Professional Documents
Culture Documents
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ 1093
________________________________________________________________
ἐξερευνήτωρ, ἐξερευνητής
ἐξεώζω, ἐξωθῶ, ἐκδιώκω
ἔξηχος, παράφρων
ἐξοδεύω καὶ ἐξοδεύομαι, ἔχω ἔξοδο, ἐξέρχομαι
ἐξοδιάζω, κηδεύω
ἐξοστρακίζω (ἀμτβ.), ξεφεύγω, ἀποκλίνω
ἐξοστράκισις, ἐξοστρακισμός, κατάργηση
ἐξυποδύομαι, ξεντύνω, ἐλευθερώνω
ἐξωβράχελον, ἐξωτερικὸ περιτοίχισμα, μανδρότοιχος
ἐξωγραφία, εἰδωλολατρικὴ γραμματεία
ἐξωμονή, διαμονὴ ἔξω ἀπὸ τὸ μοναστήρι
ἐπαλείφω, χρίω μὲ λάδι· προετοιμάζω, προπονῶ, ἐξασκῶ πρὸς κάποιον
σκοπό· πβ. καὶ ἀλείφω
ἐπάλξιος, ποὺ ἐκτοξεύεται ἀπὸ τὴν ἔπαλξη
ἐπαναλύω, ἐπανέρχομαι στὴν πατρίδα
ἐπαρκέομαι, ἀρκοῦμαι σὲ κάτι, μένω εὐχαριστημένος μὲ αὐτό
ἐπίβατος, ὁ ἐπάνω σὲ πλοῖο, ἐπιβάτης
ἐπιβλεψία, ἐπίβλεψη, ἐποπτεία, ἐπιτήρηση
ἐπικάρπευμα, καρπός, προϊόν, ἀποτέλεσμα
ἐπικεράννυμι ἢ -ρνάω (ἀμτβ.), προσφέρω καὶ πίνω μαζὶ μὲ ἄλλους κρασὶ
πρὸς τιμὴν κάποιου
ἐπιλιγάζω (?, -λυγάζω LBG), λιγοστεύω· πβ. καὶ λιγάζω
ἐπιμέσεως, στὴ μέση τῆς ἐκκλησίας, μπροστὰ σὲ ἀκροατήριο, δημόσια
ἐπίπλασμα, πλάσμα, κατασκεύασμα
ἐπιπολής, ἐπιφανειακός, προφανής
ἐπισπέρω (ἀντὶ -σπείρω)
ἐπίσταμαι (συχνὰ ἀντὶ ἐφί-)
ἐπιστάτης, ἐπόπτης, γέροντας μοναχοῦ
ἐπιστοίχιος, πρῶτος στὴ σειρά, κορυφαῖος
ἐπιστρεπτής, αὐτὸς ποὺ ἐπαναφέρει στὸν ὀρθὸ δρόμο, διορθωτής
ἐπισυγχωρέω, ἐπιτρέπω ἐπιπλέον, παραδίδω ἐπίσης
ἐπιτιμέω (ἀντί -άω)
ἐπιφοβέω, ἐπιδιώκω νὰ φοβίσω
ἐπομβρίς, νεροποντή
ἐποχία, χρήση ὀχήματος, ἐπόχηση
ἐργατεύω, εἶμαι ἐργάτης, ἐργάζομαι
ἔρινος, μάλλινος
ἐρυθραῖος, ἕνα ψάρι, (μάλλον) τὸ λυθρίνι
ἐρωτέω (συχνὰ ἀντὶ -τάω)
ἐσθίασις, ἡ λήψη τροφῆς
ἐσμός (ἀντὶ ἑ-)
ἐσοπτρίζω, καθρεφτίζω
ἑτεροζευγία, ἡ ζεύξη στὸν ζυγὸ τοῦ ἀρόρου δύο ἑτεροειδῶν ζώων
ἐτυμολογία, γλωσσικὴ ἀντιστοιχία, λεκτικὴ ἀναλογία
ἐτυμολόγος, γλωσσικὰ ἀντίστοιχος, εὐθέως ἢ ἀντιστρόφως ἀνάλογος ὡς
πρὸς τὸ ὄνομα
εὐδαιμονάω (ἀντὶ -νέω)· πβ. δυσδαιμονάω
εὐδιάβατος (ἐνεργ.), ποὺ εὔκολα περνάει, παρέρχεται
εὐηνής (ἀντὶ εὐήνιος)
εὔκαρπος (γιὰ φυτό), ποὺ παράγει ἐδώδιμο καρπό ≠ δύσκαρπος
εὐκατάπληκτος (ἐνεργ.), ποὺ εὔκολα καταπλήσσει
εὐλάλητον (ἐπίρρ.), μελωδικά
εὐληθάργητον (οὐσ.), ἡ ἰδιότητα τοῦ νὰ ξεχνιέται κάτι εὔκολα
εὐλογωτάτως, γιὰ πάρα πολὺ εὔλογη αἰτία, εὐλογώτατα
εὐονόμαστος, ποὺ εὔκολα ὀνομάζεται
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ 1100
________________________________________________________________
σύμπαχον, πάχος
συμπίπτομαι (μτχ. ἀορ. συνεπτώθην), πέφτω κάτω, γκρεμίζομαι μαζὶ μὲ
ἄλλον
συμποιμήν, συνάδελφος ποιμένος (ἐπισκόπου), συνεπίσκοπος
συμπρόσειμι, συνυπάρχω, συναναστρέφομαι
συμφονεύς, συνεργὸς σὲ φόνο, συμφονευτής, ἢ ἐπίσης φονιάς
σύμψυχος, ὁ μαζὶ μὲ τὴν ψυχή
συναιωνίζω, εἶμαι αἰώνιος ἐξίσου μὲ ἄλλον
συναλήθω, ἀλέθω ἢ μασῶ μαζὶ μὲ ἄλλον
συναξαριστής, Σ-, συντάκτης ἢ συλλέκτης συναξαρίων, συνεκδ. βιβλίο
μὲ συναξάρια ἁγίων, μηνολόγιο
συναπάγομαι, παρασύρομαι
συναριστέω (ἀντὶ -άω)
συναρμόω (ἀντὶ -όζω)· πβ. καὶ ἁρμόω
συναρτοποιέω, μεταβάλλω κάτι σὲ ψωμὶ μαζὶ μὲ ἄλλο
συνάχυρος, ὁ μαζὶ μὲ τὰ ἄχυρα, ἀλίχνιστος
σύναψις, ἐκλογή, ἀπάνθισμα κειμένων
συνεπαίρω, σηκώνω κάτι μαζὶ μὲ ἄλλον
συνεπαρτέος, ὁ ἀπαραίτητος συνεργὸς σὲ δύσκολη μεταφορὰ πράγματος
συνευθύνω, θεωρῶ συνυπεύθυνο
συνήρεφος (ὁ κώδ., διορθώνεται σὲ -φής)
συνιάω καὶ συνιέω (ἀντὶ συνίημι ἢ συνίω), κατανοῶ
συνόμιλος, ποὺ ἀνήκει στὸν ἴδιο ὅμιλο, ὅμοιος, ἀνάλογος
συνουσιόομαι, ἀποκτῶ τὴν οὐσία ποὺ ἔχει ἄλλος, γίνομαι ὁμοούσιός του
συνταξίαρχος, συνάδελφος ταξιάρχου
συντρομάσσω, κάνω νὰ τρέμει μαζὶ μὲ ἄλλον, συνταράσσω
συντρόπωμα χειλέων, συνάρθρωση χειλέων, ἔκφραση
συνυπάγομαι, συγκατατίθεμαι, ὑποκύπτω
συνυφασία, συνύφανση νημάτων ἢ λόγων
σύσσημα (τὰ), σουσούμια, ἐξωτερικὰ γνωρίσματα, σωματικὰ
χαρακτηριστικά
συστρέφω, συσσωρεύω
συχνοτέρως, συχνότερα
σχετικῶς, μὲ φιλικὴ διάθεση, ἔνθερμα
σχηματίζω, ντύνω μὲ στολή, στολίζω
σχιδεύω, δημεύω, ἐπιστρατεύω
σχοινομέτριον (?), σχοινὶ ποὺ χρησιμοποιεῖται στὴ μέτρηση γῆς
σωζόπολις, πόλη ποὺ σώζει
σώφρων (οὐσ.), σωφρονιστής
ταλαντεύω, ζυγίζω
ταπεινόνοια, ταπεινοφροσύνη
ταπεινόνους, ταπεινὸς ἢ καὶ φτωχὸς στὸν νοῦ, ταπεινόφρων
ταυρίζω, τεντώνω, φουσκώνω
ταυρολέων, φανταστικὸ ζῶο, διασταύρωση ταύρου καὶ λιονταριοῦ
ταυτοφωνέω, ὁμοφωνῶ, λέω τὰ ἴδια
ταυτοφώνως, μὲ τὴν ἴδια φωνή
τεκτονευτικός, ποὺ ξέρει νὰ κάνει ξύλινες κατασκευές, (μτφ.) καλὸς
ποιμενάρχης
τεκτονία, ἡ τέχνη τοῦ ξυλουργοῦ
τελεταρχία, θεῖο ἢ ἱερὸ μυστήριο, ἄναρχος τ., ὁ Θεός
τετράδομος, ὁ μὲ τέσσερις σειρὲς (ὀγκο)λίθων
τετράζευγος, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ τέσσερα ζεύγη, οὐσ. τὸ τ., τετράδα
ἀπὸ ζεύγη ζώων ποὺ ὀργώνουν
τετραχής, τετραμερής
τεχνεύω, ἐργάζομαι
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ 1111
________________________________________________________________