Professional Documents
Culture Documents
Λεξιλόγιο
ὁμιλήσειεν / ὁμιλέω : εἶμαι μαζί μέ κάποιον, εἶμαι σύντροφος τινός, συναναστρέφομαι τινά,
βρίσκομαι στήν ἴδια συντροφιά, συναθροίζομαι, ζῶ μαζί μέ, συνομιλῶ, συναντῶ σέ μάχη,
ἀντιμετωπίζω κάποιον, συναντῶμαι μέ κάποιον
[ ὁ ὅμιλος, ὁμιλαδόν (καθ' ὁμίλους), ὁμιλητής ( ὁ συναναστρεφόμενος, ὁ μαθητής, ὁ ἀκροατής), ὁ
ὁμιλητός (ὁ προσιτός), ἡ ὁμιλία ( ἡ συναναστροφή, ἡ ἐπικοινωνία, ἡ ἐπαφή, ἡ δοσοληψία, ἡ
συνομιλία, ἡ διδασκαλία, ἡ συνέλευση, ὁ λόγος) ]
ὁ ὠκύμορος ( ὠκύς + μόρος ) : ὁ ταχέως βαίνων πρός τόν θάνατο, ὁ βραχύβιος, ὁ προώρως θανῶν
μόρος: τό πεπρωμένο, ἡ μοῖρα, ἡ κακή μοῖρα, ὁ ὄλεθρος, ὁ θάνατος, ὁ αἰφνίδιος καί βίαιος θάνατος
(βλ. καί 13η ἑνότητα)
Ἐνεστώς: γίγνομαι
Παρατατικός: ἐγινόμην
Μέλλων: γενήσομαι
Ἀόριστος α':ἐγενήθην
Ἀόριστος β ' : ἐγενόμην
Παρακείμενος:γεγένημαι καί γέγονα
Ὑπερσυντέλικος: ἐγεγενήμην
παράγωγα τοῦ γίγνομαι: γείνομαι-γεννῶμαι, γένος, γενετήρ, γενέτωρ, γενέτειρα, γένεσις, γενετή,
γενεά, γενέθλη, γέννα, γόνος, γονή, γονεύς, κασίγνητος (ὁ ἀδελφός), γνήσιος, γνωτός, νεογνός,
ὁμόγνιος, γυνή
τίω:ἀπονέμω τιμή, τιμῶ, ἐκτιμῶ, σέβομαι, ὑπολήπτομαι, ἀποτιμῶ, διατιμῶ, ὁρίζω τήν ἀξία
ἠέ :ἤ
οὐκί:ὄχι
ἐνὶ :ἐν
τοῖς μεγάροισι/τό μέγαρον: τό μέγαρο, τό παλάτι, τό μεγάλο δωμάτιο, ἡ μεγάλη αἴθουσα (βλ. 3η
ἑνότητα)
φράζομαι : μιλῶ στόν ἑαυτόν μου, σκέπτομαι, συλλογίζομαι, ἀναμετρῶ, φαντάζομαι, νομίζω,
σχεδιάζω, ἐπινοῶ, μηχανεύομαι, ὑποθέτω, πιστεύω, παρατηρῶ, ἀντιλαμβάνομαι, βλέπω, ἐννοῶ,
κατανοῶ, φυλάττω, παραφυλάττω, προφυλάσσομαι, λαμβάνω τά μέτρα μου
ὅππως : ὅπως, καθώς, πῶς, καθ' ὅν τρόπο, κατά ποῖον τρόπο, ἵνα, διά νά
ἐμπάζεο / ἐμπάζομαι : ἀπασχολοῦμαι, ἀσχολοῦμαι μέ, λαμβάνω πρόνοια γιά κάτι, φροντίζω περί
τινός, προσέχω
μῦθος : στόν Ὅμηρο ἡ λέξη μῦθος σημαίνει λόγος, ὁμιλία, διήγηση, προσωπική ἄποψη, γνώμη
(τό συναντήσαμε ξανά)
πᾶσι : σέ ὅλους
ἐφορμᾶται /ἐφορμάω-ῶ: ἐφορμῶ, ὁρμῶ ἐναντίον τινός, ἐξεγείρω, διεγείρω κάποιον ἐναντίον
τινός, παρορμῶ, προσβάλλω, ἐπιτίθεμαι, διεγείρω
ἴτω :προστακτική τοῦ ρήματος εἶμι (πάω, ἔρχομαι, πορεύομαι, βλ. 2η ἑνότητα)
ὅσσα /ὅσα
ἔοικε : φαίνεται προσῆκον/ὀρθό/εὐπρεπές, ἁρμόζει, πρέπει, εἶναι κατάλληλο, εἶναι εὐπρεπές, εἶναι
λογικό
ἕπεσθαι / ἕπομαι:ἀκολουθῶ. Ἕπω: καταγίγνομαι μέ, ἀσχολοῦμαι μέ, ἀκολουθῶ, ἔρχομαι κατόπιν,
παρακολουθῶ, ὑπακούω, καταδιώκω, παρακολουθῶ νοερῶς, κατανοῶ
σοὶ : β' πρόσωπο προσωπικῆς ἀντωνυμίας, δοτική ἑνικοῦ ἀριθμοῦ: σ' ἐσένα
Προσωπικές ἀντωνυμίες
Γ' πρόσωπο
Πτώση Ἑνικός Πληθυντικός
Ὀνομαστι
κή -(ὅ) σφεῖς
Γενική οὗ σφῶν
Δοτική οἷ, οἱ σφίσι-ν
Αἰτιατική ἕ σφᾶς
Κλητική -- --
πυκινῶς (ἐπιρρηματικός τύπος) : πυκνῶς, στερεῶς, καλῶς, μετά ὀξυνοίας, διορατικῶς, συνετῶς,
σοφῶς, συνετῶς, σωφρόνως, εὐφυῶς
Γιά τήν ἑρμηνεία τῶν λέξεων σέ ὅλες τίς ἑνότητες : Λεξικόν τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γλώσσης, Ἰωάν.
Σταματάκου, Ἐκδοτικός Ὀργανισμός “ Ο ΦΟΙΝΙΞ” ΕΠΕ, Ἀθήνα 1972
Γιά τήν Γραμματική σέ ὅλες τίς ἑνότητες : Γραμματική τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γλώσσης, Ἀχιλλέως
Τζαρτζάνου, Ἐκδοτικός οἶκος Ἀδελφῶν Κυριακίδη α.ε., Ἀθήνα 1965
Ἰσμήνη Μαρτίνη
Συντονίστρια Ἐπιτροπῆς Ὁμήρου ΙΗΑ
Ἀθήνα