You are on page 1of 8

INTERNATIONAL HELLENIC ASSOCIATION

Ὁμάδα Ἔρευνας καί Μελέτης τῶν Ὁμηρικῶν Ἐπῶν

Συντονίστρια: Ἰσμήνη Μαρτίνη


e-mail: ismartin797@gmail.com
Ἀθήνα 22/10/2019

Μελέτη Ὁμήρου / Ὀδύσσεια, 21η Ἑνότητα

Ραψωδία α, στίχοι 265-279

τοῖος ἐὼν μνηστῆρσιν ὁμιλήσειεν Ὀδυσσεύς·


τέτοιος ὤν, μέ τούς μνηστῆρες νά συναντιόταν ὁ Ὀδυσσέας

πάντες κ' ὠκύμοροί τε γενοίατο πικρόγαμοί τε.


κι ὅλοι βραχύβιοι θά γίνονταν καί πικρόγαμοι

ἀλλ' ἦ τοι μὲν ταῦτα θεῶν ἐν γούνασι κεῖται,


ὅμως βεβαίως ὅλα αὐτά ἐξαρτῶνται ἀπό τήν θέληση τῶν θεῶν,

ἤ κεν νοστήσας ἀποτείσεται, ἠέ καὶ οὐκί,


ἐάν θά ἐπιστρέψει καί θά τούς τιμωρήσει, ἤ ἐάν ὄχι,

οἷσιν ἐνὶ μεγάροισι· σὲ δὲ φράζεσθαι ἄνωγα,


μέσα στά μέγαρά του, και σ' ἐσένα νά σκεφθεῖς θά συμβούλευα

ὅππως κε μνηστῆρας ἀπώσεαι ἐκ μεγάροιο.


μέ ποιόν τρόπο τούς μνηστῆρες θά διώξεις ἀπό τό μέγαρο.

εἰ δ' ἄγε νῦν ξυνίει καὶ ἐμῶν ἐμπάζεο μύθων·


ἀλλά ἔλα τώρα ἄκουγε καί πρόσεχε τά λόγια μου,

αὔριον εἰς ἀγορὴν καλέσας ἥρωας Ἀχαιοὺς


αὔριο σέ συνέλευση ἀφοῦ προσκαλέσεις τούς ἥρωες Ἀχαιούς

μῦθον πέφραδε πᾶσι, θεοὶ δ' ἐπὶ μάρτυροι ἔστων.


λόγο πές σέ ὅλους, κι οἱ θεοί μάρτυρες ἄς εἶναι.

μνηστῆρας μὲν ἐπὶ σφέτερα σκίδνασθαι ἄνωχθι,


Τούς μνηστῆρες μέν, στά δικά τους (μέρη) νά διασκορπιστοῦν πρόσταξε,

μητέρα δ', εἴ οἱ θυμὸς ἐφορμᾶται γαμέεσθαι,


στήν δέ μητέρα, ἐάν ἡ ψυχή της τήν παροτρύνει νά παντρευτεῖ

ἂψ ἴτω ἐς μέγαρον πατρὸς μέγα δυναμένοιο·


πίσω νά πάει στό μέγαρο τοῦ μεγαλοδυνάμου πατρός

οἱ δὲ γάμον τεύξουσι καὶ ἀρτυνέουσιν ἔεδνα


κι ἐκεῖνοι γάμο νά κάμουν καί νά ἑτοιμάσουν τά προικιά

πολλὰ μάλ', ὅσσα ἔοικε φίλης ἐπὶ παιδὸς ἕπεσθαι.


τά πάρα πολλά, ὅσα θά ἅρμοζε σέ ἀγαπημένο παιδί νά ἀκολουθοῦν.

σοὶ δ' αὐτῷ πυκινῶς ὑποθήσομαι, αἴ κε πίθηαι·


κι ἐσένα τόν ἴδιο σταθερά θά συμβουλεύσω, μήπως πειστεῖς

Λεξιλόγιο

τοῖος ἐὼν μνηστῆρσιν ὁμιλήσειεν Ὀδυσσεύς·

ἐών : ἡ μετοχή ὤν (τοῦ ρήματος εἰμί, ἀρσενικό γένος), ὤν, οὖσα, ὄν

τοῖος: τέτοιος (δεικτική ἀντωνυμία)

Οἱ Δεικτικές Ἀντωνυμίες ( ἐκ τοῦ δείκνυμι-δεικνύω=δείχνω):

ὅδε, ἥδε, τόδε ( αὐτός ἐδῶ)


οὗτος, αὕτη, οὗτο ( ἐτοῦτος, αὐτός)
ἐκεῖνος, ἐκείνη, ἐκεῖνο
τοιόσδε (τοῖος-δε: τέτοιος), τοιάδε, τοιόνδε ( κλίνεται μόνο τό πρῶτο μέρος ,ὄχι τό -δε), τοιοῦτος,
τοιαύτη, τοιοῦτο
τοσόσδε, τοσήδε, τοσόνδε (τόσος) – τοσοῦτος, τοσαύτη, τοσοῦτο
τηλικόσδε, τηλικήδε, τηλικόνδε – τηλικοῦτος, τηλικαύτη, τηλικοῦτο ( τόσος στήν ἡλικία)

Κλίση τῆς ἀντωνυμίας:οὗτος, αὕτη, τοῦτο

Πτώση Ἑνικός Πληθυντικός Ἑνικός Πληθυντικός


Ὀνομαστι
κή οὗτος οὗτοι αὕτη αὗται
Γενική τούτου τούτων ταύτης τούτων
Δοτική τούτῳ τούτοις ταύτῃ ταύταις

Αἰτιατική τοῦτον τούτους ταύτην ταύτας


Κλητική οὗτος -- αὕτη ὦ --

Πτώση Ἑνικός Πληθυντικός


Ὀνομαστι
κή τοῦτο ταῦτα
Γενική τούτου τούτων
Δοτική τούτῳ τούτοις

Αἰτιατική τοῦτο ταῦτα


Κλητική -- --

ὁμιλήσειεν / ὁμιλέω : εἶμαι μαζί μέ κάποιον, εἶμαι σύντροφος τινός, συναναστρέφομαι τινά,
βρίσκομαι στήν ἴδια συντροφιά, συναθροίζομαι, ζῶ μαζί μέ, συνομιλῶ, συναντῶ σέ μάχη,
ἀντιμετωπίζω κάποιον, συναντῶμαι μέ κάποιον
[ ὁ ὅμιλος, ὁμιλαδόν (καθ' ὁμίλους), ὁμιλητής ( ὁ συναναστρεφόμενος, ὁ μαθητής, ὁ ἀκροατής), ὁ
ὁμιλητός (ὁ προσιτός), ἡ ὁμιλία ( ἡ συναναστροφή, ἡ ἐπικοινωνία, ἡ ἐπαφή, ἡ δοσοληψία, ἡ
συνομιλία, ἡ διδασκαλία, ἡ συνέλευση, ὁ λόγος) ]

πάντες κ' ὠκύμοροί τε γενοίατο πικρόγαμοί τε

ὁ ὠκύμορος ( ὠκύς + μόρος ) : ὁ ταχέως βαίνων πρός τόν θάνατο, ὁ βραχύβιος, ὁ προώρως θανῶν

ὁ ὠκύς : ὁ ταχύς, ὁ γοργός


ἡ λέξη παράγει σύνθετα:ὠκύαλος ( ὁ πλέων ταχέως στήν θάλασσα), ὠκύβολος ( ὁ ρίπτων μέ
ταχύτητα), ὠκυδήκτωρ ( ὁ ὀξέως δάκνων ), ὠκυδίδακτος ( ὁ ταχέως μανθάνων), ὠκυδίνητος ( ὁ
ταχέως περιστρεφόμενος), ὠκύδρομος, ὠκυεπής ( ..+ἔπος), ὠκύθοος (ὁ τρέχων γρήγορα),
ὠκύμαχος, ὠκυπετής, ὠκύπλανος (...+πλάνη), ὠκύπλοος, ὠκυπόδης, ὠκύποινος, ὠκύπομπος,
ὠκύπορος, ὠκύπους, ὠκύπτερος, ὠκύροος, ὠκύσκοπος, ὠκυτόκιος, ὠκυτόκος

μόρος: τό πεπρωμένο, ἡ μοῖρα, ἡ κακή μοῖρα, ὁ ὄλεθρος, ὁ θάνατος, ὁ αἰφνίδιος καί βίαιος θάνατος
(βλ. καί 13η ἑνότητα)

γενοίατο/γίγνομαι : θά γίνονταν (βλ. 17η ἑνότητα)

Ἀρχικοί Χρόνοι τοῦ ρήματος γίγνομαι

Ἐνεστώς: γίγνομαι
Παρατατικός: ἐγινόμην
Μέλλων: γενήσομαι
Ἀόριστος α':ἐγενήθην
Ἀόριστος β ' : ἐγενόμην
Παρακείμενος:γεγένημαι καί γέγονα
Ὑπερσυντέλικος: ἐγεγενήμην

παράγωγα τοῦ γίγνομαι: γείνομαι-γεννῶμαι, γένος, γενετήρ, γενέτωρ, γενέτειρα, γένεσις, γενετή,
γενεά, γενέθλη, γέννα, γόνος, γονή, γονεύς, κασίγνητος (ὁ ἀδελφός), γνήσιος, γνωτός, νεογνός,
ὁμόγνιος, γυνή

πικρόγαμος (πικρός+γάμος) : ὁ συνάψας πικρό γάμο, ὁ ἀτυχήσας στόν γάμο του

ἀλλ' ἦ τοι μὲν ταῦτα θεῶν ἐν γούνασι κεῖται,


ἦ τοι :βεβαίως, ἀληθῶς

τοῖς γούνασι / τό γόνυ : στά γόνατα, τό γόνατο

κεῖται/κεῖμαι : κείτομαι, βρίσκομαι, κατάκειμαι, εἶμαι τοποθετημένος, ἐξαρτῶμαι τινός, κοιμᾶμαι,


εἶμαι ξαπλωμένος, ἀναπαύομαι, ἀπραγμονῶ, κείτομαι ἀσθενής/καταβεβλημένος, κείτομαι νεκρός,
κατάκειμαι ἄταφος. Ἐπί ἀντικειμένων:κατάκειμαι σέ ἐρείπια, ἀνατρέπομαι καί πέφτω κάτω,
βρίσκομαι
θεῶν ἐν γούνασι κεῖται:μεταφορικά σημαίνει “ἐξαρτᾶται ἀπό τήν θέληση τῶν θεῶν”, “βρίσκεται
στήν διάθεση τῶν θεῶν”

ἤ κεν νοστήσας ἀποτείσεται, ἠέ καὶ οὐκί,

νοστήσας /νοστέω/νόστος : ἡ ἐπιστροφή στήν πατρίδα, .... βλ. 1η ἑνότητα

ἀποτείσεται/ἀποτίνω: πληρώνω τι ὀφειλόμενο, ξεπληρώνω, ἀνταποδίδω, ἀποπληρώνω.


Ἀποτίνομαι: ἐπιβάλλω σέ κάποιον νά μοῦ ξεπληρώσει, ἐξαναγκάζω νά μοῦ ἀποδώσει ὀφειλόμενο,
ἐκδικοῦμαι κάποιον, τόν τιμωρῶ, λαμβάνω ἐκδίκηση

τίνω: πληρώνω, καταβάλλω τίμημα, πληρώνω πρόστιμο, ἀποζημιώνω, ξεπληρώνω χρέος,


ἀνταποδίδω, ἐκδικοῦμαι

ἡ τίσις: πληρωμή πρός ἀνταμοιβή-πρός ἀνταπόδοση, ἀνταπόδοση, τιμωρία, ποινή, πρόστιμο

τίω:ἀπονέμω τιμή, τιμῶ, ἐκτιμῶ, σέβομαι, ὑπολήπτομαι, ἀποτιμῶ, διατιμῶ, ὁρίζω τήν ἀξία

ἠέ :ἤ
οὐκί:ὄχι

οἷσιν ἐνὶ μεγάροισι· σὲ δὲ φράζεσθαι ἄνωγα,

οἷσιν : στά δικά του

ἐνὶ :ἐν

τοῖς μεγάροισι/τό μέγαρον: τό μέγαρο, τό παλάτι, τό μεγάλο δωμάτιο, ἡ μεγάλη αἴθουσα (βλ. 3η
ἑνότητα)

φράζεσθαι / φράζω : δεικνύω, ὑποδεικνύω, δηλώνω, λέγω, διηγοῦμαι, κηρύσσω, ἐκφωνῶ,


ἐκφράζομαι, συμβουλεύω, καθοδηγῶ, προστάζω, δίδω γνώμη (φράσις, εὐφράδεια, ἔκφρασις)

φράζομαι : μιλῶ στόν ἑαυτόν μου, σκέπτομαι, συλλογίζομαι, ἀναμετρῶ, φαντάζομαι, νομίζω,
σχεδιάζω, ἐπινοῶ, μηχανεύομαι, ὑποθέτω, πιστεύω, παρατηρῶ, ἀντιλαμβάνομαι, βλέπω, ἐννοῶ,
κατανοῶ, φυλάττω, παραφυλάττω, προφυλάσσομαι, λαμβάνω τά μέτρα μου

ἄνωγα : ἐπικός παρακείμενος μέ σημασία ἐνεστῶτος: διατάσσω, προστάζω, παραγγέλω, κελεύω,


συμβουλεύω, παρακινῶ, παροτρύνω
ὅππως κε μνηστῆρας ἀπώσεαι ἐκ μεγάροιο.

ὅππως : ὅπως, καθώς, πῶς, καθ' ὅν τρόπο, κατά ποῖον τρόπο, ἵνα, διά νά

ἀπώσεαι /ἀπωθέω-ῶ: ἀπωθῶ, ὠθῶ μακριά, ἀπομακρύνω, ἀποδιώκω, ἐξορίζω, ἀποκρούω


ἀπωθοῦμαι: ἀπορρίπτω, ἀπαξιῶ, περιφρονῶ
( ἄπωσις, ἀπωστός)

εἰ δ' ἄγε νῦν ξυνίει καὶ ἐμῶν ἐμπάζεο μύθων·

εἰ δ' ἄγε νῦν :ἀλλά ἔλα τώρα

ξυνίει/ξυνίημι/συνίημι: πέμπω ὁμοῦ, συνεκπέμπω, ἐκφέρω μαζί, συνεκφέρω, προκαλῶ


σύγκρουση-διαφωνία, ἀντιλαμβάνομαι, λαμβάνω γνώση, παρατηρῶ, νοῶ, κατανοῶ, μαθαίνω,
ἀκούω. συνίεμαι:καταλήγω σέ συμφωνία
(τό πρόθεμα ξυν... ἀποδίδεται κυρίως ὡς συν... )

ἐμπάζεο / ἐμπάζομαι : ἀπασχολοῦμαι, ἀσχολοῦμαι μέ, λαμβάνω πρόνοια γιά κάτι, φροντίζω περί
τινός, προσέχω

μῦθος : στόν Ὅμηρο ἡ λέξη μῦθος σημαίνει λόγος, ὁμιλία, διήγηση, προσωπική ἄποψη, γνώμη
(τό συναντήσαμε ξανά)

αὔριον εἰς ἀγορὴν καλέσας ἥρωας Ἀχαιοὺς

ἀγορὴν /ἡ ἀγορά:βλ. 7η ἑνότητα

καλέσας/καλέω-ῶ : καλῶ, φωνάζω, προσκαλῶ, συγκαλῶ, ἐπικαλοῦμαι, καλῶ ὀνομαστικῶς,


ὀνομάζω

μῦθον πέφραδε πᾶσι, θεοὶ δ' ἐπὶ μάρτυροι ἔστων.

πέφραδε /φράζομαι :ὡς ἄνω

πᾶσι : σέ ὅλους

μάρτυροι/μάρτυς:μάρτυρας. Μαρτυρέω:εἶμαι μάρτυρας, δίδω μαρτυρία. Μαρτυρία:ἡ μαρτυρική


κατάθεση, ἡ ὁμολογία, ἡ ἀπόδειξη. Μαρτύριο:ἡ ἀπόδειξη, τό τεκμήριο

ἔστων: Προστακτική ἐνεστῶτος (γ' πληθ. πρόσ.) τοῦ ρήματος εἰμί:


ἴσθι, ἔστω, ἔστε, ἔστων/ὄντων/ἤ ἔστωσαν

μνηστῆρας μὲν ἐπὶ σφέτερα σκίδνασθαι ἄνωχθι,

τούς μνηστῆρας : τούς μνηστῆρες

σφέτερα/σφέτερος : κτητική ἀντωνυμία (βλ. 16 η ἑνότητα)

σκίδνασθαι /σκίδναμαι: σκορπίζομαι, διασκορπίζομαι, διασπείρομαι πρός διάφορες κατευθύνσεις


ἄνωχθι/ἄνωγα: ὡς ἄνω

μητέρα δ', εἴ οἱ θυμὸς ἐφορμᾶται γαμέεσθαι,

οἱ θυμὸς ( ὁ θυμός της) : ἡ ψυχή της (βλ. 10η ἑνότητα)

ἐφορμᾶται /ἐφορμάω-ῶ: ἐφορμῶ, ὁρμῶ ἐναντίον τινός, ἐξεγείρω, διεγείρω κάποιον ἐναντίον
τινός, παρορμῶ, προσβάλλω, ἐπιτίθεμαι, διεγείρω

γαμέεσθαι/γαμέω: λαμβάνω σύζυγο (βλ. 18η ἑνότητα)

ἂψ ἴτω ἐς μέγαρον πατρὸς μέγα δυναμένοιο·

ἂψ : πρός τά πίσω, πίσω, μακριά, μακριά ἀπό

ἴτω :προστακτική τοῦ ρήματος εἶμι (πάω, ἔρχομαι, πορεύομαι, βλ. 2η ἑνότητα)

μέγα δυναμένοιο :μέγα δυναμένου, μεγαλοδυνάμου

οἱ δὲ γάμον τεύξουσι καὶ ἀρτυνέουσιν ἔεδνα

τεύξουσι/τεύχω:βλ. 19η ἑνότητα

ἀρτυνέουσιν/ἀρτύνω:τακτοποιῶ, διευθύνω, διοικῶ, ἐπινοῶ, μηχανῶμαι, σχεδιάζω, μηχανορραφῶ,


προπαρασκευάζω, ἑτοιμάζω
( σέ χωριά τῆς ἐπαρχίας διασώζεται τό ρῆμα καί χρησιμοποιεῖται ἀπό τόν πιστό πού προετοιμάζεται
γιά τήν Θεία Κοινωνία : ἀρτύνομαι)

τά ἔεδνα/τά ἔδνα : τά προικιά, τά γαμήλια δῶρα

πολλὰ μάλ', ὅσσα ἔοικε φίλης ἐπὶ παιδὸς ἕπεσθαι.

ὅσσα /ὅσα

ἔοικε : φαίνεται προσῆκον/ὀρθό/εὐπρεπές, ἁρμόζει, πρέπει, εἶναι κατάλληλο, εἶναι εὐπρεπές, εἶναι
λογικό

ἕπεσθαι / ἕπομαι:ἀκολουθῶ. Ἕπω: καταγίγνομαι μέ, ἀσχολοῦμαι μέ, ἀκολουθῶ, ἔρχομαι κατόπιν,
παρακολουθῶ, ὑπακούω, καταδιώκω, παρακολουθῶ νοερῶς, κατανοῶ

σοὶ δ' αὐτῷ πυκινῶς ὑποθήσομαι, αἴ κε πίθηαι·

σοὶ : β' πρόσωπο προσωπικῆς ἀντωνυμίας, δοτική ἑνικοῦ ἀριθμοῦ: σ' ἐσένα
Προσωπικές ἀντωνυμίες

ἐγώ, σύ, ὅδε

Κλίση τῶν Προσωπικῶν Ἀντωνυμιῶν

Α' πρόσωπο Β' πρόσωπο


Πτώση Ἑνικός Πληθυντικός Ἑνικός Πληθυντικός
Ὀνομαστι
κή ἐγώ ἡμεῖς σύ ὑμεῖς
Γενική ἐμοῦ, μου ἡμῶν σοῦ, σου ὑμῶν
Δοτική ἐμοί, μοι ἡμῖν σοί, σοι ὑμῖν

Αἰτιατική ἐμέ ἡμᾶς σέ, σε ὑμᾶς


Κλητική -- -- -- --

Γ' πρόσωπο
Πτώση Ἑνικός Πληθυντικός
Ὀνομαστι
κή -(ὅ) σφεῖς
Γενική οὗ σφῶν
Δοτική οἷ, οἱ σφίσι-ν

Αἰτιατική ἕ σφᾶς
Κλητική -- --

αὐτῷ /αὐτός: στόν ἴδιο, ὁ ἴδιος (βλ. 20η ἑνότητα)

πυκινῶς (ἐπιρρηματικός τύπος) : πυκνῶς, στερεῶς, καλῶς, μετά ὀξυνοίας, διορατικῶς, συνετῶς,
σοφῶς, συνετῶς, σωφρόνως, εὐφυῶς

ὑποθήσομαι/ὑποτίθημι : τοποθετῶ κάτω ἀπό, βάλλω ὑποκάτω, ὑποτάσσω, καταθέτω, λαμβάνω τι


ὡς κανόνα, προτείνω τι γιά συζήτηση, προτείνω, συμβουλεύω, εἰσηγοῦμαι, ὑποβάλλω, ὑποδεικνύω,
παρακινῶ, καταθέτω ὡς παρακαταθήκη, ὡς ἐγγύηση, δανείζομαι μέ ἐνέχυρο (ὑποθήκη), ἐκθέτω σέ
κίνδυνο, ἀποτολμῶ, ριψοκινδυνεύω

πίθηαι/πείθω: πείθω, καταπείθω, καταπραΰνω, κατευνάζω, διεγείρω, παρορμῶ καί ἐξαπατῶ,


παραπλανῶ. Πείθομαι:πείθομαι, ὑπακούω, συμμορφώνομαι, πιστεύω, ἐμπιστεύομαι, ὑποχωρῶ,
πιστεύω, ἔχω πεισθεῖ

Γιά τήν ἑρμηνεία τῶν λέξεων σέ ὅλες τίς ἑνότητες : Λεξικόν τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γλώσσης, Ἰωάν.
Σταματάκου, Ἐκδοτικός Ὀργανισμός “ Ο ΦΟΙΝΙΞ” ΕΠΕ, Ἀθήνα 1972
Γιά τήν Γραμματική σέ ὅλες τίς ἑνότητες : Γραμματική τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γλώσσης, Ἀχιλλέως
Τζαρτζάνου, Ἐκδοτικός οἶκος Ἀδελφῶν Κυριακίδη α.ε., Ἀθήνα 1965

Ἰσμήνη Μαρτίνη
Συντονίστρια Ἐπιτροπῆς Ὁμήρου ΙΗΑ
Ἀθήνα

You might also like