You are on page 1of 3

ΜΑΘΗΜΑ 24

ΜΑΘΗΜΑ 24 – LECTIO QUARTA ET VICESIMA

Α. ΚΕΙΜΕΝΟ: ΤΟ ΠΑΘΗΜΑ ΕΝΟΣ ΨΕΥΤΗ

Cum Ρ. Cornēlius Nasīca Όταν ο Πόπλιος Κορνήλιος Νασικάς


ad Ennium poētam νenisset eique είχε έρθει στον ποιητή Έννιο και σ' αυτόν
ab ostio quaerenti Ennium που ζητούσε τον Έννιο από την πόρτα
ancilla dixisset eum domi nοn esse, η υπηρέτρια είχε πει ότι αυτός δεν ήταν στο
σπίτι,
Nasīca sensit illam domini iussu id dixisse ο Νασικάς κατάλαβε ότι εκείνη το είχε πει
αυτό με διαταγή του κυρίου της
et illum intus esse. και ότι εκείνος ήταν μέσα.
Accipe nunc quid postea Nasīca fecerit. Μάθε τώρα τι έκανε αργότερα ο Νασικάς.
Paucis post diēbus, Μετά από λίγες μέρες,
cum Ennius ad Nasīcam νenisset όταν ο Έννιος είχε έλθει στον Νασικά
et eum a ianuā quaereret, και ζητούσε αυτόν από την πόρτα,
exclamāνit Nasīca φώναξε ο Νασικάς
se domi nοn esse, ότι αυτός δεν ήταν στο σπίτι,
etsi domi erat. αν και ήταν στο σπίτι.
Tum Ennius indignātus Τότε ο Έννιος αγανακτισμένος
quod Nasīca tam aperte mentiebātur: επειδή ο Νασικάς έλεγε ψέματα τόσο φανερά
«Quid?» inquit «Ego nοn cognosco νocem είπε: «Τι συμβαίνει; Εγώ δεν γνωρίζω τη φωνή
tuam?» σου;»
Visne scire quid Nasīca responderit? Μήπως θέλεις να μάθεις τι απάντησε ο
Νασικάς;
«Homo es impŭdens. «Είσαι αναιδής άνθρωπος.
Ego cum te quaererem, Εγώ, όταν σε ζητούσα,
ancillae tuae credidi te domi nοn esse; πίστεψα την υπηρέτριά σου ότι δεν ήσουν στο
σπίτι.
tu mihi ipsi nοn credis?» Εσύ δεν πιστεύεις εμένα τον ίδιο;»

Β1. ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ


cum: (χρον. σύνδ.) (= όταν)
Ρ. Cornelius Nasica = Publius Cornelius Nasica: ονομ. ενικ. του ουσ. Ρublius, -ii (-i)
Cornelius -ii (-i) Nasica-ae αρσ. (= Πόπλιος Κορνήλιος Νασικάς)
ad: (πρόθ.+ αιτιατ.) (= σε)
Ennium: αιτιατ. ενικ. του ουσ. Ennius -ii (-i) αρσ. 2 (= Έννιος)
poetam: αιτιατ. ενικ. του ουσ. poeta -ae αρσ. 1 (= ποιητής)
venisset: γ’ ενικ. υποτακτ. υπερσυντ. ενεργ. φων. του ρήμ. νenio, νeni, νentum, νenire 4 (=

ΛΑΤΙΝΙΚΑ Γ’ ΛΥΚΕΙΟΥ 1
ΜΑΘΗΜΑ 24

έρχομαι, φθάνω)
eique = ei + que = ei: δοτ. ενικ. αρσ. της οριστ. (επαναληπτ.) αντωνυμ. is, ea, id (= αυτός, -ή, -ό)
• que: (συμπλεκτ. σύνδ.) (= και)
ab: (πρόθ. + αφαιρ.) (= από) (a, ab + αφαιρ.)
ostio: αφαιρ. ενικ. του ουσ. ostium -ii (-i) ουδ. 2 (= πόρτα)
quaerenti: δοτ. ενικ. αρσ. της μτχ. ενεστ. ενεργ. φων. του ρήμ. quaero, quaesiνi, quaesitum,
quaerĕre 3 (= ζητώ, αναζητώ)
ancilla: ονομ. ενικ. του ουσ. ancilla -ae θηλ. 1 (= υπηρέτρια)
dixisset: γ’ ενικ. υποτακτ. υπερσυντ. ενεργ. φων. του ρήμ. dico, dixi, dictum, dicĕre 3 (= λέγω)
eum: αιτιατ. ενικ. αρσ. της οριστ. (επαναληπτ.) αντωνυμ. is, ea, id (= αυτός, -ή,-ό)
domi: (τοπικό επίρρ.) (= στο σπίτι)
non: (αρνητικό μόριο) (= όχι, δεν)
esse: απρμφτ. ενεστ. του βοηθητ. ρήμ. sum, fui, esse (= είμαι, υπάρχω)
Nasica: ονομ. ενικ. του ουσ. Nasica -ae αρσ. 1 (= Νασικάς)
sensit: γ' ενικ. οριστ. παρακειμ. ενεργ. φων. του ρήμ. sentio, sensi, sensum, sentire 4 (=
αισθάνομαι, καταλαβαίνω, κατανοώ)
illam: αιτιατ. ενικ. θηλ. της δεικτ. αντωνυμ. ille, illa, illud (= εκείνος, -η, -ο)
domini: γεν. ενικ. του ουσ. dominus -i αρσ. 2 (= κύριος)
iussu: αφαιρ. ενικ. του ουσ. iussus -us αρσ. 4 (= διαταγή)
id: αιτιατ. ενικ. ουδ. της δεικτ. (επαναληπτ.) αντωνυμ. is, ea, id (= αυτός, ή,-ό)
dixisse: απρμφτ. ενεργ. παρακειμ. του ρήμ. dico, dixi, dictum, dicere 3 (= λέγω)
et: (συμπλεκτ. σύνδ.) (= και)
illum: αιτιατ. ενικ. αρσ. της δεικτ. αντωνυμ. ilIe, ilIa, ilIud (= εκείνος, -η, -ο)
intus: (επίρρ. τοπικό) (= μέσα)
esse: απρμ. ενεστ. του βοηθητ. ρήμ. sum, fui, esse (= είμαι, υπάρχω)
accipe: β' ενικ. προστακτ. ενεστ. ενεργ. φων. του ρήμ. accipio, accepi, acceptum, accipĕre 3* (=
μαθαίνω, δέχομαι) (ad + capio)
nunc: (χρον. επίρρ.) (= τώρα)
quid: αιτιατ. ενικ. ουδ. της ουσιαστ. ερωτηματ. αντωνυμ. quis, quid (= ποιος)
postea: (χρον. επίρρ.) (= έπειτα)
Nasica: ονομ. ενικ. του ουσ. Nasica -ae αρσ. 1 (= Νασικάς)
fecerit: γ’ ενικ. υποτακτ. παρακειμ. ενεργ. φων. του ρήμ. facio, feci, factum, facĕre 3 '" (= κάνω)
paucis: αφαιρ. πληθ. αρσ. του επιθ. paucus -a -um επίθ. 2 (= λίγος)
post: (χρον. επίρρ.) (= έπειτα, αργότερα)
diebus: αφαιρ. πληθ. του ουσ. dies, diei αρσ. 5 (= μέρα)
cum: (χρον. σύνδ.) (= όταν, αφού)
Ennius: ονομ. ενικ. του ουσ. Ennius -ii (-i) αρσ. 2 (= Έννιος)
Nasicam: αιτιατ. ενικ. του ουσ. Nasica -ae αρσ. 1 (= Νασικάς)
venisset: γ' ενικ. υποτακτ. υπερσυντ. ενεργ. φων. του ρήμ. venio, veni, ventum, venire 4 (=
έρχομαι)
eum: αιτιατ. ενικ. αρσ. της οριστ. (επαναληπτ.) αντωνυμ. is, ea, id (= αυτός, -ή,-ό)
a: (πρόθ.+ αφαιρ.) (= από)
ianua: αφαιρ. ενικ. του ουσ. ianua -ae θηλ. 1 (= πόρτα)
quaereret: γ' ενικ. υποτακτ. παρατατ. ενεργ. φων. του ρήμ. quaero, quaesivi, quaesitum,
quaerĕre 3 (= ζητώ)
exclamavit: γ ενικ. οριστ. παρακειμ. ενεργ. φων. του ρήμ. exclamo, -avi, -atum, -are 1 (=
αναφωνώ) (ex + clamo)
Nasica: ονομ. ενικ. του ουσ. Nasica -ae αρσ. 1 (= Νασικάς)
se: αιτιατ. ενικ. αρσ. της προσωπ. αντωνυμ. γ προσώπου
domi: (επίρρ. τοπικό) (= στο σπίτι)
etsi: (εναντιωμ. σύνδ.) (= αν και)
erat: γ’ ενικ. οριστ. παρατατ. του βοηθητ. ρήμ. sum, fui, esse (= είμαι, υπάρχω)

ΛΑΤΙΝΙΚΑ Γ’ ΛΥΚΕΙΟΥ 2
ΜΑΘΗΜΑ 24

tum: (επίρρ. χρον.) (= τότε)


Ennius: ονομ. ενικ. του ουσ. Ennius -ii (-i) αρσ. 2 (= Έννιος)
indignatus: ονομ. ενικ. αρσ. της μτχ. παρακειμ. του αποθετ. ρήμ. indignor, indignatus sum,
indignari αποθ. 1 (= αγανακτώ)
quod: (αιτιολογ. σύνδ.) (= διότι, γιατί)
Nasica: ονομ. ενικ. του ουσ. Nasica -ae αρσ. 1 (= Νασικάς)
tam: (επίρρ. ποσοτ.) (= τόσο)
aperte: (επίρρ. τροπ.) (= ανοιχτά)
mentiebatur: γ ενικ. οριστ. παρατατ. φων. του αποθετ. ρήμ. mentior, mentitus sum, mentiri
αποθ. 4 (= λέω ψέματα)
quid: ονομ. ενικ. ουδ. της ουσιαστ. ερωτηματ. αντωνυμ. quis, quid (= ποιος, τι)
inquit: γ' ενικ. οριστ. παρακειμ. ενεργ. του ελλειπτ. ρήμ. inquam (= λέγω)
ego: ονομ. ενικ. αρσ. της προσωπ. αντωνυμ. α' προσ. ego (= εγώ)
cognosco: α' ενικ. οριστ. ενεστ. ενεργ. φων. του ρήμ. cognosco, cognovi, cognitum, cognoscĕre
3 (= γνωρίζω) (cum + nosco)
vocem: αιτιατ. ενικ. του ουσ. νοx, vocis θηλ. 3 (= φωνή)
tuam: αιτιατ. ενικ. θηλ. της κτητ. αντωνυμ. tuus -a -um (= δικός, -ή, -ό σου)
(για έναν κτήτορα)
visne (vis + ne) = vis: β' ενικ. οριστ. ενεστ. του ανώμαλου ρήμ. volo, νοlui, velle (= θέλω)
• ne: (εγκλιτικό ερωτηματ. μόριο) (= μήπως)
scire: απρμ. ενεργ. ενεστ. του ρήμ. scio, scivi, scitum, scire 4 (= γνωρίζω, μαθαίνω)
quid: αιτιατ. ενικ. ουδ. της ουσιαστ. ερωτηματ. αντωνυμ. quis, quis, quid (= ποιος, τι)
Nasica: ονομ. ενικ. του ουσ. Nasica -ae αρσ. 1 (= Νασικάς)
responderit: γ' ενικ. υποτακτ. παρακειμ. ενεργ. φων. του ρήμ. respondeo, respondi, responsum,
respondēre 2 (= απαντώ) (re + spondeo)
homo: ονομ. ενικ. του ουσ. homo -inis αρσ. 3 (= άνθρωπος)
es: β' ενικ. οριστ. ενεστ. του βοηθητ. ρήμ. sum, fui, esse (= είμαι, υπάρχω)
impudens: ονομ. ενικ. αρσ. του επιθ. impudens -ntis επίθ. 3 (= αναιδής)
ego: ονομ. ενικ. αρσ. προσωπ. αντωνυμ. α’ προσ. ego (= εγώ)
cum: (χρον. σύνδ.) (= αφού, όταν)
te: αιτιατ. ενικ. αρσ. της προσωπ. αντωνυμ. β’ προσ. tu (= εσύ)
quaererem: α' ενικ. υποτακτ. παρατατ. ενεργ. φων. γ' συζ. του ρήμ. quaero, quaesivi, quaesitum,
quaerĕre 3 (= ζητώ)
ancillae: δοτ. ενικ. του ουσ. ancilla -ae θηλ. 1 (= υπηρέτρια)
tuae: δοτ. ενικ. θηλ. της κτητ. αντωνυμ. tuus -a -um (= δικός, -ή, -ό σου) (για έναν κτήτορα)
credidi: ονομ. ενικ. οριστ. παρακειμ. ενεργ. φων. του ρήμ. credo, credidi, creditum, credĕre 3 (=
πιστεύω)
te: αιτιατ. ενικ. αρσ. της προσωπ. αντωνυμ. β' προσ. tu (= εσύ)
domi: (τοπικό επίρρ.) (= στο σπίτι)
esse: απρμ. ενεστ. του βοηθητ. ρήμ. sum, fui, esse (= είμαι, υπάρχω)
tu: ονομ. ενικ. αρσ. της προσωπ. αντωνυμ. β' προσ. tu (= εσύ)
mihi: δοτ. ενικ. αρσ. της προσωπ. αντωνυμ. α' προσ. ego (= εγώ)
ipsi: δοτ. ενικ. αρσ. της οριστ. (ή επαναληπτ.) αντωνυμ. ipse, ipsa, ipsum ( = ο ίδιος)
credis: β' ενικ. οριστ. ενεστ. ενεργ. φων. του ρήμ. credo, credidi, creditum, credĕre 3 ( = πιστεύω)

ΛΑΤΙΝΙΚΑ Γ’ ΛΥΚΕΙΟΥ 3

You might also like