You are on page 1of 31

A social history of psychology

Jansz, J. & van Drunen, P. 2004

0. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
«Η πρακτική ψυχολογία, η οποία έχει κάνει τόσα πολλά και θα κάνει ακόμα περισσότερα για την
αξιολόγηση της νοημοσύνης και το ταίριασμα των ανθρώπων στις εργασίες τους, θα υπερβεί τα πεδία των
επιχειρήσεων και του σχολείου προς ένα πιο περιεκτικό πρόγραμμα. …Όλα τα μεγάλα προβλήματα της
εποχής μας γίνονται όλο και περισσότερο ψυχολογικά όσο περισσότερο τα κατανοούμε. Ο κόσμος
χρειάζεται μια νέα ψυχολογία, ευρύτερη σε όλους της τους τομείς, περισσότερο απ’ ότι χρειάζεται
οτιδήποτε άλλο».

G. Stanley Hall (1923). Life and confessions of a psychologist. NY: Appleton. pp. 437-8

Από την εποχή που ο Hall, έγραφε αυτές τις γραμμές, μέχρι τις μέρες μας, ο αριθμός των
ψυχολόγων έχει πολλαπλασιαστεί απίστευτα (περισσότεροι από 200.000 στις ΗΠΑ), οι τομείς της
ψυχολογίας έχουν αυξηθεί και επεκταθεί (όπως π.χ. η ψυχοθεραπεία), και ο ειδικευμένος ψυχολόγος
έχει εισχωρήσει σε ένα πλήθος άλλων τομέων, όπως η γεροντολογία, η αθλητική προπόνηση, η
κοινωνική πολιτική κ.λπ. η επίδραση της ψυχολογίας δεν περιορίζεται μόνο στις επαγγελματικές
δραστηριότητες των ψυχολόγων. Έννοιες που προήλθαν από την ψυχολογία – απώθηση, εσωστρεφής,
εξωστρεφής, IQ – έχουν αφήσει το σημάδι τους στον τρόπο που βιώνουμε και κατανοούμε τον εαυτό
και τους άλλους. Ακόμα και οι στόχοι και οι αξίες που μας καθοδηγούν είναι διατυπωμένες όλο και
περισσότερο με βάσει του ψυχολογικού ιδιώματος: ψυχική υγεία, αυτοπραγμάτωση, συναισθηματική
σταθερότητα κ.λπ.

Στόχος του βιβλίου είναι να εξετάσει την ανάδυση της ψυχολογίας και την αύξουσα επιρροή της
στην κοινωνία. Εστιάζει στην εφαρμοσμένη ή πρακτική ψυχολογία.

Η «ΝΕΑ» ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ

Η ιστοριογραφία της ψυχολογίας, ως ξεχωριστός κλάδος, έχει ζωή περίπου 40 χρόνων. Η ανάδυσή
του πήγε χέρι χέρι με την ριζική αλλαγή της προοπτικής και των μεθόδων της. Πλέον, γίνεται διάκριση
ανάμεσα σε μια «παλιά» και μια «νέα» ιστορία της ψυχολογίας.

Η «παλιά» ιστορία προέρχεται συνήθως από τους ίδιους τους ψυχολόγους, αποτελώντας κάποιες
φορές το προϊόν περιέργειας, ή προσπάθειας κατασκευής μιας οικογενειακής γενεαλογίας. Άλλες φορές
γίνεται για πανηγυρικούς λόγους, ή διδακτικούς σκοπούς, για να ενημερώσει τα μέλη του κλάδου ή τους
φοιτητές για την «αυθεντική» παράδοσή του. Από αυτή την άποψη η «παλιά» ψυχολογία κάθε άλλο
παρά νεκρή είναι, παραδείγματα της μπορούμε να βρούμε στα ιστορικά κεφάλαια των ψυχολογικών
εγχειριδίων ή τις επετειακές εκδόσεις των ψυχολογικών εταιριών.

Συνήθως, οι «παλιοί» ιστορικοί λαμβάνουν την παρούσα κατάσταση της ψυχολογίας ως το σημείο
εκκίνησης, και προσπαθούν να αναδείξουν εκείνες τις θεωρίες και ιδέες που οδήγησαν στις σημερινές.
Επιπρόσθετα, οι περιγραφές και οι αξιολογήσεις τους είναι έμμεσα ή άμεσα χρωματισμένες από
σύγχρονες έννοιες, όπως γίνεται φανερό στην αναγνώριση «προοδευτικών» ή «εκκεντρικών» στοιχείων,
με άλλα λόγια αυτών που αντιστοιχούν στην σύγχρονη σκέψη και αυτών που δεν. Προσδιορίζουν την
ιστορία της ψυχολογίας και της επιστήμης ως ένα διανοητικό εγχείρημα: μια διαδοχή προοδευτικά
καλύτερων θεωριών, αποδίδοντας την εξέλιξη σε κυρίως σε γνωστικούς παράγοντες: την αναλυτική και
πειραματική δύναμη της επιστημονικής διαδικασίας, η οποία μας επέτρεψε να ξεριζώσουμε τις
παρανοήσεις φτάνοντας πιο κοντά στην αλήθεια.

Η «παλιά» αυτή ιστορία, αμφισβητείται από μια γενιά «νέων» ιστορικών, οι οποίοι αντί να
παίρνουν την παρούσα αυτοεικόνα της ψυχολογία ως το σημείο εκκίνησής τους, αναλαμβάνουν ως έργο
τους την διερεύνηση των υποκείμενων αξιώσεών της. Είναι η εξέλιξη της ψυχολογίας πράγματι τόσο
προοδευτική όσο οι ψυχολόγοι τείνουν να το θεωρούν δεδομένο? Κινητοποιείται πράγματι η ανάπτυξη
της ψυχολογίας από γνωστικούς παράγοντες, ή θα έπρεπε οι κοινωνικές συνθήκες και η επίδραση της
κοινωνίας να ληφθούν εξίσου υπόψη? Μπορούμε να δούμε την επίδραση της ψυχολογίας στην κοινωνία
ως γενικά ευεργετική, όπως τείνουν οι «παλιοί» ιστορικοί?

Οι «νέοι» ιστορικοί λαμβάνουν μια πιο αποστασιοποιημένη, κριτική στάση προς την σύγχρονη
ψυχολογία.

ΓΕΝΙΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ

ΣΤΟΧΟΣ: Η Πρακτική Ψυχολογία

Ενώ η «παλιά» ψυχολογία εστιάζει στην ακαδημαϊκή ψυχολογία, στόχος εδώ είναι η
«εφαρμοσμένη», πρακτική ψυχολογία. Στόχος είναι η εξέταση της επίδρασης της ψυχολογίας στην
κοινωνία, του πως αυτή αναπτύχθηκε και η αξιολόγησής της.

ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ: Ιστορισμός

Ίσως η πιο θεμελιώδης διαφορά μεταξύ της παλιάς και της νέας ιστορίας της ψυχολογίας αφορά
τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να αξιολογηθεί η προγενέστερη εξέλιξη: ως ένα προκαταρκτικό στάδιο
της ψυχολογίας όπως την γνωρίζουμε τώρα (παροντισμός), ή ως ένα αντικείμενο που δικαιούται
αυτοτελώς της προσοχής μας (ιστορισμός).

Οι παλιοί ιστορικοί τείνουν να υιοθετούν τον παροντισμό ως προοπτική. Αντιθέτως, σύμφωνα με


τους νέους ιστορικούς, οι ιστορικές εξελίξεις θα πρέπει να γίνουν κατανοητές εντός του δικούς τους
πλαισίου, αντί από την προοπτική της εποχής μας. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ιστορική έρευνα δεν θα
πρέπει να εμπνέεται από ζητήματα του παρόντος. Για παράδειγμα, η σύγχρονη άνοδος της
νευροψυχολογίας μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα για να δούμε από κοντά κάποιους ιστορικούς
προγόνους της όπως, την φρενολογία του 19ου αιώνα.

ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΑ: Κονστρουκτιβισμός

Άμεσα ή έμμεσα οι παλιοί ιστορικοί εμμένουν σε κάποιας μορφής ρεαλισμό: οι επιστημονικές


θεωρίες αντανακλούν τον κόσμο όπως αυτός είναι. Μέσω της εμπειρικής μελέτης, η οποία καθοδηγείται
από μια αυστηρή μέθοδο, η ψυχολογία πέτυχε να αποκτήσει μια προοδευτικά καλύτερη κατανόηση του
αντικειμένου της, των νοητικών διαδικασιών και της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Βασική έννοια αυτού
του τρόπου προσέγγισης είναι η έννοια της «ανακάλυψης»: στην κυριολεξία «αποκάλυψη» της
πραγματικής φύσης κάποιου πράγματος.
Οι νέοι ιστορικοί θέτουν υπό ερώτηση την «πραγματικότητα», είναι σχετικιστές, και
«μεθοδολογικά αγνωστικιστές»: από κονστρουκτιβιστικής άποψης δεν υπάρχει κανένας απολύτως
λόγος να προσδώσουμε διαφορετικό status στις πρόσφατες θεωρίες και μεθόδους.

ΕΞΗΓΗΣΗ: Contextualism

Πως θα πρέπει κανείς να ερμηνεύσει και αν εξηγήσει την ιστορική εξέλιξη της ψυχολογίας? Οι
παλιοί ιστορικοί τείνουν να επικεντρώνονται στην ακαδημαϊκή ψυχολογία και ειδικά στην εργασία των
πιο εξεχόντων ιστορικά αντιπροσώπων (πιονέρων – πρωτοπόρων - σκαπανέων) του κλάδου και των
φιλοσοφικών τους προγόνων. Έτσι, οι προοπτικές τους είναι ατομοκεντρικές, μια ιστορία των «μεγάλων
ανδρών» (και πολύ περιστασιακά, γυναικών). Όσον αφορά τους μη-λογικούς παράγοντες που μπορεί να
εμπλέκονται, αυτοί έχουν είτε μια πολύ γενική φύση (όπως το πνεύμα της εποχής zeitgeist, οι ιδέες που
ήταν στον «αέρα»), είτε είναι βιογραφικοί (το ιδιαίτερο υπόβαθρο, ενδιαφέροντα ή συνήθειες ενός
ατομικού επιστήμονα, που συνέβαλλαν στο έργο του).

Οι νέοι ιστορικοί υιοθετούν μια ευρύτερη προοπτική. Τείνουν να θεωρούν την ανάπτυξη της
ψυχολογίας ως αποτέλεσμα πολύπλοκης αλληλόδρασης ποικίλων παραγόντων εντός και εκτός της
ψυχολογίας: τις κοινωνικές απαιτήσεις επί των ψυχολόγων, τις κοινωνικά επικρατούσες αντιλήψεις της
ανθρώπινης συμπεριφοράς κ.λπ. Αντί να συλλαμβάνουν όλες τις «εξωτερικές» δυνάμεις εντός μιας
έννοιας όπως το zeitgeist, τείνουν να δείχνουν λεπτομερειακά ποιες συγκεκριμένες επιδράσεις
συνέβαλλαν στην ανάπτυξη της ψυχολογίας. Από αυτή την άποψη, η προσέγγιση τους είναι
«contextual».

ΕΝΝΟΙΕΣ ΚΛΕΙΔΙΑ

Ατομικισμός

Είναι μια έννοια που χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ευρεία ποικιλία φαινομένων, που
ξεκινούν από την χαλάρωση των κοινωνικών δεσμών και δομών (απελευθερώνοντας τα υποκείμενα από
την κοινωνική τους ενσωμάτωση) έως την αύξουσα επίγνωση του «εαυτού», ιδιαίτερα σε σχέση με το
συναισθηματικό εσωτερικό. Η ανάλυση εδώ αντλεί από το έργο του Γερμανού κοινωνιολόγου
NorbertElias, ο οποίος θεωρεί την εξατομίκευση και την αυξανόμενη προσοχή που αποδίδεται στα
συναισθήματα ως ουσιωδών χαρακτηριστικών αυτού που ονομάζει μια «civilizingprocess»: καθώς οι
κοινωνίες γίνονται πιο πολύπλοκες, οι ζωές των μελών τους συνυφαίνονται αυξανόμενα μεταξύ τους,
κάτι που απαιτεί μια πιο προσεχτική ρύθμιση των συναισθημάτων και της συμπεριφοράς.

Ανεξάρτητα του συγκεκριμένου τρόπου που προσδιορίζεται, η ψυχολογία εστιάζει ξεκάθαρα στο
άτομο. Από την μια είναι ξεκάθαρα ριζωμένη στις κοινωνιο-πολιτισμικές αντιλήψεις και έγνοιες για το
άτομο, και από την άλλη συνέβαλε σημαντικά σε αυτές τις αντιλήψεις και έγνοιες, όπως φαίνεται από
τις μετρήσεις των ατομικών διαφορών στην νοημοσύνη και τα άλλα νοητικά χαρακτηριστικά, και την
θεραπεία ατόμων που πάσχουν από νοητικές ασθένειες ή συναισθηματικά προβλήματα.

Οι περισσότεροι συγγραφείς συμφωνούν πάνω σε δύο ζητήματα: πρώτον, ότι η εξατομίκευση


αποτελεί ένα χαρακτηριστικό στοιχείο της μοντέρνας δυτικής κοινωνίας, ως διακριτής από παλαιότερες
φάσεις του δυτικού πολιτισμού αλλά και άλλων πολιτισμών. Δεύτερον, ότι δεν αποτελεί ένα πρόσφατο
φαινόμενο, αλλά οι πρώτες του εκδηλώσεις χρονολογούνται πίσω στον ύστερο 14ο αιώνα. Εδώ θα
εστιάσουμε σε 3 χαρακτηριστικά της διαδικασίας εξατομίκευσης: πρώτον, την μεταβολή από το
συλλογικό στο ατομικό, που συνέβει τόσο στην κοινωνική πραγματικότητα όσο και στις διάφορες
(ιδεολογικές, φιλοσοφικές, καλλιτεχνικές) αναπαραστάσεις της. Δεύτερον, την αύξουσα επίγνωση των
ατομικών διαφορών στον χαρακτήρα, την προσωπικότητα και τις νοητικές ικανότητες. Τρίτων, η
ψυχολογιοποίηση: η ανάπτυξη μιας αίσθησης «εσωτερικότητας», προϋποθέτοντας ότι κάθε άτομο
κατέχει κάποια μορφή ιδιωτικού «εσωτερικού χώρου» κινήτρων, σκέψεων και συναισθημάτων, που
δομούν την όλη ύπαρξή του ως ένα μοναδικό πρόσωπο και είναι πλήρως ή μερικώς προσβάσιμα μέσω
της ενδοσκόπησης.

Κοινωνική Διαχείριση

Με την ευρύτερη έννοια, η κοινωνική διαχείριση αναφέρεται σε όλες τις προσπάθειες οργάνωσης
και κατεύθυνσης της κοινωνικής ζωής. Αυτή μπορεί να περιλαμβάνει την διοικητική και πολιτική
οργάνωση, όπως και την οργάνωση λειτουργιών όπως η επίλυση συγκρούσεων και η δικαστική
επιμέλεια, η παραγωγή και η οικονομική ζωή, η αναπαραγωγή, η κοινωνικοποίηση και η οικογενειακή
ζωή κ.λπ. Εδώ αυτή η έννοια θα χρησιμοποιηθεί με την πιο συγκεκριμένη έννοια του συνόλου των
σχεδιασμένων και συστηματικών προσπαθειών να παρακολουθήσουν, να επιδράσουν στην και να
ελέγξουν την συμπεριφορά των ατόμων και των κοινωνικών ομάδων.

Η κοινωνική διαχείριση αποτελεί ένα ουσιαστικό συστατικό της κοινωνικής ζωής: καμιά κοινωνία
δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς κάποιας μορφής οργάνωση και κάποιας μορφής έλεγχο της συμπεριφοράς
των μελών της. Αυτό ισχύει σίγουρα για την πρώιμη δυτική κοινωνία, με τα σχετικά εκλεπτυσμένα
συστήματα δικαιοσύνης, θρησκείας και πολιτικής ισχύος. Ωστόσο, υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές
ανάμεσα σε αυτές τις παλιές πρακτικές και ρυθμίσεις, και τις νέες μορφές κοινωνικής ρύθμισης που
αναδύθηκαν τον 19ο και 20ο αιώνα στις δυτικές κοινωνίες. Το έργο του MichelFoucault είναι πολύ
σημαντικό.

Πρώτον, η κοινωνική διαχείριση έχει καταστεί πιο περιεκτική, κατευθυνόμενη προς προηγουμένως
ανέγγιχτες πλευρές της κοινωνικής ζωής και συμπεριφοράς. Από τον πρώιμο 19ο αιώνα και μετά, οι
μεταβαλλόμενες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες άρχισαν να απαιτούν μια όλο και σε μεγαλύτερο
βαθμό κοινωνική οργάνωση και ρύθμιση, από τον αστικό σχεδιασμό σε ιδρυματικές μορφές
υγειονομικής περίθαλψης, εκπαίδευσης και θεραπείας και καθοδήγησης όλων αυτών που δεν πληρούν
τις απαιτήσεις της «μοντέρνας ζωής». Τα υπάρχοντα ιδρύματα κοινωνικής διαχείρισης – σχολεία,
τρελοκομεία, υπηρεσίες για τους φτωχούς και τους άρρωστους – άρχισαν αν αυξάνουν σημαντικά, και
νέα αναδύθηκαν, όπως τα ειδικά σχολεία για τους νοητικά φυσικά αναπήρους και ιδρύματα για τους
ανήλικους ή νοητικά διαταραγμένους εγκληματίες.

Δεύτερον, η διοίκηση της κοινωνικής ρύθμισης σταδιακά μεταφέρθηκε από τους ιδιωτικούς
οργανισμούς όπως οι συντεχνίες, charities και φιλανθρωπικές εταιρίες στη δημόσια σφαίρα. Από το 2ο
μισό του 19ου αιώνα και μετά, όλα και περισσότερα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης συμπεριφοράς
αποτέλεσαν ζήτημα δημόσιου ενδιαφέροντος και δημόσιας πολιτικής. Αυτό αποτέλεσε το θεμέλιο για
αυτό που τον 20ο αιώνα έγινε γνωστό ως το κράτος πρόνοιας. Τυπικά, αυτές οι νέες παρεμβάσεις ήταν
στέρεα ριζωμένες στις μεσοαστικές αντιλήψεις για το τι συνιστούσε «κόσμια συμπεριφορά», και
στόχευαν προς άλλες κοινωνικές ομάδες που δεν συμμορφώνονταν προς αυτές τις νόρμες,
δημιουργώντας έτσι μια νέας μορφής κοινωνικοπολιτικής κυριαρχίας, που έχει περιγραφεί από τους
ιστορικούς ως «thecivilizingoffensive» (η πολιτισμική επίθεση?).

Τρίτων, η κοινωνική διαχείριση υπήρξε υποκείμενη σε μια διαδικασία επαγγελματισμού


(professionalization) και επιστημονισμού (scientification). Από γενική άποψη, η ίδια η επέκταση της
κοινωνικής διαχείρισης ήταν βαθειά ριζωμένη στην ιδεολογία του Διαφωτισμού, ο οποίο υποστήριζε ότι
οι κοινωνικές διαδικασίες θα έπρεπε να υπαχθούν στον έλεγχο της λογικής και της επιστήμης. Αυτό
αντικατοπτρίστηκε σε διάφορους τομείς, ειδικά από το 2ο μισό του 19ου αιώνα και μετά: περιοχές όπως
η ανακούφιση των φτωχών, που πριν αποτελούσαν τομείς της εκκλησίας και της φιλανθρωπίας, είδαν
την ανάπτυξη νέων επικουρικών επαγγελμάτων, όπως του κοινωνικού λειτουργού. Και σε τομείς όπου
κάποιος βαθμός επαγγελματικής ενασχόλησης είχε αναπτυχθεί προηγουμένως (εκπαίδευση, υγεία), τα
στάνταρ της επαγγελματικής εκπαίδευσης ανέβηκαν σημαντικά. Αυτή η διαδικασία προχώρησε χέρι
χέρι με την εισαγωγή νέων επιστημονικών κλάδων που σχετίζονταν με διάφορους τομείς παρέμβασης,
όπως η παιδαγωγική, η εγκληματολογία, και η κοινωνιολογία.

Τέταρτων, και ίσως πιο σημαντικό, η κοινωνική διαχείριση εξελίχθηκε από συστήματα ωμού
εξωτερικού ελέγχου σε πιο περίπλοκες και έμμεσες μορφές επιρροής, στις οποίες οι κοινωνικές νόρμες
μεταφράζονταν σε συστήματα εξειδικευμένης γνώσης, τα οποία με την σειρά τους σταδιακά
ενσωματώθηκαν στους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι βίωναν τους εαυτούς τους και τον
εξωτερικό κόσμο – ακριβώς όπως η δική μας άποψη για τον φυσικό κόσμο έχει διαμορφωθεί από τις
φυσικές επιστήμες, έτσι και η αντίληψη για τον εαυτό μας επηρεάζεται αυξανόμενα από την ψυχολογία
και τις σχετικές επιστήμες.
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ: ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΨΗ
Γενικά θεωρείται ότι η ψυχολογία γεννήθηκε ως ανεξάρτητος κλάδος το 1879. είναι η χρονιά που ο
WilhelmWundt ίδρυσε το πρώτο στο κόσμο ψυχολογικό εργαστήριο, στο Παν/μιο της Λειψίας, στη
Γερμανία. Γρήγορα ακολούθησαν προσπάθειες να εφαρμοστεί η ψυχολογία σε πρακτικά προβλήματα.
Από την δεκαετία του 1890, ψυχολόγοι από διάφορα κράτη, ενεπλάκησαν σε διάφορα κοινωνικά
ζητήματα. Στην Γερμανία, ο ψυχολόγος HermanEbbinghaus διενήργησε μελέτες σχετικά με το ζήτημα
της κόπωσης μεταξύ των μαθητών, και ο ψυχίατρος Kraepelin χρησιμοποίησε ψυχολογικά εργαλεία
στην εξέταση ψυχιατρικών ασθενών. Στην Βιέννη, ο SigmundFreud ξεκίνησε μια μικρή ιδιωτική
πρακτική για ασθενείς με ψυχολογικά προβλήματα, η οποία διαμόρφωσε το έδαφος για την
ψυχανάλυση και την ψυχοθεραπεία. Στις ΗΠΑ, ο LightnerWitmer άνοιξε μια «ψυχολογική κλινική» για
τη διάγνωση και θεραπεία παιδιών με μαθησιακά προβλήματα.

Ότι άρχισε ως μεμονωμένες τοπικές πρωτοβουλίες γρήγορα έγινε ένα πραγματικό κίνημα. Μέχρι
την δεκαετία του 1910, η πρακτική ψυχολογία βρισκόταν καθοδόν, και στις αρχές τις δεκαετίας του
1920 είχε ήδη επισκιάσει την ακαδημαϊκή ψυχολογία, ειδικά στις ΗΠΑ. Όπως ένας παρατηρητής της
εποχής, το έθεσε το 1924: «Τώρα δεν πια δεν υπάρχει μόνο ψυχολογία με την ακαδημαϊκή έννοια, αλλά
επίσης μια Ψυχολογία των Επιχειρήσεων, μια Ψυχολογία της Εκπαίδευσης, μια Ψυχολογία των
Πωλήσεων, μια Ψυχολογία της Θρησκείας…. Σε όλες τις μεγάλες μας πόλεις υπάρχουν ήδη, ή σύντομα
θα υπάρχουν, επιγραφές που θα γράφουν ‘Ψυχολόγος – Ανοικτά Μέρα και Νύχτα’».

Γιατί η πρακτική ψυχολογία αναπτύχθηκε και ρίζωσε τόσο γρήγορα? Ας δούμε αρχικά το πλαίσιο
μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε η Ψυχολογία, παρουσιάζοντας τις 2 τάσεις που επισημάναμε στην
εισαγωγή: την εξατομίκευση και την κοινωνική ρύθμιση.

1. ΠΡΩΙΜΗ ΔΥΤΙΚΗ ΑΤΟΜΙΚΟΤΗΤΑ (1400-1800)


Ακολουθώντας την κοινή πρακτική μεταξύ των ιστορικών, θα δεχτούμε ως εναρκτήριο σημείο, της
τάσης για εξατομίκευση, την περίοδο της Αναγέννησης, γύρω στο 1400.

Ιστορικές αλλαγές σε σχέση με την έννοια του ατόμου έχουν ήδη συνδεθεί με οικονομικές,
πολιτικές και νομικές εξελίξεις. Η κινητικότητα, για παράδειγμα, ήταν ένας σημαντικός παράγοντας.
Στο αγροτικό χωρίο, οι ατομικές ταυτότητες ήταν προσδεμένες με τις εργασίες και τις θέσεις στην
κοινότητα και την οικογένεια. Όταν οι άνθρωποι χρειαζόταν να απομακρυνθούν από τον τόπο γέννησής
τους, ή αποφάσιζαν να πάνε στις πόλεις, συνήθως έχαναν τις παραδοσιακές τους βάσεις. Μια άλλη
σχετική μακρο-εξέλιξη ήταν συνέβη στον τομέα του δικαίου. Για παράδειγμα, όταν τελείωνε η περίοδος
της δουλοπαροικίας, ήταν πιο εύκολο για τους γεωργούς να ακολουθήσουν την δική τους πορεία ζωής.
Για αιώνες, η κινητικότητα, το δίκαιο, και άλλοι μακροσκοπικοί παράγοντες είχαν μια σχετικά ποικίλη
και επίδραση στον πληθυσμό. Στην συνέχεια θα εστιάσουμε στις ιδέες για την ατομικότητα που
αναδύθηκαν πρώιμα.

1.1 Πρώιμες εκδηλώσεις (1400-1600)

Η αναγέννηση, έλαβε χώρα αρχικά στις πόλεις-κράτη της Ιταλίας και έπειτα εξαπλώθηκε στις
πόλεις της Βόρειο-Δυτικής Ευρώπης. Η γενική τάση σε αυτές τις αστικές περιοχές ήταν μια σταδιακή
μεταβολή προς το άτομο μεταξύ των κοινωνικών ελίτ. Μια άποψη για τον άνθρωπο ως ενσυνείδητου
όντος αναδύθηκε, που απεικόνιζε το άτομο ως λιγότερο εξαρτώμενο από, για παράδειγμα, την
παράδοση και την εκκλησία. Το εξατομικευμένο πρόσωπο ως σημείο αναφοράς είχε ήδη προϋποτεθεί
στις πρακτικές της χριστιανικής πίστης και στα νομικά συστήματα που βασίζονταν στο ρωμαϊκό δίκαιο.
Η αύξουσα έμφαση στην ατομικότητα φαίνεται σε ποικίλους τομείς, όπως την τέχνη, τον
Προτεσταντισμό, τον Ουμανισμό, αλλά ήταν διακριτή και στην καθημερινή ζωή.

Τέχνη και λογοτεχνία: από την αναγέννηση και έπειτα, ο βαθμός στον οποίο η ατομικότητα
απεικονιζόταν στα τεχνουργήματα είχε ξεπεράσει κάθε προηγούμενη εποχή. Οι πίνακες και τα γλυπτά
έφεραν τη σφραγίδα του καλλιτέχνη, η οποία επιστεγαζόταν από την προσθήκη της υπογραφής του
καλλιτέχνη. Τα έργα που έφτιαχναν θεωρούνται ως δικά τους προϊόντα, εκφράζοντας τις μοναδικές
ικανότητες κάθε καλλιτέχνη. Πολλοί πλούσιοι πολίτες πλήρωναν για να τους ζωγραφίσουν τα πορτρέτα.
Η ατομικότητα τους απεικονιζόταν στον καμβά, με ατομικό στυλ κάθε ζωγράφου. Στην γραφή,
ατομικές ιστορίες ζωής γράφονταν, όπως φαίνεται π.χ. από την έκδοση των βιογραφιών του Δάντη και
του Πετράρχη. Συλλογές βιογραφικές δοκιμίων αφορούσαν συγκεκριμένες τάξεις ανθρώπων: ο Giovo,
για παράδειγμα, περιέγραψε τις ζωές πριγκίπων και στρατηγών, ο Vasari (1550) και ο VanMander
(1604) δημοσίευσαν τις ιστορίες ζωής διάσημων ζωγράφων. Πολιτικοί, διάσημοι καλλιτέχνες και άλλοι
από εύπορα στρώματα, συμπεριλαμβανομένων μερικών γυναικών, δημοσίευσαν αυτοβιογραφίες , όπως
και μερικοί χειροτέχνες, στρατιώτες και υπάλληλοι. Ο χρυσοχόος Cellini υπογράμμισε τους στόχους
τωνα υτοβιογραφιών όταν έγραψε το 1570:

«Ανεξαρτήτως του τι είναι ο καθείς, ο καθένας που έχει πιστωμένα στο όνομα του ότι μπορούν να
αποτελέσουν ή να μοιάζουν με μεγάλα επιτεύγματα, έχει την υποχρέωση να γράψει την ιστορία της ζωής
του με το ίδιο τους το χέρι».

Με άλλα λόγια, τα επιτυχημένα άτομα θα έπρεπε να δημοσιεύουν αφηγήσεις της ζωής τους για να
προσφέρουν ένα μοντέλο στους αναγνώστες τους.

Προτεσταντισμός: η κριτική της Ρωμαιοκαθολικής θεολογίας από τον Λούθηρο και τον Καλβίνο, στον
πρώιμο 16ο αιώνα, συνέβαλε σημαντικά στην εξατομικευμένη σύλληψη του ανθρώπου. Η αποκλειστική
σχέση του ατόμου με το θεό σε ζητήματα πίστης, ήταν κεντρική στην Προτεσταντική Μεταρρύθμιση.
Οι πιστοί παρακινούνταν να διαβάζουν οι ίδιοι την βίβλο, γεγονός που ερχόταν σε ριζική αντίθεση με
τις ως τώρα καθιερωμένες θρησκευτικές πρακτικές. Οι αμαρτίες θα έπρεπε να εξομολογούνται κατά την
ιδιωτική απομόνωση της προσευχής, και έτσι οι Προτεστάντες έγιναν οι ίδιοι κριτές της βαρύτητας των
αμαρτημάτων τους. Δεν βασίζονταν σε έναν ιερέα ο οποίος θα τους έδινε άφεση μετά την εξομολόγηση.
Ο θρησκευτικός ατομικισμός τους υποκινούσε την αυτοεξέταση της συνείδησης του καθενός,
προκειμένου να καθοριστεί αν ήταν ενάρετος και είχε απέχει από την εκτέλεση κάποιας αμαρτίας.
Πολλά ημερολόγια γραμμένα από ένθερμους Προτεστάντες μαρτυρούν την εσωτερική μοναξιά που
υπήρξε συνέπεια αυτής της κυριαρχούμενης από αμφιβολία αυτοεξέτασης.

Ουμανισμός: Η «ελεύθερη βούληση» αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο πολλών Ουμανιστικών


γραπτών του 16ου αιώνα. Ο Έρασμος για παράδειγμα, ασκούσε κριτική στον καθολικό κλήρο γιατί
κρατούσε τους ανθρώπους στην άγνοια. Αν και δεν συμμετείχε στην Μεταρρύθμιση, παρακινούσε τους
πιστούς να διαλέξουν το δικό τους είδος πίστης. Ο Montaigne εξέφρασε το ουμανιστικό πνεύμα μέσα
από την έμφαση που απέδιδε στην αυτονομία του ανθρώπου. Η ανθρώπινη ψυχή είχε μια κεντρική θέση
στα Δοκίμια (1580) του Μονταίνιου, και ειδικότερα η δική του ψυχή: «Είμαι ο ίδιος το περιεχόμενο του
βιβλίο μου…». Ο ουμανισμός των ανθρώπων των γραμμάτων τον 16ο αιώνα είχε χρυσό μέλλον, ειδικά
στην κοσμική του εκδοχή, τον Διαφωτισμό, ο οποίος ήρθε να κυριαρχήσει τους επόμενους αιώνες.
Καθημερινή ζωή: Στις καθημερινές συνήθειες, η ατομικότητα εμφανιζόταν μεταμφιεσμένη ως
«ιδιωτικότητα», για παράδειγμα μεταξύ των μορφωμένων και των πλούσιων τάξεων όπου τα μέλη του
άρχισαν αν τρώνε από το δικό τους πιάτο, αντί από ένα κοινό σκεύος, και κάθονταν σε καρέκλες αντί σε
πάγκους. Η ανάδυση της ιδιωτικότητας συνέπεσε με την εμφάνιση της ευπρέπειας (κανόνων
συμπεριφοράς). Θεωρούνταν, για παράδειγμα, αγενές το να προσφέρεις σε έναν καλεσμένο ένα μήλο
που ήταν ήδη δαγκωμένο.

Μπορούμε να καταλήξουμε ότι μια ατομικιστική σύλληψη του ανθρώπου αναδύθηκε στον Δυτικό
κόσμο μεταξύ του 15ου -16ου αιώνα. Θα πρέπει να συγκρατήσουμε, ότι αυτές οι πρώιμες μορφές
ατομικισμού ήταν αρκετά διαφορετικές από την προοπτική του ατόμου που κυριάρχησε στην Δυτική
κουλτούρα τον 20ο αιώνα. Όπως το έθεσε ο ιστορικός Lyons: «η ατομικότητα βασιζόταν στο σεβασμό για
το ταλέντο, ή την περιουσία και τα νομικά δικαιώματα, αλλά πάντοτε έχανε το ενδιαφέρον της μπροστά
στο δράμα μιας ιδιοσυγκρασιακής εσωτερικής ζωής». Αντί να συνδέεται η ατομικότητα με τον
αναστοχασμό, την περισυλλογή, ή τον εσωτερικό κόσμο των αισθημάτων, ταυτιζόταν μάλλον με την
επίδραση του καθενός στην κοινότητα.

1.2 Το λογικό άτομο (1600-1700)

Τον 17ο αιώνα, ο ατομικισμός έλαβε μια δραστική νέα ώθηση από την φιλοσοφία, κυρίως από το
έργο του Γάλλου ReneDescartes και του Βρετανού φιλοσόφου JohnLocke. Η συνεισφορά του
Καρτέσιου συνοψίστηκε στην περίφημη ρήση του “Cogitoergosum” - “Σκέφτομαι και άρα μπορώ να
συμπεράνω ότι υπάρχω» (1637). Με αυτή την δήλωση, υποστήριξε ότι η πηγή της γνώσης βρισκόταν
εντός του νου (ratio) του ατόμου. Αυτό συνεπαγόταν ένα αυτάρκες, και ικανό Εγώ, ικανό να ξεκινά και
να εκτελεί λογικούς συλλογισμούς. Μέσω της ενδοσκόπησης το άτομο ήταν ικανό να αποκτήσει γνώση
και έλεγχο επί του νου του, και συνεπώς επί του εξωτερικού κόσμου, συμπεριλαμβανομένου και του
σώματός του. Η έμφαση στις δυνάμεις της ratio, ή του cogito, αντανακλούσαν παλαιότερες
ουμανιστικές ιδέες, αλλά ήταν η θεωρία του Καρτέσιου που συνέβαλλε σε έναν νέο δυτικό κανόνα για
τον ορισμό του ατόμου. Αν οι άνθρωποι έπρεπε να απαντήσουν ποιοι είναι, θα έπρεπε πλέον να
αναζητήσουν αυτή την απάντηση στους δικούς τους λογικούς νόες.

Ο Λοκ πρόσθεσε ένα επιπλέον χαρακτηριστικό στο άτομο, συλλαμβάνοντας το νου ως tabularasa,
δηλαδή, λευκό χαρτί. Κατά την διάρκεια της ζωής, ο Λοκ υποστήριξε, ότι αυτή η πλάκα θα γέμισε από
το συσσώρευση μαθημένων εμπειριών. Αυτό σήμαινε ότι η ατομικότητα βρισκόταν σταθερά σε
διαδικασία (ανα)δημιουργίας: νέες εμπειρίες οδηγούσαν σε νέες εγγραφές πάνω στην «πλάκα» του νου.
Από τη μια μεριά, αυτή η κοινωνική κατασκευή του νου έφερε μαζί της αισθήματα ανασφάλειας, γιατί
οι παραδοσιακές ταυτότητες έφθιναν, και οι πολίτες δεν θα μπορούσαν πια να βασίζονται στο ότι είχαν
μια αθάνατοι ψυχή ως προσδιοριστικό του ποιοι είναι. Από την άλλη, η (ανα)κατασκευή συνέβαλε στην
ατομική ελευθερία. Οι λογικές δυνάμεις του «νου» επέτρεπαν στα άτομα να αναστοχάζονται πάνω στο
τι είχαν βιώσει, και το ποιοι ήταν ως πρόσωπα.

Οι φιλοσοφικές έννοιες του 17ου αιώνα για την ορθολογικότητα και την ατομικότητα
διαμορφώθηκαν σε ένα γενικό κλίμα «απομάγευσης». Η σύγκρουση του Γαλιλαίου με την εκκλησία το
1633, και η παρουσίαση από τον Νεύτωνα μιας ριζικά, μηχανιστικής κοσμοεικόνας (1687) τόνισαν το
γεγονός ότι, ως εξηγήσεις της φύσης, η μαγεία και η θρησκεία είχαν αρχίσει να χάνουν έδαφος προς
όφελος της επιστήμης.
1.3 Διαφωτισμός και Ρομαντισμός (1700-1800)

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι τον 18ο αιώνα η φιλοσοφία και η επιστήμη εκλαϊκεύτηκαν σε έναν
βαθμό χωρίς προηγούμενο. Στην φιλοσοφία, ο κοσμικός τρόπος σκέψης για το ανθρώπινο άτομο
έφτασε σε ένα προσωρινό τελείωμά του με τον Διαφωτισμό. Μια κοσμική ελίτ διανοουμένων
επιστημόνων και φιλοσόφων ήταν μια αρκετά μεγάλη για ισχυρή για να αμφισβητήσει τον κλήρο, και
να προωθήσει ευρέως την επιστημονική και μηχανιστική προοπτική της για τη φύση.

Η πίστη στην δύναμη της λογικής βρήκε φωνή σε ένα είδος δημοσίευσης που κατέστη πολύ
δημοφιλές σε αυτό τον αιώνα: την εγκυκλοπαίδεια. Στην Αγγλία, ο Chambers δημοσίευσε την
Cyclopaedia του το 1728, αλλά η πραγματική φήμη για το είδος αυτό ήρθε λίγο αργότερα με την
Γαλλική Encyclopedie (1751-1765) που εκδόθηκε από τον Diderot σε συνεργασία με τον D’Alembert.
Η Encyclopedie, και άλλες όπως η EncyclopaediaBritannica (Edinburgh, 1768-1771), προσέφεραν στο
μορφωμένο κοινό μια συστηματική σύνοψη πρακτικής γνώσης και επομένως αποτέλεσαν σημαντικά
εργαλεία προκειμένου να πεισθεί το αναγνωστικό κοινό για τις ικανότητες του λογικού νου.

Η έμφαση στον ορθολογισμό αμφισβητήθηκε από μια ποικιλία τάσεων που αναδρομικά υπάχθηκαν
υπό τη σημαία του Ρομαντισμού. Στην Γαλλία του 18ου αιώνα, για παράδειγμα, σε καλλιεργημένους
κύκλους τονίστηκε η ανάγκη για sensibilité, εν μέρει ως αντίδραση προς τα αλλοτριωτικά
χαρακτηριστικά της ορθολογικότητας. Οι άνθρωποι παρακινήθηκαν να εκφράσουν τα συναισθήματά
τους, και να είναι συμπονετικοί ο ένας προς τον άλλο. Ο Γάλλος φιλόσοφος και παιδαγωγός Rousseau
προσέφυγε σε αυτή την λατρεία της ευαισθησίας μέσω των ζωηρών αφηγήσεων των δικών του
συναισθημάτων και αυτών των πρωταγωνιστών του. Εσκεμμένα προπαγάνδισε την έννοια της ευγένειας
και βάθους των ζωών των «απολίτιστων» ατόμων, όπως των αγρίων και των μικρών παιδιών. Ο
Γαλλικός Ρομαντισμός έχασε προσωρινά την επιρροή του εξαιτίας της Επανάστασης του 1789, η οποία
ευνόησε την ορθολογικότητα επί της συναισθηματικότητας. Ωστόσο, επανήλθε στην επιφάνεια γύρω
στο 1800, τόσο στην Γαλλία όσο και αλλού.

Το ενδιαφέρον του 18ου αιώνα στην ατομικότητα εκφράστηκε στην σημαντική δημοτικότητα της
φυσιογνωμικής, της επιστήμης και τέχνης της συναγωγής των ικανοτήτων και του χαρακτήρα του
ατόμου από τα εξωτερικά του χαρακτηριστικά. Στα τέλη της δεκαετίας του 1870, ο Ελβετός κληρικός
Lavater δημοσίευσε τους 4 τόμους της PhysiognomischeFragmente, που απέκτησε ένα μεγάλο
αναγνωστικό κοινό. Τα βιβλία του ήταν εικονογραφημένα με χαρακτικά διάσημων συγχρόνων του, των
οποίων τα πρόσωπα παρείχαν ιδανικά μοντέλα κάθε συγκεκριμένου χαρακτήρα. Η πρακτική φύση της
φυσιογνωμικής συνέβαλλε σε μια γενική επίγνωση για τις ατομικές διαφορές, και τον τρόπο με τον
οποίο τα εσωτερικά συναισθήματα θα μπορούσαν να αναγνωστούν από τις εκδηλώσεις του προσώπου.

1.4 Σύνοψη

Στην Δυτική κουλτούρα, η κοινωνική και πολιτισμική προσοχή σταδιακά άρχισε να μετατοπίζεται
από το συλλογικό προς το ατομικό, από τον 14ο αιώνα και μετά. Αυτό συνέβη πρώτα στις ισχυρές ελίτ,
και έπειτα διαδόθηκε στους ευρύτερους μορφωμένους και καλλιεργημένους κύκλους. Οι κοινές
πρακτικές της θρησκευτικής αυτοεξέτασης και του ορθολογικού αναστοχασμού στον Ουμανισμό και
την φιλοσοφία του 17ου αιώνα ήταν σημαντικά για την δημιουργία της έννοιας της ατομικότητας. Ο
Ρομαντισμός προσέθεσε μια σημαντική διάσταση: ένα αυξανόμενο μέρος του πληθυσμού συνέδεε
πλέον την ατομικότητά του με έναν εσωτερικό τομέα συναισθημάτων, και άρχισε να βιώνει το
εσωτερικό του ως να έχει βάθος. Με αυτό τον τρόπο, είχε στηθεί η σκηνή για την παραπέρα άνοδο του
ατομικισμού στους επόμενους αιώνες.
2 ΠΡΟΣ ΤΗΝ «ΜΟΝΤΕΡΝΑ» ΚΟΙΝΩΝΙΑ (1775-1920)
Δημογραφία: Η αγροτική αναδιάρθρωση τον 18ο αιώνα οδήγησε στην μείωση των προβλημάτων στις
καλλιέργειες και την αύξηση της παραγωγής. Ένας μεγαλύτερος αριθμός ανθρώπων μπορούσαν αν
θρεφτούν σωστά, και επομένως λιγότεροι άνθρωποι πέθαιναν εξαιτίας της πείνας και των ασθενειών.
Υπήρξε μια σταθερή αύξηση στον πληθυσμό, τάση που ενισχύθηκε επιπρόσθετα τον 19ο αιώνα με την
βελτίωση των συνθηκών υγιεινής και την πρόληψη των μεταδοτικών ασθενειών. Μεταξύ του 1750 και
του 1900 ο Ευρωπαϊκός πληθυσμός αυξήθηκε από 140 σε 420 εκατομμύρια άτομα. Η πληθυσμιακή
αύξηση ήταν πιο ευδιάκριτη στις πόλεις. Στην Αγγλία π.χ. το 1800 υπήρχαν 106 πόλεις με
περισσότερους από 5000 κατοίκους, ενώ μέχρι το τέλος του αιώνα είχαν φτάσει τις 622. Η κοινωνική
κινητικότητα προς τις πόλεις φαίνεται από το γεγονός ότι ως το 1850 το μισό του Αγγλικού πληθυσμού
ζούσε σε πόλεις. Η Γερμανία έφτασε αυτό βαθμό αστικοποίησης γύρω στο 1900, και η Γαλλία μόλις το
1930. η αστικοποίηση στις ΗΠΑ χαρακτηριζόταν από την αντίθεση ανάμεσα σε γιγάντιες μητροπόλεις
με περισσότερους από 1.000.000 κατοίκους, στην ανατολική ακτή (Νέα Υόρκη) και στις μεσοδυτικές
πολιτείες (Σικάγο), και μια αραιοκατοικημένη, αχανή ενδοχώρα.

Από τα μέσα του 18ου αιώνα, οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που μετανάστευσαν στις πόλεις
το έκαναν αυτό για να βρουν εργασία στο εμπόριο, ή στην βιομηχανία. Άνθρωποι από διαφορετικά
περιβάλλοντα ζούσαν μαζί σε overcrowded οικήματα γιατί δεν είχαν τα μέσα για κάτι άλλο. Πολλοί
ήταν ξεριζωμένοι, γιατί οι δεσμοί με τις κοινότητες απ’ όπου προέρχονταν είχαν κοπεί. Οι συνθήκες
στις φτωχογειτονιές στην αστική περιφέρεια βρίσκονταν σε οξεία αντίθεση με τις συνοικίες στο κέντρο
της πόλης. Το κέντρο της πόλης ήταν ο χώρος της μεσαίας τάξης, ή αλλιώς της μπουρζουαζίας. Πολλών
η καταγωγή ήταν αστική, γιατί οι οικογένειές τους αποτελούσαν μέρος της αστικής ελίτ των
διαχειριστών και επαγγελματιών. Η κατώτερες μεσαίες τάξεις, για παράδειγμα καταστηματάρχες, είχαν
μικρότερους οικονομικούς πόρους, αλλά οι περισσότεροι από αυτούς ήταν ικανοί να αντιμετωπίσουν
επιτυχώς της απαιτήσεις της καθημερινής ζωής.

Βιομηχανία: Ο βιομηχανικός τρόπος παραγωγής αυξανόταν σταθερά τον 19ο αιώνα. Στις πρώτες
δεκαετίες, η Βρετανία διατηρούσε την ηγετική θέση που είχε κατακτήσει τον 18ο αιώνα μέσα από τον
πρωτοπόρο ρόλο της στην μηχανοποίηση της παραγωγής και την χρήση της δύναμης του ατμού. Το
βαμβάκι και ο σίδηρος αποτελούσαν τα πιο σημαντικά νέα βιομηχανικά προϊόντα. Στις επόμενες
δεκαετίες, οι Βρετανικές βιομηχανίες έχασαν την κυρίαρχη θέση τους από τους Γερμανούς και Βορειο-
Αμερικάνους παραγωγούς, ειδικά σε νέους τομείς όπως η χημική βιομηχανία. Ως αποτέλεσμα της
βιομηχανικής επέκτασης, ο πλούτος αυξήθηκε μεταξύ του 1800 και του 1914. Την ίδια στιγμή, η
κοινωνική ανισότητα έγινε επίσης μεγαλύτερη, ειδικά στις ΗΠΑ όπου ο πλούτος ενός Carnegie ή ενός
Vanderbilt βρισκόταν πέραν κάθε σύγκρισης με τον ισχνό μισθό ενός εργάτη. Σε όλα τα κοινωνικά
στρώματα, οι άνθρωποι είχαν να αντιμετωπίσουν τις ανασφάλειες του καπιταλισμού του 19ου αιώνα.
Ραγδαίες οικονομικές αυξήσεις συνυπήρχαν με κρίσεις. Η ευμάρεια των μέσων του 19ου αιώνα τελείως
απότομα με το κραχ του 1873. Τα αποτελέσματα της επακόλουθης κάτω βόλτας έγιναν αισθητά σε όλο
τον κόσμο, τονίζοντας την νέα κατάσταση του καπιταλισμού ως ένα παγκόσμιο εγχείρημα. Το εμπόριο
μεταξύ των Δυτικών δυνάμεων και των αποικιών τους είχε σημειώσει ραγδαία αύξηση από το 1850 και
μετά, αλλά παρέμενε εξαιρετικά ασύμμετρο. Σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις, αποτελούσε μια
μονόδρομη αγοραπωλησία, με τις αποικίες να παρέχουν πρώτες ύλες σε χαμηλές τιμές στις δυτικές
βιομηχανίες.
Πολιτική: Η αναδυόμενη μέση τάξη απετέλεσε έναν πολύ σημαντικό πολιτικό παράγοντα τον 19ο
αιώνα. Συνέχισε το πρόγραμμα της αστικής πολιτικής επανάστασης στις ΗΠΑ (1776) και την Γαλλία
(1789). Σε αυτές τις χώρες, η παραδοσιακή δύναμη της αριστοκρατίας και του κλήρου είχε σπάσει, προς
όφελος της μεσαίας τάξης. Ο φιλελεύθερος ατομικισμός χαρακτήριζε σε γενικές γραμμές την πολιτική
των αστών κατά τον 19ο αιώνα. Σύμφωνα με αυτόν, οι κάτοικοι ενός έθνους απολάμβαναν τα πολιτικά
δικαιώματα και υποχρεώσεις τους ως άτομα, αντί ως ομάδες ή συνεταιρισμοί. Οι μεσοαστοί πολίτες
εξεγείρονταν ενάντια στα ταξικό σύστημα ψηφοφορίας, γιατί φιλοδοξούσαν να κατακτήσουν μια
πολιτική θέση που θα ταίριαζε στην οικονομική τους δύναμη. Οι ισχυρισμοί τους για την ψήφο
αποδείχθηκαν μακροπρόθεσμα επιτυχημένοι. Η πολιτική συμμετοχή δεν σήμαινε, ωστόσο, ότι η μέση
τάξη είχε αρκετή ισχύ για να ελέγξει το κράτος. Σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη, η σε μεγάλο βαθμό
συντηρητική αριστοκρατική τάξη διατηρούσε μια ισχυρή βάση στα κοινοβούλια μέχρι και τον 20ο
αιώνα.

Εκοσμίκευση και επιστημονισμός: Ίσως λιγότερο ορατές, αλλά εξίσου σημαντικές με τις μεταβολές
που συζητήθηκαν παραπάνω, υπήρξαν οι αλλαγές στο χώρο των ιδεών. Η θρησκεία σταδιακά έχασε την
θέση της ως το κυρίαρχο πλαίσιο αναφοράς, υπέρ μιας κοσμικής και επιστημονικής κοσμοαντίληψης.
Στη καθημερινή ζωή, τα θρησκευτικά ιδρύματα παρέμειναν σημαντικοί παράγοντες, και οι πολιτικές
αρχές συνέχισαν να αναφέρονται σε θρησκευτικές αξίες και στην εκκλησία ως φορέα ηθικής εξουσίας.
Ωστόσο, η θέση της θρησκείας και της εκκλησίας ως υπέρτατης αρχής δεν ήταν πλέον αυτονόητη. Σε
παλαιότερες εποχές, ακόμα και η εργασία φιλοσοφικών και επιστημονικών αμφισβητιών όπως ο
Νεύτωνας και ο Καρτέσιος είχε εμποτιστεί με κάποιο θρησκευτικό πνεύμα. Αντιθέτως, ο 19ος αιώνας
είδε την ανάδυση ενός εκοσμικευμένου συστήματος σκέψης, το οποίο ενίσχυε το πνεύμα του
Διαφωτισμού, τα θρησκευτικά στοιχεία είχαν ελαχιστοποιηθεί ή και αποφευχθεί τελείως.

Μια από της πιο πρώιμες εκφράσεις μιας συστηματικής κοσμικής και επιστημονικής σκέψης ήταν
ο θετικισμός, που αναπτύχθηκε στην δεκαετία του 1830 από τον Γάλλο φιλόσοφο AugusteComte.
Σύμφωνα με τον Comte, η θρησκευτική κοσμοαντίληψη αντανακλούσε μια πρωτόγονη κατάσταση της
κοινωνικής εξέλιξης, την οποία έπρεπε να διαδεχτεί η επιστημονική ανάλυση, όχι μόνο στον τομέα των
φυσικών επιστημών, αλλά και στο χώρο των κοινωνικών φαινομένων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την
αναγγελία μιας επιστήμης της κοινωνίας, της κοινωνιολογίας, η οποία θα αντικαθιστούσε τόσο την
θρησκεία όσο και την πολιτική φιλοσοφία και θα παρείχε μια βάση για πολιτική σταθερότητα. Με τα
λόγια του ίδιου του Comte: «Στην πολιτική φιλοσοφία από δω και πέρα καμιά τάξη ή συμφωνία δεν
μπορεί να είναι δυνατή, παρά μόνο υποβάλλοντας τα κοινωνικά φαινόμενα, όπως και όλα τα υπόλοιπα
φαινόμενα, σε αμετάβλητους φυσικούς νόμους οι οποίοι θα περιορίζουν σε κάθε εποχή…την έκταση και
τον χαρακτήρα της πολιτικής δράσης».

Οι ιδέες του Comte γρήγορα έχασαν την επιρροής τους όταν τις επεξεργάστηκε σε ένα είδος
κοσμικής θρησκείας, με μια ιεραρχική δομή ισχύος εκκλησιαστικού τύπου. Ωστόσο, η γενική ιδέα της
επιστημονικής ανάλυσης της κοινωνικής ζωής γρήγορα ρίζωσε γερά. Βρήκε την πιο ισχυρή της
έκφραση σε μια θεωρία που αναπτύχθηκε την δεκαετία του 1850 από τον Άγγλο φιλόσοφο
HerbertSpencer. Το σημείο εκκίνησης της φιλοσοφίας του Spencer ήταν η κοινωνική σύγκρουση, την
οποία θεωρούσε προαπαιτούμενο της προόδου. Υποστήριξε ότι η κοινωνική ζωή είχε ανασχεθεί από
την σπανιότητα πόρων. Επομένως, οι άνθρωποι έπρεπε να αγωνιστούν για την απόκτηση πόρων, και
επομένως ήρθαν σε σύγκρουση μεταξύ τους. Σε αυτό τον αγώνα για ζωή, θα επιβίωναν μόνο αυτά τα
άτομα που ήταν καλά προσαρμοσμένα στο περιβάλλον τους.
Η θεωρία του Spencer έλαβε μια ισχυρή ώθηση από την δημοσίευση της θεωρίας της εξέλιξης του
Δαρβίνου (1859), η οποία φαινομενικά επιβεβαίωνε την ανάλυσή του. Με την ονομασία κοινωνικός
δαρβινισμός, έγινε η αγαπημένη ιδεολογία των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, τα οποία
κατανοούσαν την «επιβίωση του ισχυρότερου» ως μια ηθική αρχή, η οποία νομιμοποιούσε τόσο την
γενική κοινωνική τάξη όσο και την δική τους την προνομιούχα κοινωνική θέση. Επιπλέον, λειτούργησε
ως ένα σημαντικό επιχείρημα ενάντια στην κοινωνική μεταρρύθμιση, η οποία εμπόδιζε την πρόοδο
γιατί βρισκόταν σε αντίθεση με την κινητήρια δύναμη της προόδου, την «επιβίωση του ισχυρότερου».

Αν οι κοινωνικός δαρβινισμός παρείχες μια επιστημονική νομιμοποίηση της υφιστάμενης


κοινωνικής τάξης, η κοινωνική διαμαρτυρία υποστηρίχθηκε επίσης επιστημονικά, μέσα από το έργο του
φιλόσοφου KarlMarx. Στηλιτεύοντας τις ηθικής έμπνευσης προτάσεις για κοινωνική μεταρρύθμιση
(«ουτοπικός σοσιαλισμός»), ο Marx επεξεργάστηκε στο DasKapital (1867) μια επιστημονική θεωρία
της κοινωνίας με στόχο να επιδείξει τόσο την παροδική φύση του καπιταλισμού, όσο και το
αναπόφευκτο της τελικής υπέρβασής του από μια νέα κοινωνική οργάνωση. Με το όνομα
επιστημονικός σοσιαλισμός, αυτή η θεωρία αναπτύχθηκε σε μια ισχυρή πηγή έμπνευσης για το
εργατικό κίνημα και άλλους υπέρμαχους της κοινωνικής αλλαγής.
3 ΕΞΑΤΟΜΙΚΕΥΣΗ (1800-1900)
Οι κοινωνικοί μετασχηματισμοί του 19ου αιώνα έφεραν σταδιακά τον πολίτη-άτομο στο προσκήνιο,
στην πολιτική και την παραγωγή, στην επιστήμη και την εκπαίδευση. Οι μεσοαστοί πολίτες εστίαζαν
ιδιαίτερα στην ατομική ύπαρξή του, αντί των ομάδων στις οποίες ανήκαν. Από εδώ και πέρα, ο
δημόσιος λόγος για την κοινωνική θέση καθενός τόνιζε τα ατομικά επιτεύγματα και τα προσωπικά
χαρακτηριστικά. Το να αποτελείς μέλος μιας ομάδας και η τάξη στην οποία γεννήθηκες έχασαν την
καθοριστική ισχύ που είχαν στην παραδοσιακή κοινωνία. Γενικά μιλώντας, ο ατομικισμός πρόσφερε
δυνατότητες σε αυτούς που είχαν περιοριστεί από τα παραδοσιακά πλαίσια της εκκλησίας και της
κοινότητας. Από την άλλη μεριά, συνέβαλλε στην ανάπτυξη αισθημάτων ανασφάλειας, ειδικά σε
ανθρώπους που αισθάνονταν ανέστιοι και αποξενωμένοι μέσα στην πορεία των ταχέων κοινωνικών
αλλαγών.

Στις μεσαίες τάξεις, ο ιδιωτικός κόσμος της οικογένειας έγινε το καταφύγιο από την δημόσια ζωή.
Η αίσθηση της ιδιωτικότητας απόκτησε αίγλη, και έτσι το μεσοαστικό «σπίτι» θεωρήθηκε ότι έπρεπε να
προφυλάσεται από τις εξωτερικές παρεμβάσεις. Η οικογένεια αντιμετωπίστηκε ως ένα «καταφύγιο μέσα
σε έναν άκαρδο κόσμο» όπου τα μύχια συναισθήματα μπορούσαν να εκφραστούν ελεύθερα. Στο
δημόσιο χώρο της εργασίας και των επιχειρήσεων, οι οικείες εκδηλώσεις αποφεύγονταν γιατί γίνονταν
κατανοητές ως εκφράσεις αδυναμίας. Ο διαχωρισμός της δημόσιας και της ιδιωτικής σφαίρας
συνδέθηκε με την σχετικά αυστηρή διάκριση της εργασίας μεταξύ των δύο φύλων. Οι άντρες έφευγαν
από το σπίτι για να εργαστούν και ο ιδιωτικός κόσμος της αναπαραγωγής αποτέλεσε τον χώρο των
γυναικών. Θεωρούνταν γενικά ανάρμοστο για μια γυναίκα να εργάζεται. Τα παιδιά της φρόντιζε μια
παραμάνα, και οι οικιακές εργασίες γίνονταν από υπηρέτες, αν αυτό μπορούσε να το αντέξει οικονομικά
η οικογένεια.

3.1 Χαρτογραφώντας τις ατομικές διαφορές

Οι κοινωνικές μεταβολές τον 19ο αιώνα και οι συνακόλουθες ιδεολογίες του φιλελευθερισμού και
του κοινωνικού δαρβινισμού έδιναν έμφαση στην σχετική επιτυχία των ατόμων. Σε όλα τα κοινωνικά
στρώματα ήταν δύσκολο να αγνοηθεί το γεγονός ότι μερικά άτομα ήταν ισχυρότεροι ανταγωνιστές από
άλλα. Όταν το δημογραφικό και οικονομικό υπόβαθρο δεν μπορούσε να υπολογιστεί για την επιτυχία
του, μια διαφορετική εξήγηση ήταν αναγκαία, εστιάζοντας στα νοητικά του χαρακτηριστικά. Η
αύξουσα γοητεία των νοητικών διαφορών βρήκε έκφραση στην τρομερή δημοφιλία της φρενολογίας: η
επιστήμη της συναγωγής των νοητικών χαρακτηριστικών από το σχήμα του κρανίου. Η φρενολογία
διαμορφώθηκε γύρω στο 1800 από τον Βιεννέζο νευροανατόμο Gall. Μπόρεσε να πείσει μεγάλα
ακροατήρια σε όλη την Ευρώπη για τα επιστημονικά οφέλη της φρενολογίας. Ωστόσο, ήταν στις ΗΠΑ
που η φρενολογία είχε μια σαρωτική επιτυχία, και στο 2ο μισό του αιώνα μεταβλήθηκε σε μια τεράστια
επιχείρηση. Αυτό ήταν σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα πρωτοβουλιών της οικογένειας Fowler, η οποία
άνοιξε συμβουλευτικές εταιρίες, δημοσίευσε δημοφιλείς αναφορές, και πούλησε πορσελάνινες
προτομές κρανίων που είχαν χαραγμένες πάνω τους τις περιοχές που αντιστοιχούσαν οι ικανότητες.
Παρά το γεγονός ότι η αξιοπιστία της φρενολογίας καταποντίστηκε κάτω από ένα μεγάλο όγκο
αντίθετων δεδομένων, συνέχισε για ένα μεγάλο διάστημα να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης μεγάλων
μερίδων του πληθυσμού. Το Ινστιτούτο Φρενολογίας της Νέας Υόρκης, για παράδειγμα, παρέμεινε
ενεργό μέχρι το 1912.
Στην Ευρώπη η Γαλλική κρανιομετρία απέκτησε φήμη στην δεκαετία του 1860. ο Broca
ισχυρίστηκε το 1861 ότι ο όγκος του κρανίου προέβλεπε την έκταση των ατομικών διανοητικών
ικανοτήτων. Υποστήριξε θεωρητικά ότι οι επιφανείς άνδρες είχαν μεγάλους εγκεφάλους, και ότι οι
μικροί εγκέφαλοι των γυναικών και των «αγρίων» ευθύνονταν για την διανοητική τους κατωτερότητα.
Η κρανιομετρία συζητήθηκε εκτεταμένα στο τύπο, γεγονός που αναμφισβήτητα συνέβαλε στην
δημοφιλιά της. Το δημόσιο φαντασιακό καταλήφθηκε όμως πραγματικά όταν ο L’uomodelinquente (Ο
άνθρωπος εγκληματίας, 1876) του Lombroso έγινε δημοσιεύθηκε και έγινε προσβάσιμος στην Ευρώπη
και στις ΗΠΑ. Αν και ο Lombroso αναφέρθηκε εκτεταμένα στις κοινωνικές και ψυχολογικές αιτίες της
παραβατικότητας, η θεωρία του για τον γεννημένο εγκληματία και τις φυσιογνωμικές εκδηλώσεις της
παραβατικότητάς του διατηρήθηκαν στη μνήμη των κατοπινών εποχών.

Υπήρξαν ωστόσο και άλλοι τρόποι με τους οποίους τα άτομα του 19ου αιώνα προσπάθησαν να
καθορίσουν την ιδιαιτερότητα των χαρακτηριστικών τους. Η αξία της ατομικής επίτευξης και ειδικά του
υλικού πλούτου ήταν ιδιαίτερα ισχυρή στις ΗΠΑ. Πρακτικοί οδηγοί όπως, για παράδειγμα,
Dollarsandsense, orhowtogeton (1890) και Thekeystosuccess (1898) έδιναν οδηγίες στο κοινό για το
πώς να φτάσεις την κορυφή. Αυτά τα εγχειρίδια της επιτυχίας, προσέλκυσαν ένα μεγάλο αναγνωστικό
κοινό, ειδικά μεταξύ της κατώτερης μέσης τάξης. Προφανώς, τα μέλη της πίστευαν στην φιλελεύθερη
ιδεολογία της επιτυχίας, αν και η οικονομική τους θέση ήταν κάτι λιγότερο από τυχερή.

Το ενδιαφέρον στην ατομικότητα γινόταν επίσης φανερό και σε ένα άλλο επίπεδο. Τα
συναισθήματα θεωρούνταν όλο και περισσότερο ως η σπουδαιότερη πηγή της ατομικότητας. Ως μια
άμεση συνέχεια της Ρομαντικής αντίδρασης έναντι στον ορθολογισμό του Διαφωτισμού στον ύστερο
18ο αιώνα, η εστίαση στα συναισθήματα βρήκε μια ισχυρή έκφραση στην Ρομαντική τέχνη του 19ου
αιώνα. Για παράδειγμα, οι Coleridge, Shelley και Wordsworth εισήγαγαν άνευ προηγουμένου
ευαισθησίες στην ποίηση τους. Εκτός της ποίησης και της τέχνης, ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού
ήταν ασχολούνταν όλο και περισσότερο με τον εσωτερικό κόσμο των συναισθημάτων. Πολλοί
υπέθεσαν ότι τα συναισθήματα εκκινούσαν από ένα «βαθύ εσωτερικό» βρισκόταν κάτω από το λεπτό
στρώμα της συνειδητής λογικής. Η λογική τέθηκε σε αμφιβολία. Κάποιοι υποστήριξα ότι δεν είναι παρά
μια τεχνητή μάσκα που προσπαθούσε να κρύψει ότι πραγματικά μετρούσα «μέσα»: τα συναισθήματα
ως πηγές του αυθεντικού εαυτού. Πολλοί ενεπλάκησαν σε λεπτές διαδικασίες αυτοεξέτασης, γράφοντας
π.χ. ημερολόγια, αυτοβιογραφίες και ποίηση.

3.2 Σύνοψη

Τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, οι ατομικιστικές αξίες αγκαλιάστηκαν ευρέως από την
κοινωνία. Οι άνθρωποι με ενθουσιασμό αναζητούσαν πρόσβαση στην ατομικότητά τους, και
κατανοούσαν τα προσωπικά τους συναισθήματα ως καθοριστικά χαρακτηριστικά των «εαυτών» τους. Η
δημοτικότητα, ωστόσο, του ατομικισμού δεν μπορούσε να κρύψει την προβληματική του φύση. Το
«άτομο» ήταν στην πραγματικότητα ένα μάλλον αυστηρά περιορισμένο είδος ανθρώπου. Το πρώτο
χαρακτηριστικό του ατόμου ήταν το μεσοαστικό του υπόβαθρο. Τα μέλη των χαμηλότερων στρωμάτων
προσεγγίζονταν ως μια διαφορετική κατηγορία ανθρώπων, και ο τρόπος ζωής τους αντιμετωπιζόταν σε
γενικές γραμμές με καχυποψία. Το δεύτερο χαρακτηριστικό του ατόμου του 19ου αιώνα ήταν το
αρσενικό του φύλο. Αυτό ήταν ιδιαίτερα εμφανές σε σχέση με τον βαθμό της λογικής που αποδιδόταν
στα άτομα. Οι άνδρες θεωρούνταν λογικοί και οι γυναίκες συναισθηματικές, αν όχι παράλογες. Αυτό το
στερεότυπο υποστηριζόταν επιπρόσθετα από τον έμφυλο διαχωρισμό στην εργασία στις μεσοαστικές
οικογένειες, ο οποίος είχε συνέπειες πέραν του χώρου της ιδιωτικότητας: η γυναικεία
συναισθηματικότητα απετέλεσε ένα σημαντικό επιχείρημα για την στέρηση του δικαιώματος ψήφου
από τις γυναίκες και την άρνηση της εισαγωγής τους στο πανεπιστήμιο. Τέλος, το «άτομο» είχε λευκό
δέρμα, και οι διαφορές από τους μη-λευκούς ανθρώπους άμεσα μεταφράστηκαν σε αξιολογήσεις
κατωτερότητας. Οι κυρίαρχοι αποικιοκράτες με υπερηφάνεια εξέφραζαν την πίστη τους στη φυλή τους.
Στην Μεγάλη Βρετανία, για παράδειγμα, στο τέλος του αιώνα πανηγύριζαν γιατί 6000 Βρετανοί
αξιωματούχοι κυβερνούσαν επιτυχώς γύρω στα 300.000.000 ανθρώπους στην Ινδία.

Οι φανερές διαφορές μεταξύ των ατόμων από την λευκή, ανδρική μέση τάξη και των ατόμων με
διαφορετικά υπόβαθρα, προκάλεσε ένα ενδιαφέρον για αυτούς τους «άλλους» στο σπίτι (γυναίκες και
εργαζόμενοι) και στο εξωτερικό (κάτοικοι αποικιών). Οι διερωτήσεις για την φύση των άλλων συχνά
συνδυάζονταν με αγωνίες για τις προθέσεις τους. Οι διαδηλώσεις και οι απεργίες του εργατικού
κινήματος, όπως και οι πορείες των φεμινιστριών, προκαλούσαν φόβο ανάμεσα στην μεσοαστική ελίτ.
Ώθησαν στην ανάπτυξη νέων μορφών κοινωνική διαχείρισης ως ένα μέσο για την ρύθμιση, αν όχι τον
έλεγχο, της συμπεριφοράς των ακατανόητων άλλων.
4 ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ (1800-1900)
Η «μοντέρνα» κοινωνία του 19ου αιώνα όχι μόνο παρήγαγε νέες μορφές και έννοιες της
ατομικότητας. Επίσης, υπήρξε μάρτυρας μιας δραματικής επέκτασης των προσπαθειών
παρακολούθησης και ελέγχου του πληθυσμού, ή, αλλιώς, της κοινωνικής διαχείρισης. Δίπλα στην
εξατομίκευση, αυτή ήταν η δεύτερη σημαντική εξέλιξη που θα αποδεικνυόταν αποφασιστική ως γόνιμο
έδαφος για τις κοινωνικές επιστήμες γενικώς, και την ψυχολογία ειδικότερα.

4.1 Πρακτικές

Στην πορεία του 19ου αιώνα, η εμβέλεια της κοινωνικής διαχείρισης αυξήθηκε δραματικά. Οι
μεταβαλλόμενες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες άρχισαν να απαιτούν ένα μεγαλύτερο βαθμό
κοινωνικής οργάνωσης και ρύθμισης, εκτεινόμενες από τον αστικό σχεδιασμό ως τις ιδρυματοποιημένες
μορφή υγειονομικής περίθαλψης, εκπαίδευσης, φροντίδας και καθοδήγησης για όλους αυτούς που δεν
ανταποκρίνονται στα στις απαιτήσεις της «μοντέρνας ζωής». Μερικές φορές, αυτές οι πρωτοβουλίες
εμπνέονταν αρχικά από ανθρωπιστικούς σκοπούς, άλλες φορές από ενδιαφέρον για την κοινωνική
σταθερότητα ή ακόμα και εμφανή φόβο για την κοινωνική αναταραχή και επανάσταση.

Μερικές από τις πρακτικές που εφαρμόστηκαν ήταν οι ακόλουθες:

Εκπαίδευση: Η παραδοσιακή κατάσταση των σχολείων άλλαξε δραστικά στον 19ο αιώνα. Τους
προηγούμενους αιώνες, η εκπαίδευση αποτελούσε προνόμιο του κλήρου. Τον 17ο αιώνα, τοπικές ελίτ
εμφανίστηκαν στη σκηνή, ειδικά στις πόλεις: πολίτες με επιρροή οργάνωσαν ένα βασικό είδος
εκπαίδευσης για έναν αυξανόμενο αριθμό μαθητών. Στον 19ο αιώνα 2 μεταβολές προεξέχουν: η
εκκλησία έχασε την επιρροή της στις κοσμικές αρχές, και ένα εθνικό ήρθε να αντικαταστήσει την
πανσπερμία τοπικών προγραμμάτων. Όλα τα παιδιά διδάσκονταν ανάγνωση, γραφή και αριθμητική.
Συχνά, οι φιλοδοξίες που προγράμματος υπερέβαιναν αυτά τα βασικά. Μαθήματα ιστορίας και
γεωγραφίας π.χ., είχαν ως σκοπό να διδάξουν στους μαθητές τις εθνικές αξίες. Η γενική πρωτοβάθμια
εκπαίδευση ήταν επωφελής για την βιομηχανία. Τεχνικές μεταβολές απαιτούσαν εγγράμματους εργάτες
που μπορούσαν να διαβάσουν τις οδηγίες για τον χειρισμό των μηχανών, και κατανοούσαν την
πολυπλοκότητα της παραγωγικής διαδικασίας. Επιπρόσθετα, το σχολείο αντιμετωπιζόταν ως ένα
εργαλείο για την ρύθμιση της κοινωνικής τάξης, ειδικά όταν τα παραμελημένα παιδιά θεωρούνταν ως
δυνητικοί εγκληματίες. Μέχρι το τέλος του αιώνα, οι περισσότερες χώρες είχαν περάσει νόμους για την
υποχρεωτική εκπαίδευση. Τώρα πια, όλα τα παιδιά ήταν εκ του νόμου υποχρεωμένα να πάνε στο
σχολείο.

Ανακούφιση των φτωχών: Για αιώνες η χριστιανική ελεημοσύνη είχε εμπνεύσει τον κλήρο και τους
πλούσιους πιστούς να φροντίσουν τους φτωχούς, τους ανάπηρους και τους αρρώστους. Από τον 16ο
αιώνα και μετά, η ανακούφιση των φτωχών επεκτάθηκε. Δημοτικά συμβούλια και εταιρίες πολιτών
ίδρυσαν κοινοτικά πτωχοκομεία ως ένα είδος ιδρυματικής υποστήριξης. Από τον ύστερο 18ο αιώνα,
ομάδες «φωτισμένων» μεσοαστών ατόμων ενεπλάκησαν σε φιλανθρωπικά εγχειρήματα. Ήταν
πεπεισμένοι ότι ένα μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης υπέφερε από σοβαρά κοινωνικά ελαττώματα και
δεν θα ήταν ικανό να αποκτήσει μια σταθερή θέση στην κοινωνία. Καθώς ο αιώνας προχωρούσε, η
ανακούφιση συνδυαζόταν όλο και περισσότερο με προσπάθειες να «εκπαιδευτούν» και
«εκπολιτιστούν». Η υποστήριξη εξατομικεύτηκε, γεγονός που σήμαινε ότι ένα φτωχό άτομο ή
οικογένεια πρώτα εξετάζονταν προκειμένου να καθοριστεί αν ήταν αρκετά ευπρεπείς για να λάβουν
βοήθεια και αν θα ήταν ικανοί να υποστηρίξουν τον εαυτό τους στο μέλλον. Τα παραδείγματα των
φιλανθρωπικών εταιριών στην Βρετανία και την Ολλανδία δείχνουν ότι οι φτωχοί θα έπρεπε να
συμμορφωθούν προς τους κανόνες των φιλάνθρωπων. Στην δεκαετία του 1890, για παράδειγμα, η
BritishCharityOrganizationSociety σκόπιμα προώθησε έναν αστικό «ευαγγελισμό» προκειμένου να
μεταμορφώσει τις συνήθειες της εργατικής τάξης.

Αποκλεισμός: Με την κοινωνική οργάνωση να γίνεται πιο πολύπλοκη, το περιθώριο για παρέκκλιση
σταδιακά συρρικνώθηκε. Αρχικά, ο αριθμός των ανθρώπων που θεωρούν ως «παρεκκλίνοντες» ήταν
περιορισμένος. Πολλοί φροντίζονταν από την κοινότητα, και μόνο αν θεωρούνταν επικίνδυνοι
εγκλείονταν, κυρίως σε φυλακές. Μόνο μερικές πόλεις είχαν ιδρύματα κηδεμονίας για τους κοινωνικά
αποκλίνοντες, και συγκεκριμένα για τους ψυχικά διαταραγμένους. Το Bedlam στο Λονδίνο και το
Bicêtre στο Παρίσι αποτελούσαν περιβόητα παραδείγματα τέτοιων τρελοκομείων. Από τις αρχές του
19ου αιώνα ο αριθμός των ασύλων αυξήθηκε πολύ γρήγορα, και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Αυτά τα νέα ιδρύματα αποτελούσαν στις περισσότερες περιπτώσεις το αποτέλεσμα ιδιωτικών
πρωτοβουλιών, αν και το κράτος απόκτησε έναν κυρίαρχο καθοδηγητικό ρόλο στην Γερμανία. Στα
ψυχιατρικά άσυλα επικρατούσε υπερβολικός συνωστισμός κατά τη διάρκεια του αιώνα. Η
εφαρμοζόμενη ψυχιατρική θεραπεία δεν ήταν και τόσο επιτυχημένη: πολλοί άνθρωποι εγκλείονταν στα
ψυχιατρικά νοσοκομεία, ελάχιστοι φαίνονταν ελεύθεροι.

Η ιδρυματοποιημένη φροντίδα των παιδιών είχε επίσης εντατικοποιηθεί τον 19ο αιώνα. Τα
ιδρύματα για παιδιά δεν αποτελούσαν ένα νέο φαινόμενο, φυσικά: παραδείγματα ορφανοτροφείων
έχουμε από τον ύστερο μεσαίωνα. Ωστόσο, από το 1830 και μετά η κηδεμονευόμενη φροντίδα
επεκτάθηκε και περιλάμβανε νέες κατηγορίες εξαρτημένων παιδιών, όπως π.χ. των αναπήρων και των
διαταραγμένων, αλλά επίσης και των «παιδιών του δρόμου» και των νεαρών παραβατών. Η εστίαση
στους παραβάτες εν μέρει οφειλόταν εν μέρει σε νέες ρυθμίσεις, οι οποίες οδήγησαν στην διαφορετική
μεταχείριση των ανηλίκων: αντί να στέλνονται στη φυλακή, αυτοί οι νέοι εγκληματίες
επανεκπαιδεύονται. Τέλος, η αυξανόμενη τυποποίηση της εκπαίδευσης παρήγαγε τα δικά της είδη
παραβατών: αυτά τα παιδιά που για κάποιο λόγο δεν πληρούσαν τις απαιτήσεις του τυπικού
προγράμματος.

Κίνημα της υγιεινής: Η χριστιανική μεταρρύθμιση και η φιλανθρωπία αποτελούσαν τους πρόδρομους
ενός μεγάλου εύρους δραστηριοτήτων που έγιναν γνωστές ως «υγιεινισμός». Οι επιδημίες χολέρας που
εξαπλώθηκαν μετά το 1830 έφεραν τον καθένα αντιμέτωπο με τις συνέπειες της αστικής συγκέντρωσης
ανθρώπων. Στους ιατρικούς κύκλους, μια συζήτηση άνοιξε πάνω στις αιτίες των επιδημιών. Οι οπαδοί
της «θεωρίας της μεταδοτικότητας» υποστήριζαν ότι οι ασθένειες περνούσαν από άτομο σε άτομο, οι
υποστηριχτές της «θεωρίας του μιάσματος» υποστήριζαν, αντιθέτως, ότι οι απόρροιες των
περιττωμάτων, της βρωμιάς και του βρώμικου νερού αποτελούσαν την κύρια αιτία. Και οι δύο θέσεις
μεταφράστηκαν σε πρακτικές προτάσεις. Οι υποστηριχτές της «θεωρίας της μεταδοτικότητας»
δημοσίευσαν ένα συνεχή αριθμό μπροσούρων στις οποίες το κοινό πειθόταν να αλλάξει τις καθημερινές
του συνήθειες, για παράδειγμα, να πλένει τα ρούχα του τακτικά, και να καθαρίζει τα χέρια και τα
σώματά τους με νερό και σαπούνι. Οι υποστηριχτές της «θεωρίας του μιάσματος» υιοθέτησαν την
πρόταση του Βρετανού μεταρρυθμιστή Chadwick να χτιστούν παροχές καθαρού νερού και συστήματα
αποχέτευσης στις πληθυσμιακά κορεσμένες πόλεις. Από το τέλος της δεκαετίας του 1840, η θεωρία του
μιάσματος εφαρμόστηκε στην πράξη. Οι τοπικές αρχές έβαλαν μπροστά ακριβές εργασίες υποδομών
προκειμένου να παράσχουν στις πόλεις βασικές υγειονομικές υπηρεσίες τρεχούμενου νερού, υπονόμους
και διακομιδής απορριμμάτων. Η επονομαζόμενη «επίθεση» υγιεινής αντιμετώπισε επιτυχώς της
συνέπειες της πληθυσμιακής συγκέντρωσης, αγγίζοντας ένα μεγαλύτερο εύρος ανθρώπων απ’ ότι οι
φιλανθρωπικές προσπάθειες. Οι υγιεινιστές απηύθυναν τις συμβουλές τους προς τους συμπολίτες τους
των μεσαίων τάξεων και στις μάζες των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Οι μεταδοτικές ασθένειες,
υποστηρίχθηκε, ότι ήταν πολύ δημοκρατικές: δεν παρεμποδίζονταν διόλου από τα αόρατα σύνορα
μεταξύ των κοινωνικών τάξεων.

Κοινωνική ασφάλεια: Οι νέες μορφές κοινωνικής διαχείρισης αποτελούσαν σε γενικές γραμμές


παράγωγα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και των τοπικών αρχών. Οι εθνικές κυβερνήσεις περιόριζαν τον
ρόλο τους στην εδραίωση του νομικού πλαισίου για την ρύθμιση της συμπεριφοράς. Στις επόμενες
δεκαετίες του αιώνα, η νομοθετική δραστηριότητα εντατικοποιήθηκε. Μέσα στο κλίμα των
επαναστάσεων και της πολιτικής αναταραχής, η ξεκίνησε η νομοθέτηση με στόχο την προστασία των
πολιτών από την εκμετάλλευση του καπιταλισμού. Η νομοθέτηση της παιδικής προστασίας, για
παράδειγμα, πέρασε σε πολλές χώρες. Επιπρόσθετα, πολλές κυβερνήσεις ακολούθησαν το παράδειγμα
του Γερμανικού Ράιχ το οποίο είχε εγκαταστήσει την εθνική κοινωνική ασφάλιση στην δεκαετία του
1880. στις παραμονές του 1ου Π.Π., σχεδόν όλες οι Ευρωπαϊκές χώρες παρείχαν εθνική και υποχρεωτική
ασφάλιση κατά των ασθενειών, των ατυχημάτων και του γήρατος. Η παιδική εργασία είχε απαγορευτεί,
και τα παιδιά ήταν εκ του νόμου υποχρεωμένα να πηγαίνουν στο σχολείο για περίπου 6 χρόνια. Η
Αμερικανική κατάσταση ήταν διαφορετική. Για δεκαετίες ακόμα, η κυβερνήσεις των ΗΠΑ σταθερά
παρέμεναν προσκολλημένες στο φιλελεύθερο ιδανικό του κράτους ως «νυχτοφύλακα», και έτσι
ομοσπονδιακή κοινωνική ασφάλιση αναβλήθηκε. Η Αμερικανική κοινωνία ήταν γενικά πιο απρόθυμη
να δεχτεί έναν ενεργό ρόλο για την κυβέρνηση. Στην πορεία, ωστόσο, πολλά από τα Ευρωπαϊκά
παραδείγματα ακολουθήθηκαν, ειδικά στην μεσοδυτική και ανατολική ακτή.

Ευγονική: Δημιουργημένη το 1883 από τον Εγγλέζοι ακαδημαϊκό FrancisGalton, η ευγονική το


γενετικό χάρισμα ως το κλειδί για την βελτίωση της κοινωνίας. Ο Galton δημιούργησε τον όρο ευγονική
από μια Ελληνική ρίζα σήμαινε «καλό στην γέννηση». Εμπνεόμενος από τον δαρβινισμό, ο Galton
υποστήριξε ότι τόσο τα νοητικά όσο και τα φυσικά χαρακτηριστικά ήταν σε έναν μεγάλο βαθμό - αν
όχι αποκλειστικά – κληρονομικά. Από αυτή την προοπτική, πρότεινε τον σχεδιασμό επιλεκτικών
προγραμμάτων γάμου και αναπαραγωγής, ανάλογα με την εκτροφή π.χ. αλόγων κούρσας. Μετά το
1900, αυτή η ιδέα βρήκε ένα μεγάλο ακροατήριο, ειδικά στην Αγγλία και τις ΗΠΑ. Οι Βρετανοί
ευγονιστές σε γενικές γραμμές τοποθετούσαν τον εαυτό τους από την πλευρά της «θετικής ευγονικής»
που είχε ως στόχο της μια πιο παραγωγική εκτροφή μεταξύ αυτών με άριστη καταγωγή. Οι Αμερικάνοι
ευγονιστές προπαγάνδιζαν επιπρόσθετα την «αρνητική ευγονική», δηλαδή την απαγόρευση της
αναπαραγωγής αυτών που θεωρούνταν ως «ακατάλληλα» άτομα. Υποστήριξαν την καθιέρωση νόμων
υπέρ της στείρωσης που στόχευαν, με τα λόγια του νόμου Iowa (1913): «στην πρόληψη της
αναπαραγωγής των εγκληματιών, των βιαστών, των ηλιθίων, των μικρόνοων, των καθυστερημένων,
των τρελών, των μέθυσων, των ναρκομανών, των επιληπτικών, των συφιλιδικών, των ηθικά και
σεξουαλικά διεφθαρμένων, των άρρωστων και εκφυλισμένων ανθρώπων». Οι ευγονιστές, επίσης,
υποστήριζαν εκστρατείες υπέρ του περιορισμού της μετανάστευσης. Υποστήριζαν ότι οι γάμοι μεταξύ
«ανώτερων» Βορείων ατόμων και «κατώτερων» από την Μεσόγειο και τις ανατολικές πλευρές της
Ευρώπης θα ζημίωναν σοβαρά την ποιότητα της «Αμερικάνικης φυλής».

4.2 Νέα χαρακτηριστικά

Η επέκταση των πρακτικών κοινωνικής διαχείρισης δεν αποτελούσε απλώς «μια από τα ίδια».
Πήγαινε χέρι χέρι με ορισμένες σημαντικές μεταβολές αναφορικά με την φύση της. Αυτές μπορούν να
συνοψιστούν κάτω από 3 τίτλους: διακυβερνησιμότητα, εξατομίκευση και επιστημονισμό.
Διακυβερνησιμότητα: Φιλάνθρωποι, υγιεινιστές, ευγονιστές και άλλοι κοινωνικοί μεταρρυθμιστές
ήταν σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνοι για την αύξηση της κοινωνικής διαχείρισης στον 19ο αιώνα. Στο
δεύτερο μισό αυτού του αιώνα, οι ιδιωτικές πρωτοβουλίες των «φωτισμένων» πολιτών συχνά
υποστηρίζονταν από το κράτος, όπως είδαμε π.χ. στην περίπτωση της εκπαίδευσης, της κοινωνικής
νομοθεσίας και των ευγονικών νόμων. Στις τελευταίες δεκαετίες, ιδιωτικές μορφές κοινωνικής
διαχείρισης σε μεγάλο βαθμό ενσωματώνονταν στις εθνικές κυβερνητικές πρωτοβουλίες. Από αυτή την
περίοδο, η κοινωνική διαχείριση στόχευε στον ευρύ πληθυσμό, όπως π.χ. στην περίπτωση της
εκπαίδευσης, της υγειονομικής περίθαλψης και του αστικού σχεδιασμού. Άλλες προσπάθειες, όπως π.χ.
η κοινωνική εργασία, κατευθύνονταν προς συγκεκριμένες ομάδες. Στην δυτική Ευρώπη, το κράτος
τελικά θα ξεπερνούσε τις ιδιωτικές πρωτοβουλίες κοινωνικής διαχείρισης, θέτοντας τα θεμέλια για αυτό
που θα γινόταν γνωστό ως το «κράτος πρόνοιας».

Εξατομίκευση: Καθώς ο αιώνας προχωρούσε, τα σχήματα της κοινωνικής διαχείρισης έγιναν όλο και
πιο εξατομικευμένα. Οι μεταβαλλόμενοι τρόποι ανακούφισης των φτωχών αποτελούσαν μία περίπτωση:
η υλική βοήθεια συνδυαζόταν αυξανόμενα με την λεπτομερή εξέταση του τρόπου ζωής αυτών που είχαν
ανάγκη, και προσπάθειες να τους «εκπολιτίσουν» και να του «επαν-εκπαιδεύσουν». Μια παρόμοια τάση
ήταν ορατή και σε άλλους τομείς. Αναφορικά με τους ψυχιατρικούς ασθενείς και τους παραβάτες ή τα
προ-παραβατικά παιδιά, ο απλός αποκλεισμός αντικαθίσταντο όλο και περισσότερο από ιδανικά και
πρακτικές «θεραπείας» ή «επαν-εκπαίδευσης», και την συνεγόμενη λεπτομερή εξέταση των ατομικών
«περιπτώσεων». Και εντός της εκπαίδευσης, η λεπτομερής καταγραφή των επιτευγμάτων των
εξατομικευμένων μαθητών κατέστη μια σταθερή πρακτική.

Επιστήμη: Οι δεσμοί μεταξύ της κοινωνικής διαχείρισης και της (κοινωνικής) επιστήμης σταδιακά
εντατικοποιήθηκαν επίσης. Όπως είδαμε, την δεκαετία του 1840, ο Comte με την «κοινωνιολογία» του
προώθησε μια επιστήμη αφιερωμένη καθαρά σε κοινωνικά ζητήματα. Η δημογραφία αποτελεί ένα άλλο
παράδειγμα νέας επιστήμης αφιερωμένης σε κοινωνικά ζητήματα: οι στατιστικές για π.χ. τον ρυθμό
γεννήσεων, τον γάμο και την απασχόληση είχαν αποφασιστική σημασία για την ορθολογική ανάλυση
της κοινωνίας. Μέχρι το τέλος του αιώνα, διάφοροι τομείς της κοινωνικής διαχείρισης θα βασίζονταν
πάνω σε συγκεκριμένες επιστήμες. Η εκπαίδευση, για παράδειγμα, μπορούσε να επωφεληθεί από την
παιδαγωγική, η ρύθμιση της διαταραγμένης συμπεριφοράς από την ψυχιατρική, και η ανίχνευση της
αποκλίνουσας συμπεριφοράς μπορούσε να επωφεληθεί από την εγκληματολογία. Στο γύρισμα του
αιώνα, η επέκταση της κοινωνικής διαχείρισης απετέλεσε έναν σημαντικό παράγοντα για την παραπέρα
ανάπτυξη των παρεμβατικών επιστημόνων, συμπεριλαμβανομένης της ψυχολογίας.

Ο Αμερικάνικος «Προοδευτισμός» αποτελούσε ένα σημαντικό παράδειγμα μετάφρασης των


επιστημονικών ιδεών σε προτάσεις κοινωνικής μεταρρύθμισης. Η φιλοσοφία του πραγματισμού
αποτελούσε την κύρια πηγή έμπνευσης για τους Προοδευτικούς. Ο WilliamJames και ο JohnDewey
ανέπτυξαν αυτή την πραγματικά Αμερικάνικη φιλοσοφία, τις τελευταίες δεκαετίες του αιώνα.
Απέφυγαν την φιλοσοφική διαμάχη για την φύση της αλήθειας και της γνώσης, και υποστήριξαν ορθά-
κοφτά ότι η καθημερινή πρακτική αποτελούσε το τελικό κριτήριο: «αληθινό είναι ότι λειτουργεί». Ένα
«Προοδευτικό Κίνημα» αναδύθηκε που βάσιζε τις πρακτικές κοινωνικής ρύθμισης που εφάρμοσε, στις
ιδέες του πραγματισμού. Οι Προοδευτικοί διέδωσαν, για παράδειγμα, την σχολική μεταρρύθμιση, και
ίδρυσαν επίσης «κοινωνικές υπηρεσίες» στις φτωχογειτονιές σε μια προσπάθεια βελτίωσης των
συνθηκών ζωής. Όταν ο TheodoreRoosevelt έγινε πρόεδρος των ΗΠΑ το 1901, το πρόγραμμα των
Προοδευτικών έγινε επίσημη κρατική πολιτική. Η εποχή του Προοδευτισμού έληξε την παραμονή του
1ου Π.Π.
4.3 Συμπεράσματα

Στην πορεία του 19ου αιώνα, οι νέες και αναδομημένες μορφές κοινωνικής διαχείρισης είχαν ως
στόχο τους τον συνολικό πληθυσμό. Αντί για ωμές επιβολές της κοινωνικής τάξης ή της θρησκευτικά
εμπνεόμενης ελεημοσύνης, η κοινωνική διαχείριση εμποτίστηκε με την έννοια της ορθολογικού,
επιστημονικού κοινωνικού σχεδιασμού. Από δω και πέρα, κάθε άτομο, ανεξάρτητα από την κοινωνική
του θέση, μπορούσε καταρχήν να παρατηρηθεί, να καταγραφεί και να συγκριθεί με άλλα άτομα. Αυτή η
επέκταση, ωστόσο, δεν άλλαξε ωστόσο την δομή ισχύος πίσω από την κοινωνική ρύθμιση. Συχνά,
εξαρτημένοι πολίτες από τα χαμηλότερα στρώματα υφίσταντο τις καθοδηγητικές εντολές των
μεσοαστών επαγγελματιών. Όταν η κοινωνική απόσταση ανάμεσα στους επαγγελματίες και τα
«υποκείμενά» τους ήταν μεγάλη, τα υποκείμενα έπρεπε να συμμορφωθούν προς τις νόρμες της
κοινωνικής διαχείρισης. Η κοινωνική ελίτ, αντιθέτως, ελάμβανε συμβουλές αντί οδηγίες.
5 Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (1880-1910)
Η ακαδημαϊκή ψυχολογία αναπτύχθηκε και ιδρυματοποιήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου
αιώνα. Ο συστηματικός στοχασμός πάνω στα άτομα και τις συνειδήσεις τους είχε, ωστόσο, μια μακρά
ιστορία στην δυτική σκέψη. Όλα τα είδη «ψυχολογιών» είχαν αναπτυχθεί τους προηγούμενους αιώνες.
Συχνά οι ψυχολογικές έννοιες αποτελούσαν μέρος της φιλοσοφίας, εντός και εκτός των πανεπιστημίων.
Η Encyclopédie π.χ. του 18ου αιώνα, είχε το λίμα «Ψυχολογία» η οποία οριζόταν ως αυτό το κομμάτι
της φιλοσοφίας που μας διδάσκει όλα όσα μπορούμε να γνωρίζουμε για την ανθρώπινη ψυχή. Τον 19ο
αιώνα ένας αριθμός μονογραφιών και εγχειριδίων εμφανίστηκε με την λέξη «Ψυχολογία» στον τίτλο. Ο
Herbart π.χ. πρότεινε στο πολύ επιδραστικό βιβλίο του PsychologiealsWissenschaft («Η ψυχολογία ως
επιστήμη», 1824-5) ένα τυπικό σύστημα «νοητικών δυναμικών» που περιλάμβαναν την αντίληψη, την
σκέψη, το συναίσθημα και την βούληση. Το βιβλίο Theprinciplesofpsychology (1855) του Spencer,
επίσης απέχτησε ένα πολύ μεγάλο κοινό. Πήρε αντίθετη θέση στην έννοια της tabularasa, τονίζοντας
τον κληρονομικό ντετερμινισμό. Και τα δύο βιβλία (καθώς και πολλά άλλα) αναφέρονταν σε
«ψυχολογικά» ζητήματα 2 δεκαετίες πριν η ψυχολογία γίνει ένας ακαδημαϊκός κλάδος στα
πανεπιστήμια.

Γύρω στο 18850, η μελέτη των νοητικών διεργασιών αποτέλεσε θέμα διερεύνησης εντός της
Γερμανικής και Ολλανδικής φυσιολογίας. Οι Donders, Helmholtz και Fechner, ξεκίνησαν
εργαστηριακές μελέτες πάνω σε αυτό το θέμα, και στα πειραματικά του άρθρα μεταξύ 1850-52, ο
Helmholtz έδειξε ότι μεσολαβεί κάποιο χρονικό διάστημα για να περάσει ένα ερέθισμα μέσα από ένα
νεύρο. Για αυτόν και τους φυσιολόγους συναδέλφους του, αυτό σήμαινε ότι οι νοητικές διεργασίες
μπορούσαν να μετρηθούν ποσοτικά. Μια δεκαετία αργότερα, ο Fechner επινόησε την
«ψυχοφυσιολογία» ως έναν επιστημονικό κλάδο αφιερωμένο στην μελέτη της σχέσης μεταξύ φυσικών
και νοητικών φαινομένων. Το μέλλον της ψυχολογικής έρευνας φαινόταν να είναι συνδεδεμένο με τον
κλάδο της φυσιολογίας, μέχρι που ο Wundt εμφανίστηκε στη σκηνή.

5.1 Μια νέα επιστήμη

Το 1879 ο Wundt ίδρυσε στη Λειψία το πρώτο ψυχολογικό εργαστήριο στον κόσμο. Στο
θετικιστικό κλίμα του 19ου αιώνα, η ύπαρξη ενός εργαστηρίου απένειμε τον τίτλο της αυθεντικής
επιστήμης σε έναν ακαδημαϊκό κλάδο. Συνεπώς, ο Wundt θεωρήθηκε ως ο «ιδρυτής» της ακαδημαϊκής
ψυχολογίας.

Η ίδρυση από τον Wundt ενός ψυχολογικού εργαστηρίου δεν αποτελούσε μια παρορμητική πράξη.
Στο βιβλίο του GrundzugederphysiologischenPsychologie («Οι βάσεις της φυσιολογικής ψυχολογίας»,
1873-4) είχε ήδη υποστηρίξει ότι η ψυχολογία αποτελεί μια ανεξάρτητη επιστήμη. Η Ψυχολογία θα
έπρεπε να είναι αφιερωμένη στην εμπειρική μελέτη του νου, ή μάλλον της συνείδησης, και θα έπρεπε
έτσι να απομακρυνθεί τόσο από την φιλοσοφία (η οποία δεν ήταν εμπειρική) όσο και από την
φυσιολογία (η οποία δεν είχε ως αντικείμενο της την συνείδηση). Το επιστημονικό πρόγραμμα του
Wundt και το εργαστήριό του προσέλκυσαν φοιτητές και συνεργάτες από την Γερμανία και το
εξωτερικό. Πολλοί ερευνητές ακολούθησαν το παράδειγμά του και έφτιαξαν εργαστήρια. Το 1890
υπήρχαν 15 ψυχολογικά εργαστήρια και το 1900 γύρω στα 60. Τα περισσότερα βρίσκονταν στην
Γερμανία και τις ΗΠΑ. Εργαστήρια άνοιξαν, επίσης, στην Γαλλία, την Ιταλία, την Ολλανδία, την
Ρωσία, ακόμα και στην Ιαπωνία.
Μια σειρά από άλλες πρωτοβουλίες συνέβαλλαν στο να αποχτήσει η Ψυχολογία το στάτους μιας
ακαδημαϊκής επιστήμης, ανάμεσα στις οποίες η ίδρυση επιστημονικών περιοδικών για την ψυχολογία.
Στην Γερμανία το PhilosophischeStudien («Φιλοσοφικές Μελέτες») ιδρύθηκε από τον Wundt το 1881,
και το ZeitschriftfurPsychologieundPhysiologiedenSinnesorganen («Περιοδικό για την Ψυχολογία και
την Φυσιολογία των Αισθητηριακών Οργάνων») το 1890. από την άλλη μεριά του Ατλαντικού
εκδόθηκαν το AmericanJournalofPsychology το 1887, και το PsychologicalReview το 1894. Το νέο
πεδίο επέκτεινε την ιδρυματική του βάση μέσω επιστημονικών συλλόγων, όπως η
AmericanPsychologicalAssociation, η οποία ιδρύθηκε το 1892, και η
DeutscheGesellschaftfurPsychologie («Ψυχολογική Εταιρία») το 1904. Τα επιστημονικά συνέδρια
βεβαίωναν επίσης την θεμελίωση και την επέκταση της ψυχολογίας. Το πρώτο διεθνές συνέδριο για την
Ψυχοφυσιολογία το 1889 προσέλκυσε γύρω στους 30 συμμετέχοντες. Δέκα χρόνια αργότερα, το πρώτο
διεθνές συνέδριο ψυχολογίας φιλοξένησε 500 αντιπρόσωπους, κυρίως από την Γερμανία, τις ΗΠΑ και
την Γαλλία. Μια τελευταία ένδειξη της εδραίωσης της Ψυχολογίας υπήρξε η έκδοση εισαγωγικών
εγχειριδίων, όπως το GrundrissderPsychologie («Οι αρχές της Ψυχολογίας», 1893) του Kulpe, και το
PrinciplesofPsychology (1890) του James.

Από την εκκίνηση της, η Ψυχολογία χαρακτηριζόταν από μια θεωρητική ποικιλία και διαμάχες
ανάμεσα σε αντιτιθέμενες προοπτικές. Οι αυτοαποκαλούμενοι «Ψυχολόγοι» του 19ου αιώνα
προέρχονταν από πολύ διαφορετικά υπόβαθρα. Μερικοί είχαν εκπαιδευτεί ως φυσικοί επιστήμονες και
υιοθετούσαν μια θετικιστική, ποσοτική φιλοσοφία της επιστήμης. Άλλοι εμπνέονταν από την Γερμανική
φαινομενολογία και υπερασπίζονταν μια ερμηνευτική προσέγγιση. Θετικιστικές ιδέες είναι σαφώς
αναγνωρίσιμες στο επιστημονικό πρόγραμμα του Wundt. Η εμπειρική μελέτη στο εργαστήριο θα
αποκάλυπτε τους παγκόσμιους νόμους των νοητικών λειτουργιών, πάνω στους οποίους θα μπορούσαν
να οικοδομηθούν γενικές θεωρίες για τον ανθρώπινο νου. Ωστόσο, η δομική προσέγγιση της
ψυχολογίας του Wundt σύντομα βρέθηκε σε ασυμφωνία με την λειτουργική προσέγγιση των
Αμερικανών Ψυχολόγων. Ο λειτουργισμός υπήρξε ένα σημαντικό βήμα προς τον Μπιχεβιορισμό που
κυριάρχησε στην Αμερικανική Ψυχολογία του το 1920 και μετά.

Εκτός των πανεπιστημίων, ο Βιεννέζος νευρολόγος SigmundFreud ανέπτυξε μια από τις πιο
επιδραστικές ψυχολογίες: την ψυχανάλυση. Όπως και ο Wundt, στόχευε στην ανακάλυψη των
παγκόσμιων νόμων της ψυχής, αλλά η τροχιά του ήταν ριζικά διαφορετική από αυτή που
ακολουθούνταν στην ακαδημαϊκή ψυχολογία. Από το 1890 περίπου, ο Freud συνδύασε την θεραπευτική
εργασία στο ιδιωτικό γραφείο του με την οικοδόμηση μιας θεωρίας. Αυτό του επέτρεψε να
χρησιμοποιήσει ερμηνευτικές αναλύσεις του υλικού που του παρείχαν οι ασθενείς του, όταν π.χ.
μιλούσαν για τα όνειρά τους, στην ανάπτυξη της ψυχαναλυτικής του θεωρίας. Αναφορικά με την
θεωρία, ο Freud επίσης ακολούθησε μια πορεία δική του, αντίθετη προς την έμφαση του Wundt στην
συνείδηση, ενδιαφερόμενος για τις ασυνείδητες διεργασίες.

5.2 Πρακτική Ψυχολογία

Σύμφωνα με τον ιδρυτή της, τον WilhelmWundt, η Ψυχολογία ήταν πρώτα και κύρια ένα
ακαδημαϊκό, θεωρητικό εγχείρημα. Πολλοί από τους συναδέλφους του είχαν διαφορετική γνώμη. Η
ιδέα της μελέτης του ανθρώπινου νου ταίριαζε θαυμάσια τόσο με την αυξανόμενη ισχυροποίηση της
ατομικότητας, όσο και τις προσπάθειες συστηματοποίησης των πρακτικών της κοινωνικής παρέμβασης.
Από την αρχή της δεκαετίας του 1890 και έπειτα, η νέα επιστήμη εφαρμόστηκε σε μια σχεδόν
ανεξάντλητη ποικιλία κοινωνικών τομέων και προβλημάτων: την εκπαίδευση και την ανατροφή των
παιδιών (StanleyHall, 1891), τις διαφορές φύλου (HavelockEllis, 1892), την πολιτική (LeBon, 1895),
τις καταθέσεις μαρτύρων (Cattell, 1895), την ψυχιατρική διάγνωση (Kraepelin, 1896), την
ανθρωπολογία (Rivers, 1898), την θρησκεία (James, 1902), ακόμα και την οικονομία (Tarde, 1904).
Μέσα σε λίγα χρόνια, η «Ψυχολογία» κατέστη η συνηθισμένη λέξη μεταξύ των διανοητικών ελίτ, όπως
και των επαγγελματιών που εργάζονταν σε διάφορους τομείς της κοινωνικής διαχείρισης. Το 1903,
εκδόθηκε το πρώτο περιοδικό που ήταν αποκλειστικά αφιερωμένο στην «εφαρμοσμένη ψυχολογία».
Αυτό ήταν το PsychologiederAussage («Ψυχολογία της ένορκης κατάθεσης»), το οποίο μετονομάστηκε
σε ZeitschriftfurangewandtePsychologie («Περιοδικό της Εφαρμοσμένης Ψυχολογίας»), 3 χρόνια
αργότερα. Μετά από 3 χρόνια, ο Ολλανδός ψυχολόγος Heymans θα εξέφραζε με σιγουριά την πίστη του
σε ένα μελλοντικό «αιώνα της ψυχολογίας»: αν ο 19ος αιώνας είχε επιφέρει την τεχνολογική ανάπτυξη
και ευημερία, έτσι και η ψυχολογία θα αποδεικνυόταν ότι ήταν το κλειδί για αυτό που είχε τη
μεγαλύτερη σημασία, δηλαδή, την ευτυχία και την γαλήνη του νου.

Πέραν του αναφέρονται στην «ψυχολογία» ή την «νέα ψυχολογία», όλες αυτές οι προσπάθειες
αρχικά λίγα κοινά μεταξύ τους. Αν και η καινοτόμος εργασία του Wundt αναφερόταν συχνά, λίγες
προσπάθειες έγιναν για την «εφαρμογή» των θεωρητικών εννοιών ή των εμπειρικών δεδομένων του.
Ακόμα περισσότερο απ’ ότι η ακαδημαϊκή ψυχολογία, η πρακτικές εφαρμογές της αντιπροσώπευαν μια
ευρύτατη ποικιλία μεθόδων και θεωρητικών εννοιών. Σε έναν μεγάλο βαθμό, αυτό αντανακλούσε το
ποικίλο υπόβαθρο των κύριων υπέρμαχών της: μερικοί ήταν εκπαιδευμένοι ως ψυχολόγοι, αλλά η
πλειοψηφία τους σχετιζόταν με άλλους κλάδους, όπως η κοινωνιολογία, η εγκληματολογία, η
ψυχιατρική και η παιδαγωγική. Η πρακτική ψυχολογία του ύστερου 19ου αιώνα αποτελούσε
εξολοκλήρου ένα διεπιστημονικό εγχείρημα, με τους υπερασπιστές και τους επαγγελματίες της να μην
μοιράζονται κάτι περισσότερο από την βεβαιότητα ότι η μελέτη του ανθρώπινου νου αποτελούσε το
κλειδί για πολλά από τα κοινωνικά προβλήματα.

5.3 Η Ψυχολογία ως Επάγγελμα

Αν η πρώιμη πρακτική ψυχολογία αποτελούσε κατά κύριο λόγο ένα διεπιστημονικό ζήτημα, ήδη
από τις αρχές της δεκαετίας του 1890 είχε αρχίσει να αναφαίνεται το περίγραμμα μιας με μεγαλύτερη
καθαρότητα προσδιορισμένης εξειδίκευσης των επαγγελματιών ψυχολόγων. Το σημείο εκκίνησης
αυτής της εξέλιξης εντοπίζεται γενικώς στο 1896, όταν ο Αμερικανός ψυχολόγος LightnerWitmer
άνοιξε μια ψυχολογική κλινική για τη διάγνωση και θεραπεία παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες.
Ωστόσο, μόνο μετά το 1900 άρχισε αυτό το νέο επάγγελμα να παίρνει μορφή. Μια σημαντική ώθηση
υπήρξε η ανάπτυξη μιας συγκεκριμένης μορφής εξειδίκευσης, η οποία διαφοροποιούσε το νέο
επάγγελμα από άλλους κλάδους – τα ψυχολογικά τεστ.

Ενώ η ακαδημαϊκή ψυχολογία επικεντρωνόταν στον ανθρώπινο νου γενικά, τα ψυχολογικά τεστ
προέκυψαν από προσπάθειες χαρτογράφησης των ατομικών διαφορών. Αρχικά αποτελούσε τομέα των
φυσιογνωμιστών και των φρενολόγων, αλλά από το 1870 και 1880 αυτό το ζήτημα έλαβε μια νέα
ώθηση από την εργασία του homouniversalisFrancisGalton, τον οποίο πριν συναντήσαμε ως τον ιδρυτή
της ευγονικής. Όπως και στην ευγονική, το ενδιαφέρον του Galton για τις ατομικές διαφορές
προερχόταν από τον ενθουσιασμό του με την Δαρβινική θεωρία της εξέλιξης. Ο Galton υποστήριξε ότι
αν η εξέλιξη βασιζόταν στην ποικιλομορφία και την επιλογή, τότε είχε ύψιστη σημασία η ανάπτυξη των
μέσων για τη μέτρηση της ανθρώπινης ποικιλομορφίας. Το 1884 αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ίδρυση
του Ανθρωπολογικού Εργαστηρίου, στην Διεθνή Έκθεση Υγείας του Λονδίνου, το οποίο μετέπειτα
μεταφέρθηκε στο SouthKensingtonMuseum στο Λονδίνο όπου παρέμεινε για 6 χρόνια. Σε αντίθεση με
τους φρενολόγους και τους φυσιογνωμιστές, ο Galton ενδιαφερόταν για τις ανθρώπινες λειτουργίες και
όχι την σωματική εμφάνιση. Για το εργαστήριό του, κατασκεύασε εξοπλισμό για την παρακολούθηση
17 διαφορετικών φυσικών και νοητικών ικανοτήτων, συμπεριλαμβανομένων της αναπνευστικής ισχύος,
της δύναμης έλξης και σφιξίματος, της ταχύτητας εκπνοής, της ακοής, της όρασης και χρωματικής
διάκρισης.

Η εργασία του Galton έλαβε μεγάλης προσοχής, τόσο μεταξύ του απλού κοινού όσο και των
ψυχολόγων. Συνολικά, περισσότερα από 9000 άτομα υπέβαλλαν τον εαυτό τους στην εξέταση στο
εργαστήριο. Εμπνεόμενος από την επιτυχία του, ο Αμερικάνος ψυχολόγος McKeenCattell το 1890
πρότεινε να επεξεργαστεί την εργασία του Galton, επικεντρώνοντας στις νοητικές ικανότητες. Αυτό
οδήγησε σε μια περιορισμένη σειρά 10 μετρήσεων, όπως και στην εισαγωγή μιας έννοιας η οποία θα
επισφράγιζε την επαγγελματική ψυχολογία: νοητικά ή ψυχολογικά τεστ.

Αν και προσέκλισε μεγάλο ενδιαφέρον, οι προσπάθειες του Cattell δεν σημείωσαν μεγάλη επιτυχία
αρχικά. Από τα διάφορα τεστ που αυτός και άλλοι επινόησαν, σχεδόν κανένα δεν αποδείχθηκε ότι είχε
πρακτική αξία. Το ίδιο συνέβη και με τις προσπάθειες μετασχηματισμού των εργαλείων, που
διαμορφώθηκαν στα πλαίσια της παράδοσης του Wundt για την μελέτη της συνείδησης, σε εργαλεία για
την μέτρηση των ατομικών διαφορών. Παρόλα αυτά, πολλοί ψυχολόγοι παρέμειναν πεπεισμένοι ότι η
έννοια των ατομικών διαφορών και η μέτρησή τους αποτελούσαν το κλειδί για την επιτυχή εφαρμογή
της ψυχολογίας. Το 1905, αυτές οι προσπάθειες τελικά κατέληξαν στην εφεύρεση ενός εργαλείου, το
οποίο θα γινόταν το σύμβολο της ψυχολογικής εξειδίκευσης για πολλές δεκαετίες: του τεστ
νοημοσύνης, το οποίο κατασκευάστηκε από τον Γάλλο ψυχολόγο AlfredBinet και τον συνεργάτη του
TheodoreSimon.

Αν και αρχικά κατασκευάστηκε για έναν σχετικά περιορισμένο σκοπό, τον διαχωρισμό των
παιδιών που υποπτεύονταν ότι ήταν μικρόνοα, το τεστ γρήγορα εφαρμόστηκε και σε άλλους πρακτικούς
τομείς. Μαζί με άλλους τύπους τεστ που κατασκευάστηκαν τα επόμενα χρόνια, παρείχε την βάση για
την εξέλιξη μιας διακριτής επαγγελματικής ταυτότητας για τους επαγγελματίες της ψυχολογία, ως
ειδικούς για την διάγνωση και την νοητική μέτρηση. Αυτή παρείχε την βάση για την διείσδυση τους σε
μια ευρεία ποικιλία κοινωνικών πρακτικών.

5.4 Συμπεράσματα

Τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, η ψυχολογία ρίζωσε στο γόνιμο έδαφος της δυτικής,
ατομικιστικής κοινωνίας. Η νέα επιστήμη του ατόμου αποτελούσε την συνέχεια παλαιότερων
προσπαθειών για την θεωρητικοποίηση και την μέτρηση της ατομικότητας, π.χ. της φρενολογίας, αλλά
έχουσα μια κατά πολύ ευρύτερη συμμετοχή. Οι πρώτες δεκαετίες της ψυχολογίας δείχνουν την
ανάπτυξή της, εξ αρχής, ως μιας πρακτικής επιστήμης. Οι στενοί δεσμοί μεταξύ της παραγωγής θεωρίας
και της πρακτικής εφαρμογής είναι εμφανείς στο έργο του Galton και του Binet. Η ψυχανάλυση
αποτελεί ένα ακόμα παράδειγμα της αλληλο-γονιμοποίησης θεωρίας και πρακτικής. Η εργασία του
Freud είχε μια ειδική θέση, γιατί είχε αναπτυχθεί εκτός του πανεπιστημιακού πλαισίου. Ο μη-
ακαδημαϊκός της χαρακτήρας δεν αποτέλεσε εμπόδιο στην επιδραστικότητα της: η ψυχανάλυση έγινε
μια από τις πιο διάσημες ψυχολογικές θεωρίες.
Όπως είδαμε, οφείλει μεγάλο μέρος της αρχικής της επιτυχίας σε αντιπροσώπους άλλων
επιστημών, οι οποίοι γρήγορα αγκάλιασαν την νέα επιστήμη ως μια χρήσιμη συνεισφορά στην εργασία
τους. Μόνο στις αρχές του 20ου αιώνα, οι ψυχολόγοι μπόρεσαν να μπόρεσαν αν χαράξουν μια δική τους
περιοχή, μέσω των ψυχολογικών τεστ. Μαζί με την ψυχανάλυση, συγκρότησαν σε μεγάλο βαθμό τη
βάση για επέκταση της ψυχολογίας στις δεκαετίες που προηγήθηκαν του 2ου Π.Π.
6. Η «Ψυχολογική Εταιρία» (1920 – παρόν)
Ο 20ος αιώνας είδε μια χωρίς προηγούμενο επέκταση της ψυχολογίας στις δυτικές χώρες, όπως και
μια μαζική αύξηση στην κοινωνική διαχείριση. Στο τελευταίο αυτό μέρος του κεφαλαίου σκιαγραφείται
η ανάδυση της «ψυχολογικής εταιρίας» ως παράγωγου της αλληλεπίδρασης μεταξύ εξατομίκευσης,
κοινωνικής διαχείρισης και της επέκτασης της ψυχολογίας.

6.1 Εξατομίκευση

Κατά την πορεία του 20ου αιώνα, έλαβε χώρα μια εντατικοποίηση όλων των προηγούμενων
προσπαθειών εξατομίκευσης. Ανάμεσα στα διάφορα επίπεδα της κοινωνίας, η ισορροπία ανάμεσα στο
«ατομικό» και το «κοινωνικό» έγειρε ριζικά προς το ατομικό. Επιπλέον, οι ατομικές διαφορές ήρθαν
στο προσκήνιο, με την μέτρηση των ατομικών χαρακτηριστικών και επιτευγμάτων να καθίστανται ένα
αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνικής οργάνωσης. Τέλος, ο εσωτερικός κόσμος των συναισθημάτων
έγινε ένα κεντρικό στοιχείο της κοινωνικής ζωής, τόσο στην ιδιωτική όσο και στην δημόσια σφαίρα. Η
πρωτοκαθεδρία όμως του ατομικισμού δεν παρέμεινε αναμφισβήτητη. Καθ’ όλη τη διάρκεια του αιώνα,
η κεντρική θέση του ατόμου αμφισβητούνταν από κολεκτιβιστικές ιδέες και πρακτικές. Στο πρώτο μισό
του αιώνα, αυτές περιλάμβαναν τον κομμουνισμό και τον εθνικοσοσιαλισμό. Μετά το 1945
εμφανίστηκαν διάφορα είδη εθνικισμού, αν και αυτά ποτέ δεν υπονόμευσαν τον ατομικιστικό
χαρακτήρα των δυτικών κοινωνιών.

Η πρωτοκαθεδρία του ατομικισμού συνέπεσε με μια σταδιακή επέκταση της μεσαίας τάξης. Οι
αυστηρές διαφορές μεταξύ των διάφορων κοινωνικών τάξεων θόλωσαν και αυξήθηκε η ατομική
κοινωνική κινητικότητα, συχνά ως αποτέλεσμα της καλύτερης εκπαίδευσης. Η εκοσμίκευση επίσης
συνέβαλε στην ατομική κινητικότητα: σε όλα τα κοινωνικά στρώματα οι άνθρωποι εγκατέλειπαν τις
εκκλησίες, και αισθάνονταν λιγότερο περιορισμένοι από τα θρησκευτικά δόγματα. Μετά τον 2ο Π.Π., ο
πλούτος αυξήθηκε για πολλούς. Εν ευθέτω χρόνο, αυτό επέτρεψε στους εργάτες να συσσωρεύουν
κεφάλαιο, αποκτώντας π.χ. ιδιόκτητα σπίτια. Την ίδια περίοδο, η ανεξαρτητοποίηση πρώην αποικιών
ενέτεινε την διεθνή κινητικότητα. Η διαθεσιμότητα του ραδιόφωνου, του τηλεφώνου και της
τηλεόρασης επέτρεψε την παγκόσμια επικοινωνία, μεταβάλλοντας τον κόσμο σε ένα «παγκόσμιο
χωριό».

Η μεταπολεμική κοινωνική κινητικότητα οδήγησε αναπόφευκτα στην επικέντρωση στις ατομικές


διαφορές: μερικοί άνθρωποι ήταν επιτυχημένοι, άλλοι όχι. Στις μεσαίες τάξεις, η ατομική επιτυχία
εκφραζόταν συχνά με υλικούς τρόπους. Σπίτια, αυτοκίνητα, διακοπές και αναρίθμητα καταναλωτικά
αγαθά διαλαλούσαν τον ατομικό πλούτο. Στην Αμερική του 1950, ο καταναλωτισμός της μεσαίας τάξης
δέχτηκε επίθεση από την «γενιά των beat», οι οποίοι διέσπασαν την μεσοαστική άνεση και την
παραδοσιακή οικογενειακή ζωή. Οι Beat έδωσαν φωνή σε μια επαναστατική διανόηση η οποία γινόταν
αισθητή σε ευρύτερους κύκλους και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Η εξέγερση κέρδισε δύναμη
κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1950, όταν οι άνθρωποι άρχισαν όλο και περισσότερο να
αμφισβητούν την παραδοσιακή εξουσία στην πολιτική, όπως και στην οικογενειακή ζωή.

Τα κινήματα πολιτικής διαμαρτυρίας των μαύρων, των φεμινιστριών, και των φοιτητών έθεσαν την
ατομική «ελευθερία» ως ένα αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα, και αμφισβήτησαν την αυθεντία της λευκής
ανδρικής ελίτ. Αυτό συνέβαλλε στο σταδιακό ξερίζωμα των φραγμών μεταξύ των φύλων και ανθρώπων
από διαφορετικές εθνότητες, αν και μόνο τυπικά, δεδομένου ότι στην καθημερινή ζωή τόσο οι γυναίκες
όσο και οι μη-λευκοί ακόμα βιώνουν διακρίσεις και άνιση πρόσβαση σε πολλούς κοινωνικούς πόρους.

Αντί αν δέχονται τις οδηγίες των ανώτερων, οι διεκδικητικοί πολίτες των δεκαετιών του ‘50 και ’60
ενεπλάκησαν σε διαπραγματεύσεις με αυτούς που βρίσκονταν στην εξουσία. Αυτή η τάση
παρουσιάστηκε και στην ιδιωτική σφαίρα, όπου η «νεανική κουλτούρα» του τέλους της δεκαετίας του
1950 τροφοδότησε την εξέγερση εναντίων της γονικής αυθεντίας. Όπως παρατήρησαν μερικοί
κοινωνιολόγοι: σε όλα τα επίπεδα, η «διαταγή» έδωσε την θέση της στην «διαπραγμάτευση» ως την
αρχή που καθορίζει τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Σε γενικές γραμμές, αυτό απελευθέρωσε τους
πολίτες από πολλούς παραδοσιακούς περιορισμούς και άνοιξε νέες προοπτικές για δράση. Αλλά επίσης
γέννησε και την αμφιβολία. Οι κατευθυντήριες οδηγίες των θρησκευτικών και πολιτικών αυθεντιών
έχασαν την συνεκτική τους δύναμη, και δεν υπήρχαν ακλόνητοι πόλοι για να τους αντικαταστήσουν.

Η πολιτισμική επιμονή στον ατομικισμό έλαβε μια διαφορετική μορφή στην δεκαετία του 1970.
Κατά της διάρκεια της «medecade», η χειραφέτηση προσδιορίστηκε όλο και λιγότερο με πολιτικούς
όρους, καθώς οι άνθρωποι πίστεψαν ότι θα βρουν τους πηγές της απελευθέρωσης εντός τους. Πολλοί
«στράφηκαν εσωτερικά» με την πιο κυριολεκτική έννοια του όρου, όταν άρχισαν να διαλογίζονται ή να
παίρνουν ψυχεδελικά ναρκωτικά. Μερικοί χαιρέτισαν με ενθουσιασμό αυτή την πολιτισμική στροφή ως
ένα νέο σκαλοπάτι προς την απελευθέρωση του ατόμου, ενώ άλλοι της θεώρησαν ως ναρκισσιστική.
Ανεξάρτητα από την αξιολόγηση, η εστίαση-στον-εαυτό υποδήλωνε μια αυξημένη έμφαση στην
προσωπική, συναισθηματική ζωή ως το ύψιστο σημείο αναφοράς, αντί του πλούτου ή της κοινωνικής
θέσης. Στην πορεία, η πολιτισμική «στροφή στο εσωτερικό» αποδυνάμωσε την διάκριση ανάμεσα στην
ιδιωτική και την δημόσια σφαίρα. Έγινε συνηθισμένο το να εκφράζουμε προσωπικά συναισθήματα σε
δημόσια πλαίσια, όπως π.χ. στα τηλεοπτικά talkshow και στα «κουτσομπολίστικα» έντυπα.

6.2 Κοινωνική διαχείριση

Η διεύρυνση της εξατομίκευσης πήγε χέρι-χέρι με μια περαιτέρω επέκταση των διευθετήσεων και
των ιδρυμάτων προς όφελος της κοινωνικής διαχείρισης. Ειδικά μετά τον 2ο Π.Π., οι πρακτικές
κοινωνικής διαχείρισης έλαβαν μεγάλη ώθηση από την νέα σύλληψη του «κράτους πρόνοιας». Στην
βόρειο-δυτική Ευρώπη, αυτή η σύλληψη υιοθετήθηκε σχεδόν παγκόσμια τις δεκαετίες του 1950 και
1960. Στις ΗΠΑ, συνάντησε την λυσσαλέα αντίθεση των συντηρητικών που εξυμνούσαν την ελεύθερη
αγορά. Παρόλα αυτά, ακόμα και εκεί το κράτος πρόνοιας σταδιακά επεκτάθηκε, ειδικά ως μέρος του
«άνευ όρων πολέμου κατά της φτώχειας» της διακυβέρνησης Johnson.

Η εισαγωγή του κράτους πρόνοιας συνεπαγόταν μια αυξημένη ευθύνη του κράτους και της
κυβέρνησης για την ευημερία των πολιτών τους. Δίπλα στην υλική εξασφάλιση (πλήρης απασχόληση,
κοινωνική ασφάλεια), την ιατρική περίθαλψη και εκπαίδευση, άρχισε διαρκώς και περισσότερο να
συμπεριλαμβάνει και την ψυχολογική ευημερία επίσης. Αυτή βρήκε την πιο καθαρή της έκφραση στην
έννοια της «ψυχικής υγείας», η οποία γρήγορα είχε μεγάλη απήχηση μετά τον 2ο Π.Π. στις ΗΠΑ και
την Ευρώπη.

Εκτός της στροφής από την ιδιωτική πρωτοβουλία προς τον κρατικό παρεμβατισμό, η κοινωνική
διαχείριση άλλαξε και από άλλες απόψεις επίσης. Με τους διαχωρισμούς μεταξύ των διαφόρων
κοινωνικών στρωμάτων να καθίστανται όλο και λιγότερο σημαντικοί, αντίστοιχες διακρίσεις εντός των
πρακτικών κοινωνικής διαχείρισης εξαλείφθηκαν επίσης. Πολλές από τις πρακτικές που αρχικά είχαν
ως στόχο τους τα χαμηλότερες τάξεις, επεκτάθηκαν για να συμπεριλάβουν όλους τους πολίτες,
ανεξαρτήτως του κοινωνικού τους υπόβαθρου.

Αυτός ο «εκδημοκρατισμός» της κοινωνικής διαχείρισης ανταποκρινόταν σε μια σταδιακή


μεταβολή στους βασικούς της στόχους. Αν και τα ανθρωπιστικά κίνητρα δεν απουσίαζαν πλήρως από
τους κοινωνικούς παρεμβατιστές του 19ου αιώνα, ο κύριος σκοπός τους ήταν ο έλεγχος και η πειθαρχία,
έχοντας ως κίνητρά τους την κοινωνική τάξη αντί της ατομικής ευημερίας. Με την έλευση της έννοιας
του κοινωνικού κράτους, η έμφαση άλλαξε. Η «φροντίδα», αντί του «ελέγχου» έγινε το κυρίαρχο θέμα.
Αντί να επιβάλλονται πάνω στους ανθρώπους προς το συμφέρον της κοινωνικής τάξης, τα
προγράμματα της κοινωνικής διαχείρισης προωθούνταν ως παρεχόμενες σε αυτούς υπηρεσίες, προς
όφελος της δικής τους ευημερίας.

Εν μέρει, αυτή η στροφή στην έμφαση είχε ρητορικό χαρακτήρα, καθώς οι στόχοι της κοινωνικής
τάξης, του ελέγχου και της πειθαρχίας δεν εξαφανίστηκαν, αν και η προώθηση της ατομικής ευημερίας
τονιζόταν. Αυτό γίνεται φανερό στην εκπαίδευση. Από την μια μεριά, το σχολείο προωθούνταν ως ένα
κοινωνικό δικαίωμα και ως ένα όργανο της προσωπικής ευημερίας, αντί ως ένα μέσο κοινωνικού
ελέγχου. Από την άλλη, τόσο η καταναγκαστική του φύση όσο και οι αναρίθμητοι κανονισμοί του
εκπαιδευτικού προγράμματος αντανακλούσαν την διατήρηση πολλών από τις κοινωνικές λειτουργίες
που αρχικά το είχαν διαμορφώσει, όπως η μετάδοση κοινωνικά σχετικών αξιών.

Ο επαγγελματισμός των πρακτικών κοινωνικής διαχείρισης που είχε αρχίσει τον 19ο αιώνα
συνέχισε να επιταχύνεται στον 20ο αιώνα, οδηγώντας σε μια τρομαχτική επέκταση των «επαγγελμάτων
βοήθειας». Αυτό συνδυάστηκε με μια υπόγεια αλλά σημαντική αλλαγή στη σχέση μεταξύ των
επαγγελματιών και της πελατείας τους.

Από την μια μεριά, η στροφή από τον «έλεγχο» στην «φροντίδα», και ο γενικός εκδημοκρατισμός
της κοινωνίας οδήγησε σε μια πιο «οριζόντια» σχέση: η αυθεντία των γιατρών, των κοινωνικών
λειτουργών, των δασκάλων και των λοιπόν δεν ήταν πια αυταπόδεικτη, και οι πελάτες είχαν δικαίωμα
λόγου σε ότι συνέβαινε. Από την άλλη, οι πιθανοί πελάτες μάθαιναν να συντονίζονται στις
προσφερόμενες υποστηριχτικές διαρρυθμίσεις, μια διαδικασία που ονομάστηκε «πρωτο-
επαγγελματισμός» (proto-professionalization). Όλο και περισσότερο, συνέδεαν τα προβλήματά τους με
τις διάφορες επαγγελματικές προσεγγίσεις, και ενσωμάτωσαν πολλές από τις κεντρικές τους έννοιες,
από την «υγεία» ως την «σχολική ετοιμότητα», και από την «ψυχική ευημερία» ως την
«δυσπροσαρμοστική συμπεριφορά».

Στο ιδιωτικό γραφείο, αυτές οι αλλαγές εκφράστηκαν στην σταδιακή μεταβολή των
εφαρμοζόμενων τεχνικών, όπου αντί της μονόδρομης επιβολής εξειδικευμένης γνώσης, οι ειδικοί
έτειναν να επανα-ορίζουν της θεραπευτική διαδικασία ως μια από κοινού προσπάθεια του ειδικού με
τον πελάτη. Παλαιότερες εξουσιαστικές μορφές παρέμβασης και συμπεριφορικής ρύθμισης
παραμερίστηκαν από ανθρωπιστικές τεχνικές συμβουλευτικής, που χαρακτηρίζονταν από τη
συνεργασία μεταξύ των επαγγελματιών και των πελατών.

6.3 Ψυχολογία

Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1920, ένας κοινωνικός κριτικός παρατηρούσε ότι η χώρα του
βίωνε μια «έκρηξη της ψυχολογίας». Ωστόσο, ήταν μετά τον 2ο Π.Π. που πραγματικά ο κλάδος θα
αποκτούσε ορμή, όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά και στην Ευρώπη. Από την δεκαετία του 1950 και μετά, η
ακαδημαϊκή ψυχολογία κατατασσόταν ανάμεσα στις μεγαλύτερες επιστημονικές πειθαρχίες, με μια
θελκτικότητα στους φοιτητές και τους ερευνητές που θα συνέχιζε να αυξάνει μέχρι τις μέρες μας. Η
ανάπτυξη της πρακτικής ψυχολογίας είναι ακόμα πιο εντυπωσιακή: αν η επαγγελματική ψυχολογία είχε
επιτύχει στην απόκτηση μιας ισοδύναμης θέσης δίπλα στην ακαδημαϊκή ψυχολογία πριν τον πόλεμο,
στην μεταπολεμική περίοδο κατέστη όλο και περισσότερο κυρίαρχη, τουλάχιστον ποσοτικά.

Εν μέρει, η επέκταση της πρακτικής ψυχολογίας αντανακλούσε τις διαδικασίες της εξατομίκευσης
και τις εξελίξεις στην κοινωνική διαχείριση. Τα τεστ κλίσεων, για παράδειγμα, έγιναν όλο και πιο
σημαντικά στα σχολεία και στην επαγγελματική ζωή, λόγω της αυξημένης κοινωνικής κινητικότητας
και της έμφασης στην ατομική αξία. Στον οικονομικό τομέα, η ψυχανάλυση αιχμαλώτισε τις καρδιές
και τα μυαλά τόσο των επαγγελματιών όσο και του κοινού, προσφέροντας νέους τρόπους αυτοεξέτασης
και ένα νέο ερμηνευτικό πλαίσιο για την κατανόηση ενός μεγάλου εύρους κοινωνικών φαινομένων.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και μετά, την ψυχανάλυση συνέδραμαν σε αυτό τον τομέα ένα
πλήθος νέων κλινικά βασισμένων θεωριών, ποικίλλοντας από την ανθρωπιστική ψυχολογία ως την
transactionalanalysis και την rational-emotivetherapy, οι οποίες από κοινού αντανακλούσαν και
ενίσχυαν της «στροφή στο εσωτερικό» του τέλους της δεκαετίας του 1960 και της δεκαετίας του 1970.
Αυτή απηχούνταν στην τρομερή επέκταση της παροχής υπηρεσιών ψυχικής υγείας, οι οποίες μετά τον
πόλεμο έγιναν οι κύριος επαγγελματικός τομέας των ψυχολόγων.

Πέραν του να κολυμπάνε στα κύματα της εξατομίκευσης και των επεκτεινόμενων δραστηριοτήτων
της κοινωνικής διαχείρισης, οι ψυχολόγοι επίσης κατάφεραν να επεκτείνουν τα όρια της δικής τους
επαγγελματικής εξειδίκευσης σε σχέση με άλλες ομάδες ειδικών. Πιο σημαντική από αυτή την άποψη
ήταν η είσοδός τους στο χώρο της ψυχοθεραπείας. Κυρίως λόγω της έλλειψης ειδικευμένων γιατρών,
αυτό το πεδίο άνοιξε για τους ψυχολόγους κατά τη διάρκεια του 2ου Π.Π.. Η μεταπολεμική ψυχολογία
ισχυροποίησε περισσότερο τη θέση της αναπτύσσοντας νέες τεχνικές θεραπείας και μεταχείρισης.
Παρόμοιες εξελίξεις έλαβαν χώρα σε άλλους τομείς, όπως την εργασία και την εκπαίδευση, όπου οι
ψυχολόγοι κατόρθωσαν να αποκτήσουν νέους ρόλους εντός, για παράδειγμα, της οργανωτικής
συμβουλευτικής και της διαμόρφωσης των εκπαιδευτικών προγραμμάτων.

Αλλά αν το επάγγελμα έγινε πιο περίβλεπτο, δεν αποτελούσε σε καμία περίπτωση τον μόνο
παράγοντα της αυξανόμενης επιρροής της ψυχολογίας στην κοινωνία. Ίσως εξίσου σημαντική ήταν η
σταδιακή υιοθέτηση των ψυχολογικών μεθόδων και γενικότερα, της ψυχολογικής προοπτικής, από
άλλους επαγγελματίες. Σχεδόν χωρίς εξαίρεση, η ψυχολογία εισήχθη ως μέρος της εκπαίδευσης στα
επαγγέλματα «βοήθειας». Συγκεκριμένα, η βασική τεχνική της «συμβουλευτικής» που αναπτύχθηκε
στην αρχή της δεκαετίας του 1950 από τον ψυχολόγο CarlRogers, κατέστη ένα ευρέως
χρησιμοποιούμενο εργαλείο ανάμεσα στους επαγγελματίες διαφόρων κλάδων. Εστιάζοντας στην
έκφραση από τους πελάτες των αναγκών τους και ενθαρρύνοντας έναν πιο υποστηριχτικό και
συμβουλευτικό, αντί κατευθυντικό, ρόλο των επαγγελματιών, ταίριαζε τέλεια με την στροφή από ένα
απολυταρχικό, πειθαρχικό στυλ παρέμβασης σε πιο λεπτούς τρόπους επηρεασμού της συμπεριφοράς.

Τέλος, η ψυχολογία κέρδισε μια περίοπτη θέση στο κοινωνικό φαντασιακό. Σκηνοθέτες όπως ο
Hitchcock και ο Bertolucci, όπως και αμέτρητοι λογοτέχνες, εξέφρασαν την βαθιά επίδραση της
ψυχανάλυσης στο έργο τους. Επιπλέον, τα ΜΜΕ πρόσφεραν μια εύκολη πρόσβαση στην ψυχολογική
ανάλυση. Το 1957, για παράδειγμα, το μεγάλης κυκλοφορίας περιοδικό Life δημοσίευσε μια σειρά
άρθρων πάνω στην «Εποχή της ψυχολογίας». Ένα σημαντικό βήμα στην εκλαϊκευση της ψυχολογίας
έγινε το 1967 όταν το Αμερικάνικο περιοδικό PsychologyToday πρωτοεκδόθηκε. Πολλοί διακεκριμένοι
ψυχολόγοι χρησιμοποίησαν αυτό το μέσο για να πληροφορήσουν το γενικό κοινό για την έρευνά τους.
Η επιτυχία του οδήγησε στην έκδοση παρόμοιων περιοδικών στην Ευρώπη. Στα Αμερικάνικα και
Ευρωπαϊκά βιβλιοπωλεία, τα ράφια σταδιακά γέμισαν με pop ψυχολογία. Η τηλεόραση επέκτεινε
επιπλέον την δημόσια ορατότητα της ψυχολογίας. Στις ΗΠΑ, η JoyceBrothers φιλοξένησε το δικό της
ψυχολογικό show από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 και μετά. Την επίδρασή της μεταδίδουν τα λόγια
ενός παρατηρητή της εποχής ο οποίος σημείωσε, «Αυτή δεν μεταφέρει μόνο τα μαθήματα της
ψυχολογίας, καλώς ή κακώς, αυτή είναι η ψυχολογία για εκατομμύρια Αμερικάνων».

Αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι ήταν χαρούμενοι με τον τρόπο που η ψυχολογία αναπτύχθηκε. Στις
ΗΠΑ, για παράδειγμα, οι μαύροι ψυχολόγοι επιτέθηκαν στον κλάδο για τις λευκές, καυκάσιες,
προκαταλήψεις. Αυτό οδήγησε τελικά στην ίδρυση του Συλλόγου Μαύρων Ψυχολόγων
(AssociationofBlackPsychologists) το 1968. με έναν παρόμοιο τρόπο, οι φεμινίστριες διαφώνησαν με
τις ανδρικές προκαταλήψεις της ψυχολογίας. Η NaomiWeisstein υποστήριξε το 1968 ότι η ψυχολογία
δεν είχε τίποτα να πει για το πώς οι γυναίκες πραγματικά είναι, τι χρειάζονται, και τι ήθελαν, γιατί οι
ψυχολόγοι απλώς δεν ξέρουν. Η κατεύθυνση της επιχειρηματολογίας της υιοθετήθηκε από τις
Αμερικανίδες και Ευρωπαίες γυναίκες που ανέπτυξαν μια φεμινιστική ψυχολογία υπό τη σημαία των
«γυναικείων σπουδών». Στην Ευρώπη, πολλοί εντός και εκτός του φοιτητικού κινήματος
ενστερνίστηκαν τη Μαρξιστική ψυχολογία του KlausHolzkamp ως ένα εργαλείο χειραφέτησης. Μια
κριτική ψυχολογία, υποστήριξαν ότι, μπορούσε να συνεισφέρει στην πολιτική χειραφέτηση, μέσω της
λεπτομερής ανάλυσης των υποκειμενικών συνθηκών ύπαρξης στο καπιταλισμό.

Αν και κριτικοί προς την «κυρίαρχη ψυχολογία», οι μαύροι ψυχολόγοι, οι φεμινίστριες και οι
κριτικοί ψυχολόγοι, δεν εναντιώθηκαν στην πλατιά εξάπλωση της ψυχολογίας στην δυτική κουλτούρα.
Αντιθέτως, όπως δείχνουν οι πρωτοβουλίες τους, και αυτοί θεωρούσαν την ψυχολογία ως έναν δυνητικό
σύμμαχο στον πολιτικό τους αγώνα. Αυτή η ψυχολογιοποίηση της ψυχολογίας έγινε πιο φανερή στον
φεμινισμό. Το φεμινιστικό σύνθημα «το προσωπικό είναι πολιτικό» εξέφρασε εύστοχα την ιδέα ότι η
ανθρωπιστική απελευθέρωση αφορούσε τόσο την ιδιωτική όσο και την δημόσια σφαίρα.
7 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Σε αυτό το κεφάλαιο σκιαγραφήσαμε την ψυχολογιοποίηση της δυτικής κουλτούρας σε σχέση με
υπόβαθρο την ιστορικά αυξανόμενη έμφαση στο άτομο. Η ιστορική σχέση ανάμεσα στην
ψυχολογιοποίηση και την εξατομίκευση υπήρξε πάντοτε διαλεκτική. Από τη μια μεριά, η ψυχολογική
προοπτική υπήρξε το αποτέλεσμα της εξατομίκευσης: όταν η έμφαση στράφηκε από το συλλογικό στο
άτομο, αναδύθηκε ένα ενδιαφέρον για την ατομικότητα, το οποίο παρείχε γόνιμο έδαφος για την γνώση
σχετικά με τον ατομικό νου και συμπεριφορά. Από την άλλη μεριά, η «ψυχολογία» συνέβαλλε στις
ατομικιστικές ιδέες και πρακτικές στην δυτική κοινωνία. Από τις πρώτες της μέρες, η πρακτική
επιστήμη της ψυχολογίας παρείχε τόσο τις εξουσίες όσο και τους πολίτες με εργαλεία για να
καθορίσουν την ατομικότητα και ειδικά τις ατομικές διαφορές.

Τον 20ο αιώνα, η ψυχολογία κέρδισε μια προεξέχουσα θέση εντός της κοινωνικής διαχείρισης. Η
ίδια η επαγγελματική ρύθμιση της συμπεριφοράς ήταν πολύ παλαιότερη από την επιστήμη της
ψυχολογίας, αλλά οι ψυχολόγοι του 20ου αιώνα πέτυχαν να πείσουν τους πελάτες και τους συναδέλφους
τους για την αξία της συνεισφοράς τους. Από εκείνη τη στιγμή, όλες οι κατηγορίες επαγγελματιών
χρησιμοποίησαν τις ψυχολογικές ορολογίες, θεωρίες και τεστ για να καθοδηγήσουν, συμβουλέψουν και
βοηθήσουν τους πελάτες τους.

Μετά το 1945, η ψυχολογιοποίηση της κοινωνίας έφτασε σε νέα ύψη ως αποτέλεσμα της ριζικής
ψυχολογιοποίησης της κοινωνικής διαχείρισης, της εξέχουσας θέσης της ψυχολογίας στο κοινό
φαντασιακό, και μιας χωρίς προηγούμενο εκλαΐκευσης. Στο πολιτισμικό επίπεδο, η γενική εστίαση
στράφηκε από την κοινωνική προσαρμογή στις δυνατότητες για προσωπική ανάπτυξη. Τώρα, η
διαχείριση της ατομικότητας του καθενός κατέστη ζήτημα προσωπικού ενδιαφέροντος. Τα άτομα θα
εξέταζαν εξονυχιστικά τον εσωτερικό τους κόσμο προκειμένου να κατανοήσουν πως θα μπορούσαν να
αναπτύξουν τα δικό τους κρυμμένο δυναμικό. Για πολλούς, η pop ψυχολογία και οι θεραπευτικές
πρακτικές όπως η συμβουλευτική και η θεραπεία συνέβαλλαν σε αυτή την αναζήτηση για
«αυτοπραγμάτωση». Η διαλεκτική ανάμεσα στην διαθεσιμότητα της ψυχολογίας και το ενδιαφέρον του
κοινού σταδιακά μεταμόρφωσε τις περισσότερες δυτικές κοινωνίες σε «ψυχολογικές κοινωνίες».

You might also like