You are on page 1of 8

INTERNATIONAL HELLENIC

ASSOCIATION
Ὁμάδα Ἐρεύνης καί Μελέτης τῶν Ὁμηρικῶν
Ἐπῶν
Συντονίστρια: Ἰσμήνη Μαρτίνη
e-mail: ismartin797@gmail.com
Ἀθήνα 26/01/2019

Μελέτη Ὁμήρου / Ὀδύσσεια, 27η Ἑνότητα

Ραψωδία α, στίχοι 360-375

ἡ μὲν θαμβήσασα πάλιν οἶκόνδε βεβήκει·


ἐκείνη ἀφοῦ (τόν) θαύμασε πίσω πρός τόν οἶκο πῆγε,

παιδὸς γὰρ μῦθον πεπνυμένον ἔνθετο θυμῷ.


καθώς τοῦ παιδιοῦ της τά συνετά λόγια ἔθεσε στήν ψυχή της.

ἐς δ' ὑπερῷ' ἀναβᾶσα σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξὶ


καί στό ὑπερῶον ἀφοῦ ἀνέβηκε μέ τίς ὑπηρέτριες γυναῖκες

κλαῖεν ἔπειτ' Ὀδυσῆα, φίλον πόσιν, ὄφρα οἱ ὕπνον


ἔκλαιγε μετά τόν Ὀδυσσέα, τόν ἀγαπημένο σύζυγο, μέχρι πού σ' ἐκείνην ὕπνο

ἡδὺν ἐπὶ βλεφάροισι βάλε γλαυκῶπις Ἀθήνη.


γλυκό στά βλέφαρα ἔριξε ἡ γλαυκῶπις Ἀθηνᾶ.

μνηστῆρες δ' ὁμάδησαν ἀνὰ μέγαρα σκιόεντα·


οἱ μνηστῆρες τότε θορύβησαν στά σκοτεινά μεγάλα δώματα

πάντες δ' ἠρήσαντο παραὶ λεχέεσσι κλιθῆναι.


κι ὅλοι προσεύχονταν δίπλα στήν κλίνη της νά πλαγιάσουν.

τοῖσι δὲ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἤρχετο μύθων·


Σ' ἐκείνους τότε ὁ συνετός Τηλέμαχος ξεκίνησε νά μιλᾶ

«μητρὸς ἐμῆς μνηστῆρες, ὑπέρβιον ὕβριν ἔχοντες,


«τῆς μητέρας μου μνηστῆρες, πού ὑπερβολική ἀλαζονεία ἔχετε,

νῦν μὲν δαινύμενοι τερπώμεθα, μηδὲ βοητὺς


τώρα τό γεῦμα ἄς ἀπολαύσουμε, καί χωρίς βουητό

ἔστω, ἐπεὶ τό γε καλὸν ἀκουέμεν ἐστὶν ἀοιδοῦ


σταθεῖτε, ἐπειδή καλό εἶναι νά ἀκοῦμε ἀοιδό

τοιοῦδ' οἷος ὅδ' ἐστί, θεοῖσ' ἐναλίγκιος αὐδήν.


τέτοιον ὅπως αὐτός ἐδῶ εἶναι, μέ τούς θεούς ὅμοιος στήν φωνή.

ἠῶθεν δ' ἀγορήνδε καθεζώμεσθα κιόντες


καί τήν αὐγή στήν ἀγορά νά καθίσουμε πηγαίνοντας

πάντες, ἵν' ὕμιν μῦθον ἀπηλεγέως ἀποείπω,


ὅλοι, γιά νά σᾶς πῶ μέ λόγια ξεκάθαρα

ἐξιέναι μεγάρων· ἄλλας δ' ἀλεγύνετε δαῖτας,


νά φύγετε ἀπό τό παλάτι καί γιά ἄλλα νά φροντίσετε γεύματα

ὑμὰ κτήματ' ἔδοντες, ἀμειβόμενοι κατὰ οἴκους.


τίς δικές σας περιουσίες τρώγοντας, διερχόμενοι στούς οἴκους σας

Λεξιλόγιο

ἡ μὲν θαμβήσασα πάλιν οἶκόνδε βεβήκει·

θαμβέω: εἶμαι ἐκπεπληγμένος, ἔκθαμβος, ἔκπληκτος. Θάμβος: ἔκπληξις, κατάπληξις, ὑπερβολικός


θαυμασμός.
θάομαι: θαυμάζω, ἐκπλήττομαι, ἀτενίζω, θεῶμαι. Θαῦμα:ὁ θαυμασμός, τό ἄξιον θαυμασμοῦ, τό
θαυμάσιο, ἡ ἔκπληξις, ἡ κατάπληξις.
θαυμάζω, θαυμαίνω, θαυμάσιος, θαυμασιουργέω, θαυμαστέον, θαυμαστός, θαυματόομαι,
θαυματοποιέω, θαυματοποιός, θαυματός, θαυματουργέω, θαυματουργός

πάλιν : ὀπίσω, πρός τά πίσω, τοὐναντίον, ἀπ' ἐναντίας, ἀντιστρόφως, πάλι, ἐκ νέου, μία φορά
ἀκόμη

βεβήκει/βαίνω: περπατῶ, βαδίζω, πηγαίνω πρός, προχωρῶ, πορεύομαι,..... (βλ. 10η καί 17η
ἑνότητες)

παιδὸς γὰρ μῦθον πεπνυμένον ἔνθετο θυμῷ.

Ἔνθετο (ἐπικός τῦπος τοῦ ἐνέθετο: γ' πρόσωπο μέσου ἀορίστου β' τοῦ ρήματος ἐντίθημι): τίθημι
ἐντός, θέτω ἐντός, τοποθετῶ μέσα, ἐμβάλλω, ἐμπνέω, ἐνσταλάζω, ἀποθηκεύω, παρακαταθέτω

ἐς δ' ὑπερῷ' ἀναβᾶσα σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξὶ

ὅλες οἱ λέξεις εἶναι γνωστές


κλαῖεν ἔπειτ' Ὀδυσῆα, φίλον πόσιν, ὄφρα οἱ ὕπνον

πόσις : ὁ νόμιμος σύζυγος (βλ. 2η ἑνότητα)


καί οἱ ὑπόλοιπες λέξεις εἶναι γνωστές
ἡδὺν ἐπὶ βλεφάροισι βάλε γλαυκῶπις Ἀθήνη.

ὁ ἡδὺς, ἡ ἡδεῖα, τό ἡδύ : γλυκύς στήν γεύση, εὐχάριστος, εὐάρεστος, εὐπρόσδεκτος, προσφιλής,
εὔθυμος
ἡδύνω(ποιῶ τι ἡδύ), ἡδύοινος, τό ἡδύοσμον ( ἀρωματικό φυτό, ὁ δυόσμος), ἡδύοσμος, ἡδυπάθεια,
ἡδυπάθημα (τρυφή, τέρψη, ἀπόλαυση), ἡδυπαθής, ἡδύπνευστος, ἡδύπνοος, ἡδύπολις (ὁ
δημοφιλής), ἡδυπότης, ἡδύποτον, ἥδυσμα, ἡδυσώματος, ἡδυφαής (...+φάος-φῶς), ἡδύφρων,
ἡδυφωνία, ἡδυχαρής, ἡδύχροος

βάλε /ρῆμα βάλλω : βάλλω, ρίπτω, ἐξακοντίζω,....(βλ. 16η ἑνότητα)

μνηστῆρες δ' ὁμάδησαν ἀνὰ μέγαρα σκιόεντα·

ὁμάδησαν/ὁμαδέω : κάνω θόρυβο, δημιουργῶ ταραχή


ὁ ὅμαδος : ὁ θόρυβος, ἡ ταραχή, τό θορυβῶδες ἀνθρώπινο πλῆθος, ὁ ὄχλος, ὁ θόρυβος τῆς μάχης,
ὁ πάταγος,

τά σκιόεντα /ὁ σκιόεις : ὁ σκιερός, ὁ σύσκιος, ὁ σκοτεινός, ὁ σκοῦρος


σκιόω-σκιάω: σκιάζω, ἐπισκιάζω, σκοτεινιάζω. Σκιώδης: σκιώδης, σκιερός, σκοτεινός, θολός,
μαῦρος. Ὁ σκίουρος: ὁ σκιάζων ἑαυτόν διά τῆς οὐρᾶς του

τό μέγαρον:βλ 3η ἑνότητα

πάντες δ' ἠρήσαντο παραὶ λεχέεσσι κλιθῆναι.

ἠρήσαντο/ ἀράομαι/ἀρέομαι: προσεύχομαι, εὔχομαι

ἡ ἀρά ἤ ἀρή: ἡ εὐχή, ἡ προσευχή καί ἡ κατάρα: ἡ ἀρά κατά τινος

παραὶ/παρά: γενική σημασία: πλησίον, δίπλα, παραπλεύρως, ἀλλά καί : ἀπό, ἐκ τινός, κατά μῆκος,
παραλλήλως, πέρα ἀπό, ἀντιθέτως, ἐκτός, πρός (σέ σύγκριση), κατά τήν διάρκεια (πχ παρά τόν
πόλεμον: κατά τήν διάρκεια τοῦ πολέμου)
τοῖς λεχέεσσι/τό λέχος: ἡ συζυγική κλίνη (εἴδαμε σέ προηγούμενες ἑνότητες τήν λέξη ἡ ἄλοχος: ἡ
σύζυγος, ἐκ τοῦ ρήματος λέγω μέ τήν σημασία τοῦ πλαγιάζω, κατακλίνομαι (βλ. 8η ἑνότητα).
Ἐπίσης: τό ἀνάκλιντρο, ἡ κλίνη, ἡ στρωμνή, ἡ νεκρική κλίνη, τό φέρετρο. Ἡ λεχώ: ἡ προσφάτως
τεκοῦσα καί κατακεκλιμένη. Ὁ λεχήρης ( λέχος+ἀραρεῖν/ἀραρίσκω): ὁ κατακεκλιμένος, ὁ
κατάκοιτος, ὁ κλινήρης ( ὁ ἡρμοσμένος στήν κλίνη )

κλιθῆναι/κλίνω: προκαλῶ κλίσιν τινός, πλαγιάζω κάτι, κάμπτω, στηρίζω πλαγίως κάτι, στρέφω
πρός τι ( ὄσσε πάλιν κλίνειν :στρέφει πρός τά πίσω τούς ὀφθαλμούς), κατακλίνομαι, κατάκειμαι,
ἀποκλίνω ἐκ τῆς εὐθείας ὁδοῦ, παραπλανῶμαι, ἀποκλίνω
παράγωγα-σχετικά:ἡ κλισία (ὁ τόπος πρός κατάκλιση), ἡ κλίνη, ὁ κλινήρης, τό κλινίδιον, ὁ
κλινοπετής ( ὁ πεσμένος στήν κλίνη, ὁ κατάκοιτος), ὁ κλινοχαρής, ὁ κλιντήρ καί κλισμός ( τό
ἀνάκλιντρο), τό κλισίον (αὐλή, ὑπόστεγο), ἡ κλίσις, ἡ κλιτύς (ἡ κατωφέρεια, ἡ πλευρά ὄρους)

τοῖσι δὲ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἤρχετο μύθων·

οἱ λέξεις εἶναι γνωστές

«μητρὸς ἐμῆς μνηστῆρες, ὑπέρβιον ὕβριν ἔχοντες,

ὁ ὑπέρβιος ( ὑπέρ +βία= δύναμις) :ὁ ὑπερβολικά δυνατός, ὁ ἐπηρμένος, ὁ φαντασμένος, ὁ βίαιος,


ὁ ἀκόλαστος. Ὑπέρβιον ( ὡς ἐπίρρημα) : ἀλαζονικά, ἀκόλαστα
ἡ ὕβρις : ἡ αὐθάδεια, ἡ ἀλαζονεία.... βλ. 18η ἑνότητα

νῦν μὲν δαινύμενοι τερπώμεθα, μηδὲ βοητὺς

δαινύμενοι / δαίνυμαι :διανέμω, μοιράζω, “κάνω τραπέζι”, δίδω γεῦμα ἤ συμπόσιο, εὐοχῶ,
γευματίζω, συμποσιάζομαι (βλ.18η, 3η ἑνότητα, 5η καί 9η ἑνότητες λέξη ἡ δαίς, δαίω)
σχετικά: δαιτρεύω (διαμοιράζω, διανέμω, χωρίζω σέ μερίδες, κόπτω κρέας ), ὁ δαιτρός ( ὁ
δαιτρεύων), ἡ δαιτροσύνη ( τό δαιτρεύειν), ὁ δαιτυμών ( ὁ προσκεκλημένος σέ γεῦμα, ὁ
φιλοξενούμενος, ὁ σύνδειπνος, ὁ συνδαιτυμών), ἡ δαίτη (ἡ δαίς), δαίω (διαμοιράζω καί ἀνάβω)

τερπώμεθα/τέρπομαι : εὐχαριστοῦμαι, ἀπολαμβάνω,....(βλ. 3η ἑνότητα)

ἡ βοητὺς /ἡ βόησις: ἡ βοή, ἡ δυνατή φωνή, ἡ κραυγή, ὁ θόρυβος πού προκαλεῖται ἀπό ὁμιλίες
βοάω: βγάζω κραυγή χαρᾶς ἤ λύπης, κραυγάζω, ἀνακράζω, φωνάζω δυνατά, θορυβῶ, ἠχῶ, ἀντηχῶ,
βροντῶ, βρυχῶμαι, ἐπικαλοῦμαι κάποιον, τόν φωνάζω δυνατά, ἀπαιτῶ φωνάζοντας, διαθρυλῶ,
διακηρύσσω
σχετικά: βοηδρομέω (σπεύδω νά βοηθήσω κάποιον πού φωνάζει ζητῶντας βοήθεια), Βοηδρόμια
(ἑορτή πρός ἀνάμνησιν τῆς βοηθείας τῆς δοθείσης ὑπό τοῦ Θησέως ἐναντίον τῶν Ἀμαζόνων),
Βοηδρομιών ( ὁ τρίτος ἀττικός μήνας κατά τόν ὁποῖον τελεῖτο ἡ ἑορτή τῶν Βοηδρομίων), βοηθέω
(βοηθῶ, ὑποστηρίζω, σπεύδω σέ βοήθεια), βοηθόος (ὁ σπεύδων πρός τήν βοή τῆς μάχης, ὁ
πολεμικός, ὁ πολεμοχαρής ), ὁ βοηθός

ἔστω, ἐπεὶ τό γε καλὸν ἀκουέμεν ἐστὶν ἀοιδοῦ


ἔστω/ἵστημι: βλ. 8η, 10η, 20η ἑνότητες

καί οἱ ὑπόλοιπες λέξεις εἶναι γνωστές

τοιοῦδ' οἷος ὅδ' ἐστί, θεοῖσ' ἐναλίγκιος αὐδήν.

τοιοῦδε /τοιόσδε/τοῖος (δεικτική ἀντωνυμία) : τέτοιου εἴδους, τέτοιος (δεικτικές ἀντωνυμίες βλ.
21η ἑνότητα)
οἷος (ἀναφορική ἀντωνυμία) : ὁποῖος, τοιοῦτος ὅπως
Ἀναφορικές ἀντωνυμίες:
1) ὅς, ἥ, ὃ (= ὁ ὁποῖος, αὐτός πού)
2) ὅσπερ, ἥπερ, ὅπερ (= αὐτός ἀκριβῶς πού)
3) ὅστις, ἥτις, ὅ,τι (= ὅποιος)
4) ὁπότερος, ὁποτέρα, ὁπότερον (= ὅποιος ἀπό τούς δύο)
5) ὅσος, ὅση, ὅσον
6) ὁπόσος, ὁπόση, ὁπόσον (= ὅσος)
7) οἷος, οἵα, οἷον (= τέτοιος πού)
8) ὁποῖος, ὁποία, ὁποῖον, χωρίς ἄρθρο (= ὅποιας λογῆς)
9) ἡλίκος, ἡλίκη, ἡλίκον (= ὅσο μεγάλος)
10) ὁπηλίκος, ὁπηλίκη, ὁπηλίκον (= ὅσο μεγάλος)
11) ὁποδαπός, ὁποδαπή, ὁποδαπόν (= ἀπό ποιόν τόπο· σέ πλάγια ἐρώτηση)

Οἱ ἀναφορικές ἀντωνυμίες ὅς, ὅσπερ καί ὅστις κλίνονται κατά τόν ἀκόλουθο τρόπο:

Ἑνικός Ἀριθμός
Ἀρσεν. Θηλυκό Οὐδέτερο Ἀρσενικό Θηλυκό Οὐδέτερο
Ὀνομ. ὃς ἣ ὃ ὅσπερ ἥπερ ὅπερ
Γενική οὗ ἧς οὗ οὗπερ ἧσπερ οὗπερ
Δοτική ᾧ ᾗ ᾧ ᾧπερ ᾗπερ ᾧπερ
Αἰτιατική ὃν ἣν ὃ ὅνπερ ἥνπερ ὅπερ
Πληθυντικός Ἀριθμός
Ἀρσεν. Θηλυκό Οὐδέτερο Ἀρσενικό Θηλυκό Οὐδέτερο
Ὀνομ. oἳ αἱ ἃ οἵπερ αἵπερ ἅπερ
Γενική ὧν ὧν ὧν ὧνπερ ὧνπερ ὧνπερ
Δοτική οἷς αἷς οἷς οἷσπερ αἷσπερ οἷσπερ
Αἰτιατική οὓς ἃς ἃ οὕσπερ ἅσπερ ἅπερ

Δυϊκός Ἀριθμός
Ὀν., Αἰτ. ὣ ὣ (ἃ) ὣ ὥπερ ὥπερ (ἅπερ) ὥπερ
Γεν.,
οἷν οἷν (αἷν) οἷν οἷνπερ οἷνπερ (αἷνπερ) οἷνπερ
Δοτ.

Ἑνικός Ἀριθμός
Ἀρσενικό Θηλυκό Οὐδέτερο
Ὀνομ. ὅστις ἥτις ὅ,τι
Γενική οὗτινος και ὅτου ἧστινος οὗτινος και ὅτου
Δοτική ᾧτινι και ὅτῳ ᾗτινι ᾧτινι και ὅτῳ
Αἰτιατική ὅντινα ἥντινα ὅ,τι

Πληθυντικός Ἀριθμός
Ὀνομ. οἵτινες αἵτινες ἅτινα ή ἅττα
Γενική ὧντινων ὧντινων ὧντινων
Δοτική οἷστισι(ν) αἷστισι(ν) οἷστισι(ν)
Αἰτιατική οὕστινας ἅστινας ἅτινα ή ἅττα

Δυϊκός Ἀριθμός
Ὀν., Αἰτ. ὥτινε ὥτινε (ἅτινε) ὥτινε
Γεν., Δοτ. οἷντινοιν οἷντινοιν (αἷντινοιν) οἷντινοιν

Οἱ ὑπόλοιπες ἀναφορικές ἀντωνυμίες κλίνονται ὅπως τά τρικατάληκτα ἐπίθετα τῆς β΄ κλίσεως.

(http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL102/639/4107,18846/ )

ἐναλίγκιος : ὅμοιος μέ

ἠῶθεν δ' ἀγορήνδε καθεζώμεσθα κιόντες

ἠῶθεν/ἡ Ἠώς: ἡ Αὐγή, ἡ χαραυγή, τά ξημερώματα. Μέσον ἧμαρ:τό μεσημέρι. Δείλη:τό


ἀπόγευμα, τό δειλινό. Στήν Ἀττική διάλεκτο:Ἕως, στήν Δωρική:Ἀώς, στήν Αἰολική:Αὔως

ἀγορήνδε : πρός τήν ἀγορά (κατάληξη- δε), ( βλ.7η καί 14η ἑνότητες )

κιόντες /κίω:πορεύομαι, πηγαίνω

πάντες, ἵν' ὕμιν μῦθον ἀπηλεγέως ἀποείπω,

ἀπηλεγέως ( ἀπό + ἀλέγω) : ἄνευ φροντίδος, ἀφρόντιστα, ἀδιάφορα, ἀμέριμνα καί “καθαρά καί
ξάστερα”, ξεκάθαρα, χωρίς νά ὑπολογίζω τίς συνέπειες
ἀλέγω: στενοχωρῶ, βασανίζω ἐμαυτόν, φροντίζω, μεριμνῶ, ἐνδιαφέρομαι, ὑπολογίζω-λογαριάζω
(μέ τήν ἔννοια τοῦ ἐνδιαφέροντος). Οὐκ ἀλέγω: Δέν μ' ἐνδιαφέρει, δέν φροντίζω γιά ..

ἀποείπω/ἀπεῖπον (ἀόριστος μέ σημασία ἐνεστῶτος): ὁμιλῶ, λέγω, ὁμιλῶ μετά παρρησίας,


ἐλευθεροστομῶ, καί ἀπαγορεύω ( τό ἀπειρημένον: τό ἀπαγορευμένο), ἀρνοῦμαι, ἀπαρνοῦμαι, δέν
ἀναγνωρίζω, ἐγκαταλείπω, ἀποτρέπω, ἀπομακρύνω, ἀποκάμω, ἐξαντλοῦμαι, κουράζομαι,
ἀποτυγχάνω, στεροῦμαι τινός

ἐξιέναι μεγάρων· ἄλλας δ' ἀλεγύνετε δαῖτας,

ἐξιέναι /ἔξειμι ( ἐξ + εἶμι= πηγαίνω, ἔρχομαι ) : ἐξέρχομαι, πηγαίνω ἔξω, ἐξέρχομαι μετά
στρατεύματος, ἐξορμῶ, καί ὡς χρονικό:φθάνω στό τέρμα τοῦ χρόνου, τελευτῶ, πεθαίνω
ἀλεγύνετε / ἀλεγύνω (ἀλέγω): φροντίζω, φροντίζω γιά τήν προετοιμασία γεύματος

ὑμὰ κτήματ' ἔδοντες, ἀμειβόμενοι κατὰ οἴκους.

ὑμὰ : ὑμῶν (τῶν δικῶν σας)

κτήματα :ἀποκτήματα, περιουσιακά στοιχεῖα,.... (βλ. 9η ἑνότητα)

ἔδοντες/ἔδω: τρώγω, ἐσθίω, ἀναλίσκω, καταναλώνω (ἔδεσμα)

ἀμειβόμενοι /ἀμείβω : ἀνταλλάσσω, ἀλλάζω τόπο, διέρχομαι,....( βλ. 5η ἑνότητα)

Γραμματική
Συνέχεια Γ' κλίσεως

Ἀρσενικό
Πτώση Ἑνικός Πληθυντικός Ἑνικός Πληθυντικός
Ὀνομαστι
κή ὁ ῥήτωρ οἱ ῥήτορες ὁ πατήρ οἱ πατέρες
Γενική τοῦ ῥήτορος τῶν ῥητόρων τοῦ πατρός τῶν πατέρων
Δοτική τῷ ῥήτορι τοῖς ῥήτορσι τῷ πατρί τοῖς πατράσι

Αἰτιατική τόν ῥήτορα τούς ῥήτορας τόν πατέρα τούς πατέρας


Κλητική ὦ ῥῆτορ ὦ ῥήτορες ὦ πάτερ ὦ πατέρες

Ἀρσενικό Θηλυκό
Πτώση Ἑνικός Πληθυντικός Ἑνικός
Ὀνομαστι
κή ὁ ἀνήρ οἱ ἄνδρες ἡ Δημήτηρ -
Γενική τοῦ ἀνδρός τῶν ἀνδρῶν τῆς Δήμητρος -
Δοτική τῷ ἀνδρί τοῖς ἀνδράσι τῇ Δήμητρι -
Αἰτιατική τόν ἄνδρα τούς ἄνδρας τήν Δήμητρα -
Κλητική ὦ ἄνερ ὦ ἄνδρες ὦ Δήμητερ -

Γιά τήν ἑρμηνεία τῶν λέξεων σέ ὅλες τίς ἑνότητες : Λεξικόν τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γλώσσης, Ἰωάν.
Σταματάκου, Ἐκδοτικός Ὀργανισμός “ Ο ΦΟΙΝΙΞ” ΕΠΕ, Ἀθήνα 1972
Γιά τήν Γραμματική σέ ὅλες τίς ἑνότητες : Γραμματική τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γλώσσης, Ἀχιλλέως
Τζαρτζάνου, Ἐκδοτικός οἶκος Ἀδελφῶν Κυριακίδη α.ε., Ἀθήνα 1965

Εὐχαριστῶ
Ἰσμήνη Μαρτίνη
Συντονίστρια Ἐπιτροπῆς Ὁμήρου ΙΗΑ
Ἀθήνα

You might also like