You are on page 1of 38

Η ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΤΟΥ ΦΡΟΫΔΙΣΜΟΥ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πρόλογος

Εισαγωγή

Το κοινωνικό πλαίσιο

Οι φιλοσοφικές βάσεις του Φρόυντ

Η μεθοδολογία της ψυχανάλυσης

Τα κύρια σημεία της φροϋδικής θεωρίας

Το δόγμα του φροϋδισμού

Ψυχοθεραπεία από τον Φρόυντ

Ο νεοφροϋδισμός

Μαρξισμός και φροϋδισμός

Συμπεράσματα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: Η έννοια του ασυνείδητου στη μαρξιστική ψυχολογία

Βιβλιογραφία

1
Πρόλογος

Η ψυχανάλυση (φροϋδισμός) είναι ένα ρεύμα της αστικής ψυχολογίας, που κατά τον 20ο
αιώνα είχε μεγάλη επίδραση σε επιστήμονες, καθώς και σε ανθρώπους των γραμμάτων και των
τεχνών. Η επίδρασή της εξακολουθεί να είναι αισθητή και σήμερα, όχι τόσο στους ψυχολόγους και
τους ψυχίατρους, όσο στο ευρύτερο κοινό. Η προβολή του φροϋδισμού από τα ΜΜΕ, τα
λογοτεχνικά έργα, τις κινηματογραφικές ταινίες κτλ είχε σαν αποτέλεσμα να συνδεθεί, ή και να
ταυτιστεί, στο νου του μη ειδικού η ψυχολογία με την ψυχανάλυση. Ακόμα, ορισμένες θέσεις της,
με τη συχνή επανάληψη, έχουν περάσει στη συνείδηση των ανθρώπων σαν αυταπόδεικτες και
έχουν ενσωματωθεί σε εκφράσεις της καθημερινής ομιλίας.
Από κοινωνική άποψη, το κυριότερο στοιχείο του δόγματος του φροϋδισμού σήμερα είναι ο
ρόλος του στην ιδεολογική αντιπαράθεση. Οι απόψεις του χρησιμοποιούνται για την “ερμηνεία”
των κοινωνικών φαινομένων με βιολογικές αιτίες και για την αθώωση του καπιταλισμού για όλα τα
δεινά της ανθρωπότητας, μια και αυτά υποτίθεται ότι προκύπτουν από την αναλλοίωτη “φύση του
ανθρώπου”.
Στόχος μας στην παρούσα εργασία είναι να αξιολογήσουμε τη φροϋδική θεωρία και
πρακτική στη βάση των αρχών του διαλεκτικού υλισμού και να δείξουμε τον ρόλο τους στην
κοινωνική διαπάλη. Στο κείμενο που ακολουθεί προσπαθούμε να απαντήσουμε στα εξής
ερωτήματα:
 Ποιες ήταν οι κοινωνικές - επιστημονικές ανάγκες που οδήγησαν στη γέννηση και
ανάπτυξη της ψυχανάλυσης.
 Ποιες είναι οι φιλοσοφικές βάσεις της ψυχανάλυσης, ποια η μεθοδολογία της, και τα κύρια
σημεία της θεωρίας της.
 Πώς έφτασε η ψυχανάλυση να μετατραπεί σε ένα είδος κοσμοθεωρίας (το δόγμα του
φροϋδισμού) με απαιτήσεις για την ερμηνεία όλων των φαινομένων της φύσης, της
κοινωνίας και της νόησης.
 Γιατί, ενώ, ταυτόχρονα με την ψυχανάλυση, εμφανίστηκαν και άλλες σχολές αστικής
ψυχολογίας, η κοινωνική επιρροή τους ήταν πολύ μικρότερη.
 Ποια ήταν τα πρακτικά αποτελέσματα της ψυχαναλυτικής μεθόδου ψυχοθεραπείας και ποια
η συμβολή της ψυχανάλυσης στην επιστημονική πρόοδο.
 Γιατί η φροϋδική σχολή διασπάστηκε σε ποικιλώνυμες ψυχαναλυτικές τάσεις και ποια είναι
η κοινή βάση τους.
 Ποια είναι η ουσία του λεγόμενου φροϋδομαρξισμού, δηλαδή της προσπάθειας εκλεκτικής
συνένωσης της ψυχανάλυσης με το μαρξισμό.

2
Εισαγωγή

Η ψυχανάλυση, όπως και άλλα σύγχρονά της ψυχολογικά ρεύματα (συμπεριφορισμός,


αντανακλασιολογία, μορφολογική ψυχολογία κτλ) προέκυψε σαν μια προσπάθεια υπέρβασης της
κρίσης στην ιδεαλιστική ψυχολογία του 19ου αιώνα. Σήμερα, σπάνια συναντάμε την ψυχαναλυτική
θεωρία σε “καθαρή” μορφή. Στοιχεία της συνδυάζονται εκλεκτικά με απόψεις από άλλα
ψυχολογικά ρεύματα, όπως ο συμπεριφορισμός, η ανθρωπιστική ψυχολογία κ.ά.
Ο ιδρυτής της ψυχαναλυτικής σχολής, ιατρός Φρόυντ (S.Freud, 1856-1939), ασχολήθηκε με
τη θεραπεία ορισμένων τύπων νευρώσεων. Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα άρχισε να γενικεύει τα
συμπεράσματά του και προσπάθησε να διατυπώσει μια θεωρία που την ονόμασε ψυχανάλυση, για
να μοιάζει με την αναλυτική χημεία, που εκείνη την εποχή είχε αναπτυχθεί σημαντικά.
Όπως κάθε ψυχολογική θεωρία, η ψυχανάλυση χρειάστηκε να στηριχτεί σε κάποιες
φιλοσοφικές βάσεις. Πράγματι, μόνο στο φιλοσοφικό επίπεδο μπορεί να υπάρξει μια γενική
μέθοδος για τη μελέτη του ψυχισμού, που επιτρέπει να κατανοήσουμε τις πιο γενικές έννοιες και
τις μεταξύ τους σχέσεις, όπως αντικείμενο-υποκείμενο, ύλη-συνείδηση, και να αποκαλύψουμε την
ουσία του ψυχισμού. «Ο ψυχολόγος που φαντάζεται ότι η δουλειά του στο εργαστήριο μπορεί να τον
οδηγήσει στη λύση των βασικών ερωτημάτων της επιστήμης του, εξαπατά τον εαυτό του, διότι αυτά
ανήκουν στη φιλοσοφία» (Vygotsky, 1997α:308). Ωστόσο, ο ίδιος ο Φρόυντ νόμιζε ότι η
επιστημονική έρευνα δεν συνδέεται με την φιλοσοφία και υποστήριζε ότι «η ψυχανάλυση είναι [...]
ένα ουδέτερο εργαλείο...» (1974:103).
Για να κατανοήσουμε τη θεωρία της ψυχανάλυσης πρέπει συνεπώς να εξετάσουμε ποιες
ήταν οι φιλοσοφικές βάσεις του Φρόυντ και των οπαδών του. Όμως, οι φιλοσοφικές ιδέες καθενός
διαμορφώνονται κατά την αλληλεπίδρασή του με τους άλλους ανθρώπους στη συγκεκριμένη
κοινωνία όπου ζει και δραστηριοποιείται. Προσδιορίζονται από την κοινωνική του θέση, τη στάση
που διαμορφώνει απέναντι στα κοινωνικά προβλήματα, την αγωγή και την εκπαίδευσή του, τις
προσωπικές του εμπειρίες. Πρέπει λοιπόν να δούμε και το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ο
Φρόυντ επεξεργάστηκε την ψυχανάλυση. Ποια ήταν η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στην
εποχή του και ποιες απαιτήσεις δημιουργούσε για την ψυχολογία. Γιατί η παραδοσιακή ψυχολογία
δεν επαρκούσε και έπρεπε να αναζητηθεί διαφορετική προσέγγιση. Ποιες ήταν οι κοινωνικές
αντιθέσεις και συγκρούσεις, ποια ήταν η θέση του ίδιου του Φρόυντ στην κοινωνία όπου ζούσε,
καθώς και σε ποιο κοινωνικό στρώμα ανήκαν οι ασθενείς που εξέταζε.
Η μεθοδολογία, την οποία χρησιμοποιεί ο κάθε επιστήμονας στην έρευνα των ψυχικών
φαινομένων (π.χ. ενδοσκόπηση, πείραμα) εξαρτάται επίσης από τις φιλοσοφικές του βάσεις, από
την απάντηση που δίνει στο κύριο ερώτημα για τη φύση του ψυχισμού.
Η αλληλεπίδραση των επιστημών αντανακλά την αντικειμενική ενότητα των επιστημών
που ερευνούν διαφορετικές αλλά αλληλένδετες πλευρές του ενιαίου κόσμου. Η αλληλεπίδραση
αυτή μπορεί να είναι δημιουργική, ή να περιορίζεται σε άκριτη μεταφορά σχημάτων από μια
επιστήμη σε άλλη. Στη δεύτερη περίπτωση η μεταφορά όρων και σχημάτων “κατ’ αναλογία” μόνο
τη φιλοσοφική άγνοια του ερευνητή δείχνει. Είναι αποτέλεσμα της έλλειψης κατανόησης του
γεγονότος ότι κάθε μορφή οργάνωσης της ύλης (φυσική, χημική, βιολογική, κοινωνική κτλ) έχει τις
δικές της σχέσεις (νόμους) που χαρακτηρίζουν την κίνησή της και συνεπώς απαιτεί δικές της
έννοιες που να εκφράζουν αυτές τις σχέσεις.1

1
Δεν ακολουθούν όλοι τη “μόδα” της άκριτης μεταφοράς. Για παράδειγμα, ο Σπινόζα (B.Spinoza, 1632-1677) δεν
παρασύρθηκε από τη μονόπλευρη μαθηματική και μηχανιστική σκέψη των κορυφαίων επιστημόνων του καιρού του,
αλλά την υπέβαλε σε κριτική από την πλευρά της φιλοσοφίας. Έτσι κατόρθωσε να υπερβεί το δυισμό του Καρτέσιου
(R.Descartes, 1596-1650) στο πρόβλημα της σχέσης υλικού-νοητικού και να φτάσει στο συμπέρασμα ότι η ψυχή
(σκέψη) και το σώμα είναι δυο χαρακτηριστικά της ίδιας μοναδικής ουσίας. Δεν πρόκειται για μια ψυχή η οποία
σκέπτεται, τοποθετημένη στο ανθρώπινο σώμα, σαν σε προσωρινή κατοικία, αλλά για το σκεπτόμενο σώμα του ίδιου
του ανθρώπου. Δεν υπάρχει αλληλεπίδραση σώματος και ψυχής, γιατί είναι ένα και το αυτό· το σκεπτόμενο σώμα. Τα
ψυχικά φαινόμενα προκύπτουν από την αλληλεπίδραση ανάμεσα στο ανθρώπινο σώμα και στα άλλα υλικά σώματα,
έμψυχα και άψυχα (Ilyenkov, 1983).
3
Στην εποχή της ανάπτυξης της μηχανικής, η ψυχολογία είχε δεχθεί ισχυρή επίδραση απ’
αυτήν και οι ερμηνείες των ψυχικών φαινομένων ήταν μηχανιστικές. Η ανάπτυξη της χημείας
καθώς και της θερμοδυναμικής και η ανακάλυψη της μετατροπής μιας μορφής ενέργειας σε άλλη,
είχαν παρόμοια επίδραση. Πολλοί ψυχολόγοι υιοθετήσανε ερμηνευτικά σχήματα από αυτές τις
επιστήμες. Ένα ζήτημα λοιπόν προς εξέταση είναι τι είδους επιδράσεις δέχθηκε ο Φρόυντ από τις
άλλες επιστήμες του καιρού του (κυρίως φυσικής και βιολογίας).
Οι περισσότεροι μαθητές και οπαδοί του Φρόυντ εγκατέλειψαν την “αμιγή” φροϋδική
θεωρία και άσκησαν κριτική στο δάσκαλό τους. Όπως ομολογεί ο πρόεδρος της Γαλλικής
Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Lagache (2005) «Οι θεραπευτικές αποτυχίες και οι θεωρητικές δυσκολίες
οδήγησαν τους ψυχαναλυτές να αναζητήσουν καλύτερες λύσεις». Ωστόσο, οι περισσότεροι
διατήρησαν τη φιλοσοφική τοποθέτηση του Φρόυντ καθώς και ορισμένες βασικές θέσεις του,
πράγμα που αντανακλάται και στον χαρακτηρισμό των θεωριών τους σαν “νεοφροϋδικών”. Μέσω
του νεοφροϋδισμού οι ιδέες του Φρόυντ εξακολουθούν να επηρεάζουν τον τρόπο σκέψης πολλών
ανθρώπων. Είναι συνεπώς απαραίτητο να δούμε το περιεχόμενο, την ουσία των θέσεων του
Φρόυντ και των οπαδών του.

4
Το κοινωνικό πλαίσιο

Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα η ανάπτυξη της καπιταλιστικής παραγωγής είχε
δημιουργήσει νέες απαιτήσεις προς την ψυχολογία: επαγγελματική επιλογή, ατομική εξειδίκευση,
ψυχολογική δικαίωση νομικών κανόνων κτλ. Η ψυχολογία στράφηκε στις πρακτικές ανάγκες και
χρησιμοποίησε μεθόδους των φυσικών επιστημών.
Η συσσώρευση νέων στοιχείων και ιδιαίτερα η ανάπτυξη της εφαρμοσμένης ψυχολογίας,
έδειξαν την αδυναμία της παραδοσιακής ιδεαλιστικής σχολής να εξηγήσει μια σειρά φαινόμενα
σχετικά με τη σκέψη και τα κίνητρα. Η ύπαρξη ασυνείδητων νοητικών διαδικασιών, απρόσιτων
στην ενδοσκόπηση, αποδείχτηκε πειραματικά στα τέλη του 19ου αιώνα. Αναπτύχθηκε μια αντίθεση
ανάμεσα στις πειραματικές μεθόδους έρευνας και στην ψυχολογική θεωρία που βασιζόταν στην
ιδεαλιστική φιλοσοφία. Όσο προόδευε η εφαρμοσμένη ψυχολογία τόσο οξυνόταν η αντίθεση, μέχρι
που εξελίχθηκε σε κρίση.2
Στις αρχές του 20ου αιώνα οι ψυχολόγοι χωρίστηκαν σε αντιμαχόμενες τάσεις, που όλες
όμως ξεκινούσαν από ιδεαλιστικές ή από απλοϊκές υλιστικές θέσεις. Τα πειραματικά αποτελέσματα
συσσωρεύονταν αλλά δεν μπορούσαν να ερμηνευθούν επιστημονικά: Για την παραδοσιακή
ενδοσκοπική ψυχολογία, ψυχολογικά φαινόμενα ήταν εκείνα που χαρακτηρίζονταν από έλλειψη
υλικότητας και από το ότι μπορούσαν να γίνουν αντιληπτά μόνο από το ίδιο το υποκείμενο. Για την
αντανακλασιολογία, όλα τα φαινόμενα ήταν αντανακλαστικά. Για την ψυχανάλυση, το ασυνείδητο
ήταν η κοινή βάση τους, ενώ για τη μορφολογική ψυχολογία ήταν η λειτουργική δομή.
Κάθε μια από αυτές τις τάσεις ξεκίνησε από κάποια ανακάλυψη σε διαφορετικό πεδίο της
ψυχολογικής έρευνας και στη συνέχεια άρχισε να γενικεύει τα ευρήματά της, όλο και περισσότερο,
μέχρι που βγήκε από τα όρια του πεδίου της και αξίωσε να παίξει το ρόλο της γενικής ψυχολογίας,
που απουσίαζε. Η γενική ψυχολογία, για την ενδοσκοπική σχολή, έπρεπε να είναι μια επιστήμη του
πνεύματος, για την αντανακλασιολογία μια επιστήμη της συμπεριφοράς και για την ψυχανάλυση
μια επιστήμη του ασυνείδητου.
Η ψυχανάλυση προέκυψε από την περιοχή των νευρώσεων, όπου ανακαλύφθηκε ο
ασυνείδητος προσδιορισμός μιας σειράς νοητικών φαινομένων καθώς και η κρυμμένη
σεξουαλικότητα ορισμένων δραστηριοτήτων και μορφών συμπεριφοράς. Βαθμιαία αυτή η
ανακάλυψη, μετά από κάποια θεραπευτική επιτυχία, μεταφέρθηκε στην ψυχοπαθολογία και στην
παιδική ψυχολογία και κατέκτησε ολόκληρη την περιοχή των νευρώσεων. Κατόπιν “απέδειξε” ότι
η ψυχολογία της τέχνης καθώς και η εθνική ψυχολογία μπορούν να βασιστούν σ’ αυτή την ιδέα.
Μετά ξεπέρασε τα όρια της ψυχολογίας και έκανε τη σεξουαλικότητα μια μεταφυσική αρχή, μια
κοσμοαντίληψη με τη δική της θεωρία της γνώσης, τη δική της κοινωνιολογία και τα δικά της
μαθηματικά. Τα πάντα· κοινωνικά συστήματα, θρησκεία, δημιουργική εργασία, διαφήμιση, μύθοι
θεωρήθηκαν κρυμμένη σεξουαλικότητα (Vygotsky, 1997α: 233-343).3 Η ψυχανάλυση σαν μέθοδος
ψυχοθεραπείας και ψυχολογικής θεωρίας συγκεντρώνει το ενδιαφέρον της στις ασυνείδητες
ψυχικές λειτουργίες και κίνητρα, αλλά το δόγμα του φροϋδισμού, που προέκυψε από την
ψυχανάλυση, την τοποθετεί στο επίπεδο των φιλοσοφικών και ανθρωπολογικών αρχών.
Στα τέλη του 19ου αιώνα με αρχές του 20ου πραγματοποιήθηκε το πέρασμα του
καπιταλισμού στο μονοπωλιακό στάδιο (ιμπεριαλισμός). Η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, η
όξυνση του ανταγωνισμού για την κυριαρχία στις αποικίες και στις παγκόσμιες αγορές και η
εντεινόμενη επιθετικότητα των ιμπεριαλιστών απαιτούσε και την ιδεολογική τους δικαίωση. Αυτό
εκφράστηκε με τη στροφή της αστικής ιδεολογίας σε πιο αντιδραστική και ανορθολογική4

2
Η κρίση λύθηκε με τη γέννηση και ανάπτυξη της μαρξιστικής ψυχολογίας στις δεκαετίες 1920-1930. Η αστική
ψυχολογία για ταξικούς λόγους δεν δέχτηκε τη διαλεκτική-υλιστική προσέγγιση στα ψυχικά φαινόμενα και μέχρι
σήμερα αδυνατεί να βγει από την κρίση.
3
Για εκτενέστερη παρουσίαση της ανάλυσης του Βιγκότσκι στα ελληνικά βλ. Κουβελάς (2007).
4
Ο ανορθολογισμός είναι ιδεαλιστική θεωρία που υποστηρίζει ότι η γνωστική δύναμη του ανθρώπου είναι
περιορισμένη και ότι η κύρια μέθοδος γνώσης είναι η ενόραση, το αίσθημα, το ένστικτο. Θεωρεί ότι ο κόσμος είναι
χαοτικός, χωρίς κανονικότητα, εξαρτημένος από το παιχνίδι της τύχης και της ασυνείδητης θέλησης. Οι ανορθολογικές
διδασκαλίες εμφανίζονται κατά κανόνα στα σημεία καμπής της κοινωνικής ανάπτυξης, συνήθως όχι ως συστήματα,
5
κατεύθυνση (Yaroshevsky, 1990). Έτσι, οι ανορθολογικές ιδέες, που διατυπώθηκαν και από το
φροϋδισμό, βρήκαν κατάλληλο έδαφος για να διαδοθούν.
Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος (1914-1918), αποτέλεσμα των ενδο-ιμπεριαλιστικών
αντιθέσεων, έγινε για την αναδιανομή των αποικιών και των αγορών και είχε σαν συνέπεια μια
πρωτοφανή σφαγή. Οι εμπειρίες του πολέμου κλόνισαν την ελπίδα του Φρόυντ για κοινωνικές
σχέσεις χωρίς συγκρούσεις και για μια ουμανιστική παιδεία, και τον έκαναν απαισιόδοξο σχετικά
με το μέλλον του πολιτισμού. Όπως και οι περισσότεροι διανοούμενοι του καιρού του, ένοιωθε
ανασφάλεια και δυσφορία μπροστά στα “παράλογα” και ανεξέλεγκτα γεγονότα του πολέμου, του
ανταγωνισμού και της προσωπικής εξάρτησης, τα οποία δεν μπορούσε να εξηγήσει. Μη
κατανοώντας τις κοινωνικές αιτίες τους, προσπάθησε να τα ερμηνεύσει με ψυχολογικούς όρους για
“έμφυτη επιθετικότητα των ανθρώπων”. Πίστευε ότι οι λαοί μισούνται από τη φύση τους και
δήλωνε (1998:42) ότι η αιτία παραμένει γι’ αυτόν ένα αίνιγμα. Του φαινόταν ότι «καταγόμαστε από
μια γενεαλογική σειρά φονιάδων που είχαν τη δίψα του φόνου στο αίμα τους […] Ζει μέσα στο
ασυνείδητό μας απαράλλαχτος ο άνθρωπος της προϊστορίας.» (1998:54).5
Σε ό,τι αφορά το εσωτερικό κάθε χώρας, ο Φρόυντ ακολουθώντας τον Χομπς (Th.Hobbes,
1588-1679) θεωρούσε ότι χωρίς περιορισμό της επιθετικότητας με τα μέσα καταστολής του
κράτους, η κοινωνία θα διαλυόταν σε ένα πόλεμο όλων εναντίον όλων.
Στις αρχές του 20ου αιώνα πραγματοποιήθηκε μια άνοδος του διεθνούς εργατικού
κινήματος και η ανατροπή του καπιταλισμού στη Ρωσία. Οι εξελίξεις αυτές φόβισαν όχι μόνο την
αστική τάξη, αλλά και τα συντηρητικά μικροαστικά στρώματα, που έχοντας υποστεί σε όλη τους τη
ζωή την αστική προπαγάνδα έβλεπαν τον καπιταλισμό σαν “το φυσικό κοινωνικό σύστημα”. Ο
Φρόυντ φοβόταν το εργατικό κίνημα, και δεν συμμετείχε ούτε σε κάποια μικροαστική δημοκρατική
οργάνωση. Δεν πίστευε ότι είναι δυνατό το πέρασμα σε μια κοινωνία με σχέσεις αλληλεγγύης και
συνεργασίας ανάμεσα στους ανθρώπους. Μόνο αργότερα, όταν είδε τα πρώτα αποτελέσματα της
λαϊκής εξουσίας στη σοβιετική Ρωσία, έγραψε: «Σ’ ένα καιρό που τα μεγάλα έθνη δηλώνουν ότι
περιμένουν τη σωτηρία τους μόνο από τη τήρηση των κανόνων της χριστιανικής εγκράτειας, η
ανατροπή στη Ρωσία - παρά τα όποια επιμέρους γνωρίσματα - λειτουργεί σαν ο προάγγελος ενός
καλύτερου μέλλοντος.» (Thom, 1986).
Ο Φρόυντ προερχόταν από μικροαστική οικογένεια.6 Έζησε και σπούδασε στην Αυστρία,
μια καπιταλιστική κοινωνία με φεουδαρχικά υπολείμματα.7 Η σκέψη του αντανακλά την απελπισία
που κατέλαβε τα μικροαστικά στρώματα στα τέλη του 19ου αιώνα σε σχέση με τις κοινωνικές
εξελίξεις. Ο ίδιος στράφηκε στην ψυχολογία και την ερμηνεία των ονείρων σε μια προσπάθειά του
να αντιμετωπίσει προσωπικά προβλήματα. Γενίκευσε και απολυτοποίησε τις αντιθέσεις του
καπιταλισμού και τις θεώρησε σαν χαρακτηριστικά της “ανθρώπινης φύσης”. Από εκεί πηγάζει και
η θέση του για “αξεπέραστη αντίθεση” ανάμεσα στις πρωταρχικές τάσεις του ατόμου και στην
κοινωνική εξέλιξη.
Η ταξική τοποθέτηση του Φρόυντ αποκαλύφθηκε στο έργο του «Η ψυχολογία των μαζών
και η ανάλυση του Εγώ», όπου διατύπωσε ελιτίστικες απόψεις. Υποστήριξε ότι όταν διαμορφώνεται

αλλά ως αποσπασματικές ιδέες, με τη μορφή αφορισμών. Στο τέλος του 19ου αι. ο ανορθολογισμός αναβίωσε σε
διάφορες διδασκαλίες, μια από τις οποίες ήταν και η “φιλοσοφία της ζωής”. Μια παραλλαγή ανορθολογισμού ήταν ο
υπαρξισμός στη δεκαετία του 1930.
5
Κατά τον Φρόυντ θα μπορούσαν να αποφευχθούν οι πόλεμοι με την διαπαιδαγώγηση ενός στρώματος “αυτόνομων
διανοητών” οι οποίοι θα καθοδηγούσαν τις μάζες. Η αντίληψή του βασιζόταν στις ιδέες του “κοινωνικού συμβολαίου”
του 18ου αιώνα και είχε ελιτίστικο και απατηλό χαρακτήρα, όπως και κάθε πρόγραμμα που αποδίδει σημασία μόνο στη
διαφωτιστική επίδραση των ιδεών. Ο Φρόυντ κατάλαβε ότι αυτές οι ελπίδες ήταν εξωπραγματικές, όταν ο
μονοπωλιακός καπιταλισμός εγκαθίδρυσε φασιστικές δικτατορίες σε χώρες της Ευρώπης. Το αποτέλεσμα ήταν να
ενισχυθεί η πίστη του στο αντιεπιστημονικό στερεότυπο για την “αναλλοίωτη φύση του ανθρώπου” (Thom, 1986).
6
Οι μικροαστοί (μικροϊδιοκτήτες, επαγγελματίες, μικρέμποροι κτλ) είναι το πιο ασταθές κοινωνικό στρώμα της
καπιταλιστικής κοινωνίας, τόσο από οικονομική όσο και από κοινωνικοπολιτική άποψη. Η διπλή φύση του
μικροαστού, σαν εργαζόμενου και ιδιοκτήτη, καθορίζει τις ταλαντεύσεις του ανάμεσα στην εργατική και την αστική
τάξη, το πέρασμα από τον ακραίο επαναστατισμό στις πιο αντιδραστικές θέσεις.
7
Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα η Αυστρία ήταν προπύργιο της φεουδαρχικής αντίδρασης στην Ευρώπη. Η
βιομηχανική επανάσταση ολοκληρώθηκε εκεί καθυστερημένα, γύρω στα 1880, δηλαδή μισό αιώνα μετά την Αγγλία,
ενώ η αστικοδημοκρατική επανάσταση έγινε το 1918.
6
οποιαδήποτε ανθρώπινη μάζα, πραγματοποιείται μια υπαναχώρηση του ατόμου σε πρωτόγονη
ψυχική κατάσταση. Η συνειδητή ατομική προσωπικότητα εξαφανίζεται, οι σκέψεις
προσανατολίζονται προς όμοιες (ομαδικές) κατευθύνσεις, τα συγκινησιακά και ασύνειδα ψυχικά
στοιχεία κυριαρχούν, εξαφανίζονται οι αναστολές για πραγματοποίηση των ενορμήσεων, οι μάζες
εκδηλώνουν απόλυτη δουλικότητα μπροστά στην εξουσία των αρχηγών τους.
Τα παραπάνω αποτελούν μια γελοιογραφική, προκατειλημμένη αντίληψη του Φρόυντ για
τις μάζες, που πηγάζει από την εικόνα που είχε από τα δημαγωγικά διοικούμενα κινήματα
(φασιστικές οργανώσεις και παραθρησκευτικές κινήσεις). Δεν κατανόησε ότι οι προϋποθέσεις για
μια τέτοια συμπεριφορά είναι η ανεπαρκής μόρφωση, οι απατηλές υποσχέσεις, και η ίδια η μορφή
των οργανώσεων αυτών, που εκμεταλλεύονταν την ανάγκη των ανθρώπων για κοινωνική συνοχή.
Ακριβώς αυτές οι ιδέες του Φρόυντ για την ψυχολογία των μαζών χρησιμοποιήθηκαν για τη
συκοφάντηση του επαναστατικού κινήματος. Μια τέτοια αντικομμουνιστική τάση εκδηλώθηκε από
οπαδούς του στο διάστημα 1918-1923 (Thom, 1986).
Υιοθετώντας την κυρίαρχη αστική αντίληψη για την κοινωνία ως “άθροισμα ατόμων” και
χρησιμοποιώντας ορολογία δανεισμένη από τη χημεία, ο Φρόυντ, χαρακτήριζε τους λαούς και τα
κράτη “μεγαλοάτομα” (1998:28). Έχοντας υπ’ όψη του μόνο τις ταξικά εκμεταλλευτικές κοινωνίες
(δουλοκτητική, φεουδαρχική, καπιταλιστική) και αγνοώντας την αταξική πρωτόγονη κοινότητα,
καθώς και τους αντικειμενικούς νόμους της κοινωνικής ανάπτυξης, υποστήριξε ότι κάθε πολιτισμός
στηρίζεται στην καταναγκαστική εργασία, πράγμα που συνεπάγεται μια αντίσταση από τη μεριά
“αυτών που θίγονται”. Σε μερικά κείμενά του φαίνεται να παίρνει υπόψη τις διαφορετικές
κοινωνικές θέσεις των “προνομιούχων” και των “καταπιεσμένων”. Όμως, τις αντιθέσεις ανάμεσα
στις κοινωνικές τάξεις δεν τις είδε σαν αποτέλεσμα των ασυμβίβαστων κοινωνικών συμφερόντων
και των σχέσεων ταξικής εκμετάλλευσης, αλλά σαν συνέπεια της καταπίεσης των ενστίκτων. Γι’
αυτό την αντίσταση των εκμεταλλευόμενων μαζών την ερμήνευσε σαν διοχέτευση της
ενστικτώδους επιθετικότητας των καταπιεσμένων ενάντια στον πολιτισμό. Ο Φρόυντ (1974)
επιχείρησε επίσης να περιγράψει την εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας και τη διαμόρφωση της
οικογένειας, αλλά το αποτέλεσμα ήταν μια συρραφή ανιστόρητων απόψεων.8
Τέλος, οι ασθενείς του Φρόυντ προέρχονταν επίσης από μικροαστικά (τα λεγόμενα
“μεσαία”) στρώματα. Το κοινωνικό δείγμα στο οποίο βάσισε τις παρατηρήσεις και τις γενικεύσεις
του δεν ήταν ούτε εκτεταμένο ούτε αντιπροσωπευτικό ολόκληρης της τότε κοινωνίας.

Οι φιλοσοφικές βάσεις του Φρόυντ

Πολλοί έχουν διατυπώσει την άποψη ότι η θεωρία του Φρόυντ είναι υλιστική. Ορισμένοι
ανακαλύπτουν επίσης ότι «η σκέψη του Φρόυντ είναι διαλεκτική» (Lagache, 2005). Αν
συνδυάσουμε αυτούς τους δυο ισχυρισμούς, θα καταλήξουμε στο κωμικό συμπέρασμα ότι ο
Φρόυντ ήταν διαλεκτικός υλιστής. Γι’ αυτό, πριν προχωρήσουμε στην ανάλυσή μας, θεωρούμε
απαραίτητο να υπενθυμίσουμε τι σημαίνει υλισμός και τι ιδεαλισμός, τι σημαίνει διαλεκτική και τι
μεταφυσική.
Το βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας είναι η σχέση ύλης και νόησης, τι θεωρείται υλικό και
τι νοητικό, και αν η ανθρώπινη συνείδηση μπορεί να γνωρίσει τον κόσμο. Ο υλισμός θεωρεί την
ύλη ως πρωταρχική και τη νόηση ως παράγωγο, τονίζοντας ταυτόχρονα την ενότητά τους. Θεωρεί
ότι ο κόσμος είναι άπειρος στο χώρο και στο χρόνο, αδημιούργητος, και γνώσιμος από τον
άνθρωπο. Αντίθετα, ο ιδεαλισμός θεωρεί ως πρωταρχικό το πνεύμα (νόηση), και την ύλη ως
παράγωγο. Πλησιάζει έτσι στα δόγματα της θρησκείας για τη δημιουργία του κόσμου από κάποια
υπερφυσική δύναμη. Μια “νοθευμένη” μορφή ιδεαλισμού είναι ο δυισμός, που θεωρεί την ύλη και
το πνεύμα ως δυο ισοδύναμες πρώτες αρχές. Τελικά ο δυιστικός διαχωρισμός της συνείδησης από

8
Αντιπαράβαλε τα γραφόμενα του Φρόυντ με εκείνα του Ένγκελς (2008).
7
την ύλη οδηγεί στον ιδεαλισμό. Ο δυϊσμός αποτελεί τη βάση της ψυχολογικής θεωρίας του
ψυχοφυσικού παραλληλισμού.9
Ιστορικά αναπτύχθηκαν δυο αντίθετες μέθοδοι σκέψης: Η μεταφυσική θεωρεί τα
αντικείμενα και τα φαινόμενα ως αναλλοίωτα και ανεξάρτητα μεταξύ τους, βλέπει την ανάπτυξη
μόνο ως ποσοτική και όχι ως ποιοτική μεταβολή, και κατασκευάζει ένα στατικό κοσμοείδωλο. Η
διαλεκτική κατανοεί τον κόσμο στη διαρκή του κίνηση και ποιοτική αλλαγή και ερευνά τις γενικές
σχέσεις που διέπουν την ανάπτυξη. Επιδιώκει να ανακαλύψει τις αιτίες κάθε μορφής κίνησης,
δηλαδή τις αντιτιθέμενες τάσεις που διέπουν τα φαινόμενα.
Ο μεταφυσικός τρόπος σκέψης δεν ακολουθείται μόνο από ιδεαλιστές, αλλά και από
υλιστές (απλοϊκός υλισμός). Ο υλισμός χρειάστηκε αιώνες για να απαγκιστρωθεί από τη
μεταφυσική αντιμετώπιση των κοινωνικών και ψυχικών φαινομένων και να συνδυαστεί με τη
διαλεκτική, να γίνει δηλαδή διαλεκτικός υλισμός.

9
Σύμφωνα με αυτή την άποψη, το ψυχικό και το φυσικό αντιπροσωπεύουν δυο ανεξάρτητες διαδικασίες , που ενώ
είναι αδιαχώριστες και συσχετίζονται, δεν συνδέονται αιτιακά.
8
ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ
ΥΛΙΣΜΟΣ Διαλεκτικός Υλισμός Μεταφυσικός Υλισμός
ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΣ Διαλεκτικός Ιδεαλισμός Μεταφυσικός Ιδεαλισμός

Οι υλιστές ψυχολόγοι βλέπουν τον ψυχισμό (ψυχή) ως εκδήλωση συγκεκριμένων


λειτουργιών του σώματος, ενώ οι ιδεαλιστές ως υπερφυσική δύναμη. Η ψυχή, για τη θρησκεία, και
την ιδεαλιστική φιλοσοφία και ψυχολογία, είναι μια άυλη οντότητα ανεξάρτητη από το σώμα.
Οι μεταφυσικοί υλιστές ψυχολόγοι, χωρίς να το καταλαβαίνουν, κάνουν υποχωρήσεις στον
ιδεαλισμό ανάγοντας τα ψυχικά φαινόμενα σε νευρολογικά και αγνοώντας την κοινωνική ουσία
τους. Ο υλιστικός προσανατολισμός τους δεν διασφαλίζει και την συνεπή υλιστική αντιμετώπιση
των ψυχικών φαινομένων.
Οι φιλόσοφοι, που ο Φρόυντ θαύμαζε και από τους οποίους επηρεάστηκε, ήταν όλοι
ιδεαλιστές: Μπρεντάνο (F.Brentano, 1838-1917), Σοπενχάουερ (A.Schopenhauer, 1788-1860) και
Νίτσε (F.Nietzsche, 1844-1900).10 Επίσης επηρεάστηκε από τον ενεργητισμό (βλ. παρακάτω), την
πνευματιστική ψυχολογία του Λιπς (Th.Lipps, 1851-1914), τον πανψυχισμό του Φέχνερ
(G.Fechner, 1801-1887) και την “ψυχολογία της μάζας” για να καταλήξει σε συμπεράσματα που
μοιάζουν με τη φιλοσοφία της Νιρβάνα11.
Η διαλεκτική και ο διαλεκτικός υλισμός ήταν θέματα με τα οποία ο Φρόυντ ουδέποτε
ασχολήθηκε γιατί αυτά βρίσκονταν “στην άλλη όχθη”. Ο μικροαστικός φόβος του για το εργατικό
κίνημα και ο ιδεολογικός του προσανατολισμός αλληλοεπηρεάζονταν και αλληλοτροφοδοτούνταν.
Τα “ανοίγματα” του Φρόυντ στον ιδεαλισμό τον οδήγησαν ακόμα και σε μυστικιστικές
αναζητήσεις (Hothersall, 1984:226 και Leahey, 1994:84). Η σκέψη του χαρακτηριζόταν από έντονο
ατομικισμό και εκλεκτικισμό.12
Στο βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας ο Φρόυντ απέφυγε να απαντήσει ανοιχτά. Όμως,
όταν αναγκαστικά έπρεπε να τοποθετηθεί για τη σχέση ύλης-ψυχισμού, φάνηκαν οι ιδεαλιστικές
του ρίζες. Εκεί βρίσκουμε αναφορές σε “ιδέες φορτισμένες με ενέργεια”, “νοητικές εικόνες σε
διέγερση” και άλλα παρόμοια. Η ενέργεια αποσπάται από την ύλη και μετατρέπεται σε μαγικό
ζωογόνο ρευστό. Οι ιδέες (και όχι κάποιο υλικό σύστημα) “διεγείρονται” κτλ.
Ο Βιγκότσκι (1997α:265 και 1999:209) κατηγορηματικά χαρακτήρισε την προσέγγιση του
Φρόυντ στα ψυχολογικά προβλήματα ως μεταφυσική και διαπίστωσε ότι οι βασικές φροϋδικές
έννοιες αντιφάσκουν με το διαλεκτικό υλισμό: «η ψυχανάλυση δεν εκδηλώνει δυναμικές τάσεις,
αλλά απόλυτα στατικές, αντιδιαλεκτικές, και αντι-ιστορικές. Ανάγει άμεσα τις ανώτερες νοητικές
διαδικασίες, τόσο τις προσωπικές όσο και τις συλλογικές, σε πρωτόγονες, αρχέτυπες, ουσιαστικά
προϊστορικές, προ-ανθρώπινες ρίζες, χωρίς να αφήνει χώρο για την ιστορία. Το ίδιο κλειδί ανοίγει τη
δημιουργικότητα του Ντοστογιέφσκι, και το τοτέμ και ταμπού των πρωτόγονων φυλών, τη χριστιανική
εκκλησία, τον κομμουνισμό, την πρωτόγονη ορδή – στην ψυχανάλυση όλα ανάγονται στην ίδια πηγή.»
(1997α:263)
Ο Φρόυντ ανάγοντας τα ψυχικά φαινόμενα στα ένστικτα υποστήριζε το αναλλοίωτο του
ανθρώπινου ψυχισμού και με αυτό τον τρόπο ουσιαστικά αρνήθηκε την ανάπτυξη ως ποιοτική
αλλαγή. Χαρακτηριστική ήταν και η εξής δήλωσή του (1922: V, 13): «H ανάπτυξη του ανθρώπου
μέχρι τώρα δεν μου φαίνεται να έχει ανάγκη διαφορετικής ερμηνείας από ό,τι η ανάπτυξη των ζώων».
Έφτασε να βλέπει “κρατικούς θεσμούς” στη ζωή των τερμιτών (1974:51).

10
Ο Φρόυντ (1994β:90) σημείωνε ότι υπάρχουν «πάρα πολλά κοινά σημεία της ψυχανάλυσης με τη φιλοσοφία του
Σοπενχάουερ», καθώς και ότι «τα προαισθήματα και οι γνώσεις [του Νίτσε] συχνά ταυτίζονται με εκπληκτικό τόπο με τα
επίπονα συμπεράσματα της ψυχανάλυσης.» Ωστόσο, δήλωνε ότι δεν επηρεάστηκε από του φιλοσόφους αυτούς και ότι οι
ψυχαναλυτικές θέσεις του ήταν ανεξάρτητο, δικό του δημιούργημα.
11
Η Αγγλίδα ψυχαναλύτρια Λόου (B.Low, 1877-1955) διατύπωσε την “αρχή της Νιρβάνα” και ο Φρόυντ (1922: VI,
22) την υιοθέτησε.
12
Εκλεκτικισμός: Προσπάθεια συνένωσης διαφορετικών, συχνά αντικρουόμενων ιδεών, φιλοσοφικών απόψεων,
θεωρητικών αρχών, πολιτικών εκτιμήσεων, με αποτέλεσμα τη δημιουργία εννοιολογικής σύγχυσης.
9
Ο Φρόυντ αποδεχόταν ότι όλα τα φαινόμενα έχουν τις αιτίες τους, δηλαδή άλλα γεγονότα
που προηγήθηκαν. Καταφέρθηκε ενάντια στις ψυχολογικές θεωρίες που βασίζονταν στο
μηχανιστικό υλισμό, αλλά δεν πήγε πολύ μακριά: αντικατέστησε τις ερμηνείες που βασίζονταν στη
φυσιολογία με τις αυθαίρετες υποκειμενικές κατασκευές της ψυχανάλυσης. Ουσιαστικά,
ακολουθώντας τη μηχανιστική σκέψη των Γάλλων υλιστών του 18ου αιώνα, απολυτοποίησε τη
σύνδεση του ψυχισμού με τις διαδικασίες του κεντρικού νευρικού συστήματος, την ερμήνευσε
λαθεμένα και προσπάθησε να αναγάγει τα ψυχικά φαινόμενα στα βιολογικά αγνοώντας την
κοινωνική προέλευση των ψυχικών φαινομένων. Κινούμενος στα πλαίσια του μεταφυσικού
υλισμού, αναπόφευκτα έκανε υποχωρήσεις στον ιδεαλισμό. Ο Βιγκότσκι γράφει σχετικά
(1997α:263): «… ο Φρόυντ στέκεται σε ιδεαλιστικό φιλοσοφικό έδαφος. […] Το δόγμα του Φρόυντ
για τον πρωταρχικό ρόλο των τυφλών ενορμήσεων, για το ασυνείδητο που αντανακλάται στη
συνείδηση με παραμορφωμένο τρόπο, μας πάει πίσω κατ’ ευθείαν στην ιδεαλιστική μεταφυσική του
Σοπενχάουερ για τη θέληση και την ιδέα.»
Ο Φρόυντ κατανοούσε τον ψυχισμό σαν παραπροϊόν των φυσιολογικών διαδικασιών και
δεν μπόρεσε να δει τα επίπεδα οργάνωσης της ύλης και τις ποιοτικές διαφορές τους.13 Ο
αναγωγισμός βρίσκεται στη βάση της αντίληψής του για την προσωπικότητα, σύμφωνα με την
οποία η συμπεριφορά των ατόμων προσδιορίζεται από τις βιολογικές ανάγκες, που εκφράζονται με
τα ένστικτα.14
Ο Φρόυντ δέχθηκε την καθοριστική επίδραση του “ενεργητισμού”, ενός ιδεαλιστικού
φιλοσοφικού ρεύματος που εμφανίστηκε στο τέλος του 19ου αιώνα σε ορισμένους κύκλους
φυσικών επιστημόνων.15 Οι ενεργητιστές κατανοούσαν την ενέργεια σαν κάτι άυλο, που συνδέεται
με την ύλη με κάποιο μυστηριώδη τρόπο. Ουσιαστικά, ο ενεργητισμός αποτελεί μια μορφή
δυισμού, ανάλογη με το δυισμό ύλης-πνεύματος, μόνο που εδώ μεταμφιέζεται σαν σχέση ύλης-
ενέργειας, όπου το κυρίαρχο στοιχείο είναι η ενέργεια, η οποία υποτίθεται ότι υπάρχει ανεξάρτητα
από την ύλη. Οι οπαδοί του ενεργητισμού εξηγούσαν όλα τα φαινόμενα της φύσης με τις μεταβολές
της ενέργειας. Αρνούνταν ακόμα και την ατομική θεωρία για τη δομή της ύλης. Αργότερα βέβαια
υποχρεώθηκαν να παραδεχτούν την ύπαρξη των ατόμων.16
Αντίθετα, για το διαλεκτικό υλισμό ύλη είναι οτιδήποτε υπάρχει αντικειμενικά, δηλαδή
ανεξάρτητα από το αν οι άνθρωποι συνειδητοποιούν ή όχι την ύπαρξή του. Η κατηγορία της ύλης
είναι μια αφαίρεση από τις ποιοτικές διαφορές των αντικειμένων. Όλα τα αντικείμενα εντάσσονται
ως σωματικές υπάρξεις σ’ αυτή την έννοια (Ένγκελς, 1997). Είναι λάθος να ταυτίζουμε την ύλη με
οποιαδήποτε από τις ιδιότητές της (π.χ. τη μάζα). Η έννοια της ύλης δεν ταυτίζεται με την έννοια
της δομής των υλικών συστημάτων. Η σύγχυση αυτή είναι τυπική για την αστική επιστήμη.
Οι μορφές ύπαρξης της ύλης είναι η κίνηση, ο χώρος και ο χρόνος. Συνεπώς όταν λέμε ότι
κάποιο υλικό σύστημα αλλάζει, κατά την αλληλεπίδρασή του με άλλα υλικά συστήματα, αυτό
σημαίνει πρώτα απ’ όλα ότι αλλάξουν οι μορφές ύπαρξής του. Η κίνηση δοσμένου υλικού
13
Η ύλη υπόκειται σε ορισμένους γενικούς νόμους που εκφράζουν την ενότητα του κόσμου και συγχρόνως σε ειδικούς
νόμους, διαφορετικούς για κάθε επίπεδο οργάνωσής της. Κάθε νέο επίπεδο που προκύπτει κατά την ανάπτυξη της ύλης
συνδέεται με τα κατώτερα επίπεδα από τα οποία προήλθε, αλλά δεν καθορίζεται μονοσήμαντα από αυτά. Κάθε νέα
(υψηλότερη) μορφή αλληλεπίδρασης της ύλης κυριαρχεί επάνω στις προηγούμενες μορφές, οι οποίες κινούνται πλέον
σύμφωνα με τους νόμους του νέου συστήματος αλληλεπίδρασης στο οποίο εντάσσονται. Οι διαδικασίες της
φυσιολογίας είναι μια ποιοτικά νέα μορφή εκδήλωσης των χημικών νόμων και είναι ακριβώς αυτή που εμφανίζεται
στους νόμους της φυσιολογίας. Τα ψυχικά φαινόμενα είναι μια νέα συγκεκριμένη μορφή εκδήλωσης των νόμων της
φυσιολογίας, η οποία εκφράζεται στους νόμους της ψυχολογίας. Προϋποθέτουν τα βιολογικά, αλλά δεν μπορούν να
αναχθούν σε αυτά. Ενώ η υλική βάση των ψυχικών φαινομένων είναι ο εγκέφαλος, ο ανθρώπινος ψυχισμός έχει φύση
κοινωνική. Το κοινωνικό, έχοντας προκύψει και διαμορφωθεί ιστορικά πάνω σε μια βιολογική βάση, έγινε η κύρια και
αποφασιστική πλευρά της ουσίας του ανθρώπου και της ανάπτυξής του. Για τα επίπεδα οργάνωσης της ύλης και τη
σχέση βιολογικού - κοινωνικού βλ. Κουβελάς (2007).
14
Αναγωγισμός: τάση που προσπαθεί να εξηγήσει τις ανώτερες μορφές κίνησης της ύλης ανάγοντάς τις μηχανιστικά
στις κατώτερες (π.χ. την κοινωνική στη βιολογική, τη βιολογική στη χημική, τη χημική στη μηχανική).
15
Σ’ αυτούς περιλαμβάνονταν ο χημικός F.W.Ostwald (1853-1932) και ο φυσικός E.Mach (1838-1916). Κριτική στις
ιδεαλιστικές φιλοσοφικές απόψεις των διάσημων αυτών επιστημόνων βλέπε στο Λένιν (1973).
16
Όταν το 1905 η ειδική θεωρία της σχετικότητας συνέδεσε τη μάζα με την ενέργεια, έδωσε λαβή για παρανοήσεις και
ιδεαλιστικές ερμηνείες. Οι ενεργητιστές θεώρησαν ότι τα πάντα είναι ενέργεια. Οι αντιλήψεις αυτές επιβιώνουν και
στην εποχή μας (νεο-ενεργητισμός).
10
συστήματος μεταδίδεται σε κάποιο άλλο που αλληλεπιδρά με το πρώτο. Για παράδειγμα, κατά την
αλληλεπίδραση δυο σωμάτων διαφορετικών θερμοκρασιών μεταδίδεται η θερμική κίνηση των
μορίων του πιο θερμού σώματος στα μόρια του λιγότερο θερμού, με αποτέλεσμα να αλλάζει η
θερμοκρασία (δηλαδή η θερμική κίνηση) και των δυο σωμάτων: του πρώτου μειώνεται, ενώ του
δεύτερου αυξάνει.
Η κίνηση της ύλης περνάει επίσης από τη μια μορφή στην άλλη: η χημική κίνηση της
τροφής που καταναλώνει ο οργανισμός μετατρέπεται σε βιολογική, κατά τη δραστηριότητα του
οργανισμού η βιολογική μετατρέπεται σε μηχανική, κατά τη λειτουργία μιας ηλεκτρογεννήτριας η
μηχανική μετατρέπεται σε ηλεκτρομαγνητική, ενώ κατά τη λειτουργία ενός ηλεκτροκινητήρα η
ηλεκτρομαγνητική μετατρέπεται σε μηχανική κοκ. Το γεγονός αυτό δείχνει την ενότητα των
ποιοτικά διαφορετικών μορφών κίνησης της ύλης. Η μετατροπή των μορφών κίνησης
χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένες ποσοτικές σχέσεις, γεγονός που μας επιτρέπει να
προσδιορίσουμε ένα κοινό μέτρο της κίνησης της ύλης, την ενέργεια. Κατά τη μετατροπή μιας
μορφής κίνησης σε άλλη, η ποσότητα της κίνησης (ενέργεια) παραμένει η ίδια.
Ο Φρόυντ επηρεάστηκε από τον φυσικό Χέλμχολτς (H.Helmholtz, 1821-1894)17 καθώς και
από τους φυσιολόγους Ρεϊμόντ (E.Bois-Reymond, 1918-1896) και Μπρούκε (E.Brücke, 1819-
1892). Ο τελευταίος, σε μια εποχή όπου η ατμομηχανή κυριαρχούσε στη βιομηχανία και τις
μεταφορές, υποστήριξε ότι όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, μαζί και ο άνθρωπος, είναι θερμικές
μηχανές. Έκανε δηλαδή μια άκριτη μεταφορά ενός λειτουργικού σχήματος από τη θερμοδυναμική
στη βιολογία. Ο Φρόυντ υιοθέτησε τη “δυναμική φυσιολογία” του Μπρούκε και κατασκεύασε τη
δική του “ψυχοδυναμική θεωρία”. Εντυπωσιάστηκε από την άυλη ενέργεια των ενεργητιστών και
κατασκεύασε κατ’ αναλογία την έννοια της “ψυχικής ενέργειας”. Ουσιαστικά, δεν αντέγραψε την
έννοια της φυσικής ενέργειας αλλά το μυστικισμό των ενεργητιστών. Ποτέ δεν επιχείρησε να
ερευνήσει τη σχέση ανάμεσα στα υλικά και στα ψυχικά φαινόμενα. Θεώρησε την ανθρώπινη
προσωπικότητα σαν ενεργειακό σύστημα που διαμορφώνεται από τις μετατροπές και μεταβιβάσεις
ψυχικής ενέργειας και διέκρινε είδη ψυχικής ενέργειας: ενορμητική (λιμπιντική, επιθετική) και
κοινωνικά αποδεκτή (ενέργεια του “Εγώ”).
Οι ίδιοι οι φροϋδιστές ομολογούν ότι «Ο Φρόυντ ποτέ δεν επιχείρησε να ορίσει τη φύση της
ψυχικής ενέργειας… [παρ’ όλο που αυτή] συνιστά ένα θεμελιώδες αξίωμα της ψυχαναλυτικής
θεωρίας». Αρχικά (το 1895) ο Φρόυντ είχε συνδέσει την υπόθεση της ψυχικής ενέργειας με τις
νευροφυσιολογικές διαδικασίες, αλλά στο έργο του “Η ερμηνεία των ονείρων” το
νευροφυσιολογικό μοντέλο εξαφανίστηκε και η ψυχική ενέργεια μπήκε στη θεωρία της σκέψης
(βλ. International Dictionary of Psychoanalysis). Για να χαρακτηρίσει την αρνητική συμπεριφορά
των ανθρώπων, ο Φρόυντ μιλούσε και για “αρνητική ψυχική ενέργεια”, μια έννοια χωρίς κανένα
φυσικό νόημα.18 Το 1932 επηρεασμένος από την κβαντομηχανική έφθασε στο σημείο να
υποστηρίξει ότι υπάρχουν κβάντα της ψυχικής ενέργειας.
Ο Φρόυντ (1922: Ι, 7) υποστήριζε ότι «σχεδόν όλη η ενέργεια με την οποία φορτίζεται το
ψυχικό όργανο προέρχεται από τα εγγενή ένστικτα», καθώς επίσης ότι «το Εγώ είναι η αληθινή και
αρχική δεξαμενή της λίμπιντο» (1922: VI, 17). Ωστόσο απέφυγε να προσδιορίσει τη σχέση της
ψυχικής ενέργειας με τις βιολογικές διαδικασίες. Το ερώτημα αν η βιολογική ενέργεια
μετατρέπεται σε “ψυχική” και πώς, το άφησε αναπάντητο. Αξιωματικά δήλωσε ότι το σεξουαλικό
ένστικτο μετατρέπεται σε ψυχική ενέργεια και έτσι η ψυχανάλυση βαφτίστηκε “ενεργητική της
λίμπιντο” (Politzer, 1976).
Αργότερα, αρκετοί ψυχαναλυτές, σε μια προσπάθεια δικαιολόγησης της μυθολογικής
κατασκευής της “ψυχικής ενέργειας”, υποστήριξαν ότι ο Φρόυντ μιλούσε μεταφορικά και όχι
κυριολεκτικά για την ψυχική ενέργεια. Όμως, η έννοια της ψυχικής ενέργειας αποτελεί τον
ακρογωνιαίο λίθο της θεωρίας του Φρόυντ για τον ανθρώπινο ψυχισμό και όχι μια λογοτεχνική
μεταφορά. Πίστευε ότι “ανακάλυψε” την ύπαρξη της ψυχικής ενέργειας, απλά και μόνο επειδή

17
Ο Λένιν (1973) άσκησε κριτική στον Χέλμχοτς για τη φιλοσοφική του ασυνέπεια (ταλάντευση ανάμεσα σε υλισμό
και ιδεαλισμό).
18
Οι φροϋδικές απόψεις αποτέλεσαν την πηγή για κάθε είδους λαϊκές μυστικιστικές παραλλαγές, όπως “καλή” και
“κακή” ενέργεια κτλ.
11
διατύπωσε αυτή την ιδέα. Ο ίδιος έγραφε (1994β:86) για τη ροπή του προς την “εικοτολογική
θεώρηση”, που σε απλά ελληνικά σημαίνει την κατασκευή ερμηνευτικών σχημάτων βασισμένων σε
ατεκμηρίωτες υποθέσεις.

Η μεθοδολογία της ψυχανάλυσης

Μέθοδο ονομάζουμε το δρόμο επίτευξης του στόχου, μαζί με το πλέγμα των αρχών και
τρόπων θεωρητικής έρευνας και πρακτικής δράσης. Η μέθοδος εξαρτάται και από την φύση των
υπό μελέτη φαινομένων, από τις νομοτέλειες που προσιδιάζουν σ’ αυτά. Γι αυτό ο κάθε κλάδος της
επιστήμης, ή τομέας της πρακτικής, επεξεργάζεται τις δικές του ειδικές μεθόδους (π.χ. μέθοδος
χημικής ανάλυσης).
Η μεθοδολογία είναι σύστημα αρχών και μεθόδων οργάνωσης της θεωρητικής και
πρακτικής δραστηριότητας καθώς και η θεωρία για το σύστημα αυτό. Προσδιορίζουμε τρία
επίπεδα: (1) Τη γενική μεθοδολογία ως φιλοσοφική μέθοδο γνώσης που αποδέχεται ο ερευνητής
(π.χ. διαλεκτικός υλισμός). Αυτή διαμορφώνει ορισμένες γενικές αρχές που συνειδητά ή
ασυνείδητα εφαρμόζονται στην έρευνα. (2) Την ειδική μεθοδολογία ως σύστημα μεθοδολογικών
αρχών που εφαρμόζεται σε ένα δοσμένο πεδίο γνώσης. Πρόκειται για την υλοποίηση των
φιλοσοφικών αρχών σε σχέση με το ειδικό αντικείμενο έρευνας (π.χ. αρχή της δραστηριότητας). (3)
Το σύστημα συγκεκριμένων μεθόδων και τεχνικών έρευνας, που ωστόσο δεν είναι τελείως
ανεξάρτητες από τους πιο γενικούς μεθοδολογικούς προσδιορισμούς. Η χρήση του όρου
“μεθοδολογία” στην αστική επιστήμη περιορίζεται κυρίως στο τρίτο επίπεδο.
Στο επίπεδο της γενικής μεθοδολογίας η ψυχανάλυση βασίζεται σε ιδεαλιστικές αρχές. Ο
Φρόυντ δέχθηκε την ύπαρξη της άυλης “ψυχικής ενέργειας”, που ρέει από τη μια λειτουργία του
οργανισμού στην άλλη, σαν ρευστό από δοχείο σε δοχείο, και δημιουργεί εκεί πιέσεις που
εκτονώνονται με την αποφόρτιση του δοχείου της συγκεκριμένης λειτουργίας, δηλαδή με τη
μεταφορά του μαγικού ρευστού σε δοχείο άλλης λειτουργίας.
Ο Φρόυντ θεωρούσε ότι η ψυχική δραστηριότητα προσδιορίζεται από κάποιες αιώνια
αμετάβλητες ψυχικές δυνάμεις που βρίσκονται κρυμμένες στο ασυνείδητο. Η παραδοχή ότι ο
χαρακτήρας αυτών των δυνάμεων παραμένει αμετάβλητος σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας
ουσιαστικά ισοδυναμεί με άρνηση της κοινωνικής ανάπτυξης.
Η ψυχανάλυση είναι μεθοδολογικά μια νατουραλιστική ανθρωπολογία, μια αναγωγή του
ψυχικού στο βιολογικό (Thom, 1986). Ο Φρόυντ υιοθέτησε τη λαθεμένη υπόθεση του Χέκελ19 και
την επέκτεινε στο πεδίο του ψυχισμού. Θεώρησε τα στάδια της ψυχολογικής ανάπτυξης του ατόμου
σαν επαναλήψεις της σεξουαλικής ζωής των προγόνων μας. Έφθασε στο σημείο να υποστηρίξει ότι
η “λανθάνουσα περίοδος”20 αποτελεί επανάληψη της εποχής των παγετώνων (Horney, 1979:42).
Θεωρούσε ότι «η βαθύτερη ουσία του ανθρώπου συνίσταται σε ορμικές διεγέρσεις»
(1998:31). Με αφετηρία την παραδοχή ότι κάποιες έμφυτες φυσιολογικές προδιαθέσεις
προσδιορίζουν τη συμπεριφορά και τη δυναμική της ανάπτυξης του ανθρώπου γενικά, άρχισε να
παρατηρεί τον ασθενή σαν μεμονωμένο άτομο, για να “ανακαλύψει” αυτό που είχε ήδη παραδεχτεί
στην αρχή (θεωρητικός φαύλος κύκλος). Αγνόησε τις αντικειμενικές ιστορικές συνθήκες μέσα στις
οποίες αναπτύσσεται ο ψυχοπαθής άνθρωπος και δεν κατανόησε την αναγκαιότητα της δράσης για
αλλαγή αυτών των συνθηκών. Γι’ αυτό και η θεώρησή του ήταν μονόπλευρη και συνεπώς
λαθεμένη. Στράφηκε αποκλειστικά στο μεμονωμένο άτομο και αγνόησε τον ουσιαστικό ρόλο των
κοινωνικών σχέσεων στην ανθρώπινη δραστηριότητα και την ανάπτυξη της
προσωπικότητας.Υποβίβασε τις σχέσεις μεταξύ ασυνείδητης ανώτερης νευρικής λειτουργίας και

19
Ο Χέκελ (E.Haeckel, 1834-1919) πίστευε ότι κατά την ανάπτυξη του κάθε ξεχωριστού ατόμου (οντογένεση)
επαναλαμβάνονται τα στάδια ανάπτυξης του είδους (φυλογένεση). Η υπόθεσή του ονομάστηκε “βιογενετικός νόμος”.
20
Έτσι ονόμαζε ο Φρόυντ την ηλικιακή περίοδο από 3 μέχρι 7 ετών, κατά την οποία θεωρούσε ότι η σεξουαλικότητα
υποχωρεί σε μια λανθάνουσα κατάσταση.
12
της λειτουργίας της συνείδησης σε ένα πρωτόγονο ανταγωνισμό μεταξύ συνείδησης-ασυνείδητου
(Thom,1986).
Στο επίπεδο της ειδικής μεθοδολογίας η αντίληψη του Φρόυντ για τη φύση των ψυχικών
φαινομένων προσδιόρισε και τις βάσεις της ψυχαναλυτικής μεθόδου. Ο Φρόυντ ανήγαγε σε
μεθοδολογική αρχή τη διατήρηση της “ψυχικής ενέργειας”, ένα κακέκτυπο της αρχής της
διατήρησης της ενέργειας (στη φυσική).
Ο Φρόυντ πήρε από τον Φέχνερ την “αρχή της ισορροπίας”21, τη μετονόμασε σε “αρχή της
σταθερότητας” και βάσισε ολόκληρη τη θεωρητική του κατασκευή σ’ αυτό το σχήμα.22 Σύμφωνα
μ’ αυτή την αρχή το “ψυχικό όργανο” (άλλη ασαφής έννοια) έχει την τάση να ελαχιστοποιεί την
ψυχική διέγερση, ή τουλάχιστον να τη διατηρεί σταθερή. Απ’ αυτό ο Φρόυντ συμπέρανε ότι η
καλύτερη κατάσταση για τον οργανισμό είναι η πλήρης αδράνεια (Νιρβάνα) και ότι ο οργανισμός
έχει την τάση να γυρίσει στην ανόργανη κατάσταση, δηλαδή να αυτοκαταστραφεί (ένστικτο του
θανάτου). Την τάση αυτή την κατανοεί ως σκοπό που ενυπάρχει στον οργανισμό: «ο τελικός
σκοπός κάθε ζωντανού όντος είναι η επιστροφή στην ανόργανη κατάσταση» (Lagache, 2005). Ο
Φρόυντ (1922: V, 4-7) συνέδεσε το ένστικτο με τον “καταναγκασμό για επανάληψη”. Πίστεψε ότι
βρήκε «ένα γενικό χαρακτηριστικό του ενστίκτου και ίσως όλης της οργανικής ζωής», δηλαδή ότι «το
ένστικτο είναι μια τάση εγγενής στην οργανική ύλη που την ωθεί προς την αποκατάσταση μιας
προγενέστερης κατάστασης. […] ο στόχος όλης της ζωής είναι ο θάνατος». Υιοθέτησε δηλαδή την
ανορθολογική άποψη του Σοπενχάουερ ότι ο θάνατος είναι το “πραγματικό αποτέλεσμα” της ζωής
και συνεπώς ο σκοπός της.
Η “αρχή της ηδονής” προκύπτει από την αρχή της σταθερότητας: ο οργανισμός υποτίθεται
ότι τείνει να μειώσει κάθε διέγερση, που κατά τη φροϋδική θεωρία αποτελεί δυσάρεστη ένταση. Η
ηδονή ορίζεται ως “εκφόρτιση” της διέγερσης. Η αρχή αυτή διαψεύδεται και από το γεγονός ότι η
σεξουαλική διέγερση είναι ευχάριστη. Ο Φρόυντ (1922: Ι, 2) έγραφε: «Αποφασίσαμε να εξετάσουμε
την ηδονή και τον “πόνο” σε σχέση με την ποσότητα διέγερσης, παρούσα στην ψυχική ζωή, έτσι που ο
“πόνος” να αντιστοιχεί σε μια αύξηση αυτής της ποσότητας και η ηδονή σε μια μείωσή της».
Ταυτόχρονα δήλωσε ότι η ουσία των αισθημάτων της ηδονής και του πόνου δεν του ήταν γνωστή.
Έτσι, βασικές έννοιες της ψυχανάλυσης παρέμειναν ομιχλώδεις, πράγμα που παραδέχτηκε
και ο ίδιος: «οι βασικές έννοιες, όπως της λίμπιντο ή της ορμής, έχουν ασαφές περιεχόμενο»
(1994β:87), γεγονός όμως που το έβλεπε σαν φυσιολογικό: «Στις φυσικές επιστήμες, στις οποίες
ανήκει και η ψυχολογία, μια τέτοια σαφήνεια των βασικών εννοιών είναι περιττή και μάλιστα
αδύνατη». Αυτή την ανορθολογική θέση του τη δικαιολογεί με το ότι η γνώση προχωρεί βαθμιαία
και οι έννοιες αλλάζουν, διευκρινίζονται όλο και πιο πολύ. Πράγματι, με τη συσσώρευση πείρας
της ανθρωπότητας στη βάση της κοινωνικής πρακτικής δραστηριότητας το περιεχόμενο των
εννοιών εμπλουτίζεται και διευκρινίζεται, αυτό όμως δεν αναιρεί την ανάγκη επιστημονικής
σαφήνειας των χρησιμοποιούμενων όρων σε κάθε περίπτωση. Το επιχείρημα του Φρόυντ δεν έχει
λογική βάση.

21
Ο Φέχνερ πίστευε ότι η ηδονή του οργανισμού σχετίζεται με την ισορροπία και ο “πόνος” με την αστάθεια. Έβλεπε
τη ζωή παντού, ακόμα και στην ανόργανη φύση (πανψυχισμός). Θεωρούσε ότι η ψυχή του ανθρώπου κατέχει μια
ενδιάμεση θέση: από τη μια πλευρά βρίσκονται οι ψυχές των φυτών ενώ από την άλλη οι ψυχές των άστρων που είναι
οι άγγελοι. Ο Θεός είναι η ψυχή του Σύμπαντος. Οι φυσικοί νόμοι είναι οι τρόποι εκδήλωσης της τελειότητας του
Θεού. Ο Φρόυντ (1994β:89) δήλωνε: “Ήμουν πάντοτε προσιτός στις ιδέες του Φέχνερ και σε σημαντικά ζητήματα
στηρίχθηκα σ’ αυτόν τον στοχαστή.”
22
Ισορροπία, στην πραγματικότητα, σημαίνει την κατάσταση ενός σώματος κάτω από την επίδραση αντίθετων
δυνάμεων, που το συμπιέζουν ή τείνουν να το τεμαχίσουν. Η ισορροπία είναι ένα πρόσκαιρο αποτέλεσμα της
αντίθεσης, μια κατάσταση έντασης, από την οποία κάθε ζωντανός οργανισμός προσπαθεί να απαλλαγεί. Σε καμιά
περίπτωση δεν την επιδιώκει, όπως πιστεύει ο Φρόυντ. Όμως, για τους ιδεαλιστές ισορροπία σημαίνει απουσία κάθε
είδους αντιθέσεων. Γι’ αυτούς είναι μια κατάσταση όπου οι αντίθετες δυνάμεις έχουν εξαντληθεί και έτσι έχουν
σταματήσει να δρουν επάνω στο ιδανικό σώμα. Η επιδίωξη απαλλαγής από τις αντιθέσεις εκφράζεται σαν επιδίωξη της
ισορροπίας. Η αδιατάρακτη ακινησία, η αιώρηση στο κενό, είναι το ιδανικό μοντέλο της ιδεαλιστικής αντίληψης για
την ισορροπία, που εκφράζεται ιδιαίτερα στα έργα των θετικιστών. Κριτική των θετικιστικών απόψεων βλέπε στο
Λένιν (1973).
13
Τελικά, η αρχή της ηδονής δεν περιορίστηκε σε μια βιολογική έννοια, αλλά πήρε μια
μεταφυσική χροιά και εμφανίστηκε σαν η πρωταρχική κινητήρια δύναμη, ο δημιουργός της
ψυχικής ανάπτυξης.
Στην τάση της ψυχής προς την αρχή της ηδονής ο Φρόυντ (1922: Ι, 4-6) αντιπαραθέτει
κάποιες άλλες δυνάμεις ή συνθήκες, έτσι που το αποτέλεσμα (η συμπεριφορά του ατόμου) δεν είναι
πάντοτε σύμφωνο με την αρχή της ηδονής. Αυτές οι δυνάμεις συνιστούν την “αρχή της
πραγματικότητας”, που αποτελεί ένα μέσο προφύλαξης: η ικανοποίηση αναβάλλεται για να
πραγματοποιηθεί αργότερα με ασφάλεια. Στο ψυχικό όργανο αναπτύσσονται συνειδητές
λειτουργίες προσαρμογής προς την πραγματικότητα (προσοχή, μνήμη, κρίση).
Η ψυχανάλυση βασίζεται στην αναπόδεικτη πίστη ότι υπάρχουν (σε όλους τους ανθρώπους
και σε όλες τις ιστορικές εποχές) ψυχικές συγκρούσεις ανάμεσα στο ασυνείδητο, που επιζητεί την
ηδονή, και στην πραγματικότητα στην οποία ο νους προσαρμόζεται, και ότι αυτές οι συγκρούσεις
κυριαρχούν στην ψυχή του ανθρώπου σαν τη μοίρα.
Ο Βιγκότσκι (1998:239) επεσήμανε το λάθος του Φρόυντ να αντιπαραθέσει την τάση για
ικανοποίηση των αναγκών (αρχή της ηδονής) με την τάση προσαρμογής προς την πραγματικότητα
(αρχή της πραγματικότητας). Τόνισε ότι αυτές οι τάσεις δεν αντιπροσωπεύουν αντίθετους πόλους,
αλλά συνδέονται στενά μεταξύ τους. Όχι μόνο δεν αποκλείουν η μια την άλλη, αλλά σχεδόν
συμπίπτουν στην παιδική ηλικία. Η τάση για ικανοποίηση των αναγκών είναι ουσιαστικά η άλλη
όψη της τάσης για προσαρμογή. Η ηδονή δεν αντιφάσκει με την πραγματικότητα.
Στο επίπεδο των συγκεκριμένων μεθόδων και τεχνικών ο Φρόυντ ποτέ δεν επιχείρησε να
επιβεβαιώσει πειραματικά τις υποθέσεις του, δηλαδή να αναπτύξει μια πειραματική ψυχολογία
του ασυνείδητου. Το γεγονός αυτό συνδέεται με την ουσιαστικά ιδεαλιστική απάντηση του Φρόυντ
στο βασικό ερώτημα για τη φύση του ψυχισμού.
Ο Φρόυντ ισχυριζόταν ότι δεν αξίζει να προσπαθήσει κανείς να επιβεβαιώσει πειραματικά
την ψυχαναλυτική θεωρία, «γιατί η πληθώρα των αξιόπιστων στοιχείων στα οποία βασίζονται οι
προτάσεις της ψυχανάλυσης, τις κάνει ανεξάρτητες από την πειραματική επιβεβαίωση» (Leahey,
1994). Με άλλα λόγια, θεωρούσε τα λεγόμενα των ασθενών για τον εαυτό τους σαν αξιόπιστα
επιστημονικά στοιχεία και τοποθετούσε τις θεωρητικές του κατασκευές πάνω από κάθε
πειραματική επιβεβαίωση. Η ενδοσκόπηση αναγορεύθηκε σε επιστημονική μέθοδο έρευνας και ο
πειραματικός έλεγχος των ψυχαναλυτικών αποτελεσμάτων αποκλείσθηκε με τη δικαιολογία του
ανεπανάληπτου της κάθε περίπτωσης.
Δεν υπάρχει τρόπος να επιβεβαιωθούν στην πράξη οι αρχές της ψυχανάλυσης. Πρόκειται
για καθαρή πίστη. Δεν είναι περίεργο που ο Φρόυντ (1998:57) διαπίστωσε ότι «Η ψυχανάλυση δεν
γίνεται πιστευτή έξω από τον κύκλο των ειδικών [διάβαζε πιστών]».
Οι φροϋδιστές ερμηνεύουν τα ψυχικά φαινόμενα στη βάση της καθημερινής εμπειρίας και
της καθοδηγούμενης από τον ψυχαναλυτή αυτοπαρατήρησης που πραγματοποιεί ο ασθενής. Η
τεχνική των “ελεύθερων συνειρμών” ουσιαστικά βασίζεται στην ενδοσκόπηση. Η ψυχαναλυτική
μέθοδος ψυχοθεραπείας συνίσταται στην “ανακάλυψη” των υποθετικών πρωταρχικών ψυχικών
συγκρούσεων του ασθενούς μέσα από εμπιστευτικές προσωπικές συναντήσεις με τον ψυχαναλυτή
και την επίσης υποθετική αναίρεσή τους με την αποκάλυψη των αιτίων τους. Η μέθοδος αυτή είναι
ευάλωτη στις παρεμβάσεις του ψυχαναλυτή που μπορεί, όπως πράγματι έκανε ο Φρόυντ, να
επιβάλλει στον ασθενή την προκατασκευασμένη στα καλούπια της ψυχανάλυσης ερμηνεία των
συμπτωμάτων του.
Η ψυχανάλυση είναι τυπική περίπτωση θεωρητικού φαύλου κύκλου. Η υποτιθέμενη
κυριαρχία του ασυνείδητου που πρέπει να αποδειχθεί, “αποδείχνεται” σε κάθε συγκεκριμένη
περίπτωση ψυχανάλυσης μέσω ερμηνειών που βασίζονται στην παραδοχή της κυριαρχίας του
ασυνείδητου. Γίνεται δηλαδή “απόδειξη” με χρήση του αποδεικτέου.
Οι ψυχαναλυτές αγνοούν θεληματικά τη σημασία των κοινωνικών σχέσεων για τη
δραστηριότητα και την ανάπτυξη της προσωπικότητας και επιλέγουν με υποκειμενικά κριτήρια τις
απόψεις και τις εμπειρίες, που στη συγκεκριμένη περίπτωση θεωρούν σαν σημαντικές. Το
μπέρδεμα της θεωρίας και της πράξης είναι τόσο μεγάλο στην ψυχανάλυση, που δεν μπορεί να

14
πιστέψει κανείς τους ψυχαναλυτές ακόμα και όταν αναφέρονται σε παρατηρήσεις τους
(Politzer,1976).
Ο Φρόυντ προσπάθησε να συμβιβάσει τη μεταφυσική ιδεαλιστική θεωρία της
ψυχανάλυσης με την εμπειρική βάση (κλινικά δεδομένα). Η επιλογή του τι είναι σημαντικό στη
μελέτη των φαινομένων γινόταν τελείως υποκειμενικά με βάση τις εντυπώσεις του από το
θεραπευτικό περίγυρό του, που αποτελούνταν από νευρωτικούς μικροαστούς. Ενώ οι θέσεις του
αφορούσαν μια σαφώς καθορισμένη περιοχή φαινομένων, έκανε μεθοδολογικά αβάσιμες
γενικεύσεις, ύψωσε τη ύπαρξη των συγκρούσεων σε κανόνα και κατασκεύασε μια ανύπαρκτη
“αιτιώδη” σχέση (Thom, 1986).
Ο Φρόυντ εισήγαγε σαν μέθοδο για την εξερεύνηση της ψυχής την ερμηνεία των ονείρων
και των παραδρομών της γλώσσας κατά την ομιλία, προκειμένου να αποκαλύψει την “κρυμμένη
σεξουαλική κατάσταση του ασυνείδητου”. Η φροϋδική μέθοδος ερμηνείας των ονείρων συνίσταται
στο να βγάζει ο ψυχαναλυτής συμπεράσματα για το “λανθάνον” (κρυμμένο) περιεχόμενο του
ονείρου ξεκινώντας από το “φανερό”, ύστερα από ανάλυση στοιχείων που δίνει αυτός που
ονειρεύτηκε. Αυτή η αναγωγή του φανερού περιεχομένου στο λανθάνον παρουσιάστηκε σαν μια
διείσδυση στα “βάθη” της ψυχής του ατόμου και γι’ αυτό η ψυχανάλυση ονομάστηκε “ψυχολογία
του βάθους”.23 Η ψυχαναλυτική ερμηνεία των ονείρων μοιάζει με ονειροκρίτη, παρά το
επιστημονικοφανές της περιτύλιγμα.

Τα κύρια σημεία της φροϋδικής θεωρίας

Η πρακτική και θεωρητική εργασία του Φρόυντ συνοπτικά έχει ως εξής: (1) Αντικατέστησε
την ύπνωση σαν μέθοδο θεραπείας με τους “ελεύθερους συνειρμούς”, πράγμα που αποτέλεσε τη
βάση της ψυχαναλυτικής τεχνικής. (2) Ανέπτυξε την ψυχαναλυτική θεωρία για την ερμηνεία των
ψυχικών φαινομένων. (3) Επέκτεινε την εφαρμογή των ψυχαναλυτικών αντιλήψεων στα κοινωνικά
φαινόμενα προκειμένου να τα ερμηνεύσει, και δημιούργησε έτσι τη βάση του φροϋδικού δόγματος.
Το θετικό του έργου του, σε συγκεκριμένα θέματα κατανόησης ψυχικών ασθενειών και
ψυχοθεραπείας, συνίσταται στο ότι έθιξε θέματα που στην εποχή του θεωρούνταν ταμπού, όπως η
σημασία των σεξουαλικών αναγκών, επισήμανε ορισμένα ψυχολογικά προβλήματα και προσέγγισε
με νέο τρόπο ορισμένες μορφές εκδήλωσης ψυχικών ασθενειών (π.χ. θεραπεία της υστερίας).
Τέλος, έκανε το πρώτο βήμα στην έρευνα των μηχανισμών άμυνας και απώθησης, παρ’ όλο που οι
θέσεις του σήμερα είναι ξεπερασμένες. Με την ψυχανάλυση αναδείχθηκαν μια σειρά φαινόμενα
του ανθρώπινου ψυχισμού, όπως οι ασυνείδητες λειτουργίες, τα ασυνείδητα κίνητρα, και η
επίδραση των εμπειριών της πρώτης παιδικής ηλικίας στη διαμόρφωση (και παθολογική
παραμόρφωση) του χαρακτήρα.
Ωστόσο, ο Φρόυντ, έχοντας ιδεαλιστικές φιλοσοφικές βάσεις δεν κατόρθωσε να δει την
κοινωνική φύση των ψυχικών φαινομένων και προχώρησε σε αυθαίρετες κατασκευές για να τα
ερμηνεύσει. Με αφετηρία το ότι ο άνθρωπος αποτελεί μετεξέλιξη των ζώων και ακολουθώντας μια
μηχανιστική λογική, ανήγαγε τις ανθρώπινες ψυχικές λειτουργίες στα ένστικτα. Απέφυγε το
ερώτημα του γιατί και πώς πραγματοποιήθηκε η μετάβαση από το ζώο στον άνθρωπο και έτσι
αποσιώπησε τη θέση του Ένγκελς για το ρόλο της εργασίας σ’ αυτή τη διαδικασία. Επίσης,
απέφυγε να δώσει κάποιο ορισμό του νου, όπως κάνει άλλωστε και ολόκληρη η αστική
ψυχολογία.24

23
Η “ψυχολογία του βάθους” περιλαμβάνει διάφορες τάσεις που δέχονται τον πρωταρχικό ρόλο στη συμπεριφορά, των
λεγόμενων “βαθιά” ριζωμένων δυνάμεων της προσωπικότητας, που κρύβονται κάτω από την “επιφάνεια” της
συνείδησης. Οι πιο γνωστές είναι ο Φροϋδισμός, η Ατομική Ψυχολογία, η Αναλυτική Ψυχολογία, η Ορμική
Ψυχολογία, η Υπαρξιακή Ανάλυση και ο Νεοφροϋδισμός.
24
Στη διαλεκτική-υλιστική ψυχολογία η νόηση κατανοείται ως ανώτερη μορφή αντανάκλασης της αντικειμενικής
πραγματικότητας στον ανθρώπινο εγκέφαλο.
15
Έβλεπε τον ανθρώπινο ψυχισμό σαν διαφοροποιημένα ένστικτα. Πίστευε ότι ανακάλυψε
στα ένστικτα τις κύριες πηγές για τα ανθρώπινα βιώματα και τη συμπεριφορά. Με τον όρο
“ένστικτα” εννοούσε τους ψυχικούς εκπρόσωπους των ερεθισμάτων που προέρχονται από το
εσωτερικό του ανθρώπινου σώματος και που δρουν στο “ασυνείδητο”. Όμως, ονόμαζε “ένστικτα”
και τις ίδιες τις εσωτερικές πηγές των ερεθισμάτων. Η μεταφυσική θεωρία περί ενστίκτων πάνω
στην οποία θεμελιώθηκε η ψυχανάλυση, είναι αποτέλεσμα καθαρής σύγχυσης.25
Όπως και πολλοί άλλοι πριν απ’ αυτόν, ο Φρόυντ διαπίστωσε ότι η ανθρώπινη
δραστηριότητα πραγματοποιείται με συνειδητές και ασυνείδητες διαδικασίες. Όμως, τις ερμήνευσε
λαθεμένα και κατασκεύασε την αντιπαράθεση ασυνείδητου-συνειδητού. Η μυθολογική πάλη
ασυνείδητου-συνειδητού αποτελεί απεικόνιση των κοινωνικών αντιθέσεων, τις οποίες ο Φρόυντ
αδυνατούσε να εξηγήσει.
Η φροϋδική θεωρία του “ασυνείδητου” είναι προβληματική. Ο Φρόυντ γνώριζε καλά το
μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας που χαρακτηρίζει τις μαρτυρίες των ασθενών για το “ασυνείδητο”,
καθώς αυτές σχετίζονται με υπολείμματα από αναμνήσεις και υποκειμενικές ερμηνείες υποθετικών
συνειρμών. Δεν δίσταζε να παραδεχτεί συγκεκριμένες πλάνες σε τέτοιες ερμηνείες. Παρ’ όλα αυτά,
επέμεινε ότι τα ουσιαστικά γεγονότα για την ψυχική ζωή βρίσκονται στο “ασυνείδητο”, το οποίο
δεν το ταύτιζε με το μη-συνειδητό. Τελικά, δεν κατόρθωσε να θεμελιώσει μια επιστημονική θεωρία
του ασυνείδητου.
Το σεξουαλικό ένστικτο βαφτίστηκε λίμπιντο (libido) και ντύθηκε με “ενεργειακό” μανδύα
για να ησυχάσουν οι ηθικολόγοι αστοί των αρχών του 20ου αιώνα, που ενοχλούνταν από την
προβολή της σεξουαλικότητας (Politzer, 1976). Ο Φρόυντ (1994β:56) έγραψε: “Την ενέργεια των
σεξουαλικών ορμών – και μόνον αυτή – την ονόμασα λίμπιντο.” Αργότερα διεύρυνε το περιεχόμενο
του όρου “λίμπιντο”.
Το θεωρητικό οικοδόμημα του Φρόυντ περιέλαβε επίσης περιγραφές μηχανισμών για το
πώς πραγματοποιούνται ορισμένες λειτουργίες με τη μετάθεση, επένδυση, δαπάνη “ψυχικής
ενέργειας” κοκ. Αυτές οι θεωρητικές κατασκευές αμφισβητήθηκαν όχι μόνο από τους επικριτές της
ψυχανάλυσης, αλλά και από πολλούς μαθητές και οπαδούς του.26
Η καταπίεση της σεξουαλικότητας του ατόμου από τον πολιτισμό δημιουργεί κατά τον
Φρόυντ (1974) μια αξεπέραστη αντίθεση ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία. Έτσι, την
αλλοτρίωση του εργαζόμενου ανθρώπου στις ταξικά εκμεταλλευτικές κοινωνίες, που είναι
αποτέλεσμα της θέσης του στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας, ο Φρόυντ την απέδωσε στην
καταπίεση του σεξουαλικού ένστικτου. Όλα τα κοινωνικά προβλήματα, από τις διαπροσωπικές
σχέσεις μέχρι τις κοινωνικές επαναστάσεις, τα ερμήνευσε με την καταπίεση της σεξουαλικότητας.
Θεωρούσε επίσης ότι όλες οι ψυχογενείς νευρώσεις και οι νοσηρές διαταραχές της υποκειμενικής
ζωής οφείλονται σε συγκρούσεις ανάμεσα στις ανικανοποίητες σεξουαλικές ανάγκες και στα
πρότυπα συμπεριφοράς του πολιτισμικού περίγυρου (Φρόυντ, 1998:36).
Ο Φρόυντ συνέδεε τον ψυχισμό με τον εγκέφαλο σαν δυο ανεξάρτητα πράγματα που
αναπτύσσονται παράλληλα και αλληλεπιδρούν εξωτερικά (ψυχοφυσικός παραλληλισμός). Το πώς
συνδέονται παρέμεινε ένα μυστήριο, άλυτο όχι μόνο για τον Φρόυντ, αλλά και για την αστική
ψυχολογία γενικότερα.27 Ο Φρόυντ και οι οπαδοί του αναφέρονταν σε κάποιο “ψυχικό όργανο”
που πραγματοποιεί όλες τις ψυχικές λειτουργίες. Οι ίδιοι οι ψυχαναλυτές παραδέχονται ότι η

25
Στη διαλεκτική-υλιστική ψυχολογία το ένστικτο κατανοείται ως μια κληρονομούμενη μορφή αντίδρασης σε
συγκεκριμένες συνθήκες του περιβάλλοντος. Τα ένστικτα διαμορφώθηκαν στη βάση εξαρτημένων αντανακλαστικών
ζωτικής σημασίας για τον οργανισμό, σταθεροποιήθηκαν και μπόρεσαν να μεταβιβαστούν κληρονομικά. Δεν είναι
στερεότυπα που επαναλαμβάνονται από όλα τα μέλη του είδους, αλλά ποιότητες που αποκλίνουν από το τυπικό μέσα
σε ορισμένα όρια. Νέα ένστικτα μπορούν να προκύψουν όταν μια απόκλιση, που ξεπερνά τα όρια του είδους,
αποδειχθεί χρήσιμη στην πάλη για επιβίωση. Τότε μπορεί να ξεκινήσει τη δημιουργία νέας ποιότητας, αν υποστηριχθεί
από τη φυσική επιλογή.
26
Η ψυχαναλύτρια Χόρνεϋ (1886-1952) γράφει: «Η έννοια της libido είναι αναπόδεικτη. Αυτό που προσφέρεται σαν
απόδειξη συνίσταται από αθεμελίωτες αναλογίες και γενικεύσεις. […] Η έννοια του Εγώ είναι γεμάτη ασυνέπειες και
αντιφάσεις» (Horney, 1979: 48, 163).
27
Για τη σχέση βιολογικού – κοινωνικού, από την άποψη της διαλεκτικής ψυχολογίας, βλ. Κουβελάς (2007 και 2009).
16
έννοια του ψυχικού οργάνου δεν διευκρινίζεται και ότι ο Φρόυντ τη “δανείστηκε” από τη φυσική
(βλ. International Dictionary of Psychoanalysis).
Χωρίς να αποσαφηνίσει τη φύση του ψυχισμού ο Φρόυντ άρχισε να περιγράφει τη “δομή”
του, που την έβλεπε μηχανιστικά και στατικά.28 Οι απόψεις του για τη δομή του νου δεν ήταν
σταθερές. Τα στοιχεία που διατήρησε σε όλες τις εκδοχές ήταν η έννοια της “ψυχικής ενέργειας”, η
πρωταρχική θέση του ασυνείδητου στον προσδιορισμό της συμπεριφοράς και η σύγκρουση
συνειδητού-ασυνείδητου.
Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή της ψυχανάλυσης (το 1910) η δυναμική της ψυχικής ζωής
και η συμπεριφορά συνάγονται: (1) από τα σεξουαλικά ένστικτα για τη διατήρηση του είδους και
(2) από τα “ένστικτα του Εγώ”, δηλαδή της αυτοσυντήρησης. Τα ένστικτα βρίσκονται σε αντίθεση
με τις απαιτήσεις της κοινωνικής ζωής και αποτελούν τη βάση για δυνητικές συγκρούσεις. Οι
σεξουαλικοί ερεθισμοί απωθούνται στο ασυνείδητο, και έτσι η ψυχική ενέργεια που
αποδεσμεύεται, υπόκειται πλέον στην επιρροή των ενστίκτων του “Εγώ”, και γίνεται μια γόνιμη
πηγή για πολιτισμικά επιτεύγματα. Μέσα από το μηχανισμό αυτό οι σεξουαλικοί ερεθισμοί
“εξιδανικεύονται”: γίνεται μετάθεση ψυχικής ενέργειας από χαμηλούς σε υψηλούς στόχους, και η
ενέργεια των ενστίκτων μετασχηματίζεται σε μια μορφή αποδεκτή κοινωνικά και ηθικά. Σ’ αυτή
την πρώτη εκδοχή θεωρείται δυνατή κάποια αλλαγή των ατόμων κάτω από λογικές παιδαγωγικές
επιρροές και η ενσωμάτωσή τους στην παραπέρα πολιτισμική ανάπτυξη της ανθρωπότητας.
Το παραπάνω σχήμα του Φρόυντ είναι παρόμοιο με του Νίτσε και στη βιβλιογραφία
αποκαλείται “τοπολογικό”. Ο Φρόυντ (1994β:52) χρησιμοποίησε έννοιες του χώρου (όπως
επιφάνεια, βάθος κτλ) για να περιγράψει τη δομή του ψυχικού οργάνου, αλλά απέφυγε να ταυτίσει
την τοπολογία του με την πραγματική ανατομία του εγκεφάλου.
Η συνείδηση περιγράφεται ως η επιφάνεια του ψυχικού οργάνου, που βρίσκεται επάνω στο
εκτεταμένο και άγνωστο πεδίο του ασυνείδητου (Φρόυντ, 2008). Όλες οι νοητικές διαδικασίες
ξεκινούν από το ασυνείδητο και δοκιμάζονται προκειμένου να γίνουν αποδεκτές στη συνείδηση. Οι
σκέψεις που περνούν τη “λογοκρισία” μπορούν να γίνουν συνειδητές, αλλιώς δεν φτάνουν στη
συνείδηση. Οι ιδέες και επιθυμίες που κόβονται από τη λογοκρισία, συχνά είναι πολύ δυνατές και
“επιζητούν να εκφραστούν” (οι ψυχαναλυτές αναφέρονται στις ιδέες σαν να είναι οντότητες).
Απωθούνται όμως και παραμένουν ασυνείδητες και συμπιεσμένες σαν ελατήρια (το λεγόμενο
“δυναμικό” μοντέλο). Οι καταπιεσμένες ιδέες έρχονται στην επιφάνεια με τη μορφή συμπτωμάτων,
ονείρων, και παραδρομών της γλώσσας (Φρόυντ, 1992). Τέλος, η επιθετικότητα ερμηνεύεται σαν
αντίδραση του απογοητευμένου “Εγώ” ή από σεξουαλικές ανάγκες.
Στην τοπολογική και τη δυναμική περιγραφή του ασυνείδητου ο Φρόυντ πρόσθεσε και τη
συστημική. Το ασυνείδητο εκτός από μια θέση στο χώρο (τοπολογικό σχήμα) όπου βρίσκονται
άμεσα διαθέσιμες σκέψεις (προ-συνειδητό) και καταπιεσμένες σκέψεις (δυναμικό ασυνείδητο)
είναι επίσης ένα σύστημα του νου, ξεχωριστό από τη συνείδηση, που ακολουθεί τις δικές του
αρχές: δεν υπόκειται στη λογική, είναι συναισθηματικά ασταθές, ζει εξίσου στο παρελθόν και στο
παρόν, και δεν έχει καμιά επαφή με την εξωτερική πραγματικότητα (Yaroshevsky, 1990).
Στη δεύτερη εκδοχή, που άρχισε με το έργο του Φρόυντ “Εισαγωγή στο ναρκισσισμό” (το
1914), τα επιμέρους ένστικτα υπάγονται από τη μια μεριά στη “λίμπιντο του Εγώ” και από την
άλλη στη “λίμπιντο του αντικειμένου”. Σε αυτή την εκδοχή η δυναμική των ψυχικών φαινομένων
αποδεσμεύεται από τους όρους της αντικειμενικής πραγματικότητας. Η ψυχική αυτονομία του
ατόμου υπερτονίζεται και αμφισβητείται η δυνατότητα επηρεασμού των βασικών ενστικτωδών
δομών της ανθρώπινης συμπεριφοράς από τον κοινωνικό περίγυρο.
Στην τρίτη εκδοχή, στο έργο του “Πέρα από την αρχή της ηδονής” (το 1920), εισάγει το
σχήμα: “ένστικτο της ζωής” (έρωτας) και “ένστικτο της καταστροφής, ή του θανάτου”. Ο Φρόυντ
(2008) απέδωσε στο ένστικτο του θανάτου ισχύ φυσικού νόμου που διέπει την εξέλιξη των ειδών.
Η πορεία κάθε οργανισμού (γέννηση-ανάπτυξη-γήρανση-θάνατος) απέκτησε έτσι μια τελεολογική

28
Για το διαλεκτικό υλισμό η δομή κάποιου υλικού συστήματος είναι η εσωτερική του οργάνωση, δηλαδή ο τρόπος
που ενώνονται και αλληλεπιδρούν τα μέρη του όλου, οι σχέσεις ανάμεσα στα στοιχεία του συστήματος, οι οποίες
διατυπώνονται ως νόμοι (π.χ. χημικοί, βιολογικοί, κοινωνικοί). Στην αστική επιστήμη η έννοια της δομής συνήθως
περιορίζεται στη διάταξη των μερών του συστήματος.
17
χροιά, ένα σκοπό, τον οποίο δήθεν επιδιώκει ο κάθε οργανισμός: να πεθάνει και να αποσυντεθεί,
ώστε να επιστρέψει στην ανόργανη κατάσταση (βλ. αρχή της σταθερότητας).
Με την εισαγωγή του ενστίκτου του θανάτου άλλαξε και η ερμηνεία της επιθετικότητας: ο
άνθρωπος επιδιώκει ασυνείδητα την αυτοκαταστροφή του (ένστικτο του θανάτου), η δε
επιθετικότητα, που εκδηλώνει ενάντια στα άλλα άτομα, αποτελεί αποτέλεσμα εκτροπής της
αυτοκαταστροφικής του τάσης. «Η προβολή της αυτοκαταστροφικής ενόρμησης θανάτου στα
εξωτερικά αντικείμενα δημιουργεί τις καταστροφικές τάσεις» (Lagache, 2005:30). Κατά τον Φρόυντ
(1990α) ένα «πλεόνασμα σεξουαλικής επιθετικότητας μπορεί να μεταβάλει τον εραστή σε σεξουαλικό
εγκληματία, ενώ μια έντονη ελάττωση στον επιθετικό παράγοντα θα οδηγήσει σε δειλία, ή
ανικανότητα.» Τόσο απλά.
Ο Φρόυντ εισήγαγε το ένστικτο της καταστροφής στην προσπάθειά του να εξηγήσει τις
αιτίες του πρώτου παγκόσμιου πολέμου με υποκειμενικό τρόπο.29 Οι φροϋδικές κατασκευές
αμφισβητήθηκαν από πολλούς οπαδούς του (Lagache, 2005). Η Χόρνεϋ γράφει (1979:117, 23): «Η
θεωρία του ενστίκτου της καταστροφής δεν είναι μόνο ατεκμηρίωτη, όχι μόνο συγκρούεται με τα
δεδομένα, αλλά είναι οπωσδήποτε επιβλαβής στις επιπτώσεις της [...] Θεωρώ τον προσανατολισμό
του Φρόυντ στα ένστικτα σαν ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια στην ψυχαναλυτική εξέλιξη».
Ο Φρόυντ κατέληξε στο δομικό μοντέλο του νου, όπου όρισε τρεις περιοχές του νου με
διαφορετικό βαθμό απομάκρυνσης από τα ένστικτα, τρία ξεχωριστά συστήματα: (1) Το εγγενές,
ανορθολογικό και προσανατολισμένο στην ικανοποίηση “Αυτό” πήρε τη θέση του συστημικού
ασυνείδητου.30 (2) Το γνωστικό, ορθολογικό, προσανατολισμένο στην πραγματικότητα “Εγώ” πήρε
τη θέση της συνείδησης και του προ-συνειδητού. (3) Το ηθικά ανορθολογικό “Υπερεγώ” (η
λογοκρισία), που συντίθεται από τους κανόνες ηθικότητας.
Σύμφωνα με τον Φρόυντ, η παλιά διάκριση συνείδησης-ασυνείδητου «αρχίζει να χάνει τη
σημασία της» με την υιοθέτηση του δομικού σχήματος του ψυχικού οργάνου. Οι περιοχές του νου
“διαχειρίζονται” την ψυχική ενέργεια. Πραγματοποιούν φορτίσεις, αποφορτίσεις, μετάθεση και
μετατροπή ψυχικής ενέργειας. Στο ερώτημα ποια είναι η φύση των περιοχών του νου, ο Brenner
(2007) απαντά ότι πρόκειται για “ομάδες λειτουργιών”. Μπορεί να υποθέσει κανείς ότι αναφέρεται
σε λειτουργίες του εγκεφάλου.
Το “Αυτό” θεωρείται το πιο αρχέγονο, απρόσωπο και εντελώς ασυνείδητο μέρος της ψυχής,
μια παρακαταθήκη ψυχικής ενέργειας, ένα καζάνι επιθυμιών που βράζουν και πιέζουν για άμεση
ικανοποίηση (Φρόυντ, 1990β).
Η παροχή της ψυχικής ενέργειας στο “Αυτό” ανατέθηκε από τον Φρόυντ στα ένστικτα,
αλλά δεν διευκρίνισε πού βρίσκουν τα ένστικτα την ψυχική ενέργεια. Ίσως να πίστευε ότι η φυσική
(βιολογική) ενέργεια μετουσιώνεται σε ψυχική. Στα ψυχαναλυτικά σχήματα η ψυχική ενέργεια
εμφανίζεται στα ένστικτα από το πουθενά και μεταβιβάζεται από το “Αυτό” στο “Εγώ”, από το
οποίο και “δαπανάται”.
Το “Αυτό” δεν έχει επαφή με τον εξωτερικό κόσμο και δεν γνωρίζει τη διαφορά ανάμεσα
στην εξωτερική πραγματικότητα και την υποκειμενική σφαίρα. Δεν έχει κάποια μορφή οργάνωσης
και δεν εκδηλώνει τίποτε άλλο από την τάση να ικανοποιήσει τις ανάγκες του ενστίκτου
υπακούοντας στην αρχή της ηδονής. Τελικά, η μελέτη των ενστίκτων γίνεται ο πυρήνας της
ψυχανάλυσης.
Το συνειδητό “Εγώ”, δεύτερο στοιχείο στη δομή της ψυχής, σχηματίζεται σαν
“αποτύπωμα” της εξωτερικής πραγματικότητας επάνω στην αρχική μάζα των επιθυμιών και
παρορμήσεων. Το “Εγώ” καθοδηγείται από τις απαιτήσεις της πραγματικότητας και καταστέλλει
τις παράλογες ενορμήσεις του “Αυτό” με τη χρήση αμυντικών μηχανισμών. Γίνεται έτσι μια
δύναμη που ελέγχει και συνδέει το “Αυτό” με την πραγματικότητα. Η ψυχική ενέργεια
“επενδύεται” από το “Εγώ” σε κάποιο αντικείμενο και η διαδικασία επένδυσης (αλλά και το
αποτέλεσμά της) αποκαλείται “κάθεξη”.

29
Στην αστική σκέψη επικρατεί η αντίληψη ότι η ιστορική εξέλιξη της κοινωνίας είναι αποτέλεσμα, συνισταμένη των
ατομικών ανεξέλεγκτων πράξεων, ανεξάρτητη από κοινωνικές σχέσεις και νομοτέλειες.
30
Σε ορισμένες μεταφράσεις το «Αυτό» αποδίδεται ως «Εκείνο».
18
Για την εναρμόνιση των ανταγωνιστικών δυνάμεων το “Εγώ” “καταναλώνει” ένα μεγάλο
ποσό ψυχικής ενέργειας και πολλές φορές αποτυχαίνει μπροστά σ’ ένα τόσο σύνθετο καθήκον,
οπότε αναπτύσσει άγχος: «…αντικειμενικό άγχος μπρος στον εξωτερικό κόσμο, συνειδησιακό άγχος
μπρος στο Υπερεγώ και νευρωτικό άγχος εξαιτίας των ισχυρών παθών του Αυτού» (Φρόυντ, 1990β).
Το “Υπερεγώ” (ή “ιδανικό εγώ”) εμφανίζεται σαν αποτέλεσμα της προβολής “προς τα
μέσα” κοινωνικών κανόνων και ηθικών απαγορεύσεων. Κύριο καθήκον του είναι ο περιορισμός
των ικανοποιήσεων. Αντιστοιχεί στην προσωπική ιστορία του ατόμου, ως προς την πολιτισμική του
διαμόρφωση “κάτω από την επιρροή της κληρονομικότητας” (που ο Φρόυντ δεν την προσδιορίζει
με σαφήνεια) και την επιρροή των παραδόσεων και κάποιων “αρχαϊκών δομών” από την
προϊστορία του ανθρώπου.31 Η ψυχή αποκαθίσταται στο σύνολο των λειτουργιών της μόλις
σχηματιστεί το “Υπερεγώ”.
Το “Υπερεγώ” είναι εκπρόσωπος των προτύπων που ταιριάζουν στους γονείς του ατόμου
και που το άτομο αποκτά μέσω της ταύτισής του με αυτούς. Είναι “ένα ειδικό όργανο μέσα στο εγώ
… που αποβλέπει στο να παρατείνει την επίδραση των γονιών” (Φρόυντ, 1990α:11). Σαν
“κληρονόμος του οιδιπόδειου συμπλέγματος” αναλαμβάνει το ρόλο των γονέων (την αυθεντία
απέναντι στο μικρό παιδί), καθώς και των παιδαγωγών, και άλλων προτύπων για τον έλεγχο του
“Εγώ”.
Οι άμεσες συνέπειες του επηρεασμού του “ψυχικού Είναι” (άλλος ένας απροσδιόριστος
όρος στην ψυχαναλυτική βιβλιογραφία32) από το “Υπερεγώ” συνίστανται στο άγχος μπροστά στην
παράβαση των προτύπων και μπροστά σε κάποιες συνειδησιακές συγκρούσεις. Συνήθως το
“Υπερεγώ” λειτουργεί υποσυνείδητα, αλλά εκδηλώνεται στο συνειδητό. Οι καταπονήσεις που
δημιουργούνται στην ψυχή από το “Υπερεγώ” γίνονται αντιληπτές σαν συναισθήματα φόβου,
ενοχής, κατάθλιψης και κατωτερότητας.
Αναφερόμενος στην αδυναμία προσέγγισης του “εσωτερικού κόσμου” των ανθρώπων ο
Φρόυντ (1990β) δεν ξεχνάει και τις μυστικιστικές του τάσεις: «… ίσως κάποιες μυστικές πρακτικές
κατορθώνουν να ανατρέψουν τις φυσιολογικές σχέσεις ανάμεσα στις ξεχωριστές ψυχικές περιοχές,
έτσι ώστε η αντίληψη π.χ. να είναι σε θέση να συλλάβει καταστάσεις στα βάθη του Εγώ και του
Αυτού, που διαφορετικά θα της ήταν απρόσιτες».
Ο Φρόυντ μετέφερε την αρχή της διατήρησης της ενέργειας από τη φυσική στην
ψυχανάλυση, σαν αρχή διατήρησης της “ψυχικής ενέργειας”. Η αρχή της διατήρησης στη φυσική
έχει εφαρμογή μόνο σε ένα κλειστό σύστημα, δηλαδή ένα σύστημα που ούτε λαμβάνει ούτε δίνει
προς τα έξω ενέργεια, ένα σύστημα απομονωμένο από τα υπόλοιπα, που δεν αλληλεπιδρά μαζί
τους.33 Ο Φρόυντ χωρίς να λάβει υπόψη του τη βασική προϋπόθεση του κλειστού συστήματος
δήλωσε ότι η αρχή της διατήρησης έχει εφαρμογή στην ψυχική ενέργεια. «Το σύνολο της ενέργειας
που έχει επενδυθεί στα αντικείμενα και στο Εγώ είναι σταθερό» (Lagache, 2005:29). Δέχθηκε επίσης
ότι το ψυχικό σύστημα “αντλεί” ενέργεια από τα ένστικτα, κυρίως από το σεξουαλικό, χωρίς να
εξηγεί πώς με αυτό τον τρόπο δεν παραβιάζεται η αρχή της διατήρησης. Τέλος, δέχεται ότι η
ψυχική ενέργεια επενδύεται σε κάποια αντικείμενα (π.χ. σε κάποια πρόσωπα, πράγματα, ή ιδέες)
και μπορεί να επιστρέψει πάλι από τα αντικείμενα στο “Εγώ”.
Ένας αναπόδεικτος ισχυρισμός του Φρόυντ, βασικός για το οικοδόμημα της ψυχανάλυσης,
είναι το οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Πρόκειται για την υποθετική ερωτική επιθυμία του παιδιού προς
τον γονέα του αντίθετου φύλου και το φθόνο απέναντι στο γονέα του ίδιου φύλου, που το παιδί
βλέπει ανταγωνιστικά. Ταυτόχρονα το παιδί αισθάνεται το φόβο της τιμωρίας για αυτές τις
επιθυμίες του. Ανάλογα με την επιτυχή ή όχι λύση του οιδιπόδειου συμπλέγματος το άτομο γίνεται
κανονικό ή νευρωτικό.

31
Ο Φρόυντ πίστευε ότι πολλά ηθικά ταμπού κληρονομούνται βιολογικά. Η άποψή του αυτή απορρίφθηκε από όλους
σχεδόν τους μεταγενέστερους ψυχαναλυτές. Ο Αμερικανός εθνολόγος Κρέμπερ (A.L.Kroeber, 1876-1960), παρά τη
συμπάθειά του προς την ψυχανάλυση, άσκησε κριτική στο έργο του Φρόυντ “Τοτέμ και ταμπού” και απέρριψε τις
κατασκευές που περιέχονται σ’ αυτό.
32
Είναι: Φιλοσοφική κατηγορία που υποδηλώνει την αντικειμενική πραγματικότητα, η οποία υπάρχει έξω και
ανεξάρτητα από τη συνείδηση του ανθρώπου. Για τον υλισμό, το Είναι ταυτίζεται με την ύλη.
33
Βέβαια στην πραγματικότητα τέτοιο σύστημα δεν υπάρχει. Η έννοια του κλειστού συστήματος προέκυψε με λογική
αφαίρεση για τις ανάγκες μελέτης των θερμοδυναμικών διαδικασιών.
19
Η συμπεριφορά των ενηλίκων ερμηνεύεται στη βάση των υποθετικών σεξουαλικών
ενορμήσεων της παιδικής ηλικίας. Οι αιτίες των νευρώσεων εντοπίζονται, κατά τον Φρόυντ, στο
νου των ασθενών. Οι περιστάσεις της ζωής τους δεν είναι η τελική αιτία των προβλημάτων τους –
είναι τα συναισθήματα που είχαν στην παιδική ηλικία. Έτσι, η ψυχαναλυτική θεραπεία στρέφεται
στη ρύθμιση του ψυχισμού των ασθενών και όχι στην αλλαγή των περιστάσεων στις οποίες ζουν. Η
ψυχική υγεία έρχεται όταν ο άνθρωπος λύσει τις δυσκολίες που είχε όταν ήταν πέντε ετών και όχι
τις σημερινές (Leahey, 1994). Έτσι το άγχος του άνεργου μπορεί να ερμηνευτεί με το οιδιπόδειο
σύμπλεγμα και να μην αποδοθεί στην αβεβαιότητα που αυτός έχει, για το αν θα επιβιώσει. Ο
ασθενής θεωρείται ο αποκλειστικά υπεύθυνος για την ψυχική του υγεία, αυτός φταίει για όλα.
Ακόμα και εκεί όπου ο Φρόυντ αναγνώρισε “κατ’ αρχήν” μια επιρροή των κοινωνικών συνθηκών
και πολιτισμικών σχέσεων στην ανάπτυξη του ανθρώπινου χαρακτήρα, προσπαθούσε πάντοτε να
συναγάγει τις ψυχικές δομές από τις καταβολές του ενστίκτου και από τον επηρεασμό τους κατά
την πρώτη παιδική ηλικία (Thom,1986).
Αρχικά ο Φρόυντ απέδιδε κάθε υστερία σε ένα ψυχικό τραύμα που μετατρέπεται σε
αυτοαποστροφή, κρυμμένη στο ασυνείδητο. Το τραύμα αυτό, αρχικά έλεγε ότι οφειλόταν στην
αποπλάνηση του αθώου παιδιού από τον πατέρα του. Ήταν τόσο σίγουρος για τα αυθαίρετα
συμπεράσματά του, που το 1895 σε επιστολή του προς τον φίλο του ιατρό Φλις (W.Fliess, 1858-
1928) δήλωνε υπεροπτικά: «Τώρα τείνω να είμαι αλαζόνας». Δυο χρόνια αργότερα, μετά από
θεραπευτικές αποτυχίες, και την ανακάλυψη ότι οι ασθενείς του έλεγαν ψέματα, ομολόγησε στον
Φλις ότι δεν πιστεύει πια στην εκδοχή της αποπλάνησης, που αποδείχθηκε ένα παραμύθι (Leahey,
1994).
Εγκαταλείποντας τη παραδοχή της αποπλάνησης ο Φρόυντ έπρεπε να την αντικαταστήσει
με κάτι άλλο, ή να δει την ψυχανάλυση να καταρρέει. Έτσι, επινόησε το μύθο του οιδιπόδειου
συμπλέγματος. Κάνοντας αυτοανάλυση “θυμήθηκε” ότι όταν ήταν 2,5 ετών ήταν ερωτευμένος με
τη μητέρα του και ζήλευε τον πατέρα του. Αυτή του την “ανάμνηση” την έκανε θεμέλιο της
ψυχανάλυσης.34
Ο Φρόυντ έβαλε την αρχή της ηδονής να προηγείται από την αρχή της πραγματικότητας.
Υποστήριζε ότι ένα μωρό που όλες οι ανάγκες του ικανοποιούνται από τη μητέρα του, ζει μια
αυτιστική35 ζωή που μοιάζει με τη ζωή ενός εκκολαπτόμενου κοτόπουλου μέσα στο αυγό. Έκανε
τον ασυνείδητο χαρακτήρα της αυτιστικής σκέψης το σημείο εκκίνησης της θεωρίας του και
χρησιμοποιούσε τις έννοιες του ασυνείδητου και του αυτισμού σχεδόν ταυτόσημα. Αποτελεί θέση
της ψυχανάλυσης ότι η παιδική σκέψη είναι αρχικά και φυσιολογικά αυτιστική και μετατρέπεται σε
ρεαλιστική μόνο μέσω μακρόχρονης και σταθερής κοινωνικής πίεσης. Ο συνεργάτης του Φρόυντ,
Μπλόιερ (E.Bleuler 1857-1939) άσκησε κριτική στη φροϋδική άποψη για τον παιδικό αυτισμό (βλ.
Vygotsky, 1993:38-43), αλλά και σε ολόκληρο το θεωρητικό οικοδόμημα της ψυχανάλυσης
απορρίπτοντας ουσιώδη μέρη του (Φρόυντ, 1994β:77).36
Ο Φρόυντ (1922: ΙΙ, 2) υποστήριζε ότι η μελέτη των ονείρων παρέχει «την πληρέστερη
προσέγγιση στην έρευνα των βαθύτερων ψυχικών διαδικασιών». Θεωρούσε (2005:97-98) ότι «Ο
ύπνος είναι μια κατάσταση, κατά την οποία αρνούμαι να έχω οποιαδήποτε επαφή με τον έξω κόσμο
[...] Η σχέση μας με τον κόσμο στον οποίο ήλθαμε δίχως τη θέλησή μας, φαίνεται ότι είναι ανεκτή
μόνο με διακοπές. Γι’ αυτό και πάλι αποσυρόμαστε περιοδικά στην πριν από την είσοδό μας στον
κόσμο κατάσταση.» Εδώ εκφράζεται συνδυασμένα η απαισιόδοξη στάση του απέναντι στη ζωή και
ο ανορθολογισμός του.
Πίστευε ότι τα όνειρα αποτελούν συμβολικές εκδηλώσεις ενός μέρους της ψυχής που είναι
απρόσιτο όταν το άτομο είναι σε εγρήγορση (ξύπνιο). Απέδιδε τα όνειρα σε κρυμμένες επιθυμίες,
που κατά τον ύπνο ξεφεύγουν από τον έλεγχο της συνείδησης και εμφανίζονται μεταμφιεσμένες για
να μην αναγνωριστούν. Δίνουν έτσι μερική ικανοποίηση, αλλά με τρόπο που να μην ενοχλεί τη

34
Είναι επιστημονικά διαπιστωμένο ότι οι άνθρωποι δεν θυμούνται τα γεγονότα των πρώτων χρόνων της ζωής τους.
35
Ο αυτισμός είναι ψυχική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από κυριαρχία των προσωπικών αναγκών στη συμπεριφορά
του ατόμου και μειωμένη επαφή με την αντικειμενική πραγματικότητα. Πρόκειται για παθολογική κατάσταση που σε
οξείες καταστάσεις εκδηλώνεται με παραισθήσεις. Η χρήση του όρου από την ψυχανάλυση γίνεται καταχρηστικά.
36
Την άποψη του Φρόυντ για τον παιδικό “αυτισμό” υιοθέτησε άκριτα και ο Πιαζέ.
20
συνείδηση και τον ύπνο. Θεωρούσε (1998:39) ότι στα όνειρα οι άνθρωποι αποβάλλουν την
ηθικότητα, χωρίς να διευκρινίζει σε ποιες ηθικές απαιτήσεις αναφέρεται.37 Πάντως, η άποψή του
δεν ισχύει για τις ηθικές πεποιθήσεις του ανθρώπου, αυτές που συνειδητά υποστηρίζει ως ορθές και
απαραβίαστες αρχές.
Ο Φρόυντ (1994β:132) “ανακάλυψε” και μια άλλη πλευρά των ονείρων, για την οποία
έγραψε: «Η στενή σύνδεση της ψυχαναλυτικής ερμηνείας των ονείρων προς την άλλοτε πολύ
εκτιμώμενη ονειροκριτική τέχνη της αρχαιότητας μου έγινε σαφής.» Όπως και ο Νίτσε, πίστευε ότι
κατά τον ύπνο στα όνειρα επαναλαμβάνουμε τη νοητική εργασία προηγούμενων σταδίων της
ανθρωπότητας. Τα όνειρα μάς μεταφέρουν σε μακρινές καταστάσεις του ανθρώπινου πολιτισμού
και μας παρέχουν τα μέσα να τις κατανοήσουμε καλύτερα. Οι λανθάνουσες σκέψεις του ονείρου
μεταφράζονται σε μια ακατάληπτη μορφή, η οποία «ανατρέχει σε φάσεις της διανοητικής μας
ανάπτυξης που τις έχουμε ξεπεράσει από πολύ καιρό – στην ιερογλυφική γραφή, στους συμβολικούς
συνειρμούς, σε συνθήκες που υπήρχαν ίσως πριν αναπτυχθεί η γλώσσα της σκέψης.» (Φρόυντ,
2005:236). Σύμφωνα με τους Νίτσε και Φρόυντ, τα όνειρα διατηρούν για μας μια εικόνα της
πρωτόγονης και ξεπερασμένης πλέον εργασίας του ψυχικού οργάνου. Αυτό που κάποτε
κυριαρχούσε στον ξύπνιο των ανθρώπων, όταν η νοητική ζωή ήταν ακόμα νέα και άπειρη, σαν να
εξορίστηκε στη ζωή της νύχτας (Vygotsky, 1998:138).
Ο Φρόυντ προσπαθούσε να βρει το λανθάνον νόημα των υποτιθέμενων συμβολισμών και
έτσι να αποκαλύψει τις κρυμμένες ανικανοποίητες επιθυμίες των πελατών του, που πίστευε ότι
αποτελούσαν την αιτία των υστερικών συμπτωμάτων τους. Επηρεασμένος από τις απόψεις του
οπαδού του Στέκελ (W.Stekel, 1868-1940) υποστήριξε ότι τα όνειρα μπορούν να ερμηνευτούν
σύμφωνα με ένα λίγο-πολύ γενικό κώδικα συμβόλων. Στην “Εισαγωγή στην ψυχανάλυση”
αφιερώνει αρκετές σελίδες για να απαριθμήσει αυτά τα σύμβολα, κυρίως τα σεξουαλικά. Το ίδιο
αντικείμενο αντιπροσωπεύεται από διάφορα σύμβολα. Πρακτικά βρίσκει κανείς τα πάντα εκεί, έτσι
που οποιαδήποτε εικόνα και αν δει στον ύπνο του (σπίτι, δέντρα, σκάλα κτλ), μπορεί να τη
θεωρήσει σεξουαλικό σύμβολο προκειμένου να κατασκευάσει μια βολική ερμηνεία. Οι φροϋδιστές
δέχονται ότι ο κώδικας δεν είναι ίδιος για όλους, αλλά εξαρτάται από τις προσωπικές εμπειρίες του
καθενός (Brenner, 2007).
Ξεκινώντας από το γεγονός ότι όνειρα βλέπουν τόσο οι νευρωτικοί όσο και οι υγιείς
άνθρωποι, ο Φρόυντ θεώρησε ότι δεν υπάρχει σαφής διαχωριστική γραμμή ανάμεσά τους.
Παραμερίζοντας την ποιοτική διαφορά ανάμεσα στο φυσιολογικό και στο παθολογικό υποστήριζε
ότι το υγιές άτομο διαφέρει από το νευρωτικό μόνο κατά το ότι το πρώτο έχει μια κοινωνικά
χρήσιμη μορφή νεύρωσης. Μη κατανοώντας τη φύση των κοινωνικών σχέσεων, υποβίβασε το
πρόβλημα των αιτίων της νεύρωσης σε απλή σύγκρουση ανάμεσα στα ανθρώπινα ένστικτα και την
κοινωνία.
Στα 1915 ο Φρόυντ άρχισε να επεξεργάζεται ένα σχεδιάγραμμα της αντίληψής του για την
ανθρώπινη προσωπικότητα, που όμως τελικά το εγκατέλειψε. Το σχεδιάγραμμα αποτελούνταν από
μια σειρά χαλαρά συνδεδεμένων στοιχείων, που τροποποιήθηκαν σημαντικά στη συνέχεια από
οπαδούς της ψυχανάλυσης. Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική έννοια της προσωπικότητας ο
άνθρωπος είναι μάλλον θύμα παρά άτομο που δρα, και προπαντός καταδικασμένος να κυνηγάει μια
αμφίβολη ισορροπία ανάμεσα στις καταστροφικές δυνάμεις που δρουν μέσα στον ίδιο τον εαυτό
του (Thom, 1986).
Ο Φρόυντ αναλύοντας τις αιτίες των νευρικών διαταραχών αντιλήφθηκε τη σημασία των
ηθικών και άλλων κοινωνικών παραγόντων, αλλά δεν θέλησε να δει ότι το πεδίο αυτών των
παραγόντων εκτείνεται πέρα από τα όρια της οικογένειας. Ανήγαγε πολλά ψυχολογικά
προβλήματα στις σχέσεις μεταξύ γονέων και παιδιών. Τα μοτίβα της “αντίστασης στην αυθεντία
του πατέρα” και της προσπάθειας “ταύτισης” με τον πατέρα, επαναλαμβάνονται συχνά. Σύμφωνα
με αυτό το σχήμα μπορεί να προκύψει μια σύγκρουση, μια επιθετική στάση, συναίσθημα ενοχής,
μετάθεση της σύγκρουσης στην κοινωνία, αντικοινωνική συμπεριφορά. Η επίδραση των
κοινωνικών συνθηκών (εκμετάλλευση, ανταγωνισμός, αμοραλισμός κτλ) τόσο στο παιδί όσο και

37
Για την ηθικότητα και την ηθική βλ. “Θέματα Παιδείας” τ.13.
21
στους γονείς, παραβλέπονται. Ο Φρόυντ αντέστρεψε τις σχέσεις αιτίας-αιτιατού και προσπάθησε
να εξηγήσει τις κοινωνικές συνθήκες από τις οικογενειακές.
Σύμφωνα με τον Φρόυντ η προσωπικότητα του παιδιού περνάει από διάφορα
“ψυχοσεξουαλικά στάδια”: στοματικό, πρωκτικό, φαλλικό, λανθάνον και γεννητικό. Κλειδί στη
θεωρία των σταδίων έγιναν οι ερωτογενείς ζώνες: περιοχές του σώματος που σε κάθε στάδιο
ανάπτυξης του παιδιού υποτίθεται ότι γίνονται εστία ηδονής. Οι διαφορές στην ικανοποίηση των
σεξουαλικών ενορμήσεων σε κάθε στάδιο οδηγούν σε διαφορετικές προσωπικότητες των ενηλίκων.
Επίσης συνεχώς δημιουργούνται συγκρούσεις ανάμεσα στις σεξουαλικές ενορμήσεις και τους
κανόνες της κοινωνίας. Η σωστή λύση των συγκρούσεων οδηγεί το παιδί να προχωρήσει στο
επόμενο στάδιο, ενώ η αποτυχία καθηλώνει το παιδί στο τρέχον στάδιο, πράγμα που δημιουργεί
διαταραχές της προσωπικότητας και της συμπεριφοράς. Για να υποστηρίξει την άποψή του, ο
Φρόυντ έφτασε να αποδώσει σαδομαζοχιστικές εμπειρίες στο μωρό 6-12 μηνών (Lagache,
2005:33).
Τις ιδιαιτερότητες του γυναικείου χαρακτήρα ο Φρόυντ τις απέδιδε σε κάποιο ιδιαίτερο
περιεχόμενο του ενστίκτου στο μικρό κορίτσι. Προτίμησε να μη δει την υποβαθμισμένη θέση της
γυναίκας στις ταξικές κοινωνίες και ερμήνευσε την επιθυμία πολλών κοριτσιών “να ήταν αγόρια”,
σαν “φθόνο για το φαλλό”. Στην προσπάθειά του να εξηγήσει τον καταμερισμό εργασίας ανάμεσα
στα δυο φύλα στην κοινωνία, έβλεπε τη γυναίκα σαν ανθρώπινο ον δεύτερης κατηγορίας και
αγνόησε τις κοινωνικές συνθήκες διαμόρφωσης της προσωπικότητας.
Στην αρχή η αστική τάξη κρατούσε αρνητική στάση απέναντι στο Φροϋδισμό, διότι είχε
προκαλέσει την αστική ηθική υποστηρίζοντας το ασυνείδητο και το ανορθολογικό. Οι αστοί δεν
κατάλαβαν ότι ο Φρόυντ ενσωμάτωσε την ιδεολογία τους στη διδασκαλία του, καλύτερα από
οποιονδήποτε άλλο. Όμως, όταν ο ιμπεριαλιστικός Α΄ παγκόσμιος πόλεμος αποκάλυψε την ουσία
της αστικής κοινωνίας, δέχθηκαν ότι η κοινωνική ζωή κυριαρχείται από το ασυνείδητο και πήραν
άφεση αμαρτιών για τη σφαγή του πολέμου.

Το δόγμα του φροϋδισμού

Κατά την τελευταία περίοδο της δραστηριότητάς του ο Φρόυντ και αργότερα οι οπαδοί του
μεταφύτευσαν τις μεθόδους της ψυχανάλυσης στην ιστορία της κοινωνίας. Οι διάφορες φροϋδικές
σχολές κοινωνιολογίας χρησιμοποιούν την ψυχανάλυση σαν βάση, για να εξηγήσουν τα φαινόμενα
του πολιτισμού και την ανθρώπινη δραστηριότητα. Ο φροϋδισμός μετατράπηκε σε κοινωνικό και
φιλοσοφικο-ανθρωπολογικό δόγμα, που ανάγει τα κοινωνικά φαινόμενα σε ψυχολογικά. Σύμφωνα
με τον ψυχολογισμό, το κλειδί για την κατανόηση των κοινωνικών φαινομένων είναι η ψυχή των
ατόμων και η διαψυχική αλληλεπίδρασή τους.
Αφού προσπάθησε να δώσει μια ερμηνεία στα όνειρα και στα νευρωτικά συμπτώματα, ο
Φρόυντ συνέχισε να εφαρμόζει την ίδια μέθοδο στην ερμηνεία των μύθων,38 της λογοτεχνίας, της
φιλοσοφίας, της θρησκείας και της επιστήμης. Σχολίασε θέματα από την κοινωνική ανθρωπολογία,
τη θρησκευτική πίστη, την παιδαγωγική, την ψυχολογία των μαζών. Ερμήνευσε όχι μόνο όλες τις
ψυχικές καταστάσεις και όλες τις πράξεις του ξεχωριστού ανθρώπου, αλλά και όλα τα ιστορικά
γεγονότα και κοινωνικά φαινόμενα, σαν εκδηλώσεις του ασυνείδητου και πάνω απ’ όλα των
σεξουαλικών ορμών. Θεωρούσε τα πολιτισμικά, κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα σαν
αποτέλεσμα “εξευγενισμού” της ψυχοσεξουαλικής ενέργειας.
Απέναντι στη θρησκεία τηρούσε αρνητική στάση, αλλά αναγνώριζε και τις “μεγάλες
υπηρεσίες της στον πολιτισμό” με το “δαμασμό των ακοινωνικών ορμών” (1974:104). Μη
κατανοώντας τις αντικειμενικές κοινωνικές αιτίες γέννησης και ανάπτυξης των θρησκειών,
χαρακτήρισε τη θρησκεία σαν “οικουμενική ψυχαναγκαστική νεύρωση”, σαν έκφραση υποταγής
στον πατέρα προστάτη (= Θεό) (Φρόυντ, 1994β:99). «Την προέλευση της θρησκείας μπορούμε να
την παρακολουθήσουμε ως το αίσθημα της παιδικής αδυναμίας» (1974:13).

38
Για παράδειγμα, υποστήριζε ότι ο μύθος του λαβυρίνθου συμβολίζει τη γενετήσια κατάσταση και το νήμα της
Αριάδνης τον ομφάλιο λώρο. Ο Φρόυντ πίστευε ότι το ανθρώπινο πνεύμα επεξεργάζεται τους συμβολισμούς σε
συνάρτηση με τα συμπλέγματά του.
22
Ο Φρόυντ δεν μπόρεσε να δει τον ταξικό ρόλο της θρησκείας σαν μηχανισμό ιδεολογικής
υποδούλωσης των λαών. Πίστευε ότι «[η θρησκεία] επιβάλλει σε όλους με τον ίδιο τρόπο το δικό της
δρόμο προς την ευτυχία και την αποφυγή του πόνου. [...] με βίαιη καθήλωση σε έναν ψυχικό παιδισμό
και με την εισαγωγή σε μια μαζική αυταπάτη, καταφέρνει η θρησκεία να προφυλάξει πολλούς
ανθρώπους από την ατομική νεύρωση» (1974:24).
Ο Φρόυντ απέδιδε όλες τις μορφές κοινωνικής συνείδησης39 σε ψυχικά αίτια του
ξεχωριστού ατόμου. Υποτίμησε την ιδιότητα του ανθρώπου να αναλύει συνειδητά το περιβάλλον
του και να ελέγχει τη συμπεριφορά του. Δεν έλαβε υπόψη του ότι οι άνθρωποι στην ενεργητική
τους αλληλεπίδραση με τις συνθήκες του περιβάλλοντος και στη δημιουργική τους συνεργασία
παράγουν τις ανάγκες τους, διαμορφώνουν το σύστημα αξιών τους σύμφωνα με την
πραγματικότητα, και μπορούν να βελτιώσουν τον εαυτό τους. Ποτέ ο ίδιος και οι μαθητές του δεν
κατανόησαν τις σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στο άτομο και την αντικειμενική πραγματικότητα,
δηλαδή τους νόμους που διέπουν την ιστορία.40
Το “ένστικτο του έρωτα”, κατά τον Φρόυντ, συνενώνει μοναχικά άτομα, ύστερα
οικογένειες, αργότερα φυλές, λαούς, έθνη, σε μια ενότητα: την ανθρωπότητα. Οι ανθρώπινες αυτές
ομάδες συνδέονται με τη λίμπιντο. Όμως το “ένστικτο επιθετικότητας”, που είναι παράγωγο του
“ενστίκτου του θανάτου”, η εχθρότητα του καθενός προς τους άλλους, αντιτίθεται σ’ αυτή την
ενότητα του πολιτισμού. Τα κοινωνικά συστήματα είναι αποτέλεσμα της εσωτερικής σύγκρουσης
ανάμεσα στις τάσεις του έρωτα και του θανάτου.
Το σχήμα των δυο βασικών ενστίκτων, του έρωτα και της καταστροφής (ή θανάτου)
προέρχεται από μεταφορά των εννοιών της έλξης και της απώθησης από τη μηχανική: «Η αναλογία
των δυο βασικών μας ενστίκτων εκτείνεται από την περιοχή των εμψύχων οργανισμών ως το ζεύγος
των αντιθέτων δυνάμεων – έλξη και απώθηση – που κυβερνούν τον ανόργανο κόσμο.» (Φρόυντ
1990α). Εδώ ο Φρόυντ παρουσιάζει την αυθαίρετη μεταφορά του σχήματος της μηχανικής στην
ψυχολογία, σαν ανακάλυψη κάποιας γενικής σχέσης (νόμου).
Η θέση του Φρόυντ για την καταπιεστική και αρνητική λειτουργία του πολιτισμού είναι
αβάσιμη. Ενώ θεωρούσε τη χαλιναγώγηση και άρνηση των ενστίκτων σαν βασικό όρο για την
ύπαρξη της κοινωνίας, παρουσίαζε την ανεμπόδιστη και πλήρη ικανοποίηση των ενστίκτων σαν
προϋπόθεση για την ψυχική υγεία των ανθρώπων. Έτσι, κατά τον Φρόυντ η κοινωνία είναι
καταδικασμένη στην αστάθεια και την αδυναμία, και έχει καταναγκαστικό ρόλο. Ο Φρόυντ
οδηγήθηκε στο παράδοξο συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος δεν είναι πλασμένος για την κοινωνική ζωή,
αλλά χρειάζεται την κοινωνία. Πίστευε ότι δεν υπάρχει καμιά ελπίδα για τον άνθρωπο να αλλάξει
την υπάρχουσα κατάσταση και γι’ αυτό πρέπει να υποταχθεί στο μοιραίο. Μοναδικός σκοπός της
ζωής του ανθρώπου πρέπει να είναι η διαδικασία της ίδιας της ύπαρξης.
Οι απόψεις του Φρόυντ για την κοινωνική εξέλιξη ήταν αφελείς και εξωπραγματικές.
Ανήγαγε το κοινωνικό σε βιολογικό και έτσι δεν μπόρεσε να εξηγήσει τα χαρακτηριστικά της
πολιτισμικής και ιστορικής διαδικασίας. Οι “αιώνιες συγκρούσεις” στα βάθη της ανθρώπινης
ψυχής ανακηρύχθηκαν η πηγή και το περιεχόμενο της ηθικότητας41, της τέχνης, της επιστήμης, της

39
Κοινωνική συνείδηση ονομάζουμε τη συλλογική κατανόηση της πραγματικότητας από τους ανθρώπους, τις ιδέες,
θεωρίες και αντιλήψεις που έχουν διαμορφώσει με οδηγό την πρακτική τους δράση. Μορφές κοινωνικής συνείδησης
είναι η επιστήμη, η ιδεολογία, το δίκαιο, η πολιτική, η ηθική, η τέχνη, η θρησκεία. Η κοινωνική συνείδηση δεν είναι
άθροισμα ατομικών συνειδήσεων. Κάθε ατομική ψυχή γεννιέται και πεθαίνει, ενώ το συλλογικό πνεύμα της
ανθρωπότητας ζει και εξελίσσεται γεννώντας νέες ψυχές, που τις αφομοιώνει διατηρώντας τες με αυτό τον τρόπο στη
σύνθεση του πνευματικού πολιτισμού (Ilyenkov, 1988:37).
40
Όταν μελετάμε ένα κοινωνικό κίνημα, ασφαλώς μας απασχολεί ο ρόλος που παίζουν τα άτομα. Το να εξηγήσουμε
όμως γιατί ένα άτομο επέλεξε τον Α ή Β ρόλο δεν πρέπει να συγχέεται με την εξήγηση του ίδιου του κινήματος.
Ακόμα, ο ρόλος που ένα άτομο οδηγείται να διαδραματίσει δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο από το ίδιο το άτομο. Είναι
ένας ρόλος που το άτομο αναλαμβάνει στα πλαίσια της ιστορικής ανάπτυξης, και αυτό που εξαρτάται από το άτομο
είναι μόνο η επιλογή που η “ψυχολογία” του θα κάνει ανάμεσα στις δυνατότητες της ιστορικής εποχής. Αυτή του η
“ψυχολογία” δεν μπορεί να διαχωριστεί από τη συγκεκριμένη ιστορία της ανθρωπότητας. Οι “ψυχολογικοί
μηχανισμοί” του ατόμου μπορούν να διαλέξουν το ρόλο του ήρωα ή του δειλού, όμως αυτοί οι “μηχανισμοί” έχουν
επίσης μια ιστορική προέλευση και τις δικές τους κοινωνικές συνθήκες (Politzer, 1976:60).
41
Ο ίδιος γράφει (1998:74) «Φθάσαμε να αποδώσουμε τη γένεση της ηθικής συνείδησης σε μια τέτοια στροφή της
επιθετικότητας προς τα μέσα».
23
θρησκείας, του κράτους, των νόμων, του πολέμου κτλ. Ο Φρόυντ και οι οπαδοί του μετέτρεψαν την
αρχική τους σύγχυση των σχέσεων ανάμεσα στην ιστορία και την ψυχολογία σε δόγμα και
φαντάστηκαν ότι τα συμπλέγματα μπορούσαν να εξηγήσουν την ιστορία.
Οι φροϋδιστές έφτασαν στο σημείο να εφαρμόσουν την ψυχαναλυτική μέθοδο για να
εξηγήσουν τη γένεση του ναζισμού. Ο Φρομ (E.Fromm, 1900-1980) ισχυρίζεται ότι οι Γερμανοί
ταύτιζαν τους φασίστες ηγέτες με τους πατέρες τους και γι’ αυτό τους υπάκουαν. Ο Αλεξάντερ
(F.Alexander) θεωρεί ότι οι πράξεις των φασιστών έδιναν διέξοδο στις ασυνείδητες καταστροφικές
τάσεις, που είναι σε λανθάνουσα κατάσταση στο νου. Πιστεύει ότι το “Εγώ” των Γερμανών
φασιστών, σαν στοιχείο της προσωπικότητας, ήταν υπανάπτυκτο και συνεπώς επικρατούσαν
πρωταρχικοί κινητήριοι ερεθισμοί από το “Υπερεγώ” και το “Αυτό” (Khaletskii, 1965). Κατά τον
Ράιχ (W.Reich, 1897-1957) «ο φασισμός είναι η τυπική συναισθηματική συμπεριφορά του
καταπιεσμένου ανθρώπου. [...] Η ερωτικά ερεθιστική όψη του φασισμού παρέχει ένα είδος
παραλλαγμένης ηδονικής πλήρωσης σε μια ερωτικά υποσιτισμένη και υποταγμένη μικροαστή» (Reich,
1974:21).
Το ζητούμενο, για τον ψυχολογισμό, είναι η εξεύρεση ψυχολογικών τρόπων επηρεασμού
των ανθρώπων και η “βελτίωση” της καπιταλιστικής κοινωνίας με μέσο την ψυχολογία. Εδώ
προβάλλει πάλι η αντίληψη ότι η κοινωνία είναι άθροισμα ατόμων, οπότε για να αλλάξει αρκεί να
βελτιωθεί ο καθένας μας ξεχωριστά. Τις απόψεις αυτές επικροτεί η εκκλησία. Χαρακτηριστικές
είναι οι προσπάθειες να χρησιμοποιηθεί ο φροϋδισμός από την πλευρά των προτεσταντών και
καθολικών θεολόγων (των αποκαλούμενων “αριστερών καθολικών”) και άλλων. Τελικά, η
ψυχανάλυση απέκτησε πολλαπλούς δεσμούς με τη θρησκεία και κατέληξε να υποστηρίζει το
μυστικισμό. Τα ψυχαναλυτικά θέματα ανακινούνται από τους κάθε είδους σκοταδιστές.
Οι σκοποί και οι ενέργειες της εργατικής τάξης, καθώς και της αστικής τάξης, ερμηνεύονται
με τον ενεργητισμό της λίμπιντο. Η επανάσταση δεν έχει αντικειμενικές κοινωνικές βάσεις, αλλά
μόνο υποκειμενικές, λιμπιντικές. Η ψυχανάλυση γίνεται έτσι αντίδοτο για τη μαρξιστική
κοινωνιολογία. «Η ψυχαναλυτική κοινωνιολογία “εξηγεί” την ταξική πάλη με τα συμπλέγματα και
αντικαθιστά την επανάσταση με την ψυχαναλυτική θεραπεία. Η πάλη των τάξεων μετατράπηκε σε
σύγκρουση ψυχολογικών επιθυμιών. [Η ψυχανάλυση] ανάγει στη λίμπιντο τα πάντα: τσιγκουνιά,
πλεονεξία, κυνήγι του κέρδους, χρηματιστηριακές κομπίνες. Ο αστός παίρνει συγχωροχάρτι»
(Politzer, 1976).
Η επίδραση του φροϋδικού δόγματος εκδηλώθηκε σε διάφορα πεδία της αστικής
επιστήμης και τέχνης, όπως στην κοινωνική ψυχολογία, την εθνογραφία, την κριτική της
λογοτεχνίας και της τέχνης κτλ. Η επίδραση αυτή υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική σε κύκλους
καλλιτεχνών του 20ου αιώνα (π.χ. Σ.Τβάιχ, Τ.Μάν) και εξακολουθεί να υφίσταται στην αστική
θεωρία της τέχνης και σε έργα τέχνης. Το να εξαίρει κάποιος το ασυνείδητο έγινε από ορισμένους
κύκλους σημάδι διανοητικής ανωτερότητας.42
Ο φροϋδισμός επηρέασε και την ιδεολογία του κινήματος των “νέων αριστερών”43
(Μαρκούζε44, Σαρτρ45 κ.ά.). Ο Ράιχ, μαθητής του Φρόυντ, έγινε ο ιδεολογικός εκπρόσωπος της

42
Οι σουρεαλιστές, για παράδειγμα, ισχυρίζονται ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να βυθιστεί στη σφαίρα του ασυνείδητου,
στο ενστικτώδες, στον κόσμο της παράνοιας. Νομίζουν ότι αποδίδουν τις “πραγματικές παραστάσεις της ψυχής” μέσω
ενός “ψυχικού αυτοματισμού”, κατά τον οποίο το ασυνείδητο απελευθερώνεται και εκφράζεται άμεσα στην
καλλιτεχνική δημιουργία χωρίς κριτική επεξεργασία, χωρίς την παρεμβολή της λογικής. Στην πραγματικότητα εκείνο
που κάνουν είναι να αρνούνται κάθε δέσμευση από αισθητικούς και άλλους κανόνες. Κατά τους εκπροσώπους της
αφηρημένης τέχνης η καλλιτεχνική δημιουργία καλείται να εκφράσει το ενστικτώδες και τις ασυνείδητες εμπειρίες του
ίδιου του καλλιτέχνη.
43
Μικροαστικό κίνημα φοιτητών και διανοούμενων στη Δύση στη δεκαετία του 1960, χωρίς κοινή ιδεολογική βάση
και πρακτικό πρόγραμμα. Αποτελούνταν από μικρές ομάδες με διαφορετικούς πολιτικούς προσανατολισμούς. Τα
περισσότερα μέλη του δέχονταν την “ολική άρνηση” των υφιστάμενων θεσμών, αρχών και αξιών ζωής. Οι κύριες
τάσεις τους ήταν ο μηδενισμός, η αναρχία, ο αυθορμητισμός, η επιθυμία να παραβιάζουν τους “κανόνες του
παιχνιδιού” και η αποχή από τις δομές της αστικής κοινωνίας (κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές, πολιτιστικές). Το
κίνημα αυτό όντας αποκομμένο από την εργατική τάξη διασπάστηκε και τελικά διαλύθηκε στη δεκαετία του 1970.
44
Herbert Marcuse (1898-1979): φιλόσοφος-κοινω νιολόγος. Δούλεψε στο Υπουργείο Πληροφοριών των ΗΠΑ και
αργότερα σαν σοβιετολόγος στο “Ρωσικό Ινστιτούτο” του πανεπιστημίου Κολούμπια και του “Ρωσικού Κέντρου” του
πανεπιστημίου Χάρβαρντ. Με τις θέσεις του συνέβαλε στη διάσπαση των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων.
24
αποκαλούμενης “σεξουαλικής επανάστασης”. Η “σεξουαλική επανάσταση” δεν οδήγησε βέβαια
στην εξάλειψη των νευρώσεων, αλλά έστρεψε τη νεολαία σε “πάλη” ενάντια σε φανταστικούς
εχθρούς, αφήνοντας το κοινωνικό σύστημα στο απυρόβλητο.
Στις παιδαγωγικές εφαρμογές κάποιες ελπίδες που συνόδευσαν αρχικά την ψυχανάλυση
δεν δικαιώθηκαν. Ο Φρόυντ καταφέρθηκε ενάντια στα αυταρχικά συστήματα διαπαιδαγώγησης της
εποχής του και στην χωρίς μέτρο καταπίεση των σεξουαλικών αναγκών. Ωστόσο δεν μπόρεσε να
δει ότι τα πρότυπα διαπαιδαγώγησης και συμπεριφοράς που αποδοκίμαζε προσδιορίζονταν από τις
συγκεκριμένες κοινωνικο-οικονομικές σχέσεις.
Οι ψυχαναλυτικές μορφές αντιμετώπισης των προβλημάτων στο χώρο της παιδαγωγικής
αποδείχθηκαν από αναποτελεσματικές μέχρι επιβλαβείς, στο βαθμό που προσανατολίζουν όλη τη
διαπαιδαγώγηση σε αντιθέσεις σεξουαλικής μορφής. Απομακρύνουν τα παιδιά από την
παρατήρηση και τη συμμετοχή στην πραγματική ζωή. Η πραγματικότητα μέσα στην οποία ζουν τα
παιδιά βάζει προβλήματα με πολύ πιο αντικειμενική υφή από τα οιδιπόδεια. Στην πραγματικότητα
η λύση του σεξουαλικού προβλήματος εξαρτάται από τη λύση του κοινωνικού και όχι
αντίστροφα. Η ψυχαναλυτική παιδαγωγική εκφράζει τη θέση εκείνων που δεν έχουν οικονομικά
και άλλα προβλήματα και ο κόσμος τους φαίνεται να γυρίζει γύρω από τα σεξουαλικά προβλήματα
(Politzer, 1976:67).
Κεντρικό πρόσωπο της ψυχαναλυτικής κατεύθυνσης στην παιδαγωγική αναδείχτηκε ο
Ελβετός ιερέας Πφίστερ (O.Pfister, 1873-1956), ο οποίος υποστήριξε ότι «η καλλιέργεια της
ψυχανάλυσης μπορεί να συμβιβαστεί με μια, οπωσδήποτε μετουσιωμένη, θρησκευτικότητα». Ο
Φρόυντ (1994β:109) εκτίμησε πολύ τις προσπάθειες του Πφίστερ και “διόρθωσε” την μέχρι τότε
αρνητική θέση του απέναντι στη θρησκεία: «… είχα αξιολογήσει τη θρησκεία κυρίως αρνητικά∙
αργότερα βρήκα τον τύπο που της απονέμει περισσότερη δικαιοσύνη: ότι η εξουσία της στηρίζεται
βέβαια στην αλήθεια που περιέχει, αλλά αυτή η αλήθεια δεν είναι υλική, αλλά ιστορική.»
Η επίδραση του φροϋδικού δόγματος στην αστική ψυχολογία γενικότερα, δεν εκδηλώθηκε
μόνο στις απόψεις για τις αιτίες των ψυχικών ασθενειών, αλλά και στους ισχυρισμούς των
ψυχολόγων ότι είναι οι “ειρηνευτές” και “θεραπευτές” του σημερινού άρρωστου κόσμου. Οι
αμερικανοί ψυχολόγοι κατ’ επανάληψη ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να αναλάβουν τη θεραπεία
των ανθρώπινων σχέσεων και των κοινωνιών (Khaletskii, 1965).
Η εφαρμογή της ψυχανάλυσης στην κοινωνιολογία έδειξε την ιδεαλιστική και αντιδραστική
ουσία της. Ο πρώτος που πρότεινε μέσα ψυχοθεραπείας των κοινωνικών συγκρούσεων ήταν ο
Μορένο (J.Moreno, 1889-1974), που επινόησε την “κοινωνιομετρία”, το “ψυχόδραμα” και το
“κοινωνιόδραμα”. Θεωρούσε ότι η μαζική συμμετοχή ασθενών σε θεατρικές παραστάσεις τους
βοηθάει να ξεπεράσουν τις κοινωνικές συγκρούσεις και προβλήματα (π.χ. τις ψυχολογικές
επιπτώσεις της ανεργίας), καθώς και τις ατομικές τους τάσεις. Τέλος επιχείρησε να υποκαταστήσει
την κοινωνική πάλη για σοσιαλισμό με την κοινωνιομετρία.
Ο Φρόυντ έκανε απαισιόδοξες εκτιμήσεις για τον πολιτισμό. Θεωρούσε κάθε άτομο σαν
δυνάμει εχθρό του πολιτισμού, γιατί ο πολιτισμός επιβάλλει περιορισμούς στην ικανοποίηση των
αναγκών του, που προσδιορίζονται από την αρχή της ηδονής. Σαν αντιστάθμισμα ο πολιτισμός
παρέχει τη σιγουριά για επιβίωση, την τέχνη, την επιστήμη και τη φιλοσοφία και μια σειρά ανέσεις,
χάρη στην τεχνολογία. Το άτομο πάλι πληρώνει το αντίτιμο για όλα αυτά: την καταπίεση των
ενορμήσεών του, που οδηγούν στη δυστυχία, ή και στη νεύρωση. «Ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης
για την αθλιότητά μας τη φέρει ο πολιτισμός μας∙ θα είμαστε πολύ πιο ευτυχισμένοι αν τον
παρατούσαμε και επιστρέφαμε πάλι σε πρωτόγονες καταστάσεις» (Φρόυντ, 1974:25)
Το πέρασμα από τη θεωρητική στην πρακτική πλευρά είναι εύκολο. Αν η ψυχική ζωή
βασίζεται στο ασυνείδητο, αν το άγχος π.χ. δεν είναι αποτέλεσμα αντικειμενικών παραγόντων,
όπως η αβεβαιότητα για το μέλλον, αλλά είναι μια υποκειμενική κατάσταση, τότε για ποιο λόγο να
παλεύουμε να λύσουμε τα κοινωνικά προβλήματα, αντί να προσπαθήσουμε να διεισδύσουμε στο
ασυνείδητο και να λύσουμε έτσι όλα μας τα προσωπικά προβλήματα;

45
Jean-Paul Sartre (1905-1980): Γάλλος υπαρξιστής. Οι φιλοσοφικές του απόψεις ήταν αντιφατικές: ένας συδυασμός
ιδεών των Κίρκεκγορ, Χούσερλ και Φρόυντ.
25
Ψυχοθεραπεία από τον Φρόυντ

Η ψυχανάλυση εστιάζει κυρίως στα προσωπικά προβλήματα, όπως ο ρόλος των


σεξουαλικών αναγκών, (που δεν μπορούν να υπαχθούν πάντοτε σε μια λογική συμπεριφορά και
αυτοέλεγχο), τα κίνητρα για κάποιες συμπεριφορές (που η έννοιά τους γίνεται πλήρως κατανοητή
μόνο ύστερα από καιρό και προσεκτική στάθμιση), καθώς και οι εκδικητικές τάσεις, ή συνειδητή
επιθετικότητα απέναντι στους άλλους ανθρώπους.
Ο Φρόυντ με τη μέθοδο των προσωπικών συναντήσεων με τον ασθενή οδηγήθηκε σε
παρατηρήσεις και συσχετισμούς που μέχρι τότε δεν γίνονταν αντιληπτοί, ή θεωρούνταν
επουσιώδεις, π.χ. ότι οι νευρωτικοί ασθενείς δεν μιλούν για σημαντικές πλευρές της κατάστασής
τους, επειδή κάποιες εσωτερικές αντιστάσεις τούς εμποδίζουν να εκφραστούν. Τα τραυματικά
γεγονότα, συναισθηματικές εμπειρίες, ανεκπλήρωτοι πόθοι κτλ, δεν εξαφανίζονται από τον
ανθρώπινο νου, αλλά υφίστανται μια ενεργό “μετατόπιση” από το συνειδητό στο ασυνείδητο και
μπορεί να εκδηλωθούν με νευρωτικά συμπτώματα. Με την ανάπτυξη “τεχνικών” στις συναντήσεις
κάποια “απωθημένα” υποκειμενικά γεγονότα μπορούν να γίνουν προσιτά στη σκέψη.
Σήμερα η θεραπευτική τεχνική του Φρόυντ εφαρμόζεται μόνο από μερικές “ορθόδοξες”
αναλυτικές σχολές ψυχοθεραπείας. Τα αποτελέσματα δεν είναι καλύτερα από αυτά που
πετυχαίνονται με άλλες μεθόδους. Από τους ψυχολόγους που μνημονεύουν την εφαρμογή της
ψυχανάλυσης, οι περισσότεροι εφαρμόζουν μια εκλεκτική μέθοδο. Δεν αποδείχνεται ότι τα όποια
πρακτικά αποτελέσματα οφείλονται σε φροϋδικές μεθόδους.
Τα νευρωτικά συμπτώματα θεωρούνται στην ψυχανάλυση σαν αποτέλεσμα συμβιβασμών
στην πάλη μεταξύ καταπιεσμένων επιθυμιών και ενός “λογοκριτή” που σαν αμυντικός μηχανισμός
του συνειδητού “Εγώ” δρα ενάντια σε επικίνδυνες επιθυμίες και παρορμήσεις. Σε ειδικές
συγκρουσιακές περιπτώσεις οι ασυνείδητες επιθυμίες ξεφεύγουν τη λογοκρισία και εμφανίζονται
στη συνείδηση σαν όνειρα, παραδρομές της γλώσσας και της πένας, νευρωτικά συμπτώματα
(εμφάνιση ασθενειών) κτλ.
Ο Φρόυντ πίστευε ότι ήταν ικανός να αποσπά μυστικά κρυμμένα από τη συνείδηση του
ασθενούς. Απολάμβανε να αναγκάζει τους ασθενείς να δέχονται αυτό που ο ίδιος θεωρούσε
αληθινό και ερμήνευε κάθε αντίστασή τους σαν σήμα ότι πλησίαζε το μυστικό. Κατεύθυνε τους
ασθενείς κατακλύζοντάς τους με σεξουαλικές ερμηνείες και εξαντλώντας τους μέχρι να
συμφωνήσουν με την άποψή του για τις αιτίες της συμπεριφοράς τους. Κάτω απ’ αυτές τις
συνθήκες οι ασθενείς κατασκεύαζαν ιστορίες για αποπλάνησή τους για να απαλλαγούν από την
πίεση του Φρόυντ. Δεν επρόκειτο πλέον για θεραπεία αλλά για εξαναγκασμό των ασθενών να
δεχθούν τις απόψεις του, ώστε να “τεκμηριώσει” τη θεωρία του. Δεν είναι περίεργο λοιπόν που οι
ασθενείς του τον εγκατέλειπαν (Leahey, 1994). Ο ίδιος ο Φρόυντ (1994β:53) παραδέχτηκε ότι «Υπό
την πίεση της τεχνικής μεθόδου μου, εκείνη την περίοδο οι περισσότεροι ασθενείς μου αναπαρήγαγαν
σκηνές από την παιδική τους ηλικία των οποίων το περιεχόμενο ήταν η σεξουαλική αποπλάνηση από
ένα ενήλικο άτομο […] Εγώ πίστευα αυτές τις ανακοινώσεις […] Όταν όμως αντιλήφθηκα ότι αυτές
οι σκηνές αποπλάνησης δεν είχαν συμβεί ποτέ […] ήμουν σε αμηχανία.»
Ενώ ο Φρόυντ καυχιόταν για τις θεραπευτικές επιτυχίες της ψυχανάλυσης, δεν έδωσε παρά
ελάχιστα στοιχεία για να υποστηρίξει τον ισχυρισμό του. Οι περιγραφές του βρίθουν από
διαστρεβλώσεις της αλήθειας. Όταν δημοσιεύτηκαν οι προσωπικές σημειώσεις και η
αλληλογραφία του, αποκαλύφθηκε ότι διέφεραν από τις δημοσιευμένες ανακοινώσεις του ίδιου.
Ο Φρόυντ ανέφερε λεπτομερώς μόνο έξι (6) περιπτώσεις, από τις οποίες ορισμένες δεν ήταν
καν δικές του. Οι περιπτώσεις ψυχοθεραπείας του ήταν κυρίως ανεπιτυχείς. Ο ίδιος απέδιδε τις
θεραπευτικές αποτυχίες του στην αντίσταση των ασθενών στην ψυχανάλυση στην οποία τους
υπέβαλε. Παρακάτω θα αναφερθούμε σε ορισμένες απ’ αυτές. Για δυο περιπτώσεις ισχυρίστηκε
επιτυχία. Στην πραγματικότητα κανείς από τους δυο ασθενείς δεν θεραπεύτηκε.
Η μια περίπτωση ήταν του Λάντζερ (E.Lanzer, 1878-1914) που ο Φρόυντ τον ονόμασε
“ποντικάνθρωπο”, γιατί είχε φοβία και μακάβριες φαντασιώσεις με τα ποντίκια. Ο Φρόυντ

26
απέδωσε τα συμπτώματα σε μεταμφιεσμένες ομοσεξουαλικές φαντασιώσεις του ασθενούς και σε
μια δημοσίευσή του, το 1909, ισχυρίστηκε ότι τον θεράπευσε πλήρως. Όμως αργότερα ομολόγησε
στον τότε συνεργάτη του Γιουνγκ (C.Jung, 1875-1961) ότι ο ασθενής πολύ απείχε από το να
θεραπευτεί και ότι διέκοψε τη θεραπεία.
Η δεύτερη περίπτωση ήταν του πλούσιου Ρώσου Πανκέγιεφ (S.Pankejeff, 1886-1979), που
ο Φρόυντ τον ονόμασε “λυκάνθρωπο”. Ο Πανκέγιεφ άρχισε ψυχοθεραπεία με τον Φρόυντ γιατί
έπασχε από κατάθλιψη. Στην πορεία της ψυχανάλυσης, ανάμεσα σε άλλα, του διηγήθηκε ότι σε
παιδική ηλικία είδε έναν εφιάλτη: λύκοι κάθονταν επάνω στο δέντρο έξω από το παράθυρο του
υπνοδωματίου του. Ο Φρόυντ αμέσως “ερμήνευσε” το όνειρο: ο Πανκέγιεφ είχε ψυχικό τραύμα
γιατί είχε δει τους γονείς του να συνουσιάζονται. Αργότερα, σε δημοσίευση της “περίπτωσης
λυκάνθρωπος” ο Φρόυντ πιθανολογούσε να είχε δει ο Πανκέγιεφ ζώα να συνουσιάζονται και
μετέφερε την εμπειρία στους γονείς του. Ο Πανκέγιεφ διάβασε την ερμηνεία του Φρόυντ και είπε
ότι είναι παρατραβηγμένη και ότι στις οικογένειες της κοινωνικής του τάξης τα παιδιά κοιμόνταν
σε άλλο δωμάτιο από τους γονείς, μαζί με την γκουβερνάντα τους, συνεπώς δεν μπορεί να είχε δει
τους γονείς του σε ερωτική συνεύρεση. Όσο για τον ισχυρισμό του Φρόυντ ότι τον θεράπευσε, ο
Πανκέγιεφ δήλωσε: «όλα είναι ψέματα». Σε συνέντευξή του σε δημοσιογράφο τη δεκαετία του
1970 ανέφερε ότι για χρόνια μετά το θάνατο του Φρόυντ συνέχισε την ψυχανάλυση (δωρεάν από
μαθητές του Φρόυντ), χωρίς βελτίωση. Είπε ότι εξακολουθούσε να αισθάνεται το ίδιο, όπως όταν
πρωτοπήγε στον Φρόυντ, για να καταλήξει: «Όλο αυτό ήταν μια καταστροφή».
Μια άλλη ασθενής του Φρόυντ, η Έμα (Emma Eckstein, 1865-1924), υπέφερε από πόνους
στο στομάχι και διαταραχές των εμμήνων. Ο Φρόυντ απέδωσε τα συμπτώματα στον αυνανισμό,
που τον θεωρούσε παθογόνο. Έφερε την Έμα στον Φλις να την εγχειρήσει στη μύτη,46 αλλά
εξαιτίας αστοχίας του Φλις η Έμα έπαθε τρομερή μόλυνση και μετεγχειρητική αιμορραγία από τη
μύτη. Ο Φρόυντ θεώρησε την αιμορραγία σαν υστερικό σύμπτωμα, αλλά επειδή η ασθενής
χειροτέρευε, την πήγε σε άλλο χειρουργό, όπου αποδείχθηκε ότι ο Φλις είχε ξεχάσει μέσα στη μύτη
της μια γάζα μήκους 50 εκατοστών. Η 27χρονη Έμα κινδύνεψε να πεθάνει και το πρόσωπό της
παραμορφώθηκε μόνιμα. Μετά απ’ αυτή την περιπέτεια ο Φρόυντ έγραψε στον Φλις: «Τελικά την
είχαμε αδικήσει, ήταν φυσιολογική». Ωστόσο, μετά το θάνατο της Έμα, ο Φρόυντ εξακολούθησε να
προβάλλει στους τρίτους σαν αιτία της αιμορραγίας “τις επιθυμίες της” αποσιωπώντας το φιάσκο
της εγχείρησης. Ποτέ δεν δημοσίευσε το ιστορικό της.
Η “περίπτωση Ντόρα” είναι επίσης χαρακτηριστική για τις αυθαίρετες ερμηνείες του
Φρόυντ. Η Ντόρα (Ida Bauer, 1882-1945) έπασχε από άπνοια και απώλειας της φωνής. Ο Φρόυντ
απέδωσε τα συμπτώματα σε υστερία και προχώρησε σε ψυχοθεραπεία με τη μέθοδο της
ψυχανάλυσης. Σύμφωνα με τα λεγόμενα της Ντόρας, τα οποία ο Φρόυντ πίστευε, ένας
οικογενειακός φίλος (ο “κύριος Κ”) της έκανε σεξουαλικές προτάσεις όταν ήταν 14 ετών, αλλά και
αρκετά αργότερα. Η σύζυγος του “Κ”, πάντοτε σύμφωνα με τα λεγόμενα της Ντόρας, ήταν
ερωμένη του πατέρα της. Ο Φρόυντ “διέγνωσε” κρυφές επιθυμίες της Ντόρας για τον πατέρα της,
για τον κύριο “Κ”, καθώς και για την κυρία “Κ”. Η Ντόρα μετά από αυτό εγκατέλειψε τη θεραπεία.
Ο Φρόυντ παραδέχτηκε ότι η θεραπεία απέτυχε. Όταν δημοσίευσε την “περίπτωση Ντόρα”,
ανέφερε ότι η Ντόρα αφού εγκατέλειψε τη θεραπεία, συγκρούστηκε με τον πατέρα της και το
ζεύγος “Κ” και ότι όλοι τους παραδέχτηκαν ότι εκείνη είχε δίκιο. Μετά απ’ αυτό, γράφει ότι τα
συμπτώματα εξαφανίστηκαν.
Η “περίπτωση του μικρού Χανς” (H.Graf, 1903-1973) έχει ως εξής: Ο Χανς σε ηλικία 4
ετών είδε στο δρόμο ένα βαρυφορτωμένο κάρο που έσερναν άλογα να ανατρέπεται και από τότε
είχε μια παθολογική φοβία για τα άλογα. Ο πατέρας του Χανς, που ασκούσε ο ίδιος ψυχανάλυση με
την καθοδήγηση του Φρόυντ, απέδωσε τη φοβία του γιου του στην υπερβολική τρυφερότητα της
μητέρας του και στο ότι ο μικρός φοβόταν το μεγάλο πέος των αλόγων. Ο Φρόυντ απέδωσε τη

46
Ο Φλις εξασκούσε μεγάλη επίδραση στον Φρόυντ. Σύμφωνα με τον Φλις η ιδέα της εγγενούς αμφισεξουαλικοτητας
των ανθρώπων που πήρε κεντρική θέση στην ψυχαναλυτική θεωρία (βλ. Φρόυντ, 2008), ήταν δική του. Ο Φλις πίστευε
επίσης ότι η μύτη του ανθρώπου συνδέεται με τη ρύθμιση της σεξουαλικότητας και ότι μια χειρουργική επέμβαση στη
μύτη μπορούσε να θεραπεύσει σεξουαλικά προβλήματα, όπως ο αυνανισμός. Ο Φρόυντ, που αποδεχόταν τις απόψεις
του, υποβλήθηκε ο ίδιος, τουλάχιστον μια φορά, σε τέτοιου είδους επέμβαση από τον Φλις (Leahey, 1994).
27
φοβία του Χανς στο οιδιπόδειο σύμπλεγμα: ο φόβος προς τον πατέρα μετατέθηκε στα άλογα. Ο
Φρόυντ συνάντησε τον Χανς μόνο μια φορά όταν ο τελευταίος ήταν πλέον 19 ετών. Ο Χανς
διάβασε τότε το ιστορικό του και είπε ότι δεν θυμόταν τίποτε απ’ όλα αυτά.
Το 1906 ο Γιουνγκ ανέφερε στον Φρόυντ ότι τα αποτελέσματα θεραπείας της υστερίας
ήταν φτωχά και ότι θεωρούσε «συνετό να μην δίνεται έμφαση στα θεραπευτικά αποτελέσματα». Σε
απάντηση ο Φρόυντ του έγραψε: «Συμφωνώ ανεπιφύλακτα με τις παρατηρήσεις σου για τη θεραπεία.
Είχα την ίδια εμπειρία και για τους ίδιους λόγους είμαι απρόθυμος να πω περισσότερα δημοσίως από
το “αυτή η μέθοδος είναι πιο αποτελεσματική από οποιαδήποτε άλλη”… Κράτησα ορισμένα
πράγματα σχετικά με τα όρια της θεραπείας και το μηχανισμό της για τον εαυτό μου…»
Η έπαρση του Φρόυντ εκδηλώνονταν και στη βεβαιότητά του ότι κάθε του ιδέα ήταν
σωστή, παρ’ όλο που ο ίδιος συχνά αναιρούσε με ευκολία προηγούμενες θέσεις του. Η βεβαιότητά
του για τις ευεργετικές ιδιότητες της κοκαΐνης τον έκανε να συστήσει την χρήση της σε φίλους του.
Ο Φρόυντ έκανε ο ίδιος χρήση κοκαΐνης, αλλά γλύτωσε από τον εθισμό. Ένας από τους φίλους του
όμως, ο Φλάισλ-Μάρξοου, πέθανε κοκαϊνομανής. Για τη δραστηριότητά του αυτή ο Φρόυντ
αποδιώχθηκε από την ιατρική κοινότητα της πόλης του.
Τελικά, τα πρακτικά αποτελέσματα της ψυχανάλυσης στη θεραπεία είναι ασήμαντα και
επιτυγχάνονται και με άλλες μεθόδους. Στην εποχή μας οι ψυχαναλυτές έχουν ουσιαστικά
εγκαταλείψει τη μέθοδο του Φρόυντ εισάγοντας στοιχεία από άλλες αστικές σχολές και αρνούνται
βασικές θέσεις του Φρόυντ.

Νεοφροϋδισμός

Με την πάροδο του χρόνου φάνηκε καθαρά ότι οι φροϋδικές θέσεις ήταν ασυμβίβαστες με
τα ευρήματα της πειραματικής ψυχολογίας, της ανθρωπολογίας και της κοινωνιολογίας. Οι
αποτυχίες στην ψυχοθεραπεία και τα θεωρητικά αδιέξοδα των αυθαίρετων κατασκευών του
Φρόυντ έκαναν τους περισσότερους συνεργάτες του να απομακρυνθούν από αυτόν. Ο ίδιος ο
Φρόυντ έδιωξε κάθε μαθητή και συνεργάτη του που είχε διαφορετικές απόψεις, όπως τους Ρανκ
(O.Rank, 1884-1939), Άντλερ (A.Adler, 1870-1937), Γιουνγκ (C.Jung, 1875-1961). Η μια
διάσπαση ακολουθούσε την άλλη και τελικά η ψυχανάλυση έγινε μια Βαβέλ αντιμαχόμενων
φατριών. Χαρακτηριστικό είναι ότι δεν υπάρχει συμφωνία ούτε ως προς το ποιες τάσεις της
ψυχανάλυσης καλύπτονται από τον όρο-ομπρέλα “νεοφροϋδισμός”.
Όσοι απομακρύνθηκαν από τον Φρόυντ προσπάθησαν να ξεπεράσουν τον ακραίο
βιολογισμό του ενσωματώνοντας στη θεωρία της ψυχανάλυσης ορισμένα κοινωνικά στοιχεία.
Αρκετοί εγκατέλειψαν το αξίωμα της “ψυχικής ενέργειας”. Οι Χόρνευ, Σάλιβαν (H.Sullivan, 1892-
1949) και Φρομ άσκησαν κριτική σε πολλές παραδοχές και συμπεράσματα της κλασικής
ψυχανάλυσης σχετικά με την ερμηνεία των ενδοψυχικών διαδικασιών των υπεύθυνων για τις
συγκρουσιακές καταστάσεις, για τον τρόπο κατανόησης των δομικών επιπέδων της ψυχής και το
μηχανισμό λειτουργίας του ασυνείδητου.
Η κλασική ψυχανάλυση δεν έδινε ικανοποιητικές απαντήσεις στα ερωτήματα που αφορούν
την ανθρώπινη ύπαρξη. Οι νεοφροϋδιστές ήταν πρόθυμοι να καλύψουν αυτό το κενό. Ο
νεοφροϋδισμός στράφηκε στη μελέτη του ανθρώπου, της θέσης του και του ρόλου του στη δομή
των κοινωνικών θεσμών, κάνοντας χρήση των αρχών της ψυχανάλυσης. Αποτέλεσε έτσι μια τάση
της σύγχρονης αστικής φιλοσοφίας. Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1930 έγινε μια καθαρά
κοινωνιολογική και πολιτισμική θεωρία, ενώ ταυτόχρονα αποκόπηκε από την αντίληψη για το
ασυνείδητο και τις βιολογικές προϋποθέσεις της διδασκαλίας του Φρόυντ. Η μεγαλύτερη διάδοση
του νεοφροϋδισμού σημειώθηκε στις ΗΠΑ μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο.
Ταυτόχρονα ο νεοφροϋδισμός αποδέχεται τα κύρια σχήματα της κλασικής ψυχανάλυσης
μαζί και τις ιδέες της για τα ανορθολογικά κίνητρα των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, που τις
θεωρεί εγγενείς σε κάθε άτομο, καθώς και την ψυχαναλυτική μέθοδο μελέτης των προσωπικών και
κοινωνικών δομών. Οι εκπρόσωποί του εστιάζουν στις κοινωνικές και πολιτισμικές διαδικασίες τις

28
κυρίως υπεύθυνες για τις ενδοπροσωπικές συγκρούσεις του ατόμου και βασίζονται στη φροϋδική
σύλληψη των ασυνείδητων κλίσεων. Παρά το γεγονός ότι απορρίπτουν τις έννοιες του
μετασχηματισμού της λιμπιντικής ενέργειας και το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, διατηρούν την ιδέα του
γονέα σαν φάντασμα που ακολουθεί το άτομο σ’ όλη του τη ζωή. Ανάλογα με το τι θέλει να
αποδείξει, ο κάθε ψυχαναλυτής, επικαλείται τη στάση του ατόμου απέναντι στον πατέρα, την πάλη
ενάντια στον πατέρα, την ενοχή απέναντί του, κοκ. Έτσι εξηγεί οτιδήποτε επιθυμεί: πόλεμο,
επαναστάσεις, συντηριτισμό, θρησκευτικά συναισθήματα, εγκλήματα και την ανάγκη για τιμωρία.
Οι νεοφροϋδιστές αναπτύξανε μια θεωρία ότι οι επαναστάσεις αποτελούν μια “μετάθεση” της
πάλης ενάντια στους πατέρες σε πολιτικά πρόσωπα και άλλες αρχές (Khaletskii, 1965).
Παρά τη φαινομενική προσοχή σε παράγοντες της κοινωνικής ζωής, ο νεο-φροϋδισμός
θεωρεί το άτομο με τις ασυνείδητες κλίσεις του, ως ανεξάρτητο από την κοινωνία και μάλιστα σε
σύγκρουση μαζί της. Ακόμη, θεωρεί την κοινωνία ως την πηγή “γενικής αλλοτρίωσης” και εχθρική
προς τις θεμελιώδεις τάσεις ανάπτυξης της προσωπικότητας.
Οι νεοφροϋδιστές ασκούν κριτική στη “σύγχρονη κοινωνία”, όπου ο άνθρωπος χάνει τη
μοναδικότητά του, αποκόβεται από τον εξωτερικό κόσμο και από τον εαυτό του και στερείται την
πραγματικά ανθρώπινη διάσταση. Όπως και οι υπαρξιστές,47 μιλούν για τη σταδιακή έκπτωση
αξιών, το τέλος των ιδεολογιών, τη μοναξιά του ανθρώπου και την ασυμβίβαστη αντίθεση ανάμεσα
στο άτομο και το περιβάλλον του. Πρόκειται για αντανάκλαση των καπιταλιστικών σχέσεων στο
μυαλό τους με τη μορφή στερεότυπων. Η κριτική τους δεν συνδέεται με τις καπιταλιστικές σχέσεις
παραγωγής και την ανάγκη αντικατάστασής τους με σοσιαλιστικές. Δεν αποκαλύπτουν τους
πραγματικούς λόγους για την κατάπτωση του ατόμου ούτε την αντίθεση ανάμεσα στα ατομικά και
στα κοινωνικά συμφέροντα. Ελπίζουν να αναιρέσουν διάφορες μορφές αλλοτρίωσης με την
“ανθρωπιστική ψυχανάλυση” που υποτίθεται ότι μπορεί να να μετασχηματίσει τις αξίες και τα
ιδανικά του ανθρώπου. Ωστόσο, η ιδέα της βελτίωσης της κοινωνίας μέσω της θεραπείας των
ατόμων είναι ουτοπική και η αφηρημένη ανθρωπιστική προσέγγιση που βασίζεται σ’ αυτή δεν έχει
μέλλον.
Ο άνθρωπος στην καπιταλιστική κοινωνία έχει χάσει την πίστη του για μια καλύτερη ζωή.
Σαν σφουγγάρι απορροφά πεσιμιστικές προοπτικές, προβλέψεις πολέμων, ζωντανές περιγραφές της
ανθρωπότητας να στροβιλίζεται σ’ ένα μεταφυσικό τυφώνα, την εικόνα μιας καμένης γης, εικόνα
εκφυλισμένων γενεών. Όλα αυτά τα προσλαμβάνει σε τεράστιες δόσεις από την τηλεόραση, τον
αστικό τύπο, τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο. Σαν ναρκομανής που συνεχώς αυξάνει τη δόση
του, γίνεται λαίμαργος για ερεθιστικά μηνύματα και θέματα. Φοβάται για το μέλλον του και
σύρεται σε ένα κόσμο τρομερών εικόνων, πειρασμών, και στο τέλμα του ασυνείδητου. Αυτή είναι η
πηγή του μοτίβου για μοναξιά, εγκατάλειψη, ψυχικό κενό, που ελκύει τόσο τους νεοφροϋδιστές,
όσο και τους υπαρξιστές (Khaletskii, 1965).

47
Υπαρξισμός: Ανορθολογική τάση της αστικής φιλοσοφίας του 20ο αιώνα, που έχει τις ρίζες της στη “φιλοσοφία της
ζωής” (Νίτσε, Ντίλθι, Μπεργκσόν), τη φαινομενολογία του Χούσερλ, και τις μυστικο-θρησκευτικές διδασκαλίες του
Κίρκεγκορ. Χωρίζεται σε θρησκευτικό και αθεϊστικό. Ήταν μια απαισιόδοξη κοσμοαντίληψη που αντανακλούσε τη
αποκάλυψη της αυταπάτης των φιλελεύθερων αστών για μια ανάπτυξη σε προοδευτική κατεύθυνση στα πλαίσια του
καπιταλισμού. Ο υπαρξισμός απέδιδε τα κοινωνικά δεινά στην επιστήμη γενικά. Οι κοινωνικο-πολιτικές απόψεις που
υποστήριξαν οι διάφορες ομάδες υπαρξιστών ήταν ανόμοιες.
29
Μαρξισμός και φροϋδισμός

Ο εκλεκτικισμός δεν γνωρίζει όρια. Έτσι, δεν έλλειψαν και οι προσπάθειες συγχώνευσης
θέσεων του μαρξισμού και του φροϋδισμού. Το έργο αυτό αναλήφθηκε από συγγραφείς
διαφορετικών προελεύσεων (ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι κτλ). Ο Ράιχ με τη “βιο-κοινωνιολογική
θεωρία” του απέδιδε όλα τα κοινωνικά φαινόμενα στη σεξουαλικότητα. Ο Μαρκούζε ισχυριζόταν
ότι η ουσία της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης είναι να περιορίζει τις ανθρώπινες ορμές και
ανήγαγε την επαναστατική πάλη σε πάλη για την απελευθέρωση των ενστίκτων, μαζί και των
διαστροφών. Ο Φρομ παραποιούσε τις ιδέες του Μαρξ αλλά εμφανιζόταν ως μαρξιστής και
ασκούσε κριτική στον καπιταλισμό από αφηρημένες ανθρωπιστικές, αταξικές θέσεις. Τον τίτλο του
μαρξιστή διεκδικούσε και ο Άντλερ.
Προσπάθειες συσχέτισης του μαρξισμού με το φροϋδισμό έγιναν και στη Σοβιετική Ρωσία
στη δεκαετία του 1920, πριν την οριστική διαμόρφωση των αρχών και των βάσεων της
διαλεκτικής-υλιστικής ψυχολογίας. Ορισμένοι ψυχολόγοι (ανάμεσά τους και ο Λούρια) εξέλαβαν
τη φροϋδική θεωρία για υλιστική. Κριτική σ’αυτές τις απόψεις άσκησαν οι Βολοσίλοφ και
Βιγκότσκι. Ο Λούρια σύντομα αναγνώρισε την αντιδραστική ουσία της ψυχανάλυσης.
Μια προϋπόθεση για τη συγχώνευση δυο αντίθετων θεωρητικών συστημάτων είναι η
άρνηση βασικών τους θέσεων, αυτό που ο Βιγκότσκι αποκαλεί κεντρική ιδέα. Η κεντρική ιδέα
όμως δεν μπορεί να αποσπαστεί από το σύστημα χωρίς να το αλλάξει σε τέτοιο βαθμό που αυτό να
γίνει αγνώριστο (Βιγκότσκι, 1997α:259): «Η αίσθηση του συστήματος, η αίσθηση ενός κοινού στυλ,
η κατανόηση ότι κάθε ξεχωριστή θέση συνδέεται με και εξαρτάται από την κεντρική ιδέα του όλου
συστήματος, του οποίου αποτελεί μέρος, απουσιάζει από τις ουσιαστικά εκλεκτικές προσπάθειες να
συνδυαστούν μέρη δυο ή περισσότερων συστημάτων, ετερογενών και διαφορετικών ως προς την
επιστημονική προέλευση και σύνθεση. […] για παράδειγμα, από τις προσπάθειες να συνδυαστεί η
φροϋδική θεωρία και ο μαρξισμός.»48
Και συνεχίζει: «Το πρόβλημα δεν έγκειται στο ότι αυτοί οι τερατώδεις συνδυασμοί είναι
ανακριβείς. Είναι ακριβείς μέχρι το τελευταίο δεκαδικό ψηφίο, αλλά η ερώτηση στην οποία
προσπαθούν να απαντήσουν έχει τεθεί λαθεμένα. […] Οι εκλεκτικιστές σε μια ερώτηση που βάζει η
μαρξιστική φιλοσοφία, δίνουν μια απάντηση που υποβάλλει η φροϋδική μεταψυχολογία.»
Η μέθοδος που συνήθως εφαρμόζεται στην επιχειρούμενη συγχώνευση είναι η λεγόμενη
“λογική επαλληλία των εννοιών”, δηλαδή η τοποθέτηση μιας έννοιας επάνω στην άλλη (όπως
κάνουμε στη γεωμετρία με τα σχήματα, για να δούμε αν είναι ίσα) και η διαπίστωση ότι
ταυτίζονται. Ο Βιγκότσκι επισημαίνει: «Το σύστημα του μαρξισμού προσδιορίζεται ως μονιστικό,
υλιστικό, διαλεκτικό κτλ. Κατόπιν διαπιστώνεται ο μονισμός, υλισμός κτλ του φροϋδικού συστήματος.
Οι επάλληλες έννοιες συμπίπτουν και τα συστήματα διακηρύσσονται “συγχωνευμένα”. Οι
πασιφανείς, οξείες αντιφάσεις […] απομακρύνονται από το σύστημα, βαφτίζονται υπερβολές κτλ.
Έτσι, από τη φροϋδική θεωρία αφαιρείται η σεξουαλικότητα, γιατί προφανώς ο πανσεξουαλισμός δεν
ταιριάζει με τη μαρξιστική φιλοσοφία. “Κανένα πρόβλημα” μας λένε, “θα δεχτούμε τη φροϋδική
θεωρία χωρίς το δόγμα της σεξουαλικότητας.” Αλλά αυτό το δόγμα αποτελεί ακριβώς το νεύρο, την
ψυχή, το κέντρο του όλου συστήματος. Μπορούμε να δεχτούμε ένα σύστημα χωρίς το κέντρο του;
Άλλωστε, η φροϋδική θεωρία χωρίς το δόγμα της σεξουαλικής φύσης του ασυνείδητου μοιάζει με το
χριστιανισμό χωρίς το Χριστό ή το βουδισμό με Αλλάχ.»
Ο Βιγκότσκι απορρίπτει τη δυνατότητα να προκύψει ένα σύστημα μαρξιστικής ψυχολογίας
από τελείως διαφορετικές φιλοσοφικές βάσεις.
«Αυτό θα σήμαινε ότι η φιλοσοφία δεν προσδιορίζει με κανένα τρόπο την ανάπτυξη της
επιστήμης. Όπως βλέπουμε, ξεκίνησαν από τον Σοπενχάουερ και δημιούργησαν μια μαρξιστική
ψυχολογία! […] Αν ο Φρόυντ, χωρίς να το καταλάβει, ενώ ακολουθούσε συνειδητά άλλα φιλοσοφικά
συστήματα, παρ’ όλα αυτά δημιούργησε μια μαρξιστική διδασκαλία για το νου, τότε για ποιο λόγο
χρειάζεται να διαταράξουμε αυτή την καρπερή πλάνη; Άλλωστε, σύμφωνα με αυτούς τους συγγραφείς,
δεν χρειάζεται να αλλάξουμε τίποτε στο Φρόυντ. Γιατί τότε να συγχωνεύσουμε την ψυχανάλυση με το

48
Εδώ ο Βιγκότσκι αναφέρεται στο άρθρο του Λουρια (1925) με τίτλο “Η ψυχανάλυση ως σύστημα μονιστικής
ψυχολογίας” καθώς και σε άρθρα του Φρίντμαν και του Ζαλκίντ.
30
μαρξισμό; Ακόμα, προκύπτει η εξής ενδιαφέρουσα ερώτηση: πώς είναι δυνατόν αυτό το σύστημα που
[υποτίθεται ότι] συμπίπτει τελείως με το μαρξισμό, να οδήγησε λογικά στο να κάνει βάση του
συστήματος την ιδέα της σεξουαλικότητας, που προφανώς είναι ασυμβίβαστη με το μαρξισμό; Δεν
είναι η μέθοδος σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνη για τα συμπεράσματα που εξάγονται με τη βοήθειά της;
Και πώς μπορεί μια σωστή μέθοδος που δημιουργεί ένα σωστό σύστημα, που στηρίζεται σε σωστές
βάσεις, να οδηγήσει τους συγγραφείς της σε μια λαθεμένη θεωρία, σε μια λαθεμένη κεντρική ιδέα;»
«Στο άρθρο του Λούρια […] η ψυχανάλυση παρουσιάζεται σαν “ένα σύστημα μονιστικής
ψυχολογίας”, που η μεθοδολογία του “συμπίπτει με τη μεθοδολογία” του μαρξισμού. Για να το
αποδείξει αυτό πραγματοποιεί μια σειρά αφελείς μετασχηματισμούς.»
Σύμφωνα με τα γραφόμενα του Λούρια, ο μαρξισμός, μαζί με το Δαρβίνο, τον Κοντ, τον
Παβλόφ και τον Αϊνστάιν δημιούργησαν τις “γενικές μεθοδολογικές βάσεις της εποχής”. Όμως,
όπως επισημαίνει ο Βιγκότσκι:
«Ο ρόλος και η σημασία καθενός απ’ αυτούς τους συγγραφείς είναι βέβαια θεμελιακά
διαφορετικός και από την φύση του ο ρόλος του διαλεκτικού υλισμού είναι τελείως διαφορετικός από
όλων τους. Το να μη το βλέπει αυτό κανείς σημαίνει να συνάγει τη μεθοδολογία από το άθροισμα των
“μεγάλων επιστημονικών επιτευγμάτων”. Μόλις ανάγει κανείς όλα αυτά τα ονόματα και το μαρξισμό
σε ένα κοινό παρονομαστή, δεν είναι δύσκολο να ενώσει το μαρξισμό με οποιοδήποτε “μεγάλο
επιστημονικό επίτευγμα”, γιατί αυτή ήταν η αρχική παραδοχή: η “σύμπτωση” που ψάχνουν βρίσκεται
στην αρχική παραδοχή και όχι στο συμπέρασμα.»
Η λαθεμένη παραδοχή ότι υπάρχει μια “θεμελιώδης μεθοδολογία της εποχής”, που
συνίσταται από το άθροισμα των ανακαλύψεων μαζί με το σκεπτικό ότι μια και ο μαρξισμός είναι
μια από αυτές τις ανακαλύψεις, έχει κοινή μεθοδολογία με τις υπόλοιπες, οδηγεί στο συμπέρασμα
της ταύτισης. Ο Βιγκότσι αρνείται αυτή τη λογική:
«Δεν υπάρχει ενιαία βασική μεθοδολογία της εποχής. Αυτό που υπάρχει είναι ένα σύστημα
μαχόμενων, βαθύτατα εχθρικών, αμοιβαία αποκλειόμενων μεθοδολογικών αρχών. […] Το να
διαλύουμε το μαρξισμό σ’ αυτή [τη βασική μεθοδολογία της εποχής] σημαίνει να μετασχηματίζουμε
όχι μόνο την εμφάνιση, αλλά και την ουσία του μαρξισμού.»
«Αλλά και η φροϋδική θεωρία υπόκειται αναπόφευκτα σε τέτοιου τύπου μετασχηματισμούς. Ο
Φρόυντ θα εκπλησσόταν αν μάθαινε ότι η ψυχανάλυση είναι ένα σύστημα μονιστικής ψυχολογίας και
ότι “μεθοδολογικά προσανατολίζεται στον … ιστορικό υλισμό”(Φρίντμαν). […] Ο Φρόυντ και η
σχολή του ουδέποτε αποκάλεσαν τους εαυτούς τους μονιστές, υλιστές, διαλεκτικούς, ή οπαδούς του
ιστορικού υλισμού.»
Ο Βιγκότσκι απαιτεί από τους συγγραφείς των άρθρων μια εξήγηση: «Με ποιο θαύμα και σε
ποιες βάσεις η ψυχανάλυση ανέπτυξε ένα σύστημα μεθοδολογίας που είναι ξένο στους δημιουργούς
της;»
Αντί για εξήγηση όμως: «Η ταύτιση των δυο συστημάτων ανακηρύσσεται με μια απλή τυπικο-
λογική επαλληλία των χαρακτηριστικών – χωρίς καμιά ανάλυση των βασικών εννοιών του Φρόυντ,
χωρίς να ζυγιστούν και να φωτιστούν κριτικά οι παραδοχές του και οι αφετηρίες του, χωρίς μια
κριτική εξέταση της γένεσης των ιδεών του, ακόμα χωρίς να εξεταστεί πώς ο ίδιος κατανοεί τις
φιλοσοφικές βάσεις του συστήματός του.»
Ο Βιγκότσκι αντικρούει τον ισχυρισμό του Ζαλκίντ για το μονισμό της ψυχανάλυσης:
«Αποτελεί πράγματι μονισμό το να βρει εμπειρικά κάποια ενότητα σε μια ομάδα δεδομένων;
Αντίθετα, ο Φρόυντ πάντοτε δεχόταν το πνευματικό, το ασυνείδητο σαν μια ειδική δύναμη που δεν
μπορεί να αναχθεί σε κάτι άλλο. […] Ολόκληρο το ψυχολογικό σύστημα των βασικών εννοιών του
Φρόυντ μας πάει πίσω στον Λιπς [1903]: οι έννοιες του ασυνείδητου, της ψυχικής ενέργειας που
συνδέεται με ορισμένες ιδέες, των ενορμήσεων σαν βάση του νου, της πάλης ανάμεσα σε ενορμήσεις
και απώθηση, της συναισθηματικής φύσης της συνείδησης κτλ. Με άλλα λόγια, οι ψυχολογικές ρίζες
του Φρόυντ οδηγούν πίσω στην πνευματιστική ψυχολογία του Λιπς.»
«… ο ίδιος ο Φρόυντ θα διαμαρτυρόταν για τον όρο “σύστημα”.49 Κατά τη γνώμη του ένα
από τα μεγαλύτερα προτερήματα της ψυχανάλυσης και του συγγραφέα της είναι ότι συνειδητά απέφυγε
να κάνει ένα σύστημα. Ο Φρόυντ απορρίπτει το “μονισμό” της ψυχανάλυσης: δεν απαιτεί να γίνουν
49
Βλ. Φρόυντ (1994β:179).
31
αποδεκτοί οι παράγοντες που ανακάλυψε σαν αποκλειστικοί ή πρωταρχικοί. Δεν προσπαθεί να
“δώσει μια εξαντλητική θεωρία της πνευματικής ζωής του ανθρώπου”, αλλά απαιτεί μόνο να
χρησιμοποιηθούν οι θέσεις του και να διορθώσουν τη γνώση που αποκτήθηκε με άλλους τρόπους.»
Ανεξάρτητα από τις προθέσεις των φροϋδομαρξιστών, το αποτέλεσμα ήταν πάντοτε το ίδιο:
ο φροϋδισμός χρησιμοποιήθηκε ενάντια στο μαρξισμό. Οι φροϋδομαρξιστές προσπάθησαν να
“εναρμονίσουν” τον φροϋδισμό με το μαρξισμό παραποιώντας την ουσία του δεύτερου.

Συμπεράσματα

Οι φιλοσοφικές βάσεις της ψυχανάλυσης είναι εκλεκτικός συνδυασμός ιδεαλιστικών


απόψεων και βιολογικών αρχών. Η μεθοδολογία της είναι μεταφυσική, δηλαδή αντιδιαλεκτική. Η
ψυχανάλυση αποτέλεσε τη βάση του φροϋδικού δόγματος, που προβάλλει απαιτήσεις για την
ερμηνεία όλων των φαινομένων της φύσης, της κοινωνίας και της νόησης.
Αντίθετα από τις υπόλοιπες σχολές της αστικής ψυχολογίας, η ψυχανάλυση,
μετασχηματισμένη σε φροϋδικό δόγμα, έγινε αποδεκτή σαν ένας ιδεολογικός εκπρόσωπος της
αστικής τάξης. Εκφράζει καλύτερα από κάθε άλλη σχολή τα συμφέροντά των αστών. Ανάγει όλα
τα εγκλήματα του καπιταλισμού στην “ανθρώπινη φύση” και απορρίπτει τους αγώνες για αλλαγή
των κοινωνικών σχέσεων, ως μάταιους. Τέλος, δικαιολογεί τη χρήση της σεξουαλικότητας για τον
αποπροσανατολισμό της νεολαίας.
Η ευρεία διάδοση του φροϋδισμού άρχισε μετά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο και οφείλεται
κυρίως στη γενική κρίση της αστικής κοινωνίας και του αστικού πολιτισμού. Ο φροϋδισμός έγινε
σύγχρονη θρησκεία της καπιταλιστικής κοινωνίας, συνδυάζοντας τη λαϊκή μυστικιστική
ιδεαλιστική φιλοσοφία με την χρηστική εφαρμογή στην καθημερινή ζωή.
Έχοντας λάβει φιλοσοφική μορφή, αποκάλυψε πλέον τι επιδιώκει, από ποιές κοινωνικές
τάσεις προέκυψε, ποια ταξικά συμφέροντα υπηρετεί. Αποκάλυψε την κοινωνική του ουσία,
ξεσκεπάστηκε ως ιδεολογικός πράκτορας μεταμφιεσμένος σε επιστημονικό γεγονός που
συμμετέχει ανοιχτά στον ιδεολογικό αγώνα (Vygotsky, 1997α:243).
Οι φροϋδιστές προσπαθώντας να εφαρμόσουν τη μέθοδο της ψυχανάλυσης στην έρευνα
των κοινωνικών κινημάτων αντιπαραθέσανε στις πραγματικές ιστορικές αιτίες μια φανταστική
εξήγηση που βασίζονταν σε εξωπραγματικές αιτίες. Η εχθρική θέση της ψυχανάλυσης προς τον
ιστορικό υλισμό αρχικά ήταν συνέπεια θεωρητικής σύγχυσης. Στην πορεία όμως η ψυχανάλυση
εντάχθηκε στο αντιδραστικό ιδεολογικό ρεύμα και ανέπτυξε την “ψυχαναλυτική κοινωνιολογία”, η
οποία στράφηκε ανοιχτά κατά του μαρξισμού. Το κίνημα που πήγασε από τον Φρόυντ, από ένα
σημείο και μετά ταυτίστηκε με την ιδεαλιστική φιλοσοφία και την κοινωνικοπολιτική αντίδραση.
Σήμερα η ψυχανάλυση σαν μέθοδος ψυχοθεραπείας παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον
σαν ιστορικό γεγονός, παρά σαν επιστημονικό ρεύμα. Ωστόσο, παραμένει το δόγμα του
φροϋδισμού στην ερμηνεία των κοινωνικών φαινομένων, που δημιουργεί μεγάλες αυταπάτες. Το
περιεχόμενό του οφείλουμε να το ξεσκεπάζουμε σε κάθε ευκαιρία.

32
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Η έννοια του ασυνείδητου στη διαλεκτική-υλιστική ψυχολογία

Ο άνθρωπος πραγματοποιεί εκατομμύρια αλληλεπιδράσεις με το περιβάλλον σε κάθε


δευτερόλεπτο. Αυτές μπορεί να εντάσσονται σε κάποια λειτουργία του οργανισμού (αναπνοή,
βάδισμα), σε μια συγκεκριμένη δραστηριότητα (εργασία, παιχνίδι, μάθηση), στη διαμόρφωση μιας
νοητικής κατάστασης (συναισθήματα) κτλ. Όλες οι επί μέρους διαδικασίες ολοκληρώνονται σε μια
γενικότερη λειτουργία του ανθρώπου∙ στην ενεργητική αντανάκλαση της αντικειμενικής
πραγματικότητας (δηλαδή του κόσμου) στον εγκέφαλό του.50
Κατά τη διαμόρφωση και ανάπτυξη του ανθρώπινου είδους, η συνείδηση έγινε η
γενικευμένη, αλλά όχι και η μόνη μορφή αντανάκλασης της πραγματικότητας στον ανθρώπινο
εγκέφαλο. Η ψυχική δραστηριότητα μπορεί να είναι ασυνείδητη ή συνειδητή.
Ο ίδιος ο άνθρωπος, το υποκείμενο της δραστηριότητας, έχει επίγνωση για ορισμένες μόνο
από τις διαδικασίες αλληλεπίδρασής του με το περιβάλλον. Εκείνες για τις οποίες έχει επίγνωση,
τις λέμε συνειδητές, τις άλλες ασυνείδητες. Δεν υπάρχει κανένα φράγμα ανάμεσά τους. Οι
συνειδητές διαδικασίες μετατρέπονται σε ασυνείδητες και αντίστροφα. Για παράδειγμα, το βάδισμα
είναι συνήθως μια ασυνείδητη ενέργεια του ανθρώπου. Αν όμως προκύψει κάποιο εμπόδιο στο
δρόμο (μια λακκούβα με νερό), γίνεται προσωρινά συνειδητή.51 Όπως σημειώνει ο Βιγκότσκι
(1997β:119), το ασυνείδητο είναι δυνητικά συνειδητό.
Ο άνθρωπος ρυθμίζει τη δραστηριότητά του σε αντιστοιχία με τα κίνητρα της
δραστηριότητας, τους στόχους των ενεργειών του και τις συνθήκες του περιβάλλοντος. Η ρύθμιση
γίνεται κυρίως συνειδητά, αλλά ορισμένες ασυνείδητες διαδικασίες συμμετέχουν επίσης σ’ αυτή,
όπως θα δούμε παρακάτω.
Ανώτατη μορφή ενεργητικής αντανάκλασης αποτελεί η συνείδηση του ανθρώπου – τα ζώα
δεν διαθέτουν συνείδηση. Ο άνθρωπος γεννιέται χωρίς συνείδηση – η συνείδησή του
διαμορφώνεται κατά την αλληλεπίδρασή του με τους άλλους ανθρώπους. Έχω συνείδηση σημαίνει
ότι:
1. Γνωρίζω ότι υπάρχω, γνωρίζω ότι τα γύρω μου αντικείμενα και οι άλλοι άνθρωποι υπάρχουν
ανεξάρτητα από εμένα.
2. Έχω αναπτύξει αντίληψη, προσοχή, μνήμη, φαντασία, σκέψη.
3. Οι ενέργειές μου είναι σκόπιμες, προσδιορίζονται από τους στόχους μου.
Γιατί δεν είναι όλες οι διαδικασίες συνειδητές; Γιατί για παράδειγμα, ο άνθρωπος δεν έχει
επίγνωση πότε και πόσο εκκρίνει ο κάθε αδένας του οργανισμού του; Γιατί δεν κινείται συνειδητά
όταν περπατάει; «Τώρα σηκώνω το δεξί πόδι, το κινώ λίγο μπροστά, πατάω, μετά το ίδιο με το
αριστερό…». Οι κινήσεις αυτές γίνονται συνειδητά και με μεγάλη προσπάθεια από το μωρό που
μαθαίνει να περπατάει. Γιατί, όταν το μάθει, το βάδισμα γίνεται ασυνείδητη διαδικασία;
Ο πρώτος λόγος είναι ότι δεν χρειάζεται να είναι όλες οι διαδικασίες συνειδητές. Εφόσον
δεν υπάρχει ανάγκη να γίνει κάποια διαδικασία συνειδητή, το “κεντρικό επιτελείο” του οργανισμού
δεν μπαίνει σε “κατάσταση συναγερμού” για να τη ρυθμίσει. Αυτή ρυθμίζεται αυτόματα σε ένα
επίπεδο λειτουργικά χαμηλότερο, χωρίς να απασχολεί τα ανώτερα όργανα ρύθμισης. Το ότι κάποια

50
Η αντανάκλαση είναι γενική ιδιότητα της ύλης. Εκφράζει την ικανότητα των υλικών συστημάτων να
ανασχηματίζονται εσωτερικά κάτω από τις εξωτερικές επιδράσεις και να αντιδρούν σ’ αυτές. Ανάλογα με το επίπεδο
οργάνωσης της ύλης η αντανάκλαση παίρνει διαφορετικές μορφές: παθητική, αν το υλικό σύστημα δεν προσαρμόζεται
προκειμένου να διατηρήσει την εσωτερική του διάρθρωση, ενεργητική, όταν προσαρμόζεται στην επίδραση του
περιβάλλοντος ή και αλλάζει το περιβάλλον για να διατηρηθεί η ύπαρξή του. Το δεύτερο το κάνουν οι ζωντανοί
οργανισμοί. Η ψυχική δραστηριότητα είναι μια μορφή ενεργητικής αντανάκλασης του κόσμου στον εγκέφαλο των
ανώτερων ζώων και του ανθρώπου, που προέκυψε σε κάποιο στάδιο της εξελικτικής πορείας της οργάνωσης της ύλης.
51
Σε μια περίπτωση, για να βοηθήσει ασθενή που έπασχε από πάρκινσον να βαδίσει, ο ψυχολόγος μετασχημάτισε
τεχνητά την ενέργεια του βαδίσματος από ασυνείδητη σε συνειδητή: έβαλε στο δάπεδο σελίδες χαρτιού και ζήτησε από
τον ασθενή να βαδίσει πατώντας από σελίδα σε σελίδα. Ο ασθενής βάδισε, ενώ προηγουμένως αυτό του ήταν αδύνατο.
33
διαδικασία είναι (τη δοσμένη στιγμή) ασυνείδητη σημαίνει ότι δεν επικαιροποιείται στη συνείδηση,
δεν βρίσκεται κάτω από τον προβολέα της συνείδησης.
Ο δεύτερος λόγος είναι η χωρητικότητα του εγκεφάλου, δηλαδή ο περιορισμένος αριθμός
των σημάτων που αυτός μπορεί να αποθηκεύσει και να επεξεργαστεί. Για παράδειγμα, το οπτικό
σύστημα δεν στέλνει στον εγκέφαλο τα “ίχνη” της δράσης του φωτός στον αμφιβληστροειδή αλλά
τα επιλέγει, τα μετασχηματίζει και τα οργανώνει. Αν έστελνε τα ερεθίσματα ανοργάνωτα, θα
διαβίβαζε περίπου δέκα εκατομμύρια μετρήσεις φωτεινότητας κάθε δευτερόλεπτο. Σε σχετικά
σύντομο χρονικό διάστημα ο αριθμός αυτών των μετρήσεων θα υπερέβαινε τον αριθμό των
νευρώνων του εγκεφάλου (Lektorsky, 1984). Αυτή η διαδικασία επιλογής, μετασχηματισμού και
οργάνωσης των ερεθισμάτων πραγματοποιείται ασυνείδητα. Τελικά, ο άνθρωπος δεν βλέπει τα
ερεθίσματα του φωτός, αλλά το ίδιο το αντικείμενο.
Τα φαινόμενα κατά τα οποία ο άνθρωπος αντιδρά σε ερεθίσματα που δεν έχει επίγνωση
είναι πολλά και συνηθισμένα. Όλες οι σχετικές με τη θρέψη διαδικασίες (π.χ. πέψη) είναι μορφές
φυσιολογικής δραστηριότητας για τις οποίες ο άνθρωπος δεν έχει επίγνωση. Όταν όμως
χρησιμοποιούμε τον όρο “ασυνείδητο”, δεν αναφερόμαστε τόσο στις μη συνειδητές βιολογικές
διαδικασίες, όσο στις ψυχικές διαδικασίες, πράξεις και καταστάσεις, για τις αιτίες των οποίων
το υποκείμενο δεν έχει επίγνωση. Αυτές οι διαδικασίες, ενώ δεν είναι στο κέντρο της συνειδητής
δραστηριότητας, επηρεάζουν την πορεία της, με άλλα λόγια συμμετέχουν στη ρύθμιση της
δραστηριότητας. Έτσι κάτι που ο άνθρωπος δεν το σκέπτεται άμεσα σε κάποια στιγμή, αλλά το
γνωρίζει κατ’ αρχήν και που συνδέεται με το αντικείμενο των σκέψεών του, μπορεί να επηρεάσει
την πορεία της σκέψης. Επίσης διαμορφώνονται ασυνείδητα κίνητρα και στάσεις (προδιαθέσεις του
υποκειμένου), που κατευθύνουν και σταθεροποιούν τη δραστηριότητά του συνολικά.
Η σφαίρα του ασυνείδητου περιλαμβάνει ψυχικά φαινόμενα που προκύπτουν κατά τον ύπνο
(όνειρα), αντιδράσεις που προκαλούνται από μη αισθητά αλλά αποτελεσματικά υπο-αισθητά
ερεθίσματα, κινήσεις που ήταν συνειδητές στο παρελθόν αλλά αυτοματοποιήθηκαν εξαιτίας της
εξάσκησης (μια ενέργεια που αρχίζει κάτω από τον έλεγχο της συνείδησης με την επανάληψη χάνει
βαθμιαία το συνειδητό χαρακτήρα της), ορισμένα κίνητρα για δραστηριότητα χωρίς την επίγνωσή
τους, γνωστικές δραστηριότητες που πραγματοποιούνται χωρίς την επίγνωση του υποκειμένου,
δηλαδή που βρίσκονται κάτω από το “κατώφλι” της συνείδησης. Τα ασυνείδητα φαινόμενα επίσης
περιλαμβάνουν ορισμένες παθολογικές διαδικασίες που προκύπτουν στο νου του ασθενούς, όπως
ντελίριο ή παραισθήσεις.
Το ασυνείδητο, όπως και η συνείδηση, προσδιορίζεται από τις κοινωνικές συνθήκες
ύπαρξης του ανθρώπου, αλλά αντιπροσωπεύει μια μερική, ανεπαρκή ψυχική αντανάκλαση του
κόσμου στον εγκέφαλό του. Ο προσανατολισμός του υποκειμένου στο χώρο και το χρόνο της
ενέργειας είναι ατελής, και ο προφορικός έλεγχος της συμπεριφοράς του εξασθενεί.52 Σε αντίθεση
με τη συνείδηση, δεν μπορεί να πραγματοποιήσει προσανατολισμένο σε σκοπό έλεγχο των
ενεργειών του ατόμου ή ν’ αξιολογήσει τα αποτελέσματά τους. Το ασυνείδητο στη διαδικασία της
σκέψης συχνά παίρνει τη μορφή στάσης (βλ. παρακάτω).
Είναι δυνατόν διάφορες σύνθετες εμπειρίες ν’ απομακρυνθούν από τη συνείδηση, ενώ
παραμένουν άθικτες σε μια κατάσταση αναστολής, και σε κάποια στιγμή να εμφανιστούν πάλι στη
συνείδηση, όταν αρθεί η αναστολή. Όπως επισημαίνει ο Ανόχιν: «Πέρα από τα όρια όπου
εστιάζεται η συνείδηση, υπάρχει ένα τεράστιο απόθεμα γνώσης που μπορούμε να το ονομάσουμε
“μνήμη του εγκεφάλου”. Αυτό το απόθεμα γνώσης συσσωρεύεται κατά τη διάρκεια της ζωής του
ατόμου και αποδείχνεται εξαιρετικά σταθερό, όπως φαίνεται από πειράματα ύπνωσης» (Bassin,
1969).
Το ασυνείδητο δεν αντιπαρατίθεται στο συνειδητό. Για παράδειγμα, η δραστηριότητα της
σκέψης πραγματοποιείται τόσο στο συνειδητό, όσο και στο ασυνείδητο επίπεδο, και
χαρακτηρίζεται από μεταβάσεις και αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στα δυο επίπεδα. Μια ενέργεια
μπορεί να έχει κύρια αποτελέσματα (προϊόντα), που έχουν άμεση σχέση με το στόχο της ενέργειας,
καθώς και δευτερεύοντα αποτελέσματα (παραπροϊόντα), που δε σχετίζονται άμεσα με το στόχο. Τα
παραπροϊόντα αντανακλώνται επίσης από το υποκείμενο και αυτή η αντανάκλαση μπορεί να
52
Για το ρόλο της ομιλίας στη ρύθμιση της δραστηριότητας βλ. Βιγκότσκι (1993).
34
συμμετάσχει στη ρύθμιση επόμενων ενεργειών αλλά όχι με λεκτική, συνειδητή μορφή
(Tikhomirov, 1984).
Διάφοροι τύποι σύνθετων ερεθισμάτων μπορούν να επιδράσουν στον άνθρωπο σαν σήματα
και να προκαλέσουν αντιδράσεις, χωρίς το υποκείμενο να έχει πλήρη επίγνωσή τους. Ας δούμε ένα
παράδειγμα αυτού του ιδιόρρυθμου διαχωρισμού της επίδρασης του σήματος από την
αντανάκλασή της στη συνείδηση: Ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται ένα ηχητικό ερέθισμα και
ακολουθεί σύνθετες οδηγίες κάτω από την επίδρασή του. Αυτή η διαδικασία μπορεί να προχωρήσει
ψυχολογικά με δυο τρόπους.
(α) Ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται το ηχητικό σήμα σαν στοιχείο της αντικειμενική
πραγματικότητας συσχετισμένο με άλλα στοιχεία της. Σ’ αυτή την περίπτωση όχι μόνο ακούει το
σήμα, αλλά επίσης γνωρίζει ότι το ακούει. Το σήμα αντιπροσωπεύεται στη συνείδηση, η οποία
γεννά γνώση σχετικά με κάτι που βρίσκεται απέναντι στο υποκείμενο.
(β) Ο άνθρωπος ακούει έναν ήχο και δρα σύμφωνα με τη σημασία αυτού που άκουσε, ενώ
αγνοεί ότι υπόκειται στην επίδραση του ηχητικού σήματος, δηλαδή δεν “αντιλαμβάνεται” το σήμα.
Οι γνωστικές διαδικασίες που δε φτάνουν στη συνείδηση ρυθμίζουν τη δραστηριότητα του ατόμου
άμεσα, σαν σήματα. Η λειτουργία του σήματος μπορεί να έχει αποτέλεσμα χωρίς τη συμμετοχή της
συνείδησης, ακόμα και στην περίπτωση των πιο σύνθετων ερεθισμάτων (ομιλίας).
Το φαινόμενο διαχωρισμού παρατηρείται τόσο σε παθολογικές όσο και σε κανονικές
συνθήκες, με διαφορετικούς βαθμούς έντασης. Για παράδειγμα, η κλινική υστερία προκύπτει με
μορφές αντίδρασης που δεν αντανακλώνται επαρκώς στη συνείδηση. Επίσης κάτω από συνθήκες
μεγάλης συναισθηματικής έντασης, κόπωσης, κτλ. παρατηρούνται παρόμοιες καταστάσεις ακόμα
και σε κανονικά υποκείμενα.
Καμιά ενέργεια δεν είναι εξίσου συνειδητή σε όλες τις φάσεις της ανάπτυξής της.
Υπάρχουν φάσεις που πραγματοποιούνται σε συνθήκες μερικού ή ολικού “διαχωρισμού”. Συχνά,
σχεδόν ολόκληρη η διαδικασία πραγματοποίησης μιας ενέργειας (με εξαίρεση την τελευταία φάση
της, όταν επιτυγχάνεται ο στόχος της ενέργειας) βρίσκεται τελείως έξω από το πεδίο της
συνείδησης.
Η θεωρία της δραστηριότητας των Βιγκότσκι, Λεόντιεφ και Λούρια και η θεωρία της
στάσης του Ουζνάτζε απαντούν ουσιαστικά στο πρόβλημα του ασυνείδητου. Οι θεωρίες αυτές
διαφέρουν από όλες τις αστικές προσεγγίσεις. Το θεμελιακά νέο εδώ είναι η βασική θέση ότι για να
μελετήσουμε τα νοητικά φαινόμενα πρέπει να πάμε πέρα από τα όρια αυτών των φαινομένων και
να βρούμε μια μονάδα ανάλυσης του νοητικού που η ίδια να μην ανήκει στο πεδίο του νοητικού.53
Η κύρια ιδέα του Βιγκότσκι είναι ότι η προέλευση του ατομικού βρίσκεται στο κοινωνικό. Μόνο
η ανάλυση του συστήματος των δραστηριοτήτων στις οποίες συμμετέχει το άτομο μπορεί να
αποκαλύψει τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά των επιπέδων των νοητικών φαινομένων. (Asmolov,
1980).
Η στάση είναι μια λειτουργική κατάσταση του νευρικού συστήματος, μια μορφή της
ανώτερης νευρικής δραστηριότητας (αντανακλαστική στη φύση της), που προσδιορίζεται από
παράγοντες του περιβάλλοντος και με τη σειρά της επηρεάζει την τελική συμπεριφορά του
υποκειμένου. Η ασυνείδητη ψυχική δραστηριότητα συνδέεται με τη δραστηριότητα της συνείδησης
και σε κάποιο βαθμό την προετοιμάζει. Η στάση του υποκειμένου διαμορφώνεται στη βάση της
προηγούμενης πείρας του, χωρίς το υποκείμενο να έχει επίγνωση της διαμόρφωσής της. Προκύπτει
κάτω από την επίδραση του “νοήματος” που αποχτάει το υποκείμενο για την τρέχουσα κατάσταση.
Παρ’ όλο που το υποκείμενο δεν έχει επίγνωση της στάσης του, αυτή επηρεάζει τις συνειδητές
εμπειρίες που έπονται, προκαθορίζοντας από ορισμένη άποψη το χαρακτήρα και τη δομή τους.
Ο Ασμόλοφ (1980) ξεκινώντας από το ότι (α) υπάρχει αντικειμενικό περιεχόμενο στην
ασυνείδητη αντανάκλαση και (β) η νοητική αντανάκλαση εξαρτάται από τη θέση του
αντανακλώμενου αντικειμένου στη δομή της δραστηριότητας, διακρίνει ομάδες ασυνείδητων
φαινομένων: (1) υπερατομικά, υπεραισθητά, (2) ασυνείδητους παράγοντες κινήτρων της

53
Το να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τη φύση των ασυνείδητων φαινομένων με όρους ασυνείδητου, ή με
ανάλυση των φυσιολογικών μηχανισμών, ή στη βάση των υποκειμενικών φαινομένων της συνείδησης, είναι σαν να
προσπαθούμε να καταλάβουμε την ουσία της έννοιας της αξίας των εμπορευμάτων μελετώντας τα χαρτονομίσματα.
35
δραστηριότητας (ασυνείδητα κίνητρα και σημασιακές στάσεις), (3) ασυνείδητους ρυθμιστές
ενεργειών και χειρισμών.
Υπερατομικά, υπεραισθητά φαινόμενα
Η δραστηριότητα του υποκειμένου, ρυθμίζεται από τη νοητική εικόνα που έχει για το
αντικείμενο της δραστηριότητας. Η δραστηριότητα γίνεται έτσι η ίδια μια λανθάνουσα ιδιότητα του
προϊόντος της, αντικειμενοποιείται, μετασχηματίζεται σε μια ιδεατή εξω-αισθητηριακή πλευρά των
πραγμάτων, τη νοητική εικόνα.
Οι πειραματικές μελέτες του Λεόντιεφ και των συνεργατών του έδειξαν ότι τα γύρω μας
αντικείμενα του ανθρώπινου πολιτισμού εντάσσονται σε ένα πεδίο νοημάτων, με τη μορφή
σχημάτων ενέργειας, αντικειμενοποιημέων στην πρακτική δραστηριότητα με τα εργαλεία της
δουλειάς, με τη μορφή ρόλων, εννοιών, τελετουργιών, εορταστικών εκδηλώσεων και διάφορων
κοινωνικών συμβόλων και κανόνων.
Το πεδίο των νοημάτων είναι ένα πρότυπο δημιουργημένο από τη συνολική δραστηριότητα
της ανθρωπότητας, είναι συνεπώς υπερατομικό, υπεραισθητό. Εμφανίζεται στον κάθε ξεχωριστό
άνθρωπο σαν κάτι που υπάρχει έξω απ’ αυτόν, σαν κάτι που εισέρχεται στην εικόνα του για τον
κόσμο. Το παιδί μέσα από τη δραστηριότητά του με άλλους ανθρώπους, αφομοιώνει τα
αντικειμενοποιημένα νοήματα και διαμορφώνει τον ψυχισμό του, χωρίς να έχει συνείδηση αυτού
του γεγονότος.
Aσυνείδητα κίνητρα και σημασιακές στάσεις
Η δομή της ανθρώπινης δραστηριότητας περιλαμβάνει διακριτές ψυχολογικές μονάδες όπως
(1) μια ειδική δραστηριότητα με δικό της κίνητρο (το αντικείμενο της ανάγκης), (2) μια ενέργεια
κατευθυνόμενη σε ένα συνειδητό στόχο, (3) χειρισμούς (μέσα για την πραγματοποίηση της
ενέργειας) συσχετισμένους με τις συνθήκες της δοσμένης κατάστασης.54 Περιλαμβάνει επίσης τους
ψυχοφυσιολογικούς μηχανισμούς που πραγματοποιούν τις ενέργειες και τους χειρισμούς.

Κίνητρο  Στόχος  Συνθήκες


Δραστηριότητα  Ενέργεια  Χειρισμός

Το αν ένα αντικείμενο (ή φαινόμενο) εμπίπτει στη σφαίρα της συνείδησης ή του


ασυνείδητου εξαρτάται από τη θέση που αυτό κατέχει στη δομή της συγκεκριμένης
δραστηριότητας. Ανάλογος θα είναι και ο τρόπος ρυθμισης της δραστηριότητας. Π.χ., η φύση της
μνήμης εξαρτάται από το ποια στοιχεία της δραστηριότητας (κίνητρα, στόχοι, συνθήκες)
συνδέονται με το αντικείμενο προς απομνημόνευση.
Με αυτό το κριτήριο διακρίνουμε: (1) ασυνείδητα κίνητρα και σημασιακές στάσεις που
κινητοποιούν και σταθεροποιούν τη δραστηριότητα ως όλο, και (2) ασυνείδητες λειτουργικές
στάσεις που ρυθμίζουν την πορεία των χειρισμών.
Τα κίνητρα τροποποιούν το νόημα των αντικειμενικών περιστάσεων της ζωής και τις
ενέργειες του υποκειμένου και τους προσδίδουν μια προσωπική σημασία, που δεν συμπίπτει
άμεσα με το αντικειμενικό τους νόημα. Η προσωπική σημασία, δηλαδή το “νόημα για μένα”
διάφορων γεγονότων, μαζί και το Εγώ55 κάποιου, είναι το χαρακτηριστικό που συνιστά τον πυρήνα
της τάξης των ασυνείδητων κινήτρων και σημασιακών στάσεων. Οι σημασιακές δομές,
ενσωματώνονται σε σχήματα της δραστηριότητας, π.χ. σαν ετοιμότητα για κάποιο είδος
δραστηριότητας.
Όπως δείχνουν οι πειραματικές μελέτες, τα ασυνείδητα κίνητρα της δραστηριότητας και οι
σημασιακές στάσεις της προσωπικότητας του υποκειμένου δεν μπορούν να μετασχηματιστούν
κάτω από την επίδραση οποιωνδήποτε μονόπλευρων λεκτικών ενεργειών άλλων ανθρώπων. Οι
σημασιακές δομές είναι αναίσθητες σε λεκτικές επιδράσεις που είναι καθαρά πληροφοριακού
χαρακτήρα. Η αλλαγή τους πραγματοποιείται πάντοτε μέσα από μια αλλαγή στη δραστηριότητα

54
Για την ψυχολογική δομή της δραστηριότητας βλ. Κουβελάς (2007 και 2009).
55
Το Εγώ είναι ένα σώμα που δρα και σκέπτεται, που αντιλαμβάνεται την ιδιαιτερότητά του. Είναι η ταυτότητα της
προσωπικότητας στις σχέσεις της με τις άλλες προσωπικότητες. Η διαμόρφωσή του γίνεται με τη συναναστροφή και τη
δραστηριότητα. Η ουσία του Εγώ είναι οι δραστηριότητες του ανθρώπου και η ιεράρχησή τους.
36
του υποκειμένου. Η σημασία αλλάζει μόνο στην πορεία της αναδιοργάνωσης της
δραστηριότητας, μαζί και της δραστηριότητας της επικοινωνίας.
Ασυνείδητοι ρυθμιστές ενεργειών και χειρισμών.
Κατά την πορεία της μάθησης μια ενέργεια με συνειδητό στόχο μετασχηματίζεται σε
ασυνείδητο χειρισμό που προσδιορίζεται από τις επικρατούσες συνθήκες. Για παράδειγμα, κατά
την οδήγηση αυτοκινήτου από ένα αρχάριο, η αλλαγή ταχυτήτων αποτελεί μια συνειδητή ενέργεια
που κατευθύνεται σ’αυτό το στόχο. Με την εξάσκηση, η ενέργεια εντάσσεται σε μια άλλη π.χ. να
επιταχύνει το αυτοκίνητο. Τώρα η αλλαγή ταχυτήτων μετατρέπεται σε χειρισμό που πραγματοποιεί
την επιτάχυνση και δεν γίνεται πλέον ως συγκεκριμένη στοχο-κατευθυνόμενη διαδικασία· ο στόχος
της δεν είναι εμφανής στη συνείδηση. Για τη συνείδηση του έμπειρου οδηγού η αλλαγή ταχυτήτων
σε κανονικές συνθήκες είναι σαν να μη υπάρχει. Πρόκειται για μια μορφή ασυνείδητης
αντανάκλασης.
Η αυτοματοποίηση των κινήσεων μπορεί να συνοδεύεται με διεύρυνση της συνειδητής
ρύθμισης των ενεργειών, στις οποίες εντάσσονται οι κινήσεις. Ο πιανίστας έχοντας
αυτοματοποιήσει την εξεύρεση των πλήκτρων μπορεί να συγκεντρωθεί στην απόδοση της
μουσικής σύνθεσης. Αν προκύψει ανάγκη, ο χειρισμός μετατρέπεται πάλι σε συνειδητή ενέργεια
(π.χ. εξαιτίας κάποιου λάθους ή παρεμβολής εμποδίων).
Κάθε ενέργεια χαρακτηρίζεται από τις λειτουργίες της κινητικής εκτέλεσης, του
αισθητηριακού ελέγχου και της κεντρικής ρύθμισης. Κάθε μια από αυτές μπορεί να
πραγματοποιηθεί από τον άνθρωπο συνειδητά ή ασυνείδητα. Π.χ. μια σειρά κινήσεων του λάρυγκα
για να προφέρει λέξεις δεν βρίσκονται στο συνειδησιακό πεδίο ενώ οι γραμματικές μορφές και το
περιεχόμενο της φράσης βρίσκονται πάντοτε σ’ αυτό.
Κατά την εξάσκηση πραγματοποιούνται αλλαγές στη δομή της νοητικής δραστηριότητας.
Κάθε νέα προσπάθεια δεν καταλήγει μόνο σε απομνημόνευση των μεθόδων και των στόχων αλλά
συνεπάγεται αλλαγές στον τρόπο θεώρησης ενός καθήκοντος και των μεθόδων που
χρησιμοποιούνται για την επίτευξή του καθώς και στη ρύθμιση της ενέργειας. Λαμβάνει χώρα μια
ουσιαστική αλλαγή της δομής της ενέργειας και συνεπώς και του συστήματος των εξαρτημένων
συνδέσεων στον εγκέφαλο, που είχαν αρχικά εμπεδωθεί.

Βιβλιογραφία

Asmolov, A.G. 1980. Classification of Unconscious Phenomena and the Category of


Activity. Soviet Psychology.
Bassin, F.V. 1969. Consciousness and the Unconscious. Στο Handbook of
Contemporary Soviet Psychology, N.York: Basic Books.
Brenner, C. 2007. Στοιχειώδες εγχειρίδιο ψυχανάλυσης. Αθήνα: Πατάκης
Ένγκελς, Φ. 2008. Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του
κράτους. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή
Horney, K. 1979. Η ψυχανάλυση σε καινούργιους δρόμους. Αθήνα: Ταμασός
Hothersall, D. 1984. History of Psychology. Philadelphia: Temple University Press
Ilyenkov, E. V. 1983. Διαλεκτική λογική. Αθήνα: Gutenberg
--------------- 1988. Η διαλεκτική του Λένιν και η μεταφυσική του θετικισμού.
Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή
International Dictionary of Psychoanalysis. Στο www.enotes.com
Khaletskii, A.M. 1965. Freudianism, Micrososociology and Existentialism.
Soviet Psychology, Vol. IV, No.1
Κουβελάς, Μ. 2007. Διαλεκτική Ψυχολογία. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
-------------- (επιμ.) 2009. Γενική Ψυχολογία, Διαλεκτική-Υλιστική προσέγγιση. Αθήνα:

37
Όμιλος Εκπαιδευτικού Προβληματισμού
Leahey, T.H. 1994. A History of Modern Psychology. New Jersey: Prentice Hall.
Λένιν, Β. Ι.: 1973. Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός. Άπαντα, τ.18.
Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή
Μπέιτμαν, Α. & Χολμς, Τ. 2001. Εισαγωγή στην Ψυχανάλυση. Αθήνα: Καστανιώτης
Ντομπρένκοφ, Β. 1990. Οι νεοφροϋδιστές σε αναζήτηση της «αλήθειας». Αθήνα:
Σύγχρονη Εποχή
Politzer, G. 1976. Μαρξισμός και ψυχανάλυση. Αθήνα: Κοροντζή
Thom.Α. 1986. Η σημασία και τα όρια των θεωριών του Φρόυντ από το πρίσμα του
Μαρξισμού. Αθήνα: Επιστημονική Σκέψη, τεύχος 27
Tikhomirov, O. 1984. The Psychology of Thinking. Moscow: Progress Publishers
Yaroshevsky, M.G. 1990. A History of Psychology. Moscow: Progress Publishers
Vygotsky, L.S. 1920. Introduction to the Russian translation of Freud’s Beyond the
pleasure principle. Στο www.marxists.org/archive /vygotsky /works
/reader/p010.pdf
-------------- 1993. Σκέψη και γλώσσα. Αθήνα: Γνώση
-------------- 1997α. The Historical Meaning in the Crisis of Psychology:
Α Methodological Investigation. Στο The Collected Works of L.S.Vygotsky,
vol.3. New York: Plenum Press.
-------------- 1997β. Mind, Consciousness, the Unconscious. Στο The Collected Works
of L.S.Vygotsky, vol.3. New York: Plenum Press.
-------------- 1998. Development of Higher Mental Functions. Στο The Collected
Works of L.S.Vygotsky, vol.5. New York: Plenum Press.
-------------- 1999. The Teaching about Emotions. Στο The Collected Works of
L.S.Vygotsky, vol.6. New York: Plenum Press.
Φρόυντ, Σ. 1922. Beyond the Pleasure Principle (Πέρα από την αρχή της ηδονής). Στο
www.bartleby.com
-------------- 1974. Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας και Το μέλλον μιας αυταπάτης. Αθήνα:
Επίκουρος
-------------- 1990α. Βασικές αρχές της ψυχανάλυσης. Αθήνα: Γκοβόστης
-------------- 1990β. Νέα σειρά των παραδόσεων για την εισαγωγή στην ψυχανάλυση.
Αθήνα: Επίκουρος
-------------- 1991. Τρεις μελέτες για τη θεωρία της σεξουαλικότητας. Αθήνα:
Επίκουρος
-------------- 1992. Ψυχοπαθολογία της καθημερινής ζωής. Αθήνα: Επίκουρος
-------------- 1993. Η ερμηνεία των ονείρων. Αθήνα: Επίκουρος
-------------- 1994α. Ψυχολογία των μαζών και ανάλυση του Εγώ. Αθήνα: Επίκουρος
-------------- 1994β. Αυτοβιογραφία. Αθήνα: Γκοβόστης
-------------- 1998. Για τον πόλεμο και το θάνατο. Αθήνα: Επίκουρος
-------------- 2005. Εισαγωγή στην ψυχανάλυση. Αθήνα: Γκοβόστης
-------------- 2008. Το εγώ και το αυτό. Αθήνα: Πλέθρον

38

You might also like