You are on page 1of 3

Μια ζωή, του Francois Dosse

Μαζί με αρκετούς άλλους σπουδαστές, ο Κορνήλιος Καστοριάδης θα φύγει από το


χάος που επικρατεί στην Ελλάδα του 1945 με ένα καράβι που το όνομά του θα γίνει
θρύλος. Διωκόμενος και από τα δύο στρατόπεδα, το κυβερνητικό και το
κομμουνιστικό, χρησιμοποιώντας ένα υπόγειο για κρυψώνα, ο Καστοριάδης
περιμένει την άφιξή του καραβιού για να ξεφύγει από την πολιορκία.

Μια μέρα του Δεκεμβρίου του 1945, ο πατέρας του έρχεται να του ανακοινώσει ότι
το «Ματαρόα» βρίσκεται στον Πειραιά. Βγαίνει τότε από την κρυψώνα του, έχοντας
μόνον μια τσάντα με ρούχα στο χέρι. Το καράβι φεύγει από τον Πειραιά
μεταφέροντας εκατόν ογδόντα επιβάτες, από τους οποίους οι μισοί περίπου είναι
υπότροφοι της γαλλικής κυβέρνησης.

Την παραμονή των Χριστουγέννων, τους αποβιβάζει στον Τάραντα. Το ταξίδι θα


συνεχιστεί με τρένο και οι νεαροί εξόριστοι θα φτάσουν τελικά στο Παρίσι στις 23
Δεκεμβρίου:

«Μεσάνυχτα. Με το μέτωπο κολλημένο στο τζάμι κοιτάμε μήπως ξεχωρίζει τίποτα


μες στο σκοτάδι. Τίποτα, μηδέν. Μονάχα μακρυά και πού, κανένα φως, πιο ερμητικό,
πιο άγνωστο κι απ’ τη νύχτα. Που να πέφτει η Μονμάρτ; Το Καρτιέ Λατέν; Το
Ετουάλ; Και το Δάσος της Βουλόνης; Και όλα κείνα που διαβάσαμε στα βιβλία; Δε
φαίνεται τίποτα έξω απ’ τις ράγες του σταθμού που τρέχουν πλάι στο τραίνο. […]
Μπα, όχι, φτάσαμε. Απίστευτο. Στο χάλι που βρισκόμαστε, μας φαίνεται σαν ψέμα».
Μιμίκα Κρανάκη, “journal d’exil”, Le Temps moderns, Αύγουστος 1950

Το «Ματαρόα» είχε ήδη διακριθεί κατά τη διάρκεια του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου,


μεταφέροντας αμερικανικά στρατεύματα στην Ιρλανδία ενόψει της απόβασης των
Συμμάχων στη Νορμανδία. Επίσης, είχε μεταφέρει επιζώντες από το Ολοκαύτωμα
στην Παλαιστίνη. Αργότερα, μάλιστα, ένα γκρουπ της τζαζ θα πάρει το όνομα του
πλοίου: «Ματαρόα». Κοντολογίς, το «Ματαρόα» θα αποκτήσει διαστάσεις θρύλου,
θα μείνει στην ιστορία σαν το «Πλοίο των Ελλήνων», αυτό που οδήγησε «το άνθος
της ελληνικής νεολαίας» στη χρυσή εξορία.

Ωστόσο το ταξίδι με το «Ματαρόα» κάθε άλλο παρά ονειρεμένο ήταν.

«Οι συνθήκες στο καράβι ήταν φρικτές. Μεταφέραμε μόνοι μας τις αποσκευές μας –
ευτυχώς υπήρχαν και περίπου είκοσι γλύπτες ανάμεσά μας. Είχαμε πάρει μαζί μας
ό,τι μπορούσαμε: χειρόγραφα, βιβλία, κλπ. Οι γλύπτες είχαν πάρει μαζί τους
προπλάσματα των γλυπτών τους, και εμείς τους βοηθούσαμε να τα μεταφέρουν, σαν
να ήμασταν όλοι μέλη μιας κοοπερατίβας. Η πιανίστρια είχε μαζί της ένα μικρό
πιάνο… σιωπηλό, για να εξασκείται. Μπορεί αυτό το πιάνο να ήταν «σιωπηλό», αλλά
ήταν εξαιρετικά βαρύ. Θυμάμαι την εικόνα, στο λιμάνι του Τάραντα: σκυμμένοι στην
κουπαστή του πλοίου, κάποιοι από τους φίλους μας να προσπαθούν να κατεβάσουν
το πιάνο από την πλευρική σκάλα…». Κορνήλιος Καστοριάδης, συζήτηση με την
πιανίστρια Ντόρα Μπακοπούλου για το ελληνικό ραδιόφωνο.

Η μαρτυρία της Μιμίκας Κρανάκη επιβεβαιώνει εκείνη του Καστοριάδη αναφορικά


με τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού:
«Κοιμόμασταν στο κατάστρωμα […] σαν μετά από καταστροφή. Ελάχιστοι φύγαν μ’
αληθινές βαλίτσες, που θα διαλυθούνε, άλλωστε, πριν φτάσουν στο Παρίσι. Οι πιο
πολλοί ταξιδεύουν με σακίδια, καλάθια, μπόγους, ό,τι μπόρεσε να σοφιστεί η φτώχεια
κι η αγάπη κείνων που μείναν στην αποβάθρα του Πειραιά κουνώντας τα μαντήλια
τους». Μιμίκα Κρανάκη

Το καράβι σήκωσε άγκυρα την άλλη μέρα τα ξημερώματα, με αρκετούς από τους
επιβάτες να αγωνιούν κατά τη διάρκεια της νύχτας μήπως τους συλλάβουν οι αρχές
ασφαλείας΄ στην αποβάθρα υπήρχαν, άλλωστε, αστυνομικοί που είχαν, μεταξύ
άλλων, την ευθύνη να μην πάρουν μαζί τους οι υπότροφοι έντυπο υλικό που θα
μπορούσε να εκθέσει διεθνώς την ελληνική κυβέρνηση.

Αρκετοί λοιπόν θα περάσουν τη νύχτα τους ξαπλωμένοι στο κατάστρωμα, ο ένας


κολλημένος στον άλλον ώστε να μην κρυώνουν. Κατά τα άλλα, το ταξίδι θα
αποδειχθεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για… αισθηματικές περιπέτειες. Μολονότι
είχε ήδη σχέσεις με τη Νέλλη Ανδρικοπούλου, ο Καστοριάδης θα αναβιώσει τη
σχέση του με τη Μιμίκα Κρανάκη, με την οποία συνδεόταν στην Αθήνα και την
οποία εξακολουθούσε να βρίσκει εξαιρετικά γοητευτική. Η Κρανάκη, πολύγλωσση,
θα μεταφράσει αργότερα Μαρκούζε, θα διδάξει φιλοσοφία στη Ναντέρ και θα
εκδώσει το 1995 στη σειρά «Petite Planete» των εκδόσεων Seuil, ένα μικρό βιβλίο,
απαραίτητο βοήθημα για αρκετές γενιές γάλλων επισκεπτών της Ελλάδας. […]

Φτάνοντας στον Τάραντα, όπου τους υποδέχονται ιταλοί σύντροφοι με υψωμένες


γροθιές, οι υπότροφοι μαθαίνουν ότι υπάρχει επιδημία πανούκλας στην πόλη. Αφού
κατέβηκαν από το «Ματαρόα», κατευθύνθηκαν προς τον σιδηροδρομικό σταθμό.
Εκεί επιβιβάστηκαν σε δύο βαγόνια που προορίζονταν για τη μεταφορά ζώων, χωρίς
ηλεκτρικό και χωρίς τρεχούμενο νερό, με τα οποία και θα ταξιδέψουν, στριμωγμένοι,
περιστοιχισμένοι από τις βαριές αποσκευές τους.

«Το τρένο κινούνταν με ταχύτητα σαλίγκαρου και, καθώς η μοναδική τουαλέτα ήταν
βουλωμένη, έκανε κάθε τόσο στάσεις για τις… ανάγκες μας» Νέλλη Ανδρικοπούλου

[…] Εξαντλημένοι και αξιοθρήνητοι, οι υπότροφοι θα φτάσουν τελικά στον Γκαρ ντε
λ’ Εστ, στο Παρίσι, υπό συνθήκες πολικού ψύχους, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα. Στο
σταθμό τους περιμένουν ο διευθυντής της Ελληνικής Φοιτητικής Εστίας και ένας
εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών της Γαλλίας. […] Το ταξίδι του
«Ματαρόα» θα προσλάβει με τον καιρό θρυλικές διαστάσεις, καθώς για πολλούς,
στην Ελλάδα αλλά και στη Γαλλία, θα συνδυάζει την ιστορία κάποιων σύγχρονων
διανοουμένων που άφησαν πίσω τη γενέθλια γη με τους ελληνικούς μύθους, όπως
αυτούς του κόσμου του Ομήρου.

Το ταξίδι των Ελλήνων στη Γαλλία, το 1945, θα γίνει έτσι ένα είδος συμβόλου της
πνευματικής ιστορίας της Ελλάδας» Francois Bordes

[…] Ο Καστοριάδης θέτει σύντομα στον εαυτό του υπερφιλόδοξους στόχους. Θα


ζητήσει, μάλιστα, από τον καθηγητή ο οποίος εποπτεύει τη διατριβή του να μη
χαμογελάσει ακούγοντάς τον να λέει ότι δεν σκοπεύει να επιχειρήσει τίποτα λιγότερο
από μια σύνθεση «μεταξύ φιλοσοφικής και μαθηματικής λογικής». […] Επιδίωξη του
Καστοριάδη είναι να ανταποκρίνεται πάντοτε στον ρόλο του ως διανοούμενος. «Για
τους Έλληνες, ήδη από την εποχή του Αριστοτέλη, ο αυθεντικός διανοούμενος δεν
μπορεί παρά να είναι πολύπλευρος». Αυτή ακριβώς θα είναι και η περίπτωση του
Καστοριάδη.

Ζυμωμένος με τη γαλλική κουλτούρα ήδη από τα παιδικά του χρόνια, θα πάρει τη


γαλλική υπηκοότητα πολύ αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Ωστόσο, δεν
θα πάψει ποτέ να συμμερίζεται την ελληνική άποψη για τον τρόπο με τον οποίο
μπορεί να είναι κανείς ιδιαίτερα κοινωνικός και παράλληλα να τηρεί απολύτως
μοναχική στάση απέναντι στη φύση και τη σκέψη. Άλλωστε, και η επιθυμία του
Καστοριάδη να υιοθετεί πάντα μια κριτική προσέγγιση στα πράγματα επίσης δεν
είναι άσχετη με την ελληνική του καταγωγή. […]

You might also like