You are on page 1of 7

INTERNATIONAL HELLENIC

ASSOCIATION
Ὁμάδα Ἒρευνας καί Μελέτης τῶν Ὁμηρικῶν
Ἐπῶν
Συντονίστρια: Ἰσμήνη Μαρτίνη
e-mail: ismartin797@gmail.com
Ἀθήνα 22/09/2018

Μελέτη Ὁμήρου / Ὀδύσσεια, 2η ἑνότητα

Ραψωδία α, στίχοι 11-21

ἔνθ' ἄλλοι μὲν πάντες, ὅσοι φύγον αἰπὺν ὄλεθρον,


τότε λοιπόν οἱ ὑπόλοιποι, ὅσοι διέφυγαν τήν ὁλοσχερή καταστροφή,

οἴκοι ἔσαν, πόλεμόν τε πεφευγότες ἠδὲ θάλασσαν·


στά σπίτια πήγαιναν, ἀπό τόν πόλεμο ξεφεύγοντας καί τήν θάλασσα .

τὸν δ' οἶον, νόστου κεχρημένον ἠδὲ γυναικός,


αὐτόν ὅμως μόνο, τῆς ἐπιστροφῆς ἔχοντας ἀνάγκη καί τῆς γυναικός,

νύμφη πότνι' ἔρυκε Καλυψώ, δῖα θεάων,


ἡ σεβαστή νύμφη ἐμπόδιζε ἡ Καλυψώ, ἔξοχη ἐκ τῶν θεῶν,

ἐν σπέεσι γλαφυροῖσι, λιλαιομένη πόσιν εἶναι.


σέ σπήλαια λαξευμένα, ποθώντας σύζυγός της νά εἶναι.

ἀλλ' ὅτε δὴ ἔτος ἦλθε περιπλομένων ἐνιαυτῶν,


ἀλλά ὅταν ἐπῆλθε τό ἔτος, ἀφοῦ κύλησαν τά χρόνια,

τῷ οἱ ἐπεκλώσαντο θεοὶ οἶκόνδε νέεσθαι


γι' αὐτόν ὅρισαν μοῖρα οἱ θεοί στόν οἶκο νά ἐπιστρέψει

εἰς Ἰθάκην, οὐδ' ἔνθα πεφυγμένος ἦεν ἀέθλων


στήν Ἰθάκη, ἀλλά οὔτε κι ἐκεῖ ξέφυγε τῶν κόπων

καὶ μετὰ οἷσι φίλοισι· θεοὶ δ' ἐλέαιρον ἅπαντες


κι ἄς ἦταν μέ τούς ἀγαπημένους του . οἱ θεοί τόν λυπόταν ὅλοι

νόσφι Ποσειδάωνος· ὁ δ' ἀσπερχὲς μενέαινεν


ἐκτός ἀπό τόν Ποσειδῶνα . ἐκεῖνος ἀσταμάτητα ὀργίζονταν

ἀντιθέῳ Ὀδυσῆϊ πάρος ἣν γαῖαν ἱκέσθαι.


μέ τόν ἰσόθεο Ὀδυσσέα πρίν στήν γῆ του φθάσει.
Λεξιλόγιο:

ἔνθ' ἄλλοι μὲν πάντες, ὅσοι φύγον αἰπὺν ὄλεθρον,

ἔνθα: (χρονικό καί τοπικό ἐπίρρημα): ὅταν, τότε, ἐκεῖ, αὐτοῦ, πρός τά ἐκεῖ, πρός τά ἐδῶ, σ' αὐτήν
τήν περίπτωση

ἄλλος : ἄλλος, ὁποιοσδήποτε ἄλλος, οἱ ἄλλοι:οἱ ἄλλοι καί οἱ ὑπόλοιποι

ἀλλοῖος: ἄλλου εἴδους, διαφορετικός, παράξενος, ψευδής, μή πραγματικός

φύγον-ἔφυγον/φεύγω: φύγον=ἀναύξητος ἀόριστος τοῦ φεύγω, ἀντί τοῦ ἔφυγον. Ὁ Ὅμηρος


χρησιμοποιεῖ πολύ συχνά τόν παρατατικό καί τόν ἀόριστο χωρίς τήν χρονική αὔξηση: πχ. τεῦχε
ἀντί ἔτευχε, λίπε ἀντί ἔλιπε, βάλλε ἀντί ἔβαλλε, βλῆτο ἀντί ἔβλητο ἤ ἔβλήθη

φεύγω: φεύγω, τρέπομαι σέ φυγή, διαφεύγω, ξεφεύγω, ἀποφεύγω, ἀπαλλάσσομαι τινός,


δραπετεύω, ἀναχωρῶ

αἰπὺς: ὑψηλός κι ἀπόκρημνος (ἐπί βράχων κυρίως), ὁλοσχερής, ὁλοκληρωτικός, τραχύς, δύσκολος

ὄλεθρος (ἐκ τοῦ ὄλλυμι) : ὄλεθρος, καταστροφή, θάνατος, ἀπώλεια, πανωλεθρία

ὄλλυμι: χάνομαι, καταστρέφομαι, ἀποθνήσκω. Ὀλλύω: φονεύω, καταστρέφω, θανατώνω

οἴκοι ἔσαν, πόλεμόν τε πεφευγότες ἠδὲ θάλασσαν·

οἴκοι (δοτική πληθυντικοῦ τοῦ οὐσιαστικοῦ: οἶκος): στά σπίτια, στούς οἴκους, στίς πατρίδες, στίς
οἰκογένειες

οἶκος: οἶκος, πατρίδα, κάθε τόπος διαμονῆς, οἰκογένεια, οἰκιακή περιουσία

ἔσαν ἐκ τοῦ εἶμι: πολύ σημαντικό ρῆμα δηλωτικό κινήσεως: πάω, ἔρχομαι, πορεύομαι, διέρχομαι,
ἐπιβιβάζομαι, πετῶ (ἐπί πτηνῶν).
Μετοχή: ἰών, ἰοῦσα, ἰόν ( τά ἰόντα, τά κινούμενα),
Προστακτική: ἴτω, ἴτε, ἰόντων / ἴτωσαν: ἔξιτε=ἐξέλθετε (exit)
(Προσοχή: εἶναι διαφορετικό ἀπό τό προσωπικό ρῆμα εἰμί)

πόλεμος (ἐκ τοῦ πελεμίζω): πόλεμος, μάχη, σύγκρουση, συμπλοκή, σύρραξη, ἀνταγωνισμός

πελεμίζω (ἐκ τοῦ ρήματος πάλλω): πάλλω, τρέμω, ἀσπαίρω, σείω, κινῶ, τινάσσω, ἀπομακρύνω μέ
ὤθηση

ἠδὲ (συνδετικό μόριο): καί, ἐπίσης, ἔτσι

τὸν δ' οἶον, νόστου κεχρημένον ἠδὲ γυναικός,

οἶος: μόνος, μόνος μεταξύ ἄλλων, μοναδικός στό εἶδος του ( διαφέρει ἀπό τήν ἀναφορική
ἀντωνυμία : οἷος= ὁ ὁποῖος/ τό πρῶτο γράφεται μέ ψιλή καί τό δεύτερο μέ δασεῖα)
νόστος: βλ. 1η ἑνότητα

κεχρημένος ἐκ τοῦ χράομαι-χρέομαι: χρησιμοποιῶ, ἔχω ἀνάγκη τινός, ἔχω στήν διάθεσή μου,
μεταχειρίζομαι κάποιον, συνηθίζω, χρειάζομαι, ἐπιθυμῶ, δοκιμάζω, ὑποφέρω, ὑπόκειμαι

νύμφη πότνι' ἔρυκε Καλυψώ, δῖα θεάων,

ἡ νύμφη: θεότητα τῶν πηγῶν, τῶν δασῶν, τῶν ποταμῶν καί τῶν βουνῶν. Ἡ νεαρή σύζυγος, κάθε
ἔγγαμος γυναῖκα, ἡ ὥριμη παρθένος ἡ ὁποία βρίσκεται σέ ὥρα γάμου

ἡ πότνια : ἡ νόμιμη σύζυγος, ἡ σεβαστή γυναῖκα, ἡ δέσποινα, ἡ κυρία, ἡ μεγαλοπρεπής


ὁ πόσις:ὁ νόμιμος σύζυγος, ὁ σύντροφος, ἀλλά καί ὁ παράνομος ἐραστής.

ἔρυκε/ἐρύκω: συγκρατῶ, ἀναχαιτίζω, περιορίζω, ἐμποδίζω, ἀποκρούω, ἀπομακρύνω, κρατῶ


μακριά, διαχωρίζω

δῖος,δῖα,δῖον: θεϊκός, θεοειδής, ἔξοχος, εὐγενής, ἰσχυρός, θαυμάσιος, ἔντιμος, πιστός

ἐν σπέεσι γλαφυροῖσι, λιλαιομένη πόσιν εἶναι.

σπέος: σπήλαιο, ἄντρο

γλαφυρός ἐκ τοῦ γλάφω: λαξευτός, κοῖλος, βαθύς, σκαλιστός, ἀνάγλυφος, λεῖος, στιλπνός,
στιλβωμένος

γλάφω: λαξεύω, σκαλίζω, λειαίνω, κοιλαίνω, σκάβω, χαράσσω

λιλαίομαι: ποθῶ, ἐπιθυμῶ σφόδρα

ἀλλ' ὅτε δὴ ἔτος ἦλθε περιπλομένων ἐνιαυτῶν,

ὅτε : τότε, ὅταν, ἐπειδή, ἐκτός ἀπό..., μέχρι

δὴ: συνδετικό μόριο

ἦλθε/ἔρχομαι: ἔρχομαι, πάω, πλησιάζω, ἐπιστρέφω, φθάνω, προέρχομαι, προβαίνω, καταφθάνω

περιπλόμενος: ὁ περιφερόμενος, αὐτός πού ἔχει παρέλθει, ἔχει περάσει, ἔχει κυλήσει, ὁλοκληρωθεῖ
(μέ τήν χρονική ἔννοια)

περιπέλομαι: περιφέρομαι, τριγυρίζω, κινοῦμαι ἤ βρίσκομαι γύρω ἀπό, τριγυρίζω, παρέρχομαι,


περνάω, συμπληρώνομαι, ὁλοκληρώνομαι (μέ τήν χρονική ἔννοια:συμπληρώθηκε, ὁλοκληρώθηκε
το ἔτος)

ἐνιαυτός: ὁ πλήρης κύκλος τοῦ ἔτους

τῷ οἱ ἐπεκλώσαντο θεοὶ οἶκόνδε νέεσθαι


τῷ: ἄρθρο ὡς δεικτική ἀντωνυμία : για ἐκεῖνον, γι’ αὐτόν

οἱ : ἄρθρο, χρησιμοποιεῖται ὡς: προσωπική ἀντωνυμία: αὐτός, ἀναφορική ἀντωνυμία: ὁ ὁποῖος ἤ


στόν ὁποῖο, κτητική αντωνυμία: δικός του και δεικτική: ἐκεῖνον

ἐπεκλώσαντο ἐκ τοῦ ἐπικλώθω: κλώθω, γνέθω, κλώθω τήν μοῖρα, ὁρίζω τήν μοῖρα τινός

οἶκόνδε : ἡ κατάληξη “-δε” δείχνει πορεία πρός.... “πρός τόν οἶκο”

νέεσθαι ἐκ τοῦ νέομαι: ἐπιστρέφω πίσω, ἐπανέρχομαι, φεύγω γιά νά ἐπιστρέψω, ἀναχωρῶ

εἰς Ἰθάκην, οὐδ' ἔνθα πεφυγμένος ἦεν ἀέθλων

ἔνθα: ἐκεῖ, σ’ ἐκεῖνον τόν τόπο, τότε, ἀμέσως μόλις, τότε λοιπόν, κάποτε

πεφυγμένος ( μετοχή παθητικοῦ παρακειμένου τοῦ ρήματος φεύγω) : αὐτός πού ἔχει ξεφύγει,
διαφύγει, φύγει

ἦεν: ἦταν

ἀέθλων /ἄθλων/ἄθλος: ἄθλος, ἀγῶνας, ἅμιλλα, κόπος, μόχθος

καὶ μετὰ οἷσι φίλοισι· θεοὶ δ' ἐλέαιρον ἅπαντες

μετὰ: μέ, μεταξύ

οἷσι /οἷς : δικούς του ( ἡ κατάληξη -σι, χρησιμεύει στήν μετρική, δέν ἀντιστοιχεῖ σέ γραμματικό
τῦπο. Τήν κατάληξη αὐτή τήν χρησιμοποιεῖ ἀρκετά συχνά ὁ Ὅμηρος χάριν τοῦ μέτρου καί τῆς
εὐφωνίας)

φίλοισι ἀντί φίλοις (δοτική πληθυντικοῦ τῆς λέξεως φίλος) : χρήση τῆς καταλήξεως -σι, ὅπως στό
προηγούμενο

φίλος : ἀγαπημένος, προσφιλής, φίλος, εὐχάριστος, τερπνός

φιλέω: ἀγαπῶ, φέρομαι τρυφερά, ἀσπάζομαι. Φράση: φιλεῖ γίγνεσθαι: γίνεται συνήθως, κατά τήν
συνήθεια

ἐλέαιρον ἐκ τοῦ ἐλεαίρω (ποιητικός τῦπος τοῦ ἐλεέω) : λυπᾶμαι, συμπονῶ, οἰκτείρω (ἐλεημοσύνη,
ἔλεος)

νόσφι Ποσειδάωνος· ὁ δ' ἀσπερχὲς μενέαινεν

νόσφι: ἐκτός, πλήν, μακριά, χωριστά, σέ ἀπόσταση

Ποσειδῶν καί Ποσειδάων- ὁ Ὅμηρος χρησιμοποιεῖ καί τόν ἀσυναίρετο τῦπο τοῦ ὀνόματος

ἀσπερχὲς: ἀσταμάτητα, συνεχῶς, ἀκατάπαυστα, ἐσπευσμένα


μενέαινεν ἐκ τοῦ μενεαίνω: εἶμαι ὀργισμένος, θυμωμένος πολύ, ἀλλά καί ἐπιθυμῶ, εἶμαι πρόθυμος
καί ψυχομαχῶ, ἀναπνέω ἀγωνιωδῶς

ἀντιθέῳ Ὀδυσῆϊ πάρος ἣν γαῖαν ἱκέσθαι.

ἀντιθέῳ, δοτική ἑνικοῦ τοῦ ἀντίθεος: ἰσόθεος ἀλλά καί ἀντίθετος ἀπό τούς θεούς, δηλαδή ἀσεβής
(ἐξαρτᾶται ἡ ἑρμηνεία ἀπό τά συμφραζόμενα).

πάρος: πρίν, ἄλλοτε, προηγουμένως, νωρίς, πρίν ἀπό (ὡς τοπικό ἐπίρρημα)

ἣν (κτητική ἀντωνυμία): δική του

ἡ γαῖα: ἡ γῆ, τό ἔδαφος, τό χῶμα, ἡ χώρα, ἡ πατρίδα

ἱκέσθαι ἐκ τοῦ ἵκω -ἱκνέομαι: ἔρχομαι, φθάνω, ἐκτείνομαι ἕως....,(ἀφικνοῦμαι, ἄφιξη)

Γραμματική

1.Τόνοι τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσης:

Ἡ Ὀξεῖα ( ὁ ἦχος ὀξύνεται, ὑψοῦται), ἡ βαρεῖα (ὁ ἦχος βαρύνεται, βαθαίνει-τίθεται στήν λήγουσα
τῶν λέξεων ἀντί γιά ὀξεία σέ ὁρισμένες περιπτώσεις. Δέν τήν βλέπουμε συνήθως στα κείμενα .
παραλείπεται.), ἡ ὀξειβαρεῖα ἤ περισπωμένη ( ὁ ἦχος ὀξύνεται καί βαρύνεται ἀμέσως στόν ἴδιο
φθόγγο, περισπᾶται).
Κατ' ἀρχάς θά θυμίσουμε ὅτι στήν ἀρχαιότητα ἡ ἑλληνική γραφή ἦταν μόνο κεφαλαιογράμματη καί
χωρίς τόνους. Τά γράμματα συμβόλιζαν καί τούς ἀριθμούς καί τίς μουσικές νότες.
Ἡ ἐφεύρεση τῶν τόνων ἀποδίδεται στόν Ἀλεξανδρινό γραμματικό Ἀριστοφάνη τόν Βυζάντιο
(τέλος 3ου - ἀρχές 2ου αἰῶνος π.Χ.) καί γενικότερα στούς "Ἀλεξανδρινούς Φιλολόγους", μέ σκοπό
τήν πιστότερη ἀπεικόνιση τοῦ μέτρου στό ἔργο τοῦ Ὁμήρου καί τῶν μελικῶν ποιητῶν. Λόγῳ τῆς
ἀντικατάστασης τοῦ μουσικοῦ τονισμοῦ ἀπό τόν δυναμικό, ἤδη ἀπό τά ἑλληνιστικά χρόνια, ἡ
ἀνάγνωση τῶν κλασσικῶν κειμένων εἶχε καταστεῖ ἰδιαίτερα δύσκολη. Οἱ μαθητές και οἱ λόγιοι
χρειάζονταν κάποια διακριτικά σημάδια γιά νά ἀναγνωρίζουν σωστά τίς λέξεις καί νά ἀποδίδουν
σωστά τό μέτρο, γιατί θεωροῦσαν ὅτι εἶχε χαθεῖ ἡ σωστή προσωδιακή ἐκφορά καί μουσικότητα τοῦ
Ἑλληνικοῦ Λόγου. Ἔτσι καθιερώθηκε σταδιακά ἡ ἐφεύρεση τοῦ Ἀριστοφάνη τοῦ Βυζαντίου, πού
ἀρχικά ὅμως χρησιμοποιήθηκε μόνο σέ ὁρισμένα λογοτεχνικά ἔμμετρα ἔργα (ἀπουσιάζει ἀπό
καθημερινά κείμενα, ὅπως ἐπιστολές καί ἔγγραφα) καί μάλιστα καθόλου συστηματικά (συχνότατα
ἔχει προστεθεῖ ἀπό ἄλλο γραφέα ἤ διορθωτή).
Στίς ἀρχαῖες ἑλληνικές διαλέκτους εἰκάζεται ὅτι χρησιμοποιοῦνταν ὁ μουσικός τονισμός. Δηλαδή, ἡ
τονιζομένη συλλαβή προφέρονταν σέ ὑψηλότερο (λεπτότερο) μουσικό τόνο ἀπό τίς ὑπόλοιπες καί
ὄχι πιό δυνατά ἀπό αὐτές (ὅπως στόν δυναμικό μεταγενέστερο τονισμό). Ἡ θεωρία αὐτήν
ἐνισχύεται ἀπό τήν παρατήρηση πώς οἱ τόνοι δέν ἐπηρεάζουν τόν ρυθμό στά μέτρα τῆς
ποίησης, κάτι πού θά συνέβαινε ἐάν χρησιμοποιοῦνταν δυναμικός τονισμός.
(https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A4%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF
%8C%CF%82)
2. Πνεύματα: Ψιλή (π.χ.: οἶος) καί δασεῖα (π.χ.: οἷος)

Τό πνεῦμα εἶναι αὐτό πού δηλώνει καί ἡ ἴδια ἡ λέξη: ἡ πνοή.


Δηλαδή, ἐάν ἡ πνοή πού ἐκβάλλεται κατά τήν ἐκφορά τῆς λέξης εἶναι ψιλή, λεπτή, ἡ λέξη
ψιλοῦται.
Ἐάν ἡ πνοή πού ἐκβάλλεται εἶναι δασεῖα, δηλαδή πυκνή, “παχειά”, ἡ λέξη δασύνεται.
Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες εἶχαν κι αὐτό τό αἰσθητήριο ἀνεπτυγμένο καί μποροῦσαν νά διακρίνουν τήν
πυκνότητα τῆς εκπνοής στόν λόγο.
Ἡ δασεῖα δέν ἀφορᾶ μόνο στά φωνήεντα, ἀλλά καί στά σύμφωνα, τά ὁποῖα χωρίζονται ὡς ψιλά καί
δασέα ὡς ἑξῆς:
ψιλό μέσο δασύ
κ,π,τ γ,β,δ χ,φ,θ
Λαρυγγικά: κ,γ,χ
Χειλικά: π,β,φ
Ὀδοντικά: τ,δ,θ
Ὑγρά: λ,ρ ( τό “ρ” θεωρεῖται ἡμίφωνο στήν ἀρχαία ἑλληνική καί δασύνεται στήν ἀρχή τῶν λέξεων)
Δηλαδή, τό κ, τό γ καί τό χ, στήν οὐσία εἶναι ἕνας φθόγγος μέ τρεῖς ἤχους: τόν ψιλό/λεπτό, τόν
μέσο καί τόν δασύ/παχύ . ἀντιστοίχως καί τά ὑπόλοιπα.
Ἡ διάκριση αὐτή μᾶς βοηθάει πολύ στήν ἐτυμολογία τῶν λέξεων.
Ὁ ἦχος τῆς δασείας ἔχει διατηρηθεῖ σέ ἑλληνικές λέξεις πού ἐνσωματώθηκαν σέ ξένες γλῶσσες καί
ἀρχίζουν κυρίως ἀπό h ἤ v ἤ f (πχ Helen, Hero), ἀλλά καί σέ σύνθετες λέξεις τῆς νέας ἑλληνικῆς,
καθώς τό τελικό σύμφωνο τοῦ πρώτου συνθετικοῦ δασύνεται, ὅταν τό δεύτερο συνθετικό εἶναι
δασυνομένη λέξη:
π.χ. ὑφαρπαγή, ἀπό τό ὑπό+ἁρπαγή (ἁρπάζω). Ἐπειδή ἡ λέξη ἁρπαγή δασύνεται, τό «π» στήν
πρόθεση “ὑπό” μετατρέπεται στόν δασύ του ἦχο (φ). Ἐπίσης ἐνδεικτικά ἀναφέρονται οἱ λέξεις
καθαίρεσις (κατά + αἵρεσις), ἀφορμή (ἀπό + ὁρμή), ἀφοπλίζω (ἀπό + ὁπλίζω), καθαγιάζω (κατά
+ ἁγιάζω), ἐφεύρεσις (ἐπί+ εὕρεσις) κλπ.

Λίγα στοιχεῖα περί Μετρικῆς

Ἡ ἀρχαία ἑλληνική μετρική ὀνομάζεται προσωδιακή καί τά μέτρα της προσωδιακά.


Μέ τήν ἐναλλαγή μακρῶν καί βραχειῶν συλλαβῶν σχηματίζονται τά μέτρα καί ὁρίζεται ὁ
ρυθμός. Οἱ τόνοι δέν ἐπηρεάζουν τόν ρυθμό στά μέτρα τῆς ποιήσεως.

Ἐπίσης, τά φωνήεντα δέν φέρονται στήν ποίηση ἀποκλειστικά ὡς βραχέα (ε,ο) ἤ ἀποκλειστικά ὡς
μακρά (η,ω), ἀλλά μποροῦν νά φέρονται ὡς “θέσει” βραχέα ἤ ὡς “θέσει” μακρά.
Ὁ ρυθμός καί τό μέτρο δηλαδή δέν προσαρμόζονται στό ὑπάρχον φωνῆεν, ἀλλά τό φωνῆεν
προσαρμόζεται στόν ρυθμό καί τό μέτρο.
Ἐπιγραμματικά τά κυριότερα μέτρα εἶναι τά ἑξῆς:

Σύμβολα:
(-) :μακρά συλλαβή
(υ): βραχεῖα συλλαβή

1. Δάκτυλος: -υυ (ἐπικό μέτρο) (πχ. τααα/τα/τα/τααα/τα/τα/τααα/τα/τα)


2. Σπονδεῖος :- - (ἱερό μέτρο) (τααα/τααα, τααα/τααα, τααα/τααα)
3. Ἀνάπαιστος: υυ- (τα/τα/τααα)
4. Τροχαῖος: -υ (δωρικός ρυθμός) (τααα/τα)
5. Ἴαμβος : υ- (ἰωνικός ρυθμός) (τα/τααα)
6. Ἀμφίβραχυς: υ-υ (τα/τααα/τα) , Αμφίμακρος -υ- (τααα/τα/τααα)
7. Χορίαμβος -υυ- (τααα/τα/τα/τααα)
8. Ἀμφιμακροανάπαιστος -υ-υυ- (τααα/τα/τααα/τα/τα/τααα).

Παράδειγμα μετρικῆς στήν Ὀδύσσεια:

Ἄν/δρα/ μοι/ ἔνν/ε/πε,/ Μοῦ/σα,/ πο/ λύ/τρο/πον/, ὃς /μά/λα/ πολ/λὰ


-/υ/υ/ -/υ/υ -/υ/υ -/υ/υ, -/υ/υ --

Ἰσμήνη Μαρτίνη
Συντονίστρια Ἐπιτροπῆς Ὁμήρου
Ἀθήνα

You might also like