You are on page 1of 10

109

Η ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ
ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΩΝ ΣΛΑΒΩΝ
ΤΟΝ 18ο ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΙΣΟ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ

ΑΝΤΩΝΙΟΣ-ΑΙΜΙΛΙΟΣ Ν. ΤΑχΙΑΟΣ

Ἡ ἀκτινοβολία τὴν ὁποία εἶχαν κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ βυζαντινοῦ


κράτους τὰ ἑλληνικὰ γράμματα στὸν κόσμο τῶν Σλάβων γενικῶς, ἀλλὰ
ἰδιαιτέρως σὲ ἐκεῖνον τῶν Βαλκανίων, ἔχει ἐπανειλημμένως ἀπασχο-
λήσει τὸν κύκλο τῶν εἰδικῶν καὶ ἔχει καταδείξει μία ἐκτεταμένη ἑλλη-
νικὴ πνευματικὴ καὶ πολιτιστικὴ ἐπιρροὴ σ’ αὐτούς. Ἀναγνωρίζοντας
τὴν ὑπεροχὴ τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας ὡς ἰσχυροῦ κράτους ἀλλὰ
καὶ ὡς κέντρου τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀπὸ τὸ ὁποῖο εἶχαν καὶ αὐτοὶ λάβει
τὴ χριστιανικὴ πίστη, οἱ Σλάβοι δέχονταν ὄχι μόνο ἀνεπιφυλάκτως
ἀλλὰ καὶ μὲ ἐμφανῆ δίψα τὰ ἀπὸ τὸ Βυζάντιο προερχόμενα πολι-
τιστικὰ ἀγαθὰ καὶ τὶς πνευματικὲς ἀξίες. Ἡ διαδικασία αὐτή, ἡ ὁποία
διήρκεσε αἰῶνες ὁλόκληρους, ἄρχισε νὰ διαφοροποιεῖται, ἐλαφρῶς μὲν
μετὰ τὴν πτώση τοῦ Βυζαντίου, ἐμφανέστερα δὲ ἀπὸ τὸν 18ο αἰώνα
καὶ μετά, διότι στὴ διάρκεια αὐτοῦ τοῦ αἰώνα ἄρχισε νὰ διαμορ-
φώνεται στοὺς σλαβικοὺς λαοὺς τῶν Βαλκανίων ἡ ἔννοια τοῦ ἔθνους,
καθὼς καὶ ἡ τάση ἀποδέσμευσής τους ἀπὸ μόνιμη ἐξωτερικὴ ἐπιρροή.
Γιὰ τὴν κατανόηση αὐτῆς τῆς διαδικασίας εἶναι ἀπαραίτητο νὰ
προβοῦμε σὲ μία σύντομη ἱστορικὴ ἀναδρομή, ὥστε νὰ ἐπισημάνουμε
τὰ βασικὰ δεδομένα, στὴ συνέχεια δὲ νὰ ἐπισημάνουμε σὲ γενικὲς
γραμμὲς τὴ διαδικασία ποὺ ἀκολούθησε ἡ ἐξάσκηση ἐπιρροῆς τῶν
ἑλληνικῶν γραμμάτων ἐπὶ τῶν βαλκανίων Σλάβων.
Τὸ πρῶτο βαλκανικὸ σλαβικὸ κράτος τὸ ὁποῖο κατακτήθηκε ἀπὸ
τοὺς Τούρκους ἦταν ἡ Βουλγαρία, ἡ ὁποία καὶ ὑποτάχθηκε ὁλοκλη-
ρωτικὰ σ’ αὐτοὺς τὸ ἔτος 1393. Οἱ συνέπειες αὐτῆς τῆς κατάκτησης
ἦταν φοβερές· ἡ χώρα ἐπλήγη οἰκονομικῶς καὶ πέρασε σὲ ἕνα βαθὺ
110 Ο ΝΕΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: ΕΝΝΟΙΑ, ΠΕΡΙΕχΟΜΕΝΟ, χΡΟΝΙΚΑ ΟΡΙΑ

πνευματικὸ σκοτάδι. Στὴ συνέχεια, μετὰ τὸ ἔτος 1415, καταλύθηκε


τὸ Βουλγαρικὸ Πατριαρχεῖο τοῦ Τυρνόβου καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς
Βουλγαρίας ὑπήχθη στὴ δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταν-
τινουπόλεως. Τὶς μητροπολιτικὲς ἕδρες στὴ Βουλγαρία κατα-
λάμβαναν πλέον Ἕλληνες μητροπολίτες, τοὺς ὁποίους διόριζε τὸ
Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Ἀπὸ τὸν 16ο αἰώνα ἤδη ἄρχισαν νὰ εἰσρέ-
ουν στὴ Βουλγαρία προτεστάντες καὶ ρωμαιοκαθολικοὶ ἱεραπόστολοι
μὲ σκοπὸ νὰ προσηλυτίσουν τὸν πληθυσμὸ καί, προκειμένου νὰ ἐπι-
τύχουν τοὺς στόχους τους, διέδιδαν βιβλία στὴ βουλγαρικὴ γλώσσα
καὶ ἐνίσχυαν τὸν ἐθνικὸ πατριωτισμό, μὲ σκοπὸ νὰ τοὺς ἀποξενώσουν
ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ ἐπίδραση. Παρὰ τὶς μεγάλες προσπάθειες, κυρίως
τῶν Φραγκισκανῶν ἱεραποστόλων, ὁ ἀπολογισμὸς τοῦ ἔργου τους
ἦταν πολὺ περιορισμένος, δεδομένου ὅτι οἱ Βούλγαροι, ἐμμένοντας
στὴν Ὀρθοδοξία, παρέμεναν συγχρόνως καὶ ἀποδέκτες τῶν ἑλληνικῶν
πνευματικῶν ἐπιδράσεων. Ἐντούτοις ἡ δράση τῶν ἱεραποστόλων
εἰσῆγε νέα στοιχεῖα σκέψης καὶ ἀντίληψης γιὰ τὴν ἱστορικὴ
πραγματικότητα καὶ τὰ ἀποτελέσματα αὐτῶν ἄρχισαν νὰ γίνονται
ὅλο καὶ πιὸ φανερά.
Ἀνάλογες μεταβολὲς συνέβαιναν καὶ στὸν κόσμο τῶν Σέρβων, τῶν
ὁποίων ἡ χώρα καταλήφθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους σταδιακὰ κατὰ τὴ
διάρκεια τοῦ 15ου αἰώνα. Ἡ τουρκικὴ κατάκτηση βύθισε καὶ αὐτὴ τὴ
χώρα σὲ ὑποτονικὴ πνευματικὴ κατάσταση. Συνέπεια αὐτῆς τῆς ἐξέ-
λιξης ἦταν νὰ καταργηθεῖ ἡ αὐτοκέφαλη σερβικὴ Ἀρχιεπισκοπὴ Πεκίου
καὶ νὰ ἀρχίσει βαθμηδὸν ἡ Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀχρίδος νὰ ὑπάγει στὴ δική
της δικαιοδοσία τὶς σερβικὲς περιοχές. Σὲ ἔγγραφο τοῦ μητροπολίτη
Κορυτσᾶς Δανιὴλ τοῦ 1694 ἡ Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀχρίδος ὀνομάζεται
«Πρώτης Ἰουστινιανῆς, Ἀχριδῶν καὶ πάσης Βουλγαρίας, Μακεδονίας,
Ἀλβανίας καὶ λοιπῶν…». Ἐννοεῖται ὅτι ἡ ἐπίσημη γλώσσα αὐτῆς τῆς
Ἀρχιεπισκοπῆς, τῆς ὁποίας οἱ ἀρχιεπίσκοποι ἦταν Ἕλληνες, ἦταν ἡ
ἑλληνική, ὅλα δὲ τὰ ἔγγραφά της ποὺ ἔχουν διασωθεῖ, μέχρι τὴν
κατάργησή της τὸ 1767 καὶ τὴν ὑπαγωγή της στὸ Πατριαρχεῖο
Κωνσταντινουπόλεως, εἶναι ἐπίσης γραμμένα στὰ ἑλληνικά.
Ἡ τουρκικὴ κατάκτηση ἐπέφερε ὅμως καὶ μία ἄλλη ἐξέλιξη στὶς
σχέσεις τῶν σλαβικῶν βαλκανικῶν λαῶν μὲ τὸν ἑλληνικό· ἀπὸ τὴ
στιγμὴ ποὺ καταργήθηκαν τὰ μεσαιωνικὰ σύνορα τῶν κρατῶν τῆς
Βαλκανικῆς καὶ ὅλα αὐτὰ ὑπήχθησαν στὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία,
ἄρχισε μία ἐλεύθερη διακίνηση πληθυσμῶν, ἰδίως μέσα στὰ πλαίσια
τοῦ ἐμπορίου καὶ τῶν οἰκονομικῶν συναλλαγῶν, γεγονὸς ποὺ ὁδήγησε
ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΩΝ ΣΛΑΒΩΝ 111

σὲ μία καλύτερη ἀλληλογνωριμία τῶν λαῶν. Ἑπόμενο ἦταν, μετὰ τὴν


ἐξέλιξη αὐτή, καὶ μάλιστα τὴν ἐκκλησιαστικὴ ὑπαγωγὴ τῶν βαλκανίων
Σλάβων στὴν ἐκκλησιαστικὴ δικαιοδοσία Ἑλλήνων ἱεραρχῶν, ἡ ἑλ-
ληνικὴ γλώσσα νὰ γνωρίσει μία μεγάλη διάδοση, γεγονὸς ποὺ χρη-
σιμοποιήθηκε ἀπὸ Βουλγάρους ἱστορικοὺς ὡς ἀπόδειξη προσπάθειας
δῆθεν τῶν Ἑλλήνων νὰ ἐξελληνίσουν τοὺς Βουλγάρους. Αὐτὴ τὴν
ἄποψη ὅμως ἔχει ἐπισημάνει ὡς λανθασμένη ὁ διαπρεπὴς Βούλγαρος
ἱστορικὸς Γιορντὰν Ἰβανόφ.
Ἡ διάδοση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας μεταξὺ τῶν βαλκανίων Σλάβων
ἦρθε ὡς συνέπεια πρῶτον τῆς οἰκονομικῆς ἄνθησης τῶν Ἑλλήνων καὶ
δεύτερον τῆς δυνατότητας ποὺ αὐτὴ παρεῖχε γιὰ τὴν πρόσβαση σὲ
γραπτὰ μνημεῖα λόγου ἀνώτερης ποιότητας, μάλιστα δὲ καὶ ἐκφρα-
στικὰ τῶν νεοτέρων θεωριῶν, οἱ ὁποῖες ἐκπήγαζαν ἀπὸ τὴ γνωριμία
μὲ τὸν δυτικὸ κόσμο. Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὴ ἡ περίπτωση δια-
κήρυξης τῆς ἀνωτερότητας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἀπὸ ἕναν βλα-
χόφωνο ἱερέα ἀπὸ τὴ Μοσχόπολη τῆς Βορείου Ἠπείρου. Πρόκειται
γιὰ τὴν ἔκδοση τοῦ ἔργου: Εἰσαγωγικὴ διδασκαλία περιέχουσα λεξικὸν
τετράγλωσσον τῶν τεσσάρων κοινῶν διαλέκτων, ἤτοι τῆς ἁπλῆς Ρω-
μαϊκῆς, τῆς ἐν Μοισίᾳ Βλαχικῆς, τῆς Βουλγαρικῆς καὶ τῆς Ἀλβανιτικῆς.
Τὸ ἔργο αὐτὸ γράφηκε ἀπὸ τὸν Βλάχο τὴν καταγωγὴ ἱερέα Δανιὴλ τὸν
Μοσχοπολίτη καὶ πιθανότατα κυκλοφόρησε δύο φορές, τὸ 1793/94 καὶ
τὸ 1802. Καὶ μόνος ὁ τίτλος τοῦ ἔργου εἶναι δηλωτικὸς τῶν γλωσσῶν
ποὺ ἦταν σὲ χρήση στὴ νοτιοδυτικὴ βαλκανική, ἐκεῖνο ὅμως ποὺ
ἐκπλήσσει εἶναι ὁ πρόλογος τοῦ ἔργου, ὁ ὁποῖος εἶναι γραμμένος σὲ
στίχους. Ἐδῶ διαβάζουμε:
Ἀλβανοί, Βλάχοι, Βούλγαροι, ἀλλόγλωσσοι χαρῆτε,
Κ’ ἑτοιμασθῆτε ὅλοι σας Ρωμαῖοι νὰ γενῆτε,
βαρβαρικὴν ἀφήνοντες γλώσσαν, φωνὴν καὶ ἤθη,
ὁποῦ στοὺς ἀπογόνους σας νὰ φαίνονται σὰν μῦθοι.
Γένη σας νὰ τιμήσετε, ὁμοῦ καὶ τὰς πατρίδας,
τὰς ἀλβανοβουλγαρικὰς κάμνοντες ἑλληνίδας.
Καὶ παρακάτω λέει:
Νέοι Βουλγάρων χαίρετε, Ἀλβανιτῶν καὶ Βλάχων,
διάκονοι, πρεσβύτεροι μεθ’ ἱερομονάχων,
Ξυπνίσατε ἀπὸ τὸν βαθὺν ὕπνον τῆς ἀμαθείας,
ρωμαίϊκια γλώσσα μάθετε, μητέρα τῆς σοφίας.
112 Ο ΝΕΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: ΕΝΝΟΙΑ, ΠΕΡΙΕχΟΜΕΝΟ, χΡΟΝΙΚΑ ΟΡΙΑ

Στὴ συνέχεια ἀναφέρεται στὴν εὐεργετικὴ χειρονομία τοῦ μη-


τροπολίτη Πελαγονίας νὰ ἐκδώσει τὸ ἔργο του,
Ρωμαίϊκια γλώσσα θέλωντας τοὺς πάντας νὰ διδάξῃ,
καὶ τὰ βουλγαραλβανικὰ ἤθη νὰ μεταλλάξῃ.
Εἶναι πιὰ φανερὸ ὅτι ἐδῶ ἔχουμε μία ἀναγνώριση τῆς ὑπεροχῆς
τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἔναντι αὐτῆς τῶν Βουλγάρων, Ἀλβανῶν καὶ
Βλάχων, γιὰ τὸν λόγο ἀκριβῶς ὅτι ἡ γλώσσα αὐτὴ ἄνοιγε τὸν δρόμο
πρὸς ἀπόκτηση γνώσεων ὑψηλῆς στάθμης.
Ἡ διάδοση αὐτὴ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ παιδείας προσέ-
κρουσε σὲ μία ἀναπάντεχη βουλγαρικὴ ἀντίδραση, ἡ ὁποία προῆλθε
ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Τὸ 1762 ὁ Βούλγαρος μοναχὸς Παΐσιος τῆς
Μονῆς χιλανδαρίου συνέγραψε μία Σλαβοβουλγαρικὴ Ἱστορία, μὲ τὴν
ὁποία προσπάθησε νὰ ἀφυπνίσει τὸν βουλγαρικὸ ἐθνικισμό, πράγμα
τὸ ὁποῖο τελικῶς καὶ πέτυχε. Τὸ ἔργο του γνώρισε πολλὰ ἀντίγραφα
καὶ εἶχε μία εὐρύτατη διάδοση μεταξὺ τῶν Βουλγάρων. Πολὺ σωστὰ
ὁ Παΐσιος θεωρεῖται αὐτὸς ποὺ ἀναγέννησε τὸ βουλγαρικὸ ἔθνος.
Στὸν πρόλογο τοῦ ἔργου του ὁ Βούλγαρος μοναχὸς προτρέπει τοὺς
συμπατριῶτες του νὰ γνωρίσουν τὴν ἱστορία τους, νὰ μὴ δελεάζονται
ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ παιδεία καὶ γλώσσα, οὔτε ἀπὸ τὴν «πολιτικὴ» τῶν
Ἑλλήνων. Γράφει συγκεκριμένως: Μερικοὶ δὲν ἐπιθυμοῦν νὰ γνω-
ρίζουν γιὰ τὸ βουλγαρικό τους γένος, ἀλλὰ στρέφονται πρὸς ξένο
πολιτισμὸ καὶ ξένη γλώσσα, δὲν μεριμνοῦν δὲ γιὰ τὴ δική τους βουλ-
γαρικὴ γλώσσα, ἀλλὰ μαθαίνουν νὰ διαβάζουν καὶ νὰ μιλοῦν ἑλληνικά,
ντρέπονται δὲ νὰ λέγονται Βούλγαροι. Εἶναι προφανὲς ὅτι αὐτός, ὁ
κατὰ τὰ ἄλλα ἁπλοϊκὸς καὶ μέτριας μόρφωσης μοναχός, ὁ ὁποῖος
ἐνέσκυψε στὴ μελέτη ἱστορικῶν πηγῶν, ἔνιωσε νὰ ξυπνᾶ μέσα του
ἕνα ἔνδοξο παρελθὸν τοῦ βουλγαρικοῦ λαοῦ, τὸ ὁποῖο προσπάθησε
μὲ τὸ ἔργο του νὰ τὸ ἐπαναφέρει στὸ παρόν. Σημειώνει ἐπιπροσθέ-
τως ὅτι, ἐνῶ ὑπάρχουν λαοὶ πολὺ πιὸ σοφοὶ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες, οἱ
τελευταῖοι αὐτοὶ δὲν ἐγκαταλείπουν τὴ γλώσσα τους γιὰ νὰ ἀφομοι-
ωθοῦν ἀπὸ ἐκείνους τοὺς λαούς. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ Παΐσιος
προσπάθησε νὰ ἀνακόψει τὴ ροπὴ τῶν Βουλγάρων πρὸς τὴν ἑλληνικὴ
μόρφωση, κίνηση ἡ ὁποία, κατὰ τὴν ἄποψή του, θὰ εἶχε ὡς τελικὸ
ἀποτέλεσμα τὸν ἐξελληνισμό τους καὶ τὴν ἐξαφάνιση τῆς βουλγαρικῆς
τους ταυτότητας.
Παρὰ τὸν ἔντονο τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ μοναχὸς Παΐσιος ἀντέ-
δρασε στὴν κλίση τῶν Βουλγάρων πρὸς τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ
ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΩΝ ΣΛΑΒΩΝ 113

παιδεία, καὶ παρὰ τὴ μεγάλη διάδοση ποὺ εἶχε τὸ ἔργο του, τὰ ἑλλη-
νικὰ γράμματα δὲν ἔπαψαν νὰ συγκινοῦν τοὺς Βουλγάρους. Εἶχε
προηγηθεῖ ἡ γνωριμία τους μὲ αὐτὰ ἀπὸ παλαιότερες ἐποχές, τότε
ποὺ ἔργα ἑλληνικὰ κυκλοφοροῦσαν σὲ βουλγαρικὴ μετάφραση καὶ
γνώριζαν πολὺ μεγάλη διάδοση μέσα στοὺς βουλγαρικοὺς κύκλους.
Θὰ πρέπει ἐδῶ νὰ μνημονευθεῖ τὸ ἔργο Θησαυρὸς τοῦ Δαμασκηνοῦ
Στουδίτου, ὁ ὁποῖος ἔζησε τὸν 16ο αἰώνα. Τὸ ἔργο αὐτὸ τοῦ Θεσ-
σαλονικέα συγγραφέα, τὸ ὁποῖο περιλάμβανε κηρύγματά του, γνώ-
ρισε πάρα πολὺ μεγάλη διάδοση τόσο μέσα στὸν ἑλληνικὸ ὅσο καὶ
στὸν βουλγαρικὸ κόσμο. Ἀπὸ αὐτὸν τὸν τελευταῖο ἔχει διασωθεῖ ἕνας
πολὺ ἀξιόλογος ἀριθμὸς χειρογράφων μετάφρασης τοῦ Θησαυροῦ, τὰ
ὁποῖα χρονολογοῦνται ἀπὸ τὸν 16ο ἕως καὶ τὸν 19ο αἰώνα, γεγονὸς
ποὺ δηλώνει πόσο ἀγαπητὸ ὑπῆρξε τὸ ἔργο τοῦ Δαμασκηνοῦ μεταξὺ
τῶν Βουλγάρων, θὰ πρέπει μάλιστα νὰ σημειωθεῖ ὅτι, προκειμένου
νὰ γίνει κατανοητὸ ἀπὸ τὸν ὀλιγογράμματο λαό, γραφόταν σὲ μιὰ
πιὸ ἁπλοϊκὴ βουλγαρικὴ γλώσσα, συμβάλλοντας ἔτσι καὶ στὴ με-
τάβαση τῆς γλώσσας αὐτῆς ἀπὸ τὴν ἀρχαϊκή της μορφὴ στὴ δημώδη.
Στὴν ἐξέλιξη αὐτὴ τῆς βουλγαρικῆς γλώσσας συνετέλεσε τὸ γεγονὸς
ὅτι καὶ τὸ ἑλληνικὸ ἔργο τοῦ Δαμασκηνοῦ ἦταν γραμμένο σὲ ἁπλοϊκὴ
ἑλληνική.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ μνημονευθεῖ καὶ ἡ πολὺ μεγάλη
διάδοση τῶν ἔργων τοῦ Ἀγαπίου τοῦ Κρητὸς μεταξὺ Βουλγάρων,
Σέρβων καὶ Ρώσων. Αὐτὸς εἶχε ζήσει τὸν 17ο αἰώνα, ἀλλὰ τὰ ἔργα
του γνώρισαν μεγάλη διάδοση μεταξὺ τῶν μνημονευθέντων λαῶν
μέχρι καὶ τὸν 19ο αἰώνα. Τὸ βασικότερο ἀπὸ τὰ ἕνδεκα συνολικὰ
ἔργα ποὺ ἐξέδωσε ὁ Ἀγάπιος, καὶ τὸ ὁποῖο μεταφράστηκε στὰ
σλαβικά, ἦταν τὸ ὑπὸ τίτλο Ἁμαρτωλῶν Σωτηρία, ποὺ καὶ αὐτὸ εἶχε
γραφεῖ σὲ δημώδη ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ ἀπὸ τὸ 1641 ἕως τὸ 1883
εἶχε γνωρίσει 14 ἐκδόσεις. Τὸ τρίτο μέρος τοῦ ἔργου αὐτοῦ, τὸ ὁποῖο
ἀποσπάστηκε καὶ κυκλοφόρησε αὐτοτελῶς μὲ τὸν τίτλο Θαύματα τῆς
Θεοτόκου, μεταφράστηκε στὰ σλαβικὰ ἀπὸ τὸν Ρῶσο Ἁγιορείτη
μοναχὸ Σαμοὺλ Bakichich καὶ γνώρισε τεράστια κυκλοφορία στὸν
ὀρθόδοξο σλαβικὸ κόσμο. Σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Ἀγαπίου εἶχαν
ληφθεῖ πολλὰ στοιχεῖα ἀπὸ βιβλία τοῦ δυτικοῦ κόσμου, χωρὶς αὐτὰ
νὰ κατονομάζονται σ’ αὐτό. Ἔτσι, μέσα ἀπὸ τὶς μεταφράσεις ἑλλη-
νικῶν βιβλίων, ὁ νοτιοσλαβικὸς κόσμος συνῆπτε γνωριμία μὲ ἰδέες
ποὺ προέρχονταν ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς Εὐρώπης. Σὲ σχέση μὲ ὅλα
αὐτὰ ἴσως θὰ πρέπει νὰ σημειώσουμε καὶ μία πρωτοτυπία ποὺ
114 Ο ΝΕΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: ΕΝΝΟΙΑ, ΠΕΡΙΕχΟΜΕΝΟ, χΡΟΝΙΚΑ ΟΡΙΑ

παρουσιάζεται σὲ σλαβικὲς μεταφράσεις ἑλληνικῶν ἔργων, ἡ ὁποία


εἶναι ἐνδεικτικὴ τῆς σημασίας ποὺ ἀπέδιδαν οἱ βαλκάνιοι Σλάβοι
στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα. Τόσο σὲ χειρόγραφα ὅσο καὶ σὲ ἔντυπες
ἐκδόσεις μεταφράσεων ἑλληνικῶν ἔργων στὰ σλαβικά, παρατηροῦμε
ὅτι στὴν προμετωπίδα τοῦ βιβλίου δίδεται καὶ ὁ τίτλος τοῦ πρω-
τότυπου ἔργου, εἴτε στὴν ἑλληνική του γραφή, εἴτε πάλι στὰ ἑλληνικὰ
ἀλλὰ σὲ μεταγραφὴ μὲ σλαβικὰ γράμματα. Αὐτὸ δηλώνει σαφῶς τὸ
κύρος ποὺ προσπαθοῦσαν νὰ προσδώσουν στὸ ἔργο μὲ τὴν παράθεση
τοῦ τίτλου τοῦ ἴδιου τοῦ ἑλληνικοῦ πρωτοτύπου. Ἐπίσης παρατη-
ροῦμε σὲ σλαβικὲς λέξεις τῶν τίτλων νὰ χρησιμοποιοῦνται γράμματα
τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου.
Τὸ γεγονὸς ὅτι, μὲ τὴν ἐθνική τους ἀναγέννηση, οἱ βαλκάνιοι
Σλάβοι προσέγγιζαν τὶς γνώσεις καὶ ἰδέες ποὺ προέρχονταν ἀπὸ τὴ
Δύση, δὲν μπόρεσε τελικὰ νὰ ἀναχαιτίσει τὴ στροφή τους πρὸς τὰ
ἑλληνικὰ γράμματα. Αὐτὸ συνέβαινε γιὰ τὸν ἁπλούστατο λόγο ὅτι,
πρῶτον ὁ ἑλληνικὸς κόσμος συνῆπτε τὴ γνωριμία μὲ τὰ δυτικὰ ρεύ-
ματα μὲ ταχύτερο ρυθμὸ ἀπὸ ὅ,τι οἱ βαλκάνιοι Σλάβοι, δεύτερον δὲ
διότι ἡ ἐγγύτητα αὐτῶν τῶν τελευταίων πρὸς τοὺς Ἕλληνες διευκόλυνε
περισσότερο τὴν ἀπόκτηση αὐτῶν τῶν γνώσεων. Ἡ βουλγαρικὴ μετά-
φραση τοῦ ἔργου τοῦ Δαμασκηνοῦ τοῦ Στουδίτη ἦταν ἡ ἀπαρχὴ μόνο
μιᾶς διαδικασίας ἐπιλογῆς ἑλληνικῶν ἔργων ἀπὸ τοὺς Βουλγάρους
κατὰ τοὺς νεότερους χρόνους. Ὑπῆρξε μία συνέχεια, τὴν ὁποία
χαρακτήριζε ἕνας ἐξίσου ἰσχυρὸς ζῆλος γιὰ τὴν ἐκπόνηση μετάφρασης
κειμένων ἑλληνικῆς προέλευσης.
Ἡ συνέχεια τῆς διαδικασίας διάδοσης ἑλληνικῶν κειμένων μεταξὺ
τῶν Βουλγάρων ἄρχισε βαθμηδὸν νὰ παρουσιάζει μία ἐξέλιξη. Ἐνῶ,
ὅπως εἴδαμε στὴν ἀρχή, τὰ μεταφραζόμενα στὴ βουλγαρικὴ κείμενα
ἀρχικῶς ἀνῆκαν ἀποκλειστικῶς στὴν αὐστηρῶς ἐκκλησιαστικὴ γραμ-
ματεία, μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ἄρχισαν νὰ περνοῦν ἀπὸ τὸν ἑλλη-
νικὸ στὸν βουλγαρικὸ κόσμο καὶ κείμενα τῆς κοσμικῆς γραμματείας,
πολλὰ μάλιστα ἀπὸ αὐτὰ ἦταν δυτικῆς προέλευσης. Ἐπίσης, ἐνῶ
παλαιότερα τὰ πρόσωπα ποὺ συνετέλεσαν στὴ διάδοση ἔργων ἑλλη-
νικῆς προέλευσης μεταξὺ Βουλγάρων καὶ Σέρβων προέρχονταν ἀπὸ
τὶς τάξεις τοῦ κλήρου, τώρα τὸν ρόλο αὐτὸ διαδραματίζουν καὶ
καθαρῶς κοσμικὰ πρόσωπα. Στὴν ἐξέλιξη αὐτὴ συνετέλεσε σὲ πολὺ
μεγάλο βαθμό, κυρίως στὸ πρῶτο μισὸ τοῦ 19ου αἰώνα, ἡ φοίτηση
βαλκανίων Σλάβων σὲ ἑλληνικὰ σχολεῖα τῆς Κωνσταντινουπόλεως,
ὅπως ἡ Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή, τῆς Σμύρνης, τῶν Κυδωνιῶν ἀλλὰ
ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΩΝ ΣΛΑΒΩΝ 115

καὶ αὐτῆς τῆς Ἀθήνας. Στὰ σχολεῖα αὐτὰ μάθαιναν, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ νέα
ἑλληνικά, ἐπίσης καὶ τὰ ἀρχαῖα, καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀποκτοῦσαν
μία ὁλοκληρωμένη ἑλληνομάθεια, ἡ ὁποία συνέβαλε ἀποφασιστικὰ στὴ
μετάδοση ἑλληνικῶν μορφωτικῶν ἀγαθῶν στὴ βουλγαρικὴ κοινωνία.
Σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν Βούλγαρο ἀθωνίτη μοναχὸ Παΐσιο, ὁ ὁποῖος
ἔλαβε ἀρνητικὴ θέση ἀπέναντι στὴν ἑλληνικὴ παιδεία, ὁ ὁμοεθνής του
ἐπίσκοπος Βράτσας Σωφρόνιος (1739-1813) ἀκολούθησε ἐντελῶς
διαφορετικὴ κατεύθυνση, ἀνοίγοντας ἕναν νέο δρόμο πολιτιστικῆς
προσέγγισης τῶν Βουλγάρων πρὸς τὸν ἑλληνικὸ κόσμο. Γνώστης ἄρι-
στος τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ὁ Σωφρόνιος μετέφρασε σὲ δημώδη
βουλγαρική, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Κυριακοδρόμιον τοῦ Ἀγαπίου τοῦ Κρητός,
τὸ Μυθολογικὸν Συντίπα τοῦ Φιλοσόφου, τὸ ὁποῖο εἶχε συντάξει ὁ
Ἰωάννης Πατούσας, καθὼς καὶ τὸ Θέατρον πολιτικόν, τὸ ὁποῖο εἶχε
μεταφραστεῖ ἀπὸ τὰ λατινικὰ στὰ ἑλληνικά. Ἡ ἑλληνικὴ ἀρχαιογνωσία
ἄρχισε νὰ προσελκύει ὅλο καὶ περισσότερο τὸ ἐνδιαφέρον τῶν Βουλ-
γάρων, δὲν εἶναι δὲ τυχαῖο ὅτι στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα παρου-
σιάσθηκαν τρεῖς διαφορετικὲς μεταφράσεις τῶν Μύθων τοῦ Αἰσώπου,
μία μάλιστα ἀπὸ τὴν παρισινὴ ἔκδοση τοῦ Κοραῆ. Αὐτὸ τὸ ἐνδιαφέρον
γιὰ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία ἐπεκτείνεται σὲ μεταφράσεις καὶ
ἄλλων ἔργων, ὅπως κεφάλαια ἀπὸ τὴν Ἱστορία τοῦ Ἡροδότου καὶ ἀπὸ
ἔργα τοῦ Λουκιανοῦ, ἐπίσης δὲ καὶ κάποιες Ὠδὲς τῆς Ἰλιάδος τοῦ
Ὁμήρου. Πέρα ἀπὸ αὐτὰ ὅμως, ἀξιοσημείωτο εἶναι καὶ ἕνα ἄλλο
γεγονός, ὅτι δηλαδὴ οἱ Βούλγαροι ἀκολουθοῦν τοὺς Ἕλληνες καὶ στὸ
ἐνδιαφέρον τῶν τελευταίων γιὰ ἔργα ρομαντικοῦ χαρακτήρα ποὺ
προέρχονταν ἀπὸ τὸν δυτικὸ κόσμο. Συνῆπταν λοιπὸν τὴ γνωριμία
μὲ αὐτὰ ἀπὸ τὶς μεταφράσεις ποὺ εἶχαν ἐκπονήσει καὶ δημοσιεύσει
Ἕλληνες.
Μεγάλο ρόλο στὴ μεταβίβαση ἑλληνικῶν μορφωτικῶν στοιχείων
στὸν βουλγαρικὸ καὶ σερβικὸ κόσμο διεδραμάτισαν διαπρεπεῖς
προσωπικότητες τοῦ 19ου αἰώνα, κάποιες ἀπὸ τὶς ὁποῖες πρέπει νὰ
μνημονευθοῦν ὀνομαστί. Ἀπὸ τοὺς Βουλγάρους ὁ Ἰβὰν Σελιμίνσκι,
σπουδαγμένος στὶς Κυδωνίες, ἔχει μυηθεῖ στὶς ἰδέες τοῦ νεοελληνικοῦ
Διαφωτισμοῦ, τὶς ὁποῖες καὶ μετέφερε στὸν κόσμο τῶν συμπατριωτῶν
του. Ὁ μοναχὸς Νεόφυτος τῆς Μονῆς τῆς Ρίλας, ἔχοντας φοιτήσει σὲ
ἑλληνικὰ σχολεῖα τοῦ Μελενίκου καὶ τῶν Βελεσσῶν, ἀπέκτησε ἄριστη
γνώση τῆς ἀρχαίας καὶ νέας ἑλληνικῆς, κλήθηκε μάλιστα νὰ διδάξει
τὴν ἐκκλησιαστικὴ σλαβονικὴ γλώσσα στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς
χάλκης, ὅπου καὶ συνέταξε παλαιοσλαβικὸ-ἑλληνικὸ λεξικό, ἐνῶ, ἔχον-
116 Ο ΝΕΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: ΕΝΝΟΙΑ, ΠΕΡΙΕχΟΜΕΝΟ, χΡΟΝΙΚΑ ΟΡΙΑ

τας ὡς πρότυπο τὴν ἑλληνικὴ ἐκπαίδευση, ἵδρυσε στὴ Βουλγαρία ἀλλη-


λοδιδακτικὴ σχολή. Ὁ Ράϊνο Πόποβιτς σπούδασε μὲ ζῆλο τὴν ἀρχαία
καὶ νέα ἑλληνικὴ γλώσσα στὴ Θεσσαλονίκη καὶ τὴ χίο, ἐνῶ στὴ
συνέχεια στὸ Βουκουρέστι θήτευσε κοντὰ στὸν Νεόφυτο Δούκα, καὶ
ἀναδείχθηκε μεγάλος προπαγανδιστὴς τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Μετέ-
φρασε τοὺς Μύθους τοῦ Αἰσώπου ὅπως ἐπίσης καὶ τὴν χρηστοήθεια,
ἔργο ποὺ οἰκοδομοῦσε τὴν κοινωνικὴ συμπεριφορὰ τῆς ἀστικῆς τάξης.
Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτοὺς ὅμως ὑπάρχει καὶ μεγάλος ἀριθμὸς ἄλλων δια-
κεκριμένων Βουλγάρων τοῦ 19ου αἰώνα, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἄρτια ἑλληνικὴ
μόρφωση καὶ συνέβαλαν στὴ διάδοση τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων μέσα
στὸν βουλγαρικὸ κόσμο.
Θὰ κλείσω τὴν ὁμιλία μου ἀναφερόμενος σὲ δύο προσωπικότητες,
τῶν ὁποίων τὸ ἔργο παρουσιάζει ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ θέμα
μας. Ἡ μία ἀπὸ αὐτὲς εἶναι ὁ Βούλγαρος ποιητὴς Γκλιγκὸρ Παρλίτσεφ,
ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀχρίδα, ὅπου καὶ φοίτησε στὴν ἐκεῖ ἑλλη-
νικὴ σχολή, μαθαίνοντας ἄριστα ἑλληνικὰ μὲ δάσκαλο τὸν Δημήτριο
Μιλαδινίδη. Ὁ Παρλίτσεφ στὴν Αὐτοβιογραφία του γράφει: «Δὲν ἀγα-
ποῦσα τίποτε στὸν κόσμο, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ὅμηρο, τὴ μητέρα μου καὶ
τὴν Παναγία, στὴν ὁποία ὑποκλινόμουν». Ἐπίσης γιὰ τὸν Μιλαδινίδη
ἔγραφε: «Κατὰ σύσταση αὐτοῦ οἱ παλαιότεροι τῶν μαθητῶν λάβαμε
τοὺς τρεῖς ὀγκώδεις τόμους τοῦ λεξικοῦ τοῦ Ἀνθίμου Γαζῆ, συνα-
θροισθήκαμε σὲ ἕνα σπίτι καὶ μεταφράσαμε τὸν Πλούταρχο στὴν
νεοελληνική». Ὁ Παρλίτσεφ ἄρχισε νὰ σπουδάζει ἰατρικὴ στὴν Ἀθήνα,
τὸν δὲ Φεβρουάριο τοῦ 1860, μὲ τὸ ἑλληνικὸ πιὰ ὄνομα Γρηγόριος
Σταυρίδης, ἔλαβε μέρος στὸν ἐδῶ διεξαγόμενο ἐτήσιο ποιητικὸ
διαγωνισμό, ὑποβάλλοντας τὸ ἔργο του Ὁ Ἁρματωλός, τὸ ὁποῖο καὶ
κέρδισε τὸ πρῶτο βραβεῖο μὲ δάφνινο στεφάνι. Στὴ συνέχεια μὲ
διάταγμα τοῦ βασιλέως Ὄθωνος τοῦ χορηγήθηκε ὑποτροφία. Τὸ ἔργο
τοῦ Σταυρίδη ἐκδόθηκε στὴν Ἀθήνα τὸ ἴδιο ἔτος. Αὐτὴ ἡ ἐπιτυχία
τὸν ἐνθάρρυνε ὥστε νὰ προχωρήσει στὴ σύνταξη καὶ ἄλλου ποιητικοῦ
ἔργου στὴν ἑλληνικὴ ἐπίσης γλώσσα, τὸν Σκενδέρμπεη, τὸ ὁποῖο ἀπο-
τελεῖται ἀπὸ 3.793 στίχους καὶ πρωτοεκδόθηκε στὴ Σόφια τὸ 1967.
Αὐτὸ τὸ ἔργο τοῦ Σταυρίδη εἶχαν διαβάσει καὶ ἐγκρίνει οἱ Στέφανος
Κουμανούδης, Ἀλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβῆς καὶ Κωνσταντῖνος Ἀσώ-
πιος. Τὸ 1860 ὁ Ἐμμανουὴλ Ροΐδης ἐξέδωσε σὲ ἑλληνικὴ μετάφραση
στὴν Ἀθήνα σὲ τέσσερις τόμους τὸ Ὁδοιπορικὸ τοῦ Σατωβριάνδου
(Chateaubriand). Στὸν τελευταῖο τόμο ὑπάρχουν ποιήματα, σχετικὰ
μὲ τὴ μετάφραση τῶν ὁποίων ὁ Ροΐδης γράφει: «Τοὺς στίχους τού-
ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΩΝ ΣΛΑΒΩΝ 117

τους μετέφρασεν ὑπὲρ ἐμοῦ ὁ βραβευθεὶς ποιητὴς τοῦ Ἁρματωλοῦ


κ. Σταυρίδης». Τελικῶς, τόσο ὁ ἑλληνοδιδάσκαλος τοῦ τελευταίου
Μιλαδινίδης, ὅσο καὶ ὁ ἴδιος ὁ Παρλίτσεφ-Σταυρίδης, στράφηκαν ἐναν-
τίον τοῦ ἑλληνισμοῦ καὶ ἔγιναν ὑπέρμαχοι τοῦ βουλγαρισμοῦ. Ἡ
μεταστροφὴ αὐτὴ πρέπει νὰ ἀναζητηθεῖ στὴν προσβλητικὴ συμ-
περιφορὰ ποὺ ἐπέδειξαν Ἕλληνες ἀπέναντι σ’ αὐτούς. Ἔτσι ὁ πρῶτος
ἀπὸ τοὺς δύο, ὁ διδάσκαλος τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας Δημήτριος
Μιλαδινίδης, ὑπέγραφε πιὰ ὡς Μιλαντίνοφ καὶ ὁ Γρηγόριος Σταυρίδης
ὡς Γκλιγκὸρ Παρλίτσεφ.
Ἡ ἄλλη διαπρεπὴς προσωπικότητα, μὲ τὴν ὁποία θὰ κλείσω τὴν
ὁμιλία μου, ἦταν ὁ Σέρβος συγγραφέας τοῦ 18ου αἰώνα Δοσίθεος
Ὀμπράντοβιτς. Αὐτὸς ἀρχικῶς προσῆλθε στὸν μοναχισμό, στὴ συνέχεια
ὅμως ἀπέβαλε τὸ σχῆμα καὶ δραστηριοποιήθηκε ὡς κοσμικὸς συγ-
γραφέας. Ἡ πρώτη του γνωριμία μὲ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα ἔγινε
στοιχειωδῶς στὴν πατρίδα του τὸ χόποβ, μετὰ στὴν Κέρκυρα καὶ στὸ
Ἅγιον Ὄρος, στὴ συνέχεια ὅμως ἦρθε στὴ Σμύρνη, ὅπου εἶχε δάσκαλο
τὸν Ἱερόθεο Δενδρινό, τὸν ὁποῖο στὴν Αὐτοβιογραφία του ἀποκαλεῖ
«νέο Ἕλληνα Σωκράτη». Ὁ Δοσίθεος εἶχε ἕναν καταπληκτικὸ ζῆλο γιὰ
τὰ ἑλληνικὰ γράμματα, ἔχοντας ἀντιληφθεῖ ἀπὸ παιδὶ ἤδη ὅτι ἡ ἑλλη-
νικὴ γλώσσα θὰ τοῦ ἄνοιγε ἕνα παράθυρο σὲ μιὰ βαθιὰ γνώση
φιλοσοφίας καὶ τῶν νέων ἰδεῶν ποὺ προέρχονταν ἀπὸ τὴ Δύση, διότι
οἱ Ἕλληνες τὶς εἶχαν ἤδη ἀποδεχθεῖ. Τὸ πλούσιο συγγραφικό του ἔργο
ἀποδεικνύει μία ἐμβάθυνση σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο τῶν ἑλληνικῶν ἰδε-
ωδῶν, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ τὸ πόσο ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα εἶχε ἐπηρεάσει
τὴ δική του ἔκφραση, δεδομένου ὅτι αὐτὴ περιλαμβάνει πλῆθος ἀπὸ
ἑλληνικὰ γλωσσικὰ καὶ συντακτικὰ δάνεια.
Μετὰ ἀπὸ ὅσα, ἔστω καὶ ἐν συντομίᾳ, λέχθηκαν, νομίζω πὼς
πρέπει νὰ ἐπισημανθεῖ ὅτι ἡ διάδοση τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων
στοὺς βαλκανίους Σλάβους κατὰ τὸν 18ο καὶ 19ο αἰώνα ἐνήργησε
διττῶς, δηλαδὴ καὶ θετικῶς ἀλλὰ καὶ ἀρνητικῶς. Θετικῶς μὲν διότι
μὲ τὴν ἑλληνομάθεια οἱ Σλάβοι ἀποκτοῦσαν τὴ δυνατότητα προσ-
πέλασης σὲ ἕναν πολιτισμὸ διαχρονικῆς ἔκτασης, τοῦ ὁποίου οἱ ἀρχὲς
ἐμφανίστηκαν πολλοὺς αἰῶνες πρὶν ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση τῶν προγόνων
τους στὸ προσκήνιο τῆς Ἱστορίας. Ἡ ἀρνητικὴ πάντως ἐνέργεια
ἔγκειτο στὸ γεγονὸς ὅτι, σὲ περίοδο ἀνάπτυξης τοῦ ἐθνικισμοῦ, οἱ
βαλκάνιοι Σλάβοι διέβλεπαν στὴν ἑλληνομάθεια ἕναν κίνδυνο ἀπώ-
λειας τῆς δικῆς τους ἐθνικῆς ταυτότητας. Ἔτσι βλέπουμε ἀπὸ ἀνθρώ-
πους ποὺ μέσω τῆς ἑλληνομάθειας εἶχαν διαμορφώσει ἰδεολογία
118 Ο ΝΕΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: ΕΝΝΟΙΑ, ΠΕΡΙΕχΟΜΕΝΟ, χΡΟΝΙΚΑ ΟΡΙΑ

σύμφωνη μὲ τὶς προοδευτικὲς ἰδέες τοῦ Διαφωτισμοῦ, νὰ ἐπιστρέ-


φουν σὲ θέσεις τὶς ὁποῖες εἶχε ἐνστερνισθεῖ ὁ χιλανδαρινὸς μοναχὸς
Παΐσιος. Ὅπως καὶ ἂν ἔχει τὸ πράγμα, παρὰ τὴν πραγματικὰ μεγάλη
πρόοδο ποὺ ἔχει ἤδη ἐπιτελεσθεῖ στὴν ἔρευνα τοῦ θέματος τῆς ἀκτι-
νοβολίας τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων στοὺς βαλκανίους Σλάβους,
νομίζω ὅτι ἡ περαιτέρω ἐνασχόληση μὲ αὐτό, μέσα σὲ πνεῦμα
πάντοτε ἀντικειμενικότητας, θὰ μποροῦσε νὰ παρουσιάσει νέες, πολὺ
ἐνδιαφέρουσες πτυχές του.

You might also like