You are on page 1of 89

Μεθοδολογικές προσεγγίσεις στην ψυχολογική έρευνα

Ελένη Ζιώρη

Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Στόχος της ψυχολογικής έρευνας:

Συστηματική περιγραφή και κατανόηση των ψυχολογικών φαινομένων.

Η ψυχολογική έρευνα χρησιμοποιεί μεθόδους συστηματικής διερεύνησης για τη


συλλογή, την ανάλυση και την ερμηνεία δεδομένων με στόχο την κατανόηση της
συμπεριφοράς και της νόησης.

Διακριτικό χαρακτηριστικό της επιστημονικής έρευνας:


Η συστηματική συλλογή και ανάλυση δεδομένων.

Δεδομένα:
Πληροφορίες που συλλέγονται μέσω της συστηματικής παρατήρησης ή μέτρησης.
Διαίσθηση ή επιστημονική έρευνα;

Η επιστημονική έρευνα:
• στηρίζεται σε υποθέσεις, κανόνες και προσεκτικά σχεδιασμένη διερεύνηση.
• χρησιμοποιεί αντικειμενικές διαδικασίες συλλογής δεδομένων.
• βασίζεται σε προηγούμενες σχετικές έρευνες και θεωρίες.
• γνωστοποιείται στην επιστημονική κοινότητα για αξιολόγηση, έλεγχο, επέκταση.

Αντίθετα, η διαίσθηση:
μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένα συμπεράσματα.

Π.χ. μπορεί να οδηγήσει σε εκ των υστέρων προκατάληψη, δηλαδή στην τάση του
ανθρώπου να πιστεύει ότι θα μπορούσε να προβλέψει ένα εύρημα μόλις το
πληροφορηθεί, ενώ στην πραγματικότητα δε θα μπορούσε.

Η διάκριση μεταξύ βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας

• Η βασική έρευνα συμβάλλει στη συσσώρευση επιστημονικής γνώσης


γύρω από θέματα σχετικά με τη συμπεριφορά ή τις νοητικές διεργασίες,
χωρίς να στοχεύει άμεσα στην εφαρμογή της παραπάνω γνώσης σε
πρακτικά προβλήματα της ζωής. Βέβαια, η γνώση που προκύπτει από
τη βασική έρευνα είναι ιδιαίτερα χρήσιμη στους επιστήμονες που
ασχολούνται με την εφαρμοσμένη έρευνα.

• Η εφαρμοσμένη έρευνα εξετάζει πρακτικά ζητήματα και μπορεί να


βοηθήσει στην επίλυση συγκεκριμένων προβλημάτων της καθημερινής
ζωής. Καλύπτει πολλούς διαφορετικούς χώρους, όπως είναι η
βιομηχανική και οργανωτική ψυχολογία, η γνωστική ψυχολογία, η
εκπαιδευτική ψυχολογία, η κλινική ψυχολογία, η συμπεριφορά των
καταναλωτών κ.λ.π.
Συχνά, υπάρχει στενή σχέση μεταξύ βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας.
Για παράδειγμα:

Η βασική έρευνα στη Γνωστική Ψυχολογία μπορεί να καταλήξει σε


πρακτική εφαρμογή.
• Π.χ. Το εύρημα της υπεροχής της μάθησης που λαμβάνει χώρα σε ένα
ευρύτερο χρονικό πλαίσιο σε σχέση με τη μάθηση που συντελείται σε
ένα σύντομο χρονικό διάστημα μπορεί να αξιοποιηθεί στην
εκπαιδευτική πράξη.

Η εφαρμοσμένη έρευνα στη Γνωστική Ψυχολογία μπορεί να συμβάλει στη


βασική κατανόηση νοητικών διεργασιών.
• Π.χ. Οι έρευνες πάνω στις καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων
συνεισφέρουν στη βασική έρευνα, δηλ. στην κατανόηση της μνήμης.

Η χρησιμότητα της μελέτης των μεθόδων έρευνας

Η κατανόηση των μεθόδων έρευνας συντελεί:

• στη σωστή ερμηνεία των αποτελεσμάτων μιας έρευνας.

• στην αξιολόγηση μιας έρευνας, δηλαδή στη δυνατότητα εντοπισμού


των δυνατών και αδύνατων σημείων της.

• στην απόκτηση γνώσεων απαραίτητων για τη διεξαγωγή μιας


έρευνας.
Χρήσιμοι όροι στην έρευνα

• Τυχαίο δείγμα: Ένα σύνολο ατόμων από το γενικό πληθυσμό. Το


δείγμα είναι τυχαίο όταν το κάθε μέλος του πληθυσμού έχει την ίδια
πιθανότητα να επιλεγεί.

• Πληθυσμός: Το σύνολο περιστατικών (π.χ. επιδόσεις μαθητών,


εισοδήματα ανθρώπων) που μας ενδιαφέρει.

• Μεταβλητή: Οποιαδήποτε ιδιότητα που μπορεί να πάρει


διαφορετικές τιμές για διαφορετικούς ανθρώπους ή αντικείμενα, για
διαφορετικές χρονικές περιόδους ή για διαφορετικά μέρη.

• Διάκριση ανάμεσα στα ποσοτικά (ή μετρήσιμα) δεδομένα, τα οποία


αφορούν στα αποτελέσματα οποιασδήποτε μέτρησης και τα ποιοτικά
(ή κατηγορικά) δεδομένα (ή δεδομένα συχνότητας).

• Διάκριση ανάμεσα σε συνεχείς και διακριτές μεταβλητές: Οι συνεχείς


μεταβλητές είναι αυτές που μπορούν να διαβαθμιστούν σε έναν
αριθμό υποδιαιρέσεων (π.χ. ηλικία, βαθμολογία σε τεστ), ενώ οι
διακριτές μεταβλητές (π.χ. φύλο, σχολική τάξη) δεν μπορούν.
Σχέδια έρευνας

Οι διάφορες έρευνες χαρακτηρίζονται από διαφορετικούς σκοπούς και


επιμέρους στόχους, οι οποίοι απαιτούν και διαφορετικές προσεγγίσεις
διερεύνησης. Το σχέδιο έρευνας είναι το συγκεκριμένο μεθοδολογικό
οπλοστάσιο που ένας ερευνητής έχει στη διάθεσή του για τη συλλογή,
την ανάλυση και την ερμηνεία των δεδομένων.

Η Ψυχολογία χρησιμοποιεί 3 βασικά είδη έρευνας: 1) την περιγραφική


έρευνα, 2) τη συσχετιστική έρευνα και 3) την πειραματική έρευνα.

1) H περιγραφική έρευνα

Ασχολείται με την περιγραφή των σκέψεων, των συναισθημάτων, των


γνώσεων και των συμπεριφορών μιας ομάδας ατόμων σε μια δεδομένη
χρονική στιγμή.

Είδη περιγραφικής έρευνας:

• συνέντευξη

• ερωτηματολόγιο

Πρόκειται για τα πιο συνηθισμένα μέσα συλλογής πληροφοριών για μια


ομάδα ατόμων από τα ίδια τα άτομα. Στόχος αυτού του είδους έρευνας
είναι η περιγραφή των χαρακτηριστικών του πληθυσμού.
Οι συνεντεύξεις διακρίνονται στις: α) μη δομημένες (όπου ο ερευνητής
συζητά ελεύθερα με τον ερωτώμενο για διάφορα θέματα) και β) τις
δομημένες (οι οποίες χρησιμοποιούν ποσοτικά στοιχεία, δηλαδή, ερωτήσεις
με συγκεκριμένη μορφή, οι οποίες κωδικοποιούνται με συγκεκριμένο τρόπο).

Τα ερωτηματολόγια αποτελούνται από ένα σύνολο ερωτήσεων με


συγκεκριμένη δομή, που συμπληρώνονται από τα ίδια τα άτομα.

Συνοπτική σύγκριση ερωτηματολογίων και συνεντεύξεων


Τα ερωτηματολόγια μπορούν να εκμαιεύσουν πιο ειλικρινείς απαντήσεις και
είναι λιγότερο πιθανό να επηρεαστούν από τα χαρακτηριστικά του
ερευνητή.

Ένα βασικό πρόβλημα με τα ερωτηματολόγια είναι το πιθανό χαμηλό


ποσοστό συμπλήρωσης και/ή επιστροφής τους από τους συμμετέχοντες,
γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε εσφαλμένα συμπεράσματα (π.χ. ποιοι τα
επιστρέφουν και ποιοι όχι).

• Φυσική παρατήρηση: βασίζεται στην παρατήρηση καθημερινών


γεγονότων (π.χ. ένας ηθολόγος που παρατηρεί τα ζώα στο φυσικό
τους περιβάλλον).

Ένα σημαντικό πλεονέκτημα της φυσικής έρευνας: οικολογική εγκυρότητα, η


οποία αναφέρεται στο βαθμό στον οποίο η έρευνα αντικατοπτρίζει την
πραγματικότητα.

Στη συμμετοχική παρατήρηση συμμετέχει στην έρευνα και ο ίδιος ο ερευνητής


(π.χ. ως υπάλληλος σε μια εταιρία).

Προβλήματα: 1) ο παρατηρητής μπορεί να επηρεαστεί από τις προσωπικές


σχέσεις με τους παρατηρούμενους, 2) ζητήματα δεοντολογίας (π.χ. εχεμύθεια, το
δικαίωμα της ελεύθερης βούλησης των συμμετεχόντων κ.λ.π.).
• Μελέτες περιπτώσεων: ποιοτικά ερευνητικά σχέδια που βασίζονται
στις περιγραφές των εμπειριών και της συμπεριφοράς ενός ατόμου ή
μιας μικρής ομάδας ατόμων. Χρησιμοποιούν είτε φυσιολογικά άτομα,
είτε άτομα με ασυνήθιστες συμπεριφορές ή εμπειρίες.

Mειονέκτημα: δεν μπορούν να διεξαχθούν σε μεγάλες ομάδες ατόμων.


Άρα, τα αποτελέσματά τους είναι δύσκολο να γενικευτούν.

Διάκριση μεταξύ ποιοτικής και ποσοτικής περιγραφικής έρευνας:

Ποιοτική περιγραφική έρευνα: επικεντρώνεται στην παρατήρηση και


περιγραφή γεγονότων, στην αρχική μορφή τους, δηλ. χωρίς την
παρέμβαση του ερευνητή (π.χ. αυτούσιες αφηγήσεις των ατόμων).

Ποσοτική περιγραφική έρευνα: χρησιμοποιεί μετρήσεις (π.χ.


ερωτηματολόγια, παρατήρηση), οι οποίες μπορούν να γίνουν
αντικείμενο στατιστικής ανάλυσης.

Η ποιοτική έρευνα μπορεί να προσφέρει πλούτο πληροφοριών. Το


πλεονέκτημα της ποσοτικής έρευνας σε σχέση με την ποιοτική είναι ότι
χαρακτηρίζεται από σχετικά μεγαλύτερη αντικειμενικότητα, αφού δεν
επηρεάζεται τόσο από ερμηνείες. Ωστόσο, πολύ συχνά είναι χρήσιμος
ο συνδυασμός των δύο παραπάνω ειδών έρευνας.
Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της περιγραφικής έρευνας

• Πλεονεκτήματα:
α) Προσπαθεί να αποτυπώσει την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης
συμπεριφοράς.

β) Βοηθά στη διατύπωση υποθέσεων σχετικά με τη σπουδαιότητα διαφόρων


μεταβλητών και τη μεταξύ τους σχέση.

• Μειονεκτήματα:
α) Η παρατήρηση μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς δεν μας παρέχει τη
δυνατότητα να γνωρίζουμε τι προηγήθηκε.

β) Δεν παρέχει επαρκή στοιχεία για τον προσδιορισμό αιτιωδών σχέσεων.

2) Η συσχετιστική έρευνα

Περιλαμβάνει τη μέτρηση δύο ή και περισσότερων μεταβλητών και την


αξιολόγηση της μεταξύ τους σχέσης.

Η πιο γνωστή μέτρηση σχέσεων μεταξύ δύο μεταβλητών είναι ο δείκτης


συσχέτισης του Pearson (r = -1.00 ως r = +1.00).

Όταν r = 0: Απουσία γραμμικής σχέσης μεταξύ των δύο μεταβλητών. Όταν


το r είναι κοντά στο -1 ή το +1: πολύ δυνατές σχέσεις (αρνητικές και θετικές
αντίστοιχα).

Η συσχετιστική έρευνα χρησιμοποιείται συχνά:


α) για την πρόβλεψη μελλοντικών γεγονότων.
β) όταν ο χειρισμός των μεταβλητών προσκρούει σε πρακτικά ή
δεοντολογικά ζητήματα.
Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της συσχετιστικής έρευνας

• Πλεονέκτημα: Μπορεί να εντοπίσει ενδιαφέρουσες σχέσεις μεταξύ


μεταβλητών.

• Μειονέκτημα: Δεν μπορεί να αποκαλύψει αιτιώδεις σχέσεις μεταξύ των


μεταβλητών.

3) Η Πειραματική έρευνα

Ο ερευνητής μπορεί να χειρίζεται μεταβλητές για να μελετήσει την επίδρασή


τους στο φαινόμενο που τον ενδιαφέρει.

Κύριο εργαλείο των πειραματιστών είναι ο ηλεκτρονικός υπολογιστής, ο


οποίος εξασφαλίζει ακρίβεια κατά τη διεξαγωγή της έρευνας και τη μέτρηση.

Πειραματική ομάδα και ομάδα ελέγχου


• Στην πειραματική ομάδα, ο ερευνητής χειρίζεται τη μεταβλητή, της οποίας
την επίδραση ενδιαφέρεται να μελετήσει (δηλ. την ανεξάρτητη μεταβλητή).

• Στην ομάδα ελέγχου δε γίνεται κανένας έλεγχος της ανεξάρτητης


μεταβλητής.
Ορισμένα βασικά είδη πειραμάτων

• Πειράματα με δύο διαφορετικές ομάδες: Μία πειραματική ομάδα


και μία ομάδα ελέγχου.

• Πειράματα με μία ομάδα: α) Τα ίδια άτομα τοποθετούνται στην


πειραματική ομάδα και στην ομάδα ελέγχου.
β) Η ίδια ομάδα μετριέται κάτω από διαφορετικές πειραματικές
συνθήκες (π.χ. “πειράματα πριν και μετά”).

• Πειράματα με πάνω από μία ανεξάρτητες μεταβλητές.

Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της πειραματικής έρευνας

• Πλεονεκτήματα:
α) Επιτρέπει την ανίχνευση αιτιωδών σχέσεων.
β) Χαρακτηρίζεται από αυστηρό έλεγχο των συνθηκών διεξαγωγής της
έρευνας και της επίδρασης εξωγενών παραγόντων και, κατά συνέπεια,
από υψηλή αξιοπιστία.

• Μειονεκτήματα:
α) Δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για το χειρισμό μεταβλητών σχετικών με
ορισμένα κοινωνικά θέματα (π.χ. φτώχεια, ανεργία).
β) Τεχνητό περιβάλλον. Συνέπεια: Χαμηλή οικολογική εγκυρότητα.
H ανάπτυξη της ερευνητικής υπόθεσης

Η ερευνητική υπόθεση προκύπτει μέσα από διάφορα στάδια και με διάφορους


τρόπους:

• Ο ερευνητής καλείται να επιλέξει μεταξύ βασικής ή εφαρμοσμένης έρευνας.

• Επιπλέον, ο ερευνητής πρέπει να επιλέξει σχέδιο έρευνας.

• Η ερευνητική υπόθεση μπορεί να στηρίζεται σε παρατηρήσεις καθημερινών


προβλημάτων, καθώς και στη διαίσθηση του ερευνητή.

• Η ερευνητική υπόθεση είναι, συχνά, απόρροια μιας προσπάθειας ερμηνείας


προηγούμενων αντικρουόμενων ευρημάτων και ελέγχου διαφόρων θεωριών.

Ο σχηματισμός ερευνητικής υπόθεσης απαιτεί εντατική βιβλιογραφική


ανασκόπηση, η οποία βοηθά τον ερευνητή:

• να ενημερωθεί για τις νέες εξελίξεις στο πεδίο έρευνάς του

• να αποφύγει λάθη προηγούμενων ερευνών

• να ενημερωθεί για τα ήδη υπάρχοντα μεθοδολογικά εργαλεία

• να αποφύγει την επανάληψη μιας υπάρχουσας έρευνας


Πηγές βιβλιογραφίας

• Άρθρα δημοσιευμένα σε επιστημονικά περιοδικά.

• Κείμενα που περιλαμβάνουν μόνο περιλήψεις ή ερμηνείες ερευνών


(π.χ. βιβλία, Psychological Bulletin, Annual Review of Psychology).

• Πληροφορίες από το διαδίκτυο μέσα από βάσεις δεδομένων (π.χ.


Scopus, Βehavioral and Social Sciences, PsycARTICLES), όπου
χρησιμοποιούνται λέξεις-κλειδιά.

• Ειδικοί στο χώρο ενδιαφέροντος του ερευνητή.

Ερευνητική υπόθεση

• Η ερευνητική υπόθεση αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη πρόβλεψη


σχετικά με τη σχέση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες μεταβλητές.

• Στα πειραματικά ερευνητικά σχέδια, η ερευνητική υπόθεση


αναφέρεται στην αιτιώδη σχέση ανάμεσα στην ανεξάρτητη μεταβλητή
(Α.Μ.) και την εξαρτημένη μεταβλητή (Ε.Μ.).

• Στα συσχετιστικά ερευνητικά σχέδια (όπου δεν προσδιορίζονται


αιτιώδεις σχέσεις), μετρώνται και η Α.Μ. (ή μεταβλητή πρόβλεψης) και
η Ε.Μ. (ή μεταβλητή αποτελέσματος).
Μηδενική υπόθεση – Εναλλακτική υπόθεση

• Η μηδενική υπόθεση (H0) δηλώνει ότι δεν υπάρχει σχέση μεταξύ των
μεταβλητών. Άρα, η μηδενική υπόθεση εκφράζει ακριβώς το αντίθετο
από αυτό που περιμένουμε να βρούμε (π.χ. δηλώνει ότι η διαφορά
των μέσων όρων είναι μηδέν).

• Η εναλλακτική υπόθεση (Η1) αναφέρεται στην πρόβλεψη του ερευνητή


ως προς τη σχέση που υπάρχει μεταξύ των μεταβλητών που τον
ενδιαφέρουν.

Περιγραφική και Επαγωγική Στατιστική

• Η Περιγραφική Στατιστική έχει ως σκοπό μόνο την περιγραφή ενός συνόλου


δεδομένων (π.χ. γραφικές παραστάσεις, υπολογισμός μέσων όρων,
εντοπισμός ακραίων τιμών).
• Μια μέτρηση που αναφέρεται σε όλον τον πληθυσμό ονομάζεται
παράμετρος. Η ίδια μέτρηση ονομάζεται στατιστικός δείκτης όταν αφορά
σε ένα δείγμα.

• Η Επαγωγική Στατιστική μας βοηθά στην εξαγωγή συμπερασμάτων για τα


χαρακτηριστικά ενός πληθυσμού, δηλ. για τις παραμέτρους (μ, σ), από όσα
ήδη γνωρίζουμε για τα χαρακτηριστικά του δείγματος, δηλ. για τους
στατιστικούς δείκτες (Μ, s).

• Αντιπροσωπευτικό δείγμα: To δείγμα που έχει όλα τα βασικά


χαρακτηριστικά του πληθυσμού, δηλ. αποτελεί μικρογραφία του
πληθυσμού στον οποίο ανήκει.
Δειγματοληψία: Τεχνικές λήψης αντιπροσωπευτικών δειγμάτων

1. Τυχαία δειγματοληψία: Αναφέρεται στην επιλογή μελών του πληθυσμού με


τέτοιο τρόπο ώστε όλα τα μέλη του πληθυσμού να έχουν την ίδια πιθανότητα
να επιλεχθούν.

Για την επιλογή ενός τυχαίου δείγματος μπορούν να χρησιμοποιηθούν πίνακες


ή ηλεκτρονικά προγράμματα τυχαίων αριθμών. Πρώτα, τοποθετούνται κατά
αλφαβητική σειρά όλα τα μέλη του πληθυσμού με έναν κωδικό κατάταξης
δίπλα από το όνομά τους (π.χ. το πρώτο μέλος έχει τον αριθμό 00, το δεύτερο
τον αριθμό 01 κ.ο.κ.). Αρχίζουμε από ένα τυχαίο σημείο του πίνακα και, στη
συνέχεια, επιλέγουμε (οριζόντια, κάθετα ή διαγώνια) αριθμούς μέχρι να
συμπληρωθεί το επιθυμητό μέγεθος του δείγματος.

2. Συστηματική δειγματοληψία: Χρησιμοποιείται στην περίπτωση που τα μέλη


του πληθυσμού είναι ήδη καταχωρημένα σε καταλόγους με τυχαίο τρόπο. Για
παράδειγμα, αν θέλουμε να επιλέξουμε ένα δείγμα 100 φοιτητών από έναν
κατάλογο 6.000 φοιτητών, επιλέγουμε τυχαία έναν αριθμό από το 1 ως το 60 (ο
οποίος αντιστοιχεί στο φοιτητή με τον αντίστοιχο αριθμό), αφού 100/6.000 =
1/60. Ας υποθέσουμε ότι ο πρώτος φοιτητής του δείγματός μας έχει το νούμερο
22. Στη συνέχεια, προσθέτουμε το 60 στο 22 και επιλέγουμε τον φοιτητή με το
νούμερο 82. Συνεχίζουμε τη δειγματοληψίας μας προσθέτοντας κάθε φορά στο
τελευταίο νούμερο τον αριθμό 60 (82 + 60 = 142 κ.ο.κ.), δηλ. επιλέγοντας
συνέχεια έναν φοιτητή από τους επόμενους 60 φοιτητές.
3. Δειγματοληψία κατά στρώματα: Αναφέρεται στην τυχαία επιλογή
συμμετεχόντων από ομάδες του πληθυσμού. Ο πληθυσμός διαιρείται σε ομάδες
με βάση κάποιες μεταβλητές (π.χ. ηλικία, φύλο, επάγγελμα κ.α.). Οι ομάδες
αυτές ονομάζονται στρώματα. Από κάθε στρώμα επιλέγεται ένα δείγμα με έναν
από τους δύο προηγούμενους τρόπους.

Το μέγεθος του δείγματος που επιλέγεται από κάθε στρώμα είναι ανάλογο προς
το μέγεθος του στρώματος στον πληθυσμό στον οποίο ανήκει.

4. Δειγματοληψία κατά ομάδες (Δ.Κ.Ο.): Στη Δ.Κ.Ο., επιλέγονται τυχαία ορισμένες


ομάδες που υπάρχουν στο γενικό πληθυσμό και στη συνέχεια παρατηρούνται
όλα τα μέλη της κάθε ομάδας. Π.χ. για την εξέταση των συνθηκών εργασίας σε
ένα μεγάλο ίδρυμα, επιλέγονται τυχαία κάποια τμήματα του ιδρύματος κα
εξετάζονται όλοι οι υπάλληλοι του κάθε τμήματος.

Συχνά, η Δ.Κ.Ο. διεξάγεται κατά στάδια. Π.χ. μπορούμε να διαιρέσουμε την


Ελλάδα σε περιοχές (π.χ. βόρεια, νότια, ανατολική, δυτική) και στη συνέχεια να
επιλέξουμε τυχαία νομούς από κάθε περιοχή, πόλεις από κάθε νομό και σχολεία
από κάθε πόλη. Στη συνέχεια, μπορούμε να επιλέξουμε ένα τυχαίο δείγμα από
τους καταλόγους των εγγεγραμμένων μαθητών των επιλεγμένων σχολείων.
Για ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα πρέπει:

α) να υπάρχουν κατάλογοι που περιλαμβάνουν τον αριθμό όλων των μελών του
πληθυσμού και
β) όλα τα επιλεγμένα μέλη να συμμετάσχουν στην έρευνα.

Αν μια από τις παραπάνω συνθήκες δεν ικανοποιείται, τότε υπάρχει ο κίνδυνος
μεροληπτικής επιλογής.

• Σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν υπάρχουν καν κατάλογοι με τα μέλη του


πληθυσμού. Στις περιπτώσεις αυτές, χρησιμοποιούνται δείγματα
απροσδιόριστης πιθανότητας (π.χ. γυναίκες που συναντά κανείς σε ένα
κέντρο υποστήριξης κακοποιημένων γυναικών).

• Η δειγματοληψία της χιονοστιβάδας (όπου το ένα μέλος του πληθυσμού σε


οδηγεί σε ένα άλλο) είναι ένα είδος δειγματοληψίας απροσδιόριστης
πιθανότητας.

• Η παραπάνω δειγματοληψία αποτελεί τη μοναδική επιλογή όταν είναι


δύσκολη η πρόσβαση σε όλο τον πληθυσμό. Δείγματα απροσδιόριστης
πιθανότητας χρησιμοποιούνται πολύ συχνά σε πειραματικές έρευνες, οι
οποίες χρησιμοποιούν προπτυχιακούς φοιτητές.
Μέτρηση – Κλίμακες μέτρησης

Μέτρηση είναι η διαδικασία με την οποία προσδίδουμε αριθμητικά δεδομένα σε


αντικείμενα ή καταστάσεις σύμφωνα με καθορισμένους κανόνες (π.χ. “σχολική
επίδοση” των μαθητών).

Η μέτρηση μετατρέπει τις εννοιολογικές κατασκευές σε μετρήσιμες μεταβλητές (ή


μετρήσεις) (π.χ. εννοιολογική μεταβλητή: “χρόνος μελέτης” → μετρήσιμη
μεταβλητή: “δευτερόλεπτα μελέτης”).

Μερικές εννοιολογικές μεταβλητές μπορούν να αξιολογηθούν με περισσότερες


από μία μετρήσεις. Γι’ αυτό, απαιτείται ένας σαφής λειτουργικός ορισμός.

Λειτουργικός ορισμός: Σαφής και λεπτομερής περιγραφή του τρόπου


μέτρησης της εννοιολογικής μεταβλητής.

Διαφορετικά είδη μετρήσεων μπορεί να είναι πιο κατάλληλα για


διαφορετικά είδη ερευνών.
(Stangor, 2004)

(Stangor, 2004)

Κλίμακες μέτρησης

Υπάρχουν 4 διαφορετικά είδη κλιμάκων:

• Η κατηγορική ή ονομαστική (nominal)


• H ιεραρχική ή τακτική (ordinal)
• Η κλίμακα διαστημάτων (interval)
• Η αναλογική κλίμακα (ratio)
Κλίμακες μέτρησης

• H oνομαστική κλίμακα είναι η πιο απλή κλίμακα, η οποία απλά


τοποθετεί ένα αντικείμενο, άτομο ή χαρακτηριστικό σε μια ομάδα ή
κατηγορία (π.χ. φύλο, θρησκεία, εθνικότητα).

• Η τακτική κλίμακα τοποθετεί απλά τα στοιχεία σε ένα συνεχές με βάση


τη σειρά μεγέθους τους ως προς μια διάσταση (π.χ. η κατάταξη
αθλητών σε διαφορετικές θέσεις μετά το τέλος ενός αγώνα, η κοινωνική
τάξη, διάφορες στάσεις των ανθρώπων). Τα διαστήματα μεταξύ των
τιμών, ωστόσο, δεν έχουν νόημα, δηλ. δεν παρέχουν καμία πληροφορία
για την ακριβή απόσταση μεταξύ των τιμών.

Κλίμακες μέτρησης (συνέχεια)

• Η κλίμακα διαστημάτων αναφέρεται σε διαφορές ανάμεσα στα σημεία


της κλίμακας και παρέχει πληροφορίες για το πόσο μεγάλη είναι η
διαφορά ανάμεσα στις θέσεις που κατέχουν τα αντικείμενα μέτρησης.
(π.χ. οι κλίμακες Celsius και Fahrenheit).

• Η αναλογική κλίμακα είναι η μόνη κλίμακα που περιλαμβάνει το


απόλυτο μηδέν και, επομένως, η μόνη που μας επιτρέπει να
πολλαπλασιάζουμε και να διαιρούμε τις τιμές της. Η κλίμακα αυτή
χρησιμοποιείται κυρίως στις φυσικές επιστήμες (για τη μέτρηση του
όγκου, του βάρους, του μήκους κ.λ.π.). Τυπικό παράδειγμα από το
χώρο των κοινωνικών επιστημών αποτελεί η ηλικία.
Τυχαίο και συστηματικό σφάλμα

Η μετρήσιμη μεταβλητή περιλαμβάνει κάποιες τυχαίες διακυμάνσεις στη


μέτρηση, οι οποίες είναι γνωστές ως τυχαίο σφάλμα μέτρησης. Το
τυχαίο σφάλμα, δηλαδή, έχει ως αποτέλεσμα την αυξομείωση της
βαθμολογίας ενός ατόμου με τυχαίο τρόπο.

Τυχαία σφάλματα μπορούν να προκύψουν από:


• τη μέτρηση ατόμων σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα.
• λάθη κατά τη διατύπωση ερωτήσεων ή την καταγραφή απαντήσεων.
• λάθη που προκύπτουν από παρανοήσεις των συμμετεχόντων.
• παράγοντες που ασκούν προσωρινή επίδραση (π.χ. μεταβολές στη
θερμοκρασία, στο θόρυβο, στην προσοχή).

Όταν η μέτρηση επηρεάζεται από άλλες εννοιολογικές μεταβλητές που


δεν αποτελούν μέρος της υπό μελέτη εννοιολογικής μεταβλητής, τότε
προκαλείται συστηματικό σφάλμα μέτρησης. Οι επιδράσεις αυτών των
εννοιολογικών μεταβλητών αυξομειώνουν τη βαθμολογία στη μετρήσιμη
μεταβλητή με σταθερό, συστηματικό τρόπο.

Τέτοιο πρόβλημα αντιμετωπίζουν τα παλιά τεστ νοημοσύνης που αδικούν


τις φυλετικές και πολιτισμικές μειονότητες.
Αξιοπιστία

Η αξιοπιστία. Η αξιοπιστία αναφέρεται στη σταθερότητα των


αποτελεσμάτων δύο μετρήσεων, η οποία προκύπτει όταν απουσιάζει το
τυχαίο σφάλμα.

Είδη αξιοπιστίας:
• 1. Αξιοπιστία εξέτασης-επανεξέτασης (test-retest reliability): αναφέρεται
στη συνάφεια δύο βαθμολογιών στην ίδια μεταβλητή κάτω από τις ίδιες
συνθήκες. Όσο υψηλότερη είναι η θετική συνάφεια μεταξύ των δύο
βαθμολογιών, τόσο υψηλότερη είναι η αξιοπιστία εξέτασης-επανεξέτασης.

• 2. Αξιοπιστία ισοδύναμων μορφών (equivalent forms reliability):


αναφέρεται στη συνάφεια δύο παραλλαγών της ίδιας μέτρησης.

3. Εσωτερική συνέπεια ή συνοχή (internal consistency): αναφέρεται στη


συνάφεια των βαθμολογιών στις ερωτήσεις μιας κλίμακας.

• 3.1. Αξιοπιστία των δύο ημίσεων (split-half reliability): αναφέρεται στη


συνάφεια της βαθμολογίας στις μισές ερωτήσεις μιας κλίμακας με τη
βαθμολογία στις άλλες μισές ερωτήσεις.

• 3.2. Δείκτης συνάφειας του Cronbach (Cronbach’s alpha): υπολογίζει τη


μέση συνάφεια όλων των ερωτήσεων. Ο δείκτης αυτός κυμαίνεται από α =
0.00 (απόλυτο σφάλμα) ως το α = 1.00 (καθόλου σφάλμα). O δείκτης αυτός
χρησιμοποιείται για συνεχείς μεταβλητές.

4. Αξιοπιστία μεταξύ βαθμολογητών (inter-scorer reliability): εκφράζει την


εσωτερική συνέπεια μιας ομάδας βαθμολογητών.
Εγκυρότητα κατασκευής
• Η εγκυρότητα κατασκευής αναφέρεται στο βαθμό στον οποίο μια
μεταβλητή μετρά όντως την εννοιολογική μεταβλητή που σχεδιάστηκε να
μετρήσει.

• Είδη εγκυρότητας:
1. Φαινομενική εγκυρότητα ή εγκυρότητα όψεως (face validity): αναφέρεται
στο βαθμό που η μέτρηση φαίνεται ότι αποτελεί επαρκή μέτρηση της
εννοιολογικής κατασκευής.

2. Εγκυρότητα περιεχομένου (content validity): αναφέρεται στο βαθμό που η


μέτρηση καλύπτει όλο το χώρο της εννοιολογικής μεταβλητής και όχι μόνο
μέρος αυτής.

3. Συγκλίνουσα και αποκλίνουσα εγκυρότητα (convergent & divergent validity):


• Η συγκλίνουσα εγκυρότητα αναφέρεται στη συνάφεια μιας μέτρησης με
άλλες μετρήσεις της ίδιας εννοιολογικής μεταβλητής.
• Η αποκλίνουσα εγκυρότητα αναφέρεται στην απουσία συνάφειας μεταξύ
μετρήσεων διαφορετικών εννοιολογικών μεταβλητών.

4. Εγκυρότητα σε σχέση με ένα κριτήριο (criterion-related validity): αναφέρεται


στο βαθμό στον οποίο η βαθμολογία ενός ατόμου σε μια μέτρηση συσχετίζεται
με τη συμπεριφορά ή την επίδοσή του σε μια άλλη δοκιμασία. Η μεταβλητή
συμπεριφοράς αποτελεί τη μεταβλητή κριτηρίου (π.χ. επιτυχία σε ανώτερες
σχολές, επαγγελματική αποκατάσταση κ.λπ.).
4.1 Προβλεπτική εγκυρότητα (predictive validity): αναφέρεται στο βαθμό που η
βαθμολογία ενός ατόμου σε μια μέτρηση μπορεί να προβλέψει άλλες μεταβλητές-
κριτήρια. Π.χ. πρόβλεψη της επίδοσης των μαθητών στο σχολείο (μεταβλητή
κριτηρίου) από τη βαθμολογία τους σε διάφορα τεστ.

4.2 Τρέχουσα εγκυρότητα (concurrent validity): αναφέρεται στη σχέση ανάμεσα


στη μέτρηση μιας κλίμακας και σε μια άλλη χρονικά παράλληλη μεταβλητή-
κριτήριο.

5. Εσωτερική και εξωτερική εγκυρότητα (internal & external validity): Η εσωτερική


εγκυρότητα αναφέρεται στο βαθμό στον οποίο τα αποτελέσματα μιας έρευνας
οφείλονται στον πειραματικό χειρισμό του ερευνητή και όχι σε άλλους τυχαίους
παράγοντες.

Η εξωτερική εγκυρότητα αναφέρεται στο βαθμό στον οποίο τα αποτελέσματα ενός


ερευνητικού σχεδίου μπορούν να γενικευτούν πέρα από τα στενά πλαίσια της
συγκεκριμένης έρευνας.

Σύγκριση αξιοπιστίας και εγκυρότητας

• Γενικά, είναι πιο εύκολο να αποδείξει κανείς την αξιοπιστία μιας μέτρησης
παρά την εγκυρότητα μιας μεταβλητής. Αυτό συμβαίνει γιατί για να
αποδείξει κανείς την ύπαρξη υψηλής αξιοπιστίας αρκεί να αποδείξει ότι
υπάρχει υψηλή συνάφεια μεταξύ των μετρήσιμων μεταβλητών, ενώ για να
αποδείξει την ύπαρξη εγκυρότητας πρέπει να αποδείξει την ύπαρξη και
συγκλίνουσας και αποκλίνουσας εγκυρότητας.
Θέματα δεοντολογίας

 Αποφυγή σωματικής και ψυχολογικής καταπόνησης.

 Παροχή ελευθερίας επιλογής.

 Εξασφάλιση συγκατάθεσης.

 Αποφυγή κατάχρησης εξουσίας.

 Εχεμύθεια.

 Αποφυγή εξαπάτησης.

 Ενημέρωση στο τέλος της έρευνας.

 Προσοχή κατά τη χρήση ζώων στην έρευνα.

 Η ειλικρινής και σωστή καταγραφή των αποτελεσμάτων.

 Αποφυγή λογοκλοπής.

Λογοκλοπή
Πώς θα χρησιμοποιούσατε το παρακάτω απόσπασμα από Κωσταρίδου-
Ευκλείδη (1999, σ. 26) στην εργασία σας χωρίς να διαπράττετε λογοκλοπή;

Οι ιεραρχήσεις των κινήτρων είναι δυνατό να διαφέρουν μεταξύ των ατόμων


αλλά και στο ίδιο το άτομο σε διάφορες φάσεις της ζωής του. Επίσης, oι
εναλλακτικοί στόχοι του ίδιου βασικού κινήτρου μπορούν να διευρύνονται
(π.χ. να επιδιώκει κανείς το άριστο σε κάθε έκφανση της ζωής του) ή να
περιορίζονται (π.χ. να επιδιώκει κανείς την τελειότητα στη δουλειά μόνο και
όχι στις άλλες εκδηλώσεις του) ή να ιεραρχούνται ως προς τη σημασία τους.
1ο Παράδειγμα λογοκλοπής

Οι ιεραρχήσεις των κινήτρων μπορεί να διαφέρουν μεταξύ των ατόμων αλλά


και στο ίδιο το άτομο σε διάφορες στιγμές της ζωής του. Επιπλέον, oι
διαφορετικοί στόχοι του ίδιου κινήτρου μπορούν να διευρύνονται (π.χ. να
στοχεύει κανείς στο άριστο σε κάθε έκφανση της ζωής του) ή να
περιορίζονται (π.χ. να στοχεύει κανείς στην τελειότητα μόνο στη δουλειά και
όχι στις άλλες εκδηλώσεις του) ή να ιεραρχούνται ως προς τη σημασία τους.

2ο Παράδειγμα λογοκλοπής

Σύμφωνα με την Κωσταρίδου-Ευκλείδη (1999), υπάρχουν ιεραρχήσεις των


κινήτρων, οι οποίες μπορεί να διαφέρουν μεταξύ των ατόμων αλλά και στο
ίδιο το άτομο σε διαφορετικές στιγμές. Επίσης, η Κωσταρίδου-Ευκλείδη
υποστηρίζει ότι oι εναλλακτικοί στόχοι του ίδιου βασικού κινήτρου μπορούν
να διευρύνονται ή να περιορίζονται ή να ιεραρχούνται ως προς τη σημασία
τους.
Αποφυγή λογοκλοπής

Παράφραση πληροφοριών και σωστή αναφορά των πηγών.

Π.χ.

Σύμφωνα με την Κωσταρίδου-Ευκλείδη (1999), μπορούμε να συναντήσουμε


διαφορετικές ταξινομήσεις κινήτρων από άτομο σε άτομο. Αλλά και σε κάθε
άτομο χωριστά μπορεί να παρατηρηθούν αλλαγές στις ομαδοποιήσεις των
κινήτρων του σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα. Ένα κίνητρο μπορεί να
χαρακτηρίζεται από διαφορετικούς στόχους, οι οποίοι με τη σειρά τους
μπορεί να αποκτούν διαφορετική βαρύτητα ανάλογα με τη σημασία τους.
Επιπλέον, οι στόχοι ενός κινήτρου μπορεί να έχουν γενικότερη ή πιο
περιορισμένη ισχύ. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να θέσει κανείς ως στόχο
του την τελειότητα σε όλους τους τομείς της ζωής του ή μόνο στον
επαγγελματικό τομέα (Κωσταρίδου-Ευκλείδη 1999).

Μπορούμε να συναντήσουμε διαφορετικές ταξινομήσεις κινήτρων μεταξύ


των ατόμων. Αλλά και στο ίδιο το άτομο μπορεί να παρατηρηθούν αλλαγές
στις ομαδοποιήσεις των κινήτρων του σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα.
Ένα κίνητρο μπορεί να χαρακτηρίζεται από διαφορετικούς στόχους, οι οποίοι
με τη σειρά τους μπορεί να αποκτούν διαφορετική βαρύτητα ανάλογα με τη
σημασία τους. Επιπλέον, οι στόχοι ενός κινήτρου μπορεί να έχουν γενικότερη
ή πιο περιορισμένη ισχύ (Κωσταρίδου-Ευκλείδη 1999).
Χρήση πρωτότυπης διατύπωσης για πιστή απόδοση
του νοήματος

Σύμφωνα με την Κωσταρίδου-Ευκλείδη (1999, σ. 26), “oι διαφορετικοί στόχοι


του ίδιου κινήτρου μπορούν να διευρύνονται…ή να περιορίζονται… ή να
ιεραρχούνται ως προς τη σημασία τους”.
Ή
Σύμφωνα με την Κωσταρίδου-Ευκλείδη (1999, σ. 26), “oι διαφορετικοί στόχοι
του ίδιου κινήτρου μπορούν να διευρύνονται (π.χ. να στοχεύει κανείς στο
άριστο σε κάθε έκφανση της ζωής του) ή να περιορίζονται (π.χ. να στοχεύει
κανείς στην τελειότητα μόνο στη δουλειά και όχι στις άλλες εκδηλώσεις του)
ή να ιεραρχούνται ως προς τη σημασία τους”.
Ή
“Οι ιεραρχήσεις των κινήτρων είναι δυνατό να διαφέρουν μεταξύ των
ατόμων αλλά και στο ίδιο το άτομο σε διάφορες φάσεις της ζωής του.
Επίσης, oι εναλλακτικοί στόχοι του ίδιου βασικού κινήτρου μπορούν να
διευρύνονται (π.χ. να επιδιώκει κανείς το άριστο σε κάθε έκφανση της ζωής
του) ή να περιορίζονται (π.χ. να επιδιώκει κανείς την τελειότητα στη δουλειά
μόνο και όχι στις άλλες εκδηλώσεις του) ή να ιεραρχούνται ως προς τη
σημασία τους” (Κωσταρίδου-Ευκλείδη, 1999, σ. 26).

Η αυτούσια παράθεση χωρίου ή λόγων σε εισαγωγικά


χρησιμοποιείται κυρίως όταν θέλουμε:

• να παρουσιάσουμε ορισμούς εννοιών.


• να παρουσιάσουμε μια άποψη για να τη σχολιάσουμε ή να ασκήσουμε
κριτική εναντίον της.
• να παρουσιάσουμε τη θέση ενός αναγνωρισμένου ερευνητή, η οποία
συμφωνεί με τα ευρήματά μας ή με τα επιχειρήματά μας.
• να συμπεριλάβουμε ένα έξυπνο, χιουμοριστικό ή γενικά καλά
διατυπωμένο χωρίο, του οποίου το νόημα θα άλλαζε σημαντικά αν
επιχειρούσαμε να το αποδώσουμε με διαφορετικό τρόπο.
Περίληψη ή παράφραση χρησιμοποιείται όταν:

• αυτό που θέλουμε να δανειστούμε από μια πηγή είναι το γενικότερο


νόημα ή μια ιδέα.

• μπορούμε να εκφράσουμε με λιγότερα λόγια αυτό που αναφέρεται στην


πηγή.

• όταν η γλώσσα του πρωτότυπου κειμένου είναι περίπλοκη και δυσνόητη.

Γενικές οδηγίες για σωστή παράφραση:

 Πρωταρχικός στόχος σας κατά την ανάγνωση ενός κειμένου θα πρέπει να


είναι η κατανόησή του και όχι η καταγραφή συγκεκριμένων προτάσεων.

 Κρατήστε σημειώσεις και προσπαθήστε να παραφράσετε τις σημειώσεις.

 Προσπαθήστε να μην κοιτάτε το πρωτότυπο κείμενο όταν το γράφετε με


δικά σας λόγια.

 Προσπαθήστε πάντα να επιλέγετε να παραφράσετε το απόσπασμα που


σας ενδιαφέρει και όχι ολόκληρο το κείμενο.

 Σκεφτείτε πώς θα περιγράφατε το περιεχόμενο της συγκεκριμένης πηγής


με δικά σας λόγια σε κάποιον άλλον.

 Αλλάξτε σημαντικά και τη δομή και τις λέξεις του πρωτότυπου κειμένου.
Ερωτηματολόγιο
Το ερωτηματολόγιο αποτελείται από μια σειρά ερωτήσεων, οι οποίες έχουν ως
στόχο την καταγραφή των απόψεων, γνώσεων ή στάσεων μιας ομάδας
ατόμων.

Τρόποι συμπλήρωσης:
α) άμεσος (ο ίδιος ο ερωτώμενος συμπληρώνει το ερωτηματολόγιο).
 Ο τρόπος αυτός επιλέγεται όταν:
• θέλουμε να πάρουμε πληροφορίες από έναν πολύ μεγάλο αριθμό ατόμων.
• είμαστε σίγουροι ότι όλοι οι συμμετέχοντες μπορούν να καταλάβουν τις
ερωτήσεις.
• το ερωτηματολόγιο προκαλεί το ενδιαφέρον των συμμετεχόντων.
β) έμμεσος (ο εξεταστής καταγράφει τις απαντήσεις)

Τρόποι χορήγησης:
α) Με αλληλογραφία
β) Με απευθείας χορήγηση
γ) Τηλεφωνικά

Βασικά στάδια εκτέλεσης έρευνας με ερωτηματολόγιο

Η έρευνα με ερωτηματολόγιο περιλαμβάνει διάφορα στάδια (Javeau,


1996):

1. Προσδιορισμός του αντικειμένου έρευνας: προσδιορισμός των


μεταβλητών που θα συμπεριληφθούν στην έρευνα.

2. Εξασφάλιση υλικών μέσων (προσδιορισμός του απαιτούμενου


χρόνου, εξασφάλιση προσωπικού, οικονομικών πόρων κ.λ.π.).

3. Συλλογή πληροφοριών από προηγούμενες έρευνες: ανασκόπηση


της βιβλιογραφίας για μια ευρύτερη ενημέρωση γύρω από ένα
θέμα και τις μεθόδους με τις οποίες έχει διερευνηθεί στο
παρελθόν.

4. Καθορισμός σκοπού και ερευνητικών υποθέσεων: σαφής


προσδιορισμός βασικών ερωτημάτων και ερευνητικών υποθέσεων.
5. Ορισμός του πληθυσμού: ο καθορισμός του πληθυσμού προκύπτει είτε
από τον ορισμό του ίδιου του αντικειμένου είτε από κάποια
χαρακτηριστικά του δείγματος (π.χ. ηλικία).

6. Επιλογή του δείγματος: Επιλογή ενός αντιπροσωπευτικού δείγματος από


τον πληθυσμό. Το μέγεθος του δείγματος συχνά καθορίζεται από
προηγούμενες σχετικές έρευνες, από τα χαρακτηριστικά του πληθυσμού,
καθώς και από πιλοτικές έρευνες.

7. Σύνταξη του σχεδίου του ερωτηματολογίου: σύνταξη ενός


προκαταρκτικού σχεδίου που θα χορηγηθεί στους συμμετέχοντες σε μια
πιλοτική έρευνα.

8. Διεξαγωγή πιλοτικής έρευνας: Η πιλοτική έρευνα βοηθά να


διευκρινίσουμε: α) αν οι όροι που χρησιμοποιούμε γίνονται εύκολα
κατανοητοί, β) αν η σειρά ερωτήσεων προκαλεί σύγχυση ή παρανοήσεις,
γ) αν οι συγκεκριμένες ερωτήσεις επιτρέπουν τη συλλογή των επιθυμητών
πληροφοριών, δ) αν το ερωτηματολόγιο είναι υπερβολικά μεγάλο και
κουραστικό και ε) αν οι οδηγίες συμπλήρωσης είναι σαφείς.

9. Σύνταξη του τελικού πλάνου του ερωτηματολογίου: σύνταξη των τελικών


ερωτήσεων, σελιδοποίηση και εκτύπωση του ερωτηματολογίου.

10. Εκπαίδευση συνεργατών των ερευνητών: Ένας καλός ερευνητής πρέπει:


α) να είναι ουδέτερος, β) να είναι σαφής ως προς το σκοπό της έρευνας,
γ) να προκαλεί το ενδιαφέρον των ερωτώμενων, δ) να παρέχει τις
απαραίτητες διευκρινίσεις στους ερωτώμενους, ε) να ενισχύει τη
σοβαρότητα των ερωτώμενων απέναντι στην έρευνα, στ) να αποτρέπει
ανειλικρινείς απαντήσεις.
11. Υλοποίηση της έρευνας: χορήγηση και συγκέντρωση των
ερωτηματολογίων.

12. Κωδικοποίηση των ερωτηματολογίων: κωδικοποίηση των απαντήσεων για


περαιτέρω επεξεργασία.

13. Ανάλυση των αποτελεσμάτων: εξέταση συσχετίσεων που συμφωνούν με


την αρχική υπόθεση, αλλά και συσχετίσεων που παρουσιάζουν
ενδιαφέρον.

14. Συγγραφή της έρευνας: καταγραφή και ερμηνεία των αποτελεσμάτων.

Είδη πληροφοριών που συλλέγονται με τα ερωτηματολόγια:

α) δημογραφικά δεδομένα (π.χ. ηλικία, φύλο, εθνικότητα, κοινωνικο-


οικονομική τάξη, εισόδημα)

β) πληροφορίες για τη συμπεριφορά των ατόμων

γ) πληροφορίες για στάσεις και απόψεις των ερωτώμενων


δ) πληροφορίες για τις γνώσεις των ατόμων: τέτοια ερωτηματολόγια
χορηγούνται κυρίως σε μαθητές (στο χώρο του σχολείου) ή σε υπαλλήλους (στο
χώρο εργασίας τους).

ε) πληροφορίες για τους στόχους και τις προσδοκίες των ατόμων.

Συχνά, είναι προτιμότερο να χρησιμοποιούνται ήδη υπάρχοντα ερωτηματολόγια


(τα οποία έχουν ελεγχθεί ως προς την εγκυρότητα και αξιοπιστία τους) από το
να κατασκευάζονται νέα.

Στόχοι που πρέπει να πληρούνται κατά την κατασκευή ερωτήσεων:

α) κάθε ερώτηση πρέπει να έχει εγκυρότητα κατασκευής και εγκυρότητα


περιεχομένου.
β) οι ερωτήσεις πρέπει να χαρακτηρίζονται από αξιοπιστία.
γ) πρέπει να αποφεύγονται ερωτήσεις που κατευθύνουν τις απαντήσεις ή που
οδηγούν σε παρανοήσεις.
δ) οι ερωτήσεις πρέπει να χαρακτηρίζονται από ευαισθησία στις λεπτές
διαφορές μεταξύ των ατόμων.
Είδη ερωτήσεων ως προς τη μορφή τους
α) κλειστές ερωτήσεις, στις οποίες οι απαντήσεις είναι προκαθορισμένες.

Π.χ. Σας αρέσει να ζείτε στα Γιάννενα;


Ναι Όχι Δεν ξέρω

Πλεονέκτημα: Είναι εύκολη η στατιστική τους επεξεργασία.

Μειονέκτημα: Υπαγορεύουν τις απαντήσεις.

β) ανοιχτές ερωτήσεις, στις οποίες οι απαντήσεις δεν προκαθορίζονται.


Π.χ. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά που θα θέλατε να έχει ο σύντροφός σας;

Πλεονέκτημα: Είναι χρήσιμες για τη συγκέντρωση πληροφοριών στην


περίπτωση ευαίσθητων θεμάτων, καθώς και στην περίπτωση που δε μπορούμε
να προβλέψουμε τις απαντήσεις.

Μειονέκτημα: Είναι εύκολο να οδηγήσουν σε παρερμηνείες, αφού ενδέχεται


τα άτομα να κατανοήσουν και να απαντήσουν τις ερωτήσεις με πολλούς
διαφορετικούς τρόπους και, κατά συνέπεια, να δώσουν πληροφορίες
διαφορετικές από αυτές που ενδιαφέρουν τον ερευνητή.
γ) ημι-ανοιχτές ή ημι-κλειστές ερωτήσεις, στις οποίες προκαθορίζονται οι
πιθανότερες απαντήσεις, αλλά ταυτόχρονα δίνεται η επιλογή ελεύθερης
απάντησης.

Π.χ. Αν θέλατε να κάνετε μια σημαντική αγορά και δεν είχατε τα χρήματα, τι θα
κάνατε;
α) Θα ζητούσα δάνειο από την τράπεζα, β) Θα ζητούσα βοήθεια από τους
γονείς μου, γ) Θα ζητούσα βοήθεια από φίλους, δ) Θα έβρισκα δεύτερη
δουλειά, ε) Άλλο……..

Γενικές οδηγίες για την κατασκευή ερωτήσεων

α) Οι ερωτήσεις πρέπει να χαρακτηρίζονται από τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια


προκειμένου να μπορούν να απαντηθούν από όλους τους συμμετέχοντες.
β) Πρέπει να αποφεύγονται ερωτήσεις που παραπέμπουν σε κοινωνικά
αποδεκτές απαντήσεις.
γ) Σε ερωτήσεις που αναφέρονται σε ποσοτικά δεδομένα (π.χ. συχνότητα) είναι
προτιμότερο να χρησιμοποιούνται αριθμοί παρά λέξεις (π.χ. συχνά).
δ) Πρέπει να αποφεύγονται διπλές αρνήσεις (π.χ. Δεν πιστεύω ότι δεν…).
ε) Πρέπει να αποφεύγονται σύνθετες ερωτήσεις (π.χ. “Πιστεύεις ότι οι
παραβάτες του κ.ο.κ. πρέπει να τιμωρούνται με αφαίρεση πινακίδων και
πρόστιμο;”).
στ) Οι εναλλακτικές απαντήσεις στις κλειστές ερωτήσεις πρέπει να εξαντλούν
όλες τις πιθανές περιπτώσεις.
Τρόποι που συμβάλλουν στην αύξηση του ποσοστού ανταπόκρισης

α) Σε περίπτωση ταχυδρομικής αποστολής του ερωτηματολογίου, συνιστάται


αποστολή συνοδευτικής επιστολής, στην οποία παρουσιάζεται ο σκοπός της
έρευνας και τονίζεται η σπουδαιότητά της. Σε περίπτωση καθυστέρησης
επιστροφής του ερωτηματολογίου συνιστάται η αποστολή υπομνήματος.
β) Η καλή εμφάνιση των ερωτηματολογίων (καλή διατύπωση, ορθογραφία,
σωστή σύνταξη κλπ.).
γ) Η περιορισμένη έκταση του ερωτηματολογίου.
δ) Το κατάλληλο χρονικό διάστημα αποστολής ή χορήγησης του
ερωτηματολογίου.

Συνέντευξη

Η συνέντευξη έχει αρκετά πλεονεκτήματα:

α) Εξασφαλίζει μια σχέση άνεσης και εμπιστοσύνης μεταξύ του ερευνητή και
του ερωτώμενου, γεγονός που διευκολύνει τη συλλογή δεδομένων.
β) Δίνει τη δυνατότητα διευκρινιστικών σχολίων (συνέπεια: αποφυγή
παρανοήσεων).
γ) Επιτρέπει στον ερευνητή να αποκτήσει πλούτο πληροφοριών.
δ) Αποτελεί το μοναδικό τρόπο συλλογής πληροφοριών σε διάφορες
περιπτώσεις (π.χ. αναλφαβητισμού ή προβλημάτων ανάγνωσης).
Είδη συνέντευξης
Δομημένη συνέντευξη: Οι ερωτήσεις ετοιμάζονται εκ των προτέρων.
Πλεονέκτημα: επιτρέπει μια αποτελεσματική σύγκριση των απαντήσεων των
ερωτώμενων.

Μειονέκτημα: η προκαθορισμένη διατύπωση των ερωτήσεων, ενδεχομένως,


περιορίζει και κατευθύνει τη σκέψη του ερωτώμενου.

Μη δομημένη συνέντευξη: ελεύθερη συζήτηση μεταξύ του ερευνητή και του


ερωτώμενου γύρω από διάφορα θέματα. Απαιτείται κατάλληλη εκπαίδευση του
συνεντευκτή (π.χ. για αποφυγή ερωτήσεων με προκατειλημμένο τρόπο).

Είδη μη δομημένης συνέντευξης:


• η εστιασμένη ή εντοπισμένη συνέντευξη, η οποία έχει ως στόχο να
καταγράψει τις εντυπώσεις των ατόμων για ένα γεγονός ή θέμα, ένα βιβλίο,
ένα πρόγραμμα της τηλεόρασης κλπ.
Ο ερευνητής κατευθύνει τη συζήτηση. Συχνά ερωτώνται πολλά άτομα μαζί,
τα οποία μοιράζονται τις απόψεις τους. Μάλιστα, πολλές φορές η
εστιασμένη συνέντευξη διεξάγεται σε μια πρώτη φάση κατασκευής ενός
ερωτηματολογίου.
• η μη κατευθυνόμενη συνέντευξη, η οποία απαιτεί πολύ χρόνο αφού ο
ερωτώμενος εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του, χωρίς την παρέμβαση του
ερευνητή.

Μειονέκτημα της μη δομημένης συνέντευξης: η δυσκολία επεξεργασίας των


απαντήσεων, καθώς δεν υπάρχει ομοιομορφία μεταξύ των απαντήσεων των
ερωτώμενων.
Ανάλυση των δεδομένων των συνεντεύξεων

Η καταγραφή των απαντήσεων είναι πολύ σημαντική και ιδιαίτερα στην


περίπτωση ανοιχτών ερωτήσεων, όπου κάθε απάντηση καταγράφεται
αυτολεξεί. Γι’ αυτό και συχνά η συνέντευξη ηχογραφείται.

Η ανάλυση περιεχομένου (content analysis) χρησιμοποιείται για την


επεξεργασία των δεδομένων που συλλέγονται με τις συνεντεύξεις.
Κατά την ποσοτική ανάλυση περιεχομένου, επιλέγεται αρχικά το υλικό που
πρόκειται να αναλυθεί και στη συνέχεια οι συγκεκριμένες μονάδες ανάλυσης
(π.χ. μια λέξη, ένα θέμα, ο χρόνος απάντησης μιας ερώτησης). Κατά τη
συγκεκριμένη ανάλυση, δίνεται έμφαση, συνήθως, στη συχνότητα εμφάνισης
των διαφορετικών κατηγοριών.

Η ποιοτική ανάλυση περιεχομένου δίνει έμφαση στο νόημα. Σκοπός της είναι ο
εντοπισμός αυτούσιων φράσεων ή προτάσεων σχετικών με συγκεκριμένα
θέματα.

Σχεδιασμός και Διεξαγωγή Πειραμάτων

Πρώτο στάδιο: λειτουργικοί ορισμοί της ανεξάρτητης και της εξαρτημένης


μεταβλητής.

Επιλογή της ανεξάρτητης μεταβλητής


Επιλέγουμε μια ανεξάρτητη μεταβλητή (Α.Μ.), την οποία χειριζόμαστε, καθώς
και μια εξαρτημένη μεταβλητή (Ε.Μ.) που μετρά τις αλλαγές στη συμπεριφορά.
Π.χ. επίδραση του χώρου μελέτης (π.χ. σπίτι, βιβλιοθήκη πανεπιστημίου,
παραλία, αίθουσα διδασκαλίας) στην επίδοση των φοιτητών στις εξετάσεις.

Η Α.Μ. ονομάζεται και παράγοντας (factor). Η κάθε συνθήκη της Α.Μ. ονομάζεται
επίπεδο (level) ή χειρισμός (treatment).
Επίπεδα της Α.Μ.
σπίτι βιβλιοθήκη παραλία αίθουσα
(επίπεδο 1) (επίπεδο 2) (επίπεδο 3) (επίπεδο 4)
Ε.Μ. (επίδοση Χ Χ Χ Χ
στο μάθημα) Χ Χ Χ Χ
Χ Χ Χ Χ
Χ Χ Χ Χ
. . . .
. . . .
. . . .

Ο ερευνητής συγκρίνει τους μέσους όρους (Μ) των σκορ στα διαφορετικά επίπεδα.

Το παραπάνω πειραματικό σχέδιο είναι σχέδιο μονής κατεύθυνσης (one-way


design), αφού χειριζόμαστε μόνο μια Α.Μ. (ή έναν παράγοντα).

Επιπλέον, είναι σχέδιο μεταξύ υποκειμένων ή σχέδιο ανεξάρτητων δειγμάτων,


επειδή τοποθετούμε με τυχαίο τρόπο διαφορετικά άτομα στις διαφορετικές
συνθήκες και το κάθε άτομο ανήκει μόνο σε μία από τις συνθήκες της Α.Μ.
Χειρισμός της Α.Μ.
Ο χειρισμός της Α.Μ. μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους.
Πιο συγκεκριμένα, η Α.Μ.:

• μπορεί να προκύπτει από διαφορές στις διαστάσεις των ερεθισμάτων (π.χ.


ένταση, φωτεινότητα, μέγεθος κ.α.) ή από μεγαλύτερες διαφορές των
ερεθισμάτων (π.χ. διαφορετικά συστήματα διδασκαλίας, τηλεοπτικά
προγράμματα, είδη μουσικής).

• μπορεί να αφορά στο γενικό πλαίσιο παρουσίασης ενός ερεθίσματος (π.χ.


χειρισμός εξωτερικού θορύβου).

• μπορεί να αναφέρεται στις διαφορετικές οδηγίες που δίνονται στα άτομα


στις διαφορετικές συνθήκες (π.χ. οδηγίες για απομνημόνευση ή για
σημασιολογική επεξεργασία).

• μπορεί να αφορά σε χειρισμό φυσιολογικών διεργασιών (π.χ. χορήγηση


διαφορετικών ποσοτήτων αλκοόλ ή φαρμάκων ή έλεγχος της χρονικής
διάρκειας ύπνου).

• συχνά προκύπτει από την υπερφόρτωση ενός συστήματος (π.χ. ταυτόχρονη


εκτέλεση δύο έργων με στόχο τη μελέτη χωρητικότητας και φυσιολογικής
λειτουργίας του συστήματος).
Κατά την επιλογή και δημιουργία του λειτουργικού ορισμού της Α.Μ. ο ερευνητής πρέπει
να δώσει ιδιαίτερη προσοχή στο θέμα της εγκυρότητας.

Η Α.Μ. πρέπει να χαρακτηρίζεται από:

• εγκυρότητα εννοιολογικής κατασκευής για να είμαστε σίγουροι ότι οι χειρισμοί μας


επιτρέπουν την εξαγωγή συμπερασμάτων για τα φαινόμενα που μας ενδιαφέρουν
• εγκυρότητα περιεχομένου
• εξωτερική εγκυρότητα (άρα, αποφυγή πολύ ασυνήθιστων Α.Μ. και συνθηκών)
• οικολογική εγκυρότητα
• εσωτερική και εξωτερική εγκυρότητα

Επιλογή των επιπέδων της Α.Μ.

Το πιο απλό πειραματικό σχέδιο περιλαμβάνει δύο συνθήκες και συγκρίνει την επίδρασή
τους στην Ε.Μ.

Τα χαρακτηριστικά της Α.Μ. θα καθορίσουν και το είδος της γραφικής απεικόνισης των
αποτελεσμάτων.

Βασικά διαγράμματα απεικόνισης των Α.Μ. (Χ-άξονας, οριζόντιος) και των Ε.Μ. (Υ-
άξονας, κάθετος)
• Γραμμικά
• Ράβδου
Γραμμικό διάγραμμα

100
90
80
% σωστών απαντήσεων

70
60
50 γυναίκες
40 άνδρες
30
20
10
0
1 ώρα 2 ώρες 3 ώρες 4 ώρες

Διάγραμμα ράβδου

90
80
70
% of correct responses

60
50 single
40 secondary
30
20
10
0
men women
Ομάδα ελέγχου: Η ομάδα ελέγχου αποτελεί το σημείο αναφοράς κατά την αξιολόγηση
της επίδρασης της Α.Μ., αφού τα άτομα αυτής της ομάδας δε δέχονται την επίδρασή της.

Η ομάδα ελέγχου, λοιπόν, συγκρίνεται με την πειραματική ομάδα, η οποία δέχεται την
επίδραση της Α.Μ.

Η ομάδα ελέγχου δεν είναι απαραίτητη σε κάθε πειραματικό σχέδιο.

Αύξηση στατιστικής δύναμης: δηλ. της πιθανότητας απόρριψης της H0 όταν αυτή είναι
λανθασμένη. Για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός, απαιτούνται στατιστικά σημαντικές
διαφορές μεταξύ των τιμών της Ε.Μ. στις διαφορετικές συνθήκες. Για το λόγο αυτό, οι
ερευνητές επιλέγουν συνθήκες που διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους.

Έλεγχος αξιοπιστίας και εγκυρότητας στο πείραμα

Ο πειραματιστής πρέπει να επιδιώκει αξιοπιστία όχι μόνο ως προς τη μέτρηση των


αποτελεσμάτων αλλά και ως προς το χειρισμό της Α.Μ. Πρέπει δηλ. όλα τα άτομα που
ανήκουν σε μια ομάδα να λαμβάνουν ακριβώς τους ίδιους χειρισμούς.

Επίσης, ο πειραματιστής πρέπει να εξασφαλίζει όλα τα είδη της εγκυρότητας, δίνοντας


έμφαση στην εσωτερική εγκυρότητα, δηλαδή στο βαθμό στον οποίο τα αποτελέσματα
οφείλονται μόνο στο χειρισμό της Α.Μ.

Ένας κίνδυνος της εσωτερικής εγκυρότητας είναι η διάδοση του πειραματικού χειρισμού.

Ένας τρόπος αντιμετώπισης του κινδύνου αυτού είναι να εξηγήσουμε στους


συμμετέχοντες τους λόγους για τους οποίους είναι σημαντικό να μην αποκαλύψουν
στοιχεία σχετικά με την έρευνα στους επόμενους συμμετέχοντες.

Επιπλέον, η εγκυρότητα του πειράματος διασφαλίζεται όταν ο ερευνητής πείθει τους


συμμετέχοντες σχετικά με τη σοβαρότητα και τη σπουδαιότητα του πειράματος και των
συγκεκριμένων πειραματικών χειρισμών (πειραματικός ρεαλισμός).

Ένας άλλος παράγοντας που συμβάλλει στην αξιοπιστία και την εγκυρότητα είναι η
σαφήνεια διατύπωσης των οδηγιών προς τους συμμετέχοντες.
Έλεγχος χαρακτηριστικών που μπορούν να επηρεάσουν την επίδοση των
συμμετεχόντων

Ο πειραματιστής πρέπει να αποφεύγει υπαινιγμούς που μπορεί να καθοδηγήσουν τη


συμπεριφορά των συμμετεχόντων.

Επίσης, συχνά είναι απαραίτητο ο πειραματιστής να καταφεύγει στην εξαπάτηση, δηλ.


στην προσωρινή απόκρυψη του πραγματικού σκοπού της έρευνας. Μάλιστα, συχνά,
είναι χρήσιμο ο σκοπός της έρευνας να μην είναι γνωστός ούτε στους ίδιους τους
πειραματιστές, για αποφυγή μετάδοσης των προσδοκιών τους στους συμμετέχοντες.
Στην περίπτωση αυτή, εφαρμόζεται η διαδικασία της διπλά τυφλής μεθόδου.

Η χρήση placebo βοηθά, επίσης, στον έλεγχο χαρακτηριστικών που μπορούν να


επηρεάσουν τη συμπεριφορά των υποκειμένων.

Τρόποι αύξησης της ευαισθησίας της Ε.Μ.:

1) Η αυξημένη ακρίβεια των μετρήσεων (π.χ. η μέτρηση του χρόνου αντίδρασης είναι
πιο ευαίσθητη από τη μέτρηση ακρίβειας).

2) Αποφυγή περιορισμού του εύρους των βαθμολογιών των ατόμων (π.χ. περιορισμένο
εύρος: 0-4, μη περιορισμένο εύρος: 0-100).

3) Αποφυγή χρήσης πολύ εύκολων έργων ή ερωτήσεων, καθώς οδηγούν σε επιδράσεις


“οροφής” (ceiling effects), δηλ. η χαμηλότερη δυνατή βαθμολογία είναι ήδη πολύ
υψηλή.

4) Αποφυγή χρήσης πολύ δύσκολων έργων, τα οποία οδηγούν σε επιδράσεις “δαπέδου”


(floor effects), δηλ. η υψηλότερη δυνατή βαθμολογία είναι πολύ χαμηλή.
Είδη πειραματικών σχεδίων

• Α. Σχέδια μονής κατεύθυνσης (σχέδια με μια μόνο Α.Μ.)

Διεξάγονται είτε:
1. με τη χρησιμοποίηση διαφορετικών συμμετεχόντων σε καθεμιά από τις συνθήκες του
πειράματος (σχέδια μεταξύ υποκειμένων ή σχέδια ανεξάρτητων δειγμάτων),
2. με τη χρησιμοποίηση των ίδιων συμμετεχόντων σε καθεμιά από τις πειραματικές
συνθήκες (σχέδια επαναληπτικών μετρήσεων).

• Στην πρώτη περίπτωση, λοιπόν, ο πειραματιστής τοποθετεί τυχαία το κάθε άτομο στο
κάθε επίπεδο της Α.Μ.

• Στη δεύτερη περίπτωση, τα ίδια άτομα συμμετέχουν σε κάθε επίπεδο της Α.Μ. Τα
σχέδια αυτά ονομάζονται σχέδια επαναληπτικών μετρήσεων (repeated measures-
designs), γιατί η Ε.Μ. μετριέται πάνω από μία φορές για το κάθε άτομο.

• Συχνά, μια ερευνητική υπόθεση μπορεί να εξεταστεί και με τα δύο παραπάνω είδη
πειραματικών σχεδιασμών.

Πλεονεκτήματα των σχεδίων επαναληπτικών μετρήσεων

• Αποκλείουν την πιθανότητα σφαλμάτων που οφείλονται σε διαφορές στα


χαρακτηριστικά (ηλικία, μνήμη, εμπειρίες, γνώσεις κ.λ.π.) των συμμετεχόντων.

• Απαιτούν μικρότερο αριθμό συμμετεχόντων.

Μειονεκτήματα των σχεδίων επαναληπτικών μετρήσεων

• Επιδράσεις “μεταφοράς” (carry over effects). Όταν οι επιδράσεις ενός επιπέδου της
Α.Μ. εξακολουθούν να ισχύουν σε ένα δεύτερο (τρίτο κ.ο.κ.) επίπεδο της Α.Μ., τότε
προκύπτουν επιδράσεις “μεταφοράς”.

• Επιδράσεις εξάσκησης ή κόπωσης. Η επανάληψη της μέτρησης μπορεί να επηρεάσει


θετικά την επίδοση των συμμετεχόντων (λόγω εξάσκησης) ή αρνητικά (λόγω
κούρασης).

Ένας αποτελεσματικός τρόπος ελέγχου αυτών των επιδράσεων είναι η διαδικασία


“εξισορρόπησης” (counterbalancing). Με τη διαδικασία αυτή, αλλάζουμε συστηματικά τη
σειρά παρουσίασης της κάθε συνθήκης, έτσι ώστε να εξουδετερώνουμε την
οποιαδήποτε επίδραση της σειράς των συνθηκών.
Β. Παραγοντικά σχέδια πειραμάτων (σχέδια με πάνω από μία Α.Μ.)

Τα πειράματα με δύο Α.Μ. ονομάζονται σχέδια διπλής κατεύθυνσης (two-way designs),


τα σχέδια με τρεις Α.Μ. ονομάζονται σχέδια τριπλής κατεύθυνσης (three-way designs)
κ.ο.κ.

Τα παραγοντικά σχέδια περιγράφονται με την απαρίθμηση των παραγόντων (δηλ. Α.Μ.)


και των επιπέδων τους και τη σύνδεσή τους με το σύμβολο “Χ”. Συγκεκριμένα, ένα σχέδιο
διπλής κατεύθυνσης, στο οποίο κάθε παράγοντας έχει δύο επίπεδα περιγράφεται ως ένα
2 Χ 2 σχέδιο. Ένα σχέδιο τριπλής κατεύθυνσης, στο οποίο κάθε παράγοντας έχει δύο
επίπεδα, περιγράφεται ως σχέδιο 2 Χ 2 Χ 2. Ένα σχέδιο 2 Χ 3 έχει, επίσης, δύο
παράγοντες, αλλά ο ένας μόνο έχει δύο επίπεδα, ενώ ο άλλος έχει τρία επίπεδα.

Για να υπολογίσουμε το συνολικό αριθμό των συνθηκών πολλαπλασιάζουμε τα επίπεδα


του κάθε παράγοντα. Έτσι, ένα 2 Χ 2 σχέδιο έχει 4 συνθήκες, ενώ ένα 2 Χ 3 σχέδιο έχει 6
συνθήκες.

Στα σχέδια μονής κατεύθυνσης, ο αριθμός των επιπέδων είναι ο ίδιος με τον αριθμό
συνθηκών. Αντίθετα, στα παραγοντικά σχέδια, τα επίπεδα περιγράφουν τον αριθμό των
ομάδων σε κάθε παράγοντα, ενώ οι συνθήκες αναφέρονται στον συνολικό αριθμό των
ομάδων που περιλαμβάνονται σε ένα πείραμα.

Παράδειγμα σχεδίου 2 Χ 2: H θετική επίδραση της σωματικής άσκησης στη μείωση του
άγχους επηρεάζεται από το είδος μουσικής που ακούγεται κατά την άθληση;

Κατά τη συγγραφή της έρευνας, το σχέδιο περιγράφεται ως ένα 2 Χ 2 (είδος σωματικής


άσκησης [yoga, αεροβική] επί είδος μουσικής [αργή ορχηστρική, hip hop]) σχέδιο.

Τα παραγοντικά σχέδια αναλύονται με την ανάλυση διακύμανσης (ΑΝΟVA). Τα


αποτελέσματα μας δείχνουν βασικές επιδράσεις, απλές επιδράσεις και αλληλεπιδράσεις.

Οι βασικές επιδράσεις αναφέρονται στην επίδραση του κάθε παράγοντα χωριστά στην
Ε.Μ., δηλ. στις διαφορές μεταξύ των επιπέδων ενός παράγοντα.
Είδος μουσικής
αργή ορχηστρική hip hop
Yoga
Είδος άσκησης
Αεροβική

Η βασική επίδραση του είδους μουσικής εξετάζεται συγκρίνοντας το Μ των ατόμων που
άκουγαν αργή ορχηστρική μουσική με το Μ των ατόμων που άκουγαν hip hop. Ομοίως, η
βασική επίδραση του είδους σωματικής άσκησης εξετάζεται συγκρίνοντας το Μ των
ατόμων που έκαναν yoga με το Μ των ατόμων που έκαναν αεροβική γυμναστική.

Η αλληλεπίδραση προκύπτει όταν μια Α.Μ. επηρεάζει με διαφορετικό τρόπο την Ε.Μ.
στα διαφορετικά επίπεδα μιας άλλης Α.Μ. Για παράδειγμα, απόδειξη αλληλεπίδρασης
θα είχαμε αν μόνο στα άτομα που έκαναν yoga βρίσκαμε ότι αυτά που άκουγαν αργή
ορχηστρική μουσική είχαν λιγότερο άγχος από αυτά που άκουγαν hip hop, ενώ στα
άτομα που έκαναν αεροβική βρίσκαμε το αντίθετο.

Η απλή επίδραση αναφέρεται στην επίδραση ενός παράγοντα σε ένα επίπεδο ενός
άλλου παράγοντα (π.χ. η επίδραση των διαφορετικών ειδών μουσικής στο άγχος των
ατόμων που έκαναν yoga ονομάζεται απλή επίδραση των διαφορετικών ειδών μουσικής).
Όταν σχεδιάζουμε ένα παραγοντικό πείραμα, διατυπώνουμε προβλέψεις σχετικά με
βασικές επιδράσεις ή αλληλεπιδράσεις.

Η ερμηνεία των βασικών επιδράσεων επηρεάζεται πάντα από τις αλληλεπιδράσεις.


Δηλαδή, σε περίπτωση που βρούμε και στατιστικά σημαντικές βασικές επιδράσεις και
στατιστικά σημαντικές αλληλεπιδράσεις, τότε η ερμηνεία των βασικών επιδράσεων
απαιτεί προσοχή.

Π.χ. στο παράδειγμά μας δεν μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η αργή
ορχηστρική μουσική μειώνει το άγχος (παρόλο που η βασική επίδραση του είδους
μουσικής είναι στατιστικά σημαντική), αφού αυτή η επίδραση εξαρτάται από την
παράλληλη συνύπαρξη του άλλου παράγοντα (του είδους σωματικής άσκησης). Άρα,
συμπεραίνουμε ότι η αργή ορχηστρική μουσική μειώνει το άγχος μόνο στα άτομα που
κάνουν yoga.

Αλληλεπίδραση έχουμε μόνο όταν έχουμε τουλάχιστον δύο Α.Μ. Όταν έχουμε μία Α.Μ.,
μπορεί απλά να υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο ένα και το άλλο επίπεδο της Α.Μ. ως
προς τους μέσους όρους της Ε.Μ. Αυτή είναι απλά μια διαφορά. Αλληλεπίδραση, όμως,
έχουμε όταν έχουμε διαφορά των διαφορών.

Η αλληλεπίδραση αναφέρεται στη διαφορετική επίδραση μίας μεταβλητής ανάλογα με


το επίπεδο μιας άλλης μεταβλητής.
Τα παραγοντικά σχέδια μπορεί να είναι:

α) σχέδια μεταξύ συμμετεχόντων (οπότε και διαφορετικοί συμμετέχοντες τοποθετούνται


τυχαία σε καθεμιά από τις συνθήκες),
β) σχέδια επαναληπτικών μετρήσεων (οπότε και τα ίδια άτομα συμμετέχουν σε όλες τις
συνθήκες) ή
γ) σχέδια που περιλαμβάνουν και παράγοντες μεταξύ συμμετεχόντων και παράγοντες
επαναληπτικών μετρήσεων. Τα τελευταία σχέδια ονομάζονται μικτά παραγοντικά
σχέδια.

Οιονεί πειράματα (quasi-experiments): Στα οιονεί πειράματα, οι συμμετέχοντες δεν


τοποθετούνται τυχαία στις συνθήκες. Αντίθετα, τοποθετούνται σε μια συγκεκριμένη
συνθήκη (ομάδα) επειδή έχουν ήδη ένα χαρακτηριστικό (π.χ. ηλικία, φύλο, ένα
προσωπικό χαρακτηριστικό) που τους κατατάσσει στη συνθήκη αυτή.

ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ
ΕΡΕΥΝΑΣ
Τίτλος

Ονοματεπώνυμο συγγραφέα
Πανεπιστήμιο

Ονοματεπώνυμο δεύτερου (τρίτου κ.ο.κ.) συγγραφέα


Πανεπιστήμιο

Η κεφαλίδα (μπαίνει πάνω δεξιά σε κάθε σελίδα):


περιγράφει το θέμα της έρευνας συνοπτικά (με όχι πάνω από 50 γράμματα).

Ο τίτλος:
Περιγράφει το θέμα της έρευνας με περίπου 12 λέξεις και συχνά
περιλαμβάνει τη σχέση μεταξύ της Α.Μ. και της Ε.Μ. (π.χ. “Η υπερβολική
κατανάλωση αλκοόλ μειώνει τη μνημονική ικανότητα”).

Τα ονοματεπώνυμα των συγγραφέων μπαίνουν με σειρά που καθορίζεται


από τη σπουδαιότητα της συμβολής του κάθε συγγραφέα στη συγκεκριμένη
εργασία.

Σε περίπτωση που όλοι οι συγγραφείς έχουν συμβάλει εξίσου, τα ονόματα


γράφονται με τυχαία σειρά.
Περίληψη
• Περιλαμβάνει μια συνοπτική παρουσίαση της έρευνας, η οποία δεν πρέπει
να ξεπερνά τις 150 λέξεις περίπου.

• Η περίληψη πρέπει να αναφέρει το σκοπό της έρευνας, τη μεθοδολογία (αν


είναι δυνατόν μόνο την ονομασία της), τα βασικά αποτελέσματα (χωρίς
λεπτομέρειες για τα στατιστικά τεστ) και τα πιο σημαντικά συμπεράσματα.

• Συμβουλή: Eίναι καλύτερο η περίληψη να γράφεται στο τέλος, αφού


αποφασίσει κανείς ποια είναι τα βασικά σημεία της εργασίας. Η περίληψη,
συνήθως, περιλαμβάνει μία ή δύο προτάσεις από την κάθε υποενότητα
(δηλ. την Εισαγωγή, τη Μεθοδολογία, τα Αποτελέσματα και τη Συζήτηση).

(Εισαγωγή ή Τίτλος)
Η Εισαγωγή
• παρουσιάζει το σκοπό και τους επιμέρους στόχους της έρευνας.

• πληροφορεί τον αναγνώστη σχετικά με προηγούμενες σχετικές έρευνες και


εξηγεί τη σχέση της συγκεκριμένης έρευνας με προηγούμενα ευρήματα.

• εξηγεί την πρωτοτυπία της συγκεκριμένης έρευνας και τη συνεισφορά της στη
διεύρυνση της επιστημονικής γνώσης.

• πρέπει να ελκύει το ενδιαφέρον του αναγνώστη και να τον προετοιμάζει γι’


αυτό που θα ακολουθήσει.

• περιλαμβάνει μόνο βιβλιογραφικές αναφορές που σχετίζονται άμεσα με τη


συγκεκριμένη έρευνα και εξηγεί πώς η έρευνα αυτή επεκτείνει
προηγούμενες. Επισημαίνονται οι περιορισμοί ή οι ατέλειες προηγούμενων
ερευνών, οι οποίες οδήγησαν στην περαιτέρω διερεύνηση του θέματος.
• Αφού ολοκληρωθεί η βιβλιογραφική ανασκόπηση, περιγράφεται με
σαφήνεια η ερευνητική υπόθεση και αναφέρονται οι εννοιολογικές
μεταβλητές που θα εξεταστούν. Ορίζονται οι εννοιολογικές μεταβλητές,
αναφέρονται ορισμοί που έχουν χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν και
εξηγείται η επιλογή του συγκεκριμένου ορισμού.

• Προς το τέλος της Εισαγωγής (ή σε χωριστή υποενότητα μετά), δίνονται πιο


συγκεκριμένες λεπτομέρειες για την έρευνα που θα ακολουθήσει.

Μέθοδος
Περιγράφει με ακρίβεια τον τρόπο σχεδιασμού και διεξαγωγής της έρευνας.
Στην ενότητα αυτή, πρέπει να δίνονται όλες οι απαραίτητες λεπτομέρειες που
απαιτούνται για την πλήρη κατανόηση της ερευνητικής διαδικασίας. Ωστόσο,
πρέπει να αναφέρονται μόνο οι σημαντικές λεπτομέρειες.

Η ενότητα της μεθόδου χωρίζεται σε επιμέρους τμήματα. Τα πιο βασικά είναι τα


εξής:

• Συμμετέχοντες
• Ερευνητικό υλικό
• Διαδικασία
Συμμετέχοντες:
• Παρέχεται λεπτομερής περιγραφή του δείγματος της έρευνας. Δίνονται
πληροφορίες για τον πληθυσμό, για το μέγεθος του δείγματος, για τον
τρόπο δειγματοληψίας και για τον τρόπο τοποθέτησής τους στις επιμέρους
ομάδες. Σε περίπτωση που κάποια άτομα αποκλείστηκαν πριν τη
στατιστική ανάλυση, το αναφέρουμε στην υποενότητα αυτή.

• Αν το δείγμα αποτελείται από φοιτητές, συνήθως, δε χρειάζεται να


αναφερθούν περισσότερες λεπτομέρειες για προσωπικά χαρακτηριστικά
(πέρα από το φύλο), αλλά σε περίπτωση που το δείγμα προέρχεται από
έναν ειδικό πληθυσμό (π.χ. άτομα με ένα οργανικό ή ψυχολογικό
πρόβλημα), τότε χρειάζονται όλες οι λεπτομέρειες σχετικά με τον
πληθυσμό και το δείγμα (π.χ. ηλικία, Δ.Ν., εθνικότητα).

• Συνήθως, αναφέρεται μόνο τα χαρακτηριστικά που θα αναλυθούν στη


συνέχεια (π.χ. ηλικία, εθνικότητα).

Ερευνητικό υλικό:
Παρέχονται πληροφορίες για τα ερεθίσματα που χρησιμοποιούνται. Το
ερευνητικό υλικό μπορεί να περιλαμβάνει βιντεοκασέτες, προγράμματα
υπολογιστών, ερωτηματολόγια, γεωμετρικά σχήματα, λίστες λέξεων κ.α. Στην
περίπτωση των ερωτηματολογίων, δίνονται πληροφορίες για τον αριθμό των
ερωτήσεων και τη μορφή των απαντήσεων. Όταν πρόκειται για ήδη γνωστές
κλίμακες, ο ερευνητής παραπέμπει τον αναγνώστη στις σχετικές έρευνες.

Συχνά, τα ερεθίσματα που χρησιμοποιήθηκαν παρουσιάζονται σε παραρτήματα


στο τέλος της εργασίας.
Διαδικασία:
Στην ενότητα αυτή, περιγράφεται αναλυτικά η διαδικασία διεξαγωγής της
έρευνας. Δίνονται πληροφορίες π.χ. για οδηγίες, χώρο και χρόνο διεξαγωγής
της έρευνας, καθώς και λεπτομέρειες για την ενημέρωση των συμμετεχόντων
στο τέλος της έρευνας. Πολλές φορές, δίνονται αυτολεξεί οι οδηγίες προς
τους συμμετέχοντες, αλλά αν καταλαμβάνουν πολύ χώρο, τότε
τοποθετούνται στα Παραρτήματα.

Η περιγραφή πρέπει να γίνεται σε αόριστο χρόνο.

Αποτελέσματα

• Το τμήμα αυτό περιλαμβάνει τις στατιστικές αναλύσεις των δεδομένων. Τα


αποτελέσματα παρουσιάζονται είτε με σειρά σπουδαιότητας ανάλογα με τις
ερευνητικές υποθέσεις είτε με τη σειρά με την οποία έγινε η συλλογή των
δεδομένων.

• Στην περίπτωση που οι αναλύσεις είναι απλές, δε χρειάζεται η γραφική


απεικόνισή τους. Αν όμως υπάρχουν πολλοί μέσοι όροι ή συσχετίσεις, τότε
χρησιμοποιούμε πίνακες ή σχεδιαγράμματα και αναφερόμαστε οπωσδήποτε
σε αυτούς/ά στο βασικό κείμενο της ενότητας των Αποτελεσμάτων. Γενικά,
στοιχεία που περιλαμβάνονται στους πίνακες δεν τα αναφέρουμε πάλι στο
κείμενο και το αντίστροφο.
Συζήτηση

Στην ενότητα αυτή


1. παρουσιάζουμε με συνοπτικό τρόπο τα βασικότερα ευρήματά μας και
επιχειρούμε να τα ερμηνεύσουμε

2. συγκρίνουμε τα ευρήματά μας με προηγούμενα ευρήματα ή τα κρίνουμε


σε σχέση με υπάρχουσες θεωρίες

3. αναφέρουμε πιθανά δυνατά και αδύνατα σημεία της έρευνας και

4. κάνουμε προτάσεις για μελλοντικές έρευνες.

Η ενότητα της Συζήτησης, συνήθως, ξεκινά με μια σύντομη ανασκόπηση των


βασικών αποτελεσμάτων, χωρίς ωστόσο να αναφέρονται στατιστικά τεστ.

Στη συνέχεια, γίνεται προσπάθεια ερμηνείας των αποτελεσμάτων και


απάντησης των ερωτημάτων που τέθηκαν στην ενότητα της Εισαγωγής.

Αναφέρονται και άλλες προγενέστερες ή σύγχρονες έρευνες που συμφωνούν


ή διαφωνούν με τα συγκεκριμένα αποτελέσματα.

Στην περίπτωση που τα αποτελέσματα δεν είναι τα αναμενόμενα,


προτείνονται πιθανές ερμηνείες τους και λόγοι που μπορεί να οδήγησαν
στην αποτυχία επαλήθευσης των προβλέψεων. Επίσης, προτείνονται πιθανές
αλλαγές στο ερευνητικό υλικό ή τον ερευνητικό σχεδιασμό, οι οποίες θα
μπορούσαν να οδηγήσουν σε διαφορετικά αποτελέσματα στο μέλλον.

Στο τέλος της Συζήτησης, γίνονται προτάσεις για περαιτέρω έρευνες.


Τρόπος συγγραφής της Βιβλιογραφίας

• Η συγγραφή της Βιβλιογραφίας πρέπει να συμφωνεί με ορισμένους


κανόνες γενικά αποδεκτούς στο χώρο της Ψυχολογίας (κανόνες του ΑPA). Η
βιβλιογραφία ξεκινά σε καινούργια σελίδα.

• Κάθε παραπομπή που σημειώνεται στο κείμενο πρέπει οπωσδήποτε να


υπάρχει στη Βιβλιογραφία και κάθε βιβλιογραφική αναφορά που
περιλαμβάνεται στη Βιβλιογραφία πρέπει οπωσδήποτε να
συμπεριλαμβάνεται στο κείμενο.

• Στη Βιβλιογραφία περιλαμβάνονται τα επώνυμα όλων των συγγραφέων


ταξινομημένα κατά αλφαβητική σειρά. Σε περίπτωση που υπάρχουν πάνω
από μία δημοσιεύσεις του ίδιου συγγραφέα, οι δημοσιεύσεις
τοποθετούνται με χρονολογική σειρά ξεκινώντας από την παλαιότερη.
Μάλιστα, σε περίπτωση που ένας συγγραφέας έχει δημοσιεύσει και
εργασίες σε συνεργασία με άλλους συγγραφείς, αλλά το δικό του όνομα
είναι πρώτο, τοποθετούνται πρώτα οι εργασίες που έχει δημοσιεύσει μόνος
του (ανεξαρτήτως έτους δημοσίευσης).

Βιβλιογραφία

Άρθρο περιοδικού με έναν συγγραφέα


• Παραπομπή εντός κειμένου (Dienes, 1992)
• Kαταχώριση στη Βιβλιογραφία:
Dienes, Z. (1992). Connectionist and memory-array models of artificial grammar
learning. Cognitive Science, 16, 41-79.

Άρθρο περιοδικού με δύο συγγραφείς


• Παραπομπή εντός κειμένου (Dienes & Fahey, 1995).
• Kαταχώριση στη Βιβλιογραφία:
Dienes, Z., & Fahey, R. (1995). The role of specific instances in controlling a
dynamic system. Journal of Experimental Psychology: Learning, Memory and
Cognition, 21, 848-862.
Άρθρο περιοδικού με πάνω από δυο συγγραφείς
• Παραπομπή εντός κειμένου (Dienes, Altmann, Kwan, & Goode, 1995). Τη
δεύτερη (τρίτη κ.ο.κ.) φορά που θα συμπεριληφθεί η συγκεκριμένη
αναφορά στο κείμενο (Dienes, et al., 1995).

• Kαταχώριση στη Βιβλιογραφία:


Dienes, Z., Altmann, G.T.M., Kwan, L., & Goode, A. (1995). Unconscious
knowledge of artificial grammars is applied strategically. Journal of
Experimental Psychology: Learning, Memory and Cognition, 21, 1322-
1338.

Bιβλίο το οποίο έγραψε ένας συγγραφέας ή και περισσότεροι


• Παραπομπή εντός κειμένου (Berry & Dienes, 1993)
• Kαταχώριση στη Βιβλιογραφία:
Berry, D., & Dienes Z. (1993). Implicit learning: Theoretical and empirical
issues. London: Lawrence Erlbaum Associates.

Bιβλίο το οποίο έχει επιμεληθεί ένας συγγραφέας ή και περισσότεροι


• Παραπομπή εντός κειμένου (Vosniadou & Ortony, 1989)
• Kαταχώριση στη Βιβλιογραφία:
Vosniadou, S., & Ortony, A. (Eds.). (1989). Similarity and Analogical Reasoning.
Cambridge: Cambridge University Press.
Κεφάλαιο σε βιβλίο με έναν ή περισσότερους επιμελητές
• Παραπομπή εντός κειμένου (Medin & Ortony, 1989)
• Kαταχώριση στη Βιβλιογραφία:
Medin, D.L., & Ortony, A. (1989). Psychological essentialism. In S. Vosniadou &
A. Ortony (Eds.), Similarity and Analogical Reasoning (pp. 179-195).
Cambridge: Cambridge University Press.

Αν έχετε αποκτήσει πληροφορίες από ένα άτομο, το αναφέρετε στο κείμενο


μόνο και όχι στη Βιβλιογραφία. Για παράδειγμα, στο κείμενο γράφετε:
…αλλά ο Dienes και οι συνεργάτες του βρήκαν ότι αυτές οι συνθήκες δεν
ευνοούν την άδηλη μάθηση (Ζ. Dienes, προσωπική επικοινωνία, 10
Δεκεμβρίου, 2004).
Όταν χρησιμοποιείτε παραπομπή σε προσωπικές πληροφορίες, πρέπει να
εξασφαλίσετε τη συγκατάθεση του ατόμου που σας έδωσε τις πληροφορίες.

Αν βρείτε πληροφορίες σε μια ιστοσελίδα, πρέπει να αναφέρετε στη


Βιβλιογραφία ολόκληρη την ηλεκτρονική διεύθυνση καθώς και την
ημερομηνία εισόδου σε αυτή. Για παράδειγμα, στο κείμενο μπορείτε να
γράψετε: … η Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρία (ΑΡΑ) έχει προτείνει
συγκεκριμένους κανόνες δεοντολογίας (Αmerican Psychological Association,
2004). Στη Βιβλιογραφία γράφετε:

Αmerican Psychological Association (2016).


http://www.apa.org/ethics. Επίσκεψη στις 15 Φεβρουαρίου, 2016.

Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη Βιβλιογραφία βλ.


www.apastyle.org
Παραρτήματα

Σε περίπτωση που θεωρείται απαραίτητο ή χρήσιμο για τον αναγνώστη, σε


παραρτήματα παρέχονται τμήματα του ερευνητικού υλικού (π.χ. λίστες
ερεθισμάτων, πλήρεις οδηγίες προς τους συμμετέχοντες στην έρευνα κλπ.) ή
πίνακες και διαγράμματα που δεν θεωρούνται απαραίτητα για την κατανόηση των
αποτελεσμάτων και γι’ αυτό δεν τοποθετούνται εντός του βασικού κειμένου.
Σημειώσεις για το μάθημα

«Μεθοδολογικές Προσεγγίσεις στην Ψυχολογική Έρευνα»

Έλενα Ζιώρη

Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Εισαγωγή στην έρευνα

Στόχος της ψυχολογικής έρευνας:

Συστηματική περιγραφή και κατανόηση των ψυχολογικών φαινομένων, δηλαδή, των


πράξεων ή συμπεριφορών που συνθέτουν μια ψυχολογική λειτουργία.

Η ψυχολογική έρευνα χρησιμοποιεί μεθόδους συστηματικής διερεύνησης για τη συλλογή,


την ανάλυση, την ερμηνεία και τη χρησιμοποίηση δεδομένων με στόχο την κατανόηση των
μηχανισμών και διεργασιών που αποτελούν τη βάση της συμπεριφοράς.

Διακριτικό χαρακτηριστικό της επιστημονικής έρευνας της συμπεριφοράς:

Η συστηματική συλλογή και ανάλυση δεδομένων.

Δεδομένα:

Πληροφορίες που συλλέγονται μέσω της συστηματικής παρατήρησης ή μέτρησης.

Η επιστημονική έρευνα:

• στηρίζεται σε υποθέσεις, κανόνες και προσεκτικά σχεδιασμένες διαδικασίες.

• χρησιμοποιεί αντικειμενικές διαδικασίες συλλογής δεδομένων.

• βασίζεται σε προηγούμενες σχετικές έρευνες.

• καταλήγει σε μια γραπτή μελέτη, στην οποία καταγράφονται αναλυτικά όλες οι


πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία και την ανάλυση των δεδομένων.

Η διάκριση μεταξύ ηθικών αξιών και γεγονότων

• Οι αξίες δεν μπορούν να μετρηθούν ή να χαρακτηριστούν ως αληθείς ή ψευδείς με


αντικειμενικό τρόπο. Πρόκειται για δηλώσεις που εκφράζουν προσωπικές απόψεις.

• Τα γεγονότα αναφέρονται σε αντικειμενικές δηλώσεις που μπορούν να


χαρακτηριστούν ως ορθές μέσω της εμπειρικής μελέτης.

Ωστόσο, η έρευνα, μερικές φορές, εξασφαλίζει γεγονότα που βοηθούν τους ανθρώπους να
διαμορφώσουν τις αξίες τους.
Προσωπικές αξίες Επιστημονικά γεγονότα

Είναι καλό να κόψει κανείς Το κάπνισμα προκαλεί καρκίνο και


το κάπνισμα. καρδιακές παθήσεις.

Η υπερβολική ταχύτητα πρέπει να Το 1999 σκοτώθηκαν


θεωρείται παράνομη. 100 άτομα στην Ελλάδα εξαιτίας υπερβολικής
ταχύτητας.

Παρόλο που η έρευνα βοηθά στη διάκριση μεταξύ αξιών και γεγονότων, αυτή η διάκριση
δεν είναι πάντα ξεκάθαρη. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι επιστήμονες, συχνά,
διαφωνούν ως προς την ερμηνεία των παρατηρούμενων δεδομένων (π.χ. η διαφωνία των
επιστημόνων σχετικά με την ερμηνεία φυλετικών διαφορών ως προς το Δ.Ν.).

Ωστόσο, η επιστημονική έρευνα παραμένει η καλύτερη μέθοδος για την εξαγωγή


αντικειμενικών συμπερασμάτων, αφού στηρίζεται στην προσεκτική παρατήρηση, τη
συστηματική περιγραφή και την αυστηρή ανάλυση δεδομένων.

Η διάκριση μεταξύ βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας

• Η βασική έρευνα απαντά σημαντικές ερωτήσεις σχετικά με τη συμπεριφορά ή τις


νοητικές διεργασίες, χωρίς να ενδιαφέρεται για το κατά πόσο οι απαντήσεις αυτές
έχουν εφαρμογή σε πρακτικά προβλήματα της ζωής. Η βασική έρευνα, λοιπόν, έχει
ως αφετηρία της την περιέργεια ή τα ενδιαφέροντα του ερευνητή γύρω από ένα
επιστημονικό θέμα και συμβάλλει στη συσσώρευση επιστημονικής γνώσης, η οποία
φυσικά είναι ιδιαίτερα χρήσιμη στους επιστήμονες που ασχολούνται με την
εφαρμοσμένη έρευνα.

• Η εφαρμοσμένη έρευνα εξετάζει θέματα που αφορούν στην καθημερινή ζωή και
παρέχει λύσεις σε καθημερινά προβλήματα. Η εφαρμοσμένη έρευνα καλύπτει
πολλούς διαφορετικούς χώρους, όπως είναι η Βιομηχανική και Οργανωτική
Ψυχολογία, η Εκπαιδευτική Ψυχολογία, η Κλινική Ψυχολογία, η συμπεριφορά των
καταναλωτών κ.λ.π..

Η χρησιμότητα της μελέτης των μεθόδων έρευνας

Η κατανόηση των μεθόδων έρευνας συντελεί:

• στη σωστή ερμηνεία των αποτελεσμάτων μιας έρευνας.


• στην αξιολόγηση μιας έρευνας, δηλαδή στη δυνατότητα εντοπισμού των δυνατών
και αδύνατων σημείων της κάθε έρευνας, αλλά ενδεχομένως και αποδοχής ή
τροποποίησης και απόρριψής της.

• στην απόκτηση γνώσεων απαραίτητων για τη διεξαγωγή μιας έρευνας.

Χρήσιμοι όροι στην έρευνα

• Τυχαίο δείγμα: Ένα σύνολο ατόμων από το γενικό πληθυσμό. Το δείγμα είναι τυχαίο
όταν το κάθε μέλος του πληθυσμού έχει την ίδια πιθανότητα να επιλεγεί.

• Πληθυσμός: Το σύνολο περιστατικών (π.χ. επιδόσεις μαθητών, εισοδήματα


ανθρώπων, συμπεριφορά ψυχωσικών) που μας ενδιαφέρει.

• Μεταβλητή: Οποιαδήποτε ιδιότητα που μπορεί να πάρει διαφορετικές τιμές για


διαφορετικούς ανθρώπους ή αντικείμενα, για διαφορετικές χρονικές περιόδους ή
για διαφορετικά μέρη.

• Διάκριση ανάμεσα στα ποσοτικά (ή μετρήσιμα) δεδομένα, τα οποία αφορούν στα


αποτελέσματα οποιασδήποτε μέτρησης και τα ποιοτικά (ή κατηγορικά) δεδομένα (ή
δεδομένα συχνότητας).

• Διάκριση ανάμεσα σε συνεχείς και διακριτές μεταβλητές: Οι συνεχείς μεταβλητές


είναι αυτές που μπορούν να διαβαθμιστούν σε έναν αριθμό υποδιαιρέσεων (π.χ.
ηλικία, βαθμολογία σε τεστ), ενώ οι διακριτές μεταβλητές (π.χ. φύλο, σχολική τάξη)
δεν μπορούν.

Σχέδια έρευνας

Οι διάφορες έρευνες χαρακτηρίζονται από διαφορετικούς σκοπούς και επιμέρους στόχους,


οι οποίοι απαιτούν και διαφορετικές προσεγγίσεις διερεύνησης. Το σχέδιο έρευνας είναι η
συγκεκριμένη μέθοδος που ένας ερευνητής χρησιμοποιεί για να συλλέξει, να αναλύσει και
να ερμηνεύσει τα δεδομένα.

Η Ψυχολογία χρησιμοποιεί 3 βασικά είδη έρευνας: 1) την περιγραφική έρευνα, 2) τη


συσχετιστική έρευνα και 3) την πειραματική έρευνα.

1) H περιγραφική έρευνα

Ασχολείται με την περιγραφή και την καταγραφή των σκέψεων, των συναισθημάτων και
των συμπεριφορών. Σκοπός της περιγραφικής έρευνας είναι η απεικόνιση αυτού που ήδη
υπάρχει ή ισχύει σε μια δεδομένη χρονική στιγμή για μια ομάδα ατόμων ή για έναν
πληθυσμό.
Είδη περιγραφικής έρευνας:

• Μέθοδοι ανασκόπησης (surveys), oι οποίες περιλαμβάνουν τη συνέντευξη και το


ερωτηματολόγιο. Πρόκειται για το πιο συνηθισμένο μέσο συλλογής πληροφοριών
για μια ομάδα ατόμων από τα ίδια τα άτομα. Στόχος αυτού του είδους έρευνας είναι
η περιγραφή των χαρακτηριστικών του πληθυσμού.

Οι συνεντεύξεις διακρίνονται στις: α) μη δομημένες (όπου ο ερευνητής συζητά ελεύθερα με


τον ερωτώμενο για διάφορα θέματα) και β) τις δομημένες (οι οποίες χρησιμοποιούν
ποσοτικά στοιχεία, δηλαδή, ερωτήσεις με συγκεκριμένη μορφή, οι οποίες κωδικοποιούνται
με συγκεκριμένο τρόπο).

Τα ερωτηματολόγια αποτελούνται από ένα σύνολο ερωτήσεων με συγκεκριμένη δομή, που


συμπληρώνονται από τα ίδια τα άτομα σε χρονικά διαστήματα που τα ίδια καθορίζουν και,
τις περισσότερες φορές, χωρίς να απαιτείται η παρουσία του ερευνητή.

• Συνοπτική σύγκριση ερωτηματολογίων και συνεντεύξεων

Τα ερωτηματολόγια είναι πιο οικονομικό μέσο συλλογής πληροφοριών από τις


συνεντεύξεις, μπορούν να εκμαιεύσουν πιο ειλικρινείς απαντήσεις και είναι λιγότερο
πιθανό να επηρεαστούν από τα χαρακτηριστικά του ερευνητή.

Ένα βασικό πρόβλημα με τα ερωτηματολόγια είναι το πιθανό χαμηλό ποσοστό


ολοκλήρωσης και/ή επιστροφής τους από τους συμμετέχοντες, γεγονός που μπορεί να
οδηγήσει σε εσφαλμένα συμπεράσματα (π.χ. ποιοι τα επιστρέφουν και ποιοι όχι).

• Φυσική παρατήρηση, η οποία βασίζεται στην παρατήρηση καθημερινών γεγονότων


(π.χ. ένας ηθολόγος που παρατηρεί τα ζώα στο φυσικό τους περιβάλλον).

Ένα σημαντικό πλεονέκτημα της φυσικής έρευνας: οικολογική εγκυρότητα, η οποία


αναφέρεται στο βαθμό που η έρευνα αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα.

Σε πολλές περιπτώσεις παρατήρησης, μπορεί να συμμετέχει στην έρευνα και ο ίδιος ο


ερευνητής (π.χ. ως υπάλληλος σε μια εταιρία).

Στην περίπτωση της συμμετοχικής παρατήρησης, ο ερευνητής μπορεί να μην αποκαλύψει


στα άτομα που παρατηρεί ότι τα παρατηρεί.

Προβλήματα: 1) ο παρατηρητής μπορεί να επηρεαστεί από τις προσωπικές σχέσεις με τους


παρατηρούμενους, 2) ζητήματα δεοντολογίας (π.χ. εχεμύθεια, το δικαίωμα της ελεύθερης
βούλησης των συμμετεχόντων κ.λ.π.).

• Μελέτες περιπτώσεων: ποιοτικά ερευνητικά σχέδια που βασίζονται στις


περιγραφές των εμπειριών και της συμπεριφοράς ενός ατόμου ή μιας μικρής
ομάδας ατόμων. Χρησιμοποιούν είτε φυσιολογικά άτομα, είτε άτομα με
ασυνήθιστες συμπεριφορές ή εμπειρίες. Επίσης, πολύ συχνά, οι Μ.Π.
χρησιμοποιούνται για τη διερεύνηση της νευρολογικής βάσης της συμπεριφοράς
(π.χ. επεμβάσεις στον εγκέφαλο των ζώων).

Mειονέκτημα: δεν μπορούν να διεξαχθούν σε μεγάλες ομάδες ατόμων. Άρα, τα


αποτελέσματά τους είναι δύσκολο να γενικευτούν σε μεγάλες ομάδες ανθρώπων.

Διάκριση μεταξύ ποιοτικής και ποσοτικής έρευνας:

• Ποιοτική έρευνα: περιγραφική έρευνα που επικεντρώνεται στην παρατήρηση και


περιγραφή γεγονότων, όπως αυτά συμβαίνουν, με σκοπό να συμπεριλάβει όλο τον
πλούτο της καθημερινής συμπεριφοράς (π.χ. αυτούσιες αφηγήσεις των ατόμων).

• Η ποσοτική έρευνα είναι περιγραφική έρευνα που χρησιμοποιεί πιο μεθοδικές


μετρήσεις συμπεριφοράς (π.χ. ερωτηματολόγια, παρατήρηση), οι οποίες
σχεδιάζονται για να γίνουν αντικείμενο στατιστικής ανάλυσης.

• Το πλεονέκτημα της ποσοτικής έρευνας σε σχέση με την ποιοτική είναι ότι


χαρακτηρίζεται από σχετικά μεγαλύτερη αντικειμενικότητα, αφού δεν επηρεάζεται
τόσο από τις ερμηνείες του ερευνητή. Ωστόσο, πολύ συχνά είναι χρήσιμο να
χρησιμοποιεί κανείς συνδυασμό των δύο παραπάνω ειδών έρευνας.

Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της περιγραφικής έρευνας

• Πλεονεκτήματα:

α) Προσπαθεί να συλάβει την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

β) Βοηθά στη διατύπωση υποθέσεων σχετικά με τη σπουδαιότητα διαφόρων μεταβλητών


και τη σχέση τους.

• Μειονεκτήματα:

α) Παρέχει μόνο στατικές εικόνες των γεγονότων. Π.χ. μας δίνει τη δυνατότητα να
παρατηρήσουμε μια συγκεκριμένη συμπεριφορά, αλλά δεν μας παρέχει τη δυνατότητα να
γνωρίζουμε τι προηγήθηκε.

β) Δεν παρέχει επαρκή στοιχεία για τον προσδιορισμό σχέσεων αιτίου – αποτελέσματος.

2) Η συσχετιστική έρευνα

Περιλαμβάνει τη μέτρηση δύο ή και περισσότερων μεταβλητών και την αξιολόγηση της
μεταξύ τους σχέσης.

Η πιο γνωστή μέτρηση σχέσεων μεταξύ δύο μεταβλητών είναι ο δείκτης συσχέτισης του
Pearson (r = -1.00 ως r = +1.00).
Όταν r = 0, δεν υπάρχει καμία γραμμική σχέση μεταξύ των δύο μεταβλητών. Όταν το r είναι
κοντά στο -1 ή το +1, τότε έχουμε πολύ δυνατές (αρνητικές και θετικές αντίστοιχα) σχέσεις.

Η συσχετιστική έρευνα χρησιμοποιείται συχνά:

α) για την πρόβλεψη γεγονότων από γνώσεις που είναι διαθέσιμες στο παρόν.

β) όταν ο χειρισμός των μεταβλητών είναι είτε δύσκολος είτε δεοντολογικά ανεπίτρεπτος.

Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της συσχετιστικής έρευνας

• Πλεονέκτημα: Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αξιολογήσει τη συμπεριφορά των


ανθρώπων, όπως αυτή εξελίσσεται στην καθημερινή τους ζωή.

• Μειονέκτημα: Δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αποκαλύψει αιτιώδεις σχέσεις


μεταξύ μεταβλητών.

3) Η Πειραματική έρευνα

Επιτρέπει τον προσδιορισμό αιτιωδών σχέσεων, αφού ο ερευνητής μπορεί να μεταβάλει τις
μεταβλητές που τον ενδιαφέρουν για να μελετήσει την επίδρασή τους στο φαινόμενο που
μελετά.

Πειραματική ομάδα και ομάδα ελέγχου

• Στην πειραματική ομάδα, ο ερευνητής χειρίζεται με συστηματικό τρόπο τη


μεταβλητή που τον ενδιαφέρει να μελετήσει (δηλ. την ανεξάρτητη μεταβλητή).

• Στην ομάδα ελέγχου δε γίνεται κανένας έλεγχος της ανεξάρτητης μεταβλητής.

Ορισμένα βασικά είδη πειραμάτων

• Πειράματα με δύο διαφορετικές ομάδες: Μια πειραματική ομάδα και μια ομάδα
ελέγχου.

• Πειράματα με μια ομάδα: α) Τα ίδια άτομα χρησιμοποιούνται και σαν πειραματική


ομάδα και σαν ομάδα ελέγχου.

• β) Η ίδια ομάδα μετριέται κάτω από διαφορετικές πειραματικές συνθήκες. Στην


κατηγορία αυτή ανήκουν τα “πειράματα πριν και μετά”, όπου η επίδοση μιας
ομάδας ατόμων μετριέται πάνω από μία φορές.

• Πειράματα με πάνω από μία ανεξάρτητες μεταβλητές.

Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της πειραματικής έρευνας

Πλεονεκτήματα:
• α) Επιτρέπει την ανίχνευση αιτιωδών σχέσεων.

• β) Χαρακτηρίζεται από αυστηρό έλεγχο των συνθηκών διεξαγωγής της έρευνας και
άρα χαρακτηρίζεται από υψηλή αξιοπιστία.

Μειονεκτήματα:

• α) Δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη μελέτη ορισμένων κοινωνικών θεμάτων


(π.χ. φτώχια, εγκληματικότητα).

• β) Παρέχει τεχνητές πληροφορίες, αφού διεξάγεται συνήθως στο χώρο του


εργαστηρίου. Συνέπεια:Χαμηλή οικολογική εγκυρότητα

Η επιλογή της κατάλληλης μεθόδου επηρεάζεται από:

• ορισμένα πρακτικά ζητήματα (π.χ. αν υπάρχουν διαθέσιμοι συμμετέχοντες,


εξοπλισμός, κατάλληλος χώρος κ.λ.π.).

• κάποιους κανόνες δεοντολογίας

• τις ιδέες του ερευνητή, καθώς και από τη θεωρία, στην οποία στηρίζεται η έρευνά
του.

H ανάπτυξη της ερευνητικής υπόθεσης

Η ερευνητική υπόθεση προκύπτει μέσα από διάφορα στάδια και με διάφορους τρόπους:

• Ο ερευνητής καλείται να αποφασίσει αν ενδιαφέρεται περισσότερο για βασική ή για


εφαρμοσμένη έρευνα.

• Επιπλέον, ο ερευνητής πρέπει να επιλέξει σχέδιο έρευνας.

• Συχνά, κατασκευάζεται ένα σχέδιο έρευνας με στόχο την κατανόηση και επίλυση
καθημερινών προβλημάτων.

• Η ερευνητική υπόθεση στηρίζεται, συχνά, σε παρατηρήσεις καθημερινών


προβλημάτων, καθώς και στη διαίσθηση του ερευνητή.

• Γίνεται σύνδεση με ευρήματα άλλων μελετών που διερευνούν τις ίδιες έννοιες και
μεταβλητές.

• Η ερευνητική υπόθεση είναι, συχνά, απόρροια μιας προσπάθειας ερμηνείας


προηγούμενων αντικρουόμενων ευρημάτων.

Ο σχηματισμός ερευνητικής υπόθεσης απαιτεί εντατική βιβλιογραφική ανασκόπηση, η


οποία βοηθά τον ερευνητή:
• να ενημερωθεί για τις νέες εξελίξεις στο αντικείμενο του ενδιαφέροντός του,

• να αποφύγει την επανάληψη μιας έρευνας που ήδη υπάρχει,

• να αποφύγει λάθη που έγιναν από προηγούμενες έρευνες,

• να ενημερωθεί για τις μετρήσεις και τα ερευνητικά σχέδια που υπάρχουν για το
συγκεκριμένο θέμα που τον ενδιαφέρει.

Ερευνητική υπόθεση

• Η ερευνητική υπόθεση αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη πρόβλεψη σχετικά με τη


σχέση ανάμεσα σε δυο ή περισσότερες μεταβλητές.

• Στα πειραματικά ερευνητικά σχέδια, η ερευνητική υπόθεση αναφέρεται στην


αιτιώδη σχέση ανάμεσα στην ανεξάρτητη μεταβλητή (Α.Μ.) και την εξαρτημένη
μεταβλητή (Ε.Μ.).

• Στα συσχετιστικά ερευνητικά σχέδια (όπου δεν προσδιορίζονται αιτιώδεις σχέσεις),


μετρώνται και η Α.Μ. (ή μεταβλητή πρόβλεψης) και η Ε.Μ. (ή μεταβλητή
αποτελέσματος). Εδώ, η ερευνητική υπόθεση υποστηρίζει ότι υπάρχει μια σχέση
ανάμεσα στις μεταβλητές.

Μηδενική υπόθεση – Εναλλακτική υπόθεση

• Η μηδενική υπόθεση (Η0) δηλώνει ότι δεν υπάρχει σχέση ή συσχέτιση μεταξύ των
μεταβλητών. Άρα, η μηδενική υπόθεση εκφράζει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που
περιμένουμε να βρούμε. Ονομάζεται μηδενική γιατί δηλώνει ότι η διαφορά των
μέσων όρων είναι μηδέν (0).

• Η εναλλακτική υπόθεση (Η1) αναφέρεται στην πρόβλεψη του ερευνητή ως προς τη


σχέση ή τη συσχέτιση που υπάρχει μεταξύ των μεταβλητών που τον ενδιαφέρουν.

Περιγραφική και Επαγωγική Στατιστική

• Η Περιγραφική Στατιστική έχει ως σκοπό μόνο την περιγραφή ενός συνόλου


δεδομένων (π.χ. γραφικές παραστάσεις, υπολογισμός μέσων όρων, εντοπισμός
ακραίων τιμών).

• Μια μέτρηση που αναφέρεται σε όλον τον πληθυσμό ονομάζεται παράμετρος. Η


ίδια μέτρηση ονομάζεται στατιστικός δείκτης όταν αφορά σε ένα δείγμα.
• Η Επαγωγική Στατιστική μας βοηθά στην εξαγωγή συμπερασμάτων για τα
χαρακτηριστικά ενός πληθυσμού, δηλ. για τις παραμέτρους (μ, σ), από όσα ήδη
γνωρίζουμε για τα χαρακτηριστικά του δείγματος, δηλ. για τους στατιστικούς δείκτες
(Μ, s).

• Αντιπροσωπευτικό δείγμα: To δείγμα που έχει όλα τα βασικά χαρακτηριστικά του


πληθυσμού, δηλ. αποτελεί μικρογραφία του πληθυσμού στον οποίο ανήκει.

• Μέτρηση

• Μέτρηση είναι η διαδικασία με την οποία προσδίδουμε αριθμητικά δεδομένα σε


αντικείμενα ή καταστάσεις σύμφωνα με καθορισμένους κανόνες (π.χ. “σχολική
επίδοση” των μαθητών μιας τάξης του Δημοτικού σχολείου, σύμφωνα με ένα τεστ).

• Η μέτρηση μετατρέπει τις εννοιολογικές κατασκευές σε μετρήσιμες μεταβλητές (ή


μετρήσεις), οι οποίες αποτελούνται από αριθμούς (π.χ. εννοιολογική μεταβλητή:
“χρόνος μελέτης” → μετρήσιμη μεταβλητή: “δευτερόλεπτα μελέτης”).

• Μερικές εννοιολογικές μεταβλητές μπορούν να αξιολογηθούν με περισσότερες από


μία μετρήσεις. Γι’ αυτό, απαιτείται ένας σαφής λειτουργικός ορισμός της
μεταβλητής που μας ενδιαφέρει να μετρήσουμε.

Λειτουργικός ορισμός: Η ακριβής περιγραφή του τρόπου με τον οποίο η εννοιολογική


μεταβλητή μετατρέπεται σε μετρήσιμη μεταβλητή.

Οι λειτουργικοί ορισμοί είναι σημαντικοί γιατί:

• ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο παρανοήσεων από άλλους.

• δίνουν τη δυνατότητα σε άλλους ερευνητές να επαναλάβουν την έρευνα στο


μέλλον.

Διαφορετικά είδη μετρήσεων μπορεί να είναι πιο κατάλληλα για διαφορετικές έρευνες.
Άρα, δεν μπορούμε να πούμε ότι ένας συγκεκριμένος λειτουργικός ορισμός είναι καλύτερος
από κάποιον άλλον.
Κλίμακες μέτρησης

Οι κλίμακες μέτρησης προσδιορίζουν τη σχέση ανάμεσα στους αριθμούς μιας μετρήσιμης


μεταβλητής και τις τιμές μιας εννοιολογικής μεταβλητής.

Υπάρχουν 4 διαφορετικά είδη κλιμάκων:

• Η κατηγορική ή ονομαστική (nominal)

• H ιεραρχική ή τακτική (ordinal)

• Η κλίμακα διαστημάτων (interval)

• Η αναλογική κλίμακα (ratio)

Κλίμακες μέτρησης

• H oνομαστική κλίμακα είναι η πιο απλή κλίμακα, η οποία απλά τοποθετεί ένα
αντικείμενο, άτομο ή χαρακτηριστικό σε μια ομάδα ή κατηγορία.

(π.χ. φύλο, θρησκεία, εθνικότητα).


• Η τακτική κλίμακα τοποθετεί τα στοιχεία σε ένα συνεχές με βάση τη σειρά μεγέθους
τους ως προς μια διάσταση.

(π.χ. οι διαφορετικές βαθμίδες στο στρατό, η κατάταξη αθλητών σε διαφορετικές θέσεις


μετά το τέλος ενός αγώνα, η κοινωνική τάξη και διάφορες στάσεις των ανθρώπων, π.χ.
προκατάληψη).

• Η κλίμακα διαστημάτων αναφέρεται σε διαφορές ανάμεσα στα σημεία της κλίμακας


και παρέχει πληροφορίες για το πόσο μεγάλη είναι η διαφορά ανάμεσα στις θέσεις
που κατέχουν τα αντικείμενα μέτρησης. (π.χ. οι κλίμακες Celsius και Fahrenheit).

• Η αναλογική κλίμακα είναι η μόνη κλίμακα που περιλαμβάνει το απόλυτο μηδέν και,
επομένως, είναι η τέλεια κλίμακα μέτρησης, η οποία μας επιτρέπει να
πολλαπλασιάζουμε και να διαιρούμε τις τιμές της κλίμακας. Η κλίμακα αυτή
χρησιμοποιείται κυρίως στις φυσικές επιστήμες για τη μέτρηση του όγκου, του
βάρους, του μήκους κ.λ.π. Τυπικό παράδειγμα από το χώρο των κοινωνικών
επιστημών αποτελεί η ηλικία.

Τυχαίο και συστηματικό σφάλμα

Η μετρήσιμη μεταβλητή περιλαμβάνει κάποιες διακυμάνσεις στη μέτρηση, οι οποίες είναι


γνωστές ως τυχαίο σφάλμα μέτρησης. Το τυχαίο σφάλμα, δηλαδή, έχει ως αποτέλεσμα την
αυξομείωση της βαθμολογίας ενός ατόμου με τυχαίο τρόπο.

Τυχαία σφάλματα μπορούν να προκύψουν:

• Από ένα λάθος του εξεταζόμενου όταν διαβάζει μια ερώτηση ή όταν δεν την
κατανοεί.

• Από τη μέτρηση ατόμων σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα και σε διαφορετικά


μέρη.

• Όταν ο ερευνητής δε διατυπώνει σωστά μια ερώτηση ή κάνει λάθος στην


καταγραφή των απαντήσεων.

• Όταν ο εξεταζόμενος απαντά με λανθασμένο τρόπο.

• Από παράγοντες που ασκούν προσωρινή επίδραση (π.χ. μεταβολές στη


θερμοκρασία, στο θόρυβο, στην προσοχή).

• Όταν η μέτρηση επηρεάζεται από άλλες εννοιολογικές μεταβλητές που δεν


αποτελούν μέρος της εννοιολογικής μεταβλητής που μελετάται, τότε προκαλείται
συστηματικό σφάλμα μέτρησης. Οι επιδράσεις αυτών των εννοιολογικών
μεταβλητών αυξομειώνουν τη βαθμολογία στη μετρήσιμη μεταβλητή με σταθερό,
συστηματικό τρόπο.
• Τέτοιο πρόβλημα αντιμετωπίζουν τα παλιά τεστ νοημοσύνης που αδικούν τις
φυλετικές και πολιτισμικές μειονότητες.

Αξιοπιστία

Η αξιοπιστία μιας μέτρησης αναφέρεται στο βαθμό στον οποίο η μέτρηση είναι
απαλλαγμένη από τυχαίο σφάλμα. Ένας τρόπος για να προσδιορίσει κανείς την αξιοπιστία
μιας μεταβλητής είναι να τη μετρήσει ξανά. Άρα, η αξιοπιστία αναφέρεται στη σταθερότητα
των αποτελεσμάτων δύο μετρήσεων.

Είδη αξιοπιστίας:

• 1. Αξιοπιστία εξέτασης-επανεξέτασης (test-retestreliability): αναφέρεται στο βαθμό,


στον οποίο δυο βαθμολογίες των ίδιων ατόμων στην ίδια μεταβλητή και κάτω από
τις ίδιες συνθήκες συσχετίζονται. Όσο υψηλότερη είναι η θετική συνάφεια μεταξύ
των δύο βαθμολογιών, τόσο υψηλότερη είναι η αξιοπιστία εξέτασης-επανεξέτασης.

• 2. Αξιοπιστία ισοδύναμων μορφών (equivalentformsreliability): αναφέρεται στο


βαθμό στον οποίο δύο διαδοχικές παραλλαγές της ίδιας μέτρησης συσχετίζονται.
Για να είναι ισότιμες δύο παραλλαγές μιας δοκιμασίας πρέπει οι ερωτήσεις να έχουν
παρόμοια διατύπωση, καθώς και παρόμοιο περιεχόμενο και βαθμό δυσκολίας.

• 3. Εσωτερική συνέπεια ή συνοχή (internalconsistency): αναφέρεται στο βαθμό στον


οποίο οι τιμές στις ερωτήσεις μιας κλίμακας συσχετίζονται.

• 3.1. Αξιοπιστία των δύο ημίσεων (split-halfreliability): αναφέρεται στο βαθμό στον
οποίο η βαθμολογία ενός ατόμου στις μισές ερωτήσεις μιας κλίμακας συσχετίζεται
με τη βαθμολογία του στις άλλες μισές ερωτήσεις.

• 3.2. Δείκτης συνάφειας του Cronbach (Cronbach’salpha): υπολογίζει τη μέση


συνάφεια ανάμεσα σε όλες τις ερωτήσεις. Ο δείκτης αυτός κυμαίνεται από α = 0.00
(σφάλμα) ως το α = 1.00 (καθόλου σφάλμα). O δείκτης αυτός χρησιμοποιείται για
συνεχείς μεταβλητές.

• Αξιοπιστία μεταξύ βαθμολογητών (inter-scorerreliability): εκφράζει την εσωτερική


συνέπεια μιας ομάδας βαθμολογητών, που καλούνται να αξιολογήσουν την ίδια
παρατηρούμενη συμπεριφορά.

• Παρόλο που η αξιοπιστία δείχνει το βαθμό στον οποίο μια μέτρηση είναι
απαλλαγμένη από τυχαίο σφάλμα, δεν μας πληροφορεί για το τι ακριβώς μετρά η
κάθε μέτρηση.
Εγκυρότητα κατασκευής
Η εγκυρότητα κατασκευής αναφέρεται στο βαθμό στον οποίο μια μεταβλητή μετρά
πραγματικά την εννοιολογική μεταβλητή (δηλ. την κατασκευή) που σχεδιάστηκε να
μετρήσει.

Είδη εγκυρότητας:

1. Φαινομενική εγκυρότητα ή εγκυρότητα όψεως (facevalidity): αναφέρεται στο βαθμό που


η μέτρηση φαίνεται ότι αποτελεί επαρκή μέτρηση της εννοιολογικής κατασκευής.

2. Εγκυρότητα περιεχομένου (contentvalidity): αναφέρεται στο βαθμό που η μέτρηση


φαίνεται ότι καλύπτει όλο το χώρο της εννοιολογικής μεταβλητής και όχι μόνο μέρος αυτής.

3. Συγκλίνουσα και αποκλίνουσα εγκυρότητα (convergent&divergentvalidity):

• Η συγκλίνουσα εγκυρότητα αναφέρεται στο βαθμό που μια μέτρηση συσχετίζεται με


άλλες μεταβλητές που σχεδιάστηκαν για να μετρούν την ίδια εννοιολογική
μεταβλητή.
• Η αποκλίνουσα εγκυρότητα αναφέρεται στο βαθμό που μια μέτρηση δε
συσχετίζεται με άλλες μεταβλητές που σχεδιάστηκαν για να μετρούν διαφορετικές
εννοιολογικές μεταβλητές.

4. Εγκυρότητα σε σχέση με ένα κριτήριο (criterion-relatedvalidity): αναφέρεται στο βαθμό


στον οποίο η βαθμολογία ενός ατόμου σε ένα όργανο μέτρησης συσχετίζεται με τη
συμπεριφορά του ή την επίδοσή του σε μια άλλη δοκιμασία. Η μεταβλητή συμπεριφοράς
ονομάζεται μεταβλητή κριτηρίου (π.χ. επιτυχία σε ανώτερες σχολές, επαγγελματική
αποκατάσταση κ.λπ.).

4.1 Προβλεπτική εγκυρότητα (predictivevalidity): αναφέρεται στο βαθμό που η βαθμολογία


ενός ατόμου σε ένα όργανο μέτρησης μπορεί να προβλέψει άλλες μεταβλητές-κριτήρια.
(π.χ. πρόβλεψη της επίδοσης των μαθητών στο σχολείο [μεταβλητή κριτηρίου] από τη
βαθμολογία τους σε διάφορες δοκιμασίες).

4.2 Τρέχουσα εγκυρότητα (concurrentvalidity): αναφέρεται στη σχέση ανάμεσα στη


μέτρηση μιας κλίμακας και σε μια άλλη χρονικά παράλληλη μεταβλητή-κριτήριο.

5. Εσωτερική και εξωτερική εγκυρότητα (internal&externalvalidity): Η εσωτερική


εγκυρότητα αναφέρεται στο βαθμό στον οποίο τα αποτελέσματα μιας έρευνας οφείλονται
στον πειραματικό χειρισμό του ερευνητή και όχι σε άλλους τυχαίους παράγοντες.

Η εξωτερική εγκυρότητα αναφέρεται στο βαθμό στον οποίο τα αποτελέσματα ενός


ερευνητικού σχεδίου μπορούν να γενικευτούν πέρα από τα στενά πλαίσια της
συγκεκριμένης έρευνας.
Γενικές οδηγίες για τη δημιουργία έγκυρων και αξιόπιστων μετρήσεων

 Χρήσημιας πιλοτικήςέρευνας.

 Έλεγχος παραγόντων που προκαλούν ασταθή απόδοση.

 Χρήση πολλαπλών μετρήσεων.

 Εξασφάλιση διακύμανσης στιςερωτήσεις.

 Χρήση κατάλληλωνερωτήσεων.

 Έμφαση στη σοβαρότητα της έρευνας.

 Χρήσηουδέτερωνερωτήσεων.

 Εξασφάλιση εγκυρότητας όψεως και εγκυρότητας περιεχομένου.

 Χρήση προηγούμενωνμετρήσεων.

Σύγκριση αξιοπιστίας και εγκυρότητας

Η αξιοπιστία αναφέρεται στις συσχετίσεις ανάμεσα σε διαφορετικές μεταβλητές που


συνδυάζονται στην ίδια μέτρηση μιας και μόνο εννοιολογικής μεταβλητής, ενώ η
εγκυρότητα κατασκευής αναφέρεται σε συσχετίσεις μιας μέτρησης με διαφορετικές
μετρήσεις άλλων εννοιολογικών μεταβλητών.

Γενικά, είναι πιο εύκολο να αποδείξει κανείς την αξιοπιστία μιας μέτρησης παρά την
εγκυρότητα μιας μεταβλητής. Αυτό συμβαίνει γιατί για να αποδείξει κανείς την ύπαρξη
υψηλής αξιοπιστίας αρκεί να αποδείξει ότι υπάρχει υψηλή συνάφεια μεταξύ των
μετρήσιμων μεταβλητών, ενώ για να αποδείξει την ύπαρξη εγκυρότητας πρέπει να
αποδείξει την ύπαρξη και συγκλίνουσας και αποκλίνουσας εγκυρότητας.

Θέματα δεοντολογίας

 Αποφυγή σωματικής και ψυχολογικής καταπόνησης.

 Παροχή ελευθερίας επιλογής.

 Εξασφάλιση συγκατάθεσης.

 Αποφυγή κατάχρησης εξουσίας.

 Εχεμύθεια.

 Αποφυγή εξαπάτησης.
 Ενημέρωση στο τέλος της έρευνας.

 Προσοχή κατά τη χρήση ζώων στην έρευνα.

 Η ειλικρινής και σωστή καταγραφή των αποτελεσμάτων.

 Αποφυγή λογοκλοπής.

Δειγματοληψία: Τεχνικές λήψης αντιπροσωπευτικών δειγμάτων

1. Τυχαία δειγματοληψία: Αναφέρεται στην επιλογή μελών του πληθυσμού με αμερόληπτο


τρόπο, δηλαδή έτσι ώστε όλα τα μέλη του πληθυσμού να έχουν την ίδια πιθανότητα να
επιλεχθούν.

Για την επιλογή ενός τυχαίου δείγματος μπορούν να χρησιμοποιηθούν πίνακες με τυχαίους
αριθμούς. Πρώτα, τοποθετούνται κατά αλφαβητική σειρά όλα τα μέλη του πληθυσμού και
δίπλα από το κάθε όνομα αναφέρεται ο κωδικός της σειράς τους (π.χ. το πρώτο μέλος έχει
τον αριθμό 00, το δεύτερο τον αριθμό 01 κ.ο.κ.). Στη συνέχεια, αρχίζοντας από ένα τυχαίο
σημείο του πίνακα επιλέγονται με συστηματικό τρόπο (δηλ. οριζόντια, κάθετα ή διαγώνια)
αριθμοί μέχρι να συμπληρωθεί το επιθυμητό μέγεθος του δείγματος.

2. Συστηματική δειγματοληψία: Χρησιμοποιείται στην περίπτωση που τα μέλη του


πληθυσμού είναι ήδη καταχωρημένα σε καταλόγους (π.χ. καταλόγους εγγεγραμμένων
φοιτητών σε ένα πανεπιστήμιο). Για παράδειγμα, αν θέλουμε να επιλέξουμε ένα δείγμα
100 φοιτητών από έναν κατάλογο 6.000 φοιτητών, θα πρέπει να επιλέγουμε συνέχεια έναν
φοιτητή από 60 φοιτητές (100/6.000 = 1/60). Στην αρχή, επιλέγουμε τυχαία έναν αριθμό
μεταξύ 1 και 60 (ο οποίος αντιστοιχεί στο φοιτητή με τον αντίστοιχο αριθμό) και μετά
επιλέγουμε κάθε εξηκοστό άτομο στον κατάλογο μετά το πρώτο άτομο. (Π.χ. αν ο πρώτος
φοιτητής που επιλέγεται είναι αυτός με το νούμερο 22, στη συνέχεια επιλέγεται ο φοιτητής
με το νούμερο 82, μετά αυτός με το νούμερο 142 κ.ο.κ.). Η συστηματική δειγματοληψία
είναι πιο εύκολη από την τυχαία δειγματοληψία, αφού στη συστηματική δειγματοληψία
επιλέγεται τυχαία μόνο ο πρώτος αριθμός.

Για να είναι αποτελεσματική η συστηματική δειγματοληψία πρέπει τα μέλη του πληθυσμού


να είναι κατανεμημένα με τυχαίο τρόπο για να αποφευχθεί ο κίνδυνος επιλογής ενός
μεροληπτικού δείγματος.

3. Δειγματοληψία κατά στρώματα: Αναφέρεται στην τυχαία επιλογή υποκειμένων από


ομάδες του πληθυσμού. Ο πληθυσμός διαιρείται σε ομάδες με βάση κάποιες μεταβλητές
(π.χ. ηλικία, φύλο, επάγγελμα, εθνικότητα κ.α.), έτσι ώστε κάθε μέλος να ανήκει μόνο σε
μία μόνο ομάδα. Οι ομάδες αυτές ονομάζονται στρώματα. Από κάθε στρώμα επιλέγεται
ένα δείγμα με έναν από τους δύο προηγούμενους τρόπους. Το μέγεθος του δείγματος που
επιλέγεται από κάθε στρώμα είναι ανάλογο προς το μέγεθος του στρώματος στον
πληθυσμό στον οποίο ανήκει.

4. Δειγματοληψία κατά ομάδες: Χρησιμοποιείται όταν είναι χρονοβόρο ή δύσκολο να


προσδιορίσει κανείς την ταυτότητα των μελών του πληθυσμού έτσι ώστε να μπορεί να τα
επιλέξει τυχαία. Στη Δ.Κ.Ο., επιλέγονται τυχαία ορισμένες ομάδες που υπάρχουν στο γενικό
πληθυσμό και στη συνέχεια παρατηρούνται όλα τα μέλη της κάθε ομάδας. Π.χ. για την
εξέταση των συνθηκών εργασίας σε ένα μεγάλο ίδρυμα, επιλέγονται τυχαία κάποια
τμήματα του ιδρύματος κα εξετάζονται οι υπάλληλοι του κάθε τμήματος.

Συχνά, η Δ.Κ.Ο. διεξάγεται κατά στάδια. Π.χ. μπορούμε να διαιρέσουμε την Ελλάδα σε
περιοχές (π.χ. βόρεια, νότια, ανατολική, δυτική) και στη συνέχεια να επιλέξουμε τυχαία
νομούς από κάθε περιοχή, πόλεις από κάθε νομό και σχολεία από κάθε πόλη. Στη συνέχεια,
μπορούμε να επιλέξουμε ένα τυχαίο δείγμα από τους καταλόγους των εγγεγραμμένων
μαθητών. Αφού, λοιπόν, επιλέξουμε τις ομάδες αρκεί να καλέσουμε μόνο τους μαθητές των
επιλεγμένων σχολείων και δε χρειάζεται να πάρουμε δείγμα από όλα τα σχολεία της
Ελλάδας.

(Αντιπροσωπευτικό δείγμα: διαθέτει περίπου τα ίδια χαρακτηριστικά με αυτά του


πληθυσμού από τον οποίο προέρχεται).

Για να είναι ένα δείγμα αντιπροσωπευτικό πρέπει:

α) να υπάρχουν κατάλογοι που περιλαμβάνουν τον αριθμό των μελών του πληθυσμού και

β) όλα τα επιλεγμένα μέλη να συμμετάσχουν στην έρευνα.

Αν μια από τις παραπάνω συνθήκες δεν ικανοποιείται, τότε υπάρχει ο κίνδυνος
μεροληψίας.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν υπάρχουν καν κατάλογοι με τα μέλη του πληθυσμού (π.χ.
όλοι οι άστεγοι ή οι χρήστες ουσιών μιας χώρας). Στις περιπτώσεις αυτές, χρησιμοποιούνται
δείγματα απροσδιόριστης πιθανότητας. Π.χ. άστεγοι που συναντά κανείς στους δρόμους ή
σε ένα άσυλο για αστέγους.

Η δειγματοληψία της χιονοστιβάδας είναι ένα είδος δειγματοληψίας απροσδιόριστης


πιθανότητας. Κατά τη διαδικασία αυτή, ο ερευνητής επικοινωνεί με ένα μέλος του
πληθυσμού (π.χ. έναν άστεγο) και στη συνέχεια μέσω αυτού του μέλους αποκτά
πληροφορίες και έρχεται σε επαφή με άλλα μέλη του πληθυσμού. Αυτή η διαδικασία
μπορεί να καταλήξει σε μεροληπτικά δείγματα.

Η συγκεκριμένη δειγματοληψία αποτελεί το μοναδικό τρόπο δειγματοληψίας όταν είναι


δύσκολη η πρόσβαση στο γενικό πληθυσμό. Δείγματα απροσδιόριστης πιθανότητας
χρησιμοποιούνται πολύ συχνά σε πειραματικές έρευνες, οι οποίες χρησιμοποιούν
προπτυχιακούς φοιτητές.

Ερωτηματολόγιο

Το ερωτηματολόγιο αποτελείται από μια σειρά ερωτήσεων, οι οποίες έχουν ως στόχο την
καταγραφή των απόψεων ή στάσεων μιας ομάδας ατόμων γύρω από ένα θέμα μια
δεδομένη χρονική στιγμή.

Τρόποι συμπλήρωσης:

α) άμεσος (ο ίδιος ο ερωτώμενος συμπληρώνει το ερωτηματολόγιο).

 Ο τρόπος αυτός επιλέγεται όταν:

• θέλουμε να πάρουμε πληροφορίες από έναν πολύ μεγάλο αριθμό ατόμων.

• είμαστε σίγουροι ότι τα άτομα μπορούν να καταλάβουν τις ερωτήσεις και να


απαντήσουν σωστά.

• το ερωτηματολόγιο προκαλεί το έντονο ενδιαφέρον των ερωτώμενων.

β) έμμεσος (ο εξεταστής καταγράφει τις απαντήσεις του ερωτώμενου)

Τρόποι χορήγησης των ερωτηματολογίων:

• α) Με αλληλογραφία

• β) Με απευθείας συνομιλία

• γ) Τηλεφωνικά

Βασικά στάδια εκτέλεσης έρευνας με ερωτηματολόγιο

Η έρευνα με ερωτηματολόγιο περιλαμβάνει διάφορα στάδια (Javeau, 1996):

1. Προσδιορισμός του αντικειμένου έρευνας: προσδιορισμός των μεταβλητών που θα


συμπεριληφθούν στην έρευνα.

2. Εξασφάλιση υλικών μέσων για τη διεξαγωγή της έρευνας (προσδιορισμός του


χρηματικού ποσού, εξέταση του απαιτούμενου χρόνου, εξασφάλιση φακέλων,
γραμματοσήμων κ.α.).
3. Συλλογή πληροφοριών από προηγούμενες έρευνες: ανασκόπηση της βιβλιογραφίας
για μια ευρύτερη ενημέρωση γύρω από ένα θέμα και τις μεθόδους με τις οποίες έχει
διερευνηθεί στο παρελθόν.

4. Καθορισμός του σκοπού και των ερευνητικών υποθέσεων: σαφής προσδιορισμός


του σκοπού και των ερευνητικών υποθέσεων, οι οποίες προκύπτουν από πολλές
πηγές (π.χ. βιβλία, άρθρα, άλλα ερωτηματολόγια, ερευνητές).

5. Ορισμός του πληθυσμού: ο καθορισμός του πληθυσμού προκύπτει είτε από τον
ορισμό του ίδιου του αντικειμένου είτε από κάποια χαρακτηριστικά του δείγματος
(π.χ. ηλικία). Επίσης, επηρεάζεται από κάποια υλικο-τεχνικά εμπόδια (π.χ. έλλειψη
χρόνου ή χρήματος).

6. Επιλογή του δείγματος: Επιλογή ενός αντιπροσωπευτικού δείγματος από τον


πληθυσμό, συνήθως με τέτοιο τρόπο ώστε τα χαρακτηριστικά του δείγματος να
εμφανίζονται με την ίδια συχνότητα με την οποία εμφανίζονται στον πληθυσμό. Το
μέγεθος του δείγματος συχνά καθορίζεται από προηγούμενες σχετικές έρευνες, από
τα χαρακτηριστικά του πληθυσμού, καθώς και από πιλοτικές έρευνες.

7. Σύνταξη του σχεδίου του ερωτηματολογίου: σύνταξη ενός προκαταρκτικού σχεδίου


που θα χορηγηθεί στους συμμετέχοντες σε μια πιλοτική έρευνα.

8. Δοκιμή του ερωτηματολογίου σε μια πιλοτική έρευνα: Η πιλοτική έρευνα βοηθά τον
ερευνητή να διαπιστώσει: α) αν οι όροι που χρησιμοποιεί γίνονται εύκολα
κατανοητοί, β) αν η σειρά ερωτήσεων προκαλεί σύγχυση ή παρανοήσεις, γ) αν οι
συγκεκριμένες ερωτήσεις επιτρέπουν τη συλλογή των επιθυμητών πληροφοριών, δ)
αν το ερωτηματολόγιο είναι υπερβολικά μεγάλο και κουραστικό και ε) αν οι οδηγίες
συμπλήρωσης είναι σαφείς.

9. Σύνταξη του τελικού πλάνου του ερωτηματολογίου: σύνταξη των τελικών


ερωτήσεων, σελιδοποίηση και εκτύπωση του ερωτηματολογίου. Συνήθως, το
ερωτηματολόγιο που αποστέλλεται ταχυδρομικά συνοδεύεται με επιστολή, η οποία
περιλαμβάνει πληροφορίες για την έρευνα και τον οργανισμό που τη διεξάγει.

10. Εκπαίδευση των ερευνητών: ενημέρωση των εμπλεκόμενων ερευνητών γύρω από
την έρευνα. Ένας καλός ερευνητής πρέπει: α) να είναι ουδέτερος, β) να είναι σαφής
ως προς το σκοπό της έρευνας, γ) να προκαλεί το ενδιαφέρον των ερωτώμενων, δ)
να παρέχει τις απαραίτητες διευκρινίσεις στους ερωτώμενους, ε) να ενισχύει τη
σοβαρότητα των ερωτώμενων απέναντι στην έρευνα, στ) να αποτρέπει ανειλικρινείς
απαντήσεις.

11. Υλοποίηση της έρευνας: χορήγηση και συγκέντρωση και αρίθμηση των
ερωτηματολογίων.
12. Κωδικοποίηση των ερωτηματολογίων: κωδικοποίηση των απαντήσεων (δηλ.
μετατροπή τους σε ένα συγκεκριμένο γλωσσικό σύστημα. Π.χ. μια αναπάντητη
ερώτηση λαμβάνει τον κωδικό 0).

13. Ανάλυση των αποτελεσμάτων: εξέταση συσχετίσεων που συμφωνούν με την αρχική
υπόθεση, αλλά και συσχετίσεων που παρουσιάζουν ενδιαφέρον.

14. Συγγραφή της έρευνας: καταγραφή και ερμηνεία των αποτελεσμάτων.

Είδη πληροφοριών που συλλέγονται με τα ερωτηματολόγια:

α) δημογραφικά δεδομένα (π.χ. ηλικία, βιολογικό φύλο, εθνικότητα, κοινωνική ή κοινωνικο-


οικονομική τάξη, εισόδημα).

β) πληροφορίες για τη συμπεριφορά των ατόμων. Απαιτούν καλή μνήμη, προθυμία και
ειλικρίνεια από την πλευρά των ερωτώμενων.

γ) πληροφορίες για στάσεις και απόψεις των ερωτώμενων: αξιολόγηση δηλώσεων σε μια
κλίμακα ή αναγκαστική επιλογή μεταξύ συγκεκριμένων δηλώσεων.

δ) πληροφορίες για τις γνώσεις των ατόμων: ερωτηματολόγια που ζητούν τέτοιου είδους
πληροφορίες χορηγούνται κυρίως σε μαθητές (στο χώρο του σχολείου) ή σε υπαλλήλους
(στο χώρο της εργασίας τους), ώστε να εξασφαλίζεται ότι οι ερωτήσεις απαντώνται από το
ίδιο το άτομο.

ε) πληροφορίες για τους στόχους, τις προσδοκίες και τις φιλοδοξίες των ατόμων: οι
πληροφορίες αυτές, οι οποίες ζητούνται κυρίως από τους κοινωνικούς ψυχολόγους, πρέπει
να αντλούνται από ερωτήσεις που διατυπώνονται με μεγάλη σαφήνεια.

Είναι προτιμότερο να χρησιμοποιούνται ήδη υπάρχοντα ερωτηματολόγια από το να


κατασκευάζονται νέα.

Στόχοι που πρέπει να πληρούνται κατά την κατασκευή ερωτήσεων:

α) κάθε ερώτηση πρέπει να έχει εγκυρότητα κατασκευής.

β) κάθε ερώτηση πρέπει να έχει εγκυρότητα περιεχομένου.

γ) πρέπει να αποφεύγονται ερωτήσεις που προκαλούν συγκεκριμένες επιθυμητές


απαντήσεις (π.χ. κοινωνικά αποδεκτές).

δ) οι ερωτήσεις πρέπει να χαρακτηρίζονται από ευαισθησία στις λεπτές διαφορές μεταξύ


των ατόμων.
ε) οι ερωτήσεις πρέπει να χαρακτηρίζονται από αξιοπιστία.

Είδη ερωτήσεων ως προς τη μορφή τους

α) κλειστές ερωτήσεις, στις οποίες οι απαντήσεις είναι προκαθορισμένες και οι ερωτώμενοι


καλούνται να επιλέξουν οπωσδήποτε μια από τις απαντήσεις αυτές.

Π.χ. Σας αρέσει να ζείτε στα Γιάννενα;

Ναι Όχι Δεν ξέρω

Πλεονέκτημα: Είναι εύκολη η στατιστική τους επεξεργασία, αφού μπορούν εύκολα και
γρήγορα να κωδικοποιηθούν και να αναλυθούν.

Μειονέκτημα: Υπαγορεύουν τις απαντήσεις, αφού τα άτομα καλούνται να επιλέξουν μεταξύ


συγκεκριμένων απαντήσεων που ενδέχεται να μην τα εκφράζουν απόλυτα.

β) ανοιχτές ερωτήσεις, στις οποίες οι απαντήσεις δεν προβλέπονται ούτε προκαθορίζονται.

Π.χ. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά που θα θέλατε να έχει ο σύντροφός σας;

Πλεονέκτημα: Είναι χρήσιμες για τη συγκέντρωση πληροφοριών στην περίπτωση


ευαίσθητων θεμάτων, καθώς και στην περίπτωση που δε μπορούμε να προβλέψουμε τις
απαντήσεις.

Μειονέκτημα: Είναι εύκολο να οδηγήσουν σε παρερμηνείες, αφού ενδέχεται τα άτομα να


κατανοήσουν και να απαντήσουν τις ερωτήσεις με πολλούς διαφορετικούς τρόπους και
κατά συνέπεια, να δώσουν πληροφορίες διαφορετικές από αυτούς που ενδιαφέρουν τον
ερευνητή.

γ) ημι-ανοιχτές ή ημι-κλειστές ερωτήσεις, στις οποίες προκαθορίζονται οι πιθανότερες


απαντήσεις, αλλά ταυτόχρονα δίνεται η επιλογή ελεύθερης απάντησης σε περίπτωση που
οι προκαθορισμένες απαντήσεις δεν καλύπτουν τον ερωτώμενο.

Π.χ. Αν θέλατε να κάνετε μια σημαντική αγορά και δεν είχατε τα χρήματα, τι θα κάνατε;

α) Θα ζητούσα δάνειο από την τράπεζα, β) Θα ζητούσα βοήθεια από τους γονείς μου, γ) Θα
ζητούσα βοήθεια από φίλους, δ) Θα έβρισκα δεύτερη δουλειά, ε) Άλλο……..

Οι ερωτήσεις αυτές έχουν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των κλειστών και των
ανοιχτών ερωτήσεων.
Ο ερευνητής πρέπει να φροντίσει ώστε στις κλειστές ερωτήσεις οι ερωτώμενοι να
καταφεύγουν στην επιλογή “Άλλο” μόνο σε λίγες περιπτώσεις.

Τρόποι που συμβάλλουν στην αύξηση του ποσοστού ανταπόκρισης

α) Αποστολή συνοδευτικής επιστολής, με την οποία ο ερευνητής ενημερώνει τους


συμμετέχοντες σχετικά με το σκοπό και τη σοβαρότητα της έρευνας. Απαραίτητη κρίνεται
και η αποστολή φακέλου για την επιστροφή του ερωτηματολογίου.

β) Η καλή εμφάνιση των ερωτηματολογίων (ποιοτικό χαρτί, καλά τυπωμένες ερωτήσεις,


ορθογραφία σωστή σύνταξη κλπ.).

γ) Η περιορισμένη έκταση του ερωτηματολογίου.

δ) Το κατάλληλο χρονικό διάστημα αποστολής του ερωτηματολογίου.

ε) Η αποστολή υπομνήματος, σε περίπτωση που σημειώνεται μεγάλη καθυστέρηση στην


επιστροφή των ερωτηματολογίων .

Συνέντευξη

Η συνέντευξη (και ιδιαίτερα αυτή που διεξάγεται κατά πρόσωπο) έχει αρκετά
πλεονεκτήματα:

α) Εξασφαλίζει μια σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ του ερευνητή και του ερωτώμενου, γεγονός
που αυξάνει την ανταπόκριση στη συλλογή δεδομένων.

β) Δίνει τη δυνατότητα διευκρινιστικών σχολίων σε ενδεχόμενες απορίες του ερωτώμενου


και επομένως αποφεύγονται οι παρανοήσεις.

γ) Επιτρέπει στον ερευνητή να αποκτήσει πλούσιες πληροφορίες για τον ερωτώμενο.

δ) Αποτελεί το μοναδικό τρόπο συλλογής πληροφοριών στην περίπτωση αναλφάβητων.

Είδη συνέντευξης

Δομημένη συνέντευξη: Οι ερωτήσεις ετοιμάζονται εκ των προτέρων και ο ερευνητής τις


διαβάζει στον ερωτώμενο. Η διαδικασία αυτή έχει το πλεονέκτημα ότι επιτρέπει μια
αποτελεσματική σύγκριση των απαντήσεων των ερωτώμενων.
Μειονέκτημα: ο ερωτώμενος καθοδηγείται από τη διατύπωση των ερωτήσεων και,
επομένως, περιορίζεται η ελεύθερη και πιστή απόδοση των σκέψεων και των
συναισθημάτων του.

Μη δομημένη συνέντευξη: Πρόκειται για μια ελεύθερη συζήτηση μεταξύ του ερευνητή και
του ερωτώμενου γύρω από διάφορα θέματα και κυρίως αυτά που ενδιαφέρουν
περισσότερο τον ερωτώμενο ή αυτά που γνωρίζει καλύτερα. Ο συνεντευκτής χρειάζεται να
έχει εκπαιδευτεί κατάλληλα, αφού είναι πολύ δύσκολο να κάνει κανείς ερωτήσεις χωρίς
προκατειλημμένο τρόπο.

Ένα είδος μη δομημένης συνέντευξης είναι η εστιασμένη ή εντοπισμένη συνέντευξη, η


οποία έχει ως στόχο να καταγράψει τις εντυπώσεις των ατόμων για ένα γεγονός ή θέμα,
ένα βιβλίο, ένα πρόγραμμα της τηλεόρασης κλπ..

Ο ερευνητής κατευθύνει τη συζήτηση παρουσιάζοντας κάποια σημαντικά σημεία της


κατάστασης, αλλά οι ερωτώμενοι, στη συνέχεια, εκφράζουν ελεύθερα τις σκέψεις τους.
Συχνά ερωτώνται πολλά άτομα μαζί, τα οποία μοιράζονται τις απόψεις τους και μεταξύ
τους. Μάλιστα, πολλές φορές η εστιασμένη συνέντευξη διεξάγεται σε μια πρώτη φάση
κατασκευής ενός ερωτηματολογίου.

Άλλο ένα είδος μη δομημένης συνέντευξης είναι η μη κατευθυνόμενη συνέντευξη. H


συνέντευξη αυτή επιτρέπει στον ερωτώμενο να εκφράσει ελεύθερα τις απόψεις του χωρίς
την παρέμβαση του ερευνητή. Αυτό το είδος συνέντευξης χρησιμοποιείται όταν ο
ερευνητής δεν έχει καταλήξει σε συγκεκριμένες ερωτήσεις. Η συνέντευξη αυτή απαιτεί
πολύ χρόνο (Μ = 90 min), αφού συχνά μεσολαβούν παύσεις και η συνέντευξη λήγει μόνο
όταν καταλήξει σε κάποιο ικανοποιητικό αποτέλεσμα.

Ένα μειονέκτημα της μη δομημένης συνέντευξης είναι ότι δεν υπάρχει ομοιομορφία και
συνέπεια μεταξύ των απαντήσεων των ερωτώμενων. Επίσης, η κωδικοποίηση και ανάλυση
των απαντήσεων είναι σχετικά δύσκολη.

Δομημένη ή μη δομημένη συνέντευξη;

Η απάντηση εξαρτάται από το σκοπό της έρευνας. Σε γενικές γραμμές, η δομημένη


συνέντευξη χρησιμοποιείται όταν υπάρχουν συγκεκριμένα ερευνητικά ερωτήματα που
έχουν προκύψει από προηγούμενες προκαταρκτικές μελέτες και όταν υπάρχει μια σαφώς
καθορισμένη ερευνητική υπόθεση.

Η καταγραφή των απαντήσεων είναι πολύ σημαντική και ιδιαίτερα στην περίπτωση
ανοιχτών ερωτήσεων, αφού πρέπει κάθε απάντηση να καταγράφεται αυτολεξεί. Γι’ αυτό
και συχνά η συνέντευξη ηχογραφείται.
Ανάλυση των δεδομένων των συνεντεύξεων

Η ανάλυση περιεχομένου (contentanalysis) χρησιμοποιείται για την επεξεργασία των


δεδομένων που συλλέγονται με τις συνεντεύξεις. Κατά την ποσοτική ανάλυση
περιεχομένου, επιλέγεται το υλικό που πρόκειται να αναλυθεί και στη συνέχεια επιλέγονται
συγκεκριμένες μονάδες ανάλυσης (π.χ. μια λέξη, ένα θέμα, ο χρόνος απάντησης μιας
ερώτησης). Το αποτέλεσμα μιας ανάλυσης περιεχομένου αφορά, συνήθως, στη συχνότητα
εμφάνισης των διαφορετικών κατηγοριών.

Η ποιοτική ανάλυση περιεχομένου δίνει έμφαση στο νόημα παρά στην ποσοτικοποίηση των
δεδομένων. Σκοπός αυτής της ανάλυσης είναι ο εντοπισμός αυτούσιων φράσεων ή
προτάσεων που εκφράζουν φανερά συγκεκριμένα θέματα.

Σχεδιασμός και Διεξαγωγή Πειραμάτων

Πρώτο στάδιο: λειτουργικοί ορισμοί της ανεξάρτητης και της εξαρτημένης μεταβλητής.

Επιλογή της ανεξάρτητης μεταβλητής

Επιλέγουμε μια ανεξάρτητη μεταβλητή, την οποία χειριζόμαστε συστηματικά, καθώς και
μια εξαρτημένη μεταβλητή που μετρά τις αλλαγές στη συμπεριφορά.

Π.χ. επίδραση παρακολούθησης διαφορετικών τηλεοπτικών προγραμμάτων (π.χ. κωμωδία,


δράμα, θρίλερ, ντοκιμαντέρ) στο επίπεδο άγχους των ανθρώπων.

Η ανεξάρτητη μεταβλητή ονομάζεται και παράγοντας (factor). Η κάθε συνθήκη της


ανεξάρτητης μεταβλητής ονομάζεται επίπεδο (level) ή χειρισμός (treatment).

Επίπεδα της ανεξάρτητης μεταβλητής

Κωμωδία δράμα ντοκιμαντέρ θρίλερ


(επίπεδο 1) (επίπεδο 2) (επίπεδο 3) (επίπεδο 4)

Βαθμολογία στην Χ Χ Χ Χ
Εξαρτημένη Χ Χ Χ Χ
μεταβλητή (άγχος) Χ Χ Χ Χ
Χ Χ Χ Χ
. . . .
. . . .
. . . .
Το παραπάνω πειραματικό σχέδιο είναι σχέδιο μονής κατεύθυνσης (one-waydesign), αφού
χειριζόμαστε μόνο μια ανεξάρτητη μεταβλητή (ή έναν παράγοντα).

Επιπλέον, είναι σχέδιο μεταξύ υποκειμένων ή σχέδιο ανεξάρτητων δειγμάτων, επειδή


τοποθετούμε με τυχαίο τρόπο διαφορετικά άτομα στις διαφορετικές συνθήκες και το κάθε
άτομο ανήκει μόνο σε μια από τις συνθήκες της ανεξάρτητης μεταβλητής.

Κατά την επιλογή και δημιουργία του λειτουργικού ορισμού της ανεξάρτητης μεταβλητής, ο
ερευνητής πρέπει να δώσει ιδιαίτερη προσοχή στο θέμα της εγκυρότητας.

Η ανεξάρτητη μεταβλητή, λοιπόν, πρέπει να χαρακτηρίζεται από:

• εγκυρότητα εννοιολογικής κατασκευής για να είμαστε σίγουροι ότι οι χειρισμοί μας


επιτρέπουν την εξαγωγή συμπερασμάτων για τα φαινόμενα που μας ενδιαφέρουν.

• εγκυρότητα περιεχομένου.

• εξωτερικής εγκυρότητας (άρα, δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε πολύ ασυνήθιστες


Α.Μ. και συνθήκες).

• οικολογική εγκυρότητα

• ισορροπία ανάμεσα σε εσωτερική και εξωτερική εγκυρότητα

Επιλογή των επιπέδων της ανεξάρτητης μεταβλητής

Το πιο απλό πειραματικό σχέδιο περιλαμβάνει δυο συνθήκες και συγκρίνει την επίδραση
των δυο αυτών συνθηκών.

Τα χαρακτηριστικά της ανεξάρτητης μεταβλητής θα καθορίσουν και το είδος της γραφικής


απεικόνισης των αποτελεσμάτων.

Όταν η ανεξάρτητη μεταβλητή είναι συνεχής(π.χ. θερμοκρασία, χρονική διάρκεια κ.α.), τα


δεδομένα απεικονίζονται με γραμμικό διάγραμμα.

Όταν η ανεξάρτητη μεταβλητή είναι ασυνεχής (π.χ. διαφορετικά ερεθίσματα, διαφορετικές


οδηγίες), τα δεδομένα απεικονίζονται με διάγραμμα ράβδου.
Γραμμικό διάγραμμα

8
6
4
γυναίκες
2
άνδρες
0
1 2 3 4
ώρα ώρες ώρες ώρες

Διάγραμμα ράβδου
% of correct responses

90
80
70
60 single
50 secondary
40
30
20
10
0
Group 1 Group 2

Τρόποι ελέγχου της αξιοπιστίας και της εγκυρότητας στο πείραμα

Ο πειραματιστής πρέπει να επιδιώκει αξιοπιστία όχι μόνο ως προς τη μέτρηση των


αποτελεσμάτων αλλά και ως προς το χειρισμό της ανεξάρτητης μεταβλητής. Πρέπει δηλ.
όλα τα άτομα που ανήκουν σε μια ομάδα να λαμβάνουν ακριβώς τους ίδιους χειρισμούς.

Επίσης, ο πειραματιστής πρέπει να εξασφαλίζει όλα τα είδη της εγκυρότητας, αλλά πρέπει
να δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην εσωτερική εγκυρότητα, δηλαδή στο βαθμό στον οποίο τα
αποτελέσματα οφείλονται μόνο στο χειρισμό της Α.Μ..
Ένας κίνδυνος της εσωτερικής εγκυρότητας είναι η διάδοση του πειραματικού χειρισμού,
δηλ. η γνωστοποίηση του πειραματικού χειρισμού σε πιθανά νέα υποκείμενα της έρευνας.

Σαφείς οδηγίες: Ένας άλλος παράγοντας που συμβάλλει στην αξιοπιστία και την
εγκυρότητα είναι η διατύπωση των οδηγιών προς τους συμμετέχοντες με όσο το δυνατόν
μεγαλύτερη σαφήνεια.

Έλεγχος χαρακτηριστικών που μπορούν να επηρεάσουν τη συμπεριφορά των


συμμετεχόντων

Ο πειραματιστής πρέπει να αποφεύγει υπαινιγμούς που μπορεί να καθοδηγήσουν τη


συμπεριφορά των συμμετεχόντων και επομένως να οδηγήσουν σε αναξιόπιστες και μη
έγκυρες απαντήσεις.

Επίσης, συχνά είναι απαραίτητο ο πειραματιστής να καταφεύγει στην εξαπάτηση, στην


κάλυψη του πραγματικού σκοπού της έρευνας.

Η χρήση placebo βοηθά, επίσης, στον έλεγχο χαρακτηριστικών που μπορούν να


επηρεάσουν τη συμπεριφορά των υποκειμένων.

Συχνά, είναι χρήσιμο ο σκοπός της έρευνας να μην είναι γνωστός ούτε στους ίδιους τους
πειραματιστές ώστε να μην μπορούν να μεταδώσουν τις προσδοκίες τους στους
εξεταζόμενους. Στην περίπτωση αυτή, εφαρμόζεται η διαδικασία της διπλά τυφλής
μεθόδου.

Τρόποι αύξησης της ευαισθησίας της εξαρτημένης μεταβλητής:

Ένας τρόπος αύξησης της ευαισθησίας της εξαρτημένης μεταβλητής είναι η αυξημένη
ακρίβεια των μετρήσεων (π.χ. η μέτρηση του χρόνου αντίδρασης είναι πιο ευαίσθητη από
τη μέτρηση σωστών ή εσφαλμένων απαντήσεων).

Κατά το σχεδιασμό της διαδικασίας μέτρησης, πρέπει να αποφεύγεται ο περιορισμός του


εύρους των βαθμολογιών των ατόμων, δηλ. ο ερευνητής δεν πρέπει να περιορίζει την
κλίμακα των βαθμολογιών σε μια κλίμακα. (Περιορισμένη κλίμακα: 0-4, μη περιορισμένη
κλίμακα: 0-100).

Πρέπει να αποφεύγεται η χρήση πολύ εύκολων έργων ή ερωτήσεων, γιατί έτσι


οδηγούμαστε σε περιορισμό του εύρους των βαθμολογιών και αποκτούμε δεδομένα που
χαρακτηρίζονται από επιδράσεις “οροφής” (ceilingeffects).

Από την άλλη, το εύρος των βαθμολογιών περιορίζεται και όταν το έργο είναι πολύ
δύσκολο. Στην περίπτωση αυτή, προκύπτουν επιδράσεις “δαπέδου” (flooreffects), δηλ. η
υψηλότερη δυνατή βαθμολογία είναι πολύ χαμηλή.
Είδη πειραματικών σχεδίων

• Α. Σχέδια μονής κατεύθυνσης (σχέδια με μια μόνο ανεξάρτητη μεταβλητή).

Ένας τρόπος ελέγχου εξωγενών παραγόντων ή μεταβλητών είναι η εξασφάλιση ισότητας


μεταξύ των υποκειμένων σε καθεμιά από τις πειραματικές συνθήκες.

Η ισότητα αυτή επιτυγχάνεται είτε:

1. με τη χρησιμοποίηση διαφορετικών υποκειμένων σε καθεμιά από τις συνθήκες του


πειράματος (σχέδια μεταξύ υποκειμένων ή σχέδια ανεξάρτητων δειγμάτων),

2. με τη χρησιμοποίηση των ίδιων υποκειμένων σε καθεμιά από τις πειραματικές συνθήκες


(σχέδια επαναληπτικών μετρήσεων).

• Στην πρώτη περίπτωση, λοιπόν, ο πειραματιστής τοποθετεί τυχαία το κάθε


υποκείμενο στο κάθε επίπεδο της Α.Μ., πριν το χειρισμό της Α.Μ..

• Στη δεύτερη περίπτωση, τα ίδια άτομα συμμετέχουν σε κάθε επίπεδο της Α.Μ.. Τα
σχέδια αυτά ονομάζονται σχέδια επαναληπτικών μετρήσεων (repeatedmeasures-
designs), γιατί η Ε.Μ. μετριέται πάνω από μια φορές για το κάθε άτομο.

Συχνά, μια ερευνητική υπόθεση μπορεί να εξεταστεί και με τα δύο παραπάνω είδη
πειραματικών σχεδιασμών.

Πλεονεκτήματα των σχεδίων επαναληπτικών μετρήσεων

• Αποκλείουν την πιθανότητα σφαλμάτων που οφείλονται σε διαφορές στα


χαρακτηριστικά (ηλικία, μνήμη, εμπειρίες, γνώσεις κ.λ.π.) των υποκειμένων, αφού
τα χαρακτηριστικά αυτά διατηρούνται σταθερά με τη χρήση των ίδιων ατόμων στην
κάθε συνθήκη.

• Για παράδειγμα, αν ο ερευνητής που ενδιαφέρεται να μελετήσει την επίδραση των


διαφορετικών ειδών μουσικής στο επίπεδο άγχους των ατόμων χρησιμοποιήσει το
σχέδιο “μεταξύ υποκειμένων”, θα τοποθετήσει ένα άτομο που χαρακτηρίζεται από
ασυνήθιστα υψηλό επίπεδο άγχους είτε στη μια ομάδα είτε στην άλλη.

• Άλλο ένα πλεονέκτημα των “σχεδίων επαναληπτικών μετρήσεων” είναι το γεγονός


ότι απαιτούν μικρότερο αριθμό υποκειμένων.

Μειονεκτήματα των σχεδίων επαναληπτικών μετρήσεων

Το γεγονός ότι τα ίδια άτομα εξετάζονται περισσότερες από μια φορές μπορεί να
προκαλέσει ορισμένα προβλήματα:
• Επιδράσεις “μεταφοράς” (carryovereffects). Όταν οι επιδράσεις ενός επιπέδου της
ανεξάρτητης μεταβλητής εξακολουθούν να ισχύουν όταν η εξαρτημένη μεταβλητή
αξιολογεί ένα επόμενο επίπεδο της ανεξάρτητης μεταβλητής, τότε προκύπτουν
επιδράσεις “μεταφοράς”.

• Επιδράσεις εξάσκησης ή κόπωσης. Η επανάληψη της μέτρησης μπορεί να κουράσει


τα άτομα, γεγονός που θα επηρεάσει την επίδοσή τους.

Το σχέδιο επαναληπτικών μετρήσεων δεν ενδείκνυται στην περίπτωση που τα άτομα


μπορούν να μαντέψουν τους χειρισμούς και το σκοπό του πειράματος.

Παραγοντικά σχέδια πειραμάτων

Η ονομασία αυτών των σχεδίων προκύπτει από τη λέξη παράγοντας, η οποία αναφέρεται
στις Α.Μ.. Όπως τα πειράματα που χρησιμοποιούν μια Α.Μ. ονομάζονται σχέδια μονής
κατεύθυνσης, έτσι και τα πειράματα με δύο Α.Μ. ονομάζονται σχέδια διπλής κατεύθυνσης
(two-waydesigns), τα σχέδια με τρεις Α.Μ. ονομάζονται σχέδια τριπλής κατεύθυνσης (three-
waydesigns) κ.ο.κ.

Τα παραγοντικά σχέδια περιγράφονται με την απαρίθμηση των παραγόντων και των


επιπέδων τους και τη σύνδεσή τους με το σύμβολο “Χ”. Συγκεκριμένα, ένα σχέδιο διπλής
κατεύθυνσης, στο οποίο κάθε παράγοντας έχει δύο επίπεδα περιγράφεται ως ένα 2 Χ 2
σχέδιο. Ένα σχέδιο τριπλής κατεύθυνσης, στο οποίο κάθε παράγοντας έχει δύο επίπεδα,
περιγράφεται ως σχέδιο 2 Χ 2 Χ 2. Ένα σχέδιο 2 Χ 3 έχει, επίσης, δύο παράγοντες, αλλά ο
ένας μόνο έχει δυο επίπεδα, ενώ ο άλλος έχει τρία επίπεδα.

Για να υπολογίσουμε το συνολικό αριθμό των συνθηκών πολλαπλασιάζουμε τα επίπεδα


του κάθε παράγοντα. Έτσι, ένα 2 Χ 2 σχέδιο έχει 4 συνθήκες, ενώ ένα 2 Χ 3 σχέδιο έχει 6
συνθήκες.

Στα σχέδια μονής κατεύθυνσης, ο αριθμός των επιπέδων είναι ο ίδιος με τον αριθμό
συνθηκών και, επομένως, οι δύο όροι μπορούν να χρησιμοποιηθούν εναλλακτικά. Αντίθετα,
στα παραγοντικά σχέδια, τα επίπεδα περιγράφουν τον αριθμό των ομάδων σε κάθε
παράγοντα, ενώ οι συνθήκες αναφέρονται στον συνολικό αριθμό των ομάδων που
περιλαμβάνονται σε ένα πείραμα.

Παράδειγμα σχεδίου 2 Χ 2: H αρνητική επίδραση της παρακολούθησης τηλεοπτικής βίας


στην επιθετικότητα των παιδιών επηρεάζεται από το είδος των παιχνιδιών με τα οποία
παίζουν;

Κατά τη συγγραφή της έρευνας, το σχέδιο περιγράφεται ως ένα 2 Χ 2 (είδος τηλεοπτικού


προγράμματος [βίαιο, μη βίαιο] επί είδος παιχνιδιών [πολεμικά, ουδέτερα]) σχέδιο.
Τα παραγοντικά σχέδια αναλύονται με την ανάλυση διακύμανσης (ΑΝΟVA). Τα
αποτελέσματα μας δείχνουν βασικές επιδράσεις, απλές επιδράσεις και αλληλεπιδράσεις.

Οι βασικές επιδράσεις αναφέρονται στην επίδραση του κάθε παράγοντα χωριστά στην
εξαρτημένη μεταβλητή, δηλ. στις διαφορές μεταξύ των επιπέδων ενός παράγοντα.

Είδος τηλ. προγράμματος

Βίαιο Μη βίαιο

Πολεμικά

Είδος παιχνιδιών

Ουδέτερα

Η βασική επίδραση του είδους του τηλεοπτικού προγράμματος εξετάζεται συγκρίνοντας το


μέσο όρο των παιδιών που είδαν το βίαιο πρόγραμμα με το μέσο όρο των παιδιών που
είδαν το μη βίαιο πρόγραμμα. Ομοίως, η βασική επίδραση του είδους των παιχνιδιών
εξετάζεται συγκρίνοντας το μέσο όρο των παιδιών που έπαιξαν με πολεμικά παιχνίδια με το
μέσο όρο των παιδιών που έπαιξαν με ουδέτερα παιχνίδια.

Η αλληλεπίδραση προκύπτει όταν μια Α.Μ. επηρεάζει με διαφορετικό τρόπο την Ε.Μ. στα
διαφορετικά επίπεδα μιας άλλης μεταβλητής. Για παράδειγμα, απόδειξη αλληλεπίδρασης
θα είχαμε αν στα παιδιά που έπαιξαν με πολεμικά παιχνίδια βρίσκαμε ότι αυτά που είδαν
το βίαιο πρόγραμμα παρουσίαζαν μεγαλύτερη επιθετικότητα από τα παιδιά που είδαν το
μη βίαιο πρόγραμμα, ενώ στα παιδιά που έπαιξαν με τα ουδέτερα παιχνίδια βρίσκαμε το
αντίθετο(ή δε βρίσκαμε καμία διαφορά μεταξύ παιδιών που είδαν τα δύο διαφορετικά
προγράμματα).

Η απλή επίδραση αναφέρεται στην επίδραση ενός παράγοντα σε ένα επίπεδο ενός άλλου
παράγοντα (π.χ. η επίδραση της παρακολούθησης των δύο διαφορετικών ειδών
τηλεοπτικών προγραμμάτων στα παιδιά που έπαιξαν με τα ουδέτερα παιχνίδια ονομάζεται
απλή επίδραση της παρακολούθησης διαφορετικών τηλεοπτικών προγραμμάτων).
Όταν σχεδιάζουμε ένα παραγοντικό πείραμα, διατυπώνουμε προβλέψεις ως προς
αναμενόμενες βασικές επιδράσεις ή αλληλεπιδράσεις.

Η ερμηνεία των βασικών επιδράσεων επηρεάζεται πάντα από τις αλληλεπιδράσεις.


Δηλαδή, σε περίπτωση που βρούμε και στατιστικά σημαντικές βασικές επιδράσεις
παραγόντων και στατιστικά σημαντικές αλληλεπιδράσεις, τότε η ερμηνεία των βασικών
επιδράσεων απαιτεί προσοχή.

Π.χ. στο παράδειγμά μας συμπεραίνουμε ότι τα βίαια προγράμματα αυξάνουν την
επιθετικότητα μόνο στα παιδιά που παίζουν με πολεμικά παιχνίδια.

Αλληλεπίδραση έχουμε μόνο όταν έχουμε δύο ανεξάρτητες μεταβλητές. Όταν έχουμε μια
ανεξάρτητη μεταβλητή, μπορεί απλά να υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο ένα και το άλλο
επίπεδο της ανεξάρτητης μεταβλητής ως προς τους μέσους όρους της εξαρτημένης
μεταβλητής. Η αλληλεπίδραση αναφέρεται στη διαφορετική επίδραση μιας μεταβλητής
ανάλογα με το επίπεδο της άλλης μεταβλητής.

Τα παραγοντικά σχέδια μπορεί να είναι:

α) σχέδια μεταξύ υποκειμένων (οπότε και τα υποκείμενα τοποθετούνται τυχαία σε καθεμιά


από τις συνθήκες), β) σχέδια επαναληπτικών μετρήσεων (οπότε και τα ίδια υποκείμενα
συμμετέχουν σε όλες τις συνθήκες) ή γ) σχέδια που περιλαμβάνουν και παράγοντες μεταξύ
υποκειμένων και παράγοντες επαναληπτικών μετρήσεων. Τα τελευταία σχέδια ονομάζονται
μικτά παραγοντικά σχέδια.

Οιονεί πειράματα (quasi-experiments): Στα οιονεί πειράματα, τα υποκείμενα δεν


τοποθετούνται τυχαία στις συνθήκες. Αντίθετα, τοποθετούνται σε μια συγκεκριμένη
συνθήκη (ομάδα) επειδή έχουν ήδη ένα χαρακτηριστικό (π.χ. ηλικία, φύλο, ένα προσωπικό
χαρακτηριστικό) που τους κατατάσσει στη συνθήκη αυτή.

You might also like