Professional Documents
Culture Documents
Τμήμα Φιλολογίας
Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών
Τομέας «Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας»
Κατεύθυνση «Νεοελληνικής Φιλολογίας»
Τίτλος σεμιναρίου: (ΜΓΛΦ019) ‘’Ιστορία των γλωσσικών
ιδεών: Το γλωσσικό ζήτημα (18ος – 20ος αι.)’’.
Θέμα Εργασίας:
‘’Το γλωσσικό ζήτημα και ο δημοτικισμός μέσα από τα μάτια του Διονύσιου
Σολωμού στο Διάλογο’’
Στοιχεία Φοιτητή:
Χρυσήλια Παπαγιαννάκη
Α’ Εξάμηνο Σπουδών
Α.Μ.: 0834
Κεφάλαιο 1Ο
Εισαγωγή……………………………………………………………………………………….………..……σελ. 3-5
Κεφάλαιο 2Ο
Ο δημοτικισμός του Σολωμού μέσα στο Διάλογο………………………………………….σελ. 5-9
Κεφάλαιο 3Ο
Οι ελληνικές και ξένες πηγές του Σολωμού στον
Διάλογο.........................................................................................................σελ. 10-13
Κεφάλαιο 4ο
Το ιταλικό γλωσσικό ζήτημα ως κινητήριος μοχλός για τη θεωρητική διαμόρφωση
του Σολωμού……………………..……………..…………….……………………………….….……σελ. 13-15
Κεφάλαιο 5ο
Επίλογος…………………………….…………………………………………….………………………...….σελ. 16
Κεφάλαιο 6ο
Βιβλιογραφία.……………………………………………………………………………….…………….….σελ. 17
2
Κεφάλαιο 1ο
Εισαγωγή
Η παρούσα εργασία έχει ως κεντρικό της άξονα την μελέτη και την παρουσίαση
των βασικών θέσεων του Διονύσιου Σολωμού για το γλωσσικό ζήτημα στην Ελλάδα
κατά τον 19ο αιώνα, όπως αυτές προκύπτουν μέσα από το πεζό έργο του Διάλογος
του 1824. Σκοπός είναι να αναδειχθούν οι απόψεις του ποιητή και τα επιχειρήματα
με τα οποία τις στηρίζει καθώς και η συμβολή που αυτές εν τέλει είχαν για το
γλωσσικό ζήτημα της χώρας συλλήβδην. Ιδιαίτερα σημαντικό κρίνεται να γίνει
αναφορά στις πηγές του Σολωμού, ελληνικές και ξένες, στα ‘’διαβάσματά’’ του
δηλαδή και στους θεωρητικούς που τον επηρέασαν στη διαμόρφωση της άποψής
του για τη γλώσσα, καθώς και σε εκείνους που ανοικτά μνημονεύει μέσα στο έργο
του. Τέλος, παράλειψη θα ήταν, να μην γίνει αναφορά στο ιταλικό γλωσσικό
ζήτημα, καθώς σημάδεψε τον μεγαλωμένο στην Ιταλία ποιητή μας και με τη βάση
αυτή οικοδόμησε ολόκληρη τη θεωρητική του σκέψη για το αντίστοιχο γλωσσικό
πρόβλημα εν Ελλάδι.
1
Εμμανουήλ Κριαράς, Σολωμός: Ο βίος – το έργο, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Θεσσαλονίκη, 1969, σ.
54-61.
3
Ας επιστρέψουμε στο θέμα της αντιγραφής. Ο Coutelle2 μας διαβεβαιώνει ότι ο
αντιγραφέας δεν είναι ο Τερτσέτης. Ο Πολυλάς δεν μας αναφέρει το όνομα του
αντιγραφέα μα και πιθανό να μη το γνώριζε ή να θεωρούσε λανθασμένα πως είναι
ο Τερτσέτης, καθώς η γνωριμία τους ακόμα ήταν πρόσφατη, δεν είχαν
αλληλογραφήσει και δεν γνώριζε το γραφικό του χαρακτήρα. Προβληματική,
λοιπόν, υπάρχει για το ποιος έγραψε τη πρώτη σημείωση στην αρχή του Διαλόγου:
«Έγραψε τον Διάλογον ο Διονύσιος Σολωμός εις Ζάκυνθον κατά το 1824. Σώζεται το
αντίγραφον, ατελές, ως κάτω θέλομεν σημειώσει, το οποίον φίλος του τις
αντέγραψε κατά παραγγελίαν του ποιητού και προς χρήσιν του· αλλά ούτε το
επιθεώρησεν, ούτε εδημοσίευσε τον Διάλογον ―τον δημοσιεύομεν κατά το
αντίγραφον τούτο». Ο Coutelle3 μας πληροφορεί ότι η αντιγραφή έχει γίνει από το
χέρι του Πήλικα καθώς η γραφή και το ορθογραφικό σύστημα ταιριάζουν απόλυτα
με ένα ανέκδοτο γράμμα του στα 1836. Επίσης με βεβαιότητα υποστηρίζει ότι τα
μέρη του Διαλόγου που λείπουν, χάθηκαν το πολύ τέσσερα με πέντε χρόνια
αμέσως μετά το τέλος της αντιγραφής.
Ως προς το θέμα της χρονολόγησης του Διαλόγου τα στοιχεία είναι τα εξής: Το
έργο σίγουρα είναι γραμμένο μετά τον Αύγουστο του 1823 και το θάνατο του
Μάρκου Μπότσαρη, όπου το γεγονός αναφέρεται ως διακειμενικό στοιχείο.
Πιθανόν και με την αναφορά στα τυπωμένα κλέφτικα τραγούδια να εννοεί ο
Σολωμός την έκδοση του Fauriel, άρα τοποθετούμαστε στα μέσα του 1824, όπου
είναι και η επικρατέστερη χρονολόγηση του Διαλόγου. Σίγουρα πάντως μέχρι και
τον Απρίλιο του 1825, ο Διάλογος είχε ολοκληρωθεί, καθώς τότε σε επιστολή του
Γεώργιου Μαρκορά προς τον Σολωμό μας βεβαιώνει ότι το έργο ήταν έτοιμο με
πρόβλεψη να δημοσιευθεί.
Περνώντας, τέλος, στο περιεχόμενο του Διαλόγου, πρόκειται για κείμενο πεζό –
το ένα από τα δύο πεζά, μαζί με Τη Γυναίκα της Ζάκυνθος, του Σολωμού –
γραμμένο σε διαλογική μορφή, φόρμα ιδιαίτερα γνωστή στα φιλοσοφικά δοκίμια,
που ακολουθεί τη λογική του Πλάτωνα. Ο Σολωμός γράφει ένα φανταστικό διάλογο
στον οποίο πρωταγωνιστούν δυο φιγούρες, ο Ποιητής, που είναι προσωποποιία
του ίδιου του Σολωμού και υποστηρικτής της δημοτικής γλώσσας και ο
Σοφολογιότατος, όπου δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα πιο ιστορικό πρόσωπο είναι,
πάντως σίγουρα πρόκειται για κάποιον υποστηρικτή της καθαρεύουσας. Υπάρχει
και ένα δευτερεύον πρόσωπο, ο Φίλος, με σιγουριά τώρα ο Σπυρίδων Τρικούπης, ο
οποίος όμως δεν διαδραματίζει κάποιο καίριο ρόλο στην εξέλιξη του διαλόγου.
Μέσα από το ξεδίπλωμα της λογομαχίας, ο Σολωμός περίτεχνα θα προτάξει
αποφασιστικά και με ακράδαντα επιχειρήματα την επικράτηση της δημοτικής
γλώσσας, της γλώσσας του λαού, ως επίσημης γλώσσας του έθνους, γραπτής και
2
Louis Coutelle, «Παρατηρήσεις πάνω στο Διάλογο», Ο Ερανιστής, τμ. 6, τχ. 31-36, Αθήνα, 1968, σ.
33-42.
3
Ό. π.
4
προφορικής, και θα κατατροπώσει τον Σοφολογιότατο εξευτελίζοντας κάθε
προσπάθειά του να υποστηρίξει τη καθαρεύουσα.
Κεφάλαιο 2Ο
Ο δημοτικισμός του Σολωμού μέσα στο Διάλογο4
Από το ξεκίνημα κιόλας του Διαλόγου ο Σολωμός ξεκαθαρίζει τις προθέσεις του
και παίρνει θέση: χρησιμοποιεί ως προμετωπίδα του έργου του τρείς στίχους του
Δάντη «A voce piu ch’al ver drizzan li volti; E cosi ferman sua opinione, Prima ch’arte
o ragion per lor s’ascolti (Dante Purg. C. XXVI)» το οποίο κατά τη μετάφραση του Ν.
Κούρκουλου σημαίνει «Στη φήμη στρέφουν, και όχι στην αλήθεια, το βλέμμα και
στεριώνουν έτσι γνώμη προτού την τέχνη ή τον νου ν’ ακούσουν». Ο Σολωμός εδώ
με το συγκεκριμένο χωρίο κατευθείαν επιτίθεται στους απανταχού
σοφολογιότατους και καθαρευουσιάνους, οι οποίοι προς χάρη της λόγιας γλώσσας,
απαξιώνουν τη τέχνη και τη λογική. Για το πόσο επηρεάστηκε ο Σολωμός από τον
Δάντη στο θέμα της γλώσσα, θα μελετηθεί εκτενέστερα σε επόμενο κεφάλαιο. Για
την ώρα η πληροφορία αυτή αρκεί για να μας εντάξει ο Επτανήσιος ποιητής στο
κλίμα που επιθυμεί.
Στη συνέχεια ακολουθεί η σημείωση του αντιγραφέα και έπειτα ο Διάλογος
ξεκινά. Το λόγο παίρνει πρώτος ο Φίλος του Ποιητή που μας ενημερώνει για το
χώρο που βρισκόμαστε «Έπειτα από τόσες ομιλίες, εξέχασες κοιτάζοντας κατά
το Μωριά». Άρα οι ήρωες μας είναι στη Ζάκυνθο και ο Ποιητής κοιτάζει απέναντι
στη Πελοπόννησο. Αμέσως στο μυαλό του αναγνώστη γίνεται η σύνδεση με τους
πολεμιστές του 1821 και την Επανάσταση και συνεκδοχικά με την Ελευθερία. Λέξη
κλειδί για τη θεωρητική σκέψη του Σολωμού, συναισθηματικά φορτισμένη. Λίγες
αράδες αργότερα ο Ποιητής θα πει: «Εκατάλαβα· θέλεις να ομιλήσουμε για τη
γλώσσα· μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;». Μία από
τις διασημότερες φράσεις του Σολωμού, χαρακτηριστικές όχι μόνο για το Διάλογο,
αλλά και για ολόκληρο το κοσμοθεωρητικό πλαίσιο του. Και μόνο με αυτή
συμπυκνώνει ολόκληρο το νόημα και την ουσία του Διαλόγου. Ελευθερία και
Γλώσσα, η άλλη λέξη κλειδί. Και όντως αυτές τις δύο έννοιες είχε συνεχώς στο
μυαλό του ο ποιητής. Είναι σαφής σε ολόκληρο το κείμενο η σύνδεση, που κάνει ο
Σολωμός, της γλώσσας με την ελευθερία. Γιατί για το Σολωμό το γλωσσικό ζήτημα
είναι πρωτίστως πολιτικό ζήτημα. Ο αγώνας ενός λαού για την ελευθερία, για την
εθνική του ανεξαρτησία ταυτίζεται από τον ποιητή μας με τον αγώνα για τη γλώσσα
και το πολιτισμό και ειδικότερα τη ποίηση. Συνεχίζει αναφέροντας πως η γλώσσα
ήταν εκείνη που πάτησε τα τουρκικά κεφάλια, που με τη βοήθεια δηλαδή της
4
Όλα τα αποσπάσματα του Διαλόγου που παρατίθενται στο παρόν κεφάλαιο είναι παρμένα από
το: Διονύσιος Σολωμός, Άπαντα, Πεζά και Ιταλικά, τμ. Β’, επιμ. Λίνος Πολίτης, Ίκαρος, 1955.
5
γλώσσας χτίσαμε έθνος και απελευθερωθήκαμε από τον οθωμανικό ζυγό, εκείνη
είναι που θα πατήσει και τα κεφάλια τα σοφολογιοτίστικα, θα πατάξει δηλαδή το
μέγα εχθρό του Σολωμού, τη καθαρεύουσα.
Ένα σημαντικό χαρτί του Σολωμού για την επίλυση του ελληνικού γλωσσικού
ζητήματος, που όχι απλά αποτελεί ακράδαντο επιχείρημα έναντι της
καθαρεύουσας, αλλά ταυτόχρονα δείχνει και τη βαθιά γνώση του ποιητή πάνω στο
θέμα, τις αναζητήσεις του και τα διαβάσματά του, είναι το πώς τερματίστηκαν τα
αντίστοιχα γλωσσικά ζητήματα σε άλλα έθνη. Αναφέρεται πιο συγκεκριμένα στη
Γαλλία, στη Γερμανία και στην Ιταλία, όπου αυτά τα «σοφά έθνη» όπως τα
κατονομάζει ησύχασαν από το γλωσσικό ζήτημά τους γράφοντας στη γλώσσα του
λαού τους! Τη γλώσσα των απλών, καθημερινών ανθρώπων, με το καθόλου κατά τα
άλλα ποιητικό λεξιλόγιο τους, την ίδια στιγμή που με αυτή τη γλώσσα παρήγαγαν
υψηλότατη λογοτεχνία. Και αντί, συνεχίζει την επιχειρηματολογία του ο Σολωμός,
αυτά τα έθνη να μας γίνουν παράδειγμα προς μίμηση και να γράφουμε κι εμείς σε
μια γλώσσα ζωντανή στα χείλη των ανθρώπων, εμείς «επέσαμε εις χειρότερα
σφάλματα», με τους σοφολογιότατους που θέλουν να γράφουμε σε μια γλώσσα
που ούτε μιλιέται, ούτε μιλήθηκε και ούτε που πρέπει να μιληθεί ποτέ. Ο Σολωμός
εδώ προφανώς αναφέρεται σε μια τεχνητή γλώσσα, μια γλώσσα εργαστηρίου, μια
γλώσσα κατασκευασμένη από τους λόγιους, τη καθαρεύουσα.
Ιδιαίτερης προσοχής χρήζει το σημείο στο οποίο ο Σολωμός υποστηρίζει με
σθένος το λαό. «Διδάσκαλος των λέξεων είναι ο λαός» δηλώνει ρητά και
αποφασιστικά. Υποστηρίζει ότι κανένας λόγιος και κανένας συγγραφέας δεν θα
πρέπει να διδάξει στο λαό πώς να μιλά. Το αντίθετο ακριβώς. Με βάση το πώς μιλά
ο λαός θα πρέπει ο λόγιος και ο συγγραφές να γράφει. Ο Σοφολογιότατος απαντά
στο Ποιητή πως αν γράφουμε με τα –χυδαία- λόγια του λαού, θα πρέπει και με τις –
χυδαίες- ιδέες του να στοχαζόμαστε. Ο Ποιητής τότε με άνεση του ανταπαντά πως
«αυτά είναι τέκνα στραβόκορμα» και εννοεί τον Δούκα, «ενός πατέρα
ευμορφότατου» και εδώ εννοεί τον εμπειριστή Κοντιγιάκ, όπου ο πρώτος
παρερμήνευσε τα λόγια του δεύτερου.
Λίγο αργότερα ο Σοφολογιότατος θα δώσει το δικό του ορισμό για το πώς πρέπει
να είναι η ορθή γλώσσα, για το πώς εν τέλει πρέπει να γράφουμε σωστά: «Πρέπει
να τρέξουμε εις τες μορφές των ελληνικών λέξεων και να πάρουμε όσες
ημπορούμε, και κάποιες από τες δικές μας, οπού δεν είχαν οι Παλαιοί, να τες
σύρουμε στην παλαιά μορφή». Με δυο λόγια δηλαδή να έχουμε ως βάση μας την
αρχαία ελληνική γλώσσα, να τη συμπληρώσουμε με κάποιες λέξεις της νέας
δημοτικής, που δεν βρίσκουν αντίστοιχό τους στην αρχαία και πάλι όμως και αυτές
τις λέξεις θα τις «διορθώσουμε», θα τις «καθαρίσουμε» με βάση την αρχαία για να
μας μοιάζουν όσο το δυνατόν περισσότερο στην παλαιά μας γλώσσα, γιατί πολύ
απλά, για τον Σοφολογιότατο, «οι λέξες τής τωρινής Ελλάδας είναι διεφθαρμένες» .
Αυτός είναι και ο ορισμός, θα λέγαμε, που θα έδινε ένας μετριοπαθής αρχαϊστής ή
ένας σκληροπυρηνικός καθαρευουσιάνος. Πιο κάτω θα δούμε το Σοφολογιότατο να
6
μετριάζει κάπως την άποψη του και να υποστηρίζει μια κάπως πιο ήπια
καθαρεύουσα, ακολουθώντας το δρόμο του Κοραή: «Και ποίος ημπορεί να μου
εμποδίσει να διορθώσω, καθώς θέλει ο Κοραής, τες λέξες μας με τα σχήματα της
παλαιάς;» Τώρα η μεταστροφή που συμβαίνει είναι ότι ως βάση μας θα έχουμε ναι
μεν τη δημοτική αλλά και αυτή δε, επειδή είναι «διεφθαρμένη», θα πρέπει να
διορθωθεί με βάση την αρχαία ελληνική, όπως με τα γνωστά ομμάτιον και οψάριον
του Κοραή.
Η αποστομωτική απάντηση σε αυτό έρχεται από τον Ποιητή: «[…]για τες λέξες· η
ευγένειά τους κρέμεται από την τέχνη με την οποίαν τες μεταχειρίζεσαι». Σε αυτή
τη πρόταση ο Σολωμός τα λέει όλα. Όσο και να προσπαθεί ο Σοφολογιότατος να τον
πείσει ότι η γλώσσα είναι αυτή που θα εξυψώσει ένα συγγραφικό εγχείρημα, ο
Ποιητής είναι απόλυτα πεπεισμένος ότι το συγγραφικό έργο –ας θεωρήσουμε
δεδομένο ότι μιλά για τη ποίηση- μπορεί να είναι υψηλό από μόνο του ανεξάρτητα
από το σε ποια γλώσσα είναι γραμμένο. Για να γίνει πιο κατανοητό αυτό, ας
χρησιμοποιήσουμε το κλασικό παράδειγμα των διαφωτιστών, που έχει αναφέρει
και ο Πολυλάς. Αν κάποιος ρίξει ένα καρπό σε άγονο μέρος και τον παρατήσει, ο
καρπός αυτός δεν πρόκειται ποτέ να ανθίσει. Θα παραμείνει ένας άχρηστος καρπός
που δε θα προσφέρει ποτέ τίποτα. Και ας έχει αυτός ο καρπός μέσα του όλες τις
δυνατότητες να καρποφορήσει. Αν τον ίδιο καρπό όμως τον φυτέψει κανείς σε
γόνιμο έδαφος, τον ποτίσει, τον φροντίσει σωστά και τον περιποιηθεί, ο καρπός
αυτός θα ανθήσει και θα γίνει ένα όμορφο φυτό που θα αναδείξει όλο το κάλος
που από τη φύση του ήταν προορισμένο να γίνει. Όπου καρπός εμείς ας
αντικαταστήσουμε με τη λέξη γλώσσα και όπου φυτό με τη λέξη ποίηση. Το
εξαίρετο, λοιπόν, συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι μια γλώσσα, η οποιαδήποτε
γλώσσα, ακόμα και η χυδαία –κατά τους σοφολογιότατους- δημοτική έχει από τη
φύση της όλες τις δυνατότητες να παράγει κάτι σπουδαίο. Αν κανείς δεν ασχοληθεί
με μια γλώσσα όπως της αρμόζει, λανθασμένα αυτή η γλώσσα θα χαρακτηριστεί
και χυδαία και άσχημη και χρήζουσα διόρθωσης και καθαρισμού. Αν όμως έρθει ο
ταλαντούχος ποιητής, αυτός που έχει όλη την ικανότητα να γράψει υψηλή ποίηση,
θα αναδείξει αυτή τη γλώσσα, θα την εκτοξεύσει, θα την κάνει να βγάλει από μέσα
της όλους τους ανθούς της, θα τη μετατρέψει σε μια σπουδαία και υψηλού
επιπέδου γλώσσα.
Σε άλλο σημείο του Διαλόγου κάνει ακόμη πιο εμφανή την άποψη αυτή:
«υποτάξου πρώτα στη γλώσσα του λαού, και, αν είσαι αρκετός, κυρίεψε την».
Υποταγή εδώ σημαίνει σεβασμός. Ο ποιητής, λέει ορθότατα ο Σολωμός, οφείλει να
σεβαστεί τη γλώσσα του λαού του, τη γλώσσα των απλών, καθημερινών
ανθρώπων, τη γλώσσα που χλευάζει ο Σοφολογιότατος και εφόσον είναι αρκετός,
δηλαδή εφόσον είναι ικανός και ταλαντούχος ποιητής να την κυριεύσει, αν είναι
ικανός, με μια λαϊκή γλώσσα, ας γράψει υψηλή ποίηση. Αυτά ειπωμένα από τον
άνθρωπο που πρώτος έκανε πράξη τα λεγόμενα του, τον άνθρωπο που έγινε στα
αλήθεια ο Δάντης του δικού του έθνους, τον άνθρωπο που έγραψε τον Ύμνον εις
7
την Ελευθερίαν και τους Ελεύθερους Πολιορκημένους. Δε θα μιλήσουμε ακόμα για
τα παραδείγματα που χρησιμοποιεί εδώ ο Σολωμός, ξένων λογοτεχνών που
έγραψαν αντίστοιχα υψηλή λογοτεχνία στη γλώσσα του λαού τους. Εκτενέστερη
αναφορά θα γίνει σε επόμενο κεφάλαιο. Κλείνοντας αυτή τη θεματική ας
συμπληρώσουμε και μια ακόμη φράση του Ποιητή που υπογραμμίζει την ευγένεια
των λέξεων και το συγγραφικό ταλέντο: «πως η μορφή των λέξεων οπού
μεταχειρίζεται ο λαός δεν αλλάζεται από τον συγγραφέα· πως κάθε λέξη για να
λάβει ευγένεια δεν χρειάζεται άλλο παρά η τέχνη του συγγραφέα».
Απαραίτητο όμως είναι να σημειώσουμε το εξής: Ο Σολωμός δεν ήταν ένας
ακραίος και κλειστόμυαλος δημοτικιστής. Ήταν αντικειμενικός και γνώριζε καλά και
τα μελανά σημεία της δημοτικής. Σε επιστολή του προς τον Γεώργιο Τερτσέτη στη 1
Ιουνίου 18335 αναφέρει πως χαίρεται να βλέπει κάποιος να ξεκινά από τα δημοτικά
τραγούδια και να μεταχειρίζεται τη κλέφτικη γλώσσα, όμως αυτό να το κάνει κανείς
δυναμικά, με ουσία και όχι τυπικά. Καλό είναι να ξεκινάμε από τις ρίζες μας, που
είναι το δημοτικό τραγούδι (κάπως έτσι ξεκίνησε και ο Σολωμός να ξαναμαθαίνει τα
ελληνικά του με τον Σπ. Τρικούπη, μελετώντας δημοτικά τραγούδια, κρητική
λογοτεχνία, Χριστόπουλο και Βηλαρά) αλλά αυτό πρέπει να είναι μόνον η βάση. Δε
μπορούμε να μείνουμε μέχρι εκεί. Πρέπει να υψωθούμε κατακόρυφα, όπως
αναφέρει. Η Κλέφτικη ποίηση ήταν όμορφη και είχε νόημα για του Κλέφτες, για τις
ιδέες τους και τα αισθήματά τους. «Δεν έχει το ίδιο ενδιαφέρον στο δικό μας
στόμα, το έθνος ζητά από εμάς το θησαυρό της δικής μας διάνοιας, της ατομικής,
ντυμένον εθνικά» γράφει στον Τερτσέτη. Συμπερασματικά, λοιπόν, ο Σολωμός αυτό
που υποστηρίζει είναι ότι η δημοτική μας γλώσσα σίγουρα χρειάζεται
τελειοποίηση, να αναδείξουμε τις λανθάνουσες δυνατότητές της, να την ωθήσουμε
να γίνει αυτό για το οποίο είναι προορισμένη να γίνει, σε καμία όμως περίπτωση
δεν πιστεύει ότι πρέπει να την αλλάξουμε ή να την διορθώσουμε.
Λίγες αράδες πιο κάτω, ο Σοφολογιότατος πρώτος θίγει το θέμα των διαλέκτων
στην Ελλάδα, υποστηρίζοντας ότι η άποψη του Σολωμού περί ενιαίας και κοινής
δημοτικής ελληνικής γλώσσας δεν υφίσταται αφού σε κάθε τόπο υπάρχουν
διαφορετικές ντοπιολαλιές. Ο Ποιητής και πάλι έχει την απάντησή του έτοιμη
λέγοντας πως οι διαφορές στις διαλέκτους έχουν να κάνουν με θέματα προφοράς,
αλλιώς προφέρεται μια λέξη π.χ. στη βόρεια Ελλάδα, με διαφορετικό τρόπο
προφέρεται στη νότια. Αλλά αυτό καθόλου εμπόδιο δεν αποτελεί ως προς το να
συνεννοηθούμε εν τέλει. Γράφει στο Διάλογο σχετικά με αυτό: «Έπειτα ποίες είναι
τούτες οι μεγάλες διαφορές; Εμείς λέμε πατερό, και άλλοι λένε πάτερο, εμείς
λέμε ματία, και αλλού λένε ματιά, εμείς λέμε αέρας, και αλλού λένε αγέρας,
εμείς ημπορούνε, και άλλου λένε ημπορούν· τί διαφορές είναι τούτες; Δεν
ακουόμασθε ανάμεσό μας; άφησε να το λέγουν οι Ιταλοί, οι οποίοι αληθινά δεν
ακούονται». Ίσως αυτό το σημείο είναι από τα ελάχιστα όπου η απάντηση του
5
Διονύσιος Σολωμός, Άπαντα, Αλληλογραφία, τμ. Γ’, επιμ. Λίνος Πολίτης, Ίκαρος, 1992, επιστολή 75,
σ. 253.
8
Σολωμού δε μας καλύπτει πλήρως. Δεν έχει απόλυτο άδικο σε αυτό που λέει, δεν
ήταν όμως και τα πράγματα ακριβώς έτσι. Στα παραδείγματα που αναφέρει, όντως,
οι διαφορές είναι ελάχιστες και μπορούμε και ακουγόμαστε ανάμεσά μας. Υπήρχε
όμως και πληθώρα λέξεων, ειδικά ακόμα εκείνη την εποχή, που από τη μια
διάλεκτο στην άλλη η λέξη μπορεί να αλλάξει ριζικά και τότε πράγματι να
δημιουργηθεί ασυνεννοησία και γλωσσική Βαβέλ. Μα μήπως και στη καθαρεύουσα
δεν ίσχυε το ίδιο; Πολλές παρατάξεις είχαν δημιουργηθεί ανάμεσα και στους
καθαρευουσιάνους, με διαφοροποιήσεις όπως το πόσο κοντά ή μακριά στην
αρχαιοελληνική θα «καθαρίσουμε» μια λέξη της δημοτικής ή ακόμα με βάση ποια
αρχαία, σε ποια διάλεκτο και από ποιόν αιώνα.
Λίγο πριν ολοκληρωθεί το κεφάλαιο με την επιχειρηματολογία του Σολωμού υπέρ
της δημοτικής, ας σχολιαστεί και το θέμα του περιεχομένου των λέξεων. Οι λέξεις
για τον Ποιητή έχουν συναισθηματική φόρτιση, εμπεριέχουν το πραγματικό νόημα
της ζωής, έχουν εμποτιστεί με εικόνες, συναισθήματα, ιδέες. Δεν γίνεται, λέει ο
Σολωμός, στους απλούς, αγράμματους ανθρώπους που έμαθαν να μιλούν έτσι, να
ξεμάθουν αυτά που ξέρουν για να μάθουν τις αντίστοιχες λέξεις της αρχαίας. Πολύ
απλά γιατί σε αυτούς τους ανθρώπους οι αρχαίες λέξεις δεν θα τους λένε
απολύτως τίποτα, δεν θα έχουν καμία φόρτιση. Και ο Σολωμός χρειάζεται τις
φορτισμένες συναισθηματικά λέξεις για τη ποίησή του, για να μπορεί να κοινωνεί
στους απλούς ανθρώπους, στους οποίους απευθύνεται, όλο το συναισθηματισμό
που χρειάζεται. Εξαίρετα ο Ποιητής στο Διάλογο σημειώνει: «σύρε νά βρεις την
κόρη και πες της με τί λόγια πρέπει να λέγει ότι η ευμορφότερη ευμορφιά του
κορμιού της είναι η τιμή· άμε νά βρεις τους πολεμάρχους, ψηλάφησέ τους τες
λαβωματιές και πες τους ότι πρέπει να τες λεν τραύματα».
9
Κεφάλαιο 3Ο
Οι ελληνικές και ξένες πηγές του Σολωμού στον Διάλογο
6
Ζήσιμος Λορετζάτος, Ο ‘’Διάλογος’’ του Σολωμού, ένας απολογισμός, Ίκαρος, 1970, σ. 12.
7
Ό.π., σ. 15- 16.
10
ενότητα, που ξεκινά με το Dante εμφανίζεται πεντακόσια χρόνια πριν από τη
πολιτική ενότητα της Ιταλίας, ενώ στην Ελλάδα, γλωσσική και πολιτική ενότητα
συνυπάρχουν χρονικά, στα χρόνια του Σολωμού, όπως πολύ σωστά διαπιστώνει και
πάλι ο Λορετζάτος8. Όμως δε θα γίνει αναφορά άλλο για την ώρα στο ιταλικό
γλωσσικό ζήτημα και τη συσχέτιση του με το ελληνικό, καθώς αυτό θα αναλυθεί σε
επόμενο κεφάλαιο. Ούτε για άλλους ιταλούς λόγιους που επηρέασαν το Σολωμό,
που θα συζητηθούν διεξοδικά επίσης στο ίδιο κεφάλαιο.
Πολύ μεγάλη είναι και η επιρροή που άσκησαν τα συγγράμματα για το ελληνικό
δημοτικό τραγούδι του Claude Fauriel, στον Διονύσιο Σολωμό, για το θέμα της
γλώσσας, ειδικά τα προλεγόμενα του γάλλου μελετητή. Ο Ε. Κριαράς9 αναφέρει
συγκεκριμένα για τη σχέση αυτή: «Ο Φωριέλ, ένας από τους πρώτους του καιρού
του με αληθινά ευρωπαϊκό πνεύμα στην αντίληψη των λογοτεχνικών φαινομένων,
[…] εκδίδει στο Παρίσι σε δύο τόμους τα δημοτικά μας τραγούδια με σημαντικά για
την εποχή προλεγόμενα. […] Ο ίδιος ο Σολωμός, καθώς μαρτυρούν ορισμένες
σημειώσεις του που παραπέμπουν στα προλεγόμενα του Γάλλου σοφού, τον
τιμούσε ιδιαίτερα. Εγκύπτει λοιπόν με αγάπη σε μια βαθύτερη και ουσιαστικότερη
μελέτη των δημοτικών μας τραγουδιών στην έκδοση τούτη, που τον επηρεάζει
βαθύτατα». Όμως και ο Δημαράς10 συμπληρώνει ότι πιθανόν ο Σολωμός είχε
αναπτύξει δεσμούς με τον Fauriel, του ήταν γνώριμος και μάλιστα ήταν θαυμαστής
του και αγγίζοντας τη σκέψη του, ο Σολωμός μπήκε ολότελα στο κλίμα του
γαλλικού Διαφωτισμού.
Τα λογοτεχνικά όμως ενδιαφέροντα του Σολωμού ανοίγονται και προς όλες τις
μεγάλες λογοτεχνίες, όπως η γερμανική, όπου αναφέρεται στον Opitz και τον
Goethe, αλλά και της αγγλικής όπως ο Shakespeare. Μνεία γίνεται μία φορά μέσα
στο Διάλογο και για τον Racine. Ταυτόχρονα όμως ο Σολωμός αναφέρει και
πολλούς από τους κορυφαίους φιλοσόφους του νέου ευρωπαϊκού εμπειρισμού του
18ου αιώνα όπως: Bacon, Locke, d’ Alembert, Condillac και Court de Gébelin.
Ας δούμε τώρα τις ελληνικές πηγές του Σολωμού. Οι μελέτες του επικεντρώνονται
στον ορθόδοξο δημοτικισμό και σε συγγραφείς όπως ο Καταρτζής, ο Βηλαράς και ο
Χριστόπουλος. Βασιζόμενος στα δικά τους λεγόμενα υπέρ της δημοτικής, ο
Σολωμός θα προχωρήσει πιο πέρα τη δίκη του απολογία.
Για τον Δημήτρη Καταρτζή, η Α. Αθανασοπούλου11 υποστηρίζει πως τελικά δεν
επηρεάζει τον Σολωμό και μεταξύ τους φαίνεται να υπάρχει μια ριζική διαφορά
προσανατολισμού: ο Καταρτζής είναι πολύ νοησιαρχικός και ο γλωσσικός
προβληματισμός του εστιάζεται στη παιδεία, ενώ ο Σολωμός έχει αισθησιοκρατικές
αντιλήψεις και το πεδίο αναφοράς του είναι η λογοτεχνία. Διαφορετική γνώμη,
8
Ό.π., σ. 19.
9
Εμμανουήλ Κριαράς, ό.π., σ. 55.
10
Κ. Θ. Δημαράς, «Σημειώσεις στον Διάλογο του Σολωμού», Ελληνικός Ρωμαντισμός, Ερμής, Αθήνα,
1982, σ. 131.
11
Αφροδίτη Αθανασοπούλου, «Για τις ελληνικές πηγές του σολωμικού Διαλόγου», Λέξη, τ.χ. 142,
Νοεμ.-Δεκ. 1997, αφιέρωμα στον Δ. Σολωμό, σ. 868-881.
11
όμως, έχει ο Δημαράς12 όπου αναφέρει ότι ο Σολωμός είχε πράγματι έρθει σε
επαφή με τις γλωσσικές ιδέες του Καταρτζή, μέσα από επιστολή που ο τελευταίος
είχε στείλει στον Λάμπρο Φωτιάδη, αναφερόμενος πάνω στο γλωσσικό ζήτημα και
είχε δημοσιευτεί στη τρίτη έκδοση της Γραμματικής Τερψιθέας (1812) του Δούκα.
Από τον Ιωάννη Βηλαρά, ο Σολωμός σίγουρα θα γνώριζε τη Ρομέηκη Γλόσα στα
1814 και δεν αποκλείεται να επηρεάστηκε από το ορθογραφικό σύστημα του
πρώτου. Ακόμα όμως δεν αναπτύσσονται οι θεωρίες του Βηλαρά για το γλωσσικό
ζήτημα, παρά μόνο με την έκδοση του 1827, όπου κατάφερε ο ποιητής μας να
μελετήσει μεθοδικά τις θεωρίες του. Ο Δημαράς13 με βεβαιότητα υποστηρίζει ότι
τα σατυρικά ποιήματα του Σολωμού έχουν φανερή επίδραση από τα αντίστοιχα του
Βηλαρά και ότι με βάση κάποια στοιχεία του Διαλόγου αντιλαμβανόμαστε ότι στα
1824 ο Σολωμός γνώριζε ανέκδοτα έργα του Βηλαρά. Βασικός κρίκος στην αλυσίδα
της σύνδεσης των δύο ανδρών ήταν, κατά τον Δημαρά14 και πάλι, ο Δ. Ταγιαπιέρας,
ο οποίος στην αυλή του Αλή Πασά είχε συνδεθεί προσωπικά και στενά με τον
Βηλαρά και κατείχε στα χέρια χειρόγραφά του. Μέσω αυτού λοιπόν πρέπει να
έφτασαν και στα χέρια του Σολωμού.
Η επιρροή από τον Αθανάσιο Χριστόπουλο είναι επιβεβαιωμένη ήδη από το 1822
από τον Σπ. Τρικούπη, όπου τον βρήκε, λέει, το Σολωμό κρατώντας στο χέρι τα έργα
του Χριστόπουλου. Πρόκειται μάλλον για έκδοση των Λυρικών, γεγονός όμως είναι
ότι ο Σολωμός από πολύ νωρίς είχε διαβάσει και τη Γραμματική. Ο Χριστόπουλος
είναι ο μόνος μέσα στο Διάλογο ο οποίος δεν υπονοείται έμμεσα αλλά
κατονομάζεται: «ο Χριστόπουλος, οπού είναι κάθε άλλο παρά αμαθέστατος», ενώ
τον χαρακτηρίζει «γενναίο». Σε άλλο σημείο, ο Σολωμός αναφέρει δύο φορές τη
γνωστή φράση του Χριστόπουλου «η δάφνη κατεμαράνθη» παρμένη από τη
Γραμματική.
Καθόλου άσχετο σε αυτό το σημείο δε θα ήταν, μιας και μιλάμε για τις ελληνικές
πηγές του σολωμικού Διαλόγου, να αναφερθούμε σε μια εξεπιτούτου παράλειψη
από τον Σολωμό. Τον Ερωτόκριτο του Βιτσέντζου Κορνάρου. Όπως σχολιάζει ο
Αλεξίου15 «η αποσιώπηση του Ερωτοκρίτου από τον Σολωμό είναι επίσης
χαρακτηριστική και πιθανώς οφείλεται σε διπλωματικότητα: προτιμά να
μνημονεύσει τη Βοσκοπούλα, που ως λιγότερο γνωστή δεν είχε συγκεντρώσει τόσο
τα πυρά των καθαρολόγων, ούτε είχε χαρακτηρισθεί, όπως ο Ερωτόκριτος,
‘’εξάμβλωμα’’ από τον Κοραή».
Κλείνοντας ας γίνει μια σύντομη αναφορά στις κλασικές πηγές του Σολωμού από
την αρχαιότητα. Συναντάμε τα ονόματα του Ομήρου, εκτενής αναφορά γίνεται για
τον Πλάτωνα και το έργο του Αλκιβιάδης, αναφορά επίσης υπάρχει στον
Δημοσθένη, τον Ηρόδοτο, τον Θουκυδίδη και τον Πίνδαρο. Τέλος, ολοκληρώνοντας
12
Κ. Θ. Δημαράς, ό.π., σ. 138.
13
Ό.π., σ. 134.
14
Ό.π.
15
Στυλιανός Αλεξίου, «Διάλογος», Εισαγωγή στη ποίηση του Σολωμού, επιμ. Γιώργος Κεχαγιόγλου,
Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, 2003, σ. 453 – 457.
12
το κύκλο της αρχαιογνωσίας κάνει μνεία και στους Λατίνους συγγραφείς όπως τον
Βιργίλιο και τον Κικέρωνα με το διάλογο De oratore.
Κεφάλαιο 4ο
Το ιταλικό γλωσσικό ζήτημα ως κινητήριος μοχλός για τη θεωρητική διαμόρφωση
του Σολωμού
16
Mario Vitti, «Ο Διονύσιος Σολωμός και το γλωσσικό ζήτημα στην Ιταλία», Νέα Εστία, 62, Δεκ.
1957, αφ. στον Δ. Σολωμό, σ. 43-49.
17
Ό.π.
13
περιοδικό Poligrafo και μάλιστα γραμμένο σε μορφή διαλόγου (όπως και το έργο
του Σολωμού). Ο Μόντι ήταν υποστηρικτής της σύγχρονής του γλώσσας που μιλούν
σε όλη την Ιταλία, όπως αντίστοιχα και ο Σολωμός υποστηρικτής της σύγχρονης
δημοτικής που μιλά όλος ο λαός. Το βασικό επιχείρημα του Μόντι είναι ότι με αυτή
τη γλώσσα όλοι μπορούμε να συνεννοηθούμε, τη καταλαβαίνουμε όλοι χωρίς
καμία προσπάθεια, σαν από θαύμα της φύσης. Όλα αυτά όμως, περί κοινής
ιταλικής γλώσσας, για τον Μόντι αφορούν τη γραπτή γλώσσα, τη γλώσσα των
βιβλίων και όχι τη προφορική παράδοση. Ο Μόντι λοιπόν προβλέπει μια κοινή
γραπτή γλώσσα ενώ δε δεχόταν την ομιλούμενη γλώσσα του λαού και αυτό
αποτελεί ένα διαφοροποιητικό του στοιχείο από τον Σολωμό.
Όσον αφορά τις διαλέκτους, ο Μόντι τις θεωρεί διεφθαρμένες και δεν μπορούν
να πάρουν τη θέση της εκλεκτής κοινής γλώσσας της Ιταλίας. Η βασική του στάση
όμως είναι ότι η ιταλική γλώσσα πρέπει να ανανεωθεί, να αποβάλει τους
γαλλισμούς της, θέλει με λίγα λόγια να την ‘’καθαρίσει’’, κάτι που μας πηγαίνει πιο
κοντά στο Κοραή, θα λέγαμε. Έχει σίγουρα κατά νου την εθνική αξιοπρέπεια, το
έθνος έχει κατά νου και ο Σολωμός (μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ
ελευθερία και γλώσσα) αλλά προτάσσει τα αριστοκρατικά υποδείγματα, οι
συγγραφείς και όχι ο λαός, στο οποίο αντιτίθεται ο επτανήσιος ποιητής μας.
Άλλη ιταλική επιρροή του Σολωμού είναι ο Περτικάρι, γαμπρός του Μόντι, ο
οποίος υποστηρίζει την αντιαρχαΐζουσα καθαρεύουσα, με κλασική αυστηρότητα,
όμως τάσσεται φανατικά υπέρ της εθνικής γλώσσας (όπως και ο Μόντι).
Ίσως μια από τις σημαντικότερες επιρροές του Σολωμού για τη θεωρητική του
διαμόρφωση πάνω στο γλωσσικό ζήτημα, είναι ο Τσεζαρόττι και το βιβλίο του
Δοκίμιο για τη φιλοσοφία των γλωσσών (1785) το οποίο άσκησε σημαντική
επίδραση στο Σολωμό ειδικά στο εδάφιο για τις διαλέκτους. Ας δούμε αναλυτικά τι
αναφέρει ο Τσεζαρόττι, σκεπτόμενοι παράλληλα και τα λόγια του Σολωμού προς
τον Σοφολογιότατο όταν του εξέφραζε την άποψή του για τις διαλέκτους: «Η
ομοιόμορφη σύνταξη, οι καταλήξεις, το κοινό πλήθος των λέξεων, η διατήρηση των
ριζικών στοιχείων είναι διαφορετικοί χαρακτήρες μιας ίδιας γλώσσας: οι τοπικές
λέξεις, οι παροιμίες, κάποιος ιδιωματισμός στα μέρη της ομιλίας και προπάντων η
κακή προφορά αποτελούν τη διάλεκτο. Επομένως, σε κάθε πόλη της Ιταλίας
κυριαρχεί το ίδιο σύστημα κατασκευής και διατήρησης ακόμη και στο στόμα του
λαού. Κοινές είναι και οι περισσότερες λέξεις, και κοινώς νοητές, αφού οι ρίζες
είναι ίδιες είτε συγγενικές μεταξύ τους. Η διαφορά, όσο γι’ αυτό, βρίσκεται μόνο
στην κατάληξη»18. Παρόμοια λοιπόν και ο Σολωμός βροντοφωνάζει στον
Σοφολογιότατο για τις διαλέκτους στην ελληνική «τί διαφορές είναι τούτες; Δεν
ακουόμασθε ανάμεσό μας;». Και οι δύο, λοιπόν, συμφωνούν στο ότι οι διαφορές
ανάμεσα στις διαλέκτους είναι τόσο μικρές, ώστε, από τη στιγμή που οι άνθρωποι
καταλαβαίνονται μεταξύ τους και συνεννοούνται, ουσιαστικά δεν υπάρχει
πρόβλημα.
18
Melchiorre Cesaroti, Saggio sulla filosofia delle lingue, δεύτερη έκδοση, 1822, σ. 153-4.
14
Επόμενη αναφορά είναι ο Pagni ο οποίος δηλώνει: «Η χρήση (ενν. της γλώσσας)
δεν είναι ανάγκη να ‘ναι σύμφωνη με τη λογική, γιατί η χρήση είναι μέγας
νομοθέτης και υψηλός δικαστής, δίχως την υποχρέωση να δίνει λογαριασμό σε
κανέναν». Σε αυτό συνηγορεί τα μέγιστα και ο Σολωμός ο οποίος αναφέρεται
πολλάκις μέσα στο Διάλογο για τη δύναμη που έχει ο λαός, ότι εκείνος και με τη
γλώσσα που μιλά θα πάρει τις τελικές αποφάσεις και όχι κανένας λόγιος ή
συγγραφέας.
Τέλος, σπουδαίας σημασίας επιρροή για το Σολωμό, σύμφωνα και πάλι με τον
Vitti19, ήταν και ο Φραγκίσκος Τόρτι ο οποίος τίθεται αυστηρά εναντίον των
καθαρολόγων. Τους χρεώνει ότι εκείνοι είναι που κατάντησαν τη γλώσσα νεκρή και
όχι ομιλούμενη, μια γλώσσα «κατατεθειμένη στα βιβλία των συγγραφέων που δεν
κυκλοφορεί στο στόμα των ανθρώπων», μια γλώσσα που της εμποδίζεται η φύση
της, δηλαδή αυτό που είναι προορισμένο από τη φύση της να γίνει (θυμίζουμε το
παράδειγμα του Πολυλά με το καρπό και την εξέλιξη του). Κατηγορεί λοιπόν τους
λόγιους που παρεμποδίζουν τον απλό λαό να μιλήσει τη γλώσσα του όπως τη
γνωρίζει, αβίαστα και φυσικά.
19
Mario Vitti, ό.π.
15
Κεφάλαιο 5ο
Επίλογος
16
Κεφάλαιο 6ο
Βιβλιογραφία
Ελληνική Βιβλιογραφία:
• Αφροδίτη Αθανασοπούλου, «Για τις ελληνικές πηγές του σολωμικού
Διαλόγου», Λέξη, τ.χ. 142, Νοεμ.-Δεκ. 1997, αφιέρωμα στον Δ. Σολωμό.
• Στυλιανός Αλεξίου, «Διάλογος», Εισαγωγή στη ποίηση του Σολωμού, επιμ.
Γιώργος Κεχαγιόγλου, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, 2003.
• Κ. Θ. Δημαράς, «Σημειώσεις στον Διάλογο του Σολωμού», Ελληνικός
Ρωμαντισμός, Ερμής, Αθήνα, 1982.
• Εμμανουήλ Κριαράς, Σολωμός: Ο βίος – το έργο, Βιβλιοπωλείο της Εστίας,
Θεσσαλονίκη, 1969.
• Ζήσιμος Λορετζάτος, Ο ‘’Διάλογος’’ του Σολωμού, ένας απολογισμός,
Ίκαρος, 1970.
• Διονύσιος Σολωμός, Άπαντα, Πεζά και Ιταλικά, τμ. Β’, επιμ. Λίνος Πολίτης,
Ίκαρος, 1955.
• Διονύσιος Σολωμός, Άπαντα, Αλληλογραφία, τμ. Γ’, επιμ. Λίνος Πολίτης,
Ίκαρος, 1992, επιστολή 75.
Ξένη Βιβλιογραφία:
• Louis Coutelle, «Παρατηρήσεις πάνω στο Διάλογο», Ο Ερανιστής, τμ. 6, τχ.
31-36, Αθήνα, 1968.
• Mario Vitti, «Ο Διονύσιος Σολωμός και το γλωσσικό ζήτημα στην Ιταλία»,
Νέα Εστία, 62, Δεκ. 1957, αφ. στον Δ. Σολωμό.
17