You are on page 1of 670

ΚΑΤΣΑΡΙΚΑ ΖΗΣΗ

Η ΛΑΛΙΑ
ΤΩΝ

ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΩΝ

ΞΑΝΘΗ 2018

1
2
Ο έρμος ο αζώηρος, η ποταπή λαψάνα

γλυκαίνει το χαμαίδρυο, στου χαμαιλειού τη ρίζα


αποκοιμιέται ο θάνατος, και το περιπλοκάδι
αλλού στυλώνει το φωτχό, δυναμωμένο τώρα ...

Βαλαωρίτη

__ Το θρούμπι, την αλιφασκιά, το σφελαχτό, η μυρτούλα


__ ολόγυρά του σπλόνοι και δρακοντιές φαρμακερές
__εγιάτρευε του κόσμου με ξόρκια και με βότανα, τα χίλια μύρια

Βαλαωρίτη

σκλιτσο εξώφυλλου : Ζήση Κατσαρίκα

3
4
Αγαπητέ αναγνώστη

Προσπάθησα να γράψω μια λαλιά που μίλησα και δεν την έγραψα , ούτε εγώ,
ούτε κάποιος άλλος. Μια λαλιά ως ηχώ και όχι ως γραφή.

Δεν ξέρω αν το ότι το Σαρακατσάνικο ιδίωμα είναι προφορικό μου δίνει το


"γλωσσική αδεία" στα ορθογραφικά λάθη, αλλα πιστέψετε πολλές φορές με
προβλημάτισε η ορθογραφία των λέξεων.

Αναζητώντας βοήθεια στα διάφορα λεξικά που κυκλοφορούν εύρισκα την λέξη
διαφορετικά γραμμένη. Έτσι επέλεγα με κάθε ειλικρίνεια την πιο "αισθητική"
για μένα, γραφή. Δεν νομίζω όμως γενικά από την εμπειρία που απέκτησα να
υπάρχουν κάποιοι ειδικότεροι κανόνες. Εύχομαι να βρεθούν ειδικότεροι εμού
και να μας δώσουν κάποιες ορθογραφικές κατευθύνσεις,. Ως τότε θα μιλάμε
την Σαρακατσάνικη λαλιά, δεν θα την γράφουμε. Όπως συνέβαινε αιώνες
τώρα.

Θέλω να ευχαριστήσω και να με συγχωρέσουν οι φίλοι, θα το κάνω


ονομαστικά, για την βοήθεια τους σε θέματα λεξιλογίου τους:
Ηλία Σουφλιά
Δημήτρη Ηλ. Χατζηπλή
Κώστα Μήττα
Η αρχαία ελληνική γλώσσα έχει ρίζες προερχόμενες από την γλώσσα των
Πρωτοελλήνων (Πελασγών και Ετεοκρητών) και λέξεις που μετεξελίχτηκαν ή
διαπλάστηκαν, με κάποιους κανόνες, στους 22 αιώνες που ακολούθησαν την
(υποτιθέμενη) εγκατάσταση Ινδοευρωπαίων στην Ελλάδα, κατά την
Κρητοαχαϊκή, Δωροϊωνική και Κλασική περίοδο. Η νέα ελληνική γλώσσα
σχηματίστηκε, ως εξέλιξη της ελληνιστικής «κοινής», που μιλιόταν στα χρόνια
100 π.Χ. έως 100 μ.Χ. κατά την μεσαιωνική και ιδιαίτερα στην
υστεροβυζαντινή περίοδο (μετά το 1000 μ.Χ.). Σημαντική επίδραση στη
διαμόρφωσή της είχε η προφορική τριβή, κατά την χρήση της στα χρόνια της
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας σε μεγάλη γεωγραφική έκταση, σε τόπους αρκετά
απομακρυσμένους μεταξύ τους, όπου οι τοπικοί πληθυσμοί (ορεσίβιοι, πεδινοί
ή θαλασσινοί) απέκτησαν, με την πάροδο του χρόνου, ιδιαίτερα γνωρίσματα

5
εκφοράς του λόγου. Δεν υπάρχουν (σε ουσιώδη βαθμό) στην αρχαία ελληνική
γλώσσα εμφανώς εξωγενείς λέξεις, οι οποίες έχουν ληφθεί αυτούσιες από άλλη
γλώσσα για αυθαίρετη ονομασία κάποιου αντικειμένου (χωρίς αιτιώδη σχέση
με το σημαινόμενο). Αυτό συνηγορεί με την άποψη περί αυτοχθονίας των
ελληνικών φύλων και της γλωσσικής τους αυτοτέλειας.
Η μετάδοση αυτούσιων λέξεων μεταξύ αλλογενών πληθυσμών κατά κανόνα
συμβαίνει από τους περισσότερο στους λιγότερο προηγμένους λαούς και σε
πολύ μικρότερο βαθμό κατά την αντίθετη κατεύθυνση, επειδή ο ελληνικός
κόσμος είχε, το προβάδισμα (από πολιτική, οικονομική και πολιτιστική άποψη)
επί μακρά σειρά αιώνων (τουλάχιστον από το 500 π.Χ. μέχρι το 1453 μ.Χ.), η
εισδοχή αλλογενών λέξεων στην ελληνική γλώσσα ήταν στο διάστημα αυτό
ανεπαίσθητη.

Ο Διόδωρος Σικελιώτης αναφέρει ότι σύμφωνα με το Διονύσιο Σκυτέα, στην


Ελλάδα πριν από τη σημερινή Ελληνική γραφή υπήρχε μια άλλη, η Πελασγική,
άρα η γραφή αυτή είναι εκείνη που ο Έβανς ονομάζει Γραμμική! Ο Διόδωρος
αναφέρει επίσης ότι τα γράμματα δεν είναι έργο των Φοινίκων, όπως λέγεται,
αλλά των Πελασγών! Η Πελασγική Γραφή καταργήθηκε μετά το 1200/1100
π.Χ.

Σημειώνεται επίσης ότι όταν ανακαλύφθηκε η Γραμμική γραφή, πολλοί


έλεγαν ότι δεν είναι Ελληνική! Σήμερα, ο Μ. Ventris απέδειξε ότι η Γραμμική
γραφή Β' είναι Ελληνική! Η Γραμμική Β! είναι και η αρχική γραφή των
"Σαρακατσάνων" της εποχής (Πελασγών) η οποία αποτυπώνεται κυρίως στα
σχέδια και τις απεικονίσεις στις φορεσιές

Υπάρχουν φύλα που δεν είναι Αιολικά, τα οποία όμως λόγω της τριβής τους με
Αιολείς ομιλούν την γλώσσα των Αιολών και μπολιάζονται από αυτούς.
Μεταξύ αυτών και οι Σαρακατσάνοι που ζουν στην περιοχή μεταξύ
Θεσσαλίας Ηπείρου και Φθίας Διότι η γλώσσα όπως λέει και ο Πουλιανός
είναι ανεξάρτητη από την εξάπλωση των ανθρώπινων τύπων.

Οι Σαρακατσάνοι είναι αυτόχθον αρχαίο πρωτοελληνικό φύλο που ζει στην


περιοχή της Πίνδου και της Θεσσαλίας (Περραίβια, Πίνδο) όπου καταγράφεται
ότι ζουν εκτός από τα αυτόχθονα Πελασγικά φύλλα και Δωριείς, Έλληνες,

6
Γραικοί και ομιλούν ελληνικά, με πολλά γλωσσικά στοιχεία από τα φύλα με τα
οποία έρχονται σε επαφή. Είναι Βλάχοι (νομάδες) οι οποίοι ομιλούν όμως
ΜΟΝΟ την ελληνική γλώσσα. Η Άννα Κομνηνή στην Αλεξιάδα της λέει :
«Οπόσοι τον νομάδα βίον είλοντο Βλάχους τούτους η κοινή καλείν οίδε
διάλεκτος». Βλάχοι δηλαδή ελέγοντο…όσοι τον νομάδα βίον ασκούσαν. Και
ακόμη μέχρι σήμερα οι περισσότεροι Έλληνες βλάχους αποκαλούν τους
ποιμένες και γενικά τους τσοπάνους και μόνον τα τελευταία χρόνια ο όρος έχει
αποκτήσει φυλετική σημασία
Για πολλούς Έλληνες, ο όρος «βλάχος» ήταν συνώνυμος με τη λέξη
βοσκός. Ο τρόπος ζωής (αν εξαιρέσει κανείς τον νομαδισμό των
Σαρακατσαναίων) δεν διέφερε καθόλου από εκείνον των ποιμένων των
Αγράφων ή των Βλάχων (ημινομάδες) . Είναι πολύ πιθανόν λοιπόν, όσοι
ασχολήθηκαν με το θέμα και μη έχοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον να τους
μπέρδεψαν, κάτω από την ίδια ονομασία, με τους άλλους νομάδες.
Γλωσσικά δε όπως λεει ο καθηγητής γλωσσολογίας Μ. Τριανταφυλλίδης στη
Νεοελληνική γραμματική : "…. H διαφορά λοιπόν μεταξύ Σαρακατσάνων και
Aρωμούνων (βλάχων) είναι χτυπητή. H γλώσσα τους είναι πραγματικά χωρίς
ξενισμούς…"
Το αλφάβητο που κυριαρχεί στην περιοχή όπου ζουν οι Σαρακατσάνοι είναι
της δυτικής ομάδας όπως αναφέρει ο ίδιος όπως θα δούμε.

Από τις αρχαϊκές επιγραφές ήδη διαπιστώνεται ο διαλεκτικός κατακερματισμός


της αρχαιοελληνικής γλώσσας, ο οποίος οφείλεται στη διαμόρφωση του
γεωγραφικού χώρου με τους ορεινούς όγκους και τους περίκλειστους τόπους
εγκατάστασης, στη διαδοχική εμφάνιση και διασπορά των ελληνικών φύλων,
στην αρχική απομόνωση και στην πολιτική αυτοτέλεια των πρώτων οικιστικών
κέντρων.

Βασικό στοιχείο είναι επίσης ότι η γλώσσα είναι προφορική και μεταδίδετε από
γενιά σε γενιά χωρίς γραπτά στοιχεία.

Η γλώσσα των Σαρακατσάνων περιέχει αιολικά, δωρικά και βορειοθεσαλικά


στοιχεία τα οποία συγγενεύουν ή είναι ίδια με τα αιολικά. Αυτή η γλωσσική
συγγένεια για μένα εξηγείται κυρίως από την κοινή πορεία σε κάποια φάση της

7
ιστορίας (χάρτης) και γλωσσικών δανείων από το ένα φύλο στο άλλο αλλα και
την συγκατοίκηση, αναγκαστική η όχι, πολλές φορές των διαφόρων φύλων.

Κάποιοι γλωσσολόγοι ίσως είναι σε θέση να πουν περισσότερα. Αλλα θεωρώ


ότι η αρχή είναι
μία. Η λαλιά των
Σαρακατσάνων
ήταν
Πρωτοελληνική
και συνεχίζει
αναλλοίωτη στους
αιώνες. Στον
χάρτη που παραθέτω πιο κάτω προσπαθώ να δείξω το πώς, η πρωτοελληνική
γλώσσα που μιλούσαν οι Σαρακατσάνοι μπορεί να δέχθηκε στοιχεία, από
ομόγλωσσα φύλα, τα οποία είχαν εν τούτοις, κάποιες διαφορές.

Επειδή είναι δύσκολο να προσδιοριστεί ποιος, που, και τι μιλούσε


(τουλάχιστον μέχρι τώρα) στις μακρές αυτές περιόδους της Ελληνική ιστορίας
θα μείνουμε μόνο στην αρχή: ότι η λαλιά των Σαρακατσάνων έχει τις ρίζες της
στις αρχαίες προτωελληνικές διαλέκτους και στην ομάδα των Δυτικών.

Δυτική με κορμό τη Δωρική είναι η διάλεκτος που ομιλούν στην γεωγραφική


περιοχή όπου δραστηριοποιούνται οι Σαρακατσάνοι και με τις διαλέκτους της
περιοχή έχει τις περισσότερες ομοιότητες, καθώς οι αρχαίες διάλεκτοι είναι
δυνατόν να ταξινομηθούν σε τρεις ενιαίες ομάδες που προσδιορίζονται με
γεωγραφικά κριτήρια ως εξής:

Ανατολική ομάδα με χαρακτηριστικό κορμό την Ιωνική-Αττική διάλεκτο


(Ιωνία, Εύβοια, Κυκλάδες, Αττική, Μεθώνη Πιερίας, Θάσο, Χαλκιδική)

Κεντρική με χαρακτηριστικότερες διαλέκτους την Αρκαδοκυπριακή


(Αρκαδία, Κύπρος) και την Αιολική (Θεσσαλία, Βοιωτία, Λέσβος και Αιολία).

Δυτική με κορμό τη Δωρική (Ήπειρος, Μακεδονία (βλ. Κατάδεσμο της


Πέλλας), Δυτική Στερεά, Πελοπόννησος, Μήλος, Θήρα, Κρήτη, Δωδεκάνησα
και τα παράλια της Μ. Ασίας).

8
παραθέτω το κείμενο του Α. Φυτιλή

Η λαλιά των Σαρακατσάνων περιέχει δωρικές λέξεις, που είναι λίγες,


ιδιωματικές και δεν έχουν συνέχεια. Ακόμα κι η προφορά των δωρικών λέξεων
της σαρακατσάνικης λαλιάς δεν ακολουθεί τους κανόνες της δωρικής
διαλέκτου, όπως διατυπώνονται απ’ τους γλωσσολόγους.

Πρώτος κανόνας. Τα δωρικά δυτικά ιδιώματα κατεβάζουν τον τόνο απ’ την
τρίτη στη δεύτερη συλλαβή, όπως ανθρώποι, ορνίθες, ελάβον.

Οι Σαρακατσάνοι ανεβάζουν τον τόνο απ’ την πρώτη συλλαβή στη δεύτερη κι
απ' τη δεύτερη στην τρίτη, όπως άταλος, αντί αταλός, γινόκαδι αντί γινοκάδι,
ινάντιος αντί εναντίος κ.λ.π

Δεύτερος κανόνας. Τα δωρικά διατηρούν το μακρό α όπως μνάμα αντί


μνήμα, παγά αντί πηγή, δάμος αντί δήμος, κάρυξ αντί κήρυξ κ.λ.π.

Οι Σαρακατσάνοι προφέρουν μνήμα, πηγή, δήμος, κήρυξ.

Τρίτος κανόνας. Τα δωρικά ιδιώματα τονίζουν τη λήγουσα στο δωρικό


ενεργητικό μέλλοντα, όπως βοαθησώ, πραξώ, προδωσώ. Οι Σαρακατσάνοι
τονίζουν κατά την αττική και αιολική διάλεκτο, βοηθήσω, πράξω, προδώσω

Η βορειοθεσσαλική διάλεκτος, που ίσως είναι η πιθανότερη πρόγονος της


λαλιάς των Σαρακατσάνων, έχει σαν βασικό γνώρισμα την μετατροπή του
αττικού ω σε ου. Λένε, έδουκε αντί έδωκε, ανάλουμα αντί ανάλωμα, όπως το
συνηθίζουν και οι Σαρακατσάνοι.

Η μετατροπή του ο σε ου στις καταλήξεις των λέξεων είναι γνώρισμα του


βορειοθεσσαλικού ιδιώματος που υπάγεται στις αιολικές διαλέκτους.

Η βαρυτόνηση είναι επίσης γνώρισμα της αιολικής διαλέκτου, όπως πόταμος,


αντί ποταμός.

Οι Σαρακατσάνοι, λένε άταλος, αντί αταλός και σ' ένα τραγούδι τους
ακούγεται ο στίχος ‘πόταμε, μώρ' πόταμε…'

(από την απάντηση του Γεωργίου Α. Φυτιλή προς τον Καργάκο)

9
Ο καθηγητής γλωσσολογίας Μ. Τριανταφυλλίδης γράφει στη Νεοελληνική
γραμματική, Ιστορική Εισαγωγή, (σελ. 68).

"Τα νεοελληνικά ιδιώματα μπορούν να καταταχτούν σε δυο μεγάλες ομάδες,


χωρισμένες αναμεταξύ τους με κάθετη περίπου γραμμή, στα δυτικά και τα
ανατολικά.

Α. Δυτικά ιδιώματα. Εδώ ανήκουν τα πελοποννησιακά, τα στερεοελλαδίτικα,


τα ηπειρώτικα και τα Σαρακατσάνικα"

Όμως, υπάρχει μια πραγματικότητα που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε. Ο


μεγαλύτερος όγκος των λέξεων της Σαρακατσάνικης λαλιάς προέρχεται από
ρίζες της ομηρικής γλώσσας που θεωρείται μια ποικιλία ιωνικών και αιολικών
ιδιωμάτων, {πλην της δωρικής}. και σε άλλο σημείο

…. H διαφορά λοιπόν μεταξύ Σαρακατσάνων και Aρωμούνων είναι χτυπητή.


H γλώσσα τους είναι πραγματικά χωρίς ξενισμούς…"

Οι Σαρακατσάνοι τονίζουν κατά την αττική και αιολική διάλεκτο, βοηθήσω,


πράξω, προδώσω.

Η βορειοθεσσαλική διάλεκτος, που ίσως είναι η πιθανότερη πρόγονος της


λαλιάς των Σαρακατσάνων, έχει σαν βασικό γνώρισμα την μετατροπή του
αττικού ω σε ου. Λένε, έδουκε αντί έδωκε, ανάλουμα αντί ανάλωμα, όπως το
συνηθίζουν και οι Σαρακατσάνοι.

Η μετατροπή του ο σε ου στις καταλήξεις των λέξεων είναι γνώρισμα του


βορειοθεσσαλικού ιδιώματος που υπάγεται στις αιολικές διαλέκτους. Η
βαρυτόνηση είναι επίσης γνώρισμα της αιολικής διαλέκτου, όπως πόταμος,
αντί ποταμός.

Οι Σαρακατσάνοι, λένε άταλος, αντί αταλός και σ' ένα τραγούδι τους
ακούγεται ο στίχος ‘πόταμε, μώρ' πόταμε…'

Όπως αναφέρθηκε λοιπόν η γλώσσα των Σαρακατσάνων ήταν πάντα η


Ελληνική, και έχει βλαστήσει σε αυτή τη γη δραστηριοποίησης τους (ο ορισμός
της αυτοχθονίας ). Έχει δε, λόγω του τρόπου ζωής και της κλειστής κοινωνίας

10
των Σαρακατσάνων διατηρηθεί, αναλλοίωτη στους αιώνες. Οι
αρχαιοελληνικές ρίζες είναι πάρα πολλές και ευδιάκριτες στο λεξικό αυτό.
Εκείνο που επίσης μπορεί να παρατηρήσει επίσης κάποιος είναι οτι βλέπουμε
ακόμα και σήμερα τις γλωσσικές ομοιότητες της περιοχής και τις κοινές λέξεις
που υπάρχουν στο λεξιλόγιο διαφόρων ομάδων με την διάλεκτο των
Σαρακατσάνων.

Φιλοδοξία είναι να πλουτίσει το μικρό αυτό λεξικό τις βιβλιοθήκες των


Σαρακατσάνων και να υπάρχει καταγεγραμμένος ο πλούτος της λαλιάς των
Σαρακατσάνων, αφού ακόμα και σήμερα χρησιμοποιείται από τους
παλιότερους αλλα κατά κόρον και από τους νέους ανθρώπους μας ακόμα και
σε συζητήσεις και αναφορές στο διαδίκτυο. Ένα λεξικό χρήσιμο για τον
καθέναν, που θα τον βοηθήσει κατά τον καλύτερο τρόπο να κατανοήσει τους
Σαρακατσάνους και την λαλιά τους.

Στο δεύτερο μέρος προσπάθησα να κάνω το λεξικό ποιο εύχρηστο ακόμα και
για κάποιον που δεν είχε μάθει ποτέ την λαλιά των Σαρακατσάνων η δεν
μπορούσε να θυμηθεί λέξεις. Έτσι εύκολα θα μπορεί να ανατρέξει στην
καθομιλουμένη και να δει την Σαρακατσάνικη αντιστοιχία. Επίσης έδωσα πιο
εγκυκλοπαιδική μορφή σε λέξεις και έννοιες που αντιστοιχούσαν στην ζωή των
Σαρακατσάνων και με περισσότερες εικόνες ώστε να είναι πιο κατανοητό και
ευανάγνωστο.

Η προσπάθεια και ο στόχος ήταν να γίνει κάτι εύκολο μεν στην χρήση
αλλά και όσο το δυνατόν πληρέστερο από πλευράς υλικού. Προσπάθησα
και πήρα ότι πληροφορία έβρισκα στο διαδίκτυο και καταγεγραμμένη στα
διάφορα βιβλία που κυκλοφορούν . Χρησιμοποίησα πολλές φωτογραφίες
ελεύθερες στο διαδίκτυο για να είναι πιο ενδιαφέρον. Φθάνοντας στο
τέλος θα ήθελα να πω ευχαριστώ όλους όσους βοηθήσαν. Ειδικότερα τον
Δ. Κυριάκο για το αρχείο του και την ζωγραφική του και τον Γιώργο
Κολοβό για την διάθεση υλικού που χρειάστηκα. Δηλώνω χωρίς δεύτερη
σκέψη ότι το έργο αυτό είναι ελεύθερο να χρησιμοποιηθεί από όποιον θα
ήθελε με αναφορά η και χωρίς στην πηγή. Ιδιαίτερα αν κάποιος θα ήθελε
να φτιάξει κάτι καλύτερο η πιο πλήρες ,μπορεί να χρησιμοποιήσει
οτιδήποτε θεωρεί οτι μπορεί να φανεί χρήσιμο . Μπορεί να εκτυπωθεί η
να διανεμηθεί όλο η μέρος του από όποιον θέλει. Αν κάποιος θα ήθελε να

11
το πάρει αυτούσιο και να το συνεχίσει βάζοντας περισσότερα λήμματα η
μεγαλώνοντας τις πληροφορίες σε αυτά που υπάρχουν θα ήταν ευχής
έργο και θα γινόταν κάτι ολοκληρωμένο για να μείνει κτήμα όλων των
Σαρακατσάνων.

Λένε πως στην ιστορία η πρώτη γενιά απορεί με τις αλλαγές η δεύτερη
λυπάται και η τρίτη ξεχνά.

Χρέος, εμάς των ανθρώπων της τρίτης γενιάς των Σαρακατσάνων, της
αστικοποίησης και της εγκατάλειψης του παραδοσιακού τρόπου ζωής, είναι να
σπάσουμε αυτόν τον κανόνα και να αφήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερες
μνήμες ανοιχτές.

Σε αυτό το χρέος εντάσσετε και η συγγραφή του παρόντος λεξικού

Κατσαρίκας Ζήσης

12
Α

1. α = δηλώνει συναισθήματα ανάλογα με το νόημα του λόγου, τον τόνο


και το χρωματισμό της φωνής ή τις κινήσεις του σώματος και τους
μορφασμούς του προσώπου (χαρά, ευχαρίστηση, θαυμασμό, πόθο ή
ευχή που δεν έγινε, κοροϊδία, αγανάκτηση π.χ. α; = τι ; , ααα; =τι
είπατε;, ααααα.. = σωστά ή κατάλαβα, στερητικό πρόθημα, δηλώνει
το αντίθετο από αυτό που εκφράζει η αρχική λέξη: αβέβιους, άκακους,
ανάφαγους, ανέξουδους, ανήλκους, ανήμπουρους, ανήξηρους,
ανήψητος, ανηπρόκουπους, άηχους, άοπλους, άυπνους.

2. αβάκιο = μικρός άβακας, η πλάκα στην οποία έγραφαν οι μικροί


μαθητές, [αρχ. ἀβάκιον]

3. αβαντζάρσα = έδωσα μπροστάντζα, προκατέβαλλα, έδωσα κάτι


παραπάνω, συγκαταβατικό φέρσιμο: να κάνω αβάντζα σε κάποιον

4. αβάρητους, αβάργους = δε βαριέται αυτός, ακούραστος, δραστήριος,


ασταμάτητος, που δεν τον χτύπησαν

5. άβαρους = που δεν έχει καθόλου ή πολύ βάρος , δεν έχει βάρη
οικονομικά, με οικονομική άνεση. αρχ.( ἀβαρής)

6. αβασάνιστους -η -ου, αβασάνγους = που δε βασανίστηκε, δεν


ταλαιπωρήθηκε σωματικά ή ψυχικά. (Αντίθετο, βασανισμένος),που
δεν τον έλεγξαν, δεν τον εξέτασαν εξαντλητικά και επίμονα·
ανεξέταστος

7. αβασίλευτους -η -ου = . που δεν έδυσε ακόμα, που βρίσκεται λίγο


πριν από τη δύση του , (μτφ. για τα μάτια) που δεν έκλεισαν, που δεν
έχει βασιλιά

8. αβασκιαίνου, βασκαίνου = κάνω κάποιον να αδιαθετήσει, να βλαφθεί


υπό την επήρεια του ματιού μου, τον ματιάζω.

9. αβάσταγους -η -ου = τίποτα δεν τον κρατάει, ασυγκράτητος,


ανυπόμονος

13
10. αβάσταχτους -η -ου = δεν μπορεί να τον βαστάξει, να τον σηκώσει
κάποιος, βαρύς, ασήκωτος, δεν μπορεί να τον συγκρατήσει κάποιος,
ορμητικός, ασυγκράτητος

11. αβάτευτους -η -ου = δεν γονιμοποιήθηκε από το αρσενικό του

12. αβάφτ'στους -η- ου = που δε βαφτίστηκε ακόμα, που δεν έχει


βαφτιστεί χριστιανός(αλλόθρησκος) = άπιστος, αντίχριστος

13. αβγαταίνου = αβγατίζω, αυξάνω σε αριθμό, όγκο, πλήθος

14. αβγατίζου = αυξάνω, μεγαλώνω, εκβαίνω> εκβατός >εγβατός


>εγβατίζω> εβγατίζω> αβγατίζω , αυξάνω σε αριθμό, όγκο, πλήθος

15. αβγάτου = αύξηση

16. αβγουλίθι = αρρώστια των προβάτων (όγκος σε σχήμα αβγού).

17. αβδέλλα = βδέλλα, γλώσσα κουδουνιού, μτφ αυτός που κολλάει απάνω
σου και παίρνει από σένα σα βδέλλα

18. αβδέλλιασμα = ασθένεια των προβάτων γκλαμπάτζα, γλαπάτσα,


χλαπάτσα, αβδέλιασμα, βιδέλιασμα, εβδέλιασμαν, εβδέλαγμαν,
κοδέλιασμα, διστομίαση

19. αβδιλλιάζουμι = αρρωσταίνει ένα ζώο από τη βδέλλα, (παθαίνει


διστομίαση). Οι δυστομιάσεις είναι παρασίτωματα αβδέλλιασμα, το
αβδελλιάζω 1. η εμφάνιση βδελλών (ιδιαίτ. στα στάσιμα νερά)2. η
απομύζηση, το ρούφηγμα τού αίματος από βδέλλες 3. η ασθένεια
διστομίαση 4. σύνδεση τεμαχίων ξύλου ή μετάλλου με σιδερένια
ελάσματα.

20. αβέρτα = συνέχεια

21. άβλαβους -η -ου = που δεν προξενεί βλάβη, κακό· άκακος, αβλαβής,
τα μικρά άβλαβα ζώα του δάσους. Άβλαβο γιατρικό, που δεν έχει
πάθει βλάβη = είναι άβλαφτος.

22. αβλαστήμ'τους -η -ου = που δεν τον βλαστήμησε κανείς

14
23. αβλόητος -η -ου = που δεν τον ευλόγησαν: Tου πιδί πέθανε αβάφτ'στο
και αβλόητο

24. άβουλα = άβουλα < μεσαιωνική ελληνική ἄβουλα (άθελα, χωρίς τη


θέληση κάποιου)

25. άβουλους, η, ου = η έλλειψη βούλησης, αποφασιστικότητας, (αρχ.


ἀβουλία) από το βούλομαι

26. άβρακουτους = χωρίς βρακί

27. άβροχους -η -ου = περίοδος κατά τη διάρκειά της οποίας δεν έχει
βρέξει, δε βράχηκε, άβρεχτος

28. αγάζωτους -η -ου = που δεν τον έχουν γαζώσει, που έμεινε πρόχειρα
ραμμένος με τρύπωμα .

29. αγαθός -ή -ό = πράος, ενάρετος, καλός, καλοκάγαθος, αφελής,


απονήρευτος, ευκολόπιστος, αγαθιάρης

30. αγαθούτσ’κους = χαζούλης

31. αγαθοφέρνου = συμπεριφέρομαι σαν αγαθιάρης, δίνω την εντύπωση


του κουτού, του αφελή.

32. αγαλαξιά = Η λοιμώδης αγαλαξία των αιγοπροβάτωνείναι πολύ


συχνή στην Ελλάδα. Αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα νοσήματα
των μικρών μηρυκαστικών, με μεγάλη οικονομική σημασία.
Χαρακτηρίζεται κυρίως από φλεγμονώδεις εντοπίσεις, στο μαστό στις
αρθρώσεις και στους οφθαλμούς. Η λοιμώδης αγαλαξία οφείλεται στο
Mycoplasma agalactiae. Άλλα είδη μυκοπλασμάτων που σχετίζονται
με την μαστίτιδα είναι M.argini, M.capricolum, M. Mycoides subsp.
MycoidesΗ παραγόμενη ποσότητα γάλακτος ελαττώνεται, μέχρι
πλήρη στείρευση. Το μαστικό έκκριμα γίνεται κίτρινο ή πράσινο,
υφάλμυρο, ορώδες και περιέχει μικρά πήγματα.

33. αγάλια, απαγάλια = σιγά, αργά, απαλά, γλυκά

15
34. αγαλιανός = αργός.

35. αγάμητους -η -ου = που δεν έχει έρθει σε σεξουαλική επαφή.[αρχ.


ἀγάμητος, ἀγάμετος `άγαμος΄, κατά την εξέλ. της σημ. του γαμώ]

36. αγανός = αγανός, -ή, -ό = αραιός, χαλαρός (ως προς την ύφανση)
μαλακός, απαλός , αραιός, ανάριος.

37. άγανου = αρχαία ελληνική ἄκανος > άγανο με επίδραση από το


ἄγανον (ξύλον), το άκρο του σταχυού (οι βελονοειδείς του απολήξεις)
βελόνι από τα στάχυα , ( μουστάκια ) των σιτηρών

38. αγαπητ'κός-ιά = εραστής, ερωμένη

39. αγάς = τίτλος στρατιωτικού ή πολιτικού αξιωματούχου της


Οθωμανικής Aυτοκρατορίας, σαν αγάς = δεσποτικά ή
πλουσιοπάροχα [αγάς < τουρκ. ağa -ς]

40. αγγάστρουτους -η -ου = δεν έμεινε έγκυος

41. αγγειά = οικοσκευή που περιλαμβάνει κυρίως μεταλλικά αντικείμενα

42. αγγειό = χάλκωμα (ταψί, πιάτο, κατσαρόλα, κ.ά.), γυναικείο γεννητικό


όργανο.

43. αγγελοκρούομαι, αγγιλουκρούουμι = θίγομαι πολύ εύκολα,


παρεξηγιέμαι εύκολα, αγγελοθωρώ, αγγελοσκιάζομαι

44. άγγιλοι = άγγελοι

45. αγγιλουβαριμένους = παράξενος, ιδιότροπος.

46. αγγιλουκρουσμένους = μυγιάγγιχτος,, παράξενος.

47. άγγιλους = άγγελος, πνεύμα, αόρατη δύναμη που εκτελεί τη βούληση


του Θεού, πρωτοστάτης, φύλακας άγγελος, που οδηγεί και
προστατεύει τον πιστό, καλός, αθώος, πονόψυχος άνθρωπος, (συνήθ.
για γυναίκα) όμορφη και αιθέρια , για όμορφο παιδί, συχνά για μικρό
παιδί που πέθανε

16
48. αγγόνα, ιγκόνα = η εγγονή

49. αγγόνι = (χωρίς διάκριση φυσικού γένους) εγγόνι : αγγονάκι το


υποκορηστικό.

50. αγγόνι = εγγονός

51. αγγονός = ο εγγονός

52. αγγόρτσο, γγόρτσο = μικρό άγριο αχλάδι

53. αγγούρι = καρπούζι

54. αγέννωτο, αγιένουτου, αγίνουτο = δεν είναι ακόμα έτοιμο , δεν είναι
ώριμο, στον καιρό του δεν ωρίμασε , δεν είναι στον καιρό του,
άγουρο

55. αγιάζου -ουμι = κάνω κάτι ιερό, άγιο, ευλογώ, γίνομαι άγιος,
αδυνατίζω πάρα πολύ

56. αγιάτρευτους -η -ου = που δεν μπορεί να θεραπευτεί, ο αθεράπευτος,


καημός που δεν αντέχεται

57. αγιένουτα, αγέννωτα = τα ρούχα που έγιναν από υφάσματα που δεν
πήγαν στο μαγγάνι για χτύπημα , έμειναν όπως βγήκαν απ τον
αργαλειό, υφαντά υφάσματα που δεν τα πηγαίνω στα μαντάνια για
επεξεργασία.

58. αγίνουτους = δεν είχε γεννηθεί

59. αγιουκέρι = κερί ή λαμπάδα της εκκλησίας από κερί μέλισσας

60. αγκαθιάζουμι = υποψιάζομαι, πονηρεύομαι.

61. αγκαλλιάζου = παίρνω αγκαλιά, χαίρομαι, βάζω ή σφίγγω κάποιον ή


κάτι στην αγκαλιά μου, σκεπάζω, τυλίγω, περιβάλλω, βλέπω ένα
αντικείμενο με τα μάτια στο σύνολό του, καλύπτω, υιοθετώ

62. αγκειλώνου = τσιμπάω

17
63. αγκίδα = ακίδα, μύτη από αιχμηρό ξύλο ή λεπτό αιχμηρό κομμάτι από
ξύλο που τρυπάει το σώμα μου.

64. αγκλίτσα ή κλίτσα = σκαλισμένη ή απλά σκέτη, κυρτή κεφαλή με


μορφή συνήθως κριαριού, που έχει τρύπα και μπαίνει σε ένα ίσιο
ξύλο.

65. αγκότσια = καβάλα στην πλάτη, κουβαλάω κάποιον ή κάτι στους


ώμους, το σώμα του πάνω στις πλάτες μου, τα χέρια του γύρα από το
λαιμό μου και τα πόδια του θηλιά στη μέση μου.

66. αγκουμαχάου = ανασαίνω βαριά, με κόπο, λαχανιάζω εξαιτίας


πάθησης, κούρασης, ζέστης κτλ., βογκώ, ασθμαίνω, υποφέρω
(μτφ),(για μηχανή) κάνω θόρυβο: αγκομαχάει το τρένο

67. αγκουμάχ'μα = αγκομαχητό

68. αγκούσα = δυσφορία από την πολλή ζέστη, δύσπνοια, στενοχώρια,


πρόβλημα, πολυφαγία, κούραση.

69. αγκουσιεύουμι = δυσφορώ από την πολλή ζέστη, έχω δύσπνοια.


στενοχωριέμαι.

70. αγκυλώνου = τσιμπάω, πιάνω τσιμπώντας κάτι, τσιμπάω χωρίς να


μπορεί να ελευθερωθεί (σαν το αγκίστρι), πληγώνω με αιχμηρό
όργανο., κεντώ ή ράβω με το βελόνι, -ουμι κάποιο αιχμηρό
αντικείμενο μου τρυπάει το δέρμα.

71. αγκωνάρι = μεγάλη πέτρα πελεκημένη, παραλληλόγραμμη, που


μπαίνει συνήθ. στις γωνίες των οικοδομών, μεγάλη πέτρα, κοτρόνα,
γωνία ενός κτίσματος, στήριγμα

72. αγκώνας = η έξω γωνία που σχηματίζεται ανάμεσα στο βραχίονα και
στον αντιβραχίονα

73. αγλείφ'ς = γλείφεις

74. αγλήγουρα = γρήγορα.

18
75. αγληγουρότιρα = πάνε πιο γρήγορα (σε ταχύτητα), πριν από λίγο.

76. αγλήγουρους = γρήγορος

77. αγλίνα = όγκος από λάσπη που γλιστράει επικίνδυνα.

78. αγναντεύου = παρατηρώ από ένα ψηλό σημείο παρατηρώ κάτι ,


παρατηρώ κάτι από μακρινή απόσταση

79. αγνάντι = απέναντι

80. αγνάντια = απέναντι.

81. αγνάντιμα = η παρατήρηση από μακριά

82. αγνάντιου = η θέση από την οποία μπορώ να παρατηρώ

83. άγνιστα = αυτά που δεν τα έγνεσαν

84. αγουνία = αγωνία, άγχος

85. αγουνίζουμι = καταβάλλω έντονη προσπάθεια για κάποιο σκοπό ,


κάνω αγώνα ή συμμετέχω , καταβάλλω έντονη προσπάθεια για την
αντιμετώπιση κάποιου, συμμετέχω σε αγώνισμα

86. αγουνιόμι = αγωνίζομαι, προσπαθώ, ταλαιπωρούμαι.

87. αγουραστός -ή -ό = που τον αποκτά κανείς με αγορά, έναντι


χρημάτων· αγορασμένος

88. αγουρουμαραγκιάζου = μαραίνομαι προτού να ωριμάσω.

89. άγουρους, άγριος = δεν ωρίμασε (επί ανθρώπων ανώριμος)

90. αγραμάδα = χαραμάδα

91. αγρασιά = υγρασία

92. άγραφους -η -ο = άγραφτος -η -ο , .που δεν έχει γραφτεί, που δεν


υπάρχει ή δεν έχει διατυπωθεί σε γραπτή μορφή, που δεν έχει
χρησιμοποιηθεί για γράψιμο, που πάνω του δεν έχει γραφτεί τίποτε

19
93. αγριάδα = η αγριότητα, η τραχύτητα, στα χαρακτηριστικά, στην
έκφραση ή στη συμπεριφορά του ανθρώπου, αγριάδα τοπίου,
αγριάδα εποχής, το φυτό άγρωστη η έρπουσα άγρωστη < αρχαία
ελληνική ἄγρωστις

94. αγρίδι = τόπος που δε βγάζει καλό χορτάρι

95. αγρίδια = ανώριμοι καρποί.

96. αγριεύου = εξαγριώνομαι

97. αγρικώ, γρικώ = καταλαβαίνω

98. αγρίμι = .ονομασία των τετράποδων θηλαστικών ζώων που ζουν σε


άγρια κατάσταση, (μτφ.) χαρακτηρισμός για άνθρωπο ακοινώνητο,
δύστροπο ή ανυπότακτο, ατίθασο

99. αγρίμια = άγρια ζώα

100. αγριοκέρασου = ο καρπός της αγριοκερασιάς. [αγριο- + κεράσ(ι) -ο]

101. αγριόμ'λου = μέλι από άγριες μέλισσες

102. αγριοπαίρνου = συμπεριφέρομαι σε κάποιον με τρόπο απότομο ή


βάναυσο

103. αγριουγίδι = αγριόγιδο . Το αγριόγιδο είναι ο απόλυτος κυρίαρχος των


γκρεμών, είναι ένα δυναμικό και περήφανο ζώο. Το χαρακτηριστικό
του γνώρισμα είναι τα όρθια κέρατα που γέρνουν προς τα πίσω, στο
πρόσωπό του κυριαρχεί το λευκό, ενώ το σώμα του είναι δυνατό, με
χρώμα που ποικίλει ανάλογα με την εποχή. Είναι, δηλαδή,
ανοιχτόχρωμο καφέ κατά την άνοιξη και το καλοκαίρι με κοντό
τρίχωμα, το οποίο κατά τη χειμερινή περίοδο γίνεται μακρύ και
παίρνει χρώμα σκούρο καφέ – σχεδόν μαύρο. Απαραίτητη
προϋπόθεση για την ύπαρξη του είναι ο γκρεμός, όπου βρίσκει
προστασία από τους θηρευτές. Ορθοπλαγιές, βραχώδεις πλαγιές,
απότομα δάση, σάρες, λούκια και υποαλπικά λιβάδια αποτελούν τον
ιδανικό βιότοπο για το αγριόγιδο. Τον χειμώνα, τα αγριόγιδα

20
προτιμούν τις απότομες, νότιες πλαγιές, όπου το χιόνι λιώνει
γρηγορότερα. Όταν μπει η άνοιξη, αρχίζουν να ανεβαίνουν σε
ψηλότερα σημεία και για να αποφύγουν τη μεγάλη ζέστη το
καλοκαίρι, αποτραβιούνται στις δροσερές περιοχές του βιότοπου.
Θυμίζει τους Σαρακατσάνους η ζωή του

104. αγριουκαστανιά = αγριοκαστανιά. Η αγριοκαστανιά, ιπποκαστανιά ή


ιπποκαστανέα (επιστημονική ονομασία: Aesculus hippocastanum,
Αίσκουλος το ιπποκάστανο) O φλοιός της, ο οποίος περιέχει μια
κουμαρίνη, την αισκουλίνη και βιταμίνη P, διαθέτει φλεβοτονωτικές
ιδιότητες. Η βιταμίνη P δυναμώνει τα τριχοειδή αγγεία, βοηθά στην
κυκλοφορία του αίματος, καταπραΰνει τους πόνους των
αιμορροϊδικών κρίσεων, αντιμετωπίζει τις εκχυμώσεις και τους
κιρσούς και, γενικότερα, συμβάλλει στην ανακούφιση των
συμπτωμάτων, που σχετίζονται με τη φλεβική ανεπάρκεια (οιδήματα,
βαρειές γάμπες). Παλαιότερα, δινόταν και στα άλογα, όταν πάθαιναν
κολικό και γι' αυτό έχει πάρει το όνομα hippocastanum (ίππος +
κάστανο). Ακόμα, χρησιμοποιείται στη βυρσοδεψία. Ο καρπός της
αγριοκαστανιάς περιέχει -μεταξύ άλλων- τανίνη, αισκουλίνη, φραξίνη
και άμυλο. Το βότανο του αγριοκαστάνου χρησιμοποιείται, ως
ρόφημα, ως λοσιόν, ή ως στυπτικό, για την τόνωση του
κυκλοφορικού συστήματος, ενώ βοηθά στη φλεβίτιδα, τις
αιμορροΐδες, τους κιρσούς και τα κνημικά έλκη.

105. αγριουκρίθαρου = αγριόχορτο, όρδεο το μύουρο Αγριοκρίθαρο ή


Αγριοστάχυ ή τριχοστάχυ - Hordeum murinum
Αγροστώδες ζιζάνιο, φυτρώνει συνήθως σε χέρσα εδάφη και σε
πολυσύχναστα μέρη και κατά μήκος των δρόμων. Τα άνθη του είναι
μικρά στάχυα με ωραίες αλύγιστες τρίχες και μοιάζουν με το
καλλιεργούμενο κριθάρι. Από τους πιο γνωστούς λαθρεπιβάτες.
Αποτέλεσε για χρόνια παιχνίδι των παιδιών της υπαίθρου που
παίζοντας, πετούσαν τα άνθη του, το ένα στα ρούχα του άλλου, όπου
συνήθως "κολλούσαν". Όμως οι σπόροι των αγριοκρίθαρων δεν είναι
τόσο αθώοι. Δημιουργούν ένα σοβαρό πρόβλημα για τα σκυλιά και

21
τις γάτες επειδή τα μικρά μυτερά στάχυα μπορούν να διαπεράσουν τα
αυτιά και τις κόγχες των ματιών. Εάν μια ολόκληρη ακίδα
αγριοκρίθαρου χωθεί μέσα στη μύτη σας είναι δύσκολο να την
αφαιρέσετε. Η ακίδα ωθείται βαθύτερα προς τα επάνω μέσα στη
ρινική κοιλότητα και έπειτα σπάει σε κομμάτια όταν προσπαθείτε να
την τραβήξετε έξω.

106. αγριουμ'λιά = ονομασία άγριων δέντρων που συνήθ. συγγενεύουν με


τη μηλιά

107. άγριους = άγριος, (για καρπούς) άγουρος, ανώριμος.

108. άγριους τόπους = χωρίς χορτάρια για βοσκή, ξερότοπος με βράχια,


αγριότοπος, χαρακτηρισμός περιοχής ιδίως δύσβατης ή άγονης

109. αγριουσύνη = αγριότητα, αγριάδα

110. αγριουτήραμα = κοίταγμα άγριο

111. αγριουτηράου = κοιτώ αγριεμένα

112. αγρυπνιά = αϋπνία τη νύχτα, ξαγρύπνημα

113. αγώι = το μεροκάματο για τη μεταφορά των αγαθών από τον


αγωγιάτη

114. αδέ = ενώ, αλλά, μα

115. αδηκεί = ακριβώς εκεί, επιτόπου ,αμέσως, στη στιγμή, εκεί ακριβώς

116. αδηκιά= συκοφαντία

117. αδήλουτους-ου = αδήλωτος -η -ο, δεν έχει δηλωθεί πουθενά , που δεν
τον έχουν δηλώσει ή που δεν έχει δηλωθεί στην αρμόδια υπηρεσία.

118. Άδης = τόπος όπου πηγαίνουν οι ψυχές των νεκρών, ο κάτω κόσμος
της χριστιανικής παράδοσης τόπος της αιώνιας τιμωρίας των
ανθρώπων που τους βάραινε το προπατορικό αμάρτημα, τόπος
βαθύς και σκοτεινός.

22
119. αδητότι = την ίδια στιγμή, αμέσως

120. αδιάβαστους -η -ου = δεν τον έχουν διαβάσει ή μελετήσει, κάποιος


που δεν έχει μελετήσει κάτι, που δεν είναι κατάλληλα
προετοιμασμένος, αμελέτητος , που δεν είναι ενημερωμένος , που δεν
του διάβασε ο παπάς την κατάλληλη ευχή, πήγε αδιάβαστος χωρίς τη
νεκρώσιμη ακολουθία

121. αδιάβατους -η -ου = για κάτι μέσα από το οποίο δεν μπορεί ή πολύ
δύσκολα μπορεί να περάσει κάποιος ή κάτι. Tου χ'μώνα οι πατέκες και
τα ρέματα στα β'νά είνι αδιάβατα.

122. άδικου = πράξη αντίθετη προς το δίκαιο από ηθική άποψη· αδικία

123. άδιντρους -η -ο = άδενδρος -η -ο & άδεντρος -η -ο: για έκταση που


δεν έχει δέντρα, που είναι γυμνή από δέντρα

124. αδίπλο κουνάκι = αυτό που έχει δυο πλευρές και δυο σκεπές
(επικλινείς).

125. αδιρφάδις = οι αδερφές

126. αδιρφός = αδερφός, αυτός που γεννήθηκε από τους ίδιους γονείς , ή
πατέρα, ή μητέρα, για πρόσωπο που έχουμε κοινή φυλετική καταγωγή
ή πνευματικό δεσμό, αυτοί που έχουν κοινή καταγωγή ή που
συνδέονται με ίδια ιδανικά, αυτός έχει κοινή προέλευση ή κοινά
χαρακτηριστικά με κάτι άλλο όμοιο

127. αδιρφουμαχιριά = μαχαιριά από αδερφό, κακό που προέρχεται από


τον αδερφό μου.

128. αδιρφουξάδιρφα = πρώτα ξαδέρφια.

129. αδιρφουπαίδι = ανιψιός.

130. αδιρφουποιτάδις = σταυραδερφοί

23
131. αδιρφουσύνη = αδελφοσύνη, αδερφοσύνη, ο στενός
συναισθηματικός δεσμός που συνδέει τα αδέλφια ή τους ανθρώπους
που αγαπιούνται σαν αδέλφια

132. άδραξα, αδράχνου = [aδráxno] απαρέμφ. αδράξει & δράχνω [δráxno],


αόρ. έδραξα, απαρέμφ. δράξει , πιάνω ή παίρνω κάτι με βία και
δύναμη· αρπάζω

133. αδράχνου = αρπάζω κάποιον με τη βία.

134. αδράχτι = εξάρτημα του γνεσίματος όπου τυλίγονταν το νήμα από τη


ρόκα

135. αδρεύου = γίνομαι αδρής, σκληραίνω.

136. αδρής = πυκνός, σφιχτός. δυνατός. σκληρός.

137. αδύνατους -η -ου = δεν έχει δύναμη, δεν προβάλλει αντίσταση, δεν
έχει αντοχή, που εύκολα παρασύρεται, υποτάσσεται, ισχνός, υστερεί
κάπου

138. αερ'κό = αγερικό , κατά τις λαϊκές παραδόσεις, κακοποιό πνεύμα, που
προξενεί στους ανθρώπους παθήσεις( ψυχικές ή σωματικές), στοιχειό,
ξωτικό, νεράιδα. Σύχναζαν κατά τους Σαρακατσάνους σε
σταυροδρόμια ή σε πηγές ή σε ποτάμια

139. αερογάμ'ς = αυτός που παινεύεται για ανύπαρκτες ερωτικές επαφές,


το γεράκι για το πεταγμά του

140. αζάποτος = δεν μαζεύεται, δεν γίνεται καλά, ζάπι < από το αραβικό
dabt. < οθωμανικό zabt. < τουρκικό zaptı

141. άζαπους, -η, -ου = απείθαρχος, αυτός που είναι έξω από κανόνες, δεν
συμμαζεύεται, δεν τον ελέγχω, δεν τον κουμαντάρω, δεν τον φέρνω
βόλτα, καταλαμβάνω με τη βία

142. αζάτι = ελεύθερα, χωρίς περιορισμό

24
143. αζβάρα = τα παίρνω σβάρνα, προχωρώ παρασύροντας,{ σβάρνα }<
μεσαιωνική ελληνική σβάρνα < σλαβική barna

144. αζιβγάρουτους -η -ου = αυτός που δεν έχει βρει ταίρι., αυτά που
δεν μπορούν να αποτελέσουν ζευγάρι· παράταιρος, αταίριαστος

145. αζούπ'χτος -η -ου = αζούπιστους -η -ου , που δεν έχει ζουπηχτεί,


αντίθετο ζουπημένος

146. αζύγουτους -η -ου = απλησίαστος. αυτόν που δεν μπορούν να τον


ζυγώσουν, να τον πλησιάσουν· απλησίαστος, απρόσιτος,
απροσπέλαστος, δεν μπορούν να τον πλησιάσουν με τη νόηση, να τον
εννοήσουν, ερμηνεύσουν

147. αζύιαους = αζύγιστος.

148. αζυμάτ'στους -η -ου = που δε ζεματίστηκε ( αντίθετο ζεματισμένος )

149. αηδόνα = θηλυκό αηδόνι, καλλίφωνη γυναίκα

150. αηδόνι = το αηδόνι , Το τραγούδι του αηδονιού είναι ιδιαίτερα


αισθητό τη νύχτα, κάτι που «αντικατοπτρίζεται» στην λαϊκή του
ονομασία, σε πολλές γλώσσες (αγγλ. Nightingale, γερμ. Nachtigall,
ολλ. Nachtegaal, σουηδ. Sydnäktergal κ.ο.κ) Μόνο τα αζευγάρωτα
αρσενικά τραγουδούν τακτικά το βράδυ, με σκοπό να προσελκύσουν
έναν σύντροφο. Το τραγούδι είναι τόσο δυνατό που, τις νύχτες,
μπορεί να ακουστεί μέχρι και 500 μ. μακριά. Το ημερήσιο κελάηδημα,
ιδιαίτερα τα ξημερώματα πριν από την ανατολή του ηλίου, υποτίθεται
ότι είναι σημαντικό για την υπεράσπιση του ζωτικού χώρου.

151. αηδουνολαλούσα = πέρδικα που λαλεί σαν αηδόνι. "Θέλω ν' ανέβω σε
βουνό, σ' ένα μαρμαροβούνι/ να βρω νια πέτρα ριζιμιά, να
σταυρωθώ να κάτσω/ ν' αφουγραστώ την πέρδικα, την
αηδονολαλούσα".

152. αηδουνουλαλού = αηδονολαλώ, κελαηδώ σαν το αηδόνι

153. αηδουνούλαμ = χαϊδευτικό κοπέλας.

25
154. αηράκι = αερακί ελαφρός αέρας, άνεμος· αεράκι

155. αηρολογώ = λέω αερολογίες (λόϊα τ' αέρα),φλυαρώ άσκοπα.

156. αηρόπλανου = το αεροπλάνο

157. Άης = Χριστός.

158. άθαφτους -η -ου = (για νεκρό) που δεν τον έθαψαν ή δεν τον
κήδεψαν· άταφος

159. αθέλτους -η -ου = άθελα, ενέργεια που έδωσε αποτέλεσμα χωρίς τη


θέληση ή την πρόθεση εκείνου που την έκανε, ακούσιος, άθελος,
κάνει κάτι χωρίς να το θέλει,

160. αθέρας = πρώτος, ξεχωριστός

161. άθιλα = άθελα, χωρίς τη θέληση ή την πρόθεση εκείνου που κάνει κάτι

162. αθώους, -α, -ου = αθώος , δεν ευθύνεται , απαλλάχτηκε από


κατηγορία , αβλαβής, ακίνδυνος, ανυστερόβουλος, αγνός, , αφελής,
ανίδεος, ακατατόπιστος

163. Αϊ Δημήτρ'ς = Οκτώβριος

164. άι μαθέ = άντε να μάθεις, πρόσεξε να καταλάβεις, εμπρός να μάθεις ,


βρε άκου, μαθέ = δηλαδή

165. αϊά = κοίτα (να δεις).

166. αϊάρι, = απόδοση γάλακτος σε τυρί

167. αϊγάπη. ιαγάπη = αγάπη.

168. άϊκουσμα = φήμη:

169. αϊκουσμένη = ανήθικη γυναίκα, αυτή που ακούστηκε, ξεφωνημένη ,


κακοφημισμένη

170. αϊντι = πήγαινε

26
171. άϊντι άϊντι = σιγά σιγά (ειρωνικά), λίγο λίγο,

172. αϊουκέρι = αγιοκέρι (του επιτάφιου)

173. άϊους = άγιος.

174. αΐσκιωτος, ξεΐσκιωτος = ασόβαρος, δεν εμπνέει σοβαρότητα, χωρίς


χαρίσματα, καθόλου συμπαθής.

175. άϊστι, αϊντέστε = εμπρός, άιντε

176. αίτιους, -α, -ου = υπαίτιος.

177. αϊτίσιους -α -ου = αυτός ανήκει ή αναφέρεται στον αετό, περήφανος,


ζωηρός και αγριωπός, έχει χαρακτηριστικά και έκφραση που είναι σαν
του αετού

178. αϊτός = αετός αρπακτικό ημερόβιο πτηνό της τάξης των Αετόμορφων
(Accipitriformes). Τα περισσότερα μέλη κατατάσσονται στην
οικογένεια Αετίδες (Accipitridae) Ο αετός υπήρξε το πτηνό-σύμβολο
του Δία. Ειδικότερα, ο Δίας φέρεται να είχε πάρει τη μορφή ενός
αετού ώστε να απαγάγει το Γανυμήδη για να τον μεταφέρει στον
Όλυμπο για να τον κάνει οινοχόο των θεών. Είδη αετών : Γένος
Aquila : Χρυσαετός (Aquila chrysaetos) Στεπαετός (Aquila
nipalensis) Σπιζαετός (Aquila fasciata) Σταυραετός (Γερακαετός)
(Aquila pennata) Γένος Clanga: Στικταετός (Clanga clanga),
Κραυγαετός (Clanga pomarina). Γένος Circaetus: Φιδαετός
(Circaetus gallicus), Γένος Haliaeetus: Θαλασσαετός (Haliaeetus
albicilla), Γένος Pandion :Ψαραετός (Pandion haliaetus) Γένος
Pernis: Σφηκιάρης (Pernis apivorus) Ο αετός κατείχε ανέκαθεν
ξεχωριστή θέση, τόσο στον αρχαίο όσο και στο βυζαντινό-μεσαιωνικό
κόσμο, ενώ χρησιμοποιήθηκε ως σύμβολο ισχύος και εξουσίας και
αποτέλεσε το έμβλημα πολλών δυναστικών ή αριστοκρατικών οίκων.
Αρχικά σύμβολο θεϊκής δύναμης, δεν άργησε να γίνει έμβλημα και της
κοσμικής εξουσίας.

27
179. αϊτουράχη = αϊτοράχη, ψηλή και απόκρημνη κορυφή βουνού που
ζουν μόνο αετοί

180. αϊτουφωλιά = αϊτοφωλιά , φωλιά αετού, κατοικία ανθρώπου ψηλά,


απόμερα , σε απόκρημνη τοποθεσία

181. -ακ’ς παραγωγικό επίθημα που το χρησιμοποιούν κυρίως τα κύρια


ονόματα για να σχηματίσουν υποκοριστικά: Γιουργάκ’ς, Κουστάκ’ς,
Παυλάκ’ς, κτλ.

182. ακάθ'στους = το να βρίσκεται κάποιος σε συνεχή κίνηση, το να μην


κάθεται ήρεμος ή άπραγος

183. ακάκιουτους -η -ου = που δεν κάκιωσε, που δε θύμωσε ή δεν κράτησε
κακία, που δεν είναι κακιωμένος

184. άκακους -η -ου = δεν έχει κακία, δεν μπορεί να κάνει κακό, επειδή
έχει αγαθή και αθώα ψυχή. Τα αρνιά είναι άκακα, άκακος σαν αρνί

185. ακάλιστους -η -ου = (για πρόσ.) αυτόν που δεν τον έχουν καλέσει σε
γιορταστική ή σε άλλη κοινωνική εκδήλωση, απρόσκλητος.

186. ακαπάκουτους -η -ου, ακούπουτους = για κάτι που δεν το έχουν


σκεπάσει με καπάκι, που δεν είναι καπακωμένο

187. ακαπίστρουτους -η -ου = για υποζύγιο που δεν του έχουν βάλει
καπίστρι (χαλινάρι), που δεν είναι καπιστρωμένο και με επέκταση, που
δεν το έχουν δαμάσει,(μτφ) κάποιος που φέρεται χωρίς όρια
(αχαλίνωτα)

188. άκαρπους -η -ου = που δεν παράγει καρπούς· άγονος, ο στείρος ή ο


άτεκνος, δραστηριότητα που δεν φέρνει καρπούς, δεν φέρνει
αποτελέσματα.

189. ακατούργους = αυτός που δεν έχει κατουρήσει.

190. ακαψάλ'στους -η -ου = που δεν τον έχουν καψαλίσει, τσουρουφλίσει.(


αντίθετο καψαλ'σμένους)

28
191. ακέντ'τους -η -ου = δεν τον έχουν κεντήσει, που δεν είναι κεντημένος,
κάτι που δεν είναι διακοσμημένο με κέντημα

192. ακέργια = ολόκληρη

193. ακέργιο = ολόκληρο, πλήρες, για κάτι από το οποίο δεν έχει
αφαιρεθεί τίποτε, σώος, αβλαβής, (για αφηρ. ουσ.) για κάτι που δεν
καταμερίζεται, (ως ουσ.) στην έκφραση στο / εις το ακέραιο, εξ
ολοκλήρου

194. ακέργιους= ολόκληρος, πλήρης

195. -άκι κατάληξη για υποκοριστικά: αρνάκι, κατσ’κάκι, μπλαράκι,


κριαράκι, τσιουλάκι, πλαράκι, τραγάκι, κουνακάκι, ανηφουράκι κ.ά.

196. ακλάρουτους -η -ου = ακλάρωτος, ακλάδωτος -η -ο , (λαϊκότρ.) για


δέντρο που δεν έβγαλε κλάρες.

197. άκλαυτους = άκλαυτος για νεκρό αθρήνητος

198. άκληρους = άτεκνος, χωρίς απογόνους, που δεν έχει περιουσία


(κλήρο), που είναι φτωχός και κακομοίρης

199. ακοινών'ντους -η -ου = ακοινώνητος , άνθρωπος που αποφεύγει τη


συναναστροφή ζει απομονωμένος.

200. ακόνι = εργαλείο για τρόχισμα

201. ακόνσα = τρόχισα

202. ακον'στήρι = όργανο που χρησιμοποιείται για ακόνισμα (αρνάρι,


πέτρα)

203. ακοπάν'στους -η -ου = για κάτι που δεν το κοπάνισαν για τρίψιμο,
δεν είναι κοπανισμένο, που δεν χτυπήθηκε με κόπανο

204. ακοσκίνιστους -η -ου = για κάτι που δεν το έχουν κοσκινίσει, που δεν
είναι κοσκινισμένο

29
205. ακουλλ’τά = κολλητά , δίπλα δίπλα, ενωμένα

206. ακουλλάου = κολλάω

207. ακουμπάου = αφήνω κάτι καταγής, γέρνω για να κοιμηθώ, κοιμάμαι

208. ακούμπατου = άφησε το κάτω, στήριξε το εδω

209. ακουνάου = ακονίζω τα μαχαίρια, τα τροχίζω

210. ακουνιές = ακόνια, πλάκες γκρί για να τροχίζουμε τα μαχαίρια

211. ακουνίζου = κάνω την κόψη ή την αιχμή ενός μεταλλικού οργάνου
πιο κοφτερή· τροχίζω

212. άκουπα = δεν κόπηκαν, αλλά και χωρίς διακοπή

213. ακούρμα = άκου

214. ακουρμαίνομαι, ακουρμαίνουμι, ακουρμάζουμι = ακούω με προσοχή,


στήνω αφτί να ακούσω

215. ακουρμάσ = άκου, δώσε προσοχή

216. άκουρους = ακούρευτος.

217. -άκους , επίθημα που το χρησιμοποιούμε κυρίως στα κύρια ονόματα


για να σχηματιστούν υποκοριστικά: Γιαννάκους, Μητράκους,
Γιουργάκους κ.α

218. ακριβός, μονάκριβος = πολυαγαπημένος.

219. άκριτους = αυτός που δε μιλάει ή δεν πολυμιλάει, λιγομίλητος,


αντικοινωνικός

220. ακροθάλασσα, ακρουθαλασσιά = ακροθαλασσιά, γιαλός, γιαλό,


γιρογιάλι, γιαλούσα, γιαλέ, γκιαλό, ζαλός, περιγιάλι, περγιάλι,
παραγιάλι, παράγιαλος, ακρογιάλι, ακρογιαλιά, ακρογιάλ,
ακρουγιαλιά, ακροπελαγιά, ακρουπιλαγιά, ακρουπέλαγους, σίγιαλο
από το Ιταλικό costa

30
221. ακροποταμιά = η όχθη του ποταμιού

222. ακρουγιάλια = παράλια.

223. ακρουθαλασσιά = παραλία

224. ακρουπέλαου = ακροθαλασσιά, παραλία

225. ακρουπιλαϊά = ακροθαλασσιά.

226. άκσει = άκου

227. άκυπρου = ζώο χωρίς κουδούνι (κυπρί).

228. αλ’στους = αυτός που έχει να λουστεί πολλές μέρες.

229. αλάδιαγους, αλάδουτους = αυτός που είναι χωρίς λάδι, αβάφτιστος ,


αντίχριστος.

230. άλαλους = δυστυχισμένος, έρημος

231. αλαμανάω = ανακατεύω, κάνω φασαρία

232. αλανάρ'στους -η -ου = δεν τον έχουν λαναρίσει, δεν τον έχουν
ετοιμάσει για γνέσιμο, άξαντος

233. αλάνταβος, αλάνταβους = απρόσεκτος , άτσαλος, αδέξιος, απότομος

234. αλαξιά = φορεσιά, ρούχα, κυρίως τα εναλλακτικά ρούχα, ρούχα που τα


φοράω βγάζοντας άλλα

235. αλάργα = μακριά

236. αλαργεύου = απομακρύνομαι.

237. αλαργινός = μακρινός, έρχεται από μακριά, απόμακρος

238. αλάρουτους = δεν ησυχάζει, αβάρετος, ακούραστος. = δεν μπορεί να


ηρεμήσει (να λαρώσει)

31
239. αλαταριά = χώρος με επίπεδες πέτρες όπου τοποθετούσαν το αλάτι για
να τρώνε τα ζώα

240. αλατίζου = ρίχνω αλάτι στην αλαταριά

241. αλατούρκα = με τουρκικό τρόπο, όπως οι Τούρκοι

242. αλατουσάκ’λου = σακούλι για το αλάτι.

243. αλάφι = ελάφι

244. αλαφιάζουμι = παίρνω φόβο, προγκάω

245. αλαφιασμένα = φοβισμένα, τρομαγμένα, ανήσυχα

246. αλαφιασμένους -η -ου = αυτός που έχει κυριευτεί από φόβο, ταραχή,
τρομαγμένος

247. αλαφότριχη = προβατίνα που έχει άσπρες και μαύρες τρίχες


ανακατωμένες

248. αλαφουκυνηγού, λαφοκυνηγώ = κυνηγώ ελάφια

249. αλαφραίνου = ελαφραίνω κάτι, ανακουφίζω

250. αλαφρόγνουμους = επιπόλαιος, αυτός έχει "αλαφρυά" γνώμη

251. αλαφρουγιουρτή = μικρή γιορτή, μικρός άγιος.

252. αλαφρουίσκιουτους = ματιάζεται εύκολα, αυτός που του εμφανίζονται


φαντάσματα

253. αλαφρουκουπιά = είναι επιπόλαιος.

254. αλαφρουμάρις = επιπoλαιότητες, αστόχαστες πράξεις.

255. αλαφρύς = χωρίς μυαλό, λειψός , ομηρική λέξη. Παράγεται από τη


λέξη «λαρόν» (λαFρον)

256. αλαφρώματα = οικοσκευή και τρόφιμα για τις μετακινήσεις,


πρωτύτερα απ’ το ξεκίνημα του τσελιγκάτου, για να ξαλαφρώσουν και

32
έτσι να μπορέσουν να μεταφέρουν ολόκληρη την οικοσκευή στο
μεγάλο καραβάνι

257. αλγοουρά = ουρά του αλόγου, είδος χτενίσματος

258. αλέθου -ουμι = μεταβάλλω τα δημητριακά σε αλεύρι, μεταβάλλω σε


σκόνη φυτικούς καρπούς, ορυκτά ή άλλες στερεές ουσίες, πολτοποιώ,
μασώ και χωνεύω καλά την τροφή μου

259. αλείξουρους = λαίμαργος , αγενής στο φαί, αχόρταγος

260. αλείφου = βάζω αλοιφή

261. αλέστα = άγρυπνα, όρθιος μας παρατηρεί (φλάΐ αλέστα ) (Ἰ. allestare)
= μ ευκινησία , εγκαίρως, με σπουδή

262. αλέστα είμι = είμαι σε εγρήγορση.

263. αλευροσάκι = το σακί που χρησιμοποιούνταν για την μεταφορά


αποθήκευση του αλευριού, σακί αλευριού, το σακί με το αλεύρι. Από
το "άλευρον" και "σάκκος" , είναι από χοντρό ύφασμα τρίχινο

264. αλευρώνου, αλιβρώνου, -ουμι = ρίχνω αλεύρι, πασπαλίζω κάτι με


αλεύρι, (προφ.) λερώνω κάποιον ή κάτι με αλεύρι

265. αλησμουνιώμι = ξεχνιέμαι, πέφτω στη λησμονιά.

266. αλησμουσύνη = λησμονιά

267. αλί κακό να τόρθει = κατάρα : να τον βρει κακό

268. αλιά , αλί = αλίμονο!, συμφορά μου! δυστυχία!

269. αλιμούρα = αρπαγή, λεηλασία ,πλιάτσικο.

270. αλισβιρίσι = δοσοληψία, συναλλαγή.

271. αλισίβα, αλσίβα = στάχτη διαλυμένη στο νερό που έπλεναν τα


ασπρόρουχα

33
272. αλίφασκους = αλιφασκιά, φασκόμηλο, μοσχακίδη, το φυτό σάλβια η
τρίλοβος βγαίνει το φθινόπωρο και μυρίζει όμορφα. Το αφέψημα
(τσάι) των φύλλων του φυτού χρησιμοποιείται ως τονωτικό,
αντιδιαρροϊκό, αντιβακτηριδιακό, αντισηπτικό, καρδιοτονωτικό και
σπασμολυτικό. Χορηγείται για την αντιμετώπιση των τραυματισμών,
των άφθων, της φαρυγγίτιδας και της ουλίτιδας, ενώ λόγω της
οιστρογονικής δράσης του είναι αποτελεσματικό στην θεραπεία της
αμηνόρροιας, της δυσμηνόρροιας και της λευκόρροιας. Επίσης, ως
τονωτικό του νευρικού συστήματος συνιστάται κατά των νευρικών
διαταραχών, της κατάθλιψης, του ιλίγγου, των νευραλγιών και υπέρ
της βελτίωσης της μνήμης (ενισχύει την οξυδέρκεια). Επίσης, το
έγχυμά του δρα κατά της ακμής, των μολύνσεων, των πληγών, των
τραυμάτων, της αλωπεκίας και των μυϊκών κραμπών.

273. αλκότμα = παρεμπόδισης

274. άλκους = αυτός που έχει βαθύ κόκκινο χρώμα

275. αλκουτίζου, αλκωτάω, αλκουτάου = αναχαιτίζω, απωθώ,


απομακρύνω, παρεμποδίζω ,εμποδίζω, σπρώχνω , απωθώ , δεν
επιτρέπω

276. αλλ' βουλά = άλλη φορά

277. αλλ’μανάου = καταταλαιπωρώ, δέρνω κάποιον αλύπητα και τον


τσαλαπατώ

278. άλλ’μμα = υλικό για επάλειψη

279. αλλάδιρφα, τα ετεροθαλή αδέρφια.

280. αλλάζου -ουμι = δίνω σε κάτι διαφορετική μορφή από αυτή που είχε
αρχικά, το μεταβάλλω ως προς τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του ή ως
προς το περιεχόμενό του, κάνω κάποιον ή κάτι να γίνει ή να φαίνεται
διαφορετικό, γίνομαι διαφορετικός, αντικαθιστώ κάτι, βγάζω τα
ρούχα που φορώ και βάζω άλλα, βάζω καθαρά ρούχα σε κάποιον,
κάνω ανταλλαγή

34
281. αλλαϊνός = ο διπλανός

282. άλλαμα = άλλαγμα.

283. αλλαξιά = η καθαρή ενδυμασία που φοράω, όταν αλλάζω ρούχα.

284. αλλιώτκους -η -ου = που εμφανίζει διαφορές σε σύγκριση με κάποιον


ή με κάτι άλλο, διαφορετικός, που εμφανίζεται με μορφή διαφορετική
από αυτή που είχε προηγουμένως, με διαφορετικό τρόπο,
διαφορετικά

285. αλλμανάει του σκ’λί = ο σκύλος ρίχνει κάποιον στο έδαφος, τον
δαγκώνει και τον γρατσουνίζει σε πολλές μεριές.

286. αλλόκουτους = παράξενος, ιδιότροπος

287. αλλοτινός -ή -ό = ανήκει σε κάποια άλλη εποχή του παρελθόντος

288. αλλού = σε άλλο μέρος, σημείο, με αναφορά σε κάποιο άλλο θέμα,


πρόβλημα κτλ.: Δεν μπορεί να συγκεντρωθεί, η σκέψη της πετά αλλού

289. αλλούθι = από άλλο μέρος, από άλλο πρόσωπο ή από άλλη πηγή

290. αλλουκαλύτιρους = αυτός που είναι ο καλύτερος από όλους τους


άλλους

291. αλλουκουντά = από πίσω. τελικά, στο τέλος.

292. αλλουτισνός =άλλης εποχής, παλιότερα, πολύ παλιός, παλιάς εποχής.

293. αλμουριάζου = ρίχνομαι στο φαί σα θεονήστικος , ορμώ σε κάποιον


και τον φοβίζω.

294. αλμουρίζει του σκ’λί = γκρινιάζει και βγάζει ήχους που δείχνουν ότι
είναι άρρωστο

295. αλμπάνης = πεταλωτής, καλιγωτής αλλά και αδέξιος, άπειρος.

296. αλόιστους, -η, -ου = αυτός που δε βάζει σκέψεις, αυτός που δεν
βασανίζει το μυαλό του

35
297. αλουγίσια = αυτή που προέρχεται από το άλογο.

298. άλουγου τ’ Θιού = πολύ μικρό ζωάκι πράσινο, σαν αδύνατη ακρίδα με
μακρύτερο σώμα

299. αλουγουβέλιντσα = μια μικρή βελέντζα που στολίζει το άλογο του


τσέλιγκα.

300. αλουγόψουρα = ασθένεια των αλόγων

301. αλουή = πικρό υγρό που βγαίνει από το φυτό αλόη, πικρό.

302. αλουνάρ’ς = αλωνιστής, αυτός που αλωνίζει.

303. Αλουνάρ’ς, = ο μήνας Ιούλιος

304. αλουνίζου = τριγυρίζω σαν να αλωνίζω, περιφέρομαι, κινούμαι


συνέχεια σε ένα συγκεκριμένο μέρος, κακομεταχειρίζομαι, προκαλώ
ζημία

305. αλουνστής = αλωνιστής, αυτός που αλωνίζει

306. αλπότρυπα = η υπόγεια συνήθ. φωλιά της αλεπούς.

307. αλπού = αλεπού, με το είνι σημαίνει είναι πονηρός, η πονηρή και


πανούργα γυναίκα.

308. αλπουνόρα = προβατίνα που έχει φουντωτή ουρά σαν της αλεπούς.

309. αλπουτνάζου = κακομεταχειρίζομαι, βασανίζω κάποιον και τον τινάζω


σαν δέρμα της αλεπούς –ουμι πετάγομαι ξαφνικά επάνω.

310. αλσίβα = στάχτη και νερό για το πλύσιμο

311. αλσίδα = αλυσίδα , χρησιμεύει για δέσιμο, κόσμημα ή ως εξάρτημα


κοσμήματος, διακοσμητική αλυσίδα, δεσμά

312. αλσουδιμένους -η -ου = αλυσοδεμένος, που είναι δεμένος με


αλυσίδες, που πρέπει να τον δέσουν με αλυσίδες , που του στέρησαν η

36
πρέπει να τού στερήσουν την ελευθερία ή γενικά τη δυνατότητα να
ενεργεί ελεύθερα

313. αλτάρι = σκοινί στριμμένο

314. αλτζές = ξανθός, μελαχρινοκόκκινος

315. αλύσια = αλυσιδωτά κοσμήματα, ασημένια περιδέραια

316. αλύχτ’μα = γάβγισμα σκύλου.

317. αλυχτάω, αλχτάου, αλχτάου = γαυγίζω

318. αλφή = η αλοιφή

319. αλχήνα, αλχείνα = λειχήνα, μύκητας, εξάνθημα στο δέρμα, έκζεμα


κυρίως στα χείλη, αλλα και στο σώμα

320. αλχηνόχουρτου = σπαθόχορτο, βάλσαμο, βαλσαμόχορτο,


λειχηνόχορτο, περίκη, χελωνόχορτο. Στην αρχαιότητα το
χρησιμοποιούσαν κυρίως ως επουλωτικό στις πληγές από τα σπαθιά,
εξ ου κι η ονομασία του "σπαθόχορτο". Ο Γαληνός και ο
Διοσκουρίδης το αναφέρουν επίσης, ως διουρητικό, εμμηναγωγό και
αιμοστατικό. Χρησιμοποιείται επίσης, ως σπασμολυτικό και
βελτιωτικό της ποιότητας του ύπνου σε αϋπνίες. Όλο το φυτό
χρησιμοποιείται ως αντιφλεγμονώδες, στυπτικό, επουλωτικό,
αναλγητικό, αντιδιαρροϊκό και διουρητικό. Το έγχυμα του φυτού
χορηγείται για την αντιμετώπιση της δυσεντερίας, ηπατικών
παθήσεων, της χρόνιας καταρροής, της νευραλγίας, της ανησυχίας και
της έντασης επίσης ως βότανο για τις λειχήνες.

321. αλψό, λψό = λειψό , ψωμί το χωρίς προζύμι

322. Αλωνάρ'ς = Ιούλιος

323. αλώνι = επίπεδος κυκλικός χώρος, που χρησιμοποιούνταν για το


αλώνισμα των σιτηρών η για χορό

324. αλώνσα = αλώνισα

37
325. αμ' τί = αμ πως

326. αμαγάρστους -η -ου = δεν είναι μαγαρισμένος, δηλαδή λερωμένος,


μολυσμένος ή μιασμένος

327. αμάδα = μικρή και συνήθ. επίπεδη πέτρα κυκλικού σχήματος, που
χρησιμοποιούν τα παιδιά σε διάφορα παιχνίδια: ρίχνουν την αμάδα,
ομαδικό παιχνίδι που παίζεται με αμάδα παιδιών, αμάδες.

328. αμάζουτους = αμάζευτος.

329. άμαθους -η -ου = που δεν έχει γνώσεις, ιδίως πείρα σχετικά με κάτι,
άπειρος, ασυνήθιστος σε κάτι

330. αμάλαγο = απείραχτο, ανέγγιχτο

331. αμαλαϊά = ησυχία, λιβάδι που δε βοσκήθηκε κι έχει απαλό χορτάρι,


βόλεμα.

332. αμάλλιαγους = νέος, αμούστακος. χωρίς πείρα.

333. αμανάτι = ενέχυρο

334. αμάνκους -η -ου = ρούχο που δεν έχει μανίκια

335. αμαντάν’γου = δεν πήγε στο μαντάνι, αγιένουτο.

336. αμάραθους = Ο αμάρανθος, η αμάραθος έχει όνομα ελληνικής


καταγωγής που του δόθηκε εξαιτίας της καταπληκτικής αντοχής του Ο
αμάρανθος είναι ένα ψευδοδημητριακό, πλούσιο σε λυσίνη, αμινοξύ
το οποίο ενισχύει την ποιότητα πρωτεΐνης. Πλούσιο σε μαγνήσιο,
σίδηρο, ασβέστιο, αλλά και χωρίς γλουτένη

337. αμάραντους -η -ου = που δε μαράθηκε ( αντίθετο= μαραμένος ) ,


ποώδες φυτό που φυτρώνει σε ξηρά ορεινά εδάφη και δε μαραίνεται
εύκολα (αμάραθος)

338. αμαρκάλ’γα = πρόβατα που δε πήγαν με κριάρι, αγονιμοποίητα

38
339. αμαρτάνω = κάνω αμαρτία παραβαίνοντας έτσι ορισμένο
θρησκευτικό ή εκκλησιαστικό κανόνα

340. αμαρτεύουμι = αμαρτάνω.

341. αμαρτία = παράβαση ορισμένου θρησκευτικού ή εκκλησιαστικού


κανόνα, ατυχία, αναποδιά, ταλαιπωρία, μη ενδεδειγμένη πράξη, όχι
θεάρεστη πράξη

342. αμασκάλες = εξάρτημα του αργαλειού (ξύλα γυριστά στα οποία


στηρίζονται τα αντιά)

343. αμασκάλη = μασχάλη

344. αματσιάλ’γους = αμάσητος.

345. αμάχη = καβγάς, φασαρία

346. αμαχιάρ’ς = καβγατζής, εριστικός

347. αμέσους = πολύ γρήγορα, την ίδια στιγμή, άμεσα

348. αμμούδα = αμμότοπος, αμμουδιά.

349. αμουλάου = αφήνω

350. αμούντι = χάθηκε, εξαφανίστηκε

351. αμπ’δάει τ’ φοράδα = ζευγαρώνει με τη φοράδα.

352. αμπ’δάου = πηδάω, ζευγαρώνω

353. αμπ’δηχτός = πηδηχτό, χορός με πηδήματα όπως ο τσάμικος

354. αμπιδιά = αχλαδιά

355. αμπήδ’μα = πήδημα.

356. αμπήδηξε = αμπήδησε (ομηρικό «αμπήδησε», από το ρήμα (δωρικός


τύπος) «αναπηδάω»). Ιλιάδα Λ. 379)

39
357. αμπήδμα τσ’ τρεις = άλμα εις τριπλούν.

358. αμπήδσα = πήδηξα

359. αμπήδ'χτους -η -ου = δεν τον έχουν πηδήξει ή δεν μπορούν να τον
πηδήξουν, για γυναίκα σημαίνει αγάμητη

360. αμπιστιμένους = έμπιστος, αυτός που τον εμπιστευόμαστε πολύ

361. αμπόδ’μα = αδυναμία του γαμπρού να ολοκληρώσει τη σεξουαλική


επαφή με τη νύφη

362. αμπουδάου = εμποδίζω, εναντιώνομαι.

363. αμπουλιάζου = μπολιάζω

364. αμπουράνι = λαχανόρυζο με αγριόχορτα.

365. αμπουριά = πόρτα από το μαντρί

366. αμπώχνω = απωθώ, σπρώχνω

367. αν’χάκι = το φυτό μελλίλωτος ο φαρμακευτικός. Το χρησιμοποιούμε


ως αρωματικό και εντομοαπωθητικό είδη: ο Ινδικός, κοινώς νυχάκι ή
τριφύλλι της πιτσιλιάς, ο Ιταλικός ο οποίος είναι πιθανότατα ο
κάλλιστος του Διοσκουρίδη, ο Λευκός που λέγεται και άγριο τριφύλλι,
ο Μεσσηνιακός που πιθανόν είναι ο ήμερος λωτός του Διοσκουρίδη
και λέγεται κοινώς τριφύλλι, ο Φαρμακευτικός που ονομάζεται στη
Ζάκυνθο νυχάκι, ο σπειρόμενος στα λιβάδια για κτηνοτροφή κ.α. το
βότανο είναι γνωστό από την αρχαιότητα. Το αναφέρει ο Νίκανδρος
τον 2 π.Χ αιώνα. Το αναφέρουν επίσης ο Διοσκουρίδης και ο
Πλίνιος. Χρησιμοποιούσαν από την αρχαιότητα τα αποξηραμένα
φύλλα του φυτού ως αποτελεσματικό εντομοαπωθητικό. Ο
Κούλπεπερ το 1615 σε γραπτά του αναφέρει ότι αν τοποθετηθεί υπό
μορφή κομπρέσας, μαλακώνει όλα τα σκληρά αποστήματα και
πρηξίματα στα μάτια και άλλα μέρη του σώματος. Στην αρχαία
Ελλάδα τον χρησιμοποιούσαν υπό μορφή εμπλάστρων για την
αποβολή τοξινών και την ελάττωση των πρηξιμάτων. Στη λαϊκή

40
ιατρική της Γαλλίας το χρησιμοποιούσαν σαν αντιδιαρροϊκό,
αντισπασμωδικό και οφθαλμολογικό μέσο. Στην Κίνα το
χρησιμοποιούσαν ενάντια στην μηνιγγίτιδα και στη Βουλγαρία
παράγουν από αυτό υποτασικά σκευάσματα. Εκτός από την
φαρμακευτική του χρήση, το χρησιμοποιούσαν για να δώσουν άρωμα
σε ορισμένα τυριά, μπύρα ή λικέρ, πράγμα που γίνεται ακόμη και
σήμερα.

368. αναβέλαξα = κλάμα και ουρλιαχτό στην ίδια κραυγή (στούμπσα το


δάχλο = αιτία για αναβέλασμα)

369. αναβιλάζου = φωνάζω δυνατά από πόνο ή από φόβο

370. ανάβου, -ομαι = βάζω φωτιά σε υλικά που καίγονται εύκολα και
συνήθως δίνουν ζωηρή φλόγα και υψηλή θερμοκρασία, παίρνω
φωτιά, βάζω φωτιά σε ένα υλικό, για να δώσει φως, αλλοιώνεται η
σύσταση (άναψε το τυρί), αισθάνομαι υπερβολική ζέστη

371. ανάβρα = πηγή νερού.

372. αναγαλλιάζου = ευφραίνομαι, αισθάνομαι αγαλλίαση, μεγάλη ψυχική


ευφορία

373. αναγιλάου = κοροϊδεύω, χλευάζω

374. αναγκάζου = παροτρύνω, πιέζω, υποχρεώνω

375. αναγκαστά = βιαστικά.

376. αναγκώνα = αγκώνας

377. αναγλιάζω, αναγλιατσιάζου = αναγουλιάζω

378. αναγνουμιά = αμυαλοσύνη, ανοησία

379. αναγούλις = παραξενιές, κουταμάρες, αηδίες

380. αναδαυλίζου = ανακατώνω, σκαλίζω τη φωτιά, για να ζωηρέψουν οι


φλόγες

41
381. αναδεύομαι-ουμι = κινούμαι ήρεμα, ανασαλεύω, κινούμαι μόλις που
διακρίνομαι, κουνιέμαι

382. αναδεύου = ανακατεύω ένα υγρό μείγμα, με κάποιο εργαλείο ή το


κουνάω ελαφρά, για να αναμειχθούν καλύτερα τα συστατικά του,
κινώ ελαφρά κάτι, κινούμαι ο ίδιος ελαφρά (αναδεύομαι), ανακατώνω

383. αναδιχτός = αναδεκτός < αναδέχομαι , αναδεξιμιός , βαφτισιμιός,


βαφτισιμιά.

384. αναδουσιά = αναγούλα, άσχημη μυρωδιά

385. αναδριμώνου = ανατριχιάζω, ανασκιρτώ αγριεύω, βγάζω


εξανθήματα, «Αναδρίμουσι η γλώσσα μ»

386. ανάθεμα, ανάθιμα = ως κατάρα, για να εκφράσουμε την έντονη


αγανάκτησή μας για κάτι που μας έχει συμβεί ή για κάποιον που είναι
ο αίτιος της δυστυχίας μας, ανάθεμα κι αν δεν πονώ και αν δεν
αναστενάζω…., σωρός από πέτρες που σχηματιζόταν στο σημείο
όπου κάθε περαστικός έριχνε μια πέτρα, αναθεματίζοντας

387. ανάθρεμμα = ανατροφή

388. ανάθρεψες = ανέθρεψες

389. ανάκαρα = δύναμη, ανακάρα, ανάκαρ, ανάκαρο, ανάκρη, νακάρα,


νιάκαρο, ανακάκαρο, ανακάρι, νακάρι, ανέκαρα, φόρτσα

390. ανάκαρα = σωματική δύναμη, αντοχή, όρεξη, κουράγιο για κάτι.


παλληκαριά, περηφάνια

391. ανάκατα = ανακατωμένα

392. ανακατώνουμι = έχω κοινωνικές συναναστροφές

393. ανακατωσιάρς -α -ουκο = που ανακατώνεται σε ξένες υποθέσεις και


βάζει διαβολές, ανακατωσιάρης

394. ανακατώστρα = κουτσομπόλα.

42
395. αναλαβαίνου = αναλαμβάνω, ανακτώ τις δυνάμεις μου μετά από
κάποια αρρώστια.

396. ανάλατα = χωρίς αλάτι, άνοστα, ανοησίες, χαζά

397. ανάλατους = άχαρος, δεν έχει νοστιμιά επάνω του

398. ανάλαφρους -η -ου = πολύ ελαφρός αέρας, που είναι μόλις αισθητός
και ευχάριστος, για κάτι ή για κάποιον που δείχνει ότι δεν έχει
καθόλου βάρος, αέρινος

399. αναλλαγιά = μη αλλαγή ρούχων.

400. ανάλλαγους, άλλαγους = αυτός που δεν άλλαξε φορεσιά

401. αναμαλλιάζω -ομαι = ανακατεύω τα μαλλιά κάποιου, τον ξεχτενίζω


εντελώς, ξεμαλλιάζω, (για νήμα ή για ύφασμα) βγάζω χνούδι,
χνουδιάζω

402. αναμέρ’σμα = έκανε στην άκρη

403. ανάμερα = απόμερα. Από την πρόθεση «ανά» και την ομηρική λέξη
«μέρος» = μέρος, τμήμα

404. αναμέρα = κάνε στην άκρη, παραμέρισε, μέριασε

405. αναμεράω = κάνω στην άκρη , μεριάζω, αλλάζω μέρος, στέκομαι κατά
μέρος, μεριάζω, κάνω στην άκρη για να περάσει κάποιος

406. ανάμιρα = στην άκρη, παράμερα, σε ερημικό μέρος.

407. αναμιράου = παραμερίζω, κάνω στην άκρη, αφήνω τόπο να περάσει


κάποιος: αναμέρα να πιράσουν τα πρότα.

408. ανάμιρους = απόμερος, ερημικός, απομονωμένος.

409. αναμπαίζου, αναγιλάου = κοροϊδεύω.

410. αναμπέξαλλους = άτσαλος, απρόσεκτος, παράξενος, στραβόξυλο

43
411. ανάντιους, ινάντιους = αντίθετος, αυτός που έχει διαφορετική άποψη,
αντίπαλος.

412. άναντρους = δειλός

413. αναπαμός = ξεκούραση, ανάπαυση. [anapamós]: (λαϊκότρ., λογοτ.)


ξεκούραση, ανάπαυση ή ψυχική ηρεμία

414. αναπάντ'χους -η -ου = κάτι που δεν περίμενε, δεν υπολόγιζε ή δε


φανταζόταν κανείς ότι θα συμβεί, απροσδόκητο, για κάποιον που
έρχεται και εμφανίζεται ξαφνικά

415. ανάπαψη = ανάπαυση.

416. αναπάψουμα = ψυχολειτουργιά

417. αναπιάνου = ανακατώνω το προζύμι με αλεύρι για να φτιάξω το ψωμί


και κυρίως τα ψωμιά για το γάμο

418. ανάπιασμα = προζύμι, μαγιά με αλεύρι για να φουσκώσει

419. ανάπλιγα, ξέπληγα = ξέπλεγα μαλλιά.

420. αναπουδιά = εμπόδιο, ατυχία.

421. αναπουδιασμένους = ιδιότροπος.

422. ανάργαστα = δέρματα που δεν έχουν υποστεί επεξεργασία.

423. ανάρια = αραιά-αραιά σε διάρκεια

424. ανάριος -α -ο = αραιός, επίρρημα κατά αραιά διαστήματα ιδίως


χρονικά, κάπου κάπου

425. ανάρμιγους = ανάρμεχτος

426. άναρτου = δεν αρταίνει

427. ανασκ’λώνου = ρίχνω κάποιον ανάσκελα,-ουμι πέφτω ανάσκελα

428. ανάσκ'λα = ανάσκελα, ύπτια, με τη ράχη προς τα κάτω

44
429. ανασκ'λώνω = αναστατώνω, γυρνάω τα πάνω κάτω

430. ανάσκ'λωσα = αναποδογύρισα

431. ανασκουμπώνουμι = σηκώνω τα μανίκια για να δουλέψω

432. ανασταίνου -ομαι = ανάστησα και ανέστησα, επαναφέρω στη ζωή


ένα νεκρό, γιορτάζω την Ανάσταση, ξαναζωντανεύω κάτι,
ανατρέφω, μεγαλώνω

433. ανατριχιάδα = ανατρίχιασμα

434. αναφαγιά = λίγη ή τροφή, δεν φτάνει η τροφή

435. αναφέρου = μνημονεύω, ονομάζω.

436. ανάφτου = ανάβω.

437. αναχαράζουν (τα κουπάδια) = ανακατώνονται, κινούνται

438. ανάχλια = χλιαρά, σιγά-σιγά, με μαλακό τρόπο

439. ανεβατός -ή -ό = για ψωμί που έχει πάθει ζύμωση και έχει
φουσκώσει, ένζυμος, σχέδιο βελονιάς σε κεντήματα

440. ανέγνουμους = ανόητος, άμυαλος.

441. ανεμοσίουρι = ανεμοσούρι , δυνατός αέρας με βοή, δυνατός


απότομος αέρας

442. ανέσουστους = όχι σωστός, μισοτελειωμένος, κοντός

443. ανηβάσταγους = ανυπόμονος

444. ανήλιαγους = ανήλιαστος, αυτός που δεν έχει κάτσει κάτω απ τον ήλιο,
σκιερός, αυτός που δεν τον βλέπει ο ήλιος

445. ανήλιου = το μέρος που δεν το βλέπει ο ήλιος, ζερβό

446. ανημπόρια = αρρώστια

45
447. ανημπουρεύου = αδιαθετώ, αρρωσταίνω

448. ανήμπουρους = αδιάθετος, άρρωστος, αδύναμος, αυτός που έχει


ανάγκη από βοήθεια

449. ανήξιρους = δεν ξέρει τίποτα, απληροφόρητος

450. ανήφουρου = ανηφόρα

451. άνθια = άνθη

452. ανθίζου = ανθισμένος & ανθώ, βγάζω άνθη, ανθοφορώ, γεμίζω


λουλούδια, βρίσκομαι σε ηλικία ανάπτυξης, ακμάζω

453. ανθού = ανθίζω.

454. άνθρακας = αρρώστια ζωντανών, ανθρώπων (αχαμνό, νταλάκι)

455. ανιβατίζου = ρίχνω το προζύμι στο αλεύρι για να φτιάξω το ψωμί


(ύψωμα)

456. ανιβατό = ψωμί που είναι φτιαγμένο με προζύμι (υψώνεται)

457. ανίδια = άσχετη, γυναίκα που δεν έχει ιδέα από πολλά πράγματα,
ανίδεη

458. ανιμόκουνια = πρόχειρη τεχνητή κούνια

459. ανοιχτωσιά = ανοιχτός τόπος

460. ανόρεχτος -η -ο = που δεν έχει όρεξη, διάθεση για φαγητό, που
γίνεται χωρίς όρεξη, διάθεση, προθυμία ή που δείχνει έλλειψη καλής
διάθεσης

461. ανουσταίνου, ξανουσταίνου = γίνομαι άνοστος, άγευστος, χάνω την


ιδιαίτερη γεύση, τη νοστιμιά μου, (μτφ.) γίνομαι άνοστος , άχαρος,
κάνω κάτι άνοστο, (μτφ.) κάνω κάποιον ή κάτι να φαίνεται άνοστος,
άχαρος

46
462. άνουστους -η -ου = δεν έχει γεύση, άγευστος, ανούσιος , κάτι που δεν
έχει χάρη, γοητεία, που δεν είναι νόστιμο στους τρόπους

463. αντάμα = μαζί

464. αντάμουμα, αντάμωμα = συνάντηση

465. ανταμώνω, ανταμώνου = συναντάω

466. αντάρα = ομίχλη, θολούρα, καβγάς, φασαρία

467. ανταριάζου = γεμίζω ομίχλη, θολώνω, θόλωσε το μυαλό μου

468. ανταριασμένους = για τον ουρανό που γεμίζει από ομίχλη ή από
μαύρα σύννεφα καταιγίδας, άνθρωπος με θολωμένο μυαλό,
κατσούφης, μουτρωμένος

469. ανταρτιά = αντάρτες, πλήθος ανταρτών, μια εποχή με αντάρτικο

470. ανταρτοσύνη = αντάρτικο, η οργάνωση των ανταρτών

471. ανταρτουσύνη = αναταραχή, πόλεμος, ανταρτοπόλεμος

472. αντάρτ'ς , αντάρτ'σσα = πολεμιστής που δεν ανήκει σε τακτικό στρατό


και πολεμά για μια ιδέα εθνική, πολιτική κτλ, κομιτατζήδες , ατίθασος,
ταραξίας, απείθαρχος

473. άντε , άιντε , αϊντι = εκφράζει γενικά παρακίνηση ή αγανάκτηση


ανάλογα με τα συμφραζόμενα και το χρωματισμό της φωνής, πήγαινε,
έκπληξη ή δυσπιστία, αποδοκιμασία ή ασυμφωνία, συγκατάθεση

474. άντες = άντε !

475. αντέστε & άντεστε & αϊντέστε = άντε, για παρακίνηση, προτροπή που
απευθύνεται σε πολλούς

476. αντέτι = έθιμο, συνήθεια

47
477. αντέχου -ουμι = διατηρώ τις βασικές μου ιδιότητες ή δυνατότητες,
διατηρώ τις δυνάμεις μου, ιδίως τις σωματικές· βαστιέμαι, κρατιέμαι,
αντιμετωπίζω ή έχω τη δυνατότητα να αντιμετωπίσω με επιτυχία.

478. άντζα = η γάμπα

479. αντήλιου = ότι βάζει κανείς στο μέτωπο πάνω από τα μάτια του για
να τα προστατεύσει από τη λάμψη του ήλιου, ιδίως όταν προσπαθεί
να δει καλύτερα σε μακρινή απόσταση, χωρίς ήλιο

480. αντί = εξάρτημα του αργαλειού (μακρύ και στρόγγυλο ξύλο πάνω στο
οποίο τυλίγεται το στημόνι και το υφασμένο διασίδι).

481. αντιάζου = αμφιβάλλω, δεν είμαι σίγουρος

482. αντίδουρου = μικρό κομμάτι από πρόσφορο, το οποίο ο παπάς


μοιράζει στο εκκλησίασμα μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας, δώρο
που δίνει κάποιος ως ανταπόδοση για το δώρο που του έχουν δώσει

483. αντικιάζου = σκοπεύω, επισημαίνω κάτι , κοιτάζω απέναντι εκεί


προσπαθώντας να εντοπίσω

484. αντικιαστά = στα τυφλά, στο περίπου

485. αντίκλαρο = το ξεχωριστό, το μοναδικό (τα αντίκλαρα ήταν


μεμονωμένα δένδρα σε πεδινές εκτάσεις όπου ξεκουράζονταν οι
διαβάτες. Το τραγούδι που δίνει το πλήρες νόημα είναι θαρρώ το
"εγώ ήμουνα τα αντίκλαρο"

486. αντίκρια = απέναντι

487. αντικρινός -ή -ό = βρίσκεται απέναντι από κάτι ή κάποιον άλλο

488. αντικρίνουμι = απαντώ, απαντώ για κάποιον άλλον

489. αντιλαλού = αντηχώ, ήχος που ακούγεται δυνατά ή σε μεγάλη έκταση,


χώρος που είναι γεμάτος από δυνατούς και συνεχόμενους ήχους

490. αντιλουιά = απόκριση, ανταπάντηση

48
491. αντιλουϊόμι = αντιλέγω, ανταπαντώ

492. αντίπερα = στο απέναντι μέρος

493. αντιπρουψές = παραπροψές, (τρία βράδια πριν).

494. άντιρου = έντερο.

495. αντιρριόμαι = είμαι επιφυλακτικός

496. αντίστρα = ράβδος με την οποία στρίβω το πίσω αντί, αλλά κρατάω
και το διασίδι τεντωμένο

497. αντίχαρη = ανταπόδοση χάρης

498. αντίχριστους = άπιστος, (μτφ.) καταραμένος, δύστροπος

499. αντράδερφος, αντράδιρφους, κουνιάδος, κουνιάτος, κουνιάδ =


αντράδελφος, αντράδιρφους, αντραδιρφός, αντράιρφος, αντράερφος,
αντράεφος, ντράιρφος, αντράλφος, ντρέιφος , γυναικάδερφος,
γινεκάδελφος, γινικάδιρφους, γνικάδιρφους, γινεκάερφος,
γενεκάδερφος, γενεκαερφός, γινεκαδέλφι, γινεκαδέρφι, γνικαδέρφι,
γενεκαϊρφός, απο το Βενετσιάνικο cugniado

500. αντράδιρφα = τα κουνιάδια.

501. αντράδιρφους, -έρφη = κουνιάδος, κουνιάδα

502. αντράλα = ζάλη, φασαρία, πανικός, ίλιγγος

503. αντραλίζομαι = ζαλίζομαι

504. αντραλιόμι = έχω ίλιγγο, ζαλίζομαι

505. αντραλίσκα = ζαλίστηκα

506. αντρειώνουμι = γίνομαι γενναίος.

507. αντρέπουμι = ντρέπομαι.

508. αντριάς = αντρειωμένος

49
509. Αντριάς, Αντριγιάς = ο Δεκέμβριος.

510. αντρίκια = ανδρικά, τρόπος με τον οποίο καβαλικεύει ο άντρας

511. αντρουγινιά = το σόι του άντρα

512. αντρουπή = ντροπή.

513. ανύβουμι, ν΄θβουμ = νύβομαι

514. άνυδρους τόπους = τόπος στον οποίο δε βρέχει, που έχει ξηρασία

515. ανυπουδησιά = χωρίς παπούτσια, κακομοιριά, φτώχεια.

516. ανύφαντα = αυτά που δεν τα έχω υφάνει.

517. ανψιόκας, = ανιψιός (χαϊδευτικά).

518. ανψιός, -ά = ανιψιός, ανιψιά.

519. άξα = άκουσα

520. αξαίνω = ψηλώνω , μεγαλώνω

521. άξαντους -η -ου = άξαντος μαλλί που δεν το έχουν ξάνει, που είναι
αλανάριστο.

522. άξαφνους -η -ου = ξαφνικός, άξαφνο, απροσδόκητο

523. αξιάδα = παλληκαριά, ικανότητα

524. αξιοσύνη = επιδεξιότητα, έχει τα προσόντα κάποιος να κάνει πολύ


καλά κάτι, να πετυχαίνει, ικανότητα

525. αξιότιρους = δυνατότερος

526. άξιους -α -ου = έχει τα απαραίτητα προσόντα ή τις ικανότητες για


κάτι, είναι ικανός, κατάλληλος, επιδέξιος, αξίζει για αυτό που κάνει

527. αξιώνου = κάνω κάποιον άξιον

528. αξούργους = αξύριστος

50
529. αουπάν = από επάνω.

530. απ' αυτού = από αυτό το σημείο.

531. απ’ τα τώρα = από τώρα.

532. απαγάδιασι = μαλάκωσε, ηρέμησε

533. απαγάλια, απ'αγάλια = σιγά - σιγά, αργά, χωρίς θόρυβο, πιο σιγά.

534. απαγκιάζου = προφυλάσσομαι από τον αέρα, πηγαίνω και κάθομαι σε


απάνεμο μέρος

535. απαγκιρό = απάνεμο μέρος.

536. απάκι = νεφραμιά των ζώων.

537. απαλό, μέντζο = η ψίχα του ψωμιού

538. απάν = πάνω

539. απαντάου = συναντώ

540. απαντουχή = προσδοκία,. παρηγοριά.

541. απαρατάου = εγκαταλείπω, αφήνω.

542. απάρμιγμα, του τελείωμα από το άρμεγμα.

543. απαύτου = από αυτού, από αυτό το μέρος, για τούτο

544. απαυτώνει, τετοιώνει = του κάνει σεξ

545. απέ = κατόπι, ύστερα

546. απέδου = από εδώ και μετά

547. απειρουλόητους, απειρουλόητος = απεριποίητος, ατημέλητος δεν


περιποιέται τον εαυτό του, δεν προσέχει την εμφάνιση του

548. απέκει = από το άλλο μέρος, από εκείνο το σημείο

51
549. απέκει = λίγο πιο δίπλα, πιο πέρα, μετά απο

550. απέκεια = από εκεί

551. απήγανους = θάμνος που χρησιμοποιείται για εξορκισμούς. είναι


ισχυρό τοξικό φυτό γνωστό για τις ισχυρές του καθαρτικές ιδιότητες. Ο
απήγανος λέγεται ότι απομακρύνει τις γάτες, τους σκύλους, τις
μάγισσες και τα κακά πνεύματα. Η παράδοση λέει ότι ο Οδυσσέας
έδωσε απήγανο στους συντρόφους του για να τους κρατήσει
ανεπηρέαστους από τα μάγια της Κίρκης. Λέγεται ότι βοηθά στην
επίτευξη του στόχου μας. Ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι έτρωγε απήγανο
για να βελτιώσει την όραση και την δημιουργικότητά του. Το βότανο
αυτό συμβολίζει την θλίψη, την μετάνοια, την μεταμέλεια την οδύνη.
Το φύλλο του απήγανου ήταν το μοντέλο για το σχέδιο των σπαθιών
στην τράπουλα. Σε λογοτεχνικά κείμενα το βότανο αυτό έχει
ονομαστεί βότανο της μη αβρότητας. Απήγανο έδινε η Οφηλία στον
Άμλετ. Υπάρχουν αναφορές στην Αγία Γραφή για το βότανο αυτό.
Χρησιμοποιήθηκε ως αντίδοτο για τα δαγκώματα φιδιών και άλλων
δηλητηριάσεων. Ήταν το περίφημο αντίδοτο του δηλητηρίου του
Μιθριδάτη. Οι αναφορές του Αθηναίου λένε, ότι ο τύραννος του
Πόντου Κλέαρχος διασκέδαζε με τους ευγενείς και τους
αξιωματούχους του στα ανάκτορά του δίνοντάς τους δηλητήριο που
έφτιαχνε ο ίδιος. Εκείνοι όμως ως αντίδοτο έπαιρναν τον απήγανο

552. άπηχτους -η -ου = δεν έχει πήξει αυτός

553. απθαμή = πιθαμή, μονάδα μήκους (το μήκος της πιθαμής)

554. απθώνου = αποθέτω, βάζω κάτι καταγής. -ουμι κάθομαι κάτω.

555. απθώτρα = μέρος που αποθέτω κάτι, πρόσωπο εμπιστοσύνης

556. απίδι = το αχλάδι

557. απίστουμα = μπρούμυτα

558. απκάτ = από κάτω

52
559. απλάδα = χαλκωματένιο πολύ ρηχό πιάτο, σχεδόν επίπεδο, που το
χρησιμοποιούμε και για κέρασμα

560. απλάδι = κεντητό στρωσίδι που έμπαινε στο άλογο του γαμπρού.

561. απλουκιέρα = γίδα που έχει τα κέρατά της απλωμένα.

562. απλουσιά = το διάστημα του στημονιού ανάμεσα στο μπροσταντί και


στο ξυλόχτενο που το έχουμε υφάνει

563. απλουτό = είδος διασιδιού.

564. απλουτός = χορός στα τρία

565. απλόχερος = χουβαρντάς

566. απόβραδου = αργά το βράδυ

567. απόβρουχου = μετά από βροχή

568. απόγιουμα = απόγευμα.

569. απόγουνου = απάνεμο μέρος, προστατεύεται από τον άνεμο και


γενικά την κακοκαιρία, απάνεμος, μέρος που δεν το πιάνει ο άνεμος

570. απόγραμμα = σύσταση, διεύθυνση

571. απόδαυλου = μισοκαμμένο κομμάτι ξύλου (κρύβετε στη στάχτη για να


ξανανάψει φωτιά)

572. απόδητους = ξυπόλυτος

573. αποθυμιά = (ομηρικό «αποθύμια»), πεθύμισμα

574. απόκαμα = κουράστηκα αρκετά , κουράστηκα, δεν αντέχω άλλο

575. αποκκόβω = σταματώ πια το βύζαγμα του αρνιού για να παίρνω το


γάλα τους

576. απόκλαρα = μικρά κλαδιά που μένουν μετά από το κλάρισμα ενός
μεγάλου κλωναριού

53
577. απόκουντα, απουκουντά = επόμενα, αυτά που ακολούθησαν

578. απόκρυφα = κρυφά-κρυφά, μυστικά, χωρίς να μας καταλάβουν

579. απόλ’σι η ικκλησιά = σχόλασε

580. απόλ’σι ου κιρός = καλυτέρευσε, άνοιξε

581. απόλ’σι του κουρμί = ξεκουράστηκε, χαλάρωσε.

582. απόλαμπρα = μετά το Πάσχα.

583. απόμ’νι μι ’ν κλίτσα στα χέρια = (μτφ.) Ήρθαν και μας είπαν η θα
μείνετε υπάλληλοι στα κοπάδια η θα τα πάρει το κράτος και θα βάλει
άλλους..…δεν τσ πίστιψαμαν κι απόμναμαν μι τσ κλείτσις στα χέρια.
(αφήγηση Σαρακατσάνου της Βουλγαρίας)

584. απομόνουμι = πνίγομαι

585. απόπατους = αποχωρητήριο, βωμολόχος

586. απόρξι = απέβαλε( βλ απουβουλή)

587. απόρρ’μα = έμβρυο που αποβάλλει το ζώο, μικροκαμωμένος


άνθρωπος, μισή μερίδα

588. απόσκαρα = μετά το σκάρο, το ξημέρωμα.

589. απόσκια = σκιερά μέρη

590. απόσκιο, απόσκι = μέρος που δεν το βλέπει ο ήλιος κάποιες στιγμές,
που έχει σκιά.

591. απόσουσμα = πολύ κοντός και αδύνατος άνθρωπος, ανθρωπάκος.

592. αποσταμένος = κουρασμένος

593. απόστασα = κουράστηκα

54
594. απου = α' συνθετικό δίνει την έννοια τελειώματος ενέργειας που
εκφράζει το β' συνθετικό: απουβράζου, απουζ’μώνου, απουπλένου,
απουφκιάνου, απουχαρτώνου, απούπι κτλ.

595. απού = όπου

596. απουβουλή = είναι μισή μερίδα,

597. απουβουλή = αποβολή εμβρύου, τα αίτια είναι πάρα πολλά


απαραίτητος ο εργαστηριακός έλεγχος συνήθως χλαμυδίωση,
μελιταίος, τοξοπλάσμωση

598. απουβραδίς = από το προηγούμενο βράδυ

599. απουγιένουμι = καταλήγω κάπου

600. απουγουνιάζου = κάθομαι σε μέρος που δεν φυσάει

601. απουδιαλιούδια, απουδιαλεούδια = αυτά που απομένουν μετά από τη


διαλογή και είναι κατώτερα (όποιους πολυδιαλέει παίρνει τα
απουδιαλεούδια)

602. απουδιώχνου = απομακρύνω, διώχνω μακριά

603. απουδότ’ς = βοηθητικός τσομπάνος (μισοτσομπάνος) για όλες τις


δουλειές

604. απουδουτ’λίκια = χρήματα με τα οποία το τσελιγκάτο πληρώνει τον


προμηθευτή

605. απουδώθι = από εδώ, από ετούτη τη μεριά, από τη μεριά που
βρίσκομαι.

606. απούθι = από πού;

607. απουκάμνου = έχω καταπονηθεί, έχω απαυδήσει.

608. απουκεί = από εκεί, αποκεί

609. απουκείθι = από εκεί, από εκείνη τη μεριά, από την πίσω μεριά

55
610. απουκειό = από εκείνο

611. απουκόβου = απογαλακτίζω, απαγορεύω, εμποδίζω

612. απουκοτιά = παλαβομάρα, ανοησία

613. απουκουντά = από πίσω, στη συνέχεια, από την πίσω μεριά.

614. απουκουτιά = παράτολμη ενέργεια.

615. απουκρεύου = αρχίζω νηστεία, κάνω αποκριά.

616. απουκρίνουμι = απαντώ, απολογούμαι.

617. απουκώλουμα = το πίσω μέρος από το κονάκι

618. απουλ’σιά, = βοσκή μιας μέρας σε μέρος του λιβαδιού

619. απουλ’τη = είδος βελέντζας.

620. απουλ’το = υφαντό χωρίς σχέδια, ελεύθερο

621. απουλαμπή = λιακάδα, ζέστη ανάμεσα σε βροχή

622. απουλάου = αφήνω. -ώμι σπεύδω

623. απουλαυές = ωφέλειες, κέρδη.

624. απουλίβαδου = λιβάδι (απολυσιά) που έχει βοσκηθεί

625. απουλουιόμι = δίνω απολογία.

626. απουλτός = ελεύθερος, λυτός, χορός στα τρία

627. απουλυταριά = εργαλείο του αργαλειού που στηρίζει το πισινό αντί


για να μην ξεσέρνει το στημόνι

628. απουμόθκα = έπαθα ασφυξία, πνίγηκα, έχω δύσπνοια

629. απουμουμάρα = δυσφορία ή ασφυξία που νιώθω από την πολλή


ζέστη.

56
630. απουμώνου = βουλώνω το στόμα και την μύτη κάποιου, του κόβω
την ανάσα, τον πνίγω, προκαλώ ασφυξία σε κάποιον –ουμι παθαίνω
ασφυξία.

631. άπουνους = αυτός που δεν είναι πονετικός.

632. απουπέρα = απέναντι.

633. απουρρίχνου = αποβάλλω.

634. απουσκιώνου = κάνω ίσκιο, κάνω σκιά, ισκιώνω

635. απουσταμάρα = μεγάλη κούραση.

636. απουστένου = κουράζομαι.

637. απουσώνου = αποτελειώνω

638. άπραγους = απείραχτος.

639. Απρίλ'ς = Απρίλιος

640. άπριπα = δεν πρέπουν.

641. απστόμ’σμα= γύρισμα κωλοτούμπα

642. απστόμσει = αναποδογύρισε

643. απστουμάου = αναποδογυρίζω, γυρίζω απίστομα,

644. απστουμίζου = αναποδογυρίζω, γυρίζω απίστομα,

645. αράδα = σειρά, παιδί της παντρειάς.

646. αραδιάζου, αραδιάζω = πηγαινοέρχομαι, ψάχνω, λέω, περπατάω,


εξιστορώ, διηγούμαι με τη σειρά κάτι,–ουμι μπαίνω στη σειρά

647. αράδιασμα = πήγαινε έλα

648. αραδίζου = διαβαίνω μέσα από ξένο κτήμα για να πάω στο δικό μου,
περνάω.

57
649. αράζου εμφανίζομαι, ξεμυτίζω

650. αράθ’μους = οξύθυμος, ευέξαπτος

651. αρανός = ουρανός.

652. αράπ’ς = μαύρος, μαύρο αρσενικό μουλάρι ή μαύρο αρσενικό σκυλί,


μαύρο θηλυκό μουλάρι.

653. αραπουβάκρα = η προβατίνα που έχει σχεδόν μαύρο σκούρο το


πρόσωπο, το λαιμό, τα πόδια και τα αφτιά

654. αραπουσίτι = καλαμποκίσιο αλεύρι.

655. άραχνο = κακάσχημο, ανυπόληπτο, τιποτένιο

656. άραχνους = δυστυχισμένος, έρημος, άθλιος

657. αρβάλα = στη σειρά, το ένα μετά το άλλο, συνέχεια, σβάρνα

658. αρβάλι = χερούλι από σκεύος, χειρολαβή. το ίδιο το σκεύος

659. αρβανίτ’ς = βορειοδυτικός άνεμος

660. αργάζου =επεξεργάζομαι (συνήθως στα δέρματα ) κατεργάζομαι το


δέρμα, σκληραίνω το δέρμα.

661. αργαλείο, ιργαλείου = αρχ. ἐργαλεῖον >εργαλείο

662. αργαλειός = ξύλινη χειροκατασκευή με την οποία ύφαιναν ρούχα, ο


παραδοσιακός ξύλινος αργαλειός των Σαρακατσάνων, μηχανή σε
εργοστάσιο ύφανσης

663. αργαλειός τ’ς γούρνα = αυθεντικός Σαρακατσάνικος αργαλειός.

664. αργαλίσια = αυτά που υφαίνονται στον αργαλειό.

665. αργασμένο = αυτό που έχει αργαστεί, κατεργάζομαι δέρματα,


σκληραίνω, ροζιάζω

666. αργαστήρι = εργαστήριο.

58
667. αργγιλές = ομάδα από νεαρά και ασαμάρωτα άλογα

668. άργητα = ώρες αργίας, σχόλης, ελεύθερος χρόνος.

669. αργουξυπνάου = ξυπνάω κάποιον σιγά σιγά, αργά-αργά

670. αργουπλέκου = πλέκω αργά.

671. αργυρός = ασημένιος

672. αρδιλεύου = εξολοθρεύω, εξοντώνω

673. αρέ = προσφώνηση της Σαρακατσάνας προς τον άντρα της

674. αρέου = αρέσω

675. αρζάφτι = τμήμα του κρανίου που βρίσκεται στη βάση από το αφτί

676. αρίδα = πόδι, η κνήμη κυριολεκτικά, κοντούλης άνθρωπος

677. αριεύου = αραιώνω.

678. αριουπλέκου = πλέκω αραιά.

679. αριουπλιμένου = αραιοπλεγμένο.

680. αρισιά = γούστο

681. αρκάτα = πουλάρια που ακόμα δεν τα καβαλίκεψαν, ελεύθερα,


άπιαστα, ανημέρωτα

682. αρκούδια = αρκούδες.

683. αρκουδουπούρναρου = είδος από πουρνάρι με μεγάλα φύλλα

684. αρκουδουτόμαρου = τομάρι αρκούδας, χοντράνθρωπος

685. αρμαθιά = πλήθος ομοίων πραγμάτων περασμένα σε σχοινί η σύρμα


νια αρμαθιά πιδιά = πολλά παιδιά.

59
686. αρμαθιάζου = περνώ σε κλωστή κάτι και κάνω αρμάθα φτιάχνω
αρμαθιά, -ουμι μπαίνω στη σειρά ο ένας πίσω από τον άλλο ή δίπλα
από τον άλλο

687. αρμακάς = σωρός από πέτρες. Από τη λέξη «έρμαξ – κος»

688. αρμάνι, ρμάνι = δάσος

689. άρματα = όπλα, κοσμήματα

690. αρμάτα = στολισμός (γιορτινή φορεσιά, κοσμήματα, κουδούνια),


οπλισμός

691. αρματώνου = στολίζω, φοράω στα γιδοπρόβατα τα κουδούνια και τα


κυπριά, του Ευαγγελισμού αρματώναν τα κοπάδια,. οπλίζω, -ουμι
στολίζομαι, οπλίζομαι.

692. αρματώστρα = κοπέλα που στολίζεται

693. αρμέν = αρμέγουν

694. αρμέου = αρμέγω.

695. αρμιγμα, αρμιή, άρμιμα = άρμεγμα. Το άρμεγμα με το χέρι ήταν για


αιώνες ο μοναδικός τρόπος λήψης του γάλατος. Γίνεται με εφαρμογή
πίεσης στη θηλή του μαστού και τράβηγμά του προς τα κάτω, με το
γάλα να συγκεντρώνεται σε κάποιο δοχείο (καρδάρα ή καρδάρι).

696. αρμιχτάδις = αυτοί που αρμέγουν τα ζώα

697. αρμύρα = Χορταρικό που τρώγεται συνήθως βραστό, παίρνει το


όνομά της από τη θάλασσα, κοντά στην οποία φυτρώνει .Η αρμύρα,
λόγω της μεγάλης περιεκτικότητας σε ανθρακικό νάτριο (Na2CO3)
χρησιμοποιήθηκε επί αιώνες για την παρασκευή καυστικής σόδας -
ποτάσας -αλισίβας - καλίου. Εξ άλλου τοπικές ονομασίες της αρμύρας
το υπενθυμίζουν: αλισίβα, καλιά, σαλαμούρα, υγρό μέσα στο οποίο
συντηρείται το τυρί.

698. αρμυρίκια = θάμνοι κοντά σε αμμουδιά

60
699. αρμυρουκ’λούρα = πολύ μικρή αρμυρή κουλούρα που τρώνε τα
κορίτσια την Καθαροδευτέρα

700. αρνάδα = θηλυκό αρνί.

701. αρναδουχρουνιά = χρονιά που οι προβατίνες γεννούν πολλά θηλυκά


αρνιά και λίγα αρσενικά.

702. αρνάρ’ς = αυτός που βόσκει τα αποκομμένα αρνιά

703. αρνάρι = λίμα

704. αρναρίζου = κόβω, χαράζω βαθιά ένα αντικείμενο σιδερένιο με το


αρνάρι.

705. αρνητής = αυτός που απαρνιέται τον έρωτα, την πίστη

706. αρνόπρατα = κοπάδι με αρνιά και πρόβατα.

707. αρπαγάδις = κλέφτες.

708. αρπάκι = θάμνος, είδος βελανιδιάς τα κλαδιά του οποίου είναι

709. άρπαξι του ψουμί = ήταν δυνατή η φωτιά και σκούραινε η επιφάνειά
του

710. αρπάχνου = αρπάζω βίαια, παίρνω

711. αρραβωνίσιου μαντίλι, συβουμάντ’λο = μαντήλι αρραβώνα

712. αρριβουνίσια = των αρραβώνων

713. αρριβώνα = βέρα

714. αρρόιαστους = αυτός που δεν είναι ρογιασμένος,

715. αρρούπουτους = αχόρταγος, παμφάγος.

716. αρρουστού = αρρωσταίνω.

717. αρταίνομαι = δεν νηστεύω, τρώω κάτι που δεν είναι νηστήσιμο

61
718. αρτιρίζει, αρτιράει = φτάνει και περισσεύει, ξεχειλίζει

719. αρτσιβούτσι = είδος μανιταριού που μοιάζει με σφουγγάρι.

720. άρτυμα = φαγητό που αρταίνει, το να τρώμε φαγητό που αρταίνει

721. αρφανός = ορφανός.

722. αρχ’νάου = αρχίζω.

723. αρχεύου αρχίζω.

724. αρχήνσα = ξεκίνησα

725. αρχνή = αρχή, ξεκίνημα

726. αρχουντικός = πλούσιος

727. αρχουντουδυχατέρα = πλουσιοκόριτσο.

728. αρχουντουϊπούλα =αρχοντοπούλα, πλουσιοκόριτσο.

729. αρχουντουμαθημένους = αυτός που έμαθε να ζει αρχοντικά,


καλομαθημένος.

730. αρχουντουνιός = άρχοντας, πλουσιόπαιδο.

731. ασαμάρουτα = είναι χωρίς σαμάρι.

732. άσαρκους = χωρίς μυς, λιπόσαρκος, αδύνατος.

733. ασήμαδο, -δους = χωρίς σημάδι

734. ασήμια, αλύσια = κοσμήματα

735. ασημώνου = επαργυρώνω. δωρίζω αργυρένιο νόμισμα για καλή τύχη.

736. ασιγούριφτους = ανήσυχος.

737. ασκαντιρός = σιχαμερός, άσχημος.

738. ασκασιά = σιχασιά, σιχαμάρα, αηδία, να την σιχαίνεσαι

62
739. ασκέπαγου, του καλύβι ή μαντρί που είναι ανοιχτό από μπροστά.

740. ασκητήδις = ασκητές.

741. ασκιαίνουμι, ασκένομαι = σιχαίνομαι, αηδιάζω.

742. ασκιέρι = άτακτο σώμα στρατού.

743. ασκόλαστους = μισοτελειωμένος.

744. ασλάνι = παλληκάρι, λιοντάρι

745. άσμιγους = αντικοινωνικός, ακοινώνητος.

746. άσμπροξα = έσπρωξα

747. ασμπρουξιά = σπρώξιμο.

748. ασμπρώχνου = σπρώχνω, σκουντώ.

749. άσουγους = άσχημος.

750. άσουτους = δεν τελειώνει, απεριόριστος, άφθονος, απέραντος

751. ασπάλαθους = θάμνος με χοντρά αγκάθια.

752. άσπρα = τούρκικα νομίσματα.

753. ασπριδιρός = άσπρος στην εμφάνιση, στο πρόσωπο.

754. ασπρόβουλου = είδος από φυλαχτό.

755. ασπρόρουχα = άσπρα, χαρούμενα, γιορτινά ρούχα.

756. ασπρουκανούτα μαλλιά = γκρίζα ανοιχτά.

757. ασπρουνόρα, -κου = μαύρη προβατίνα που έχει άσπρο την άκρη από
την ουρά της, η μαύρο αρσενικό πρόβατο που έχει άσπρη την άκρη
από την ουρά του

758. ασπρουπάρια = είδος πουλιών.

63
759. ασπρουσυγνέφιασι ου ουρανός = ο ουρανός είναι γεμάτος με άσπρα
σύννεφα και σε λίγο θα βρέξει

760. ασπρουφουρού = φοράω άσπρα ρούχα, ρούχα γιορτινά, ρούχα


χαρούμενα

761. άσπρουχμα= σπρώξιμο

762. ασπρόχουμα = χώμα που το χρώμα του είναι προς το άσπρο.

763. ασπρόχρυσα = ρούχα όμορφα, χαρούμενα [15α, 159].

764. ασταύρουτους = αυτός που μιλάει πολύ και χωρίς να σταματάει, αυτός
που δε διασταυρώνεται, που δε συναντιέται με άλλον

765. αστένια = ασθένεια

766. αστέρου = φοράδα με άσπρο μπάλωμα στο πρόσωπο.

767. αστήθι = το μπροστινό μέρος από το κονάκι, το στήθος

768. αστιράτου = άλογο που έχει άσπρο μπάλωμα στο πρόσωπο.

769. αστουχάου = ξεχνάω, λησμονώ -ώμι λησμονιέμαι.

770. αστόχσα = ξέχασα

771. αστράγκ’στου τυρί = δεν του έχει αφαιρεθεί το τυρόγαλο.

772. αστραπόβουλους, αστραπόβολο = κεραυνός, αστραπή που πέφτει.

773. αστραποκαμένος = καμένος από αστραπή

774. αστραπουβουλάει = αστράφτει και πέφτουν κεραυνοί.

775. αστρί = αστέρι.

776. αστρίτ’ς, = είδος φιδιού με στίγματα πάνω στο σώμα του με σχήμα σαν
τα αστέρια

777. αστρουβουλή = καλικάντζαρος

64
778. αστρουπιλέκια = κεραυνοί.

779. αστρουφιγγιά = ξαστεριά χωρίς φεγγάρι.

780. ασφάκα = ο θάμνος φλομίς η θαμνώδης . Η ασφάκα είναι είναι


ξυλώδες φυτό – θάμνος της οικογένειας των Χειλανθών της τάξης των
Σωληνανθών. Φυτρώνει κυρίως σε βραχώδη ή πετρώδη εδάφη και
φτάνει έως ενάμιση μέτρο μέγιστο ύψος. Ευδοκιμεί κυρίως στη
νοτιοδυτική Ελλάδα και σε κάποια νησιά. Τις περιοχές με ασφάκα
στην Ήπειρο τις ονομάζουν Βελαούρες. Το φυτό ήταν γνωστό στους
αρχαίους Έλληνες ως «ελελίφασκος» και είχε φαρμακευτικές ιδιότητες,
καθώς εκκρίνει μία αντιοξειδωτική ουσία η οποία καταπολεμά την
κυτταρική γήρανση!

781. ασφακουκιέφαλου = το άνθος από την ασφάκα δεν μπορεί να το


προσπελάσει η μέλισσα με ειδικούς τρόπους παίρνουν το νέκταρ της
και παράγουν μεγάλης αξίας μέλι.

782. άταλα = ισχνά ζώα, αδύνατα, κακορίζικα.

783. ατάραγους = βαρύς κι ασήκωτος

784. άτια = τα άλογα

785. ατόφια ρόκα = μονοκόμματη, μονόξυλη ρόκα

786. ατόφιους = αγνός, γνήσιος.

787. άτχα = χαμάρα, λιποψυχία, τα άτυχα

788. αυγαταίνω = αυξάνω

789. αυλάκι = αυλάκι γύρω από το κονάκι ή από την τέντα (τσιατούρα) για
προστασία από τα νερά της βροχής.

790. αυνούς = αυτούς

791. αυτήνη = αυτή

65
792. αυτίνα = αυτός, αυτός εκεί

793. αυτίνους = αυτός, αυτός εκεί.

794. αυτοίν = αυτοί

795. αυτότητα = ταυτότητα.

796. αυτού = ακριβώς εκεί (απάντηση στην ερώτηση που;)

797. αυτού = εκεί.

798. αυτούια = εκεί δα, εκεί ακριβώς.

799. αφ’μένα = οικοσκευή που δεν μας είναι απολύτως αναγκαία και την
αφήνω το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε φίλους μας.

800. αφ’σκιά = ασχήμια.

801. αφαλέγκους, αφαλέους = τυφλοπόντικας

802. αφαλός λ’βαδιού = το μέρος εκείνο του λιβαδιού που είναι πλούσιο σε
βοσκή και βρίσκεται μάλλον στο κέντρο του λιβαδιού.

803. αφαλουκόβου = κόβω τον ομφάλιο λώρο.

804. άφανους = άφαντος., άφαντο. Ομηρική λέξη «άφαντος». Ιλιάς Υ, 303

805. αφέντ’ς = ο αδερφός του άντρα μιας γυναίκας, ο κουνιάδος, αφέντης


ή προσωνυμία του παντράδερφου από τη νύφη (αρχαιοελληνική
«αφθέντης»- «αυτός έντης» = φθάνω στο τέλος)

806. αφηρημένους = αυτός που έχει χάσει τα λογικά του.

807. αφηρούμι = χάνω τα λογικά μου

808. αφιντάκους = ο μικρότερος απ’ τους κουνιάδους της νύφης.

809. αφίρι = δροσερό.

810. αφόντας = αφ’ ότου, από μια στιγμή και

66
811. αφόρμ’σι = ερεθίστηκε και επιδεινώθηκε η πληγή

812. αφούντζια = καβάλα στους ώμους, (το σώμα του είναι πάνω στο
σβέρκο μου, τα πόδια του κρέμονται μπροστά μου κι εγώ το πιάνω
από τα χέρια του)

813. αφουρμή = κατηγορία, συκοφαντία

814. άφουρου σαπούνι = σαπούνι πολύ καλής ποιότητας ή και σαπούνι


που δεν έχει χρησιμοποιηθεί

815. αφράτους = αυτός που έχει τη λευκότητα και την απαλότητα του
αφρού.

816. αφρύδια = τα φρύδια.

817. αφρύς = ευρύχωρος, ανοιχτός τόπος.

818. αφσκί = κοπριά.

819. αφτί ρόκας = πλάτωμα της ρόκας.

820. αφτούνος, αφτίνους = αυτός, αφτός, άφτος, αφθός, άφτο, αφτόνος,


αφτόνους, αφτές, αφτίνος, αφτιός, εφτός, έφτους, φτος, εφτόνος,
ιφτόνους, εφτούνος, φτούνος, φτούνους, εφτίνος, φτίνος, εφτιός,
αφνός, έφνους, ατός, ατό, ατέ, αντέ, ατάν, ατιάς, άφστο, άστο, ετός,
ετό, εντό, ετιά, τιας, τιαν, ετζιά, ετάς, ιτός, ιτού, ιτά, ίτο, ετούνος,
ετούνους, αφτούντο, εφτούντο, ατούντο, αφτοσδά, αφτουσδά,
αφτουδάς, φτοσδά, φτόσδα, φτουνοσδά, αφτοσγιά, αφτόσγια, φτοσιά,
φτοσγά, φτοσά, αφτονάς, αφτουνάς, αφτόνας, αφτονασά, αφτινοσά,
αφτινοσέ. αφτούνουδι, χάτος, χατοχάς, ατοχάς, άτοχας, αχατοχάς,
αχάοχας, τος, τους, τόσνας

821. αφύσ’κα μο’ρχιτι = δε νιώθω καλά, αισθάνομαι κάποια αδιαθεσία.

822. αφύσ’κους = άσχημος, ασχημάνθρωπος

823. αφύσκια = ασχήμια, πανάσχημη

67
824. αφύσκο = άσχημο, κακό αχαΐρευτος ανεπρόκοπος

825. α'χά! = ναι!

826. αχάλαγου τυρί = είδος από μαλακό τυρί

827. αχαμνά = οι όρχεις

828. αχαμνά κάνου = κάνω αταξίες, δεν κάθομαι ήσυχα.

829. αχαμνά μο ’ρχιτι = νιώθω αδύναμα, έχω μια ξελιγωμάρα και έχω
ανάγκη από τροφή

830. αχαμναίνου = αδυνατίζω

831. αχαμνό = αρρώστια (άνθρακας)

832. αχαμνός = ο αδύνατος, ο κοκαλιάρης, ο άπαχος, ο ξερακιανός. ο


λιγνός, ο ατροφικός κακός

833. αχαμνούτσ’κους, -ούλα, -ούτσ’κου = λίγο αδύνατος.

834. αχανιάτ’κα = χρήματα που πληρώνει ο τσέλιγκας στα χάνια

835. άχαρους = άκομψος.

836. αχμάκ’ς = κακορίζικος.

837. άχνα = ανάσα, ελάχιστη φωνή

838. αχνίζου = βγάζω αχνό

839. αχνός = ατμός

840. αχνουβουλάου = αχνίζω διαρκώς

841. αχός = βουητό, αντίλαλος, ήχος

842. αχούρ(ι) = αχερώνας, στάβλος, βρώμικο και ακατάστατο μέρος

843. αχραδουτός = είδος τρουβά.

68
844. αχρόνιαγους = αχρόνιστος.

845. αψηλός = ψηλός

846. αψήλου (τ’) = ψηλά, σε ύψος

847. άψηφους = απονήρευτος, αθώος

848. αψ'υς = ευέξαπτος , οξύθυμος, απότομος, νευρικός, (από τις ομηρικές


λέξεις «αψά», «αίψα», «αίψ», «αιπύς»= ταχύς, οξύς

849. αψυώνου = θυμώνω, γίνομαι οξύθυμος

850. β’ζαχτάρι = αρνί ή κατσίκι που είναι μικρό και βυζαίνει ακόμα από τη
μάνα του, βυζανιάρικο.

851. β’ζουπιάνου, βυζουπιάνου = βοηθάω το νεογέννητο να θηλάσει , να


πιάσει βυζί, πιάνω τη θηλή από το μαστάρι της προβατίνας και
βοηθάω το νεογέννητο αρνί να βυζάξει.

852. β’λάρι = ύφασμα που προέρχεται από το υφασμένο διασίδι

853. β’νί, = βουνό.

854. βαβά, βάβου, βαβούλα = γιαγιά, γριά

855. Βαγγιέλιου = Ευαγγέλιο.

856. βαδέκλα = γυναίκα πρόστυχη, ανήθικη.

857. βαένι = μεγάλο βαρέλι

858. βάζου = βουΐζω, κάνω μεγάλο θόρυβο(βάζουν τα αυτιάμ = βουίζουν


τα αυτιά μου)

859. βαζούρα = φασαρία, θόρυβος

860. βαθύσκιουτους -η -ου = μέρος με πυκνή σκιά, σκιερός. Σήμαινε και


δροσερά μέρη στα ξεκαλοκαιριά

69
861. βαϊάφτ’κου = σημάδι στο αφτί των προβάτων (κόβεται το αφτί στη
ρίζα στο μπροστινό μέρος και το αφτί κρέμεται)

862. βαΐζου = γέρνω προς τη μια πλευρά και ξαπλώνω, γυρίζω στο πλάι,
γέρνω για ένα υπνάκο

863. βάϊσα = γύρισα στο πλάι, έγειρα, βαΐσα το κοπάδι γύρισα το κοπάδι
προς κάποια κατεύθυνση

864. βάκρα = γίδα ή προβατίνα με μαύρα μπαλώματα στο πρόσωπο,


μαύρο πρόσωπο και πόδια μαύρα

865. βακρουκάλλισια = προβατίνα που έχει περισσότερα από την κάλλεσια


και λιγότερα από τη βάκρα μαύρα στίγματα στο πρόσωπο, στα αφτιά
και στα πόδια

866. βαλαντουτό σύγνιφου = φορτωμένο σύννεφο που θα φέρει μεγάλη


κακοκαιρία

867. βαλαντωμένος ο καιρός = καιρός που προμηνύει κακοκαιρία

868. βαλαντώνω = κακοκαρδίζω, στενοχωρώ κάποιον, στενοχωριέμαι


υπερβολικά, θλίβομαι, καταβάλλομαι ψυχικά

869. βαλάντωσα = στεναχωρήθηκα, μούτρωσα, κλαίω

870. βαλέρα, η βαρέλα = το βαρέλι

871. βαλμαραίοι= φύλακες των αλογομούλαρων

872. βαλμαριό = το σύνολο από τα αλογομούλαρα της στάνης].

873. βαλμάς =. αυτός που βοσκάει τα αλογομούλαρα αυτός που δεν είναι
και πολύ έξυπνος,

874. βαλμοί = θόρυβοι, κρότοι, γδούποι

875. βαλμούσα = γυναίκα του βαλμά, γυναίκα που είναι άξια να φυλάει
μόνον τα άλογα, ανάξια γυναίκα

70
876. βάλσαμου = βάλσαμο , βότανο το υπερικόν το διάτρητον
(hypericum perforatum), βαλσαμόχορτο ή σπαθόχορτο, "μανούλα
πάω για να βρώ το βάλσαμο βοτάνι αρρώστησε η αγάπη μου
φοβάμαι μην πεθάνει" το βαλσαμόχορτο απασχόλησε τη θεραπευτική
από την αρχαιότητα: ο Γαληνός και ο Διοσκουρίδης το αναφέρουν
ως διουρητικό, επουλωτικό, εμμηναγωγό και αιμοστατικό. Στην
αρχαιότητα επίσης, το χρησιμοποιούσαν ως επουλωτικό στις πληγές
που γινόντουσαν από τα σπαθιά, εξ ου κι η ονομασία του σπαθόχορτο

877. βαλτός -ή -ό = τα ον έβαλαν να κάνει κάτι κακό η ύποπτο

878. βαλτουνιέρια = νερά των βάλτων

879. βάλτους = λιβάδι με μόνιμα αβαθή νερά και λάσπη

880. βαμπακιά = βαμβακιά, Στην Ελλάδα πρωτοήρθε από την Ασία κατά
την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου γύρω στο 300 π.Χ. Η
επιστημονική του ονομασία είναι γοσύπιο Τα άνθη της είναι λευκά
όταν ανοίξουν αλλά στην πορεία αλλάζουν χρώμα και γίνονται
κόκκινα ή μοβ και εντυπωσίαζαν συμβολίζοντας την νύφη για την
αγνότητα και την λευκάδα… "άσπρη βαμπακιά είχα στην πόρτα μου"

881. βάνου = βάζω

882. βάνου μιτάνοια = κάνω μετάνοια

883. βάνου στα πουδάρια = καταδιώκω , τρέπομαι σε φυγή

884. βάντα, βαντακαλιά = τσαμπί. νήμα μαζεμένο σε κύκλους, μπούκλα,


κούκλα με νήμα

885. βαντιέρα = δίσκος για κέρασμα, δίσκος σπιτικός για σερβίρισμα,


κυρίως, αλλά και για άλλες ποικίλες χρήσεις, είναι πολλών ειδών,
σχημάτων και ποιοτήτων, γενικά είναι ελλειψοειδές με δυο χερούλια.
Πολλές έχουν γυάλινο κάμπο με παραστάσεις “λαϊκής εμπνεύσεως”
και χαιρετισμούς ή ευχές: “Καλημέρα” – “Χρόνια Πολλά κλπ

886. βαραίνει η γνώμη = σκέπτομαι με λογική, με σωφροσύνη

71
887. βαράω = χτυπώ, δέρνω, χτυπώ τα πρόβατα να περάσουν στη
στρούγκα για άρμεγμα (δουλειά παιδιών, γυναικών)

888. βαρβαρίτσα = σπίλος, κρεατοελιά

889. βαρβαριτσουχόρτι = βότανο με το οποίο γιατρεύω τη βαρβαρίτσα

890. βαρβάτμα = η τάση για ζευγάρωμα ζώων

891. βαρβάτους, -η, -ου = αρσενικό ζώο που είναι ικανό για
αναπαραγωγή, μεγάλο μέγεθος , δυνατός και άξιος

892. βαρβατσέλι = μικρό τραϊ που θέλει να κάνει τον τράγο

893. βαργκουμάου, βαρυγκουμάου = δυσφορώ, παραπονούμαι, το φέρω


βαρέως

894. βαρεί ου νους = σκέφτομαι κάτι. πάει ο νους μου σε κάτι,

895. βαρέλα = μικρό ξύλινο βαρέλι με το οποίο μεταφέρουν οι γυναίκες το


νερό στην πλάτη τους

896. βαριακούου = δεν ακούω καλά, ακούω άλλο αντί άλλου

897. βαριαναστινάζου = αναστενάζω με καημό, με πόνο.

898. βαριανταριασμένις ράχις = βουνοκορφές που σκεπάζονται από πυκνές


ομίχλες

899. βαριλουκρέβατου = θέση για τις βαρέλες

900. βαριλουτριχιά = τριχιά με την οποία φορτώνονται οι γυναίκες τη


βαρέλα

901. βάριμα, βάρεμα = χτύπημα, πληγή, τραύμα, το βάρεμα των προβάτων


στη στρούγκα

902. βαριόμοιρους = αυτός που έχει κακή μοίρα, κακότυχος.

903. βαριουκοιμάμι = κοιμάμαι βαριά

72
904. βαριουκούδ’να = τα βαριά κουδούνια

905. βαριουσκανιάζου = καταστενοχωρούμαι

906. βάρισι λύκους = μπήκε λύκος στο κοπάδι ,

907. βάρισι ου τόπους = έβγαλε χορτάρι.

908. βαριτάδις, βαρτάδες = "βαράν" τα πρόβατα να προχωρήσουν στη


στρούγκα για άρμεγμα (συν. παιδιά& γυναίκες)

909. βαρκαδόρους = βαρκάρης.

910. βαρκέστ΄σα, βαρκιέστηκα = μπούχτισα, βαρέθηκα, απαύδησα,


έπληξα

911. βαρκό = ο τόπος που βγάζει νερό, ακαλλιέργητο χωράφι γεμάτο νερό
που βουλιάζει

912. βαρκώνου = πηγαίνω το κοπάδι στο βαρκό για βοσκή.

913. βαρού = χτυπώ, ηχώ (χτυπώ μουσικό όργανο π.χ, τζαμάρα, κλαρίνο
κ.α), αλλα και σκοτώνω βαρού τα πρότα πιέζω τις προβατίνες να
περάσουν στη στρούγκα, για να τις αρμέξουν οι αρμεχτάδες. βαρού
τζαμάρα παίζω τζαμάρα, βαρού του γάλα = το αποβουτυρώνω,
πυροβολώ, ρίχνω (βάρεσαν τουν Γιάννου = τον χτύπησαν η τον
πυροβόλησαν )

914. βαρυγκόμσα = είμαι στεναχωρημένος, δεν έχω διάθεση, δυσφόρησα,


δυσανασχέτησα

915. βαρυξουμπλιασμένους = πολυστολισμένος, με πολλά σχέδια

916. βαρυπληρώνου = ακριβοπληρώνω

917. βαρυχειμουνιά = δύσκολος χειμώνας, βαρύς χειμώνας, μεγάλης


διάρκειας και πολύ κρύος χειμώνας

73
918. βασ’λεύου = την πρωτοχρονιά κάνω ενέργειες που θα πρέπει να
γίνονται όλη τη χρονιά για να μου πάει καλά όλο τον χρόνο η
αντίστοιχη ενέργεια,

919. βασ’λόξιγκου = ξίγκι από την κοιλιά του γουρουνιού σαν θεραπευτικό
μέσο.

920. βασ’λόσπ’του = παλάτι.

921. βασιλ’κά = βασιλικά

922. βασίλειου = βασιλική επικράτεια, κράτος με βασιλικό πολίτευμα

923. βασίλιμα = η δύση του ήλιου, τα κλείσιμο των ματιών από την νύστα,
η ενέργεια του να βασιλέψω την πρωτοχρονιά

924. βασιλίνα = βασίλισσα

925. βασιλκός = βασιλικός. Ένα γνωμικό αναφέρει πως «όπου φυτρώνει


βασιλικός δεν φυτρώνει το κακό». Το συγκεκριμένο βότανο έχει
συνδεθεί με τη χριστιανική παράδοση καθώς η παράδοση αναφέρει
ότι φύτρωσε στο σημείο που ήταν θαμμένος ο σταυρός, όπου είχε
σταυρωθεί ο Χριστός. Γι’ αυτό μοιράζουν βασιλικό στις εκκλησίες στη
γιορτή της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού, στις 14 Σεπτεμβρίου. Έχει την
επιστημονική ονομασία ώκιμον το βασιλικόν – οcimum basilicum
και ανήκει στην οικογένεια των χειλανθών, ονομάζεται ακόμα και
Βότανο του Αγίου Ιωσήφ. Διαθέτει στα φύλα του αιθέρια έλαια και
ευγενόλη στην οποία οφείλει τη υπέροχη μυρωδιά του, ενώ περιέχει
διάφορες χημικές ουσίες οι οποίες δίνουν τη χαρακτηριστική μυρωδιά
του κάθε είδους. Έχει θεραπευτικές και χαλαρωτικές ιδιότητες.
Βασιλικός επίσης και αυτός που αναφέρεται στον βασιλιά η έχει
βασιλική μεγαλοπρέια ( η στράτα ειν' βασιλικιά.., βασιλαρχόντησα,
κ.α.)

926. βασιλόψουμου, βασιλόκ’λουρα = βασιλόπιτα.

74
927. βασκαμός = μάτιασμα. Με τον όρο "μάτιασμα" ή "κακό μάτι",
αναφερόμαστε σε μια ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση, ότι ένας
άνθρωπος μπορεί να επηρεαστεί αρνητικά από την "κακή ενέργεια",
τη ζήλια, το θαυμασμό ή ακόμα και μια απλή ματιά, ενός άλλου. Τα
"ξεματιάσματα" είναι ενέργεια να φύγει το μάτι και διαφέρουν από
τόπο σε τόπο και μεταδίδονται από τη μία γενιά στην άλλη. Ο
"ματιασμένος" που δέχεται τις ευχές, δεν πρέπει να πει "ευχαριστώ"
γιατί το ξεμάτιασμα δε θα πιάσει!

928. βασκαντηρούλις = υλικά που χρησιμοποιώ για ξεμάτιασμα (χάντρες,


σταυρός, κάρβουνα, κτλ.).

929. βασκάνω = ματιάζω, κοιτάζοντας με θαυμασμό ή φθόνο, προξενώ


κακό, με την επήρεια του βλέμματός μου σε κάποιον

930. βασταηρός = αυτός που κρατιέται καλά από υγεία και είναι μεγάλος σε
ηλικία, κοτσανάτος γέρος

931. βαστάκι = θηλιά από το κουδούνι

932. βαστακότρυπα = τρύπα στο στεφάνι του κουδουνιού μέσα από την
οποία περνάει το βαστάκι

933. βαστάου = κρατώ, αντέχω, νηστεύω.

934. βαστιώμι = κρατιέμαι, έχω οικονομική ευχέρεια

935. βαστούμινους, -η, -ου = πλούσιος.

936. βαστώ = κρατώ, αντέχω, έχω ψυχικό σθένος, έχω ηθικό ακμαίο

937. βαταλαλού, βαταλαλώ = λέω ανοησίες. κουβέντες χωρίς ουσία,


αερολογώ

938. βάτεμα, βάτιμα = γονιμοποίηση ζώων, μαρκάλισμα, σεξουαλική


επαφή

939. βατεύω = έρχομαι σε επαφή σεξουαλικά κυρίως όμως στα ζώα

75
940. βατεύω, βατέβου = γαμώ, γαμίζω, γαμού, αμώ, μω, βατεύω,
βατέβου, βαντέβου, βατέβγω, βατέβγου, βατέβγκω, βατέβκω,
βατέγκου, ματέβω, μαντέβω, ματέβγω, πατέβγω, πατέβου, πατέγκουω,
γατέβω, λάζω, λάσω, ραπόνω, σαουλιάζου, σιαφακόνω,
τσιαφλιακόνου από το ιταλικό lavorare (una donna)

941. βατός -ή -ό = ευκολοδιάβατος, προσπελάσιμος, εύκολος λόγο


απλότητας

942. βάτους = βατομουριά είναι θάμνος αγκαθωτός. Τα βατόμουρα έχουν


εξαιρετικές θεραπευτικές ιδιότητες. Το εξωτερικό τους είναι
αποτελεσματικό σε δερματοπάθειες και σε αποστήματα.
Χρησιμοποιείται επίσης ως φάρμακο κατά της φαρυγγίτιδας, της
αναιμίας, της λαρυγγίτιδας, της διάρροιας, της ουλίτιδας και βοηθά
στις λοιμώξεις του αναπνευστικού

943. βάτρα = η εστία, το μέρος που ανάβουμε την φωτιά

944. βατσ’νιά, βατσνιά = βάτος , αγκαθωτά κλαριά

945. βαφόρρ’ζα = το φυτό αλκάννα η κοκκινοβαφής, ανχούσα. Με τη ρίζα


του εβαφαν τα μάλλινα. Ο αρχαίος βοτανολόγος Θεόφραστος και
αργότερα ο Διοσκουρίδης, αλλά και ο Ιπποκράτης περιγράφουν τις
ιδιότητες του φυτού και προτείνουν συνταγές για τη χρήση του. Είναι
κατάλληλη για τη θεραπεία ελκών στο διαβητικό πόδι, στην επούλωση
όλων τραυμάτων, εγκαυμάτων, ελκών κάθε είδους,
αιμορροϊδοπάθειας και άλλων δερματικών παθήσεων όπως η ακμή ,
καθώς αποτελεί μία φυτική ουσία που βοηθά στην αποκατάσταση του
δέρματος χωρίς τις παρενέργειες των χημικών ουσιών.

946. βαφτ'ζμένου = βαπτισμένο

947. βαφτίζου = κάνω κάποιον Χριστιανό, -ομαι, γίνομαι Χριστιανός


,μτφ. κάνω νέους συγγενείς …."πάει να βαφτίσει ένα παιδί να κάνει
έναν κουμπάρο, για νάχει ο μαύρος γύρισμα"…

76
948. βαφτιστικός -ια , αδιξιμιός = ο αναδεξιμιός το βαφτιστήρι,
αναφέρεται στο βάφτισμα

949. βγαλσιμουχόρταρου = φαρμακευτικό φυτό, μολόχα. Το


χρησιμοποιούσαν για διάφορα σπυριά. Τα έσπαγαν και έβγαζαν το
πύον

950. βγάνου = βγάζω, φέρνω έξω, παίρνω από πάνω μου, αφαιρώ κάτι

951. βγατάω, αβγαταίνω και αβγατίζω = αυξάνω, πληθαίνω, μεγαλώνω.

952. βελάζω = φωνή προβάτου, φωνάζω δυνατά όπως τα πρόβατα,


άνθρωπος που δεν έχει καμιά σοβαρότητα και λέει ανοησίες

953. βέλαξα (απ 'τον πόνο) = φώναξα δυνατά ή πόνεσα πολύ

954. βέλασμα = η φωνή των ζώων

955. βελέντζα/βιλέντζα = μάλλινο σκέπασμα , μάλλινη υφαντή κουβέρτα,


φλοκάτη

956. βελούχι, βιλούχι = Η λέξη Βελούχι είναι μεσαιωνική, πιθανώς


σλαβικής προελεύσεως και σημαίνει «λευκό βουνό», ενώ κατ’ άλλους
προέρχεται από τις δωρικές ρίζες «παλ» και «ουχι» που σημαίνουν
καμπυλωτή κορυφή. Μια τελευτάια εκδοχή είναι ότι οι λέξεις Βελούχι-
Βηλούχι προέρχονται από την ομηρική λέξη «βηλός» που σημαίνει
ουρανός , πηγή με άφθονο νερό, και το βουνό

957. βέρα = δαχτυλίδι των νεόνυμφων, αρραβώνας

958. βέργα = βελόνα πλεξίματος

959. βέργισμα = διαδικασία (χτύπημα με τριχιές) που ακολουθούν οι


γυναίκες για να καθαρίσουν το τραγόμαλλο, έδεναν όχι σε ίσιες
αποστάσεις τέσσερα βεργόσκοινα φτιαγμένα από καννάβι σε ένα
ξύλινο κοντάρι που τόχε πλακωμένο με μεγάλες πέτρες. Μια οργιά
περίπου το κάθε βεργόσκοινο κι όλες οι άκρες είχαν δεθεί σε ξύλο δυο
σπιθαμές περίπου. Το ξύλο αυτό κράταγαν οι βεργίστρες και μαυτό

77
έδερναν με δύναμη τα τραγόμαλλα που έστρωναν καταγής, κάτω από
τα βεργόσκοινα. Κι έβλεπες τότες τα μαλλιά, να χτυπιούνται, να
σκορπίζονται, να ξεπετιούνται, να ανοίγουν και στο τέλος να πέφτουν
εδώ κι εκεί. Αφηνε κάτω τα σκοινιά η βεργίστρα, συμμάζευε τα μαλλιά
και τάκανε τλούπες.

960. βζένου = θηλάζω

961. β'ζί = το βυζί

962. βζούλα = περηφάνια, λεβεντιά.

963. βήκι του σόι = ξεμάκρυνε το σόι, χάθηκε η συγγένεια

964. βήχς = βήχεις, αρχ. βήξ, ο βήχας

965. βιά = βιασύνη.

966. βιάζου = πιέζω κάποιον να κινηθεί πιο γρήγορα, πιέζω κάποιον να


κάνει κάτι χωρίς τη θέλησή του

967. βίγλα = καραούλι, σκοπιά

968. βιγλίζου = παρατηρώ από τη βίγλα, παραφυλάω, ερευνώ με το βλέμμα

969. βιδούρα = ξύλινο δοχείο νερού, παρασκευής γιαουρτιού,


αποθήκευσης γαλακτοκομικών προϊόντων, κ.α

970. βίζ’τα = επίσκεψη σε συγγενικό ή φιλικό

971. βιζές = το είδος του τυριού κεφαλοτύρι. Το παραδοσιακό αυτό τυρί


έχει πολλές παραλλαγές που είναι επίσης καλές σαν επιτραπέζιο τυρί.
Τέτοιες παραλλαγές είναι η βεζιά της Πελοποννήσου ή βιζές της
Ηπείρου

972. βιλαέτι = διοικητική περιφέρεια(τούρκικη)

78
973. βιλάζει = βελάζει βγάζει βληχή το πρόβατο. Εξ και το βλάχος από το
ότι είναι αυτός που φυλάει τα πρόβατα που βλήχονται (φωνή
προβάτων)

974. βιλανδιά = βελανιδιά Οι βελανιδιές (Δρυς -Quercus) είναι μια μεγάλη


ομάδα αείφυλλων και φυλλοβόλων δέντρων και θάμνων που
βρίσκονται άγρια στην χώρα μας. Στην Ελληνική Μυθολογιά, ο
Ζεύς/Δίας, ο θεός της βελανιδιάς, ήταν επίσης οπλισμένος με
κεραυνούς. Το προφητικό δρύινο άλσος της Δωδώνης στην Ελλάδα
αφιερώθηκε στο Δία και τα μηνύματα των Θεών ερμηνεύονταν με
τον ήχο του αέρα στα δρύινα φύλλα τους. Η βελανιδιά αποκαλείται
quercus ή querimus, επειδή οι θεοί χρησιμοποιούσαν τη βοήθεια
αυτού του δέντρου για να δώσουν απαντήσεις, σε ερωτήσεις σχετικές
με το μέλλον. Ο χυμός από τη σύνθλιψη των φύλλων μπορεί να
εφαρμοστεί επάνω σε πληγές, και το διάλυμα που παράγεται από
φύλλα διαποτισμένα με βραστό νερό, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για
να ανακουφίσει τα ξαναμμένα μάτια, επειδή είναι ικανό ψυκτικό.
Χρησιμοποιήστε επίσης για χτύπημα, γδάρσιμο, ή κάψιμο και ακόμη
ως στοματικό διάλυμα για πληγωμένα ούλα. Επίσης ανακουφίζει από
τις αιμορροΐδες, τη φλεβίτιδα και τον πονόλαιμο. Το αφέψημα του
φλοιού χρησιμοποιείται για να μειώσει τον πυρετό, την διάρροια, τη
δυσεντερία, την αμυγδαλίτιδα, τη φαρυγγίτιδα και τη λαρυγγίτιδα. για
να φτιάξετε το αφέψημα χρειάζεστε

975. βιλάνι, βιλανίδι = βελανίδι (καρπός βελανιδιάς).

976. βιλαώρα = ορεινό λιβάδι, μόνο για βοσκή χωρίς δένδρα

977. βιλέντζα, βιλέτζα = μάλλινο σκέπασμα το οποίο ύφαιναν στον


αργαλειό

978. βιλιντζάκι = μικρό τσιόλι για τις πλάτες, για προστασία από τη βροχή

979. βιλίτα = τυρόψωμο ψημένο στη χόβολη

79
980. βιλόνα = βελόνα λεπτό και μακρύ κομμάτι μετάλλου, μυτερό στο
μπροστινό άκρο και με τρύπα στο πίσω μέρος, που χρησιμοποιείται
στο ράψιμο

981. βιλουνιά = βελονιά, πέρασμα της βελόνας στο ύφασμα για ράψιμο η
κέντημα

982. βιός = περιουσία κτηνοτρόφου

983. βιουλιά = μουσικές παρέες στα πανηγύρια

984. βίραγκας = βαθειά κοίτη του ποταμού στο σημείο που πέφτει το νερό
και δημιουργεί βάθος, βαθύ κοίλωμα (γούρνα) γεμάτο νερό μέσα στο
ποτάμι

985. βιργινάδα = φοράδα ασαμάρωτη, όμορφη κοπέλα

986. βιργουκαλαμίζουμι, βιργουλυγάου = λυγίζω σαν τη βέργα, κάνω


όμορφες κινήσεις στο περπάτημα ή στο χορό.

987. βιργουκαμαρουμένους, = έχει λεπτό, ψηλό σώμα και όμορφο


παρουσιαστικό

988. βιργουλουγάου = κόβω τις άχρηστες βέργες

989. βιρέμ’κου = λειψό, ελαττωματικό.

990. βιρέμ’ς = αρρωστιάρης, καχεκτικός

991. βιτ’λόγρικου = μέρος στο οποίο διανυκτερεύουν τα βιτούλια.

992. βιτ’λουγινν’μένη = βετούλα που γέννησε

993. βιτ’λουκάτσ’κου = κατσίκι που γεννήθηκε από βιτούλα

994. βιτλιάρ’ς = τσομπάνος που βόσκει τα βιτούλια

995. βιτούλα = κατσίκι ενός χρόνου

996. βιτούλι, - α = αρσενικό κατσίκι ενός χρόνου, -α το θηλυκό

80
997. βίτσα = βέργα

998. βιτσουνόρα, -ρκου = προβατίνα με λεπτή ουρά, με ουρά σαν τη


βέργα, σαν τη βίτσα. Αρσενικό πρόβατο με λεπτή ουρά.

999. βλάβει με το (δεν) = δεν βλάπτει.

1000. βλαγκά = ρούσα πρόβατα.

1001. βλαγκάρι = μπρούτζινο καμπανέλι (κυπρί) που βγάζει βραχνό ήχο

1002. βλαγκάρια = τα κυπριά με μολυβένιο γλωσσίδι και βγάζουν βραχνό


ήχο. καμπανίτσα ή βλαγκάρι οι Σαρακατσάνοι ονομάζουν το
καμπανέλι είδος κύπρου με κυρτή κορυφή, χείλη προς τα έξω και με
την κάτω βάση του να είναι κυκλική και όχι ελλειψοειδής όπως οι
υπόλοιπες παραλλαγές του κύπρου.

1003. βλαγκίζου = βγάζω βραχνό ήχο

1004. βλαγκόκυπρους = κύπρος που βγάζει βραχνό, κουφό ήχο.

1005. βλαγκός = βραχνός.

1006. βλάμ’ς, μπράτ’μους = οι σημαιοφόροι του γάμου.

1007. βλάμ’σσα = σταυραδερφή, αδερφοποιτή.

1008. βλασάτη = μακρυμάλλα προβατίνα, αρσενικό μακρυμάλλικο πρόβατο.

1009. βλάχους, βλαχούλα, βλάχ’κους, βλάχ’σσις, βλαχνιά, = Σαρακατσιάνος -α


- οι με την έννοια του βοσκού από το βλήχομαι (βληχή = φωνή
προβάτου) υπ αυτή την έννοια και τα παρακάτω διότι οι Βλάχοι είναι
δίγλωσσοι ημινομάδες και έχουν τελείως διαφορετική καταγωγή.
βλάχ’κου = τρόπος ζωής των Σαρακατσάνων, νομαδική ζωή βλαχο- ή
βλαχου- πρώτο συνθετικό σε λέξεις που δηλώνει ότι το δεύτερο
συνθετικό ανήκει στο πρώτο: βλαχόπρατα, βλαχόστρατις,
βλαχουστάνις, βλαχουκόπαδα, βλαχουμάντρι, βλαχουμπάτζια,
βλαχουπαίδια, βλαχουπρόβατα, βλαχουτήγανου, βλαχόσκυλα,
βλαχουσκάφιδου. Βλαχουκαμπίσιοι, Σαρακατσάνοι που μένουν

81
μόνιμα στα χειμαδιά, αλλά δεν έχουν χάσει τη σειρά τους ως
Σαρακατσάνοι βλαχούλ’δις, οι Σαρακατσάνοι που έχουν μικρά
κοπάδια ή έχουν πολλά γίδια αντί για πρόβατα, βλαχουδάσκαλοι,
(καλυβοδάσκαλοι) δάσκαλοι, μη Σαρακατσάνοι, που μαθαίνουν το
καλοκαίρι στις σαρακατσάνικες στάνες τα παιδιά γράμματα ενας
τέτοιος ήταν και ο Λουντέμης σε τσελιγκάτα του Βερμίου

1010. βλιόρα = σάρα και μάρα, συρφετός

1011. Βλίτο (Amaranthus sp) = βλίστρος, γλίστρος, γλίντρος, βλιταράκι


Ετήσιο φυτό που φτάνει τα 80 εκατοστά. Το συναντάμε σχεδόν
παντού σε ακαλλιέργητους και καλλιεργημένους τόπους. Αποτελεί
μεγάλο ζιζάνιο στις καλλιέργειες γιατί πολλαπλασιάζεται πολύ εύκολα
και γρήγορα. Ο σπόρος του μπορεί να φυτρώσει και μετά από δέκα
χρόνια. Μαζεύονται οι τρυφερές κορφές τους από αρχή καλοκαιριού
μέχρι το φθινόπωρο. Πρέπει να το κλαδεύουμε συχνά για να πετάει
από τα πλάγια πριν προλάβει να κάνει σπόρους. Τρώγονται βραστά
με ξύδι ή λεμόνι και σε συνδυασμό με σκόρδο ή τσιγαριστά με
διάφορα άλλα λαχανικά όπως οι κολοκυθοκορφάδες. Φτιάχνεται μέχρι
και γιαχνί με πατάτες και χρησιμοποιείτε και για πίτες μαζί με άλλα
άγρια φαγώσιμα χόρτα.

1012. βλουγάει κλαρί = ευδοκιμεί κλαρί, αντέχει κλαδί, δεν υπάρχει

1013. βλουγάου = ευλογώ

1014. βλουημένους = ευλογημένος.

1015. βλουϊά = ευλογιά η αρρώστια

1016. βλουϊάρ’ς = αυτός που πάσχει από ευλογιά.

1017. βολά (μίνια) = μια φορά

1018. βόμπιρας = μικρό παιδί, μικροκαμωμένος , δαίμονας ανήσυχος,


ζημιάρης

82
1019. βόρσμα = φύσημα που κάνει ο δυνατός και κρύος αέρας που έρχεται
από το βοριά και συνοδεύεται συνήθως από χιόνι

1020. βούζα ( φλάς) = είσαι μουτρωμένος, φουσκωμένα μάγουλα, η κοιλιά

1021. βούζας = γενναίος, ρωμαλέος.

1022. βούζια = Σαμπούκος ο έβουλος, βουζιά, ζαμπούκος, βρωμούσα, ξερά


ποώδη φυτά, κυρίως σπερδούκλια ή μπότσκες, με τα οποία στρώνουν
τα μαντριά

1023. βουζιασμένους, βούζουμα = αυτός που έχει σπυριά στα χείλη του,,
θυμωμένος που η συνοφρύωση κάνει τα χείλη να φουσκώνουν

1024. βουζουκ’λιάρ’κα = ζώα με πρησμένη κοιλιά, με μεγάλη κοιλιά.

1025. βουζουκρανιά = είδος κρανιάς.

1026. βουζώνου, βουζώνω = θυμώνω , δυσανασχετώ, κάνω μούτρα, μένω


αμίλητος στη γωνιά

1027. βουή = θόρυβος για κακό συνήθως

1028. βούκουλας = γελαδάρης

1029. βουλά = μια φορά

1030. βούλα = σφραγίδα και σήμα που αποτυπώνεται από αυτήν, λακάκι
στα μάγουλα. στίγμα. Βούλα κακιά είδος κατάρας.

1031. Βουλγαρ’νοι = οι Σαρακατσιαναίοι της Βουλγαρίας

1032. Βουλγάρα = Βουλγάρα, όμορφη γυναίκα, λεβεντογυναίκα

1033. βουλγαρουκόπαδα = κοπάδια των Βουλγάρων.

1034. βουλέθηκα = σχεδίασα, πήρα απόφαση να..

1035. βουλή = θέληση

83
1036. βούλι = γλύκισμα που βάζω στο στόμα του μωρού, για να ξεγελιέται
και να ηρεμεί (αντί για πιπίλας)

1037. βούλια, βουρλιά = βάλτος, βαρκό.

1038. βούλιμα = βούλευμα, γνωμοδότηση.

1039. βουλιόμαι, βουλιόμι = θέλω, επιθυμώ, σχεδιάζω

1040. βουλουδέρου = τριγυρίζω σε ένα μέρος, γυροφέρνω αναζητώντας να


βρω κάτι

1041. βουλουκιέρι = σφραγιδόκερο

1042. βούλουμα = πώμα.

1043. βούλουμι, βουλιόμι, βουλιόμαι = προτίθεμαι, έχω σκοπό

1044. βουλουτή = στρωσίδι, βελέντζα.

1045. βουλύμι = μολύβι

1046. βουλώνει ου διάουλος = σφραγίζει ο διάολος

1047. βουλώνου = βάζω πώμα σε κάτι, ταπώνω, φράσσω

1048. βουλώνου τα πρότα = τα σταματάω σε ένα σημείο

1049. βουλώνου του στόμα = εξαγοράζω τη σιωπή κάποιου.

1050. βουμπίρ’κου = καταραμένο

1051. βουνιά = κοπριά μεγάλων ζώων . Β(ου)νιὰ ( βούς, βουνιά ) = ἡ


κοπριά τῶν χορτοφάγων ζώων

1052. Βουργαριά = Βουλγαρία

1053. βουργαρουκουρεύου = δεν κουρεύω το ζώο γουλί αλλά ζωνάρια


ζωνάρια

1054. βουρδούλα = αρρώστια των προβάτων (υδροκεφαλία)

84
1055. βουρδουλιάζου = βγάζω στο σώμα μου εξανθήματα

1056. βούρλα = τρέλα και θάμνοι του βάλτου(βούρλου)

1057. βουρλαίνουμι ( για ζώα) = αρρωσταίνω από βούρλα,

1058. βουρλαμάρα = τρέλα.

1059. βουρλή = πρόβατο που πάσχει από βούρλα

1060. βουρλιά = ρίζα από βούρλο.

1061. βούρλου = βούρλο, γιούγκος ο ακιδωτός (juncus acutus) , typha


latifolia, τύφα, ψαθί, ουρά της γάτας. Πολυετή φυτά, χαρακτηριστικά
στενά φύλλα με έλυτρο στη βάση, φυτό με πυκνές τούφες και με οξύ
άκρο.Οι βλαστοί του βούρλου χρησιμοποιούνται στην
καλαθοπλεκτική, κατασκευάζονται τυροβόλια και άλλα είδη.

1062. βούρτσα = ψηλό ξύλινο κάδη μέσα στο οποίο βγάζω το βούτυρο. Το
γάλα ρίχνεται (προκειμένου για ποσότητες 5-10 κιλά) όλο μαζί σε ένα
ψηλό κυλινδρικό ξύλινο δοχείο (κάδη). Με ένα ξύλινο ραβδί που στη
μία άκρη έχει στερεωθεί κυκλικός ξύλινος δίσκος διάτρητος (όλη η
κατασκευή θυμίζει έμβολο),"χτυπάμε" το γάλα ανεβοκατεβάζοντας
αυτό το έμβολο με σταθερές κινήσεις.

1063. βουρτσόξ’λου = ειδικό ξύλο με το οποίο χτυπάω το γάλα στη βούρτσα


και το αποβουτυρώνω. Είναι ξύλινο ραβδί που στη μία άκρη έχει
στερεωθεί κυκλικός ξύλινος δίσκος διάτρητος

1064. βουσκάου = βόσκω

1065. βουσκάου ασκότουτα = βόσκω το κοπάδι με μεράκι

1066. βουστ’νόπ’τα = πίτα που γίνεται με κλωτσοτύρι με βουστίνα

1067. βουστίνα = προϊόν βρασμού απο το ξινόγαλο όπου βγαίνει η


βουστίνα (κλωτσοτύρι ή ξινοτύρι)

1068. βουτυρόκαδα = καδί στο οποίο βάζουν το βούτυρο

85
1069. βραδιάζει = φτάνει το βράδυ, -ουμι νυχτώνω, διανυχτερεύω

1070. βραδιάζου τα πρότα = τα βόσκω μέχρι να βραδιάσει

1071. Βραζιλιάνοι = οι Σαρακατσιαναίοι που έφυγαν κυνηγημένοι από τη


Σερβία. Επιτροπή για αποκατάσταση προσφύγων τους έστειλε στη
Βραζιλία!!! Οι βουνίσιοι Σαρακατσιαναίοι δεν άντεξαν και
επέστρεψαν. Το κράτος τούς αποκατάστησε, τελικά, σε χωριά του
νομού Σερρών.

1072. βρακανήθρα = χορταρικό.

1073. βρακάτη = προβατίνα που έχει μαλλιά και κάτω από τη θηλιά του
ποδαριού.

1074. βρακί = λίπος που συγκεντρώνουν τα αρνιά κοντά στην ουρά

1075. βρακουζών(η) = το σχοινί για το δέσιμο του βρακιού

1076. βρακουζώνα = βρακοζώνα.

1077. βρακουθλ’ιά = βρακοθηλιά.

1078. βρακουμένου = το ζώο που έχει βρακί (λίπος στην ουρά)

1079. βρακώνουμι = φοράω εσώρουχο

1080. βραστήρα = σκοινί που πιάνεται στην κατσιούλα από το κονάκι και
μία κλιτσούλα δεμένη σε αυτό. Από την κλιτσούλα αυτή κρέμεται το
κακκάβι και βράζει στη φωτιά.

1081. βραστόγαλου = γάλα που κρατάνε οι τσομπαναραίοι για φαγητό. Το


υπόλοιπο το πήζουν τυρί.

1082. βριζάλα = άχυρο από βρίζα

1083. βριτός = έχει βρεθεί

1084. βριχτάρια = βραστά φασόλια

86
1085. βρόντα = κουδούνι.

1086. βρόντους = κουδούνι

1087. βρούβις (Sinapis alba) = σινάπι, αγριοσινάπια, σινιάβρη,


γλυκόβρουβες. Τα φρέσκα τρυφερά φύλλα τους τρώγονται βραστά
μόνα τους ή με άλλα χόρτα και χρησιμοποιούνται μαζί με άλλα σε
χορτόπιτες

1088. βρουκόλακας = στοιχειό, βρικόλακας (μτφ.)ανάποδος, κακός,


παλιάνθρωπος

1089. βρουκουλακιάζου = ζω πολλά χρόνια

1090. βρουμουκλάρι = το φαρμακευτικό φυτό ανάργυρος ο δυσώδης,


θάμνος που αναδίνει μια άσχημη μυρωδιά. Το χρησιμοποιούσαν για
να επουλώνουν τις πληγές από τσίμπημα σκορπιού

1091. βρουντάει ου τόπους τα πρότα = τα πρόβατα αρρωσταίνουν, όταν


τρώνε κάποιο φυτό δηλητηριώδες

1092. βρουνταλίδια = μικρά κουδουνάκια.

1093. βρουντάρα = παιδικό παιχνίδι που, όταν σπρώχνουμε το έμβολό του,


βγάζει δυνατό κρότο.

1094. βρουνταριά = βροντή.

1095. βρουντάω = ρίχνω

1096. βρουντάω καταΐ = ρίχνω κάτω

1097. βρουντή = κεραυνός.

1098. βρουντότριχα =η ασθένεια των ζώων παρασιτική βρογχίτιδα, άχρηστο,


ενοχλητικό.

1099. βρουχάδις = οι βροχές.

87
1100. βρουχιάζου = παγιδεύω με βρόχια, (μτφ.) στήνω ερωτική παγίδα. -
ουμι πιάνομαι στα βρόχια.

1101. βρόχια = παγίδες για πουλιά.

1102. γ’νικίσιους, -α, -ου = γυναικείος.

1103. γάβια = η θέση

1104. γαβριάς = τόπος με γάβρους

1105. γαβρουλουιόμι = γαμπρολογιέμαι.

1106. γάβρους = είδος δέντρου, με την επιστημονική ονομασία Carpinus

1107. γαζέτα δεν έχει = είναι απένταρος. Η γαζέτα υπήρξε νόμισμα της
Επτανήσου Πολιτείας, που κόπηκε το 1801, κατά την περίοδο της
Ρωσσικής και Οθωμανικής κατοχής (Ρωσσοτουρκική Συμμαχία)

1108. Γαϊδουράγκαθο = κουφάγκαθο, κάρδος, σίλυβο. Διετές ακανθώδες


φυτό που φθάνει σε ύψος το 1,5 μέτρο. Τα φύλλα του είναι πράσινα
με χαρακτηριστικά άσπρα σημάδια σαν φλέβες και τα λουλούδια του
έχουν χρώμα βυσσινί. Είναι φυτό ιθαγενές της Μεσογείου και
φυτρώνει σε όλη την νότια Ευρώπη. Είναι αυτοφυές, ευδοκιμεί σε
χερσότοπους αλλά και σε καλλιεργημένες εκτάσεις. Προτιμά τα
ηλιόλουστα μέρη και τα καλά στραγκιζόμενα εδάφη. Πολλαπλασιάζετε
εύκολα από μόνο του με τους σπόρους του και αντέχει μέχρι και τους -
15 βαθμούς κελσίου. H ρίζα και τα φρέσκα νέα φύλλα του τρώγονται
ωμά ή μαγειρεμένα αλλά πρέπει πρώτα να αφαιρεθούν οι αιχμηρές
άκρες τους, το οποίο είναι αρκετά χρονοβόρο. Τα φύλλα είναι αρκετά
παχιά και έχουν ήπια γεύση όταν είναι νέα, αλλά γίνονται πιο πικρά το
καλοκαίρι με τη ζέστη. Μαγειρεμένα έχουν γεύση σπανακιού. Τα
κεφάλια του μπορούν να φαγωθούν όπως οι αγκινάρες πριν
ανθίσουν, αλλά είναι πολύ πιο μικρά. Οι ξεφλουδισμένοι μίσχοι του
τρώγονται ωμοί ή μαγειρεμένοι, είναι εύγευστοι και θρεπτικοί και

88
μπορούν να χρησιμοποιηθούν όπως το σπαράγγι ή το ρεβέντι ή να
προστεθούν σε σαλάτες. Τρώγονται καλύτερα την άνοιξη όταν είναι
νέοι πριν σκληρύνουν. Οι ψημένοι σπόροι του είναι υποκατάστατο
του καφέ.

1109. γαϊδουρουτόμαρου είνι = είναι ασυγκίνητος, είναι χοντρόπετσος.

1110. γαϊτανάτα αφρύδια = φρύδια σαν το γαΐτάνι λεπτά

1111. γαϊτάνι = λεπτό κορδόνι , κορντόνι, κουρδούνι, κουρδόν, δέτης,


λεφτάρι, τεχρίλι

1112. γαϊτάνουμα = διακόσμηση των ενδυμάτων με γαϊτάνι.

1113. γαϊτανουφρυδούσα = γυναίκα με ωραία και λεπτά φρύδια.

1114. γαϊτανώνου = ράβω στα υφάσματα γαϊτάνι

1115. γαλάζια κι πράσινα = έκφραση περιφρόνησης

1116. γαλαζιάζου = γίνομαι στο πρόσωπο γαλάζιος (κλάμα, κρύο ),


οργίστηκα

1117. γαλάζιου σ’κώτι = έκφραση υπερβολής

1118. γαλάζιους = γαλανός, μπλε

1119. γαλαζούλα = αγκαθωτός θάμνος. Γαλαζούλα (Erygnium). Το γένος


Erygnium έχει πάνω από διακόσια είδη στις εύκρατες και στις θερμές
περιοχές, συμπεριλαμβανομένων μονοετών, διετών ή και μακρόβιων
πολυετών φυτών. Αποτελούσε τη βάση των αφροδισιακών
παρασκευασμάτων στην αρχαία Κόρινθο. Όταν ο βλαστός
αποξηραίνεται, ο άνεμος ξεριζώνει εύκολα το φυτό και το κυλά στο
χώμα, εξ ου και το γαλλικό του όνομα ‘’κυλιόμενο αγκάθι’’. Το γαλάζιο
αγκάθι ή γαλαζούλα δίνει ωραίο σε γεύση νέκταρ και γύρη αλλά και
διάφανο μέλι. Την ίδια χρονιά που φυτεύτηκε θα ανθίσει. Τα
λουλούδια του φέρονται πάνω σε ένα πολύ πυκνό κουβάρι βλαστών.
Το μαζεύουν για τους τρυφερούς βλαστούς του μαζί με άλλα χόρτα.

89
1120. γαλαζουφουρημένη = αυτή φοράει γαλάζια ρούχα.

1121. γαλανός = γαλανομάτης.

1122. γαλάρα = προβατίνα ή γίδα που αρμέγεται.

1123. γαλαρεύου = αρχίζω να αρμέγω μια προβατίνα ή μια γίδα

1124. γαλάρι, γαλαριό = χώρος για γαλάρια, γαλαρομάντρι

1125. γαλάρια = τα ζωντανά που έχουν γάλα, πρόβατα ή γίδια που


αρμέγονται και δίνουν γάλα.

1126. γαλάρια θάλασσα πολύ καθαρή.

1127. γαλαριάρ’ς = αυτός που βόσκει τα γαλάρια, ο καλύτερος από τους


τσοπαναραίους

1128. γαλαρο- ή γαλαρου- πρώτο συνθετικό σε λέξεις που δηλώνει ότι το


δεύτερο εχει άμεση σχέση με το γάλα: γαλαρόγ’δα, γαλαρόκαμπους,
γαλαρόκυπρους, γαλαρουκούδ’να, γαλαρουκουπή,
γαλαρουτσιόκανου,γαλαρουκόπαδου, γαλαρουτόπι, γαλαρουλίβαδου,
γαλαρουχόρταρου, γαλαρόκυπρους.

1129. γαλαροκοπή = ξεχώρισμα τα γαλάρια απ το κοπάδι

1130. γαλαρουμπλιόρα = η τρίχρονη γεννημένη προβατίνα.

1131. γαλατένιους = επιδερμίδα σαν άσπρο γάλα.

1132. γαλατόπ’τα = πίτα που γίνεται με κύριο συστατικό το γάλα.

1133. γαλατουδ’λειές, = τα σχετικά με την παραγωγή του γάλακτος

1134. γαλατουκάλ’βα = καλύβα για το γάλα.

1135. γαλάτους, -η, -ου = δίνει πολύ γάλα

90
1136. γαλατσάκι = ασκί μέσα στο οποίο βάζαν το γάλα του σπιτιού, μικρό
ασκί από επεξεργασμένο δέρμα αρνιού ή κατσικιού που σέρνει μαζί
του ο τσομπάνος και είναι γεμάτο ξινό γάλα

1137. γαλατσίδα = το φυτό πόα ευφόρβια η μυρσινίτις που έχει γαλακτώδη


χυμό Με την ονομασία Ευφόρβια υπάρχουν σήμερα σε όλο τον
κόσμο 1000 περίπου φυτά που ανήκουν στην οικογένεια των
Ευφορβιοειδών. Από αυτά 40 είδη συναντούμε και στη χώρα μας τα
οποία αποκαλούμε συνήθως Γαλατσίδες (λόγω του γαλακτώδους
χυμού που βγαίνει από τον κορμό της) Η Euphorbia pilulifera
(Ευφόρβια η σφαιριδιόκαρπη) – ονομαζόμενη και Euphorbia hirta-
τη συναντούμε με την ονομασία Ευφόρβια είναι ένα από τα είδη που
μπορεί να χρησιμοποιηθεί με ασφάλεια για θεραπευτικούς σκοπούς,
κάτω από τις οδηγίες έμπειρου βοτανοθεραπευτή. Τα περισσότερα
είδη των Ευφορβιοειδών είναι δηλητηριώδη για τον
άνθρωπο.Υπάρχουν όμως κάποια είδη που έχουν θεραπευτικές
ιδιότητες, η χρήση τους όμως πρέπει να γίνεται μόνο κάτω από
οδηγίες έμπειρων βοτανοθεραπευτών.

1138. γαλαχτιρή = ζώο που έχει πολύ γάλα.

1139. γαλιάτι = με αργό βήμα.

1140. γαλίκι = μικρό κοφίνι φτιαγμένο από φέτες ξύλου

1141. γαλουδέρματου = τομάρι για το γάλα

1142. γαλουκούρκουτα =χυλός που γίνεται με βρασμένο γάλα και


καλαμποκίσιο αλεύρι.

1143. γαλουμέτρημα = το μέτρημα της ποσότητας του γάλακτος, που


βγάζουν τα πρόβατα του κάθε σμίχτη ή κάθε μέλους του τσελιγκάτου,
ιδίως όταν είναι διαφορετικής ράτσας, για να γίνεται πιο σωστά ο
λογαριασμός με τον υπολογισμό των εσόδων αναλογικά

1144. γαλουτύρι = τυρί που γίνεται με ειδική επεξεργασία

91
1145. γαμουκούλουρα = η κουλούρα της πεθεράς για τον γάμο, ψωμιά του
γάμου.

1146. γαμπρουβέλιντσα = βελέντζα πάνω στην οποίαν καβαλικεύει ο


γαμπρός

1147. γάνα = μουντζούρα από κάρβουνο η καπνιά που κάθεται στα


μαγειρικά σκεύη από τη φωτιά, η σκουριά που σχηματίζεται στα
χάλκινα σκεύη που δεν τα έχουμε γανώσει

1148. γάνιασα = στέγνωσε η γλώσσα μου, έσκασα

1149. γάνους = χιουμοριστικό σαρακατσάνικο παιχνίδι που ο ένας μαυρίζει


το πρόσωπο του άλλου με καπνιά από τη γάστρα ή από τα καμένα
κάρβουνα

1150. γάντσοι = μικρές φουρκούλες μπηγμένες στο κονάκι και στις οποίες
κρεμάμε διάφορα πράγματα, σαν κρεμάστρες

1151. γανώθκα = λερώθηκα από κάρβουνο, μουτζουρώθηκα

1152. γανώνου = κασσιτερώνω τα χαλκώματα -ουμι γεμίζω γάνες

1153. γαργαλίδι = μικρό κλειστό κουδουνάκι για κατσίκια και αρνιά.

1154. γάργαλους = γάργαρος

1155. γαργαρουλιμούσα = κοπέλα με όμορφο λαιμό

1156. γαρδαβίτσα = κρεατοελιά

1157. γαρδαλώνου = φτιάχνω κάτι πρόχειρο και όχι σταθερό.

1158. γαρούφαλα = γαρίφαλα

1159. γαστρέλους = ταψί χωρίς κόθρο γύρω-γύρω για τις κουλούρες.

1160. γάστρος, γάστρα = μεταλλικό κωνικό απλωτό σκέπασμα, με το οποίο,


αφού θερμανθεί μπουν κάρβουνα η καυτή στάχτη πάνω και κάτω

92
,σκεπάζεται το ταψί Παράγεται από την ομηρική λέξη «γάστρη» = τ ο
κοίλον του αγγείου). Οδύσσεια θ 437.

1161. γάτις = πέταλο στη σόλα

1162. γατουξιέρασμα = (μτφ.) ασήμαντο ανθρωπάκι. αδύνατος και κοντός


άνθρωπος γατσιασμένους, κατσιασμένος = κακομοίρικο.

1163. γατσόμαλλα = χνούδια στο μέτωπο, στο λαιμό

1164. γατσόπ’λου = αυτός που παραφούσκωσε η κοιλιά του από το πολύ


φαγητό

1165. γατσουμαλλιασμένους = αυτός που ανατρίχιασε από το κρύο.

1166. γγαστρώνου = αφήνω έγγειο

1167. γειτουνεύου = είμαι γείτονας με κάποιον, επισκέπτομαι το γείτονά μου

1168. γελάδι, γιλάδα = αγελάδα

1169. Γενάρ'ς =Ιανουάριος

1170. γέρεψα = γιατρεύτηκα, έγινα καλά - έγινα γερός

1171. γέριμα = γιατρειά

1172. γεροξούρας = γέρος

1173. γηράδις, = παλιές πληγές, επουλωμένα τραύματα

1174. γηρουκόμι = γερασμένο ή αδύνατο ζώο που έχει ανάγκη από


φροντίδα, γέροντας, αδύναμος άνθρωπος.

1175. γηρουκουμάου = φροντίζω τους γέροντες.

1176. γης =γη

1177. γητεύου = θεραπεύω με γιατροσόφια

1178. για = ή (διάζευξη)

93
1179. για ταύτου = γι’ αυτό το λόγο

1180. γιακέτα = μάλλινη πλεχτή ζακέτα.

1181. γιάκσει = για άκουσε

1182. γιαλίσκα = καθρεφτίστηκα

1183. γιαλός = παραλία, ακροθαλασσιά

1184. γιάνου, να γιάνου = να γίνω καλά, να θεραπευτώ

1185. γιατάκι = τόπος για ανάπαυση, καταφύγιο, λημέρι, κατάλυμα, αλλα και
φωλιά άγριων ζώων.

1186. γιάτουια = να το μπροστά σου.

1187. γιατουιά = νάτο εδώ

1188. γιατρειά = θεραπεία.

1189. γιατρέσσια = η γιατρός.

1190. γιατρεύουμι = θεραπεύομαι.

1191. γιατρικό = ίαμα, φάρμακο

1192. γιατριμός = θεραπεία.

1193. γιάτρισσα = γιατρίνα

1194. γιατρουκουμάου περιθάλπω άρρωστο ή άρρωστο ζώο

1195. γιατρουσόφια = θεραπεία πρακτικού

1196. γιδαμπουριά = πόρτα από το γιδομάντρι

1197. γιδάρ’κου κριάρι, = κριάρι που, όταν ήταν αρνί, είχε πιει γάλα από γίδα

1198. γιδάρ’ς = ο τσομπάνος που βόσκει τα γίδια.

1199. γιδαραίοι = αυτοί που βόσκουν γίδια

94
1200. γίδι = γίδα. Η λέξη είναι ομηρική: Παράγεται από τη λέξη «αιξ =
αιγός» και η ρίζα της είναι «αιγίς» (αja)!

1201. γιδιρά = γίδια .

1202. γιδίσιου = γίδινο.

1203. γιδο- ή γιδου- πρώτο συνθετικό σε λέξεις που δηλώνει ότι έχει σχέση
με γίδια : γιδόκλιτσα, γιδόστρουγκα, γιδουκόπαδου, γιδόκουρους,
γιδουμάντρι, γιδόγαλου, γ’δουκόπι, γιδουτόμαρου, γιδουκακαράντσα
(γίδινη κοπριά), γιδότουπους.

1204. γιδόπρατα = γιδοπρόβατα.

1205. γιδουκουρεύτρα = χοντρό παλούκι με διχάλα που το χρησιμοποιούμε


για να κουρεύουμε τα γίδια

1206. γιδουμαμέδις = Σαρακατσιαναίοι. που έχουν μόνον γίδια.

1207. γιδουξούρια = έτσι υποτιμητικά αποκαλούμε τους Σαρακατσαναίους


που έχουν πολλά γίδια

1208. γιελαντζούρι = πρώιμο ανοιξιάτικο χορτάρι.

1209. γιέμ, γιε μ’ = εσύ, παιδί μου

1210. γιεννουλίβαδου = μέρος του λιβαδιού με παστρικό χορτάρι στο οποίο


βόσκουν μόνον τα γιννμένα (αυτά που έχουν γεννήσει)

1211. γιέννους = περίοδος που γεννάνε τα πρόβατα.

1212. γιένουμι = γίνομαι, γεννιέμαι

1213. γιέρα = τα γεράματα.

1214. γιέρεψα = γιατρεύτηκα, έγινα καλά

1215. γιέρμα του ηλιού = ηλιοβασίλεμα

1216. γιέρνου = κλίνω προς τα πλάγια,. (για τον ήλιο) δύω, πέφτω για ύπνο

95
1217. γιερουμπαμπαλής = πολύ γέρος.

1218. γιέρουντας = γέροντας, έτσι προσφωνεί η γριά Σαρακατσάνα τον


άντρα της

1219. γιεύουμι = παιδεύομαι, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι, πικραίνομαι,


δοκιμάζω ψυχικό πόνο

1220. γίκους = στοίβα από βελέντζες η υφαντά

1221. γιλάδι = αγελάδα , βόδι

1222. γιλαδουβουνιά είνι = είναι βρόμα.

1223. γιλαδουβύζ’κα, γιλαδουμάσταρα = πρόβατα ή γίδια που έχουν στο


μαστάρι τέσσερις ρόγες

1224. γιλάου = γελάω και αναγιλάου = κοροϊδεύω

1225. γιλασούμινους = εύθυμος άνθρωπος, πρόσχαρος.

1226. γίνγκει = έγινε (αόριστος του γίνομαι)

1227. γίνκι, γένκι = έγινε

1228. γιννουβόλ’μα = η συνεχείς γέννες

1229. γιννουβουλάου = γεννάω συνέχεια και πολλά παιδιά

1230. γινόκαδη = κάδη στην οποία αφήνω το γάλα που έχω για
αποβουτύρωση για να ξινίσει.

1231. γινουμένα = υφάσματα που τα έχουμε επεξεργαστεί στα μαντάνια,


ώριμα φρούτα, αυτά που έγιναν, οι πράξεις μας.

1232. γινουμένο = ώριμο

1233. γίνουνταν = ωρίμαζαν

1234. γιντάτους, = γεννημένος έτσι όπως είναι. από τη γέννα του.

96
1235. γιόκας = γιος

1236. γιόμ’σι του φιγγάρι = είναι πανσέληνος.

1237. γιόμα = μεσημέρι , γεύμα, μεσημεριανό

1238. γιόμσμα = γέμισμα

1239. γιόμστου = γέμισε το

1240. γιον = μόλις, όπως

1241. γιορντάνι = κολιέ, κολιές, μπουρλιά, χαρχάλι, γιορντάνι, γιουρντάνι,


γιορνταναλίκι, λαιμαριά, λεμαργιά, λιμαριά

1242. γιορτάνι = περιδέραιο

1243. γιουκλαμάς = η περιπλάνηση του κοπαδιού από τόπο σε τόπο για


κάποιο χρονικό διάστημα.

1244. γιούλη μ’ = παιδί μου

1245. γιουμάτα = Είναι το επισφράγισμα του γάμου. Λέγεται και του νουνού
του γιουμάτου. Στο τραπέζι φέρνουν το κρασί, την κουλούρα και το
ψημένο σφαχτό του νουνού. Ορίζεται κάποιος αρχηγός και διευθύνει
το δρώμενπ. Αυτός κάθε φορά καλεί κι έναν καλεσμένο. Γεμίζει τρία
ποτήρια με κρασί, τα βάζει πάνω σε έναν δίσκο, και φτάνουν σ’ αυτόν
που πρέπει να τα πιει. Ο καλεσμένος πίνει κάθε φορά κι ένα ποτήρι
κρασί και λέει ευχές για τους νεόνυμφους, το νουνό ή την παρέα.
Μετά ο πρόεδρος δίνει εντολή σε άλλον καλεσμένο να πιει το κρασί
και έτσι συνεχίζεται η διαδικασία. Τελευταίοι πίνουν νεόνυμφοι και ο
νουνός Το έθιμο υπάρχει και με άλλες παραλλαγές. Μία παραλλαγή
είναι να προσφέρει το κρασί στους καλεσμένους ο νουνός

1246. γιουματίζου = γευματίζω

1247. γιουμάτους = γεμάτος.

97
1248. γιουμίδια = βραστά εντόσθια με σπανάκι και φρέσκα κρεμμυδάκια ή
εντόσθια καβουρδισμένα

1249. γιουμώνω, γιουμίζου = γεμίζω

1250. γιούπατο = το βαθύ της χούνης ( χούνη = βαθειά χαράδρα που


καταλήγει σε στένωμα)

1251. γιουρτάδις = γιορτές.

1252. γιουρτάζου = έχω γιορτή

1253. γιουρτάνι = περιδέραιο, στολίδι.

1254. γιουρτάσι = γιορτή, γλέντι.

1255. γιουρτόπιασμα = παλιόπαιδο, παιδί που η σύλληψή του γίνεται τις


γιορτινές μέρες

1256. γιουφίρ(ι), γκιουφίρ(ι) = γεφύρι

1257. γιρακουμύτ’ς = έχει τη μύτη κυρτή σαν του γερακιού, καμπουρομύτης-


α

1258. γιρεύου, γερεύω = θεραπεύομαι.

1259. γιρουντάματα = γεράματα.

1260. γιρουντουϊέλατα = γέρικα έλατα

1261. γιρουσύνη, γεροντοσύνη = γεράματα.

1262. γκαβός = τυφλός

1263. γκαβούλιακας = στραβάδι, δε βλέπει καλά

1264. γκαβουλόγους = οφθαλμίατρος

1265. γκαβράρους = ο πρώτος, ο βασικός, από τους -συντρόφους που


φυλάνε το ίδιο κοπάδι

98
1266. γκαβώθκα = τυφλώθηκα

1267. γκαβώνουμι = τυφλώνομαι.

1268. γκαλιαμάνα = είδος πουλιού

1269. γκαλιούρ’ς, γκαλιούρς = αλλήθωρος.

1270. γκάλιουρας = αλλήθωρος

1271. γκαλιουρίζου = αλληθωρίζω.

1272. γκάλμπα = γίδα με κοκκινωπό χρώμα

1273. γκάλπα = κοκκινωπό χρώμα

1274. γκαμηλουψώρα = ψώρα που δε γιατρεύεται.

1275. γκανιάζου = πλαντάζω στο κλάμα, καίγομαι από δίψα

1276. γκανιάζω, γκανιάζου , κορακιάζω = διψώ, πατλαντίζου, καγιάζω,


γανιάζω, γανιάζου, κανιάζου, γαρίζω, μαλλιάζω, καρανιάζω

1277. γκάνιαξα = διψάω πολύ

1278. γκάνιαξει = κλαίει γοερά , ασταμάτητο κλάμα

1279. γκάντινα = γλοιώδης ουσία που βγαίνει στη γέννα των ζώων,
αμνιακός σάκος του εμβρύου

1280. γκάντσι, τουν κάντσι = τον αγανάχτησε ή τον ανάγκασε ή τον έπεισε

1281. γκάρα = υδρόφιλο μεγάλο φυτό σαν κρίνος με μεγάλα και πλατιά
φύλλα

1282. Γκαραγκούν’δις = Αρβανιτόβλαχοι της Ηπείρου

1283. γκαρδεύου = στερεώνω το διασίδι με το γκάρδιο

1284. γκαρδιακός = επιστήθιος φίλος.

99
1285. γκάρδιου = βέργα που τη χρησιμοποιεί η γυναίκα που τυλίγει το
διασίδι, για να το στερεώνει πάνω στο αντί

1286. γκαρδιώνου = ξεπαγιάζω

1287. γκαρίζω = φωνάζω δυνατά σαν γαϊδούρι που γκαρίζει

1288. γκαρντιλάνος = λαιμός, λάρυγγας (από την ελληνική λέξη


«γαργαρεών»)

1289. γκαρσμένους = ξεφωνημένος.

1290. γκαστριά = εγκυμοσύνη

1291. γκαστριάρ’ς = τσομπάνος στα γκαστρωμένα

1292. γκαστρόγρικου = μαντρί για τα γκαστρωμένα

1293. γκαστρουλίβαδου = μέρος στο οποίο βόσκουν μόνον τα γκαστρωμένα


πρόβατα.

1294. γκαστρουλουιόμι = παρουσιάζω σημάδια εγκυμοσύνης ή κάνω


προσπάθειες για να μείνω έγκυος

1295. γκαστρουμένα = έγκυα

1296. γκαστρουχουρίζου = χωρίζω από το κοπάδι αυτά που θα γεννήσουν σε


λίγο

1297. γκβάρι = κουβάρι , νήμα μαζεμένο απ το γνέσιμο, μαζεμένος κουβάρι


απ το κρύο, στον πλυθημτικό τα αρχίδια

1298. γκβαριάζου = κουβαριάζω, μαζεύω το νήμα σε κουβάρια –ουμι


κουβαριάζομαι.

1299. γκβαριάζουντι τα πρότα = συνωστίζονται. ο λύκος τα κουβαριάζει

1300. γκβέντα = κουβέντα.

100
1301. γκβέντα, κβέντα = κουβέντα, ζμπουρός, μασλάτι, μασλάτ, μουχαμπέτι,
μουχαμπέτ, μπουαμπέτι, πάρλα, παρόλα, λακριντί

1302. γκβέντιασμα, = το κουβέντιασμα, συζήτηση

1303. γκβιντιάζει η φουτιά = ήχοι από τις φλόγες της φωτιάς,

1304. γκβιντιάζου =κουβεντιάζω, στοχάζομαι

1305. γκδούνα = μεγάλο κουδούνι που το κρεμάμε κυρίως στα γκεσέμια

1306. γκδούνι = κουδούνι Οι Σαρακατσάνοι κρεμούσαν τα κουδούνια τους


την άνοιξη όταν αφήναν τα χειμαδιά και έπαιρναν το δρόμο προς τα
βουνά για να ξεκαλοκαιριάσουν. Η διαδικασία αυτή, το διάλεγμα και
το συνταίριασμα των κουδουνιών στο κοπάδι, λέγονταν αρμάτωμα.
Το φθινόπωρο, κατά την επιστροφή στα χειμαδιά, αφαιρούν τα πολλά
κουδούνια από το κοπάδι, το ξαρματώνουν, και αφήνουν λιγοστά
μονο σε ορισμένους μπροστάρηδες. Τα κουδούνια στο λαιμό των
ζώων ήταν δύο ειδών: τα προβατοκούδουνα που ήταν χάλκινα
φουσκωτά κουδούνια για πρόβατα, και τα κυπριά που ήταν χυτά
ορειχάλκινα για τα γίδια. Το μεγαλύτερο και βαρύτερο κυπρί κρεμόταν
στο γκισέμι, το μεγαλύτερο δηλαδή κριάρι που ήταν ο αρχηγός του
κοπαδιού. Με τον ήχο των κουδουνιών, που τον καθόριζε το υλικό, το
σχήμα, το μέγεθος και το βάρος τους οι τσοπάνοι παρακολουθούσαν
την κίνηση του κοπαδιού. Οι ίδιοι επέλεγαν και ταίριαζαν τα
κουδούνια έτσι ώστε την ώρα της βοσκής να ακούγονται όμορφα.
γκδούνι δίχους γλουσσίδι (μτφ.) χωρίς περιεχόμενο, κενός.

1307. γκδουνότρυπα = βαθύ κοίλωμα στο έδαφος

1308. γκέσα, γκιέσα = μαύρη (γκόρμπα) γίδα με άσπρες ή καφέ γραμμές στο
πρόσωπο. μαύρη γίδα που έχει ασπριδερά τα πόδια της και το μούτρο
της άσπρο, μαύρη γίδα με καφεκόκκινο χρώμα στην κοιλιά και στα
πόδια, γίδα που έχει άσπρες ή μαύρες γραμμές στο πρόσωπό της και
το τρίχωμά της είναι άλλοτε μαύρο και άλλοτε γκρίζο, γίδα που έχει
μαύρο σώμα με καφέ λωρίδες, όνομα μουλαριού.

101
1309. γκέφιρα , γκιουφύρι = γεφύρι = γέφυρα, γεφύριν, γιοφύρι, γιοφύριν
γέφρα, γκέφιρα, γιόφιρα, διόφιρα, όφιρα, γέφιρας, γιφίριν, γεφίρ,
γεφίρτζι, γεθίρι, γιφίρι, γιφίρ, γκιφίρ

1310. γκζάνι = παιδί

1311. γκζάνια = μικρά παιδιά.

1312. γκιέμι = χαλινάρι

1313. γκιεσουκάντα = γίδα που το σώμα της είναι γκρίζο και το μούτρο της
είναι άσπρο

1314. γκίζα = μτζήθρα, μυζήθρα

1315. γκιζέρ’μα = γύρισμα

1316. γκιζέρα = γύρνα τον κόσμο, περπάτα

1317. γκιζεράου, γκιζιράου = τριγυρνάω, περιπλανώμαι, τριγυρίζω άσκοπα.

1318. γκιζιρισμός = περιπλάνηση, τριγύρισμα

1319. γκιζουτόμαρου = ασκί στο οποίο βάνω τη γκίζα

1320. γκιζουφάηδις = παραγκώμι Σαρακατσιαναίων, αυτοί που τρώνε γκίζα,


προϊόν κατώτερης ποιότητας.

1321. γκιόλι = γκιόλα, λιμνούλα.

1322. γκιόξια = στήθη.

1323. γκιόσα = μεγάλη γίδα που δε γεννάει, κακάσχημη γυναίκα

1324. γκιουβούρι = κιβούρι, μνήμα

1325. γκιούμ(ι) = μεταλλικό δοχείο για γάλα συνήθως αλλα και νερό

1326. γκίρνα = πιθαράκι.

102
1327. γκισέμ = τράγος επικεφαλής, αυτός που πάει μπροστά όπως τα τραγιά,
ευνουχισμένο κριάρι ή ευνουχισμένο τραΐ που οδηγεί το κοπάδι

1328. γκισιεμουκούδουνα = μεγάλα κουδούνια που τα βάζουμε στα


γκισιέμια

1329. γκλάβα = το μυαλό στο κεφάλι

1330. γκλάνας = τεμπέλης.

1331. γκλικ, κάνου γκλικ = καταπίνω

1332. γκόλιους = φαλακρός.

1333. γκόλφι = φυλαχτό.

1334. γκόρμπα, -ου = μαύρη γίδα, αρσενικό μαύρο γίδι.

1335. γκορτσιά = άγρια απιδιά

1336. γκόρτσο = ο καρπός της γκορτσιάς ,το αγριαχλάδι.

1337. γκούβρας = αμίλητος, άκριτος.

1338. γκουγκουρίζει η πρατίνα = γλείφει και χαίρεται το αρνί.

1339. γκουζιόκα, γκουζόκα = πανωφόρι γυναικείο που φτάνει εφαρμοστά


μέχρι τη μέση.

1340. γκουζιόκι = κεντημένο αμάνικο γυναικείο πισλί με διακοσμητικά ριχτά


μανίκια στην πλάτη

1341. γκουλαβίνα = νωπή προβάτινη κοπριά.

1342. γκουλαίμ’ς = μακρυλαίμης.

1343. γκουμαχάου, αγκουμαχάου = ανασαίνω βαριά από κούραση,


αρρώστια ή πυρετό.

1344. γκούμες = λαστιχένια παπούτσια

103
1345. γκουμούλια = μικρά καρβέλια από ψωμί ή από σκυλόψωμο

1346. γκουμπές = ασημένια πόρπη που βάνουν οι γυναίκες στη μέση τους
και πάνω από το ζωνάρι.

1347. γκουργκόλια = πατάτες

1348. γκουρλώθκα = πνίγηκα

1349. γκουρμπάνι = ήταν μια εκδήλωση των Σαρακατσάνων με κύριο


σκοπό την ευμενή επίδραση της θρησκείας, που αντιπροσωπεύει
δυνάμεις οι οποίες πρέπει να εκδηλωθούν για το καλό του
τσελιγκάτου, της οικογένειας ή ενός προσώπου, ανάλογα το που ήταν
ταμένο το “γκουρμπάνι”.Το “τάμα” γινόταν σε κάποιον άγιο, που
πολλές φορές συνέπιπτε με το όνομα του εορτάζοντα, για να έχουν την
εύνοιά του. Οι γιορτές, που κατά κύριο λόγο έταζαν το “γκουρμπάνι”
οι Σαρακατσάνοι, ήταν κατά προτίμηση της Παναγίας, των Αγίων
Αποστόλων, του Προφήτη Ηλία, του Άη Δημή- τρη και του Άη
Γιώργη. Στο “τάμα” έσφαζαν ένα αρσενικό αρνί, που το έψηναν στο
γάστρο και καλούσαν τους γείτονες να το φάνε όλοι μαζί, πίνοντας
ρακί ή κρασί. Τα ψητά και τους διάφορους μεζέδες (όχι μεγάλη
ποικιλία) τα έβαζαν σε τάβλες (υφαντά στενόμακρα, σαν
τραπεζομάντηλα) που είχαν στρώσει μέσα στο καλύβι. Οι καλεσμένοι,
αφού χαιρετούσαν δίνοντας ευχές στον εορτάζοντα, καθόταν γύρω-
γύρω στο καλύβι, έχοντας μπροστά τους την τάβλα. Επάνω στην
τάβλα έβαζαν σαν πρώτο μεζέ λίγες καραμέλες για τον καθένα. Αφού
μαζεύονταν οι καλεσμένοι, άρχιζαν το τραγούδι, πίνοντας ρακί από το
παγούρι, όλοι με τη σειρά. Τα τραγούδια που άρχιζαν το γκουρμπάνι
“τα γκουρμπανίσια τραγούδια” όπως τα έλεγαν, ήταν ευχές για τον
εορτάζοντα και ήταν καθορισμένα.

1350. γκουρμπανίσια τραγούδια = τα τραγούδια που τραγουδούσαν στα


γκουρμπάνια

1351. γκουρτσιά = αγριοαπιδιά.

1352. γκουρώνου = πεισματικά αρνούμαι, μουλαρώνω

104
1353. γκούσια = βρογχοκήλη των προβάτων

1354. γκουτζιάμ = μεγάλος

1355. γκούτσια = γρούνα.

1356. γκράδις = παλιά όπλα οπισθογεμή.

1357. Γκραίκους = Έλληνας χωρικός, Ελληνίδα χωρική

1358. γκράνας = ξεροκέφαλος, χωρίς πνευματική ευστροφία.

1359. γκρέμπα = μέρος γεμάτο βράχους, γκρεμός

1360. γκρικεύου = γίνομαι χωριάτης. παντρεύομαι χωριάτη

1361. Γκρικιά = Ελλάδα

1362. γκριμάου κρημνίζω.

1363. γκριμός = βάραθρο, απότομη κατωφέρεια.

1364. γκριτζιάλα = γκρίνια.

1365. γκρίτζιαλους = γκρινιάρης, μεμψίμοιρος.

1366. γκώσμα = στενοχώρια, άγχος, πρόβλημα.

1367. γλαβάνι = πηγή, αρχή από ρέμα.

1368. γλαρά μάτια = μάτια όμορφα, λαμπερά, χαρούμενα.

1369. γλέντημα = διασκέδαση, ευχαρίστηση

1370. γλέπω, γλέπου = βλέπω.

1371. γληγουράτι,-τε, αγλήγουρα αγληγουράτε = κάντε γρήγορα

1372. γλιέπια, = ειδήσια, λόιασμα, λογοδόσιμο

1373. γλιστρίδα (Portulaca Oleracia) = αντράκλα, σκλιμίτσα, τρέβα,


χοιροβότανο Ετήσιο φυτό που φτάνει τα 20 εκατοστά. Το συναντάμε

105
σχεδόν παντού σε ακαλλιέργητους και καλλιεργημένους τόπους.
Πολλαπλασιάζεται πολύ εύκολα για αυτό θεωρείτε και ζιζάνιο. Τα
φύλλα της είναι σκουρωπά πράσινα, σαρκώδεις και παχιά. Λέγεται ότι
αν μασήσεις μερικά φρέσκα φύλλα και τα βάλεις κάτω από τη γλώσσα
σου ξεδιψάς. Έχει πολύ βιταμίνη C και σίδηρο και μια διατροφική
έρευνα έδειξε ότι η κατανάλωσή της, όπως και η τσουκνίδα βοηθάει
την καρδιά (είναι το φυτό με τα περισσότερα ω3 λιπαρά).Μαζεύονται
οι τρυφερές κορφές τους από την αρχή του καλοκαιριού μέχρι το
φθινόπωρο. Τρώγεται ωμή σαλάτα

1374. γλοιτσιάζου = κάνω κάτι να γλιστράει

1375. γλουσσίδι = μικρό σιδεράκι στο εσωτερικό του κουδουνιού που


προκαλεί τον ήχο.

1376. γλυκάδια = αδένες κάτω από το λαιμό του ζώου

1377. γλυκατζής = ζαχαροπλάστης

1378. γλυκου- πρώτο συνθετικό σε λέξεις που δίνει στο δεύτερο συνθετικό
αγάπη, τρυφεράδα, ζεστή όμορφη σχέση, ευχαρίστηση:
γλυκουγιουματίζου, γλυκουκουβιντιάζου, γλυκουλαλού, γλυκουσόια,
γλυκουχαράζου, γλυκουμιλού, γλυκουτρώου, γλυκουγιλάου.

1379. γλύνα = λίπα από χοιρινό.

1380. γλώσσα τ’ γκδουνιού = το γλωσσίδη που δημιουργεί τον ήχο στο


κουδούνι

1381. γνέθου = μετατρέπω το μαλλί σε νήμα.

1382. γνέμα = το νήμα απ το γνέσιμο μαλλιού στη ρόκα

1383. γνηκίσιους = γυναικείος

1384. γνοιάζουμι ενδιαφέρομαι, φροντίζω.

1385. γνουμκός, γνουμηρός, = γνωστικός, μυαλωμένος.

106
1386. γνυκίσια = γυναικεία, ο τρόπος που καβαλικεύει η γυναίκα

1387. γνώμη, = νους, μυαλό

1388. γνώρος = γνωριμία, ικανότητα του τσομπάνου να γνωρίζει τα


πρόβατά του

1389. γόνα = γόνατο

1390. γονικά = γονείς, πεθερικά

1391. γούβα = κοίλωμα, βαθούλωμα

1392. γούλη = οπή, στόμιο.

1393. γούλια, τσιντζιά = ούλα.

1394. γουμαρ’νά = γαϊδουρινά

1395. γουμάρα = γαϊδούρα

1396. γουμαράγκαθα = γαϊδουράγκαθα.

1397. γουμάρι = γαϊδούρι.

1398. γουμάρι = το γαϊδούρι

1399. γούμινους = ηγούμενος του μοναστηριού

1400. γουνέοι, γουνικά, γουνήδις = γονείς.

1401. γουνής = γονιός

1402. γούπατου = βαθούλωμα του εδάφους.

1403. γουργουλαλούν κουδούνια ηχούν ρυθμικά και συνέχεια.

1404. γουργουλεύω = ανακατεύω

1405. γούρδας = ανοιξιάτικο χορτάρι που, όταν το τρώνε οι άσπρες


προβατίνες, κοκκινίζει το σώμα τους

107
1406. γούρνα = βαθούλωμα φυσικό η τεχνητό γεμάτο νερό

1407. γούρνα, γκιόλα = κοίλωμα στο έδαφος, λάκκος με νερό

1408. γράβα, γράδα = σχισμή στο βράχο. χαραμάδα

1409. γραβανή = κουρκούτη, ασπρόμαυρη, γκριζόμαυρη

1410. γραβανός = έχει πολλά χρώματα ανακατωμένα (άσπρο και μαύρο


αλλά και γκρι ή και καφέ).

1411. γραίνου = ξεμπλέκω τα μπερδεμένα μαλλιά του πρόβατου κυρίως,


ξαίνω τα μαλλιά

1412. γραμμένους/η = πολύ όμορφος/η

1413. γραφή = γράμμα, επιστολή.

1414. γραφτό = μοίρα, πεπρωμένο

1415. γρέκι = μέρος στο οποίο διανυκτερεύουν τα ζωντανά, μαντρί.

1416. γρέκιασμα = διανυκτέρευση

1417. γρεκουτόπι = τόπος για γρέκι

1418. γρέντζιλο = άγριο με μικρή ρόγα σταφύλι.

1419. γρίβας-α = άλογο-φοραδα με λευκόφαιο χρώμα

1420. γριβιάζου, γριβίζου = γίνομαι σιγά-σιγά ασπρομάλλης.

1421. γρίβους = γκριζομάλλης, αυτός που άσπρισαν τα μαλλιά του.

1422. γρικιάζου = πάω το κοπάδι στο γρέκι

1423. γριντζίλα = στριμμένο σκοινί. αναρριχόμενο αγριόκλημα

1424. γριντζιλά μαλλιά = κατσαρά μαλλιά.

1425. γρίτζιαλους = γκρινιάρης, στριμμένος

108
1426. γρόθους = γροθιά, μπουνιά.

1427. γρουθίζου = με τη γροθιά μου ζυμώνω το ψωμί.

1428. γρουμπούλι = μικρός στρογγυλός όγκος σαν σβώλος, καρούμπαλο

1429. γρουμπούλιασε, γρούμπιασι = σβόλιασε

1430. γρούνα = παιδικό παιχνίδι.

1431. γρουνάρς = βοσκός γουρουνιών

1432. γρουνοτσάρχα = αυτοσχέδια παπούτσια από δέρμα γουρουνιού

1433. γρουνούλα = παιδικό παιχνίδι που μοιάζει πολύ με το γνωστό παιχνίδι


της κολοκυθιάς

1434. γρυμπός = καμπούρης, αυτός που έχει αετίσια μύτη

1435. γυαλί = γυαλί, το γυάλινο ποτήρι, καθρέφτης.

1436. γυαλιένια = όμορφη γυναίκα, αστράφτει σαν γυαλί και είναι


λεπτεπίλεπτη

1437. γυαλιένιους = γυάλινος, διάφανος

1438. γύλα = διχαλωτό ραβδί

1439. γύρ’σι η πρατίνα = ξαναζευγάρωσε η προβατίνα

1440. γύρ’σμα = στέκι, τόπος φιλοξενίας

1441. γυρ’σμένα πρότα = αυτά που ξαναζευγάρωσαν δεύτερη φορά την ίδια
περίοδο

1442. γυρβουλιά, γυροβουλιά = κυκλική κίνηση. περιστροφή γύρω- γύρω


από τον άξονα του σώματος, αλλα γύρω-γύρω και από κάτι σταθερό,
ολόγυρά μας

1443. γυρίζου = μετανιώνω

109
1444. γυρίσματα του τραγουδιού = λαρυγγισμοί και τσακίσματα που κάνει
στη φωνή του ο τραγουδιστής για να ομορφύνει το τραγούδι (βράζει
η φωνή)

1445. γυφτόπλου = πολύ μελαχρινό παιδί, παιδί που είναι σαν το γυφτάκι,
επίπληξη σε παιδιά κακά

1446. γυφτουκούνια = πρόχειρη κούνια

1447. γώνα = γόνατο

1448. δαγκώνου = δαγκώνω -ομαι & δαγκάνω, πιάνω κάτι δυνατά με τα


δόντια και, σφίγγοντάς τα, κόβω ένα κομμάτι, τοποθετώ κάτι ανάμεσα
στα δόντια και το σφίγγω, χωρίς την πρόθεση να το κόψω (αρχ.
δάκνω, με βάση τον αόρ. ἔδακον )

1449. δαίμουνας = το πνεύμα του κακού, ως χαρακτηρισμός ανθρώπου


έξυπνου, ιδιαίτερα ικανού και επινοητικού, αλλά και μοχθηρού ή
καταχθόνιου, πονηρό, ισχυρό και αόρατο ον, πονηρός, έξυπνος.

1450. δαμάζου = δαμάζω, υποβάλλω ένα άγριο ζώο σε ειδική εκπαίδευση,


έτσι ώστε να μάθει να υπακούει στις εντολές μου, καταφέρνω να
υποτάξω στη θέληση, να συγκρατήσω ή να ελέγξω δυνάμεις που
θεωρούνται ανεξέλεγκτες όπως: τα στοιχεία της φύσης, ένστικτα ή
ισχυρά συναισθήματα, καταφέρνω να κάνω κτ. κτήμα μου, να το
θέσω υπό τον έλεγχό μου

1451. δαμάλι = νεαρός ταύρος

1452. δαμαλ'σμός = ο εμβολιασμός κατά της ευλογιάς

1453. δαμάσκο = είδος χοντρού πολυτελούς υφάσματος με ανάγλυφα


σχέδια.

1454. δανεικός -ή -ό = αυτός που τον δανείζει ή που τον δανείζεται κάποιος

110
1455. δαντέλα = είδος λεπτότατου διάτρητου πλέγματος από βαμβακερά,
μεταξωτά κτλ. νήματα, τα οποία καθώς διαπλέκονται δημιουργούν
διακοσμητικά σχέδια και του οποίου η μία πλευρά καταλήγει συνήθ.
σε εναλλασσόμενες εσοχές και εξοχές

1456. δαντιλουτός = δαντελωτός -ή -ό, αυτό που μοιάζει με δαντέλα, αυτό


του οποίου το περίγραμμα θυμίζει το περίγραμμα της δαντέλας,
παρουσιάζει δηλαδή μια αρμονική εναλλαγή από εσοχές και εξοχές

1457. δαρτή = δυνατή βροχή.

1458. δασιά = πυκνά

1459. δασκαλάκος = ο νεαρός και συνήθ. άπειρος δάσκαλος,


περιφρονητικά, ο ανεπαρκής δάσκαλος

1460. δασκαλεύου = δασκαλεύω, συμβουλεύω κάποιον τι να πει και τι να


κάνει σε δεδομένη στιγμή, πώς να μιλήσει / να φερθεί, καθοδηγώ
κάποιον σε πράξεις που κανονικά θεωρούνται μεμπτές

1461. δασκαλούδια = δασκαλοπαίδια

1462. δασκαλουκάλ’βου = το καλύβι σχολείο

1463. δασύς -ιά -ύ = αυτό που αποτελείται από πυκνό τρίχωμα, που έχει
πυκνό τρίχωμα , αυτό που έχει πυκνό φύλλωμα, δασύ φύλλωμα, δασιά
πλατάνια

1464. δαυλί = δαυλός, κομμάτι ξύλου που καίγεται απ την άκρη, αναμμένο ή
μισοκαμένο κομμάτι ξύλου, από αυτά που χρησιμοποιούσαν για
θέρμανση ή για μαγείρεμα. [μσν. *δαυλί(ο)ν < υποκορ. του δαυλ(ός) -
ί(ο)ν]

1465. δαχ’λίδι, δαχλίδ = δαχτυλίδι.

1466. δάχ’λους, δάχλου = δάχτυλο, παρεμβαση , υποκίνηση, ανατροπή,


υποδιαίρεση του μέτρου, το ένα εκατοστό, ο πόντος

1467. δαχλιά = δακτυλικό αποτύπωμα

111
1468. δαχλίθρα = δαχτυλήθρα

1469. δγιαούρτι = γιαούρτι

1470. δειλ’νό = δειλινό, απόγευμα.

1471. δειλιάζου = φοβάμαι, διστάζω.

1472. δειματάρα = προβατίνα που δένεται για να πάρει ορφανό αρνί που
βυζαίνει ορφανό αρνί, που τη δένουμε

1473. δείξη = διάκριση, εμφάνιση.

1474. δείχνουμι = επιδεικνύομαι, προβάλλω τον εαυτό μου

1475. δέμα = μικρός φράχτης έξω από το μαντρί

1476. δέντρινα ξύλα = ξύλα από βελανιδιά

1477. δεντρουμουλόχα = φυτό

1478. δέντρους = βελανιδιά

1479. δέξ’μου = υποδοχή που κάνουμε σε κάποιον.

1480. δέξια = αίσια, επιτυχώς.

1481. δέξιους, -α, -ου = δεξιός, επιδέξιος, καταφερτζής

1482. δέοντα = πρέποντα, χαιρετίσματα

1483. δέουντα = χαιρετίσματα, πρέποντα

1484. δέρου = δέρνω (μτφ.) περιπλανιέμαι, βασανίζομαι

1485. δέση = φράγμα σε ρέμα για να διοχετευθεί αλλού το νερό

1486. Δέσποινα = Παναγιά.

1487. δευτιρόιννη = τρίχρονη προβατίνα που γεννάει για δεύτερη φορά

1488. δημοσιά = δημόσιος δρόμος μεγαλύτερος που χρησιμοποιούσαν όλοι

112
1489. διάβα = πέρασμα, πορεία, ανθρώπων και ζωντανών, η στράτα των
χειμαδιών

1490. διαβαίνου = διαβαίνω, περνώ.

1491. διαβάτ’σσα = διαβάτισσα, περαστική

1492. διαγουμίζου, διαουμίζω = λεηλατώ, αρπάζω, λαφυραγωγώ

1493. διακονιάρς = ζητιάνος

1494. διαλέου = διαλέγω.

1495. διαλεώνας, διαλιώνας = η διαλογή, ξεδιάλεγμα (όποιος διαλέγει πολύ


παίρνει τουν διαλεώνα , ότι μείνει)

1496. διαλιμένους = διαλεχτός, αξιόλογος, παλληκάρι

1497. διαλιχτός = εκλεκτός.

1498. διαόλισσα = θηλυκό του διάβολος

1499. διαολοκνιέμαι/ζαλουκνιέμαι = έχω νευριάσει, είμαι ανήσυχος , με


συνταράζει

1500. διαουλιά = πονηριά, πανουργία, πονηρή πράξη, συκοφαντία

1501. διαουλίζου = στέλνω στο διάβολο κάποιον βρίζοντάς τον

1502. διαουλουπαρμένους = (μτφ.) δαιμονισμένος, δημιουργεί άσχημες


καταστάσεις.

1503. διάουλους = ο διάβολος, σατανάς

1504. διαουλουσπαρμένους = ανάποδος σαν παιδί διαβόλου, άτιμη ράτσα.

1505. διαουρτάρι = μικρή ποσότητα από γιαούρτι (μαγιά)

1506. διαούρτι, δγιαούρτι = γιαούρτι

1507. διαουρτουλόους = ασκί στο οποίο βάζω το γιαούρτι

113
1508. διάσ’μου = ετοιμασία του νήματος για τοποθέτηση στον αργαλειό
(γίνεται το διασίδι).

1509. διάσελο, διασέλα, διάσιλου.= το σχετικά ομαλό κομμάτι που ενώνει


δυο κορυφές του βουνού και αποτελεί πέρασμα

1510. διασίδι, δγιασίδι = οι κλωστές του αργαλειού που υφαίνονται

1511. διάστρα = εξάρτημα στο οποίο ιδιάζω το στημόνι, κομμάτι ξύλου


εφοδιασμένο με μια κοντή λαβή και τρυπημένο με πολλές τρύπες σε
δυο σειρές

1512. διάτα = συμβουλή δίκην εντολής, διαταγή

1513. διατάζου, διατάζω = συμβουλεύω

1514. διαταμένα = οι συμβουλές που έχουν δοθεί, καθιερωμένα,


πατροπαράδοτα, έθιμα

1515. διάτανους = διάβολος

1516. διαφέρουμι = ενδιαφέρομαι.

1517. διαφιντεύου = προστατεύω, υπερασπίζομαι, εξουσιάζω.

1518. διαφιντής = διευθυντής.

1519. διάφουρου = τόκος, κέρδος, ωφέλεια, συμφέρον:

1520. δίβιργα = παγίδες για πουλιά

1521. δικάζου = βγάζω απόφαση που πρέπει να εκτελεστεί

1522. δικαχρουνούσα = δεκάχρονη

1523. δικηόρους = δικηγόρος.

1524. δίκια = γυναίκα που είναι μέτρια στο ύψος, αυτή που έχει ύψος
κανονικό

1525. δίκιου = μισθός, οφειλή, ρόγα

114
1526. δικιουτής = δικαστής στα σiναφικά δικαστήρια.

1527. δικουχτώ = δεκαοχτώ

1528. δικράνι = ξύλινο ή σιδερένιο γεωργικό εργαλείο, χρήσιμο για το


μάζεμα των χορταριών

1529. διληβουριάς = τρελοβοριάς

1530. δίμ’του, δίμτου = ύφασμα που το υφαίνω με δυο νήματα στον


αργαλειό (στημόνι, υφάδι)

1531. διμάτι = δεμάτι

1532. διματσούλα = δέμα από θάμνους για τα πρόχειρα ποιμενικές μαντριά

1533. δίνου κουρίτσι = λογοδίνω, παντρεύω. το κορίτσι μου

1534. δίνου φουτιά = βάνω φωτιά

1535. διντρουλάκι = αγαπητικός

1536. δίπλα = πτυχή σε ρούχο, είδος καλύβας, μεγάλο χοντρό ξύλο,


παράπλευρα, παίρου δίπλα ταϊ βουνά, περιπλανιέμαι στα βουνά.

1537. διπλά γκδούνια = μεγάλα και βαριά κουδούνια.

1538. διπλάρκα = δίδυμα

1539. διπλάρκου, διπλάρ’κου = αρνάκι η κατσικάκι που γεννήθηκε διπλό με


άλλο, δίδυμο

1540. δίπλα, αδίπλα κουνάκι = ορθογώνιο κονάκι με δίριχτη σκεπή.

1541. διπλουδένου = δένω το αρνί με τη μάνα του και με μια άλλη


προβατίνα που της ψόφησε το αρνί, για να το βυζάνει σαν δικό της

1542. διπλουκουπανιά = χτύπημα των ρούχων που πλένω με δυο κόπανους,


εναλλάξ

115
1543. διπλουκυπριά = κυπριά που έχουν ανάμεσα στο πρώτο κοίλωμα
δεύτερο μικρό κύπρο

1544. διπλουπρουσκυνού = προσκυνώ δυο φορές, επειδή έχω πολύ μεγάλο


σεβασμό

1545. διπλουτσιόκανα = μεγάλα και βαριά τσιοκάνια που βάζουμε στα γίδια

1546. διρμάτια = τομάρια

1547. διρπάνι = δρεπάνι

1548. διστομίαση = η διστομίαση είναι μια παρασίτωση του ήπατος των


μηρυκαστικών και περισσότερο του προβάτου πολύ διαδεδομένη σ'
ολόκληρο τον κόσμο. Η νόσος οφείλεται στο παράσιτο Δίστομο το
ηπατικό, το οποίο ανήκει στην τάξη των τρηματωδών πλατυελμίνθων.
Το παράσιτο βρίσκεται στους χοληφόρους πόρους του ήπατος, όπου
γεννάει τα αυγά του, τα οποία με τη χολή κατέρχονται στο έντερο και
με τα κόπρανα βγαίνουν στο περιβάλλον. Όταν βρεθούν οι
κατάλληλες συνθήκες υγρασίας και θερμοκρασίας μέσα σε 10 περίπου
ημέρες, τα αυγά εκκολάπτονται και ελευθερώνονται τα έμβρυα, που
ονομάζονται μειρακίδια. Αυτά κολυμπώντας στα επιφανεικά νερά
βρίσκουν τον ενδιάμεσο ξενιστή τους, που είναι ο κοχλίας Λιμναία.
Μέσα σ' αυτόν υφίστανται τρεις μεταμορφώσεις: σε σποροκύστεις-
ρέδια-κερκάρια. Μετά 1-2 μήνες εγκαταλείπουν τον ενδιάμεσο ξενιστή,
κολυμπούν στα λιμνάζοντα νερά και εγκυστώνονται στα στελέχη των
χόρτων των υγρών λιβαδιών, Με τη βόσκηση των λιβαδιών αυτών τα
ζώα καταπίνουν τα μετακερκάρια, τα οποία φτάνουν στο έντερο και
μετά στο ήπαρ.

1549. δίστρατα = τόπος με σταυροδρόμι, σταυροδρόμι, δίστρατο , το σημείο


όπου διχάζεται ένας δρόμος ή όπου συναντιούνται δύο δρόμοι.
Δίστρατον < δι + στράτ(α) -ον

1550. δίφουρη = γεννάει δυο φορές τον χρόνο

1551. Διφτέρα = Δευτέρα

116
1552. διφτέρι = το μπλοκάκι τετράδιο η βιβλίο για τους λογαριασμούς αλλα
και τα βιβλία τετράδια των μαθητών

1553. διχώς = χωρίς

1554. δλειά = δουλειά

1555. δόγα, δούγα = βαρελοσανίδα

1556. δόκανου = παγίδα.

1557. δόλιους, -α, -ιου = κακόμοιρης, ταλαίπωρος

1558. δομός = το σύνορο ακαλλιέργητο του χωραφιού για βόσκηση, αλλα


και στρώμα( σάλωμα) κτισίματος της καλύβας στην κορυφή

1559. δόντια = κάθετα καλαμάκια που έχουν τα χτένια στον αργαλειό

1560. δόσ’μου = δούναι, έξοδα της στάνης.

1561. δουδουκάρια , μασιές = τραπεζίτες, γομφίοι

1562. δουκιώμι = θυμάμαι, καταλαβαίνω ότι μου λείπει κάτι, νομίζω,


αναρωτιέμαι

1563. δουλιφτάδις = εργάτες

1564. δουλιφτάρδις = αυτοί που δουλεύουν πολύ

1565. δουλώνου = δηλώνω.

1566. δουμός, δομός = το σύνορο μεταξύ χωραφιών, ακαλλιέργητο, που το


έβοσκαν τα πρόβατα, κάθε σειρά από σάλλωμα στη σκεπή

1567. δουντάκια = διακοσμητικό θέμα στο κέντημα

1568. δουξάρια = πόδια.

1569. δουξουλουϊά = δοξολογία.

1570. δουσιά = δόση.

117
1571. δραγασιά = παρατηρητήριο πάνω σε δέντρο

1572. δραγάτης = αγροφύλακας, αμπελοφύλακας.

1573. δράγκα = γουλιά, σταγόνα, σταλιά νερού ή ποτού.

1574. δραγκουμάρα = αρρώστια στα ζώα πιάνονται τα πόδια

1575. δραγκώνουμι = αρρωσταίνω και άλλες φορές κουτσαίνομαι, «πιά-


νομαι» από τα πόδια και άλλες φορές χάνω την όρασή μου

1576. δράκισσα = δράκαινα

1577. δρακουντιά = φιδόχορτο.

1578. δράκους = υπερφυσικό ον, λαογραφικό μυθικό τέρας.

1579. δράμι = μια σταλιά, λίγο, τρέξε, 3,2 γραμ

1580. δραμιάρ’κα = οι μπαλίτσες από μολύβι μέσα στο κουδούνι για να


βγάζει ήχο

1581. δρασκ’λιά, δρασκλιά = απόσταση όση ένα βήμα, ένα πήδημα

1582. δρασκέλατο = πήδατο, πήδηξε

1583. δραχτουλόους = σακούλι για αδράχτια.

1584. δρούγα = αδράχτι, η αρχαία άτρακτος, χοντρό νήμα που μαζεύεται


στο αδράχτι, όταν η περιστροφή του αδραχτιού γίνεται στην παλάμη.

1585. δρουμιάζου κατευθύνω το κοπάδι στο να ακολουθήσει την πορεία


που πρέπει, το βάζω στον δρόμο του.

1586. δρουπίκι = δηλητηριασμένο αίμα στο σημείο που έχει δεχτεί τσίμπημα
από φίδι το ζώο

1587. δρουσάτα = δροσερά

1588. δρουσιόμι = δροσίζομαι

118
1589. δρουτσίλι = μπιμπίκι

1590. δρυμόνι = κόσκινο από λευκοσίδηρο με μεγάλες τρύπες

1591. δσάκι = διπλός σάκος ένας μπροστά ένας πίσω στην πλάτη
συνδεδεμένοι μεταξύ τους με ύφασμα

1592. δυγόνα = προβατίνα που γεννάει προς το τέλος του γέννου.

1593. δυγόνι= αρνί που γεννιέται προς το τέλος του γέννου

1594. δυόσμους = δυόσμος (επιστημονική ονομασία Mentha spicata,


Μίνθη η σταχυώδης) είναι είδος μέντας. Ο δυόσμος περιέχει φολικό
οξύ, ριβοφλαβίνη, βιταμίνες Α, Β6, Ε, ασβέστιο, μαγνήσιο, σίδηρο,
κάλιο, μαγγάνιο και χαλκό. Λόγω λοιπόν των συστατικών του
χρησιμοποιείται σε πολλά γιατροσόφια, όπως σε γαργάρες για
θεραπεία πληγών του στόματος, ουλίτιδας, φαρυγγίτιδας και
αμυγδαλίτιδας, ως αντίδοτο στην κακοσμία του στόματος, χωνευτικό
και καταπραϋντικό της γαστρεντερικής δυσφορίας, ως ηρεμιστικό, για
την τόνωση της μνήμης, τη θεραπεία των σκασμένων χεριών και της
πιτυρίδας αλλά και ως αφροδισιακό (σε συγκεκριμένες δόσεις) και
εμμηναγωγό (ακατάλληλο για εγκυμονούσες). Θεωρείται ότι
προσφέρει ανακούφιση στην αϋπνία, τον πονοκέφαλο, τον πονόδοντο
(από αποστήματα), στους ρευματόπονους και τον πόνο. Τα τρία
τραγουδισμένα αρωματικά : Ο δυόσμος , ο βασιλικός και το
μακεδονήσι πάν' τα ματάκια μ' βρύση

1595. δυχατέρα = θυγατέρα

1596. δώθε, δώθι = προς τα εδώ, προς τη μεριά μου

1597. δώκ’ τ = δώσ’ του

1598. έβγα = βγες

1599. εδώ ιά = εδώ, σε αυτό το σημείο

119
1600. έζαψα (ζαπώνω) = το έκανα δικό μου, έφαγα πολύ ή ήπια

1601. έζαψα = δάμασα, έθεσα υπο τον έλεγχο μου

1602. έζγει = ζούσε

1603. ειδίσια = πρώτη συνάντηση δυο υποψήφιων νέων για να


αρραβωνιαστούν.

1604. εικιό = εκείνο

1605. είνι αγκάθι (μτφ.) = με πονάνε τα λόγια του.

1606. είνι; = ζει;

1607. είνορο = όνειρο.

1608. είσμπα = στενό κοίλωμα, άνοιγμα βράχου, σχισμή βράχου

1609. έκλα = κούραση του σώματος πριν από πυρετό.

1610. έλα = γυρισμός.

1611. εμουρφάδα = ομορφιά.

1612. εμουρφιά = ομορφιά

1613. έμουρφους = όμορφος.

1614. έμπαξα = έβαλα

1615. έμπλαξα = συνάντησα κάποιον, έπεσα πάνω του,

1616. έντ'σα = έντυσα

1617. εξαποδός =σατανάς, διάβολος

1618. εξόν = εκτός

1619. έξοτα, έξουτα = έξοδα, δαπάνες, αυτά που τα αφαιρούμε

1620. εξώλης = εντελώς καταστραμμένος, διεφθαρμένος

120
1621. επί ταύτου = γι’ αυτόν το λόγο, επίτηδες.

1622. έρμου = έρημο

1623. έτσια = έτσι ακριβώς.

1624. ευτυχού = είμαι ευτυχής, πετυχαίνω κάτι.

1625. ευχημένους, -η, -ου αυτός που πήρε την ευχή, ευλογημένος

-έχει την ικανότητά να ηρεμεί τα νεύρα και να ανακουφίζει την ψυχική


διέγερση

1626. έχος , έχους, έχητα = περιουσία, βιός

1627. ζαβά τόπια = κακοτοπιές.

1628. ζαβατιάρ’κους = ατίθασος, ανυπότακτος

1629. ζάβατους = θόρυβος που προέρχεται κυρίως απ’ τα πέλματα των ζώων

1630. ζάβια = στραβομάρα, παλαβομάρα, η συνήθεια των παιδιών να


κάνουν ακαταστασία

1631. ζαβλακώθκα =νύσταξα, δεν ξέρω που είμαι (χάθηκα)

1632. ζαβός = παλαβός, ιδιότροπος, αυτός που δεν κάθεται ήσυχος

1633. ζαβουσύνη = δυστροπία, αναποδιά

1634. ζαβουτόπι = τόπος που έχει δύσκολη πρόσβαση, κακοτοπιά,


απόκρημνο μέρος.

1635. ζαβώνω, ζαβώνου = στραβώνω, ξιτσανίζου.

1636. ζαγαλίκι = ζημιά που γίνεται με πολλή πονηριά, με μεγάλη κατεργαριά

1637. ζαγάρι= σκυλί, κυνηγητικό σκυλί, λαγωνικό. μτφ: παλιόπαιδο.

1638. ζαγκανάω = κουνάω

121
1639. ζαϊρές = τροφή για ζώα

1640. ζαΐφκους = αδύνατος.

1641. ζακόνι = ελάττωμα, συνήθεια, νόμος, φιρμάνι, ήθη

1642. ζαλ’κώνουμι = βάζω το ζαλίκι στις πλάτες μου.

1643. ζαλίκι = το φόρτωμα στην πλάτη ανθρώπου. Από τη λέξη «ζαλιά» =


φόρτωμα

1644. ζαλίκκα = πλάτη

1645. ζαλίκουμα = φόρτωμα

1646. ζαλουκνιέμαι = ζαλίζομαι, κουνιέμαι

1647. ζαμάνι = μεγάλο χρονικό διάστημα

1648. ζάντζα = ιδιοτροπία, ελάττωμα, αναποδιά

1649. ζαντζιάρ’κου = έχει ζάντζα

1650. ζάπι (κάνω) = θέτω υπο τον έλεγχο μου, το να τιθασεύεις κάποιον
άνθρωπο ή κάποιο ζώο ή κάτι άλλο

1651. ζάπτω = βαράω

1652. ζαπώνω = αρπάζω, παίρνω κάτι ξένο, κάνω κάτι δικό μου (συνήθως
αρπάζοντας το από κάποιον)

1653. ζάρα = ρυτίδα, σούρα από τα υφάσματα.

1654. ζαραλής = αρρωστιάρης ή αυτός που πάσχει από χρόνιο νόσημα

1655. ζαργάνα = ευτελές ύφασμα, πολύ αραιό

1656. ζαρζαβατκό = χορταρικό, λαχανικό

1657. ζαρζάνα = άφθονη ροή

1658. ζαρκαδούλα = θηλυκό μικρό ζαρκάδι, είδος μανιταριού.

122
1659. ζαρκό- ζάρκο = γυμνό, το γίδι χωρίς τρίχωμα, βουνό που είναι γυμνό
από δέντρα.

1660. ζαρκόθκα = έβαλα κάτι πάνω μου, φορτώθηκα κάτι.

1661. ζαρκώνου = ντύνω, βρακώνω,

1662. ζαρκώνουμι = ντύνομαι

1663. ζαρνάρα = βουνίσιος μικρός καταρράχτης.

1664. ζαρώνου = αποχτάω ρυτίδες, μαζεύομαι από φόβο, κάθομαι


φοβισμένος σε μια

1665. ζαφορά = το φυτό κρόκος (crocus sativus), σαφράνι, σαφράς.


Κροκοναίοι οι Πελασγοί που ζούσαν σε περιοχές με κρόκο καθότι τις
εποχές εκείνες κάποιες ομάδες έπαιρναν τα ονόματα τους από την
περιοχή διαβίωσης

1666. ζάφτω- ζάφτου = δαμάζω , ελέγχω, το φέρνω στα μέτρα, χτυπώ

1667. ζαχαράτο = κουφέτο | καραμέλα

1668. ζαχαρένια = η καλή διάθεση, η καρδιά, γλυκιά κοπέλα

1669. ζαχείλας = άνθρωπος με σαρκώδη χείλια.

1670. ζβάου = σβήνω

1671. ζγαρλάω = σκαλίζω, ανακατεύω, πειράζω, ξύνω

1672. ζγαρλίζου ανακατώνω, ψάχνω, σκαλίζω ( ζγαρλίζει του φαΐ )

1673. ζγαρόνι = μανίκι εφαρμοστό στον καρπό του χεριού, περικάρπιο.

1674. ζγιάζει η νύχτα = έρχονται τα μεσάνυχτα.

1675. ζγιάστρα = μέρος που ζυγιάζω τα προϊόντα μου.

1676. ζγούρα = θηλυκό χρονιάρικο αρνί

123
1677. ζγούρι = χρονιάρικο αρνί, ζυγούρι

1678. ζγουριάρ’ς = τσομπάνος που βοσκάει τα ζυγούρια

1679. ζγουρουγινν’μένη = γεννημένη ζ(υ)γούρα

1680. ζγώνω = πλησιάζω

1681. ζέλι είνι του ψουμί = δεν ψήθηκε καλά το ψωμί δε στράγγισε καλά.

1682. ζερβά, ζέρβια = αριστερά

1683. ζερβί = αριστερό

1684. ζερβοχέρσ = αριστερόχειρας

1685. ζέρδελο = βερίκοκο. Το δέντρο Prunus armeniaca, βερικοκιά,


ζερδαλιά, καϊσιά, πρικοκιά | τούρκικα zedrali

1686. ζεύλα = τεντωμένο πόδι που μοιάζει με ξύλο

1687. ζέχνου, ζέχνω = βρομάω, μυρίζω άσχημα.

1688. ζηλιμένους = ζηλεμένος, αξιοζήλευτος, εξαίρετος

1689. ζηλιρός = ζηλευτός.

1690. ζημιουμένους = απατημένος σύζυγος.

1691. ζήου = ζω

1692. ζιαπουμύτα = γυναίκα με πλατιά μύτη πατημένη προς τα μέσα.

1693. ζίβα = σβήσε (ζίβα του φέξου = σβήσε το φως)

1694. ζιβγάρι = ζευγάρι.

1695. ζιβγώνου = ζευγαρώνω

1696. ζιόγκους = διόγκωση, προεξοχή που ξεκινάει κάποιο κλωνάρι ο πιο


παχύς βλαστός

124
1697. ζιουματαριά = μέρος που πλένω τα υφάσματα στο ποτάμι.

1698. ζιουματούρα = πρόχειρο φαγητό (ζεματιστό νερό, ψωμί, λάδι, πιπέρι),


σούπα με όσπρια και μπομπότα

1699. ζιρβά = ανήλια μέρη, απόσκια

1700. ζιρβόδιξια = πότε αριστερά, πότε δεξιά.

1701. ζιρβός, (ή ζιρβύς), ζέρβια, ζιρβό (ζιρβύ) = αριστερός, ανήλιος

1702. ζιχάτη = κάπα καλής ποιότητας.

1703. ζιχνουβουλάου = βρομάω πολύ.

1704. ζλάπ-ζλάπι = το άγριο ζώο, συνήθως οι λύκοι, γενικά ο ατίθασος


άνθρωπος

1705. ζλαπουφαγουμένα = ζώα που έφαγε το άγριο ζώο

1706. ζμάκι = λιγο ζουμί, λίγο νερό που τρέχει στο ρέμα.

1707. ζμάρι = ζυμάρι, (μπλανό)

1708. ζμέτι = ακατάλληλο σφαχτό, πρόστιμο για πρόκληση ζημιάς, αχαμνός,


αδύνατος, μικροκαμωμένος.

1709. ζμί = ζουμί

1710. ζμουρίζου = πιέζω, ζουλίζω.

1711. ζμπάς = σπρώχνεις

1712. ζμπάω = πιέζω, σπρώχνω, πατάω δυνατά

1713. ζμώνου-ζυμώνω = ζυμώνω

1714. ζμώστρα = κατεργασμένο κατσικίσιο δέρμα πάνω στο οποίο ο


τσομπάνος ζυμώνει το ψωμί του

1715. ζόσματα = δώρα

125
1716. ζούδι = ζωύφιο

1717. ζούδιου = άγριο μικρό ζώο, ζωύφιο

1718. ζούλιο = μαλακό, ώριμο φρούτο

1719. ζούμπηρα, ζούμπιρο = μικρά ζωύφια / μικρό έντομο

1720. ζουμπηρός = σκυφτός, καμπουριασμένος

1721. ζουναράτη = γίδα που έχει στο σώμα της ένα μπάλωμα

1722. ζουνάρι = ζώνη, γενιά

1723. ζουντανά = ζώα.

1724. ζουντόβουλου = ανθρωπάκι.

1725. ζούρα = το κατακάθι του καφέ, υγρών

1726. ζουρλαίνου = τρελαίνω, -ουμι τρελαίνομαι.

1727. ζουρλαμάρις = παλαβομάρες, άμυαλες πράξεις

1728. ζουρλαμάς = αρρώστια

1729. ζουρμπάδις = οπλοφόροι από άτακτα στρατιωτικά σώματα που


ληστεύουν, βιάζουν και αυθαιρετούν.

1730. ζουστάρι = αντρική και κυρίως γυναικεία ζώνη που φοράμε στη μέση
και είναι από ύφασμα ή δέρμα και είναι πολύ πλατιά -ια οριζόντια
λούρια με τα οποία ζώνουν το κονάκι

1731. ζουστήρα = λωρίδα δέρματος, η ζώνη

1732. ζούφιο = άδειο , ψεύτικο,

1733. ζουχιά , ζόχι = είδος λαχανικού, χορταρικό, ζοχοί


(Αγριοζοχός)Urospermum picroides = λαχανικό, πικρίθρα,
κουφολάχανο Ετήσιο φυτό που φτάνει τα 20-50 εκατοστά. Το
συναντάμε σχεδόν παντού σε ακαλλιέργητους και καλλιεργημένους

126
τόπους. Το σχήμα τους και οι διαστάσεις των φύλων του δεν είναι
σχεδόν ποτέ το ίδιο. Τα φύλλα του είναι σκουροπράσινα οδοντωτά και
μακριά με παχύ κόκκινο μίσχο και κεντρικό νεύρο. Μαζεύεται από το
Φθινόπωρο μέχρι το τέλος της άνοιξης. Η γεύση των φύλλων είναι
λίγο πικρή, τρώγονται ωμά σε σαλάτες, μαγειρεύονται μόνα τους
βραστά με μπόλικο λεμόνι ή σε συνδυασμό με αρνί ή κατσίκι. Τέλος
χρησιμοποιούνται και σε χορτόπιτες.

1734. ζύγρα = θάμνος που ευδοκιμεί κοντά σε ποτάμια κυρίως κοντά σε


υγρά μέρη. Από τη λέξη «δίυγρος-α-ον» = υγρός τόπος

1735. ζυμουπόδια = γυναικεία ποδιά

1736. ζώγα = ζώα.

1737. ζωγραφισμένος-ζουγραφσμένους = πανέμορφος σαν ζωγραφιά

1738. ζώνα = ζώνη, ζώνη (ομηρική λέξη «ζώνη»)

1739. ζώσματα = μαντ’λώματα, κεράσματα

1740. ζώστρα = ζωστήρα, ζώνη, υφαντή ταινία με την οποία σφίγγω το


σαμάρι πάνω στο σώμα του ζώο

1741. η (άρθρο) =ίδιο και στα δύο γένη (αρσ. θηλ.),(η Γιάννους , η
Γιαννούλα)

1742. ήβρα = βρήκα

1743. ήγκαιρο, ήγκυρου (κολάστρα) = πρωτόγαλα, το γάλα των πρώτων


ημερών

1744. ήλιους = ήλιος

1745. ήμαν = ήμουν.

1746. ημερνά = σημερινά, της ημέρας.

127
1747. ημιράδι = τόπος που βγάζει καλό χορτάρι

1748. ήπατα = συκώτια, σωματικές δυνάμεις

1749. ήρα = αγριόχορτο που φυτρώνει στα χωράφια και εμποδίζει

1750. ήρθει = ήρθε

1751. ηφκή = ευχή

1752. ηφκιρού = ευκαιρώ

1753. ηφκιώμι = εύχομαι

1754. θα να = θα

1755. θαλά = τάχα ( θαλα πάει, θαλα κάτσει)

1756. θαλάπουμα = μαύρισμα απ το πολύ ξύλο, καταχώνιασμα

1757. θαλαπώνου = κάνω κάποιον μαύρο στο ξύλο, μαυρίζω, σκοτεινιάζω,


βραδιάζω, καλύπτω, σκεπάζω , καταχώνω.

1758. θάμα, θιάμα = θαύμα, θαυμαστό

1759. θαμάζου = θαυμάζω, απορώ, εκπλήσσομαι

1760. θαμαίνομαι, θιαμιαίνουμι =.θαυμάζω , αναρωτιέμαι πόσο όμορφο


είναι κάτι, απορώ με την ομορφιά, το αίσθημα που προκαλεί κάτι το
θαυμάσιο

1761. θαμπά = μισοσκότεινα, μισοσκόταδο, χαμηλή όραση

1762. θαμπό = θολό, σκοτεινό, δεν ξεχωρίζει

1763. θαμπουξικίν’μα = το κίνημα της στάνης για τα χειμαδιά ή τα βουνά


χαραυγή

1764. θαμπώνει = σκοτεινιάζει., ζαλίζομαι.

128
1765. θαραπαή = ευχαρίστηση

1766. θαραπαμένους = ήρεμος , ευτυχισμένος, γεμάτος

1767. θαραπαύουμι = απολαμβάνω κάτι, ευχαριστιέμαι

1768. θαράπειου = σωτήριο, αυτό που μου προκαλεί αγαλλίαση, πολύ


εξυπηρετικό

1769. θαρριμένους = έχων θάρρος, άφοβος, γενναίος

1770. θαρρού, θάρρου = θαρρώ, μου φαίνεται, νομίζω

1771. θάφτου = θάβω.

1772. θε να = θέλω να, θα

1773. θειά = θεία

1774. θειάκουλα = υποκοριστικό του θεία

1775. θελός = θολός.

1776. θέλσ = θέλεις

1777. θερμασιά = πυρετός

1778. θέρμη = πυρετός

1779. θέρσα = θέρισα

1780. Θερ'στής = Ιούνιος

1781. θηλ’κάρια = ασημένιες καρφίτσες διπλές και μεγάλες

1782. θημουνιά, θημονιά = σωρός χόρτων, κοπριάς, διαφόρων αλλων


υλικών, δεμάτια το ένα πάνω στο άλλο.

1783. θηριό = το θηρίο

1784. θιλός, = θολός.

129
1785. θιλώνου = θολώνω

1786. θιουτ’κά = αυτά που προέρχονται από τον Θεό.

1787. Θιουτκό = Θεϊκό

1788. θιρίζει του κρύου (μτφ.) κάνει πολύ κρύο

1789. θιριόκουψι η πείνα πεινάω πάρα πολύ [21α, τ. 164, 19].

1790. Θιρμαίνομι, θιρμαίνουμι = κρυώνω, αναριγώ, έχω πυρετό

1791. θιρμασιά = πυρετός

1792. θιρμουζάχαρη = πρακτικό για αυτούς που έχουν πυρετό (ζεστό νερό
+ζάχαρη)

1793. Θιρτής, Θιρστής = θεριστής, ο Ιούνιος.

1794. θκάμ = δικά μου

1795. θκάρι = θηκάρι, θήκη μαχαιριού ή άλλου πράγματος.

1796. θκάρι = θήκη, θηκάρι. Από το αρχαιοελληνικό ρήμα «τίθημι» και την
αρχαιοελληνική λέξη «θήκη»

1797. θκιαστή = μέρος που τοποθετώ τις διπλωμένες βελέντζες

1798. θκό μ’, θκό σ’, θκό τ’ = δικό μου, δικό σου, δικό του.

1799. θλιά = θηλειά , θηλειά. Από την αρχαιοελληνική λέξη «θήλεια»

1800. θλιάζου = θηλιάζω, πιάνω θηλιές το υφάδι μέσα στο στημόνι.

1801. θλιαστό = θηλιαστό, πλεγμένο με το βελονάκι, θηλιά προς θηλιά, είδος


από στρωσίδι.

1802. θλικάρι = θηλυκάρι, κούμπωμα της ποδιάς στη μέση της γυναίκας.

1803. θλίκι = θηλύκι, θηλιά.

1804. θλικώνουμι = κουμπώνομαι.

130
1805. θλικώνω = κουμπώνω

1806. θμόμι = θυμάμαι

1807. θράκα = τα αναμμένα κάρβουνα που καίνε, ανθρακιά . Από την


ομηρική λέξη «ανθρακιή» = σωρός από κάρβουνα αναμμένα

1808. θρασίμι = ψοφίμι

1809. θράσιου = το ψοφίμι, πήγε άδικα, δεν πρόλαβε να το σφάξει

1810. θρόνιασμα = κάθισμα σε θρόνο, περιπαικτικά αυτός που κάθετε και


δεν κουνιέται με τίποτα από την θέση του

1811. θρουίζου = δημιουργώ ελαφρό θόρυβο, -ουμι θορυβούμαι.

1812. θρούμπα, ντρούμπα = ύφασμα, η μαλλί μαζεμένο ρολό (άλλους ν'


αντροπή και άλλους τν΄ντρούμπα το μαλλί)

1813. θρούμπι = Ανήκει στην οικογένεια των Χειλανθών και το συναντούμε


με τις κοινές ονομασίες θρούμπα, γεροντόχορτο, θρούμπι, θρύμπα,
τραγορίγανος, ζαρμπούνιζαμπούρι, montana ήthymbra, hortensis,
spinosa και cretica. Το θρούμπι είναι επίσης γνωστό με τα ονόματα
τραγόχορτο, γεροντόχορτο, σατουρέγια ή θύμβρα , θύμος, έρπυλλος,
χαμοθρούμπι και γαϊδουροθυμό. Καθώς επίσης είναι γνωστό και από
την αρχαιότητα με το όνομα θύμβρη (Διοσκορίδης, Θεόφραστος). Οι
θεραπευτικές ιδιότητες του φυτού ήταν γνωστές από την αρχαιότητα
.Δρα ως χωνευτικό χρησίμευε ως αφέψημα για τον πονόλαιμο, το
βήχα, τον πονόδοντο και τις πληγές στο στόμα, καθώς και ως
απολυμαντικό για διάφορα σκεύη, λόγω των αντιβακτηριδιακών και
αντιμικρoβιακών του ιδιοτήτων. το χρησιμοποιούσαν για περιπτώσεις
ουρικής αρθρίτιδας, διάρροιας και διακοπής εμμήνων. Βοηθάει παρά
πολύ σε πεπτικά προβλήματα, κολικούς και σε αέρια του στομάχου.
Ανοίγει την όρεξη, είναι σπασμολυτικό, καταπραΰνει τις νευροπάθειες,
τις κρίσεις άσθματος, ενώ διώχνει την αϋπνία. Βοηθάει σε
περιπτώσεις αρθριτικών, σε ρευματισμούς και πετράς στα νεφρά. Σε
περιπτώσεις βαρηκοΐας είναι πολύ καλό. Αντιμυκητικό, αποχρεμπτικό,

131
διουρητικό και αφροδισιακό (το βοτάνι της ευτυχίας), ενώ σε
εξωτερική χρήση είναι αντισηπτικό σε πληγές και τσιμπήματα .Είναι
μελισσοτροφικό φυτό.

1814. θρουνί = θρόνος.

1815. θρουνιάζου = τοποθετώ σε θρόνο, -ομαι = κάθομαι κάπου χωρίς να


υπολογίζω κανέναν

1816. θρουνιάσκα = έκατσα σαν να είμαι σε θρόνο δεν κουνιέμαι

1817. θρουφή = τροφή

1818. θυμητ’κό, θυμητικό = μνημονικό, μνήμη.

1819. θύρις = περάσματα του χτενιού στον αργαλειό (διάστημα μεταξύ δύο
δοντιών στο χτένι

1820. θυρουκόβουμι = απελπίζομαι

1821. θυρουστόμι = μικρή πορτούλα της στρούγκας

1822. θωριά, θουριά = εμφάνιση

1823. ια = για, να

1824. ιατί = γιατί

1825. ιάτος = νάτος.

1826. ίγγλα= δερμάτινη λουρίδα, ζώνη με την οποία δένεται το σαμάρι,


ζώστρα Από την αρχαία ελληνική λέξη «γιγγλυσμός»= στρόφιγγας,
δέσιμο.

1827. ιδγιάζου, ιδιάζω, ιδιάζου = ετοιμάζω τα νήματα για τον αργαλειό να


υφάνω, Κάθε κουβάρι νήμα γίνεται μια κλωστή που τυλίγεται πολλές
φορές στην ιδιάστρα και πολλές κλωστές μαζί φτιάχνουν το διασίσι

132
1828. ιδείτι = να δείτε

1829. ιδέσια = ειδίσια.

1830. ιδιάστρα, διάστρα = εξάρτημα στο οποίο ιδιάζω το στημόνι

1831. ίδρουσι του τυρί = έβγαλε νερό πάνω στην επιφάνειά του, που
σημαίνει ότι ολοκληρώθηκε η πήξη είναι έτοιμο για την τσαντίλα

1832. ίδρουτου = ιδρώτας

1833. ιδρωκουπάω = ιδρώνω πάρα πολύ

1834. ιδώ = εδώ

1835. ιδώθι, δώθι = προς τα εδώ

1836. ιδώια = εδώ ακριβώς.

1837. ικεί = εκεί

1838. ικεία = εκεί ακριβώς.

1839. ικειόια = εκείνο εκεί.

1840. ικειός, ικείνη, ικειό = εκείνος,-η,-ο

1841. ιλάτι = έλατος

1842. ιλατιάς = πανύψηλος έλατος.

1843. ιλάτσι, ιλιάτσι, = φάρμακο η πράξη θεραπείας

1844. ιλάφι = ελάφι

1845. ίλιγγας = παράσιτο (μικροσκοπικό έντομο).

1846. ινάντιους, -α, -ου = ενάντιος, αντίθετος, αντίπαλος.

1847. ινάτι = γινάτι, θυμός

133
1848. ιννιάρα, εξάρα, τριάρα = εννιάρα, παιδικό "επιτραπέζιο" παιχνίδι που
παίζεται με εννιά άσπρα και εννιά μαύρα χαλίκια (παίζονταν και στο
χώμα , η χαραγμένη σε επίπεδη πλάκα η βράχο, κακκάβι (κατσαρόλα)
που χωράει αντίστοιχες οκάδες.

1849. ιντουλές, = το έθιμο γιουμάτα όπου ο αρχηγός έδινε εντολές

1850. ιξόν = εκτός.

1851. ιπιλουή = επιλογή

1852. ιπρουπέρσι, προυπέρσι = πρόπερσι

1853. ιπρουχτές, προυχτές = προχθές

1854. ιργάτ’σα = εργάτρια

1855. ισιάδα = ομαλός τόπος, ίσιωμα, ίσια ευθεία, αληθινά

1856. ισιάζου = τακτοποιώ, ισιώνω, συμφωνώ, τελειώνω μια πράξη

1857. ίσιαμι ιδώ = μέχρις εδώ, ίσιαμι ικεί μέχρις εκεί, ίσιαμι τώρα μέχρι
τώρα.

1858. ίσιουμα, ίσιωμα = ισιάδα, επίπεδο και ομαλό μέρος, λάκκα

1859. ισκιουμένους = βλέπει φαντάσματα

1860. ίσκιους = ο ίσκιος και η σοβαρότητα στον άνθρωπο η βαρύτητα στον


άνθρωπο

1861. ισκιουτόπι = τόπος οπού απαντώνται τα δαιμονικά, αγερικά,


φαντάσματα ( συνήθως τα διάσελα, οι πηγές, οι όχθες των ποταμών)

1862. ίσκιωμα, ίσκιουμα = φάντασμα, δαιμονικό, η αρρώστια άνθρακας που


έχει δαιμονική χροιά

1863. ισκιώνου = δίνω σοβαρότητα, δίνω αξία, εμπνέω σεβασμό

1864. ίσκνα = μύκητας των δέντρων που γίνεται φιτίλι για το τσακμάκι

134
1865. ιστιρνά = γεράματα.

1866. ίταμους = φυτό που μοιάζει με το έλατο.

1867. ιτεύω = γιατρεύω πρακτικά, σταυρώνω

1868. ίτιμα = γιατριά, θεραπεία δαγκωμένου μέρους του σώματος από


σκύλο ρίχνοντας στο πληγωμένο μέρος ζεστό λάδι

1869. ίτσια = χαμόκλαδα με λουλούδια

1870. ιφκιώμι = εύχομαι, εκφράζω τις ευχές μου

1871. ιχλής = πρακτικός γιατρός (ορθοπεδικός

1872. ιχούμινους, -η, -ου = βασταζούμενος, αυτός που έχει μεγάλη


περιουσία, πολύ βιό, πλούσιος

1873. ιχτές = εχθές.

1874. ιψές = εχθές το βράδυ

1875. ιψουμα = ύψωμα

1876. καβαλ’κιεύου = ανεβαίνω καβάλα, ιππεύω.

1877. καβαλάου = καβαλικεύω

1878. καβαλάρ’ς = καβαλάρης, οριζόντιο μεγάλο δοκάρι στην κορυφή της


στέγης , οριζόντιο τεντόξυλο .

1879. καβαλαραίοι, καβαλαρία = καβαλάρηδες.

1880. καβαλαρίας τραγούδια = τραγούδια που λένε στο συμπεθεριακό στη


στράτα, καθώς πηγαίνουν καβαλάρηδες για να πάρουν τη νύφη.

1881. καβαλίκα = έμπα καβάλα, είμαι καβάλα

1882. καβαλίκεμα = καβάλημα σε υποζύγιο, γαμήσι

135
1883. καβαλίνα = αλογοκοπριά

1884. καβάλις = αντρικό παιχνίδι

1885. καβαλότουπα = παιχνίδι για μεγάλους.

1886. καβαλουβέλιντζα = βελέντζα στη σέλα του άλογου

1887. καβούλι = αποδοχή, συμφωνία, συνεννόηση συνάντηση σε


συμφωνημένο τόπο (δεν γένετι καβούλι = δεν μπορείς να
συνεννοηθείς)

1888. καβούλι βάνου = ορίζω κάτι σίγουρα

1889. καβουρμάς = κρέας καβουρδισμένο που συντηρείται στο λίπος

1890. καβουρντίζου = ξερoψήνω, τσιγαρίζω.

1891. καβουρντίζου = τσιγαρίζω, ξεροτηγανίζω , ψήνω (ξηρούς καρπούς) |


τούρκικο kavurmak

1892. καγκέλι = διακοσμητικό στο κέντημα, ζικ-ζακ

1893. καγκιλουφρύδα = γυναίκα με λεπτά και καμαρωτά φρύδια.

1894. καγκιόλια = μονοπάτια με στροφές, πηγαίνει κουνάμενος

1895. καδένα = αλυσίδα.

1896. κάδη = ξύλινο μεγάλο ή μικρό δοχείο σε σχήμα κυλινδρικό, ή


κόλουρου κώνου.

1897. καδί = ξύλινο δοχείο για γάλα ή για άλλα προϊόντα.

1898. καένας = κανένας.

1899. καζαναριό = πλυσταριό

1900. καζανουσάκια = σακιά στα οποία βάζω τα καζάνια

1901. καζαντίζου = [kaza'dizu] ‘πλουτίζω’,

136
1902. καζαντίζου = αποχτώ περιουσία, κερδίζω.

1903. καζάντιου, καζάντια =του κέρδος.

1904. καζιάκα = ξύλινο φορείο, ξυλοκρέβατο.

1905. κάηκι η πρατίνα = δεν αρμέχτηκε έγκαιρα και θα πάθει μαστίτιδα

1906. καήλα = κάψιμο, αίσθηση του καψίματος και πόνος που προέρχεται
απ’ αυτό, στενοχώρια, πρόβλημα

1907. καθάριου = σιταρένιο ψωμί

1908. καθάριους, -α, -ου = έντιμος, αθώος, απαλλαγμένος από κατηγορία.

1909. καιαπι = και που

1910. καϊαρα = το τσιγάρο

1911. καϊάς, κάιας, καϊάρς = κακός, εγκληματίας

1912. καίου = ακυρώνω , μηδενίζω την προσπάθεια

1913. κακαντρούλ’ς = ασήμαντος άντρας, ανθρωπάκι

1914. κακαράντζα = κοπριά γιδοπροβάτων και έχει στρογγυλό μικρό σχήμα.


ο ευτελής Από το ρήμα «κακκάω= κάνω κακά

1915. κακαρώνω = μένω ξερός, μένω στήλη άλατος, ακίνητος και άναυδος

1916. κακιώνου = θυμώνω, κατεβάζω τα μούτρα

1917. κακάβι = τέντζερης, χάλκινη χύτρα

1918. κακκαβούλι = μικρό κακκάβι χάλκινο με χερούλι

1919. κακόπλαου = κακοτράχαλη πλαγιά, τόπος απροσπέλαστος

1920. κακου- πρώτο συνθετικό σε λέξεις που δηλώνει ότι ακολουθεί κάτι
κακό: κακουγνουμιά, κακουγραμμένους (άτυχος), κακουκρένου,
κακουτίναχτη, κακουτράχαλους, κακουχειμασμένους, κακουχρουνιά,

137
κακουπαντρεύου, κακουπουρεύου, κακουφανκει (δυσαρεστήθηκα),
κακουπαθαίνου, κακόγνουμους, κακουγνουμιά, κακότ’χους,
κακουγείτουνας, κακουχείμουνου, κακουτουπίζουμι.

1921. καλ’μιράου = εύχομαι καλημέρα, τραγουδάω (σαν να μοιρολογώ)


πονεμένα για τον ξενιτεμένο

1922. καλαμίδα = μικρή καλαμένια

1923. καλαμίδια = εξαρτήματα του αργαλειού όπου τύλιγαν το διασίδι

1924. καλαμίζου = περιτυλίγοντας το νήμα φτιάχνω μασούρια

1925. καλαμοβύζα = βυζιά με θηλές μακριές, το αντίθετο

1926. κάλαμους, ου καλαμιά, καλάμι.

1927. καλγώνου = πεταλώνω τα ζώα.

1928. καλέκι = ένα από τα δύο ξύλα με τα οποία παίζω το τσιλίκι, αλλά και
το ίδιο το παιχνίδι

1929. καλεντούλα (Calendula officinalis) = ετήσιο φυτό που φτάνει τα 50


εκατοστά Τη συναντάμε σχεδόν παντού σε ακαλλιέργητους τόπους.
Μαζεύονται τα πέταλα από τα άνθη της, από το χειμώνα έως την
άνοιξη που ανθίζει. Χρησιμοποιείτε σε δερματικές παθήσεις και σε
φαγητά για να δίνει κίτρινο χρώμα και άρωμα.

1930. καλέσια = άσπρη προβατίνα με μαύρες βούλες στο κεφάλι

1931. καλή μέρα = ημέρα που επιτρέπεται κάθε δραστηριότητα (π.χ.


Πέμπτη).

1932. καλή νύφη = ηθική, παρθένα.

1933. καλημιράου = καλημερίζω

1934. καλησπιρίζου = εύχομαι καλησπέρα

138
1935. καληώρα σ’ = έκφραση αγάπης, συμπάθειας, καλοσύνης,
καταδεχτικότητας από γυναίκα κυρίως

1936. καλίβι = η καλύβα, κονάκι β.λ, η κατοικία των Σαρακατσάνων

1937. καλιγούσια = λάια (μαύρη) προβατίνα με άσπρα πόδια ή άσπρους


δακτύλιους στα πόδια

1938. καλιγώνου = πεταλώνω

1939. καλιμπαρδί, του χρώμα πολύ κοντά στο πορτοκαλί.

1940. κάλισια = άσπρη προβατίνα με μαύρες κηλίδες στο πρόσωπο και στα
πόδια

1941. κάλισμα = προσκλητήριο του γάμου

1942. καλιστάδις, οι καλεσμένοι του γάμου.

1943. κάλλια = κάλλη, ομορφιά, ωραία εμφάνιση

1944. καλμέρα σ, καληώρα σ’ = ευχή καλό μου, καλή να είναι η ώρα σου

1945. καλό μ’ = χάιδεμα μικρού, καλό μου

1946. καλόβουλους = καλοπροαίρετος, καλόγνωμος.

1947. καλογιάννια, καλουιάννια = Το έθιμο του κλήδονα(κάθε κορίτσι,


πήγαινε ένα προσωπικό της τιμαλφές δεμένο σε ένα μπουκέτο
«καλογιάννια» -μυρωδάτο φυτό, που φυτρώνει σε ανάβρες στα
βουνά κι έχει μοβ μικρά λουλουδάκια και τα έβαζαν σε ένα κακάβι
αφήνοντας τα ένα βράδυ στην βρύση και το άλλο πρωί τα έβγαζαν
Η κοπέλα που πρώτη θα έβλεπε να βγαίνει το δικό της μπουκέτο, που
αναγνώριζε από το τιμαλφές (δαχτυλίδι, σκουλαρίκι, κ,ά.) θα
παντρευόταν πρώτη ), τα λουλούδια του βουνού με σκούρο χρώμα
και δυνατό άρωμα. Τα μαζεύουμε την παραμονή του Αϊ- Γιαννιού
του Κλήδονα.

1948. καλογιάννος = μικρό πουλάκι

139
1949. καλόημιρις, καλόγνουμις = χαρακτηρισμός για τις νεράιδες,
υπερφυσικά όντα οι νεράιδες

1950. καλόημοιρη = αυτή που έχει καλή τύχη

1951. καλόηρος = καλόγερος

1952. καλόνι, καόνι, καβούνι = πεπόνι

1953. καλός = ωραίος, όμορφος, γερός, υγιής.

1954. καλότχις = νεράιδες, φαντάσματα.

1955. καλότχους, -η, -ου = καλότυχος .

1956. καλού = προσκαλώ

1957. καλου- πρώτο συνθετικό σε λέξεις που εκφράζει την έννοια του καλού,
του ωραίου, του εύκουλου ή του προσφιλούς: καλουγειτόνοι,
καλουγιννάου, καλουγραμμένους (όμορφος , τυχερός),
καλουκαρδαίνου ή καλουκαρδίζου (του φτιάχνω την καρδιά, τον κάνω
να νοιώθει ευχάριστα), καλουμοίρα (τυχερή), καλουπατέρας,
καλουπιθιρά, καλουπιρνάου, καλουπρατίνα, καλουσουρίζου,
καλουχειμασμένους, καλουβαστούμινους (καλοδιατηρημένος),
καλουγάλαρη (πολύ γαλαχτερή), καλουγριά (καλόψυχη γριά), καλουνιά
(ομορφογύναικα), καλουξιχμάζου, καλουνιός (ομορφοπαλλήκαρο),
καλουχρουνιά, καλουέχου, καλουπουρεύου.

1958. Καλουγιάν’ς = Ιωάννης ο Πρόδρομος.

1959. καλούδια = δώρα για τα παιδιά, γλυκίσματα, φρούτα

1960. καλουκιρίσιους, = καλοκαιρινός.

1961. κάλτσα = υφαντή ή πλεχτή κάλτσα που καλύπτει το γυναικείο πόδι από
το γόνατο μέχρι τον αστράγαλο

1962. καλτσάτκους = χορός στα τρία.

140
1963. κάλτσινου = είδος διασιδιού για παντελόνια ή πατατούκες.

1964. καλτσόν’μα = νήμα για κάλτσες

1965. καλτσουβέλουνου = βελόνα με την οποίαν πλέκω τις κάλτσες.

1966. καλύβα, κονάκι = το καλύβι Από την ομηρική «καλύβη» και το ρήμα
«καλύπτω» Είδη καλυβιού : 1. ορθό ή τουρλωτό καλύβι, 2. μονό (α)
δίπλα καλύβι(χαλατζούκα, η τέντα) το πιο ευτελές κονάκι, 3. μεγάλο και
διπλό (α) δίπλα καλύβι, 3. φριτζατοκόνακα τα οποία περιστοιχίζονται
από φράχτη ο οποίος σχηματίζει απλόχωρη αυλή . Όταν ο φράχτης
περικλείει ένα καλύβι ονομάζεται μονό φριτζουκόνακο όταν περικλείει
δύο, διπλό φριτζοκόνακο

1967. καλυβουδάσκαλοι = δάσκαλοι που μαθαίνουν στα


Σαρακατσανόπουλα γράμματα στα βουνά.

1968. καλυβουμάντρι = είδος μαντριού σαν το μονό (α)δίπλα καλύβι

1969. καλυβουσφύρι = σφυρί με το οποίο χτυπάω τα καρφιά που στηρίζουν


τα πέταλα στις οπλές των αλόγων.

1970. καλυβουτόπι = μέρος κατάλληλο για το κονάκι

1971. καλυγουθήκη = σακούλι με τα σύνεργα του πεταλωτή.

1972. κάλφας = ο δεύτερος (βοηθός) από τους δυο τσομπαναραίους συ-


ντρόφους που βόσκουν το ίδιο κοπάδι.

1973. κάμα = ζέστη, καύσωνας, ζέστη από ήλιο (ομηρική λέξη «καύμα»).
Ιλιάς Ε, 865, αλλα σημαίνει και κάτι παραπάνω (κάμα τρανότερος,
κάμα ομορφότερος)

1974. καμακαλύτιρους = πιο καλός, καλύτερος από όλους

1975. καμάρι = περηφάνια, έπαρση, αυταρέσκεια, κόρδωμα

1976. καμαρουμένους, -η, -ου = καμαρωτός, χαριτωμένος, αξιοθαύμαστος

141
1977. καμαρώνου = κορδώνομαι, αισθάνομαι περήφανος

1978. καμένα χαρτιά = γράμματα που αναγγέλλουν δυσάρεστα γεγονότα

1979. καμένους, -η, -ου = λέξη με αρνητικό περιεχόμενο και χρησιμοποιείται


με αποστροφή για άτομα ανεπιθύμητα, κακός

1980. καμίνια = καμία

1981. καμόνουμι = γίνομε ( περιπαικτικά είμαι καλά)

1982. καμούτις, οι καμώματα.

1983. καμπανέλι = μπρούτζινος κύπρος με βραχνό ήχο

1984. καμπάς =, ου φόρτωμα με κλαριά ή χόρτα

1985. καμπάτ’κου φόρτωμα = ογκώδες φόρτωμα

1986. κάμπιανου = κάποιου

1987. κάμπος = η επιφάνεια του υφαντού που φέρει σχέδια

1988. καμπούλι, καβούλι = συγχώρεση, «άφεση αμαρτιών

1989. κάμπουσου = αρκετό

1990. καμπρί = πουκάμισο στη γυναικεία φορεσιά.

1991. κάμσου = πουκάμισο

1992. καμτσίκι = μαστίγιο

1993. καμώνου = κάνω κάτι

1994. κάνα κιρό = κάποια φορά, κάποτε

1995. καναβίδια = μικρές τριχιές αγοραστές

1996. κανάλι, κάναλους = σκαμμένος κορμός από δέντρο στον οποίο τρέχει
νερό και πίνουν τα ζώα

142
1997. καναπίτσα = λυγαριά

1998. κάνας, καμίνια, κάνα = κανένας, καμία, κανένα

1999. κάνγκουρου = άσπρο πρόβατο με καφέ κηλίδες

2000. κάνει = είναι σωστό, επιτρέπεται

2001. κάνι = τουλάχιστον

2002. κάνι σιαπέρα = πήγαινε πιο πέρα

2003. κανούτα = γίδα με σταχτογάλαζο χρώμα, σταχτί.

2004. καντάρι, στατέρι = ζυγαριά.

2005. κάντιου = καθαρό, αναλειωμένο βούτυρο.

2006. καντίπουτας = τίποτα τελείως

2007. καπ’λιά = υφαντό με πολύχρωμα κεντίδια σαν κουβέρτα, τη βάζω στα


καπούλια του ζώου για στ'πίσμα

2008. κάπα = μάλλινο βαρύ πανωφόρι από μαλλί γιδίσιο, γυναικείο γιλέκο
με μανίκια από δίμτο, τρίχωμα στη ράχη των ζώων που μένει
ακούρευτη σαν σαμαράκι

2009. καπακώνου = σκεπάζω, καλύπτω.

2010. καπαριάζου = δίνω προκαταβολή. -ουμι δίνω το λόγο μου, δίνω


υπόσχεση γάμου, λογοδίνομαι

2011. καπάρου = προκαταβολή. (απ' το ρήμα: καπαρώνω)

2012. καπαρώνου = δίνω προκαταβολή, αρραβωνιάζω

2013. καπέτι = υγρό που απομένει μετά το βγάλσιμο της μυζήθρας

2014. καπίστρι = χαλινάρι.

2015. καπιταναρέικους, -η, -ου = καπετανέϊκος, του καπετάνιου

143
2016. καπιτανάτου = αυτό που διοικεί ο καπετάνιος

2017. καπιτάνιους, -ισσα = καπετάνιος, καπετάνισσα.

2018. καπιτανόιπουλου, -ούλα = άξιος λεβέντης, παλληκάρι από γενιά


καπεταναραίων, κορίτσι από γενιά καπεταναραίων

2019. καπιτάνους, ου = είδος φαγητού.

2020. κάπνα = καπνός, αιθάλη.

2021. καπνισμένους, -η, -ου (μτφ.) αδιάθετος.

2022. καπνόγκιεσα = μαύρη (γκόρμπα) γίδα με καφέ γραμμές στο πρόσωπο.

2023. καπότα, καπότου = στενή κάπα

2024. καπούλια = το πίσω και επάνω μέρος δεξιά αριστερά και πάνω απ τν
ουρά

2025. καπουραφτάδις = ράφτες για τις κάπες μη Σαρακατσάνοι

2026. καπουσκούτι = χοντρό ύφασμα από γίδινο μαλλί για κάπες.

2027. κάπουτις = κάποτε.

2028. κάπουτου = είδος υφάσματος με το οποίο φτιάχνουν πουκάμισα ή


φουστανέλες.

2029. καπρί = ξεδιάντροπος, κυρίως γυναίκα ξεδιάντροπη και δυναμική

2030. καραβάνι = πομπή φορτωμένων ζέω με την οικοσκευή της στάνης και
οι άνθρωποι, πορεία Σαρακατσάνικων οικογενειών

2031. καραβιδιάζου = δένω πολύ σφιχτά κάτι.

2032. καρακόλι = ομάδα από γέροντες και παιδιά που αναχωρεί


γρηγορότερα απ’ το καραβάνι, επειδή δεν πρέπει να καθυστερεί το
υπόλοιπο καραβάνι, έφευγε σια μπρουστά.

144
2033. καραμάν’κα, καραμάνικα = πρόβατα με κάτασπρο μαλλί που έχουν στο
πρόσωπο συγκεκριμένα μαύρα τμήματα, άσπρα πρόβατα με τα δύο
μάγουλα μαύρα

2034. καραματιάζου = στοχεύω κάτι επίμονα

2035. καραμαυριάς = κατάμαυρος.

2036. καραμηλουτή = κουβέρτα που την υφαίνουν με μάλλινο υφάδι και


στημόνι βαμβακερό και έχει ρομβοειδή σχέδια

2037. καραμπάσια = πρόβατο που το χρώμα του προσώπου του και των
ποδιών του είναι σκούρο καστανό

2038. καραμπατάκ’ς = ψεύτης, λωποδύτης.

2039. καραμπατάκι = είδος πάπιας.

2040. καραμπουλάχανο, κρουμπουλάχανου = στρόγγυλο άσπρο λάχανο.

2041. καραουλάου, καραουλίζου = φυλάω σκοπιά

2042. καραούλι = σκοπιά, θέση από την οποία μπορείς να ελέγχεις

2043. καράς = μαύρος

2044. καρατζουσούβλι = βελόνι για να ράβω παπούτσια

2045. κάργας = ψευτοπαλληκαράς.

2046. καρδάρα, καρδάρι = ξύλινο δοχείο η από λαμαρίνα, συνήθως


στρογγυλό, μέσα στο οποίο άρμεγαν, βρέχει καταρρακτωδώς

2047. καρδιά = το στομάχι

2048. καρδούλα = κόσμημα στη γυναικεία φορεσιά που έχει σχήμα καρδιάς.

2049. καρέλι = καρούλι, εξάρτημα του αργαλειού (τροχαλία πάνω στην


οποία περνούν οι κλωστές που φέρνουν το στημόνι)

2050. καρκαλέτσι, καρκαλέτς = κοκίτης

145
2051. καρκαλιότι η κότα = κακαρίζει και θέλει να γεννήσει.

2052. κάρκαλο = κάρβουνο

2053. καρκαλοϊότει = γελάει (σαν κότα που κακαρίζει), γελάει δυνατά,

2054. καρκανιάζω = ξεροψήνομαι.

2055. καρκάνιασι = ξεράθηκα, έγινα κάρβουνο, ζεστάθηκα πολύ στη φωτιά

2056. κάρκανου γίν’κι = κατακάηκε (π.χ. το ψωμί).

2057. καρκάντζαλους, καρκακατζέλια = καλικάντζαρος, -αροι , σατανάς,


διάβολος.

2058. κάρκαρα = γέλια

2059. καρκαρίζουμι, καρκαργιώμι, καρκαριώμι = κακαρίζω γελώντας,


φλυαρώ γελώντας, γελάω επιδεικτικά, δυνατά

2060. καρκατζαλαίοι = παγανά

2061. καρκατσάβαλα = αφούντζια.

2062. καρκόθκα = πνίγηκα

2063. κάρκουμα= πνίξημο

2064. καρκώνουμι = πνίγομαι, μου αποφράχτηκε ο φάρυγγας, δεν μπορώ να


καταπιώ

2065. καρλάφτ’κα = γίδια που έχουν μεγάλα αφτιά και γυρισμένα προς τα
κάτω

2066. καρντιλάνους = λάρυγγας.

2067. καρούμπις = χαρούπια.

2068. καρσί = απέναντι (καρσί στον ήλιο = απέναντι στον ήλιο)

2069. καρσι-καρσι = αντικριστά

146
2070. καρσινός, -ή, -ό = αντικριστός

2071. κάρτα = φωτογραφία

2072. καρτάλι = είδος αετού.

2073. καρτιριμός = υπομονή, το να περιμένεις, η αναμονή

2074. καρτιρού = περιμένω, προσδοκώ

2075. καρυά = καρυδιά.

2076. καρυδώνω = πνίγω (θα τουν καρυδώσου) καρύδ = το καρύδι , το


μήλο του Αδάμ στο λαιμό

2077. κάρυνους, -η, -ου = αυτός που γίνεται από ξύλο καρυδιάς

2078. καρφίτσα =. κόσμημα στα μαλλιά της γυναίκας, διακοσμητικό


κέντημα

2079. καρφουβέλουνου = ασημένια καρφίτσα.

2080. κασαβέτ(ι) = στεναχώρια, βάσανο

2081. κουσάρα -κασάρα = σιδερένιο πλατύ εργαλείο για κλάδεμα

2082. κασιόπ’τα = αλευρόπιτα με τυρί και βούτυρο χωρίς

2083. κασιρία = καλύβα αποθήκη για τα τυριά, τα κασέρια.

2084. κασκαβάλι = είδος κασεριού

2085. κασκαρίκα = φάρσα, πάθημα.

2086. κασσάρα = εργαλείο μεταλλικό, πλατύστομο και με χειρολαβή με το


οποίο κόβω ξύλα

2087. καστανόλουγγους, σ' τσ καστανιές = λόγγος με καστανιές, μέρος με


καστανιές.

2088. κάτ’ = προς

147
2089. κατάβαθα= εντελώς στο βάθος, μέσα στην ψυχή

2090. καταβόθρα = υπόγεια φυσική διάβαση στην οποία πολλές φορές


χάνονται νερά.

2091. καταβόλιασμα, του η ενέργεια του καταβουλιάζου.

2092. καταδέχουμι = είμαι καταδεχτικός, αποδέχομαι.

2093. καταΐ = κάτω, καταγής.

2094. κατάκαμπα = καταμεσής στον κάμπο.

2095. κατακαμπής = κατάμεσα στον κάμπο.

2096. κατακιφαλιά = σφαλιάρα, χαστούκι, με πέτυχε στο κεφάλι, με


εξουδετέρωσε

2097. κατακουκκινίζου = κάνω κάτι πολύ κόκκινο

2098. κατάκουρφα = ακριβώς πάνω στην κορυφή.

2099. κατάλακκα = καταμεσής στη λάκκα

2100. καταλαχού =κατά σύμπτωση, τυχαία, πάνω στην ώρα,

2101. κατάνακρα = εντελώς στην άκρη τελείως.

2102. καταντένου, καταντάου = καταντώ, γίνομαι, καταλήγω

2103. κατάντια, καταντιά, καταντιό = η οικονομική κατάσταση κάποιου,


προκοπή

2104. κατάντικρυ = απέναντι ακριβώς

2105. καταούλα = καταγής

2106. καταπ’σιά = γουλιά

2107. κατάπατου, κατάπαμα= ομφάλιος λώρος , αφαλός.

2108. καταπιώνας = φάρυγγες

148
2109. καταπράσνα β’νά = πολύ πράσινα βουνά, βουνά με βοσκή,

2110. καταρουτάου = ρωτάω με λεπτομέρειες , ρωτάω πολλά

2111. κατάρραχα = επάνω στη ράχη ακριβώς

2112. κατασάουρα = καταγής, πάνω στο χώμα, πάνω στο έδαφος

2113. κατάσαρκα = πάνω στο σώμα, το πρώτο ρούχο (κασκορσές =


κατασάρκι) ακριβώς πάνω στο κορμί

2114. κατασάρκι = μάλλινη φανέλα απευθείας πάνω στο γυμνό σώμα, το


πρώτο ένδυμα

2115. καταφρουνιμένα = περιφρονημένα, αυτά που μας προκαλούν λύπη

2116. καταχειριάζου = δέρνω με τα χέρια, περιλαβαίνω κάποιον

2117. καταχειρίζου = χτυπώ με το χέρι μου, χαστουκίζω

2118. καταχνιά = ομιχλώδης ατμόσφαιρα, ατμόσφαιρα θολή, εποχή δύσκολη

2119. καταχουνιάζου = εξαφανίζω κάτι, βάζω κάτι πολύ βαθιά.

2120. καταψιά = γουλιά ή μπουκιά

2121. κατέχου = γνωρίζω, ξέρω, έχω κτήμα μου.

2122. κατηγόριου = κατηγορία.

2123. κατιβάζου αβγό = έβγαλα κήλη, αρρώστησα από κήλη.

2124. κατιβασιά = φούσκωμα ποταμού ύστερα από νεροποντή

2125. κατιβασμένα, κατεβασμένα = φερτά υλικά από τα νερά του ποταμού

2126. κατ'ιμένα = προς εμένα

2127. κατιπούθι = κατά πού

2128. κατ'ισένα = προς εσένα

149
2129. κάτρα = ούρα

2130. κατράω = κατουρώ

2131. κατρήστρα, κατρήθρα = ουροδόχος κύστη.

2132. κατσ’κάδα = θηλυκό κατσικάκι

2133. κατσ’κάρ’ς = κατσικάρης

2134. κάτσα = χορός αλλα και χορευτική φιγούρα. Είναι κλέφτικος,


ανδρικός χορός. Χορεύονταν κυρίως από τους Σαρακατσάνους της
Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης και το κύριο χαρακτηριστικό του
είναι ένα κάθισμα των χορευτών, που ονομάζεται ‘’κάτσα’’. Έχει δύο
μέρη, το αργό και το γρήγορο σήκωμα. Το πρώτο μέρος είναι κυρίως
τραγουδιστικό με βήματα πολύ αργά. Το δεύτερο μέρος είναι γρήγορο
και τα βήματα είναι ζωηρά σε ρυθμό. Στους Σαρακατσάνους της
περιοχής μας, η ‘’κάτσα’’ ήταν ο επίσημος χορός που χορευόταν από
το γαμπρό τη μέρα του γάμου. Φυσικά δεν υπήρχε Σαρακατσάνικο
γλέντι χωρίς ‘’κάτσα’’.

2135. κατσάκ’ς = κλέφτης.

2136. κατσαρέλα, κατσαρή, πουτσαρέλα = πέος αγοριού.

2137. κατσαρός = κατσαρομάλλης.

2138. κατσέλια = στριμμένες μαζί κλωστές με τις οποίες ράβω το γύρω-γύρω


των ενδυμάτων.

2139. κάτσενα = κόκκινο πρόσωπο και τα πόδια κόκκινα

2140. κάτσι = κάθισε

2141. κατσιαμάκι = χυλός (καλαμποκίσιο αλεύρι +αλάτι + πιπέρι + λάδι)

2142. κατσιαμέρια = σκουλαρίκια που πιάνονται από τα μαλλιά δίπλα στα


αφτιά με ασημένιες αλυσίδες, με φλουράκια χρυσά ή ασημένια και
πολύτιμες πέτρες

150
2143. κατσιαμπούρα = ζωικό παράσιτο.

2144. κατσιαρμάδις = πρώιμα αρνιά.

2145. κατσίκι = νεογέννητο της γίδας.

2146. κατσικουπ’τιά = κατσικίσια πυτιά.

2147. κατσικουτσιόκανα = μικρά τσιοκάνια για τα κατσίκια.

2148. κάτσινα = πρόβατα που έχουν άσπρο μαλλί και σκούρο πορτοκαλί
χρώμα στο πρόσωπο, στα πόδια και στα αφτιά

2149. κατσινουκάλισια = προβατίνα που συνδυάζει τα χαρακτηριστικά της


κάτσινας και της κάλλισιας.

2150. κατ'σιό = ανάπαυση, καθισιό, τεμπελιά.

2151. κατσιός = αυτός που έχει σγουρά μαλλιά.

2152. κατσιούλα τουν έχει = είναι έτοιμος για τσακωμό

2153. κατσιούλα, κατσούλα = η κουκούλα από την κάπα η κατσούλα της


καλύβας όπου σχηματίζονταν ο σταυρός σε κίνηση να δένονται
συγκλίνοντας τα λούρα και θεωρείται και αιτία προέλευσης του
ονόματος σαρα = βουνά απάτητα, κασ - κατσ από τις κατσιούλες,
σταυρός = Σαρακατσιάνος

2154. κατσιούλα, κατσούλα = κουκούλα, καστιούλα, καπισόνι, καμουλίκα,


καρκούλα, τσιουτσιούλα, χουχούλα, από το Λατινικό cucullus

2155. κατσιουλόλουρα = λούρα που χρησιμοποιώ για να φτιάξω την


κατσιούλα από το κονάκι

2156. κατσίρτ'σι, κατζίρντισι = την κοπάνησε , ξέφυγε, "του ’φυγε" το μυαλό

2157. κατσίτοι = καθίστε

2158. κατχεύου, κατχιαίνου = αδυνατίζω, χάνω βάρος

151
2159. καυκαλήθρις, οι = αγριολάχανα.

2160. καύκαλο = το καβούκι

2161. καυκί, καυκιά, = ξύλινο βαθύ πιάτο, ξύλινο σκεύος φύλαξης και
μεταφοράς υγρού, τυριού, γαλοτυριού, κτλ. τόπος που έχει το σχήμα
της καυκιάς (λεκάνης), ξύλινη κούπα για το αλεύρι

2162. καύτρα = άκρη από κάτι που καίγεται

2163. καύτρις = σπυριά που βγαίνουν στα χείλη από τον πυρετό.

2164. καφκιά, καφκί, κούπα, κούπος, κουπάρι, = τάσι, φλιτζάνι, φλυτζάνι,


φλιτζάνα, φιλτζιάνι, φεντζάνιν, τσάσκα, τσιάσκα, τζάσκα, ισκιρά, καυκί,
καυκιά, καφκουμάνα, κίκαρα, κίκαρη, κικαρί, κίκαρ, κάσκα, νεμπότης,
μπιλιούρ, ντράφτσα, σκουτέλι, ξτέλα, σιόλι, σιολ, γαδίνι

2165. καψάλα = απομεινάρια πυρκαγιάς, καμένος τόπος, έρημο μέρος,

2166. καψαλήθρα = γεμάτη νερό φούσκα που βγαίνει στο καμένο δέρμα

2167. καψάλι = καμένο μέρος πριν αναπλαστεί ακόμη

2168. καψαλιά, καψάλα, καψάλι = βλέπε όμοιες λέξεις

2169. καψαλιάρ’ς = καημένος, καημένη.

2170. καψαλίζου τα μάτια = ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα από θυμό,


εκνευρισμό ή καίω τα ματοτσίνορα κατα λάθος απ την φωτιά

2171. καψαλίζου τα ξύλα = καίω τη φλούδα από τα χλωρά ξύλα, για


ευλυγησία

2172. καψαλίζου του κριάσι = καίω τις τρίχες που υπάρχουν επάνω του, το
αποψιλώνω από τις τρίχες

2173. καψαλίζουμι = καίγονται οι τρίχες από το σώμα μου.

2174. καψαλίζω = καίω μαυρίζοντας κάτι (π.χ φτιάχνω πυρομάδα (φρυγανιά)


καίγοντας το ψωμί)

152
2175. καψαλίσκα = κάηκα

2176. καψηρός = καημένος.

2177. καψουμούν’δις, = αποκαλούν οι Σαρακατσιαναίοι τους βουνίσιους


κτηνοτρόφους χωριάτες με λίγο βιό

2178. κείθι, κείθε = κατά 'κει, συνήθως από την πίσω μεριά π.χ (κίθε απ το
βουνό)

2179. κείνα = εκείνα

2180. κείνο = εκείνο (ομηρική λέξη «κείνος», αρχαιότατος τύπος "κεινός"

2181. κείτουμι = . είμαι κατάκοιτος. κείτομαι καταγής, είμαι άρρωστος,


ευρίσκομαι νεκρός

2182. κεντέρι, κιντέρι, κιδέρι = λύπη, θλίψη, χλίψη, κάχρι

2183. κέρδητα= κέρδος, όφελος

2184. κερχανατζής = νταβατζής, νταβαντζής, νταβάς, ρουφιάνος,


μπεζεβέγκης, μπεζεβένκης, μπεζεβένης πεζεβέγκης, πεζεβένκης,
πεζεβένης, κοντόσης, αγαπητικός

2185. κήπια = μικροί κήποι γύρω από τα κονάκια

2186. κιαμέτι = μεγάλη βροχοθύελλα, κατακλυσμός.

2187. κιαπέ = και μετά, και ύστερα.

2188. κιαρατάς, κιρατάς = κερατάς.

2189. κιατίπης, κιατίψ = γραμματικός, γραμματκός, γραμμακικό, γραφιάς,


γραφκιάς, γραφιάρης, γραφιάτορας, γραφιάτουρας

2190. κιβούρι = μνήμα.

153
2191. κίγκλα = το λουρί που κρατά δεμένο το σαμάρι στη μέση του ζώου,
ίγκλα, ίγλα, ίνγλες, γίγκλα, γίγλα, γίνγκλα, νίγκλα, νίγλα, ζεύστρα, μισιά,
μισιό, μεσά, μπροστελίνα, μπροστιλίνα από το λατινικό cingula

2192. κιγμέτι, κιμέτι, κιγμέτ = αξία, αξιά, άξια, αξά, αξίγια, εξιά, εξά, ξια, ξα,
αξιάδα, αξιότη, αξιότητα, αξιότα, αξιουμάδα, αξιομάρα, αξιουμάρα,
αξιοσίνη, αξιουσίν, αξοσίνη, αξουσίν

2193. κιδρίσιους = από κέδρο.

2194. κιδρόξ’λα = ξύλα από τον κέδρο.

2195. κιεδρουμπόμπουλα = καρπός από το κέδρο.

2196. κιέδρους = κέδρος (Cedrus) είναι κωνοφόρο αειθαλές δέντρο που


ανήκει στην οικογένεια των Πευκοειδών (Pinaceae). Τους συναντάμε
συχνά σε ελατοδάση, διότι οι κέδροι αρχικά παρέχουν τη σκιά που
απαιτούν τα έλατα για να μεγαλώσουν κατά τα πρώτα στάδια της
ζωής τους. Το ξύλο ενός κέδρου όταν καίγεται δίνει ένα άρωμα, και γι'
αυτό χαρακτηρίζεται και ως αρωματικό δέντρο

2197. κιέρατου = το κέρατο, πονηρός κι έξυπνος άνθρωπος

2198. κιέρμα = κομμάτι κρέας από ψόφιο ζώο, από ζώο που το έφαγε ο
λύκος

2199. κιλάρφανους ολάρφανους -η, -ου = αυτός που μένει ορφανός πριν
γεννηθεί

2200. κιλιμόχτινου = ειδικό χτένι που το βάζω στον αργαλειό, όταν υφαίνω
κιλίμια.

2201. κιλιπούρι = ξένο ζώο σε κοπάδι, τυχερό

2202. κιμέρι = ζώνη υφάσματος από την οποία πιάνεται η γυναικεία


φούστα, πορτοφόλι της ζώνης, χώρος

2203. κιμπάρης, κιμπάρτς, κιμπάρς = αρχοντάθρωπος, αρχοντάθρωπος,


αρκοντάθροπος, αρχουντάθρουπους

154
2204. κιμπαρλίκι = αρχοντιά, αρχοντία, αρχουντιά, αρχοδιά, αρκοντιά,
αρκόντια, αρκογκιά, αρκοντζιά, αρχοιντά,

2205. κίνα = ξεκίνα

2206. κίνα ναχ΄ς = μούντζωμα με χειρονομία (αυτά να έχεις)

2207. κινάτε = ξεκινάτε

2208. κιντέρι = πόνος , αλλα και μικρό χαλάκι

2209. κιντράου τα πρότα = ερεθίζω τα πρόβατα να προχωρήσουν από τη


στρούγκα για άρμεγα

2210. κιντρίζου = τσιμπάω, σπρώχνω τσιμπώντας να προχωρήσει το ζώο

2211. κίντυνους = κίνδυνος.

2212. κιό = αφού, ενώ (κιό δεν έχω φράγκο)

2213. κιόλα = κιόλας.

2214. κιόρς , κιόρης, κιορ, κιόρος, = τυφλός ,στραβός, στραός,


στραβούλιακας, στραβαλιγκιόζης ,γκαβός, γκαβό, γκαγκαβό, γκαϊβός,
γκαϊδός, γκαϊντός, σγκαϊντός, σγκαϊδός, καϊδός, γαϊδός, σγαϊδός,
γκαβόματος, γκαβομάτης, γκαβούακας, αλλήθωρος, αλίθορε,
αλιθόρος, αλίθουρος, αλόθορος, αλιγκιόζης, αλιφέγγης

2215. κιότευω = δειλιάζω, φοβάμαι (κιότεψα = δείλιασα, φοβήθηκα)

2216. κιότιμα = δειλία

2217. κιότιψα = λιποψύχησα, απογοητεύτηκα, φοβήθηκα

2218. κιουλάφι, κιουλάφ, κιουλάχι = σκούφος, σκούφους, σκουφί, σκούφια,


σκουφέτα

2219. κιουστέκια = δυο τριχιές με τις οποίες δένω τα πόδια του αλόγου για να
μάθει ανάλαφρο βάδισμα

155
2220. κιουστικιάζου = .βάζω του αλόγου κιουστέκια, ουμι εγκλωβίζομαι,
είμαι δεμένος

2221. κιουτεύου = φοβάμαι

2222. κιουτής = φοβητσιάρης

2223. κιραλ’φή, η = πρακτικό γιατροσόφι (αλοιφή με κερί και λάδι)

2224. κιράσματα = χρήματα που δίνουν στη νύφη (τα ρίχνουν σε τροβά) οι
καλεσμένοι στο γάμο, όταν την αποχαιρετούν με το τελείωμα του
γάμου.

2225. κιρλυγγίτσι, κιρλικίτσ = αγγούρι

2226. κιρνάου = κερνάω.

2227. κιρός = καιρός

2228. κισλάς = χειμερινό βοσκοτόπι.

2229. κισμέτι, χουσμέτι = τυχερό, γραφτό, γραμμένο, ριζικό, μοίρα, ζούδιο

2230. κίτιρνους = κίτρινος, αρρωστιάρης

2231. κίτρινις, ου άνθη κολοκυθιάς

2232. κιφαλάρι = ξύλινο ημικύκλιο στο πάνω μέρος της σαρμανίτσας , το


τελείωμα του υφαντού που είναι διακοσμημένο

2233. κιφαλαριά = πονοκέφαλος.

2234. κιφάλι = κεφάλι, κάθε κομμάτι από το φουστάνι. Το κάθε φουστάνι


γίνεται από δέκα περίπου κεφάλια ή 25-30 αδερφωμένες ιδιασμένες
κλωστές. Ένας αριθμός από κεφάλια αποτελεί το διασίδι. π. χ. 8, 10 ή
περισσότερα

2235. κιφαλιάτ’κου = φόρος για κάθε κεφάλι ζώο

2236. κιφαλόβρυσου = κύρια πηγή, κεφαλάρι

156
2237. κιφαλουτάνι = κεφαλομάντιλο.

2238. κιχαϊάς = τσέλιγκας

2239. κιχαϊλίκι = αξίωμα του κεχαγιά

2240. κιχαϊλίτ’κου = χρήματα που παίρνει ο τσέλιγκας για τις υπηρεσίες που
προσφέρει στο τσελιγκάτο, αμοιβή του τσέλιγκα.

2241. κιχαΐνα = γυναίκα του τσέλιγκα

2242. κιχαϊουπαίδι = τσελιγκόπουλο

2243. κλ(ε)ίτσα= ευθύ σκαλισμένο η όχι ξύλο που προορίζεται κυρίως για το
πιάσιμο των ζώων αλλα και δευτερευόντως για στήριξη. Κλ(ε)ίτσα
κυρίως λέμε το μικρό καμπυλωτό οριζόντιο μέρος με μορφή σχεδόν
πάντα κριαριού που μπαίνει στο κλιτσόξυλο

2244. κλ(ε)ιτσιά = χτύπημα με την κλίτσα.

2245. κλ(ε)ιτσόξ’λου = ξύλο πάνω στο οποίο τοποθετείται, στερεώνεται η


κλ(ε)ίτσα.

2246. κλ(ε)ιτσούλις = μικρές κλιτσούλες (γάντζοι) που τις μπήγουν στο


έδαφος, αφού πρώτα τις περάσουν μέσα από τις θηλιές της τέντας, με
αυτές τεζάρουν και σταθεροποιούν την τέντα (τσιατούρα) κατά τη
διάρκεια των μετακινήσεων

2247. κλάθκα = μου κόπηκαν τα άκρα, κουλάθηκα

2248. κλαμπανίζω = παράγω θόρυβο, το χτύπημα της καμπάνας,


κωδωνοκρουσία, καμπάνισμα.

2249. κλανιάρ’ς = (μτφ.) φοβητσιάρης.

2250. κλάπα = σιδερένιο έλασμα που μπαίνει στο στεφάνι του κουδουνιού
για να στερεωθεί το κουδούνι

157
2251. κλαπάν’σμα = ο θόρυβος που κάνει το σκυλί (κλάπ - κλάπ) τρώγοντας
το γάλα

2252. κλαπανίζει του σκ’λί = ο τρόπος που το σκυλί τρώει το γάλα

2253. κλαπανίζου = κάνω χαρακτηριστικό θόρυβο τρώγοντας

2254. κλαπάτσα, γκλαμπάτζα = ασθένεια των προβάτων , βλέπεδιστομίαση,


γκλαπάτσα, αβδέλιασμα, γλαπάτσα, χλαπάτσα, βιδέλιασμα

2255. κλαπατσίμπανα = όργανα, ορχήστρα

2256. κλάρ’σμα = κλάδεμα, κόψιμο κλαδιών

2257. κλάρα = μεγάλο κλαρί, από το κλαρί + μεγεθυντικό επίθημα -α

2258. κλαριά = τα δέντρα, τα καλαδιά

2259. κλαρίζου = κόβω κλαδιά για να τα φτάνουν τα κατσίκια

2260. κλαρίνο = πρόσφατο μουσικό όργανο, των Σαρακατσάνων,


κλαρινέτο, καρνέτο, γκαρνέτο, γλαρουνέτο από το Ιταλικό clarino

2261. κλαρίσιοι = Σαρακατσαναίοι που έχουν τη στάνη τους μέσα στα


κλαριά, στα λόγγα.

2262. κλαρίσκα = μου κόπηκαν τα χέρια απ το βάρος

2263. κλαρουκουπάω = κόβω τα κλαδιά από το δέντρο, κλαρίζω το δέντρο


για να φάνε τα ζώα.

2264. κλαρούλα = σχέδιο στο κέντημα , υφαντά

2265. κλάρους = κλάρισμα δέντρου, η εποχή για κλάρισμα

2266. κλαρώνου = πλέκω με κλαριά το σκελετό του καλυβιού. κλάρουσι του


κουπάδι στρώθηκε στη βοσκή και τρώει κλαρί

2267. κλαρωτό = σχέδιο στα κεντήματα και υφαντά

2268. κλειδί = κομμάτι από αργασμένο πετσί

158
2269. κλειδουμανταλώνου = κλειδώνω και μανταλώνω, ασφαλίζω.

2270. κλειδουνιά = κλειδαριά.

2271. κλειδουπίνακου = μικρό ξύλινο σκεύος για φαγητό με καπάκι


ασφάλειας που κλείνει σχεδόν αεροστεγώς και υδατοστεγώς

2272. κλείδουση = άρθρωση, σύνδεση μελών του σώματος.

2273. κλειδουτή = ρόκα που αποτελείται από δυο κομμάτια και


συνταιριάζεται, υπάρχει και μονή με ένα ξύλο

2274. κλειδώματα = κόσμημα (πόρπη) στη γυναικεία φορεσιά

2275. κλείου = κλείνω.

2276. κλείσμα = φράχτης ή το γύρω-γύρω της στρούγκας.

2277. κλεισούρα = πυκνό δάσος.

2278. κλεισούρα = στενοτοπιά, στενοπόρι, στενόπορο, στενοποριά, στένος,


στενούρα, στερούνρα,( από τα πολλά και πυκνά δένδρα ).

2279. κλειτσουτό = σχέδιο ύφανσης, κεντήματος

2280. κλέφτ’ς = κλέφτης , παιδικό παιχνίδι

2281. κλέφτες = έτσι ονομάζονταν τα μέλη ένοπλων παράνομων ομάδων


του βουνού, την περίοδο της Τουρκοκρατίας, αλλά και πριν, οι οποίοι
έδωσαν το όνομά τους στα φημισμένα κλέφτικα δημοτικά μας
τραγούδια. Κάθε ομάδα κλεφτών είχε δικό της μπαϊράκι(σημαία), τον
καπετάνιο, το πρωτοπαλίκαρο και τους ψυχογιούς (
ανήλικα κλεφτόπουλα). Κρύβονταν σε δυσκολοπάτητα μέρη, τα
λημέρια και έβαζαν σκοπιές, τα καραούλια.

2282. κληματσίδα = αναρριχόμενο φυτό που μοιάζει με αγιόκλημα, τα


κλαδιά από αναρριχόμενα φυτά

159
2283. κλίκια = ανάγλυφες σχέδια από ζυμάρι που φκιάχνουν οι γυναίκες
πάνω στις κουλούρες.

2284. κλικόπ’τα = είδος πίτας.

2285. κλιτσ’νάρια, τα μακριά πόδια.

2286. κλίτσα γράμματα(ναι) = λίγα γράμματα τα στοιχειώδη.

2287. κλίτσις = γράμματα· οι γραμμές με τις οποίες φτιάχνουμε τα σύμβολα


των γραμμάτων

2288. κλιτσνάρι = πόδι αδύνατο

2289. κλιφτόπουλα , κλεφτόϊπουλα = κλεφτόπουλα (ανήλικοι ψυχογιοί των


κλεφτών) Σ' όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας οι δύσκολες
συνθήκες της ζωής έκαναν πολλούς να ανεβαίνουν στα βουνά και να
γίνονται ληστές. Οι αρχές τούς αντιμετώπιζαν ως κακούργους, ο λαός
όμως θαύμαζε το ελεύθερο φρόνημα, τη λεβεντιά και την παλικαριά
τους κι έκαμε τραγούδι τη ζωή και τα κατορθώματά τους. Έτσι οι
κλέφτες θεωρήθηκαν λαϊκοί ήρωες. Οι Τούρκοι, για να προστατέψουν
την ύπαιθρο από τους κλέφτες, οργάνωσαν ειδικά τμήματα, τους
αρματολούς. Αυτοί αναλάμβαναν τη φύλαξη μιας περιοχής, που
λεγόταν αρματολίκι. Πολλές φορές το οθωμανικό κράτος έδινε τα
αρματολίκια σε ξακουστούς κλέφτες, που δεν μπορούσε να τους
υποτάξει αλλιώς. Ο σουλτάνος φρόντιζε να παραμερίζει τους
αρματολούς, που αποκτούσαν ιδιαίτερη δύναμη ή έδειχναν ξεχωριστή
συμπάθεια στους ραγιάδες. Τότε αυτοί ξαναγίνονταν κλέφτες. Συχνά
κλέφτες και αρματολοί συνεργάζονταν με αποτέλεσμα οι λέξεις
κλέφτης και αρματολός να σημαίνουν το ίδιο πράγμα. Κάθε ομάδα
αρματολών ή κλεφτών είχε το δικό της μπαϊράκι (σημαία), τον
καπετάνιο της και το πρωτοπαλίκαρο της, που είχε θέση υπαρχηγού.
Η ομάδα μπορούσε να έχει και ψυχογιούς, δηλαδή ανήλικα
κλεφτόπουλα.

2290. κλιφτουλήμιρα = κλέφτικα λημέρια

160
2291. κλοιά = κοιλιά

2292. κλός, -ή, -ό = κουλός, ανάπηρος, κατάκοιτος, περιπαικτικά αυτός που


δεν πιάνουν τα χέρια του

2293. κλόσια = κρόσσια από τα υφαντά.

2294. κλοτσιά, κλότσος, κλότσους = κλωτσιά, τσινιά, τσουνιά, τσιαφλέκι,


ανεποδάρα, λακτέα, λαχτία, λάχτα από το Ιταλικό calcio

2295. κλοτσοτύρι = είδος ξινού τυριού (το έφτιαχνάν αφού έπαιρναν το


βούτυρο)

2296. κλουκανάει, κλουπακάει = ο θόρυβος απο κάτι υγρό που κινείται σε


σκεύος ή σε δοχείο κλειστό, το κλουκ - κλουκ

2297. κλουνά = κλωστή.

2298. κλουνάρας = αυτός που πιάνεται από το κλωνάρι και χορεύει μόνος
του

2299. κλουνί = μικρό κλωνάρι, βλαστάρι από φυτό, κλωστή

2300. κλούρα = η κουλούρα, ψωμί ψημένο

2301. κλούρι = κουλούρι

2302. κλουριάζουμι = κουλουριάζομαι, συσπειρώνομαι.

2303. κλουρώνου = κουλουριάζω, περικυκλώνω, -ουμι κουλουριάζομαι

2304. κλουστάρια = στριμμένα μαλλιά.

2305. κλουτσιάρ’κου = ζώο που κλοτσάει.

2306. κλουτσουτύρι = ξινοτύρι που παράγεται από το ξινόγαλο, αφού πρώτα


αφαιρέσουμε το βούτυρο

2307. κλώθω = φέρνω κάτι γύρω γύρω, κινούμαι κυκλικά, στρίβω το


αδράχτι για να μετατρέψω το μαλλί σε νήμα.

161
2308. κλώνοι= κλωνάρια.

2309. κμάνι = ασθένεια που πληγιάζουν τα ζώα ανάμεσα στα νύχια

2310. κνάου τ’ στάνη = ο τυροκόμος (μπάτζιος) αρχίζει την τυροκόμηση


πάνω στο βουνό.

2311. κνάσ = κουνάς

2312. κνάτε = κουνάτε

2313. κόβιτι του γάλα = γίνεται μυζήθρα και τυρόγαλο, χαλάει η σύσταση
του (κόβετε) στο βράσιμο γιατί είναι ημερών και ξινίζει

2314. κόβου = σφάζω

2315. κόβου του γάλα = σταματάω να πηγαίνω το γάλα στο μπάτζιο


(τυροκόμο).

2316. κόβουντι τα πρότα = αποκόπτονται απ’ το κοπάδι τα πρόβατα

2317. κόβουντι τα στ’μόνια μ' = δεν έχω κουράγιο, δεν έχω όρεξη για ζωή,
γεράζω.

2318. κόθρια = κυκλικά μεταλλικά αντικείμενα για το κεφαλοτύρι.

2319. κόθρος = η "γωνία" του ψωμιού (τα ακριανά κομμάτια πίτας ή


γλυκού) και η μικρή υπερύψωση σαν εξοχή σε ένα μέρος της βάτρας

2320. κοιλάρα = καλύβι αποθήκη

2321. κοινουνιά = θεία κοινωνία.

2322. κοκαλώνω, κρουσταλιάζω, ξυλιάζω = γίνομαι κόκαλο, κρύσταλλο,


ξύλο, από το κρύο

2323. κοκκ’νουβουλάου = είμαι κατακόκκινος, "κουκκινουβουλάει η


μπούκατ"

162
2324. κοκκ’νουμάτα, -κου =προβατίνα που έχει άσπρο μαλλί και έχει κόκκινα
στίγματα ή κόκκινες τρίχες γύρω από τα μάτια

2325. κοκκαλίτσι = κουμπί του πουκαμίσου.

2326. κόκκινη, -ου = γίδα με κόκκινο τρίχωμα (σκούρο)

2327. κοκόσες = καρύδια

2328. κόκουτας, κόκουτους = κόκορας

2329. κόλλα, κολλάστρα = πρωτόγαλα της προβατίνας που είναι πολύ παχύ,
θεραπευτικό πρωτόγονο έμπλαστρο

2330. κομιτατζής = αντάρτης, τσέτης

2331. κόν’σμα = εικόνισμα.

2332. κόνα = εικόνα.

2333. κονάκι = καλύβι, κατοικία, σπίτι

2334. κονεύω, κονιάζω = κονέβγω, κονέφκω, κάθομαι, καταλύω

2335. κόντις = αβγά της ψείρας

2336. κόντιψαν τα πρότα = λιγόστεψαν

2337. κοντό = το ανδρικό πουκάμισο που φτάνει ως την μέση

2338. κοπανέλι, κοπανάκι, κοπανούρα = σύνεργο για να φτιάχνουνε δαντέλα


από το Βενετσιάνικο copano

2339. κόπανος = το ξύλινο εργαλείο με το οποίο χτυπούσαν τα ρούχα


πλένοντας τα

2340. κόπιασε = κάνε τον κόπο , κάνε μου την χάρη, έλα (π.χ κόπιασε στην
αυλή μας)

2341. κόπρια = σκουπίδια που πετιούνται στα απορρίμματα που τα


ονομάζουν "κοπριά"

163
2342. κόπτσα = μικρή πόρπη, κόπιτσα

2343. κόρδα = πρόχειρη κατασκευή για να χρησιμοποιηθεί ως μαντρί

2344. κόρτσα = στρώμα (πέτσα) από λέρα πάνω στο δέρμα ή στο ρούχο

2345. κορφή = η κορυφή γενικώς(βουνού, δένδρου, κορυφή στα γράμματα,


στη ζωή, κ.ο.κ) αλλα και το πήγμα ξινισμένου γάλακτος απ΄ το οποίο
θα βγει με χτύπημα το βούτυρο . Επίσης , κορφίε = κορφή, η πέτσα
του γάλατος ή τα λιπαρά του που σχηματίζονται επάνω μετά το
βράσιμο. Από την ομηρική λέξη «κορυφή» = το ύψιστον, η κορυφή

2346. κόρφια = στήθη

2347. κόρφουμα = φυσικό κοίλωμα.

2348. κόρφους = η περιοχή ανάμεσα στο στήθος και τη μασχάλη που


αποτελεί απόκρυφο μέρος του σώματος

2349. κόσια = τρέξε

2350. κόσσα = μεγάλο δρεπάνι (η κόσα που κρατάει χάρος) η είδος


χτενίσματος (πλέξιμο των μαλλιών), κοτσίδα. . Από το ρήμα
«κόσσω»=κόβω

2351. κοτσάφτκου = ζώο σημαδεμένο με κόψιμο στην μπροστινή άκρη το


ένα οι και τα δύο αφτιά

2352. κότσι = αστράγαλος

2353. κότσια = παιχνίδι όμοιο με το σημερινό ζάρι.

2354. κότσιαλου = φρύγανο

2355. κούδα = ομάδα, ομάδα που συνήθως μας είναι αντιπαθητική

2356. κουδέλα = στροφή του δρόμου, ελιγμός, σχέδιο κεντήματος ύφανσης


με κυματιστό μαίανδρο

2357. κουδιλιαστά = μαιανδρικά, ζικ –ζακ.

164
2358. κουθρίσιου = είδος τυριού

2359. κουκκόσις = καρύδια

2360. κούκκους = στολίδι στο λαιμό του

2361. κούκλους = κάλυμμα για το πρόσωπο της νύφης που μοιάζει με


πέπλο.

2362. κουκλώνου = βάνω στη νύφη τον κούκλο (πέπλο).

2363. κουκούδα = διόγκωση

2364. κουκουμπέλις = μανιτάρια,πολυκύτταροι μυκήτες με χαρακτηριστική,


συνήθως ομβρελοειδή μορφή. Η λέξη μανιτάρι είναι υποκοριστικό της
αρχαιοελληνικής αμανίτης. Τα αυτοφυόμενα στα λιβάδια και τα δάση
ονομάζονται διεθνώς Fungo epigeo και τα υπογείως αναπτυσσόμενα
τρούφες, το γνωστό ύδνον που αναφέρει κατ΄επανάληψιν ο
Θεόφραστος και ο Διοσκουρίδης. Οι πρωτεΐνες των μανιταριών,
λόγω της παρουσίας όλων των βασικών αμινοξέων, είναι υψηλής
ποιότητας, πολύ ανώτερες από τις φυτικές πρωτεΐνες, πλησιάζοντας
την ποιότητα των ζωϊκών πρωτεϊνών

2365. κουκουμπλούλα, κάθουμι κουκουμπλούλα = κ άθομαι οκλαδόν ή


μισογονατισμένος

2366. κουκουνιάζει = όταν κάποιος κάθεται με λυγισμένα τα γόνατα

2367. κουκουνιάζου = κάθομαι στα γόνατα, κωλοκάθομαι.

2368. κουκουρέτσι = μαλλί τυλιγμένο με σιρίτια που μπαίνει στο χτένισμα


του κεφαλιού της γυναίκας ψηλά στο μέτωπο.

2369. Κούκους ή Φασσουτρίγουνου = κούκος με το επιστημονικό όνομα


Cuculus canorus είναι ένα πτηνό της οικογένειας των Κοκκυγιδών
και είναι ευρύτατα γνωστό για το χαρακτηριστικό δισύλλαβο κάλεσμα
του, "κου κου". Είναι αποδημητικό και θεωρείται το πρώτο πουλί που
προαναγγέλλει την άνοιξη και σταματάει να λαλεί του Αγ. Ιωάννη,

165
στις 24 Ιουνίου. Είναι ένα μεσαίου μεγέθους πουλί με άνοιγμα
φτερούγων που μπορεί να φτάσει και τα 60 εκατοστά. Το οστάριο της
κατώτερης μοίρας της σπονδυλικής μας στήλης ονομάζεται κόκκυγας,
από την ομοιότητα του οστού με το ράμφος του κούκου. Η συνήθεια
του πτηνού να κάθεται μόνο του, προτιμώντας ψηλά σημεία καθώς
και το γεγονός ότι δεν έχει δική του φωλιά, αλλα γεννάει σε φωλιές
άλλων πουλιών που κλωσάν και τα αυγά του, συνετέλεσαν ώστε το
όνομά του να συνδέεται με τη μοναξιά και την ερημιά. Εξ ου και οι
χαρακτηριστικές εκφράσεις: «Απόμεινε σαν κούκος» και «Έμεινε στο
σπίτι σαν τον κούκο».

2370. κουκουσούλα, -ες = φυτό με μικρό βολβό (τις τρώγαμε)

2371. κουκουστάκια = καρπός της οξιάς.

2372. κούλ’κου άλουγου = σταχτί άλογο.

2373. κούλα = θηλυκό άλογο με καφέ χρώμα

2374. κουλάζουμι = αμαρτάνω, αυτοτιμωρούμαι

2375. κουλάνι = εξάρτημα του σαμαριού που πιάνεται στην ουρά.

2376. κουλάστρα = πρωτόγαλο, κολάστρα, κουλιάστρα, κουλάστρα,


κολόστρα, κλιάστρα, κουράστρα, κοράστρα, κλόστρα, γλιάστρα,
πρωτόγαλα, πρωτογαλιά, κοκοφρίκος, κουρφίγκους, γκουφρίκος. Το
πρωτόγαλα (στα λατινικά: colostrum, ενώ στα αρχαία: πύαρ) είναι το
«γάλα» των πρώτων ωρών και ημερών, που τα θηλαστικά παρέχουν
στα νεογνά τους. Έχει κιτρινωπό χρώμα και είναι το πρώτο γάλα που
παίρνει το νεογέννητο αμέσως μετά τον τοκετό και είναι σχεδόν ο
μόνος δρόμος για την απόκτηση της παθητικής ανοσίας που
χρειάζεται το νεογνό για την βιωσιμότητα του. Η ονομασία
προέρχεται από το λατινικό colostrum

2377. κουλιάντζα , στρουμπάρα = ασθένεια στα ζώα (δυσεντερία) Ασθένεια


αιγοπροβάτων: Εντεροτοξιναιμία (Στρουμπάρα) Αίτιο: Το
CIostridium perfrigens, μικρόβιο που πολλαπλασιάζεται έντονα στο

166
έντερο και παράγει τοξίνες. Προσβάλλει όλες τις ηλικίες Το
μεγαλύτερο πρόβλημα παρουσιάζεται στα νεογέννητα τις 2 πρώτες
βδομάδες της ζωής τους.Αρρωσταίνουν το 5-90% των νεογέννητων
αμνοεριφίων.

2378. κουλκουτάου = καλοπιάνω

2379. κουλλιατζιάρς = αυτός που πάσχει από κολλιάτζα (δυσεντερία)

2380. κουλλιέτσια = κουλούρια, μικρά ψωμάκια.

2381. κουλλτσίδα = φυτό που κολλάει πάνω μας

2382. κουλόκρα, κοιλόμαλλο = μαλλί κοντόινο και, γενικά, κατώτερης


ποιότητας από το κουλούριασμα (το κούρεμα της κοιλιάς του στήθους
και των μηρών) πρίν τον κούρο

2383. κουλόκρου = μαλλιά από το κουλουκούρεμα

2384. κουλόνα, κολόνα = στύλος , κιόνι, τζιόνιν από το Ιταλικό colonna

2385. κουλόπανα = κομμάτια ύφασμα με τα οποία περιτυλίγουμε τα βρέφη.

2386. κουλουβός, -ή, -ό = ακρωτηριασμένος, ελλιπής, ζώο που έχει κοντή


ουρά, -οί οι Μακεδόνες Σαρακατσάνοι γιατί φοράνε κοντή
φουστανέλλα

2387. κουλουκθόπτα = πίττα από κολοκύθα

2388. κουλουκρίζω, κουλουκρίζου = κουρεύω τα μαλλιά στην κοιλιά των


προβάτων την αρχή της άνοιξης

2389. κουλουτούμπσι έκανε κωλοτούμπα.

2390. κουλουφουτιά = πυγολαμπίδα.

2391. κουλυρίδα = αυτό που τυλίγεται γύρω γύρω από κάτι άλλο

2392. κουλυρόπ’τα, κουλυρή = είδος πίτας, πίτα που τα φύλλα τα τυλίγουμε


κυλινδρικά (ρολό) και τα βάνουμε στο ταψί.

167
2393. κουμανταρίζου = κάνω κουμάντο, κατευθύνω

2394. κουμάντου, κουμάντο = έλεγχος, κοντρόλο, κοντρόλ

2395. κουμάσι = κοτέτσι (παλιάνθρωπος)

2396. Κουμίτις = Κομιτατζήδες

2397. κουμπί = προεξοχή που παρατηρείται στον ανδρικό λαιμό, ονομάζεται


«μήλο του Αδάμ» ή στην καθομιλουμένη και «καρύδι». Για πολλούς
είναι η απόδειξη του προπατορικού αμαρτήματος το οποίο έγινε η
αιτία να εκδιωχθεί ο άνθρωπος από τον παράδεισο.

2398. κουμπιάζου = κομμάτι τροφής με εμποδίζει να καταπιώ, πνίγομαι,


μπουκώνω

2399. κουμπίνα = θεριζοαλωνιστική μηχανή

2400. κουμπόδιασμα = σχεδιασμός του κονακιού

2401. κουμπουδιάζου, κουμπουδιάζω = δένω κόμπους κάτι, κάνω κόμπους,


φτιάχνω κόμπους τις κλωστές από το στημόνι και αρχίζω να το
υφαίνω.

2402. κουμπουδιασμένους, -η, -ου = τσιγκούνης.

2403. κουμπουθλιά = γυναικεία πόρπη.

2404. κουμπουλόι = κομπολόι , αδύνατο ζώο, άπαχο, κοκκαλιάρικο

2405. κουμπουράδις = αυτοί που κρατούν πιστόλια, αστυνομικοί.

2406. κουμπουραχιά = τμήμα της σπονδυλικής στήλης κατά μήκος της


ράχης

2407. κουμπούρι, κουμπούρα = πιστόλι.

2408. κουνάκι = σπίτι του Σαρακατσάνου, μέρος διανυκτέρευσης κατά τις


μετακινήσεις, νοικοκυριό, οικογένεια -ια σαρακατσάνικος οικισμός

168
2409. κουνακιάρς, -α, -κου = αυτός που ζει στο κονάκι, που η ζωή του
κινείται γύρω από αυτό

2410. κουνέβου = σταθμεύω, φτιάχνω κονάκι

2411. κουνούκλα = φυτό πόα και με χρώμα μοβ που το αγαπούν πολύ τα
πρόβατα.

2412. κουντά = μετά, ύστερα.

2413. κουντακιανός, -ή, -ό = κοντούλης, μικρόσωμος.

2414. κουντακιανούλα = κοντούλα.

2415. κανταρέλα = καραβάνι με φορτωμένα ζώα που πηγαίνουν το ένα


κοντά, πίσω στο άλλο.

2416. κουντεύου = πλησιάζω, κονταίνω.

2417. κουντνέλα, κουντνιέλα = τελευταία πρόβατα από το κοπάδι, ουρά από


το κοπάδι

2418. κουντό = πουκάμισο της αντρικής φορεσιάς που είναι κοντό και
φτάνει μέχρι τη μέση και δεν έχει γιακάδες, τουν παίρου στου κουντά
ακολουθώ κάποιον καταπόδ

2419. κουντο- ή κουντου = πρώτο συνθετικό σε λέξεις που δίνει στο δεύτερο
συνθετικό την έννοια του κοντού: κουντουβούνια, κουντόκλιτσα,
κουντουξιά, κουντουτσούραπου (κάλυμμα στο γυναικείο πόδι
ανάμεσα στην πατούνα και την κάλτσα που φτάνει στον αστράγαλο)
κουντουιέλατους, κουντουφτάνου, κουντουραχούλις, κουντουστούπι,
κουντόκαπα και κουντουκάπι (κομμάτι στη φορεσιά),
κουντόκουρμους.

2420. κουντουρίσιου = συμβούλιο που κάνουν οι Σαρακατσιαναίοι πάνω


στα βουνά, για να μοιράσουν τα λιβάδια.

2421. κουντράου = χτυπάω με τα κέρατα

169
2422. κουντύλι = κομμάτι σχιστόλιθου που χρησιμοποιείται ως μολύβι.

2423. κουντυλουγραμμένους, -η, -ου = φτιαγμένος με το μολύβι,


ζωγραφισμένος = πολύ όμορφος, σαν ζωγραφιά

2424. κούπα = βαθύ πιάτο φαγητού, κάτι κλειστό (κούπα τα μάτια), ποτήρι,
κύπελλο, σχέδιο υφαντών , κεντημάτων Κούπα = κούπα, ποτήρι
αναφέρεται ότι προέρχεται από το λατινικό «cupa» = σκύφος, αλλά οι
ρίζες εντοπίζονται στη μυκηναϊκή γλώσσα: «kupera» (πινακίδες)

2425. κούπα τα ’χου τα μάτια = στραβώνομαι, δε βλέπω και ξεγελιέμαι

2426. κουπάδι = σύνολο από ζώα, το κοπάδι των προβάτων η των


κατσικιών αλλα και πλήθος ανθρώπων Από τη βυζαντινή λέξη «κοπή»
= ποίμνη

2427. κουπαδιάζου = χωρίζω τα πρόβατα σε κοπάδια, γαλαροκόπαδα,


στερφοκόπαδα κλπ

2428. κουπάνα = ξύλινο σκαφίδι.

2429. κουπανάει η πρατίνα = είναι άρρωστη, χτυπάει δυνατά η κοιλιά της


προβατίνας

2430. κουπάνες = ξύλινες παραλληλεπίπεδες ανοιχτές από πάνω κατασκευές


(σκαφίδια) για ταΐστρες των ζώων

2431. κουπανιάρ’κου = άρρωστο πρόβατο που φουσκώνει και ξεφουσκώνει


η κοιλιά του.

2432. κουπανιάρ’ς = άρρωστος.

2433. κουπανίζου = χτυπάω τα ρούχα που πλένω με τον κόπανο.

2434. κουπέλλα = κορίτσι.

2435. κουπιάζου = κάνω τον κόπο

2436. κουπιαστό = είδος διασιδιού

170
2437. κούπουμα = καπάκι από σκεύη.

2438. κουπουστάρι = καπάκι από πάφλα η χάλκινο σε μαγειρικό σκεύος

2439. κουπουτά, κουπουτούτ’σ’κου = υφαντά σχέδια με κούπες

2440. κουπριά = η κοπριά των ζώων, (μτφ.) βρομερός, άχρηστος, άξιος για
πέταγμα, για περιφρόνηση.

2441. κουπρίζου = αποβάλλω τα περιττώματα μέσα από τη φυσική οδό,


αφοδεύωίχνω κοπριά σε χωράφι η κήπο,

2442. κουπώνει η καρδιά = (μτφ.) στενοχωριέμαι, ψυχοπλακώνομαι.

2443. κουπώνου = βάζω το καπάκι σε σκεύος, κλείνω, καλύπτω

2444. κουρ’φή = κορυφή, γινωμένο για βάρεμα (αποβουτύρωση) γάλα ,


αφρόγαλο

2445. κουρ’φουβούνια = βουνοκορφές.

2446. κουρακιάζου του τραγούδι = κλώθω, σέρνω και κρατάω πολλή ώρα το
τραγούδι

2447. κουρακιαστό τραγούδι = τραγούδι που ο τραγουδιστής το κλώθει και


το σέρνει πολύ, βράζει η φωνή του

2448. κουρδαρίζουμι = περηφανεύομαι χωρίς ντροπή

2449. κουρδέλια = δεμάτια από κλαδιά

2450. κουρδοκύλσα = κατρακύλησα

2451. κουρδουκ’λάου = κατρακυλάω, πέφτω και κυλάω πολύ αστεία και


απρεπώς.

2452. κουρδουκύλα = κατρακύλισμα.

2453. κουρδουμπλός, -ή, -ό = κοντός και χοντρός, αυτός φαίνεται σαν


στρογγυλός

171
2454. κουρδουμπούλι =. βόλος, παχουλός

2455. κουρίτσι = κορίτσι

2456. κουριφτάδις = αυτοί που κουρεύουν τα ζώα

2457. κουριφτής = αυτός που κουρεύει τα πρόβατα.

2458. κούρκες, τίκια = γαλοπούλες

2459. κούρκουμπα = κάθισμα στα γόνατα

2460. κουρκούτι = βρασμένο αλεύρι , περιπαικτικά και το μυαλό του χαζού ,


κατάλληλο για να τρέφονται τα βρέφη.

2461. κουρκουτιάζω = χαζεύω

2462. κουρμί = αμάνικο μαύρο μάλλινο με κεντητό μπούστο στη γυναικεία


φορεσιά.

2463. κούρνια = κουτουκούμασου, κοτέτσι, κοτέτς, κουτέτς, κουτέτσι,


κουτέτσους, κουτσίνα, κοταριό, κοκοτζέλι, ορνιθαριό,
ορνιθοκούμασο, καθικιά, κάτικας, κατίκ, κάτκας, κατιά, κιτάστρα,
κιτάστρια, κιτάς, γκαλινάρι, κούρνια, φωλιά, οβαστάριν, πόνε,
αγουμάς, αουμάς, αομάς, καπονάρα

2464. κούρνια = φωλιά.

2465. κουρνιάζου = φωλιάζω.

2466. κουρνιαχτίζου = σηκώνω σκόνη, σκονίζω , -ουμι σκονίζομαι

2467. κουρνιαχτός = σκόνη

2468. κουρόμπλου = κορόμηλο. Το κορόμηλο, είναι το φρούτο που βγαίνει


από το φυλλοβόλο δένδρο κορομηλιά και ανήκει στην οικογένεια
Ροδανθών. Η κορομηλιά είναι γνωστή και με την ονομασία
κουρουμπλιά, (σαρακατσάνικο) κουμπουλιά και τζανεριά. Τα
κορόμηλα βρίσκονται πολύ ψηλά στη λίστα των αντιοξειδωτικών

172
τροφών και εκτός των άλλων προστατεύουν την καλή λειτουργία το
εγκεφάλου, της καρδιάς, του νευρικού συστήματος και των ματιών,
ενώ δρουν κατά της υπερτροφίας του προστάτη.

2469. κουρουμπλιά = αγριοκορομηλιά, κορομηλιά. φυλλοβόλο δένδρο


κορομηλιά και ανήκει στην οικογένεια Ροδανθών. Η κορομηλιά είναι
γνωστή και με την ονομασία κουμπουλιά και τζανεριά.

2470. κούρους = κούρεμα των γιδοπροβάτων. Μια σημαντική


δραστηριότητα των Σαρακατσαναίων κατά την χρονική αυτή περίοδο
ήταν ο “κούρος”, δηλαδή το κούρεμα του κοπαδιού των γιδιών και
των προβάτων. Να σημειώσουμε ότι η εργασία αυτή αποτελούσε μια
ιδιαίτερα επίπονη και κοπιαστική διαδικασία, καθώς το μαλλί των
ζώων είναι ποτισμένο με λίπος (σαργιά), το οποίο εμποδίζει σημαντικά
την εισχώρηση του ψαλιδιού στα μαλλιά και κατ’ επέκταση το κόψιμό
τους. Ο χρόνος του κούρου ήταν συγκεκριμένος. Έτσι, τέλη Μαρτίου ή
αρχές Απριλίου έκαναν μόνο το “κουλούριασμα”, δηλαδή έκοβαν με
το “πρατοψάλιδο” τα μαλλιά που σκέπαζαν τους μηρούς, το στήθος
και την κοιλιά των προβάτων. Μ’ αυτόν τον τρόπο ανακούφιζαν τα
ζώα απ’ την ζέστη αλλά και τα παράσιτα, αφαιρώντας το πυκνό τους
τρίχωμα. Σημειώνεται πως το μαλλί αυτό ήταν κοντόινο και, γενικά,
κατώτερης ποιότητας και ονομαζόταν: «κουλόκρα» ή «κοιλόμαλλο».
επειδή είναι μικρά (“κοντά”), δεν είναι κατάλληλα για γνέσιμο και
πλέξιμο. Χρησιμοποιούνται για το γέμισμα μαξιλαριών και
στρωμάτων. Αντιθέτως, το καλό μαλλί προέκυπτε απ’ τον τακτικό
κούρο που γινόταν τον Μάιο, δηλαδή αφότου περνούσαν τριάντα με
τριάντα πέντε ημέρες στα βουνά και βελτιωνόταν ο καιρός. Τα μαλλιά
αυτά ήταν μακρόινα και λέγονταν: «μαΐσια». Από αυτά έβγαινε,
επίσης, κι η «σούμα» ή «λαγάρα»………… Ο κούρος έμοιαζε,
γενικά, με πανηγύρι, ήταν ημέρα γιορτής και χαράς στην οποία
συμμετείχε όλο το τσελιγκάτο. Κυρίως, πρωτοστατούσαν οι άντρες,
ενώ οι γυναίκες βοηθούσαν, μαζεύοντας και αποθηκεύοντας το μαλλί
με το οποίο θα δημιουργούσαν μετέπειτα μια μεγάλη ποικιλία από
μάλλινα υφάσματα. … Πιο συγκεκριμένα, να αναφέρουμε πως οι

173
γυναίκες ξεχώριζαν αυτά τα πλοκάρια σε δύο κατηγορίες: σ’ αυτά που
θα κρατούσαν για τις ανάγκες του σπιτιού και σ’ αυτά που θα έδιναν
για πούλημα. Μια άλλη κατηγοριοποίηση των πλοκαριών γινόταν με
βάση το είδος του υφάσματος (“σκουτί”) που ήθελαν να
κατασκευάσουν. Έτσι, για να φτιάξουν φούστες, φουστάνια, παλτά,
γιλέκα, μπουραζάνες χρησιμοποιούσαν μαλλί όχι αδρύ. Για τις
φανέλες και τα κατασάρκια χρησιμοποιούσαν μαλακό μαλλί, κυρίως
αρνόμαλλο, ενώ για τα τσιόλια, τις κάπες, τις τέντες και τα αλογόσιολα
διάλεγαν τα ασπρόμαυρα μαλλιά (τα “σίβα”). Μετά το πλύσιμο και το
στέγνωμα των μαλλιών που είχαν συγκεντρώσει οι Σαρακατσάνες στα
καλύβια τους, σειρά είχε το “ξάσιμο”, δηλαδή η διαδικασία με την
οποία έξαιναν το μαλλί με τα δάχτυλα και έβγαζαν από αυτό τις
κολτσίδες και τυχόν άλλα παράσιτα. Μ’ αυτόν τον τρόπο, το μαλλί
γινόταν αφράτο και μαλακό για να περάσει στην επόμενη φάση, αυτή
του “λαναρίσματος”. Κατόπιν, τύλιγαν το λαναρισμένο, πλέον, μαλλί
σε τουλούπες, για να ακολουθήσει το γνέσιμο με τη ρόκα.……
(από άρθρο της Β. Ζαγναφέρη στα πορτραίτα Σαρακατσαναίων)
κουρά (αρχ.)= από το "κείρω" που σημαίνει ψαλιδίζω, κόβω, ξυρίζω
την κόμη

2471. κουρουψάλ’δυο = ψαλίδι για το κούρεμα

2472. κουρσεύου = λεηλατώ, λαφυραγωγώ

2473. κουρσιούμι = πολύ βαρύ, ασήκωτο από το βάρος, βλήμα

2474. κουρφανταριασμένου β’νό = βουνό με αντάρα στην κορυφή του

2475. κουσ’μαρόπ’τα = πίτα που γίνεται με κουσμάρι

2476. κουσάνα = κοτσίδα, κουτσίδα, κοτσινίδα, πλεξίδα, πλεξούδα, πλεξίδι,


πλεκάδι, πλεκάδ, τσουλί, βουρλίδα, βουρλίδι, βλιρίδα, βρουλίδα,
βρουλίν, βρούλος, φρουλίν, φρούλος, κλοστό, κλόσα

2477. κουσάνα = κοτσίδα, πλεξούδα

174
2478. κουσάφι = είναι το παραδοσιακό έδεσμα το οποίο γίνεται από
αποξηραμένα φρούτα, κομπόστα, χοσιάφι, χοσιάφ, χοσάφ, χουσάφι,
χουσάφ, χρουσάφι, κομπόστρα

2479. κουσέβου = κουσέβω = τρέχω

2480. κουσέβς = τρέχεις

2481. κουσή = τρέξιμο, ταχέως, γρήγορα, κοσή, κόσι, κοσί, κοσιή, κόσα,
κουσή, κουσί, κουσίδι, κουσιαμάκι, κοσιός, κουσιός, κουσιάτα,
κόσιαγμα, τρέξιμο, τρεχάλα, τριχάλα, ατρέχα, αγλάκι, βιλέγκο, βιγκάλα,
βογκάλα, βούσμα, βούρισμαν, βούρημαν, βούρος, βούρη, γούρος,
κόρσα, πιλάλα, πιλάλιμα, πλάλιμα, πλαλιά, πλάλους,

2482. κουσιά, κόσα = μεταλλικό εργαλείο με το οποίο κόβουν κυρίως χόρτα.

2483. κούσιαλο = γέροντας, σκελετωμένος καμπουριασμένος αδύναμος


άνθρωπος

2484. κουσιαρίζου = γίνομαι είκοσι, ο μήνας εχει είκοσι

2485. κουσκινίδια = κεράσματα στο κόσκινο, όταν αναπιάνουμε τα προζύμια

2486. κουσκνάου = κοσκινίζω

2487. κουσμάρι = πρόχειρο φαγητό (ξινισμένο φρέσκο ανάλατο τυρί + αλεύ-


ρι)

2488. κουσμούρα = πλήθος κόσμου.

2489. κουσούρι = ελάττωμα, αναπηρία

2490. κουσσιεύου = τρέχω

2491. κουστέκια = αλυσίδες χρυσές ή μπρούτζινες που κρεμάνε στα στήθια


τους άντρες και γυναίκες

2492. κουτ’ρού = κουτουρού, χωρίς λογαριασμό, απερίσκεπτα.

2493. κουτάου = τολμάω, από το βυζαντινό «κόττος» = παιχνίδι

175
2494. κουτάρα = περιφραγμένο χώρισμα μέσα στο μαντρί, συνήθως
τετράγωνο ή τρίγωνο, για να αρμέγω κάποια γαλάρια

2495. κουτιάζου = γίνομαι χαζός, ανόητος, κουτός, γεράζω και τα χάνω

2496. κούτιασμα= ξεκούτιασμα, χάζεμα

2497. κούτλας = δοχείο που χρησιμοποιώ ως μέτρο χωρητικότητας.

2498. κουτόπλου = κοτόπουλο

2499. κουτουπούλια = κοτόπουλα.

2500. κούτρα = μέτωπο ή κεφάλι.

2501. κουτρόνα = μεγάλη πέτρα

2502. κουτρουβάλα = κατρακύλισμα, τούμπα.

2503. κουτρουλή = σκεύος χωρίς χερούλι.

2504. κουτρουλό = φαλακρό η σκεύος χωρίς χερούλι

2505. κουτρουλός = ο φαλακρός

2506. κουτρουμαλλιάζου = αρπάζω κάποιον από τα μαλλιά και τον


κακοποιώ

2507. κούτσ = ετσι φωνάζουν το σκύλο να έρθει.

2508. κουτσάκι = ξύλινο άγκιστρο στο σαμάρι στο οποίο προσδένουμε το


σκοινί που δένει το φόρτωμα.

2509. κουτσακιάζου = δένω την τριχιά στο κουτσάκι, όταν φορτώνω το ζώο

2510. κουτσαμπ’δάου = πηδάω με το ένα πόδι κουτσό

2511. κουτσιαλώνου = κρυώνω πολύ, παγώνω, ξυλιάζω στα άκρα μου

2512. κουτσιάφτ’κου = σημάδι στα πρόβατα

2513. κούτσιμα = κουτσαμάρα.

176
2514. κουτσιουμπλός = αυτός που έχει κοντά άκρα, κοντή μύτη

2515. κουτσιουμύτα = γυναίκα με κοντή μύτη.

2516. κούτσκο = μικρούτσικο

2517. κούτσκους = μικρός σε ηλικία, μικροκαμωμένος.

2518. κουτσοκέρα = γίδα που της έκοψαν τα κέρατα

2519. κουτσουδούλια = ψιλοδουλειές.

2520. κουτσουκιέρα = γίδα με σπασμένο κέρατο.

2521. κουτσουκιέφαλους = του έκοψαν το κεφάλι.

2522. κουτσουκιφαλιασμένους = τον αποκεφάλισαν.

2523. κουτσουνόρ’κους = αυτός που έχει κοντή ουρά

2524. κουτσουνόρα = προβατίνα με κοντή ουρά.

2525. κουφουξλιά = το φυτό σαμπούκος ο μέλας, δέντρο με κούφιο και


ελαφρύ ξύλο

2526. κουψουχρουνιά = στη διάρκεια της χρονιάς, χωρίς να τελειώσει η


χρονιά, χαμηλό τίμημα

2527. κόφα = ξύλινο μικρό δοχείο κυρίως για κρασί

2528. κοφίνα ή κουφίνα = κόφινος, κοφίνι. Οι ρίζες της λέξης εκτείνονται


στη μυκηναϊκή εποχή: «kopina» (πινακίδες)

2529. κράζου = φωνάζω, καλώ κάποιον

2530. κρανένια κλ(ε)ίτσα = κλ(ε)ίτσα από κρανίσιο κλ(ε)ιτσόξυλο

2531. κρανιά = μικρό δένδρο με σκληρό ξύλο, το οποίο χρησιμοποιούσαν


για κλείτσες φτιάχνοντας τα κλειτσόξυλα. Η κρανιά είναι ένα
αυτόχθονο, μακρόβιο φυλλοβόλο δένδρο (με ύψος 5-10 m), καλά
προσαρμοσμένο στις κλιματοεδαφικές συνθήκες της χώρας μας, που

177
ευδοκιμεί σχεδόν σε όλα τα είδη των εδαφών. Αντέχει σε χαμηλές
θερμοκρασίες εώς (-30 οC). Ανθίζει το χειμώνα (Φεβρουάριο-
Μάρτιο) και τα άνθη της παραμένουν για 2 περίπου μήνες. Οι καρποί
έχουν μικρό μέγεθος (2-4 cm), σχήματος σφαιρικού και ωριμάζουν
στα τέλη Αυγούστου έως αρχές Σεπτεμβρίου όποτε και παίρνουν
έντονα κόκκινο γυαλιστερό χρώμα. Τα κράνα έχουν υψηλή
περιεκτικότητα σε αντιοξειδωτικά.
Το ξύλο της κρανιάς είναι σκληρότατο και αντοχής σε θραύση. Από
ξύλο κρανιάς κατασκευάστηκε ο Δούρειος Ίππος της Τροίας. Από το
σκληρό ξύλο της κρανιάς κατασκευάζονται διάφορα μικροαντικείμενα
οι Σαρακατσάνοι αλλα κυρίως ηταν το ξύλο για κλείτσα. Η κρανία
είναι φυτό που σπάνια κλαδεύεται.

2532. κράνια = οι καρποί της κρανιάς που τους έτρωγαν σαν φρούτο

2533. κρασουπότ’ρου = ποτήρι για κρασί.

2534. κρασουπουλιό = εκεί πουλάει κρασί να πιείς

2535. κρασταμπέτσι, κρασταμπούτσι, καστραβέτσι = αγγούρι.

2536. κρατ’μάρα =αυτοσυγκράτηση, συστολή στη συμπεριφορά,


ταπεινότητα

2537. κράτ’σι η πρατίνα = συνέλαβε, είναι έγκυος.κράτ’σι ου καιρός


σταμάτησε η κακοκαιρία.κρατάει του ψουμί δεν είναι καλά ψημένο.

2538. κρατάου = βαστάω, νηστεύω.

2539. κρατιρός σταυρός = συνεχόμενος αλυσιδωτός, και κυρίως στην ποδιά.

2540. κρατούν οι κλέφτις = λημεριάζουν.

2541. κρεβατίνα = κληματαριά, που χρησιμοποιείται για ίσκιο (από αμπέλι,


κισσό, και γενικά απο αναρριχόμενα)

2542. κρένω = μιλάω, φωνάζω, απαντώ

2543. κρησάρα = λεπτή σήτα για κοσκίνισμα.

178
2544. κρητικό = είδος από σχέδιο

2545. κριαράδις = αυτοί που βόσκουν τα κριάρια

2546. κριαρουκούδ’να = κουδούνια που βάζω στα γκεσέμια

2547. κριάσι = κρέας. Ομηρική λέξη « κρέας», η οποία παράγεται από τη


λέξη «κρέαα», όχι με συναίρεση, αλλά με συγκοπή. Ιλιάς Λ, 551

2548. κριασόπ’τα = πίτα με κρέας.

2549. κριβαταριά, κρεβατίνα = βεργόπλεχτο ράφι

2550. κριβάτι = πάγκος για να τοποθετώ πράγματα

2551. κριβατουκόν’σμα = μικρό ράφι που βάνουμε το εικόνισμα

2552. κρικέλα = κρίκος αλυσίδας

2553. κριμαντζαλίεμαι = κρέμομαι, κρεμιέμαι

2554. κριμαντζλιόμι = κρέμομαι.

2555. κρίματα, τα αξιόποινες πράξεις, εγκλήματα.

2556. κριμέζι = κόκκινη χρωστική ουσία.

2557. κρίση = ομιλία, κουβέντα

2558. κριτζαμπαλιάζουμι = πιάνομαι από κάπου και κρατιέμαι από αυτό να


κρέμομαι

2559. κριτσάλαω = τρίζω τα δόντια μου μασώντας

2560. κριτσιαλίδα = χόνδρος που βρίσκεται ανάμεσα στα κόκκαλα, τραγανάδι


από το αφτί

2561. κριτσιάν’σμα = ο θόρυβος απ την μάσηση κριτσιανίδας

2562. κριτσιανάου = τρώω κάτι τραγανό, τρώω τραγανιστά, τρίζω.

2563. κριτσιανήθρα = τραγανό φαγώσιμο.

179
2564. κρούβαλου, κούσιαλο = υπέργηρος άνθρωπος.

2565. κρούνα = κουρούνα, (μτφ.) άμοιρη, δυστυχισμένη γυναίκα

2566. κρούου = εγγίζω, χτυπάω

2567. κρούσταλλα = πάγοι

2568. κρουσταλλιάζου = παγώνω

2569. κρουσταλλιένιους, -α, -ου = κρυστάλλινος = αυτός που έχει την


ομορφιά του κρύσταλλου

2570. κρουστιαίνου = υφαίνω πυκνά

2571. κρουστός, -ή, -ό = πυκνός.

2572. κρουστότιρους, -η, -ου = πυκνότερος.

2573. κρούτα = αυτή που έχει κέρατα ή κορούτα = γίδα με κέρατα.


παράγεται από την ομηρική λέξη «κόρυς – κόρυθος» = περικεφαλαία,
κράνος. Επίσης, είναι πιθανόν να παράγεται από την αρχαία ελληνική
«κέρας»

2574. κρυόβρυση = βρύση με κρύο νερό.

2575. κρυότη = δροσερός καιρός, καιρός προς το κρύο

2576. κρυότιρους, -η, -ου = πιο κρύος.

2577. κρυφή γκβέντα = μυστικό

2578. κρυφή φτέρη = φυτό που φυτρώνει σε βραχώδη μέρη και


χρησιμοποιείται για το άσθμα

2579. κρυφουκουβιντιάζου = σιγοκουβεντιάζω, κουβεντιάζω με τέτοιο τρόπο


ώστε να μη με ακούν οι άλλοι, κουβεντιάζω κάτι πολύ σημαντικό.

2580. κτάρι = το ύστερο των ζώων, πλακούντας

2581. κτούκι = πολύ παχύς άνθρωπος

180
2582. κτούπ’σμα = κούρεμα.

2583. κτούπι = το μαλλί από το κούρεμα

2584. κτουπίζου = κουρεύω τα πρόβατα στο λαιμό το καλοκαίρι.

2585. κτσάδ’κους = είδος χορού.

2586. κτσαμός = κουτσαμάρα.

2587. κτσάν(ι) = το κοτσάνι ( τίποτα ουσιαστικό π.χ κτσάνι ξερς)

2588. κτσιούμπα, κτσιούμπ(ι) = κομμένη ρίζα δέντρου την οποία βγάζαν για
να την κάψουν και ο ανεπίδεκτος μαθήσεως Κιτσιούμπο = κομμένο
κομμάτι δέντρου. Από τη λέξη «κόσυμβος»

2589. κυπράδις = τεχνίτες που φτιάχνουν τα κυπριά

2590. κυπρουκούδ’να = κυπριά και κουδούνια

2591. κύπρους, κυπριά = κουδούνια Τα κουδούνια στο λαιμό των ζώων


ήταν δύο ειδών: τα προβατοκούδουνα που ήταν χάλκινα φουσκωτά
κουδούνια για πρόβατα, και τα κυπριά που ήταν χυτά ορειχάλκινα
για τα γίδια. Το μεγαλύτερο και βαρύτερο κυπρί κρεμόταν στο γκισέμι,
το μεγαλύτερο δηλαδή κριάρι που ήταν ο αρχηγός του κοπαδιού. Με
τον ήχο των κουδουνιών, που τον καθόριζε το υλικό, το σχήμα, το
μέγεθος και το βάρος τους οι τσοπάνοι παρακολουθούσαν την κίνηση
του κοπαδιού. Οι ίδιοι επέλεγαν και ταίριαζαν τα κουδούνια έτσι ώστε
την ώρα της βοσκής να ακούγονται αρμονικά

2592. κυρά = η κουνιάδα, η μεγαλύτερη συννυφάδα

2593. κύρης = κύριος, αφέντης

2594. Κυριακάδις = Κυριακές.

2595. κυρούλα = μικρότερη κουνιάδα.

181
2596. κφά πρότα = πρόβατα των οποίων τα αφτιά δεν έχουν πτερύγιο παρά
μόνον μια τρύπα

2597. κφάλα = κοίλωμα δένδρου ή τρύπα δοντιού

2598. κφάρι = νεκρό σώμα, το σώμα από το ζώο, το κορμί του, άψυχο

2599. κώλια = ο πισινός.

2600. λ(ι)τάρι = μικρή τριχιά

2601. λάβδανου = Η αλαδανιά, το άγριο τριαντάφυλλο των βράχων, έχει την


υψηλότερη περιεκτικότητα σε πολυφαινόλες από οποιοδήποτε φυτό
Το λάβδανο ή λάδανο ή ο αλάδανος είναι μια αρωματική ρητίνη με
έντονες φαρμακευτικές ιδιότητες η οποία μαζεύεται από τα φύλλα του
φυτού Κίσθος Κρητικός Στην μυθολογία αναφέρεται ως το φυτό που
για χάρη του καυγάδισαν οι θεοί του Ολύμπου με τις θεές γιατί οι θεοί
θέλησαν να δώσουν θεραπευτικές ιδιότητες στην αλαδανιά ενώ οι θεές
καλλωπιστικές ιδιότητες και έτσι απέκτησε και τις δυο.

2602. λαβούρα = ανατριχίλα, διέγερση που συνοδεύεται από φόβο ή ταραχή


(λαβούρα σι πιάνει, άμα νυχτουπιρπατάς στα λόγγα)

2603. λαβώνου = τραυματίζω, -ουμι τραυματίζομαι, (μτφ.) με πνίγει ερωτικό


πάθος

2604. λάγανου = χόνδρος κοντά στα επάνω δόντια και εμποδίζει τα άλογα να
φάνε

2605. λαγάρ’σμα = καθάρισμα. ξεκαθάρισμα

2606. λαγαρά = ευαίσθητα σημεία στην κοιλιά ή στα πλευρά των ζώων και
των ανθρώπων.

2607. λαγάρα = τιμιότητα, ειλικρίνεια,. καθαρό μαλλί, πολύ

2608. λαγαρίζου, λαγαρίζω = καθαρίζω, ξεκαθαρίζω, εκκαθαρίζω.

182
2609. λαγαρός = καθαρός, διαυγής.

2610. λαγάρσι = καθάρισε

2611. λαγαφτάκια = λαχανικά του βουνού.

2612. λαγγάδι = στενή και μικρή κοιλάδα, ρεματιά, φαράγγι.

2613. λαγγεύου = πηδάω, σκιρτώ, ζηλεύω, λιμπίζομαι , λιγώνομαι από


έρωτα.

2614. λαγγιόλια = κομμάτια από ύφασμα κομμένα σε τριγωνικό σχήμα που


σχηματίζουν τις πιέτες στη φούστα ή στη φουστανέλα, (μτφ.)
κουτσομπολιά

2615. λαγκαδίκια = μικρά λαγκάδια

2616. λαγκιουλάτου = ρούχο με λαγκιόλι

2617. λαδίκα = δοχείο για νερό και κυρίως λάδι.

2618. λαδώνου = ρίχνω λάδι, (μτφ.) βαφτίζω.

2619. λαζαρίνα = σπαθί

2620. λάζιανη = παραμονή για λίγες μέρες στα χαμηλώματα προτού να


βγούν στα ψηλώματα, για ανασύνταξη

2621. λαζουρίσιου = διασίδι για γυναικείο καλοκαιρινό ντύσιμο

2622. λαήνα (κουμάρι, κουμάρ, κμαρ, κουκουμάρα ) = μαστραπάς,


καϊντιρμάς, κροντήρι, κλοντήρι, κλουντήρι, λαγήνα, λαήνα, λαγήνι,
λαήνι, λαγήν, λαήν, λεγένι, απ το λατινικό cucuma

2623. λαθεύου = λάθος.

2624. λαθούρι = το φυτό λάθυρος ο ήμερος και ο καρπός του, φάβα.

2625. λάϊα = μαύρα πρόβατα

2626. λαϊάζου = ησυχάζω, σταματώ να κινούμαι, κοιμάμαι

183
2627. λαϊάρ’ς = αυτός που βόσκει τα μαύρα πρόβατα.

2628. λαΐνα, λαΐνι, λαήν(ι) = στάμνα , πήλινο δοχείο για νερό

2629. λάϊους = μαύρος

2630. λακάου = εξαφανίζομαι τρέχοντας

2631. λακιά = λάκκος, ρέμα

2632. λάκκα = επίπεδος, ανοιχτός, υπαίθριος χώρος, μικρή κοιλάδα,


χερσοχώραφο, ξέφωτο ανάμεσα σε δέντρα. άφ’κι τα πιδιά στ’ λάκκα =
τα άφησε ορφανά, απροστάτευτα

2633. λακνιά = αγέλη με άλογα

2634. λακνιάρ’κα = άλογα που ανήκουν στη λακνιά

2635. λάκσα = πήρα δρόμο, έφυγα τρέχοντας, πήρα πέρα, πρόγκιξα

2636. λαλάς = θείος

2637. λαλαώ, λαλού = μιλώ, γλυκομιλώ, , φωνάζω, φωνάζω και οδηγώ τα


πρόβατα

2638. λαλιά = λόγος, ομιλία, κελάδημα

2639. λαλμένη = παλαβή, χαζεμένη

2640. λαλούν κουδούνια = ηχούν κουδούνια

2641. λαλούν πουλιά = κελαηδούν πουλιά.

2642. λαμαρίνα = γαλαροκούδουνο με μεσαίο μέγεθος.

2643. λάμια = μυθολογική τερατόμορφη γυναίκα που βγαίνει μέσα απ το


νερό

2644. λαμπάδα =. φλόγα από τη φωτιά, μεγάλη ζέστα, λάβρα, (μτφ.)


ισιόκορμος, ευθυτενής άνθρωπος

184
2645. λαμπαδιάζου = καίγομαι με μεγάλες φλόγες, ζεσταίνομαι υπερβολικά.

2646. λαμπάζου = τρομάζω

2647. λάμπαξει = τρόμαξε

2648. λάμπει ου ήλιους = ακτινοβολεί.

2649. λαμπίζου = λαμποκοπώ

2650. λαμπουγιάλι = το γυαλί της λάμπας πετρελαίου

2651. Λαμπρή = Πασχαλιά.

2652. λαμπριάτ’κου αρνί = αρνί που σφάζουμε τη Λαμπρή

2653. λαμπρουκουδουνάτα = πρόβατα με όμορφα κουδούνια (κυπριά,


τσουκάνια β.λ.) Οι Σαρακατσάνοι έδιναν μεγάλη αξία στο στόλισμα
(αρμάτωμα ) με κουδούνια των κοπαδιών τους. Φρόντιζαν πάντα για
τα καλύτερα και τα ποιο εύηχα ώστε να χαίρεται το αυτί τον ήχο
καθώς περνούσε το κοπάδι.

2654. λαμπρουκούδουνου = είδος κουδουνιού ακριβού

2655. λανάρ’σμα = επεξεργασία των μαλλιών με το λανάρι.

2656. λανάρι = χειροκίνητο εργαλείο με κοντά μεταλλικά βελόνια για το


μαλλί

2657. λαναρίζου = ξαίνω τα μαλλιά με το λανάρι για να γίνουν πιο απαλά.

2658. λάξι = το έβαλε στα πόδια, την κοπάνησε, πήρε πέρα

2659. λάπα = κρέας από τα πλευρά χωρίσς κόκαλα, λαπάς. Είναι ομηρική
λέξη.Παράγεται από τη λέξη «Λαπάρης» = κενός από κόκαλα κάτω
από τα πλευρά (λαγόνι)! Ιλιάς Γ, 359

2660. λάπατο (Polygonaceae) = ξυνολάπατο, ξινήθρα, αγριοσέσκλο .


Ετήσια φυτά που φτάνουν τα 50 εκατοστά. Τα συναντάμε σχεδόν
παντού σε ακαλλιέργητους τόπους. Έχει γύρω στα 5 είδη πολύ

185
διαδεδομένα στην Ελλάδα. Τα φύλλα του είναι σκουροπράσινα και
έχουν μια ελαφριά ξινή γεύση. Μαζεύεται από τις αρχές του
φθινοπώρου μέχρι το τέλος την άνοιξη. Μαγειρεύονται βραστά μόνα
τους ή με κρέας και χρησιμοποιούνται για χορτόπιτες.

2661. λαπουδύτ’ς = λωποδύτης.

2662. λαρώνω = ησυχάζω , ηρεμώ, γλαρώνω, με παίρνει ο ύπνος, απλώνω


τα πρόβατα στην πλαγιά και ηρεμούν, στρώνονται στη βοσκή

2663. λασπουνιέρια = νερά μαζί με λάσπες.

2664. λασσάρ’σι = καταλάγιασε, ηρέμησε, ξεκαθάρισε το θέμα

2665. λαύρα = μεγάλη ζέστα.

2666. λαφιάς, = είδος φιδιού ( ακίνδυνο)

2667. λαχαίνει = τυχαίνει

2668. λαχαίνου =τυχαίνω, συναντώ

2669. λαχανόπ’τα = νόστιμη πίτα με λάχανα.

2670. λάχει = τύχει, άμα-όπου-αν-όπως τύχει

2671. λαχούρι = μαύρο μαντίλι για το αντρικό κεφάλι.

2672. λαψάνα = χορταρικό πλατύφυλλο βραστό για σαλάτα .Στην Ελλάδα το


είναι αυτοφυές γνωστό με τα ονόματα σινάπι, βρούβα, λαψάνα ή
αγριοσινάπι. Παλαιότερα, όταν δεν υπήρχαν τα ζιζανιοκτόνα, ήταν
συνηθισμένο στους σιτοβολώνες όπου ανάμεσα στο σιτάρι ξεχώριζαν
τα κίτρινα άνθη της λαψάνας. Η οσμή του είναι ερεθιστική και η
γεύση του καυτερή και στυφή.Από το είδος S. alba παρασκευάζεται η
λευκή μουστάρδα, από το S. nigra η μαύρη και από το B. juinca η
καφέ. Οι τρυφεροί βλαστοί του S. arvensis (καθώς και του S. alba)
τρώγονται βραστοί ως χόρτα (βρούβες). Μια παραλλαγή του είδους
S. alba, που είναι γνωστή ως βρουβολάψανο, είναι αυτοφυής στην

186
Ελλάδα. Οι καρποί του είναι αγκαθωτοί, τα σπόρια του κίτρινα και το
έλαιο των σπόρων του χρησιμοποιείται ως φωτιστικό.

2673. λεβέντρα, λιβέντρα = λεβέντισσα, λεβεντογυναίκα.

2674. λέγκα = ένα από τα δυο ξύλα στο παιχνίδι τσιλίκι

2675. λέει = μιλάει, τραγουδάει

2676. λέει ου πιστικός = τραγουδεί.

2677. λειανόματα = ψιλά, μικρά κομμάτια,( β.λ. λιανώματα)

2678. λειανουπαίδια = πολύ μικρά παιδιά

2679. λειτουργιά = πρόσφορο, β.λ

2680. λειψουχρουνιά = ελλείμματική χρονιά, κακή χρονιά.

2681. λέλι μ’ = αλλοίμονο μου και η έκφραση "ουϊ λέλιμ = αλλοίμονο μου "

2682. λέλικας = πελαργός

2683. λέντζερο = ράκος, παλιό, άχρηστο αντικείμενο.

2684. λέσι, λέσιου = ψοφίμι, απαίσια μυρωδιά

2685. λημέρι = οι σπηλιές, τα γρέκια των κλεφταρματωλών.

2686. λημιριάζου = κοιμάμαι, μένω στο λημέρι.

2687. λητάρια ή λυτάρια = λητάρι, κομμάτι συνήθως στριμμένου σχοινιού


κατάλληλο για γερό δέσιμο. Παράγεται από τη λέξη «ειλητός» από την
οποία παράγεται το υποκοσριστικό «ειλητάριον» (= δεέμα,
περιτύλιγμα). Είναι παράγωγο του ρήματος «ειλύω» (=
«περιτυλίσσω») ή του ομηρικού «είλω» («περιτυλίσσω σφιχτά»).
Είναι πιθανή και η προέλευση από το στερητικό «α» και τη λέξη
«λυτήρ –ος» (= «ο λύων»), από την οποία παράγεται και η λέξη
«λυτήριος –α – ον).

187
2688. λθάρι = πέτρα

2689. λιαγκρίζω, λιαγκρίζου = ίσα ίσα που ξεχωρίζω, ίσα που διακρίνω

2690. λιάζου = αφήνω στον ήλιο, -ουμι εκτίθεμαι στον ήλιο.

2691. λιάκατα = εντόσθια αλλα και νήματα της ρόκας

2692. λιανά = λεπτά , ψηλά

2693. λιανιεύου = κάνω κάτι λεπτό ή γίνομαι λεπτός.

2694. λιανίζου = κατατεμαχίζω, κάνω κομμάτια, σκοτώνω

2695. λιανίσκα = κατακόπηκα, κουράστηκα

2696. λιανό = λεπτό, λιγνό

2697. λιανόλουρα = λιανά λούρια

2698. λιανόματα = βλέπε λιανώματα

2699. λιανόπιδα, λιανουπαίδια = μικρά παιδιά σε ηλικία

2700. λιανός = λεπτός, (μτφ.) μικρός σε ηλικία.

2701. λιανουβρέχει = ψιχαλίζει.

2702. λιανουκόβου,-ω =τεμαχίζω σε μικρά κομμάτια.

2703. λιανουκόρ’τσα = κοριτσάκια.

2704. λιανουκούδουνα = είδος από κουδούνια.

2705. λιανουλίθαρα = μικρά λιθάρια, πετρούλες, πετραδάκια.

2706. λιανουντούφικα = αραιοί πυροβολισμοί από μικρά όπλα

2707. λιανουπαίδια = μικρά σε ηλικία παιδιά, μικράκια.

2708. λιανουσιουράου = σφυρίζω σιγά.

188
2709. λιανουχάλ’κα = χαλικάκια.

2710. λιανουψιχαλίζει = ψιλοβρέχει.

2711. λιάνσ’μα = τεμάχισμα, κομμάτιασμα.

2712. λιανώματα = ψιλά, κέρματα , τα μικρά κομμάτια από το λίανισμα του


κρέατος, "…. Ηταν καμιά τριανταριά όλοι-όλοι. Οι πλειότεροι ήσαν
Σαρακατσάνοι. Σαρακατσάνος ήταν κι ο καπετάνιος…… Κι ΄ελέγετο
Θανάσης Μπαλατσός. Έφεραν τα ψητά. Τα λιάνισαν τα παιδιά με τα
δάχτυλα και με τα χατζάρια. Ο καπετάνιος έβγαλε την δεξιάν πλάτην
τού ενός και την έδωκε τού ψυχοπατέρα τον Γέρου-Δήμου, και τά
λιανώματα τά μοίρασε με ψωμί σ' όλους γύρα-γύρα. Την εκαθάρισεν
ο ψυχοπατέρας την πλάτην του ψητού με τον σουγιάν και είπε, καλά
σημάδια για την ώρα απάνου της…", ( διήγημα του Κ. Κρυστάλλη)

2713. λιαρά = ασπρόμαυρα γίδια, παρδαλά

2714. λιάτα = ειδικό τσεκούρι, χρήσιμο για το πελέκημα των ξύλων,

2715. λιάτερου = αδύνατο

2716. λιβαδιάτ’κου = ενοίκιο για τα λιβάδια ενοικιοστάσιο.

2717. λιβάντα, λεβάντα, λιβανάκι = Η λεβάντα (επ. ονομ. Lavandula) είναι


γένος φυτών που ανήκει στην οικογένεια των Χειλανθών (Labiatae).
Το γνωστότερο γένος είναι η λαβαντούλα, που περιλαμβάνει γύρω
στα 25 είδη. Είναι ιθαγενές των παραμεσόγειων περιοχών. Τα
περισσότερα είδη λεβάντας κατάγονται από την λεκάνη της
Μεσογείου, και απαντώνται σε βραχώδεις και ασβεστολιθικές
περιοχές. Το αιθέριο έλαιο που περιέχουν τα φύλλα της
χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και για τη θεραπεία
νευρασθενειών. Έχει επίσης αντισηπτικές ιδιότητες και χρησιμοποιείται
στην επούλωση τραυμάτων. Σε μεγάλες δόσεις η λεβάντα δρα ως
υπνωτικό και ναρκωτικό. Οι ιαματικές της ιδιότητες ήταν γνωστές από
την αρχαιότητα και αναφέρονται στο Διοσκουρίδη, τον Πλίνιο και το
Γαληνό απαντάτε ως: αγριολεβάντα, βάια, βαιά, θυμαράκι,

189
καλογερόχορτο, καλογερικόχορτο, καραμπάσι, καραμπάς, λαμπρή,
λαμπροκεφάλι, λαμπρολουλούδι, μαβροκεφάλι, μαβροκέφαλος,
μυροφόρα, σπίκα, σφακομηλιά, φλασκομούνι, χαμολίβανο, λαβάντα,
λαβάνδα, λαβαντίδα, λεβάντη, λεβαντίνα, από το λατινικό lavanda

2718. λίβας = ζεστός άνεμος

2719. λιβέντ’ς, -’σσα = λεβέντης, ψηλός, ωραίος, λεβέντισσα

2720. λιβέτι = καζάνι

2721. λιβιθουχόρταρου (αρτεμισία η κοινή) = χορταρικό το οποίο


χρησιμοποιούμε για τα σκουλήκια στα έντερα

2722. λιβίθρα = παράσιτο (σκουλίκη) του πεπτικού συστήματος

2723. λιγγέρι = χάλκινο αγγείο ρηχό και πλατύ

2724. λίγδα = λίπος, (μτφ.) η λέρα.

2725. λιγδερός, λιγδιρός, -ή, -ό = λιπαρός.

2726. λιγδιάζου = λερώνομαι πολύ, μαζεύω πολύ λέρα.

2727. λιγκιέρια = πιάτα (τα μεταλλικά)

2728. λιγκιρουκρέβατου = ράφι στο οποίο μπαίνουν τα λιγκέρια.

2729. λιγκόξ’λου = ένα από τα δυο ξύλα με τα οποία παίζουμε το τσιλίκι

2730. λιγόημιρους, -η, -ου = του μένουν λίγες μέρες ζωής, μελλοθάνατος

2731. λιγουστός, -ή, -ό = λίγος, μικροκαμωμένος, ανεπαρκής

2732. λιγώνου = πνίγομαι κατά την αναπνοή μου και δεν μπορώ να
αναπνεύσω

2733. λιένη, λιένι = λεκάνη

2734. λιθουβουλού = πετροβολώ

190
2735. λίμα ,λιμούρα, λμούρα = μεγάλη πείνα Λιμάρς = πεινασμένος,
αχόρταγος. Η λέξη είναι ομηρική: «δίψα τε και λιμός = δίψα και
πείνα», Ιλιάς Τ, 166)

2736. λιμάζω = επιθυμώ κάτι για φαΐ σφόδρα που τρέχουν τα σάλια μου,
πεθαίνω στην πίνα , λιμόσο = πεινασμένος, αχόρταγος. Η λέξη είναι
ομηρική: «δίψα τε και λιμός = δίψα και πείνα», Ιλιάς Τ, 166)

2737. λιμαριά = είδος τραχηλιάς (άσπρο πανί που κουμπώνει με κόπιτσες


πίσω από το λαιμό )

2738. λίμπα = βαθουλό πιάτο.

2739. λιμπά = όρχεις.

2740. λιμπαίσι = μικρό παιδί.

2741. λιόκρι = σταυρουδάκι κοκάλινο

2742. λιόμαυρα μάτια = μάτια σαν την ελιά (κατάμαυρα )

2743. λιούρτας = αυτός που τα θέλει όλα δικά του, λαίμαργος

2744. λιουτρίβ = ελαιοτριβείο

2745. λίπα = λίγδα, λίπος χοιρινό, ξ'ιγκι. Η λέξη είναι ομηρική και παράγεται
από το «αλείφω». Το ινδοευρωπαϊκό είναι «λείπ» = αλείφω με ξίγκι.
«Αυτάρ επειδή πάντα λοέσσατο και λίπ’ άλειψεν = και όταν όλα τα
ξέπλυνε και αλείφτηκε με λάδι (ξίγκι)», Οδύσσεια ζ, 224

2746. λιπιπιά, λιμπιπιά = στραγάλια

2747. λιπτά, λιφτά = χρήματα.

2748. λιρά = πένθιμα ρούχα, μαύρα

2749. λιρή = λερωμένη, ακάθαρτη φορεσιά.

2750. λιρουφορώ = πενθώ

191
2751. λισβάρι = τόπος με σποραδική βλάστηση και χωματώδης.

2752. λισβός = αδύναμος, λεπτός, λειψός

2753. λισιά, λυσιά = πόρτα καλύβας

2754. Λιστερίωση = σχετίζεται με βόσκηση στα πουρνάρια. Συμπτώματα:


Νευρικά, αποβολές, θάνατοι από σηψαιμία, σιαλόρροια
(ΜΕΤΑΔΙΔΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ)

2755. λίτρα = κύπελλο για νερό.

2756. λιφκιαίνου = ασπρίζω πλένοντας καλά τα ρούχα

2757. λιφκουκουπανάου = πλένω τα ρούχα με τον κόπανο για, να γίνουν


άσπρα

2758. λιφτουκαρυά = κόρυλος, αγριοφουντουκιά, Corylus avellana


L.Ανήκει στην οικογένεια των Βετουλιδών (Betulaceae). Μεγάλος
θάμνος ή δενδράκι, η γνωστή φουντουκιά σε άγρια μορφή, που το
ύψος του δεν ξεπερνά συνήθως τα 5 μέτρα. Έχει φύλλα ωοειδή, σχεδόν
στρογγυλά, μυτερά στην άκρη, τριχωτά με περιφέρεια οδοντωτή και
οδόντες χωρισμένους σε μικρά δοντάκια. Τα αρσενικά άνθη βγαίνουν
πολλά μαζί σε κρεμαστούς ίουλους που το χειμώνα δίνουν μια
ξεχωριστή καλλωπιστική αξία στο φυτό. Τα θηλυκά βγαίνουν 2-5 μαζί.
Οι καρποί είναι τα φουντούκια, που το καθένα τους είναι κλεισμένο σ’
ένα πράσινο κύπελλο. Το κύπελλο σκεπάζει ολόκληρο το καρπό εκτός
του πάνω μέρους και έχει χείλη οδοντωτά ή σχισμένα σε πολλά
τμήματα.

2759. λόγγους, λόγγος = δάσος με θάμνους

2760. λόια = λόγια.

2761. λόϊασμα = η πρώτη συνάντηση δυο νέων για να δώσουν υπόσχεση


για αρραβώνα, λογοδόσιμο

192
2762. λόϊδου = μικρή τούφα μαλλιών που πετάγεται μπροστά, η φουντούλα
που αφήνουμε στα πρόβατα, όταν τα κουρεύουμε

2763. λόρδα = μεγάλη πείνα

2764. λόρθους = ολόρθος ,αγέρωχος, υπερήφανος, ανυποχώρητος

2765. λουβί = σκελίδα από σκόρδο =

2766. λουβιά = βρόμα, ατιμία, μαγαρισιά. Και κεφάλια, σκελίδες

2767. λουβιάζου = μολύνω, ατιμάζω, βρομάω.

2768. λουβουδιά , λουβιδιά, λοβουδιά = η λουβουδιά είναι ένα από τα πιο


διαδεδομένα εδώδιμα νόστιμα βότανα της ευρύτερης περιοχής της
αρχαίας Άνθειας – Θουρίας. Είναι γνωστό από τους προϊστορικούς
χρόνους (οι σπόροι του χρησιμοποιήθηκαν για την παρασκευή είδους
ψωμιού)

2769. λουγαριαστής = αυτός που ξέρει λίγα γράμματα και κάνει τους
λογαριασμούς, κετίπς

2770. λουγγίσιοι = οι Σαρακατσιαναίοι. που ξεκαλοκαιριάζουν στα λόγγα

2771. λούγκα = άρθρωση στο πάνω μέρος του μηριαίου οστού. διόγκωση
του λεμφαδένα στην λεκάνη (την σταύρωναν με κάρβουνο να
περάσει)

2772. λουθνάρ(ι) = σπυρί, καλόγερος.

2773. λουιάζου = βάζω με το νου, υπολογίζω, σκέπτομαι

2774. λουιάζουμι, λουίζουμι = λογίζομαι, σκέφτομαι

2775. λουϊαστός = στολισμένος

2776. λουιών λουιών = κάθε είδους.

2777. λουλακί = βαθύ γαλάζιο

193
2778. λουλάκι = βαφή χρώματος βαθιού γαλάζιου,

2779. λούλουδα = λουλούδια.

2780. λουλουδιάζουν τα κλαριά = ανθίζουν τα κλαδιά

2781. λούμπα = ένας πόντος στο παιχνίδι.

2782. λούρια, λούρα = χοντρές, μακριές και ίσιες βέργες που τις
χρησιμοποιούν για να στήσουν το κονάκι

2783. λουρίδα = κομμάτι στενό από ύφασμα, στενό και μακρύ τμήμα
επιφάνειας

2784. λούρο = χοντρή και μακριά βέργα.

2785. λουρουδένου = βάζω λούρια γύρω γύρω για το σάλλωμα του


κονακιού

2786. λούρους, λούρια.= λεπτό κομμάτι ξύλου για την κατασκευή μαντριών
και καλυβιών

2787. λούσκα = λούστηκα, πλύθηκα

2788. λούτσα = λιμνούλα στο έδαφος που είχε στάσιμο βρόχινο νερό να
πίνουν τα ζώα και να λούζονται οι τσοπάνηδες

2789. λουφάζω = κρύβομαι , η λέξη είναι ομηρική. Παράγεται από το ρήμα


«λουφάω». Οδύσσεια φ, 292

2790. λτάρι = κοντό και ψιλό σχοινί, τριχιά., λητάρια ή λυτάρια =λητάρι,
κομμάτι συνήθως στριμμένου σχοινιού κατάλληλο για γερό δέσιμο.
Παράγεται από τη λέξη «ειλητός» από την οποία παράγεται το
υποκοσριστικό «ειλητάριον» (=δεέμα, περιτύλιγμα). Είναι παράγωγο
του ρήματος «ειλύω» (= «περιτυλίσσω») ή του ομηρικού «είλω»
(«περιτυλίσσω σφιχτά»). Είναι πιθανή και η προέλευση από το
στερητικό «α» και τη λέξη «λυτήρ –ος» (= «ο λύων»), από την οποία
παράγεται και η λέξη «λυτήριος –α – ον).

194
2791. λτσιάρι = μέρος στο οποίο πετάμε τα αποφάγια και το τυρόγαλο για
τα σκυλιά

2792. λυγγιάζου = παθαίνω λόξυγκα.

2793. λυγιόμι = λυγίζω το κορμί απ τη μέση και κάτω με κυκλικές κινήσεις

2794. λυγιρός = ψηλόλιγνος άνθρωπος.

2795. λυσιά = πόρτα από το κονάκι , πορτόφυλλο

2796. λύσσα = αλμυρό, μανία, ασθένεια στα σκυλιά

2797. λώβα = βρόμα, μαγάρα

2798. λωβιάρα/ λωβιασμένη / λώβα = βρομογυναίκα, ξεδιάντροπη,


ξετσίπωτη. πρόστυχη, μαγαρισμένη γυναίκα

2799. μ' = μου

2800. μ' απουγίνκι = απόκαμα, κουράστηκα εντελώς, ψόφησα στην


κούραση, δεν έχω άλλες δυνάμεις

2801. μ' αρέει = μου αρέσει

2802. μ’σουχρουνίς = στο μέσον της χρονιάς.

2803. μ’τάρια = εξαρτήματα του αργαλειού που μετακινούνε τα στημόνια

2804. μ’ταρόξ’λου = ξύλο που φέρει τα μ’τάρια

2805. μ’τώνου = περνάω το διασίδι στα μιτάρια

2806. μα = μα (για όρκο). Ομηρική λέξη. Ιλιάς Α, 86 και Ψ, 43

2807. μά κι = μπας και, μήπως και

195
2808. μαγαρ’σιά = περιττώματα ανθρώπου, ακαθαρσίες, (μτφ.) βρωμιά,
ανήθικη πράξη

2809. μαγάρα = ακαθαρσία, βρόμα

2810. μαγαρίζου = λερώνω,

2811. μάγγανα = γκρίνια, φασαρία.

2812. μαγκούφς = έρημος άνθρωπος ,αχαΐρευτος, μοναχικός

2813. μαγνάδι = πέπλο

2814. μαδάου =. ξεπουπουλιάζω, πέφτουν τα μαλλιά μου

2815. μάδε, μαθέ = ούτε.

2816. μαδιώμι = πέφτει το τρίχωμά, ξεσκίζω τις σάρκες μου, θρηνώ

2817. μαέριμα = μαγείρεμα

2818. μάζουξη = συγκέντρωση, σύναξη ανθρώπων, αντάμωμα

2819. μαζώνου = μαζεύω μακελεύω λιανίζω

2820. μαζώνουμι = μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι , συμμαζεύομαι

2821. Μάης = Μάϊος

2822. μαϊά = η μαγιά, τυρόγαλο που απομένει από το κεφαλοτύρι.

2823. μαϊλίκια = ενέργειες, διεργασίες που κάνω για να μαγέψω κάποιον.

2824. μαϊργιό = χώρος παρασκευής φαγητού, μαγειρείο

2825. μαΐσια = του Μαΐου, τα μαλλιά που κούρευαν τον Μάιο μακρόινα
και καλύτερης ποιότητας

2826. μακεδονήσι = το μακεδονικόν πετροσέλινον->μακεδονήσιον-


>μακεδονήσι. Στην αρχή είχαμε ένα φυτό που λεγόταν πετροσέλινο.
Το πήραν στα λατινικά και το έκαναν petroselinum και ύστερα οι

196
άγγλοι το είπαν petersilie και οι γάλλοι peresil. Στο τέλος οι άγγλοι
κατέληξαν στο parsley και οι γάλλοι στο persil. Πρόκειται για τον
μαϊντανό. a. Στα ελληνικά πώς μετακινηθήκαμε από το
πετροσέλινο στον μαϊντανό; Το σέλινο είναι στην γραμμική Β! ως
serino από εκεί επειδή φυτρώνει σε πέτρες ονομάστηκε, πετροσέλινο
(σέλινο των βράχων ) και επειδή φύεται στην Μακεδονία,
"μακεδονικόν πετροσέλινον" και τελικώς ονομάστηκε «μακεδονήσι».
Βασικά η λέξη είναι αντιδάνειο από τα λατινικά, «makedonensis»
δηλ. «μακεδονικός». Το μακεδονήσι το πήραν οι άραβες ως
magdanus, και ύστερα οι τούρκοι και τόπαν «maydanoz». Οπότε
δεύτερο αντιδάνειο ο μαϊντανός.

2827. μάκι = μήπως

2828. μακιδόνις = μονοκόμματες και αμάνικες γυναικείες φορεσιές.

2829. μακιλλεύουμι = τραυματίζομαι σε πολλά μέρη του σώματός ,


σακατεύομαι

2830. μακρουπρόσουπους, -η, -ου = αυτός που έχει στενόμακρο πρόσωπο.

2831. μάκρους = μήκος.

2832. μάλαμα = χρυσός, χρυσάφι. πολύ καλός, με καλό χαρακτήρα,


αισθήματα κ,α., είναι πολύ καλός.

2833. μαλαματένιους, -α, -ου = αυτός που είναι από χρυσό, λαμπρός-η-ο

2834. μαλαματίζου = επιχρυσώνω, κοσμώ με μάλαμα

2835. μάλαξα = έκανα κάτι μαλακό με τα χέρια μου, με το ζύμωμα, με το


τρίψιμο

2836. μαλιάρα = μαλλιαρή

2837. μαλιαρόκωλα = είδος ροδιού άγριου τριαντάφυλλου που είχε


χνουδωτό το πίσω μέρος (κώλος)

2838. μαλλάκι = αγοραστό μαλλί για πλέξιμο.

197
2839. μαλλάς = έμπορος μαλλιών.

2840. μαλλάτη = προβατίνα με μακριά και πολλά μαλλιά

2841. μαλλιαγκράω, μαλλιαγρίζου = ανακατεύω χωρίς όρεξη, ανακατεύω


κάτι άτσαλα.

2842. μαλλιαρουκουλιά = αγριοτριανταφυλλιά.

2843. μαλλιάτσιασι = λάσπωσε ( η πίτα απ το πολύ λάδι, το ψωμί που ίδρωσε


κ.α)

2844. μαλλιότα = επανωφόρι με κουκούλα και μανίκια, από τρίχες γιδών


.Από την αρχαία ελληνική λέξη «μάλλος» = μαλλί προβάτου. Από τη
λέξη αυτή παράγεται και η λέξη «μαλλωτός» = μαλλιαρό

2845. μαλλίσιους, -α, -ου = ο μάλλινος.

2846. μαλλιώτα, μαλλιότου = πανωφόρι με κουκούλα και μαντανισμένο σα


κάπα αλλα όχι αδιάβροχο

2847. μαλόκεδρους = το δέντρο , αρκευθος η δυσοσμότατη, μαλόκεδρος


(Juniperus foetidissima)

2848. μαλτζιάνα = γίδα στα πρόβατα

2849. μαμαλίγκα = είδος φαγητού (κουρκούτη ή πίτα)

2850. μάμους,-η = γυναικολόγος, μαία

2851. μάνα = μάνα, πεθερά, το πιο κεντρικό κομμάτι απο τα οποία γίνεται
ένα ρούχο.

2852. μάνα μ’ = μάνα μου, ένδειξη τρυφερότητας, εγκαρδιότητας,


αναστεναγμός.

2853. μανάλι = μανουάλι

198
2854. μανάρα -μανάρι = κατσίκα οικόσιτη που προορίζεται για σφαγή./
αρνί που μεγαλώνει οικόσιτα (μανάρι). Υποκοριστικό της λέξης
«αμνάριον»

2855. μαναρίζου = περιποιούμαι κάποιον με ιδιαίτερη φροντίδα.

2856. μαναχά = μόνον , μόνα

2857. μαναχουδυγατέρα = μοναχοκόρη

2858. μαναχούλα = ολομόναχη.

2859. μαναχούτσ’κους = ολομόναχος

2860. μανγκαφάς = μύξα των γιδιών

2861. μανκώνου = ράβω τα μανίκια στην κάπα ή σε άλλο ρούχο

2862. μανούρι = κεφαλοτύρι

2863. μαντ’λώνου = δωρίζω, δώρα της νύφης στους καλεσμένους στο γάμο

2864. μανταβέλ’δις = μικρονομάδες Σαρακατσαναίοι που ασχολούνται πιο


πολύ με την αιγοτροφία και τους θεωρούν παρακατιανούς και
κοινωνικά κατώτερους οι βέροι Σαρακατσαναίοι.

2865. μανταλοΐδι = μέσο για ξεμάτιασμα ή μάγια.

2866. μανταν’κά = χρήματα που πληρώνουμε στον ιδιοκτήτη του μαντανιού


ως αμοιβή για τα ρούχα που μας έπλυνε.

2867. μαντάνι = μηχανή που επεξεργάζεται τα μάλλινα με τεχνητό


καταρράχτη και με ειδικό ξύλινο μηχάνημα

2868. μαντανίζου = πηγαίνω τα μάλλινα υφάσματα στο μαντάνι για να


σφίξουν τα υφάδια τους και τα στημόνια τους.

2869. μανταντζής = ιδιοκτήτης του μαντανιού

2870. μαντάτα, χαμπέρια = νέα, κακά μαντάτα θλιβερές ειδήσεις

199
2871. μάντζα = ανακατωμένα πράγματα π.χ. χόρτα με χώματα.

2872. μαντίλουμα = το δώρο της νύφης

2873. μαντλώματα = τα δώρα της νύφης στον γάμο απ τα προικιά της

2874. μαντλώνω = δίνω δώρα ως νύφη στους συμπέθερους

2875. μαντρί = στάβλος περιφραγμένος χώρος το βράδυ κοιμούνται τα


γιδοπρόβατα

2876. μαντροστάσι = ο χώρος που είναι τα μαντριά

2877. μαξουλεύουμι = παράγω εισοδήματα

2878. μαξούλι = προϊόν, εισόδημα

2879. μαραγκιάζου = μαραίνομαι, ξηραίνομαι.

2880. μαράζι = καημός, μαρασμός, στενοχώρια, βάσανο

2881. μαραζιάρ’ς = αρρωστιάρης ή αυτός που πάσχει από χρόνιο

2882. μαραζώνου -ουμι = αρρωσταίνω από καημό, μαραίνομαι

2883. μάραθους = φυτό , άλλες ονομασίες: μάλαθρο, φινόκιο, πολυετές φυτό


που φτάνει και τα δύο μέτρα. Το συναντάμε σχεδόν παντού σε
ακαλλιέργητους τόπους. Μαζεύονται τα φρέσκα φύλλα από το
χειμώνα έως το τέλος της άνοιξης. Το χρησιμοποιούμε σε λαχανόπιτες
αλλά και σαν μυρωδικό σε φρέσκιες σαλάτες και σάλτσες

2884. μαργαριταρένιους, -α, -ου = από μαργαριτάρι , πολύτιμος = όμορφη,


-ος,-ο που αστράφτει, πολύτιμη, -ος,-ο σαν μαργαριτάρι

2885. μαργαριτάρι,= πολύτιμος λίθος.

2886. μάργουμα = κρύωμα.

2887. μάργουσα = κρύωσα

200
2888. μαργουσιάρ’κους, -η, -ο = κρυουλιάρης, αδύνατος που κρυώνει
εύκολα

2889. μαργώνω = κρυώνω, ξεπάγιασα (μάργουσα απ του κρύου)

2890. μαριόλ’κου = ερωτύλος νέος.

2891. μαρκαλάω = κάνω σεξ

2892. μαρκαλιώντι, μαρκιώντι τα ζώα = ζευγαρώνουν.

2893. μαρκάλους = ζευγάρωμα του κριαριού με την προβατίνα

2894. μαρμάγκα = δηλητηριώδης αράχνη.

2895. μαρμαγκώνου = μαραίνομαι, παθαίνω τρακ, μαρμαρώνω

2896. μαρμαρένιους, -α, -ου = από μάρμαρο, μαρμάρινος, ξακουστά τα


μαρμαρένια αλώνια

2897. μαρτεύουμι, αμαρτεύουμι, μαρτάνου = αμαρτάνω

2898. μαρτζιλάτα = ζώα που έχουν σκουλαρίκια στο λαιμό

2899. μαρτίσια = είδος βελέντζας.

2900. Μάρτ'ς = Μάρτιος

2901. μαρτυριά = ομολογία

2902. μάσει = μάζεψε

2903. μάσει τα ξηράς = μάσε τα κουλά σου (τα χέρια).

2904. μασέλις = δύο εγκοπές πάνω ,κάτω, στο ξυλόχτενο και μέσα τους
μπαίνει το χτένι, οδοντοστοιχίες

2905. μασιά = σιδερένια ράβδος με την οποία αραιώνονται τα κάρβουνα, το


δόντι γομφίος

2906. μασκάλη = εξάρτημα του αργαλειού, πάνω του στηρίζονται τα αντιά.

201
2907. μασκαλίτσα, μασκαλήθρα = τριχιά η ιμάντας που έδενε το σαμάρι κάτω
απ τι μασχάλες του ζώου

2908. μασκαρ’λίκι = γελοιοποίηση, καταγέλαστη πράξη, συμπεριφορά


μασκαρά

2909. μασλατάου = λέω πολλά

2910. μασλάτας, μασλάτου = πολυλογάς, πολυλογού.

2911. μασλάτια = κουβέντες για να περνάει η ώρα

2912. μασούρι = νήμα που το περιτυλίγουμε στο σαϊτόξυλο και πλέκουμε με


το στημόνι.

2913. μάσσου = μαζέψω

2914. μάστα = μάζεψέ τα, κάνε πρόσθεση

2915. μασταράς = αρρώστια στα ζώα, μαστίτιδα

2916. μαστάρι = μαστός από ζώα

2917. μαστάρια= τα βυζιά, οι μαστοί

2918. μαστέλου = ξύλινο δοχείο υγρών

2919. μαστίτιδες = κακή λειτουργία αρμεκτικού συστήματος (γαγγραινώδης,


οξεία, χρόνια)

2920. μαστραπάς = γυάλινο δοχείο νερού - κρασιού, μεταλλική κούπα,


ποτήρι

2921. ματά = ξανά, πάλι.

2922. ματζαφλάρι = κάτι μακρύ, αυτό που κρέμεται, και το πέος περιπαιχτικά

2923. μάτι = μπροστινή δίοδος από τη στρούγκα, έξοδος

2924. μάτια = προσφώνηση σε κάτι αγαπημένο και εγκάρδιο

202
2925. ματουγιάλια = γυαλιά οράσεως

2926. ματουτσίνουρα = βλεφαρίδες

2927. ματσαλάω, ματσαλάου, ματσιαλάου = μασάω την τροφή


παρατεταμένα, μηρυκάζω

2928. ματσκάρι, ματσακλάρι = πέος

2929. ματσούκας = ο θηριώδης άνδρας

2930. ματσούκι = το κλειτσόξυλο.

2931. μαυλάω = καλώ, παρασύρω με απομίμηση της φωνής τα πρόβατα. η


μαβλάω = προσκαλώ τα ζωντανά ή τα κατοικίδια συνήθως τα σκυλιά

2932. μαυρειδιρός, -ή, -ό = μελαχρινός, μαύρος στην όψη, στο πρόσωπο,


μελαψός

2933. μαυρουκιέφαλου = πρόβατο που έχει άσπρο τρίχωμα στο κορμί και
μαύρο στο κεφάλι

2934. μαυρουμάτα, -’κου = η κοπέλα με μαύρα μάτια, πρoβατίνα με άσπρο


μαλλί που έχει μαύρες κηλίδες ή στρογγυλά μαύρα στίγματα γύρω από
τα μάτια

2935. μαύρους, -η, -ου = δυστυχής, φτωχός, αυτός που είναι να τον λυπάσαι

2936. μαχαλάς = γειτονιά

2937. μεζεκλίκια, μιζιλίκια, μεζελίκια, μεζιλίκια, μιζικλίκια = ποικιλία,


μεζέδια, μπινελίκια απ το mezelik

2938. μεϊντάνι = μεσοχώρι, μεσοχόρ, μισουχόρ, μισοχόρ, πιάτσα, πλατέα,


πλατέγια, τσιαρσί, φόρα απ το meydan

2939. μελένια = από μέλι, μελιστάλακτη στην κουβέντα, γλυκιά κοπέλα

2940. μέρασμα = φαγητό και σιτάρι για τις ψυχές που μοιράζουμε στα
κονάκια το ψυχοσάββατο ή στα μνημόσυνα

203
2941. μέργια = μέρη

2942. μέρτζα = πλέξιμο με το τσιγκελάκι ,που είναι σα δαντέλα, πάνω στο


πουκάμισο ή σε άλλο ρούχο.

2943. μέσα = εντόσθια, συκωταριά ζώου

2944. μεσαριά = άσπαρτο μέρος ανάμεσα σε σπαρμένα

2945. μεσαρκά = τα εντόσθια. Από την ομηρική λέξη «μέσος» και «σάρξ –
κός»

2946. μέτρου = μέτρο

2947. μη = μήπως

2948. μήδα = μήπως, αμ πως!

2949. μηλιγγίτ’ς = μηνιγγίτιδα

2950. Μηλιό = Βουλγαρία

2951. μηριά = μηροί.

2952. μι τι 'μένα, μι τ’ ιμένα = μαζί μου, με μένα

2953. μιανού = ενός

2954. Μιγαλουδύναμους = Θεός

2955. μιγαλουσιάνους, πρωτευουσιάνους = πλούσιος απ τήν πόλη

2956. μιγαλουτσιέλιγκας = τσέλιγκας με πολλά κονάκια στη στάνη του

2957. μιγαλουφαμπλίτ’ς = με πολλά παιδιά

2958. μικρουδείχνου = δείχνω μικρός στην ηλικία, μικρότερος από ότι είμαι

2959. μικρουκαταραμένους, -η, -ου = αυτός που τον καταράστηκαν σε μικρή


ηλικία

2960. μικρουμάνα = γυναίκα με μικρό παιδί.

204
2961. μικρουπαντρεύουμι = παντρεύομαι σε μικρή ηλικία.

2962. μικρουπαντριμένους, -η, -ου = αυτός που παντρεύεται σε μικρή


ηλικία.

2963. μικρουτσιέλιγκας = τσέλιγκας που έχει στάνη με λίγα κονάκια.

2964. μικρουφέρου, γκζανοφέρνου = συμπεριφέρομαι σα μικρός.

2965. μιλαδέρφι = ετεροθαλής αδερφός

2966. μιλέτι = ράτσα,

2967. μιλίνγκια = τα μηνίγγια το εσωτερικό μέρος του κεφαλιού, κυρίως


αυτό που βρίσκεται έως κάτω από τα αφτιά

2968. μιλιούνια = πολύς κόσμος, πολλές χιλιάδες, εκατομμύρια.

2969. μιλισσουχόρταρου = αρωματικό χόρτο, βοτάνι Το μελισσόχορτο ή


lemon balm είναι επίσης γνωστό ως μελισσόφυλλο ή μελισσοβότανο
ή αγριομέλισσα ή μελιττίς ή μελισσάκι ή κιτροβάλσαμο. Ανήκει στην
οικογένεια των χειλανθών (lamiaciae) και η επιστημονική του
ονομασία είναι Melissa Officinalis Τα φύλλα του μοιάζουν με εκείνα
της μέντας αλλά βγάζουν ένα γλυκό και ελαφρώς λεμονάτο άρωμα.
Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού «γεννά» μικρά λευκά άνθη, γεμάτα
νέκταρ, τα οποία προσελκύουν τις μέλισσες. Από τα άνθη του φυτού
οι μέλισσες φτιάχνουν ένα από τα καλύτερα μέλια. Η μυρωδιά του
βοτάνου αυτού οφείλεται στο αιθέριο έλαιο που περιέχει κιτράλη,
κιτρονελλάλη, λιναλοόλη και γερανιόλη. Κατά το μεσαίωνα
χρησιμοποιούσαν το μελισσόχορτο για να φτιάχνουν ελιξίρια
νεότητας.Ήταν γνωστό στην αρχαιότητα και αναφέρεται από τους
Πλίνιο, Θεόφραστο και Διοσκουρίδη με τις ονομασίες μελόφυλλον,
μελίτταιον και μελίτιον.

2970. μιλτιτζάνα, μπιλτιτζάνα = μελιτζάνα

2971. μίνγκους = πουλάρι

205
2972. μιντέρι = μικρό στρωσίδι.

2973. μιρεύου = ησυχάζω, ηρεμώ.

2974. μιριά = τόπος, θέση, φορτίο

2975. μιριάστι = παραμερίστε

2976. μιρουμένα = ήμερα.

2977. μισάλι = τραπεζομάντιλο, κάλυμμα για τα ψωμιά (από τη βυζαντινή


λέξη «μενσάλιον» ή «μισάλιον» ή «μινσάλιον»)

2978. μισαριά = άσπαρτο χωράφι ανάμεσα σε δυο σπαρμένα.

2979. μισιανός, μσιανός, -ή, -ό = μεσαίος.

2980. μισουστρατίς, μσουστρατής = στο μέσο του δρόμου ή της πορείας.

2981. μισουφέγγαρου, μσουφέγκαρο = του διακοσμητικό θέμα στην τέχνη.

2982. μιτ’ ισένα = με εσένα, μαζί σου

2983. μιτιάζει ου τόπους = αρχίζει να χορταριάζει

2984. μλιά = μηλιά.

2985. μοιράσματα = αυτά που μοιράζονται για τις ψυχές των νεκρών
(κόλλυβα, ψωμάκια, κ.α)

2986. μοίρες = είναι τρείς, κατεβαίνουν με την γέννηση του βρέφους και
συνήθως ορίζουν την τύχη του.Κατά την γέννηση του μωρού, η
μάνα, βάζει κοντά στο βρέφος οτιδήποτε γλυκό ή μέλι για να τις
εξευμενίσει. Είναι μια δοξασία που έχει Ομηρικές ρίζες.

2987. μολαταύτα = παρ’ όλα αυτά.

2988. μολογάω = ομολογώ, δέχομαι, διηγούμαι.

2989. μολόημα = ομολογία, διήγηση, αφήγημα

206
2990. μόλου = μαζί με

2991. μόλτσα = σκώρος, πεταλούδα εχθρός των μάλλινων, έβαζαν ανάμεσα


στα υφάσματα φύλλα καρυδιάς ή καπνού ή δάφνης για να τα
γλιτώνουν από τη μόλτσα

2992. μόλυψη = μόλυνση.

2993. μονοβύζα = γίδα η προβατίνα με ένα βυζί

2994. μότριμα = αδελφοποιτή.

2995. μουβόρκους = αιμοβόρος

2996. μουζαβίρια = κουτσομπολιά, βάζω λόγια.

2997. μούλα = το θηλυκό

2998. μουλεύουμι = μολύνομαι.

2999. μουλόημα = διήγηση, μίλημα

3000. μουλουγάου = διηγούμαι, αναφέρω

3001. μουλόχα = μολόχα, μαλάχη η άγρια, malva sylvestris) είναι το


συνηθέστερο είδος μολόχας. Είναι ιδιαίτερα διεσπαρμένο φυτό σε όλη
την λεκάνη της Μεσογείου και σε πολλά ακόμα μέρη. Αναπτύσσεται
από την παράκτια ζώνη μέχρι αρκετά μεγάλο υψόμετρο. Η μολόχα
έχει πυκνό φύλλωμα, με φύλλα παλαμοσχιδή και άνθη κυρίως ρόδινα,
που φύονται από τον βλαστό. Η περίοδος ανθοφορίας της
περιλαμβάνει όλη την περίοδο της άνοιξης και το ξεκίνημα του
καλοκαιριού.

3002. μουναχουγιός = μοναχοπαίδι

3003. μουναχουδυχατέρα = μοναχοκόρη

3004. μουνουβύζα = προβατίνα ή γίδα με ένα βυζί (το άλλο καταστράφηκε).

3005. μουνουδέντρι = μοναχικό δεντράκι

207
3006. μουνουμιρίς = μέσα σε μια μέρα.

3007. μουνοχίζω = αφαιρώ τον όρχι από αρσενικό ζωο

3008. μουντζουτή = είδος πίτας

3009. Μουραΐτις = οι Σαρακατσιαναίοι της Θεσσαλίας.

3010. μουραπάδις = παραμύθια, κουβέντες ευτράπελες διηγήσεις

3011. μουράτη, -ου = κατάμαυρη προβατίνα, αρσενικό κατάμαυρο


πρόβατο

3012. μούργκα = κατακάθι από το λάδι.

3013. μούργκους, -α, -ου, μούργο = σταχτόχρωμο ζώο, αυτός που το χρώ-
μα του είναι σκούρο γκρίζο, σταχτόμαυρο, μούργος, σκοτεινός. Από
την ομηρική λέξη «αμολγός» ή «αμόλγη»

3014. μούρνου = βυσσινί χρώμα.

3015. μουρό = βαθύ μαύρο χρώμα.

3016. μουρτζιά = θάμνος με αγκάθια.

3017. μουσαφίρς = επισκέπτης

3018. μούσκιψα = βράχηκα

3019. μούσκλια = βρύα πάνω στα δέντρα

3020. μούσκλιο = μούλιασμα, μούσκεμα.

3021. μούτα = υφαντά χωρίς σχέδια, χωρίς λαλιά

3022. μουτεύου = χάνω την ομιλία μου.

3023. μούτεψα = το βούλωσα , δεν μιλάω, σιώπησα

3024. μούτος = άφωνος, δεν μιλάει (μούτεψε ντιπ) μουγκός, άλαλος.

3025. μουχαμπέτ(ι) = συζήτηση

208
3026. μπα(τ)ζίνα = ψωμί από αλεύρι καλαμποκιού, χυλός από αλεύρι
καλαμποκιού τηγανισμένος με λάδι ή βούτυρο, ξερό ψωμί βρασμένο
με λάδι και ξίδι, κουρκούτι

3027. μπαγιάτκου, μπαϊατκου = έχει μπαγιατέψει, παλιό

3028. μπαζίνα = είδος πρόχειρου φαγητού από καλαμποκίσιο αλεύρι

3029. μπαϊά = αρκετά

3030. μπάιλας, α = λιποθυμία.

3031. μπαϊλντίζου = λιποθυμώ.

3032. μπαΐλντσα = κουράστηκα, βαρέθηκα

3033. μπαΐλτ'σα = ζαλίστηκα, βαρέθηκα

3034. μπαϊράκι = φλάμπουρας, σημαία, πολεμική σημαία, φλάμουλο,


διβέλλιον (βυζ), παντιέρα , τούρκικο bayrak

3035. μπαϊρι = ακαλλιέργητο (μικρό ύψωμα συνήθως) χερσότοπος , πλαγιά ,


λόφος

3036. μπάκα = κοιλιά

3037. μπακακάκι = βατραχάκι

3038. μπάκακας = βάτραχος

3039. μπακανιάρ’κου = αδύνατο και με μεγάλη κοιλιά ζώο.

3040. μπακράκι = μικρό κατσαρολάκι

3041. μπακράτσι = αρβαλοτεσούλα, βεδούρα, βέτρε, βέτρον, βούργια,


γιορδέλι, γιουρδέλι, καρδάρα, καρδάρ, καπράτσι, κερτέλι, κούτλους,
λακασάς, λάτα, μαστέλο, μαστέλος, μπακίρα, μπακράτσι, μπακράτς,
μπουγέλο, μπουέλο, μπουγέλος, μπούγελος, μπραγατσούλι,
μπρακάτσι, μπρακακάτσι, σατίλι, σίγλος, σίκλα, σίκλος, σιχλάκι,
σίσκλος, σιγκλί, σούγλος, τέσα, ταβάς

209
3042. μπακράτσι = χάλκινο κωνικό δοχείο με χερούλι.

3043. μπάλα = μέτωπο

3044. μπαλασκόνι = πορτοφόλι. θήκη για να βάζω χρήματα,

3045. μπάλια = όσα μαύρα κεφάλια έχουν άσπρο μέτωπο Από την αρχαία
ελληνική λέξη «βαλιός: «πώλοι βαλιός και τριχί βαλιοί» (Ευριπίδου,
Ιφιγένεια εν Αυλίδι, 222). Έτσι λεγόταν ή ήταν και ένα από τα άλογα
του Αχιλλέα, δηλαδή «Βαλιός»! Ιλιάς Π, 149 (βαλjός)

3046. μπαλντούμι = εξάρτημα του σαμαριού.

3047. μπαλουμένα = πρόβατα με άσπρο μαλλί που έχουν στο σώμα τους
μαύρο μπάλωμα.

3048. μπάμπαλα = λεπτά προσανάμματα ή ξερά χόρτα με τα οποία


στρώνουμε τα μαντριά.

3049. μπάμπω = γιαγιά, γριά

3050. μπάξτ = βάλε του

3051. μπαραζάνα, μπουραζάνα = αντρικό παντελόνι χοντρό και φαρδύ για


το άρμεγμα

3052. μπάρτζα = γίδα που έχει καφεκόκκινο πρόσωπο, σκούρο κοκκινωπό.

3053. μπάρτσα = καφετί

3054. μπασιούρκα = λάγια πρόβατα που έχουν άσπρο το κάτω μέρος του
λαιμού

3055. μπαταριά = ομοβροντία από πυροβολισμούς

3056. μπατζιαριό = χώρος που γίνεται η τυροκόμηση

3057. μπατζιό, μπατζιός = τυροκομείο

3058. μπατζιοτύρι = είδος τυριού.

210
3059. μπάτζιους= τυροκόμος

3060. μπάτης = ο μεγαλύτερος αδερφός.

3061. μπάτσα = προβατίνα χωρίς γάλα.

3062. μπατσαλιά = σφαλιάρα, χαστούκι

3063. μπατσαλίζου = χαστουκίζω, σφαλιαρίζω.

3064. μπάτσις = ελατόκλαρα

3065. μπγάδ = πηγάδι, πιάδι, πγαδ, πιάι, μπγιάδι, μπναρ, αραβανίκος, κάργιο,
πούσι, σαρνίτσι, σιρτός, φλετρό

3066. μπεζέρισμα, μπεζερισμός, μπεζέριο, μπεζέρια = βαρεμάρα, βαρεσά,


βαρεσιά, βαριεμάρα από το bezdirme

3067. μπέης, μπέις, άρχοντας, προύχοντας απ το Τούρκικο bey

3068. μπεκάτσα, μπικάτσα = πουλί της υπαίθρου, γκαβοπούλι, γκαβόπουλο,


γκαβόρνιο, μακρομίτα, ξιλόρνιθα, ξλόκοτα, ξλόρθα, ξυλόκοτα, απ το
Βενετσιάνικο becazza

3069. μπεκιάρης, μπικιάρς = ανύπαντρος, ανίμπαντρος, ανίπαντρους,


άπαντρος, άπαντρους, εργένης απ' το Τούρκικο bekâr

3070. μπέλλα = προβατίνα που είναι κάτασπρη, αρσενικό πρόβατο που είναι
κάτασπρο

3071. μπήγου φουνή = βάζω δυνατή φωνή, φωνάζω αγριεμένα

3072. μπήγου φουτιά = βάζω φωτιά.

3073. μπήξτ = βάλε του

3074. μπηχτάρια = τα ξύλα της που μπαίνουν μπηγμένα κυκλικά στο έδαφος
σε απόσταση 40 εκ το ένα απ το άλλο για το σκελετό

3075. μπιζεράου = βαριέμαι

211
3076. μπιζέρσα = βαρέθηκα

3077. μπιζιρίζου = βαριέμαι, κουράζομαι, βασανίζομαι, καταπονημένος -


ιώμι γίνομαι βαρετός

3078. μπικιώνα = κανάτα

3079. μπίκος, μπίνκος, μπίκο, μπίγκος, μπικοσκαλίδα = κασμάς, αξίνα,


αξινάρ, αξινάρα, αξινάρι, γκασμάς, κατσίν, ξινάρι, ξνάριν, πίγκος,
πικούνι, σκαπέτα, σκαπέτι, σκιπαρνιά, στινουτσάπ απ' το Βενετσιάνικο
picon

3080. μπιλί = φανερό, γνωστό, (δεν είνι μπιλί τι θαλά κάνς = δεν είναι
δυνατό να δούμε τι θα είχες κάνει) , μπελί, μπεϊλί, μπιιλί απ το belli

3081. μπιλιάς = μπελάς.

3082. μπιλουνιάζου, βιλουνιάζου = περνάω το διασίδι στα μιτάρια και στο


χτένι του αργαλειού, βελονιάζω

3083. μπίμπις = μεγάλες κουδούνες που βάνουμε στα γκεσέμια

3084. μπινέκι = άλογο ίππευσης (του τσέλιγκα συνήθως)αργότερα το


αυτοκίνητο ι.χ

3085. μπινέκικο, μπινέκι, μπινέκ = άλογο καβαλαρίας απ το Τούρκικο binek

3086. μπιρμπίλια = αηδόνια

3087. μπιρμπίλου = όμορφη και παχουλή γυναίκα.

3088. μπιρμπιλουμάτα = γυναίκα με σπινθηροβόλα και παιχνιδιάρικα μάτια

3089. μπιρμπιλουτά μάτια = σπινθηροβόλα, παιχνιδιάρικα

3090. μπιρμπιρίζουμι = ξυρίζομαι, κουρεύομαι,

3091. μπισαλής = κρατάει το λόγο του, αυτός που του έχουμε εμπιστοσύνη.

3092. μπιστικόιπουλα = βοσκόπουλα.

212
3093. μπιστικός = βοσκός και πιστικός, έμπιστος, πιστός, αφοσιωμένος , ο
μπιστικός ή ο πιστικός ,βοσκός που εργάζεται με μισθό, μισθωτός
ποιμένας

3094. μπιστικούδια = τσοπανόπουλα.

3095. μπιστόλα, μπιστόλι = πιστόλι απ το Ιταλικό pistola

3096. μπίτ΄σα = τελείωσα

3097. μπιτίζου = τελειώνω, αποπερατώνω

3098. μπιτιρντίζω, μπιτίζω, μπιτίζου = τελειώνω, βγατίζω, εμπιτίζω,απ το


bitirmek

3099. μπιχιρίζουμι = ασχολούμαι με κάτι, επιδιορθώνω κάτι

3100. μπλάζου = συναντώ, τυχαίνω μπροστά μου ξαφνικά

3101. μπλάνα = κομμάτι τυρί που έχει σχήμα απ την τσαντήλα που εχει κοπεί,
χωμάτινος σβόλος Από το ρήμα «πλάσσω» = πλάθω, δίνω σχήμα σε
κάτι.

3102. μπλανό, μπλαστό = είδος από ζυμαρόπιτα που γίνεται με


καλαμποκίσιο αλεύρι και με λάχανα

3103. μπλανόπ’τα = πρόχειρο φαγητό (κουρκούτη με λάχανα)

3104. μπλαντζαρός = άχαρος, χοντροκομμένος άνθρωπος

3105. μπλάρι = μουλάρι

3106. μπλαστρώνω = πλακώνω, καλύπτω

3107. μπλατσανάω = πλατσουρίζω ή κάνω μπάνιο σε ρηχά νερά

3108. μπλέτσι, ξιμπλέτσιουτόυς = γυμνός

3109. μπλιόρα = προβατίνα που γεννάει για πρώτη φορά και είναι 2 χρονών

3110. μπλιόρι = δίχρονο πρόβατο.

213
3111. μπλιτσώνου = γεμίζω

3112. μπογιά, μποϊάς, μποϊά , μπουιά = μπογιά, από το boya

3113. μπόζα = η πόζα στην φωτογραφία το στήσιμο από το Ιταλικό posa

3114. μπόϊας = κακός ,φόβητρο των παιδιών

3115. μπόλια = γυναικείος κεφαλόδεσμος, μαντίλι

3116. μπολιάζου = εμβολιάζω

3117. μπόλκις = αμάνικες ζακέτες που έχουν πιέτες πίσω.

3118. μπόλ'κου = αρκετό

3119. μπόλκους, μπόλικος = μπόλικος, αρκετός, φτάνει τόσος

3120. μπομπόι = πω! πω!

3121. μπομπότα = το ψωμί από καλαμποκάλευρο

3122. μπόνα = κεφαλομάντηλο

3123. μπονόρα, μπονώρα, μπονωρούλια. μπονόρα , μπονώρας =


λυκαυγές , αμπονωρίς, αμπονόρα, πολύ πρωί από το ιταλικό buonora

3124. μπόνους = υφαντό μαντίλι που το χρησιμοποιούμε στο φλάμπουρα.

3125. μπόρα , μπόρρα = τφάνι, τφαν καταχάρι, μπουγραντί, στχαρ, τούζι


από το Βενετσιάνικο bora

3126. μπόρτα = πόρτα από το Λατινικό porta

3127. μπόσικος, μπόσκος, μπόσκους = χαλαρός, γκεβσέκης, γκιφσένκους,


κεφσέκης, λάμπαμπους, λάσκος, υποχωρητικός από το boş

3128. μποτίνι , μποτίννι , μπουτίνι, μπουτίνια, μπουτίνα = κοντή μπότα,


μποτάκι από το Ιταλικό bottini

214
3129. μπότσκα (ουργινέα η θαλάσσια) = φυτό με βολβό που μοιάζει με ένα
μεγάλο κρεμμύδι. Χρησιμοποιείται για φυλαχτό στα κονάκια.

3130. μπουγάζι = πέρασμα ανάμεσα στα βουνά ή σε διάφορα υψώματα,


στενό στο οποίο γίνεται ρεύμα αέρος.

3131. μπουγάζι, μπογάζι , μπογάζ, μπογάζ, μπουγάζ = πέραμα, πογάζ,


πόρος, στενό(άνοιγμα που φέρνει αέρα), λαρύγγι, λάρυγγας, άρουγκα,
βάραγκας, βούρκουρας, βρόκος, βρόχος, γαργαλιάνους, γαρδελάνος
από το boğaz

3132. μπουέτι κρυότη, δροσιά.

3133. μπούζα, βούζα = ασθένεια των προβάτων από το buzë-a αλβ.

3134. μπουζάρκα = καπνοσακούλα από κατσικίσιο δέρμα.

3135. μπούζι = κρύο

3136. μπουζουμένους, βουζουμένους -η, -ου = αυτός που κρατάει μπόζα,


αυτός που έχει κατεβασμένα τα μούτρα.

3137. μπουϊμένους = νευριασμένος

3138. μπουκ’βάλα = πρωτοχρονιάτικη βασιλόπιτα

3139. μπούκα = μάγουλο,. τ’ γυάλ’σι η μπούκα (μτφ.) πάχυνε, ζει καλύτερα.

3140. μπουκάρι, του το σύνολο από τα μαλλιά ενός προβάτου που το


κουρέψαμε και τα μαλλιά αυτά τα συμμαζεύουμε και τα δένουμε με τα
ίδια, δέμα με μαλλιά από ένα κουρεμένο πρόβατο

3141. μπούκλα = δοχείο για λάδι

3142. μπουκουβάλα, γκουγκβάλα = η πρωτοχρονιάτικη βασιλόπιτα,


σβώλοι από ψίχουλα ψωμιού και τρίμματα τυριού

3143. μπούλιαρους = είδος φιδιού

3144. μπουλκάκι = κομμάτι της γυναικείας φορεσιάς.

215
3145. μπουλντούμ’σα = έπεσα μέσα στο νερό.

3146. μπουμπαρδίζω, μπομπαρδίζω , μπουρμπαδίζω = βομβαρδίζω από το


Ιταλικό bombardare

3147. μπουμπνίζει = βροντά ο ουρανός, μπουμπουνίζει

3148. μπουμπόλια = σπόροι, ψίχουλα, τρίματα

3149. μπουμπότα = καλαμποκίσιο ψωμί.

3150. μπουντρούμι = υπόγειο σκοτεινό δωμάτιο φυλακής.

3151. μπουντρούμι, μπουδρούμι, μπουντρούμ = υπόγριο, κρατητήριο από


το bodrum

3152. μπουνώρα = πολύ πρωί

3153. μπουραζάνι = είδος παντελονιού από γιδίσιο μαλλί.

3154. μπουρανέλ’κα = σκωπτικά τραγούδια.

3155. μπουρίνι, μπουρί, μπουρίν = ξαφνικό δυνατό ανεμοβρόχι από το


Βενετσιάνικο borin

3156. μπουρλότο = πυρπόληση = δυνατή φωτιά από το Βενετσιάνικο


bruloto

3157. μπουρμπότσαλο και μπουρμπυτσέλι = ζωύφιο.

3158. μπουρμπότσιαλους = μαύρο σκαθάρι.

3159. μπουρμπούλια = καρποί που πέφτουν από το δέντρο και είναι


στρόγγυλοι

3160. μπουρμπούλιαξι του αίμα αναβρύζει άφθονο μέσα από πληγή.

3161. μπουρμπουλουγάου = μετά από το κύριο μάζεμα μαζεύω τους


καρπούς που απόμειναν.

216
3162. μπουρμπουλουμένη = γυναίκα που φοράει μαντίλι που της καλύπτει
το πρόσωπο.

3163. μπουρμπούτσαλο = έντομο, ζωύφιο

3164. μπουρντίζω, μπουρντίζου = ευνουχίζω απ το burmak

3165. μπουρού = μπορώ, είμαι καλά , δεν μπουρού = δεν μπορώ, είμαι
αδιάθετος, είμαι άρρωστος. δεν μπόρ’γι, ήταν πολύ άρρωστος

3166. μπουρουδόντ’ς = αυτός που έχει τα δόντια πεταγμένα προς τα έξω.

3167. μπουσ’λάου = αρκουδίζω, περπατάω στα τέσσερα

3168. μπουσλάω, μπουσουλάω = αρκουδίζω, αρκουδιάζω, από το


bušuledzŭ βλαχ.

3169. μπουτζνάρι, μπουτσνάρι = ποδάρι, μπατζάκι.

3170. μπουτίλια = φιάλη.

3171. μπουτίνα = δοχείο μέσα στο οποίο χτυπάμε το βούτυρο.

3172. μπουτίνια = λαστιχένιες μπότες

3173. μπουτούρια, τα μαύρα παντελόνια των Σαρακατσιαναίων της


Θράκης.

3174. μπούτσκα, -κου = προβατίνα που έχει κοκκινωπό το πρόσωπο,


στίγματα κόκκινα στα πόδια και το κορμί της άσπρο. Αρσενικό
πρόβατο που έχει κοκκινωπό το πρόσωπο, στίγματα κόκκινα στα
πόδια και το κορμί του άσπρο

3175. μπουτσνάρια = μπούτια

3176. μπούφις = προβατίνες με πολλά μαλλιά στο κεφάλι που καλύπτουν τα


μάτια και το πρόσωπο.

3177. μπούφους, μποφίους , μποφύους = Το πουλί μπούφος , Bubo bubo,


από το Ιταλικό buffo

217
3178. μπούχαβη = ξεπεσμένη προβατίνα, προβατίνα που γέρασε απότομα

3179. μπουχαρί, μπούχαρς, μπουχαρί = κατσούλα, καπνολόγος,


καπνορούφης, κουλιπτές, μουχαρί από το buhar αλβ.

3180. μπουχτσάς = δέμα με ρούχα ή πράγματα, μπόγος.

3181. μπουχτσιάδις = δεμένες κουβέρτες γεμάτες πράγματα

3182. μπόχος, μπόχους = κεφαλομάντηλο. μαντίλι που σκεπάζει το κεφάλι

3183. μπράσκα = μικρό τετράποδο ζώο που μοιάζει με ένα μεγάλο βάτραχο.

3184. μπράτμους, μπράτμος, μπράτιμος,μπράτιμους, = βλάμης, ο


φλαμπουράρης (σημαιοφόρος), παράγαμπρος φίλος του γαμπρού,
σταυράδερφος , ο πολύ καλός φίλος, από το bratim

3185. μπρατιμηλίκι = αδελφοποίηση δύο ή περισσότερων ατόμων

3186. μπρατίμισα = σταυραδερφή

3187. μπράτσου, μπράτσο = βραχίονας από το Βενετσιάνικο brazzo

3188. μπριζιόλα, μπριτζόλα, μπριζιόλα = μπριζόλα, κρέας με κόκκαλο, από


τα πλευρά του ζώου από το Βενετσιάνικο brisiola

3189. μπριτζιαλίνα = μαστάρι χωρίς γάλα.

3190. μπρουσ’νός, -ή, -ό = ο μπροστινός,-η,-ο

3191. μπρουσκλιά, μπρούσκλι, μπρούσκουλα = κισσός από το bršljan

3192. μπρουσνέλα = η κεφαλή του κοπαδιού

3193. μπρουσούκι, μπουρσούκι = ασβός, άζος, ασβέλι, άσβιος, άσβος,


ασβούνι, άσβους, βούρσα, γιάσβους, εσβός, έσβους, έσγους, ιάσβους,
οσβός, πορσούξ από το porsuk τουρ.

3194. μπρουσταντί = το μπροστινό αντί, αυτό στο οποίο μαζεύεται το


υφασμένο διασίδι.

218
3195. μπρουστάρι = ξύλινο κομμάτι που σχηματίζει το μπροστινό μέρος από
το σαμάρι

3196. μπχτάρια = όρθια λούρα

3197. μσαφίρ(η)ς ,= μουσαφίρης, φιλοξενούμενος.

3198. μσαφιρέοι = μουσαφιρέοι, επισκέπτες

3199. μσιάδι = το μισό.

3200. μσιακός, -ή, -ό = συνεταιρικός, αυτός που ανήκει σε πολλούς με ίδιο


ποσοστό

3201. μσίτσα, νφούλα, τσιπιλάϊα = σαύρα

3202. μσκάρ = μοσχάρι

3203. μσκάρι = μοσχάρι

3204. μσο = μισό

3205. μσότριβο = παλιό τριμμένο ρούχο, μισοτριμμένο

3206. μτάρια = εξαρτήματα στον αργαλειό από όπου περνάει το νήμα

3207. μτζήθρα = μυζήθρα

3208. μ'τσούνα = μούρη, πρόσωπο

3209. μύθια = μύθοι, παλιές ιστορίες

3210. μύτ’κας = ψηλότερη κορυφή βουνού.

3211. μύτιασι ου τόπους άρχισε να βγάζει χορτάρι.

3212. μύτις = σχέδιο υφαντών, κεντημάτων, σκαλισμάτων

3213. μώρ’ = προσφώνηση της Σαρακατσάνας από το Σαρακατσάνο με την


έννοια εσύ

a. Ν

219
3214. ν' κακή τ' = τον κακό του τον καιρό

3215. ν' κακήτ την μέρα είνι = τον κακό του τον καιρό είναι, μια ασχήμια
είναι

3216. ν΄μπά(τ)σαμαν = την πατήσαμε

3217. ν΄νός, ν΄νά = νονός, νονά.

3218. ν΄τύφλας = την γκαβομάρα σου

3219. ν΄φουδιαλέγμα = νυφοπάζαρο, επιλογή κατάλληλου κοριτσιού για


σύζυγο κάποιου, εξέταση κοπέλας αν κάνει για νύφη σε κάποιον

3220. ν΄χος = ο σκοπός του τραγουδιού (νερού ήχος)

3221. ν’κάου = νικάω

3222. ν’κουκύρ’ς,-α = ο νοικοκύρης, -α του σπιτιού, η σύζυγος του


νοικοκύρη

3223. ν’φάδις = νύφες.

3224. να κίνα ναχς = μούντζωμα (αυτά να έχεις)

3225. ναμ' = δώσε μου

3226. νάμ’ = δώσ’ μου:

3227. ναμούτι = δώστε μου.

3228. νάνις = αυτοφυές άγριο σπανάκι, κοινώς η νάνα.

3229. νάτου ιά = νάτο εκεί

3230. ν'βουρός, ουβουρός = το μαντρί για τα άλογα

3231. νε = ούτε

3232. νείρομαι = ονειρεύομαι, θέλω, επιθυμώ να γίνει

3233. νεύρου = πέος.

220
3234. νηαρστά = φαγητό που γίνεται με βόλους από ζυμάρι και μαγειρεύεται
σαν ζυμαρικό, ζυμαρικό, χυλοπίτες

3235. νήλα = ταλαιπωρία, κόπος σωματικό, συμφορά, πάθημα,


καταστροφή, νήλα = συμφορά, ταλαιπωρία. Από την ομηρική λέξη
«νηλής –ές» (Ι, 632, Λ, 484, Π, 233) = ανηλεής, σκληρός

3236. νηραϊδάλουνου = αλώνι που μαζεύονται νεράιδες.

3237. νηράϊδες = πάντα κακά πνεύματα και δύο ειδών, ασπροφο- ρούσες
και μαυροφορούσες. Ειδικά στις μαυροφορούσες που άλλες φορές
μπορεί να ήταν και παρδαλές, αν απαντούσες στις ερωτήσεις τους και
στα πειράγματά τους, έχανες την φωνή σου.Δεν έπρεπε να κοιμηθείς
δίπλα σε πηγή, να αποφεύγεις περάσματα που περιμένουν, αλλά η
προστασία προέρχεται μόνο απ’ το λιβάνι και το αλάτι που πρέπει
κάποιος απαραίτητα να έχει μαζί του σαν φυλαχτό.

3238. νηραϊδουσφόντ’λου = φυλαχτό

3239. νηράκια = σχέδια

3240. νηρό = νερό

3241. νηρόκουπα = νεροπότηρο.

3242. νηρομπλέτσι = σκέτο νερό, πολύ νερουλό φαγητό,άνοστο φαί που τα


κομμάτια είναι λίγα σε σχέση με το ζωμό

3243. νηροσυρμή = νερό που πέφτει από ψηλότερα και κατρακυλά, δυνατή
ροή νερού μέσα σε ρέμα

3244. νηρουτρουβιά = νεροτριβή, κατεργασία με τριβή του νερού

3245. νηρουγάλαζιου = ανοιχτό γαλάζιο χρώμα.

3246. νηρουγκάμπατσα = ασθένεια στα ζώα.

3247. νηρουπράσινου = λαχανί χρώμα.

221
3248. νηρουφαϊά = κοιλότητα που σχηματίζεται στο έδαφος από τη ορμή
του νερού

3249. νηστιμένους = αυτός που νηστεύει

3250. νια = μία

3251. νιάουρα, νιάουρις = άγριος καρπός από βουνίσιο θάμνο που μοιάζει
με το βάτο. Οι καρποί του έχουν ροζ χρώμα και μοιάζουν με τα
βατόμουρα

3252. νίβουμι = πλένω το πρόσωπό μου με νερό.

3253. νικραλλαξιά = ρούχα που φοράμε στο νεκρό

3254. νιογάμπρα = νεόνυμφοι.

3255. νιόνυφη = νέα νύφη, καινούρια νύφη.

3256. νιος, νια, νιο = νέος. νιάτα. Ομηρική λέξη. «Νεάτη», «νείατος». Ιλιάς
Β 289

3257. νιούτσ'κους, -η, -ου =, παλληκαράκι

3258. νίψ = πλύσου

3259. νιώθου = νοιώθω

3260. νόμια = ώμοι

3261. νόντας = όταν

3262. νουβουρός, νβουρός = το μαντρί των αλόγων

3263. νουγάου = καταλαβαίνω

3264. νουματαίοι, νουμάτοι = άτομα

3265. νουματίζου = ονοματίζω, δίνω όνομα.

3266. νουμάτοι = άτομα

222
3267. νουμπέτι = το γάλα που παίρνουμε κάθε φορά που αρμέγουμε

3268. νουρά = ουρά

3269. νουρά, κούδα = ουρά, ορά, οριά, νούρους

3270. νουστ(ι)μάδα = νοστιμιά

3271. νουστ(ι)μαίνου = νοστιμίζω, ομορφαίνω, κάνω κάτι νόστιμο

3272. νουτίζου = υγραίνω, υγραίνομαι. νοτιά, υγρασία. Ομηρική λέξη


«νοτίη». Ιλιάς Θ, 307

3273. νόχτους, νόχτη = όχθη, γκρεμός, πεζουλάκι γύρω από την καλύβα που
την προστατεύει από τα νερά της βροχής

3274. ντ’λάπι = εργαστήριο που επεξεργάζεται τα μαλλιά, ντουλάπι

3275. νταβάνι = ταβάνι, και έντομο

3276. ντάβανους = άγριο έντομο, οίστρος του αλόγου

3277. νταβάς = ταψί μικρό και ρηχό, στρογγυλό χάλκινο μαγειρικό σκεύος

3278. νταβίζου = γκρινιάζω, μιλάω συνέχεια και ακατάληπτα, ζητώ


συνέχεια, διεκδικώ ακατάπαυστα

3279. νταβραντζμένος = δυνατός

3280. νταβραντίζου = δυναμώνω μετά από αρρώστια

3281. νταής = εγωιστής, ο παλληκαράς.

3282. νταϊά - αρκετά

3283. νταϊάκι = στήριγμα.

3284. νταϊαμάς = υπόστεγο από μαντρί.

3285. νταϊάντα = στηρίξου, περίμενε, κράτα άμυνα, αντιστάσου

3286. νταϊαντάου = βάζω κόντρα, υποστηρίζω, στηρίζω,. αντέχω

223
3287. νταϊάντσα = στηρίχθηκα, κοντοστάθηκα

3288. νταίνου = ντύνω.

3289. ντάλα = καταμεσήμερο, ζεστό μεσημέρι

3290. νταλιάνι = παλιό κοντόκανο ντουφέκι.

3291. νταλντάου = χύνομαι, ορμάω.

3292. νταμάρι = ράτσα, είδος (γενιά) , φλέβα

3293. νταμκό = συνεταιρικό.

3294. νταούλιασε = πρήστηκε

3295. νταουρλιό = φασαρία, μάλωμα, ανεξήγητο μάλωμα

3296. νταούτ’ς, δαούτ'ς = κακό και πονηρό πνεύμα της στάνης

3297. νταρβίρα = κοντή τζαμάρα

3298. ντε = άιντε, εμπρός.

3299. ντερές = ποτάμι

3300. ντηριόμι = διστάζω

3301. ντίγκα = γεμάτο όσο δεν παίρνει

3302. ντίγκιασι = γέμισε.

3303. ντιζιάκι = τελάρο με μια έξοδο πάνω στο οποίο στραγγίζουμε το τυρί.

3304. ντιλάλ’ς = ντελάλης, κήρυκας, διαλαλητής .

3305. ντιλαλού = βγάζω ντελάλη, διαλαλώ

3306. ντιλής = νταής, παλληκαράς.

3307. ντινικές = τενεκές

224
3308. ντιπ = τελείως, εντελώς, καθόλου

3309. ντίρα = στενό πέρασμα, μονοπάτι, ίχνος

3310. ντιρβένι = δερβένι, πέρασμα, δρόμος.

3311. ντιρέκι =. παλούκι, ξύλινη κολώνα, ψηλός και δυνατός άντρας.

3312. ντιριάζου = οδηγώ το κοπάδι σε πέρασμα

3313. ντιρλίκουσα = έφαγα πολύ

3314. ντιρλικώνου = τρώω καλά

3315. ντιρτιλής = αυτός που έχει ντέρτι, καημό, μεράκι

3316. ντόλι = μαζεμένη γέννα προβάτων, χρονικό διάστημα

3317. ντορός = ίχνη

3318. ντουζίνα = σύνολο από κουδούνια ή κυπριά

3319. ντουλαμάς = μάλλινο πανωφόρι

3320. ντουλμπέρι, ντιλμπέρι = νέος, παλληκάρι

3321. ντουλμπέρου = νέο κι όμορφο κορίτσι

3322. ντουμουσιάρ’κου, ντουμουζιάρκο = ανυπάκουο στις εντολές του


τσομπάνου, αδέσποτο ζώο που τρέχει από δω κι από

3323. ντουμουσιάρα = ζωηρή γυναίκα καθιερωμένα ήθη.

3324. ντούμπλα = μεγάλο χρυσό φλουρί (αξία δύο λίρες) μέσα σε καφάσι
που φορούν οι γυναίκες στο λαιμό με αλυσίδα

3325. ντουμπλές = σειρά με κουδούνια από το μικρότερο στο μεγαλύτερο.

3326. ντουνιάς = ο κόσμος, ανθρωπότητα.

3327. ντουρής = κόκκινο άλογο

225
3328. ντουρλάπι = δυνατή βροχή ασταμάτητη, απότομη λαίλαπα, καταιγίδα.

3329. ντουρός = ίχνη από τις πατημασιές των ζώων, η μυρωδιά του ζώου
που αφήνει πίσω του και την αντιλαμβάνονται τα σκυλιά

3330. ντούσ’κου = είδος βελανιδιάς

3331. ντραβαλιόμι = κάνω φασαρία.

3332. ντραγάτ’ς, δραγάτ'ς = αγροφύλακας.

3333. ντραμιτζάνα = δοχείο για κρασί η νερό ,τραμετζάνα, τραμοντζάνα,


δαμετζάνα, νταμιζάνα, νταμεζάνα, νταμιτζάνα, νταμουτζάνα,
ντραμουτζάνα, ντραμπουζάνα, ντραμτζάνα, ντραμζάνα, ταμουτζάνα,
ταμιτζάνα , από το Ιταλικό contra mezzana

3334. ντραμπάλα, η τραμπάλα, παιδικό παιχνίδι.

3335. ντραμπαλίζιτι του κιφάλι = κουνιέται και πηγαίνει πέρα δώθε το κεφάλι

3336. ντραμπαλίζομαι = κουνιέμαι στη κούνια, έχω αστάθεια

3337. ντρουβάς, τρουβάς = ταγάρι, μικρό φορητό, πλεχτό ή υφαντός από


γιδόμαλο σάκος, που βάζει το φαγητό ο τσοπάνος

3338. ντύμα = πλακούντας του νεογνού, ένδυμα

3339. ντυμασιά = ενδυμασία.

3340. νύφη = έτσι αποκαλείτε η καινούργια γυναίκα που παντρεύτηκε για


μεγάλο διάστημα, γυναίκα του αδερφού μου

3341. νυχτέρι = αγρυπνία, μάζωξη και παρέα για κουβέντα και ξενύχτι

3342. νυχτιρεύου = αγρυπνώ μαζί με άλλους ή εργάζομαι τη νύχτα

3343. νυχτοδιαβαίνω = περνάω νύχτα, περπατάω νύχτα από κάπου

3344. νυχτόμιρα = μέρες και νύχτες συνέχεια

3345. νυχτουδιαβαίνου = νυχτοπερπατάω, γυρίζω τις νύχτες

226
3346. νυχτουκόρακας = νυχτόβιο πουλί που το λάλημά του θεωρείται κακός
οιωνός, χαροπούλι.

3347. νυχτουξημιρώνου = νυχτώνω και ξημερώνω σε συνέχεια την ίδια μέρα

3348. νυχτουπιρπατάρ’ς = αυτός που είναι ικανός να περπατάει τις νύχτες

3349. νυχτουσκάρι = σκάρος τη νύχτα

3350. νυχτουσκαρίζου = τα σκαρίζω νύχτα

3351. νχός = ήχος από τραγούδια ή από κουδούνια, μελωδία

3352. νώμους = ώμος.

3353. Ξ

3354. ξ’λένιους, -α, -ου = ξύλινος.

3355. ξ’λιά = ξυλιά, χτύπημα με ξύλο, χτύπημα.

3356. ξ’λόκουτα = μπεκάτσα

3357. ξ’λουχούλιαρα = ξύλινα κουτάλια.

3358. ξ’λόχτινου = εξάρτημα του αργαλειού μέσα στο οποίο μπαίνει το χτένι.

3359. ξ’νήθρα (ρούμεξ ο όξινος) = φυτό. με χρήση για ξεδίψασμα

3360. ξ’νόγαλου = ξινόγαλο.

3361. ξ’νούτσ’κους, -η, -ου = υπόξινος.

3362. ξαγκλίζου, -ω = ξεμπλέκω τα μαλλιά, πειράζω, ενοχλώ

3363. ξαγναντεύου = αγναντεύω από μακριά, διακρίνομαι από μακριά,


διακρίνεται η μορφή μου

3364. ξαγναντίζου = βρίσκομαι σε θέση που βλέπω και με βλέπουν

3365. ξαγνάντιου = θέση από την οποία μπορώ να έχω καλή θέα.

227
3366. ξαδειάζω = ευκαιρώ

3367. ξάι = πληρωμή του μυλωνά σε είδος, δικαίωμα

3368. ξαίθρου = ξέφωτο, φωτεινό και καθαρό μέρος

3369. ξαϊκουσμένους, -η, -ου, ξαϊκουστός = γνωστός, ακουστός, διάσημος,


γνωστός στον κόσμο

3370. ξαίνω = χτενίζω το μαλλί ξεμπλέκοντας το. Ομηρική λέξη. Οδύσσεια χ,


423

3371. ξάιτα = αλεστικά που παίρνει ο μυλωνάς σε στάρι η αλεύρι

3372. ξακουστός = ξακουστός, ξακουσμένος, σπουδαίος.

3373. ξακριάρα = προβατίνα που βόσκει στην άκρη από το κοπάδι και
πολλές φορές κάνει ζημιές στα χωράφια.

3374. ξακρίζου = πηγαίνω στην άκρη

3375. ξαλλάζου = φοράω τα παλιά και βγάζω. τα καλά ρούχα

3376. ξαμώνω = απλώνω το χέρι να πάρω κάτι

3377. ξαναγιάνου = να ξαναγίνω καλά στην υγεία μου

3378. ξαναγκρίζου = υπενθυμίζω, επαναφέρω κάποιο ζήτημα δίνω αφορμή


σε κάποιον να θυμηθεί

3379. ξανέμισμα = λίχνισμα.

3380. ξανοιξιάζου = περνάω την άνοιξή μου συνήθως σε ορεινό μέρος

3381. ξαποσταίνω, ξαποστάζω = ξεκουράζομαι

3382. ξαπουλάου = εξαπολύω

3383. ξαπουσταίνου = ξεκουράζομαι.

3384. ξαραδιάζου = βγάζω από τη σειρά, μπαινοβγαίνω στο χορό

228
3385. ξαργού = επίτηδες, εξεπίτηδες

3386. ξαρίζου = καθαρίζω το μαντρί από τις κοπριές ή τις λάσπες

3387. ξαρμάτουτους, -η, -ου = άοπλος

3388. ξαρματώνου = βγάζω την άρματα

3389. ξαρμέου = τελειώνω το άρμεγμα

3390. ξάσ’μου = καθάρισμα των μαλλιών για λανάρισμα

3391. ξαστιριά = ξαστεριά.

3392. ξαστιρώνει = γίνεται αίθριος ο ουρανός.

3393. ξαστόχσα = ξέχασα

3394. ξεζαρκόθκα = δεν φοράω τίποτα τα πέταξα όλα από πάνω μου,
ξεφορτώθηκα τα ρούχα μου

3395. ξεζάρκωτος = ολόγυμνος.

3396. ξέκανα = εξαφάνισα

3397. ξεκλάω = σκίζω

3398. ξεκλιτσνιάσκει = διαλύθηκε

3399. ξενίτεμα = αποχαιρετισμός

3400. ξένους, -η, -ου = ξένος, μουσαφίρης, φιλοξενούμενος.

3401. ξέπλιγα μαλλιά = αχτένιστα, απεριποίητα μαλλιά

3402. ξέρα = ξηρασία.

3403. ξέρακας = ξεραμένο δένδρο που στέκει όρθιο

3404. ξερατά, ξιρατά, ξιρατιά = αναγούλες, απαίσια πράγματα, πράγματα


που σε ανακατώνουν

229
3405. ξεσκανταλίσκει = απορυθμίστηκε

3406. ξέφιξι = έφεξε για καλά

3407. ξεχάραξε = έφεξε

3408. ξεχειμάζω = Ξεχειμωνιάζω

3409. ξέχουρα = ξεχωριστά.

3410. ξήγα = εξήγησε

3411. ξηκούτ΄ς = ξεμωραμένος ,αποβλακωμένος.

3412. ξηρ’κό, ξηρκό = αυτό που δε ποτίζεται για να φυτρώσει και να


αναπτυχθεί

3413. ξηράνου = ξεράνω

3414. ξηραντάρα = αντάρα σε καιρό ξηρασίας.

3415. ξηράς (τα) = τα χέρια σου που δεν είναι ικανά για τίποτα

3416. ξηραχουμάρα = χέρια σαν ξερά ξύλα που δεν πιάνουν, απραξία, το να
κάθεσαι με τα χέρια σταυρωμένα, νωθρότητα.

3417. ξηρή = (μτφ.) πέος.

3418. ξηρολάκκι = ξερός λάκκος

3419. ξηρουβόρι = κρύος και ξηρός βοριάς.

3420. ξηρουκαμπιά = άνυδρος κάμπος

3421. ξηρουτσιόκανα = τσιοκάνια (βλ. λ.) που βροντάνε ξερά και έχουν
βαριά ζύγια.

3422. ξηρουφάι = τροφή που είναι ξηρή, το ψωμοτύρι του βοσκού.

3423. ξητσάνσις = παραπήρες θάρρος

3424. ξιαπίσου, σιαπίσου = από πίσω, πιο πίσω.

230
3425. ξιαστουχάου = λησμονώ, ξεχνάω.

3426. ξιβγάζου, ξιβγάνου = ξεπροβοδίζω, ξεπλένω τα ρούχα.

3427. ξιβγαίνου = βγαίνω

3428. ξιβράκουτις, ου = γυναίκες με ευρωπαϊκά ρούχα. ανήθικες γυναίκες,


παρδαλές

3429. ξιγάλ’σμα = αμυχή , γραντζουνιά

3430. ξίγαλα = το ξινόγαλο

3431. ξιγαλάω, ξιγαλίζου = γρατζουνώ, τραυματίζω, σχίζω ελαφρά το δέρμα


μου ή κάποιο αντικείμενο

3432. ξιγαλίσκα = γδάρθηκα

3433. ξιγιννάου = βοηθάω το ζώο να γεννήσει.

3434. ξίγκι = λίπος.

3435. ξιδιαντρουπιά = έλλειψη σεμνότητας, απουσία ντροπής για πράξεις ή


για λόγια αναίσχυντα, αισχρά, κακόβουλα

3436. ξιδοπάπαρα, τραπέτσι, ξιδοτριψάνα, ξιδότριψα = δροσιστικό


καλοκαιριάτικο πρόχειρο φαγητό που γίνεται με νερό, ξίδι, ζάχαρη και
μπουκιές από ψωμί.

3437. ξιζάρκουτους, -η, -ου = γυμνός ή ντυμένος με τα καθημερινά

3438. ξιζαρκώνου = ξεγυμνώνω.

3439. ξιθ’λυκώνου = βγάνω το στεφάνι από το κουδούνι

3440. ξιθάλι = ειδικό ξύλο με το οποίο σηκώνω τη γάστρα ή ανακατώνω τα


κάρβουνα

3441. ξιθλήκουτους, -η, -ου = ξεκούμπωτος, χωρίς ζώνη ή με ανοιχτή τη


ζώνη, αυτός που δεν έχει κουμπωμένη τη ζώνη

231
3442. ξιθλικώνου = ξεκουμπώνω

3443. ξιίσκιουτου = ασόβαρο

3444. ξικ’λιάζου = ξεκοιλιάζω.

3445. ξικαλουκιριάζου περνάω το καλοκαίρι μου.

3446. ξικαλουκιριό = τόπος που περνάω το καλοκαίρι και τα κοπάδια μου:

3447. ξικαμώνουμι = εξολοθρεύομαι, εξαφανίζομαι, καταστρέφομαι


ψοφάω στη δουλειά

3448. ξικάνου = εξαφανίζω, διαλύω, καταστρέφω, αχρηστεύω

3449. ξικλάου = σχίζω

3450. ξικλιάσκα = έσκασε η κοιλιά μου

3451. ξικλίζου = ξεσχίζω.

3452. ξικλίσκα = σκίστηκα

3453. ξικόβου = αποχωρίζομαι, απομακρύνομαι

3454. ξικούκλουμα= το βγάλσιμο της κουκούλας της νύφης

3455. ξικουκλώνου = βγάζω τον κούκλο από τη νύφη.

3456. ξικουλλ’τσιδιάζου = βγάζω τις κολλιτσίδες

3457. ξικουπή = αποκοπή, ορισμός σταθερής τιμής , η πληρωμή του


τσομπάνου χωρίς φαγητό

3458. ξιλαβαίνου = ξεσπάνε πάνω μου, υφίσταμαι τις συνέπειες των πράξεών
μου, πληρώνω για αυτά που κάνω, βρίσκω άδικα το μπελά μου, την
πληρώνω εγώ για κάποιον άλλον

3459. ξιλέου = αναιρώ τα λόγια μου. είπα ξείπα

232
3460. ξιλόιστους, -η, -ου = ξένοιαστος, αυτός που δε σκέφτεται τα
προβλήματά του ή δεν έχει προβλήματα.

3461. ξιλουγαριάζουμι, ξελογαριάζωμι = κλείνω τους λογαριασμούς, κάνω


ταμείο, ξεκαθαρίζω

3462. ξιλουγάριασμα = κλείσιμο λογαριασμών

3463. ξιλουθρυμός = εξολοθρεύω, εξολόθρευση, καταστροφή

3464. ξιμπλέκου = ξεμπλέκω

3465. ξιμπλέτσουτους = γυμνός

3466. ξιμπλητσώθκα = ξεγυμνώθηκα

3467. ξιμπλιτσώνουμι = ξεγυμνώνομαι .

3468. ξινάκι = ξενιτεμένος

3469. ξινιτεύουμι = πάω στην ξενιτιά

3470. ξινουκρένου = παραμιλώ, παραληρώ, παραμιλώ, λέω ακαταλαβίστικα.

3471. ξινουμάλλια = πρόσθετα μαλλιά πάνω στα φυσικά, ποστίς.

3472. ξιντίσ = ξεντύσου

3473. ξινύστια = άνθρωποι που με τη συμπεριφορά τους προκαλούν για


τους εαυτούς τους φαιδρές συζητήσεις

3474. ξιπαπαδεύου = προκαλώ, με τις ενέργειές μου κάνω, προκαλώ τον


παπά να παραιτηθεί από το αξίωμά του

3475. ξιπαστρεύου = ξεκαθαρίζω

3476. ξιπατώθκα = διαλύθηκα, κουράστηκα

3477. ξιπατώνουμι = κουράζομαι υπερβολικά, σκοτώνομαι στη δουλειά,


εξολοθρεύομαι.

233
3478. ξιπιζεύου, ξεπεζεύω = ξεκαβαλικεύω, κατεβαίνω από το άλογο

3479. ξιπίτηδις = επίτηδες.

3480. ξιπιτσίασκα = ξεφλουδίστηκα

3481. ξιπλαϊάζου = ξυπνώ.

3482. ξιπλάϊασα = ξύπνησα

3483. ξιπουνάου = δε νιώθω πόνο , δεν νοιώθω αγάπη για ένα πρόσωπο,
μου φεύγει ο πόνος, η λαχτάρα που είχα για κάποιον ή για κάποιο
πράγμα, εκπληρώνω μια επιθυμία

3484. ξιπρουβουδάου = ξεπροβοδίζω, κατευοδώνω

3485. ξιραγκιανός, -ή, ό = ξερακιανός, ισχνός, αδύνατος.

3486. ξιράδια = ξερά ξύλα, παλιά καυσόξυλα.

3487. ξιριάς = ρέμα χωρίς νερό.

3488. ξιρουιάζουμι = τελειώνω τη θητεία μου ως μισθωτός τσομπάνος.

3489. ξιρουστάλιασα = Κρύωσα, περίμενα πολύ

3490. ξιρουφαϊά = φτωχό γεύμα χωρίς προσφάι.

3491. ξισ’νιρίζουμι = παρακινούμαι, παίρνω σοβαρά υπ όψιν κάτι και


θυμώνω

3492. ξισακιάζου = βγάζω από το σακί τα ρούχα

3493. ξισαμαρώνου = βγάζω το σαμάρι από το ζώο

3494. ξισάρ’σι ου νόχτους = υποχώρησε.

3495. ξισαρίζου, -ω = υποχωρώ, χαλαρώνω

3496. ξισέρνου = σέρνω σιγά - σιγά, μετακινούμαι σταδιακά και αργά,


γλιστράω

234
3497. ξισιλλώνου = βγάζω τη σέλα.

3498. ξίσκιουτους, -η, -ου = χωρίς ίσκιο, άχαρος

3499. ξίσκιπους, -η, -ου = ξεσκέπαστος.

3500. ξισκιώνου = ασχημίζω, απαξιώνω

3501. ξισταλίζου = βγάνω τα πρόβατα από το στάλο

3502. ξισταυρώνου = ξεθάβω μετά από χρόνια το νεκρό και συλλέγω τα


οστά του. -ουμι (μτφ.) ξεθεώνομαι στη δουλειά

3503. ξιστρίβου = σκαρίζω τα πρόβατα, διαλύω το στάλο. –ουμι βγαίνει ο


οφαλός μου

3504. ξιτάζου, ξιτάζω = ερευνώ, θέλω να μάθω, παρατηρώ, πιστεύω σε κάτι


και είναι κακό να το παραβιάσω, θέλω να μάθω τα μελλούμενα
εξετάζοντας την πλάτη

3505. ξιτλάου = ξετυλίγω.

3506. ξιτμάου = εκτιμώ, μετράω, υπολογίζω την αξία κάποιου

3507. ξιτουπίζου = απομακρύνω, διώχνω από τον τόπο του κάποιον ή κάτι

3508. ξιτρυπώνου = φανερώνω.

3509. ξιτσαν’σμένους = φέρεται εκτός ορίων

3510. ξιτσανίζου = ξεπερνάω με τη συμπεριφορά μου τα επιτρεπόμενα όρια,


φέρομαι σαν ανυπάκουο παιδί

3511. ξιτσάνσι = ξεθάρρεψε, όταν κάποιος αποκτάει θάρρος, δεν ντρέπεται,


πήρε αέρα

3512. ξιτσαουλιάσκα = μου έφυγε το στόμα, μου έφυγε το σαγόνι, λέω πολλά

3513. ξιτσουλιάζου βγάνω το τσιόλι (σκέπασμα) από το σαμάρι του ζώου.

3514. ξιφανιρώνου = αποκαλύπτω, –ουμι παρουσιάζομαι

235
3515. ξιφασκιώνου = ανοίγω τις φασκιές

3516. ξιφόριμα = βγάλσιμο των ρούχων, γδύσιμο.

3517. ξιφουρτώνει η κότα η κότα ανοίγει τα φτερά της προς τα πλάγια


(πρόληψη που φανερώνει επίσκεψη στο κονάκι).

3518. ξιφουρτώνου = κατεβάζω το φόρτωμα

3519. ξιφτέρι = είδος γερακιού, κιρκινέζι, έξυπνος, ευφυής.

3520. ξιφύλλι = τα τρυφερά βλαστάρια

3521. ξιχ’μαδιό = τόπος που ξεχειμάζω, περνάω το χειμώνα

3522. ξιχ’μάζου, ξιχ’μουνιάζου = περνάω το χειμώνα

3523. ξιχ’νουπουριάζου = περνάω το φθινόπωρο.

3524. ξιχαράζει =χαράζει για τα καλά

3525. ξιχάσουν = να ξεχαστούν να παίξουν τα παιδιά να ηρεμήσουν.

3526. ξιχουρισμός = χωρισμός (πχ της μάνας απ τη κόρη στο γάμο)

3527. ξιχρέουτους, -η, -ου = δεν έχει χρέη

3528. ξίψουμα, ξίψωμα = συμφωνία για πρόσληψη χωρίς να τρέφω τον


τσομπάνο η κάποιον υπάλληλο

3529. ξόβεργα = παγίδα

3530. ξόμπλια = σχέδια, κεντίδια

3531. ξόρκια = εξορκισμοί.

3532. ξουδιάζου = ξοδεύω

3533. ξουδιάρ’ς = σπάταλος.

3534. ξουθιές = τα καλά εξωτικά, νεράιδες

236
3535. ξουμάν’κα = επένδυση στα μανίκια της αντρικής φορεσιάς.

3536. ξουμπλιάζω, ξουμπλιάζου = αντιγράφω κάτι, βγάζω σχέδιο από κάποιο


κέντημα, κουτσομπολεύω, διακοσμώ

3537. ξουμπλιαστό = είδος κεντήματος.

3538. ξούρας, (συνδέεται με το γέρο) = ξεκούτης γέροντας

3539. ξουράφι, ξουράφ = ξυράφι, πανέξυπνος

3540. ξουραφίζουμι = ξυρίζομαι.

3541. ξουραφίσκα, ξουρίσκα = ξυρίστηκα

3542. ξουράφτκα = ζώα σημαδεμένα με κόψιμο του άφτιου με ξυράφι

3543. ξούρ'ζμα = ξύρισμα

3544. ξουτ’κά = εξωτικά, φαντάσματα.

3545. ξπολύθκα = έβγαλα τα παπούτσια

3546. ξύγκι = το λίπος, το πάχος

3547. ξυγκοκέρι = κερί φτιαγμένο από ξύγκι

3548. ξ'θάλ(ι), ξυθάλλι, ξιθάλι, = μακρύ ξύλο λίγο κυρτό που ανακατεύουν τα
κάρβουνα Από τις ομηρικές λέξεις «ξέω» = ξύνω και «αιθάλη» =
στάχτη, καπνιά

3549. ξύλιασα = πάγωσα, έγινα κούτσουρο απ το κρύο

3550. ξυλουκιέρατα = χαρούπια, καρούμπις

3551. ξυλόχταινο = χτένι του αργαλειού που ύφαιναν βελέντζες κλπ

3552. ξυνήθρα = χορτάρι με ξινή γεύση

3553. ξυνστάζει ου κόσμους = γελάει ο κόσμος και ξενυστάζει απ τα γέλια

3554. ξυστάου = κοσκινίζω το αλεύρι

237
3555. ξύστρα = εργαλείο για να αναποδογυρίζουμε την κουλούρα ή τα
κομμάτια από την πίτα

3556. ξώγραμμα, πανώγραμμα = τα στοιχεία εξω από το γράμμα, η σύσταση

3557. ξώδιρμα, ξώπιτσα = επιδερμικά

3558. όβουλα = χρήματα.

3559. οβριά (tamus communis) = αβρωνιά, ομβριά, βεργιά, πολυετές


αναριχώμενη κλιματσίδα που φτάνει τα 4 μέτρα. Την συναντάμε σε
ακαλλιέργητους τόπους. Μαζεύονται τα νέα βλαστάρια που βγαίνουν
από το Μάρτιο μέχρι τον Απρίλιο. Τα οποία βράζονται ελαφρώς και
τρώγονται με λάδι και ξύδι, αλλά γίνονται και τσιγαριστά με
κρεμμυδάκια. Το ζουμί τους πίνεται και είναι διουρητικό με προσοχή
γιατί είναι δηλητηριώδες φυτό που περιέχει μια ουσία ερεθιστική για
την επιδερμίδα. Η κάτοικος της Οβριάς (χωριά της Πελλοπονήσου)

3560. Οβριός = εβραίος, άνθρωπος τσιγκούνης, φιλάργυρος.

3561. οδίζω, ουδίζω = μοιάζω

3562. όθι = όπου

3563. οκνός = οκνηρός, αργός, τεμπέλης.

3564. όμπυου, όμπυο = το πύον της πληγής

3565. οντάς = δωμάτιο

3566. όντας, όντα = όταν

3567. οξαπουδώ = σατανάς, διάβολος.

3568. ορθό = τύπος καλυβιού τουρλωτό

3569. ορμήνια = συμβουλή

238
3570. ορμώνω = δίνω κατεύθυνση, οδηγώ

3571. όρνια = αρπαχτικά

3572. όρνιο = άγριο αρπακτικό πτηνό,: βλάκας, ανόητος άνθρωπος.

3573. όσου κρούει ου νους = ίσα που θυμάμαι, θυμάμαι αμυδρά.

3574. ουβουρός, νουβουρός = ακάλυπτος περίβολος που κοιμούνται τα


άλογα.

3575. ούδι = ούτε

3576. ούδι δω = ακριβώς εδώ

3577. ούδι κεί σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο

3578. ουδίζου = είμαι ίδιον με κάποιον άλλον, μοιάζω πολύ με κάποιον

3579. ούηδι, ουιδέ ούιδε = ούτε

3580. ούι = συνήθως εκφράζει έκπληξη

3581. ουκά = οκά, μονάδα μέτρησης βάρους (1280 γραμμ.).

3582. -ουλ’ς, -ούλα = παραγωγικό υποκοριστικό επίθημα (παπούλ'ς,


βαβούλα)

3583. ούλα = όλα

3584. ουλνούς = όλους

3585. ούλοι = όλοι

3586. ουλόριμα = όλο ρέμα-ρέμα.

3587. ουλότιλα = εντελώς

3588. ούλου = όλο

3589. ουλούθι = παντού. απο παντού, από όλα τα μέρη, ολόγυρα

239
3590. ούλους, -η, -ου = όλος

3591. ουμπυάζου, ομπυάζω = μαζεύω πύον

3592. ουμώνου = ορκίζομαι

3593. ουντζιάκι = φάρα, σόι, οικογένεια

3594. ουργή = καταστροφή που στέλνει ο Θεός, κατάρα

3595. ουργιά , ουριά = οργιά, μονάδα μέτρησης μήκους το μήκος


ανοίγματος των χεριών, κυρίως μέτρησης του βάθους του νερού που
ισοδυναμεί με 1,83 μ.

3596. ουργισμένου = καταραμένο

3597. ούρδα = γαλακτοκομικό προϊόν (είδος από τυρί) που παράγεται από
το τυρόγαλο που μένει από την παρασκευή σκληρού ημίσκληρου
τυριού ώστε να έχει πολύ βούτυρο Η τεχνολογία αυτή μοιάζει πολύ
με τον παραδοσιακό τρόπο παρασκευής του τυριού Μανούρι.

3598. ουρή = προσφώνηση σε γυναίκα

3599. ουρθουκιέρα = γίδα με ορθά κέρατα, με τα κέρατα προς τα πάνω.

3600. ουρίζου = ορίζω, εξουσιάζω.

3601. ουρκιόμι = ορκίζομαι.

3602. ουρλιόμι = ουρλιάζω.

3603. ουρλιότι = ουρλιάζει

3604. ουρμήνεια = συμβουλή, νουθεσία.

3605. ουρμηνεύου = συμβουλεύω, νουθετώ.

3606. ουρμώνου = κατευθύνω, οδηγώ .

3607. ουρσούζης, -α γρουσούζης, γρουσούζα

240
3608. ουρσούζκο = ανάποδο, γρουσούζικο

3609. ουρσούζκους = ανάποδος,γρουσούζης

3610. ουρσουζλαμάς, ου γρουσούζης.

3611. ουρφανουκόριτσου = το ορφανό κορίτσι.

3612. ούτι = ούτε

3613. ουχτρεύουμι = κρατάω έχθρα, φέρομαι εχθρικά.

3614. ουχτρός, ιχτρός = εχθρός

3615. όφιος, όφιους = φίδι

3616. όφκιρους,έφκιρους -η, -ου = ο εύκαιρος

3617. όχληση, η ενόχληση.

3618. όχτρα = έχθρα.

3619. οψ’μάδι = όψιμο , αργοπορημένο, καθυστερημένο

3620. όψμος = ο αργοπορημένος ,ο καθυστερημένος, μετά τον καιρό του

3621. π’λακίδα = χρονιάρα κότα

3622. π’λάλ’μα = ασταμάτητο περπάτημα σε ρυθμό τρεξίματος, γρήγορο


τρέξιμο

3623. π’λαλ’το = ασταμάτητο τρέξιμο

3624. π’λαλεί = βρίσκεται σε συνεχή τρεχάλα

3625. π’λαλού = τρέχω, τρέχω γρήγορα, περιπλανιέμαι.

3626. π’λάρα = θηλυκό πουλάρι.

3627. π’λάρι, πλαράκι = νεογέννητο άλογο.

241
3628. π’λαρίνα = θηλυκό πουλάρι.

3629. π’λίου = πουλάω.

3630. π’στάρι, π’στιά = εξάρτημα του σαμαριού που το συγκρατεί].

3631. π’τιά = φυσική τυρομαγιά. πυτιά

3632. πααίνου = πηγαίνω.

3633. παγάδα = παγετώδης ψύχρα του βουνού με ηρεμία καιρού [25β, 168].

3634. παγανά = καλικάντζαροι

3635. παγάνα = καρτέρι, ψάξιμο, ανίχνευση, περιπολία

3636. παγανιά = περιπολία από ένοπλο απόσπασμα

3637. πάγοι, κρούσταλα = πάγοι.

3638. παγούρι = παγούρι για μεταφορά υγρού προς πόση

3639. πάει = πηγαιμός κάπου

3640. παένου = πηγαίνω

3641. παζαρεύου = διαπραγματεύομαι.

3642. παζαριώτις = άνθρωποι που πάνε στο παζάρι ή γυρίζουν απ’ αυτό

3643. πάημα = πηγαιμός

3644. πάθια = παθήματα, βάσανα, αρρώστιες

3645. παθός μαθός = έπαθε και έμαθε αυτός

3646. παΐδια = πλευρά

3647. παΐδις = πλαϊνές σανίδες από το σαμάρι.

3648. παιδοκοπάει = κάνει πολλά παισιά, γεννάει συνέχεια μωρά

242
3649. παιδοκοπάει, γινουβουλαει = κάνει πολλά παιδιά

3650. παίνια = έπαινος

3651. παίρου = παίρνω

3652. παίρου αίμα = με το σουγιά τρυπάω τη φλέβα πάνω στο κεφάλι κι


ανάμεσα από τα μάτια

3653. παίρου στα πουδάρια, βάνου στα πουδάρια = την κοπανάω ,


εξαφανίζομαι, φεύγω γρήγορα].

3654. παλ’κάρια = εξαρτήματα του αργαλειού, ραβδιά για να στερεώνουν

3655. παλαβώνου = τρελαίνω, τρελαίνομαι.

3656. παλαίστρα= χώρος πάλης όπου επικρατεί φασαρία

3657. παλαμίζου, παλαμίζω = αλείφω το δάπεδο και τις εσωτερικές πλευρές


του κονακιού με λάσπη από χώμα και αλογοκοπριά , σοβατίζω,
επιχρίω

3658. παλιουκιρίσια = αυτά είναι του παλιού καιρού.

3659. παλιουκόπρι =μέρος που έχει παχύ χορτάρι, επειδή το έχουν τα


πρόβατα μαντρί τους για αρκετό διάστημα.

3660. πάλιουρας = παλιούρι, αγκαθωτός θάμνος Το παλιούρι φέρει το


επιστημονικό όνομα Πάλιουρας (Paliurus spina – christi και
Paliurus aculeatus) και είναι γνωστός με τα ονόματα τσαλί,
πάλιουρας, παλέουρο. Ανήκει στην οικογένεια των Ραμνοειδών ή
Ραμνωδών (Rhamnaceae). Φυτρώνει σε ολόκληρη την Ελλάδα και
γενικά στις Μεσογειακές χώρες, σε περιοχές σχετικά χαμηλού
υψομέτρου και ημιορεινές. Αντέχει στην ξηρασία και έχει ύψος
περίπου 2 – 3 μέτρα.Τα φύλλα του είναι σχετικά μικρά αυγοειδή και
στη βάση τους έχουν δυο μυτερά αγκάθια, τα οποία μάλιστα
σκαλώνουν σαν αγκίστρια και είναι δύσκολη η αφαίρεσή τους από το
δέρμα και τα ρούχα. Τα άνθη του είναι μικρά κίτρινα και βγαίνουν

243
πολλά μαζί στις μασχάλες των φύλλων την άνοιξη με αρχές
καλοκαιριού. Ο καρπός του έχει σχήμα ημισφαιρίου και περιβάλλεται
από ένα πτερύγιο. Ανθίζει όταν πια δεν πρόκειται να κάνει κρύο. Οι
μέλισσες το αγαπούν πολύ και παίρνουν απ’ τα άνθη του το γνωστό
«Μέλι από παλιούρι», που έχει ανοιχτό χρώμα, έντονη γεύση. Το
παλιούρι είναι ένα βότανο, που όπως τα περισσότερα, είναι γνωστό
από την αρχαιότητα. Μάλιστα, ο Γαληνός στο «Περί της των απλών
φαρμάκων κράσεως και δυνάμεως Βιβλίον Θ» λέει πως χρησιμοποιεί
τα φύλλα και τη ρίζα του για να θεραπεύει τα φύματα, ενώ τον καρπό
για να διαλύει τους λίθους της ουροδόχου κύστεως, μία αντίληψη που
διατηρείται μέχρι σήμερα. Το Paliurus spina-christi, κοινώς γνωστό
ως το «αγκάθι του Χριστού», «αγκάθι γιρλάντα», «αγκάθι της
Ιερουσαλήμ» ή «στέμμα από αγκάθια», είναι ένα είδος Παλίουρου, το
οποίο κατάγεται από την περιοχή της Μεσογείου και τη νοτιοδυτική
και Κεντρική Ασία, από το Μαρόκο και την Ισπανία, ανατολικά προς
το Ιράν και το Τατζικιστάν. Η ονομασία «τσαλί» φαίνεται να είναι
Τουρκικής προελεύσεως (cali = βάτος).

3661. παλιουρίσιους = προέρχεται απ’ το παλιούρι. Παλιουρίσιου μέλι

3662. παλιουρούτι = ρούχο κουρέλι, παλιό ρούχο

3663. παν’γύρι = το πανηγύρι, τοπικό γλέντι

3664. πάνα = σκέπη, λίπος που σκεπάζει τα

3665. πανάδα =. καταρράκτης, -ις μπαλώματα που βγάνουν οι έγκυες

3666. παναούλα = σαρακατσάνικη, μικρή τραπεζιόσχημη ποδιά, που


φοριέται χαμηλά και δεν εξυπηρετεί κανένα πρακτικό σκοπό. Είναι
φτιαγμένη από κόκκινο σαγιάκι, σκουτί, κανονικά αόρατο στην καλή
της όψη, και πλαισιώνεται από μαύρα κορδόνια, συρραμμένα μεταξύ
τους. Το πλαίσιο διχοτομεί κατά πλάτος διακοσμητική σειρά από
πλεγμένο μαύρο κορδόνι που διακόπτεται, στις γωνίες και τις πλευρές,
από χρυσά και ασημένια γαϊτάνια τυλιγμένα σε μικρές θηλιές.
Ασημένιο γαλόνι με ζιγκ-ζαγκ οριοθετεί ένα πρώτο εσωτερικό

244
τραπέζιο. Χρυσό γαλόνι με κροσωτή απόληξη διαγράφει το μικρό,
εσωτερικό τραπέζιο. Μαύρα, συρραμμένα κορδόνια διαχωρίζουν τα
τραπέζια μεταξύ τους. Κεντημένα με αλυσιδίτσα εμφανίζονται τρία
κυκλικά σχήματα και η αρχή ενός τέταρτου, που γεμίζουν με
ομόκεντρους κύκλους και συνδέονται μεταξύ τους σε κατακόρυφη
διάταξη. Λευκό χρώμα ζωγραφίζει το ακτινωτό κέντρο τους, το
περίγραμμα και τις συνδέσεις τους. Ο δεύτερος από επάνω απλώνεται
και προς οριζόντιες συνδέσεις ενώ, όπως και ο αφανής τελευταίος,
εξαίρεται με μικρές πινελιές που αναδεικνύουν το περίγραμμά του.
Και οι δύο καταλαμβάνουν το κέντρο ρόμβων που δεν φαίνονται
ολόκληροι. Τα ενδιάμεσα διάχωρα γεμίζουν με μικρά σχήματα
γεωμετρικής έμπνευσης και την πολυχρωμία του κεντήματος
φτιάχνουν το βυσσινί, το πράσινο, το κεραμιδί και το άσπρο. Μαύρο
κορδόνι ρελιάζει την επάνω πλευρά της ποδιάς και τις πλαϊνές ως πριν
από τα μισά τους. Την υπόλοιπη ποδιά στολίζει μαύρο γαϊτάνι
τυλιγμένο σε θηλίτσες. Στις πίσω γωνίες της επάνω πλευράς έχει
στερεωθεί από μια μακριά, μάλλινη κορδέλα.(περιγραφή στη σελίδα
του λυκείου Ελληνιδων.)

3667. πανουβράκι, μπουραζάνι -α = φαρδύ παντελόνι που φοριούνταν


πάνω απ τα ρούχα στο άρμεγμα

3668. πανουγόμι, πανωγόμι, (πανωσάμαρα) = αυτό που φορτώνεται πάνω


στο σαμάρι στο χώρο που δημιουργείται αφού φορτωθεί το ζώο δεξιά
και αριστερά (άλλοτε είναι πράγμα άλλοτε ζωντανό παιδί, κότες κλπ)

3669. πανουσάμαρα = επάνω στο σαμάρι και ανάμεσα από τις δυο μεριές.

3670. παντ’χαίνου = περιμένω προσδοκώ, ελπίζω

3671. παντάξινους, -η, -ου = τελείως άγνωστος

3672. πανταχούσα = εγκύκλιος, διαταγή

3673. πάντοια με το δείξια = ανήθικη, ανυπόληπτη

245
3674. παπαδίτσα = χαμομήλι, ή χαμοπούλα, (marticaria chamemilla) πήρε
το όνομα του από το άρωμά του (μήλο του εδάφους) και ο πρώτος
που αναφέρει τις ευεργετικές του ιδιότητες είναι ο Ιπποκράτης (460-
370 π. Χ.), ο πατέρας της Ιατρικής που το θεωρούσε εμμηναγωγό και
φάρμακο κατά της υστερίας Έχει αντιβακτηριδιακές και
αντιφλεγμονώδεις δράσεις και είναι το πιο χαλαρωτικό ρόφημα.
Καταπολεμά τους κυρίως πολλούς ιούς και χρησιμοποιείται συνήθως
κατά του έλκους του στομάχου. Έχει επίσης παρατηρηθεί ότι η συνεχής
χρήση του μειώνει σημαντικά το ουρικό οξύ στο αίμα, γεγονός που
πιθανόν να προσφέρει τις θεραπευτικές του ιδιότητες για ασθενείς
πάσχοντες από ποδάγρα. Το ρόφημα του είναι καλό για το στομάχι,
για τον βήχα, για τους πόνους της κοιλιάς και της εμμηνόρροιας
(περιόδου) των γυναικών, για τον λαιμό και για την βραχνάδα. Η πιο
διαδεδομένη ιδιότητα του χαμομηλιού είναι η ικανότητα του να
ηρεμεί τα νεύρα και να ανακουφίζει και ηρεμεί από τα έντονα
προβλήματα που μας απασχολούν καθώς επίσης μας βοηθάει να
αντιμετωπίζουμε φυσικά την αϋπνία. Η καταπραϋντική του δράση
βοηθάει στην ανακούφιση των παιδιών από τους πόνους της
οδοντοφυΐας. Το τσάι από χαμομήλι έχει και αντιπηκτικές ιδιότητες.
Μειώνει τη συγκόλληση των αιμοπεταλίων. Έχει συνεργιστική δράση
με φάρμακα που χορηγούνται σε ασθενείς με καρδιοπάθεια ή κίνδυνο
για εγκεφαλικά επεισόδια και προσφέρει επιπρόσθετη αντιπηκτική
δράση. Επίσης δρα σε συνέργια με ηρεμιστικά ή υπνωτικά φάρμακα.
Για τους λόγους αυτούς οι γιατροί των ασθενών που παίρνουν
αντιπηκτικά, υπνωτικά ή ηρεμιστικά φάρμακα πρέπει να γνωρίζουν
εάν οι ασθενείς τους καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες από χαμομήλι.
Επίσης όταν τα νήπια είχαν πόνους στην κοιλιά τους έδιναν χαμομήλι
για να καταπραϋνει ο πόνος.

3675. παπαδουπούλα = παπαδοκόρη.

3676. παπάρα = τριμμένο ψωμί σε γάλα, νερό, ή άλλο υγρό

3677. παπαρδέλας = πολυλογάς, φλύαρος, φαφλατάς

246
3678. παπαρδέλις = ποπ κορν αλλα και ζυμαρικό, Ιταλική pappardella
(λαζάνι) (συνήθως πληθυντικός pappardelle: λαζάνια)

3679. παπαρούνα (Papaver rhoeas) = χορταρικό που τα φύλλα και οι


βλαστοί του βράζονται και τρώγονται σκέτα ή με άλλα άγρια χόρτα. Τι
χρησιμοποιούμε ακόμα σε χορτόπιτες μαζί με άλλα μυρωδικά.

3680. παππάρα = ψωμί τριμμένο σε ζεστό νερό με τυρί και βούτυρο.

3681. παππούλς πάππους = παππούς.

3682. πάρα = α' συνθετικό που δίνει στο β' την έννοια του πολύ

3683. παραβάνου = βάζω περισσότερο, κάνω μεγαλύτερη προσπάθεια

3684. παραβγαίνου = αναμετρούμαι, ανταγωνίζομαι

3685. παραγγέλλου = στέλνω μήνυμα, ζητάω κάτι με γράμμα η με


αγγελιοφόρο

3686. παραγιέρασι = πολύ γέροντας

3687. παραγιουμάτους. = πολύ γεμάτος

3688. παραδίπλα = ακριβώς δίπλα

3689. παράδις = χρήματα

3690. παραδώθι = πιο εδώ, πιο κοντά.

3691. παρακάλια = παρακαλετά.

3692. παρακατιανός, -ή, -ό = κατώτερος.

3693. παρακατούλια (επίρρ.) λίγο παρακάτω.

3694. παρακατούλια = λίγο πιο κάτω, παρακάτω

3695. παρακατούλια = λίγο πιο κάτω.

3696. παρακείθι = πιο πέρα, παραπέρα

247
3697. παράκιρα = παράκαιρα, σε ακατάλληλο χρόνο, πρόωρα , εκτός χρόνου

3698. παρακουντά =. παραπίσω, μετά από λίγο χρόνο, έπειτα, ύστερα

3699. παρακούου = δεν ακούω σωστά

3700. παραμαζώνω = παρασύρω,

3701. παραμάνα = τροφός, νταντά

3702. παραμάντρι = βοηθητικό μαντρί

3703. παραμία = παροιμία

3704. παράμιρα = απόμερα, απόκεντρα,

3705. παραμιράου = τραβιέμαι στην άκρη, κάνω τόπο.

3706. παραμ'κρός = πολύ μικρός

3707. παράμουρφους= πολύ όμορφος

3708. παραμπρουστά = νωρίτερα, λίγο πιο μπροστά.

3709. παρανιά = πολύ νέα

3710. παραξουφάν’κι = μου φάνηκε παράξενο, με παραξένεψε

3711. παραπαίρου = μαλώνω, παρατηρώ αυστηρά, αποπαίρνω

3712. παραπαν = λίγο πιο πάνω, παραπάνω

3713. παραπέρα = λίγο πιο πέρα.

3714. παραπινιμένους = πολύ παινεμένος

3715. παραπίσου = πιο πίσω.

3716. παραπλουμισμένους = πολύ στολισμένος

3717. παραπορτούλα = βοηθητική πόρτα

248
3718. παραπρουψές = τρία βράδια νωρίτερα

3719. παραραδιάζου = πάω και έρχομαι

3720. παρασάνταλου, παρασάνταλο = παλαβό, τρελό , χαζό

3721. παρασήμαδο = με παραποιημένο σημάδι πάω να κλέψω αλλουνού


ζώα

3722. παρασόλι = ομπρέλα

3723. παραστένου = μιμούμαι, κάνω κάποιον που δεν είμαι

3724. παράτ’σι ’ν κλίτσα = δεν ασχολείται με την κτηνοτροφία.

3725. παράταιρος = αταίριαστος

3726. παραταχιά = μεθαύριο.

3727. παρδαλά = ασπρόμαυρα, ανακατωμένα πολλά χρώματα

3728. παρδαλαίνου = γίνομαι παρδαλός, ποικιλόχρωμος.

3729. παρδαλή = παρδαλή με πολλα χρώματα, πόρνη

3730. παρδαλός, -ή, -ό = πολύχρωμος

3731. παρδαλουκόκκινη, -ου = γίδα με κόκκινα και άσπρα μπαλώματα

3732. παρέδου, παραδώθι = πιο εδώ, πιο κοντά

3733. παρέκει, παρέκι = παραπέρα

3734. παρηγουριά = πίτα μετά την κηδεία

3735. παρμάρα = αρρώστια στα πρόβατα, λοιμώδης αγαλαξία .Πολύ


μεταδοτική νόσος Συμπτώματα: πυρετός, αρθρίτιδα, οφθαλμίτιδα,
μαστίτιδα-αγαλαξία, πνευμονία, αποβολή και σηψαιμία-θάνατος

3736. παρόξου = παραέξω

3737. πάρπαλου = χιλιοτρυπημένο

249
3738. πάρσιμο = έσοδα

3739. πασαένας = οποιοσδήποτε

3740. πασκίζου = προσπαθώ, αγωνίζομαι.

3741. πασπάλι η πασπάλη = σκόνη, ιδίως από αλεύρι [<αρχ. πασπάλη]

3742. πασπαλίζου = ρίχνω πασπάλι

3743. πασπατίζου (πισπιτίζου) = ρίχνω με την χούφτα ραντίζοντας αραιά


αλεύρι πάνω απ τα φύλλα της πίτας η λάδι η βούτυρο

3744. παστάλες, παστάλις = φασολάκια

3745. πάστρα = καθαριότητα.

3746. παστρεύω = καθαρίζω, νοικοκυρεύω

3747. παστρικές γκβέντις = ξεκαθαρισμένες, ντόμπρες.

3748. παστρικό = καθαρό

3749. παστρικός = καθαρός.

3750. πατ΄σια = η πατησιά, περπατησιά , πατ΄σιές = τα ίχνη του πέλματος

3751. πατακώνου, μπατακώνω = βουλιάζω, πατώνω.

3752. πατάου = κυριεύω,δεν κρατάω το λόγο μου

3753. πατατούκα = κοντό αντρικό πανωφόρι από χοντρό μάλλινο ύφασμα


αγένωτο

3754. πατέκα = μονοπάτι στο βουνό που δημιουργείτε απ το πέρασμα


πολλών ανθρώπων η την συνεχή χρήση του από τον άνθρωπο

3755. πατήθρες = τα "πεντάλ" του αργαλειού

3756. πατόκουρφα = από πάνω μέχρι κάτω ολόκληρο

250
3757. πατούνα = πλεχτή κάλτσα που καλύπτει το πέλμα, τον καρπό και τα
δάχτυλα του ποδιού, σκύλα με άσπρο σώμα και μαύρες πατούσες ή
και το αντίθετο, πέλματα (από την ελληνική λέξη «πάτος» ή «πατώ»

3758. πάτους = πάτος, πυθμένας

3759. πατ'σιά = πατημασιά, ίχνος από το πέλμα, (μτφ) η περπατησιά στη ζωή

3760. πατσιαβάλα = διαλυμένο από το πάτημα, κατατσαλακωμένο

3761. πατσιαβάλσα, = το τσαλάκωσα, το ’λιωσα, το διέλυσα

3762. πατσιαλό = στραβοπόδαρο ζώο.

3763. πατώνω = στρώνω το μαντρί με κλάρες και χόρτα για να κοιμούνται


ζεστά τα ζωντανά

3764. πάφλας = τενεκές, λαμαρίνα Από το ρήμα «παφλάω» =κάνω κρότο

3765. πάχνη = δροσιά που πάγωσε από ψύχος. Η λέξη είναι ομηρική
«πάχνη».

3766. παχνί = κατασκευή στο στάβλο, εκε ί που έτρωγαν τα ζώα

3767. παχνιάζουμι = παχνίζομαι, πέφτει επάνω μου πάχνη

3768. Παχνιστής = Δεκέμβριος

3769. πεζούλι = μικρή υπερύψωση 20-30 εκατοστών στο εσωτερικό της


καλύβας όπου καθόταν οι άνθρωποι

3770. πεισμώνου = πεισματώνω 2. θυμώνω.

3771. πέλα = πελεκούδι, λεπτό σχισμένο ξύλο

3772. πεντόβωλα = παιχνίδι με πέντε βώλους

3773. πέρα-δώθι = εδώ και εκεί αλλα και μικροπράγματα, τα μικροψώνια

3774. πέρδικα = διακοσμητικό σχέδιο

251
3775. περδουκλώθκα, πεδουκλώθηκα = σκόνταψα

3776. πέρι = παρά

3777. πέτρα = φύλλα για πίτες που ανοίγονταν με τον πλάστη

3778. πετσί = δέρμα, επιδερμίδα,

3779. πετσώνω = μπαλώνω (το μαντρί, τα παπούτσια κλπ), καρπαζώνω,


σφαλιαρίζω

3780. Πέφτη = Πέμπτη.

3781. πηδήκλουμα = τρικλοποδιά

3782. πήρι ’ν κλίτσα = έγινε κτηνοτρόφος.

3783. πήρι η ώρα = πέρασε η ώρα

3784. πθαμή = πιθαμή, παλάμη

3785. πιάνου κουρίτσι = διακορεύω.

3786. πιάνου προυζύμια = αρχίζω το γάμο φτιάχνοντας το προζύμι για την


κουλύρα

3787. πιάνου του νιρό = δημιουργώ βρύση με το νερό που αναβλύζει και
χάνετε οδηγώντας το σε συγκεκριμένο μέρος

3788. πιάνουμι = τσακώνομαι, μαλώνω, αρπάζομαι

3789. πιάσκι ου γάμους = άρχισε ο γάμος.

3790. πιγνιδιάρα = γυναίκα που της αρέσουν τα ερωτικά παιχνίδια

3791. πιδεύουμι = ταλαιπωρούμαι, κουράζομαι.

3792. πιδί = αγόρι

3793. πιδιμάρα, πιδιμός = ταλαιπωρία, μεγάλη κούραση.

252
3794. πιδουκλάρι = τριχιά με την οποία δένουμε τα μπροστινά πόδια στα
ζώα να μην απομακρύνονται.

3795. πιδουκλώνου = δένω με μια μικρή τριχιά τα ζώα για να μη φεύγουν


μακριά και κυρίως τη νύχτα.

3796. πιζεύου = ξεπεζεύω, κατεβαίνω από το άλογο.

3797. πιζουγιλάου = παίζω και γελώ

3798. πιζούλι, πεζούλι = τοιχάκι έξω από το κονάκι ή ημικυκλικό


κατασκεύασμα μέσα στην καλύβα για να κάθεται κάποιος.

3799. πιλαγώνου = τα χάνω,

3800. πιλέκι = τσεκούρι πελεκάω (κόβω με τον πέλεκυ, το τσεκούρι. Ομηρική


λέξη «πελεκάω». Ιλιάς Σ, 244.

3801. πιλικούδια = αποκόμματα από ξύλο λεπτά και μακριά.

3802. πιλιντζίκια, χαρχαγκέλια = βραχιόλια

3803. πινακοτί = κατασκευή με χωρίσματα για το ζυμωμένο ψωμί

3804. πίνος = το βρώμικο νερό απ το πλύσιμο του μαλλιού των προβάτων

3805. πίνου τσιγάρα = καπνίζω τσιγάρα.

3806. πινσιάρς = αυτός που παινεύεται

3807. πιντακιέφαλη κ’λούρα = σχέδιο υφαντών κεντημάτων

3808. πιότιρου, πιρσσότερου = περισσότερο

3809. πιπιρώνου = ρίχνω πιπέρι

3810. πιραστάρι = ένα από τα αντιά του αργαλειού

3811. πιρατιανός = μακρινός

3812. πιργιλάω, περιγελάω = κοροϊδεύω

253
3813. πιρδικάκι = λουλούδι με πολλές αλεργίες

3814. πιρδικουκάλλισια = άσπρη προβατίνα με μαύρα στίγματα στο


πρόσωπό

3815. πιρνάου = περνάω, διάγω βίο

3816. πιρούλι = πιρούνι.

3817. πιρουνιάζει του κρύου = με διαπερνάει το κρύο σαν καρφί

3818. πιρπατ’σιά = περπατησιά.

3819. πιρσινός = περσινός

3820. πιρώνουμι = ζεσταίνομαι

3821. πισ’νέλα = τελευταία πρόβατα του κοπαδιού ή τελευταίοι άνθρωποι


στο καραβάνι.

3822. πισμανεύου = μετανιώνω

3823. πίσου μπρουστά = περίπου, εκεί κοντά

3824. πισουκάπ’λα = στα καπούλια

3825. πισουκιέρα, -κου = γίδα που έχει τα κέρατα γυρισμένα προς τα πίσω.

3826. πισουκλειδιά = σημάδι στα πρόβατα (κόβουμε την άκρη του αφτιού
στο πίσω μέρος σε μισιστρόγγυλο σχήμα)

3827. πισουξιουράφτ’κου = σημάδι στα πρόβατα (κόβουμε πλαγιαστά το


πίσω μέρος από το αφτί)

3828. πισπιτάω = ρίχνω αλεύρι με ράντισμα

3829. πίσσα = βαθύ σκοτάδι.

3830. πίστη = εμπιστοσύνη.

3831. πίστρουμα = στρίφωμα, πλάκωμα στο ξύλο

254
3832. πιστρώνου = διπλώνω, γυρίζω, κονταίνω, στριφώνω,-ουμι (μτφ.)
όταν γυναίκα κάθεται καταγής, μαζεύει τα πόδια και καλύπτει με το
φουστάνι τα ευαίσθητα σημεία του σώματός και κάθετε σεμνά τυλίγω,
περιδρομιάζω περιπαιχτικά, δέρνω

3833. πιταχτή = είδος πίτας.

3834. πιτούμινα = τα πουλιά που πετάνε

3835. πιτρίτ’ς = πετρίτης, είδος γερακιού των βράχων το πιο γρήγορο


πετρόπ’τα = πίτα με φύλλα.

3836. πιτρουβουλάου = πετάω πέτρες

3837. πιτρουβούνι = βραχώδες και γυμνό βουνό

3838. πιτρουγέφυρα = πέτρινο γεφύρι

3839. πιτρουπέρδικα = πέρδικα που ζει στα βραχώδη μέρη.

3840. πιτρώνει η αρρώστια = με περίλαβε η αρρώστια (μτφ.) με καταβάλλει,


με ταλαιπωρεί για πολύ καιρό

3841. πιτσέτα, τραχ’λιά = πετσέτα στο λαιμό κεντητή.

3842. πιτσουκόβου = κατακομματιάζω, κατασφάζω.

3843. πιτσώνου = χτυπώ στο πρόσωπο κάποιον με την παλάμη,


επιδιορθώνω τα υποδήματα κολλώντας ένα πετσί, ένα κομμάτι δέρμα

3844. πιτχαίνου = καταφέρνω, επιτυγχάνω

3845. πλάϊα = είδος αρχιτεκτονικής καλύβας

3846. πλαϊά = πλαγιά

3847. πλάια = πλάγια, πλαγιές

3848. πλαϊάζου = κοιμάμαι.

3849. πλάΐασα = ξάπλωσα

255
3850. πλαϊαστός = ξαπλωτός

3851. πλάκα = μεγάλη επίπεδη πέτρα ( στις αλαταριές), σύνολο από τα έξοδα
της στάνης

3852. πλάκα = επίπεδη πέτρα.

3853. πλάκουμα = συνουσία

3854. πλακόφωνο = γραμμόφωνο, πικ-άπ

3855. πλακώνου = καλύπτω, σκεπάζω, συνουσιάζομαι.

3856. πλάλα = περπάτα γρήγορα, τρέξε

3857. πλαλάω = τρέχω, περιπλανόμαι τρέχοντας

3858. πλανεύου = παραπλανώ, απατώ πλανεύω,

3859. πλάνους = αυτός που παραπλανεί, ξεγελάει, δημιουργεί ψεύτικες


προσδοκίες ή ψευδαισθήσεις

3860. πλαντάζου = σκάω από το κλάμα, σκάω από το κακό μου,


στενοχωριέμαι πολύ.

3861. πλάνταξα = έσκασα απ' το κλάμα

3862. πλάρα = αλογάκι μικρό

3863. πλάση = σύμπαν

3864. πλάστ’ς, πλάστρ'ς = ξύλινη ράβδος για να πλάθουμε τα φύλλα από τις
πίτες, πλάστης

3865. πλαταριά = μεγάλη πλάτη

3866. πλάτη = ωμοπλάτη, σπάλα από ζώα,

3867. πλάτουμα = πλατύς και ανοιχτός χώρος.

3868. πλατουνόρα= προβατίνα με πλατιά ουρά.

256
3869. πλατσ’κουτή = μύτη που είναι πλατιά, πεπιεσμένη προς τα μέσα

3870. πλατσιανάου, μπλατσιανάω = πλατσουρίζω, παίζω με τα νερά,


τσαλαβουτάω.

3871. πλατσίντα, μπλατσίντα = καλαμποκίσια πίτα.

3872. πλέου = πλέκω.

3873. πλευριτώνου = κρυώνω πολύ, αρρωσταίνω από πλευρίτη.

3874. πληγή = πληγή. Ομηρική λέξη «πληγή». Ιλιάς Ο, 17

3875. πλι = πουλί

3876. πλιγούρι = φτωχικό φαγητό που παρασκευάζεται από βρασμένο


σιτάρι.

3877. πλιμόνι = πνευμόνι.

3878. πλιξάνα = πλεξούδα των γυναικείων μαλλιών.

3879. πλιξίδια = πλεξούδες

3880. πλιξούδις = πλεξούδες, κοτσίδες.

3881. πλιότιρους, -η, -ου = περισσότερος.

3882. πλουμισμένους, -η, -ου = στολισμένος.

3883. πλουμπί = στολίδι

3884. πλουταίνου = γίνομαι πλούσιος

3885. πλουχειριάζου = ρίχνω αλεύρι στο γινωμένο ζυμάρι, το ζαναζυμώνω


και του δίνω το σχήμα του ψωμιού που θέλω να φτιάξω.

3886. πλόχειρου, = όσο χωράει η χούφτα ενός χεριού

3887. πλύμα, του πλύσιμο.

257
3888. πλύματα = ξεπλύματα και νερό με το οποίο πλένουμε το σκαφίδι μετά
το ζύμωμα και περιέχει ένζυμα από το προζύμι. Το χρησιμοποιούμε
για καλλυντικό (νίβονται οι γυναίκες στο πρόσωπο).

3889. πλυστρουσκάφ’δυο = σκάφη που πλένουμε

3890. πνιγούρα = παρθένο δάσος, μέρος πολύ δασωμένο που δύσκολα


μπορεί κάποιος να το διασχίσει.

3891. ποδαίνουμι = βαζω τα παπούτσια μου

3892. ποδαίνω = φορώ παπούτσια

3893. ποδαριάσκα, ξεποδαριάσκα = πιάστηκαν τα πόδια μου

3894. πόλεμος = πόλεμος. Ομηρική λέξη «πόλεμος». Ιλιάς Α, 492 και


παντού

3895. πολίτσα = η βάση για το εικονοστάσι στο εσωτερικό της καλύβας 1,5
μέτρο περίπου απ το έδαφος

3896. πόνηρους, -η, -ου = πονηρός

3897. πόντελα = άγνωστη κατεύθυνση, μέρος χωρίς γυρισμό

3898. πορεύω = διαβιώνω, περνάω την ζωή μου

3899. πόρπη = αγράφα στην ζώνη. Ομηρική λέξη «πόρπη». Ιλιάς Σ, 401

3900. πόταμους = ποταμός.

3901. πότις = πότε;

3902. ποτ'στής = το μέρος που ήταν κατάλληλο να ποτιστούν τα ζώα σε


ρέμα, ποτάμι, λίμνη κ.α

3903. πουδαράκι = σχέδιο κεντήματος

3904. πουδαράτους = αυτός που προχωράει με τα πόδια.

258
3905. πουδάρι = πόδι, το μάζεμα του φίνου μαλλιού γύρω από τη γροθιά
για να πάρει το σχήμα κουβαριού και να το βάλλουμε στη ρόκα για να
το γνέσουμε

3906. πουδαριάζουμι, ξεπουδαριάζουμι = μου πιάνονται τα πόδια και δεν


μπορώ να περπατήσω

3907. πουδένου = φοράω παπούτσια σε κάποιον ή του τα εξασφαλίζω, ουμι


βάζω τα παπούτσια μου

3908. πουδιά = ποδιά, τραχηλιά

3909. πουδουβουλή, πουδουβουλτό = κρότος που προέρχεται από το


βάδισμα πολλών ανθρώπων ή ζώων

3910. πούθι, απούθι = από πού;

3911. πουκάμ’σου, κάμσου = κομμάτι της σαρακατσιάνικης φορεσιάς.

3912. πουλεμιστής = πολεμιστή . Ομηρική λέξη «πολεμιστής», μαχητής. Ιλιάς


Κ, 549

3913. πούλιες = διακοσμητικά κυκλικά ελάσματα.

3914. πουλίτ’ς = άνθρωπος από πόλη

3915. Πουλίτις = οι Σαρακατσιαναίοι που ξεχειμάζουν στη Θράκη και στα


μέρη κοντά στην Πόλη

3916. πουλίτσα = μικρό ξύλινο κρεβατάκι κολλημένο στο εσωτερικό του


κονακιού για το εικόνισμα(πιθανόν από το πουλίτσα που σε κάποιες
περιοχές σήμαινε φωλιές μικρών πουλιών)

3917. πουλυαγαπημένους = πάρα πολύ αγαπημένος

3918. πουλυξιτάζου = εξετάζω με κάθε λεπτομέρεια, εξετάζω όλες τις πλευρές

3919. πουλυχρουνίζου = εύχομαι χρόνια πολλά

3920. πουνάει η καρδιά = πονάει η κοιλιά, έχω στομαχόπονο

259
3921. πούντα = δυνατό κρυολόγημα.

3922. πουντιάζου = κρυολογώ σοβαρά.

3923. πουρδουκάλια = πορτοκάλια

3924. πουρεύου = ζω, διάγω, τα βγάζω πέρα, -ουμι ζω τη ζωή μου, περνάω
τον χρόνο μου, συντηρούμαι

3925. πουρνάρι = Από τα χαρακτηριστικότερα και τα πιο διαδομένα φυτά


της Ελλάδας ο πρίνος, είναι ένα είδος δρυός (“δρυς η κοκκοφόρος”
και “δρυς η πρίνος”), που φυτρώνει συνήθως με θαμνώδη μορφή,
σχηματίζοντας εκτεταμένα δάση, είτε μόνο από πουρνάρι, είτε με άλλα
δένδρα και θάμνους. Άλλοτε ορθώνεται ασκητικό, παίρνοντας τη
μορφή και τις διαστάσεις δένδρου. Είναι γνωστό ως πουρνάρι,
ονομάζεται όμως από το λαό και πιρνάρι, λινόπρινο, απρινιά,
κατσόπρινος, κατσιπρίνος, κατσιπρινίδα, κατσιδοπούρναρο. Είναι το
αφθονότερο είδος των αειθαλών φυτών σ’ όλη την Ελλάδα και
φυτρώνει παντού, από τις ακτές μέχρι την ζώνη του ελατιού, σε
υψόμετρο χιλίων και παραπάνω μέτρων. Σκεπάζει τις βουνοπλαγιές,
ακόμα και στους γυμνούς κάμπους βρίσκεις το στίγμα του, στολίζει
σταυροδρόμια και κυρίως τα γραφικά ξωκλήσια, και είναι κατ΄ εξοχή
δένδρο της στάνης. Τα σαρκώδη φύλλα του, που διατηρούνται στη
ζωή για 2-3 χρόνια, είναι πλούσια σε θρεπτικές ουσίες, γι αυτό και το
πυκνό, σταθερό και διαρκές φύλλωμα του αποτελεί πολύτιμη τροφή
των γιδιών. Αντιπροσωπεύει μία από τις καλύτερες γιδοβοσκές. Αλλά
και οι καρποί του πουρναριού, τα μικρά και θρεπτικότατα βαλανίδια,
είναι εξαίρετη τροφή των χοίρων. Είναι όμως τα “πουρναροτόπια”
άριστες βοσκές και των αγριόχοιρων, εκεί δε οι κυνηγοί συνηθίζουν
να στήνουν το καρτέρι τους. Είναι φυτό ασκητικό και ολιγαρκέστατο,
ανθεκτικότατο στην ξηρασία, στη μεγάλη θερμοκρασία, στους
ισχυρούς ξηρούς και διαρκείς ανέμους, στις επιθέσεις των εντόμων και
στις επιδρομές των μυκήτων. Το ξύλο του είναι πολύ βαρύ και
σκληρό. Αυτό είναι το περίφημο “σιδερόξυλο”, πολύτιμο για
πολυάριθμες περιπτώσεις, όπου απαιτείται δυνατή ξυλεία (αμαξοποιία,

260
ναυπηγική, γεωργικά εργαλεία, κ.λ.π.). Παράγει έντονη, διαρκή και
σταθερή θερμοκρασία και γι αυτό είναι το κατ’ εξοχή “καυσόξυλο”.Τα
φύλλα του και οι νεότεροι βλαστοί του έχουν συνήθως κόκκους
(εξογκώσεις), που είναι κόκκινοι και που γυαλίζουν. Τούτο το
φαινόμενο προκαλείται από υμενόπτερα έντομα. Είναι τόσο
χαρακτηριστικοί και ζωηροί σε χρωματισμούς οι κόκκοι, ώστε από
αυτούς το ερυθρό χρώμα ονομάστηκε “κόκκινον” και ο πρίνος πήρε
το όνομα “δρυς ο κοκκοφόρος”. Ο λαός τους ονομάζει “πρινοκόκκι” ή
“κρεμεζί” και χρησιμοποιούνται ως χρωστική ύλη.

3926. πουρναρόξ’λου = ξύλο του πουρναριού που είναι πολύ βαρύ και
σκληρό. Αυτό είναι το περίφημο "σιδερόξυλο", πολύτιμο για
πολυάριθμες περιπτώσεις, όπου απαιτείται δυνατή ξυλεία Βγάζει
έντονη, διαρκή και σταθερή θερμοκρασία και γι αυτό είναι το κατ’
εξοχή καυσόξυλο .

3927. πουρνό = πρωινό.

3928. πουστάκι = γυναικείο ρούχο σα μπλούζα.

3929. πουστακιά = δέρμα προβάτου για στρωσίδι.

3930. πούστης = προέρχεται από την περσική λέξη pusht, που σημαίνει
κώλος, πέρασε στα ελληνικά μέσω της τουρκικής γλώσσας, στην οποία
είναι πολύ βαριά βρισιά για τον ύπουλο, κακόψυχο άνθρωπο. Παρότι
σημαίνει επίσης και αυτόν που υιοθετεί την παρά φύση σεξουαλική
πράξη, κατά το τουρκικό ετυμολογικό λεξικό, στην καθομιλουμένη
δεν χρησιμοποιούνταν ως βρισιά ή λέξη αναφοράς για τους
παθητικούς ομοφυλόφιλους

3931. πουστιάζου = βάζω σε σειρά αντικείμενα, συνήθως το ένα πάνω στο


άλλο για αποθήκευση

3932. πουταμιά = περιοχή γύρω από το ποτάμι

261
3933. πούτανους = μεγάλη πουτάνα, καραπουτάνα. Μεγεθυντικό του
πουτάνα που δημιουργείται απλώς με την αλλαγή της μορφολογικής
κατηγορίας του ουσιαστικού, απελευθερωμένη ή ανήθικη γυναίκα.

3934. πουτές = ποτέ

3935. πουτσαράς = παλληκάρι, δυνατός, γενναίος άντρας, άξια, δυνατή


γυναίκα

3936. πράματατα = πρόβατα, τα ζώα

3937. πρατάρ’κα γίδια = γίδια που βόσκουν μαζί με πρόβατα

3938. πρατάρ’ς = προβατάρης, αυτός που έχει πρόβατα.

3939. πρατίλα = μυρωδιά από πρόβατα, προβατίλα.

3940. πρατίνα = προβατίνα

3941. πρατόγαλου = πρόβειο γάλα

3942. πρατοψάλιδο = ψαλίδι κουρέματος προβάτων

3943. πρέντζα = μιτζύθρα.

3944. πρέπει = ταιριάζει, αζίζει, αρμόζει

3945. πρέπιου = πρέπον, δέον

3946. πρέπιους = καθώς πρέπει, ξεχωριστός

3947. πρέπους = το δέον, έθιμο.

3948. πριουνουτό = σχέδιο ύφανσης

3949. πριτσαλίσκα = κάηκα, πηδήθηκα

3950. πριτσαλιώντι τα γίδια = έρχονται στο τραγί, ζευγαρώνουν

3951. πριτσιαλάω = κάνω σεξ

262
3952. πριτσιάλους = ζευγάρωμα του τράγου με τη γίδα, ο χρόνος του
ζευγαρώματος.

3953. πριτσιανάν τα κλαριά = τριζοβολούν.

3954. πρόβειους, -α, -ου = προέρχεται από το πρόβατο

3955. προίκα = πρυξ, προιξ, τα πράγματα της νύφης που φέρνει απ την
μάνα της (κεντήματα, στολίδια) και τα περιουσιακά στοιχεία (ακίνητα,
μετρητά) . Ο θεσμός της προίκας υπήρχε από τα αρχαία χρόνια και
αποτελούσε τη συμβολή της γυναίκας στον κοινό βίο του ζευγαριού.

3956. προικιάρ’κα = έχουν σχέση με την προίκα, της προίκας

3957. προσάναμα = ξερά στεγνά ξύλα για το άναμμα της φωτιάς

3958. πρόσγαλου, του γάλα που πέφτει στη μαγιά (βλ. λ.) και την εμπλουτίζει
σε βούτυρο.

3959. προσγιλάου = χαμογελάω σε κάποιον.

3960. πρόσκουλη = μια μη πλεκτή δαντέλα για το στόλισμα των υφαντών,


μπορντούρα

3961. προσφαΐζω = τρώω κάτι με το φαγητό για οικονομία (συνήθως ψωμί)

3962. πρότα = πρόβατα

3963. προυβουδίζου = ξεπροβοδίζω.

3964. προυγκάου = εκφοβίζω, ξαφνιάζω και τρέπω σε φυγή, διώχνω

3965. προυζύμια = έθιμο του γάμου. Την Πέμπτη το βράδυ ή την


Παρασκευή το μεσημέρι πιάνουμε τα προζύμια για να φτιάσουμε την
κουλούρα του γαμπρού. Στα προζύμια χρειάζονται δύο αγόρια κι ένα
κορίτσι που να έχουν μάνα και πατέρα. Αυτά κάνουν την αρχή.
Ρίχνουν το προζύμι στο σκαφίδι, κοσκινίζουν το αλεύρι. Αλευρώνουν
την πεθερά, τον πεθερό και τους άλλους γερόντους και γριές. Αυτοί
που παραβρίσκονται ρίχνουν μέσα στο κόσκινο κεράσματα.

263
3966. προυϊμίζου = γίνομαι πρώιμος.

3967. προυκάνου = προφτάνω, προλάβω

3968. προυκόβου = προκόπτω, προοδεύω.

3969. προυξιν’τής, ου προξενητής.

3970. προυόβουλους = μεταλλικό αντικείμενο με το οποίο ανάβω φωτιά

3971. προυπάου = προλαβαίνω

3972. προυσάλευρου = λίγο αλεύρι για συμπλήρωμα

3973. προυσάναμμα = προσάναμα μικρή ποσότητα λεπτά ξυλαράκια για να


ανάψουμε τη φωτιά

3974. προυσβαβά = προσγιαγιά.

3975. προυσηλιακό, προυσήλιου = προσήλιο.

3976. προυσκ’νάει η νύφη = σκύβει το κεφάλι και έχει τα μάτια όλο χαμηλά
από ντροπή ή σεβασμό, νυστάζει

3977. προυσκ’νάου = προσκυνάω σαν νύφη από την νύστα, κλείνουν τα


μάτια και γέρνει τα κεφάλι μου

3978. προυσκαλάου = προσκαλώ

3979. προυσκιέφαλου = μαξιλάρι.

3980. προυσπαθάου = προσπαθώ

3981. προυσταγή = διαταγή, εντολή.

3982. προυσφάι = κάθε τι που το τρώμε με ψωμί

3983. προυσφέρου = παρομοιάζω, μοιάζω

3984. προυσώρας = προσωρινά, για την ώρα

3985. προυχτέ = προχτές

264
3986. πρυόβουλους, πρυόβολος = το σίδερο με το οποίο χτυπούσαν το
στουρνάρι να ανάψει η ίσκα. Χρησιμοποιούμενες μέθοδοι για το
άναμα της φωτιάς κατά τους αρχαιολόγους: η κρούση και η τριβή.
Στην κρούση, χρησιμοποιείται πυριτόλιθος, κοινώς στουρναρόπετρα,
το πριόβολο, μεταλλικό αντικείμενο φτιαγμένο από παλιά λίμα, και η
ίσκα, μανιτάρι που φυτρώνει στους κορμούς βελανιδιάς ή πλατάνου.
Στη μέθοδο της τριβής δύο ξύλινων ράβδων, τα πυρεία των αρχαίων
Ελλήνων, χρησιμοποιούνται το τρύπανο και η εσχάρα

3987. πρυουβουλού = προσπαθώ να ανάψω φωτιά με τον πρυόβολο

3988. πρώιμα αρνιά = αυτά που γεννιούνται στην αρχή του γέννου.

3989. πρωτουξάδιρφα = πρώτα ξαδέρφια.

3990. πρωτουπαλλήκαρου = η ονομασία του υπαρχηγού σε ομάδα


κλεφτών στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, αυτός που διακρίνεται
περισσότερο από τους άλλους σε δραστηριότητα και θάρρος, ο πιο
γενναίος, τολμηρός και δραστήριος νέος ου διακρίνεται

3991. πσουκάτ’ παρακάτω

3992. πσουπάν’ = παραπάνω

3993. πσουπέρα προς τα πέρα.

3994. πστιά = κομμάτι ύφασμα στο σαμάρι που έπιανε τα καπούλια του
ζώου και συγκρατούσε την μετακίνηση του σαμαριού προς τα εμπρός

3995. πσώκουλα = πίσω πίσω.

3996. πτόγαλου = πηγμένο για τυρί γάλα που βρίσκεται σε κάποιο στάδιο της
πήξης του

3997. πτουγαλόπ’τα = πίτα που γίνεται με πτοόγαλο (β.λεξη)

3998. πτσαράς = αγόρι, πουτσαράς

3999. πυξαρένιους, -α, -ου = αυτός που γίνεται από πυξάρι

265
4000. πυξάρι = θάμνος με ανθεκτικό ξύλο κατάλληλο για ξυλογλυπτική.

4001. πυριμάχος (αρχαιο)= ανθίσταται στην φωτιά, για πέτρα που είναι
ανθεκτική στην φωτιά, εβαζαν οι Σαρακατσάνοι πάνω στο τζάκι
μεταλλικά κουτιά η βάζα όπου τοποθετούσαν τα χρήματα για να
κινούνται

4002. πυρόβολο = το μέταλλο σε σχήμα β που έφεραν τα εμπροσθογεμή


όπλα , υπήρξε στις τέσσερεις γωνίες στο διβέλλιον ( βυζαντινή
σημαία ) και τον φλάμπουρα των Σαρακατσάνων της Βουλγαρίας
(σήμαινε κατά μία εκδοχή Βασιλεύς Βασιλεύων Βασιλέων
Βασιλευόντων)

4003. πυρουβόλα = πυροβόλα

4004. πυρουγόνι = το σημείο που καίει η φωτιά, από το αρχ. πυρί-γόνος ,


παράγει φωτιά

4005. πυρουμάδα = φέτα ψωμιού πυρωμένη και από τις δύο πλευρές (σαν
φρυγανιά) Από τις ομηρικές λέξεις «πυρ» και «ωμός»= άψητος (Χ, 347
και μ, 396)

4006. πυρουμάχους = όρθια πέτρα παλαμισμένη με πολύ χώμα που τη


βάζουνε στο επάνω μέρος της βάτρας, για να συγκρατεί τα κάρβουνα
και να στηρίζει τα ξύλα στη φωτιά , το κτίσμα που περιλαμβάνει την
εστία του τζακιού

4007. πυρουστιά = τρίποδας μεταλλικός που μπαίνει στην φωτιά και πάνω
του μπαίνουν τα σκεύη. πυρουστιά, τρίποδο ή τετράποδο σιδερένιο
οικιακό σκεύος που μπαίνει στη φωτιά. Από τις ομηρικές λέξεις «πυρ-
ός» και «ιστίη»=εστία

4008. πυρώνου = ζεσταίνω, -ουμι ζεσταίνομαι στη φωτιά

4009. ρ’ζά = πρόποδες από βουνό.

266
4010. ρ’ζάρι (ρουβία η αιμοβαφής) = φυτό με χρωστική ουσία από τη ρίζα
του οποίου βάφανε τα μάλλινα κόκκινα. Η Ρουβία η βαφική ( Rubia
tinctorum) είναι κοινώς γνωστή ως «ριζάρι» κι αυτοφύεται σε όλην
την Ελλάδα. Παλαιότερα την καλλιεργούσαν, γιατί το ρίζωμά της δίνει
κόκκινο χρώμα. Το ρίζωμα του φυτού αυτού μαζεύεται, καθαρίζεται
από το χώμα, πλένεται, ξηραίνεται σε καλώς αεριζόμενο μέρος και υπό
σκιάν και στην συνέχεια κονιορτοποιείται. Βράζεται σε νερό και
χρησιμοποιείται για την βαφή νημάτων και υφασμάτων. Στο μείγμα
χρησιμοποιείται επίσης ξύδι και αλάτι, διότι αυτά συμβάλλουν στην
στερέωση της βαφής. Με τον τρόπο αυτό τα νήματα και τα
υφάσματα, τα οποία βάφονται αποκτούν έναν έντονα ερυθρό,
ανεξίτηλο χρώμα, χάρη στην κόκκινη χρωστική ουσία που περιέχει, την
«Αλιζαρίνην».

4011. ράγα = η ρώγα, θηλή από το μαστό.

4012. ραγουβύζι = το θήλαστρο (μπιμπερό)

4013. ρακί = τσίπουρο.

4014. ρακουπότ’ρου = ποτήρι για τσίπουρο.

4015. ραμαζάνα = νταμιτζάνα

4016. ράφτ’σσα = ράφτισσα, μοδίστρα

4017. ραφτόιπουλου = μαθητευόμενος ή νεαρός ράφτης

4018. ράφτου = ράβω

4019. ραχάτ(ι) = ανάπαυση, χουζούρι, τεμπελιά.

4020. ραχατιάζω = ξεκουράζομαι-λαγοκοιμάμαι

4021. ράχη = η πλάτη (του ανθρώπου), η πλάτη του βουνού (οριογραμμή) .


Ομηρική λέξη «ράχις».

4022. ραχιά = πλάτη από το άλογο

267
4023. ρέβου = αδυνατίζω, χάνω πολύ από το βάρος μου.

4024. ρέγουμι = μου τραβάει την όρεξη, ορέγομαι, επιθυμώ

4025. ρείκι = το φυτό ερείκη. Στη χώρα μας συναντώνται αυτοφυή 3 είδη,
γνωστά με την κοινή ονομασία ρείκια. Είναι μελισσοκομικό φυτό
καθώς ελκύει τις μέλισσες, και παράγει άριστης ποιότητας μέλι. Παρά
την γευστικότητά του και την θρεπτική του αξία δεν έχει ιδιαίτερη
εμπορική επιτυχία καθώς κρυσταλλώνει γρήγορα. Η ερείκη
χρησιμοποιήθηκε ευρέως στην παραδοσιακή βοτανολογία, κυρίως
στις ορεινές περιοχές, όπου υπάρχει αυτοφυής, σε ολόκληρες εκτάσεις,
ως θεραπευτικό φυτό. Ο Διοσκουρίδης τη συνιστούσε για τα
τσιμπήματα των φιδιών. Ο Γαληνός ανέφερε πως προκαλεί εφίδρωση.
Είναι στυπτικό, ελαφρώς ηρεμιστικό και υπνωτικό βότανο, με
διουρητικές, αποχρεμπτικές και εφιδρωτικές ιδιότητες. Η ερείκη είναι
διουρητική και συγχρόνως απολυμαντική του ουροποιογεννητικού
συστήματος. Το αφέψημα του φυτού βοηθά στη χρόνια κυστίτιδα,
στους κολικούς των νεφρών, καταπολεμά τις πέτρες που
σχηματίζονται στο ουροποιητικό σύστημα και δρα κατά των
οιδημάτων. Βοηθά σε προβλήματα γαστρίτιδας με υπερέκκριση
πεπτικών υγρών, κολικούς των εντέρων συνοδευόμενους από
διάρροια, στις ασθένειες του συκωτιού και της χολής. Χάρη στις
ηρεμιστικές του ιδιότητες όταν το πίνουμε βοηθά στη νευρική
υπερδιέγερση, τη νευρική εξάντληση και την αϋπνία. Τονώνει την
όρεξη.

4026. ρέμα = χείμαρρος, ποτάμι που κατεβάζει μόνο το χειμώνα η μετά από
πολύ βροχή

4027. ρέχλα = μούχλα(στην σαλαμούρα του τυριού του τουρσιού κ.α)

4028. ρζάφτι, αρζάφτι = περιοχή κάτω από το αφτί (ρίζα αφτιού) ο


κρόταφος. Στην ελληνική μυθολογία με το όνομα Λύκωνας (Λύκων)
είναι γνωστός ένας από τους Τρώες πολεμιστές που έλαβαν μέρος
στον Τρωικό Πόλεμο. Ο Λύκωνας σκοτώθηκε σε μάχη του πολέμου
αυτού από τον Πηνέλεω μετά από συμπλοκή των δύο: αφού πρώτα

268
έριξαν ο ένας στον άλλο τα ακόντιά τους χωρίς αποτέλεσμα,
χτυπήθηκαν με τα ξίφη τους. Ο Λύκων χτύπησε τον αντίπαλό του στο
κράνος και του κόπηκε η λαβή του ξίφους, ενώ ο Πηνέλεως χτύπησε
τον Λύκωνα στο «ριζαύτι» και σχεδόν τον αποκεφάλισε.

4029. ρήγας = βασιλιάς.

4030. ρηγόϊπουλου = βασιλόπουλο

4031. ρήμα = ρίξιμο, διαίρεση στα έξοδα και στον αριθμό των προβάτων για
να δούμε πόσα χρήματα αναλογούν στο κάθε πρόβατο

4032. ρημαδιακό = έρημο, ρημάδι, ρημαγμένο

4033. ριβά = πλαγιαστά, όχι ίσια κατά το περπάτημα.

4034. ριβάνι = ρυθμικό και ανάλαφρο βάδισμα του αλόγου

4035. ριζάκια = τροφοδοσίες κλεφτών ή ληστών

4036. ριζιμιά λιθάρια = ριζωμένα, αυτά που δεν κουνιούνται από τη θέση
τους

4037. ριζιμιό = το λιθάρι που εξέχει απ το έδαφος και αποτελεί συνέχεια


μεγαλύτερου βράχου

4038. ρικάζου = ρεκάζω ,βγάζω δυνατή και παρατεταμένη φωνή συνήθως


από πόνο, σκούζω, κραυγάζω, φωνή πόνου από ζώο, από την αρχαία
ελληνική ῥέγκω / ῥέγχω

4039. ρικάζου = βγάζω δυνατή και παρατεταμένη φωνή συνήθως από πόνο

4040. ρικάμια = τα μαθήματα αριθμητικής (πράξεις κ.τ.λ )

4041. ριματικά = ρευματισμοί.

4042. ριτσέλι = γλύκισμα σαν μαρμελάδααπό

4043. ρκέλα = κουβαρίστρα.

269
4044. ρνάρι, αρνάρι = λίμα

4045. ροβολάω = οδηγώ το κοπάδι, από τα αρχαία ρέβω (ρέω) και βάλλω
(χτυπώ), χτυπάω (ωθώ) τα πρόβατα να προχωρήσουν (ρεύσουν )

4046. ρόγα = μισθός τσομπάνου

4047. ρόγιασμα = η μίσθωση τσοπάνου για μία σεζόν από αϊ Γιώργη σε αϊ


Δημήτρη

4048. ρόζους = σημείο του κορμού του δέντρου από το οποίο ξεκινάει ένα
κλαδί του με αποτέλεσμα στο σημείο εκείνο να διογκώνεται

4049. ρόιδινους, -η, -ου = ροδομάγουλος, που έχει το χρώμα του ρόδου ,
που είναι φτιαγμένος από ρόδο, αίσιος, ευοίωνος, αισιόδοξος

4050. ρόϊδο, ρόιδου = ρόδι

4051. ρόιδου = μουλάρι εν μέρει μαύρο, εν μερει κόκκινο

4052. ρόιμα = εκπλήρωση τάματος.

4053. ρόκα = ράβδος στην οποία τοποθετούταν μαλλί για γνέσιμο και ήταν
μονοκόμματη, η διπλή (ενωνόταν δύο κομμάτια) το κάθετο και αυτό
που συγκρατούσε το μαλλί. Το γνέσιμο γινόταν με τρία εργαλεία: την
ρόκα, το αδράχτι και το σφοντύλι. Η ρόκα ήταν ένα απλό εργαλείο με
το οποίο οι γυναίκες κάθε ηλικίας έφτιαχναν το νήμα για το ρουχισμό
του κονακιού, που δεν άλλαξε στη μορφή του και δεν εγκαταλείφθηκε
για χιλιετίες, παρά μόνο πριν από πενήντα χρόνια. Πάνω στη ρόκα
στερέωναν τις τλούπες για να τις γνέσουν. Μια ξύλινη διχάλα με
συνολικό μήκος γύρω στους ογδόντα πόντους ήταν στην απλούστερη
μορφή της η ρόκα. Οι μερακλήδες όμως έφτιαχναν περίτεχνες ρόκες
από ελατάκια, λυγιές και άλλα ξύλα, που γύριζαν εύκολα. Διάλεγαν
λοιπόν το ξύλο, ίσαμε δυο-τρία δάχτυλα χοντρό και το έκοβαν σε ένα
σταυρό. Τα πραχάλια, τα κλωνάρια δηλαδή που εκφύονταν από το
σταυρό, τα γύριζαν με προσοχή σε σχήμα κύκλου και με διάμετρο
γύρω στους τριάντα πόντους για να μπαίνει εκεί η «τουλούπα», το

270
ξασμένο μαλλί με άλλα λόγια. Αυτοί που έφτιαχναν ρόκες ζέσταιναν τα
ξύλα στη φωτιά για να μαλακώσουν. Στη συνέχεια τα γύριζαν
προσεκτικά και με υπομονή και τα έδεναν εκεί που έπρεπε με σύρμα
για να «κάτσουν». Για κάμποσες μέρες τα ξύλα αυτά, όπως τα είχαν
γυρίσει, τα άφηναν δεμένα για να μη φύγουν από το σχήμα τους.
Μετά τα έλυναν και τα γυρίσματα έμεναν στη θέση τους. Επάνω στο
στέλεχος έφτιαχναν διάφορα σκαλίσματα - κεντίδια. Χάραζαν το
όνομά τους, ολόκληρο ή τα αρχικά, τη χρονολογία κ.ά.

4054. ρόκα του πουδάρι = (μτφ.) έσπασε το πόδι και είναι στο νάρθηκα.

4055. ρουβόλι = πιστόλι

4056. ρουβουλάου = κατηφορίζω ή κατηφορίζω γρήγορα από μια πλαγιά,


κατεβαίνω από το βουνό με , οδηγώ τα ζώα προς μια κατεύθυνση,
περιπλανιέμια με τα πρόβατα από τόπο σε τόπο, για να τα βοσκήσω

4057. ρούγα = είσοδος, πόρτα, αυλή και κατ΄ επέκταση η καλύβα, ο


μαχαλάς, γειτονιά , ο δρόμος, η πλατεία. ρούγα, δρόμος πόλης.
Ομηρική λέξη «ρωξ – ρωγός», στενωπός. Οδύσσεια χ, 143

4058. ρουγκαλιάζουμι = ξεσχίζομαι περνώντας μέσα από θάμνους,


τρυπιέμαι από αγκάθια.

4059. ρουέβου = τάζω κάτι και το προσφέρω, το μοιράζω στον κόσμο.

4060. ρουιάζουμι = πηγαίνω μισθωτός τσομπάνος

4061. ρουιδάμι = τρυφεροί βλαστοί πουρναριού

4062. ρουιδίζου = παίρνω σιγά-σιγά το κόκκινο χρώμα.

4063. ρουιδούλα = ροδομάγουλη, όμορφη

4064. Ρουμαίικου = ελληνικό κράτος.

4065. Ρουμαίοι = Έλληνες

4066. Ρουμιουϊπούλα = Ελληνοπούλα.

271
4067. ρούμπαλου = κουκουνάρι από έλατο, εμπόδιο, πρόβλημα

4068. ρούντου = πρόβατο που έχει κοντό, λεπτό και απαλό τρίχωμα

4069. ρούπουσι η φτσιέλα = έκλεισαν οι σχισμές της.

4070. ρουπώνου = χορταίνω, παραχορταίνω

4071. ρούπωσα = έφαγα και χόρτασα

4072. ρούσα (η) = φοράδα με μελαχρινοκόκκινο χρώμα. Από τη λέξη


«ρούσιος» , ρούσος που σημαίνει, κοκκινωπός, ξανθοκόκκινος

4073. ρούσα (τα) = μαύρα (λάια) πρόβατα με κοκκινωπά μαλλιά στην


επιφάνεια

4074. ρουσάτη, = γυναίκα με ξανθοκόκκινα μαλλιά αλλά και περήφανη

4075. ρούσινος, -η, -ο = ρωσικός

4076. ρούσος = ξανθοκόκκινος Από τη λέξη «ρούσιος» =κοκκινωπός,


ξανθοκόκκινος

4077. ρουσουγένιους = ξανθογένης.

4078. ρούσους, -α, -ου =. ξανθός , ξανθοκόκκινος.

4079. σ’λιάφι, σ’λιάχι = δερμάτινη ζώνη με πτυχές που τη χρησιμοποιούμε για


θήκη κυρίως όπλων

4080. σ’λούπι = χαρακτηριστικά του προσώπου,. σουλούπι

4081. σ’μαδεύου, σ’μαδεύου = κάνω σημάδι κάπου, κάνω σημάδι στο αφτί
του προβάτου, για να το γνωρίζω.

4082. σ’μάδι = σημάδι, χαρακτηριστικό γνώρου στο αφτί των ζώων, κάτι που
σε προσδιορίζει γιατί είναι βέβαιο ότι σου ανήκει, αντικείμενο, ρούχο,
μαλλιά. τα σμάδια= οι βέρες του αρραβώνα

272
4083. σ’μαδιακός = χαρακτηριστικός, σπάνιος

4084. σ’μαδιμένα = ζώα που έχουν κατεβάσει μαστάρι έτοιμα για γένου

4085. σ’μάδιψι η πρατίνα = είναι στον τελευταίο μήνα της κύησής της και
έχει κατεβάσει μαστάρι.

4086. σ’ναφ’κά δικαστήρια = δικαστήρια της στάνης που δίκαζαν σύμφωνα


με το εθιμικό δίκαιο των Σαρακατσάνων

4087. σ’ναφ’λής, σναφίτς = αυτός με τον οποίο ανήκουμε στο ίδιο σινάφι.

4088. σ’νάφι = άτομα που έχουν την ίδια καταγωγή και προέλευση.
ασχολούνται με το ίδιο επάγγελμα

4089. σ’νί = μεγάλο ταψί.

4090. σ’νόρτα = σύνορα, όρια.

4091. σ’πσί = μικρή πίπα.

4092. σ’χαριάτις = ομάδα καβαλάρηδων (μονός αριθμός) που φτάνει


τρέχοντας πρώτη- πρώτη στα κονάκια και αναγγέλλει το χαρούμενο
γεγονός του γάμου.

4093. σ’χαρίκια = συγχαρητήρια φιλοδώρημα σε εκείνον που αναγγέλλει


πρώτος μία ευχάριστη είδηση.

4094. σ’χουράου = συγχωρώ, δίνω άφεση αμαρτιών.

4095. σ’χώριση = έθιμο της τελευταίας Κυριακής της Αποκριάς όπου οι


νεότεροι παίρνουν συγχώρεση από τους γεροντότερους

4096. Σάββα, Σαββάτου = Σάββατο.

4097. Σαββατουγεννημένος = αυτός - η που γεννήθηκε Σάββατο και τον


συνοδεύει στην ζωή του καλή τύχη

4098. σαγιάζω, σαϊαζω = σκεπάζω το μαντρί

273
4099. σαία = τα ρούχα και γενικότερα τα πράγματα του νοικοκυριού που
μεταφέρεται

4100. σαϊάζου = βάζω μάλλινα χοντρά υφάσματα πάνω στο σαμάρι για να
προστατέψω το ζώο αλλά και το σαμάρι, φτιάχνω τον σαϊά

4101. σαϊάς = η επικλινής σκεπαστή κατασκευή του μαντριού

4102. σάιασμα = χοντρό μάλλινο ύφασμα για σκέπασμα του σαμαριού των

4103. σαίϊα, σέϊα = το σύνολο των μεταφερόμενων σκευων και πραγμάτων


του νοικκυριού

4104. σάικους = στερεός, σταθερός, όπως πρέπει

4105. σαΐτα = εξάρτημα του αργαλειού με το οποίο περνάμε το υφάδι, είδος


φιδιού.

4106. σαϊτάνάς = ο καταχθόνιος, ο σατανικός άνθρωπος.

4107. σαϊτιά = το πέρασμα της σαϊτας απ το στημόνι με πέταμα

4108. σαϊτόγνιμα = νήμα που έχει η σαΐτα σε καρούλι (σαϊτόξυλο)

4109. σαϊτόξ’λου = εξάρτημα από της σαΐτας όπου τυλίγεται το υφάδι.

4110. σακ’λίσια διαούρτη = στραγγιστό γιαούρτι

4111. σακαΐ = αρρώστια αλόγων (αδενίτιδα)

4112. σακαϊάρκα άλογα που πάσχουν από αδενίτιδα

4113. σακάλιβρου αλευρουσάκι= σακί που έβαζαν το αλεύρι, αλευροσάκι.

4114. σακατ’λίκι = αναπηρία.

4115. σακάτ’ς = ανάπηρος.

4116. σακατεύκα = χτύπησα πολύ

274
4117. σακατεύου = τραυματίζω, αχρηστεύω, -ουμι αχρηστεύομαι, γίνομαι
ανάπηρος.

4118. σακατλαμάς = σακάτης.

4119. σακιάζου = γεμίζω το σακί με διάφορα πράγματα ή διάφορα υλικά.

4120. σάκιασμα = η τοποθέτηση πραγμάτων σε τσουβάλια

4121. σακούλα, μπαλασκόνι = πορτοφόλι

4122. σακουράφα = μεγάλη και χοντρή βελόνα για να ράβουμε χοντρά


υφάσματα. ράβουμε τα σακιά μ' αυτήν

4123. σαλαγάου, σαλαγάω = χειρονομώ με φωνές και σφυρίγματα και οδηγό


το κοπάδι, δίνω βάση σε κάποιον κάτι , υπολογίζω κάποιον κάτι

4124. σαλάγατα = φώναξε στα ζώα να προχωρήσουν προς κάποια


κατεύθυνση

4125. σάλαγους = βοή από τη ροή του ποταμού,. θόρυβος που κάνει το
κοπάδι καθώς προχωράει στη βοσκή

4126. σαλαητά = φωνές και σφυρίγματα με τα οποία κατευθύνω το κοπάδι.

4127. σαλαΐζου, σαλαϊαζου = ανακατώνω τα πρόβατα και κάνω φασαρία

4128. σαλαϊόμι = κάνω σάλαγο, θόρυβο, φασαρία.

4129. σαλαούρας = πολυλογάς.

4130. σαλιάρα = μπροστινό κομμάτι της γυναικείας φορεσιάς από λεπτό


καλό ύφασμα με πιέτες και δαντέλες) που το βάζουμε γύρω από το
λαιμό

4131. σάλλουμα = άχυρα ή κλαδιά με τα οποία σκεπάζουμε τον ξύλινο


σκελετό από το κονάκι ή από το μαντρί

4132. σαλλώνου = σκεπάζω με άχυρο η κλαδιά το κονάκι η το μαντρί

275
4133. σάλμα = άχυρο για τροφή και για σκέπασμα η στρώσιμο στη στάνη

4134. σαλουγκβιντιάζου = χαζοκουβεντιάζω.

4135. σαλταμπήδα = γυναίκα που έχει ξεπεράσει τους ηθικούς φραγμούς.

4136. σαλταμπήδας = ανήθικος άντρας

4137. σάμ(ι) =σουσάμι

4138. σαμάρ(ι) = το σαμάρι

4139. σαμαράκι = προστατευτικό τρίχωμα που αφήνουμε στη ράχη από τα


μικρά ζώα, όταν τα κουρεύουμε, κάπα.

4140. σαμαροσκούτ(ι) = χοντρό ύφασμα επένδυσης του σαμαριού

4141. σαμαρουτριχιά = τριχιά για το σαμάρι

4142. σαμαρώνου = βάζω το σαμάρι πάνω στο κορμί του ζώου,

4143. σάματ, σάματις = σάμπως, μήπως, σα να

4144. σαπέρα, σιαπέρα = προς τα πέρα

4145. σαπιάρ’κα = πρόβατα που σαπίζουν τα νύχια τους και πέφτουν.

4146. σαπίτ’ς = ονομασία βουνίσιου φιδιού

4147. σάρα = απότομη πλαγιά γεμάτη πέτρες και χαλίκια και χωρίς ιδιαίτερη
βλάστηση, γκρεμός (πιθανή προέλευση του ονόματος των
Σαρακατσάνων καθώς τα ονοματα πήγαζαν από τα χαρακτηριστικά
διαβίωσης της περιοχής των διαφόρων ομάδων. Σάρα = γκρεμός, κάσι
= μεγάλος βράχος, ανος = δηλωτικό προέλευσης ΣΑΡΑΚΑΣΙΑΝΟΣ,
ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΣ

4148. σάρα κακιά να σι μάσι = να γκρεμιστείς, να χαθείς, να πας στον


αγύριστο (κατάρα

4149. σαράκι = σκουλήκι του ξύλου, σκόρος, (μτφ.)στενοχώρια.

276
4150. σαρακιάζει του ξύλου = γεμίζει από σκόρο.

4151. σαρακουστεύου = νηστεύω για τη σαρακοστή

4152. σαραντάημερου = μνημόσυνο για τα σαράντα του πεθαμένου

4153. σαργιά, σαριά = λέρα που μαζεύεται στα μαλλιά από τα πρόβατα,
λίπος στο μαλλί των ζώων

4154. σαριασμένα μαλλιά = μαλλιά βρώμικα

4155. σαρκώνου = είμαι ικανοποιημένος, ικανοποιούμαι ψυχικά

4156. σάρκωσαν = έπιασαν τα ζώα σε μέρος και βόσκουν με όρεξη δεν


μετακινούνται πολύ, βόσκουν με ικανοποίηση, ικανοποιήθηκαν απ
την βοσκή.

4157. σαρμανίτσα = ξύλινη παιδική κούνια μπορεί να ήταν και το σαμάρι


ανάποδα

4158. σαρμανίτσα = κούνια, νεμοκούνια, κούνα, κνια, κουνί, κουνιαριά,


κουνίστρα ανιμόκονια, ανιμόκονα, κουρναρέτα, κρεμαντούλα,
κριμασταρά, μπέλα, γκαγκανέβα, κούλουρο, κούλιουρος,
κουρνιαλέτσα | σκαφίδι, μπεσίκι, μπισίκι, μπισίκ, μπεχίκι, νάκα,
σαμαρίτσα, σαμαρνίτσα, σαρμάντζα, σαρμάντσα, σούση, σκαμνίδ,
τρόκνια, κουβέλι, κβέλι από το Λατινικό cuna

4159. σάρουμα = σκούπα, σκούπισμα,το φυτό (ανθυλλίς η ερμάνειος) απ το


οποίο φτιάχνουμε σκούπες

4160. σαρώνω = σκουπίζω

4161. σαφράνι = κρόκος, (μτφ.) άνθρωπος με ωχρό πρόσωπο.

4162. σβάν(ι) = κανάτα

4163. σβάου, σβήου = σβήνω

4164. σβαρνάου = σέρνω

277
4165. σβαρνάου κουπέλα = (μτφ.) κλέβω, απαγάγω

4166. σβέρκια = σβέρκος.

4167. σβηντζούρι = περνάει αστραπιαία από μπροστά σου

4168. σβόιρας = αυτός που στροφάρει το μυαλό του, πανέξυπνος,


πολυμήχανος

4169. σβώλος, βωλιός = κομμάτι σφαιρικό (χωματος, τυριού, ψωμιού, κ.α.).


Ομηρικό «βώλος» (βλέπε «σβώλιου» και Οδύσσεια σ 374)

4170. σγαρλάου, σγαρλεύου = ανακατώνω, ψάχνω.

4171. σγουλώνου = στριμώχνω, πλησιάζω πολύ κάποιον, σφηνώνομαι.

4172. σγώνς = σιμώνεις

4173. σέα, σέια, σαία = πράγματα του σπιτιού, οικοσκευή και ρούχα

4174. σέβαση = σεβασμός.

4175. σειόμι = κουνιέμαι, κινούμαι.

4176. σειρά = γενιά, σόι

4177. σειρήτια γερά και ίσια, ξύλα που χρησιμοποιούνταν στα αδίπλα
καλύβια

4178. σέλα = σέλλα,κάθισμα για τον αναβάτη στη ράχη του αλόγου, από το
Ιταλικό sedeo, πιθανόν η λατινική sella

4179. σια δίπλα = στο πλάι (τό΄κοψε στα δίπλα= ξάπλωσε)

4180. σιαδώθε, σαδώθε = προς τα εδώ

4181. σιάζομαι = φτιάχνομαι

4182. σιάζου = τακτοποιώ, διευθετώ. -ουμι πλένομαι, περιποιούμαι.

278
4183. σιαΐνι = το σαΐνι είναι είδος μη γνήσιου γερακιού (γένος Accipiter),
που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική του ονομασία
είναι Accipiter brevipes και δεν περιλαμβάνει υποείδη Η επιδεξιότητα
και η ευστροφία του στο κυνήγι, έχει αποδοθεί με την ομώνυμη λέξη
«σαΐνι», για τον δραστήριο και έξυπνο άνθρωπο που διακρίνεται για
την ευστροφία ή την ικανότητα του να επωφελείται από τις
περιστάσεις. Γνήσια Γεράκια(Falconidae) Βραχοκιρκίνεζο (Falco
tinnunculus), Δεντρογέρακο (F. subbuteo) Κιρκινέζι (F. naumanni),
Μαυροκιρκίνεζο (F. vespertinus), Μαυροπετρίτης (F. eleonorae),
Νανογέρακο (F. columbarius), Πετρίτης (F. peregrinus),
Στεπογέρακο (F. cherrug), Χρυσογέρακο (F. biarmicus). Μη Γνήσια
Γεράκια (Accipitridae) : Διπλοσάινο (Accipiter gentilis), Ξεφτέρι (A.
nisus), Σαΐνι (A. brevipes).

4184. σιακάτ, σακάτ = προς τα κάτω

4185. σιακείθε, σακείθε, σιακείθι = προς τα εκεί, ίσια εκεί

4186. σιαλβάρι, του πελεκημένο ξυλάκι με δυο εγκοπές στις άκρες του για να
το δένουμε, και το βάνουμε στο στόμα του κατσικιού για να μην
μπορεί να βυζαίνει, είδος χαλινού [26, 68].

4187. σιαμπρουστά = λίγο πιο μπροστά, το καραβάνι γερόντων παιδιών που


κίναγε πρωτύτερα

4188. σιάξ = περιποιήσου, φτιάξου

4189. σιαπάν- σιακατ- σιακεί = δήλωση κατεύθυνσης

4190. σιαπάν, σαπάν = προς τα πάνω

4191. σιαπέρα = προς τα πέρα, αυτός που δεν κάνει για τίποτα (είναι για
σιαπέρα}

4192. σιαπέρας = ο άσχετος

4193. σιάπη = αφθώδης πυρετός.

279
4194. σιαπίσου, σαπίσου = προς τα πίσω

4195. σιαπού = προς τα πού

4196. σιαράφς = κοσμηματοπώλης

4197. σίβους, -α, -ου = αυτός που το χρώμα του είναι μεταξύ γκρι και μπεζ.

4198. σιγαλά = αθόρυβα, χαμηλόφωνα, αργά, απαλά

4199. σιγαλός, -ή, -ό = σιγανός, αθόρυβος

4200. σιγκούνα και σιγκούνι = είδος χοντρού μάλλινου πανωφοριού

4201. σιγουρεύου = ασφαλίζω κάτι

4202. σιδιρώνου = αρματώνου, ξυλοκοπώ.

4203. σικλέτι = στενοχώρια.

4204. σικλιτίζουμι = είμαι λυπημένος, στενοχωρημένος [27, 426].

4205. σιλιασμός = επιληψία.

4206. σιλώνου = βάζω τη σέλα στο άλογο.

4207. σιμίτι = άσπρο ψωμί, κουλούρι

4208. σιμώνω, σμώνω = πλησιάζω

4209. σινί, σνί = ταψί

4210. σιόπ’ς = αυτός που κάνει του κεφαλιού του.

4211. σιουγκάρα, η, βλ. δυγόνα.

4212. σιουγκράου, σιούγκραω, σιουγκρίζου = αγγίζω κάποιον με νόημα, τον


ειδοποιώ αγγίζοντάς τον σκουντάω σπρόχνω κάποιον σε μια πράξη,
ξεσηκώνω

4213. σιουράου, σιουράω = σφυρίζω, μτφ.) υπολογίζω

280
4214. σιουρβέτι = άσπρο σαρίκι

4215. σιουρίστρα = σφυρίχτρα.

4216. σιουρτό = σφύριγμα

4217. σιούτα = αυτά που δεν έχουν κέρατα

4218. σιργιάνι, σιριάνι, = περίπατος

4219. σιριανάου = κάνω περίπατο, γυρίζω στους δρόμους

4220. σιρκό = αρσενικό

4221. σιρκός = αρσενικός

4222. σιρκουθήλ’κους, -η, -ου = ερμαφρόδιτος.

4223. σιρμαϊα = απόθεμα

4224. Σιρμπιάνοι = Σαρακατσάνοι της Σερβίας Περί το 1965 ήρθαν στην


Ελλάδα και οι περισσότεροι από αυτούς μένουν σήμερα στο Κορδελιό
της Θεσσαλονίκης.

4225. σιρσέγκι = άνθρωπος που δεν ησυχάζει καθόλου, εργατικός, είδος


αγριομέλισσας

4226. σιτζίμ = λεπτό σχοινί, γερός σπάγκος

4227. σκ’λεύουντιι (για σκυλιά) = ζευγαρώνουν.

4228. σκ’λίσιους, -α, -ου = αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σκύλο

4229. σκ’λοψώμα = ψωμί για τα σκυλιά που το φκιάχνουμε με πίτουρα.

4230. σκ’νί = σχοινί, το νήμα της ζωής (μτφ

4231. σκ’τιά = ρούχα.

4232. σκ’τίσια = μάλλινα.

281
4233. σκάλα = εργαλείο με το οποίο μαζεύουμε μασούρια, σιδερόσκαλα στη
σέλα, αναβολέας, γενιά

4234. σκαλάκι, τσκάλι = ποτήρι.

4235. σκάλουμα = εμπόδιο, πρόβλημα, σκάλωσα

4236. σκαλώνου = αναρριχώμαι ανεβαίνοντας ψηλά, σταματάω μπροστά σε


ένα εμπόδιο

4237. σκάμνα = μούρα

4238. σκαμνάκια = παιδικό παιχνίδι.

4239. σκαμνιά = μουριά. Η μουριά (Morus alba και M. nigra, Moraceae)


είναι φυλλοβόλο πλατύφυλλο δέντρο με πολύ διακοσμητικό φύλλωμα
και φημίζεται για τη σκιά του. Στο γένος Morus ταξινομούνται 12 είδη
Τα πιο γνωστά είδη είναι η λευκή (Morus alba) και η μαύρη μουριά
(M. nigra), ενώ υπάρχουν και άλλα είδη όπως η ερυθρή (M. rubra) και
η κελτιδόφυλλη μουριά (Μ. celtidifolia).

4240. σκανζλήθρα = η εκτινασσόμενες σε μικρά κομματάκια φλούδες


δένδρου πο καίγεται

4241. σκάνια = στενοχώρια, στενοχώρια και αγανάχτηση μαζί.

4242. σκανιάζου = στενοχωριέμαι, στενοχωρώ, σκάω

4243. σκάνιασμα = στενοχώρια

4244. σκαντζλήθρα = φλούδα, μικρό κομμάτι ξύλου που καίγεται και


τινάζεται

4245. σκαπετάου = περνάω στην άλλη πλευρά του βουνού, γέρνω στη ράχη
απ την άλλη μεριά, χάνομαι πίσω απ την κορυφή

4246. σκάπιτα = μέρη που βρίσκονται πίσω από την κορυφή ενός υψώματος
και δεν φαίνονται.

282
4247. σκαπιτάου = περνώ απ την άλλη πλευρά του βουνού, περίπου με
ίδια ένοια και το βάϊζω = γέρνω, αλλάζω πλευρά

4248. σκαρίζου = βγάζω το κοπάδι τη νύχτα για βοσκή ή το βγάζω από το


στάλο για να βοσκήσει ή το βγάζω για βοσκή

4249. σκαρνουτή = ποδιά με παραστάσεις λουλουδιών, φυτών, δένδρων που


τη φοράνε οι γυναίκες στις ανοιξιάτικες μετακινήσεις.

4250. σκάρος = ξυπνάω για βοσκή μετά από ύπνο. Από την ομηρική λέξη
«σηκάζω», μανδρώνω. Ιλιάς Θ, 131

4251. σκάρφη γίν’κι = έγινε πολύ αρμυρό

4252. σκάρφη, (μέλας ελέβορος β,λ στο δεύτερο μέρος) = φυτό που έχει
θεραπευτικές ιδιότητες

4253. σκάσιμου = (μτφ.) μεγάλη στενοχώρια

4254. σκάφ, σκαφίδα, σκαφίδι = η σκάφη, λεκάνη μεγάλη για πλύσιμο,


μπάνιο, ζύμωμα (ξύλινη)

4255. σκηνίτις = αυτοί που ζουν μέσα σε σκηνές και κυρίως οι νομάδες,
έλεγαν ότι ήταν μια ζωή οι Σαρακατσάνοι

4256. σκιάζομι = φοβάμαι

4257. σκιαζούρ’ς = φοβητσιάρης.

4258. σκιάσματα = αγερικά, δαιμονικά, κακά πνεύματα.

4259. σκιάχκα = τρόμαξα

4260. σκιάχτρου = ομοίωμα ανθρώπου για να τρομάζουν άγρια ζώα και


πουλιά (μτφ.) πολύ άσχημος άνθρωπος.

4261. σκιδιάζου = σχεδιάζω, σκέφτομαι

4262. σκίζα = κομμάτι από ξύλο που σχίζεται από τον κορμό ενός δέντρου ή
ενός χοντρού κλαδιού, πελεκούδι.

283
4263. σκιζάφτ’κου = σημάδι στα πρόβατα

4264. σκίνους = Σχίνος (Πιστακία η λεντίσκος – Pistacia lentiscus) Ο


Σχίνος όπως και οι συκιές είναι θηλυκός και αρσενικός. Στις μασχάλες
των φύλλων εμφανίζονται οι βότρεις των ανθέων. Τα κιτρινωπά ή
κόκκινα μικρά άνθη διατάσσονται σε πυκνούς σύνθετους βότρεις, οι
οποίοι εκφύονται από τις μασχάλες των φύλλων και τη γύρη τους την
τρυγούν οι μέλισσες. Οι καρποί (δρύπες) είναι μικροί και σφαιρικοί,
στην αρχή είναι πράσινοι, ύστερα γίνονται κόκκινοι και τέλος, όταν
πια ωριμάσουν, γίνονται μαύροι κατά το Σεπτέμβριο με Οκτώβριο.
Τα φύλλα του είναι άριστη τροφή για τα οικόσιτα. Οι βοσκοί με το
ξύλο του κατασκευάζουν ακόμα και σήμερα γκλίτσες , ρόκες, ή άλλα
εργαλεία. Από τις ευλύγιστες σχινόβεργες φτιάχνονταν μπαστούνια ή
ραβδιά, ζέβλες (στρογγυλός ξύλινος λαιμοδέτης για ζώα) και ξύλινα
σκεύη όπου τοποθετούσαν τρόφιμα, ενώ οι ψαράδες το
χρησιμοποιούν για να φτιάξουν πασσάλους για τη στερέωση των
κουπιών της βάρκας, σκαρμούς της βάρκας ή στεφάνι για την απόχη
τους. Ο οχινόκαρπος χάρη στην υπόγλυκη γεύση του και την
ευχάριστη μυρωδιά του τρώγεται ωμός. Από τον ώριμο σχινόκαρπο
έβγαζαν λάδι, το σχινόλαδο, που αποτελούσε ανακουφιστικό φάρμακο
για τον πόνο του αυτιού

4265. σκιπή = σκέπη Ομηρική λέξη «σκέπα» ή «σκεπία» (προφύλαξη από τον
άνεμο). Οδύσσεια ε, 433

4266. σκιρός = σοβαρός, αξιόλογος

4267. σκλαρίκι = σκουλαρίκι

4268. σκλεύουντι = όταν ζευγαρώνουν τα σκυλιά

4269. σκλήθρο = μικρό δένδρο από του οποίου τα φύλλα έκαναν μαύρη
βαφή μαλλιών

4270. σκλήθρου = υγρόφιλο δένδρο με ύψος 20-30 m, με τις κοινές


ονομασίες σκλήθρο και κλήθρα η κολλώδης, τη φλούδα του οποίου
χρησιμοποιούμε για να βάφουμε υφάσματα

284
4271. σκλήκι = σκουλήκι

4272. σκλί = σκυλί. Οι Σαρακατσάνοι μέχρι την αστικοποίηση τους και την
εγκατάλειψη του ποιμενικού νομαδισμού, κατόρθωσαν να
διατηρήσουν την καθαρότητα της ράτσας τους λόγο ενδογαμίας και
της κλειστής κοινωνίας τους . Το ίδιο ακριβώς συνέβη και με όλα τα
ζώα που αφορούσαν την ζωή τους. Το άλογο, το σκυλί, το πρόβατο
των Σαρακατσάνων αποτελούσε μέχρι πρόσφατα ξεχωριστή φυλή η
οποία εξ αιτίας του απομονωτισμού τους ( ειδικά των
Σαρακατσάνων της Βουλγαρίας) διατηρήθηκε μέχρι πρόσφατα.

4273. σκλόψωμο = φουρνισμένο ψωμί από πίτουρα για τα σκυλιά

4274. σκόρτσα = πλεξίματα με βέργες ή άλλα κλαριά, μαντράκι

4275. σκόρτσα = χαμόκλαδο, πόα σαν είδος κέδρου με φύλα σαν βελόνες
που καίγεται με χαρακτηριστικό ήχο

4276. σκούζου = φωνάζω δυνατά

4277. σκουλαμέντρα = βλεννόρροια

4278. σκουλάου = σχολάω, τελειώνω.

4279. σκουλάτα = είδος από υφαντά.

4280. σκουνταφτου = σκοντάφτω

4281. σκουντιρίτσα ,σκοτουρίτσα = κοστερίτσα, κουστερίζα, κουτερίτσα,


κοτερίτσα, κουτιρίτσα, κουτουρίτσα, κοτσερίτσα, κοσταρίτσα Lacerta
communis, κοσταρίνα, κοσταζίνα, γουστερίτσα, γουστερίτζα,
γοστερίτσα, γκουστερίτσα, γκουστιαρίτσα, γκουστιρίτσα, γκουστιρίκα,
γκοστερίτσα, γκοστιρίτσα, γκουσταρίτσα, γκουστουρίτσα,
γκουσναρίτσα, αγκουστιρίτσα, σκουτερίτσα, σκουτιρίτσα, σκοτερίτσα,
σκουτουρίτσα, βουστερίτσα, βοστερίτσα, γουσταρέλα, γκουσταρέλα,
σκουταρέλα, σκουνταρέλα, σκουταλέρα, σκουρδαντέλα,
σκουρνταντέλα, σκουντουρλίκα, σκουτερέλα, σκονταρέλα,
σκουτουρέλα, γουστερέλι, σκουτερέλ, γουστερίνα, γουστερινίτσα,

285
γκουσταναρίτσα, γοστερόπλο, γουστερούδα, σκουτιρούδα,
γουστερούλα, γουστερίτσι, αγουστερίτσι, βοστερίτσι

4282. σκούξιμο = φωνές δυνατές

4283. σκουρπουφτέρη = φτέρη με θεραπευτικές ιδιότητες.

4284. σκουρπσαμαν σαν τ΄ς πέρδικας τα π’λιά = πηγαίνω προς όλες τις
κατευθύνσεις, διασκορπίζομαι, χάνομαι.

4285. σκούσματα = δυνατές κραυγές πόνου.

4286. σκουτάδιασι = έγινε σκοτάδι.

4287. σκουτειδιάζει = γίνεται πυκνό

4288. σκουτίδα = βαθύ σκοτάδι. = σκοτάδι. Ομηρική λέξη «σωτάδιον»


(σκότος). Οδύσσεια τα, 389

4289. σκουτούρα = ζαλάδα, (μτφ.) πρόβλημα, έννοια.

4290. σκουτουρέλλα = σαύρα.

4291. σκουτουριάζουμι, ντραλίζομαι = ζαλίζομαι

4292. σκουτουρίτσα, σκουταρέλα = σαύρα.

4293. σκούφια, κατσιούλα = κουκούλα στην κάπα και στην καλύβα

4294. σκόφλα = φύλλα συκιάς

4295. σκρουμπιάζου = καρβουνιάζω, γίνομαι σκρούμπος.

4296. σκρούμπος = κάηκε εντελώς , καρβουνιάστηκε

4297. σκρουπάου = σκορπίζω.

4298. σκτιά = ρούχα

4299. σκύβαλα = υποπροϊόν μετά το κοσκίνισμα του σιταριού

4300. σκύλα = κακιά κα μοχθηρή γυναίκα

286
4301. σμά = κοντά

4302. σμαδεμένο = το σημαδεμένο

4303. σμαδεύω = σημαδεύω με κάποιο χαρακτηριστικό για να αναγνωρίζετε


το ζώο ότι μου ανήκει

4304. σμαζώνου = φέρνω κοντά μου, συμμαζεύω , τακτοποιώ,


συγκεντρώνω

4305. σμέρτου = καρπός της μυρτιάς Ο Διοσκουρίδης κατέταξε τις μυρτιές σε


αυτές με μπλε και σε αυτές με λευκούς καρπούς, οι οποίοι έχουν
φαρμακευτικές ιδιότητες. Τους έδινε ως αντίδοτο για τσιμπήματα
σκορπιών και αραχνών και για να θεραπεύσει ασθένειες της κύστης
και την διάρροια, σε μορφή βρασμένου χυμού. Η συνταγή αυτή
χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα στη παραδοσιακή ιατρική.

4306. σμίξη = αντάμωμα, αντάμωση, συμβολή των ποταμών.

4307. σμίχτις, σμιχτάδις, σμίχτες = συνέταιροι στο ίδιο τσελιγκάτο οι, βλ.

4308. σμυρτιά = το φυτό μυρτιά.

4309. σμώνου, σγώνω = πλησιάζω, ζυγώνω.

4310. σνάφ(ι) = η κοινή ράτσα μας, η κοινή καταγωγή των Σαρακατσάνων

4311. σνόρα = πονηρή γυναίκα.

4312. σόι = συγγενείς, συγγένεια

4313. σουγκάρι = βυζανιάρικο αρνί, μικρότερο παιδί μιας οικογένειας

4314. σούδα = κατεβασμένο ρέμα που φέρνει μαζί του ξύλα και πέτρες, τα
ζώα που κινούνται με ορμή προς μία κατεύθυνση

4315. σουδιάζου = οδηγώ τα ζώα στη βοσκή σε μια στενή λωρίδα μαζεμένα
και με γρήγορη κίνηση

4316. σουϊεύου = είμαι συγγενής με κάποιον, δίνω γνωριμία στο σόι μου

287
4317. σουκάκια = τα δρομάκια, τα στενά

4318. σουκακιάρα = αυτή που είναι συνέχεια στα σοκάκια, γυρίζει

4319. σουκόρφι, σουρκόφι, = μάλλινη αντρική μπλούζα

4320. σουμπόλια = σκωπτικά τραγούδια που στηρίζονται σε πραγματικά


γεγονότα , αυτά που μπολιάζονται (ενώνονται) σουμπολιασμένα

4321. σουμπουλιάζου = ενώνω κάτι για να φαίνεται τελειομένο,


συμπληρώνω κάτι μισοτελειωμένο, το ολοκληρώνω, κουτσομπολεύω

4322. σούμπρα = το μέσα από το φλοιό των καρπών με κέλυφος, κουκούτσι.

4323. σουπάνι = εσωτερικό πανί, φόδρα.

4324. σουργούνι = 1. ρεζίλι. 2. εκτόπιση [17, 337].

4325. σούρλα, κατσιούλα = κουκούλα

4326. σουρός, σωρός = γκουμούλι, γκουμούλα, σωρός, αρμακάς,


βουναρκά, βουναρούιν, γουλερό, στοίβα, στάβα, γιγίν, κβάρα, κόπα,
κούκους, ντάνα, κοβνός, κουβνός, γκούβνος, από το λατινικό
cumulus

4327. σουρτάρα = όπως κινούνται τα πρόβατα το ένα πίσω από το άλλο και
τρέχοντας κατεβαίνουν από πλαγιά ή πηγαίνουν προς μια
κατεύθυνση, μονοπάτι που σχημάτισε το κοπάδι κατεβαίνοντας
σουρτάρα

4328. σουρταριάρα = προβατίνα που μπορεί να οδηγήσει το κοπάδι

4329. σουσούρα = φυτό με το οποίο φκιάνουμε σκούπες.

4330. σουφαρής = τούρκος ιππέας

4331. σουφέρ’ς, ου = οδηγός

4332. σουφλάου, σουφλάω = τσιμπάω με σουβλί, μπήγω, έχω οξείς πόνους,


πονάω σαν να με τρύπησαν με το σουβλί

288
4333. σουφλί = σουβλί.

4334. σουφλιά = οξύς πόνος, ραδιουργία, σκευωρία.

4335. σουφλιρός, -ή, -ό = μυτερός, οξύς.

4336. σουφουριάζου = κάνω έρωτα.

4337. σούφρα = πρωκτός

4338. σουφράς = τάβλα.

4339. σούφρος = αυτός που δεν μπορεί να συγκρατηθεί και ορμάει στο φαΐ,
λαίμαργος, κώλος

4340. σπαθάτους, -η, -ου = λυγερόκορμος.

4341. σπαθέλα (υπερικό το διάτρητο) = το φυτό το σπαθόχορτο, χόρτο που


τα φύλλα του έχουν σχήμα σπαθιού. Το χρησιμοποιούμε για να
επουλώνουμε τις πληγές

4342. σπανά = γυμνά βουνά, βουνά χωρίς δέντρα.

4343. σπανίσιους, -α, -ου = αυτός που ζει στα σπανά, (βλ. λ.).

4344. σπαράγγι = καρπός από τη σπαραγγιά.

4345. σπαραγγιά = φυτό πόα που τρώμε τον καρπό του και το
χρησιμοποιούμε σαν φυλαχτό στα κονάκια [26, 167].

4346. σπάργανα = τα πανιά που τύλιγαν το βρέφος, ψιλή καθάρια


χριστουγεννιάτικη κουλούρα

4347. σπέρδιλος = ευκίνητος, γρήγορος

4348. σπερδούκλι, σπιρδούκλι, (ασφόδελος) = φυτά είδος κρίνου με λεπτά


μακριά φύλλα και βγάζουν ένα μακρύ στέλεχος περίπου 80 εκατοστά
όπου στην κορφή βρίσκονται τα άνθη του

4349. σπιρδουκουκάλι = άνθος από το σπιρδούκλι.

289
4350. σπιτσιέρ’ς = φαρμακοποιός.

4351. σπληνάντιρου, του έδεσμα που παρασκευάζεται με το γέμισμα του


χοντρού εντέρου του ζώου από κομμάτια σπλήνας [12α, 146].

4352. στ’λιάρι = στειλιάρι, ξύλινη λαβή στα γεωργικά εργαλεία

4353. στ’μόνι = στημόνι, νήμα του αργαλειού.

4354. στάλια,. στάλος = χώρος που κοιμούνται τα ζώα να γλυτώσουν την


κάψα του μεσημεριού , τόπος με σκιά για το κοπάδι. Παράγεται
πιθανόν από τη λέξη «στάλιξ-ικος» = πάσσαλος στο οποίο
προσδένονται δίκτυα.

4355. σταλίζουν τα πρότα = κάθονται το μεσημέρι στον ίσκιο και


αναπαύονται

4356. σταμούτα = άφωνα, κρυφά, χωρίς θόρυβο

4357. στάνη = οι εγκαταστάσεις όλες του σαρακατσάνικου τσελιγκάτου για


ανθρώπους και ζώα

4358. στανιό (με) = με το ζόρι

4359. στανιό = με το έτσι θέλω

4360. στατέρι = το καντάρι

4361. στατέρι, του είδος ζυγαριάς.

4362. στατιράδις, οι τεχνίτες που φκιάχνουν τα χυτά κυπριά [26, 120].

4363. σταυραδέρφια = δυο συνήθως ή και περισσότερα άτομα που


θεωρούνται μεταξύ τους αδέλφια μετά από αδελφοποίηση.

4364. σταυράδιφους, -ιρφή = αδελφοποιτός, αδελφοποιτή.

4365. σταυραϊτός = αετός ο νάνο, γενναίος, δυνατός

290
4366. Σταυρός = ένα σύμβολο που παρατηρείται σε πολλές φάσεις της
ζωής των Σαρακατσάνων και είναι ένα από τα πλέον εμφανιζόμενα
σύμβολα και είδος δεσίματος , διασταύρωση στα λούρια.

4367. σταυρουβιλουνιά = τρόπος που κεντάμε (η βελονιά πηγαίνει χιαστή).

4368. σταυρουγειτουνιά = γειτονιά με πολλά σταυραδέρφια

4369. σταύρουμα = δέσιμο σε σχήμα σταυρού των ξύλων του σκελετού


όλων των κατασκευών

4370. σταυρουμάνα = μάνα του σταυράδερφου ή της σταυραδερφής


σταυρουπατέρας = πατέρας του σταυράδερφου ή της σταυραδερφής
σταυρουπουδιάζουμι κάθομαι σταυροπόδι.

4371. σταύρουση, η η βασική εργασία για το άνοιγμα του διασιδιού (το


στόμα από όπου περνάει η σαΐτα) στη φάση που το ιδιάζουμε.

4372. σταυρουτό = σχέδιο στο κέντημα και στην ύφανση

4373. σταυρουτός = χορός στον οποίο οι χορευτές ενώνουν τα χέρια τους και
σχηματίζουν το σχήμα του σταυρού. Σταυροφορούντες οι
Σαρακατσάνοι των οποίων οι γυναίκες κάνουν τατουάζ στο μέτωπο
και στα χέρια. Είναι δε τέτοιο το καμάρι που όταν θέλουν να δείξουν
σε κάποιον ότι τον εκτιμούν αφάνταστα χρησιμοποιούν τη φράση: “Σ΄
έχω σταυρό στ’ μπάλα (μέτωπο)”. Σταυρός η κατσούλα στην κορυφή
της καλύβας, σταυρός στα κεντημένα ρούχα, σταυρός ο χορός τους
(σταυρωτός).

4374. σταυρώνου = συναντώ, ενόνω -ουμι διασταυρώνομα

4375. σταυρώνου γκβέντις = (μτφ.) κουβεντιάζω, συνομιλώ.

4376. σταχταράκους, σταχτιάρ’ς, -α, -κου = αυτός που δε σαλεύει από τη


γωνιά της φωτιάς, τεμπελάκος

4377. σταχτόκλουρα = ζυμαρόπιτα ψημένη στην στάχτη της βάτρας

291
4378. σταχτουλόους, ου χώρος στον οποίο συγκεντρώνουμε τη στάχτη ή
δοχείο στο οποίο τη συγκεντρώνουμε [26, 279].

4379. σταχτουπύρι = χόβολη που τη χρησιμοποιούμε ως θεραπευτικό μέσον


στα κρυολογήματα, ως θερμοφόρα

4380. σταχτώνου = ρίχνω σε κάτι στάχτη

4381. στέγνα = ξηρασία, ξέρα

4382. στένουση = δυσφορία στο στήθος, άσθμα.

4383. στέρφα = τα πρόβατα η γίδια που δεν έχουν γάλα (δεν γενούν )
στέρφος, άγονος (από την ομηρική λέξη «στείρη» από την οποία
παράγεται η λέξη «στέριφος»)

4384. στέρφη = προβατίνα ή γίδα που δε γεννάει, που δεν παράγει γάλα.
στέρφος, άγονος (από την ομηρική λέξη «στείρη» από την οποία
παράγεται η λέξη «στέριφος»)

4385. στήνου καλύβι = φτιάχνω καλύβι

4386. στινάζου = αναστενάζω, γογγύζω.

4387. στινεύουμι = στενοχωριέμαι, έχω οικονομικές δυσχέρειες

4388. στιρέβουμι = στερούμαι

4389. στιρνός, στερνός = τελευταίος.

4390. στιρφάρ’ς = τσομπάνος που βόσκει τα στέρφα

4391. στιρφεύου (μτφ.) = δεν μπορώ να τεκνοποιήσω

4392. στιρφεύουν τα πρότα = τα γαλάρια πρόβατα χάνουν τελείως το γάλα


τους.

4393. στιρφόκυπρους, ου κυπρί που βάζουμε σε στέρφη γίδα.

292
4394. στιφάνι = στρόγγυλο πελεκημένο ξύλο από το οποίο κρέμεται το
κουδούνι από τα πρόβατα ή το κυπρί από τα γίδια , ξύλινο πλαίσιο
που στηρίζει την πόρτα από το κονάκι, κεφαλάρι της, ξύλινος κύκλος
στην κατσιούλα του κονακιού, απόκρημνο και δύσβατο μέρος.

4395. στιφάνια = στεφάνια, ξύλινα στεφάνια από τα οποία κρέμονταν στο


λαιμό τα κύπρια του προβάτου ή του γιδιού. Παράγεται από την
ομηρική λέξη «στεφάνη»

4396. στοιχειό = αόρατο, υπερφυσικό και συνήθως κακοποιό ον

4397. στοίχειουσαν τα πρότα (μτφ.) = από την καλή βοσκή πάχυναν κι είναι
και πολύ γερά.

4398. στουμάχι = στομάχι. Ομηρική λέξη «στομάχοιο». Ιλιάς Γ, 292

4399. στουμπάω = συνθλίβω με θόρυβο, βαράω να σπάσω. πίνω ή τρώω


λαίμαργα, κοπανάω

4400. στούμπους = ξύλινο, σιδερένιο ή πέτρινο εργαλείο (λιθάρι) με το


οποίο συνθλίβονται άλλα αντικείμενα , εργαλείο με το οποίο
συνθλίβονται άλλα αντικείμενα, κοντός. Από τη λέξη «δούπος», που
έγινε «γδούπος», στη συνέχεια «σδούπος» και, τελικά, «στούμπος».

4401. στουμπουτύρι = είδος σκληρού τυριού

4402. στουμώνου τα πρότα = σταματώ, γυρίζω πίσω ή κατευθύνω εκεί που


θέλω το μπρος μέρος από το κοπάδι

4403. στουμώνω, στομώνω = σταματώ και αντιστρέφω πορεία στο κοπάδι

4404. στούρνα = μεγάλη πέτρα.

4405. στουρνάρι = σκληρή πέτρα από χαλαζία, ο αγράμματος, πυρόλιθος


που τον χτυπάμε με τον πρυόβολο και ανάβουμε την ίσκα από τις
σπίθες που βγάζειστουρνάρι. Παράγεται από το ρήμα «στόρνυμι» ή
«στορέννυμι» (μεσαιωνική λέξη «στόρνυμαι» =εξομαλύνω). Από το
ρήμα αυτό παράγεται και το «στορύνη» (=χειρουργικό εργαλείο με

293
οξεία αιχμή) και η λέξη «στορεύς –έως» (= παραγωγή πυρός με την
τριβή).

4406. στραβουγιράζου = γερνάω πρόωρα

4407. στραβουμάρις = κακοτυχίες, αναποδιές

4408. στραβώνου = αναποδιάζω, δεν λειτουργώ όπως πρέπει, δεν λειτουργώ


ορθά

4409. στραγγάνι = σκούφος.

4410. στραγγίζου τα πρότα = τα αρμέγω την περίοδο που έχουν λίγο γάλα.

4411. στραγγίζου του τυρί = του αφαιρώ το τυρόγαλο.

4412. στραποβολάει = αστράφτει

4413. στράτα = δρόμος, ταξίδι η πορεία για να πάνε απ' τα χειμαδιά στα
βουνά και το αντίθετο

4414. στράτα, φαρδόστρατα = δημοσιά, δημοσά, δεμοσιά, δεμοχιά, δρόμος,


δρομί, , στρατί, στράδα, στρατόνι, φόρος, ρούγα, ρούγος, σούσα,
τζαντές, ντουσιμές από το Βενετσιάνικο corso

4415. στρατεύουμι = κατατάσσομαι στον στρατό.

4416. στρατί = δρόμος

4417. στρατιουτ'κά = ρούχα που φοράμε στο στρατό, αυτά που έχουν σχέση
με το στρατό

4418. στρέου τα όνειρα = επαληθεύονται τα όνειρα

4419. στρέουμι, στρέου = συμφωνώ, συγκατανεύω.

4420. στριβάδι = χορτάρι για βοσκή κατάλληλο από μεγάλα κυρίως ζώα.

4421. στρίβου = ευνουχίζω τα αρσενικά ζώα, μπουρδίζω

4422. στρίβουν τα χουρτάρια = περνάει η εποχή τους, ξεραίνονται

294
4423. στριγγλιάτα = γάλα βρασμένο, αλατισμένο και με τυρομαγιά.

4424. στριφουγυρίσματα = στροβιλισμοί των κύματων στα τραγούδια

4425. στριφτόπ’τα, στριφτή = πίτα με φύλλα που ανοίγουν στο χέρι(χωρίς


πέτρα) και τοποθετούνται στο κέντρο του ταψιού και ωθούνται προς
τα άκρα.

4426. στριφτός = γυριστός, αυτός μιλάει με υπονοούμενα, αυτός που


ειρωνεύεται

4427. στρίφτου = στρίβω.

4428. στριφτουκιέρα = γίδα με κέρατα στριφτά σαν μπούκλες.

4429. στρόγγυλις γκβέντις = ορθές κουβέντες, λογικές κουβέντες, ήρεμες


χωρίς (οξείς γωνίες) αιχμές

4430. στρούγκα = κυκλικό μέρος κλεισμένο με λούρα στο οποίο αρμέγουμε


τα πρόβατα

4431. στρουγκάνι = θάμνος.

4432. στρουγκιάζου = βάζω τα πρόβατα στη στρούγκα

4433. στρουγκόλια, στρουγκουλίθια = πέτρες που κάθονται οι αρμεχτάδες

4434. στρουγκουλίθια = μεγάλα λιθάρια που τα βάνουμε στο μάτι της


στρούγκας για να κάθονται οι αρμεχτάδες

4435. στρουμπάρα = αρρώστια στα πρόβατα από το χορτάρι.

4436. στρουμπούλου = στρουμπουλή γυναίκα, παχουλή γυναίκα

4437. στρουμπουλούτς’κους, -η, -ου = παχουλούτσικος.

4438. στρουσίδια = μάλλινα υφαντά για στρώσιμο στο πάτωμα, στο κρεβάτι,
σε διακοσμητικά

4439. στύφτει = στερεύει.

295
4440. στύψη = στίψιμο, αποχύμωση

4441. στφάδι, στμόνι = νήματα του αργαλειού

4442. συβάζου = αρραβωνιάζω, -ουμι αρραβωνιάζομαι

4443. σύβαση, συβάσματα = αρραβώνες

4444. συβαστάδις = συγγενείς του γαμπρού που πάνε να αρραβωνιάσουν


συβαστικιά = αρραβωνιαστικιά.

4445. συβουμάντ’λα = μαντίλια των αρραβώνων με δαχτυλίδια και βασιλικό,


ή τα δαχτυλίδια, ρύζι, ένα λόιδο από κόκκινη τλούπα και καμιά φορά
και λίρα

4446. συγγινήδις = συγγενείς

4447. συγγινιά = συγγένεια.

4448. συγκαθάει = χοροπατάει, χοροπατάει

4449. συγκαθάου = πειράζω κάποιον, τον ξεσηκώνω, τον ενοχλώ, δεν με


χωράει πουθενά

4450. συγκαθιάρα, συγκαθόκουλη = άτακτη, ζημιάρα, ανήσυχη

4451. συγκαίρια = καραβάνια αλόγων στη στράτα

4452. συγκαιριάζω, συγκιριάζου = δένω το επόμενο άλογο στο σαμάρι του


προηγούμενου δημιουργώντας αλυσίδα

4453. σύγνιφα = σύννεφα.

4454. συγνιφιά = συννεφιά

4455. συγχουριμός = συγχώρεση, άφεση αμαρτιών

4456. σύθαμπου = θαμπάδα του απόβραδου

4457. σύλλουγα = σκέψεις, συλλογισμοί, προβλήματα, έγνοιες

296
4458. συλλουιόμι = συλλογίζομαι

4459. σύμβασμα = αρραβώνιασμα

4460. συμμαλίσιου, = είδος διασιδιού.

4461. σύμμασι = περιμάζεψε, συγκέντρωσε, ταχτοποίησε

4462. συμπάω = ανακατεύω τα κάρβουνα και μαζεύεται η στάχτη της


φωτιάς. (σίμπα τη φωτιά, σίμπα το φαϊ), (μτφ.) παροτρύνω, βοηθάω,
ενθαρρύνω

4463. συμπιθιριακό, συμπεθεριακό = οι συγγενείς του γαμπρού που πάν να


φέρουν την νύφη

4464. συμποδαύλι, ξυθάλλι = ξύλο περίπου 1 μέτρου και κάτι όπου


διασκορπίζονται, στρώνονται, ανακατεύονται τα καιγόμενα ξύλα
κυρίως στον φούρνο ή σπρώχνονται ή ξύνονται ή μετακινούνται τα
ξύλα που καίγονται γενικά

4465. συμφωνή, σύμφουνου = συμφωνία

4466. συν’θάου = συνηθίζω.

4467. συνάζου = συγκεντρώνω, -ουμι συγκεντρώνομαι

4468. συνάζω = συγκεντρώνω

4469. συναλλάζου = εναλλάσσω περισσότερα πράγματα.

4470. συναξάρι, του μάζωξη, συγκέντρωση.

4471. συνδυό δυο-δυο: ν-αυτού συνδυό δεν πιρπατούν, συντρείς δεν


κουβιντιάζουν, ν-αυτοί κάθουντι μαναχοί, κάθουντι μαραμένοι

4472. συνήθειου = συνήθεια.

4473. συνηθού = συνηθίζω, έχω συνήθεια

4474. συνιριά = συναγωνισμός, αντιπαράθεση [12β, 178].

297
4475. συνιρίζουμι = συναγωνίζομαι κάποιον, θέλω να του μοιάσω, τον εχω
σε εκτίμιση

4476. συν'φάδα= συννυφάδα

4477. συνουδειά = συντροφιά, παρέα

4478. συνουμόλ’κους = συνομήλικος

4479. συνουρίτις = αυτοί που έχουν συνορεύουν στα βοσκοτόπια

4480. συντάζου = ετοιμάζω,-ουμι ετοιμάζομαι για αναχώρηση

4481. συντζουκόβουμι = κατατσιμπάω τα μάγουλα από απόγνωση,


χτυπιέμαι, είμαι απελπισμένος, τα έχω χαμένα

4482. συντρόφι = αγαπημένος σύντροφος, γυναικείο εσώρουχο.

4483. συντρόφοι = δυο βοσκοί που βόσκουν το ίδιο κοπάδι.

4484. συντυχαίνου = συναντώ

4485. συνφάδα, συμφάδα = συννυφάδα

4486. σύρε, σύρι = πήγαινε

4487. συρματένια μέση = λεπτή μέση.

4488. συρμή = αρρώστια συνήθως ελαφριά, επιδημία

4489. σύρραχου = κορυφογραμμή.

4490. σύρτ’ς = εξάρτημα του αργαλειού με το οποίο η υφάντρα ξεσέρνει το


διασίδι.

4491. συφιρτά = συμφέροντα, καλώς καμωμένα, καμωμένα με ευνοϊκό


τρόπο.

4492. συχνουρουτού = ρωτώ συνέχεια ασταμάτητα

298
4493. σφαγάρι = το σημείο στο λαιμό του ζώου που βάζουμε το μαχαίρι για
να το σφάξουμε.

4494. σφαϊό, καρφί, σφάξμου = δυνατός ρευματικός πόνος στην πλάτη,


δυνατός πόνος

4495. σφαλίζου τα μάτια = (μτφ.) πεθαίνω.

4496. σφαχτά = γιδοπρόβατα, για σφάξιμο, σφαγιασθέντα

4497. σφαχτό = το σφαγμένο ζώο και γδαρμένο ζώο

4498. σφήνα ψουμί = φέτα από ψωμί, μεγάλη φέτα

4499. σφιντάμι = σφένδαμος, δέντρο με ανθεκτικό ξύλο σφένδαμος, το


σφενδάμι ή σφεντάμι (αρχ. ελλ., ἡ σφένδαμνος) είναι γένος δένδρων ή
ημίθαμνων με την επιστημονική ονομασία Acer. Η επιστημονική
ονομασία του σφένδαμου οφείλεται στα χαρακτηριστικά φύλλα του με
τρεις ή πέντε μυτερές απολήξεις (acer στα λατινικά σημαίνει οξύς,
αιχμηρός). Επίσης χαρακτηριστικός είναι ο καρπός του σφένδαμου,
που έχει δυο φύλλα με δύο πυρήνες στο μέσο και μοιάζει με έντομο με
δυο μεγάλα φτερά.

4500. σφιντζουράου, σφρουντζλάου = πετάω κάτι δυνατά και περιστρέφεται


κάνοντας θόρυβο στον αέρα

4501. σφιντόνα = σφενδόνα. Ομηρική λέξη «σφενδόνα». Ιλιάς Ν, 716

4502. σφίξη = ζόρι, δυσκολία

4503. σφογγιώμι = σκουπίζομαι, σφουγγίζομαι,

4504. σφουγγάω = σκουπίζω

4505. σφουντίλι = εξάρτημα της ρόκας γνεσίματος

4506. σφουντύλα = στροφή, γυροβολιά.

299
4507. σφουντύλι = ξύλινο μικρό εξάρτημα στη βάση από το αδράχτι που
διευκολύνει την περιστροφή του

4508. σφουριάζου , σουφουριάζου. = ξεπαρθενεύω ελεύθερη -ουμι, μου


περνουν την παρθενιά

4509. σφουριασμένη = ανύπαντρη γυναίκα που έγινε γνωστό πως δεν είναι
παρθένα

4510. σφούρλα = ρόδα, περιστροφή

4511. σφράϊστρου = σκαλιστή ξύλινη σφραγίδα για τα πρόσφορα Σφραγίδα


του πρόσφορου (συμβολισμοί και έννοιες).Το Πρόσφορο είναι το
ψωμί που προσφέρουμε στον Ναό, για να τελεσθεί η Θεία
Ευχαριστία. Μαζί με το κρασί, ως Τίμια Δώρα (άρτος και οίνος).
Πάνω στο Πρόσφορο υπάρχει ανάγλυφο σχέδιο, που σχηματίζεται
από σφραγίδα (σφραϊστρο). Το στρογγυλό σχέδιο του Προσφόρου
συμβολίζει την κοιλιά της Παρθένου Μαρίας, απ' όπου προήλθε
(γεννήθηκε) ο μονογενής Υιος της. Από το κέντρο του Προσφόρου
βγαίνει ο Αμνός, δηλ. το κεντρικό τετράγωνο του σχεδίου με τα
γράμματα: ΙΣ ΧΣ ΝΙ ΚΑ (Ιησούς Χριστός νικά). Τα γράμματα αυτά
πρέπει να είναι ευδιάκριτα και να φαίνονται καθαρά. Λέγεται Αμνός
(αρνάκι), γιατί ο προφήτης Ησαΐας προφήτευσε ότι ο Μεσσίας σαν
ένα άκακο αρνάκι θα οδηγηθεί στη θυσία Το σχέδιο του Προσφόρου
περιέχει επίσης τη μερίδα της Παναγίας με τα γράμματα Μ και Θ, δηλ.
Μήτηρ Θεού. Η τριγωνική μερίδα της Παναγίας τοποθετείται δεξιά
του Αμνού στο Δισκάριο Από τα εννέα τριγωνάκια, που βρίσκονται
στο δεξί μέρος του προσφόρου, εξάγονται οι μερίδες των αγγέλων και
όλων των αγίων και τοποθετούνται αριστερά του Αμνού. Οι άγιοι
που μνημονεύονται είναι οι Προφήτες, οι Απόστολοι, οι Ιεράρχες, οι
Μάρτυρες, οι Όσιοι, οι Ανάργυροι, οι Θεοπάτορες μαζί με τον άγιο
της ημέρας και τελευταίος ο Πατέρας της Εκκλησίας που συνέγραψε
την τελούμενη Θεία Λειτουργία. Από άλλα τμήματα του Προσφόρου
εξάγονται οι μερίδες υπέρ των ζώντων και των κεκοιμημένων, οι
οποίοι ανήκουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Αυτές τοποθετούνται

300
εμπρός από τον Αμνό και, όταν πριν τη Θεία Κοινωνία κατά τη
συστολή (ένωση) Σώματος και Αίματος ο Λειτουργός τις ρίχνει στο
Δισκοπότηρο

4512. σφρουντζλάου = εκσφενδονίζω

4513. σχαριάτες = καβαλάρηδες που ανήγγειλαν την επιστροφή του


συμπεθεριακού με την νύφη στο κονάκι του γαμπρού

4514. σχασιά = σιχασιά

4515. σχιζάφτκου = σημαδεμένο ζώο με σχίσιμο αυτιού

4516. σώνου = τελειώνω, φτάνω κάπου, πιάνω, -ουμι σώζομαι, αδυνατίζω:

4517. τ' τα στρώνω = μουντζώνω.

4518. τ΄απίστωμα = μπρούμυτα

4519. τ’λίχτρα = μέρος που τυλίγουμε το στημόνι γύρω από το αντί και είναι
έτοιμο για τον αργαλειό

4520. τ’λούπα = τούφα από επεξεργασμένο μαλλί που δένουμε στη ρόκα για
γνέσιμο

4521. τ’λούπα του κιφάλι = άσπρισε.

4522. τ’λούπιασμα = το γνεσμένο μαλλί γίνεται τ’λούπα

4523. τ’λούπις ρίχνει = χιονίζει και ρίχνει μεγάλες νιφάδες

4524. τ’λουπώνου = σκεπάζω, καλύπτω. 2. (μτφ.) «κουκουλώνου» τα


σφάλματα, κάνω τλούπα, –ουμι σκεπάζομαι

4525. τ’μάριμα = τακτοποίηση.

4526. τ’μόϊνη = ετοιμόγεννη.

301
4527. τ’ρόγαλου = το μέρος του γάλακτος που αποχωρίζεται με το πήξιμο
το στράγγισμα του τυριού

4528. τ’σάκι = δισάκι, δύο σάκοι μεταφοράς ενωμένοι με το ίδιο ύφασμα


ώστε να παίρνετε στην πλάτη ένας μπρός ο άλλος πίσω

4529. τ’φάνι = αιφνίδια, άγρια και δυνατή βροχή που συνοδεύεται από
άνεμο, ξαφνική καταιγίδα.

4530. τα στρώνω = μουντζώνω.

4531. τα'αμπρούμτα = μπρούμυτα

4532. τα'ανάσκλα = ανάσκελα

4533. ταβάς = ρηχή κατσαρόλα, ταψί

4534. τάβλα = υφαντό που στρώνεται καταγής για φαγητό, υφαντό


τραπεζομάντιλο, τραπέζι για φαγητό, σοφράς ].

4535. ταβλαρώθκα = έπεσα κάτω ή ξάπλωσα απότομα

4536. ταβλάς = παχνί για άλογα

4537. ταβλιάζου = τραπεζώνω, φιλοξενώ.

4538. τάγκιασι του φαΐ = αλλοιώθηκε και έχει δυσάρεστη οσμή.

4539. τάδις = ο τάδε, ένας, κάποιος.

4540. ταή = τροφή, ξηρονομή για ζώα

4541. ταηστάρι = σακούλι με τροφή για άλογα και το κρεμάμε στο λαιμό
τους

4542. ταίρι = σύζυγος ή σύζυγος, η αγαπημένη

4543. τακάτι = αντοχή, ψυχικό σθένος, κουράγιο

4544. ταλαγάνι = χειμωνιάτικος επενδύτης των βοσκών.

302
4545. τάμα = γινόταν σε κάποιον άγιο, που πολλές φορές συνέπιπτε με το
όνομα του εορτάζοντα, για να έχουν την εύνοιά του. Επίσης τάμα
γινόταν και την ημέρα κάποιου συμβάντος με ευτυχή κατάαληξη για
να ευχαριστήσουν τον άγιο η την Παναγία για την βοηθειά τους

4546. ταμαχιάρ’ς, -α, -κου = αχόρταγος, δουλεύει ακατάπαυστα .

4547. ταμπακέλα = καθρέφτης

4548. ταμπακιέρα = χαμηλό ορθογώνιο κουτί στο οποίο βάνουμε καπνό,


τσιγαροθήκη.

4549. ταμπλάς = κατακέφαλα

4550. ταμπούρι = φυλάκιο, καταφύγιο, οχύρωμα

4551. ταντέλις = δαντέλες.

4552. ταπεινουσύνη = ταπεινότητα, σεμνότητα.

4553. τ'απουτώρα = πρωτύτερα, πριν από λίγο

4554. ταράτσα = μικρός ημικυκλικός φράχτης πολύ γυρτός προς τα μέσα που
είναι πρόχειρο στέγαστρο για το βοσκό

4555. ταράφι = πολύς κόσμος, μεγάλο σόι

4556. ταργαζίκα = φθαρμένο ασκί στο οποί βάζουμε ταμπάκο, αλεύρι ή


ψωμί

4557. ταρναρίζου = έχω το μικρό παιδί στα χέρια μου και το παίζω.

4558. τάσι = μεταλλικό κύπελλο ανοιχτό προς τα πάνω

4559. τατάς = πατέρας

4560. ταυτίνα = αυτά.

4561. ταύτου, επί ταύτου = για αυτόν ακριβώς το λόγο.

4562. ταχιά = αύριο

303
4563. ταχτική = κανόνες, αρχές

4564. Ταχτικό = στρατός.

4565. τέκνου = μωρό

4566. τέλια = νυφικό στόλισμα κεφαλιούμε λεπτές συρματένιες βελόνες με τις


οποίες καρφώνω το μαντίλι στα μαλλιά

4567. τέλους πάντους = τέλος πάντων.

4568. τέμπλα = ξύλινη κατασκευή σε σχήμα Π στην οποία κρεμάμε διάφορα


πράγματα, τιντόξ’λα, ξάπλα καταγής.

4569. τέντα = ύφασμα αδιάβροχο από γιδιών μαλλί που κατασκεύαζαν την
προσωρινή σκηνή να φυλαχτούν τα σαία στην πορεία για τα χειμαδιά
η αντίστροφα

4570. τέντζερης = χάλκινη κατσαρόλα

4571. τέρα = κοίτα

4572. τέρατου = τέρας.

4573. τέσσιρου = τέσσερα.

4574. τέτοια = το αντρικό μόριο

4575. τζαμάρα = μακριά φλογέρα

4576. τζαμπούνα = σφυρίχτρα

4577. τζιάκους = κομμάτι από τη γυναικεία φορεσιά

4578. τζιανταρμάδις = Τούρκοι χωροφύλακες, τούρκικο απόσπασμα.

4579. τζιαντές = αυτοκινητόδρομος.

4580. τζιαφέτι = μάζωξη, γιορτή

4581. τζιλέπ’ς = φοροεισπράκτορας.

304
4582. τζιλέπια = φόροι.

4583. τζιόμπανς = τσομπάνος

4584. τζιουβαΐρι = (μτφ.) παλληκάρι

4585. τζιουλμπένι, του πορτοφόλι.

4586. τζιουμπαν’κά = τσομπάνικα

4587. τζιουμπαν’λίκι = το επάγγελμα του τσομπάνου

4588. τζιουμπαν’λίτκα = έξοδα για την πληρωμή των τσομπαναραίων

4589. τζιουμπάν’σσα = γυναίκα που βόσκει κοπάδι, τσομπανοπούλα

4590. τζιουμπανιά = τσομπαναραίοι κατώτερη κοινωνική τάξη

4591. τζιουμπανόκλιτσα = κλίτσα που κάθε μέρα παίρνει ο τσομπάνος κοντά


στα πρόβατα.

4592. τζιράδι = μικρή φλογέρα

4593. τζιτζβές = μπρίκι .

4594. τζιτζβές, τζιουτζιουβές = μπρίκι

4595. τζίφλια = (τα)μάτια ( Τα τζίφλιας απού μέσα = μούντζωμα),


ελαττωμένη όραση.

4596. τζουραχείλ’κα = χείλη φουσκωτά, πρησμένα.

4597. τζουρνάρα = καταρακτώδης βροχή

4598. τήρα = κοίτα

4599. τηράου = βλέπω, κοιτάζω, παρατηρώ, φροντίζω, -ώμι κοιτάζομαι


στον καθρέφτη, κοιτάζω τον εαυτό

4600. τηριέμαι: κοιτάζομαι, καθρεφτίζομαι· αυτοσυντηρούμαι, φροντίζω


μόνος τον εαυτό μου

305
4601. τηρώ = κοιτάζω, βλέπω, φροντίζω, προσέχω, υπολογίζω, στρέφομαι
προς κάτι, διαφυλάσσω

4602. τι = γιατί, επειδή

4603. τι γιένιστι = τι κάνετε, πώς είστε.

4604. Τι φτιάντς = Τι κάνεις

4605. τίγκα = στα γεμάτα, φίσκα, κάργα, υπερπλήρως

4606. τιγκάρω = γεμίζω κάτι πλήρως, τίγκα

4607. τιλεύω, τελεύω = τελειώνω, παιδεύω, υποφέρω, υπομένω,


ταλαιπωρούμαι, κουράζομαι πολύ.

4608. τιλιμός = μεγάλη ταλαιπωρία.

4609. τιλώνω = γεμίζω, πληρώ.

4610. τιμάρεμα = περιποίηση, φροντίδα· μτφ. ο ξυλοδαρμός.

4611. τιμαρεύω = περιποιούμαι, φροντίζω· κάνω κομμάτια, σκίζω, πελεκώ,


μτφ. δέρνω

4612. τιμπέλ’σσα = τεμπέλα.

4613. τιμπέλου = τεμπέλα.

4614. τιμπλάρι = οριζόντιο τεντόξυλο, καβαλάρης.

4615. τιμπλί, τέμπλα = μακρύ και χοντρό ξύλο.

4616. τινικιδάκια, ντινικδάκια = παιδικό παιχνίδι.

4617. τιντόξ’λα = ειδικά ξύλα με τα οποία στήνουμε την τέντα

4618. τιντόφουρκις = οι 2,5 μ. φούρκες που χρησιμοποιούνται στο στήσιμο


της τέντας (τσιατούρας)

4619. τιντώνουμι = κοιμάμαι, απλώνομαι

306
4620. τίποτας , τίποτις = τίποτα.

4621. τίπουτας, καν'τίπουτα = τίποτα

4622. τιριάζου = (μτφ.) συμμορφώνω, διορθώνω μια απρεπή συμπεριφορά:

4623. τιρλαίνουμι = τρελαίνομαι

4624. τιρλίκι = κοντή κάλτσα

4625. τιρλίκι, τερλίκι = πλεχτό πασουμάκι, το οποίο φοριόταν πάνω από τις
κάλτσες

4626. τιρτίπ’ς = επιδέξιος, ο καταφερτζής

4627. Τιτράδη = Τετάρτη.

4628. τιτράκλουνους = αυτός που έχει τέσσερις κλώνους.

4629. τιτράξανθα μαλλιά = μαλλιά πολύ ξανθάτιτραπέρατους, -η, -ου


πανέξυπνος.

4630. τιτραπέρατος = πανέξυπνος

4631. τιτριμήδις, οι στολίδια από χρυσάφι ή ασήμι που μπαίνουν στα


φορέματα.

4632. τιχνιβέζ’ς = αρρωστιάρης, αρρωστιάρα.

4633. τιχνιφέζ’κου = άλογο ή μουλάρι που έχει χάσει τις δυνάμεις του

4634. τλάζι = είδος από στιλπνό μεταξωτό ύφασμα.

4635. τλούπα = η ποσότητα του μαλλιού που μπαίνει στην ρόκα

4636. τλούπα = τουλούπα, τολύπη, ποσότητα μαλλιού που μπαίνει στη ρόκα

4637. τλουπάνι, τουλουπάνι = λεπτό βαμβακερό ύφασμα που χρησιμεύει για


σουρωτήρι

4638. τλουπώνω = καλύπτω με ύφασμα κάτι κάποιον, κουκουλώνω

307
4639. τλώνω = τεντώνω

4640. τομ = μόλις

4641. τομάρι = το δέρμα

4642. τόπα = τόπι, μπάλα, και παιδικό παιχνίδι

4643. τόπι = η μπάλα, μπάλα του κανονιού, βλήμα

4644. τόπια = μέρη, τοποθεσίες

4645. τοπιάτκο = το νοίκι για τον τόπο , η ντόπια καταγωγή (τοπιάτ'ς)

4646. τότις = τότε

4647. του λέν’ τα πλιά = κελαηδούν.

4648. τούμπα = μικρή συστάδα από δέντρα

4649. τουμπακιάζουντι τα πρότα = κουβαριάζονται, το κεφάλι τους το


καθένα στα σκέλια του μπροστινού του, για να αποφύγουν τον
τσουχτερό ήλιο

4650. τουμπανιάζω = γίνομαι τούμπανο, φουσκώνω, πρήζομαι

4651. τουπώνω = κλείνω ερμητικά κάτι

4652. Τουρκιά = Τουρκία, οι Τούρκοι, μέρος, τόπος που ανήκει σε


Τούρκους

4653. Τουρκιώτις = Σαρακατσιαναίοι. που πηγαίνουν στη Μ. Α.σία

4654. τουρκόϊπουλου = Τουρκάκι

4655. τουρλουκάλ’βου = ορθό κωνικό κονάκι.

4656. τουρλουτό κουνάκι = όρθιο κωνικό καλύβι.

4657. τουρλώνου = αποκαλύπτω τον πισινό μου και τον επιδεικνύω

4658. τουρτουράου = τρέμω από το κρύο

308
4659. τούφα = φούντα, θάμνος,

4660. τραβιώμι = ταλαιπωρούμαι.

4661. τραγαζίκα, ταργαζίκα =

4662. τραγάνα = έδαφος με λίγο χώμα και αδύνατο σε βλάστηση

4663. τράγιος -ια -ιο = τραγίσιο, φτιαγμένο από δέρμα ή κέρατο τράγου

4664. τραγκανίζου = κουνώ, –ουμι κουνιέμαι.

4665. τραγόκαπα = κάπα από μαλί τράγου, γιδίσιο μαλλί

4666. τραγουδστά = με τραγούδι λέω κάτι

4667. τραΐ = τράγος.

4668. τραϊάρ’ς = αυτός που βόσκει τα τραγιά και τις στέρφες γίδες

4669. τράϊομαλλου = γίδινο κουρεμένο μαλλί

4670. τράϊου = ρούχο που γίνεται από γίδινο μαλλί

4671. τράνεμα = το μεγάλωμα, η μεγέθυνση, η ανατροφή

4672. τρανεύου = μεγαλοπιάνομαι, μεγαλώνω, (μτφ.) γίνομαι σπουδαίος.

4673. τρανός, -ή, -ό, μεγάλος, (μτφ.) σπουδαίος.

4674. τραπέτσι = κάτι που είναι πολύ ξινό.

4675. τραχ’λιά = κεντητή ποδιά που πιάνεται στον τράχηλο με κόπιτσα.

4676. τραχανάς = στάρι χοντροκομμένο και βρασμένο με γάλα, με το οποίο


έκανα φαγητό η πίτα είδος παραδοσιακού ζυμαρικού, με μορφή
κόκκων μτφ. ο βλάκας, χαζός, ευήθης, στούρνος. Από τη λέξη
«τράχανον» =λίχνευμα από σιτάρι και γάλα

4677. τραχανόπτα = πίτα από τραχανά

309
4678. τραχλιά = τραχηλιά, πλατύς πρόσθετος γιακάς που φοριέται πάνω από
φόρεμα ή πουκάμισο και περιβάλει τον τράχηλο | < μσν. τραχηλία,
τραχηλέα < τράχηλ(ος) -έα.

4679. τράχωμα = χρηματικό ποσό πέραν της συνηθισμένης προίκας που


ζητούσε παλαιότερα ο γαμπρός από την οικογένεια της νύφης

4680. τρεμούρα, τρεμούλα = ακούσια σπασμωδική κίνηση του σώματος,


ρίγος, τρεμούλα. αρχ. ελλ. τρέμω: σείομαι, φοβάμαι να πράξω κάτι.

4681. τριανταφυλλιένια = όμορφη γυναίκα σαν τριαντάφυλλο ροδοκόκκινη

4682. τριανταφυλλούλα = χαϊδεμένο κορίτσι

4683. τριβαλιάζουμι = κόβομαι, τρίβομαι σε πολλά και μικρά κομμάτια

4684. τριβλός, -ή = ψευδός, βραδύγλωσσος.

4685. τριβόλι = αγκαθωτό ζιζάνιο μτφ. το ζωηρό, άτακτο παιδί

4686. τριγανός = λιανός.

4687. τρίκλουνους, -η, -ου = αυτός που αποτελείται από τρείς κλωνές
κλωστές ή τρία κλωνιά βασιλικέ μου τρίκλωνε

4688. τρίμα = πολύ λίγο

4689. τρίμματα =. ψίχουλα, θρύψαλα, (μτφ.) λίγα χρήματα.

4690. τριμμόψα = ψίχουλο

4691. τριμουλιάζου τρέμω.. τουρτουρίζω από το πολύ κρύο.

4692. τριότα = προβατίνα που γέννησε τρεις χρονιές συνέχεια και είναι
τεσσάρων χρονών. 2. παιδικό παιχνίδι

4693. τριπιδουκλιά , μπουρδουκλιά = τρικλοποδιά.

4694. τριτάρα = προβατίνα που γέννησε τρεις χρονιές

4695. τριτόημιρα = κάθε τρεις μέρες

310
4696. τριτόιννη = προβατίνα που γεννάει για δεύτερη φορά και είναι
τεσσάρων ετών.

4697. τρίψα, τριψάνα = είδος παπάρας με τριμμένο ψωμί (θρύμματα


ψωμιού μέσα στο βρασμένο γάλα ή στον τραχανά).

4698. τρόγαλο , τζάρος = τυρόγαλο (από το ελληνικό

4699. τροξ = περπατησιά άλογου (άτσαλο βάδισμα).

4700. τρόξα παθαίνου = βρίσκομαι σε κατάσταση πανικού, γιατί πιστεύω ότι


θα μου συμβεί κάτι δυσάρεστο

4701. τρουβαδένιου = ύφασμα για να φκιάνουμε τροβάδες.

4702. τρουβαδιάζου = γεμίζω τον τροβά με διάφορα πράγματα ή βάζω στον


τροβά διάφορα πράγματα.

4703. τρουβάς, ταγάρι = μικρό φορητό, πλεχτό ή υφαντό μάλλινο σακούλι,


που βάνουν

4704. τρουβούλς = υποκοριστικό του τρουβάς(μικρός)

4705. τρουΐρα, τρουΐρου = γύρω-γύρω

4706. τρούμπα, θρούμπα = ρολό μαλλιού η υφάσματος

4707. τρουπάφτ’κου = σημάδεμα των προβάτων με τρύπα στο αφτί

4708. τρουϋρίζου = τριγυρίζω, περιπλανιέμαι, γυροωέρνω

4709. τρουΰρισμός = τριγυρισμός, περιπλάνηση.

4710. τρουυΰρου = τριγύρω

4711. Τρυγητής = τρυγητής, μήνας Σεπτέμβριος, επειδή γίνεται ο τρύγος


των αμπελιών· εποχικός εργάτης που μαζεύει τα ώριμα σταφύλια από
το αμπέλι

311
4712. τρύγος = το κόψιμο και το μάζεμα των ώριμων σταφυλιών από το
αμπέλι· τρυγητός | < ελνστ. τρύγος (αρχ. ελλ. ἡ τρύγη: θέρισμα
σταριού). Βλ. & θέρος το, τρυγητής ο.

4713. Τρυητής = Σεπτέμβριος

4714. τρυπ’τήρι, καρατζοσούφλι = μεταλλικό αιχμηρό εργαλείο που


χρησιμοποιείται για να κάνουν τρύπες σε ξύλο η σκληρό δέρμα

4715. τρυπάφτκου = ζώο σημαδεμένο με τρύπα στα αφτί

4716. τρυπιάδις = Σαρακατσιαναίοι που ζούνε (έχουν τη στάνη τους) μέσα


στα λόγγα

4717. τρύπουσα = έκρυψα, κρύφτηκα

4718. τρυπώνου, τρυπώνω = κρύβομαι, κρύβω κάτι, - ουμι κρύβομαι

4719. τρών’ τα σκ’λιά = γαβγίζουν, έ΄ναι ανήσυχα

4720. τσ’γάρα, καϊάρα = τσιγάρο.

4721. τσ’κάλι = ποτήρι

4722. τσ’κάρια, τα ράχες.

4723. τσα(λα)κατιώμι = μαλώνω μιλάω δυνατά

4724. τσαγκάδα = προβατίνα η γίδα χωρίς μικρό γιατί ψόφησε αλλα δίνει
γάλα

4725. τσαγκαδάρ’ς = αυτός που βόσκει τα τσαγκάδια

4726. τσαγκάδια = το κοπάδι που αποτελείτε απο τσαγκάδες

4727. τσαγκαρδέλα, η κομμένο τυρόγαλο μέσα στο οποίο ρίχνουμε γάλα και
το βάζουμε σε ασκί.

4728. τσαιρ(ι) = λιβάδι, ακαλλιέργητο χωράφι, οικόπεδο παρατημένο

4729. τσαϊρό = τσαγερό

312
4730. τσαϊρό = τσαγερό, τουρκ. çay < ρωσ. tšay (από τα κινέζικα).

4731. τσακ’στός τόπους = πλαγιά με απότομη κλίση.

4732. τσακάλι = σαρκοβόρο τετράποδο που συγγενεύει με το λύκο και που


τρέφεται κυρίως με πτώματα

4733. τσακίζει η μέρα = γυρνάει (σπάει) η μέρα πηγαίνουμε προς το


απόγευμα

4734. τσακίζιτι = σπάει

4735. τσακίζω = σπάζω

4736. τσακίς = βιάσου, έλα η φύγε γρήγορα

4737. τσακίσκα = χτύπησα

4738. τσακίσκει = έπεσε και χτύπησε άσχημα, ή ήρθε πολύ γρήγορα

4739. τσακμάκι = αναπτήρας

4740. τσάκνα = άχυρα. τσακμάκι = είδος αναπτήρα (οινοπνεύματος ή


πετρελαίου) με φιτίλι και τσακμακόπετρα, αναπτήρας· μτφ. ο
εύστροφος, έξυπνος και δραστήριος άνθρωπος

4741. τσάκνα = προσανάμματα

4742. τσακνιάρης = αδύνατος άνθρωπος, σαν τσάκνο

4743. τσάκνο = ξυλαράκι, λεπτό, ξερό κλαδί δέντρου· μτφ. πολύ λεπτός,
αδύνατος άνθρωπος

4744. τσαλαφούτ(ι) = πηχτή υπόξινη μάζα από πρόβιο γάλα βρασμένο και
αλατισμένο.

4745. τσαλεύου λερώνω, βρομίζω.

4746. τσαλί = το παλιούρι, αγκαθωτός θάμνος ξύλο.

4747. τσαλιά, παλιούρια = χαμόκλαδα αγκαθωτά.

313
4748. τσαμπάς = μαλλιά ανθρώπου

4749. τσάμπουρα = μικρά σταφύλια που απομένουν στα κλήματα μετά τον
τρύγο.

4750. τσαμπούρι, τσάμπουρο = το άγουρο σταφύλι, το κοτσάνι του


σταφυλιού όταν φαγωθούν οι ρώγες του.

4751. τσάντζαλα = παλιόρουχα, κουρέλια.

4752. τσαντίλα = α ραιό πανί με το οποίο στραγγίζουμε το γάλα και το τυρί

4753. τσαντίλα = τυρόπανο

4754. τσάντσαλα = πράγματα με μικρή αξία, μικροπράγματα

4755. τσαούλι = σαγόνι, πηγούνι

4756. τσαούλια = σαγόνια

4757. τσαπίζω = δουλεύω με την τσάπα, σκάβω, σκαλίζω.

4758. τσαπουδόντ’ς = έχει δόντια πεταμένα προς τα έξω (σαν τσάπες)

4759. τσάπουρνα = μπλε καρποί της τσαπουρνιάς, άγρια μύρτιλα,


(μπλούμπερι)

4760. τσάπουρνο = ο καρπός της τσαπουρνιάς, της άγριας δαμασκινιάς


κοβέμι (ποντιακ.)

4761. τσάπ-τσάπ = έτσι φωνάζει ο τσομπάνος τα γίδια να έρθουν

4762. τσαρδάκι = κιόσκι, ίσκιος με κλαδιά από δέντρο η άχυρα

4763. τσαρκαλ’στά = τρόπος που αρμέγουμε το γάλα δε βγαίνει σε συνεχή


ροή αλλά διακεκομμένα

4764. τσαρκαλάω = αρμέγω το γάλα με γρήγορες κοφτές κινήσεις


επαναλαμβανόμενες

4765. τσαρκαλεύω = ψάχνω, πειράζω κάτι, σκανταλεύω

314
4766. τσάρκος = μαντράκι για να κλείνονται τα μικρά να μην βυζαίνουν όλη
την ώρα

4767. τσάρκος = περιφραγμένος χώρος στην ύπαιθρο, για τη φύλαξη


γιδοπροβάτων

4768. τσαρτσίνα = παντελόνι μάλλινο

4769. τσαρ'χάδις = τεχνίτες που φκιάχνουν τα τσαρούχια.

4770. τσάτσα = πέος, κυρίως το αποκαλούν έτσι τα παιδιά

4771. τσάχαλα = σκουπίδια, συνήθως τρήματα ψωμιού (τρημόψις)

4772. τσαχαλίζω = γεμίζω σκουπιδια

4773. τσάχαλο, ψάχαλο = σκουπιδάκι, άχυρο.

4774. τσέλιγκας = αρχηγός από το τσελιγκάτο. Είναι συνήθως αυτός που έχει
τα πιο πολλά πρόβατα η άτομο με ιδιαίτερες ικανότητες, άτομο άξιο
να εκπροσωπεί τους ανθρώπους της στάνης του.

4775. τσέντσαν = τους έντυσαν

4776. τσέτα, τσιάτα = ομάδα από άγρια ζώα και κυρίως από

4777. τσέτλας = σκυτάλη .

4778. τσητώνου = φουσκώνω, παραγεμίζω την κοιλιά μου, χορταίνω


τσιακατούρα = συζήτηση με δυνατές, νευριασμένες φωνές, διάλογος
με επιθετική διάθεση, μάλωμα'

4779. τσιάκατα = λόγια επιθετικά, δυνατές φωνές

4780. τσιακατάς = φωνάζεις νευρικά, κάνεις φασαρία μιλώντας με νεύρα

4781. τσιακμακάου = πατάω το τσακμάκι να ανάψει πολλές φορές

4782. τσιάκνα = πολύ λεπτή σαν τσάκνο

4783. τσιαλαφός, -ή, -ό «αλαφρύς», λιγόμυαλος, επιπόλαιος.

315
4784. τσιαλαφούτι,. γαλουτύρι = είδος τυριού

4785. τσιαλντίζει = αλλοιώνεται, αλλάζει μορφή από την καθιερωμένη,


μεταλλάσετε

4786. τσιάλτ'σι του μυαλό = έχασε, έχασε τα μυαλά του

4787. τσιαμαντάνι = γιλέκο, κοντοσέγκουνο

4788. τσιαμπαλής = έχει φράντζα (τσιαμπά)

4789. τσιαμπάς = φράντζα, τα μαλλιά από το κεφάλι που πέφτουν στο


μέτωπο

4790. τσιαούλι =. πιγούνι, αυτός που μιλάει ασταμάτητα

4791. τσιαπατόρ’ς = φτωχός, παρακατιανός

4792. τσιαπατουριά = παρακατιανοί Σαρακατσιαναίοι

4793. τσιαπράζια =. χανάκες , άρματα

4794. τσιατούρα, τέντα = προσωρινή καλύβα να προφυλαχτούν τα σαία στη


στράτα για η από τα βουνά

4795. τσιατσιά = θάμνος

4796. τσιάτσια = καρπός της τσιατσιάς.

4797. τσιάφη = πάχνη που συνοδεύεται από πολύ κρύο, παγωμένη πρωινή
δροσιά

4798. τσιαχαλίζου = ψιλοβόσκω

4799. τσιβί = ξύλινο εργαλείο με μεταλλικό αιχμηρό κώνο στην άκρη για να
ανοίγουμε τρύπες στο έδαφος κυρίως για φυτεία

4800. τσίγαλα = άγουρα αμύγδαλα

4801. τσιγαρίδες = μικρά κομμάτια κρέατος που μένουν με το λιώσιμο του


χοιρινού παστού.

316
4802. τσιγαρουλουγάου = καπνίζω

4803. τσίγγανος, -η, -ου = μίζερος στη διατροφή, λιτοδίαιτος

4804. τσιγκινές = ο γύφτος.

4805. τσίγκλισα = προκάλεσα

4806. τσιγκλώ = προκαλώ, πειράζω

4807. τσίκνα, η λεπτό στρώμα από καμένο φαγητό στον πάτο από τα
οικιακά σκεύη.

4808. τσίκνισι του φαΐ = έπιασε τσίκνα, κόλλησε στον πάτο

4809. τσικ-τσακ = το παιχνίδι (κουτσό).

4810. τσιλ’κάρι = το μικρό από τα δύο ξύλα με τα οποία παίζουμε το τσελίκι

4811. τσιλ’κόξ’λου = το μεγάλο από τα δύο ξύλα με τα οποία παίζουμε το


τσελίκι

4812. τσιλιγκάτου = συνεταιριστική συνεργασία Σαρακατσάνων νομάδων


κτηνοτρόφων για καλύτερη διαχείριση εσόδων εξόδων των κοπαδιών

4813. τσιλιγκίνα = γυναίκα του τσέλιγκα

4814. τσιλιγκόιπουλου, -ούλα = γιος, κόρη του τσέλιγκα

4815. τσιλιγκρός, -ή, -ό = αδύνατος, αχαμνός.

4816. τσιλίκι, -α = παιδικό παιχνίδι.

4817. τσιλώνου = τεντώνω τα αυτιά μου για να ακούσω καλύτερα

4818. τσιμπεροβύζα = πρόβατο που η θηλή του είναι μικρή ίσια με


τσιμπούρι.

4819. τσιμπηροβύζα, τσιμπουρουβύζα, -κου = με μικρές θηλές

4820. τσίμπλα = ξεραμένα δάκρυα στην άκρη του ματιού

317
4821. τσιμπλουμάτα = αυτή που έχει τσίμπλες στα μάτια της, κακορίζικη,
χαμένη

4822. τσιμπούκι = λεπτή βέργα που τη χρησιμοποιούσαν για σκοινί.

4823. τσ'νάω = τινάζομαι απότομα, αντιδρώ απότομα, το άλογο όταν


αντιδρά απότομα και σηκώνεται στα δυο του πόδια

4824. τσ'νιάρ’ς = άνθρωπος που αντιδρά περίεργα, αδικαιολόγητα, ευέξαπτος

4825. τσ'νιές = ζαβολιές

4826. τσιντσιά, τσιντζιά = ούλα

4827. τσιόλι = μάλλινο στρώμα ευτελούς αξίας ή κουβέρτα μάλλινη


αργαλίσια

4828. τσιότα, τσέτα = ομάδα που τα μέλη της είναι ένα σώμα

4829. τσιότρα = ξύλινο σκεύος και στρόγγυλο στο οποίο έμπαινε κρασί
στους γάμους.

4830. τσιουγκάν(ι) = μεγάλη πέτρα, βράχος

4831. τσιουγκανιάζουμι = εγκλωβίζομαι σε μέρος με μεγάλους βράχους


γύρω-γύρω

4832. τσιουγκράου = συγκρούω ελαφρώς , η σύγκροτση με τα κέρατα των


ζώων από το αρχαίο σύν + κρούω = συνκρούω

4833. τσιουγκρί = οξεία μύτη βράχου

4834. τσιούκα = κρανίο, κορυφή από λόφο ή από βουνό

4835. τσιουκάν’σμα = χτύπημα, βάρεμα

4836. τσιουκαν’στάρια, τσουκάνια = είδος κουδουνιών για το λαιμό των


ζώων

4837. τσιουκανάν’ τα χέρια = με πονάνε σαν να με χτυπάν

318
4838. τσιουκανάω = βαράω

4839. τσιουκάνι = κουδούνι κατώτερης ποιότητας που το βάνουμε στα γίδια


ή στα άλογα από λαμαρίνα χοντρή

4840. τσιούλα = όσα έχουν μικρά αυτιά

4841. τσιουλιάζου = βάζω τσιόλι στο σαμάρι του ζώου για να το


προστατέψω. –ουμι μπαίνω κάτω από τα σκεπάσματα.

4842. τσιούλους = μύγα που φτύνει.

4843. τσιούμπα = μικρό ύψωμα

4844. τσιούπρα, τσούπρα = κόρη, κοπέλα, νεαρό κορίτσι

4845. τσιουρότ’κους, = ελλιπής.

4846. τσιουτίνα = κορυφή από το κεφάλι.

4847. τσίπα = ντροπή, πέπλο της νύφης, ντροπή.

4848. τσιπιλάϊα = μεγάλη και πρασινόχρωμη σαύρα.

4849. τσιπκιένι = το πάνω κομμάτι της φουστανέλας το σακάκι

4850. τσίρλα, τσέρλα, τσίρλους.= ρευστά κόπρανα , διάρροια

4851. τσιρλάου = έχω διάρροια.

4852. τσιρλιάρ’ς = φοβητσιάρης.

4853. τσιρνόκι = τζέρο. τσέρι (βελανιδιά) με λεπτά φύλλα.

4854. τσιρουπούλ(ι) = σπουργίτι, μικρό πουλί

4855. τσίτσα = ξύλινο σκεύος και σπάνια δερμάτινο· το χρησιμοποιούμε


αποκλειστικά για να βάζουμε κρασί στους γάμους

4856. τσιτσί = κρέας

4857. τσιφτιλής = γρουσούζης, χαμένος, άχρηστος

319
4858. τσιώφλοιου = κέλυφος, φλούδα, τσόφλι

4859. τσόλια = ευτελούς αξίας στρώματα, παλιά ρούχα, κουρέλια

4860. τσουγκάνι = μεγάλι πέτρα

4861. τσουκανάου, τσιουκανάου = χτυπώ, κρούω, συγκρούω, βαράω. Από


τη βυζαντινή λέξη (Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος) τσουκανίζω.
Από το ρήμα αυτό προφανώς παράγεται και η λέξη «τσόκου» = σφυρί

4862. τσουκάνατου = βάρατο δυνατά

4863. τσουκνίδα (Urtica dioica) = φυτό που μπορεί να φτάσει το ένα μέτρο.
Τη συναντάμε σχεδόν παντού ιδίως σε μαντριά Μαζεύονται τα νέα
φρέσκα φύλλα και οι κορφές από το φθινόπωρο μέχρι την άνοιξη πριν
ανθίσει, τρώγονται βραστά σαλάτα ή τσιγαριστά. Με τα φύλλα της και
άλλα μυρωδικά φτιάχνονται πίτες

4864. τσουλουφάτη = προβατίνα που έχει στο κεφάλι της τσουλούφι.

4865. τσουπουτός, -ή, -ό = παχουλός, στρογγυλεμένος ή κάτι που είναι


στρογγυλεμένο.

4866. τσουράπα = άσχημη, με κακούς τρόπους γυναίκα.

4867. τσουράπι = κάλτσα μάλλινη

4868. τύλ’μα = τύλιγμα.

4869. τυλιγάδι = ξύλινο στρογγυλό εργαλείο που το χρησιμοποιούνε οι


γυναίκες για να μαζεύουν τα κουβάρια σε βάντες

4870. τυλιγαδιάζου = μαζεύω τα κουβάρια σε βάντες

4871. τυλώνου = σκληραίνω, τεντώνω

4872. τυρουκουμάου = φτιάχνω τυρί.

4873. τυρουλόι, τυρολόγος = ασκί, η ξύλινο δοχείο που έβαζε ο τσομπάνος


το τυρί

320
4874. τυφλίτ’ς, ντιφλίτς = είδος φιδιού που είναι σκούρο καφε χοντρό και
τυφλό ή βλέπει ελάχιστα, γι’ αυτό είναι και πολύ δυσκίνητο

4875. τφάνι = βροχή

4876. τφέκι = τουφέκι

4877. τφικάου = τουφεκάω

4878. τώραϊα, ια τώρα = αυτήν τη στιγμή.

4879. υπνουβέλιντσα = υπνοβελέντζα, βελέντζα για να σκεπαζόμαστε στον


ύπνο .

4880. υπνουβότανου = βοτάνι που φέρνει ύπνο (μήκων η υπνοφόρος).

4881. υπνουμένη, -ος = αυτή αυτός που κοιμάται, κοιμισμένη

4882. υπνώνου = κοιμίζω

4883. υπουδέλοιποι = οι υπόλοιποι

4884. υστιρνά = τα τελευταία , τα στερνά, αυτά που ήρθαν μετά

4885. υφάδι = νήμα που πλέκεται στο στημόνι με τη βοήθεια της σαΐτας.

4886. υφαίνου = η διαδικασία του αργαλειού για να βγεί το ύφασμα

4887. ύψουμα = λοφίσκος, πρόσφορο στην εκκλησία.

4888. φ’κάλι = μάτσα από αγριόθαμνο, ονομαζόμενο ''φουκάλι'', δεμένο και


πατημένο με βάρος, για να πάρουν το σχήμα σκούπας , αρχαίο το
κόρηθρον, φουκάλι ή φουκαλιά , σκούπα

4889. φ’καλίζου = σκουπίζω, σαρώνω, παστρεύω

4890. φ’λεύου = φιλοξενώ, τραπεζώνω, -ουμι φιλοξενούμαι

321
4891. φ’λιά = επίσκεψη, φιλοξενία κάποιου συγγενικού προσώπου.

4892. φ’λίου, φλάου = φιλάω.

4893. φ’λλάδα = φυλλάδα, βιβλίο, σημειωματάριο

4894. φαγάρι = γάλα για οικογενειακή κατανάλωση

4895. φάγουσα= έτριψα με την λίμα (αρνάρι)

4896. φαγώνω = τρίβω με σουγιά η λίμα

4897. φαϊ = φαγητό

4898. φακιόλια ρίχνει = ρίχνει πολύ χιόνι

4899. φαλάγγια = ομάδες στρατιωτών (κυρίως Τούρκων)

4900. φαλαρός = φαλακρός

4901. φαλκάρι = τσελιγκάτο, στάνη, παρέα

4902. φαλκαρίζου = ενώνω τα κοπάδια πολλών οικογενειών και φτιάχνω το


φαλκάρι (τσελιγκάτο)

4903. φαμπ’λεύου = κάνω οικογένεια(φαμπλιά)

4904. φαμπλιά = φαμελιά, οικογένεια .

4905. φανιλουσκούτι = ύφασμα για τις φανέλες.

4906. φαντασιά = φαντασία, λογισμός

4907. φαντασμένους, -η, -ου = αυτός που περηφανεύεται, εγωιστής.

4908. φαούρα = φαγούρα

4909. φάρα = σόι, φυλή

4910. φαρδουκούδ’να = φαρδιά κουδούνια

322
4911. φαρμάκι = το δηλητηριώδες φυτό κόνιτο το νάπελλο, ακόνιτο το
ρανουκουλόφυλλο, ακόνιτο το λυκοκτόνο. ( Aconitum napellus )
Δηλητηριώδες φυτό, γνωστό στην Ελλάδα από την εποχή των
μυθικών χρόνων. Πιθανολογείται ότι το χρησιμοποιούσαν όπως το
κώνειο, για την εκτέλεση των καταδικασμένων σε θάνατο, ενώ
χρησιμοποιούσαν τον χυμό του για να παρασκευάσουν δηλητήριο,
στο οποίο εμβάπτιζαν τα βέλη και τα ξίφη τους. Όταν το τρώνε τα
πρόβατα φαρμακώνονται και ψοφάνε

4912. φαρμακομένους= πικραμένος, στεναχωρημένος

4913. φαρμακώθκα = πικράθηκα , στεναχωρήθηκα

4914. φαρσώνου = πλέκω με κλαδιά

4915. φαρφαλιάρ’ς = πολυλογάς, φλύαρος.

4916. φασκιά = χοντρό μάλλινο σχοινί με το οποίο έδεναν τα σπάργανα


γύρω γύρω στο μωρό

4917. φασκιώνου = τυλίγω τα σπάργανα στο παιδί και τα δένω

4918. φάνα = θάμνος.

4919. φεγγίστρα = μικρό παραθυράκι στην καλύβα

4920. φέλπα = βαμβακερού ύφασμα σάν βελούδο.

4921. φέξη = φωτισμός, η περίοδος γεμίσματος του φεγγαριού

4922. φέξος, φέξου = το φώς

4923. φέρμιλη = το γιλέκο με ριχτά μανίκια που το φοράν με τη


φουστανέλλα, επίσημο γιλέκο με χρυσά κεντήματα και συρίτια

4924. φέρτ’ς = ξύλο για το τύλιγμα του διασιδιού

4925. φέσι = σκούφια.

4926. φέτου = εφέτος.

323
4927. φεύγα = αναχώρηση για τα βουνά ή τα χειμαδιά.

4928. φεύγας = πολύ γρήγορος στο περπάτημα.

4929. φεύγιστι, φευγάστι = φύγετε.

4930. φηρός, -ή, -ό = λειψός

4931. φιδιάζιτι = δηλητηριάζεται από τσίμπημα του φιδιού [

4932. φιδιατίσκα = δαγκώθηκα από φίδι.

4933. φιδόκαμψου, φιδουρούτι.= το πουκάμισο του φιδιού (παλιό δέρμα)

4934. φιδουκιέφαλου = φυλαχτό

4935. φιδουρούτι = παλιό δέρμα που πέφτει από το φίδι.

4936. φιδόχουρτο (Δρακόντιον) = Το συναντούμε με τις ονομασίες


δρακοντιά, δρακόντι, φαί του φιδιού, σταφύλι του φιδιού, λιάρος ή
φιδόχορτο. Η δρακοντιά είναι ενδημικό φυτό που συναντάται στα
Βαλκάνια, σε περιοχές γύρω από τη Μεσόγειο. Το φιδόχορτο είναι
αποχρεμπτικό στην περίπτωση άσθματος και χρόνιου βήχα, ενώ είναι
και δυνατό ευκοίλιο. Παλιότερα, ο Διοσκουρίδης σύστηνε την ώριμη,
ξεραμένη στον ήλιο και κοπανισμένη ρίζα στους ασθματικούς, τη
σκόνη της ρίζας με νερό ως αφροδισιακό, τη σκόνη ζυμωμένη με μέλι
ως καθαριστική των κακοηθών και φαγεδαινικών ελκών και τέλος τη
σκόνη ανακατωμένη με «λευκή άμπελο» (κουρμπένι ) ως
καταστροφική των πολύποδων (ακόμα και των καρκινωμάτων),
καθώς και προληπτική του δαγκώματος της οχιάς.

4937. φιλάει, οφελάει, φλάει = φυλάει, παραφυλάει, ωφελεί.

4938. φιλεύω = φιλοξενώ

4939. φιλί = κομμάτι από την πίτα.

4940. φιλιά = φιλοξενία, επίσκεψη

324
4941. φιλιώνου =ενώνω, συνταιριάζω, συμφιλιώνομαι.

4942. φιλλύκι (φιλλυρέα η πλατύφυλλος) = το φυτό που αρέσει ιδιαίτερα στα


κατσίκια είναι στην οικογένεια της ελιάς. Ένα φυλλαράκι από το φυτό
αυτό το βάνουμε μέσα στην μπουκ’βάλα. Είναι σύμβολο γονιμότητας
των ζώων. Απαντάται και ως φιλλύκι, φελλύκι, αγριομυρτιά,
γκρεουσιάδι, κ. ά.. Το Γένος της περιλαμβάνει γύρω στα 6 είδη
θάμνων ή δέντρων, με διαστάσεις όχι πολύ μεγάλες. Είναι διαδομένη
κυρίως στις παραμεσόγειες χώρες, και καλλιεργείται στο ύπαιθρο,
μόνον στις περιοχές με ιδιαίτερα ήπιο κλίμα. Στον θάμνο αυτό
αναφέρεται ο Διοσκουρίδης σαν Φιλλυρέα, ενώ στο ίδιο φυτό με ένα
λάμδα (Φιλυρέα) αναφέρεται ο Θεόφραστος, (Φυτών Ιστορία 1 , 9, 3

4943. φιλντισιένιους, -α, -ου = αυτός που γίνεται από ελεφαντόδοντο,


πολύτιμος

4944. φιλυρούδια = λουρίδες από ύφασμα.

4945. φινέστρα = παραθυράκι στο κονάκι για φως, φεγγίτης.

4946. φιρέοικους, -η, -ου = νομάς, αυτός που δεν έχει μόνιμη κατοικία και
μετακινείται για την εξεύρεση καλύτερων συνθηκών για την δουλειά
του

4947. φιρφιρί = παγούρι για το τσίπουρο, ούζο

4948. φίτζια ζντρίγαλα = παιδικό παιχνίδι

4949. φκειασίδια = τα καλλυντικά και τα αξεσουάρ της εποχής

4950. φκιάνου = φτιάχνω

4951. φκιάνου τα γίδια = τακτοποιώ, περιποιούμαι

4952. φκιάρι = το φτυάρι

4953. φκιασιά = το φτιάξιμο του σώματος

325
4954. φκιασίδια = τα καλλυντικά και στολίδια της Σαρακατσάνας
φλαμπουράκους = μαντίλι άσπρο (μικρός φλάμπουρας) που

4955. φλάμπουρας = λάβαρο, σημαία του γάμου του γάμου Τα παλιότερα


χρόνια ήταν βυσσινή πανί με σταυρό όπως η Βυζαντινή σημαία τώρα
είναι η σημαία των Σπαχήδων . Το ράψιμο του φλάμπουρα είναι μια
κορυφαία στιγμή για το σπίτι του γαμπρού και αποτελεί ξεχωριστή
εκδήλωση την Παρασκευή το βράδυ. Οι γυναίκες έχουν την
πρωτοβουλία. Ο φλαμπουριάρης ή μπράτιμος ράβει το φλάμπουρα με
την καθοδήγηση των γυναικών και των κοριτσιών που τραγουδούν.
Ράβει το φλάμπουρα με τρία βελόνια και με τρεις κλωστές (άσπρη,
κόκκινη, γαλάζια) ή με τρία βελόνια και κόκκινη κλωστή ή με εννιά
βελόνια και κόκκινη κλωστή Πάνω στο φλάμπουρα εβάζαν
γουργουλίδια και κορδέλες τραγουδώντας το " Ράψε φλάμπουρα καλά
θα γύρει ράχες και βουνά, να μην τον σκίσουν τα κλαριά" κ.α
τραγούδια των προζυμιών Ο μπράτιμος κερνάει το φλάμπουρα. Στο
τέλος τον χορεύουμε και τον στήνουμε στη δεξιά μεριά από την πόρτα
του κονακιού.

4956. φλαμπουριάρ’ς, μπράτ'μος = αυτός που ράβει το φλάμπουρα και τον


κρατάει στο γάμο . Είναι παλληκάρι ανύπαντρο που τους γονείς του
στη ζωή.

4957. φλαμπουρόξ’λου = ξύλο αγριοτριανταφυλλιάς το οποίο αποτελεί το


κοντάρι και τον σταυρό του φλάμπουρα. Ο σταυρός είναι στην
κορυφή. Στις άκρες από το σταυρό βάνουμε μήλα ή ρόδια.

4958. φλάσι, φτσέλα = ασκί στο οποίο βάνουν νερό οι τσοπαναραίοι ή


ξύλινο μικρό δοχείο για νερό η κρασί.

4959. φλάω = φιλώ

4960. φλέτρα = φτερά

4961. φλέτρας,-α = πεταλούδα , πολύ αδύνατος άνθρωπος, ελαφρύς

4962. Φλιβάρ'ς = Φεβρουάριος

326
4963. φλιτράου = πετάω (φλιτούρξα = πέταξα), φτερουγίζω, πετάω
ανάλαφρα από χαρά

4964. φλόκια = κρόσσια.

4965. φλόκους = δέσμη νημάτων από την οποία κόβουμε τα κρόσσια για τις
βελέντσες.

4966. φλουιέρα = φλογέρα.

4967. φλουκάτα = υφαντό μάλλινο άσπρο αμάνικο και μακρύ πανωφόρι


μέχρι τις γάμπες με περασμένους στην ύφανση άσπρους πυκνούς
φλόκους

4968. φλουρένιους, -α, –ου = αυτός που είναι από φλουρί

4969. φλουριά = τούρκικα χρυσά νομίσματα.

4970. φλουρίζου = ασπρίζω, γίνομαι άσπρος.

4971. φλώρα = ασπρα

4972. φλωρουγκιέσα = μαύρη (γκόρμπα) γίδα με άσπρες γραμμές στο


πρόσωπο.

4973. φλωρουκάν’τα = γίδα που έχει στο δέρμα της άσπρες και γκρίζες-στα-
χτιές τρίχες ανακατωμένες

4974. φλωρουκάπ’ς = αυτός που φοράει κάπα με χρώμα σχεδόν λευκό

4975. φλώρους, -α, -ου =άσπρος.

4976. φόλους = αβγό στη φωλιά της κότας για να την προκαλεί να γεννήσει,
αυτός που κάθετε συνέχεια μέσα (τι φλάς φόλους;)

4977. φόντα, φόντας = όταν

4978. φόρτουμα, φόρτωμα =. φορτίο, η διαδικασία για το ξεκίνημα του


καραβανιού

327
4979. φουβέρτα = φοβέρα.

4980. φουκαλίζω = σκουπίζω μα σάρωμα

4981. Φουκαλίτσα = σκούπα

4982. φουλιάζου = κάθομαι σ’ ένα μέρος για αρκετό διάστημα, μένω


άπραγος.

4983. φουλτάκα = φουσκάλα στο δέρμα (φλύκταινα )

4984. φουλτακιάζου = βγάζω φουσκάλα

4985. φουνιμένους = φονεμένος, σκοτωμένος, σφαγιασμένος φουντούλας


= αλαφρύς, άνθρωπος χωρίς ιδιαίτερο περιχόμενο που θέλει να
φαίνεται.

4986. φουράδα = η φοράδα η πονηρη γυναίκα

4987. φουρδάκλα = φουσκάλα.

4988. φούρια = βιασύνη, θυμός, λύσσα.

4989. φούρκα = διχάλα

4990. φουρκάφτ’κου = σημάδι στα πρόβατα κόββεται η άκρη του αφτιού σε


σχήμα διχάλας (σαν φούρκα)

4991. φουρκίζουμι = αιχμηρό αντικείμενο μου τρυπάει το δέρμα, θυμώνω.

4992. φουρκούλις = πολύ μικρές φούρκες (κλιτσούλες), με αυτές πιάνουμε


τις θηλιές της τέντας για να τη στερεώσουμε

4993. φουρλατάου = γυρίζω σαν τη σβούρα

4994. φουρλατίζου = σκορπάω, εκσφενδονίζω, δε λογαριάζω, .θυμώνω.

4995. φουρνατζής = φούρναρης.

4996. φουρουμανάω = δεν καθομαι φρόνημα

328
4997. φουρτουμένη = έγκυος γυναίκα

4998. φουρτουτήρα = λεπτή φούρκα που χρησιμοποιείται ως αντιστήριγμα


στο φόρτωμα των ζώων για να μην γερνει το φορτίο όταν φορτοθεί η
μία μεριά

4999. φούσκα = ουροδόχος κύστη.

5000. φούσκουμα = ασθένεια στα ζώα, τυμπανισμός.

5001. φουσκουμπουνιασμένους, = αυτός που είναι πρησμένος στο


πρόσωπο κυρίως από ύπνο: φουσκουμπουνιασμένους ,
αγουροξυπνημένος

5002. φουσκούρια = είδος από μανίκια

5003. φούστα = βασικό κομμάτι απ’ τη γυναικεία φορεσιά που πιάνεται στη
μέση και είναι μακρύ ως τη γάμπα.

5004. φούστια = αμάνικο πουκάμισο στη γυναικεία φορεσιά

5005. φουστίσιου = ύφασμα για φούστες.

5006. φουτίκια, φωτίκια = τα δώρα του νονού στο βαφτιστικό τα οποία ηταν
ολοκληρωμένη αλαξιά

5007. φουτόξ’λα = ξύλα που κάνουν καλή φωτιά

5008. φουτουγόνι = η γωνιά με φωτιά

5009. φρέζα = στενή ταινία την οποία βάζουμε στα υφαντά.

5010. φριντζιάτους, -η, -ου = αυτός που είναι στολισμένος με φρέντζες

5011. φριτζιάτου = η υποδοχή του κονακιου περιφραγμένη αυλή με


καθίσματα και κρεβάτια για να υποδεχόμαστε τους ξένους, τεχνητός
ίσκιος, τσαρδάκι.

5012. φριτζιατουκόνακου = κονάκι με φριτζιάτο (βλέπε λέξη)

329
5013. φρίττου = τρομάζω, φοβάμαι

5014. φρίχκα = τρόμαξα.

5015. φρουξ’λιά , Κουφοξυλιά, Αφροξυλιά αλλά και Ζαμπούκος = δέντρο


που ο κορμός του είναι κούφιος, φυτό με θεραπευτικές ιδιότητες.

5016. φρούσιου = ζώο με κατάλευκο κεφάλι

5017. φρούτα = μανίκια από το το πουκάμισο της γυναικείας στολής.

5018. φρουτουπόδια = νυφική ποδιά.

5019. φσάει = φυσάει

5020. φσέκι = βολίδα όπλου

5021. φσουνιάρ’κα = μυξιάρικα πρόβατα.

5022. φταίξους = φταίξιμο.

5023. φταλειά = είδος σιταρένιου ψωμιού που παρασκευάζεται με ζυμάρι


και τυρί και ψήνεται στη φωτιά

5024. φτηνοπέτσκο = φτηνόφλουδο.

5025. φτίλι = φυτίλι

5026. φτιλιάς = Η φτελιά ή κοινώς και φτελιάς, φτιλιάς, φτελιός και στα
αρχαία ελληνικά γνωστή ως πτελέα ή πτελέη, είναι αυτοφυές
φυλλοβόλο δέντρο που ανήκει στο γένος Ulmus. Το ξύλο της φτελιάς
είναι περιζήτητo. Έχει μοναδικά νερά, συχνά με ίνες «συνυφασμένες»
(τα νερά αλληλoδιασταυρώνονται) έτσι η ξυλεία της δεν σκίζεται
εύκολα. Για χιλιετίες, ξύλο φτελιάς έχει χρησιμοποιηθεί στην
κατασκευή των κάρων, για τις σανίδες και ιδιαίτερα για τους αφαλούς
των ακτινωτών τροχών. Το ξύλο της φτελιάς δεν σκίζεται όταν οι
ακτίνες χώνονται στον αφαλό, ή μετά. H πρώτη γραμμένη αναφορά
στη φτελιά (πτελέα) έγινε στους καταλόγους στρατιωτικών εφοδίων
της Κνωσού στη μυκηναϊκή εποχή. Μερικά από τα άρματα είναι από

330
πτελέα και οι κατάλογοι αναφέρουν φτελιανούς τροχούς Ο Ησίοδος
λέει ότι αλέτρια επίσης ήταν συνήθως από πτελέα Επειδή δεν σαπίζει
όταν είναι διαρκώς βρεγμένη, για αιώνες η ξυλεία της φτελιάς
χρησιμοποιόταν στην Ευρώπη για υδαταγωγούς και σωλήνες νερού,
και στην κατασκευή των υδραντλιών Ο Αριστοτέλης αναφέρει τη
χρήση του φυλλώματος της φτελιάς για κτηνοτροφή, μια χρήση που
συνηθιζόταν μέχρι πρόσφατα στην Ευρώπη και στην Aσία Ο
Διοσκουρίδης μάλιστα λέει ότι για τoν άνθρωπο τα νέα φύλλα
μπορούν να βραστούν ως χόρτα Σε χρόνια λιμού, ένα είδος αλευριού
από ξερά φτελιάφυλλα χρησιμοποιόταν επίσης για ψωμί Οι σπόροι
είναι πιο θρεπτικοί, με 45% πρωτεΐνη ]

5027. φτινά = λεπτά, λεπτά ρούχα, υφάσματα, χαρτί κ.α

5028. φτίνα =. πήλινο δοχείο στο οποίο πήζουμε το γάλα που γίνεται
γιαούρτι, μεγάλο βαθύ πηλινο πιάτο.

5029. φτινός, -ή, -ό = λεπτός,-η,-ο.

5030. φτιρό = μέροςτου κοπαδιού, η άκρη απ το κοπάδι.

5031. φτιρουτό = διακοσμητικό σχέδιο

5032. φτουχαίνου = φτωχαίνω, αδυνατίζω

5033. φτσέλα, φτσιέλι, φτσιλάκι, φτσιέλα = ξύλινο δοχείο νερού που το


εφερνε ο τσομπάνος στον ώμο(αντί για παγούρι). βιτσέλα ή βουτσίνα ,
βουτσέλι, ξύλινη υδρία (παράγεται από τη λέξη «βυτίνη») Από την
αρχαία ελληνική λέξη «βύτις» ή «βύττις», από την οποία στη συνέχεια
προήλθε το βουτσί.

5034. φτύματα = σκουληκάκια από φτύσιμο μύγας στα τρόφιμα

5035. φτύου = φτύνω

5036. φύβγα = φεύγα

5037. φυλαχτ’κά = μισθός του τσομπάνου, ρόγα

331
5038. φυλαχτήδις = συγγενείς συνοδοί της νύφης στο κονάκι του γαμπρού,

5039. φυλλουκάρδια = τα βάθη της καρδιάς οπου τα συναισθήματα.

5040. φυντάνι = νέο βλαστάρι που μεγαλώνει

5041. φύρα = φθορά, ελάττωση όγκου ή βάρους.

5042. φυσσάτου = συμπεθεριακό: τι καρτιρείς, βρε φλάμπουρα, κι δεν κινάς


φυσσάτου.

5043. φύτρα = γενιά, καταγωγή.

5044. φώλος, φώλι = αβγό ή ομοίωμα αβγού που τοποθετείται στη φωλιά
της κότας για να την κάνει να γεννά, αυτός που δεν βγαίνει και κάθετε
μέσα περιπαικτικά

5045. φώρα = φανερά , αποκάλυψη κάποιου γεγονότος

5046. φωτίκια = τα δώρα του νονού κατά το βάπτισμα Σε κάποιες περιοχές


(οι Πολίτες Σαρακατσάνοι) έπερναν τα φωτίκια στην εφηβία και
σταματούσαν από εκει και μετά τα δώρα σε γιορτές. Αποτελούσαν μια
ολόκληρη αλαξιά από ποδήματα μέχρι καπέλο Παράγεται από το
ρήμα «φωτίζω» =δίνω φως.

5047. χ(υ)λός = αλεύρι βρασμένο με νερό , χυλός

5048. χ΄αΐντι , χ'αΐντι = αϊντε-αϊντε φράση που δηλώνει κοροϊδία

5049. χ’λιάζουν = γίνονται χιλιάδες, πληθαίνουν.

5050. χ’λιάρα =κουτάλα ]

5051. χ’λιαράκι = το μέρος της κοιλιάς που βρίσκεται κάτω από την απόληξη
του στέρνου και πάνω από το στομάχι · έχει το σχήμα κουταλιού.

5052. χ’λιάρι = κουτάλι

332
5053. χ’λιαριά = κουταλιά.

5054. χ’λιαρίζου = τρώω με το κουτάλι με βιάση και πολύ

5055. χ’λιαρουθήκη = ξύλινη θήκη για τα κουτάλια

5056. χ’λός = πρόχειρο φαγητό (βραστό αλεύρι).

5057. χ’μαδιά = χειμαδιά, τόπος που ξεχειμωνιάζουν οι κτηνοτρόφοι με τα


κοπάδια τους

5058. χ’μαδιό = λιβάδι στο οποίο ξεχειμωνιάζουμε τα κοπάδια μας.

5059. χ’μουνίσιους, -α, -ου = χειμωνιάτικος.

5060. Χ’μουνουκαλόκιρου = όλος ο χρόνος

5061. χ’νόπουρους, χ’νουπώρι = το φθινόπωρο

5062. χ’νουπουριάζει = φθινοπωριάζει.

5063. χ’νουπουριάτ’κους, -η, -ου = φθινοπωριάτικος.

5064. χαβδώνω = ανοίγω τα πόδια μπροστά στην φωτιά (χάβδα) να ζεσταθώ


από την μέση και κάτω εσωτερικά

5065. χάβου = τρώω

5066. χάβους = γκρεμός.

5067. χαβώνω = μένω άναυδος, τα χάνω, κόβεται η λαλιά μου

5068. χαζαναφέρς = αναφέρεις χαζά, λες χαζομάρες

5069. χάζι = απολαμβάνω, χαίρομαι, με διασκεδάζει, ευχαρίστηση, γούστο.

5070. χαζουφέρνς = φέρνεσαι σαν χαζός

5071. χαζουφέρς = δεν πας καλά στα μυαλά σου

5072. χάθκαμαν = χαθήκαμε

333
5073. χαιβάνια = ζώα , ανθρωπος χαζός

5074. χάϊδια = χάδια

5075. χαϊμαλί = κρεμαστά στο λαιμό με φυλαχτά.

5076. χαΐρι = προκοπή.

5077. χαϊρλής = προκομένος, τυχερός

5078. χαϊρλίτ’κα = να τα χαίρεστε, τυχερά να είναι, να έχουν προκοπή

5079. χαϊρλίτ’κους, -η, -ου = τυχερός, προκομένος, ευλογημένος

5080. χάκι, ρόγα.= αντιμισθία τσομπάνου

5081. χαλάβρα = μεγάλος γκρεμός που χάσκει ανοιχτός

5082. χαλάλι = ευλογημένο, για το καλό σας, τυχερό σας

5083. χαλαλουή = θόρυβος από πολλές φωνές, βουή από φωνές ή


περπάτημα του όχλου

5084. χαλαντζιούκα = πρόχειρο καλυβάκι

5085. χαλάου = καταστρέφω, (μτφ.) δολοφονώ

5086. χαλασιά = χαλασμός, καταστροφή και κοσμοχαλασιά.

5087. χαλεύω = ζητάω, αναζητώ, γυρεύω

5088. χαλιαντζούκα = πρόχειρη καλύβα

5089. χάλιμα = αναζήτηση, γύρεμα

5090. χαλκιάς = χαλκοποιοός.

5091. χαλκόμ’γα = μύγα στο χρώμα του χαλκού που φτίνει τα κρέατα

5092. χαλκώματα = τα χάλκινα σκεύη του νοικοκυριού

334
5093. χαλνό = δερμάτινο εξάρτημα σαν καπίστρι με μικρη μεταλική ραβδο
που μπαίνει στο στομα για να οδηγείς το άλογο, τα γκέμια

5094. χαμάρα = εξάντληση, αδυναμία, αδιαθεσία.

5095. Χαμένος = Νοέμβριος

5096. χαμόμλου = χαμομήλι,(βλ παπαδίτσα) χαμαίμηλον το κοινόν ή


ματρικαρία το χαμαίμηλον – Matricaria chamomilla χαμόμηλο,
καμηλάκι, το λουλούδι του Αϊ Γιώργη ένα πασίγνωστο βότανο. Το
γένος του περιλαμβάνει περισσότερα από 70 είδη, ωστόσο στην
Ελλάδα απαντά ένα μόνο είδος. Το χαμομήλι το χρησιμοποιούσαν
από την αρχαιότητα. Οι άραβες γιατροί συνιστούσαν το έλαιό του για
εντριβές. Από τον 1ο αιώνα μ.Χ ήταν γνωστή η δράση του επί του
πεπτικού συστήματος. Το χαμομήλι όχι μόνο χαλαρώνει, αλλά μειώνει
σημαντικά το άγχος και την κατάθλιψη, είναι αντισηπτικό και
καταπραϋντικό των ερεθισμών του δέρματος ,για την ακμή, το έκζεμα,
τις φλεγμονές, τα εγκαύματα, για τις αλλεργίες των ματιών,τονωτικό,
χωνευτικό, κατά της κράμπας του στομάχου, της δυσπεψίας και των
μετεωρισμών, κατά της ανορεξίας, των στομαχικών διαταραχών και
της αεροφαγίας-μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον καθαρισμό των
πληγών-για τα έλκη του στόματος και για την ουλίτιδα, μπορεί να
χρησιμοποιηθεί κατά των κολικών πόνων των νηπίων, ανακουφίζει
από τους πόνους της περιόδου και από το προεμμηνορροϊ, κό
σύνδρομο, κατά της κολπίτιδας (γίνονται πλύσεις με το χαμομήλι),
αποτελεσματικό για την καταπολέμηση του κατάρρου κυρίως
αλλεργικής προέλευσης-βοηθά στο άσθμα

5097. χαμουκιέρασα = οι άγριες φράουλες. Το χαμοκέρασο (αρχ.:


χαμαικέρασος) (Fragaria vesca, Χαμαικέρασος η λεπτή) κοινώς
ονομάζεται αγριοφράουλα και είναι ένα φυτό των δασικών εκτάσεων

5098. χαμπέρι = είδηση

5099. χαμπλά = χαμηλά.

5100. χαμπλώματα = πεδινά μέρη, πεδιάδες που ξεχείμαζαν.

335
5101. χαμπλώνου = χαμηλώνω.

5102. χανάκα= περιλαίμιο στα σκυλιά που έχει πάνω του καρφωμένα
μεταλλικά καρφιά για προστασία απ τα άγρια ζώα

5103. χάνουμι = πεθαίνω

5104. χαντακώθκα = απέτυχα, παταγώδης αποτυχία

5105. χάντρα = το μάτι

5106. χάπιις = χάπια

5107. χάπιου = χάπι

5108. χάπσις = μικρές αγριοφράουλες

5109. χαρά = γάμος

5110. χαραή = χαραυγή

5111. χαρακιάζου = κάνω χαράζω για να κόψω κάτι, χαράζω κάποια


ενέργεια

5112. χαράμι = άδικα

5113. χαράρια = μεγάλα υφαντά τσουβάλια

5114. χαρβαλόστουμους, -η, -ου = αυτός έχει στόμα ασταμάτητο με χαζά,


αθυρόστομος

5115. χάρβαλου, χάρβαλο = διαλυμένο, ερειπωμένο, κομάτια, σαράβαλο,


πολύ παλιό

5116. χαρδακίζου = χαίρομαι πολύ, ανοίγει η ψυχή μου, αστειεύομαι

5117. χαρδαλούμπας = εκείνος που άπληστα καταβροχθίζει τα πάντα.

5118. χάρισμα = δώρο

5119. χαρκεύου = μαστορεύω

336
5120. χαρκεύου = μαστορεύω.

5121. χαρμπί = δίστομο μαχαίρι κεντημένο με πέτρες

5122. χαρόϊπουλου = γιος του χάρου

5123. χαρότριχα έχει = η ξαφνική εμφάνιση κάποιων συγκεκριμένων ζώων


που προμυνείει κάτι κακό. Το ξαφνικό πέταμα της πέρδικας π.χ σε
τρομάζει μέχρι θανάτου (έχει χαρότριχα μέσα της)

5124. χαρουκουπού = γλεντοκοπώ, διασκεδάζω

5125. χαρουπούλι = νυχτόβιο πουλί που το λάλημά του προμηνύει θάνατο.

5126. χάρους, ου = χάρος αλλα και κακός, αντιπαθητικός

5127. χαρσμένο = αυτό που έχει πάνω του όλες τις χάρες

5128. χαρταβέλας = σαχλαμάρας.

5129. χαρτόλουρα = λούρα που χρησιμοποιούνται για το χάρτωμα (σκελετό)


του κονακιού

5130. χάρτουμα = διαδικασία για να φτιάξουν τον ξύλινο σκελετό του


κονακιού

5131. χαρτώματα = ξύλινες βέργες (λούρα) κατάληλλες για τον σκελετό


(χάρτομα) του κονακιού

5132. χαρτώνου = πλέκω τα όρθια λούρα του με οριζόντια

5133. χαρχαγγέλια = κουδουνάκια, μικρά κρεμαστά που βάζουν στο


φλάμπουρα, ψιλοστολίδια

5134. χαρχάρα, χαρχάλα = κατάξερο και άγονο μερος.

5135. Χασανδρινοί = Μακεδόνες Σαρακατσιαναίοι που ξεχειμάζουν στην


Κασάνδρα της Χαλκιδικής.

5136. χάση = περίοδος που μειώνεται το φεγγάρι

337
5137. χάσκου = χαζεύω, αφαιρούμαι, ξεχνιέμαι

5138. χασουμεράου = χάνω το χρόνο άσκοπα

5139. χασουμέρια = χαμένος χρόνος, καθυστέρηση που προκαλεί χάσιμο


χρόνου.

5140. χασουμέρς = ο αργοκίνητος, ο αργός

5141. χασουπέφτη = Πέμπτη που χάνεται το φεγγάρι

5142. χατζίνα = γυναίκα του ιδιοκτήτη χανιού

5143. χαψιά = μπουκιά χάψα, χαψιά. Από το ρήμα «χάπτω» = ανοίγω το


στόμα μου

5144. χείλη μ’ αχείλη = είναι γεμάτο τελείως, γεμάτο μέχρι το χείλος.

5145. χειμάζου = προκαλώ χειμώνα, προκαλώ κακοκαιρία , παράξενη


συμπεριφορά

5146. χειρακώνουμι = με τα χέρια μου πιάνομαι από κάπου, βαστιέμαι από


κάπου.

5147. χειργιά = ποσότητα που μπορούμε να πιάσουμε με το χέρι, μπουκέτο

5148. χειρόκλιτσα = κλίτσα για τα παζάρια, για επίσημες εμφανίσεις.

5149. χειρότια = κεντημένα ακρομάνικα από τα κατασάρκια των αγοριών


και των εφήβων

5150. χειρουδώσμο = χειραψία, υπόσχεση αρραβώνα

5151. χειρούλα = μπουκετάκι.

5152. χειρουφκιασμένου = χειροποίητο.

5153. χέρι = η ξύλινη μανιβέλα με την οποία στρίβαν το μπροστινό αντί.


στον αργαλειό

5154. χεριά = όσο χωράει η παλάμη

338
5155. χέρι-χέρι = πολύ γρήγορα:

5156. χερόβολο = ποσότητα σταχυών που μπορεί να κρατήσει με το ένα


χέρι αυτός

5157. χέρσο = ακαλλιέργητο

5158. χιζιαρ’ς = φοβητσιάρης

5159. χιζουβόλσα = έχεσα

5160. χιζουλόους = η τουαλέτα

5161. χιζούρ’ς = χέστης. φοβητσιάρης.

5162. χιλιότρανους, -η, -ου = πολύ μεγάλος, πολύ σπουδαίος

5163. χιλιουκαλώς = πολύ καλός, εξαίσιος με τα χίλια τα καλά

5164. χιρώνει του γάλα = αρχίζει να λιγοστεύει το γάλα

5165. χλέπι = πτύελο, φλέγμα

5166. χλιάρα = ξύλινη κουτάλα για το ανακάτεμα και το σερβίρισμα του


φαγητού.

5167. χλιάρας = βλάκας , χαζός

5168. χλιάρι = κουτάλι

5169. χλιάρκου = χιλιάρικο

5170. χλίβουμι = θλίβομαι, στενοχωριέμαι:

5171. χλιμάρα = θλίψη, κακομοιριά, έντονη μιζέρια

5172. χλιμιτράει = χρεμετίζει, η φωνή του αλόγου .

5173. χλιμιτράου = κλαίω, κάνω σαν το άλογο που φωνάζει

5174. χλιμίτρισμα = η φωνή του αλόγου

339
5175. χλιμιτρίσματα = αποχαιρετηστήρια κλάματα με λυγμούς που χύνει η
νύφη

5176. χλιό = χλιαρό.

5177. χλίψη = στενοχώρια, θλίψη

5178. χλουρασιά = χλωρό χορτάρι, πράσινα κλαδιά από τα δέντρα.

5179. χλουρό τυρί = φρέσκο τυρί, τυρί ακόμα στην τσαντίλα.

5180. χλουρόπ’τα = πίτα με βάση (φρέσκο τυρί.

5181. χνιόπουρου = φθινόπωρο

5182. χνούπα, η είδος μικρού κουνουπιού [27, 440].

5183. χόβολη = η θράκα με στάχτη

5184. χολοϊόμαι = αναστενάζω συνεχώς

5185. χόντρους = πάχος.

5186. χοροπατάει = κάνει νευρικές κινήσεις σαν να χορεύει

5187. χουαϊαξε = φωναξε

5188. χούι = συνήθεια συνήθως κακή, ελάττωμα

5189. χουιάζου = φωνάζω δυνατά , μαλώνω.

5190. χουιάστρα = δυνατή φωνή αγριεμένη

5191. χουιατά = δυνατές φωνές

5192. χουλoϊώμι = στενοχωριέμαι, αναστενάζω

5193. χούλια = κουτάλα.

5194. χούλιαρους = μεγάλο κουτάλι

5195. χούλιαρους = μεγάλο κουτάλι

340
5196. χουλουσκάου = στενοχωριέμαι, σκάω

5197. χουματίζου = θάβω

5198. χούμπα, χούμπωμα = ξεδιάντροπη/ος

5199. χουμπιάρ’κου = ξεδιάντροπο , αυτό που πρέπει να κρύβεται, να χαθει

5200. χούμπουσι = χάσου

5201. χουμπώνου - ουμι = καταντροπιάζομαι, κρύβομαι από την ντροπή


μου

5202. χουνεύου = ανέχομαι, συμπαθώ, αποδέχομαι

5203. χούνη = κοιλότητα ανάμεσα σε πλαγιές, στενή λαγκάδα

5204. χουντραίνει του γάλα = γίνεται πιο πλούσιο σε λίπος, γίνεται


παχύρρευστο σε λίγο θα έχει βράσει

5205. χουντρόγαλου = πρώτο γάλα της νεογέννητης προβατίνας πολύ παχύ

5206. χουντρουκούδ’να = μεγάλα σε βάρος κουδούνια

5207. χουντρουκουπάνι = χοντροκαμωμένος, άξεστος.

5208. χουρ’σιά = χώρισμα , μερίδιο, ξεχώρισμα, ομάδα, δόση

5209. χουρδή, χουρδιά = πλεγμένα έντερα για το κοκορέτσι

5210. χουριατεύου = σταματώ την ποιμενική ζωή και γίνομαι μόνιμος


κάτοικος σε χωριό

5211. χουριάτις = κάτοικοι των χωριών μη Σαρακατσιαναίοι.

5212. χουρουστάσι = ξέφωτο στο οποίο πιστεύουμε ότι μαζεύονται οι


νεράιδες και χορεύουν.

5213. χουρταρόκιρους = καιρός βροχερός με ήπια θερμκρασία (μισή μέρα


βροχή και μισή ήλιος). κατάλληλος να φυτρώσει χορτάρι

341
5214. χουρτασίλα = το αίσθημα χορτάσματος.

5215. χουσάφι, χουσιάφι = κομπόστα, χοσιάφι, χοσιάφ, χοσάφ, χουσάφι,


χουσάφ, χρουσάφι, κοσάφι, κοσάφ, κουσάφι, κουσιάφι, κουσάφ,
κιουσάφι από το Ιταλικό composta

5216. χουσιά = προδοσία, ενέδρα, καρτέρι

5217. χουσμέτι = μικροδουλειές του σπιτιού

5218. χουσμικιάρ’ς = υπηρέτης

5219. χούφτα = η φούχτα , γροθιά, πυγμή, η λαβή από το σπαθί

5220. χουχλάζει του νιρό = χοχλάζει, βράζει, το νερό

5221. χούχλος, χόχλους, = χοχλασμός, βράσιμο νερού.

5222. χουχουλάου = θερμαίνω κάτι με την εκπνοή του αέρα

5223. χόχλους = βράσιμο νερού.

5224. χράδια = ρίγες από τα υφαντά.

5225. χρεία = η ανάγκη, αποχωρητήριο

5226. χριουστής = αυτός που χρωστάει, χρεωμένος.

5227. Χριστόημιρα = χρονιάρες μέρες των Χριστουγέννων

5228. χριστόκ’λουρα, χριστόψουμου = κουλούρα που φτιάχναν τα


Χριστούγεννα και την κεντούσαν περίτεχνα

5229. Χριστόψωμα = Ήταν γνωστό ότι Σαρακατσάνοι έφτιαχναν δύο


Χριστόψωμα. Το πρώτο, το καλύτερο και με τα πιο πολλά κεντίδια,
είναι για τον Αη (τον Χριστό). Πάνω του σκάλιζαν ένα μεγάλο σταυρό
, φεγγάρι με πέντε λουλούδια. Το δεύτερο, η τρανή Χριστοκουλούρα,
είναι για τα πρόβατα. Ιδιαίτερη τιμή για τα ζωντανά των
Σαρακατσάνων ώστε να τα έχει καλά ο Χριστός. Στη

342
Χριστοκουλούρα παριστάνεται με ζύμη, όλη η ζωή της στάνης,
δηλαδή, η μάντρα, τα πρόβατα, οι βοσκοί κ.α.

5230. χρουνιάρ’κους = αυτός είναι ενός έτους

5231. χρυσικός = χρυσοχόος

5232. χρυσουγάιτανου = με όμορφο γαϊτάνι

5233. χρυσόφλουρου = χρυσό φλουρί.

5234. χτέ = εχθές.

5235. χτένι = εξάρτημα του αργαλειού μέσα από το οποίο περνάει το διασίδι.

5236. χτικιάρ’ς = φυματικός, αυτός που έχει χτικιό, αρρωστιάρης, μαραζιάρης

5237. χτικιό =. φυματίωση, μαρασμός,απ' τη λέξη «εκτικός» = o πάσχων


από στηθικό νόσημα. «Ηθικά» Πλουτάρχου, σελ. 202

5238. χτινάδις = πλανόδιοι τεχνίτες που πουλάνε εξαρτήματα του αργαλειού


και κυρίως χτένια

5239. χυμάω, χυμίζω = ορμάω

5240. χύνει η καρδιά = έχω διάρροια

5241. χύνουμι = ορμάω

5242. χύρουμα = όγκος από χώματα που παρέχει προστασία, οχύρωμα

5243. χύση = διάρροια.

5244. χώνιψι η πρατίνα = εμασε το γάλα πίσω το ζώο γιατί δεν το αρμεξαμε

5245. χώρα = πόλη

5246. χωσιά = η ενέδρα

5247. Ψ’χαλίζου = ψιχαλίζω

343
5248. ψ’χή = καρδιά.

5249. ψ’χουκόκκαλα = τα πλευρά στο στήθος.

5250. ψ’χουκόκκαλα, τα νόθες πλευρές του στήθους.

5251. ψαθί = το φυτό τύφη η πλατύφυλλος που το χρησιμοποιούσαν για


σάλλωμα στις βοηθητικές κυρίως εγκαταστάσεις Tο φυτό ονομάζεται
στην Ελλάδα τύφη η ψαθί ή ψάθα ή ράπη ή ρένα ή σάζια ή παπύρι ή
ραγάζι, Το γένος περιλαμβάνει 9 είδη ελοχαρών, ποωδών και
πολυετών φυτών από τα οποία στην Ελλάδα είναι πιο συνηθισμένα η
πλατύφυλλος (latifolia) τύφη και η στενόφυλλος (angustifolia ή
angustata) .Τα δύο είδη ξεχωρίζουν σχετικά ευκολα..ή μεν
πλατύφυλλος έχει πιο πλατιά φύλλα ενώ η angustifolia πιο στενά και
σκούρα που συνήθως εξέχουν κατα πολύ πάνω απ το ανθοφόρο
στέλεχος στο οποίο επιπλέον ξεχωρίζουν χαρακτηριστικά τα θηλυκά
(κάτω) και τα αρσενικά άνθη (πάνω) με ένα κενό περίπου 3 εκ.Οι ρίζες
χρησίμευαν σαν τροφή για γουρούνια, αλλά και με μια επεξεργασία τις
μετέτρεπαν σε ένα είδος αλεύρου. Τα φύλλα ακόμα και τώρα
χρησιμοποιούνται για να σκεπάζουν χώρους, ακόμα και
αποθήκες.Επίσης οι τρυφεροί του βλαστοί αποτελούν σημαντική
τροφή για υδρόβια πουλιά όπως οι νερόκοτες και οι φαλαρίδες.
Παλιότερα αξιοποιούνταν ως άχυρα για διατροφή ζώων αλλά κυρίως
για την κατασκευή ψάθινων ειδών.

5252. ψαθούλα = διακοσμητικό σχέδιο

5253. ψαλίδι = ψαλίδι, αρχαία "ψαλίς" προελληνικό (μτφ.) ίδιο ύψος, ίδια
ηλικία, ίση αξία

5254. ψαλίδα = πολύποδο ζώο, σαρανταποδαρούσα,

5255. ψαλιδουτό = είδος από διασίδι.

5256. ψάνα = χλωρό μεστωμένο στάχυ και ψάνη και αψάνα, χλωρό στάχυ
σιταριού, χλωρό στάχυ σιταριού καψαλισμένο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψανός*
(Ι) «ευκολόβραστος», με αλλαγή γένους].

344
5257. ψαρής = άσπρο άλογο με σταχτή , μαύρες βούλες

5258. ψαριά = γίδα που έχει στο τρίχωμά της κοκκινωπές τρίχες
ανακατωμένες με άσπρες

5259. ψαρόπ’τα = η πίτα που οφείλει το όνομά της στο οτι η τοποθέτηση
των επί μέρους κομματιών της μέσα στο ταψί έχει τη μορφή ψαριών

5260. ψαχνουρουτάου = ψάχνω και ρωτάωψένει τα φίδια (μτφ.) κάνει πολύ


κρύο: απόψι ψένει τα φίδια.

5261. ψένιτι του τυρί = ωριμάζει

5262. ψένου = ψήνω

5263. ψες, ιψές = χτες βράδυ

5264. ψευτουζού = ζω με στερήσεις.

5265. ψευτουζουή = ζωή με στερήσεις, ζωή προσωρινή.

5266. ψηλουθείτι = υψωθείτε

5267. ψήλουμα = βουνό.

5268. ψηλώματα = τα βουνά.

5269. ψίδι = του κομμάτι από αργασμένο πετσί

5270. ψίκι = γαμήλια πομπή, συμπεθεριακό

5271. ψιλά τραγούδια = τραγούδια με οξείς ήχους, όμορφα τραγούδια


κυρίως από γυναικείες φωνές

5272. ψιλουκοσκινού = τα υπολογίζω όλα, με απασχολούν και νοιάζομαι για


όλα

5273. ψιλουκούδ’να, τα κουδούνια που βγάζουν λεπτό ήχο

5274. ψιλουτραγδάου = σιγοτραγουδώ.

345
5275. ψιλουφκιασμένους, -η, -ου αυτός που είναι φτιαγμένος με λεπτή
δουλειά.

5276. ψισνό = χτεσινό

5277. ψιφτιά = το φαρμακευτικό φυτό το αψίνθιον (Αρτεμισία)


χρησιμοποιείται κατά της ελονοσίας και του κοκίτη, και η ψευτιά

5278. ψιφτιά, η το φαρμακευτικό φυτό Αρτεμισία το αψίνθιον. Το


χρησιμοποιούμε κατά της ελονοσίας και του κοκκύτη

5279. ψίχα, τρίμα = πολύ λίγο

5280. ψλά = ψηλά σε ύψος, ψιλά κέρματα

5281. ψουμί = το ψωμί

5282. ψουμόλ’σα πειναλέος, νηστικός

5283. ψουμότσιουλου = τσιόλι με το οποίο σκεπάζουμε το ψωμί.

5284. ψουμότσιουλου, του τσιόλι με το οποίο σκεπάζουμε το ψωμί.

5285. ψουμουκρέβατου = ράφι για το ψωμί

5286. ψουμουλύσασα = λύσαα για ψωμί, πειναλέος, νηστικός

5287. ψουμουτρουβάς, ψουμουσακούλα = τροβάς για ψωμί.

5288. ψουμουτύρ = ψωμί με τυρί, συνήθεια

5289. ψουφίμι = ζώο. ψόφιο, αδύνατο.

5290. ψουφόμαλλα = τα μαλλιά που τα παίρνουμε από τα ψόφια πρόβατα

5291. ψυχουγιός = πρωτοπαλλήκαρο του καπετάνιου.

5292. ψυχούδια = ψωμάκια που τα μοιράζουμε σε μνημόσυνο μικρού


παιδιού.

5293. ψυχουμαχού = ξεψυχώ.

346
5294. ψχανιάζου = αφήνω την πίτα κουπωμένη για να γένη πιο τραγανή

5295. ώξου = έξω

5296. ώρα = το ρολόι (εχς ώρα;)

5297. ωρέ = κάλεσμα ανθρώπου μεδούλι, μιδούλι = το μεδούλι απ το


κόκαλο απ το Λατινικό medulla

5298. ωρέ, ρε, βρε, μωρέ, αβρέ, αρέ = εσύ από το bre

347
ΠΗΓΕΣ

 Δ. Στατηράς: Ηπειρωτική Εστία, τ.4, 1955.

 Λεξικό των δανείων στη ρωμαίικη (δημοτική) γλώσσα


http://www.lithoksou.net

 ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΙΚΗ ΛΑΛΙΑ https://karditsas.blogspot.com

 Σαρακατσιάνικη Λαλιά : Θόδωρου Γιαννακού (από τα πορτραίτα


Σαρακατσαναίων)

 Δημήτρη Στεργίου «4.500 μυκηναϊκές, ομηρικές, βυζαντινές και


νεοελληνικές λέξεις στο βλάχικο λόγο»

 Τα δημοτικά μας τραγούδια

 Κατσαρίκα και Δ. Κυριάκου "Το Ροϊασμένο Σαρακατσανόπουλο ετών


15

 Από το έργο "Πύλη για την ελληνική γλώσσα και τη γλωσσική


εκπαίδευση" Κοινωνία της Πληροφορίας.
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ

 10. http://www.lithoksou.net/p/mpa-mpaito

 https://el.wiktionary.org

 votanaaristoteleio.weebly.com

348
έτσι το λέμε εμείς

οι

Σαρακατσάνοι
λέξεις της καθομιλομένης

στην

Σαρακατσάνικη λαλιά

349
Α
1. α = δηλώνει συναισθήματα ανάλογα με το νόημα του λόγου, τον τόνο και το

χρωματισμό της φωνής ή τις κινήσεις του σώματος και τους μορφασμούς του

προσώπου (χαρά, ευχαρίστηση, θαυμασμό, πόθο ή ευχή που δεν έγινε,

κοροϊδία, αγανάκτηση π.χ. α; = τι ; , ααα; =τι είπατε;, ααααα.. = σωστά ή

κατάλαβα, στερητικό πρόθημα, δηλώνει το αντίθετο από αυτό που εκφράζει η

αρχική λέξη: αβέβιους, άκακους, ανάφαγους, ανέξουδους, ανήλκους,

ανήμπουρους, ανήξηρους, ανήψητος, ανηπρόκουπους, άηχους, άοπλους,

άυπνους.

2. άβακας = αβάκιο = μικρός άβακας, η πλάκα στην οποία έγραφαν οι μικροί

μαθητές, [αρχ. ἀβάκιον]

3. αβάρετος = αλάρουτους

4. αβαρής = άβαρους = που δεν έχει καθόλου ή πολύ βάρος , δεν έχει βάρη

οικονομικά, με οικονομική άνεση. αρχ.( ἀβαρής)

5. αβασανιστος = αβασάνιστους -η -ου, αβασάνγους = που δε βασανίστηκε, δεν

ταλαιπωρήθηκε σωματικά ή ψυχικά. (Αντίθετο, βασανισμένος),που δεν τον

έλεγξαν, δεν τον εξέτασαν εξαντλητικά και επίμονα· ανεξέταστος

6. αβασίλευτος = αβασίλευτους -η -ου = . που δεν έδυσε ακόμα, που βρίσκεται

λίγο πριν από τη δύση του , (μτφ. για τα μάτια) που δεν έκλεισαν, που δεν έχει

βασιλιά

7. αβάφτιστος = αβάφτ'στους -η- ου = που δε βαφτίστηκε ακόμα, που δεν έχει

βαφτιστεί χριστιανός(αλόθρησκος) = άπιστος, αντίχριστος

8. αβγατίζω = αβγαταίνου, αβγατίζου = αυξάνω σε αριθμό, όγκο, πλήθος

9. αβγό (ειδικό) = φόλους = αβγό στη φωλιά της κότας για να την προκαλεί να

γεννήσει, αυτός που κάθετε συνέχεια μέσα (τι φλάς φόλους;)

10. αβλαβής = άβλαβους -η -ου = που δεν προξενεί βλάβη, κακό, άκακος, που

δεν έχει πάθει βλάβη = είναι άβλαφτος.

11. αβλαστήμητος = αβλαστήμ'τους -η -ου = που δεν τον βλαστήμησε κανείς

350
12. αβλόγητος = αβλόητος -η -ου = που δεν τον ευλόγησαν

13. άβουλα = άβουλα < μεσαιωνική ελληνική ἄβουλα (άθελα, χωρίς τη θέληση

κάποιου)

14. αγαλιάζω = αγαλιάζου, αναγαλλιάζου = ευφραίνομαι, αισθάνομαι

αγαλλίαση, μεγάλη ψυχική ευφορία

15. αγάμητος = αβάτευτους -η -ου = δεν γονιμοποιήθηκε από το αρσενικό του

16. αγάμητος, -η , -ο = αμπήδ'χτους -η -ου = δεν τον έχουν πηδήξει ή δεν

μπορούν να τον πηδήξουν, για γυναίκα σημαίνει

αγάμητη

17. αγαμία γαμπρού = αμπόδ’μα = αδυναμία του

γαμπρού να ολοκληρώσει τη σεξουαλική επαφή

με τη νύφη

18. αγάπη = ιαγάπη

19. αγαπημένος σύντροφος = συντρόφι

20. αγαπητικός = διντρουλάκι

21. αγγείο, είδος πιάτου = λιγγέρι = χάλκινο αγγείο ρηχό και πλατύ

22. αγγούρι = κρασταμπούτσα, κρασταμπέτσι, κρασταμπούτσι, καστραβέτσι

23. αγγούρι = κιρλυγγίτσι, κιρλικίτσ

24. αγελάδα = γελάδι, γιλάδα = βόδι

25. αγέννητος = αγίνουτους

26. άγευστος, -η, -ο = άνουστους -η -ου = δεν εχει γεύση, ανούσιος , κάτι που

δεν έχει χάρη, γοητεία, που δεν είναι νόστιμο στους

τρόπους

27. αγιοκέρι = αϊουκέρι = αγιοκέρι (του επιτάφιου)

28. άγιος = άϊους

29. αγκαθιού είδος = τριβόλι

30. αγκαθωτά χαμόκλαδα = τσαλιά, παλιούρια

31. αγκαθωτό ζιζάνιο = τριβόλι = μτφ. το ζωηρό, άτακτο παιδί

351
32. αγκώνας = αναγκώνας
33. αγναντεύου = αγνάντιμα = η ενέργεια του αγναντεύου

34. αγναντεύω (τροπος παρατήρησης) = ξαγναντίζου = βρίσκομαι σε θέση που

βλέπω και με βλέπουν

35. αγναντεύω από μακριά = ξαγναντεύου = διακρίνομαι από μακριά,

διακρίνεται η μορφή μου

36. αγνάντι (τόπος) = ξαγνάντιου = θέση από την

οποία μπορώ να έχω καλή θέα.


37. αγονιμοποίητα = αμαρκάλ’γα πρόβατα που δε

πήγαν με κριάρι,

38. αγόρι = πιδί


39. άγρια ζώα = αγρίμια
40. αγριαπιδιά = γκορτσιά, γκουρτσιά = άγρια απιδιά
41. αγριαχλάδι = γκόρτσο = ο καρπός της γκορτσιάς
42. αγρίμι = ζλάπ-ζλάπι = συνήθως οι λύκοι, γενικά ο ατίθασος άνθρωπος

43. αγριοάχλαδο = αγγόρτσο, γγόρτσο = μικρό άγριο αχλάδι


44. αγριόγιδο = αγριουγίδι = Το αγριόγιδο είναι ο

απόλυτος κυρίαρχος των γκρεμών, είναι ένα

δυναμικό και περήφανο ζώο. Το

χαρακτηριστικό του γνώρισμα είναι τα όρθια

κέρατα που γέρνουν προς τα πίσω, στο

πρόσωπό του κυριαρχεί το λευκό, ενώ το σώμα

του είναι δυνατό, με χρώμα που ποικίλει

ανάλογα με την εποχή. Είναι, δηλαδή, ανοιχτόχρωμο καφέ κατά την άνοιξη και

το καλοκαίρι με κοντό τρίχωμα, το οποίο κατά τη χειμερινή περίοδο γίνεται

μακρύ και παίρνει χρώμα σκούρο καφέ – σχεδόν μαύρο. Απαραίτητη

προϋπόθεση για την ύπαρξη του είναι ο γκρεμός, όπου βρίσκει προστασία από

τους θηρευτές. Ορθοπλαγιές, βραχώδεις πλαγιές, απότομα δάση, σάρες, λούκια

352
και υποαλπικά λιβάδια αποτελούν τον ιδανικό βιότοπο για το αγριόγιδο. Τον

χειμώνα, τα αγριόγιδα προτιμούν τις απότομες, νότιες πλαγιές, όπου το χιόνι

λιώνει γρηγορότερα. Όταν μπει η άνοιξη, αρχίζουν να ανεβαίνουν σε

ψηλότερα σημεία και για να αποφύγουν τη μεγάλη ζέστη το καλοκαίρι,

αποτραβιούνται στις δροσερές περιοχές του βιότοπου. Θυμίζει τους

Σαρακατσάνους η ζωή του


45. αγριοκαστανιά = αγριουκαστανιά . Η αγριοκαστανιά, ιπποκαστανιά ή

ιπποκαστανέα (επιστημονική ονομασία:

Aesculus hippocastanum, Αίσκουλος το

ιπποκάστανο) O φλοιός της, ο οποίος

περιέχει μια κουμαρίνη, την αισκουλίνη και

βιταμίνη P, διαθέτει φλεβοτονωτικές

ιδιότητες. Η βιταμίνη P δυναμώνει τα

τριχοειδή αγγεία, βοηθά στην κυκλοφορία

του αίματος, καταπραΰνει τους πόνους των αιμορροϊδικών κρίσεων,

αντιμετωπίζει τις εκχυμώσεις και τους κιρσούς και, γενικότερα, συμβάλλει στην

ανακούφιση των συμπτωμάτων, που σχετίζονται με τη φλεβική ανεπάρκεια

(οιδήματα, βαρειές γάμπες). Παλαιότερα, δινόταν και στα άλογα, όταν

πάθαιναν κολικό και γι' αυτό έχει πάρει το όνομα hippocastanum (ίππος +

κάστανο). Ακόμα, χρησιμοποιείται στη βυρσοδεψία. Ο καρπός της

αγριοκαστανιάς περιέχει -μεταξύ άλλων- τανίνη, αισκουλίνη, φραξίνη και

άμυλο. Το βότανο του αγριοκαστάνου χρησιμοποιείται, ως ρόφημα, ως

λοσιόν, ή ως στυπτικό, για την τόνωση του κυκλοφορικού συστήματος, ενώ

βοηθά στη φλεβίτιδα, τις αιμορροΐδες, τους κιρσούς και τα κνημικά έλκη.
46. αγριοκοίταγμα = αγριουτήραμα = κοίταγμα άγριο
47. αγριοκοιτάω = αγριουτηράου = κοιτώ αγριεμένα

353
48. αγριοκρίθαρο = αγριουκρίθαρου, αγριόχορτο, όρδεο το μύουρο

Αγριοκρίθαρο ή

Αγριοστάχυ ή

τριχοστάχυ - Hordeum

murinum Αγροστώδες

ζιζάνιο, φυτρώνει

συνήθως σε χέρσα

εδάφη και

σε πολυσύχναστα μέρη και κατά μήκος των δρόμων. Τα άνθη του είναι μικρά

στάχυα με ωραίες αλύγιστες τρίχες και μοιάζουν με το καλλιεργούμενο

κριθάρι. Από τους πιο γνωστούς

λαθρεπιβάτες. Αποτέλεσε για χρόνια παιχνίδι

των παιδιών της υπαίθρου που παίζοντας,

πετούσαν τα άνθη του, το ένα στα ρούχα του

άλλου, όπου συνήθως "κολλούσαν". Όμως οι

σπόροι των αγριοκρίθαρων δεν είναι τόσο

αθώοι. Δημιουργούν ένα σοβαρό πρόβλημα

για τα σκυλιά και τις γάτες επειδή τα μικρά μυτερά στάχυα μπορούν να

διαπεράσουν τα αυτιά και τις κόγχες των ματιών. Εάν μια ολόκληρη ακίδα

αγριοκρίθαρου χωθεί μέσα στη μύτη σας είναι δύσκολο να την αφαιρέσετε. Η

ακίδα ωθείται βαθύτερα προς τα επάνω μέσα στη ρινική κοιλότητα και έπειτα

σπάει σε κομμάτια όταν προσπαθείτε να την τραβήξετε έξω.

49. αγριολάχανα = καυκαλήθρις

50. αγριομέλισσα (είδος) = σιρσέγκι = άνθρωπος που δεν ησυχάζει καθόλου,

εργατικός, είδος αγριομέλισσας


51. άγριος = άγριους = (για καρπούς) άγουρος, ανώριμος.
52. αγριότητα = αγριάδα = το φυτό άγρωστη η έρπουσα αλλά και αγριότητα.
53. αγριότητα = αγριουσύνη, = αγριάδα ύφους

354
54. αγριότοπος = αγρίδι = τόπος που δε βγάζει καλό χορτάρι, τόπος δεν εχει

χορτάρι

55. αγριοτριαντάφυλλα(είδος) = μαλιαρόκωλα = είδος ροδιού άγριου

τριαντάφυλλου που είχε χνουδωτό το πίσω μέρος

(κώλος)

56. αγριοτριανταφυλλιά = μαλλιαρουκουλιά

57. αγριοφράουλες = χάπσις = μικρές

58. αγριόχορτο (είδος) = ήρα = φυτρώνει στα

χωράφια και εμποδίζει την ανάπτυξη του σιταριού

59. αγροφύλακας = ντραγάτ’ς, δραγάτς, δραγάτης = αμπελοφύλακας.

60. άγρυπνα = αλέστα = όρθιος μας παρατηρεί (φλάΐ αλέστα )

61. αγρυπνία = νυχτέρι = μάζωξη και παρέα για κουβέντα και ξενύχτι

62. αγρυπνώ μαζί με άλλους = νυχτιρεύου = ή εργάζομαι τη νύχτα

63. αγώγι = αγώι = το μεροκάματο και η μεταφορά των αγαθών από τον

αγωγιάτη
64. αγωνία = αγουνία, άγχος
65. αγωνίζομαι = πασκίζου, αγουνιόμι, προσπαθώ, ταλαιπωρούμαι.
66. αδειάζω = αδειάζου = αδειάζω κάτι, έχω ευκαιρία.

67. άδειο = ζούφιο = ψεύτικο,

68. αδελφοποίηση δύο ή περισσότερων ατόμων = μπρατιμηλίκι = Η

επισημοποίηση γινόταν σε μια “μαγική” τελετή, με θρησκευτικό χαρακτήρα και

με συμβολικές πράξεις, όπως ανάμειξη αίματος, ανταλλαγή όπλων, περίζωση

με την Αγία Ζώνη κ.ά. Μέχρι το 1920, στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη, στο

βουνό Ρίλα (Βουλγαρία), οι Σαρακατσαναίοι πιανόταν σταυραδέλφια, κάθε

χρόνο στις 29 Αυγούστου, την ημέρα που γιόρταζε η Μονή

69. αδελφοποιτή = μότριμα

70. αδελφοποιτή =-σταυραδιρφή

71. αδελφοποιτός = σταυράδιφους

355
72. αδελφοποιτός = σταυραδερφός, μπράτμους

= Η «σταυραδερφοσύνη», ή

αδελφοποίηση είναι θεσμός του λαϊκού

εθιμικού δικαίου. Η δημιουργία

αδελφικού δεσμού στους Σαρακατσάνους

ήταν δυνατό έθιμο, που οι ρίζες του χάνονται στα βάθη των αιώνων. Το έθιμο

αυτό αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Ο δεσμός γινόταν

μεταξύ ατόμων, που δεν είχαν συγγένεια αίματος, αλλά είχαν ίδια θρησκεία και

διέπονταν από ισόβια υποχρέωση αλληλοβοήθειας, αλληλεγγύης και

αυταπάρνησης. Ο τρόπος που γινόταν κάποιος σταυραδερφός ήταν βασικά να

χαραχτεί η φλέβα στο εσωτερικό του βραχίονα και των δυο, που έχουν

συμφωνήσει να αδελφοποιηθούν, και τέλος έπιναν λίγο αίμα ο ένας από τον

άλλο.

73. αδελφός = μπάτης = ο μεγαλύτερος αδερφός.

74. αδέξιος = αλάνταβος, αλάνταβους


75. αδερφές = αδιρφάδις
76. αδερφομαχαιριά = αδιρφουμαχιριά = μαχαιριά από αδερφό, κακό που

προέρχεται από τον αδερφό μου.

77. αδερφός ( ετεροθαλής) = μιλαδέρφι

78. αδέσποτο ζώο που τρέχει από δω κι από κει = ντουμουσιάρ’κου,

ντουμουζιάρκο = ανυπάκουο στις εντολές του τσομπάνου


79. αδήλωτος = αδήλουτους-ου = δεν έχει δηλωθεί

80. αδιάθετος = ανήμπουρους = άρρωστος, αδύναμος, αυτός που έχει ανάγκη

από βοήθεια

81. άδικα = χαράμι

82. αδράχτι = δρούγα = η αρχαία άτρακτος.

83. αδυναμία = χαμάρα = εξάντληση, αδιαθεσία

84. αδύναμος = λισβός = λεπτός, λειψός

356
85. αδυνατίζω = κατχεύου, κατχιαίνου, σώνουμι, ρέβου, αχαμναίνου = χάνω

βάρος

86. αδυνάτισες = έριψις

87. αδύνατο = λιάτερου

88. αδύνατο και με μεγάλη κοιλιά ζώο = μπακανιάρ’κου

89. αδύνατος = ξιραγκιανός, ζαΐφκους

90. αδύνατος = άσαρκους αχαμνός = χωρίς μυς, λιπόσαρκος,.

91. αδύνατος άνθρωπος = τσακνιάρης = σαν τσάκνο

92. αδύνατούτσικος. = αχαμνούτσ’κους, -ούλα, -ούτσ’κου =

93. αερολογώ = βαταλαλού, βαταλαλώ = λέω ανοησίες. κουβέντες χωρίς ουσία,

94. αετού ( είδος ) = καρτάλι


95. αζύγιστος = αζύϊαου

96. αηδία = ασκασιά

97. αηδιάζω = ασκιαίνουμι

98. αηδίες = αναγούλις = παραξενιές,

κουταμάρες

99. αηδόνια = μπιρμπίλια


100. αηδονοκελαϊδουσα = αηδουνολαλούσα = πέρδικα που λαλεί σαν αηδόνι.

101. αθόρυβα = σταμούτα, σιγαλά

102. αθόρυβος,-η,-ο = σιγαλός, -ή, -ό


103. αθώος = αθώους, -α, -ου = αθώος χωρίς πονηριά, καθυστερημένος, χαζούλης

104. αιθάλη = .κάπνα,γάνα

105. αίμα (σε τσίμπημα φιδιού) = δρουπίκι = δηλητηριασμένο αίμα στο σημείο

που έχει δεχτεί τσίμπημα από φίδι το ζώο

106. αιμοβόρος = μουβόρκους

107. άιντε = ντε = εμπρός.

357
108. άιντε = αϊντι = άντε , εκφράζει γενικά παρακίνηση ή αγανάκτηση ανάλογα με

τα συμφραζόμενα και το χρωματισμό της φωνής, πήγαινε, έκπληξη ή

δυσπιστία, αποδοκιμασία ή ασυμφωνία, συγκατάθεση


109. άιντε = άιστι, αϊντέστε = εμπρός

110. αϊντε-αϊντε = χ΄αΐντι , χ'αΐντι = φράση που δηλώνει κοροϊδία

111. αίσθημα χορτάσματος = χουρτασίλα

112. αίσια = δέξια = επιτυχώς.

113. αιφνίδια βροχή = τ’φάνι = άγρια και δυνατή βροχή που συνοδεύεται από

άνεμο, ξαφνική καταιγίδα.

114. ακαθαρσία = μαγαρ’σιά = περιττώματα ανθρώπου, (μτφ.) βρωμιά, ανήθικη

πράξη

115. άκακος = άβλαβους -η -ου

116. ακαλλιέργητο = χέρσο

117. ακατέργαστα = ανάργαστα = δέρματα που δεν έχουν υποστεί επεξεργασία.


118. ακατούρητος = ακατούργους = αυτός που δεν έχει κατουρήσει.

119. ακίδα = αγκίδα, μύτη από αιχμηρό ξύλο ή λεπτό αιχμηρό κομμάτι από ξύλο

που τρυπάει το σώμα μου.

120. ακολουθώ κάποιον καταπόδας = τουν παίρου στου κουντά

121. άκομψος = άχαρους


122. ακόνι = ακόνι = εργαλείο για τρόχισμα.
123. ακόνια = ακουνιές = πλάκες σταχτόμαυρες, για να

τροχίζουμε τα μαχαίρια
124. άκοπα = άκουπα = δεν κόπηκαν, αλλά και χωρίς διακοπή

125. άκου = άκσει, ακούρμα, ακουρμάσ = δώσε προσοχή

126. ακούραστος = αλάρουτους, αβάρητους, αβάργους = δε βαριέται αυτός, δρα-

στήριος, ασταμάτητος, που δεν τον χτύπησαν


127. ακούραστος =αβάριτους, δραστήριος, ασταμάτητος
128. ακούρευτος = άκουρους

358
129. άκουσα = άξα

130. ακουστός = ξαϊκουσμένους, -η, -ου,


131. ακούω με προσοχή = ακουρμαίνομαι,

ακουρμαίνουμι, ακουρμάζουμι = στήνω

αφτί να ακούσω

132. ακριβοπληρώνω = βαρυπληρώνου

133. ακροθαλασσιά = γιαλός, ακρουπέλαου,

ακρουπιλαϊά ακροθάλασσα, ακρουθαλασσιά = γιαλός, παραλία, γιαλό,

γιρογιάλι, γιαλούσα, γιαλέ, γκιαλό, ζαλός, περιγιάλι, περγιάλι, παραγιάλι,

παράγιαλος, ακρογιάλι, ακρογιαλιά,

ακρογιάλ, ακρουγιαλιά, ακροπελαγιά,

ακρουπιλαγιά, ακρουπέλαγους, σίγιαλο

134. ακρωτηριασμένος,-η, -ο = κουλουβός, -ή, -

ό, ζώο που έχει κοντή ουρά, - οι Μακεδόνες

Σαρακατσάνοι γιατί φοράνε κοντή φουστανέλα

135. ακτινοβολεί ο ήλιος = λάμπει ου ήλιους

136. ακυρώνω = καίου = μηδενίζω την προσπάθεια


137. αλάδοτος = αλάδιαγους, αλάδουτους = αυτός που είναι χωρίς λάδι, αβάφτιστος

, αντίχριστος.

138. άλαλα = μούτα = χωρίς λαλιά

139. άλαλος (μένω ) = μουτεύου =

χάνω την ομιλία μου.

140. αλαταριά = χώρος με επίπεδες

πέτρες όπου τοποθετούσαν το

αλάτι για να τρώνε τα ζώα


141. αλατίζω = αλατίζου = ρίχνω αλάτι στην αλαταριά
142. αλατοσάκουλα = αλατουσάκ’λου = σακούλι για το αλάτι.

359
143. αλαφροΐσκιωτος = αλαφρουίσκιουτους = ματιάζεται εύκολα, αυτός που

«βλέπει» φαντάσματα

144. αλαφρύς άνθρωπος = φουντούλας = άνθρωπος χωρίς ιδιαίτερο περιχόμενο

που θέλει να φαίνεται.


145. άλειμμα = άλλ’μμα , υλικό για επάλειψη
146. αλείφω = αλείφου, αλείβω = βάζω αλοιφή

147. αλεπού = αλπού = μτφ. είναι πονηρός η πονηρή και πανούργα γυναίκα.

148. αλεστικά = ξάιτα = που παίρνει ο μυλωνάς σε στάρι η αλεύρι

149. αλεύρι για συμπλήρωμα = προυσάλευρου

150. αλευρόσκονη = πασπάλι η πασπάλη = σκόνη, ιδίως από αλεύρι [<αρχ.

πασπάλη]
151. αλευρώνω = αλιβρώνου = ρίχνω αλεύρι.

152. αλευρώνω το προζύμι = ανιβατίζου = ρίχνω το προζύμι στο αλεύρι για να

φτιάξω το ψωμί (ύψωμα)


153. αλίμονο = αλιά , αλί δυστυχία!

154. αλκάννα = βαφόρρ’ζα = το φυτό αλκάννα η κοκκινοβαφής, ανχούσα. Με τη

ρίζα του έβαφαν τα μάλλινα. Ο αρχαίος

βοτανολόγος Θεόφραστος και αργότερα ο

Διοσκουρίδης, αλλά και ο Ιπποκράτης

περιγράφουν τις ιδιότητες του φυτού και

προτείνουν συνταγές για τη χρήση του. Είναι

κατάλληλη για τη θεραπεία ελκών στο διαβητικό πόδι, στην επούλωση όλων

τραυμάτων, εγκαυμάτων, ελκών κάθε είδους, αιμορροϊδοπάθειας και άλλων

δερματικών παθήσεων όπως η ακμή , καθώς αποτελεί μία φυτική ουσία που

βοηθά στην αποκατάσταση του δέρματος χωρίς τις παρενέργειες των χημικών

ουσιών.
155. αλλά = αδέ = ενώ, μα
156. άλλαγμα = .άλλαμα

360
157. αλλάζω = ξαλλάζου = φοράω τα παλιά και βγάζω. τα καλά ρούχα
158. αλλαξιά = αλαξιά, καθαρή ενδυμασία που φοράω, όταν αλλάζω ρούχα.

159. αλληθωρίζω = γκαλιουρίζου

160. αλλήθωρος = κιόρς , κιόρης, κιορ, κιόρος, γκαλιούρς , γκάλιουρας = αλιθόρος,

αλίθουρος, αλόθορος, αλιγκιόζης, αλιφέγγης


161. άλλης εποχή ς= αλλουτισνός, παλιότερα, πολύ παλιός, παλιάς εποχής.

162. αλλοίμονο μου = λέλι μ’ = και η έκφραση "ουϊ λέλιμ = αλλοίμονο μου "

163. αλλοιώθηκε και έχει δυσάρεστη οσμή το φαγητό = τάγκιασι του φαΐ

164. αλλοιώνεται = τσιαλντίζει = αλλάζει μορφή από την καθιερωμένη,

μεταλλάσετε

165. αλμυρό = λύσσα = μανία,

ασθένεια στα σκυλιά

166. άλογα (άρρωστα από

αδενίτιδα) = σακαϊάρκα = τα

άλογα που πάσχουν από

αδενίτιδα

167. άλογα = άτια

168. άλογα που ανήκουν στη λακνιά = λακνιάρ’κα

169. αλογάκι μικρό = πλάρα


170. αλόγιαστος = αλόιστους, -η, -ου = αυτός που δε βάζει

σκέψεις, αυτός που δεν βασανίζει το μυαλό του


171. αλογίσια = αλουγίσια, αυτή που προέρχεται από το άλογο.

172. άλογο = μπινέκι = άλογο ίππευσης (του τσέλιγκα συνήθως) μπινέκικο, μπινέκι,

μπινέκ = άλογο καβαλαρίας απ το Τούρκικο binek αργότερα το αυτοκίνητο ι.χ

173. άλογο (άρρωστο) = τικνιφέζ’κου = άλογο ή μουλάρι που έχει χάσει τις

δυνάμεις του

174. άλογο (χρώμα) = κούλ’κου άλουγου = σταχτί άλογο

175. άλογο (χρώμα) = κούλα = θηλυκό άλογο με καφέ χρώμα

361
176. άλογο (χρωματικά) = ψαρής = άσπρο άλογο με σταχτή , μαύρες βούλες

177. άλογο νεογέννητο = π’λάρι, πλαράκι


178. αλογο του Θεού = άλουγου τ’ Θιού = πολύ μικρό ζωάκι πράσινο, σαν αδύνατη

ακρίδα με μακρύτερο σώμα

179. αλογοκοπριά = καβαλίνα

180. αλογομούλαρα της στάνης = βαλμαριό

181. αλόγου περπάτημα = ριβάνι = ρυθμικό και ανάλαφρο βάδισμα του αλόγου

182. αλόγων αγέλη = λακνιά

183. αλόγων αρρώστια = σακαΐ (αδενίτιδα)


184. αλόη = αλουή.πικρό υγρό που

βγαίνει από το φυτό αλόη, πικρό.

185. αλόθρησκος = αβάφτ'στους -η- ου

186. αλοιφή = αλφή

187. αλοιφή (είδος) = κιραλ’φή, η = πρακτικό γιατροσόφι (αλοιφή με κερί και λάδι)

188. αλυσίβα = αλσίβα = στάχτη και νερό για το πλύσιμο Η αλισίβα είναι ένα

αλκαλικό διάλυμα που παρασκευάζεται με το βράσιμο του νερού μαζί με

στάχτη από καμένα ξύλα. Συνιστάται δε να χρησιμοποιείται βρόχινο νερό. Στα

παλαιότερα χρόνια τη χρησιμοποιούσαν για τη λεύκανση των ρούχων, αλλά

και αντί για σαπούνι και για το λούσιμο (ειδικά για λιπαρά μαλλιά). Η αλισίβα

έχει καθαριστικές ιδιότητες λόγω του ανθρακικού καλίου που προσλαμβάνει

από τη στάχτη, το οποίο έχει την ικανότητα να διαλύει τα έλαια και τα λίπη

γενικά. Την έφτιαχναν σε καζάνι όπου έβραζαν τα υλικά και μετά

τοποθετούσαν τα ρούχα για πλύσιμο.

189. αλυσίδα = καδένα

190. αλυσίδες = κουστέκια. Χρυσές ή μπρούτζινες που κρεμάνε στα στήθια τους

άντρες και γυναίκες

191. αλώνι που μαζεύονται νεράιδες= νηραϊδάλουνου

362
192. αλωνίζω = αλωνίζου, τριγυρίζω σαν να αλωνίζω, περιφέρομαι, κινούμαι

συνέχεια σε ένα συγκεκριμένο μέρος, κακομεταχειρίζομαι, προκαλώ ζημία

193. αλώνισα = αλώνσα


194. αλωνιστής = αλουνστής, αλουνάρ’ς = αυτός που αλωνίζει.
195. αμαγγάνιστα = αγιένουτα, αγέννωτα = τα ρούχα που έγιναν από υφάσματα

που δεν πήγαν στο μαγγάνι για χτύπημα , έμειναν όπως βγήκαν απ τον

αργαλειό, υφαντά υφάσματα που δεν τα πηγαίνω στα μαντάνια για

επεξεργασία.
196. αμάζευτος = αμάζουτους. άζαπους, -η, -ου, απείθαρχος, αυτός που είναι έξω

από κανόνες, δεν συμμαζεύεται

197. αμάνικες ζακέτες που έχουν πιέτες πίσω = μπόλκις

198. αμάνικο πουκάμισο στη γυναικεία φορεσιά = φούστια


199. αμάραθος = αμάραθους , αμάρανθος, η αμάραθος έχει όνομα ελληνικής

καταγωγής που του δόθηκε εξαιτίας της καταπληκτικής αντοχής του Ο

αμάρανθος είναι ένα ψευδοδημητριακό, πλούσιο σε λυσίνη, αμινοξύ το οποίο

ενισχύει την ποιότητα πρωτεΐνης. Πλούσιο σε μαγνήσιο, σίδηρο, ασβέστιο,

αλλά και χωρίς γλουτένη

200. αμαρτάνω = μαρτεύουμι, αμαρτεύουμι, μαρτάνου, κουλάζουμι

201. αμάσητος = αματσιάλ’γους

202. άμεσα = αμέσους , πολύ γρήγορα, την ίδια στιγμή

203. αμίλητος = γκούβρας = άκριτος.

204. αμμουδιά = αμμούδα = αμμότοπος

205. άμοιρη, δυστυχισμένη γυναίκα(μτφ.) =

κρούνα
206. αμούστακος = αμάλλιαγους, νέος, χωρίς

πείρα.

207. άμυαλος = ανέγνουμους = ανόητος,

208. αμύγδαλα = μύγδαλα

363
209. αμύγδαλα άγουρα = τσίγαλα

210. αμυχή = ξιγάλ’σμα

211. αμφιβάλλω = αντιάζου = δεν είμαι σίγουρος

212. αναβαίνω ψηλά = σκαλώνου = αναρριχώμαι ανεβαίνοντας ψηλά, σταματάω

μπροστά σε ένα εμπόδιο

213. αναβρύζει άφθονο μέσα από πληγή = μπουρμπούλιαξι του αίμα

214. ανάβω = ανάφτου, ανάβου, -ομαι = βάζω φωτιά σε υλικά που καίγονται

εύκολα και συνήθως δίνουν ζωηρή φλόγα και θερμοκρασία, παίρνω φωτιά,

βάζω φωτιά σε ένα υλικό, για να δώσει φως,

αλλοιώνεται η σύσταση (άναψε το τυρί), αισθάνομαι

υπερβολική ζέστη

215. ανάγλυφα σχέδια (ειδικά) = κλίκια = ανάγλυφα σχέδια από ζυμάρι που

φκιάχνουν οι γυναίκες πάνω στις κουλούρες.

216. αναγούλα = αναδουσιά = άσχημη μυρωδιά

217. αναγούλες = ξερατά, ξιρατά, ξιρατιά

218. αναγουλιάζω = αναγλιάζω, αναγλιατσιάζου

219. αναζητώ = χαλεύω

220. ανάθεμα = ανάθιμα = ως κατάρα, για να

εκφράσουμε την έντονη αγανάκτησή μας για κάτι

που μας έχει συμβεί ή για κάποιον που είναι ο

αίτιος της δυστυχίας μας, ανάθεμα κι αν δεν πονώ

και αν δεν αναστενάζω, σωρός από πέτρες που σχηματιζόταν στο σημείο

όπου κάθε περαστικός έριχνε μια πέτρα, αναθεματίζοντας

221. ανακατεύω = αλαμανάω,γουργουλεύω = κάνω φασαρία

222. ανακατεύω τα κάρβουνα = συμπάω = ανακατεύω τα κάρβουνα και μαζεύεται

η στάχτη της φωτιάς. (σίμπα τη φωτιά, σίμπα το φαϊ), (μτφ.) παροτρύνω,

βοηθάω, ενθαρρύνω

364
223. ανακατεύω χωρίς όρεξη = μαλλιαγκράω, μαλλιαγρίζου = ανακατεύω κάτι

άτσαλα.

224. ανακατοσιά = κουρκουβέτσι

225. ανακατοσιάρης = ανακατωσιάρς -α -ουκο = που ανακατώνεται σε ξένες

υποθέσεις και βάζει διαβολές, ανακατωσιάρης

226. ανακατωμένα = ανάκατα

227. ανακατώνω = σγαρλάου, σγαρλεύου, ζγαρλίζου = ψάχνω, σκαλίζω (

ζγαρλίζει του φαΐ )

228. ανακατώνω τα πρόβατα και κάνω φασαρία = σαλαΐζου, σαλαϊαζου

229. αναλαμβάνω = αναλαβαίνου = ανακτώ τις δυνάμεις μου μετά από κάποια

αρρώστια.

230. ανάλατος = ανάλατους = άχαρος, δεν έχει νοστιμιά επάνω του, χωρίς αλάτι,

άνοστα, ανοησίες, χαζά

231. ανάλαφρος = ανάλαφρους -η -ου = πολύ ελαφρός αέρας, που είναι μόλις

αισθητός και ευχάριστος, για κάτι ή για καποιον που δίχνει ότι δεν έχει

καθόλου βάρος, αέρινος

232. ανάλλαγος = ανάλλαγους, άλλαγους = αυτός που δεν άλλαξε φορεσιά

233. αναλλαξιά = αναλλαϊά = μη αλλαγή ρούχων.

234. αναμετρούμαι = παραβγαίνου = ανταγωνίζομαι

235. άνανδρος = άναντρους

236. αναπάντεχος = αναπάντ'χους -η -ου = κάτι που δεν περίμενε, δεν υπολόγιζε ή

δε φανταζόταν κανείς ότι θα συμβεί, απροσδόκητο, για κάποιον που έρχεται

και εμφανίζεται ξαφνικά

365
237. αναπαύονται

ενώ κάθονται

μεσημέρι

στον ίσκιο τα

πρόβατα =

σταλίζουν τα

πρότα

238. ανάπαυση =

ανάπαψη

239. ανάπαυση = αναπαμός = ξεκούραση, [anapamós]: (λαϊκότρ., λογοτ.)

ξεκούραση, ανάπαυση ή ψυχική ηρεμία

240. αναπηρία = σακατ’λίκι

241. ανάπηρος = σακάτ’ς, κλός

242. αναποδιά = στραβουμάρα, ζάντζα, ζαβουσύνη = δυστροπία, ιδιοτροπία,

ελάττωμα,

243. αναποδιάζω = στραβώνου = δεν λειτουργώ όπως πρέπει, δεν λειτουργώ ορθά

244. αναποδιές = στραβουμάρις

245. ανάποδο = ουρσούζκου = γρουσούζικο

246. αναποδογυρίζω = απστουμάου = γυρίζω απίστομα,

247. αναποδογυρίζω = απστουμίζου, γυρίζω απίστομα,

248. αναποδογύρισα = ανάσκ'λωσα

249. αναποδογύρισε = απστόμσει

250. αναποδογύρισμα = απστόμ’σμα= γύρισμα κωλοτούμπα

251. ανάποδος = ουρσούζκους = γρουσούζης

252. αναπτήρας = τσακμάκι, τσιακμάκι = είδος

αναπτήρα (οινοπνεύματος ή πετρελαίου) με

φιτίλι και τσακμακόπετρα, αναπτήρας· μτφ. ο

εύστροφος, έξυπνος και δραστήριος άνθρωπος

366
253. ανάργυρος ο δυσώδης = βρουμουκλάρι = το φαρμακευτικό φυτό ανάργυρος

ο δυσώδης, θάμνος που αναδίνει μια άσχημη μυρωδιά. Το χρησιμοποιούσαν

για να επουλώνουν τις πληγές από τσίμπημα σκορπιού

254. αναριγώ = θιρμαίνομι, θιρμαίνουμι

255. ανάρμεχτος = ανάρμιγους

256. αναρριχόμενο φυτό (είδος) =

κληματσίδα = αναρριχόμενο φυτό

που μοιάζει με αγιόκλημα, τα κλαδιά

από αναρριχόμενα φυτά

257. ανάσκελα = ανάσκ'λα, τα ανάσκλα

= ύπτια, με τη ράχη προς τα κάτω

258. ανασκελώνω = ανασκ’λώνου =

ρίχνω κάποιον ανάσκελα,-ουμι

πέφτω ανάσκελα

259. ανασκουμπώνομαι =

ανασκουμπώνουμι = σηκώνω τα μανίκια για να δουλέψω

260. αναστατώνω = ανασκ'λώνω = γυρνάω τα πάνω κάτω

261. αναστενάζω = χουλoϊώμι, στινάζου

262. αναστενάζω συνεχώς = χολοϊέμι, χουλο

263. αναταραχή = ανταρτουσύνη = πόλεμος, ανταρτοπόλεμος

264. ανατρέφω = ανασταίνου -

ομαι =

265. ανατριχιάζω = αναδριμώνου

= ανασκιρτώ αγριεύω, βγάζω

εξανθήματα, «Αναδρίμουσι η

γλώσσα μ»

266. ανατρίχιασμα = ανατριχιάδα

367
267. ανατριχιασμένος = γατσουμαλλιασμένους = αυτός που ανατρίχιασε από το

κρύο.

268. ανατριχίλα = λαβούρα = διέγερση που συνοδεύεται από φόβο ή ταραχή

(λαβούρα σι πιάνει, άμα νυχτουπιρπατάς στα λόγγα)

269. ανατροφή = ανάθρεμμα, τράνεμα

270. αναφέρω = αναβάλλου , αναφέρου = θυμάμαι κάποιον, μνημονεύω,

ονομάζω.

271. αναφέρω κάτι = μουλουγάου

272. αναχώρηση για τα βουνά ή τα χειμαδιά = φεύγα

273. ανδρικά = αντρίκια = τρόπος με τον οποίο

καβαλικεύει ο άντρας

274. ανέγγιχτο = αμάλαγο = απείραχτο,

275. ανέθρεψες = ανάθρεψες, ανάθριψις

276. άνεμος Β.Δ = αρβανίτ’ς = βορειοδυτικός

277. ανεμοσούρι = ανεμοσίουρι = δυνατός αερας με βοή, δυνατός απότομος

αέρας

278. ανεπαρκής = λιγουστός

279. ανεψιά = ανψιά

280. ανεψιός = ανψιός, αδιρφουπαίδι, ανψιόκας, (χαϊδευτικά).

281. ανήθικη = βαδέκλα = γυναίκα πρόστυχη,.

282. ανήλιαστος = ανήλιαγους = αυτός που δεν έχει κάτσει κάτω απ τον ήλιο,

σκιερός, αυτός που δεν τον βλέπει ο ήλιος

283. ανήλιο = ανήλιου = το μέρος που δεν το βλέπει ο ήλιος, ζερβό

284. ανήλιος = ζιρβός, (ή

ζιρβύς), ζέρβια, ζιρβό

(ζιρβύ)

285. ανήμερα

Χριστουγέννων = Χριστόημιρα = χρονιάρες μέρες των Χριστουγέννων

368
286. ανηφόρα = ανήφουρου

287. άνθη = άνθια

288. ανθίζουν τα κλαδιά = λουλουδιάζουν τα κλαριά

289. ανθίζω = ανθίζου, ανθού = ανθισμένος βγάζω άνθη, ανθοφορώ, γεμίζω

λουλούδια, βρίσκομαι σε ηλικία ανάπτυξης, ακμάζω

290. άνθος (κεφάλι) ασφάκας = ασφακουκιέφαλου = το άνθος από

την ασφάκα δεν μπορεί να το προσπελάσει η μέλισσα με

ειδικούς τρόπους παίρνουν το νέκταρ της και παράγουν

μεγάλης αξίας μέλι.

291. άνθος από το σπερδούκλι(β,λ.) =

σπιρδουκουκάλι

292. ανθρακιά = θράκα = τα αναμμένα κάρβουνα

που καίνε,. Από την ομηρική λέξη «ανθρακιή»

= σωρός από κάρβουνα αναμμένα

293. ανθρωπάκι = κακαντρούλ’ς = ασήμαντος άντρας

294. ανθρωπάκι πειραχτήρι = ζουντόβουλου

295. ανθρωπάκος = απόσουσμα = πολύ κοντός και αδύνατος άνθρωπος

296. άνθρωποι (αστείοι) = ξινύστια = άνθρωποι που με τη συμπεριφορά τους

προκαλούν για τους εαυτούς τους φαιδρές συζητήσεις και σε κάνουν να

ξενυστάζεις

297. άνθρωπος με σαρκώδη χείλια = ζαχείλας

298. άνθρωπος που αντιδρά περίεργα = τσινιάρ’ς =, αδικαιολόγητα, ευέξαπτος

299. ανθρώπου χαρακτηρισμός = χαρδαλούμπας = εκείνος που άπληστα

καταβροχθίζει τα πάντα.

300. ανίδεος = ανήξιρους = δεν ξέρει τίποτα, απληροφόρητος

301. ανοησία = αναγνουμιά = αμυαλοσύνη

302. ανοησία στην δράση κάποιου = απουκουτιά = παλαβομάρα, αποκοτιά

303. άνοιγμα της ρόκας = αφτί ρόκας

369
304. ανοίγω τα πόδια = χαβδώνω μπροστά στην φωτιά (χάβδα) να

ζεσταθώ από την μέση και κάτω εσωτερικά

305. άνοιξε ο καιρός = απόλ’σι ου κιρός = καλυτέρευσε

306. ανοιχτός τόπος = ανοιχτωσιά

307. ανόρεχτος = ανόρεχτους -η -ου = που δεν έχει όρεξη, διάθεση για φαγητό,

που γίνεται χωρίς όρεξη, διάθεση, προθυμία ή που δείχνει έλλειψη καλής

διάθεσης

308. ανοσταίνω = ανουσταίνου = γίνομαι άνοστος, άγευστος , κάνω κάποιον ή

κάτι να φαίνεται άνοστος, άχαρος

309. αντάμωμα = μάζουξη, σμίξη = συγκέντρωση,

310. αντάμωση = σμίξη = ποταμών συμβολή

311. ανταπάντηση = αντιλουιά = απόκριση

312. ανταπόδοση χάρης = αντίχαρη

313. αντάρα σε καιρό ξηρασίας = ξηραντάρα

314. αντάρτες = ανταρτιά = πλήθος ανταρτών, μια εποχή με αντάρτικο

315. αντάρτης, αντάρτισσα = αντάρτ'ς , αντάρτ'σσα, κομιτατζής = πολεμιστής

που δεν ανήκει σε τακτικό στρατό και πολεμά για μια ιδέα εθνική, πολιτική κτλ,

κομιτατζήδες , ατίθασος, ταραξίας, απείθαρχος

316. αντάρτικο = ανταρτοσύνη η οργάνωση των ανταρτών

317. άντε = άντες, άντις

318. αντέχω την νηστεία = βαστάου = κρατώ, νηστεύω.

319. αντέχω = αντέχου, νταϊαντάου

320. αντήλιο = αντήλιου = ό,τι βάζει κανείς στο μέτωπο πάνω από τα μάτια του

για να τα προστατεύσει από τη λάμψη του ήλιου, ιδίως όταν προσπαθεί να δει

καλύτερα σε μακρινή απόσταση, χωρίς ήλιο

321. αντιγράφω κάτι = ξουμπλιάζω, ξουμπλιάζου = βγάζω σχέδιο από κάποιο

κέντημα, κουτσομπολεύω, διακοσμώ

370
322. αντιδρώ απότομα = τσινάου = τινάζομαι απότομα, το άλογο όταν αντιδρά

απότομα και σηκώνεται στα δυο του πόδια

323. αντίδωρο = αντίδουρου = μικρό κομμάτι από

πρόσφορο, το οποίο ο παπάς μοιράζει στο

εκκλησίασμα μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας,

δώρο που δίνει κάποιος ως ανταπόδοση για το δώρο που του έχουν δώσει

324. αντίθετος = ινάντιους

325. αντικείμενα τυροκόμισης = κόθρια = κυκλικά μεταλλικά αντικείμενα για το

κεφαλοτύρι.

326. αντικείμενο άχρηστο = λέντζερο

327. αντικοινωνικός = άσμιγους, άκριτους = ακοινώνητος.

328. αντικριστά = καρσι-καρσι

329. αντικριστός = καρσινός

330. αντίλαλος = αχός = βουητό

331. αντιλαλώ = αντιλαλού = αντηχώ, ήχος που ακούγεται δυνατά ή σε μεγάλη

έκταση, χώρος που είναι γεμάτος από δυνατούς και συνεχόμενους ήχους

332. αντιλέγω = αντιλουϊόμι = ανταπαντώ

333. αντιμισθία τσομπάνου .= χάκι, ρόγα

334. αντίπαλος = ινάντιους

335. αντίχριστος = αντίχριστους

336. αντοχή = τακάτι

337. αντράδερφος = αντράδιρφους, κουνιάδος,

338. άντρας ανήθικος = σαλταμπήδας

339. αντρειωμένος = αντριάς

340. αντρειώνομαι = αντρειώνουμι = γίνομαι γενναίος.

341. αντροσόϊ = αντρουγινιά = το σόι του άντρα

342. άνυδρος τόπος = άνυδρους τόπους, ξηρότουπους = τόπος στον οποίο δε

βρέχει, που έχει ξηρασία

371
343. ανύπαντρος = μπεκιάρης, μπικιάρς =, ανίμπαντρος, ανίπαντρους, άπαντρος,

άπαντρους, εργένης απ' το Τούρκικο bekâr

344. ανυπόληπτη = πάντια (με το δείξια) = ανήθικη

345. ανυπόληπτο = ξιίσκιουτου

346. ανυπόμονος = ανηβάσταγους, αβάσταγους -η -ου = τίποτα δεν τον κρατάει,

ασυγκράτητος

347. ανυπότακτος = ζαβατιάρ’κους = ατίθασος


348. ανώριμο = αγέννωτο, αγιένουτου, αγίνουτο = δεν είναι ακόμα έτοιμο , δεν

είναι ώριμο, στον καιρό του δεν ωρίμασε , δεν είναι στον καιρό του, άγουρο
349. ανώριμοι = αγρίδια = ανώριμοι καρποί.
350. ανώριμος = άγουρους, άγριος = δεν ωρίμασε (επί ανθρώπων ανώριμος)

351. άξαφνος = άξαφνους

352. άξεστος = χουντρουκουπάνι

353. αξία, αξιά, άξια, αξά, αξίγια, εξιά, εξά, ξια, ξα, αξιάδα, αξιότη, αξιότητα, αξιότα,

αξιουμάδα, αξιομάρα, αξιουμάρα, αξιοσίνη, αξιουσίν, αξοσίνη, αξουσίν =

κιγμέτι, κιμέτι, κιγμέτ

354. αξίζει = πρέπει = ταιριάζει, αρμόζει

355. αξιοζήλευτος, = ζηλιμένους

356. αξιοθαύμαστος = καμαρουμένους = καμαρωτός, χαριτωμένος,

357. άξιος = άξιους -α -ου = έχει τα απαραίτητα προσόντα ή τις ικανότητες για

κάτι, είναι ικανός, κατάλληλος, επιδέξιος, αξίζει για αυτό που κάνει

358. αξιώνω = αξιώνου = κάνω κάποιον άξιον

359. αξύριστος = αξούργους

360. άοπλος (χωρίς άρματα) = ξαρμάτουτους, -η, -ου

361. αόρατο, υπερφυσικό και συνήθως κακοποιό ον = στοιχειό

362. απαγάγω κοπέλα = σβαρνάου κουπέλα = (μτφ.) κλέβω

363. απαίσια πράγματα = ξερατά, ξιρατά, ξιρατιά

364. απαλά = σιγαλά

372
365. απαλός = αγανός = μαλακός, αραιός, ανάριος.

366. απάνεμο = απόγουνου = απάνεμο μέρος, προστατεύεται από τον άνεμο και

γενικά την κακοκαιρία, μέρος που δεν το πιάνει ο άνεμος

367. απάνεμο μέρος = απαγκιρό

368. απαντώ = κρένω, αντικρίνουμι, απαντάου απαντώ για κάποιον άλλον

369. απαξιώνω = ξισκιώνου = ασχημίζω

370. απαρνιέται τον έρωτα = αρνητής = αυτός που απαρνιέται την πίστη

371. απατημένος σύζυγος = ζημιουμένους

372. άπαχος = αχαμνός

373. απέβαλε = απόρξει

374. απελπίζομαι = θυρουκόβουμι

375. απέναντι = αντίκρια, απουπέρα, καρσί (καρσί στον ήλιο = απέναντι στον ήλιο)

376. απέναντι (ακριβώς) = κατάντικρυ

377. απέναντι (ο) = αντικρινός -ή -ό = βρίσκεται απέναντι από κάτι ή κάποιον

άλλο

378. απέναντι μέρος = αγνάντι, αγνάντια

379. απέναντι πλευρά = αντίπερα = στο απέναντι μέρος

380. απένταρος = γαζέτα δεν έχει = είναι απένταρος. Η γαζέτα υπήρξε νόμισμα της

Επτανήσου Πολιτείας, που κόπηκε το 1801, κατά την περίοδο της Ρωσσικής

και Οθωμανικής κατοχής (Ρωσσοτουρκική Συμμαχία)

381. απεριόριστος = άσουτους = δεν τελειώνει, άφθονος, απέραντος

382. απεριποίητα μαλλιά = ξέπλιγα μαλλιά = αχτένιστα,

383. απεριποίητος = απειρουλόητος = δεν περιποιέται τον εαυτό του, δεν

προσέχει την εμφάνιση του

384. απέτυχα = χαντακώθκα = παταγώδης αποτυχία

385. απήγανος = απήγανους = θάμνος που χρησιμοποιείται για εξορκισμούς. είναι

ισχυρό τοξικό φυτό γνωστό για τις ισχυρές του καθαρτικές ιδιότητες. Ο

απήγανος λέγεται ότι απομακρύνει τις γάτες, τους σκύλους, τις μάγισσες και τα

373
κακά πνεύματα. Η παράδοση λέει ότι ο Οδυσσέας έδωσε απήγανο στους

συντρόφους του για να τους κρατήσει ανεπηρέαστους από τα μάγια της

Κίρκης. Λέγεται ότι βοηθά στην επίτευξη του

στόχου μας. Ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι έτρωγε

απήγανο για να βελτιώσει την όραση και την

δημιουργικότητά του. Το βότανο αυτό συμβολίζει

την θλίψη, την μετάνοια, την μεταμέλεια την οδύνη.

Το φύλλο του απήγανου ήταν το μοντέλο για το

σχέδιο των σπαθιών στην τράπουλα. Σε λογοτεχνικά κείμενα το βότανο αυτό

έχει ονομαστεί βότανο της μη αβρότητας. Απήγανο έδινε η Οφηλία στον

Άμλετ. Υπάρχουν αναφορές στην Αγία Γραφή για το βότανο αυτό.

Χρησιμοποιήθηκε ως αντίδοτο για τα δαγκώματα φιδιών και άλλων

δηλητηριάσεων. Ήταν το περίφημο αντίδοτο του δηλητηρίου του Μιθριδάτη.

Οι αναφορές του Αθηναίου λένε, ότι ο τύραννος του Πόντου Κλέαρχος

διασκέδαζε με τους ευγενείς και τους αξιωματούχους του στα ανάκτορά του

δίνοντάς τους δηλητήριο που έφτιαχνε ο ίδιος. Εκείνοι όμως ως αντίδοτο

έπαιρναν τον απήγανο

386. απηύδησα = βαρκέστ΄σα

387. άπηχτος = άπηχτους = δεν έχει πήξει αυτός

388. άπιστος = αντίχριστους ,αβάφτ'στους -η- ου = (μτφ.) καταραμένος,

δύστροπος
389. απλησίαστος = αζύγουτους

390. απλοκέρα = απλουκιέρα = γίδα που έχει τα κέρατά της απλωμένα.

391. απλώνομαι = τιντώνουμι

392. απλώνω το χέρι να πάρω κάτι = ξαμώνω


393. από άλλου = αλλούθι = από άλλο μέρος, από άλλο πρόσωπο ή από άλλη

πηγή

394. από αυτό το μέρος = απαύτου

374
395. από αυτού = απαύτου

396. από αυτού = απ΄ αυτού = από αυτό το σημείο.

397. από γεννησιμιού = γιντάτους, = γεννημένος έτσι όπως είναι. από τη γέννα

του.

398. από εδώ = απουδώθι = από ετούτη τη μεριά, από τη μεριά που βρίσκομαι.

399. από εδώ και μετά = απέδου

400. από εκεί = απουκείθι = από εκείνη τη μεριά.

401. από εκείνο = απουκειό

402. από ελεφαντόδοντο = φιλντισιένιους = αυτός που γίνεται από

403. από κάτω = απκάτ

404. από μέλι = μελένια

405. από πάνω = αουπάν

406. από πίσω = απουκουντά = στη συνέχεια, από την πίσω μεριά, αυτά που

ακολούθησαν.

407. από πού; = πούθι, απούθι

408. από την πίσω μεριά = απουκείθι

409. από τώρα = απ’ τα τώρα

410. απόβαλε = απόρξι

411. αποβάλλω = απουρρίχνου

412. αποβλακωμένος = ξηκούτ΄ς

413. αποβολή εμβρύου = απουβουλή , τα αίτια

είναι πάρα πολλά, συνήθως χλαμυδίωση,

μελιταίος, τοξοπλάσμωση

414. απόβραδο = απόβραδου = αργά το βράδυ

415. απόβραδου θαμπάδα = σύθαμπου

416. αποβραδύς = απουβραδίς = από το προηγούμενο βράδυ

417. απόβροχο = απόβρουχου = μετά από βροχή

418. απογαλακτίζω = απουκόβου απαγορεύω, εμποδίζω

375
419. απόγευμα = απόγιουμα

420. αποδέχομαι = καταδέχουμι


421. απόδοση = αϊάρι = απόδοση γάλακτος σε τυρί

422. απόθεμα = σιρμαϊα = κομπόδεμα

423. αποθέτω = απθώνου = βάζω κάτι καταγής. -ουμι κάθομαι κάτω.

424. αποθήκευσης (τρόπος) = πουστιάζου = βάζω σε σειρά αντικείμενα, συνήθως

το ένα πάνω στο άλλο για αποθήκευση

425. αποκαλύπτω = ξιφανιρώνου =–ουμι παρουσιάζομαι

426. αποκαλύπτω τον πισινό μου και τον επιδεικνύω = τουρλώνου

427. απόκαμα = μ' απουγίνκι

428. αποκάμνω = απουκάμνου = έχω καταπονηθεί, έχω απαυδήσει.

429. αποκεί = απουκεί, απέκει, απέκεια = από εκεί,από το άλλο μέρος, από εκείνο

το σημείο

430. απόκεντρα = παράμιρα

431. αποκεφαλισμένος = κουτσουκιφαλιασμένους, κουτσουκιέφαλους = τον

αποκεφάλισαν, του έκοψαν το κεφάλι.

432. αποκόμματα των νυχιών = απουνύχια

433. αποκοπή = ξικουπή = ορισμός σταθερής τιμής , η

434. αποκοτιά = απουκουτιά = παράτολμη ενέργεια.

435. απολαμβάνω, = χάζι = χαίρομαι, με διασκεδάζει, ευχαρίστηση, γούστο.

436. απολογούμαι = απουλουιόμι = δίνω απολογία.


437. απομακρύνομαι = ξικόβου αλαργεύου

438. απομακρύνω = απουδιώχνου, ξιτουπίζου = διώχνω από τον τόπο του

κάποιον ή κάτι διώχνω μακριά

439. απόμερα = ανάμερα , παράμιρα Από την πρόθεση «ανά» και την ομηρική

λέξη «μέρος» = μέρος, τμήμα

440. απόμερος = ανάμιρους = ερημικός, απομονωμένος.

441. απονήρευτος = άψηφους, αθώους = δεν δίνει σημασία

376
442. άπονος = άπουνους = αυτός που δεν είναι πονετικός.

443. αποπερατώνω = μπιτίζου απ το bitirmek

444. απορυθμίστηκε = ξεσκανταλίσκει

445. απορώ = θαμάζου = εκπλήσσομαι

446. απόσκια = ζιρβά = ανήλια μέρη,

447. αποσταμάρα = απουσταμάρα = μεγάλη κούραση.

448. αποτελειώνω = απουσώνου

449. απότομο εμπόδιο υψωμένο = νόχτους, νόχτη = όχθη,

πεζουλάκι γύρω από την καλύβα που την προστατεύει από τα νερά της βροχής

450. απότομος = αλάνταβος, αλάνταβους

451. απου = α' συνθετικό δίνει την έννοια τελειώματος ενέργειας που εκφράζει το

β' συνθετικό: απουβράζου, απουζ’μώνου, απουπλένου, απουφκιάνου,

απουχαρτώνου, απούπι κτλ.

452. απουλ’το = υφαντό χωρίς σχέδια, ελεύθερο

453. αποχαιρετισμός = ξενίτεμα

454. αποχτώ περιουσία = καζαντίζου

455. αποχωρητήριο = απόπατους

456. αποχωρίζομαι = ξικόβου

457. άπραγος = άπραγους

458. άπρεπα = άπριπα = δεν πρέπουν.

459. Απρίλιος = Απρίλ'ς

460. απροσδόκητος = άξαφνους

461. απρόσεκτος = αλάνταβος, αλάνταβους , απρόσιχτους

462. αραιά- αραιά (κατά διαστήματα) = ανάρια = αραιά-αραιά σε διάρκεια

463. αραιοπλεγμένο = αριουπλιμένου

464. αραιός = ανάριος -α -ο = επίρρημα κατά αραιά διαστήματα ιδίως

χρονικά,κάπου κάπου

465. αραιώνω = αριεύου

377
466. Αρβανιτόβλαχοι = Γκαραγκούν’δις = Αρβανιτόβλαχοι της Ηπείρου ,

Βλαχόφωνοι Έλληνες, Οι Αρβανιτόβλαχοι, λόγω της συνύπαρξης στην Βόρεια

Ήπειρο με τους Αρβανίτες, γνώριζαν τρεις γλώσσες, δηλαδή εκτός από την

Ελληνική και την Βλάχικη, την Αρβανίτικη. Για τον λόγο αυτό υπάρχει

συνδυασμός των λέξεων Αρβανίτης + Βλάχος. Ο όρος Αρβανιτόβλαχοι είναι

σχετικά νέος και μάλιστα πολλοί από τους παλιότερους Αρβανιτόβλαχους δεν

ήξεραν τον όρο αυτό. Αντιθέτως χρησιμοποιούσαν το όνομα Φαρσεριώτες ή

Φρασεριώτες Βλάχοι για να αυτοπροσδιοριστούν.

467. αργά = σιγαλά, απ'αγάλια, αγάλια ,

σιγά.

468. αργαλειός = ξύλινη χειροκατασκευή

με την οποία ύφαιναν ρούχα, ο

παραδοσιακός ξύλινος αργαλειός των

Σαρακατσάνων, μηχανή σε

εργοστάσιο ύφανσης

469. αργαλειός Σαρακατσάνων = αργαλειός τ’ς γούρνα = αυθεντικός

Σαρακατσάνικος αργαλειός.

470. αργαλειού (εξάρτημα) = καλαμίδια = εξαρτήματα του αργαλειού όπου τύλιγαν

το διασίδι

471. αργαλειού (εξάρτημα) = καρέλι

472. αργαλειού (εξάρτημα) = αμασκάλες = εξάρτημα του αργαλειού (ξύλα γυριστά

στα οποία στηρίζονται τα αντιά)

473. αργαλειού (εργασία) = καλαμίζου = περιτυλίγοντας το νήμα φτιάχνω

μασούρια

474. αργαλειού (μέρος) = δόντια = κάθετα καλαμάκια που έχουν τα χτένια στον

αργαλειό

475. αργαλειού (του) = αργαλίσια = αυτά που υφαίνονται στον αργαλειό.

378
476. αργαλειού εξάρτημα = ξ’λόχτινου = μέσα στο οποίο μπαίνει το

χτένι.

477. αργαλειού εξάρτημα = αντίστρα = ράβδος με την οποία στρίβω το

πίσω αντί, αλλά κρατάω και το διασίδι τεντωμένο

478. αργαλειού εξάρτημα = ιδιάστρα, διάστρα = εξάρτημα στο οποίο

ιδιάζω το στημόνι, κομμάτι ξύλου εφοδιασμένο με μια κοντή λαβή και

τρυπημένο με πολλές τρύπες σε δυο σειρές

479. αργαλειού εξάρτημα = μ’ταρόξ’λου = ξύλο που

φέρει τα μ’τάρια

480. αργαλειού εξάρτημα = μασκάλη, πάνω του

στηρίζονται τα αντιά.

481. αργαλειού εξάρτημα = πατήθρες = τα "πεντάλ" του

482. αργαλειού εξάρτημα = σαϊτόξ'λου

483. αργαλειού εξάρτημα = σύρτ’ς = με το οποίο η

υφάντρα ξεσέρνει το διασίδι.

484. αργαλειού εξάρτημα = χτένι = εξάρτημα του

αργαλειού μέσα από το οποίο περνάει το διασίδι.

485. αργαλειού εξάρτημα = τ’λίχτρα = μέρος που τυλίγουμε το στημόνι γύρω από

το αντί και είναι έτοιμο για τον αργαλειό

486. αργαλειου εξάρτημα = αντί = εξάρτημα του αργαλειού (μακρύ και στρόγγυλο

ξύλο πάνω στο οποίο τυλίγεται το στημόνι και το

υφασμένο διασίδι).

487. αργαλειού εξάρτημα = σαΐτα = εξάρτημα του

αργαλειού με το οποίο περνάμε το υφάδι,

488. αργαλειού εξαρτήματα = παλ’κάρια = τα ραβδιά για να στερεώνουν

489. αργαλειού εξαρτήματα = μτάρια = εξαρτήματα στον αργαλειό από όπου

περνάει το νήμα αυτά μετακινούνε τα στημόνια

379
490. αργαλειού εργαλείο = μπρουσταντί, (του) = το μπροστινό αντί, αυτό στο

οποίο μαζεύεται το υφασμένο διασίδι.

491. αργαλειού εργαλείο = πιραστάρι = ένα από τα αντιά του αργαλειού

492. αργαλειού εργαλείο

= ξυλόχταινο = χτένι

του αργαλειού που

ύφαιναν βελέντζες

κλπ

493. αργαλειού εργαλείο

= μασέλοις = δύο

εγκοπές πάνω

,κάτω, στο ξυλόχτενο και μέσα τους μπαίνει το χτένι,

494. αργαλειού εργαλείο = χέρι = η ξύλινη μανιβέλα με την οποία στρίβαν το

μπροστινό αντί. στον αργαλειό

495. αργαλειού νήμα = διασίδι, δγιασίδι = οι κλωστές του αργαλειού που

υφαίνονται

496. αργαλειού νήμα = σαϊτόγνιμα = νήμα που έχει η σαΐτα σε καρούλι (σαϊτόξυλο)

497. αργαλειού νήματα = στφάδι, στμόνι

498. αργό βήμα. = γαλιάτι

499. αργοξυπνάω = αργουξυπνάου = ξυπνάω κάποιον σιγά σιγά, αργά-αργά

500. αργοπλέκω = αργουπλέκου = πλέκω αργά.

501. αργοπορημένος = όψμος = ο καθυστερημένος, μετά τον καιρό του


502. αργός = αγαλιανός

503. αργοστόλιστος = αργουστόλ’ς, = αυτός που στολίζεται αργά, επειδή προσέχει

την εμφάνισή του, αυτός που είναι αργός στη δουλειά του και δεν αποδίδει

πολύ.

504. αρέσω = αρέου

505. άρθρωση = κλείδουση = σύνδεση μελών του σώματος.

380
506. αριθμητική (μάθηματα) = ρικάμια = τα μαθήματα αριθμητικής (πράξεις κ.τ.λ

507. αριστερά = ζερβά

508. αριστερά (η). = ζέρβια

509. αριστερό = ζερβί

510. αριστεροδεξιά = ζιρβόδιξια = πότε αριστερά, πότε δεξιά.

511. αριστερός = ζιρβός, (ή ζιρβύς), ζέρβια, ζιρβό (ζιρβύ)

512. αριστερόχειρας = ζερβοχέρσ

513. αρκετά = μπαϊά

514. αρκετό = κάμπουσου, μπόλ'κου

515. αρκετός = μπόλκους = φτάνει τόσος

516. αρκούδες = αρκούδια

517. αρκουδίζω = μπουσλάω, μπουσουλάω = αρκουδιάζω, από το bušuledzŭ

βλαχ.

518. αρμαθιά = αρμάθα = πλήθος ομοίων πραγμάτων περασμένα σε σχοινί η

σύρμα π.χ. νια αρμαθιά πιδιά = πολλά παιδιά.

519. αρμαθιάζω = αρμαθιάζου = περνώ σε κλωστή κάτι και κάνω αρμάθα,

φτιάχνω αρμαθιά, -ουμι μπαίνω στη σειρά ο ένας πίσω από τον άλλο ή δίπλα

από τον άλλο

520. άρματα = τσιαπράζια =χανάκες ,

521. αρματώνω = σιδιρώνου, βάζω κουδούνια στο κοπάδι, βαζώ άρματα σε

κάποιον

522. άρμεγμα = αρμιγμα, αρμιή, άρμιμα, Το άρμεγμα με το χέρι ήταν για αιώνες

ο μοναδικός τρόπος λήψης του γάλατος. Γίνεται με εφαρμογή πίεσης στη θηλή

του μαστού και τράβηγμά του προς τα κάτω, με το γάλα να συγκεντρώνεται σε

κάποιο δοχείο (καρδάρα ή καρδάρι).

523. άρμεγμα (τρόπος) = τσαρκαλ’στά = τρόπος που αρμέγουμε το γάλα δε βγαίνει

σε συνεχή ροή αλλά διακεκομμένα

381
524. αρμέγουν = αρμέν

525. αρμέγω τα πρόβατα την περίοδο που έχουν λίγο γάλα = στραγγίζου τα πρότα

526. αρμέγω. = αρμέου

527. αρμεχτές = αρμιχτάδις = αυτοί που αρμέγουν τα ζώα

528. αρμύρα, αλυσίβα, καλιά, σαλαμούρα = αρμύρα, αρμυρίκια =

Χορταρικό που τρώγεται συνήθως βραστό, παίρνει το όνομά της από τη


θάλασσα, κοντά στην οποία φυτρώνει .Η αρμύρα, λόγω της μεγάλης

περιεκτικότητας σε ανθρακικό νάτριο (Na2CO3) χρησιμοποιήθηκε επί αιώνες

για την παρασκευή καυστικής σόδας - ποτάσσας -αλυσίβας - καλίου. Εξ άλλου

τοπικές ονομασίες της αρμύρας το υπενθυμίζουν: αλυσίβα, καλιά,

σαλαμούρα, υγρό μέσα στο οποίο συντηρείται το τυρί.

529. αρμυρό πολύ = σκάρφη γίν’κι = έγινε πολύ αρμυρό

530. αρνί (ιδιαίτερο) = δυγόνι = αρνί που γεννιέται προς το τέλος του γέννου

531. αρνί που σφάζουμε τη Λαμπρή =

λαμπριάτ’κου αρνί

532. αρνί, βυζανιάρικο = σουγκάρι = μικρότερο

παιδί μιας οικογένειας

533. αρνιά (είδος) = πρώιμα αρνιά = αυτά που

γεννιούνται στην αρχή του γέννου.

534. αρνιά πρώιμα = κατσιαρμάδις

535. αρνούμαι, πεισματικά = γκουρώνου

536. αρνοχρονιά = αρναδουχρουνιά = χρονιά που οι προβατίνες γεννούν πολλά

θηλυκά αρνιά και λίγα αρσενικά.

537. αρπάζομαι = πιάνουμι

538. αρπάζομαι από κάπου την τελευταία στιγμή = αρπακουλλιώμι

539. αρπάζω = ζαπώνω = παίρνω κάτι ξένο, κάνω κάτι δικό μου (συνήθως

αρπάζοντας το από κάποιον)


540. αρπάζω = αδράχνου, αρπάχνου = αρπάζω κάποιον με τη βία.

382
541. αρπάζω περιουσία = διαγουμίζου, διαουμίζω

542. άρπαξε το ψωμί = άρπαξι του ψουμί = ήταν δυνατή η φωτιά και σκούραινε η

επιφάνειά του

543. αρπαχτικά = όρνια

544. αρραβώνες = σύβαση, συβάσματα

545. αρραβωνιάζω = συβάζου = -ουμι αρραβωνιάζομαι

546. αρραβώνιασμα = σύμβασμα

547. αρραβωνιαστικιά = συβαστικιά

548. αρραβωνίσια = αρριβουνίσια = των αρραβώνων

549. αρραβώνων μαντήλια = συβουμάντ’λα = μαντίλια των αρραβώνων με

δαχτυλίδια και βασιλικό, ή τα δαχτυλίδια, ρύζι, ένα λόιδο από κόκκινη τλούπα

και καμιά φορά και λίρα

550. αρραβώνων συγγενείς = συβαστάδις = συγγενείς του γαμπρού που πάνε να

αρραβωνιάσουν
551. αρρωσταίνει = αβδιλλιάζιτι = αρρωσταίνει ένα ζώο από τη βδέλλα, (παθαίνει

διστομίαση). Οι δυστομιάσεις είναι παρασίτωματα

552. αρρωσταίνω = ανημπουρεύου, αρρουστού , αρρωστώ = αδιαθετώ

553. αρρωσταίνω (φάση) = πιτρώνει η αρρώστια = με περίλαβε η αρρώστια (μτφ.)

με καταβάλλει, με ταλαιπωρεί για πολύ καιρό

554. αρρώστησα από κήλη = κατιβάζου αβγό = έβγαλα κήλη,

555. αρρώστια = ανημπόρια, αρρουστιά


556. αρρώστια (είδος) = αβγουλίθι = των προβάτων (όγκος σε σχήμα αβγού).
557. αρρώστια (είδος) = αγαλαξιά των προβάτων (κόβεται το γάλα και πρήζεται το

μαστάρι)

558. αρρώστια (πόνος σε κάποια άρθρωση ,κυρίως άκρων). = ζουρλαμάς

559. αρρώστια (προβατίνας, κατσίκας) = κάηκι η πρατίνα = δεν αρμέχτηκε έγκαιρα

και θα πάθει μαστίτιδα

560. αρρώστια (ειδική) = αχαμνό = αρρώστια (άνθρακας)

383
561. αρρώστια ζώου (είδος) = μαστίτιδες = κακή λειτουργία αρμεκτικού

συστήματος (γαγγραινώδης, οξεία, χρόνια)

562. αρρώστια ζώων = παρμάρα = αρρώστια στα πρόβατα, λοιμώδης αγαλαξία

.Πολύ μεταδοτική νόσος Συμπτώματα: πυρετός, αρθρίτιδα, οφθαλμίτιδα,

μαστίτιδα-αγαλαξία, πνευμονία, αποβολή και σηψαιμία-θάνατος

563. αρρώστια στα ζώα = δραγκουμάρα = πιάνονται τα πόδια

564. αρρώστια στα ζώα = μασταράς

565. αρρώστια στα πρόβατα από το χορτάρι = στρουμπάρα

566. αρρώστια συνήθως ελαφριά = συρμή = επιδημία

567. αρρώστια των προβάτων = βουρδούλα (υδροκεφαλία)

568. αρρώστια των προβάτων = αβγουλίθι = (όγκος σε σχήμα αβγού).

569. αρρωστιάρης = ζαραλής, τικνιφέζ’ς, μαραζιάρ’ς = ή αυτός που πάσχει από

χρόνιο νόσημα

570. αρρωστιάρης χρωματικά = κίτιρνους,

571. άρρωστο πρόβατο = κουπανιάρ’κου = που φουσκώνει και ξεφουσκώνει η

κοιλιά του.

572. άρρωστος = κουπανιάρ’ς

573. αρσενικό = σιρκό

574. αρσενικό αρνί. χρονιάρικο = ζγούρι

575. αρσενικός = σιρκός

576. άρτυμα = άρτμα = φαγητό που αρταίνει, το να τρώμε φαγητό που αρταίνει

577. αρχίδια = γκβάρια

578. αρχίζω = αρχ’νάου, αρχεύου

579. αρχίζω άρμεγμα γιατί

κατέβασαν γάλα τα ζώα

(γαλάρεψαν) = γαλαρεύου =

αρχίζω να αρμέγω μια

προβατίνα ή μια γίδα

384
580. άρχισε ο γάμος = = πιάνουμι

581. αρχοντάθρωπος = κιμπάρης, κιμπάρτς, κιμπάρς = αρκοντάθροπος,

αρχουντάθρουπους

582. άρχοντας = μπέης, μπέις, = προύχοντας απ το Τούρκικο bey

583. άρχοντας νέος = αρχουντουνιός = πλουσιόπαιδο.

584. αρχοντιά = κιμπαρλίκι = αρχοντία, αρχουντιά, αρχοδιά, αρκοντιά, αρκόντια,

αρκογκιά, αρκοντζιά, αρχοιντά,

585. αρχοντοπούλα = αρχουντουϊπούλα = πλουσιοκόριτσο.

586. αρωσταίνω από γκλαμπάτζα = αβδιλλιάζουμι = αρρωσταίνει ένα ζώο από τη

βδέλλα, (παθαίνει διστομίαση). Οι δυστομιάσεις είναι παρασίτωματα

αβδέλλιασμα, το αβδελλιάζω = 1. η εμφάνιση βδελλών (ιδιαίτ. στα στάσιμα

νερά)2. η απομύζηση, το ρούφηγμα τού αίματος από βδέλλες 3. η ασθένεια

διστομίαση 4. σύνδεση τεμαχίων ξύλου ή μετάλλου με σιδερένια ελάσματα.

587. αρώστια (προβάτων) = γκούσια = βρογχοκήλη των προβάτων

588. άρωστος από δυσεντερία = κουλλιατζιάρς = αυτός που πάσχει από κολλιάτζα

(δυσεντερία)

589. ασαμάρωτα = ασαμάρουτα = είναι χωρίς σαμάρι.

590. ασβός = μπρουσούκι, μπουρσούκι = άζος, ασβέλι, άσβιος, άσβος, ασβούνι,

άσβους, βούρσα, γιάσβους, εσβός, έσβους, έσγους, ιάσβους, οσβός, πορσούξ

από το porsuk τουρ.

591. ασήκωτος = αβάσταχτους -η -ου = δεν μπορεί να τον βαστάξει, να τον

σηκώσει κάποιος, βαρύς, , δεν μπορεί να τον συγκρατήσει κάποιος,

ορμητικός, ασυγκράτητος

592. ασήμαντο ανθρωπάκι = γατουξιέρασμα = (μτφ.). αδύνατος και κοντός

άνθρωπος γατσιασμένους, κατσιασμένος = κακομοίρικο.

593. ασημένιος = αργυρός

594. ασθένεια = αστένια

385
595. ασθένεια ζώων = λιστερίωση = σχετίζεται με βόσκηση στα πουρνάρια.

Συμπτώματα: Νευρικά, αποβολές, θάνατοι από σηψαιμία, σιαλόρροια

(ΜΕΤΑΔΙΔΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ)


596. ασθένεια = αβδέλλιασμα = των προβάτων γκλαμπάτζα, γλαπάτσα, χλαπάτσα,

αβδέλιασμα, βιδέλιασμα, εβδέλιασμαν, εβδέλαγμαν, κοδέλιασμα, διστομίαση

597. ασθένεια νυχιών = κμάνι = ασθένεια που πληγιάζουν τα ζώα ανάμεσα στα

νύχια

598. ασθένεια προβάτων = κουπανάει η πρατίνα = είναι άρρωστη, χτυπάει δυνατά

η κοιλιά της προβατίνας

599. ασθένεια προβάτων = μπούζα, βούζα = ασθένεια των προβάτων από το

buzë-a αλβ.

600. ασθένεια στα ζώα = νηρουγκάμπατσα

601. ασθένεια στα ζώα = κουλιάντζα , στρουμπάρα = ασθένεια στα ζώα

(δυσεντερία) Ασθένεια αιγοπροβάτων: Εντεροτοξιναιμία (Στρουμπάρα) Αίτιο:

Το CIostridium perfrigens, μικρόβιο που πολλαπλασιάζεται έντονα στο

έντερο και παράγει τοξίνες. Προσβάλλει όλες τις ηλικίες Το μεγαλύτερο

πρόβλημα παρουσιάζεται στα νεογέννητα τις 2 πρώτες βδομάδες της ζωής

τους.Αρρωσταίνουν το 5-90% των νεογέννητων αμνοεριφίων.


602. ασθένεια των αλόγων = αλουγόψουρα

603. ασθένεια των ζώων παρασιτική βρογχίτιδα = βρουντότριχα

604. ασθένεια των προβάτων = κλαπάτσα = βλέπεδιστομίαση, γκλαπάτσα,

αβδέλιασμα, γλαπάτσα, χλαπάτσα, βιδέλιασμα

605. άσθμα = στένουση = δυσφορία στο στήθος,

606. ασιγούρευτος = ασιγούριφτους = ανήσυχος.

607. ασκέπαστο = ασκέπαγου = το καλύβι ή μαντρί που είναι ανοιχτό από

μπροστά.

608. ασκητές =. ασκητήδις

386
609. ασκί (ειδικό) = τυρουλόι, τυρολόγος = ξύλινο δοχείο που έβαζε ο τσομπάνος

το τυρί

610. ασκί (ειδικό) = φλάσι, φτσέλα = ασκί στο οποίο βάνουν νερό οι τσοπαναραίοι

ή ξύλινο μικρό δοχείο για νερό η κρασί.

611. ασκί (είδος) = ταργαζίκα = φθαρμένο ασκί στο οποί βάζουμε ταμπάκο,

αλεύρι ή ψωμί

612. ασκί (είδος) = γκιζουτόμαρου = ασκί στο οποίο βάνω τη γκίζα

613. ασόβαρο = ξιίσκιουτου

614. ασόβαρος = αΐσκιωτος, ξεΐσκιωτος = δεν εμπνέει σοβαρότητα. χωρίς

χαρίσματα, καθόλου συμπαθής.

615. ασπάλαθος = ασπάλαθους = θάμνος με χοντρά αγκάθια.

616. άσπαρτο μέρος ανάμεσα σε σπαρμένα = μισαριά, μεσαριά

617. άσπρα = φλώρα

618. άσπρα = τούρκικα νομίσματα.

619. ασπρίζω τα ρούχα = λιφκιαίνου = πλένοντας καλά τα ρούχα τα κάνω λευκά

620. άσπρισα = φλώρσα

621. ασπρόμαυρα = παρδαλά = ανακατωμένα πολλά χρώματα

622. ασπρόμαυρη = γραβανή

623. ασπρόμαυρος, γκριζόμαυρος = γραβανός = έχει πολλά χρώματα

ανακατωμένα (άσπρο και μαύρο αλλά και γκρι ή και καφέ).

624. άσπρος = φλώρους, άσπρους, ασπριδιρός = άσπρος στην εμφάνιση, στο

πρόσωπο.

625. ασπρόχωμα = ασπρόχουμα = χώμα που το χρώμα του είναι προς το άσπρο.

626. ασταύρωτος = ασταύρουτους = αυτός που μιλάει πολύ και χωρίς να

σταματάει, αυτός που δε διασταυρώνεται, που δε συναντιέται με άλλον

627. αστειεύομαι = χαρδακίζου = χαίρομαι πολύ, ανοίγει η ψυχή μου,

628. αστέρι = αστρί

629. αστράγαλος = κότσι

387
630. αστράγγιστο τυρί = αστράγκ’στου τυρί, αστράγκιγου = δεν του έχει αφαιρεθεί

το τυρόγαλο.

631. αστραπιαία περνάει από μπροστά σου = σβηντζούρι

632. αστράφτει = αστραπουβουλάει, στραποβολάει = πέφτουν κεραυνοί.

633. αστυνομικοί = κουμπουράδις = αυτοί που κρατούν πιστόλια

634. ασυγκράτητος = αβάσταγους -η -ου = τίποτα δεν τον κρατάει, ανυπόμονος

ακράτητος = αβάσταγους -η -ου = ανυπόμονος, ασυγκράτητος,

635. ασυγκράτητος = = αβάσταχτους -η -ου

636. ασυμάζευτος = αζάποτος = δεν μαζεύεται, δεν γίνεται καλά


637. ασύχαστος = αλάρουτους

638. ασφάκα = ασφάκα = ο θάμνος φλομίς η θαμνώδης . Η

ασφάκα είναι είναι ξυλώδες φυτό – θάμνος της

οικογένειας των Χειλανθών της τάξης των

Σωληνανθών. Φυτρώνει κυρίως σε βραχώδη ή

πετρώδη εδάφη και φτάνει έως ενάμιση μέτρο μέγιστο

ύψος. Ευδοκιμεί κυρίως στη νοτιοδυτική Ελλάδα και σε

κάποια νησιά. Τις περιοχές με ασφάκα στην Ήπειρο τις ονομάζουν

Βελαούρες. Το φυτό ήταν γνωστό στους αρχαίους Έλληνες ως «ελελίφασκος»

και είχε φαρμακευτικές ιδιότητες, καθώς εκκρίνει μία αντιοξειδωτική ουσία η

οποία καταπολεμά την κυτταρική γήρανση!

639. ασφαλίζω = κλειδουμανταλώνου = κλειδώνω και μανταλώνω

640. ασφαλίζω κάτι = σιγουρεύου

641. άσχετη = ανίδια = γυναίκα που δεν έχει ιδέα από πολλά πράγματα, ανίδεη

642. άσχετος = σιαπέρας

643. άσχημη γυναίκα = ξόγανου

644. ασχήμια = αφ’σκιά

645. άσχημο = αφύσκο =, κακό αχαΐρευτος ανεπρόκοπος


646. άσχημος = άσουγους, άδειξιους = δεν έχει παρουσιαστικό

388
647. ασχολούμαι με κάτι = μπιχιρίζουμι

648. αταίριαστος = παράταιρος

649. άτακτη γυναίκα = συγκαθιάρα, συγκαθόκουλη = ζημιάρα, ανήσυχη

650. άτακτο σώμα στρατού = ασκιέρι


651. άτεκνος = άκληρους

652. ατημέλητος = απειρουλόητους = απεριποίητος,

653. άτιμη ράτσα = διαουλουσπαρμένους = ανάποδος σαν παιδί διαόλου

654. ατιμία = λουβιά = βρόμα, μαγαρισιά.

655. ατμός = αχνός

656. άτομα = νουμάτοι, νουματαίοι

657. άτσαλος = αναμπέξαλλους, αλάνταβος, αλάνταβους = απρόσεκτος,

παράξενος, στραβόξυλο

658. άτυχα = άτχα

659. ατυχία = αναπουδιά = εμπόδιο,

660. αυγό (ειδικό) = φώλους, φώλι = αβγό ή ομοίωμα αβγού που τοποθετείται στη

φωλιά της κότας για να την κάνει να γεννά,

661. αυλάκι = αυλάκι γύρω από το κονάκι ή από την τέντα (τσιατούρα) για

προστασία από τα νερά της βροχής.

662. αυξάνω = αβγατίζου, βγατάω, αβγαταίνω = μεγαλώνω, εκβαίνω> εκβατός

>εγβατός >εγβατίζω> εβγατίζω> αβγατίζω , αυξάνω σε αριθμό, όγκο, πλήθος

663. αύξηση = αβγάτου


664. αϋπνία = αγρυπνιά = αϋπνία τη νύχτα, ξαγρύπνημα

665. αύριο = ταχιά

666. αυτά = αυτίνα

667. αυτά που αρμέγονται = γαλάρια = τα ζωντανά που έχουν γάλα, πρόβατα ή

γίδια που αρμέγονται και δίνουν γάλα.

668. αυτή = αυτήνη

669. αυτή εκεί = αυτίνα = αυτή,

389
670. αυτή που έχει τσίμπλες στα μάτια της = τσιμπλουμάτα =, κακορίζικη, χαμένη

671. αυτή φοράει γαλάζια ρούχα = γαλαζουφουρημένη

672. αυτήν τη στιγμή = τώραϊα, ια τώρα

673. αυτοί = αυτοίν

674. αυτοκινητόδρομος = τζιαντές

675. αυτός = αφτούνος, αφτίνους

676. αυτός βόσκει τα γαλάρια, = γαλαριάρ’ς = ο καλύτερος από τους

τσοπαναραίους

677. αυτός εκεί = αυτίνους = αυτός,

678. αυτός που βόσκει τα αρνιά = αρνάρ’ς

679. αυτός που βόσκει τα τσαγκάδια = τσαγκαδάρ’ς

680. αυτός που δε σαλεύει από τη γωνιά της φωτιάς = σταχταράκος, σταχτιάρ’ς =

τεμπελάκος

681. αυτός που δεν βγαίνει και κάθετε μέσα σαν φώλος περιπαικτικά = φώλους,

φώλι

682. αυτός που είναι από φλουρί = φλουρένιους

683. αυτός που έχει κοντή ουρά = κουτσουνόρ’κους

684. αυτός που έχει τα δόντια πεταγμένα προς τα έξω = μπουρουδόντ’ς

685. αυτός που κάνει του κεφαλιού του = σιόπ’ς

686. αυτός που τον καταράστηκαν σε μικρή ηλικία = μικρουκαταραμένους

687. αυτός που φοράει κάπα με χρώμα σχεδόν λευκό = φλωρουκάπ’ς

688. αυτοσυγκράτηση = κρατ’μάρα = συστολή στη συμπεριφορά, ταπεινότητα

689. αυτοσυντηρούμαι = τηριέμαι, τηριώμι

690. αυτούς = αυνούς

691. αϋφαντα = ανύφαντα = αυτά που δεν τα έχω υφάνει.

692. αφ’ ότου = αφόντας = από μια στιγμή και μετα

693. αφαγιά = αναφαγιά = λίγη ή τροφή, δεν φτάνει η τροφή

694. αφαιρούμαι = χάσκου = ξεχνιέμαι

390
695. αφαιρώ το τυρόγαλο από το τυρί = .στραγγίζου του τυρί

696. αφαιρώ τον όρχι από αρσενικό ζώο = μουνοχίζω

697. άφαντος = άφανους = άφαντο. Ομηρική λέξη «άφαντος». Ιλιάς Υ, 303

698. αφέντης = κύρης = κύριος

699. αφερούμαι = αφηρούμι = χάνω τα λογικά μου

700. αφήγημα = μολόημα

701. αφήνω = απουλάου, αμουλάου , αφήνου , απαρατάου

702. αφήνω κάτι κάπου κάτω = απθώνω


703. αφήνω κάτι καταγής= ακουμπάου

704. αφήνω τον εαυτό μου και ορμάω = απουλιώμι

705. αφηρημένος = αφηρημένους = αυτός που έχει χάσει τα λογικά του.

706. άφθονη ροή = ζαρζάνα

707. αφθώδης πυρετός = σιάπη

708. άφοβος = θαρριμένους = έχων θάρρος, γενναίος

709. αφού = κιό =, (κιό δεν έχω φράγκο)

710. αφράτος = αφράτους = αυτός που έχει τη λευκότητα και την απαλότητα του

αφρού.

711. αφύσικη = αφύσκια = ασχήμια, πανάσχημη

712. αφύσικος = αφύσ’κους = ασχημάνθρωπος, άσχημος

713. άφωνα = σταμούτα

714. άφωνος = μούτος = δεν μιλάει (μούτεψε ντιπ) μουγκός, άλαλος.

715. αχαμνός = τσιλιγκρός, -ή, -ό = αδύνατος,.

716. άχαρος = μπλαντζαρός, ξίσκιουτους = χοντροκομμένος άνθρωπος, χωρίς

ίσκιο, χωρίς σοβαρότητα

717. αχερώνας = αχούρ(ι) = στάβλος, βρώμικο και ακατάστατο μέρος

718. αχλάδι = αμπίδι

719. αχλαδιά = αμπιδιά

720. αχνίζω = αχνίζου = βγάζω αχνό

391
721. αχνίζω διαρκώς = αχνουβουλάου

722. αχόρταγος = αρρούπουτους = παμφάγος.

723. αχρηστεύω = ξικάνου

724. αχρόνιστος = αχρόνιαγους


725. αχτύπητο = αβάριτου = γάλα που δεν έχει χτυπηθεί για αποβουτύρωση
726. αχτύπητο ρούχο = αμαντάν’γου = δεν πήγε στο μαντάνι, αγιένουτο.

727. άχυρα (ειδικά) = σάλλουμα = ή κλαδιά με τα οποία σκεπάζουμε τον ξύλινο

σκελετό από το κονάκι ή από το μαντρί

728. άχυρα = τσάκνα

729. άχυρο = τσάχαλο, ψάχαλο = σκουπιδάκι

730. άχυρο = σάλμα = άχυρο για τροφή και για σκέπασμα η στρώσιμο στη στάνη

731. άχυρο από βρίζα = βριζάλα

732. άψητο ψωμί = ζέλι είνι του ψουμί = δεν ψήθηκε καλά το ψωμί δε στράγγισε

καλά.

Β
733. βάζω = βάνου

734. βάζω κόντρα = νταϊαντάου

735. βάζω περισσότερο = παραβάνου

736. βάζω τα πρόβατα στη στρούγκα = στρουγκιάζου

737. βάζω φωτιά = δίνου φουτιά

738. βάθος χούνης = γιούπατο = το βαθύ της χούνης ( χούνη = βαθειά χαράδρα

που καταλήγει σε στένωμα)

739. βαθούλωμα = γούβα = κοίλωμα,

740. βαθούλωμα εδάφους = γούπατου

741. βαθύ κοίλωμα με νερό στο ποτάμι = βίραγκας = βαθειά κοίτη του ποταμού

στο σημείο που πέφτει το νερό και δημιουργεί βάθος, βαθύ κοίλωμα (γούρνα)

γεμάτο νερό μέσα στο ποτάμι

392
742. βάϊσα = ξάπλωσα , έγειρα

743. βάλε του = μπάξτ, μπήξτ

744. βάλσαμο = βάλσαμου,

αλχηνόχουρτου = βότανο το

υπερικόν το διάτρητον (hypericum

perforatum), βαλσαμόχορτο ή

σπαθόχορτο, "μανούλα πάω για να

βρώ το βάλσαμο βοτάνι

αρρώστησε η αγάπη μου φοβάμαι

μην πεθάνει" το βαλσαμόχορτο

απασχόλησε τη θεραπευτική από την αρχαιότητα: το αναφέρουν ως

διουρητικό, επουλωτικό, εμμηναγωγό και αιμοστατικό. Στην αρχαιότητα

επίσης, το χρησιμοποιούσαν ως επουλωτικό στις πληγές που γινόντουσαν από

τα σπαθιά, εξ ου κι η ονομασία του σπαθόχορτο Το βαλσαμόχορτο απαντάτε

ως αλχηνόχουρτο, σπαθόχορτο, βάλσαμο, λειχηνόχορτο, περίκη, χελωνόχορτο,

Στην αρχαιότητα το χρησιμοποιούσαν κυρίως ως επουλωτικό στις πληγές από

τα σπαθιά, εξ ου κι η ονομασία του "σπαθόχορτο". Ο Γαληνός και ο

Διοσκουρίδης το αναφέρουν επίσης, ως διουρητικό, εμμηναγωγό και

αιμοστατικό. Χρησιμοποιείται επίσης, ως σπασμολυτικό και βελτιωτικό της

ποιότητας του ύπνου σε αϋπνίες. Όλο το φυτό χρησιμοποιείται ως

αντιφλεγμονώδες, στυπτικό, επουλωτικό, αναλγητικό, αντιδιαρροϊκό και

διουρητικό. Το έγχυμα του φυτού χορηγείται για την αντιμετώπιση της

δυσεντερίας, ηπατικών παθήσεων, της χρόνιας καταρροής, της νευραλγίας, της

ανησυχίας και της έντασης επίσης ως βότανο για τις λειχήνες.

745. βαλτόνερα = βαλτουνιέρια = νερά των βάλτων

746. βαλτός = βαλτός = τον έβαλαν να κάνει κάτι κακό η ύποπτο

747. βάλτος = βαρκό βούλια, βουρλιά

393
748. βαμβακιά = βαμπακιά = Στην Ελλάδα

πρωτοήρθε από την Ασία κατά την εποχή

του Μεγάλου Αλεξάνδρου γύρω στο 300

π.Χ. Η επιστημονική του ονομασία είναι

γοσύπιο Τα άνθη της είναι λευκά όταν

ανοίξουν αλλά στην πορεία αλλάζουν χρώμα

και γίνονται κόκκινα ή μοβ και εντυπωσίαζαν συμβολίζοντας την νύφη για

την αγνότητα και την λευκάδα… "άσπρη βαμπακιά είχα στην πόρτα μου"

749. βαπτισμένο = βαφτ'ζμένου

750. βάραθρο = γκριμός = απότομη κατωφέρεια.

751. βάρατο δυνατά = τσουκάνατου

752. βαράω = βαρού = χτυπώ, δέρνω, χτυπώ τα πρόβατα να περάσουν στη

στρούγκα για άρμεγμα (δουλειά παιδιών, γυναικών)

753. βαράω = τσιουκανάω, ζάπτου, ζάφτου

754. βαράω να σπάσω = στουμπάω

755. βαρέθηκα = μπιζέρσα , βαρκέστ΄σα, βαρκιέστηκα = έπληξα

756. βαρέλι = βαλέρα, η βαρέλα

757. βαρέλι, μικρό και ξύλινο = βαρέλα = με το οποίο μεταφέρουν οι γυναίκες το

νερό στην πλάτη τους

758. βάρεμα = τσιουκάν’σμα

759. βαρεμάρα = μπεζέρισμα, μπεζερισμός, μπεζέριο, μπεζέρια = βαρεσά, βαρεσιά,

βαριεμάρα από το bezdirme

760. βαριακούω = βαριακούου = δεν ακούω καλά, ακούω άλλο αντί άλλου

761. βαριανασένω = γκουμαχάου, αγκουμαχάου = ανασαίνω βαριά από κούραση,

αρρώστια ή πυρετό.

762. βαριαναστενάζω = βαριαναστινάζου = αναστενάζω με καημό, με πόνο.

763. βαριέμαι = μπιζιρίζου, μπιζεράου

764. βαριοκοιμάμαι = βαριουκοιμάμι = κοιμάμαι βαριά

394
765. βαρκάρης = βαρκαδόρους

766. βαρύς κι ασήκωτος = ατάραγους

767. βάσανα = πάθια = αρρώστιες

768. βασανίζομαι = βασανίζουμι, γιεύουμι βάσανα


769. βασανίζω = αλπουτνάζου = κακομεταχειρίζομαι, κάποιον και τον τινάζω σαν

δέρμα της αλεπούς

770. βάσανο = μαράζι, κασαβέτ(ι) = στεναχώρια, μαρασμός

771. βασικός βοσκός = γκαβράρους = ο πρώτος, από τους -συντρόφους που

φυλάνε το ίδιο κοπάδι

772. βασιλεύω = βασ’λεύου = την πρωτοχρονιά κάνω ενέργειες που θα πρέπει να

γίνονται όλη τη χρονιά για να μου πάει καλά όλο τον χρόνο η αντίστοιχη

ενέργεια,

773. βασιλιάς = ρήγας

774. βασιλικά = βασιλ’κά

775. βασιλική επικράτεια = βασίλειου =

κράτος με βασιλικό πολίτευμα

776. βασιλικός = βασιλκός =. Ένα

γνωμικό αναφέρει πως «όπου

φυτρώνει βασιλικός δεν φυτρώνει

το κακό». Το συγκεκριμένο βότανο

έχει συνδεθεί με τη χριστιανική

παράδοση καθώς η παράδοση

αναφέρει ότι φύτρωσε στο σημείο που ήταν θαμμένος ο σταυρός, όπου είχε

σταυρωθεί ο Χριστός. Γι’ αυτό μοιράζουν βασιλικό στις εκκλησίες στη γιορτή

της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού, στις 14 Σεπτεμβρίου. Έχει την επιστημονική

ονομασία ώκιμον το βασιλικόν – οcimum basilicum και ανήκει στην

οικογένεια των χειλανθών, ονομάζεται ακόμα και Βότανο του Αγίου Ιωσήφ.

Διαθέτει στα φύλα του αιθέρια έλαια και ευγενόλη στην οποία οφείλει τη

395
υπέροχη μυρωδιά του, ενώ περιέχει διάφορες χημικές ουσίες οι οποίες δίνουν

τη χαρακτηριστική μυρωδιά του κάθε

είδους. Έχει θεραπευτικές και

χαλαρωτικές ιδιότητες. Βασιλικός

επίσης και αυτός που αναφέρεται στον

βασιλιά η έχει βασιλική μεγαλοπρέια ( η

στράτα ειν' βασιλικιά.., βασιλαρχόντησα, κ.α.)

777. βασίλισσα = βασίλσα, βασιλίνα

778. βασιλόπουλο = ρηγόϊπουλου

779. βασιλόπιτα = γκουγκβάλα , μπουκβάλα βασιλόψουμου, βασιλόκ’λουρα

780. βαστάω = αντέχου = διατηρώ τις βασικές μου ιδιότητες ή δυνατότητες,

διατηρώ τις δυνάμεις μου, ιδίως

τις σωματικές· κρατιέμαι,

αντιμετωπίζω ή έχω τη

δυνατότητα να αντιμετωπίσω

με επιτυχία.

781. βατομουριά = βάτους = η

βατομουριά είναι θάμνος

αγκαθωτός. Τα βατόμουρα

έχουν εξαιρετικές θεραπευτικές

ιδιότητες. Το εξωτερικό τους

είναι αποτελεσματικό σε

δερματοπάθειες και σε αποστήματα. Χρησιμοποιείται επίσης ως φάρμακο

κατά της φαρυγγίτιδας, της αναιμίας, της λαρυγγίτιδας, της διάρροιας, της

ουλίτιδας και βοηθά στις λοιμώξεις του αναπνευστικού

782. βάτος = βατσ’νιά, βατσνιά = αγκαθωτά κλαριά

783. βάτρας υπερύψωση σαν εξοχή σε ένα μέρος της = κόθρος

784. βατραχάκι = μπακακάκι

396
785. βάτραχος = μπάκακας

786. βατράχου (είδος) = μπράσκα = μικρό τετράποδο ζώο που μοιάζει με ένα

μεγάλο βάτραχο.

787. βαφή (γαλάζια) = λουλάκι = βαφή χρώματος βαθιού γαλάζιου,

788. βαφτηστικός = βαφτιστικός -ια , αδιξιμιός = ο αναδεξιμιός το βαφτιστήρι,

αναφέρεται στο βάφτισμα

789. βαφτίζω = βαφτίζου = κάνω κάποιον Χριστιανό, -ομαι, γίνομαι Χριστιανός

,μτφ. κάνω νέους συγγενείς …."πάει να βαφτίσει ένα παιδί να κάνει έναν

κουμπάρο, για νάχει ο μαύρος γύρισμα"…

790. βαφτισιμιός, -α = αναδιχτός, -η = αναδεκτός < αναδέχομαι , αναδεξιμιός ,

βαφτισιμιός, βαφτισιμιά.

791. βγάζω = βγάνου = φέρνω έξω, παίρνω από πάνω μου, αφαιρώ κάτι

792. βγάζω βραχνό ήχο = βλαγκίζου

793. βγάζω εξανθήματα = βουρδουλιάζου

794. βγάζω σχέδιο από κάποιο κέντημα = ξουμπλιάζω, ξουμπλιάζου

795. βγάζω τα πρόβατα από το στάλο = ξισταλίζου

796. βγάζω την άρματα = ξαρματώνουμι

797. βγάζω τις κολλιτσίδες = ξικουλλ’τσιδιάζου

798. βγάζω το κοπάδι τη νύχτα για βοσκή ή το βγάζω από το στάλο για να

βοσκήσει ή το βγάζω για βοσκή = σκαρίζου

799. βγάζω το τσιόλι (σκέπασμα) από το σαμάρι του ζώου = ξιτσουλιάζου

800. βγάζω φουσκάλα = φουλτακιάζου

801. βγαίνω εξω = ξιβγαίνου

802. βγες = έβγα

803. βδέλλα = αβδέλλα = γλώσσα κουδουνιού, μτφ αυτός που κολλάει απάνω σου

και παίρνει από σένα σα βδέλλα

804. βελάζει = βιλάζει = βγάζει βληχή το πρόβατο. Εξ και το βλάχος από το ότι

είναι αυτός που φυλάει τα πρόβατα που βλήχονται (φωνή προβάτων)

397
805. βελανίδι = βιλανίδι, βιλάνι = (καρπός βελανιδιάς).

806. βελανιδιά = βιλανδιά = Οι βελανιδιές (Δρυς -Quercus) είναι μια μεγάλη

ομάδα αείφυλλων και φυλλοβόλων δέντρων και

θάμνων που βρίσκονται άγρια στην χώρα μας.

Στην Ελληνική Μυθολογιά, ο Ζεύς/Δίας, ο θεός

της βελανιδιάς, ήταν επίσης οπλισμένος με

κεραυνούς. Το προφητικό δρύινο άλσος της

Δωδώνης στην Ελλάδα αφιερώθηκε στο Δία και

τα μηνύματα των Θεών ερμηνεύονταν με τον

ήχο του αέρα στα δρύινα φύλλα τους. Η βελανιδιά αποκαλείται quercus ή

querimus, επειδή οι θεοί χρησιμοποιούσαν τη βοήθεια αυτού του δέντρου για

να δώσουν απαντήσεις, σε ερωτήσεις σχετικές με το μέλλον. Ο χυμός από τη

σύνθλιψη των φύλλων μπορεί να εφαρμοστεί επάνω σε πληγές, και το διάλυμα

που παράγεται από φύλλα διαποτισμένα με

βραστό νερό, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να

ανακουφίσει τα ξαναμμένα μάτια, επειδή είναι

ικανό ψυκτικό. Χρησιμοποιήστε επίσης για

χτύπημα, γδάρσιμο, ή κάψιμο και ακόμη ως

στοματικό διάλυμα για πληγωμένα ούλα. Επίσης ανακουφίζει από τις

αιμορροΐδες, τη φλεβίτιδα και τον πονόλαιμο. Το αφέψημα του φλοιού

χρησιμοποιείται για να μειώσει τον πυρετό, την διάρροια, τη δυσεντερία, την

αμυγδαλίτιδα, τη φαρυγγίτιδα και τη λαρυγγίτιδα. για να φτιάξετε το αφέψημα

χρειάζεστε

807. βελανιδιά = δέντρους

808. βελανιδιάς είδος = ντούσ’κου

809. βελανιδιάς ξύλα = δέντρινα ξύλα = ξύλα από βελανιδιά

810. βελέντζα (τύπος) = απουλ’τη

398
811. βελέντζα = βιλέντζα = μάλλινο σκέπασμα , μάλλινη υφαντή κουβέρτα,

φλοκάτη, το οποίο ύφαιναν στον αργαλειό

812. βελέντζα (ειδική) = υπνουβέλιντσα = υπνοβελέντζα, βελέντζα για να

σκεπαζόμαστε στον ύπνο .


813. βελέντζα αλόγου = αλουγουβέλιντσα , μια μικρή βελέντζα που στολίζει το

άλογο του τσέλιγκα.

814. βελέντζα στη σέλα του άλογου = καβαλουβέλιντζα

815. βελέντζας είδος = μαρτίσια

816. βελόνα = βιλόνα = βελόνα λεπτό και μακρύ κομμάτι μετάλλου, μυτερό στο

μπροστινό άκρο και με τρύπα στο πίσω μέρος, που χρησιμοποιείται στο

ράψιμο

817. βελόνα με την οποίαν πλέκω τις κάλτσες = καλτσουβέλουνου

818. βελόνα πλεξίματος = βέργα

819. βελόνι για να ράβω δέρματα( παπούτσια ) = καρατζουσούβλι

820. βελονιά = βιλουνιά = πέρασμα της βελόνας στο ύφασμα για ράψιμο η

κέντημα

821. βελούχι = βιλούχι = Η λέξη Βελούχι είναι μεσαιωνική, πιθανώς σλαβικής

προελεύσεως και σημαίνει «λευκό

βουνό», ενώ κατ’ άλλους

προέρχεται από τις δωρικές ρίζες

«παλ» και «ουχι» που σημαίνουν

καμπυλωτή κορυφή. Μια τελευτάια εκδοχή είναι ότι οι λέξεις Βελούχι-Βηλούχι

προέρχονται από την ομηρική λέξη «βηλός» που σημαίνει ουρανός , πηγή με

άφθονο νερό, και το βουνό

822. βέρα = αρριβώνα

823. βέργα = βίτσα

824. βέργα ξύλινη χοντρή = λούρο = χοντρή και μακριά βέργα.

399
825. βέργες ξύλινες = λούρια, λούρα = χοντρές, μακριές και ίσιες βέργες που τις

χρησιμοποιούν για να στήσουν το κονάκι

826. βέργες ξύλου (ειδικές) = χαρτώματα = ξύλινες βέργες (λούρα) κατάληλλες για

τον σκελετό (χάρτομα) του κονακιού

827. βεργόπλεχτο ράφι = κριβαταριά, κρεβατίνα

828. βερίκοκο = ζέρδελο Το δέντρο Prunus armeniaca, βερικοκιά, ζερδαλιά,

καϊσιά, πρικοκιά | τούρκικα zedrali

829. βετούλα( κατσίκι ενός έτους) που γέννησε = βιτ’λουγινν’μένη

830. βήμα = δρασκ’λιά, δρασκλιά = απόσταση όση ένα βήμα, ένα πήδημα

831. βήχεις = βήχς = αρχ. βήξ, ο βήχας

832. βιάσου = τσακίς = έλα η φύγε γρήγορα

833. βιαστικά = αναγκαστά

834. βιασύνη = βιά, φούρια = θυμός, λύσσα.

835. βλάκας(μτφ) = όρνιο = άγριο αρπακτικό πτηνό, ανόητος άνθρωπος.

836. βλαστάρι = φυντάνι = νέο βλαστάρι που μεγαλώνει άνθρωπος η φυτό

837. βλαστάρια τρυφερά = ξιφύλλι

838. βλεννόρροια = σκουλαμέντρα

839. βλέπει φαντάσματα = ισκιουμένους

840. βλέπω (με σκοπό να διαλέξω) = ειδίσια, ιδέσια

841. βλέπω = γλέπω, γλέπου τηρού, τηράου

842. βλεφαρίδες = ματουτσίνουρα

843. βλήμα = τόπα = και μπάλα

844. βλήμα = κουρσιούμι = πολύ βαρύ, ασήκωτο από το βάρος,

400
845. βλίτο = Βλίτου (Amaranthus sp) = βλίστρος, γλίστρος, γλίντρος, βλιταράκι

Ετήσιο φυτό που φτάνει τα

80 εκατοστά. Το συναντάμε

σχεδόν παντού σε

ακαλλιέργητους και

καλλιεργημένους τόπους.

Αποτελεί μεγάλο ζιζάνιο στις

καλλιέργειες γιατί

πολλαπλασιάζεται πολύ

εύκολα και γρήγορα. Ο σπόρος του μπορεί να φυτρώσει και μετά από δέκα

χρόνια. Μαζεύονται οι τρυφερές κορφές τους από αρχή καλοκαιριού μέχρι το

φθινόπωρο. Πρέπει να το κλαδεύουμε συχνά για να πετάει από τα πλάγια πριν

προλάβει να κάνει σπόρους. Τρώγονται βραστά με ξύδι ή λεμόνι και σε

συνδυασμό με σκόρδο ή τσιγαριστά με διάφορα άλλα λαχανικά όπως οι

κολοκυθοκορφάδες. Φτιάχνεται μέχρι και γιαχνί με πατάτες και χρησιμοποιείτε

και για πίτες μαζί με άλλα άγρια φαγώσιμα χόρτα.

846. βοή = σάλαγους = βοή από τη ροή του ποταμού,. θόρυβος που κάνει το

κοπάδι καθώς προχωράει στη βοσκή

847. βοηθάω το νεογέννητο αρνί να βυζάξει = β’ζουπιάνου, βυζουπιάνου =

βοηθάω το νεογέννητο να θηλάσει , να πιάσει βυζί, πιάνω τη θηλή από το

μαστάρι της προβατίνας

848. βοηθοί στην στο άρμεγμα = βαριτάδις, βαρτάδες = "βαράν" τα πρόβατα να

προχωρήσουν στη στρούγκα για άρμεγμα (συν. παιδιά& γυναίκες)

849. βολίδα όπλου = φσέκι

850. βομβαρδίζω = μπουμπαρδίζω = από το Ιταλικό bombardare

851. βοριάς (φύσημα) = βόρσμα = φύσημα που κάνει ο δυνατός και κρύος αέρας

που έρχεται από το βοριά και συνοδεύεται συνήθως από χιόνι

852. βοριάς (χαρακτηρισμός) = ξηρουβόρι = κρύος και ξηρός βοριάς.

401
853. βοσκή (συγκεκριμένη) = σκάρος = ξυπνάω για βοσκή μετά από ύπνο. Από

την ομηρική λέξη «σηκάζω», μανδρώνω.

854. βοσκημένο λιβάδι = απουλίβαδου = λιβάδι

(απολυσιά) που έχει βοσκηθεί

855. βόσκησης (ενέργεια) = στουμώνου τα πρότα =

σταματώ, γυρίζω πίσω ή κατευθύνω εκεί που θέλω το μπρος μέρος από το

κοπάδι

856. βοσκοί (κριαριών) = κριαράδις

857. βοσκοί που βόσκουν το ίδιο κοπάδι = συντρόφοι

858. βοσκόπουλα = μπιστικόιπουλα

859. βοσκός = μπιστικός = πιστικός, έμπιστος, πιστός, αφοσιωμένος , ο μπιστικός

ή ο πιστικός ,βοσκός που εργάζεται με μισθό, μισθωτός ποιμένας

860. βοσκός (ειδικός) = λαϊάρ’ς = αυτός που βόσκει τα μαύρα πρόβατα.

861. βοσκός γουρουνιών = γρουνάρς

862. βοσκοτόπι (χειμερινό) = κισλάς

863. βόσκουν τα πρόβατα (με ικανοποίηση) = σάρκωσαν τα πρότα = έπιασαν τα

ζώα σε μέρος και βόσκουν με όρεξη δεν μετακινούνται πολύ, βόσκουν με

ικανοποίηση, ικανοποιήθηκαν απ την βοσκή.

864. βόσκω = βουσκάου

865. βόσκω μέχρι να βραδιάσει = βραδιάζου τα πρότα

866. βόσκω το κοπάδι με μεράκι = βουσκάου ασκότουτα

867. βοτάνι (ειδικό) = υπνουβότανου = βοτάνι που

φέρνει ύπνο (μήκων η υπνοφόρος).

868. βότανο = βαρβαριτσουχόρτι = με το οποίο

γιατρεύω τη βαρβαρίτσα

869. βότανο (είδος) = ψιφτιά = το φαρμακευτικό φυτό

(Αρτεμισία) ή αψίνθιον. Το χρησιμοποιούμε κατά της

ελονοσίας και του κοκκύτη.

402
870. βούζια = βούζια = Σαμπούκος ο έβουλος, βουζιά, ζαμπούκος, βρωμούσα,

ξερά ποώδη φυτά, κυρίως σπερδούκλια ή μπότσκες, με τα οποία στρώνουν τα

μαντριά

871. βουΐζω = βάζου = κάνω μεγάλο θόρυβο(βάζουν τα αυτιάμ = βουίζουν τα

αυτιά μου)

872. Βουλγάρα = Βουλγάρα = όμορφη γυναίκα, λεβεντογυναίκα

873. Βουλγαρία = Βουργαριά

874. Βουλγαρία = Μηλιό

875. βούλευμα = βούλιμα = γνωμοδότηση.

876. βουλιάζω = μπατακώνω = πατώνω.

877. βουλουκιέρι = σφραγιδόκερο

878. βούλουμι, βουλιόμι, βουλιόμαι = προτίθεμαι, έχω σκοπό

879. βουλώνω το στόμα και την μύτη κάποιου = απουμώνου = του κόβω την

ανάσα, τον πνίγω, προκαλώ ασφυξία σε κάποιον –ουμι παθαίνω ασφυξία.

880. βουνά = ψηλώματα

881. βουνά χωρίς δέντρα = σπανά = γυμνά βουνά,.

882. βουνό = β’νί, βνό, ψήλουμα

883. βουνό (οι πρόποδες) = ρ’ζά

884. βουνό με αντάρα στην κορυφή του =

κουρφανταριασμένου β’νό

885. βουνοκορφές = κουρ’φουβούνια

886. βουνοκορφές που σκεπάζονται με πυκνές ομίχλες = βαριανταριασμένις ράχις

887. βουρλή = πρόβατο που πάσχει από βούρλα

888. βούρλο = βούρλου = γιούγκος ο ακιδωτός (juncus acutus) , typha latifolia,

τύφα, ψαθί, ουρά της γάτας. Πολυετή φυτά, χαρακτηριστικά

στενά φύλλα με έλυτρο στη βάση, φυτό με πυκνές τούφες και

με οξύ άκρο.Οι βλαστοί του βούρλου χρησιμοποιούνται στην

καλαθοπλεκτική, κατασκευάζονται τυροβόλια και άλλα είδη.

403
889. βούρλο(ρίζα) = .βουρλιά

890. βούτυρο (καθαρό) = κάντιου

891. βουτυροκαδί = βουτυρόκαδα = καδί στο οποίο βάζουν το βούτυρο

892. βραδιάζει = φτάνει το βράδυ,

893. βραδύγλωσσος = τριβλός

894. βράζει, το νερό = χουχλάζει του νιρό

895. βρακανήθρα = χορταρικό.

896. βρακάτη = προβατίνα που έχει μαλλιά και κάτω από τη θηλιά του ποδαριού.

897. βρακί = λίπος που συγκεντρώνουν τα αρνιά κοντά στην ουρά

898. βρακουζών(η) = το σχοινί για το δέσιμο του βρακιού

899. βρακουζώνα = βρακοζώνα.

900. βρακουθλ’ιά = βρακοθηλιά.

901. βρακουμένου = το ζώο που έχει βρακί (λίπος στην ουρά)

902. βρακώνουμι = φοράω εσώρουχο

903. βράσιμο νερού = χόχλους

904. βρασμός = χούχλος, χόχλους = κοχλασμός, βράσιμο νερού.

905. βραστά φασόλια = βριχτάρια

906. βραστήρα = σκοινί που πιάνεται στην κατσιούλα από το κονάκι και μία

κλιτσούλα δεμένη σε αυτό. Από την κλιτσούλα αυτή κρέμεται το κακκάβι και

βράζει στη φωτιά.

907. βραστόγαλου = γάλα που κρατάνε οι τσομπαναραίοι για φαγητό. Το υπόλοιπο

το πήζουν τυρί.

908. βράχηκα = μούσκιψα

909. βράχια (ειδικά) = ριζιμιά λιθάρια = ριζωμένα, αυτά που δεν κουνιούνται από

τη θέση τους

910. βραχιόλια = πιλιντζίκια, χαρχαγκέλια

911. βραχνός = βλαγκός

912. βράχος = λθάρι, λιθάρι

404
913. βράχος (συγκεκριμένος) = ριζιμιό = το λιθάρι που

εξέχει απ το έδαφος και αποτελεί συνέχεια

μεγαλύτερου βράχου

914. βρε = αρέ = προσφώνηση της Σαρακατσάνας

προς τον άντρα της

915. βρήκα = ήβρα

916. βρικόλακας = βρουκόλακας = στοιχειό, (μτφ.)ανάποδος, κακός, παλιάνθρω πος

917. βρίσκω το μπελά μου = ξιλαβαίνου

918. βρόμα = λώβα = μαγάρα

919. βρόμα = μαγάρα = ακαθαρσία,

920. βρόμα είναι = γιλαδουβουνιά είνι

921. βρομάω = ζέχνου, ζέχνω

922. βρομάω πολύ =

ζιχνουβουλάου

923. βροντή . = βρουνταριά

924. βροχές = βρουχάδις

925. βροχή (τρόπος) = ντουρλάπι =

δυνατή βροχή ασταμάτητη,

απότομη λαίλαπα, καταιγίδα.

926. βρύα πάνω στα δέντρα η σε

βράχια (με υγρασία) = μούσκλια

927. βρύση με κρύο νερό =. κρυόβρυση

928. βρωμιά = σαργιά, σαριά = λέρα που μαζεύεται στα μαλλιά από τα πρόβατα,

λίπος στο μαλλί των ζώων

929. βυζαχτάρι = β’ζαχτάρι = αρνί ή κατσίκι που είναι μικρό και βυζαίνει ακόμα

από τη μάνα του, βυζανιάρικο.

930. βυζί = β'ζί

931. βυζιά = μαστάρια= οι μαστοί

405
932. βυσσινί χρώμα = μούρνου

933. βωμολόχος = απόπατους

Γ
934. γαβγίζουν τα σκυλιά = τρών’ τα σκ’λιά = είναι ανήσυχα
935. γάβγισμα σκύλου = αλύχτ’μα

936. γάβρος = γάβρους = είδος δέντρου, με την επιστημονική

ονομασία Carpinus

937. γαϊδούρα = γουμάρα

938. γαϊδουράγκαθο = γαϊδουράγκαθου = κουφάγκαθο, κάρδος, σίλυβο. Διετές

ακανθώδες φυτό που φθάνει σε ύψος το 1,5 μέτρο. Τα φύλλα του είναι

πράσινα με χαρακτηριστικά άσπρα σημάδια σαν φλέβες και τα λουλούδια του

έχουν χρώμα βυσσινί. Είναι φυτό ιθαγενές της Μεσογείου και φυτρώνει σε

όλη την νότια Ευρώπη. Είναι αυτοφυές, ευδοκιμεί σε χερσότοπους αλλά και

σε καλλιεργημένες εκτάσεις. Προτιμά τα ηλιόλουστα μέρη και τα καλά

στραγκιζόμενα εδάφη. Πολλαπλασιάζετε εύκολα από μόνο του με τους

σπόρους του και αντέχει

μέχρι και τους -15 βαθμούς

κελσίου. H ρίζα και τα

φρέσκα νέα φύλλα του

τρώγονται ωμά ή

μαγειρεμένα αλλά πρέπει

πρώτα να αφαιρεθούν οι

αιχμηρές άκρες τους, το οποίο είναι αρκετά χρονοβόρο. Τα φύλλα είναι

αρκετά παχιά και έχουν ήπια γεύση όταν είναι νέα, αλλά γίνονται πιο πικρά το

καλοκαίρι με τη ζέστη. Μαγειρεμένα έχουν γεύση σπανακιού. Τα κεφάλια του

μπορούν να φαγωθούν όπως οι αγκινάρες πριν ανθίσουν, αλλά είναι πολύ πιο

μικρά. Οι ξεφλουδισμένοι μίσχοι του τρώγονται ωμοί ή μαγειρεμένοι, είναι

406
εύγευστοι και θρεπτικοί και μπορούν να χρησιμοποιηθούν όπως το σπαράγγι

ή το ρεβέντι ή να προστεθούν σε σαλάτες. Τρώγονται καλύτερα την άνοιξη

όταν είναι νέοι πριν σκληρύνουν. Οι ψημένοι σπόροι του είναι υποκατάστατο

του καφέ. Το γαϊδουράγκαθο χρησιμοποιήθηκε ήδη από τα ελληνορωμαϊκά

χρόνια, ιδιαίτερα για την υποστήριξη του ήπατος και την αποτοξίνωση του

αίματος. Η δραστική ουσία του γαϊδουράγκαθου είναι η σιλυμαρίνη που

βοηθά στην αναγέννηση των κατεστραμμένων ηπατικών κυττάρων και

μεγάλων τμημάτων ιστών, ενεργοποιώντας την πρωτεϊνική σύνθεση στα

ηπατικά κύτταρα με την αύξηση της δραστηριότητας του γενετικού υλικού

(DNA-RNA). Παράλληλα προστατεύει τα ηπατικά κύτταρα, εμποδίζοντας τις

τοξίνες να εισχωρήσουν σ ’αυτά και εξουδετερώνοντας τις τοξίνες που έχουν

ήδη εισχωρήσει.

939. γαϊδούρι. = γουμάρι

940. γαϊδουρινά = γουμαρ’να

941. γαϊτάνι όμορφο (χρυσό) = χρυσουγάιτανου

942. γαϊτανοφρύδα = γαϊτανουφρυδούσα = γυναίκα με ωραία και λεπτά φρύδια

943. γάλα (ειδικό) = χουντρόγαλου = πρώτο γάλα της νεογέννητης προβατίνας

πολύ παχύ

944. γάλα (είδος) = πτόγαλου = πηγμένο για τυρί γάλα που βρίσκεται σε κάποιο

στάδιο της πήξης του

945. γάλα (εφ άπαξ παραγωγή) = νουμπέτι = το γάλα που παίρνουμε κάθε φορά

που αρμέγουμε

946. γάλα βρασμένο, αλατισμένο και με τυρομαγιά = στριγγλιάτα

947. γάλα για οικογενειακή κατανάλωση = φαγάρι

948. γάλα που σε λίγο βράζει = χουντραίνει του γάλα = γίνεται πιο πλούσιο σε

λίπος, γίνεται παχύρρευστο σε λίγο θα έχει βράσει

949. γάλα πρόβειο = πρατόγαλου

950. γαλάζιο βαθύ = λουλακί

407
951. γαλαζούλα = αγκαθωτός θάμνος. Γαλαζούλα (Erygnium). Το γένος Erygnium

έχει πάνω από διακόσια είδη στις εύκρατες και στις θερμές περιοχές,

συμπεριλαμβανομένων μονοετών, διετών ή και μακρόβιων πολυετών φυτών.

Αποτελούσε τη βάση των αφροδισιακών

παρασκευασμάτων στην αρχαία Κόρινθο. Όταν

ο βλαστός αποξηραίνεται, ο άνεμος ξεριζώνει

εύκολα το φυτό και το κυλά στο χώμα, εξ ου και

το γαλλικό του όνομα ‘’κυλιόμενο αγκάθι’’. Το

γαλάζιο αγκάθι ή γαλαζούλα δίνει ωραίο σε γεύση νέκταρ και γύρη αλλά και

διάφανο μέλι. Την ίδια χρονιά που φυτεύτηκε θα ανθίσει. Τα λουλούδια του

φέρονται πάνω σε ένα πολύ πυκνό κουβάρι βλαστών. Το μαζεύουν για τους

τρυφερούς βλαστούς του μαζί με άλλα χόρτα.

952. γαλακτερός = γαλάτους, -η, -ου = δίνει πολύ γάλα

953. γαλακτοκομικό εργαλείο = βούρτσα =

ψηλό ξύλινο κάδη μέσα στο οποίο βγάζω το

βούτυρο. Το γάλα ρίχνεται (προκειμένου για

ποσότητες 5-10 κιλά) όλο μαζί σε ένα ψηλό

κυλινδρικό ξύλινο δοχείο (κάδη). Με ένα

ξύλινο ραβδί που στη μία άκρη έχει

στερεωθεί κυκλικός ξύλινος δίσκος διάτρητος

(όλη η κατασκευή θυμίζει έμβολο),"χτυπάμε"

το γάλα ανεβοκατεβάζοντας αυτό το έμβολο με σταθερές κινήσεις.

954. γαλακτοκομικό εργαλείο = βουρτσόξ’λου = ειδικό ξύλο με το οποίο χτυπάω το

γάλα στη βούρτσα και το αποβουτυρώνω. Είναι ξύλινο ραβδί που στη μία

άκρη έχει στερεωθεί κυκλικός ξύλινος δίσκος διάτρητος

955. γαλακτοκομικό προϊόν (είδος τυριού) = βουστίνα = προϊόν βρασμού απο το

ξινόγαλο όπου βγαίνει η βουστίνα (κλωτσοτύρι ή ξινοτύρι)

408
956. γαλακτοσκεύος = γαλατσάκι = ασκί μέσα στο οποίο βάζαν το γάλα του

σπιτιού, μικρό ασκί από επεξεργασμένο δέρμα αρνιού ή κατσικιού που σέρνει

μαζί του ο τσομπάνος και είναι γεμάτο ξινό γάλα

957. γαλανομάτης,-α = γαλανός, -η

958. γαλαρομάντρι = γαλάρι, γαλαριό = χώρος για γαλάρια,

959. γαλατένιος = γαλατένιους = επιδερμίδα σαν άσπρο γάλα.

960. γαλατοδουλιές = γαλατουδ’λειές, = τα σχετικά με την παραγωγή του γάλακτος

961. γαλατόπιτα = γαλατόπ’τα = πίτα που γίνεται με κύριο συστατικό το γάλα.

962. γάλατος σταμάτημα στο τυροκομείο = κόβου του γάλα = σταματάω να

πηγαίνω το γάλα στο μπάτζιο (τυροκόμο).

963. γαλατσίδα = γαλατσίδα = το φυτό

πόα ευφόρβια η μυρσινίτις που

έχει γαλακτώδη χυμό Με την

ονομασία Ευφόρβια υπάρχουν

σήμερα σε όλο τον κόσμο 1000

περίπου φυτά που ανήκουν στην οικογένεια των Ευφορβιοειδών. Από αυτά

40 είδη συναντούμε και στη χώρα μας τα οποία αποκαλούμε συνήθως

Γαλατσίδες (λόγω του γαλακτώδους χυμού που βγαίνει από τον κορμό της) Η

Euphorbia pilulifera (Ευφόρβια η σφαιριδιόκαρπη) – ονομαζόμενη και

Euphorbia hirta-τη συναντούμε με την ονομασία Ευφόρβια είναι ένα από τα

είδη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί με ασφάλεια για θεραπευτικούς σκοπούς,

κάτω από τις οδηγίες έμπειρου βοτανοθεραπευτή. Τα περισσότερα είδη των

Ευφορβιοειδών είναι δηλητηριώδη για τον άνθρωπο.Υπάρχουν όμως κάποια

είδη που έχουν θεραπευτικές ιδιότητες, η χρήση τους όμως πρέπει να γίνεται

μόνο κάτω από οδηγίες έμπειρων βοτανοθεραπευτών.

964. γαλαχτερό = γαλαχτιρή = ζώο που έχει πολύ γάλα.

965. γαλομέτρημα = γαλουμέτρημα = το μέτρημα της ποσότητας του γάλακτος,

που βγάζουν τα πρόβατα του κάθε σμίχτη ή κάθε μέλους του τσελιγκάτου,

409
ιδίως όταν είναι διαφορετικής ράτσας, για να γίνεται πιο σωστά ο

λογαριασμός με τον υπολογισμό των εσόδων αναλογικά

966. γαλοπούλες = κούρκες, τίκια

967. γαλοτόμαρο = γαλουδέρματου = τομάρι για το γάλα

968. γαμάει = απαυτώνει, τετοιώνει, τιλεύει

969. γαμάω = πλακώνου, σουφουριάζου, πριτσιαλάω

970. γαμάω (κυρίως στα ζώα) = πριτσιαλάω = κάνω σεξ

971. γαμήθηκα = πριτσαλίσκα

972. γαμήλια πομπή = ψίκι , συμπεθεριακό , συμπιθιριακό

973. γάμησα = αμπήδσα, έκανα έρωτα

974. γαμήσι = καβαλίκεμα, πλάκουμα

975. γαμοκουλούρα = γαμουκούλουρα = η κουλούρα της πεθεράς για τον γάμο,

ψωμιά του γάμου.

976. γάμος = χαρά

977. γάμος(έθιμα ) = προυζύμια = έθιμο του γάμου. Την

Πέμπτη το βράδυ ή την Παρασκευή το μεσημέρι

πιάνουμε τα προζύμια για να φτιάσουμε την

κουλούρα του γαμπρού. Στα προζύμια χρειάζονται

δύο αγόρια κι ένα κορίτσι που να έχουν μάνα και

πατέρα. Αυτά κάνουν την αρχή. Ρίχνουν το προζύμι στο σκαφίδι, κοσκινίζουν

το αλεύρι. Αλευρώνουν την πεθερά, τον πεθερό και τους άλλους γερόντους και

γριές. Αυτοί που παραβρίσκονται ρίχνουν μέσα στο κόσκινο κεράσματα.

978. γάμπα = άντζα

979. γαμπροβελέντζα = γαμπρουβέλιντσα = βελέντζα πάνω στην οποίαν

καβαλικεύει ο γαμπρός

980. γαμπρολογιέμαι = γαβρουλουιόμι

981. γαμάω = βατεύω, βατέβου = γαμίζω, γαμού, αμώ, μω, βατεύω, βατέβου,

βαντέβου, βατέβγω, βατέβγου, βατέβγκω, βατέβκω, βατέγκου, ματέβω,

410
μαντέβω, ματέβγω, πατέβγω, πατέβου, πατέγκουω, γατέβω, λάζω, λάσω,

ραπόνω, σαουλιάζου, σιαφακόνω, τσιαφλιακόνου από το ιταλικό

lavorare (una donna)

982. γάντζοι μικροί = (κλ(ε)ιτσούλις = μικρές κλιτσούλες (γάντζοι) που τις μπήγουν

στο έδαφος, αφού πρώτα τις περάσουν μέσα από τις θηλιές της τέντας, με

αυτές τεζάρουν και σταθεροποιούν την τέντα (τσιατούρα) κατά τη διάρκεια

των μετακινήσεων

983. γάργαρος = γάργαλους

984. γαρίφαλα = γαρούφαλα, γαρίφαλα

985. γαριφαλιά (όμορφη κοπέλα),το φυτό γαριφαλιά = γαριφαλιά

986. γαυγίζω = αλυχτάω, αλχτάου, αλχτάου

987. γδάρθηκα (σε κάποιο σημείο του σώματος) = ξιγαλίσκα

988. γδούποι = βαλμοί = θόρυβοι, κρότοι,

989. γδύσιμο = = βγάλσιμο των ρούχων

990. γειτονεύω = γειτουνεύου = είμαι γείτονας με κάποιον, επισκέπτομαι το

γείτονά μου

991. γειτονιά σταυραδερφών = σταυρουγειτουνιά

992. γειτονιά = μαχαλάς

993. γελαδάρης = βούκουλας

994. γελάει = καρκαλοϊότει = κάνει σαν κότα που κακαρίζει , γελάει δυνατά και

συνεχώς

995. γελάει ο κόσμος και ξενυστάζει απ τα γέλια = ξυνστάζει ου κόσμους

996. γελάω = γιλάου

997. γελάω επιδεικτικά = καρκαρίζουμι, καρκαργιώμι, καρκαριώμι = κακαρίζω

γελώντας, φλυαρώ γελώντας, δυνατά

998. γέλια = κάρκαρα

999. γελοιοποίηση = μασκαρ’λίκι = καταγέλαστη πράξη, συμπεριφορά μασκαρά

1000. γεμάτο εντελώς = ντίγκα

411
1001. γεμάτο μέχρι το χείλος = χείλη μ’ αχείλη = είναι γεμάτο τελείως,.

1002. γεμάτο όσο δεν παίρνει = ντίγκα

1003. γεμάτος = γιουμάτους

1004. γεμάτος (συναίσθημα) = θαραπαμένους

1005. γεμάτος πολύ = παραγιουμάτους

1006. γεμίζει από σκόρο = σαρακιάζει του ξύλου

1007. γεμίζω = γιουμώνω, γιουμίζου, μπλιτσώνου

1008. γεμίζω κάτι πλήρως = ντιγκάρω

1009. γεμίζω σκουπίδια = τσαχαλίζω

1010. γεμίζω τελείως = τιλώνω .

1011. γέμισε = ντίγκιασι

1012. γέμισε το = γιόμστου

1013. γέμισμα = γιόμσμα

1014. γενιά = σειρά =, σόι

1015. γέννα προβάτων (μαζεμένη) = ντόλι = μαζεμένη γέννα προβάτων, χρονικό

διάστημα

1016. γεννάει δυο φορές τον χρόνο = δίφουρη

1017. γεννάει συνέχεια μωρά = παιδοκοπάει = κάνει πολλά παιδιά

1018. γενναίος = βούζας = ρωμαλέος.

1019. γενναίος άντρας = πουτσαράς άξια, δυνατή γυναίκα

1020. γεννιέμαι = γιένουμι

1021. γεννοβολάω = γιννουβουλάου = γεννάω συνέχεια και πολλά παιδιά

1022. γεννοβόλημα = γιννουβόλ’μα = η συνεχείς γέννες

1023. γεράκι (ειδος) = ξιφτέρι = είδος από γεράκι, κιρκινέζι, έξυπνος, ευφυής.

1024. γερακομύτης = γιρακουμύτ’ς = έχει τη μύτη κυρτή σαν του γερακιού,

καμπουρομύτης-α

1025. γεράματα = ιστιρνά , γιρατιά, γιρουντάματα, γιέρα, γιρουσύνη, γεροντοσύνη

412
1026. γερασμένος, αδύναμος άνθρωπος = γηρουκόμι = γερασμένο ή αδύνατο ζώο

που έχει ανάγκη από φροντίδα, γέροντας,.

1027. γέρικα έλατα = γιρουντουϊέλατα

1028. γερνάω πρόωρα = στραβουγιράζου

1029. γέρνω = βαΐζου, γιέρνου = γέρνω προς τη μια πλευρά και ξαπλώνω, γυρίζω

στο πλάι, γέρνω για ένα υπνάκο, (για τον ήλιο) δύω, πέφτω για ύπνο
1030. γέρνω για να κοιμηθώ = ακουμπάου

1031. γεροκομάω = γηρουκουμάου = φροντίζω τους γέροντες.

1032. γέροντας = γιέρουντας = έτσι προσφωνεί η γριά Σαρακατσάνα τον άντρα της,

γέρος

1033. γέροντας = γεροξούρας ,κούσιαλο, γιερουμπαμπαλής = σκελετωμένος

καμπουριασμένος αδύναμος άνθρωπος

1034. γευματίζω = γιουματίζου

1035. γέφυρα =

γκέφιρα,

γκιουφύρι =

γεφύρι, γεφύριν,

γιοφύρι,

γιοφύριν γέφρα,

γκέφιρα, γιόφιρα, διόφιρα, όφιρα, γέφιρας, γιφίριν, γεφίρ, γεφίρτζι, γεθίρι,

γιφίρι, γιφίρ, γκιφίρ

1036. γη = γης

1037. γητεύω = γητεύου = θεραπεύω με γιατροσόφια

1038. για άκουσε = γιάκσει

1039. για αυτό = για ταύτου = γι’ αυτό το λόγο

1040. για αυτόν ακριβώς το λόγο = για ταύτου, επί ταύτου

1041. για τούτο = απαύτου

1042. γιαγιά = βαβά, βάβου, βαβο'υλα = γριά

413
1043. γιαγιά = μπάμπω = γριά

1044. γιαούρτι = δγιαούρτι

1045. γιαούρτι = διαούρτι, δγιαούρτι

1046. γιαούρτι στραγγιστό = σακ’λίσια διαούρτη

1047. γιαουρτιού/τυριού (είδος) = τσαλαφούτ(ι) = πηχτή υπόξινη μάζα από πρόβιο

γάλα βρασμένο και αλατισμένο.

1048. γιατί = ιατί

1049. γιατρειά = γέριμα

1050. γιατρεύτηκα = γέρεψα = έγινα καλά - έγινα γερός

1051. γιατρεύω πρακτικά = ιτεύω = σταυρώνω

1052. γιατριά = ίτιμα = θεραπεία δαγκωμένου μέρους του σώματος από σκύλο

ρίχνοντας στο πληγωμένο μέρος ζεστό λάδι

1053. γιατρίνα = γιάτρισσα, γιατρέσσια

1054. γίδα = γίδι = Η λέξη είναι ομηρική: Παράγεται από τη

λέξη «αιξ = αιγός» και η ρίζα της είναι «αιγίς» (αja)!

1055. γίδα (ειδική ονομασία) = κουτσοκέρα = γίδα που της έκοψαν τα κέρατα

1056. γίδα (είδος) = πισουκιέρα, -κου = γίδα που έχει τα κέρατα γυρισμένα προς τα

πίσω.

1057. γίδα (κοκινωπή) = γκάλμπα = με κοκκινωπό χρώμα

1058. γίδα (χαρακτηρισμός) = ουρθουκιέρα = γίδα με ορθά κέρατα, με τα κέρατα

προς τα πάνω.

1059. γίδα (χαρακτηρισμός) = στριφτουκιέρα = γίδα με κέρατα στριφτά σαν μπούκλες.

1060. γίδα (χρώμα) = γκέσα, γκιέσα = μαύρη (γκόρμπα) γίδα με

άσπρες ή καφέ γραμμές στο πρόσωπο. μαύρη γίδα που έχει

ασπριδερά τα πόδια της και το μούτρο της άσπρο, μαύρη γίδα

με καφεκόκκινο χρώμα στην κοιλιά και στα πόδια, γίδα που

έχει άσπρες ή μαύρες γραμμές στο πρόσωπό της και το

414
τρίχωμά της είναι άλλοτε μαύρο και άλλοτε γκρίζο, γίδα που έχει μαύρο σώμα

με καφέ λωρίδες, όνομα μουλαριού.

1061. γίδα (χρώμα) = γκιεσουκάντα = γίδα που το σώμα της είναι γκρίζο και το

μούτρο της είναι άσπρο

1062. γίδα (χρώμα) = καπνόγκιεσα = μαύρη (γκόρμπα) γίδα με καφέ γραμμές στο

πρόσωπο.

1063. γίδα (χρώμα) = κόκκινη = γίδα με κόκκινο τρίχωμα (σκούρο)

1064. γίδα (χρώμα) = κανούτα . Με σταχτογάλαζο χρώμα, σταχτί.

1065. γίδα (χρωματικά) = ζουναράτη = γίδα που έχει στο σώμα της ένα μπάλωμα

1066. γίδα (χρωματικά) = παρδαλουκόκκινη, -ου = γίδα με κόκκινα και άσπρα

μπαλώματα

1067. γίδα (χρωματικά) = φλωρουγκιέσα, μαύρη (γκόρμπα) γίδα με άσπρες γραμμές

στο πρόσωπο.

1068. γίδα (χρωματικά) = φλωρουκάν’τα = γίδα που έχει στο δέρμα της άσπρες και

γκρίζες-σταχτιές τρίχες ανακατωμένες

1069. γίδα (χρωματικά) = ψαριά = γίδα που έχει στο τρίχωμά της κοκκινωπές τρίχες

ανακατωμένες με άσπρες

1070. γίδα (χρωματικά) = μπάρτζα = γίδα που έχει καφεκόκκινο πρόσωπο, σκούρο

κοκκινωπό.

1071. γίδα ή προβατίνα (χρωματικά) = βακρουκάλλισια = προβατίνα που έχει

περισσότερα από την κάλλεσια και λιγότερα από τη βάκρα μαύρα στίγματα

στο πρόσωπο, στα αφτιά και στα πόδια

1072. γίδα ή προβατίνα (χρωματικά) = βάκρα = με μαύρα μπαλώματα στο

πρόσωπο, μαύρο πρόσωπο και πόδια μαύρα

1073. γίδα με κέρατα = κρούτα = αυτή που έχει

κέρατα ή κορούτα = παράγεται από την

ομηρική λέξη «κόρυς – κόρυθος» =

περικεφαλαία, κράνος. Επίσης, είναι

415
πιθανόν να παράγεται από την αρχαία ελληνική «κέρας»

1074. γίδα με μικρά αφτιά = τσιούρα

1075. γίδα με σπασμένο κέρατο. = κουτσουκιέρα

1076. γίδα μέσα στα πρόβατα = μαλτζιάνα

1077. γίδια = γιδιρά

1078. γίδια (είδος) = καρλάφτ’κα = γίδια που έχουν μεγάλα αφτιά και γυρισμένα

προς τα κάτω

1079. γίδια , προβατα (χρώμα) = κάτσενα = με κόκκινο πρόσωπο και τα πόδια

κόκκινα

1080. γίδια που βόσκουν μαζί με πρόβατα = π ρατάρ’κα γίδια

1081. γίδινο = γιδίσιου

1082. γίδινο κουρεμένο μαλλί = τράϊομαλλου

1083. γιδιού σημάδι = κουτσιάφτ’κου = σημάδι στα γίδια για αναγνώριση

1084. γιδο- ή γιδου- πρώτο συνθετικό σε λέξεις που δηλώνει ότι έχει σχέση με γίδια :

γιδόκλιτσα, γιδόστρουγκα, γιδουκόπαδου, γιδόκουρους, γιδουμάντρι,

γιδόγαλου, γ’δουκόπι, γιδουτόμαρου, γιδουκακαράντσα (γίδινη κοπριά),

γιδότουπους.

1085. γιδοβοσκοί = γιδαραίοι = αυτοί που βόσκουν γίδια

1086. γιδοβοσκός = γιδάρ’ς = ο τσομπάνος που βόσκει τα γίδια.

1087. γιδοπρόβατα = γιδόπρατα = μίξη προβάτων και γιδιών, συνολικό βιός.

1088. γινάτι = ινάτι

1089. γίνομαι = γιένουμι

1090. γίνομαι ασπρομάλλης = γριβιάζου, γριβίζου

1091. γίνομαι άσπρος = φλουρίζου =

1092. γίνομαι κόκαλο από το κρύο = κοκαλώνω,

1093. γίνομαι κρύσταλλο από το κρύο = κρουσταλιάζω,

1094. γίνομαι ξύλο από το κρύο = ξυλιάζω

1095. γίνομαι χαζός = κουτιάζου = ανόητος, κουτός, γερνάω και τα χάνω

416
1096. γιορτάζω = γιουρτάζου = έχω γιορτή

1097. γιορτές = γιουρτάδις

1098. γιορτή = τζιαφέτι = μάζωξη

1099. γιορτινά (ενδύματα , αξεσουαρ) στολισμός -= αρμάτα = στολισμός (γιορτινή

φορεσιά, κοσμήματα, κουδούνια), οπλισμός

1100. γιορτινά ρούχα = καλά (τα)

1101. γιος = γιόκας

1102. γιος του χάρου = χαρόιπουλου

1103. γιος, κόρη του τσέλιγκα = τσιλιγκόιπουλου, -ούλα

1104. γκαβομάρα σου ν΄τύφλας = την

1105. γκαρίζω = γκαρίζου = φωνάζω δυνατά σαν γαϊδούρι που γκαρίζει

1106. γκαστρολογιέμαι = γκαστρουλουιόμι = παρουσιάζω σημάδια εγκυμοσύνης ή

κάνω προσπάθειες για να μείνω έγκυος

1107. γκαστρώθηκε η προβατίνα = κράτ’σι η πρατίνα = συνέλαβε, είναι έγκυος.

1108. γκαστρώνω = γκαστρώνου = γαμάω και αφήνω έγγειο, καθιστώ εγγυο

1109. γκλαμπάτζα = αβδέλλιασμα = ασθένεια των προβάτων γλαπάτσα, χλαπάτσα,

αβδέλιασμα, βιδέλιασμα, εβδέλιασμαν, εβδέλαγμαν, κοδέλιασμα, διστομίαση

1110. γκρεμίζω = γκριμάου

1111. γκρεμίσου = σάρα κακιά να σι μάσι = να γκρεμιστείς, να χαθείς, να πας στον

αγύριστο (κατάρα

1112. γκρεμός = γκρέμια, γκριμός, χάβους

= μέρος γεμάτο ψηλούς βράχους

1113. γκρεμός (είδος) = χαλάβρα = μεγάλος

γκρεμός που χάσκει ανοιχτός

1114. γκρίζα ανοιχτά = ασπρουκανούτα

μαλλιά

1115. γκριζομάλλης = γρίβους = αυτός που άσπρισαν τα μαλλιά του.

1116. γκριζόμαυρη = γραβανή

417
1117. γκρίνια = γκριτζιάλα
1118. γκρινιάζει = αλμουρίζει του σκ’λί = γκρινιάζει και βγάζει ήχους που δείχνουν
ότι είναι άρρωστο

1119. γκρινιάρης = γρίτζιαλους = στριμμένος

1120. γλείφει και χαίρεται το αρνί η προβατίνα = γκουγκουρίζει η πρατίνα


1121. γλείφω = αγλείφου

1122. γλέντι = γιουρτάσι = γιορτή,.

1123. γλεντοκοπώ = χαρουκουπού = διασκεδάζω

1124. γλιστράω αργά αργά = ξισέρνου

1125. γλιστρίδα (Portulaca Oleracia) = αντράκλα = σκλιμίτσα, τρέβα, χοιροβότανο

Ετήσιο φυτό που φτάνει τα 20

εκατοστά. Το συναντάμε σχεδόν

παντού σε ακαλλιέργητους και

καλλιεργημένους τόπους.

Πολλαπλασιάζεται πολύ εύκολα για

αυτό θεωρείτε και ζιζάνιο. Τα φύλλα της είναι σκουρωπά πράσινα, σαρκώδεις

και παχιά. Λέγεται ότι αν μασήσεις μερικά φρέσκα φύλλα και τα βάλεις κάτω

από τη γλώσσα σου ξεδιψάς. Έχει πολύ βιταμίνη C και σίδηρο και μια

διατροφική έρευνα έδειξε ότι η κατανάλωσή της, όπως και η τσουκνίδα

βοηθάει την καρδιά (είναι το φυτό με τα περισσότερα ω3 λιπαρά).Μαζεύονται

οι τρυφερές κορφές τους από την αρχή του καλοκαιριού μέχρι το φθινόπωρο.

Τρώγεται ωμή σαλάτα

1126. γλυκάδια = αδένες κάτω από το λαιμό του ζώου

1127. γλυκιά κοπέλα = μελένια, ζαχαρένια

1128. γλύκισμα = βούλι = γλύκισμα που βάζω στο στόμα του μωρού, για να

ξεγελιέται και να ηρεμεί (αντί για πιπίλας)

1129. γλυκίσματα = καλούδια = δώρα για τα παιδιά, φρούτα

418
1130. γλυκου - πρώτο συνθετικό σε λέξεις που δίνει στο δεύτερο συνθετικό, γλύκα,

αγάπη, τρυφεράδα, ζεστή όμορφη σχέση, ευχαρίστηση: γλυκουγιουματίζου,

γλυκουκουβιντιάζου, γλυκουλαλού, γλυκουσόια, γλυκουχαράζου,

γλυκουμιλού, γλυκουτρώου, γλυκουγιλάου.

1131. γλώσσα κουδουνιού = γλουσσίδι = μικρό σιδεράκι στο εσωτερικό του

κουδουνιού που προκαλεί τον ήχο.

1132. γλώσσα του κουδουνιού = γλώσσα τ’ γκδουνιού = το γλωσσίδη που

δημιουργεί τον ήχο στο κουδούνι

1133. γνέθω = γνέθου = μετατρέπω το μαλλί σε νήμα.

1134. γνεσίματος ενέργεια = τ’λούπιασμα = το γνεσμένο μαλλί γίνεται τ’λούπα

1135. γνήσιος = ατόφιους = αγνός

1136. γνωρίζω = κατέχου = ξέρω, έχω κτήμα μου.

1137. γνωριμία = γνώρος = ικανότητα του τσομπάνου να γνωρίζει τα πρόβατά του

1138. γνωριμία (δυο νέων) = ειδίσια = πρώτη συνάντηση δυο υποψήφιων νέων για

να αρραβωνιαστούν.

1139. γνωστικός = γνουμκός

1140. γνωστό = μπιλί = φανερό, , (δεν είνι μπιλί τι θαλά κάνς) = δεν είναι δυνατό να

δούμε τι θα είχες κάνει) , μπελί, μπελλί, μπεϊλί, μπιιλί απ το belli

1141. γνωστός στον κόσμο = ξαϊκουστός, ξαϊκουσμένος

1142. γνωστός(σε όλους) ξαϊκουσμένους, -η, -ου,

1143. γομφίοι = δουδουκάρια , μασιές = τραπεζίτες,

1144. γομφίος = μασιά

1145. γόνατο = γόνα

1146. γονείς = γουνέοι, γουνικά, γονικά, γουνήδις = και τα πεθερικά

1147. γονιμοποίηση (των ζώων από το αρσενικό) βάτεμα = μαρκάλισμα.

1148. γονιός = γουνής

1149. γουλιά = καταπ’σιά

1150. γουρούνα = γρούνα =. γκούτσια

419
1151. γούστο = αρισιά

1152. γραίνου = ξεμπλέκω τα μπερδεμένα μαλλιά του πρόβατου κυρίως, ξαίνω τα

μαλλιά

1153. γράμματα = κλίτσις = οι γραμμές με τις οποίες φτιάχνουμε τα σύμβολα των

γραμμάτων

1154. γράμματα λίγα = κλίτσα γράμματα(ναι) = γράμματα τα στοιχειώδη.

1155. γραμματικός = κιατίπης, κιατίψ

1156. γραμμένο = κισμέτι, χουσμέτι

1157. γραμμόφωνο = πλακόφωνο = πικ-άπ

1158. γραντζουνιά = ξιγάλ’σμα

1159. γρατζουνώ = ξιγαλάω, ξιγαλίζου = τραυματίζω, σχίζω ελαφρά το δέρμα μου ή

κάποιο αντικείμενο

1160. γραφιάς, γραφκιάς, γραφιάρης, γραφιάτορας, γραφιάτουρας = κιατίπης,

κιατίψ

1161. γραφτό = κισμέτι, χουσμέτι

1162. γρήγορα = γληγουράτι, γληγουράτε, αγλήγουρα αγληγουράτε


1163. γρήγορος = αγλήγουρους, σπέρδιλος

1164. γρήγορος πολύ στο περπάτημα = φεύγας


1165. γρηγορότερα = αγληγουρότιρα πιο γρήγορα (σε ταχύτητα), πριν από λίγο.

1166. γροθιά = γρόθους = μπουνιά.

1167. γρουμπούλι = μικρός στρογγυλός όγκος σαν σβώλος, καρούμπαλο

1168. γρουσούζης,-α = ουρσούζ'ς, -α, ουρσουζλαμάς, ου

1169. γυαλί της λάμπας πετρελαίου = λαμπουγιάλι

1170. γυαλιά οράσεως η ηλίου = ματουγιάλια

1171. γυάλινο δοχείο νερού - κρασιού = μαστραπάς

1172. γυάλινο ποτήρι = γυαλί = γυαλί, , καθρέφτης

1173. γυάλινος = γυαλιένιους = διάφανος

420
1174. γυμνό = ζαρκό- ζάρκο = το γίδι χωρίς τρίχωμα, βουνό που είναι γυμνό από

δέντρα.

1175. γυμνός = μπλέτσι, ξιμπλέτσιουτόυς, ξιζάρκουτους, -η, -ου = ή ντυμένος με τα

καθημερινά, λίγα ρούχα και πρόχειρα

1176. γυναίκα (προσφώνηση ) ουρή = προσφώνηση σε γυναίκα

1177. γυναίκα = γναίκα

1178. γυναίκα που είναι συνέχεια στα σοκάκια = σουκακιάρα = γυρίζει συνέχεια

1179. γυναίκα (χαρακτηρισμός) = πιγνιδιάρα = γυναίκα που της αρέσουν τα ερωτικά

παιχνίδια

1180. γυναίκα (χαρακτηρισμός) = τσουράπα = άσχημη, με κακούς τρόπους γυναίκα.

1181. γυναίκα (χαρακτηρισμός) = ρουσάτη = γυναίκα με ξανθοκόκκινα μαλλιά αλλά

και περήφανη

1182. γυναίκα ανύπαντρη που έγινε γνωστό πως δεν είναι παρθένα = σφουριασμένη

1183. γυναίκα κακιά κα μοχθηρή = σκύλα

1184. γυναίκα με λεπτά και καμαρωτά φρύδια = καγκιλουφρύδα

1185. γυναίκα με πλατιά μύτη πατημένη = ζιαπουμύτα

1186. γυναίκα με σπινθηροβόλα και παιχνιδιάρικα μάτια = μπιρμπιλουμάτα

1187. γυναίκα μέτρια στο ύψος = δίκια = αυτή που έχει ύψος κανονικό

1188. γυναίκα όμορφη = γυαλιένια = αστράφτει σαν γυαλί και είναι λεπτεπίλεπτη

1189. γυναίκα όμορφη και παχουλή = μπιρμπίλου

1190. γυναίκα όμορφη σαν τριαντάφυλλο = τριανταφυλλιένια = ροδοκόκκινη

1191. γυναίκα πονηρή = φουράδα, σνόρα

1192. γυναίκα που βόσκει κοπάδι = τζιουμπάν’σσα, τσομπανοπούλα

1193. γυναίκα που έχει ξεπεράσει τους ηθικούς φραγμούς = σαλταμπήδα

1194. γυναίκα του αδερφού μου = νύφη = έτσι αποκαλείτε η καινούργια γυναίκα

που παντρεύτηκε για μεγάλο διάστημα

1195. γυναίκα του βαλμά = βαλμούσα = γυναίκα που είναι άξια να φυλάει μόνον τα

άλογα, ανάξια γυναίκα

421
1196. γυναίκα του ιδιοκτήτη χανιού = χατζίνα

1197. γυναίκα του τσέλιγκα = τσιλιγκίνα

1198. γυναικεία = γνυκίσια = ο τρόπος που καβαλικεύει η γυναίκα

1199. γυναικεία φορεσιά (μέρος) = σαλιάρα = μπροστινό κομμάτι της γυναικείας

φορεσιάς από λεπτό καλό ύφασμα με πιέτες και δαντέλες) που το βάζουμε

γύρω από το λαιμό

1200. γυναικεία φορεσιά (μέρος) = φούστα = βασικό κομμάτι απ’ τη γυναικεία

φορεσιά που πιάνεται στη μέση και είναι μακρύ ως τη γάμπα.

1201. γυναικεία φορεσιά (τμήμα) = φρούτα = μανίκια από το το πουκάμισο της

γυναικείας στολής.

1202. γυναικείο εσώρουχο = συντρόφι

1203. γυναικείος = γ’νικίσιους

1204. γυναικολόγος = μάμους

1205. γύρεμα = χάλιμα = αναζήτηση,

1206. γυρεύω = χαλεύω

1207. γυρίζω σαν τη σβούρα = φουρλατάου

1208. γύρισμα = γκιζέρ’μα

1209. γυρισμός, (ο) = έλα (το)

1210. γυριστός = στριφτός = αυτός μιλάει με υπονοούμενα, αυτός που ειρωνεύεται

1211. γύρνα τον κόσμο = γκιζέραπερπάτα

1212. γυρνάει (σπάει) η μέρα πηγαίνουμε προς το απόγευμα = τσακίζει η μέρα

1213. γύρω-γύρω = τρουίρα, τρουίρου

1214. γυφτόπλου = πολύ μελαχρινό παιδί, παιδί που είναι σαν το γυφτάκι, επίπληξη

σε παιδιά κακά

1215. γύφτος = τσιγκινές

1216. γωνιά με φωτιά = φουτουγόνι

1217. γωνίες (ψωμιού, πίτας) = κόθρος = η "γωνία" του ψωμιού (τα ακριανά

κομμάτια πίτας ή γλυκού)

422
Δ
1218. δαγκώνει το σκυλί ορμώντας = αλλμανάει του σκ’λί = ο σκύλος ρίχνει κάποιον

στο έδαφος, τον δαγκώνει και τον γρατσουνίζει σε πολλές μεριές.

1219. δαγκώνω -ομαι = δαγκώνου = &

δαγκάνω, πιάνω κάτι δυνατά με

τα δόντια και, σφίγγοντάς τα,

κόβω ένα κομμάτι, τοποθετώ

κάτι ανάμεσα στα δόντια και το

σφίγγω, χωρίς την πρόθεση να

το κόψω (αρχ. δάκνω, με βάση

τον αόρ. ἔδακον )

1220. δαίμονας = δαίμουνας = το πνεύμα του κακού, ως χαρακτηρισμός ανθρώπου

έξυπνου, ιδιαίτερα ικανού και επινοητικού, αλλά και μοχθηρού ή καταχθόνιου,

πονηρό, ισχυρό και αόρατο ον, πονηρός, έξυπνος.

1221. δαιμονικά = σκιάσματα = αγερικά, κακά πνεύματα.

1222. δαιμονισμένος = διαουλουπαρμένους = (μτφ.) δημιουργεί άσχημες καταστά-

σεις.

1223. δακτυλικό αποτύπωμα = δαχλιά

1224. δαμάζω = δαμάζου = υποβάλλω ένα άγριο ζώο σε ειδική εκπαίδευση, έτσι

ώστε να μάθει να υπακούει στις εντολές μου, καταφέρνω να υποτάξω στη

θέληση, να συγκρατήσω ή να ελέγξω δυνάμεις που θεωρούνται ανεξέλεγκτες

όπως: τα στοιχεία της φύσης, ένστικτα ή ισχυρά συναισθήματα, καταφέρνω να

κάνω κτ. κτήμα μου, να το θέσω υπό τον έλεγχό μου

1225. δαμάζω = ζάφτω- ζάφτου = ελέγχω, το φέρνω στα μέτρα, χτυπώ

1226. δάμασα = έζαψα = έθεσα υπο τον έλεγχο μου

423
1227. δανεικός = δανκός =

αυτός που τον δανείζει

ή που τον δανείζεται

κάποιος

1228. δαντέλα = ταντέλα = είδος λεπτότατου διάτρητου πλέγματος από βαμβακερά,

μεταξωτά κτλ. νήματα, τα οποία καθώς διαπλέκονται δημιουργούν

διακοσμητικά σχέδια και του οποίου η μία πλευρά καταλήγει συνήθως σε

εναλλασσόμενες εσοχές και εξοχές

1229. δαντέλες = ταντέλις

1230. δαντελωτός = δαντιλουτός = -ή -ό, αυτό που μοιάζει με δαντέλα, αυτό του

οποίου το περίγραμμα θυμίζει το περίγραμμα της δαντέλας, παρουσιάζει

δηλαδή μια αρμονική εναλλαγή από εσοχές και εξοχές

1231. δασκαλάκος = δασκαλάκους = ο νεαρός και συνήθ. άπειρος δάσκαλος,

περιφρονητικά, ο ανεπαρκής δάσκαλος

1232. δασκαλεύω = δασκαλεύου = συμβουλεύω κάποιον τι να πει και τι να κάνει

σε δεδομένη στιγμή, πώς να μιλήσει / να φερθεί, καθοδηγώ κάποιον σε πράξεις

που κανονικά θεωρούνται μεμπτές

1233. δάσκαλοι (μαθαίναν στα Σαρακατσανόπουλα γράμματα στα βουνά) =

καλυβουδάσκαλοι

1234. δασκαλοπαίδια = δασκαλούδια

1235. δάσος (ειδικό) = πνιγούρα = παρθένο δάσος, μέρος πολύ δασωμένο που

δύσκολα μπορεί κάποιος να το διασχίσει.

1236. δάσος = αρμάνι, ρμάνι

1237. δάσος με θάμνους = λόγγους, λόγγος

1238. δαυλός = δαυλί = κομμάτι ξύλου που καίγεται απ την άκρη, αναμμένο ή

μισοκαμένο κομμάτι ξύλου, από αυτά που χρησιμοποιούσαν για θέρμανση ή

για μαγείρεμα. [μσν. *δαυλί(ο)ν < υποκορ. του δαυλ(ός) -ί(ο)ν]

1239. δαχτυλήθρα = δαχλίθρα

424
1240. δαχτυλίδι = δαχ’λίδι, δαχλίδ

1241. δαχτυλίδι των αρραβώνων = βέρα =, αρραβώνας

1242. δάχτυλο = δάχ’λους, δάχλου = ενέργειες που αποβλέπουν σε υποκίνηση και

ανατροπή, υποδιαίρεση του μέτρου, το ένα εκατοστό, ο πόντος.


1243. δε μιλάει = άκριτους

1244. δε νιώθω καλά = αφύσ’κα μο’ρχιτι = αισθάνομαι κάποια αδιαθεσία.

1245. δειλία = κιότιμα

1246. δειλιάζω = κιότευω

1247. δείλιασα, φοβήθηκα = κιότεψα

1248. δειλινό = δειλ’νό = απόγευμα.

1249. δειλός = άναντρους

1250. δείτε = ιδείτι

1251. δεκαοχτώ = δικουχτώ

1252. δεκάχρονη = δικαχρουνούσα

1253. Δεκέμβριος = Αντριάς, Αντριγιάς, Παχνιστής

1254. δέμα από χόρτα η θάμνους = διματσούλα = δέμα από θάμνους για τα

πρόχειρα ποιμενικές μαντριά

1255. δέματα ρουχων = μπουχτσιάδις = δεμένες κουβέρτες γεμάτες πράγματα

1256. δεμάτι = διμάτι

1257. δεμάτια από κλαδιά = κουρδέλια

1258. δεμένη προβατίνα = δειματάρα = προβατίνα που δένεται για να πάρει ορφανό

αρνί που βυζαίνει ορφανό αρνί, που τη δένουμε

1259. δεν αισθάνομαι καλά = αχαμνά μο ’ρχιτι = νιώθω αδύναμα, έχω μια

ξελιγωμάρα και έχω ανάγκη από τροφή

1260. δεν βλάπτει = βλάβει με το (δεν) =.

1261. δεν βλέπει καλά = γκαβούλιακας = στραβάδι

1262. δεν έχει προληφθεί τσοπάνος = αρρόιαστους = αυτός που δεν είναι

ρογιασμένος,

425
1263. δεν έχω άλλες δυνάμεις = μ' απουγίνκι

1264. δεν έχω διάθεση, δυσανασχέτησα = βαρυγκόμσα


1265. δεν ησυχάζει = αλάρουτους

1266. δεν καθομαι φρόνημα = φουρουμανάω

1267. δεν με χωράει πουθενά περπατάω συνέχεια επί τόπου = συγκαθάου


1268. δεν μπορεί να ηρεμήσει (να λαρώσει) =

αλάρουτους

1269. δεν μπορώ να γεννήσω = στιρφεύου (μτφ.)

1270. δεν νηστεύω = αρταίνομαι = τρώω κάτι που

δεν είναι νηστήσιμο

1271. δεν πας καλά στα μυαλά σου = χαζουφέρς


1272. δεν πολυμιλάει = άκριτους
1273. δεν τα έγνεσαν = άγνιστα = αυτά που δεν τα έγνεσαν

1274. δένδρο (είδος) = μαλόκεδρους = το δέντρο , άρκευθος η δυσοσμότατη,

μαλόκεδρος (Juniperus foetidissima)

1275. δένδρο (είδος) = σκλήθρο = μικρό δένδρο

από του οποίου τα φύλλα έκαναν μαύρη

βαφή μαλλιών. Υδρόφιλο δένδρο με ύψος

20-30 m, με τις κοινές ονομασίες σκλήθρο

και κλήθρα η κολλώδης, τη φλούδα του

οποίου χρησιμοποιούμε για να βάφουμε επίσης υφάσματα

1276. δένδρο (είδος) = φρουξ’λιά , κουφοξυλιά, αφροξυλιά αλλά και Ζαμπούκος =

δέντρο που ο κορμός του είναι κούφιος, φυτό με θεραπευτικές ιδιότητες.

1277. δένδρο (τσέρι) = τσιρνάκι = τζέρο, τσέρι (βελανιδιά) με λεπτά φύλλα.

1278. δένδρο μοναχικό = αντίκλαρο = το ξεχωριστό, το μοναδικό (τα αντίκλαρα

ήταν μεμονωμένα δένδρα σε πεδινές εκτάσεις όπου ξεκουράζονταν οι

διαβάτες. Το τραγούδι που δίνει το πλήρες νόημα είναι θαρρώ το "εγώ

ήμουνα τα αντίκλαρο"

426
1279. δένδρφο (είδος) = ίταμους = φυτό που μοιάζει με το έλατο.

1280. δέντρα = κλαριά

1281. δένω κόμπους = κουμπουδιάζου, κουμπουδιάζω = κάνω κόμπους, φτιάχνω

κόμπους τις κλωστές από το στημόνι και αρχίζω να το υφαίνω.

1282. δένω πολύ σφιχτά κάτι = καραβιδιάζου

1283. δένω το επόμενο άλογο στο σαμάρι του προηγούμενου δημιουργώντας

αλυσίδα = συγκαιριάζω, συγκιριάζου

1284. δερβένι = ντιρβένι = πέρασμα, δρόμος.

1285. δέρμα = πετσί, τομάρι. Το τομάρι συνήθως επι ζώων και χαρακτηρησμός

αχρηστου ανθρώπου

1286. δέρνω = δέρου = περιπλανιέμαι, βασανίζομαι

1287. δέρνω με τα χέρια = καταχειριάζου

1288. δέσιμο σε σχήμα σταυρού των ξύλων του σκελετού όλων των κατασκευών =

σταύρουμα

1289. δέσμη νημάτων = φλόκους = από την οποία κόβουμε τα κρόσσια για τις

βελέντσες.

1290. Δευτέρα = Διφτέρα

1291. δήθεν = θαλά (θαλα νάρθει= θα ερχόταν)

1292. δηλητηριάζεται από τσίμπημα του φιδιού = φιδιάζιτι

1293. δηλητηριώδης αράχνη = μαρμάγκα

1294. δηλώνω = δηλώνου. δουλώνου

1295. δημόσιος δρόμος = δημοσιά = μεγάλος δρόμος που χρησιμοποιούσαν όλοι

1296. διαβαίνω = διαβαίνου = περνώ.

1297. διαβάτισσα = διαβάτ’σσα = περαστική

1298. διαβιώνω = πουρεύου

1299. διαβολογυναίκα = διαόλισσα = θηλυκό του διάβολος

1300. διάβολος = διάουλους, οξαπουδώ, διάτανους, σαϊτανάς = σατανάς,

427
1301. διάγω = πουρεύου = ζω, , τα βγάζω πέρα, -ουμι ζω τη ζωή μου, περνάω τον

χρόνο μου, συντηρούμαι

1302. διακόσμηση (κέντηματος) = καγκέλι = ζικ-ζακ

1303. διακοσμητικά κυκλικά ελάσματα. = πούλιοις

1304. διακοσμητικό θέμα (κέντημα, ύφανση) = μισουφέγγαρου, μσουφέγκαρο

1305. διακοσμητικό σχέδιο = φτιρουτό

1306. διακρίνω = λιαγκρίζω, λιαγκρίζου = ίσα ίσα που ξεχωρίζω, ίσα που διακρίνω

1307. διαλαλώ = ντιλαλού = βγάζω ντελάλη,

1308. διαλέγω = διαλέου

1309. διαλεχτός = διαλιμένους = αξιόλογος, παλληκάρι

1310. διαλογή = διαλεώνας, διαλιώνας = η ξεδιάλεγμα (όποιος διαλέγει πολύ παίρνει

τουν διαλεώνα , ότι μείνει)

1311. διαλογής (απομεινάρια) = απουδιαλιούδια, απουδιαλεούδια = αυτά που

απομένουν μετά από τη διαλογή και είναι κατώτερα (όποιους πολυδιαλέει

παίρνει τα απουδιαλεούδια)

1312. διαλύθηκε = ξεκλιτσνιάσκει = διαλύθηκαν τα πόδια του δεν μπορεί να

περπατήσει

1313. διαλυμένο = χάρβαλου = ερειπωμένο

1314. διαλύω = ξικάνου

1315. διανυκτέρευση = γρέκιασμα

1316. διανυκτέρευσης (μέρος) = γρέκι, γρεκουτόπι = μέρος στο οποίο

διανυκτερεύουν τα ζωντανά, μαντρί.

1317. διαολίζω = διαουλίζου = στέλνω στο διάβολο κάποιον βρίζοντάς τον

1318. διάρροια = τσίρλα, τσέρλα, τσίρλους, χύση

1319. διάρροια έχω = χύνει η καρδιά μ'

1320. διάρροια έχω = τσιρλάου

1321. διάσημος = ξαϊκουσμένους

1322. διασιδιού (είδος) = κάλτσινου . Για παντελόνια ή πατατούκες.

428
1323. διασιδιού είδος = κουπιαστό

1324. διάσιμο = διάσ’μου = ετοιμασία του νήματος για τοποθέτηση στον αργαλειό

(γίνεται το διασίδι).

1325. διασκέδαση = γλέντημα

1326. διασκορπιζόμαστε = σκουρπσαμαν σαν τ΄ς πέρδικας τα π’λιά = πηγαίνω προς

όλες τις κατευθύνσεις, χάνομαι.

1327. διασταυρώνομαι = σταυρώνουμι

1328. διάστημα (στον αργαλειό) = θύρις = περάσματα του χτενιού στον αργαλειό

(διάστημα μεταξύ δύο δοντιών στο χτένι

1329. διάστημα στον αργαλειό = απλουσιά = το διάστημα του στημονιού ανάμεσα

στο μπροσταντί και στο ξυλόχτενο που το έχουμε υφάνει

1330. διαταγή = διάτα

1331. διαταγή = προυσταγή, πανταχούσα = εντολή.

1332. διαφυλάσσω = τηρού, τηράου

1333. δίδυμο = διπλάρκο, διπλάρκου = αρνάκι η κατσικάκι που γεννήθηκε διπλό με

άλλο

1334. διεύθυνση επιστολής = απόγραμμα

1335. διευθυντής = διαφιντής

1336. διεφθαρμένος = εξώλης = εντελώς καταστραμμένος,

1337. διήγηση = μουλόημα, μολόημα = μίλημα

1338. διηγούμαι = μουλουγάου, μολογάω = ομολογώ, δέχομαι,.

1339. δικά μου = θκάμ

1340. δικάζω = δικάζου = βγάζω απόφαση που πρέπει να εκτελεστεί

1341. δικαίωμα = ξάι

1342. δικαστήρια της στάνης = σ’ναφ’κά δικαστήρια = που δίκαζαν σύμφωνα με το

εθιμικό δίκαιο των Σαρακατσάνων

1343. δικαστής = δικιουτής = δικαστής στα σiναφικά δικαστήρια.

1344. δικηγόρος = δικηόρους

429
1345. δικό μου = θκό μ’

1346. δικό σου = θκό σ’

1347. δίνω σοβαρότητα = ισκιώνου =, δίνω αξία, εμπνέω σεβασμό

1348. διόγκωση = ζιόγκους = προεξοχή που ξεκινάει κάποιο κλωνάρι ο πιο παχύς

βλαστός

1349. διόγκωση στο κεφάλι(πιθανόν από χτύπημα) = κουκούδα

1350. διοικητική περιφέρεια(τούρκικη) = βιλαέτι

1351. δίπλα ακριβώς = παραδίπλα

1352. διπλανός = αλλαϊνός

1353. διπλοδένω = διπλουδένου = δένω το αρνί με τη μάνα του και με μια άλλη

προβατίνα που της ψόφησε το αρνί, για να το βυζάνει σαν δικό της

1354. διπλοπροσκυνώ = διπλουπρουσκυνού = προσκυνώ

δυο φορές, επειδή έχω πολύ μεγάλο σεβασμό

1355. διπλώνω = πιστρώνου = γυρίζω, κονταίνω,

στριφώνω,-ουμι (μτφ.) όταν γυναίκα κάθεται καταγής,

μαζεύει τα πόδια και καλύπτει με το φουστάνι τα

ευαίσθητα σημεία του σώματός και κάθετε σεμνά τυλίγω, περιδρομιάζω

περιπαιχτικά, δέρνω

1356. δισάκι = τ’σάκι = δύο σάκοι μεταφοράς ενωμένοι με το ίδιο ύφασμα ώστε να

παίρνετε στην πλάτη ένας μπρός ο άλλος πίσω

1357. δίσκος για κέρασμα = βαντιέρα = δίσκος σπιτικός για σερβίρισμα, κυρίως,

αλλά και για άλλες ποικίλες χρήσεις, είναι πολλών ειδών, σχημάτων και

ποιοτήτων, γενικά είναι ελλειψοειδές με δυο χερούλια. Πολλές έχουν γυάλινο

κάμπο με παραστάσεις “λαϊκής εμπνεύσεως” και χαιρετισμούς ή ευχές:

“Καλημέρα” – “Χρόνια Πολλά κλπ

1358. διστάζω = δειλιάζου = φοβάμαι,

1359. διστάζω = ντηριόμι

430
1360. διστομίαση = η διστομίαση είναι μια παρασίτωση του ήπατος των

μηρυκαστικών και περισσότερο του προβάτου πολύ διαδεδομένη σ' ολόκληρο

τον κόσμο. Η νόσος οφείλεται στο παράσιτο Δίστομο το ηπατικό, το οποίο

ανήκει στην τάξη των τρηματωδών πλατυελμίνθων. Το παράσιτο βρίσκεται

στους χοληφόρους πόρους του ήπατος, όπου γεννάει τα αυγά του, τα οποία με

τη χολή κατέρχονται στο έντερο και με τα κόπρανα βγαίνουν στο περιβάλλον.

Όταν βρεθούν οι κατάλληλες συνθήκες υγρασίας και θερμοκρασίας μέσα σε 10

περίπου ημέρες, τα αυγά εκκολάπτονται και ελευθερώνονται τα έμβρυα, που

ονομάζονται μειρακίδια. Αυτά κολυμπώντας στα επιφανεικά νερά βρίσκουν

τον ενδιάμεσο ξενιστή τους, που είναι ο κοχλίας Λιμναία. Μέσα σ' αυτόν

υφίστανται τρεις μεταμορφώσεις: σε σποροκύστεις-ρέδια-κερκάρια. Μετά 1-2

μήνες εγκαταλείπουν τον ενδιάμεσο ξενιστή, κολυμπούν στα λιμνάζοντα νερά

και εγκυστώνονται στα στελέχη των χόρτων των υγρών λιβαδιών, Με τη

βόσκηση των λιβαδιών αυτών τα ζώα καταπίνουν τα μετακερκάρια, τα οποία

φτάνουν στο έντερο και μετά στο ήπαρ.

1361. δίστομο μαχαίρι κεντημένο με πέτρες = χαρμπί

1362. διχάλα = φούρκα


1363. δίχτυ = αμάλια δίχτυ με το οποίο πιάνω τα πουλάρια για να τα σαμαρώσω.

1364. δίψασα πολύ = γκάνιαξα

1365. διψώ = γκανιάζω, γκανιάζου , κορακιάζω = διψώ, πατλαντίζου, καγιάζω,

γανιάζω, γανιάζου, κανιάζου, γαρίζω, μαλλιάζω, καρανιάζω

1366. διώχνω = προυγκάου

1367. δοκάρια (ειδικά) = καπρούλια = δοκάρια στέγης κάθετα στον καβαλάρη.

1368. δοκιμάζω κάτι = γιεύουμι = και ψυχικά (πονο, κακία ) κ.α.

1369. δοξολογία = δουξουλουϊά

1370. δόση = δουσιά

1371. δουλειά = δλειά

1372. δουλευταράδες = δουλιφτάρδις = αυτοί που δουλεύουν πολύ

431
1373. δούναι = δόσ’μου = έξοδα της στάνης.

1374. δοχείο (μεταλλικό) = γκιούμ(ι) = μεταλλικό δοχείο για γάλα συνήθως αλλα και

νερό

1375. δοχείο = καρδάρα, καρδάρι = ξύλινο δοχείο η από λαμαρίνα, συνήθως

στρογγυλό, μέσα στο οποίο άρμεγαν, βρέχει καταρρακτωδώς

1376. δοχείο (ειδικό) = φτίνα = πήλινο δοχείο στο οποίο πήζουμε το γάλα που γίνεται

γιαούρτι, μεγάλο βαθύ πηλινο πιάτο.

1377. δοχείο (είδος) = κούτλας = δοχείο που χρησιμοποιώ ως μέτρο χωρητικότητας.

1378. δοχείο (είδος) = μπουτίνα = δοχείο μέσα στο οποίο χτυπάμε το βούτυρο.

1379. δοχείο (υγρών) = κόφα = ξύλινο μικρό δοχείο κυρίως για κρασί

1380. δοχείο για λάδι = μπούκλα

1381. δοχείο για υγρό και κυρίως λάδι = λαδίκα

1382. δοχείο με χερούλι(χάλκινο κωνικό )βλπ. κατσαρολάκι = μπακράτσι

1383. δοχείο ξύλινο, υγρών = μαστέλου

1384. δράκαινα = δράκισσα

1385. δράκος = δράκους = υπερφυσικό ον, λαογραφικό μυθικό τέρας.

1386. δρεπάνι = διρπάνι

1387. δρεπάνι (είδος) = κόσσα = μεγάλο δρεπάνι (η κόσα

που κρατάει χάρος) η είδος χτενίσματος (πλέξιμο των

μαλλιών), κοτσίδα. . Από το ρήμα «κόσσω»=κόβω

1388. δρομάκια = σουκάκια = στενά

1389. δρόμος μικρότερος = στρατί

1390. δρόμος = στράτα = ταξίδι η πορεία για να πάνε απ' τα χειμαδιά στα βουνά και

το αντίθετο

1391. δρόμος δημόσιος = φαρδόστρατα, δημοσιά, στράτα, =, δημοσά, δεμοσιά,

δεμοχιά, δρομί, , στρατί, στράδα, στρατόνι, φόρος, ρούγα, ρούγος, σούσα,

τζαντές, ντουσιμές από το Βενετσιάνικο corso

1392. δρόμος με σταυροδρόμι = δίστρατα = δίστρατον < δι + στράτ(α) -ον

432
1393. δροσερά = δρουσάτα

1394. δροσερό = αφίρι

1395. δροσιά. = μπουέτι = κρυότη,

1396. δροσίζομαι = δρουσιόμι

1397. δρουμιάζου = κατευθύνω το κοπάδι στο να ακολουθήσει την πορεία που

πρέπει, το βάζω στον δρόμο του.

1398. δύναμη = ανάκαρα = σωματική δύναμη, αντοχή, όρεξη, κουράγιο για κάτι.

παλληκαριά, περηφάνια

1399. δυναμώνω μετά από αρρώστια = νταβραντίζου

1400. δυνατές φωνές = τσιάκατα = λόγια επιθετικά,

1401. δυνατή βροχή. = δαρτή

1402. δυνατή ροή νερού μέσα σε ρέμα = νηρουσυρμή

1403. δυνατή φωνή αγριεμένη = χουιάστρα

1404. δυνατός = νταβραντζμένος, βαρβάτους , π'τσαράς, άξιους = αρσενικό ζώο

που είναι ικανό για αναπαραγωγή, μεγάλο μέγεθος , άξιος

1405. δυνατός πόνος = σφαϊό, καρφί, σφάξμου

1406. δυνατότερος = αξιότιρους

1407. δυο - δυο = συνδυό: ν-αυτού συνδυό δεν πιρπατούν, συντρείς δεν

κουβιντιάζουν, ν-αυτοί κάθουντι μαναχοί, κάθουντι μαραμένοι (νεκρικό

τραγουδι)

1408. δύο = δυό

1409. δυόσμος = δυόσμους, (επιστημονική ονομασία

Mentha spicata, Μίνθη η σταχυώδης) είναι

είδος μέντας. Ο δυόσμος περιέχει φολικό οξύ,

ριβοφλαβίνη, βιταμίνες Α, Β6, Ε, ασβέστιο,

μαγνήσιο, σίδηρο, κάλιο, μαγγάνιο και χαλκό.

Λόγω λοιπόν των συστατικών του

χρησιμοποιείται σε πολλά γιατροσόφια, όπως σε γαργάρες για θεραπεία

433
πληγών του στόματος, ουλίτιδας, φαρυγγίτιδας και αμυγδαλίτιδας, ως αντίδοτο

στην κακοσμία του στόματος, χωνευτικό και καταπραϋντικό της

γαστρεντερικής δυσφορίας, ως ηρεμιστικό, για την τόνωση της μνήμης, τη

θεραπεία των σκασμένων χεριών και της πιτυρίδας αλλά και ως αφροδισιακό

(σε συγκεκριμένες δόσεις) και εμμηναγωγό (ακατάλληλο για εγκυμονούσες).

Θεωρείται ότι προσφέρει ανακούφιση στην αϋπνία, τον πονοκέφαλο, τον

πονόδοντο (από αποστήματα), στους ρευματόπονους και τον πόνο. Τα τρία

τραγουδισμένα αρωματικά : Ο δυόσμος , ο βασιλικός και το μακεδονήσι πάν'

τα ματάκια μ' βρύση

1410. δυσανασχετώ = βουζώνου

1411. δύση του ήλιου = βασίλιμα = το κλείσιμο των ματιών από την νύστα, η

ενέργεια του να βασιλέψω την πρωτοχρονιά

1412. δυσκολία = σφίξη = ζόρι,

1413. δύσπνοια από την ζέστη = απουμουμάρα = δυσφορία ή ασφυξία που νιώθω

από την πολλή ζέστη.

1414. δυστυχής = μαύρους = φτωχός, αυτός που είναι να τον λυπάσαι

1415. δυσφόρησα = βαρυγκόμσα


1416. δυσφορία = αγκούσα, από την πολλή ζέστη, δύσπνοια, στενοχώρια,

πρόβλημα, πολυφαγία, κούραση.

1417. δυσφορώ = βαργκουμάου, βαρυγκουμάου = παραπονούμαι, το φέρω

βαρέως
1418. δυσφορώ = αγκουσιεύουμι = από την πολλή ζέστη, έχω δύσπνοια.

στενοχωριέμαι.

1419. δωμάτιο = οντάς

1420. δώρα (γαμπρού) = ζόσματα

1421. δώρα (νονού) = φουτίκια, φωτίκια = δώρα του νονού στο βαφτιστικό τα οποία

ήταν ολοκληρωμένη αλλαξιά

1422. δώρα της νύφης στον γάμο απ τα προικιά της = μαντλώματα

434
1423. δωρεάν = αμάκα

1424. δωρίζω = μαντ’λώνου = δίνω τα δώρα στους καλεσμένους στο γάμο μου (η

νύφη)

1425. δωρίζω ως νύφη = μαντλώνω = δίνω δώρα ως νύφη στους συμπέθερους

1426. δώρο = χάρ'σμα

1427. δώρο της νύφης = μαντίλουμα

1428. δώσ’ του = δώκ’ τ

1429. δώσε = ναμ' = δώσε μου

1430. δώσε μου = ναμ'

1431. δώστε = ναμούτι = δώστε μου.

Ε
1432. έβαλα = έμπαξα

1433. έβγαλα τα παπούτσια = ξπολύθκα

1434. έβγαλε χορτάρι = βάρισι ου τόπους

1435. Εβραίος = Οβριός = άνθρωπος τσιγκούνης, φιλάργυρος.

1436. εγγονή= η αγγόνα

1437. εγγονός =αγγόνι

1438. έγειρα = βάϊσα = γύρισα στο πλάι, βαΐσα το κοπάδι γύρισα το κοπάδι προς

κάποια κατεύθυνση

1439. έγινα καλά = γιέρεψα = γιατρεύτηκα

1440. έγινε = γίνκι, γένκι, γίνγκει

1441. έγινε κτηνοτρόφος = πήρι ’ν κλίτσα

1442. εγκαταλείπω = απαρατάου

1443. εγκαταστάσεις του τσελιγκάτου για ανθρώπους, ζώα = στάνη

1444. εγκλήματα = κρίματα = αξιόποινες πράξεις,

1445. εγκλωβίζομαι, είμαι δεμένος = κιουστικιάζουμι

435
1446. έγκυα = γκαστρουμένα

1447. εγκύκλιος = πανταχούσα

1448. εγκυμοσύνη = γκαστριά

1449. έγκυος γυναίκα = φουρτουμένη

1450. εγκύων ασθένεια = πανάδις = μπαλώματα που βγάνουν οι έγκυες

1451. έγνοιες = σύλλουγα


1452. εγρήγορση = αλέστα είμι = είμαι σε εγρήγορση.

1453. εγωιστής = νταής = ο παλληκαράς.

1454. έδαφος (είδος) = τραγάνα = έδαφος με λίγο χώμα και αδύνατο σε βλάστηση

1455. εδώ (ακριβώς) = εδώ ιά = σε αυτό το σημείο

1456. εδώ (προς εμένα) = δώθε, δώθι = προς τα εδώ, προς τη μεριά μου

1457. εδώ = ιδώ

1458. εδώ ακριβώς = ιδώια

1459. εδώ ακριβώς = ούδι δω


1460. εδώ ακριβώς = αδηδώ ια =, εδώ δίπλα.

1461. εδώ και εκεί = πέρα-δώθι = αλλα και μικροπράγματα, τα μικροψώνια

1462. έθιμα = διαταμένα = οι συμβουλές που έχουν δοθεί, καθιερωμένα,

πατροπαράδοτα

1463. έθιμο = αντέτι = συνήθεια

1464. έθιμο (γάμου) = γιουμάτα = Είναι το επισφράγισμα του γάμου. Λέγεται και

του νουνού του γιουμάτου. Στο τραπέζι φέρνουν το κρασί, την κουλούρα και

το ψημένο σφαχτό του νουνού. Ορίζεται κάποιος αρχηγός και διευθύνει το

δρώμενπ. Αυτός κάθε φορά καλεί κι έναν καλεσμένο. Γεμίζει τρία ποτήρια με

κρασί, τα βάζει πάνω σε έναν δίσκο, και φτάνουν σ’ αυτόν που πρέπει να τα

πιει. Ο καλεσμένος πίνει κάθε φορά κι ένα ποτήρι κρασί και λέει ευχές για τους

νεόνυμφους, το νουνό ή την παρέα. Μετά ο πρόεδρος δίνει εντολή σε άλλον

καλεσμένο να πιει το κρασί και έτσι συνεχίζεται η διαδικασία. Τελευταίοι

436
πίνουν νεόνυμφοι και ο νουνός Το έθιμο υπάρχει και με άλλες παραλλαγές.

Μία παραλλαγή είναι να προσφέρει το κρασί στους καλεσμένους ο νουνός

1465. έθιμο = πρέπους = το δέον,

1466. είδηση = χαμπέρι

1467. είδος δεσίματος = σταυρός = διασταύρωση στα λούρια.

1468. είδος διασιδιού = απλουτό

1469. είδος πουλιών = ασπρουπάρια.

1470. ειδών ειδών = λουιών λουιών

1471. εικόνα = κόνα

1472. εικόνισμα = κόν’σμα

1473. εικόνισμα (κατασκευή) = πολίτσα, πουλίτσα = μικρό ξύλινο κρεβατάκι

κολλημένο στο εσωτερικό του κονακιού για το εικόνισμα(πιθανόν από το

πουλίτσα που σε κάποιες περιοχές σήμαινε φωλιές μικρών πουλιών)

1474. εικονοστασιού βάση = πολίτσα, πουλίτσα = η βάση για το εικονοστάσι στο

εσωτερικό της καλύβας 1,5 μέτρο περίπου απ το έδαφος

1475. εικοσαρίζω = κουσιαρίζου = γίνομαι είκοσι, ο μήνας εχει είκοσι

1476. είμαι αδιάθετος = δεν μπουρού = είμαι άρρωστος. δεν μπόρ’γι, ήταν πολύ

άρρωστος

1477. είμαι λυπημένος = σικλιτίζουμι = στενοχωρημένος

1478. είμαι στεναχωρημένος = βαρυγκόμσα

1479. είμαι συγγενής με κάποιον = σουϊεύου = δίνω γνωριμία στο σόι μου

1480. είναι αγκάθι ( τα λόγια) = είνι αγκάθι (μτφ.) = με πονάνε τα λόγια του.

1481. είναι ενός έτους αυτός = χρουνιάρ’κους

1482. είσαι μουτρωμένος = βούζα ( φλάς) =, φουσκωμένα μάγουλα, η κοιλιά

1483. είσοδος = ρούγα

1484. εκεί = ικεί, αυτού = ακριβώς εκεί (απάντηση στην ερώτηση που;)

1485. εκεί ακριβώς = ούδι κεί, αδηκεί, ικεί ιά = σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο

1486. εκεί δά = αυτού ιά = εκεί ακριβώς.

437
1487. εκεί πέρα = αδηκειά = εκεί πέρα ακριβώς.

1488. εκείνα = κείνα

1489. εκείνο = εικιό ,κείνου κείνο (ομηρική λέξη «κείνος», αρχαιότατος τύπος

"κεινός"

1490. εκείνο εκεί = ικειό ιά

1491. εκείνος,-η,-ο = ικειός, ικείνη, ικειό

1492. έκλεισαν οι σχισμές της φτσέλας (ξύλινο παγουρι νερου) = ρούπουσι η φτσέλα

1493. εκλεκτός = διαλιχτός

1494. έκπληξης επιφώνημα = ούι = συνήθως εκφράζει έκπληξη

1495. έκρυψα = τρύπουσα

1496. εκσφενδονίζω = σφρουντζλάου,

1497. εκτιμώ (προσδιορίζω αξία) = ξιτμάου = μετράω, υπολογίζω την αξία κάποιου

1498. εκτός = εξόν

1499. εκτός αν = ιξόν

1500. εκφοβίζω = προυγκάου

1501. έκφραση περιφρόνησης = γαλάζια κι πράσινα

1502. έκφραση υπερβολής = γαλάζιου σ’κώτι

1503. έλα = κόπιασε = κάνε τον κόπο , κάνε μου την χάρη, έλα (π.χ κόπιασε στην

αυλή μας)

1504. ελαιοτριβείο = λιουτρίβ

1505. ελατόκλαρα = μπάτσις

1506. έλατος = ιλάτι, ιέλατους

1507. έλατος μεγάλος = ιλατιάς

1508. ελάττωμα = κουσούρι = αναπηρία

1509. ελάττωμα = χούι = συνήθεια συνήθως κακή,

1510. ελάφι = ιλάφι, αλάφι

1511. ελάχιστο μέρος = τρίμα

1512. έλεγχος = κουμάντου, κουμάντο = κοντρόλο, κοντρόλ

438
1513. ελέγχω = ζάπι (κάνω) = θέτω υπο τον έλεγχο μου, το να τιθασεύεις κάποιον

άνθρωπο ή κάποιο ζώο ή κάτι άλλο


1514. ελεύθερα = αζάτι = χωρίς περιορισμό

1515. ελεύθερα πουλάρια = αρκάτα = πουλάρια που ακόμα δεν τα καβαλίκεψαν,

άπιαστα, ανημέρωτα

1516. ελεύθερος = απουλτός , χορός στα τρία

1517. ελεφαντόδοντο = φιλντίσι

1518. ελεφαντόδοντο, πολύτιμος

1519. ελιγμός = κουδέλα,

1520. Ελλάδα = Γκρικιά

1521. Έλληνας χωρικός = Γκραίκους

1522. Έλληνες = Ρουμαίοι, Ρουμιοί

1523. Ελληνίδα χωρική = Γκραίκα

1524. ελληνικό κράτος = ρουμαίικου

1525. Ελληνοπούλα = Ρουμιουϊπούλα

1526. ελλιπής =. τσιουρότ’κους

1527. ελλιπής = κουλουβός

1528. εμβολιάζω = μπολιάζου

1529. εμβολιασμός κατά της ευλογιάς = δαμαλισμός

1530. έμεινε = απόμ’νι ( μι ’ν κλίτσα στα χέρια ) = Ήρθαν και μας είπαν η θα

μείνετε υπάλληλοι στα κοπάδια η θα τα πάρει το κράτος και θα βάλει

άλλους..…δεν τσ πίστιψαμαν κι απόμναμαν μι τσ κλείτσις στα χέρια. (αφήγηση

Σαρακατσάνου της Βουλγαρίας)

1531. έμπιστος = αμπιστιμένους, αυτός που τον εμπιστευόμαστε πολύ

1532. εμπιστοσύνη = μπιστουσύνη, πίστ(η)


1533. εμποδίζω = αλκωτάω, αλκουτάου , αμπουδάου= αναχαιτίζω, απωθώ,

απομακρύνω, παρεμποδίζω , σπρώχνω , απωθώ , δεν επιτρέπω ,εναντιώνομαι.

1534. εμπόδιο = σκάλουμα = πρόβλημα

439
1535. έμπορος μαλλιών = μαλλάς

1536. εμφάνιση = δείξη ,θωριά, θουριά = διάκριση

1537. εμφάνιση = γλιέπια, = ειδήσια, λόιασμα, λογοδόσιμο

1538. ένα = ιένα

1539. εναλλάσσω περισσότερα πράγματα. = συναλλάζου

1540. ενάντιος = ανάντιους, ινάντιους = αντίθετος, αυτός που έχει διαφορετική

άποψη, αντίπαλος.

1541. ενδιαφέρομαι = διαφέρουμι

1542. ένδυμα = ντύμα, ντυμασιά = πλακούντας του νεογνού,

1543. ενδυμασία (μέρος) = φέρμιλη = το γιλέκο με ριχτά μανίκια που το φοράν με

τη φουστανέλλα, επίσημο γιλέκο με χρυσά κεντήματα και συρίτια

1544. ενδυμασίας (μέρος) = τσιπκιένι = το πάνω κομμάτι της φουστανέλας το

σακάκι

1545. ενέδρα = χωσιά

1546. ενέδρα = χουσιά = προδοσία, καρτέρι

1547. ενέργεια στον αργαλιό = γκαρδεύου = στερεώνω το διασίδι με το γκάρδιο

1548. ενέχυρο = αμανάτι

1549. εννέα = ιννιά

1550. εννιάρα, (παιδικό) "επιτραπέζιο" παιχνίδι = ιννιάρα, εξάρα, τριάρα = που

παίζεται με εννιά άσπρα και εννιά μαύρα χαλίκια (παίζονταν και στο χώμα , η

χαραγμένη σε επίπεδη πλάκα η βράχο, κακκάβι

(κατσαρόλα) που χωράει αντίστοιχες οκάδες.

1551. ενοικιοστάσιο για τα λιβάδια = λιβαδιάτ’κου.

1552. ενός = μιανού

1553. εντελώς = ντιπ, ουλότιλα

1554. έντερο = άντιρου

1555. έντιμος = καθάριους = αθώος, απαλλαγμένος από κατηγορία.

1556. εντολές = ιντουλές, = το έθιμο γιουμάτα όπου ο αρχηγός έδινε εντολές

440
1557. έντομο (είδος) = ντάβανος, νταβάνι

1558. έντομο, ζωύφιο μπουρμπούτσαλο =

1559. εντόσθια = μεσαρκά Από την ομηρική λέξη «μέσος»

και «σάρξ –κός»

1560. εντόσθια = λιάκατα = αλλα και νήματα της ρόκας

1561. εντόσθια = τα μέσα = συκωταριά ζώου

1562. έντυσα = έντ'σα

1563. ενώ = κιό

1564. ενώνω = φιλιώνου = συνταιριάζω, συμφιλιώνομαι.


1565. ενώνω = αδιρφώνου = βάζω δυο πράγματα μαζί

1566. ενώνω κάτι για να φαίνεται τελειομένο = σουμπουλιάζου = συμπληρώνω κάτι

μισοτελειωμένο, ολοκληρώνω κάτι , κουτσομπολεύω

1567. εξαγοράζω τη σιωπή κάποιου = τ' βουλώνου του στόμα


1568. εξαγριώνομαι = αγριεύου

1569. εξαίρετος = ζηλιμένους

1570. εξαπολύω = ξαπουλάου

1571. εξάρτημα της σαΐτας όπου τυλίγεται το υφάδι = σαϊτόξ’λου

1572. εξάρτημα γνεσίματος = σφουντίλι = ξύλινο μικρό εξάρτημα στη βάση από το

αδράχτι που διευκολύνει την περιστροφή του

1573. εξάρτημα γνεσίματος = αδράχτι = εξάρτημα του γνεσίματος όπου τυλίγονταν

το νήμα από τη ρόκα

1574. εξαρτημα παιχνιδιού = τσιλ’κόξ’λου = το μεγάλο από τα δύο ξύλα με τα οποία

παίζουμε το τσελίκι

1575. εξαρτημα παιχνιδιού = τσιλ’κάρι = το μικρό από τα δύο ξύλα με τα οποία

παίζουμε το τσελίκι

1576. εξαρτήματα για σκηνή (τέντα) = φουρκούλις = πολύ μικρές φούρκες

(κλιτσούλες), με αυτές πιάνουμε τις θηλιές της τέντας για να τη στερεώσουμε

441
1577. εξαφανίζομαι = παίρου στα πουδάρια, βάνου στα πουδάρια = την κοπανάω ,

φεύγω γρήγορα.

1578. εξαφανίζομαι = ξικαμώνουμι = εξολοθρεύομαι, καταστρέφομαι ψοφάω στη

δουλειά

1579. εξαφανίζομαι τρέχοντας = λακάου

1580. εξαφανίζω = ξικάνου

1581. εξαφανίζω κάτι = καταχουνιάζου = βάζω κάτι πολύ βαθιά.

1582. εξαφάνισα = ξέκανα

1583. εξεπίτηδες = ξαργού

1584. εξετάζω = ξιτάζου, ξιτάζω = ερευνώ, θέλω να μάθω, παρατηρώ, πιστεύω σε

κάτι και είναι κακό να το παραβιάσω, θέλω να μάθω τα μελλούμενα

εξετάζοντας την πλάτη

1585. εξετάζω με κάθε λεπτομέρεια = πουλυξιτάζου = εξετάζω όλες τις πλευρές

1586. εξήγησε = ξήγα

1587. εξιστορώ = αραδιάζου

1588. έξοδα = έξοτα, έξουτα = δαπάνες, αυτά που τα αφαιρούμε

1589. έξοδος = μάτι = μπροστινή δίοδος από τη στρούγκα,

1590. εξολόθρευση = ξιλουθρυμός

1591. εξοντώνω = αρδιλεύου = εξολοθρεύω,

1592. εξορκισμοί = ξόρκια

1593. εξουσιάζω = ουρίζου

1594. έξυπνη = ξιφτέρα

1595. έξω = ώξου

1596. εξωτικά = ξουτ’κά = φαντάσματα.

1597. έπαθε και έμαθε αυτός = παθέστα μαθέστα

1598. έπαινος = παίνια

1599. επαληθεύονται τα όνειρα = στρέου τα όνειρα

442
1600. επαναφέρω κάποιο ζήτημα δίνω αφορμή σε κάποιον να θυμηθεί =

ξαναγκρίζου

1601. επανοφόρι (είδος) = γκουζιόκι = κεντημένο αμάνικο γυναικείο πισλί με

διακοσμητικά ριχτά μανίκια στην πλάτη

1602. επάνω (από) = αουπάν

1603. επάνω στη ράχη ακριβώς = κατάρραχα

1604. επαργυρώνω =. ασημώνου = δωρίζω αργυρένιο νόμισμα για καλή τύχη.

1605. έπεισε = γκάντσι, κάντσι = τον αγανάχτησε ή τον ανάγκασε

1606. έπειτα = παρακουντά

1607. επεξεργάζομαι = αργάζου = (συνήθως στα δέρματα ) κατεργάζομαι το δέρμα,

σκληραίνω το δέρμα.

1608. επεξεργασμένα υφάσματα = γινουμένα = υφάσματα που τα έχουμε

επεξεργαστεί στα μαντάνια, ώριμα φρούτα, αυτά που έγιναν, οι πράξεις μας.

1609. έπεσα κάτω = ταβλαρώθκα = ή ξάπλωσα απότομα

1610. έπεσα μέσα στο νερό = μπουλντούμ’σα

1611. έπεσε και χτύπησε άσχημα = τσακίσκει = ή ήρθε πολύ γρήγορα

1612. επιδεικνύομαι = δείχνουμι = προβάλλω τον εαυτό μου

1613. επιδεινώθηκε η πληγή = αφόρμ’σι = ερεθίστηκε

1614. επιδέξιος = δέξιους, -α, -ου = δεξιός, καταφερτζής

1615. επιδέξιος = τιρτίπ’ς = ο καταφερτζής

1616. επιδεξιότητα = αξιοσύνη = έχει τα προσόντα κάποιος να κάνει πολύ καλά

κάτι, να πετυχαίνει

1617. επιδερμίδα = πετσί

1618. επιδερμικά = ξώδιρμα, ξώπιτσα

1619. επιδιορθώνω κάτι = μπιχιρίζουμι

1620. επιθυμώ = βουλιόμαι, βουλιόμι = θέλω, σχεδιάζω

1621. επιθυμώ = ρέγουμι = μου τραβάει την όρεξη,

1622. επιληψία = σιλιασμός

443
1623. επιλογή = ιπιλουή

1624. επίπεδη πέτρα = πλάκα


1625. επιπόλαιος (είναι) = αλαφρουκουπιά
1626. επιπόλαιος = αλαφρόγνουμους =αυτός έχει "αλαφρυά" γνώμη
1627. επιπολαιότητες = αλαφρουμάρις, = αστόχαστες πράξεις.

1628. επισκέπτης = μουσαφίρς

1629. επίσκεψη = φ’λιά = φιλοξενία κάποιου συγγενικού προσώπου.

1630. επίσκεψη σε συγγενικό ή φιλικό σπίτι = βίζ’τα

1631. επιστολή = .γραφή = γράμμα

1632. επίτηδες = επί ταύτου = γι’ αυτόν το λόγο

1633. επίτηδες = ξιπίτηδις, ξαργού

1634. επιτόπου = αδηκεί = ακριβώς εκεί, επιτόπου ,αμέσως, στη στιγμή, εκεί ακριβώς

1635. επιτρέπεται = κάνει = είναι σωστό,

1636. επιφυλάσσομαι = αντιρριόμαι = είμαι επιφυλακτικός

1637. επιχρυσώνω = μαλαματίζου = διακοσμώ με μάλαμα

1638. επόμενα = απόκουντα

1639. επτά = ιφτά

1640. ερασματα στη νύφη = κιράσματα = χρήματα που δίνουν στη νύφη (τα

ρίχνουν σε τροβά) οι καλεσμένοι στο γάμο, όταν την αποχαιρετούν με το

τελείωμα του γάμου.


1641. εραστής =αγαπητικός-ιά, ερωμένη

1642. εργαλείο του αργαλειού = απουλυταριά = εργαλείο του αργαλειού που

στηρίζει το πισινό αντί για να μην ξεσέρνει το στημόνι

1643. εργαλείο = αργαλείο, ιργαλείου = αρχ. ἐργαλεῖον >εργαλείο

1644. εργαλείο (αργαλειού) = γκάρδιου = βέργα που τη χρησιμοποιεί η γυναίκα που

τυλίγει το διασίδι, για να το στερεώνει πάνω στο αντί

1645. εργαλείο (ειδικό για τρύπες) = τρυπ’τήρι, καρατζοσούφλι = μεταλλικό αιχμηρό

εργαλείο που χρησιμοποιείται για να κάνουν τρύπες σε ξύλο η σκληρό δέρμα

444
1646. εργαλείο (είδος) = κασσάρα = μεταλλικό, πλατύστομο και με χειρολαβή με το

οποίο κόβω ξύλα

1647. εργαλείο (είδος) = δικράνι = ξύλινο ή σιδερένιο γεωργικό εργαλείο, χρήσιμο

για το μάζεμα των χορταριών

1648. εργαλείο (θερίσματος) = κουσιά, κόσα = μεταλλικό εργαλείο

με το οποίο κόβουν κυρίως χόρτα.

1649. εργαλείο (κλαδέματος) = κασάρα- κουσάρα = σιδερένιο πλατύ εργαλείο για

κλάδεμα

1650. εργαλείο αργαλειού = φέρτ’ς = ξύλο για το τύλιγμα του διασιδιού

1651. εργαλείο για δανδέλα = κοπανέλι, κοπανάκι, κοπανούρα = σύνεργο για να

φτιάχνουνε δαντέλα από το Βενετσιάνικο copano

1652. εργαλείο για κάρβουνα = μασιά = σιδερένια ράβδος με την οποία

αραιώνονται τα κάρβουνα

1653. εργαλείο μαγειρικής = ξύστρα = εργαλείο για να αναποδογυρίζουμε την

κουλούρα ή τα κομμάτια από την πίτα

1654. εργαλείο πλύσης = κόπανος = το ξύλινο εργαλείο με το οποίο χτυπούσαν τα

ρούχα πλένοντας τα

1655. εργαλείο ύφανσης = σκάλα = εργαλείο με το οποίο μαζεύουμε μασούρια

σιδερόσκαλα στη σέλα, αναβολέας, γενιά

1656. εργαλείο φυτείας = τσιβί = ξύλινο εργαλείο με μεταλλικό αιχμηρό κώνο στην

άκρη για να ανοίγουμε τρύπες στο έδαφος κυρίως για φυτεία

1657. εργαλείο(ειδικό) = μαντάνι = μηχανή που επεξεργάζεται τα μάλλινα με

τεχνητό καταρράχτη και με ειδικό ξύλινο μηχάνημα

1658. εργαστήριο =.αργαστήρι

1659. εργάτες = δουλιφτάδις

1660. εργάτρια = ιργάτ’σα

1661. ερείκη = ρείκι = το φυτό ερείκη. Στη χώρα μας συναντώνται αυτοφυή 3 είδη,

γνωστά με την κοινή ονομασία ρείκια. Είναι μελισσοκομικό φυτό καθώς

445
ελκύει τις μέλισσες, και παράγει

άριστης ποιότητας μέλι. Παρά την

γευστικότητά του και την

θρεπτική του αξία δεν έχει

ιδιαίτερη εμπορική επιτυχία καθώς

κρυσταλλώνει γρήγορα. Η ερείκη

χρησιμοποιήθηκε ευρέως στην

παραδοσιακή βοτανολογία,

κυρίως στις ορεινές περιοχές, όπου

υπάρχει αυτοφυής, σε ολόκληρες εκτάσεις, ως θεραπευτικό φυτό. Ο

Διοσκουρίδης τη συνιστούσε για τα τσιμπήματα των φιδιών. Ο Γαληνός

ανέφερε πως προκαλεί εφίδρωση. Είναι στυπτικό, ελαφρώς ηρεμιστικό και

υπνωτικό βότανο, με διουρητικές, αποχρεμπτικές και εφιδρωτικές ιδιότητες. Η

ερείκη είναι διουρητική και συγχρόνως απολυμαντική του

ουροποιογεννητικού συστήματος. Το αφέψημα του φυτού βοηθά στη χρόνια

κυστίτιδα, στους κολικούς των νεφρών, καταπολεμά τις πέτρες που

σχηματίζονται στο ουροποιητικό σύστημα και δρα κατά των οιδημάτων.

Βοηθά σε προβλήματα γαστρίτιδας με υπερέκκριση πεπτικών υγρών, κολικούς

των εντέρων συνοδευόμενους από διάρροια, στις ασθένειες του συκωτιού και

της χολής. Χάρη στις ηρεμιστικές του ιδιότητες όταν το πίνουμε βοηθά στη

νευρική υπερδιέγερση, τη νευρική εξάντληση και την αϋπνία. Τονώνει την

όρεξη.

1662. ερευνώ = = ξιτάζου, ξιτάζω

1663. ερημίτης = γκούσγκουνας = αυτός που δε θέλει κόσμο, μοναχός,

1664. έρημο = έρμου


1665. έρημος = άλαλους = δυστυχισμένος

1666. έρημος,(ο) = άραχνους = δυστυχισμένος, άθλιος

1667. εριστικός = αμαχιάρ’ς,, καβγατζής

446
1668. ερμαφρόδιτος = σιρκουθήλ’κους

1669. έρχονται τα μεσάνυχτα. = ζγιάζει η νύχτα

1670. ερωτύλος νέος = μαριόλ’κου

1671. έσκασα = γάνιασα = στέγνωσε η γλώσσα μου,

1672. έσοδα = πάρσιμο

1673. έσπασε = τσακίσκει = σακατεύθηκε

1674. έσπρωξα = άσμπροξα

1675. εστία = βάτρα = το μέρος που ανάβουμε την φωτιά

1676. εσύ = αρέ = από το bre

1677. εσύ παιδί μου = γιέμ, γιε μ’ = παιδί μου


1678. ετεροθαλή = αλλάδιρφα, ετεροθαλή αδέρφια.

1679. ετοιμάζω = συντάζου = ουμι ετοιμάζομαι για αναχώρηση

1680. ετοιμόγεννη = τιμόγινη

1681. έτοιμος για τσακωμό είναι = κατσιούλα τουν έχει

1682. έτριψα με την λίμα (αρνάρι) = φάγουσα

1683. έτσι ακριβώς = έτσια

1684. Ευαγγέλιο = Βαγγιέλιου

1685. ευέξαπτος = αράθ’μους

1686. εύκαιρος, -η, -ο = έφκιρους -η, -ου

1687. ευκαιρώ = ηφκιρού. ξαδειάζω


1688. ευκατάστατος = άβαρους = με οικονομική άνεση

1689. ευκίνητος = σπέρδιλος

1690. ευκολοδιάβατος = βατός -ή -ό = προσπελάσιμος, εύκολος λόγο απλότητας

1691. ευλογημένο = χαλάλι = για το καλό σας,

1692. ευλογημένος = βλουημένους, ευχημένους, -η, -ου αυτός που πήρε την ευχή,

1693. ευλογιά (η αρρώστια) = βλουϊά

1694. ευλογώ = βλουγάου

447
1695. ευνουχίζω = στρίβου, και μπουρντίζω, μπουρντίζου απ το burmak,

μπουρντίζω τα αρσενικά ζώα,

1696. εύρετρα = βριτίκια

1697. ευρύχωρος = αφρύς = ανοιχτός τόπος.

1698. ευτράπελες διηγήσεις = μουραπάδις

1699. ευτυχισμένος = θαραπαμένους

1700. ευτυχώ = ευτυχού = είμαι ευτυχής, πετυχαίνω κάτι.

1701. ευχαρίστηση = θαραπαή

1702. ευχαριστιέμαι = θαραπαύουμι = απολαμβάνω κάτι,


1703. ευχαριστιέμαι = αγαλλιάζου , χαίρομαι.

1704. ευχή = ηφκή

1705. εύχομαι = ιφκιώμι = εκφράζω τις ευχές μου

1706. έφαγα πολύ = ντιρλίκουσα

1707. έφεξε = ξεχάραξε

1708. έφεξε για καλά = ξέφιξι

1709. εφέτος = φέτου

1710. έφυγα τρέχοντας = λάκσα =

1711. έχασε τα μυαλά του = τσιάλτ'σι του μυαλό =

1712. έχει βρεθεί = βριτός

1713. έχει γάλα = γαλάρα = προβατίνα ή γίδα που αρμέγεται.

1714. έχει ευλογιά = βλουϊάρ’ς

1715. έχει καλή τύχη = καλόημοιρη

1716. έχει πάνω του όλες τις χάρες αυτό = χαρσμένο

1717. έχει σπυριά στα χείλη του = βουζιασμένους, βούζουμα = θυμωμένος που η

συνοφρύωση κάνει τα χείλη να φουσκώνουν

1718. έχει φράντζα (τσιαμπά) = τσιαμπαλής

1719. έχεσα = χιζουβόλσα

1720. εχθές = ιχτές, ιχτέ , χτέ

448
1721. έχθρα = όχτρα

1722. εχθρεύομαι = ουχτρεύουμι = κρατάω έχθρα, φέρομαι εχθρικά.

1723. εχθρός = ουχτρός

1724. εψές , εχθές το βράδυ, = ιψές

1725.

1726. έχω νευριάσει = διαολοκνιέμαι/ζαλουκνιέμαι = είμαι ανήσυχος , με

συνταράζει

Ζ
1727. ζαβολιές = τσινιές

1728. ζακέτα (είδος) = γιακέτα = μάλλινη πλεχτή ζακέτα.

1729. ζαλάδα = σκουτούρα (μτφ.) πρόβλημα, έννοια.

1730. ζάλη = αντράλα = φασαρία

1731. ζαλίζομαι = αντραλίζομαι

1732. ζαλίζομαι = αντραλιόμι = έχω ίλιγγο,

1733. ζαλίζομαι = θαμπώνει

1734. ζαλίζομαι = ντραλίζομαι, σκουτουριάζουμι

1735. ζαλίστηκα = αντραλίσκα

1736. ζαλίστηκα = μπαΐλτ'σα = βαρέθηκα

1737. ζαλίστηκα από τον ήλιο = αραήλιασα

1738. ζαρκάδι ( μικρό θηλυκό) = ζαρκαδούλα = και είδος μανιταριού.

1739. ζαρώνω = ζαρώνου = αποχτάω ρυτίδες, μαζεύομαι από φόβο, κάθομαι

φοβισμένος σε μια

1740. ζαχαροπλάστης = γλυκατζής

1741. ζγούρα γεννημένη = ζγουρουγινν’μένη

1742. ζει; = είνι;, βρίσκητι;

449
1743. ζεσταίνομαι στη φωτιά = πυρώνουμι

1744. ζεσταίνω = πυρώνου

1745. ζεστός άνεμος = λίβας

1746. ζευγάρι = ζιβγάρι

1747. ζευγάρωμα του κριαριού με την προβατίνα = μαρκάλους

1748. ζευγάρωμα του τράγου με τη γίδα = πριτσιάλους = ο χρόνος του

ζευγαρώματος.

1749. ζευγαρώνει με την φοράδα = αμπ’δάει τ’ φοράδα = ζευγαρώνει με τη φοράδα.

1750. ζευγαρώνουν (τα σκυλιά) = σκ’λεύουντιι = αυτές που πάνε με πολλούς

1751. ζευγαρώνουν = μαρκαλιώντι, μαρκιώντι τα ζώα

1752. ζευγαρώνουν τα γίδια = πριτσαλιώντι τα γίδια = έρχονται στο τραγί

1753. ζευγαρώνουν τα σκυλιά = σκλεύουντι

1754. ζευγαρώνω = αμπ’δάου

1755. ζευγαρώνω = ζιβγώνου

1756. ζηλεμένος = ζηλιμένους

1757. ζηλευτός = .ζηλιρός


1758. ζημιά = αβανιά = συκοφαντία

1759. ζητάω = χαλεύω

1760. ζητιάνος = διακονιάρς

1761. ζητώ συνέχεια κάτι = νταβίζω, νταβίζου = γκρινιάζω, μιλάω συνέχεια και

ακατάληπτα, , διεκδικώ ακατάπαυστα

1762. ζουλίζω = σμουρίζου = πιέζω,

1763. ζουμάκι = ζμάκι = λίγο νερό που τρέχει στο ρέμα.

1764. ζουμί = ζμί

1765. ζούσε = έζγει

1766. ζόχι = ζουχιά (η), ζόχους (ου) , (Αγριοζοχός) Urospermum picroides =

λαχανικό, πικρίθρα, κουφολάχανο Ετήσιο φυτό που φτάνει τα 20-50 εκατοστά.

Το συναντάμε σχεδόν παντού σε ακαλλιέργητους και καλλιεργημένους τόπους.

450
Το σχήμα τους και οι διαστάσεις των φύλων του δεν είναι σχεδόν ποτέ το ίδιο.

Τα φύλλα του είναι σκουροπράσινα οδοντωτά και

μακριά με παχύ κόκκινο μίσχο και κεντρικό νεύρο.

Μαζεύεται από το Φθινόπωρο μέχρι το τέλος της

άνοιξης. Η γεύση των φύλλων είναι λίγο πικρή,

τρώγονται ωμά σε σαλάτες, μαγειρεύονται μόνα τους βραστά με μπόλικο

λεμόνι ή σε συνδυασμό με αρνί ή κατσίκι. Τέλος χρησιμοποιούνται και σε

χορτόπιτες.

1767. ζοχοί = ζόχια = είδος λαχανικού, χορταρικό

βλέπε ζόχι

1768. ζυγαριά = καντάρι, στατέρι = στατήρας —

ο / στατήρ, ῆρος, ΝΜΑ, και στατέρα, η, και

στατέρι, το, Ν νεοελλ. 1. παλαιότερη μονάδα

βάρους ίση με 44 οκάδες 2. (το ουδ.) όργανο ζύγισης, ζυγαριά, καντάρι 3. φρ.

α) «μετρικός στατήρας» μονάδα βάρους ίση με 100 χιλιόγραμμα β) «αγγλικός

στατήρας»

1769. ζυγαριά ακριβείας = βιζινές

1770. ζυγιστήριο = ζυγιάστρα = ζγιάστρα

1771. ζυγώνω = .σμώνου, σγώνω = πλησιάζω,

1772. ζυμάρι = ζμάρι

1773. ζυμαρικά (είδοι) = τραχανάδια = φύλλα και τραχανάδες που φκιάνουμε το

καλοκαίρι.

1774. ζυμαρικό (είδος) = παπαρδέλις = ποπ κορν αλλα και ζυμαρικό, Ιταλική

pappardella (λαζάνι) (συνήθως πληθυντικός pappardelle: λαζάνια)

1775. ζυμαρικό (είδος) = τραχανάς = είδος παραδοσιακού ζυμαρικού, με μορφή

κόκκων, που παρασκευάζεται με γάλα· μτφ. ο βλάκας, χαζός, ευήθης,

στούρνος.

451
1776. ζυμαρικό φαγητό (είδος) = νιαρστά = γίνεται με βόλους από ζυμάρι και

μαγειρεύεται σαν ζυμαρικό. Έβαζαν σε ένα ταψί αλεύρι και έριχναν με το χέρι

νερό σιγά σιγά και δημιουργούνταν μικροί σβώλοι (μπουμπουλάκια) μετά τα

έριχναν στην κατσαρόλα με τυρί και λίγο αλάτι και τα έβραζαν μέχρι να

πήξουν.

1777. ζύμωμα (στάδιο) = πλουχειριάζου = ρίχνω

αλεύρι στο γινωμένο ζυμάρι, το

ζαναζυμώνω και του δίνω το σχήμα του

ψωμιού που θέλω να φτιάξω.

1778. ζυμώνω = αναπιάνου = ανακατώνω το

προζύμι με αλεύρι για να φτιάξω το ψωμί

και κυρίως τα ψωμιά για το γάμο

1779. ζυμώνω = ζμώνου-ζυμώνω

1780. ζυμώνω με τις γροθιές = γρουθίζου

1781. ζω = ζήου

1782. ζω πολλά χρόνια =βρουκουλακιάζου

1783. ζώα = χαϊβάνια , ζουντανά , ζώγα = μτφ. χαϊβάνι = ανθρωπος χαζός

1784. ζώα (ειδικά) = τσιούλα = όσα έχουν μικρά αυτιά

1785. ζώα (ειδική κατάσταση) = σ’μαδιμένα = ζώα που έχουν κατεβάσει μαστάρι

έτοιμα για γένου

1786. ζώα (χρωματικά) = μπάλια = όσα μαύρα έχουν άσπρο μέτωπο Από την

αρχαία ελληνική λέξη «βαλιός: «πώλοι βαλιός και τριχί βαλιοί» (Ευριπίδου,

Ιφιγένεια εν Αυλίδι, 222). Έτσι λεγόταν ή ήταν και ένα από τα άλογα του

Αχιλλέα, δηλαδή «Βαλιός»! Ιλιάς Π, 149 (βαλjός)

1787. ζώα (χρωματικά) = μπούτσ(ι)κα =κόκκινες κηλίδες στο πρόσωπο και στα πόδια

1788. ζώα (χρωματικά) = φρούσια = ζώο με κατάλευκο κεφάλι

1789. ζώα με σκουλαρίκια στο λαιμό = μαρτζιλάτα

452
1790. ζωγραφισμένος = ζουγραφσμένους, ζουγραφστός =πολύ όμορφος, σαν

ζωγραφιά

1791. ζωγραφιστός = κουντυλογραμμένους, -η, -ου = φτιαγμένος με το μολύβι

1792. ζωή με στερήσεις =

ψευτουζουή = ζωή

προσωρινή.

1793. ζωηρή γυναίκα

καθιερωμένα ήθη =

.ντουμουσιάρα

1794. ζώνη και γενιά = ζουνάρι

1795. ζώνη = ζώνα, ζουστάρι ,

ζουστήρα = (ομηρική λέξη «ζώνη»), αντρική και κυρίως γυναικεία ζώνη που

φοράμε στη μέση και είναι από ύφασμα ή δέρμα και είναι πολύ πλατιά -ια

οριζόντια λούρια με τα οποία ζώνουν το κονάκι

1796. ζώνη (είδος) = ίγγλα= δερμάτινη λουρίδα, ζώνη με την οποία δένεται το

σαμάρι, ζώστρα Από την αρχαία ελληνική λέξη «γιγγλυσμός»= στρόφιγγας,

δέσιμο.

1797. ζώνη (είδος) = κιμέρι = ζώνη υφάσματος από την οποία πιάνεται η γυναικεία

φούστα, πορτοφόλι της ζώνης, χώρος

1798. ζώνη (είδος) = σ’λιάφι, σ’λιάχι = δερμάτινη ζώνη με πτυχές που τη

χρησιμοποιούμε για θήκη κυρίως όπλων

1799. ζώνη σαμαριού = κίγκλα = το λουρί που κρατά δεμένο το σαμάρι στη μέση

του ζώου, ίγκλα, ίγλα, ίνγλες, γίγκλα, γίγλα, γίνγκλα, νίγκλα, νίγλα, ζεύστρα,

μισιά, μισιό, μεσά, μπροστελίνα, μπροστιλίνα από το λατινικό cingula

1800. ζώο (ειδικό) = ψουφίμι = ζώο ψόφιο, αδύνατο.

1801. ζώο (χρωματικά) = μούργκους, μούργο = σταχτόχρωμο ζώο, αυτός που το

χρώμα του είναι σκούρο γκρίζο, σταχτόμαυρο, μούργος, σκοτεινός. Από την

ομηρική λέξη «αμολγός» ή «αμόλγη»

453
1802. ζώο (χρωματικά) = μπάλιους, -α, -ου = ζώο με άσπρη κηλίδα στο μέτωπο και

με μαύρο κεφάλι.

1803. ζώο που κλοτσάει = κλουτσιάρ’κου

1804. ζωστήρα = ζώστρα = ζώνη, υφαντή ταινία με την οποία σφίγγω το σαμάρι

πάνω στο σώμα του ζώο

1805. ζωύφιο = μπουρμπότσαλο και μπουρμπουτσέλι, ζούδι

Η
1806. η (άρθρο) = ίδιο και στα δύο γένη (αρσ. θηλ.),(η Γιάννους , η Γιαννούλα)

1807. ή (διάζευξη) = για π.χ. για ζουμε, για πεθαίνουμε…

1808. ηγούμενος = γούμινους

1809. ήθη = ζακόνια

1810. ηλιοβασίλεμα = γιέρμα τα' ηλιού

1811. ήλιος = ήλιους

1812. ήμερα = μιρουμένα

1813. ημερόνυχτα = νυχτόμιρα = μέρες και νύχτες συνέχεια

1814. ήμουν = ήμαν

1815. ηρέμησε = απαγάδιασι

1816. ήρεμος = θαραπαμένους

1817. ηρεμώ = λαρώνω, μερώνω, μιρεύου

1818. ήρθε = ήρθει

1819. ησυχάζω = λαϊάζου = σταματώ να κινούμαι, κοιμάμαι

1820. ησυχάζω = λαρώνω, συχάζω, μιρεύου = γλαρώνω, με παίρνει ο ύπνος,

απλώνω τα πρόβατα στην πλαγιά και ηρεμούν, στρώνονται στη βοσκή

1821. ησυχία = αμαλαϊά , λιβάδι που δε βοσκήθηκε κι έχει απαλό χορτάρι, βόλεμα.

1822. ήχος ν΄χος = ο σκοπός του τραγουδιού (νερού ήχος) ,ήχος από τραγούδια ή

από κουδούνια, μελωδία

454
1823. ήχος = νχός

1824. ηχούν κουδούνια = λαλούν κουδούνια

Θ
1825. θα = θα να

1826. θάβω = χουματίζου

1827. θάβω = θάφτου

1828. θάμνος = ζύγρα = πυκνή συστάδα από θάμνους κυρίως κοντά σε υγρά μέρη

1829. θάμνος = τούφα = φούντα,

1830. θάμνος (είδος κέδρου) = σκόρτσα =

χαμόκλαδο, πόα σαν είδος κέδρου με

φύλα σαν βελόνες που καίγεται με

χαρακτηριστικό ήχο

1831. θάμνος (είδος) = αρπάκι = είδος

βελανιδιάς τα κλαδιά του οποίου είναι

κατάλληλα για να φράξουμε μαντριά

1832. θάμνος = βουρβουλιά

1833. θάμνος = στρουγκάνι

1834. θάμνος = φάνα, αφάνα φαφάνα

1835. θάμνος με αγκάθια = μουρτζιά

1836. θάμνος(είδος) = τσιατσιά

1837. θάμνος(είδος) = ζύγρα , ευδοκιμεί κοντά σε ποτάμια. Από τη λέξη «δίυγρος-α-

ον» = υγρός τόπος

1838. θαρρώ = θαρρού, θάρρου = μου φαίνεται,

1839. θαύμα = θάμα, θιάμα = θαυμαστό

455
1840. θαυμάζω = θαμαίνομαι, θιαμιαίνουμι =.θαυμάζω , αναρωτιέμαι πόσο

όμορφο είναι κάτι, απορώ με την ομορφιά, το αίσθημα που προκαλεί κάτι το

θαυμάσιο

1841. θεία = θειά , ( υποκοριστικό ) = θειάκουλα

1842. θεία κοινωνία = κοινουνιά

1843. θεικά = θιουτ’κά = αυτά που προέρχονται από τον Θεό.

1844. Θεϊκό = Θιουτκό

1845. θείος = λαλάς

1846. θέλεις = θέλσ

1847. θέληση = βουλή

1848. θέλω να = θε να =, θα

1849. Θεός = Μιγαλουδύναμους

1850. θεραπεία = γιατρειά, γιατριμός

1851. θεραπεύομαι = γιρεύου, γερεύω

1852. θεραπεύομαι = γιατρεύουμι

1853. θεραπευτικό τρύπημα του μετώπου στα ζώα = παίρου αίμα = με το σουγιά

τρυπάω τη φλέβα πάνω στο κεφάλι κι ανάμεσα από τα μάτια

1854. θεραπευτώ = γιάνου, να γιάνου = να γίνω καλά, να θεραπευτώ

1855. θέρισα = θέρσα

1856. θεριστής = Θιρτής, Θιρστής

1857. θερμοζάχαρη = θιρμουζάχαρη = πρακτικό για αυτούς που έχουν πυρετό

(ζεστό νερό

+ζάχαρη)

1858. θέση = μιριά

1859. θέση = γάβια

1860. θέση για τις βαρέλες = βαριλουκρέβατου

1861. θηκάρι = θκάρι = θήκη μαχαιριού ή άλλου πράγματος.

456
1862. θήκη = θκάρι = θηκάρι. Από το

αρχαιοελληνικό ρήμα «τίθημι» και την

αρχαιοελληνική λέξη «θήκη»

1863. θήκη ξύλινη για τα κουτάλια =

χ’λιαρουθήκη

1864. θηλάζω = βζένου

1865. θήλαστρο (μπιμπερό) = ραγουβύζι

1866. θηλιά = θλιά = Από την αρχαιοελληνική λέξη «θήλεια»

1867. θηλή από το μαστό = ρόγα

1868. θηλιά σε πλκέξιμο = θλίκι

1869. θηλιά από το κουδούνι = βαστάκι

1870. θηλιάζω = θλιάζου = πιάνω θηλιές το υφάδι μέσα στο στημόνι.

1871. θηλιαστό = θλιαστό = πλεγμένο με το βελονάκι, θηλιά προς θηλιά, είδος από

στρωσίδι.

1872. θηλυκάρι = θλικάρι =, κούμπωμα της ποδιάς στη μέση της γυναίκας.

1873. θηλύκι = θλίκι

1874. θηλυκό αρνί = αρνάδα

1875. θηλυκό αρνί χρονιάρικο = ζγούρα

1876. θημουνιά, θημονιά = σωρός χόρτων, κοπριάς,

διαφόρων αλλων υλικών, δεμάτια το ένα πάνω στο άλλο.

1877. θηρίο = θηριό

1878. θηριώδης άνδρας = ματσούκας


1879. θίγομαι = αγγιλουκρούουμι, θίγομαι πολύ εύκολα , παρεξηγιέμαι εύκολα ,

δαιμονίζομαι

1880. θκό τ’ = δικό του.

1881. θλίβομαι = χλίβουμι = στενοχωριέμαι

1882. θλίβομαι = βαλαντώνω

1883. θλίψη = χλίψη = στενοχώρια

457
1884. θλίψη = κιντέρι , κεντέρι = λύπη, χλίψη, κάχρι

1885. θολό = θαμπό

1886. θολός = θιλός, θελός

1887. θολώνω = ανταριάζου = γεμίζω ομίχλη, θόλωσε το μυαλό μου

1888. θολώνω = θιλώνου

1889. θόρυβος = βουή, που δεν προμυνείει κάτι καλό αλλα για κακό συνήθως

1890. θόρυβος (από το φαγητό σκύλου) = κλαπάν’σμα = ο θόρυβος που κάνει το

σκυλί (κλάπ - κλάπ) τρώγοντας το γάλα

1891. θόρυβος νερού σε δοχείο = κλουκανάει, κλουπακάει = ο θόρυβος απο κάτι

υγρό που κινείται σε σκεύος ή σε δοχείο κλειστό, το κλουκ - κλουκ

1892. θόρυβος οπλών = ζάβατους = θόρυβος που προέρχεται κυρίως απ’ τα πέλματα

των ζώων

1893. θόρυβος που κάνω τρώγοντας = κλαπανίζου = κάνω χαρακτηριστικό θόρυβο

τρώγοντας

1894. θόρυβος(συγκεκριμένος ) = χαλαλουή =

θόρυβος από πολλές φωνές, βουή από

φωνές ή περπάτημα του όχλου

1895. θράκα με στάχτη = χόβολη

1896. θρονιάζω = θρουνιάζου = τοποθετώ σε θρόνο, -ομαι = κάθομαι κάπου χωρίς

να υπολογίζω κανέναν

1897. θρόνιασμα = κάθισμα σε θρόνο, περιπαικτικά αυτός που κάθετε και δεν

κουνιέται με τίποτα από την θέση του

1898. θρονιάστηκα = θρουνιάσκα = έκατσα σαν να είμαι σε θρόνο δεν κουνιέμαι

1899. θρόνος = θρουνί

1900. θρουίζου = δημιουργώ ελαφρό θόρυβο, -ουμι θορυβούμαι.

1901. θυγατέρα = δυχατέρα

1902. θυμάμαι = θμόμι

1903. θυμάμαι αμυδρά = όσου κρούει ου νους

458
1904. θυμώνω = αψυώνου = γίνομαι οξύθυμος

1905. θυμώνω = φουρλατίζου, φουρκίζουμι, βουζώνου, βουζώνω

Ι
1906. Ιανουάριος = Γενάρ'ς

1907. ιδιοκτήτης του μαντανιού = μανταντζής

1908. ιδιότροπος = αναπουδιασμένους

1909. ιδρώνω πάρα πολύ = ιδρωκουπάω

1910. ιδρώτας = ίδρουτου

1911. ικανοποιήθηκα = σαρκώθκα = είμαι ικανοποιημένος, ικανοποιούμαι ψυχικά

1912. ικανότητα = αξιοσύνη

1913. ικανότητα = αξιάδα

1914. ίλιγγος = αντράλα


1915. Ιούλιος = Αλουνάρ’ς , Αλωνάρ'ς

1916. Ιούνιος = Θιρστής, Θερ'στής, Θιρτής

1917. ιππεύω = καβαλ’κιεύου = ανεβαίνω καβάλα,

1918. ίσα που θυμάμαι = όσου κρούει ου νους

1919. ισιάδα = ίσιουμα, ίσιωμα = επίπεδο και ομαλό μέρος, λάκκα

1920. ίσιωμα = ισιάδα = ομαλός τόπος, , ίσια ευθεία,

αληθινά

1921. ισιώνω = ισιάζου = τακτοποιώ, συμφωνώ,

τελειώνω μια πράξη

1922. ίσκιος με κλαδιά από δέντρο η άχυρα = τσαρδάκι

1923. ίσκνα = ίσκα = μύκητας των δέντρων που γίνεται φιτίλι για το τσακμάκι

1924. ισχνός = ξιραγκιανός, -ή, ό

1925. ίχνη = πατ΄σιές = τα σημάδια του πέλματος

1926. ίχνη = ντορός

1927. ίχνη από τις πατημασιές των ζώων =

459
ντουρός, ντίρα

1928. ίχνος = ντίρα

1929. Ιωάννης ο Πρόδρομος = Καλουγιάν’ς

Κ
1930. καβάλα (είμαι) = καβαλίκα

1931. καβάλα στην πλάτη = αγκότσια, κουβαλάω κάποιον ή κάτι στους ώμους, το

σώμα του πάνω στις πλάτες μου, τα χέρια του

γύρα από το λαιμό μου και τα πόδια του θηλιά

στη μέση μου.

1932. καβάλα στους ώμους = αφούντζια = (το σώμα του

είναι πάνω στο σβέρκο μου, τα πόδια του κρέμονται μπροστά μου κι εγώ το

πιάνω από τα χέρια του)

1933. καβάλα στους ώμους = καρκατσάβαλα , αφούντζια.

1934. καβάλα(έμπα) = καβαλίκα

1935. καβαλάρηδες = καβαλαραίοι

1936. καβαλάρηδες = καβαλαρία

1937. καβαλάρηδες που ανήγγειλαν την επιστροφή του συμπεθεριακού με την νύφη

στο κονάκι του γαμπρού = σχαριάτες

1938. καβαλάρης = καβαλάρ’ς = οριζόντιο μεγάλο δοκάρι στην κορυφή της στέγης

, οριζόντιο τεντόξυλο .

1939. καβαλάρης(ξύλο) = τιμπλάρι

1940. καβαλαρίας τραγούδια = τραγούδια που λένε στο συμπεθεριακό στη στράτα,

καθώς πηγαίνουν καβαλάρηδες για να πάρουν τη νύφη.

1941. καβαλάω = καβαλ’κιεύου = κάνω σέξ

1942. καβάλημα = καβαλίκεμα

1943. καβαλικεύω = καβαλ’κιεύου = κάνω σεξ

460
1944. καβγάς = αμάχη, φασαρία

1945. καβούκι = καύκαλο

1946. κάδη (είδος) = γινόκαδη = κάδη στην οποία αφήνω το γάλα που έχω για

αποβουτύρωση για να ξινίσει.

1947. καζάνι = λιβέτι

1948. κάηκα = καψαλίσκα, πριτσαλίσκα

1949. καημένος = καψαρός, καψηρός , καψαλιάρ’ς

1950. καημός = μαράζι

1951. καθαρίζω = παστρεύω = νοικοκυρεύω

1952. καθαρίζω = λαγαρίζου, λαγαρίζω = ξεκαθαρίζω, εκκαθαρίζω.

1953. καθαρίζω το μαντρί από τις κοπριές ή τις λάσπες = ξαρίζου

1954. καθαριότητα = πάστρα

1955. καθάρισε = λαγάρσι

1956. καθάρισμα = λαγάρ’σμα

1957. καθάρισμα των μαλλιών για λανάρισμα = ξάσ’μου

1958. καθαρό = παστρικό

1959. καθαρός = παστρικός

1960. καθαρός = λαγαρός = διαυγής.

1961. κάθε είδους= .λουιών λουιών

1962. κάθε τρεις μέρες = τριτόημιρα

1963. κάθισε = κάτσι

1964. καθισιό = κατ'σιό = ανάπαυση, τεμπελιά.

1965. κάθισμα αναβάτη = σέλλα = σέλλα, κάθισμα για τον

αναβάτη στη ράχη του αλόγου, από το Ιταλικό sedeo,

πιθανόν η λατινική sella

1966. κάθισμα με λυγισμένα γόνατα = κουκουνιάζει

1967. κάθισμα οκλαδόν = κουκουμπλούλα, κάθουμι κουκουμπλούλα = κάθομαι

οκλαδόν ή μισογονατισμένος

461
1968. καθίσματος τρόπος = κούρκουμπα = κάθισμα στα γόνατα

1969. καθίστε = κατσίτοι

1970. καθόλου = ντιπ

1971. κάθομαι σε μέρος (φωνία), που κόβει ο αέρας και το κρύο= απουγουνιάζου

1972. κάθομαι στα γόνατα = κουκουνιάζου

1973. κάθομαι σταυροπόδι = σταυρουπουδιάζουμι

1974. καθρέφτης = ταμπακέλα

1975. καθρεφτίζομαι = τηριέμαι, τηριώμι

1976. καθρεφτίστηκα (περιποιούμενος τον εαυτό μου) = γιαλίσκα

1977. καθώς πρέπει = πρέπιους

1978. και που = καιαπί

1979. καίγομαι από δίψα = γκανιάζου

1980. καίγομαι με μεγάλες φλόγες = λαμπαδιάζου = ζεσταίνομαι υπερβολικά.

1981. καίγονται οι τρίχες από το σώμα μου = καψαλίζουμι

1982. καινούρια νύφη = νιόνυφη

1983. καιρός (ειδικός) = χουρταρόκιρους = καιρός βροχερός με ήπια θερμκρασία

(μισή μέρα βροχή και μισή ήλιος). κατάλληλος να φυτρώσει χορτάρι

1984. καιρός = κιρός

1985. καιρός που προμηνύει κακοκαιρία = βαλαντωμένος ο καιρός

1986. καιρός προς το κρύο = κρυότη = δροσερός καιρός

1987. καίω μαυρίζοντας κάτι = καψαλίζω (π.χ φτιάχνω πυρομάδα (φρυγανιά)

καίγοντας το ψωμί)

1988. καίω τα ματοτσίνορα στην φωτιά = καψαλίζου τα μάτια = ανοιγοκλείνω τα

βλέφαρα από θυμό, εκνευρισμό

1989. καίω τη φλούδα από τα χλωρά ξύλα, για ευλυγησία = καψαλίζου τα ξύλα

1990. καίω τις τρίχες του κρέατος = καψαλίζου του κριάσι

1991. κακαρίζει η κότα και θέλει να γεννήσει = καρκαλιότι η κότα

1992. κακό (τον) = ν' κακή τ' = τον κακό του τον καιρό

462
1993. κακό να του έρθει = αλί κακό να τόρθει = κατάρα : να τον βρει κακό

1994. κακό του τον καιρο ν' κακήτ την μέρα είνι = τον κακό του τον καιρό είναι, μια

ασχήμια είναι

1995. κακόμοιρη,-ος,-ο = δόλια,- ους, -ου

1996. κακόμοιρος = βαριόμοιρους = αυτός που έχει κακή μοίρα, κακότυχος.

1997. κακορίζικα (ζώα) = άταλα = ισχνά ζώα, αδύνατα,.

1998. κακορίζικος = αχμάκ’ς = χαζός

1999. κακός = καμένους = λέξη με αρνητικό περιεχόμενο και χρησιμοποιείται με

αποστροφή για άτομα ανεπιθύμητα

2000. κακός των παιδιών = μπόϊας = φόβητρο των παιδιών γιατί εθεωρείτο ότι τα

μαζεύει

2001. κακός = καϊάρς ,καϊάς, κάιας, = εγκληματίας

2002. κακοτοπιά = ζαβουτόπι = τόπος που έχει δύσκολη πρόσβαση, απόκρημνο

μέρος.

2003. κακοτοπιές = ζαβά τόπια

2004. κακοτράχαλη πλαγιά = κακόπλαου = τόπος απροσπέλαστος

2005. κακοτυχίες = στραβουμάρις

2006. καλάμι = κάλαμους = καλαμιά,

2007. καλαμποκάλευρο = αραπουσίτι

2008. καλαμπόκι χωρίς σπόρια = ρικουκότσιαλο

2009. καλαμποκίσιο ψωμί = μπα(τ)ζίνα = ψωμί από αλεύρι καλαμποκιού, χυλός

από αλεύρι καλαμποκιού τηγανισμένος με λάδι ή βούτυρο, ξερό ψωμί

βρασμένο με λάδι και ξίδι, κουρκούτι

2010. καλαμποκόψωμο == μπουμπότα

2011. καλεντούλα (Calendula officinalis) = ετήσιο φυτό που

φτάνει τα 50 εκατοστά Τη συναντάμε σχεδόν παντού σε

ακαλλιέργητους τόπους. Μαζεύονται τα πέταλα από τα άνθη

της, από το χειμώνα έως την άνοιξη που ανθίζει.

463
Χρησιμοποιείτε σε δερματικές παθήσεις και σε φαγητά για να δίνει κίτρινο

χρώμα και άρωμα.

2012. κάλεσμα ανθρώπου = ωρέ

2013. κάλεσμα τσομπάνου = τσάπ-τσάπ = έτσι φωνάζει ο τσομπάνος τα γίδια να

έρθουν

2014. καλή διάθεση = ζαχαρένια

2015. καλή ημέρα = ημέρα που επιτρέπεται κάθε δραστηριότητα (π.χ. Πέμπτη).

2016. καλημερίζω κάποιον = καλημιράου

2017. καλημερίζω = καλ’μιράου = εύχομαι

καλημέρα, τραγουδάω (σαν να

μοιρολογώ) πονεμένα για τον ξενιτεμένο

2018. καλησπερίζω = καλησπιρίζου = εύχομαι

καλησπέρα

2019. καλικάντζαροι = καρκατζαλαίοι, παγανά,

καρκακατζέλια

2020. καλικάντζαρος = καρκάντζαλους,

αστρουβουλή = σατανάς, διάβολος.

2021. κάλλη = κάλλια = ομορφιά, ωραία εμφάνιση

2022. καλό μου = καλόμ, καλμέρασ, καληώρα σ’ = έκφραση αγάπης, συμπάθειας,

καλοσύνης, καταδεχτικότητας από γυναίκα κυρίως

2023. καλό σαπούνι = άφουρου σαπούνι = σαπούνι πολύ καλής ποιότητας ή και

σαπούνι που δεν έχει χρησιμοποιηθεί

2024. καλόγερος = καλόηρος

2025. καλογιάννια, καλουιάννια = Το έθιμο του κλήδονα(κάθε κορίτσι,

πήγαινε ένα προσωπικό της τιμαλφές δεμένο σε ένα μπουκέτο

«καλογιάννια» -μυρωδάτο φυτό, που φυτρώνει σε ανάβρες στα βουνά κι έχει

μοβ μικρά λουλουδάκια και τα έβαζαν σε ένα κακάβι αφήνοντας τα ένα βράδυ

στην βρύση και το άλλο πρωί τα έβγαζαν Η κοπέλα που πρώτη θα έβλεπε να

464
βγαίνει το δικό της μπουκέτο, που αναγνώριζε από το τιμαλφές (δαχτυλίδι,

σκουλαρίκι, κ,ά.) θα παντρευόταν πρώτη ), τα λουλούδια του

βουνού με σκούρο χρώμα και δυνατό άρωμα. Τα

μαζεύουμε την παραμονή του Αϊ- Γιαννιού του Κλήδονα.

Οι εικόνες από τον σύλλογο Κομοτηνής και το inkomotini

2026. καλόγνωμος = καλόβουλους = καλοπροαίρετος,

2027. καλοκαιρινός = καλουκιρίσιους

2028. καλομαθημένος = αρχουντουμαθημένους = αυτός που έμαθε να ζει

αρχοντικά,.

2029. καλοπιάνω = κουλκουτάου

2030. καλότυχος = καλότχους

2031. καλου- πρώτο συνθετικό σε λέξεις που εκφράζει την έννοια του καλού, του

ωραίου, του εύκουλου ή του προσφιλούς: καλουγειτόνοι, καλουγιννάου,

καλουγραμμένους (όμορφος , τυχερός), καλουκαρδαίνου ή καλουκαρδίζου

(του φτιάχνω την καρδιά, τον κάνω να νοιώθει ευχάριστα), καλουμοίρα

(τυχερή), καλουπατέρας, καλουπιθιρά, καλουπιρνάου,

καλουπρατίνα, καλουσουρίζου, καλουχειμασμένους,

καλουβαστούμινους (καλοδιατηρημένος), καλουγάλαρη

(πολύ γαλαχτερή), καλουγριά (καλόψυχη γριά), καλουνιά (ομορφογύναικα),

καλουξιχμάζου, καλουνιός (ομορφοπαλλήκαρο), καλουχρουνιά, καλουέχου,

καλουπουρεύου.

2032. κάλτσα (είδος) = πατούνα = πλεχτή κάλτσα που καλύπτει το πέλμα, τον καρπό

και τα δάχτυλα του ποδιού, σκύλα με άσπρο σώμα και μαύρες πατούσες ή και

το αντίθετο, πέλματα (από την ελληνική λέξη «πάτος» ή «πατώ»

2033. κάλτσα (είδος) = τιρλίκι = κάλτσα κοντή

2034. κάλτσα (είδος) = τιρλίκι, τερλίκι = πλεχτό πασουμάκι, το οποίο φοριόταν πάνω

από τις κάλτσες

2035. κάλτσα (είδος) = τσουράπι = κάλτσα μάλλινη

465
2036. κάλτσα υφαντή ή πλεχτή που καλύπτει το γυναικείο πόδι από το γόνατο μέχρι

τον αστράγαλο = κάλτσα

2037. καλύβα (είδος) = τσιατούρα, τέντα =

προσωρινή καλύβα να προφυλαχτούν

τα σαία στη στράτα για η από τα βουνά

2038. καλύβα (είδος) = πλάϊα = είδος

αρχιτεκτονικής καλύβας

2039. καλύβα (είδος) = δίπλα,

αδίπλα κουνάκι =

ορθογώνιο κονάκι με

δίριχτη σκεπή.

2040. καλύβα (είδος) = κασιρία =

αποθήκη για τα τυριά, τα κασέρια.

2041. καλύβα (κατασκευή) = χαρτώνου = πλέκω τα όρθια λούρα του με οριζόντια

2042. καλύβα = καλίβι

2043. καλύβα για το γάλα = γαλατουκάλ’βα

2044. καλύβα(είδος) = χαλαντζιούκα, χαλιαντζούκα = πρόχειρο καλυβάκι

2045. καλύβας κατασκευαστικό μέρος = δομός = το σύνορο ακαλλιέργητο του

χωραφιού για βόσκηση, αλλα και στρώμα( σάλωμα) κτισίματος της καλύβας

στην κορυφή

2046. καλύβας κατασκευή (διαδικασία) = χάρτουμα = διαδικασία για να φτιάξουν

τον ξύλινο σκελετό του κονακιού

2047. καλύβι = καλύβα, κονάκι Από την ομηρική «καλύβη» και το ρήμα

«καλύπτω» Είδη καλυβιού : 1. ορθό ή τουρλωτό καλύβι, 2. μονό αδίπλα

466
καλύβι(χαλατζούκα, η τέντα) το πιο ευτελές κονάκι, 3. μεγάλο και διπλό αδίπλα

καλύβι, 3. φριτζατοκόνακα τα οποία περιστοιχίζονται από φράχτη ο οποίος

σχηματίζει απλόχωρη αυλή . Όταν ο φράχτης περικλείει ένα καλύβι ονομάζεται

μονό φριτζουκόνακο όταν περικλείει δύο, διπλό φριτζοκόνακο

2048. καλύβι (τύπος) = αδίπλα

2049. καλύβι (τύπος) = φριτζάτο = καλύβι με περίφραξη

2050. καλύβι (τύπος) = ορθό = τύπος καλυβιού τουρλωτό

2051. καλύβι (τύπος) = τουρλουκάλ’βου, τουρλουτό κουνάκι = ορθό κωνικό κονάκι.

2052. καλύβι = κονάκι = κατοικία, σπίτι

2053. καλύβι αποθήκη = κοιλάρα

2054. καλύβι σχολείο = δασκαλουκάλ’βου

2055. κάλυμμα για τα ψωμιά στην πινακωτή = μισάλι = (από τη βυζαντινή λέξη

«μενσάλιον» ή «μισάλιον» ή «μινσάλιον

2056. καλύπτω = πλακώνου, τ’λουπώνου (μτφ.) «κουκουλώνου» τα σφάλματα,

2057. καλύπτω = καπακώνου = σκεπάζω

2058. καλύπτω με ύφασμα κάτι ή κάποιον = τλουπώνω

2059. καλώ = μαβλάω = παρασύρω με απομίμηση της φωνής τα πρόβατα

προσκαλώ τα ζωντανά ή τα κατοικίδια συνήθως τα σκυλιά = μαβλάω

2060. καμένα χαρτιά = γράμματα που αναγγέλλουν δυσάρεστα γεγονότα

2061. καμένο μέρος(πριν αναπλαστεί ακόμη) = καψάλι

2062. καμένος από αστραπή = αστραποκαμένος

2063. καμένος τόπος = καψάλα = απομεινάρια πυρκαγιάς, έρημο μέρος,

2064. καμία = καμίνια

2065. καμπανίζω = κλαμπανίζω = παράγω θόρυβο, το χτύπημα της καμπάνας,

κωδωνοκρουσία, καμπάνισμα.

2066. κάμπος άνυδρος = ξηρουκαμπιά

2067. καμπούρης = γρυμπός = αυτός που έχει αετίσια μύτη

2068. καμπουριασμένος = ζουμπηρός = σκυφτός

467
2069. καμωμένα με ευνοϊκό τρόπο = καλώς καμωμένα

2070. καμώνομαι, γίνομε ( περιπαικτικά είμαι καλά) = καμώνουμι

2071. κανάτα = σβάν(ι), μπικιώνα

2072. κάνει νευρικές κινήσεις σαν να χορεύει = χοροπατάει

2073. κάνει πολλά παιδιά = παιδοκοπάει, γινουβουλαει

2074. κάνει πολύ κρύο απόψε (μτφ.) = ψένει τα φίδια

2075. κανένα = κάνα

2076. κανένας = καένας, κάνας

2077. κανόνες = ταχτική

2078. καντάρι = καντάρ(ι),στατέρι =

όργανο ζύγισης η μονάδα βάρους

44 οκάδων στατήρ = νόμισμα που

ισοδυναμούσε με 2 ή 4 δραχμές

βάρος 8 έως 12 γραμμαρίων,

ανάλογα με την περιοχή

2079. καντάρι = στατέρι

2080. κάνω αταξίες = αχαμνά κάνου = δεν κάθομαι ήσυχα.

2081. κάνω ίσκιο = απουσκιώνου = κάνω σκιά, ισκιώνω

2082. κάνω κάτι = καμώνου

2083. κάνω κάτι λειψό = τσιουρουτεύου

2084. κάνω κάτι να γλιστράει = γλοιτσιάζου

2085. κάνω μετάνοια = βάνου μιτάνοια

2086. κάνω μούτρα = βουζώνου

2087. κάνω οικογένεια(φαμπλιά) = φαμπ’λεύου

2088. κάνω περίπατο = σιριανάου = γυρίζω στους δρόμους

2089. κάνω σεξ = μαρκαλάω

2090. κάνω ταμείο = ξιλουγαριάζουμι, ξελογαριάζωμι

2091. κάνω τλούπα (τούφα μαλλιού) = τ’λουπώνου

468
2092. κάνω τσελιγκάτο = φαλκαρίζου = ενώνω τα κοπάδια πολλών οικογενειών και

φτιάχνω το φαλκάρι (τσελιγκάτο)

2093. κάνω φασαρία = ντραβαλιόμι

2094. καούρα = καήλα = αίσθηση του καψίματος και πόνος που προέρχεται απ’

αυτό, στενοχώρια, πρόβλημα

2095. κάπα στενή = καπότα, καπότου

2096. κάπα (είδος) = μαλλιότα, μαλλιότου = επανωφόρι με κουκούλα και μανίκια,

από τρίχες γιδών . Πανωφόρι μαντανισμένο σαν κάπα αλλα όχι αδιάβροχο

Από την αρχαία ελληνική λέξη «μάλλος» = μαλλί προβάτου. Από τη λέξη

αυτή παράγεται και η λέξη «μαλλωτός» = μαλλιαρό

2097. κάπα (είδος) = πατατούκα = κοντό αντρικό πανωφόρι από χοντρό μάλλινο

ύφασμα αγένωτο

2098. κάπα (είδος) = τραγόκαπα = κάπα από μαλλί τράγου, γιδίσιο μαλλί

2099. κάπα (καλής ποιότητας) = ζιχάτη

2100. κάπα = κάπα = μάλλινο βαρύ πανωφόρι από μαλλί γιδίσιο, γυναικείο γιλέκο με

μανίκια από δίμτο, τρίχωμα στη ράχη των ζώων που μένει ακούρευτη σαν

σαμαράκι

2101. καπακάνω = κουπώνου = βάζω το καπάκι σε σκεύος, κλείνω, καλύπτω

2102. καπάκι από σκεύη = κούπουμα

2103. καπάκι(είδος) = κουπουστάρι = καπάκι από πάφλα η χάλκινο σε μαγειρικό

σκεύος

2104. κάπας είδος = ταλαγάνι = χειμωνιάτικο ρούχο των τσομπάνων και είδος

τυριού

2105. καπετανάτο = καπιτανάτου = αυτό που διοικεί ο καπετάνιος

2106. καπετανέϊκος = καπιταναρέικους = του καπετάνιου

2107. καπετάνιος, καπετάνισσα = καπιτάνιους, -ισσα

469
2108. καπνιά = γάνα = μουντζούρα από κάρβουνο η καπνιά που κάθεται στα

μαγειρικά σκεύη από τη φωτιά, η σκουριά που σχηματίζεται στα χάλκινα

σκεύη που δεν τα έχουμε γανώσει

2109. καπνίζω = τσιγαρουλουγάου

2110. καπνίζω τσιγάρα = πίνου τσιγάρα

2111. καπνοδόχος = μπουχαρί

2112. καπνός = κάπνα

2113. καπνοσακούλα από κατσικίσιο δέρμα = μπουζάρκα

2114. κάποιου = κάμπιανου

2115. κάποτε = κάνα κιρό = κάποια φορά, παλιότερα

2116. κάποτε = κάπουτις

2117. καραβάνι = κουνταρέλα, κανταρέλα = καραβάνι με φορτωμένα ζώα που

πηγαίνουν το ένα κοντά, πίσω στο άλλο.

2118. καραβάνι (προπομπή) = καρακόλι = ομάδα από γέροντες και παιδιά που

αναχωρεί γρηγορότερα απ’ το καραβάνι, επειδή δεν πρέπει να καθυστερεί το

υπόλοιπο καραβάνι, έφευγε σια μπρουστά.

2119. καραβάνι = πομπή φορτωμένων ζέω με την οικοσκευή της στάνης και οι

άνθρωποι, πορεία Σαρακατσάνικων οικογενειών

2120. καραβάνια αλόγων στη στράτα = συγκαίρια

2121. καραούλι = βίγλα = σκοπιά

2122. καρβουνιάζω = σκρουμπιάζου, γίνομαι σκρούμπος = γίνομαι κάρβουνο

2123. καρβουνιάστηκε = σκρούμπιασε = κάηκε εντελώς ,

2124. κάρβουνο = κάρκαλο

2125. κάργα = ντίγκα

2126. καρδάρα μικρή = μπακράτσι = αρβαλοτεσούλα, βεδούρα, βέτρε, βέτρον,

βούργια, γιορδέλι, γιουρδέλι, , καρδάρ, καπράτσι, κερτέλι, κούτλους, λακασάς,

λάτα, μαστέλο, μαστέλος, μπακίρα, μπακράτσι, μπακράτς, μπουγέλο, μπουέλο,

470
μπουγέλος, μπούγελος, μπραγατσούλι, μπρακάτσι, μπρακακάτσι, σατίλι,

σίγλος, σίκλα, σίκλος, σιχλάκι, σίσκλος, σιγκλί, σούγλος, τέσα, ταβάς

2127. καρδιά = ζαχαρένια

2128. καρδιά = ψ’χή

2129. καρδιακός = γκαρδιακός = επιστήθιος φίλος.

2130. καρούλι = καρέλι = εξάρτημα του αργαλειού (τροχαλία πάνω στην οποία

περνούν οι κλωστές που φέρνουν το στημόνι)

2131. καρποί, στρόγγυλοι που πέφτουν από δέντρο = μπουρμπούλια

2132. καρπός της τσιατσιάς = τσιάτσια


2133. καρπούζι = αγγούρι

2134. καρτέρι = παγάνα = ψάξιμο, ανίχνευση, περιπολία

2135. καρυδένιος = κάρυνους, -η, -ου = αυτός που γίνεται από

ξύλο καρυδιάς

2136. καρύδι = κουκόσα

2137. καρύδι (λαιμού) = κουμπί ,καρύδι = προεξοχή που παρατηρείται στον ανδρικό

λαιμό, ονομάζεται «μήλο του Αδάμ» ή στην

καθομιλουμένη και «καρύδι». Για πολλούς είναι

η απόδειξη του προπατορικού αμαρτήματος το

οποίο έγινε η αιτία να εκδιωχθεί ο άνθρωπος από τον παράδεισο.

2138. καρυδιά = καρυά

2139. καρύδια = κουκκόσις , κοκόσες

2140. καρφίτσα ασημένια = καρφουβέλουνου

2141. καρφίτσες(είδος) = θηλ’κάρια = ασημένιες διπλές και μεγάλες καρφίτσες

2142. κασεριού είδος = κασκαβάλι

2143. κασμάς = μπίκος =, μπίνκος, μπίκο, μπίγκος, μπικοσκαλίδα αξίνα, αξινάρ,

αξινάρα, αξινάρι, γκασμάς, κατσίν, ξινάρι, ξνάριν, πίγκος, πικούνι, σκαπέτα,

σκαπέτι, σκιπαρνιά, στινουτσάπ απ' το Βενετσιάνικο picon

2144. κασσιτερώνω = γανώνου =καλύπτω με καλαϊ τα χάλκινα σκεύη

471
2145. καστανότοπος = καστανόλουγγους, σ' τσ καστανιές = λόγγος με καστανιές,

μέρος με καστανιές.

2146. κατά 'κει = κείθι, κείθε, συνήθως από την πίσω μεριά π.χ (κίθε απ το βουνό)

2147. κατά πού = κατιπούθι

2148. κατά σύμπτωση = καταλαχού = τυχαία, πάνω στην

ώρα

2149. κατάβαθα = κατάβαθα ,εντελώς στο βάθος, μέσα

στην ψυχή

2150. καταβάλλομαι ψυχικά = βαλαντώνω

2151. καταβόθρα = καταβόθρα, υπόγεια φυσική διάβαση στην οποία πολλές φορές

χάνονται τα νερά.

2152. καταγής = κατασάουρα, καταΐ, καταούλα

2153. κάταγμα ποδιού = ρόκα του πουδάρι = (μτφ.) έσπασε το πόδι και είναι στο

νάρθηκα.

2154. καταγωγή = σ’νάφι, φύτρα = γενιά, άτομα με ίδια καταγωγή και προέλευση.

Ασχολούνται με το ίδιο επάγγελμα

2155. καταδέχομαι = καταδέχουμι

2156. κατακάηκε = κάρκανου γίν’κι = (π.χ. το ψωμί).

2157. κατακάθι = ζούρα = το κατακάθι του καφέ, υγρών

2158. κατακέφαλα = ταμπλάς

2159. κατακλυσμός = κιαμέτι = μεγάλη βροχοθύελλα

2160. κατάκοιτος = κλός

2161. κατάκοιτος είμαι = κείτουμι = κείτομαι καταγής, είμαι άρρωστος, ευρίσκομαι

νεκρός

2162. κατακοκκινίζω = κατακουκκινίζου = κάνω κάτι πολύ κόκκινο

2163. κατακόκκινος είμαι = κοκκ’νουβουλάου = "κουκκινουβουλάει η μπούκατ εχει

κατακκόκινα μάγουλα "

2164. κατακομματιάζω = πιτσουκόβου

472
2165. κατακόπηκα =λιανίσκα = κουράστηκα

2166. κατάκορφα = κατάκουρφα = ακριβώς πάνω στην κορυφή.

2167. κατάλαβα = ααααα.. = σωστά

2168. καταλαβαίνω = νουγάου , γρικώ

2169. καταλήγω κάπου = απουγιένουμι

2170. κατάλυμα, αλλα και φωλιά άγριων ζώων = γιατάκι

2171. καταλύω = κονεύω, κονιάζω = κονέβγω, κονέφκω, κάθομαι,

2172. κατάμαυρος = καραμαυριάς

2173. καταμεσήμερο = ντάλα = ζεστό μεσημέρι

2174. καταμεσής στη λάκκα = κατάλακκα

2175. καταμεσής στον κάμπο = κατάκαμπα, κατακαμπής

2176. καταντροπιάζομαι = χουμπώνου - ουμι

2177. καταντώ = καταντένου, καταντάου = γίνομαι, καταλήγω

2178. κατάξερο και άγονο μέρος = χαρχάρα, χαρχάλα

2179. καταπίνω = γκλικ, κάνου γκλικ

2180. καταπράσυνα βουνά =

καταπράσνα β’νά = πολύ πράσινα

βουνά, βουνά με βοσκή,

2181. καταραμένο = βουμπίρ’κου,

ουργισμένου

2182. καταρράκτης = ζαρνάρα =

βουνίσιος μικρός καταρράχτης.

2183. κατασκευάζω πρόχειρα = γαρδαλώνου = φτιάχνω κάτι πρόχειρο και όχι

σταθερό.

2184. καταστενοχωρούμαι = βαριουσκανιάζου

2185. καταστρέφω = ξικάνου, χαλάου = (μτφ.) δολοφονώ

2186. καταστροφή = ξιλουθρυμός = εξολοθρεύω, εξολόθρευση

2187. κατασφάζω = πιτσουκόβου

473
2188. καταταλαιπωρώ = αλλ’μανάου δέρνω κάποιον αλύπητα και τον τσαλαπατώ

2189. κατατάσσομαι στον στρατό = στρατεύουμι

2190. κατατεμαχίζω = λιανίζου =, κάνω κομμάτια, σκοτώνω

2191. κατατσιμπάω τα μάγουλα από απόγνωση = συντζουκόβουμι = χτυπιέμαι, είμαι

απελπισμένος, τα έχω χαμένα

2192. καταφέρνω = πιτχαίνου

2193. καταφύγιο = γιατάκι = τόπος για ανάπαυση,

2194. καταχώνιασμα = θαλάπουμα = μαύρισμα απ το πολύ ξύλο,

2195. κατεβασιά = κατιβασιά = φούσκωμα ποταμού ύστερα από νεροποντή

2196. κατεργασμένο = αργασμένο = αυτό που έχει αργαστεί, κατεργάζομαι

δέρματα, σκληραίνω, ροζιάζω

2197. κατεύθυνση = σιαπάν- σιακατ- σιακεί = δήλωση κατεύθυνσης

2198. κατευθύνω = ουρμώνου

2199. κατηγορία = κατηγόριου

2200. κατηγόρια = αφουρμή = συκοφαντία

2201. κατοίκησε = κατοίκιψι

2202. κατοικία (κουνάκι) φτιάχνω = κουνέβου

2203. κατοικία κλέφτη = λημέρι = οι σπηλιές, τα γρέκια των κλεφταρματωλών.

2204. κάτοικος (που ζει σε κονάκι) = κουνακιάρς, -α, -κου = αυτός που ζει στο

κονάκι, που η ζωή του κινείται γύρω από αυτό

2205. κατόπιν = απέ

2206. κατουρώ = κατράω

2207. κατρακυλάω = κουρδουκ’λάου = πέφτω και κυλάω πολύ αστεία και απρεπώς.

2208. κατρακύλησα = κουρδοκύλσα

2209. κατρακύλισμα = κουρδουκύλα

2210. κατσαρόλα = τέντζερης

2211. κατσαρολάκι μικρό = μπακράκι = η και αρβαλοτεσούλα, βεδούρα, βέτρε,

βέτρον, βούργια, γιορδέλι, γιουρδέλι, , καρδάρ, καπράτσι, κερτέλι, κούτλους,

474
λακασάς, λάτα, μαστέλο, μαστέλος, μπακίρα, μπακράτσι, μπακράτς, μπουγέλο,

μπουέλο, μπουγέλος, μπούγελος, μπραγατσούλι, μπρακάτσι, μπρακακάτσι,

σατίλι, σίγλος, σίκλα, σίκλος, σιχλάκι, σίσκλος, σιγκλί, σούγλος, τέσα, ταβάς

2212. κατσαρομάλλης = κατσαρός

2213. κατσίκα ενός χρόνου = βιτούλα

2214. κατσικάκι (οικόσιτο) = μανάρα -ρι = κατσίκα

οικόσιτη που προορίζεται για σφαγή./ αρνί που

μεγαλώνει οικόσιτα (μανάρι). Υποκοριστικό της

λέξης «αμνάριον»

2215. κατσικάκι θηλυκό = κατσ’κάδα

2216. κατσικάρης = κατσ’κάρ’ς

2217. κατσίκι ενός χρόνου, -α το θηλυκό = βιτούλι, - α

2218. κατσίκι που γεννήθηκε από βετούλα = βιτ’λουκάτσ’κου

2219. κατσιούλα, κατσούλα = η κουκούλα από την κάπα η

κατσούλα της καλύβας όπου σχηματίζονταν ο σταυρός σε

κίνηση να δένονται συγκλίνοντας τα λούρα και θεωρείται

και αιτία προέλευσης του ονόματος σαρα = βουνά

απάτητα, κασ - κατσ οι κατσιούλες, σταυρός = > Σαρακατσιάνος

2220. κατσούλα = μπουχαρί, μπούχαρς, μπουχαρί = καπνολόγος, καπνορούφης,

κουλιπτές, μουχαρί από το buhar αλβ.

2221. κάτω = καταΐ

2222. κατώτερος, -η, -ο = παρακατιανός, -ή, -ό

2223. καύσωνας = κάμα = ζέστη, ζέστη από ήλιο (ομηρική λέξη «καύμα»). Ιλιάς Ε,

865, αλλα σημαίνει και κάτι παραπάνω (κάμα τρανότερος, κάμα

ομορφότερος)
2224. καλυτερότερος = αλλουκαλύτιρους = αυτός που είναι ο καλύτερος από όλους

τους άλλους

475
2225. καύτρα = καύτρα = άκρη από κάτι που καίγεται

2226. καφετιά = μπάρτσα

2227. καχεκτικός = βιρέμ’ς = αρρωστιάρης,

2228. καψέλλα το βαλάντιο του ποιμένος =

Αγριοκαρδαμούδα. Ανήκει στην οικογένεια των

σταυρανθών (Cruciferae). Είναι ένα άγριο

χόρτο και αυτό που περιέχει πολλές χρήσιμες βιταμίνες όπως Α, Β,C, K καθώς

και ασβέστιο, σίδηρο , φωσφόρο, κάλιο. Είναι αιμοστατικό, και έχει πολύ

καλή δράση στην νεφρική λειτουργία, ακομα σταματά την διάρροια.Περιέχει

χολίνη και άλλες αμίνες. Είναι αγγειοσυσταλτικό και χρησιμοποιείται σαν

αιμοστατικό για ορισμένα μέρη του σώματος, ιδιαίτερα ρυθμίζει την συστολή

της μήτρας αλλά η δράση του είναι πολύ αδύνατη.

2229. κέδρινος = κιδρίσιους = από κέδρο.

2230. κεδροκαρπός =

κιεδρουμπόμπουλα = καρπός

από το κέδρο.

2231. κεδρόξυλα = κιδρόξ’λα = ξύλα

από τον κέδρο.

2232. κέδρος = σκόρτσα, κιέδρους=

(Cedrus) είναι κωνοφόρο αειθαλές δέντρο που ανήκει στην οικογένεια των

Πευκοειδών (Pinaceae). Τους συναντάμε συχνά σε ελατοδάση, διότι οι κέδροι

αρχικά παρέχουν τη σκιά που απαιτούν τα έλατα για να μεγαλώσουν κατά τα

πρώτα στάδια της ζωής τους. Το ξύλο ενός κέδρου όταν καίγεται δίνει ένα

άρωμα, και γι' αυτό χαρακτηρίζεται και ως αρωματικό δέντρο

2233. κελαηδούν πουλιά = λαλούν πουλιά

2234. κελαηδούν τα πουλιά = του λέν’ τα πλιά


2235. κελαηδώ σαν το αηδόνι = αηδουνουλαλού

476
2236. κέντημα(είδος) = σταυρουβιλουνιά = τρόπος που κεντάμε (η βελονιά πηγαίνει

χιαστή).

2237. κέντημα(τρόπος) = γαϊτάνουμα = διακόσμηση των ενδυμάτων με γαϊτάνι.

2238. κεντήματος είδος = ξουμπλιαστό

2239. κεντητή ποδιά που πιάνεται στον τράχηλο με κόπιτσα = τραχ’λιά

2240. κεντράω τα πρόβατα να περάσουν για άρμεγμα = κιντράου τα πρότα

2241. κεράσματα = ζώσματα = μαντ’λώματα, δώρα

2242. κεράσματα(στα προζύμια) = κουσκινίδια = κεράσματα στο κόσκινο, όταν

αναπιάνουμε τα προζύμια

2243. κερατάς = κιαρατάς, κιρατάς

2244. κέρατο = κιέρατου = πονηρός κι

έξυπνος άνθρωπος

2245. κεραυνοί = αστρουπιλέκια

2246. κεραυνός = .βρουντή,

αστραπόβουλους, αστραπόβολο =

αστραπή που πέφτει.

2247. κερδίζω = κιρδάου, καζαντίζου

2248. κέρδος = καζάντιου, καζάντια, κέρδητα = όφελος

2249. κέρδος = διάφουρου = τόκος, ωφέλεια, συμφέρον:

2250. κερί φτιαγμένο από ξύγκι = ξυγκοκέρι

2251. κερνάω = κιρνάου

2252. κεφαλάρι = κιφαλάρι = ξύλινο ημικύκλιο στο πάνω μέρος της

σαρμανίτσας(παιδικής κούνιας) , το τελείωμα του υφαντού που είναι

διακοσμημένο

2253. κεφαλάρι = κιφαλόβρυσου = κύρια πηγή,

2254. κεφαλή του κοπαδιού = μπρουσνέλα

2255. κεφάλι = κιφάλι = κεφάλι, κάθε κομμάτι από το φουστάνι. Το κάθε φουστάνι

γίνεται από δέκα περίπου κεφάλια ή 25-30 αδερφωμένες ιδιασμένες κλωστές.

477
Ένας αριθμός από κεφάλια αποτελεί το διασίδι. π. χ. 8, 10 ή περισσότερα.

Στρογγυλό μεγάλο κομμάτι τυριού.

2256. κεφάλια (φυτών) = λουβιά = σκελίδες

2257. κεφαλικός φόρος σε ζώο = κιφαλιάτ’κου =

φόρος για κάθε κεφάλι ζώο

2258. κεφαλομάντηλο = μπόνα, μπάνα

2259. κεφαλομάντηλο = μπόχος, μπόχους

2260. κεφαλομάντιλο = κιφαλουτάνι

2261. κεχαγιά αξίωμα = του κιχαϊλίκι

2262. κίνδυνος = κίντυνους

2263. κινούνται = αναχαράζουν (τα κουπάδια) = ανακατώνονται

2264. κιόλας = κιόλα

2265. κιόσκι = τσαρδάκι

2266. κισσός = μπρουσκλιά, μπρούσκλι, μπρούσκουλα = από το bršljan

2267. κίτρινος = κίτιρνους,

2268. κλάδεμα = κλάρ’σμα = κόψιμο κλαδιών

2269. κλαδιά (που μένουν από κλάδεμα) = απόκλαρα = μικρά κλαδιά που μένουν

μετά από το κλάρισμα ενός μεγάλου κλωναριού

2270. κλαδιά = κλαριά

2271. κλαδιά κόβω = κλαρίζου = κόβω κλαδιά για να τα φτάνουν τα κατσίκια

2272. κλαίει γοερά = έχει γκάνιαξει = κλαίει με ασταμάτητο κλάμα

2273. κλαίω = χλιμιτράου = κάνω σαν το άλογο που φωνάζει

2274. κλάμα νύφης = χλιμιτρίσματα = αποχαιρετηστήρια κλάματα με λυγμούς που

χύνει η νύφη

2275. κλαρί μεγάλο = κλάρα = από το κλαρί + μεγεθυντικό

επίθημα -α

2276. κλάρισμα δέντρου = κλάρους = η εποχή για κλάρισμα

2277. κλειδαριά = κλειδουνιά

478
2278. κλείνω = κλείου

2279. κλείνω ερμητικά κάτι = τουπώνω

2280. κλείσε το καλά = τούπουστου

2281. κλεισούρα = κλεισούρα, ή κλεισώρεια, γενικά χαρακτηρίζει στενό πέρασμα,

στενή δίοδος, που απαντάται συνηθέστερα στο σημείο συνάντησης πλαγιών

δύο ή τριών βουνών και ειδικότερα όταν αυτές είναι βραχώδεις και απότομες,

οπότε και πρόκειται για προσπελάσιμο φαράγγι.

2282. κλειτσόξυλο = ματσούκι

2283. κλέφτες =κλέφτοις, κλέφτες = έτσι ονομάζονταν τα μέλη ένοπλων παράνομων

ομάδων του βουνού, την περίοδο της Τουρκοκρατίας, αλλά και πριν, οι οποίοι

έδωσαν το όνομά τους στα φημισμένα κλέφτικα δημοτικά μας τραγούδια.

Κάθε ομάδα κλεφτών είχε δικό της μπαϊράκι(σημαία), τον καπετάνιο, το

πρωτοπαλίκαρο και τους ψυχογιούς ( ανήλικα κλεφτόπουλα).

Κρύβονταν σε δυσκολοπάτητα μέρη, τα λημέρια και έβαζαν σκοπιές, τα

καραούλια.

2284. κλέφτες. = αρπαγάδις

2285. κλέφτης = κατσάκ’ς

2286. κλέφτης παιδικό παιχνίδι = κλέφτ’ς

2287. κλέφτικα λημέρια = κλιφτουλήμιρα

2288. κλεφτόπουλα = κλιφτόπουλα , κλεφτόϊπουλα = κλεφτόπουλα (ανήλικοι

ψυχογιοί των κλεφτών) Σ' όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας οι δύσκολες

συνθήκες της ζωής έκαναν πολλούς να ανεβαίνουν στα βουνά και να γίνονται

ληστές. Οι αρχές τούς αντιμετώπιζαν ως κακούργους, ο λαός όμως θαύμαζε το

ελεύθερο φρόνημα, τη λεβεντιά και την παλικαριά τους κι έκαμε τραγούδι τη

ζωή και τα κατορθώματά τους. Έτσι οι κλέφτες θεωρήθηκαν λαϊκοί ήρωες. Οι

Τούρκοι, για να προστατέψουν την ύπαιθρο από τους κλέφτες, οργάνωσαν

ειδικά τμήματα, τους αρματολούς. Αυτοί αναλάμβαναν τη φύλαξη μιας

περιοχής, που λεγόταν αρματολίκι. Πολλές φορές το οθωμανικό κράτος έδινε

479
τα αρματολίκια σε ξακουστούς κλέφτες, που δεν μπορούσε να τους υποτάξει

αλλιώς. Ο σουλτάνος φρόντιζε να παραμερίζει τους αρματολούς, που

αποκτούσαν ιδιαίτερη δύναμη ή έδειχναν ξεχωριστή συμπάθεια στους

ραγιάδες. Τότε αυτοί ξαναγίνονταν

κλέφτες. Συχνά κλέφτες και αρματολοί

συνεργάζονταν με αποτέλεσμα οι λέξεις

κλέφτης και αρματολός να σημαίνουν το

ίδιο πράγμα. Κάθε ομάδα αρματολών ή

κλεφτών είχε το δικό της μπαϊράκι (σημαία), τον καπετάνιο της και το

πρωτοπαλίκαρο της, που είχε θέση υπαρχηγού. Η ομάδα μπορούσε να έχει και

ψυχογιούς, δηλαδή ανήλικα κλεφτόπουλα.

2289. κληματαριά = κρεβατίνα = που χρησιμοποιείται για ίσκιο (από αμπέλι, κισσό,

και γενικά απο αναρριχόμενα)

2290. κλίτσα = κλ(ε)ίτσα= ευθύ σκαλισμένο η όχι ξύλο που προορίζεται κυρίως για

το πιάσιμο των ζώων αλλα και δευτερευόντως για στήριξη. Κλ(ε)ίτσα κυρίως

λέμε το μικρό καμπυλωτό οριζόντιο μέρος με μορφή σχεδόν πάντα κριαριού

που μπαίνει στο κλιτσόξυλο

2291. κλίτσα (είδος) = τζιουμπανόκλιτσα = κλίτσα που κάθε μέρα παίρνει ο

τσομπάνος κοντά στα πρόβατα.

2292. κλίτσα (είδος) = χειρόκλιτσα = κλίτσα για τα παζάρια, για επίσημες

εμφανίσεις.

2293. κλίτσα = αγκλίτσα = σκαλισμένη ή απλά σκέτη, κυρτή κεφαλή με μορφή

συνήθως κριαριού,

που έχει τρύπα και

μπαίνει σε ένα ίσιο

ξύλο.

2294. κλίτσα από κρανίσιο κλιτσόξυλο = κρανένια κλίτσα

2295. κλίτσα χτύπημα = κλ(ε)ιτσιά

480
2296. κλιτσόξυλο = κλ(ε)ιτσόξ’λου = ξύλο πάνω στο οποίο τοποθετείται, στερεώνεται

η κλ(ε)ίτσα.

2297. κλωναράς = κλουνάρας = αυτός που πιάνεται από το κλωνάρι και χορεύει

μόνος του

2298. κλωνάρια = κλώνη

2299. κλωνί = κλουνί = μικρό κλωνάρι, βλαστάρι από φυτό, κλωστή

2300. κλωστές (είδος) = κατσέλια = στριμμένες μαζί κλωστές με τις οποίες ράβω το

γύρω-γύρω των ενδυμάτων.

2301. κλωστή = κλουνά

2302. κλωτσιά = κλουτσιά, κλότσους = τσινιά, τσουνιά, τσιαφλέκι, ανεποδάρα,

λακτέα, λαχτία, λάχτα από το Ιταλικό calcio

2303. κλωτσοτύρι , ξινοτύρι = κλουτσουτύρι = ξινοτύρι που παράγεται από το

ξινόγαλο, αφού πρώτα αφαιρέσουμε το βούτυρο

2304. κόβεται η λαλιά μου = χαβώνω

2305. κόβεται το γάλα = κόβιτι του γάλα = γίνεται μυζήθρα και τυρόγαλο, χαλάει η

σύσταση του (κόβετε) στο βράσιμο γιατί είναι ημερών και ξινίζει

2306. κόβεται το κουράγιο μου = κόβουντι τα στ’μόνια μ' = δεν έχω κουράγιο, δεν

έχω όρεξη για ζωή, γεράζω.

2307. κόβω τα κλαδιά από το δέντρο = κλαρουκουπάω = κλαρίζω το δέντρο για να

φάνε τα ζώα.

2308. κόβω τις άχρηστες βέργες από το κλήμα = βιργουλουγάου

2309. κόβω το βύζαγμα στο αρνί = αποκκόβω = σταματώ πια το βύζαγμα του

αρνιού για να παίρνω το γάλα τους

2310. κόβω τον ομφάλιο λώρο = αφαλουκόβου.

2311. κοιλιά = κλοιά, μπάκα

2312. κοίλωμα = κφάλα = κοίλωμα δένδρου ή τρύπα δοντιού

2313. κοίλωμα στο έδαφος (βαθύ) = γκδουνότρυπα

2314. κοίλωμα φυσικό = κόρφουμα

481
2315. κοιμάμαι = πλαϊάζου, ακουμπάου, τιντώνουμι

2316. κοιμάμαι σε λημέρι = λημιριάζου = μένω στο λημέρι.

2317. κοιμίζω = υπνώνου

2318. κοιμισμένη = υπνουμένη = αυτή αυτός που κοιμάται, κοιμισμένη

2319. κοίτα = τήρα, τέρα = δές


2320. κοίτα (να δεις).= α' ιά

2321. κοιτάζομαι = τηριέμαι, τηριώμι

2322. κοιτάζομαι στον καθρέφτη = τηριώμι

2323. κοιτάζω = τηράου

2324. κοκαλιάρης = αχαμνός

2325. κοκίτης = καρκαλέτσι, καρκαλέτς

2326. κόκκινη χρωστική ουσία = κριμέζι

2327. κόκκινο άλογο = ντουρής


2328. κόκκινο βαθύ = άλκους = αυτός που έχει βαθύ

κόκκινο χρώμα.

2329. Κοκκινολαίμης = καλογιάννος. Στον ελλαδικό χώρο απαντά και με τις

ονομασίες Γύφταλος, Γυφτούλα, Καλόγιαννος και Καλογιάννος,

Κομπογιάννης, Κοκκινοτραχηλίτσα (Καρδίτσα), Πυρρούλας, Ρούβελας,

Τσιγκογιάννης (Θεσσαλία), Τσιμπογιάννης, Τσιπουργιάννης και

Τσιρογιάννης (Αίγινα), Γιαννακάκι(Χανιά - Κρήτης).

2330. κοκκινωπός = ρούσος Από τη λέξη «ρούσιος» =κοκκινωπός, ξανθοκόκκινος

2331. κόκορας = κόκουτας, κόκουτους


2332. κολλάω = ακουλλάου
2333. κολλητά = ακουλλ’τά = δίπλα δίπλα, ενωμένα

2334. κολοκυθιάς άνθη = κίτρινις

2335. κολοκυθόπιτα = κουλουκθόπτα = πίττα από κολοκύθα

2336. κόλυβα = μοιράσματα = αυτά που μοιράζονται για τις ψυχές των νεκρών

(κόλλυβα, ψωμάκια, κ.α)

482
2337. Κομιτατζήδες = Κουμίτις

2338. κομμάτια = = χάρβαλου

2339. κομμάτιασμα = .λιάνσ’μα = τεμάχισμα,

2340. κομμένη ρίζα δέντρου = κτσιούμπ(ι) = και ο ανεπίδεκτος μαθήσεως

Κιτσιούμπο = κομμένο κομμάτι δέντρου. Από τη λέξη «κόσυμβος»

2341. κομπιάζω = κουμπιάζου = κομμάτι τροφής με εμποδίζει να καταπιώ,

πνίγομαι, μπουκώνω

2342. κομπολόι = κουμπουλόι = αδύνατο ζώο, άπαχο, κοκκαλιάρικο

2343. κομπόστα = χουσάφι, χουσιάφι, κουσάφι == είναι το παραδοσιακό έδεσμα το

οποίο γίνεται από αποξηραμένα φρούτα χοσιάφι, χοσιάφ, χοσάφ, χουσάφι,

χουσάφ, χρουσάφι, κοσάφι, κοσάφ, κουσάφι, κουσιάφι, κουσάφ, κιουσάφι

από το Ιταλικό composta

2344. κονάκι (είδος) = φριτζιατουκόνακου = κονάκι φριτζιάτο


2345. κονάκι = αδίπλο κουνάκι = αυτό που έχει δυο πλευρές και δυο σκεπές

(επικλινές).
2346. κονάκι = ορθό κονάκι = ο κωνικός τύπος κονακιού

2347. κονάκι κατασκευή = φριτζιάτου = η υποδοχή του κανακιού περιφραγμένη

αυλή με καθίσματα και κρεβάτια για να υποδεχόμαστε τους ξένους, τεχνητός

ίσκιος, τσαρδάκι.

2348. κονακιού σχεδιασμός = κουμπόδιασμα

2349. κόνιτο το νάπιλλο = φαρμάκι = το δηλητηριώδες φυτό κόνιτο το νάπελλο,

ακόνιτο το ρανουκουλόφυλλο, ακόνιτο το λυκοκτόνο. (

Aconitum napellus ) Δηλητηριώδες φυτό, γνωστό στην Ελλάδα

από την εποχή των μυθικών χρόνων. Πιθανολογείται ότι το

χρησιμοποιούσαν όπως το κώνειο, για την εκτέλεση των καταδικασμένων σε

θάνατο, ενώ χρησιμοποιούσαν τον χυμό του για να παρασκευάσουν

δηλητήριο, στο οποίο εμβάπτιζαν τα βέλη και τα ξίφη τους. Όταν το τρώνε τα

πρόβατα φαρμακώνονται και ψοφάνε

483
2350. κοντά = σμά

2351. κονταίνω = κουντεύου

2352. κοντός = ανέσουστους, κουντός

2353. κοντοστάθηκα = νταϊάντσα, κουντουστάθκα

2354. κοντοστάθηκα = νταϊάντσα, κουντουστάθκα

2355. κοντούλα = κουντακιανούλα

2356. κοντούλης , -α, -η = κουντακιανός, -ή, -ό =,

2357. κοντόχοντρος = κουρδουμπλός = αυτός φαίνεται σαν στρογγυλός

2358. κοπάδι (ειδικό) = τσαγκάδια = κοπάδι που αποτελείτε απο τσαγκάδες

2359. κοπάδι (μέρος) = φτιρό = μέρο ςτου κοπαδιού, η άκρη απ το κοπάδι.

2360. κοπάδι = κουπάδι = σύνολο από ζώα, το κοπάδι των προβάτων η των

κατσικιών αλλα και πλήθος ανθρώπων Από τη βυζαντινή λέξη «κοπή» =

ποίμνη

2361. κοπάδι με αρνιά και πρόβατα. = αρνόπρατα

2362. κοπάδια των Βουλγάρων = βουλγαρουκόπαδα

2363. κοπαδιάζω = κουπαδιάζου = χωρίζω τα πρόβατα σε κοπάδια, γαλαροκόπαδα,

στερφοκόπαδα κλπ

2364. κοπανάω = στουμπάω

2365. κοπέλα με όμορφο λαιμό = γαργαρουλιμούσα

2366. κοπέλα που στολίζεται = αρματώστρα

2367. κόπηκαν τα χέρια μου απ το βάρος = κλαρίσκα

2368. κόπιτσα = κόπτσα = μικρή πόρπη,

2369. κόπο κάνω = κουπιάζου = έρχομαι

2370. κόπρανα ρευστά = τσίρλα, τσέρλα, τσίρλους

2371. κοπριά = .αφσκί

2372. κοπριά = βουνιά = κοπριά μεγάλων ζώων . Β(ου)νιὰ ( βούς, βουνιά ) = ἡ

κοπριά τῶν χορτοφάγων ζώων

2373. κοπριά = γκουλαβίνα = νωπή προβάτινη κοπριά.

484
2374. κοπριά = κουπριά = η κοπριά των ζώων, (μτφ.) βρομερός, άχρηστος, άξιος για

πέταγμα, για περιφρόνηση.

2375. κοπριά γιδοπροβάτων = κακαράντζα ,έχει στρογγυλό μικρό σχήμα. ο ευτελής

Από το ρήμα «κακκάω= κάνω κακά

2376. κοπριά μαζεμένη σωρό = φ’σκή

2377. κοπρίζω = κουπρίζου = αποβάλλω τα περιττώματα μέσα από τη φυσική οδό,

αφοδεύω, ρίχνω κοπριά σε χωράφι η κήπο,

2378. κοπρισμένο μέρος από κοπάδι = παλιουκόπρι =μέρος που έχει παχύ χορτάρι,

επειδή το έχουν τα πρόβατα μαντρί τους για αρκετό διάστημα.

2379. κορδώνομαι = καμαρώνου = αισθάνομαι περήφανος

2380. κοριτσάκια = λιανουκόρ’τσα

2381. κορίτσι = κουρίτσι, κουπέλλα

2382. κορίτσι ορφανό = ουρφανουκόριτσου

2383. κορντόνι = γαϊτάνι = λεπτό κορδόνι , κουρδούνι, κουρδόν, δέτης, λεφτάρι,

τεχρίλι

2384. κοροϊδεύω αναμπαίζου, αναγιλάου, γιλάου, πιριγιλάω, αναγιλάου = χλευάζω

2385. κορόμηλα = κουρόμπλα.

2386. κορομηλιά αγρια = κουρουμπλιά

2387. κορόμηλο= κουρόμπλου Το κορόμηλο, είναι το φρούτο που βγαίνει από το

φυλλοβόλο δένδρο κορομηλιά και ανήκει στην οικογένεια Ροδανθών. Η

κορομηλιά είναι γνωστή και με την ονομασία

κουρουμπλιά, (σαρακατσάνικο) κουμπουλιά και

τζανεριά. Τα κορόμηλα βρίσκονται πολύ ψηλά στη

λίστα των αντιοξειδωτικών τροφών και εκτός των

άλλων προστατεύουν την καλή λειτουργία το

εγκεφάλου, της καρδιάς, του νευρικού συστήματος

και των ματιών, ενώ δρουν κατά της υπερτροφίας του προστάτη.

485
2388. κορυφή = κορφή = η κορυφή γενικώς(βουνού, δένδρου, κορυφή στα

γράμματα, στη ζωή, κ.ο.κ) αλλα και το πήγμα ξινισμένου γάλακτος απ΄ το

οποίο θα βγει με χτύπημα το βούτυρο . Επίσης , κορφίε = κορφή, η πέτσα του

γάλατος ή τα λιπαρά του που σχηματίζονται επάνω μετά το βράσιμο. Από την

ομηρική λέξη «κορυφή» = το ύψιστον, η κορυφή

2389. κορυφή = κουρ’φή = γινωμένο για βάρεμα (αποβουτύρωση) γάλα ,

αφρόγαλο

2390. κορυφή από το κεφάλι = τσιουτίνα

2391. κορυφογραμμή = σύρραχου

2392. κορφοβούνια = κουρ’φουβούνια

2393. κοσκινίζω = κουσκνάου , για το αλεύρι ξυστάου

2394. κόσκινο (ειδικό) = δρυμόνι = κόσκινο από λευκοσίδηρο με μεγάλες τρύπες

2395. κόσμημα = καρφίτσα = κόσμημα στα μαλλιά της γυναίκας, διακοσμητικό

κέντημα

2396. κόσμημα (είδος) = καρδούλα = κόσμημα στη γυναικεία φορεσιά που έχει

σχήμα καρδιάς.

2397. κόσμημα (είδος) = κλειδώματα = κόσμημα (πόρπη) στη γυναικεία φορεσιά

2398. κοσμήματα = ασήμια, αλύσια

2399. κοσμήματα = άρματα

2400. κοσμηματοπώλης = σιαράφς

2401. κόσμος = ντουνιάς = ανθρωπότητα.

2402. κοτέτσι = κουμάσι = μτφ (παλιάνθρωπος)

2403. κοτόπουλα. = κουτόπλα κουτουπούλια

2404. κοτσανάτος γέρος = βασταηρός = αυτός που κρατιέται καλά από υγεία και

είναι μεγάλος σε ηλικία,

2405. κοτσάνι = κτσάν(ι) ( τίποτα ουσιαστικό π.χ κτσάνι ξερς)

486
2406. κοτσίδα = κουσάνα = κουτσίδα, κοτσινίδα, πλεξίδα, πλεξούδα, πλεξίδι, πλεκάδι,

πλεκάδ, τσουλί, βουρλίδα, βουρλίδι, βλιρίδα, βρουλίδα, βρουλίν, βρούλος,

φρουλίν, φρούλος, κλοστό, κλόσα

2407. κοτσίδες = πλιξούδις = πλεξούδες,

2408. κουβάρι = γκβάρι = νήμα μαζεμένο απ το γνέσιμο,

μαζεμένος κουβάρι απ το κρύο

2409. κουβαριάζω = γκβαριάζου = μαζεύω το νήμα σε

κουβάρια –ουμι κουβαριάζομαι.

2410. κουβαρίστρα = ρκέλα

2411. κουβέντα = γκβέντα , κβέντα, κρίση = κουβέντα, ζμπουρός, μασλάτι, μασλάτ,

μουχαμπέτι, μουχαμπέτ, μπουαμπέτι, πάρλα, παρόλα, λακριντί

2412. κουβέντες = γκβέντις , μουραπάδις

2413. κουβέντες για να περνάει η ώρα = μασλάτια

2414. κουβέντες ντόμπρες = παστρικές γκβέντις = ξεκαθαρισμένες κουβέντες

2415. κουβεντιάζω = γκβιντιάζου, σταυρώνου γκβέντις (μτφ.) συνομιλώ

2416. κουβέντιασμα = γκβέντιασμα

2417. κουβέρτα (είδος) = καραμηλουτή = που την υφαίνουν με μάλλινο υφάδι και

στημόνι βαμβακερό και έχει ρομβοειδή σχέδια

2418. κουδούνα(είδος) = γκδούνα = μεγάλο κουδούνι που το κρεμάμε κυρίως στα

γκεσέμια

2419. κουδουνάκια μικρά = βρουνταλίδια

2420. κουδούνι = γκδούνι. Οι Σαρακατσάνοι κρεμούσαν τα κουδούνια τους την

άνοιξη όταν αφήναν τα χειμαδιά και έπαιρναν το δρόμο προς τα βουνά για να

ξεκαλοκαιριάσουν. Η

διαδικασία αυτή, το

διάλεγμα και το

συνταίριασμα των

κουδουνιών στο κοπάδι, λέγονταν αρμάτωμα. Το φθινόπωρο, κατά την

487
επιστροφή στα χειμαδιά, αφαιρούν τα πολλά κουδούνια από το κοπάδι, το

ξαρματώνουν, και αφήνουν λιγοστά μονο σε ορισμένους μπροστάρηδες. Τα

κουδούνια στο λαιμό των ζώων ήταν δύο ειδών: τα προβατοκούδουνα που

ήταν χάλκινα φουσκωτά κουδούνια για πρόβατα, και τα κυπριά που ήταν χυτά

ορειχάλκινα για τα γίδια. Το μεγαλύτερο και βαρύτερο κυπρί κρεμόταν στο

γκισέμι, το μεγαλύτερο δηλαδή κριάρι που ήταν ο αρχηγός του κοπαδιού. Με

τον ήχο των κουδουνιών, που τον καθόριζε το υλικό, το σχήμα, το μέγεθος και

το βάρος τους οι τσοπάνοι παρακολουθούσαν την κίνηση του κοπαδιού. Οι

ίδιοι επέλεγαν και ταίριαζαν τα κουδούνια έτσι ώστε την ώρα της βοσκής να

ακούγονται όμορφα. γκδούνι δίχους γλουσσίδι (μτφ.) χωρίς περιεχόμενο,

κενός.

2421. κουδούνι (είδος) = λαμπρουκούδουνου = είδος κουδουνιού ακριβού

2422. κουδούνι (είδος) = στιρφόκυπρους = κυπρί που βάζουμε σε στέρφη γίδα.

2423. κουδούνι (είδος) = καμπανέλι = ο μπρούτζινος κύπρος με βραχνό ήχο

2424. κουδούνι (είδος) = λαμαρίνα = γαλαροκούδουνο με μεσαίο μέγεθος.

2425. κουδούνι (κυπρί) με

βραχνό ήχο =

βλαγκάρι =

μπρούτζινο

καμπανέλι (κυπρί)

που βγάζει βραχνό

ήχο

2426. κουδούνι (μικρό) =

γαργαλίδι = μικρό

κλειστό κουδουνάκι

για κατσίκια και

αρνιά.

2427. κουδούνι = βρόντους

488
2428. κουδούνι με κουφό ήχο = βλαγκόκυπρους = κύπρος που βγάζει βραχνό,

2429. κουδούνι. = βρόντα

2430. κουδούνια (ειδικά ) = κυπριά = Τα κουδούνια στο λαιμό των ζώων ήταν δύο

ειδών: τα προβατοκούδουνα που ήταν χάλκινα φουσκωτά κουδούνια για

πρόβατα, και τα κυπριά που ήταν χυτά ορειχάλκινα για τα γίδια. Το

μεγαλύτερο και βαρύτερο κυπρί κρεμόταν στο γκισέμι, το μεγαλύτερο δηλαδή

κριάρι που ήταν ο αρχηγός του κοπαδιού. Με τον ήχο των κουδουνιών, που

τον καθόριζε το υλικό, το σχήμα, το μέγεθος και το βάρος τους οι τσοπάνοι

παρακολουθούσαν την κίνηση του κοπαδιού. Οι ίδιοι επέλεγαν και ταίριαζαν

τα κουδούνια έτσι ώστε την ώρα της βοσκής να ακούγονται αρμονικά

2431. κουδούνια (ειδος) γκισιεμουκούδουνα = μεγάλα κουδούνια που τα βάζουμε

στα γκισιέμια

2432. κουδούνια (για κατσίκια) = κατσικουτσιόκανα = μικρά τσιοκάνια για τα

κατσίκια.

2433. κουδούνια (ειδικά) = χουντρουκούδ’να = κουδούνια με χοντρό ήχο, μεγάλα σε

βάρος κουδούνια

2434. κουδούνια (είδος) = .διπλά γκδούνια = μεγάλα και βαριά

2435. κουδούνια (είδος) = βαριουκούδ’να = τα βαριά κουδούνια

2436. κουδούνια (είδος) = διπλουκύπρια = κυπριά που έχουν ανάμεσα στο πρώτο

κοίλωμα δεύτερο μικρό κύπρο

2437. κουδούνια (είδος) = διπλουτσιόκανα = μεγάλα και βαριά τσιοκάνια που

βάζουμε στα γίδια

2438. κουδούνια (είδος) = ντουμπλές = σειρά με κουδούνια από το μικρότερο στο

μεγαλύτερο.

2439. κουδούνια (είδος) = ξηρουτσιόκανα = τσιοκάνια (βλ. λ.) που βροντάνε ξερά

και έχουν βαριά ζύγια.

2440. κουδούνια (είδος) = φουρκιάρ’κα = κουδούνια που έχουν μάκρος μια φουρκή,

όσο το άνοιγμα μέσου παράμεσου

489
2441. κουδούνια (είδος) = ψιλουκούδ’να = κουδούνια που βγάζουν λεπτό ήχο

2442. κουδούνια (είδος) = τσουκάνια = κουδούνια για το λαιμό των ζώων

κατώτερης ποιότητας που το βάνουμε στα γίδια ή στα άλογα από λαμαρίνα

χοντρή

2443. κουδούνια (είδος) = λαμπρουκουδουνάτα = πρόβατα με όμορφα κουδούνια

(κυπριά, τσουκάνια β.λ.) Οι Σαρακατσάνοι έδιναν μεγάλη αξία στο στόλισμα

(αρμάτωμα ) με κουδούνια των κοπαδιών τους. Φρόντιζαν πάντα για τα

καλύτερα και τα ποιο εύηχα ώστε να χαίρεται το αυτί τον ήχο καθώς περνούσε

το κοπάδι.

2444. κουδούνια (είδος) = λιανουκούδουνα = είδος από λεπτά κουδούνια.

2445. κουδουνια (είδος) = φαρδουκούδ’να = φαρδιά κουδούνια

2446. κουδούνια που βάζω στα γκεσέμια= κριαρουκούδ’να

2447. κουδούνια που ηχούν ρυθμικά και συνέχεια = γουργουλαλούν κουδούνια

2448. κουδούνια(είδος) = κυπρουκούδ’να

2449. κουδούνια(είδος) = μπίμπις = μεγάλες κουδούνες που

βάνουμε στα γκεσέμια

2450. κουδουνιού εξάρτημα = κλάπα = σιδερένιο έλασμα που

μπαίνει στο στεφάνι του κουδουνιού για να στερεωθεί το

κουδούνι

2451. κούκος = κούκους ή φασσουτρίγουνου = κούκος με το

επιστημονικό όνομα Cuculus canorus είναι ένα πτηνό

της οικογένειας των Κοκκυγιδών και είναι ευρύτατα γνωστό για το

χαρακτηριστικό δισύλλαβο κάλεσμα του, "κου κου". Είναι αποδημητικό και

θεωρείται το πρώτο πουλί που προαναγγέλλει την άνοιξη και σταματάει να

λαλεί του Αγ. Ιωάννη, στις 24 Ιουνίου. Είναι ένα μεσαίου μεγέθους πουλί με

άνοιγμα φτερούγων που μπορεί να φτάσει και τα 60 εκατοστά. Το οστάριο

της κατώτερης μοίρας της σπονδυλικής μας στήλης ονομάζεται κόκκυγας, από

την ομοιότητα του οστού με το ράμφος του κούκου. Η συνήθεια του πτηνού

490
να κάθεται μόνο του, προτιμώντας ψηλά σημεία καθώς και το γεγονός ότι δεν

έχει δική του φωλιά, αλλα γεννάει σε φωλιές άλλων πουλιών που κλωσάν και

τα αυγά του, συνετέλεσαν ώστε το όνομά του να συνδέεται με τη μοναξιά και

την ερημιά. Εξ ου και οι χαρακτηριστικές εκφράσεις: «Απόμεινε σαν κούκος»

και «Έμεινε στο σπίτι σαν τον κούκο».

2452. κουκούλα = σούρλα, κατσιούλα

2453. κουκούλα = κατσιούλα, κατσούλα =, καστιούλα, καπισόνι, καμουλίκα,

καρκούλα, τσιουτσιούλα, χουχούλα, από το Λατινικό cucullus

2454. κουκούλα στην κάπα και στην καλύβα η κορυφή = σκούφια, κατσιούλα

2455. κουκουλωμένη = μπουρμπουλουμένη = γυναίκα που φοράει μαντίλι που της

καλύπτει το πρόσωπο.

2456. κουκουλώνω = τλουπώνω

2457. κουκουλώνω την νύφη = κουκλώνου = βάζω στη νύφη τον κούκλο (πέπλο).

2458. κουκουνάρι από έλατο = ρούμπαλου = εμπόδιο, πρόβλημα

2459. κουκούτσι = .σούμπρα = το μέσα από το

φλοιό των καρπών με κέλυφος,

2460. κουλάθηκα = κλάθκα = μου κόπηκαν τα

άκρα

2461. κουλός = κλός = περιπαικτικά αυτός που

δεν πιάνουν τα χέρια του

2462. κουλούρα = κλούρα = η ψωμί ψημένο

2463. κουλούρα (ειδική) = χριστόκ’λουρα, χριστόψουμου = κουλούρα που έφτιαχναν

τα Χριστούγεννα και την κεντούσαν περίτεχνα

2464. κουλούρα (ειδος) = αρμυρουκ’λούρα =

πολύ μικρή αρμυρή κουλούρα που τρώνε τα

κορίτσια την Καθαροδευτέρα

2465. κουλούρι = κλούρι, σιμίτι = άσπρο ψωμί

2466. κουλούρια = κουλλιέτσια = μικρά ψωμάκια.

491
2467. κουλούρια = κλούρια

2468. κουλουριάζομαι = κλουριάζουμι = συσπειρώνομαι.

2469. κουλουριάζω = κλουρώνου = περικυκλώνω, -ουμι κουλουριάζομαι

2470. κουμανταδόρος = κουμαντάρης = αρχηγός

2471. κουμαντάρω = κουμανταρίζου = κάνω κουμάντο, κατευθύνω

2472. κουμπί πουκαμίσου = κοκκαλίτσι

2473. κουμπώνομαι = θλικώνουμι

2474. κουμπώνω = θλικώνω

2475. κουνάς = κνάσ

2476. κουνάτε = κνάτε

2477. κουνάω = αναδεύου = ανακατεύω ένα υγρό μείγμα, με κάποιο εργαλείο ή

το κουνάω ελαφρά, για να αναμειχθούν καλύτερα τα συστατικά του, κινώ

ελαφρά κάτι, κινούμαι ο ίδιος ελαφρά (αναδεύομαι), ανακατώνω

2478. κουνάω = ζαγκανάω , κνάου

2479. κούνια = σαρμανίτσα = ξύλινη

παιδική κούνια μπορεί να ήταν και το

σαμάρι ανάποδα= νεμοκούνια,

κούνα, κνια, κουνί, κουνιαριά,

κουνίστρα ανιμόκονια, ανιμόκονα,

κουρναρέτα, κρεμαντούλα, κριμασταρά, μπέλα, γκαγκανέβα, κούλουρο,

κούλιουρος, κουρνιαλέτσα | σκαφίδι, μπεσίκι, μπισίκι, μπισίκ, μπεχίκι, νάκα,

σαμαρίτσα, σαμαρνίτσα, σαρμάντζα, σαρμάντσα, σούση, σκαμνίδ, τρόκνια,

κουβέλι, κβέλι από το Λατινικό cuna

2480. κούνια = ανιμόκουνια = πρόχειρη τεχνητή κούνια

2481. κουνιάδα = κυρά = η μεγαλύτερη συννυφάδα

2482. κουνιάδα = αντραδέρφη

2483. κουνιάδα μικρότερη = κυρούλα

2484. κουνιάδια = αντράδιρφα

492
2485. κουνιάδος = αντράδιρφους, από το Βενετσιάνικο cugniado

2486. κουνιάδος = αφέντ’ς = ο αδερφός του άντρα μιας γυναίκας, ο κουνιάδος,

αφέντης ή προσωνυμία του αντράδερφου από τη νύφη (αρχαιοελληνική

«αφθέντης»- «αυτός έντης» = φθάνω στο τέλος)

2487. κουνιέμαι (σαλεύω) = αναδεύομαι-ουμι = κινούμαι ήρεμα, ανασαλεύω,

κινούμαι μόλις που διακρίνομαι

2488. κουνιέμαι = σειόμι , ζαγκανιώμι, τραγκανίζουμι, τραγκανιώμι

2489. κουνιέμαι δυνατά και άτσαλα = ζαλουκνιέμαι = ζαλίζομαι

2490. κουνιέμαι στη κούνια, έχω αστάθεια = ντραμπαλίζομαι

2491. κουνούπι (είδος) = χνούπα, η είδος μικρού κουνουπιού

2492. κουντο- ή κουντου = πρώτο συνθετικό σε λέξεις που δίνει στο δεύτερο

συνθετικό την έννοια του κοντού: κουντουβούνια, κουντόκλιτσα, κουντουξιά,

κουντουτσούραπου (κάλυμμα στο γυναικείο πόδι ανάμεσα στην πατούνα και

την κάλτσα που φτάνει στον

αστράγαλο) κουντουιέλατους,

κουντουφτάνου, κουντουραχούλις,

κουντουστούπι, κουντόκαπα και

κουντουκάπι (κομμάτι στη

φορεσιά), κουντόκουρμους.

2493. κουνώ = τραγκανίζου, κνάου

2494. κούπα = καφκιά = καφκί, , κούπος, κουπάρι, τάσι, φλιτζάνι, φλυτζάνι,

φλιτζάνα, φιλτζιάνι, φεντζάνιν, τσάσκα, τσιάσκα, τζάσκα, ισκιρά, καυκί, καυκιά,

καφκουμάνα, κίκαρα, κίκαρη, κικαρί, κίκαρ, κάσκα, νεμπότης, μπιλιούρ,

ντράφτσα, σκουτέλι, ξτέλα, σιόλι, σιολ, γαδίνι

2495. κούπα, μεταλλική =μαστραπάς

2496. κουράγιο = τακάτι

2497. κουράζομαι = απουστένου , μπιζιρίζου, πιδεύουμι = ταλαιπωρούμαι

2498. κουράζομαι πολύ παιδεύομαι = τιλεύω, τελεύω

493
2499. κουρασμένος = αποσταμένος

2500. κουράστηκα = απόστασα, απόκαμα, ξιπατώθκα = κουράστηκα αρκετά , δεν

αντέχω άλλο , διαλύθηκα

2501. κουράστηκα εντελώς = μ' απουγίνκι

2502. κουράστηκα με την ένοια του βαρέθηκα = μπαΐλντσα, μπαΐλτ'σα, μπιζέρσα

2503. κούρεμα = κτούπ’σμα

2504. κούρεμα (ειδικό) = σαμαράκι = προστατευτικό τρίχωμα που αφήνουμε στη

ράχη από τα μικρά ζώα, όταν τα κουρεύουμε, κάπα.

2505. κούρεμα κατά ζώνες = βουργαρουκουρεύου = δεν κουρεύω το ζώο γουλί

αλλά ζωνάρια ζωνάρια

2506. κούρεμα της κοιλιά των προβάτων = κουλόκρου = η το μαλλί το ίδιο

2507. κούρεμα των γιδοπροβάτων = κούρους = Μια σημαντική δραστηριότητα των

Σαρακατσαναίων ήταν ο “κούρος”,

δηλαδή το κούρεμα του κοπαδιού

των γιδιών και των προβάτων. Να

σημειώσουμε ότι η εργασία αυτή

αποτελούσε μια ιδιαίτερα επίπονη

και κοπιαστική διαδικασία, καθώς

το μαλλί των ζώων είναι ποτισμένο

με λίπος (σαργιά), το οποίο εμποδίζει σημαντικά την εισχώρηση του ψαλιδιού

στα μαλλιά και κατ’ επέκταση το κόψιμό τους. Ο χρόνος του κούρου ήταν

συγκεκριμένος. Έτσι, τέλη Μαρτίου ή αρχές Απριλίου έκαναν μόνο το

“κουλούριασμα”,

δηλαδή έκοβαν με

το “πρατοψάλιδο”

τα μαλλιά που

σκέπαζαν τους

μηρούς, το στήθος και την κοιλιά των προβάτων. Μ’ αυτόν τον τρόπο

494
ανακούφιζαν τα ζώα απ’ την ζέστη αλλά και τα παράσιτα, αφαιρώντας το

πυκνό τους τρίχωμα. Σημειώνεται πως το μαλλί αυτό ήταν κοντόινο και,

γενικά, κατώτερης ποιότητας και ονομαζόταν: «κουλόκρα» ή «κοιλόμαλλο».

επειδή είναι μικρά (“κοντά”), δεν είναι κατάλληλα για γνέσιμο και πλέξιμο.

Χρησιμοποιούνται για το γέμισμα μαξιλαριών και στρωμάτων. Αντιθέτως, το

καλό μαλλί προέκυπτε απ’ τον τακτικό κούρο που γινόταν τον Μάιο, δηλαδή

αφότου περνούσαν τριάντα με τριάντα πέντε ημέρες στα βουνά και

βελτιωνόταν ο καιρός. Τα μαλλιά αυτά ήταν μακρόινα και λέγονταν:

«μαΐσια». Από αυτά έβγαινε, επίσης, κι η «σούμα» ή «λαγάρα»………… Ο

κούρος έμοιαζε, γενικά, με πανηγύρι, ήταν ημέρα γιορτής και χαράς στην

οποία συμμετείχε όλο το

τσελιγκάτο. Κυρίως,

πρωτοστατούσαν οι

άντρες, ενώ οι γυναίκες

βοηθούσαν, μαζεύοντας

και αποθηκεύοντας το

μαλλί με το οποίο θα δημιουργούσαν μετέπειτα μια μεγάλη ποικιλία από

μάλλινα υφάσματα. … Πιο συγκεκριμένα, να αναφέρουμε πως οι γυναίκες

ξεχώριζαν αυτά τα πλοκάρια σε δύο κατηγορίες: σ’ αυτά που θα κρατούσαν για

τις ανάγκες του σπιτιού και σ’ αυτά που θα έδιναν για πούλημα. Μια άλλη

κατηγοριοποίηση των πλοκαριών γινόταν με βάση το είδος του υφάσματος

(“σκουτί”) που ήθελαν να κατασκευάσουν. Έτσι, για να φτιάξουν φούστες,

φουστάνια, παλτά, γιλέκα, μπουραζάνες χρησιμοποιούσαν μαλλί όχι αδρύ. Για

τις φανέλες και τα κατασάρκια χρησιμοποιούσαν μαλακό μαλλί, κυρίως

αρνόμαλλο, ενώ για τα τσιόλια, τις κάπες, τις τέντες και τα αλογόσιολα

διάλεγαν τα ασπρόμαυρα μαλλιά (τα “σίβα”). Μετά το πλύσιμο και το

στέγνωμα των μαλλιών που είχαν συγκεντρώσει οι Σαρακατσάνες στα καλύβια

τους, σειρά είχε το “ξάσιμο”, δηλαδή η διαδικασία με την οποία έξαιναν το

495
μαλλί με τα δάχτυλα και έβγαζαν από αυτό τις κολτσίδες και τυχόν άλλα

παράσιτα. Μ’ αυτόν τον τρόπο, το μαλλί γινόταν αφράτο και μαλακό για να

περάσει στην επόμενη φάση, αυτή του “λαναρίσματος”. Κατόπιν, τύλιγαν το

λαναρισμένο, πλέον, μαλλί σε τουλούπες, για να ακολουθήσει το γνέσιμο με τη

ρόκα.…… (από άρθρο της Β. Ζαγναφέρη στα πορτραίτα

Σαρακατσαναίων) κουρά (αρχ.)= από το "κείρω" που σημαίνει ψαλιδίζω,

κόβω, ξυρίζω την κόμη

2508. κουρεύομαι = μπιρμπιρίζουμι

2509. κουρευτάδες = κουριφτάδις = αυτοί που κουρεύουν τα ζώα

2510. κουρευτής = κουριφτής = αυτός που κουρεύει τα πρόβατα.

2511. κουρεύω (είδος κουρέματος) = κουλουκρίζω, κουλουκρίζου = κουρεύω τα

μαλλιά στην κοιλιά των προβάτων την αρχή της άνοιξης

2512. κουρεύω (τρόπος) = κτουπίζου = κουρεύω τα πρόβατα στο λαιμό το

καλοκαίρι.

2513. κουρκούτη (είδος) = γραβανή

2514. κουρκούτι από γάλα και καλαμποκάλευρο = γαλουκούρκουτα = χυλός που

γίνεται με βρασμένο γάλα και καλαμποκίσιο αλεύρι.

2515. κουρκουτιάζω = χαζεύω

2516. κουρμί = αμάνικο μαύρο μάλλινο με κεντητό μπούστο στη γυναικεία φορεσιά.

2517. κουρμπάνι = γκουρμπάνι = ήταν μια εκδήλωση των Σαρακατσάνων με κύριο

σκοπό την ευμενή επίδραση της

θρησκείας, που αντιπροσωπεύει

δυνάμεις οι οποίες πρέπει να

εκδηλωθούν για το καλό του

τσελιγκάτου, της οικογένειας ή ενός

προσώπου, ανάλογα το που ήταν

ταμένο το “γκουρμπάνι”.Το “τάμα” γινόταν σε κάποιον άγιο, που πολλές

φορές συνέπιπτε με το όνομα του εορτάζοντα, για να έχουν την εύνοιά του. Οι

496
γιορτές, που κατά κύριο λόγο έταζαν το “γκουρμπάνι” οι Σαρακατσάνοι, ήταν

κατά προτίμηση της Παναγίας, των Αγίων Αποστόλων, του Προφήτη Ηλία,

του Άη Δημή- τρη και του Άη Γιώργη. Στο “τάμα” έσφαζαν ένα αρσενικό

αρνί, που το έψηναν στο γάστρο και καλούσαν τους γείτονες να το φάνε όλοι

μαζί, πίνοντας ρακί ή κρασί. Τα ψητά και τους διάφορους μεζέδες (όχι μεγάλη

ποικιλία) τα έβαζαν σε τάβλες (υφαντά στενόμακρα, σαν τραπεζομάντηλα) που

είχαν στρώσει μέσα στο καλύβι. Οι καλεσμένοι, αφού χαιρετούσαν δίνοντας

ευχές στον εορτάζοντα, καθόταν γύρω-γύρω στο καλύβι, έχοντας μπροστά

τους την τάβλα. Επάνω στην τάβλα έβαζαν σαν πρώτο μεζέ λίγες καραμέλες

για τον καθένα. Αφού μαζεύονταν οι καλεσμένοι, άρχιζαν το τραγούδι,

πίνοντας ρακί από το παγούρι, όλοι με τη σειρά. Τα τραγούδια που άρχιζαν το

γκουρμπάνι “τα γκουρμπανίσια τραγούδια” όπως τα έλεγαν, ήταν ευχές για τον

εορτάζοντα και ήταν καθορισμένα.

2518. κουτάλι = χλιάρι

2519. κουτάλα = χούλια , χλιάρα = ξύλινη κουτάλα για το ανακάτεμα και το

σερβίρισμα του φαγητού

2520. κουτάλι (είδος) = χούλιαρους = μεγάλο κουτάλι

2521. κουταλιά. = χλιαριά

2522. κουτουρού = κουτ’ρού = χωρίς λογαριασμό, απερίσκεπτα.

2523. κουτσαμάρα = κτσαμός, κούτσιμα,κτσούμπα του πουδάρι

2524. κουτσό κάνω = κτσαμπ’δάου = πηδάω με το ένα πόδι κουτσό

2525. κουτσομπόλα = ανακατώστρα

2526. κουτσομπολιά = μουζαβίρια

2527. κουτσομύτα = κουτσιουμύτα = γυναίκα με κοντή μύτη

2528. κουτσομύτης = κουτσιουμπλός = αυτός που έχει κοντά άκρα, κοντή μύτη

2529. κουφάρι = κφάρι = νεκρό σώμα, το σώμα από το ζώο, το κορμί του, άψυχο

2530. κουφοξυλιά = κουφουξλιά = το φυτό σαμπούκος ο μέλας, δέντρο με κούφιο και

ελαφρύ ξύλο

497
2531. κοφίνι = γαλίκι = μικρό κοφίνι φτιαγμένο από φέτες ξύλου

2532. κοφίνι = κοφίνα ή κουφίνα = κόφινος. Οι ρίζες της λέξης

εκτείνονται στη μυκηναϊκή εποχή: «kopina»

2533. κράνα = κράνια = οι καρποί της κρανιάς που τους

έτρωγαν σαν φρούτο

2534. κρανιά (είδος) = βουζουκρανιά

2535. κρανιά = μικρό δένδρο με σκληρό ξύλο, το οποίο χρησιμοποιούσαν για

κλείτσες φτιάχνοντας τα κλειτσόξυλα. Η κρανιά είναι ένα αυτόχθονο, μακρόβιο

φυλλοβόλο δένδρο (με ύψος 5-10 m), καλά προσαρμοσμένο στις

κλιματοεδαφικές συνθήκες της χώρας μας, που ευδοκιμεί σχεδόν σε όλα τα είδη

των εδαφών. Αντέχει σε χαμηλές θερμοκρασίες

εώς (-30 οC). Ανθίζει το χειμώνα (Φεβρουάριο-

Μάρτιο) και τα άνθη της παραμένουν για 2

περίπου μήνες. Οι καρποί έχουν μικρό μέγεθος

(2-4 cm), σχήματος σφαιρικού και ωριμάζουν

στα τέλη Αυγούστου έως αρχές Σεπτεμβρίου

όποτε και παίρνουν έντονα κόκκινο γυαλιστερό χρώμα. Τα κράνα έχουν

υψηλή περιεκτικότητα σε αντιοξειδωτικά.

Το ξύλο της κρανιάς είναι σκληρότατο και αντοχής σε θραύση. Από ξύλο

κρανιάς κατασκευάστηκε ο Δούρειος Ίππος της Τροίας. Από το σκληρό ξύλο

της κρανιάς κατασκευάζονται διάφορα μικροαντικείμενα οι Σαρακατσάνοι

αλλα κυρίως ηταν το ξύλο για κλείτσα. Η κρανία είναι φυτό που σπάνια

κλαδεύεται.

2536. κρανίο = τσιούκα = κορυφή από λόφο ή από βουνό

2537. κρασοπότηρο = κρασουπότ’ρου

2538. κρασοπουλιό = κρασουπουλιό = εκεί πουλάει κρασί να πιείς

2539. κρατιέμαι = βαστιώμι = έχω οικονομική ευχέρεια

2540. κρατώ = βαστώ = αντέχω, έχω ψυχικό σθένος, έχω ηθικό ακμαίο

498
2541. κραυγές πόνου δυνατές = σκουξίματα, σκούσματα

2542. κρέας = κρειάσι, κρειάς Ομηρική λέξη « κρέας», η οποία παράγεται από τη

λέξη «κρέαα», όχι με συναίρεση, αλλά με συγκοπή. Ιλιάς Λ, 551

2543. κρέας = κριάσι ,τσιτσί (παιδικό κυρίως)

2544. κρέας (ειδική κατηγορία) = κιέρμα = κομμάτι κρέας από ψόφιο ζώο, από ζώο

που το έφαγε ο λύκος

2545. κρέας (είδος) = λάπα = κρέας από τα πλευρά χωρίσς κόκαλα, λαπάς. Είναι

ομηρική λέξη.Παράγεται από τη λέξη «Λαπάρης» = κενός από κόκαλα κάτω

από τα πλευρά (λαγόνι)! Ιλιάς Γ, 359

2546. κρεας (είδος) = καβουρμάς = κρέας καβουρδισμένο που

συντηρείται στο λίπος

2547. κρεατοελιά = βαρβαρίτσα = σπίλος,

2548. κρεμαστό στο λαιμό με φυλαχτό = χαϊμαλί

2549. κρεμάστρες = γάντζοι = μικρές φουρκούλες μπηγμένες στο κονάκι και στις

οποίες κρεμάμε διάφορα πράγματα, σαν κρεμάστρες

2550. κρεμιέμαι = κριμαντζαλίεμαι, κριμαντζλιόμι

2551. κρέμομαι από κάπου = κριτζαμπαλιάζουμι = πιάνομαι από κάπου και

κρατιέμαι από αυτό να κρέμομαι

2552. κριάρι (είδος) = γιδάρ’κου κριάρι, = κριάρι που, όταν ήταν αρνί, είχε πιει γάλα

από γίδα

2553. κρίκος αλυσίδας = κρικέλα

2554. κρόκος = ζαφορά = το φυτό κρόκος (crocus sativus), σαφράνι, σαφράς.

Κροκοναίοι οι Πελασγοί που ζούσαν σε περιοχές με κρόκο καθότι τις εποχές

εκείνες κάποιες ομάδες έπαιρναν τα ονόματα τους από την περιοχή διαβίωσης

2555. κρόκος = σαφράνι = (μτφ.) άνθρωπος με ωχρό πρόσωπο.

2556. κρόσσια από τα εργόχειρα = κλόσια

2557. κρόσσια. = φλόκια

499
2558. κρόταφος πιο κάτω σε περιοχή κάτω από το αφτί =

ρζάφτι, αρζάφτι = περιοχή κάτω από το αφτί (ρίζα αφτιού)

ο κρόταφος. Στην ελληνική μυθολογία με το όνομα

Λύκωνας (Λύκων) είναι γνωστός ένας από τους Τρώες

πολεμιστές που έλαβαν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο. Ο Λύκωνας σκοτώθηκε

σε μάχη του πολέμου αυτού από τον Πηνέλεω μετά από συμπλοκή των δύο:

αφού πρώτα έριξαν ο ένας στον άλλο τα ακόντιά τους χωρίς αποτέλεσμα,

χτυπήθηκαν με τα ξίφη τους. Ο Λύκων χτύπησε τον αντίπαλό του στο κράνος

και του κόπηκε η λαβή του ξίφους, ενώ ο Πηνέλεως χτύπησε τον Λύκωνα στο

«ριζαύτι» και σχεδόν τον αποκεφάλισε.

2559. κρύβομαι = τρυπώνου, λφάζου = η λέξη είναι ομηρική. Παράγεται από το

ρήμα «λουφάω». Οδύσσεια φ, 292

2560. κρύβομαι από την ντροπή μου = χουμπώνου - ουμι

2561. κρύβω κάτι = τρυπώνου, - ουμι = κρύβομαι

2562. κρύο = μπούζι

2563. κρύο πολύ = θιρίζει του κρύου

2564. κρύο που διαπερνάει το σωμα σαν καρφί = πιρουνιάζει του κρύου

2565. κρυολόγημα δυνατό = πούντα

2566. κρυουλιάρης = μαργουσιάρ’κους = αδύνατος που κρυώνει εύκολα

2567. κρυστάλλινος = κρουσταλλιένιους = αυτός που έχει την ομορφιά του

κρύσταλλου

2568. κρυφά = σταμούτα

2569. κρύφτηκα = τρύπουσα

2570. κρύωμα = μάργουμα

2571. κρυώνω = θιρμαίνομι, θιρμαίνουμι =

2572. κρυώνω = μαργώνω = ξεπάγιασα (μάργουσα απ του κρύου)

2573. κρύωσα = μάργουσα

2574. κρύωσα = ξιρουστάλιασα = περίμενα πολύ

500
2575. κυνηγώ ελάφια = αλαφουκυνηγού, λαφοκυνηγώ

2576. κύπελλο (είδος) = τάσι = μεταλλικό κύπελλο ανοιχτό προς τα πάνω

2577. κύπελλο για νερό = λίτρα

2578. κυπριά (ειδικά κουδούνια) = βλαγκάρια = με μολυβένιο γλωσσίδι

και βγάζουν βραχνό ήχο. Καμπανίτσα ή βλαγκάρι οι

Σαρακατσάνοι ονομάζουν το καμπανέλι είδος κύπρου με κυρτή

κορυφή, χείλη προς τα έξω και με την κάτω βάση του να είναι

κύκλική και όχι ελλειψοειδής όπως οι υπόλοιπες παραλλαγές του κύπρου.

2579. Κυριακές = Κυριακάδις

2580. κυριεύω = πατάου = δεν κρατάω το λόγο μου ή τον όρκο μου

2581. κώλος = κώλια .

2582. κωλοτούμπησε = κουλουτούμπσι = έκανε κωλοτούμπα.

2583. κωλοτρυπίδα = σούφρα

Λ
2584. λάβδανο = λάβδανου = Η αλαδανιά, το άγριο τριαντάφυλλο

των βράχων, έχει την υψηλότερη περιεκτικότητα σε

πολυφαινόλες από οποιοδήποτε φυτό Το λάβδανο ή λάδανο ή

ο αλάδανος είναι μια αρωματική ρητίνη με έντονες

φαρμακευτικές ιδιότητες η οποία μαζεύεται από τα φύλλα του φυτού Κίσθος

Κρητικός Στην μυθολογία αναφέρεται ως το φυτό που για χάρη του

καυγάδισαν οι θεοί του Ολύμπου με τις θεές γιατί οι θεοί θέλησαν να δώσουν

θεραπευτικές ιδιότητες στην αλαδανιά ενώ οι θεές καλλωπιστικές ιδιότητες και

έτσι απέκτησε και τις δυο.

2585. λάγανο = λάγανου = χόνδρος κοντά στα επάνω δόντια και εμποδίζει τα άλογα

να φάνε

501
2586. λαγήνι = λαήνα = κουμάρι, κουμάρ, κμαρ, κουκουμάρα , μαστραπάς,

καϊντιρμάς, κροντήρι, κλοντήρι, κλουντήρι, λαγήνα, λαήνα, λαήνι, λαγήν,

λαήν, λεγένι, απ το λατινικό cucuma

2587. λαγκάδια μικρά = λαγκαδίκια

2588. λαθεύω = .λαθεύου

2589. λαίμαργος = λιούρτας = αυτός που τα θέλει όλα δικά του,

2590. λαίμαργος = αλείξουρους = αγενής στο φαί, αχόρταγος

2591. λαίμαργος = σούφρος = αυτός που δεν μπορεί να συγκρατηθεί και ορμάει

στο φαΐ

2592. λαιμός = γκαρντιλάνος = λάρυγγας (από την ελληνική λέξη «γαργαρεών»)

2593. λαιμού σημείο = σφαγάρι = το σημείο στο λαιμό του ζώου που βάζουμε το

μαχαίρι για να το σφάξουμε.

2594. λάκκος (είδος) = ξηρολάκκι = ξερός από νερό

2595. λάκκος = λακιά = ρέμα

2596. λάκκος με νερό = γούρνα, γκιόλα = κοίλωμα στο έδαφος,

2597. λαμαρίνα = πάφλας = τενεκές, Από το ρήμα «παφλάω» =κάνω κρότο

2598. λάμια = μυθολογική τερατόμορφη γυναίκα που βγαίνει μέσα απ το νερό

2599. λάμπα (είδος) = χειρουλάμπα = είδος λάμπας στο χέρι

2600. λαμποκοπώ = λαμπίζου

2601. λάπατο = λάπατο (Polygonaceae)

= ξυνολάπατο, ξινήθρα, αγριοσέσκλο

. Ετήσια φυτά που φτάνουν τα 50

εκατοστά. Τα συναντάμε σχεδόν

παντού σε ακαλλιέργητους τόπους.

Έχει γύρω στα 5 είδη πολύ διαδεδομένα στην Ελλάδα. Τα φύλλα του είναι

σκουροπράσινα και έχουν μια ελαφριά ξινή γεύση. Μαζεύεται από τις αρχές

του φθινοπώρου μέχρι το τέλος την άνοιξη. Μαγειρεύονται βραστά μόνα τους

ή με κρέας και χρησιμοποιούνται για χορτόπιτες.

502
2602. λάρυγγας = καρντιλάνους

2603. λαρυγγισμοί = γυρίσματα του τραγουδιού = τσακίσματα που κάνει στη

φωνή του ο τραγουδιστής για να ομορφύνει το τραγούδι (βράζει η φωνή)


2604. λάσπη = αγλίνα = όγκος από λάσπη που γλιστράει επικίνδυνα.

2605. λασπόνερα = λασπουνιέρια = νερά μαζί με λάσπες.

2606. λάσπωσε = μαλλιάτσιασι = ( η πίτα απ το πολύ λάδι, το ψωμί που ίδρωσε κ.α)

2607. λαστιχένιες μπότες = μπουτίνια

2608. λαφυραγωγώ = διαγουμίζου, διαουμίζου, κουρσεύου

2609. λαχανικά άγρια = ψουρίλια

2610. λαχανικά του βουνού = λαγαφτάκια

2611. λαχανικό = ζαρζαβατκό = χορταρικό,

2612. λαχανικό (είδος) = λαψάνα = χορταρικό πλατύφυλλο βραστό για σαλάτα .

Στην Ελλάδα το είναι αυτοφυές γνωστό με τα ονόματα σινάπι, βρούβα,

λαψάνα ή αγριοσινάπι. Παλαιότερα, όταν δεν υπήρχαν τα ζιζανιοκτόνα, ήταν

συνηθισμένο στους σιτοβολώνες όπου

ανάμεσα στο σιτάρι ξεχώριζαν τα κίτρινα

άνθη της λαψάνας. Η οσμή του είναι

ερεθιστική και η γεύση του καυτερή και

στυφή.Από το είδος S. alba παρασκευάζεται

η λευκή μουστάρδα, από το S. nigra η μαύρη και από το B. juinca η καφέ. Οι

τρυφεροί βλαστοί του S. arvensis (καθώς και του S. alba) τρώγονται βραστοί

ως χόρτα (βρούβες). Μια παραλλαγή του είδους S. alba, που είναι γνωστή ως

βρουβολάψανο, είναι αυτοφυής στην Ελλάδα. Οι καρποί του είναι αγκαθωτοί,

τα σπόρια του κίτρινα και το έλαιο των σπόρων του χρησιμοποιείται ως

φωτιστικό.

2613. λάχανο άσπρο στρόγγυλο = καραμπουλάχανο, κρουμπουλάχανου

2614. λαχανόπιτα = λαχανόπ’τα = νόστιμη πίτα με λάχανα.

2615. λαχανόρυζο = αμπουράνι = λαχανόρυζο με αγριόχορτα.

503
2616. λεβάντα = λιβάντα, λιβανάκι = Η λεβάντα (επ. ονομ. Lavandula) είναι γένος

φυτών που ανήκει στην οικογένεια των

Χειλανθών (Labiatae). Το γνωστότερο γένος

είναι η λαβαντούλα, που περιλαμβάνει γύρω

στα 25 είδη. Είναι ιθαγενές των

παραμεσόγειων περιοχών. Τα περισσότερα

είδη λεβάντας κατάγονται από την λεκάνη της

Μεσογείου, και απαντώνται σε βραχώδεις και ασβεστολιθικές περιοχές. Το

αιθέριο έλαιο που περιέχουν τα φύλλα της χρησιμοποιείται στην

αρωματοποιία και για τη θεραπεία νευρασθενειών. Έχει επίσης αντισηπτικές

ιδιότητες και χρησιμοποιείται στην επούλωση τραυμάτων. Σε μεγάλες δόσεις η

λεβάντα δρα ως υπνωτικό και ναρκωτικό. Οι ιαματικές της ιδιότητες ήταν

γνωστές από την αρχαιότητα και αναφέρονται στο Διοσκουρίδη, τον Πλίνιο

και το Γαληνό απαντάτε ως: αγριολεβάντα, βάια, βαιά, θυμαράκι,

καλογερόχορτο, καλογερικόχορτο, καραμπάσι, καραμπάς, λαμπρή,

λαμπροκεφάλι, λαμπρολουλούδι, μαβροκεφάλι, μαβροκέφαλος, μυροφόρα,

σπίκα, σφακομηλιά, φλασκομούνι, χαμολίβανο, λαβάντα, λαβάνδα, λαβαντίδα,

λεβάντη, λεβαντίνα, από το λατινικό lavanda

2617. λεβέντης/ λεβέντισσα, λιβέντ’ς, -’σσα = ψηλός, ωραίος,

2618. λεβεντογυναίκα = λεβέντρα, λιβέντρα = λεβέντισσα

2619. λεηλατώ = διαγουμίζου, διαουμίζω

2620. λεηλατώ = κουρσεύου

2621. λείπει και αναζητώ κάτι = δουκιώμι = θυμάμαι, καταλαβαίνω ότι μου λείπει

κάτι, νομίζω, αναρωτιέμαι


2622. λειχήνα = αλχήνα, αλχείνα , μύκητας, εξάνθημα στο δέρμα, έκζεμα κυρίως

στα χείλη, αλλα και στο σώμα

2623. λειψό = βιρέμ’κου = ελαττωματικό.

2624. λειψό= αλψό, λψό , ψωμί το χωρίς προζύμι

504
2625. λειψός = αλαφρύς = χωρίς μυαλό, Είναι ομηρική λέξη Παράγεται από τη λέξη

«λαρόν» (λαFρον).

2626. λεκάνη = λιένη, λιένι

2627. λεπτά = φτινά = λεπτά ρούχα, υφάσματα, χαρτί κ.α

2628. λεπταίνω = λιανιεύου = κάνω κάτι λεπτό ή γίνομαι λεπτός.

2629. λεπτή μέση = .συρματένια μέση

2630. λεπτή πολύ, σαν τσάκνο = τσιάκνα

2631. λεπτό = λιανό = λιγνό

2632. λεπτό και όμορφο σώμα = βιργουκαμαρουμένους, = έχει λεπτό, ψηλό σώμα

και όμορφο παρουσιαστικό

2633. λεπτοκαμωμένος = ψιλουφκιασμένους = αυτός που είναι φτιαγμένος με λεπτή

δουλειά.

2634. λεπτός = φτινός

2635. λεπτός = λιανός = (μτφ.) μικρός σε ηλικία.

2636. λεπτόφλουδο αντικείμενο = τριγανό

2637. λέρα σε στρώμα = κόρτσα = στρώμα (πέτσα) από λέρα πάνω στο δέρμα ή στο

ρούχο

2638. λερωμένη = λιρή = , ακάθαρτη φορεσιά.

2639. λερώνομαι πολύ = λιγδιάζου = μαζεύω πολύ λέρα.

2640. λερώνω = μαγαρίζου

2641. λες χαζομάρες = χαζαναφέρς = αναφέρεις χαζά,

2642. λευκόφαιο χρώμα αλόγου η φοράδας = γρίβας-α

2643. λευκόχρυσα = ασπρόχρυσα = ρούχα όμορφα, χαρούμενα

2644. λέω ακαταλαβίστικα (μτφ) = = ξινουκρένου

2645. λέω πολλά = μασλατάου

2646. λέω πολλά = ξιτσαουλιάζομαι

2647. λημέρι = γιατάκι

2648. λημεριάζουν οι κλέφτες = κρατούν οι κλέφτις

505
2649. λησμονιά = αλησμουσύνη

2650. λησμονώ = λησμουνάου, ξιαστουχάου

2651. λιάζω = λιάζου = αφήνω στον ήλιο, -ουμι εκτίθεμαι στον ήλιο.

2652. λιανά λούρα =λιανόλουρα

2653. λιανός = τριγανός

2654. λιβάδι = τσαιρ(ι) =

ακαλλιέργητο χωράφι,

οικόπεδο παρατημένο

2655. λιβάδι (είδος) =

γιεννουλίβαδου = μέρος του

λιβαδιού με παστρικό χορτάρι στο οποίο βόσκουν μόνον τα γιννμένα (αυτά

που έχουν γεννήσει)

2656. λιβάδι (είδος) = γκαστρουλίβαδου = μέρος στο οποίο βόσκουν μόνον τα

γκαστρωμένα πρόβατα.

2657. λιβάδι με νερά = βάλτους = με μόνιμα αβαθή νερά και λάσπη

2658. λίγδα = λίπα, λίγδα = λίπος χοιρινό, ξ'ιγκι. Η λέξη είναι ομηρική και παράγεται

από το «αλείφω». Το ινδοευρωπαϊκό

είναι «λείπ» = αλείφω με ξίγκι. «Αυτάρ

επειδή πάντα λοέσσατο και λίπ’ άλειψεν

= και όταν όλα τα ξέπλυνε και αλείφτηκε με λάδι (ξίγκι)», Οδύσσεια ζ, 224(μτφ.)

η λέρα.

2659. λιγνός = αχαμνός

2660. λίγο = νιά ψίχα, τρίμα = πολύ λίγο

2661. λίγο = δράμι = μια σταλιά, τρέξε, βάρος 3,2 γραμ


2662. λιγομίλητος = άκριτους

2663. λίγος, μικροκαμωμένος = λιγουστός

2664. λιγοστεύει το γάλα = χιρώνει του γάλα

2665. λιγόστεψαν τα πρόβατα = κόντιψαν τα πρότα

506
2666. λιγώνομαι = λιγώνου = πνίγομαι κατά την αναπνοή μου και δεν μπορώ να

αναπνεύσω

2667. λιθάρια μικρά = λιανουλίθαρα =

πετρούλες,

2668. λίμα = αρνάρι

2669. λιμνούλα = λούτσα = λιμνούλα στο έδαφος που είχε στάσιμο βρόχινο νερό να

πίνουν τα ζώα και να λούζονται οι τσοπάνηδες

2670. λιμνούλα (λάκος) = γούρνα = βαθούλωμα φυσικό η τεχνητό γεμάτο νερό

2671. λιμνούλα = γκιόλι = γκιόλα,

2672. λίπα = γλύνα = από χοιρινό.

2673. λιπαρός = λιγδερός, λιγδιρός

2674. λιποθυμία = μπάιλας , λιγουθυμιά

2675. λιποθυμώ = μπαϊλντίζου, λιγουθμάου

2676. λίπος = ξίγκι

2677. λίπος = ξύγκι = πάχος

2678. λιποψύχησα,

απογοητεύτηκα,

φοβήθηκα = κιότιψα

2679. λιτοδίαιτος = τσίγγανος =

μίζερος στη διατροφή,

2680. λίχνισμα . = ξανέμισμα

2681. λοβουδιά = λουβουδιά ,

λουβιδιά. η Λουβουδιά

είναι ένα από τα πιο

διαδεδομένα εδώδιμα νόστιμα βότανα της ευρύτερης περιοχής της αρχαίας

Άνθειας – Θουρίας. Είναι γνωστό από τους προϊστορικούς χρόνους (οι

σπόροι του χρησιμοποιήθηκαν για την παρασκευή είδους ψωμιού)

2682. λογαριασμών κλείσιμο = ξιλουγάριασμα

507
2683. λόγια κουτσομπολιού = μουζαβίρια

2684. λόγια. = λόια

2685. λογίζομαι = λουιάζουμι, λουίζουμι = σκέφτομαι

2686. λογιστής = λουγαριαστής = αυτός που ξέρει λίγα γράμματα και κάνει τους

λογαριασμούς,

2687. λογιστής της στάνης = κετίπς

2688. λογοδίνω το κορίτσι μου = δίνου κουρίτσι

2689. λογοδόσιμο = λόϊασμα = η πρώτη συνάντηση δυο νέων για να δώσουν

υπόσχεση για αρραβώνα,

2690. λόγος = λαλιά = ομιλία, κελάδημα

2691. λόξυγκα (εχω αυτή τη στιγμή) = λυγγιάζου = παθαίνω λόξυγκα.

2692. λούγκα = άρθρωση στο πάνω μέρος του μηριαίου οστού. διόγκωση του

λεμφαδένα στο ίδιο μέρος (λεκάνη), (την σταύρωναν με κάρβουνο να περάσει)

2693. λουλούδια = λούλουδα

2694. λούστηκα = λούσκα =

πλύθηκα

2695. λοφίσκος = ύψουμα

2696. λυγαριά = καναπίτσα =

Vitex agnus castus,

Λυγαριά, Καναπίτσα,

Βίτεξ ο Αγνός. Η Λυγαριά απο αρχαιοτάτων χρόνων ήταν γνωστή για τίς

φαρμακευτικές της ιδιότητες, και ήταν το ιερό φυτό της θεάς Ήρας. Στη

Σάμο στη σημερινή περιοχή Ηραίον, γεννήθηκε η θεά Ήρα κάτω από μία

λυγαριά, και εκεί χτίσθηκε ο μεγάλος ναός της Ήρας , που μέχρι σήμερα

σώζονται τα ερείπια της, στις όχθες του Ιμβρασου ποταμού. Επίσης οι

μοναχοί παλαιότερα το φυτό αυτό το χρησιμοποιούσαν, για να μειώσουν τις

επιθυμίες τους , και να ζήσουν τα ανθρώπινα χρόνια τους περισσότερο αγνοί.

2697. λυγερόκορμος,-η,-ο = σπαθάτους, -η, -ου

508
2698. λυγερός = λυγιρός = ψηλόλιγνος άνθρωπος.

2699. λυγιέμαι = λυγιόμι = λυγίζω το κορμί απ τη μέση και κάτω με κυκλικές

κινήσεις

2700. λυγίζω σαν τη βέργα = βιργουκαλαμίζουμι, βιργουλυγάου = κάνω όμορφες

κινήσεις στο περπάτημα ή στο χορό.

2701. λύκος στο κοπάδι = βάρισι λύκους = μπήκε λύκος στο κοπάδι

2702. λυτός = λτός

2703. λωποδύτης = καραμπατάκ’ς = ψεύτης,

2704. λωποδύτης = λουπουδύτ’ς

2705. λωρίδα = λουρίδα = κομμάτι στενό από ύφασμα, στενό και μακρύ τμήμα

επιφάνειας

Μ
2706. μα = μα (για όρκο). Ομηρική λέξη. Ιλιάς Α, 86 και Ψ, 43

2707. μαγαρισμένη γυναίκα = λωβιάρα/ λωβιασμένη / λώβα = βρομογυναίκα,

ξεδιάντροπη, ξετσίπωτη. πρόστυχη

2708. μαγειρείο = μαϊργιό = χώρος παρασκευής φαγητού,

2709. μαγείρεμα = μαέριμα

2710. μάγια = μαϊλίκια = ενέργειες, διεργασίες που κάνω για να μαγέψω κάποιον.

2711. μαγιά = μαϊά = τυρόγαλο

που απομένει από το

κεφαλοτύρι.

2712. μάγουλο = μπούκα = τ’

γυάλ’σι η μπούκα (μτφ.)

πάχυνε, ζει καλύτερα.

2713. μάζα χόρτων με ρίζες =

μάντζα = ανακατωμένα

πράγματα π.χ. χόρτα με

509
χώματα.

2714. μαζεύομαι = μαζώνουμι = συγκεντρώνομαι ,

2715. μαζεύω = μαζώνου

2716. μαζεύω τα κουβάρια σε βάντες = τυλιγαδιάζου

2717. μαζεύω τους καρπούς που απόμειναν = .μπουρμπουλουγάου = μετά από το

κύριο μάζεμα

2718. μάζεψε = μάσει

2719. μάζεψέ τα = μάστα = κάνε πρόσθεση

2720. μαζέψω = μάσσου

2721. μαζί = αντάμα

2722. μαζί με = μόλου

2723. μαζί μου = μι τι 'μένα, μι τ’ ιμένα =

2724. μαζί σου = μιτ’ ισένα


2725. μάθε λοιπόν = άι μαθέ = άντε να μάθεις, πρόσεξε να καταλάβεις, εμπρός να

μάθεις , βρε άκου

2726. μαθητευόμενος ή νεαρός ή βοηθός ράφτης = ραφτόιπουλου

2727. μαία = μαμή

2728. μαιανδρικά, ζικ –ζακ = κουδιλιαστά

2729. μαϊντανός = μακεδονήσι = το μακεδονικόν πετροσέλινον->μακεδονήσιον-

>μακεδονήσι. Στην αρχή είχαμε

ένα φυτό που λεγόταν

πετροσέλινο. Το πήραν στα

λατινικά και το έκαναν

petroselinum και ύστερα οι

άγγλοι το είπαν petersilie και

οι γάλλοι peresil. Στο τέλος οι

άγγλοι κατέληξαν στο parsley και οι γάλλοι στο persil. Πρόκειται για τον

μαϊντανό. a. Στα ελληνικά πώς μετακινηθήκαμε από το πετροσέλινο

510
στον μαϊντανό; Το σέλινο είναι στην γραμμική Β! ως serino από εκεί επειδή

φυτρώνει σε πέτρες ονομάστηκε, πετροσέλινο (σέλινο των βράχων ) και

επειδή φύεται στην Μακεδονία, "μακεδονικόν πετροσέλινον" και τελικώς

ονομάστηκε «μακεδονήσι». Βασικά η λέξη είναι αντιδάνειο από τα λατινικά,

«makedonensis» δηλ. «μακεδονικός». Το μακεδονήσι το πήραν οι άραβες ως

magdanus, και ύστερα οι τούρκοι και τόπαν «maydanoz». Οπότε δεύτερο

αντιδάνειο ο μαϊντανός.

2730. Μάϊος = Μάης

2731. Μαΐου (του) = μαΐσια = του Μαΐου, τα μαλλιά που κούρευαν τον Μάιο

μακρόινα και καλύτερης ποιότητας

2732. μακριά = αλάργα


2733. μακρινός = αλαργινός

2734. μακρινός = πιρατιανός = περατιανός

2735. μακροπρόσωπος = μακρουπρόσουπους = αυτός που έχει στενόμακρο

πρόσωπο.

2736. μακρύ κρεμαστάρι = ματζαφλάρι = αυτό που κρέμεται

2737. μακρυλαίμης = γκουλαίμ’ς

2738. μακρυμάλλα προβατίνα = βλασάτη = αρσενικό μακρυμάλλικο πρόβατο.

2739. μαλακό τυρί = αχάλαγου τυρί

2740. μαλακό φρούτο = ζούλιο

2741. μαλάκωσε = απαγάδιασι

2742. μάλαξα = μάλαξα = έκανα κάτι μαλακό με τα χέρια μου, με το ζύμωμα, με το

τρίψιμο

2743. μαλί (είδος) = κουλόκρα, κοιλόμαλλο = μαλλί κοντόινο και, γενικά,

κατώτερης ποιότητας από το κουλούριασμα (το κούρεμα της κοιλιάς του

στήθους και των μηρών) πρίν τον κούρο

2744. μαλλί από το κούρεμα = κτούπι

511
2745. μαλλί που δεν το πήγαν στο λανάρι = άξαντους -η -ου = άξαντος μαλλί που

δεν το έχουν ξάνει, που είναι αλανάριστο.

2746. μαλλί.διαλεχτό = φίνου

2747. μαλλιά (είδος) = μπουκάρι = το σύνολο από τα μαλλιά ενός προβάτου που το

κουρέψαμε και τα μαλλιά αυτά τα συμμαζεύουμε και τα δένουμε με τα ίδια,

δέμα με μαλλιά από ένα κουρεμένο πρόβατο

2748. μαλλιά (χρώμα) = τιτράξανθα μαλλιά = μαλλιά πολύ ξανθά

2749. μαλλιά ανθρώπου = τσαμπάς

2750. μαλλιά από ψοφήμι = ψουφόμαλλα = τα μαλλιά που τα

παίρνουμε από τα ψόφια πρόβατα

2751. μαλλιά βρώμικα = σαριασμένα μαλλιά

2752. μαλλιά κατσαρά. = γριντζιλά μαλλιά

2753. μαλλιά στριμμένα = κλουστάρια

2754. μαλλιαρή = μαλιάρα

2755. μάλλινα = σκ’τίσια

2756. μάλλινος = μαλλίσιους

2757. μαλλιού επεξεργασία = λαναρίζου = ξαίνω τα μαλλιά με το λανάρι για να

γίνουν πιο απαλά.

2758. μαλλιού εργαλείο επεξεργασίας = λανάρι = χειροκίνητο εργαλείο με κοντά

μεταλλικά βελόνια για το μαλλί

2759. μαλλιών επεξεργασία = λανάρ’σμα = επεξεργασία των μαλλιών με το λανάρι.

2760. μάλωμα = τσιακατούρα, νταουρλιό = συζήτηση με δυνατές, νευριασμένες

φωνές, διάλογος με επιθετική διάθεση,

2761. μαλώνω = παραπαίρνου, χουιάζου , τσακατιώμι = παρατηρώ αυστηρά,

αποπαίρνω, μιλάω δυνατά

2762. μαλώνω με κάποιον = πιάνουμι

2763. μάνα = μάνα = πεθερά, το πιο κεντρικό κομμάτι απο τα οποία γίνεται ένα

ρούχο.

512
2764. μάνα μου = μάνα μ’ = ένδειξη τρυφερότητας, εγκαρδιότητας προς κάποιον ,

αναστεναγμός.

2765. μάνα του σταυράδερφου, σταυραδερφής = σταυρουμάνα

2766. μανίκια (είδος) = φουσκούρια = είδος από μανίκια

2767. μανικώνω = μανκώνου = ράβω τα μανίκια στην κάπα ή σε άλλο ρούχο

2768. μανιτάρι (είδος) = αρτσιβούτσι = είδος μανιταριού που μοιάζει με σφουγγάρι.

2769. μανιτάρια = κουκουμπέλις = πολυκύτταροι μυκήτες με χαρακτηριστική,

συνήθως ομβρελοειδή μορφή. Η λέξη

μανιτάρι είναι υποκοριστικό της

αρχαιοελληνικής αμανίτης. Τα

αυτοφυόμενα στα λιβάδια και τα δάση

ονομάζονται διεθνώς Fungo epigeo και τα υπογείως αναπτυσσόμενα

τρούφες, το γνωστό ύδνον που αναφέρει κατ΄επανάληψιν ο Θεόφραστος και ο

Διοσκουρίδης. Οι πρωτεΐνες των μανιταριών, λόγω της παρουσίας όλων των

βασικών αμινοξέων, είναι υψηλής ποιότητας, πολύ ανώτερες από τις φυτικές

πρωτεΐνες, πλησιάζοντας την ποιότητα των ζωϊκών πρωτεϊνών

2770. μανουάλι = μανάλι

2771. μαντανιάτικα = μανταν’κά = χρήματα που πληρώνουμε στον ιδιοκτήτη του

μαντανιού ως αμοιβή για τα ρούχα που μας έπλυνε.

2772. μαντήλα = μπόχους

2773. μαντήλι (είδος) = μπόνους = υφαντό

μαντίλι που το χρησιμοποιούμε στο

φλάμπουρα.

2774. μαντήλι αρραβώνα = αρραβωνιαστικό

μαντίλι, συβουμάντ’λο

2775. μαντήλι(είδος) = λαχούρι = μαύρο

μαντίλι για το αντρικό κεφάλι.

2776. μαντίλι = μπόλια = γυναικείος

513
κεφαλόδεσμος

2777. μαντίλι που σκεπάζει το κεφάλι = μπόχος, μπόχους

2778. μαντράκι (είδος) = σκόρτσα = πλεξίματα με βέργες ή άλλα κλαριά,

2779. μαντρί (είδος) = γκαστρόγρικου = μαντρί για τα γκαστρωμένα

2780. μαντρί (είδος) = τσάρκος = μαντράκι για να κλείνονται τα μικρά να μην

βυζαίνουν όλη την ώρα, περιφραγμένος χώρος στην ύπαιθρο, για τη φύλαξη

γιδοπροβάτων

2781. μαντρί (είδος) = κόρδα = πρόχειρη κατασκευή για να χρησιμοποιηθεί ως

μαντρί

2782. μαντρί = στάβλος περιφραγμένος χώρος το βράδυ κοιμούνται τα γιδοπρόβατα

2783. μαντρί = νβουρός, ουβουρός = το μαντρί για τα άλογα

2784. μαντρί βοηθητικό = παραμάντρι

2785. μαντρί για άλογα = ν'βουρος, ουβουρός, νουβουρός, οβορους, νοβουρος =

ακάλυπτος περίβολος που κοιμούνται τα άλογα.

2786. μαντρί των αλόγων = νουβουρός, νβουρός , οβορος, οβουρός

2787. μαντρί(είδος) = καλυβουμάντρι = σαν το μονό (α)δίπλα καλύβι

2788. μαντρί(είδος) = κουτάρα = περιφραγμένο χώρισμα μέσα στο μαντρί, συνήθως

τετράγωνο ή τρίγωνο, για να αρμέγω κάποια γαλάρια

2789. μαντριά = μαντροστάσι = ο χώρος που είναι τα μαντριά

2790. μαξιλάρι = προυσκιφάλι

2791. μάραθος = μάραθους = φυτό , άλλες ονομασίες: μάλαθρο, φινόκιο, πολυετές

φυτό που φτάνει και τα δύο μέτρα. Το συναντάμε σχεδόν παντού σε

ακαλλιέργητους τόπους. Μαζεύονται τα φρέσκα φύλλα από το χειμώνα έως το

τέλος της άνοιξης. Το χρησιμοποιούμε σε λαχανόπιτες αλλά και σαν μυρωδικό

σε φρέσκιες σαλάτες και σάλτσες

2792. μαραίνομαι = μαραζώνου -ουμι = αρρωσταίνω από καημό,


2793. μαραίνομαι = αγουρουμαραγκιάζου = μαραίνομαι προτού να ωριμάσω.

2794. μαραίνομαι = μαραγκιάζου = ξηραίνομαι.

514
2795. μαργαριταρένια = όμορφη που αστράφτει, πολύτιμη σαν μαργαριτάρι

2796. μαργαριτάρι = μαραγαρτάρι = πολύτιμος λίθος.

2797. μαρμάρινος = μαρμαρένιους, -α, -ου = από μάρμαρο, ξακουστά τα

μαρμαρένια αλώνια

2798. μαρμαρώνω = μαρμαγκώνου = μαραίνομαι, παθαίνω τρακ,

2799. Μάρτιος = Μάρτ'ς

2800. μασάω παρατεταμένα την τροφή μου = ματσαλάου

2801. μασάω την τροφή = ματσαλάω, ματσιαλάου = μηρυκάζω

2802. μάσε τα κουλά σου (τα χέρια) = μάσει τα ξηράς

2803. μάσηση κριτσιανίδας = κριτσιάν’σμα = ο θόρυβος απ την μάσηση

κριτσιανίδας

2804. μασούρι = μασούρι = νήμα που το περιτυλίγουμε στο σαϊτόξυλο και

πλέκουμε με το στημόνι.

2805. μαστάρι με τέσσερεις ρόγες = γιλαδουβύζ’κα, γιλαδουμάσταρα = πρόβατα ή

γίδια που έχουν στο μαστάρι τέσσερις ρόγες

2806. μαστάρι χωρίς γάλα = μπριτζιαλίνα

2807. μαστίγιο = καμτσίκι

2808. μαστίτιδα = μασταράς

2809. μαστορεύω = χαρκεύου

2810. μαστός ζώου = μαστάρι

2811. μασχάλες = αμασκάλες

2812. μασχάλη = αμασκάλη

2813. μάτι = χάντρα και η χάντρα

2814. μάτια = μάτια, γκαβά , τζίφλια ( Τα τζίφλιας απού μέσα = μούντζωμα

2815. μάτια = προσφώνηση σε κάτι αγαπημένο και εγκάρδιο

2816. μάτια όμορφα = γλαρά μάτια = λαμπερά, χαρούμενα.

2817. μάτια σπινθηροβόλα = μπιρμπιλουτά μάτια

2818. μάτια(χρώμα) = λιόμαυρα μάτια = μάτια σαν την ελιά (κατάμαυρα )

515
2819. ματιάζω = βασκάνω = κοιτάζοντας με θαυμασμό ή φθόνο, προξενώ κακό,

με την επήρεια του βλέμματός μου σε κάποιον

2820. ματιάζω = αβασκιαίνου, βασκαίνου = κάνω κάποιον να αδιαθετήσει, να

βλαφθεί υπό την επήρεια του ματιού μου, τον ματιάζω.


2821. ματιάζω = αβασκιαίνου

2822. μάτιασμα = βασκαμός = Με τον όρο

"μάτιασμα" ή "κακό μάτι", αναφερόμαστε σε

μια ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση, ότι ένας

άνθρωπος μπορεί να επηρεαστεί αρνητικά

από την "κακή ενέργεια", τη ζήλια, το θαυμασμό ή ακόμα και μια απλή ματιά,

ενός άλλου. Τα "ξεματιάσματα" είναι ενέργεια να φύγει το μάτι και διαφέρουν

από τόπο σε τόπο και μεταδίδονται από τη μία γενιά στην άλλη. Ο

"ματιασμένος" που δέχεται τις ευχές, δεν πρέπει να πει "ευχαριστώ" γιατί το

ξεμάτιασμα δε θα πιάσει!

2823. μαύρα πένθιμα ρούχα = λιρά

2824. μαύρη γίδα = γκόρμπα, -ου = αρσενικό μαύρο γίδι.

2825. μαυρίζω (στο ξύλο καποιον) = θαλαπώνου = κάνω

κάποιον μαύρο στο ξύλο, σκοτεινιάζω, βραδιάζω, καλύπτω, σκεπάζω ,

καταχώνω.

2826. μαύρο βαθύ χρώμα = μουρό

2827. μαύρο σκαθάρι. = μπουρμπότσιαλους

2828. μαυρομάτα = μαυρουμάτα, -’κου = η κοπέλα με μαύρα μάτια, πρoβατίνα με

άσπρο μαλλί που έχει μαύρες κηλίδες ή στρογγυλά μαύρα στίγματα γύρω από

τα μάτια

2829. μαύρος = λάϊους, καράς, αράπ’ς = μαύρο αρσενικό μουλάρι ή μαύρο

αρσενικό σκυλί, μαύρο θηλυκό μουλάρι.

2830. μαχαίριου(είδος) = κουρέλα = μικρό μαχαίρι

2831. με εσένα= μιτ’ ισένα

516
2832. με μεγάλη κοιλιά. = βουζουκ’λιάρ’κα = ζώα με πρησμένη κοιλιά

2833. με μένα = μι τι 'μένα, μι τ’ ιμένα

2834. με μικρές θηλές = τσιμπηροβύζα, τσιμπουρουβύζα, -κου

2835. με πολλά παιδιά = μιγαλουφαμπλίτ’ς

2836. με πονάνε σαν να με χτυπάν = τσιουκανάν’ τα χέρια

2837. με το έτσι θέλω = με το στανιό

2838. με το ζόρι = (με το) στανιό

2839. με φλόκια = φλουκουτή, φλουκιαστή

2840. μεγάλη γίδα = γκιόσα = μεγάλη γίδα που δε γεννάει, κακάσχημη γυναίκα

2841. μεγάλη ζέστα = λαύρα

2842. μεγάλη πέτρα βράχος = τσιουγκάν(ι), αγκωνάρι

2843. μεγάλο σόι = ταράφι = πολύς κόσμος,

2844. μεγαλοπιάνομαι = τρανεύουμι

2845. μεγάλος,-η,-ο = γκουτζιάμ, τρανός, -ή, -ό, (μτφ.) σπουδαίος.

2846. μεγάλωμα = τράνεμα

2847. μεγαλώνω = τρανεύου (μτφ.) γίνομαι σπουδαίος.

2848. μεγαλώνω κάποιον = ανασταίνου -ομαι

2849. μεγέθυνση = τράνεμα

2850. μεδούλι = μιδούλι = το μεδούλι απ το κόκαλο απ το Λατινικό medulla

2851. μεζεκλίκια = μιζιλίκια, μεζελίκια, μεζιλίκια, μιζικλίκια = ποικιλία, μεζέδια,

μπινελίκια απ το mezelik

2852. μεθαύριο = παραταχιά

2853. μελαχρινός = μαυρειδιρός = μαύρος στην όψη, στο πρόσωπο, μελαψός

2854. μελίγγια = τα μηνίγγια το εσωτερικό μέρος του κεφαλιού, κυρίως αυτό που

βρίσκεται έως κάτω από τα αφτιά

2855. μελισσόχορτο = μιλισσουχόρταρου = αρωματικό χόρτο, βοτάνι Το

μελισσόχορτο ή lemon balm είναι επίσης γνωστό ως μελισσόφυλλο ή

μελισσοβότανο ή αγριομέλισσα ή μελιττίς ή μελισσάκι ή κιτροβάλσαμο.

517
Ανήκει στην οικογένεια των χειλανθών (lamiaciae) και η επιστημονική του

ονομασία είναι Melissa Officinalis Τα φύλλα του μοιάζουν με εκείνα της

μέντας αλλά βγάζουν ένα γλυκό και ελαφρώς λεμονάτο άρωμα. Κατά τη

διάρκεια του καλοκαιριού

«γεννά» μικρά λευκά

άνθη, γεμάτα νέκταρ, τα

οποία προσελκύουν τις

μέλισσες. Από τα άνθη

του φυτού οι μέλισσες

φτιάχνουν ένα από τα

καλύτερα μέλια. Η μυρωδιά του βοτάνου αυτού οφείλεται στο αιθέριο έλαιο

που περιέχει κιτράλη, κιτρονελλάλη, λιναλοόλη και γερανιόλη. Κατά το

μεσαίωνα χρησιμοποιούσαν το μελισσόχορτο για να φτιάχνουν ελιξίρια

νεότητας.Ήταν γνωστό στην αρχαιότητα και αναφέρεται από τους Πλίνιο,

Θεόφραστο και Διοσκουρίδη με τις ονομασίες μελόφυλλον, μελίτταιον και

μελίτιον.

2856. μελιστάλακτη στην κουβέντα = μελένια

2857. μελιτζάνα = μιλτιτζάνα, μπιλτιτζάνα, πιλτιτζάνα

2858. μελλοθάνατος = λιγόημιρους, -η, -ου = του μένουν λίγες μέρες ζωής,

2859. μένω αμίλητος στη γωνιά = βουζώνου

2860. μένω άναυδος = χαβώνω

2861. μένω ξερός = κακαρώνω = μένω στήλη άλατος, ακίνητος και άναυδος

2862. μέρασμα = μέρασμα = φαγητό και σιτάρι για τις ψυχές που μοιράζαν στα

κονάκια το ψυχοσάββατο ή στα μνημόσυνα

2863. μέρη = μέργια, τόπια, μέρια

2864. μέρη που βρίσκονται πίσω από την κορυφή ενός υψώματος και δεν φαίνονται

= σκάπιτα

518
2865. μερίδιο = ρήμα = ρίξιμο, διαίρεση στα έξοδα και στον αριθμό των προβάτων

για να δούμε πόσα χρήματα αναλογούν στο κάθε πρόβατο

2866. μερίδιο = χουρ’σιά

2867. μέρος (ειδικό) = θκιαστή = μέρος που τοποθετώ τις διπλωμένες βελέντζες

2868. μέρος (με αερικά) = ισκιουτόπι = τόπος οπού απαντώνται τα δαιμονικά,

αγερικά, φαντάσματα ( συνήθως τα διάσελα, οι πηγές, οι όχθες των ποταμών)

2869. μέρος για γιαούρτι = διαουρτουλόους = ασκί στο οποίο βάζω το γιαούρτι

2870. μέρος διανυκτέρευσης μικρών κατσικιών = βιτ’λόγρικου = μέρος στο οποίο

διανυκτερεύουν τα βετούλια.

2871. μέρος ζώου = καπούλια = το πίσω και επάνω μέρος δεξιά αριστερά και πάνω

απ την ουρά

2872. μέρος κατάλληλο για το κονάκι = καλυβουτόπι

2873. μέρος λιβαδιού = αφαλός λ’βαδιού = το μέρος εκείνο του λιβαδιού που είναι

πλούσιο σε βοσκή και βρίσκεται μάλλον στο κέντρο του λιβαδιού.

2874. μέρος με γάβρους = γαβριάς

2875. μέρος του βουνού μεταξύ δύο κορυφών = διάσελο, διασέλα, διάσιλου = το

σχετικά ομαλό

κομμάτι που

ενώνει δυο

κορυφές του

βουνού και

αποτελεί

πέρασμα

2876. μέρος χωρίς γυρισμό = πόντελα = άγνωστη κατεύθυνση,

2877. μέρος, τόπος που ανήκει σε Τούρκους = Τουρκιά

2878. μέσα σε μια μέρα = μουνουμιρίς

2879. μεσαίος = μισιανός, μσιανός

2880. μεσημέρι = γιόμα =γεύμα, μεσημεριανό

519
2881. μεσοστρατίς = μισουστρατίς, μσουστρατής = στο μέσο του δρόμου ή της

πορείας.

2882. μεσοχρονίς = μ’σουχρουνίς = στο μέσον της χρονιάς.

2883. μεσοχώρι = μεϊντάνι = μεσοχόρ, μισουχόρ, μισοχόρ, πιάτσα, πλατέα,

πλατέγια, τσιαρσί, φόρα απ το meydan

2884. μετά = κουντά

2885. μετά (με το και) = κιαπέ = και ύστερα.

2886. μετά από λίγο = παρακουντά

2887. μετά το Πάσχα = απόλαμπρα

2888. μετά το σκάρο = απόσκαρα = το ξημέρωμα.

2889. μετανάστευση για λίγο (κοπαδιού) = γιουκλαμάς = η περιπλάνηση του

κοπαδιού από τόπο σε τόπο για κάποιο χρονικό διάστημα.

2890. μετανιώνω = πισμανεύου

2891. μετανιώνω = γυρίζου, ( τα γύρσι = αλλα λεει τώρα )

2892. μέτρο = μέτρου

2893. μέτωπο = μπάλα, κούτρα = κεφάλι.

2894. μέχρι τώρα = ίσιαμι τώρα

2895. μέχρις εδώ = ίσιαμι ιδώ,

2896. μέχρις εκεί = ίσιαμι ικεί

2897. μήκος = μάκρους

2898. μηλιά = μλιά

2899. μηνιγγίτιδα = μηλιγγίτ’ς

2900. μήπως = σάματ, σάματις =

2901. μήπως = μάκι , μη

2902. μήπως = μήδα = αμ πως!

2903. μήπως και = μά κι = μπας και,

2904. μηροί = μηριά

2905. μία = νιά

520
2906. μιζέρια έντονη = χλιμάρα = θλίψη, κακομοιριά

2907. μικρά έντομα = ζούμπηρα, ζούμπιρο = μικρά ζωύφια

2908. μικράκια = λιανουπαίδια = μικρά σε ηλικία παιδιά,

2909. μικρές διχάλες (φούρκες) = φουρκούλις


2910. μικρή γιορτή = αλαφρουγιουρτή

2911. μικρή κατσαρολίτσα(με χερούλι) = κακκαβούλι = μικρό κακκάβι χάλκινο με

χερούλι

2912. μικρή συστάδα από δέντρα = τσιούμπα

2913. μικρό βυζί = τσιμπεροβύζα = πρόβατο που η θηλή του είναι μικρή ίσια με

τσιμπούρι.

2914. μικρό ζώο = ζούδιου = άγριο μικρό ζώο, ζωύφιο

2915. μικρό παιδί = βόμπιρας =

μικροκαμωμένος , δαίμονας ανήσυχος,

ζημιάρης

2916. μικρό παραθυράκι στην καλύβα =

φεγγίστρα

2917. μικρό πουλί = τσιρουπούλ(ι)

2918. μικρό τσιόλι για τις πλάτες, για προστασία από τη βροχή = βιλιντζάκι

2919. μικρό ύψωμα = τσιούμπα

2920. μικροβύζα = καλαμοβύζα = βυζιά με θηλές μακριές

2921. μικροδείχνω = μικρουδείχνου = δείχνω μικρός στην ηλικία, μικρότερος από ότι

είμαι

2922. μικροδουλειές του σπιτιού = χουσμέτι

2923. μικροί κήποι = κήπια = γύρω από τα κονάκια

2924. μικροκαμωμένος = απόρρ’μα = έμβρυο που αποβάλλει το ζώο,

μικροκαμωμένος άνθρωπος, μισή μερίδα

2925. μικροκαμωμένος = κούτσκους = μικρός σε ηλικία,

2926. μικρομάνα = μικρουμάνα = γυναίκα με μικρό παιδί.

521
2927. μικροπαντρεμένος = μικρουπαντριμένους, -η, -ου = αυτός που παντρεύεται

σε μικρή ηλικία.

2928. μικροπαντρεύομαι = μικρουπαντρεύουμι = παντρεύομαι σε μικρή ηλικία.


2929. μικρός άγιος = αλαφρουγιουρτή

2930. μικρός κουνιάδος = αφιντάκους

2931. μικρός πολύ = παραμκρός

2932. μικρόσωμος = κουντακιανός

2933. μικρότερος απ’ τους κουνιάδους της νύφης = αφιντάκους

2934. μικρούτσικο = κούτσκο

2935. μιλάει κάποιος = γκβιντιάζει

2936. μιλάει (η φωτιά) = γκβιντιάζει η φουτιά = ήχοι από τις φλόγες της φωτιάς,

2937. μιλάει = λέει = τραγουδάει

2938. μιλάω = κρένω

2939. μιλιούνια = μιλιούνια = πολύς κόσμος, πολλές χιλιάδες, εκατομμύρια.

2940. μιλώ = λαλαώ, λαλού = γλυκομιλώ, , φωνάζω, φωνάζω και οδηγώ τα

πρόβατα

2941. μιμούμαι = παραστένου = κάνω κάποιον που δεν είμαι

2942. μισή μερίδα (είναι) = απουβουλή

2943. μισθός = δίκιου, ρόγα = οφειλή

2944. μισθός του τσομπάνου = φυλαχτ’κά = ρόγα

2945. μίσθωμα τσομπάνου = ρόγιασμα = η μίσθωση τσοπάνου για μία σεζόν από αϊ

Γιώργη σε αϊ Δημήτρη

2946. μισό = μσο

2947. μισό (από) = μσιάδι

2948. μισοσκόταδο = θαμπά

2949. μισοσκότεινα = θαμπά

2950. μισοτελειωμένος = ασκόλαστους

2951. μισοτελειωμένος = ανέσουστους = όχι σωστός,

522
2952. μισοτριμμένο = μσότριβο = παλιό τριμμένο ρούχο,

2953. μισοτσομπάνος = απουδότ’ς = βοηθητικός τσομπάνος () για όλες τις δουλειές

2954. μιτζύθρα = πρέντζα

2955. μαλλί (αγοραστό) = μαλλάκι = αγοραστό μαλλί για πλέξιμο.

2956. μνήμα = γκιουβούρι = κιβούρι,

2957. μνήμα = κιβούρι

2958. μνήμη = θυμητ’κό, θυμητικό = μνημονικό,

2959. μνημόσυνο για τα σαράντα του πεθαμένου = σαραντάημερου

2960. μοδίστρα = ράφτ’σσα =

2961. μοιάζω = οδίζω, ουδίζου

2962. μοιάζω πολύ με κάποιον = ουδίζου = είμαι ίδιον με κάποιον άλλον,

2963. μοίρα = κισμέτι, χουσμέτι

2964. μοιράζω (το τάμα) = ρουέβου = τάζω κάτι και το προσφέρω, το μοιράζω στον

κόσμο.

2965. μοίρες = μοίρις = είναι τρείς, κατεβαίνουν με την γέννηση του βρέφους και

συνήθως ορίζουν την τύχη του.Κατά την γέννηση του μωρού, η μάνα, βάζει

κοντά στο βρέφος οτιδήποτε γλυκό ή μέλι για να τις εξευμενίσει. Είναι μια

δοξασία που έχει Ομηρικές ρίζες.

2966. μόλις = τομ, γιόν

2967. μολόχα = μουλόχα, βγαλσιμουχόρταρου = μαλάχη η άγρια, malva sylvestris)

είναι το συνηθέστερο είδος

μολόχας. Είναι ιδιαίτερα

διεσπαρμένο φυτό σε όλη την

λεκάνη της Μεσογείου και σε

πολλά ακόμα μέρη.

Αναπτύσσεται από την

παράκτια ζώνη μέχρι αρκετά

μεγάλο υψόμετρο. Η μολόχα έχει πυκνό φύλλωμα, με φύλλα παλαμοσχιδή και

523
άνθη κυρίως ρόδινα, που φύονται από τον βλαστό. Η περίοδος ανθοφορίας

της περιλαμβάνει όλη την περίοδο της άνοιξης και το ξεκίνημα του

καλοκαιριού. Φαρμακευτικό φυτό, μολόχα. Το χρησιμοποιούσαν για διάφορα

σπυριά. Τα έσπαγαν και έβγαζαν το πύον

2968. μολύβι = κουντύλι = κομμάτι σχιστόλιθου που χρησιμοποιείται ως μολύβι.

2969. μολύβι = βουλύμι

2970. μολύνομαι = μουλεύουμι

2971. μόλυνση = μόλυψη

2972. μολύνω = λουβιάζου = ατιμάζω, βρομάω.

2973. μόνα = μαναχά

2974. μοναχικός = μαγκούφς = έρημος άνθρωπος ,αχαΐρευτος,

2975. μοναχοκόρη = μαναχουδυγατέρα, μουναχουδυχατέρα

2976. μοναχοπαίδι = μουναχουγιός

2977. μοναχούλα, ολομόναχη = μαναχούλα

2978. μονοβύζα = μονοβύζα, μουνουβύζα = γίδα η προβατίνα με ένα βυζί

2979. μονοδέντρι = μουνουδέντρι = μοναχικό δεντράκι

2980. μόνον = μαναχά

2981. μονόξυλη ρόκα = ατόφια ρόκα = μονοκόμματη,

2982. μονοπάτι = πατέκα = δρομάκι

στο βουνό που δημιουργείτε

απ το πέρασμα πολλών

ανθρώπων η την συνεχή

χρήση του από τον άνθρωπο

2983. μονοπάτι (ειδικό) = σουρτάρα

= όπως κινούνται τα πρόβατα

το ένα πίσω από το άλλο και τρέχοντας κατεβαίνουν από πλαγιά ή πηγαίνουν

προς μια κατεύθυνση, μονοπάτι που σχημάτισε το κοπάδι κατεβαίνοντας

σουρτάρα

524
2984. μονοπάτια με στροφές = καγκιόλια = πηγαίνει κουνάμενος

2985. μοσχάρι = μουσκάρι

2986. μοσχάρι= μσκάρ, μσκάρι

2987. μου = μ'

2988. μου αρέσει = μ' αρέει

2989. μου έφυγε το σαγόνι = ξιτσαουλιάσκα

2990. μου έφυγε το στόμα απ τα πολλα που λέω = ξιτσαουλιάσκα

2991. μου κόβεται η ανάσα = απομόνουμι

2992. μουλάρι (χρωματικά) = ρόιδου = μουλάρι εν μέρει μαύρο, εν μερει κόκκινο

2993. μουλάρι = μπλάρι

2994. μουλάρι θηλυκό = μούλα

2995. μουλαρώνω = γκουρώνου

2996. μούλιασμα = μούσκλιο


2997. μουνί = αγγειό = χάλκωμα (ταψί,

πιάτο, κατσαρόλα, κ.ά.):,

γυναικείο γεννητικό όργανο.

2998. μούντζωμα = να κίνα ναχς = (αυτά να έχεις με χειρονομία μούντζας)

2999. μουντζώνω = τ' τα στρώνω

3000. μούρα = σκάμνα

3001. μούργα = μούργκα = κατακάθι από το λάδι.

3002. μουριά = σκαμνιά = Η μουριά (Morus alba και

M. nigra, Moraceae) είναι φυλλοβόλο

πλατύφυλλο δέντρο με πολύ διακοσμητικό

φύλλωμα και φημίζεται για τη σκιά του. Στο γένος Morus ταξινομούνται 12

είδη Τα πιο γνωστά είδη είναι η λευκή (Morus alba) και η μαύρη μουριά (M.

nigra), ενώ υπάρχουν και άλλα είδη όπως η ερυθρή (M. rubra) και η

κελτιδόφυλλη μουριά (Μ. celtidifolia).

3003. μουσαφιρέοι = μσαφιρέοι = επισκέπτες

525
3004. μουσαφίρης ,= μσαφίρ(η)ς = φιλοξενούμενος.

3005. μουσικές παρέες = βιουλιά

3006. μουσικό όργανο = κλαρίνο = πρόσφατο μουσικό όργανο, των

Σαρακατσάνων, κλαρινέτο, καρνέτο, γκαρνέτο, γλαρουνέτο από το Ιταλικό

clarino

3007. μούσκεμα = μούσκλιο

3008. μουτζουρώθηκα = γανώθκα = λερώθηκα από κάρβουνο

3009. μουτζουρώνομαι = γανόνουμι

3010. μουτρωμένος = μπουζουμένους, βουζουμένους = αυτός που κρατάει μπόζα,

αυτός που έχει κατεβασμένα τα μούτρα.

3011. μουτρώνω = κακιώνου = θυμώνω,

3012. μούτρωσα = βαλάντωσα = κλαίω

3013. μούχλα (ειδική) = ρέχλα = (στην σαλαμούρα του τυριού του τουρσιού κ.α)

3014. μπαγιάτικο = μπαγιάτκου, = έχει μπαγιατέψει,

3015. μπαινοβγαίνω στο χορό = ξαραδιάζου = βγάζω από τη σειρά,

3016. μπαίνω στη σειρά = αραδιάζουμι

3017. μπάλα = τόπα

3018. μπάλα του κανονιού = τόπα

3019. μπεκάτσα = ξ’λόκουτα

3020. μπελάς = μπιλιάς

3021. μπερδεύομαι = ανακατώνουμι = έχω κοινωνικές συναναστροφές

3022. μπεσαλής = μπισαλής = κρατάει το λόγο του, αυτός που του έχουμε

εμπιστοσύνη.

3023. μπίλιες κουδουνιού = δραμιάρ’κα = οι μπαλίτσες από μολύβι μέσα στο

κουδούνι για να βγάζει ήχο

3024. μπιμπίκ ι = δρουτσίλι

3025. μπλε = γαλάζιους = γαλανός,

526
3026. μπλοκάκι = διφτέρι = το τετράδιο η βιβλίο για τους λογαριασμούς αλλα και

τα βιβλία τετράδια των μαθητών

3027. μπλούζα μάλλινη αντρική = σουκόρφι, σουρκόφ

3028. μπογιά = μπουιά = μπογιά, μποϊάς, μποϊά , από το boya

3029. μπολιάζονται (ενώνονται αυτά) = σουμπολιασμένα

3030. μπολιάζω = αμπουλιάζου

3031. μπόλικος = μπόλκους

3032. μπόρα = τφάνι, τφαν, καταχάρι, μπουγραντί, στχαρ, τούζι από το

Βενετσιάνικο bora

3033. μπορώ = μπουρού = είμαι καλα

3034. μποτάκια = μπουτίνια, = και μποτίνι , μποτίννι , μπουτίνι, μπουτίνα =

κοντή μπότα, από το Ιταλικό bottini

3035. μπουκετάκι = χειρούλα

3036. μπουκιά = καταψιά = γουλιά

3037. μπουμπουνίζει = μπουμπνίζει = βροντά ο ουρανός

3038. μπουρδουκλώθηκα = μπερδουκλώθκα, πεδουκλώθηκα

3039. μπουρίνι = μπουρίν, μπουρίνι = ξαφνικό δυνατό ανεμοβρόχι από το

Βενετσιάνικο borin

3040. μπούτια = μπουτσνάρια

3041. μπούφος = μπούφους, μποφίους = μποφύους = Το

πουλί μπούφος , Bubo bubo, από το Ιταλικό buffo

3042. μπούχτισα = βαρκέστ΄σα

3043. μπράτσο = μπράτσου = βραχίονας από το

Βενετσιάνικο brazzo

3044. μπριζόλα = μπριζιόλα, μπριτζόλα, μπριζιόλα = κρέας

με κόκκαλο, από τα πλευρά του ζώου από το

Βενετσιάνικο brisiola

3045. μπρίκι = τζιτζβές

527
3046. μπροστινό μερος καλύβας = αστήθι = το μπροστινό μέρος από το κονάκι,

3047. μπροστινός,-η,-ο = μπρουσ’νός, -ή, -ό

3048. μπρούμυτα = τ΄απίστωμα

3049. μυαλό = γκλάβα = το μυαλό στο κεφάλι

3050. μυαλό = γνώμη = νους,

3051. μυαλωμένος = γνουμκός

3052. μύγα (είδος) = χαλκόμ’γα = μύγα στο χρώμα του χαλκού που φτίνει τα κρέατα
3053. μυγιάγγιχτος = αγγιλουκρουσμένους= παράξενος.

3054. μυζήθρα = γκίζα, μτζήθρα,

3055. μύθοι = μύθια

3056. μύξα των γιδιών = μανγκαφάς

3057. μυρίζω άσχημα = ζέχνου, ζέχνω

3058. μυρτιά = σμυρτιά = το φυτό

3059. μυρτιάς καρπός = σμέρτου = καρπός

της μυρτιάς Ο Διοσκουρίδης κατέταξε

τις μυρτιές σε αυτές με μπλε και σε

αυτές με λευκούς καρπούς, οι οποίοι

έχουν φαρμακευτικές ιδιότητες. Τους

έδινε ως αντίδοτο για τσιμπήματα

σκορπιών και αραχνών και για να θεραπεύσει ασθένειες της κύστης και την

διάρροια, σε μορφή βρασμένου χυμού. Η συνταγή αυτή χρησιμοποιείται μέχρι

σήμερα στη παραδοσιακή ιατρική.

μύρτιλα = τσάπουρνα = μπλε καρποί της τσαπουρνιάς, άγρια μύρτιλα,

(μπλούμπερι)

3060. μυρωδιά του ζώου που αφήνει πίσω του και την αντιλαμβάνονται τα σκυλιά =

ντουρός, ντίρα

3061. μυστικά = απόκρυφα = κρυφά-κρυφά, χωρίς να μας καταλάβουν

3062. μυστικό = κρυφή γκβέντα

528
3063. μύτ’κας = ψηλότερη κορυφή βουνού.

3064. μυτερός = σουφλιρός .

3065. μύτη (ανατομικά) = πλατσ’κουτή = μύτη που είναι πλατιά, πεπιεσμένη προς τα

μέσα

3066. μωρέ = ωρέ

3067. μωρή = μώρ’ προσφώνηση της Σαρακατσάνας από το Σαρακατσάνο με την

έννοια εσύ

3068. μωρό = τέκνου, γκζάνι

Ν
3069. να = ια

3070. να ξαναγιάνω = ξαναγιάνου = να ξαναγίνω καλά στην υγεία μου

3071. να το = γιάτουια = να το μπροστά σου.

3072. ναι! = α'χά!

3073. νάτο εδώ = γιατουιά

3074. νάτο νάτου ιά = νάτο εκεί

3075. νάτος = ιάτος

3076. νέα = μαντάτα, χαμπέρια = κακά μαντάτα, θλιβερές ειδήσεις

3077. νέα νύφη = νιόνυφη =

3078. νέα πολύ = παρανιά

3079. νεαρό κορίτσι = τσιούπρα, τσούπρα = κόρη, κοπέλα,

3080. νεαρός ταύρος = δαμάλι

3081. νεκραλαξιά = νικραλλαξιά = ρούχα που φοράμε στο νεκρό

3082. νέο κι όμορφο κορίτσι = ντουλμπέρου

3083. νεογέννητο της γίδας = κατσίκι

3084. νεόνυμφοι = νιογάμπρα

529
3085. νέος. -α. -ο = νιος, νια, νιο = νιάτα. Ομηρική λέξη. «Νεάτη», «νείατος». Ιλιάς

Β 289

3086. νεράιδες ( καλές) = ξουθιές ,καλόημoιρις, καλόγνουμις , καλότχις = τα καλά

εξωτικά,

3087. νεράιδες = νηράϊδες = πάντα κακά πνεύματα και δύο ειδών, ασπροφο-

ρούσες και μαυροφορούσες. Ειδικά στις μαυροφορούσες που άλλες φορές

μπορεί να ήταν και παρδαλές, αν απαντούσες στις ερωτήσεις τους και στα

πειράγματά τους, έχανες την φωνή σου. Δεν έπρεπε να κοιμηθείς δίπλα σε

πηγή, να αποφεύγεις περάσματα που περιμένουν, αλλά η προστασία

προέρχεται μόνο απ’ το λιβάνι και το αλάτι που πρέπει κάποιος απαραίτητα να

έχει μαζί του σαν φυλαχτό.

3088. νερό = νηρό

3089. νερό (ειδικό) = πίνος = το βρώμικο νερό απ το πλύσιμο του μαλλιού των

προβάτων

3090. νεροπότηρο = νηρόκουπα

3091. νεροσυρμή = νιροσυρμή

3092. νεροσυρμός, νερό που πέφτει από ψηλότερα και

κατρακυλά = νηροσυρμή

3093. νεροτριβή = νηροτρουβιά = κατεργασία με τριβή του

νερού

3094. νεροφαγιά = νηρουφαϊά = κοιλότητα που σχηματίζεται στο έδαφος από τη

ορμή του νερού

3095. νευριασμένος = μπουϊμένους

3096. νεφραμιά (των ζώων) = απάκι

3097. νήμα = γνέμα

3098. νήμα (αργαλειού) = σαϊτόγνιμα = νήμα που έχει η σαΐτα σε καρούλι

(σαϊτόξυλο)

530
3099. νήμα (είδος) = δρούγα = χοντρό νήμα που μαζεύεται στο αδράχτι, όταν η

περιστροφή του αδραχτιού γίνεται στην παλάμη

3100. νήμα (είδος) = λαζουρίσιου = διασίδι για γυναικείο καλοκαιρινό ντύσιμο

3101. νήμα για κάλτσες = καλτσόν’μα

3102. νήμα γνεσίματος = γνέμα = το νήμα απ το γνέσιμο μαλλιού στη ρόκα

3103. νήμα διασιδιού (είδος) = συμμαλίσιου

3104. νήμα του αργαλειού = .στ’μόνι = στημόνι,

3105. νήμα ύφανσης = ψαλιδουτό = είδος από διασίδι.

3106. νηρομπλέτσι = σκέτο νερό, πολύ νερουλό φαγητό,άνοστο φαί που τα

κομμάτια είναι λίγα σε σχέση με το ζωμό

3107. νηστεύει αυτός = νηστιμένους

3108. νηστευευόμενο = άναρτου = δεν αρταίνει

3109. νηστεύω πρώτη μέρα = απουκρεύου = αρχίζω νηστεία, κάνω αποκριά.

3110. νηστεύω = κρατάω, βαστάω, ειμαι νηστεμένος

3111. νηστεύω για τη σαρακοστή = σαρακουστεύου

3112. νηστικός = ψουμόλ’σα

3113. νικάω = ν’κάου

3114. Νοέμβριος = Χαμένος

3115. νοιάζομαι = γνοιάζουμι = ενδιαφέρομαι, φροντίζω.

3116. νοίκι για τον τόπο διαμονής = τοπιάτκο

3117. νοικοκύρης, ν’κουκύρ’ς,-α = ο νοικοκύρης, -α του σπιτιού, η σύζυγος του

νοικοκύρη

3118. νοικοκυριό = κουνάκι

3119. νοιώθω = νιώθου

3120. νομάς = φιρέοικους = αυτός που δεν έχει μόνιμη κατοικία και μετακινείται για

την εξεύρεση καλύτερων συνθηκών για την δουλειά του

3121. νομίζω = θαρρού, θάρρου

3122. νόμος, φιρμάνι = ζακόνι

531
3123. νονός, νονά = ν΄νός, ν΄νά

3124. νοστιμιά = νουστ(ι)μάδα

3125. νοστιμίζω = νουστ(ι)μαίνου = ομορφαίνω, κάνω κάτι νόστιμο

3126. νταής = ντιλής = παλληκαράς.

3127. νταλάκι = άνθρακας = αρρώστια ζωντανών, ανθρώπων (αχαμνό, νταλάκι)

3128. νταμιτζάνα = ραμαζάνα

3129. νταντά = παραμάνα = δεύτερη μάνα, δεύτερη σύζυγος του πατέρα

3130. Νταούτης κακό και πονηρό πνεύμα της στάνης = νταούτ’ς, δαούτ'ς

3131. ντελάλης = ντιλάλ’ς =, κήρυκας, διαλαλητής .

3132. ντερτιλής = ντιρτιλής = αυτός που έχει ντέρτι, καημό, μεράκι

3133. ντόπιος στην καταγωγή = τοπιάτ'ς

3134. ντουλάπι = ντ’λάπι = εργαστήριο που επεξεργάζεται τα μαλλιά,

3135. ντρέπομαι = αντρέπουμι

3136. ντροπή = αντρουπή , τσίπα = ντροπή, πέπλο της νύφης,

3137. ντύνομαι = ζαρκώνουμι

3138. ντύνω = ζαρκώνου = βρακώνω,

3139. ντύνω = νταίνου

3140. νύσταξα = ζαβλακώθκα = δεν ξέρω που είμαι (χάθηκα)

3141. νύφες ν’φάδις, ν’φάδις

3142. νύφη ηθική, παρθένα = καλή νύφη

3143. νύφης (στόισμα) = τέλια = νυφικό στόλισμα κεφαλιούμε λεπτές συρματένιες

βελόνες με τις οποίες

καρφώνω το μαντίλι

στα μαλλιά

3144. νύφης

ξεκουκούλωμα =

ξικούκλουμα= βγάζω

τον κούκλο από τη

532
νύφη, το βγάλσιμο της κουκούλας της νύφης

3145. νυφική ποδιά = φρουτουπόδια

3146. νυφοπάζαρο, ν΄φουδιαλέγμα = επιλογή κατάλληλου κοριτσιού για σύζυγο

κάποιου, εξέταση κοπέλας αν κάνει για νύφη σε κάποιον

3147. νυχάκι = αν’χάκι = το φυτό μελλίλωτος ο φαρμακευτικός. Το χρησιμοποιούμε

ως αρωματικό και εντομοαπωθητικό είδη: ο Ινδικός, κοινώς νυχάκι ή

τριφύλλι της πιτσιλιάς,

ο Ιταλικός ο οποίος

είναι πιθανότατα ο

κάλλιστος του

Διοσκουρίδη, ο

Λευκός που λέγεται και άγριο τριφύλλι, ο Μεσσηνιακός που πιθανόν είναι ο

ήμερος λωτός του Διοσκουρίδη και λέγεται κοινώς τριφύλλι, ο Φαρμακευτικός

που ονομάζεται στη Ζάκυνθο νυχάκι, ο σπειρόμενος στα λιβάδια για

κτηνοτροφή κ.α. το βότανο είναι γνωστό από την αρχαιότητα. Το αναφέρει ο

Νίκανδρος τον 2 π.Χ αιώνα. Το αναφέρουν επίσης ο Διοσκουρίδης και ο

Πλίνιος. Χρησιμοποιούσαν από την αρχαιότητα τα αποξηραμένα φύλλα του

φυτού ως αποτελεσματικό εντομοαπωθητικό. Ο Κούλπεπερ το 1615 σε γραπτά

του αναφέριε ότι αν τοποθετηθεί υπό μορφή κομπρέσας, μαλακώνει όλα τα

σκληρά αποστήματα και πρηξίματα στα μάτια και άλλα μέρη του σώματος.

Στην αρχαία Ελλάδα τον χρησιμοποιούσαν υπό μορφή εμπλάστρων για την

αποβολή τοξινών και την ελάττωση των πρηξιμάτων. Στη λαϊκή ιατρική της

Γαλλίας το χρησιμοποιούσαν σαν αντιδιαρροϊκό, αντισπασμωδικό και

οφθαλμολογικό μέσο. Στην Κίνα το χρησιμοποιούσαν ενάντια στην

μηνιγγίτιδα και στη Βουλγαρία παράγουν από αυτό υποτασικά σκευάσματα.

Εκτός από την φαρμακευτική του χρήση, το χρησιμοποιούσαν για να δώσουν

άρωμα σε ορισμένα τυριά, μπύρα ή λικέρ, πράγμα που γίνεται ακόμη και

σήμερα.

533
3148. νυχτοξημερώνομαι = νυχτουξημιρώνου = νυχτώνω και ξημερώνω σε συνέχεια

την ίδια μέρα

3149. νυχτοπερπατάω = νυχτουδιαβαίνου = γυρίζω τις νύχτες

3150. νυχτοπερπάτης = νυχτουπιρπατάρ’ς = αυτός που είναι ικανός να περπατάει τις

νύχτες

3151. νυχτώνω = βραδιαζουμι διανυχτερεύω

3152. νωρίτερα = παραμπρουστά = λίγο πιο μπροστά.

Ξ
3153. ξακουστός = ξιακουστός =, ξακουσμένος, σπουδαίος.

3154. ξανά = ματά

3155. ξαναζευγαρωμένα πρόβατα = γυρ’σμένα πρότα = αυτά που ξαναζευγάρωσαν

δεύτερη φορά την ίδια περίοδο

3156. ξαναζευγάρωσε η προβατίνα = γύρ’σι η πρατίνα

3157. ξαναζωντανεύω = ανασταίνουμι

3158. ξανθογένης = ρουσουγένιους

3159. ξανθοκόκκινος = ρούσος = Από τη λέξη «ρούσιος» =κοκκινωπός,

ξανθοκόκκινος

3160. ξανθός , ξανθοκόκκινος = ρούσους

3161. ξανθός = αλτζές, μελαχρινοκόκκινος

3162. ξάπλωσα = πλάΐασα

3163. ξαπλωτός = πλαϊαστός

3164. ξαστεριά = ξαστιριά,

αστρουφιγγιά

3165. ξαστερώνει = ξαστιρώνει

= γίνεται αίθριος ο

ουρανός.

534
3166. ξαφνιάζω και τρέπω σε φυγή = προυγκάου

3167. ξαφνικός = άξαφνους

3168. ξεβράκωτες = ξεζάρκουτις

3169. ξεβράκωτες (χαρακτηρισμός) = ξιβράκουτις, ου = γυναίκες με ευρωπαϊκά

ρούχα,ανήθικες γυναίκες, παρδαλές

3170. ξεβράκωτος = ξεζάρκωτος

3171. ξεγεννάω = ξιγιννάου = βοηθάω το ζώο να γεννήσει.

3172. ξεγυμνόθηκα = ξεζαρκόθκα, ξιμπλητσώθκα = δεν φοράω τίποτα τα πέταξα όλα

από πάνω μου, ξεφορτώθηκα τα ρούχα μου

3173. ξεγυμνώνομαι = ξιμπλιτσώνουμι

3174. ξεγυμνώνω = ξιζαρκώνου

3175. ξεδιάντροπη,-ος = χούμπα, χούμπωμα, καπρί = κυρίως γυναίκα ξεδιάντροπη

και δυναμική

3176. ξεδιαντροπιά = ξιδιαντρουπιά = έλλειψη σεμνότητας, απουσία ντροπής για

πράξεις ή για λόγια αναίσχυντα, αισχρά, κακόβουλα

3177. ξεδιάντροπο = χουμπιάρ’κου = αυτό που πρέπει να κρύβεται, να χαθει

3178. ξεθάρρεψε = ξιτσάνσι = όταν κάποιος αποκτάει θάρρος, δεν ντρέπεται, πήρε

αέρα

3179. ξεθάρρεψες άσχημα = ξητσάνσις = παραπήρες θάρρος

3180. ξεθηλικώνω = ξιθ’λυκώνου = η ενέργεια να βγάλω το στεφάνι από το

κουδούνι

3181. ξεκαβαλικεύω = ξιπιζεύου, ξεπεζεύω = κατεβαίνω από το άλογο

3182. ξεκαθαρίζω = ξιπαστρεύου

3183. ξεκαθαρίζω λογαριασμό = ξιλουγαριάζουμι, ξελογαριάζωμι = κλείνω τους

λογαριασμούς, κάνω ταμείο

3184. ξεκαθάρισε (το θέμα) = λασσάρ’σι = καταλάγιασε, ηρέμησε

3185. ξεκαθάρισμα = λαγάρ’σμα

3186. ξεκαλοκαιριάζω = ξικαλουκιριάζου = περνάω το καλοκαίρι μου.

535
3187. ξεκίνα = κίνα

3188. ξεκινάτε = κινάτε

3189. ξεκίνημα = αρχνή = αρχή,

3190. ξεκίνησα = αρχίνσα

3191. ξεκοιλιάζω = ξικ’λιάζου

3192. ξεκοιλιάστηκα = ξικλιάσκα = έσκασε η κοιλιά μου

3193. ξεκουκουλώνω = ξικουκλώνου = βγάζω τον κούκλο από τη νύφη.

3194. ξεκουμπώνω = ξιθ'λυκώνου = η ενέργεια να βγάλω το στεφάνι από το

κουδούνι

3195. ξεκούμπωτος = ξιθλήκουτους, -η, -ου = χωρίς ζώνη ή με ανοιχτή τη ζώνη,

αυτός που δεν έχει κουμπωμένη τη ζώνη

3196. ξεκουράζομαι = ξαπουσταίνου

3197. ξεκουράζομαι = ραχατιάζω = λαγοκοιμάμαι

3198. ξεκουράζομαι = ξαποσταίνω, ξαποστάζω, ξαπουσταίνου

3199. ξεκούτης γέροντας ξούρας = (συνδέεται με το γέρο)

3200. ξεκούτιασμα = κούτιασμα

3201. ξελέω = ξιλέου = αναιρώ τα λόγια μου. είπα ξείπα

3202. ξελογάριασμα = ξελογαριάζωμι

3203. ξεμάκρυνε το σόι = βήκι του σόι = χάθηκε η συγγένεια

3204. ξεμαλλιάζω = κουτρουμαλλιάζου, αναμαλλιάζω -ομαι = αρπάζω κάποιον

από τα μαλλιά και τον κακοποιώ, ανακατεύω τα μαλλιά κάποιου, τον ξεχτενίζω

εντελώς·, (για νήμα ή για ύφασμα) βγάζω χνούδι, χνουδιάζω

3205. ξεματιάσματος σύνεργα = μανταλοΐδι = μέσο για ξεμάτιασμα ή μάγια.

3206. ξεμπλέκω = ξιμπλέκου

3207. ξεμπλέκω τα μαλλιά = ξαγκλίζου, -ω = πειράζω, ενοχλώ

3208. ξεμωραμένος = ξηκούτ΄ς,

3209. ξενιτεμένος = ξινάκι

3210. ξενιτεύομαι = ξινιτεύουμι = πάω στην ξενιτιά

536
3211. ξένο ζώο στο κοπάδι = κιλιπούρι

3212. ξένοιαστος = ξιλόιστους, -η, -ου = αυτός που δε σκέφτεται τα προβλήματά του

ή δεν έχει προβλήματα.

3213. ξένος = ξένους, -η, -ου = μουσαφίρης,

3214. ξεντύσου = ξιντίσ

3215. ξενυστάζει απ τα γέλια ο κόσμος = ξυνστάζει ου κόσμους

3216. ξεπαγιάζω = γκαρδιώνου

3217. ξεπαστρεύω = ξιπαστρεύου

3218. ξεπατώθηκα = ξιπατώθκα

3219. ξεπατώνομαι = ξιπατώνουμι = κουράζομαι υπερβολικά, σκοτώνομαι στη

δουλειά, εξολοθρεύομαι.

3220. ξεπεζεύω = πιζεύου = κατεβαίνω από το άλογο.

3221. ξέπλεγα = ανάπλιγα, ξέπληγα = ξέπλεγα μαλλιά.

3222. ξεπλένω τα ρούχα = ξιβγάνου

3223. ξεπλύματα (σκαφιδιού) = πλύματα = νερό με το οποίο πλένουμε το σκαφίδι

μετά το ζύμωμα και περιέχει ένζυμα από το προζύμι. Το χρησιμοποιούμε για

καλλυντικό (νίβονται οι γυναίκες στο πρόσωπο).

3224. ξεποδαριάζομαι = πουδαριάζουμι, ξεπουδαριάζουμι = μου πιάνονται τα πόδια

και δεν μπορώ να περπατήσω

3225. ξεποδαριάστηκα = ποδαριάσκα, ξεποδαριάσκα

3226. ξεπονάω = ξιπουνάου = δε νιώθω πόνο , δεν νοιώθω αγάπη για ένα

πρόσωπο, μου φεύγει ο πόνος, η λαχτάρα που είχα για κάποιον ή για κάποιο

πράγμα, εκπληρώνω μια επιθυμία

3227. ξεπουπουλιάζω = μαδάου = πέφτουν τα μαλλιά μου

3228. ξεπροβοδίζω = ξιπρουβουδάου, ξιβγάζου, ξιβγάνου, προυβουδίζου =

κατευοδώνω

3229. ξέρα = στέγνα = ξηρασία,

3230. ξερά σου (τα) = ξηράς (τα) = τα χέρια σου που δεν είναι ικανά για τίποτα

537
3231. ξερά χόρτα = μπάμπαλα = ξερά χόρτα με τα οποία στρώναν τα μαντριά. λεπτά

προσανάμματα

3232. ξεράδια = ξιράδια = ξερά ξύλα, παλιά καυσόξυλα.

3233. ξεράθηκα = καρκάνιασα = έγινα κάρβουνο, ζεστάθηκα πολύ στη φωτιά

3234. ξεραίνω = ξηραίνου

3235. ξερακιανός = ξιραγκιανός, -ή, ό

3236. ξερακιανός αδύνατος τελείως = αχαμνός

3237. ξεραμένα δάκρυα στην άκρη τυ ματιού = τσίμπλα

3238. ξεραμένο δένδρο που στέκει όρθιο = ξέρακας

3239. ξεράνω = ξηράνου

3240. ξερικό = ξηρ’κό, ξηρκό = αυτό που δε ποτίζεται για να φυτρώσει και να

αναπτυχθεί

3241. ξερόκαμπος = ξηρόκαμπους

3242. ξεροκέφαλος = γκράνας = χωρίς πνευματική ευστροφία.

3243. ξεροπόταμος =

ρέμα = ποτάμι

που κατεβάζει

μόνο το χειμώνα η

μετά από πολύ

βροχή

3244. ξεροτηγανίζω = καβουρντίζου = τσιγαρίζω, , ψήνω (ξηρούς καρπούς) |

τούρκικο kavurmak

3245. ξεροφαγία = ξιρουφαϊά = φτωχό γεύμα χωρίς προσφάι. όχι μαγειρεμένο

φαγητό

3246. ξεροψήνομαι = καρκανιάζω

3247. ξεσακιάζω = ξισακιάζου = βγάζω από το σακί τα ρούχα

3248. ξεσαμαρώνω = ξισαμαρώνου = βγάζω το σαμάρι από το ζώο

3249. ξεσελώνω = ξισιλώνου = βγάζω τη σέλα.

538
3250. ξεσηκώνω κάποιον = σιουγκράου, σιούγκραω, σιουγκρίζου = αγγίζω κάποιον

με νόημα, τον ειδοποιώ αγγίζοντάς τον σκουντάω, σπρώχνω κάποιον σε μια

πράξη

3251. ξεσκέπαστος =.ξίσκιπους, -η, -ου

3252. ξεσπάνε πάνω μου = ξιλαβαίνου =, υφίσταμαι τις συνέπειες των πράξεών μου,

πληρώνω για αυτά που κάνω, βρίσκω άδικα το μπελά μου, την πληρώνω εγώ

για κάποιον άλλον

3253. ξεσταυρώνω = ξισταυρώνου = ξεθάβω μετά από χρόνια το νεκρό και συλλέγω

τα οστά του. -ουμι (μτφ.) ξεθεώνομαι στη δουλειά

3254. ξεσυνερίζομαι = ξισ’νιρίζουμι = παρακινούμαι, παίρνω σοβαρά υπ όψιν κάτι

και θυμώνω,

3255. ξεσχίζω = ξικλίζου

3256. ξετρυπώνω = ξιτρυπώνου

3257. ξετυλίγω = ξιτλάου

3258. ξεφασκίωνω = ξιφασκιώνου = ανοίγω τις φασκιές στο μωρό

3259. ξέφεξε = ξέφιξι

3260. ξεφεύγω (από κάποια όρια) = ξιτσανίζου = ξεπερνάω με τη συμπεριφορά μου

τα επιτρεπόμενα όρια, φέρομαι σαν ανυπάκουο παιδί

3261. ξεφθινοποριάζω = ξιχ’νουπουριάζου = περνάω το φθινόπωρο.

3262. ξεφλουδίστηκα = ξιπιτσίασκα

3263. ξεφόρεμα = ξιφόριμα

3264. ξεφορτώνω = ξιφουρτώνου = κατεβάζω το φόρτωμα

3265. ξέφυγε = κατσίρτ'σι, κατζίρντισι = την κοπάνησε , "του ’φυγε" το μυαλό


3266. ξεφωνημένη = αϊκουσμένη = ανήθικη γυναίκα, αυτή που ακούστηκε,

κακοφημισμένη

3267. ξεφωνημένος = γκαρσμένους

539
3268. ξέφωτο = ξαίθρου, ξέφουτου

= φωτεινό και καθαρό μέρος

μέσα σε σκιερό δ΄σος

3269. ξεχαράζει = ξιχαράζει =χαράζει

για τα καλά

3270. ξέχασα = αστόχσα

3271. ξέχασα = ξαστόχσα, αστόχσα

3272. ξεχάσουν (μτφ) = ξιχάσουν = να ξεχαστούν να παίξουν τα παιδιά να

ηρεμήσουν.

3273. ξεχειλίζει = αρτιρίζει, αρτιράει = φτάνει και περισσεύει,

3274. ξεχειμαδιό = ξιχ’μαδιό = τόπος που ξεχειμάζω, περνάω το χειμώνα

3275. ξεχειμάζω = ξεχειμάζω, ξιχ’μάζου, ξιχ’μουνιάζου = περνάω το χειμώνα

3276. ξεχνάω = αστουχάου, ξιαστουχάου = λησμονώ -ώμι λησμονιέμαι.


3277. ξεχνιέμαι = αλησμουνιώμι = πέφτω στη λησμονιά.

3278. ξεχρέωτος = ξιχρέουτους, -η, -ου = δεν έχει χρέη

3279. ξεχύνομαι = απουλιώμι

3280. ξεχώρισμα = χουρ’σιά

3281. ξεχώρισμα των γαλαριών απ το κοπάδι = γαλαροκοπή

3282. ξεχωριστά = ξέχουρα

3283. ξεχωριστός = πρέπιους

3284. ξεψυχώ= ψυχουμαχού

3285. ξημέρωμα (νωρίς το πρωί) = μπονόρα, μπονώρα, = μπονώρας = λυκαυγές ,

αμπονωρίς, αμπονόρα, πολύ πρωί, από το ιταλικό buonora

3286. ξηρά τροφή = ξηρουφάι = τροφή που είναι ξηρή, το ψωμοτύρι του βοσκού.

Δεν είναι κάτι μαγειρεμένο.

3287. ξηρασία = ξέρα

3288. ξιγιλίομι = παραπλανιέμαι.

540
3289. ξίγκι (είδος) = βασ’λόξιγκου = ξίγκι από την κοιλιά του γουρουνιού σαν

θεραπευτικό μέσο.

3290. ξινό (πολύ) = τραπέτσι = κάτι που είναι πολύ ξινό.

3291. ξινόγαλο = ξ’νόγαλου, ξίγαλα

3292. ξινούτσικος = ξ’νούτσ’κους, -η, -ου

3293. ξιφουρτώνει η κότα = η κότα ανοίγει τα φτερά της

προς τα πλάγια (πρόληψη που φανερώνει επίσκεψη

στο κονάκι).

3294. ξοδεύω = ξουδιάζου

3295. ξύλα (ειδιικά) = τιντόφουρκις = οι 2,5 μ. φούρκες που

χρησιμοποιούνται στο στήσιμο της τέντας (τσιατούρας)

3296. ξύλα (ειδικά) = σειρήτια γερά και ίσια, ξύλα που χρησιμοποιούνταν στα

αδίπλα καλύβια

3297. ξύλα (ειδικά) = τιντόξ’λα = ειδικά ξύλα με τα οποία στήνουμε την τέντα

3298. ξύλα (ειδικά) = χαρτόλουρα = λούρα που χρησιμοποιούνται για το χάρτωμα

(σκελετό) του κονακιού

3299. ξύλα λεπτά που χρησιμοποιώ για να φτιάξω την κατσιούλα από το κονάκι =

κατσιουλόλουρα

3300. ξύλα που κάνουν καλή φωτιά = φουτόξ’λα

3301. ξύλα σκελετού της καλύβας = μπηχτάρια = τα ξύλα της που μπαίνουν

μπηγμένα κυκλικά στο έδαφος σε απόσταση 40 εκ το ένα απ το άλλο για το

σκελετό

3302. ξυλαράκι = τσάκνο = λεπτό, ξερό κλαδί δέντρου. (μτφ). πολύ λεπτός, αδύνατος

άνθρωπος

3303. ξυλιά = ξ’λιά = χτύπημα με ξύλο, χτύπημα.

3304. ξύλινες κατασκευές = στιφάνια = στρόγγυλα πελεκημένα ξύλα από τα οποίο

κρέμεται το κουδούνι από τα πρόβατα ή τα κυπριά από τα γίδια , ξύλινα

541
πλαίσια που στηρίζουν την πόρτα από το κονάκι, κεφαλάρι της, ξύλινος κύκλος

στην κατσιούλα του κονακιού,

απόκρημνο και δύσβατο μέρος.

3305. ξύλινη κολώνα = ντιρέκι =

παλούκι, ψηλός και δυνατός

άντρας.

3306. ξύλινη κολώνα = ντιρέκι =

παλούκι, ψηλός και δυνατός άντρας.

3307. ξύλινο δοχείο για γάλα ή για άλλα προϊόντα = καδί

3308. ξύλινο δοχείο νερού = βιδούρα = παρασκευής γιαουρτιού, αποθήκευσης

γαλακτοκομικών προϊόντων, κ.α

3309. ξύλινο μεγάλο ή μικρό δοχείο = κάδη = σε σχήμα κυλινδρικό, ή κόλουρου

κώνου.

3310. ξύλινος = ξ’λένιους, -α, -ου

3311. ξύλο (ειδικό) = τέμπλα = ξύλινη κατασκευή σε σχήμα Π στην οποία κρεμάμε

διάφορα πράγματα, τιντόξ’λα, ξάπλα καταγής.

3312. ξύλο (ειδικό) = συμποδαύλι, ξυθάλι = ξύλο περίπου 1

μέτρου και κάτι όπου διασκορπίζονται, στρώνονται,

ανακατεύονται τα καιγόμενα ξύλα κυρίως στον

φούρνο ή σπρώχνονται ή ξύνονται ή μετακινούνται

τα ξύλα που καίγονται γενικά. Ξύλο ειδικό το ξιθάλι

επίσης με το οποίο σηκώνω τη γάστρα ή ανακατώνω

τα κάρβουνα

3313. ξύλο (ειδικό) = τιμπλί, τέμπλα = μακρύ και χοντρό ξύλο = τιμπλάρι

3314. ξύλο (μέρος) = σκίζα = κομμάτι από ξύλο που σχίζεται από τον κορμό ενός

δέντρου ή ενός χοντρού κλαδιού, πελεκούδι.

3315. ξύλο μισοκαμμένο = απόδαυλου = μισοκαμένο κομμάτι ξύλου (κρύβετε στη

στάχτη για να ξανανάψει φωτιά)

542
3316. ξυλοκέρατα

καρούμπις

3317. ξυλοκοπώ =

σιδιρώνου

3318. ξυλοκρέβατο =καζιάκα = ξύλινο φορείο,

3319. ξυπνώ = ξιπλαϊάζου

3320. ξυπόλυτος = απόδητους = χωρίς παπούτσια

3321. ξυράφι = ξουράφ, ξουράφι = πανέξυπνος

3322. ξυρίζομαι = ξουραφίζουμι

3323. ξυρίζομαι = μπιρμπιρίζουμι

3324. ξύρισμα = ξούρ'ζμα

3325. ξυρίστηκα = ξουραφίσκα, ξουρίσκα

Ο
3326. οδηγός = σουφέρ’ς

3327. οδηγώ = ορμώνω = δίνω κατεύθυνση

3328. οδηγώ = ουρμώνου

3329. οδηγώ τα ζώα στη βοσκή σε μια στενή λωρίδα μαζεμένα και με γρήγορη

κίνηση = σουδιάζου

543
3330. οδηγώ το κοπάδι = ρουβουλάου = από τα αρχαία ρέβω (ρέω) και βάλλω

(χτυπώ), χτυπάω (ωθώ) τα πρόβατα να προχωρήσουν

(ρεύσουν

3331. οδηγώ το κοπάδι σε πέρασμα = ντιριάζου

3332. οδοντοστοιχίες = μασέλοις

3333. οικογένεια = φαμπλιά , ουντζιάκι , κουνάκι = φάρα,

σόι,

3334. οικοσκευή = σέα, σέϊα

3335. οικοσκευή = αλαφρώματα = οικοσκευή και τρόφιμα για τις μετακινήσεις,

πρωτύτερα απ’ το ξεκίνημα του τσελιγκάτου, για να ξαλαφρώσουν και έτσι να

μπορέσουν να μεταφέρουν ολόκληρη την οικοσκευή στο μεγάλο καραβάνι

3336. οικοσκευή (είδος) = αφ’μένα = οικοσκευή που δεν μας είναι απολύτως

αναγκαία και την αφήνω το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε φίλους μας.

3337. οίστρος του αλόγου = ντάβανους

3338. οκά = ουκά = οκά, μονάδα μέτρησης βάρους (1280 γραμμ.).

3339. οκτώ = ουχτώ

3340. Οκτώβριος = Αϊ δημήτρ'ς

3341. όλα = ούλα

3342. όλο = ούλου

3343. ολόγυμνος = ξεζάρκωτος

3344. ολόγυρα = ουλούθι = απο παντού, από όλα τα μέρη

3345. όλοι = ούλοι


3346. ολόκληρη = ακέργια

3347. ολόκληρο = ακέργιο = όλο μαζί


3348. ολόκληρος = ακέργιους = πλήρης

3349. ολομόναχος = μαναχούτσ’κους

3350. όλος ούλους, -η, -ου =

3351. όλους = ουλνούς

544
3352. ομάδα = κούδα = ομάδα που συνήθως μας είναι αντιπαθητική

3353. ομάδα από άγρια ζώα και κυρίως από = τσέτα, τσιάτα

3354. ομάδα μικρών αλόγων = αργγιλές = ομάδα από νεαρά και ασαμάρωτα άλογα

3355. ομάδα που τα μέλη της είναι ένα σώμα = τσιότα, τσέτα

3356. ομάδες στρατιωτών = βιζίλια

3357. ομάδες στρατιωτών (κυρίως Τούρκων) = φαλάγγια

3358. ομβριά αβρωνιά = οβριά (tamus communis) = βεργιά, πολυετές

αναριχώμενη κλιματσίδα που

φτάνει τα 4 μέτρα. Την συναντάμε

σε ακαλλιέργητους τόπους.

Μαζεύονται τα νέα βλαστάρια

που βγαίνουν από το Μάρτιο μέχρι

τον Απρίλιο. Τα οποία βράζονται

ελαφρώς και τρώγονται με λάδι και

ξύδι, αλλά γίνονται και τσιγαριστά με κρεμμυδάκια. Το ζουμί τους πίνεται και

είναι διουρητικό με προσοχή γιατί είναι δηλητηριώδες φυτό που περιέχει μια

ουσία ερεθιστική για την επιδερμίδα

3359. ομίχλη = αντάρα = θολούρα, καβγάς, φασαρία

3360. ομιχλώδης ατμόσφαιρα = καταχνιά = ατμόσφαιρα θολή, εποχή δύσκολη

3361. ομοβροντία από πυροβολισμούς = μπαταριά

3362. ομολογία = μολόημα , μαρτυριά

3363. όμορφη κοπέλα = βιργινάδα

3364. ομορφιά = εμουρφιά, εμουρφάδα, ουμουρφάδα

3365. όμορφο . = έμουρφου , όμουρφου

3366. όμορφος = έμουρφους

3367. όμορφος πολύ = παράμουρφους

3368. ομπρέλα = παρασόλι

545
3369. ομφάλιος λώρος = κατάπατου, κατάπαμα =

αφαλός.

3370. ονειρεύομαι, νείρομαι = ονειρεύομαι, θέλω,

επιθυμώ να γίνει

3371. όνειρο = είνορο

3372. ονοματίζω = νουματίζου = δίνω όνομα.

3373. οξεία μύτη βράχου = τσιουγκρί

3374. οξιάς καρπός = κουκουστάκια

3375. οξύθυμος = αψ'υς = ευέξαπτος , απότομος, νευρικός, (από τις ομηρικές λέξεις

«αψά», «αίψα», «αίψ», «αιπύς»= ταχύς, οξύς

3376. όπλα = άρματα

3377. οπλίζομαι = αρματώνουμι

3378. οπλίζω = αρματώνου

3379. όπλο (είδος) = γκράδις = παλιά όπλα οπισθογεμή.

3380. οπλοφόροι = ζουρμπάδις = κυρίως άτακτα στρατιωτικά σώματα που

ληστεύουν, βιάζουν και αυθαιρετούν.

3381. οποιοσδήποτε = πασαένας

3382. όπου = όθι

3383. όπου = απού

3384. όπως = γιόν

3385. όργανα = κλαπατσίμπανα

3386. οργή = ουργή = καταστροφή που στέλνει ο Θεός, κατάρα

3387. οργιά = ουργιά, ουριά = το μήκος ανοίγματος των χεριών,μονάδα μέτρησης

μήκους, , κυρίως μέτρησης του βάθους του νερού που ισοδυναμεί με 1,83 μ.

3388. οργίζομαι = γαλαζιάζου = γίνομαι γαλάζιος

από κλάμα ή κρύο

3389. ορέγομαι = ρέγουμι

3390. ορεινό λιβάδι = βιλαώρα = ορεινό λιβάδι, μόνο

546
για βοσκή χωρίς δένδρα

3391. ορθές κουβέντες = στρουγγλές γκβέντις =, λογικές κουβέντες, ήρεμες χωρίς

(οξείς γωνίες) αιχμές

3392. όρθια λούρα (βλ. λέξη) = μπχτάρια

3393. όρθιο = ορθό

3394. όρθιος = λόρθους, ολόρθους = ,αγέρωχος, υπερήφανος, ανυποχώρητος

3395. ορθοπεδικός πρακτικός γιατρός = ιχλής

3396. όρια = σ’νόρτα = σύνορα,

3397. οριζόντιο τεντόξυλο = τιμπλάρι

3398. ορίζω = ουρίζου

3399. ορίζω κάτι σίγουρα = καβούλι βάνου

3400. ορκίζομαι = ουμώνου

3401. ορκίζομαι = ουρκιόμι

3402. ορμάω =

3403. ορμάω = χύνουμι, χ'μάω, απουλιώμι

3404. ορμάω = νταλντάου = χύνομαι,

3405. ορμητικό ρεύμα από κάτι (κυρίως νερού) = σούδα

= κατεβασμένο ρέμα που φέρνει μαζί του ξύλα και

πέτρες, τα ζώα που κινούνται με ορμή προς μία κατεύθυνση

3406. ορφανός (από κοιλιά) = κιλάρφανους . ολάρφανους = αυτός που μένει

ορφανός πριν γεννηθεί

3407. ορφανός. = αρφανός

3408. όρχεις = λιμπά

3409. όρχεις = αχαμνά

3410. ορχήστρα = κλαπατσίμπανα, όργανα

3411. όταν = νόντας

3412. όταν = όντα, όντας , φόντας

547
3413. ούλα = τσιντσιά, γούλια, τσιντζιά

3414. ουρά = νουρά, κούδα = ορά,

οριά, νούρους

3415. ούρα = κάτρα

3416. ουρά (κοπαδιού) = κουντνέλα,

κουντνιέλα = τελευταία

πρόβατα από το κοπάδι, ουρά

από το κοπάδι

3417. ουρανός = αρανός

3418. ουρανός γεμάτος με άσπρα σύννεφα = ασπρουσυγνέφιασι ου ουρανός

3419. ουρλιάζει = ουρλιότι

3420. ουρλιάζω = αναβιλάζου = φωνάζω δυνατά από πόνο ή από φόβο

3421. ουρλιάζω. = ουρλιόμι

3422. ούρλιαξα = αναβέλαξα = κλάμα και ουρλιαχτό στην ίδια κραυγή (στούμπσα

το δάχλο = αιτία για αναβέλασμα)

3423. ουροδόχος κύστη = κατρήστρα, κατρήθρα

3424. ουροδόχος κύστη = φούσκα

3425. ούτε = ούδι, ούηδι, ουδέ, ούιδε, ούτι, μήτι , ούδι , νε

3426. ούτε (μα) = μάδε, μαθέ

3427. οφθαλμίατρος = γκαβουλόγους

3428. οχύρωμα = χύρουμα = όγκος από χώματα που παρέχει προστασία,

3429. οχύρωμα = ταμπούρι = φυλάκιο, καταφύγιο, αμπρί

3430. όψιμο = οψ’μάδι = , αργοπορημένο, καθυστερημένο

Π
3431. παγανιά = περιπολία από ένοπλο απόσπασμα

3432. παγίδα = ξόβεργα, δόκανου

3433. παγίδες για πουλιά = βρόχια, δίβιργα

548
3434. παγιδεύω με βρόχια, (μτφ.) στήνω

ερωτική παγίδα. -ουμι πιάνομαι στα

βρόχια = βρουχιάζου

3435. πάγκος για να τοποθετώ πράγματα =

κριβάτι

3436. πάγοι = κρούσταλλα

3437. παγούρι (ειδικό) = φτσέλα, φτσιέλι,

φτσιλάκι, φτσιέλα = ξύλινο δοχείο νερού

που το εφερνε ο τσομπάνος στον

ώμο(αντί για παγούρι). βιτσέλα ή βουτσίνα , βουτσέλι, ξύλινη υδρία

(παράγεται από τη λέξη «βυτίνη») Από την αρχαία ελληνική λέξη «βύτις» ή

«βύττις», από την οποία στη συνέχεια προήλθε το βουτσί.

3438. παγούρι (ειδικό) = τσίτσα = ξύλινο σκεύος και σπάνια δερμάτινο· το

χρησιμοποιούμε αποκλειστικά για να βάζουμε κρασί στους γάμους

3439. παγούρι για μεταφορά υγρού = παγούρι

3440. παγούρι για το τσίπουρο, ούζο = φιρφιρί

3441. παγώνω = κρουσταλλιάζου, κουτσιαλώνου = κρυώνω πολύ, ξυλιάζω στα

άκρα μου

3442. πάγωσα = ξύλιασα = έγινα κούτσουρο απ το κρύο

3443. παζαρεύω = παζαρεύου = διαπραγματεύομαι.

3444. παζαριώτες = παζαριώτις = άνθρωποι που πάνε στο παζάρι ή γυρίζουν απ’

αυτό

3445. πάθημα, = νίλα = συμφορά, ταλαιπωρία. Από την ομηρική λέξη «νηλής –ές»

(Ι, 632, Λ, 484, Π, 233) = ανηλεής, σκληρός

3446. παθήματα = πάθια

3447. παιδεύω= τιλεύω, τελεύω

3448. παιδί = γκζάνι,-α = τα παιδιά

3449. παιδί μου = πιδίμ, γιέμ, γιε μ’ γιούλη μ’

549
3450. παιδί μικρό = λιμπαίσι

3451. παιδιά = γκζάνια = μικρά παιδιά.

3452. παιδιά μικρά σε ηλικία = λιανόπιδα, λιανουπαίδια,γκζάνια

3453. παιδικό παιχνίδι = γρούνα

3454. παιδικό παιχνίδι = γρουνούλα , μοιάζει πολύ με το γνωστό παιχνίδι της

κολοκυθιάς

3455. παιδικό παιχνίδι = σκαμνάκια

3456. παιδικό παιχνίδι που, όταν σπρώχνουμε το έμβολό του, βγάζει δυνατό κρότο =

βρουντάρα

3457. παίζω (στα χέρια μου) = ταρναρίζου = έχω το μικρό παιδί στα χέρια μου και το

παίζω.

3458. παίζω και γελώ = πιζουγιλάου

3459. παινεμένος πολύ = παραπινιμένους

3460. παινεσιάρης = πινσιάρς = αυτός που παινεύεται

3461. παίρνω = παίρου


3462. παίρνω φόβο = αλαφιάζομαι

3463. παιχνίδι παιδικό = τόπα

3464. παιχνίδι (αντρικό) = καβάλις

3465. παιχνίδι (για μεγάλους) = καβαλότουπα

3466. παιχνίδι (είδος) = τσικ-τσακ = το παιχνίδι (κουτσό).

3467. παιχνίδι (είδος) = .τσιλίκι

3468. παιχνίδι όμοιο με το σημερινό ζάρι = κότσια

3469. παιχνίδι παιδικό =.τινικιδάκια, ντινικδάκια, μπικουτσάκους

3470. παιχνίδι(ειδος) = γάνους = χιουμοριστικό σαρακατσάνικο παιχνίδι που ο ένας

μαυρίζει το πρόσωπο του άλλου με καπνιά από τη γάστρα ή από τα καμένα

κάρβουνα

3471. παιχνιδιάρικα μάτια = μπιρμπιλουτά

3472. παλαβή = λαλμένη = χαζεμένη

550
3473. παλαβό = παρασάνταλου, παρασάνταλο

3474. παλαβομάρες = ζουρλαμάρις άμυαλες πράξεις

3475. παλαβός = ζαβός = ιδιότροπος, αυτός που δεν κάθεται ήσυχος

3476. παλάτι = βασ’λόσπ’του

3477. πάλι.= ματά

3478. παλιές ιστορίες = μύθια

3479. παλιό = μπαϊατκου

3480. παλιόπαιδο = γιουρτόπιασμα = παιδί που η σύλληψή του γίνεται τις γιορτινές

μέρες

3481. παλιόρουχα = τσάντζαλα, τσάντσαλα = κουρέλια, πράγματα με μικρή αξία,

μικροπράγματα

3482. παλιόστομα = χαρβαλόστουμους, -η, -ου = αυτός έχει στόμα ασταμάτητο με

χαζά, αθυρόστομος

3483. παλιού καιρού = παλιουκιρίσια

3484. παλιούρι = τσαλί = αγκαθωτός θάμνος ξύλο.

3485. παλιούρι = πάλιουρας = αγκαθωτός θάμνος Το

παλιούρι φέρει το επιστημονικό όνομα

Πάλιουρας (Paliurus spina – christi και

Paliurus aculeatus) και είναι γνωστός με τα

ονόματα τσαλί, πάλιουρας, παλέουρο. Ανήκει

στην οικογένεια των Ραμνοειδών ή Ραμνωδών (Rhamnaceae). Φυτρώνει σε

ολόκληρη την Ελλάδα και γενικά στις Μεσογειακές χώρες, σε περιοχές σχετικά

χαμηλού υψομέτρου και ημιορεινές. Αντέχει στην ξηρασία και έχει ύψος

περίπου 2 – 3 μέτρα.Τα φύλλα του είναι σχετικά μικρά αυγοειδή και στη βάση

τους έχουν δυο μυτερά αγκάθια, τα οποία μάλιστα σκαλώνουν σαν αγκίστρια

και είναι δύσκολη η αφαίρεσή τους από το δέρμα και τα ρούχα. Τα άνθη του

είναι μικρά κίτρινα και βγαίνουν πολλά μαζί στις μασχάλες των φύλλων την

άνοιξη με αρχές καλοκαιριού. Ο καρπός του έχει σχήμα ημισφαιρίου και

551
περιβάλλεται από ένα πτερύγιο. Ανθίζει όταν πια δεν πρόκειται να κάνει κρύο.

Οι μέλισσες το αγαπούν πολύ και παίρνουν απ’ τα άνθη του το γνωστό «Μέλι

από παλιούρι», που έχει ανοιχτό χρώμα, έντονη γεύση. Το παλιούρι είναι ένα

βότανο, που όπως τα περισσότερα, είναι γνωστό από την αρχαιότητα.

Μάλιστα, ο Γαληνός στο «Περί της των απλών φαρμάκων κράσεως και

δυνάμεως Βιβλίον Θ» λέει πως χρησιμοποιεί τα φύλλα και τη ρίζα του για να

θεραπεύει τα φύματα, ενώ τον καρπό για να διαλύει τους λίθους της

ουροδόχου κύστεως, μία αντίληψη που διατηρείται μέχρι σήμερα. Το Paliurus

spina-christi, κοινώς γνωστό ως το «αγκάθι του Χριστού», «αγκάθι

γιρλάντα», «αγκάθι της Ιερουσαλήμ» ή «στέμμα από αγκάθια», είναι ένα

είδος Παλίουρου, το οποίο κατάγεται από την περιοχή της Μεσογείου και τη

νοτιοδυτική και Κεντρική Ασία, από το Μαρόκο και την Ισπανία, ανατολικά

προς το Ιράν και το Τατζικιστάν. Η ονομασία «τσαλί» φαίνεται να είναι

Τουρκικής προελεύσεως (cali = βάτος).

3486. παλιουρίσιος = παλιουρίσιους = προέρχεται απ’ το παλιούρι. Παλιουρίσιου

μέλι

3487. παλληκαράκι = νιούτσ'κους, -η, -ου

3488. παλληκάρι = πουτσαράς

3489. παλληκάρι = ντουλμπέρι, ντιλμπέρι , ασλάνι = νέος, λιοντάρι

3490. παλληκάρι(μτφ.) = τζιοβαΐρι

3491. παλληκάρι, κορίτσι από γενιά καπεταναίων = καπιτανόιπουλου, -ούλα

3492. παλληκαριά = αξιάδα

3493. παλούκι (ειδικό) = γιδουκουρεύτρα = χοντρό παλούκι με διχάλα που το

χρησιμοποιούν για να κουρεύουν τα γίδια

3494. Παναγιά = Δέσποινα

3495. πανέμορφος = ζωγραφισμένος-ζουγραφσμένους σαν ζωγραφιά

3496. πανέξυπνος = τιτραπέρατους, τιτραπέρατος, ξουράφ

3497. πάνες = κουλόπανα = κομμάτια ύφασμα με τα οποία περιτυλίγουμε τα βρέφη.

552
3498. πανηγύρι = παν’γύρι = το τοπικό γλέντι

3499. πανί (ειδικό) = τσαντίλα = αραιό πανί με το οποίο στραγγίζουμε το γάλα και το

τυρί, τυρόπανο

3500. πανιά που τύλιγαν το βρέφος = σπάργανα

3501. πανικός = αντράλα

3502. πανσέληνος = γιόμ’σι του φιγγάρι

3503. παντελόνι (είδος) = μπουραζάνι = είδος παντελονιού από γιδίσιο μαλλί.

3504. παντελόνι (είδος) = πανουβράκι, μπουραζάνι = φαρδύ παντελόνι που

φοριούνταν πάνω απ τα ρούχα στο άρμεγμα

3505. παντελόνι (είδος) = τσαρτσίνα = παντελόνι μάλλινο

3506. παντελόνι ανδρικό (είδος) = μπαραζάνα, μπουραζάνα = αντρικό παντελόνι

χοντρό και φαρδύ για το άρμεγμα

3507. παντελόνια (είδος) = μπουτούρια = τα μαύρα παντελόνια των

Σαρακατσιαναίων της Θράκης.

3508. παντού = ουλούθι = από όλα τα μέρη, απο παντού

3509. παντρεύω το κορίτσι μου = δίνου κουρίτσι

3510. πάνω = απάν

3511. πάνω στο έδαφος = κατασάουρα

3512. πάνω στο σώμα = κατάσαρκα = το πρώτο ρούχο (κασκορσές = κατασάρκι)

ακριβώς πάνω στο κορμί

3513. πάνω στο χώμα = κατασάουρα

3514. πανωσάμαρα = πανουσάμαρα = επάνω στο σαμάρι και ανάμεσα από τις δυο

μεριές.

3515. πανωφόρι (είδος) = σιγκούνα και σιγκούνι = είδος χοντρού μάλλινου

πανωφοριού

3516. πανωφόρι = γκουζιόκα, γκουζόκα = πανωφόρι γυναικείο που φτάνει

εφαρμοστά μέχρι τη μέση.

3517. πανωφόρι μάλλινο(είδος) = ντουλαμάς

553
3518. παπαδοκόρη = παπαδουπούλα

3519. παπάρα (είδος) = ξιδοπάπαρα, τραπέτσι, ξιδοτριψάνα, ξιδότριψα = δροσιστικό

καλοκαιριάτικο πρόχειρο φαγητό που γίνεται με νερό, ξίδι, ζάχαρη και

μπουκιές από ψωμί.

3520. παπάρα (είδος) = τρίψα, τριψάνα = είδος παπάρας με τριμμένο ψωμί

(θρύμματα ψωμιού μέσα στο βρασμένο γάλα ή στον τραχανά).

3521. παπαρδέλας = πολυλογάς, φλύαρος, φαφλατάς

3522. παπαρούνα = παπαρούνα (Papaver rhoeas) = χορταρικό

που τα φύλλα και οι βλαστοί του βράζονται και τρώγονται

σκέτα ή με άλλα άγρια χόρτα. Τι χρησιμοποιούμε ακόμα σε

χορτόπιτες μαζί με άλλα μυρωδικά.

3523. πάπιας είδος = καραμπατάκι

3524. παπουτσάδες = τσαρ'χάδις = τεχνίτες που έφτιαχναν τα τσαρούχια.

3525. παπούτσια από δέρμα γουρουνιού = γρουνοτσάρχα

3526. παπούτσια βάζω = ποδαίνουμι = βάζω τα παπούτσια μου

3527. παπούτσια λαστιχένια = γκούμες

3528. παπούτσια φορώ σε κάποιον = ποδαίνω

3529. παπουτσια φορώ σε κάποιον άλλο = πουδένου = φοράω παπούτσια σε

κάποιον ή του τα εξασφαλίζω, -ουμι βάζω τα παπούτσια μου

3530. παππάρα = παππάρα = τριμμένο ψωμί σε γάλα, νερό, ή άλλο υγρό

3531. παππούς = παππούλς πάππους

3532. παρ’ όλα αυτά = μολαταύτα

3533. παρά = πέρι

3534. παραβάζω = παραβάνου = παραγεμίζω

3535. παράβαση (ορισμένου θρησκευτικού ή εκκλησιαστικού κανόνα) = αμαρτία,

ατυχία, αναποδιά, ταλαιπωρία, μη ενδεδειγμένη πράξη, όχι θεάρεστη πράξη

554
3536. παράγαμπρος, φίλος του γαμπρού = μπράτ’μους, μπράτ'μος ,μπράτιμος

σταυράδερφος = μπράτ'μος =

αδελφοποιτός ο [aδelfopitós] &

αδερφοποιτός αυτός που

συνδέεται με κάποιον με

δεσμούς αδελφοποίησης . Η

«σταυραδερφοσύνη», ή

αδελφοποίηση είναι θεσμός

του λαϊκού εθιμικού δικαίου. Η δημιουργία αδελφικού δεσμού στους

Σαρακατσάνους ήταν δυνατό έθιμο, που οι ρίζες του χάνονται στα βάθη των

αιώνων. Το έθιμο αυτό αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στα χρόνια της τουρκοκρατίας.

Ο δεσμός γινόταν μεταξύ ατόμων, που δεν είχαν συγγένεια αίματος, αλλά είχαν

ίδια θρησκεία και διέπονταν από ισόβια υποχρέωση αλληλοβοήθειας,

αλληλεγγύης και αυταπάρνησης. Ο τρόπος που γινόταν κάποιος

σταυραδερφός ήταν βασικά να χαραχτεί η φλέβα στο εσωτερικό του βραχίονα

και των δυο, που έχουν συμφωνήσει να αδελφοποιηθούν, και τέλος έπιναν

λίγο αίμα ο ένας από τον άλλο.

3537. παραγέρασε = παραγιέρασι = πολύ γέροντας

3538. παράγω εισοδήματα = μαξουλεύουμι

3539. παραέξω = παρόξου

3540. παράκαιρα = παράκιρα = σε ακατάλληλο χρόνο, πρόωρα , εκτός χρόνου

3541. παρακαλιτά = παρακάλια

3542. παρακατιανοί = γκιζουφάηδις = παραγκώμι Σαρακατσιαναίων, αυτοί που

τρώνε γκίζα, προϊόν κατώτερης ποιότητας.

3543. παρακατούλια = λίγο πιο κάτω.

3544. παρακάτω = πσουκάτ’, παρακατούλια = λίγο παρακάτω, λίγο πιο κάτω

3545. παρακούω = παρακούου = δεν ακούω σωστά

3546. παραληρώ = ξινουκρένου

555
3547. παραλία = ακρουθαλασσιά, ακρουγιάλια, ακρουπέλαου

3548. παράμερα = ανάμιρα = στην άκρη, σε ερημικό μέρος.

3549. παραμερίζω = αναμιράου, αναμεράου, αναμεράω = κάνω στην άκρη,

αφήνω τόπο να περάσει κάποιος: αναμέρα να πιράσουν τα πρότα.

3550. παραμέρισε = αναμέρα = κάνε στην άκρη, μέριασε

3551. παραμέρισμα = αναμέρ’σμα = έκανε στην άκρη

3552. παραμερίστε = μιριάστι, παραμιράτι

3553. παραμιλώ = ξινουκρένου = παραληρώ, λέω ακαταλαβίστικα.

3554. παραμονή στα χαμηλά = λάζιανη = παραμονή για λίγες μέρες στα

χαμηλώματα προτού να βγούν στα ψηλώματα, για ανασύνταξη

3555. παραμύθι = μουραπάς

3556. παραμύθια = μουραπάδις

3557. παράξενο μου φάνηκε = μ' παραξουφάν’κι = με παραξένεψε


3558. παράξενος = αγγιλουβαριμένους, αλλόκουτους, ιδιότροπος.

3559. παραπάνω = παραπάν, πσουπάν’ = λίγο πιο πάνω,

3560. παραπέρα = παρακείθι , παρέκει, παρέκι , πσουπέρα = πιο πέρα, πιο εκεί

3561. παραπίσω = παρακουντά =. μετά από λίγο

3562. παραπροψές = αντιπρουψές, παραπρουψές (τρία βράδια πριν).

3563. παρασέρνω = παραμαζώνω

3564. παρασήμαδο = με παραποιημένο σημάδι πάω να κλέψω αλλουνού ζώα

3565. παράσιτο = λιβίθρα = (σκουλίκη) του πεπτικού συστήματος

3566. παράσιτο (μικροσκοπικό έντομο) = ίλιγγας

3567. παρατάω = απαρατάου

3568. παρατηρητήριο σε δέντρο = δραγασιά


3569. παρατηρητήριο = αγνάντιου = η θέση από την οποία μπορώ να παρατηρώ
3570. παρατηρώ από μακριά = αγναντεύου, τηράου = παρατηρώ από ένα ψηλό

σημείο παρατηρώ κάτι , παρατηρώ κάτι από μακρινή απόσταση

3571. παρατηρώ από τη βίγλα = βιγλίζου = παραφυλάω, ερευνώ με το βλέμμα

556
3572. παραφέρομαι = ξιτσανίζου.

3573. παραφουσκωμένο = γατσόπ’λου = αυτός που παραφούσκωσε η κοιλιά του

από το πολύ φαγητό

3574. παρδαλά = λιαρά = ασπρόμαυρα γίδια,


3575. παρεμπόδισης = αλκότμα

3576. παρθενιά παίρνω = πιάνου κουρίτσι = διακορεύω.

3577. παροιμία = παραμία

3578. παρομοιάζω = προυσφέρου, ουδίζου

3579. πασπαλίζω = πασπατίζου, πισπιτίζου, πασπαλίζου = ρίχνω με την χούφτα

ραντίζοντας αραιά αλεύρι πάνω απ τα φύλλα της πίτας η λάδι η βούτυρο

3580. Πασχαλιά = Λαμπρή

3581. πατάτες = γκουργκόλια

3582. πατάω το τσακμάκι πολλές φορές να ανάψει = τσιακμακάου

3583. πατέρας = τατάς

3584. πατημασιά = πατ'σιά = ίχνος από το πέλμα,

(μτφ) η περπατησιά στη ζωή

3585. πατήσαμε (την) = ν΄μπά(τ)σαμαν

3586. πατησιά = πατ΄σια = η περπατησιά ,

3587. πατόκορφα = πατόκουρφα = από πάνω μέχρι κάτω ολόκληρο

3588. πάτος = πάτους = πυθμένας

3589. πατώνω = στρώνω το μαντρί με κλάρες και χόρτα για να κοιμούνται ζεστά τα

ζωντανά

3590. πάχνη (είδος) = τσιάφη = πάχνη που συνοδεύεται από πολύ κρύο, παγωμένη

πρωινή δροσιά που πάγωσε από ψύχος. Η λέξη είναι ομηρική «πάχνη».

3591. παχνί = κατασκευή στο στάβλο, εκεί που έτρωγαν τα ζώα

3592. παχνί για άλογα = ταβλάς

3593. παχνίζομαι = παχνιάζουμι = πέφτει επάνω μου πάχνη

3594. πάχος = χόντρους

557
3595. πάχος = ξύγκι

3596. παχουλός = κουρδουμπούλι, τσουπουτός = στρογγυλεμένος ή κάτι που είναι

στρογγυλεμένο.

3597. παχουλούτσικος = στρουμπουλούτς’κους

3598. παχύς πολύ άνθρωπος = κτούκι

3599. πάω το κοπάδι στο γρέκι για διανυκτέρευση = γρικιάζου

3600. πεδινά μέρη = χαμπλώματα = πεδιάδες που ξεχείμαζαν.

3601. πεζούλι (ειδικό) = πιζούλι, πεζούλι = τοιχάκι έξω από το κονάκι

3602. πεθαίνω = χάνουμι, σφαλίζου τα μάτια (μτφ.).

3603. πεθαίνω στην πείνα και δίψα = λιμάζω = επιθυμώ κάτι για φαΐ σφόδρα που

τρέχουν τα σάλια μου, λιμόσο = πεινασμένος, αχόρταγος. Η λέξη είναι

ομηρική: «δίψα τε και λιμός = δίψα και πείνα», Ιλιάς Τ, 166)

3604. πεθυμιά = αποθυμιά = (ομηρικό «αποθύμια»).

3605. πείνα = λιμούρα, λμούρα = μεγάλη

3606. πείνα μεγάλη = λίμα, λόρδα Η λέξη είναι ομηρική: «δίψα τε και λιμός = δίψα

και πείνα», Ιλιάς Τ, 166)

3607. πείνασα πάρα πολύ = ψουμουλύσασα = λύσαω για ψωμί, πειναλέος, πολύ

νηστικός

3608. πεινασμένος = λιμάρς αχόρταγος.

3609. πεινάω πάρα πολύ = μι θιριόκουψι η πείνα

3610. πειράζω = ξαγκλίζου, -ω

3611. πειράζω = τσιγκλώ = προκαλώ,

3612. πεισμώνω = πεισμώνου = πεισματώνω

3613. πελαγώνω = πιλαγώνου = τα χάνω,

3614. πελαργός = λέλικας

3615. πελεκούδια = πιλικούδια = αποκόμματα από ξύλο λεπτά και μακριά.

3616. Πέμπτη = Πέφτη

3617. Πέμπτη που χάνεται το φεγγάρι = χασουπέφτη

558
3618. πενθώ = λιρουφορώ

3619. πεντάξενος ,-η, -ο = παντάξινους, -η, -ου = τελείως άγνωστος

3620. πεντόβολα = πεντόβολα = παιχνίδι με πέντε βώλους

3621. πέος = ματσκάρι, ματσακλάρι

3622. πέος = νεύρου, κατσαρέλα, κατσαρή, πουτσαρέλα

3623. πέος περιπαιχτικά = ματζαφλάρι

3624. πέπλο (είδος) = κούκλους, μαγνάδι = κάλυμμα για το πρόσωπο της νύφης που

μοιάζει με πέπλο.

3625. πεπόνι = καλόνι, καόνι, καβούνι

3626. πεπρωμένο = γραφτό = μοίρα

3627. πέρασε η ώρα = πήρι η ώρα

3628. πέρασμα = διάβα, ντίρα = πορεία, ανθρώπων και ζωντανών, η στράτα των

χειμαδιών

3629. πέρασμα = μπουγάζι = μπουγάζι, μπογάζι , μπογάζ, μπογάζ, πογάζ, πόρος,

στενό(άνοιγμα που φέρνει αέρα), λαρύγγι,

λάρυγγας, άρουγκα, βάραγκας, βούρκουρας,

βρόκος, βρόχος, γαργαλιάνους, γαρδελάνος

από το boğaz

3630. περδικάκι = πιρδικάκι = λουλούδι με πολλές

αλεργίες

3631. περδουκλώνω = πιδουκλώνου = δένω με μια

μικρή τριχιά τα ζώα για να μη φεύγουν μακριά και κυρίως τη νύχτα.

3632. περηφανεύομαι χωρίς ντροπή = κουρδαρίζουμι

3633. περηφάνια = βζούλα = λεβεντιά.

3634. περηφάνια = καμάρι = έπαρση, αυταρέσκεια, κόρδωμα

3635. περήφανος = σταυρό στ' μπάλα


3636. περιδέραιο = αλύσια = αλυσιδωτά κοσμήματα, ασημένια περιδέραια

559
3637. περιδέραιο = γιουρντάνι = κολιέ, κολιές, μπουρλιά, χαρχάλι, γιορντάνι,

γιουρντάνι, γιορνταναλίκι, λαιμαριά, λεμαργιά, λιμαριά

3638. περιθάλπω = γιατρουκουμάου = περιθάλπω άρρωστο ή άρρωστο ζώο

3639. περικάρπιο = ζγαρόνι = μανίκι εφαρμοστό στον καρπό του χεριού

3640. περιλαβαίνω κάποιον = καταχειριάζου

3641. περιλαίμια (σκύλου) = χανάκα= περιλαίμιο στα σκυλιά που έχει πάνω του

καρφωμένα μεταλλικά καρφιά για προστασία απ τα άγρια ζώα

3642. περιμάζεψε = σύμμασι

3643. περίμενε = νταϊάντα = στηρίξου, κράτα άμυνα, αντιστάσου

3644. περιμένω = καρτιρού = προσδοκώ

3645. περίοδος γεμίσματος του φεγγαριού = φέξη

3646. περίοδος γέννας = γιέννους = περίοδος που γεννάνε τα πρόβατα.

3647. περιορισμένο μέρος στο λιβάδι για βόσκηση = απουλ’σιά, = βοσκή μιας μέρας

σε μέρος του λιβαδιού

3648. περιουσία κτηνοτρόφου = βιός

3649. περίπατος = σιργιάνι, σιριάνι

3650. περιπλάνηση = γκιζέρ’μα

3651. περιπλανιέμαι = π’λαλού = τρέχω, περπατάω γρήγορα και συνέχεια,

3652. περιπλανώμαι = γκιζεράου, γκιζιράου

3653. περιποίηση = τιμάρεμα φροντίδα μτφ. ο ξυλοδαρμός.

3654. περιποιούμαι = τιμαρεύω = μτφ. δέρνω

3655. περιποιούμαι κάποιον με ιδιαίτερη φροντίδα σαν μανάρι = μαναρίζου

3656. περιποιούμαι τα γίδια = φκιάνου τα γίδια = τακτοποιώ,

3657. περίπου = αντικιαστά = στα τυφλά, στο περίπου

3658. περίπου, εκεί κοντά = πίσου μπρουστά

3659. περισσότερο = πιότιρου, πιρσσότερου

3660. περισσότερος, - η, -ο = πλιότιρους, -η, -ου

560
3661. περιστροφή = γυρβουλιά, γυροβουλιά = κυκλική κίνηση. περιστροφή γύρω-

γύρω από τον άξονα του σώματος, αλλα γύρω-γύρω και από κάτι σταθερό,

ολόγυρά μας

3662. περιφρονημένα = καταφρουνιμένα = αυτά που μας προκαλούν λύπη

3663. περνάει η εποχή των χορταριών = στρίβουν τα χουρτάρια = ξεραίνονται

3664. περνάω = αραδίζου = διαβαίνω μέσα από ξένο κτήμα για να πάω στο δικό

μου,

3665. περνάω = πιρνάου

3666. περνάω ευχάριστα την ώρα μου = ξαχλυάζου

3667. περνάω στην άλλη πλευρά του βουνού = σκαπετάου = γέρνω στη ράχη απ

την άλλη μεριά, χάνομαι πίσω απ την κορυφή

3668. περνάω τα φλόκια = φλουκιάζου

3669. περνάω την άνοιξή μου συνήθως σε ορεινό μέρος = ξανοιξιάζου

3670. περνάω την ζωή μου = πιρνάου

3671. περνάω την ζωή μου = πουρεύου

3672. περπάτα γρήγορα = πλάλα

3673. περπατάω νύχτα περνώντας από κάπου = νυχτοδιαβαίνω = περνάω νύχτα,

3674. περπατάω στα τέσσερα = μπουσλάου

3675. περπάτημα (τρόπος) = π’λάλ’μα = ασταμάτητο περπάτημα σε ρυθμό

τρεξίματος, γρήγορο τρέξιμο

3676. περπάτημα ασταμάτητο = π’λαλ’το

3677. περπατησιά = πιρπατ’σιά

3678. περσινός = πιρσ'νός

3679. πέταλα στη σόλα = γάτις

3680. πεταλούδα = φλέτρα

3681. πεταλώνω = καλγώνου, καλιγώνου

3682. πεταλωτής = αλμπάνης , καλιγωτής αλλά και αδέξιος, άπειρος.

561
3683. πετάω = φλιτράου = (φλιτούρξα = πέταξα), φτερουγίζω, πετάω ανάλαφρα από

χαρά

3684. πετούμενα = πιτούμινα = τα πουλιά που πετάνε

3685. πέτρα είδος = αμάδα

3686. πέτρα = λθάρι

3687. πέτρα (είδος) = πλάκα = μεγάλη επίπεδη πέτρα ( στις αλαταριές), σύνολο

από τα έξοδα της στάνης

3688. πέτρα (είδος) = στουρνάρι = σκληρή πέτρα από χαλαζία, ο αγράμματος,

πυρόλιθος που τον χτυπάμε με τον

πρυόβολο και ανάβουμε την ίσκα από

τις σπίθες που βγάζειστουρνάρι.

Παράγεται από το ρήμα «στόρνυμι» ή

«στορέννυμι» (μεσαιωνική λέξη «στόρνυμαι» =εξομαλύνω). Από το ρήμα

αυτό παράγεται και το «στορύνη» (=χειρουργικό εργαλείο με οξεία αιχμή) και

η λέξη «στορεύς –έως» (= παραγωγή πυρός με την τριβή).

3689. πέτρα μεγάλη = τσουγκάνι, κουτρόνα, στούρνα

3690. πετραδάκια = λιανουλίθαρα = πετρούλες,

3691. πέτρες που κάθονται οι αρμεχτάδες = στρουγκόλια, στρουγκουλίθια

3692. πετρίτης = πιτρίτ’ς = είδος γερακιού των βράχων το πιο γρήγορο

3693. πετροβολώ = πιτρουβουλάου, λ'θουβουλού = πετάω πέτρες

3694. πετροβούνι = πιτρουβούνι = βραχώδες και γυμνό βουνό

3695. πετρογέφυρα = πιτρουγέφυρα = πέτρινο γεφύρι

3696. πετροπέρδικα = πιτρουπέρδικα = πέρδικα που ζει στα βραχώδη μέρη.

3697. πετρούλα = λθαράκι,

3698. πετσέτα = πιτσέτα

3699. πετσέτα στο λαιμό κεντητή = τραχ’λιά

3700. πετσί = ψίδι = του κομμάτι από αργασμένο πετσί

3701. πετσοκόβω = πιτσουκόβου

562
3702. πετσώνω = μπαλώνω (το μαντρί, τα παπούτσια κλπ), καρπαζώνω, σφαλιαρίζω

3703. πέτυχα κάποιον τυχαία κάπου = έμπλαξα

3704. πετυχαίνω = πιτχαίνου

3705. πηγάδι = μπγάδ = πιάδι, πγαδ, πιάι, μπγιάδι, μπναρ, αραβανίκος, κάργιο,

πούσι, σαρνίτσι, σιρτός, φλετρό

3706. πηγαιμός = πάημα

3707. πήγαινε = σύρε, σύρι

3708. πήγαινε = αϊντι

3709. πήγαινε έλα = αράδιασμα

3710. πήγαινε πιο πέρα = κάνι σιαπέρα

3711. πηγαίνεται = αντέστε & άντεστε = άντε, για παρακίνηση, προτροπή που

απευθύνεται σε πολλούς

3712. πηγαινοέρχομαι = παραραδιάζου = πάω και έρχομαι

3713. πηγαινοέρχομαιi = αραδιάζου = ψάχνω, λέω συνέχεια κάτι , περπατάω,

3714. πηγαίνω = πααίνου

3715. πηγαίνω = παένου

3716. πηγαίνω μισθωτός τσομπάνος = ρουιάζουμι

3717. πηγαίνω στην άκρη = ξακρίζου

3718. πηγαίνω το κοπάδι για βοσκή. στο βαρκό = βαρκώνου

3719. πηγή = ανάβρα = πηγή νερού.

3720. πηγή = γλαβάνι = αρχή από ρέμα.

3721. πήδατο = δρασκέλατο = πήδηξε το,

3722. πηδάω = αμπ’δάου

3723. πήδημα = αμπήδ’μα

3724. πήδημα η σεξουαλική επαφή = βάτιμα

3725. πήδηξα = αμπήδσα

3726. πήδηξε = αμπήδηξε = αμπήδησε (ομηρικό «αμπήδησε», από το ρήμα

(δωρικός τύπος) «αναπηδάω»). Ιλιάδα Λ. 379)

563
3727. πηδηχτός = αμπ’δηχτός , χορός με πηδήματα όπως ο τσάμικος

3728. πήρα ( ετσιθελικά) = έζαψα (ζαπώνω) = το έκανα δικό μου, έφαγα πολύ ή

ήπια

3729. πήρα δρόμο έφυγα = λάκσα

3730. πήρε πέρα = λάξι = το έβαλε στα πόδια, την κοπάνησε,

3731. πήρε το γάλα πίσω το ζώο γιατί δεν το αρμέξαμε = χώνιψι η πρατίνα

3732. πιάνομαι (από αρρώστια) = δραγκώνουμι = αρρωσταίνω και άλλες φορές

κουτσαίνομαι, «πιάνομαι» από τα πόδια και άλλες φορές χάνω την όρασή μου

3733. πιάνω προζύμια = πιάνου προυζύμια = αρχίζω το γάμο φτιάχνοντας το

προζύμι για την κουλύρα

3734. πιάνω το νερό = πιάνου του νιρό = δημιουργώ βρύση με το νερό που

αναβλύζει και χάνετε οδηγώντας το σε συγκεκριμένο μέρος

3735. πιάστηκαν τα πόδια μου

3736. πιάστηκε ο γάμος = = πιάνουμι

3737. πιάτα (τα μεταλλικά) = λιγκιέρια

3738. πιάτο ξύλινο βαθύ = καυκί, καυκιά = ξύλινο σκεύος φύλαξης και μεταφοράς

υγρού, τυριού, γαλοτυριού, κτλ. τόπος που έχει το σχήμα της καυκιάς

(λεκάνης), ξύλινη κούπα για το αλεύρι

3739. πιάτο ρηχό = απλάδα = χαλκωματένιο πολύ ρηχό πιάτο, σχεδόν επίπεδο, που

το χρησιμοποιούμε και για κέρασμα

3740. πιάτο. βαθουλό = λίμπα

3741. πιάτου(είδος) = λιγγέρι

3742. πιγούνι = τσιαούλι =. αυτός που μιλάει ασταμάτητα

3743. πιέζεις = ζμπάς = σπρώχνεις

3744. πιέζω = ζμπάω = σπρώχνω, πατάω δυνατά

3745. πιέζω κάποιον = βιάζου = πιέζω κάποιον να κινηθεί πιο γρήγορα, πιέζω

κάποιον να κάνει κάτι χωρίς τη θέλησή του

3746. πιθαμή = πθαμή = παλάμη

564
3747. πιθαμή = απθαμή = μονάδα μήκους (το μήκος της πιθαμής)

3748. πιθάρι. = γκίρνα = ανοιχτό δοχείο

3749. πικράθηκα = φαρμακώθκα

3750. πικραίνομαι = γιεύουμι = παιδεύομαι, ταλαιπωρούμαι,

3751. πικραμένος = φαρμακομένους

3752. πινακωτή = πινακωτή = κατασκευή με χωρίσματα για το ζυμωμένο ψωμί

3753. πίνω ή τρώω λαίμαργα = στουμπάω

3754. πιο δίπλα = απέκει = λίγο πιο δίπλα, πιο πέρα, μετά απο

3755. πιο εδώ = παρέδου, παραδώθι = πιο κοντά

3756. πιο καλός = καμακαλύτιρους = καλύτερος από όλους

3757. πιο κρύος = κρυότιρους

3758. πιο μπροστά = σιαμπρουστά = λίγο πιο μπροστά, το καραβάνι γερόντων

παιδιών που κίναγε πρωτύτερα

3759. πιο πάνω = παραπάν

3760. πιο πέρα = παραπέρα = λίγο πιο πέρα.

3761. πιο πίσω = παραπίσου, ξιαπίσου, σιαπίσου = πίσω πίσω

3762. πιο σιγά = απαγάλια

3763. πίπα = σ’πσί

3764. πιπερώνω = πιπιρώνου = ρίχνω πιπέρι

3765. πιρούνι =. πιρούλι

3766. πιρώνουμι = ζεσταίνομαι

3767. πιστόλι = κουμπούρι, κουμπούρα, ρουβόλι, μπιστόλα, μπιστόλι, μπιστιόλα =

απ το Ιταλικό pistola

3768. πίσω μέρος κοπαδιού = κουντνέλα, πισ’νέλα = τελευταία πρόβατα του

κοπαδιού ή τελευταίοι άνθρωποι στο καραβάνι.

3769. πίσω πίσω (στο ζώο κυρίως για φόρτωμα) = πσώκουλα

3770. πίσω στα καπούλια = πισουκάπ’λα

565
3771. πίτα (είδος) = κουλυρόπ’τα, κουλυρή = είδος πίτας, πίτα που τα φύλλα τα

τυλίγουμε κυλινδρικά (ρολό) και τα βάνουμε στο ταψί.

3772. πίτα (είδος) = κουσ’μαρόπ’τα = πίτα που γίνεται με κουσμάρι

3773. πίτα (είδος) = πτουγαλόπ’τα = πίτα που γίνεται με πτοόγαλο (β.λεξη)

3774. πίτα (είδος) = στριφτόπ’τα, στριφτή = πίτα με φύλλα που ανοίγουν στο

χέρι(χωρίς πέτρα) και τοποθετούνται στο κέντρο του ταψιού και ωθούνται

προς τα άκρα.

3775. πίτα (είδος) = χλουρόπ’τα = πίτα με βάση φρέσκο τυρί.

3776. πίτα (είδος) = βουστ’νόπ’τα = πίτα που γίνεται με κλωτσοτύρι με βουστίνα

3777. πίτα (είδος) = ψαρόπ’τα = η πίτα που οφείλει το όνομά της στο οτι η

τοποθέτηση των επί μέρους κομματιών της μέσα στο ταψί έχει τη μορφή

ψαριών

3778. πίτα (είδος) = σταχτόκλουρα = ζυμαρόπιτα ψημένη στην στάχτη της βάτρας

3779. πίτα (είδος) = τραχανόπτα = πίτα από , τραχανόπιτα

3780. πίτα καλαμποκίσια = πλατσίντα, μπλατσίντα

3781. πίτα με κρέας = κριασόπ’τα

3782. πίτα με φύλλα = πετρόπ’τα, πιτρόπ'τα

3783. πίτα μετά την κηδεία = παρηγουριά

3784. πίτα πρωτοχρονιάς = γκουγκβάλα = η

πρωτοχρονιάτικη βασιλόπιτα, από

ψίχουλα ψωμιού και τρίμματα τυριού

3785. πίτα πρωτοχρονιάτικη, βασιλόπιτα = μπουκ’βάλα

3786. πίτα(είδος) = μπλανό, μπλαστό = είδος από ζυμαρόπιτα που γίνεται με

καλαμποκίσιο αλεύρι και με λάχανα

3787. πίτας (είδος) = κουλιρόπτ'τα

3788. πίτας είδος = κλικόπ’τα

3789. πίτας είδος = μουντζουτή

3790. πίτας είδος = πιταχτή

566
3791. πίτας κομμάτι = φιλί = κομμάτι από την πίτα.

3792. πίτας παρασκευή (τραγάνιστή) = ψχανιάζου = αφήνω την πίτα κουπωμένη για

να γένη πιο τραγανή

3793. πλαγιά = πλαϊά

3794. πλαγιά (ειδική) = σάρα = απότομη πλαγιά γεμάτη πέτρες και χαλίκια και χωρίς

ιδιαίτερη βλάστηση, γκρεμός

(πιθανή προέλευση του ονόματος

των Σαρακατσάνων καθώς τα

ονοματα πήγαζαν από τα

χαρακτηριστικά διαβίωσης της

περιοχής των διαφόρων ομάδων.

Σάρα = γκρεμός, κάσι = μεγάλος βράχος, ανος = δηλωτικό προέλευσης

ΣΑΡΑΚΑΣΙΑΝΟΣ, ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΣ

3795. πλαγιά με απότομη κλίση = τσακ’στός τόπους

3796. πλαγιαστά = ριβά = όχι ίσια κατά το περπάτημα.

3797. πλαγιές = πλάια = πλάγια

3798. πλάκα απο τυρί (ειδική) = μπλάνα = κομμάτι τυρί που έχει σχήμα απ την

τσαντήλα αφού κοπεί, χωμάτινος σβόλος Από το ρήμα «πλάσσω» = πλάθω,

δίνω σχήμα σε κάτι.

3799. πλακούντας = κτάρι = το ύστερο των ζώων

3800. πλάκωμα στο ξύλο = πίστρουμα

3801. πλάκωμα στο φαϊ = πίστρουμα

3802. πλακώνω = μπλαστρώνω = καλύπτω

3803. πλανεύω = πλανεύου = παραπλανώ, απατώ

3804. πλάνος = πλάνους = αυτός που παραπλανεί, ξεγελάει, δημιουργεί ψεύτικες

προσδοκίες ή ψευδαισθήσεις

3805. πλαντάζω = πλαντάζου = σκάω από το κλάμα, σκάω από το κακό μου,

στενοχωριέμαι πολύ.

567
3806. πλαντάζω στο κλάμα = γκανιάζου

3807. πλάνταξα = έσκασα απ' το κλάμα

3808. πλάστης (εργαλείο κουζίνας) = πλάστ’ς, μπλάστρ'ς = ξύλινη ράβδος για να

πλάθουμε τα φύλλα από τις πίτες, πλάστης

3809. πλάτη = ζαλίκκα

3810. πλάτη = ράχη = η πλάτη (του ανθρώπου), η πλάτη του βουνού (οριογραμμή)

. Ομηρική λέξη «ράχις».

3811. πλάτη από το άλογο = ραχιά

3812. πλάτη μεγάλη = πλαταριά

3813. πλατσουρίζω = πλατσιανάου, μπλατσιανάω = παίζω με τα νερά,

τσαλαβουτάω.

3814. πλατσουρίζω = μπλατσανάω = κάνω μπάνιο σε ρηχά νερά

3815. πλάτωμα = πλάτουμα = πλατύς και ανοιχτός χώρος.

3816. πλεγμένα έντερα για το κοκορέτσι = χουρδή, χουρδιά

3817. πλέκω = πλέου

3818. πλέκω αραιά = αριουπλέκου

3819. πλεκω με καλδιά = κλαρώνου = πλέκω με κλαριά το σκελετό του

καλυβιού.εκφ. κλάρουσι του κουπάδι = στρώθηκε στη βοσκή και τρώει κλαρί

3820. πλέκω με κλαδιά = φαρσώνου

3821. πλενω το πρόσωπο = ανύβουμι = νύβομαι

3822. πλένω το πρόσωπό μου με νερό = .νίβουμι = βυζ. Νίψον ανομήματα μη

μόναν όψιν"

3823. πλέξιμο (τρόπος) = μέρτζα = με το τσιγκελάκι ,που είναι σα δαντέλα, πάνω στο

πουκάμισο ή σε άλλο ρούχο.

3824. πλεξούδα = πλιξάνα = πλεξούδα των γυναικείων μαλλιών, κοτσίδα

3825. πλεξούδα = κουσάνα

3826. πλεξούδες = πλιξίδια, πλιξούδις

3827. πλευρά = παΐδια

568
3828. πλευρές του στήθους στο ύψος της καρδιάς = ψ’χουκόκκαλα

3829. πλευριτώνω = πλευριτώνου = κρυώνω πολύ, αρρωσταίνω από πλευρίτη.

3830. πληγή = πληγή. Ομηρική λέξη «πληγή». Ιλιάς Ο, 17

3831. πληθαίνουν = χ’λιάζουν = γίνονται χιλιάδες,

3832. πλήθος κόσμου = κουσμούρα

3833. πλήρες = ντίγκα

3834. πλήρες = ντίγκα

3835. πληρωμή του μυλωνά σε είδος = ξάι

3836. πληρωμή του τσομπάνου χωρίς φαγητό = ξικουπή, ρόγα εξ ου και ρόγιασμα

3837. πλησιάζω = κουντεύου

3838. πλησιάζω = ζγώνω

3839. πλησιάζω = σιμώνου, σμώνου

3840. πλιάτσικο = αλιμούρα = αρπαγή, λεηλασία

3841. πλιγούρι = μπλιγούρι = φτωχικό φαγητό που παρασκευάζεται από βρασμένο

σιτάρι.

3842. πλουσιοκόριτσο = αρχουντουδυχατέρα

3843. πλούσιος = αρχουντικός

3844. πλούσιος = ιχούμινους = βασταζούμενος, αυτός που έχει μεγάλη περιουσία,

πολύ βιό,

3845. πλούσιος απ τήν πόλη = μιγαλουσιάνους, πρωτευουσιάνους

3846. πλούσιος. = βαστούμινους, -η, -ου

3847. πλουταίνω = πλουταίνου = γίνομαι πλούσιος

3848. πλουτίζω = καζαντίζου

3849. πλύσιμο = πλύμα

3850. πλυσιμο με δύο κόπανους = διπλουκουπανιά = χτύπημα των ρούχων που

πλένω με δυο κόπανους, εναλλάξ

3851. πλύσιμο ρούχων με κόπανο = κουπανίζου = χτυπάω τα ρούχα που πλένω με

τον κόπανο.

569
3852. πλύσιμο ρούχων με κόπανο(ξύλινο εργαλείο) = λιφκουκουπανάου = πλένω τα

ρούχα με τον κόπανο για, να γίνουν άσπρα

3853. πλύσου = νίψ

3854. πλυσταριό (ποταμιού) =

ζιουματαριά = μέρος που πλένω τα

υφάσματα στο ποτάμι.

αγριοφουντουκιά = λιφτουκαρυά =

κόρυλος, Corylus avellana L.Ανήκει

στην οικογένεια των Βετουλιδών

(Betulaceae). Μεγάλος θάμνος ή δενδράκι, η γνωστή φουντουκιά σε άγρια

μορφή, που το ύψος του δεν ξεπερνά συνήθως τα 5 μέτρα. Έχει φύλλα ωοειδή,

σχεδόν στρογγυλά, μυτερά στην άκρη, τριχωτά με περιφέρεια οδοντωτή και

οδόντες χωρισμένους σε μικρά δοντάκια. Τα αρσενικά άνθη βγαίνουν πολλά

μαζί σε κρεμαστούς ίουλους που το χειμώνα δίνουν μια ξεχωριστή

καλλωπιστική αξία στο φυτό. Τα θηλυκά βγαίνουν 2-5 μαζί. Οι καρποί είναι τα

φουντούκια, που το καθένα τους είναι κλεισμένο σ’ ένα πράσινο κύπελλο. Το

κύπελλο σκεπάζει ολόκληρο το καρπό εκτός του πάνω μέρους και έχει χείλη

οδοντωτά ή σχισμένα σε πολλά τμήματα.

3855. πλυσταριό = καζαναριό

3856. πνευμόνι = πλιμόνι

3857. πνίγηκα = απουμόθκα , καρκόθκα, γκουρλώθκα = έπαθα ασφυξία, έχω

δύσπνοια

3858. πνίγομαι = καρκώνουμι, απομόνουμι = μου αποφράχτηκε ο φάρυγγας, δεν

μπορώ να καταπιώ

3859. πνίγω = καρυδώνω (θα τουν καρυδώσου)

3860. πνίξημο = κάρκουμα

3861. ποδαράτος = πουδαράτους = αυτός που προχωράει με τα πόδια.

3862. ποδάρι, μπατζάκι = μπουτζνάρι, μπουτσνάρι

570
3863. πόδι ειδικό = πουδάρι = το μάζεμα του φίνου μαλλιού γύρω από τη γροθιά

για να πάρει το σχήμα κουβαριού και να το βάλλουμε στη ρόκα για να το

γνέσουμε

3864. πόδι = αρίδα = η κνήμη κυριολεκτικά, κοντούλης άνθρωπος

3865. πόδι αδύνατο και μακρύ = κλιτσνάρι

3866. πόδια = δουξάρια

3867. ποδιά = πουδιά = τραχηλιά

3868. ποδιά (είδος) = παναούλα = σαρακατσάνικη, μικρή τραπεζιόσχημη ποδιά,

που φοριέται χαμηλά και δεν εξυπηρετεί κανένα πρακτικό σκοπό. Είναι

φτιαγμένη από κόκκινο σαγιάκι, σκουτί,

κανονικά αόρατο στην καλή της όψη, και

πλαισιώνεται από μαύρα κορδόνια,

συρραμμένα μεταξύ τους. Το πλαίσιο διχοτομεί

κατά πλάτος διακοσμητική σειρά από πλεγμένο

μαύρο κορδόνι που διακόπτεται, στις γωνίες και

τις πλευρές, από χρυσά και ασημένια γαϊτάνια τυλιγμένα σε μικρές θηλιές.

Ασημένιο γαλόνι με ζιγκ-ζαγκ οριοθετεί ένα πρώτο εσωτερικό τραπέζιο.

Χρυσό γαλόνι με κροσωτή απόληξη διαγράφει το μικρό, εσωτερικό τραπέζιο.

Μαύρα, συρραμμένα κορδόνια διαχωρίζουν τα τραπέζια μεταξύ τους.

Κεντημένα με αλυσιδίτσα εμφανίζονται τρία κυκλικά σχήματα και η αρχή ενός

τέταρτου, που γεμίζουν με ομόκεντρους κύκλους και συνδέονται μεταξύ τους

σε κατακόρυφη διάταξη. Λευκό χρώμα ζωγραφίζει το ακτινωτό κέντρο τους, το

περίγραμμα και τις συνδέσεις τους. Ο δεύτερος από επάνω απλώνεται και

προς οριζόντιες συνδέσεις ενώ, όπως και ο αφανής τελευταίος, εξαίρεται με

μικρές πινελιές που αναδεικνύουν το περίγραμμά του. Και οι δύο

καταλαμβάνουν το κέντρο ρόμβων που δεν φαίνονται ολόκληροι. Τα

ενδιάμεσα διάχωρα γεμίζουν με μικρά σχήματα γεωμετρικής έμπνευσης και

την πολυχρωμία του κεντήματος φτιάχνουν το βυσσινί, το πράσινο, το

571
κεραμιδί και το άσπρο. Μαύρο κορδόνι ρελιάζει την επάνω πλευρά της ποδιάς

και τις πλαϊνές ως πριν από τα μισά τους. Την υπόλοιπη ποδιά στολίζει μαύρο

γαϊτάνι τυλιγμένο σε θηλίτσες. Στις πίσω γωνίες της επάνω πλευράς έχει

στερεωθεί από μια μακριά, μάλλινη κορδέλα.(περιγραφή στη σελίδα του

λυκείου Ελληνιδων.)

3869. ποδιά (είδος) = σκαρνουτή = ποδιά με παραστάσεις λουλουδιών, φυτών,

δένδρων που τη φοράνε οι γυναίκες στις ανοιξιάτικες μετακινήσεις.

3870. ποδιά γυναικεία για ζύμωμα = ζυμουπόδια

3871. πόδια μακριά = κλιτσ’νάρια

3872. ποδοβολητό = πουδουβουλή, πουδουβουλτό = κρότος που προέρχεται από το

βάδισμα πολλών ανθρώπων ή ζώων

3873. πόζα = μπόζα = η πόζα στην φωτογραφία το στήσιμο από το Ιταλικό posa

3874. ποικιλόχρωμος γίνομαι = παρδαλαίνου = γίνομαι παρδαλός,

3875. πολεμιστής = πουλιμ'στής =. Ομηρική λέξη «πολεμιστής», μαχητής. Ιλιάς Κ,

549

3876. πόλεμος = πόλιμους. Ομηρική λέξη «πόλεμος». Ιλιάς Α, 492 και παντού

3877. πόλη = χώρα

3878. Πολίτες = Πουλίτις = οι Σαρακατσιαναίοι που ξεχειμάζαν στη Α. Θράκη και

στα μέρη κοντά στην Πόλη

3879. πολίτης (καταγωγή) = πουλίτ’ς = άνθρωπος από πόλη

3880. πολύ γρήγορα = χέρι-χέρι

3881. πολύ καθαρή = γαλάρια

3882. πολύ καλός = χιλιουκαλώς = εξαίσιος με τα χίλια τα καλά

3883. πολύ λίγο = τρίμα

3884. πολύ μεγάλος = χιλιότρανους

3885. πολύ όμορφος/η = γραμμένους/η = ζωγραφιστός

3886. πολύ σπουδαίος = χιλιότρανους

3887. πολυαγαπημένος = πουλυαγαπημένους = πάρα πολύ αγαπημένος

572
3888. πολυαγαπημένος = ακριβός, μονάκριβος =

3889. πολυλογάς = σαλαούρας, μασλάτας

3890. πολυλογού = μασλάτου

3891. πολυμήχανος = σβόιρας = αυτός που στροφάρει το μυαλό του, πανέξυπνος,

3892. πολυστολισμένος = βαρυξουμπλιασμένους = με πολλά σχέδια

3893. πολύτιμος = μαργαριταρένιους, -α, -ου = από μαργαριτάρι ,

3894. πολυχρονίζω = πουλυχρουνίζου = εύχομαι χρόνια πολλά

3895. πολύχρωμος, -η, -ο = παρδαλός, -ή, -ό

3896. πονάει η κοιλιά = πουνάει η καρδιά = έχω στομαχόπονο

3897. πονηριά = διαουλιά = πανουργία, πονηρή πράξη, συκοφαντία

3898. πονηρός, -η, -ο = πόνηρους, -η, -ου

3899. πονοκέφαλος = κιφαλαριά

3900. πόνος = κιντέρι = αλλα και μικρό χαλάκι

3901. πόνος στην κοιλιά = σφάξμου, σφαϊό

3902. πόνος, οξύς = σουφλιά

3903. πορεύω = πουρεύου = τα βγάζω πέρα,

3904. πορεύω = πουρεύου

3905. πόρνη = παρδαλή

3906. πόρπη = πόρπη = αγράφα στην ζώνη. Ομηρική

λέξη «πόρπη». Ιλιάς

3907. πόρπη γυναικεία = κουμπουθλιά

3908. πόρπη(είδος) = γκουμπές = ασημένια πόρπη που βάνουν οι γυναίκες στη

μέση τους και πάνω από το ζωνάρι.

3909. πόρτα = αμπουριά = πόρτα από το μαντρί

3910. πόρτα (ειδική) = γιδαμπουριά = πόρτα από το γιδομάντρι

3911. πόρτα = μπόρτα = από το Λατινικό porta

573
3912. πόρτα = ρούγα αυλή και κατ΄ επέκταση η καλύβα, ο μαχαλάς, γειτονιά , ο

δρόμος, η πλατεία. ρούγα, δρόμος πόλης. Ομηρική λέξη «ρωξ – ρωγός»,

στενωπός. Οδύσσεια χ, 143

3913. πόρτα βοηθητική = παραπορτούλα

3914. πόρτα καλύβας = λισιά, λυσιά

3915. πορτοκάλια = πουρδουκάλια, πιρδικάλια

3916. πορτούλα (της στρούγκας) = θυρουστόμι

3917. πορτοφόλι = σακούλα, μπαλασκόνι =. θήκη για να βάζω χρήματα

3918. πορτοφόλι = τζιουλμπένι

3919. πορτόφυλλο = λυσιά = πόρτα από το κονάκι

3920. ποστίς = ξινουμάλλια = πρόσθετα μαλλιά πάνω στα φυσικά,

3921. ποτάμι = ντερές, τουρκ.

3922. ποταμιά = πουταμιά = περιοχή γύρω από το ποτάμι

3923. ποταμός = πόταμους

3924. ποταμών συμβολή = σμίξη

3925. ποτέ = πουτές

3926. πότε; = πότις

3927. ποτήρι = τσκάλι

3928. ποτήρι = μαστραπάς

3929. ποτήρι = τσ’κάλι

3930. ποτήρι για ρακί = ρακουπότ’ρου

3931. ποτίστρα = ποτ'στής = το μέρος που ήταν κατάλληλο να ποτιστούν τα ζώα σε

ρέμα, ποτάμι, λίμνη κ.α

3932. ποτίστρα(είδος) = κανάλι, κάναλους = σκαμμένος κορμός από δέντρο στον

οποίο τρέχει νερό για τα ζώα

3933. πουκάμισο = κάμσου

3934. πουκάμισο (ειδικό) = κοντό = το ανδρικό πουκάμισο που φτάνει ως την μέση

574
3935. πουκάμισο (είδος) = κουντό = πουκάμισο της αντρικής φορεσιάς που είναι

κοντό και φτάνει μέχρι τη μέση και δεν έχει γιακάδες,

3936. πουκάμισο = πουκάμ’σου, κάμσου = κομμάτι της σαρακατσιάνικης φορεσιάς.

3937. πουκάμισο στη γυναικεία φορεσιά = καμπρί

3938. πουλάρι = μίνγκους

3939. πουλάρι = π’λάρα = θηλυκό αλογάκι

3940. πουλάω = π’λίου, πλάου

3941. πουλί (είδος) = χαρουπούλι = νυχτόβιο πουλί που το λάλημά του προμηνύει

θάνατο.

3942. πουλί (είδος) = γκαλιαμάνα

3943. πουλί (είδος) = νυχτουκόρακας = νυχτόβιο πουλί που το λάλημά του

θεωρείται κακός οιωνός, χαροπούλι.

3944. πουλί (είδος) = μπεκάτσα, μπικάτσα = πουλί της υπαίθρου, γκαβοπούλι,

γκαβόπουλο, γκαβόρνιο, μακρομίτα, ξιλόρνιθα, ξλόκοτα, ξλόρθα, ξυλόκοτα, απ

το Βενετσιάνικο becazza

3945. πουλί = πλί

3946. πουντιάζω = πουντιάζου = κρυολογώ σοβαρά.

3947. πουρνάρι είδος = αρκουδουπούρναρου = είδος από πουρνάρι με μεγάλα

φύλλα

3948. πουρνάρι = πουρνάρι = Από τα χαρακτηριστικότερα και τα πιο διαδομένα

φυτά της Ελλάδας ο πρίνος, είναι ένα είδος δρυός (“δρυς η κοκκοφόρος” και

“δρυς η πρίνος”), που φυτρώνει συνήθως

με θαμνώδη μορφή, σχηματίζοντας

εκτεταμένα δάση, είτε μόνο από

πουρνάρι, είτε με άλλα δένδρα και

θάμνους. Άλλοτε ορθώνεται ασκητικό,

παίρνοντας τη μορφή και τις διαστάσεις

δένδρου. Είναι γνωστό ως πουρνάρι,

575
ονομάζεται όμως από το λαό και πιρνάρι, λινόπρινο, απρινιά, κατσόπρινος,

κατσιπρίνος, κατσιπρινίδα, κατσιδοπούρναρο. Είναι το αφθονότερο είδος των

αειθαλών φυτών σ’ όλη την Ελλάδα και φυτρώνει παντού, από τις ακτές μέχρι

την ζώνη του ελατιού, σε υψόμετρο χιλίων και παραπάνω μέτρων. Σκεπάζει τις

βουνοπλαγιές, ακόμα και στους γυμνούς κάμπους βρίσκεις το στίγμα του,

στολίζει σταυροδρόμια και κυρίως τα γραφικά ξωκλήσια, και είναι κατ΄ εξοχή

δένδρο της στάνης. Τα σαρκώδη φύλλα του, που διατηρούνται στη ζωή για 2-3

χρόνια, είναι πλούσια σε θρεπτικές ουσίες, γι αυτό και το πυκνό, σταθερό και

διαρκές φύλλωμα του αποτελεί πολύτιμη τροφή των γιδιών. Αντιπροσωπεύει

μία από τις καλύτερες γιδοβοσκές. Αλλά και οι καρποί του πουρναριού, τα

μικρά και θρεπτικότατα βαλανίδια, είναι εξαίρετη τροφή των χοίρων. Είναι

όμως τα “πουρναροτόπια” άριστες βοσκές και των αγριόχοιρων, εκεί δε οι

κυνηγοί συνηθίζουν να στήνουν το καρτέρι τους. Είναι φυτό ασκητικό και

ολιγαρκέστατο, ανθεκτικότατο στην ξηρασία, στη μεγάλη θερμοκρασία, στους

ισχυρούς ξηρούς και διαρκείς ανέμους, στις επιθέσεις των εντόμων και στις

επιδρομές των μυκήτων. Το ξύλο του είναι πολύ βαρύ και σκληρό. Αυτό είναι

το περίφημο “σιδερόξυλο”, πολύτιμο για πολυάριθμες περιπτώσεις, όπου

απαιτείται δυνατή ξυλεία (αμαξοποιία, ναυπηγική, γεωργικά εργαλεία, κ.λ.π.).

Παράγει έντονη, διαρκή και σταθερή θερμοκρασία και γι αυτό είναι το κατ’

εξοχή “καυσόξυλο”.Τα φύλλα του και οι νεότεροι βλαστοί του έχουν συνήθως

κόκκους (εξογκώσεις), που είναι κόκκινοι και που γυαλίζουν. Τούτο το

φαινόμενο προκαλείται από υμενόπτερα έντομα. Είναι τόσο χαρακτηριστικοί

και ζωηροί σε χρωματισμούς οι κόκκοι, ώστε από αυτούς το ερυθρό χρώμα

ονομάστηκε “κόκκινον” και ο πρίνος πήρε το όνομα “δρυς ο κοκκοφόρος”. Ο

λαός τους ονομάζει “πρινοκόκκι” ή “κρεμεζί” και χρησιμοποιούνται ως

χρωστική ύλη.

3949. πουρναριού τρυφεροί βλαστοί = ρουιδάμι

576
3950. πουρναρόξυλο = πουρναρόξ’λου = ξύλο του πουρναριού που είναι πολύ βαρύ

και σκληρό. Αυτό είναι το περίφημο "σιδερόξυλο", πολύτιμο για πολυάριθμες

περιπτώσεις, όπου απαιτείται δυνατή ξυλεία Βγάζει έντονη, διαρκή και

σταθερή θερμοκρασία και γι αυτό είναι το κατ’ εξοχή καυσόξυλο .

3951. πουστάκι = γυναικείο ρούχο σα μπλούζα.

3952. πουστακιά = δέρμα προβάτου για στρωσίδι.

3953. πούστης = πούστ'ς = προέρχεται από την περσική λέξη pusht, που σημαίνει

κώλος, πέρασε στα ελληνικά μέσω της τουρκικής γλώσσας, στην οποία είναι

πολύ βαριά βρισιά για τον ύπουλο, κακόψυχο άνθρωπο. Παρότι σημαίνει

επίσης και αυτόν που υιοθετεί την παρά φύση σεξουαλική πράξη, κατά το

τουρκικό ετυμολογικό λεξικό, στην καθομιλουμένη δεν χρησιμοποιούνταν ως

βρισιά ή λέξη αναφοράς για τους παθητικούς ομοφυλόφιλους

3954. πουτάνα (χαρακτηρισμός) = πούτανους = μεγάλη πουτάνα, καραπουτάνα.

Μεγεθυντικό του πουτάνα που δημιουργείται απλώς με την αλλαγή της

μορφολογικής κατηγορίας του ουσιαστικού, απελευθερωμένη ή ανήθικη

γυναίκα.

3955. πούτσα = τσάτσα = κυρίως το αποκαλούν έτσι τα παιδιά

3956. πουτσαράς = πτσαράς = αγόρι

3957. πούτσος (μτφ.) = ξηρή

3958. πούτσος = τέτοια = το αντρικό μόριο

3959. πράγματα που σε ανακατώνουν = ξερατά, ξιρατά, ξιρατιά

3960. πράγματα του σπιτιού, οικοσκευή και ρούχα = σέα, σέια, σαία

3961. πρακτική "ιατρική" = γιατρουσόφια = θεραπεία πρακτικού

3962. πράξη θεραπείας = ιλάτσι, ιλιάτσι

3963. πρασινάδα ειδική = χλουρασιά = χλωρό χορτάρι, πράσινα κλαδιά από τα

δέντρα.

3964. πρέπον = πρέπιου = δέον

3965. πρήξιμο = άργανου

577
3966. πρησμένος = φουσκουμπουνιασμένους = αυτός που είναι πρησμένος στο

πρόσωπο κυρίως από ύπνο, αγουροξυπνημένος

3967. πρήστηκε = νταούλιασε

3968. πρήστηκε = νταούλιασε

3969. πριν από λίγο = τ'απουτώρα

3970. πριόβολος = προυόβουλους = μεταλλικό αντικείμενο με το οποίο ανάβω

φωτιά, τσακμάκι

3971. πριόβολος = πριυόβουλους = το σίδερο με το οποίο χτυπούσαν το στουρνάρι

να ανάψει η ίσκα. Χρησιμοποιούμενες μέθοδοι για το άναμα της φωτιάς κατά

τους αρχαιολόγους: η κρούση και η τριβή. Στην κρούση, χρησιμοποιείται

πυριτόλιθος, κοινώς στουρναρόπετρα, το πριόβολο, μεταλλικό αντικείμενο

φτιαγμένο από παλιά λίμα, και η ίσκα, μανιτάρι που φυτρώνει στους κορμούς

βελανιδιάς ή πλατάνου. Στη μέθοδο της τριβής δύο ξύλινων ράβδων, τα

πυρεία των αρχαίων Ελλήνων, χρησιμοποιούνται το τρύπανο και η εσχάρα

3972. πρόβατα = πράματατα = τα ζώα

3973. πρόβατα = πρότα

3974. πρόβατα (αρρώστια) = σαπιάρ’κα = πρόβατα που σαπίζουν τα νύχια τους και

πέφτουν.

3975. πρόβατα (ειδικά) = κφά πρότα =

πρόβατα των οποίων τα αφτιά δεν έχουν

πτερύγιο παρά μόνον μια τρύπα

3976. πρόβατα (στάση κοπαδιού) =

τουμπακιάζουντι τα πρότα =

κουβαριάζονται, το κεφάλι τους το καθένα στα σκέλια του μπροστινού του, για

να αποφύγουν τον τσουχτερό ήλιο

3977. πρόβατα (χρώμα) = καραμάν’κα, καραμάνικα =

πρόβατα με κάτασπρο μαλλί που έχουν στο

πρόσωπο συγκεκριμένα μαύρα τμήματα, άσπρα

578
πρόβατα με τα δύο μάγουλα μαύρα

3978. πρόβατα (χρώμα) = κάτσινα = πρόβατα που έχουν άσπρο μαλλί και σκούρο

πορτοκαλί χρώμα στο πρόσωπο, στα πόδια και στα αφτιά

3979. πρόβατα (χρώμα) = κατσινουκάλισια = προβατίνα που συνδυάζει τα

χαρακτηριστικά της κάτσινας και της κάλλισιας.

3980. πρόβατα (χρωματικά) = βλαγκά = (ρούσα μελαχρινοκόκκινο χρώμα)

3981. πρόβατα (χρωματικά) = μπασιούρκα = λάγια πρόβατα που έχουν άσπρο το

κάτω μέρος του λαιμού

3982. πρόβατα (χρωματικά) = μπαλουμένα = πρόβατα με άσπρο μαλλί που έχουν στο

σώμα τους μαύρο μπάλωμα.

3983. πρόβατα (χρωματικά) = ρούσα (τα) = μαύρα

(λάια) πρόβατα με κοκκινωπά μαλλιά στην

επιφάνεια Από τη λέξη «ρούσιος» , που

σημαίνει, κοκκινωπός, ξανθοκόκκινος

3984. πρόβατα καλοταϊσμένα = στοίχειουσαν τα πρότα (μτφ.) = από την καλή βοσκή

πάχυναν κι είναι και πολύ γερά.

3985. πρόβατα μυξιάρικα = φσουνιάρ’κα

3986. πρόβατα που αποκόπτονται απ’ το κοπάδι = κόβουντι τα πρότα

3987. πρόβαταΙχρωματικά = λάϊα = μαύρα

3988. προβατάρης = πρατάρ’ς = αυτός που έχει πρόβατα.

3989. προβατίλα = πρατίλα = μυρωδιά από πρόβατα,

3990. προβατίνα = πρατίνα

3991. προβατίνα ( ιδιαίτερη) = δυγόνα = προβατίνα που γεννάει προς το τέλος του

γέννου.

3992. προβατίνα (ειδική) = τριτόιννη = προβατίνα που γεννάει για δεύτερη φορά

και είναι τεσσάρων ετών.

3993. προβατίνα (είδος) = πλατουνόρα= προβατίνα με πλατιά ουρά.

579
3994. προβατίνα (είδος) = τριότα = προβατίνα που γέννησε τρεις χρονιές συνέχεια

και είναι τεσσάρων χρονών. 2. παιδικό παιχνίδι

3995. προβατίνα (είδος) = τριτάρα = προβατίνα που γέννησε τρεις χρονιές

3996. προβατίνα (είδος) = μπούχαβη = ξεπεσμένη προβατίνα, προβατίνα που γέρασε

απότομα

3997. προβατίνα (είδος) = τσουλουφάτη = προβατίνα που έχει στο κεφάλι της

τσουλούφι.

3998. προβατίνα (χαρακτηρισμός) = μαλλάτη = προβατίνα με μακριά και πολλά

μαλλιά

3999. προβατίνα (χρώμα) = κοκκ’νουμάτα, -κου =προβατίνα που έχει άσπρο μαλλί

και έχει κόκκινα στίγματα ή κόκκινες τρίχες γύρω από τα μάτια

4000. προβατίνα (χρώμα) = μουράτη = κατάμαυρη προβατίνα

4001. προβατίνα (χρώμα) = μπέλλα = προβατίνα που

είναι κάτασπρη, αρσενικό πρόβατο που είναι

κάτασπρο

4002. προβατίνα (χρωματικά) = αραπουβάκρα = η

προβατίνα που έχει σχεδόν μαύρο σκούρο το πρόσωπο, το λαιμό, τα πόδια και

τα αφτιά

4003. προβατίνα (χρώματικά) = μπούτσκα, -κου = προβατίνα που έχει κοκκινωπό το

πρόσωπο, στίγματα κόκκινα στα πόδια και το κορμί της άσπρο. Αρσενικό

πρόβατο που έχει κοκκινωπό το πρόσωπο, στίγματα κόκκινα στα πόδια και το

κορμί του άσπρο

4004. προβατίνα με κοντή ουρά. = κουτσουνόρα

4005. προβατίνα με λεπτή ουρά = βιτσουνόρα, -ρκου = προβατίνα με ουρά σαν τη

βέργα, σαν τη βίτσα. Αρσενικό πρόβατο με λεπτή ουρά.

4006. προβατίνα που γεννάει για πρώτη φορά και είναι 2 χρονών = μπλιόρα
4007. προβατίνα που έχει φουντωτή ουρά = αλπουνόρα

4008. προβατίνα που μπορεί να οδηγήσει το κοπάδι = σουρταριάρα

580
4009. προβατίνα τριών χρόνων που γεννά δευτερη φορά = δευτιρόιννη

4010. προβατίνα χωρίς γάλα = μπάτσα

4011. προβατίνα/γίδα(ειδική) = τσαγκάδα = προβατίνα η γίδα χωρίς μικρό γιατί

ψόφησε αλλα δίνει γάλα

4012. προβατίνες (είδος) = μπούφις = προβατίνες με πολλά μαλλιά στο κεφάλι που

καλύπτουν τα μάτια και το πρόσωπο.

4013. πρόβατο (ειδική ονομασία) = ξακριάρα = προβατίνα που βόσκει στην άκρη

από το κοπάδι και πολλές φορές κάνει ζημιές στα χωράφια.

4014. πρόβατο (ειδικό) = τριτάρι = κριάρι που είναι τεσσάρων χρονών.

4015. πρόβατο (ετοιμόγεννο) = σ’μάδιψι η πρατίνα = είναι στον τελευταίο μήνα της

κύησής της και έχει κατεβάσει μαστάρι.

4016. πρόβατο (σημάδι) = πισουξιουράφτ’κου = σημάδι στα πρόβατα (κόβουμε

πλαγιαστά το πίσω μέρος από το αφτί)

4017. πρόβατο (σημάδι) = πισουκλειδιά = σημάδι στα πρόβατα (κόβουμε την άκρη

του αφτιού στο πίσω μέρος σε μισιστρόγγυλο σχήμα)

4018. πρόβατο (χρώμα) = κάνγκουρου = άσπρο πρόβατο με καφέ κηλίδες

4019. πρόβατο (χρώμα) = καραμπάσια = πρόβατο που το χρώμα του προσώπου του

και των ποδιών του είναι σκούρο καστανό

4020. πρόβατο (χρώμα) = μαυρουκιέφαλου = πρόβατο που έχει άσπρο τρίχωμα στο

κορμί και μαύρο στο κεφάλι

4021. πρόβατο (χρωματικά) = πιρδικουκάλλισια = άσπρη προβατίνα με μαύρα

στίγματα στο πρόσωπό

4022. πρόβατο δίχρονο = μπλιόρι

4023. πρόβατο(τύπος) = ρούντου = που έχει κοντό, λεπτό και απαλό τρίχωμα

4024. πρόβατου σημάδι = σκιζάφτ’κου = σημάδι στα πρόβατα

4025. προβάτου σημάδι= κουτσιάφτ’κου = σημάδι στα πρόβατα για αναγνώριση

4026. πρόβειος, -α, -ο = πρόβειους, -α, -ου = προέρχεται από το πρόβατο

4027. προβλήματα = σύλλουγα

581
4028. προγκάω = αλαφιάζουμι

4029. πρόγκιξα = λάκσα

4030. προζύμι = ανάπιασμα = μαγιά με αλεύρι για να φουσκώσει

4031. προίκα = τράχουμα = πρυξ, προιξ, τα πράγματα της νύφης που φέρνει απ την

μάνα της (κεντήματα, στολίδια) και τα περιουσιακά στοιχεία (ακίνητα,

μετρητά) . Ο θεσμός της προίκας υπήρχε από τα αρχαία χρόνια και αποτελούσε

τη συμβολή της γυναίκας στον κοινό βίο του ζευγαριού.

4032. προίκα (σε μετρητά) = τράχουμα, τράχωμα = χρηματικό ποσό πέραν της

συνηθισμένης προίκας που ζητούσε παλαιότερα ο γαμπρός από την

οικογένεια της νύφης

4033. προικιάτικα = προικιάρ’κα = έχουν σχέση με την προίκα, της προίκας

4034. προϊόν = μαξούλι = εισόδημα

4035. προκάλεσα = τσίγκλισα

4036. προκαλώ ξιπαπαδεύου = με τις ενέργειές μου προκαλώ, προκαλώ τον παπά να

παραιτηθεί από το αξίωμά του


4037. προκαταβάλλω = αβαντζάρου, πλειοδοτώ

4038. προκαταβολή = καπάρου = (απ' το ρήμα: καπαρώνω)

4039. προκαταβολή (δίνω) = καπαρώνου = αρραβωνιάζω

4040. προκαταβολή , -ελα = αβάντζου, αβαντζάρσα = έδωσα μπροστάντζα,

προκατέβαλλα, έδωσα κάτι παραπάνω, συγκαταβατικό φέρσιμο: να κάνω

αβάντζα σε κάποιον

4041. προκόβω = προυκόβου

4042. προκομένος = χαϊρλίτ’κους = τυχερός, ευλογημένος

4043. προκοπή = χαΐρι

4044. προκοπή = κατάντια, καταντιά, καταντιό = η οικονομική κατάσταση

κάποιου,

4045. προλαβαίνω = προυπάου

4046. προλάβω = προυκάνου

582
4047. προξενητής = προυξιν’της

4048. προοδεύω = προυκόβου

4049. πρόπερσι = ιπρουπέρσι, προυπέρσι

4050. προπυρετική κατάσταση = έκλα = κούραση του σώματος πριν από πυρετό.

4051. προς = κάτ’

4052. προς εμένα = κατ'ιμένα

4053. προς εσένα = κατ'ισένα

4054. προς τα εδώ = δώθι

4055. προς τα εδώ = σιαδώθε, σαδώθε

4056. προς τα εκεί = σιακείθε, σακείθε, σιακείθι = ίσια εκεί

4057. προς τα κάτω = σιακάτ, σακάτ

4058. προς τα πάνω = σιαπάν, σαπάν

4059. προς τα πέρα = σαπέρα, σιαπέρα = για φευγιό, για πέρα μτφ παλαβός, για

διώξιμο

4060. προς τα πέρα = σιαπέρα = αυτός που δεν κάνει για τίποτα (είναι για σιαπέρα}

4061. προς τα πίσω = σιαπίσου, σαπίσου

4062. προς τα πού; = σιαπού;

4063. προσάναμα = προυσάναμμα = μικρή ποσότητα λεπτά ξυλαράκια για να

ανάψουμε τη φωτιά

4064. προσάναμμα = προυσάναμμα = ξερά στεγνά ξύλα για το άναμμα της φωτιάς

4065. προσανάμματα = τσάκνα

4066. προσανάμματα = μπάμπαλα = λεπτά προσανάμματα ή ξερά χόρτα με τα οποία

στρώνουμε τα μαντριά.

4067. πρόσγαλο = πρόσγαλου = γάλα που πέφτει στη μαγιά (βλ. λ.) και την

εμπλουτίζει σε βούτυρο.

4068. προσγιαγιά = προυσβαβά

4069. προσδοκία = απαντουχή = παρηγοριά.

4070. προσδοκώ = παντ’χαίνου = περιμένω, ελπίζω

583
4071. προσέχω = τηρού, τηράου

4072. προσήλιο = προυσηλιακό

4073. προσκαλώ = καλού

4074. προσκαλώ = προυσκαλάου

4075. προσκλητήριο του γάμου = κάλισμα

4076. προσκυνάει η νύφη = προυσκ’νάει η νύφη = σκύβει το κεφάλι και έχει τα

μάτια όλο χαμηλά από ντροπή ή σεβασμό, νυστάζει

4077. προσκυνάω = προυσκ’νάου = προσκυνάω σαν νύφη από την νύστα, κλείνουν

τα μάτια και γέρνει τα κεφάλι μου

4078. προσπαθώ = προυσπαθάου

4079. προσυμφωνώ (για να κλείσει η συμφωνία) = καπαριάζου = δίνω

προκαταβολή. -ουμι δίνω το λόγο μου, δίνω υπόσχεση γάμου, λογοδίνομαι

4080. πρόσφορο = λειτουργιά

4081. πρόσφορο στην εκκλησία = ύψουμα

4082. πρόσχαρος = .γιλασούμινους = εύθυμος άνθρωπος,

4083. πρόσωπο μ'τσούνα = μούρη

4084. προσωρινά = προυσώρας = για την ώρα

4085. προφταίνω = βουδώνου

4086. προφτάνω = προυκάνου

4087. προφυλάσσομαι από τον αέρα = απαγκιάζου = πηγαίνω και κάθομαι σε

απάνεμο μέρος

4088. πρόχειρη κούνια = γυφτουκούνια

4089. πρόχειρου φαγητού από καλαμποκίσιο αλεύρι = μπαζίνα

4090. προχθές = ιπρουχτές, προυχτές

4091. προχτές = προυχτέ

4092. πρωί (πολύ) = μπουνώρα

4093. πρωιμίζω = προυϊμίζου = γίνομαι πρώιμος.

4094. πρωινό . = πουρνό

584
4095. πρωκτός =σούφρα

4096. πρώτα ξαδέρφια = πρωτουξάδιρφα, αδιρφουξάδιρφα

4097. πρωτόγαλο = ήγκαιρο, ήγκυρου , κουλάστρα = κολάστρα, κουλιάστρα,

κουλάστρα, κολόστρα, κλιάστρα, κουράστρα, κοράστρα, κλόστρα, γλιάστρα,

πρωτόγαλα, πρωτογαλιά, κοκοφρίκος, κουρφίγκους, γκουφρίκος. Το

πρωτόγαλα (στα λατινικά: colostrum, ενώ στα αρχαία: πύαρ) είναι το «γάλα»

των πρώτων ωρών και ημερών, που τα θηλαστικά παρέχουν στα νεογνά τους.

Έχει κιτρινωπό χρώμα και είναι το πρώτο γάλα που παίρνει το νεογέννητο

αμέσως μετά τον τοκετό και είναι σχεδόν ο μόνος δρόμος για την απόκτηση

της παθητικής ανοσίας που χρειάζεται το νεογνό για την βιωσιμότητα του. Η

ονομασία προέρχεται από το λατινικό colostrum

4098. πρωτοπαλίκαρο = πρωτουπαλλίκαρου = η ονομασία του υπαρχηγού σε

ομάδα κλεφτών στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, αυτός που διακρίνεται

περισσότερο από τους άλλους σε δραστηριότητα και θάρρος, ο πιο γενναίος,

τολμηρός και δραστήριος νέος ου διακρίνεται

4099. πρώτος = αθέρας = ξεχωριστός

4100. πρωτύτερα = παραμπρουστά

4101. πρωτύτερα = τ'απουτώρα

4102. πτύελο = χλέπι

4103. πτυχή = δίπλα = πτυχή σε ρούχο, είδος καλύβας, μεγάλο χοντρό ξύλο,

παράπλευρα, παίρου δίπλα ταϊ βουνά, περιπλανιέμαι στα βουνά.

4104. πυγολαμπίδα = κουλουφουτιά

4105. πυκνά = δασιά

4106. πυκνός = δασύς -ιά -ύ = αυτό που αποτελείται από πυκνό τρίχωμα, που έχει

πυκνό τρίχωμα , αυτό που έχει πυκνό φύλλωμα, δασύ φύλλωμα, δασιά

πλατάνια

4107. πυκνός = κρουστός

4108. πυκνότερος = κρουστότιρους

585
4109. πυξάρι = θάμνος με ανθεκτικό ξύλο κατάλληλο για ξυλογλυπτική.

4110. πυξαριού = πυξαρένιους, -α, -ου = αυτός που γίνεται από πυξάρι

4111. πύον μαζεύω = ομπυάζω ουμπυάζου

4112. πύον μάζεψε η πληγή = όμπιασει

4113. πύον της πληγής = όμπυου, όμπυο

4114. πυρέκβoλο = πυρόβολο = πυρόβουλο = το μέταλλικό μέρος του

εμπροσθογεμούς παλαιού όπλου σε σχήμα Β στο οποίο

προσέκρουε ο πυριτόλιθος και μετέδιδε τη φλόγα στο

γέμισμα και ονομαζόταν πυρεκβόλο, υπήρξε στις τέσσερεις

γωνίες στο διβέλλιον ( βυζαντινή σημαία ) και τον

φλάμπουρα των Σαρακατσάνων της Βουλγαρίας (σήμαινε κατά μία εκδοχή

Βασιλεύς Βασιλεύων Βασιλέων Βασιλευόντων),

4115. πυρετό έχω = θιρμαίνομι, θιρμαίνουμι

4116. πυρετός = θέρμη, θερμασιά, θιρμασιά

4117. πυρίμαχος = πυρουμάχους = όρθια πέτρα παλαμισμένη με πολύ χώμα που

τη βάζουνε στο επάνω μέρος της βάτρας, για να συγκρατεί τα κάρβουνα και

να στηρίζει τα ξύλα στη φωτιά, το κτίσμα που περιλαμβάνει την εστία του

τζακιού, πυριμάχος (αρχαιο) πέτρα που είναι ανθεκτική στην φωτιά, την

έβαζαν οι Σαρακατσάνοι πάνω στο τζάκι μεταλλικά κουτιά η βάζα όπου

τοποθετούσαν τα χρήματα για να κινούνται

4118. πυροβόλα = πυρουβόλα

4119. πυροβολισμοί(τροπος) = λιανουντούφικα = αραιοί πυροβολισμοί από μικρά

όπλα

4120. πυροστιά = πυρουστιά = τρίποδας μεταλλικός που μπαίνει στην φωτιά και

πάνω του μπαίνουν τα σκεύη. πυρουστιά, τρίποδο ή τετράποδο σιδερένιο

οικιακό σκεύος που μπαίνει στη φωτιά. Από τις ομηρικές λέξεις «πυρ- ός» και

«ιστίη»=εστία

4121. πυρπόληση = μπουρλότο = δυνατή φωτιά από το Βενετσιάνικο bruloto

586
4122. πυτιά = π’τιά

4123. πυτιά κατσικίσια = κατσικουπ’τιά

4124. πω! πω! = μπομπόϊ

4125. πώμα = βούλουμα

4126. πώς είστε = τι γιένιστι

Ρ
4127. ραβδί διχαλωτό = γύλα

4128. ράβω = ράφτου

4129. ράβω γαϊτάνι σε ύφασμα = γαϊτανώνου

4130. ραδιουργία = σουφλιά

4131. ράκος, παλιό = λέντζερο

4132. ραντίζω με αλεύρι = πισπιτάω = ριχνω με το χέρι ελαφρό στρώμα αλευριού

4133. ράτσα = σνάφ(ι) = η κοινή καταγωγή των Σαρακατσάνων

4134. ράτσα = νταμάρι = είδος (γενιά)

4135. ράτσα = νταμάρι = είδος (γενιά)

4136. ράτσα = μιλέτι

4137. ραφάκι για το εικόνισμα = κριβατουκόν’σμα

4138. ράφι (για ψωμί) = ψουμουκρέβατου = κρεβάτι (ράφι) για το ψωμί

4139. ράφι στο οποίο μπαίνουν τα λιγκέρια. = λιγκιρουκρέβατου

4140. ράφτης (για κάπες) = καπουραφτάδις = ράφτες για τις κάπες μη

Σαρακατσάνοι

4141. ράφτρα = ράφτ’σσα

4142. ρε = ωρέ, , βρε, από το bre

4143. ρεκάζω = ρικάζου = βγάζω δυνατή και παρατεταμένη φωνή συνήθως από

πόνο, σκούζω, κραυγάζω, φωνή πόνου από ζώο, από την αρχαία ελληνική

ῥέγκω / ῥέγχω

587
4144. ρέμα (είδος) = ξιριάς = ρέμα χωρίς νερό.

4145. ρέμα-ρέμα = ουλόριμα

4146. ρεματιά = ρέμμα , λαγκάδι

4147. ρετσέλι = ριτσέλι = γλύκισμα σαν μαρμελάδααπό

4148. ρευματισμοί = ριματικά

4149. ρημαγμένο = ρημαδιακό = έρημο, ρημάδι,

4150. ρίγες από τα υφαντά = χράδια

4151. ρίζα δέντρου την οποία

βγάζαν για να την κάψουν =

κτσιούμπα , κτσιούμπι

4152. ριζικό = κισμέτι, χουσμέτι

4153. ρίξιμο (με πονηριά) =

ζαγαλίκι = ζημιά που γίνεται

με πολλή πονηριά, με μεγάλη κατεργαριά

4154. ρίχνει πολύ χιόνι = φακιόλια ρίχνει


4155. ρίχνομαι στο φαί = αλμουριάζου = ρίχνομαι στο φαί σα θεονήστικος , ορμώ σε

κάποιον και τον φοβίζω.

4156. ρίχνω = ρουντάω

4157. ρίχνω κάτω = βρουντάω καταΐ

4158. ρίχνω λάδι = λαδώνου = (μτφ.) βαφτίζω.

4159. ρίχνω σε κάτι στάχτη = σταχτώνου

4160. ροβολάω = ρουβουλάου = κατηφορίζω ή κατηφορίζω γρήγορα από μια

πλαγιά, κατεβαίνω από το βουνό με , οδηγώ τα ζώα προς μια κατεύθυνση,

περιπλανιέμια με τα πρόβατα από τόπο σε τόπο, για να τα βοσκήσω

4161. ροβολώ = ρουβουλάου

4162. ρόγα σταφυλιού = γρέντζιλο = άγριο με μικρή ρόγα σταφύλι.

4163. ρόδα = σφούρλα

4164. ρόδι = ρόϊδο, ρόϊδου

588
4165. ροδίζω = ρουιδίζου = παίρνω σιγά-σιγά το κόκκινο χρώμα.

4166. ροδομάγουλη = ρουιδούλα = όμορφη, ροδοκόκκινη

4167. ροδομάγουλος, -η, -ο = ρόιδινους, -η, -ου = που έχει το χρώμα του ρόδου ,

που είναι φτιαγμένος από ρόδο, αίσιος, ευοίωνος, αισιόδοξος

4168. ρόζος = ρόζους = σημείο του κορμού του δέντρου από το οποίο ξεκινάει ένα

κλαδί του με αποτέλεσμα στο σημείο εκείνο να διογκώνεται

4169. ρόκα (είδος) = κλειδουτή = ρόκα που αποτελείται από δυο κομμάτια και

συνταιριάζεται, υπάρχει και μονή με ένα ξύλο

4170. ρόκα = ράβδος στην οποία τοποθετούταν μαλλί για γνέσιμο και ήταν

μονοκόμματη, η διπλή (ενωνόταν δύο κομμάτια)

το κάθετο και αυτό που συγκρατούσε το μαλλί.

Το γνέσιμο γινόταν με τρία εργαλεία: την ρόκα,

το αδράχτι και το σφοντύλι. Η ρόκα ήταν ένα

απλό εργαλείο με το οποίο οι γυναίκες κάθε

ηλικίας έφτιαχναν το νήμα για το ρουχισμό του

κονακιού, που δεν άλλαξε στη μορφή του και δεν εγκαταλείφθηκε για χιλιετίες,

παρά μόνο πριν από πενήντα χρόνια. Πάνω στη ρόκα στερέωναν τις τλούπες

για να τις γνέσουν. Μια ξύλινη διχάλα με συνολικό μήκος γύρω στους ογδόντα

πόντους ήταν στην απλούστερη μορφή της η ρόκα. Οι μερακλήδες όμως

έφτιαχναν περίτεχνες ρόκες από ελατάκια, λυγιές και άλλα ξύλα, που γύριζαν

εύκολα. Διάλεγαν λοιπόν το ξύλο, ίσαμε δυο-τρία δάχτυλα χοντρό και το

έκοβαν σε ένα σταυρό. Τα πραχάλια, τα κλωνάρια δηλαδή που εκφύονταν από

το σταυρό, τα γύριζαν με προσοχή σε σχήμα κύκλου και με διάμετρο γύρω

στους τριάντα πόντους για να μπαίνει εκεί η «τουλούπα», το ξασμένο μαλλί με

άλλα λόγια. Αυτοί που έφτιαχναν ρόκες ζέσταιναν τα ξύλα στη φωτιά για να

μαλακώσουν. Στη συνέχεια τα γύριζαν προσεκτικά και με υπομονή και τα

έδεναν εκεί που έπρεπε με σύρμα για να «κάτσουν». Για κάμποσες μέρες τα

ξύλα αυτά, όπως τα είχαν γυρίσει, τα άφηναν δεμένα για να μη φύγουν από το

589
σχήμα τους. Μετά τα έλυναν και τα γυρίσματα έμεναν στη θέση τους. Επάνω

στο στέλεχος έφτιαχναν διάφορα σκαλίσματα - κεντίδια. Χάραζαν το όνομά

τους, ολόκληρο ή τα αρχικά, τη χρονολογία κ.ά.

4171. ρολό μαλλιού η υφάσματος = θρούμπα, τρούμπα, ντρούμπα = ύφασμα, η

μαλλί μαζεμένο ρολό (άλλους ν' αντροπή και άλλους τν΄ντρούμπα το μαλλί)

4172. ρολόι = ώρα το (εχς ώρα;)

4173. ρουβία η αιμοβαφής = ρ’ζάρι = φυτό με χρωστική ουσία από τη ρίζα του

οποίου βάφανε τα μάλλινα κόκκινα. Η Ρουβία η βαφική ( Rubia tinctorum)

είναι κοινώς γνωστή ως «ριζάρι» κι αυτοφύεται σε όλην την Ελλάδα.

Παλαιότερα την καλλιεργούσαν, γιατί το ρίζωμά της δίνει κόκκινο χρώμα. Το

ρίζωμα του φυτού αυτού μαζεύεται, καθαρίζεται από το χώμα, πλένεται,

ξηραίνεται σε καλώς αεριζόμενο μέρος και υπό σκιάν και στην συνέχεια

κονιορτοποιείται. Βράζεται σε νερό και χρησιμοποιείται για την βαφή

νημάτων και υφασμάτων. Στο μείγμα χρησιμοποιείται επίσης ξύδι και αλάτι,

διότι αυτά συμβάλλουν στην στερέωση της βαφής. Με τον τρόπο αυτό τα

νήματα και τα υφάσματα, τα οποία βάφονται αποκτούν έναν έντονα ερυθρό,

ανεξίτηλο χρώμα, χάρη στην κόκκινη χρωστική ουσία που περιέχει, την

«Αλιζαρίνην».

4174. ρουφιάνος = κερχανατζής = νταβατζής, νταβαντζής, νταβάς, μπεζεβέγκης,

μπεζεβένκης, μπεζεβένης πεζεβέγκης, πεζεβένκης, πεζεβένης, κοντόσης,

αγαπητικός

4175. ρούχα = σκτιά

4176. ρούχα = σκ’τιά

4177. ρούχο (είδος) = τράϊου = ρούχο που γίνεται από γίδινο μαλλί

4178. ρούχο (είδος) = φλουκάτα = υφαντό μάλλινο άσπρο αμάνικο και μακρύ

πανωφόρι μέχρι τις γάμπες με περασμένους στην ύφανση άσπρους πυκνούς

φλόκους

590
4179. ρούχο (μέρος) = τραχλιά = το μέρος του ρούχου που περιβάλει τον τράχηλο

(πουκάμισο συνήθως) τραχηλιά, πλατύς πρόσθετος γιακάς που φοριέται πάνω

από φόρεμα ή πουκάμισο | < μσν. τραχηλία, τραχηλέα < τράχηλ(ος) -έα.

4180. ρούχο με λαγκιόλι = λαγκιουλάτου

4181. ρούχο παλιό = παλιουρούτι = ρούχο κουρέλι,

4182. ρυτίδα = ζάρα = σούρα από τα υφάσματα.

4183. ρώγα = ράγα

4184. ρωσικός,-η,-ο = ρώσκους, -η, -ο

4185. ρωτάω πολλά = καταρουτάου = ρωτάω με λεπτομέρειες ,

4186. ρωτώ συνέχεια ασταμάτητα = συχνουρουτού

4187. σ’χαριάτις = ομάδα καβαλάρηδων (μονός αριθμός) που φτάνει τρέχοντας

πρώτη- πρώτη στα κονάκια και αναγγέλλει το χαρούμενο γεγονός του γάμου.

4188. Σάββατο = Σάββα

4189. Σαββατογεννημένος = Σαββατουγεννημένος = αυτός - η που γεννήθηκε

Σάββατο και τον συνοδεύει στην ζωή του καλή τύχη

4190. σαγόνι = τσαούλι = πηγούνι

4191. σαγόνια = τσαούλια

4192. σαϊάζου = βάζω μάλλινα χοντρά υφάσματα πάνω στο σαμάρι για να

προστατέψω το ζώο αλλά και το σαμάρι, φτιάχνω τον σαϊά

4193. σάιασμα = χοντρό μάλλινο ύφασμα για σκέπασμα του σαμαριού των

591
4194. σαΐνι = σιαΐνι = το σαΐνι είναι είδος μη γνήσιου γερακιού (γένος Accipiter),

που απαντά και

στον ελλαδικό

χώρο. Η

επιστημονική του

ονομασία είναι

Accipiter

brevipes και δεν

περιλαμβάνει

υποείδη Η

επιδεξιότητα και η

ευστροφία του

στο κυνήγι, έχει

αποδοθεί με την

ομώνυμη λέξη

«σαΐνι», για τον δραστήριο και έξυπνο άνθρωπο που διακρίνεται για την

ευστροφία ή την ικανότητα του να επωφελείται από τις περιστάσεις. Γνήσια

Γεράκια(Falconidae) Βραχοκιρκίνεζο (Falco tinnunculus), Δεντρογέρακο (F.

subbuteo) Κιρκινέζι (F. naumanni), Μαυροκιρκίνεζο (F. vespertinus),

Μαυροπετρίτης (F. eleonorae), Νανογέρακο (F. columbarius), Πετρίτης (F.

peregrinus), Στεπογέρακο (F. cherrug), Χρυσογέρακο (F. biarmicus). Μη

Γνήσια Γεράκια (Accipitridae) : Διπλοσάινο (Accipiter gentilis), Ξεφτέρι (A.

nisus), Σαΐνι (A. brevipes).

4195. σαϊτιά = το πέρασμα της σαϊτας απ το στημόνι με πέταμα

4196. σακατεύομαι = μακιλλεύουμι = τραυματίζομαι σε πολλά μέρη του σώματός

4197. σακατεύομαι = σακατεύουμι = αχρηστεύομαι, γίνομαι ανάπηρος

4198. σακατεύτηκα = σακατεύκα = χτύπησα πολύ

4199. σακατεύω = σακατεύου = τραυματίζω, αχρηστεύω,

592
4200. σακάτης = σακατλαμάς

4201. σακί (ειδικό) = σακάλιβρου, αλευρουσάκι= σακί που έβαζαν το αλεύρι,

αλευροσάκι.

4202. σακί για αλεύρι = αλευροσάκι = το σακί που χρησιμοποιούνταν για την

μεταφορά αποθήκευση του αλευριού, σακί αλευριού

4203. σακιά στα οποία βάζω τα καζάνια = καζανουσάκια

4204. σακιάζω = σακιάζου = γεμίζω το σακί με διάφορα πράγματα ή διάφορα

υλικά.

4205. σάκιασμα = η τοποθέτηση πραγμάτων σε τσουβάλια

4206. σακοράφα = σακουράφα = μεγάλη και χοντρή βελόνα για να ράβουμε χοντρά

υφάσματα. ράβουμε τα σακιά μ' αυτήν

4207. σακούλα = τραγαζίκα, ταργαζίκα

4208. σακούλι = ταηστάρι = με τροφή για άλογα και το κρεμάμε στο λαιμό τους

4209. σακούλι για αδράχτια = αδραχτουλόους

4210. σακούλι με τα σύνεργα του πεταλωτή = καλυγουθήκη

4211. σαλάγα = σαλάγατα = φώναξε στα ζώα να προχωρήσουν προς κάποια

κατεύθυνση

4212. σαλαγώ = σαλαγάου, σαλαγάω = χειρονομώ με φωνές και σφυρίγματα και

οδηγώ το κοπάδι, δίνω βάση σε κάποιον κάτι , υπολογίζω κάποιον ή κάτι

4213. σαμάρι (εξάρτημα) = π’στάρι, π’στιά = εξάρτημα του σαμαριού που το

συγκρατεί

4214. σαμάρι (μέρος) = πστιά = κομμάτι ύφασμα στο

σαμάρι που έπιανε τα καπούλια του ζώου και

συγκρατούσε την μετακίνηση του σαμαριού προς

τα εμπρός

4215. σαμάρι (μέρος) = σαμαροσκούτ(ι) = χοντρό ύφασμα επένδυσης του σαμαριού

4216. σαμάρι (χώρος ανάμεσα στο φορτίο) = πανουγόμι, πανωγόμι, (πανωσάμαρα)

= αυτό που φορτώνεται πάνω στο σαμάρι στο χώρο που δημιουργείται αφού

593
φορτωθεί το ζώο δεξιά και αριστερά (άλλοτε είναι πράγμα άλλοτε ζωντανό

παιδί, κότες κλπ)

4217. σαμάρι = σαμάρ(ι)

4218. σαμάρι.(εξαρτήματα) = παΐδις = πλαϊνές σανίδες από το σαμάρι.

4219. σαμαριού εξάρτημα = κουτσάκι = ξύλινο άγκιστρο στο σαμάρι στο οποίο

προσδένουμε το σκοινί που δένει το φόρτωμα.

4220. σαμαριού εξάρτημα = μπαλντούμι = κρατάει το σαμάρι από την κοιλιά

4221. σαμαριού εξάρτημα = κουλάνι = εξάρτημα του σαμαριού που πιάνεται στην

ουρά.

4222. σαμαριού μέρος = μπρουστάρι = ξύλινο κομμάτι που σχηματίζει το μπροστινό

μέρος από το σαμάρι

4223. σαμαρώματος ενέργεια = κουτσακιάζου = δένω την τριχιά στο κουτσάκι, όταν

φορτώνω το ζώο

4224. σαμαρώνω = σαμαρώνου = βάζω το σαμάρι πάνω στο κορμί του ζώου,

4225. σάμπως = σάματ, σάματις

4226. σαν να = σάματ, σάματις

4227. σανίδα από βαρέλι = δόγα, δούγα

4228. σαράβαλο = χάρβαλου = πολύ παλιό

4229. Σαρακατανοι (όνομα) = Βραζιλιάνοι = οι Σαρακατσιαναίοι που έφυγαν

κυνηγημένοι από τη Σερβία. Επιτροπή για αποκατάσταση προσφύγων τους

έστειλε στη Βραζιλία!!! Οι βουνίσιοι Σαρακατσιαναίοι δεν άντεξαν και

επέστρεψαν. Το κράτος τούς αποκατάστησε, τελικά, σε χωριά του νομού

Σερρών.

4230. Σαρακατσαναίοι (κατηγορία) = γιδουμαμέδις = Σαρακατσιαναίοι. που έχουν

μόνον γίδια.

4231. Σαρακατσαναίοι (κατηγορία) = γιδουξούρια = έτσι υποτιμητικά αποκαλούμε

τους Σαρακατσαναίους που έχουν πολλά γίδια

594
4232. Σαρακατσαναίοι (όνομα) = Τουρκιώτις = Σαρακατσιαναίοι. που πηγαίναν

στη Μ. Α.σία

4233. Σαρακατσαναίοι (ονομασία) = μανταβέλ’δις = μικρονομάδες

Σαρακατσαναίοι που ασχολούνται πιο πολύ με την αιγοτροφία και τους

θεωρούν παρακατιανούς και κοινωνικά κατώτερους οι βέροι

Σαρακατσαναίοι.

4234. Σαρακατσαναίοι (ονομασία) = Μουραΐτις = οι Σαρακατσιαναίοι της

Θεσσαλίας.

4235. Σαρακατσάνοι (κατηγορία) = καψουμούν’δις = αποκαλούν οι

Σαρακατσιαναίοι τους βουνίσιους χωριάτες με λίγο βιό

4236. Σαρακατσάνοι (όνομα) = τρυπιάδις = Σαρακατσιαναίοι που ζούνε (έχουν τη

στάνη τους) μέσα στα λόγγα

4237. Σαρακατσάνοι (όνομα) = τσιαπατουριά = παρακατιανοί Σαρακατσιαναίοι

4238. Σαρακατσάνοι (όνομα) = Χασανδρινοί = Μακεδόνες Σαρακατσιαναίοι που

ξεχειμάζουν στην Κασάνδρα της Χαλκιδικής.

4239. Σαρακατσάνοι (όνομα) = σπανίσιους = αυτός που ζει στα γυμνά βουνά -α, -

ου

4240. Σαρακατσάνοι (ονομασία) = σκηνίτις = αυτοί που ζουν μέσα σε σκηνές και

κυρίως οι νομάδες, έλεγαν ότι ήταν μια ζωή οι Σαρακατσάνοι

4241. Σαρακατσάνοι (ονομασία) = λουγγίσιοι = οι Σαρακατσιαναίοι. που

ξεκαλοκαιριάζουν στα λόγγα

4242. Σαρακατσάνοι (ονομασία) = Σιρμπιάνοι = Σαρακατσάνοι της Σερβίας Περί το

1965 ήρθαν στην Ελλάδα και οι περισσότεροι από αυτούς μένουν σήμερα στο

Κορδελιό της Θεσσαλονίκης.

4243. Σαρακατσανος και αυτός = σ’ναφ’λής, σναφίτς = αυτός με τον οποίο

ανήκουμε στο ίδιο σινάφι.

4244. Σαρακατσιαναίοι της Βουλγαρίας = Βουλγαρ’νοι

595
4245. Σαρακατσιάνος ως επαγγελμα όχι ως ομάδα = βλάχους, βλαχούλα, βλάχ’κους,

βλάχ’σσις, βλαχνιά, = Σαρακατσιάνος -α - οι με την έννοια του βοσκού από το

βλήχομαι (βληχή = φωνή προβάτου) υπ αυτή την έννοια και τα παρακάτω

διότι οι Βλάχοι είναι δίγλωσσοι ημινομάδες και έχουν τελείως διαφορετική

καταγωγή. βλάχ’κου = τρόπος ζωής των Σαρακατσάνων, νομαδική ζωή βλαχο-

ή βλαχου- πρώτο συνθετικό σε λέξεις που δηλώνει ότι το δεύτερο συνθετικό

ανήκει στο πρώτο: βλαχόπρατα, βλαχόστρατις, βλαχουστάνις, βλαχουκόπαδα,

βλαχουμάντρι, βλαχουμπάτζια, βλαχουπαίδια, βλαχουπρόβατα,

βλαχουτήγανου, βλαχόσκυλα, βλαχουσκάφιδου. βλαχουκαμπίσιοι,

Σαρακατσάνοι που μένουν μόνιμα στα χειμαδιά, αλλά δεν έχουν χάσει τη

σειρά τους ως Σαρακατσάνοι βλαχούλ’δις, οι Σαρακατσάνοι που έχουν μικρά

κοπάδια ή έχουν πολλά γίδια αντί για πρόβατα, βλαχουδάσκαλοι,

(καλυβοδάσκαλοι) δάσκαλοι, μη Σαρακατσάνοι, που μαθαίνουν το καλοκαίρι

στις σαρακατσάνικες στάνες τα παιδιά γράμματα ενας τέτοιος ήταν και ο

Λουντέμης σε τσελιγκάτα του Βερμίου

4246. Σαρακτσάνων όνομα = κλαρίσιοι = Σαρακατσαναίοι που έχουν τη στάνη τους

μέσα στα κλαριά, στα λόγγα.

4247. σαρανταποδαρούσα = ψαλίδα = πολύποδο ζώο,

4248. σαρίκι άσπρο = σιουρβέτι

4249. σαρώνω = φ’καλίζου

4250. σατανάς = διάουλους, σαϊτάνάς = ο καταχθόνιος, ο σατανικός άνθρωπος.

4251. σαύρα = σκουτουρίτσα, μσίτσα, νφούλα, τσιπιλάϊα , σκουτουρέλλα =

σκουταρέλα, σκουντιρίτσα, κουστερίζα, κουτερίτσα, κοτερίτσα, κουτιρίτσα,

κουτουρίτσα, κοτσερίτσα, κοσταρίτσα Lacerta communis, κοσταρίνα,

κοσταζίνα, γουστερίτσα, γουστερίτζα, γοστερίτσα, γκουστερίτσα,

γκουστιαρίτσα, γκουστιρίτσα, γκουστιρίκα, γκοστερίτσα, γκοστιρίτσα,

γκουσταρίτσα, γκουστουρίτσα, γκουσναρίτσα, αγκουστιρίτσα, σκουτερίτσα,

σκουτιρίτσα, σκοτερίτσα, σκουτουρίτσα, βουστερίτσα, βοστερίτσα,

596
γουσταρέλα, γκουσταρέλα, σκουταρέλα, σκουνταρέλα, σκουταλέρα,

σκουρδαντέλα, σκουρνταντέλα, σκουντουρλίκα, σκουτερέλα, σκονταρέλα,

σκουτουρέλα, γουστερέλι, σκουτερέλ, γουστερίνα, γουστερινίτσα,

γκουσταναρίτσα, γοστερόπλο, γουστερούδα, σκουτιρούδα, γουστερούλα,

γουστερίτσι, αγουστερίτσι, βοστερίτσι

4252. σαχλαμάρας = χαρταβέλας

4253. σβάρνα = αρβάλα = στη σειρά, το ένα μετά το άλλο, συνέχεια,


4254. σβάρνα = αζβάρα = παρασύροντας

4255. σβέρκος = σβέρκια

4256. σβήνω = σβάου, σβήου

4257. σβήσε = ζίβα (ζίβα του φέξου = σβήσε το φως)

4258. σβόλιασε = γρουμπούλιασε, γρούμπιασι

4259. σβουρίζω = σφιντζουράου, σφρουντζλάου = πετάω κάτι δυνατά και

περιστρέφεται κάνοντας θόρυβο στον αέρα

4260. σγουρομάλλης = κατσιός = αυτός που έχει σγουρά μαλλιά.

4261. σέα = σέα = τα ρούχα και γενικότερα τα πράγματα του νοικοκυριού που

μεταφέρονται

4262. σεβασμός = σέβαση, σέβας

4263. σειρά = αράδα, αράδι = παιδί της παντρειάς.

4264. σελώνω = σιλώνου = βάζω τη σέλα στο άλογο.

4265. σεξουαλική επαφή = βατεύω = έρχομαι σε επαφή σεξουαλικά κυρίως όμως

στα ζώα

4266. Σεπτέμβριος = Τρυγητής, Τρυητής = επειδή

γίνεται ο τρύγος των αμπελιών· εποχικός

εργάτης που μαζεύει τα ώριμα σταφύλια από

το αμπέλι

4267. σέρνω = σβαρνάου

4268. σέρνω σιγά - σιγά = ξισέρνου = μετακινούμαι

597
σταδιακά και αργά, γλιστράω

4269. σημαδεμένο = σμαδεμένο

4270. σημαδεύω (ζώο) = σμαδεύου = μαρκάρω με κάποιο χαρακτηριστικό για να

αναγνωρίζετε το ζώο ότι μου ανήκει

4271. σημαδεύω (κάνω σημάδι) = σ’μαδεύου, σ’μαδεύου = κάνω σημάδι κάπου,

κάνω σημάδι στο αφτί του προβάτου, για να το γνωρίζω. Κάτι που σε

προσδιορίζει γιατί είναι βέβαιο ότι σου ανήκει, αντικείμενο, ρούχο, μαλλιά.

4272. σημαδεύω (στο σημάδι με όπλο) = σμαδεύου

4273. σημάδι = βαϊάφτ’κου = στο αφτί των προβάτων (κόβεται το αφτί στη ρίζα στο

μπροστινό μέρος και το αφτί κρέμεται)

4274. σημάδι = σ’μάδι = χαρακτηριστικό γνώρου στο αφτί των ζώων και σμάδια= οι

βέρες του αρραβώνα

4275. σημάδι ζώου = τρυπάφτκου = ζώο σημαδεμένο με τρύπα στα αφτί

4276. σημάδι προβάτου = τρουπάφτ’κου = σημάδεμα των προβάτων με τρύπα στο

αφτί

4277. σημάδι σε ζώο = σχιζάφτκου = με σχίσιμο αυτιού

4278. σημάδι σε πρόβατο για αναγνώριση = κοτσάφτκου = ζώο σημαδεμένο με

κόψιμο στην μπροστινή άκρη το ένα οι και τα δύο αφτιά

4279. σημάδι στα ζώα = ξουράφτκα = ζώα σημαδεμένα με κόψιμο του άφτιου με

ξυράφι

4280. σημάδι στα ζώα = φουρκάφτ’κου = σημάδι στα πρόβατα κόββεται η άκρη του

αφτιού σε σχήμα διχάλας (σαν φούρκα)

4281. σημαία = μπαϊράκι = φλάμπουρας, πολεμική σημαία, φλάμουλο, διβέλλιον

(βυζ), παντιέρα , τούρκικο bayrak

4282. σημαιοφόρος του γάμου = βλάμ’ς, μπράτ’μους

4283. σημαιοφόρος του γάμου = μπράτιμος, μπρατίμος, μπράτιμους, μπράτμους =

βλάμης, ο πολύ καλός φίλος, από το bratim

4284. σημερινά = σημηρνά, ημερνά = της ημέρας.

598
4285. σήτα λεπτή.για κοσκίνισμα = κρησάρα

4286. σιαλβάρι = πελεκημένο ξυλάκι με δυο εγκοπές στις άκρες του για να το

δένουμε, και το βάνουμε στο στόμα του κατσικιού για να μην μπορεί να

βυζαίνει

4287. σιγά - σιγά = απαγάλια, απ'αγάλια


4288. σιγά σιγά = άιντι άιντι = σιγά σιγά (ειρωνικά), λίγο λίγο,

4289. σιγανός = σιγαλός

4290. σιγά-σιγά = αγάλια-αγάλια

4291. σιγοκουβεντιάζω = κρυφουκουβιντιάζου = κουβεντιάζω με τέτοιο τρόπο ώστε

να μη με ακούν οι άλλοι, κουβεντιάζω κάτι πολύ σημαντικό.

4292. σιγοτραγουδώ = ψιλουτραγδάου

4293. σιμώνεις = σγώνς

4294. σιμώνω = σμώνου

4295. σινάπι = βρούβις (Sinapis alba) =, αγριοσινάπια,

σινιάβρη, γλυκόβρουβες. Τα φρέσκα τρυφερά φύλλα τους τρώγονται βραστά

μόνα τους ή με άλλα χόρτα και χρησιμοποιούνται μαζί με άλλα σε χορτόπιτες

4296. σιναφίτης = σ’ναφ’λής, σναφίτς = αυτός με τον οποίο ανήκουμε στο ίδιο

σινάφι.

4297. σιχαίνομαι = ασκιαίνουμι, ασκένομαι

4298. σιχαμάρα, να την σιχαίνεσαι = ασκασιά

4299. σιχαμερός = ασκαντιρός = άσχημος.

4300. σιχασιά = σχασιά, ασκασιά

4301. σιώπησα = μούτεψα = το βούλωσα , δεν μιλάω,

4302. σκαλίζω = ζγαρλάω, τσαπίζου = ανακατεύω, πειράζω, ξύνω, σκάβω με την

τσάπα.

4303. σκαλίζω τη φωτιά = αναδαυλίζου ανακατώνω, για να ζωηρέψουν οι φλόγες

4304. σκαρίζω νύχτα = νυχτουσκαρίζου

599
4305. σκαρίζω τα πρόβατα = ξιστρίβου = διαλύω το στάλο. –ουμι βγαίνει ο οφαλός

μου

4306. σκάρος τη νύχτα = νυχτουσκάρι = ξύπνημα των ζώων για βοσκή τη νύχτα

μετά από ύπνο

4307. σκάρφη, (μέλας ελέβορος) = φυτό που έχει

θεραπευτικές ιδιότητες Τις θεραπευτικές ιδιότητες

του Ελλέβορους του μέλανα τις γνώριζαν πολύ καλά

οι αρχαίοι. Η ρίζα του φυτού χρησιμοποιείτο από

τους αρχαίους είτε ως σκόνη είτε ως βάμμα εναντίον

της μανίας, της καταθλίψεως και της επιληψίας.

Επίσης ως θεραπευτικό του ύδρωπος, της

αμηνόρροιας, των δερματικών παθήσεων και της

ελμινθιάσεως. Επίσης για την θεραπεία τον αιγοπροβάτων από την αγαλαξία!

έχω ακούσει ότι τα παλιά χρόνια βράζανε το βολβό του φυτού και το έδιναν σε

ποσότητα ενός κουταλιού για να το ποιούν Ο Διοσκουρίδης στο «περί ύλης

ιατρικής» σύγγραμμα του το περιγράφει με φύλλα σαν του πλάτανου, με

κοντό βλαστό και άνθη πορφυρά και ροδοειδή στο σχήμα, οι δε ρίζες του,

χρησιμοποιούνται στη φαρμακολογία

4308. σκάφη = σκαφίδα, σκαφίδι = λεκάνη μεγάλη για πλύσιμο, μπάνιο, ζύμωμα

(ξύλινη)

4309. σκάφη που πλένουμε = πλυστρουσκάφ’δυο

4310. σκαφίδι ξύλινο = κουπάνα

4311. σκάω = χουλουσκάου = στενοχωριέμαι, σκάει η χολή μου

4312. σκάω = σκανιάζου = στενοχωριέμαι, στενοχωρώ,

4313. σκελίδα από σκόρδο = λουβί

4314. σκεπάζομαι = τλουπώνουμι

4315. σκεπάζω = τ’λουπώνου, πλακώνου

4316. σκεπάζω με άχυρο η κλαδιά το κονάκι η το μαντρί = σαλλώνου

600
4317. σκεπάζω το μαντρί = σαγιάζω, σαϊαζω

4318. σκέπασμα ταψιού (ειδικό) = γάστρος,

γάστρα = μεταλλικό κωνικό απλωτό

σκέπασμα, με το οποίο, αφού θερμανθεί

μπουν κάρβουνα η καυτή στάχτη πάνω και

κάτω ,σκεπάζεται το ταψί Παράγεται από

την ομηρική λέξη «γάστρη» = τ ο κοίλον του αγγείου). Οδύσσεια θ 437.

4319. σκέπαστρο (είδος) = ταράτσα = μικρός ημικυκλικός φράχτης πολύ γυρτός

προς τα μέσα που είναι πρόχειρο στέγαστρο για το βοσκό

4320. σκέπη = σκιπή = Ομηρική λέξη «σκέπα» ή «σκεπία» (προφύλαξη από τον

άνεμο). Οδύσσεια ε, 433

4321. σκέπη = πάνα = λίπος που σκεπάζει τα εντόσθια

4322. σκεπή μαντριού = σαϊάς = η επικλινής σκεπαστή κατασκευή του μαντριού

4323. σκέπτομαι = λουιάζου = βάζω με το νου, υπολογίζω

4324. σκεύη = σέϊα = το σύνολο των μεταφερόμενων σκευών και πραγμάτων του

νοικκυριού

4325. σκεύη φαγητού = χαλκώματα = τα χάλκινα σκεύη του νοικοκυριού


4326. σκεύη, οικοσκευή = αγγειά = οικοσκευή που περιλαμβάνει κυρίως μάλλινα

ενδύματα και μεταλλικά αντικείμενα (σαία)

4327. σκεύος = κλειδουπίνακου = μικρό ξύλινο σκεύος για φαγητό με καπάκι

ασφάλειας που κλείνει σχεδόν αεροστεγώς και υδατοστεγώς

4328. σκεύος (είδος) = κουτρουλή = σκεύος χωρίς χερούλι

4329. σκεύος (είδος) = τσιότρα = ξύλινο σκεύος και στρόγγυλο στο οποίο έμπαινε

κρασί στους γάμους.

4330. σκεύος = κούπα = βαθύ πιάτο φαγητού, κάτι κλειστό (κούπα τα μάτια),

ποτήρι, κύπελλο, κούπα = είδος αγγείου χρησιμον να κρατεί νερόν έχον χείλη

χαμηλά και παλατυτέρα του πάτου. Είναι Δωρικής η Αιολικής διαλέκτου όθεν

601
οι Λατινοι ελαβαν το «cupa» Ιταλ. coppa από το Κύπη του οποίου το

παράγωγον κύπελλον σώζεται σήμερον

4331. σκεύος(είδος) = λαπάτα = πλατύ μεταλλικό σκεύος

4332. σκευωρία = σουφλιά

4333. σκέφτομαι κάτι = βαρεί ου νους = πάει ο νους μου σε κάτι,

4334. σκέψεις = σύλλουγα

4335. σκηνή (είδος) = τέντα = ύφασμα αδιάβροχο από γιδιών μαλλί που

κατασκεύαζαν την προσωρινή σκηνή να φυλαχτούν τα σαία στην πορεία για

τα χειμαδιά η αντίστροφα

4336. σκιάχτρο = σκιάχτρου = ομοίωμα ανθρώπου για να τρομάζουν άγρια ζώα και

πουλιά (μτφ.) πολύ άσχημος άνθρωπος.

4337. σκιερά μέρη = απόσκια

4338. σκιερό = απόσκιο, απόσκι = μέρος που δεν το βλέπει ο ήλιος κάποιες στιγμές,

που έχει σκιά.

4339. σκιερός = βαθύσκιουτους -η -ου = μέρος με πυκνή σκιά, Σήμαινε και

δροσερά μέρη στα ξεκαλοκαιριά

4340. σκίζω = ξεκλάω

4341. σκίστηκα = ξικλίσκα


4342. σκληραίνω = αδρεύου = γίνομαι αδρής,
4343. σκληρός = αδρής = πυκνός, σφιχτός. δυνατός
4344. σκληρός = αδρικός = δυνατός

4345. σκοινί στριμμένο = αλτάρι

4346. σκόνη = πασπάλι η πασπάλη

4347. σκόνη = κουρνιαχτός

4348. σκόνη σηκώνω = κουρνιαχτίζου -ουμι = σκονίζομαι

4349. σκονίζω = κουρνιαχτίζου

4350. σκοντάφτω = σκουνταφτου

4351. σκόνταψα = μπερδουκλώθκα, πεδουκλώθηκα

602
4352. σκόπευση = σ’μάδι

4353. σκοπεύω = σ'μαδεύου, αντικιάζου = επισημαίνω κάτι , κοιτάζω απέναντι εκεί

προσπαθώντας να εντοπίσω

4354. σκοπιά = καραούλι = θέση από την οποία μπορείς να ελέγχεις

4355. σκοπός του τραγουδιού = ν΄χος = ο (νερού ήχος)

4356. σκορ, πόντος = λούμπα = ένας πόντος στο παιχνίδι.

4357. σκόρος = σαράκι = σκουλήκι του ξύλου, (μτφ.)στενοχώρια.

4358. σκορπίζω = σκρουπάου

4359. σκοτάδι βαθύ = σκουτίδα Ομηρική λέξη «σωτάδιον» (σκότος).

4360. σκοτάδι. βαθύ = πίσσα

4361. σκοτάδιασε = σκουτάδιασι = έγινε σκοτάδι.

4362. σκοτεινιάζει = θαμπώνει

4363. σκοτεινιάζει = σκουτειδιάζει = γίνεται πυκνό σκοτάδι

4364. σκοτεινό = θαμπό = δεν ξεχωρίζει

4365. σκούζω = σκούζου

4366. σκουλαρίκι = σκλαρίκι

4367. σκουλαρίκια(ειδικά) = κατσιαμέρια = σκουλαρίκια που πιάνονται από τα

μαλλιά δίπλα στα αφτιά με ασημένιες αλυσίδες, με φλουράκια χρυσά ή

ασημένια και πολύτιμες πέτρες

4368. σκουληκάκια από φτύσιμο μύγας στα τρόφιμα = φτύματα

4369. σκουλήκι = σκλήκι

4370. σκουντώ = ασμπρώχνου = σπρώχνω.

4371. σκούξιμο = σκούξ'μο

4372. σκούπα (είδος) = φ’κάλι = μάτσα από αγριόθαμνο,

ονομαζόμενο ''φουκάλι'', δεμένο και πατημένο με βάρος,

για να πάρουν το σχήμα σκούπας , αρχαίο το κόρηθρον,

φουκάλι ή φουκαλιά , σκούπα

603
4373. σκούπα = σάρουμα = το φυτό (ανθυλλίς η ερμάνειος) απ το οποίο φτιάχνουμε

σκούπες

4374. σκούπα = φουκαλίτσα

4375. σκουπίδια = κόπρια = σκουπίδια που πετιούνται στα απορρίμματα που τα

ονομάζουν "κοπριά"

4376. σκουπίδια = τσάχαλα = συνήθως τρήματα ψωμιού (τρημόψις)

4377. σκουπιδότοπος (ειδικό) = λτσιάρι = μέρος στο οποίο πετάμε τα αποφάγια και

το τυρόγαλο για τα σκυλιά

4378. σκουπίζομαι = σφουγγιώμι

4379. σκουπίζω = σαρώνω, σκουπίζω μα σάρωμα φ’καλίζου ή φουκαλίζω

4380. σκούφια = φέσι

4381. σκούφος = στραγγάνι

4382. σκούφος = σκούφια = κιουλάφι, κιουλάφ, κιουλάχι σκούφους, σκουφί,

σκουφέτα

4383. σκύβαλα = σκύβαλα = υποπροϊόν μετά το κοσκίνισμα του σιταριού

4384. σκυλί = ζαγάρι = κυνηγητικό σκυλί, λαγωνικό. μτφ: παλιόπαιδο.

4385. σκυλί = σκλί . Οι Σαρακατσάνοι μέχρι την αστικοποίηση τους και την

εγκατάλειψη του ποιμενικού νομαδισμού, κατόρθωσαν να διατηρήσουν την

καθαρότητα της

ράτσας τους λόγο

ενδογαμίας και

της κλειστής

κοινωνίας τους .

Το ίδιο ακριβώς

συνέβη και με όλα τα ζώα που αφορούσαν την ζωή τους. Το άλογο, το σκυλί,

το πρόβατο των Σαρακατσάνων αποτελούσε μέχρι πρόσφατα ξεχωριστή φυλή

η οποία εξ αιτίας του απομονωτισμού τους ( ειδικά των Σαρακατσάνων της

604
Βουλγαρίας) διατηρήθηκε μέχρι πρόσφατα. Ο Σαρακατσάνικος ποιμενικός

είναι η ράτσα του σκύλου των Σαρακατσάνων.

4386. σκυλίσιος = σκ’λίσιους, -α, -ου = αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σκύλο

4387. σκύλος = σκλί

4388. σκυλοτροφή = σκλόψουμου = φουρνισμένο ψωμί από πίτουρα για τα σκυλιά

4389. σκύλου κάλεσμα = κούτσ = έτσι φωνάζουν το σκύλο να έρθει.

4390. σκυτάλη = τσέτλας

4391. σκώρος = μόλτσα = πεταλούδα εχθρός των μάλλινων, έβαζαν ανάμεσα στα

υφάσματα φύλλα καρυδιάς ή καπνού ή δάφνης για να τα γλιτώνουν από τη

μόλτσα

4392. σμέουρα = νιάουρα, νιάουρις = άγριος καρπός από βουνίσιο θάμνο που

μοιάζει με το βάτο. Οι καρποί του έχουν ροζ χρώμα και μοιάζουν με τα

βατόμουρα

4393. σοβαρός = ισκιρός, σκιρός, = αξιόλογος

4394. σοβαρότητα = ίσκιους = ο ίσκιος και η σοβαρότητα στον άνθρωπο η

βαρύτητα στον άνθρωπο

4395. σοβατίζω = παλαμίζου, παλαμίζω = αλείφω το δάπεδο και τις εσωτερικές

πλευρές του κονακιού με λάσπη από χώμα και αλογοκοπριά , σοβατίζω,

επιχρίω

4396. σόι = φάρα

4397. σουβλί = σουφλί

4398. σουλούπι = σ’λούπι = χαρακτηριστικά του προσώπου

4399. σουσάμι = σ'σάμ(ι)

4400. σοφράς = τάβλα = υφαντό που στρώνεται καταγής για φαγητό, υφαντό

τραπεζομάντιλο,

4401. σπάει = τσακίζιτει

4402. σπάζω = τσακίζω

4403. σπαθί = λαζαρίνα

605
4404. σπαθόχορτο(υπερικό το διάτρητο) =

σπαθόχουρτου, σπαθέλα = το φυτό το

σπαθόχορτο, χόρτο που τα φύλλα του έχουν

σχήμα σπαθιού. Το χρησιμοποιούμε για να

επουλώνουμε τις πληγές

4405. σπάλα από ζώα = πλάτη =

4406. σπαράγγι = σπαραγγιά = φυτό που τρώμε τον βλαστό του και το

χρησιμοποιούμε σαν φυλαχτό στα κονάκια

4407. σπάταλος = ξουδιάρ’ς

4408. σπερδούκλι(ασφόδελος) = σπιρδούκλι, = φυτά είδος κρίνου με

λεπτά μακριά φύλλα και βγάζουν ένα μακρύ στέλεχος περίπου

80 εκατοστά όπου στην κορφή βρίσκονται τα άνθη του

4409. σπίθα = τσίκα

4410. σπίτι του Σαρακατσάνου = κουνάκι ,-ια = σαρακατσάνικος οικισμός μέρος

διανυκτέρευσης κατά τις μετακινήσεις

4411. σπληνάντερο = σπληνάντιρου Εδεσμα που παρασκευάζεται με το γέμισμα

του χοντρού εντέρου του ζώου από κομμάτια σπλήνας

4412. σπονδυλική στήλη (η ομάδα των σπονδύλων της ράχης) = κουμπουραχιά

4413. σπόροι = μπουμπόλια

4414. σπουργίτι = τσιρουπούλ(ι)

4415. σπρώξιμο = άσπρουχμα

4416. σπρώξιμο = ασμπρουξιά

4417. σπρώχνω = ασμπρόχνου, αμπώχνω = απωθώ

4418. σπυρί = λουθνάρ(ι) = καλόγερος.

4419. σπυριά (είδος) = καύτρις = σπυριά που βγαίνουν στα χείλη από τον πυρετό.

4420. σταγόνα = δράγκα = γουλιά, σταλιά νερού ή ποτού.

4421. σταθερός = σάικους = στερεός, όπως πρέπει

4422. σταθμεύω = κουνέβου

606
4423. σταματάω κάπου = αράζου = εμφανίζομαι, ξεμυτίζω

4424. σταματάω τα πρόβατα κάπου = βουλώνου τα πρότα

4425. σταμάτησε η κακοκαιρία = κράτ’σι ου καιρός

4426. σταμάτησε την κτηνοτροφία = παράτ’σι ’ν κλίτσα = δεν ασχολείται με την

κτηνοτροφία.

4427. σταματώ και αντιστρέφω πορεία στο κοπάδι = στουμώνω, στομώνω

4428. σταματώ την ποιμενική ζωή, γίνομαι κάτοικος χωριού = χουριατεύου

4429. στάμνα = λαΐνα, λαΐνι, λαήν(ι) = πήλινο δοχείο για νερό

4430. σταυραδερφή = βλάμ’σσα , μπρατίμισα = αδερφοποιτή.


4431. σταυραδερφοί = αδιρφουποιτάδις

4432. σταυραδερφοί = σταυραδέρφια = δυο συνήθως ή και περισσότερα άτομα που

θεωρούνται μεταξύ τους αδέλφια μετά από αδελφοποίηση.

4433. σταυραετός = σταυραϊτός = Η ελληνική λαϊκή ονομασία του είδους

παραμένει

αδιευκρίνιστης

προέλευσης, πιθανόν

όμως να οφείλεται στην

χαρακτηριστική

σταυρωτή διάταξη των

ανοικτόχρωμων

τμημάτων τής άνω

επιφανείας (ραχιαίας) τού σώματος του πτηνού . Είναι ο μικρότερος

ευρωπαϊκός αετός ισομεγέθης με τις γερακίνες. Επίσης σημαίνει γενναίος,

δυνατός

4434. σταυροδρόμι = δίστρατου = δίστρατο , το σημείο όπου διχάζεται ένας δρόμος

ή όπου συναντιούνται δύο δρόμοι.

4435. Σταυρός = ένα σύμβολο που παρατηρείται σε πολλές φάσεις της ζωής των

Σαρακατσάνων και είναι ένα από τα πλέον εμφανιζόμενα σύμβολα.

607
4436. σταυρός (είδος κεντήματος, ύφανσης ) = κρατιρός σταυρός = συνεχόμενος

αλυσιδωτός, και κυρίως στην ποδιά.

4437. σταυρουδάκι κοκάλινο = λιόκρι

4438. σταφύλια (ειδικά) = τσάμπουρα = μικρά σταφύλια που απομένουν στα

κλήματα μετά τον τρύγο, το άγουρο σταφύλι, το κοτσάνι του σταφυλιού όταν

φαγωθούν οι ρώγες του

4439. σταχτόνερο = αλισίβα, αλσίβα = στάχτη διαλυμένη στο νερό που έπλεναν τα

ασπρόρουχα
4440. στάχυ = άγανου = βελόνι από τα των σιτηρών

4441. στειλιάρι = στ’λιάρι = ξύλινη λαβή στα γεωργικά εργαλεία

4442. στέκι = γύρ’σμα = τόπος φιλοξενίας

4443. στέλνω μήνυμα = παραγγέλλου = ζητάω κάτι με γράμμα η με αγγελιοφόρο

4444. στεναχωρήθηκα = βαλάντωσα

4445. στεναχωρήθηκα = φαρμακώθκα

4446. στεναχωρημένος = φαρμακομένους

4447. στενοτοπιά = κλεισούρα = στενοπόρι, στενόπορο, στενοποριά, στένος,

στενούρα, στερούνρα,( από τα πολλά και πυκνά δένδρα ).

4448. στενοχώρια = σικλέτι

4449. στενοχώρια = σκάνιασμα

4450. στενοχώρια = γκώσμα = άγχος, πρόβλημα.

4451. στενοχώρια = στιναχώρια, μαράζι

4452. στενοχώρια και αγανάχτηση μαζί = σκάνια = στενοχώρια

4453. στενοχώρια μεγάλη = σκάσιμου (μτφ.)

4454. στενοχωριέμαι = στινεύουμι = έχω οικονομικές δυσχέρειες

4455. στενοχωριέμαι (μτφ.) = κουπώνει η καρδιά

4456. στενοχωριέμαι = βαλαντώνω = κακοκαρδίζω,

4457. στενοχωριέμαι και το εξωτερικεύω = χουλoϊώμι

4458. στενοχωρώ κάποιον υπερβολικά = βαλαντώνω

608
4459. στερεύει = στύφτει

4460. στερνά = υστιρνά = αυτά που ήρθαν μετά

4461. στερνός = στιρνός

4462. στερούμαι = στιρέβουμι

4463. στερούμαι τα απαραίτητα = ψευτουζού = ζω με στερήσεις.

4464. στέρφα = στέρφα = τα πρόβατα η γίδια που δεν έχουν γάλα (δεν γενούν )

στέρφος, άγονος (από την ομηρική λέξη «στείρη» από την οποία παράγεται η

λέξη «στέριφος»)

4465. στέρφη = στέρφη = προβατίνα ή γίδα που δε γεννάει, που δεν παράγει γάλα.

στέρφος, άγονος (από την ομηρική λέξη «στείρη» από την οποία παράγεται η

λέξη «στέριφος»)

4466. στεφάνια = στιφάνια = ξύλινα στεφάνια από τα οποία κρέμονταν στο λαιμό

τα κύπρια του προβάτου ή του γιδιού. Παράγεται από την ομηρική λέξη

«στεφάνη»

4467. στήθη = γκιόξια

4468. στήθη = κόρφια

4469. στήθος = αστήθι

4470. στην άκρη τελείως = κατάνακρα

4471. στήριγμα = νταϊάκι

4472. στηρίζω= νταϊαντάου

4473. στηρίζω= νταϊαντάου

4474. στηρίχθηκα = νταϊάντσα =

4475. στηρίχθηκα = νταϊάντσα =

4476. στίβα θφαντών = γίκους = στοίβα από βελέντζες η υφαντά

4477. Στις δημώδεις ελληνικές εκφράσεις αποδίδεται με τη σημασία του

παρατεταμένου αποκλεισμού .

4478. στίψιμο = στύψη = αποχύμωση

4479. στο πλάι = σια δίπλα = (τό΄κοψε στα δίπλα= ξάπλωσε)

609
4480. στολίδι στο λαιμό = κούκκους

4481. στολίδι = πλουμί

4482. στολίδι (είδος) = γιουρτάνι = περιδέραιο,

4483. στολίδια (ειδικά) = τιτριμήδις = στολίδια από χρυσάφι ή ασήμι που μπαίνουν

στα φορέματα.

4484. στολίδια (είδος) = χαρχαγγέλια = κουδουνάκια, μικρά κρεμαστά που βάζουν

στο φλάμπουρα, ψιλοστολίδια

4485. στολίζω = αρματώνου = φοράω στα γιδοπρόβατα τα κουδούνια και τα

κυπριά, του Ευαγγελισμού αρμάτωναν τα κοπάδια,. οπλίζω, -ουμι στολίζομαι,

οπλίζομαι.

4486. στολισμένος = λουϊαστός

4487. στολισμένος ( ειδικά) = φριντζιάτους = αυτός που είναι στολισμένος με

φρέντζες

4488. στολισμένος πολύ = παραπλουμισμένους

4489. στολισμένος, -η, -ο = πλουμισμένους, -η, -ου =.

4490. στομάχι = καρδιά

4491. στομάχι = στουμάχι Ομηρική λέξη «στομάχοιο». Ιλιάς Γ, 292

4492. στόμιο. = γούλη = οπή,

4493. στούμπος = στούμπους = ξύλινο, σιδερένιο ή πέτρινο εργαλείο (λιθάρι) με το

οποίο συνθλίβονται άλλα αντικείμενα , εργαλείο με το οποίο συνθλίβονται

άλλα αντικείμενα, κοντός. Από τη λέξη «δούπος», που έγινε «γδούπος», στη

συνέχεια «σδούπος» και, τελικά, «στούμπος».

4494. στοχεύω κάτι επίμονα = καραματιάζου

4495. στραβομάρα = ζάβια = παλαβομάρα, η συνήθεια των παιδιών να κάνουν

ακαταστασία

4496. στραβός = , κιόρς , κιόρης, κιορ, κιόρος = στραός, στραβούλιακας,

στραβαλιγκιόζης ,γκαβός, γκαβό, γκαγκαβό, γκαϊβός, γκαϊδός, γκαϊντός,

610
σγκαϊντός, σγκαϊδός, καϊδός, γαϊδός, σγαϊδός, γκαβόματος, γκαβομάτης,

γκαβούακας,

4497. στραβώνομαι = κούπα τα ’χου τα μάτια = δε βλέπω και ξεγελιέμαι

4498. στραβώνω = ζαβώνω, ζαβώνου, ξιτσανίζου.

4499. στραγάλια = λιπιπιά, λιμπιπιά

4500. στραγγιστό γιαούρτι = σακ’λίσια διαούρτη

4501. στρατεύομαι = στρατεύουμι.

4502. στρατιωτικά = στρατιουτ'κά = ρούχα που φοράμε στο στρατό, αυτά που

έχουν σχέση με το στρατό

4503. στρατοχωροφύλακες = τζιανταρμάδις = Τούρκοι χωροφύλακες, τούρκικο

απόσπασμα.

4504. στρέφομαι προς κάτι = τηρού, τηράου

4505. στρίβω =στρίφτου

4506. στρίβω το αδράχτι για να μετατρέψω το μαλλί σε νήμα = κλώθω = φέρνω κάτι

γύρω γύρω, κινούμαι κυκλικά,

4507. στριμμένο σκοινί = γριντζίλα =. αναρριχόμενο αγριόκλημα

4508. στριμώχνω = σγουλώνου = πλησιάζω πολύ κάποιον, σφηνώνομαι.

4509. στρίφωμα = πίστρουμα = και δίπλωμα

4510. στροβιλισμοί των κύματων στα τραγούδια = στριφουγυρίσματα

4511. στρογγυλός = στρουγγλός

4512. στρούγκα = στρούγκα = κυκλικό μέρος κλεισμένο με λούρα στο οποίο

αρμέγουμε τα πρόβατα

4513. στρουμπουλή γυναίκα = στρουμπούλου = παχουλή γυναίκα και

στρογγυλοπρόσωπη

4514. στροφή = σφουντύλα = γυροβολιά.

4515. στροφή του δρόμου = κουδέλα

4516. στρώμα (είδος) = τσόλια = ευτελούς αξίας στρώματα, παλιά ρούχα, κουρέλια

611
4517. στρωμα(είδος) = τσιόλι = μάλλινο στρώμα ευτελούς αξίας ή κουβέρτα μάλλινη

αργαλίσια

4518. στρωσίδι = απλάδι = κεντητό στρωσίδι που έμπαινε στο άλογο του γαμπρού.

4519. στρωσίδι = βουλουτή = βελέντζα.

4520. στρωσίδι, μικρό = μιντέρι

4521. στρωσίδια = στρουσίδια = μάλλινα υφαντά για στρώσιμο στο πάτωμα, στο

κρεβάτι, σε διακοσμητικά

4522. στύλος = κουλόνα, κολόνα = , κιόνι, τζιόνιν από το Ιταλικό colonna

4523. συγγένεια. = συγγινιά

4524. συγγενείς = σόϊ = συγγένεια

4525. συγγενείς = συγγινήδις

4526. συγκεντρώνω = συνάζου = -ουμι = συγκεντρώνομαι

4527. συγκέντρωσε = σύμμασι

4528. συγκέντρωση. = συναξάρι = μάζωξη,

4529. συγκρούω ελαφρώς = τσιουγκράου = η σύγκροτση με τα κέρατα των ζώων

από το αρχαίο σύν + κρούω = συνκρούω

4530. συγυρίζω = ανασκυρίζου = νοικοκυρεύω το εσωτερικό του κονακιού

4531. συγχώρεση = συγχουριμός = άφεση αμαρτιών

4532. συγχώρεση = καμπούλι, καβούλι = «άφεση αμαρτιών»

4533. συγχωρώ = σ’χουράου = δίνω άφεση αμαρτιών.

4534. συζήτηση = μουχαμπέτ(ι)

4535. συζήτηση = γκβέντιασμα

4536. σύζυγος = ταίρι = η αγαπημένη


4537. συκοφαντία = αδηκιά

4538. συκόφυλλα = σκόφλα = συκιάς φύλλα

4539. συκώτια = ήπατα, σκότια

4540. συλλογίζομαι = συλλουιόμι

4541. συλλογισμοί = σύλλουγα

612
4542. συμβουλεύω = διατάζου, διατάζω

4543. συμβουλεύω = ουρμηνεύου = νουθετώ.

4544. συμβουλή = ουρμήνεια = νουθεσία.

4545. συμβουλή = ορμήνια

4546. συμβουλή δίκην εντολής = διάτα

4547. συμβούλιο(για τα λιβάδια) = κουντουρίσιου = συμβούλιο που κάνουν οι

Σαρακατσιαναίοι πάνω στα βουνά, για να μοιράσουν τα λιβάδια.

4548. συμμαζεύομαι = σμαζώνουμι

4549. συμμαζεύω = σμαζώνου = φέρνω κοντά μου, , τακτοποιώ, συγκεντρώνω

4550. συμμάζεψε = σύμμασι

4551. συμπαθώ = χουνεύου = ανέχομαι, αποδέχομαι

4552. σύμπαν = πλάση

4553. συμπεθεριακό = συμπιθιριακό, συμπεθεριακό = οι συγγενείς του γαμπρού

που πάν να φέρουν την νύφη

4554. συμπέθεροι (ειδικοί) = φυλαχτήδις = συγγενείς συνοδοί της νύφης στο κονάκι

του γαμπρού,

4555. συμπεθέροι = φυσσάτου = συμπεθεριακό: τι καρτιρείς, βρε φλάμπουρα, κι δεν

κινάς φυσσάτου.

4556. συμπεριφέρομαι σα μικρός = μικρουφέρου, γκζανοφέρνου

4557. συμφέροντα = συφιρτά

4558. συμφωνία = συμφωνή, σύμφουνου

4559. συμφωνία για πρόσληψη χωρίς να τρέφω τον τσομπάνο η κάποιον υπάλληλο

= ξίψουμα, ξίψωμα

4560. συμφωνώ = στρέουμι, στρέου = συγκατανεύω.

4561. συναγωνίζομαι κάποιον = συνιρίζουμισυνερίζομαι = = συνιρίζουμι,

4562. συνάζω = συνάζου


4563. συναλλαγή = αλισβιρίσι = δοσοληψία

4564. συναντάω = ανταμώνω, ανταμώνου

613
4565. συνάντησα κάποιον = έμπλαξα = έπεσα πάνω του

4566. συνάντηση = αντάμουμα, αντάμωμα

4567. συναντώ = απαντάου

4568. συναντώ = συντυχαίνου

4569. συναντώ = μπλάζου

4570. συναντώ = σταυρώνου

4571. συναντώ τυχαία κάποιον = πιτχαίνου

4572. σύναξη ανθρώπων = μάζουμα, μάζουξη

4573. συνεννόηση = καβούλι = αποδοχή, συμφωνία, συνάντηση σε συμφωνημένο

τόπο (δεν γένετι καβούλι = δεν μπορείς να συνεννοηθείς)

4574. συνεταιρικό = νταμκό

4575. συνεταιρικό = νταμκό

4576. συνεταιρικός = μσιακός, -ή, -ό = αυτός που ανήκει σε πολλούς με ίδιο

ποσοστό

4577. συνέταιροι στο ίδιο τσελιγκάτο = σμίχτις, σμιχτάδις, σμίχτες

4578. συνεφιασμένος = ανταριασμένους = για τον ουρανό που γεμίζει από ομίχλη ή

από μαύρα σύννεφα καταιγίδας, άνθρωπος με θολωμένο μυαλό, κατσούφης,

μουτρωμένος

4579. συνέχεια = αβέρτα

4580. συνήθεια = συνήθειου , ζακόνι

4581. συνηθίζω = συνηθού, συνιθάου = έχω συνήθεια

4582. συνθλίβω με θόρυβο = στουμπάω

4583. σύννεφα = σύγνιφα

4584. συννεφιά = συγνιφιά

4585. συννυφάδα = συνφάδα

4586. συννυφάδα = συννυφαδιά

4587. σύνολο από κουδούνια ή κυπριά = ντουζίνα

4588. συνομήλικος = συνουμόλ’κους

614
4589. συνορεύουν στα βοσκοτόπια = συνουρίτις

4590. συντροφιά = συνουδειά παρέα

4591. Συνώνυμος όρος κατ΄ έννοια με τη Κλεισούρα είναι το Δερβένι. Σημαίνει

επίσης και πυκνό δάσος.

4592. συνωστίζονται = γκβαριάζουντι = ο λύκος κουβαριάζει τα πρόβατα

4593. συρφετός = βλιόρα = σάρα και μάρα,

4594. σύσταση (διεύθυνση ) γράμματος = ξώγραμμα, πανώγραμμα = τα στοιχεία

εξω από το γράμμα, η σύσταση

4595. σύσταση επιστολής = απόγραμμα

4596. συχαρίκια = σ’χαρίκια = συγχαρητήρια φιλοδώρημα σε εκείνον που αναγγέλλει

πρώτος μία ευχάριστη είδηση.

4597. συχώρεση = σ’χώριση = έθιμο της τελευταίας Κυριακής της Αποκριάς όπου οι

νεότεροι παίρνουν συγχώρεση από τους γεροντότερους

4598. σφαγμένο = σφαχτό = το σφαγμένο ζώο και γδαρμένο ζώο

4599. σφάζω = κόβου

4600. σφαιρικό κομμάτι (σφαιρλιδιο) = σβώλος, βωλιός = (χώματος, τυριού,

ψωμιού, κ.α.). Ομηρικό «βώλος» (βλέπε «σβώλιου» και Οδύσσεια σ 374)

4601. σφαλιάρα = μπατσαλιά, κατακιφαλιά = χαστούκι, με πέτυχε στο κεφάλι, με

εξουδετέρωσε

4602. σφαλιαρίζω = μπατσαλίζου, μπατσαλάω

4603. σφαχτά = σφαχτά = γιδοπρόβατα, για σφάξιμο, σφαγιασθέντα

4604. σφαχτό (δώρο στο γάμο) = κανίσκι

4605. σφαχτό ακατάλληλο = σμέτι = πρόστιμο για πρόκληση ζημιάς, αχαμνός,

αδύνατος, μικροκαμωμένος.

4606. σφένδαμος = σφιντάμι = δέντρο με ανθεκτικό ξύλο σφένδαμος, το σφενδάμι ή

σφεντάμι (αρχ. ελλ., ἡ σφένδαμνος) είναι γένος δένδρων ή ημίθαμνων με την

επιστημονική ονομασία Acer. Η επιστημονική ονομασία του σφένδαμου

οφείλεται στα χαρακτηριστικά φύλλα του με τρεις ή πέντε μυτερές απολήξεις

615
(acer στα λατινικά σημαίνει οξύς,

αιχμηρός). Επίσης χαρακτηριστικός είναι ο

καρπός του σφένδαμου, που έχει δυο φύλλα

με δύο πυρήνες στο μέσο και μοιάζει με

έντομο με δυο μεγάλα φτερά.

4607. σφενδόνα = σφιντόνα Ομηρική λέξη «σφενδόνα». Ιλιάς Ν, 716

4608. σφουγγίζομαι = σφουγγιώμι

4609. σφραγίδα = βούλα = σφραγίδα και το ίχνος που αποτυπώνεται από αυτήν,

λακάκι στα μάγουλα, στίγμα.

4610. σφραγίζει ο διάολος = βουλώνει ου διάουλος

4611. σφράγιστρο = σφράϊστρου = σκαλιστή ξύλινη σφραγίδα για τα πρόσφορα

Σφραγίδα του πρόσφορου (συμβολισμοί

και έννοιες).Το Πρόσφορο είναι το ψωμί

που προσφέρουμε στον Ναό, για να

τελεσθεί η Θεία Ευχαριστία. Μαζί με το

κρασί, ως Τίμια Δώρα (άρτος και οίνος).

Πάνω στο Πρόσφορο υπάρχει ανάγλυφο

σχέδιο, που σχηματίζεται από σφραγίδα

(σφραϊστρο). Το στρογγυλό σχέδιο του

Προσφόρου συμβολίζει την κοιλιά της Παρθένου Μαρίας, απ' όπου προήλθε

(γεννήθηκε) ο μονογενής Υιος της. Από το κέντρο του Προσφόρου βγαίνει ο

Αμνός, δηλ. το κεντρικό τετράγωνο του σχεδίου με τα γράμματα: ΙΣ ΧΣ ΝΙ

ΚΑ (Ιησούς Χριστός νικά). Τα γράμματα αυτά πρέπει να είναι ευδιάκριτα και

να φαίνονται καθαρά. Λέγεται Αμνός (αρνάκι), γιατί ο προφήτης Ησαΐας

προφήτευσε ότι ο Μεσσίας σαν ένα άκακο αρνάκι θα οδηγηθεί στη θυσία Το

σχέδιο του Προσφόρου περιέχει επίσης τη μερίδα της Παναγίας με τα

γράμματα Μ και Θ, δηλ. Μήτηρ Θεού. Η τριγωνική μερίδα της Παναγίας

τοποθετείται δεξιά του Αμνού στο Δισκάριο Από τα εννέα τριγωνάκια, που

616
βρίσκονται στο δεξί μέρος του προσφόρου, εξάγονται οι μερίδες των αγγέλων

και όλων των αγίων και τοποθετούνται αριστερά του Αμνού. Οι άγιοι που

μνημονεύονται είναι οι Προφήτες, οι Απόστολοι, οι Ιεράρχες, οι Μάρτυρες, οι

Όσιοι, οι Ανάργυροι, οι Θεοπάτορες μαζί με τον άγιο της ημέρας και

τελευταίος ο Πατέρας της Εκκλησίας που συνέγραψε την τελούμενη Θεία

Λειτουργία. Από άλλα τμήματα του Προσφόρου εξάγονται οι μερίδες υπέρ

των ζώντων και των κεκοιμημένων, οι οποίοι ανήκουν στην Ορθόδοξη

Εκκλησία. Αυτές τοποθετούνται εμπρός από τον Αμνό και, όταν πριν τη Θεία

Κοινωνία κατά τη συστολή (ένωση) Σώματος και Αίματος ο Λειτουργός τις

ρίχνει στο Δισκοπότηρο

4612. σφυρί (είδος) = καλυβουσφύρι = με το οποίο χτυπάω τα καρφιά που

στηρίζουν τα πέταλα στις οπλές των αλόγων.

4613. σφύριγμα = σιουρτό

4614. σφυρίζω = σιουράου, σιουράω =, μτφ. υπολογίζω

4615. σφυρίζω σιγά. = λιανουσιουράου

4616. σφυρίχτρα = τσαμπούνα

4617. σφυρίχτρα = σιουρίστρα

4618. σχέδια = νηράκια

4619. σχέδια = ξόμπλια = κεντίδια

4620. σχέδια ύφανσης, κεντήματος = νηράκια

4621. σχεδιάζω = σκιδιάζου = σκέφτομαι

4622. σχεδίασα = βουλέθηκα πήρα

απόφαση να..

4623. σχέδιο (είδος) = κρητικό

4624. σχέδιο κεντήματος ύφανσης =

πουδαράκι

4625. σχέδιο κεντήματος ύφανσης με

κυματιστό μαίανδρο = κουδέλα

617
4626. σχέδιο στα κεντήματα και υφαντά = κλαρωτό

4627. σχέδιο στο κέντημα = δουντάκια

4628. σχέδιο στο κέντημα , υφαντά =

κλ(ε)ιτσούλις

4629. σχέδιο στο κέντημα , υφαντά =

κλαρούλα

4630. σχέδιο στο κέντημα και στην ύφανση = σταυρουτό

4631. σχέδιο υφανσης , κεντηματος = ψαθούλα = διακοσμητικό σχέδιο

4632. σχέδιο ύφανσης = πριουνουτό

4633. σχέδιο ύφανσης κεντήματος

διακοσμητικό = πέρδικα

4634. σχέδιο ύφανσης, κεντήματος =

κλειτσουτό

4635. σχέδιο υφαντών = πρόσκουλη =

μια μη πλεκτή δαντέλα για το στόλισμα των υφαντών, μπορντούρα

4636. σχέδιο υφαντών , κεντημάτων = κούπα

4637. σχέδιο υφαντών κεντημάτων = πιντακιέφαλη κ’λούρα

4638. σχέδιο υφαντών, κεντημάτων, σκαλισμάτων = μύτις

4639. σχίζω = ξικλάου

4640. σχίνος = σκίνους = Σχίνος (Πιστακία η λεντίσκος – Pistacia lentiscus) Ο

Σχίνος όπως και οι συκιές είναι θηλυκός και αρσενικός. Στις μασχάλες των

φύλλων εμφανίζονται οι βότρεις των ανθέων. Τα κιτρινωπά ή κόκκινα μικρά

άνθη διατάσσονται σε πυκνούς σύνθετους βότρεις, οι οποίοι εκφύονται από

τις μασχάλες των φύλλων και τη γύρη τους την τρυγούν οι μέλισσες. Οι καρποί

(δρύπες) είναι μικροί και σφαιρικοί, στην αρχή είναι πράσινοι, ύστερα γίνονται

κόκκινοι και τέλος, όταν πια ωριμάσουν, γίνονται μαύροι κατά το Σεπτέμβριο

με Οκτώβριο. Τα φύλλα του είναι άριστη τροφή για τα οικόσιτα. Οι βοσκοί με

το ξύλο του κατασκευάζουν ακόμα και σήμερα γκλίτσες , ρόκες, ή άλλα

618
εργαλεία. Από τις ευλύγιστες σχινόβεργες φτιάχνονταν μπαστούνια ή ραβδιά,

ζέβλες (στρογγυλός ξύλινος λαιμοδέτης για ζώα) και ξύλινα σκεύη όπου

τοποθετούσαν τρόφιμα, ενώ οι ψαράδες το χρησιμοποιούν για να φτιάξουν

πασσάλους για τη στερέωση των

κουπιών της βάρκας, σκαρμούς της

βάρκας ή στεφάνι για την απόχη

τους. Ο οχινόκαρπος χάρη στην

υπόγλυκη γεύση του και την

ευχάριστη μυρωδιά του τρώγεται

ωμός. Από τον ώριμο σχινόκαρπο

έβγαζαν λάδι, το σχινόλαδο, που αποτελούσε ανακουφιστικό φάρμακο για τον

πόνο του αυτιού

4641. σχισμή βράχου = είσμπα = στενό κοίλωμα, άνοιγμα βράχου,

4642. σχοινί = σκ’νί = το νήμα της ζωής (μτφ)

4643. σχοινί λεπτό = σιτζίμ = γερός σπάγκος

4644. σχοινιά = λητάρια ή λυτάρια = λητάρι, κομμάτι συνήθως στριμμένου σχοινιού

κατάλληλο για γερό δέσιμο. Παράγεται από τη λέξη «ειλητός» από την οποία

παράγεται το υποκοσριστικό «ειλητάριον» (= δεέμα, περιτύλιγμα). Είναι

παράγωγο του ρήματος «ειλύω» (= «περιτυλίσσω») ή του ομηρικού «είλω»

(«περιτυλίσσω σφιχτά»). Είναι πιθανή και η προέλευση από το στερητικό «α»

και τη λέξη «λυτήρ –ος» (= «ο λύων»), από την οποία παράγεται και η λέξη

«λυτήριος –α – ον).

4645. σχόλασε η εκκλησία = απόλ’σι η ικκλησιά

4646. σχολάω = σκουλάου =, τελειώνω.

4647. σχόλη = άργητα = ώρες αργίας, ελεύθερος χρόνος.

4648. σώζομαι = σώνουμι

4649. σωματικές δυνάμεις= ήπατα, σκότια

619
4650. σώματος (ανατομία μέρους) = χ’λιαράκι = το μέρος της κοιλιάς που βρίσκεται

κάτω από την απόληξη του στέρνου και πάνω από το στομάχι έχει το σχήμα

κουταλιού.

4651. σώματος (μέρος) = λαγαρά = ευαίσθητα σημεία στην κοιλιά ή στα πλευρά των

ζώων και των ανθρώπων.

4652. σώματος μέρος = κόρφους = η περιοχή ανάμεσα στο στήθος και τη μασχάλη

που αποτελεί απόκρυφο μέρος του σώματος

4653. σωρός = σουρός, = γκουμούλι, γκουμούλα, σωρός, αρμακάς, βουναρκά,

βουναρούιν, γουλερό, στοίβα, στάβα, γιγίν, κβάρα, κόπα, κούκους, ντάνα,

κοβνός, κουβνός, γκούβνος, από το

λατινικό cumulus

4654. σωρός από πέτρες = αρμακάς, από

τη λέξη «έρμαξ – κος»

4655. σωτήριο = θαράπειου = αυτό που

μου προκαλεί αγαλλίαση, πολύ εξυπηρετικό

4656. σωφροσύνη = βαραίνει η γνώμη = σκέπτομαι με λογική,

Τ
4657. τα πρόβατα αρρωσταίνουν, όταν τρώνε κάποιο φυτό δηλητηριώδες =

βρουντάει ου τόπους τα πρότα

4658. τα χάνω = χαβώνω

4659. ταβάνι = νταβάνι = και έντομο (ντάβανους)

4660. τάβλα = σουφράς

4661. ταγάρι = ντρουβάς, τρουβάς = μικρός φορητός, πλεχτός ή

υφαντός από γιδόμαλο σάκος, που βάζει το φαγητό ο

τσοπάνος

4662. τάδε = τάδις = ένας, κάποιος.

4663. ταινία υφαντών = φρέζα = στενή ταινία την οποία βάζουμε στα υφαντά.

620
4664. ταιριάζω = τιριάζου = (μτφ.) συμμορφώνω, διορθώνω μια απρεπή

συμπεριφορά

4665. ταΐστρες των ζώων = κουπάνες =ξύλινες παραλληλεπίπεδες ανοιχτές από πάνω

κατασκευές (σκαφίδια) για το τάϊσμα ζώων.

4666. τακτοποίηση =

τιμάριμα

4667. τακτοποιώ = σιάζου

= διευθετώ. -ουμι πλένομαι, περιποιούμαι.

4668. ταλαιπωρία = νήλα κόπος σωματικό, συμφορά, πάθημα, καταστροφή

4669. ταλαιπωρία = νίλα = κόπος σωματικό, συμφορά, καταστροφή

4670. ταλαιπωρία = πιδιμάρα, πιδιμός = μεγάλη κούραση.

4671. ταλαιπωρία μεγάλη = τιλιμός

4672. ταλαίπωρος = δόλιους

4673. ταλαιπωρούμαι = πιδεύουμι

4674. ταλαιπωρούμαι = τραβιώμι

4675. ταλαιπωρούμαι = τιλεύω, τελεύω

4676. τάμα = τάμα = γινόταν σε κάποιον άγιο, που πολλές φορές συνέπιπτε με το

όνομα του εορτάζοντα, για να έχουν την εύνοιά του. Επίσης τάμα γινόταν και

την ημέρα κάποιου συμβάντος με ευτυχή κατάαληξη για να ευχαριστήσουν

τον άγιο η την Παναγία για την βοηθειά τους

4677. τάμα (εκπλήρωση) = ρόιμα = απόδοση τάματος

4678. ταμαχιάρης = ταμαχιάρ’ς, -α, -κου = αχόρταγος, δουλεύει ακατάπαυστα

4679. ταμπακιέρα = ταμπακιέρα = χαμηλό ορθογώνιο κουτί στο οποίο βάζουμε

καπνό, τσιγαροθήκη.

4680. ταπεινότητα = ταπεινουσύνη = σεμνότητα.

4681. ταπώνω = βουλώνου = βάζω πώμα σε κάτι, φράσσω

4682. ταραχή = λαβούρα = διέγερση που συνοδεύεται από φόβο ή ταραχή (λαβούρα

σι πιάνει, άμα νυχτουπιρπατάς στα λόγγα)

621
4683. τάση για ζευγάρωμα ζώων = βαρβάτμα

4684. ταυτότητα = αυτότητα

4685. τάχα = θαλά ( θαλα πάει, θαλα κάτσει)

4686. ταχτοποίησε = σύμμασι

4687. ταψί = σ’νί = μεγάλο ταψί

4688. ταψί = σινί

4689. ταψί = ταβάς, νταβάς = ρηχό ταψί κυρίως για πίτες

4690. ταψί (είδος) = γαστρέλους = ταψί χωρίς κόθρο (τοίχωμα) γύρω-γύρω για τις

κουλούρες.

4691. ταψί μικρό και ρηχό = νταβάς = στρογγυλό χάλκινο μαγειρικό σκεύος

4692. τελείωμα από το άρμεγμα = απάρμιγμα

4693. τελειώνω = μπιτίζου = μπιτιρντίζω, μπιτίζω, μπιτίζου απ το bitirmek

4694. τελειώνω = σώνου

4695. τελειώνω = τιλεύω, τελεύω =

4696. τελειώνω τη θητεία μου ως μισθωτός τσομπάνος = ξιρουϊάζουμι

4697. τελειώνω το άρμεγμα = ξαρμέου

4698. τελείως = ντιπ

4699. τελείωσα = μπίτ΄σα

4700. τελευταία = υστιρνά

4701. τελευταίος = στιρνός


4702. τελικά = αλλουκουντά = από πίσω., στο τέλος.

4703. τέλος πάντων = τέλους πάντους

4704. τεμαχίζω σε μικρά κομμάτια = λιανουκόβου

4705. τεμπέλα = τιμπέλ’σσα, τιμπέλου

4706. τεμπέλης . = γ κλάνας

4707. τεμπέλης = οκνός = οκνηρός, αργός,

4708. τενεκές = ντινικές

4709. τενεκές = ντινικές

622
4710. τέντζερης = κακκάβι, κακάβι = χάλκινη χύτρα

4711. τεντώνω = τλώνω = γεμίζω πολύ και τεντώνεται κάτι

4712. τεντώνω = τυλώνου = σκληραίνω

4713. τέρας = τέρατου

4714. τέσσερα = τέσσιρου

4715. Τετάρτη = Τιτράδη

4716. τετράκλωνος = τιτράκλουνους = αυτός που έχει τέσσερις κλώνους

4717. τεχνίτες (ειδικοί) = χτινάδις = πλανόδιοι τεχνίτες που πουλάνε εξαρτήματα του

αργαλειού και κυρίως χτένια

4718. τεχνίτες που φκιάχνουν τα χυτά κυπριά = στατιράδις

4719. τεχνίτες που φτιάχνουν τα κυπριά = κυπράδις

4720. τζάκι = φουτουγόνι, πυρουγόνι, = το σημείο

που καίει η φωτιά, από το αρχ. πυρί-γόνος ,

παράγει φωτιά

4721. τζαμάρας (είδος) = νταρβίρα = κοντή τζαμάρα

4722. τζαμάρας (είδος) = νταρβίρα = κοντή τζαμάρα

4723. τζοβαΐρι = τζιοβαΐρι, τζιουβαϊρι

4724. τζουρνάρα = καταρακτώδης βροχή

4725. την γκαβομάρα σου = ν΄τύφλας

4726. την πατήσαμε = ν΄μπά(τ)σαμαν

4727. τι ; =α;

4728. τι είπατε; =ααα;

4729. τι κάνεις = τι φκιάντς

4730. τι κάνετε = τι γιένιστι

4731. τίγκα = ντίγκα

4732. τιμιότητα = λαγάρα = ειλικρίνεια,. καθαρό μαλλί, πολύ

4733. τίποτα = τίπουτας, καν'τίπουτα, τίποτας , τίποτις

4734. τίποτα τελείως = καντίπουτας

623
4735. τιποτένιο = άραχνο = κακάσχημο, ανυπόληπτο

4736. το = του

4737. τολμάω = κουτάου. Από το βυζαντινό «κόττος» = παιχνίδι

4738. τομάρι αρκούδας = αρκουδουτόμαρου = χοντράνθρωπος

4739. τομάρια = διρμάτια

4740. τον κακό του τον καιρό = ν' κακή τ'

4741. τον κακό του τον καιρό είναι = ν' κακήτ την μέρα είνι =, μια ασχήμια είναι

4742. τόπι = τόπα

4743. τοποθεσίες = τόπια, μέρια

4744. τόπος (ειδικός) = ημιράδι = που βγάζει καλό χορτάρι

4745. τόπος (ειδικός) = χ’μαδιό = λιβάδι στο οποίο ξεχειμωνιάζουμε τα κοπάδια μας.

4746. τόπος (ειδικός) = ξικαλουκιριό =

τόπος που περνάω το καλοκαίρι και

τα κοπάδια μου

4747. τόπος = μιριά

4748. τόπος που βγάζει νερό = βαρκό = ακαλλιέργητο χωράφι γεμάτο νερό που

βουλιάζει
4749. τόπος χωρίς χόρτάρι = άγριους τόπους = χωρίς χορτάρια για βοσκή.

4750. τόπος(ειδικός) = λισβάρι = τόπος με σποραδική

βλάστηση και χωματώδης.

4751. τότε = τότις


4752. τότε ακριβώς = αδητότι = την ίδια στιγμή, αμέσως

4753. τουαλέτα = χιζουλόους

4754. τουλάχιστον = κάνι

4755. τουλούπα = τλούπα = τολύπη, ποσότητα μαλλιού που μπαίνει στη ρόκα

4756. τούμπα.= κουτρουβάλα = κατρακύλισμα,

4757. τούμπανο γίνομαι = τουμπανιάζω πρήζομαι = τουμπανιάζω

4758. Τουρκάκι = τουρκόϊπουλου

624
4759. Τουρκία = Τουρκιά

4760. Τούρκοι = Τουρκιά

4761. τούρκος ιππέας = σουφαρής

4762. τουρτουρίζω = τουρτουράου

4763. τους έντυσαν = τσέντσαν

4764. τούφα = τ’λούπα = τούφα από επεξεργασμένο μαλλί που

δένουμε στη ρόκα για γνέσιμο

4765. τούφα μαλλιού = τλούπα = η ποσότητα του μαλλιού που

μπαίνει στην ρόκα

4766. τούφα μαλλιών = λόϊδου = μικρή τούφα μαλλιών που πετάγεται μπροστά, η

φουντούλα που αφήνουμε στα πρόβατα, όταν τα κουρεύουμε

4767. τουφεκάω = τφικάου

4768. τουφέκι = τφέκι

4769. τουφέκι (είδος) = νταλιάνι = παλιό κοντόκανο ντουφέκι.

4770. τουφέκι (είδος) = νταλιάνι = παλιό κοντόκανο ντουφέκι.

4771. τραβάω τα μαλλιά μου = μαδιώμι = πέφτει το τρίχωμά, ξεσκίζω τις σάρκες μου,

θρηνώ

4772. τραβιέμαι στην άκρη = παραμιράου = κάνω τόπο.

4773. τραγάκι που παριστάνει τον τράγο = βαρβατσέλι = μικρό τραϊ που θέλει να

κάνει τον τράγο

4774. τραγανό φαγώσιμο = κριτσιανήθρα

4775. τραγίσιο = τράϊσιου = φτιαγμένο από δέρμα ή κέρατο τράγου

4776. τράγος = τραΐ

4777. τράγος = γκισέμ = τράγος (επικεφαλής, αυτός που πάει μπροστά όπως τα

τραγιά ), ευνουχισμένο κριάρι ή ευνουχισμένο τραΐ που οδηγεί το κοπάδι

4778. τραγουδάει = λέει ου πιστικός

4779. τραγούδι (τρόπος) = κουρακιάζου του τραγούδι = κλώθω, σέρνω και κρατάω

πολλή ώρα το τραγούδι

625
4780. τραγούδι που ο τραγουδιστής το κλώθει και το σέρνει πολύ, βράζει η φωνή

του = κουρακιαστό τραγούδι

4781. τραγούδια (ειδικά) = ψιλά τραγούδια = τραγούδια με οξείς ήχους, όμορφα

τραγούδια κυρίως από γυναικείες φωνές

4782. τραγούδια (είδος) = σουμπόλια = σκωπτικά τραγούδια που στηρίζονται σε

πραγματικά γεγονότα

4783. τραγούδια σκωπτικά =.μπουρανέλ’κα

4784. τραγουδιστά = τραγουδστά = με τραγούδι λέω κάτι

4785. τραγύδια του κουρμπανιού = γκουρμπανίσια τραγούδια = τα τραγούδια που

τραγουδούσαν στα γκουρμπάνια

4786. τραμετζάνα = ντραμιτζάνα = δοχείο για κρασί η νερό,

τραμοντζάνα, δαμετζάνα, νταμιζάνα, νταμεζάνα, νταμιτζάνα,

νταμουτζάνα, ντραμουτζάνα, ντραμπουζάνα, ντραμτζάνα,

ντραμζάνα, ταμουτζάνα, ταμιτζάνα , από το Ιταλικό contra

mezzana

4787. τραμπάλα = ντραμπάλα, παιδικό παιχνίδι.

4788. τραμπαλίζεται (κουνιέται και πηγαίνει πέρα δώθε το κεφάλι) = ντραμπαλίζιτι

του κιφάλι

4789. τραπέζι για φαγητό = τάβλα

4790. τραπεζομάντιλο = μισάλι = (από τη βυζαντινή λέξη «μενσάλιον» ή

«μισάλιον» ή «μινσάλιον»)

4791. τραυματίζομαι = λαβώνουμι, (μτφ.) με πνίγει ερωτικό πάθος

4792. τραυματίζομαι πολύ = σακατεύουμι

4793. τραυματίζω (ελαφρά προκαλώ μόνο αμυχή) = ξιγαλάω, ξιγαλίζου

4794. τραυματίζω = λαβώνου

4795. τραυματίζω = λαβώνου

4796. τραχανάς = τραχανό = στάρι χοντροκομμένο και βρασμένο

με γάλα, με το οποίο έκανα φαγητό η πίτα Από τη λέξη

626
«τράχανον» =λίχνευμα από σιτάρι και γάλα

4797. τραχηλιά = τραχλιά, πουδιά

4798. τραχηλιάς είδος = λιμαριά, (άσπρο πανί που κουμπώνει με

κόπιτσες πίσω από το λαιμό )

4799. τράχωμα = τράχουμα, τράχωμα = χρηματικό ποσό πέραν της συνηθισμένης

προίκας που ζητούσε παλαιότερα ο γαμπρός από την οικογένεια της νύφης

4800. τρέλα = παλαβουμάρα , βούρλα, βουρλαμάρα

4801. τρελαίνομαι = παλαβώνου , τιρλαίνουμι , βουρλαίνουμι = τρελαίνω,

4802. τρελαίνω = ζουρλαίνου-ουμι, τρελαίνομαι.

4803. τρελό = παρασάνταλου, παρασάνταλο

4804. τρελοβοριάς = διληβουριάς

4805. τρεμούλα = τριμούρα , τρεμούρα, τρεμούλα = ακούσια σπασμωδική κίνηση

του σώματος, ρίγος, τρεμούλα. αρχ. ελλ. τρέμω: σείομαι, φοβάμαι να πράξω

κάτι.

4806. τρέμω απ το κρύο = τουρτουράου, τριμουλιάζου = τουρτουρίζω από το

πολύ κρύο.

4807. τρέξε = κόσια , πλάλα

4808. τρέξιμο = κουσή = ταχέως, γρήγορα, κοσή, κόσι, κοσί, κοσιή, κόσα, κουσή,

κουσί, κουσίδι, κουσιαμάκι, κοσιός, κουσιός, κουσιάτα, κόσιαγμα, τρέξιμο,

τρεχάλα, τριχάλα, ατρέχα, αγλάκι, βιλέγκο, βιγκάλα, βογκάλα, βούσμα,

βούρισμαν, βούρημαν, βούρος, βούρη, γούρος, κόρσα, πιλάλα, πιλάλιμα,

πλάλιμα, πλαλιά, πλάλους,

4809. τρέπομαι σε φυγή = βάνου στα πουδάρια = καταδιώκω

4810. τρέχει (περπατάει, γυρνάει) όλη μέρα = π’λαλεί = βρίσκεται σε συνεχή τρεχάλα

4811. τρέχει ς = κουσέβς

4812. τρέχω = κουσέβου, κουσέβω , κουσιεύου

4813. τρέχω, περιπλανόμαι τρέχοντας = πλαλάου

4814. τρία = τρίου

627
4815. τρίβομαι σε πολλά και μικρά κομμάτια = τριβαλιάζουμι = κόβομαι,

4816. τρίβω με σουγιά η λίμα = φαγώνω

4817. τριγυρίζω = βουλουδέρου = τριγυρίζω σε ένα μέρος, γυροφέρνω

αναζητώντας να βρω κάτι

4818. τριγυρίζω = τρουϋρίζου = περιπλανιέμαι, γυροωέρνω

4819. τριγύρισμα = γκιζιρισμός = περιπλάνηση,

4820. τριγυρισμός = τρουΰρισμός = περιπλάνηση.

4821. τριγυρνάω = γκιζεράου, γκιζιράου = τριγυρίζω άσκοπα.

4822. τριγύρω = τρουΰρου

4823. τριζοβολούν τα κλαδιά = πριτσιανάν τα κλαριά

4824. τρίζω = κριτσιανάου = τρώω κάτι τραγανό, τρώω τραγανιστά,

4825. τρίζω τα δόντια μου μασώντας = κριτσάλαω

4826. τρικλοποδιά = πηδήκλουμα

4827. τρικλοποδιά. = πιρδουκλιά

4828. τρίκλωνος = τρίκλουνους, -η, -ου = αυτός που αποτελείται από τρείς (κλωνές)

κλωστές ή τρία κλωνιά βασιλικέ μου τρίκλωνε

4829. τρίματα = μπουμπόλια

4830. τριπλούν = αμπήδμα τσ’ τρεις

4831. τριχιά (ειδική) = πιδουκλάρι = τριχιά με την οποία δένουμε τα μπροστινά

πόδια στα ζώα να μην απομακρύνονται.

4832. τριχιά (είδος) = λτάρι = κοντό και ψιλό σχοινί, τριχιά., λητάρια ή λυτάρια =

λητάρι, κομμάτι συνήθως στριμμένου σχοινιού κατάλληλο για γερό δέσιμο.

Παράγεται από τη λέξη «ειλητός» από

την οποία παράγεται το υποκοσριστικό

«ειλητάριον» (=δεέμα, περιτύλιγμα).

Είναι παράγωγο του ρήματος «ειλύω»

628
(= «περιτυλίσσω») ή του ομηρικού «είλω» («περιτυλίσσω σφιχτά»). Είναι

πιθανή και η προέλευση από το στερητικό «α» και τη λέξη «λυτήρ –ος» (= «ο

λύων»), από την οποία παράγεται και η λέξη «λυτήριος –α – ον).

4833. τριχιά (είδος) = μασκαλίτσα, μασκαλήθρα = τριχιά η ιμάντας που έδενε το

σαμάρι κάτω απ τι μασχάλες του ζώου

4834. τριχιά βαρέλας = βαριλουτριχιά = τριχιά με την οποία φορτώνονται οι

γυναίκες τη βαρέλα

4835. τριχιά για το σαμάρι = σαμαρουτριχιά

4836. τριχιά μικρή = λ(ι)τάρι

4837. τριχιές (αγοραστές) = καναβίδια = μικρές

4838. τριχιές (ειδικές) = κιουστέκια = δυο τριχιές με τις οποίες δένω τα πόδια του

αλόγου για να μάθει ανάλαφρο βάδισμα

4839. τριχόπτωση = τριχοφάγος

4840. τρίχρονη(μπλιόρα), γεννημένη προβατίνα = γαλαρουμπλιόρα

4841. τροβάς = τρουβάς

4842. τροβάς για ψωμί = ψουμουτρουβάς, ψουμουσακούλα

4843. τρομάζει (με ξαφνική εμφάνιση) = χαρότριχα έχει = η ξαφνική εμφάνιση

κάποιων συγκεκριμένων ζώων που προμυνείει κάτι κακό. Το ξαφνικό πέταμα

της πέρδικας π.χ σε τρομάζει μέχρι θανάτου (έχει χαρότριχα μέσα της)

4844. τρομάζω = λαμπάζου

4845. τρόμαξα = έφριξα, φρίχκα

4846. τρόμαξα = σκιάχκα

4847. τρόμαξε = λάμπαξει

4848. τρουβά (είδος) = αχραδουτός, αχράδια = ρίγες

4849. τρουβά γεμίζω = τρουβαδιάζου = γεμίζω τον τροβά με διάφορα πράγματα ή

βάζω στον τροβά διάφορα πράγματα.

4850. τροφή = θρουφή

4851. τροφή για ζώα = ταή , ζαϊρές

629
4852. τροφής (είδος)κουρκούτι = βρασμένο αλεύρι κατάλληλο για να τρέφονται τα

βρέφη., περιπαικτικά και το μυαλό του χαζού ,

4853. τροφοδοσίες κλεφτών ή ληστών = ριζάκια

4854. τροχίζω = τρουχάου


4855. τροχίζω = ακουνάου = ακονίζω τα μαχαίρια

4856. τροχίζω με το αρνάρι = αρναρίζου = κόβω, χαράζω βαθιά ένα αντικείμενο

σιδερένιο με το αρνάρι.

4857. τρύγος = τρύγους = το κόψιμο και το μάζεμα των ώριμων σταφυλιών από το

αμπέλι· τρυγητός | < ελνστ. τρύγος (αρχ. ελλ. ἡ τρύγη: θέρισμα σταριού). Βλ. &

θέρος το, τρυγητής

4858. τρύπα στο στεφάνι του κουδουνιού μέσα από την οποία περνάει το βαστάκι

(θηλιά) = βαστακότρυπα

4859. τρυπιέμαι = φουρκίζουμι = αιχμηρό αντικείμενο μου τρυπάει το δέρμα

4860. τρυπιέμαι από αγκάθια = .ρουγκαλιάζουμι = ξεσχίζομαι περνώντας μέσα από

θάμνους,

4861. τρώμε με ψωμί ταυτόχρονα κάτι = προυσφάι

4862. τρώω = χάβου

4863. τρώω καλά = ντιρλικώνου

4864. τρώω καλά = ντιρλικώνου

4865. τρώω με το κουτάλι με βιάση και πολύ = χ’λιαρίζου

4866. τσαγερό = τσαϊρό τουρκ. çay < ρωσ. tšay (από τα κινέζικα).

4867. τσακάλι = τσακάλι = σαρκοβόρο

τετράποδο που συγγενεύει με το λύκο και

που τρέφεται κυρίως με πτώματα

4868. τσακώνομαι = πιάνουμι

4869. τσαλάκωσα = πατσιαβάλιασα = το

’λιωσα, το διέλυσα

4870. τσαμπί = βάντα, βαντακαλιά = νήμα

630
μαζεμένο σε κύκλους, μπούκλα, κούκλα με νήμα

4871. τσάντα βοσκού = τρουβάς, ταγάρι = μικρό φορητό, πλεχτό ή υφαντό μάλλινο

σακούλι, που βάνουν

4872. τσαποδόντης = τσαπουδόντ’ς = έχει δόντια πεταμένα προς τα έξω (σαν τσάπες)

4873. τσεβδός = τριβλός

4874. τσεκούρι = πιλέκι = πελεκάω

(κόβω με τον πέλεκυ, το

τσεκούρι. Ομηρική λέξη

«πελεκάω». Ιλιάς Σ, 244.

4875. τσεκούρι ειδικό = λιάτα =

χρήσιμο για το πελέκημα των

ξύλων,

4876. τσέλιγκα αμοιβή = κιχαϊλίτ’κου = χρήματα που παίρνει ο τσέλιγκας για τις

υπηρεσίες που προσφέρει στο τσελιγκάτο,

4877. τσέλιγκα γυναίκα = κιχαΐνα

4878. τσέλιγκας = κιχαϊάς

4879. τσέλιγκας (ονομασία) = μικρουτσιέλιγκας = τσέλιγκας που έχει στάνη με λίγα

κονάκια.

4880. τσέλιγκας = αρχηγός από το τσελιγκάτο. Είναι συνήθως αυτός που έχει τα πιο

πολλά πρόβατα η άτομο με ιδιαίτερες ικανότητες, άτομο άξιο να εκπροσωπεί

τους ανθρώπους της στάνης του.

4881. τσέλιγκας με πολλά κονάκια στη στάνη του = μιγαλουτσιέλιγκας

4882. τσελιγκάτο = φαλκάρι = στάνη, παρέα

4883. τσελιγκόπουλο = κιχαϊουπαίδι

4884. τσέτης= κομιτατζής

4885. τσιγαρίδες = μικρά κομμάτια κρέατος που μένουν με το λιώσιμο του χοιρινού

παστού.

4886. τσιγαρίζω = καβουρντίζου = ξερoψήνω,

631
4887. τσιγάρο = καϊαρα

4888. τσιγάρο = τσ’γάρα, καϊάρα

4889. τσιγκούνης, -α, -ικο =.κουμπουδιασμένους, -η, -ου

4890. τσίκνα = τσίκνα = λεπτό στρώμα από καμένο φαγητό στον πάτο από τα

οικιακά σκεύη.

4891. τσίκνισε το φαγητό = τσίκνισι του φαΐ = έπιασε τσίκνα, κόλλησε στον πάτο

4892. = συνεταιριστική συνεργασία Σαρακατσάνων νομάδων κτηνοτρόφων για

καλύτερη διαχείριση εσόδων εξόδων των κοπαδιών

4893. τσιλίκη = καλέκι = ένα από τα δύο ξύλα με τα οποία παίζω το τσιλίκι, αλλά και

το ίδιο το παιχνίδι

4894. τσιλίκι = λέγκα = ένα από τα δυο ξύλα στο παιχνίδι τσιλίκι

4895. τσιλίκι(εξάρτημα) = λιγκόξ’λου = ένα από τα δυο ξύλα με τα οποία παίζουμε το

τσιλίκι

4896. τσιμπάω (με αιχμηρό αντικείμενο σπρώχνοντας) = κιντρίζου = σπρώχνω

τσιμπώντας να προχωρήσει το ζώο

4897. τσιμπάω = αγκειλώνω


4898. τσιμπάω = αγκυλώνου , πιάνω τσιμπώντας κάτι, τσιμπάω χωρίς να μπορεί να

ελευθερωθεί (σαν το αγκίστρι), πληγώνω με αιχμηρό όργανο., κεντώ ή ράβω

με το βελόνι -ουμι κάποιο αιχμηρό αντικείμενο μου τρυπάει το δέρμα.

4899. τσιμπάω με σουβλί = σουφλάου = μπήγω, έχω οξείς πόνους, πονάω σαν να

με τρύπησαν με το σουβλί

4900. τσινάω = τσινάου

4901. τσίπουρο = ρακί

4902. τσιτώνω τα αυτιά = τσιλώνου = τεντώνω τα αυτιά μου για να ακούσω

καλύτερα

632
4903. τσολιάζω = τσιουλιάζου = βάζω τσιόλι στο σαμάρι του ζώου για να το

προστατέψω. –ουμι

μπαίνω κάτω από τα

σκεπάσματα.

4904. τσομπάνικα =

τζιουμπαν’κά

4905. τσομπάνοι στα άλογα

= βαλμαραίοι

4906. τσομπάνος = τζιόμπανς

4907. τσομπάνος = τζουμπάνους, μπιστικός

4908. τσομπάνος (βοηθός) = κάλφας = ο δεύτερος (βοηθός) από τους δυο

τσομπαναραίους συντρόφους που βόσκουν το ίδιο κοπάδι.

4909. τσομπάνος (είδος) = γκαστριάρ’ς = τσομπάνος στα γκαστρωμένα

4910. τσομπάνος που βόσκει τα βιτούλια = βιτλιάρ’ς

4911. τσομπάνος που βόσκει τα στέρφα = στιρφάρ’ς

4912. τσομπάνος στα άλογα = βαλμάς =. αυτός που βοσκάει τα αλογομούλαρα

αυτός που δεν είναι και πολύ έξυπνος,

4913. τσομπάνος στα ζυγούρια = ζγουριάρ’ς

4914. τσομπάνου (έξοδα) = τζιουμπαν’λίτκα = έξοδα για την πληρωμή των

τσομπαναραίων

4915. τσομπάνου επάγγελμα = τζιουμπαν’λίκι

4916. τσομπάνου μισθός = ρόγα

4917. τσοπαναραίοι = τζιουμπανιά = κατώτερη κοινωνική τάξη

4918. τσοπανοπούλα = τζιουμπάν’σσα, τσομπανοπούλα

4919. τσοπανόπουλα. = μπιστικούδια

4920. τσοπάνος (ειδικός) = τραϊάρ’ς = αυτός που βόσκει τα τραγιά και τις στέρφες

γίδες

4921. τσουβάλια (είδος) = χαράρια = μεγάλα υφαντά τσουβάλια

633
4922. τσουκνίδα = τσουκνίδα (Urtica dioica) = φυτό που μπορεί να φτάσει το ένα

μέτρο. Τη συναντάμε σχεδόν παντού

ιδίως σε μαντριά Μαζεύονται τα νέα

φρέσκα φύλλα και οι κορφές από το

φθινόπωρο μέχρι την άνοιξη πριν

ανθίσει, τρώγονται βραστά σαλάτα ή

τσιγαριστά. Με τα φύλλα της και άλλα μυρωδικά φτιάχνονται πίτες

4923. τσόφλι = τσιώφλοιου = κέλυφος, φλούδα,

4924. τύλιγμα. = τύλ’μα

4925. τυλιγμένο = κουλυρίδα = αυτό που τυλίγεται γύρω γύρω από κάτι άλλο

4926. τυμπανιάζω = τουμπανιάζω

4927. τυμπανισμός = φούσκουμα = ασθένεια στα ζώα,

4928. τυρί (είδος) = βιζές = το είδος του τυριού κεφαλοτύρι. Το παραδοσιακό αυτό

τυρί έχει πολλές παραλλαγές που είναι επίσης καλές σαν επιτραπέζιο τυρί.

Τέτοιες παραλλαγές είναι η βεζιά της Πελοποννήσου ή βιζές της Ηπείρου

4929. τυρί (είδος) = γαλουτύρι = που γίνεται με ειδική επεξεργασία

4930. τυρί (είδος) = τσιαλαφούτι,. γαλουτύρι = είδος τυριού

4931. τυρί (είδος) = μανούρι

4932. τυρί (είδος) = στουμπουτύρι =

είδος σκληρού τυριού

4933. τυρί (πήξη) = ίδρουσι του τυρί

= έβγαλε νερό πάνω στην επιφάνειά του, που σημαίνει ότι ολοκληρώθηκε η

πήξη είναι έτοιμο για την

τσαντίλα

4934. τυριού (είδος) = ούρδα =

γαλακτοκομικό προϊόν (είδος

από τυρί) που παράγεται από

το τυρόγαλο που μένει από την

634
παρασκευή σκληρού ημίσκληρου τυριού ώστε να έχει πολύ βούτυρο Η

τεχνολογία αυτή μοιάζει πολύ με τον παραδοσιακό τρόπο παρασκευής του

τυριού Μανούρι.

4935. τυριού είδος = μπατζιοτύρι

4936. τυριού είδος ξινό = κλοτσοτύρι = (το έφτιαχναν αφού έπαιρναν το βούτυρο)

4937. τυριού είδος = κουθρίσιου

4938. τυρόγαλο = τ’ρόγαλου, τρόγαλο , τζάρος = το μέρος του γάλακτος που

αποχωρίζεται με το πήξιμο το στράγγισμα

του τυριού

4939. τυρόγαλο (ειδικό) = τσαγκαρδέλα =

κομμένο τυρόγαλο μέσα στο οποίο

ρίχνουμε γάλα και το βάζουμε σε ασκί.

4940. τυροκομείο = μπατζιό, μπατζιός

4941. τυροκομείο (ο χώρος) = μπατζιαριό =

χώρος που γίνεται η τυροκόμηση

4942. τυροκόμισης αρχή = κνάου τ’ στάνη = ο τυροκόμος (μπάτζιος) αρχίζει την

τυροκόμηση πάνω στο βουνό.

4943. τυροκόμισης εργαλείο = ντιζιάκι = τελάρο με μια έξοδο πάνω στο οποίο

στραγγίζουμε το τυρί.

4944. τυροκόμισης εργαλείο = ντιζιάκι = τελάρο με μια έξοδο πάνω στο οποίο

στραγγίζουμε το τυρί.

4945. τυροκόμος = μπάτζιους

4946. τυρομαγιά. = π’τιά = φυσική τυρομαγιά.

4947. τυρόψωμο = βιλίτα = τυρόψωμο ψημένο στη χόβολη

4948. τυφλοπόντικας = αφαλέγκους, αφαλέους

4949. τυφλός = κιόρς , κιόρης, κιορ, κιόρος, = ,

4950. τυφλός = γκαβός

4951. τυφλώθηκα = γκαβώθκα

635
4952. τυφλώνομαι = γκαβώνουμι

4953. τυχαίνει = λαχαίνει

4954. τυχαίνω = λαχαίνου = συναντώ

4955. τυχαίνω μπροστά μου ξαφνικά = μπλάζου

4956. τύχει = λάχει = (άμα-όπου-αν-όπως) τύχει

4957. τυχερά να είναι = χαϊρλίτ’κα = να τα χαίρεστε, , να έχουν προκοπή

4958. τυχερό = χαλάλι

4959. τυχερό = κιλιπούρι

4960. τυχερό = κισμέτι, χουσμέτι

4961. τυχερός = χαϊρλής = προκομένος,

4962. τφάνι = βροχή

Υ
4963. υγρά του σάκου του εμβρύου = γκάντινα = γλοιώδης ουσία που βγαίνει στη

γέννα των ζώων, αμνιακός σάκος του εμβρύου

4964. υγραίνω = νουτίζου = υγραίνομαι. νοτιά, υγρασία. Ομηρική λέξη «νοτίη».

Ιλιάς Θ, 307
4965. υγρασία = αγρασιά

4966. υγρό μυζήθρας = καπέτι = υγρό που απομένει μετά το βγάλσιμο της

μυζήθρας

4967. υλικά ξεματιάσματος = βασκαντηρούλις = υλικά που χρησιμοποιώ για

ξεμάτιασμα (χάντρες, σταυρός,

κάρβουνα, κτλ.).

4968. υπαίθριος χώρος = λάκκα =

επίπεδος, ανοιχτός, μικρή κοιλάδα,

χερσοχώραφο, ξέφωτο ανάμεσα σε δέντρα. άφ’κι τα πιδιά στ’ λάκκα = τα

άφησε ορφανά, απροστάτευτα

636
4969. υπαίτιος = αίτιους, -α, -ου

4970. υπενθυμίζω κατι δινοντας αφορμή για να αρχίσει κουβέντα = ξαναγκρίζου

4971. υπερασπίζομαι = διαφιντεύου = προστατεύω, εξουσιάζω.

4972. υπέργηρος άνθρωπος = κρούβαλου, κούσιαλο

4973. υπερπλήρες = ντίγκα

4974. υπηρέτης = χουσμικιάρ’ς

4975. υπόγειο σκοτεινό δωμάτιο φυλακής = μπουντρούμι = μπουδρούμι,

μπουντρούμ = υπόγειο, κρατητήριο από το bodrum

4976. υποδοχή κάποιου = δέξ’μου


4977. υποκορηστικό = -άκι κατάληξη για υποκοριστικά: αρνάκι, κατσ’κάκι, μπλαράκι,

κριαράκι, τσιουλάκι, πλαράκι, τραγάκι, κουνακάκι, ανηφουράκι κ.ά.


4978. υποκοριστικό , -ακ’ς= παραγωγικό επίθημα που το χρησιμοποιούν κυρίως τα

κύρια ονόματα για να σχηματίσουν υποκοριστικά: Γιουργάκ’ς, Κουστάκ’ς,

Παυλάκ’ς, κτλ.
4979. υποκοριστικό -άκους = παραγωγικό επίθημα που το χρησιμοποιούμε κυρίως

στα κύρια ονόματα για να σχηματιστούν υποκοριστικά: Γιαννάκους,

Μητράκους, Γιουργάκους κ.α

4980. υποκοριστικό του τρουβά = τρουβούλς = μικρός τρουβάς

4981. υπολογίζω = τηρού, τηράου

4982. υπόλοιποι = υπουδέλοιποι

4983. υπομένω = τιλεύω, τελεύω

4984. υπομονή = καρτιριμός = το να περιμένεις, η αναμονή

4985. υπόξινος = ξ’νούτσ’κους, -η, -ου

4986. υπόστεγο από μαντρί = νταϊαμάς

4987. υποστηρίζω= νταϊαντάου

4988. υποφέρω = τιλεύω, τελεύω

4989. υποχρεώνω = αναγκάζου = παροτρύνω, πιέζω,

4990. υποχώρησε το υπερυψωμένο μέρος = .ξισάρ’σι ου νόχτους

637
4991. υποχωρώ = ξισαρίζου, -ω = χαλαρώνω
4992. υποψιάζομαι = αγκαθιάζουμι = , πονηρεύομαι.

4993. ύστερα = απέ

4994. ύστερα = κουντά

4995. ύστερα = παρακουντά

4996. υφαίνω = υφαίνου = η διαδικασία του αργαλειού για να βγεί το ύφασμα

4997. υφαίνω (προετοιμασία) = ιδγιάζου, ιδιάζω, ιδιάζου = ετοιμάζω τα νήματα για

τον αργαλειό να υφάνω, Κάθε κουβάρι νήμα γίνεται μια κλωστή που τυλίγεται

πολλές φορές στην ιδιάστρα και πολλές κλωστές μαζί φτιάχνουν το διασίσι

4998. υφαίνω πυκνά = κρουστιαίνου

4999. ύφανση = ύφαμα

5000. ύφανσης (εργασία) = μπιλουνιάζου, βιλουνιάζου = περνάω το διασίδι στα

μιτάρια και στο χτένι του αργαλειού, βελονιάζω

5001. ύφανσης ενέργεια = μ’τώνου = περνάω το διασίδι στα μιτάρια

5002. ύφανσης εργαλείο = τυλιγάδι = ξύλινο στρογγυλό εργαλείο που το

χρησιμοποιούνε οι γυναίκες για να μαζεύουν τα κουβάρια σε βάντες

5003. ύφανσης εργασία = σταύρουση = βασική εργασία στη φάση που το

ιδιάζουμε.

5004. ύφανσης νήμα = υφάδι = νήμα που πλέκεται στο στημόνι με τη βοήθεια της

σαΐτας.

5005. υφαντά (είδος) = σκουλάτα

5006. υφαντά (σχέδια) = κουπουτά, κουπουτούτ’σ’κου = υφαντά σχέδια με κούπες

5007. υφαντά χωρίς σχέδια = μούτα

5008. υφαντό (είδος) = καπ’λιά = υφαντό με πολύχρωμα κεντίδια σαν κουβέρτα, τη

βάζω στα καπούλια του ζώου για στ'πίσμα

5009. υφαντό (τυπος) = απουλαμπή = λιακάδα, ζέστη ανάμεσα σε βροχή

5010. υφαντό(μέρος του) = κάμπος = η επιφάνεια του υφαντού που φέρει σχέδια

638
5011. ύφασμα (για κάπες) = καπουσκούτι = χοντρό ύφασμα από γίδινο μαλλί για

κάπες.

5012. ύφασμα (ειδικό) = τρουβαδένιου = ύφασμα για να κάνουμε τροβάδες.

5013. ύφασμα (ειδικό) = τλουπάνι, τουλουπάνι = λεπτό βαμβακερό ύφασμα που

χρησιμεύει για στραγγιστήρι

5014. ύφασμα (είδος) = δαμάσκο = είδος χοντρού πολυτελούς υφάσματος με

ανάγλυφα σχέδια.

5015. ύφασμα (είδος) = δίμ’του, δίμτου = ύφασμα που το υφαίνω με δυο νήματα

στον αργαλειό (στημόνι, υφάδι)

5016. ύφασμα (είδος) = ζαργάνα = ευτελές ύφασμα, πολύ αραιό

5017. ύφασμα (είδος) = κάπουτου = είδος υφάσματος με το οποίο φτιάχνουν

πουκάμισα ή φουστανέλες.

5018. ύφασμα (είδος) = τλάζι = είδος από στιλπνό μεταξωτό ύφασμα.

5019. ύφασμα (είδος) = φέλπα = βαμβακερού ύφασμα σαν βελούδο.

5020. ύφασμα για τις φανέλες = φανιλουσκούτι

5021. ύφασμα(είδος) = β’λάρι = που προέρχεται από το υφασμένο διασίδι

5022. υφασμάτινες λουρίδες. = φιλυρούδια

5023. υφασματος (επεξεργασία) = μαντανίζου = πηγαίνω τα μάλλινα υφάσματα στο

μαντάνι για να σφίξουν τα υφάδια τους και τα στημόνια τους.

5024. υψωθείτε = ψηλουθείτι

5025. ύψωμα = ύψουμα

Φ
5026. φαγητό (είδος) = γιουμίδια = βραστά εντόσθια με σπανάκι και φρέσκα

κρεμμυδάκια ή εντόσθια καβουρδισμένα

5027. φαγητό (είδος) = ζιουματούρα = πρόχειρο φαγητό (ζεματιστό νερό, ψωμί,

λάδι, πιπέρι), σούπα με όσπρια και μπομπότα

639
5028. φαγητό (είδος) = κουσμάρι = πρόχειρο φαγητό (ξινισμένο φρέσκο ανάλατο

τυρί + αλεύρι)

5029. φαγητό (είδος) = μπλανόπ’τα =

πρόχειρο φαγητό (κουρκούτη με

λάχανα)

5030. φαγητό (τρόπος) = προσφαΐζω =

τρώω κάτι με το φαγητό για

οικονομία (συνήθως ψωμί)

5031. φαγητό = φαϊ

5032. φαγητού (είδος) = καπιτάνους

5033. φαγητου είδος = μαμαλίγκα = είδος φαγητού (κουρκούτη ή πίτα)

5034. φαγούρα = φαούρα

5035. φαγωμένα από αγρίμια = ζλαπουφαγουμένα = ζώα που έφαγε το άγριο ζώο

5036. φαλακρό = κουτρουλό = η σκεύος χωρίς χερούλι

5037. φαλακρός = γκόλιους

5038. φαλακρός = κουτρουλός , φαλαρός

5039. φαμελιά = φαμπλιά

5040. φανέλα = κατασάρκι = μάλλινη φανέλα απευθείας πάνω στο γυμνό σώμα, το

πρώτο ένδυμα

5041. φανερά = φώρα = αποκάλυψη κάποιου γεγονότος

5042. φανερό = μπιλί απ το belli

5043. φανερώνω = ξιτρυπώνου

5044. φαντασία = φαντασιά = λογισμός

5045. φάντασμα = ίσκιωμα, ίσκιουμα = δαιμονικό, η αρρώστια άνθρακας που έχει

δαιμονική χροιά

5046. φαντασμένος = φαντασμένους = αυτός που περηφανεύεται, εγωιστής.

5047. φαράγγι = λαγγάδι = στενή και μικρή κοιλάδα,

5048. φάρμακο = γιατρικό = ίαμα,

640
5049. φάρμακο = ιλάτσι, ιλιάτσι

5050. φαρμακοποιός = σπιτσιέρ’ς

5051. φάρσα = κασκαρίκα = πάθημα

5052. φάρυγγας = καταπιώνας

5053. φασαρία = νταουρλιό,βαζούρα = θόρυβος

5054. φασκιά = φασκιά = χοντρό μάλλινο σχοινί με το οποίο έδεναν τα σπάργανα

γύρω γύρω στο μωρό

5055. φασκιώνω = φασκιώνου = τυλίγω τα σπάργανα στο παιδί και τα δένω


5056. Φασκόμηλο = αλίφασκους =

Αλιφασκιά, Μοσχακίδη, το φυτό

σάλβια η τρίλοβος βγαίνει το

φθινόπωρο και μυρίζει όμορφα. Το

αφέψημα (τσάι) των φύλλων του

φυτού χρησιμοποιείται ως τονωτικό, αντιδιαρροϊκό, αντιβακτηριακό,

αντισηπτικό, καρδιοτονωτικό και σπασμολυτικό. Χορηγείται για την

αντιμετώπιση των τραυματισμών, των αφθών, της φαρυγγίτιδας και της

ουλίτιδας, ενώ λόγω της οιστρογονικής δράσης του είναι αποτελεσματικό στην

θεραπεία της αμηνόρροιας, της δυσμηνόρροιας και της λευκόρροιας. Επίσης,

ως τονωτικό του νευρικού συστήματος συνιστάται κατά των νευρικών

διαταραχών, της κατάθλιψης, του ιλίγγου, των νευραλγιών και υπέρ της

βελτίωσης της μνήμης (ενισχύει την οξυδέρκεια). Επίσης, το έγχυμά του δρα

κατά της ακμής, των μολύνσεων, των πληγών, των τραυμάτων, της αλωπεκίας

και των μυϊκών κραμπών.

5057. φασολάκια = παστάλες, παστάλις

5058. Φεβρουάριος = Φλιβάρ'ς

5059. φεγγίτης = φινέστρα = παραθυράκι στο κονάκι για φως,

5060. φέξη = περίοδος που αυξάνεται το φεγγάρι

5061. φέρεται εκτός ορίων = ξιτσαν’σμένους

641
5062. φέρνεσαι σαν χαζός = χαζουφέρνς

5063. φερτά υλικά = κατιβασμένα, κατεβασμένα = από τα νερά του ποταμού

5064. φέτα από ψωμί = σφήνα ψουμί = μεγάλη φέτα

5065. φέτος = φέτου

5066. φεύγα = φύβγα


5067. φήμη = άικουσμα

5068. φθινοπωριάτικος = χ’νουπουριάτ’κους

5069. φθινόπωρο = χνιόπουρου

5070. φθορά = φύρα = ελάττωση όγκου ή βάρους.

5071. φιάλη = μπουτίλια

5072. φίδι = όφιους

5073. φίδι (είδος) = ντιφλίτ'ς

5074. φίδι (είδος) = αστρίτ’ς, = είδος φιδιού με

στίγματα πάνω στο σώμα του με σχήμα σαν τα αστέρια

5075. φίδι (είδος) = μπούλιαρους

5076. φίδι (είδος) = σαπίτ’ς = ονομασία βουνίσιου

φιδιού

5077. φίδι (είδος) = τυφλίτ’ς, ντιφλίτς = είδος φιδιού

που είναι σκούρο καφε χοντρό και τυφλό ή βλέπει

ελάχιστα, γι’ αυτό είναι και πολύ δυσκίνητο

5078. φιδιού είδος = σαΐτα

5079. φιδιού είδος, ( ακίνδυνο) = λαφιάς

5080. φιδόδερμα = φιδόκαμψου, φιδουρούτι = παλιό δέρμα που πέφτει από το φίδι.

5081. φιδόχορτο = δρακουντιά

5082. φιδόχορτο = φιδόχουρτο (Δρακόντιον) = Το συναντούμε με τις ονομασίες

δρακοντιά, δρακόντι, φαί του φιδιού, σταφύλι του φιδιού, λιάρος ή φιδόχορτο.

Η δρακοντιά είναι ενδημικό φυτό που συναντάται στα Βαλκάνια, σε περιοχές

γύρω από τη Μεσόγειο. Το φιδόχορτο είναι αποχρεμπτικό στην περίπτωση

642
άσθματος και χρόνιου βήχα, ενώ είναι και δυνατό ευκοίλιο. Παλιότερα, ο

Διοσκουρίδης σύστηνε την ώριμη, ξεραμένη στον

ήλιο και κοπανισμένη ρίζα στους ασθματικούς, τη

σκόνη της ρίζας με νερό ως αφροδισιακό, τη

σκόνη ζυμωμένη με μέλι ως καθαριστική των

κακοηθών και φαγεδαινικών ελκών και τέλος τη

σκόνη ανακατωμένη με «λευκή άμπελο» (κουρμπένι ) ως καταστροφική των

πολύποδων (ακόμα και των καρκινωμάτων), καθώς και προληπτική του

δαγκώματος της οχιάς.

5083. φιλάω = .φ’λίου

5084. φιλλυρέα = φιλλύκι (φιλλυρέα η πλατύφυλλος) = το φυτό που αρέσει ιδιαίτερα

στα κατσίκια είναι στην οικογένεια

της ελιάς. Ένα φυλλαράκι από το

φυτό αυτό το βάνουμε μέσα στην

μπουκ’βάλα. Είναι σύμβολο

γονιμότητας των ζώων. Απαντάται

και ως φιλλύκι, φελλύκι,

αγριομυρτιά, γκρεουσιάδι, κ. ά.. Το

Γένος της περιλαμβάνει γύρω στα 6 είδη θάμνων ή δέντρων, με διαστάσεις όχι

πολύ μεγάλες. Είναι διαδομένη κυρίως στις παραμεσόγειες χώρες, και

καλλιεργείται στο ύπαιθρο, μόνον στις περιοχές με ιδιαίτερα ήπιο κλίμα. Στον

θάμνο αυτό αναφέρεται ο Διοσκουρίδης σαν Φιλλυρέα, ενώ στο ίδιο φυτό με

ένα λάμδα (Φιλυρέα) αναφέρεται ο Θεόφραστος, (Φυτών Ιστορία 1 , 9, 3

5085. φιλοξενία = φιλιά = επίσκεψη

5086. φιλοξενούμενος = ξένους, -η, -ου

5087. φιλοξενώ = φ’λεύου = τραπεζώνω, -ουμι φιλοξενούμαι

5088. φιλοξενώ = φιλεύω

5089. φιλώ = φλάου

643
5090. φίσκα = ντίγκα

5091. φκιασίδια = φκιασίδια = τα καλλυντικά και τα αξεσουάρ της εποχής καλλυντικά

και στολίδια της Σαρακατσάνας

5092. φλαμπουράρης = μπράτ’μους, μπράτμος = βλάμης

5093. φλαμπουριάρ’ς, μπράτ'μος = αυτός που ράβει το φλάμπουρα και τον κρατάει

στο γάμο . Είναι παλληκάρι ανύπαντρο που τους γονείς του στη ζωή.

5094. φλάμπουρο = φλάμπουρας = λάβαρο, σημαία του γάμου του γάμου Τα

παλιότερα χρόνια ήταν

βυσσινή πανί με σταυρό όπως

η Βυζαντινή σημαία τώρα

είναι η σημαία των

ΣπαχήδωνΤο ράψιμο του

φλάμπουρα είναι μια

κορυφαία στιγμή για το σπίτι

του γαμπρού και αποτελεί ξεχωριστή εκδήλωση την Παρασκευή το βράδυ. Οι

γυναίκες έχουν την πρωτοβουλία. Ο φλαμπουριάρης ή μπράτιμος ράβει το

φλάμπουρα με την καθοδήγηση των γυναικών και των κοριτσιών που

τραγουδούν. Ράβει το φλάμπουρα με τρία βελόνια και με τρεις κλωστές

(άσπρη, κόκκινη, γαλάζια) ή με τρία βελόνια και κόκκινη κλωστή ή με εννιά

βελόνια και κόκκινη κλωστή Πάνω στο φλάμπουρα εβάζαν γουργουλίδια και

κορδέλες τραγουδώντας το " Ράψε φλάμπουρα καλά θα γύρει ράχες και

βουνά, να μην τον σκίσουν τα κλαριά" κ.α τραγούδια των προζυμιών Ο

μπράτιμος κερνάει το φλάμπουρα. Στο τέλος τον χορεύουμε και τον στήνουμε

στη δεξιά μεριά από την πόρτα του κονακιού.

5095. φλάμπουρο μικρό = φλαμπουράκους = μαντίλι άσπρο (μικρός φλάμπουρας)

5096. φλαμπουρόξ’λου = ξύλο αγριοτριανταφυλλιάς το οποίο αποτελεί το κοντάρι και

τον σταυρό του φλάμπουρα. Ο σταυρός είναι στην κορυφή. Στις άκρες από το

σταυρό βάνουμε μήλα ή ρόδια.

644
5097. φλέβα= νταμάρι

5098. φλέγμα = χλέπι

5099. φλέτρας = πολύ αδύνατος άνθρωπος, ελαφρύς

5100. φλόγα από τη φωτιά = λαμπάδα = η λαμπάδα, λάβρα, (μτφ.) ισιόκορμος,

ευθυτενής άνθρωπος

5101. φλογέρα (είδος) = τζαμάρα = μακριά φλογέρα

5102. φλογέρα (είδος) = τζιράδι = μικρή φλογέρα

5103. φλογέρα =.φλουιέρα

5104. φλούδα δέντρου = σκανζλήθρα = η εκτινασσόμενες σε μικρά κομματάκια

φλούδες δένδρου που καίγεται

5105. φλουρί = ντούμπλα = μεγάλο και χρυσό (αξία δύο λίρες) μέσα σε καφάσι που

φορούν οι γυναίκες στο λαιμό με αλυσίδα

5106. φλουριά = φλουριά = τούρκικα χρυσά νομίσματα.

5107. φλύαρος = φαρφαλιάρ’ς = πολυλογάς,

5108. φοβάμαι = σκιάζουμι, κιοτεύω, κιουτεύου

5109. φοβάμαι = φρίττου = τρομάζω,

5110. φοβέρα = φουβέρτα.

5111. φοβητσιάρης = σκιαζούρ’ς, κιουτής, χιζούρ’ς, χιζιαρ’ς, κλανιάρ’ς, τσιρλιάρ’ς

5112. φόδρα = σουπάνι = εσωτερικό πανί,

5113. φονεμένος = φουνιμένους =, σκοτωμένος

5114. φορά = βουλά

5115. φορά (μια) = βολά (μίνια)

5116. φοράδα = φουράδα

5117. φοράδα (χρωματικά) = ρούσα = φοράδα με μελαχρινοκόκκινο χρώμα. Από τη

λέξη «ρούσιος» , που σημαίνει, κοκκινωπός, ξανθοκόκκινος

5118. φοράδα ασαμάρωτη = βιργινάδα

5119. φοράω άσπρα ρούχα = ασπρουφουρού = ρούχα γιορτινά, ρούχα χαρούμενα

645
5120. φορεσι΄ς (είδος) = μακιδόνις = μονοκόμματες και αμάνικες γυναικείες

φορεσιές.

5121. φορεσιά (είδος) = μπουλκάκι = κομμάτι της γυναικείας φορεσιάς.

5122. φορεσιά = αλαξιά = ρούχα, κυρίως τα εναλλακτικά ρούχα, ρούχα που τα

φοράω βγάζοντας άλλα

5123. φορεσιά γυναικεία (μέρος) = σαλιάρα = μπροστινό κομμάτι της γυναικείας

φορεσιάς από λεπτό καλό ύφασμα με πιέτες και δαντέλες) που το βάζουμε

γύρω από το λαιμό

5124. φορεσιά γυναικεία (μέρος) = τζιάκους = κομμάτι από τη γυναικεία φορεσιά

5125. φορεσιά(μέρος) = τσιαμαντάνι = γιλέκο,

κοντοσέγκουνο

5126. φορεσιά(μέρος) = χειρότια = κεντημένα

ακρομάνικα από τα κατασάρκια των

αγοριών και των εφήβων

5127. φορεσιάς μέρος = ξουμάν’κα = επένδυση

στα μανίκια της αντρικής φορεσιάς.

5128. φοροεισπράκτορας = τζιλέπ’ς

5129. φόροι = τζιλέπια

5130. φορτίο = μιριά

5131. φόρτωμα = φόρτουμα, φόρτωμα = η

διαδικασία για το ξεκίνημα του καραβανιού

5132. φορτίο πλάτης = ζαλίκι = το φόρτωμα στην πλάτη ανθρώπου. Από τη λέξη

«ζαλιά» = φόρτωμα

5133. φορτόνομαι στην πλάτη = ζαλικόνομαι = ζαλ’κώνουμι = βάζω το ζαλίκι στις

πλάτες μου.

5134. φορτώθηκα κάτι = ζαρκόθκα = έβαλα κάτι πάνω μου,

5135. φόρτωμα (στην πλάτη) = ζαλίκουμα

5136. φόρτωμα (τρόπος) = καμπάτ’κου φόρτωμα = ογκώδες φόρτωμα

646
5137. φόρτωμα = καμπάς = φόρτωμα με κλαριά ή χόρτα

5138. φορτώματος εξάρτημα = φουρτουτήρα = λεπτή φούρκα που χρησιμοποιείται

ως αντιστήριγμα στο φόρτωμα των ζώων για να μην γερνει το φορτίο όταν

φορτοθεί η μία μεριά

5139. φορτωμένο σύννεφο = βαλαντουτό σύγνιφου = που θα φέρει μεγάλη

κακοκαιρία

5140. φούρναρης = φουρνιάρς

5141. φουσκάλα = φουρδάκλα

5142. φουσκάλα στο δέρμα (φλύκταινα) = φουλτάκα

5143. φουσκάλα, φλύκταινα = καψαλήθρα = γεμάτη νερό φούσκα που βγαίνει στο

καμένο δέρμα

5144. φουσκώνω = τουμπανιάζω

5145. φουσκώνω = τσιτώνου = παραγεμίζω την κοιλιά μου, χορταίνω

5146. φουσκωτός = ανεβατός -ή -ό = για ψωμί που έχει πάθει ζύμωση και έχει

φουσκώσει, ένζυμος, σχέδιο βελονιάς σε κεντήματα

5147. φουστανέλας (μέρος) = λαγγιόλια = κομμάτια από ύφασμα κομμένα σε

τριγωνικό σχήμα που σχηματίζουν τις πιέτες στη φούστα ή στη φουστανέλα =

(μτφ.) κουτσομπολιά

5148. φούστες για ύφασμα = φουστίσιου

5149. φούχτα = χούφτα = η γροθιά, πυγμή, η λαβή από το σπαθί

5150. φράγμα = δέση = φράγμα σε ρέμα για να διοχετευθεί αλλού το νερό

5151. φράντζα = τσιαμπάς = τα μαλλιά από το κεφάλι που πέφτουν στο μέτωπο

5152. φράχτης = κλείσμα = το γύρω-γύρω της στρούγκας.

5153. φράχτης (είδος) = δέμα = μικρός φράχτης έξω από το μαντρί

5154. φρέσκο τυρί = χλουρό τυρί = τυρί ακόμα στην τσαντίλα.

5155. φροντίζω = τηρού, τηράου, τιμαρεύω = μτφ. δέρνω

5156. φροντίζω μόνος τον εαυτό μου = τηριέμαι, τηριώμι

647
5157. φρυγανιά = πυρουμάδα = φέτα ψωμιού πυρωμένη και από τις δύο πλευρές

(σαν φρυγανιά) Από τις ομηρικές λέξεις «πυρ» και «ωμός»= άψητος (Χ, 347

και μ, 396)

5158. φρύγανο = κότσιαλου

5159. φρύδια = αφρύδια

5160. φρύδια σαν γαΐτάνι = γαϊτανάτα αφρύδια

5161. φταίξιμο = φταίξους

5162. φτελιά = φτιλιάς = Η φτελιά ή κοινώς

και φτελιάς, φτιλιάς, φτελιός και στα

αρχαία ελληνικά γνωστή ως πτελέα ή

πτελέη, είναι αυτοφυές φυλλοβόλο

δέντρο που ανήκει στο γένος Ulmus.

Το ξύλο της φτελιάς είναι περιζήτητo.

Έχει μοναδικά νερά, συχνά με ίνες

«συνυφασμένες» (τα νερά αλληλoδιασταυρώνονται) έτσι η ξυλεία της δεν

σκίζεται εύκολα. Για χιλιετίες, ξύλο φτελιάς έχει χρησιμοποιηθεί στην

κατασκευή των κάρων, για τις σανίδες και ιδιαίτερα για τους αφαλούς των

ακτινωτών τροχών. Το ξύλο της φτελιάς δεν σκίζεται όταν οι ακτίνες χώνονται

στον αφαλό, ή μετά. H πρώτη γραμμένη αναφορά στη φτελιά (πτελέα) έγινε

στους καταλόγους στρατιωτικών εφοδίων της Κνωσού στη μυκηναϊκή εποχή.

Μερικά από τα άρματα είναι από πτελέα και οι κατάλογοι αναφέρουν

φτελιανούς τροχούς Ο Ησίοδος λέει ότι αλέτρια επίσης ήταν συνήθως από

πτελέα Επειδή δεν σαπίζει όταν είναι διαρκώς βρεγμένη, για αιώνες η ξυλεία

της φτελιάς χρησιμοποιόταν στην Ευρώπη για υδαταγωγούς και σωλήνες

νερού, και στην κατασκευή των υδραντλιών Ο Αριστοτέλης αναφέρει τη

χρήση του φυλλώματος της φτελιάς για κτηνοτροφή, μια χρήση που

συνηθιζόταν μέχρι πρόσφατα στην Ευρώπη και στην Aσία Ο Διοσκουρίδης

μάλιστα λέει ότι για τoν άνθρωπο τα νέα φύλλα μπορούν να βραστούν ως

648
χόρτα Σε χρόνια λιμού, ένα είδος αλευριού από ξερά φτελιάφυλλα

χρησιμοποιόταν επίσης για ψωμί Οι σπόροι είναι πιο θρεπτικοί, με 45%

πρωτεΐνη ]

5163. φτερά = φλέτρα

5164. φτέρη με θεραπευτικές ιδιότητες =

σκουρπουφτέρη

5165. φτηνόφλουδο = φτηνοπέτσκου

5166. φτιάξιμο του σώματος = φκιασιά

5167. φτιάξου = σιάξ = περιποιήσου,

5168. φτιάχνομαι = σιάζομαι

5169. φτιάχνω = φκιάνου

5170. φτιάχνω καλύβι = στήνου καλύβι

5171. φτιάχνω τον σκελετό της καλύβας γύρω γύρω = λουρουδένου = βάζω λούρια

γύρω γύρω για το σάλλωμα του κονακιού

5172. φτιάχνω τυρί. = τυρουκουμάου

5173. φτυάρι = φκιάρι

5174. φτύνω = φτύου

5175. φτωχαίνω = φτουχαίνου = αδυνατίζω

5176. φτωχός = τσιαπατόρ’ς = παρακατιανός

5177. φύγετε = φεύγιστι, φευγάστι

5178. φυλάει = φιλάει, φλάει = παραφυλάει, ωφελεί.

5179. φυλαχτό = γκόλφι , νηραϊδουσφόντ’λου

5180. φυλαχτό είδος = ασπρόβουλου

5181. φυλαχτό(είδος) = φιδουκιέφαλου

5182. φυλάω σκοπιά = καραουλάου, καραουλίζου

5183. φυλή = φάρα

5184. φύλλα για πίτες = πέτρα = που ανοίγονταν με τον πλάστη

5185. φυλλάδα = φ’λλάδα = βιβλίο, σημειωματάριο

649
5186. φυλλοκάρδια = φυλλουκάρδια = τα βάθη της καρδιάς οπου τα συναισθήματα.

5187. φυματικός = χτικιάρ’ς =αυτός που έχει χτικιό, αρρωστιάρης, μαραζιάρης

5188. φυματίωση = χτικιό = μαρασμός Παράγεται απο τη λέξη «εκτικός» = ο

πάσχων από στηθικό νόσημα. «Ηθικά» Πλουτάρχου, σελ. 202

5189. φυσάει = φσάει

5190. φυσέκι = φσέκι

5191. φυτίλι = φτίλι

5192. φυτό (είδος ) = γκάρα = υδρόφιλο μεγάλο φυτό σαν κρίνος με

μεγάλα και πλατιά φύλλα

5193. φυτό (είδος) = δεντρουμουλόχα

5194. φυτό (είδος) = κουκουσούλα = φυτό με

μικρό βολβό (τις τρώγαμε)

5195. φυτό (είδος) = κουλλτσίδα = φυτό που

κολλάει πάνω μας

5196. φυτό (είδος) = ξ’νήθρα = Οξαλίς = Το

όνομα της ετυμολογείται από τα αρχαία ελληνικά οξύς (= ξινός) και άλας (=

αλάτι). Παρότι το φύλλωμα της είναι τρίφυλλο ή τετράφυλλο δεν έχει καμιά

συγγένεια με το γνωστό μας τριφύλλι , με χρήση για ξεδίψασμα

5197. φυτό (είδος) ψάθα = κφο, ψαθί, ψαθα, σάζια = παπύρι,

ραγάζι ράπη, ρένα, τύφη. Στην Ελλάδα είναι πιο


συνηθισμένα η πλατύφυλλος (latifolia) τύφη και η

στενόφυλλος (angustifolia ή angustata) .Τα δύο είδη

ξεχωρίζουν σχετικά ευκολα..ή μεν πλατύφυλλος έχει πιο πλατιά φύλλα, που το

χρησιμοποιούμε για σάλλωμα στις βοηθητικές κυρίως εγκαταστάσεις, ενώ η

angustifolia πιο στενά και σκούρα που συνήθως εξέχουν κατα πολύ πάνω απ

το ανθοφόρο στέλεχος στο οποίο επιπλέον ξεχωρίζουν χαρακτηριστικά τα

θηλυκά (κάτω) και τα αρσενικά άνθη (πάνω) με ένα κενό περίπου 3 εκ.

650
5198. φυτό (είδος) = λαθούρι = το φυτό λάθυρος ο ήμερος και ο

καρπός του, φάβα.

5199. φυτό (είδος) = μπότσκα (ουργινέα η θαλάσσια) = φυτό με βολβό

που μοιάζει με ένα μεγάλο κρεμμύδι. Χρησιμοποιείται για

φυλαχτό στα κονάκια.

5200. φυτό λαδάνια (είδος) = κουνούκλα = Κίστος – Λαδανιά – Κουνούκλα –

Cistus incanus. Ανήκει στην οικογένεια

των Κιστιδών (Cistaceae). Εξαπλώνεται

στο μεγαλύτερο τμήμα της Μεσογείου

και είναι κοινό στην Ελλάδα. Είναι

θερμόφιλο φυτό, το οποίο απαιτεί

ξέφωτα και ηλιόλουστα μέρη. Αγαπάει τις πετρώδης θέσεις, τα φρύγανα και τα

διάκενα ημιορεινών δασών, τα φτωχά και ασβεστολιθικά εδάφη φυτό πόα και

με χρώμα μοβ που το αγαπούν πολύ τα πρόβατα.

5201. φυτό με το οποίο φκιάνουμε σκούπες = σουσούρα = Φθινοπωρινό ρείκι, σε

πλήρη άνθηση Έρικα ή σουσούρα, (Erica vertitillata or Erica

multipolyflora) ή κσούρι, ή πιρένι, τσαλί, κλαδί, χαμόρεικο, έρικας, τσάρο,

κισσούρι κλπ. είναι ονόματα που έχουν δοθεί στο φθινοπωρινό

ρείκι σε όλη την Ελλάδα από τους μελισσοκόμους. Είναι φυτό

με ιδιαίτερα μεγάλη μελισσοκομική αξία, αφού το μεν

φθινοπωρινό, δίνει στις μέλισσες τη γύρη που χρειάζονται, για να

αναδιοργανωθούν ενόψει χειμώνα, το δε ανοιξάτικο ανθοφορεί πολύ νωρίς,

με αποτέλεσμα να πιάνει τα μελίσσια στο ανοιξιάτικο ξεκίνημα. Η σουσούρα ή

Έρικα είναι αυτοφυές φυτό και γίνεται μικρός

θάμνος. Είναι φυτό ικανό να καλύψει ολόκληρες

πλαγιές αλλά και μεγάλες εκτάσεις. Πότε το

βρίσκουμε μόνο του και πότε μαζί με κουμαριές,

ανοιξιάτικο ρείκι, λαδανιές (Πήλιο - Κίσαβος - Ροδόπη - Νησιά Αν. Αιγαίου -

651
Πελοπόννησο, κλπ.)Τα άνθη της είναι μικρά και ροζ με αποχρώσεις προς το

μοβ με κόκκινους ανθήρες. Μόλις απανθίσουν παίρνουν ένα χαρακτηριστικό

καφέ-πορτοκαλί χρώμα.

5202. φυτό(είδος) = θρούμπι = μεσαιωνική ελληνική θρύμβη , αρχαία ελληνική

θύμβρη Ανήκει στην οικογένεια των Χειλανθών και το συναντούμε με τις

κοινές ονομασίες θρούμπα, γεροντόχορτο, θρούμπι,

θρύμπα, τραγορίγανος, ζαρμπούνιζαμπούρι, montana

ήthymbra, hortensis, spinosa και

cretica. Το θρούμπι είναι επίσης γνωστό με τα ονόματα

τραγόχορτο, γεροντόχορτο, σατουρέγια ή θύμβρα , θύμος, έρπυλλος,

χαμοθρούμπι και γαϊδουροθυμό. Καθώς επίσης είναι γνωστό και από την

αρχαιότητα με το όνομα θύμβρη (Διοσκορίδης, Θεόφραστος). Οι

θεραπευτικές ιδιότητες του φυτού ήταν γνωστές από την αρχαιότητα .Δρα ως

χωνευτικό χρησίμευε ως αφέψημα για τον πονόλαιμο, το βήχα, τον πονόδοντο

και τις πληγές στο στόμα, καθώς και ως απολυμαντικό για διάφορα σκεύη,

λόγω των αντιβακτηριδιακών και αντιμικρoβιακών του ιδιοτήτων. το

χρησιμοποιούσαν για περιπτώσεις ουρικής αρθρίτιδας, διάρροιας και διακοπής

εμμήνων. Βοηθάει παρά πολύ σε πεπτικά προβλήματα, κολικούς και σε αέρια

του στομάχου. Ανοίγει την όρεξη, είναι σπασμολυτικό, καταπραΰνει τις

νευροπάθειες, τις κρίσεις άσθματος, ενώ διώχνει την αϋπνία. Βοηθάει σε

περιπτώσεις αρθριτικών, σε ρευματισμούς και πετράς στα νεφρά. Σε

περιπτώσεις βαρηκοΐας είναι πολύ καλό. Αντιμυκητικό, αποχρεμπτικό,

διουρητικό και αφροδισιακό (το βοτάνι της ευτυχίας), ενώ σε εξωτερική χρήση

είναι αντισηπτικό σε πληγές και τσιμπήματα .Είναι μελισσοτροφικό φυτό.

5203. φυτό(είδος) = κρυφή φτέρη = φυτό που φυτρώνει σε βραχώδη μέρη και

χρησιμοποιείται για το άσθμα

5204. φωλιά = κούρνια = κουτουκούμασου, κοτέτσι, κοτέτς, κουτέτς, κουτέτσι,

κουτέτσους, κουτσίνα, κοταριό, κοκοτζέλι, ορνιθαριό, ορνιθοκούμασο,

652
καθικιά, κάτικας, κατίκ, κάτκας, κατιά, κιτάστρα,

κιτάστρια, κιτάς, γκαλινάρι, κούρνια, φωλιά, οβαστάριν,

πόνε, αγουμάς, αουμάς, αομάς, καπονάρα

5205. φωλιάζω = φουλιάζου = κάθομαι σ’ ένα μέρος για

αρκετό διάστημα, μένω άπραγος.

5206. φωλιάζω = κουρνιάζου

5207. φωνάζει νευρικά = τσιακατάς = κάνει φασαρία μιλώντας με νεύρα

5208. φωνάζω = κράζου = καλώ κάποιον

5209. φωνάζω = σαλαϊόμι = κάνω σάλαγο, θόρυβο, φασαρία.

5210. φωνάζω = κρένω

5211. φωνάζω αγριεμένα = μπήγου φουνή

5212. φωνάζω από πόνο = βελάζω = φωνή προβάτου, φωνάζω δυνατά όπως τα

πρόβατα, άνθρωπος που δεν έχει καμιά σοβαρότητα και λέει ανοησίες

5213. φωνάζω δυνατά = χουιάζου

5214. φωνάζω δυνατά = μπήγου φουνή

5215. φωνάζω δυνατά = σκούζου

5216. φώναξα από πόνο = βέλαξα (απ 'τον πόνο) = φώναξα δυνατά ή πόνεσα πολύ

5217. φώναξε = χουαϊαξε

5218. φωνές = σαλαητά = φωνές και σφυρίγματα με τα οποία κατευθύνω το

κοπάδι.

5219. φωνές δυνατές = σκούξιμο

5220. φωνές δυνατές = χουιατά

5221. φωνή (ελάχιστη) = άχνα = ανάσα,

5222. φωνή του αλόγου = χλιμίτρισμα

5223. φωνή των ζώων = βέλασμα (ομηρ. βλήχομαι)

5224. φως = φέξος, φέξου

5225. φωτιά βάζω = μπήγου φουτιά

653
5226. φωτιάς άναμα(τρόπος) = πρυουβουλού = προσπαθώ να ανάψω φωτιά με τον

πρυόβολο

5227. φωτιάς εργαλείο = ξυθάλλι,. ξιθάλι, ξυθάλ(ι) = μακρύ ξύλο λίγο κυρτό που

ανακατεύουν τα κάρβουνα Από τις ομηρικές λέξεις «ξέω» = ξύνω και

«αιθάλη» = στάχτη, καπνιά

5228. φωτίκια = τα δώρα του νονού κατά το βάπτισμα Σε κάποιες περιοχές (οι

Πολίτες Σαρακατσάνοι) έπερναν τα φωτίκια στην εφηβία και σταματούσαν

από εκει και μετά τα δώρα σε γιορτές. Αποτελούσαν μια ολόκληρη αλαξιά από

ποδήματα μέχρι καπέλο Παράγεται από το ρήμα «φωτίζω» =δίνω φως.

5229. φωτισμός = φέξη

5230. φωτογραφία = κάρτα

Χ
5231. χ’μουνίσιους, -α, -ου = χειμωνιάτικος.

5232. Χ’μουνουκαλόκιρου = όλος ο χρόνος

5233. χ’νόπουρους, χ’νουπώρι = το φθινόπωρο

5234. χ’νουπουριάζει = φθινοπωριάζει.

5235. χάδια = χάϊδια

5236. χάζεμα = κούτιασμα

5237. χαζεύω = χάσκου

5238. χαζό = παρασάνταλου, παρασάνταλο

5239. χαζοκουβεντιάζω = σαλουγκβιντιάζου

5240. χαζολογάς = χαζαναφέρς

5241. χαζός = χλιάρας = βλάκας


5242. χαζούλης = αγαθούτσ’κους

5243. χαθήκαμε = χάθκαμαν

5244. χάθηκε = αμούντι, εξαφανίστηκε

5245. χάθηκε άδικα = θράσιου = το ψοφίμι, , δεν πρόλαβε να το σφάξει

654
5246. χαϊδεμένο κορίτσι = τριανταφυλλούλα
5247. χαϊδευτικό = αηδουνούλαμ = χαϊδευτικό κοπέλας.

5248. χαιρετίσματα = δέοντα, δέουντα = πρέποντα, από το δέον = πρέπον

5249. χαλαρός = μπόσκους = μπόσικος, μπόσκος, γκεβσέκης, γκιφσένκους,

κεφσέκης, λάμπαμπους, λάσκος, υποχωρητικός από το boş

5250. χαλάρωσα = απόλ’σι του κουρμί = ξεκουράστηκα

5251. χαλασμός = χαλασιά = καταστροφή και κοσμοχαλασιά.

5252. χαλικάκια. = λιανουχάλ’κα

5253. χαλινάρι = χαλνό = δερμάτινο εξάρτημα σαν καπίστρι με μικρη μεταλική

ραβδο που μπαίνει στο στομα για να οδηγείς το άλογο, τα γκέμια

5254. χαλινάρι = καπίστρι

5255. χαλινάρι = γκιέμι

5256. χαλκοποιοός = χαλκιάς

5257. χαμηλά = χαμπλά

5258. χαμηλή όραση = θαμπά

5259. χαμηλό τίμημα = κουψουχρουνιά = στη διάρκεια της χρονιάς, χωρίς να

τελειώσει η χρονιά

5260. χαμηλόφωνα = σιγαλά

5261. χαμηλώνω = χαμπλώνου

5262. χαμογελάω σε κάποιον = προσγιλάου

5263. χαμοκέρασα = χαμουκιέρασα = οι άγριες φράουλες. Το χαμοκέρασο (αρχ.:

χαμαικέρασος) (Fragaria vesca, Χαμαικέρασος η λεπτή) κοινώς ονομάζεται

αγριοφράουλα και είναι ένα φυτό των δασικών εκτάσεων

5264. χαμόκλαδα με λουλούδια = ίτσια

5265. χαμομήλι = παπαδίτσα, χαμόμλου = ή χαμοπούλα, (marticaria chamemilla)

πήρε το όνομα του από το άρωμά του (μήλο του εδάφους) και ο πρώτος που

αναφέρει τις ευεργετικές του ιδιότητες είναι ο Ιπποκράτης (460-370 π. Χ.), ο

πατέρας της Ιατρικής που το θεωρούσε εμμηναγωγό και φάρμακο κατά της

655
υστερίας Έχει αντιβακτηριδιακές και αντιφλεγμονώδεις δράσεις και είναι το πιο

χαλαρωτικό ρόφημα.

Καταπολεμά τους κυρίως

πολλούς ιούς και

χρησιμοποιείται συνήθως κατά

του έλκους του στομάχου. Έχει

επίσης παρατηρηθεί ότι η

συνεχής χρήση του μειώνει σημαντικά το ουρικό οξύ στο αίμα, γεγονός που

πιθανόν να προσφέρει τις θεραπευτικές του ιδιότητες για ασθενείς πάσχοντες

από ποδάγρα. Το ρόφημα του είναι καλό για το στομάχι, για τον βήχα, για

τους πόνους της κοιλιάς και της εμμηνόρροιας (περιόδου) των γυναικών, για

τον λαιμό και για την βραχνάδα. Η πιο διαδεδομένη ιδιότητα του χαμομηλιού

είναι η ικανότητα του να ηρεμεί τα νεύρα και να ανακουφίζει και ηρεμεί από

τα έντονα προβλήματα που μας απασχολούν καθώς επίσης μας βοηθάει να

αντιμετωπίζουμε φυσικά την αϋπνία. Η καταπραϋντική του δράση βοηθάει

στην ανακούφιση των παιδιών από τους πόνους της οδοντοφυΐας. Το τσάι

από χαμομήλι έχει και αντιπηκτικές ιδιότητες. Μειώνει τη συγκόλληση των

αιμοπεταλίων. Έχει συνεργιστική δράση με φάρμακα που χορηγούνται σε

ασθενείς με καρδιοπάθεια ή κίνδυνο για εγκεφαλικά επεισόδια και προσφέρει

επιπρόσθετη αντιπηκτική δράση. Επίσης δρα σε συνέργια με ηρεμιστικά ή

υπνωτικά φάρμακα. Για τους λόγους αυτούς οι γιατροί των ασθενών που

παίρνουν αντιπηκτικά, υπνωτικά ή ηρεμιστικά φάρμακα πρέπει να γνωρίζουν

εάν οι ασθενείς τους καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες από χαμομήλι. Επίσης

όταν τα νήπια είχαν πόνους στην κοιλιά τους έδιναν χαμομήλι για να

καταπραϋνει ο πόνος.

5266. χανιάτικα = αχανιάτ’κα = χρήματα που πληρώνει ο τσέλιγκας στα χάνια

5267. χάνουν τελείως το γάλα τους τα πρόβατα = στιρφεύουν τα πρότα

5268. χαντακώθηκα = χαντακώθκα

656
5269. χάπι = χάπιου

5270. χάπια = χάπιις

5271. χαράζει για τα καλά = ξιχαράζει

5272. χαρακιά, κάνω = χαρακιάζου = χαράζω για να κόψω κάτι, χαράζω κάποια

ενέργεια

5273. χαρακτηριστικός = σ’μαδιακός = σπάνιος


5274. χαραμάδα = αγραμάδα

5275. χαραμάδα σε βράχο = γράβα, γράδα = σχισμή στο βράχο.

5276. χαραυγή = χαραή

5277. χαραυγή = θαμπουξικίν’μα = το κίνημα της στάνης για τα χειμαδιά ή τα βουνά

5278. χάρος = χάρους = αλλα και κακός, αντιπαθητικός άνθρωπος

5279. χαρούμενα ρούχα = ασπρόρουχα = άσπρα

5280. χαρούπια = καρούμπις, ξυλουκιέρατα

5281. χαρούπια = καρούμπις

5282. χάση φεγγαριού = χάση = περίοδος που μειώνεται το φεγγάρι

5283. χασομεράω = χασουμεράου = χάνω το χρόνο άσκοπα

5284. χασομέρης = χασουμέρς = ο αργοκίνητος, ο αργός

5285. χασομέρια = χασουμέρια = χαμένος χρόνος, καθυστέρηση που προκαλεί

χάσιμο χρόνου.

5286. χάσου = χούμπουσι, χουμπόσ

5287. χαστούκι = μπατσαλιά

5288. χαστουκίζω= μπατσαλίζου , μπατσαλάω

5289. χαψιά = χάψα, χαψιά = μπουκιά Από το ρήμα «χάπτω» = ανοίγω το στόμα

μου

5290. χείλη φουσκωτά = τζουραχείλ’κα = πρησμένα χείλη

5291. χειμαδιά = χ’μαδιά = τόπος που ξεχειμωνιάζουν οι κτηνοτρόφοι με τα κοπάδια

τους

657
5292. χείμαρρος = ρέμα = ποτάμι που κατεβάζει μόνο το χειμώνα η μετά από πολύ

βροχή

5293. χειμώνας = βαρυχειμουνιά = δύσκολος χειμώνας, βαρύς μεγάλης διάρκειας και

πολύ κρύος χειμώνας

5294. χειμωνιάζω = χειμάζου = προκαλώ χειμώνα, προκαλώ κακοκαιρία , παράξενη

συμπεριφορά

5295. χειραψία =χειρουδώσμο

5296. χειροποίητο = χειρουφκιασμένου

5297. χεριά = χειργιά = ποσότητα που μπορούμε να πιάσουμε με το χέρι,

μπουκέτο

5298. χεριά = χιργιά = όσο χωράει η παλάμη

5299. χέρια (χαρακτηρισμός) = ξηραχουμάρα = χέρια σαν ξερά ξύλα που δεν πιάνουν,

απραξία, το να κάθεσαι με τα χέρια σταυρωμένα, νωθρότητα.

5300. χεριά θεριστή = χερόβολο = ποσότητα σταχυών που μπορεί να κρατήσει με το

ένα χέρι αυτός που θερίζει

5301. χερούλι = χειρούλι

5302. χερούλι σκεύους = αρβάλι = χειρολαβή. το ίδιο το σκεύος

5303. χερσότοπος = μπαϊρι = ακαλλιέργητο (μικρό ύψωμα συνήθως) , πλαγιά ,

λόφος

5304. χέστης = χιζούρ’ς

5305. χθεσινό = χτισνό

5306. χθεσινοβραδινό = ψισνό

5307. χιλιάρικο = χλιάρκου

5308. χιλιοτρυπημένο = πάρπαλου = κομμάτια απ τις τρύπες

5309. χιονίζει και ρίχνει μεγάλες νιφάδες = τ’λούπις ρίχνει

5310. χλιαρά = ανάχλια = σιγά-σιγά, με μαλακό τρόπο

5311. χλιαρό = χλιό

5312. χλιμιντρίσματα = χλιμιτρίσματα = φωνές αλόγων

658
5313. χλωρό γινομένο στάχυ = ψάνα

5314. χλωρό τυρί = χλουρό τυρί

5315. χνουδάτη στο λαιμό και στο μέτωπο = γατσόμαλλα

5316. χόβολη που τη χρησιμοποιούμε ως θεραπευτικό μέσον στα κρυολογήματα, ως

θερμοφόρα = σταχτουπύρι

5317. χόνδρος = κριτσιαλίδα, κριτσιανίδα = χόνδρος που βρίσκεται ανάμεσα στα

κόκκαλα, τραγανάδι από το αφτί

5318. χοντροκαμωμένος = χουντρουκουπάνι

5319. χοντρόπετσος ,είναι = γαϊδουρουτόμαρου είνι = είναι ασυγκίνητος

5320. χοραφιού (μέρος) = δουμός, δομός = το σύνορο μεταξύ χωραφιών,

ακαλλιέργητο, που το έβοσκαν τα πρόβατα, κάθε σειρά από σάλλωμα στη

σκεπή

5321. χοροπατάει σαν να χορεύει = συγκαθάει

5322. χορός (είδος) = κτσάδ’κους

5323. χορός (είδος) = κάτσα = χορός αλλα και χορευτική φιγούρα. Είναι κλέφτικος,

ανδρικός χορός. Χορεύονταν κυρίως από τους Σαρακατσάνους της

Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης και το κύριο χαρακτηριστικό του είναι

ένα κάθισμα των χορευτών, που ονομάζεται ‘’κάτσα’’. Έχει δύο μέρη, το αργό

και το γρήγορο σήκωμα. Το πρώτο μέρος είναι κυρίως τραγουδιστικό με

βήματα πολύ αργά. Το δεύτερο μέρος είναι γρήγορο και τα βήματα είναι

ζωηρά σε ρυθμό. Στους Σαρακατσάνους της περιοχής μας, η ‘’κάτσα’’ ήταν ο

επίσημος χορός που χορευόταν από το γαμπρό τη μέρα του γάμου. Φυσικά

δεν υπήρχε Σαρακατσάνικο γλέντι χωρίς ‘’κάτσα’’.

5324. χορός (είδος) = σταυρουτός = χορός στον οποίο οι χορευτές ενώνουν τα χέρια

τους και σχηματίζουν το

σχήμα του σταυρού.

Σταυροφορούντες οι

Σαρακατσάνοι των οποίων

659
οι γυναίκες κάνουν τατουάζ στο μέτωπο και στα χέρια. Είναι δε τέτοιο το

καμάρι που όταν θέλουν να δείξουν σε κάποιον ότι τον εκτιμούν αφάνταστα

χρησιμοποιούν τη φράση: “Σ΄ έχω σταυρό στ’ μπάλα (μέτωπο)”. Σταυρός η

κατσούλα στην κορυφή της καλύβας, σταυρός στα κεντημένα ρούχα, σταυρός

ο χορός τους (σταυρωτός).

5325. χορός στα τρία = καλτσάτκους

5326. χορός στα τρία = στα τρία, απλουτός

5327. χοροστάσι = χουρουστάσι = αλώνι για χορό, ξέφωτο για χορό στο οποίο

πιστεύουμε ότι μαζεύονται οι νεράιδες και χορεύουν.

5328. χόρτα = νάνις λαχανικό "Νάνες" άγρια χόρτα σαν σπανάκi


5329. χορταίνω εντελώς = ρουπώνου = παραχορταίνω

5330. χορτάρι (ειδος) = γιελαντζούρι = πρώιμο ανοιξιάτικο χορτάρι.

5331. χορτάρι (είδος) = γούρδας = ανοιξιάτικο χορτάρι που, όταν το τρώνε οι άσπρες

προβατίνες, κοκκινίζει το σώμα τους

5332. χορτάρι (είδος) = ξυνήθρα = χορτάρι με ξινή γεύση

5333. χορτάρι για βοσκή κατάλληλο από μεγάλα κυρίως ζώα = στριβάδι

5334. χορταριάζει (αρχίζει να) = μιτιάζει ου τόπους

5335. χορταριάζει ο τόπος = μύτιασι ου τόπους = άρχισε να βγάζει χορτάρι.

5336. χόρτασα τρώγοντας και σταματώ = ρούπωσα = έφαγα και χόρτασα

5337. χόρτο(είδος) = λιβιθουχόρταρου (αρτεμισία η κοινή) = χορταρικό το οποίο

χρησιμοποιούμε για τα σκουλήκια στα έντερα

5338. χουβαρντάς = απλόχερος

5339. χουζούρι = ραχάτ(ι) = ανάπαυση, τεμπελιά.

5340. χούνη = χούνη = κοιλότητα ανάμεσα σε πλαγιές, στενή λαγκάδα

5341. χούφτα (περιεχόμενο) = πλόχειρου = όσο

χωράει η χούφτα ενός χεριού

5342. χουχουλίζω = χουχουλάου = θερμαίνω κάτι με

την εκπνοή του αέρα

660
5343. χοχλάζει το νερό = χουχλάζει του νιρό

5344. χρεμετίζει = χλιμιτράει = η φωνή του αλόγου .

5345. χρεώστης = χριουστής = αυτός που χρωστάει,

5346. χρήματα = λιπτά, λιφτά

5347. χρήματα = παράδις

5348. χρήματα = όβουλα

5349. χρήματα για προμηθευτή = απουδουτ’λίκια = χρήματα με τα οποία το

τσελιγκάτο τον πληρώνει


5350. Χριστός = Άης

5351. Χριστόψωμα = Χριστόψουμα Ήταν γνωστό ότι Σαρακατσάνοι έφτιαχναν

δύο Χριστόψωμα. Το πρώτο, το καλύτερο και με τα πιο πολλά κεντίδια, είναι

για τον Αη (τον Χριστό). Πάνω του σκάλιζαν ένα μεγάλο σταυρό , φεγγάρι με

πέντε λουλούδια. Το δεύτερο, η τρανή Χριστοκουλούρα, είναι για τα πρόβατα.

Ιδιαίτερη τιμή για τα ζωντανά των Σαρακατσάνων ώστε να τα έχει καλά ο

Χριστός. Στη Χριστοκουλούρα παριστάνεται με ζύμη, όλη η ζωή της στάνης,

δηλαδή, η μάντρα, τα πρόβατα, οι βοσκοί κ.α.

5352. χρονιά κακή = λειψουχρουνιά = ελλείμματική χρονιά,

5353. χρονιάρα κότα = π’λακίδα

5354. χρονιάρικος = χρουνιάρ’κους

5355. χρονικό διάστημα (μεγάλο) = ζαμάνι

5356. χρυσαφένιος (από χρυσό) = μαλαματένιους, -α, -ου = αυτός που είναι από

χρυσό, λαμπρός-η-ο

5357. χρυσό φλουρί = χρυσόφλουρου

5358. χρυσός = μάλαμα = χρυσάφι. πολύ καλός, με καλό χαρακτήρα, αισθήματα κ,α.,

είναι πολύ καλός.

5359. χρυσοχόος = χρυσικός, σαράφ'ς

5360. χρώμα = καλιμπαρδί, του χρώμα πολύ κοντά στο πορτοκαλί.

661
5361. χρώμα = σίβους, -α, -ου = αυτός που το χρώμα του είναι μεταξύ γκρι και

μπεζ.

5362. χρώμα αλόγου = αστιράτου = άλογο που έχει άσπρο μπάλωμα στο πρόσωπο.

5363. χρώμα ανοιχτό γαλάζιο = νηρουγάλαζιου

5364. χρώμα προβατίνας = ασπρουνόρα, -κου = μαύρη προβατίνα που έχει άσπρο

την άκρη από την ουρά της, η μαύρο αρσενικό πρόβατο που έχει άσπρη την

άκρη από την ουρά του

5365. χρώμα προβατίνας = καλέσια = άσπρη προβατίνα με μαύρες βούλες στο

κεφάλι

5366. χρώμα προβατίνας = καλιγούσια = λάια (μαύρη) προβατίνα με άσπρα πόδια ή

άσπρους δακτύλιους στα πόδια


5367. χρώμα προβατίνας = αλαφότριχη = προβατίνα που έχει άσπρες και μαύρες

τρίχες ανακατωμένες

5368. χρώμα προβατίνας, γίδας = κάλισια = άσπρη προβατίνα με μαύρες κηλίδες

στο πρόσωπο και στα πόδια

5369. χρώμα φοραδας = αστέρου = φοράδα με άσπρο μπάλωμα στο πρόσωπο.

5370. χρώμα.λαχανί = νηρουπράσινου

5371. κυλμόχτενο = κιλιμόχτινου = ειδικό χτένι που το βάζω στον αργαλειό, όταν

υφαίνω κιλίμια.

5372. χτενίζω το μαλλί ξεμπλέκοντας το = ξαίνω =. Ομηρική λέξη. Οδύσσεια χ, 423

5373. χτενίσματος είδος = κουκουρέτσι = μαλλί τυλιγμένο με σιρίτια που μπαίνει στο

χτένισμα του κεφαλιού της γυναίκας ψηλά στο μέτωπο.

5374. χτες βράδυ = ψες, ιψές

5375. χτυπάω = κρούου ,

5376. χτυπάω με τα κέρατα = κουντράου

5377. χτύπημα = βάριμα, βάρεμα = πληγή, τραύμα, το βάρεμα των προβάτων στη

στρούγκα

5378. χτύπημα = τσιουκάν’σμα

662
5379. χτύπημα του μαλλιού = βέργισμα = διαδικασία (χτύπημα με τριχιές) που

ακολουθούν οι γυναίκες για να καθαρίσουν το τραγόμαλλο, έδέναν όχι σε ίσιες

αποστάσεις τέσσερα βεργόσκοινα φτιαγμένα από κανάβι σε ένα ξύλινο

κοντάρι που τόχε πλακωμένο με μεγάλες πέτρες. Μια οργιά περίπου το κάθε

βεργόσκοινο κι όλες οι άκρες είχαν δεθεί σε ξύλο δυο σπιθαμές περίπου. Το

ξύλο αυτό κράταγαν οι βεργίστρες και μαυτό έδερναν με δύναμη τα

τραγόμαλλα που έστρωναν καταγής, κάτω από τα βεργόσκοινα. Κι έβλεπες

τότες τα μαλλιά, να χτυπιούνται, να σκορπίζονται, να ξεπετιούνται, να

ανοίγουν και στο τέλος να πέφτουν εδώ κι εκεί. Αφηνε κάτω τα σκοινιά η

βεργίστρα, συμμάζευε τα μαλλιά και τάκανε τλούπες.

5380. χτύπησα = τσακίσκα

5381. χτύπησα το κεφάλι μου = κούντρισα

5382. χτυπώ = βαρού = ηχώ (χτυπώ μουσικό όργανο π.χ, τζαμάρα, κλαρίνο κ.α),

αλλα και σκοτώνω βαρού τα πρότα πιέζω τις προβατίνες να περάσουν στη

στρούγκα, για να τις αρμέξουν οι αρμεχτάδες. βαρού τζαμάρα παίζω τζαμάρα,

βαρού του γάλα = το αποβουτυρώνω, πυροβολώ, ρίχνω (βάρεσαν τουν

Γιάννου = τον χτύπησαν η τον πυροβόλησαν )

5383. χτυπώ = τσουκανάου = κρούω, συγκρούω, βαράω. Από τη βυζαντινή λέξη

(Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος) τσουκανίζω. Από το ρήμα αυτό προφανώς

παράγεται και η λέξη «τσόκου» = σφυρί

5384. χτυπώ (τρόπος) = πιτσώνου = χτυπώ στο πρόσωπο κάποιον με την παλάμη,

επιδιορθώνω τα υποδήματα κολλώντας ένα πετσί, ένα κομμάτι δέρμα

5385. χτυπώ με το χέρι μου = καταχειρίζου = χαστουκίζω

5386. χυλός = χ’λός = πρόχειρο φαγητό (βραστό αλεύρι).

5387. χυλός = χ(υ)λός = αλεύρι βρασμένο με νερό ,

5388. χυλός (είδος) = κατσιαμάκι = (καλαμποκίσιο αλεύρι +αλάτι + πιπέρι + λάδι)

5389. χωριάτες = χουριάτις = κάτοικοι των χωριών μη Σαρακατσιαναίοι.

5390. χωριατεύω = γκρικεύου = γίνομαι χωριάτης. παντρεύομαι χωριάτη

663
5391. χωρίζω (το κοπάδι των γκαστρωμένων) = γκαστρουχουρίζου = χωρίζω από το

κοπάδι αυτά που θα γεννήσουν σε λίγο

5392. χωρίς = διχώς


5393. χωρίς βρακί = άβρακουτους

5394. χωρίς θόρυβο = απαγάλια

5395. χωρίς κέρατα = σιούτα = αυτά που δεν έχουν κέρατα


5396. χωρίς κουδούνι = άκυπρου = ζώο χωρίς κουδούνι (κυπρί).

5397. χωρίς ουρά = κουλουβό

5398. χωρίς παπούτσια = ανυπουδησιά = κακομοιριά, φτώχεια.

5399. χωρίς σημάδι πάνω του = ασήμαδο, -δους

5400. χώρισμα = χουρ’σιά = ομάδα, δόση

5401. χωρισμός = ξιχουρισμός (πχ της μάνας απ τη κόρη στο γάμο)

5402. χώρος ζώων (ειδικός) = στάλος = χώρος που κοιμούνται τα ζώα να γλυτώσουν

την κάψα του μεσημεριού , τόπος με σκιά για το κοπάδι. Παράγεται πιθανόν

από τη λέξη «στάλιξ-ικος» = πάσσαλος στο οποίο προσδένονται δίκτυα.

5403. χώρος ή δοχείο στο οποίο συγκεντρώνουμε τη στάχτη = σταχτουλόους

Ψ
5404. ψαλίδι = ψαλίδι = αρχαία "ψαλίς" Aρx.,ίδιο ύψος, ίδια ηλικία, ίση αξία

5405. ψαλίδι (ειδικό) = πρατοψάλιδο = ψαλίδι κουρέματος προβάτων

5406. ψαλίδι για το κούρεμα = κουρουψάλ’δυο

5407. ψάχνω = σγαρλάου, σγαρλεύου

5408. ψάχνω = χαλεύω

5409. ψάχνω και ρωτάω = ψαχνουρουτάου

5410. ψείρες, τα αβγά τους = κόντις

5411. ψευτιά = ψιφτιά

5412. ψεύτικος (κοντός και αδύνατος) =

απόσουσμα

664
5413. ψευτοπαλληκαράς = κάργας

5414. ψηλά = αψήλου (τ’) = σε ύψος

5415. ψηλά = λιανά = λεπτά ,

5416. ψηλά σε ύψος = ψλά

5417. ψηλός = αψηλός

5418. ψηλώνω = αξαίνω = μεγαλώνω

5419. ψήνω = ψένου

5420. ψιλά = λιανόματα = μικρά κομμάτια από κάτι,( β.λ. λιανώματα)

5421. ψιλά κέρματα = ψλά

5422. ψιλά κομματια κρέατος = λιανώματα = τα μικρά κομμάτια από το λίανισμα

του κρέατος, "…. Ηταν καμιά τριανταριά όλοι-όλοι. Οι πλειότεροι ήσαν

Σαρακατσάνοι. Σαρακατσάνος ήταν κι ο καπετάνιος…… Κι ΄ελέγετο

Θανάσης Μπαλατσός. Έφεραν τα ψητά. Τα λιάνισαν τα παιδιά με τα

δάχτυλα και με τα χατζάρια. Ο καπετάνιος

έβγαλε την δεξιάν πλάτην τού ενός και την

έδωκε τού ψυχοπατέρα τον Γέρου-Δήμου,

και τά λιανώματα τά μοίρασε με ψωμί σ'

όλους γύρα-γύρα. Την εκαθάρισεν ο

ψυχοπατέρας την πλάτην του ψητού με τον

σουγιάν και είπε, καλά σημάδια για την ώρα

απάνου της…", ( διήγημα του Κ. Κρυστάλλη)

5423. ψιλοβόσκω = τσιαχαλίζου

5424. ψιλοβρέχε = λιανουψιχαλίζει

5425. ψιλοδουλειές = κουτσουδούλια

5426. ψιλοκοσκινίζω = ψιλουκοσκινού = τα υπολογίζω όλα, με απασχολούν και

νοιάζομαι για όλα

5427. ψιφτιά = χρησιμοποιείται κατά της ελονοσίας και του κοκίτη,

5428. ψίχα του ψωμιού = απαλό

665
5429. ψιχαλίζει = λιανουβρέχει

5430. ψιχαλίζω = ψ’χαλίζου

5431. ψίχουλα = μπουμπόλια

5432. ψίχουλα=. τρίμματα, θρύψαλα, (μτφ.) λίγα

χρήματα.

5433. ψίχουλο = τριμμόψα

5434. ψόφησα στην κούραση = μ' απουγίνκι

5435. ψοφίμι = λέσι, λέσιου = απαίσια μυρωδιά

5436. ψυχικό σθένος = τακάτι

5437. ψυχογιός = ψυχουγιός = πρωτοπαλλήκαρο του καπετάνιου.

5438. ψυχολειτουργιά = αναπάψουμα

5439. ψυχοπλακώνομαι = κουπώνει η καρδιά

5440. ψύχρα = παγάδα

5441. ψωμάκια = μοιράσματα = που μοιράζονται για τις ψυχές των νεκρών

5442. ψωμάκια μνημοσύνου = ψυχούδια = ψωμάκια που τα μοιράζουμε σε

μνημόσυνο μικρού παιδιού.

5443. ψωμί = ψουμί

5444. ψωμί = ψουμί

5445. ψωμί σιταρένιο = καθάριου

5446. ψωμί (είδος) = φταλειά = είδος σιταρένιου ψωμιού που παρασκευάζεται με

ζυμάρι και τυρί και ψήνεται στη φωτιά

5447. ψωμί (είδος) = μπομπότα = το

ψωμί από καλαμποκάλευρο

5448. ψωμί καλαμποκίσιο =

μπουμπότα

5449. ψωμι με προζύμι = ανιβατό =

ψωμί που είναι φτιαγμένο με

προζύμι (υψώνεται)

666
5450. ψωμί που δεν είναι καλά ψημένο = κρατάει του ψουμί.

5451. ψωμοτύρι = ψουμουτύρ = ψωμί με τυρί, συνήθεια

5452. ψώρα (είδος) = γκαμηλουψώρα = ψώρα που δε γιατρεύεται.

Ω
5453. ώμοι = νόμια

5454. ωμοπλάτη = πλάτη

5455. ώμος = νώμους

5456. ωραίος = καλός = όμορφος,

γερός, υγιής.

5457. ωρίμαζαν = γίνουνταν,

γένουνταν

5458. ωριμάζει το τυρί = ψένιτι

του τυρί

5459. ώριμο = γινουμένο

5460. ώριμο φρούτο = ζούλιο

5461. ωφέλειες = απουλαυές = κέρδη.

667
668
669
670

You might also like