You are on page 1of 22

ΑΓΙΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΣΩΖΟΜΕΝΑ ΕΡΓΑ

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ 1093
________________________________________________________________

Ὁ ἐνδιαφερόμενος γιὰ τὴ γλώσσα τοῦ Ἐγκλείστου μπορεῖ νὰ ἀνατρέξει στὰ


σχετικὰ κεφάλαια τῶν Εἰσαγωγῶν τῶν ΣΑΝ καθὼς καὶ στὸν πολύτιμο Index
Graecitatis ποὺ ἐπισυνάπτουν στὴν ἔκδοση τῆς νεοφύτειας «Ἑρμηνείας τῶν
Χριστοῦ ἐντολῶν» ἀπὸ τὸν Π. Ἐγγλεζάκη, Ἀθήνα 1998, σσ. 233-71, οἱ
ἐπιμελητές της. Τὸ παρὸν Γλωσσάριο βασίζεται κατὰ κύριο λόγο στὸ ὑπὸ
περάτωση Lexikon zur byzantinischen Gräzität τοῦ E. Trapp (τεύχη 1-7) καὶ
περιλαμβάνει λέξεις τοῦ Νεοφύτου ποὺ ὡς τύποι ἢ σημασίες δὲν θησαυρίζονται
στὸ λεξικὸ τοῦ Δημητράκου (τὸ μεγάλο).

Ἀβραμικός, σχετικὸς μὲ τὸν Ἄβραμ ἢ Ἀβραάμ


ἄβρωτος, ποὺ ἀπὸ τὴ φύση του δὲν τρώει
ἀβύσσαιος, ποὺ προέρχεται ἀπὸ ἢ μοιάζει μὲ τὴν ἄβυσσο, ἀπύθμενος,
ἀβυσσαλέος
ἀβυσσιακός, ὁ τῆς ἀβύσσου
ἀγάγομαι (ἅπαξ ἀντὶ ἄγομαι)
ἀγαλλομένως, μὲ χαρά
ἄγερτος καὶ ἀνέγερτος, ὁ χωρὶς ἔγερση, ἀνεπανόρθωτος
ἄγηρος, ἀγέραστος, αἰώνιος
ἁγιοστεφής, στεφανωμένος ἀπὸ ἁγίους
ἁγιοσύζευκτος, ποὺ ἔχει συζευχθεῖ στὸν ζυγὸ τοῦ ἀρότρου ἀπὸ ἁγίους,
ποὺ τὸν συνδυάζουν οἱ ἅγιοι
ἀγκυλοκάρδιος, ποὺ ἔχει πονηρὴ καρδιά, διεστραμμένη ψυχή
ἀγκυλόχειλος (μτφ.), ποὺ ἔχει διεστραμμένη γλώσσα, κακόγλωσσος
ἀγλαϊφόρος, λαμπρὸς καὶ χαρμόσυνος (καὶ ἐπίρρ. -ρως)
ἀγλαοφανῶς, μὲ λαμπρή, φαιδρὴ ὄψη
ἀγχιστευτής, αὐτὸς ποὺ βρίσκεται κοντὰ σὲ ἄλλον, συμπαραστάτης,
βοηθός
ἀγχιστής, οἰκεῖος, στενὸς συγγενής
ἀγώγιμον, φορτίο· τόκος δανείου
ἀδαπανήτως, ἀνεξάντλητα
ἀδιάβατος, ποὺ δὲν ἔχει τέλος, ἀπέραντος, ἀθάνατος
ἀδιάλαθος, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ λανθάνει καθόλου, ἐμφανής
ἀδιαστάτως, χωρὶς διακοπή, ἀδιαίρετα, ἀχώριστα
ἀδιοίκητος, ποὺ δὲν ἔχει τακτοποιηθεῖ, (γιὰ τὴ θ. κοινωνία) δὲν ἔχει
καταλυθεῖ ἀπὸ τὸν λειτουργό
ἀθανάσιος, ἀθάνατος
ἀθεσμουργία, παράνομο ἢ ἀνήθικο ἔργο
ἀθορυβία, ἀπουσία θορύβου, ἀταραξία, ἡσυχία
ἀθροιστής, συλλέκτης
αἰνετικός, ποὺ γίνεται μὲ ἢ ἀποτελεῖται ἀπὸ ὕμνο, ὑμνητικός
αἰωρίζω (ἀντὶ -ρέω)
ἀκάθαρμα, ἀκαθαρσία
ἀκρέμων, κορυφαῖος
ἀκριβασμός, ἀκριβὴς καθορισμός, ὁριοθέτηση
ἀκριματίστως, χωρὶς ἁμαρτία
ἀκροατήριον, τόπος ἀπὸ ὅπου κάποιος μπορεῖ νὰ ἀκούει
ἀκρόδρυος καρπὸς ἢ ὀπώρα καὶ (οὐσ.) τὸ ἀκρ., καρπὸς δένδρου, ἰδίως ὁ
μὲ σκληρὸ κέλυφος
ἀκρόκρημνον, ἄκρη τοῦ γκρεμοῦ
ἀκρόχειλον, τὸ ψηλότερο μέρος τῆς περιφέρειας τοῦ τείχους
ἀκρώρειος, ποὺ βρίσκεται στὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ 1094
________________________________________________________________

ἀλείφω, προετοιμάζω ἀθλητή, ἐξασκῶ· πβ. καὶ ἐπαλείφω


ἀλεσμός, ἄλεσμα, σύνθλιψη μελῶν τοῦ σώματος ὡς μαρτύριο
ἀλλοτριόφρων, ἑτερόδοξος
ἀλμέγω (ἀντὶ ἀμέλγω)
ἀλσοκοπέω, (ἴσως) ξελογγώνω ρουμάνια κόβοντας ἢ ἐξημερώνοντας τὰ
ἄγρια δένδρα τους
ἀμελγία, ἄρμεγμα
ἁμιλλάω, καθιστῶ ἐφάμιλλο, ἐξισώνω κάποιον μὲ ἀνώτερό του
ἀμοιβεύς, αὐτὸς ποὺ ὑφίσταται ἀλλαγή, μεταλλάσσεται
ἄμποτε· βλ. ἄν ποτε
ἀναιρετήριος, ποὺ πιστοποιεῖ ἢ ἐπιφέρει τὴν ἐξολόθρευση
ἀνακαλέομαι, θρηνῶ
ἀνακλιτήριος, κατάλληλος γιὰ ἀνάκλιση τοῦ σώματος
ἀνακοχλάζω (μτβ., γιὰ τὴ θάλασσα), ἐκπέμπω κάτι πρὸς τὰ πάνω
κοχλάζοντας
ἀνακτορικῶς, ὅπως τὰ ἀνάκτορα, μεγαλοπρεπῶς
ἀνάλυσις, ἐπάνοδος στὴν πατρίδα
ἀναλωτής, καταλυτής, ἐξολοθρευτής
ἀνδροαγκασκέλισμα (?, ἀνδροαγκάλισμα LBG), πρόχειρη μονάδα ὄγκου,
ὅσο μπορεῖ νὰ ἀγκαλιάσει ἕνας ἄνδρας μὲ τὰ σκέλη του
ἀνδροσήκωμα, πρόχειρη μονάδα βάρους, ὅσο μπορεῖ νὰ σηκώσει ἕνας
ἄνδρας
ἀνεκδίκητος, ἀδικαίωτος
ἀνέργαστος (ἐνεργ.), αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει δουλέψει
ἀνεύπορος, ὁ μὴ εὔπορος, ἄπορος
ἀνῆλιξ, ἀνήλικος
ἀνηρότως, χωρὶς ὄργωμα, ἀνόργωτα
ἀνησιφόρος (ἀντὶ ἀνονη-), ἀνώφελος, ἄχρηστος
ἄνθεξις, συμπαράσταση, βοήθεια
ἀνθρωποπαρεσκία, ἀνθρωποπάρεσκος (ἀντὶ ἀνθρωπαρεσκία,
ἀνθρωπάρεσκος)
ἀνθυποδεικνύω, ὑποδείχνω ἀντίθετα
ἀνιαρότης, λύπη
ἄν ποτε (ἀντὶ ἄμποτε, ἴσως ἀρχαιότερη μαρτυρία)
ἀντεγκωμιάζω, ἀνταποδίδω ἐγκώμιο, ἀντεπαινῶ
ἀντιθεοτόκος, ἡ ἀντὶ-Θεοτόκος, ἡ μητέρα τοῦ ἀντιχρίστου
ἀντιθηράω καὶ -ρεύω, συλλαμβάνω τὸν διώκτη μου, προσηλυτίζω αὐτὸν
ποὺ προσπαθεῖ νὰ μὲ προσηλυτίσει
ἀντικαθέλκω, ἕλκω πρὸς τὴν ἀντίθετη κατεύθυνση, παροτρύνω ἀντίθετα
μὲ ἄλλον
ἀντίσταμαι (ἐνίοτε ἀντὶ ἀνθί-)
ἀντιστήκω, ἀντιστέκομαι
ἀντίσχεσις, ἀπόκρουση, ἄμυνα
ἀνυποσκέλιστος, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ καταρριφθεῖ, σταθερός
ἀξιωτήριος, ποὺ δηλώνει τὴν καταξίωση ἢ καταξιώνει
ἀπαλλακτήριος, ποὺ σημαίνει ἢ φέρνει τὴν ἀπαλλαγή
ἀπαλοιμός (-λυμμός ὁ κώδ., -λειμμός LBG), ἀπάλειψη, ἀπαλοιφή,
ἀφανισμός
ἀπεικῶς, ἀνάρμοστα, ἀπρεπῶς
ἀπελασμός, ἀπέλαση, ἐκδίωξη
ἀπελατήρ, διώκτης
ἀπερικτύπητος, ἀθόρυβος, ἥσυχος
ἀπηορίζω, κρεμάω, ἀπαγχονίζω
ἀπηορισμός, κρέμασμα, ἀπαγχονισμός
ἄπισσος, ὁ χωρίς πίσσα, ἀπίσσωτος
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ 1095
________________________________________________________________

ἀπίω (ἀντὶ ἄπειμι)


ἀποδέω, δένω γερά, συγκρατῶ μὲ σκοινί
ἀποδοτήριος, ποὺ δίνει ὡς ἐπιβράβευση, χορηγεῖ δωρεά
ἀπὸ εὐλογίας ἢ ἀπ(ο)ευ-, αὐτὸς (μοναχὸς) ποὺ ἔχει ὑποβληθεῖ στὸ
ἐπιτίμιο τοῦ νὰ μὴν εὐλογεῖται
ἀποθερίζω (ἀόρ. ἀπέθριξα), κείρω μοναχό
ἀποθέτω (νεοελλ.)· πβ. καὶ θέτω
ἀποκολλάω (ἀμτβ.), ἀποκολλιέμαι, ξεκολλῶ
ἀπολικμάω καὶ -μίζω, τελειώνω τὸ λίχνισμα, ἀποφέρω ὕστερα ἀπὸ
λίχνισμα
ἀποπαγόομαι, ξεπαγιάζω μέχρι θανάτου, πεθαίνω ἀπὸ τὸ κρύο
ἀποπνιγή, πνιγμός
ἀπορρύω (ἀντὶ -ρέω), φυλλορροῶ
ἄποσος (ὑπερθ. ἀποσώτατος), ποὺ δὲν ἔχει καμία ποσότητα, μηδαμινός
ἀποστοματίζω, ἀπαγγέλλω ἀπὸ μνήμης, ἀποστηθίζω
ἀποσφαλέω (ἀντὶ -λίζω, ἀόρ. ἀπεσφάλησα), ἀποκλείω ἔξω
ἀποσῴζω, φτάνω, ἐπιτυγχάνω
ἀποψυχραίνομαι, γίνομαι ἐντελῶς ψυχρός
ἀπροΐτως, χωρὶς ἔξοδο ἀπὸ τὴν κατοικία, μέσα στὸ σπίτι ἢ τὸ κελλί
ἀπροσπάθεια, ἀποδέσμευση ἀπὸ κοσμικὰ πρόσωπα καὶ πράγματα ≠
προσπάθεια
ἁπτούμενος (ἅπαξ ἀντὶ ἁπτόμενος)
ἀρδικός, ποτιστικός, ἀρδευτικός
ἀρδικῶς, σὰν ἀπὸ ποτιστικὸ αὐλάκι, ἄφθονα
ἀριστοκρατία, ἡ ἄριστη ἐξουσία, (ὡς προσφώνηση) ἡ σὴ ἀρ., ἐσὺ ὁ
ἀριστοκράτωρ
ἀριστοτέκτων, ἄριστος ξυλουργὸς ἢ οἰκοδόμος
ἁρμόω (?, ἀντὶ -όζω)· πβ. καὶ συναρμόω
ἀρόσιμος (ἐνεργ.), ποὺ μπορεῖ νὰ ὀργώσει
ἀρρενόω, προσδίδω δύναμη ἄρρενος
ἀρρωγή, ἀρρωγός (συχνὰ στοὺς κώδδ. ἀντὶ ἀρω-)
ἀρτυλία, διαθήκη
ἀρτυματιαῖος, ποὺ ἀρταίνει τὸν λόγο του, μιλάει νόστιμα
ἀρχαιόκτιστος, ὁ ἀρχαιότερα δημιουργημένος = πρωτόκτιστος
ἀρχετήριος, ποὺ μπορεῖ νὰ γίνει ἡ ἀρχή
ἀρχικάπηλος, ὁ μεγαλύτερος ἔμπορος
ἀρχιπάτωρ, ὁ πατέρας τοῦ ἀνθρώπινου γένους, ὁ Ἀδάμ
ἀρχισπορεύς, ὁ καλύτερος ἢ μεγαλύτερος σπορέας
ἀρχίτεχνος, πρῶτος κατασκευαστής, ἐφευρέτης
ἀσέβαστος, ποὺ δὲν σέβεται, ἀσεβής
ἀσπαλαθὸς (ἀντὶ ἀσπάλαθος)
ἄσπορος (ἐνεργ.), ποὺ δὲν ἔσπειρε
ἀστεροφανία, ἐμφάνιση ἀστεριοῦ
ἀστραπόκαυστος, ποὺ κάηκε ἀπὸ κεραυνό, ἀστραποκαμένος,
κεραυνόπληκτος
ἀσύνθλαστος, ποὺ δὲν ἔχει σπάσει, ἀκέραιος
ἀσφαλισμός, ἀσφάλεια, ἐξασφάλιση
ἀσφράγιστος, (μάλλον) ἀχειροθέτητος
ἀτέλετος, ἀτελής, ἀνολοκλήρωτος
ἀτεχνογράφως, μὲ ἄτεχνο, μὴ καλλιγραφικὸ γράψιμο
ἀτζηβοῦρις (ἡ), τὸ ἀρτζιμπούρτζι, ἡ πρώτη ἑβδομάδα τοῦ Τριωδίου
(ἀπολυτὴ γιὰ τοὺς ὀρθόδοξους, αὐστηρὰ νηστίσιμη γιὰ τοὺς
Ἀρμένιους)· πβ. προφωνήσιμος
αὐθημέρως, αὐθημερόν
αὐτεπίβουλος, ποὺ ἐπιβουλεύεται ἢ σκοτώνει ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ 1096
________________________________________________________________

αὐτοβαδιέω, βαδίζω αὐτόματα


αὐτοκατάμαυρος, μαῦρος ἀπὸ τὴ φύση του
αὐτοκόλαστος, αὐτοτιμωρούμενος
αὐτολῄστευτος, ποὺ ληστεύει ἀπὸ μόνος του τὸν ἑαυτό του
αὐτόπτως, μὲ αὐτοψία
αὐτοπύκτης, αὐτὸς ποὺ γρονθοκοπεῖται ἀπὸ μόνος του
αὐτορόφιος (?, ἀντὶ ὑπωρόφιος)
αὐτοτίμητος, ποὺ ἔχει τιμηθεῖ ἀπὸ μόνος του
ἀφέλεια, ἀφαίρεση
ἀφηνιάζω (μτβ.), ἀφαιρῶ ζῶο ἀπὸ τὸν ἰδιοκτήτη του
ἀφοσιόω, κατευνάζω, καὶ (μέσο) -όομαι, πραγματοποιῶ ἱερὸ σκοπό
ἀχειρόγλυφος, χαραγμένος χωρὶς ἀνθρώπινο χέρι, θεοποίητος, φυσικός
ἀχυρώνιον, μικρὸς ἀχυρώνας
βαδιέω, βαδίζω (ἐνίοτε μὲ σημ. μέλλοντος)· πβ. καὶ αὐτοβαδιέω
βαθύγλωσσος, «ἐλλόγιμος, εὔγλωττος» (ἀρχαῖοι λεξικογράφοι)
βαλσαμοτέχνης, παρασκευαστὴς φαρμάκων ἀπὸ βάλσαμο
βαρυσφύριον, βαρὺ σφυρί, βαριά
βερονίκη, βερνίκι
βιοθανής, ποὺ ὑπέστη βίαιο θάνατο
βλαττικός, σχετικὸς μὲ τὰ βλαττία, τὰ πορφυρένια ὑφάσματα
βοράομαι, γίνομαι βορὰ θηρίων, τρώγομαι
βορβορία, ἀκαθαρσία / δυσωδία βορβόρου
βρασσώδης, βροντώδης, παταγώδης
βραχυλεξία, συντομία λόγου, βραχυλογία ≠ πολυλεξία
βραχυτελῶς, μὲ συντομία
βραχώδης, ὅμοιος μὲ βράχο, ὀγκώδης, σκληρός, συμπαγής
βρέβιος βίβλος, τὸ βρέβιον τῆς μονῆς, τὸ κατάστιχο μὲ τὰ περιουσιακά
της στοιχεῖα
βροντήσιος, βροντώδης, βροντερός
βρωμωδία, βρωμερὴ ὀσμή
γαληνομόρφως, μὲ γαλήνια μορφή, ἤρεμα
γάννυμαι (κατὰ κανόνα ἀντὶ γάνυ-)
γεγωνοτέρως, μὲ δυνατότερη φωνή
γεννάς (?, πληθ. γεννάδες, ἀντὶ γεννάδαι, ἢ νεοελλ. κατάληξη?), γενναῖος
γεωμέτρης, κρατικὸς ὑπάλληλος ποὺ μετράει τὰ κτήματα γιὰ
φορολόγηση
γεωργευτικός, ποὺ ξέρει νὰ καλλιεργεῖ τὴ γῆ
γηπονεύω καὶ -νέω, ἀσχολοῦμαι μὲ τὴ γῆ, εἶμαι γεωργός
γηπονία, γεωργία, καλλιέργεια τῆς γῆς
γηπόνος, γεωργός
γηραρός, γηραλέος
γλαναῖος (ἢ γλανέος, ἀντὶ γλάνις ἢ -νιος), ἕνα ψάρι
γλαφυρίζω καὶ -ρόω, λαμπρύνω, καλλωπίζω
γλυκοδερκής (ἀντὶ γλυκυδερκής)
γοήτης (ἀντὶ γόης), μάγος
γούγινον, ἕνα ὄργανο ἄμυνας καὶ δαρμοῦ, ἴσως ρόπαλο
γρύψος, εἶδος γυπαετοῦ
γυναικωνίτης (ἡ, ἀντὶ -νῖτις)
δακτικός (ἀντὶ δη-)
δαψιλότης, ἀφθονία
δεκακέρατος, ὁ μὲ δέκα κέρατα
δεκάλογος, ὁ μὲ δέκα λόγους
δεκάριθμος, ποὺ ἀριθμεῖ δέκα
δερμοφόρος, ποὺ φορεῖ δέρμα ζώου
δεσμωτήριος, ποὺ πιστοποιεῖ τὴ φυλάκιση
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ 1097
________________________________________________________________

δευτερόκτιστος, ὁ δημιουργημένος ἀπὸ τὸν Θεὸ δεύτερος, σὲ σχέση μὲ


ἄλλον πρωτόκτιστον
διαγορεύω, ἐκθέτω, περιγράφω ἀναλυτικά
διαδρέπομαι, μαζεύω ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ἀνθολογῶ
διαιρισμός, διαίρεση, χωρισμός
διακουφίζω, ἀνασηκώνω βαρὺ πράγμα
διάπλευρος, ἐνδιάμεσος
διαπύρσιος (ἀντὶ διαπρύσιος), ὁλόθερμος
διατομεύς, αὐτὸς ποὺ διατέμνει, διανοίγει
διαφράζω καὶ ἐκφράζω, διατυπώνω μὲ λόγια, ἐξηγῶ
διεντρέπω, κάνω κάποιον νὰ ντραπεῖ, τὸν ἐπιπλήττω ἔντονα, καὶ (μέσο) -
ομαι, ντρέπομαι πολύ
δίζευγον, διπλὸ ζεῦγος
δικαιοκριτώτερος, συγκριτ. τοῦ δικαιοκρίτης
δίκασμα, ἐκδίκαση, ἀποτέλεσμα δίκης
δισδεκάλογος, ὁ μὲ δύο δεκαλόγους
δισημερεύω, περνῶ δύο ἡμέρες, διημερεύω
διψαλέως, σὰν πολὺ διψασμένος, χορταστικά
διψέω (ἐνίοτε ἀντὶ -άω)
διωβολιμαῖος, ποὺ ἀξίζει δύο ὀβολούς· ἄνθρωπος εὐτελής, ἀχρεῖος· πβ.
τριωβολιμαῖος
δολόπτης, ποὺ κοιτάζει δόλια, κατάσκοπος
δοξομανῶς, ἀπὸ μανία γιὰ τὴ δόξα
δουλότης, εὐπείθεια, ὑπoτακτικότητα
δουλουργός, ποὺ δημιουργεῖ δούλους, ὑποδουλώνει
δραγμή, μάτσο, μτφ. τάγμα (ἀγγέλων)
δρυπετὴς (γιὰ καρπό), ποὺ περιβάλλεται ἀπὸ μαλακὴ φλούδα καὶ
ὡριμάζοντας πέφτει ἀπὸ τὸ δένδρο, ἡ ὀπώρα· γενικὰ ὥριμος, ὡραῖος
δρυπέτης (γιὰ λειμῶνα), (ἴσως) ποὺ παράγει δρυπετεῖς, ὡραίους, καρπούς
δρυπέτιος (γιὰ καρπό), ποὺ ἀνήκει στὴν κατηγορία τῶν δρυπετῶν
καρπῶν, σὲ διαστολὴ πρὸς τοὺς ἀκροδρύους, αὐτοὺς μὲ ξυλῶδες
κέλυφος
δυσαγώνιστος, δυσκατόρθωτος
δυσανόρθωτος, ποὺ δύσκολα ξαναχτίζεται
δυσδαιμονάω (ἀντὶ -νέω)· πβ. εὐδαιμονάω
δύσκαρπος (γιὰ φυτό), ποὺ παράγει μὴ ἐδώδιμο καρπό ≠ εὔκαρπος
δυσμενέω (κατά τινος), εἶμαι ἐχθρικὸς ἀπέναντι σὲ κάποιον
δυσόρυκτος, ποὺ δύσκολα ὀρύσσεται
δύσχρηστος, μὴ χρηστός, κακοήθης (ἴσως δύσχριστος, ἐχθρὸς τοῦ
Χριστοῦ, πβ. ΛΛ 2, 20, 2)
δωδεκάκαρπος, ποὺ παράγει δώδεκα καρπούς
δωδεκάλογος, ποὺ περιέχει δώδεκα λόγους
δωδεκάριθμος, ποὺ ἀριθμεῖ δώδεκα
δωροφορέομαι, δέχομαι δῶρα
ἑβδοματιαῖος, ἕβδομος
ἐγγαστρίμυθος (γιὰ λόγο), ποὺ προέρχεται ἀπὸ ἢ ἁρμόζει σὲ
ἐγγαστρίμυθο ὁμιλητή, κούφιος, πλαστός
ἐγκειμένως, μὲ βάση τὰ λόγια τοῦ κειμένου, κατὰ λέξη ≠ ἀναγωγικῶς
ἐγκλειστικός, ὁ σχετικὸς μὲ τὸν ἔγκλειστο ἀσκητή
ἐγνεύω καὶ ἐκνεύω, (ἀμτβ.) ξεχύνομαι, ἐκβάλλω, ἀποκλίνω, (μτβ.) ἐκχέω,
διοχευτεύω
ἑδράομαι, βασίζομαι, ἑδράζομαι
εἰδωλόθεος, εἰδωλολάτρης
εἰρηνάρχης, ὁ κύριος τῆς εἰρήνης, ὁ Χριστός
εἰρηναρχία, ἡ ἀρχὴ ἢ αἰτία τῆς εἰρήνης, ὁ Θεός
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ 1098
________________________________________________________________

εἰρωνεύω (ἅπαξ ἀντὶ εἰρωνεύομαι)


εἰσοδεύω, εἰσάγω (σὲ ἀποθήκη), ἀποθηκεύω
ἑκατοσταῖος, ἑκατονταπλάσιος
ἐκβδελύσσομαι, ἀπεχθάνομαι πολύ, σιχαίνομαι
ἐκδικάω, ὑπερασπίζω
ἐκθειάζω, ἐκθέτω, περιγράφω, ἀφηγοῦμαι
ἐκκέντησις, ἐξαγωγὴ μὲ μυτερὸ ὄργανο
ἐκλῃστεύω, καταληστεύω
ἐκλικμίζω, λιχνίζω
ἐκμάχομαι, πολεμῶ μὲ ζῆλο
ἐκνεύω· βλ. ἐγνεύω
ἔκπληττος (ἀντὶ ἔκπληκτος)
ἐκπλουτέω, γίνομαι ἢ εἶμαι πολὺ πλούσιος
ἐκπρόκειμαι (?), ὑφίσταμαι ἐκ τῶν προτέρων, εἶμαι προκαθορισμένος
ἐκσκέπτωρ (λατιν. exceptor), γραφέας, ὑπάλληλος κρατικῆς γραμματείας
ἐκσκυλευτής, νικητὴς ποὺ ἐξάγει τὰ πράγματα τοῦ ἡττημένου ἀπὸ τὴν
ἕδρα του ὡς λάφυρα
ἐκσπηλευτής Ι, αὐτὸς ποὺ ἀδειάζει (ἕνα τόπο ἀπὸ τοὺς κατοίκους του),
ἐξοικιστής, ἐκκενωτής
ἐκσπηλευτής ΙΙ (ἐκσπι- LBG), εἰσπράκτορας, (μτφ. γιὰ δαίμονα ἢ ἄγγελο)
αὐτὸς ποὺ παίρνει τὴν ψυχὴ νεκροῦ, ψυχοπομπός = χειραγωγός,
ἑλκυστής
ἐκτενή (ἀντὶ -νής), ἡ ἐκτενὴς (δέηση)
ἐκφαντορέω, ἀποκαλύπτω θεῖα μυστικά
ἐλεημονέω, εἶμαι ἐλεήμων
ἑλκυστής, αὐτὸς ποὺ ἑλκύει πρὸς τὸ μέρος του· πβ. ἐκσπηλευτής
ἑλληνισμός, ἑλληνική, εἰδωλολατρική, συνήθεια
ἐλλογίζομαι, θεωροῦμαι, ἐννοοῦμαι
ἔμβολος, κιονοστοιχία, στοά
ἐμβριμέομαι (ἀντὶ -μάομαι)
ἐμπιπλωτικός, ποὺ ἔχει τὴν ἰδιότητα νὰ χορηγεῖ πλῆθος ἀγαθῶν, οὐσ. τὸ
ἐμπ., αὐτὴ ἡ ἰδιότητα
ἐμπορευτής, ἔμπορος
ἐμπορεύω (μτβ.), ἐκμεταλλεύομαι κάτι ὡς ἔμπορος, ἐμπορεύομαι
ἐμπρισμός, ὁ πριονισμὸς μελῶν τοῦ σώματος ὡς μαρτύριο
ἐνανθρώπινος, ἀνθρώπινος
ἐναποκρούω, ἀποκρούω ἀπὸ μέσα
ἐναύριον (ἡ), ἡ ἐπαύριον ἡμέρα, αὐριανή
ἐνδεχομένως, παρακολουθώντας προσεκτικά
ἐνδός (ἀντὶ ἐντός)
ἐνδόσθια (τὰ, ἀντὶ ἐντόσθια)
ἐνναΐζω, ἀναβλύζω, ἐκχύνομαι
ἐννάριθμος (ἀντὶ ἐννεά-)
ἐνσκώπτω, ἐμπαίζω γιὰ ὁρισμένο λόγο
ἐνυστέρως, ὕστερα
ἐξαλειπτήριος, ποὺ βεβαιώνει ἢ πραγματοποιεῖ τὴν ἐξάλειψη
ἑξαμηναῖος (ἀντὶ -νιαῖος)
ἐξαναστήριος, ποὺ πιστοποιεῖ ἢ ἐπιτελεῖ τὴν ἀνάσταση
ἐξαντιστρέφω, ἀντιστρέφω ἐντελῶς
ἐξαντιστρόφως, ἀντίστροφα, ἀνάποδα
ἐξαπατέω (ἀντὶ -άω)
ἐξάπινος, ξαφνικός, ἄμεσος
ἑξαρίθμιος, ἑξάριθμος
ἑξαστέλεχος, ὁ μὲ ἕξι κορμούς
ἐξερευνέω (ἀντὶ -άω)
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ 1099
________________________________________________________________

ἐξερευνήτωρ, ἐξερευνητής
ἐξεώζω, ἐξωθῶ, ἐκδιώκω
ἔξηχος, παράφρων
ἐξοδεύω καὶ ἐξοδεύομαι, ἔχω ἔξοδο, ἐξέρχομαι
ἐξοδιάζω, κηδεύω
ἐξοστρακίζω (ἀμτβ.), ξεφεύγω, ἀποκλίνω
ἐξοστράκισις, ἐξοστρακισμός, κατάργηση
ἐξυποδύομαι, ξεντύνω, ἐλευθερώνω
ἐξωβράχελον, ἐξωτερικὸ περιτοίχισμα, μανδρότοιχος
ἐξωγραφία, εἰδωλολατρικὴ γραμματεία
ἐξωμονή, διαμονὴ ἔξω ἀπὸ τὸ μοναστήρι
ἐπαλείφω, χρίω μὲ λάδι· προετοιμάζω, προπονῶ, ἐξασκῶ πρὸς κάποιον
σκοπό· πβ. καὶ ἀλείφω
ἐπάλξιος, ποὺ ἐκτοξεύεται ἀπὸ τὴν ἔπαλξη
ἐπαναλύω, ἐπανέρχομαι στὴν πατρίδα
ἐπαρκέομαι, ἀρκοῦμαι σὲ κάτι, μένω εὐχαριστημένος μὲ αὐτό
ἐπίβατος, ὁ ἐπάνω σὲ πλοῖο, ἐπιβάτης
ἐπιβλεψία, ἐπίβλεψη, ἐποπτεία, ἐπιτήρηση
ἐπικάρπευμα, καρπός, προϊόν, ἀποτέλεσμα
ἐπικεράννυμι ἢ -ρνάω (ἀμτβ.), προσφέρω καὶ πίνω μαζὶ μὲ ἄλλους κρασὶ
πρὸς τιμὴν κάποιου
ἐπιλιγάζω (?, -λυγάζω LBG), λιγοστεύω· πβ. καὶ λιγάζω
ἐπιμέσεως, στὴ μέση τῆς ἐκκλησίας, μπροστὰ σὲ ἀκροατήριο, δημόσια
ἐπίπλασμα, πλάσμα, κατασκεύασμα
ἐπιπολής, ἐπιφανειακός, προφανής
ἐπισπέρω (ἀντὶ -σπείρω)
ἐπίσταμαι (συχνὰ ἀντὶ ἐφί-)
ἐπιστάτης, ἐπόπτης, γέροντας μοναχοῦ
ἐπιστοίχιος, πρῶτος στὴ σειρά, κορυφαῖος
ἐπιστρεπτής, αὐτὸς ποὺ ἐπαναφέρει στὸν ὀρθὸ δρόμο, διορθωτής
ἐπισυγχωρέω, ἐπιτρέπω ἐπιπλέον, παραδίδω ἐπίσης
ἐπιτιμέω (ἀντί -άω)
ἐπιφοβέω, ἐπιδιώκω νὰ φοβίσω
ἐπομβρίς, νεροποντή
ἐποχία, χρήση ὀχήματος, ἐπόχηση
ἐργατεύω, εἶμαι ἐργάτης, ἐργάζομαι
ἔρινος, μάλλινος
ἐρυθραῖος, ἕνα ψάρι, (μάλλον) τὸ λυθρίνι
ἐρωτέω (συχνὰ ἀντὶ -τάω)
ἐσθίασις, ἡ λήψη τροφῆς
ἐσμός (ἀντὶ ἑ-)
ἐσοπτρίζω, καθρεφτίζω
ἑτεροζευγία, ἡ ζεύξη στὸν ζυγὸ τοῦ ἀρόρου δύο ἑτεροειδῶν ζώων
ἐτυμολογία, γλωσσικὴ ἀντιστοιχία, λεκτικὴ ἀναλογία
ἐτυμολόγος, γλωσσικὰ ἀντίστοιχος, εὐθέως ἢ ἀντιστρόφως ἀνάλογος ὡς
πρὸς τὸ ὄνομα
εὐδαιμονάω (ἀντὶ -νέω)· πβ. δυσδαιμονάω
εὐδιάβατος (ἐνεργ.), ποὺ εὔκολα περνάει, παρέρχεται
εὐηνής (ἀντὶ εὐήνιος)
εὔκαρπος (γιὰ φυτό), ποὺ παράγει ἐδώδιμο καρπό ≠ δύσκαρπος
εὐκατάπληκτος (ἐνεργ.), ποὺ εὔκολα καταπλήσσει
εὐλάλητον (ἐπίρρ.), μελωδικά
εὐληθάργητον (οὐσ.), ἡ ἰδιότητα τοῦ νὰ ξεχνιέται κάτι εὔκολα
εὐλογωτάτως, γιὰ πάρα πολὺ εὔλογη αἰτία, εὐλογώτατα
εὐονόμαστος, ποὺ εὔκολα ὀνομάζεται
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ 1100
________________________________________________________________

εὐπαθέω, εὐεργετοῦμαι, βρίσκω τὴν ὑγεία μου


εὐπροσωπέω, ἔχω καλὴ ὄψη, «ἔχω μοῦτρα», δὲν ντρέπομαι
εὔπτωτος (εὐέπτωτος ὁ κώδ.), ποὺ πέφτει εὔκολα ≠ ἄπτωτος
εὐρίζω, πλατύνω, διευρύνω
εὐστολία, ὡραία ἔνδυση
εὔσυλος, ποὺ εὔκολα κλέβεται, εὐσύλητος ≠ ἄσυλος
εὐωχεύς, αὐτὸς ποὺ παραθέτει πλούσιο γεῦμα ἢ δεῖπνο, ἀμφιτρύων
ἐφαμάρτως, μὲ ἁμαρτία, ἁμαρτωλά
ἔφηλος (ἔφι- οἱ κώδδ.), «ἤτοι κακόχειλος» (Νεόφυτος)
ἐφοστρίς (ἀντὶ ἐφε-), πανωφόρι
ἑψάω (ἀντὶ ἕψω), βράζω, μαγειρεύω
ἐψικεύω (ἀντὶ ὀψι-, ἐψη- LBG), συνοδεύω σὲ πομπή
ζωαρχία, ἡ ἀρχὴ τῆς ζωῆς, ὁ Θεός
ζωαρχικῶς, ὡς ἡ ἀρχὴ τῆς ζωῆς, αἰωνίως
ζωόθυτος (γιὰ θυσία), ποὺ ἔχει ὡς θύμα ἔμβιο ὄν
ζῳομέτρης, κρατικὸς ὑπάλληλος ποὺ μετράει ζῶα γιὰ φορολόγηση
ζωωτικός, ποὺ δίνει ζωή, ζωοποιός
ἡδεωτέρως, μὲ μεγαλύτερη εὐχαρίστηση
ἠθίζω, ἔχω ἢ ἀποκτῶ συνήθεια, συνηθίζω
ἡλιοδόχος, ποὺ δέχτηκε μέσα της τὸν ἥλιο (τῆς δικαιοσύνης), τὸν Χριστό
= θεοδόχος
ἥλωμα, κάρφωμα, πλῆγμα ἀπὸ ξίφος
ἡμίβλεπτος, ποὺ ἔχει μισὴ ὅραση, ἡμίτυφλος
ἡμίξηρος, ἡμιπαράλυτος
ἠρδαλωμένος (ρ. ἀρδαλόω), ἐρειπωμένος
θαλασσιώτης, θαλασσινός
θαλασσόω, ρίχνω στὴ θάλασσα
θαλαττικός, τῆς θάλασσας, θαλάσσιος, θαλασσινός
θαλαττώδης, ποὺ πλέει μέσα στὴ φουρτουνιασμένη θάλασσα (τοῦ βίου)
θαρρικῶς, μὲ θάρρος (θαρρικωτέρως συγκριτ.)
θεηγόρημα, θεῖος λόγος
θείαφος (ὁ), θειάφι
θέλγιστρον (ἀντὶ θέλγητρον)
θεοβουλεύτως, μὲ ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ
θεογνωμία (?), θεογνωσία
θεογνωστικός, ποὺ ἀφορᾶ τὴ θεογνωσία
θεοδήγητος, καθοδηγημένος ἀπὸ τὸν Θεό
θεοδηγήτως, μὲ θεία καθοδήγηση
θεοδότως· βλ. θεοσδότως
θεοκαρπία, θεία καρποφορία
θεόκαρπος, ποὺ παράγει θείους καρπούς
θεοκατόρθωτος, ποὺ ἔχει ἐπιτευχθεῖ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ
θεοκτισία, θεία δημιουργία
θεομαρτύρητος, ποὺ ἔχει ἐπιβεβαιωθεῖ ἢ ἀναγνωρισθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό
θεόμισος, ποὺ τὸν μισεῖ ὁ Θεός
θεομύστης, γνώστης τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ
θεοπρόκριτος, ποὺ ἔχει προκριθεῖ, ἐπιλεγεῖ, ἀπὸ τὸν Θεό
θεο(σ)δότως, ἀπὸ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ
θεοσημεῖον, θεοσημία, θεϊκὸ σημάδι, θαῦμα
θεόσημος, ποὺ περιέχει ἢ δίνει θεῖα σήματα
θεοσθενής, ὁ ἀπὸ Θεοῦ ἐνδυναμωμένος
θεοσόφιστος, ποὺ ἔχει γίνει σοφὸς ἀπὸ τὸν Θεό
θεοσύζευκτος, ποὺ τὸν ἔχει ὑποβάλει στὸν ζυγὸ τοῦ ἀρότρου ἢ τοῦ
γάμου ὁ Θεός
θεοσύνοχος, ποὺ συνέχεται, συγκρατεῖται ἢ συντηρεῖται ἀπὸ τὸν Θεό
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ 1101
________________________________________________________________

θεοτέχνως, μὲ τὴν τέχνη τοῦ Θεοῦ


θεοφρουρέομαι, φρουροῦμαι ἀπὸ τὸν Θεό
θεόφωτος, ποὺ ἔχει θεῖο φῶς, θεοφώτιστος
θεοχάλκευτος, ποὺ ἔχει χαλκευθεῖ, τεχνουργηθεῖ, ἀπὸ τὸν Θεό
θεοχάρεια, ἡ θεία εὐαρέσκεια, ἡ εὐχαρίστηση ποὺ δίνει κάποιος στὸν
Θεὸ πράττοντας τὸ θέλημά του
θεοχαρίτωτος, ποὺ ἔχει ἀξιωθεῖ τὴ θεία χάρη
θεσπισμός, ὁρισμός, θέσπιση
θέτω (νεοελλ.)· πβ. καὶ ἀποθέτω
θηκάριον, μικρὴ θήκη, κιβωτίδιο
θλιπτικός, ποὺ προκαλεῖ θλίψη, θλιβερός, βασανιστικός
θρεπτουργία, ἡ ἐνασχόληση μὲ τὴ θρέψη τοῦ σώματος, τὸ θρέψιμο
θρῆνος (τὸ, ἀντὶ ὁ)
θριαμβεύω (μτβ.), ἀποκαλύπτω
θροβαδεῖν (καὶ διαφορετικὲς γραφὲς μηθροβαδεῖν, μυθοβατεῖν) ?
ἰαματοφόρος, ποὺ φέρνει γιατρειά, θεραπευτικός
ἰάσπις (ἀντί ἴα-)
ἰατήριος, ποὺ γιατρεύει, θεραπευτικός
ἰατρευτικός, ποὺ ξέρει ἢ μπορεῖ νὰ γιατρεύει
ἰδιάζω, συνομιλῶ ἰδιαίτερα
ἵδρος (τὸ), ἱδρώτας
ἱερόφθεγμα, ἱερὸς λόγος
ἰθυγενής, ποὺ κατευθύνεται πρὸς τὴν εὐθεία γραμμή, ὀρθός
ἰθυγενῶς, ὀρθά
ἱκανέω, ἐπαρκῶ, εἶμαι ἱκανός, μπορῶ
ἱκανόω, καθιστῶ ἄξιο· ἀναπληρώνω
ἰκρίωμα, ἀντηρίδα, χτιστὸ ἀντιστήριγμα
ἰλιγγιάς, ἀνεμοστρόβιλος, σπιλιάδα
ἱπποακρίς, ἀκρίδα μεγάλη σὰν ἄλογο
ἱππόλατος, ποὺ διατρέχεται ἀπὸ ἄλογα
ἰσοβασίλειος, ποὺ μοιράζεται τὴ βασιλεία ἐξίσου μὲ ἄλλον =
ὁμοβασίλειος
ἰσοδαίμων, ἴσος μὲ τὸν διάβολο
ἰσομοιράζω, μοιράζω ἐξίσου
ἰσοπρόσωπος, ποὺ εἶναι στὴν ἴδια ἐπιφάνεια μὲ ἄλλον
ἰσοστοίχιος, ἀντίστοιχος
ἱστορογραφία (σὲ ἐπιγραφὴ τῆς ἐγκλείστρας), εἰκονογραφία,
τοιχογραφία
καθιστήριον, μέρος ἢ ἔπιπλο ὅπου μπορεῖ κανεὶς νὰ κάθεται, καθιστικὸ ἢ
κάθισμα
καθοκνέω (συχνὰ ἀντὶ κατο-)
καϊανός ἢ Κ., ποὺ κατάγεται ἀπὸ τὸν Κάϊν
κακοτεχνία, κακὸ τέχνασμα, κακουργία
κακόφθαλμος, ὁ μὲ ἄρρωστα ἢ ἀφύσικα μάτια· πβ. πτιλός
κακουχέω (ἅπαξ ἀμτβ., ἀντὶ κακουχοῦμαι)
κακόχειλος, ὁ μὲ ἄρρωστα ἢ ἀφύσικα χείλη· πβ. ἔφηλος
κακοχέομαι (ἅπαξ ἀντὶ κακουχ-)
καλλιδρέπανος, ποὺ ἔχει καλὸ δρεπάνι, τὸ χειρίζεται καλά
καλλίδρομος, καλὸς στὸ τρέξιμο
καλλισποραῖος, ποὺ σπέρνει καλά
καλογεώργητος (ἐνεργ.), ποὺ καλλιεργεῖ ὡραῖα τὴ γῆ
καλόγραφος, καλογραμμένος, καλλιγραφικός
καλοποιμήν, καλονομεύς, καλοστρατιώτης (ἐπίθετα τοῦ καλοῦ
ἐπισκόπου), ποὺ εἶναι καλὸς (ἀρχι)ποιμένας, βοσκός, στρατιώτης
κάμνω, ἐπεξεργάζομαι
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ 1102
________________________________________________________________

καμπύλος (ὁ, ἡ), κυρτός, στρεβλός, μτφ. διεστραμμένος, μὴ ὀρθός,


ἀνήθικος
καμπύλως, ὄχι ὀρθά, ἀνήθικα
κανθαρόομαι, μεταβάλλομαι σὲ σκαθάρι, γίνομαι ἀκάθαρτος καὶ
ἄχρηστος, («ζῶ σὰν σκαθάρι», LBG)
καταδετήριος, ποὺ μπορεῖ νὰ δένει γερά
καταζευγλέω, δένω γερὰ στὸν ζυγὸ (ἐδῶ τῆς ἱερωσύνης)
καταζωγρέω, αἰχμαλωτίζω, ὑποδουλώνω ἐντελῶς
καταθερίζω (μτφ.), κατασφάζω, θανατώνω πλῆθος ἀνθρώπων
κατακλεΐζομαι, δοξάζομαι πολύ
καταλεπρόω, καθιστῶ ἐντελῶς λεπρό
καταλλακτήριος, ποὺ δηλώνει ἢ ἐπιφέρει καταλλαγή, συμφιλίωση
διισταμένων
καταλυμαίνω (ἅπαξ ἀντὶ καταλυμαίνομαι)
καταλυτήριος, ποὺ μπορεῖ νὰ καταλύει, καταλυτικός
κατάμελος, ὅλος καθαρὸ μέλι
κατανεόω, ἀνανεώνω ἐντελῶς τὸ χῶμα τοῦ χωραφιοῦ μὲ ὄργωμα· πβ.
νεάζω
καταπίπτω (μτβ., ἀόρ. κατέπτωσα, παθητ. κατεπτώθην), καταρρίπτω
καταπρανής, ποὺ κατηφορίζει, κατρακυλάει
καταρράκτης, ὁ κοινὸς καταρράχτης νεροῦ· ἄνθρωπος ἢ πράγμα ποὺ
συντρίβει, σπαστήρας, διαλύτης
κατασπέρω (ἀντὶ -σπείρω)
καταστρεπτής, καταστροφέας
κατατολμέω (συχνὰ ἀντὶ -άω)
καταυνάζω (συχνὰ ἀντὶ κατευ-)
καταφυτεύω (μτφ.), οἰκίζω, ἐγκαθιστῶ ὁριστικά
κάχλημα, κόχλασμα, ὁρμητικὴ καὶ παταγώδης ροή
κεδροπευκοκυπάρισσος, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ κέδρο, πεῦκο καὶ
κυπαρίσσι
κεκλοφότα (τὰ), τὰ κλοπιμαῖα
κελλιωτικός, σχετικὸς μὲ τοὺς κελλιῶτες μοναχούς, ποὺ ζοῦν ἔξω ἀπὸ τὴ
μονὴ σὲ ἰδιαίτερα κελλιά
κεμφωτής, αὐτὸς ποὺ ἀφαιρεῖ τὴν ἔπαρση ἀλαζόνων, τοὺς ταπεινώνει
κερδάνω (ἀντὶ -δαίνω)
κέρκιος (?), (κάποιος τεχνίτης)
κεφαλαιόγραφον, γραπτὸ χωρισμένο σὲ κεφάλαια
κηδεστικός, συγγενικός
κηπούριον, λαχανόκηπος
κηρουλάριος, κηροποιός, κηροπώλης
κιδνός, σώφρων
κλεπτῶς, κλεφτά, κρυφά
κλοναῖος, συγκλονισμένος, ἔντρομος
κλοναίως ἔχω, εἶμαι συγκλονισμένος, ταραγμένος
κλοπησιμαῖος (?), κλοπιμαῖος, κλεψιμέϊκος
κοιλιομανής, κοιλιόδουλος
κολλάω, μπολιάζω
κολοβόχειρ, ὁ μὲ κομμένο χέρι
κορυφόθεν, ἀπὸ τὴν κορυφή
κορυφόομαι, φορῶ στὸ κεφάλι
κορωνίς, ἡ καὶ κορώνη στὴν ἀρχαιότητα ἢ κορωνίδι(α) στὴ λαϊκὴ
παράδοση: γάντζος ἢ ξυλάκι(α) στὴν κορυφὴ τοῦ ρυμοῦ τοῦ
ἡσιόδειου ἀρότρου ποὺ βοηθοῦν στὴ σύνδεση τοῦ ἀρότρου μὲ τὸν
ζυγό
κοσμίζω (ἐνίοτε ἀντὶ κοσμέω)
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ 1103
________________________________________________________________

κοσμοκτισία, δημιουργία τοῦ κόσμου


κοσμοφάγος, ποὺ κατατρώει τὸν κόσμο
κουβουκλοειδής, ὅμοιος μὲ κουβούκλιο, θολωτός
κοῦρος καὶ (?) κουρός, ἀγένειος νεαρός, κοπέλι
κουρσάριος, κουρσάρος
κούρταλα (τὰ), τὰ κρόταλα, μουσικὰ ὄργανα ἢ χειροκροτήματα, ἡ
διασκέδαση μὲ αὐτά
κοχλιὰς (ἡ), κουτάλι
κραιπαλέω (ἀντὶ -λάω)
κρέα (τὸ, ἐνίοτε ἀντὶ κρέας)
κρεμαστήρ (ἡ), κρεμάστρα
κρημνόλοφος, (σὲ ἐπιγραφὴ τοῦ 16ου αἰ. στὴν ἐγκλείστρα τοῦ Νεοφύτου),
λόφος μὲ γκρεμό
κρίσιμον, διατύπωση κρίσης, κριτική
κρόταφον (ἀντὶ ὁ -φος)
κρουνίς, ροὴ κρουνοῦ, καταρροή
κρουστήριον, κρουστικὸ ὄργανο, χτυπητήρι πόρτας
κρυφιόμυστος, κρυφὸς καὶ μυστικός, καὶ ἐπίρρ. κρυφιομύστως
κτασμός, σκοτωμός, ἀφανισμός
κτηνοθάνατος, θάνατος κτηνῶν
κτίσμα (ἀντὶ κτῆμα)
κυβερνέω (ἀντὶ -νάω)
κυκλοπρεπῶς, ὅπως ταιριάζει σὲ κύκλο, κυκλικά
κυριολέκτως, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος, μὲ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ
λαθροψίθυρα (τὰ), λαθραῖοι ψίθυροι, κρυφὲς διαδόσεις
λακινία, ἀγέλη ἀλόγων
λακωνικός (γιὰ σκύλο), ποὺ εἶναι καλὸ λαγωνικό, καλὸς στὸ κυνήγι
λαλητός, (α) μιλητός, φωναχτός, (β) ποὺ ἔχει τὴν ἱκανότητα τοῦ λόγου
λαξεύματα, ὑλικά, μπάζα, ἀπὸ λάξευση
λαοξός (ἀντὶ -ξόος)
λαύρα, (στὸν πρώιμο χριστιανισμό) συνοικία ἀσκητικῶν κελλιῶν στὴν
ἔρημο, ὅπου ἡ μοναχοὶ ζοῦσαν χωριστὰ ἐκκλησιαζόμενοι ἀπὸ κοινοῦ
τὰ Σαββατοκύριακα· (ἀργότερα) μεγάλο μοναστήρι
λαυρικός (γιὰ μοναχό), ποὺ ζεῖ σὲ λαύρα, λαυρίτης
λαχανώδης, ποὺ μοιάζει μὲ λάχανο, πρασινωπὸς ἢ τρυφερός, (μτφ.)
ἀδύναμος, ἀσθενής
λειμώδης, ποὺ ἁρμόζει σὲ ἢ προέρχεται ἀπὸ λιβάδι, θαλερός
λεοντόγνωμος, ποὺ ἔχει διαθέσεις λιονταριοῦ, ἄγριος, αἱμοβόρος
λεόπαρδος, λεοντόπαρδος· (μτφ.) ἄγριος στρατιώτης, μέλος κακόφημου
στρατιωτικοῦ τάγματος
λευκοβύσσινος, ὁ ἀπὸ λευκὸ λινὸ ὕφασμα
λευσχήμων, ποὺ φορεῖ λευκὴ στολή
λευσχημονέω, φορῶ λευκὴ στολή
ληθαργέω, λησμονῶ
ληκύνθιον (ἀντὶ -ύθιον), φιαλίδιο
ληνοβατέω καὶ -οπατέω, πατῶ σταφύλια στὸν ληνὸ (τὸ πατητήρι),
παράγω μοῦστο / κρασὶ πατώντας τὰ σταφύλια
ληνοπατία, τὸ πάτημα τῶν σταφυλιῶν, μτφ. ἡ σωστικὴ θλίψη (τοῦ
Χριστοῦ στὸν σταυρό)
λίβερνον, ἀρχαῖο εἶδος γρήγορων ἱστιοφόρων
λιγάζω (? ἴσως προτιμότερο λιγαίνω ἢ καὶ [ὀ]λιγόω, πβ. ΕΞ 5, 6, 6 μαζὶ μὲ
τὸ κριτ. ὑπόμνημα), λιγοστεύω· βλ. καὶ ἐπιλιγάζω
λιθουργικός (?), (ἂν εἶναι γνήσιο) ποὺ δημιουργεῖ πέτρες (στὰ σπλάχνα)
(ἴσως διορθωτέο σὲ λιθουρικός ἢ ληθαργικός)
λιπαρικῶς, ἐπίμονα, ἐκλιπαρώντας
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ 1104
________________________________________________________________

λισγαραῖος (ἢ λίσγαρος?), ἄγνωστου εἴδους ψάρι


λιτάζω (ἀντὶ λιτάζομαι), καθικετεύω
λουβός, φασόλι
λούστρα, λουτρό
λύτης, καταλυτής, ἀκυρωτής
μαγέλαιον, εὔλεκτο μαγικὸ λάδι, ἡ νάφθα, λεγόμενη Μηδ(ε)ιακόν
μαδαρός, μαλακός, χαλαρός
μακρόπονος, ποὺ συνεπάγεται μακρόχρονους κόπους
μανδάτωρ, κρατικὸς ἀγγελιοφόρος, πρέσβυς
μάνικα, μανίκι
μαρκιωνισταί ἢ Μ-, ἀρχαῖοι αἱρετικοί, ὀπαδοὶ τοῦ Μαρκίωνα ἀπὸ τὸν
Πόντο
μαρκωσαῖοι ἢ Μ-, κάποιοι ἀρχαῖοι αἱρετικοί, ἀναφερόμενοι καὶ ὡς
Μαρκώσιοι
μαχητός, ἀξιόμαχος, ἀκαταμάχητος
μεγαλήτωρ, αὐτὸς ποὺ μεγαλύνει, ἐπαινεῖ, δοξάζει· ὑμνητής
μεγαλόπιστος, ποὺ ἔχει μεγάλη πίστη στὸν Θεό
μεγαλωνυμία, τὸ μέγα ὄνομα, τὸ νὰ ὀνομάζεται κάποιος μέγας
μεγέθης, ποὺ ἔχει μεγάλο μέγεθος, εὐμεγέθης
μεθοδεύω (γιὰ γιατρό), ὑποβάλλω σὲ θεραπευτικὴ ἀγωγή
μελάγριον, ἕνα φυτὸ τῆς ἐρήμου μὲ ἐδώδιμες ρίζες
μέλας (ὁ), μελάνι
μελεμβαφής (ἀντὶ μελαμ-), βαμμένος μαῦρος
μελισσών, σμῆνος μελισσῶν (κυριολ. καὶ μτφ. γιὰ φίλεργους) καὶ
μελισσότοπος, μελισσουργεῖο
μελῳδισμός, μελωδικὴ ἐκτέλεση, ψαλμωδία
μελῳδιστής, μελωδός, ψάλτης
μεριμνέω (ἐνίοτε ἀντὶ -άω)
μερισία, μοιρασιά
μεσάζω (μτβ.), γεμίζω ἕως τὴ μέση
μεσέορτος Τετράς, ἡ Τετάρτη στὴ μέση τῆς περιόδου ἀπὸ τὸ Πάσχα ἕως
τὴν Πεντηκοστή, ἡ Τε. τῆς Μεσοπεντηκοστῆς
μεσιτευτικός, ποὺ ξέρει νὰ μεσιτεύει
μεσόνυκτος, ποὺ γίνεται τὰ μεσάνυχτα, μεσονυκτικός
μεταβατικῶς, μεταβαίνοντας ἀπὸ τόπο σὲ τόπο
μετακερματίζομαι, κατατέμνομαι ἔπειτα ἢ περαιτέρω
μεταλλεύω, μεταστρέφω
μεταξικός, σχετικὸς μὲ τὸ μετάξι
μετατίθειν (ἀντὶ -τιθέναι)
μέτοχος καὶ συμμέτοχος, ὅμοιος στὸν τρόπο ζωῆς
Μηδειακόν (Μηδια- LBG), ὀνομασία ἑνὸς μαγικοῦ λαδιοῦ ἀπὸ τὴ
Μηδ(ε)ία· βλ. μαγέλαιον
μηθροβαδεῖν· βλ. θροβαδεῖν
μητατάριος, αὐτὸς ποὺ βρίσκει κάπου κατάλυμα, ξένος ἐπισκέπτης
μητρόθεος (ἡ), μητέρα τοῦ Θεοῦ, θεομήτωρ
μητροθυγάτηρ, θυγατέρα ποὺ ἔγινε καὶ μητέρα
μητρόκακος, μητέρα κακοῦ
μητρῷον, μήτρα
μηχάνιν, φυσερό
μιγάς, (α) μοναστὴς ποὺ ζεῖ μαζὶ μὲ ἄλλο(υς), κοινοβιάτης, σὲ διαστολὴ
πρὸς τὸν κατεξοχὴν μοναχό, ὁλομόναχο ἀσκητή, (β) ἔγγαμος
μιξολευκόμαυρος, ἀνάμεικτος ἀπὸ λευκὸ καὶ μαῦρο, γκρίζος
μισήτρια, αὐτὴ ποὺ μισεῖ
μισοδίκαιος (γιὰ τὸν διάβολο), ποὺ μισεῖ τὴ δικαιοσύνη
μισοκτήμων, ποὺ ἀπεχθάνεται τὴν περιουσία
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ 1105
________________________________________________________________

μνειάζω, κάνω μνεία, θυμίζω


μνημοποιός, ὁ διοργανωτὴς τῆς ἑορτῆς στὴ μνήμη ἁγίου
μονία, μοναξιά, μοναχικὴ κατοικία
μονοδένδριος καὶ μονόδενδρος, ποὺ ἀποτελεῖ ἢ προέρχεται ἀπὸ ἕνα
δένδρο
μονόπατος (γιὰ δρόμο), ποὺ εἶναι μονοπάτι, πολὺ στενός
μονωτάτως, κατὰ μόνας, ὄντας μόνος
μοχθηρεύομαι, γίνομαι μοχθηρός, συμπεριφέρομαι κακόβουλα
μυθοβατεῖν· βλ. θροβαδεῖν
μυκησμὸς (ἀντὶ μυκηθμός)
μυκτήρ (ἡ, ἀντὶ ὁ)
μυρέλαιον, ἁγιωτικὸ μύρο καὶ λάδι, ἱδρώτας ἀπὸ εἰκόνισμα, ἀπόμυρο
μυρευώδης, ποὺ εὐωδιάζει σὰν μύρο
μυριοσχιδής (-σχεδής ἄλλη γραφή), ποὺ ὑποδιαιρεῖται σὲ μύρια τμήματα
μύστρα, μυστρί
μωρολογέω, ὑβρίζω κάποιον μὲ τὴ λέξη «μωρέ»
νάκκα, εἶδος πλοίων τοῦ Μεσαίωνα
ναματοφόρος, ποὺ ἀναδίδει ρεῦμα νεροῦ
νεάζω, ἀνανεώνω τὸ χῶμα χέρσου χωραφιοῦ μὲ ὄργωμα = νεόω,
νεουργέω
νεκροτάφιος, σχετικὸς μὲ τὸν ἐνταφιαζόμενο, ν. ῥάκη, τὸ σάβανο
νεκρότης, ἡ ἰδιότητα τοῦ νεκροῦ, θνητότητα
νεμώνω (?, νέμωσεν ὁ κώδ., διορθώνεται σὲ ὤμοσεν)
νεοσύζευκτος, νιόπαντρος
νεοτελής, «νεογέννητος» (LBG) ἢ (ἡ κοινὴ σημασία) νεοφώτιστος, χωρὶς
πείρα
νεότιλος (μάλλον ἀντὶ νεογιλός)
νεουργέω, νεόω· βλ. νεάζω
νεσταθμέομαι, ἀγκυροβολῶ· πβ. ἑπόμενο
νέσταθμος, νέσταυθμος, νεύσταθμος (ἀντὶ ναύσταθμος)
νεφικός, ποὺ ἀνήκει ἢ ἀφορᾶ τὰ νέφη
νηφάλαιος (ἀντὶ νηφάλιος ἢ νηφαλέος)
νοητιανοί ἢ Ν-, ἀρχαῖοι αἱρετικοί, ὀπαδοὶ τοῦ μοναρχιανοῦ θεολόγου
Νοήτου ἢ Νοητοῦ
νόθευμα, νόθο τέκνο
νυκτομάχος, ποὺ μάχεται κατὰ τὴ νύχτα
νυκτώδης, ποὺ ἀνήκει ἢ ἁρμόζει στὴ νύχτα, νυχτερινός, σκοτεινός
νῶτα δίδωμι, (α) ὑποκύπτω, (β, ἀπὸ διόρθωση) γυρίζω τὴν πλάτη, ἀφήνω
πίσω μου, ἐγκαταλείπω
ξεναγέω καὶ (μόνο παθητ.) ξεναγωγέω, περιποιοῦμαι ξένο, φιλοξενῶ
ξενιτεύω (μτβ.), ἀποξενώνω, ἀπομακρύνω ἀπὸ οἰκεῖα πράγματα
ξηροκήπιον, λαχανόκηπος χωρὶς ποτιστικὸ νερό
ξιφαῖος (ἢ -φέος), τὸ ψάρι ξιφίας
ξυλοκεράτιον, ξυλοκέρατο, χαρούπι
ξυλόκερκος (?, -ρμος ἡ πηγή), χαρουπιά?
ὁδικός, ποὺ μοιάζει μὲ πατημένο δρόμο, σκληρός, τραχύς
οἰκιάς (ἡ), συγκρότημα οἰκιῶν
οἰκονομικός, ὁ κατ᾽ οἰκονομίαν
οἰνοδαίμονας, ὁ δαίμονας τοῦ κρασιοῦ
ὀκτακαιδέκατος, δέκατος ὄγδοος
ὀλβιοδότης, χορηγὸς πλούτου καὶ εὐτυχίας
ὀλοθρευτήριον, μέσο ἐξολοθρεύσεως, φονικὸ ὄργανο
ὁλόξηρος, ἐντελῶς παράλυτος
ὁλόπληγος, γεμάτος πληγές
ὀλυμπιονικεύς (ἀντί -νίκης)
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ 1106
________________________________________________________________

ὁμήλικος (ἀντὶ ὁμῆλιξ)


ὁμοβασίλειος, ποὺ συμβασιλεύει μὲ ἄλλον = ἰσοβασίλειος
ὁμόμητρος (?, διαφορετικὴ γραφὴ ἀντὶ ὁμομήτριος)
ὁμονοιάζω, μονοιάζω, συμφωνῶ
ὁμόφρονος (ἀντὶ ὁμόφρων)
ὀνύχιος (ἀντὶ ὄνυξ), ὁ πολύτιμος λίθος ὄνυχας
ὄνυχος (ὁ), νύχι
ὀξυβαφής (ἐνεργ.), ποὺ δίνει τὴ βαφὴ τῆς πορφύρας
ὀξύδορκος (ἀντὶ -δερκής)
ὀξυμάχιν (? ἢ -χης ἢ καὶ -χη), ξύστρα τοῦ ζευγολάτη, ξυάλη
ὀξυπέτης, ποὺ πετάει γρήγορα
ὀξυποδέω, διατρέχω πολὺ γρήγορα
ὀπαδία, τὸ νὰ εἶσαι ὀπαδός, ἀκολούθηση, συμπόρευση
ὀπτρίζομαι, βλέπω μέσα ἀπὸ καθρέφτη, διαβλέπω
ὄργια (τὰ), ἱερὰ μυστήρια, ἱεροὶ τόποι
ὄργιος, ἱερὸς ἢ ἄφθονος
ὄρδινος (ὁ), σειρά
ὀρειάλωσις, περιπλάνηση στὸ βουνό
ὀρθ(ρ)ογόης (?), (δυσδιάγνωστη) ὀνομασία γιὰ ψάρι καὶ πουλί
ὅρισμα, ὁρισμός, πρόσταγμα
ὀροφουργός, κατασκευαστὴς ὀρόφου
ὀρπήκιον (ὀρπίγγιον ὁ κώδ.), τρυφερὸς βλαστός
ὀρυκτήριον, ἐργαλεῖο ποὺ χρησιμεύει στὶς ὀρύξεις, λοστὸς ἢ κασμάς
οὐρανότυπος, ποὺ ἔχει τὸ σχῆμα τοῦ οὐρανοῦ, θολωτός
ὀψίζω, φέρνω τὸ σκοτάδι τῆς νύχτας
παγγεωργός, ποὺ καλλιεργεῖ, παράγει τὰ πάντα, ὁ Θεός
πάζιος (ἀντὶ τοπάζιον), ὁ πολύτιμος λίθος τοπάζι
παιγνίως, παίζοντας
παμφόρος, ποὺ παράγει τὰ πάντα
πανάγλαος, ὁλόλαμπρος
παναιδέσιμος (πανεδέ- ὁ κώδ., γιὰ πανδαισία), ποὺ τὸν τιμοῦν ὅλοι,
ἀρέσει πολὺ σὲ ὅλους
πανάπηρος (?), ἐντελῶς ἀβλαβής
πανενεργής, ἀπόλυτα δραστικός
πανέσπερος, ὁλοσκότεινος
πανεύδιος, ἐντελῶς εὔδιος, ὁλότελα ἤρεμος ≠ πανάγριος
πανευκλεῶς, πανένδοξα
πανεύσπλαγχνος, ὁ γεμάτος εὐσπλαγχνία, πανελεήμων
πανεύτακτος, ὁ σὲ πλήρη τάξη
πανήμερος, ὁ ἐντελῶς ἥμερος
πανήρεμος, ὁ ἐντελῶς ἤρεμος
παννυξία, ὁλοσκότεινη νύχτα
πανοσίως, μὲ πανόσιο τρόπο
παντάπορος, παντελῶς ἄπορος
παντοθρέπτειρα (σὲ ἐπιγραφὴ τοῦ 16ου αἰ. στὴν ἐγκλείστρα τοῦ
Νεοφύτου), αὐτὴ ποὺ τρέφει τὰ πάντα
παραδοτήριος, ποὺ βεβαιώνει ἢ κάνει τὴν παράδοση
παράζυγος (ἢ -ζυξ) (γιὰ μονάδα βάρους), ποὺ δὲν ζυγίζει σωστά,
κάλπικος
παραθέομαι, παρατρέχομαι, προσπερνιέμαι, παραλείπομαι
παρακέλλιον, βοηθητικὸ κελλί, ἀποχωρητήριο
παράμιλλος, παρόμοιος, ἐφάμιλλος
παρανοίγω, ἀνοίγω διάπλατα, φανερώνω, ἀναλύω
παραπιπράσκω, πουλῶ μὲ ἀπατηλὸ τρόπο
παραποιμήν, βοηθὸς τοῦ ποιμένα, τοῦ ἐπισκόπου, ἤτοι ἱερέας
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ 1107
________________________________________________________________

παρασυνάπτω, ἑνώνω παράνομα


παρατηρέω, τηρῶ νηστεία ἢ ἄλλο θρησκευτικὸ ἔθιμο
παρατήρησις, τήρηση νηστείας
παρατρυτανίζω, παραζυγίζω, ζυγίζω κάλπικα
παρδάριον, λεοπάρδαλη, πάνθηρας
παρεκκλησιάρχης, βοηθὸς τοῦ ἐκκλησιάρχη (μοναστηριακὸ διακόνημα
στὴν ἐκκλησία)
παρεμβολή, στρατιωτικὴ τιμητικὴ παράταξη
παρέτοιμος, ἕτοιμος, προετοιμασμένος
παροιμία, παραβολή, παραδειγματικὸς σύντομος λόγος
παρομαρτάω (ἐνίοτε ἀντὶ -τέω)
παροψία, συνειδητὴ παράβλεψη, περιφρόνηση
παρωνέομαι, ἀγοράζω μὲ ἀπατηλὸ τρόπο
πασχίζω, παθαίνω, πάσχω, ὑποφέρω
πατρόθεος, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ πατέρες τοῦ Θεοῦ
πεζόλεκτος, ὁ σὲ πεζό, ἁπλοϊκὸ λόγο
πεζολεξία καὶ -λογία, πεζός, ἁπλοϊκὸς λόγος
πεζολογέω, μιλῶ ἢ γράφω σὲ πεζό, ἁπλοϊκὸ λόγο
πέλεξ (ἀντὶ πέλιξ), πελέκι, τσεκούρι
πενθηρία, πένθος
πεντακάμαρος, ὁ μὲ πέντε καμάρες
πεντηκοντακέφαλος, ὁ μὲ πενήντα κεφάλαια
πεπλογέρδιος, ὑφαντής
πεπορευμένως, βῆμα πρὸς βῆμα, κατὰ σειρά
περασία, πέρασμα μὲ πλοῖο ἀπὸ ἕνα τόπο σὲ ἄλλο, μετανάστευση
περιανοίγω, ἀνοίγω ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρές, φανερώνω, ἐξηγῶ
περιαυξάνω, μεγαλώνω ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρές
περιβολόω, περιτειχίζω
περιευρύνω, διευρύνω ὁλόγυρα
περιθεόομαι, θεώνομαι ἐξολοκλήρου
περικακίζω, βλάπτω ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρές, κακοποιῶ βαριά
περιμαλακίζομαι, ἀρρωσταίνω βαριά
περισυνάπτω, ἐπισυνάπτω
περιφθονέω, φθονῶ πολύ
περιφορά, περίγυρος, περιοχή
περίφορος (ἡ), περιφορά, κυκλικὴ διαδρομή
πευκεδανός, πικρός
πηγοειδῶς, σὰν πηγὴ νεροῦ
πηλίκος (ἀντὶ τηλίκος), τόσο μεγάλος
πηλός (ἡ), ἡ ἀνθρώπινη σάρκα
πιαινότερος, παχύτερος, πλουσιότερος, γονιμότερος
πιόομαι (ἀντὶ πιαίνομαι), παχαίνω, αὐξάνομαι
πλαγιότης, ἡ ἰδιότητα τοῦ μὴ εὐθέος ἀνθρώπου, πονηρία, δολιότης
πλακίν, ἡ πλάκα τοῦ ἁγιογράφου, μικρὴ πέτρινη πλάκα πάνω στὴν ὁποία
ἔτριβε τὰ χρώματα· πβ. τριβίδιν
πλατυτέρως, πλατύτερα
πλεκτάνη, πλέγμα, εἶδος καλαθοπλεκτικῆς
πλευστικός, ναυτικός
πλημαίνω, πλημμυρίζω, καταβρέχω (βλ. τώρα τὸ λ. στὸ Λεξ. Κριαρᾶ)
πνευματοδότως, μὲ τὴ χορηγία τοῦ ἁγίου Πνεύματος
πνευματοκινήτως, μὲ παρακίνηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος
πνευματορρήμων, αὐτὸς ποὺ μιλάει φωτισμένος ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα
ποίωσις, ποιότητα, φύση, ἰδιότητα
πολίαιθρος καὶ πτολί- (?), γέρος ταλαίπωρος, ἀνόητος, ἀφελής (?)
πολυδένδριος, ὁ μὲ πολλὰ δένδρα
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ 1108
________________________________________________________________

πολυεβδόμως, σὲ βαθμὸ πολλαπλάσιο τοῦ ἑφτά, πολλὲς φορές


πολύκακος, ὁ μὲ πολλὰ κακά
πολύπυρσος, ὁ μὲ πολλοὺς πυρσούς, πολύφωτος, πολύαστρος
πολυσχέδιος καὶ -σχίδιος, πολυμερής
πολυφώστηρος, πολύαστρος
πρεσβυρός -ά, «γεραρός, σεβαστός» (Σκαρλάτος)
πρεσβῦτις, πρεσβυτέρα, παπαδιά
προαμάρυγμα, προειδοποιητικὴ λάμψη
προάστ(ε)ιον, ἀγρόκτημα
προαφορίζω, ἀφορίζω ἐκ τῶν προτέρων
προβιβρώσκω, τρώγω πρὶν ἀπὸ ἄλλον
προγέρας (τὸ), προκαταβολικὴ ἐπιβράβευση, ἀμοιβή
προγονεύς, πρόγονος, παππούς
προεδραιόω ἐμαυτόν, παίρνω ἀπὸ πρὶν σταθερὴ ἀπόφαση
προέκκειμαι (?), εἶμαι προκαθορισμένος
προθεωρός, ποὺ προβλέπει
προϊστορέω, προεικονίζω
προκελαδέω, προλέγω μεγαλόφωνα
προμαχίων (ἀντὶ -χεών), προμαχώνας
προσανέχω, ἀνήκω, εἶμαι ἀφιερωμένος
προπερικόπτω, περικόπτω ἀπὸ πρίν
προσένεξις, πρόκληση, παραγωγή
προσευχάδιον, τόπος προσευχῆς
προσεφαπλόω, ἐπεκτείνω παραπέρα
προσεφοράω, παρητηρῶ μὲ περισσότερη προσοχή
προσκάθημαι, κατοικῶ, διαμένω
προσκαρτερέω, ὑπηρετῶ μὲ ἀφοσίωση
πρόσνυκτον, σούρουπο
προσπάθεια, παθιασμένη προσκόλληση σὲ πρόσωπα ἢ πράγματα ≠
ἀπροσπάθεια
προσπελεκίζω, συνεχίζω νὰ χτυπάω μὲ τὸ τσεκούρι
προσρύω, προσρέω, εἰσέρχομαι
προτρέπω καὶ προτρέπομαι, ἐπιτρέπω, ἐγκρίνω
προτροπή, ἔγκριση, ἄδεια
προφωνήσιμος, ἡ πρώτη ἑβδομάδα τοῦ Τριωδίου (ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τοῦ
Τελώνου καὶ Φαρισαίου)· πβ. ἀτζηβοῦρις
πρυτανευτής, χορηγός
πρυτανεύω, παρέχω, χορηγῶ
πρωτοκάθεδος, ποὺ ὑπῆρξε ἡ πρώτη καθέδρα
πρωτοκτισία, ἡ πρώτη θεία δημιουργία, τῶν ἀγγέλων
πρωτόκτιστος, ποὺ δημιουργήθηκε πρῶτος = ἀρχαιόκτιστος
πτιλός, «ἤγουν κακόφθαλμος» (Νεόφυτος), αὐτὸς ποὺ πάσχει ἀπὸ
πτίλωση, πτώση βλεφαρίδων
πτολίαιθρος· βλ. πολίαιθρος
πτωματικός, ποὺ ὁδηγεῖ σὲ πτώση
πτωματώδης, ποὺ μοιάζει μὲ πτῶμα, σάπιος ἢ προέρχεται ἀπὸ πτῶμα,
βρωμερός, μιαρός
πυκτίδιον, βιβλιαράκι, τεῦχος
πυξίς, βιβλίο
πυρεκβόλιος, ποὺ βγάζει φωτιά
πυρίγλωσσος, ποὺ ἔχει φλογερὴ γλώσσα
πυρσόφωτος (γιὰ τὸν ἥλιο, ὑπερθ. πυρσοφωτότατος καὶ μὲ ἁπλοποίηση ἢ
ἐνδεχομένως ἀπὸ φθορὰ δύο φορὲς πυρσοφώτατος), ποὺ φωτίζει καὶ
καίει σὰν πυρσός, ἔχει φλογερὸ φῶς
πύρφλεβος, ποὺ ἔχει φλέβες πυρός
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ 1109
________________________________________________________________

πυρφώτιστος, ποὺ ἐκπέμπει πύρινο φῶς


πωρόνοια, πώρωση τοῦ νοῦ
ῥάδα, (στὴν) ἀράδα
ῥαϊστήρα, ῥαΐστρα, σφύρα
ῥαφίδιον, βελόνα γιὰ ράψιμο
ῥητάνια (τὰ, ?), μάλλον φθορὰ τοῦ ῥητά τινα
ῥητορευτής, ρήτορας, κήρυκας
ῥυητικός, ρευστός
ῥύω (καὶ σύνθετα, ἀντὶ ῥέω)
ῥωγαλεῖος (ἀντὶ -λέος)
ρωννύτωρ, χορηγὸς ὑγείας καὶ δύναμης
σάθρωμα, σαθρὸ μέρος
σαλευμός, ταρακούνημα
σαλπηρός, ποὺ προέρχεται ἀπὸ ἢ ἠχεῖ σὰν σάλπιγγα
σαλπιγγόφωνος, ποὺ ἔχει τὴ φωνὴ τῆς σάλπιγγας, βροντόφωνος
σαλπιφόρος, αὐτὸς ποὺ κρατάει σάλπιγγα
σάμφειρος (ἀντὶ σάπφει-)
σαράκοντα (ἀντὶ τεσσα-)
σαρδανός (?), ἴσως Σαρδιανός, ἀπὸ τὶς Σάρδεις (χαρακτηρισμὸς
πολεμικοῦ ἵππου) (βλ. ὅμως τώρα τὸ σχετικὸ λ. στὸ LBG)
σεβηριανοί, σευη- ἢ Σ-, ἀρχαῖοι αἱρετικοί, ὀπαδοὶ τοῦ μονοφυσίτη
ἐπισκόπου Σεβήρου
σεκρήτης, γραμματέας
σεφθῶς (σὲ ἐπιγραφή, ἀντὶ σεπτῶς)
σήμανδρον (ἐνίοτε ἀντὶ -ντρον), σημάδι
σημαντήρ, σήμαντρο
σηματικός (ἀντὶ σημαντικός), ὁ μὲ (μεγάλη) σημασία ≠ ἄσημος
σιαίνομαι, σιχαίνομαι, ἀηδιάζω
σιδηρόδεσμοι, σιδερένια δεσμὰ φυλακῆς
σιμωνιανοὶ ἢ Σ-, ἀρχαῖοι αἱρετικοί, ὀπαδοὶ κάποιου Σίμωνα
σίναπις (ἡ, τῆς -πος), τὸ φυτὸ σινάπι· πβ. καὶ σίνηπι
σίναπος (ὁ), ὁ κόκκος τοῦ σιναπιοῦ
σίνηπι (τοῦ -εως), τὸ φυτὸ σινάπι· πβ. καὶ σίναπις
σκαιωρίζω (ἅπαξ ἀντὶ -ρέω)
σκιάζομαι, τρομάζω, φρ. σκιάζομαι παρὰ τοῦ ἀγγέλου, τρομάζω ἀπὸ
τὴν ἐμφάνιση τοῦ ἀγγέλου τοῦ θανάτου, ἀγγελοσκιάζομαι, (ἀρχίζω
νὰ) πνέω τὰ λοίσθια
σμαράγδιος (ἀντὶ -δος ἢ -διον)
σορεύω (σω- κατὰ κανόνα οἱ κώδδ.), ἐνταφιάζω
σοφωτάτως, σοφώτατα
σπέρω (ἀντὶ σπείρω)
σπεῦσις, σπουδή, ἐπιδίωξη
σπήλαιος (δὶς ἀντὶ -ον)
σπινθήρα (ἅπαξ ἀντὶ ὁ σπινθήρ)
σταδίαρχος, διοικητὴς τοῦ σταδίου
σταλαγμή, σταγόνα
σταχυολόγος, αὐτὸς ποὺ μαζεύει στάχυα
στένος (τὸ), «ἤγουν στενοχωρία καὶ δύσπνοια τοῦ ἄσθματος»
(Νεόφυτος), στεναγμός, ὀδυρμός
στεφοδοτικός, σχετικὸς μὲ τὸν στεφοδότη, (οὐσ.) τὸ στεφ., ἡ εὐαρέσκεια
κάποιου νὰ στεφανώνει νικητές
στοχόν (τὸ), σκοπευτικὴ ἱκανότητα
στρατοπεδαρχικός, ποὺ ξέρει νὰ διοικεῖ στρατό(πεδο)
συγκομή, (ἴσως) σοδειά, συγκομιδή (βλ. ΕΧ 9, 58, 3 μαζὶ μὲ Κρ. ὑπόμν.)
συμμιγία, μεῖγμα
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ 1110
________________________________________________________________

σύμπαχον, πάχος
συμπίπτομαι (μτχ. ἀορ. συνεπτώθην), πέφτω κάτω, γκρεμίζομαι μαζὶ μὲ
ἄλλον
συμποιμήν, συνάδελφος ποιμένος (ἐπισκόπου), συνεπίσκοπος
συμπρόσειμι, συνυπάρχω, συναναστρέφομαι
συμφονεύς, συνεργὸς σὲ φόνο, συμφονευτής, ἢ ἐπίσης φονιάς
σύμψυχος, ὁ μαζὶ μὲ τὴν ψυχή
συναιωνίζω, εἶμαι αἰώνιος ἐξίσου μὲ ἄλλον
συναλήθω, ἀλέθω ἢ μασῶ μαζὶ μὲ ἄλλον
συναξαριστής, Σ-, συντάκτης ἢ συλλέκτης συναξαρίων, συνεκδ. βιβλίο
μὲ συναξάρια ἁγίων, μηνολόγιο
συναπάγομαι, παρασύρομαι
συναριστέω (ἀντὶ -άω)
συναρμόω (ἀντὶ -όζω)· πβ. καὶ ἁρμόω
συναρτοποιέω, μεταβάλλω κάτι σὲ ψωμὶ μαζὶ μὲ ἄλλο
συνάχυρος, ὁ μαζὶ μὲ τὰ ἄχυρα, ἀλίχνιστος
σύναψις, ἐκλογή, ἀπάνθισμα κειμένων
συνεπαίρω, σηκώνω κάτι μαζὶ μὲ ἄλλον
συνεπαρτέος, ὁ ἀπαραίτητος συνεργὸς σὲ δύσκολη μεταφορὰ πράγματος
συνευθύνω, θεωρῶ συνυπεύθυνο
συνήρεφος (ὁ κώδ., διορθώνεται σὲ -φής)
συνιάω καὶ συνιέω (ἀντὶ συνίημι ἢ συνίω), κατανοῶ
συνόμιλος, ποὺ ἀνήκει στὸν ἴδιο ὅμιλο, ὅμοιος, ἀνάλογος
συνουσιόομαι, ἀποκτῶ τὴν οὐσία ποὺ ἔχει ἄλλος, γίνομαι ὁμοούσιός του
συνταξίαρχος, συνάδελφος ταξιάρχου
συντρομάσσω, κάνω νὰ τρέμει μαζὶ μὲ ἄλλον, συνταράσσω
συντρόπωμα χειλέων, συνάρθρωση χειλέων, ἔκφραση
συνυπάγομαι, συγκατατίθεμαι, ὑποκύπτω
συνυφασία, συνύφανση νημάτων ἢ λόγων
σύσσημα (τὰ), σουσούμια, ἐξωτερικὰ γνωρίσματα, σωματικὰ
χαρακτηριστικά
συστρέφω, συσσωρεύω
συχνοτέρως, συχνότερα
σχετικῶς, μὲ φιλικὴ διάθεση, ἔνθερμα
σχηματίζω, ντύνω μὲ στολή, στολίζω
σχιδεύω, δημεύω, ἐπιστρατεύω
σχοινομέτριον (?), σχοινὶ ποὺ χρησιμοποιεῖται στὴ μέτρηση γῆς
σωζόπολις, πόλη ποὺ σώζει
σώφρων (οὐσ.), σωφρονιστής
ταλαντεύω, ζυγίζω
ταπεινόνοια, ταπεινοφροσύνη
ταπεινόνους, ταπεινὸς ἢ καὶ φτωχὸς στὸν νοῦ, ταπεινόφρων
ταυρίζω, τεντώνω, φουσκώνω
ταυρολέων, φανταστικὸ ζῶο, διασταύρωση ταύρου καὶ λιονταριοῦ
ταυτοφωνέω, ὁμοφωνῶ, λέω τὰ ἴδια
ταυτοφώνως, μὲ τὴν ἴδια φωνή
τεκτονευτικός, ποὺ ξέρει νὰ κάνει ξύλινες κατασκευές, (μτφ.) καλὸς
ποιμενάρχης
τεκτονία, ἡ τέχνη τοῦ ξυλουργοῦ
τελεταρχία, θεῖο ἢ ἱερὸ μυστήριο, ἄναρχος τ., ὁ Θεός
τετράδομος, ὁ μὲ τέσσερις σειρὲς (ὀγκο)λίθων
τετράζευγος, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ τέσσερα ζεύγη, οὐσ. τὸ τ., τετράδα
ἀπὸ ζεύγη ζώων ποὺ ὀργώνουν
τετραχής, τετραμερής
τεχνεύω, ἐργάζομαι
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ 1111
________________________________________________________________

τεχνολόγημα, τέχνασμα, κατασκεύασμα


τζακίζω τὴν μύτην τῆς Τεσσαρακοστῆς, σπάζω τὴ μύτη τῆς (κυρᾶς)
Σαρακοστῆς, χαλάω τὴν ἀρχὴ τῆς Μ. Σαρακοστῆς, καταλύω τὴ
νηστεία γλεντώντας τὴν Καθαρὴ Δευτέρα
τίτανις (ὁ, ἀντὶ ἡ), ἀσβεστοκονίαμα
τραχηλία, ἔπαρση, ἀπείθεια
τριβίδιν, τριβεῖο, μία μικρὴ κωνοειδὴς πέτρα μὲ τὴν ὁποία ὁ ἁγιογράφος
ἔλιωνε πάνω στὴν πλάκα του (πβ. πλακίν) τὰ σβωλιασμένα ἢ
χονδροτριμμένα χρώματα
τριγχίον, τοιχάκι περιφράξεως
τριδένδριος, ποὺ ἀποτελεῖται ἢ προέρχεται ἀπὸ τρία δένδρα
τρίδομος, ὁ μὲ τρεῖς σειρὲς (ὀγκο)λίθων
τριζευγία, τριάδα ζευγῶν
τριζεύγιος, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ τρία ζεύγη
τρικάτοικος, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ τρεῖς κατοικίες
τρικόσμιος, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ τρία κοσμήματα
τρίκοσμος, ὁ μὲ τρία κοσμήματα
τρίξιφος, ποὺ πρῆλθε ἀπὸ τρία ξίφη
τριπαράστατος, ποὺ συναποτελεῖται ἀπὸ τρεῖς παραστάδες
τρισαυγής, τρίφωτος
τρίσειρος, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ τρεῖς πλεκτὲς σειρές
τρισεπτάδα (ἀντὶ τρισεπτάς), τριπλὴ ἑφτάδα
τρισέσοπτρος, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ τρεῖς καθρέφτες
τριστέλεχος, ποὺ ἀποτελεῖται ἢ προέρχεται ἀπὸ τρεῖς κορμοὺς δένδρων
τρίστομος (γιὰ ὑποθετικὸ μαχαίρι ἢ σπαθί, μτφ. γιὰ τρεῖς στρατιωτικοὺς
ἁγίους), ποὺ ἔχει τρεῖς κόψεις, τρίκοπος
τριωβολιμαῖος, ἄξιος τριῶν ὀβολῶν, ἄνθρωπος εὐτελής, χυδαῖος· πβ.
διωβολιμαῖος)
τρομικός, ποὺ ἔχει τὴν ἰδιότητα νὰ τρέμει
τρουλλοειδῶς, ὅμοια μὲ τροῦλλο
τροχισμός, βασανισμὸς στὸν τροχό
τρυγιώδης, ποὺ περιέχει κατακάθια, θολός, ἀκάθαρτος
τρυγονοβόες, (μάλλον) τρυγόνια καὶ βόδια τῆς θάλασσας, εἴδη σαλαχιῶν
τυπόω, σφραγίζω (ψωμί)· ὁρίζω
τυραννέω (μτβ.), κατακτῶ ἀπόλυτη ἐξουσία, τ. τὴν βασιλείαν, γίνομαι
αὐτοκράτορας μὲ δυναμικὸ ἢ συνωμοτικὸ τρόπο
τυροπεύω, τυροποιῶ, τυροκομῶ
τυχωρυγία (ἀντὶ -χία)
ὑδραγωγέω, ποτίζω μὲ φερτὸ νερό
υἱοτικός, ποὺ ἀνήκει στὸν Υἱό
ὑπαλύνω (?, ἅπαξ ἀντὶ ἁπα-)
ὑπανδρέω (γιὰ γυναίκα), εἶμαι ἔγγαμη
ὑπεραδέκαστος, στὸν ὑπέρτατο βαθμὸ ἀδέκαστος
ὑπεράληστος, ποὺ δὲν λησμονεῖ ἀπολύτως τίποτε
ὑπεράλκιμος, στὸν ὑπέρτατο βαθμὸ ἰσχυρός
ὑπεράμεμπτος, ὑπεράμωμος, ὑπερκάθαρος
ὑπεράρχιος, ὁ πέρα ἀπὸ κάθε ἀρχή, ὑπεράναρχος
ὑπεργεράζω (?, μέλλ. ὑπεργεράσεις), γερνῶ ὑπερβολικά
ὑπερδίκαιος, ὁ πάρα πολὺ δίκαιος
ὑπερεύοσμος, ὁ ἐξαιρετικὰ εὔοσμος
ὑπερθέσιμος, ποὺ μπορεῖ νὰ μετατεθεῖ παραπέρα, νὰ παραταθεῖ ἢ
ἀναβληθεῖ
ὑπερκάκιστος, ὁ ὑπερβολικὰ κάκιστος
ὑπερπλεῖον, κατὰ πολὺ περισσότερο
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ 1112
________________________________________________________________

ὑποβαθρόω, θεμελιώνω, βασίζω


ὑποδέκτης, παραλήπτης
ὑποδιεξάγω, διάγω
ὑποδιορύττω, ἀνοίγω ὄρυγμα λαξεύοντας ἀπὸ κάτω πρὸς τὰ πάνω
ὑποσχετήριος, ποὺ ἐκφράζει ὑπόσχεση
ὑφαλείφω (ἀντὶ ὑπα-)
ὑψαυχενέω, σηκώνω τὸ κεφάλι, ἀντιστέκομαι
φήμη, ἐπευφημία γιὰ βασιλιά, πολυχρονισμὸς ἢ παρόμοιο
φημίζομαι, ἀνακηρύσσομαι, ἀναγορεύομαι
φιλαισχρόλογος, ποὺ ἀγαπάει τὶς αἰσχρολογίες
φιλεπίχαρτος, ποὺ ἐπιδιώκει τὴ χαρὰ ἀπὸ ὁρισμένη πράξη
φιλεύωδος, ποὺ ἀγαπάει τὶς εὐωδιές
φιλόβρωμος, ποὺ ἀγαπάει τὶς βρωμιές
φιλόγονος, ποὺ ἀγαπάει τοὺς γονεῖς του
φιλοκαλλιπάρθενος, ποὺ ἀρέσκεται νὰ τηρεῖ τὴν ὀμορφιὰ τῆς παρθενίας
φιλοκῆρυξ, ποὺ ἀρέσκεται νὰ κηρύσσει
φιλοκοσμία, ἡ ἀγάπη πρὸς τὰ κοσμικὰ πράγματα
φιλοκύκλευτος, ποὺ χαίρεται νὰ κάνει κύκλους, (γιὰ τὸν λόγο)
παρεκβάσεις
φιλομάκελλος (γιὰ σκύλο), ποὺ ἀγαπάει τὰ σφαγεῖα
φιλόνυμφος (γιὰ νύφη), ποὺ ἀγαπάει τὸ ταίρι της
φιλοξενέω, προσφέρω σὲ ξένον κάτι ὡς φαγητό, φιλεύω
φιλοπαράνομος, ποὺ ἀγαπάει τὶς παρανομίες
φιλοπέρπερος, ποὺ ἀγαπάει τὴν ξιπασιά
φιλοπρόσωπος, προσωπολήπτης
φιλοσκότεινος, ποὺ ἀγαπάει τὰ σκοτεινὰ μέρη
φιλοτιμέω, τιμῶ κάποιον παρέχοντάς του δῶρα
φιμωτής, αὐτὸς ποὺ φιμώνει, ἀποστομώνει ἀντιλέγοντας
φλογοπύρσευτος, ποὺ καίει καὶ λάμπει σὰν φλογερὸς πυρσός
φλογοφόρος, ποὺ ἔχει φλόγα
φοιτέω (συχνὰ ἀντὶ -τάω)
φοιτητής, ὑποτακτικὸς σὲ γέροντα μοναχό
φονέω (ἀντὶ -εύω)
φορτίς, ἀξία φορτίου
φρεατικός, ὁ ἀπὸ πηγάδι, πηγαδίσιος
φρεᾶτις (?), αὐτὴ ποὺ ἔχει πηγάδια (?)
φρονίζω, παρέχω φρόνηση, συνετίζω
φυλακισμός, φυλάκιση
χαμαίθεος, ποὺ λατρεύει χαμοθεούς, ἐπίγειους θεούς
χαράδριον, πέτρινο κρεβάτι
χαριεντής, χαρούμενος
χαριεντῶς, μὲ χαρά
χειραγωγητικός, ποὺ συντελεῖ σὲ χειραγώγηση, ὁδηγητικός, βοηθητικός
χειρεργέω, ἐργάζομαι μὲ τὰ χέρια
χειρέργιον, χειρωνακτικὴ ἐργασία, ἐργόχειρο
χειροπέδιος, ποὺ δένει τὰ χέρια, ἀποτελεῖται ἀπὸ χειροπέδες
χειρότεχνος (ἀντὶ -τέχνης)
χιονιτός (?), χιόνισμα
χλοηφορία, βλάστηση χλόης
χολαίνω, (ἴσως) μελανιάζω, πρήζομαι
χολέω, ὀργίζομαι
χοροστασία, χορωδία
χοροστατέω, συμμετέχω σὲ χορὸ ὑμνωδῶν
χοροστάτης, μέλος χοροῦ ὑμνωδῶν
χρῆσις, χρεία, ἀνάγκη
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ 1113
________________________________________________________________

χρηστοπάροχος (χρι- ὁ κώδ.), αὐτὸς ποὺ παρέχει ἀγαθά


Χριστόστομος, ποὺ εἶναι τὸ στόμα (φερέφωνο) τοῦ Χριστοῦ
(προσωνυμία τοῦ Ἰω. Χρυσοστόμου)
χριστόφρων, πιστὸς τοῦ Χριστοῦ
χριστόφυτος, φυτεμένος ἀπὸ τὸν Χριστό
χροάδιν, χρῶμα, ὑλικὸ βαφῆς
χρυσόνευρος, ὁ μὲ χρυσὲς χορδές
χρυσορρειθρομάργαρος, ποὺ ρέει χρυσάφι καὶ μαργαριτάρια (μτφ. γιὰ
τὸν Ἰω. Χρυσόστομο)
χρυσοτόρευτος, χρυσοστόλιστος
χρυσοῦν λάχανον, τὸ σὲ ἀρχαίους συγγραφεῖς καὶ σήμερα
χρυσολάχανο(ν), ἕνα ἐτήσιο ἐδώδιμο καὶ φαρμακευτικὸ χόρτο, ἄγριο
καὶ καλλιεργούμενο (Atriplex hortensis, Ἀτράφαξις ἡ κηπαία, κοινῶς
ἀγριοσπανάκι, λεβουδιὰ ἢ λεπουτιὰ κ.ἄ.)
ψευδοπλασία, πλαστὸ ψέμμα
ψῆφος (τὸ), ἄθροισμα
ψυχοβλάβεια, βλάβη τῆς ψυχῆς
ψυχοσύλλεκτος, ποὺ ἔχει συγκεντρώσει ψυχές
ψωνίζω (νεοελλ., ἀντὶ ὀψωνίζω), ἐφοδιάζω μὲ τρόφιμα, ταΐζω
ψωριέω (ἀντὶ -ιάω)
ὠδίνη (ἀντὶ ὠδὶς ἢ ὠδίν)
ὠοῦμαι (ἀντὶ οἴομαι)

You might also like