἰς τοῦτον τὸν
τόπον, αὐτὰ θὰ εἴπω τώρα · θὰ ἦναι δὲμεταξὺ αὐτῶνκαὶμε
ρικὰ , τῶν ὁποίων εἶμαι αὐτόπτης . Ελευθερωθέντες οἱ Αἰγύπτιοι

μετὰ τὴν βασιλείαν τοῦ ἱερέως τοῦ Ἡφαίστου , ἐπειδὴ ποτὲ


δὲν ἠμπόρουν νὰ ζῶσι χωρὶς βασιλέα , ἔβαλαν δώδεκα βασί
λεῖς , μερίσαντες ὅλην τὴν Αἴγυπτον εἰς δώδεκα μοίρας . Αὐτ
τοὶ ἔκαμαν μεταξύ των ἐπιγαμίας καὶ ἐβασίλευον , κατατήσαν
τες νόμον τοιοῦτον · μήτε νὰ καταστρέφωσιν ἀλλήλους, μή
· τε κανεὶς νὰ ζητῇ νὰ ἔχῃ περισσότερον ἀπὸ τὸν ἄλλον, ἀλλὰ
νὰ εἶναι ἄκροι φίλοι. ῎βαλαν δὲ τὸν νόμον τοῦτον , καί τον
ὑπερασπίζοντο κατὰ πολλὰ διὰ τὴν ἀκόλουθον αἰτίαν . Κατ '

ἀρχὰς, ὅτε ἐμβῆκαν εἰς τὰ πράγματα , τοὺς εἶχε δοθῆ χρησμὸς


ὅτι ὅποιος ἀπ᾿ αὐτοὺς κάμῃ σπονδὰς μέσα εἰς τὸ ἱερὸν τοῦ
Ηφαίστου μὲ φιάλην χαλκῆν , αὐτὸς θὰ γένη βασιλεὺς ὅλης

τῆς Αἰγύπτου · ἐπήγαινον δὲ ὁμοῦ εἰς ὅλα τὰ ἱερά .


148. Πρὸς τούτοις ἐνέκριναν ν᾿ ἀφήσωσι καὶ μνημόσυνα
κοινά · καὶ ἐπειδή το ἐνέκριναν ἔβαλαν καὶ ἔκτισαν λαβύριν
θον , ὀλίγον ἀνωτέρω τῆς λίμνης τοῦ Μοίριος , ἴσα πρὸς τὰ μέσ
ρος τῆς πόλεως λεγομένης τῶν κροκοδείλων , τὸν ὁποῖον λαβύ .
ρινθον εἶδα ὁ ἴδιος , καὶ εἶναι πρᾶγμα ἀνεκδιήγητον . Καθότι
ἐάν τις μαζεύσῃ ὅλα ὁμοῦ τὰ τείχη καὶ λαμπρὰ κτίρια ἀπὸ τὴν
Ελλάδα , πάλιν θέλουν φανῆ ὅτι εἶναι κατώτερα τοῦλαβυρίν
θου τούτου, καὶ κατὰ τὴν ἐργασίαν καὶ κατὰ τὴν δαπάνην .
Μολονότι δὲ ἀξιόλογος εἶναι καὶ ὁ ναὸς εἰς τὴν (* ) ῎Εφεσον , καὶ

(*) Τῆς Ἀρτέμιδος, πρὸ τοῦ ὁποίου λέγει ὁ Παυσανίας ( Αχαϊκὰ κεφ.Β.)
ὅτι δὲν ἐκτίσθη ἀπὸ τὰς Αμαζόνας κατὰ τὴν κοινὴν δόξαν, ἀλλ ' ἀπὸ τὸνΚροῖ
σον καὶ ἔρεσαν .
48 . ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

ὁ γαὸς εἰς τὴν Σάμον (* ) , ἦσαν πρὸς τούτοις καὶ αἱ πυραμίδες


ἀνώτεραι λόγου , καὶ καθεμία ἀπ᾿ αὐτὰς ἀνταξία πολλῶν
καὶ μεγαλωτάτων Ελληνικῶν ἔργων , ὁ λαβύρινθος ὅμως
ὑπερβαίνει καὶ τὰς πυραμίδας . Καθότι ἔχει δώδεκα αὐλὰς
καταστέγους τῶν ὁποίων αἱ πύλαι ἀντικρύζουσι· καὶ ἓξ μὲν
εἰς τὴν ἀράδαν βλέπουσι πρὸς τὸν νότον , ἐξ δὲ πρὸς τὸν

βορᾶν . Περικλείει δὲ ὅλας αὐτὰς ἔξωθεν ὁ αὐτὸς τοῖχος . Οι


κήματα δὲ εἶναι εἰς αὐτὰς διπλᾶ , ἄλλα δηλαδὴ ὑπόγεια
καὶ ἄλλα ἄνωθεν τούτων ὑψηλὰ , ὅλα τρεῖς χιλιάδες , ἤτοιχίλια
πεντακόσια εἰς ἑκάτερον πάτωμα . Τὰ ἄνω λοιπὸν οἰκήματά
ἐβλέπομεν καὶ ἡμεῖς περιερχόμενοι οἱ ἴδιοι, ὥς θεωρήσαντές
τα λέγομεν περὶ αὐτῶν · διὰ δὲ τὰ ὑπόγεια ἠξεύρομεν ὅ ,τι
μᾶς εἶπαν· διότι οἱ Αἰγύπτιοι ἐπιστάται κατ ' οὐδένα τρόπον
δὲν ἤθελον νὰ μᾶς δείξωσιναὐτὰ ,λέγοντεςὅτι ἐκεῖ εἶναι τάφοι
τῶν βασιλέων , τῶν οἰκοδομησάντων ἐξ ἀρχῆς τὸν λαβύρινθον
τοῦτον , καὶ τῶν ἱερῶν κροκοδείλων . Οὕτω λοιπὸν διὰ τὰ κάτω
οἰκήματα λέγομεν ἔσα παρελάβαμεν ἐξ ἀκοῆς · τὰ δὲ ἄνω ,
τὰ ὁποῖα ἐβλέπομεν ἡμεῖς , ἦσαν2 ἀνώτερα ἀνθρωπίνων ἔργων .
Διότι αἱ ἔξοδοιἀπὸ τὰ στέγας , καὶ οἱ ἑλιγμοὶ διὰ τῶν αὐτ
λῶν , ὄντες πολυποίκιλοι , μᾶς ἐπροξένουν μεγάλον θαῦμα
σμὸν , ὅτε ἐπερνῶμεν ἀπὸ αὐλὴν εἰς τὰ οἰκήματα , καὶ ἀπὸ
τὰ οἰκήματα εἰς παστάδας, καὶ πάλιν εἰς ἄλλας στέγας ἀπὸ
τὰς παστάδας, καὶ εἰς αὐλὰς ἄλλας ἀπὸ τὰ οἰκήματα . Ἡ
ὀροφὴ ὅλων αὐτῶν εἶναι λιθίνη , καθὼς καὶ οἱ τοῖχοι· οἱ δὲ
τοῖχοι εἶναι γεμάτοι ἀπὸ γλυπτά . Εκάστῃ δὲ αὐλὴ εἶναι πε
ρίστυλος, ἀπὸ λίθον λευκὸν ἀκριβῶς ἁρμοσμένον . Εἰς τὴν

(* ) Τῆς Ἥρας · ἐκτίσθη ἀπὸ τοὺς ᾿Αργοναύτας.


ΒΙΒΛ . Β΄, ΕΥΤΕΡΠΗ . T 241

ἄκραν δὲ ,‫ ܕ‬ὅπου τελειόνει ὁ λαβύρινθος , εἶναι πυραμὲς τεσ


σαράκοντα ὀργυιῶν , ἔχουσα ζῶα μεγάλα σκαλισμένα · ὁδὸς
δὲ εἰς αὐτὴν εἶναι ὑποκάτω τῆς γῆς.

149. Ἀφοῦ δὲ αὐτὸς ὁ λαβύρινθος εἶναι τοιοῦτος , περισ

σότερον θαυμασμὸν προξενεῖ ἡ ὀνομαζομένη τοῦ Μοίριος λί


μνη , πλησίον τῆς ὁποίας εἶναι κτισμένος ὁ λαβύρινθος . Ταύ
της ἡ περίμετρος εἶναι τριακόσια ἑξήκοντα στάδια , τὰ ὁποῖα
κάμνουσιν ἑξήκοντα σχοίνους , ὅση εἶναι καὶ ἡ πλευρὰ τῆς
Αἰγύπτου ἀπὸ τὸ μέρος τῆς θαλάσσης . Εἶναι δὲ τὸ μάκρος
τῆς λίμνης ἀπὸ τὸν βορᾶν πρὸς τὸν νότον, καὶ ἔχει βάθος,
εἰς τὸ βαθύτατον αὐτῆς μέρος , πεντήκοντα ὀργυιάς . ὅτι δὲ
εἶναι χειροποίητος καὶ σκαπτὴ φαίνεται ἀφ᾽ ἑαυτῆς · διότι

ἴσα σχεδὸν εἰς τὴν μέσην τῆς λίμνης αὐτῆς στέκονται δύο
πυραμίδες, ὑπερέχουσαι καθεμία ἀπὸ τὸ νερὸν πεντήκοντα
· ὀργυιάς · καὶ τὸ κάτωθεν τοῦ νεροῦ μέρος εἶναι ἄλλο τό
σον · εἰς δὲ τὴν κορυφὴν καθεμιᾶς ἐξ αὐτῶν εἶναι κολοσ
σὸς λίθινος καθήμενος εἰς θρόνον · ὥστε αἱ πυραμίδες εἶναι
ἑκατὸν ὀργυιῶν : αἱ δὲ ἑκατὸν ὀργυιαὶ ἰσοδυναμοῦσι μὲ ἓν
στάδιον ἑξάπλεθρον , καθότι ἡ ὀργυιὰ μετρεῖται ἓξ πόδες ἢ
τέσσαρες πῆχαι· ὁ δὲ ποῦς εἶναι τέσσαρες παλαισταὶ, ἡ δὲ
πήχη ἕξ. Τὸ δὲ νερὸν τῆς λίμνης δὲν εἶναι ἀναβρυτικὸν,
(διότι τὸ μέρος ἐκεῖνο εἶναι παντάπασιν ἄνυδρον, ) ἀλλά το
ἔφεραν εἰς αὐτὴν μὲ διώρυχα ἀπὸ τὸν Νεῖλον · καὶ ἓξ μὲν
μῆνας τρέχει μέσα εἰς τὴν λίμνην , ἓξ δὲ μῆνας πάλιν ἔξω

εἰς τὸν Νεῖλον. Καὶ ὅταν μὲν τρέχῃ ἔξω , ἡ λίμνη εἰς τοὺς
ἓξ τούτους μῆνας δίδει ἀπὸ τὰ ὀψάρια εἰς τὴν βασιλείαν ἓν
τάλαντον ἀργυρίου τὴν ἡμέραν · ὅταν δὲ τὸ νερὸν ἐμβαίνῃ εἰς
αὐτὴν εἴκοσι μνᾶς.

15ο . ἔλεγον δὲ οἱ ἐντόπιοι καὶ τοῦτο · ὅτι ἡ λίμνη αὕτη ,


(TOM . Á. ) 16
242 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΌΤΟΥ .

τῆς ὁποίας ἡ δυτικὴ πλευρὰ εἶναι πρὸς τὴν μεσόγειον , παρὰ


τοὺς πρόποδας τοῦ βουνοῦ , κειμένου ἀνωτέρω τῆς Μέμφεως ,
χύνεται δι' ὀρύγματος ὑποκάτω τῆς γῆς εἰς τὴν Σύρτιν τὴν
εἰς Λιβύαν . ἐπειδὴ δὲ δὲν ἔΕλεπα τὸ χῶμα τοῦ ὀρύγματος
τούτου πουθενὰ , διότι ἐφρόντισα νά το ἴδω , ἠρώτησα τοὺς
κατοικοῦντας πλησιέστατα τῆς λίμνης , ποῦ ἦτον τὸ χῶμα,
τὸ ὁποῖον ἔκβαλαν ἀπὸ τὸ ὄρυγμα· καὶ ἐκεῖνοί με εἶπαν ποῦ
ἐκουβαλήθη , καὶ εὐκόλως μ᾿ ἔπειθον · διότι ἤξευρα ἐξ ἀκοῆς
ὅτι καὶ εἰς τὴν Νῖνον , πόλιν τῶν Ασσυρίων , ἔγινέ τι πα

ρόμοιον . Κλέπται τινὲς ἔβαλαν εἰς τὸν νοῦν των νὰ ἐκφορή


ωσι τὰ χρήματα τοῦ Σαρδαναπάλου βασιλέως τῆς Νίνου ,
τὰ ὁποῖα ἦσαν πολλὰ καὶ ἐφυλάττοντο εἰς θησαυροὺς ὑπο
γείους. ὅθεν οἱ κλέπται ἀρχίσαντες ἀπὸ τὰς οἰκίας των
ἐζύγισαν νὰ ἐκξῶσιν εἰς τὰ βασίλεια καὶ ἔσκαπτον ὑποκάτω 1

τῆς γῆς · τὸ δὲ χῶμα , τὸ ὁποῖον ἔκβαινεν ἀπὸ τὸ ὄρυγμα,


ἀφοῦ ἐνύκτονε , ἐκουβάλουν και το ἔῤῥιπτον εἰς τὸν Τίγριν
ποταμὸν , τρέχοντα πλησίον τῆς Νίνου , ἕως ὅτου ἐκτέλεσαν

ὅ,τι ἤθελον. Τοιοῦτό τι ἤκουσα ὅτι ἔγινε καὶ τὸ ὄρυγμα


τῆς εἰς τὴν Αἴγυπτον λίμνης , πλὴν ὅτι δὲν ἐγίνετο τὴν νύ

κτα ἀλλὰ τὴν ἡμέραν · οἱ δὲ Αἰγύπτιοι σκάπτοντες ἔῤῥιπτον


τὸ χῶμα εἰς τὸν Νεῖλον , καὶ ὁ ποταμὸς ἔπερνεν αὐτὸ, καί
το διεσκόρπιζεν . Η λίμνη λοιπὸν αὕτη τοιουτοτρόπως λέγου
σιν ὅτι ἐσκάφθη .
151. Οἱ δὲ δώδεκα βασιλεῖς μεταξύ των ἐφύλαττον δι
καιοσύνην , καὶ εἶχόν ποτε θυσίαν εἰς τὸ ἱερὸν τοῦ Η
φαίστου · ὅτε δὲ ἔμελλον νὰ κάμωσι σπονδὰς , τὴν ὁ
λοϋστερινὴν ἡμέραν τῆς ἑορτῆς , τοὺς ἔφερεν ὁ ἀρχιερεὺς
φιάλας χρυσᾶς , μὲ τὰς ὁποίας ἐσυνήθιζαν νὰ κάμνωσι τὰς
σπονδάς· λανθασθεὶς ὅμως εἰς τὸν ἀριθμὸν , ἔφερεν ἕνδεκα ,
ΒΙΒΛ . Β΄. ΕΥΤΕΡΠΗ . 243

ἐνῷ αὐτοὶ ἦσαν δώδεκα . Τότε , ἐπειδὴ δὲν εἶχε φιάλην ὁ


στεκόμενος ἐξ αὐτῶν ἔσχατος , ὁ Ψαμμίτιχος , ἔκβαλε τὴν
περικεφαλαίαν του , οὖσαν χαλκῆν , καὶ , δεχθεὶς μ ' αὐτὴν τὸ
κρασίον , ἔκαμε τὰς σπονδάς · διότι περικεφαλαίας ἐφόρουν καὶ
οἱ ἄλλοι ὅλοι βασιλεῖς , καὶ ἔτυχαν τότε νά τας ἔχωσιν εἰς τὴν
κεφαλήν των . ὁ μὲν Ψαμμίτιχος λοιπὸν ἔλαβε τὸ κρασίον μὲ
τὴν περικεφαλαίαν χωρὶς νὰ ἔχῃ κανένα δολερὸν ςοχασμόν .

1 Οἱ ἄλλοι ὅμως ἐπειδὴ παρετήρησαν τὸ γενόμενον ἀπὸ τὸν


Ψαμμίτιχον , ἐνθυμήθησαν τὸν χρησμὸν , ὁ ὁποῖος εἶχέ τους
δοθῆ , ὅτι ὅποιος ἀπ᾿ αὐτοὺς κάμῃ σπονδὰς μὲ χαλκῆν φιά
λην , αὐτὸς θὰ γένῃ μόνος βασιλεὺς τῆς Αἰγύπτου . Ενθυμη
θέντες λοιπὸν τὸν χρησμὸν , νὰ φονεύσωσι μὲν τὸν Ψαμμί
τιχον δέν το ἔκριναν δίκαιον , διότι ἐξετάζοντες εὕρισκον
ὅτι δέν το ἔκαμεν ἐκ προνοίας . ὅθεν ἀπεφάσισαν νά τον διώ
ξωσιν εἰς τὰ ἕλη, ἀφαιρέσαντές τον τὸ περισσότατον μέρος
τῆς δυνάμεως· καὶ νὰ μὴ ἔχῃ τὴν ἄδειαν νὰ ἐκβαίνῃ ἀπὸ
τὰ ἕλη καὶ νὰ σμίγηται μὲ τὴν ἄλλην Αἴγυπτον .
152. Αὐτὸς ὁ Ψαμμίτιχος πρότερον ἦτον φυγὰς ἀπὸ τὴν
Αἴγυπτον διὰ τὸν Αἰθίοπα Σαβακῶν , ὁ ὁποῖος ἐφόνευσε τὸν
πατέρα του Νεκών ' ὄντα δὲ φυγάδα τότε εἰς τὴν Συρίαν ,
εὐθὺς ὅτε ἀνεχώρησεν ὁ Αἰθίοψ διὰ τὸ ὄνειρον , τὸ ὁποῖον εἶδε ,
τὸν κατεβίβασαν εἰς τὴν πατρίδα οἱ Αἰγύπτιοι , ὅσοι εἶναι
ἀπὸ τὸν νομὸν Σαΐτην . Μετὰ ταῦτα δὲ , βασιλεύων , δευ
τέραν φορὰν συμβαίνει νὰ φυγαδευθῇ εἰς τὰ ἕλη ἀπὸ τοὺς ἕνα
δεκα βασιλεῖς διὰ τὴν περικεφαλαίαν. Συναισθανόμενος δὲ
ὅτι περιϋβρίσθη , ἐστοχάζετο πῶς νὰ ἐκδικηθῇ τοὺς διώ
ξαντας αὐτόν . ἔστειλε λοιπὸν εἰς τὴν πόλιν Βουτὼ εἰς τὸ

χρηστήριον τῆς Λητοῦς , ὅπου οἱ Αἰγύπτιοι ἔχουσι μαντεῖ


ον ἀψευδέστατον , καὶ ἠρώτησε· τὸν ἦλθε δὲ χρησμὸς ὅτι
16*
244 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ.

ἀπὸ τὴν θάλασσαν θά τον ἔλθῃ βοήθεια εἰς ἐκδίκησιν , ὅταν


παρουσιασθῶσιν ἄνθρωποι χάλκινοι· αὐτὸς ὅμως δὲν ἠμπό
ρει να το πιςεύσῃ ὅτι θά τον ἔλθωσιν ἐπίκουροι ἄνθρωποι
χάλκινοι . Δὲν ἐπέρασεν ὅμως πολὺς καὶρὸς καὶ μερικοὶ ἴωνες
+
καὶ Κᾶρες , ἐκπλεύσαντες διὰ πειρατίαν , ἐξέπεσαν εἰς
τὴν Αἴγυπτον . Επειδὴ δὲ ὁπλισθέντες μὲ χάλκινα ὅπλα ,
ἐχθῆκαν εἰς τὴν γῆν , Αἰγύπτιός τις τρέχει εἰς τὰ ἕλη , καὶ,

ἐπειδὴ πρότερον δὲν εἶχεν ἰδεῖ ἀνθρώπους μὲ χαλκὸν ὡπλι


σμένους , λέγει εἰς τὸν Ψαμμίτιχον , ὅτι χάλκινοι ἄνθρωποι
ἐλθόντες ἀπὸ τὴν θάλασσαν λεηλατοῦσι τὴν πεδιάδα . ὁ δὲ

Ψαμμίτιχος νοήσας ὅτι ἦτον ἡ ἐκπλήρωσις τοῦ χρησμοῦ ,


κάμνει φιλίαν μὲ τοὺς ἴωνας καὶ Κᾶρας , καὶ μὲ μεγάλας
ὑποσχέσεις τοὺς πείθει νὰ ἑνωθῶσι μ᾿ αὐτόν . Αφοῦ δέ τους
ἔπεισε , τότε ὁμοῦ μὲ τοὺς ἐδικούς του Αἰγυπτίους, ὅσοι ἦσαν
πρόθυμοι , καὶμὲ τοὺς ἐλθόντας ἐπικούρους κατατρέφει τοὺς
βασιλεῖς .
153. Γενόμενος δὲ κύριος ὅλης τῆς Αἰγύπτου ὁင် Ψαμμί
"
τιχος ἔκτισε διὰ τὸν Ηφαιστον εἰς τὴν Μέμφιν προπύλαια ,
τὰ πρὸς νότον ἄνεμον βλέποντα · οἰκοδόμησε δὲ καὶ αὐλὴν
διὰ τὸν ἔπιν , ἀντικρὺ τῶν προπυλαίων , εἰς τὴν ὁποίαν τρέ
φεται ὅταν φανῇ ὁ ἔπις , καὶ εἶναι ὅλη περίστυλος καὶ γε
μάτη ἐκτυπώματα · ἀντὶ δὲ στύλων ὑποστηρίζουσι τὴν αὐ .
λὴν κολοσσοὶ δωδεκάπηχοι . ὁ δὲ ἔπις κατὰ τὴν γλῶσσαν
τῶν Ἑλλήνων εἶναι ἔπαφος.

154. Εἰς δὲ τοὺς ἴωνας καὶ Κᾶρας, οἱ ὁποῖοι συνέπραξαν


νὰ λάβῃ τὴν βασιλείαν,ἔδωσεν ὁ Ψαμμίτιχος τόπους νὰ κατοι
κήσωσιν ἀντικρὺ ἀλλήλων , εἰς τὴν μέσην τῶν ὁποίων τρέχει ὁ
Νεῖλος, καὶ ὠνομάσθησαν οἱ τόποι οὗτοι ςρατόπεδα . Αὐτοὺς
λοιπὸν τοὺς τόπους τοὺς δίδει, καί τους ἀπέδωσε καὶ ὅλα τὰ
1 ΒΙΒΛ. Β΄. ΕΥΤΕΡΠΗ . 245

ἄλλα ὅτα τοὺς ὑπεσχέθη· πρὸς τούτοις έβαλε κοντά των καὶ
παῖδας Αἰγυπτίους νὰ ἐκδιδαχθῶσι τὴν Ἑλληνικὴν γλῶσσαν
καὶ ἀπὸ τούτους ἐκμαθόντας τὴν γλῶσσαν κατάγονται ,

ὅσοι διερμηνεῖς εἶναι σήμερον εἰς τὴν Αἴγυπτον . Οἱ δὲ ἴω


νες καὶ οἱ Κᾶρεςκατοίκησαν αὐτοὺς τοὺς τόπους καιρὸν που
λύν · εἶναι δὲ αὐτοὶ οἱ τόποι ἀπὸ τὸ μέρος τῆς θαλάσσης ὀ
λίγον παρακάτω τῆς πόλεως Βουβάστεως , εἰς τὸ λεγόμενον
Πηλούσιον ςόμα τοῦ Νείλου. Τούτους μετὰ καιρὸν ὁ βασι
λεὺς Αμασις ἐσήκωσεν ἀπαντοῦ, καί τους ἐκατοίκισεν εἰς τὴν
Μέμφιν διὰ νὰ τὸν φυλάττωσιν ἀπὸ τοὺς Αἰγυπτίους . Αφοῦ
δὲ οἰκίσθησαν αὐτοὶ εἰς τὴν Αἴγυπτον , σμιγόμενοι οἱ Ἕλλη
νες μ᾿ αὐτοὺς , ἠξεύρομεν ἀκριβῶς ὅλα τὰ γινόμενα ἐκεῖ, ἀρχί
σαντες ἀπὸ τὸν βασιλέα Ψαμμίτιχον καὶ τὰ μετὰ ταῦτα·
διότι πρῶτοι αὐτοὶ ἀλλόγλωσσοι ἐκατοικίσθησαν εἰς τὴν Αἴ
γυπτον . Εἰς δὲ τοὺς τόπους , ὅθεν αὐτοὶ ἐσηκώθησαν καὶ ὑ
πήγαν εἰς τὴν Μέμφιν, ἕως τὸνκαιρόν μου ἐσώζοντο ἐκεῖ τὰ
νεώλκια καὶ τὰ ἐρείπια τῶν οἰκημάτων . Ο μὲν Ψαμμίτιχος
λοιπὸν οὕτως ἐκυρίευσε τὴν Αἴγυπτον.

155. Τὸ δὲ χρηστήριον τὸ εἰς τὴν Αἴγυπτον πολλάκις


ἀνέφερα ἕως τώρα , καὶ ἀκόμι θὰ ὁμιλήσω δι᾿ αὐτὸ , διότι

εἶναι ἄξιον λόγου . Τὸ χρηστήριον τοῦτο τὸεἰς τὴν Αἴγυπτον


εἶναι ἱερὸν τῆς Λητοῦς , κτισμένον εἰς πόλιν μεγάλην πρὸς
τὸ λεγόμενον Σεβέννυτικὸν ζόμα τοῦ Νείλου , ὅταν τιςἀπὸ τὴν
θάλασσαν ἀναπλέῃ ἄνω . ὀνομάζεται δὲ ἡ πόλις αὕτη , ὅπου
εἶναι τὸ χρηστήριον, Βουτὼ , καθὼς καὶ πρότερόν την ὠνόμα
ca. Εἶναι δὲ εἰς αὐτὴν τὴν Βουτώ ἱερὸν τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ
τῆς Αρτέμιδος, καὶ ὁ ναὸς τῆς Λητοῦς αὐτὸς , μέσα εἰς τὸν
ὁποῖον εἶναι τὸ χρηστήριον , ὧν καὶ ὁ ἴδιος μεγάλος, και
προπύλαια ἔχων δέκα ὀργυιῶν τὸ ὕψος . Ἀπ᾿ ὅσα δὲ εἶδα ἐκεῖ
246 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

θὰ εἴπω ἐκεῖνο , τὸ ὁποῖον μ' ἐπροξένησε περισσότερον θαυ


μασμόν . Εἰς τὴν ἰδίαν αὐτὴν περιοχὴν μέσα εἶναι ναὸς τῆς
Λητοῦς καμωμένος εἰς ὕψος καὶ μάκρος ἀπὸ μίαν πέτραν,
καὶ ἔχων ὅλους τοὺς τοίχους ἴσους · ἑκάστη δὲ διάστασις ἀπ'
αὐτὰς εἶναι τεσσαράκοντα πηχῶν · ἄνωθεν δὲ ἡ σκεπαστὴ

τῆς ὀροφῆς εἶναι ἄλλος λίθος, ἔχων τὴν παρωροφίδα τετρά


πῆχον . (
156. Οὕτω λοιπὸν ὁ ναὸς εἶναι τὸ θαυμαστότατον ἀπ᾿
ὅσα εἶδα εἰς τὸ ἱερὸν τοῦτο · καὶ δεύτερον ἡ νῆσος Χέμμις
ὀνομαζομένη . Αὐτὴ εὑρίσκεται εἰς λίμνην βαθεῖαν καὶ πλατ
τεῖαν πλησίον τοῦ εἰς τὴν Βουτὼ ἱεροῦ , καὶ λέγουσιν οἱ

Αἰγύπτιοι ὅτι ἡ νῆσος αὕτη εἶναι πλωτή · ἐγὼ ὅμως δέν την
εἶδα οὔτε νὰ πλέῃ οὔτε νὰ κινηθῇ · καὶ θαυμάζω ὅταν ἀκούω
ὅτι νῆσος ἠμπορεῖ νὰ ᾖναι πλωτὴ τῳόντι. Εἰς αὐτὴν
λοιπὸν εἶναι ναὺς τοῦ Ἀπόλλωνος μεγάλος καὶ τρεῖς βωμοί;
εἶναι δὲ φυτρωμένοι ἐκεῖ πολλοὶ φοίνικες , καὶ πολλὰ ἄλλα
δένδρα καὶ καρποφόρα καὶ ἄκαρπα . Λέγουσι δὲ οἱ Αἰγύ
πτιοι ὅτι ἡ νῆσος αὕτη εἶναι πλωτὴ , ἐπιλέγοντες τοιαῦτα ·

ὅτι εἰς αὐτὴν τὴν νῆσον , ἡ ὁποία δὲν ἦτον πρότερον πλω
τὴ , ἡ Λητὼ , μία ἀπὸ τοὺς ὀκτὼ θεοὺς τοὺς πρώτους γε

γομένους , κατοικοῦσα δὲ εἰς τὴν Βουτὼ πόλιν , ὅπου εἶναι


τὸ χρηστήριόν της τοῦτο , ἐμπιστευθεῖσα ἀπὸ τὴν ἴσιν τὸν
Απόλλωνα διὰ νά τον φυλάξῃ , τὸν διέσωσε κατακρύψασα
εἰς τὴν σήμερον λεγομένην πλωτὴν νῆσον , ὅτε ὁ Τυρὼν ,
ζητῶν αὐτὸν , ἐγύρισε τὸν κόσμον ὅλον , θέλων νὰ εὕρῃ τὸν υἱὸν
τοῦ Οσίριδος. ὁ δὲ Ἀπόλλων καὶ ἡ Ἄρτεμις λέγονται ὅτι εἶ
και παῖδες τοῦ Διονύσου καὶ τῆς ἴσιδος · καὶ ἡ Λητὼ ὅτι ἐςάθη

τροφὸς αὐτῶν καὶ σώτειρα . Αἰγυπτιακὰ δὲ ὁ Απόλλων λέ


‫ܕ ܕܐ ܓ‬
ΒΙΒΛ . Β . ΕΥΤΕΡΠΗ . 247

γεται Cἆρος , ή Δήμητρα . ἴσιν, καὶ ἡ Ἄρτεμις Βούβαςϊς . Απ '


αὐτὸν τὸν λόγον καὶ ὄχι ἄλλον ὁ Αἰσχύλος , υἱὸς τοῦ Εὐφο

ρίωνος , μόνος ἀπὸ τοὺς μεταγενεστέρους ποιητὰς, ἐπῆρε τοῦ


το τὸ ὁποῖον θὰ εἴπω . Λέγει εἰς ἕν του (*) ποίημα ὅτι ἡ
Αρτεμις εἶναι θυγατέρα τῆς Δήμητρος. Διὰ ταύτην λοιπὸν
τὴν αἰτίαν λέγουσιν ὅτι εἶναι ἡ νῆσος πλωτή . Καὶ ταῦτα
μὲν οὕτω διηγοῦνται. ( vollyo κατα Α

157. ὁ δὲ Ψαμμίτιχος ἔκαμε βασιλεὺς τῆς Αἰγύπτου


"
πεντήκοντα τέσσαρας χρόνους, ἐκ τῶν ὁποίων τριάκοντα
παρὰ ἕνα στρατοπεδευμένος ἔξωθεν τῆς Αζώτου , μεγάλης
πόλεως τῆς Συρίας , ἐπολιόρκει αὐτὴν , ἕως ὅτου τὴν ἐπῆρεν .
Αὐτὴ δὲ ἡ Ἄζωτος πολιορκουμένη ἀντέσχε ;περισσότερον

καιρὸν ἀπὸ πᾶσαν ἄλλην πόλιν , ὅσας ἡμεῖς γνωρίζομεν .


158. Από τονΨαμμίτιχον δὲ ἐγεννήθη ὁ Νικὼς καὶ ἐβα
σίλευσεν εἰς τὴν Αἴγυπτον . Αὐτὸς πρῶτος ἐπεχείρησε τὴν
διώρυχα, ἡ ὁποία πηγαίνει εἰς τὴν ᾿Ερυθρὰν θάλασσαν , καὶ
τὴν ὁποίαν ὁ Δαρεῖος ὁ Πέρσης δεύτερα διέσκαψε. Ταύτης τὸ
μῆκος εἶναι πλοῦς τεσσάρων ἡμερῶν· τὸ δὲ πλάτος ἐσκάφθη
ὥστε νὰ πλέωσι δύο τριήρης ὁμοῦ κωπηλατούμεναι, καὶ τὸ
νερὸν εἶναι φερμένον εἰς αὐτὴν ἀπὸ τὸν Νεῖλον· ἔρχεται δὲ
A
ὀλίγον ἀνωτέρω τῆς Βουβάστεως πόλεως : περνᾷ πλαγίως
τῆς Ἀραβικῆςπόλεως Πατούμου , καὶ χύνεται εἰς τὴν ἐρ
θρὰν θάλασσαν . Εσκάφθη δὲ πρῶτον τὸ πρὸς τὴν Αραβίαν ὂν
μέρος τῆς Αἰγυπτιακῆς πεδιάδος , μὲ τὴν ὁποίαν συνέχε
ται ἄνωθεν τὰ βουνὸν, τὸ ἐκτεινόμενον πρὸς τὴν Μέμ

φιν , ὅπου εἶναι αἱ λιθοτομίαι. Εἰς τὰς ὑπωρείας λοιπὸν τοῦ

α. ( *) Δὲν σώζεται τὸ ποίημα τοῦτο. Η δὲ Ἄρτεμις ἐλέγετο κοινῶς θυγατέρα


τῆς Αυτοῦς. Ιδ. Παυσαν. Αρκαδικά . Κεφ. 37.

!
248 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ.

του τοῦ βουνοῦ περνᾷ ἡ διώρυξ , ἐκτεινομένη ἀπὸ δυσμὰς


πρὸς ἀνατολάς · ἔπειτα φθάνει εἰς διασφάγας τινὰς καὶ ἀφί
νουσα τὸ βουνὸν διευθύνεται πρὸς μεσημβρίαν καὶ νότον ἄνε
μον εἰς τὸν Αραβικὸν κόλπον . Ἀπὸ τὴν βορείαν δὲ θάλασ
σαν νὰ περάσῃ τις διὰ ξηρᾶς καὶ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν νοτίαν
θάλασσαν , τὴν καὶ ᾿Ερυθρὰν λεγομένην , ἀκολουθήσας τὸν
ἐλάχιςον καὶ συντομώτατον δρόμον , δηλαδὴ ἀπὸ τὸ Κάτ

σιον ὄρος , τὸ ὁποῖον χωρίζει τὴν Αἴγυπτον καὶ Συρίαν , ἀπ᾿


αὐτὸ τὸ ὄρος ἕως τὸν Αραβικὸν κόλπον , εἶναι στάδια χίλια ,
Καὶ αὐτὴ μὲν εἶναι ἡ συντομωτάτη ὁδός· ἡ δὲ διώρυξ εἶ
ναι πολὺ μακροτέρα , καθ᾽ ὅσον εἶναι καὶ σκολιωτέρα . Αὖ
τὴν σκάπτοντες εἰς τὸν καιρὸν τοῦ Νεκὼ βασιλέως ἐχάθη
σαν ἑκατὸν εἴκοσι χιλιάδες Αιγύπτιοι. Ο Νεκὼς λοιπὸν ἔπαυ
σεν ἀφήσας τὸ ὄρυγμα ἡμιτελές · διότι τὸν ἐμπόδισε τοιοῦ

τός τις χρησμός· ὅτι προεργάζεται αὐτὸς διὰ τὸν Βάρβαρον .


Βαρβάρους δὲ ὀνομάζουσιν οἱ Αἰγύπτιοι ὅλους ὅσοι δὲν εἶναι
ὁμόγλωσσοί των .
159. Παύσας δὲ ἀπὸ τὴν διώρυχα ὁ Νεκὼς , ἐδόθη εἰς
ἐκστρατείας, καὶ κατεσκεύασε τριήρεις , ἄλλας μὲν εἰς τὴν
βόρειον θάλασσαν , ἄλλας δὲ εἰς τὸν Αράβιον κόλπον εἰς τὴν
᾿Ερυθρὰν θάλασσαν , τῶν ὁποίων τὰ νεώλκια ἀκόμα φαίνοντ
ται, καὶ αὐτὰς τὰς τριήρεις μετεχειρίζετο , ὅτε ἐλάμβα
νε χρείαν . Πρὸς τούτοις ἐκτυπήθη καὶ μὲ τοὺς Σύρους ὁ
Νεκὼς πεζῶς εἰς τὴν Μάγδολον και τους ἐνίκησε μετὰ
δὲ τὴν μάχην ἐκυρίευσε τὴν Κάδυτιν , οὖσαν πόλιν τῆς
-Συρίας μεγάλην. Τὸ δὲ ἔνδυμα , μὲ τὸ ὁποῖον εὑρέθη

εἰς ταύτας τὰς πράξεις , πέμψας εἰς τὰς Βραγχίδας τῶν


Μιλησίων , τὸ ἀφιέρωσεν εἰς τὸν Απόλλωνα . Μετὰ ταῦτα

1
· ΒΙΒΛ . Β '. ΕΥΤΕΡΠΗ . 249

δὲ ἀποθνήσκει βασιλεύσας μόνον δέκα ἐξ χρόνους , καὶ παρα


δώσας τὴν βασιλείαν εἰς τὸν υἱόν του Ψάμμιν .
160 , Πρὸς τοῦτον τὸν Ψάμμιν , βασιλεύοντα εἰς τὴ

Αἴγυπτον ὑπῆγαν ἀπεσταλμένοι τῶν Ηλείων , καυχώμενοι


ὅτι διατάττουσι τὸν ὀλυμπιακόν·ἀγῶνα δικαιότατα καὶ καὶ
λώτατα ἀπ ' ὅλους τοὺς ἀνθρώπους , καὶ φρονοῦντες ὅτι οὔτε

οἱ σοφώτατοι ἐκ τῶν ἀνθρώπων Αἰγύπτιοι δὲν ἤθελον μπο


Τ
ρέσει νὰ εὕρωσί τι καλήτερον ἀπὸ τὰ ἐκεῖ γινόμενα . ὅτε λοι
τὸν οἱ πλεῖοι φθάσαντες εἰς τὴν Αἴγυπτον ἔλεγον ἐκεῖνα
+
διὰ τὰ ὁποῖα ὑπῆγαν, ὁ βασιλεὺς αὐτὸς συγκαλεῖ τοὺς ὅσοι
ἐκ τῶν Αἰγυπτίων εἶχον ὄνομα ὅτι ἦσαν σοφώτατοι· συν
ἐλθόντες δὲ οἱ Αἰγύπτιοι, ἤκουον ἀπὸ τοὺς ᾿Ηλείους λέγον
τας ὅλα , ὅσα ἦτον διωρισμένον νὰ κάμνωσιν εἰς τὸν Ἀγῶνα .
Ἀφοῦ δὲ διηγήθησαν οἱ Ηλεῖοι τὰ πάντα , εἶπαν ὅτι ὑπῆγαν
νὰ μάθωσιν , ἐὰν οἱ Αἰγύπτιοι ἠμπορῶσι νὰ εὕρωσί τι δικαιό
τερον ἀπ᾿ αὐτά. Οἱ δὲ Αἰγύπτιοι βουλευθέντες ἠρώτων ἐὰν
εἰς τὰ ὀλύμπια ἀγωνίζωνται καὶ οἱ συμπολῖται των. Καὶ
οἱ Ηλεῖοι ἀπεκρίθησαν ὅτι εἶναιἄδεια , ἐπίσης ὅποιος θέλει εἴτε
ἀπ᾿ αὐτοὺς εἴτ᾿ ἀπὸ τοὺς ἄλλους Ἕλληνας, ν' ἀγωνίζηται .
Τότε οἱ Αἰγύπτιοι εἶπαν ὅτι διατάττοντες· οὕτω τὸν ἀγῶ ·
να εἶναι διόλου μακρὰν ἀπὸ τὸ δίκαιον · διότι ἀδύνατον
εἶναι νὰ μὴ κλίνωσι πρὸς τὸ μέρος τοῦ πολίτου ἀνταγωνι
στοῦἀδικοῦντες τὸν ξένον. ὅθεν ἐὰν θέλουν νὰ κάμνωσι τὸν

ἀγῶνα δικαίως , καὶ δι᾿ αὐτὸ ὑπῆγαν εἰς τὴν Αἴγυπτον, τοὺς

ἔλεγον νατον κάμνωσι μόνον δι᾿ἀγωνιστὰς ξένους , καὶ νὰ


μὴ ἔχῃ τὴν ἄδειαν κανεὶς Ηλεῖος ν ' ἀγωνίζηται. Αὐτὰ μὲν
οἱ Αἰγύπτιοι· ἐσυμβούλευσαν τοὺς Ηλείους .
161. Τὸν δὲ Ψάμμιν,ὁ ὁποῖος ἐβασίλευσεν ἓξ μόνον χρό

νους , καὶ ἐστράτευσεν εἰς τὴν Αἰθιοπίαν , καὶ μετὰ ταῦτα


250 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

ἀπέθανε , διεδέχθη ὁ Απρίης ὁ υἱὸς αὐτοῦ , ὁ ὁποῖος μετὰ τὸν


Ψαμμίτιχον τὸν προπάτορά του ἐστάθη, εὐδαιμονέστατος
ἀπὸ τοὺς προγενεστέρους του βασιλεῖς, ἐξουσιάσας εἴκοσι πέν

τε χρόνους. Εἰς τοῦτο τὸ διάστημα τοῦ καιροῦ ἐκίνησε στρα


τεύματα κατὰ τῆς Σιδῶνος , καὶ ἐναυμάχησε μὲ τὸν βασι
λέα τῆς Τύρου . Ἐπειδὴ δὲ ἦτον πεπρωμένον νὰ κακοπάθῃ .
αὐτὸς , τὸν προῆλθε τὸ κακὸν ἀπὸ πρόφασιν , τὴν ὁποίαν ἐγὼ
10
θὰ διηγηχῶ πλέον ἐκτεταμένα , ὅταν ὁμιλήσω διὰ τοὺς Λί
Ευας ( *) · ἐδὼ δέ την αναφέρω συντόμως. Πέμψας ὁ Απρίης
σρατεύματα κατὰ τῶν Κυρηναίων ἔχασε πολύ · οἱ δὲ Αἰγύ
πτιοι μεμφόμενοί τον δι᾽ αὐτὸ ἀπεστάτησαν , νομίζοντες ὅτι
ἐπίτηδες ἔπεμψεν αὐτοὺς εἰς γνωστὴν βλάβην , διὰ νὰ χα
θῶσι καὶ νὰ ἐξουσιάζῃ ἀσφαλέστερα τοὺς ἄλλους Αἰγυ
πτίους . Διὰ τοῦτο ὀργιζόμενοι , καὶ ὅσοι ἐπέστρεψαν ἀπὸ

τὸν πόλεμον , καὶ οἱ φίλοι τῶν φονευθέντων, ἀπεστάτησαν


ἀναφανδόν .

162. Μαθὼν δὲ ὁ Απρίης τοῦτο πέμπει τὸν Ἄμασιν νά


τους καθησυχάσῃ μὲ λόγους . ὅτε δὲ ὑπῆγεν αὐτὸς καὶ ηὗρε
τοὺς Αἰγυπτίους , ἐνῷ τους ἔλεγε νὰ μὴ κάμωσι τοῦτο ; Αἰγύ
πτιός τις σταθείς ὄπισθεν , τὸν ἔβαλεν εἰς τὴν κεφαλὴν περι
κεφαλαίαν , καὶ ; βάλλων αὐτὴν, τὸν ἐφώναξε βασιλέα . Τὸ
δε γινόμενον δέν τον ἐδυσαρέςησε, καθὼς φανερά το ἔδειξε
καθότι, ἀφοῦ τον ἔβαλαν βασιλέα οἱ ἀποστατήσαντες Αἰγύς
πτιοι, ἑτοιμάζετο νὰ ςρατεύσῃ κατὰ τοῦ Ἀπρίου . Μαθὼν δὲ τοῦ
το ὁ Απρίης ἔστειλεν εἰς τὸν Αμασιν ἄνδρα σημαντικὸν ἀπὸ
τοὺς περὶ αὑτὸν Αἰγυπτίους, τοῦ ὁποίου τὸ rὄνομα ἦτον Παρ
τάρβημις, παραγγείλας τον νὰ φέρη τὸν Αμασιν ζωντανόν

(* ) ϊδ. Βιβλ. Δ. §. 15ο ᾿Αλλὰ καὶ ἐκεῖ πολλὰ συντόμως ὁμιλεῖ .


ΒΙΒΛ. Β΄. ΕΥΤΕΡΠΗ . 251

ἐπειδὴ δὲ φθάσας ὁ Πατάρβημις ἐκάλει τὸν ᾿Αμασιν , αὐτὸς


(ἔτυχε δὲ τότε νὰ κάθηταιεἰς ἵππον) ἀνασηκωθεὶς ἐξεφύση
σε , καὶ τοῦτο, εἶπε , πάρε καὶ ὕπαγε εἰς τὸν Απρίην . Μόλον -
τοῦτο 8 ὁ Πατάρβημις πάλιν τὸν ἐσυμβούλευεν , ἀφοῦ τον μη
νύει ὁ βασιλεὺς , νὰ ὑπάγῃ εἰς αὐτόν . ὁ δὲ ἔμασις ἀπεκρί
θη , ὅτι τοῦτο πρὸ πολλοῦ ἑτοιμάζετο νὰ κάμῃ , καὶ δὲν θὰ
τον εὕρῃ ἀπειθῇ κατὰ τοῦτο ὁ Απρίης· διότι καὶ ὁ ἴδιος θὰ
ἔλθῃ εἰς αὐτὸν, καὶ ἄλλους θὰ φέρῃ . ὁ δὲ Πατάρβημις ,

ἐπειδὴ καὶ ἀπὸ τοὺς λόγους τούτους νόει τὸν σκοπόν του ,
καὶ πρὸς τούτοις τὸν ἔβλεπεν ὅτι ἑτοιμάζετο , ἔσπευσε, λέ
γουσι , νὰ ἐπιστρέψῃ , θέλων τογλιγωρότερον νὰ φανερώσῃ εἰς
τὸν βασιλέα τὰ τρέχοντα . Ἐπειδὴ δὲ ὑπῆγεν εἰς τὸν Ἀπρίην
μὴ φέρων τὸν Ἄμασιν ,αὐτὸς χωρὶς νὰ ςοχασθῇ τίποτε, δ
γισθεὶςὑπερβολικὰ ἐπρόσταξε νὰ κόψωσι τὰ αὐτία , καὶ τὴν
μύτην του. Ιδόντες δὲ οἱ λοιποὶ Αἰγύπτιοι, ὅσοι ἀκόμι ἦσαν
μὲ τὸ μέρος του , ἄνδρα τὸν σημαντικώτατον μεταξὺ αὐτῶν ,
εἰς τοιαύτην ἀτιμωτάτην κατάςασιν , δὲν ἐπρόσμειναν πλέον ,
ἀλλ᾽ ἀποστατήσαντες ὑπῆγαν μὲ τοὺς ἄλλους καὶ ἐδόθησαν
εἰς τὸν Ἄμασιν, ε
163. Μαθὼν δὲ καὶ ταῦτα ὁ Απρίης ὥπλισε τοὺς ἐπε
κούρους καὶ ἐπήγαινεν ἐναντίον τῶν Αἰγυπτίων . Εἶχε δὲ μ
ζή του Κάρας καὶ ἴωνας ἐπικούρους, τριάκοντα χιλιάδας spa
τιώτας . ἦσαν δὲ τὰ βασίλεια του εἰς τὴν πόλιν Σάϊν , μεγάλα

καὶ ἀξιοθέατα · καὶ τὰ μὲν ςρατεύματα τοῦ Ἀπρίου ἀπαὑτοῦ


ἐκινοῦντο κατὰ τῶν Αἰγυπτίων, τὰ δὲ τοῦ Αμάσιος ἤρχοντο

κατὰ τῶν ξένων . Ανταμωθέντες δὲ εἰς τὴν πόλιν Μώμεμ,

φιν, ἔμελλον νὰ δοκιμάσωσι τὰς δυνάμεις ἀλλήλων . α


C
264. Εἶναι δὲ τῶν Αἰγυπτίων ἑπτὰ τάξεις. Απ' αὐτοὺς
ἄλλοι μὲν λέγονται ἱερεῖς , ἄλλοι μάχιμοι , ἄλλοι βουκόλοι,
το δίσκοπο **** Cum
252 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

ἄλλοι χοιροβοσκοί , ἄλλοι κάπηλοι , ἄλλοὶ ἑρμηνεῖς καὶ ἄλλοι


κυβερνῆτὶ τάξεις μὲναι. Κα τῶν Αἰγυπτίων τόσαι εἶναι· τὰ

δὲ ὀνόματα ἐδόθησαν εἰς αὐτοὺς ἀπὸ τὰς τέχνας των. Εξ


αὐτῶν οἱ μάχιμοι ὀνομάζονται καὶ Καλασίρεις καὶ ῾ρμοτυπ

βεῖς , καὶ εἶναι ἀπὸ τοὺς ἀκολούθους νομούς· διότι ἡ Αἴγυ


πτος ὅλη διαιρεῖται εἰς νομούς .
165. Τῶν μὲν Ἑρμοτυβῶν νομοὶ εἶναι οἱ ἑξῆς : Βουσιρί
της, Σαΐτης , Χεμμίτης, Παπρημίτης , νῆσος ἡ Προσωπῖτις
λεγομένη καὶ τὸ ἥμισυ τῆς Ναθῴ . Απ' αὐτοὺς τοὺς νομοὺς
εἶναι οἱ῾ρμοτυβεῖς , οἱ ὁποῖοι ἀνέβησαν , ἅτε ἦσαν εἰς τὸν μεν
γαλήτερόν των πληθυσμὸν , εἰς ἑκατὸν ἑξήκοντα χιλιάδας.
καὶ ἐξ αὐτῶν κανεὶς δὲν μανθάνει καμμίαν βάναυσον τέχνην,
ἀλλὰ δίδονται ὅλοι εἰς τὰ πολεμικά .
166. Τῶν δὲ Καλασιρῶν εἶναι ἄλλοι νομοί , οἱ ἀκόλου
θοι· Θηβαῖος , Βουβαστίτης, Αφθίτης, Τανίτης, Μενδήσιος ,
Σεβεννύτης, Αθριβίτης , Φαρβαιθίτης , Θμουΐτης, ὀγουρίτης,

Ανύσιος , Μυεκφορίτης· αὐτὸς ὁ νομὸς εἶναι εἰς νῆσον , ἀντι


κρὺ τῆς πόλεως Βουβάστεως . Αὐτοὶ εἶναι οἱ νομοὶ τῶν Κατ
λασιρῶν οἱ ὁποῖοι ἀνέβησαν , ὅτε ἦσαν εἰς τὸν μεγαλήτερόν
των πληθυσμὸν , ἕως διακοσίας πεντήκοντα χιλιάδας ἀν
δρῶν . Οὔτε εἰς αὐτοὺς δὲν εἶναι ἄδεια νὰ ἐργάζωνται καμ
μίαν τέχνην , παρὰ καταγίνονται μόνον εἰς τὰ πολεμικὰ ἐκ
δεχόμενοι αὐτὰ υἱὸς ἀπὸ πατέρα , bi venit card. 7

167. Ἐὰν δὲ ἔμαθαν καὶ τὸ ἑξῆς οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τοὺς


Αἰγυπτίους , δὲν ἠμπορῶ νὰ κρίνω ἀκριβῶς: βλέπω ὅτ
μως ὅτι καὶ Θρᾷκες καὶ Σκύθαι καὶ Πέρσαι καὶ Λυδοὶ καὶ
σχεδὸν ὅλοι οἱ Βάρβαροι ἔχουσι τοὺς τεχνίτας καὶ τοὺς ἀ
#
πογόνους αὐτῶν , ἀξίους ὀλιγωτέρας τιμῆς ἀπὸ τοὺς ἄλλους
πολίτας · οἱ δὲ ἀπηλλαγμένοι ἀπὸ τὰς χειρωναξίας , καὶ
μάλιστα οἱ δεδομένοι εἰς τὸν πόλεμον , νομίζονται εὐγε ·
· ΒΙΒΛ . Β'. ΕΥΤΕΡΠΗ . 253

νεῖς . Ἔμαθαν λοιπὸν αὐτὸκαὶ ὅλοι οἱ Ἕλληνες καὶ μάλιστα


οἱ Λακεδαιμόνιοι : οι Κορίνθιοι ὅμως παντελῶς δὲν κατα
φρονοῦσι τοὺς χειροτέχνας .
168. Απ᾿ ὅλους δὲ τοὺς Αἰγυπτίους πλὴν τῶν ἱερέων , εἰς
τοὺς πολεμικοὺς μόνους ἐδίδοντο κατ᾽ ἐξαίρεσιν τὰ ἀκόλουθα

γέρα : Δώδεκα ἄρουραι ἀσύδοτοι εἰς καθένα · ἡ δὲ ἄρουρα ἔχει


ἑκατὸν πηχῶν Αἰγυπτιακῶν ἑκάςην πλευράν · ἡ δὲ Αἰγυπτια
κὴ πήχη εἶναι ἴση μὲ τὴν Σαμίαν . Καὶ αὐτὰ μὲν ἐδίδοντο

εἰς ὅλους τοὺς μαχίμους. Τὰ δὲ ἑξῆς ἐλάμβανον περιοδι


κῶς καὶ ὄχι οἱ ἴδιοι πάντοτε· χίλιοι Καλασίρεις καὶ ἄλλοι
τόσοι ῾ρμοτυβεῖς ἐδορυφόρουν κατ᾽ ἔτος τὸν βασιλέα · εἰς
αὐτοὺς λοιπὸν πλὴν τῶν ἀρουρῶν ἐδίδοντο καθ᾽ ἡμέραν καὶ
τὰ ἑξῆς , πέντε μναῖ εἰς τὸν καθένα ψωμίον ψημένον , καὶ

δύο μναῖ κρέας βοδινὸν , καὶ τέσσαρες ἀρυστῆρες κρασίον .


Ταῦτα ἐδίδοντο πάντοτε εἰς τοὺς δορυφοροῦντας .

169. ὅτε λοιπὸν ἐρχόμενοι εἰς ἀπάντησιν ἀλλήλων , ὁ


Απρίης μὲ τοὺς ἐπικούρους του; καὶ ὁ ᾿Αμασις μὲ τοὺς Αἰγυ
πτίους ὅλους, ἔφθασαν εἰς τὴν Μώμεμφιν πόλιν , ἐκεῖ ἐκτυ
πήθησαν · καὶ ἐπολέμησαν οἱ ξένοι πολλὰ καλὰ , ὄντες ὅμως

πολλὰ κατώτεροι εἰς τὸ πλῆθος , διὰ τοῦτο ἐνικήθησαν. Τοῦ


δὲ ῾πρίου τὰ φρονήματα, καθὼς λέγουσιν ἦσαν τοιαῦτα· ὅτι
οὔτε θεὸς κανεὶς δὲν θὰ ἠμπορέσῃ νά τον παύσῃ ἀπὸ τὴν βα
σιλείαν . Τόσον ἀσφαλῶς ἐστοχάζετο ὅτι ἦτον στηριγμένος

τότε ὅμως πολεμήσας ἐνικήθη ,καὶ πιασθεὶς ζωντανὸς ἐφέρθη


εἰς τὴν πόλιν Σάϊν , εἰς τὴν πρότερον ἐδικήν του κατοικίαν,
τότε δὲ πλέον βασίλεια τοῦ Αμάσιος. ᾿Εκεῖ, μέσα εἰς τὰ βασί
λεια ἐτρέφετο μέχρι τινὸς , καὶ ὁ ᾿Αμασίς τον ἐπεριποιεῖτο
καλά · τελευταῖον ὅμως, ἐπειδή τον ἐμέμφοντο οἱ Αἰγύπτιοι , ὅτι

ἔκαμνεν ἄδικα , τρέφων τὸν ἄσπονδον ἐχθρὸν καὶ ἐκείνων καὶ


254 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

τοῦ ἑαυτοῦ του , διὰ τοῦτο παραδίδει τὸν Απρίην εἰς τοὺς Αἶ
γυπτίους · αὐτοὶ δέ τον ἀπέπνιξαν , καὶ ἔπειτά τὸν ἔθαψαν εἰς
τὰ πατρικά του μνημεῖα . Αὐτὰ δὲ εἶναι εἰς τὸ ἱερὸν τῆς ᾿Αθη
νᾶς , πλησιέστατα τοῦ ναοῦ , εἰς τὴν ἀριστερὰν χεῖρα , ὅταν
ἐμβαίνῃ τις · Εἰς τοῦτο τὸ ἱερὸν μέσα ἔθαψαν οἱ Σαΐται ὅλους
τοὺς βασιλεῖς , τοὺς γενομένους ἀπὸ τὸν νομὸν τοῦτον . Καθότι

καὶ τοῦ ᾿Αμάσιος ὁ τάφος ἀπέχει μὲν ἀπὸ τὸν ναὸν περισ
σότερον παρὰ ὁ τοῦ ᾿Απρίου καὶ τῶν προπατόρων αὐτοῦ, εἶ
ναι ὅμως καὶ αὐτὸς μέσα εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ ἱεροῦ , παστὰς
λιθίνη μεγάλη , μὲ στύλους εἰργασμένους εἰς σχῆμα δένδρων
φοινίκων, καὶ μὲ τὴν ἄλλην πολυτέλειαν. Μέσα δὲ εἰς τὴν
παστάδα εἶναι θυρώματα, καὶ ἐκεῖ μέσα εἶναι ὁ τάφος.
170 . Εἶναι δὲ εἰς τὴν Σάϊν εἰς τὸ ἱερὸν τῆς ᾿Αθηνᾶς , ὅπι

σθεν τοῦ ναοῦ , καὶ ὁ τάφος ἐκείνου , τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα δὲν
στοχάζομαι ὅσιον ν᾿ ἀναφέρω εἰς τοιαύτην περίστασιν · κρα
τεῖ δὲ αὐτὸς ὁδ τάφος ὅλον τὸν τοῖχον τοῦ ναοῦ τῆς ᾿Αθηνᾶς .
Πρὸς τούτοις εἰς τὸ τέμενος αὐτὸ εἶναι στημένοι ὀβελοὶ με
/
γάλοι λίθινοι· μετ᾿ αὐτοὺς δὲ ἀμέσως εἶναι λίμνη , στολι
σμένη μὲ κρηπῖδα λιθίνην , καὶ καλοδουλευμένη ὁλόγυρα · τὸ
μέγεθός της , καθὼς στοχάζομαι , εἶναι ὅσον καὶ ἐκείνης , ἡ
ὁποία εὑρίσκεται εἰς τὴν Δῆλον , λεγομένη τροχοειδής.
171 , Μέσα δὲ εἰς τὴν λίμνην αὐτὴν κάμνουσιν ἑορτὴν
τὴν νύκτα καὶ παρασταίνουσι τὰ συμβεβηκότα ἐκείνου , τοῦ
ὁποίου εἶπα ἀνωτέρω ὅτι εἶναι ὁ τάφος , ὀνομάζοντες αὐτὰ
οἱ Αἰγύπτιοι μυστήρια . Δι᾿ αὐτὰ μηλονότι ἠξεύρω περισσό
τερον, πῶς δηλαδὴ γίνονται ὅλα , πρέπει ὅμως νὰ κρατήσω
τὸ στόμα μου . ἔτι δὲ καὶ διὰ τὴν τελετὴν τῆς Δήμητρος,

τὴν ὁποίαν οἱ Ἕλληνες ὀνομάζουσι Θεσμοφόρια , καὶ δι' αὖ
τὴν μολονότι ἠξεύρω , πρέπει νὰ κρατήσω τὸ ςόμα μου ,
πλὴν ὅσον μέρος αὐτῆς εἶναι συγχωρημένον νὰ εἴπω . Αἱ θυγα

1
ΒΙΒΛ . Β΄. ΕΥΤΕΡΠΗ . 155

τέρες τοῦ Δαναοῦ ἦσαν , αἱ ὁποῖαι ἔφεραν τὴν ἑορτὴν αὐτὴν


ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον , καί την ἐδίδαξαν τὰς Πελασγιώτιδας
γυναῖκας· μετὰ ταῦτα ὅμως, ἐπειδὴ ἐξανεστατώθη ὅλη ἡ

Πελοπόννησος ἀπὸ τοὺς Δωριεῖς , ἐχάθη καὶ ἡ τελετή μόνοι

δὲ ἀπὸ τοὺς Πελοποννησίους οι Αρκάδες μείναντες καὶμὴ


ἀναςατωθέντες διεφύλαττον αὐτήν .
172. Αφοῦ δὲ κατεςράφη τοιουτοτρόπως ὁ ᾿Απρίης , ἐβασί
λευσεν 8
ὁ Αμασις , ὢν ἀπὸ τὸν Σαΐτην νομόν · ἡ δὲ πόλις ἀπὸ
τὴν ὁποίαν ἦτον , ὀνομάζεται Σιούφ. Κατ ' ἀρχὰς μὲν οἱ Αἰγύ
πτιοι κατεφρόνουν τὸν῎μασιν, καὶ δέν τον εἶχον εἰς καμμίαν
μεγάλην ὑπόληψιν · διότι πρότερον ἦτον δημότης καὶ ἀπὸ οἶ ·
κίαν ὄχι σημαντικήν · μετὰ ταῦτα ὅμως ὁ Αμασις τοὺς οἴκειο
ποιήθη μὲ ἀγχίνοιαν καὶ ὄχι μὲ σκληρότητα . Εἶχεν αὐτὸς καὶ
ἄλλα ἄπειρα ἀγαθὰ , μεταξὺ δὲ τούτων καὶ ποδονιπτῆρα
μαλαγματένιον , εἰς τὸν ὁποῖον καὶ ὁ ἴδιος ῎Αμασις καὶ ὅσοι
ἔτρωγον εἰς τὴν τράπεζάν του , ὅλοι ἔπλυνον πάντοτε τοὺς
πόδας των· αὐτὸν κατακόψας ἔκαμεν ἄγαλμα θεοῦ , καί το
ἔζησεν εἰς τὸ ἁρμοδιώτερον μέρος τῆς πόλεως · οἱ δὲ Αἰγύ
πτιοι ἐρχόμενοι εἰς τὸ ἄγαλμα , τὸ ἐπρόσφερον μεγάλον σέ
βας. Ἀφοῦ δὲ ὁ ᾿Αμασις ἔμαθε τὸ γινόμενον ἀπὸ τοὺς πολί
τας , ἐκάλεσε τοὺς Αἰγυπτίους καί τους ἐφανέρωσε τὸ πρᾶγμα ,
λέγων ὅτι τὸ ἄγαλμα ἦτον καμωμένον ἀπὸ τὸνποδονιπτῆρα ,
εἰς τὸν ὁποῖον πρότερον οἱ Αἰγύπτιοι ἔπτυον καὶ ἐκατούρουν,
καὶ ἔπλυνον τοὺς πόδας των, τότε ὅμως τὸ ἐσέβοντο πολύ ,
Τὸ ἴδιον δέ τους ἔλεγεν ὅτι συνέβη καὶ εἰς τὴν κατάστασιν
αὐτοῦ · μολονότι πρότερον ἦτον δημότης, πρὸς τὸ παρὸν ὅμως
ἦτον βασιλεὺς αὐτῶν · καὶ ἑπομένως τοὺς ἐσυμβούλευε να
τον τιμῶσι καὶ νὰ φροντίζωσι δι᾽ αὐτόν . Μὲ τοιοῦτον τρόπον
εἵλκυσε τοὺ ; Αἰγυπτίους, ὥστε νὰ στοχάζωνται ὅτι ἔπρεπε
νά τον ὑποτάσσωνται .
256 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ.

173. Μετεχειρίζετο δὲ εἰς τὰ πράγματα τάξιν τὴν


ἀκόλουθον . Ἀπὸ τὴν αὐγὴν ἕως ὅτου γεμίζει ἡ ἀγορὰ , προ

θύμως ἐθεώρει τὰς ὑποθέσεις ὅσαι τὸν ἀνεφέροντο· μετὰ ταῦ


τα δὲ ἔπινε, καὶ κατεγέλα τοὺς συμπότας, καταγινόμενος εἰς
τρέλας καὶ παιγνίδια . ἐπειδὴ δὲ τὰ τοιαῦτα ἐκακοφαίνοντα
εἰς τοὺς φίλους του, τὸν ἐσυμβούλευον λέγοντές τον ὡς ἑ
ξῆς, » Ὦ βασιλεῦ , δὲν εἶναι καλὸν νὰ ζῆς τοιουτοτρόπως,
‫ ע‬ἐξευτελίζων παντάπασι τὸν ἑαυτόν σου· ἔπρεπε καθήμε

» νος σεμνὸς εἰς θρόνον σεμνὸν νὰ θεωρῆς ὁλημερῶς τὰς


ὑποθέσεις . Τοιουτοτρόπως δὲ καὶ οἱ Αἰγύπτιοι ἤθελον γνω

ρίζει ὅτι ἄρχονται ἀπὸ μεγάλον ἄνδρα, καὶ σὺ ἤθελες


ἐπαινεῖσθαι περισσότερον . Τώρα ὅμως δὲν κάμνεις παντε
» λῶς ὡς βασιλεύς . » ᾿Εκεῖνος δέ τους ἀπεκρίθη ὡς ἀκολού

θως . » Οἱ ἔχοντες τὰ τόξα, ὅταν μὲν θέλωσι νά τα μετα


χειρισθῶσι, τὰ τεντόνουσιν · ἀφοῦ δέ τα μεταχειρισθῶσι ,
» τὰ χαλαραίνουσι· διότι ἂν ᾖναι διὰ πάντα τεντωμένα , ἠμε
»
παροῦν νὰ σπάσωσιν , ὥςε εἰς τὴν ἀνάγκην νὰ μή ταἔχω
»- σι να τα μεταχειρισθῶσι. Παρομοίως καὶ ὁ ἄνθρωπος, ἐὰν
»
θέλῃ νὰ καταγίνηται πάντοτε εἰς σπουδαῖα , καὶ νὰ μὴ
>>
δίδῃ μερικὸν καιρὸν εἰς ἡδονὰς , ἔξαφνα ἠμπορεῖ ἢ νὰ τρε
.
λαθῇ , ἢ νὰ γένῃ ἀπόπληκτος· τὸ ὁποῖον ἠξεύρων ἐγὼἀκρι
Εῶς, ἀποδίδω τὸ ἀνάλογον εἰς ἑκάτερον . » Ταῦτα μὲνἀπε
κρίθη εἰς τοὺς φίλους του .
174. Λέγουσι δὲ ὅτι ὁ ᾿Αμασις , ἀκόμι καὶ ὅτε ἦτον ἰδιώτης,
ἦτον φιλοπότης καὶ φιλοσκώμων , καὶ δὲν ἠγάπα πολὺ τὰ
σπουδαῖα πράγματα . ὅτε δὲ πίνοντα καὶ τρυφῶντα ἤθελόν τον
λείψει τὰ ἀναγκαῖα , περιερχόμενος ἔκλεπτεν · οἱ δὲ ἐγκαλοῦν ·
τές τον ὡς κλέψαντα τὰ πράγματά των , ἐπειδή το ἠρνεῖτο
αὐτὸς , τὸν ἔφερον εἰς τὸ μαντεῖον τοῦ τόπου , ὅπου ἤθελεν
ΒΙΒΛ. Β΄. ΕΥΤΕΡΠΗ . 257

εὑρεθῆ · πολλάκις λοιπὸν καὶ ἐξελέγχετο ἀπὸ τὰ μαντεῖα ,


πολλάκις δὲ καὶ ἀπέφευγεν . ὅτε δὲ ἐβασίλευσεν , ἔκαμε τὰ
ἀκόλουθα · ὅσοι θεοί τον ἀθώωσαν ὅτι δὲν ἦτον κλέπτης;

τούτων τὰ ἱερὰ οὔτε ἐπεμελεῖτο , οὔτ᾽ ἔδιδέ τι διὰ τὴν ἐπι


σκευήν των , οὔτ᾽ ἐπήγαινε νὰ θυσιάσῃ εἰς αὐτοὺς τοὺς θεοὺς ,
ὡς μηδενὸς ὄντας ἀξίους , καὶ ἔχοντας ψευδῆ μαντεῖα · ὅσοι
δέ τον κατεδίκασαν ὅτι ἦτον κλέπτης , αὐτοὺς ἐπεμελεῖτο

καθ᾽ ὑπερβολὴν , ὡς ὄντας τῳόντι θεοὺς, καὶ δίδοντας χρη


σμοὺς ἀψευδεῖς .
175. Καὶ πρῶτον μὲν ἔκτισε προπύλαια θαυμάσια εἰς
τὸν ναὸν τῆς ᾿Αθηνᾶς, εἰς τὴν Σάϊν , τὰ ὁποῖα πολὺ ὑπερβαί
νουσιν ὅλα τὰ τῶν ἄλλων εἰς τὸ ὕψος καὶ εἰς τὸ μέγεθος .
Τωόντι , πόσον μεγάλοι καὶ πόσον καλοὶ εἶναι οἱ λίθοι αὐτοί !

Ἄλλο δὲ , ἀφιέρωσε κολοσσοὺς μεγάλους καὶ ἀνδρόσφιγγας


περιμήκεις καὶ ἔφερε καὶ ἄλλας πέτραςδι ἐπισκευὴν τοῦ ναοῦ ,
ὑπερφυεῖς εἰς τὸ μέγεθος . Εξ αὐτῶν ἄλλας μὲν ἐκουβάλησαν

ἀπὸ τὰς λιθοτομίας , αἱ ὁποῖαι εἶναι πλησίον τῆς Μέμφεως ,


τὰς δὲ μεγαλωτάτας , ἀπὸ τὴν ᾿Ελεφαντίνην πόλιν, ἀπέχουσαν
ἀπὸ τὴν Σάϊν περίπου καὶ εἴκοσιν ἡμερῶν πλοῦν . Ἐκεῖνο δὲ

τὸ ὁποῖον θαυμάζω ὄχι ὀλίγον, ἀλλὰ περισσότατα ἀπ᾿ ὅλα ,


εἶναι τὸ ἑξῆς · Μετεκόμισεν ἀπὸ τὴν ῾Ελεφαντίνην πόλιν οἷς
κημα μονόπετρον· αὐτὸ δὲ ἔκαμαν τρεῖς χρόνους διὰ νὰ φέ
και
ρωσι, καὶ ἦσαν διωρισμένοι ἀγωγοὶ δύο χιλιάδες, ὅλοι κυ
βερνῆται. Τῆς δὲ στέγης αὐτῆς τὸ μὲν μῆκος ἔξωθεν εἶναι πῆ
χαι εἴκοσι μία, τὸ δὲ πλάτος δέκα τέσσαρες , καὶ τὸ ὕψος ὀκτώ .
Αὐτὰ εἶναι τὰ μέτρα τῆς μονολίθου ςέγης ἔξωθεν · ἔσωθεν δι
τὸ μῆκος εἶναι δέκα ὀκτὼ πῆχαι καὶ εἷς πυγὼν , τὸ δὲ πλά
τὸς δώδεκα πῆχαι, καὶ τὸ ὕψος πέντε. Αὐτὴ ἡ στέγη εὑρί
σκεται πλησίον τῆς εἰσόδου τοῦ ἱεροῦ. λέγουσι δὲ ὅτι δέν
( ΤΟΜ . 4.) 17
258 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

την ἔσυραν μέσα εἰς τὸ ἱερὸν διὰ τὴν ἀκόλουθον αἰτίαν , ὅτε

ἔσυρον τὴν στέγην , ὁ ἀρχιτέκτων , ἀγανακτημένος διὰ τὸ


ἐπίπονον τοῦτο ἔργον καὶ πολυχρόνιον , ἀνεστέναξεν · ὁ δὲ Α
μασις , παρατηρήσας τοῦτο ὡς σημεῖον κακὸν , δὲν ἄφησε

πλέον νά την ἑλκύσωσι παρεμπρός. ῎λλοι δὲ πάλιν λέγου


σιν ὅτι ἄνθρωπός τις ἀπὸ τοὺς μοχλεύοντας τὴν στέγην ἐφο
νεύθη , καὶ διὰ τοῦτο δέν την ἔμβασαν εἰς τὸ ἱερόν .
176. Αφιέρωσε δὲ ὁ Ἅμασις καὶ εἰς ὅλα τὰ ἄλλα ση .
μαντικὰ ἱερὰ , ἔργα ἀξιοθέατα διὰ τὸ μέγεθος, καὶ ἔτι εἰς
τὴν Μέμφιν τὸν πλαγιασμένον κολοσσὺν ἔμπροσθεν τοῦ Ἡ ·
φαιστείου, τοῦ ὁποίου κολοσσοῦ τὸ μάκρος εἶναι ἑβδομήκοντα
πέντε πόδες . Εἰς τὸ ἴδιον δὲ βάθρον εἶναι στημένο : δύο ἄλ
λοι κολοσσοὶ εἴκοσι ποδῶν τὸ μέγεθος ὁ καθεὶς ἀπὸ λίθον
Αἰθιοπικὸν, ὁ εἷς ἀπὸ τὸ ἕν , καὶ ὁ ἄλλος ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος
τοῦ ἱεροῦ . Εἶναι δὲ καὶ εἰς τὴν Σάϊν ἄλλος τις κολοσσὸς λί
θινος , ἰσομεγέθης μὲ τὸν εἰς τὴν Μέμφιν , πλαγιασμένος κατὰ
τὸν ἴδιον τρόπον . ἔτι δὲ ἔκτισεν ὁ ᾿Αμασις καὶ τὸ εἰς τὴν
Μέμφιν ἱερὸν πρὸς τιμὴν τῆς ἴσιδος , τὸ ὁποῖον εἶναι μεγά
λον καὶ ἀξιοθεατώτατον .

. 177. ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Αμάσιος, τότε λέγουσιν ὅτι ἦ


Αἴγυπτος ηὐτύχησε πολὺ καὶ καθ᾽ ὅσα ἀπαιτοῦνται ἀπὸ τὸν
ποταμὸν διὰ τὴν εὐφορίαν τῆς γῆς, καὶ καθ᾽ ὅσα ἀπαιτοῦνται
ἀπὸ τὴν γῆν διὰ τὴν εὐτυχίαν τῶν ἀνθρώπων· καὶ ἐμετρῶντο
τότε εἰς τὴν Αἴγυπτον εἴκοσι χιλιάδες πόλεις, ὅλαι κατοι
κημέναι . ὁ Αμασις εἶναι ὁ ὁποῖος κατέστησε καὶ τοῦτον τὸν

νόμον εἰς τοὺς Αἰγυπτίους· Κατ' ἔτος πᾶς Αἰγύπτιος ν' απο
δεικνύῃ εἰς τὸν νομάρχη » του πόθεν πορίζεται τὰ πρὸς τὸ
ζῆν· ἐὰν δὲ δὲν κάμνῃ αὐτὸ, ἢ δὲν ἀποδεικνύῃ ὅτι ζῇ δι
καίως, νὰ τιμωρῆται μὲ θάνατον , ὁ Σόλων δὲ ὁ Αθηναῖος
ΒΙΒΛ . Β΄. ΕΥΤΕΡΠΗ. 259*

λαβὼν τοῦτον τὸν νόμον ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον , τὸν ἔβαλεν εἰς
τοὺς Αθηναίους, τὸν ὁποῖον ἐκεῖνοι μεταχειρίζονται πάντοτε ·
διότι εἶναι ἄμεμπτος νόμος .

178. ὁ ῎μασις , ἐπειδὴ ἦτον φιλέλλην , καὶ ἄλλα πολλὰ


ἔκαμεν εἰς ῾Ελληνάς τινας , καὶ ἔτι ὅσοι ἐπήγαινον εἰς τὴν
Αἴγυπτον , τοὺς ἔδωκε τὴν Ναύκρατιν πόλιν νὰ κατοικῶσιν ·
ὅσοι δὲ δὲν ἤθελον νὰ κατοικῶσιν , ἀλλὰ μόνον ἐταξείδευον
ἐκεῖ, τοὺς ἔδωκε τόπους νὰ κάμωσι βωμοὺς καὶ τεμένη διὰ

τοὺς θεούς. Τὸ μεγαλώτατον λοιπὸν τέμενος αὐτῶν , τὸ ὁ


ποῖον εἶναι καὶ ὀνομαστότατον καὶ χρησιμώτατον , λέγεται
δὲ Ελλήνιον , τὸ ἔκτισαν κοινῶς αἱ ἀκόλουθοι πόλεις · Από
τὰς ᾿Ιωνικᾶς, ἡ Χίος καὶ Τέως καὶ Φώκαια καὶ Κλαζομεναί ·
ἀπὸ τὰς Δωρικὰς , ἡ ῾Ρόδος καὶ Κνίδος καὶ Αλικαρνασσὸς καὶ
Φάσηλις · ἀπὸ δὲ τὰς Δἰολικὰς ; μόνη ἡ πόλις τῶν Μιτυλή
ναίων . Τούτων εἶναι αὐτὸ τὸ τέμενος , καὶ προστάτας τοῦ
ἐμπορίου αὐταὶ αἱ πόλεις δίδουσιν · ὅσαι δὲ ἄλλαι πόλεις

φρονοῦσιν ὅτι ἔχουσι μέρος ἀπ᾿ αὐτό , τὸ φρονοῦσι , πλὴν δὲν


ἔχουσι κανὲν μέρος . Χωριστὰ δὲ οἱ Αἰγινῆται μόνοι ἔκτισαν
τέμενος τοῦ Διός· καὶ ἄλλο οἱ Σάμιοι, τῆς Ηρας· καὶ οἱ Μι
λήσιοι , τοῦ Ἀπόλλωνος .

179. Ἦτον δὲ τὸν παλαιὸν καιρὸν μόνη ἡ Ναύκρατις ἐμε


πόριον τῆς Αἰγύπτου , καὶ ἄλλο δὲν ἦτον . Καὶ ἐάν τις ἤθελεν

ὑπάγει εἰς κανὲν ἄλλο στόμα τοῦ Νείλου, ἔπρεπε νὰ ὁρκωθῆ


ὅτι δὲν ὑπῆγε θελήματικῶς· καὶ ἀφοῦ το ἠρνεῖτο μεθ ' ὅρκου ,
νὰ πλεύσῃ μὲ τὸ ἴδιον πλοῖόν του εἰς τὸ Κανωβικόν . ἐὰν
δὲ δι᾽ ἐναντίους ἀνέμους δὲν ἦτον δυνατὸν νὰ πλεύσῃ , τότε
ἔπρεπε νὰ βάλωσι τὰ φορτία του εἰς βάρεις καὶ νὰ κάμωσι
τὸν κύκλον τοῦ Δέλτα , ἕως ὅτου νὰ φθάσωσιν εἰς τὴν Ναύα
κρατιν. Τόσην τιμὴν εἶχεν ή Ναύκρατις
***
260 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

180. Οτι
ὅτε δὲ οἱ Αμφικτύονες ἐμίσθωσαν τον ναὸν , τὸν
ὄντα σήμερον εἰς τοὺς Δελφοὺς , διὰ τριακόσια τάλαντα νά
τον ἀνακτίσωσι , διότι ὁ παλαιὸς κατεκάη αὐτομάτως ,

ἔπεσεν εἰς τοὺς Δελφοὺς νὰ πληρώσωσι τὸ ἓν τέταρτον τοῦ


συμφωνηθέντος μισθοῦ. Περιφερόμενοι λοιπὸν οἱ Δελφοὶ εἰς
τὰς πόλεις ἐζήτουν συνδρομάς · κάμοντες δὲ τοῦτο ἔλαβαν
ἀρκετὰ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον· διότι ὁ ᾿Αμασίς τους ἔδωκε για
λια τάλαντα στυπτηρίας, καὶ οἱ κατοικοῦντες εἰς τὴν Αἴγυ
πτον Έλληνες εἴκοσι μνᾶς .
181. Μὲ τοὺς Κυρηναίους δὲ ὁ ᾿Αμασις ἔκαμε φιλίαν καὶ

συμμαχίαν· ἔτι δὲ ἐνέκρινε νὰ λάξῃ καὶ γυναῖκα ἀπ' αὐτοὺς ,


ἴτε διότι ἐπεθύμησε νὰ νυμφευθῇ Ἑλληνίδα , εἴτε ἁπλῶς διὰ
φιλίαν τῶν Κυρηναίων. Λαμβάνει λοιπὸν γυναῖκα τὴν Λαδί
κην, ἡ ὁποία , ἄλλοι μὲν λέγουσιν ὅτι ἦτον θυγατέρα τοῦ
Βέττου , ἄλλοι δὲ τοῦ Αρκεσιλάου , καὶ ἄλλοι τοῦΚριτοβού
λου, πολίτου ὑποληπτικοῦ . Μ' αὐτὴν, ὅτε ἐπλαγίαζεν ὁ ᾿Αμα
σις , δὲν ἠμπόρει νὰ συνευρεθῇ , ἐνῷ μετεχειρίζετο τὰς ἄλ
λας γυναῖκας. Επειδὴ δὲ τοῦτο ἔγινε πολλάκις , εἶπεν ὁ
῎Αμασις εἰς αὐτὴν τὴν λεγομένην Λαδίκην· Γυναῖκα, τίποτε
>>
ἰατρικὸν μ' ἔκαμες , καὶ δὲν εἶναι τρόπος νὰ μὴ θανατω
» θῆς , ὡςκακίστη ὅλων τῶν γυναικῶν. » Η δὲ Λαδίκη , ἐπει
δὴ μὲ ὅλας τὰςἀρνήσεις της ὁ Αμασις δὲν κατεπραΰνετο ,ὑπῆ

γεν εἰς τὸν ναὸν καὶ παρεκάλεσε τὴν Αφροδίτην,ἐὰν συνευρεθῇ


μ ' αὐτὴν ὁ ᾿Αμασις ἐκείνην τὴν νύκτα , (διότι τοῦτο ἦτον
ἡ μόνη σωτηρία της, ) να την στείλῃ εἰς τὴν Κυρήνην ἄγαλ
μα . Μετὰ δὲ τὴν εὐχὴν ἀμέσως συνευρέθη μ' αὐτὴν ὁ ᾿Αμα
σις· καὶ ἔκτοτε ὁσάκις ἐπήγαινεν εἰς αὐτὴν , συνευρίσκετο
μαζή της , και την ἠγάπησε πολὺ μετὰ ταῦτα . Ἡ δὲ Λα

δίκη ἐπλήρωσε τὸ τάξιμήν της εἰς τὴν θεάν · καθότι διο


1

ΒΙΒΑ . Β΄. ΕΥΤΕΡΠΗ . 261

ρίσασα νὰ κατασκευάσωσιν ἄγαλμα , τὸ ἀπέπεμψεν εἰς τὴν

Κυρήνην , τὸ ὁποῖον καὶ ἕως τὸν καιρόν μου ἐσώζετο ,καὶ


ἔστεκε βλέπον πρὸς τὰ ἔξω τῆς πόλεως τῶν Κυρηναίων.
Αὐτὴν τὴν Λαδίκην , ὅτε ὁ Καμβύσης ἐκυρίευσε τὴν Αἴγυ

πτον , καὶ ἔμαθεν ἀπὸ τὴν ἰδίαν , ποία ἦτον , ἀπέπεμψεν


ἀβλαβῆ εἰς τὴν Κυρήνην .

182. Αφιέρωσε δὲ καὶ ἀφιερώματα ὁ ᾿Αμασις εἰς τὴν


Ἑλλάδα · εἰς μὲν τὴν Κυρήνην ἔστειλεν ἄγαλμα τῆς Ἀθηνᾶς

ἐπίχρυσον , καὶ εἰκόνα ἐδικήν του ζωγραφιςὴν εἰς δὲ τὴν


᾿Αθηνᾶν τῆς Λίνδου δύο ἀγάλματα λίθινα , καὶ θώρακα .
λινοῦν (* ) ἀξιοθέατον · ἔτι δὲ εἰς τὴν Σάμον διὰ τὴν ὥραν
δύο εἰκόνας του ξυλίνας , αἱ ὁποῖαι ἦσαν στημέναι εἰς τὸν
ναὸν τὸν μεγάλον ἀκόμι καὶ εἰς τὸν καιρόν μου ὄπισθεν τῶν
θυρῶν. Καὶ εἰς μὲν τὴν Σάμον ἀφιέρωσεν αὐτὰ διὰ τὴν ξε
νίαν, τὴν ὁποίαν εἶχε μὲ τὸν Πολυκράτη υἱὸν τοῦ Αἰάκους
εἰς δὲ τὴν Λίνδον ὄχι διὰ καμμίαν ξενίαν , παρὰ μόνον διότι
τὸ εἰς τὴν Λίνδον ἱερὸν τῆς Αθηνᾶς λέγουσιν ὅτι ἐκτίσθη .
ἀπὸ τὰς θυγατέρες τοῦ Δαναοῦ , ὅτε ἀποφεύγουσαι τοὺς υἱοὺς
τοῦ Αἰγύπτου , ἐπίασαν ἐκεῖ. Ταῦτα μὲν Ἀφιέρωσεν ὁ Ἄμασις.
Πρῶτος δὲ ἐκυρίευσε τὴν Κύπρον , καί την καθυπέβαλεν εἰς
δόσιμον .

(* ) [δ . Βι6· Γ. § 47.

ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ.


1

T
ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ
[***]

ΕΠΙΓΡΑΦΟΜΕΝΟΝ
;

ΘΑΛΕΙΑ .
COL COLI .

LIBRARY

N.YORK.

ENANTION τούτου τοῦ Ἀμάσιος ἐκίνησε στρατεύματα


ὁ Καμβύση ;, υἱὸς τοῦ Κύρου , ἔχων καὶ ἄλλους , τοὺς ὁποί
ους ὥριζε , καὶ ἐκ τῶν Ἑλλήνων τοὺς ῎ωνας καὶ Αἰολεῖς , δι

αἰτίαν τὴν ἀκόλουθον . Πέμψας ὁ Καμβύσης κήρυκα εἰς τὴν


Αἴγυπτον ἐζήτει τὸν ῎Αμασιν θυγατέρα του τὴν ἐζήτει

δὲ κατὰ συμβουλὴν ἀνδρός τινος Αἰγυπτίου , ὁ ὁποῖος ἔκα


με τοῦτο , μεμφόμενος τὸν ῎μασιν , διότι ἀπ᾿ ὅλους τοὺς

ἰατροὺς τοὺς εἰς τὴν Αἴγυπτον , αὐτὸν ἐσήκωσεν ἀπὸ τὴν γυ


ναῖκα καὶ τὰ τέκνα του , καί τον ἐξέδωσεν εἰς τοὺς Πέρσας,
ὅτε ὁ Κῦρος πέμψας εἰς τὸν Ἄμασιν ἐζήτει ἰατρὸν ὀφθαλ.
μῶν , τὸν καλήτερον ἀπὸ τοὺς εἰς τὴν Αἴγυπτον . ῎Εχων αὐτὸ
τὸ πάθος ὁ Αἰγύπτιος ἔδωσε τὴν συμβουλὴν , παρακινῶν
τὸν Καμβύσην νὰ ζητήσῃ τὸν ῎μασιν θυγατέρα του , μὲ
σκοπὸν ἢ νά τον λυπήτῃ , ἐάν την δώσῃ , ἢ , ἐὰν δέν την δώσῃ ,
νὰ κάμῃ νά τον ἐχθρευθῇ ὁ Καμβύσης . ὁ δὲ Αμασις μισῶν
‫ܐ‬

264 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

τὴν δύναμιν τῶν Περσῶν καὶ φοβούμενος ἐνταυτῷ, δὲν ἦμε


πόρει, οὔτε να την δώσῃ , οὔτε νά την ἀρνηθῇ · ἤξευρε δὲ
ἀκριβῶς ὅτι ὁ Καμβύσης δὲν ἔμελλε νά την ἔχῃὡς σύζυ
γόν του , ἀλλ' ὡς παλλακήν . Ταῦτα λοιπὸν συλλογιζόμενος
ἔκαμε τὸ ἀκόλουθον · ἦτον θυγατέρα τις τοῦ προτέρου βασιλέως
Απρίου , πολλὰ μεγάλη καὶ εὔμορφος , ἡ ὁποίαμόνη εἶχε μείνει.
ἀπὸ τὴν οἰκίαν ταύτην· τὸ ὄνομά της ἦτον Νίτητις. Αὐτὴν

τὴν κόρην ὁ ᾿Αμασις ςολίσας μὲ ἐνδύματα καὶ μαλαγματικὰ ,


ἀποπέμπει εἰς τοὺς Πέρσας , ὡς θυγατέρα ἐδικήν του . Μετὰ
καιρὸν δὲ μίαν ἡμέραν , ὅτε ὁ Καμβύσης τὴν ἐχαιρέτα ὀνο
μάζων αὐτὴν μὲ τὸ ὄνομα τοῦ πατρός της·» ὦ βασιλεῦ , λέγει
D
ἡ Νήτητις , δὲν ἠξεύρεις ὅτι εἶσαι ἀπατημένος ἀπὸ τὸν ῎Α
» μασιν , ὁ ὁποῖος ἐπιτηδείως στολίσας ἀπέπεμψέ με εἰς
»
σὲ, καί μ᾿ ἔδωκεν ὡς θυγατέρα του, ἐνῷ εἶμαι τῳόντι τοῦ
Απρίου , τὸν ὁποῖον ὄντα δεσπότην του , ἐκεῖνος ἐφόνευσεν ,
D
ἐπαναστατήσας ὁμοῦ μὲ τοὺς Αἰγυπτίους . » Αὐτὸς λοιπὸν
ὁ λόγος , καὶ αὐτὴ ἡ αἰτία ἠκολούθησε διὰ νὰ φέρῃ εἰς τὴν
Αἴγυπτον τὸν Καμβύσην τοῦ Κύρου , μεγάλως θυμωθέντα .
Καὶ τοιουτοτρόπως μὲν λέγουσιν οἱ Πέρσαι,
2. Οἱ δὲ Αἰγύπτιοι οἰκειοποιοῦνται τὸν Καμβύσην , βε

βαιόνοντες ὅτι ἐγεννήθη ἀπὸ ταύτην τὴν θυγατέρα τοῦ Α


πρίου· καθότι ὁ Κῦρος λέγουσιν ὅτι εἶναι , ὁ ὁποῖος ἔστειλεν
"
εἰς τὸν Ἄμασιν καὶ ἐζήτησε θυγατέρα , καὶ ὄχι ὁ Καμβύσης .
Λέγοντες δὲ ταῦτα δὲν λέγουσιν ὀρθῶς · οὔτε λανθάνει αὐτοὺς ,
( διότι ἠξεύρουσι τὰ νόμιμα τῶν Περσῶν περισσότερον ἀπὸ
πάντα ἄλλον ὀρθῶς οἱ Αἰγύπτιοι, ) ὅτι πρῶτον μὲν νόθος , δέν
το συγχωρεῖ ὁ νόμος νὰ βασιλεύσῃ , ἐνῷ εἶναι διάδοχος γνή
σιος· καὶ δεύτερον ὅτι ὁ Καμβύσης ἦτον υἱὸς τῆς Κασσανδάνης ,
θυγατρὸς τοῦ Φαρνάσπου , ἀνδρὸς Αχαιμενίδου , καὶ ὄχι τῆς

1
1

ΒΙΒΛ . Γ '. ΘΑΛΕΙΑ . 265

Αἰγυπτίας. Αλλ᾽ ἐπίτηδες παρατρέπουσι τὸν λόγον , προσ


ποιούμενοι ὅτι εἶναι συγγενεῖς μὲ τὴν οἰκίαν τοῦ Κύρου . Καὶ 1

ταῦτα μὲν ἔχουσιν οὕτω .


3. Λέγεται πρὸς τούτοις καὶ ὁ ἀκόλουθος λόγος , ὁ ὁποῖος

κατ᾽ ἐμὲ δὲν εἶναι πιθανός· ὅτι μία ἀπὸ τὰς Περσίδας γυ
ναῖκας ἐμβᾶσα εἰς τὰς γυναῖκας τοῦ Κύρου , ἐπειδὴ εἶδε πλη
σίον τῆς Κασσανδάνης τὰ παιδία της , τὰ ὁποῖα ἦσαν εὐειδῆ
καὶ μεγάλα , ἔκαμνε πολλοὺς ἐπαίνους καί τα ὑπερεθαύμαζεν .
ἡ δὲ Κασσανδάνη , οὖσα γυναῖκα τοῦ Κύρου , εἶπε τὰ ἀκό
λουθα . « Μολονότι εἶμαιμητέρα τοιούτων παιδίων , ὁ Κῦρός
» με περιφρονεῖ, καὶ ἔχει εἰς μεγάλην ὑπόληψιν τὴν ἐπίκτης
• τον ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον . » ἡ μὲν Κασσανδάνη ζηλεύουσα
τὴν Νίτητιν αὐτὰ , λέγουσιν, εἶπεν · ὁ δὲμεγαλήτερος ἀπὸ τοὺς
υἱούς της Καμβύσης , « Λοιπὸν μητέρα , εἶπεν,ὅταν μεγαλώσω
» ἐγὼ , τὰ ἄνω τῆς Αἰγύπτου θὰ φέρω κάτω , καὶ τὰ κάτω

· ἄνω. »‫ ܗ‬Αὐτὰ λέγουσιν ὅτι εἶπεν ὁ Καμβύσης , ὅτι ἦτον ἀκό


μι δέκα χρόνων , καὶ αἱ μὲν γυναῖκες ἐθαύμασαν · αὐτὸς δὲ
ἐνθυμούμενος τοῦτο , ἀμέσως ὅτε ἀνδρώθη καὶ ἔλαβε τὴν βα

σιλείαν , ἔκαμε τὴν ἐκςρατείαν κατὰ τῆς Αἰγύπτου .


4. Συνέβη δὲ νὰ γένῃ εἰς ταύτην τὴν ἐπιςράτευσιν καὶ
ἄλλο τι πρᾶγμα τοιοῦτο · ἦτόν τις ἀπὸ τοὺς ἐπικούρους τοῦ
῾μάσιος, κατὰ μὲν τὸ γένος Αλικαρνασσεὺς , τὸ ὄνομά του δὲ
Φάνης , ἄνθρωπος μὲ πολὺ πνεῦμα καὶ δυνατὸς εἰς τὰ πολέ

μικά. Αὐτὸς ὁ Φάνης, ἐπειδὴ ἐπηράχθη διά τινα πράγματα


μὲ τὸν ῎μασιν, ἐμβαίνει εἰς πλοῖον καὶ φεύγει ἀπὸ τὴν Αἴ
γυπτον ,θέλων νὰ ὑπάγῃ ν᾿ ἀνταμώσῃ τὸν Καμβύσην . Επειδὴ
δὲ ἦτον ἄνθρωπος μὲ μεγάλην ὑπόληψιν μεταξὺ τῶν ἐπι
κούρων , καὶ ἤξευρε ἀκριβέστατα τὰ τῆς Αἰγύπτου , ἔστειλε

κατόπι του ὁ ᾿Αμασις , φιλοτιμούμενος νά τον πιάσῃ . Εςειλε


i
266 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ.

δὲ τὸν πιστότατον ἀπὸ τοὺς εὐνούχους του μὲ τριήρη , ὁ


ποῖός τον πιάνει εἰς τὴν Λυκίαν · πιάσας τον ὅμως δέν τον
ἔφερεν ὀπίσω εἰς τὴν Αἴγυπτον · καθότι ὁ Φάνης τὸν ἐγέλας
σε μὲ πανουργίαν , καὶ καταμεθύσας τοὺς φύλακας , διέφυγε
καὶ ὑπῆγεν εἰς τοὺς Πέρσας . ὅτε δὲ ὁ Καμβύσης ἐπεχείρει
νὰ ςρατεύσῃ κατὰ τῆς Αἰγύπτου , καὶ ἠπάρει διὰ τὴν ὁδὸν,
πῶς νὰ διαπεράσῃ τὴν ἄνυδρον γῆν , φθάνει ὁ Φάνης , ὁ ὁτ
ποῖος καὶ ὅλην τὴν ἄλλην κατάστασιν τοῦ Αμάσιος λέγει
εἰς αὐτὸν , καὶ τὸν τρόπον τῆς ὁδοιπορίας τὸν διδάσκει , συμ
βουλεύσας τον ὡς ἀκολούθως· νὰ στείλῃ . εἰς τὸν βασιλέα
τῶν ᾿Αραβίων καὶ νὰ παρακαλέσῃ , νά τον δώσῃ πέρασμα .
ἀσφαλές .
5. Μόνον δὲ ἀπ᾿ ἐκεῖνο τὸ μέρος εἶναι εἴσοδος εἰς τὴν
Αἴγυπτον γνωστή· διότι ἀπὸ τὴν Φοινίκην ἕως τὰ σύνορα
τῆς Καδύτιος πόλεως εἶναι γῆ τῶν Σύρων, τῶν ὀνομαζομέ
νων Παλαιστινῶν· ἀπὸ τὴν Κάδυτιν δὲ, ἡ ὁποία , καθὼς νο

μίζω, εἶναι πόλις ὄχι πολὺ μικροτέρα ἀπὸ τὰς Σάρδεις, ἀπ᾿
αὐτὴν, τὰ παραθαλάσσια ἐμπόρια , ἐκτεινόμενα ἕως τὴν πόλιν
᾿ήνυσον, εἶναι τοῦ ᾿Αραβίου· ἀπὸ δὲ τὴν ᾿ήνυσον εἶναι πάλιν
γῇ τῶν Σύρων ἕως τὴν Σερβωνίδα λίμνην , κατὰ μάκρος τῆς
ὁποίας ἐκτείνεται τὸ Κάσιον ὄρος καταβαῖνον ἕως τὴν θάλασ
σαν · ἀπὸ δὲ τὴν Σερβωνίδα λίμνην , εἰς τὴν ὁποίαν λέγουσιν
ὅτι εἶναι θαμμένος ὁ Τυρὼν, ἀπ᾿ αὐτὴν ἀρχίζει Αἴγυπτος .
Τὸ δὲ μεταξὺ ἰηνύσου πόλεως, Κασίου ὄρους καὶ τῆς Σερ
Εωνίδος λίμνης, τὰ ὁποῖον δὲν εἶναι ὀλίγον μέρος , ἀλλ᾿ ἕως
τριῶν ἡμερῶν ὁδὸς, εἶναι καθ᾽ ὑπερβολὴν ἄνυδρον .
6. ὅ,τι δὲ ὀλίγοι ἀπὸ τοὺς ταξειδεύοντας εἰς τὴν Αἴ.
γυπτον παρετήρησαν, τοῦτο ἔρχομαι τώρα νὰ εἴπω. Δύρ

φορὰς τὸν χρόνον , ἀπ᾿ ὅλην τὴν ῾Ελλάδα , καὶ πρὸς τούς

1
ΒΙΒΛ. Γ΄ . ΘΑΛΕΙΑ . 267

παις ἀπὸ τὴν Φοινίκην ἔρχονται εἰς τὴν Αἴγυπτον πλῆθος


λαγήνια γεμάτα κρασίον , καὶ μολοντοῦτο ἓν κρασολάγηνον ,
διὰ νὰ εἴπω οὕτω , δὲν βλέπει τις ποὔποτε . ! Ποῦ τάχα ἐξο

δεύονται αὐτὰ ; ἠμπορεῖ τις ν' ἀπορήσῃ . Ἐγὼ νὰ εἴπω καὶ


τοῦτο . Ο Δήμαρχος ἑκάστης πόλεως, ἔχει χρέος νὰ μαζεύ
σῃ ἀπὸ τὴν πόλιν του ὅλα τὰ λαγήνια , καὶ νά τα ςείλῃ εἰς τὴν
Μέμφιν · ἄλλοι δὲ ἀπὸ τὴν Μέμφιν γεμίσαντές τα νερὸν να
τα πηγαίνωσιν εἰς τὰ ἄνυδρα αὐτὰ μέρη τῆς Συρίας . Τοιου
τοτρόπως τὰ κατ᾽
1 ἔτος ἐρχόμενα λαγήνια , καὶ ξεφορτονόμε
να εἰς τὴν Αἴγυπτον , φέρονται εἰς τὴν Συρίαν , ὅπου καὶ τὰ
πρὸ αὐτῶν.
7· Πλὴν πρῶτοι οἱ Πέρσαι εἶναι, οἱ ὁποῖοι κατ᾿ αὐτὸν τὸν

τρόπον ἐφοδίασαν μὲ νερὸν τοῦτο τὸ ἔμβασμα εἰς τὴν Αἴγυ


πτον , γεμίζοντες τὰ λαγήνια , καθὼς εἶπα , ἀφοῦ ἐπῆραν τὴν
Αἴγυπτον. Τότε ὅμως , ἐπειδὴ ἀκόμι δὲν ἦτον ἡ προμήθεια
αὐτὴ τοῦ νεροῦ , ὁ Καμβύσης , καθὼς ἤκουσε τὸν ξένον Αλι
καρνασσέα , ἔπεμψεν ἀνθρώπους εἰς τὸν ᾿Αράβιον , καὶ ζητήσας
ἔλαβε τὴν ἀσφάλειαν, δώσας καὶ δεχθεὶς ὅρκους ἀπ᾿ αὐτόν.
8. Σέζονται δὲ οἱ Ἀράβιοι τοὺς μεταξὺ ἀνθρώπων περὶ
πίστεως ὅρκους καθ᾽ ὑπερβολήν· καί τους κάμνουσι κατὰ
τὸν ἀκόλουθον τρόπον · ὅταν τινὲς θέλουν νὰ κάμωσιν ὅρκον ,
τρίτος τις ἄλλος ἄνθρωπος τεκόμενος εἰς τὸ μέσον τούτων , μὲ
λίθον ὀξὺν χαράττει κοντὰ εἰς τοὺς μεγάλους δακτύλους -
σωθεν τὴν χεῖρα τῶν ὁρκιζομένων· ἔπειτα λαξὼν κλωστὴν
ἀπὸ τὸ ἱμάτιον ἑκατέρου , ἀλείφει μὲ τὸ αἷμα ἑπτὰ λίθους,
κειμένους ἐκεῖ εἰς τὴν μέσην· ἐνῷ δὲ κάμνει αὐτὸ ἐπικαλεῖ
τὸν Διόνυσον καὶ τὴν ( *) Οὐρανίαν · καὶ ἀφοῦ οὗτος τελειώσῃ

( *) Τὴν Αφροδίτην , οὕτως ἐνομαζομένην,


268 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

αὐτὰ , ἐκεῖνος , ὁ ὁποῖος ἔκαμε τὰς πίςεις, συςαίνει εἰς τοὺς


φίλους του τὸν ξένον ἢ τὸν πολίτην , ἐὰν κάμνῃ αὐτὰς πρὸς
πολίτην · οἱ δὲ φίλοι καὶ αὐτοὶ κρίνουσι δίκαιον νὰ σέβωνται
τὰς πίςεις ταύτας. Νομίζουσι δὲ ὅτι μόνος ὁ Διόνυσας εἶναι
θεὸς καὶ ἡ Οὐρανία , καὶ λέγουσιν ὅτικόπτουσι τὰ μαλλία
των , καθώς τα ἔχει κομμένα καὶ αὐτὸς ὁ Διόνυσος · τὰ κότ

πτουσι δὲ ὁλόγυρα , περιξυρίζοντες τὰ μελίγγια . Ονομάζου


σι δὲ τὸν μὲν Διόνυσον . Οὐροτὰλ , τὴν δὲ Οὐρανίαν *Αλιλάτο
9. Ἀφοῦ ὁ Αράβιος ἔκαμε τὰς συνθήκας μὲ τοὺς σταλ
θέντας ἀπὸ τὸν Καμβύσην , ἐμηχανᾶτο τὰ ἀκόλουθα . Γεμί
σας νερὸν ἀσκοὺς καμήλων, ἐπῆρεν ὅλας τὰς ζωντανάς και
μήλας καί τας ἐφόρτωσε · μετὰ ταῦτα δέ τὰς ἔφερεν εἰς τὴν
ἄνυδρον , καὶ ἐπρόσμενε τὸ στράτευμα τοῦ Καμβύσου . Εἶπα
τὸ πιθανώτερον ἀπ᾿ ὅσα λέγονται· πρέπει ὅμως νὰ εἴπω καὶ
τὸ ὀλιγώτερον πιθανὸν , καθότι λέγουσι καὶ τοῦτο . Εἶναι μετ
γάλος ποταμὸς εἰς τὴν ᾿Αραβίαν , τὸ ὄνομά του Κόρυς · χύνε
ται δὲ αὐτὸς εἰς τὴν ᾿Ερυθρὰν ὀνομαζομένην θάλασσαν · λέγου :
σι λοιπὸν ὅτι ὁ βασιλεὺς τῶν ᾿Αραβίων, διορίσας νὰ ῥάψω
σι δέρματα βοδίων καὶ ἄλλων ζώων , ἔκαμεν ἀπ' αὐτὰ μα

κρὸν ὀχετὸν , ὁ ὁποῖος εἰς τὸ μάκρος ἔφθανεν ἕως τὴν ἄνυ


δρον , καὶ διὰ τούτου ἔφερε τὸ νερόν . Ἐκεῖ δὲ διώρισε νὰ
σκάψωσι μεγάλας δεξαμενὰς διὰ νὰ δέχωνται τὸ νερὸν καὶ
νά το φυλάττωσιν. Εἶναι δὲ ἀπὸ τὸν ποταμὸν ἕως τὴν ἄνυ
δρον αὐτὴν δώδεκα ἡμερῶν ὁδὸς, καὶ λέγουσιν ὅτι ἔφερε τὸ
νερὸν διὰ τριῶν ἀχετῶν , εἰς τρία διάφορα μέρη.
το. Εἰς δὲ τὸ Πηλούσιον λεγόμενον ςόμα τοῦ Νείλου εἶχε
τὸ ςρατόπεδόν του ὁ Ψαμμήνιτος , ὁ υἱὸς τοῦ Αμάσιος , προσ
μένων τὸν Καμβύσην · διότι δὲν ἐπρόφθασε τὸν Ἄμασιν ,
ΒΙΒΛ. Γ΄. ΘΑΛΕΙΑ .
16g

ζωντανὸν ὁ Καμβύσης , στρατεύσας εἰς τὴν Αἴγυπτον , ἀλλὰ


βασιλεύσας ὁ ᾿Αμασις τεσσαράκοντα τέσσαρας χρόνους ἀπέ
θανεν , εἰς τοὺς ὁποίους δέν τον ἠκολούθησε καμμία μεγάλη
δυσαρέσκεια , Αποθανὼν δὲ καὶ ταριχευθεὶς ἐτάφη εἰς τὸν
τάφον , τὸν ὄντα μέσα εἰς τὰ ἱερὸν,(*) τὸν ὁποῖον αὐτὸς διώρισε
καὶ ἔκτισαν . ὅτε δὲ ἐβασίλευεν εἰς τὴν Αἴγυπτον ὁ Ψαμμή » .

νίτος τοῦ Αμάσιος , · ἔγινεν εἰς τοὺς Αἰγυπτίους φαινόμενον


1
μεγαλώτατον· ἔβρεξεν εἰς τὰς Αἰγυπτίας Θήβας , ἐνῷ οὔτε
πρότερον ποτὲ, οὔτε ὕστερον ἕως τὸν καιρόν μου , καθὼς λέ
γουσιν οἱ ἴδιοι Θηβαῖοι , δὲν ἔβρεξε · διότι εἰς τὴν ἄνω Αἴ

γυπτον παντελῶς δὲν βρέχει. ᾿Αγκαλὰ καὶ τότε δὲν ἔκαμε


μεγάλην βροχὴν , ἀλλὰ μόνον ἐψηχάλισε.
11. ὅτε δὲ οἱ Πέρσαι περάσαντες τὴν ἄνυδρον ἐστρα
τοπέδευσαν πλησίον τῶν Αἰγυπτίων , καὶ ἑτοιμάζοντο νὰ κτυ
πηθῶσι, τότε οἱ ἐπίκουροι τοῦ Αἰγυπτίου , ῾Ελληνες ὄντες , καὶ
Κᾶρες, μεμφόμενοι τὸν Φάνην , διότι ἔφερε σρατεύματαἀλ
λοεθνῆ νὰ πολεμήσωσι τοὺς Αἰγυπτίους , μηχανῶνται εἰς τις
μωρίαν του τὸ ἀκόλουθον . Εἶχεν ὁ Φάνης παιδία , τὰ ὁποῖα
εἶχον μείνει εἰς τὴν Αἴγυπτον · αὐτὰ φέροντες εἰς τὸ spa
τόπεδον καὶ εἰς θέσιν ὥστε νά τα βλέπῃ ὁ πατὴρ , ἔζησαν εἰς

τὸ μέσον τῶν δύο τρατοπέδων κρατῆρα · μετὰ ταῦτα δὲ σύ


ροντές τα ἀνὰ ἕν, τὰ ἔσφαζον μέσα εἰς τὸν κρατῆρα . Αφοῦ
δὲ ἐπέρασαν ἀπὸ τὸ σπαθίον ὅλα τὰ παιδία , ἔβαλαν μέσακρα
σίον καὶ νερὸν, καὶἀφοῦ ἔπιον ὅλοι οἱ ἐπίκουροι ἀπὸ τὸ αἷμα ,
ἔπειτα ἐπιάσθησαν. Μετὰ μάχην δὲ ἰσχυρὰν , ὅπου ἔπεσαν
πολλοὶ καὶἀπὸ τὰ δύο τρατόπεδα , ἐτράπησαν οἱ Αἰγύπτιοι ,

(* ) Τῆς Ἀθηνᾶς ἴδ . Βιβλ. B. S. 1. 69.


ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ.
‫ܘܪܕ‬

12. Εἶδα δὲ θαῦμα μεγάλον , τὸ ὁποῖον μ ' ἐξήγησαν οἱ


ἐντόπιοι. ἦσαν χυμένα ἐκεῖ χωριστὰ τὰ κόκκαλα τῶν φονευ -
θέντων ἀπὸ τὰ δύο μέρη εἰς ταύτην τὴν μάχην · διότι χω
ριστὰ ἐκείτοντο τὰ κόκκαλα τῶν Περσῶν , καθὼς εὑρέθησαν

χωρισμένα κατ᾿ ἀρχὰς, καὶ εἰς ἄλλο μέρος πάλιν τὰ τῶν Αἰ


γυπτίων· αἱ κεφαλαὶ λοιπὸν τῶν Περσῶν εἶναι τόσον ἀδύνατοι,
ὥστε μὲ ψηφίδα μόνον ἂν θελήσῃς νά τας κτυπήσης , θά τας

διατρυπήσῃς· αἱ δὲ κεφαλαὶ τῶν Αἰγυπτίων εἶναι τόσον


δυναταὶ , ὥστε μόλις μὲ πέτραν κτυπήσας θά τας σπάσης . Αἴ ·
τιον δὲ τούτου ἔλεγον τὸ ἀκόλουθον , καὶ τοὐλάχιστον εὐκό
λως ἔπειθον ἐμέ· ὅτι οἱ Αἰγύπτιοι , ἀμέσως ἀπὸ μικρὰ παιδία
ἀρχίσαντες, ξυρίζονται τὰς κεφαλὰς , καὶ τὸ κόκκαλον παχύ
νεται ἀπὸ τὸν ἥλιον · τὸ ἴδιον αἴτιον εἶναι καὶ ὅτι δὲν φαλα
κρύνονται· διότι μεταξὺ τῶν Αἰγυπτίων πολλὰ ὀλιγωτέρους
παρὰ εἰς πᾶν ἄλλο ἔθνος θέλει ἰδεῖ τις φαλακρούς . Εἰς τούς
τους λοιπὸν αὐτὸ εἶναι τὸ αἴτιον τοῦ νὰ ἔχωσι δυνατὰς τὰς
κεφαλάς· εἰς δὲ τοὺς Πέρσας αἰτία τοῦ νὰ ἔχωσιν ἀσθενεῖς
τὰς κεφαλὰς εἶναι ἡ ἀκόλουθος · σκιατραφοῦσι ἐξ ἀρχῆς, φο
ροῦντες τιάρας ἀπὸ πῖλον . Αὐτὰ ὅτι εἶναι τοιαῦτα τὰ εἶδα. Εἶ

δὰ δὲ καὶ ἄλλο παρόμοιον μ᾿ αὐτὰ εἰς τὴν Πάπρημιν· τὰ κόκ


καλα τῶν ςρατευμάτων , τὰ ὁποῖα ὁμοῦ μὲ τὸν Αχαιμένη τοῦ
Δαρείου ἐχαλάσθησαν ἀπὸ τὸν ἴναρον βασιλέα τῆς Λιβύας .
13. Οἱ δὲ Αἰγύπτιοι, καθὼς ἐτράπησαν , ἔφευγον ἀπὸ τὸν
τόπον τῆς μάχης μὲ μεγάλην ἀταξίαν. Επειδὴ δὲ ἐμαζεύ
8
θησαν καὶ ἐκλείσθησαν εἰς τὴν Μέμφιν , ὁ Καμβύσης ἔσεις
λε διὰ τοῦ ποταμοῦ πλοῖον Μιτυληναῖον μὲ κήρυκα Πέρσην ,
νὰ προβάλῃ εἰς τοὺς Αἰγυπτίους νὰπαραδοθῶσι μὲ συνθήκας ·
αὐτοὶ ὅμως καθὼς εἶδαν τὸ πλοῖον ἐλθὸν εἰς τὴν Μέμφιν,
ἐκχυθέντες ὅλοι ἔξω τοῦ τείχους , καὶ τὸ πλοῖον διέφθειραν, καὶ
΄ΒΙΒΛ . Γ΄ . ΘΑΛΕΙΑ . 271

τοὺς ἀνθρώπους ξεσχίσαντες εἰς κομμάτια, ἔφερον εἰς τὸ τεῖ


χος . Οἱ Αἰγύπτιοι λοιπὸν μετὰ ταῦτα πολιορκούμενοι ἐκυ
ριεύθησαν μὲ τὸν καιρόν · οἱ δὲ πλησιόχωροί των Λίβυες ;
φοβηθέντες τὰ γενόμενα εἰς τὴν Αἴγυπτον, παρεδόθησαν χω
ρὶς πόλεμον , καὶ ὑπεσχέθησαν νὰ πληρόνωσι φόρον , καὶ ἔπεμ
τον δῶρα . Οὕτω καὶ οἱ Κυρηναῖοι καὶ οἱ Βαρκαῖοι φοβηθέν
τες, καθὼς καὶ οἱ Λίβυες , ἔκαμαν παρόμοια . ὁ δὲ Καμβύσης
τὰ μὲν ἀπὸ τοὺς Λίβυας σταλθέντα δῶρα ἐδέχθη φιλοφρό
νως, τὰ δὲ ἀπὸ τοὺς Κυρηναίους καταφρονήσας , ( καθὼς ἐγὼ

στοχάζομαι, διότι ἦσαν ὀλίγα · τὸν ἔπεμψαν δὲ οἱ Κυρη


ναῖοι πεντακοσίας μνᾶς ἀργυρίου · ) ἐπῆρε καί τα διεσκόρπι
σε μὲ τὸ χέριόν του εἰς τὸ στράτευμα .
14. Τὴν δεκάτην δὲ ἡμέραν ἀφοῦ παρέλαβεν ὁ Καμβύσης
τὴν ἀκρόπολιν τῆς Μέμφεως, καθίσας διὰ τιμωρίαν εἰς τὸ
προάστειον τὸν βασιλέα τῶν Αἰγυπτίων Ψαμμήνιτον , βασι
λεύσαντα ἓξ μῆνας , καθίσας αὐτὸν ἐκεῖ ὁμοῦ μὲ ἄλλους
Αἰγυπτίους , ἐδοκίμαζε τὴν γενναιότητα τῆς ψυχῆς του διὰ
τῶν ἑξῆς πράξεων. Ενδύσας τὴν θυγατέρα του ἐνδύματα
δουλικὰ τὴν ἔστειλε μὲ τὸ ὑδρεῖον νὰ φέρῃ νερὸν, ὁμοῦ μὲ
τὴν ὁποίαν ἔςειλε καὶ ἄλλας παρθένους, τὰς ὁποίας ἐδιάλεξε
νὰ ἦναι θυγατέρες τῶν πρώτων ἀνδρῶν, ἐνδυμένας ὁμοίως
μὲ τὴν θυγατέρα τοῦ βασιλέως. ὅτε δὲ μὲβοὴν καὶ κλαύματα
ἐπέρνων αἱ παρθένοι ἀπὸ τὸ μέρος , ὅπου ἦσαν οἱ πατέρες των ,
οἱ μὲν ἄλλοι ἐφώναζον καὶ ἔκλαιον βλέποντες τὰ τέκνα των
ταλαιπωρημένα , ὁ δὲ Ψαμμήνιτος , καθὼς εἶδε μακρόθεν τὴν
θυγατέρα του , και την ἐγνώρισεν , ἔκυψε τὸ πρόσωπόν του εἰς
τὴν γῆν . Ἀφοῦ ἐπέρασαν δὲ αἱ ὑδροφόροι, δεύτερον ἔπεμπεν ὁ

Καμβύσης τὸν υἱὸν τοῦΨαμμηνίτου μὲἄλλους δισχιλίουςΑἰγυ


πτίους, ἔχοντας τὴν αὐτὴν ἡλικίαν , δεμένους μὲ σχοινία ἀπὸ τὸν
#

272 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

λαιμὸν , καὶ χαλινωμένους ἀπὸ τὸ στόμα· ἐπήγαινον δὲ αὖ


τοὺς νά τους θανατώσωσιν εἰς ἐκδίκησιν τῶν Μιτυληναίων ,

ὅσοι ἀπωλέσθησαν εἰς τὴν Μέμφιν μὲ τὸ πλοῖον· διότι οὕτως


ἔκριναν οἱ βασιλικοὶ κριταὶ, δι᾽ ἕκαςον ἄνδρα ν᾿ ἀντιθανατω
θῶσι δέκα Αἰγύπτιοι ἀπὸ τοὺς πρώτους . ὁ δὲ Ψαμμήνιτος ,
ὅτε τοὺς εἶδε διαβαίνοντας ἔμπροσθέν του , καὶ ἔμαθεν ὅτι

ἐπήγαινον τὸν υἱόν του νά τον σκοτώσωσιν , ἐνῷ οἱ ἄλλοι οἱ


περικαθήμενοι Αἰγύπτιοι ἔκλαιον αὐτὸν καὶ ἐλυποῦντο , ἐκεῖ
νος ἔκαμε τὸ ἴδιον , τὸ ὁποῖον καὶ εἰς τὴν θυγατέρα του .
Αφοῦ λοιπὸν ἐπέρασαν καὶ οὗτοι, γεροντοποιός τις ἄνθρω
πος, συμπότης ποτὲ τοῦ βασιλέως , ἀφοῦ ἔχασε τὴν καὶ
τάστασίν του, καὶ δὲν εἶχε τίποτε , εἰ μὴ ὅσα πτωχός τις ,
ζητεύων εἰς τὸ στράτευμα , συνέπεσε νὰ περάσῃ ἔμπροσθεν
τοῦ Ψαμμηνίτου , υἱοῦ τοῦ Αμάσιος , καὶ τῶν συγκαθημέ
γων εἰς τὸ προάστειον Αἰγυπτίων . ὁ δὲ Ψαμμήνιτος, και
θώς τον εἶδεν, ἀνέκλαυσε δυνατὰ , καὶ φωνάξας τὸ ὄνομα

τοῦ φίλου του, ἐκτύπησε τὴν κεφαλήν του. ἦσαν δὲ ἐκεῖ φύ


λακες , οἱ ὁποῖοι ἐδηλοποίουν εἰς τὸν Καμβύσην ὅ,τι ἔκαμνεν
ὁ Ψαμμήνιτος , ὅτε ἐπέρνων τὰς νέας καὶ τοὺς νέους . Θαυ

μάσας δὲ ὁ Καμβύσης διὰ τὰ γενόμενα ἔστειλε καί τον ἠρώ


τα λέγων τὰ ἀκόλουθα . » ὁ δεσπότης Καμβύσης σ᾿ ἐρωτᾷ
D
Ψαμμήνιτε ἰδιὰ τί τάχα βλέπων τὴν θυγατέρα σου ταλαι
πωρημένην , καὶ τὸν υἱόν σου φερόμενον εἰς θάνατον οὔτε

· ἐφώναξες, οὔτ᾽ ἀνέκλαυσες , εἰς δὲ τὸν πτωχὸν , ὁ ὁποῖος


Δ
δὲν ἔχει καμμίαν συγγένειαν μὲ σὲ, καθὼςμανθάνει ἀπ᾿
»
ἄλλους , ἔκαμες αὐτὴν τὴν τιμήν ; ὁ μὲν αὐτὰ ἠρώτα ·
ὁ δὲ ψαμμήνιτος ἀποκρίνεται ὡς ἀκολούθως. » Ὦ παῖ Κύ
ρου , τὰ μὲν ἰδικά μου κακὰ ἦσαν ἀνώτερα ἀπὸ τὸ νά τα

κλαύσῃ τις, ἡ δὲ δυστυχία τοῦ γνωρίμου μου ἦτον ἀξία
ΒΙΒΛ. Γ΄ . ΘΑΛΕΙΑ . 273

δακρύων· διότι αὐτὸς ξεπέσας ἀπὸ μεγάλην καὶ εὐδαίμονα


* κατάστασιν , περὶ τὰ ἔσχατα τῆς ἡλικίας του κατήντη

σεν εἰς πτωχείαν. Αὐτοὶ οἱ λόγοι ἀναφερθέντες εἰς τὸν Καμ


Εύσην , ἐφάνησαν πολλὰ ὀρθοί. Ως δὲ λέγουσιν οἱ Αἰγύπτιος
ἐδάκρυσεν ὁ Κροῖσος " (διότι ἔτυχε ν' ἀκολουθῆ καὶ αὐτὸς
τὸν Καμβύσην εἰς τὴν Αἴγυπτον ·) ἐδάκρυσαν δὲ καὶ ὅλοι
οἱ παρόντες Πέρσαι. Αὐτὸς δὲ ὁ Καμβύσης λαβὼν συμπά
θειάν τινα , ἀμέσως ἐπρόσταξε , καὶ τὸν υἱόν του νὰ σώσωσιν

ἐξαιρέσαντές τον ἀπὸ τοὺς ἄλλους καταδίκους , καὶ αὐτὸν


νὰ σηκώσωσιν ἀπὸ τὸ προάστειον , καὶ νά τον φέρωσιν εἰς
τὴν οἰκίαν του .

15. Αλλὰ τὸν μὲν υἱὸν δὲν ηὗραν ζωντανὸν οἱ σταλ


θέντες εἰς τοῦτο · διότι ἐκομματιάσθη πρῶτος · αὐτὸν δὲ τὸν
Ψαμμήνιτον , ἐσήκωσαν καί τον ἔφεραν εἰς τὸν Καμβύσην,
πλησίον τοῦ ὁποίου ἔζη εἰς τὸ ἑξῆς μὲ πᾶσαν ἄνεσιν . Καὶ ἂν

ἤξευρε νὰ μένῃ · ἥσυχος καὶ νὰ μὴ σκαλίζῃ πράγματα , ἠμπό


ρει νὰ λάξῃ πάλιν τὴν Αἴγυπτον, ὥστε νὰ ὁρίζῃ αὐτὴν ἐπιτρο
πικῶς . Διότι οἱΠέρσαι συνηθίζουν νὰ τιμῶσι τοὺς παῖδας τῶν
βασιλέων · καὶ ἂν οἱ γονεῖς ἀποςατήσωσιν , εἰς τοὺς παῖδάς
των ὅμως ἀποδίδουσι τὴν ἀρχήν. Καὶ ἀπὸ ἄλλά πολλὰ ἠμε
πορεῖ τις νὰ κρίνῃ ὅτι οἱ Πέρσαι ἔχουσι ταύτην τὴν συνήθειαν,
καὶ ἔτι ἀπ' ὅ ,τι ἔγινε εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Λίβυος Ινάρου , τὸν Θανε
νύραν , λαβόντα πάλιν τὴν ἀρχὴν , τὴν ὁποίαν εἶχεν ὁπατήρ
του· καὶ ἀπ' ὅ, τι ἔγινεν εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Ἀμυρταίου Παύσις
ριν · καθότι καὶ αὐτὸς ἔλαβεν ὀπίσω τὴν ἀρχὴν τοῦ πατρός

του · μολονότι κανεὶς ἄλλος δὲν ἔχαμε τοὺς Πέρσας κακὰ


περισσότερα ἀπὸ τὸν ὄναρον καὶ Αμυρταῖον. ὁ Ψαμμήνιτος
ὅμως μηχανώμενος κακὰ, ἔλαβε τὸν μισθόν · διότι ἐπιάσθη
καταγινόμενος ν᾿ ἀποστατίσῃ τοὺς Αἰγυπτίους· καὶ ἐπειδὴ
(TOM. Á.) 18
274 ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΔΟΤΟΥ .

ἔγινε γνωσὸς εἰς τὸν Καμβύσην, ἔπιεν αἷμα ταύρου καὶ ἀπέθα
νεν ἀμέσως . Τοιουτοτρόπως ἐτελείωσεν αὐτὸς τὴν ζωήν του.
- 16. ὁ Καμβύσης δὲ ἀπὸ τὴνΜέμφιν ὑπῆγεν εἰς τὴν Σάϊν ,
θέλων νὰ κάμη ἐκεῖνα , τὰ ὁποῖα καὶ ἔκαμε. Καθὼς ἐμβῆκεν
εἰς τὰ βασίλεια τοῦ Ἀμάσιος , ἀμέσως ἐπρόσταξε νὰ ἐκβά
λωσιν ἀπὸ τὸν τάφον ἔξω τὸ σῶμα τοῦ Αμάσιος · ἔπειτα ,

ἀφοῦ ἔγινεν αὐτὸ , ἐπρόσταξε νά το μαστιγόνωσι, νὰ μαδί


ζωσι τὰς τρίχας του , νά το κεντρόνωσι , καὶ νά το κάμνωσε
πᾶσαν ἄλλην τιμωρίαν. Ἀφοῦ δὲ ἀπέκαμαν πράττοντες καὶ
ταῦτα , (διότι τὸ νεκρὸν σῶμα, καθὸ ταριχευμένον, ἀντεῖχε
καὶ δὲν διελύετο,) διώρισεν ὁ Καμβύσης νά το κατακαύσωσι,
προςάξας πρᾶγμα ἀνόσιον· διότι οἱ Πέρσαι νομίζουσι τὸ πῦρ
θεόν · τὸ δὲ νὰ κατακαίωσι τοὺς νεκροὺς κατ' οὐδένα τρόπον
δὲν εἶναι νόμιμον , οὔτε εἰς τοὺς Πέρσας , οὔτε εἰς τοὺς Αίγυ
πτίους. Εἰς μὲν τοὺς πρώτους , διὰ τὸν ἀνωτέρω ῥηθέντα
λόγον , δὲν εἶναι δίκαιον νὰ δίδωσιν εἰς θεὸν νεκρὸν σῶμα
ἀνθρώπου · ἀπὸ δὲ τοὺς Αἰγυπτίους τὸ πῦρ νομίζεται ὅτι
εἶναι θηρίον ἔμψυχον , καὶ ὅτι κατατρώγει ὅλα ὅσα τὰ δώ
σωσιν · ἀφοῦ δὲ καταχορτάσῃ , ἀποθνήσκει ὁμοῦ μὲ τὸ κατα
τρωγόμενον πρᾶγμα . Δὲν εἶναι δὲ συγχωρημένον εἰς αὐτοὺς
νὰ δίδωσι τὸν νεκρὸν εἰς τὰ θηρία , καὶ διὰ τοῦτο ταριχεύου
σιν αὐτὸν , διὰ νὰ μή τον φάγωσι τὰ σκωλήκια, ἐὰν θαφθῇ .
Διὰ τούτους λοιπὸν τοὺς λόγους αἱ προςαγαὶ τοῦ Καμβύσου
ἦσαν παράνομοι καὶ εἰς τὰ δύο ἔθνη . Καθὼς ὅμως λέγουσιν
οἱ Αἰγύπτιοι, δὲν ἦτον ὁ ἄμασις, ὁ ὁποῖος ἔπαθεν αὐτὰ , ἀλ
λ ' ἄλλος τις Αιγύπτιος , ἔχων τὴν ἰδίαν (* ) ἡλικίαν μὲ τὸν
ΤΟ ΤΑΤΟ
hð voðavy Ve. E
(*) ἤτοι ἔχων ἡλικίαν ἀνδρὸς, ὡς ὁ ᾿Αμασις , καὶ ἔχι παιδός. 15. καὶ
Β.6. Δ. §. τῆς δημ .
?

ΒΙΒΛ . Γ . ΘΑΛΕΙΑ . 195

Αμασιν· καὶ ἐκεῖνον κακοποιοῦντες οἱ Πέρσαι ἐνόμιζον ὅτι


ἐκακοποιουν τὸν Αμασιν . Λέγουσι δὲ ὅτι ὁ ἄμασις μαθὼν
ἀπὸ χρησμὸν τὰ μέλλοντα νὰ τὸν ἀκολουθήσωσι μετὰ θά
νατον, διὰ ν᾿ ἀποφύγῃ τὰ ἐπαπειλούμενα , τὸν μὲν ἄνθρω
7
πον τοῦτον τὸν μαστιγωθέντα , ὅτε ἀπέθανεν , ἔθαψε μέσα εἰς
τὸν ἴδιον του τάφον ἔμπροσθεν τῆς θύρας, τὸν δὲ ἑαυτόν του
παρήγγειλέ τὸν υἱόν του νὰ βάλῃ , ὅσον δυνατὸν, εἰς τὸ ἐνδό
τατον τοῦ τάφου , Αἱ παραγγελίας ὅμως αὐταὶ τοῦ ᾿Αμάσιος
διὰ τὸν τάφον καὶ τὸν ἄνθρωπον , μὲ φαίνονται ὅτι δὲν ἔγι
ναν ποτέ, ἀλλ᾽ ἁπλῶς οἱ Αἰγύπτιοι πλάττουσιν αὐτὰς διὰ
νὰ σκεπάσωσι τὴν ἀτιμίαν .

ε .17. Μετὰ ταῦτα δὲ ὁ Καμβύσης ἐβουλεύθη νὰ κάμῃ τρεῖς


στρατείας , κατὰ τῶν Καρχηδονίων , κατὰ τῶν Αμμωνίων καὶ
κατὰ τῶν μακροβίων Αἰθιόπων , οἱ ὁποῖος κατοικοῦσιν τὰ
νότια παραθαλάσσια τῆς Λιβύας , Βουλευόμενος δὲ ἐνέκρινεν ,
εἰς μὲν τοὺς Καρχηδονίους νὰ στείλῃ τὸ ναυτικὸν ςράτευμα ,
εἰς δὲ τοὺς Αμμωνίους νὰ ξεχωρίσῃ καὶ νὰ στείλῃ μέρος τοῦ
πεζοῦ , εἰς δὲ τοὺς Αἰθίοπας νὰ στείλη πρῶτον κατασκό
πους νὰ παρατηρήσωσι τὴν ἡλίου τράπεζαν, τὴν λεγομένην
ὅτι εἶναι εἰς αὐτοὺς τοὺς Αἰθίοπας , ἐὰν ἀληθῶς ἦναι , καὶ πρὸς
τούτοις νὰκατασκοπεύσωσικαὶ τὰ ἄλλα . Πρόφασιν δὲ τούτου
ἔκαμε τὸ νὰ προσφέρωσι δῶρα εἰς τὸν βασιλέα αὐτῶν.
18. ἡ δὲ τράπεζα τοῦ Ἡλίου λέγεται ὅτι εἶναι τοιαύτη τις
Εἶναι λειμὼν εἰς τὸ προάστειον, γεμάτος ἀπὸ ψητὰ κρέατα
παντὸς εἴδους τετραπόδων . Εἰς αὐτὸν τὴν μὲν νύκτα ὅσοι
ἐκ τῶν πολιτῶν εἶναι εἰς τὰ πράγματα ἐπιτηδεύονται νὰ
βάλλωσι τὰ κρέατα , τὴν δὲ ἡμέραν ὑπάγει ὅποιος θέλει καὶ
τρώγει· οἱ ἐπιχώριοι ὅμως λέγουσιν ὅτι ἡ γῆ ἀναδίδει πᾶς
σαν νύκτα αὐτά . Η τράπεζα λοιπὸν τοῦ Ἡλίου ὀνομαζομένη
τοιαύτη τις λέγεται ὅτι εἶναι. 1
18*
276 ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΔΟΤΟΥ .

19.C ὁ δὲ Καμβύσης καθὼς ἀπεφάσισε νὰ πέμψῃ τοὺς


κατασκόπους , ἀμέσως ἔστειλε καὶ ἔφερεν ἀπὸ τὴν ῾Ελεφαν
τίνην πόλιν ἀνθρώπους τινὰς ἐκ τῶν ἰχθυοφάγων , οἱ ὁ

ποῖοι ἤξευρον τὴν Αἰθιοπικὴν γλῶσσαν , Ενήσῳ δὲ ὑπῆγαν


νὰ φέρωσιν αὐτοὺς , ἐπρόσταξε τὸ ναυτικὸν στράτευμα νὰ
πλεύσῃ κατὰ τῆς Καρχηδόνος . Οἱ Φοίνικες ὅμως εἶπανὅτι
δὲν ἠμπόρουν νὰ κάμωσιν αὐτό διότι ἦσαν δεμένοι μὲ με
"
γάλους ὅρκους , καὶ δὲν ἤθελον κάμει ὅσια στρατεύοντες
ἐναντίον τῶν ἀπογόνων των . Ἐπειδὴ δὲ οἱ Φοίνικες δὲν ἤθε
λον , οἱ λοιποὶ ἐγίνοντο ἀνίκανοι εἰς τὴν μάχην ταύτην. Οἱ
Καρχηδόνιοι λοιπὸν τοιουτοτρόπως διέφυγαν τὴν δουλωσύ .
νὴν τῶν Περσῶν · καθότι ὁ Καμβύσης δὲν ἔκρινε δίκαιον νὰ
ἐπιφέρῃ βίαν εἰς τοὺς Φοίνικας : διότι αὐτοθελήτως ἐδόθησαν
εἰς τοὺς Πέρσας , καὶ ὅλον τὸ ναυτικὸν στράτευμα ἐκρέμετα
ἀπὸ τοὺς Φοίνικας , ὁμοίως δὲ καὶ οἱ Κύπριοι δοθέντες εἰς
τοὺς Πέρσας ἐστρατεύοντο κατὰ τῆς Αἰγύπτου . ὶ τῶν εἰς
· 20. Ἀφοῦ δὲ ἦλθαν εἰς τὸν Καμβύσην οἱ ἰχθυοφάγοι ἀπὸ
τὴν ᾿Ελεφαντίνην , τοὺς ἔπεμψεν εἰς τοὺς Αἰθίοπας, παραγ ·
γείλας τὸ τί ἔπρεπε νὰ εἴπωσι, καὶ φέροντας δῶρα , ἔνδυμα
πορφυροῦν , καὶ πρεπτὸν τοῦ λαιμοῦ μαλαγματένιον , καὶ βραστ
χιόλια , καὶ ἐλάβαστρον μύρου , καὶ κάδον κρασίου ἀπὸ φοΐ
νικας. Οἱ δὲ Αἰθίοπες
* αὐτοὶ , εἰς τοὺς ὁποίους δ'Καμβύσης
*
ἔπεμπε τὰ δῶρα , λέγονται ὅτιι'εἶναιμεγαλώτατοι καὶ ὡραιό
τατοι ἀπ'ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Μεταχειρίζονται δὲ ,ὡς
ένα
λέγουσι,καὶ ἄλλουςΑνπολλοὺς νόμους διαφορετικοὺς ἀπὸ τοὺς
λοιποὺς ἀνθρώπους , καὶ πρὸς τούτοις τὸν ἀκόλουθον εἰς τὴν
ἐκλογὴν τοῦ βασιλέως · ὅποιον πολίτην κρίνωσιν ὅτι εἶναι
μεγαλώτατος, 4κατὰ δὲ τὸ μέγεθος ἔχει καὶ δύναμιν , αὐτὸν

νομίζουσιν ἄξιον νὰ γένῃ βασιλεύς των τε


*81
ΒΙΒΛ . Γ΄ . ΘΑΛΕΙΑ. 277

21. Εἰς τούτους λοιπὸν τοὺς ἀνθρώπους καθὼς ἔφθασαν οἱ


Ιχθυοφάγει, δίδοντες τὰ δῶρα εἰς τὸν βασιλέα αὐτῶν ἔλε
γον τὰ ἀκόλουθα , » ὁ βασιλεὺς τῶν Περσῶν Καμβύσης , θέ
· λων νὰ γένῃ φίλος καὶ ξένος μὲ σὲ ἔπεμψεν ἡμᾶς , προσ
ετάξας μας νά σε ὁμιλήσωμεν, καί σε δίδει τὰ δῶρα αὖ
τὰ, τὰ ὁποῖα καὶ ὁ ἴδιος νοσιμεύεται ὑπερβολικὰ νὰ μετα

ταχειρίζηται. » ὁ " δὲ Αἰθίοψ νοήσας ὅτι ὑπῆγαν κατάσκο


ποι λέγει εἰς αὐτοὺς τὰ ἀκόλουθα . » Οὔτε δῶρα σᾶς ἔπεμψεν
κι ὁ βασιλεὺς τῶν Περσῶν νά με φέρητε , ἐπιθυμῶν νὰ γένη
ξένος μ᾿ἐμὲ , οὔτε σεῖς λέγετε ἀληθῆ · διότι ἤλθετεκατά
·σκοποι τῆς ἐδικῆς μου βασιλείας. Επομένως ἐκεῖνος δὲν
* εἶναι δίκαιος ἄνθρωπος · διότι ἂν ἦτον δίκαιος , οὔτε ἤθελεν
->
ἐπιθυμήσει ἄλλην χώραν πλὴν τῆς ἐδικῆς του ,οὔτε ἤθελε
* καθυποδουλόνει ἀνθρώπους ἀπὸ τοὺς ὁποίους παντελῶς δὲν
κ ἠδικήθη. Τώρα δὲ δότε εἰς αὐτὸν τὸ τόξον τοῦτο λέγοντες
· τὰ ἀκόλουθα · ὁ βασιλεὺς τῶν Αἰθιόπων συμβουλεύει τὸν
βασιλέα τῶν Περσῶν, ὅταν οἱ Πέρσαι οὕτως εὐκόλως ἕλ
» κωσι τόξα τόσον μεγάλα , τότε νὰ κινήσῃ στρατεύματα εἰς
*· τοὺς μακροβίους Αἰθίοπας· διότι τοὺς ὑπερτερεῖ εἰς τὸ πλῆ
» θὸς ἕως τότε ὅμως νὰ γνωρίζῃ χάριν εἰς τοὺς θεοὺς , ὅτι
· δὲν βάλλουσιν εἰς τὸν νοῦν τῶν Αἰθιόπων νὰ προσαπο
» κτήσωσι καὶ ἄλλην γῆν κοντὰ εἰς τὴν ἰδικήν των .
22. Αὐτὰ εἰπὼν καὶ ξετεντώσας τὸ τόξον , τὸ ἔδωκεν εἰς
τοὺς ἀπεσταλμένους· ἔπειτα λαβὼν τὸ πορφυροῦν ἔνδυμα
ἠρώτα τί ἦτον , καὶ πῶς ἦτον καμωμένον . Ἀφοῦ δὲ οἱ ἰχθυς
φάγοι εἶπαν τὴν ἀλήθειαν διὰ τὴν πορφύραν καὶ τὴν βαφὴν ,
ἐκεῖνος ἀπεκρίθη ὅτι καθὼς αὐτοὶ εἶναι δολεροὶ, ὁμοίως εἶναι
καὶ τὰ ἐνδύματά των δολερά · δεύτερον δὲ ἠρώτα διὰ τὸν
μαλαγματένιον στρεπτὸν τοῦ λαιμοῦ , καὶ διὰ τὰ βραχιόλια ·
278 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

ὅτε δὲ οἱ ἰχθυοφάγοι ἐξήγουν τὰ στολίδια αὐτὰ , ὁ βασι


λεὺς γελάσας , καὶ νομίσας ὅτι ἦσαν πέδαι , εἶπεν ὅτι οἱ
Αἰθίοπες ἔχουσι πέδας δυνατωτέρας ἀπ ' B αὐτάς· τρίτον δὲ
ἠρώτα διὰ τὸ μύρον, καὶ ἐπειδή τον εἶπαν πῶς γίνεται , καὶ
ὅτι ἀλείφονται μ᾿ αὐτὸ , ἀπεκρίθη τὸν ἴδιον λόγον , τὸν ὁποῖον
καὶ διὰ τὸ ἔνδυμα . ὅτε δὲ ἦλθεν εἰς τὸ κρασίον , καὶ ἤκουσε

πῶς γίνεται, νοστιμευθεὶς ὑπερβολικὰ τὸ ποτὸν τοῦτο , ἠρώ


τησε τίτρώγει ὁ βασιλεὺ;, καὶ πόσον καιρὸν ζῇ τὸ περισσό
τερον εἷς Πέρσης · ἐκεῖνοι δὲ εἶπαν ὅτι τρώγει τὸ ψωμίον ,

ἐξηγήσαντές τον τὴν φύσιν τοῦ σιταμίου , καὶ ὅτι, ὅταν γε


. μίσῃ τις τοὺς ὀγδοήκοντα χρόνους ; εἶναι ζωὴ μακροτάτη δι

ἕνα ἄνθρωπον . Δι᾿ αὐτὸ εἶπεν ὁ Αἰθίοψ ὅτι δὲν θαυμάζει, ἐὰν
τρώγοντες κόπρον ζῶσιν ὀλίγους χρόνους· καὶ οὔτε τόσους
δὲν ἤθελον ἠμπορεῖ νὰ ζῶσιν , ἐὰν δέν τους ἐβάςα αὐτὸ τὸ
ποτὸν , λέγων εἰς τοὺς ἐχθυοφάγους τὸ κρασίον · κατὰ τοῦτο
μόνον εἶναι αὐτοὶ, ἔλεγε, κατώτεροι ἀπὸ τοὺς Πέρσας .
+
23. ἐπειδὴ δὲ ἀντερώτησαν τὸν βασιλέα οἱ ἰχθυοφάγοι
διὰ τὴν ζωὴν καὶ δίαιταν τῶν Αἰθιόπων , τοὺς εἶπεν ὅτι οἱ
περισσότεροι φθάνουσιν ἕως ἑκατὸν εἴκοσι χρόνους, μερικοὶ δὲ
ὅτι ὑπερβαίνουσι καὶ αὐτούς · ἡ δὲ τροφή των ὅτι εἶναικρέα
τα βραςὰ, καὶ τὸ ποτόν των γάλα . Επειδὴ δὲ ἐθαύμασαν οἱ
κατάσκοποι διὰ τοὺς ἑκατὸν εἴκοσι χρόνους , τοὺς ὡδήγησε ,
λέγουσιν, εἰς κρήνην, ἀπὸ τὴν ὁποίαν λουόμενοι ἐγίνοντο τρό
πον τινὰ λιπαροὶ , ὡς νὰ ἦτον ἀπὸ λᾴδιον · καὶ ἔκβαινεν ἀπ᾽

αὐτὴν μυρῳδία ὡς τῶν ἴων. Τόσον δὲ ἐλαφρὸν ἔλεγον οἱ κατά


σκοποι ὅτι εἶναι τὸ νερὸν τῆς κρήνης ταύτης, ὥςε κανὲν πρᾶγ
μα δὲν ἠμπορεῖ νὰ πλεύσῃ εἰς τὴν ἐπιφάνειαν ,οὔτε ξύλον οὔτε

ὅσα ἄλλα εἶναιἐλαφρότερα τοῦ ξύλου , ἀλλ᾿ ὅλα βυθίζονται εἰς


τὸν πάτον . Ἐὰν δὲ τὸ νερὸν τοῦτο εἶναι ἀληθῶς ὁποῖόν τι λέ
ΒΙΒΑ , Γ΄. ΘΑΛΕΙΑ. 279

γουσιν , ἠμποροῦσι νὰ ἦναι οἱ Αἰθίοπες μακρόβιοι , διότι μετα


χειρίζονται αὐτὸ πάντοτε. Ἀφοῦ δὲ ἀνεχώρησαν ἀπὸ τὴν κρή
τοὺς ὑπῆγεν εἰς δεσμωτήριον, ὅπου ὅλοι ἦσαν δεμένοι
μὲ πέδας ἀπὸ μάλαγμα . Εἰς τούτους δὲ τοὺς Αἰθίοπας

σπανιώτατον καὶ πολυτιμότατον μέταλλον εἶναι ὁ χαλκός.


Θεωρήσαντες δὲ καὶ τὸ δεσμωτήριον , ἔπειτα · ἐθεώρησαν καὶ
τὴν λεγομένην τράπεζαν τοῦ Ἡλίου .
24. Μετὰ ταύτην δὲ τελευταίας ἐθεώρησαν τὰς θήκας τῶν
νεκρῶν , αἱ ὁποῖαι λέγουσιν ὅτι κατασκευάζονται ἀπὸ ὕλλον
κατὰ τὸν ἀκόλουθον τρόπον . Ἀφοῦ ἐχνένωσι τὸν νεκρὸν, εἴτε
καθὼς οἱ Αἰγύπτιοι, εἴτε ἄλλως πως , γυψώσαντές τον ὅλον ,
τὸν ζωγραφίζουσι , πασχίζοντες , ὅσον δυνατὸν, νὰ φυλάξωσι

τὴν ὁμοιότητά του · ἔπειτα ζήνουσι περὶ αὐτὸν ζήλην κοίλην ,


καμωμένην . ἀπὸ ὕαλον , ἡ ὁποία ἐκβαίνει ἀπὸ τὴν γῆν πολύ
λὴ καὶ εὐκατέργασος , ὥςε ὁ νεκρὸς μέσα εἰς τὴν ζήληνδια
φαίνεται. χωρὶς νὰ προξενῇ καμμίαν ὀσμὴν κακὴν , οὔτ᾽ ἄλ

λο τι δυσάρεςον · φαίνονται δὲ ὅλα τὰ μέρη τοῦ νεκροῦ ἀπα


ράλλακτα. Ένα χρόνον λοιπὸν ἔχουσι τὴν ζήλην εἰς τὴν οὐ

κίαν των οἱ πλησιέστατοι συγγενεῖς του , προσφέροντες εἰς


αὐτὸν ἀπαρχὰς ὅλων τῶν πραγμάτων καὶ κάμνοντες θυσίας
μετὰ ταῦτα δὲ ἐκβάλλουσιν αὐτὸν ἀπὸ τὴν οἰκίαν , και τον
στήνουσι περὶ τὴν πόλιν .

25. Θεωρήσαντες δὲ ὅλα οἱ κατάσκοποι , ἀνεχώρησαν


ὀπίσω . ὅτε δὲ ἀνέφεραν αὐτὰ , ἀμέσως ὀργισθεὶς ὁ Καμβύσης ,
ἀπεφάσισε νὰ στρατεύσῃ κατὰ τῶν Αἰθιόπων , οὔτε τροφὰς
παραγγείλας νὰπύρετοιμάσωσιν, οὔτε ςοχασθεὶς ὅτι ἔμελλε νὰ
κρατεύσῃ εἰς τὰ ἄκρα τῆς γῆς, ἀλλὰ τρελὸς ὢν καὶ ὄχι φρόνι
μος , ἀμέσως ὅτε ἤκουσε τοὺς ἰχθυοφάγους , ἐκινεῖτο εἰς τὸν
πόλεμον, διορίσας τοὺς Ἕλληνας , ὅσοι τὸν ἠκολούθουν, νά τον

1
ΟΥ
280 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤ .

περιμένωσιν αὐτοῦ , καὶ λαβὼν ὁμοῦ ὅλον τὸ πεζόν . ὅτε δὲ


πορευόμενος μὲ τὸ στράτευμά του ἔφθασεν εἰς τὰς Θήβας ,
ἐξεχώρισεν ὡς πέντε μυριάδας, καί τους διώρισε νὰ ἐξανδρα
ποδίσωσι τοὺς Αμμωνίους , καὶ νὰ βάλωσι φωτίαν εἰς τὸ
χρηστήριον τοῦ Διός · αὐτὸς δὲ ἔχων τὸ λοιπὸν στράτευμα ,
ἐπορεύετο εἰς τοὺς Αἰθίοπας . Πρὸ τοῦ δὲ νὰ κάμῃ τὸ στρά
τευμὰ τὸ πέμπτον μέρος τῆς ὁδοιπορίας , ὅ, τι εἶχον διὰ τρο
φὴν , τοὺς ἐτελείωσε· μετὰ δὲ τὰς τροφὰς ἐτελείωσαν καὶ
τὰ ὑποζύγια , διότι τὰ κατέτρωγον . Ἐὰν μὲν ὁ Καμβύσης ,
καθὼς εἶδεν αὐτὸ ἄλλαζε γνώμην , καὶ ἔστρεφεν ὀπίσω τὸ
στράτευμα , ἤθελεν εἶναι φρόνιμος ἄνθρωπος, μὲ ὅλον τὸ
πρῶτον γενόμενον σφάλμα· τώρα ὅμως καταφρονῶν ὅλα
ἐπροχώρει πάντοτε εἰς τὰ ἐμπρός . Οἱ δὲ στρατιῶται, ἐνόσῳ
μὲν εὕρισκόν τι ἀπὸ τὴν γῆν νὰ λαμβάνωσιν , ἔξων χορτοφα
γοῦντες · ὅτε δὲ ἔφθασαν εἰς τὰ ἀμμώδη μέρη , μερικοὶ ἀπ᾿
αὐτοὺς ἔκαμαν ἔργον ἀπάνθρωπον · λαβόντες. μεταξύ των διὰ
κλήρου ἕνα ἀπὸ πᾶσαν δεκάδα , τὸν*
κατέφαγαν. Μαθὼν
τοῦτο ὁ Καμβύσης , καὶ φοβηθεὶς τὴν ἀλληλοφαγίαν , ἀφή
σας τὴν στρατείαν κατὰ τῶν Αἰθιόπων, ἐπέστρεφεν ὀπίσω ,
καὶ φθάνει εἰς τὰς Θήβας , ἀφοῦ ἔχασε πολλοὺς ἀπὸ τὸ
στράτευμά του . Απὸ τὰς Θήβας δὲ καταβὰς εἰς τὴν Μέμπ
· φιν ἔδωσεν ἄδειαν εἰς τοὺς Ἕλληνας ν᾿ ἀποπλεύσωσι . Τοιαύ
την τύχην ἔλαβεν ἡ κατὰ τῶν Αἰθιόπων ἐκστρατεία.
26. ὅσοι δ ' ἀπ᾿ αὐτοὺς ἐςάλθησαν εἰς τὴν ἐκςρατείαν

κατὰ τῶν Ἀμμωνίων , ἀφοῦ κινήσαντες ἀπὸ τὰς Θήβας , ἐμε


"
Εῆκαν εἰς τὸν δρόμον , ἔχοντες ὁδηγοὺς, εἶναι μὲν φανερὸν
ὅτι ἔφθασαν ἕως τὴν πόλιν ὄασιν , τὴν ὁποίαν κατοικοῦσι

Σάμιοι , λεγόμενοι ὅτι εἶναι ἀπὸ τὴν Αἰσχρωνίαν φυλήν · ἀ


πέχουσι δὲ ἀπὸ τὰς Θήβας ἑπτά ἡμερῶν ὁδὸν , ὅλην ἀμ
ΒΙΒΛ : Γ΄ . ΘΑΛΕΙΑ . 281

μώδη · ὀνομάζεται δὲ ὁ τόπος αὐτὸς Ἑλληνικὰ Μακάρων


νῆσοι. ἕως αὐτὸν τὸν τόπον λέγουσιν ὅτι ἔφθασε τὸ στρά
τευμα · τὸ ἐντεῦθεν δὲ, πλὴν τῶν Αμμωνίων, καὶ ὅσοι ἤκου

σαν τοὺς ᾿Αμμωνίους , κανεὶς ἄλλος δὲν ἠξεύρει νὰ εἴπῃ τίποτε


δι᾿ αὐτούς · διότι οὔτε εἰς τοὺς Αμμωνίους ὑπῆγαν , οὔτε
ὀπίσω ἐπέστρεψαν.. Λέγουσι δὲ ςξ Αμμώνιοι τὰ ἀκόλουθα·
ὅτι ἀφοῦ ἀνεχώρησαν ἀπὸ τὴν ὄασιν ταύτην , ἐρχόμενοι
ἐναντίον των διὰ γῆς ἀμμώδους , ἔφθασαν σχεδὸν εἰς τὸν
μισὸν δρόμον μεταξὺ αὐτῶν καὶ τῆς ᾿άσιος · ἐκεῖ δὲ , ἐνῷ
ἐκάθισαν νὰ φάγωσιν , ἐπῆρε μεγάλος νότος καὶ παράδοξος,
ὁ ὁποῖος φέρων σωροὺς ἄμμου τοὺς κατεπλάκωσεν , ὥςε ἔγι
ναν ἄφαντοι μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον . Οἱ μὲν Ἀμμώνιοι οὕτω
λέγουσιν ὅτι ἠκολούθησε δι᾿ αὐτὸ τὸ στράτευμα .

27. ὅτε δὲ ἔφθασεν ὁ Καμβύσης εἰς τὴν Μέμφιν , ἐφάνη


εἰς τοὺς Αἰγυπτίους ὁ ἔπις, τὸν ὁποῖον οἱ Ἕλληνες ὀνομά
ζουσιν ἔπαφον . Καθὼς λοιπὸν ἔγινεν αὐτὸς φανερὸς, ἀμέσως
οἱ Αἰγύπτιοι ἐφόρων τὰ καλήτερά των φορέματα ; καὶ ἐπανη
γύριζον. ὁ δὲ Καμβύσης ἰδὼν τοὺς Αἰγυπτίους ὅτι ἔκαμνον
αὐτὰ , νομίσας ὅτι τὰ ἔκαμνον ἀπὸ χαράν των διὰ τὰς δυ
1
στυχίας αὑτοῦ , ἐκάλεσε τοὺς ἐπιτρόπους τῆς Μέμφεως . ὅτε
δὲ ἦλθαν ἐμπρός του , τοὺς ἠρώτα διὰ τί, τὴν πρώτην φο
ρὰν ὅτε ἦτον αὐτὸς εἰς τὴν Μέμφιν , οἱ Αἰγύπτιοι δὲν ἔκα
μνον παρόμοιόν τι πρᾶγμα , ἀλλὰ τότε μόνον , ὅτε αὐτὸς ἐπέ
ςρεψεν ἀπολέσας πολὺ πλῆθος τοῦ ςρατεύματός του . Ἐκεῖνοι
δέ τον ἔλεγον , ὅτι ἐφάνη εἰς αὐτοὺς ὁ θεὸς , ὁ ὁποῖος στα
νίως συνηθίζει νά ἐπιφαίνηται, καὶ ὅτι, ὅταν φανῆ, τότε ὅλοι
οἱ Αἰγύπτιοι χαίροντες. ἑορταζουσι . Ταῦτα ἀκούσας ὁ Καμ
φύσης εἶπεν ὅτι ψεύδονται , καὶ ὡς ψευδομένους τοὺς ἐτιμώ
ρεῖ μὲ θάνατον .
282 ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΔΟΤΟΥ .

28. Φονεύσας δὲ αὐτοὺς , κατόπιν ἐκάλει ἔμπροσθέν του

τοὺς ἱερεῖς. Επειδὴ δὲ καὶ οἱ ἱερεῖς ἀπεκρίνοντο παρομοίως ,


ἠξεύρω ἐγὼ εἶπε , νὰ γνωρίσω ἐὰν θεός τις χειροήθης ἦλθεν
εἰς τοὺς Αἰγυπτίους . Τόσον εἰπὼν ἐπρόσταξε τοὺς ἱερεῖς νά

τον φέρωσι τὸν ἔπιν · καὶ οἱ ἱερεῖς ὑπῆγαν να τον φέρωσιν .


ὁ δὲ ἔπις , αὐτὸς ὁ ἔπαφος , εἶναι μοσχάριον γεννημένον
ἀπὸ ἀγελάδαν , ἢ ὁποία μετὰ ταῦτα δὲν ἠμπορεῖ πλέον νὰ
ἐγγαστρωθῇ . Καὶ οἱ Αἰγύπτιοι λέγουσιν ὅτι ἀπὸ τὸν οὐρανὸν
καταβαίνει φῶς εἰς τὴν ἀγελάδαν , καὶ ἀπ᾿ αὐτὸ συλλαμβά
νει τὸν ἄπιν . ῎Εχει δὲ τὸ μοσχάριον αὐτὸ , τὸ ὀνομαζόμενον
Απις , σημεῖα τοιαῦτα· ὃν μαῦρον , εἰς μὲν τὸ μέτωπον ἔχει
ἄσπρον τετράγωνον , εἰς δὲ τὴν πλάτην ὁμοίωμα ἀετοῦ , εἰς
τὴν οὐραν, τὰς τρίχας διπλᾶς , καὶ εἰς τὴν γλῶσσαν,κάνθαρον.
29. Καθὼς δὲ ἔφεραν τὸν ῎πιν οἱ ἱερεῖς , ó ὁ Καμβύσης
ὁ ὁποῖος ἦτον δαιμονισμένος, σύρει τὸ ἐγχειρίδιον , καὶ θέ
λων νὰ κτυπήσῃ τὸν Ἅπιν εἰς τὴν κοιλίαν , τὸν πληγόνει εἰς
τὸν μηρόν. Γελάσας δὲ εἶπεν εἰς τοὺς ἱερεῖς· » ὦ κακαὶ κέφα
D
λαὶ , : γίνονται τοιοῦτοι θεοί , οἱ ὁποῖοι ἔχουσιν αἷμα καὶ

σάρκας, καὶ αἰσθάνονται μικρὸν σίδηρον ; Τζόντι εἶναι ἄξιος


· τῶν Αἰγυπτίων αὐτὸς ὁ θεός . Σεῖς ὅμως δὲν θά το χαρῆτε
* ‫ע‬
νὰ περιγελάσητε ἐμέ. » Ταῦτα εἰπὼν ἐπρόςαξε τοὺς διωρι ·
σμένους εἰς τὰ τοιαῦτα , τοὺς μὲν ἱερεῖς σκληρῶς νὰ μαστι
σωσιν , ὅποιον δὲ ἀπὸ τοὺς ἄλλους Αιγυπτίους εὕρωσιν
ἑορτάζοντα , να τον φονεύωτιν . Ἡ ἑορτὴ λοιπὸν τῶν Αἰγυ
πτίων διελύθη , καὶ οἱ ἱερεῖς ἐτιμωροῦντο· ὁ δὲ ἔπις πληγω
μένος κατὰ τὸν μηρὸν ἀπέθνησκεν εἰς τὸ ἱερὸν ὅπου ἐκείτετο .

Καὶ αὐτὸν μὲν ἀποθανόντα ἀπὸ τὴν πληγὴν, ἔθαψαν οἱ


ἱερεῖς κρυφὰ τοῦ Καμβύσου .
30. ὁ δὲ Καμβύσης, καθὼς λέγουσιν οἱ Αἰγύπτιοι, ἀμές
· ΒΙΒΛ . Γ'. ΘΑΛΕΙΑ. 283

πως δι' αὐτὸ τὸ ἀδίκημα ἐτρελάθη , μολονότι οὔτε πρότε


ρον δὲν ἦτον εἰς τὰς φρένας του . Καὶ πρῶτον μὲν κακὸν
ἔκαμεν ὅτι ἐθανάτωσε τὸν ἀδελφόν του Σμέρδιν , ὄντα ἀπὸ
πατέρα καὶ μητέρα τὴν ἰδίαν. Εἶχε πέμψει αὐτὸν ὁ Καμβύ

σας ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον εἰς τὴν Περσίαν διὰ φθόνον· διότι
μόνος ἀπὸ τοὺς Πέρσας παρὰ δύο δακτύλους ἔλειψε νὰ τεν
τώσῃ τὸ τόξον , τὸ ὁποῖον ἔφεραν οἱ ἰχθυοφάγοι ἀπὸ τὸν

Αἰθίοπα · ἀπὸ δὲ τοὺς ἄλλους Πέρσας κανεὶς δὲν ἐστάθη
ἱκανός . Αφοῦ λοιπὸν ἀνεχώρησεν εἰς τοὺς Πέρσας ὁὁ Σμέρ
δις , εἶδεν ὁ Καμβύσης εἰς τὸν ὕπνον του τοιοῦτό τι ὄνει
ροφ ·· τὸν ἐφάνη ὅτι ἐλθὼν ἄνθρωπος ἀπὸ τοὺς Πέρσας τὸν
ἔλεγεν , ὅτι ὁ Σμέρδις καθήμενος εἰς τὸν βασιλικὸν θρόνον,
ἤγγισε μὲ τὴν κεφαλήν του τὸν οὐρανόν. Διὰ ταῦτα λοιπὸν
φοβηθεὶς , μήπως τὸν φονεύσῃ ὁ ἀδελφός του καὶ λάξῃ τὴν
βασιλείαν ἀντ᾽ αὐτοῦ , πέμπει εἰς τὴν Περσίαν τὸν Πρηξά
σπη , ὁ ὁποῖος ἦτον πιστότατός του ἀπ' ὅλους τοὺςΠέρσας,
διὰ νά τον φονεύσῃ · καὶ οὗτος ἀναβὰς εἰς τὰ Σοῦσα ; ἐφό
νευσε τὸν Σμέρδιν , ὡς μὲν λέγουσί τινες ἐκβαλὼν αὐτὸν
2
εἰς τὸ κυνήγιον , ὡς δὲ ἄλλοι καταποντίσας εἰς τὴν ᾿Ερυθρὰν
θάλασσαν .

« 31. Αὐτὸ λέγουσιν ὅτι ἐςάθη πρῶτον ἀπὸ τὰ κακὰ , τὰ


ὁποῖα ἤρχισε νὰ κάμνῃ ὁ Καμβύσης · δεύτερον δὲ, ἐφόνευσε
τὴν ἀδελφήν του , ἀκολουθοῦσαν αὐτὸν εἰς τὴν Αἴγυπτον , τὴν
ὁποίαν εἶχε καὶ γυναῖκα , καὶ ἦτον ἀδελφὴ ἀπὸ πατέρα καὶ
μητέρα. ἰδοὺ δὲ πῶς τὴν ἐνυμφεύθη · διότι πρότερον δὲν ἦτον
αὐτὴ ἡ συνήθεια , νὰ λαμβάνωσιν οἱ Πέρσαι γυναῖκας τὰς
ἀδελφάς των . ὁ Καμβύσης ἐρωτεύθη εἰς μίαν ἀπὸ τὰς ἀ
δελφάς του, καὶ ἔπειτα θέλων νὰ νυμφευθῇ αὐτὴν, ἐπειδὴ εἶχε
νὰ κάμῃ πρᾶγμα ἀσυνείθιστον , ἐφώναξε τοὺς βασιλικοὺς δι
284 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ.

καςὰς καί τους ἠρώτησεν , ἐὰν ἦναι νόμος τις διορίζων, ὅποιος
θέλει νὰ λαμβάνῃ γυναῖκα τὴν ἀδελφήν του . Οἱ δὲ βασιλι
καὶ δικασταὶ, ἄνδρες δοκιμασμένοι μεταξὺ τῶν Περσῶν , γί
νονται διὰ βίου , ἔξω ἐὰν εἰς τὸ μεταξὺ τοῦτο φανῇ καμμία
ἀδικία των, τότε τοὺς ἐκβάλλουσιν . Αὐτοὶ κρίνουσι τὰς κρί
σεις τῶν Περσῶν, καὶ ἐξηγοῦσι τοὺς πατρίους νόμους , καὶ
ὅλα εἰς αὐτοὺς ἀναφέρονται , ὅτε λοιπὸν ὁ Καμβύσης τοὺς

ἠρώτησεν , αὐτοί τον ἀπεκρίθησαν δίκαια ἐνταυτῷ καὶ ἀκίν


δυνα εἰς τὸν ἑαυτόν των , εἰπόντες ὅτι νόμον , ὁ ὁποῖος συγκ

χωρεῖ νὰ λάξῃ ὁ ἀδελφὸς γυναῖκα τὴν ἀδελφὴν , δὲν εὑρί


σχουσι κανένα , ηὗραν ὅμως ἄλλον νόμον, ὅτι εἶναιἄδεια εἰς
τὸν βασιλέα τῶν Περσῶν νὰ κάμνῃ ὅ, τι ἂν θέλῃ . Τοιουτο
τρόπως δὲ οὔτε τὸν νόμον ἔλυσαν φοβηθέντες τὸν Καμβύσην ,
καὶ διὰ νὰ μὴ ἀπολεσθῶσιν αὐτοὶ , ὑπερασπίζοντες τὸν νό
μου , ἔκβαλαν εἰς τὴν μέσην ἄλλον νόμον , ὁ ὁποῖος ἐβοήθει τὸν
θέλοντα νὰ νυμφεύωνται ἀδελφάς. Τότε λοιπὸν ὁ Καμβύσης

ἐπῆρε γυναῖκα τὴν ἐρωμένην του. Μετ' ὀλίγον δὲ καιρὸν


ἐπῆρεν ἄλλην του ἀδελφήν . ἐξ αὐτῶν λοιπὸν φονεύει τὴν
νεωτέραν , ἀκολουθοῦσαν αὐτὸν εἰς τὴν Αἴγυπτον .
32. Τὸν δὲ θάνατον αὐτῆς διηγοῦνται κατὰ δύο τρόπους ,

καθὼς καὶ τοῦ Σμέρδιος. Οἱ μὲν Ἕλληνες λέγουσιν ὅτι ὁ


Καμβύσης , ἔβαλε σκύμνον λέοντος νὰ πολεμήσῃ μὲ σκυ
λάκιον · ἦτον δὲ ἐκεῖ καὶ ἡ γυναῖκα αὐτὴ θεωροῦσα . Ἐπειδὴ
δὲ ἐνικᾶτο τὸ σκυλάκιον , ἄλλο σκυλάκιον ἀδελφὸς αὐτοῦ,
ἔσπασε τὸν δεσμόν του, καὶ ἔτρεξεν εἰς βοήθειαν· ὥστε τὰ
σκυλάκια γενόμενα δύο , ἐνίκησαν τὸν σκύμνον. Καὶ ὁ μὲν
Καμβύσης τὸ ἐνοστιμεύετο θεωρῶν · ἡ δὲ γυναῖκα καθημένη
πλησίον του · ἐδάκρυεν , ὁ Καμβύσης λοιπὸν παρατηρήσας
τοῦτο ἠρώτησε , λέγουσι, διὰ τί ἐδάκρυε · καὶ ἐκείνη εἶπεν ὅτι
ΒΙΒΛ . Γ '. ΘΑΛΕΙΑ . ΕΞΑ 285

ἐδάκρυσεν ἰδοῦσα τὸ σκυλάκιον ὅτι ἐβοήθησε τὸν ἀδελφόν

του , καὶ ἐνθυμηθεῖσα τὸν Σμέρδιν ὅτι δὲν εἶχε ποῖος να


3
τον βοηθήσῃ . Οἱ μὲν Ἕλληνες δι᾽ αὐτὸν τὸν λόγον βεβαιό
νουσιν ὅτι ἐθανατώθη ἀπὸ τὸν Καμβύσην · οἱ δὲ Αἰγύπτιο
ὅτι, ἐνῷ ἐκάθηντο εἰς τὴν τράπεζαν , ἡ γυναῖκα λαβοῦσα θρί
δακα περιεμᾴδισεν αὐτὴν , καὶ ἠρώτησε τὸν ἄνδρα της, ποῖον
ἀπὸ τὰ δύο, περιμαδισμένη ἡ θρίδαξ ἦτον ὡραιοτέρα , ἢ μὲ
τὰ φύλλα της· αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη , μὲ τὰ φύλλα της · καὶ
τότε ἐκείνη , » ὡς τόσον, εἶπε, σὺ ἐμιμήθης τὴν θρίδακα αὐτὴν ,

» μαδίσας τὴν οἰκίαν τοῦ Κύρου . · ὁ δὲ Καμβύσης θυμώ


σας τὴν ἐκτύπησεν εἰς τὴν κοιλίαν, ἐνῷ ἦτον ἐγγαςρωμένη ,
ὥστε ἀποβαλοῦσα ἀπέθανεν .

33. Ταῦτα ἔκαμεν ὁ Καμβύσης εἰς τοὺς συγγενεῖς του


ἀπὸ τρέλαν , ἡ ὁποία τὸν ἠκολούθησεν , εἴτε διὰ τὸν ἔπιν ,
εἴτε δι᾽ ἄλλο τι κακὸν , ὁποῖα πολλάκις ἀκολουθοῦσιν εἰς

τοὺς ἀνθρώπους · καθότι λέγουσιν ὅτι ἐκ γενετῆς ὁ Καμβύ


σης εἶχε μεγάλον πάθος , τὸ ὁποῖον ὀνομάζουσί τινὲς ἱερὰν

νόσον (*)· πὥστε ἐπειδὴ τὸ σῶμα ἦτον ὑποκείμενον εἰς μεγά
λην νόσον; δὲν εἶναιπαράλογον ἂν ἔπασχε καὶ ὁ νοῦς του .
34. Τὰ δὲ εἰς τοὺς ἄλλους Πέρσας μανικά του ἔργα εἶναι
τὰ ἀκόλουθα . Μίαν ἡμέραν . λέγουσιν ὅτι εἶπεν εἰς τὸν Πρησ
ξάσπη , τὸν ὁποῖον εἶχεν εἰς μεγάλην τιμὴν , καὶ αὐτὸς ἦτον
ὁ εἰσαγγελεύς του · ὁυἱός τοῦ δὲ ἦτον οἰνοχόος τοῦ Καμβύσου

( *) Οὕτως ὠνόμαζον τὴν ἐπιληψίαν· νομίζοντες ὅτι προέρχεται ἀπὸ ἐνέρ


γειάν τινα θείαν. Οἱ Τοῦρκοι σήμερον δέν την βλέπουσι μὲ ὀλιγωτέραν δεις
σιδαιμονίαν· καὶ πολλοὶ χριστιανοὶ τὴν θεωροῦσιν ὡς κατεχὴν δαιμονικὴν,
φρονοῦντες ὅτι προέρχεται ἀπὸ ἐνέργεια » σατανικὴν, καὶ ὄχι ὅτι εἶναι ἀσθέ
νειαστοῦ σώματος, ἔχουσα φυσικὴν αἰτίαν
286 ΙΣΤΟΡΊΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ.

ἀξίωμα καὶ αὐτὸ ὄχι μικρόν . Εἰς αὐτὸν λοιπὸν τὸν Πρηξά
στη μίαν ἡμέραν λέγουσιν ὅτι εἶπε τὰ ἀκόλουθα . οΠρήξα
» απές , ! ὁποῖόν τινα ἄνθρωπον νομίζουσιν ἐμὲ οἱΠέρσαι, καὶ
τίνας ὁμιλίας κάμνουσι δι᾿ ἐμέ; » ἐκεῖνος δέ τον εἶπε· » Δέ
D
• σποτα , κατὰ μὲν τὰ ἄλλα ὅλα ἐπαινεῖσαι πολύ · λέγουσιν
ὅμως ὅτι εἶσαι περισσότερὸν ἀπ ' ὅ , τι πρέπει ; ἔκδοτος εἰς
* τὸ κρασίον . » Καὶ ἐκεῖνος μὲν αὐτὰ ἔλεγε διὰ τοὺς Πέρσας·
ὁ δὲ Καμβύσης· θυμώσας ἀποκρίνεται ; τὰ ἀκόλουθα · · Τώ
ρα μὲ λέγουσιν οἱ Πέρσαι ὅτι ὢν ἔκδοτος εἰς τὸ κρασίον
* παραφρονῶ , καὶ δὲν ἔχω τὸν νοῦν μου· ὥσε ὅσα μ' ἔλεγον
* προτήτερα δὲν ἦσαν ἀληθῆ! » Καθότι πρότερον, ὅτε μίαν
ἡμέραν , συνεκάθοντο μ᾿ αὐτὸν Πέρσαι τινὲς καὶ ὁ Κροῖ
φος , ὁ Καμβύσης τοὺς ἠρώτησεν , ὁποῖός τις ἄνθρωπος ἐφαί
νετο ὅτι ἦτον, παραβαλλόμενος πρὸς τὸν πατέρα του Κῦρον .
ἐκεῖνοι δέ τον ἀπεκρίνοντο ὅτι ἦτον καλήτερος τοῦ πατρός
του· διότιὅσα ἐκεῖνος εἶχε, τὰ εἶχε καὶ αὐτὸς , καὶ πρὸς τούτοις
ἀπέκτησε τὴν Αἴγυπτον καὶ τὴν θάλασσαν. Καὶ οἱ μὲν Πέρ
σαι αὐτὰ ἔλεγον . ὁ δὲ Κροῖσος παρὼν, καὶ μὴ ἀρεσκόμενος
εἰς τὴν κρίσιν ταύτην , εἶπε πρὸς τὸν Καμβύσην τὰ ἀκόλουθα .
Εἰς ἐμὲ ὅμως , εἶπεν , υἱὲ τοῦ Κύρου , δὲν φαίνεσαι ὅμοιος μὲ
N
τὸν πατέρα σου · διότι ἀκόμι δὲν ἔκαμες υἱὸν τοιοῦτον ,
»
· ποῖον ἐκεῖνος ἀφῆκε σέ .» Ενοςιμεύθη ἀκούσας αὐτὸ ὁ Καμ
Εύσης , καὶ ἐπαίνει τὴν κρίσιν τοῦ Κροίσου .
35. Αὐτὰ λοιπὸν ἐπενθυμηθεὶς ὁ Καμβύσης, ἔλεγε μὲ θυ

μὲν πρὸς τὸν Πρηξάσπη . « Σὺ λοιπὸν πληροφορήθητι τώρα


» ὁ ἴδιος , ἂν οἱ Πέρσαι λέγωσιν ἀληθῆ , ᾗ ἂν αὐτοί παρα
φρονῶσι λέγοντες ταῦτα . Ἐὰν τοξεύσας ἐπιτύχω εἰς τὴν
»
μέσην τῆς καρδίας τὸν υἱόν σου , τοῦτον , στεκόμενον
2
εἰς τὰ πρόθυρα , οἱ Πέρσαι θὰ φανῶσιν ὅτι δὲν λέγουσι
. ΒΙΒΛ. Γ . ΘΑΛΕΙΑ . 187 .

· τίποτε · ἐὰν δὲ δὲν ἐπιτύχω ,οἱ Πέρσαι , εἶπε,λέγουσιν ἀληθῆ ,


* καὶ ἐγὼ δὲν ἔχω τὰς φρένας ὑγιεῖς . * Αὐτὰ εἰπὼν καὶ
τεντώσας τὸ τόξον ἐκτύπησε τὸν νέον · ἀφοῦ δὲ ἔπεσεν ὁ νέος ;
ἐπρόσταξε νὰ σχίσωσιν αὐτὸν , καὶ νὰ παρατηρήσωσι τὸ
κτύπημα · καὶ ἐπειδὴ εὑρέθη τὸ βέλος πηγμένον εἰς τὴν καρτ
δίαν , λέγουσιν ὅτιγελάσας καὶ περιχαρὰς γενόμενος εἶπεν εἰς
τὸν πατέρα αὐτοῦ . « ! Βλέπεις Πρήξασπες , ὅτι ἐγὼ δὲν εἶμαι
» τρελὸς , καὶ ὅτι οἱ Πέρσαι παραφρονοῦσι ; Τώρα δὲ εἰπέ με,.

» ! ποῖον ἄνθρωπον εἶδες νὰ τοξεύῃ (* ) τόσον ἴσα εἰς τὸ ση


>>> μάδιον; » ὁ δὲ Πρηξάσπης βλέπων ἄνθρωπον δαιμονισμέ .
νυν , φοβούμενος δὲ καὶ διὰ τὸν ἑαυτόν του , λέγουσιν ὅτιεἶπε.
Δέσποτα, οὔτ᾽ αὐτὸς ὁ ἴδιος θεὸς (** ) νομίζω, δὲν ἠμπόρει
· νὰ κτυπήσῃ τόσον καλά .» Τότε μὲν αὐτὰ ἔκαμεν · ἄλλοτε

δὲ πιάσας δώδεκα ·Πέρσας· ἀπὸ τοὺς πρώτους χωρὶς καμ


μίαν σημαντικὴν αἰτίαν ; τοὺς ἔθαψε ζωντανοὺς κατακέφαλα .

36. Αὐτὰ πράττοντα τὸν Καμβύσην ἔκρινε δίκαιον ὁ


Κροῖσος ὁ Αυδὸς να τον συμβουλεύσῃ μὲ τοὺς ἀκολούθους
λόγους· « Βασιλεῦ , τὸν εἶπε , μὴ ἀφίνεσαι ὅλως διόλου εἰς
τὴν ὁρμὴν τῆς νεότητος καὶ τοῦ θυμοῦ · κράτει καὶ προ

λάμβανε τὸν ἑαυτόν σου. Μεγάλην ὠφέλειαν ἔχει ὅποιος

* εἶναι προνοητικὸς, καὶ ἡ προμήθεια εἶναι σοφία. Σὺ δὲ πιά


· νεῖς ἀνθρώπους συμπολίτας σου καί τοὺς φονεύεις χωρὶςαἰ
»
τίας εὐλογοφανεῖς· φονεύεις τὰ παιδία αὐτῶν . Ἐὰν κάμνῃς

τοιαῦτα πολλὰ , κύτταξε μήπως ἀποςατήσωσιν ἀπὸ σὲ οἱ Πέρ

*· σαι. ὁ πατήρ σου Κῦρος μὲ παρήγγελε πολλὰ , παρακαλῶν με

(* ) Τοξεύω ἴσα εἰς τὸ σημάδιον , λέγεται συντομώτερα . Επίσκοπα τοξεύω .


- ( **) ὁ Ἀπολλων · διότι αὐτὲς ἦταν ὁ θεὸς τῆς τοξικῆς.
-188 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

- γά σε νουθετῶ καὶ νά σε λέγω ὅ, τι ςοχάζομαι ὠφέλιμον . »

ὁ μὲν Κροῖσος ἀπὸ εὔνοιαν αὐτά τον ἐσυμβούλευεν· ὁ δὲΚυα


ξάφης τὸν ἀποκρίνεται ὡς ἀκολούθως . « Σὺ καὶ ἐμὲ τολμᾷς

νὰ συμβουλεύης , ὁ ὁποῖος ἐκυβέρνησας· τὴν πατρίδα σου


ν τόσον καλὰ, καὶ ἐσυμβούλευσες πολλὰ ὠφέλιμα τὸν πα
τέρα μου , παρακινήσας αὐτὸν νὰ περάσῃ τὸν Αράξην που
ταμὸν , καὶ νὰ ὑπάγῃ κατὰ τῶν Μασσαγετῶν , ἐνῷ ἐκεῖνοι
·» ἤθελον νὰ περάσωσιν εἰς τὴν ἐδική μας γῆν ! καὶ ἀπώ
"
λεσες τὸν ἑαυτόν σου , προστατεύων κακῶς τὴν πατρίδα
» σου , ἀπώλεσες δὲ καὶ τὸν Κῦρον πειθύμενον εἰς σέ ! Πλὴν

» δὲν θά το χαρῇς· διότι καὶ πρὸ πολλοῦ ἐζήτουν ἐγὼ νὰ εὕρω


πρόφασιν εἰς σέ: >>>
» Ταῦτα εἰπὼν ἐλάμβανε τὸ τόξον διὰ

νὰ κατατοξεύσῃ αὐτόν . ὁ δὲ Κροῖσος ἀναπηδήσας ἔτρεχεν


ἔξω · καὶ ἐκεῖνος ἐπειδὴ δὲν ἠμπόρει πλέον νά τον τοξεύσῃ,
ἐπρόσταξε τοὺς ὑπηρέτας του νά τον πιάσωσι καὶ νά τον φο
νεύσωσιν . Οἱ δὲ ὑπηρέται γνωρίζοντες τὸν τρόπον αὐτοῦ ,
κρύπτουσι τὸν Κροῖσον, μὲ τοῦτον τὸν λόγον· ἐὰν μὲν μετα
νοήσῃ ὁ Καμβύσης καὶ ζητήσῃ μετὰ ταῦτα τὸν Κροῖσον ,
φανερώσαντές τον αὐτοὶ νὰ λάβωσι δῶρα διὰ τὴν σωτηρίαν
τῆς ζωῆς τοῦ Κροίσου · ἐὰν δὲ δὲν μετανοῇ, μήτε τὸν ποθῇ ;
τότε να τον φονεύσωσιν . Επόθησε τῳόντι μετ᾽ ὀλίγον καιρὸν
ὁ Καμβύσης τὸν Κροῖσον , καὶ οἱ ὑπηρέται βλέποντες αὐτὸ ,

ἔλεγον ὅτι ἐσώζετο · ὁ δὲ Καμβύσης εἶπεν ὅτι συγχαίρε


ται τὸν Κροῖσον διὰ τὴν σωτηρίαν του · δὲν θὰ ἀφήσῃ ὅμως

ἀτιμωρήτους ἐκείνους , ὅσοι τὸν ἐπεριποιήθησαν , ἀλλὰ θά


τους σκοτώσῃ· καί το ἔκαμεν .
· - 37. ὁ Καμβύσης λοιπὸν τοιαῦτα πολλὰ μανικὰ ἔργα
ἔκαμνεν εἰς τοὺς Πέρσας καὶ εἰς τοὺς συμμάχους, ὅσον διέ
τριξεν εἰς τὴν Μέμφιν , ἀνοίγων παλαιοὺς τάφους, καὶ παρα
ΒΙΒΛ . Γ '. ΘΑΛΕΙΑ .
289

τηρῶν τοὺς νεκρούς . Πρὸς τούτοις ὑπῆγε καὶ εἰς τὸ ἱερὸν τοῦ
Ηφαίστου , καὶ κατεγέλασε πολὺ τὸ ἄγαλμα · εἶναι δὲ τὸ
ἄγαλμα τοῦ Ηφαίστου ὁμοιότατον μὲ τοὺς Παταϊκοὺς τῶν
Φοινίκων , τοὺς ὁποίους ἔχουσιν εἰς τὰς πρώρας τῶν τριήρων .
ὅποιος δὲ δὲν εἶδεν αὐτοὺς , ἐγὼ νά τον εἴπω ὁποῖοι εἶναι·
αὐτοὶ εἶναι ὁμοιώματα ἀνθρώπων πυγμαίων . ἐμβῆκεν ἔτι

ὁ Καμβύσης καὶ εἰς τὸ ἱερὸν (* ) τῶνΚαβείρων, εἰς τὸ ὁποῖον


δὲν εἶναι συγχωρημένον νὰ ἐμβαίνῃ κανεὶς ἄλλος ; εἰμὴ ὁ ἱε
ρεύς . Αὐτὰ δὲ τὰ ἀγάλματα και τα ἔκαυσεν , ἀφοῦ πολύ τα
ἐπερίπαιξεν · εἶναι δὲ καὶ αὐτὰ ὅμοια μὲ τὰ τοῦ Ηφαίστου·
καὶ τούτου παῖδες λέγουσιν ὅτι εἶναι.
38. Ἀπ᾿ ὅλα λοιπὸν βλέπω ὅτι ὁ Καμβύσης περιέπεσεν

εἰς μεγάλην μανίαν · ἀλλέως δὲν ἤθελεν ἐπιχειρήσει νὰκατα


γελᾷ ἱερὰ καὶ νόμιμα. Διότι ἂν προβάλῃ τις εἰς ὅλους τοὺς

ἀνθρώπους νὰ ἐκλέξωσι νόμους τοὺς καλλίςους ἀπ᾿ ὅλους


τοὺς 1 νόμους , ὁ καθεὶς καλῶς σκεφθεὶς θέλει προτιμήσει
τοὺς ἐδικούς του . Τόσον νομίζουσιν ὅλοι τοὺς ἐδικούς των ὅτι
εἶναι κάλλιστοι νόμοι. Διὰ τοῦτο λοιπὸν λέγω ὅτι κανεὶς ἄλ
λος δὲν ἠμπορεῖ νὰ περιγελᾷ τὰ τοιαῦτα ; εἰμὴ μαινόμενός τις .
ὅτι δὲ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι φρονοῦσιν οὕτω διὰ τὰ νόμιμά των ,
ἠμπορεῖ νά το κρίνῃ τις καὶ ἀπ᾿ ἄλλα τεκμήρια , καὶ ἀπὸ
τὸ ἀκόλουθον . ὁ Δαρεῖος , ἐπὶ τῆς βασιλείας του , καλέσας

τοὺς εὑρισκομένους εἰς τὴν Περσίαν Ἕλληνας, ἠρώτησεν


αὐτοὺς , τί θέλουσι να τους δώσῃ διὰ νὰ τρώγωσι τοὺς πα
τέρας των , ὅταν ἀποθνήσκωσιν · οἱ δὲ Ἕλληνες ἀπεκρί
θησαν ὅτι , ὅσα καὶ ἄν τοὺς δώσῃ , ποτὲ δὲν ἠμποροῦν νὰ

(*) ἴδε περὶ Καβείρων Βιβ . Β '. § . 51. σημ . β'.


(TOM . Á .) 19
B
290 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ.

κάμωσιν αὐτό . ὁ Δαρεῖος δὲ μετὰ ταῦτα καλέσας τοὺς Ινδούς


σοὺς Καλατίας λεγομένους , οἱ ὁποῖοι τρώγωσι τοὺς γονεῖς
των , ὁμοίως ἐμπρὸς εἰς τοὺς Ἕλληνας , δι᾿ ἑρμηνέως
μανθάνοντας τὰ λεγόμενα , ἠρώτησεν αὐτοὺς , τί θέλουσι νά
τους δώσῃ διὰ νὰ καίωσιν εἰς τὴν φωτίαν τοὺς πατέρας των

ἀποθνήσκοντας · αὐτοὶ δὲ ἀναβοήσαντες παρεκάλουν αὐτὸν νὰ


μὴ λέγῃ πράγματα βλάσφημα , Τοιαῦτα εἶναι τὰ νόμιμα
τῶν ἀνθρώπων· καὶ ὀρθῶς φαίνεται ὅτι εἶπεν ὁ Πίνδαρος
εἰς τὰ ποιήματά του , ὅτι ὁ νόμος εἶναι βασιλεὺς ὅλων .

39. ὅτε δὲ ἐςρατεύετο ὁ Καμβύσης κατὰ τῆς Αἰγύπτου ,


συγχρόνως ἔκαμαν καὶ οἱ Λακεδαιμόνιοι ἐκτρατείαν κατὰ
τῆς Σάμου καὶ τοῦ Πολυκράτους , υἱοῦ τοῦ Αἰάκους, ὁ ὁποῖος
ἐπαναςατήσας ἐκυρίευσε τὴν Σάμον, καὶ πρῶτα μὲν διαιρέ
σας τὴν νῆσον εἰς τρία , τὴν ἐμοιράσθη μὲ τοὺς ἀδελφούς του ,
Παντάγνωτον καὶ Συλοσῶντα · ὕφερον δὲ τὸν ἕνα μὲν ἀπ' αὐτοὺς
φονεύσας , τὸν δὲ νεώτερον Συλοσῶντα ἐκδιώξας , ἐκυρίευσεν
αὐτὸς ὅλην τὴν Σάμον · κυριεύσας δὲ αὐτὴν ἔκαμε ξενίαν μὲ
τὸν ῎μασιν, βασιλέα τῆς Αἰγύπτου , πέμπων δῶρα καὶ δε
χόμενος ἄλλα ἀπ᾿ ἐκεῖνον . Εὐθὺς δὲ εἰς ὀλίγον καιρὸν ἡ δύνα ·
μις τοῦ Πολυκράτους ηύξανε, καὶ διεφημίζετο εἰς ὅλην τὴν
᾿Ιωνίαν καὶ τὴν ἄλλην Ελλάδα · διότι ὅπου ἤθελε διευθύνει

τὰ ςρατεύματά του , ὅλα τὸν ἤρχοντο εὐτυχῶς · εἶχεν ἑκατὸν


πεντηκοντόρους , καὶ χιλίους τοξότας · ἦγε δὲ καὶ ἔφερεν ὅ
λους χωρὶς ἐξαίρεσιν · διότι ἔλεγεν ὅτι θὰ ὑποχρεώσῃ τὸν
φίλον του περισσότερον , ἐάν τον ἀποδίδῃ , ὅσα τὸν ἔλαβε,

παρὰ ἐὰν δέν τα λάβῃ ἐκ μιᾶς ἀρχῆς. Ὅθεν εἶχε κυριεύσει


πολλὰς νήσους , καὶ τῆς ἠπείρου πολλὰς πόλεις . Πρὸς τούτοις
δὲ καὶ τοὺς Λεσβίους , βοηθοῦντας τοὺς Μιλησίους πανςρατιᾷ ,
νικήσας μὲ ναυμαχίαν τοὺς ἐκυρίευσεν , οἱ ὁποῖοι δε
I

ΒΙΒΛ . Γ '. ΘΑΛΕΙΑ . 191

μένοι ἔσκαψαν ὅλην τὴν τάφρον περὶ τὸ τεῖχος τῆς Σάμου


40. Η μεγάλη αὕτη εὐτυχία τοῦ Πολυκράτους δὲν ἐλάν
θανε τὸν ῎μασιν, ἀλλά την παρετήρει ἐπιμελῶς· καὶ ἐπειδὴ
ἔβλεπεν ὅτι αὕτη ἀδιακόπως ηὔξανε, γράψας εἰς χαρτίον

βύβλινον τὰ ἀκόλουθα, τὸν ἔπεμψεν ἐπιξολὴν εἰς τὴν Σάμον .

ΑΜΑΣΙΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΟΛΥΚΡΑΤΗ ΛΕΓΕΙ ΩΣ ΑΚΟΛΟΥΘΩΣ,

Μεγάλη εὐχαρίστησις εἶναι ν᾿ ἀκούῃ τις ὅτι ὁ φίλοςκαὶ


ξένος του εὐτυχεῖ· ἀλλ᾽ εἰς ἐμὲ αἱ ἐδικαί σου μεγάλαι εὖ

ὁ τυχίαι δὲν ἀρέσκουσι · καθότι ἠξεύρω πόσον (**) φθονερὰ


εἶναι ἡ θεότης· διὰ τοῦτο δὲ θέλω καὶ ἐγὼ καὶ ὅλοι, ὅσους

ἀγαπῶ , εἴς τινα μὲν πράγματα νὰ εὐτυχῶμεν , εἷς τινα
ὅμως καὶ ν' ἀποτυχαίνωμεν , καὶ οὕτω νὰ περνῶμεν τὴν
.· ζωὴν , ἔχοντες τὰς εὐτυχίας καὶ ἀτυχίας ἐναλλὰξ , παρὰ

· νὰ εὐτυχῶμεν διὰ πάντα . Διότι ποτὲ δὲν ἤκουσα κανένα


ἄνθρωπον , ὁ ὁποῖος εὐτυχῶν διὰ πάντα, νὰ μὴ ἐτελείω
· σεν ὕστερα κάκιστα τὴν ζωήν του . Σὺ λοιπὸν τώρα πει
θόμενος εἰς ἐμὲ, κάμε εἰς τὰς εὐτυχίας σου τὰ ἀκόλουθα :
Κύτταξε ὅ, τι εὕρῃς ὅτι εἶναι πολυτιμότατον εἰς σὲ , διὰ
τὴν στέρησιν τοῦ ὁποίου ἡ ψυχή σου θὰ λυπηθῇ ὑπερβο
· λικὰ , αὐτὸ κάμε νὰ χαθῇ εἰς τρόπον ὥστε νὰ μὴ φανῆ
· πλέον εἰς τὸν κόσμον · καὶ ἐὰν εἰς τὸ μετὰ ταῦτα αἱ εὖ
· τυχίαι σου δὲν ἔρχωνται πάλιν ἐναλλὰξ μὲ τὰς δυστυχίας;
» θεράπευε τὸ πρᾶγμα κατὰ τὸν ῥηθέντα τρόπον .
41. Ταῦτα ἀναγνώσας ὁ Πολυκράτης, καὶ νοήσας ὅτι
τὸν ἐσυμβούλευε καλῶς ὁ ᾿Αμασις, ἐζήτει ποῖον ἀπὸ τὰ

(* ) Ἴσως νοεῖ τὴν τύχην , ἴδε μολοντοῦτο τὸ ἀκμ . ή · τοῦ § . 3r, Βι6 . Α .
19 '
292 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

κειμήλιά του στερηθεὶς , ἠμπορεῖ νὰ δυσαρεστηθῇ πολλὰ τ

ψυχή του · ζητῶν δὲ εὕρισκε τὸ ἀκόλουθον. Εἶχε χρυσοδεμέ


την σφραγῖδα , τὴν ὁποίαν ἐφόρει, καὶ ἦτον ἀπὸ λίθον σμά
ραγδον , ἔργον δὲ Θεοδώρου τοῦ Τηλεκλέους Σαμίου . Επειδὴ
λοιπὸν ἀπεφάσισε νὰ χάσῃ αὐτὴν , ἔκαμε τὰ ἑξῆς · Βαλὼν
ἀνθρώπους εἰς πεντηκόντορον ἐμβῆκεν εἰς αὐτὴν , καὶ με
τὰ ταῦτα ἐπρόσταξε ν᾿ ἀνοίξωσιν εἰς τὸ πέλαγος · ἀφοῦ δὲ
ἐμάκρυνεν ἀπὸ τὴν νῆσον, ἐκβαλε τὴν σφραγῖδα , καὶ ἐμπρὸς
εἰς ὅλους τοὺς συμπλόους τὴν ῥίπτει εἰς τὸ πέλαγος · ἀφοῦ
ἔκαμεν αὐτὸ ἔπλευσεν ὀπίσω · φθάσας δὲ εἰς τὴν οἰκίαν του ,
A ἐλυπεῖτο διὰ τὴν συμφοράν .

42. Τὴν πέμπτην δὲ ἢ ἔκτην ἡμέραν μετὰ ταῦτα συ


νέπεσε νὰ γένῃ εἰς τὸν Πολυκράτη τὸ ἑξῆς · Ψαρᾶς τις πιά
σας μεγάλον ὀψάριον καὶ ὡραῖον , ἐνέκρινε νὰ δοθῇ αὐτὸ δῶ
πό ὀψάριον καὶ ἐλθὼν εἰς
ρον εἰς τὸν Πολυκράτη · ὅθεν ἐπῆρε τὸ
τὴν οἰκίαν τοῦ Πολυκράτους ἔλεγεν ὅτι ἤθελε νά τον ἴδῃ·
ὅτε δὲ ἐκθῆκεν αὐτὸς καί τον εἶδε , δίδων τὸ ὀψάριον ὁ
ψαρᾶς ἔλεγε. «. Βασιλεῦ , ἐγὼ πιάσας αὐτὸ δὲν ἐνέκρινα
» νά το ὑπάγω εἰς τὴν ἀγορὰν , μολονότι εἶμαι ἄνθρωπος ζῶν
D
ἀπὸ τὰς χεῖράς μου (* ), ἀλλὰ μ᾿ἐφαίνετο ὅτι ἦτον ἄξιον
» σοῦ καὶ τῆς ἰδικῆς σου ἀρχῆς · εἰς σὲ λοιπόν το προσφέρω .»

ὁ δὲ Πολυκράτης εὐαρεστηθεὶς εἰς τοὺς λόγους του ἀποκρί


νεται ὡς ἀκολούθως · α Πολλὰ καλὰ ἔκαμες, καίσε γνωρίζομεν
» διπλῆν χάριν , διὰ τοὺς λόγους σου ἐνταυτῷ καὶ διὰ τὸδῶρον
S
καλοῦμεν δὲ καὶ σὲ εἰς τὸ δεῖπνον .» ὁ ψαρᾶς λοιπὸνμεγαλο

(* ) ὅπῳος ζῇ ἀπὸ τὰ χέρια του, ἤτοι ἀπὸ τὸ ἔργον τῶν χειρῶν του, λέε
χεταιμὲ μίαν λέξιν Αποχειροβίωτος .
ΒΙΒΛ . Γ'. ΘΑΛΕΙΑ . 293

φρονῶν διὰ τὴν τιμὴν ταύτην ὑπῆγεν εἰς τὴν οἰκίαν του . Κό
πτοντες δὲ οἱ ὑπηρέται τὸ ὀψάριον , εὑρίσκουσι μέσα εἰς τὴν
κοιλίαν του τὴν σφραγῖδα τοῦ Πολυκράτους . Αμέσως δὲ ὅτε
τὴν εἶδαν , ἔλαβαν αὐτὴν χαρούμενοι καί την ὑπῆγαν εἰς τὸν
Πολυκράτη , καὶ δίδοντές την ἔλεγον μὲ τίνα τρόπον εὑρέθη.
Αὐτὸς δὲ, καθὼς ἐνόησεν ὅτι τὸ πρᾶγμα ἦτον κατὰ θεοῦ θέ
λησιν , γράφει ὅλα , ὅσα ἔκαμε , καὶ πῶς τον συνέβησαν , καὶ
γράψας διευθύνει τὴν ἐπιστολὴν εἰς τὴν Αἴγυπτον .
43. Αναγνώσας δὲὁ Ἄμασις τὴν ἐπιςολὴν, τὴν ἐλθοῦσαν ,
ἀπὸ τὸν Πολυκράτη , εἶδεν ὅτι ἦτον ἀδύνατον , ἄνθρωπος ν᾿ ἀ
παλλάξῃ ἄνθρωπον ἀπὸ τὸ πεπρωμένον, καὶ ὅτι ὁ Πολυκρά
της εὐτυχῶν εἰς ὅλα δὲν ἔμελλε νὰ τελειώσῃ καλῶς· ὁ ὁποῖος
καὶ ὅ,τι ἀποῤῥίψῃ , τὸ εὑρίσκει. Πέμψας λοιπὸν κήρυκα εἰς τὴν
Σάμον εἶπεν ὅτι διαλύει τὴν μεταξύ των ξενίαν. ῎καμε δὲ
αὐτὸ μήπως ἀκολουθήσῃ δεινόν τι καὶ μεγάλον συμβεβηκὸς
εἰς τὸν Πολυκράτη , καὶ λυπηθῆ (* ) διὰ τὸν ξένον του .

44. Εναντίον τοῦ Πολυκράτους τούτου εὐτυχοῦντος κατὰ


πάντα , ἐςρατεύοντο οἱ Λακεδαιμόνιοι · διότι τοὺς ἐπεκαλέσθη
σαν οἱ Σάμιοι , ὅσοι ἔκτισαν μετὰ ταῦτα τὴν Κυδωνίαν εἰς
τὴν Κρήτην. Ὁ δὲ Πολυκράτης πέμψας εἰς τὸν Καμβύσην
τοῦ Κύρου , συναθροίζοντα στράτευμα κατὰ τῆς Αἰγύπτου,
τὸν παρεκάλεσε νὰ πέμψῃ καὶ πρὸς αὐτὸν εἰς τὴν Σάμον νὰ

ζητήσῃ τρατιώτας. Καὶ ὁ Καμβύσης ἀκούσας ταῦτα , προθύμως


ἔπεμψενεἰς τὴν Σάμον , παρακαλῶν τὸν Πολυκράτη νά τον ζεί- ,

(* ) Παράξενος εἶναι ἡ φιλία τοῦ ᾿Αμάσιος , καθὼς καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν δ


ποῖον ἀπέφυγε τῇ νὰ λυπηθῇ διὰ τὸν Πολυκράτη , ἂν ποτέ τον συνέξαψε και
νἐν δυστύχημα ,
494 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

λῃ ςράτευμα ναυτικὸν διὰ νά τον ἀκολουθήσῃ κατὰ τῆς Αἰγύ


πτου . Αὐτὸς δὲ διαλέξας ἀπὸ τοὺς πολίτας, ὅσοι ἦσαν ὕποπτοι ,
εἰς ἐπανάςασιν , τοὺς ἀπέπεμψε μὲ τεσσαράκοντα τριήρεις ,
μηνύσας κρυφίω ; τὸν Καμβύσην , νὰ μή τους ἀποπέμψη,
πλέον ὀπίσω ..

45. Τινὲς μὲν λέγουσιν ὅτι οἱ ἀποπεμφθέντες Σάμιοι


ἀπὸ τὸν Πολυκράτη δὲν ὑπῆγαν εἰς τὴν Αἴγυπτον · ἀλλ᾽ ὅτε
ἔφθασαν μὲ τὰ πλοῖα εἰς τὴν Κάρπαθον , ἐσυμβουλεύθησαν,
καὶ ἀπεφάσισαν ὅλοι ἐκ συμφώνου νὰ μὴ προχωρήσωσι πα
ρεμπρός· ἄλλοι δὲ λέγουσιν ὅτι φθάσαντες εἰς τὴν Αἴγυπτον ,

καὶ φυλαττόμενοι ἔφυγαν ἀπεκεῖ · καταβαίνοντας δὲ εἰς τὴν


Σάμον ὀ Πολυκράτης τοὺς ἀπάντησε μὲ καράβια , καὶ ἐμβῆκε
μ ' αὐτοὺς εἰς πόλεμον · νικήσαντες ὅμως οἱ καταβαίνοντες ἔκα ·
μαν ἀπόβασιν εἰς τὴν νῆσον, καὶ πεζομαχήσαντες ἐκεῖ ἐνική
θησαν , καὶ οὕτως ἔπλεον εἰς τὴν Λακεδαίμονα . Μερικοὶ δὲ πά
λιν λέγουσιν ὅτι καὶ ἐνίκησαν τὸν Πολυκράτη αὐτοὶ οἱ ἐρχό
μενοι ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον , πλὴν δὲν λέγουσι , καθὼς ςοχάζο
μαι , ὀρθῶς · διότι δὲν εἶχον χρείαν τότε νὰ ἐπικαλεσθῶσι
τοὺς Λακεδαιμονίους , ἂν αὐτοὶ ἦσαν ἱκανοὶ νὰ κυριεύσωσ: τὸν
Πολυκράτη . Πρὸς τούτοις δὲ οὔτε ὁ ὀρθὸς λόγος δέν το συγ
χωρεῖ , ὁ Πολυκράτης, ὁ ὁποῖος εἶχεν ἐπικούρους μισθωτοὺς ,
καὶ παμπόλλους τοξότας ἐδικούς του , νὰ νικηθῇ ἀπὸ τοὺς κα
ταβάντας Σαμίους, ὄντας ὀλίγους . Τῶν δὲ πολιτῶν , ὅσοι ἦσαν
ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν του, συναθροίσας εἰς τοὺς νεωσοίκους ὁ Πο
λυκράτης τοὺς παῖδας καὶ τὰς γυναῖκας, τὰς εἶχεν ἑτοίμους ,
ἂν τυχὸν προδώσωσιν αὐτὸν εἰς τοὺς καταβαίνοντας , νὰ βάπ

λῃ φωτίαν καὶ νά τας καύσῃ ὁμοῦ μὲ τοὺς νεωσοίκους.


46. ὅτε δὲ οἱ ἐκδιωχθέντες ἀπὸ τὸν Πολυκράτη Σάμιοι.

ἔφθασαν εἰς τὴν Σπάρτην, παρουσιασθέντες εἰς τοὺς ἄρχοντας


ΒΙΒΛ . Γ΄. ΘΑΛΕΙΑ . 295

ἔλεγον πολλὰ , ὡς ὄντες εἰς μεγάλας ἀνάγκας . Οἱ δὲ Λακε


δαιμόνιοι εἰ ; τὴν πρώτην παρουσίασιν ἀπεκρίθησαν ὅτι τὴν
μὲν ἀρχὴν τῶν λόγων των ἀλησμόνησαν , τὸ δὲ τέλος δὲν ἐκα
τάλαβαν . ὅθεν παρουσιασθέντες · μετὰ ταῦτα δευτέραν φο

ρὰν , ἄλλο τίποτε δὲν ἀνέφεραν , ἀλλὰ κρατοῦντες ἀσκίον εἶ


"
παν . » Τὸ ἀσκίον ἔχει χρείχν ἀλεύρων . • Οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοί
τους ἀπεκρίθησαν πάλιν ὅτι ἡ λέξις ἀσκίον ἦτον περιττολο
7
γία· μολοντοῦτο (*) ἐνέκριναν να τους βοηθήσωσι .
47. Καὶ ἔπειτα ἑτοιμασθέντες ἔστειλαν στρατεύματα οἱ
Λακεδαιμόνιοι εἰς τὴν Σάμον · ὡς μὲν οἱ Σάμιοι λέγουσιν,
ἀποδίδοντες εὐεργεσίας · καθότι αὐτοὶ πρότερο! τους ἐξοήθη
σαν μὲ καράβια κατὰ τῶν Μεσσηνίων· ὡς δὲ οἱ Λακεδαι
μόνιοι λέγουσι , δὲν ἔστειλαν τὰ στρατεύματα τόσον διὰ νὰ

βοηθήσωσι τοὺς Σαμίους, ζητήσαντας αὐτὴν τὴν χάριν, ὅσον


θέλοντες νά τους ἐκδικηθῶσι διὰ τὴν ἁρπαγὴν (***) τοῦ κρα

τῆρος, τὴν ὁποῖον ἔςελλον εἰς τὸν Κροῖσον , καὶ τοῦ θώρακος,
τὸν ὁποῖον ὁ βασιλεὺς τῶν Αἰγυπτίων Αμασις ἔπεμψε δῶρον
εἰς αὐτούς · καθότι ἕνα χρόνον πρὸ τοῦ κρατῆρος οἱ Σάμιου
ἐλήττουσαν θώρακα λινοῦν , ὁ ὁποῖος εἶχε διάφορα ζῶα ἐνυ
φασμένα ,καὶ ἦτον καλλωπισμένος μὲ χρυσάφιον καὶ μαλλίον
ἀπὸ ξύλον (*** ). Κάμνουσι δὲ ἀξιοθαύμασον τὸν θώρακα τοῦ
τον αἱ κλωσταί του καθότι ἑκάςη κλωςὴ, μολονότι λεπτὴ ,
περιέχει τριακοσίας ἑξήκοντα κλωστὰς , τὰς ὁποίας διακρίνει
τις πολλὰ καλά . Τοιοῦτος παρόμοιος εἶναι
15 καὶ ἐκεῖνος τὸν
ὁποῖον ὁ ᾿Αμασις ἀφιέρωσεν εἰς τὴν Ἀθηνᾶν τῆς Λίνδου .

(*) Η Λακωνικὴ βραχυλογία ὄχι μόνον τὴν πρώτην ὁμιλίαν τῶν Σαμίων
ἀπεδοκίμασεν ὡς περιττολόγον, ἀλλὰκαὶ εἰς τὴν δευτέραν εὗρε περιττὴν τὴν
λέξιν ἀσκὸς (θόλακος κατὰ τὸ Παλ, Κείμ .) . Διότι οἱ Σάμιοι δεικνύοντες 30
ἀσκίον ἥρκει μόνον νὰ εἴπωσιν · ἔχει χρείαν ἀλεύρων.
(** ) Ιδ. Bi5 . A. S. 7ο . (***) Βαμβάκιον .
296 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

48. Συνέπραξαν δὲ εἰς τὸ νὰ γένῃ ἡ ἐκστράτευσις αὕτη


κατὰ τῆς Σάμου καὶ οἱ Κορίνθιοι προθύμως· διότι καὶ εἰς
αὐτοὺς, μίαν γενεὰν πρὸ τῆς ἐκστρατείας ταύτης , συγχρόνως
μὲ τὴν ἁρπαγὴν τοῦ κρατῆρος , εἶχον κάμει οἱ Σάμιοι ὕβριν
εινά. Ο Περίανδρος τοῦ Κυψέλου ἔπεμπεν εἰς τὰς Σάρδεις
πρὸς τὸν Αλυάττην τριακόσια παιδία Κερκυραίων, ἀνθρώπων
τῶν πρώτων, διὰ νά τα εὐνουχίσωσιν· ἐπειδὴ δὲ οἱ φέροντες
αὐτὰ Κορίνθιοι ἐπίασαν εἰς τὴν Σάμον , μαθόντες οἱ Σάμιοι
διὰ ποῖον λόγον ἐφέροντο τὰ παιδία εἰς τὰς Σάρδεις , πρῶτον
μὲν ἐδίδαξαν αὐτὰ νὰ καταφύγωσιν εἰς τὸ ἱερὸν τῆς Αρτέμι
δος˙ μετὰ ταῦτα δὲ ἐπειδὴ οἱ μὲν Σάμιοι δέν τους ἐσυγχώρουν
ν᾿ ἀποσπάσωσι τοὺς ἱκέτας ἀπὸ τὸ ἱερὸν , οἱ δὲ Κορίνθιοι ἐμε

πόδιζον νὰ δώσῃ τις τροφὴν εἰς τοὺς παῖδας , οἱ Σάμιοι ἐσύ


στησαν ἑορτὴν , τὴν ὁποίαν καὶ σήμερον ἀκόμι κάμνουσιν ἀ
παράλλακτα . Καθὼς ἐβραδύαζεν , ὅσον καιρὸν ἦσαν ἱκέται οἱ
παῖδες , συνεκρότουν οι Σάμιοι χοροὺς ἀπὸ παρθένους νέας καὶ
νέους · συγκροτοῦντες δὲ τοὺς χοροὺς , διώρισαν νὰ φέρῃ και
θεὶς ἀπὸ τὴν οἰκίαν του τρωγάλια ἀπὸ σήσαμον καὶ μέλι διὰ
νὰ ἔχωσι τροφὴν οἱ παῖδες τῶν Κερκυραίων ἁρπάζοντες ἀπ '
αὐτά. Καὶ τοῦτο ἐγίνετο ἕως ὅτου οἱ Κορίνθιοι οἱ φύλακες
τῶν παίδων , τοὺς ἀφῆκαν καὶ ἀνεχώρησαν · τοὺς δὲ παῖδας
οἱ Σάμιοι ὑπῆγαν ὀπίσω εἰς τὴν Κέρκυραν .
49. Ἐὰν μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Περιάνδρου, οἱ Κερκυραῖοι
ἐφιλιόνοντο μὲ τοὺς Κορινθίους , αὐτοὶ ἠμπόρουν νὰ μὴ συμ
πράξωσιν εἰς τὴν κατὰ τῆς Σάμου ἐκστράτευσιν διὰ ταύτην
τὴν αἰτίαν · τώρα ὅμως , πάντοτε ἀφοῦ ἔκτισαν τὴν νῆσον,
ἔχουσι μεταξύ των διαφορὰς , μολονότι εἶναι συγγενεῖς. Δι'
· αὐτὰς λοιπὸν τὰς διαφορὰς οἱ Κορίνθιοι ἐφύλαττον πάντοτε
πάθος εἰς τοὺς Σαμίου ;. Εδιάλεξε δὲ τοὺς παῖδας τῶν πρώτων
ΒΙΒΛ . Γ΄. ΘΑΛΕΙΑ .
297

Περκυραίων ὁ Περίανδρος και τους ἔστειλε εἰς τὰς Σάρδεις


νάτους εὐνουχίσωσιν δι᾽ ἐκδίκησιν · διότι πρῶτοι οἱ Κερκυ ·
ραῖοι ἤρχισαν νὰ κάμωσιν εἰς αὐτὸν πρᾶγμα κακόηθες.
5ο . Ἀφοῦ ὁ Περίανδρος ἐσκότωσε τὴν γυναῖκά τουΜέ
λισσαν , τὸν ἠκολούθησε κοντὰ εἰς αὐτὴν τὴν συμφωρὰν καὶ
ἄλλη τοιαύτη . Εἶχεν ἀπὸ τὴν Μέλισσαν δύο υἱοὺς , εἰς τὴν
ἡλικίαν ὁ εἷς ἦτον δέκα ἐξ, καὶ ὁ ἄλλος δέκα ὀκτὼ χρόνων .
Αὐτοὺς ὁ μητροπάτωρ των Προκλῆς, τύραννος ὢν τῆς ᾿Επι
"
δαύρου, ἔστειλε καὶ ἐπῆρεν εἰς τὸν τόπον του , καί τους ἐφι
λοφρόνει κατὰ τὸ πρέπον , ὡς παῖδας τῆς θυγατρός του . ὅτε
δέ τους ἀπέπεμπε, ξεπροοδίζων αὐτοὺς εἶπε . κξ Τάχα ἠξεύ
ρετε παιδία , ποῖος ἐφόνευσε τὴν μητέρα σας ; » Αὐτὸς ὁ λόγος
εἰς τὸν μεγαλήτερον δὲν ἔκαμε καμμίαν ἐντύπωσιν ὁ δὲμια
κρότερος ὀνομαζόμενος Λυκόφρων , ἀκούσας τοῦτο, τόσον ἐπη
ράχθη , ὥστε ἐρχόμενος εἰς τὴν Κόρινθον , οὔτ᾽ ἐχαιρέτησε
τὸν πατέρα του , βλέπων αὐτὸν ὡς φονέα τῆς μητρός του ,
οὔτε τὸν ἀπεκρίνετο , ὅτε τὸν ὡμίλειἐκεῖνος, οὔτε τὸν ἔλεγέ τι ,
ὅτε τὸν ἐξέταζε . Τέλος πάντων κυριευθεὶς ἀπὸ θυμὸν ὁ Πετ
ρίανδρος ἐκδιώκει αὐτὸν ἀπὸ τὴν οἰκίαν .
5 ι . ἐκδιώξας δὲ τοῦτον ἐξέταζε τὸν μεγαλήτερον, τίὡμί
λησε πρὸς αὐτοὺς ὁ μητροπάτωρ των . ὁ " νέος τὸν διη
δὲ 1

γεῖτο ὅτι τοὺς ἐδέχθη φιλοφρόνως καὶ οὔτε ἐνθυμεῖτο τὸν


λόγον , τὸν ὁποῖον εἶπεν ὁ Προκλῆς, ὅτε τοὺς ἀπέπεμπε
διότι δέν τον παρετήρησεν , ὁ Περίανδρος ὅμως ἀδύνατον

εἶπεν εἶναι νὰ μή τους ἑσυμβούλευσεν ἐκεῖνος τίποτε , καὶ


ἐπέμενεν ἐξετάζων. Τέλος πάντων ὁ νέος ἐνθυμηθεὶς εἶπε καὶ
τοῦτο. ὁ δὲ Περίανδρος ςοχαζόμενος καὶ τὸν λόγον αὐτὸν, καὶ
μὴ θέλων νὰ φανῇ παντελῶς μαλακὸς , ὅπου ἐπήγαινε νὰ ζήσῃ
ὁ ἐκδιωχθεὶς ἀπ᾿ αὐτὸν υἱὸς , ἔςελλε καὶ ἐπρόσταζε νὰ μή
298 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

τον δέχωνται εἰς τὴν οἰκίαν των. ὁ δὲ νέος , ὅτε ἀποδιωκό :


μενος ἀπὸ μίαν οἰκίαν ἐπήγαινεν εἰς ἄλλην, ἀπεδιώκετο πάν
λιν καὶ ἀπ᾿ αὐτὴν , διότι ὁ Περίανδρος ἐφοβέριζεν ἐκείνους
ὅσοι τὸν ἐδέχοντο , καί τους ἐπρόσταζε νά τον κλείωσιν ἔξω .
Μολοντοῦτο ἀποδιωκόμενος πάντοτε , ἀπὸ μίαν ἐπήγαινεν
εἰς ἄλλην οἰκίαν τῶν φίλων του , οἱ ὁποῖοι μ᾿ ὅλον τὸν φόβον
τοῦ Περιάνδρου πάλιν τὸν ἐδέχοντο · καθότι ἦτον υἱὸς τοῦ
Περιάνδρου .

52 , Τέλος πάντων ὁ Περίανδρος ἐκήρυξεν , ὅποιος ἤ τον T


· δεχθῇ εἰς τὴν οἰκίαν του , ἤ τὸν ὁμιλήσῃ , νὰ πληρόνῃ τόσην
τινὰ διωρισμένην ζημίαν εἰς τὸ ἱερὸν τοῦ Ἀπόλλωνος· διὰ
τοῦτο λοιπὸν τὸ κήρυγμα , οὔτε νά τον ὁμιλήσῃ τις ἤθελε
πλέον , οὔτε να τον δεχθῇ εἰς τὴν οἰκίαν του . Πρὸς τούτοις
οὔτ᾽ ἐκεῖνος ὁ ἴδιος πλέον δὲν ἔκρινε δίκαιον , ἐναντίον ταύ
της τῆς ἀπαγορεύσεως, νὰ πλησιάσῃ εἴς τινα διὰ νὰ δοκις
μάσῃ · ἀλλ᾽ ὑπομένων πᾶσαν κακουχίαν ἐκυλίετο εἰς τὰς ςοάς .
Τὴν τετάρτην δὲ ἡμέραν ἰδὼν αὐτὸν ὁ Περίανδρος κατατα
λαιπωρημένον ἀπὸ ἀλουσίαν καὶ ἀφαγίαν , ἔλαβε συμπάθειαν
καὶ μετριάσας τὴν ὀργὴν ἐπλησίασεν εἰς αὐτὸν , καί τον ἔλες
γε. » . Ποῖον ἀπὸ τὰ δύο , υἱέ μου, εἶναι καλήτερον , ἡ πα
ροῦσα κατάστασις εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκεσαι, ἢ νὰ διαδε
.
» χθῆς τὴν τυραννίδα , καὶ τ᾿ ἀγαθὰ , ὅσα ἐγὼ τώρα
>.
ἔχω, φερόμενος καλὰ μὲ τὸν πατέρα σου ; ó ὁ ὁποῖος ὢν υἱὸς
.
» ἐδικός μου καὶ βασιλεὺς τῆς εὐδαίμονος Κορίνθου , ἐπρο
η τίμησες βίον πλανήτην , ἀντιστεκόμενος καὶ ὀργιζόμενος
* ἐναντίον τοῦ ὁποίου δὲν ἔπρεπεν . Ἐὰν δὲ συνέβη συμφορά
» τις μεταξὺ τῶν ἀγαθῶν τούτων , διὰ τὴν ὁποίαν μ᾿
ν ἀγριοκυττάζεις, αὐτὴ ἔγινεν καὶ εἰς ἐμὲ, καὶ ἐγὼ μετέχω
* ἀπ ' αὐτὴν περισσότερον , καθ' ὅσον ὁ ἴδιός τὴν ἐφόνευσα .
9

ΒΙΒΛ . Γ΄. ΘΑΛΕΙΑ . 209

2 Σὺ δὲ μαθὼν πόσον εἶναι καλήτερον νὰ ζηλεύωσί τινα παρὸς


» νά τον λυπῶνται , καὶ ἐνταυτῷ τί θὰ εἴπῃ νὰ θυμόνῃ τις

· μὲ τοὺς γονεῖς καὶ μεγαλητέρους του , ὕπαγε εἰς τὴν οἰκίαν .


ὁ μὲν Περίανδρας μὲ τούτους τοὺς λόγους ἔπασχε νά τονκατ
ταπραΰνῃ · ἐκεῖνος δὲ τίποτε ἄλλο δὲν ἀποκρίνεται εἰς τὸν πα
τέρα του , ἀλλὰ μόνον τὸν εἶπεν ὅτι ἐχρεώστει νὰ πληρώσῃ
ζημίαν εἰς τὸ ἱερὸν τοῦ θεοῦ , διότι τὸν ὡμίλησεν . ἰδὼν δὲ
ὁ Περίανδρος ὅτι ἡ ἐπομονὴ τοῦ υἱοῦ του " ἦτον ἀδιόρθωτος
καὶ ἀνίκητος , τὸν ἀποπέμπει ἀπὸ τὰ ὀμμάτιά του , καὶ βαλὼν
αὐτὸν εἰς πλοῖον , τὸν ςέλλει εἰς τὴν Κέρκυραν, διότι ὥριζε

καὶ αὐτήν . Αφοῷ δὲ ἀπέστειλεν αὐτὸν ὁ Περίανδρος ἐκίνει


στρατεύματα κατὰ τοῦ πενθεροῦ του Προκλέους , ὡς αἰτιω
τάτου τούτων τῶν πραγμάτων· καὶ ἐκυρίευσε τὴν ᾿Επίδαυρον ,
ἐκυρίευσε δὲ καὶ αὐτὸν τὸν Προκλῆ , καί τον συνέλαβε ζωντανόν .

53. Ἐπειδὴ δὲ μὲ τὸν καιρὸν ἐγήρασε καὶ ὁ Περίανδρος,


καὶ συναισθάνετο εἰς τὸν ἑαυτόν του ὅτι δὲν ἦτον πλέον δυνα

τὸς νὰ ἐπιστατῆ καὶ νὰ διοικῇ τὴν βασιλείαν, πέμψας εἰς τὴν


Κέρκυραν ἀνεκάλει τὸν Λυκόφρονα , διὰ νὰ παραλάβῃ τὴν
τυραννίδα · διότι δὲν εἶχε τόσον τὸ ὀμμάτιόν του εἰς τὸν με

γαλήτερόν του υἱὸν , τὸν ὁποῖον ἔβλεπεν ὅτι ἦτον νωθρός . ὁ δὲ


Λυκόφρων οὔτε ἀκρόασιν ἔκρινεν ἄξιον νὰ δώσῃ εἰς τὸν φέροντα
τὴν ἀγγελίαν . ὁ Περίανδρος ὅμως ἐπιμένων εἰς τὴν ἀνάκλησιν
τοῦ νέου , ἔςειλε πάλιν δευτέραν φορὰν εἰς τὴν Κέρκυραν τὴν

ἀδελφὴν αὐτοῦ καὶ θυγατέρα ἐδικήν του , νομίζων ὅτι ἀφεύτ


κτως ἀπ᾿ αὐτὴν θὰ πεισθῇ . ὅτε λοιπὸν αὐτὴ ἔφθασε καὶ ἔλε ·
« γε. Παιδίον , θέλεις νὰ πέσῃ ἡ τυραννὶς εἰς ἄλλους καθὼς καὶ
κι ἡ οἰκίᾳ τοῦ πατρός σου διασκορπισθεῖσα , ἢ νὰ ἔλθῃς σὺ καὶ
ε νά την βαςάσῃς ; Επίτρεψε εἰς τὴν οἰκίαν· ποῦσε ἀπὸ τὸ νὰ
* τιμωρῆς τὸν ἑαυτόν σου · ἡ φιλοτιμίαεἶναι πρᾶγμα σκαιόν :
300 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

· μὴ θεραπεύῃς τὸ κακὸν μὲ κακόν . Πολλοὶ προτιμῶσι τὴν


» μετριότητα ἀντὶ τῆς δικαιοσύνης , καὶ πολλοὶ πολλάκις
D ζητοῦντες τὰ δικαιώματα τὰ μητρικὰ, ἐςερήθησαν τὰ πα
τρικά . Η τυραννὶς εἶναι πρᾶγμα ἐπισφαλές · πολλοὶ δὲ εἶναι

ἐραςαὶαὐτῆς.Ἐκεῖνος δὲ εἶναι γέρων πλέον καὶ περασμένος ·


» Μὴ δώσῃς τὰ ἐδικά σου ἀγαθὰ εἰς ἄλλους . » Η μὲν κόρη
διδαχθεῖσα ἀπὸ τὸν πατέρα της ἔλεγε τοὺς πλέον ἑλκυσικοὺς
λόγους πρὸς αὐτόν · ὁ δὲ Λυκόφρων ἀπεκρίθη , ὅτι ποτὲ δὲν

θέλειὑπάγει εἰς •τὴν Κόρινθον, ἕως ὅτου ἀκούει ὅτι ζῇ ὁ πατήρ


του. ὅτε δὲ αὐτὴ ἔφερε ταύτην τὴν ἀπόκρισιν, ὁ Περίανδρος
ςέλλει τρίτην φορὰν κήρυκα προβάλλων ὅτι θέλει αὐτὸς μὲν
νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Κέρκυραν, ἐκεῖνον δὲ παρεκίνει, ἐλθὼν εἰς
τὴν Κόρινθον νὰ γένῃ διάδοχος τῆς τυραννίδος . Ἐπειδὴ δὲ δ
νέος συγκατένευσεν εἰς αὐτὸ , ὁ μὲν Περίανδρος ἑτοιμάζετο νὰ
περάσῃ εἰς τὴν Κέρκυραν , ὁ δὲ υἱὸς αὐτοῦ εἰς τὴν Κόρινθον.

Μαθόντες δὲ οἱ Κερκυραῖοι αὐτὰ διὰ νὰ μὴ ὑπάγῃ ὁΠερίαν


δρος εἰς τὸν τόπον των φονεύουσι τὸν νέον . Καὶ ὁ μὲν
Περίανδρος δι᾿ αὐτὸ ἐκδικεῖτο τοὺς Κερκυραίους
54. Οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι , καθὼς ἔφθασαν μὲ μεγάλον
`ςόλον , ἐπολιόρκουν τὴν Σάμον . Προσβαλόντες δὲ εἰς τὸ τεῖς

γος ἐπάτησαν τὸν πύργον, ὁ ὁποῖος εἶναι πρὸς τὸ μέρος τῆς


θαλάσσης κατὰ τὸ προάστειον τῆς πόλεως · ἔπειτα όμως,
ἐπειδὴ ἔφθασεν ὁ Πολυκράτης μὲ πολλὴν βοήθειαν , ἀπεδι ·
ώχθησαν . Ἀπὸ τὸ μέρος δὲ τοῦ ἐπάνω πύργου , ὁ ὁποῖος εἶναι

εἰς τὴν ῥάχην τοῦ βουνοῦ , ἐκθῆκαν κατὰ τῶν Λακεδαιμονίων

οἱ ἐπίκουροι καὶ πολλοὶ Σάμιοι, καὶ ἀντιςαθέντες εἰς αὐτοὺς


ὀλίγην ὥραν ἔφευγον ὀπίσω· οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι ἀκολου
θοῦντες ἐφόνευον .

55. Ἐὰν οἱ παρευρεθέντες Λακεδαιμόνιοι ἐκείνην τὴν ἡ


ΒΙΒΛ. Γ '. ΘΑΛΕΙΑ . 3of

μέραν ἐγίνοντο ὅμοιοι μὲ τὸν Ἀρχίαν καὶ τὸν Λυκώπην , -


θελε παρθῆ ἡ Σάμος . Ο Αρχίας καὶ Λυκώπης μόνοι διώκον
τὲς τοὺς Σαμίους φεύγοντας , ἐχώθησαν ὁμοῦ μ ' αὐτοὺς εἰς τὸ

τεῖχος , καὶ ἐπειδὴ ἐκλείσθησαν αἱ θύραι, δὲν ἠμπόρεσαν νὰ


ἐπιτρέψωσιν ὀπίσω, ὥςε ἀπέθαναν μέσᾳ εἰς τὴν πόλιν τῶν Σα
1
μίων . Μὲ ἕνα ἄλλον δὲ Αρχίαν , τρίτον ἀπόγονον τοῦ Ἀρχίου
τούτου , υἱὸν δηλαδὴ τοῦ Σαμίου , υἱοῦ τοῦ Αρχίου , ἀνταμώθην
ἐγὼ εἰς τὴν Πιτάνην · διότι ἀπ ' αὐτὸν τὸν δῆμον ἦτον . Αὐτὸς
ἐτίμα τοὺς Σαμίους περισσότατα ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ξένους του , καὶ
μ' ἔλεγεν ὅτι ὁ πατήρ του ὠνομάσθη Σάμιος , διότι ὁ πατήρ του
Αρχίαςἀπέθανεν εἰς τὴν Σάμον ἀρισεύσας · καὶ ὅτι ἐτίμα τοὺς
Σαμίους, διότι ἐνταφίασαν λαμπρῶς τὸν πάππον του ἀπὸ
τὸ κοινόν .
56. Οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι, ἐπειδὴ ἐπέρασαν τεσσαράκοντα
ἡμέραι ἀφοῦ ἐπολιόρκουν τὴν Σάμον, καὶ ἡ πολιορκία δὲν
ἔκαμνε καμμίαν πρόοδον , ἐπέσρεφον εἰς τὴν Πελοπόννησον .

Καθὼς δὲ κοινολογεῖται ἀνοήτως ἀπὸ μερικοὺς, λέγουσιν ὅτι


ὁ Πολυκράτης κόψας ἀπὸ μόλυβδον πολὺ νόμισμα ἐπιχώριον,
καὶ καταχρυσώσας ἔδωκεν αὐτὸ εἰς τοὺς Λακεδαιμονίους, οἱὁ
ποῖοι τὰ ἐδέχθησαν καὶ ἀνεχώρησαν . Αὐτὴ εἶναι πρώτη ἐκτρα
τεία , τὴν ὁποίαν ἔκαμαν οἱ Λακεδαιμόνιοι Δωριεῖς εἰς τὴν Ασίαν .
57. Οἱ δὲ ςρατεύσαντες κατὰ τοῦ Πολυκράτους Σάμιοι ,
ἐπειδὴ οἱ Λακεδαιμόνιοι ἔμελλον νά τους ἀφήσωσιν, ἀπέπλεον
καὶ αὐτοὶ εἰς τὴν Σίφνον · διότι εἶχον ἀνάγκην χρημάτων. Η

δὲ πόλις τῶν Σιφνίων ἤκμαζε κατ' ἐκείνην τὴν ἐποχὴν , καὶ


ἦσαν οἱ πλουσιώτατοι ἀπ ' ὅλους τοὺς νησιώτας , ἔχοντες εἰς
τὴν νῆσόν των μεταλλεῖα χρυσοῦ καὶ ἀργύρου τόσα , ὥστε

ἀπὸ τὴν δεκάτην τῶν εἰσοδημάτων αὐτῶν εἶναι εἰς τοὺς Δέλ
φοὺςθησαυρὸς, ὅμοιος μὲ τοὺς πλουσιωτάτους· τὰ δὲ κατ᾽ ἔτος
302 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

γινόμενα εισοδήματα , ἐμοιράζοντο μεταξύ των. ὅτε δὲ ἕκας


μαν τὸν εἰς τοὺς Δελφοὺς θησαυρὸν , ἠρώτων τὸ χρηστήριον ,

ἐὰν τὰ παρόντα ἀγαθὰ ἦτον δυνατὸν νὰ παραμένωσιν εἰς


αὐτοὺς πολὺν καιρόν · ἡ δὲ Πυθία τοὺς ἐμάντευσε τὰ ἀκόλουθα .
Ἀλλ᾽ ὅταν γένωσιν εἰς τὴν Σίφνον πρυτάνεῖα λευκὰ ,

καὶ ἀγορὰ λεύκοφρυς , τότε χρειάζεται νὰ ᾖναι τις φρό


νιμος , διὰ νὰ σκεφθῇ περὶ τοῦ ξυλίνου λόχου , καὶ τοῦ
ἐρυθροῦ κήρυκος .
Τότε δὲ ἡ ἀγορὰ τῶν Σιφνίων καὶ τὸ πρυτανεῖον ἦσαν καὶ
μωμένα ἀπὸ μάρμαρον τῆς Πάρου .
58. 1 Αὐτὸν τὸν χρησμὸν δὲν ἠμπόρεσαν νὰ νοήσωσιν
οὔτε τότε ἀμέσως , οὔτε ὅτε ἦλθαν οἱ Σάμιοι. Καθὼς δὲ
ἐπλησίασαν εἰς τὴν Σίφνον οἱ Σάμιοι, ἔστειλαν εἰς τὴν πόλιν
πλοῖον μὲ πρέσβεις . Τὸν δὲ παλαιὸν καιρὸν ὅλα τὰ πλοῖα
ἦσαν ἀλειμμένα μὲ μίλτον · καὶ τοῦτο ἦτον τὸ ὁποῖον προς
λεγεν ἡ Πυθία εἰς τοὺς Σιφνίους , παραγγέλλουσα νὰ φυλα
χθῶσιν ἀπὸ τὸν ξύλινον λόχον , καὶ ἀπὸ τὸν ἐρυθρὸνκήρυκα
῎Ερχόμενοι λοιπὸν οἱ πρεσβευταὶ παρεκάλουν τοὺς Σιφνίους
νά τους δανείσωσι δέκα τάλαντα· καὶ ἐπειδὴ οἱ Σίφνιοι ἔλε
γον ὅτι δέν τους δανείζουσιν , οἱ Σάμιοι ἔφθειρον τὰ χωρίὰ
των. Μαθόντες δὲ τοῦτο οἱ Σίφνιοι ἔτρεξαν εἰς βοήθειαν ,
καὶ κτυπηθέντες ἐνικήθησαν · πολλοὶ δὲ ἀπ᾿ αὐτοὺς , ἐπειδή
τους ἔκοψαν τὸν δρόμον οἱ Σάμιοι , δὲν ἠμπόρεσαν νὰ ἐμέ
βῶσιν · εἰς τὸ τεῖχος καὶ ἐπιάσθησαν · καὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς μετὰ
ταῦτα ἐπῆραν ἑκατὸν τάλαντα .

59. Ἀπὸ δὲ τοὺς ῎Ερμιονεῖς ἀντὶ χρημάτων ἔλαβαν μίαν

νῆσον , τὴν ὑδρέαν , κειμένην ἐμπρὸς τῆς Πελοποννήσου ,


και την παρεκατέθεσαν εἰς τοὺς Τροιζηνίους · οἱ ἴδιοι δὲ ἔκτι
σαν τὴν Κυδωνίαν εἰς τὴν Κρήτην , πλεύσαντες ἐκεῖὄχι ἐπίτη
δες δι᾿ αὐτὸ, ἀλλὰ διὰ νὰ ἐκβάλωσι τοὺς Ζακυνθίους ἀπὸ τὴν νῆς
Γ

ΒΙΒΑ. Γ΄. ΘΑΔΕΙΑ . 303

*σού 1. Εμειναν δὲ εἰς αὐτὴν καὶ ἐπέρασαν εὐτυχεῖς πέντε χρό


νους · ὥςε αὐτοὶ ἔκτισαν τὰ ἱερὰ , ὅσα εἶναι τώρα εἰς τὴν
Κυδωνίαν , καθὼς καὶ τὸν ναὸν τῆς Δικτύνης. Τὸν ἔκτον δὲ
χρόνον οἱ Αἰγινῆται ὁμοῦ μὲ τοὺς Κρῆτας , νικήσαντες αὖ
τοὺς εἰς ναυμαχίαν τοὺς ἀνδραπόδισαν · καὶ ἀκρωτηριάσαντες
τὰς πρώρας τῶν καραβίων των , ἐχούσας κάπρον παράσημον ;
τὰς ἔβαλαν εἰς τὸ ἱερὸν τῆς ᾿Αθηνᾶς εἰς τὴν Αἴγιναν· ἔκαμαν
δὲ τοῦτο οἱ Αἰγινῆται, ἔχοντες πάθος εἰς τοὺς Σαμίους , διότι
πρότερον οἱ Σάμιοι , ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Αμφικράτους εἰς
τὴν Σάμον , κινήσαντες ςρατεύματα κατὰ τῆς Αἰγίνης ἔκα
μαν μεγάλα κακὰ τοὺς Αἰγινήτας , καὶ ἔπαθαν ἀπ᾽ αὐτούς . Η
αἰτία λοιπὸν αὐτὴ εἶναι.

6ο. Εξετάνθην δὲ περισσότερον διὰ τοὺς Σαμίους , διότι

αὐτοὶ ἔκαμαν τρία πράγματα , τὰ μεγαλώτατα ἀπ᾿ ὅλους


τοὺς Ἕλληνας. Πρῶτον μὲν ἀμφίστομον ὄρυγμα , τὸ ὁποῖον
περνᾷ κάτωθεν βουνοῦ ὑψηλοῦ ἕως ἑκατὸν πεντήκοντα όμο
γυιάς · τὸ μάκρος τοῦ ὀρύγματος τούτου εἶναι ἑπτὰ στά
δια, το ὕψος ὀκτὼ πόδες , καὶ τὸ πλάτος ἄλλοι ὀκτώ . Και

θ᾽ ὅλον δὲ τὸ μάκρος αὐτοῦ ἔσκαψαν ἄλλο ὄρυγμα εἴκοσι πη


χῶν τὸ βάθος, καὶ τριῶν ποδῶν τὸ πλάτος , διὰ τοῦ ὁποίου

ὀχετευόμενον τὸ νερὸν μὲ σωλῆνας φθάνει εἰς τὴν πόλιν ,


ἐρχόμενον ἀπὸ μεγάλην πηγήν . Αρχιτέκτων δὲ τοῦ ὀρύγ
ματος τούτου ἐστάθη ὁ Μεγαρεὺς Εὐπαλῖνος τοῦ Ναυστρό

φου · τοῦτο λοιπὸν εἶναι ἓν ἀπὸ τὰ τρία ἔργα τῶν Σαμίων.


Δεύτερον δὲ εἶναι ὁ μῶλος περὶ τὸν λιμένα , τὸν ὁποῖον ἔκα ·
μαν εἰς θάλασσαν βαθεῖαν εἴκοσι ὀργυιάς : τὸ δὲ μάκρος αὐτ
τοῦ τοῦ μώλου εἶναι περισσότερον ἀπὸ δύο στάδια. Τρίτον

δὲ ἔργον εἶναι ναός τις μεγαλώτατος ἀπ᾿ ὅσους ἡμεῖς γνω


ρίζομεν, τοῦ ὁποίου πρῶτος ἀρχιτέκτων ἐςάθη ὁ Ροῖκος, υἱὸς
304 · ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

τοῦ Φιλαίου , ἐντόπιος . Διὰ ταῦτα ἐμάκρυνα τὸν λόγον πε


ρὶ τῶν Σαμίων &πωσοῦν περισσότερον .
61. Κατὰ δὲ τοῦ Καμβύσου , υἱοῦ τοῦ Κύρου , ὁ ὁποῖος
διέτριβε πολὺν καιρὸν εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ ἐτρελάθη , ἐπχ
ναστατοῦσι δύο μάγοι ἀδελφοὶ , ἐκ τῶν ὁποίων τὸν ἕνα ὁ
Καμβύσης εἶχεν ἀφήσει ἐπιμελητὴν τῆς οἰκίας του . Αὐτὸς
λοιπὸν ἐπανεστάτησε κατὰ τοῦ Καμβύσου , μαθὼν ὅτι ὁ γε

νόμενος θάνατος τοῦ Σμέρδιος ἦτον κρυπτός · καὶ ὅτι ὀλίγοι


Πέρσαι ἤξευρον αὐτὸν , οἱ δὲ περισσότεροι εἶχον τὸν Σμέρδιν
διὰ ζωντανόν . Αὐτὰ λοιπὸν ἠξεύρων ἐβουλεύθη τὰ ἑξῆς καὶ
ἐπεχείρησε νὰ κυριεύσῃ τὰ βασίλεια . Εἶχεν αὐτὸς ἀδελφὸν ,
ὁ ὁποῖος εἶπα ὅτι ἐπανεστάτησεν ὁμοῦ· ὡμοίαζε δὲ εἰς τὸ
εἶδος πολὺ τὸν Σμέρδιν τοῦ Κύρου , τὸν ὁποῖον ὁ Καμβύσης
ὁ ἀδελφός του ἐφόνευσε τὸν ὡμοίαζε δὲ , καὶ εἶχε καὶ τὸ
ἴδιον ὄνομα Σμέρδις . Αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον ἀναπείσας ὁင် μά
γος Πατιζείθης , ὑπῆγε καί τον ἐκάθισεν εἰς τὸν βασιλικὸν
θρόνον , λέγων ὅτι αὐτὸς θέλει κατορθώσει τὰ λοιπὰ ὅλα ,
Αφοῦ δὲ ἔκαμε τοῦτο , διέπεμπε κήρυκας καὶ εἰς ὅλα τὰ ἄλλα
μέρη καὶ εἰς τὴν Αἴγυπτον , νὰ παραγγείλωσι τὸ στράτευμα ,
ὅτι εἰς τὸ ἑξῆς πρέπει νὰ ὑπακούωσιν εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Κύ
ρου Σμέρδιν, καὶ ὄχι εἰς τὸν Καμβύσην .
62. ὅθεν καὶ οἱ ἄλλοι κήρυκες παρήγγειλλον αὐτὰ , καὶ

ὁ διορισθεὶς εἰς τὴν Αἴγυπτον , εὑρὼν τὸν Καμβύσην καὶ τὰ


στράτευμα εἰς τὰ Αγβάτανα τῆς Συρίας , σταθεὶς εἰς τὴν
μέσην ἔλεγε τὰ παραγγελθέντα ἀπὸ τὸν μάγον . ὁ δὲ Καμ
βύσης ἀκούσας αὐτὰ ἀπὸ τὸν κήρυκα , καὶ νομίσας ὅτιἔλε
γεν ἀληθῆ , καὶ ὅτι αὐτὸς ἐπροδόθη ἀπὸ τὸν Πρηξάσπη ; (διό
τι ὑπέθεσεν ὅτι ὁ Πρηξάσπης , τὸν ὁποῖον ἔστειλε νὰ φονεύ
σῃ τὸν Σμέρδιν, αὐτὸς ἔκαμε τοῦτο ,) βλέψας· εἰς τὸν Πρηξά ·
ΒΙΒΛ . Γ . ΘΛΑΒΙΑ . 305

σπη , εἶπε « Πρήξασπες , τοιουτοτρόπως μ ' ἔκαμες τὸ ὁποῖον


5 σε διώρισα πρᾶγμαί » ᾿Εκεῖνος δὲ εἶπε. ο Δέσποτα , κατ ' οὐ
• δένα τρόπον δὲν εἶναι ἀληθὲς , ὅτι ἐπανεστάτησεν ὁ ἀδελ
φός σου Σμέρδις κατὰ σοῦ · οὔτε ἠμπορεῖ πλέον νά σεπροέλ
• θῇ ἀπ᾽ ἐκεῖνον τὸν ἄνθρωπον μικρὰ ἢ μεγάλη φιλονεικία ·

διότι ἐγὼ ὁ ἴδιος ἔκαμα ὅ, τι μ᾿ ἐπρόσταξες , καὶ ἔθαψα


* αὐτὸν μὲ τὰς χεῖράς μου. Ἐὰν μὲν τώρα οἱ ἀποθαμένοι
ἀνεστήθησαν, περίμενε νὰ ἐπαναστατήσῃ κατὰ σοῦ καὶ
· ὁ Αστυάγης ὁ Μῆδος· ἐὰν δὲ ἦναι ὡς καὶ προτοῦ, κανεὶς

νεωτερισμὸς δὲν ἠμπορεῖ νὰ γένῃ ἀπ ' ἐκεῖνον. Διὰ ταῦτα


* λοιπὸν ἐγὼ στοχάζομαι ὅτι πρέπει νὰ στείλωμεν νὰ πιά
· σῶμεν τὸν κήρυκα , καὶ νά τον ἐξετάσωμεν, ἀπὸ ποῖον πεμ
· φθεὶς παραγγέλλει νὰ ὑπακούωμεν εἰς τὸν βασιλέα Σμέρδιν.
63. Αὐτὰ εἶπεν ὁ Πρηξάσπης· ἐπειδὴ δὲ ἤρεσαν εἰς τὸν
· Καμβύσην , ἀμέσως ἔστειλαν κατόπι τοῦ κήρυκος καί τον
ἔφεραν · ἐλθόντα δὲ ἠρώτησεν αὐτὸν ὁ Πρηξάσπης τὰ ἑξῆς .
· ἄνθρωπε, σὺ λέγεις ὅτι ἦλθες κήρυξ ἀπὸ τὸν Σμέρδιν τοῦ
* Κύρου : εἰπέ μας λοιπὸν τὴν ἀλήθειαν , καὶ ὕπαγε εἰς τὸ κα
• λόν . Ο ίδιος Σμέρδις σ᾽ ἐπρόταξεν αὐτὰ , καί τον εἶδες σὺ
μὲ τὰ ὄμματά σου , ἢ κανεὶς ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτας ἐκείνου ; ὁ δὲ 1
κήρυξ εἶπεν · » Εγὼ τὸν Σμέρδιν ; τὸν υἱὸν τοῦ Κύρου , ἐξ ὅτου ὁ
* βασιλεὺς Καμβύσης ἐκίνησε διὰ τὴν Αἴγυπτον , ἀκόμι δέν
· τὸν εἶδα , ὁ δὲ μάγος, τὸν ὁποῖον ὁ Καμβύσης ἔκαμεν ἐπί
»τροπον τῆς οἰκίας του , οὗτός με παρήγγειλεν αὐτὰ , λέγων
· ὅτι ὁ Σμέρδις προςάζει να τα εἴπω εἰς σᾶς . » Καὶ αὐτὸς μὲν
D
ἔλεγεν ὅλην τὴν ἀλήθειαν . ὁ δὲ Καμβύσης εἶπε· » Πρήξα
» σπες, σὺ μὲν , ὡς ἄνθρωπος τίμιος , ἐπειδὴ ἔκαμες τὴν προσ
ταγήν μου , ἐδικαιώθης, πλὴν ¦ ποῖος ἀπὸ τοὺς Πέρσας ἠμα
πορεῖ νὰ ἦναι αὐτὸς, ὁ ὁποῖος ἐπανεστάτησεν ἐναντίον μου
(TOM. X.) 20
306 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

οἰκειοποιούμενος τὸ ὄνομα τοῦ Σμέρδιος ; » καὶ ὁ Πρηξά


* σπης εἶπε. « Νομίζω ὅτι ἐνόησα τὸ πρᾶγμα ῾βασιλεῦ· οἱ
· μάγοι εἶναι οἱ ἐπαναστατήσαντες κατὰ σοῦ , ὁ Πατι
D
ζείθης, τὸν ὁποῖον ἀφῆκες ἐπιμελητὴν τῆς οἰκίας σου, καὶ
· ὁ ἀδελφὸς τούτου Σμέρδις . »
64. Τότε καθὼς ἤκουσεν ὁ Καμβύσης τὸ ὄνομα τοῦ Σμέρω
διος, τὸν ἔτυψεν ἡ ἀλήθεια τῶν λόγων καὶ τοῦ ἐνυπνίου ·
καθότι εἶδεν εἰς τὸνὕπνον του ὅτι τὸν εἶπέ τις ὅτι ὁ Σμέρδις ,
καθήμενος εἰς τὸν βασιλικὸν θρόνον , ἤγγισε τὸν οὐρανὸν

μὲ τὴν κεφαλήν του . Πληροφορηθεὶς λοιπὸν ὅτι ματαίως


ἐθανάτωσε τὸν ἀδελφόν του , ἀπέκλαιε τὸν Σμέρδιν. Ἀφοῦ
δέ τον ἀπέκλαυσε, καὶ ἐθρηνολόγησεν ὅσας συμφοράς τον
ἐπροξένησεν αὐτὸς ὁ θάνατος , σηκόνεται καὶ πηδᾷ εἰς τὸν

ἵππον , ἔχων κατὰ νοῦν τὀγλιγωρότερον νὰ κινήσῃ τὰ ςρα


τεύματα εἰς τὰ Σοῦσα κατὰ τοῦ μάγου . ἐνῷ δὲ ἀνεπήδα
εἰς τὸν ἵππον , πίπτει ὁ μύκης ἀπὸ τὸ θηκάριον τοῦ σπαθίου
του , τὸ ὁποῖον γυμνωθὲν κτυπᾷ αὐτὸν εἰς τὸν μηρόν· πλη
1 .γωθεὶς δὲ εἰς τὸ μέρος, ὅπου αὐτὸς πρότερον ἐπλήγωσε τὸν
θεὸν τῶν Αἰγυπτίων Απιν , ἐπειδὴ ἡ πληγή του ἐφαίνετο
καιρία , ἠρώτησε τί ὄνομα εἶχεν ἡ πόλις . Οἱ δὲ περὶ αὐτὸν
εἶπαν ὅτι Αγβάτανα . Εἰς δὲ τὸν Καμβύσην πρότερον εἶχε
δοθῇ χρησμὸς ἀπὸ τὴν Βουτὼ πόλιν , ὅτι θὰ τελειώσῃ τὴν
ζωὴν εἰς τὰ Αγβάτανα . Καὶ αὐτὸς μὲν ἐνόμισεν ὅτι θὰ τε
λειώσῃ γηραλέος εἰς τὰ Μηδικὰ Αγβάτανα , ὅπου ἦσαν ὅλα
του τὰ ἀγαθά· πλὴν τὸ χρηστήριον ἔλεγε βέβαια εἰς τὰ
Αγβάτανα τῆς Συρίας. ὅθεν , ἐπειδὴ τότε ἐρωτῶν ἔμαθε τὸ
ὄνομα τῆς πόλεως , τρομαγμένος ἀπὸ τὴν συμφορὰν τοῦ μά
Πρ
γου , καὶ ἀπὸ τὴν πληγὴν ἦλθεν εἰς τὸν ἑαυτόν του, καὶ
νοήσας τὸν χρησμὸν εἶπεν . « Εδὼ εἶναι πεπρωμένον νὰ
» τελειώσῃ ὁ Καμβύσης τοῦ Κύρου , ο
ΒΙΒΛ . Γ . ΘΑΛΕΙΑ 307

85. Καὶ τότε μὲν τόσα.Εὼς εἴκοσι δὲ ἡμέρας μετὰ ταῦτα


καλέσας τοὺς σημαντικωτάτους ἀπὸ τοὺς παρόντας Πέρσας ,
ἔλεγεν εἰς αὐτοὺς τὰ ἑξῆς· « Πέρσαι , ἦλθεν ὁ καιρὸς, ὅτε
βιάζομαι νά σας φανερώσῳ πρᾶγμα , τὸ ὁποῖον ἔκρυπτον
ὑπὲρ πᾶν ἄλλο. Ἐγὼ ὢν εἰς τὴν Αἴγυπτον εἶδα εἰς τὸν
* ὕπνον μου ὄνειρον , τὸ ὁποῖον νὰ μὴ ἤθελον ἰδεῖ. Μ᾽ ἐφάνη
» ὅτι ἐλθὼν ἀγγελιαφόρος ἀπὸ τὴν οἰκίαν μου , ἔλεγεν , ὅτι

· ὁ Σμέρδις, καθήμενος εἰς τὸν βασιλικὸν θρόνον , ἤγγισε μὲ


"
τὴν κεφαλῆν του τὸν οὐρανόν . Φοβηθεὶς λοιπὸν μήπως ὁ

ἀδελφός μου μ᾿ ἀφαιρέσῃ τὴν βασιλείαν , ἔκαμα ταχύτερα
παρὰ φρονιμώτερα · πλὴν φαίνεται ἀδύνατον εἶναι εἰς
· τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν ν ' ἀποφύγῃ τῆς ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἔχει
· νὰ γένῃ · ἐγὼ ὅμως ὁ μάταιος ἀποπέμπω τὸν Πρηξάσπη εἰς
· τὰ Σοῦσα νὰ φονεύσῃ τὸν Σμέρδιν . Αφού λοιπὸν ἔγινε τοῦτο
» τὸ τόσον μεγάλον κακὸν , ἐκαθόμην ἥσυχος, χωρὶς παντελῶς
* νὰ ἐοχασθῶ πλέον , μήπως, καὶ ἀφοῦ ἔλειψεν ὁ Σμέρδις , ἄλ
* λός τις ἐπαναςατήσῃ κατ᾿ ἐμοῦ · πλὴν μακρὰν ἀπὸ τὸ νὰ
ἐμποδίσω τὸ μέλλον, καὶ ἀδελφοκτόνος , χωρὶς νὰ πρέπῃ
ἔγινα , καὶ τὴν βασιλείαν ὄχι ὀλιγώτερον ἐσερήθην · Διότι
Σμέρδις ἦτον ὁ μάγος , τὸν ὁποῖόν με προἐδείκνυεν ὁ θεὸς
μὲ τὸ ὄνειρόν ὅτι θὰ ἐπαναςατήσῃ . Αὐτὸν λοιπὸν τὸν φόνον
» ἔκαμαἐγὼ καὶ ἔστε βέβαιοι ὅτι ὁ Σμέρδις. τοῦ Κύρου
πλέον δὲν ζῇ · κατακυριεύουσι δὲ τὰ βασίλειά σας οἱ μάγοι ,
· ἐκεῖνος·δηλαδὴ τὸν ὁποῖον ἀφῆκα ἐπίτροπον τῆςοἰκίας μου ;
καὶ ὁ ἀδελφός του Σμέρδις. Αλλ ' ἐκεῖνος μὲν , ὁ ὁποῖος ἔπρε
* πε νά με ὑπερασπίσῃ ἀτιμαζόμενον τώρα ἀπὸ τοὺς μάγους ,
· ” ἐθανατώθη ἀπὸ τὸν πλησιέστατον συγγενή του μὲ θάνα
» τὸν ἀνόσιον · ἐπειδὴ δὲ δὲν ὑπάρχει πλέον , ἀναγκαιότατόν

» με εἶναι νὰ παραγγείλω σᾶς τοὺς μένοντας , ὦ Πέρσαι ,


20*
· 308 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ.

ν τί θέλω νὰ κάμητε ὑπὲρ ἐμοῦ , ἀφοῦ ἀποθάνω , ἐπικαλῶν

κ τοὺς βασιλικοὺς θεοὺς , σᾶς προςάζω ὅλους , καὶ μάλιστα


·· τοὺς παρόντας ἐκ τῶν Αχαιμενιδῶν , νὰ μὴ παραβλέψητε νὰ
. περάσῃ ἡ ἡγεμονία πάλιν εἰς τοὺς Μήδους· ἀλλ᾽ εἴτε μὲ

» δόλον καταγίνονται νά την οἰκειοποιηθῶσι, μὲ δόλον νά τους


» ἐφαιρέσητε αὐτὴν, εἴτε μὲ δύναμίν τινα θέλουσι νά το και
τορθώσωσι, μὲ δύναμιν καὶ σεῖς γενναίως να την ανασώση

» τε. Καὶ ἐὰν μὲν κάμητε αὐτὸ , εἴθε καὶ ἡ γῆ νὰ βλαςάνῃ


Ε καρπὸν διὰ σᾶς , καὶ αἱ γυναῖκες καὶ αἱ ποῖμναί σας νὰ
γεννῶσιν , καὶ νὰ ᾖστε διὰ πάντα ἐλεύθεροι· ἐὰν ὅμως δὲν

ἀνασώσητε τὴν ἡγεμονίαν , οὔτε ἐπιχειρήσητε νά τηνἀνα


· α σώσητε , σᾶς καταρῶμαι νά σας γένωσι τὰ ἐναντία τούτων,
· · καὶ πρὸς τούτοις τὸ τέλος ἑκάςου Πέρσου νὰ εἶναι τοιοῦτο ,

τ ὁποῖον καὶ τὸ ἐδικόν μου. » Αὐτὰ εἶπεν ὁ Καμβύσης , καὶ


"
· ἀπέκλαιεν ὅλας του τὰς δυστυχίας ..
- . 66. Οἱ δὲ Πέρσαι , καθὼς εἶδαν τὸν βασιλέα των νὰ κλαύ
σῃ , ὅλοι ἔσχιζον τὰ φορέματά των, καὶ ἐθρήνουν ὑπερβολικά .
Μετὰ ταῦτα δὲ, ἐπειδὴ ἐσφακέλισε τὸ κόκκαλον καὶ ἐσάπισεν

ὁ μηρὸς , ἀμέσως ἐσήκωσεν ἀπὸ τὸν κόσμον τὸν Καμβύσην


·τοῦ Κύρου , ὁ ὁποῖος ἐβασίλευσεν μόνον ἑπτὰ χρόνους καὶ μῆ
ννας πέντε, καὶἦτον παντάπασιν ἄτεκνος παίδων καὶἀρσενι
υκῶν καὶ θηλυκῶν. Οἱ δὲ παρόντες Πέρσαι δὲν ἠμπόρουν νὰ πι

7 · τεύσωσιν ὅτι οἱ μάγοι κατακρατοῦσι τὴν βασιλείαν , ἀλλ ' εἶ


εἶχον ὡς βέβαιον ὅτι ἦτον διαβολὴ , ὅσα ὁ Καμβύσης εἶπε διὰ
τὸν θάνατον τοῦ Σμέρδιος , διὰ νὰ γένωσιν ἐχθροί του ὅ
« λοιοἱ Πέρσαι. Τὸ εἶχον λοιπὸν ὡς βέβαιον ὅτι ὁ Σμέρδις
- τοῦ Κύρου · ἀνέβη εἰς τὸν θρόνον . ἔτι δὲ • καὶ ὁ Πρηξά
t
νίσπης· ἠρνεῖτο ἐπιμόνως ὅτι ἐφόνευσε τὸν Σμέρδιν · διότι
J.

ΒΙΒΛ. Γ΄. ΘΑΛΕΙΑ. 309

δέν τον ἦτον ἀσφαλὲς , ἀφοῦ ἀπέθανεν ὁ Καμβύσης , νὰ λέγῃ


ὅτι ἐφόνευσεν αὐτοχείρως τὸν υἱὸν τοῦ Κύρου .

67 · ὁ μάγος λοιπὸν , ἀφοῦ ἐτελεύτησεν ὁ Καμβύσης, ἐμ
βὰς δολίως εἰς τὸν τόπον τοῦ ὁμωνύμου του Σμέρδιος υἱοῦ τοῦ
Κύρου , ἐβασίλευσεν ἀφόβως μῆνας ἑπτὰ , ὅσοι ἔμενον νὰ συμ
πληρώσῃ ὁ Καμβύσης τοὺς ὀκτὼ χρόνους . Τούτους τοὺς μῆ
νὰς ἔδειξεν εἰς ὅλους τοὺς ὑπηκόους του μεγάλας εὐεργεσίας ,
ὥςε , ὅτε ἀπέθανεν , ὅλοι οἱ Ἀσιανοὶ πλὴν αὐτῶν τῶν Περσῶν ,
τὸν ἐπόθουν ὑπερβολικά· καθότι διαπέμψας ó ὁ μάγος εἰς ὅλα
τὰ ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν του ἔθνη, ἐκήρυξε νὰ ἦναι ἀσυδοσία spa
τολογίας καὶ φόρου διὰ τρεῖς χρόνους . Εκήρυξε δὲ αὐτὰ
ἀμέσως ὅτε ἔλαβε τὴν βασιλείαν .
68. Τὸν ὄγδοον δὲ μῆνα ἀνεκαλύφθη κατὰ τὸν ἀκόλουθον

τρόπον . ὁ ὁτάνης ἦτον υἱὸς τοῦ Φαρνάσπου , καὶ εἷς ἀπὸ


τοὺς πρώτους Πέρσας κατὰ τὸ γένος καὶ τὰ πλούτη · αὐτὸς
ὁ ὀτάνης πρῶτος ὑπωπτεύθη τὸν μάγον , ὅτι δὲν ἦτον ὁ Σμέρο
δις τοῦ Κύρου ,ἀλλ' ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος καὶ ἦτον . Τὸ ἐσμυπέραι
νε δὲ ἐκ τούτου , ὅτι δὲν ἔκβαινεν ἀπὸ τὴν ἀκρόπολιν , καὶ
ὅτι κανένα ἀπὸ τοὺς σημαντικοὺς Πέρσας δὲν ἐφώναζεν ἐμ
πρός του Υποπτευθεὶς λοιπὸν ἔκαμε τὰ ἀκόλουθα . ὁ Καμβύ
σης εἶχε λάβει γυναῖκα θυγατέρα αὐτοῦ , τὸ ὄνομά της ἦτον

Φαιδύμη · τὴν ἰδίαν εἶχε τότε ὁμάγος, και την μετεχειρίζετο


γυναῖκά του , καθὼς καὶ τὰς ἄλλας ὅλας γυναῖκας τοῦ Καμ
βύσου . Πέμπων λοιπὸν ὁ ὀτάνης εἰς ταύτην τὴν θυγατ
τέρα του , τὴν ἠρώτα , ποῖος εἶναι ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν ὁποῖον
κοιμᾶται· ἂν ἦναι ὁ Σμέρδις τοῦ Κύρου ἢ ἄλλος τις. Εκείνη
δὲ ἀντέπεμπεν ἀποκρινομένη ὅτι δὲν ἠξεύρει· διότι οὔτε τὸν
Σμέρδιν τοῦ Κύρου εἶδέ ποτε, οὔτε ποῖος εἶναι ὁ συνευρισκό
μενος μ᾿ αὐτὴν γνωρίζει . Επεμπεν ἐκ δευτέρου ὁ ὀτάνης
3εό ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

λέγων . » Ἐὰν σὺ ἡ ἰδία δὲν γνωρίζῃς τὸν Σμέρδιν τοῦ Κύ


· ρου , μάθε ἀπὸ1 τὴν ῎τοσσαν , μὲ ποῖόν τινα συγκοιμᾶσθε
» καὶ ἐκείνη καὶ σύ· διότι βέβαια γνωρίζει τὸν ἀδελφόν της .
‫ע‬
Αντιπέμπει πάλιν ἡ κόρη του καί τον λέγει . . Οὔτε μὲ τὴν
ἔτοσσαν ἠμπορῶ νὰ ὁμιλήσω , οὔτε καμμίαν ἄλλην νὰ
ἴδω ἀπὸ τὰς συγκατοικούσας τὰ βασίλεια · διότι ἀμέσως
ὅτε αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος , ὅποιός ποτε καὶ ἂν ἦναι , παρέλα
Εὲ τὴν βασιλείαν , μᾶς ἐσκόρπισε διορίσας ἄλλην εἰς ἄλλο
οἴκημα .
69. Ακούων αὐτὰ ὁ ὀτάνης ἤρχισε νὰ νοῇ καλήτερα τὴν
ὑπόθεσιν. ὅθεν πέμπει μέσα εἰς αὐτὴν τρίτον μυνητὴν λέγον

τα ταῦτα . » Κόρη μου, διὰ τὴν λαμπρὰν γέννησίν σου πρέ


πει ν᾿ ἀναλάβῃς κίνδυνον , τὸν ὁποῖον ὁ πατήρ σου σὲ λέγει
❤ ν' ἀναδεχθῆς· διότι , ἐὰν
αὐτὸς δὲν εἶναι ὁ Σμέρδις τοῦ
‫ܚ‬
Κύρου , ἀλλ᾽ ἐκεῖνος , τὸν ὁποῖον ἐγὼ ὑποπτεύομαι , συγκοι- .
μώμενος μὲ σὲ , καὶ ἔχων τὴν βασιλείαν τῶν Περσῶν , δὲν
πρέπει νὰ χαρῇ ὅτι ἐγλύτωσεν , ἀλλὰ νὰ τιμωρηθῇ . Τώρᾳ
· λοιπὸν κάμε τὰ ἀκόλουθα . ὅταν θὰ ἦναι μαζή σου εἰς τὴν
‫ܝ‬
κλίνην , καὶ παρατηρήσῃς ὅτι κοιμᾶται καλὰ , ψηλάφησε
» τὰ αὐτία αὐτοῦ , καὶ ἐὰν μέν τον εὕρῃς ἔχοντα αὐτίᾳ , πί
» στευε ότι συγκοιμᾶσαι μὲ τὸν Σμέρδιν τοῦ Κύρου, εἰ δὲ μὴ ,
» μὲ τὸν μάγον Σμέρδιν . ο Αντιπέμπει πρὸς ἀπόκρισιν τού
· των ἡ Φαιδύμη , λέγουσα ὅτι θὰ κινδυνεύσῃ μεγάλως, ἂν κά ·
μῇ αὐτό · διότι ἐὰν δὲν ἔχῃ τὰ αὐτία του, καί την νοήσῃ ὅτι
τὸν ψηλαφᾷ , εἶναι βεβαία ὅτι θά την θανατώσῃ · μολοντοῦτο

θά το κάμῃ . Η Φαιδύμη λοιπὸν ὑπεδέχθη νὰ ἐκτελέσῃ αὐτὸ


διὰ τὸν πατέρα της . Τοῦ δὲ μάγου τούτου , τοῦ Σμέρδιος ,
τὰ αὐτία ἔκοψεν ὁ Κῦρος , υἱὸς τοῦ Καμβύσου , ὅτε ἐβασί
λέυε δι᾽ αἰτίαν τινὰ μεγάλην. Οὕτως ἡ Φαιδύμη αὐτὴ ,

1
ΒΙΒΛ . Γ΄. ΘΑΛΕΙΑ . 3179

ἡ θυγατέρα τοῦ ὁτάνου , ἐκτελοῦσα ὅλα , ὅσα ὑπεσχέθη εἰς


τὸν πατέρα της, ὅτε ἦλθεν ἡ ἀράδα της νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν
μάγον , (διότι αἱ γυναῖκες εἰς τὴν Περσίαν μὲ τὴν ἀράδαν
πηγαίνουσιν εἰς τοὺς ἄνδρας των , ) ἐλθοῦσα ἐπλαγίασε μ᾿αὐ-
τόν· ὅτε δὲ ἦτον εἰς τὸν βαθὺν ὕπνον ὁ μάγος , ἐψηλάφησε
τὰ αὐτία του· πληροφορηθεῖσα δὲ εὐκόλως ὅτι ὁ ἄνθρωπος

αὐτὸς δὲν εἶχεν αὐτία , ἀμέσως ὅτε ἐξημέρωσε , πέμψασα


ἐφανέρωσεν εἰς τὸν πατέρα της τὰ γενόμενα .
· 7ο. ὁ δὲ ὀτάνης λαβὼν κατ' ἰδίαν τὸν Ασπαθίνην καὶ
J
Γωβρύαν , ὄντας πρώτους ἀπὸ τοὺς Πέρσας καὶ πιστοτάτους
φίλους του , τοὺς διηγήθη ὅλην τὴν ὑπόθεσιν . Αὐτοὶ δὲ καὶ

οἱ ἴδιοι ἴσως ὑπωπτεύοντο ὅτι τὸ πρᾶγμα εἶχεν οὕτως · ὅθεν


καθὼς τοὺς ἀνέφερε τοὺς λόγους τούτους ὁ ὀτάνης , τοὺς ἐδέ
χθησαν . ῎κριναν δὲ εὔλογον καθεὶς ἐξ αὐτῶν νὰ προσεται
ρισθῇ ἕνα Πέρσην, εἰς ὅποιον ἔχει περισσοτάτην πίστιν · ὁ ὀ .
τάνης λοιπὸν ἐμβάλλει εἰς τὴν ἑταιρείαν τὸν ᾿Ινταφέρνην , ὁ
Γωβρύας τὸν Μεγάβυζον , καὶ ὁ ᾿Ασπαθίνης τὸν Υδάρνη . Αφοῦ
ἔγιναν αὐτοὶ ἓξ, φθάνει εἰς τὰ Σοῦσα ὁ Δαρεῖος τοῦ ὑστά
σπους , ἐρχόμενος ἀπὸ τὴν Περσίαν· διότι ταύτης ἦτον ὕπαρ
χος ó
ὁ πατήρ του . Ἐπειδὴ δὲ ἔφθασεν αὐτὸς ἐνέκριναν οἱ ἐξ
Πέρσαι νὰ προσεταιρισθῶσι καὶ τὸν Δαρεῖον .
71. Συνελθόντες λοιπὸν αὐτοὶ οἱ ἑπτὰ , ἔκαμνον ὅρκον
μεταξύ των, καὶ συνωμίλουν. ὅτε δὲ ἦλθεν εἰς τὸν Δαρεῖον
νὰ εἴπῃ τὴν γνώμην του , ἔλεγεν εἰς αὐτοὺς τὰ ἀκόλουθα .
>>
ἐγὼ ἐνόμιζον ὅτι μόνος ἤξευρα αὐτὸ, ὅτι ὁ βασιλεύων εἶ
»ναι ὁ μάγος, καὶ ὁ Σμέρδις τοῦ Κύρου εἶναι ἀποθαμένος·
» καὶ δι᾿ αὐτὸ τοῦτο ἔσπευσα νὰ ἔλθω διὰ νὰ ὀργανίσω
» θάνατον κατ᾿ αὐτοῦ · ἐπειδὴ ὅμως ἔτυχε να το ἠξεύρητε
» καὶ σεῖς , καὶ ὄχι μόνος ἐγὼ , στοχάζομαι ὅτι πρέπει νά το

ļ
312 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

>
βάλωμεν ἀμέσως εἰς πρᾶξιν, καὶ νὰ μὴ ἀργοπορῶμεν · διότι
» δὲν συμφέρει. » Απεκρίθη εἰς αὐτὸ ὁ ὀτάνης. » Υἱὲ τοῦ
D Τζάσπους , εἶσαι υἱὸς γενναίου πατρὸς, καὶ δεικνύεις ὅτι δὲν

• εἶσαι κατώτερος τοῦ πατρός σου · τὴν ἐπιχείρησιν ὅμως


· αὐτὴν τόσον μὴ ταχύνῃς ἀπερισκέπτως , ἀλλὰ θεώρησε την
φρονιμώτερα · διότι πρέπει νὰ γένωμεν περισσότεροι, καὶ

· οὕτω νὰ ἐπιχειρήσωμεν . » Αποκρίνεται εἰς αὐτὰ ὁ Δαρεῖος·
» Ανδρές, ὅσοι εἶστε ἐδὼ , ἐὰν μεταχειρισθῆτε τὸν τρόπον
· τὸν ὁποῖον λέγει ὁ Οτάνης , ἠξεύρετε ὅτι κάκιστα θ᾽ἀπολε
· σθῆτε· διότι κανεὶς δι᾿ ἰδίαν του αἰσχροκέρδειαν θά το φα
νερώσῃ εἰς τὸν μάγον. Σεῖς ἐχρεωστεῖτε νὰ κάμητε αὖ
‫ ע‬τὸ φυλάττοντές το μυστικὸν μεταξύ σας · ἐπειδὴ ὅμως ἀπε

φασίσατε νά τ ' αναφέρητε εἰς περισσοτέρους , και το ένε

» πιστεύθητε εἰς ἐμὲ, ἢ σήμερον νά το κάμωμεν , ἢ ἠξεύρητε


· ὅτι, ἂν ἀφήσητε νὰ περάσῃ ἡ σημερινὴ ἡμέρα , δέν θὰ δώ
· σω καιρὸν εἰς ἄλλον νά με κατηγορήσῃ πρὸς τὸν μάγον ,
.
· ἀλλ᾽ ἐγὼ θά σας μαρτυρήσω πρὸς αὐτόν ,
72. Αποκρίνεται εἰς αὐτὰ ὁ Οτάνης , καθότι᾽ ἔβλεπε τὸν

Δαρεῖον βιαζόμενον . »᾿Επειδή μας ἀναγκάζεις νὰ συνταχύ


καὶ νωμεν , καὶ δὲν ἀφίνεις νά τ ' ἀναβάλωμεν , ἔλα εἰπέ μας

σὺ, μὲ τίνα τρόπον θὰ ἐμβῶμεν εἰς τὰ βασίλεια , καὶ θὰ
» ἐπιχειρήσωμεν κατ᾿ αὐτῶν· διότι ἠξεύρεις βέβαια καὶ σὺ ,
» ἂν καὶ δέν τους εἶδες, ὅμως ἐξ ἀκοῆς , ὅτι παντοῦ στέκον
» ται φύλακες · αὐτοὺς : μὲ τίνα τρόπον θά τους περάσωμεν ;
᾿Αποκρίνεται ὁ Δαρεῖος τὰ ἀκόλουθα , » ὀτάνη , τῳόντι
· εἶναι πολλὰ πράγματα , τὰ ὁποῖα μὲ τὸν λόγον δὲν ἦμε
. πορεῖ τις νὰ παραστήσῃ δυνατὰ , μὲ τὸ ἔργον ὅπως ἠμῶ

πορεῖ νά τα ἐκτελέσῃ · καὶ εἶναι πάλιν ἄλλα , τὰ ὁποῖα


‫ט‬Τ
• μὲ τὸν λόγον εἶναι εὐκατόρθωτα , ὅταν ὅμως · τὰ βά
ΒΙΒΛ . Β΄. ΘΑΛΕΙΑ . 313

λῃ τις εἰς πρᾶξιν , δὲν ἔχουσι κανὲν λαμπρὸν ἀποτέλεσμα .


Σεῖς ἠξεύρετε ὅτι δὲν εἶναι παντελῶς δύσκολον νὰ περά
· σωμεν τὰς διωρισμένας φυλακάς · διότι ἓν μὲν , ἐπειδὴ

η σεῖς εἶστε τοιοῦτοι , κανεὶς δὲν θὰ τολμήσῃ νάσας ἐμπο


δίσῃ , εἴτε σεβόμενός σας, εἴτε καὶ φοβούμενος · ἄλλο δὲ ,
ἔχω ἐγὼ πρόφασιν πολλὰ εὐλογοφανῆ , μὲ τὴν ὁποίαν ἠμ
❤ ποροῦμεν νὰ περάσωμεν , λέγων ὅτι ἦλθα τώρα ἀπὸ τὴν

Περσίαν , καὶ θέλω ν' ἀναφέρω τι εἰς τὸν βασιλέα ἐκ μέ

ρους τοῦ πατρός μου. Διότι ὅπου χρειάζεται νὰ εἴπῃ τις


D
ψεῦμα, ἄς το εἴπῃ· τὸ ἴδιον πρᾶγμα ἐπιθυμοῦμεν καὶ
.
· οἱ ψευδόμενοι, καὶ οἱ μεταχειριζόμενοι πάντοτε τὴν ἀλή
ῳ θειαν . Οἱ πρῶτοι ψεύδονται τότε, ὅταν μέλλωσι μὲ τὸ
» ψεῦδος νὰ πείσωσι, καὶ νὰ κερδίσωσί τι· οἱ ἄλλοι δὲ ἀληθές
.
· ζουσι διὰ νὰ λάξωσι κέρδος τι μὲ τὴν ἀλήθειαν , καὶ νά τους
D ἐμπιςεύωνται περισσότερον · ὥσε μολονότι δὲν κάμνομεν τὸ
. ἴδιον , ἀποβλέπομεν εἰς τὸν ἴδιον σκοπόν · ἐὰν δὲ δὲν ἔμελ
» λον νὰ κερδίσωσι τίποτε, ἀδιαφόρως καὶ ὁ φιλαλήθης ἤθελε
‫ ܗ‬λέγει ψεύματα , καὶ ὁ ψεύτης ἤθελε λέγει ἀληθῆ . ὅποιος

» ἀπὸ τοὺς θηρωροὺς προθύμως μᾶς ἀφήσῃ νὰ περάσωμεν ,


‫ܗ‬
αὐτὸς μετὰ ταῦτα θὰ ὠφεληθῇ · ὅποιος δὲ θελήσῃ νά μας
Σ
ἐναντιωθῇ, ἄς τον θεωρήσωμεν ἀμέσως ὡς ἐχθρὸν, καὶ ἐμα
‫ ܗ‬βάντες διὰ τῆς βίας, ἂς κάμωμεν τὸ ἔργον μας. »

73. Λέγει ὁ Γωβρύας μετὰ ταῦτα . » ἄνδρες φίλοι, πότε


D
ἄλλοτε θὰ λάβωμεν ἡμεῖς εὐκαιρίαν ν᾿ ἀνασώσωμεν τὴν
.
βασιλείαν μας λαμπρότερα , ἢ , ἐὰν δὲν κατορθώσωμεν
νά την ἀναλάβωμεν, ν᾿ἀποθάνωμεν ! ἀφοῦ ὄντες Πέρσαι
».
ἡγεμονευόμεθα ἀπὸ ἄνθρωπον μάγον , καὶ αὐτὸν χωρὶς
» αἰτία ! ὅσοι ἀπὸ σᾶς παρευρέθησαν , ὅτε ὁ Καμβύσης ἦτον

ἄῤῥωστος , βέβαια ἐνθυμεῖσθε τί ἐπρόσταξεν εἰς τοὺς


314 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

D Πέρσας ἀποθνήσκων , ἐὰν δὲν πασχίσωσι νὰ λάβωσι πά

» λιν τὴν βασιλείαν· τὰ ὁποῖα τότε δὲν ἐδεχόμεθα , ἀλλ᾽ ἐνο


Ε
μίζομεν ὅτι τὰ εἶπεν ὁ Καμβύσης πρὸς διαβολήν . Τώρα
· λοιπὸν βάλλῳ τὴν ψῆφόν μου νὰ κάμωμεν καθὼς λέγει
.
• ὁ Δαρεῖος, καὶ νὰ μὴ διαλυθῶμεν ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ συνέδριον
» διὰ νὰ ὑπάγωμεν ἄλλου που , εἰμὴ ἴσα κατὰ τοῦ μάγου .»
Ταῦτα εἶπεν ὁ Γωβρύας , καὶ ὅλοι αὐτὰ ἐνέκριναν .
74. Ἐνῷ δὲ οὗτοι ἐβουλεύοντο αὐτὰ , ἐγίνοντο κατὰ σύμ
πτωσιν τὰ ἀκόλουθα . Οἱ μάγοι βουλευόμενοι ἔκριναν εὔλό
γον νὰ προσλάβωσι φίλον καὶ τὸν Πρηξάσπη · καθότι αὐτὸς
εἶχε πάθει σκληρότατον πρᾶγμα ἀπὸ τὸν Καμβύσην , ὁ

ὁποῖος τοξεύσας ἐθανάτωσε τὸν υἱόν του · καὶ διότι μόνος


ἤξευρε τὸν θάνατον τοῦ Σμέρδιος τοῦ Κύρου , φονεύσας αὐτὸν
μὲ τὰς ἰδίας του χεῖρας · πρὸς τούτοις δὲ εἶχε καὶ κον
τὰ εἰς τοὺςΠέρσας πολλὰ μεγάλην ὑπόληψιν . Διὰ ταῦτα
λοιπὸν καλέσαντές τον οἰκειοποιοῦντο αὐτὸν , δένοντές τον

μὲ πιστὰ καὶ μὲ ὅρκους , νὰ φυλάξῃ μυστικὴν , καὶ νὰ μὴ

κοινολογήσῃ εἰς κανένα ἄνθρωπον, τὴν ἀπάτην , τὴν ὁποίαν


ἔκαμαν αὐτοὶ εἰς τοὺς Πέρσας, ὑποσχόμενοι να τον δώσωσιν
ἄπειρα ἀγαθὰ παντὸς εἴδους. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Πρηξάσπης ἐδέ
χετο νὰ κάμῃ αὐτὰ , καὶ ἐνόμισαν οἱ μάγοι ὅτι τὸν ἀνέπεισαν ,
δεύτερόν τον ἐπρόβαλαν , λέγοντες ὅτι αὐτοὶ μὲν θὰ συγκα
λέσωσιν ὅλους τοὺς Πέρσας ὑπὸ τὸ τεῖχος τῶν βασιλείων ,
ἐκεῖνον δὲ διώρισαν ν' ἀναβῆ εἰς πύργον τινὰ καὶ νὰ ἐκφω
νήσῃ , ὅτι ὁ βασιλεύς των εἶναι ὁ Σμέρδις τοῦ Κύρου , καὶ
ὄχι ἄλλος τις. Τὸν παρήγγειλαν δὲ νὰ κάμῃ αὐτὸ διὰ τὴν
P ὑπόληψιν , τὴν ὁποίαν εἶχεν ὅτι ἦτον ἀξιόπιστος εἰς τοὺςΠέρ
σας, καὶ διότι πολλάκις εἶπε παῤῥησίᾳ , ὅτι ὁ Σμέρδις τοῦ
Κύρου ἔζή , καὶ ἠρνήθη τὸν φόνον αὐτοῦ .
ΒΙΒΛ . Γ΄. ΘΑΛΕΙΑ . 315

5. Επειδὴ δὲ εἶπεν ὅτι εἶναι ἕτοιμος νὰ κάμῃ καὶ ταῦτα


ὁ Πρηξάσπης, συγκαλέσαντες τοὺς Πέρσας οἱ μάγοι, ἀνεβί
' βασαν αὐτὸν εἰς πύργον , καί τον ἐπρόσταζον νὰ ἐκφωνήσῃ .
Αὐτὸς ὅμως , ὅσα ἐκεῖνοι περιέμενον νὰ εἴπῃ, ἠθέλησε νά τ' ἀ
λησμονήσῃ , καὶ ἀρχίσας ἀπὸ τὸν ᾿Αχαιμένη ἐγενεαλόγησε
τὴν πατριὰν τοῦ Κύρου · μετὰ ταῦτα δὲ φθάσας εἰς τοῦτον

ἔλεγε τέλος πάντων ὅσα ἀγαθὰ ὁ Κῦρος εἶχε κάμει τοὺς Πέρ
σας . Ἀφοῦ δὲ διηγήθη αὐτὰ , ἐφανέρωσε τὴν ἀλήθειαν , εἰπὼν
ὅτι πρότερον μὲν ἔκρυπτεν αὐτὴν, διότι δέν τον ἦτον ἀσφαλὲς

νὰ εἴπῃ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα· τώρα ὅμως εἶναι ἀναγκασμένος νά το


φανερώσῃ , καὶ ἔλεγεν ὅτι τὸν Σμέρδιν τοῦ Κύρου αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ
ἐφόνευσε βιαζόμενος ἀπὸ τὸν Καμβύσην καὶ βασιλεύουσιν
οἱ μάγοι. Αφοῦ δὲ ἐπρόφερε πολλὰς κατάρας κατὰ τῶν Περσ
σῶν , ἂν δὲν πασχίσουν ν' ἀνακτήσωσιν ὀπίσω τὴν βασιλείαν ,

καὶνὰ ἐκδικηθῶσι τοὺς μάγους, ἀφῆκε τὸν ἑαυτόν του νὰ πέσῃ


κατακέφαλα κάτω ἀπὸ τὸν πύργον . ὁ Πρηξάσπης λοιπὸν ὢν
πάντοτε ἄνθρωπος μὲ ὑπόληψιν τοιουτοτρόπως ἐτελείωσεν .
56. Οἱ δὲ ἑπτὰ Πέρσαι, ἐπειδὴ ἀπεφάσισαν ἀμέσως νὰ
ἐπιχειρήσωσι κατὰ τῶν μάγων, καὶ νὰ μή τ' ἀναβάλωσι ,πα
ρεκάλεσαν τοὺς θεοὺς καὶ ἐκίνησαν , μὴ ἠξεύροντες τίποτε
ἀπὸ τὰ τοῦ Πρηξάσπους . Πορευόμενοι δὲ καὶ φθάσαντες εἰς
τὸν μισόδρομον, ἔμαθαν καὶ τὰς πράξεις τοῦ Πρηξάσπους · ὅθεν
παραμερίσαντες ἐσυμβουλεύοντο πάλιν · καὶ τὸ μέρος μὲν τοῦ
Οτάνου ἐπέμενε ν᾿ ἀναβάλωσι τὴν ὑπόθεσιν καὶ νὰ μὴ επιχει
ρήσωσιν , ἐνῷ εἶναι τὰ πράγματα εἰς τοιοῦτον ἀναβρασμόν · τὸ
δὲ μέρος τοῦ Δαρείου ,νὰ προχωρήσωσιν ἀμέσως, καὶ νὰἐκτετ
λέσωσι τὰ ἀποφασισθέντα , χωρὶς νά τ᾿ἀναβάλωσιν . ἐνῷ δὲαὐ
τοὶ διεφιλονείκουν, ἐφάνησαν ἑπτὰ ζευγάρια ἱεράκων , τὰ ὁποῖα

ἐδίωκον μαδίζοντα καὶ σπαράττοντα δύο ζευγάρια γυπῶν


316 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

ἰδόντες λοιπὸν αὐτὰ οἱ ἑπτὰ , ἐδέχθησαν· ὅλοι τὴν γνώμην


τοῦ Δαρείου καὶ ἔπειτα ἐπροχώρουν εἰς τὰ βασίλεια μὲ θάῤ
ῥος διὰ τοὺς οἰωνούς .
77. ὅτε δὲ ἔφθασαν εἰς τὰς πύλας, ἔγινε καθὼς προεῖ
πεν ὁင် Δαρεῖος. Οἱ φύλακες σεβόμενοι ἄνδρας τοὺς πρώτους
τῶν Περσῶν, καὶ μὴ ὑποπτευόμενοι ὅτι ἠμπόρει νὰ γένῃ ἀπ '
αὐτοὺς τοιοῦτό τι, τοὺς ἄφιναν νὰ ἐμβῶσιν , ὡς νά τους συ
νώδευε θεία τις δύναμις · οὔτε τοὺς ἠρώτα κανείς . ὅτε δὲ
ἐπέρασαν μέσα εἰς τὴν αὐλὴν , ἀπήντησαν τοὺς εὐνούχους , οι
ὁποῖοι δίδουσιν τὰς εἰδήσεις εἰς τὸν βασιλέα . Αὐτοὶ ἐξέταζον
·τί θέλοντες ἦλθαν , καὶ ἐνταυτῷ ἐξετάζοντες τούτους ἐφοβέ
ριζον τοὺς πυλωροὺς , διὰ τί ἀφῆκαν αὐτοὺς νὰ ἐμβῶσιν , ἔτι
δὲ καὶ ἐξαμάτισαν τοὺς ἑπτὰ , θέλοντας νὰ περάσωσι παρεμ
πρός . Αὐτοὶ ὅμως διακελεύσαντες ἀλλήλους, καὶ σύραντες
τὰ ἐγχειρίδια , κεντρόνουσιν ἀμέσως ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἤθελον
νά τους ἐμποδίσωσιν καὶ τρέχουσιν εἰς τὸν ἀνδρῶνα .

78. Οἱ δὲ μάγοι ἔτυχαν κατ᾽ ἐκείνην τὴν ὥραν νὰεἶναι


καὶ οἱ δύο μέσα καὶ νὰ βουλεύωνται δι ' ἐκεῖνο , τὸ ὁποῖον
ἔκαμεν ὁ Πρηξάσπης . Ἐπειδὴ δὲ εἶδαν τοὺς εὐνούχους ταραγ
μένους καὶ φωνάζοντας , ἐτεινάχθησαν ἀπὸ τὸν τόπον των καὶ
οἱ δύο, καὶ καθὼς ἔμαθαν τί ἔτρεχεν, ἐτράπησαν εἰς δύναμιν .
ὁ εἷς λοιπὸν προφθάνει καὶ καταβιβάζει ἀπὸ τὸ καρφίον
τὸ
τόξον , ὁδ᾽ ἄλλοςτρέχει καὶἁρπάζει αἰχμήν. Ἐκεῖ ἐπιάς
σθησαν · ἀλλ᾽ ἐκεῖνος μὲν ὁ ὁποῖος ἔλαβε τὸ τόξον, δὲν
ὠφελήθη ἐκ τούτου τίποτε , διότι οἱ ἐναντίοι ἦσαν πλησίον ,
καί τους ἐπλάκωσαν , ὁ δ᾽ ἄλλος ὑπερασπίζετο μὲ τὴν αἰχμὴν ,
καὶκτυπᾷ τὸν Ἀσπαθίνην εἰς τὸν μηρὸν , καὶ τὸν ᾿Ινταφέρνην
εἰς τὸ ὀμμάτιον · καὶ ἔχασεν ὁ Ινταφέρνης τὸ ὀμμάτιόν τουἀπὸ
τὸ κτύπημα τοῦτο, πλὴν δὲν ἀπέθανεν . ὁ εἷς λοιπὸν ἀπὸ τοὺς
ΒΙΒΛ , Τ΄. ΘΑΛΕΙΑ . 317

μάγους πληγόνει αὐτούς · ὁ δὲ ἄλλος , ἐπειδὴ τὸ τόξον του


δὲν ἐχρησίμευσε τίποτε , ἦτον θάλαμος , ὁ ὁποῖος ἔκβαινεν εἰς

τὸν ἀνδρῶνα · εἰς τοῦτον τὸν θάλαμον καταφεύγει θέλων νὰ


κλείσῃ τὰς θύρας. Δύο ὅμως ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ , ὁ Δαρεῖος καὶ ὁ
Γωβρύας εἰσπίπτουσιν ὁμοῦ · ἐπειδὴ δὲ ὁ Γωβρύας περιε
πλέχθη μὲ τὸν μάγον , ὁ Δαρεῖος ἐςέκετο καὶ δὲν ἤξευρε τί
νὰ κάμῃ , φοβούμενος μήπως εἰς τὸ σκότος πληγώσῃ τὸν
Γωβρύαν . Βλέπων δὲ αὐτὸν ὁ Γωβρύας ὅτι ἐστέκετο ἀργὸς ;
τὸν ἐρωτᾷ διὰ τί δὲν κτυπᾷ . ᾿Εκεῖνος δέ τον ἀποκρίνεται.
• Φοβούμενος μὴ κτυπήσω σέ. » ‘ Ο δὲ Γωβρύας πάλιν τὸν λέ
γεια α Χῷσε τὸ ξίφος καὶ ἄς μας περάσῃ καὶ τοὺς δύο . »
“ Ο δὲ Δαρεῖος πειθόμενος ἔχωσε τὸ ἐγχειρίδιον , καὶ εὑρίσει
ἀπὸ τύχης τὸν μάγον .
79. Αφοῦ λοιπὸν ἐφόνευσαν τοὺς μάγους , καὶ ἔκοψαν τὰς

κεφαλάς των, τοὺς μὲν δύο ἐδικούς των πληγωμένους ,


ἀφίνουσιν ἐκεῖ καὶ διὰ τὴν ἀδυναμίαν των καὶ διὰ φύλαξιν
τῆς ἀκροπόλεως·οἱ δὲ πέντε ἐξ αὐτῶν ἔχοντες τῶν μάγων
τὰς κεφαλὰς ἔτρεχον ἔξω μὲ βοὴν καὶ θόρυβον , κράζοντες
καὶ κτυπῶντες τὰ ὅπλα των καὶ ἐπεκαλοῦντο τοὺς ἄλλους

Πέρσας ἐξηγοῦντες τὸ πρᾶγμα, καὶ δεικνύοντες τὰς κεφα


λάς · ἐνταυτῷ δὲ ἐφόνευον καὶ ὅποιον μάγον εὕρισκον ἐμπρός
των. Οἱ δὲ Πέρσαι μαθόντες τὴν πρᾶξιν τῶν ἑπτὰ , καὶ τὴν

ἀπάτην τῶν μάγων , ἔκριναν δίκαιον νὰ κάμωσι καὶ αὐτοὶ


ἄλλα παρόμοια . ὅθεν σύραντες τὰ ἐγχειρίδια , ὅπου εὕρι
σκον μάγον τινὰ, τὸν ἐφόνευον · καὶ ἂν δὲν ἐνύκτονε διὰ

νὰ παύσωσι, δὲν ἤθελον ἀφήσει κανένα μάγον. Αὐτὴν τὴν


ἡμέραν οἱ Πέρσαι τιμῶσι͵ δημοσίως περισσότατα ἀπ᾿ ὅλας ,
καὶ εἰς αὐτὴν κάμνουσι μεγάλην ἑορτὴν, ὀνομαζομένην ἀπὸ
τοὺς Πέρσας Μαγοφόνια . Κανεὶς δὲ μάγος δὲν ἠμπορεῖ

1
318 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

νὰ φανῆ εἰς τὴν μέσην , ἀλλὰ μένουσι κλεισμένοι αὐτὴν τὴν


ἡμέρανοἱ μάγοι εἰς τοὺς οἴκους των.
80. Ἀφοῦ δὲκατέπαυσεν ὁ θόρυβος ; καὶ ἐπέρασαν πέντε
ἡμέραι, οἱ ἐπαναςατήσαντες κατὰ τῶν μάγων ἐβουλεύοντο
διὰ τὴν κυβέρνησιν , καὶ ἐλέχθησαν λόγοι, τοὺς ὁποίους μέ
·
ρικοὶ Ἕλληνες δὲν πιστεύουσιν , ἐλέχθησαν ὅμως. ὁ μὲν
φτάνης ἔδιδε γνώμην νὰ κάμωσι κοινὴν εἰς ὅλους τοὺς Πέρ

σας τὴν κυβέρνησιν , λέγων τὰ ἑξῆς. » ἐγὼ μὲν ἐγκρίνω νὰ μὴ


.» γένῃ πλέον εἷς μονάρχης ἡμῶν· διότι οὔτε γλυκεῖα ἡ τοιαύτη
· διοίκησις; οὔτε καλὴ εἶναι· καθότι εἴδατε εἰς πόσον βαθμὸν ὁ
‫ܤ‬
Καμβύσης σᾶς περιΰβρισεν · ἀπελαύσατε καὶ τήν ὕβριν τοῦ
.
μάγου . Βέβαια, πῶς ἠμπορεῖ νὰ ἦναι ἡ μοναρχία διοίκησις
» ἀνελλιπὴς, ὅτε ἔχει τὴν ἄδειαν ὁ μονάρχης νὰ κάμνῃ ὅ,τι θέλει
χωρὶς νὰ δίδῃ λόγον εἰς κανένα ; Τὸν ἐναρετώτατον ἄνθρω
- πον καὶ ἂν βάλῃς εἰς τὴν ἀρχὴν ταύτην , πάλιν θὰ παρεκ

* τραπῇ ἀπὸ τὰ συνήθη του φρονήματα· διότι ἀπὸ μὲν τὰ


ἀγαθὰ , τὰ ὁποῖα ἔχει, γεννᾶται εἰς αὐτὸν ἡ ὕβρις πρὸς τοὺς
· ἄλλους· ὁ δὲ φθόνος· ἐξ ἀρχῆς εἶναι ἔμφυτος εἰς τὸν ἄνθρω
* πον · ὅταν δὲ ἔχῃ τις αὐτὰ τὰ δύο, ἔχει πᾶσαν κακίαν · καὶ

κάμνει πολλὰ καὶ παράφρονα πράγματα ; ἄλλοτε μὲν μεθυσ


* μένος ἀπὸ τὴν ὕβριν, καὶ ἄλλοτε ἀπὸ τὸν φθόνον . Μολο
* νότι δὲ ὁ μονάρχης, ἔχων ὅλα τ᾽ ἀγαθὰ ; δὲν ἔπρεπε νὰ
D
ἶναι φθονερός , εἶναι ὅμως ὅλον τὸ ἐναντίον πρὸς τοὺς πο
» λίτας του. Φθονεῖ τὴν ὕπαρξιν καὶ ζωὴν τῶν καλῶν ἀν
θρώπων καὶ ἀγαπᾷ τοὺς κακίζους πολίτας . Εἶναι πολλὰ
· εὔκολος νὰ πιστεύη διαβολάς · καὶ τὸ πλέον ἀσυμβίβαςον

» ἀπ᾿ὅλα , ἐάν τον θαυμάζῃς μετρίως, τὸν κακοφαίνεται ὅτι


· δέν τον τιμᾷς πολὺς ἐὰν δὲ πάλιν τὸν τιμᾷ τις πολὺ , τὸν ὑπό
» πτεύεται ὡς κόλακα . ῎Ερχομαι δὲ νὰ εἴπω τώρα τὰ μέγα
ΒΙΒΛ . Γ΄. ΘΑΛΕΙΑ . 3rg

· λώτατα · Μετακινεῖ νόμους πατροπαραδότους , βιάζει γυ


"
ναῖκας , φονεύει ἀκρίτους. ὅταν ὅμως ἡ ἀρχὴ ἦναι εἰς χεῖ
» ρας τοῦ λαοῦ , πρῶτον μὲν ἔχει ὄνομα τὸ καλήτερον ἀπ᾿ ὅλα ,
. ἰσονομίαν · δεύτερον , δὲν κάμνει κανὲν ἀπὸ τὰ κακὰ , ὅσα
‫ܗ‬
κάμνει ὁ μονάρχης: λαμβάνουσι τὰς ἀρχὰς μὲ ψηφοφορίαν
· οἱ ἄρχοντες · δίδουσι λόγον τῶν πράξεών των, καὶ
» ὅλα τὰ βουλεύματα ἀναφέρονται εἰς τὸ κοινόν . Προβάλλω

» λοιπὸν γνώμην ἐγὼ ν᾿ ἀφήσωμεν τὴν μοναρχίαν , καὶ νὰ


» δώσωμεν · δύναμιν εἰς τὸν λαόν · διότι εἰς τὸν λαὸν περιέ
» χονται ὅλοι. » ὁ ὀτάνης αὐτὴν τὴν γνώμην ἔδωσεν ,
81. ὁ δὲ Μεγάβυζος ἐσυμβούλευε νὰ κάμωσι τὴν κυ
βέρνησιν ὀλιγαρχικὴν , λέγων τὰ ἀκόλουθα . « ὅσαμὲν ὁ ὀ
* τάνης εἶπε θέλων νὰ παύσῃ τὴν μοναρχικὴν διοίκησιν , τὰ
» ἴδια λέγω καὶ ἐγώ · ὅσα ὅμως εἶπε παρακινῶν νὰ μεταφέ
ρωμεν τὴν ἐξουσίαν εἰς τὸν λαὸν , κατὰ ταῦτα δὲν ἐπέ
τυχε τὴν καλητέραν γνώμην · διότι δὲν εἶναι ἄλλο ἀνοη

τότερον οὔτε αὐθαδέστερον ἀπὸ τὸ ἀσήμαντον πλῆθος .


Αποφεύγοντες δὲ τὴν ὕξριν τοῦ τυράννου νὰ περιπέσωμεν
· εἰς τὴν ὕβριν τοῦ ἀκρατήτου δήμου , αὐτὸ εἶναι ἀνυπόφερ
• τον διότι ὁ μὲν τύραννος , ἐὰν κάμῃ τί , ἠξεύρει τί κά
» μνει· εἰς τὸν δῆμον ὅμως ἠξεύρῳ δὲν ἔχει. . Πῶς ἠμπορεῖ
· νὰ ἠξεύρη , ὁ ὁποῖος οὔτ᾽ ἐδιδάχθη , οὔτε γνωρίζει καλὸν καὶ
καθῆκον , καὶ ὁ ὁποῖος πίπτων κατακέφαλα σπρώχνει ἀνοή
· τως τὰ πράγματα , ὅμοιος μὲ ποταμὸν χείμαῤῥον; Δημοσ
»
κρατίαν λοιπὸν , ὅσοι θέλουσι τὸ κακὸν τῶν Περσῶν, αὐτοὶ
D ἄς την μεταχειρίζωνται . Ἡμεῖς δὲ ἐκλέξαντες συνέδριον

• ἀπὸ Πέρσας τοὺς ἐναρετωτάτους, εἰς τούτους ἃς ἐγχειρίσω


‫ ܕ‬μεν τὸ κράτος.
Εἰς αὐτοὺς δὲ θὰ περιεχώμεθα καὶ ἡμεῖς.

· Επόμενον δὲ εἶναι ἐναρετωτάτων ἀνδῶν καὶ τὰ βουλεύ 1


120 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

» ματα νὰ γίνωνται ἐναρετώτατα . καὶ ὁ Μεγάβυζος λοιπὸν


ταύτην τὴν γνώμην ἔδιδε .
: 82. Τρίτος δὲ ἐγνωμοδότει ὁ Δαρεῖος λέγων . « Εἰς ἐμέ ;
· ὅτα μὲν εἶπεν δ' Μεγάβυζος ἀναφερόμενα εἰς τὸ πλῆθος ;

φαίνεται ὅτι τὰ εἶπεν ὀρθῶς · ὅσα δὲ διὰ τὴνὀλιγαρχίαν, ὄχι


κ ὀρθῶς . Καθότι ἀπὸ τὰ τρία είδη τῆς διοικήσεως, διὰ τὰ ὁποῖα
» σκεπτόμεθα
, ἐὰν ὑποθέσωμεν πολλὰ καλὰ καὶ τὰ τρία, δη
ᾧ λαδὴ πολλὰ καλὴν δημοκρατίαν, πολλὰ καλὴν ὀλιγαρχίαν,
· καὶ πολλὰ καλὴν μοναρχίαν ; αὐτὴ ἡ τρίτη λέγω ὅτι ὑπερτερεῖ
· ἀπὸ τὰς ἄλλας · διότι τίποτε δὲν ἠμπορεῖ νὰ εὕρῃ τις καλῆ
* τερον ἀπὸ τὴν διοίκησιν ,, ἡ ὁποία εἶναι εἰς χεῖρας ἑνὸς μό
ε ' νου ἀνδρὸς ἐναρέτου . ὁ τοιοῦτος ἠμπορεῖ νὰ ἐπιτροπεύῃ τὸ
» πλῆθος ἀμέμπτως· τοιουτοτρόπως ἠμποροῦσι νὰ φυλάττων
» ται μυςικώτατα τὰ βουλεύματα κατὰ τῶν ἐχθρῶν . ὅταν δὲ
ἶναι ὀλιγαρχία ἀκολουθεῖ συνήθως εἰς πολλοὺς, μολονότι ἀσά
1 κοῦσιν ἀρετὴν εἰς τὰ πράγματα τοῦ κοινοῦ , νὰ γεννῶνταιμε
» γάλα μίση ἰδιαίτερα : διότι θέλοντες νὰ ἦναι καθεὶς αὐτὸς
*πρῶτος , καὶ νὰ νικῷ εἰς τὰς γνώμας, καταντῶσιν εἰςμεγάλα
η πάθη μεταξύ των , ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀκολουθοῦσι στάσεις ,
» καὶ ἀπὸ τὰς φάσεις αἷματοχυσίαι· ὕστερον δὲ ἀπὸ τὴν αἱ
» ματοχυσίαν, τὰ πολίτευμα καταντᾷ εἰςμοναρχίαν, τὸ ὁποῖον
» καὶ αὐτὸ δεικνύει πόσον ἡ μοναρχικὴ διοίκησις εἶναι ἀρίση .

* ὅταν δὲ πάλιν ὁρίζῃ ὁ δῆμος, ἀδύνατον εἶναι νὰ μὴ εἰσχω·


· ρήσῃ διαφθορὰ , καὶ ὅταν εἰσχωρήσῃ εἰς τὰ κοινὰ ἡ διαφθορά ,
4.D.
μίση μὲν μεταξὺ τῶν κακῶν δὲν γεννῶνται, ἀλλ ' ἐξ ἐναν
* τίας φιλίαι μεγάλαι· διότι οἱ βλάπτοντες τὰ κοινὰ , συμφω
* νοῦντες κάμνουσιν αὐτό. Τοῦτο δὲ τρέχει οὕτως , ἕως
ὅτου νὰ λάβῃ τις τὴν ὑπεράσπισιν τοῦ δήμου , καὶ νὰπαύ
εσῃ τοὺς τοιούτους · δι᾿ αὐτὸ θαυμάζεται ἐκεῖνος ἀπὸ τὸν
ΒΙΒΑ . Γ΄. ΘΑΛΕΙΑ . 321

· δῆμον· θαυμαζόμενος δὲ , ἰδοὺ , ἀμέσως ἀναδεικνύεται ὅτι


εἶναι μονάρχης · ὥστε φαίνεται καὶ ἐκ τούτου ὅτι ἡ μο
ναρχία εἶναι ἡ καλητέρα διοίκησις. Καὶ διὰ νὰ περιλάβω
*ὅλα εἰς ἕνα λόγον, ¦ Πόθεν ἡμεῖς ἀπεκτήσαμεν τὴν ἐλευθε
* ρίαν ;: Ποῖος μᾶς ἔδωσεν αὐτήν ; Ποῖος, ὁ δῆμος, ἢ ἡ ὀλιγαρ .
χία ; ἢ ἡ μοναρχία ; Η γνώμη μου εἶναι λοιπόν, ἐπειδὴ δὲ ἕνα

* ἄνδρα ἐλάβαμεν τὴν ἐλευθερίαν μας , νὰ φυλάττωμεν ἐπι


μελῶς τὴν τοιαύτην διοίκησιν , καὶ πρὸς τούτοις νὰ μὴ
λύωμεν παλαιοὺς νόμους , καλῶς ἔχοντας· διότι δὲν συμφέρει.
83. Αὐταὶ αἱ τρεῖς γνῶμαι ἐπροβλήθησαν · οἱ δὲ λοιποὶ ,

τέσσαρες ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ ἄνδρας προσετέθησαν εἰς τὴν τελευτ


ταίαν . Ἐπειδὴ δὲ ἀπεβλήθη ἡ γνώμη τοῦ ὁτάνου , ὁ ὁποῖος -
πάσχιζε νὰ κάμῃ ἰσονομίαν εἰς τοὺς Πέρσας, εἶπεν εἰς τὸ μέσον
Σ
αὐτῶν τὰ ἑξῆς · » ἄνδρες συστασιῶται , εἶναι φανερὸν ὅτι εἷς
*· ἐξ ἡμῶν πρέπει νὰ βασιλεύσῃ , ἢ μὲ κλῆρον διορισθεὶς , ἢ διὰ
' τῆς ἐκλογῆς τοῦ πλήθους τῶν Περσῶν , ἐὰν ἐπιτρέψητε εἰς

αὐτὸ νὰ ἐκλέξῃ ὅποιον θέλει, ἢ κατ᾽ ἄλλον τινὰ τρόπον · ἐγὼ


όμως εἰς αὐτὸν τὸν ἀγῶναδὲν ἐμβαίνω ὁμοῦ μὲ σᾶς· διότι
*· οὔτε νὰ ἄρχω οὔτε νὰ ἄρχωμαι θέλω . Παραιτοῦμαι λοι
» πὸν ἀπὸ τὴν ἀρχὴν μὲ συμφωνίαν νὰ μὴ ἐξουσιασθῶ ἀπὸ
» κανένα σας ποτὲ , οὔτ᾽ ἐγὼ ὁ ἴδιος , οὔτ᾽ οἱ μετὰ ταῦτα
. ἀπόγονοί μου . » ἀφοῦ ὁ Ὀτάνης εἶπεν αὐτὰ , ἐπειδὴ οἱ ἓξ

ἐδέχθησαν τὴν πρότασίν του , αὐτὸς πλέον δὲν ἀνεκατόνετο


εἰς τὸν ἀγῶνα τοῦτον , ἀλλ᾽ ἐκάθετο κατὰ μέρος. Καὶ ἕως
σήμερον αὐτὴ ἡ οἰκία μόνη ἐκ τῶν Περσῶν εἶναι ἐλευθέρα ,
καὶ ἄρχεται εἰς ὅσα μόνον θέλει , μὴ παραβαίνουσα ὅμως
τοὺς νόμους τῶν Περσῶν.
84. Οἱ δὲ λοιποὶ ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ ἐβουλεύοντο πῶς νὰ

βάλωσι βασιλέα δικαιότατα · καὶ ἀπεφάσισαν , ἐὰν πέσῃ ἡ

( ΤΟΜ. Α. ) 21
322 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

βασιλεία εἴς τινα ἄλλον ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ , νὰ δίδῃ καθ᾽ ἕκαςον

χρόνον εἰς τὸν ὀτάνην, καὶ εἰς τοὺς ἀπογόνους του , ὡς τι

μὴν ἐξαίρετον , ἐσθῆτα Μηδικὴν , καὶ ὅλα τ᾽ ἄλλα δῶρα ,


ὅσα εἶναι εἰς τοὺς Πέρσας τιμιώτατα · ἐνέκριναν δὲ εἰς τὸ σωμ
βούλιόν των νά τον δίδωνται αὐτὰ , διότι πρῶτος ἐστοχά
σθή τὸ πρᾶγμα , καὶ ὠργάνισε τὴν συνωμοσίαν. Αὐταὶ λοιπὸν
ἦσαν ξεχωρισταὶ τιμαὶ διὰ τὸν ὀτάνην . Κοινῶς δὲ δὲ ὅλους
ἀπεφάσισαν εἰς τὸ συμβούλιόν των , ὅποιος ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ

θέλει; νὰ ἐμβαίνῃ εἰς τὰ βασίλεια χωρὶς εἰσαγγελέα , ἔξω


ἂν ὁ βασιλεὺς κοιμᾶται εἰς τὸν γυναικωνίτην · ἔτι δὲ νὰ μὴ
ἶναι συγχωρημένον εἰς τὸν βασιλέα νὰ λαμβάνῃ γυναῖκα
ἀπ᾽ ἄλλην οἰκογένειαν , εἰμὴ ἀπὸ τὰς τῶν συνεπαναστησάν
των. Διὰ δὲ τὴν βασιλείαν ἀπεφάσισαν τοιαῦτα . ὅταν ἀνα

τέλλῃ ὁ ἥλιος , ἀναβάντες τοὺς ἵππους των , νὰ ἐκβῶσιν εἰς


τὸ προάστειον · ὁποίου δὲ ὁ ἵππος πρότερον χρεμετίσῃ , αὐτὸς
νὰ λάβῃ τὴν βασιλείαν.

85. ὁ Δαρεῖος δὲ εἶχεν ἱπποκόμον, ἄνθρωπον πολλὰ ἐπι


τήδειον · τὸ ὄνομά του ἦτον Οἰδάρης · εἰς αὐτὸν τὸν ἄνθρω
πον , ἀφοῦ διελύθησαν , εἶπεν ὁ Δαρεῖος τὰ ἑξῆς. » Οἴξαρες,
ἡμεῖς ἀπεφασίσαμεν νὰ κάμωμεν διὰ τὴν βασιλείαν ὡς ἀκο

» λούθως · ν' ἀναξῶμεν τοὺς ἵππους μας, καὶ ὁποίου ὁ ἵπ


» πος χρεμετίσῃ πρῶτος , ὅταν ἀνατέλλῃ ὁ ἥλιος , αὐτὸς νὰ
»
λάξῃ τὴν βασιλείαν. Νά σε ἴδω λοιπὸν τώρα· ἐὰν ἔχῃς
καμμίαν σοφίαν , κάμε πῶς νὰ λάβωμεν αὐτὸ τὸ γέρας
>>
ἡμεῖς , καὶ ὄχι ἄλλος τις. » Αποκρίνεται πρὸς ταῦτα ὁ Οἰ
βάρης, >>» Δέσποτα , ἐὰν εἰς τοῦτο στέκῃ νὰ βασιλεύσῃς , ἢ
.
μὴ , μὴ φοβεῖσαι δ ' αὐτὸ , ἀλλ᾽ ἔχε τὴν καρδίαν σου ἥσυχον ·
διότι κανεὶς ἄλλος , πλὴν σοῦ, δὲν θὰ γένῃ βασιλεύς · τοι·
» αῦτα ἰατρικὰ ἔχω ἐγώ. » Λέγει ὁ Δαρεῖος · ἐὰν λοιπὸν ἔχῃς
ΒΙΒΛ. Γ. ΘΑΛΕΙΑ . 323

» τοιοῦτό τι σόφισμα , εἶναι καιρὸς νά το βάλης εἰς πρᾶξιν ,


• καὶ νὰ μὴ ἀργοπορῇς· διότι αὔριον εἶναι ὁ ἀγών μας. »
Ακούσας ταῦτα ὁ Οἰβάρης , κάμνει τὸ ἀκόλουθον· Καθὼς ἐβρα
δύασε, μίαν φοράδαν , τὴν ὁποίαν ὁ ἵππος τοῦ Δαρείου ἠγάπα
ὑπερβολικὰ , αὐτὴν ὑπῆγε καί την ἔδεσεν εἰς τὸ προάστειον ·
ἔπειτα ἔφερε καὶ τὸν ἵππον τοῦ Δαρείου , καὶ πρῶτον περιέ
φερεν αὐτὸν πολλάκις πλησίον τῆς φοράδας, καί τον ἔκαμνε νὰ
προστρίβηται εἰς αὐτήν · τέλος δέ τον ἀφῆκε νά την ὀχεύσῃ .
86. ὅτε δὲ ἤρχισε νὰ φέγγη ἡ ἡμέρα, οἱ ἓξ καθὼς ἐσυμ
φώνησαν , ἐπαρουσιάσθησαν ἔφιπποι · ἐνῷ δὲ ἐκβῆκαν καὶ

περνῶντες ἀπὸ τὸ προάζειον ἐπλησίαζον κατὰ τὸ μέρος, ὅπου


τὴν παρελθοῦσαν νύκτα ἦτον δεμένη ἡ φοράδα , ἐκεῖ ὁ ἵππος
τοῦ Δαρείου τρέξας ἐμπρὸς ἐχρεμέτισεν. Ενταυτῷ δὲ , ὅτε
ἔκαμε τοῦτο ὁ ἵππος , ἔγινεν ἀστραπὴ καὶ βροντὴ , ἐνῷ ὁ οὐ
ρανὸς ἦτον καθαρός . Ταῦτα λοιπὸν γενόμενα, ὡς νὰ ἦσαν
ἐκ συμφωνίας τινος , ἐπεκύρωσαν τὴν βασιλείαν εἰς τὸν Δα
ρεῖον . Οἱ δὲ λοιποὶ καταπηδήσαντες ἀπὸ τοὺς ἵππους, ἐπροσ
κύνουν τὸν Δαρεῖον ὡς βασιλέα.
87. ῎Αλλοι μὲν λέγουσιν ὅτι αὐτὰ ἐμηχανεύθη ὁ Οἰβάρης,
ἄλλοι δὲ τὰ ἑξῆς· (καθότι καὶ κατὰ τοὺς δύο τρόπους λέγεται

ἀπὸ τοὺς Πέρσας · ) ὅτι πιάσας μὲ τὸ χέριον του τὰμόρια


τῆς φοράδας , τὸ εἶχε κρυμμένον εἰς τὰς ἀναξυρίδας του · ὅτε
δὲ ἀνέτελλεν ὁ ἥλιος καὶ ἔμελλον νὰ δώσωσι δρόμον εἰς τοὺς
ἵππους , ó
ὁ Οἰβάρης αὐτὸς ἔκβαλε τὰ χέριόν του καί το ἐπλη
σίασεν εἰς τοὺς μυκτῆρας τοῦ ἵππου τοῦ Δαρείου · ὁ δὲ ἵππος
αἰσθανθεὶς τὴν ὀσμὴν , ἐφρυάχθη καὶ ἐχρεμέτισε .
88. ὁ Δαρεῖος λοιπὸν τοῦ Υστάσπους ἀπεδείχθη βασιλεὺς ,
καὶ πλὴν τῶν ᾿Αραβίων, ὅλοι οἱ ἄλλοι εἰς τὴν Ασίαν, ἐπειδή
τους εἶχε καταστρέψει ὁ Κῦρος , καὶ ὕστερον πάλιν ὁ Καμ
21 *
324 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

βύσης, ἦσαν ὑπήκοοί του . Οἱ δὲ Αράβιοι ποτὲ δὲν ὑπεδου


λώθησαν ἀπὸ τοὺς Πέρσας, ἀλλ' ἔγιναν ξένοι αὐτῶν , ἀφή
σαντες τὸν Καμβύσην νὰ περάσῃ κατὰ τῆς Αἰγύπτου : διότι

ἐὰν δὲν ἤθελον οἱ ᾿Αράβιοι, δὲν ἠμπόρουν οἱ Πέρσαι νὰ εἰσ


βάλωσιν εἰς τὴν Αἴγυπτον . ῎καμε δὲ ὁ Δαρεῖος τὰς πρώτας

ἐπιγαμίας μὲ τοὺς Πέρσας , λαβὼν γυναῖκας δύο θυγατέρας


τοῦ Κύρου , τὴν ᾿Ατοσσαν καὶ Αρτυστώνην, ἐκ τῶν ὁποίων
ἡ μὲν ἔτοτσα ἐστάθη γυναῖκα πρότερον μὲν τοῦ Καμβύσου ,
τοῦ ἀδελφοῦ της , καὶ κατόπι τοῦ μάγου· ἡ δὲ ᾿Αρτυστώνη
ἦτον παρθένος · ἐπῆρε δὲ καὶ ἄλλην , θυγατέρα τοῦ Σμέρδιος
τοῦ Κύρου , τὸ ὄνομά της ἦτον Πάρμυς· πρὸς τούτοις ἐπῆρε
καὶ τὴν θυγατέρα τοῦ ὀτάνου , ἡ ὁποία ἔκβαλεν εἰς τὴν μέ
σην τὸν μάγον . Ἦτον δὲ καθ' ὅλα δυνατὸς ὁ Δαρεῖος . Μετὰ
ταῦτα πρῶτον μὲν ἔστησεν ἄγαλμα λίθινον ; τὸ ὁποῖον διώ
ρισε και τον κατεσκεύασαν · τοῦτο δὲ παρέσταινεν ἄνθρωπον
ἱππέα · καὶ ἐπέγραψε γράμματα τὰ ἀκόλουθα .
ΔΑΡΕΙΟΣ Ο ΥΙΟΣ ΤΟΥ ΥΣΤΑΣΠΟΥΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΡΕΤΗΝ ΤΟΥ ΙΠΠΟΥ
(καὶ ἔλεγε τὸ ὄνομά του) ΚΑΙ ΤΟΥ ΟΙΒΑΡΕΩΣ ΤΟΥ ΙΠΠΟΚΟΜΟΥ, ΑΠΕ
ΚΤΗΣΕ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑΝ ΤΩΝ ΠΕΡΣΩΝ.

89. Ἀφοῦ ἔκαμεν αὐτὰ εἰς τὴν Περσίαν , ἔπειτα κατέζησεν


εἴκοσι ἡγεμονίας , τὰς ὁποίας αὐτοὶ ὀνομάζουσι σατραπείας .
Καταςήσας δὲ τὰς ἡγεμονίας , καὶ διορίσας ἄρχοντας ἔβαλε

φόρους , τοὺς ὁποίους τὸν ἐπλήρονεν ἕκαστον ἔθνος · ἥνονε δὲ


εἰς τὰ ἔθνη καὶ τοὺς πλησιοχώρους (* )· ἐνίοτε ὅμως ἀφί

(* ) Ετοι , ὅσοι κάθ' ἑαυτοὺς δὲν ἦσαν ἀρκετὰ πολυάριθμοι, ὥστε νὰ συγ
κροτήσωσιν ἰδιαιτέραν σατραπείαν , ἥνονεν αὐτοὺς μὲ τὸ ἔθνος τὸ κείμενον
πλησίον · καθὼς εἰς τὸν νόμον τὸν περὶ συντάξεως τῶν δήμων τῆς Ἑλλάδος,
αἰ περιοχαὶ καὶ τὰ μικρὰ χωρία ἑνώνονται μὲ τὸν πλησίον δῆμον.

4
ΒΙΒΔ . Γ΄. ΘΑΛΕΙΑ 325

νων τὰ πλησίον , ἥνονεν ἔθνη μεμακρυσμένα ἀπ ' ἀλλής


λων. Τὰς δὲ ἡγεμονίας καὶ τὸ χρονικὸν εἰσόδημα τῶν φό

φων διέταξε κατὰ τὸν ἀκόλουθον τρόπον . ὅσοι ἀπ᾽ αὖ

τοὺς ἐπλήρονον εἰς ἀργύριον , τοὺς εἶπε νὰ πληρόνωσι κατὰ


τὸ βάρος τοῦ Βαβυλωνικοῦ ταλάντου · ὅσοι δὲ ἐπλήρονον
εἰς χρυσίον , κατὰ τὸ βάρος τοῦ Εὐβοεικοῦ · τὸ δὲ Βαβυλῳ

νικὸν τάλαντον ἀξίζει ἑβδομήκοντα Εὐβοεικὰς μνᾶς . Εἰς δὲ


τὸν καιρὸν τῆς βασιλείας τοῦ Κύρου, καὶ μετὰ ταῦτα , τοῦ
Καμβύσου , δὲν ἦσαν φόροι προσδιωρισμένοι , ἀλλ᾽ ἔδιδον
δῶρα. Δἰ αὐτὴν δὲ τὴν ἐπίταξιν τοῦ φόρου καὶ ἄλλα παρό
μοια μ' αὐτὴν , λέγουσιν οἱ Πέρσαι ὅτι ὁ μὲν Δαρεῖος ἦτον

μεταπράτης, ὁ δὲ Καμβύσης δεσπότης , καὶ ὁ Κῦρος πατήρ .


ὁ πρῶτος, διότι ἐπραγματεύετο ὅλα · ὁ δεύτερος , διότι ἦτον
αὐστηρὸς , καὶ δὲν ἐψήφα κανένα· ὁ δὲ τρίτος , διότι ἦτον
γλυκὺς, καί τους ἔκαμνε πάντοτε καλά .
90. Ἀπὸ μὲν τοὺς Ἰωνας καὶ τοὺς Μάγνητας , τοὺς εἰς
τὴν (* ) Ἀσίαν, καὶ Αἰολεῖς , καὶ Κᾶρας , καὶ Λυκίους, καὶ Μι
λυεῖς, καὶ Παμφύλους, διότι ὅλοι αὐτοὶ ὁμοῦ ἔδιδον ἕνα φόρον ,

τὸν ἤρχοντο τετρακόσια τάλαντα ἀργυρίου· καὶ πρῶτος νομὸς


αὐτὸς ἦτον . Ἀπὸ δὲ τοὺς Μυσοὺς , καὶ Λυδοὺς , καὶ Λασονίους ,

καὶ Καβαλίους, καὶ ἡγεννεῖς , πεντακόσια τάλαντα · αὐτὸς ἦ


τον δεύτερος νομὸς. Απὸ δὲ τοὺς Ελλησποντίους, τοὺςκατοικῇ
μένους εἰς τὰ δεξιὰ , ὅταν εἰσπλέῃ τις (** ), και Φρύγας καὶ Θρᾷ
κας, τοὺς εἰς τὴν Ασίαν (*** ) , καὶ Παφλαγόνας , καὶΜαριανδυ

(*) Προσθέτει ὁ Πρόδι τὸ , Τοὺς εἰς τὴν Ασίαν , διότι ἦσαν καὶ Μάγνητες
τῆ ; Θεσσαλίας. Τοιαύτας προσθήκης κάμνει ὁσάκις πολλὰ ἔθνη ἔχουσι κοινὸν
ὄνομα . (**) Εἰς τὸν Ἑλλήσποντον .
(*** ) Κατήγοντο κατὰ τὸν Στράβ. ἀπὸ τοὺς Εὐρωπαίους Θρᾷκας.
326 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ.

νοὺς καὶ Συρίους ἦτον φόρος τριακόσια εξήκοντα τάλαντα · νομὸς


τρίτος αὐτός. Ἀπὸ δὲ τοὺς Κίλικας , ἵπποι λευκοὶ τριακόσιοι
ἑξήκοντα , οἱ ὁποῖοιἔρχονται εἷς τὴν ἡμέραν ,, καὶ πεντακόσια
τάλαντα ἀργυρίου· ἐξ αὐτῶν δὲ ἑκατὸν τεσσαράκοντα ἐξω
δεύοντα εἰς τὸ ἱππικὸν , τὸ ὁποῖον ἐφρούρει τὴν Κιλικίαν

χώραν· τὰ δὲ τριακόσια ἑξήκοντα ἐπήγαινον εἰς τὸν Δαρεῖον ·


τέταρτος νομὸς αὐτός .
gr . Ἀπὸ δὲ τὴν πόλιν Ποσειδεῖον , τὴν ὁποίαν οἴκισεν ὁ

Αμφίλοχος τοῦ ᾿Αμφιαράου εἰς τὰ ὄρη τῶν Κιλίκων καὶ


Σύρων , ἀπ' αὐτὴν ἐὰν ἀρχίσῃ τις ἕως τὴν Αἴγυπτον , ἔξω
τὸ μέρος τῶν ᾿Αραβίων, διότι αὐτοὶ ἦσαν ἀσύδοτοι , ἦτον

φόρος τριακόσια πεντήκοντα τάλανατα · περιέχεται δὲ εἰς τὸν

νομὸν τοῦτον ὅλη ἡ Φοινίκη , καὶ Συρία ἡ Παλαιστίνη λεγο


μένη , καὶ ἡ Κύπρος · πέμτος νομὸς αὐτός . ᾿Απὸ δὲ τὴν

Αίγυπτον , καὶ τοὺς γειτνιάζοντας μ᾿ αὐτὴν Λίβυας , καὶ


τὴν Κυρήνην καὶ τὴν Βάρκην , (διότι εἰς τὸν νομὸν τῆς Αἰ
γύπτου κατετάχθησαν αὐταὶ ,) τὸν ἔμβαινον ἑπτακόσια τά
λαντα , πλὴν τοῦ ἀργυρίου , τὸ ὁποῖον ἔδιδεν ἡ Μοίριος λί
μνη ἀπὸ τὰ ὀψάρια · χωρὶς τοῦτο τὸ ἀργύριον , καὶ χωρὶς τὸ
σιτάριον , τὸ ὁποῖον ἔδιδεν ὁ νομὸς αὐτὴς , ἔμβαινον εἰς τὸν
Δαρεῖον ἑπτακόσια τάλαντα · καταμετρᾷ δὲ σιτάριον διὰ ἑ
κατὸν εἴκοσι χιλιάδας Πέρσας , διωρισμένους εἰς τὸ Λευκὸν
τεῖχος καὶ εἰς τὴν Μέμφιν , καὶ διὰ τοὺς ἐπικούρους τούτων
ἕκτος νομὸς αὐτός. Οἱ Σατταγύδαι δὲ καὶ Γανδάριοι καὶ
Δαδίκαι καὶ Ἀπαρύται , ἡνωμένοι ὅλοι, ἐπλήρονον ἑκατὸν
ἑβδομήκοντα τάλαντα · ἕβδομος νομὸς αὐτός . ᾿Απὸ δὲ τὰ

Σοῦσα καὶ τὴν ἄλλην χώραν τῶν Κισσίων , τριακόσια · νο


μὸς ὄγδοος αὐτός .

92. ᾿Απὸ δὲ τὴν Βαβυλῶνα καὶ τὴν λοιπὴν ᾿Ασσυρίαν


!
ΒΙΒΛ . Γ΄. ΘΑΛΕΙΑ . 327

τὸν ἤρχοντο χίλια τάλαντα ἀργυρίου , καὶ παῖδες ἐκτομίαι


πεντακόσιοι · ἔννατος νομὸς αὐτός . Ἀπὸ δὲ τὰ Αγβάτανα
καὶ τὴν λοιπὴν Μηδικὴν , καὶ Παρικανίους , καὶ ὀρθοκορυ
βαντίους , τετρακόσια πεντήκοντα τάλαντα · νομὸς δέκατος ,
αὐτός. Οἱ Κάσπιοἱ δὲ καὶ Παισίκαι , καὶ Παντίμαθοι καὶ
Δαρεῖται , πληρόνοντες ὁμοῦ , ἔδιδον διακόσια τάλαντα " νο

μὸς ἑνδέκατος αὐτός. Απὸ δὲ τοὺς Βακτριανοὺς ἕως τοὺς


Αἰγλοὺς , ἦτον φόρος τριακόσια ἑξήκοντα τάλαντα · νομὸς

δωδέκατος αὐτός.
93. Ἀπὸ δὲ τὴν Πακτυϊκὴν καὶ τοὺς Αρμενίους , καὶ ἀπὸ
τὰ πλησίον μέρη ἕως τὸν Εὔξεινον πόντον, τετρακόσια τά
λαντα · νομὸς δέκατος τρίτος αὐτός. Απὸ δὲ τοὺς Σαγαρ
τίους , καὶ Σαραγγοὺς , καὶ Θαμαναίους , καὶ Οὐτίους , καὶ
Μύκας, καὶ τοὺς κατοικοῦντας εἰς τὰς νήσους τῆς ᾿Ερυθρᾶς
θαλάσσης , εἰς τὰς ὁποίας ὁ βασιλεὺς κατοικίζει τοὺς λεγό
μένους ἀνασπάστους , ἀπὸ τούτους ὅλους ἐγίνετο φόρος
ἑξακόσια τάλαντα · νομὸς δέκατος τέταρτος αὐτός . Οἱ Σάκαι
δὲ καὶ οἱ Κάσπειροι ἔστελλον διακόσια πεντήκοντα τάλαντα
δέκατος πέμπτος νομὸς αὐτός . Οἱ Πάρθοι δὲ καὶ Χοράσμιοι
καὶ Σόγδοι καὶ Ἄρειοι, τριακόσια τάλαντα · νομὸς δέκατος

ἕκτος αὐτός .
94. Οἱ Παρικάνιοι δὲ καὶ οἱ ἐκ τῆς Ἀσίας Αἰθίοπες
τετρακόσια τάλαντα ἐπλήρονον · νομὸς δέκατος ἕβδομος
αὐτός . Εἰς τοὺς Ματιανοὺς δὲ καὶ Σάσπειρας , καὶ ᾿Αλαρο
δίους, ἔβαλε διακόσια τάλαντα νὰ πληρόνωσι · νομὸς δέκατος
ὄγδοος αὐτός . Εἰς τοὺς Μόσχους καὶ Τιβαρινοὺς , καὶ Μά
κρωνας , καὶ Μοσυνοίκους , καὶ Μᾶρας διωρίσθησαν τριακόσια
τάλαντα · νομὸς δέκατος ἔννατος αὐτός . Τὸ δὲ πλῆθος τῶν
Ινδῶν εἶναι πολὺ περισσότατον ἀπ᾿ ὅλα , ὅσα ἔθνη γνωρίζομεν ,
328 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

ἑπομένως δὲ ἔδιδον καὶ φόρον περισσότερον ἀπ᾿ ὅλους τοὺς


ἄλλους, τριακόσια ἑξήκοντα τάλαντα χρυσίτιδα ἄμμον· νος
μὸς εἰκοστὸς αὐτός .

95. Τὸ μὲν ἀργύριον λοιπὸν τὸ Βαβυλωνικόν, ἐκτιμώμενον

εἰς τάλαντα Εὐβοεικὰ , γίνεται ἐννέα χιλιάδες πεντακόσια


τεσσαράκοντα τάλαντα · ἐὰν δὲ τὸ χρυσίον λογισθῇ δέκα
τρεῖς φορὰς πολυτιμώτερον ἀπὸ τὸ ἀργύριον , ἐκβαίνει ὅτι ἡ
χρυσῖτις· ἄμμος ἦτον τέσσαρες χιλιάδες ἑξακόσια ὀγδοής
κοντα τάλαντα Εὐβοεικά · ὅταν δὲ συνάψῃς ὁμοῦ ὅλα αὐτὰ ,
ἐσυναθροίζοντο , χρονικὸν δόσιμον εἰς τὸν Δαρεῖον , δέκα τέσ
σαρες χιλιάδες καὶ πεντακόσια ἑξήκοντα τάλαντα , χωρὶς
τὰς ἄλλας μικροτέρας ποσότητας , τὰς ὑποίας ἀφίνω , δέν
τας λέγω .
96. Αὐτὸ εἶναι τὸ εἰσόδημα , τὸ ὁποῖον εἶχεν ὁ Δαρεῖος
ἀπὸ τὴν Ασίαν , καὶ ὀλίγα μέρη τῆς Λιβύας . Μετὰ ταῦτα
ὅμως τὸν ἤρχετο φόρος καὶ ἀπὸ τὰς νήσους καὶ ἀπὸ τοὺς
εἰς τὴν Εὐρώπην κατοικοῦντας ἕως τὴν Θεσσαλίαν . Αὐτὸν

δὲ τὸν φόρον θησαυρίζει ὁ βασιλεὺς κατὰ τὸν ἑξῆς τρόπον .


Τὸν ἀναλύει καί τον χύνει εἰς πιθάρια πήλινα · ἀφοῦ δὲ γετ

μίσῃ τὸ ἀγγεῖον , περιαιρεῖ τὸν κέραμον, καὶ ὅταν λάβῃ χρείαν


χρημάτων, κόπτει τόσον , ὅσον χρειάζεται ἑκάστην φοράν .

97 · Αὐταὶ λοιπὸν ἦσαν αἱ ἡγεμονίαι καὶ ἐπιτάξεις


τῶν φόρων . Μόνον διὰ τὴν Περσικὴν χώραν δὲν εἶπα ὅτι
ἐπλήρονε δόσιμον · διότι οἱ Πέρσαι νέμονται χώραν ἀσύδο
τον . Πρὸς τούτοις δὲ οὔτε οἱ ἑξῆς δὲν καθυπεβλήθησαν εἰς

φόρον , ἀλλ᾽ἔδιδον δῶρα· οἱ Αἰθίοπες οἱ συνορεύοντες μὲ

τὴν Αἴγυπτον , τοὺς ὁποίους ὁ Καμβύσης, ὅτε ἐπήγαινε


κατὰ τῶν μακροβίων Αἰθιόπων , κατέστρεψε , καὶ οἱ ὁποῖοι
κατοικημένοι περὶ τὴν ἱερὰν Νύσαν, κάμνουσι τὰς ἑορτὰς
ΒΙΒ . Γ΄ ΘΑΛΕΙΑ . 329

εἰς ( *) τὸν Διόνυσον . Αὐτοὶ οἱ Αἰθίοπες , Καὶ οἱ πλησιόχωρος


αὐτῶν , μεταχειρίζονται τὸ ἴδιον σπαρτὸν , τὸ ὁποῖον καὶ οἱ
Καλαντίαι Ινδοί κατοικίας δὲ ἔχουσιν ὑπογείους . Αὐτὰ

τὰ δύο ἔθνη ὁμοῦ ἐπρόσφερον ἀνὰ τρεῖς χρόνους , καθώς


τα ἐπρόσφερον καὶ εἰς τὸν καιρόν μου , δύο χοίνικαςμα

λίγματος φυσικοῦ καὶ διακοσίους φάλαγγας ἐβέκου , καὶ


πέντε παῖδας Αἰθίωπας , καὶ εἴχοσι μεγάλα ὀδόντια ἐλέ
φαντος. Οἱ Κόλχοι A δὲ ὑπεσχέθησαν νὰ δίδωσι δωρεὰν ,
καθὼς καὶ οἱ πλησίον αὐτῶν ἕως τὸ Καυκάσιον ὄρος · διότι
ἕως τὸ ὄρος τοῦτο ὁρίζουσιν οἱ Πέρσαι· τὰ δὲ ἔθνη , τὰ ὁποῖα
εἶναι πρὸς τὰ βόρεια τοῦ Καυκάσου , δὲν θέλουν νὰ ἠξεύρωσι ·
τοὺς Πέρσας. Καὶ αὐτοὶ ἔπεμπον τὰ δῶρα , τὰ ὁποῖα ὑπεσχέ
θησαν , ἀκόμη καὶ εἰς τὸν καιρόν μου, ἀνὰ πέντε χρόνους,
ἑκατὸν παῖδας καὶ ἑκατὸν παρθένους . Οἱ δὲ Αράβιοι ἔστελ
λον κατ᾽ ἔτος χίλια τάλαντα λιβανωτοῦ. Αὐτὰ ἤρχοντο δῶ
ρα, ἔξω τοῦ φόρου , εἰς τὸν βασιλέα .
98. Αποκτῶσι δὲ αὐτὸ τὸ πολὺ μάλαγμα οἱ Ἰνδοὶ , ἀπὸ
τὸ ὁποῖον στέλλουσιν εἰς τὸν βασιλέα τὴν λεχθεῖσαν χρυσές

τιδα ἄμμον , κατὰ τὸν ἑξῆς τρόπον . Πρὸς τὰ ἀνατολικὰ μέ


ρῃ τῆς Ἰνδικῆς χώρας εἶναι τόπος ἀμμώδης · ἀπ᾿ ὅσα δὲ ἔθνη
Ασιανὰ ἡμεῖς γνωρίζομεν , καὶ περὶ τῶν ὁποίων λέγουσί τι
ἀκριβὲς , πρῶτοι ἀπ ' ὅλα πρὸς ἀνατολὰς τοῦ ἡλίου κατοι
κοῦσιν οἱ Ινδοί· τὰ δὲ ἀνατολικώτερα ἀπὸ τοὺς ἐνδοὺς
εἶναι ἐρημία ἐξ αἰτίας τῆς ἄμμου . Οἱ δὲ ἐνδοὶ εἶναι πολλὰ
ἔθνη καὶ ὄχι ὁμόγλωσσα μεταξύ των · καὶ ἄλλοι ἀπ᾿ αὐτοὺς

εἶναι νομάδες , ἄλλοι δὲ ὄχι· ἄλλοι πάλιν κατοικοῦσιν εἰς τὰ

(* ) 18. Βιβλ . Β . §. 146.


330 * ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

ἔλη τοῦ ποταμοῦ (* ) καὶ τρώγουσιν ὀψάρια ὠμά· τὰ ὁποῖα


ἐμβαίνοντες εἰς πλοῖα καλάμινα , ἀπεκεῖ ἀγρεύουσιν · ἓν δὲ

γόνατον καλάμου γίνεται ἓν πλοῖον . Αὐτοὶ δὲ οἱ Ἰνδοὶ φο


ροῦσι φορέματα φλοϊνα , τὰ ὁποῖα κάμνουσι τοιουτοτρό
πως μαζεύσαντες φλοῦν ἀπὸ τὸν ποταμὸν, τὸν κοπανί
ζουσι, καὶ ἔπειτα πλέξαντές τον ὡς ψάθαν, τὸν ἐνδύονται
ὡς θώρακα .
99.ἄλλοιδὲ ἀπὸ τοὺς Ινδοὺς, κατοικοῦντες πρὸς ἀνατολὰς
αὐτῶν , εἶναι νομάδες , καὶ τρώγουσι κρέας ὠμέν · ὀνομάζονται
δὲΠαδαῖοι. Αὐτοὶ λέγονται ὅτι ἔχουσι τοιούτους νόμους . ὅ
ποιος πολίτης ἀῤῥωςήσῃ , εἴτε ἄνδρας ,εἴτε γυναῖκα, τὸν μὲν
ἄνδρα σφάζουσιν ἄνδρες οἱ πολλὰ σχετικοί του , λέγοντες ὅτι
ἀναλύει ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν , καὶ διαφθείρεται τὸ κρέας του
αὐτὸς δέ το ἀρνεῖται ὅτι δὲν εἶναι ἄῤῥωστός , πλὴν ἐκεῖνοι δέν
τον πιστεύουσιν , ἀλλά τον σφάζουσι, καί τον εὐωχοῦνται· ἂν
δὲ ἀῤῥωστήσῃ γυναῖκα , παρομοίως αἱγυναῖκες , ὅσαι ἔχουσι
τὴν συναναστροφήν της , κάμνουσι τὰ ἴδια ὡς καὶ οἱ ἄνδρες.
ἔτι δὲ καὶ ὅποιος γηράσῃ , τὸν θυσιάζουσι καί τον εὐωχοῦνται ·
πλὴν δὲν φθάνουσι πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς εἰς τὸ νὰ θανατωθῶσι
διὰ γηρατεῖα · διότι προτοῦ , ὅποιος περιπέσῃ εἰς νόσον , τὸν
σφάζουσι .
100. Ἄλλοι πάλιν Ινδοὶ ζῶσι κατὰ τὸν ἑξῆς τρόπον ·
Οὔτε φονεύουσι κανὲν ἔμψυχον , οὔτε σπείρουσί τι , οὔτε οἰκίας
συνηθίζουν νὰ κτίζωσιν · ἀλλὰ χορτοφαγοῦσι, καὶ ἔχουσι φυτόν

τι , τὸ ὁποῖον γίνεται αὐτόματον ἀπὸ τὴν γῆν, μεγάλον ὅσον


τὸ κεχρίον , περιεχόμενον εἰς κάλυκα · αὐτὸ μαζεύοντες

(*) Ινδοῦ
ΒΙΒΛ. Γ΄. ΘΑΛΕΙΑ . 331

ψήνουσῖν ὁμοῦ μὲ τὴν κάλυκα , καί το τρώγουσιν . ὅποιος


δὲ ἀῤῥωστήσῃ , ὑπάγει καὶ πίπτει εἰς τὴν ἔρημον · καὶ κα
νεὶς δὲν φροντίζει δι αὐτὸν , οὔτε ἀφοῦ ἀποθάνῃ οὔτ᾽ ἐνόσῳ

εἶναι ἄῤῥωστος .
ιοι . Αὐτοὶ δὲ οἱ Ινδοῖ , τοὺς ὁποίους ἀνέφερα , ὅλοι συ

νουσιάζονται ἀναφανδὸν , ὡς τὰ ζῶα, καὶ ἔχουσι τὸ χρῶμα


ὅλοι ὅμοιον καὶ σχεδὸν τὸ ἴδιον μὲ τοὺς Αἰθίοπας. Η δὲ τε
κνοποιὸς γονὴ αὐτῶν δὲν εἶναι λευκὴ , καθὼς τῶν ἄλλων
ἀνθρώπων , ἀλλὰ μαύρη , καθὼς τὸ χρῶμά των · τοιαύτην

δὲ γονὴν ἔχουσι καὶ οἱ Αἰθίοπες . Αὐτοὶ μὲν οἱ Ινδοὶ οἰκοῦσι

μακρὰν τῶν Περσῶν, καὶ πρὸς τὸν νότον ἄνεμον · καὶ παν
τελῶς δὲν ὑπετάγησαν εἰς τὸν βασιλέα Δαρεῖον .
102. Αλλοι δὲ ἐκ τῶν Ἰνδῶν συνορεύουσι μὲ τὴν πόλιν
1
Κασπάτυρον , καὶ τὴν χώραν Πακτυϊκὴν , κατοικημένοι ἀρ
κτικῶς πρὸς τοὺς λοιποὺς Ἰνδοὺς, καὶ ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ βορᾶ,
τῶν ὁποίων ἡ δίαιτα εἶναι παραπλησία μὲ τὴν τῶν Βακτρίων .
Αὐτοὶ καὶ πολεμικώτατοι εἶναι ἀπὸ τοὺς ἄλλους Ινδοὺς ,

καὶ εἰς τὴν ζήτησιν τοῦ χρυσοῦ , αὐτοὶ πορεύονται. Εἰς ἐ


κεῖνα τὰ μέρη εἶναι ἐρημία διὰ τὴν ἄμμον · εἰς αὐτὴν δὲ

τὴν ἐρημίαν καὶ τὴν ἄμμον γίνονται μύρμηκες ἔχοντες μέ


γεθος ὀλιγώτερον μὲν ἀπὸ σκύλους , περισσότερον ὅμως
ἀπὸ ἀλώπεκας . Απ᾿ αὐτοὺς ἔχει καὶ ὁ βασιλεὺς τῶν Περσῶν,
τοὺς ὁποίους πιάνουσι και τον στέλλουσιν ἀπεκεῖ . Αὐτοὶ λοι

πὸν οἱ μύρμηκες κάμνοντες τὰς κατοικίας των ὑπὸ τὴν γῆν,


ἐκφοροῦσι τὴν ἄμμον εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, ἀπαράλλακτα , κα
θὼς καὶ οἱμύρμηκες εἰς τὴν Ἑλλάδα . Εἶναι δὲ καὶ εἰς τὸ σχῆ
μα ὁμοιότατοι μ᾿ αὐτοὺς · ἡ δὲ ἄμμος , ἡ ὁποία ἐκβαίνει ἀπε

κεῖ εἶναί χρυσῖτις . Πρὸς ζήτησιν λοιπὸν τῆς ἄμμου ταύτης πη .

γαίνουσιν εἰς τὴν ἔρημον οἱ Ινδοὶ, ζεύξας καθεὶς τρεῖς καμή ·


332 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ
Τ .

λας· μία θηλυκὴ εἶναι εἰς τὴν μέσην , καὶ δύο ἀρσενικὰ σες
ραφόροι ἕλκουσιν ἀπὸ τὰ δύο πλάγια. Εἰς τὴν θηλυκὴν ἀνα
βαίνει αὐτὸς , τὴν ὁποίαν ἐπίτηδες πέρνει , ὅταν ἔχῃ νέα
παιδία , καί την ζεύγει , διότι αἱ καμῆλαι αὐτῶν δὲν εἶναι
κατώτεραι ἀπὸ τοὺς ἵππους εἰς τὴν ταχύτητα · καὶ πλὴν
τούτου εἶναι καὶ δυνατώτεραι διὰ νὰ σηκόνωσι φόρτωμα.

103. Τί σχῆμα δὲ ἔχει ἡ καμήλα , δὲν εἶναι ἀνάγκη να


το γράψω · διότι οἱ Ἕλληνες ἐξεύρουσι τοῦτο· θὰ εἴπω δὲ μό
νον ἐκείνην τὴν ἰδιότητα αὐτῆς , ἡ ὁποία τοὺς εἶναι ἄγνωςος •
Η καμήλα εἰς τὰ ὀπισινὰ σκέλη έχει τέσσαρας μηροὺς , καὶ
τέσσαρα γόνατα , τὰ δὲ αἰδοῖα γυρισμένα πρὸς τὴν οὐρὰν
διὰ μέσου τῶν ὀπισθίων σκελῶν .
ιο4. Οἱ ἐνδοὶ λοιπὸν κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον , καὶ τοιαῦτα
ζῷα ζεύγοντες , ἐκβαίνουσι διὰ τὸν χρυσὸν, καιροφυλακτοῦν
τες νά τον ἁρπάσωσιν εἰς τὴν ὥραν, ὅτῳ εἶναι μεγαλωτάτη
καῦσις · διότι οἱ μύρμηκες ἀπὸ τὸ καῦμα γίνονται ἀφανεῖς

κρυπτόμενοι ὑπὸ τὴν γῆν. Εἶναι δὲ θερμότατος ὁ ἥλιος κατ᾿


ἐκεῖνα τὰ μέρη τὸ πρωΐ· ὄχι καθὼς εἰς τ᾿ ἄλλα μέρη τὸ με

σημέριον, ἀλλ ' ἀφοῦ ἀνατείλῃ ἕως τὴν διάλυσιν τῆς ἀγορᾶς
Κατ᾿ αὐτὴν τὴν ὥραν καίει πολὺ περισσότερον , παρ ' ὅ, τι
καίει εἰς τὴν Ἑλλάδα κατὰ τὸ μεσημέριον, τόσον ὥσε λέγου
σιν ὅτι οἱ ἄνθρωποι τότε βρέχονται μέσα εἰς νερόν· ὅταν δὲ
μεσάζη ἡ ἡμέρα, καίει τοὺς Ἰνδοὺς σχεδὸν ἐπίσης καθὼς καὶ
τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους · ὅταν δὲ κλίνῃ τὸ μεσημέριον , γίνεται
εἰς αὐτοὺς ὁ ἥλιος ὅσον εἶναι θερμὸς εἰς τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους
τὸ πρωΐ· καὶ ἔκτοτε προχωρῶν δροσίζει περισσότερον , ἕως
ὅτου φθάνει εἰς τὴν δύσιν , καὶ τότε δροσίζει ὅλως διόλου .
105. ὅταν λοιπὸν φθάσωσιν εἰς τὸν τόπον οἱ Ἰνδοὶ, ἔχον

τες θυλάκια γεμίζουσιν αὐτὰ ἀπὸ τὴν ἄμμον ἐκείνην, καὶ

1
ΒΙΒΔ . Γ΄ ΘΑΛΕΙΑ . 333

τρέχουσιν ὀπίσω » ὀγλιγωρότατα· διότι ἀμέσως οἱ μύρμηκες ,


καθὼς λέγουσιν οἱ Πέρσαι , τὸ αἰσθάνονται ἀπὸ τὴν ὀσμὴν
καί τους διώκουσι. Λέγουσι δὲ ὅτι κανὲν ζῶον δέν τους
ὁμοιάζει εἰς τὴν ταχύτητα , τόσον ὥστε , ἐὰν οἱ Ἰνδοὶ δὲν

ἐπρολάμβανον νὰ πέρνωσι δρόμον , ἐνῷ μαζεύονται οἱ μύρ


μηκες , κανεὶς δὲν ἤθελεν ἀποσώζεσθαι. Τὰς ἀρσενικὰς λοιπὸν
καμήλας , (διότι εἶναι κατώτεραι εἰς τὸ τρέξιμον ἀπὸ τὰς
θηλυκὰς, ἐνίοτε καὶ λύουσιν ἀπὸ τὰ πλάγια , πότε τὴν
μίαν καὶ πότε τὴν ἄλλην , ἕλκοντές τὰς κατόπιν· αἱ θήλυ
καὶ ὅμως ἐνθυμούμεναι τὰ τέκνα των, τὰ ὁποῖα ἀφῆκαν ,
δὲν χαυνόνονται παντελῶς . Τοιουτοτρόπως ἀποκτῶσιν οἱ ἰνδοὶ
τὸ περισσότερον χρυσίον, κατὰ τοὺς λόγους τῶν Περσῶν.
Εκβαίνει δὲ καὶ ἄλλο μάλαγμα εἰς τὸν τόπον των, τὸ ὁποῖον
εἶναι ὀρυκτὸν, πλὴν ὀλιγώτερον .
106. Αἱ δὲ ἐσχατιαὶ τῆς οἰκουμένης ἔλαβαν τὴν χάριν
νὰ ἔχωσι τὰ πλέον καλήτερα πράγματα τοῦ κόσμου, καθὼς
ἡ Ἑλλὰς νὰ ἔχῃ τὰς τέσσαρας ὥρας τοῦ ἔτους καλὰ συγκε
ρασμένας. Πρὸς μὲν τὴν ἀνατολὴν τελευταῖον μέρος κατοι
κημένον , καθὼς πρὸ ὀλίγου εἶπα , εἶναι ἡ ᾿Ινδική· εἰς αὐτὴν ,

πρῶτον μὲν, τὰ ἔμψυχα τετράποδα καὶ τὰ πετεινὰ , πλὴν


τῶν ἵππων, εἶναι πολὺ μεγαλήτερα παρὰ εἰς τὰ ἄλλα μέρη ·
οἱ ἵπποι μόνον εἶναι κατώτεροι ἀπὸ τοὺς Μηδικοὺς τοὺς λε
γομένους Νισαίους ἵππους · δεύτερον , εἶναι ἄπειρον μάλαγμα
ἐκεῖ, ἄλλο ὀρυκτὸν , ἄλλο καταβιβαζόμενον ἀπὸ ποταμοὺς ;
καὶ ἄλλο , καθὼς διηγήθην , ἁρπαζόμενον . Πρὸς τούτοις τὰ
δένδρα τὰ ἄγρια ἐκεῖ κάμνουσι καρπὸν μαλλίον , τὸ ὁποῖον
περνᾷ πολὺ τὸ μαλλίον τῶν προβάτων καὶ εἰς τὴν ὡραιότητα
Iκαὶ εἰς τὴν καλοσύνην · καὶ ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ δένδρα εἶναι τὰ φασ
ρέματα , τὰ ὁποῖα μεταχειρίζονται οἱ ᾿Ινδοί.
107. ᾿Απὸ δὲ τὸ μέρος τῆς μεσημβρίας πάλιν εἶναιἡ Ἀραβία
334 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

τελευταῖος κατοικημένος τόπος· εἰς αὐτὴν δὲ μόνην γίνεται


λιβανωτὸς , καὶ σμύρνα , καὶ κασία , καὶ κιννάμωμον , καὶ λή .
δανον . Αὐτὰ ὅλα , πλὴν τῆς σμύρνης ἀποκτῶσιν οἱ Αράβιοι
δυσκόλως. Καὶ τὸν μὲν λιβανωτὸν μαζεύουσι θυμιάζοντες
τὴν στύρακα , τὴν ὁποίαν οἱ Φοίνικες φέρουσιν εἰς τὴν ῾Ελ
λάδα· αὐτὴν θυμιάζοντες τὸν λαμβάνουσι· διότι φυλάττουσι
τὰ δένδρα αὐτὰ τὰ λιβανωτοφόρα ὀφίδια πτερωτὰ , μικρὰ
εἰς τὸ σῶμα, καὶ ποικίλα εἰς τὸ εἶδος· φυλάττουσι δὲ πολ
λὰ εἰς ἕκαστον δένδρον · εἶναι δὲ αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἐπιςρατεύου
σιν εἰς τὴν Αἴγυπτον · μὲ κανὲν δὲ ἄλλο μέσον δὲν ἀποδιών
κονται ἀπὸ τὰ δένδρα , εἰμὴ μὲ καπνὸν τῆς στύρακος .
108. Λέγουσι δὲ καὶ τοῦτο οἱ Αράξιοι · ὅτι ὅλη ἡ γῆ ἤθελε
γεμίσει ἀπ' αὐτὰ τὰ ὀφίδια , ἐὰν δέν τα ἠκολούθει ὁποῖόν τι
ἠξεύρω ὅτι ἀκολουθεῖ καὶ εἰς τὰς ἐχίδνας. Οὕτως ἡ πρόνοια
τοῦ θεοῦ, καθὼς εἶναι ἑπόμενον , οὗτα σοφὴ , ὅσα μὲν ζῶα
εἶναι ἄτολμα καὶ φαγώσιμα, ἔκαμεν αὐτὰ ὅλα πολύγονα,
διὰ νὰ μὴ ἐξολοθρεύωνται κατατρωγόμενα · ὅσα δὲ εἶναι ἄ
γρια καὶ βλαβερὰ ἔκαμεν αὐτὰ ὀλιγόγονα. ὁ μὲν λαγὸς,
ἐπειδὴ θηρεύεται ἀπὸ πᾶν θηρίον καὶ ὄρνεον καὶ ἄνθρωπον ,
διὰ τοῦτο εἶναι τόσον πολύγονον · μόνον ἀπὸ τὰ θηρία ἐπι

συλλαμβάνει, ἐνῷ εἶναι ἐγγαστρωμένον, ὥστε εἰς τὴνκοι


λίαν του ἓν ἔμβρυον εἶναι μαλλωτὸν , ἄλλο εἶναι ἄτριχον ,
ἄλλο ἤδη σχηματίζεται εἰς τὴν μήτραν, καὶ ἄλλο συλλαμ
βάνεται· καὶ τοιοῦτος μὲν εἶναι ὁ λαγός. Ἡ δὲ Λέαινα , οὖ
σα θηρίον δυνατώτατον καὶ ὁρμητικώτατον , μίαν φορὰν εἰς

τὴν ζωήν της γεννᾷ ἓν μόνον · ὅταν δὲ γεννᾷ ὁμοῦ μὲ τὸ


τέκνον ἐκβάλλει καὶ τὰς μήτρας · τὸ δὲ αἴτιον τούτου εἶναι
1τὸ ἑξῆς . ὅταν ὁ σκύμνος , ὢν εἰς τὴν μήτραν , ἀρχίζῃ νὰ δια

κινῆται, ἔχων ὀνύχια πολὺ ὀξύτατα ἀπ᾿ ὅλα τὰ ἄλλα θηρία ,


ΒΙΒΛ . Γ΄. ΘΑΛΕΙΑ . 335

ἀμύσσει τὰς μήτρας, καὶ ὅσον αὐξάνει , πολὺ περισσότερον τὰς


πληγόνει καταξεσχίζων αὐτάς · ἔρχεται δὲ ὁ καιρὸς νὰ γεν
νήσῃ ἡ λέαινα , καὶ οὔτε μέρος τῆς μήτρας δὲν μένει ὑγιές .
109. Παρομοίως καὶ αἱ ἔχιδναι καὶ τὰ πτερωτὰ ὀφίδια εἰς
τὴν Αἴγυπτον , ἐὰν ἐπολυπλασιάζοντο ,καθὼς εἶναι ἡ φύσις των
θηριώδης , δὲν ἤθελεν ἠμπορεῖ νὰ ζῇ ἄνθρωπος· τώρα ὅμως,
ὅταν βατεύωνται ἀνὰ δύο , καὶ τὸ ἀρσενικὸν καταγίνηται εἰς
τὴν τεκνοποιΐαν , ἐνόσῳ αὐτὸ νὰ ἐκπληρώσῃ τὸ ἔργον, πιάνει
ἀπὸ τὸν λαιμὸν τὸ θηλυκὸν , καὶ ἐμφυόμενον δέν το ἀφίνει ,
ἕως ὅτου νά το διαφάγῃ . Τὸ ἀρσενικὸν λοιπὸν ἀποθνήσκει
κατὰ τὸν λεχθέντα τρόπον · τὸ δὲ θηλυκὸν πληράνει τὸν εἰς
τὸ ἀρσενικὸν φόνον ὡς ἑξῆς · Τὰ τέκνα , πρὸς ἐκδίκησιν τοῦ
πατρός των , ὄντα ἔτι εἰς τὴν κοιλίαν , διατρώγουσι τὴν
μήτραν, καὶ ἀφοῦ διαφάγωσι καὶ τὴν κοιλίαν , τοιουτοτρόπως
ἐξέρχονται · τὰ ἄλλα ὅμως ὀφίδια ὄντα ἀβλαθῆ εἰς τοὺς ἀν
θρώπους , γεννῶσιν αὐγὰ καὶ ἐκλεπίζουσι πολὺν ἀριθμὸν τέ
κνων. Καὶ αἱ μὲν ἔχιδναι εὑρίσκονται παντοῦ · τὰ δὲ πτε
ρωτὰ ὀφίδια εἶναι ὅλα μαζευμένα εἰς τὴν ᾿Αραβίαν, καὶ ὄχι
εἰς ἄλλο μέρος τοῦ κόσμου , καὶ δὲ αὐτὸ φαίνονται ὅτι εἶναι
πολλά .

110. Τὸν λιβανωτὸν λοιπὸν αὐτὸν τοιουτοτρόπως ἀπο


κτῶσιν οἱ ᾿Αράβιοι · τὴν δὲ κασίαν κατὰ τὸν ἀκόλουθον
τρόπον · ᾿Αφοῦ περιτυλίξωσι καλὰ ὅλον τὸ σῶμά των καὶ τὸ ,
πρόσωπον , πλὴν τῶν ὀφθαλμῶν , μὲ βοδοτόμαρα καὶ ἄλλα
δέρματα , ὑπάγουν νὰ μαζεύσωσι τὴν κασίαν · αὐτὴ δὲ φυσ
τρόνει εἰς λίμνην , ὄχι βαθεῖαν · περὶ αὐτὴν , καὶ εἰς διάφορα
μέρη μέσα εἰς αὐτὴν τὴν λίμνην , διατρίβουσι θηρία πτερωτὰ
πολὺ παρόμοια μὲ τὰς νυκτερίδας, τὰ ὁποῖα τρίζουσι τρο
μερὰ , καὶ εἰς τὴν δύναμιν εἶναι δυνατά · ἀπ᾿ αὐτὰ λοιπὸν
336 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

προσέχοντες νὰ φυλάττωσι μόνον τὰ ὀμμάτια των θερίζουσι


τὴν κασίαν ·

· 111 · Τὸ δὲ κιννάμωμον μαζεύουσι μὲ τρόπον θαυμα

στότερον ἀπὸ τοὺς ῥηθέντας. Ποῦ γίνεται , καὶ ποία γῆ κά


μνει αὐτὸ , δὲν ἠξεύρουν νά εἴπωσι , παρὰ μόνον ἐξ εἰκασίας
λέγουσί τινες ὅτι φυτρόνει εἰς τὰ μέρη , εἰς τὰ ὁποῖα ἐτρά
φη · ὁ Δυόνυσος· καὶ λέγουσιν ὅτι ὄρνεα μεγάλα φέρουσιν
αὐτὰ τὰ κάρφη , τὰ ὁποῖα ἡμεῖς ἐμάθαμεν ἀπὸ τοὺς Φοίνι
κας νὰ ὀνομάζωμεν κιννάμωμον . Λέγουσι δὲ ὅτι τὰ φέρουσι
τὰ ὄρνεα ταῦτα , διὰ νὰ φθιάσωσι τὰς φωλιάς των , αἱ ὁποῖαι
εἶναι προσκολλημέναι μὲ πηλὸν εἰς ὑψηλοὺς βράχους , ὅπου
ν᾿ ἀναβῇ ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει κανένα δρόμον. ὅθεν οἱ ᾿Αρά
βιοι σοφίζονται τὰ ἑξῆς · Κόπτοντες , ὅσον δυνατὸν εἰς μαγα
λώτατα κομμάτια , τὰ μέλη βοδίων καὶ ὄνων καὶ τῶν ἄλλων
ὑποζυγίων ὅσα ψοφῶσι, τὰ φέρουσιν εἰς ἐκεῖνα τὰ μέρη ,
καὶ ἀφοῦ τα βάλωσι πλησίον τῶν φωλεῶν ἀπομακρύνον ·
ται ἀπ' αὐτάς· τὰ δὲ ὄρνεα καταπετῶντα πέρνουσιν ἐπάνω
εἰς τὰς φωλεάς των τὰ μέλη τῶν ὑποζυγίων · αἱ δὲ φωλεαὶ ;
ἐπειδὴ δὲν ἠμποροῦσι να τα κρατήσωσι, κρημνίζονται καὶ
πίπτουσι κάτω · τότε δὲ πηγαίνουσιν ἐκεῖνοι καὶ μαζεύουσι
τὸ κιννάμωμον , τὸ ὁποῖον μαζευόμενον ἀπ᾿ αὐτοὺς ἔρχεται
λέγουσιν εἰς τὰ ἄλλα μέρη .
112. Τὸ δὲ λήδανον , τὸ ὁποῖον οἱ ᾿Αράβιοι ὄνομάζουσιν
λάδανον , μαζεύεται μὲ τρόπον θαυμασιώτερον . Μολονότι
γίνεται εἰς μέρος δυσωδέστατον, εἶναι ὅμως εὐωδέστατον ·

τοῦτο ἐὑρίσκεται ὡς γλοιὸς εἰς τὰ γένεια τῶν αἰγῶν καὶ τῶν


τράγων , εἰς τὰ ὁποῖα κολλᾷ τρέχον ἀπὸ τοὺς θάμνους· εἶναι

δὲ χρήσιμον εἰς πολλὰ μυρωδικὰ , καὶ οἱ Ἀράξιοι θυμιάζου


σιν αὐτὸ καθ᾽ ὑπερβολήν .
· ΒΙΒΛ. Γ'. ΘΑΛΕΙΑ . 339

113. Καὶ ἀρκετὰ μὲν εἶπα διὰ τὰ ἀρωματικά μυρίζει


δὲ ἡ Αραβία χώρα θαυμάσιᾳ καὶ γλυκύτατα . Δύο δὲ γένη
προβάτων εἶναι ἐκεῖ ἄξια θαύματος , τὰ ὁποῖα εἰς κανὲν ἄλ

λο μέρος δὲν εὑρίσκονται· τὸ ἓν ἀπ᾿ αὐτὰ ἔχει τὰς οὐρὰς


· μακρὰς , ὄχι ὀλιγώτερον ἀπὸ τρεῖς πήχας · αἱ ὁποῖαι , ἄν τας

ἀφήσῃ τις νὰ σύρωνται κατόπι των, θέλουν πληγωθῆ κατα


τριβόμεναι κατὰ γῆς· τώρα ὅμως ὅλοι οἱ ποιμένες ἠξεύ
ρουσι νὰ ξυλουργῶσιν ὁπωσοῦν · καὶ κατασκευάζοντες ἅμα
ξάκια , τὰ δένουσιν ὑποκάτω τῶν οὐρῶν· δένουσι δὲ εἰς ἕκα
στον αμαξάκιον χωριστὰ τὴν οὐρὰν ἑνὸς ζώου . Τὸ δὲ ἄλλο
γένος τῶν προβάτων ἔχουσι τὰς οὐρὰς πλατείας , καὶ ἕως
μίαν πήχην τὸ πλάτος .
*
114. Μετὰ δὲ τὰ μεσημβρινὰ , ἐὰν ὑπάγῃ τις πρὸς
δυσμὰς τοῦ ἡλίου , ἔσχατος τόπος κατοικημένος παρεκ
τείνεται ἡ Αιθιοπία . Αὐτὴ ἐκβάλλει μάλαγμα πολὺ , καὶ
ἐλέφαντας μεγάλους , καὶ πᾶν εἶδος δένδρων ἀγρίων ‫ܪ‬, καὶ
ἔβενον , καὶ ἀνθρώπους μεγαλωτάτους καὶ ὡραιοτάτους καὶ
μακροβιωτάτους .
115. Αὐταὶ μὲν εἶναι αἱ ἐσχατιαὶ τῆς Ἀσίας καὶ τῆς
Λιβύας . Διὰ δὲ τὰς ἐσχατιὰς τῆς Εὐρώπης πρὸς δυσμὰς ,

δὲν ἠμπορῶ ἀκριβῶς νὰ εἴπω · οὔτε δέχομαι ἐγὼ ὅτι


ποταμός τις ὀνομαζόμενος Ηριδανὸς ἀπὸ τοὺς Βαρβάρους ,
ἐκχύνεται εἰς τὴν βόρειον θάλασσαν ,, ἀπὸ τὸν ὁποῖον λέγου
σιν ὅτι ἔρχεται τὸ ἤλεκτρον , οὔτε νήσους Κασσιτερίδας
γνωρίζω νὰ ὑπάρχωσιν, ἀπὸ τὰς ὁποίας ἔρχεται εἰς ἡμᾶς ὁ
κασσίτερος. Πρῶτον μὲν, αὐτὸ τὸ ὄνομα Ηριδανὸς δεικνύει
ὅτι εἶναι λέξις Ἑλληνικὴ καὶ ὄχι Βαρβαρικὴ , γενομένη ἀπὸ

κανένα ποιητήν · καὶ δεύτερον , ἐξετάζων δὲν ἠμπορῶ ν᾿ἀκού


σω ἀπὸ κανένα , γενόμενον αὐτόπτην, ὅτι τὰ ἐκεῖθεν τῆς
(ΤΟΜ . Α . ) 22
338 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

Ευρώπης είναι θάλασσα . Τοῦτο μόνον εἶναι βέβαιον ὅτι ὁ


κασσίτερος καὶ τὸ ἤλεκτρον ἔρχονται εἰς ἡμᾶς ἀπὸ τὰ ἔσχα
τα αὐτῆς .

116. Εἰς δὲ τὰ ἀρκτικὰ τῆς Εὐρώπης εἶναι φανερὸν ὅτι


εὑρίσκεται πάμπολυ μάλαγμα · πῶς ὅμως γίνεται , οὔτε τοῦτο
ἠμπορῶ νὰ εἴπω βεβαίως . Λέγουσι δὲ ὅτι οἱ ( *) Αριμασποὶ ,
ἄνθρωποι μονόφθαλμοι, ἁρπάζουσιν αὐτὸ ἀπὸ τοὺς γρύπας ·
πλὴν οὔτε τοῦτο δὲν πιστεύω , ὅτι γεννῶνται μονόφθαλμοι

ἄνθρωποι, ἔχοντες τὴν ἄλλην φύσιν ὁμοίαν μὲ τοὺς λοιποὺς


ἀνθρώπους . Αἱ ἐσχατιαὶ λοιπὸν τοῦ κόσμου , περικλείουσαι
τὴν ἄλλην γῆν , καὶ περιορίζουσαι αὐτὴν εἰς τὸ μέσον , αὐταὶ
φαίνονται ὅτι δίδουσιν , ὅσα ἡμεῖς ἔχομεν ὅτι εἶναι ὡραιό
τατα καὶ σπανιώτατα .

117. Εἶναι δὲ εἰς τὴν ᾿Ασίαν πεδιὰς, περικλεισμένη παν


ταχόθεν ἀπὸ βουνὸν , τὸ ὁποῖον ἔχει πέντε διασφάγας.Αὐτὴ ἡ πε
διὰς ἦτόν ποτε τῶν Χορασμίων , οὖσα εἰς τὰ σύνορα αὐτῶν τῶν
Χορασμίων καὶ ῾ρκανίων καὶ Πάρθων , καὶ Σαραγγῶν , καὶ Θα
μαναίων · ἀφοῦ δὲ ἔλαβαν τὸ κράτος οἱ Πέρσαι, εἶναι τοῦ βασι
λέως . Ἀπ᾿ αὐτὸ λοιπὸν τὸ βουνὸν, τὸ περικλεῖον τὴν πεδιάδα ,

τρέχει ποταμὸς μεγάλος , τὸ ὄνομα ῎κης· Αὐτὸς πρότερον


διαμοιραζόμενος παντοῦ ἐπότιζε τὰς χώρας τούτων τῶνῥηθέν

των ἐθνῶν , ἐρχόμενος εἰς καθὲν διὰ μιᾶς ἀπὸ τὰς διασφάγας
ἀφοῦ δὲ ἐπέρασαν εἰς τὴν ἐξουσίαν τοῦ Πέρσου , πάσχουσι τὸ ἑξῆς ·
βασιλεὺς κτίσας τὰς διασφάγας τῶν βουνῶν , ἔκαμεν εἰς καθε
μίαν πύλας ,ὥςε,ἐπειδὴ τὸ νερὸν ἀποκλείεται καὶ δὲν τρέχει ἔξω ,
ἡ ἐντὸς τῶν βουνῶν πεδιὰς γίνεται πέλαγος · καθότι ὁ ποταμὸς

(* ) Ιδ . Βιβλ. Α . §. 13. καὶ 17.


ΒΙΒΛ. Γ΄ ΘΑΛΕΙΑ . 339

χύνεται μὲν εἰς αὐτὴν, δὲν ἔχει ὅμως καμμίαν διέξοδον. Οσοι
λοιπὸν ἦταν συνειθισμένοι νὰ μεταχειρίζωνται πρότερον τὸ νε

ρὸν ,, μὴ ἠμποροῦντες πλέον νά το μεταχειρίζωνται ,εὑρίσκον


ται εἰς μεγάλην συμφορὰν · διότι τὸν χειμῶνα βρέχει εἰς αὐ
τοὺς ὁ θεὸς , καθὼς καὶ εἰς τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους · τὸ θέρος
ὅμως σπείροντες μελίνην καὶ σήσαμον λαμβάνουσι χρείαν
νὰ μεταχειρισθῶσιν αὐτὸ τὸ νερόν · ἀλλ᾽ ἐπειδὴ δὲν τοὺς παρα
χωρεῖται , πορευόμενοι εἰς τὴν Περσίαν αὐτοὶ καὶ αἱ γυναῖκές
των , ςέκονται εἰς τὰς πύλας τοῦ βασιλέως, καὶ φωνάζουσιν
ὠρυόμενοι · ὁ δὲ βασιλεὺς προστάζει ν᾿ ἀνοίξωσι τὰς πύλας,
αἱ ὁποῖαι εἶναι πρὸς τὸ μέρος τῶν ἐχόντων μεγαλωτάτην ἀπ
νάγκην . Ἀφοῦ δὲ χορτάσῃ ἡ γῆ αὐτῶν πίνουσα νερὸν , αὐταὶ
μὲν αἱ πύλαι ἀποκλείονται, καὶ διορίζει ν ' ἀνοίξωσιν ἄλλας
δι᾽ ἄλλους , ὅποιοι ἐκ τῶν λοιπῶν ἔχουσι πάλιν μεγαλωτάτην
ἀνάγκην . Καθὼς δὲ ἐγὼ ἀκούσας ἠξεύριο , ἀνοίγει ἀφοῦ τους
πάρῃ μεγάλας ποσότητας χρημάτων , πάρεξ τοῦ φόρου . Καὶ
αὐτὰ μὲν οὕτως ἔχουσιν
118. Απὸ δὲ τοὺς ἑπτὰ ἄνδρας , τοὺς ἐπαναστατήσαντας
κατὰ τοῦ μάγου , εἷς ὁ Ινταφέρνης συνέβη νὰ θανατωθῇ
ἀμέσως μετὰ τὴν ἐπανάστασιν διὰ τὴν ἑξῆς αὐθάδειάν του .

ἤθελε νὰ ἐμβῇ εἰς τὰ βασίλεια διὰ νὰ ὁμιλήσῃ τὸν βασιλέα ·


καθότι καὶ ὁ νόμος τοιοῦτος ἦτον εἰς τοὺς ἐπαναστατήσαντας
κατὰ τοῦ μάγου , νὰ ἔχωσι τὴν εἴσοδον εἰς τὸν βασιλέα ἐλευτ
θέραν καὶ χωρὶς εἰσαγγελέα , ἂν ὁ βασιλεὺς δὲν τύχῃ νὰ κοι
μᾶται εἰς τὸν γυναικωνίτην . ὁ Ινταφέρνης λοιπὸν δὲν ἄφινε
νά τον εισαγγείλῃ κανείς , ἀλλ᾽ ἐπειδὴ ἦτον ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ ,
ἤθελε νὰ ἐμβῇ · ὁ θυρωρὸς ὅμως καὶ ὁ ἀγγελιαφόρος δέν το ἐπέ
τρεπον , λέγοντες ὅτι ὁ βασιλεὺς κοιμᾶται εἰς τὸν γυναίκω
νίτην . ὁ δὲ Ινταφέρνης νομίζων ὅτι ἔλεγον ψεύματα , κά
22*
340 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ͂

μνει τὰ ἑξῆς· σύρει τὸν ἀκινάκην καὶ ἀποκόπτει τὰ αὐ


τία καὶ τὰς μύτας αὐτῶν · περάσας τὰ δὲ εἰς τὸν χαλινὸν
τοῦ ἵππου , τὰ ἔδεσεν εἰς τὸν λαιμόν των , καί τους ἄφησε .

rig. Αὐτοὶ δὲ δεικνύουσι τὸν ἑαυτόν των εἰς τὸν βασι


λέα , καὶ εἶπαν τὴν αἰτίαν διὰ τὴν ὁποίαν τὰ ἔπαθαν . ὁ
δὲ Δαρεῖος φοβηθεὶς μήπως ἐκ συμφώνου οἱ λοιποὶ ἓξ ἔκα
μαν αὐτὸ , ἔστειλε καί τους ἔφερεν ἀνὰ ἕνα , καὶ ἐδοκίμαζε
τὴν γνώμην των, ἐὰν συνεπαινῶσι τὸ γενόμενον . Ἀφοῦ δὲ
ἐπληροφορήθη ὅτι δέν το ἔκαμε μὲ τὴν εἴδησιν ἐκείνων , συ
νέλαβεν αὐτὸν τὸν Ινταφέρνη , καὶ τὰ παιδία του καὶ ὅλους
τοὺς ἐδικούς του , ὑποπτευόμενος πολὺ ὅτι ὁμοῦ μὲ τοὺς συγ
γενεῖς του βουλεύεται ἐπανάςασιν κατ᾿ αὐτοῦ · ἀφοῦ δέ τους

συνέλαβε, τοὺς ἔδεσε διὰ θάνατον . Ἡ δὲ γυναῖκα τοῦ ᾿Ινταφέρ


νους , πολλάκις ἐρχομένη εἰς τὰς θύρας τοῦ βασιλέως, ἔκλαιε
καὶ ὠδύρετο· κάμνουσα δὲ πάντοτε αὐτὸ ἔπεισε τὸν Δαρεῖον
ανά την σπλαγχνισθῇ, ὥςε ἔτειλε καί την εἶπε· « Γυναῖκα , ὁ
Σ βασιλεὺς Δαρεῖός σε χαρίζει νὰ λυτρώσῃς
ἕνα ἀπὸ τοὺς
» δεμένους συγγενεῖς σου , ὅποιον ἀπ᾿ ὅλους θέλεις . » ᾿Εκείνη
δὲ συλλογισθεῖσα , ἀπεκρίθη τὰ ἑξῆς · α Ἐπειδὴ ὁ βασιλεύς
» με χαρίζει τὴν ζωὴν ἑνὸς , προκρίνω ἀπ᾿ ὅλους τὸν ἀδελ
»φόν μου . » Μαθὼν δὲ ὁ Δαρεῖος αὐτὸ , καὶ θαυμάσας διὰ τὸν
4· λόγον , πέμψας ἔλεγε· « Γυναῖκα , σ' ἐρωτᾷ ὁ βασιλεὺς , ποίαν
.» γνώμην ἔχουσα ἄφησες τὸν ἄνδρα καὶ τὰ τέκνα σου , καὶ

ἐπροτίμησες νὰ σωθῇ ὁ ἀδελφός σου , ὁ ὁποῖος εἰς τὴν συγ


γένειαν σὲ εἶναι πολλὰ μακρύτεραἀπὸ τὰ παιδία σου ,
» καὶ ἔτι ὀλιγώτερον ἀγαπητὸς ἀπὸ τὸν ἄνδρα. »Τ Εκείνη δὲ
ἀποκρίνεται ὡς ἀκολούθως · « Βασιλεῦ , ἄνδρα μὲν ἠμπορῶ
» ν' ἀποκτήσω καὶ ἄλλον , ἂν θέλῃ ὁ θεὸς, καὶ τέκνα ἄλλα , ἐὰν
."
χάσω αὐτά· ἐπειδὴ ὅμως ὁ πατήρ μου καὶ ἡ μήτηρ μου
ΒΙΒΛ . Γ . ΘΑΛΕΙΑ . 341

» δὲν ζῶσι πλέον , ἀδελφὸν ἄλλον δὲν ἠμπορῶ νὰ κάμω


มุ
κατ ' οὐδένα τρόπον· μὲ τοιαύτην γνώμην ἐζήτησα αὐτόν. »
ὁ Δαρεῖος ἐςοχάσθη ὅτι ὀρθῶς εἶπεν ἡ γυναῖκα, καὶ ἐπειδὴ
ἐνοστιμεύθη τὴν ἀπόκρισίν της , τὴν ἄφησεν ἐκεῖνον , τὸν
ὁποῖον ἐζήτησε , καὶ τὸν μεγαλήτερόν της υἱὸν , τοὺς δὲ ἄλ
λους ὅλους ἐφόνευσεν . Εἷς λοιπὸν ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ κατὰ τὸν
ῥηθέντα τρόπον ἀμέσως μετὰ τὴν ἐπανάςασιν ἐθανατώθη .
120. ὅτε δὲ ἦτον ἄῤῥωστος ὁ Καμβύσης , κατ ' ἐκείνας
σχεδὸν τὰς ἡμέρας ἠκολούθησαν τὰ ἑξῆς . ὁ ὀροίτης , ἄν ·
θρωπος Πέρσης , ἦτον ὕπαρχος τῶν Σαρδίων , διορισθεὶς ἀπ
τὸν Κῦρον · αὐτὸς ἐπεθύμησε πρᾶγμα ἀνόσιον . Χωρὶς νὰ πά
θῇ τίποτε ἀπὸ τὸν Πολυκράτη τὸν (* ) Σάμιον , ἢ ν' ἀκού
σῃ ἀπ ' αὐτὸν κανένα ψυχρὸν λόγον , καὶ χωρὶς νά τον
ἴδῃ ποτὲ , ἐπεθύμει νά τον πιάσῃ καὶ νὰ τὸν ἀπολέσῃ
καθὼς μὲν λέγουσιν οἱ περισσότεροι διὰ τοιαύτην τινὰ αἰτ
τίχν . Καθήμενος λέγουσιν εἰς τὰς θύρας ( **) τοῦ βασιλέως
ὁ Οροίτης καὶ εἷς ἄλλος Πέρσης , τὸ ὄνομά του Μιτροβάτης,
ἄρχων τοῦ νομοῦ Δασκυλείου , αὐτοὶ ἀπὸ ὁμιλίαν κατήν

τησαν εἰς φιλονεικίαν · καὶ ἐπειδὴ ἡ φιλονεικία των ἦτον περὶ


ἀνδρίας , λέγουσιν ὅτι ὁ Μιτροβάτης ὀνειδίζων τον Οροίτην
εἶπε »! Πρέπει νὰ βάλῃ τις καὶ σὲ διὰ ἄνδρα , ὁ ὁποῖος
D
τὴν Σάμον , νῆσον πολλὰ πλησίον τοῦ νομοῦ σου , καὶ τό
» σον εὔκολον νὰ κυριευθῇ , δὲν ἐστάσθης ἄξιος νὰ κάμῃς
νά την ἔχῃ ὁ βασιλεὺς , ἀλλ᾽ εἷς ἐντόπιος ἐπαναστατήσας.

(*) Τύραννον τῆς Σάμου.


(** ) Απαράλλακτα σήμερον λέγουτι Θύραν (Πόρταν) τὸ πασᾶ καπουσί ..
Ενδέχεται νὰ ὀνομάζεται οὕτω κατὰ παλαιὰν συνήθειαν , καὶ ὄχε καθώς και
νῶς νομίζεται διὰ τὴν ὑψηλὴν πύλην, Μπάπι χουμαγιούν.
342 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ.

» μὲ δέκα πέντε ὁπλίτας , τὴν ἐκυρίευσε , καὶ τώρα τὴν ὁρί


·
· ζει ; » Ἄλλοι μὲν λέγουσιν ὅτι ἀκούσας αὐτὸ καὶ πηραχθεὶς
διὰ τὸν ὀνειδισμὸν , ἐπεθύμησεν ὄχι τόσον νὰ ἐκδικηθῇ τὸν
εἰπόντα αὐτὰ , ὅσον ν᾿ ἀπολέσῃ τὸν Πολυκράτη , διὰ τὸν ὁποῖον
ἐκακολογήθη .
121. Οἱ δὲ ὀλιγώτεροι λέγουσιν ὅτι ἔστειλεν ὁ ὀροίτης
κήρυκα εἰς τὴν Σάμον διὰ νὰ ζητήσῃ , δὲν ἠξεύρω τί πρᾶγ
μα διότι περὶ τοῦ πράγματος δὲν λέγουσι τίποτε · καὶ ὁ Πο
λυκράτης ἔτυχε νὰ ἶναι ἐξαπλωμένος εἰς τὸν ἀνδρῶνα · πα
ρευρέθη δὲ ἐκεῖ καὶ ὁ Ανακρέων ὁ Τήϊος· καὶ δὲν ἠξεύρω
πως , εἴτε ἐπίτηδες καταφρονῶν τὸ μέγεθος τοῦ ὀροίτου ,
εἴτε καμμία σύμπτωσις ἦτον , ὁ κήρυξ τοῦ ὀροίτου παρουσια
σθεὶς ὡμίλει , καὶ ὁ Πολυκράτης (διότι ἔτυχε νὰ ἦναι γυρισ
μένος ἀπὸ τὸν τοῖχον ) οὔτε μετεστράφη , οὔτ᾽ ἀπεκρίθη .
122. Αὐταὶ αἱ δύο αἰτίαι, λέγουσιν ὅτι ἐστάθησαν διὰ
τὸν θάνατον τοῦ Πολυκράτους ἂς πιστεύσῃ καθεὶς ὁποίαν
ἀπὸ τὰς δύο θέλει . ὁ ὀροίτης λοιπὸν καθήμενος εἰς τὴν Μα
γνησίαν , ἡ ὁποία εἶναι παράνω τοῦ Μαιάνδρου ποταμοῦ , ¿
πειδὴ ἔμαθε τοὺς σκοποὺς τοῦ Πολυκράτους , ἔστειλεν εἰς τὴν
Σάμον τὸν Μύρσον τοῦ Γύγου , ἄνδρα Λυδὸν , διὰ νά τον
ὁμιλήσῃ ἐκ μέρους του . ὁ δὲ Πολυκράτης εἶναι ὁ πρῶτος
ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας, ὅσους γνωρίζομεν , ὁ ὁποῖος ἔβαλεν εἰς
τὸν νοῦν του νὰ θαλασσοκρατήση , ἔξω τοῦ Μίνωος τοῦ
Κνωσσίου , καὶ ἂν κανεὶς ἄλλος πρὸ αὐτοῦ ἐκυρίευσε τὴν θά

λασσαν · πλὴν ἀπὸ τὴν γενεὰν , τὴν ὁποίαν ἀνθρωπίνην λέ


γομεν , πρῶτος εἶναι ὁ Πολυκράτης , ὁ ὁποῖος ἤλπισε νὰ χυ
ριεύσῃ τὴν ᾿Ιωνίαν καὶ τὰς νήσους . ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ Οροίτης

ἔμαθεν ὅτι εἶχε τοιούτους στοχασμοὺς , ἔστειλεν ἄγγελον,


καί τον ἔλεγε τὰ ἑξῆς .
ΒΙΒΛ. Γ '. ΘΑΛΕΙΑ . 343

Ο ΟΡΟΙΤΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΟΛΥΚΡΑΤΗ ΟΥΤΩ ΛΕΓΕΙ.

Μανθάνω ὅτι μελετᾷς νὰ ἐπιχειρήσῃς μεγάλα πράγ


.
ματα , καὶ χρήματα δὲν ἔχεις ἱκανὰ διὰ τοὺς σκοπούς σου .
Τ
» ἐὰν λοιπὸν κάμῃς ὡς θὰ εἴπω ,καὶ τὸν ἑαυτόν σου θὰ ὑψώ
» σης καὶ ἐμὲ θὰ σώσῃς . ὁ βασιλεὺς Καμβύσης ἀπεφάσισε
» θάνατον κατ᾿ ἐμοῦ , ἔχω ἀκριβῶς τὴν εἴδησιν ταύτην · σὺ

» λοιπὸν ἐὰν ἔλθῃς καὶ φευγατίσῃς ἀπεδὼ ἐμὲ καὶ τὰ


» χρήματά μου , μέρος μὲν ἀπ᾿ αὐτὰ λάβε σὺ , μέρος δὲ
ἄφησε εἰς ἐμέ· διὰ μέσου δὲ τῶν χρημάτων ἠμπορεῖς νὰ

γένῃς κύριος ὅλης τῆς Ἑλλάδος . Καὶ ἐὰν δέν με πιστεύῃς

» διὰ τὰ χρήματα , στεῖλε ὅποιον ἔχεις πιστότατον , εἰς τὸν


» ὁποῖον να τα δείξω .

123. Τοῦτο ἀκούσας ὁ Πολυκράτης , τὸ ἐνοςιμεύθη καί


το ἤθελεν · ὅθεν , ἐπειδὴ πολὺ ἐπεθύμει χρήματα , πέμπει

πρῶτα νὰ παρατηρήσῃ τὸν Μαιάνδριον τοῦ Μαιανδρίου , που


λίτην , ὁ ὁποῖος ἦτον γραμματικής του , καὶ ὁ ὁποῖος ὀλίγον
μετὰ τὰ πράγματα ταῦτα ἀφιέρωσεν εἰς τὸ ὡραῖον ὅλα τὰ
ςολίσματα ἀπὸ τὸν ἀνδρῶνα τοῦ Πολυκράτους , ὄντα ἀξιο
θέατα . ὁ δὲ ὁροίτης , μαθὼν ὅτι περιεμένετο νὰ ἔλθῃ ὁπατ
ρατηρητὴς , ἔκαμε τὰ ἀκόλουθα · Γεμίσας ὀκτὼ κιβώτια πέ
τρας , ἔξω πολλὰ ὀλίγον μέρος περὶ τὸ χεῖλος, ἀπεπάνω ἔβα ·
λε χρυσία , ἔπειτα δέσας καλὰ τὰ κιβώτια , τὰ εἶχεν ἕτοιμα .
᾿λθὼν λοιπὸν ὁ Μαιάνδριος εἶδεν αὐτὰ , καί τα ἀνέφερεν
εἰς τὸν Πολυκράτη .

124. Αὐτὸς δὲ, μολονότι πολλὰ μαντεῖα καὶ πολλοὶ φίλοι


τὸν ἐμπόδιζον , ἑτοιμάζετο νὰ ὑπάγῃ · ἔτι δὲ καὶ ἡ θυγατέρα
του εἶδεν ἄνειρον τοιοῦτο . Τὴν ἐφαίνετο ὅτι ὁ πατήρ της ἐ
κρέμετο μετέωρος εἰς τὸν ἀέρα , καὶ ἀπὸ μὲν τὸν Δία ἐλούε
1
το , ἀπὸ δὲ τὸν ἥλιον ἐχρίετο. Τοῦτο τὸ ὄνειρον ἰδοῦσα ἔκα
344 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

με παντοίους τρόπους νὰ μὴ ἀναχωρήσῃ ὁ Πολυκράτης πρὸς


τὸν Οροίτην · ὥςε καὶ ὅτε αὐτὸς ἐπήγαινεν εἰς τὴν πεντηκόν
τορον , ἐκείνη ἐφώναζε κατόπι του . Αὐτὸς δέ την ἐφοβέρισεν ,
ἂν ἐπιτρέψῃ μὲ τὸ καλὸν , νά την ἀφήσῃ πολὺν καιρὸν ἀνύ
πανδρον · καὶ ἐκείνη εὐχήθη νὰ δώσῃ ὁ θεὸς νὰ γένῃ αὐτὸ,
λέγουσα ὅτι εὐχαριςεῖται καλήτερα νὰ μείνη περισσότερον
καιρὸν ἀνύπανδρος , παρὰ νὰ ςερηθῇ τὸν πατέρα της .
125. ὁ Πολυκράτης λοιπὸν καταφρονήσας πᾶσαν συμ
βουλὴν ἔπλεεν εἰς τὸν Οροίτην , ἔχων ὁμοῦ καὶ ἄλλους πολ
λοὺς ἑταίρους του , καὶ ἔτι τὸν Δημοκήδη τοῦ Καλλιφῶντος ,
τὸν Κροτωνιάτην , ὁ ὁποῖος ἦτον ἰατρὸς , καὶ εὐδοκίμει εἰς
τὴν τέχνην αὐτὴν πολλὰ καλήτερα · ἀπ᾿ ὅλους τοὺς συγχρό
νους του . Φθάσας ὅμως εἰς τὴν Μαγνησίαν ὁ Πολυκράτης ,
ἐθανατώθη μὲ κάκιςον θάνατον , καὶ οὔτε ἀξίως τοῦ ἑαυτοῦ

του , οὔτε ἀξίως τῶν φρονημάτων του · διότι , πλὴν τῶν Συ


ρακουσίων τυράννων , κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἄλλους Ελληνικοὺς

τυράννους δὲν εἶναι ἄξιος νὰ συγκριθῇ μὲ τὸν Πολυκράτη εἰς


τὴν μεγαλοπρέπειαν . Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ ὀροίτης τὸν ἐφόνευσε μὲ
τρόπον , τὸν ὁποῖον οὔτε νὰ διηγηθῇ τις τεριάζει , τὸν ἀνε
ςαύρωσεν . Ἀπὸ δὲ τοὺς ἀκολουθοῦντας αὐτὸν , ὅσοι μὲν ἦσαν
Σάμιοι , τοὺς ἄφησε , λέγων νά τον γνωρίζωσι χάριν ὄντες
ἐλεύθεροι· ὅσοι δὲ ἐκ τῶν ἀκολουθούντων ἦσαν ξένοι καὶ δοῦ

λοι , τοὺς ἐκράτησεν ὡς ἀνδράποδα . ὁ δὲ Πολυκράτης κρεμό


μενος εἰς τὸν σταυρὸν ἐξεπλήρωσε ὅλον τὸ ὄνειρον τῆς θυγα
τρός του · διότι, ὅτε ἔβρεχεν , ἐλούετο ἀπὸ τὸν Δία , καὶ ἐχρίε
το ἀπὸ τὸν ἥλιον , ἀναδίδων ὁ ἴδιος ἰκμάδα ἀπὸ τὸ σῶμά
του . Εἰς τοῦτο λοιπὸν τὸ τέλος ἐτελείωσαν αἱ πολλαὶ εὐτυ

χίαι τοῦ Πολυκράτους, καθὼς ὁ ἄμασις ὁင် βασιλεὺς τῆς Αἰα

γύπτου τὸ προεμάντευσε.
ΒΙΒΛ. Γ΄ . ΘΑΛΕΙΑ. 345

126. ΐςερον ὅμως , μετὰ καιρὸν ὄχι πολὺν , ηὗρε καὶ τὸν
Οροίτην ἡ ἁμαρτία τοῦ Πολυκράτους. Μετὰ τὸν θάνατον

τοῦ Καμβύσου , καὶ τὴν βασιλείαν τῶν μάγων , διατρίβων


εἰς τὰς Σάρδεις ὁ Οροίτης , δὲν ὠφέλει τίποτε τοὺς Πέρσας ,
τοὺς ὁποίους οἱ Μῆδοι εἶχον ἀφαιρέσει τὴν ἀρχήν·ἀλλ' ἐπά
νω εἰς αὐτὴν τὴν ταραχὴν ἐφόνευσε τὸν Μιτροβάτην τὸν ὕπαρ
χον τοῦ Δασκυλείου , ὁ ὁποῖός τον ὠνείδισε διὰ τὸν Πολυκρά
τη · ἐφόνευσε δὲ καὶ τὸν υἱὸν τοῦ Μιτροβάτου Κρανάτην ,

ἄνδρας ὑποληπτικοὺς εἰς τὴν Περσίαν , καὶ ἄλλα διάφορα


ὑβριςικὰ ἔργα ἔκαμεν · ἔτι δὲ καὶ ἄγγαρόν τινα τοῦ Δαρείου ,
ἐλθόντα εἰς αὐτὸν, ἐπειδὴ αἱ εἰδήσεις τὰς ὁποίας τὸν ἔφερε ,
δέν τον ἦσαν ἀρεςαὶ , διορίσας ἀνθρώπους νά τον ἐνεδρεύσωσι
καθ᾽ ὁδὸν , τὸν ἐφόνευσεν ἐπιστρέφοντα ὀπίσω · φονεύσας δὲ
ἔκαμεν αὐτὸν ἄφαντον ὁμοῦ μὲ τὸν ἵππον του .
127. ὁ Δαρεῖος λοιπὸν, καθὼς ἔλαβε τὴν βασιλείαν , ἐπε·
θύμει νὰ τιμωρήσῃ τὸν Οροίτην , καὶ δὶ ὅλα του τὰ ἄλλα ἀδι

κήματα, καὶ μάλιστα διὰ τὸν Μιτροβάτηνκαὶ τὸν υἱόν του .


Αναφανδὸν δὲ νὰ ςείλῃ ςράτευμα κατ᾿ αὐτοῦ δέν το ἐνέκρινε ·
διότι τὰ πράγματα ἀκόμι ἦσαν φουσκωμένα, καὶ νεωςὶ εἶχε
λάβει τὴν ἀρχήν · ἔτι δὲ ἐμάνθανεν ὅτι ὁ ὀροίτης εἶχε μεγάλην

δύναμιν · καθότι μόνον δορυφόρους εἶχε χιλίους Πέρσας , καὶ


ἔτι ὥριζε τὸν Φρυγικὸν, Λυδικὸν , καὶ᾿ωνικὸν νομόν . Ταῦτα
λοιπὸν ςοχαζόμενος ὁ Δαρεῖος μηχανᾶται τὰ ἀκόλουθα . Συγ
καλέσας τοὺς σημαντικωτάτους τῶν Περσῶν, τοὺς ἔλεγε τὰ
ἑξῆς · « Πέρσαι, 4 ποῖος ἀπὸ σᾶς ἀναδεχθεὶς τοῦτο θέλει τὸ

» ἐκτελέσει μὲ σοφίαν , καὶ ὄχι μὲ βίαν οὔτε μὲ θόρυβον ;


» διότι ὅπου χρειάζεται σοφία, ἡ βία δὲν χωρεῖ. : Ποῖος λοι
» πὸν ἀπὸ σᾶς ἢ ζωντανὸν θέλει φέρει τὸν ὀροίτην , ἣ
θέλει τὸν φονεύσει ; διότι αὐτὸς ἕως τώρα δὲν ὠμές
346 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

» λησε τίποτε τοὺς Πέρσας· κακὰ ὅμως ἔκαμε μεγάλα . Πρῶ


» τον ἐθανάτωσε δύο ἀπὸ ἡμᾶς , τὸν Μιτροβάτην καὶ τὸν
• υἱόν του· ἄλλο , φονεύει ὅσους στέλλω νά τον ἀνακαλέσωσι ,
καὶ δεικνύει ὕβριν ἀνυπόφορον. ὅθεν πρὶν κάμῃ κακόν τι
Σ μεγαλήτερον τοὺς Πέρσας , ἡμεῖς πρέπει νὰ προλάβωμεν

αὐτὸν μὲ θάνατον . D
128. ὁ μὲν Δαρεῖος αὐτὴν τὴν ἐρώτησιν ἔκαμε. Τριά

κοντα δὲ ἄνδρες τὸν ὑπεσχέθησαν , θέλων καθεὶς αὐτὸς νὰ κά


μῃ τοῦτο . Φιλονεικοῦντας δὲ ὁ Δαρεῖος ἔπαυσεν αὐτοὺς, λέγων
νὰ βάλωσι κλῆρον · καὶ εἰς τὸν κλῆρον ἐκβαίνει ἀπ᾿ ὅλους ὁ

Βαγαῖος τοῦ Ἀρτόντου . Καθὼς δέτον ἔπεσεν ὁ κλῆρος , ὁ Βα


γαῖος κάμνει τὰ ἑξῆς· ἔβαλε καὶ ἔγραψαν πολλὰ γράμματα
περὶ πολλῶν ὑποθέσεων διαλαμβάνοντα , καὶ ἐπάτησεν εἰς
αὐτὰ τὴν σφαγίδα τοῦ Δαρείου · ἔπειτα ἔχων αὐτὰ ἐκίνη
σεν εἰς τὰς Σάρδεις · φθάσας δὲ καὶ παρουσιασθεὶς εἰς τὸν
Οροίτην, ἔκβαλλεν ἀνὰ ἓν τὰ γράμματα, καί τα ἔδιδεν εἰς τὸν
βασιλικὸν γραμματιστὴν νά τ᾿ ἀναγνώσῃ · γραμματιστὰς
δὲ βασιλικοὺς ὅλοι οἱ ὕπαρχοι ἔχουσιν . ἔδιδε δὲ τὰ γράμ
ματα ὁ Βαγαῖος , καὶ παρετήρει ἐνταυτῷ τὰ κινήματα
τῶν δορυφόρων , ἂν ἠμποροῦν νὰ δεχθῶσι τὸ ν᾿ ἀποστατή
σωσιν ἀπὸ τὸν ὀροίτην . ἐπειδὴ δέ τους ἔβλεπεν ὅτι ἐσέβον
το πολὺ τὰ γράμματα , καὶ τοὺς λόγους τῶν γραμμάτων ἔτι
περισσότερον , δίδει ἓν ἄλλο , εἰς τὸ ὁποῖον ἦσαν οἱ ἀκόλου

θοι λόγοι · « Πέρσαι , ὁ βασιλεὺς Δαρεῖος προστάζει νὰ μὴ


22
δορυφορῆτε τὸν ὀροίτην . » Οἱ δὲ δορυφόροι ἀκούσαν
τες ταῦτα , ἀφῆκαν ἐμπρός του τὰς αἰχμάς . ἰδὼν δὲ ὁ Βα
γαῖος ὅτι ἐπείθοντο εἰς τὰ γραφόμενα , τότε λαβὼν θάῤῥος
δίδει τὸ τελευταῖον γράμμα εἰς τὸν γραμματιςὴν , εἰς τὸ ὁποῖον
a
ἦτον γραμμένον. « ὁ βασιλεὺς Δαρεῖος προστάζει τοὺς εἰς
ΒΙΒΛ. Γ '. ΘΑΛΕΙΑ . 347

» τὰς Σάρδεις Πέρσας νὰ φονεύσωσι τὸν Οροίτην. » Οἱ δὲ


δορυφόροι ὡς ἤκουσαν αὐτὰ , ἑλκύσαντες τοὺς ἀκινάκεις ,
ἀμέσως φονεύουσιν. αὐτόν. Τοιουτοτρόπως λοιπὸν τὸ κρίμα
τοῦ Σαμίου Πολυκράτους ηὗρε τὸν ὀροίτην τὸν Πέρσην .
129. Μετὰ καιρὸν δὲ ὄχι πολὺν , ἀφοῦ ἐσήκωσαν τὰ
πράγματα τοῦ ἐροίτου, καί τα ὑπῆγαν εἰς τὰ Σοῦσα , συνές
πεσεν εἰς κυνήγιον θηρίων , ἐνῷ ἀπεπήδα ἀπὸ τὸν ἵππον ὁ
βασιλεὺς Δαρεῖος, νὰ στραγγουλίσῃ τὸ ποδάριόν του , καί το
ἐστραγγούλισε κακά · διότι ὁ ἀστράγαλος ἐκβῆκεν ἀπὸ τὴν
κλείδωσιν . Νομίζων δὲ πάντοτε ὅτι εἶχε κοντά του τοὺς

πρώτους ἐκ τῶν Αἰγυπτίων εἰς τὴν ἰατρικὴν , τούτους μετε


χειρίζετο . Αὐτοὶ ὅμως στρεβλόνοντες καὶ βιάζοντες τὸν πό
δα, τὸν ἔκαμνον χειρότερα . Ἑπτὰ ἡμέρας λοιπὸν καὶ ἑπτὰ
νύκτας ὁ Δαρεῖος ἀπὸ τοὺς πόνους δὲν ἐκοιμήθη · τὴν δὲ ὀγε
δόην ἡμέραν ὁ Δαρεῖος ἦτον πολλὰ ἀχαμνὰ , καὶ εἷς τις,ἐπει
δὴ ὢν πρότερον εἰς τὰς Σάρδεις ἔτυχε ν᾿ ἀκούσῃ διὰ τὴν
τέχνην τοῦ Κροτωνιάτου Δημοκήδους , λέγει πρὸς τὸν Δαρεῖον
δ᾿ αὐτόν · ὁ δὲ Δαρεῖος ἀμέσως ἐπρόσταξε νά τον φέρωσιν ,
Καθὼς δέ τον ηὗραν ἀνακατωμένον ἐκεῖ μὲ τὰ ἀνδράποδα
τοῦ ὁροίτου , τὸν ἐπαρουσίασαν εἰς τὸν βασιλέα , σύροντα
τὰς πέδας , καὶ ἐνδυμένον μὲ κουρέλια .
130. Καθὼς λοιπὸν ἐκβῆκεν εἰς τὸν Δαρεῖον , τὸν ἠρώτα ,

ἐὰν ἠξεύρῃ καλῶς· τὴν τέχνην . ᾿Εκεῖνος δέ το ἠρνεῖτο φο


βούμενος μήπως, δείξας τὸν ἑαυτόν του , στερηθῇ παντά
πασι τὴν ῾Ελλάδα . Τὸν ἐγνώρισεν ὅμως ὁ Δαρεῖος ὅτι ἤξευρε
καὶ ἐκαμόνετο , ὅθεν ἐπρόσταξε τοὺς φέροντας αὐτὸν νὰ ἐκ
βάλωσιν εἰς τὴν μέσην μάστιγας καὶ κέντρα . Τότε αὐτὸς
ὡμολόγησεν εἰπὼνὅτι τόσον καλὰ δὲν ἤξευρεν , ἐπειδὴ ὅμως
ἔκαμε μὲ ἰατρὸν , ἐγνώριζε μετρίως τὴν τέχνην . Μετὰ
348 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ.

ταῦτα ὅμως ἀφοῦ τον παρέλαβε , μεταχειριζόμενος ἰατρικὰ


Ελληνικὰ , καὶ μετὰ τὰ δυνατὰ βάλλων μαλακτικὰ , τὸν ἔκαμε

νὰ κοιμᾶται , καὶ εἰς ὀλίγον καιρὸν ἀπεκατέςησεν αὐτὸν ὑγιῆ ,


ἐνῷ ποτὲ δὲν ἤλπιζεν ὁ Δαρεῖος ὅτι θὰ ἔχῃ ὑγιῆ τὰ δύο του

ποδάρια. Τὸν χαρίζει λοιπὸν ὁ Δαρεῖος μετὰ ταῦτα δύο ζευ


γάρια πέδας χρυσᾶς. Εκεῖνος δέ τον ἠρώτησεν, ἐὰν ἔχῃ
σκοπὸν νά τον διπλασιάζῃ τὴν δουλείαν , διότι τὸν ἰάτρευσε.
Νοσιμευθεὶς δὲ τὸν λόγον ὁ Δαρεῖος ἀποπέμπει αὐτὸν εἰς τὰς
γυναῖκάς του · περνῶντές τον δὲ οἱ εὐνοῦχοι ἔμπροσθεν τῶν
γυναικῶν ἔλεγον , ὅτι αὐτὸς ἦτον ὁ ὁποῖος ἀπέδωσε τὴν
ζωὴν εἰς τὸν βασιλέα. Καθεμία δὲ ἀπ᾿ αὐτὰς κτυπῶσα φιά
λην εἰς τὰ φλωρία τὰ ἔδιδε δῶρον εἰς τὸν Δημοκήδη ὁμοῦ
μὲ τὸ ἀγγεῖον · τόσον δὲ πλουσιοπάροχος ἔγινεν ἡ δωρεὰ,
ὥστε ὁ οἰκέτης, ὀνομαζόμενος Σκίτων , ὁ ὁποῖος τὸν ἠκολού
θει, ἔπερνε τοὺς ἀποπίπτοντας ἀπὸ τὰς φιάλας στατῆρας ,
καὶ ἐμάζευσε πολλὴν ποσότητα χρυσοῦ.
131. ὁ δὲ Δημοκήδης οὗτος τοιουτοτρόπως ἦλθεν ἀπὸ
τὴν Κρότωνα , καὶ ἐγνωρίσθη μὲ τὸν Πολυκράτη . Εἶχε νὰ
κάμῃ εἰς τὴν Κρότωνα · μὲ πατέρα πολλὰ δύσκολον εἰς

τὸν θυμόν · τοῦτον , ἐπειδὴ δὲν ἠμπόρει νά τον ὑποφέρῃ, ἄ


φησε καὶ ὑπῆγεν εἰς τὴν Αἴγιναν . Αποκατασταθεὶς δ ' ἐκεῖ

τὸν πρῶτον χρόνον ἐπέρασε τοὺς πρώτους ἰατροὺς , μολονότι


ἦτον ἀνέτοιμος , καὶ δὲν εἶχε κανὲν ἀπὸ τὰ ἀναγκαῖα εἰς τὴν
τέχνην ἐργαλεῖα · τὸν δεύτερον δὲ χρόνον τὸ κοινὸν τῶν Αἰ
γινητῶν τὸν μισθόνει δι᾿ ἓν τάλαντον · τὸν τρίτον οἱ Ἀθηναῖοι
δι ἑκατὸν μνᾶς, καὶ τὸν τέταρτον ὁ Πολυκράτης διὰ δύο
τάλαντα· τοιουτοτρόπως ὑπῆγεν εἰς τὴν Σάμον. Ἀπὸ τοῦτον
τὸν ἄνδρα ἔγιναν πολλοὶ Κροτωνιᾶται ἰατροὶ ὑποληπτικοί·
καθότι μίαν φορὰν οἱ Κροτωνιᾶτα : εἶχον ὑπόληψιν ὅτι
BIBA. Γ. ΘΑΛΕΙΑ. 349

ἦσαν πρῶτοι ἰατροὶ εἰς τὴν ῾Ελλάδα· δεύτεροι δὲ οἱ Κύρη


ναῖοι · κατὰ ταύτην τὴν ἐποχὴν εἶχον ὄνομα καὶ οἱ Ἀργεῖοι
ὡς πρῶτοι τῶν Ἑλλήνων εἰς τὴν μουσικήν .
132. Τότε λοιπὸν ὁ Δημοκήδης ἰατρεύσας τὸν Δαρεῖον

εἰς τὰ Σοῦσα εἶχε μεγαλωτάτην οἰκίαν , καὶ ἔγινεν ὁμοτρά


πεζος μὲ τὸν βασιλέα . Πλὴν ἑνὸς ἀγαθοῦ, τοῦ νὰ ἐπιτρέψῃ
εἶς τὴν ῾Ελλάδα , εἶχεν ὅλα τἄλλα ἀγαθά. Καὶ ἓν μὲν τοὺς
Αἰγυπτίους ἰατροὺς, οἱ ὁποῖοι πρότερον ἐπεσκέπτοντο τὸν βα
σιλέα , καὶ τοὺς ὁποίους τότε ἤθελε ν᾿ ἀνασκολοπίσῃ , διότι
ἐφάνησαν κατώτεροι ἀπὸ Ελληνα ἰατρὸν , αὐτοὺς παρακα
λέσας τὸν βασιλέα ἐλύτρωσεν · ἄλλο δὲ ἐλύτρωσε μάντιν
τινὰ Ηλεῖον , ὁ ὁποῖος ἀκολουθῶν τὸν Πολυκράτη συνηριθμή

θη μὲ τ' ἀνδράποδα . ῎τον λοιπὸν μεγάλον πρᾶγμα ὁ Δη


μοκήδης κοντὰ εἰς τὴν βασιλέα .
133. Εἰς ὀλίγον δὲ διάσημα καιροῦ μετὰ ταῦτα συνέβη
νὰ γένῃ καὶ ἄλλο τι. Εἰς τὸ βυζίον τῆς ᾿Ατόσσης, θυγατρὸς
τοῦ Κύρου , καὶ γυναικὸς τοῦ Δαρείου, ἐκθῆκε πρῆσμα, τὸ
ὁποῖον μετὰ ταῦτα ἔσπασε , καὶ ἅπλονεν . ὅσον λοιπὸν ἦτον
μικρὸν , αὐτὴ ἐντρεπομένη τὸ ἔκρυπτε , καὶ κανένα δέν το
ἔλεγεν · ἐπειδὴ ὅμως κατήντησεν ἀνυπόφορον , ἐκάλεσε τὸν Δη
μοκήδη καί το έδειξεν . Αὐτὸς δὲ ὑποσχεθεὶς νά την ἰατρεύ
on, τὴν βάλλει εἰς ὅρκον νά τον κάμῃ καὶ ἐκείνη εἰς ἀμοι·
6ὴν ὅ,τι χάριν τὴν παρακαλέσῃ , λέγων ὅτι δὲν θά την παρα
καλέσῃ πρᾶγμα ἀπ᾿ ὅσα προξενοῦσιν αἰσχύνην .
134. Ἀφοῦ λοιπὸν μετὰ ταῦτα ἐπιχειρήσας εἰς τὴν θερα
πείαν τὴν ἰάτρευσε , τότε ἡ ἔτοσσα διδαχθεῖσα ἀπὸ τὸν Δη
μοκήδη , λέγει τὸ βράδυ εἰς τὸ ςρῶμα τοιοῦτόν τινα λόγον
πρὸς τὸν Δαρεῖον · » Βασιλεῦ , ἔχων τόσην δύναμιν κάθεσαι,
καὶ δὲν καταγίνεσαι ν ' ἀποκτήσης, οὔτ' ἄλλο κανὲν ἔθνος,
356 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

· οὔτε δύναμιν εἰς τοὺς Πέρσας. Πρέπει δὲ ἄνθρωπος καὶ νέος


» καὶ κύριος μεγάλου πλούτου , νὰ φαίνηται ὅτι κάμνει τι;
» διὰ νὰ βεβαιωθῶσι καὶ οἱ Πέρσαι ὅτι ἄρχονται ἀπὸ ἄνδρα .
* Σὲ συμφέρει δὲ νὰ κάμῃς αὐτὸ καὶ διὰ τὰ δύο · πρῶτον νὰ
· γνωρίζωσιν οἱ Πέρσαι ὅτι ὁ ἡγεμών των εἶναι γενναῖος ,
* καὶ δεύτερον καταγινόμενοι εἰς τὸν πόλεμον νὰ μὴ εὐκαιρῶσι
» νά σ' ἐπιβουλεύωνται. Τώρα ἀκόμι ὅσον εἶσαι νέος εἰς τὴν
» ἡλικίαν ἠμπορεῖς νὰ κατορθώσῃς καὶ ἔργα λαμπρά· διότι
• ὅσον τὸ σῶμα εἶναι εἰς τὴν αὔξησίν του , ἀναλόγως αὐξά
» νει καὶ ὁ νοῦς ; ὅσον δὲ γηράσκει ἐκεῖνο , γηράσκει ὁμοῦ καὶ ὁ
ῦ νοῦς, καὶ ἀπαμβλύνεται εἰς ὅλα τὰ πράγματα . »» Η Άτοσσα
μὲν αὐτὰ ἔλεγε διδαχθεῖσα . ὁ δὲ Δαρεῖος τὴν ἀποκρίνεται
τὰ ἑξῆς· « Γυναῖκα , εἶπες ὅλα ὅσα καὶ ἐγὼ στοχάζομαι νὰ
Σ
πράξω · διότι ἔχω εἰς τὸν νοῦν μου νὰ κάμω γέφυραν ἀπ᾽ αὖ
* τὴν ἕως τὴν ἀντικρινὴν ἤπειρον , καὶ νὰ κινήσω στρατεύ
ματα κατὰ τῶν Σκυθῶν, καὶ αὐτὸ ἐντὸς ὀλίγου καιροῦ θὰ
Σ· γένῃ. » Αποκρίνεται ἡ ῎τοσσα τὰ ἀκόλουθα . « Κύτταξε βά

» σιλεῦ; τὸ νὰ ὑπάγῃς πρῶτον κατὰ τῶν Σκυθῶν πρὸς τὸ


»παρὸν ἄφησέ το · διότι αὐτοὶ ὅταν θέλῃς εἶναι ὑπὸ τὴν ἐ
»ξουσίαν σου · κίνησε, σὲ παρακαλῶ ; τὰ στρατεύματά σου
» κατὰ τῆς ῾Ελλάδος , διότι ἐπιθυμῶ νὰ λάβω θεραπαίνας
» Λακαίνας καὶ ᾿Αργείας καὶ ᾿Αττικὰς καὶ Κορινθίας , διὰ τὰς
* ὁποίας ἀκούω νὰ ὁμιλῶσι πάντοτε. ῎Εχεις δὲ καὶ ἄνθρωπον
» ἐπιτηδειότατον διὰ νά σε δείξῃ ὅλα τὰ τῆς Ἑλλάδος καὶ
» νά σε ὁδηγήσῃ , ἐκεῖνον , ὁ ὁποῖος ἰάτρευσε τὸ ποδάριόν σου .»
Αποκρίνεται ὁ Δαρεῖος . » Επειδὴ λοιπὸν , γυναῖκα , ἐγκρίνεις

» πρῶτον νὰ δοκιμάσω τὴν Ἑλλάδα , στοχάζομαι ὅτι εἶναι


» καλὸν νὰ ςείλω πρῶτον κατασκόπους Πέρσας ὁμοῦ μ ' αὐτὸν ,
· τὸν ὁποῖον λέγεις. Αὐτοὶ δὲ μαθόντες καὶ ἰδόντες ὅλα νὰ μᾶς
ΒΙΒΛ . Γ '. ΘΑΛΕΙΑ . 35f

· εἴπωσι περὶ αὐτῶν· καὶ ἔπειτα ἠξεύρων ἀκριβῶς τὰ πράγ ·


» ματα νὰ κινήσω κατὰ τῶν Ἑλλήνων . »
135. Ταῦτα εἶπε , καὶ ὁμοῦ μὲ τὸν λόγον εὐθὺς ἔκαμνε
καὶ τὸ ἔργον . Καθὼς ἐξημέρωσεν , ἀμέσως φωνάξας δέκα
πέντε Πέρσας ἀξίους , τοὺς ἐπρόσταξεν ἀκολουθοῦντες τὸν
Δημοκήδη νὰ περιέλθωσι τὰ παραθαλάσσια τῆς Ἑλλάδας, προσ
έχοντες μή τους φύγῃ ὁὁ Δημοκήδης , ἀλλ' ἀφεύκτως να τον
φέρωσιν ὀπίσω. Ἀφοῦ ἐπρόςαξεν εἰς τούτους αὐτὰ , δεύτερον
καλέσας αὐτὸν τὸν Δημοκήδη , τὸν παρεκάλει , ἀφοῦ ἐξηγήσῃ

καὶ δείξῃ ὅλην τὴν ῾Ελλάδα εἰς τοὺς Πέρσας , νὰ ἐπιστρέψῃ


ὀπίσω. Τὸν παρήγγειλε δὲ νὰ λάβῃ ὁμοῦ καὶ ὅλα του τὰ
ἔπιπλα διὰ νά τα προσφέρῃ δῶρα εἰς τὸν πατέρα καὶ εἰς τοὺς
ἀδελφούς του , ὑποσχόμενος ὅτι •
εἰς αὐτὸν θὰ δώσῃ ἄλλα
πολὺ περισσότερα . Πρὸς τούτοις τὸν εἶπεν ὅτι εἰς τὰ δῶρά
που προσθέτει καὶ ὁλκάδα γεμάτην ἀπὸ διάφορα ἀγαθά ,
ἡ ὁποία θ᾿ ἀκολουθήσῃ μαζή του . Καὶ ὁ μὲν Δαρεῖος , καθὼς
στοχάζομαι , τὸνὑπέσχετο αὐτὰ ὄχι μὲ καμμίαν δολιότητα .
ὁ Δημοκήδης ὅμως φοβηθεὶς μήπως θέλῃ να τον δοκιμάσῃ
ὁ Δαρεῖος , δὲν ἔδειξε προθυμίαν εἰς τὸ νὰ λάβῃ ὁμοῦ ὅλα τὰ

διδόμενα · ἀλλ᾽ εἶπεν, ὅτι θ᾿ ἀφήσῃ τὰ ἐδικά του εἰς τὸν


τόπον των, διὰ νὰ τα ἔχῃ ὅταν ἐπιστρέψῃ ὀπίσω· καὶ ὅτι δέ
χεται τὴν ὁλκάδα , τὴν ὁποίαν τὸν ὑπεσχέθη διὰ δῶρα εἰς
τοὺς ἀδελφούς του . Αφοῦ δὲ παρήγγειλε καὶ εἰς αὐτὸν τὰ
ἴδια ὁ Δαρεῖος, τοὺς ἀποστέλλει νὰ καταβῶσιν εἰς τὴν θά
λασσαν .

136. Καταβάντες λοιπὸν αὐτοὶ εἰς τὴν Φοινίκην, καὶ


τῆς Φοινίκης εἰς τὴν Σιδῶνα πόλιν , ἀμέσως ἐπλήρωσαν δύο

τριήρεις , καὶ ὁμοῦ μ᾿ αὐτὰς μεγάλον γαυλὸν , ἀπὸ διά


φορα ἀγαθά . Αφοῦ δὲ ἑτοίμασαν ὅλα των τὰ ἀναγκαῖα , i
352 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

πλεον εἰς τὴν ῾Ελλάδα · καὶ πλησιάζοντες εἰς τὰ παραθαλάσ


σια αὐτῆς , τὰ ἐθεώρουν καί τα ἐσημείωνον, ἕως ὅτου θεωρή
σαντες τὰ περισσότερα καὶ ὀνομαστὰ, ἔφθασαν εἰς τὴν Τά
ραντα τῆς ᾿Ιταλίας. ᾿Εκεῖ δὲ διὰ πανουργίας τοῦ Δημοκήδους
ὁ βασιλεὺς τῶν Ταραντίνων Αριστοφιλίδης ἐπῆρε τὰπηδά
λια τῶν Μηδικῶν πλοίων , καὶ ἐφυλάκωσε τοὺς Πέρσας ὡς
κατασκόπους · ἐνῷ δὲ οὗτοι ἔπασχον αὐτὰ , ὁ Δημοκήδης

ὑπάγει εἰς τὴν Κρότωνα . Αφοῦ δὲ αὐτὸς ἔφθασεν εἰς τὴν


πατρίδα του, ὁ ᾿Αριστοφιλίλης ἔλυσε τοὺς Πέρσας καί τους
ἀπέδωσεν ὅ,τι τοὺς ἐπῆρε ἀπὸ τὰ καράβια .

137 , Σηκωθέντες δὲ ἀπεκεῖ οἱ Πέρσαι καὶ ἐπιδιώκοντες


τὸν Δημοκήδη , φθάνουσιν εἰς τὴν Κρότωνα: εὑρόντες δὲ αὖ
τὸν περιερχόμενον εἰς τὴν ἀγορὰν , τὸν πιάνουσιν . Ἀπὸ δὲ τοὺς
Κροτωνιάτας ἄλλοι μὲν φοβούμενοι τὴν δύναμιν τῶν Περσῶν
ἦσαν ἕτοιμοι ν᾿ ἀφήσουν νά τον πάρωσιν , ἄλλοι δὲ ἐναντιό
νοντο καὶ ἐκτύπων μὲ σκυτάλας τοὺς Πέρσας , προβάλλοντας
τοὺς ἑξῆς λόγους · ‫ »ܗ‬ἄνδρες Κροτωνιᾶται, κυττάξατε καλὰ

» τί κάμνετε· μᾶς πέρνετε ἄνθρωπον , ὁ ὁποῖος ἔγινε δραπέτης


» τοῦ βασιλέως, 6 Πῶς ὁ βασιλεὺς θὰ ὑποφέρῃ αὐτὴν τὴν

ὕβριν ; πῶς θά σας ἐκθῶσι τὰ γενόμενα εἰς καλὸν , ἐάν μας
2
πάρητε αὐτὸν; ? Κατὰ ποίας ἄλλης πόλεως πρότερον ἢ κατ '
»
αὐτῆς θὰ στρατεύσωμεν ; :Ποίαν ἄλλην πρότερον θὰ πασ
D
· χίσωμεν ν' ἀνδραποδίσωμεν ; » Μ᾿ ὅλους αὐτοὺς τοὺς λό
γους δὲν ἔπειθον τοὺς Κροτωνιάτας · ἀλλ᾽ ἀφοῦ ἀφαιρέθησαν
τὸν Δημοκήδη καὶ τὸν γαυλὸν , τὸν ὁποῖον εἶχον μαζή των,
ἀνεχώρησαν ὀπίσω εἰς τὴν Ασίαν , καὶ οὔτε πλέον ἐζήτησαν
νὰ προχωρήσωσι παρεμπρὸς διὰ νὰ μάθωσιν ὅλα τὰ μέρη
τῆς Ἑλλάδος · διότι ἔχασαν τὸν ὁδηγόν των . Τόσον μόνον ,

ὅτε ἀνεχώρουν , τοὺς εἶπεν ὁ Δημοκήδης, παραγγείλας τους


ΒΙΒΛ. Γ΄ . ΘΑΛΕΙΑ. 353

νὰ εἴπωσιν εἰς τὸν Δαρεῖον, ὅτι ὁ Δημοκήδης ἀῤῥαβωνίσθη


μὲ τὴν θυγατέρα τοῦ Μίλωνος · διότι τὸ ὄνομα τοῦ παλαιςοῦ
Μίλωνος ἦτον μεγάλον εἰς τὸν βασιλέα · καὶ διὰ τοῦτο ςοχά
ζομαι ὅτι ὁ Δημοκήδης ἐφιλοτιμήθη νὰ κάμῃ αὐτὸν τὸν
γάμον μὲ μεγάλην δόσιν χρημάτων , διὰ νὰ φανῇ πρὸς τὸν
Δαρεῖον ὅτι καὶ εἰς τὴν πατρίδα του ἦτον σημαντικός .
138. Σηκωθέντες δὲ ἀπὸ τὴν Κρότωνα οἱ Πέρσαι πί
πτουσιν ἔξω μὲ τὰ καράδιά των εἰς τὴν ᾿Ιαπυγίαν. Ἐκεῖ δὲ
ὄντας δούλους , Γίλλος τις Ταραντῖνος φυγὰς ἐλύτρωσεν από
τοὺς , καί τους ἔφερε πάλιν ὀπίσω εἰς τὸν βασιλέα Δαρεῖον .
Αὐτὸς δὲ ἀντὶ τούτων ἦτον πρόθυμος νὰ δώσῃ εἰς τὸν Γίλ
λον ὅ , τι ἤθελεν . ὁ δὲ Γίλλος τὸν ζητεῖ τὴν κάθοδόν του εἰς
τὴν Τάραντα , ἀφοῦ τον διηγήθη πρῶτον τὴν συμφοράν του
Διὰ νὰ μὴ συνταράξη δὲ τὴν ῾Ελλάδα , ἐὰν δὲ αὐτὸν μεγάλος

στόλος πλέῃ εἰς τὴν ᾿Ιταλίαν, εἶπεν ὅτι ἀρκοῦσι μόνον οἱ


Κνίδιοι να τον καταβιβάσωσιν εἰς τὴν πατρίδα του , στοχα

ζόμενος ὅτι ἀπ᾿ αὐτοὺς , ὄντας φίλους μὲ τοὺς Ταραντίνους ,


εὐκολώτατα ἠμπόρει νὰ κατορθωθῇ ἡ κάθοδός του . ὁ Δα

ρεῖος λοιπὸν δεχθεὶς τὸ ζήτημά του ἔβαλεν αὐτὸ εἰς πρᾶ


ξιν ; καὶ πέμψας μηνυτὴν εἰς τὴν Κνίδον, τοὺς ἐπρόσταξε
νὰ καταβιβάσωσι τὸν Γίλλον εἰς τὴν Τάραντα . Οἱ δὲ Κνί
διοι ὑπήκουσαν εἰς τὸν Δαρεῖον , πλὴν νὰ πείσωσι τοὺς Τα
ραντίνους δὲν ἠμπόρεσαν, καὶ νά τους βιάσωσι δὲν ἦσαν ἱκα
νοί. Ταῦτα μὲν τοιουτρόπως ἔγιναν · καὶ ἀπὸ τὴν Ασίαν Πέρ
σαι πρῶτοι αὐτοὶ ἦλθαν εἰς τὴν Ἑλλάδα , καὶ διὰ τοιαύτην
αἰτίαν ἔγιναν κατάσκοποι.
139. Μετὰ ταῦτα δὲ κυριεύει ὁ βασιλεὺς Δαρεῖος τὴν Σάμον , 2

πρώτην ἀπ ' ὅλας τὰς ἑλληνικὰς πόλεις καὶ Βαρβαρικὰς , διὰ


τοιαύτην τινὰ αἰτίαν , ὅτε ἐστράτευεν ὁ Καμβύσης τοῦ Κύ
(ΤΟΜ. Κ.) 23.
354 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΪ .

ρου κατὰ τῆς Αἰγύπτου , ὑπῆγαν εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ ἄλλοι
πολλοὶ Ἕλληνες , τόσον διὰ ἐμπόριον , καθὼς ἦτον ἑπόμενον ,
ὅσον καὶ ςρατιῶται, μερικοὶ δὲ καὶ θεαταὶ τοῦ τόπου, ἐκ τῶν
ὁποίων ἦτον καὶ ὁ Συλοσῶν , ὁ υἱὸς τοῦ Αἰάκους , ὢν ἀδελφὸς
τοῦ Πολυκράτους, καὶ φυγὰς ἀπὸ τὴν Σάμον . Αὐτὸν τὸν Συ

λοσῶντα ἠκολούθησε καλή τις σύμπτωσις τοιαύτη . ᾿Επῆρε


χλανίδα πυρίχρουν καὶ τυλιγμένος μ᾿ αὐτὴν περιεφέρετο
εἰς τὴν ἀγορὰν τῆς Μέμφεως· ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Δαρεῖος , ὢν
τότε δορυφόρος τοῦ Καμβύσου , καὶ ὄχι ἀκόμι σημαντικὸς ,
ἐνοστιμεύθη τὴν χλανίδα , καὶ πλησιάσας ἐζήτει νά την ἀγο
ράσῃ . ὁ δὲ Συλοσῶν βλέπων τὸν Δαρεῖον ἐπιθυμοῦντα καθ᾿
ὑπερβολὴν τὴν χλανίδα , ἀπό θείαν τινὰ τύχην τὸν λέγει
D ἐγὼ δὲν πωλῶ αὐτὴν διὰ χρήματα · εὰν πρέπῃ ἀφεύκτως

» νά σε εὐχαριστήσω ; σὲ δίδω αὐτὴν χωρὶς τίποτε. » Καὶ


οὕτως ἐπαινέσας τὴν προαίρεσίν του ὁ Δαρεῖος παραλαμβά
νει τὸ ἔνδυμα .
140. ὁ μὲν Συλοσῶν εἶχε βέβαιον ὅτι ἦτον χαμένον τὸ
φόρεμα ἀπὸ ἐλαφρότητά του . Επειδὴ δὲ μὲ τὸν καιρὸν ἀπέ
θανεν ὁ Καμβύσης , καὶ ἔπειτα ἐπανεστάτησαν οἱ ἑπτὰ κατὰ
τοῦ μάγου , καὶ ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ ὁ Δαρεῖος ἔλαβε τὴν βασιλείαν,
μανθάνει ὁ Συλοσῶν ὅτι ἡ βασιλεία ἐπέρασεν εἰς τὸνἄνθρω
πον ἐκεῖνον , εἰς τὸν ὁποῖον αὐτὸς διατρίβων εἰς τὴν Αἴγυπτον
ἴδωσέ ποτε τὸ φόρεμα. Αναβὰς λοιπὸν εἰς τὰ Σοῦσα , ἐκάθισεν
εἰς τὰ πρόθυρα τοῦ βασιλικοῦ οἴκου , καὶ εἶπεν ὅτι ἦτον εὖ
εργέτης τοῦ Δαρείου . Ακούσας αὐτὸ ὁ πυλωρὸς δίδει τὴν εἴ
‫ܗ‬
δησιν μέσα εἰς τὸν βασιλέα . Αὐτὸς δὲ θαυμάσας, » . Καὶ ποῖος
‫ܗ‬
εἶναι, λέγει καθ᾿ ἑαυτὸν , ὁ Ἕλλην εὐεργέτης , τὸνὁποῖον ἐγὼ,
ἔχων νεωστὶ τὴν ἀρχὴν, ἐντρέπομαι διὰ προλαβούσας χά
» ριτας ; Εδὼ εἰς ἡμᾶς δὲν ἠξεύρω ἂν κανεὶς ἀκόμι ἀνέβη
ΒΙΒΛ . Γ΄ . ΘΑΛΕΙΑ . 355

ἢ ἀπ᾿ αὐτούς· καὶ δὲν ἐνθυμοῦμαι ὑποχρέωσιν κανένας Έλληνος


*μολοντοῦτο φέρετέ τον μέσα , διὰ νὰ μάθω τί θέλων λέγει
αὐτά. » ᾿Επαρουσίασεν ὁ πυλωρὸς τὸν Συλοσῶντα · ςαθέντα

δὲ εἰς τὸ μέσον τὸν ἠρώτων οἱ ἑρμηνεῖς , ποῖος ἦτον , καὶ τί


πράξας ἔλεγεν ὅτι ἦτον εὐεργέτης τοῦ βασιλέως . Εἶπε λοιπὸν
ὁ Συλοσῶν ὅλην τὴν ὑπόθεσιν τῆς χλανίδος , καὶ ὅτι αὐτὸς

ἦτον ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος τὴν ἔδωσε. Τὸν ἀποκρίνεται εἰς αὐτὰ


ὁ Δαρεῖος . » Γενναιότατε ἄνθρωπε, ἐσὺ εἶσαι ἐκεῖνος , ὁ ὁποῖος
Τ
μ' ἔδωσες τὴν χλανίδα , ὅτε δὲ εἶχον ακόμι καμίαν δύνα
» μιν ; ἐὰν καὶ μικρὰ πράγματα , μολοντοῦτο σὲ χρεωστῶ
· χάριν ὁμοίαν , καθὼς ἐὰν τώρα ἤθελον λάβει ἀπό τινα με
D
γάλα . Ἀντὶ ταύτης σὲ δίδω χρυσὸν καὶ ἄργυρον ἄπειρον ·
‫ע‬
ὥςι νὰ μὴ μετανοήσῃς ποτὲ εὐεργετήτας τὸν Δαρεῖον τοῦ
‫ܗ‬
* Υξάσπους. » Αποκρίνεται εἰς αὐτὰ ὁ Συλοσῶν . « Μή με

δίδῃς, βασιλεῦ , μήτε χρυσὸν μήτε ἄργυρον , ἀλλ᾽ ἐλευθέρω
» σε καὶ δός μὲ τὴν πατρίδα μου Σάμον , τὴν ὁποίαν τώρα ,
»
ἀφοῦ ἐθανατώθη ὁ Πολυκράτης ὁ ἀδελφός μου ἀπὸ τὸν ὁ .
ροίτην , ἔχει εἷς ἐδικός μας δοῦλος. Αὐτὴν δός με χωρὶς
D
φόνον καὶ ἐξανδραπόδισιν. »
141. Ταῦτα ἀκούσας δὁ Δαρεῖος , ἔςειλε στράτευμα καὶ
στρατηγὸν τὸν ὀτάνην , ὁ ὁποῖος ἦτον εἷς ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ ,
παραγγείλλάς τον νὰ ἐκπληρώσῃ , ὅσα ἐζήτησεν ὁ Συλοσῶν.
Καταβὰς δὲ εἰς τὴν θάλασσαν ὁ ὀτάνης ἑτοίμαζε τὸν ςόλον .
142. Εἶχε δὲ τῆς Σάμου τὸ κράτος (*) ὁ Μαιάνδριος
τοῦ Μαιανδρίου , λαβὼν ἐπιτροπικῶς τὴν ἀρχὴν ἀπὸ τὸν Πο
λυκράτη . Αὐτὸς ἔχων προαίρεσιν νὰ γένη δικαιότατος ἄνα

(*) ϊδ . §. 123 ,
23*
356 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

θρωπος δέν το κατώρθωσε . Καθὼς ἔμαθε τὸν θάνατον το

Πολυκράτους , ἔκαμεν ὁ Μαιάνδριος τὰ ἀκόλουθα · πρῶτον


μὲν ἔκτισε βωμὸν Διὸς Ελευθερίου, καὶ ἐξεχώρισε περὶ αὐτ

τὸν τέμενος τοῦτο , τὸ ὁποῖον εἶναι τώρα εἰς τὸ προάστειον .


Μετὰ δὲ ταῦτα , ἀφοῦ τα ἐτελείωσε , συναθροίσας ἐκκλησίαν
ἀπ᾿ ὅλους τοὺς πολίτας εἶπε τὰ ἑξῆς . ·» Εἰς ἐμὲ , καθὼς καὶ
• σεῖς ἠξεύρετε, ἐνεχειρίσθη τὸ σκῆπτρον καὶ ἡ δύναμις ὅλη
* τοῦ Πολυκράτους, καὶ ἠμπορῶ τώρα νά σας ἐξουσισιάζω ·
· ἐγὼ ὅμως δὲν θὰ κάμω , ὅσον μὲ εἶναι δυνατὸν, ὅ, τι μέμ
» φομαι εἰς τοὺς ἄλλους · διότι οὔτε ὁ Πολυκράτης μὲ ἤρε

» σκε δεσπότης ὢν ἀνθρώπων ὁμοίων του , οὔτε ἄλλος ,


» ὅποιος πράττει τοιαῦτα . ὁ Πολυκράτης λοιπὸν τώρα ἐξε
» πλήρωσε τὸ πεπρωμένον του, ἐγὼ δὲ βάλλω τὴν ἐξουσίαν
» εἰς τὴν μέσην , καὶ κηρύττω ἰσονομίαν . Τόσον μόνον βρα

»βεῖον κρίνω δίκαιον νά με γένῃ · ἀπὸ μὲν τὴν κατάστασιν


* τοῦ Πολυκράτους νά με δοθῶσιν ἰδιαιτέρως ἓξ τάλαντα · καὶ
· πρὸς τούτοις θέλω δι' ἐμὲ καὶ δι᾽ ὅλους τοὺς ἀπογόνουςμου
* τὴν ἱερωσύνην τοῦ ῾Ελευθερίου Διὸς, εἰς τὸν ὁποῖον ἐγὼ ἔκτι
» σα ἱερὸν , καί σας ἀποκατασταίνω εἰς τὸ ὄνομά του ἐλευθέ
ρους . »Αὐτὸς μὲν ταῦτα ἐπρόβαλλεν εἰς τοὺς Σαμίους· εἷς δὲ
ἀπ᾿ αὐτοὺς σηκωθεὶς εἶπεν . Ἀλλ᾽ οὔτε ἄξιος εἶσαι νά μας

ὁρίζῃς σὺ, ὁ ὁποῖος ἐστάθης οὐτιδανὸς , καὶ εἶσαι ὀλέθριος .


Κύτταξε καλήτερα νὰ δώσῃς λόγον τῶν χρημάτων , ὅσα ἐ
πέρασαν ἀπὸ τὰς χεῖράς σου .
143. Αὐτὰ εἶπεν , ὢν σημαντικὸς μεταξὺ τῶν πολιτῶν ,
ὠνομάζετο δὲ Τελέσαρχος. ὁ δὲ Μαιάνδριος στοχασθεὶς
ὅτι, ἂν ἀφήσῃ τὴν ἀρχὴν , ἄλλος τις ἀντ᾽ αὐτοῦ θὰ κατα
ςαθῇ τύραννος , δὲν ἐφρύνει πλέον νά την ἀφήσῃ . ὅθεν καθὼς
ὑπῆγεν εἰς τὴν ἀκρόπολιν , ἔφερεν αὐτοὺς ἀνὰ ἕνα , πῶς τάχα
ΒΙΒΛ . Γ΄. ΘΑΑΒΙΑ . 357

θά τους δώσῃ λόγον τῶν χρημάτων , καὶ οὕτω συλλαβὼν


ὅλους τοὺς ἔβαλεν εἰς τὰ δεσμά. Αὐτοὶ λοιπὸν ἦσαν εἰς
τὰ δεσμά · ὁ δὲ Μαιάνδριος μετὰ ταῦτα ἔπεσεν ἄῤῥωστος .
Καὶ ὁ ἀδελφός του, ὀνομαζόμενος Λυκάρητος , νομίζων ὅτι
θ᾿ ἀποθάνῃ, διὰ νὰ κρατήσῃ αὐτὸς εὐκολώτερα τὴν ἐξουσίαν
τῆς Σάμου, φονεύει ὅλους τοὺς δεσμώτας· διότι, καθὼς φαί
νεται , δὲν εἶχον προαίρεσιν νὰ εἶναι ἐλεύθεροι.

144. ὅτε λοιπὸν ἔφθασαν εἰς τὴν Σάμον οἱ Πέρσαι, κα


ταβιβάζοντες τὸν Συλοσῶντα , κανεὶς δὲν ἐσήκωσε χεῖρας ἐκ
ναντίον των , ἀλλὰ καὶ οἱ στατιῶται τοῦ Μαιανδρίου καὶ
αὐτὸς ὁ Μαιάνδριος, εἶπαν ὅτι ἦσαν ἕτοιμοι ν᾿ ἀναχωρήσωσιν
ἀπὸ τὴν νῆσον μὲ συνθήκας . Ἐπειδὴ δὲ συγκατένευσεν εἰς τοῦτο
ὁ ὀτάνης , καὶ ἔκαμε σπονδὰς , οἱ σημαντικώτατοι τῶν Περα
σῶν ἔβαλαν θρόνους καὶ ἐκάθοντο καταντικρὺ τῆς ἀκροπόλεως .

145 · ὁ Μαιάνδριος δὲ ὁ τύραννος εἶχεν ἀδελφὸν πολλὰ


ὀξὺν· τὸ ὄνομά του ἦτον Χαρίλαος · αὐτὸς δεμένος διὰκάποιον
σφάλμα του ἦτον εἰς γοργύραν · τότε δὲ ἀκούσας τὰ τρέχοντα ,
καὶ κύψας ἀπὸ τὸ παράθυρον τῆς γοργύρας, ἐπειδὴ εἶδε τοὺς
Πέρσας καθημένους εἰρηνικῶς , ἐφώναζε καὶ ἔλεγεν ὅτι ἤθελα

νὰ ὁμιλήσῃ τὸν Μαιάνδριον . Ακούσας τοῦτο ὁ Μαιάνδριος ,


ἐπρόςαξε να τον λύσωσι καὶ νά τον φέρωσιν ἐμπρός του. Και
θὼς δέ τον ἔφεραν , λοιδορῶν καὶ ὀνομάζων αὐτὸν ἄνανδρον, κατ
τεγίνετο νά τον πείσῃ νὰ φονεύσῃ τοὺς Πέρσας , λέγων τοιαῦτα ·
D
᾿Εμὲ κάκις: ἄνθρωπε , ὁ ὁποῖος εἶμαι ἀδελφός σου, καὶ δὲν ἔ
· καμα τίποτε ἄξιον δεσμῶν , μ᾿ ἔδεσες , καὶ ἐνέκρινες νά με

» βάλῃς εἰς γοργύραν · βλέπων δὲ τοὺς Πέρσας ὅτι σὲ διώκου


* σι καί σε κάμνονσιν ἄνοικον, δὲν τολμᾷς νά τους τιμωρή

» σῃς, ἐνῷ εἶναι τόσον εὔκολον νά τους νικήσῃς . Αλλ ' ἐὰν σὺ
φοξῆσαι αὐτοὺς , δὸς τοὺς ἐπικούρους εἰς ἐμὲ , καὶ ἐγὼ ἐμε
358 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

· πορῶ νά τους τιμωρήσω διὰ τὸν ἰδὼ ἐρχομόν των : σὲ δὲ


· εἶμαι ἕτοιμος và
νὰ ἐκπέμψω ἀσφαλῶς ἀπὸ τὴν νῆσον .
146. Αὐτὰ εἶπεν ὁ Χαρίλαος . ὁ δὲ Μαιάνδριος ἐδέχθη
τὸν λόγον ,ὄχι, καθὼς ἐγὼ ςοχάζομαι, διότι ἔφθασεν εἰς τόσην
ἀνοησίαν, ὥστε νὰ νομίσῃ ὅτι ἡ δύναμίς του θὰ νικήσῃ τὴν
δύναμιν τοῦ βασιλέως , ἀλλὰ φθονήσας περισσότερον τὸν Συ
λοσῶντα , ὅτι ἔμελλε χωρὶς κόπον ν ' ἀπολάβῃ τὴν πόλιν
ἀκέραιον . Ερεθίσας λοιπὸν τοὺς Πέρσας ἤθελε νὰ κάμῃ ἀσθε
νεστάτην τὴν κατάστασιν τῶν Σαμίων, καὶ οὕτω νὰ παρα

δώσῃ τὸν τόπον · καθότι ἦτον πολλὰ βέβαιος ὅτι, ἐὰν ἐβλά
σπτοντο οἱ Πέρσαι, ἔμελλον νὰ φερθῶσι πικρὰ εἰς τοὺς Σαμίους˙
καὶ ἤξευρεν , ὅσον διὰ τὸν ἑαυτόν του, ὅτι εἶχε τρόπον νὰ
ἐχθῆ ἀσφαλῶς ἀπὸ τὴν νῆσον , ὁποίαν ὥραν ἤθελε · διότι εἶχε
κατασκευάσει κρυπτὴν διώρυχα , ἡ ὁποία ἀπὸ τὴν ἀκρόπολιν
ἐκτείνετο ἕως τὴν θάλασσαν . Αὐτὸς λοιπὸν ὁ Μαιάνδριος
ἐκπλέει ἀπὸ τὴν Σάμον . ὁ δὲ Χαρίλαος ὁπλίσας ὅλους τοὺς
ἐπικούρους , καὶ ἀνοίξας τὰς πύλας τοὺς ἀπέλυσε κατὰ τῶν

Περσῶν, οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνον δὲν περιέμενον τοιοῦτό τι, ἀλ


λὰ καὶ ἐστοχάζοντο ὅτι ὅλα ἦσαν συμβιβασμένα . Πίπτοντες
δὲ οἱ ἐπίκουροι ἐφόνευον τοὺς Πέρσας , οἱ ὁποῖοι ἐκάθοντο εἰς
τὰ θρονία , καὶ ἦσαν οἱ σημαντικώτατοι . Καὶ αὐτοὶμὲν ταῦ
τα ἔπραττον· τὸ δὲ ἄλλο Περσικὸν στράτευμα ἔτρεχεν εἰς
βοήθειαν · καὶ ἐπιπεσὸν εἰς τοὺς ἐπικούρους ἠνάγκασεν αὖ
τοὺς νὰ περικλεισθῶσιν ὀπίσω εἰς τὴν ἀκρόπολιν .
147. ὁ δὲ ὀτάνης ὁ στρατηγὸς , ἰδὼν ὅτι ἔπαθαν οἱ
Πέρσαι μεγάλον κακὸν , μολονότι ἐνθυμεῖτο τὰς προσταγὰς,
τὰς ὁποίας τὸν ἔδωσεν ὁ Δαρεῖος , ὅτε τὸν ἔστελλε , νὰ μὴ
φονεύσῃ κανένα Σάμιον, μήτε ν' ἀνδραποδίσῃ, ἀλλὰ ν᾿ ἀπο
δώσῃ τὴν νῆσον ἀβλαβῆ εἰς τὸν Συλοσῶντα , τότε ἐλησμόνει
ΒΙΒΛ. Γ΄ . ΘΑΛΕΙΑ. 359

αὐτὰς τὰς προσταγὰς , καὶ παρήγγειλε τὸ στράτευμα ; ὅποιον


πιάσωσι καὶ ἄνδρα καὶ παιδίον ἐπίσης νά τον φονεύωσι .
Τότε ἄλλοι μὲν ἐκ τῶν στρατιωτῶν ἐπολιόρκουν τὴν ἀκρό
πολιν, καὶ ἄλλοι ἐφόνευον ὅποιον εὕρισκον ἐμπρός των , ὁμοίως
καὶ μέσα εἰς τὰ ἱερὰ καὶ ἔξω τῶν ἱερῶν .
148. ὁ δὲ Μαιάνδριος, φυγὼν ἀπὸ τὴν Σάμον , ὑπάγει

εἰς τὴν Λακεδαίμονα · φθάσας δὲ ἐκεῖ μὲ ὅλα του τὰ πράγ


ματα, ὅσα ἔλαβεν ἀναχωρῶν, ἔκαμνε τὰ ἑξῆς. Εκβαλε πο
τήρια ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ εἰς τὴν μέσην, καὶ οἱ μὲν ὑπηρέται
τὰ ἔτριξον , αὐτὸς δὲ κατ᾽ ἐκείνην τὴν ὥραν ανταμόνων
τὸν Κλεομένη τοῦ Αναξανδρίδου , βασιλέα τῆς Σπάρτης ,
τὸν ἔπερνε καί τον ἔφερεν εἰς τὴν κατοικίαν του. Βλέπων
δὲ ὁ Κλεομένης τὰ ποτήρια ἐθαύμαζεν ὑπερβολικὰ , καὶ
ἐξεπλήττετο · ὁ δὲ Μαιάνδριος τὸν ἔλεγε νὰ λάβῃ ὅσα ἤθε·
λεν . ἐπειδὴ εἶπεν αὐτὸ δὲς καὶ τρὶς ὁ Μαιάνδριος , ὁ Κλεο

μένης γίνεται ἄνθρωπος δικαιότατος . ὁ ἴδιος βέβαια νὰ λά


6ῃ τὰ διδόμενα δὲν ἤθελε · στοχασθεὶς ὅμως ὅτι ἠμπόρει
νά τα δώσῃ εἰς ἄλλους πολίτας , καὶ νὰ εὕρῃ ὑπεράσπισιν ,
ὑπῆγεν εἰς τοὺς ἐφόρους καὶ εἶπεν , ὅτι συμφέρει εἰς τὴν Σπάρτ
την ν ' ἀναχωρήση ὁ ξένος Σάμιος ἀπὸ τὴν Πελοπόννησον ,
διὰ νὰ μὴ ἀναπείσῃ ἢ αὐτὸν ἢ ἄλλον τινὰ Σπαρτιάτην νὰ
γένῃ κακός . Οἱ δὲ ἔφοροι ὑπακούσαντες ἐξεκήρυξαν τὸν
Μαιάνδριον .

149. Τὴν δὲ Σάμον ἀφοῦ ἐσαγήνευσαν οἱ Πέρσαι , παρέ


δωσαν εἰς τὸν Συλοσῶντα , ἔρημον ἀπ᾿ ἀνθρώπους . Μετὰ και
ρὸν ὅμως ὁ ἴδιος ὁτάνης συνήργησε εἰς τὸν συνοικισμόν της
δι ὄνειρον , τὸ ὁποῖον εἶδε, καὶ δὶ ἀσθένειαν , ἡ ὁποία τὸν ἠκο
λούθησεν εἰς τὰ αἰδοῖα .

150, ὅτε δὲ ἐκίνησε τὸ ναυτικὸν στράτευμα κατὰ τῆς


360 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ.

Σάμου , ἀπεστάτησαν οἱ Βαβυλώνιοι, πολλὰ καλὰ προετοι


μασμένοι· διότι εἰς ὅσον καιρὸν ἐβασίλευσεν ὁμάγος, καὶ
ἐπανεστάτησαν οἱ ἑπτὰ, εἰς ὅλον αὐτὸ τὸ διάστημα καὶ τὴν
ταραχὴν ἑτοιμάζοντο διὰ τὴν πολιορκίαν, καὶ αὐτὸ ἐγίνετο
μὲ τρόπον, ὥστε δέν το ἐνόει κανείς . ὅτε δὲ ἀναφανδὸν
ἀπεστάτησαν ἔκαμαν τοιοῦτό τι· Πλὴν τῶν μητέρων , ἀπὸ

τὰς ἄλλας γυναῖκας, ὅσαι ἦσαν εἰς τὰς οἰκίας , ὁ καθεὶς ἐ


διάλεξε μίαν , ὁποίαν ἤθελε , τὰς δὲ λοιπὰς ὅλας συναθροί
σαντες ἀπέπνιξαν αὐτάς . Εδιάλεξε δὲ ὁ καθεὶς τὴν μίαν διὰ
σιτοποιόν · καὶ ἔπνιξαν τὰς λοιπὰς διὰ νὰ μὴ ἐξοδεύσωσι τὰς
τροφάς των.
151 · Μαθὼν δὲ τοῦτο ὁ Δαρεῖος , καὶ μαζεύσας ὅλην
τὴν δύναμίν του , ἐστράτευσε κατ᾿ αὐτῶν · φθάσας δὲ εἰς τὴν
Βαβυλῶνα ἐπολιόρκει αὐτοὺς παντελῶς μὴ φροντίζοντας
διὰ τὴν πολιορκίαν . Διότι ἀναξαίνοντες οἱ Βαβυλώνιοι εἰς
τοὺς προμαχῶνας τοῦ τείχους ἐχόρευον διὰ πεῖσμά του ,
καὶ κατέσκωπτον τὸν Δαρεῖον καὶ τὸ στράτευμα αὐτοῦ ·
‫ܗ‬
καὶ εἷς τις ἀπ᾿ αὐτοὺς εἶπε τοῦτον τὸν λόγον · . . Τί κά
» θεσθε ἐδὼ, Πέρσαι, καὶ δὲν ἀναχωρεῖτε ; Τότε θὰ πάρη
» τε τὴν πόλιν μας, ὅταν ἡμίονοι γεννήσωσι . » Τοῦτο εἶπε
Βαβυλώνιός τις , ἐλπίζων ὅτι ἡμίονος ποτὲ δὲν ἠμπορεῖ νὰ
γεννήσῃ.
152. Εἷς χρόνος καὶ ἑπτὰ μῆνες εἶχον περάσει τότε,
ὁ δὲ Δαρεῖος ἠγανάκτει, καὶ ὅλον τὸ στράτευμα, διότι

δὲν ἠμπόρουν νὰ πάρωσι τὴν Βαβυλῶνα · μολονότι ὁ Δα


ρεῖος εἶχε κάμει κατ᾿ αὐτῶν ὅλα τὰ στρατηγήματα , καὶ
ὅλους τοὺς τρόπους , πλὴν πάλιν δὲν ἠμπόρει νά τους κυ
ριεύσῃ . Κοντὰ δὲ εἰς τόσα ἄλλα στρατηγήματα, τὰ ὁποῖα

ἐδοκίμασεν, μετεχειρίσθη πρὸς τούτοις καὶ ἐκεῖνο , μὲ τὸ ὁποῖον


ΒΙΒΛ . Γ΄. ΘΑΛΕΙΑ. 36 .

ἐκυρίευσεν αὐτοὺς ὁ Κῦρος· πλὴν οἱ Βαβυλώνιοι εἶχον μεγά


λας φυλάξεις , καὶ ἀδύνατον ἦτον νά τους κυριεύσῃ .
153. Τότε ἦτον μὴν εἰκοστὸς , καὶ εἰς τὸν Ζώπυρον , υἱὸν
τοῦ Μεγαβύζου ἐκείνου , ὁ ὁποῖος ἐστάθη εἷς ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ,
τοὺς καταστρέψαντας τὸν μάγον , εἰς τοῦτον τὸν υἱὸν τοῦ
Μεγαβύζου Ζώπυρον ἔγινε τὸ ἑξῆς τέρας· Μία ἀπὸ τὰς σι
τοφόρους ἡμιόνους του ἐγέννησε. Καθὼς δέ τον ἀνέφεραν αὐτὸ ,
ἀπὸ ἀπιστίαν ὑπῆγεν ὁ ἴδιος καὶ εἶδε τὸ βρέφος · παραγγεί
λας δὲ τοὺς δούλους του νὰ μὴ εἴπωσιν εἰς κανένα τὸ γεγονὸς,
ἐβουλεύετο καθ᾿ ἑαυτόν . Ενθυμούμενος δὲ τοὺς λόγους τοῦΒα
βυλωνίου , ὁ ὁποῖος κατ᾿ἀρχὰς τῆς πολιορκίας εἶπεν ὅτι,
ὅταν γεννήσωσιν ἡμίονοι, τότε θὰ κυριευθῇ τὸ τεῖχος, κατὰ
ταύτην τὴν πρόῤῥησιν εὕρισκεν ὁ Ζώπυρος ὅτι ἔπρεπε νὰ
παρθῇ ἡ Βαβυλών · διότι ἐπίστευεν ὅτι κατὰ θείαν βουλὴν
καὶ ἐκεῖνος εἶπε τὸν λόγον , καὶ αὐτοῦ ἡ ἡμίονος ἐγέννησεν .
154. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἔβλεπεν ὅτι ἦτον πεπρωμένον νὰ

κυριευθῇ ἡ Βαβυλὼν , ὑπῆγεν εἰς τὸν Δαρεῖον καί τον ἐξέτα


ζε μὲ τρόπον , ἐὰν ἔχῃ πολλὰ μεγάλην ἐπιθυμίαν νὰ κυριεύ
σῃ τὴν Βαβυλῶνα . ὅτε δὲ ἐπληροφορήθη πόσον τὸ ἐπεθύμει,
τότε ἐβουλεύετο ἄλλο, πῶς αὐτὸς νά την κυριεύσῃ , καὶ τὰ
κατόρθωμα εἰς αὐτὸν ν᾿ ἀποδοθῇ · διότι εἰς τοὺς Πέρσας τὰ
ἀνδραγαθήματα τιμῶνται καθ᾽ ὑπερβολήν . Μὲ ἄλλο ἔργονλοι
πὸν δὲν ἐστοχάζετο ὅτι ἠμπόρει νὰ ὑποτάξῃ τὴν Βαβυλῶνα ,
παρὰ ἐὰν καταπληγώσας τὸν ἑαυτόν του, αὐτομολήσῃ εἰς
τοὺς Βαβυλωνίους · οὕτω δὲ ἀψηφήσας τοὺς πόνους , και

ταπληγόνει τὸν ἑαυτόν του μὲ πληγὰς ἀνιάτους · καθότι


κόψας τὴν μύτην καὶ τὰ αὐτία του , καὶ κουρεύσας τὰ μαλ
λία του , ἔτι δὲ μαστιγώτας τὸν ἑαυτόν του ὑπῆγεν εἰς τὸν
Δαρεῖον ,
362 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

155. ὁ δὲ Δαρεῖος ἐπηράχθη πολὺ , ὅτε εἶδεν ἄνθρωπον


σημαντικώτατον εἰς τοιαύτην κατάστασιν · ὅθεν ἀναπηδή
σας ἀπὸ τὸν θρόνον του ἐφώναξε καί τον ἠρώτησε, ποῖος ἦτον

ὁ καταπληγώσας αὐτὸν, καὶ διὰ τί. ὁ δὲ Ζώπυρος εἶπε


D Δὲν εἶναι ἄλλος εἰ μὴ σὺ , ὁ ὁποῖος ἔχεις τόσην δύναμιν ,

» ὥστε νά με φέρῃς εἰς αὐτὴν τὴν κατάστασιν · οὔτε ξένος


» τις, βασιλεῦ , ἔπραξεν αὐτὰ εἰς ἐμὲ, ἀλλ᾽ ἐγὼ ὁ ἴδιος , μὴ
.
ὑποφέρων νὰ καταγελῶσιν οἱ Ασσύριοι τοὺς Πέρσας. » ὁ
δὲ Δαρεῖός τον ἀπεκρίνετο . » ὦ ἄθλιε ἄνθρωπε , εἰς ἔργον
ἀτιμώτατον ἔβαλες τὸ λαμπρότατον ὄνομα , λέγων ὅτι
» διὰ τοὺς πολιορκουμένους ἔφερες τὸν ἑαυτόν σου εἰς τὴν
· ἀνίατον ταύτην κατάστασιν . . Τί ὦ μάταιε , ἐπειδὴ σὺ
» κατεπλήγωσες τὸν ἑαυτόν σου , διὰ τοῦτο ὀγλιγωρότερα
θὰ παραδοθῶσιν οἱ πολέμιοι; ! πῶς νὰ μὴ ἐκθῆκες ἀπὸ
» τὰς φρένας σου , διαφθείρας τὸν ἑαυτόνσου ; » ὁ δὲ Ζώπυ
ρος εἶπεν . » Εάν σε ἐκοινοποίουν τὸν σκοπόν μου, τί εἶχον νὰ
.
κάμω, δὲν ἤθελες μ᾿ ἀφήσει βέβαια· τώρα ὅμως τὸ ἔκαμα
χωρὶς νὰ ἐρωτήσω κανένα . ὅθεν ἐὰν ἐκ μέρους σου δὲν γέ
» νη καμμία ἔλλειψις , πέρνομεν τὴν Βαβυλῶνα . Ἐγὼ μὲν,
‫ܝ‬καθὼς εἶμαι , θ ' αὐτομολήσω εἰς τὸ τεῖχος τῶν Βαβυλω

» νίων , καὶ θὰ εἴπω πρὸς αὐτοὺς , ὅτι ἀπὸ σὲ ἔπαθα ταῦτα .


» καὶ ἐλπίζω πείσας αὐτοὺς ὅτι εἶναι ἀληθὲς , νὰ λάβω

τὴν στρατηγίαν. Σὺ δὲ , τὴν δεκάτην ἡμέραν , ἀφοῦ ἐμ


» βῶ ἐγὼ εἰς τὸ τεῖχος , διώρισε χιλίους ἀπὸ τὸ στράτευ
» μα ἐκεῖνο , τὸ ὁποῖον δὲν φροντίζεις ἂν χαθῇ, νὰ ἔλθωσι
κατὰ τὰς πύλας τὰς λεγομένας τῆς Σεμιράμιδος· ὕστερον
• δὲ πάλιν , ἑπτὰ ἡμέρας μετὰ τὴν δεκάτην ταύτην, βάλε
29
ἄλλους δισχιλίους κατὰ τὰς λεγομένας πύλας τῶν Νι
ν νέων · ἄφησε νὰ περάσωσιν εἴκοσι ἡμέραι μετὰ τὴν ἑβδό
ΒΙΒΛ . Γ '. ΘΑΛΕΙΑ. 363

μην, καὶ ἔπειτα φέρε ἄλλους τετρακισχιλίους , καὶ βάλε


• τους κατὰ τὰς λεγομένας Χαλδαίων πύλας. Νὰ μὴ ἔχω
· σιν ὅμως μήτε οἱ πρότεροι , μήτε οὗτοι, κανὲν ἄλλο ἀμυν
* τήριον ὅπλον , πλὴν ἐγχειρίδια· αὐτὰ μόνον ἄφησέ τους νὰ
.
ἔχωσι. Μετὰ δὲ τὴν εἰκοστὴν ἡμέραν, πρόςαξε τὸ μὲν ἄλλο
η στράτευμα νὰ κτυπήσῃ κύκλῳ τὸ τεῖχος, τοὺς δὲ Πέρσας,
D
· βάλε με, κατὰ τὰς πύλας τὰς λεγομένας Βηλίδας καὶ
» Κισσίας· διότι , καθὼς στοχάζομαι, ἀφοῦ ἐγὼ δείξω με
γάλα κατορθώματα , οἱ Βαβυλώνιοι καὶ τ᾿ ἄλλα θὰ ἐμε
η πιστευθῶσιν εἰς ἐμὲ , καὶ πρὸς τούτοις τὰς βαλανάγρας τῶν
» πυλῶν· ἔπειτα πλέον ἐγὼ καὶ οἱ Πέρσαι θὰ φροντίσωμεν
* νὰ κάμωμεν τὰ λοιπά .
156 Αὐτὰ παραγγείλας ἐκίνησε καὶ ἐπορεύετο πρὸς τὰς
πύλας τῆς Βαβυλῶνος, στρέφων συχνὰ καὶ βλέπων ὀπίσω,
ὡς τῳόντι αὐτόμολος . Βλέποντες δὲ ἀπὸ τοὺς πύργους οἱ
διωρισμένοι εἰς τοῦτο τὸ ἔργον ἔτρεχον κάτω , καὶ ὀλίγον
παρακλίναντες τὴνμίαν πύλην , τὸν ἠρώτων ποῖος ἦτον, καὶ
τί ἤθελεν . Ἐκεῖνος δέ τους ἔλεγεν ὅτι ἦτον ὁ Ζώπυρος , καὶ
ηὐτομόλει πρὸς αὐτούς . Οἱ δὲ πυλωροί, καθὼς ἤκουσαν αὐτὰ ,

τὸν ἔφεραν εἰς τὸ κοινὸν τῶν Βαβυλωνίων · καὶ παρουσιασθεὶς


ἐκεῖ ἐλεεινολογεῖτο , λέγων ὅτι ἔπαθεν ἀπὸ τὸν Δαρεῖον , ὅσα
αὐτὸς ὁ ἴδιος εἶχε κάμει εἰς τὸν ἑαυτόν του , καὶ ὅτι ἔπαθεν
αὐτὰ , διότι τὸν ἐσυμβούλευσε νὰ σηκώσῃ τὸ στράτευμα ,
βλέπων ὅτι ἦτον ἀδύνατον νὰ κυριεύσωσι τὴν Βαβυλῶνα . Τα
ρα λοιπὸν , εἶπεν , ἦλθα , ὦ Βαβυλώνιοι , εἰς σᾶς διὰ μεγίστην
ὠφέλειαν ἐδικήν σας , καὶ μεγίστην βλάβην τοῦ Δαρείου , καὶ
τοῦ στρατεύματος αὐτοῦ , καὶ τῶν Περσῶν · διότι δέν θά το
χαρῇ ἐκεῖνος , ἀφοῦ μ ' ἔκαμε τόσον κακόν ! ἠξεύρω ἐγὼ ὅλους
του τοὺς στοχασμούς !
364 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ.

157. Τοιαῦτα ἔλεγεν . Οἱ δὲ Βαβυλώνιοι βλέποντες ἄνδρα ,


σημαντικώτατον μεταξὺ τῶν Περσῶν, ἐστερημένον τὴν μύ
την καὶ τὰ αὐτία , καὶ κυλισμένον εἰς τὰ αἵματα καὶ εἰς
τὰς πληγὰς , νομίσαντες τῳόντι ὅτι ἔλεγεν ἀληθῆ , καὶ ὅτι
ὑπῆγε σύμμαχός των , ἦσαν ἕτοιμοι να τον δώσωσιν ὅ, τι τοὺς

ἐζήτει· τοὺς ἐζήτει δὲ στράτευμα. ὅτε δέ το παρέλαβεν,

ἔκαμεν ὅσα ἐσυμφώνησε μὲ τὸν Δαρεῖον . Εκβαλε τὴν δεκά


την ἡμέραν τὸ στράτευμα τῶν Βαβυλωνίων , καὶ περικυκλώ
σας τοὺς χιλίους, τοὺς ὁποίους παρήγγειλε τὸν Δαρεῖον väs
στείλῃ τὴν πρώτην φορὰν, κατεφόνευσεν αὐτούς. Βλέποντες
δὲ οἱ Βαβυλώνιο : ὅτι ἔκαμνεν ἔργα σύμφωνα μὲ τοὺς λόγους

του , ἐχαίροντο κατὰ πολλὰ , καὶ ἦσαν ἕτοιμοι νὰ κάμωσιν


ὅ,τι ἔλεγεν . Αὐτὸς δὲ ἀφήσας μεταξὺ τὰς συμφωνημένας
ἡμέρας, διαλέξας πάλιν μερικοὺς Βαβυλωνίους , ἐκθῆκεκαὶ
κατεφόνευσε τοὺς δισχιλίους στρατιώτας τοῦ Δαρείου . Ιδόν
τες δὲ καὶ τοῦτο τὸ ἔργον οἱ Βαβυλώνιοι , ὅλοι εἶχον εἰς τὸ
στόμα τὸν Ζώπυρον, ἐπαινοῦντές τον. Αὐτός δὲ πάλιν ἀφή
σας μεταξὺ τὰς συμφωνημένας ἡμέρας , ἔκαμεν ἔξοδον εἰς
τὸ προειρημένον μέρος , καὶ περικυκλώσας κατεφόνευσε τοὺς
τετρακισχιλίους. Αφοῦ δὲ κατώρθωσε καὶ τοῦτο , τὰ 1 πάντα .
ἦτον εἰς τοὺς Βαβυλωνίους ὁ Ζώπυρος, καί τον ἀπεκατέςη
σαν στρατάρχην καὶ τειχοφύλακα .
158. ὅτε δὲ ὁ Δαρεῖος κατὰ τὴν συμφωνίαν τῶν ἐκτύ
πησε πέριξ τὸ τεῖχος , τότε ὁ Ζώπυρος ἔδειξε φανερὰ ὅλον

τὸν δόλον . Διότι οἱ μὲν Βαβυλώνιοι , ἀναβάντες εἰς τὸ τεῖχος


ἐκτύπων τὸ στράτευμα τοῦ Δαρείου , ὁ δὲ Ζώπυρος ἀ
νοίξας τὰς Κισσίας καὶ Βηλίδας λεγομένας πύλας, ἔμβασε
τοὺς Πέρσας εἰς τὸ τεῖχος . Ἀπὸ δὲ τοὺς Βαβυλωνίους , ὅσοι

μὲν εἶδαν τὸ πραγμὲν , αὐτοὶ ἔφευγον εἰς τὸ ἱερὸν τοῦ


ΒΙΒΛ . Γ΄. ΘΑΛΕΙΑ . 365

Διὸς τοῦ Βήλου · ὅσοι δὲ δέν το εἶδαν , ἔμενον καθεὶς εἰς τὴν
τάξιν του, ἕως ὅτου ἔμαθαν καὶ αὐτοὶ ὅτι ἐπροδόθησαν . Η
Βαβυλὼν λοιπὸν τοιουτοτρόπως ἐκυριεύθη δευτέραν φοράν .
159. ὁ Δαρεῖος δὲ ἀφοῦ ἐκυρίευσε τοὺς Βαβυλωνίους ;
πρῶτον μὲν ἐκρήμνισεν ὁλόγυρα τὸ τεῖχος αὐτῶν , καὶ ἀπέ
σπασεν ὅλας τὰς πύλας· διότι τὴν πρώτην φορὰν ὁ Κῦρος
κυριεύσας τὴν Βαβυλῶνα δὲν ἔκαμεν οὔτε τὸ ἓν οὔτε τὸ ἄλλο :
ἔπειτα δὲ, ἀνεσκολόπισε τοὺς πρωτίςους τῶν ἀνδρῶν, σωςὰ
ἕως τρεῖς χιλιάδας , εἰς δὲ τοὺς λοιποὺς Βαβυλωνίους ἀπέ
δωσε τὴν πόλιν νά την κατοικῶσι. Διὰ νὰ ἔχωσι δὲ γυναῖ
κας οἱ Βαβυλώνιοι, ὥστε ν᾿ αὐξήσῃ εἰς τὸ μετὰ ταῦτα ἡ γε
νεὰ αὐτῶν , ὁ Δαρεῖος ἐπρόβλεψε τὰ ἑξῆς· (διότι ἀπέπνε
ξαν οἱ Βαβυλώνιοι τὰς ἐδικάς των , ὡς ἐφανέρωσα καὶ

κατ ' ἀρχὰς, διὰ νὰ οἰκονομήσωσι τὰς τροφάς.) ᾿Επρόσταξε τὰ


περίοικα ἔθνη νὰ στείλωσι γυναῖκας εἰς τὴν Βαβυλῶνα
νὰ κατοικήσωσι, διορίζων ἕνα τινὰ ἀριθμὸν εἰς καθὲν , ὥστε
ἡ ποσότης τῶν συνελθουσῶν γυνακῶν ἦτον πεντήκοντα χι
λιάδες . Απ᾿ αὐτὰς δὲ τὰς γυναῖκας ἐγεννήθησαν οἱ σημερινοὶ
Βαβυλώνιοι.

16ο. Κατὰ Δαρεῖον δὲ κριτὴν δὲν ὑπερέβη τὸν Ζώπυ


ρον εἰς τὴν ἀνδραγαθίαν κανεὶς οὔτ᾽ ἀπὸ τοὺς μεταγενεστέ
τους , οὔτ᾽ ἀπὸ τοὺς προγενεστέρους , εἰ μὴ ὁ Κῦρος μόνος ·
διότι κανεὶς Πέρσης ἀκόμι δὲν ἔκρινε τὸν ἑαυτόν του ἄξιον
νὰ συγκριθῆ μ ' ἐκεῖνον . Πολλάκις δὲ λέγουσιν ὅτι ὁ Δαρεῖος
ἔδειξε τὴν ἑξῆς γνώμην · ὅτι ἐπροτίμα περισσότερον νὰ μὴ
δοκιμάσῃ αὐτὴν τὴν βλάβην င် ὁ Ζώπυρος , παρὰ νὰ προσαπο
κτήσῃ αὐτὸς καὶ ἄλλας εἴκοσι Βαβυλῶνας . Τὸν ἔκαμεν
ὅμως μεγάλας τιμὰς , καθότι κατ᾽ ἔτος τὸν ἔδιδε δῶρα ,
ὅσα εἶναι πολυτιμότατα εἰς τοὺς Πέρσας· ἔτι τὸν ἔδωσε •
366 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ.

καὶ τὴν Βαβυλῶνα νά την νέμηται ἕως τέλους ζωῆς του


ἀσύδοτον , καὶ ἄλλα πολλὰ πράγματά τον ἐχάρισεν . Από
τοῦτον τὸν Ζώπυρον ἐγεννήθη ὁ Μεγάβυζος , ὁ ὁποῖος ὑπῆγε
στρατηγὸς εἰς τὴν Αἴγυπτον κατὰ τῶν ᾿Αθηναίων καὶ τῶν

συμμάχων · καὶ ἀπὸ τὸν Μεγάβυζον τοῦτον ἐγεννήθη ὁ Δώ


πυρος, ὁ ὁποῖος ηυτομόλησε ἀπὸ τοὺς Πέρσας εἰς τὰς Αθή
τας.

ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ .


ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ.

ΕΠΙΓΡΑΦΟΜΕΝΟΝ

ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ .

ΜΕΤΑ τὴν ἅλωσιν τῆς Βαβυλῶνος δευτέραν ἐκστρα

τείαν ἔκαμεν ὁ Δαρεῖος κατὰ τῶν Σκυθῶν . Ἐπειδὴ ἡ Ασία


ἤκμαζε κατὰ τὴν πολυανθρωπίαν , καὶ μεγάλα εἰσοδήματα

ἤρχοντο εἰς τὸν Δαρεῖον, ἐπεθύμησε νὰ ἐκδικηθῇ τοὺς Σκύ


θας , διότι ἐκεῖνοι πρότεροι στρατεύσαντες εἰς τὴν Μηδικὴν,
καὶ νικήσαντες μὲ πόλεμον τοὺς ἐναντιουμένους , ἔκαμαν τὴν
πρώτην ἀδικίαν . ὡς καὶ (* ) πρότερον εἶπα , ἐκυρίευσαν
τὴν ἄνω Ασίαν οἱ Σκύθαι χρόνους παρὰ δύο τριάκοντα .
᾿Εμβῆκαν δὲ εἰς τὴν Ασίαν ἐπιδιώκοντες τοὺς Κιμμερίους ,
καὶ κατέπαυσαν τοὺς Μήδους ἀπὸ τὴν ἡγεμονίαν · διότι αὐτο
ἐκυρίευον τὴν Ασίαν πρὸ τοῦ νὰ ἔλθωσιν οἱ Σκύθαι. Τοὺς δὲ
Σκύθας , οἱ ὁποῖοι ἔλειψαν ἀπὸ τὸν τόπον των εἴκοσι ὀκτὼ
χρόνους , καὶ μετὰ τόσον καιρὸν ἐπέτρεφον, τοὺς διεδέχθησαν
δεινὰ ὄχι μικρότερα ἀπὸ τὰ Μηδικά . Πὗραν ὄχι ὀλί
γον στράτευμα ἐναντιούμενον εἰς αὐτούς · διότι αἱ γυναῖκες

(* ) 18. Βι6 . A. S. 103-105.


368 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

τῶν Σκυθῶν διὰ τὴν πολυχρόνιον ἀπουσίαν τῶν ἀνδρῶν των ;


ἐσύχναζον εἰς τοὺς δούλους .

2. Τοὺς δὲ δούλους ὅλους τυφλόνουσιν οἱ Σκύθαι δι' αἰ


τίαν τοῦ γάλατος , τὸ ὁποῖον πίνουσι, κάμνοντες οὕτω. Πέρ
νουσι φυσυτῆρας ἀπὸ κόκκαλον , πολλὰ ὁμοίους μὲ αὐλοὺς ,
τοὺς ὁποίους βάλλοντες εἰς τὰ ἄρθρα τῶν φοράδων , φυσῶσι

μὲ τὸ στόμα· ἐνῷ λοιπὸν ἄλλοι φυσῶσιν ; ἄλλοι ἀρμέγουσι.


Λέγουσι δὲ ὅτι κάμνουσι τοῦτο διὰ τὴν ἀκόλουθον αἰτίαν·

ὅτι μὲ τὸ φύσημα γεμίζουσιν ἄνεμον αἱ φλέβες τῆς φοράδας ,


καὶ καταβαίνουσι τὰ βυζία της . Ἀφοῦ δὲ ἀρμέξωσι τὸ γάλα ,
χύσαντές το εἰς ἀγγεῖα ξύλινα βαθουλὰ , καὶ στήσαντες ὁλό
γυρα τῶν ἀγγείων τοὺς τυφλοὺς , τδ κτυπῶσιν. ῎Επειτα πέρ
νοντες ἀπ᾿ αὐτὸ ὅσον στέκει εἰς τὴν ἐπιφάνειαν ; τὸ ἔχουσιν
ὅτι εἶναι καλήτερον · ὅσον δὲ μένε: ὑποκάτω , κατώτερον . Διὰ

τοῦτο ὅποιον πιάσωσιν οἱ Σκύθαι , τὸν ἐκτυφλόνουσιν · εἶναι


δὲ νομάδες καὶ ὄχι γεωργοί .
3. Απ' αὐτοὺς λοιπὸν τοὺς δούλους καὶ τὰς γυναῖκας ἔγι·

ναν παιδία , τὰ ὁποῖα , ἐπειδὴ ἔμαθαν τὴν γένησίν των; ἐναν


τιόνοντο εἰς τοὺς Σκύθας , ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὴν Μηδίαν .
Καὶ πρῶτον μὲν σκάψαντες πλατεῖαν τάφρον , ἡ ὁποία ἐκ
τείνεται ἀπὸ τὰ Ταυρικὰ ὄρη ἕως τὴν Μαιώτιδα λίμνην, καὶ
εἶναι μεγαλωτάτη , ἀπεχώρησαν τὸν τόπον · μετὰ ταῦτα δὲ
ἀντιςρατοπεδεύσαντες ἐπολέμουν τοὺς Σκύθας, πασχίζοντας
νὰ ἐμβῶσιν εἰς αὐτόν . Υστερον δὲ ἀπὸ πολλὰς μάχας , εἰς
τὰς ὁποίας οἱ Σκύθαι δὲν κατώρθονον τίποτε , εἷς ἀπ᾿ αὐτοὺς
εἶπε τὰ ἑξῆς. ! Τί κάμνομεν , ἄνδρες Σκύθαι ; Πολεμοῦντες
>>
τοὺς δούλους μας, καὶ ἡμεῖς ὀλιγιστεύομεν φονευόμενοι, καὶ
‫ܗ‬
ἐκείνους φονεύοντες , θὰ ἔχωμεν μετὰ ταῦτα ὀλιγωτέρους
‫ܗ‬
δούλους · ὅθεν ςοχάζομαι ν' ἀφήσωμεν τὰς αἰχμὰς καὶ τὰ
ΒΙΒΛ . Δ΄ . ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ . 369

* τόξα , καὶ λαβόντες τὰς μάστιγας τῶν ἵππων νὰ πλησι


. άσωμεν εἰς αὐτούς· διότι ἐνόσῳ βλέπουσιν ἡμᾶς κρατοῦν

» τας όπλα , νομίζουσιν ὅτι εἶναι ὅμοιοί μας καὶ ἀπὸ ὁμοί
» ους γονεῖς · ὅταν ὅμως μᾶς ἴδωσι κρατοῦντας μάςιγας ἀν
* τὶ ὅπλων , τότε θὰ μάθωσιν ὅτι εἶναι ἐδικοί μας δοῦλοι ,
» καὶ καθώς το νοήσωσι , δὲν θὰ ςαθῶσιν ἐμπρός μας.

4. Ακούσαντες αὐτὸ οἱ Σκύθαι τὸ ἔβαλαν εἰς πρᾶξιν · οἱ


δὲ δοῦλοι, καθὼς ἔγινε τοῦτο , καταφοβηθέντες , ἐλησμόνη

σαν πλέον τὸν πόλεμον , καὶ ἔφευγον . Οὕτως οἱ Σκύθαι ἐκυ


ρίευσαν τὴν Ασίαν, καὶ ἐκδιωχθέντες πάλιν ἀπὸ τοὺς Μή
δους, τοιουτοτρόπως κατέβησαν εἰς τὴν πατρίδα των . Διὰ
ταῦτα δὲ θέλων ὁ Δαρεῖος νά τους ἐκδικηθῇ , ἐσυνάθροισε
στράτευμα κατ᾿ αὐτῶν.
5. Καθὼς δὲ λέγουσιν οἱ Σκύθαι , τὸ ἔθνος των εἶναι
νεώτατον ἀπ᾿ ὅλα , καὶ ἔγινε κατὰ τὸν ἑξῆς τρόπον. Εἰς
τὴν γῆν ταύτην , οὖσαν ἔρημον , πρῶτος ἐγεννήθη ἄνθρωπός
τις, τὸ ὄνομά του ἦτον Ταργίταος· τοῦ δὲ Ταργιτάου τούτου οἱ
γονεῖς λέγονται ὅτι εἶναι ὁ Ζεὺς καὶ θυγατέρα τις τοῦ Βορυσθέ
νος ποταμοῦ , τὸ ὁποῖον ἐγὼ δὲν πιςεύω , πλήν το λέγουσιν .

᾿Απὸ τοιοῦτό τι γένος λέγουσιν ὅτι ἔγινεν δ Ταργίταος. Απ '


αὐτὸν δὲ ὅτι ἐγενήθησαν τρεῖς υἱοὶ Λειπόξαϊς , καὶ ᾿Αρπό
ξαῖς καὶ ὁ νεώτατος Κολάξαϊς . Εἰς τὸν καιρὸν τῆς ἡγεμονίας

αὐτῶν ἔπεσαν , λέγουσιν , ἀπὸ τὸν οὐρανὸν εἰς τὴν Σκυθικὴν ,


ποιήματα χρυσᾶ , δηλαδή ἄροτρον καὶ ζυγὸς καὶ σάγαρις
καὶ φιάλη . Εκ τῶν τριῶν λοιπὸν ἀδελφῶν ὁ πρεσβύτατος
πρῶτος ἰδὼν αὐτὰ ἐπλησίασε θέλων να τα λάθῃ · ὁ χρυ
σὸς ὅμως , ὅτε αὐτὸς ἐπλησίαζεν , ἐγίνετο ὅλος φωτία . Α
φοῦ δὲ ἀπεμακρύνθη αὐτὸς, ἐπλησίασε , λέγουσιν , ὁ δεύτερος·
καὶ ὁ χρυσὸς ἔκαμε πάλιν τὸ ἴδιον . Αὐτοὶ λοιπὸν ἐπαραίτη
(ΤΟΜ. Α . ) 24
370 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

σαν τὸν χρυσὸν , διότι ἔκαιεν . ὅτε δὲ ἐπλησίασε τρίτος δ


νεώτατος , ἔσβυσεν ὁλοτελῶς , ὥστε τὸν ἔλαξεν αὐτὸς καί
τον ὑπῆγεν εἰς τὴν οἰκίαν του. Οἱ πρεσβύτεροι λοιπὸν ἀδελ
φοὶ ἰδόντες τοῦτο ἀπεφάσισαν καὶ παρέδωσαν ὅλην τὴν βα
σιλείαν εἰς τὸν νεώτατον.

6. Ἀπὸ μὲν τὸν Λειπόξαϊν λέγουσιν ὅτι ἔγιναν οἱ Σκύθαι,


τῶν ὁποίων τὸ γένος ὀνομάζεται Αὐχάται· ἀπὸ δὲ τὸν μετ
σαῖον Αρπόξαϊν , οἱ λεγόμενοι Κατίαροι καὶ Τράσπιες · καὶ
ἀπὸ τὸν νεώτατον ἐξ αὐτῶν , οἱ Βασιλικοὶ , οἱ λεγόμενοι
Παραλάται. ὅλων δὲ κοινῶς τὸ ὄνομα εἶναι Σκόλοτοι, τὴν
ὁποίαν ἐπωνυμίαν ἔλαβαν ἀπὸ τὸν βασιλέα · Σκύθας δέ τους
ὠνόμασαν οἱ Ἕλληνες.

7. Οὕτω λέγουσιν οἱ Σκύθαι ὅτι ἔγιναν . Χρόνοι δὲ , ἀφοῦ


ἔγιναν , ἀπὸ τὸν πρῶτον βασιλέα Ταργίταον ἕως τὴν ἐποχὴν ,
ὅτε ἐπέρασεν ὁ Δαρεῖος ἐναντίον των , λέγουσιν ὅτι εἶναι
ὅλοι χίλιοι· τόσοι , ὄχι περισσότεροι . Τὸν δὲ χρυσὸν τοῦτον τὸν
ἱερὸν φυλάττουσιν οἱ βασιλεῖς ἐπιμελῶς , καὶ ἐπικαλοῦνται τὴν
εὐμένειάν του , κάμνοντες δεήσεις καὶ προσφέροντες μεγά
λας θυσίας καθ᾿ ἕκαςον χρόνον . ὅποιος δὲ τὴν νύκτα τῆς ἑορ
τῆς , ἔχων τὸν χρυσὸν τὸν ἱερὸν ἔξω εἰς τὸ ὕπαιθρον , ἀποκοι

μηθῇ, αὐτὸς λέγουσιν οἱ Σκύθαι ὅτι δὲν ζῇ ἐκεῖνον τὸν χρό


νον · διὰ τοῦτο δὲ δίδεται εἰς αὐτὸν γῆ, ὅσην περιτρέξῃ ἔφιπο
πος εἰς μίαν ἡμέραν . ᾿Επειδὴ δὲ ὁ τόπος εἶναι μεγάλος , ὁ
Κολάξαϊς , λέγουσιν , ἐσύςησε τρία βασίλεια διὰ τοὺς υἱούς
του · καὶ ἀπ᾿ αὐτὰ τὸ ἓν ἔκαμε μεγαλώτατον , εἰς τὸ ὁποῖον
φυλάττεται ὁ χρυσός. Περὶ δὲ τῶν τόπων παράνω τῶν τε
λευταίων κατοίκων τῆς Σκυθίας πρὸς τὸν βορᾶν ἄνεμον, λέα
γουσιν ὅτι ἀδύνατον εἶναι ἢ μὲ τὸ ὄμμα νά τους ἴδη τις πα
ΒΙΒΛ . Δ'. ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ . 371

ρεμπρὸς , ἢ νά τουςπεριπατήσῃ ἐξ αἰτίας τῶν (* ) πτερῶν , τὰ


ὁποῖα εἶναι χυμένα · διότι λέγουσιν ὅτι καὶ ἡ γῆ καὶ ὁ ἀὴρ
εἶναι γεμάτος ἀπὸ πτερὰ ; καὶ αὐτὰ ἐμποδίζουσι τὴν ὅρασιν .
8. Οὕτω λέγουσι διὰ τὸν ἑαυτόν τῶν καὶ διὰ τὴν καθύ
περθεν χώραν οἱ Σκύθαι. Οἱ δὲ Ἕλληνες, οἱ κατοικοῦντες τὸν
Εὔξεινον πόντον ; λέγουσιν ὡς ἀκολούθως · ὅτι ὁ Ἡρακλῆς ,
ὅτε ἤλκυνε τὰ βόδια τοῦ Γηριόνου , ἔφθασεν εἰς τὴν γῆν ταύτ
την , τὴν ὁποίαν σήμερον νέμονται οἱ Σκύθαι· τότε δὲ ἦτον
ἔρημος . ὁδὲΓηρυόνης ἐκατοίκει ἔξω τοῦ Εὐξείνου πόντου τὴν
νῆσον, τὴν ὁποίαν οἱ Ἕλληνες ὀνομάζουσιν Ερύθειαν, πλησίον
τῶν Γαδείρων , ἔξω τῶν Ἡρακλείων σηλῶν ,, εἰς τὸ ἔμβασμα
τοῦ Ωκεανοῦ . ὁ δὲ Ωκεανὸς , μὲ τὰ λόγια μὲν λέγουσιν ὅτι
ἀρχίσας ἀπ᾿ ἀνατολῶν τοῦ ἡλίου, τρέχει περὶ ὅλην τὴν γῆν,
μὲ τὸ ἔργον ὅμως δέν το ἀποδεικνύουσιν. Απ ' αὐτὴν τὴννῆ
σον ὁ Ἡρακλῆς ὑπῆγεν εἰς τὸν τόπον τὸν λεγόμενον σήμερον
Σκυθίαν · ἐπειδὴ δέ τον ἐπίασε χειμὼν καὶ κρύον ὑπερβολικὸν,
ἐπῆρεν ἐπάνω του τὴν λεοντῆν καὶ ἐκοιμήθη . Αἱ δὲ φοράδας
τοῦ ὀχήματος βόσκουσαι εἰς τοῦτο τὸ διάστημα , κατὰ θείαν
τύχην ἔγιναν ἄφαντοι .
9. ὅτε δὲ ἐσηκώθη ὁ Ἡρακλῆς , τὰς ἐζήτει, καὶ γυρίσας
ὅλα τὰ μέρη τῆς χώρας ἐκείνης , τέλος πάντων ἔφθασεν
εἰς τὸν τόπον τὸν λεγόμενον ῾λαίαν . Ἐκεῖ λέγουσιν ὅτι ηὖ
ρεν αὐτὸς μέσα εἰς σπήλαιον , μιξοπάρθενόν τινα ῎Εχιδναν
διφυῆ, ἡ ὁποία ἀπὸ τὴν μέσην καὶ ἄνω ἦτον γυναῖκα , ἀπὸ
δὲ τὴν μέσην καὶ κάτω ἦτον ὀρίδιον· ἰδὼν δὲ αὐτὴν καὶ
θαυμάσας τὴν ἠρώτησεν , ἐὰν εἶδε πουθενὰ φοράδας πλα

(*) id. §. 31.


24*
372 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

νωμένας · ἡ δὲ Εχιδνα εἶπεν ὅτι τὰς ἔχει ἡ ἰδία , καὶ δὲν θά τας
ἀποδώσῃ εἰς ἐκεῖνον , πρὶν συνευρεθῆ μ᾿ αὐτήν . Καὶ ὁ μὲν

Ἡρακλῆς δι᾽ αὐτὸν τὸν μισθὸν λέγουσιν ὅτι συνευρέθη μαζή


της· ἐκείνη δὲ ἀργοπόρει τὴν ἀπόδοσιν τῶν φοράδων , θέ
λουσα νά τον ἔχῃ ὅσον δυνατὸν περισσότερον καιρόν, ὁ Ἡρα
κλῆς ὅμως ἤθελε νά τας λάβῃ διὰ ν᾿ ἀναχωρήσῃ . Τέλος
δὲ πάντων τὰς ἀπέδωσε λέγουσά τον . « Σὲ ἔσωσα ἐγὼ αὐτὰς
· τὰς φοράδας ἐλθούσας ἐδὼ , σὺ δὲ ἐπλήρωσες δι᾽ αὐτὰς
καὶ τὰ σῶστρα· διότι συνέλαβα ἀπὸ σὲ τρία παιδία· αὐτὰ
ν δὲ εἰπέ με , ὅταν μεγαλώσωσι , τί πρέπει να τα κάμω
• ἐδῶ νά τα κατοικίσω , διότι ἐγὼ ὁρίζω αὐτὴν τὴν χώραν α
» ἢ νά τα στείλω εἰς σέ. » Εκείνη μὲν ταῦτα ἠρώτα. ὁ δὲ
Ἡρακλῆς ἀπεκρίθη , λέγουσιν, εἰς αὐτά . « ὅταν ἴδῃς τὰ παι
» δίᾳ νὰ γένωσιν ἄνδρες , δὲν θέλεις κάμει κακὰ , ἐὰν ἀκο
λουθήσῃς τὴν ἑξῆς συμβουλήν . ὅποιον βλέπεις ἐξ αὐτῶν ὅτι
» τεντόνει οὕτω τὸ τόξον αὐτὸ, καὶ ζώνεται οὕτω μὲ τὸ ζω
* νάριον αὐτὸ, τοῦτον κάμε οἰκήτορα τῆς χώρας ταύτης· ὅ
» ποιος δὲ δὲν εἶναι ἱκανὸς νὰ κάμῃ αὐτὰ τὰ ὁποῖα παραγω
» γέλλω , ἐκδίωξέ τον ἀπὸ τὸν τόπον . ἐὰν δὲ κάμῃς αὐτὰ ,

» καὶ σὺ θὰ μείνῃς εὐχαριστημένη , καὶ τὴν ἐδικήν μου πα ·

» ραγγελίαν θὰ ἐκπληρώσῃς .
διότι
το , ‘ Ο Ἡρακλῆς λοιπὸν λαβὼν τὸ ἓν τόξον του ,
ἕως τότε λέγουσιν ὅτι εἶχε δύο τόξα , καὶ λύσας τὸ ζωνάριόν
του, τὸ ὁποῖον εἰς τὴν ἄκραν τῆς συμβολῆς εἶχε χρυσῆν
φιάλην κρεμομένην , ἐνεχείρισε τὸ τόξον καὶ τὸ ζωνάριον εἰς
τὴν ῎Εχιδναν· ἀφοῦ δέ τα ἔδωσεν , ἀνεχώρησεν . Αὐτὴ δὲ
ὅτε ἐγεννήθησαν τὰ παιδία καὶ ἀνδρώθηκαν , πρῶτον μὲν
ἔβαλεν ὀνόματα , εἰς τὸ ἓν ἐξ αὐτῶν Ἀγάθυρσον , εἰς τὸ δεύ
τερον Γελωνὸν , καὶ εἰς τὸ νεώτατον ἀπ᾿ ὅλα Σκύθην · ἔπειτα
BIBA. A', MEAIIOMENH. 373%

ἐνθυμουμένη τὴν παραγγελίαν τοῦ Ἡρακλέους , ἔκαμεν ὅσα


τὴν διώρισε. Καὶ δύο μὲν ἀπὸ τοὺς υἱούς της, ὁ Αγάθυρσος
καὶ ὁ Γελωνὸς , ἐπειδὴ δὲν ἠμπόρεσαν νὰ ἐκτελέσωσι τὸν
προβληθέντα ἀγῶνα , ἔφυγαν ἀπὸ τὸν τόπον, διωχθέντες ἀπὸ V
τὴν γεννήσασαν αὐτούς · ὁ δὲ νεώτατος αὐτῶν Σκύθης και
τορθώσας τὸν ἀγῶνα , κατέμεινε λέγουσιν εἰς τὸν τόπον . Καὶ

οὕτως ἀπὸ τὸν Σκύθην τοῦ Ἡρακλέουςκατάγονταιὅλοι οἱ βα


σιλεῖς τῶν Σκυθῶν . Ἀπὸ δὲ τὴν φιάλην , ἕως καὶ τώρα οἱ
Σκύθαι φοροῦσι φιάλας κρεμομένας εἰς τὴν ζώνην · τὸ ὁποῖον
μόνον ἐμηχανεύθη ἡ μήτηρ εἰς χάριν τοῦ Σκύθου . Ταῦτα λέε
γουσιν οἱ κατοικοῦντες τὸν Εὔξεινον πόντον Έλληνες.

11. Εἶναι δὲ καὶἄλλος τις λόγος τοιοῦτος, εἰς τὸν ὁποῖον


καὶ ἐγὼ πολλὰ συγκατατίθεμαι. ὅτι οἱ Σκύθαι οἱ νομάδες,
κατοικοῦντες εἰς τὴν Ἀσίαν , ἐπειδὴ ἐστενωχωρήθησαν ἀπὸ
τοὺς πολεμοῦντας αὐτοὺς Μασσαγέτας, ἔφυγαν ἐκεῖθεν , καὶ
περάσαντες τὸν ποταμὸν Αράξην , ὑπῆγαν εἰς τὴν Κιμμερίαν
γῆν· διότι ὁ τόπος, τὸν ὁποῖον νέμονται τώρα οἱ Σκύθαι,
αὐτὸς λέγουσιν ὅτι τὸν παλαιὸν καιρὸν ἦτον τῶν Κιμμερίων
Οἱ δὲ Κιμμέριοι, ἐπειδὴ ἤρχοντο ἐναντίον των οἱ Σκύθαι, βλέ.
ποντες τὴν ἔφοδον τόσον μεγάλου στρατεύματος, ἔκαμαν
συμβούλιον · αἱ δὲ γνῶμαι ἦσαν διῃρημέναι· ἀμετάθετοικαὶ
αἱ δύο, ὀρθοτέρα ὅμως ἦτον ἡ γνώμη τῶν βασιλέων . Κα
θότι ἡ μὲν γνώμη τοῦ δήμου ἀπέβλεπε, λέγουσιν , ὅτι ἦτον
συμφέρον ν᾿ ἀναχωρήσωσι, καὶ ὅτι δὲν ἦτον καμμία ἀνάγ
κη νὰ πολεμήσωσι μὲ τόσον πλῆθος · ἡ δὲ τῶν βασιλέων
ἦταν νὰ πολεμήσωσι ὑπὲρ τῆς χώρας των μὲ τοὺς ἐπι
στρατεύοντας ἐχθρούς · πλὴν δὲν ἤθελον νὰ πεισθῶσιν, οὔτε
ὁ δῆμος εἰς τοὺς βασιλεῖς, οὔτε οἱ βασιλεῖς εἰς τὸν δῆ
μον· ἀλλ᾽ αὐτὸς μὲν ἐστοχάζετο νὰ παραιτήσῃ τὸν τύπον
374 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

χωρὶς πόλεμον , παραδώσας αὐτὸν εἰς τοὺςἐπιστρατεύοντας


οἱ δὲ βασιλεῖς ἀπεφάσισαν ἀποθανόντες νὰ ταφῶσιν εἰς τὴν
πατρίδα των, καὶ νὰ μὴ συμφύγωσι μὲ τὸν δῆμον, λο
γιζόμενοι ὅσα καλὰ ἀπέλαυσαν , καὶ ὅσα κακὰ ἦσαν ἐνδες
χόμενα νά τους ἀκολουθήσωσιν , ἐὰν φύγωσιν ἀπ᾿ αὐτήν . Ἀφοῦ
λοιπὸν ἐνέκριναν τοῦτο , διαιρεθέντες εἰς δύο ἰσάριθμα μέρη ,
καὶ σταθέντες ἀντικρὺ ἀλλήλων ἐμάχοντο· καὶ αὐτοὺς μὲν
φονευθέντας μεταξύ των ἔθαψε, λέγουσιν , ὁ δῆμος τῶν Κιμ
μερίων εἰς τὴν ὄχθεν τοῦ ποταμοῦ (*) Τύρου · ὅπου ἀκόμι
φαίνεται ὁ τάφος των· ἀφοῦ δέ τους ἔθαψαν ἔπειτα ἐκθῆκαν
ἀπὸ τὸν τόπον καὶ ἔφυγαν. Οἱ δὲ Σκύθαι ἐλθόντες κατόπι
ἐπῆραν τὸν τόπον ἔρημον .
12. Καὶ τώρα ἀκόμι εἶναι εἰς τὴν Σκυθίαν Κιμμέρια
τείχη, καὶ (**) Πορθμεῖα Κιμμέρια· εἶναι καὶ τόπος τιςὀνο
μαζόμενος Κιμμέριος · εἶναι ἔτι καὶ Βόσπορος Κιμμέριος λε
γόμενος . Φαίνεται δὲ ὅτι οἱ Κιμμέριοι φεύγοντες διὰ τοὺς
Σκύθας ὑπῆγαν εἰς τὴν ᾿Ασίαν καὶ ἐπόλισαν τὴν χερσόνησον,
εἰς τὴν ὁποίαν εἶναι τώρα κατοικημένη ἡ Σινώπη , πόλις Ελ
ληνική.Εἶναι φανερὸν δὲ ὅτι καὶ οἱ Σκύθαι ἐπεδίωξαν αὐτοὺς ,
καὶ ἐμβῆκαν εἰς τὴν Μηδικὴν γῆν, χάσαντες τὸν δρόμον:
καὶ οἱ μὲν Κιμμέριοι ἔφευγον ἀκολουθοῦντες πάντοτε τὸ πα
ραθαλάσσιον · οἱ δὲ Σκύθαι τοὺς ἐπεδίωκον ἔχοντες εἰς τὰ
δεξιά των τὸν Καύκασον, ἕως ὅτου ἐμβῆκαν εἰς τὴνΜηδι
κὴν λαβόντες τὴν Μεσόγειον ὁδόν . Εἶπα λοιπὸν καὶ τοῦτον

(*) ὁ λεγόμενες σήμερον Δνιέστερ .


(** ) Χωρίον, οὕτως ὀνομαζόμενον , διότι ἦτον ἐκεῖ πέρασμα (πορθμεῖον )
εἰς τὸ ἀντικρὺ μέρος τοῦ Κιμμερίου Βοσπόρου. ὁμοίως δὲ καὶ τὰ Βιμμέρια
τείχη πρέπει νὰ ἦσαν πόλις ὠχυρωμένη .
ΒΙΒΛ. Δ΄. ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ . 375

τὸν λόγον , τὸν ὁποῖον ἐπίσης καὶ Ἕλληνες καὶ Βάρβαροι


λέγουσιν .
13. Εἶπε δὲ ὁ Ἀριστέας τοῦ Καϋστροβίου , Προκοννήσιος

ἐποποιὸς , ὅτι ἐμπνευσθεὶς ἀπὸ τὸν ᾿Απόλλωνα ἐσηκώθη καὶ


ὑπῆγεν εἰς τοὺς ᾿σσηδόνας· καὶ ὅτι ἀνωτέρω τῶν ᾿Ισσηδό
νων κατοικοῦσιν οἱ ᾿Αριμασποὶ, ἄνθρωποι μονόφλαμοι· ἀνω
τέρω δὲ αὐτῶν οἱ χρυσοφύλακες γρύπες· καὶ ἀνωτέρω αὐτ
τῶν οἱ ὑπερβόρειοι, ἐκτεινόμενοι ἕως τὴν θάλασσαν . Αὐτοὶ δὲ
ὅλοι ἔξω τῶν ὑπερβορείων , εἶπεν ὅτι ἀδιακόπως κάμνουσιν
ἐπιδρομὰς κατὰ τῶν πλησιοχώρων των , καὶ ὅτι πρῶτοι ἤρ
χισαν τοῦτο οἱ ᾿Αριμασποί· ὥστε αὐτοὶ μὲν ἐκδιώκουσιν ἀπὸ
τὸν τόπον των τοὺς Ἰσσηδόνας· οἱ ᾿σσηδόνες τοὺς Σκύθας· οἱ

δὲ Σκύθαι κατατρέχοντες τοὺς Κιμμερίους , κατοικοῦντας τὰ


παραθαλάσσια τῆς νοτίου θαλάσσης , τοὺς ἐβίασαν ν' ἀφήσωσι
τὸν τόπον των , καὶ νὰ φύγωσιν . Οὕτω λοιπὸν οὔτ᾽ αὐτὸς δὲν

συμφωνεῖ διὰ τὸν τόπον τοῦτον μὲ τοὺς Σκύθας .

14. Καὶ πόθεν μὲν ἦτον ὁ ᾿Αριστέας, ὁ εἰπὼν ταῦτα, τὸ


ἐφανέρωσα· θὰ εἴπω δὲ τώρα τί ἤκουον δι᾿ αὐτὸν εἰς τὴν
Προκόννησον καὶ εἰς τὴν Κύζικον . ὁ ᾿Αριστέας , λέγουσιν, ὢν
κατὰ τὸ γένος ὄχι κατώτερος κανενὸς πολίτου , ἐμβῆκεν εἰς
πλυστήριον εἰς τὴν Προκόννησον , καὶ ἐκεῖ ἀπέθανεν· ὁ δὲ

πλίστης κλείσας τὸ ἐργαστήριόν του ὑπῆγε νὰ δώσῃ εἴδη


σιν εἰς τοὺς συγγενεῖς τοῦ νεκροῦ. ᾿Αφοῦ δὲ διεδόθη ὁ λό
γος εἰς τὴν πόλιν, ὅτι ὁ ᾿Αριστέας ἦτον ἀποθαμένος , Κυζι
κηνός τις ἐλθὼν ἀπὸ τὴν πόλιν ᾿Αρτακίαν ἐφιλονείκει μὲ τοὺς
λέγοντας τοῦτο , διηγούμενος ὅτι τὸν ἀπήντησε καθ᾽ ὁδὸν

πορευόμενον πρὸς τὴν Κύζικον καί τον ὡμίλησε. Καὶ αὐτὸς


μὲν ἐφικονείκει μ ' ἐπιμονήν · οἱ δὲ συγγενεῖς τοῦ νεκροῦ ὑπῆ·
γαν, λέγουσιν , εἰς τὸ πλυτήριον ἔχοντες τ ' ἀναγκαῖα διὰ νά
376 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

τον σηκώσωσιν · ὅτε δὲ ἤνοιξαν τὸ οἴκημα δὲν ηὗραν τὸν


᾿Αριστέαν οὔτε ζωντανὸν οὔτ᾽ ἀποθαμένον . Μετὰ ταῦτα δὲ ,
τὸν ἕβδομον χρόνον , φανεὶς αὐτὸς εἰς τὴν Προκόννησον λέ
γουσιν ὅτι ἐστιχούργησε τὰ ἔπη ταῦτα , τὰ ἀνομαζόμενα σή
μερον ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας Αριμάσπια· ἀφοῦ δέ τα ἐςιχούρτ
γησε , πάλιν ἔγινεν ἄφαντος δευτέραν φοράν . Καὶ αὐτὰ μὲν
λέγουσιν αἱ πόλεις αὗται.

15. Τὰ δὲ ἑξῆς ἔμαθα ὅτι ἠκολούθησαν εἰς τοὺςΜεταπον


τίνους τοὺς εἰς τὴν ᾿Ιταλίαν , τριακοσίους τεσσαράκοντα χρό
ους , ἀφοῦ τὴν δευτέραν φορὰν ἔγινεν ἄφαντος ὁ Ἀριστέας ,
καθὼς λογαριάζων εὕρισκον , ὅτε ἤμην εἰς τὴν Προκόννησον
καὶ Μεταπόντιον . Οἱ Μεταποντῖνοι διηγοῦνται ὅτι αὐτὸς ὁ

Αριςέας, φανεὶς εἰς τὸν τόπον των , τοὺς ἐπρόσταξε νὰ κτί


σωσι βωμὸν εἰς τὸν ᾿Απόλλωνα , καὶ πλησίον αὐτοῦ νὰ ζήσω .

σιν ἀνδριάντα ἔχοντα ἐπωνυμίαν Αριςέου τοῦ Προκοννησίου


λέγων ὅτι ὁ ᾿Απόλλων εἰς τὴν χώραν αὐτῶν μόνων ἐκ τῶν
Ιταλιωτῶν ὑπῆγε καὶ ὅτι τὸν ἠκολούθει αὐτὸς, ὁ ὁποῖος
τώρα μὲν εἶναι Αριστέας , τότε ὅμως ὅτε ἠκολούθει τὸν
θεὸν , ἦτον κόραξ · καὶ ὁ μὲν Αριστέας ἀφοῦ παρήγγειλεν αὐτ
τὰ , ἔγινεν ἄφαντος. Αὐτοὶ δὲ οἱ Μεταποντῖνοι λέγουσιν ὅτι
πέμψαντες εἰς τοὺς Δελφοὺς , ἠρώτων τὸν θεὸν, τί ἦτον τὸ
φάντασμα τοῦ ἀνθρώπου . Η δὲ Πυθία τοὺς ἐπρόςαξε νὰ ὑπα
κούωσιν εἰς τὸ φάντασμα, λέγουσα ὅτι θά τους ἐκθῇ εἰς
καλήτερον , ἐὰν πεισθῶσιν . Οὕτω δὲ αὐτοὶ ὑπακούσαντες
εἰς τοὺς λόγους τοῦ Ἀριστέου , ἐκτέλεσαν αὐτούς . Καὶ τώρα
τέκεται ἀνδριὰς μὲ ἐπώνυμον Αριστέου , κοντὰ εἰς αὐτὸ τὸ

ἄγαλμα τοῦ Ἀπόλλωνος , καὶ περὶ αὐτὰ εἶναι δάφναι φυτευτ


μέναι· τὸ δὲ ἄγαλμα εἶναι ςημένον εἰς τὴν ἀγοράν . Καὶ διὰ
μὲν τὸν ᾿Αριστέαν τὰ λεχθέντα εἶναι ἀρκετά.
ΒΙΒΛ . Δ '. ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ . 377

16. Ανωτέρω δὲ τῆς γῆς , διὰ τὴν ὁποίαν γίνεται ὁ λό


γος, κανεὶς δὲν ἠξεύρει ἀκριβῶς τί εἶναι· οὔτε ἠμπόρεσα ν 'ἀ
κούσω κανένα λέγοντα ὅτι ἠξεύρει γενόμενος αὐτόπτης ὁ ἴδιος.
Οὔτε αὐτὸς ὁ Αρισέας , τὸν ὁποῖον ὀλίγον πρότερον ἀνέφερα ,

λέγει εἰς τοὺς ςίχους του ὅτι ἐπροχώρησε ποῤῥωτέρω τῶν ἐσ


σηδόνων · ἀλλὰ διηγεῖτο τὰ ἀνωτέρω ἐκείνων μέρη ἐξ ἀκοῆς,
ὁμολογῶν ὅτι οἱ Ἰσσηδόνες τὰ ἔλεγον εἰς αὐτόν. Μολοντοῦτο
ὅσα ἐξ ἀκοῆς ἠμπορέσαμεν νὰ μάθωμεν ἀκριβῶς διὰ τὰ
πλέον ἀπομακρυσμένα μέρη , ὅλα θά τα εἴπωμεν .
17. ᾿Απὸ τὸ ἐμπόριον τῶν Βορυσθενειτῶν , διότι αὐτὸ
εἶναι εἰς τὴν μέσην τῶν παραθαλασσίων ὅλης τῆς Σκυθίας ,
ἀπὸ τοῦτο ὁρίζουσι πρῶτοι οἱ Καλλιπίδαι , ὄντες Ἕλληνες
Σκύθαι· παράνω δὲ αὐτῶν εἶναι ἄλλο ἔθνος , τὸ ὁποῖον

ὀνομάζεται ᾿Αλαζῶνες. Αὐτοὶ δὲ καὶ οἱ Καλλιπίδαι τὰ μὲν


ἄλλα κάμνουσιν ὁμοίως , καθὼς καὶ οἱ Σκύθαι· σπείρουσιν
ὅμως καὶ τρώγουσι σιτάριον καὶ κρομμύδια καὶ σκόρδα καὶ
φακῆν καὶ κεχρίον . Ανωτέρω δὲ τῶν Αλαζώνων κατοικοῦσι
Σκύθαι γεωργοί , οἱ ὁποῖοι σπείρουσι τὸν σῖτον ὄχι διὰ νὰ
τον τρώγωσιν , ἀλλὰ διὰ νά τον πωλῶσι . Τούτων δὲ ἀνω

τέρω κατοικοῦσιν οἱ Νευροί. Τὰ δὲ πρὸς τὰ βόρεια τῶν Νευ ·


ρῶν εἶναι ἀκατοίκητα , ὅσον ἡμεῖς ἠξεύρομεν . Αὐτὰ λοιπὸν εἶ
ναι τὰ ἔθνη, τὰ ὁποῖα κατοικοῦσι κατὰ μάκρος τοῦ ὑπάνιος
ποταμοῦ, πρὸς τὰ δυτικὰ τοῦ Βορυσθένους .
18. Ἀφοῦ δὲ περάσῃ τις τὸν Βορυσθένη , ἀπὸ τὸ μέρος τῆς
θαλάσσης, πρῶτον μὲν εἶναι ἡ ῾λαία · μετὰ ταύτην δὲ πρὸς τὰ
ἄνω κατοικοῦσι Σκύθαι γεωργοὶ , τοὺς ὁποίους οἱ Ἕλληνες, οἱ
κατοικοῦντες εἰς τὰς ὄχθας τοῦ ὑπάνιος ποταμοῦ , ὀνομάζουσι
Βορυσθενείτας , τὸν δὲ ἑαυτόν των ὀλβιοπολίτας . Αὐτοὶ λοι
πὸν οἱ γεωργοὶ Σκύθαι νέμονται πρὸς μὲν ἀναταλὰς ἕως τριῶν
378 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

ἡμερῶν ὁδὸν, ἐκτεινόμενοι ἕως τὸν ποταμὸν , ὁ ὁποῖος ἔχει


ὄνομα (*) Παντικάπης· πρὸς δὲ τὰ βόρεια ἐπὶ τὰ ἄνω τοῦ Βο
ρυσθένους , ἕνδεκα ἡμερῶν πλοῦν · ἀνωτέρω δὲ τούτων εἶναι

πλέον γῆ ἔρημος εἰς πολὺ διάσημα. Μετὰ τὴν ἔρημον δὲκα


τοικοῦσιν οἱ Ανδροφάγοι, ἔθνος ἰδιαίτερον καὶ ὄχι Σκυθικόν ·
ἀνωτέρω δὲ αὐτῶν εἶναι πλέον τῳόντι ἔρημος καὶ κανὲν
ἔθνος δὲν εὑρίσκεται, ὅσον ἡμεῖς ἠξεύρομεν.
19. Τὰ δὲ πρὸς ἀνατολὰς τούτων τῶν γεωργῶν Σκυθῶν ,
ἀφοῦ περάσῃ τις τὸν Παντικάπην (**) ποταμὸν , νέμονται
πλέον Σκύθαι νομάδες , οἱ ὁποῖοι οὔτε σπείρουσί τι οὔτε ὀρ
γόνουσιν . ὅλη δὲ αὕτη ἡ γῆ εἶναι ψιλὴ ἀπὸ δένδρα , πλὴν
τῆς῾λαίας. Οἱ δὲ νομάδες αὐτοὶ νέμονται γῆν δέκα τεσ
σάρων ἡμερῶν ὁδοῦ πρὸς ἀνατολὰς , ἡ ὁποία ἐκτείνεται ἕως
τὸν ποταμὸν (***) Γέῤῥον .

20. Πέραν δὲ τοῦ Γέῤῥου εἶναι αὐτὰ δὰ τὰ λεγόμενα


Βασίλεια καὶ Σκύθαι οἱ ἀνδρειότατοι καὶ πολυαριθμότατοι ,

οἱ ὁποῖοι νομίζουσι τοὺς ἄλλους Σκύθας δούλους ἐδικούς των.


Εκτείνονται δὲ αὐτοὶ πρὸς μεσημβρίαν μὲν ἕως τὴν Ταυρι

κήν · πρὸς δὲ ἀνατολὰς ἕως τὴν τάφρον, τὴν ὁποίαν ἔσκαψαν


οἱ γεννηθέντες ἀπὸ τοὺς τυφλοὺς, καὶ ἕως τὸ ἐμπόριον τῆς
Μαιώτιδος λίμνης , τὸ ὁποῖονὀνομάζεται Κρημνοί· ἓν μέρος
δὲ αὐτῶν πηγαίνει ἕως τὸν ποταμὸν (***) Τάναϊν. ᾿Ανω
τέρω δὲ , πρὸς τὰ βόρεια τῶν βασιλικῶν Σκυθῶν , κατοι
κοῦσιν οἱ Μελάγχλαινοι , ἄλλο ἔθνος , καὶ ὄχι Σκυθικόν . ᾿Ανω
τέρω δὲ τῶν Μελαγχλαίνων εἶναι λίμναι , καὶ τόπος ἔρημος
ἀνθρώπων , καθ' ὅσον ἡμεῖς ἠξεύρομεν .

. (* ) 18. §. 54. καὶ στμ . Δ (**) Ιδ . §. 56. (*** ) 18. §. 57 .


ΒΙΒΛ. Δ΄. ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ. 379

21. Ἀφοῦ δὲ περάσῃ τις τὸν Τάναϊν ποταμὸν , δὲν εἶναι


πλέον Σκυθία, ἀλλ᾽ ὁ πρῶτος κλῆρος εἶναι τῶν Σαυροματῶν,
οἱ ὁποῖοι ἀρχίσαντες ἀπὸ τὸν μυχὸν τῆς Μαιώτιδος λίμνης
νέμονται τὰ πρὸς βορᾶν ἄνεμον εἰς δέκα πέντε ἡμερῶν ὁδόν ·
ὁ δὲ τόπος ὅλος εἶναι ψιλὸς ἀπὸ δένδρα καὶ ἄγρια καὶ ἥμε
ρα.Ανωτέρω δὲ τούτων κατοικοῦσιν οἱ Βουδῖνοι , ἔχοντες δεύ
τερον κλῆριν, καὶ νεμόμενοι γῆν σύμφυτον ἀπὸ διάφορα δένδρα .
22. ᾿Ανωτέρω δὲ τῶν Βουδίνων πρὸς τὸν Κορᾶν , πρῶτον
μὲν ἕως ἑπτὰ ἡμερῶν ὁδὸν εἶναι γῆ ἔρημος · μετὰ δὲ τὴν
ἔρημον , ἐὰν ἀποκλίνῃς περισσότερον πρὸς τὸν ἀπηλιώτην ἄ
νεμον , εἶναι οἱ Θεσσαγέται, ἔθνος πολυάριθμον καὶ ἰδιαίτερον ·
ζῶσι δὲ ἀπὸ τὸ κυνήγιον. Συνεχὲς δὲ μὲ τούτους εἰς αὐτά
τὰ μέρη κατοικεῖ ἔθνος, τὸ ὁποῖον ὀνομάζεται Ιϋρκαι · ζῶντες
καὶ αὐτοὶ ἀπὸ τὸ κυνήγιον κατὰ τὸν ἑξῆς τρόπον . ᾿Αναβὰς
εἰς δένδρον (τὰ δένδρα δὲ εἰς ἐκεῖνον ὅλον τὸν τόπον εἶναι
πυκνὰ ) παραμονεύει , ἵππος δὲ μαθημένος κάθεται εἰς τὴν
κοιλίαν διὰ νὰ μὴ φαίνηται τὸ μέγεθός του· εἶναι δὲ ἕτοιμος
καὶ εἷς σκύλος . ὅταν δὲ ἴδῃ τὸ θηρίον ἀπὸ τὸ δένδρον , τὸ το
ξεύει , καὶ καθίσας εἰς τὸν ἵππον τὸ κυνηγᾷ · καὶ ὁ σκύλος
ἀκολουθεῖ. ᾿Ανωτέρω δὲ αὐτῶν ἀνατολικῶς οἰκοῦσιν ἄλλοι

Σκύθαι ἀποστατήσαντες ἀπὸ τοὺς βασιλικοὺς Σκύθας, καὶ


διὰ τοῦτο ἐλθόντες εἰς αὐτὰ τὰ μέρη .
23. ἕως τὰ μέρη τῶν Σκυθῶν τούτων οἱ ἐπαριθμηθέντες
τόποι εἶναι ὅλοι γῆ πεδινὴ καὶ παχεῖα · ἔπειτα δὲ εἶναι πε
τρώδης καὶ τραχεῖα , ᾿Αφοῦ δὲ περάσῃ τις καὶ τῆς τραχείας
γῆς ἀρκετὸν μέρος , κατοικοῦσι πρόποδας βουνῶν ὑψηλῶν
ἄνθρωποι , λεγόμενοι ὅτι γεννῶνται ὅλοι φαλακροὶ , καὶ

ἄνδρες καὶ γυναῖκες ἐπίσης , καὶ εἶναι σιμοὶ , ἔχοντες με


γάλα γένεια · ὁμιλοῦσι δὲ γλῶσσάν τινα ἰδιαιτέραν, καὶμετα
380 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

χειρίζονται ἐνδύματα Σκυθικὰ , ζῶντες ἀπὸ δένδρα . Τὸ ὄ


νομα τοῦ δένδρου , ἀπὸ τὸ ὁποῖον ζῶσι , λέγεται Ποντικὸν ,
καὶ εἶναι μεγάλον σχεδὸν ὅσον συκῆ · καρπὸν δὲ κάμνει ἴσον
μὲ κουκκίον , ὁ ὁποῖος ἔχει μέσα πυρῆνα · ὅταν δὲ ὡρια
μάσῃ , τὸν σακκίζουσι μέσα εἰς πανία , καὶ τρέχει ὑγρὸν πατ
χὺ καὶ μαῦρον ὀνομάζεται δὲ τὸ ὑγρὸν τοῦτο ἄσχυ · καὶ
ἢ τὸ τρώγουσι μὲ τὸ δάκτυλον , ἢ ἀνακατόνοντες μὲ γάλα
τὸ πίνουσιν· ἀπὸ δὲ τὸ παχὺ τῆς ὑποστάθμης αὐτοῦ κάμ

νουσι παλάθας καὶ αὐτὰς τρώγουσι· ζῶα δὲ δὲν ἔχουσι πολ


λά· διότι ἐκεῖ δὲν εἶναι βοσκαὶ καλαί. Καθεὶς ἔχει τὴν κατ
τοικίαν του ὑποκάτω δένδρου , τὸν μὲν χειμῶνα περιτυλίξας
αὐτὸ μὲ πηκτὸν πῖλον λευκὸν, τὸ δὲ θέρος χωρὶς πῖλον . Κα
νεὶς ἄνθρωπος δὲν πηράζει αὐτοὺς διότι λέγονται ὅτι εἶναι
ἱεροί· οὔτε ἔχουσι κανὲν ὅπλον πολεμικόν. Καὶ ἓν μὲν ὅσας
διαφορὰς ἔχουσιν οἱ περίοικοι μεταξύ των , αὐτοί τας κρί
νουσιν , ἄλλο δὲ , ὅποιος καταδιωκόμενος καταφύγῃ εἰς τού
τους , τίποτε κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νά τον κάμῃ · ὀνομάζονται
δὲ αὐτοὶ ᾿Αργιππαῖοι.
24- Ἕως τοὺς φαλακροὺς λοιπὸν τούτους εἶναι πολλὰ

γνωστὸς ὁ τόπος, καθὼς καὶ τὰ ἔθνη ὅσα εἶναι πρὸ τοῦ νὰ


φθάσῃ τις εἰς αὐτούς · καθότι καὶ Σκύθαι τινὲς ὑπάγουσιν
ἐκεῖ, ἀπὸ τοὺς ὁποίους εὔκολα ἠμπορεῖ τις νὰ μάθῃ, καὶ ῾Ελ
ληνες ἀπὸ τὸ ἐμπόριον τοῦ Βαρυσθένους καὶ ἀπὸ τὰ ἄλλα
ἐμπόρια τοῦ Εὐξείνου πόντου. Εκ δὲ τῶν Σκυθῶν ὅσοι ἂν ὑ
πάγωσιν εἰς αὐτὰ τὰ (* ) ἔθνη , πραγματεύονται μὲ ἑπτὰ ἑρ
μηνεῖς καὶ μὲ ἑπτὰ γλώσσας .

(*) Τὰ κατοικοῦντα πέραν τοῦ ποταμοῦ Ταναϊδος, διῃρημένα εἰς διαφόρους


κλήρους.
ΒΙΒΛ . Δ΄ . ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ . 331

25. Εως αὐτοὺς λοιπὸν εἶναι γνωστὸς ὁ τόπος · διὰ δὲ

τὰ ἀνωτέρω τῶν φαλακρῶν κανεὶς δὲν ἠξεύρει ἀκριβῶς νὰ


εἴπῃ · διότι χωρίζουσι τὸν τόπον τοῦτον βουνὰ ὑψηλὰ καὶ ἄ ·
βατα , τὰ ὁποῖα κανεὶς δὲν ὑπερβαίνει. Οἱ δὲ φαλακροὶ οὗτοι
λέγουσι, τὸ ὁποῖον δὲν πιστεύω, ὅτι κατοικοῦσι τὰ ὄρη αὐτὰ

ἄνθρωποι αἰγίποδες , καὶ ὅτι ἀφοῦ περάσῃ τις αὐτοὺς, εὑρί


σκει ἄλλους ἀνθρώπους , οἱ ὁποῖοι κοιμῶνται ἓξ μῆνας· ἀλλ᾽
ἐγὼ δὲν δέχομαι τοῦτο παντελῶς . ᾿Αλλὰ τὰ μὲν ἀνατο
λικὰ τῶν φαλακρῶν εἶναι γνωστὰ, ὅτι κατοικοῦνται ἀπὸ τοὺς
Ἰσσηδόνας · τὰ δὲ πρὸς βορᾶν, ἀνωτέρω οὔτε τῶν φαλακρῶν

οὔτε τῶν Ἰσσηδόνων, δὲν εἶναι γνωστὰ, εἰμὴ καθ᾽ ὅσον λέ


γουσιν αὐτοὶ οἱ ἴδιοι .

26. Νόμους δὲ λέγονται οἱ Ἰσσηδόνες ὅτι μεταχειρίζονται


τοιούτους . ὅταν ἀποθάνῃ ὁ πατὴρ ἀνδρός τινος, ὅλοι οἱ συγ
γενεῖς προσφέρουσιν εἰς αὐτὸν ζῶα· ἔπειτα θυσιάσαντες αὐτὰ
καὶ κατακομματιάσαντες τὰ κρέατα, κατακομματιάζουσι καὶ
τὸν ἀποθαμένον γονέα ἐκείνου , ὁ ὁποῖος τοὺς δέχεται· ἀνακα ·
τόσαντες δὲ ὅλα τὰ κρέατακάθονται καί τα τρώγουσι. Τὴν
δὲ κεφαλὴναὐτοῦ μαδίσαντες καὶ καθαρίσαντες καταχρυσό
νουσι· καὶ ἔπειτα ἔχουσιν αὐτὴν ὡς ἄγαλμα , κάμνοντες ἐτη
σίουςμεγάλας θυσίας. Εκαστος υἱὸς κάμνει αὐτὸ εἰς τὸν
πατέρα του, καθὼς οἱ Ἕλληνες τὰ γενέσια · λέγονται δὲ καὶ
αὐτοὶ ὅτι εἶναι δίκαιοι . Αἱ δὲ γυναῖκες εἶναι ἰσοκρατεῖς μὲ
τοὺς ἄνδρας . Εἶναι δὲ γνωστοὶ καὶ αὐτοί.
27. ᾿Ανωτέρω δὲ αὐτῶν, λέγουσι δὲ τοῦτο οἱ Ἰσσηδόνες ,

εἶναι μονόφθαλμοι ἄνθρωποι καὶ χρυσοφύλακες γρύπες ·


ἀπὸ δὲ τοὺς Ἰσσηδόνας τὸ παρέλαβαν καὶ τὸ λέγουσιν οἷ

Σκύθαι· ἀπὸ δὲ τοὺς Σκύθας τὸ ἐδέχθημεν ἡμεῖς οἱ ἄλλοι,


382 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

καὶ ὀνομάζομεν αὐτοὺς Σκυθικὰ ᾿Αριμασπούς · διότι ἄριμα


οἱ Σκύθαι λέγουσι τὸ ἓν, καὶ σποῦ τὸν ὀφθαλμόν .
28. Εἰς ὅλα δὲ αὐτὰ τὰ μέρη τόσον βαρὺν χειμῶνα κά
μνει, ὥστε τοὺς μὲν ὀκτὼ μῆνας γίνεται ἀφόρητον κρύον .
Αὐτοὺς τοὺς μῆνας, ἐὰν χύσῃς νερὸν , λάσπην δὲν κάμνεις ;
ἐὰν ὅμως ἀνάψῃς φωτίαν , κάμνεις λάσπην . Ἡ δὲ θάλασσα
παγόνει, καὶ ὅλος ὁ Κιμμέριος Βόσπορος· καὶ ἐπάνω εἰς τὸ
κρύσταλλον περιπατοῦσι τὰ στρατεύματα τῶν Σκυθῶν , τῶν
κατοικούντων ἐντὸς τῆς τάφρου , και περνῶσι μὲ τὰς ἁμάξας
πέραν εἰς τοὺς Σινδούς. Τοιοῦτος χειμὼν εἰς ὅλον τὸ διάσημα
τῶν ὀκτὼ τούτων μηνῶν διαρκεῖ· τοὺς δὲ ἐπιλοίπους τέσσαρας
μῆνας εἰς αὐτὰ τὰ μέρη εἶναι ψύχραι· διαφέρει δὲ ὁ ἐκεῖ χει
μὼν καθ᾽ ὅλα ἀπὸ τοὺς εἰς τὰ ἄλλα μέρη γινομένους χειμῶ
νας· ἐκεῖ τὴν μὲν ἄνοιξιν δὲν κάμνει παντελῶς μεγάλας βροχὰς;
τὸ δὲ θέρος δὲν παύει ἀπὸ τὸ νὰ βρέχῃ · βρονταὶ δὲ ὅταν για
νωνται εἰς τ᾽ ἄλλαμέρη , τότε ἐκεῖ δὲν γίνονται, τὸ δὲ θέρος
εἶναι συχναί· καὶ ἐὰν γένῃ τὸν χειμῶνα βροντὴ , τὸ θαυμά
ζουσιν ὡς τέρας· ὁμοίως δὲ νομίζουσι τέρας καὶ ἂν γένῃ
σεισμὸς , εἴτε τὸν χειμῶνα εἴτε τὸ θέρος εἰς τὴν Σκυθίαν. Καὶ
οἱ μὲν ἵπποι ἀνεχόμενοι ὑποφέρουσι τὸν χειμῶνα τοῦτον, οἱ
δὲ ἡμίονοι καὶ ὄνοι παντελῶς δέν τον ἀνέχονται· ἐνῷ εἰς
τὰ ἄλλα μέρη οἱ μὲν ἵπποι, ὅταν στέκωνται εἰς τὴν ψύχραν ,
ξεπαγιάζουσιν , οἱ δὲ ὄνοι καὶ ἡμίονοι ἀνέχονται .
29. Νομίζω δὲ ὅτι καὶ τὸ γένος τῶν κολοβῶν βοδίων διὰ

τοῦτο δὲν ἐκβάλλουσιν ἐκεῖ κέρατα . Επιβεβαιόνει δὲ τὸν ςοχα


σμόν μου καὶ ςίχος τοῦ Ὁμήρου εἰς τὴν ὀδύσσειαν τοιοῦτος .(*)
Καὶ Λιβύαν , ὅπου τὰ ἀρνία ἐνωρὶς ἐκβάλλουσι κέρατα .

(* ) Ραψωδία. Δ. στιχ . 85.


ΒΙΒΛ . Δ΄. ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ . 383

Καί το λέγει ὀρθῶς ὁ στίχος , ὅτι εἰς τὰ θερμὰ κλίματα


τὰ κέρατα γίνονται ὀγλίγωρα · εἰς δὲ τὴν μεγάλην ψύχραν ,
ἢ παντελῶς τὰ ζῶα δὲν ἐκβάλλουσι κέρατα, ἢ ἐὰν ἐκβάλλω
σιν, ἐκβάλλουσι πολλὰ μικρά.
3ο. Καὶ εἰς αὐτὰ μὲν τὰ μέρη διὰ τὰς ψύχρας τοιαῦτα
γίνονται . Θαυμάζω δὲ ( καὶ ἄς με συγχωρηθῶσιν αἱπροσ
θῆκαι, τὰς ὁποίας πάντοτε ζητεῖ ὁ λόγος , ) διὰ τί εἰς ὅλην τὴν
Ηλείαν δὲν ἠμποροῦν νὰ γένωσιν ἡμίονοι, ἐνῷ οὔτε ὁ τόπος
εἶναι ψυχρὸς , οὔτε κανὲν ἄλλο αἴτιον φαίνεται. Λέγουσι δὲ

αὐτοὶ οἱ Ηλεῖοι ὅτι ἀπὸ κατάραν τινὰ δὲν γίνονται εἰς τὸν

τόπον των ἡμίονοι, καὶ ὅταν πλησιάζῃ ἡ ὥρα νὰ ἐγγαςρω


θῶσιν αἱ φοράδαι , ἐκβάλλουσιν αὐτὰς εἰς τὰ πλησιόχωρα
μέρη · ἐκεῖ δὲ εἰς τὸν τόπον τῶν γειτόνων βάλλουσι καί τας
ἀναβαίνουσιν οἱ ὄνοι , ἕως ὅτου νὰ ἐγγαστρωθῶσιν αἱ φορά
δαι , καὶ τότε τὰς φέρουσι πάλιν ὀπίσω .
31. Διὰ δὲ τὰ πτερὰ , ἀπὸ τὰ ὁποῖα λέγουσιν οἱ Σκύθαι
ὅτι εἶναι ὁ ἀὴρ γεμάτος , καὶ ὅτι διὰ ταῦτα δὲν εἶναι δυνατὸν
οὔτε νὰ ἴδῃ τις τὰ περαιτέρω μέρη τῆς ἠπείρου, οὔτε νὰ πε
ράσῃ δι αὐτῶν , ἔχω τὴν ἀκόλουθον γνώμην . Τὰ ἄνω ταύτης
τῆς χώρας πάντοτε χιονίζονται· μολοντοῦτο ὀλιγώτερον τὸ
θέρος, κατὰ φυσικὸν λόγον , παρὰ τὸν χειμῶνα· καὶ ὅποιος
εἶδεν ἐκ τοῦ πλησίον χιόνιον, ὅταν πίπτῃ ἀφθόνως , νοεῖ τὸ
τι λέγω · τὸ χιόνιον ὁμοιάζει μὴ πτερά. Δι᾿ αὐτὸν λοιπὸν
τὸν τόσον σφοδρὸν χειμῶνα τὰ βόρεια τῆς ἠπείρου αὐτῆς

εἶναι ἀκατοίκητα . Στοχάζομαι δὲ ὅτι οἱ Σκύθαι καὶ οἱ λοι


ποὶ οἱ κατοικοῦντες ἐκεῖ ὁλόγυρα λέγουσιν ἐξ εἰκασίας πτερὰ
τὸ χιόνιον . Εἶπα λοιπὸν τὰ λεγόμενα διὰ τοὺς πολλὰ μα
κρυσμένους τόπους .

32. Διὰ δὲ τοὺς Υπερβορείους ἀνθρώπους, οὔτ᾽ αὐτοὶ οἱ


384 ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΔΟΤΟΥ .

Σκύθαι ἀναφέρουσί τι , οὔτ᾽ ἄλλοι τινὲς ἀπὸ τοὺς κατοικοῦν .


τας κατ' ἐκεῖνα τὰ μέρη , παρὰ ἴσως οἱ (*) Ἰσσηδόνες· πλὴν
καθὼς ἐγὼ στοχάζομαι οὔτ᾽ αὐτοὶ δὲν ἀναφέρουσι τίποτε ·
διότι ἤθελον λέγει καὶ οἱ Σκύθαι, καθὼς λέγουσι καὶ διὰ
τοὺς μονοφθάλμους. ὁ Ἡσίοδος μόνον ἀνέφερε διὰ τοὺς Υπερ
βορείους· ἔτι δὲ καὶ ὁ ὅμηρος εἰς τοὺς Επιγόνους , ἐὰν τῳόν
τι ὁ ὅμηρος ἔκαμεν αὐτὸ τὸ ποίημα
33. Πάμπολλα ὅμως δι᾿ αὐτοὺς λέγουσιν οἱ Δήλιοι, βε
βαιόνοντες ὅτι προσφοραί τινες , δεμέναι εἰς σιτοκάλαμα ,

πεμπόμεναι ἀπὸ τοὺς ὑπερβορείους , ἤρχοντο εἰς τοὺς Σκύ


θας· ἀπὸ δὲ τοὺς Σκύθας δεχόμενοι αὐτὰς οἱ πλησιόχω
ροι, καὶ ἔθνος ἀπὸ ἔθνος , τὰς ἔφερον πολλὰ μακρὰν πρὸς τὰ
δυτικὰ μέρη , ἕως τὰ ᾿Αδριατικὰ παραθαλάσσια · ἐκεῖθεν δὲ
προπεμπομένας πρὸς μεσημβρίαν τὰς ἐδέχοντο , λέγουσι , πρῶ
τοι ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας οἱ Δωδωναῖοι · ἔπειτα κατέβαινον εἰς τὸν

Μαλέα κόλπον καὶ ἐπέρνων εἰς τὴν Εὔβοιαν · καὶ οὕτως ἀπὸ
πόλιν εἰς πόλιν ἔφθανον ἕως τὴν Κάρυστον · ἀπεκεῖ ἄφινον
τὴν Ἄνδρον , διότι οἱ ἴδιοι Καρύςιοι ἔφερον αὐτὰς εἰς τὴν Τῆνον ,
καὶ οἱ Τήνιοι εἰς τὴν Δῆλον . Τοιουτοτρόπως μὲν λέγουσιν ὅτι
ἤρχοντο αὐταὶ αἱ προσφοραὶ εἰς τὴν Δῆλον . Πρώτην δὲ φορὰν
οἱ ὑπερβόρειοι ἔπεμψαν δύο κόρας νὰ φέρωσι τὰς προσ
φορὰς ταύτας, τῶν ὁποίων τὰ ὀνόματα λέγουσιν οἱ Δήλιοι ὅτι
ἦσαν ὑπερόχη καὶ Λαοδίκη. ὁμοῦ μ᾿ αὐτὰς ἔπεμψαν δι ἀσφά ·
λειαν οἱ ὑπερβόρειοι, καὶ πέντε ἄνδρας πολίτας των , συνοδοι
πόρους , οἱ ὁποῖοι τώρα ὀνομάζονται Περφερεῖς, ἔχοντες μεγά

λας τιμὰς εἰς τὴν Δῆλον . Επειδὴ δὲ οἱ πεμφθέντες δὲν ἐπέςρε

(*) Κατὰ τὴν μαρτυρίαν τοῦ Χριστέου , ἰδ . §. 13 .


ΒΙΒΛ. Δ . ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ. 385

ψαν ὀπίσω εἰς τοὺς Υπερβορείους , αὐτοὶ θεωροῦντές το ὡς


ἄτοπον , ἐὰν ἀκολουθῇ πάντοτε νὰ μὴ ἐπιστρέφωσιν ὀπί
σω οἱ ἀποστελλόμενοι ἄνθρωποι, διὰ τοῦτο φέροντες εἰς
τὰ σύνορα τὰς προσφορὰς , δεμένας εἰς σιτοκάλαμα, τὰς πα ·
ρέδιδον εἰς τοὺς πλησιοχώρας , παραγγέλοντές τους να τας
προπέμψωσιν ἀπὸ τὸν τόπον των εἰς ἄλλο ἔθνος . Καὶ αὐ

ταὶ μὲν τοιουτοτρόπως προπεμπόμεναι ἔφθανον , λέγουσιν , εἰς


τὴν Δῆλον . Ηξεύρω ὅμως ἐγὼ τὸ ἀκόλουθον , τὸ ὁποῖον ἔχει

πολλὴν ἀναφορὰν μὲ τὰς προσφορὰς ταύτας· Αἱ Θρᾷσσαι


καὶ αἱ Παιονίδες γυναῖκες , ὅταν θυσιάζωσιν εἰς τὴν βασιλικὴν
Αρτέμιδα , ποτὲ δὲν προσφέρουσι τὰς θυσίας χωρὶς καλά
μην σίτου . Καὶ αὐτὰ μὲν ἠξεύρω ὅτι πράττουσιν ἐκεῖναι.
34. Εἰς τιμὴν δὲ τῶν παρθένων τούτων , αἱ ὁποῖαι ἐλε

θοῦσαι ἀπὸ τοὺς Υπερβορείους ἀπέθαναν εἰς τὴν Δῆλον , κου


ρεύονται καὶ αἱ κόραι καὶ οἱ παῖδες τῶν Δηλίων · αἱ μὲν κό
ρας, ὅταν θὰ ὑπανδρευθῶσι , κόψασαιμίαν πλεξοῦδάν των ,
τὴν τυλίσσουσιν εἰς ἀδράκτιον καί τὴν βάλλουσιν ἐπάνω τοῦ
τάφου αὐτῶν · ὁ δὲ τάφος εἶναι ἔσωθεν τοῦ ναοῦ τῆς Αρτέ
μιδος , ὅταν ἐμβαίνῃ τις εἰς τὸ δεξιόν χέριον· καὶ ἐπάνω αὖτ
τοῦ εἶναι φυτρωμένη ἐλαία · οἱ δὲ παῖδες τῶν Δηλίων τυλί

ξαντες καὶ αὐτοὶ μέρος τῶν μαλλίων των εἰς χόρτον , τὰ βάλω
λουσιν ἐπάνω τοῦ τάφου . Αὐταὶ λοιπὸν ταύτην τὴν τιμήν
ἀπολαύουσιν ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς Δήλου .

35. Λέγουσι δὲ οἱ ἴδιοι Δήλιοι ὅτι καὶ ἡ Ἄργη καὶ ἡ


Ὦπις οὖσαι παρθένοι ἐκ τῶν Υπερβορείων , περάσασαι διὰ
τῶν ( *) ἀνωτέρω ῥηθέντων ἐθνῶν , ἦλθαν εἰς τὴν Δῆλον πρὸ

(*) Διὰ τῶν ὁποίων ἤρχοντο καὶ αἱ προσφοραί. δ. § 32.


(ΤΟΜ . Α. ) 25
386 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

τῆς ὑπερόχης ἀκόμι καὶ Λαοδίκης· καὶ ὅτι αὐταὶ μὲν ἦλ


.
θαν ἀποφέρουσαι τὸν ὁποῖον ὑπεσχέθησαν φόρον εἰς τὴν
· Εἰλειθίαν διὰ τὴν καλὴν γένναν τῶν γυναικῶν , ἡ δὲ ῎ργη
· καὶ ἡ Ὦπις ἦλθαν ὁμοῦ μ᾿ αὐτοὺς τοὺς θεούς· καί τας -
δόθησαν ἀπὸ τοὺς Δηλίους ἄλλαι τιμαί. Αἱ Δήλιαι γυναῖ
κες κάμνουσι ζητείαν ἐπονομάζουσαι τὰ ὀνόματα αὐτῶν εἰς

· τὸν ὕμνον, τὸν ὁποῖον ἐστιχούργησε πρὸς χάριν των ὁ Λύ ·


κιος Ωλήν. Ἀπ᾿ αὐτοὺς δὲ τοὺς Δηλίους ἔμαθαν καὶ οἱ νησιῶ
ται καὶ οἱ ἴωνες νὰ ὑμνῶσι τὴν Ὦπιν καὶ ῎ργην ἀναφέροντες
τὰ ὀνόματά των καὶ κάμνοντες ζητείας· (αὐτὸς ὁ Ὠλὴν , ἐλθὼν
ἀπὸ τὴν Λυκίαν , ἐστιχούργησε καὶ τοὺς ἄλλους παλαιοὺς
ὕμνους , τοὺς ψαλλομένους εἰς τὴν Δῆλον· καὶ , ὅταν οἱ μηροὶ
κατακαίωνται ἐπὶ τοῦ βωμοῦ , νὰ πέρνωσι τὴν στάκτην αὐτ

τὴν καὶ νά την ῥίπτωσιν ἐπάνω τοῦ μνήματος τῆς ἄπιος


καὶ ῎ργης . Τὸ δὲ μνῆμα αὐτῶν εἶναι ὄπισθεν τοῦ ναοῦ τῆς
Αρτέμιδος πρὸς ἀνατολὰς , πολλὰ πλησίον τοῦ ἑστιατορίου
τῶν Κείων .

36. Αρκετὰ μὲν εἴπαμεν διὰ τοὺς ὑπερβορείους. Δὲν λέ


γω δὲ ἐκεῖνο , τὸ ὁποῖον διηγοῦνται διὰ τὸν ἄβαριν, λεγόμε
νον ὅτι ἦτον Υπερβόρειος , καὶ ὅτι βέλος τὸν περιέφερεν εἰς ὅλην

τὴν γῆν, χωρὶς νὰ τρώγῃ τίποτε. Ἐὰν ὅμως ἦναί τινες Υπερ
βόρειοι ἄνθρωποι , πρέπει νὰ ἦναι καὶ ἄλλοι ὑπερνότιοι.
Γελῶ δὲ ὅταν βλέπω πολλοὺς ὅτι ἔκαμαν περιγραφὰς γῆς, αἱ
ὁποῖαι δὲν ἐξηγοῦσι τίποτε σαφῶς· καθότι χαράττουσιν (*) Ω

κεανόν τινα , ὁ ὁποῖος τρέχει περὶ τὴν γῆν, οὖσαν κυκλοτερῆ ,


ὡς νὰ ἔγινεν εἰς τόρνον , καὶ κάμνουσι τὴν ᾿Ασίαν ἴσην μὲ

(* ) ίδ. Βιβ . Β . §. 23 .
ΒΙΒΛ. Δ΄. ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ . 387

τὴν Εὐρώπην . Εἰ; ὀλίγους λόγους ἐγὼ να σας φανερώσω τὸ


μέγεθος καθεμιᾶς , καὶ τὸ σχῆμα τῆς ὁποῖον εἶναι.
37. Εἰς τὴν Ασίαν εἶναι πρῶτον οἱ Πέρσαι , τῶν ὁποίων
ἡ ἐπικράτεια ἐκτείνεται ἕως τὴν νοτίαν θάλασσαν , τὴν λεγο
μένην᾿ρυθράν. Ανωτέρω δὲ αὐτῶν ἀπὸ τὸμέρος τὸ βόρειον
κατοικοῦσιν οἱ Μῆδοι · καὶ ἀνωτέρω τῶν Μήδων οἱ Σάσπει·
ρες. Ανωτέρω δὲ τῶν Σασπείρων οἱ Κόλχοι , ἐκτεινόμενοι
ἕως τὴν ( * ) βόρειον . θάλασσαν , εἰς τὴν ὁποίαν χύνεται ὁ
Φᾶσις ποταμός . Αὐτὰ τὰ τέσσαρα ἔθνη κατοικοῦσιν ἀπὸ
θάλασσαν ἕως θάλασσαν .
38. Απεκεῖ δὲ πρὸς δυσμὰς δύο ξηραί, ἀντίθετοι ἡ μία
πρὸς τὴν ἄλλην , καταβαίνουσιν ἕως τὴν θάλασσαν , τὰς ὁ
ποίας ἐγὼ θὰ περιγράψω . Η μία ἀπὸ τὰς δύο αὐτὰς ξηρὰς
κατὰ τὸ βόρειον μέρος , ἀρχίσατὰ ἀπὸ τὸν (** ) φᾶσιν που
ταμὸν παρατείνεται ἕως τὴν θάλασσαν ,. ἀκολουθοῦσα τὴν
πλευρὰν τοῦ Εὐξείνου πόντου καὶ τοῦ Ἑλλησπόντου , ἕως τὸ

(*** ) Σίγειον τὸ Τρωϊκόν · κατὰ δὲ τὸ νότειον αὐτῆς μέρος


ἡ ἰδία ξηρὰ , ἀρχίσασα ἀπὸ τὸν Μαριανδικὸν κόλπον , κεί
μενον πλησίον τῆς Φοινίκης , ἐκτείνει τὰ παραθαλάσσιά της
ἕως τὸ ἀκρωτήριον (**** ) Τριόπιον . Κατοικοῦσι δὲ εἰς αὐτὴν
τὴν ξηρὰν ἔθνη ἀνθρώπων τριάκοντα . Αὐτὴ λοιπὸν εἶναι α
μία ξηρά.
39. Η δὲ ἄλλη , ἀρχίσασα ἀπὸ τὴν Περσίαν , παρατεί
νεται παρὰ τὴν ᾿Ερυθρὰν θάλασσαν , καὶ περιέχει τὴν Περ

(* ) Τὸν Εὔξεινον πόντον , κείμενον ἀρκτικῶς , ἢ , ἀκριβέστερα , ἀρτικοδυτι


κῶς τῆς Περσίας.
(**) Τουρκιστί. διάσχ · κοινῶς δὲ Γιόνι· εἶναι δὲ Ποταμὸς τῆς Κολχίδος .
(*** ) Πόλις τῆς Τρωάδος· σήμερον Γκιαβούρκιοϊ ἢ Γενὶ ἰσάρι ,
(****) Ακρωτήριον τοῦ κριοῦ. Ιδ . Βιβ. Α. § 174 .
25*
388 ΙΣΤΟΡΊΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

σικὴν γῆν , τὴν Ἀσσυρίαν , ἡ ὁποία εἶναι μετ' αὐτὴν , καὶμετὰ


τὴν Ασσυρίαν, τὴν Αραβίαν . Τελειόνει δὲ αὐτὴ ἡ ξηρὰ ὄχι
πῶς τελειόνει φυσικῶς, ἀλλὰ κατὰ θέλησιν ἀνθρώπου , εἰς τὸν

Αράβιον κόλπον , ἀπὸ τὸν Νεῖλον ἕως τὸν ὁποῖον ὁ


ὁ Δαρεῖος
ἤνοιξε διώρυχα . Ἀπὸ μὲν τὴν Περσίαν λοιπὸν ἕως τὴν Φοι
νίκην εἶναι τόπος πλατὺς καὶ πολύς · ἀπὸ δὲ τὴν Φοινίκην

παρακολουθεῖ ἡ ξηρὰ αὕτη τὸ παραθαλάσσιον τῆς Συρίας


τῆς Παλαισίνης , καὶ τῆς Αἰγύπτου , εἰς τὴν ὁποίαν τελειό

μει· εἰς ταύτην εἶναι τρία μόνον ἔθνη . Αὐτὰ εἶναι , ἐὰν ἀρ
χίσῃ τις ἀπὸ τὴν Περσίαν , τὰ δυτικὰ τῆς ᾿Ασίας .
40. Τὰ δὲ ἀνωτέρω τῶν Περσῶν καὶ Μήδων καὶ Σα
σπείρων καὶ Κόλχων πρὸς ἀνατολὰς τοῦ ἡλίου , ἀπὸ τὸ ἐν

μέρος περιορίζει ἡ᾿ρυθρὰ θάλασσα , ἀπὸ δὲ τὸ μέρος τοῦ


βορᾶ ἡ Κασπία θάλασσα , καὶ ὁ ᾿Αράξης ποταμὸς , τρί
χων πρὸς ἀνατολάς . Καὶ ἕως τὴν ᾿Ινδικὴν κατοικεῖται
᾿Ασία · μετὰ ταῦτα δὲ πρὸς ἀνατολὰς εἶναι ἔρημος καὶ κατ
νεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ εἴπῃ τί εἶναι. Τοιαύτη καὶ τόση εἶναι
ή Ασία.
·
41. Η δὲ Λιβύα εἶναι εἰς ἄλλην ἰδιαιτέραν ξηράν · κα
θότι μετὰ τὴν Αἴγυπτον ἀρχίζει πλέον Λιβύα · καὶ πρὸς τὸ
μέρος μὲν τῆς Αἰγύπτου ἡ ξηρὰ αὕτη εἶναι στενή · διότι

ἀπὸ (* ) ταύτην τὴν θάλασσαν ἕως τὴν᾿ρυθρὰν εἶναι ἑκατὸν


χιλιάδες ὀργυιαί· αὐταὶ δὲ ἠμποροῦν νὰ κάμωσι χίλια ςά
δια · μετὰ δὲ τὸ στενὸν τοῦτο εἶναι ξηρὰ πολλὰ πλατεῖα ,
ἡ ὁποία Λιβύα ὠνομάσθη .

42. ᾿Απορῶ δὲ μ᾿ ἐκείνους , οἱ ὁποῖοι διώρισαν καὶ ἐμοί

( *) Τὴν Μεσόγειον ἕως τὴν Ἐρυθράν , ἤτοι ἕως τὸν μυχὸν τοῦ Ἀραβικος
κόλτου ,καθώς το λέγει καὶ εἰς Βιβλ . Β. § 158.
ΒΙΒΛ . Δ΄ . ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ. 389

ρασαν τὴν γῆν εἰς Λιβύαν, Ασίαν , καὶ


A Εὐρώπην · διότι ἡ μετα
ξὺ τούτων διαφορὰ δὲν εἶναι μικρά ·ἀλλ᾽ εἰς μὲν τὸ μάκρος
ἐκτείνεται ἡ Εὐρώπη , ὅσον αἱ δύο ἄλλαι , εἰς δὲ τὸ πλάτος

οὔτε ἀξία μὲ φαίνεται νὰ συγκριθῇ μ᾿ αὐτάς . Διότι ἡ μὲν


Λιβύκ φαίνεται ἀφ' ἑαυτοῦ της ὅτι εἶναι περίῤῥυτος , ἔξω μό:
νον τὸμέρος αὐτῆς , κατὰ τὸ ὁποῖον συνηρεύεται μὲ τὴν Ασίαν .
ἔδειξε δὲ τοῦτο πρῶτος ἀπ᾿ ὅσους ἡμεῖς ἠξεύρομεν , ὁ Νεκὼ
βασιλεὺς τῶν Αἰγυπτίων . Αὐτὸς ὅτε ἔπαυσεν ἀπὸ τὸ νὰ
σκάπτῃ τὴν διώρυχα , τὴν ὁποίαν ἤνοιγεν ἀπὸ τὸν Νεῖλον εἰς
τὸν Αράβιον κόλπον , ἀπέπεμψε Φοίνικάς τινας μὲ πλοῖα ,
καί τους διώρισεν ἐκβάντες ἀπὸ τὸν ᾿Αράδιον κόλπον νὰ
περιπλεύσωσι τὴν Λιβύαν , καὶ διὰ τῶν Ἡρακλείων στηλῶν
νὰ ἔλθωσιν ἕως τὴν βορείαν θάλασσαν , καὶ οὕτω νὰ ἐπὶ
τρέψωσιν εἰς τὴν Αἴγυπτον . Κινήσαντες λοιπὸν οἱ Φοίνι
νίκες ἀπὸ τὴν ᾿Ερυθρὰν θάλασσαν ἔπλεον τὴν νοτίαν θάλασ
:
σαν · ὅτε δὲ ἤρχετο τὸ φθινόπωρον , ἀράζοντες ἔσπειρον
τὴν γῆν , εἰς ὅποιον μέρος τῆς Λιξύας πλέοντες ἤθελον εξ
ρεθῆ , καὶ περιέμενον τὸ θέρος · ἀφοῦ δὲ ἐθέριζον τὸν σῖτον ,
πάλιν ἔπλεον . Ὥςε δύο χρόνοι ἐπέρασαν , καὶ τὸν τρίτον γυ

ρίσαντες τὰς Ηρακλείους ςήλας , ἔφθασαν εἰς τὴν Αἴγυπτον ·


καὶ ἔλεγον , τὸ ὁποῖον ἐγὼ μὲν δὲν πιστεύω , ἄλλος τις ὅμως
ἐνδέχεται νὰ πιστεύῃ , ὅτι περιπλέοντες τὴν Αιβύαν εἶχον

τὸν ἥλιον εἰς τὰ δεξιά. Τοιουτοτρόπως λοιπὸν αὐτὴ ἡ γῆ


πρώτην φορὰν ἔγινε γνωστή .
43. Μετὰ δὲ ταῦτα λέγουσιν οἱ Καρχηδόνιοι ὅτι αὐτοί
την ἐγνώρισαν· Καθότι ὁ Σατάσπης τοῦ Τεάσπιος, ἀνὴρ Αχαι
μενίδης , ςαλθεὶς ἐπ' αὐτῷ τούτῳ δὲν περιέπλευσεν τὴν Αι
Εύαν · ἀλλὰ φοβηθεὶς τὸ μάκρος τοῦ πλοῦ καὶ τὴν ἔρημον, ἐγύ
ρισεν ὀπίσω, οὔτε ἐτελείωσε τὸν ἀγῶνα , τὸν ὁποῖον ἐπέβαλεν
390 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

εἰς αὐτὸν ἡ μητέρα του . Αὐτὸς ὁ Σατάσπης ἑβίασε παρθένον,


θυγατέρα τοῦ Ζωπύρου τοῦ Μεγαβύζου· ἔπειτα ἐπειδὴ ὁ βα
σιλεὺς Ξέρξης ἔμελλε δι᾿ αὐτὴν τὴν αἰτίαν νά τον ανασκο
λοπίσῃ, ἡ μητέρα τοῦ Σατάσπους, οὖσα ἀδελφὴ τοῦ Δαρείου ,
ἐμεσίτευσε δι' αὐτὸν καί τον ἔλαβε, λέγουσα ὅτι αὐτὴ 1 θά τον
κάμῃ τιμωρίαν μεγαλητέραν παρὰ ὁ Δαρεῖος · καθότι θά τον
ἐπιβάλῃ νὰ περιπλεύσῃ τὴν Λιβύαν, ἕως ὅτου περιπλέων
αὐτὴν νὰ φθάσῃ εἰς τὸν ᾿Αράβιον κόλπον . Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ
Ξέρξης συγκατετέθη διὰ ταύτην τὴν συμφωνίαν , ὁ Σατάσπης
ὑπῆγεν εἰς τὴν Αἴγυπτον , καὶ λαβὼν ἐκεῖθεν πλοῖον καὶ ναύ
τας ἔπλεεν εἰς τὰς Ηρακλείους ςήλας · ἀφοῦ δὲ ἐκθῆκεν ἐκεῖθεν ,
καὶ ἔκλινε τὸ ἀκρωτήριον τῆς Λιδύας , τὸ ὁποῖον λέγεται Σο
λόεις , ἔπλεε πρὸς μεσημβρίαν · περάσας δὲ πολλὴν θάλασσαν

εἰς πολλοὺς μῆνας , εἶχεν ἀκόμι τὸ περισσότερον νά κάμῃ , καὶ


ἐπιτρέψας ὀπίσω , ἔπλεον εἰς τὴν Αἴγυπτον · ἀπὸ δὲ τὴν Αἴ
γυπτον πορευθεὶς εἰς τὸν βασιλέα Ξέρξην , διηγεῖτο λέγων ὅτι,
ἀφοῦ ἐπροχώρησαν ἀρκετὰ, τὰ παραθαλάσσια, τὰ ὁποῖα ἐπέρ
νων , ἦσαν κατοικημένα ἀπ᾽ ἀνθρώπους μικροὺς , μεταχειρι

ζομένους ἐνδύματα φοινίκινα · οἱὁποῖοι ὅτε αὐτοὶ ἄραζονμὲ τὸ


πλοῖόν των, ἔφευγον εἰς τὰ ὄρη ἀφίνοντες τὰς πόλεις , εἰς τὰς
ὁποίας αὐτοὶ ἐμβαίνοντες δὲν ἔκαμνον κανὲν κακὸν , ἀλλὰ μό
νον ζῶα ἐλάμβανον ἀπ ' αὐτάς. Τοῦ νὰ μὴ περιπλεύσῃ δὲ ὅλην
τὴν Λιβύαν ἐντελῶς ἔλεγεν αἴτιον τὸ ἀκόλουθον · ὅτι τὸ πλοῖον

ἀδύνατον ἦτον νὰ προχωρήσῃ παρεμπρὸς, ἀλλ ' ἐκάθετο. ὁ δὲ


Ξέρξης μὴ πιστεύων ὅτι ἔλεγεν ἀληθῆ , καὶ ἐπειδὴ δὲν ἐκτέ

λεσε τὸν διορισθέντα ἀγῶνα , τὸν ἀνεσκολόπισε , κρίνας τον


ἄξιον τῆς πρώτης τιμωρίας. Τούτου τοῦ Σατάσπους εὖ
νοῦχός τις , καθὼς ἔμαθε τὸν θάνατον τοῦ δεσπότου του ,

ἔφυγεν εἰς τὴν Σάμον, ἔχων πολλὰ χρήματα , τὰ ὁποῖα ἔφα ·


ΒΙΒΛ. Δ΄. ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ . 3gr

γε Σάμιός τις· τούτου τὸ ὄνομα ἠξεύρω καλῶς, πλὴν δὲν

θέλω νά τ᾿ ἀναφέρω .
44. Τῆς δὲ Ασίας τὰ περισσότερα μέρη ἀνεκάλυψεν ὁ
Δαρεῖος. Αὐτὸς θέλων νὰ μάθῃ ποῦ χύνεται εἰς τὴν θάλασ·
σαν ὁ Ινδὸς ποταμὸς, ὁ ὁποῖος δεύτερος ἀπ᾿ ὅλους τοὺς πο
ταμοὺς δίδει κροκοδείλους , πέμπει μὲ πλοῖα καὶ ἄλλους
πολλοὺς , ὅσους ἐπίστευεν ὅτι θὰ εἴπωσι τὴν ἀλήθειαν , καὶ
πρὸς τούτοις τὸν Σκύλακα τὸν Καρυανδέα . Αὐτοὶ δὲ κινή
σαντες ἀπὸ τὴν Πακτυϊκὴν , ἀπὸ τὴν πόλιν Κασπάτυρον ,
ἔπλεον τὸν ποταμὸν καταβαίνοντες εἰς τὴν θάλασσαν πρὸς
ἀνατολάς · ἔπειτα διὰ θαλάσσης πλέοντες πρὸς δυσμὰς, τὸν
τριακοστὸν μῆνα φθάνουσιν εἰς τοῦτον τὸν τόπον , ἀπὸ τὸν

ὁποῖον ὁ βασιλεὺς τῶν Αἰγυπτίων ἀπέστειλε τοὺς ἀνωτέρω


?
ῥηθέντας Φοίνικας νὰ περιπλεύσωσι τὴν Λιβύαν . Μετὰ δὲ

τὸν περίπλουν τούτων ὁ Δαρεῖος κατέστρεψε τοὺς Ινδοὺς ,

καὶ μετεχειρίζετο αὐτὴν τὴν θάλασσαν . Τοιουτοτρόπως δὲ


καὶ τῆς Ασίας , πλὴν τῶν ἀνατολικῶν μερῶν, τὰ ἄλλα εὑρέ
θησαν ὅτι εἶναι ὅμοια καθὼς καὶ τὰ τῆς Λιβύας.
45. Τὴν δὲ Εὐρώπην κανεὶς δὲν εὑρέθη νὰ γνωρίζῃ , οὔτε
πρὸς ἀνατολὰς , οὔτε πρὸς τὸ βόρειον μέρος, ἐὰν ἦναι περίῤ
φυτος · κατὰ τὸ μάκρος δὲ εἶναι γνωστὸν ὅτι ἐκτείνεται ὅσον

αἱ ἄλλαι δύο. Δὲν ἠμπορῶ πρὸς τούτοις νὰ συμπεράνω πό


θεν , ἐνῷ ἡ γῆ εἶναι μία , ἐδόθησαν εἰς αὐτὴν τρία ὀνόματα ,
ἐπώνυμα γυναικῶν· καὶ ἐβάλθησαν ὅρια ὁ Νεῖλος , πατα
μὸς τῆς Αἰγύπτου , καὶ ὁ Φᾶσις τῆς Κολχίδος· ἄλλοι δὲ λέ
γουσι τὸν ( *) Τάναϊν ποταμὸν, τὴν Μαιώτιδα , καὶ τὰ Κιμ

(* ) Τὸν Δόν .
39. ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

μέρια Πορθμεῖα . Οὔτε τὰ ὀνόματα ἠμπορῶ νὰ μάθω ἐκείνων ,


οἱ ὁποῖοι ἔβαλαν αὐτὰ τὰ ὅρια, οὔτε πόθεν ἔλαβαν τὰς ἐπω
νυμίας . Οἱ περισσότεροι Έλληνες λέγουσιν ὅτι ἡ Λιβύα ἔλα

6ε τοῦτο τὸ ὄνομα ἀπὸ γυναῖκά τινα ἐντοπίαν , ὀνομαζομένων


Λιβύπν · ἡ δὲ Ἀσία ὅτι ἐπωνομάσθη ἀπὸ τὴν γυναῖκα τοῦ

Προμηθέως. Οἱ ἰνδοὶ ὅμως θέλουσιν ὅτιαὐτὸ τὸ ὄνομα εἶναι


ἐδικόν των, λέγοντες ὅτι ὀνομάζεται Ασία ἀπὸ τὸν Ἀσίαν ,
υἱὸν τοῦ Κότυος τοῦ Μάνου, καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν Ασίαν τοῦ Προ
μηθέως . ᾿Απ' αὐτὸν τὸν ᾿Ασίαν λέγουσιν ὅτι ἐπωνομάσθη
᾿Ασιὰς καὶ φυλή τις εἰς τὰς Σάρδεις. Ἡ Εὐρώπη ὅμως οὔτε
ἂν ᾖναι περίῤῥυτος ἠξεύρει κανὲν ἔθνος , οὔτε πόθεν ἔλαξε
τὸ ὄνομα τοῦτο , οὔτε ποῖός το ἔβαλεν εἶναι φανερὸν, εἰ μὴ ἂν
εἴπωμεν ὅτι ἔλαξε τὸ ὄνομα αὐτὸς ὁ τόποςἀπὸ τὴν Τυρίαν
Εὐρώπην, καὶ ὅτι πρότερον ἦτον ἀνώνυμος καθὼς καὶ αἱ
ἄλλαι. Πλὴν αὐτὴ ἡ Τυρία Εὐρώπη εἶναι φανερὸν ὅτι ἦτον
ἀπὸ τὴν Ασίαν, καὶ δὲν ἦλθεν εἰς τὴν γῆν αὐτὴν , τὴν ὁποίαν
σήμερον οἱ Ἕλληνες ὀνομάζουσιν Εὐρώπην, ἀλλὰ μόνον ἀπὸ
τὴν Φοινίκην εἰς τὴν Κρήτην , καὶ ἀπὸ τὴν Κρήτην εἰς τὴν
Λυκίαν · Καὶ τόσα μὲν περὶ τούτων · ἡμεῖς θὰ μεταχειριζώ

μεθα τὰ ὀνόματα , τὰ ὁποῖα ἔγιναν δεκτά .


46. ὁ δὲ πόντος ὁ Εὔξεινος , εἰς τὸν ὁποῖον ἐστράτευεν
ὁ Δαρεῖος , ἔχει ἔθνη ἀμαθέστατα , ἔξω τοῦ Σκυθικοῦ , παρὰ
πάντα ἄλλον τόπον · διότι οὔτε ἔθνος ἀπὸ τὰ ἐντὸς τοῦΠόν

του ἔχομεν ν᾿ ἀναφέρωμεν εἰς τὴν μάθησιν, οὔτε ἄνδρα τινὰ


λόγιον γνωρίζομεν νὰ ὑπῆρξεν ἔξω τοῦ Σκυθικοῦ ἔθνους καὶ
τοῦ ᾿Αναχάρσεως. Τὸ δὲ Σκυθικὸν ἔθνος ἐφεῦρε μὲ πολλὴν
σοφίαν ἕν τι, τὸ ὁποῖον εἶναι τὸ μεγαλώτατον ἀπ' ὅλα τὰ ἀν
θρώπινα πράγματα , ὅσα ἡμεῖς ἠξεύρομεν· τὰ δ᾽ ἄλλα του ἔργα
δὲν εἶναι ἄξια θαύματος. Εφεῦρε δὲ τὸ μεγαλώτατον τοῦτο τόσον
ΒΙΒΛ. Δ '. ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ . 393

καλὰ , ὥστε οὔτε κανεὶς στρατεύσας κατ' αὐτῶν ἀποφεύγει,


οὔτε, ἐὰν αὐτοὶ δὲν θέλωσι νὰ εὑρεθῶσιν , ἠμπορεῖ νά τους
εὕρῃ . Καθότι ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι οὔτε πόλεις οὔτε τείχη κτί
ζουσιν, ἀλλ᾽ ὄντες ὅλοι φερέοικοι εἶναι ἱπποτοξόται, καὶ ζῶν
τες ὄχι ἀπὸ τὴν γεωργίαν, ἀλλ᾽ ἀπὸ τὴν ποιμαντικὴνἔχου
σι τὰς κατοικίας των ἐπάνω εἰς ζεύγη , ἱπῶς νὰ μὴ εἶναι
ἀπολέμητοι ; ἢ πῶς νὰ μὴ ἦναι ἀδύνατον νὰ εὕρη τις αὐτοὺς
καὶ νά τους κτυπήσῃ ;
47. ᾿ἐφεῦραν δὲ αὐτὸ, διότι καὶ ἡ γῆ των εἶναι ἁρμοδία ,
καὶ οἱ ποταμοὶ βοηθοῦσιν εἰς τοῦτο . Η μὲν γῆ οὖσα πεδιὰς
ἔχει πολλὰς βοσκὰς καὶ πολλὰ νερά· ποταμοὶ δὲ τρέχουσι διὰ
μέσου αὐτῆς ὄχι πολλὰ ὀλιγώτεροι ἀπὸ τὰς εἰς τὴν Αἴγυπτον

διώρυχας . ὅσοι δὲ ἀπ' αὐτοὺς τοὺς ποταμοὺς εἶναι σημαν


τικοὶ καὶ πλεύσιμοι ἀπὸ τὸ μέρος τῆς θαλάσσης , αὐτοὺς θὰ
ὀνομάσω . Εἶναι πρῶτον ὁ ἴστρος, (*) πεντάστομος · μετὰ
τοῦτον δὲ εἶναι ὁ Τύρης , καὶ ἅπανις ,καὶ Βορυσθένης, καὶ Παν
τικάπης , καὶ ὑπάκυρις , καὶ Γέῤῥος , καὶ Τάναϊς· καὶ τρέχου
σι κατὰ τὴν ἑξῆς διεύθυνσιν .
48. ὁ ἴστρος ὢν μαγαλώτατος ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ποταμοὺς ,
ὅσους ἡμεῖς γνωρίζομεν , τρέχει ἐπίσης πάντοτε καὶ τὸν χει
μῶνα , καὶ τὸ θέρος · τρέχων δὲ ἀπὸ τὰ ἑσπέρια μέρη πρῶ

τος ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ποταμοὺς τῆς Σκυθίας , ἔγινε μεγαλώτα


τος διὰ τὸν λόγον , ὅτι πίπτουσιν εἰς αὐτὸν καὶ ἄλλοι πο ·
ταμοί· ἐκεῖνοι δὲ οἱ ὁποῖοι τὸν αὐξάνουσι περισσότερον εἶναι οἱ

(*) Ιστρος ὁ Δούναβις . (ίδε Βιβ . Β.S. 33 Σημ . α . Τύρης, ὁ Δνείστερ . Υπα
νις , ὁ Βόγας. Βορυσθένης, ὁ Δνιέπερ . Παντικάπης ἀγνοεῖται, ὑπάκυρις , ὑπος
θέτουσιν ὅτι εἶναι ὁ Κολαύκζακ . Γέῤῥος νομίζεται βραχίων τοῦ Βερυσθένους,
Τάναϊς ὁ Δών.
394 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ *

ἀκόλουθοι. Πέντε μόνον τρέχοντες διὰ τῆς Σκυθικῆς χώρας ·


ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον οἱ μὲν Σκύθαι ὀνομάζουσι (*) Πόρατα , οἱ
δὲ Ἕλληνες Πυρετόν · καὶ ἄλλος Τιαραντὸς , καὶ Αραρὸς , καὶ
Νάπαρις, καὶ ὀρδησσός . ὁ μὲν πρῶτος ὀνομασθεὶς ποταμὸς
ἑνόνει τὰ νερά του μὲ τὸν ἴςρον , ὢν μεγάλος , καὶ τρέχων
πρὸς ἀνατολάς · ὁ δὲ δεύτερος ὀνομασθεὶς Τιαραντὸς , τρέχων
δυτικώτερα καὶ ὢν μικρότερος · ὁ δὲ Αραρὸς καὶ ὁ Νάπαρις
καὶ ὁ ὀρδησσὸς, ἐρχόμενοι διὰ μέσου τούτων τῶν δύο , πί
πτουσιν εἰς τὸν ἴςρον . Οὗτοι λοιπὸν ὄντες αὐθιγενεῖς ποταμοὶ
τῆς Σκυθίας συναυξάνουσιν αὐτόν . Ἀπὸ δὲ τοὺς ᾿Αγαθύρσους
τρέχων ὁ Μάρις ποταμὸς ἑνόνεται καὶ αὐτὸς μὲ τὸν ἴςρον .

49. Ἀπὸ δὲ τὰς κορυφὰς τοῦ (** ) Αἵμου τρεῖς ἄλλοι μεγά
λοι ποταμοὶ τρέχοντες πρὸς βορᾶν ἄνεμον πίπτουσιν εἰς αὐτὸν ,
῎τλας , καὶ Δὔρας , καὶ Τίβισις· Διὰ μέσου δὲ τῆς Θρᾴκης
καὶ τῶν Κροβύζων Θρᾳκῶν τρέχοντες χύνονται εἰς τὸν ἴςρον
ὁ ῎θρυς, καὶ Νόης, καὶ Αρτάνης. Απὸ δὲ τοὺς Παίονας καὶ τὸ
ὄρος τῆς ῾υδόπης ὁ Σκίος ποταμὸς σχίζων εἰς τὴν μέσην

τὸν Αἷμον , χύνεται εἰς αὐτόν. ᾿Απὸ δὲ τοὺς ᾿Ιλλυριοὺς τρέπ


χων πρὸς βορᾶν ἄνεμον ὁ Ἄγγρος ποταμὸς ἐμβαίνει εἰς τὴν
Τριβαλλικὴν πεδιάδα καὶ εἰς τὸν ποταμὸν Βρόγγον · ὁ δὲ

Βρόγγος εἰς τὸν῎στρον· τοιουτοτρόπως δὲ ὁ ἴστρος δέχεται

(*) Πόρας ἢ Πυρετὶς θέλουσιν ὅτι εἶναι ὁ Προῦτος. Τιαραντὸς , ὁ ὄλτος,


Αραρὸς ὁ Σιρέτης. Νάπαρις , ἡ ᾿αλομνίτζα ἢ Προάβα . ὀδρησσὸς Κράσσο ἢ
Αρχίσχα . Μάριο, Μάρος , Μαρὸσχ καὶ Μερίσχ
(**) Αἷμος , τὰ Βαλκάνια · Ατλας, Αὔρας, τίβισις ἀγνοοῦνται. Ἆθρης (διορ
θάνεται ῎αθρυς) Ιάντρα . Νόης, καὶ ᾿Αρτάνης ἀγνοῦνται. Ροδόπη βουνὸν, Δε
σπότδαγι κατὰ τὸν Μελέτιον , κατὰ ἄλλους δὲ Βαλίτζα . Σκῖο , ἣ Κῖος , ἣ Σκαῖος
ἢ ἄσκιος , σήμερον Ισκα . Άγηρος, ή Μοράβι . Βρόγγος, ὁ Σάβας . Κάρπις καὶ
῎λπις ἀγνοοῦνται .
ΒΙΒΛ . Δ' . ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ. 395

καὶ τοὺς δύο ὄντας μεγάλους . Ἀπὸ δὲ τὴν χώραν κειμένην


παράνω τῶν ὀμβρίκων ὁ Κάρπις ποταμὸς , καὶ εἷς ἄλλος
῎λπις , τρέχοντες πρὸς βορᾶν ἄνεμον , καὶ οὗτοι χύνονται εἰς
αὐτόν · διότι ὁ ἴστρος τρέχει διὰ μέσου ὅλης τῆς (*) Εὐρώ
πης , ἀρχίσας ἀπὸ τοὺς Κελτοὺς , οἱ ὁποῖοι μετὰ τοὺς Κύνη
τὰς εἶναι οἱ τελευταῖοι κάτοικοι τῆς Εὐρώπης , ἀπὸ τὸ μέρος
τῆς δύσεως: τρέχων δὲ δὲ ὅλης τῆς Εὐρώπης χύνεται εἰς τὴν
θάλασσαν πλαγίως τῆς Σκυθίας .
5ο. Γίνεται λοιπὸν μεγαλώτατος ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ποτα
μοὺς ὁ ἴστρος , διότι ὅλοι , ὅσους ἐπαριθμήσαμεν , καὶ ἄλλοι

πολλοὶ , ἑνόνουσι τὰ νερά των εἰς αὐτὸν· ἐὰν δὲ παραβάλωμεν


μόνα τὰ νερς τοῦ Νείλου μὲ μόνα τὰ νερὰ τοῦ ἴστρου , ὁ
πρῶτος εἶναι πολλὰ μεγαλήτερος . διότι εἰς αὐτὸν οὔτε
ποταμὸς οὔτε κρήνη καμμία χύνεται διὰ νά τον αὐξήσῃ.
Επίσης δὲ τρέχει ὁ ἴστρος καὶ χειμῶνα καὶ θέρος διὰ τὴν
ἑξῆς αἰτίαν , καθὼς ἐγὼ στοχάζομαι· Τὸν μὲν χειμῶνα
εἶναι , ὅσος εἶναι: ὀλίγον τι περισσότερος ἀπὸ τὸ φυσικόν
του γίνεται· διότι παντάπασιν ὀλίγον βρέχει εἰς αὐτὰ

τὰ μέρη τὸν χειμῶνα · πάντοτε χιονίζει: τὸ δὲ θέρος, τὸ χιό


νιον , τὸ ὁποῖον ἔπεσε τὸν χειμῶνα καὶ εἶναι ἄφθονον , ἀνα-'

λύον , ἀπ᾿ ὅλα τὰ μέρη ἔρχεται εἰς τὸν ἴστρον · ὅθεν καὶ αὐτὸ
τὸ χιόνιον πίπτον εἰς τοῦτον συντρέχει εἰς τὴν αὔξησίν του,
καὶ ἐνταυτῷ βροχαί πολλαὶ , καὶ μεγάλαι· διότι τὸ θέροςβρέ
χει · ὅσον δὲ περισσότερον νερὸν ἀνέλκει ὁ ἥλιος τὸ θέρος
παρὰ τὸν χειμῶνα , τόσον τὰ συνενούμενα νερὰ μὲ τὸν ῎στρον
εἶναι πολλαπλάσια τὸ θέρος παρὰ τὸν χειμῶνα , καὶ οὕτω
γίνεται τρόπον τινὰ ἰσοσταθμία · καθότι αὐτὰ ἀναπληρόνουσι

( *) 1δ. Βι6. Β. §. 33. σημ . Δ .


396 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ.

τὰ ἐξατμιζόμενα ἀπὸ τὸν ἥλιον , ὥστε ὁ Ιστρο ; φαίνεται


πάντοτε ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος.

51. Εἷς λοιπὸν ἀπὸ τοὺς ποταμοὺς τοὺς εἰς τὴν Σκυθίαν
εἶναι ὁ ῎στρος. Μετὰ τοῦτον δὲ ὁ Τύρης , ὁ ὁποῖος ἔρχεται
ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ βορᾶ ἀνέμου , καὶ λαμβάνει τὴν ἀρχὴν τοῦ
ῥεύματός του ἀπὸ μεγάλην λίμνην , ἡ ὁποία χωρίζει τὴν Σκυ
θικὴν γῆν ἀπὸ τὴν Νευρίδα. Εἰς τὰς ὄχθας δὲ τοῦ στόματος
αὐτοῦ κατοικοῦσιν Ἕλληνες , Τυρῖται ὀνομαζόμενοι.

52. Τρίτος δὲ εἶναι ὁ ὕπανις ποταμὸς ὁ ὁποῖος ἔρχεται ἀπὸ


τὴν Σκυθικὴν , ἐκβαίνων ἀπὸ μεγάλην λίμνην, περὶ τὴν ὁποίαν
βόσκουσιν ἵπποι ἄγριοι λευκοί . Ονομάζεται δὲ ὀρθῶς ἡ λίμνη
αὐτὴ , μήτηρ ὑπάνιος . Ἀπὸ ταύτην λοιπὸν ἐκβαίνων τρέχει δ
Υπανις ποταμός . ἕως πέντε δὲ ἡμερῶν διάσημα εἶναι μικρὸς
καὶ γλυκύς · ἔπειτα δὲ εἰς τεσσάρων ἡμερῶν πλοῦν ἀπὸ τὸ
μέρος τῆς θαλάσσης εἶναι πολλὰ πικρός· διότι χύνεται εἰς
αὐτὸν πικρὰ κρήνη , ἡ ὁποία τόσον πικρὰ εἶναι , ὥςε , μολονό

τι μικρὰ μεταδίδει τὴν πικρίαν της εἰς ὅλον τὸν ὕπανιν ,

ὄντα ἀπὸ τοὺς ὀλίγους μεγάλους ποταμούς . Εἶναι δὲ αὐ


τὴ ἡ κρήνη εἰς τὰ σύνορα τῆς χώρας τῶν γεωργῶν Σκυ
θῶν καὶ Αλαζώνων . Τὸ ὄνομα αὐτῆς καὶ τοῦ τόπου , ἀπὸ τὸν
ὁποῖον τρέχει , Σκυθικὰ μὲν εἶναι ἐξαμπαῖος , κατὰ δὲ τὴν
γλῶσσαν τῶν Ἑλλήνων Ἱεραὶ ὁδοί. Εἰς μὲν τὰς πηγάς των
κατὰ τὸ μέρος τῶν ᾿Αλαζώνων ὁင် Τύρης καὶ ὕπανις πλησιά

ζουσιν , ἔπειτα ὅμως καθεὶς λαμβάνει διαφορετικὴν διεύθυν


σιν , καὶ ἀφίνουσι μεταξύ των μεγάλον διάστημα .
53 · Τέταρτος δὲ εἶναι ὁ Βορυσθένης ποταμὸς, ὁ ὁποῖος
κατὰ τὴν ἰδικήν μας γνώμην εἶναι μεγαλώτατος καὶ εὐφο
ρώτατος ὄχι μόνον ἀπὸ τοὺς ποταμοὺς τῆς Σκυθίας , ἀλλὰ
καὶ τοὺς ἄλλους ὅλους, πλὴν τοῦ Νείλου τοῦ Αἰγυπτίου
ΒΙΒΛ . Δ΄ . ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ. 397

διότι μ᾿ αὐτὸν δὲν ἠμποροῦμεν νὰ συγκρίνωμεν κανένα ἄλλον


ποταμόν· ἀπὸ τοὺς λοιποὺς ὅμως ὁ Βορυσθένης εἶναι πλου
σιώτατος · διότι δίδει βοσκὰς ἀξιολογωτάτας καὶ εὐφορωτά
τας διὰ τὰ κτήνη · ὀψάρια θαυμάσια κατ' ἐξοχὴν καὶ πάμε
πολλα · τὰ δὲ νερά του εἶναι γλυκύτατα · τρέχει καθαρὸς , ἐνῷ
οἱ πλησίον του ποταμοὶ εἶναι θολεροί· εἰς τὰς ὄχθας του τὰ
σπαρτὰ γίνονται ἀξιολογώτατα , καὶ χόρτον ὑψηλὸν , ὅπου
ἡ χώρα εἶναι ἄσπαρτος· ἄπειρον ἅλας πήζει αὐτόματον εἰς
τὸ στόμα αὐτοῦ · δίδει μεγάλα κτήνη διὰ ταρίχευσιν, ἀνά
κανθα , τὰ ὁποῖα ὀνομάζουσιν ἀντακαίους , καὶ ἄλλα πολλὰ
πράγματα ἄξια νά τα θαυμάσῃ τις. Έως μὲν τὸν τόπον
Γέῤῥον , εἰς τὸν ὁποῖον εἶναιπλοῦς τεσσαράκοντα ἡμερῶν , ὁ
Βορυσθένης τρέχων ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ βορᾶ ἀνέμου εἶναι γνω
ςὺς , τὸ δὲ ἀνωτέρω τούτου πρὸς τὰς πηγάς του , ἀπὸ ποῖο
ἔθνη περνᾷ , κανεὶς δὲν ἠξεύρει νὰ εἴπη · φαίνεται δὲ ὅτι περ
νᾷ ἀπὸ ἔρημα μέρη καὶ ἔρχεται εἰς τὴν χώραν τῶν γεωργῶν
Σκυθῶν· διότι οὗτοι οἱ Σκύθαι κατοικοῦσι τὰς ὄχθας αὐτοῦ

εἰς διάσημα πλοῦ δέκα ἡμερῶν. Μόνου δὲ τούτου τοῦ που


ταμοῦ καὶ τοῦ Νείλου τὰς πηγὰς δὲν ἠμπορῶ νὰ εἴπω · καὶ
στοχάζομαι ὅτι οὔτε κανεὶς Ἕλλην . Τρέχων δὲ ὁ Βορυσ ·
θένης φθάνει πλησίον τῆς θαλάσσης , καὶ ἐκεῖ ἑνόνεται
μ᾿ αὐτὸν ὁ ὕπανις χυνόμενος εἰς τὸ ἴδιον ἕλος · τὸ δὲ με
ταξὺ τούτων τῶν ποταμῶν , σχηματίζει μύτην τῆς χώρας ,
καὶ ὀνομάζεται ἀκρωτήριον τοῦ ἱππολάου · εἰς αὐτὸ εἶναι

κτισμένον καὶ ἱερὸν τῆς Δήμητρος· ἀντικρὺ δὲ τοῦ ἱεροῦ ,


ἐπάνω εἰς τὸν ἅπανιν , κατοικοῦσιν οἱ Βορυσθενεῖται. Καὶ

ταῦτα μὲν περὶ τῶν ποταμῶν τούτων .


54. Μετὰ δὲ τούτους εἶναι ἄλλος πέμπτος ποταμὸς τὸ

ὄνομα Παντικάπης . Τρέχει δὲ καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὸ βό


398 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ.

ρειον μέρος καὶ ἀπὸ λίμνην· τὴν δὲ μεταξὺ τούτου καὶ τοῦ
Βορυσθένους χώραν νέμονται οἱ γεωργοὶ Σκύθαι· ἐκβαίνει δὲ

εἰς τὴν ῾λαίαν , καὶ ἀφοῦ περάσῃ αὐτὴν ἑνόνεται μὲ τὸν


Βορυσθένη .
55. Εκτος δὲ ποταμὸς εἶναι ὁ ὑπάκυρίς , ὁ ὁποῖος ἐρχό
μενος ἀπὸ λίμνην, καὶ τρέχων διὰ μέσου τῶν νομάδων Σκυ
θῶν , ἐκχύνεται κατὰ τὴν πόλιν Καρκινῖτιν, χωρίζων πρὸς
τὰ δεξιὰ τὴν῾λαίαν καὶ τὸν Αχίλλειον λεγόμενον Δρόμον .

56. Εβδομος δὲ εἶναι ὁ Γέῤῥος ποταμὸς, ὁ ὁποῖος ἀποσχί


ζεται ἀπὸ τὸν Βορυσθένη , κατὰ τὸ ὁποῖον μέρος εἶναι γνω
ςὸς ὁ Βορυσθένης· ἀποχωριζόμενος δὲ κατ᾿ αὐτὸ τὸ μέρος 6
νομάζεται, καθὼς καὶ ὁ τόπος , Γέῤῥος· τρέχων δὲ εἰς τὴν
θάλασσαν κάμνει τὸ σύνορον τῆς γῆς τῶν νομάδων Σκυθῶν
καὶ τῶν βασιλικῶν· πίπτει δὲ εἰς τὸν ὑπάκυριν .
57. ὄγδοος δὲ εἶναι ὁ Τάναϊς ποταμὸς · αὐτὸς ἐρχόμενος
μακρόθεν , ἐκβαίνει ἀπὸ λίμνην μεγάλην , καὶ χύνεται εἰς
ἄλλην ἔτι μεγαλητέραν , ὀνομαζομένην Μαιώτιδα , ἡ ὁποία
χωρίζει τοὺς βασιλικοὺς Σκύθας καὶ τοὺς Σαυρομάτας. Εἰς
αὐτὸν δὲ τὸν Τάναϊν χύνεται ἄλλος ποταμὸς , τὸ ὄνομά του
Ἄργος .
58. Αὐτοὶ εἶναι οἱ σημαντικοὶ ποταμοί , οἱ ὁποῖοι στο
λίζουσι τὴν Σκυθίαν . Τὸ δὲ χόρτον τὸ γινόμενον εἰς τὴν

Σκυθικὴν χώραν διὰ τροφὴν τῶν κτηνῶν εἶναι χολερικώτα


τον ἀπ᾿ ὅσα ἡμεῖς γνωρίζομεν · ἠμπορεῖ δὲ νὰ βεβαιωθῇ τις
ὅτι αὐτὸ εἶναι οὕτως; ἀπὸ τὰ κτήνη τὰ ὁποῖα ἀνοίγουσι .

59. Τὰ σημαντικώτερα λοιπὸν πράγματα εἰς τὴν Σκυθί


αν τοιαῦτα εἶναι , καὶ εὔκολα ἠμπορεῖ τις να τα παρατηρή
ση τὰ δὲ λοιπὰ νόμιμά των εἶναι τὰ ἑξῆς . Μόνους τοὺς ἀ

κολούθους θεοὺς λατρεύουσι , τὴν ῾σίαν κατὰ πολλὰ , ἔπειτα


ΒΙΒΛ . Δ . ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ . 399

τὸν Δία καὶ τὴν γῆν , πιστεύοντες ὅτι ἡ γῆ εἶναι γυναῖκα

τοῦ Διός · μετὰ τούτους δὲ τὸν Ἀπόλλωνα καὶ τὴν Οὐρανίαν


Αφροδίτην , καὶ τὸν Ἡρακλῆ , καὶ τὸν Ἄρη . Αὐτοῦ ; μὲν ὅλοι οἱ
Σκύθαι πιστεύουσιν . Οἱ δὲ λεγόμενοι βασιλικοὶ Σκύθαι θύου
σι καὶ εἰς τὸν Ποσειδῶνα . ὀνομάζεται δὲ Σκυθικὰ, ἡ μὲν
῾Εστία Ταβιτί· ὁ δὲ Ζεὺς ὀρθότατα , κατὰ τὴν γνώμην μου ,

λέγεται Παπαῖος ' ἡ Γῆ , Απίᾳ· ὁ ᾿Απόλλων , Οἰτόσυρος· ἡ οὐ


ρανία Αφροδίτη , Αρτίμπασα · καὶ ὁ Ποσειδῶν Θαμιμα
σάδας . Αγάλματα δὲ καὶ βωμοὺς καὶ ναοὺς δὲν εἶναι νόμος
νὰ κάμνωσιν , εἰ μὴ εἰς τὸν ῎Αρη . Εἰς αὐτὸν κάμνουσι.
6ο . Θυσίαν δὲ πρὸς ὅλους τοὺς θεοὺς ὅλοι οἱ Σκύθαι ἔχουσι
τὴν αὐτὴν , καὶ γίνεται ὡς ἑξῆς . Τὸ μὲν ἱερεῖον αὐτὸ, δεμένον
"
τοὺς ἐμπροσθίους πόδας, στέκεται· ἐκεῖνος δὲ, ὁ ὁποῖος κά
μνει τὴν θυσίαν , στεκόμενος ὄπισθεν τοῦ ζώου , ἕλκει τὴν
ἄκραν τοῦ σχοινίου καί το ρίπτει κάτω· ἐνῷ δὲ πίπτει τὸ
ἱερεῖον αὐτὸς ἐπικαλεῖ τὸν θεὸν , εἰς ὅποιον προσφέρει τὴν θυ
σίαν. Επειτα περνᾷ εἰς τὸν λαιμόν του θηλυιὰν , καὶ βάλλων
εἰς αὐτὴν σκυταλίδα , τὴν στρέφει καί το πνίγει· χωρὶς ν'

ἀνάψῃ φωτίαν, οὔτε νὰ κάμῃ κατάργματα ἢ σπονδάς· ἀφοῦ


λοιπόν το ἀποπνίξῃ καί το ἀπεκδάρῃ , ἀρχίζει τὸ ψήσιμον .
61. ἐπειδὴ δὲ ἡ Σκυθικὴ γῆ εἶναι πολλὰ ἄξυλος , ἐπε
νόησαν τὸ ἑξῆς διὰ τὸ ψήσιμον τῶν κρεάτων . Ἀφοῦ ἀπεκ·
δάρωσι τὰ ἱερεῖα , γυμνόνουσι τὰ κόκκαλα ἀπὸ τὰ κρέατα·
ἔπειτα , ἐὰν τύχῃ νὰ ἔχωσι, τὰ βάλλουσιν εἰς λέβητας ἐν
τοπίους, οἱ ὁποῖοι εἶναι πολλὰ ὅμοιοι μὲ κρατῆρας Λεσβίους ,
ἔξω μόνον ὅτι εἶναι πολλὰ μεγαλήτεροι · εἰς τούτους δὲ βάλ
λοντές ψήνουσιν αὐτὰ καίοντες ὑποκάτω τὰ κόκκαλα τῶν
ζώων. Ἐὰν δὲ δέν τους εὑρεθῇ λέβης , βάλλοντες τὰ κρέα
τὰ ὅλα καὶ νερὸν εἰς τὰς κοιλίας τῶν ζώων , ἀνάπτουσιν
400 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ.

ὑποκάτω φωτίαν μὲ τὰ κόκκαλα , τὰ ὁποῖα καίουσι θαυμάσια ·


αἱ δὲ κοιλίαι χωροῦσιν εὔκολα τὰ κρέατα χωρισμένα ἀπὸ τὰ
·
κόκκαλα · καὶ οὕτω ἐν βόδιον ψήνει τὸν ἑαυτόν του , ὡς
καὶ καθὲν ἀπὸ τὰ ἄλλα ἱερεῖα . ᾿Αφοῦ δὲ ψηθῶσι τὰ κρέατα ,

ὁ θύσας πέρνει ἀπὸ τὰ κρέατα καὶ ἀπὸ τὰ σπλάγχνα καὶ


σκορπίζων αὐτὰ ἐμπροσθέν του κάμνει τὰς ἀπαρχάς. Θύουσι
δὲ καὶ τ ' ἄλλα ζῶακαὶ ἵππους καθ᾽ ὑπερβολήν .
62. Εἰς μὲν τοὺς ἄλλους λοιπὸν θεοὺς τοιουτοτρόπως καὶ
ταῦτα τὰ κτήνη θυσιάζουσιν · εἰς δὲ τὸν ἔρη ὡς ἐφεξῆς. Εἰς

τὰ ἀρχεῖα ἑκάςου νομοῦ εἶναι καμωμένον ἱερὸν τοῦ Ἄρεως


τοιοῦτο · φάκελοι φρυγάνων εἶναι σωρευμένοι ἕως τρία σάδια
μῆκος καὶ πλάτος , τὸ ὕψος δὲ ὀλιγώτερον · ἐπάνω δὲ τούτου τοῦ
σωροῦ γίνεται τετράγωνον ἐπίπεδον , καὶ αἱ μὲν τρεῖς πλευραὶ
αὐτοῦ εἶναι ἀπότομοι, ἀπὸ τὴν μίαν δὲ ἠμπορεῖ τις ν᾿ἀναβῆς
Καθ᾽ ἕκαςον χρόνον ῥίπτουσιν ἐπάνω ἑκατὸν πεντήκοντα ά
μάξας φρυγάνων , διότι ἀποσύρονται ἀδιακόπως ἀπὸ τοὺς

ἀνέμους . Επὶ τούτου δὲ τοῦ ὄγκου ςήνουσι σιδηρένιον ἀκινά


κην , ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται παλαιόθεν εἰς ἕκαςον νομόν · καὶ αὐτὰ

εἶναι τὸ ἄγαλμα τοῦ ῎ρεως. Εἰς αὐτὸν τὸν ἀκινάκην , προσ


φέρουσι θυσίας ἐτησίους καὶ ἄλλων κτηνῶν καὶ ἵππων, καὶ

θυσιάζουσι περισσότερον παρὰ εἰς τοὺς ἄλλους θεούς · πρὸς τού


τοις ἀπ᾿ ὅσους πιάσωσι ζωντανοὺς εἰς τὸν πόλεμον θυσιά
ζουσιν, ἕνα εἰς τοὺς ἑκατὸν , ὄχι ὅμως μὲ τὸν ἴδιον τρόπον , μὲ
τὸν ὁποῖον τὰ κτήνη , ἀλλὰ διαφορετικά . Ἀφοῦ χύσωσι κρασίον
ἐπάνω τῆς κεφαλῆς των , ἀποσφάζουσι τοὺς ἀνθρώπους μέσα
εἰς ἀγγεῖον , καὶ ἔπειτα ἀναβιβάζοντές το ἐπάνω εἰς τὸν ὄγο
κον τῶν φρυγάνων , περιχύνουσι μὲ τὸ αἷμα τὸν ἀκινάκην

καὶ ἐπάνω μὲν φέρουσιν αὐτὸ , κάτω δὲ εἰς τοὺς πρόποδας


τοῦ ἱεροῦ πράττουσι τὰ ἑξῆς. ᾿Αποκόπτοντες ὁλοκλήρους τοὺς
ΒΙΒΛ. Δ '. ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ. hot

δεξιοὺς ὤμους τῶν σφαχθέντων ἀνθρώπων ὁμοῦ μὲ τὰς χεῖ


ρας , τινάζουσιν αὐτοὺς εἰς τὸν ἀέρα · ἔπειτα ἀποτελειώσαν

τες καὶ τ᾿ ἄλλα θύματα ἀναχωροῦσιν · αἱ δὲ χεῖρες , ὅπου πέσῃ


ἡ καθεμία , ἐκεῖ μένουσι, καὶ τὸ λοιπὸν σῶμα χωριστά .
63. Αὐταὶ εἶναι αἱ θυσίαι των. Χοίρους δὲ αὐτοὶ καθό
λου δὲν συνηθίζουσιν εἰς τὰς θυσίας , οὔτε παντελῶς δέχον
ται νὰ τρέφωσιν εἰς τὸν τόπον των
64. Οἱ δὲ πολεμικοί των νόμοι είναι τοιοῦτοι · ὅποιον
πρῶτον σκοτώσῃ ὁ Σκύθης , πίνει ἀπὸ τὸ αἷμά του καὶ ὅσους
φονεύσῃ εἰς τὴν μάχην , φέρει τὰς κεφαλὰς αὐτῶν εἰς τὸν
βασιλέα · διότι ἐὰν φέρῃ κεφαλὴν , μετέχει ἀπὸ τὰ λά
φυρα , ὅσα πάρωσιν · ἐὰν δὲ μὴ φέρῃ , ὄχι. Εκδέρει δὲ αὐ
τὴν κατὰ τὸν ἑξῆς τρόπον· Περιχαράξας την τριγύρω περὶ
τὰ αὐτία , τὴν πιάνει ἀπὸ τὴν κορυφὴν , καὶ σείων τὴν χω
ρίζει ἀπὸ τὸ κρανίον · μετὰ ταῦτα , ἀποξύσας τὸ κρέας μὲ
πλευρίδα βοδίου, μαλάσσει αὐτὴν μέσα εἰς τὰς χεῖράς του
ἀφοῦ δὲ οὕτω τὴν ἐργάσῃ , τὴν ἔχει ὡς χειρόμακτρον καὶ
τὴν κρεμᾷ ἀπὸ τὸν χαλινὸν τοῦ ἵππου , εἰς τὸν ὁποῖον αὐτὸς

κάθεται , καὶ ἀγάλλεται· διότι ὅποιος ἔχει πάμπολλα δέρ


ματα χειρόμακτρα , αὐτὸς θεωρεῖται ὡς ἄνθρωπος ἀνδρειό
τατος . Πολλοὶ δὲ ἐξ αὐτῶν κάμνουσι καὶ χλαίνας μὲ τ ' ἀπο
δέρματα ταῦτα , καὶ συῤῥάττοντές τα ὡς βαίτας , τὰ ἐπεν

δύονται· πολλοὶ δὲ ἐκδέροντες τὰς δεξιὰς χεῖρας ὁμοῦ μὲ


τοὺς ὄνυχας τῶν ἐχθρῶν , ὅταν ἦναι νεκροὶ , περικαλύπτουσι
τὰς φαρέτρας των · δὲν ἤξευρα δὲ ὅτι τὸ δέρμα τοῦ ἀν

θρώπου ὂν χονδρὸν καὶ λαμπρὸν, εἶναι λαμπρότατον σχεδὸν


ἀπ᾿ ὅλα τὰ δέρματα εἰς τὴν λευκότητα · Πολλοὶ δὲ ἐκδέ

ροντες καὶ ὁλοκλήρους ἀνθρώπους ,‫ ܕ‬καὶ περάσαντές τους εἰς

(TOM , Á.) 26
402 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ.

ξύλα , τοὺς περιφέρουσιν ἔφιπποι . Αὐτὰ μὲν εἶναι τὰ πολε


μικά των ἔθιμα .
65. ἰδοὺ δὲ τί κάμνουσι τὰ κρανία ὄχι ὅλων ἀλλὰ τῶν
μεγαλητέρων ἐχθρῶν των . Αποπριονίσας καθεὶς ὅλον τὸ
κάτω μέρος τῶν ὀφρυδίων , καθαρίζει τὸ λοιπόν · καὶ ἐὰν
μὲν ἦναι πτωχὸς , περικαλύψας αὐτὸ ἔξωθεν μόνον μὲ
δέρμα Ευδίου , οὕτω τὸ μεταχειρίζεται · ἐὰν δὲ πλούσιος ,
περιτυλίσσει ἔξωθεν τὸ δέρμα , ἔπειτα περιχρυσώσας αὐτὸ
ἔσωθεν , τοιουτοτρόπως τὸ μεταχειρίζεται ποτήριον. Κάμ
νουσι δὲ τοιαῦτα ποτήρια καὶ ἀπὸ τὰς κεφαλὰς τῶν ἐδικῶν

των , ἐὰν τύχῃ διαφορὰ μεταξύ των , καὶ νικήσῃ ὁ εἷς τὸν
ἄλλον ἐμπρὸς εἰς τὸν βασιλέα . ὅταν δὲ ξένοι ὑπάγωσιν εἰς
αὐτὸν , τοὺς ὁποίους ἔχει εἰς ὑπόληψιν , τοὺς δεικνύει αὐτὰς
τὰς κεφαλὰς, καὶ λέγει ὅτι αὐτοὶ ὄντες ἐδικοὶ ἔγιναν
ἐχθροί του, καί τους ἐνίκησεν αὐτός . Διηγοῦνται δὲ τοῦτο ὡς
ἀνδραγαθίαν .
66. Μίαν φορὰν δὲ τὸν χρόνον ἕκαστος νομάρχης εἰς τὸν
νομόν του κιρνᾷ κρατῆρα κρασίου , ἀπὸ τὸ ὁποῖον πίνουσιν

ὅσοι Σκύθαι ἔχουσι φονευμένους πολεμίους· ὅσοι δὲ δὲν κα


τώρθωσαν τοιοῦτό τι , δὲν γεύονται ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ κρασίον ,
ἀλλ᾽ ἄτιμοι κάθονται μακρόθεν · καὶ τοῦτο εἶναι εἰς αὐτοὺς
μεγάλη ἐντροπή · ὅσοι δὲ ἀπ᾿ αὐτοὺς ἔχουσι φονευμένους

παμπόλλους ἀνθρώπους, αὐτοὶ ἔχοντες δύο ποτήρια πίνουσι


καὶ μὲ τὰ δύο.
67. Μάντεις δὲ οἱ Σκύθαι ἔχουσι πολλοὺς , οἱ ὁποῖοι μαν
τεύονται μὲ πολλὰς ῥάβδους ἰτέας κατὰ τὸν ἑξῆς τρόπον .

Πέρνουσιμεγάλους φακέλους ῥάβδων , καὶ βάλλοντές τους κατὰ


γῆς; τοὺς λύουσιν · ἔπειτα ἀραδιάζοντες τὰς ῥάβδους μαν
τολογοῦσιν εἰς τὴν καθεμίαν , καὶ πάλιν λέγοντες αὐτὰς τὰς
C&
ΒΙΒΛ. Δ΄. ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ . 403

μαντολογίας μαζεύουσιν ὀπίσω τὰς ῥάβδους ἀνὰ μίαν, καί


τας κάμνουσι δεμάτιον · αὐτὴ δὲ ἡ μαντικὴ εἶναι εἰς τούτους

πατροπαράδοτος . Οἱ δὲ (* ) ἐναρεῖς , οἱ ἀνδρόγυνοι, λέγουσιν ὅτι


ἡ Αφροδίτη τοὺς ἔδωσεν ἰδιαιτέραν μαντίαν· μαντεύονται δὲ
μὲ φλοιὸν φιλύρας. Αφοῦ σχίσῃ τὴν φιλύραν εἰς τρία, χρη
σμοδοτεῖ πλέκων καὶ ξεπλέκων αὐτὴν εἰς τὰ δάκτυλά του .
68. ὅταν δὲ ὁ βασιλεὺς τῶν Σκυθῶν ἀῤῥωστήσῃ , φέρει

τρεῖς ἄνδρας ἀπὸ τοὺς μάντεις , τοὺς σημαντικωτάτους , οἱ


ὁποῖοι μαντεύονται κατὰ τὸν ἀνωτέρω ῥηθέντα τρόπον , καὶ
λέγουσιν αὐτοὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖσον τὰ ἀκόλουθα , ὅτι ὤμοσε
ψευδῶς τὰς βασιλικὰς ἑστίας ὁ τάδε ἢ ὁ τάδε, ἀναφέροντες
τὸ ὄνομα τοῦ πολίτου , τὸν ὁποῖον λέγουσιν . Εἶναι δὲ νόμος
εἰς τοὺς Σκύθας τότε μόνον νὰ ὀμνύωσι τὰς βασιλικὰς ἑξίας ,
ὅταν θέλουν νὰ κάμωσι τὸν μεγαλώτατον ὅρκον . Αμέσως
λοιπὸν ὅποιον εἴπωσιν ὅτι τὰς ὤμοσε ψευδῶς, τὸν πιάνουσι
καί τον φέρουσιν · ὅταν δὲ ἔλθῃ , οἱ μάντεις τὸν λέγουσιν ὅτι
ἀναμφιβόλως καθὼς εἰς τὴν μαντικὴν φαίνεται ἐπιόρκησε τὰς
βασιλικὰς ἑστίας, καὶ δὲ αὐτὸ πάσχει ὁ βασιλεύς. ᾿Εκεῖνος
ἀρνεῖται τοῦτο , λέγων ὅτι δὲν ἐπιόρκησε , καὶ θρηνολογεῖ.
Ἐπειδὴ λοιπὸν ἀρνεῖται αὐτὸ, ὁ βασιλεὺς στέλλει καὶ φέρει
ἄλλους διπλασίους μάντεις· καὶ ἐὰν μὲν καὶ αὐτοὶ βλέπον
τες εἰς τὴν μαντικὴν , τὸν καταδικάσωσιν ὅτι ἐπιόρκησε,
τότε ἀμέσως τὸν ἀποκεφαλίζουσι , καὶ μοιράζονται τὴν κα
τάστασίν του οἱ πρῶτοι μάντεις · ἐὰν δὲ οἱ δεύτεροι ἐλ
θόντες τὸν ἀθωώσωσιν , ἔρχονται ἄλλοι μάντεις, ἔπειτα καὶ
ἄλλοι, καὶ ἄλλοι· ἐὰν λοιπὸν οἱ περισσότεροι ἀθωώσωσι τὸν
ἄνθρωπον , ἀποφασίζεται νὰ θανατωθῶσιν ἐκεῖνοι οἱ πρῶτοι
μάντεις .

῎δ. περὶ αὐτῶν Βιβλ . Á . § . 1ο5 . Σημ. ά.


26*
404 ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΔΟΤΟΥ .

69. Τοὺς θανατόνουσι δὲ κατὰ τὸν ἀκόλουθον τρόπον .


Γεμίσαντες ἅμαξαν ἀπὸ φρύγανα , καὶ ζεύξαντες εἰς αὐτὴν

βόδια , δένουσι χεῖρας καὶ πόδας τοὺς μάντεις , ἔτι δὲ κλείου


σι καὶ τὸ στόμα των, καὶ οὕτω τοὺς βάλλουσι μέσα εἰς τὰ
φρύγανα · ἔπειτα δὲ δώσαντες εἰς αὐτὰ φωτίαν , καὶ φοβί
σαντες τὰ βόδια, τ ' ἀφίνουσι· καὶ πολλὰ μὲν βόδια κατα
καίονται ὁμοῦ μὲ τοὺς μάντεις, πολλὰ δὲ περικαυμένα ἀπο
φεύγουσιν , ἀφοῦ κατακαἢ ὁ ῥυμὸς αὐτῶν. Κατακαίουσι δὲ μὲ
τὸν λεχθέντα τρόπον τοὺς μάντεις καὶ δὶ ἄλλας αἰτίας, ὀνο
μάζοντές τους ψευδομάντεις. ὅσους δὲ σκονώσῃ ὁ βασιλεὺς ,
τούτων οὔτε τοὺς παῖδας ἀφίνει, ἀλλὰ φονεύει ὅλα τὰ ἀρσε
νικὰ , τὰ δὲ θηλυκὰ δὲν πηράζει.
γο . Μὲ ὅσους δὲ κάμνουσιν ὅρκον οἱ Σκύθαι, τὸν χάμνου
οι τοιουτοτρόπως . Χύσαντες κρασίον εἰς μεγάλην κύλικα
πηλίνην , ἀνακατόνουσιν ὁμοῦ αἷμα ἐκείνων , οἱ ὁποῖοι κά
μνουσι τοὺς ὅρκους , κτυπῶντές τους μὲ ὀπήτιον , ἢ κόπτον
τες μὲ μαχαίριον ὀλίγον μέρος τῆς ἐπιφανείας τοῦ σώματος ·
ἔπειτα δὲ ἀποβάπτουσιν εἰς τὴν κύλικα ἀκινάκην, καὶ βέλη,

καὶ σάγαριν , καὶ ἀκόντιον · ἀφοῦ δὲ κάμωσιν αὐτὰ , λέγουσι


πολλὰς κατάρας, καὶ ἔπειτα πίνουσιν ἀπὸ τοῦτο , καὶ αὐτοὶ

οἱ κάμνοντες τὸν ὅρκον , καὶ οἱ σημαντικώτεροι ἀπὸ τοὺςσυν


ακολουθοῦντας αὐτούς .
71. ᾿Ενταφιάζονται δὲ οἱ βασιλεῖς εἰς τὰ Γέῤῥα , ἕως τὰ
ὁποῖα ὁ Βορυσθένης εἶναι πλεύσιμος . ᾿Εκεῖ, ὅταν ἀποθά
νῃ ὁ βασιλεὺς , σκάπτουσιν εἰς τὴν γῆν μεγάλον λάκον τε
τράγωνον · ἀφοῦ δὲ κάμωσιν αὐτὸν ἕτοιμον , πέρνουσι τὸν
νεκρὸν , τοῦ ὁποίου τὸ σῶμα εἶναι κατακηρωμένον , ἡ δὲ κοι
λία ἀνασχισθεῖσα καὶ καθαρισθεῖσα εἶναι γεμισμένη ἀπὸ

κύπερον τριμμένον , καὶ θυμίαμα , καὶ σπόρον σελίνου , καὶ


ΒΙΒΛ . Δ΄. ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ . 405

ἄνηθον, ἔπειτα δὲ πάλιν ῥαμμένη · οὕτω δέ τον φέρουσι μὲ ἅμα .


ξαν εἰς ἄλλο ἔθνος . ὅποιοι δὲ παραδεχθῶσι φερόμενον τὸν

νεκρὸν , κάμνουσι ὅσα οἱ βασιλικοὶ Σκύθαι· κόπτουσιν ὀλίγον


τὸ αὐτίον των · κουρεύουσιν ὁλόγυρα τὰ μαλλία των χαράτ
τουσι τοὺς βραχίονάς των , καταπληγόνουσι τὰ μέτωπον καὶ
τὴν μύτην των , καὶ διατρυπῶσι μὲ βέλη τὴν ἀριστερὰν χεῖ
ρά των · ἀπεκεῖ δὲ φέρουσι μὲ ἅμαξαν τὸ σῶμα τοῦ βασι
λέως εἰς ἄλλο ἔθνος , ἀπὸ τὰ ὁποῖα ὁρίζουσιν . ὅλοι δὲ ἀπ '
ὅσους περάσωσιν ἀκολουθοῦσιν κατόπι· καὶ ἀφοῦ περιέλθωσιν
ὅλους φέροντες τὸν νεκρὸν , φθάνουσιν εἰς τὰ Γέῤῥα , τὰ
ἔσχατον ἀπὸ τὰ ἔθνη , τὰ ὁποῖα ὁρίζουσι, καὶ εἰς τοὺς τά
φους . ἔπειτα ἀφοῦ βάλωσι τὸν νεκρὸν μέσα εἰς τὸν τάφον
ἐπάνω στιβάδος , πήξαντες αἰχμὰς ἀπὸ τὸ ἓν καὶ ἀπὸ τὸ
ἄλλο μέρος τοῦ νεκροῦ , ἁπλόνουσιν ἐπάνω ξύλα · καὶ ἔπειτα
μὲ ψάθας κάμνουσιν ὡς μίαν στέγην · εἰς δὲ τὴν λοιπὴν
εὐρυχωρίαν τοῦ μνήματος ἀποπνίξαντες θάπτουσι μίαν ἀπὸ
τὰς παλλακίδας, καὶ τὸν οἰνοχόον , καὶ μάγειρον , καὶ ἵππο
κόμον, καὶ διάκονον , καὶ ἀγγελιαφόρον , καὶ ἵππους , καὶ ὅλων

τῶν ἄλλων πραγμάτων ἀπαρχὰς , καὶ φιάλας χρυσᾶς· ἄρχω


ρον δὲ οὔτε χαλκὸν παντελῶς δὲν μεταχειρίζονται. Ἀφοῦ
δὲ κάμωσιν αὐτὰ , ῥίπτουσι γῆν καὶ ἀνυψόνουσι τάφον , συ
νεριζόμενοι καὶ προθυμούμενοι να τον κάμωσιν , ὅσον δυνα

τὸν , μεγαλώτατον .
72 · ἀφοῦ δὲ περάση εἷς χρόνος , πάλιν κάμνουσι τὸ ἀκό

λουθον. Λαβόντες τοὺς ἀξιωτέρους ἀπὸ τοὺς λοιποὺς ὑπηρέ


τας , (αὐτοὶ δὲ εἶναι Σκύθαι ἐντόπιοι · διότι Σκύθαι πάντοτε

ὑπηρετοῦσι τὸν βασιλέα , ὁποίους ὁ ἴδιος βασιλεὺς προτάξῃ ,


ἀργυρωνήτους. δὲ ὑπηρέτας δὲν ἔχει·) ἀπ᾿ αὐτοὺς λοιπὸν

τοὺς ὑπηρέτας ἀφοῦ ἀποπνίξωσι πεντήκοντα , καὶ ἵππους


406 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

τοὺς ἀξιολογωτέρους πεντήκοντα , ἐκβαλόντες τὴν κοιλίαν


των , τὴν καθαρίζουσι, καὶ γεμίσαντές την ἄχυρα συῤῥάπτου
σιν αὐτήν · στήσαντες δὲ τὸ ἥμισυ στεφανίου ὕπτιον εἰς δύο
ξύλα, καὶ τὸ ἄλλο ἥμισυ τοῦ στεφανίου εἰς ἄλλα δύο, καὶ
πήξαντες εἰς τὴν γῆν πολλὰμ'αὐτὸν τὸν τρόπον , ἔπειτα περά.
σαντες εἰς τοὺς ἵππους ξύλα χονδρὰ κατὰ μάκρος ἕως τοὺς τρα
χήλους , τοὺς ἀναβιβάζουσιν εἰς τὰ ἡμιςεφάνια : ἐξ αὐτῶν δὲ
τὰ μὲν ἐμπροσθινὰ ἡμιςεφάνια , ὑποστηρίζουσι τοὺς ὤμους τῶν
ἵππων , τὰ δὲ ὀπισινὰ πλησίον τῶν μηρῶν, ἀνακρατοῦσι τὴν
κοιλίαν , ὥςε καὶ τὰ δύο σκέλη κρέμονται μετέωρα· ἀφοῦ δὲ
βάλωσιν εἰς τοὺς ἵππους χαλινοὺς καὶ στόμια, τὰ τεντόνου
σιν ἔμπροσθεν αὐτῶν, καί τα δένουσιν ἀπὸ πασσάλους . Ἀπὸ
δὲ τοὺς πεντήκοντα νέους τοὺς πνιγμένους ἀναβιβάζουσιν ἕνα
εἰς ἕκαςον ἵππον, κατὰ τὸν ἑξῆς τρόπον · Πήγουσι ἕκαστον
νεκρὸν εἰς ξύλον ὀρθὸν , τὸ ὁποῖον περνᾷ πλησίον τοῦ ῥαχοκοκ
κάλου ἕως τὸν λαιμόν · κάτωθεν δὲ τὸ ξύλον τοῦτο εἶναι μας
κρὸν , ὅσον χρειάζεται διὰ νὰ ἐμβῇ εἰς τρύπαν καμωμέ
νην εἰς τὸ ἄλλο ξύλον , τὸ περασμένον εἰς τὸν ἵππον. Αφοῦ δὲ
ζήσωσιν ὁλόγυρα εἰς τὸ μνῆμα τοιούτους ἱππεῖς ἀναχωροῦσιν .
"
73. Οὕτω μὲν θάπτουσι τοὺς βασιλεῖς · ὅταν δὲ ἀποθάνω .
σιν οἱ ἄλλοι Σκύθαι , οἱ πλησιέςατοι συγγενεῖς των βάλλου
σιν αὐτοὺς εἰς ἁμάξας καί τους περιφέρουσιν εἰς τοὺς φίλους
των· καθεὶς δὲ ἀπ᾿ αὐτοὺς ὑποδεχόμενος φιλεύει τοὺς ἀκο
λουθοῦντας , δίδων ἐπίσης καὶ εἰς τὸν νεκρὸν ἀπ ' ὅλα , ὅσα
καὶ εἰς τοὺς ἄλλους. Ἡμέρας δὲ τεσσαράκοντα τοιουτοτρό

πως περιφέρονται οἱ ἰδιῶται, ἔπειτα θάπτονται. Ἀφοῦ δὲ


θάψωσι τὸν νεκρὸν οἱ Σκύθαι, καθαρίζονται μὲ τοιοῦτον τρό
πον · Τρίψαντες μὲ σμῆγμα τὰς κεφαλάς των, τὰς ἀποπλύνου
σιν : ἔπειτα δὲ κάμνουσιν περὶ τὸ σῶμά των τὰ ἀκόλουθα ·
ΒΙΒΛ . Δ΄. ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ. 407

Στήσαντες εἰς τὴν γῆν τρία ξύλα, τὰ ὁποῖα ἐπικλίνουσιν εἰς ἄλ


ληλα ,ἁπλόνουσι περὶ αὐτὰ πίλους μαλλίνους, καὶ ἀφοῦ τὰ συμ
φράξωσι πολλὰ καλὰ , βάλλουσιν εἰς τὸ μέσον αὐτῶν σκάφην ,
καὶ μέσα εἰς τὴν σκάφην πέτρας κοκκινισμένας εἰς τὴν
φωτίαν
• 74. Γίνεται δὲ εἰς τοῦτον τὸν τόπον καννάβιον , τὸ ὁποῖον

εἶναι ὁμοιότατον μὲ τὸ λινάριον, ἔξω τοῦ χόνδρους καὶ τοῦμε


γέθους· εἶναι ὅμως πολλὰ καλήτερον τὸ καννάβιον κατὰ τοῦτο,
ὅτι καὶ σπείρεται καὶ αὐτόματον φυτρόνει · ἀπ ' αὐτὸ οἱ Θρᾷ
κες κάμνουσι καὶ φορέματα ὁμοιότατα μὲ τὰ λινᾶ , ὥστε
ὅποιος δὲν εἶναι πολλὰ συνειθισμένος, δὲν ἠμπορεῖ εὔκολα νὰ
διακρίνῃ ἂν εἶναι ἀπὸ λινάριον ἢ καννάβιον · καθότι ὅποιος
δὲν εἶδε ἄλλοτε καννάβιον , θὰ νομίσῃ ὅτι τὸ φόρεμα εἶναι
λινοῦν .

75. Απὸ τὸν σπόρον λοιπὸν τούτου πέρνοντες οἱ Σκύθαι,


χάνονται ὑποκάτω τῶν πίλων , καὶ ἔπειτα ῥίπτουσι τὸν σπό
ρον ἐπάνω εἰς τὰς κοκκινισμένας ἀπὸ τὴν φωτίαν πέτρας
αὐτὸς δὲ ῥιπτόμενος εἰς τὴν φωτίαν θυμιάζεται καὶ ἐκβάλλει

τόσον ἀτμὸν , ὅσον καμμία Ἑλληνικὴ πυρία δὲν ἤθελεν


ἠμπορέσει νὰ βαστάσῃ . Οἱ Σκύθαι ὅμως εὐφραινόμενοι εἰς τὸ
εἶδος τοῦτο τῆς πυρίας ὠρύονται· καὶ αὐτὸ ἔχουσιν ἀντὶ
λουτροῦ· διότι παντελῶς δὲν λούουσι τὸ σῶμά των μὲ νερόν.
Αἱ δὲ γυναῖκες αὐτῶν τρίβουσιν εἰς πέτραν τραχεῖαν ξύλον
κυπαρίσσου καὶ κέδρου καὶ λιβάνου , χύνουσαι ἐνταυτῷ νερὸν ·
ἔπειτα δὲ μὲ τὸ τριμμένον αὐτὸ ξύλον , τὸ ὁποῖον εἶναι
παχὺ, ἀλείφονται ὅλον τὸ σῶμα καὶ τὸ πρόσωπον, καὶ ἓν μὲν

μυρίζουσιν εὔμορφα , ἄλλο δὲ τὴν δευτέραν ἡμέραν ἐκβάλλου


σι τὴν ἀλειφὴν καὶ γίνονται καθαραὶ καὶ λαμπραί .
76. Αποφεύγουσι δὲ ὑπερβολικὰ καὶ αὐτοὶ τὰ ἔθιμα τῶν
408 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

ἄλλων ἐθνῶν καὶ μάλιστα τῶν Ἑλλήνων , καθώς το έδει


ξαν εἰς τὸν ἀνάχαρσιν , καὶ δεύτερον πάλιν εἰς τὸν Σκύλην .

ὁ Ανάχαρσις , ἀφοῦ ἐθεώρησε πολὺν κόσμον καὶ ἔδειξε παν


τοῦ πολλὴν σοφίαν , ἐπέστρεφεν εἰς τὴν Σκυθίαν . Πλέων δὲ

διὰ τοῦ ῾Ελλησπόντου ἄραξεν εἰς τὴν Κύζικον , καὶ ἐπειδὴ


ηὗρε τοὺς Κυζικηνοὺς ἑορτάζοντας πολλὰ μεγαλοπρεπῶς
ἑορτὴν εἰς τὴν μητέρα τῶν θεῶν , εὐχήθη εἰς αὐτὴν

ὁ Ανάχαρσις ἐὰν φθάσῃ μὲ καλὸν εἰς τὴν πατρίδα του ,


να την προσφέρῃ θυσίαν ἀπαράλλακτα , καθὼς εἶδεν ὅτι
ἔκαμνον οἱ Κυζικηνοὶ , καὶ νὰ κάμῃ ὁλονυκτίαν . ὅτε λοι

πὸν ἔφθασεν εἰς τὰ μέρη τῆς Σκυθίας, ἐμβὰς εἰς τὰ δάση τῆς
λεγομένης ῾λαίας , εὑρίσκεται δὲ αὐτὴ πλησίον τοῦ λεγομένου
Αχιλλείου Δρόμου , καὶ εἶναι ὅλη γεμάτη ἀπὸ διάφορα δένδρα ,
εἰς ταύτης λοιπὸν τὰ δάση ἐμβὰς ὁ ᾿Ανάχαρσις ἔκαμνε καθ'
ὅλα τὴν ἑορτὴν εἰς τὴν θεὰν , κρατῶν τύμπανον καὶ ἔχων εἰς
τὸ ςῆθος ἀγάλματα κρεμόμενα . Σκύθης δέ τις παρατηρή
σας τὸν Ανάχαρσιν ὅτι ἔκαμνεν αὐτὰ , εἰδοποίησε τὸν βασιλέα
Σαύλιον · καὶ ἐπειδὴ ἐλθὼν τὸν εἶδε καί ὁ ἴδιος τοξεύσας

ἐσκότωσεν αὐτόν . Καὶ τώρα ἐάν τις ἐρωτήσῃ διὰ τὸν ᾿Ανά
χαρσιν, οἱ Σκύθαι λέγουσιν ὅτι δέν τον γνωρίζουσι· διότι ἐκ
βῆκεν ἀπὸ τὸν τόπον καὶ ὑπῆγεν εἰς τὴν Ἑλλάδα , ὅπου μετε

χειρίσθη ξενικὰ ἔθιμα . Καθὼς δὲ ἐγὼ ἤκουσα ἀπὸ τὸν Τίμνον


ἐπίτροπον τοῦ᾿Αριπείθους, ὁ ᾿Ανάχαρσις ἦτον ἐκ πατρὸς θεῖος
τοῦ ἰδανθύρσου, βασιλέως τῶν Σκυθῶν , καὶ υἱὸς τοῦ Γνούρου ,
τοῦ Λύκου τοῦ Σπαργαπείθους · ἐὰν λοιπὸν ὁ Ανάχαρσις ἦτον
ἀπ' αὐτὴν τὴν οἰκίαν , ἃς ἠξεύρῃ ὅτι ἐθανατώθη ἀπὸ τὸν ἀ
δελφόν του· διότι ὁ ἰδάνθυρσος ἦτον υἱὸς τοῦ Σαυλίου , ὁ δὲ
Σαύλιος ἦτον ὁ φονεύσας τὸν Ανάχαρσιν ·

77 · ῎κουτα δὲ καὶ ἄλλον λόγον λεγόμενον ἀπὸ τοὺςΠελο


ΒΙΒΛ . Δ΄. ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ . 409

νησίους · ὅτι ὁ Ανάχαρσις ἀποπεμφθεὶς ἀπὸ τὸν βασιλέα τῶν


Σκυθῶν ἔγινε μαθητὴς τῆς Ἑλλάδος· καὶ ὅτι ἐπιστρέψας
ὀπίσω εἶπε πρὸς αὐτὸν τὸν ἀποπέμψαντα ὅτι ὅλοι οἱ Ἕλλη
νες καταγίνονται εἰς πᾶν εἶδος μαθήσεως , ἔξω τῶν Λακεδαι
μονίων · μολοντοῦτο εἰς αὐτοὺς μόνους ἠμπορεῖ νὰ δώσῃ τις
καὶ νὰ λάβῃ λόγον φρόνιμον . Αὐτὸς ὅμως ὁ λόγος δι ἀςειό
τητα ἐπλάσθη ἀπὸ τούτους τοὺς Ἕλληνας· ὁ ἄνθρωπος ἐθα
νατώθη , καθὼς πρότερον εἶπα . Αὐτὸς λοιπὸν ταῦτα ἔπαθε διὰ

τὰ ξενικὰ ἔθιμα , καὶ τὰς ἑλληνικὰς σχέσεις.


78. Μετὰ πολλοὺς δὲ χρόνους ὕστερον, ὁ Σκύλης τοῦ
Αριαπείθους ἔπαθε παρόμοια μ' αὐτόν . ὁ ᾿Αριαπείθης βασι
λεὺς τῶν Σκυθῶν ἔκαμε κοντὰ εἰς ἄλλα παιδία καὶ τὸν Σκύ
λην · αὐτὸς ὅμως ἐγεννήθη ἀπὸ γυναῖκα (* ) Ιςριανὴν , καὶ ὄχι
ἐντοπίαν · ὅθεν ἡ μητέρα του αὐτὴ καὶ γλῶσσαν ἑλληνικὴν τὸν
ἐδίδαξε καὶ γράμματα . Μετὰ ταῦτα δὲ, ἐπέρασε καιρὸς, καὶ
ὁ μὲν ᾿ριαπείθης δολοφονεῖται ἀπὸ τὸν Σπαργαπείθη , βασι
λέα τῶν Ἀγαθύρσων · ὁ δὲ Σκύλης Παρέλαβε τὴν βασιλείαν
καὶ τὴν γυναῖκα τοῦ πατρός του , ὀνομαζομένην ὁποίην · ἦτον
δὲ αὐτὴ ἡ ὀποίη ἐντοπία , μὲ τὴν ὁποίαν εἶχεν ὁ Αριαπεί
θης υἱὸν τὸν ὄρικον . Βασιλεύων λοιπὸν εἰς τοὺς Σκύθας ὁ Σκύ
λης, παντελῶς δὲν ἠρέσκετο εἰς τὴν Σκυθικὴν ζωὴν, ἀλλὰ που
λὺ περισσότερον ἔκλινεν εἰς τὰ ἑλληνικὰ ἔθιμα , ἐξ αἰτίας τῆς
ἀνατροφῆς τὴν ὁποίαν ἀνετράφη , καὶ ἔκαμνεν οὕτως . Οσάκις
ἐπήγαινε μὲ τὸ ςράτευμα εἰς τὴν πόλιν τῶν Βαρυσθενειτῶν,
αὐτοὶ δὲ οἱ Βορυσθενεῖται λέγονται ὅτι εἶναι Μιλήσιοι · ὅτε
λοιπὸν ἐπήγαινεν εἰς αὐτοὺς ὁ Σκύλης , ἄφινε τὸ στράτευμα

(*) ἡ ὁποία ἦτον ἀπὸ τὴν πόλιν ᾿στρίαν , ἀποικίαν τῶν Μιλησίων. (δε Βι6 .
B. S. 33.
410 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

εἰς τὸ προάστειον , καὶ αὐτὸς ἐμβαίνων εἰς τὸ τεῖχος , καὶ


κλείων τὰς πύλας , ἔκβαλλε τὴν Σκυθικὴν ἐνδυμασίαν, καὶ
ἐνδύετο Ελληνικὰ φορέματα· αὐτὰ δὲ φορῶν περιεφέρετο
εἰς τὴν ἀγορὰν , χωρὶς νά τον ἀκολουθῶσι δορυφόροι , οὔτε
ἄλλος τις · Τὰς δὲ πύλας ἐφύλαττον, μήπως τὸν ἴδῃ κανεὶς
Σκύθης ὅτι ἐφόρει αὐτὰ τὰ ἐνδύματα· ἔτι δὲ καὶ καθ᾽ ὅλα .

τὰ ἄλλα μετεχειρίζετο δίαιταν Ἑλληνικὴν, καὶ ἔκαμνε θυ


σίαν εἰς τοὺς θεοὺς κατὰ τὰ ἔθιμα τῶν Ἑλλήνων . Ἀφοῦ
δὲ ἔκαμνεν ἐκεῖ ἕνα μῆνα ἢ περισσότερον, ἀνεχώρει, ἐν
δυθεὶς τὴν Σκυθικὴν φορεσίαν . ἔκαμνε τοῦτο πολλάκις, καὶ
ἔκτισεν οἰκίαν εἰς τὸν Βορυσθένη , καὶ γυναῖκα ἐπῆρεν ἐν
τοπίαν , τὴν ὁποίαν εἶχεν ὅτε ἐπήγαινεν ἐκεῖ .

· 79. ᾿Επειδὴ δὲ ἦτον πεπρωμένον νὰ κακοπάθῃ , προῆλθε


τὸ κακὸν ἀπὸ πρόφασιν τοιαύτην. Επεθύμησε νὰ κατηχηθῆ τὰ
μυςήρια τοῦ Βακχείου Διονύσου · ὅτε δὲ ἔμελλε ν' ἀρχίσῃ τὴν
ἑορτὴν , ἔγινε σημεῖον μεγαλώτατον . Εἶχεν εἰς τὴν πόλιν τῶν
Βορυσθενειτῶν οἰκίαν μὲ μεγάλην περιοχὴν , τὴν ὁποίαν καὶ
ὀλίγον πρὸ τούτων ἀνέφερα , ὁλόγυρα δὲ αὐτῆς ἦσαν στη
μένα ἀγάλματα , σφίγγες καὶ γρύπες ἀπὸ πέτραν ἄσπρην .
Εἰς ταύτην ὁ θεὸς ἔῤῥιψε κεραυνὸν καὶ κατεκάη ὅλη · ὁ
Σκύλης ὅμως μ᾿ ὅλα αὐτὰ ἔκαμε τὴν τελετήν . Πρέπει δὲ
νὰ ἠξεύρητε ὅτι οἱ Σκύθαι ὀνειδίζουσι τοὺς Ἕλληνας διὰ τὸ

ὅτι βακχεύουσι· διότι δὲν πρέπει, λέγουσι , ν' ἀναγνωρί


ζουν αὐτὸν τὸν θεὸν , ὁ ὁποῖος κάμνει τοὺς ἀνθρώπους νὰ

μαίνωνται. ὅτε λοιπὸν ὁ Σκύλης κατηχεῖτο εἰς τὸν Βάκ


χειον , Βορυσθενείτης τις , πηραγμένος ἀπὸ τοὺς ὀνειδισμοὺς
τῶν Σκυθῶν, ἐξεθύμανεν εἰς αὐτοὺς , λέγων · » ἡμᾶς καταγε
D
λᾶτε , ὦ Σκύθαι , ὅτι βακχεύομεν καί μας πέρνει ὁ θεός ·
D
αὐτὸς ὁ θεὸς ἔχει παρμένον τώρα καὶ τὸν ἐδικόν σας βα
ΒΙΒΛ. Δ'. ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ. 411

» σιλέα , καὶ βακχεύει καὶ μαίνεται ἀπὸ τὴν δύναμιν τοῦ

» θεοῦ · καὶ ἂν δέν με πιστεύητε, ἀκολουθεῖτέ με , καὶ ἐγὼ


» θέλω σᾶς δείξει αὐτόν . » Τὸν ἠκολούθησαν οἱ προὔχοντες

τῶν Σκυθῶν· καὶ ὁ Βορυσθενείτης ἀναβιβάσας κρυφὰ ἔβαλεν


αὐτοὺς εἰς ἕνα πύργον · ἐπειδὴ δὲ ὁ Σκύλης ἐπέρνα μὲ τὸν
θίασον , καί τον εἶδαν οἱ Σκύθαι ὅτι ἐβάκχευεν , ἐσυγχίσθη
σαν ὑπερβολικὰ , καὶ καθὼς ἐκθῆκαν ἐκεῖθεν, ἐφανέρωσαν εἰς
ὅλον τὸ στράτευμα ὅσα εἶδαν .
80. Μετὰ ταῦτα δὲ, ὅτε ὁ Σκύλης ἐκθῆκε νὰ ὑπάγῃ εἰς

τὰ ἴδιά του , οἱ Σκύθαι ὀνομάσαντες βασιλέα ἀντ᾽ αὐτοῦ τὸν


ἀδελφόν του ὀκταμασάδην , γεννηθέντα ἀπὸ τὴν θυγατέρα
τοῦ Τύρου, ἐπαναστατοῦσι κατὰ τοῦ Σκύλη . Αὐτὸς δὲ μαθὼν
τὰ γινόμενα ἐναντίον του , καὶ τὴν αἰτίαν διὰ τὴν ὁποίαν

ἐγίνοντο , καταφεύγει εἰς τὴν Θρᾴκην · ἀκούσας δὲ τοῦτο ὁ ἐκ


ταμασάδης, ἐστρατεύετο κατὰ τῆς Θρᾴκης. ὅτε δὲ ἔφθασεν
εἰς τὸν ἴστρον , τὸν ἀπάντησαν οἱ Θρᾷκες , καὶ ἐνῷ ἔμελλον
νὰ κτυπηθῶσιν , ἔστειλεν ὁ Σιτάλκης εἰς τὸν ὀκταμασάδην
καί τον λέγει τὰ ἑξῆς . », ‘ Τί χρειάζεται νὰ μαχώμεθα ἡμεῖς ·
» εἶσαι υἱὸς τῆς ἀδελφῆς μου, καὶ ἔχεις ἀδελφὸν ἐδικόν μου
» ὅθεν ἀπόδωσέ με σὺ αὐτὸν, καὶ ἐγώ σε παραδίδω τὸν ἐδι
» κόν σου Σκύλην · ὥστε νὰ μὴ κινδυνεύσωσι μήτε τὰ ἐδικά
• σου στρατεύματα, μήτε τὰ ἐδικά μου. » Αὐτὰ πέμψας

ὁ Σιτάλκης κήρυκα τὸν ἐπρόβαλε · διότι εὑρίσκετο φυγὰς


κοντὰ εἰς τὸν ὀχταμασάδην ἀδελφὸς τοῦ Σιτάλκου. ὁ δὲ

ὀχταμασάδης δέχεται αὐτὰ καὶ ἐκδώσας τὸν ἐκ μητρὸς
θεῖόν του εἰς τὸν Σιτάλκην , ἔλαβε τὸν ἀδελφόν του Σκύλην .
Καὶ ὁ μὲν Σιτάλκης λαβὼν τὸν ἀδελφόν του , ἀνεχώρησεν

ὁμοῦ μ᾿ αὐτόν · ὁ δὲ ὀκταμασάδης ἐκεῖ ἀμέσως ἔκοψε τὴν


κεφαλὴν τοῦ Σκύλη . Τόσον οἱ Σκύθαι φυλάττουσι τὰ ἔθιμά
412 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

των , καὶ τοιαῦτα ἐπιτίμια δίδουσιν εἰς τοὺς παραδεχομένους


ξενικοὺς νόμους .

81. Διὰ τὸ πλῆθος δὲ τῶν Σκυθῶν τίποτε δὲν ἠμπόρεσα


νὰ μάθω ἀκριβῶς, ἀλλ᾽ ἤκουον διαφόρους λόγους διὰ τὸν ἀριθ−
μὸν αὐτῶν· ἄλλοι μ᾿ ἔλεγον ὅτι εἶναι πάμπολλοι , ἄλλοι δὲ ὅτι
καθαυτὸ Σκύθαι εἶναι ὀλίγοι. Τόσον μόνον μ᾿ ἐδείκνυον , καί τὸ
εἶδα ὁ ἴδιος. Μεταξὺ Βορυσθένους ποταμοῦ καὶ ὑπάνιος εἶναι
8
τόπος, τὸ ὄνομά του (*) Εξαμπαῖος , διὰ τὸν ὁποῖον καὶ ὀλίγον
πρὸ τούτων ἀνέφερα , λέγων ὅτι ἐκεῖ εἶναι κρήνη πικροῦὕδα
τος , ἀπὸ τὴν ὁποίαν τρέχον τὸ νερὸν κάμνει τὸν ὕπανιν ἄπο
τον · εἰς αὐτὸν τὸν τόπον εὑρίσκεται χαλκεῖον , καὶ ἑξάκις μεγα
λήτερον ἀπὸ τὸν κρατῆρα , τὸν εἰς τὸ στόμιον τοῦ Εὐξείνου
πόντου , τὸν ὁποῖον ἀφιέρωσεν ὁ Παυσανίας τοῦ Κλεομβρό
του · ὅποιος δὲ δὲν εἶδεν αὐτὸν ἀκόμι , νά τον δώσω νὰ
καταλάβῃ · τὸ εἰς τὴν Σκυθίαν χαλκεῖον χωρεῖ πολλὰ καλὰ

ἑξακοσίους ἀμφορεῖς · εἰς τὸ χόνδρος τὸ Σκυθικὸν τοῦτο χαλ


κεῖον εἶναι ἓξ δάκτυλοι· αὐτὸ λοιπὸν ἔλεγον οἱ ἐντόπιοι ὅτικα
τεσκευάσθη ἀπὸ ἀκίδας βελῶν . Ἐπειδὴ βασιλεύς τις τῶν Σκυ

θῶν , τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα ἦτον Αριαντὰν , αὐτὸς ἐπειδὴ ἤθελε


νὰ μάθῃ τὸ πλῆθος τῶν Σκυθῶν , ἐπρόςαξεν , ἔλεγον , ὅλους
τοὺς Σκύθας , νὰ φέρῃ καθεὶς ἀκίδα βέλους · καὶ ὅποιος δὲν
φέρῃ , τὸν ἐφοβέριζε μὲ θάνατον · ἔλεγον λοιπὸν ὅτι ἔφεραν
πολὺ πλῆθος ἀκίδων · καὶ ὅτι αὐτὸς ἐνέκρινε νὰ κάμη τι
ἀπ᾿ αὐτὰς καὶ νὰ τ᾿ ἀφήσῃ διὰ ἐνθύμησιν . Απ᾿ αὐτὰς λοιπὸν
λέγουσιν ὅτι κατεσκεύασε τὸ χαλκεῖον τοῦτο , καί το ἔβαλεν

εἰς τὸν τόπον ᾿Εξαμπαῖον. Αὐτὰ ἤκουον διὰ τὸν ἀριθμὸν


τῶν Σκυθῶν .

(* ) 18. §. 52 .
BIBA. A'. MEAIIOMENH. 413

83. Περίεργα δὲ πράγματα ὁ τόπος αὐτὸς δὲν ἔχει, εἰμὴ


ποταμοὺς μεγαλωτάτους καὶ παμπόλλους . Τὸ μόνον δὲ τὸ
ὁποῖον , πλὴν τῶν ποταμῶν καὶ τοῦ μεγέθους τῆς πεδιά
δος , εἶναι ἄξιον νὰ θαυμάσῃ τις , τοῦτο θὰ εἴπω · δεικνύουσιν
ἴχνος τοῦ Ἡρακλέους εἰς μίαν πέτραν, τὸ ὁποῖον ὁμοιάζει
μὲ βῆμα ἀνθρώπου καὶ εἶναι δύο πῆχαι τὸ μέγεθος, πλησίον
τοῦ ποταμοῦ Τύρου . Τοῦτο μὲν τοιοῦτο εἶναι . Επιστρέφω δὲ
εἰς τὸν λόγον , τὸν ὁποῖον ἐξ ἀρχῆς ἐπεχείρησα νὰ εἴπω .

83. ὅτε ἑτοιμάζετο ὁ Δαρεῖος κατὰ τῶν Σκυθῶν , καὶ


ἔστελλεν ἀνθρώπους νὰ παραγγείλωσιν εἰς ἄλλους μὲν νὰ
δώσωσι πεζὸν ςράτευμα , εἰς ἄλλους δὲ πλοῖα , καὶ εἰς ἄλλους
င် ᾿Αρτάβανος τοῦ ὑστά .
νὰ ζεύξωσι τὸν Θρᾳκικὸν Βόσπορον , ὁ
σπους , ἀδελφὸς ὢν τοῦ Δαρείου , τὸν παρεκάλει νὰ μὴ στρα
τεύσῃ κατὰ τῶν Σκυθῶν , παρασταίνων τὴν πτωχείαν αὐτοῦ
τοῦ ἔθνους· ἀλλ᾿ ἐπειδὴ , μολονότι τὸν ἐσυμβούλευε καλὰ ,
δέν τον ἔπειθε, διὰ τοῦτο αὐτὸςμὲν ἔπαυσεν, ὁ δὲ Δαρεῖος
ἀφοῦ ὅλα ἔγιναν ἕτοιμα , ἐξεκίνησε τὸ στράτευμα ἀπὸ τὰ
Σοῦσα.

84. Τότε ὁ Οἰόβαζος, Πέρσης τις , παρεκάλεσε τὸν Δα


ρεῖον νά τον ἀφήσῃ ἕνα ἀπὸ τοὺς τρεῖς του υἱοὺς , οἱ ὁποῖοι
καὶ οἱ τρεῖς ἐπήγαινον εἰς τὸν πόλεμον . ὁ δὲ Δαρεῖός τον
ἀπεκρίθη ὅτι , ἐπειδὴ ἦτον φίλος, καὶ ἐζήτει μέτριον πρᾶγ
μα , θά τον ἀφήσῃ ἐκεῖ ὅλους τοὺς υἱούς του . ὁ Οἰόβαζοςλοι
πὸν ἦτον περιχαρὴς ἐλπίζων ὅτι οἱ υἱοί του ἀπελύθησαν ἀπὸ
1
τὴν ἐκστρατείαν · ὁ δὲ Δαρεῖος ἐπρόσταξε τοὺς ἐπιστάτας νὰ
σκοτώσωσιν ὅλους τοὺς παῖδας τοῦ Οἰ βάζου. Καὶ αὐτοὶ
μὲν σφαχθέντες ἔμειναν ἐκεῖ.
85. ὁ δὲ Δαρεῖος κινήσας ἀπὸ τὰ Σοῦσα , καὶ φθά
σας εἰς τὸν Βόσπορον τῆς Χαλκηδονίας , ὅπου ἦτον ζευγα
414 ΙΣΤΟΡΊΑ ΠΡΟΔΟΤΟΥ .

μένη ἡ γέφυρα , ἀπεκεῖ ἐμβὰς εἰς καράβιον ἔπλεεν εἰς τὰς


Κυανᾶς ὀνομαζομένας , αἱ ὁποῖαι λέγουσιν οἱ Ἕλληνες ὅτι
πρότερον ἦσαν πλαγκταί. Καθήμενος δὲ εἰς τὸ (* ) ἱερὸν
ἐθεώρει τὸν Πόντον , ὄντα ἀξιοθέατον· διότι ἡ φύσις τὸν
@
ἔκαμε θαυμασιώτατον ἀπ ' ὅλα τὰ πελάγη . Τούτου τὸ
μὲν μάκρος εἶναι ἕνδεκα χιλιάδες καὶ ἑκατὸν στάδια , τὸ δὲ
πλάτος, εἰς τὸ πλατύτατόν του μέρος, τρεῖς χιλιάδες τριακό
σια στάδια . Τούτου τοῦ πελάγους τὸ στόμα ἔχει τέσσαρα
στάδια πλάτος · μάκρος δὲ τοῦ στόματος , ὁ λαιμὸς, ὁ δ
ποῖος ὀνομάζεται Βόσπορος, καὶ ὅπου ἐζεύχθη ἡ γέφυρα, εἶ
ναι ἕως ἑκατὸν εἴκοσι στάδια · ἀποτερματίζεται δὲ ὁ Βόσπο
F Προποντὶς οὖσα πεντακοσίων
ρος εἰς τὴν Προποντίδα · ἡ δὲ
σταδίων τὸ πλάτος, καὶ χιλίων τετρακοσίων τὸ μάκρος; και

ταβαίνει ἕως τὸν ᾿Ελλήσποντον , ὁ ὁποῖος εἶναι ἑπτὰ στάδια


εἷς τὸ πλάτος καὶ τετρακόσια εἰς τὸ μάκρος · ἐκχύνεται δὲ
εἰς πέλαγος ἀνοιχτὸν , τὸ ὁποῖον Αἰγαῖον λέγεται.

86. Εἶναι δὲ αὐτὰ τὰ στάδια μετρημένα κατὰ τὸν ἑξῆς


τρόπον . Εν πλοῖον πέρνει γενικῶς εἰς τὸ διάστημα μεγάλης
ἡμέρας σωστὰς σχεδὸν ἑβδομήκοντα χιλιάδας ὀργυιὰς , καὶ
τὴν νύκτα ἑξήκοντα χιλιάδας . ὅθεν ἕως τὸν Φᾶσιν ἀπὸ τὸ
στόμα τοῦ Εὐξείνου πόντου , (διότι αὐτὸ εἶναι τὸ μακρότα
τον διάστημα τοῦ Πόντου ,) εἶναι πλοῦς ἐννέα ἡμερῶν καὶ
ὀκτὼ νυκτῶν · αὐταὶ δὲ γίνονται ἓν ἑκατομμύριον καὶ
ἑκατὸν δέκα χιλιάδες ὀργυιαί· καὶ ἀπὸ τὰς ὀργυιὰς ταύτας
γίνονται ἕνδεκα χιλιάδες ἑκατὸν στάδια. Ἀπὸ δὲ τὴν Σιν

δικὴν ἕως τὴν Θεμίσκυραν , οὖσαν εἰς τὸν Θερμώδοντα

(* ) Τοῦ Οὐρίου Διός, κείμενον εἰς τὴν Ασιατικὴν ὄχθην τοῦ Βοσπόρου
ΒΙΒΛ. Δ΄. ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ . 415

ποταμὸν ἰδιότι ἐκεῖ εἶναι τὸ πλατύτατον μέρος τοῦ Πόντου )


εἶναι τριῶν ἡμερῶν καὶ δύο νυκτῶν πλοῦς· αὐταὶ δὲ γίνον
ται τριακόσιαι τριάκοντα χιλιάδες ὀργυιαὶ, στάδια τρεῖς

χιλιάδες καὶ τριακόσια . Τοιοῦτοι εἶναι ἐκ φύσεως ὁ Πόντος


αὐτὸς , ὁင် Βόσπορος καὶ ὁ Ἑλλήσποντος , καὶ τοιαῦτα μέτρα
μετεχειρίσθην εἰς τὴν καταμέτρησιν αὐτῶν . Μᾶς δίδει δὲ
καὶ μίαν λίμνην ὁ Πόντος οὗτος , ἡ ὁποία χύνεται εἰς τὸν
ἴδιον , καὶ δὲν εἶναι πολὺ μικροτέρα ἀπ' αὐτόν · ὀνομάζεται
δὲ ἡ λίμνη αὕτη Μαιῶτις καὶ μήτηρ τοῦ Πόντου .
87. ὁ δὲ Δαρεῖος ἀφοῦ ἐθεώρησε τὸν Πόντον , ἔπλεεν ὀπί

σω εἰς τὴν γέφυραν , τῆς ὁποίας ἀρχιτέκτων ἐστάθη ὁ Σά


μιος Μανδροκλῆς. ᾿Αφοῦ δὲ ἐθεώρησε καὶ τὸν Βόσπορον ἔςη
σεν ἐκεῖ δύο στήλας ἀπὸ λευκὸν λίθον , χαράξας εἰς μὲν τὴν
μίαν μὲ ᾿Ασσυριακὰ γράμματα , εἰς δὲ τὴν ἄλλην μὲ Ελλη
νικὰ , τὰ ἔθνη ὅλα ὅσα εἶχεν εἰς τὴν ἐκστρατείαν του: εἶχε
δὲ ὅλα , ὅσα ὥριζεν . Αὐτὰ δὲ ἐξαριθμήθησαν χιλιάδες , χω
ρὶς τὸ ναυτικὸν , ἑπτακόσιαι , ὁμοῦ μὲ τοὺς ἱππεῖς· καράβια
δὲ ἐμαζεύθησαν ἑξακόσια. Αὐτὰς τὰς στήλας μετὰ ταῦτα
οἱ Βυζάντιοι κομίσαντες εἰς τὴν πόλιν , τὰς μετεχειρί.
σθησαν εἰς τὸν βωμὸν τῆς ᾿Ορθωσίας Αρτέμιδος , ἔξω μιᾶς
μόνης πέτρας · αὐτὴ ἔμεινε πλησίον τοῦ ναοῦ τοῦ Διονύσου

εἰς τὸ Βυζάντιον , γεμάτη γράμματα Ασσυριακά . Τὸ μέρος δὲ


τοῦ Βοσπόρου , τὸ ὁποῖον ἔζευξεν ὁ βασιλεὺς Δαρεῖος , ὥς
με φαίνεται κατὰ συμπερασμὸν , εἶναι μεταξὺ τοῦ Βυζαντίου
καὶ τοῦ ἱεροῦ κειμένου ἐπὶ τὸ ςόμιον.
88. ὁ Δαρεῖος δε μετὰ ταῦτα , ἐπειδὴ τὸν ἤρεσε πολλὰ
ἡ σχεδία , ἐβράβευσε τὸν ἀρχιτέκτονα αὐτῆς Μανδροκλῆ τὸν
Σάμιον μὲ δέκα ἀπ᾿ ὅλα · ἀπὸ τὰ ὁποῖα ὁ Μανδροκλῆς ,
ζωγραφίσας ὅλην τὴν γέφυραν τοῦ Βοσπόρου , καὶ τὸν βαθ
416 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

σιλέα Δαρεῖον , καθήμενον εἰς θρόνον , καὶ τὸ στράτευμά του


διαβαῖνον , αὐτὰ ζωγραφίσας, τ' ἀφιέρωσεν ἀπαρχὴν εἰς τὸ
Πραῖον μὲ τὴν ἀκόλουθον ἐπιγραφήν .
῾Ο Μανδροκλῆς γεφυρώσας τὸν Πολύϊχθυν Βόσπορον ,
ἀφιέρωσεν εἰς τὴν Ηραν τὸ μνημόσυνον τοῦτο τῆς σχε
δίας. 'Εκτελέσας δὲ αὐτὴν κατὰ τὴν ἐπιθυμίαν τοῦ Δα
ρείου βασιλέως ἐπροξένησεν εἰς μὲν τὸν ἑαυτόν του βρα
βεῖα , εἰς δὲ τοὺς Σαμίους καύχημα .
Αὐτὸ ἔγινεν εἰς μνημόσυνον τοῦ ζεύξαντος τὴν γέφυραν .
89. Ο Δαρεῖος δὲ ἀφοῦ ἐβράβευσε τὸν Μανδροκλῆ , διέ
βαινεν εἰς τὴν Εὐρώπην , παραγγείλας τοὺς ῎ωνας νὰ πλεύω
σωσιν εἰς τὸν Πόντον ἕως τὸν Ιστρον ποταμόν · ὅταν δὲ φθά
σωσιν εἰς τὸν ἴστρον , ἐκεῖ νά τον περιμένωσι ζεύγοντες τὸν
ποταμόν · διότι τὸ ναυτικὸν ἐκυβερνᾶτο ἀπὸ τοὺς Ιωνας καὶ
Αἰολεῖς καὶ Ἑλλησποντίους . ὅθεν τὸ ναυτικὸν ςράτευμα , ἀφοῦ
ἐκβῆκεν ἀπὸ τὰς Κυανᾶς, ἔπλευσεν ἴσα εἰς τὸν ἴστρον· ἐμε

Εὰν δὲ εἰς τὸν ποταμὸν καὶ προχωρῆσαν δύο ἡμέρας εἰς τὰ


ἄνω ἀπὸ τὴν θάλασσαν , ἔζευγε τὸ στενὸν τοῦ ποταμοῦ , κατὰ
τὸ μέρος ὅπου ἀρχίζουσι νὰ σχίζωνται τὰ ςόματα τοῦ ἔςρου .
ὁ δὲ Δαρεῖος καθὼς ἐπέρασε τὸν Βόσπορον , ὅπου ἦτον ἡ
σχεδία ἠκολούθει τὸν δρόμον του διὰ τῆς Θρακικῆς γῆς·
φθάσας δὲ εἰς τὰς πηγὰς τοῦ Τεάρου ποταμοῦ ἐστρατοπέ
δευσεν ἡμέρας τρεῖς .

go. ὁ δὲ Τέαρος λέγουσιν οἱ περίοικοι ὅτι εἶναι ποτα


μὸς ἄριστος, καὶ εἰς ἄλλας θεραπείας , καὶ εἰς τὸ νὰ ἰατρεύ
σῃ ψώραν ἀνθρώπων καὶ ἵππων . Εἶναι δὲ αὐτοῦ αἱ πηγαὶ
τεσσαράκοντα παρὰ δύο , τρέχουσαι ἀπὸ μίαν καὶ τὴν αὐτὴν
πέτραν · καὶ ἄλλαι μὲν ἀπ᾿ αὐτὰς εἶναι ψυχραὶ, ἄλλαι δὲ
θερμαί. ὁ δὲ δρόμος νὰ ὑπάγῃ τις εἰς αὐτὰς , εἴτε ἀπὸ
ΒΙΒΛ . Δ '. ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ . 417

τὸ ὡραῖον , πόλιν πλησίαν τῆς Περίνθου , εἴτε ἀπὸ τὴν Ἀπολ


λωνίαν τοῦ Εὐξείνου πόντου , ἐπίσης εἶναι δύο ἡμερῶν . Χύ
νεται δὲ αὐτὸς ὁ Τέαρος εἰς τὸν Κοντάδεσδον ποταμόν· ὁ δὲ
Κοντάδεσδος εἰς τὸν Αγριάνην· ὁ δὲ Αγριάνης εἰς τὸν ἕδραν ·
καὶ αὐτὸς εἰς τὴν θάλασσαν πλησίον τῆς πόλεως Αἴνου ,

gr. Εἰς τοῦτον τὸν (*) ποταμὸν φθάσας ὁ Δαρεῖος , καὶ


στρατοπεδεύσας , ἐπειδὴ ἔλαβε μεγάλην εὐχαρίστησιν ἀπὸ
τὸν ποταμὸν, ἔζησε καὶ αὐτοῦ στήλην , χαράξας γράμματα
λέγοντα τὸ ἀκόλουθον ,
ΑΙ ΚΕΦΑΛΑΙ ΤΟΥ ΤΕΑΡΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΔΙΔΟΥΣΙ ΝΕΡΟΝ ΑΡΙΣΤΟΝ
ΚΑΙ ΩΡΑΙΟΤΑΤΟΝ ΑΠ 'ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΠΟΤΑΜΟΥΣ · ΚΑΙ ΕΙΣ ΑΥΤΑΣ
ΗΛΘΕ ΣΤΡΑΤΗ͂ΛΑΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΣΚΥΘΩΝ ΑΝΗΡ ΑΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ
ΩΡΑΙΟΤΑΤΟΣ ΑΠ’ΌΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ , Ο ΔΑΡΕΙΟΣ ΤΟΥ
ΥΣΤΑΣΠΟΥΣ , ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΠΕΡΣΩΝ ΚΑΙ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ.

Ταῦτα μὲν ἔγραψεν αὐτοῦ .


93. Κινήσας δὲ ἀπαντοῦ ἔφθασεν ὁ Δαρεῖος εἰς ἄλλον πο
ταμὸν , τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα εἶναι Αρτισκὸς , καὶ τρέχει διά
μέσου τῶν ἀδρυσσῶν . Εἰς αὐτὸν τὸν ποταμὸν φθάσας ἕκα
με τοιοῦτό τε δείξα ; εἰς τὸ στράτευμα τόπον τινὰ , ἐπρόστα
ξε νὰ περάσῃ ἕκαστος στρατιώτης καὶ νὰ βάλη μίαν πέτραν
εἰς τὸν δειχθέντα τοῦτον τόπον · ἀφοῦ δὲ ὅλοι ἐκεπλήρωσαν
αὐτὴν τὴν προσταγὴν , ἀφήσας ἐκεῖ σωροὺςμεγάλους πετρῶν,
ἐσήκωσε τὸ στράτευμα καὶ ἀνεχώρησε .

9. Πρὸ τοῦ νὰ φθάσῃ δὲ εἰς τὸν ἴστρον , πρώτους ύπο


τάσσει τοὺς Γέτας τοὺς ἀθανατίζοντας · καθότι οἱ μὲν Θρᾷ
κες οἱ ἔχοντες τὸν Σαλμυδησσὸν , καὶ κατοικημένοι παρά
VO
τῆς Απολλωνίας καὶ Μεσημβρίας πόλεως , ὄνομα

(* ) Τὸν Τέαρον .
(TOM. Á.) 27
Υ
418 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟ .

ζόμενοι δὲ Σκυρμιάδαι , καὶ Νιψαῖοι , παρεδόθησαν χωρὶς πότ


λεμον εἰς τὸν Δαρεῖον · οἱ δὲ Γέται ἀπὸ ἀνοησίαν θελήσαντες
ν᾿ ἀντισταθῶσιν ἀμέσως ἐδουλώθησαν , ὄντες καὶ ἀνδρειό
τατοι καὶ δικαιότατοι ἀπ ' ὅλους τοὺς Θρᾷκας .

94. Αθανατίζουσι δὲ οἱ Γέται κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον.


Αὐτοὶ νομίζουσιν ὅτι δὲν ἀποθνήσκουσιν , ἀλλ᾽ ὅταν τις τε

λειώσῃ τὸν βίον τοῦτον, ὑπάγει εἰς τὸν θεὸν Ζάμoλξιν · μερι
καὶ δὲ ἀπ᾿ αὐτοὺς τιμῶσι τὸν ἴδιον θεὸν ὑπὸ τὸ ὄνομα Γe
Θελέϊζιν . Καθ ' ἑκάστην δὲ πενταετηρίαν λαμβάνοντες ἕνα

ἐξ αὐτῶν διὰ κλήρου , τὸν στέλλουσιν ἄγγελον εἰς τὸν Ζά


μολξιν , παραγγέλλοντές τον ὅ ,τι χρειάζονται· τὸν στέλλουσι
δὲ τοιουτοτρόπως . Σταθέντες μερικοὶ ἀπ' αὐτοὺς κατὰ τά
ξιν κρατοῦσι τρία ἀκόντια · ἄλλοι δὲ πιάνοντες τὸν στελλό

μενον εἰς τὸν Ζάμoλξιν , ἀπὸ τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας καὶ

ἀνατινάζοντές τον ὑψηλὰ, τὸν ῥίπτουσιν ἐπάνω εἰς τὰς λόγο


χας · ἐὰν λοιπὸν πίπτων εἰς αὐτὰς διαπερασθῇ καὶ ἀποθάνῃ,
κρίνουσιν ἐκ τούτου ὅτι ὁ θεὸς εἶναι ἵλεος εἰς αὐτούς · ἐὰν
δὲ δὲν ἀποθάνῃ , μέμφονται αὐτὸν τὸν ἄγγελλον , ὡς αἴτιον,
λέγοντες ὅτι εἶναι ἄνθρωπος κακός. Αποδώσαντες λοιπὸν
τὴν αἰτίαν εἰς αὐτὸν πέμπουσιν ἄλλον · δίδουσι δὲ τὰς πα
ῥαγγελίας ἐνόσῳ ἀκόμι ζῇ . Αὐτοὶ οἱ ἴδιοι Θρᾷκες , καὶ ὅταν
βροντᾷ καὶ ἀστράπτῃ , τοξεύοντες ἄνω πρὸς τὸν οὐρανὸν,
φοβερίζουσι τὸν θεὸν , πιστεύοντες ὅτι κανεὶς ἄλλος θεὸς δὲν
ὑπάρχει, ἀλλὰ μόνον ὁ ἐδικός των.
95. Καθὼς δὲ ἐγὼ μανθάνω ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας τοὺς κα
τοικοῦντας τὸν Ἑλλήσποντον καὶ τὸν Εὔξεινον πόντον , αὐτὸς
ὁ Ζάμoλξις ὢν ἄνθρωπος , ἐστάθη δοῦλος εἰς τὴν Σάμον ·
ἐστάθη δὲ δοῦλος τοῦ Πυθαγόρου υἱοῦ τοῦ Μνησάρχου . Μετὰ

ταῦτα δὲ ἐλευθερωθεὶς ἀπέκτησε μεγάλην κατάστασιν


ΒΙΒΛ . Δ΄. ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ . 419

ἀποκτήσας δὲ , ἀνεχώρησε καὶ ὑπῆγεν εἰς τὸν τόπον του ,


ἐπειδὴ δὲ οἱ Θρᾷκες , μὴ ἠξεύροντες νὰ ζῶσιν , ἐπέρνων
βίον ταλαίπωρον , ὁ Ζάμολξις αὐτὸς , γνωρίζων τὴν ᾿Ιωνικὴν
δίαιταν, καὶ ἤθη πλέον ἐξευγενισμένα παρὰ τὰ τῶν Θρᾳκῶν ,
καθότι συνέζησε μὲ Ἕλληνας καὶ μὲ τὸν Πυθαγόραν , ἄν
δρα ἀπὸ τοὺς δυνατωτάτους σοφοὺς τῆς ῾Ελλάδος, ἔκαμε
λέγουσιν , ἀνδρῶνα , εἰς τὸν ὁποῖον δεχόμενος καὶ εὐωχῶν
τοὺς πρώτους τῶν πολιτῶν , τοὺς ἐδίδασκεν ὅτι οὔτ ' αὖ

τὸς , οὔτε οἱ συμπόται του , οὔτε οἱ ἀπόγονοί των δὲν θ' ἀ


ποθάνωσιν , ἀλλὰ θὰ ὑπάγωσιν εἰς τόπον , ὅπου ζῶντες
αἰωνίως θὰ ἔχωσιν ὅλα τὰ ἀγαθά . Ἐνῷ δὲ ἔκαμνε τὰ ἀνω
τέρω καὶ ἔλεγεν αὐτὰ , εἰς τὸν ἴδιον καιρὸν κατεσκεύαζεν
οἴκημα κατάγειον , καὶ ἀφοῦ ἐτελείωσε τὸ οἴκημά του , ἔγι
νεν ἄφαντος ἀπὸ τοὺς Θρᾷκας, καὶ , καταβὰς κάτω εἰς τὸ κα ·
τάγειον οἴκημα , ἔζη ἐκεῖ ἕως τρεῖς χρόνους · οἱ δὲ Θρᾷκες
ἐπόθουν αὐτὸν καί τον ἐθρήνουν ὡς ἀποθαμένον . Τὸν τέταρτον
δὲ χρόνον ἐφάνη πάλιν εἰς τοὺς Θρᾷκας, καὶ οὕτως αὐτοὶ
8
ἐπίστευσαν ὅσα τοὺς ἔλεγεν ὁ Ζάμoλξις . Οὗτος μὲν αὐτὰ
λέγουσιν ὅτι ἔκαμε .
96. ἐγὼ δὲ διὰ τοῦτον καὶ διὰ τὸ κατάγειον οἴκημα ,
οὔτ᾽ ἀπιστῶ , οὔτε πάλιν πολλὰ πιστεύω · φρονῶ δὲ ὅτι ὁ
Ζάμoλξις αὐτὸς ἐστάθη πολλοὺς χρόνους πρὸ τοῦ Πυθαγόρου .

Καὶ εἴτε ἔγινε Ζάμoλξίς τις · ἄνθρωπος , εἴτε εἶναι αὐτὸς


θεός τις εἰς τοὺς Γέτας τοπικὸς , ἂς μείνῃ κατὰ μέρος.
Αὐτοὶ μὲν τοιαῦτα πράττοντες , ἐπειδὴ ἐκυριεύθησαν ἀπὸ
τοὺς Πέρσας, ἠκολούθουν τὸ ἄλλο στράτευμα.
97. Αφοῦ δὲ ἔφθασεν ὁ Δαρεῖος καὶ ὁμοῦ μ᾿ αὐτὸν ὅλον
τὸ πεζικὸν ςράτευμα εἰς τὸν ἴςρον , καὶ ἐπέρασαν ὅλοι , ἔπει
τα ὁ Δαρεῖος ἐπρόσταξε τοὺς῎ωνας νὰ λύσωσι τὴν σχεδίαν ,
27*
420 ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΔΟΤΟΥ

καὶ νὰ τὸνἀκολουθῶσι διὰ ξηρᾶς , καθὼς καὶ τὸ λοιπὸν ναυτικών


κράτωμα . ὅτι δὲ οἱ Ιωνες ἑτοιμάζοντο νά τήν λύσωσι, καὶ νὰ
κάμισι τὰ προσταχθέντα , ὁ Δώης, υἱὸς τοῦ Ερξάνδρου , τρα
τηγὸς ὧν τῶν Μιτυληναίων , εἶπεν εἷς τὸν Δαρεῖον τὰ ἑξῆς ·
ἐρωτήσας πρῶτον ἐὰν ; ὅποιος θέλει νὰ εἴπῃ τὴν γνώμην του ,

ἀγαπᾷ νὰ τὸν ἀκούσῃ. • ε βασιλές , εἶπε, μέλλεις νὰ spa


4 τεύσῃς εἰς γῆν, τῆς ὁποίας οὔτε ὀργωμένον θὰ ἴδης κανὲν
·· μέρος, οὔτε πόλιν κατοικημένην , ὅθεν ἄφησε τὴν γέφυραν

» ταύτην νὰ στέκῃ εἰς τὸν τόπον τῆς , διορίσας φύλακας


· αὐτῆς τοὺς ἰδίους, οἱ ὁποῖοι την έζευξαν · καὶ εἴτε κατὰ τὴν

ἐπιθυμίανμὰς ἐπιτύχωμεν νὰ εὕρωμεν τοὺς Σκύθας , ἡ


6 θά μας χρησιμεύσῃ διὰ τὴν ἐπιστροφήν μας , εἴτε δὲ
စု
D
» δὲν ἠμπορέσωμεν να τους εὕρωμεν , πάλιν ἡ ἐπιστροφὴ θά
» μας εἶναι ἀσφαλής· διότι ποτὲ δὲν φοβοῦμαι ἐγὼ μὴ νικηθῶ ·

> μεν εἰς πόλεμον ἀπὸ τοὺς Σκύθας , ἀλλὰ περισσότερον μή


» πως δὲν ἢ μπορέσωμεν νά τους εὔρωμεν , καὶ πάθωμέν τι
ἡ πλανώμενοι. Καὶ ἴπως εἴπῃ τις ὅτι λέγω ταῦτα διὰ ἴδιον
• μου σκοπὸν θέλων νὰ μείνω ἐδώ · ἐγὼ ὅμως κοινολογία
D
· μὲν τὴν γνώμην τὴν ὁποίαν εὑρίσκω ὠφελιμωτάτην εἰς δὲ,
» ὦ βασιλεῦ , πλὴν ὁ ἴδιος θά σ᾽ ἀκολουθήσω , και κατ᾽ οὐ
Dδένα τρόπον δὲν θέλω μείνει. • Πολλὰ ἤρεσεν ἡ γνώμη

αὕτη τὸν Δαρεῖον , καὶ ἀπεκρίθη ὡς ἑξῆς . » Ξένε Λέσβιο ,

» ὅταν μὲ καλὸν ἐπιστρέψω ὀπίσω εἰς τὴν οἰκίαν μου ,ἀφεύ


» κτὼς νὰ παρουσιασθῆς εἰς ἐμὲ , διὰ νά δ' ἀνταμείψω μὲ

» χρηστὰ ἔργα ἀντὶ τῆς χρηστῆς συμβουλῆς σου .


97 · Ἀφοῦ εἶπεν αὐτὰ , ἔκαμεν ἑξήκοντα κόμβου ; εἰς
λωρίον , καὶ καλέσας τοὺς τυράννους τῶν ἰώνων διὰ νὰ τους
ὁμιλήσῃ ἔλεγε τὰ ἑξῆς , ἄνδρες Ιωνες , ή προσταγή , τὴν
ὁποίαν σᾶς ἔδωσα πρότερον διὰ τὴν γέφυραν, ἃς μείνῃ ·
ΒΙΒΛ . Δ΄ , ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ . 421

»η χωρος· ἔχοντες δὲ τὰ λωρίον τοῦτο κάμνετε τὰ ἑξῆς Ἀμές


»σως ὅταν μὲ ἴδητε κινοῦντα διὰ τοὺς Σκύθας , ἔκτοτε ἀρ
"
χίσαντες λύετε καθ' ἡμέραν ἕνα κόμβον . Ἐὰν δὲ εἰςαὐτὸ
» τὸ διάσημα δὲν ἔλθω , ἀλλὰ περάσωσιν αἱ ἡμέρας τῶν κόμε
~
Εων σας , ἀποπλέετε εἰς τὸν τόπον σας · ἕως τότε ὅμως
‫ע‬
ἐπειδὴ ἄλλαξα γνώμην , φυλάττετε τὸν σχεδίαν , καὶ βάτ
· λετε πᾶσαν προθυμίαν εἰς τὴν σωτηρίαν καὶ φύλαξιν της
.
αὐτὰ κάμνοντες θά μ' εὐχαριστήσετε πολύ . κ. ὁ μὲν Δα
μεῖος , ἀφοῦ εἶπεν αὐτὰ , ἐκίνησεν εἰς τὰ ἐμπρός.

99. Πρὸ τοῦ δὲ νὰ ἐμβῇ τις εἰς τὴν Σκυθικὴν εἶναι ἡ Θρᾷς
ἡ ὁποία ἀπὸ τὸ μέρος τῆς θαλάσσης σχηματίζει κόλπον ·
ἔπειτα διαδέχεται αὐτὴν ἡ Σκυθικὴ , καὶ ἐκεῖ χύνεται ὁ ἴερος
εἰς τὴν θάλασσαν, ἔχων τὸ στόμα του ἀντικρὺ τοῦ ἀνέμου
εὕρου. Απὸ τὸν ἔσρον λοιπὸν ἀρχίσας ἔρχομαι νὰ περιγράψω
τὴν ἔκτασιν τῆς Σκυθικῆς αὐτῆς, πρὸς τὸ μέρος τῆς θαλάσ
σης · καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ παλαιὰ Σκυθικὴ , κειμένη πρὸς τὴν
μεσημβρίαν καὶ νότον ἄνεμον , καὶ ἐκτεινομένη ἀπὸ τὸν
ἴςρον ἕως πόλιν τινὰ , ὀνομαζομένην Καρκινίτιδαι ἀπ᾿ αὐτὴν

τὴν πόλιν καὶ ἐκεῖσε , τὴν μὲν γῆν , ἡ ὁποία ἀκολουθεῖ τὰς
ὄχθας τῆς ἰδίας θαλάσσης, καὶ οὖσα βουνώδης προέχει εἰς
τὸν Εὔξεινον πόντον , τὴν νέμεται τὸ Ταυρικὸν ἔθνος , ἕως τὰ
μέρος τὸ ὁποῖον Τραχεῖα χερσόννησος λέγεται, καὶ κατατεί .
νεται εἰς τὴν θάλασσαν πρὸς τὸν ἀπηλιώτην ἄνεμον · διότι
αἱ ἄκραι τῶν δύο πλευρῶν τῆς Σκυθικῆς ἀποτερματίζονται
εἰς θάλασσαν , ἡ μία πρὸς μεσημβρίαν , καὶ ἡ ἄλλη πρὸς ἀνατ
τολὰς , καθὼς αἱ ἄκραι τῶν δύο πλευρῶν τῆς Ἀττικῆς χώρ

ρας· ὥστε καθὼς , ἐὰν ἄλλῳ τι ἔθνος καὶ ὄχ : Αθηναῖοι ἐνά


μοντο τὴν Σουνιακὴν γλῶσσαν τῆς Ἀττικῆς , τῆς ὁποίας ή
ἄκρα , ἀπὸ τὸ Θορικὸν ἕως τὸν δῆμον ἀναμφλύστιον , ἐκβαί .
422 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ.

νει περισσότερον εἰς τὴν θάλασσαν , παρομοίως καὶ οἱ Ταῦ


ροι νέμονται μέρος τῆς Σκυθικῆς · λέγω δὲ τοῦτο καθ᾽ ὅσον

ἠμπορεῖ νὰ παραβάλῃ τις μικρὰ πρὸς μεγάλα . Τοιαύτη λογο


πὸν εἶναι ἡ Ταυρική. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἠμπορεῖ τις νὰ μὴ περιέ

πλευσε τὰ παραθαλάσσια ταῦτα τῆς Ἀττικῆς , ἐγὼ νά το


φανερώσω καὶ ἀλλέως. Η Ταυρικὴ ὁμοιάζει καθὼς ἐὰν ἄλλο
ἔθνος , καὶ ὄχι ἐάπυγες , ἀρχίσαντες ἀπὸ τὸν λιμένα Βρεντή
σιον ἀπέκοπτον τὴν ἄκραν ταύτην τῆς ἰαπυγίας ἕως τὴν Τά
ραντα καί τὴν ἐνέμοντο . Δύο μὲν λέγω , ἠμπορῶ ὅμως νὰ εἴ ·
πω καὶ ἄλλα τοιαῦτα , μὲ τὰ ὁποῖα ὁμοιάζει ἡ Ταυρική .
* 100. Απὸ δὲ τὴν Ταυρικὴν πλέον , τὰ ἀνωτέρω δηλαδὴ
αὐτῶν τῶν Ταύρων , καὶ τῆς Ἀνατολικῆς θαλάσσης , ὄντα δυ
τικῶς τοῦ Βοσπόρου τοῦ Κιμμερίου , καὶ τῆς Μαιώτιδος

λίμνης , καὶ τοῦ Τανάϊδος ποταμοῦ , ὁ ὁποῖος ἐκχύνεται


εἰς τὸν μυχὸν τῆς λίμνης ταύτης , τὰ νέμονται οἱ Σκύθαι .
Ἀπὸ δὲ τὸν ἴστρον καὶ ἄνω κατὰ τὴν πλευρὰν , ἡ ὁποία ἐκ
τείνεται πρὸς τὴν Μεσόγειον , ἡ Σκυθικὴ περιορίζεται πρῶ
τον μὲν ἀπὸ τοὺς ᾿Αγαθύρσους , μετὰ ταῦτα ἀπὸ τοὺς Νευ
ροὺς, ἔπειτα ἀπὸ τοὺς Ανδροφάγους , καὶ τελευταῖον ἀπὸ τοὺς
Μελαγχλαίνους .
101. Τῆς Σκυθικῆς λοιπὸν , θεωρουμένης ὡς τετραγώνου ,
αἱ δύο πλευραὶ, αἱ ὁποῖαι ἐκτείνονται ἕως τὴν θάλασσαν ,
δηλαδὴ ἡ πλευρὰ ἡ ὁποία ἀρχίζει ἀπὸ τὸν ἴστρον καὶ πη
γαίνει πρὸς τὴν μεσόγειον, καὶ ἡ πλευρὰ ἡ ὁποία ἀρχίζει ἀπὸ

τὸν ἴδιον ποταμὸν , καὶ ἀκολουθεῖ τὸ παραθαλάσσιον , αὐταὶ


αἱ δύο πλευραὶ εἶναι ἴσαι· διότι ἀπὸ τὸν ἴστρον ἕως τὸν
Βορυσθένη εἶναι ὁδὸς δέκα ἡμερῶν , καὶ ἀπὸ τὸν Βορυσθέ
νη ἕως τὴν Μαιώτιδα λίμνην , ἄλλων δέκα · ἀπὸ τὴν θάλασ
σαν πάλιν πρὸς τὴν μεσόγειον ἕως τοὺς Μελαγχλαίνους , κατοι
ΒΙΒΛ . Δ΄ . ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ. 423

κοῦντας παράνω τῶν Σκυθῶν , εἶναι εἴκοσι ἡμερῶν ὁδός ·


λογαριάζω δὲ τὴν ἡμερησίαν ὁδὸν ἀπὸ διακόσια στάδια· οὕτω

· δὲ ἕπεται νὰ εἶναι ἡ ἐπικάρσιος πλευρὰ τῆς Σκυθικῆς τέσ


σαρες χιλιάδες στάδια , καὶ ἡ ὀρθία ἡ ἐκτεινομένη εἰς τὴν
μεσόγειον , ἄλλα τόσα στάδια . Τόση μὲν εἶναι ἡ γῆ αὕτη
κατὰ τὸ μέγεθος .

102. Οἱ δὲ Σκύθαι, ἐπειδὴ συσκεφθέντες εἶδαν ὅτιμό


νοι δὲν ἦσαν ἱκανοὶ ν ' ἀποδιώξωσι μὲ ἰθυμαχίαν τὸ ςράτευ
μα τοῦ Δαρείου , ἔπεμπον πρέσβεις εἰς τοὺς πλησιοχώρους .
Οἱ δὲ βασιλεῖς αὐτῶν ἀκούοντες ὅτι μεγάλον ἐράτευμα ἔρ
χεται , συνελθόντες ἐβουλεύοντο . ἦσαν δὲ οἱ συνελθόντες

βασιλεῖς, τῶν Ταύρων , καὶ ᾿Αγαθύρσων, καὶ Νευρῶν , καὶ


Ανδροφάγων , καὶ Μελαγχλαίνων καὶ Γελωνῶν , καὶ Βουδί
νων καὶ Σαυραματῶν .
103. Εκ τούτων οἱ μὲν Ταῦροι μεταχειρίζονται νόμους

τοιούτους · · θυσιάζουσιν εἰς τὴν Παρθένον κατὰ τὸν ἀκόλου


θον τρόπον τοὺς Ἕλληνας ὅσοι ἣ ναυαγήσωσιν ἢ κατὰ πε
ρίστασιν ξεπέσωσιν εἰς τὰ παραθαλάσσιά των . Μετὰ τὰς προ
τελεστικὰς ἱεροπραξίας τοὺς κτυπῶσι μὲ ῥόπαλα εἰς τὴν ·
κεφαλὴν · καὶ ἄλλοι μὲν λέγουσιν ὅτι ὠθοῦσι τὸ σῶμα κάτω
ἀπὸ τὸν κρημνόν · (διότι τὸ ἱερὸν στέκεται ἐπάνω εἰς κρη
μνόν ·) τὴν δὲ κεφαλὴν ἀνασταυρώνουσιν · ἄλλοι δὲ εἰς μὲν
τὴν κεφαλὴν συμφωνοῦσι , τὸ σῶμαὅμως λέγουσιν ὅτι δὲν
ῥίπτεται ἀπὸ τὸν κρημνὸν , ἀλλὰ θάπτεται εἰς τὴν γῆν . Ἡ δὲ
θεὰ αὕτη εἰς τὴν ὁποίαν θυσιάζουσι, λέγουσιν οἱ ἴδιοι Ταῦροι
ὅτι εἶναι ἡ ᾿Ιφιγένεια τοῦ Αγαμέμνονος · ὅσους δὲ ἐχθροὺς
πιάσωσιν εἰς πόλεμον , τοὺς κάμνουσι τὰ ἀκόλουθα . Κόψας
καθεὶς κεφαλὴν , τὴν ὑπάγει εἰς τὴν οἰκίαν του · ἔπειτά την
περνᾷ εἰς ξύλον μακρὸν καί την σήνει ἄνωθεν τῆς οἰκίας του
424 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΙ

πολλὰ ὑψηλὰ , μάλιστα δὲ ἄνωθεν τῆς καπνοδόχης · καὶ λέ


γουσιν ὅτι τοὺς ἀνυψόνουσι διὰ νὰ ἦναι φύλακες ὅλης τῆς
οἰκίας · ζῶσι δὲ ἀπὸ τὴν λεηλασίαν καὶ ἀπὸ τὸν πόλεμον .

104. Οἱ δὲ ᾿Αγάθυρσοι εἶναι ἄνθρωποι πολυτελέστατοι


καὶ πολλὰ χρυσοφόροι. ῎Εχουσι δὲ τὰς γυναῖκας κοινὰς, διὰ
νὰ εἶναι ὅλοι ἀδελφοὶ μεταξύ των , καὶ ὄντες συγγενεῖς νὰ μὴ
ἔχωσιν οὔτε φθόνον οὔτε πάθη εἰς ἀλλήλους : κατὰ τὰ ἄλλα
δὲ ἔθιμα ἐμιμήθησαν τοὺς Θρᾷκας .
105. Οἱ δὲ Νευροὶ ἔθιμα μεταχειρίζονται Σκυθικά . Μίαν
δὲ γενεὰν πρὸ τῆς στρατηλασίας τοῦ Δαρείου ἠναγκάσθησαν
ἐξ αἰτίας ὀφιδίων ν' ἀφήσωσιν ὅλον τὸν τόπον των · διότι ἡ
γῆ των ἀνέδιδεν ὀφίδια πολλὰ , καὶ τὰ περισσότερα κατέβη .

σαν ἄνωθεν ἀπὸ τὰς ἐρήμους , ἕως ὅτου βιαζόμενοι· ἄφησαν


τὸν τόπον των καὶ ἐκατοίκουν ὁμοῦ μὲ τοὺς Βουδίνους . Κον
τεύουσι δὲ οἱ ἄνθρωποι οὗτοι νὰ ἦναι γόητες· διότι λέγουσιν
οἱ Σκύθαι καὶ οἱ τὴν Σκυθίαν κατοικοῦντες Ἕλληνες, ὅτι ἕκα
στος Νευρὸς μίαν φορὰν τὸν χρόνον δι᾽ ὀλίγας ἡμέρας γίνεται
λύκος, καὶ πάλιν ἐπιςρέφει εἰς τὴν προτέραν του κατάςασιν .
Καὶ ὅσον δι᾿ ἐμὲ λέγοντες αὐτὰ δέν με πείθουσι, τὰ λέγου
σιν ὅμως, καὶ ὀμνύουσι λέγοντές τα .
106. Οἱ δὲ ἀνδροφάγοι ἔχουσιν ἤθη ἀγριώτατα ἀπ᾿ ὅ
λους τοὺς ἀνθρώπους, μήτε δικαιοσύνην φρονοῦντες, μήτε
νόμον κανένα μεταχειριζόμενοι · εἶναι δὲ νομάδες · ἐνδυμα
σίαν δὲ ἔχουσιν ὁμοίαν μὲ τὴν Σκυθικήν · καὶ γλῶσσαν ἰδιαι
τέραν. Μόνοι ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ ἔθνη ἀνθρωποφαγοῦσι.
107. Οἱ δὲ Μελάγχλαινοι, ὅλοι φοροῦσιν ἐνδύματα μαῦ
ρα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔχουσι καὶ τὴν ἐπωνυμίαν · νόμους δὲ μετ
ταχειρίζονται Σκυθικούς ,
108. Οἱ δὲ Βουδῖνοι, ἔθνος ὂν μεγάλον καὶ πολυάριθμον ,
=
ΒΙΒΑ . Δ΄. ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ. 425

εἶναι ὅλοι γαλανομμάται ὑπερβολικὰ καὶ ξανθοί . Εἶναι δὲ εἰς


τὸν τόπον των πόλις κτισμένη ἀπὸ ξύλα , τὸ ὄνομα Γελωνός . εἰς
τὸ μέγεθος ἑκάστη πλευρὰ τοῦ τείχους εἶναι τριάκοντα στα
δίων· εἶναι δὲ ὑψηλὸν καὶ ὅλον ξύλινον · καὶ αἱ οἰκίαι αὐτῶν καὶ
τὰ ἱερὰ εἶναι ξύλινα . Εἶναι πρὸς τούτοις αὐτοῦ ἑλληνικῶν
θεῶν ἱερὰ κατεσκευασμένα Ἑλληνικὰ , μὲ ἀγάλματα καὶ βω
μοὺς καὶ ναοὺς ξυλίνους · καὶ ἑορτάζουσί τριετηρίδας εἰς τὸν
Διόνυσον καὶ βακχεύουσι . διότι ἡ ἀρχὴ τῶν Γελωνῶν εἶναι
Ελληνική σηκωθέντες δὲ ἀπὸ τὰ ἐμπόριο ὑπῆγαν καὶ ἐκα
τοίκησαν εἰς τοὺς Βουδίνους· καὶ ἡ γλῶσσα , τὴν ὁποίαν μετα
χειρίζονται, μέρος μὲν εἶναι Σκυθικὰ , μέρος δὲ ῾Ελληνική.
109. Πρὸς τούτοις οὔτε δίαιταν δὲν ἔχουσι τὴν αὐτὴν
οἱ Γελωνοὶ καὶ αἱ Βουδῖνοι· διότι οἱ μὲν Βουδῖνοι ὄντες ἐνα

τόπιος εἶναι νομάδες , καὶ μόνοι ἀπὸ τοὺς κατ᾽ ἐκεῖνα τὰ


μέρη ἀνθρώπους τρώγουσι βλαστάρια δένδρων · οἱ δὲ Γελω

νοὶ εἶναι ἐργάται γῆς καὶ τρώγουσι σῖτον καὶ ἔχουσι κήπους
ἔτι δὲ εἶναι παντάπασι διαφορετικοὶ ἀπὸ τοὺς Βουδίνους
κατὰ τὸ εἶδος καὶ κατὰ τὸ χρῶμα. Ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας ὅμως
οἱ Βουδῖνοι ὀνομάζονται Γελωνοί , πλὴν κακῶς ὀνομάζονται
οὕτως. ὁ δὲ τόπος των ὅλος εἶναι σύμφυτος ἀπὸ διάφορα
δάση : μέσα δὲ εἰς αὐτὰ τὰ ἐκτεταμένα δάση εἶναι λίμνη
μεγάλη καὶ βαθεῖα · περὶ δὲ αὐτὸν ἕλος καὶ κάλαμος . Εἰς
αὐτὴν πιάνονται ἐνύδριες , καὶ κάστορες , καὶ ἄλλα θηρία της
τραγωνοπρόσωπα , τῶν ὁποίων τὰ δέρματα παραῤῥάπτουσε
περὶ τὰς συσύρας , καὶ οἱ ὄρχεις τοὺς εἶναι χρήσιμοι εἰς Ag

ραπείαν ὑστέρας.
110. Διὰ δὲ τοὺς Σαυρομάτας οὕτω λέγουσιν , ὅτε οἱ
Ἕλληνες ἐπολέμησαν μὲ τὰς Αμαζόνας , (τὰς δὲ Αμαζόνας
ὀνομάζουσιν οἱ Σκύθαι Οἰόρπατα · καὶ σημαίνει τὸ ὄνομα τοῦτο
426 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

κατὰ τὴν ῾Ελληνικὴν γλῶσσαν ἀνδροφόνοι· διότι οἰὸρ λέγουσι

τὸν ἄνδρα,τὸ δὲ πατὰ φονεύειν · ) τότε λέγουσιν ὅτι οἱ Ελλη


νες νικήσαντες εἰς τὴν μάχην τοῦ Θερμώδοντος , ἀπέπλεον μὲ
τρία πλοῖα , ἔχοντες· ὅσας ἀπὸ τὰς Αμαζόνας ἠμπόρεσαν νὰ
κυριεύσωσι ζωντανάς · καὶ ὅτι αὐταὶ εἰς τὸ πέλαγος ἐπιπεσοῦσαι
εἰς τοὺς ἄνδρας ἐσκότωσαν αὐτούς. Πλὴν δὲν ἤξευραν αὐταὶ
οὔτε πλοῖον τί θὰ εἴπῃ , οὔτε πηδάλια νὰ μεταχειρίζωνται,

οὔτε πανία , οὔτε κωπηλασίαν · ὅθεν ἀφοῦ ἐσκότωσαν τοὺς ἄν


δρας, ἐφέροντο ὅπου τὰς ἐπήγαινε τὸ κῦμα καὶ ὁ ἄνεμος· καὶ
φθάνουσιν εἰς τοὺς Κρημνοὺς τῆς Μαιώτιδος λίμνης . Οἱ δὲ
Κρημνοὶ εἶναι τῆς γῆς τῶν ἐλευθέρων Σκυθῶν, ἐκεῖ ἀποξᾶσαι
ἀπὸ τὰ πλοῖα αἱ ᾿Αμαζόνες ὁδοιπόρουν εἰς τὴν κατοικημένην
γῆν · καὶ διήρπασαν τὸ πρῶτον ἱπποφορβίον, τὸ ὁποῖον ἀπήν
τησαν · εἰς αὐτοὺς δὲ τοὺς ἵππους καθήμεναι ἐλεηλάτουν τοὺς
τόπους τῶν Σκυθῶν .

111. Οἱ δὲ Σκύθαι δὲν ἠμπόρουν νὰ νοήσωσι τὸ πρᾶγ


μα · διότι οὔτε τὴν φορεσίαν των , οὔτε τὴν γλῶσσαν των ,
οὔτε τὸ ἔθνος ἐγνώριζον , ἀλλ᾽ ἐθαύμαζον πόθεν ἦλθαν , καί

τας ἐνόμιζον ὅτι ἦσαν ἄνδρες , ἔχοντες ὅλοι τὴν ἰδίαν ἡλι
κίαν,καὶ ἐπολέμουν μ᾿ αὐτάς. Μετὰ τὴν μάχην ὅμως ἐπῆ
ραν μερικὰ σώματα νεκρῶν οἱ Σκύθαι· καὶ οὕτως ἐγνώρισαν
ὅτι * ἦσαν γυναῖκες . Βουλευόμενοι δὲ ἀπεφάσισαν κατ᾿ οὐ

δένα τρόπον νὰ μή τας φονεύωσι πλέον , ἀλλὰ νὰ πέμψω


σιν εἰς αὐτὰς ἀριθμόν τινα νέων ἀνάλογον μὲ τὸ πλῆθος
τῶν Αμαζόνων· αὐτοὶ δὲ ςρατοπεδεύσαντες πλησίον των νὰ
κάμνωσιν ὅ, τι καὶ ἐκεῖναι· καὶ ἐάν τους καταδιώκωσιν ἐκεῖναι,
νὰ μή τας πολεμῶσιν , ἀλλὰ νὰ ὑποφεύγωσι· καὶ ὅταν ἐκεῖ
ναι παύσωσι τότε πάλιν πορευόμενοι αὐτοὶ νὰ ςρατοπεδεύωσε
(
ΒΙΒΛ . Δ΄. ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ. 427

κοντά των. Τοιαῦτα ἐβουλεύθησαν οἱ Σκύθαι , θέλοντες νὰ


κάμωσι παιδία μ' αὐτάς.

113. Πεμφθέντες λοιπὸν οἱ νεανίσκοι ἔπραττον τὰ διορι


σθέντα εἰς αὐτούς . Καθὼς δὲ εἶδαν αἱ Αμαζόνες ὅτι ἐκεῖνοι
δὲν ἦλθαν διὰ νά τας κάμωσι κακόν · οὔτε αὐταὶ δέν τους ἐ
πήραζον · καὶ οὕτως ἡμέραν μὲ τὴν ἡμέραν τὸ ἓν στρατόπε
δὸν ἐπλησίαζεν εἰς τὸ ἄλλο . Δὲν εἶχον δὲ οἱ νεανίσκοι, και

θὼς οὔτε αἱ ᾿Αμαζόνες, ἄλλο , εἰμὴ τὰ ὅπλα καὶ τοὺς ἵπ


πους των, ὥςε ἔζων καὶ αὐτοὶ τὴν ἰδίαν ζωὴν μ ' ἐκείνας , θη
ρεύοντες καὶ λεηλατοῦντες .
113. ῎Εχαμνον δὲ αἱ Αμαζόνες περὶ τὸ μεσημέριον τοιοῦ
τότι. Διεσκορπίζοντο κατὰ μίαν ἢ κατὰ δύο , ἀποχωριζόμε
ναι μακρὰν ἀλλήλων διὰ τὴν φυσικήν των ἀνάγκην · παρα
τηρήσαντές το δὲ καὶ οἱ Σκύθαι ἔκαμνον τὸ ἴδιον · εἷς δὲ,
ἀφοῦ ἐχωρίσθησαν αὐταὶ , ἐπλησίασεν εἰς μίαν καὶ προσέ
τρίβετο · καὶ ἡ ᾿Αμαζὼν δέν τον ἀπέβαλεν , ἀλλά τον
ἄφησε νὰ κάμῃ ὅ,τι ἤθελε. Καὶ νά τον ὁμιλήσῃ μὲν δὲν
ἠμπόρει· διότι δὲν ἐκαταλάμβανον ἀλλήλους μὲ σημεῖα
τῆς χειρὸς ὅμως τὸν ἔλεγε τὴν ἀκόλουθον ἡμέραν νὰ ἔλθῃ
εἰς τὸ ἴδιον μέρος , φέρων καὶ ἕνα ἄλλον ὁμοῦ , ὥστε νὰ
γένωσι δύο, καὶ ὅτι θὰ φέρῃ καὶ αὐτὴ ἄλλην μίαν. ὁ δὲ νέος
ἀναχωρήσας ἐκεῖθεν εἶπεν αὐτὰ εἰς τοὺς λοιποὺς, καὶ τὴν
ἀκόλουθον ἡμέραν ὑπῆγεν εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο αὐτὸς ὁ ἴδιος
καὶ εἶχε καὶ ἕνα ἄλλον, ὅπου ηὗρε τὴν ᾿Αμαζόνα περιμένου
"
σαν μὲ μίαν ἄλλην. Οἱ δὲ λοιποὶ νεανίσκοι , καθὼς ἔμαθαν
ταῦτα , ἡμέρωσαν καὶ αὐτοὶ τὰς λοιπὰς ᾿Αμαζόνας .
114. Μετὰ ταῦτα δὲ, ἑνόσαντες τὰ στρατόπεδα , ἐκατοί
κουν ὁμοῦ , ἔχων καθεὶς γυναῖκα ἐκείνην, μὲ τὴν ὁποίαν πρώ
την φορὰν συνευρέθη . Καὶ οἱ μὲν ἄνδρες δὲν ἠμπόρουν νὰμά
428 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

θωσι τὴν γλῶσσαν τῶν γυναικῶν · ai


αἱ γυναῖκες ὅμωςἐγνώρι
σαν τὴν τῶν ἀνδρῶν. Ἀφοῦ δὲ ἤρχισαν νὰ νοῶσιν ἀλ
λήλους, εἶπαν οἱ ἄνδρες εἰς τὰς Αμαζόνας τὰ ἀκόλουθα .
Η Ἡμεῖς ἔχομεν γονεῖς
· , ἔχομεν καὶ κτήματα · λοιπὸν ἂς μὴ
· ζῶμεν περισσότερον καιρὸν αὐτὴν τὴν ζωήν · ἀλλ᾽ ἂς ὑπάς
· γωμεν νὰ ζήσωμεν ὁμοῦ μὲ τοὺς ἄλλους · γυναῖκας δὲ θὰ
22
ἔχωμεν πάντοτε σᾶς,καὶ ὄχι ἄλλας. » Εκεῖναι δὲ ἀπεκρί
>>.
»θησαν εἰς αὐτοὺς τὰ ἑξῆς . « Ποτὲ ἡμεῖς δὲν θέλομεν ἠμε
Η
πορέσει νὰ κατοικῶμεν ὁμοῦ μὲ τὰς ἐδικάς σας γυναῖκας ·
· διότι δὲν ἔχομεν τὰ ἴδια ἔθιμα ἡμεῖς μ᾿ ἐκείνας . Ἡμεῖς
.
μὲν τοξεύομεν καὶ ἀκοντίζομεν καὶ ἱππεύομεν · ἔργα δὲ γυ
· ναικεῖα δὲν ἐμάθαμεν · αἱ δὲ ἐδικαίσας γυναῖκες , ἀπ᾿ ὅσα
· ἀνεφέραμεν ἡμεῖς , δὲν κάμνουσι κανὲν , ἀλλ᾽ ἐργάζονται
»
ἔργα γυναικεῖα , μένουσαι μέσα εἰς τὰς ἁμάξας , καὶ μὴ
‫ ע‬πηγαίν
ουσαι μήτε εἰς τὸ κυνήγιον , μήτε εἰς κανὸν ἄλλο
» μέρος . ὅθεν δὲν θέλομεν ἠμπορέσει νὰ συμφωνήσωμεν μ᾿ ἐς
»κείνας · ἀλλ ' ἐὰν θέλητε νὰ ἔχητε ἡμᾶς γυναῖκας , καὶ νὰ
φανῆτε δικαιότατοι , ὑπάγετε εἰς τοὺς γονεῖς σας , λάβετε
τὸ ἀνάλογον ἀπὸ τὰ κτήματά σας , καὶ ἔπειτα ἔλθετε νὰ
‫ע‬
κατοικήσωμεν ὁμοῦ εἰς ξεχωριστὸν τόπον , ο
115. Επείσθησαν καὶ ἔκαμαν αὐτὰ οἱ νεανίσκοι· ἀφοῦ
δὲ λαβόντες τὸ ἀνάλογον μέρος τῶν κτημάτων, ὑπῆγαν ἐπί
σω εἰς τὰς Αμαζόνας , τοὺς εἶπαν αἱ γυναῖκες , «ἐμεῖς φος
» βούμ
εθα καὶ δὲν τολμῶμεν νὰ κατοικῶμεν εἰς τοῦτον τὸν
·
τόπον , ἓν μὲν διότι σᾶς ἀπεστερήσαμεν ἀπὸ τοὺς πατέρας

» σας, ἄλλα δὲ, διότι ἐβλάψαμεν πολὺ τὸν τόπον σας · ἀλλ'
·
ἐπειδὴ ἐγκρίνετε νά μας ἔχητε γυναῖκας , κάμετε τὰ ἀκόλουθα
ὁμοῦ μὲ ἡμᾶς . ᾿ἐλᾶτε νὰ σηκωθῶμεν ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν γῆν,
ΒΙΒΑ Δ΄. ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ . 429

υ καὶ νὰ ὑπάγωμεν νὰ κατοικήσωμεν εἰς τὸ ἀντικρὺ μέρος


ῳ τοῦ Τανάϊδος ποταμοῦ .
116. Επείσθησαν καὶ εἰς τοῦτο οἱ νέοι, καὶ περάσαντες

τὸν Τάναϊν ποταμὸν , ὡδοιπόρον πρὸς ἀνατολὰς τοῦ ἡλίου


τριῶν ἡμερῶν ὁδὸν ἀπὸ τὸν Τάναϊν , καὶ τριῶν ἡμερῶν ἀπὸ
τὴν Μαιώτιδα λίμνην πρὸς βορᾶν ἄνεμον φθάσαντες δὲ εἰς
τὸν τόπον , ὅπου τώρα εἶναι κατοικημένοι , ἐκατοίκησαν αὐτ
εόν · καὶ ἀπὸ τοῦτο αἱ γυναῖκες τῶν Σαυροματῶν μεταχει

ρίζονται τὴν παλαιὰν δίαιταν ; ἐκβαίνουσαι ἔφιπποι εἰς τὴν

θήραν , καὶ ὁμοῦ μὲ τοὺς ἄνδρας, καὶ χωρὶς τῶν ἀνδρῶν, καὶ
πηγαίνουσαι εἰς τὸν πόλεμον , καὶ φοροῦσαι ἐνδυμασίας
ὁμοίαν μὲ τὴν τῶν ἀνδρῶν .
117. Γλῶσσαν δὲ οἱ Σαυρομάται ἔχουσι Σκυθικὴν σόλοι
κίζοντες εἰς αὐτὴν ἐξ ἀρχῆς· διότι αἱ Αμαζόνες δέν την
ἔμαθαν πολλὰ καλά . ὁ δὲ νόμος τῶν γάμων εἶναι ποιοῦτος
Δὲν ὑπανδρεύεται καμμία παρθένος πρὶν φονεύσῃ τινὰ ἀπὸ
τοὺς πολεμίους · μερικαὶ δὲ ἀπ᾿αὐτὰς καὶ ἀποθνήσκουσι γραῖαι
πρὸ τοῦ νὰ ὑπανδρευθῶσι , μὴ ἠμποροῦσαι νὰ ἐκπληρώσω
σι τὸν νόμον .
118. Εἰς τοὺς βασιλεῖς λοιπὸν τούτων τῶν ἐπαριθμηθέν
των ἐθνῶν, συνηθροισμένους ἐπαρουσιάσθησαν οἱ ἀπεςαλμένοι
τῶν Σκυθῶν , καὶ ἔλεγον διδάσκοντές τους ὅτι ὁ Πέρσης, ἀφοῦ
κατέστρεψεν ὅλα τὰ ἔθνη τῆς ἄλλης ἠπείρου , ζεύξας γέφυραν
εἰς τὸν λαιμὸν τοῦ Βοσπόρου, ἐπέρασεν εἰς ταύτην τὴν ἤπειρον
περάσας δὲ καὶ κατατρέψας τοὺς Θρᾷκας , γεφυρόνει τὸν ποτα
μὸν῎ςρον, θέλων νὰ καθυποτάξῃ καὶ αὐτὰ ὅλα τὰ μέρη . » Σεῖς
» λοιπόν , ἔλεγον , κατ' οὐδένα τρόπον μὴ γένητε ἀδιάφοροι θεα ·
»καὶ τοῦ ἀγῶνος καὶ ἀφήσητε ἡμᾶς νὰ χαθῶμεν , ἀλλὰ φρονοῦν ·

ντες ὡς καὶ ἡμεῖς , ἂς ἀπαντήσωμεν τὸν ἐπερχόμενον ἐχθρόν .


Med
430 ΙΣΤΟΡΙΑ . ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

» ! Δὲν θὰ κάμητε δὲ αὐτά ; τότε ἡμεῖς σενοχωρηθέντες ἢ θ' ἀ


· φήσωμεν τὸν τόπον καὶ θὰ φύγωμεν , ἢ , ἐὰν μένωμεν, θὰ
παραδοθῶμεν μὲ συμφωνίας. Διότι : τί νὰ κάμωμεν , ἐὰν
· σεῖς δὲν θέλητε νά μας βοηθήσητε ; ὕστερα ὅμως καὶ σεῖς
» δὲν θὰ πάθητε ὀλιγώτερα. Διότι ὁ Πέρσης δὲν ἦλθε μόνον
N δι' ἡμᾶς , ἀλλ ' ἐπίσης
καὶ διὰ σᾶς · οὔτε, ἀφοῦ κατατρέψῃ
,
» ἡμᾶς , θὰ εὐχαριστηθῇ νὰ μὴ κτυπήσῃ καὶ σᾶς . Εἰς δεῖξιν
» δὲ μεγάλην τούτων τῶν λόγων σᾶς λέγομεν · ἐὰν ὁ Πέρσης
ἐστρατηλάτει μόνον ἐναντίον ἡμῶν , θέλων νά μας ἐκδι

» κηθῇ διὰ τὴν προλαβοῦσαν δούλωσιν, ἔπρεπεν αὐτὸς ν᾿ ἀφή .

· σῃ ὅλους τοὺς ἄλλους , καὶ νὰ ἔλθῃ ἴσα κατὰ τῆς ἐδικῆς μας
γῆς , καὶ τότε ἤθελε δείξει εἰς ὅλους , ὅτι στρατεύει κατὰ
» τῶν Σκυθῶν , καὶ ὄχι κατὰ τῶν ἄλλων . Τώρα ὅμως ,
B
ἀμέσως ὅτε ἐπέρασεν εἰς αὐτὴν τὴν ἤπειρον , ὅσους εὕρη
» ἐμπρός του , ὅλους τοὺς ταπεινόνει· ὑπέταξε δὲ καὶ τοὺς
» ἄλλους Θρᾷκας, καὶ τοὺς Γέτας, οἱ ὁποῖοι εἶναι πλησιό .

» χωροί μας.
119. Ἀφοῦ εἶπαν αὐτὰ οἱ Σκύθαι ,ἐβουλεύοντο οἱ βασι
λεῖς , οἱ ἐλθόντες ἀπὸ τὰ ἔθνη , καὶ αἱ γνῶμαι αὐτῶν ἐδιαι
ρέθησαν · ὁ μὲν Γελωνὸς, καὶ ὁ Βουδῖνος καὶ ὁ Σαυρομάτης ,
ἑνωθέντες ἐδέχοντο νὰ βοηθήσωσι τοὺς Σκύθας · ὁ δὲ Αγά
θυρσος καὶ Νευρὸς καὶ Ανδροφάγος , καὶ οἱ βασιλεῖς τῶν Με
1
λαγχλαίνων καὶ Ταύρων , ἀπεκρίθησαν εἰς τοὺς Σκύθας τὰ
ἑξῆς . » ἐὰν δὲν ἦσθε σεῖς , οἱ ὁποῖοι πρότερον ἠδικήσατε
·
» τοὺς Πέρσας, καὶ ἠρχίσατε τὸν πόλεμον , τώρα ζητοῦντες
D αὐτὰ , τὰ ὁποῖα ζητεῖτε , ἠθέλετε φαίνεσθαι ὅτι λέγετε
>>
ὀρθὰ ,καὶ ἡμεῖς ὑπακούσαντες ἠθέλομεν κάμει τὸ ἴδιον μὲ
» σᾶς · τώρα ὅμως σεῖς εἰσβαλόντες εἰς τὴν γῆν ἐκείνων χω

ρὶς ἡμᾶς , ἐκυριεύετε τοὺς Πέρσας , ὅσον καιρὸν σᾶς ἐσυγχώ


ΒΙΒΛ . Δ΄ . ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ. 331

ρει τοῦτο ὁ θεὸς , καὶ ἐκεῖνοι , καθότι ὁ ἴδιος θεός τους κινεῖ ,
σᾶς ἀποδίδουσι τὰ ὅμοια · ἡμεῖς δὲ οὔτε τότε ἠδικήσαμεν
τίποτε τούς ἀνθρώπους τούτους, οὔτε τώρα θέλομεν νά τους
δώσωμεν πρῶτοι αἰτίαν ἀδικίας· ἐὰν ὅμως ἔλθῃ καὶ κατὰ
· τῆς ἐδικῆς μας γῆς, καὶ κάμῃ ἀρχὴν ἀδικίας , τότε καὶ ἡ
·
μεῖς δὲν θὰ ςαθῶμεν ἀργοί · ἕως ὅτου ὅμως νὰ ἴδωμεν τοῦ
» το, δὲν θὰ σαλεύσωμεν ἀπὸ τὸν τόπον μας · διότι νομίζο
μεν ὅτι οἱ Πέρσαι δὲν ἦλθαν ἐναντίον ἡμῶν, ἀλλ᾽ ἐκείνων ,
« οἱ ὁποῖοι ἔγιναν αἴτιοι τῆς ἀδικίας . »
120. Καθὼς ἦλθαν αὐταὶ αἱ εἰδήσεις καί τας ἤκουσαν

οἱ Σκύθαι , ἐβουλεύοντο ἰθυμαχίαν καμμίαν ἐκ τοῦ φα


νεροῦ νὰ μὴ κάμωσιν , ἐξ αἰτίας ὅτι δὲν ἑνώθησαν εἰς
συμμαχίαν μ᾿ αὐτοὺς ὅλοι ἀλλ᾽ ἄλλοτε μὲν ἀναχωροῦντες
ὀπίσω , ἄλλοτε δὲ κάμνοντες ἐφόδους , νὰ μωλόνωσι τὰ πη
γάδια καὶ τὰς κρήνας , ὅσας περάσωσι , καὶ νὰ φθείρωσι τὸ
χόρτον τῆς γῆς , διαιρεθέντες εἰς δύο · καὶ μὲ τὴν μίαν μοί
ραν , τῆς ὁποίας βασιλεὺς ἦτον ὁ Σκώπασις, νὰ ὑπάγωσιν
οἱ Σαυρομάται· καὶ αὐτοὶ μὲν , ἂν ὁ Πέρσης πάρῃ τὸν δρό
μον πρὸς τὸ μέρος των , νά τον ἕλκωσιν ὑποφεύγοντες πάντ
τοτε πρὸς τὸν Τάναϊν ποταμὸν , παρὰ τὰς ὄχθας τῆς Μαιώ
τιδος λίμνης · ὅταν δὲ ὁ Πέρσης τρέφηται ὀπίσω , ἀκολουθοῦν
τες κατόπι νά τον ἐπιδιώκωσιν . Αὕτη λοιπὸν ἦτον ἡ μία

μοίρα τῶν βασιλικῶν Σκυθῶν , διωρισμένη ν᾿ ἀκολουθήσῃ τὸν


δρόμον , τὸν ὁποῖον εἶπα· αἱ δὲ δύο μοῖραι τῶν βασιλικῶν ,
δηλαδὴ ἡ μεγάλη , τῆς ὁποίας ἄρχων ἦτον ὁ ἰδάνθυρσος,
καὶ ἡ τρίτη εἰς τὴν ὁποίαν ἐβασίλευεν ὁ Τάξακις, ἑνωθεῖσαι,
ὁμοῦ δὲ μ᾿ αὐτὰς καὶ οἱ Βουδῖνοι καὶ Γελωνοὶ , διωρίσθησαν νὰ
στέκωνται πάντοτε καὶ αὐτοὶ μακρὰν ἀπὸ τοὺς Πέρσας μιᾶς
ἡμέρας ὁδὸν , καὶ νά τους ἐκπλανῶσιν ἀπὸ τὸν δρόμον των ,
432 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

ἐπαναχωροῦντες ὀπίσω , καὶ κάμνοντες τὰ ἀποφασισθέντα .

Καὶ πρῶτον μὲν νἆ τους φέρωσιν ἴσαπρὸς τὰς χώρας ἐκείνων ,


οἱ ὁποῖοι ἀπεποιήθησαν τὴν συμμαχίαν των , διὰ νά τους βέ .

λωσι καὶ αὐτοὺς εἰς τὸν πόλεμον · καὶ ἐὰν θέλοντες δὲν ἀνε
δέχθησαν τὸν πόλεμον μὲ τοὺς Πέρσας , νά τους ἐκπολεμώσωσι
μὴ θέλοντας · μετὰ ταῦτα δὲ πάλιν νὰ ἐπιτρέψωσι εἰς τὸν
τόπον των, καὶ νὰ κτυπήσωσι τοὺς Πέρσας , ἐὰν σκεπτόμενοι
εὕρωσιν αὐτὸ εὔλογον .
121. Ἀφοῦ ἀπεφάσισαν αὐτὰ οἱ Σκύθαι , ἐκθῆκαν εἰς
ἀπάντησιν τῶν στρατευμάτων τοῦ Δαρείου , ἀποστείλαντες
προδρόμους τοὺς καλητέρους ἱππεῖς . Τὰς δὲ ἁμάξας , εἰς τὰς
ὁποίας διέτριβον τὰ τέκνα καὶ αἱ γυναῖκες ὅλαι, καὶ ὅλα τὰ
ζῶα , πλὴν ὅσα τοὺς ἦσαν ἱκανὰ διὰ τροφὴν , τόσα ἀφήσαν
τες , προέπεμψαν τὰ ἄλλα ὁμοῦ μὲ τὰς ἁμάξας , παραγγεί
λαντες νὰ πορεύωνται πρὸς τὸ μέρος τοῦ βορᾶ . Ταῦτα λοι
τὸν ἐπήγαινον ἐμπρός.
122. Οἱ δὲ πρόδρομοι τῶν Σκυθῶν , οἱ ὁποῖοι ἐκίνησαν
ἐμπρὸς , καθὼς ηὗραν τοὺς Πέρσας ἀπέχοντας ἀπὸ τὸν Ιςραν
ἕως τριῶν ἡμερῶν ὁδὸν , αὐτοὶ καθώς τους ηὗραν, ἐςρατοπέ
δευσαν εἰς ἀπόφασιν ὁδοῦ μιᾶς ἡμέρας καὶ ἔφθειρον τὰ φυτὰ
τῆς γῆς . Οἱ δὲ Πέρσαι, καθὼς εἶδαν ὅτι ἐφάνη τὸ ἱππικὸν
τῶν Σκυθῶν , ἐπήγαινον ἐναντίον των , ἀκολουθοῦντες τὰ ἴχνη

αὐτῶν ὑποχωρούντων· καὶ ἔπειτα , (διότι οἱ Πέρσαι εἰς τὴν


πρώτην μοίραν διευθύνθησαν ,) τοὺς ἐδίωκον φεύγοντας πρὸς
ἀνατολὰς καὶ τὸν Τάναϊν . Ἐπειδὴ δὲ οἱ Σκύθαι ἐπέρασαν

τὸν Τάναϊν ποταμὸν , περάσαντες κατόπι καὶ οἱ Πέρσαι τοὺς


ἐδίωκον , ἕως ὅτου διεξελθόντες τὴν χώραν τῶν Σαυροματῶν ,
ἔφθασαν εἰς τὴν τῶν Βουδίνων.

123. ὅσον λοιπὸν οἱ Πέρσαι ἐπορεύοντο διὰ μέσου τῆς


ΒΙΒΛ . Δ'. ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ . 433

Σκυθικῆς καὶ τῆς Σαυρομάτιδος χώρας δὲν εἶχαν τίποτε νὰ


βλάψωσι · καθότι ὁ τόπος εἶναι χέρσος · ἀφοῦ δὲ ἐμβῆκαν εἰς
τὴν γῆν τῶν Βουδίνων , τότε εὑρόντες τὸ ξύλινον τεῖχος , ἐπει
δὴ οἱ Βουδῖνοι ἄφησαν καὶ ἔφυγαν , καὶ ἦτον ἄδειον τὸ τεῖ.
τος ἀπ᾿ ὅλα, ἔβαλαν φωτίαν καί το ἔκαυσαν . Ἀφοῦ δὲ ἔκα

μαν τοῦτο, ἠκολούθουν εἰς τὰ ἐμπρὸς τὰ ἴχνη τῶν Σκυθῶν ,


ἕως ὅτου περάσαντες τὴν Σκυθίαν ἔφθασαν εἰς τὴν ἔρημον . Η
ἔρημος δὲ αὐτὴ δὲν ἀνήκει εἰς κανὲν ἔθνος· καὶ ἔχει ἔκτασιν
ἑπτὰ ἡμερῶν ὁδοῦ , κειμένη παράνω τῆς χώρας τῶν Βουδί
νων. Ανωτέρω δὲ τῆς ἐρήμου κατοικοῦσιν οἱ Θυσσαγέται ,
ἀπὸ τὴν χώραν τῶν ὁποίων τρέχοντες τέσσαρες μεγάλοι
ποταμοὶ διὰ μέσου τῶν Μαιωτῶν χύνονται εἰς τὴν λίμνην ,
τὴν λεγομένην Μαιώτιδα . Τὰ ὀνόματα τῶν ποταμῶν τού
των εἶναι Λύκος , ὄαρος , Τάναϊς , Σύργος.
124. ὅτε λοιπὸν ὁ Δαρεῖος ἦλθεν εἰς τὴν ἔρημον , παύσας
ἀπὸ τὴν ὁδοιπορίαν , ἔζησε τὸ ςρατόπεδόν του εἰς τὰς ὄχθας
τοῦ ὀάρου ποταμοῦ . Μετὰ ταῦτα ἔκτιζεν ὀκτὼ τείχη μεγάλα ,
ἀπέχοντα ἀπ' ἀλλήλων ἐπίσης , στάδια σωστὰ ἕως ἑξήκοντα ,
τῶν ὁποίων τὰ ἐρείπια ἐσώζοντο ἔτι καὶ εἰς τὸν καιρόν μου.
ἐνῷ δὲ αὐτὸς κατεγίνετο εἰς αὐτὰ , οἱ διωκόμενοι Σκύθαι ,
γυρίσαντες ἀπὸ τὸ ἐπάνω μέρος , ὑπέςρεφον εἰς τὴν Σκυθίαν .
᾿Επειδὴ δὲ αὐτοὶ ἔγιναν ἄφαντοι διόλου , καὶ δὲν ἔκβαινον
πλέον ἐμπρός του , ὁ Δαρεῖος τὰ μὲν τείχη ἐκεῖνα ἄφησεν
ἡμιτελῆ , καὶ αὐτὸς ἀλλάξας ὁδὸν ἐπορεύετο πρὸς τὰ δυτι
κά · νομίζων ὅτι αὐτοὶ ἦσαν ὅλοι οἱ Σκύθαι καὶ ὅτι ἔφευγον
πρὸς τὰ δυτικά .

125. Επιταχύνων δὲ τὴν ὁδοιπορίαν , καθὼς ἔφθασεν εἰς


τὴν Σκυθικὴν, ἐνέπεσεν εἰς τὰς δύο μοίρας τῶν Σκυθῶν· ὅθεν
ἀπαντήσας ἐδίωκεν αὐτοὺς, οἱ ὁποῖοι ἀπέχοντες πάντοτε
(TOM. Á.) 28
434 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

ἀπ ' αὐτὸν μιᾶς ἡμέρας ὁδὸν ἐπροχώρουν . Καὶ ἐπειδὴ ὁ Δα


ρεῖος δὲν ἐπαραιτεῖτο ἀπὸ τὸ ν' ἀκολουθῇ κατόπι των, οἱ Σκύ
θαι κατὰ τὸ σχέδιόν των ὑπέφευγον εἰς τὴν γῆν τῶν ἀπαρνη
θέντων τὴν συμμαχίαν των, καὶ πρῶτον εἰς τὴν γῆν τῶν Με
λαγχλαίνων . Ἀφοῦ δὲ ἐμβάντες εἰς αὐτὴν , τοὺς ἐτάραξαν καὶ
οἱ Σκύθαι καὶ οἱ Πέρσαι, οἱ Σκύθαι ἔφερον τοὺς Πέρσας εἰς τοὺς
τόπους τῶν Ανδροφάγων . Αφοῦ δὲ ἐταράχθησαν καὶ αὐτοὶ ,
τοὺς ὑπέσυραν εἰς τὴν γῆν τῶν Νευρῶν . Ἐνῷ δὲ ἐταράττοντ

οἱ Νευροὶ, ὑποφεύγοντες· οἱ Σκύθαι ἐπορεύοντο εἰς τοὺς Αγα


θύρσους . Οἱ δὲ Ἀγάθυρσοι βλέποντες τοὺς ὁμόρους των φεύ
γοντας διὰ τοὺς Σκύθας καὶ ταραττομένους , ἔπεμψαν κήρυκα
εἰς τοὺς Σκύθας πρὶν ἐμβῶσιν εἰς τὸν τόπον των , καί τους
ἀπηγόρευον νὰ μὴ πατήσωσι τὰ σύνορά των, προλέγοντές τους
ὅτι, ἐὰν δοκιμάσουν να τα πατήσωσιν , ἔχουσι πρῶτον μ᾿ αὐ
τοὺς νὰ πολεμήσουν . Οἱ Αγάθυρσοι λοιπὸν προειπόντες αὐτὰ
· ἔτρεχον εἰς βοήθειαν τῶν συνόρων των, ἔχοντες εἰς τὸν νοῦν
των νὰ ἐμποδίσωσι τοὺς ἐπερχομένους . Οἱ Μελάγχλαινοι
ὅμως καὶ Ανδροφάγοι καὶ Νευροὶ , καθὼς ἐμβῆκαν οἱ Πέρσαι
ὁμοῦ μὲ τοὺς Σκύθας , δὲν μετεχειρίσθησαν καμμίαν δύνα
μιν , ἀλλ᾽ ἐξέχασαν τὰ φοβερίσματα , καὶ ἔφευγον τεταρα
γμένοι εἰς τὴν ἔρημον πρὸς τὰ βόρεια μέρη . Οἱ δὲ Σκύθαι
διὰ τὴν γενομένην ἀπειλὴν ἀπὸ τοὺς ἀγαθύρσους , δὲν ἐπο
ρεύοντο πλέον εἰς τὴν χώραν αὐτῶν , ἀλλ᾿ ἀπὸ τὴν Νευρίδα
ὡδήγουν τοὺς Πέρσας εἰς τὰ ἐδικά των μέρη .
126. Επειδὴ δὲ αὐτὸ ἠκολούθει πολὺν καιρὸν , καὶ δὲν

ἐτελείονε, πέμψας ὁ Δαρεῖος ἱππέα πρὸς τὸν βασιλέα τῶν


Σκυθῶν ἰδάνθυρσον ἔλεγε τὰ ἑξῆς . » Αθλιώτατε ἄνθρωπε ,
»ξ τί φεύγεις πάντοτε , ἐνῷ ἠμπορεῖς νὰ κάμῃς τὸ ἓν ἀπὸ τὰ
>>
τὰ δύο ταῦτα ; ἐὰν νομίζῃς ὅτι εἶσαι ἄξιος νὰ ἐναντιωθῇς εἰς
ΒΙΒΛ. Δ΄ . ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ. 435

· τὰς ἐδικάς μου δυνάμεις , σταθεὶς καὶ παύσας ἀπὸ τὸ νὰ


· *· περιφέρησαι, πολέμησον · ἐὰν δὲ συνεσθάνησαι ὅτι εἶσαι
κατώτερος , πάλιν παύσας ἀπὸ τὸ νὰ τρέχης , φέρε δῶρα εἰς
τὸν δεσπότην σου γῆν καὶ ὕδωρ, καὶ ἐλθὲ νὰ διαπραγματευ
θῇς μ' αὐτόν.
137. Πρὸς ταῦτα ὁ βασιλεὺς τῶν Σκυθῶν ἰδάνθυρσος
ἀπεκρίνετο τὰ ἑξῆς· Οὕτως ἔχουσι τὰ κατ᾽ ἐμὲ , ὦ Πέρσαι·
» ἐγὼ ἀκόμι δὲν ἔφυγα φοβηθεὶς κανένα ἄνθρωπον , οὔτε
‫ ܤ‬πρότερον , οὔτε τώρα φεύγω σέ · οὔτε κάμνω τώρα διαφο

ρετικόν τι ἀπ ' ὅ, τι συνηθίζω νὰ κάμνω καὶ εἰς καιρὸν εἶ


* ρήνης . Διὰ τί δὲ ἀμέσως δὲν κάμνω μάχην μὲ σὲ , ἐγὼ να
* σε φανερώσω καὶ τοῦτο . Ἡμεῖς οὔτε πόλεις οὔτε γῆν φυ
‫ ܝ‬τευμένην ἔχομεν , διὰ τὰ ὁποῖα φοβηθέντες
μὴ αἰχμαλω
» τισθῶσι καὶ δενδροκοπηθῶσι, νὰ συνέλθωμεν εἰς μάχην μὲ
· σᾶς ὀγλιγωρότερα · · ἐὰν δὲ ἀφεύκτως θέλητε νὰ πολεμή
* σωμεν ὀγλίγωρα; ἔχομεν ἡμεῖς τάφους πατρικούς · πηγαί
» νετε καὶ εὑρόντες αὐτοὺς δοκιμάσατε νά τους πηράξητε,
» καὶ τότε θὰ ἴδητε ἂν θὰ πολεμήσωμεν μὲ σᾶς διὰ τοὺς

τάφους, ἢ ἂν δὲν θὰ πολεμήσωμεν · πρὸ τούτου ὅμως χω


ρὶς αἰτίαν δὲν θὰ πιασθῶμεν μὲ σέ . Καὶ περὶ μάχης μὲν
» τόσον σὲ λέγω. Δεσπόται μου δὲ ἐγὼ νομίζω ὅτι εἶναι μό
* νον ὁ Ζεὺς ὁ προπάτωρ μου , καὶ ἡ Ἑστία , ἡ βασίλισσα
* τῶν Σκυθῶν . Ἀντὶ δὲ δώρων, γῆς καὶ ὕδατος , θά σὲ στείω
· λω δῶρα τοιαῦτα , ὁποῖα πρέπει να σε σταλθῶσιν · ἀντὶ

ϋ δὲ τοῦ λόγου τὸν ὁποῖον εἶπες , ὅτι εἶσαι δεσπότης μου ,


· σὲ λέγω νὰ κλαίῃς. » ( Μὲ τοῦτο ἀναλογεῖ ἡ ῥῆσις τὴν
oi Σκύθαι . ) ὁμὲν κήρυξ λοιπὸν ἀνεχώ
ὁποίαν ἀπεκρίθησαν οἱ
βησε διὰ ν' ἀναγγείλῃ αὐτὰ εἰς τὸν Δαρεῖον .

128. Οἱ δὲ βασιλεῖς τῶν Σκυθῶν , ἀκούσαντες τὸ ὄνομα


28*
436 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

τῆς δουλείας, ἐγέμισαν ἀπὸ θυμόν . ὅθεν πέμπουσι τὴν δίο·


ρισθεῖσαν μὲ τοὺς Σαυρομάτας μοίραν , τῆς ὁποίας ἄρχων
ἦτον ὁ Σκώπασις , προστάξαντες αὐτὴν νὰ ἐμβῇ εἰς ὁμιλίαν
μὲ τοὺς Ιωνας ἐκείνους , οἱ ὁποῖοι ἐφύλαττον τὸ ζεῖγμα τοῦ
ἴστρου · οἱ δὲ μείναντες ἐξ αὐτῶν ἀπεφάσισαν νὰ μὴ πε
ριφέρωσι πλέον τοὺς Πέρσας , ἀλλὰ νά τους κτυπῶσιν ὁσά
κις κάθονται νὰ φάγωσιν · ὅθεν παρατηροῦντες τὸ στράτευ
μα τοῦ Δαρείου ὅτε ἐκάθετο νὰ φύγῃ , ἔκαμνον τὰ ἀποφασι
σθέντα. Τὸ ἱππικὸν λοιπὸν τῶν Σκυθῶν πάντονε ἔτρεπε τὸ
ἱππικὸν τῶν Περσῶν · οἱ δὲ ἱππόται τῶν Περσῶν διωκόμε
να κατέφευγον εἰς τὸ πεζὸν, καὶ ἐξυηθοῦντο ἀπ᾿ αὐτό . Οἱ
δὲ Σκύθαι ἀπωθήσαντες τὸ ἱππικὸν ὑπέστρεψον ὀπίσω ,φοβού

μενοι τὸ πεζόν · ἔκαμνον δὲ καὶ τὰς νύκτας παρομοίας προσ


Ευλὰς οἱ Σκύθαι.
1
129. Θὰ εἴπω δὲ πολλὰ παράξενον πρᾶγμα , τὸ ὁποῖον
ἐβοήθει τοὺς Πέρσας, καὶ ἔβλαπτε τοὺς Σκύθας, ὅτε ἔπιπτον
εἰς τὸ στράτευμα τοῦ Δαρείου· τοῦτο εἶναι ἡ φωνὴ τῶν ὄνων
καὶ ἡ μορφὴ τῶν ἡμιόνων · διότι εἰς τὴν Σκυθίαν δὲν γίνε
ται οὔτε ὄνος οὔτε ἡμίνος , καθὼς καὶ πρότερον (* ) ἐφανές
ρωσα, οὔτε παντελῶς εὑρίσκεται εἰς ὅλην τὴν Σκυθικὴν γῆν
οὔτε ὄνος, οὔτε ἡμίονος διὰ τὰς ψύχρας . ὀγκώμενοι λοιπὸν
οἱ ὄνοι ἐτάραττον τὸ ἱππικὸν τῶν Σκυθῶν , καὶ πολλάκις , ὅτε
οἱ Σκύθαι ὥρμων κατὰ τῶν Περσῶν, καθὼς ἤκουον οἱ ἵπποι

τὴν φωνὴν τῶν ὄνων, ἐταράττοντο καὶ ἔστρεφον ὀπίσω γινό


μενοι ἐκρατικοὶ , καὶ ςήνοντες ὀρθὰ τὰ αὐτία των · διότι οὔτε
ἤκουσαν πρότερον φωνὴν τοιαύτην , οὔτε εἶδαν τὴν μορφὴν
αὐτῶν · πλὴν αὐτὸ πολλὰ ὀλίγον ἐμπόδιζε τὸν πόλεμον .

(*) S. 38 .
BIBA. A'. ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ . 437

13ο . Οἱ δὲ Σκύθαι βλέποντες τοὺς Πέρσας θορυβημέ


νους ἐμηχανῶντο τὰ ἑξῆς , διὰ νά τους κάμωσι νὰ παραμέ .
νωσι περισσότερον καιρὸν εἰς τὴν Σελικὴν , καὶ παραμένον
τες νὰ βλάπτωνται , ὄντες ἐνδεεῖς ὅλων τῶν ἀναγκαίων .
᾿Αφίνοντες μερικὰ ζῶά των ὁμοῦ μὲ τοὺς βοσκοὺς , αὐτοὶ
ἔφευγον καὶ ἐπήγαινον εἰς ἄλλο μέρος · οἱ δὲ Πέρσαι ὁρμῶν
τες ἐλάμβανον τὰ ζῶα , καὶ λαμβάνοντες ἐμεγαλοφρόνουν
διὰ τὸ κατόρθωμά των.

131. Πολλάκι ; ἐγίνετο τὸ στρατήγημα τοῦτο , καὶ τέλος


πάντων ὁΔαρεῖος εὑρίσκετο εἰς μεγάλην ἀπορίαν · οἱ δὲ
βασιλεῖς τῶν Σκυθῶν · μαθόντες τοῦτο , ἔπεμπον κήρυκα φέ
:
ροντα εἰς τὸν Δαρεῖον δῶρα , πουλίον , ποντικὸν , βάτραχον ,
καὶ πέντε βέλη . Οἱ δὲ Πέρσαι ἠρώτων τὸν φέροντα τὰ δῶρα ,
τί νόημα εἶχον αὐτὰ , τὰ ὁποῖα τους ἔδιδε· καὶ ἐκεῖνος ἀπε
κρίθη ὅτι δέν τον εἶπεν ἄλλο τι , εἰμὴ να τα δώσῃ καὶ
ν᾿ ἀναχωρήσῃ τὀγλιγωρότερον · καὶ ἔλεγεν ἂν ἦναι σοφοὶ ἄν
θρωποι οἱ Πέρσαι , ἂς καταλάβωσιν οἱ ἴδιοι τί σημαίνου
σιν αὐτὰ τὰ δῶρα . Αὐτὰ ἀκούσαντες οἱ Πέρσαι ἐβουλεύοντο ·
132. Τοῦ μὲν Δαρείου ἡ γνώμη ἦτον , ὅτι οἱ Σκύθαιπα

ραδίδονται εἰς αὐτὸν καί τον προσφέρουσι γῆν καὶ ὕδωρ,


εἰκάζων τοιουτοτρόπως · ὅτι ὁ ποντικὸς γεννᾶται μέσα εἰς
τὴν γῆν , τρώγων τὸν ἴδιον καρπὸν μὲ τὸν ἄνθρωπον · ὁ βά
τραχος δὲ εἰς τὸ νερὸν , καὶ τὸ πουλίον ἔχει πολλὴν ὁμοιό ·

τητα μὲ τὸν ἵππον · τὰ δὲ βέλη , ὅτι παραδίδουσι τὴν δύο

ναμίν των . Τοιαύτην μὲν γνώμην ἔδιδεν ὁ Δαρεῖος . Εναν


τία δὲ εἰς αὐτὴν τὴν γνώμην ἦτον ἡ τοῦ Γωβρύου , ἑνὸς
ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ ἄνδρας , τοὺς καταστρέψαντες τὸν μάγον .
Αὐτὸς εἴκαζεν ὅτι τὰ δῶρα ἔλεγον . » ὦ Πέρσαι , ἐὰν
» δὲν γένητε πουλία , καὶ νὰ πετάσητε εἰς τὸν οὐρανὸν , ἢ
ΟΥ .
438 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤ

» ποντικοὶ καὶ νὰ χωθῆτε εἰς τὴν γῆν , ກ


ἢ βάτραχοι καὶ νὰ
» πηδήσητε μέσα εἰς τὰς λίμνας, δὲν θὰ ἐπιτρέψητε ὀπίσω ,
κτυπώμενοι ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ βέλη . »
133 Οἱ μὲν Πέρσαι οὕτως ἐξήγουν τὰ δῶρα . Η δὲ
μία μοίρα τῶν Σκυθῶν , ἡ διορισθεῖσα πρότερον μὲν νὰ
παραμονεύῃ εἰς τὰς ὄχθας τῆς Μαιώτιδος λίμνης , καὶ τότε

νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν ἴστρον νὰ ὁμιλήσῃμὲ τοὺς ῎ωνας, καθὼς


ἔφθασεν εἰς τὴν γέφυραν , ἔλεγε τὰ ἑξῆς. D» ἄνδρες ῎ωνες ,
‫ܚ‬
ἤλθαμεν φέροντές σας ἐλευθερίαν , ἐὰν θέλητε νάμας ἀκού
* σητε . Μανθάνομεν ὅτι σᾶς παρήγγειλεν ὁ Δαρεῖος , φυλάξαντες
τὴν γέφυραν ἑξήκοντα μόνον ἡμέρας , ἐὰν αὐτὸς δὲν ἐπιςρέ
»
' ψῃ εἰς τοῦτο τὸ διάστημα , ν᾿ ἀναχωρήσητε εἰς τοὺς τόπους
» σας. Τώρα λοιπὸν ἐὰν σεῖς κάμητε ὥς σας λέγομεν , οὔτ
» τ᾿ ἐκεῖνος θὰ ἠμπορέσῃ νά σας εὕρα καμμίαν αἰτίαν , οὔτε
2
ἡμεῖς. Ἐπειδὴ ἐπροσμείνατε τὰς διωρισμένας ἡμέρας , ἀνα
D
χωρήσατε πλέον . Οἱ μὲν Σκύθαι , ἐπειδὴ οἱ ἴωνες ὑπεσχέ
θησαν νὰ κάμωσι τοῦτο , ἔσπευδον ὀπίσω τἀγλιγωρότερον .
134. Μετὰ δὲ τὰ δῶρα τὰ σταλθέντα εἰς τὸν Δαρεῖον ,
οἱ μείναντες Σκύθαι, ἱππικὸν καὶ πεζὸν , ἀντετάχθησαν διὰ
νὰ κτυπηθῶσι μὲ τοὺς Πέρσας . Ἐνῷ δὲ ἦσαν παρατεταγ

μένοι οἱ Σκύθαι , ἐκθῆκεν εἰς τὴν μέσην λαγός · ἐκ δὲ τῶν


Σκυθῶν ὅποιος ἔβλεπε τὸν λαγὸν , ἐρχόμενον πρὸς τὸ μέρος
του , τὸν ἐκυνήγα · ὥστε , ἐπειδὴ ἐταράχθησαν οἱ Σκύθαι, καὶ
ἔκαμνον μεγάλην βοὴν , ἠρώτησεν ὁ Δαρεῖος διὰ τὸν θόρυ
Εον τῶν ἀντιτεταγμένων πολεμίων · καὶ ἐπειδὴ ἔμαθεν ὅτι
αὐτοὶ ἐκυνήγων τὸν λαγὸν , εἶπεν εἰς ἐκείνους , μὲ τοὺς
ὁποίους ἐσυνήθιζε νὰ ὁμιλῇ . »Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι οὔτε
» θέλουν νά μας ἠξεύρωσι· τώρα στοχάζομαι ὅτι ὁ Γωβρύας
*ὀρθῶς ἐλάλησε διὰ τὰ Σκυθικὰ δῶρα . Επειδὴ λοιπὸν
ΒΙΒΛ. Δ΄. ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ. 439

"
κρίνω καὶ ἐγὼ ὅτι οὕτως εἶναι , πρέπει νὰ σκεφθῶμεν
καλὰ διὰ τὴν ἀσφαλῆ ἐπιστροφήν μας . Εἰς τούτους τοὺς
" λόγους εἶπεν ὁ Γωβρύας . » Βασιλεῦ , ἐγὼ μὲν καὶ ἐξ

ἀκοῆς σχεδὸν ἔξευρον καλῶς τὴν πτωχείαν αὐτῶν τῶν


.
ἀνθρώπων , ἐλθὼν δὲ ὁ ἴδιος ἐπληροφορήθην καλήτερα,βλέ
* πων αὐτοὺς ὅτι μᾶς περιπαίζουσι. Τώρα λοιπὸν ςοχάς .
·
· ζομαι, καθὼς βραδυάσῃ , ἀφοῦ ἀνάψωμεν τὰς φωτίας , και
* θὼς καὶ ἄλλοτε ἐσυνηθίζομεν νὰ κάμνωμεν , ἐξαπατήσαντες

» τοὺς στρατιώτας , ὅσοι εἶναι ἀσθενέστατοι εἰς τὰς ταλαι


. πωρίας , ἔτι δε δέσαντες καὶ ὅλους τοὺς ὄνους , να τους

ἀφήσωμεν ἐδὼ καὶ ν' ἀναχωρήσωμεν , πρὸ τοῦ νὰ ὑπάγω
* σιν οἱ Σκύθαι εἰς τὸν ἴστρον καὶ νὰ λύσωσι τὴν γέφυρανο
ν ἢ καὶ οἱ ἴωνες νὰ κάμωσί τι , τὸ ὁποῖον ἠμπορεῖ νά μας
*
· ἀφανίσῃ . » ὁ μὲν Γωβρύας αὐτὰ ἐσυμβούλευεν .
135. Μετὰ ταῦτα δὲ, καθὼς ἐνύκτωσεν , ¿ ὁ Δαρεῖος ἦσα
λούθησε τὴν συμβουλὴν ταύτην· ἄφησεν ἐκεῖ εἰς τὸ ςρατόπε
δον τοὺς ἀῤῥώστους στρατιώτας καὶ ἐκείνους , διὰ τοὺς ὁ
ποίους ὀλίγον ἐφρόντιζεν , ἂν χαθῶσι , καὶ ὅλους τοὺς ὄνους
δεμένους . ῎φησε δὲ τοὺς ὄνους καὶ τοὺς ἀσθενεῖς ςρατιώτας
διὰ ταύτην τὴν αἰτίαν· τοὺς μὲν ὄνους διὰ νὰ κάμνωσι
βοὴν , τοὺς δὲ ἀνθρώπους , καθαυτὸ μὲν διὰ τὴν ἀσθένειάν
των, μετεχειρίσθη ὅμως πρόφασιν τὴν ἀκόλουθον · ὅτι αὐτὸς

μὲ τὸ καθαρὸν μέρος τοῦ ςρατεύματος , ἔμελλε νὰ κτυπήσῃ


τοὺς Σκύθας , καὶ αὐτοὶ νὰ φυλάττωσι τὸ τρατόπεδον εἰς τὸ
διάτημα τοῦτο . Αὐτὴν τὴν παραγγελίαν δώσας ὁ Δαρεῖος εἰς
ὅσους ἄφησε , καὶ ἀνάψας φωτίας , ἔσπευδε τὐγλιγωρότερον
εἰς τὸν ἴστρον . Οἱ δὲ ὄνοι μείναντες μόνοι , δ᾿ αὐτὸ πολὺ
περισσότερον ἐφώναζον · ἀκούοντες δὲ οἱ Σκύθαι τοὺς ὄνους ,

ἤλπιζον ὅτι οἱ Πέρσαι ἦσαν εἰς τὸν τόπον των .


440 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

136. ὅτε δὲ ἐξημέρωσε , νοήσαντες ὅσοι ἔμεναν ὅτι


ἐπροδόθησαν ἀπὸ τὸν Δαρεῖον, προτείνοντες χεῖρας εἰς
τοὺς Σκύθας ἔλεγον ὅ, τι τοὺς ὑπαγόρευεν ἡ περίφασις. Οἱ δὲ
Σκυθαι , καθὼς ἤκουσαν αὐτὰ , ἀμέσως γενόμενοι ἓν σῶμα ,
καὶ αἱ δύο μοῖραι τῶν Σκυθῶν , καὶ ἡ μοίρα , Σταυρομάται
καὶ Βουδῖνοι καὶ Γελωνοὶ , ἐπεδίωκον τοὺς Πέρσας ἴσα πρὸς
τὸν ῎στρον. ἐπειδὴ ὅμως τὸ Περσικὸν στράτευμα, τὸ περισ

σότερον ἦτον πεζικὸν , ἔτι δὲ δὲν ἤξευρε καὶ καλὰ τοὺς δρό
μους , καθότι δὲν εἶναι κομμέναι αἱ ὁδοὶ , τὸ δὲ Σκυθικὸν ἦ
τον ἱππικὸν καὶ ἐγνώρισε τοὺς συντομωτέρους δρόμους , δὲν
ἀπαντήθησαν , ἀλλ᾽ οἱ Σκύθαι ἐπρόλαβαν καὶ ἔφθασαν εἰς
τὴν γέφυραν πολὺ προτήτερα ἀπὸ τοὺς Πέρσας . ἰδόντες δὲ
ὅτι οἱ Πέρσαι δὲν εἶχον φθάσει ἀκόμι , ἔλεγον εἰς τοὺς
Ιωνας ὄντας εἰς τὰ πλοῖά των · » ῎Ανδρες Ιωνες καὶ ὁ ἀριθ
»
μὸς τῶν ἡμερῶν σας ἐπέρασε , καὶ ἄδικον κάμνετε νὰ μέ
» νητε ἀκόμι ἐδώ. Αλλ' ἐπειδὴ πρότερον ἐμένετε φοβούμενοι ,
»
τώρα λύσαντες τὴν γέφυραν , ἀναχωρήσατε τὀγλιγωρότε
· ρον μὲ τὸ καλὸν ἐλεύθεροι , ἔχοντες χάριν εἰς τοὺς θεοὺς
»
καὶ εἰς τοὺς Σκύθας · ἡμεῖς δὲ θὰ οἰκονομήσωμεν τὸν πρό
» τερον ὄντα δεσπότην σας εἰς τρόπον ὥστε νὰ μὴ στρα
,· τεύτῃ πλέον ἐναντίον κανενὸς ἔθνους ‫ע‬ν

137. Ακούσαντες οἱ ἴωνες αὐτὰ ἐβουλεύοντο . Τοῦ μὲν


Μιλτιάδου τοῦ Αθηναίου , ςρατηγοῦ καὶ τυράννου τῶν εἰς

τὸν ᾿Ελλήσποντον Χερσονησιωτῶν, ἡ γνώμη ἦτον ν᾿ ἀκούσωσι


τοὺς Σκύθας καὶ νὰ ἐλευθερώσωσι τὴν ᾿Ιωνίαν· τοῦ δὲ ἱςιαίου
τοῦ Μιλησίου ἡ γνώμη ἦτον ἐναντία εἰς αὐτὴν · καθότι ἔλε
γεν ὅτι τώρα μὲν διὰ τὸν Δαρεῖον καθεὶς ἀπ᾿ αὐτοὺς εἶναι
τύραννος πόλεως , ὅταν ὅμως καταγραφῇ ἡ δύναμις τοῦ Δα
ρείου , οὔτ αὐτός θὰ ἠμπορέσῃ πλέον νὰὁρίζῃ τοὺς Μιλησίους,
ΒΙΒΛ. Δ΄. ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ . 441

οὔτ᾽ ἄλλος τις ἄλλον τινὰ λαόν · διότι ἑκάστη πόλις θὰ θε

λήσῃ περισσότερον νὰ δημοκρατῆται παρὰ νὰ μοναρχῆται.


Αμέσως λοιπὸν, ὅτε ὁ ἱστιαῖος ἔδωσε ταύτην τὴν γνώμην,
ὅλοι ἔκλιναν μ᾿ αὐτὴν, ἐνῷ πρότερον ἦσαν μὲ τὴν γνώμην
τοῦ Μιλτιάδου .

138. Οἱ δὲ διαφιλονεικοῦντες καὶ ψηφοφοροῦντες περὶ


τούτου , οἱ ὁποῖοι καὶ ἐσήμαινον κοντὰ εἰς τὸν βασιλέα , ἦσαν
τῶν μὲν Ἑλλησποντείων τύραννοι, ὁ Δάφνις ὁ ᾿Ευδηνὸς , καὶ
ἵπποκλος ὁ Λαμψακηνὸς, καὶ Ἡρόφαντος ὁ Παριηνὸς , καὶ
Μητρόδωρος ὁ Προκοννήσιος , καὶ ᾿Αρισταγόρας ὁ Κυζικηνὸς,
καὶ Αρίστων ὁ Βυζάντιος · αὐτοὶ μὲν ἦσαν ἀπὸ τὸν Ἑλλήσ
ποντον . Ἀπὸ δὲ τὴν ᾿Ιωνίαν ὁ Στράττις ὁ Χῖος , ὁ Αἰάκης ὁ
Σάμιος , ὁ Λαοδάμας ὁ Φωκαιεὺς , καὶ ὁ ἱστιαῖος ὁ Μιλήσιος ,
τοῦ ὁποίου ἦταν ἡ ἐναντία εἰς τὴν τοῦ Μιλτιάδου προβλη
θεῖσα γνώμη . Απὸ δὲ τοὺς Αἰολεῖς ἦτον εἰς τὸ συμβούλιον
σημαντικὸς μόνος ὁ ᾿Αρισταγόρας ὁ Κυμαῖος .
139. Αὐτοὶ λοιπὸν ἐπειδὴ ἐνέκριναν τὴν γνώμην τοῦ ἱςί
αίου , ἀπεφάσισαν κατ ' αὐτὴν νὰ πράξωσι καὶ νὰ εἴπωσι τὰ
ἑξῆς · Νὰ διαλύσωσι τὸμέρος τῆς γεφύρας τὸ πρὸς τοὺς Σκύ
θας · νά το διαλύσωσιν ὅμως εἰς ὅσον διάσημα ἠμπορεῖ νὰ φθά .
σῃ τόξευμα, διὰ νὰ φαίνωνται ὅτι κάμνουσί τί, μὴ κάμνοντες
τίποτε, καὶ διὰ νὰ μὴ ἠμπορέσωσιν οἱ Σκύθαι , ἂν θελήσουν
μὲ βίαν νὰ περάσωσι τὸν ῎ςρον διὰ τῆς γεφύρας · λύοντες
δὲ τὸ μέρος τῆς γεφύρας τὸ συνεχόμενον μὲ τὴν Σκυθικὴν , νὰ
εἴπωσιν εἰς αὐτοὺς ὅτι θὰ κάμωσιν ὅλα , καθώς τα θέλουσιν
οἱ Σκύθαι. Αὐτὰ λοιπὸν ἐπρόσθεσαν εἰς τὴν γνώμην τοῦ 1
στιαίου . Μετὰ ταῦτα δὲ ἐδιάλεξαν τὸν ἱστιαῖον ἀπ᾿ ὅλους

διὰ νὰ δώσῃ τὴν ἀπόκρισιν λέγων τὰ ἑξῆς . » ἄνδρες Σκύθαι,


* ἔρχεσθε φέροντές μας ἀγαθὰς ἀγγελίας , καὶ ἐπροφθάσατε
442 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ͂

» εἰς καιρὸν ἁρμόδιον . Καθὼς δὲ τὰ γινόμενα ἀπὸ σᾶς ἀπο


»βλέπουσιν εἰς ὠφέλειαν ἐδικήν μας, οὕτω σᾶς ὑπηρετοῦμεν

» καὶ ἡμεῖς, ὡς θέλετε · διότι, βλέπετε , καὶ τὴν γέφυραν δια


>>
αλύομεν , καὶ κατὰ πάντα τρόπον θὰ προθυμηθῶμεν , θέ
» λοντες νὰ ἤμεθα ἐλεύθεροι. ἐνῷ ὅμως λύομεν ἡμεῖς τὴν γέ
» φυραν , εἶναι καιρὸς σεῖς νὰ ζητήσητε ἐκείνους · καὶ, ὅταν

τοὺς εὕρητε , νά τους τιμωρήσητε καὶ ὑπὲρ ἡμῶν καὶ ὑπὲρ


» τοῦ ἑαυτοῦ σας , καθώς τους πρέπει . α
140. Οἱ δὲ Σκύθαι δευτέραν φορὰν πιστεύσαντες τοὺς
Ιωνας ὅτι ἔλεγον ἀληθῆ , ὑπέτρεφον εἰς ζήτησιν τῶν Περσῶν ,
πλὴν ἀπέτυχαν· διότι δὲν ἐπῆραν τὸν δρόμον , ἀπὸ τὸν ὁποῖον
ἐκεῖνοι ἐπέρασαν . Αἴτιοι δὲ τούτου ἔγιναν αὐτοὶ οἱ ἴδιοι
Σκύθαι , διαφθείραντες τὰς βοσκὰς τῶν ἵππων κατ ' ἐκεῖνο τὸ

μέρος , καὶ μωλώσαντες τὰ νερά· διότι ἐὰν δὲν ἔκαμνον αὖ


τὸ, ἠμπόρουν εὔκολα νὰ εὕρωσι τοὺς Πέρσας , ὅτε ἤθελον
τώρα ὅμως ἔσφαλαν εἰς ἐκεῖνα , τὰ ὁποῖα ἐνόμισαν ὅτι
ἐβουλεύθησαν συμφερώτατα . Οἱ Σκύθαι λοιπὸν περνῶντες

ἀπὸ τὰ μέρη τῆς γῆς των, ὅπου εὑρίσκετο χορτάριον διὰ


τοὺς ἵππους καὶ νερὰ, ἐζήτουν τοὺς ἀντιπολεμίους · καθότι
ἐνόμιζον ὅτι καὶ ἐκεῖνοι διὰ τῶν ἰδίων τόπων θὰ φεύγω
σιν · οἱ Πέρσαι ὅμως ἐπορεύοντο παρατηροῦντες τὰ ἴχνη
τῆς προτέρας ὁδοιπορίας των · καὶ οὕτω μόλις ηὗραν τὸν

δρόμον . Επειδὴ δὲ ἔφθασαν νύκτα, καὶ εὗραν τὴν γέφυραν


λυμένην , ἐφοβήθησαν ὑπερβολικὰ , μήπως τοὺς ἄφησαν οἱ
Ιωνες καὶ ἔφυγαν .

141. Ἦτον δὲ κοντὰ εἰς τὸν Δαρεῖον Αἰγύπτιός τις, ὁ δ .


ποῖος εἶχε φωνὴν δυνατωτάτην ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.
Αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον ἐπρόσταξεν ὁ Δαρεῖος νὰ σταθῇ εἰς
τὸ χεῖλος τοῦ ἴστρου , καὶ νὰ φωνάξῃ τὸν Μιλήσιον Ιστιαῖον
ΒΙΒΛ . Δ΄. ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ. 443

καὶ οὗτος μὲν ἔκαμνε ταῦτα . ὁ δὲ ἱστιαῖος ἀμέσως εἰςτὸ


πρῶτον φώναγμα ἀκούσας , καὶ τὰ πλοῖα ὅλα ἔστειλε νὰ δια

πορθμεύσωσι τὸ σράτευμα, καὶ τὴν γέφυραν ἔζευξε .


142. Οἱ μὲν Πέρσαι λοιπὸν τοιουτοτρόπως ἑκφεύγουσιν.
Οἱ δὲ Σκύθαι ζητοῦντες αὐτοὺς , καὶ τὴν δευτέραν φορὰν ἀπέ
τυχαν . Εκτοτε δὲ οἱ Σκύθαι φρονοῦσιν διὰ τοὺς ῎ωνας ὅτι ,
ἐάν τους θεωρήσῃ τις ὡς ἐλευθέρου ;, εἶναι οὐτιδανώτατοι

καὶ ἄνανδροι ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους · ἐὰν δέ τους θεω


ρήσῃ ὡς δούλους , εἶναι ἀνδράποδα φιλοδέσποτα , καὶ τὰ
ὁποῖα ποτὲ δὲν φεύγουσιν · αὐτὰ μὲν λέγουσιν οἱ Σκύθαι μεμε
φόμενοι τοὺς Ἰώνας .
143. ὁ δὲ Δαρεῖος πορευόμενος διὰ τῆς Θρᾳκικῆς γῆς ,
ἔφθασεν εἰς τὴν Σηςὸν τῆς Χερσοννήσου · καὶ ἀπεκεῖ αὐτὸς μὲν
ἐπέρασεν εἰς τὴν Ασίαν μὲ τὰ πλοῖα , εἰς δὲ τὴν Εὐρώπην
ἀφίνει στρατηγὸν τὸν Μεγάβαζον , ἄνδρα Πέρσην, τὸν ὁποῖον
ἐτίμησέ ποτε ὁ Δαρεῖος εἰπὼν ἐμπρὸς εἰς Πέρσας τινὰς
τοιοῦτον λόγον . ἔλαβεν ὁ Δαρεῖος ῥόδια νὰ φάγῃ , καὶ κατ
θὼς ἤνοιξε τὸ πρῶτον ῥόδιον , τὸν ἠρώτησεν ὁ ἀδελφός του
Αρτάβανος , τί ἆράγε ἤθελεν ἐπιθυμήσει νὰ ἔχῃ τόσον πλῆ
θος, ὅσοι κόκκοι εἶναι εἰς τὸ ῥόδιον. ὁ δὲ Δαρεῖος εἶπεν ὅτι
περισσότερον ἤθελε νὰ ἔχῃ τόσους Μεγαβάζους, παρὰ τὴν
Ελλάδα ὑπήκοον · καὶ ἐμπρὸς εἰς τοὺς Πέρσας μὲ τοιούτους

λόγους τὸν ἐτίμα· τότε δέ τον ἄφησε στρατηγὸν μὲ ὀγδοή


κοντα χιλιάδας ἀπὸ τὸ σράτευμά του.
144 · Αὐτὸς ὁ Μεγάβαζος εἰπὼν τὸν ἑξῆς λόγον , ἄφησε
μνήμην ἀθάνατον κοντὰ εἰς τοὺς Ελλησποντίους . ὅτε ὑπῆ
γεν εἰς τὸ Βυζάντιον , ἤκουσεν ὅτι οἱ Χαλκηδόνιοι ἔκτισαν
τὴν χώραν των δέκα ἑπτὰ χρόνους πρὸ τῶν Βυζαντίων · ἀ
κούσας δὲ τοῦτο εἶπεν , ὅτι οἱ Χαλκηδόνιοι τότε ἦσαν τυφλεί
444 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

διότι ἂν δὲν ἦσαν τυφλοὶ , δὲν ἤθελον διαλέξει τὸν ἀσχημότερον


τύπον , ἐνῷ ἠμπόρουν νὰ κατοικήσωσι τὸν ὡραιότερον . Αὐτὸς
λοιπὸν ὁ Μεγάβαζος τότε μείνας ςρατηγὸς εἰς τὸν Ἑλλήσπον
τον , κατέστρεφεν ὅλας τὰς πόλεις, ὅσαι δὲν ἤθελον νὰ μη
δίσωσι· καὶ αὐτὸς μὲν ταῦτα ἔπραττεν.

145. Εἰς δὲ τὸν ἴδιον καιρὸν ἑτοιμάζετο ἄλλη ἀποτολὴ


μεγάλου σρατεύματος κατὰ τῆς Λιβύας, διὰ πρόφασιν τὴν
ὁποίαν θὰ εἴπω , ἀφοῦ πρῶτον διηγηθῶ τὰ ἑξῆς . Παῖδές τινες
τῶν παίδων τῶν ἐπιεκτῶν τῆς Ἀργοῦς, ἐπειδή τους ἐδίωξαν
οἱ Πελασγοί , οἱ λῃστεύσαντες τὰς γυναῖκας τῶν ᾿Αθηναίων
ἀπὸ τὴν Βραυρῶνα , αὐτοὶ ἐπειδὴ τοὺς ἐδίωξαν ἀπὸ τὴν
Λῆμνον , ἔφυγαν καὶ ὑπῆγαν εἰς τὴν Λακεδαίμονα · καθίσαντες
δὲ εἰς τὸ Ταΰγετον ἄναψαν φωτίαν . Οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι
ἰδόντες ἔστειλαν νά τους ἐρωτήσωσι, τίνες καὶ πόθεν ἦσαν
αὐτοὶ δὲ ἔλεγον εἰς τὸν ἄνθρωπον , ὁ ὁποῖός τους ἠρώτα ὅτι
ἦταν Μινύχι , καὶ ἀπόγονοι τῶν ἡρώων , οἱ ὁποῖοι ἔπλεον
μὲ τὴν Αργώ · καθότι οἱ ἥρωες αὐτοὶ πιάσαντες εἰς τὴν Αῆ ·
μνον , τοὺς ἔσπειραν . Οἱ δὲ Λακεδαιμόνιος ἀκούσαντες τὸν
λόγον τοῦτον , ὅτι ἦταν ἀπὸ τὸ γένος τῶν Μινυῶν , ἔστειλαν
δευτέραν φορὰν καί τους ἠρώτων , τὶ θέλοντες ἦλθαν εἰς τὸν
τόπον των καὶ ἀνάπτουσι φωτίαν · αὐτοὶ δὲ ἀπεκρίθησαν ὅτι
διωχθέντες ἀπὸ τοὺς (* ) Πελασγοὺς ἦλθαν εἰς τοὺς πατέρας
των, καθὼς εἶναι δίκαιον , καὶ ὅτι ζητοῦσι νὰ συγκατοική
σωσιν ὁμοῦ μ᾿ αὐτοὺς , λαμβάνοντες μέρος ἀπὸ τὰς τιμὰς ,
καὶ κλήρους γῆς. Οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι ἔκριναν εὔλογον νὰ
δεχθῶσι τοὺς Μινύας κατὰ τὰ προβλήματά των καὶ περὶ

(*) Ιδ . Βιβ. ΣΤ. §. 138.


ΒΙΒΛ . Δ΄. ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ . 445

πλέον τοὺς παρεκίνει νὰ κάμωσιν αὐτὸ, ὅτι μέσα εἰς τὸ πλοῖον


Αργὼ συνεταξείδευσαν ὁμοῦμὲ τοὺς ἄλλους καὶ οἱ Τυνδαρί
δαι · ὅθεν δεχθέντες τοὺς Μινύας , τοὺς μετέδωσαν ἀπὸ τὴν γῆν
των, καί τους διεμοίρασαν εἰς τὰς φυλάς των . Αὐτοὶ δὲ ἀμέ
σως ἔλαβαν γυναῖκας Λακεδαίμονας, καὶ ἐκείνας τὰς ὁποίας
ἔφεραν ἀπὸ τὴν Λῆμνον , τὰς ὑπάνδρευσαν μὲ ἄλλους .
146. ὀλίγος δὲ καιρὸς ἐπέρασε , καὶ οἱ Μινύαι ἔγιναν αὖ
θάδεις , ζητοῦντες ν᾿ ἀνακατωθῶσιν εἰς τὴν βασιλείαν , καὶ

κάμνοντες καὶ ἄλλα ἀνόσια πράγμανα . Διὰ τοῦτο οἱ Λακε


δαιμόνιοι ἀπεφάσισαν νά τους φονεύσωσιν · ὅθεν τοὺς συνέλαβαν

καὶ τοὺς ἐφυλάκισαν . Οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι, ὅσους ἔχουσι νὰ


φονεύσωσι, τοὺς φονεύουσι νύκτα · καὶ τὴν ἡμέραν κανένα

δὲν φονεύουσιν. ἐπειδὴ λοιπὸν ἦτον ἀποφασισμένον νά τους


θανατώσωσιν , αἱ γυναῖκες τῶν Μινυῶν, οὖσαι πολίτισσαι , καὶ
θυγατέρες τῶν πρώτων Σπαρτιατῶν , ἐζήτησαν τὴν ἄδειαν

νὰ ἐμβῶσιν εἰς τὴν φυλακὴν , καὶ νὰ ὁμιλήσῃ καθεμία μὲ


τὸν ἄνδρα της . Οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοί τας ἄφησαν νὰ ἐμβῶσι ,
ποτὲ μὴ ὑποπτευόμενοι ὅτι ἠμπόρει νὰ γένῃ ἀπ᾽ αὐτὰς δόλος
τις · ἀλλ᾽ αἱ γυναῖκες , ὅτε ἐμβῆκαν, κάμνουσι τὰ ἑξῆς · ὅσα ἐνα
δύματα ἐφόρουν , τὰ ἔδωσαν εἰς τοὺς ἄνδρας των , καὶ αὐταὶ
ἔλαβαν τὰ τῶν ἀνδρῶν . Οἱ δὲ Μινύαι , φορέσαντες τὰ yu

ναικεῖα ἐνδύματα , ὡς γυναῖκες ἐχθῆκαν ἔξω , καὶ ἐκφυγόντες


μὲ τοιοῦτον τρόπον ἐκάθοντο πάλιν εἰς τὸ Ταΰγετον .
147. Εἰς τὸν ἴδιον τοῦτον καιρὸν ὁ Θήρας, υἱὸς τοῦ Αὐ
τεσίωνος, τοῦ Τισαμενοῦ, τοῦ Θερσάνδρου, τοῦ Πολυνείκους ,
ἑτοίμαζεν ἀποικίαν ἀπὸ τὴν Λακεδαίμονα . Αὐτὸς ὁ Θήρας ,
ὢν κατὰ τὸ γένος ἀπόγονος τοῦ Κάδμου , ἦτονἀπὸ μητέρα
θεῖος τοῦ Εὐρυσθένους καὶ Προκλέους , υἱῶν τοῦ Ἀριςοδήμου ·
ἐπειδὴ δὲ οἱ παῖδες αὐτοὶ δὲν ἦταν ἀκόμι εἰς ἡλικίαν νό
446 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

ὁ Θήρας εἶχεν ἐπιτροπικῶς τὴν βασιλείαν εἰς τὴν Σπάρ


μου , ¿
την . ὅτι δὲ ἐμεγάλωσαν οἱ ἀνεψιοί του, καὶ παρέλαβαν τὴν

ἐξουσίαν , ὁ Θήρας μὴ εὐχαριστούμενος νὰ ἄρχηται ἀπ᾿ἄλ


λου ;, ἀφοῦ μίαν φορὰν ἐγεύθη τὴν βασιλείαν , εἶπεν ὅτι δὲν

μένει πλέον εἰς τὴν Λακεδαίμονα , ἀλλὰ θ' ἀποπλεύσῃ εἰς


τοὺς συγγενεῖς του . ἦσαν δὲ εἰς τὴν νῆσον τὴν λεγομένην
σήμερον Θήραν , πρότερον δὲ Καλλίστην , ἀπόγονοι τοῦ Μεμ
Ελιάρου υἱοῦ τοῦ Ποικίλου , ἀνδρὸς Φοίνικος · διότι ὁ Κάδμος
τοῦ Αγήνορος , ζητῶν τὴν Εὐρώπην, ἐπίασεν εἰς τὴν σήμερον

λεγομένην Θήραν · πιάσας δὲ ἐκεῖ , εἴτε διότι ὁ τόπος τὸν ἤρε


σεν , εἴτε καὶ ἁπλῶς ἠθέλησε νὰ κάμῃ τοῦτο , ἀφίνει εἰς ταύ
την τὴν νῆσον καὶ ἄλλους Φοίνικας , καὶ πρὸς τούτοις ἀπὸ

τοὺς συγγενεῖς του τὸν Μεμβλίαρον . Αὐτοὶ ἐνέμοντα τὴν λε


γομένην Καλλίστην εἰς ὀκτὼ γενεὰς ἀνθρώπων , πρὸ τοῦ νὰ
ὑπάγῃ ὁ Θήρας ἀπὸ τὴν Λακεδαίμονα .
148. Εἰς τούτους λοιπὸν ἐπορεύετο ὁ Θήρας , λαβὼν λαὸν
ἀπὸ τὰς φυλὰς, θέλων νὰ συγκατοικήσῃ μαζή των, καὶ ὄχι
νά τους διώξῃ , ἀλλὰ μάλιστα νὰ οἰκειωθῆ μ' αὐτούς. ὅθεν
ὅτε καὶ οἱ Μινύαι φυγόντες ἀπὸ τὴν φυλακὴν , ἐκάθοντο εἰς
τὸ Ταΰγετον , ἐπειδὴ οἱ Λακεδαιμόνιοι ἐβουλεύοντο νά τους
θανατώσωσιν, ὁ Θήρας παρεκάλεσε νά τους συγχωρήσωσι,
διὰ νὰ μὴ γένῃ φόνος, καὶ ἀνεδέχετο αὐτὸς νά τους ἐκβά
λῃ ἀπὸ τὸν τόπον . Ἀφοῦ λοιπὸν οἱ Λακεδαιμόνιοι ἐνέκριναν
τὴν γνώμην του , ἔπλευσεν αὐτὸς μὲ τρεῖς τριακοντόρους
εἰς τοὺς ἀπογόνους τοῦ Μεμβλιάρου · ἔχων ὁμοῦ ὄχι ὅλους
τοὺς Μινύας , ἀλλ᾽ ὀλίγους τινάς· διότι οἱ περισσότεροι ἐξ
αὐτῶν , ὑπῆγαν εἰς τοὺς Παρωρεάτας καὶ Καύκωνας· καὶ
διώξαντες αὐτοὺς ἀπὸ τὸν τόπον των , ἐδιαίρεσαν τὸ ἐδικόν
των πλῆθος εἰς ἓξ μοίρας , καὶ ἔπειτα ἔκτισαν ἐκεῖ τὰς ἀκο
ΒΙΒΛ . Δ΄. ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ . 447

λούθους πόλεις , Λέπρεον , Μάκιστον , Φριξας, Πύργον , Ε


πιον , Νούδιον . ἐξ αὐτῶν τὰς περισσοτέρας ἐπόρθησαν οἱ
Ηλεῖοι εἰς τὸν καιρόν μου . Η δὲ νῆσος ἐπωνομάσθη Θήρα
ἀπὸ τὸν οἰκιστήν .

149. Ἐπειδὴ δὲ ὁ υἱός του δὲν ἠθέλησε νά τον άκολου

θήσῃ εἰς τὴν ἀποικίαν , εἶπεν ὁ Θήρας ὅτι θά τον ἀφήσῃ ὡς


πρόβατον μεταξὺ Λύκων · καὶ ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν λόγον ἔγινε τὸ
ὄνομα τοῦ νέου Οἰόλυκος · καὶ μὲ τὸν καιρὸν αὐτὸ τὸ ὄνομα
ἐπεκράτησεν . Ἀπὸ τὸν Οἰόλυκον δὲ γεννᾶται ὁ Αἰγεὺς ,
ἀπὸ τὸν ὁποῖον ὀνομάζονται Αἰγῖδαι μία μεγάλη φυλὴ εἰς
τὴν Σπάρτην . Ἐπειδὴ δὲ δὲν ἔζων τὰ τέκνα τῶν ἀνθρώπων
τῆς φυλῆς ταύτης , κατὰ χρησμόν τινα ἔκτισαν ναὸν εἰς τὰς
Εριννύας τοῦ Λαΐου καὶ Οἰδίποδος , καὶ ἔκτοτε ἔζων τὰ
παιδία των· τὸ ἴδιον ἠκολούθησε καὶ εἰς τὴν Θήραν εἰς τοὺς
γεννηθέντας ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τούτους .
150. Πως ἰδὼ οἱ Λακεδαιμόνιοι διηγοῦνται τὸ πρᾶγμα

συμφώνως μὲ τοὺς Θηραίου ;· τὸ δὲ ἀκόλουθον μόνοι οἱΘη


ραῖοι λέγουσιν ὅτι ἔγινε τοιουτρόπως . ὁ Γρῖνος , υἱὸς τοῦ
Αἰσανίου , ὢν ἀπόγονος τοῦ Θήρα τούτου , καὶ Βασιλεύων

εἰς τὴν Θήραν νῆσον , ὑπῆγεν εἰς τοὺς Δελφοὺς νὰ προσφέρῃ


ἑκατόμβην ἐκ μέρους τῆς πόλεως · τὸν ἠκολούθουν δὲ καὶ
ἄλλοι πολῖται καὶ πρὸς τούτοις ὁ Βάττος τοῦ Πολυμνήςου ,
ὢν ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Εὐφήμου , ἑνὸς ἀπὸ τοὺς Μινύας . Ἐνῷ
δὲ ἐμαντεύετο ὁ Γρῖνος , ὁó Βασιλεὺς τῶν Θηραίων,2 δὶ ἄλλα
πράγματα , χρησμοδοτεῖ ἡ Πυθία εἰς αὐτὸν νὰ κτίσῃ πόλιν
εἰς τὴν Λιβύαν . Αὐτὸς δὲ ἀποκρίνεται λέγων . » Εγὼ , θεὶ $
εἶμαι ἤδη γέρων , καὶ βαρυκίνητος · ·ὅθεν πρόσταξε κανέ
‫ܗ‬
» να ἀπὸ τοὺς νεωτέρους τούτους νὰ κάμωσιν αὐτά . » Ἐνῷ
δὲ ἔλεγεν αὐτὸ ἐδείκνυε καὶ εἰς τὸν Βάττον . Καὶ τότε μὲν
448 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

τόσον ἔγινε . Μετὰ ταῦτα δὲ ἀναχωρήσαντες δὲν ἐφρόντισαν


πλέον διὰ τὸν χρησμόν · διότι οὔτε τὴν Λιβύαν ἤξευρον , εἰς
ποῖον μέρος τῆς γῆς ἦτον , οὔτε ἐτόλμων εἰς ἄγνωστον τό
πον νὰ στείλωσιν ἀποικίαν .

151. Ἑπτὰ δὲ χρόνοι ἐπέρασαν ἔκτοτε, καὶ δὲν ἔβρεξεν


εἰς τὴν Θήραν · εἰς τοῦτο τὸ διάστημα ὅλα τὰ δένδρα των
εἰς τὴν νῆσον, πλὴν ἑνὸς, ἐξηράνθησαν · καὶ ὅτε ὑπῆγαν οἱ Θ
ραῖοι νὰ ζητήσωσι χρησμὸν, ἡ Πυθία τοὺς ἐπρόβαλε τὴνἀπος
κίαν εἰς τὴν Λιξύαν . Ἐπειδὴ δὲ ἄλλος τρόπος ν' ἀποφύγωσι

τὸ κακὸν δὲν ἦτον, πέμπουσιν εἰς τὴν Κρήτην ἀνθρώπους νὰ


ἐξετάσωσιν ἐάν τις Κρητικὸς ἢ μέτοικος ὑπῆγέ ποτε εἰς τὴν
Λιθύαν . Περιερχόμενοι λοιπὸν εἰς τὴν Κρήτην αὐτοὶ, ὑπῆγαν
καὶ εἰς τὴν πόλιν ἔτανον · ἐκεῖ ἀνταμόνονται μ ' ἕνα πορφυ

ρευτήν · τὸ ὄνομά του ἦτον Κορώβιος . Αὐτὸς εἶπεν ὅτι παρα


συρθεὶς ἀπὸ τοὺς ἀνέμους ὑπῆγεν εἰς τὴν Λιβύαν , καὶ εἰς
τὴν νῆσον τῆς Λιβύας Πλατέαν · ὅθεν πείσαντές τον μὲ
μισθὸν, τὸν ἔφεραν εἰς τὴν Θήραν. Απὸ δὲ τὴν Θήραν πρῶ
τον ἐκίνησαν ὀλίγοι τινὲς διὰ νὰ ὑπάγωσι νὰ παρατηρήσω
σιν · ἀφοῦ δὲ ὡδηγήθησαν εἰς τὴν νῆσον ταύτην τὴν Πλα
τέαν , τὸν μὲν Κορώβιον ἀφίνουσιν ἐκεῖ, καὶ τροφὰς δὲν ἠξεύ
ρω πόσων μηνῶν · αὐτοὶ δὲ ἔπλεον τὀγλιγωρότερον νὰ δώ
σωσι τὴν εἴδησιν εἰς τοὺς Θηραίους διὰ τὴν νῆσον .
152. ἐπειδὴ δὲ αὐτοὶ ἔλειψαν περισσόπερον ἀπὸ τὸν
διορισθέντα καιρὸν , εἰς τὸν Κορώβιον ἐτελείωσαν ὅλα . Μετὰ
ταῦτα δὲ πλοῖον τῆς Σάμου, τοῦ ὁποίου ναύκληρος ἦτον ὁ
Κωλαῖος, πλέον εἰς τὴν Αἴγυπτον , ἐξέπεσεν εἰς τὴν Πλατέαν
αὐτήν · ἀκούσαντες δὲ οἱ Σάμιοι ἀπὸ τὸν Κορώβιον ὅλην τὴν
ἱςορίαν , τὸν ἀφίνουσι τροφὰς δὲ ἕνα χρόνον · αὐτοὶ δὲ σηκω
θέντες ἀπὸ τὴν νῆσον καὶ θέλοντες νὰ ὑπάγωσιν εἰς τὴν Αἴ
1

1
ΒΙΒΛ . Δ΄. ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ . 449

γύπτον , ἔπλεον ἔχοντε ; ἄνεμον ανατολικόν · καὶ ἐπειδὴ δὲν

ἔπαυεν ὁ ἄνεμος , διεκπεράσαντες τὰς Ηρακλείας στήλας ,


φθάνουσιν εἰς τὴν Ταρτησσὸν , ὁδηγούμενοι ἀπὸ θείαν τις

νὰ δύναμιν . Εἰς δὲ τὸ ἐμπόριον τοῦτο ἐκεῖνον τὸν καιρὸν


δὲν εἶχεν ὑπάγει ἀκόμι (*) κανείς · ὥστε ἐπιστρέψαντες αὖ
τοὶ ὀπίσω, ἐκέρδισαν ἀπὸ τὰ φορτία των περισσότατα ἀπ᾿
ὅλους τοὺς Ἕλληνας , ὅσους ἡμεῖς ἀκριβῶς γνωρίζομεν, μετὰ
τὸν Σώστρατον τοῦ Λαοδάμαντος ἀπὸ τὴν Αἴγιναν · διότι με
αὐτὸν δὲν ἠμπορεῖ νὰ παραβληθῇ ἄλλος . Οἱ δὲ Σάμιοι ἐκ
βαλόντες τὴν δεκάτην τοῦ κέρδους , ἓξ τάλαντα , κατεσκεύα
σαν χαλκεῖον, ὅμοιον μὲ ἀργολικὸν κρατῆρα , ὁλόγυρα τοῦ

ὁποίου οἱ πρόκροσσοι εἶναι κεφαλαὶ γρυπῶν · καί το ἀφιέρω


σαν εἰς τὸ Ηραῖον , στήσαντες ὑποκάτω αὐτοῦ τρεῖς χαλκί
νους κολοσσοὺς ἑπταπήχους , στηριγμένους εἰς τὰ γόνατα .
Ἀπὸ δὲ τὸ ἔργον τοῦτο πρώτην φορὰν ἔκαμαν μεγάλην φι
λίαν οἱ Κυρηναῖοι καὶ Θηραῖοι μὲ τοὺς Σαμίους .

153. Οἱ δὲ Θηραῖοι , ἀφοῦ ἀφήσαντες τὸν Κορώβιον εἰς


τὴν νῆσον , ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Θήραν , εἶπαν ὅτι ἐπόλισαν
νῆσον εἰς τὴν Λιβύαν . Ενεκρίθη δὲ νὰ στείλωσι κατοίκους
ἀπ᾿ ὅλας τὰς κώμας , οὔσας ἑπτὰ , λαβόντες διὰ κλήρου ἕνα
μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν · βασιλεὺς δὲ καὶ ἀρχηγὸς τῆς ἀποικίας
νὰ εἶναι ὁ Βάττος . Οὕτω λοιπὸν ἑτοιμάζουσι δύο πεντηκον
τόρους διὰ τὴν Πλατέαν .

154. Ταῦτα μὲν λέγουσιν οἱ Θηραῖοι μόνον · εἰς δὲ τὰ


ἐπίλοιπα συμφωνοῦσι μὲ τοὺς Κυρηναίους · ἔξω εἰς τὰ

( * ) 1δε Βιλ . λ. 163:

(ΤΟΜ. Α . 29
450 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

περὶ τοῦ Βάττου , τὰ ὁποῖα οἱ Κυρηναῖοι διηγοῦνται πάν


τη διαφορετικά , καὶ λέγουσιν οὕτως · Εἶναι πόλις τῆς

Κρήτης Αξὸς , ὅπου ἐστάθη βασιλεὺς ὁ ᾿Ετέαρχος , ὁ ὁποῖος


ἔχων θυγατέρα ἀμήτορα Φρονίμην τὸ ὄνομα , ἔλαβε δευ
τέραν γυναῖκα . Αὐτὴ δὲ ἐμβᾶσα εἰς τὴν οἰκίαν ἤθελε

νὰ δείξῃ καὶ πραγματικῶς ὅτι ἦτον μητρὰ τῆς Φρονί


μης , κάμνουσα ἄπειρα κακὰ , καὶ τεχναζομένη τὰ
πάντα κατ' αὐτῆς · τέλος δὲ πάντων τὴν διέβαλεν ὡς
ἀσελγῆ , καὶ πείθει τὸν ἄνδρα της ὅτι τοῦτο ἦτον

ἀληθές. Αὐτὸς δὲ πιστεύσας τὴν γυναῖκα ἐστοχάσθη νὰ


κάμῃ εἰς τὴν θυγατέρα ἔργον πολλὰ ἀνόσιον . Ἦτον εἰς

τὴν ἐξὸν Θεμίσων τις ἔμπορος Θηραῖος· προσκαλέσας αὖ


τὸν ὁ Ετέαρχος νὰ φιλεύσῃ , τὸν ὁρκόνει νά τον ὑπηρετήσῃ
πιστῶς εἰς ὅ , τι τὸν ζητήσῃ · ἀφοῦ δέ τον ἐξώρκωσε , φέ
ρει καί τον παραδίδει τὴν θυγατέρα του , λέγων νά την
λάβῃ καὶ νὰ ὑπάγῃ να την καταποντίσῃ . ὁ δὲ Θεμίσων ,
ἀγανακτήσας διὰ τὴν ἀπάτην τοῦ ὅρκου του , καὶ διχ
λύσας τὴν μὲ τὸν ᾿Ετέαρχον ξενίαν , ἔκαμνε τὰ ἀκόλου
θα· ἐπῆρε τὴν κόρην καὶ ἀπέπλευσεν · ὅτε δὲ ἤνοιξεν εἰς

τὸ πέλαγος , διὰ νὰ ἐκπληρώσῃ τὴν ἐξόρκωσιν τοῦ ᾿Ετεάρ


χου , δέσας την μὲ σχοινία , τὴν κατεβίβασεν εἰς τὴν θά

λασσαν , ἔπειτα δὲ ἀνελκύσας αὐτὴν ὑπῆγεν εἰς τὴν Θήραν .


155. Παραλαβὼν δὲ τὴν Φρονίμην ὁ Πολύμνηστος , εἷς

ἀπὸ τοὺς σημαντικοὺς Θηραίους , τὴν εἶχε παλλακήν· καὶ


μὲ τὸν καιρὸν ἔκαμεν αὐτὴ παιδίον ἰσχνόφωνον καὶ τραυλὸν ,
εἰς τὸ ὁποῖον ἐξάλθη ὄνομα Βάττος· καθὼς λέγουσιν οἱ Θη
ραῖοι καὶ Κυρηναῖοι, καθὼς ἐγὼ ὅμως στοχάζομαι , εἶχεν
ἄλλά τι ὄνομα · Βάττος δὲ μετωνομάσθη ἀφοῦ ὑπῆγεν εἰς

τὴν Λιβύην, λαβὼν τὴν ἐπωνυμίαν ἀπὸ τὰ χρησμοδοτηθέντα


ΒΙΒΑ . Δ . ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ . 451

Εἰς αὐτὸν , ὅτε ἦτον . εἰς τοὺς Δελφοὺς, καὶ ἀπὸ τὴν ἀξίαν
τῆς βασιλείας · διότι οἱ Λίβυες ὀνομάζουσι Βάττον τὸν βα
σιλέα · καὶ δι᾿ αὐτὸ στοχάζομαι ὅτι χρησμοδοτοῦσα ἡ Πυ
θία τὸν ὠνόμασε μὲ Λυσικὴν γλῶσσαν , ἠξεύρουσα ὅτι εἶχε
νὰ γένη βασιλεὺς εἰς τὴν Λιβύαν . ὅτε αὐτὸς ἐμεγάλωσεν
εἰς τὴν ἡλικίαν , ὑπῆγεν εἰς τοὺς Δελφοὺς νὰ ἐρωτήσῃ διὰ
τὴν ἰσχνότητα τῆς φωνῆς του ἐρωτῶντα δὲ ἡ Πυθία τὸν
λέγει τὰ ἀκόλουθα .
Βάττε, διὰ φωνὴν ἦλθες · ὁ θεὸς δὲ , ὃ Φοΐβος Ἀπόλλων ,

σὲ πέμπει υἰκιστὴν εἰς τὴν Λιβύαν τὴν προβατοτρόφον


. ‫ܐ‬
ὡς ἐὰν ἔλεγεν ῾λληνικὴν γλῶσσαν μεταχειριζομένη
βασιλεῦ διὰ φωνὴν ἦλθες . » Αὐτὸς δὲ ἀποκρίνεται τὰ ἑξῆς·
»
Θεὲ , ἐγὼ μὲν ἦλθα εἰς σὲ νὰ ζητήσω χρησμὸν διὰ τὴν
» φωνήν μου · σὺ δὲ μὲ χρησμοδοτεῖς ἄλλα πράγματαἀδύ
»- νατα , προστάζων με ν᾿ ἀποικίσω τὴν Λιβύαν · ς μὲ τίνα
Τ
δύναμιν ; : μὲ ποῖα μέσα ; » Μὲ ὅλους τούτους τοὺς λό
γους δὲν ἔπειθε τὸν θεὸν νά τον δώσῃ ἄλλον χρησμόν · καὶ
ἐπειδὴ πάλιν τὸν ἐμάντευε τὰ ἴδια , ὡς καὶ πρότερον , ἄφη
δεν ὅλα ὁ Βάττος καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὴν Θήραν .
156. Μετὰ ταῦτα δὲ , πολλαὶ συμφοραὶ ἠκολούθησαν
καὶ εἰς αὐτὸν καὶ εἰς τοὺς ἄλλους Θηραίους , διὰ τὴν ἀγαπ

νάκτησιν τοῦ θεοῦ . Αγνοοῦντες δὲ οἱ Θηραῖοι τὴν αἰτίαν


τῶν συμφορῶν , ἔπεμπον εἰς τοὺς Δελφοὺς νὰ μάθωσι διὰ
τὰ παρόντα κακά· ἡ δὲ Πυθία ἐχρησμοδότησεν εἰς αὐτούς ·
ἐὰν ὁμοῦ μὲ τὸν Βάττον κτίσωσι τὴν Κυρήνην τῆς Λι

βύας, θὰ ὑπάγωσι καλήτερα τὰ πράγματά των . Οὕτω λοι


πὸν ἀπέστελλον τὸν Βάττον οἱ Θηραῖοι μὲ δύο πεντηκον
τόρους· κινήσαντες δὲ αὐτοὶ νὰ ὑπάγωσιν εἰς τὴν Λιβύαν ,
(διότι δὲν ἠμπόρουν ἀλλέως νὰ κάμωσι, ) πάλιν ἐπέστρε

29*
452 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

φον ὀπίσω εἰς τὴν Θήραν · οἱ δὲ Θηραῖοι τοὺς ἐλιθοβόλουν,


θέλοντας νὰ ἐμβῶσιν εἰς τὸν λιμένα , καὶ δέν τους ἄφινον
νὰ πλησιάσωσιν εἰς τὴν γῆν, ἀλλά τους ἔλεγον νὰ πλεύ
σωσιν ὀπίσω εἰς τὴν Λιβύαν , Αὐτοὶ λοιπὸν βιασμένοι ἀπέ
πλεον ὀπίσω· καὶ ἐπόλισαν νῆσον κειμένην πλησίον τῆς Δια

Εύας , τὸ ὄνομα , ὡς καὶ πρότερον εἶπα , Πλατέαν . Λέγου


σε δὲ ὅτι ἡ νῆσος εἶναι ἴση μὲ τὴν σημερινὴν πόλιν τῶν
Κυρηναίων.
157. Δύο χρόνο : ἦσαν ἀφοῦ ἐκατοίκουν αὐτὴν,καὶ κανὲν
καλὸν δὲν εἶχον· ὅθεν ἀφίσαντες ἐκεῖ ἕνα , οἱ λοιποὶ ὅλοι ἀπέ
πλεον εἰς τοὺς Δελφούς · ἐλθόντες δὲ εἰς τὸ μαντεῖον ἐζήτουν
χρησμὸν , λέγοντες ὅτι δύο χρόνους κατοικοῦσι τὴν Λιβύαν,
καὶ καμμίαν βελτίωσιν δὲν ἔχουσι κατοικοῦντες αὐτήν . Η
δὲ Πυθία τοὺς ἀποκρίνεται πρὸς αὐτά .
᾿Εὰν σὺ ἠξεύρῃς καλήτερ᾽ ἀπ ' ἐμὲ τὴν προβατοτρόφον
Λιβύαν , σὺ , ὁ ὁποῖος δὲν ὑπῆγες εἰς αὐτὴν , ἀπ᾿ ἐμὲ , ὁ ὁ
ποῖος ὑπῆγα , πολλὰ θαυμάζω τὴν σοφίαν σου .
Ακούσαντες δὲ ταῦτα οἱ περὶ τὸν Βάττον ἀπέπλεον ὀπί
σω · διότι ὁ θεὸς δέν τους ἀπέλυεν ἀπὸ τὸ χρέος τῆς ἀποι
κίας, πρὸ τοῦ νὰ ὑπάγωσιν εἰς τὴν Λιβύαν καθαυτό . ὅθεν
ἐλθόντες εἰς τὴν νῆσον , καὶ λαβόντες ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον

εἶχον ἀφήσει, ἐκατοίκησαν μέρος τῆς Λιβύας ἀντικρὺ τῆς


νήσου , τὸ ὁποῖον ὠνομάζετο ῎ζιρις , καὶ τὸ ὁποῖον ἀπὸ τὰ

δύο μέρη περιορίζουσιν ὡραιότατοι δασώδεις λόφοι , ἀπὸ δὲ


τὸ τρίτον παρατρέχει ποταμός .
158. Αὐτὸν τὸν τόπον ἐκατοίκουν ἓξ χρόνους, τὸν δὲ ἕξε
δομον παρακαλέσαντές τους οἱ Λίβυες, καὶ ὑποσχεθέντες ὅτι
θά τους φέρωσιν εἰς καλήτερον τόπον, τοὺς κατέπεισαν νά τον

ἀφήσωσιν · ὅθεν σηκώσαντές τους ἀπεκεῖ οἱ Λίβυες , τοὺςὡδή
BIBA A' . MEATIÓMÉNH. 453

γουν πρὸς δυσμάς· διὰ νὰ μὴ ἴδωσι δὲ οἱ Ἕλληνες περνῶν


τες τὸν ὡραιότατον τόπον ὄντα εἰς τὸν δρόμον των, οἱ Λί
βύες συμμετρήσαντες τὸν καιρὸν τῆς ἡμέρας , τοὺς ἐπέρνων
ἀπεκεῖ τὴν νύκτα · ὀνομάζεται δὲ αὐτὸς ὁ καλὸς τόπος ῎
σαρα. ὅτε δὲ ἔφεραν αὐτοὺς εἰς κρήνην λεγομένην ὅτι εἶναι
τοῦ Απόλλωνος , εἶπαν · » ἄνδρες Ἕλληνες , αὐτοῦ σᾶς εἶναι
. συμφέρον νὰ κατοικῆτε· διότι αὐτοῦ ὁ οὐρανὸς εἶναι τρυ
.
πημένος . »
159. Εἰς τὰς ἡμέρας δὲ τοῦ οἰκιστοῦ Βάττου , βασιλεύ
σαντος τεσσαράκοντα χρόνους, καὶ εἰς τὰς ἡμέρας τοῦ υἱοῦ
αὐτοῦ Αρκεσιλάου , βασιλεύσαντος δέκα ἓξ χρόνους , ἐκατοί
κουν οἱ Κυρηναῖοι, ὄντες τόσοι , ὅσοι ἐξ ἀρχῆς ἐστάλθησαν εἰς

τὴν ἀποικίαν · εἰς δὲ τὰς ἡμέρας τοῦ τρίτου βασιλέως , ὀνομα


ζομένου Βάττου εὐδαίμονος , παρεκίνησεν ἢ Πυθία , ὅλους τοὺς

Ἕλληνας διὰ χρησμοῦ νὰ ὑπάγουν νὰ συγκατοικήσωσι μὲ


τοὺς Κυρηναίους τὴν Λιβύαν · διότι τοὺς ἐπροσκάλουν οἱ Κϋ
ρηναῖοι εἰς ἀναδασμὸν γῆς. ὁ δὲ χρησμὸς τῆς Πυθίας ἦτον
τοιοῦτος .

Οποιος ὑπάγῃ εἰς τὴν πολυπόθυτον Λιδύαν, ἀφοῦμοι

ρασθῇ ἡ γῆ , τὸν λέγω ὅτι πολὺ θὰ μετανοήσῃ μετὰ ταῦτα .


ἐπειδὴ λοιπὸν ἐμαζεύθη πολὺ πλῆθος εἰς τὴν Κυρήνην ; οἱ

περίοικοι Λίβυες καὶ ὁ βασιλεὺς αὐτῶν , ὀνομαζόμενος Αδι


κρὰν στερούμενοι τὸν τόπον των, τὸν ὁποῖον τοὺς περιέκο
πτον οἱ ξένοι , καὶ περιϋβριζόμενοι ἀπὸ τοὺς Κυρηναίους , ἔςει
λαν εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ παρέδωσαν τὸν ἑαυτόν των εἰς
τὸν ᾿Απρίην , βασιλέα τῆς Αἰγύπτου . Αὐτὸς δὲ μαζεύσαςπου
λὺ ςράτευμα Αἰγυπτίων , τὸ ἔςειλε κατὰ τῆς Κυρήνης. Οἱ δὲ
Κυρηναῖοι ἐκστρατεύσαντες εἰς τὸν τόπον ἴσαρα , καὶ εἰς
τὴν κρήνην Θέστην , ἐκτυπήθησαν μὲ τοὺς Αἰγυπτίους, καὶ
454 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

ἐνίκησαν εἰς τὴν μάχην . Επειδὴ δὲ οἱ Αἰγύπτιοι πρότερον


δὲν εἶχον δοκιμάσει τοὺς Ἕλληνας , καί τους περιεφρόνουν ,
διεφθάρησαν τόσον , ὥστε πολλὰ ὀλίγοι ἐπέστρεψαν εἰς τὴν
Αἴγυπτον . Διὰ τοῦτο οἱ Αἰγύπτιοι μεμφόμενοι τὸν Ἀπρίην ,
ἀπεστάτησαν ἀπ᾿ αὐτόν .

16ο . Ἀπὸ τοῦτον τὸν Βάττον ἐγεννήθη υἱὸς ὁ ᾿Αρκεσίλαος ,


ὁ ὁποῖος βασιλεύσας ἐστασίασε πρῶτον μὲ τοὺς ἀδελφούς
του , ὥστε τὸν ἄφησαν καὶ ὑπῆγαν εἰς ἄλλο μέρος τῆς Λι
Εύας· καὶ ἀποφασίσαντες νὰ ζήσωσι χωρὶς ἐκεῖνον , ἔκτισαν
ኣ ὁποία καὶ τώρα ὀνομάζεται (* ) Βάρκη ,
ταύτην τὴν πόλιν , ἡ
καθὼς καὶ τότε · ἐνταυτῷ δὲ ἀποστατίζουσι καὶ τοὺς Λί
Ευας ἀπὸ τοὺς Κυρηναίους . Μετὰ ταῦτα δὲ ὁ ᾿Αρκεσίλαος ἐ
κίνει ςρατεύματα ἐναντίον τῶν ἀποςατησάντων καὶ τῶν δεχ
θέντων αὐτοὺς Λιβύων . Αὐτοὶ δὲ οἱ Λίβυες φοβηθέντες τὸν
᾿Αρκεσίλαον , ἔφυγαν καὶ ὑπῆγαν εἰς τοὺς Ἀνατολικοὺς Λί
Ευας · ὁ δὲ ᾿Αρκεσίλαος ἠκολούθει αὐτοὺς κατόπι φεύγοντας ,
ἕως ὅτου ἐπιδιώκων ἔφθασεν εἰς τὴν Λεύκωνα τῆς Λιδύας ,
ὅπου ἀπεφάσισαν οἱ Λίβυες νά τον κτυπήσωσι· πιασθέντες.
δὲ εἰς πόλεμον , ἐνίκησαν τοὺς Κυρηναίους τόσον , ὥστε ἔπε

σαν ἐκεῖ ἑπτὰ χιλιάδες ὁπλῖται Κυρηναίων. Μετὰ δὲ τὴν


θραῦσιν αὐτὴν , τὸν μὲν ᾿Αρκεσίλαον , ὁ ὁποῖος ἦτον ἄῤῥωςος,
καί εἶχε πιεῖ ἰατρικὸν , πνίγει ὁ ἀδελφός του Λέαρχος · τὸν
δὲ Λέαρχον δολοφονεῖ ἡ γυναῖκα τοῦ ᾿Αρκεσιλάου τὸ ὄνομα
Ερυξώ .

161. Διεδέχθη δὲ τὴν βασιλείαν ὁ υἱὸς τοῦ Αρκεσιλάου


Βάττος , ὁ ὁποῖος ἦτον χωλὸς , καὶ ὄχι ἀρτίπους . Οἱ δὲ Κυρη

(* ) ἐφύλαξε τὸ ὄνομα τοῦτο ἕως σήμερον · λέγεται δὲ ἐνίοτε καὶ Τολομέτα


ΒΙΒΛ . Δ '. ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ . 455

ναῖοι διὰ τὴν συμβᾶσαν συμφορὰν ἔπεμπον ἀνθρώπους εἰς


τοὺς Δελφοὺς νὰ ἐρωτήσωσι ποίαν διοίκησιν καταςήσαντες
θέλουσι κατοικεῖ εὐτυχῶς . Η δὲ Πυθία τοὺς ἔλεγε νὰ φέρωσι
καταρτιστῆρα εἰς τὸν τόπον των ἀπὸ τὴν Μαντίνειαν τῆς
Αρκαδίας . Έστειλαν καὶ εζήτησαν οἱ Κυρηναῖα καὶ οἱ Μαν
τινεῖς τοὺς ἔδωσαν ὑποληπτικώτατον ἄνθρωπον ἀπὸ τοὺς πο
λίτας, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα ἦτον Δημώναξ. Αὐτὸς λοιπὸν ὁ
ἄνθρωπος ἐλθὼν εἰς τὴν Κυρήνην , καὶ ἐξετάσας ὅλα, πρῶ
τον μέν τους ἐδιαίρεσεν εἰς τρεῖς φυλὰς , διατάξας αὐτοὺς
τοιουτοτρόπως τοὺς μὲν Θηραίους καὶ περιοίκους ἔκαμε
μίαν μοίραν · δευτέραν δὲ τοὺς Πελοποννησίους καὶ Κρῆτας˙
καὶ τρίτην , τοὺς νησιώτας ὅλους . Επειτα δὲ ξεχωρίσας διὰ
τὸν βασιλέα Βάττον μέρος γῆς καὶ τὰς ἱερωσύνας, ἔκαμε
κοινὰς εἰς τὸν δῆμον τὰς ἄλλας ὅλας τιμὰς , ὅσας εἶχον
πρότερον οἱ βασιλεῖς .
162. ἐπὶ τούτου λοιπὸν τοῦ Βάττου τοιαύτη τάξις ἦχο

λούθει. Ἐπὶ δὲ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Αρκεσιλάου ἔγινε πολλὴ τα

ραχὴ διὰ τὰς τιμάς · διότι ὁ Αρκεσίλαος , ὁ υἱὸς τοῦ Βάττου


τοῦ Χωλοῦ καὶ τῆς Φερετίμης, ἔλεγεν ὅτι δὲν δέχεται
θὼς διέταξε τὰ πράγματα ὁ Μαντινεὺς Δημώναξ , καὶ ἐζή
τει ἀπαραιτήτως τὰ γέρα τῶν προγόνων του . Εκ τούτου 50
σιάζων ἐνικήθη , καὶ ἔφυγεν εἰς τὴν Σάμον · ἡ δὲ μητέρα του
ἔφυγεν εἰς τὴν Σαλαμῖνα τῆς Κύπρου . Τὴν δὲ Σαλαμῖνα
ὥριζε κατ' ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ὁ Εὐέλθων , ὁ ὁποῖος ἀφιέρωσε
τὸ εἰς τοὺς Δελφοὺς ἀξιοθέατον θυμιατήριον , κείμενον τώρα
εἰς τὸν θησαυρὸν τῶν Κορινθίων . Εἰς τοῦτον λοιπὸν ἐλ
θοῦσα ἡ Φερετίμη , τὸν παρεκάλει να την δώση στράτευ
μα , τὸ ὁποῖον νὰ καταβιβάσῃ αὐτὴν καὶ τὸν υἱόν της εἰς
τὴν Κυρήνην . ὁ δὲ Εὐέλθων πᾶν ἄλλο τὴν ἔδιδε , πλὴνςρα
456 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

τεύματος· καὶ ἐκείνη λαμβάνουσα ὅσα τὴν ἔδιδε, καλὸν ,


ἔλεγεν ,. εἶναι καὶ τοῦτο , καλήτερον ὅμως τὸ νά την δώση,
τὸ ὁποῖον ἐζήτει στράτευμα · αὐτὸ ἔλεγεν εἰς πᾶν ὅ, τι ἐκεῖ
νός την ἔδιδε. Τέλος πάντων τὴν ἔστειλε δῶρον ὁ Εὐέλθων
ἀδράκτιον χρυσοῦν καὶ ἠλακάτην · ἦτον δὲ ὁμοῦ καὶ μαλ
λίον · ἐπειδὴ δὲ πάλιν ἡ Φερετίμη εἶπε τὸν ἴδιον λόγον , ὁ
Ευέλθων ἀπεκρίθη , ὅτι τοιαῦτα δῶρα προσφέρει εἰς τὰς γυ
γαῖκας , καὶ ὄχι στρατεύματα.
163. ὁ δὲ ᾿Αρκεσίλαος , ὢν τότε εἰς τὴν Σάμον , ἐστρα
τολόγει τὸν τυχόντα μὲ ὑπόσχεσιν ἀναδασμοῦ γῆς · καὶ ἐσυ
ναθροίζετο πολὺ στράτευμα· αὐτὸς δὲ ὑπῆγεν εἰς τοὺς Δελ
φοὺς, và
νὰ ἐρωτήσῃ τὸ χρηστήριον διὰ τὴν κάθοδόν του . Η δὲ

Πυθία τὸν χρησμοδοτεῖ τὰ ἀκόλουθα .


Εως τέσσαρας Βάττους , καὶ τέσσαρας ᾿Αρκεσιλάους ,
ὀκτὼ δηλαδὴ γενεὰς ἀνθρώπων , σᾶς συγχωρεῖ ὁ Λοξίας
κὰ βασιλεύητε εἰς τὴν Κυρήνην , περισσότερον ὅμως
τούτου οὔτε νὰ πασχίσητε σᾶς συμβουλεύει. Σὺ δὲ νὰ
καταβῇς εἰς τὴν πατρίδα σου , καὶ νὰ μένῃς ἥσυχος
καὶ ἐὰν εὕρῃς τὴν κάμινον γεμάτην ἀπὸ ἀμφυρεῖς , μὴ
ψήσῃς τοὺς ἀμφορεῖς, ἀλλ᾽ ἔκβαλέ τους εἰς τὸν ἀέρα
ἐὰν δὲ καὶ ἀνάψῃς τὴν κάμινον , μὴ ἐμβῆς εἰς τὴν περίβ
ῥυτον . εἰ δὲ μὴ , θ ' ἀποθάνῃς καὶ σὺ καὶ ὁ ὡραιότατος
ταῦρος.
164. Ταῦτα χρησμοδοτεῖ ἡ Πυθία εἰς τὸν ᾿Αρκεσίλαον .
Αὐτὸς δὲ παραλαβὼν τὰ ςρατεύματα ἀπὸ τὴν Σάμον, κατέβη
εἰς τὴν Κυρήνην , καὶ γενόμενος κύριος τῶν πραγμάτων, δὲν
ἐνθυμεῖτο τὸν χρησμὸν, ἀλλ᾽ ἐζήτει ἐκδίκησιν ἀπὸ τοὺς ἀντ

τιστασιώτας διὰ τὴν φυγήν του . Απ᾿ αὐτοὺς δὲ ἄλλοι


μὲν διόλου ἔφυγαν ἀπὸ τὸν τύπον · ἄλλους δέ τινας συλ
ΒΙΒΛ. Δ΄. ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ . 457

λαβὼν ὁ ᾿Αρκεσίλαος ἔστειλεν εἰς τὴν Κύπρον διὰ θά

νατον· ἀλλὰ τούτους μὲν ἐλύτρωσαν οἱ Κνίδιοι , ἀποσυρ


θέντας εἰς τὴν νῆσόν των ἐξ αἰτίας τοῦ καιροῦ , και τους
ἀπέστειλαν εἰς τὴν Θήραν · ἄλλους δέ τινας πάλιν ἐκ τῶν
Κυρηναίων καταφυγόντας εἰς μεγάλον ἰδιωτικὸν πύργον τοῦ

Αγλωμάχου , ὁ Αρκεσίλαος περισωρεύσας φρύγανα , ἔκαυσεν


αὐτούς . Ἀφοῦ δὲ τὸ πρᾶγμα ἔγινε , νοήσας ὁ Αρκεσίλαος ὅτι
αὐτὸ ἦτον ὁ χρησμὸς , ὅτι ἡ Πυθία δέν τον ἐσυγχώρει νὰ ψή
σῃ τοὺς ἀμφορεῖς , ὅταν τοὺς εὕρῃ εἰς τὴν κάμινον , ἀπεμα
κρύνθη αὐτοθελήτως ἀπὸ τὴν πόλιν τῶν Κυρηναίων , φοβού
μενος τὸν θάνατον, τὸν ὁποῖον εἶπεν ὁ χρησμὸς, καὶ νομίζων
ὅτι περίῤῥυτον ἐνόει τὴν Κυρήνην . Εἶχε δὲ ὁ Αρκεσίλαος γυναῖ
κασυγγενῆ του τινὰ, θυγατέρα τοῦ Βασιλέως τῶν Βαρκαίων ,
τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα ἦτον Αλαζίρ· εἰς αὐτὸν ὑπάγει μερικὰ
δὲ παλληκάρια Βαρκαῖοι καὶ φυγάδες ἀπὸ τὴν Κυρήνην ,
βλέποντές τον περιερχόμενον εἰς τὴν ἀγορὰν , τὸν φονεύουσια
πρὸς τούτοις δὲ καὶ τὸν πενθερόν του Αλαζῖρα . ὁ Αρκεσίλαος
λοιπὸν εἴτε ἑκουσίως , εἴτε ἀκουσίως μὴ φυλάξας τὸν χρησ
σμὸν , ἐκπλήρωσε τὸ πεπρωμένον .

165. Η δὲ μητέρα του Φερετίμη , ἐνόσῳ ὁ ᾿Αρκεσίλαος ,


αἴτιος τῆς ἰδίας του φθορᾶς , διέτριβεν εἰς τὴν Βάρκην , αὖ
τὴ εἶχεν εἰς τὴν Κυρήνην τὰ προνόμια τοῦ υἱοῦ της, ἀπο
λαύουσα καὶ τὰς ἄλλας τιμὰς , καὶ ἔτι συνεδρεύουσα εἰς τὴν
βουλήν· καθὼς δὲ ἔμαθεν ὅτι ὁ υἱός της ἀπέθανεν εἰς τὴν
Βάρκην, ἔφυγε καὶ ὑπῆγεν εἰς τὴν Αἴγυπτον , ἐλπίζουσα
εἰς ἐκδουλεύσεις τινὰς , τὰς ὁποίας ὁ ᾿Αρκεσίλαος ἔκαμεν
εἰς τὸν Καμβύσην τοῦ Κύρου • καθότι αὐτὸς ὁ Αρκεσίλαος ἦτον ,
ὁ ὁποῖος ἔδωσε τὴν Κυρήνην εἰς τὸν Καμβύσην , καὶ ὑπε
χρεώθη αυτοθελήτως νὰ πληρόνῃ φόρον . Φθάσασα λοιπὸν ἡ
458 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

Φερετίμη εἰς τὴν Αἴγυπτον , ἐκάθισεν ἱκέτις τοῦ ᾿Αρμάνδου ,


παρακαλοῦσά τον νὰ ἐκδικήσῃ τὸν υἱόν της καὶ προβάλλου
σα πρόφασιν ὅτι ὁ υἱός της ἐθανατώθη , διὰ τὴν εἰς τοὺς
Μήδους προσήλωσίν του .
166. ὁ δὲ Αρυάνδης αὐτὸς ἦτον ὕπαρχος τῆς Αἰγύπτου ,
διορισθεὶςἀπὸ τὸν Καμβύσην · μετὰ ταύτην δὲ τὴν ὑπόθεσιν ἐ
σκοτώθη ,διότι ἠθέλησε νὰ ἐξισωθῆ μὲ τὸν Δαρεῖον . Αὐτὸςἀκού
σας καὶ ἰδὼν τὸν Δαρεῖον ὅτι ἐπεθύμει ν᾿ ἀφήσῃ μνημόσυνον τοις
οῦτο , ὁποῖον ἄλλος βασιλεὺς δὲν ἔκαμεν, ἐμιμεῖτο αὐτὸν , διὰ
τὸ ὁποῖον καὶ ἔλαβε τὸν μισθόν του . ὁ μὲν Δαρεῖος λαγαρίσας
χρυσίον, ὅσον δυνατὸν , καθαρώτατον , ἔκοψε νόμισμα · ὁ δὲ Α
ρυάνδης ἄρχων τῆς Αἰγύπτου , ἔκαμνε τὸ ἴδιον εἰς ἀργύριον · καὶ
τώρα ἀργύριον καθαρώτατον εἶναι τὸ Αρυανδικόν. Μαθὼν δὲ ὁ
Δαρεῖος ὅτι αὐτὸς ἔκαμνε τοιαῦτα , τὸν τὗρεν ἄλλην τινὰ αἰ
τίαν , ὅτι τάχα ἐνήργει ἐπανάςασιν , καί τον ἐφόνευσε .
167. Τότε δὲ αὐτὸς ὁ ᾿ρυάνδης λαβὼν συμπάθειαν εἰς
τὴν Φερετίμην , τὴν δίδει στράτευμα , ὅλον τὸ Αἰγυπτιακὸν,
πεζικὸν καὶ ναυτικόν · στρατηγὸν δὲ τοῦ μὲν πεζικοῦ διώ
ρισε τὸν ἔμασιν , ἄνδρα Μαράφιον , τοῦ δὲ ναυτικοῦ , τὸν
Βάδρην , ὄντα ἀπὸ τὸ γένος τῶν Πασαργαδῶν . Πρὶν δὲ ξε

κινήσῃ τὸ στράτευμα ὁ Δρυάνδης , πέμψας εἰς τὴν Βάρ


κην κήρυκα ἠρώτα , τὶς ἦτον ὁ ὁποῖος ἐφόνευσε τὸν ᾿Αρκεσίε
λαον · οἱ δὲ Βαρκαῖοι ἀνεδέχοντο τὸν φόνον ὅλοι , λέγοντες
ὅτι ἔπασχον πολλὰ καὶ κακὰ ἀπ᾿ αὐτόν . Ἀφοῦ δὲ ἤκουσεν .

αὐτὰ ὁ Δρυάνδης , τότε ἐξεκίνησε τὸ στράτευμα ὁμοῦ μὲ


τὴν Φερετίμην . Καὶ αὐτὴ μὲν ἡ αἰτία ἐλέγετο ὡς πρόσχη
μα· ἐπέμπετο δὲ κυρίως τὸ ςράτευμα , καθὼς ἐγὼ στοχά
ζομαι, διὰ νὰ κατατρέψῃ τοὺς Λίβυας . Τῶν δὲ Λιβύων εἶναι
πολλὰ καὶ διάφορα ἔθνη , ἐκ τῶν ὁποίων ὀλίγα ἦσαν ὑπής
ΒΙΒΛ. Δ΄ ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ. 459

κοα τοῦ βασιλέως , τὰ δὲ περισσότερα οὔτε ἤθελον νὰ ἠξεύ


ρωσι παντελῶς τὸν Δαρεῖον .
168. Εἶναι δὲ κατοικημένοι οὕτως οἱ Λίβυες , ἀρχίσαντες
ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον. Πρῶτοι ἐκ τῶν Λιβύων κατοικοῦσιν οἱ
Αδυρμαχίδαι, οἱ ὁποῖοι μεταχειρίζονται ἔθιμα τὰ περισσότε
ρα Αἰγυπτιακά · ἐνδυμασίαν δὲ φοροῦσιν , ὁποίαν καὶ οἱ ἄλλοι
Λίβυες · αἱ δὲ γυναῖκες αὐτῶν φοροῦσιν εἰς ἑκατέραν κνή
μην ψέλιον χάλκινον · ἔχουσαι δὲ μαλλία εἰς τὴν κεφαλὴν ,
ὅταν τὰς δαγκάνωσιν αἱ ψεῖραι , τὰς πιάνουσι , καὶ ἀφοῦ
τὰς ἀντιδαγκάσωσιν , ἔπειτά τας ῥίπτουσιν . Αὐτοὶ μόνοι
ἀπὸ τοὺς Λίβυας κάμνουσι τοῦτο · καὶ μόνοι ὅταν αἱ παρθέ
νοι μέλλωσι νὰ ὑπανδρευθῶσι, πρῶτον δεικνύουσιν αὐτὰς εἰς

τὸν βασιλέα , καὶ ὁποία τὸν ἀρέσῃ , διαπαρθενεύεται ἀπ᾽ αὖ


τόν . Εκτείνονται δὲ αὐτοὶ οἱ Αδυρμαχίδαι ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον

ἕως λιμένα τινὰ , ὁ ὁποῖος ὀνομάζεται Πλυνός .


169. Κατόπι τούτων εἶναι ἡ Γιλιγάμμαι , νεμόμενοι τὸν
πρὸς δυσμὰς τόπον , ἕως τὴν νῆσον Αφροδισιάδα· εἰς δὲ τὸ
μεταξὺ τῆς ἐπικρατείας αὐτῶν ἀντικρύζει ἡ Πλατέα νῆσος ,
τὴν ὁποίαν ἔκτισαν οἱ Κυρηναῖοι· καὶ εἰς τὴν ἤπειρον εἶναι ὁ
Μενελάϊος λιμὴν , καὶ ἡ ῎ξιρις , τὴν ὁποίαν ἐκατοίκουν οἱKu
ρηναῖοι· ἀπεκεῖ ἀρχίζει καὶ τὸ σίλφιον · ἐκτείνεται δὲ τὸ σίλ

φιον ἀπὸ τὴν Πλατέαν νῆσον ἕως τὸ στόμα τῆς Σύρτιος.


Μεταχειρίζονται δὲ αὐτοὶ ἔθιμα παρόμοια μὲ τοὺς ἄλλους .
170. Κατόπι δὲ τῶν Γιλιγαμμῶν πρὸς δυσμὰς εἶναι
οἱ Ασβύσται· οὗτοι δὲ κατοικοῦσι τὸ μέρος τὸ ἀνωτέρω τῆς

Κυρήνης , καὶ δὲν ἐκτείνονται ἕως τὴν θάλασσαν · διότι νέμον

ται τὸ παραθαλάσσιον οἱ Κυρηναῖοι. Περιπατοῦσι δὲ μὲ

τέθριππα ὄχι ὀλιγώτερον , ἀλλὰ πολὺ περισσότερον


460 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

ἀπὸ τοὺς ἄλλους Λίβυας. Νόμους δὲ τοὺς περισσοτέρους ἐπι


τηδεύονται νὰ μιμῶνται τοὺς τῶν Κυρηναίων .

171. Κατόπι δὲ τῶν Ἀσβυστῶν πρὸς δυσμὰς εἶναι οἱ


Αὐσχίσαι· αὐτοὶ κατοικοῦσι παράνω τῆς Βάρκης , καταβαί
νοντες ἕως τὴν θάλασσαν πρὸς τὸ μέρος τῶν Εὐεσπεριδῶν.
Κατὰ τὸ μέσον δὲ τῆς χώρας τῶν Αὐσχισῶν κατοικοῦσιν οἱ
Κάβαλες , ἔθνος μικρὸν , ἐκτεινόμενοι ἕως τὴν θάλασσαν πρὸς
τὴν Τεύχειραν , πόλιν τῆς Βαρκαίας γῆς. Νόμους δὲ μεταχει
ρίζονται τοὺς ἰδίους , τοὺς ὁποίους καὶ οἱ κατοικοῦντες πα
ράνω τῆς Κυρήνης ,

172. Κατόπι δὲ τῶν Αὐσχισῶν τούτων πρὸς δυσμὰς


εἶναι οἱ Νασαμῶνες , ἔθνος πολυάριθμον , οἱ ὁποῖοι τὸ θέρος .
ἀφίνοντες τὰ ποίμνια εἰς τὰ παραθαλάσσια, ἀναβαίνουσιν

εἰς τόπον τινὰ λεγόμενον Αὔγιλα , διὰ νὰ μαζεύσωσι τὸ

πωρικὸν τῶν φοινίκων· αὐτοὶ δὲ γίνονται πολλοὶ καὶμεγά


λοι , ὄντες ὅλοι καρποφόροι. Τοὺς δὲ ἀττελέβους ἀφοῦ
πιάσωσι καί ξηράνωσιν εἰς τὸν ἥλιον , τοὺς ἀλέθουσι
καὶ ἔπειτα πυτίζοντές τους εἰς γάλα , τὸ πίνουσιν . ὁ νόμος
συγχωρεῖ εἰς αὐτοὺς νὰ λαμβάνῃ καθεὶς πολλὰς γυναῖκας·
ἔχουσι δὲ αὐτὰς κοινάς · παρομοίως δὲ, καθὼς καὶ οἱ Μασ
σαγέται , συνευρίσκονταιμ ' αὐτὰς , στήνοντες πρὸ τῆς ἁμά
ξης ῥάβδον . ἔτι δὲ πρώτην φορὰν , ὅταν νυμφεύηται
Νασαμών τις , εἶναι νόμος , ἡ νύμφη τὴν πρώτην νύκτα

νὰ περάσῃ ἀπ᾿ ὅλους τοὺς δαιτυμόνας , συνευρισκομένη


μ᾿ αὐτούς · καθεὶς δὲ τούτων ἀφοῦ συνευρεθῇ μ' αὐτὴν , τὴν
δίδει δῶρον ὅ ,τι φέρει μαζή του ἀπὸ τὴν οἰκίαν του . ὅρκους
δὲ καὶ μαντικὴν μεταχειρίζονται τοιαύτην . Βάλλοντες τὴν

χεῖρα ἐπάνω εἰς τὸν τάφον τῶν ἀνδρῶν , ὅσοι λέγονται ὅτι
ἐστάθησαν εἰς τὸ ἔθνος των δικαιότατοι καὶ ἐναρετώτατοι
ΒΙΒΛ . Δ΄. ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ . 46 .

ομνύουσιν εἰς αὐτούς . Μαντεύονται δὲ πορευόμενοι εἰς τὰ

μνήματα τῶν προγόνων των , ἐπάνω τῶν ὁποίων , ἀφοῦ προ


σευχηθῶσιν ἀρκετὰ , κοιμῶνται , καὶ ὅ, τι ὄνειρον ἴδῃ τις εἰς
τὸν ὕπνον του , αὐτὸ δέχονται. Εἰς ἀσφάλειαν δὲ τῶν ὅρκων
κάμνουσιν οὕτω · δίδει νὰ πίῃ ἀπὸ τὸ χέριόν του , καὶ πίνει
καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὸ χέριον τοῦ ἄλλου · καὶ ἐὰν δὲν ἔχωσι τίς
ποτε ὑγρὸν , πέρνουσι σποδὸν ἀπὸ τὴν γῆν καί την γλείφουσι.
178. Μὲ τοὺς Νασαμῶνας δὲ συνορεύουσιν οἱ Ψύλλοι
αὐτοὶ ἐξωλοθρεύθησαν κατὰ τὸν ἑξῆς τρόπον . ὁ νότος ἄνε ·
μος πνέων ἐξήρανε τὰ ἔλυτρα τῶν νερῶν · ἡ δὲ χώρα των
οὖσα ὅλη ἐντὸς τῆς Σύρτιος ἦτον ἄνυδρος · ὅθεν αὐτοὶ ἔκα
μαν συμβούλιον καὶ μὲ κοινὴν γνώμην ὅλοι ἐστράτευσαν κατὰ

τοῦ νότου · (λέγω δὲ ὅσα λέγουσιν οἱ Λίβυες·) ὅτε δὲ ἔφθα


σαν εἰς τὰ ἀμμώδη μέρη ἐφύσησεν ὁ νότος καί τους ἐπλά .
κωσε μὲ τὴν ἄμμον. ἐπειδὴ δὲ ἐχάθησαν αὐτοὶ κατὰ κράτος ,
ἔχουσι τὸν τόπον των τώρα οἱ Νασαμῶνες .
174. Ανωτέρω δὲ αὐτῶν πρὸς τὰ νότια , κατοικοῦσιν εἰς
τὴν θηριώδη Λιβύαν οἱ Γαράμαντες , οἱ ὁποῖοι ἀποφεύγουσι
πάνταἄνθρωπον, καὶ πᾶσαν κοινωνίαν , καὶ οὔτε κανὲν ὅπλον

πολεμικὸν ἔχουσιν ,‫ܝ‬ οὔτε νὰ ὑπερασπισθῶσιν ἠξεύρου


σιν .

175 · Αὐτοὶ λοιπὸν κατοικοῦσιν ἀνωτέρω τῶν Νασαμώ


νων. Ἀπὸ δὲ τὸ παραθαλάσσιον πρὸς δυσμὰς συνέχονται
μ' αὐτοὺς οἱ Μάκαι, οἱ ὁποῖοι ξυρίζονται ἀφίνοντες λόφον
δηλαδὴ ἀφίνουσιν εἰς τὴν μέσην τῆς κεφαλῆς τὰ μαλλία να

αὐξάνωσι , κόπτοντές τα ὁλόγυρα ἕως τὸ δέρμα . Εἰς δὲ τὸν


πόλεμον ἔχουσιν ἀσπίδας δέρματα τρουθοκαμήλων . Διὰ
δὲ τῆς χώρας αὐτῶν τρέχων ὁ ποταμὸς Κίνυψ ἀπὸ λόφον
τινὰ , λεγόμενον τῶν Χαρίτων , ἐκβαίνει εἰς τὴν θάλασσαν·
462 ΊΣΣΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ.

ὁ δὲ λόφος αὐτὸς τῶν Χαρίτων εἶναι δασῴδης , ἐνῷ ἡ προ


λεχθεῖσα ἄλλη Λιβύα εἶναι ψιλή · καὶ ἀπὸ τὴν θάλασσαν ἕως
αὐτὸν εἶναι στάδια διακόσια .

176. Μὲ τοὺς Μάκας δὲ τούτους συνέχονται οἱ Γίνδανεξ .


Τούτων αἱ γυναῖκες φοροῦσιν ἡ καθεμία πολλὰ περισφύρια
ἀπὸ δέρματα διὰ τοιαύτην τινὰ αἰτίαν , ὡς λέγουσιν · καθ᾽

ἕκαστον ἄνδρα , μὲ τὸν ὁποῖον συνευρεθῇ , δένει εἰς τὸ ποδᾶ


ριόν της ἓν περισφύριον , καὶ ὁποία ἔχει πολλήτατα , αὐτὴ
νομίζεται ὅτι εἶναι ἀξιολογωτάτη γυναῖκα , ὡς ἀγαπηθεῖσα
ἀπὸ πολλοτάτους ἄνδρας.

177. Μίαν δὲ ἄκραν τῆς γῆς τούτων τῶν Γινδάνων , προ


έχουσαν εἰς τὴν θάλασσαν , νέμονται οἱ Λωτοφάγοι, οἱ ὁποῖ
οι ζῶσι τρώγοντες μόνον τὸν καρπὸν τοῦ λωτοῦ· ὁ δὲ καρπὸς
τοῦ λωτοῦ εἶναι εἰς τὸ μέγεθος , ὅσος καὶ ὁ καρπὸς τῆς σχί
νου , καὶ εἰς τὴν γλυκύτητα παρόμοιος μὲ τὸν καρπὸν τοῦ
φοίνικος· κάμνουσι δὲ ἀπὸ τὸν καρπὸν τοῦτον οἱ Λωτοφά
γοι καὶ κρασίον ·
178. Κατόπι δὲ τῶν Λωτοφάγων ἀπὸ τὸ μέρος τῆς θα
λάσσης εἶναι οἱ Μάχλυες , μεταχειριζόμενοι καὶ αὐτοὶ τὸν

λωτὸν , ὀλιγώτερον ὅμως ἀπὸ τοὺς προλεχθέντας . Εκτείνον


ται δὲ ἕως μεγάλον ποταμὸν , τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα εἶναι Τρί
των , καὶ πίπτει αὐτὸς εἰς λίμνην μεγάλην τὴν Τριτωνίδα.
Μέσα εἰς αὐτὴν εἶναι νῆσος τὸ ὄνομα Φλά · καὶ λέγουσιν ὅ
τι εἶναι χρησμὸς εἰς τοὺς Λακεδαιμονίους νὰ κατοικίσωσιν
αὐτὴν . ὁ δὲ περὶ τούτου λόγος λέγεται οὕτω .
179. Ἀφοῦ ὁ Ἰάσων ἐτελείωσε τὸ πλοῖον Αργὼ εἰς
τοὺς πρόποδας τοῦ Πηλίου ὄρους , ἔβαλεν εἰς αὐτὸ ἑκατόμ
βην , καὶ τρίποδα χάλκινον , καὶ περιέπλεε τὴν Πελοπόν
νησον ,, θέλων νὰ ὑπάγῃ εἰς τοὺς Δελφούς · ὅτε δὲ περι
ΒΙΒΛ . Δ΄ . ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ. 463

πλέων ἦλθεν ἕως τὸν Μαλέαν , τὸν ἐπῆρεν ὁ βορᾶς ἄνεμος


καί τον ὑπῆγεν πρὸς τὴν Λιβύαν · πρὶν δὲ γνωρίσῃ γῆν, ἔπε
σεν εἰς τὰ ῥηχὰ τῆς Τριτωνίδος λίμνης · καὶ ἐνῷ αὐτὸς ἠπό
ρει πῶς νὰ ἐκβῇ ἐκεῖθεν , λέγουσιν ὅτι ἐφάνη ὁ Τρίτων , καὶ
ἔλεγε πρὸς τὸν Ιάσωνα νά τον δώσῃ τὸν τρίποδα, ὑποσχό
μενος καὶ ἔξοδον νά τον δείξῃ , καὶ ἀσφαλῆ νά τον ἀποστεί

λῃ . ἐπειδὴ δὲ ἔκαμε τὸν λόγον τοῦ ὁ ᾿Ιάσων, οὕτω , λέγουσι,


τὸν ἔδειξε ὁ Τρίτων τὴν διέκπλευσιν τῶν ῥηχῶν , καὶ ἔβα
λε τὸν τρίποδα εἰς τὸ ἐδικόν του ἱερόν· ἔπειτα δὲ ἀναβὰς
ἐπὶ τοῦ τρίποδος ἐχρησμοδότησεν εἰς τὸν Ιάσωνα καὶ εἰς
τοὺς συμπλόους του ὅλα, καὶ πρὸς τούτοις ὅτι, ὅταν τις ἀπὸ
τοὺς ἀπογόνους τῶν συμπλεόντων εἰς τὴν ᾿Αργὼ , ἔλθῃ καὶ
λάβῃ τὸν τρίποδα , τότε πᾶσα ἀνάγκη εἶναι αὐτὸς νὰ κατοι
κίσῃ ἑκατὸν πόλεις ῾Ελληνικὰς περὶ τὴν Τριτωνίδα λίμνην .
Αὐτὰ ἀκούσαντες οἱ ἐντόπιοι Λίβυες ἔκρυψαν, λέγουσι, τὸν
τρίποδα .
180. Κατόπι τούτων τῶν Μαχλύων εἶναι οἱ Αὐσεῖς· αὖ
τοὶ δὲ καὶ οἱ Μάχλυες κατοικοῦσι περὶ τὴν Τριτωνίδα λί
μνην · καὶ εἰς τὸ μεταξὺ χωρίζει αὐτοὺς ὁ Τρίτων , Καὶ οἱ μὲν
Μάχλυες ἀφίνουσι τὰ μαλλία μόνον εἰς τὰ ὀπίσω τῆς κεφκ
λῆς, οἱ δὲ Αὐσεῖς μόνον εἰς τὰ ἔμπροσθεν . Εἰς ἑορτὴν δέ τινα
τῆς ᾿Αθηνᾶς, τὴν ὁποίαν κάμνουσι κατ᾽ ἔτος , αἱ παρθένοι αὖτ
τῶν διαιρούμεναι εἰς δύο μέρη , μάχονται πρὸς ἀλλήλας μὲ
λίθους καὶ ξύλα, λέγουσαι ὅτι κάμνουσι τοῦτο κατὰ νόμον
πατροπαράδοτον εἰς τιμὴν τῆς ἐντοπίας θεᾶς, τὴν ὁποίαν
ἡμεῖς Ἀθηνᾶν ὀνομάζομεν . ὅσαι δὲ παρθένοι ἀποθνήσκουσιν
ἀπὸ τὰ τραύματα, τὰς λέγουσι ψευδοπαρθένους . Πρὶν ὅμως

συγκροτήσωσι τοῦτον τὸν πόλεμον, πράττουσι τὰ ἑξῆς . Στο


λίσαντες κοινῶς μίαν παρθένον, ὁποία ἤθελεν εὑρεθῇ τότε ἡ
464 ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΔΟΤΟΥ .

ὡραιοτάτη , μὲ περικεφαλαίαν Κορινθιακὴν , καὶπανοπλίαν Ελ


ληνικὴν , καὶ ἀναβιβάσαντές την εἰς ὄχημα , τὴν περιφέρουσιν

ὁλόγυρα τῆς λίμνης. Τὸν δὲ παλαιὸν καιρὸν πρὶν κατοική


σωσι πλησίον των οἱ Ἕλληνες , δὲν ἠξεύρω νὰ εἴπω μὲ ποῖα
ὅπλα ἐστόλιζον τὰς παρθένους · στοχάζομαι ὅμως ὅτι ἐστο
λίζοντο αὐταὶ μὲ Αἰγυπτιακὰ ὅπλα · διότι ἐγὼ λέγω ὅτι καὶ
ἡ ἀσπὶς καὶ ἡ περικεφαλαία ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον ἦλθαν εἰς
· τοὺς Ἕλληνας . Ἡ δὲ Ἀθηνᾶ λέγουσιν ὅτι εἶναι θυγατέρα τοῦ
Ποσειδῶνος καὶ τῆς Τριτωνίδος λίμνης , καὶ ὅτι συγχισθεῖσα
μὲ τὸν πατέρα της, ἐδόθη αὐτοθελήτως εἰς τὸν Δία· αὐτὸς

δὲ ὁ Ζεύς την ἔκαμε θυγατέρα του. Ταῦτα μὲν λέγουσιν .


ἔχουσι δὲ τὰς γυναῖκας κοινὰς , καὶ δὲν νυμφεύονται, ἀλλὰ
συνευρίσκονται ὡς τὰ κτήνη . ὅταν δὲ τὸ παιδίον γυναικός
τινος μεγαλώσῃ , συνέρχονται οἱ ἄνδρες εἰς ἓνμέρος, (κάμνου
σι δὲ τοῦτο ἀνὰ τρεῖς μῆνας ,) καὶ ὅποιον ἄνδρα ὁμοιάζει τὸ
παιδίον , τούτου τέκνον νομίζεται.
181. Αὐτοὶ λοιπὸν τοὺς ὁποίους εἶπα , εἶναι οἱ παραθα

λάσσιοι ἐκ τῶν νομάδων Λιβύων · ἀνωτέρω δὲ τούτων εἰς


τὴν μεσόγειον εἶναι ἡ θηριώδης Λιζύα · ὄπισθεν δὲ τῆς θη
ριώδους καταβαίνει ὀφρύδιον βουνοῦ ἀμμῶδες ὅλον , τὸ ὁ
ποῖον ἐκτείνεται ἀπὸ τὰς Αἰγυπτιακὰς Θήβας ἕως τὰς Ηρα
κλείας στήλας . Εἰς αὐτὸ τὸ ὀφρύδιον σωστὰ ἀνὰ δέκα ἡμε
ρῶν διάστημα εἶναι τρίμματα ἅλατος , ὡς χόνδροι μεγά
λοι, τὰ ὁποῖα σχηματίζουσι κολωνοὺς , καὶ εἰς τὴν κορυ
φὴν ἑκάστου κολωνοῦ ἀναπηδᾷ ἀπὸ τὴν μέσην τοῦ ἅλατος
νερὸν κρύον καὶ γλυκόν· περὶ δὲ αὐτὸ τὸ νερὸν κατοικοῦσιν
ἄνθρωποι , οἱ ὁποῖοι εἶναι οἱ τελευταῖοι ἀπὸ τὸ μέρος τῆς
ἐρήμου , καὶ ἀνωτέρω τῆς θηριώδους. Καὶ πρῶτοι μὲν εἰς
διάστημα δέκα ἡμερῶν ἀπὸ τὰς Θήβας εἶναι οἱ Ἀμμώνιοι,
ΒΙΒΛ . Δ΄. ΜΈΑΠΟΜΕΝΗ͂. 465

ἔχοντες τὸ ἱερὸν κατὰ μίμησιν τοῦ Θηβαιέως Διός · και


θότι ὡς καὶ πρότερον (* ) εἶπα , τὸ εἰς τὰς Θήβας ἄγαλ
μα τοῦ Διὸς εἶναι κριοπρόσωπον . Εἶναι δὲ αὐτοῦ καὶ ἄλλο

νερὸν , τὸ ὁποῖον τρέχει ἀπὸ βρύσιν , καὶ τὴν αὐγὴν γίνε


και χλιαρὸν , ὅταν δὲ γεμίζῃ ἡ ἀγορὰ , ὁπωσοῦν ψυχρόν·
ἔρχεται τὸ μεσημέριον , καὶ αὐτὸ γίνεται κατάψυχρον · καὶ
τότε ποτίζουσι τοὺς κήπους των · ὅσον δὲ κλίνει ἡ ἡμέρα
ὀλιγοστεύει ἡ ψυχρότης του , ἕως ὅτου βασιλεύει ὁ ἥλιος ,

καὶ τὸ νερὸν γίνεται πάλιν χλιαρόν · βαθμηδὸν δὲ αὐξάνον


εἰς τὴν θερμότητα προχωρεῖ ἕως τὰ μεσάνυχτα · καὶ τότε

βράζει χοχλαστά · καθὼς δὲ περάσωσι τὰ μεσάτυκτα , ἀρ


χίζει νὰ δροσίζῃ ἕως τὸ πρωΐ. Επονομάζεται δὲ αὐτὴ ἡ
βρύσις τοῦ ἡλίου .

182. Μετὰ δὲ τοὺς Αμμωνίους , ἄλλων δέκαἡμερῶν διά


στημα διὰ τοῦ ἀμμώδους ὀρρυδίου καὶ εἶναι πάλιν κολωνὸς
ἄλατος , ὅμοιος μὲ τὸν ᾿Αμμώνιον , καὶ νερόν · καὶ ἄνθρωποι
κατοικοῦσι περὶ αὐτόν · τὸ ὄνομα δὲ τοῦ τόπου τούτου εἶναι
Αὔγιλα . Εἰς αὐτὸν τὸν τόπον πηγαίνουσιν οἱ Νασαμῶνες νὰ
μαζεύσωσι τὸν καρπὸν (** ) τῶνφοινίκων.
183. Δέκα δὲ ἄλλων ἡμερῶν διάστημα ἀπὸ τὰ Αὔγιλα ,
καὶ εἶναι ἄλλος κολωνὸς ἅλατος , καὶ νερόν · καὶ φοίνικες καρ

ποφόροι πολλοὶ , καθὼς καὶ εἰς τοὺς ἄλλους · καὶ ἄνθρωποι


κατοικοῦσιν εἰς αὐτὸν, τὸ ὄνομά των εἶναι Γαράμαντες , ἔθνος
πολλὰ μεγάλον · οἱ ὁποῖοι ῥίπτοντες γῆν ἐπάνω τοῦ ἄλατος,
οὕτω σπείρουσιν . Ἀπ᾿ αὐτοὺς εἶναι πολλὰ σύντομον νὰ ὑπάγῃ
τις εἰς τοὺς Λωτοφάγους· τριάκοντα ἡμερῶν ὁδός. Αὐτοῦ γί
νονται καὶ τὰ ὀπισθονόμα βόδια · εἶναι δὲ ὀπισθονόμα διὰ

(*) Βιβ. β . § 42,


(** ) Ιδ. S. 122 ,
(TOM . Á . ) 30
466 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

ταύτην τὴν αἰτίαν · ἔχουσι τὰ κέρατα κλίνοντα εἰς τὸ ἔμα


προσθεν· διὰ τοῦτο δὲ βόσκουσιν ἀναχωροῦντα ὀπίσω · καὶ
ἀδύνατον εἶναι νὰ προχωρῶσιν εἰς τὰ ἐμπρὸς, διότι τὰ κέ
ρατά των ἐμπήγοναι εἰς τὴν γῆν · εἰς τίποτε ἄλλο δὲν δια
φέρουσιν ἀπὸ τὰ λοιπὰ βόδια , παρὰ εἰς αὐτὸ , καὶ ἔτι
εἰς τὸ χόνδρος καὶ ἁπαλότητα τοῦ δέρματος . Οἱ Γαρά
μαντες δὲ αὐτοὶ ἐκβαίνουσι μὲ τὰ τέθριππα εἰς τὸ κυνή
γιον τῶν Τρωγλοδυτῶν Αἰθιόπων · διότι οἱ Τρωγλοδύται
Αἰθίοπες εἶναι εἰς τοὺς πόδας ταχύτατοι ἀπ᾿ ὅλους τοὺς

ἀνθρώπους , δι᾿ ὅσους ἀκούομεν νὰ διηγῶνται. Τρώγουσι δὲ


οἱ Τρωγλοδύται ὀφίδια καὶ σαύρας καὶ τὰ τοιαῦτα ἑρπετά ·
ἔχουσι δὲ γλῶσσαν, ἡ ὁποία δὲν ὁμοιάζει μὲ καμμίαν ἄλ
' λην · ἀλλὰ τρίζουσιν , ὡς αἱ νυκτερίδες .
· 184 Ἀπὸ δὲ τοὺς Γαράμαντας εἰς δέκα ἔτι ἡμερῶν διά
στημα εἶναι ἄλλος κολωνὸς , καὶ νερὸν, καὶ ἄνθρωποι περὶ

αὐτὸν κατοικοῦσιν , ὀνομαζόμενοι Ατάραντες· μόνοι ἄνθρω


ποι ἀπ᾿ ὅσους ἠξεύρομεν , οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀνώνυμοι · διότι
ὅλοι ὁμοῦ ὀνομάζονται ᾿Ατάραντες , ὄνομα ὅμως ἰδιαίτερον
κανεὶς ἀπ᾿ αὐτοὺς δὲν ἔχει. Αὐτοὶ καταρῶνται τὸν ἥλιον
ὅταν ἀνατέλλῃ , καί τον λοιδοροῦσιν ὅλας τὰς αἰσχρὰς λοι
δορίας· διότι καίων βλάπτει , καὶ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους,
καὶ τὴν χώραν αὐτῶν . Μετὰ τούτους δὲ εἰς διάστημα δέκα
ἡμερῶν ὁδοῦ εἶναι ἄλλος κολωνὸς ἄλατος καὶ νερὸν , καὶ
ἄνθρωποι περὶ αὐτὸν κατοικοῦσι · κατόπι δὲ τοῦ ἄλατος

τούτου εἶναι βουνὸν ὀνομαζόμενον ᾿Ατλάς · εἶναι δὲ στενὸν


καὶ κυκλοτερὲς ἀπ᾿ ὅλα τὰ μέρη · τόσον δὲ ὑψηλὸν λέγουσιν
ὅτι εἶναι, ὥστε δὲν ἠμπορεῖ τις νὰ ἴδῃ τὰς κορυφάς του
διότι ποτὲ δὲν λείπουσιν ἀπ᾿ αὐτὰς τὰ σύννεφα , οὔτε τὸ
θέρος οὔτε τὸν χειμῶνα. Αὐτὸ λέγουσιν οἱ ἐντόπιοι ὅτι
ΒΙΒΛ. Δ΄. ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ . 467

εἶναι στύλος τοῦ οὐρανοῦ . Ἀπὸ τοῦτο τὸ ὄρος οἱ ἄνθρωποι


οὗτοι ἔλαβαν τὴν ἐπωνυμίαν ; καὶ ὀνομάζονται Άτλαντες .

·Λέγουσι δὲ ὅτι οὔτε ἔμψυχον κανὲν τρώγουσιν , οὔτεἐνύπνια


βλέπουσιν .
185. Έως τούτους τοὺς Ατλαντας ἠμπορῶ νὰ ἐπαριθμή ·

σω τὰ ὀνόματα τῶν κατοικημένων εἰς τὸ ὀφρύδιον · ἐκεῖθεν


δὲ τούτων ὄχι· ἐκτείνεται δὲ τὸ ὀφρύδιον τοῦτο ἕως τὰς
Ηρακλείας στήλας , καὶ ἔξω τούτων . Εἶναι δὲ εἰς αὐτό ; ὡς

εἶπα, ἅλατος μέταλλον ἀπὸ δέκα εἰς δέκα ἡμέρας, καὶ ἄν


θρωποι κάτοικοῦντες . Αἱ δὲ οἰκίαι αὐτῶν ὅλων εἶναι και
σμέναι ἀπὸ κομμάτια ἅλατος. Αὐτὰ δὲ πλέον τὰ μέρη τῆς
Αιθύας εἶναι ἄνομβρα · διότι ἂν ἔβρεχεν , ἦτον ἀδύνατον βέ
βαια νὰ μένωσιν οἱ τοῖχοι , ὄντες ἁλάτινοι. Τὸ δὲ ἅλας , τὰ
ὁποῖον ἐκβαίνει αὐτοῦ εἶναι δύο εἰδῶν; λευκὸν καὶ πορφυροῦν .

Υπεράνω δὲ τοῦ ὀφρυδίου τούτου πρὸς τὸν νότον καὶ τὰ


μεσόγεια εἶναι ὁ τόπος ἔρημος, καὶ ἄνυδρος καὶ ἄθηρος; καὶ
ἄνομβρος , καὶ ἄξυλος · καὶ καμμία ὑγρότης δὲν εἶναι εἰς
αὐτόν .

186. Οὕτω λοιπὸν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον ἕως τὴν Τριτωνί

δὰ λίμνην εἶναι νομάδες Λίβυες , κρεοφάγοι καὶ γαλακτο


πόται. Αγελάδας δὲν τρώγουσι ; διότι οὔτε οἱ Αἰγύπτιοι·
οὔτε τρέφουσι χοίρους · ἀγελάδας δὲ οὔτε αἱ γυναῖκες τῶν
Κυρηναίων δὲν θέλουν νὰ γευθῶσι διὰ τὴν εἰς τὴν Αἴγυπτον
(*) ῎σιν, εἰς τὴν ὁποίαν κάμνουσι νηστείας καὶ ἑορτάς. Αἱ δὲ
γυναῖκες τῶν Βαρκαίων οὔτε ἀγελαδινὸν κρέας τρώγουσιν , οὔ
τε χοιρινόν . Αὐτὰ μὲν οὕτως ἔχουσιν .
187. Απὸ δὲ τὸ δυτικὸν μέρος τῆς Τριτωνίδος λίμνης
δὲν εἶναι πλέον νομάδες Λίβυες, οὔτ᾽ ἔχουσι τὰ αὐτὰ

(* ) ίδο βιβλ. β . § . 41 .
30*
468 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ.

νόμιμα, οὔτ᾽ εἰς τὰ παιδία κάμνουσιν , ὁποῖόν τι συνηθίζουν


νὰ κάμνωσιν οἱ νομάδες. Καθότι οἱ νομάδες Λίβυες , ἐὰν
ὅλοι, δὲν ἠμπορῶ νὰ βεβαιώσω τοῦτο , πολλοὶ ὅμως ἀπ ' αὐτ
τοὺς κάμνουσι τὸ ἑξῆς. ὅταν τὰ παιδία των γένωσι τεσσά
φων χρόνων, καίουσι τὰςφλέβας τῆς κορυφῆς των μὲ ἄπλυτον
μαλλίον προβάτων , μερικοὶ δὲ καίουσι τὰς φλέξας τῶν κρο
τάφων , διὰ νὰ μὴ καταβαίνῃ τὸ φλέγμα ἀπὸ τὴν κεφαλὴν

ἀδιακόπως , καί τα βλάπτῃ . Διὰ τοῦτο δὲ λέγουσιν ὅτι εἶναι


πολλὰ ὑγιηροὶ ἄνθρωποι . Καὶ τῳόντι οἱ Λίβυες εἶναι ὑγι
ηρότατοι᾽ ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους , ὅσους ἡμεῖς γνωρίζο
μεν · καὶ ἐὰν ᾖναι διὰ τοῦτο , δὲν ἠμπορῶ νά το βεβαιώσω ,

πλὴν εἶναι ὑγιηροί. ἐνῷ δὲ καίουσι τὰ παιδία , ἐάν τα ἔλθῃ


σπασμὸς , ηὗραν καὶ τούτου τὸ ἰατρικόν · χύνοντες ἐπάνω των
κάτουργον τράγου τὰ σώζουσι . Λέγω δὲ ὅσα λέγουσιν αὐτοὶ
οἱ Λίβυες.

188. Αἱ θυσίαι δὲ τῶν νομάδων εἶναι αἱ ἑξῆς . Ἀφοῦ κό


ψωσι τὸ αὐτίον τοῦ κτήνους ὡς ἀπαρχὴν , τὰ ἐξαπλόνουσιν
ἐπάνω εἰς τὸν δόμον τῆς οἰκίας , καὶ ἀφοῦ κάμωσιν αὐτὸ ,
ὕςερον ςρέφουσιν ὀπίσω τὸν λαιμόν του και το σφάζουσι . Θυ
σιάζουσι δὲ μόνον εἰς τὸν ἥλιον· καὶ τὴν σελήνην· διότι εἰς τούς
τους θυσιάζουσιν ὅλοι οἱ Λίβυες · οἱ δὲ βόσκοντες τὰ ποίμνιά
των περὶ τὴν Τριτωνίδα , κατ' ἐξοχὴν μὲν θυσιάζουσιν εἰς τὴν
᾿Αθηνᾶν , κατὰ δεύτερον δὲ λόγον καὶ εἰς τὸν Τρίτωνα καὶ εἰς
τὸν Ποσειδῶνα .

189. Οἱ Ἕλληνες δὲ ἔκαμαν τὴν ἐνδυμασίαν καὶ τὰς


αἰγίδας τῶν ἀγαλμάτων τῆς ᾿Αθηνῆς , κατὰ μίμησιν τῶν
Λιβυσσῶν γυναικῶν , ἔξω ὅτι ἡ ἐνδυμασία τῶν Λιβυσσῶν εἶ
ναι δερματίνη , καὶ οἱ θύσανοι οἱ κρεμόμενοι ἀπὸ τὰς αἰγί
δας αὐτῶν δὲν εἶναι ὀφίδια , ἀλλ᾽ ἀπὸ λωρία· ἡ δὲ λοιπὴ δ
λη στολὴ εἶναι ἀπαράλλακτος, Πρός τούτοις καὶ τὸ ὄνομα ·
ΒΙΒΛ. Δ΄. ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ. 469

δεικνύει ὅτι ἡ στολὴ τῶν ἀγαλμάτων τῆς ᾿Αθηνᾶς ἦλθεν


ἀπὸ τὴν Λιβύαν · διότι αἱ Λίβυσσαι ; ἀφοῦ ἐνδυθῶσι , φοροῦ
σιν ἀπεπάνω δέρματα αἰγῶν ἄτριχα θυσανωτά , βαμμέ
να εἰς ἐρευθέδανον · ἀπ᾿ αὐτὰ λοιπὸν τὰ δέρματα τῶν αἰγῶν
οἱ Ἕλληνες ὠνόμασαν τὰς αἰγίδας . Πρὸς τούτοις ἐγὼ φρονῶ
ὅτι καὶ ἡ ὀλολυγὴ μέσα εἰς τὰ ἱερὰ , εἰς τὴν Λιβύαν πρῶτ
τον ἔγινε καθότι πολύ την μεταχειρίζονται αἱ Λίβυσσαι ,
και την μεταχειρίζονται εὔμορφα · ἀπὸ τὴν Λιβύαν, ἔτι ἔμα
θαν οἱ Ἕλληνες καὶ τὸ νὰ συζεύγωσι τέσσαρας ἵππους εἰς
τὰ ὀχήματα .

190. Θάπτουσι δὲ τοὺς ἀποθνήσκοντας οἱ νομάδες , καθὼς


καὶ οἱ Ἕλληνες , πλὴν τῶν Νασαμώνων· αὐτοί τους θάπτουσι
καθημένους, προσέχοντες , ὅταν ἐκβαίνῃ ἡ ψυχή των , νά τους

καθίσωσι , καὶ νὰ μὴ ἀποθάνωσιν ὕπτιοι. Αἱ δὲ οἰκίαι των ,


κατεσκευασμέναι ἀπο ἀνθέρικας πλεγμένους μὲ σχοίνους, εἶ
ναι κινηταί. Τοιαῦτα μὲν ἔθιμα μεταχειρίζονται αὐτοί.
191. ᾿Απὸ δὲ τὰ ἑσπέρια τοῦ Τρίτωνος ποταμοῦ , κατό
πι τῶν Αὐσέων , εἶναι πλέον Λίβυες γεωργοὶ , οἱ ὁποῖοι καὶ
οἰκίας συνηθίζουσι νὰ ἔχουν· αὐτοὶ ὀνομάζονται Μάξυες·
καὶ ἀπὸ τὸ δεξιὸν μέρος τῆς κεφαλῆς ἀφίνουσι τὰ μαλλία ,
ξυρίζοντες τὸ ἀριστερὸν . Χρίονται δὲ τὸ σῶμα μὲ μίλτον
καὶ λέγουσιν ὅτι κατάγονται ἀπὸ τοὺς Τρῳαδίτας . ὁ τό
πος δὲ αὐτὸς , καὶ τὸ λοιπὸν μέρος τῆς Λιβύας πρὸς δυ
σμὰς εἶναι πολὺ θηριωδέστερον , καὶ ἔχει δάση περισσό
τερα , παρὰ ἡ χώρα τῶν νομάδων . Καθότι ἡ μὲν πρὸς ἀνα
τολὰς γῆ τῆς Λιβύας, εἰς τὴν ὁποίαν βόσκουσιν οἱ νομάδες ,
εἶναι πεδινὴ καὶ ἀμμώδης , ἕως τὸν Τρίτωνα ποταμόν · ἀπεκεῖ
δὲ πρὸς δυσμὰς, ἡ γῆ τῶν γεωργῶν εἶναι πολλὰ βουνώδης,
ἔχουσα δάση καὶ θηρία . Καὶ ἐκεῖ εἶναι τὰ μεγαλώτατα
470 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ .

ὀφίδια, καὶ οἱ λέοντες , καὶ οἱ ἐλέφαντες , καὶ αἱ ἀρκοῦδαι, καὶ


ἀσπίδες , καὶ οἱ ὄνοι οἱ ἔχοντες τὰ κέρατα ,καὶ οἱ κυνοκέφα
λοι , καὶ οἱ ἀκέφαλοι , οἱ ἔχοντες τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὰ ςή
θη , καθὼς λέγουσιν οἱ Λίβυες , καὶ οἱ ἄγριοι ἄνδρες , καὶ
γυναῖκες ἄγριαι , καὶ ἄπειρα θηρία ἄλλα ὄχι μυθώδη .
192. Εἰς τὴν γῆν τῶν νομάδων ὅμως κανὲν ἀπ ' αὐτὰ τὰ

ζῶα δὲν εἶναι· εἶναι δὲ ἄλλα · πύγαργοι , καὶ ζαρκάδια , καὶ


βουβάλια , καὶ ὄνοι , ὄχι οἱ ἔχοντες τὰ κέρατα , ἀλλ᾿ ἄλλοι
ἄποτοι · διότι δὲν πίνουσι · καὶ ὄρυες , ἀπὸ τὰ κέρατα τῶν ὁ

ποίων γίνονται αἱ πῆχαι τῶν φοινικικῶν κιθαρῶν · εἶναι δὲ


μεγάλον τὸ θηρίον ὅσον τὸ βόδιον · καὶ βασσάρια , καὶ ὕκιναι,
καὶ ὕτριχες , καὶ κριοὶ ἄγριοι , καὶ δίκτυος , καὶ θῶες , καὶ

πάνθηρες , καὶ βόρυες καὶ κροκόδειλοι χερσαῖοι ἕως τρεῖς


πήχας , ὁμοιότατος μὲ τὰς σαύρας , καὶ ςρουθοκάμηλοι , καὶ

ὀρίδια μικρὰ , ἔχοντα ἓν κέρατον . Ταῦτα τὰ θηρία εὑρίσκον


ται αὐτοῦ , καὶ πρὸς τούτοις ὅσα ἄλλα καὶ εἰς τὰ λοιπὰ μέ
ρη , ἔξω ἐλαφίου καὶ ἀγριοχοίρου : καθότι ἐλάφιον καὶἀγριό
χοιρος εἰς τὴν Λιβύαν παντελῶς δὲν εὑρίσκεται . Ποντικῶν δὲ
εἶναι τρία γένη ἐκεῖ · οἱ δίποδες ὀνομαζόμενοι , οἱ ζεγέρεις ,

(τὸ δὲ ὄνομα τοῦτο εἶναι Λιβυκὸν , καὶ σημαίνει εἰς τὴν ῾Ελ
ληνικὴν γλῶσσαν βουνὰ,) καὶ οἱ ἐχινεῖς. Εἶναι δὲ καὶ γαλαῖ,
γινόμεναι εἰς τὸ σίλφιον , ὁμοιόταται μὲ τὰς γαλᾶς τῆς Ταρτ
τησσοῦ . Αὐτὰ τὰ θηρία ἔχει ἡ γῆ τῶν νομάδων Λιβύων , και
θ' ὅσον ἡμεῖς ἐξετάζοντες ἠμπορέσαμεν νὰ εὕρωμεν .
193. Αμέσως δὲ μετὰ τοὺς Μάξιας εἶναι οἱ Ζαύηκες ,
τῶν ὁποίων αἱ γυναῖκες ἡνιοχοῦσι τὰ ἅρματα εἰς τὸν πόλεμον .
194. Κατόπι δὲ τούτων εἶναι οἱ Γύζαντες , εἰς τὸν τόπον
τῶν ὁποίων καὶ αἱ μέλισσαι κάμνουσι πολὺ μέλι · πολὺ δὲ
περισσότερον λέγουσιν ὅτι κατασκευάζουσι διὰ τῆς τέχνης
ΒΙΒΛ. Δ΄. ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ. 475

ἄνθρωποι δημιουργοὶ αὐτοῦ . Μιλτόνονται ὅλοι αὐτοὶ καὶ

τρώγουσι πιθήκους , οἱ ὁποῖοι εἶναι ἄφθονοι εἰς τὰ βουνά των :

· 195. Αντικρὺ τῆς γῆς αὐτῶν λέγουσιν οἱ Καρχηδόνιοι


ὅτι εἶναι νῆσος τὸ ὄνομα Κύραυνις, εἰς τὸ μῆκος διακοσίων

σταδίων , εἰς δὲ τὸ πλάτος, στενή· καὶ ἠμπορεῖτις νὰ περά


σῃ εἰς αὐτὴν πεζὸς ἀπὸ τὴν ξηράν · εἶναι δὲ γεμάτη ἀπὸ
ἐλαίας καὶ ἀμπέλια · εἰς αὐτὴν εἶναι, λέγουσι , λίμνη , ἀπὸ τὸ
τέλμα τῆς ὁποίας αἱ παρθένοι τῶν ἐντοπίων , ἔχουσαι πτερὰ
πουλίων ἀλειμμένα μὲ πίσσαν, ἐκβάλλουσι ψῆγμα χρυσοῦ.

Τοῦτο δὲ ἐὰν ἦναι ἀληθὲς , δὲν ἠξεύρω , γράφω ὅ, τι λέγου


σιν · ὅλα ὅμως ἠμποροῦσι νὰ ἦναι · καθότι καὶ εἰς τὴν Ζά
κυνθον ἐγὼ ὁ ἴδιος ἔβλεπον νὰ ἐκβάλλωσι πίσσαν ἀπὸ
τὴν λίμνην καὶ ἀπὸ τὸ νερόν . Αὐτοῦ εἰς τὴν Ζάκυνθον εἶναι
καὶ ἄλλαι πολλαὶ λίμναι; ἡ μεγαλωτάτη ὅμως ἀπ ' ὅλας ἔχει
ἑβδομήκοντα ποδῶν μάκρος καὶ ἄλλων τόσων πλάτος , βά
θος δὲ δύο ὀργυιῶν · δένοντες λοιπὸν εἰς τὴν ἄκραν κονταρίου
κλαδίον μυρσίνης τὸ βυθίζουσιν εἰς τὴν λίμνην , καὶ μ᾿ αὐτὴν
τῆν μυρσίνην ἔπειτα ἀνέλκουσι πίσσαν , ἡ ὁποία ἔχει ὀσμὴν
μὲν ἀσφάλτου , κατὰ τὰ ἄλλα δὲ εἶναι καλητέρα ἀπὸ τὴν
Πιερικὴν πίσσαν · τὴν χύνουσι δὲ εἰς λάκκον , τὸν ὁποῖον ἔχους
σιν ἀνοιγμένον πλησίον τῆς λίμνης· καὶ ἀφοῦ μαζεύσωσιν
ἀρκετὴν , τότε ἀπὸ τὸν λάκκον τὴν βάλλουσιν εἰς τοὺς ἀμφο

ρεῖς . ὅ ,τι πέσῃ εἰς τὴν λίμνην ταύτην περνᾷ κάτωθεν τῆς
γῆς , καὶ ἀναφαίνεται εἰς τὴν θάλασσαν · αὐτὴ δὲ ἀπέχει
ἀπὸ τὴν λίμνην ἕως τέσσαρα στάδια . Τοιουτοτρόπως λοιπὸν
καὶ τὰ λεγόμενα διὰ τὸν χρυσὸν, ὅτι ἐκβαίνει ἀπὸ τὴν λί
μνην πλησίον τῆς Λιβίας , εἶναι πιθανά.

196. Λέγουσι δὲ καὶ τὰ ἑξῆς οἱ Καρχηδόνιοι , ὅτι εἶναι


μέρος τῆς Λιβύας, καὶ ἄνθρωποι ἔξω τῶν Ηρακλείων τηλῶν
472 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ.

κατοικημένοι, ὅπου ὅταν φθάσωσι , καὶ ἐκβάλωσιν ἔξω τὰ

φορτία , ἀραδιάζοντες αὐτὰ εἰς τὴν κυματωγῆν , ἐμβαίνουσι


πάλιν εἰς τὸ πλοῖον καὶ κάμνουσι καπνόν · οἱ δὲ ἐντόπιοι
ἰδόντες τὸν καπνὸν καταβαίνουσιν εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ
βαλόντες χρυσὸν ἀντὶ τῶν φορτίων , πάλιν ἀναχωροῦσι μα
κρὰν αὐτῶν · οἱ δὲ Καρχηδόνιοι ἐκβαίνοντες παρατηροῦσι,
καὶ ἂν μέν τους φαίνηται Ó
ὁ χρυσὸς ἰσότιμος τῶν φορτίων ,
τὸν λαμβάνουσι καὶ απέρχονται· ἂν δὲ καὶ δὲν ἦναι ἰσότι
μος , ἐμβάντες ὀπίσω εἰς τὰ πλοῖα , κάθονται · οἱ ἄλλοι δὲ

πλησιάσαντες προσθέτουσιν ἔτι χρυσὸν, ἕως ὅτου νά τους


πείσωσι. Πλὴν οὔτε τὸ ἓν οὔτε τὰ ἄλλο μέρος δὲν ἀδικεῖ
διότι οὔτ᾽ αὐτοὶ ἐγγίζουσι τὸν χρυσὸν πρὸ τοῦ νὰ ἐξισωθῇ

μὲ τὴν τιμὴν τῶν φορτίων , οὔτ᾽ ἐκεῖνοι ἐγγίζουσι τὰ φορ


τία , πρὸ τοῦ νὰ σηκώσωσιν αὐτοὶ τὸ χρυσίον .
197. Αὐτοὶ λοιπὸν εἶναι οἱ Λίβυες , τοὺς ὁποίους ἡμεῖς ἡμε
ποροῦμεν νὰ ὀνομάσωμεν · καὶ ἐξ αὐτῶν οἱ περισσότεροι οὔ
τε τώρα , οὔτε τότε ἐφρόντιζον τίποτε διὰ τὸν βασιλέα τῶν
Μήδων . Τόσον δὲ ἔτι ἠμπορῶ νὰ εἴπω διὰ τὴν χώραν ταύ

την, ὅτι τέσσαρα ἔθνη τὴν νέμονται, καὶ ὄχι περισσότερα


τούτων · ὅσον ἡμεῖς ἠξεύρομεν· καὶ τὰ μὲν δύο ἐκ τῶν ἐθνῶν
τούτων εἶναι αὐτόχθονα , τὰ δ᾽ ἄλλα δύο ὄχι · οἱ μὲν Λίβυες
καὶ Αιθίοπες εἶναι αὐτόχθονες , κατοικοῦντες , οἱ μὲν ἀπὸ τὸ
βόρειον , οἱ δὲ Λίβυες ἀπὸ τὸ νότιον μέρος τῆς Λιβύας· οἱ
δὲ Φοίνικες καὶ Ἕλληνες εἶναι ἐπήλυδες .

198. Στοχάζομαι δὲ ὅτι οὔτε προτερήματα ἔχει ἡ Δι


Εύα ἀξιόλογα , ὥστε νὰ παραβληθῆ μὲ τὴν Ασίαν, ἢ τὴν Εὐ
ρώπην, ἔξω τῆς Κίνυπος μόνης . Η γῆ αὕτη ἔχει τὸ ἴδιον
ὄνομα μὲ τὸν ἐκεῖ ποταμόν · καὶ εἶναι ὁμοία μὲ τὴν καλητέ
ΒΙΒΛ. Δ΄. ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ. 473

ραν γῆν εἰς τὸ νὰ κάμνῃ δημητριακὸν καρπὸν , (*) ὥςε δὲν


ἔχει καμμίαν ὁμοιότητα μὲ τὴν ἄλλην Λιβύαν · εἶναι μαυ
ρόγεος καὶ ἔχει πηγὰς νερῶν· καὶ οὔτε ἀπὸ ξηρασίαν φοβεῖ
ταί ποτε, οὔτ᾽ ἐὰν πίῃ πολλὴν βροχὴν βλάπτεται· διότι εἰς
αὐτὰ τὰ μέρη τῆς Λιβύας βρέχει. ὁ δὲ σπόρος δίδει αὐτοῦ ,
ὅσον καὶ εἰς τὴν γῆν τῶν Βαβυλωνίων . Καρποφόρος μὲν γῆ
εἶναι καὶ ἐκείνη , τὴν ὁποίαν νέμονται οἱ Εὐεσπερῖδαι· διότι

εἰς τὴν εὐφορίαν της τὸ ἓν δίδει ἕως ἑκατόν · ἡ γῆ ὅμως τῆς


Κίνυπος δίδει ἕως τριακόσια εἰς ἕν .

199. Πρὸς τούτοις καὶ ἡ Κυρηναία χώρα , οὖσα ὑψηλο


τάτη ἀπ' ὅλα τὰ μέρη τῆς Λιβύας, ὅσην νέμονται οι νομά

δες , εἶναι περίεργος· διότι ἔχει θέρος τρεῖς φορὰς τὸν χρό
νον. Πρῶτον εἶναι ἕτοιμοι νὰ θερισθῶσι καὶ νὰ τρυγηθῶσιν οἱ
καρποὶ τῶν παραθαλασσίων τόπων · ἀφοῦ αὐτοὶ συγκομισθῶ
σι , γίνονται οἱ καρποὶ εἰς τὰ μεσαῖα τῶν ὑπερθαλασσίων
τόπων , τοὺς ὁποίους βουνὰ ὀνομάζουσιν· . ἐμαζεύθησαν καὶ
αὐτοὶ οἱ μεσαῖοι καρποὶ ; ἀμέσως ὡριμάζει καὶ εἶναι ἕτοιμος
ὁ καρπὸς τῶν ὑψηλοτάτων μερῶν · ὥςε ὅσον νὰ πίωσι καὶ
νὰ φάγωσι τὸν πρῶτον καρπὸν , προφθάνει ὁ τελευταῖος · καὶ
οὕτως ὀκτὼ μῆνας διαρκεῖ ὁ νέος καρπὸς εἰς τὴν Κυρήνην .
Καὶ περὶ τούτων ἱκανὰ εἶναι ὅσα εἴπαμεν .
200. Οἱ δὲ Πέρσαι, τῆς Φερετίμης οἱ ὑπερασπιςαὶ , καὶ
θὼς σταλθέντες ἀπὸ τὸν ᾿Αρυάνδην , ἔφθασαν ἐκ τῆς Αἰγύ ·
πτου εἰς τὴν Βάρκην , ἐπολιόρκουν τὴν πόλιν , προβάλλοντες
νά τους δοθῶσιν οἱ αἴτιοι τοῦ φόνου τοῦ Αρκεσιλάου · οἱ λό
γοι των ὅμως, ἐπειδὴ ὁ λαὸς ὅλος ἦτον ἔνοχος εἰς αὐτὸν τὸν

(* ) Σαρπτά · Céréale · διότι ἡ Δήμητρα ἐδίδαξε τὴν καλιέργειαν αὐτῶν


οἰς τὸν Τριπτόλεμον ,
474 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

φόνον , δὲν ἔγιναν δεκτοί· ὅθεν ἐπολιόρκουν τὴν Βάρκην ἐννέα


μῆνας, σκάπτοντες ὀρύγματα ὑπόγεια , τὰ ὁποῖα ἐκβκινον εἰς
τὸ τεῖχος, καὶ κάμνοντες προσβολὰς δυνατάς. Ἀλλὰ τὰ μὲν
ὀρύγματα αὐτὰ ἐξεσκέπασε χαλκεύς τις μὲ ἀσπίδα ἐπίχαλ
κον, τεχναζόμενος τοιαῦτα . Περιφέρων αὐτὴν μέσα εἰς τὸ
τεῖχος , τὴν ἐπλησίαζεν εἰς τὸ ἔδαφος τῆς πόλεως · τὰ ἄλλα

μέρη λοιπὸν , εἰς τὰ ὁποῖα την ἐπλησίαζεν , ἦσαν κωφά· εἰς


δὲ τὰ σκαπτόμενα ἀντήχει ὁ χαλκὸς τῆς ἀσπίδος · ἐκεῖ λυι
πὸν ἀντισκάπτοντες οἱ Βαρκαῖοι ἐφόνευον τοὺς γεωρύχους
τῶν Περσῶν. Τοῦτο μὲν οὕτως ἐξεσκεπάσθη , ὥστε κατεγί ·

νοντο μόνον εἰς τὸ ν᾿ ἀποκρούωσι τὰς προσβολάς .


201 · ἐπειδὴ δὲ ἐπέρνα πολὺς καιρὸς , καὶ πολλοὶ ἔπι
ó
πτον ἀπὸ τὰ δύο μέρη · καὶ μάλιστα Πέρσαι , ὁ ᾿Αμασις ὁ
ςρατηγὸς τοῦ πεζοῦ μηχανᾶται τὰ ἑξῆς. Νοήσας ὅτι οἱ Βαρ

καῖοι μὲ δύναμιν δὲν πέρνονται ; μὲ δόλον ὅμως πέρνονται


κάμνει οὕτω . Σκάψας τὴν νύκτα τάφρον πλατεῖαν ἅπλωσεν
ἐπάνω αὐτῆς ξύλα ἀδύνατα· ἐπάνω δὲ τῶν ξύλων ἔφερε

καὶ ἔχυσε χῶμα , ὥστε τὴν ἔκαμεν ἰσόπεδον μὲ τὴν ἄλλην


γῆν. Καθὼς δὲ ἐξημέρωσεν , ἐκάλεσε τοὺς Βαρκαίους νὰ ὁμί
λήσωσι περὶ συμβιβασμοῦ · αὐτοὶ δὲ εὐχαρίςως ὑπήκουσαν
καὶ ἐδέχθησαν νὰ κάμωσι συνθήκας . Αἱ δὲ συνθῆκαι τὰς ὁτ
ποίας ἔκαμνον ὁρκιζόμενοι καὶ θυσιάζοντες ἐπάνω τῆς
κρυπτῆς τάφρου , ἦσαν τοιαῦται. ἕως ὅτου ἡ γῆ αὕτη μέ
νει οὕτως, ὡς εἶναι , νὰ μένωσι καὶ οἱ ὅρκοι των ἀπαρά
τρεπτοι. Καὶ οἱ μὲν Βαρκαῖοι ὑπεσχέθησαν νὰ πληρόνω
σι τὸ πρέπον δότιμον εἰς τὸν βασιλέα· οἱ δὲ Πέρσαι νὰ
μὴ νεοτερίσωσι τίποτε ἄλλο εἰς τοὺς Βαρκαίους. Μετὰ τὸν
ὅρκον λοιπὸν, οἱ Βαρκαῖοι πιςευθέντες εἰς αὐτὰ , καὶ οἱ ἴδιοι
ἔκθαινον ἀπὸ τὴν πόλιν , καὶ ὅποιος ἀπὸ τοὺς πολεμίους ἥ
ΒΙΒΛ . Δ΄. ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ . 475

θελε , τὸν ἄριναν νὰ ἐμβῇ εἰς τὸ τεῖχος, ἀνοίξαντε ; δλας τὰς


πύλας. Οἱ δὲ Πέρσαι κρημνίσαντες τὴν κρυπτὴν γέφυραν,
ἔτρεχον μέσα εἰς τὸ τεῖχος · ἐκρήμνισαν δὲ τὴν γέφυραν , τὴν
ὁποίαν κατεσκεύασαν , διὰ ταύτην τὴν αἰτίαν · διὰ νὰ λάβη
τὸν τόπον του ὁ ὅρκος, τὸν ὁποῖον ἔκαμαν μὲ τοὺς Βαρκαίους:
νὰ μένωσιν αἱ συνθῆκαι διὰ πάντα ἀπαράβατοι, ὅσον ἡ γῆ
μένει καθὼς ἦτον τότε· ἐπειδὴ λοιπὸν ἐκρήμνισαν αὐτὴν , αἱ
συνθῆκαι πλέον δὲν ἔπρεπε νὰ μένωσι .

202. Τοὺς αἰτιωτάτους λοιπὸν τῶν Βαρκαίων ἡ Φερετί


μη ἀνεσκολόπισεν ὁλόγυρα τοὺς τείχους , διότι οἱ Πέρσαι τοὺς
παρέδωσαν εἰς αὐτήν · τῶν δὲ γυναικῶν αὐτῶν τὰ βυζία
ἀποκόψασα ἐχάρφωσε καὶ αὐτὰ εἰς τὸ τεῖχος · τοὺς δὲ λοι
ποὺς τῶν Βαρκαίων , εἶπε πρὸς τοὺς Πέρσας νὰ λεηλατήσω
σι , πλὴν ὅσοι ἐξ αὐτῶν ἦσαν Βαττιάδαι , καὶ ἀμέτοχοι τοῦ
φόνου · εἰς τούτους δὲ ἡ Φερετίμη ἐπέτρεψε τὴν πόλιν.
203. Αφοῦ λοιπὸν οἱ Πέρσαι ἐξανδραπόδισαν τοὺς ἐπι
λοίπους Βαρκαίους , ἀνεχώρουν ὀπίσω · φθάσαντας δὲ εἰς τὴν
πόλιν τῶν Κυρηναίων, οἱ Κυρηναῖοι διὰ νὰ φυλάξωσι χρη
σμόν τινα , ἐσυγχώρησαν εἰς αὐτοὺς νὰ περάσωσι μέσα ἀπὸ
τὴν πόλιν των. ὅτε δὲ ἐπέρνα τὸ στράτευμα , ὁ μὲν Βάρης ὁ
στρατηγὸς τοῦ ναυτικοῦ , ἔλεγε νὰ αἰχμαλωτίσωσι τὴν πό
λιν , ὁ δὲ ῎Αμασις , 8
ὁ στρατηγὸς τοῦ πεζοῦ , δὲν ἄφινε, λέγων
ὅτι μόνον κατὰ τῆς Βάρκης ῾Ελληνικῆς πόλεως ἐστάλθησαν .
Αφοῦ δὲ ἐπέρασαν , στρατοπεδεύσαντες εἰς τὸν ὄχθον τοῦΛυ
καίου Διὸς , μετενόησαν διότι δὲν ἐκυρίευσαν τὴν Κυρήνην ,

καὶ ἐπάσχιζον νὰ ἐμβῶσι δευτέραν φορὰν εἰς αὐτήν · οἱ Κυ

ρηναῖοι ὅμως δέν τους ἐσυγχώρουν τοῦτο. Εἰς δὲ τοὺς Πέρ


σας, μολονότι κανεὶς δέν τους ἐπολέμει, ἔπεσε φόβος, καὶ

φυγόντες ὀπίσω ἕως ἑξήκοντα στάδια ἐστρατοπέδευσαν .

1
476 ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

Αφοῦ δὲ ἐκάθισεν ἐκεῖ τὸ στρατόπεδον, ἦλθεν ἄνθρωπος μὲ


προσταγὴν ἀπὸ τὸν ᾿Αρυάνδην , νὰ ἐπιστρέψωσιν ὀπίσω · τότε
ἐπειδὴ οἱ Πέρσαι παρεκάλεσαν τοὺς Κυρηναίους νά τους δώ
σωσιν ἐφόδια , αὐτοί τους ἔδωσαν , καὶ λαβόντες αὐτὰ οἱ Πέρ
σαι ἀνεχώρησεν εἰς τὴν Αἴγυπτον. ὅτε ὅμως ἐπέρασαν εἰς
τοὺς Λίβυας, βλέποντες αὐτοὶ τὰ φορέματα καὶ τὰ ὅπλα
των ἐφόνευον ὅλους , ὅσοι ἔμενον ὀπίσω ,‫ ܕ‬καὶ δὲν ἠμπόρουν

νὰ ὑπάγωσιν ὁμοῦ μὲ τὸ ἄλλο στράτευμα · καὶ τοῦτο ἦκο


λούθει ἕως ὅτου ἔφθασαν εἰς τὴν Αἴγυπτον .

204. Αὐτὸ τὸ Περσικὸν στράτευμα δὲν ἐπροχώρησεν εἰς


τὴν Λιβύαν περαιτέρω ἀπὸ τοὺς Εὐεσπερίδας. ὅσους δὲ Βαρ
καίους ἐξανδραπόδισαν, τοὺς ἔστειλαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον ἐπά
νω εἰς τὸν βασιλέα · ὁ δὲ βασιλεὺς Δαρεῖος ἔδωσεν εἰς αὐτοὺς
κώμην τῆς Βακτρίας χώρας νὰ κατοικήσωσι . Καὶ αὐτοὶ ἔβα
λαν ὄνομα εἰς τὴν κώμην ταύτην Βάρκην , ἡ ὁποία καὶ ἕως
τὸν καιρόν μου ἐκατοικεῖτο εἰς τὴν Βακτρίαν γῆν .
205 · Πλὴν οὔτε ἡ Φερετίμη δὲν ἐτελείωσε καλῶς τὴν
ζωήν · διότι ἀμέσως ὅτε ἐκδικηθεῖσα τοὺς Βαρκαίους ἐπέςρε
ψεν ἀπὸ τὴν Λιβύαν εἰς τὴν Αἴγυπτον , ἀπέθανε κακῶς , ἀφοῦ
ζωντανὴ ἔβρασε σκωλήκια . Τόσον μισοῦσιν οἱ θεοὶ τοὺς ἀν
θρώπους, ὅσοι μνησικακοῦσι καὶ ἐκδικοῦνται σκληρά . Ἡ εἰς
τοὺς Βαρκαίους λοιπὸν ἐκδίκησις τῆς Φερετίμης γυναικὸς τοῦ
Βάττου τοιαύτη καὶ τόση ἔγινεν .

ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΤΕΤΑΡΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΚΑΙ

ΤΟΜΟΥ ΠΡΩΤΟΥ .
477

Διόρθωσις τῶν τυπογραφικῶν σφαλμάτων .

Σελίδι 5, στίχω 19, ἀναγίνωσκε, Μερμνάδας.--· Σ . 6, στ . 17 , ἀν . φωνά


- -
ξας -- Σ. 10, στ. 15 , ἀν. Κιμμέριοι, – Σ . 26, στ. 4, ἀν . ηὗραν, - Σ. 46, στ .
13, ἀν. σκληρὰ , - Αὐτόθι,ἀν . ὅπως δὲν - — Σ. 5ο, στ. 15, ἀν. ἐφάνησαν
· Σ. 51 , στ . 26. ἀν . καμῆλαι ἠκολ. - · Σ . 53, στ. 12. ἀν. στρατεύματος
- - Σ, 58, στ . 28, ἀν. ἐπεριποιεῖτο Σ. 6ο, στ. 23, ἀν. τὰς πέδας - · Σ.
61 , στ. I , ἀν. ἐρωτήσωσι , - . Σ. 61. στ. 25, ἀν . ἐνόησε Σ . 70, στ. 20, ἀν .
πολύ · ――― Σ . 17, στ. 6, ἔτρεφεν , - -Σ . 83, στ. 25, ἀν. ἦτον υἱὸς Σ. 85,
στ. 11 , ἀν. ἀποθαμένος · · Σ. 89, στ. 6, ἀν. Πέρσαι Σ. 97, στ. 7 , ἀν.
Αλικαρνασσεύς - Σ. 97 , στ. 21 , ἄν, Κρᾶθις - Σ. 108 , στ. 17, ἀν. ἀπὸ
τοὺς — - Σ. 113 , στ. ι, ἀν. πίνωσιν. - Σ. 113, στ. 8, ἀν . Λύκιοι - · Σ .
113, στ. 11. ἀν . διεφέρθησαν - Σ. 126, στ. 18, ἀν. δένδρα -- Σ. 135, στο
4 , ἀν. παθήματά μου μ᾿ ἔγιναν - . Σ. 137 , στ. 13, ἀν.- τρόπος -- Σ. 143,
στ. 13 , ἀν. τοὺς --Σ . 145, στ. 5, ἀν. λέγονται - ὅτι
Σ . 154 , στ. 20,
ἀν. τῆς— Σ. αὐτ. στ . 21 , ἀν. δυσαρεςούμενοι
- διὰ -Σ. 162, στ. 15, ἀν. ἠξεύρει
- Σ . 167, στ . Ι , ἀν . εὐπρεπεῖς. — Σ. 191 , στ. 15, ἀν. τοῦ Διὸς, καὶ ἔπειτα
- · Σ. 171 στ. 29,ἀν. Οἱ— Σ 175, στ. 22, ἀν. αὐλοὶ,-- Σ . 181 , στ. 14 , ἀν. τινὰ
Σ . 187 , στ . 14, ἀν. κροκόδειδοι, - Σ. 190, στ. 27 , ἀν. ἀλλάσσουσι· · Σ.
195, στ. I , ἀν. σινδόνης · Σ. 199, στ. 5, ἀν. ἀρσενικὰ —— Σ . Αὐτ. στ, 7 , ἀνα
περισωζόμενα -- Σ. 202 , στ. 5 , ἀν , ἀλλὰ πλησίον - Σ. 204, στ. 27, ἀν .
-
θαλάσσης, ἕως— Σ. 207, στ. 7 , ἀν. λινᾶ — Σ.209. στ. 1 , ἀν. ἐπὶ τοῦ βασιλέως
-
· Σ. 210, στ. 20, ἀν. ἐτίναξεν Σ. 221, στ. 13 , ἀν. τὸ ἑξῆς, g πρᾶγμα
-· Σ. 226, στ. 27 , ἀν. ἔκρινε Σ. 230, στ. 2 , ἀν. Αἴσωπος · Σ . 237,
-
στ. 9, ἀν. οἱ ἡγεμόνες - Σ. 238, στ. Ιο, ἀν.οἱ - Ἕλληνες - Σ. 245 , στ. 5 .
ἀν . ἐκατοίκησαν - Σ. 251 , στ. 9, ἀν. ἐνόει - Σ.L 152, στ. 2, ἀν. κυβερ
νῆται· καὶ τόσαι μὲν τάξεις τῶν Αἰγυπτίων- εἶναι· Σ. 257, στ. 14, ἀν G
μεγάλους , καὶ ἀνδρόσφ :γγας περιμήκεις― , Σ. 260, στ. 12 , - ἀν. εἴτε
Σ. 261, στ. 18 , ἀν. θυγατέρας - Σ. 267, στ. 5 , ἀν. δήμαρχος ― · Σ. 281 ,
στ . 26, ἀν. ὅταν φανῇ, Σ. 293, στ. 1 , ἀν. ἐὰν στερηθῇ, Σ . αὐτ . στ . 10 ,
ἔπλεεν— Σ. 295, στ. 3 , ἀν, ἐλησμόνησαν,—Σ . 304 , στ. 22 , ἀν. παρήγγελλον
—Σ. 313. στ. 19, ἀν . θυρωροὺς—Σ.αὐτ. στ. 28 ,ἀν. αὐτία! —Σ. 315 , στ . 4,
ἀν. νά τα λησμονήσῃ.Σ. 317 , στ. 15, ἀν. πληγωμένους―ἀφίνουσιν—Σ. 320 ,
στ. 15, ἀν. ὀλιγαρχία ,- Σ. 329. στ. 6, ἀν. διακοσίας - Σ . 335, στ. 8, ἀν.
τὸ θηλυκὸν πιάνει αὐτὸ ἀπὸ τὸν λαιμὸν,—Σ. 335. ς. 23, ἀν. καὶ τὸ πρόσωπον,
Σ. 355, στ.- Ι,ἀν Ἕλληνος --Σ. αὖτ. στ. 2, ἀν. λέγει αὐτά.-Σ. 366, στ. 5.ἀν
Ζώπυρος , - - Σ. 368 , , στ,
G - 373 , στ.·14 Σ. ,367
ἀν., στ. 1ο, ἀν. αὐτοὶ ---
ἐστενοχωρήθησαν Σ. 374 στ.27,ἀν. ὀλιγοστεύομεν
25, μεσόγειον · Σ.
385, στ. 5 , ἀν . πλησιοχώρους -- Σ. 397 , στ. 9, ἀν. κήτη - Σ. 403, στ . 4 ,
-
ἀν. μαντείαν· --Σ . 407, στ. Ι7, ἀν. πέτρας· ·Σ. 417 , στ. 21 , ἀν. ἐκπλήρω
σαν -- Σ. 425, στ. 25. ἀν. σισύρας -- Σ. 426, στ. 29, ἀν . παύσωσι , · Σ.
435, στ . 2 , ἀγ. συναισθάνεται - Σ. 440 , στ. I, ἀν. ἔμειναν = στ. 5. ἀν .
Σαυρομάται. · Σ. 453 στ. 4 καὶ 28, ἀν . ῎ρασα * Σ. 464 , στο 28, ἀν.
διαστήματα .
COLUMBIA UNIVE
dr
88H46 IE36

Herodotus

. by Padinos.
Historia Ed

420
88 H46 IE36

E
TTL T
BRI DONO
R Y
OTOGA
PPH

You might also like