Professional Documents
Culture Documents
ptyxiaki word12 (Επιδιορθωμένο)
ptyxiaki word12 (Επιδιορθωμένο)
ΦΩΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
ΑΕΜ:5571
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2014
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ..................................................................................................... 9
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ......................................................................................................
10
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ ................. 11
2. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ........................................... 13
2.1 Ο ΥΔΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ .................................................................... 13
2.2 ΟΙ ΧΕΙΜΑΡΡΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΤΜΗΜΑΤΑ ΤΟΥΣ ........................................... 14
2.3 ΟΙ ΦΥΣΙΚΟΙ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΝΕΙΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
ΧΕΙΜΑΡΡΙΚΟΤΗΤΑΣ ....................................................................................... 15
2.3.1 ΧΕΙΜΑΡΡΙΚΑ ΧΩΡΟΔΙΑΣΤΗΜΑΤΑ .................................................... 17
2.3.2 ΤΟ ΚΛΙΜΑ ............................................................................................... 18
2.3.3 ΤΟ ΓΕΩΛΟΓΙΚΟ ΥΠΟΘΕΜΑ ................................................................ 21
2.3.4 ΤΟ ΑΝΑΓΛΥΦΟ ...................................................................................... 24
2.3.5 Η ΒΛΑΣΤΗΣΗ .......................................................................................... 25
2.4 ΤΑ ΜΟΡΦΟΜΕΤΡΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ............................................ 27
2.5 ΤΑ ΥΔΡΟΓΡΑΦΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ................................................ 30
2.6 ΚΑΤΑΚΡΗΜΝΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΟΡΡΟΗ ................................................ 33
2.7 ΠΑΡΟΧΗ ..................................................................................................... 35
2.7.1 ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΕΓΙΣΤΗΣ ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΗΣ
ΥΔΑΤΟΠΑΡΟΧΗΣ ............................................................................................ 38
2.8 ΧΕΙΜΑΡΡΙΚΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΦΕΡΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ 43
2.8.1 Η ΔΙΑΒΡΩΣΗ ............................................................................................ 43
2.8.2 ΑΠΟΣΑΘΡΩΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΚΡΗΜΝΙΣΕΙΣ ........................................... 45
2.8.3 ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΡΟΕΣ ................................................................ 46
2.8.4 ΣΤΕΡΕΟΜΕΤΑΦΟΡΑ ΚΑΙ ΣΤΕΡΕΟΠΑΡΟΧΗ ..................................... 47
2.8.5 ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΣΤΕΡΕΟΠΑΡΟΧΗΣ ............................. 48
2.8.6 ΜΕΘΟΔΟΣ GAVRILOVIC ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ
ΕΔΑΦΙΚΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ .................................................................................. 50
3. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ...................................................................................
53
3.1 Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΕΡΕΥΝΑΣ ............................................................................. 53
3.1.1 ΓΕΝΙΚΑ ..................................................................................................... 53
3.1.2 ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΗΜΜΥΡΩΝ ..................................................................... 55
3.2 ΜΕΘΟΔΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ............................................................................... 56
4. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ .............................................................................. 58
4.1 ΚΛΙΜΑΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ................................................................. 58
4.1.1 ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΧΙΟΝΟΠΤΩΣΕΙΣ .............................................. 58
4.1.2 ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ ....................................................................................... 60
4.1.3 ΤΟ ΟΜΒΡΟΘΕΡΜΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ................................................... 61
4.2 ΤΟ ΓΕΩΛΟΓΙΚΟ ΥΠΟΘΕΜΑ .................................................................... 62
4.3 ΤΟ ΑΝΑΓΛΥΦΟ ......................................................................................... 66
4.4 Η ΒΛΑΣΤΗΣΗ ............................................................................................. 68
2
4.5 ΤΑ ΜΟΡΦΟΜΕΤΡΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ............................................ 71
3
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΙΝΑΚΩΝ
4
Πίνακας 30. Οι τιμές του συντελεστή κατακράτησης φερτών υλικών R .......... 82
Πίνακας 31. Οι τιμές της ετήσιας εδαφικής απώλειας με τη μέθοδο του
Gavrilovic ........................................................................................................... 82
Πίνακας 32. Οι τιμές των μηνιαίων και ετήσιων υψών βροχής του
Μ.Σ Κασσανδρείας ............................................................................................. 96
Πίνακας 33. Η ραγδαιότητα βροχής σύμφωνα με τα δεδομένα του
μετεωρολογικού σταθμού Κασσανδρείας .......................................................... 97
Πίνακας 34. Η μέση μηνιαία και μέση ετήσια θερμοκρασία αέρα σύμφωνα με
τα δεδομένα του μετεωρολογικού σταθμού Κασσανδρείας (1978-1994) .......... 98
Πίνακας 35. Οι απόλυτες μέγιστες τιμές της θερμοκρασίας του αέρα (0C)
στην Κασσάνδρεια Χαλκιδικής ......................................................................... 99
Πίνακας 36. Οι απόλυτες ελάχιστες τιμές της θερμοκρασίας
του αέρα στην Κασσανδρεία Χαλκιδικής ........................................................... 100
5
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΚΟΝΩΝ
6
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΧΑΡΤΩΝ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΧΗΜΑΤΩΝ-ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
7
Σχήμα 1. Οι μέθοδοι αρίθμησης του υδρογραφικού δικτύου κατά
(Α) Strahler και (Β) Horton ............................................................................... 32
Σχήμα 2. Το ομβροθερμικό διάγραμμα για την περιοχή της μελέτης ................ 61
Σχήμα 3. Το διάγραμμα των ετήσιων βροχοπτώσεων
(περίοδος 1978-1997) ......................................................................................... 106
Σχήμα 4. Το διάγραμμα του μέσου μηνιαίου ύψους βροχής
(περίοδος 1978-1997) ......................................................................................... 107
Σχήμα 5. Το διάγραμμα της μέσης μηνιαίας θερμοκρασίας
(περίοδος 1978-1994) ......................................................................................... 108
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
8
Η παρούσα πτυχιακή εργασία μου ανατέθηκε τον Μάρτιο του 2014 μετά από
συζήτηση και κοινή απόφαση με τον αναπληρωτή καθηγητή του Εργαστηρίου
Διευθέτησης Ορεινών Υδάτων Στάθη Δημήτριο. Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά
τον Αναπληρωτή Καθηγητή Στάθη Δημήτριο για τις υποδείξεις του την συμβολή του
στην οριστική απόφαση επιλογής της παρούσας πτυχιακής και την βοήθεια που μου
παρείχε καθόλα το διάστημα της πτυχιακής μου διατριβής καθώς και τον δασολόγο
Στέφανο Στεφανίδη για την ουσιαστική βοήθεια του όσον αφορά την ψηφιοποίηση
χαρτών μέσω του προγράμματος ARCGIS10. Ευχαριστώ την κ. Μαργαρίτα
Μπαχατουριάν δασολόγο του δασαρχείου Κασσάνδρας για την βοήθεια όσον αφορά
την παροχή των μετεωρολογικών δεδομένων της περιοχής. Επίσης ευχαριστώ τους
φίλους μου για την υλική και ψυχολογική υποστήριξη. Τέλος θα ήθελα να
ευχαριστήσω την οικογένεια μου για την βοήθεια, στήριξη και συμπαράσταση που
μου παρείχαν όλα αυτά τα χρόνια.
9
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
10
1.ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ
Το νερό είναι απαραίτητο συστατικό της ζωής, του περιβάλλοντος και της
ανθρώπινης ανάπτυξης. Αποτελεί περίπου το 70% της επιφάνειας της γης
καθιστώντας δυνατή την ζωή στον πλανήτη μας. Από τα αρχαία χρόνια μεγάλοι
πολιτισμοί εγκαθίστανται σε περιοχές με νερό (όχθες ποταμών, λιμνών, και κοντά
στην θάλασσα) καθώς η αφθονία του υπέρ-πολύτιμου αυτού στοιχείου συνιστά
απαραίτητο παράγοντα για ποικίλες ζωτικές ανθρώπινες δραστηριότητες όπως
γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία, μεταφορές κτλ. Παράλληλα το νερό επηρεάζει και την
ύπαρξη του δάσους καθώς το τελευταίο αναπτύσσεται συνήθως σε περιοχές με ετήσιο
ύψος βροχής περισσότερο από πεντακόσια χιλιοστά (Chang 2012). Η δράση το νερού
όμως έχει και αρνητικές επιπτώσεις. Η βροχόπτωση αποσπά το εδαφικό υλικό και το
θέτει σε αιώρηση με την προυπόθεση ότι δημιουργείται ταυτόχρονα απορροή στην
επιφάνεια του εδάφους. Κατά τη μεταφορά του διαλύματος νερού-φερτών υλικών
προκαλείται από την δράση της απορροής περαιτέρω διάβρωση της εδαφικής
επιφάνειας (Τσακίρης 1995). Η κινητική δύναμη του νερού σε συνδυασμό με άλλους
ευνοϊκούς παράγοντες (έλλειψη ικανοποιητικής βλάστησης, «ευαίσθητος»
γεωλογικός σχηματισμός, ραγδαία βροχόπτωση, ισχυρές κλίσεις επιταχύνει την
εδαφική απώλεια με συνέπεια, σύμφωνα με εκτιμήσεις των Ηνωμένων Εθνών, να
χάνονται παγκοσμίως κάθε χρόνο 50-70 εκατομμύρια στρέμματα γης συμβάλλοντας
στην ταχύτερη ερημοποίηση που απειλεί τον πλανήτη μας. Έτσι μειώνεται σταδιακά
η παραγωγικότητα των γεωργικών εδαφών αφού τα πολύτιμα, για τα φυτά, οργανικά
συστατικά του παρασύρονται από τα ύδατα, καθιστώντας το έδαφος «φτωχό» και
άγονο, επηρεάζοντας την γεωργική παραγωγή. Η καταστροφική δύναμη του νερού
δεν σταματάει εδώ καθώς αποτελεί την αιτία ολοένα και περισσότερων πλημμυρικών
γεγονότων. Πολλοί άνθρωποι σε διάφορες περιοχές του κόσμου, είτε χάνουν τη ζωή
τους, είτε υποφέρουν και βλέπουν τις περιουσίες τους να καταστρέφονται από
πλημμύρες. Πολλές φορές καταστρέφονται υποδομές, κτίρια, δρόμοι και η
οικονομική ζημία μιας πλημμύρας είναι μεγάλη (Chang 2012). Κρίνεται λοιπόν
αναγκαία η ορθή διαχείριση και προστασία των υδάτινων και εδαφικών πόρων. Στον
Ελλαδικό χώρο το ιδιαίτερο μεσογειακό κλίμα της χώρας μας, με την ανισοκατανομή
των κατακρημνισμάτων στον χρόνο, το ξηρό και θερμό καλοκαίρι, αλλά και τις
βροχές με μεγάλη ραγδαιότητα προκαλούν προβλήματα λειψυδρίας αλλά και
πλημμυρών (Στεφανίδης 1996).
11
Η σημαντικότερη αιτία εμφάνισης πλημμυρικών φαινομένων στην χώρα μας
τα τελευταία χρόνια είναι οι λεγόμενες ανθρωπογενείς επεμβάσεις. Αυτές επηρεάζουν
και διαμορφώνουν το χειμαρρικό περιβάλλον ενός χειμάρρου με καταστροφικές
συχνά συνέπειες. Η εξαφάνιση του υδρογραφικού δικτύου μέσα σε μικρά και μεγάλα
αστικά κέντρα οδηγεί σε μεγάλες καταστροφές και απώλειες ανθρώπινων ζωών
(Στάθης 2004). Επίσης διακοπές στην ελεύθερη ροή του νερού εξ αιτίας κατασκευής
στενών γεφυρών, όπως και η ρίψη υλικών στις κοίτες των ρευμάτων προκαλούν
πλημμύρες. Η χερσόνησος της Κασσάνδρας στην οποία ανήκουν οι υπό μελέτη
λεκάνες απορροής-χείμαρροι αποτελεί κατά τους θερινούς μήνες τουριστικό πόλο
έλξης και αυτό έχει οδηγήσει σε υπέρμετρη οικοπεδοποίηση πολλές φορές
κυριολεκτικά πάνω σε κλάδους χειμαρρικών ρευμάτων.
Για τους σκοπούς της μελέτης επιλέχθηκαν όπως προαναφέρθηκε οι χείμαρροι
Φούρκας και Σίβηρης ή σύμφωνα με τις τοπικές ονομασίες τους χείμαρρος Λάκκος
Ζωγραφίτικος και χείμαρρος Λάκκος Χατζή αντίστοιχα. Και οι δύο χείμαρροι της
έρευνας ανήκουν στην ευρύτερη περιοχή της χερσονήσου της Κασσάνδρας. Είναι οι
δύο σπουδαιότεροι και μεγαλύτεροι σε έκταση χείμαρροι της περιοχής. Επομένως η
μελέτη των χειμάρρων αυτών και η ουσιαστική και εις βάθος κατανόηση του τρόπου
συμπεριφοράς τους, όπως και των συνθηκών που δημιουργούν στην ευρύτερη
περιοχή αποτελεί μείζον ζήτημα, που αφορά άμεσα και τον πληθυσμό της
Κασσάνδρας.
Κύριος σκοπός της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι η μελέτη των
φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων που επιδρούν πάνω στις λεκάνες
απορροής των χειμάρρων Φούρκας και Σίβηρης, o έλεγχος της
παροχετευτικότητας και της στερεομεταφοράς των χειμάρρων αυτών και η
επισήμανση των περιοχών που χρήζουν τη λήψη μέτρων. Επιμέρους σκοποί-
στόχοι που πρέπει να πληρωθούν ώστε να επιτευχθεί και ο κύριος στόχος:
1. Η μελέτη του χειμαρρικού περιβάλλοντος των λεκανών απορροής των
χειμάρρων φούρκας και Σίβηρης.
2. Υπολογισμός των μορφομετρικών και υδρογραφικών τους χαρακτηριστικών.
3. Μελέτη του κλίματος και επεξεργασία κλιματικών δεδομένων.
4. Καθορισμός της κάλυψης της βλάστησης καθώς και του γεωλογικού
υποθέματος.
5. Καταγραφή των ανθρωπογενών επεμβάσεων.
6. Έλεγχος της παροχετευτικότητας των δύο ρευμάτων, της στερεομεταφοράς
τους καθώς και της μέσης ετήσιας υποβάθμισης των λεκανών απορροής.
Για την επιτυχή έκβαση του σκοπού της μελέτης χρησιμοποιήθηκαν χάρτες των
περιοχών των λεκανών απορροής ,του υδρογραφικού δικτύου καθώς και χάρτες
βλάστησης και γεωλογικού υποθέματος των χειμάρρων. Ακόμη χρησιμοποιήθηκαν
και επεξεργάστηκαν τα κλιματικά δεδομένα που δόθηκαν από το Δασαρχείο
Κασσάνδρας.
12
2.ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ
Με την επίδραση της ηλιακής ενέργειας ένα μέρος του νερού της γης
υφίσταται συνεχή κυκλοφορική κίνηση μεταξύ της γήινης επιφάνειας και της
ατμόσφαιρας γνωστή ως υδρολογική ανακύκλωση ή υδρολογικός κύκλος
(Στεφανίδης 2010).
13
2.2 Οι χείμαρροι και τα τμήματά τους
14
2.3 Οι φυσικοί και ανθρωπογενείς παράγοντες
χειμαρρικότητας
15
Οι πυρκαγιές όπως και οι εκχερσώσεις καταστρέφουν την βλάστηση που
αποτελεί την ασπίδα του εδάφους απέναντι στις ραγδαίες βροχοπτώσεις. Τα δέντρα
και οι θάμνοι με τις ρίζες τους στερεωμένες βαθιά μέσα στο έδαφος αποτρέπουν την
διάβρωση του και με τα φύλλα, τους κορμούς, τα κλαδιά επιβραδύνουν την απορροή
με συνέπεια μεγαλύτερο μέρος της να απορροφάται από το έδαφος. Οι καταπατήσεις
κοιτών και οι απορρίψεις σκουπιδιών σε κοίτες ρευμάτων μειώνει την
παροχετευτικότητά τους και τα κάνει πιο ευάλωτα σε πλημμύρες λόγω υπερχείλισης
της στάθμης του νερού του ρέματος. Βέβαια το κυρίαρχο στοιχείο σε περιπτώσεις
εκδήλωσης πλημμυρικών φαινομένων είναι το ύψος και η ένταση της βροχόπτωσης.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα πλημμυρικά φαινόμενα θα είχαν μετριασθεί, αν
δεν υπήρχαν ανθρώπινες επεμβάσεις στον χώρο των λεκανών απορροής και στης
κοίτες των ρευμάτων (Στεφανίδης 2007). Η εξαφάνιση του υδρογραφικού δικτύου
µέσα σε µικρά και µεγάλα αστικά κέντρα οδηγεί σε µεγάλες καταστροφές και
απώλειες ανθρώπινων ζωών. ∆ιακοπές στην ελεύθερη ροή του νερού εξ’ αιτίας
κατασκευής στενών γεφυρών, όπως και η ρίψη υλικών στις κοίτες των ρευµάτων
προκαλούν πληµµύρες (Στάθης 2004).
.
16
2.3.1 Χειμαρρικά χωροδιαστήματα
17
2.3.2 Το κλίμα
18
Κρίνεται αναγκαίο λοιπόν να αποσαφηνιστούν και κάποιοι άλλοι όροι του πεδίου
της Μετεωρολογίας-Κλιματολογίας όπως :
Μηνιαία θερμοκρασία. Δηλαδή ο μέσος όρος των ημερήσιων θερμοκρασιών
κάθε μήνα όπου ημερήσια θερμοκρασία νοείται το σύνολο των ωριαίων
μετρήσεων θερμοκρασίας του 24ώρου διαιρούμενο με το σύνολο των ωρών
της ημέρας.
Μέση μηνιαία θερμοκρασία, η οποία είναι το προϊόν του μέσου όρου των
μηνιαίων θερμοκρασιών του κάθε μήνα για μια μεγάλη χρονική περίοδο.
Ημερήσια βροχόπτωση που αντιστοιχεί στην ποσότητα της βροχόπτωσης
που «πέφτει» σε μία ημέρα. Στην πράξη επειδή στους περισσότερους
σταθμούς δεν λειτουργούν καταγραφικά όργανα, αυτή ορίζεται στο χρονικό
διάστημα της 20ης ώρας της προηγουμένης μέχρι της 20ης της επόμενης
μέρας. Το άθροισμα των ημερήσιων βροχοπτώσεων κατά τη διάρκεια ενός
μήνα αποτελεί το μηνιαίο ύψος της βροχής για το μήνα αυτό. Μετριέται με
ειδικά όργανα που λέγονται βροχόμετρα-βροχογράφοι. Μονάδα μέτρησης
είναι το χιλιοστό (mm) βροχής. Το σύνολο της βροχής που πέφτει και στους
12 μήνες του χρόνου αποτελεί το ετήσιο ύψος αυτής. Σημειώνεται ότι 1mm
βροχής σημαίνει: 1Kgr νερού ανά τετραγωνικό μέτρο ή ένα κυβικό μέτρο
νερού ανά στρέμμα (Μακρογιάννης 1996).
ραγδαιότητα βροχής, που εκφράζει το ύψος της βροχής σε χιλιοστά, που
φθάνει στην επιφάνεια της γης σε ορισμένο χρονικά διάστημα. Η ένταση της
βροχής ενός επεισοδίου παρουσιάζει πολύ σημαντικό ενδιαφέρον για τους
επιστήμονες που ασχολούνται με τη διάβρωση του εδάφους. Οι μεγάλες
εντάσεις της βροχής συνδέονται με την αύξηση του μεγέθους των
βροχοσταγόνων και όχι στην αύξηση του αριθμού αυτών. Η ποσότητα της
βροχής που φθάνει στην επιφάνεια της γης μετρείται σε χιλιοστά (mm) ύψους
του υδάτινου στρώματος, το οποίο σχηματίζεται σε μια οριζόντια επιφάνεια.
Η ποσοτική έκφραση του 1 χιλιοστού ύδατος σε επιφάνεια 1 τετραγωνικού
μέτρου ισοδυναμεί με 1 λίτρο ύδατος (1 mm=1 lt/m2).
Κάθε όργανο που μπορεί να συγκεντρώσει και να μετρήσει την ποσότητα των
κατακρημνισμάτων ονομάζεται βροχόμετρο. Ακόμη οι βροχογράφοι είναι όργανα τα
οποία εκτός από τη μέτρηση του ύψους της βροχής καταγράφουν και τη χρονική
εξέλιξη του φαινομένου (Στάθης 2010). Βλέπουμε λοιπόν πως τα στοιχεία του
κλίματος που μας ενδιαφέρουν από άποψη χειμαρρικότητας είναι τα
κατακρημνίσματα και οι θερμοκρασίες. Το ύψος βροχής που πέφτει στην περιοχή
μελέτης, όταν καταφέρνει να υπερνικήσει την ένταση της διήθησης σχηματίζει την
επιφανειακή απορροή και οδηγεί στην απόπλυση και υποβάθμιση των εδαφών με
αποτέλεσμα την πρόσχωση των πεδινών περιοχών.
19
Το ύψος βροχής αλλά και η ραγδαιότητά της αποτελούν βασικές
προϋποθέσεις χειμαρρικής δράσης. Ακόµη και βροχοπτώσεις σχετικά µικρού ύψους
όταν εκδηλώνονται σε περιοχές µε έντονα διαταραγµένες λεκάνες απορροής και
κοίτες µπορεί να αποβούν καταστροφικές (Κωτούλας 1990, Chow 1988). Η μελέτη
της έντασης των βροχοπτώσεων είναι πολύ σημαντική. Μεγάλες εντάσεις συνδέονται
με την αύξηση του μεγέθους των βροχοσταγόνων και όχι με τον αριθμό αυτών
(Στάθης 2004). Ο παράγοντας της θερμοκρασίας επιδρά κατά κύριο λόγο πάνω στον
παράγοντα του γεωλογικού υποθέματος καθώς οι μεγάλες θερμοκρασιακές διαφορές
μέσα στο μικρό χρονικό διάστημα λίγων ωρών (απότομες μεταβολές της
θερμοκρασίας μεταξύ ημέρας και νύχτας αποτελούν αιτία μηχανικής αποσάθρωσης
(θραύσης) των πετρωμάτων, με αποτέλεσμα την παραγωγή φερτών υλικών στις
λεκάνες απορροής των χειμάρρων και παράσυρσή τους από τα χειμαρρικά ύδατα
(Στεφανίδης 2008). Ακόμη το βρόχινο νερό που είναι εμπλουτισμένο με CO2 το
οποίο προέρχεται είτε από την ατμόσφαιρα είτε από αποσύνθεση οργανικών ουσιών
στο έδαφος διαλύει τα ανθρακικά κυρίως άλατα του ασβεστίου και του μαγνησίου
μέσω μιας διαδικασίας που ονομάζεται χημική αποσάθρωση, η οποία αποτελεί
παράγοντα διαμόρφωσης του αναγλύφου. Ο κυριότερος όμως κλιματικός παράγοντας
μορφογένεσης παραμένουν τα κατακρημνίσματα, τα οποία όταν «πέφτουν» σε μια
λεκάνη απορροής διαβρώνουν, παρασύρουν και αποθέτουν φερτές ύλες. Η επίδραση
του κλίματος στην βλάστηση συνίσταται κατά κύριο λόγο μέσω των παραγόντων της
θερμοκρασίας και της βροχόπτωσης, και γίνεται αισθητή όταν αυτός ο παράγοντας
βρίσκεται στην περιοχή της ελάχιστης τιμής του, όπως η θερμοκρασία στα ψυχροόρια
και ο υδατικός παράγοντας στα θερμοόρια του δάσους (Ντάφης 1986). Ο
συνδυασμός ακραίων τιμών και των δύο παραγόντων της θερμοκρασίας και της
βροχόπτωσης μπορεί να προκαλέσει περιόδους έντονης ξηρασίας που με τη σειρά
τους προκαλούν έντονες μεταβολές στην δίαιτα των ρευμάτων (Κωτούλας 2001).
20
2.3.3 Το γεωλογικό υπόθεμα
Γεωλογικά η Ελλάδα ανήκει στην Νέα Ευρώπη που σχηματίστηκε κατά την
διάρκεια των Αλπικών χρόνων (Αλπική ορογένεση). Αποτέλεσμα των Αλπικών
ορογενέσεων ήταν η ανάδυση των αλπικών ιζημάτων που αποτελούν κατά κάποιο
τρόπο την μάζα της σημερινής Ευρώπης. Στην συνέχεια ακολούθησαν διάφορες
τεκτονικές διεργασίες που οδήγησαν στην δημιουργία του αλπιδικού συστήματος
αλύσεων ορέων που χωρίστηκε σε δύο μεγάλους κλάδους :
Τον Αλπιδικό κλάδο
Τον διναρικό κλάδο
Ο Διναρικός κλάδος περιλαμβάνει τις Διναρίδες οροσειρές της Αλβανίας,
Γιουγκοσλαβίας και τις Ελληνίδες οροσειρές στην Ελλάδα. Ο Αλπιδικός κλάδος
περιλαμβάνει τις Βαλκανικές οροσειρές (Στεφανίδης 2008). Η Κασσάνδρα ανήκει
στην υποκατηγορία των Διναρίδων οροσειρών που ονομάζεται ζώνη Αξιού
(Παιονίας, Παϊκου, Αλμωπίας), (Brunn 1960).Η ζώνη αυτή, αποτελείται βασικά από
μεσοζωικούς ασβεστόλιθους, σχιστόλιθους, ψαμμίτες και κροκαλοπαγή. Επίσης στη
ζώνη αυτή εμφανίζονται οφειόλιθοι, φλύσχης ελαφρά μεταμορφωμένος, ανδεσιτικοί
τόφφοι και ιζηματογενείς χαλαροί σχηματισμοί (Στεφανίδης 2008).
Το γεωλογικό υπόθεμα αποτελεί το αδρανές υπόβαθρο μιας περιοχής και τον
παθητικό υποδοχέα των κατακρημνισμάτων. Σύμφωνα με τον Houghett (2007) τα
ανθεκτικότερα ως προς την διηθητικότητα πυριγενή πετρώματα, τα οποία
προέρχονται από στερεοποίηση του μάγματος εντός του στερεού φλοιού της γης ή
στην επιφάνεια αυτής, είναι ο χαλαζίας, οι δολερίτες, ο γάββρος, ο βασάλτης και
ακολουθούν το μάρμαρο, ο γρανίτης και οι γνεύσιοι. Τα ιζηματογενή πετρώματα
προέρχονται από την καταβύθιση και απόθεση υλικών που βρίσκονται ως διάλυμα ή
αιώρημα μέσα στο νερό ή αιωρούνται από τον αέρα, τα οποία υλικά είναι προϊόντα
αποσάθρωσης άλλων παλιότερων πετρωμάτων (Στεφανίδης 2008). Αυτά ποικίλουν
σε μεγάλο βαθμό στην ικανότητά τους να αντιστέκονται στη διάβρωση (Houghett
(2007). Τα αργιλώδη και τα ανθρακικά πετρώματα είναι αδύναμοι σχηματισμοί που
προσφέρουν μικρή αντίσταση στη διάβρωση και σχηματίζουν κατά κανόνα κοιλάδες.
Οι Ψαμμίτες εμφανίζουν μέτρια διαπερατότητα και στη φύση, συνήθως σχηματίζουν
βραχώδεις ακτές και εδαφικές εξάρσεις. Χαλαρής δομής άμμοι και ψαμμίτες που
περιέχουν μεγάλες ποσότητες χαλαζία εμφανίζουν μεγάλη διηθητικότητα. Σύμφωνα
με τον Παυλίδη (2005) η σειρά ταξινόμησης των αποσαθρωσιγενών πετρωμάτων από
τα πλέον εύθραυστα στα λιγότερο εύθραυστα έχει ως εξής: Ασβεστόλιθος, δολομίτες,
κερατόλιθοι, εύθρυπτοι γνεύσιοι, εύθρυπτοι γρανίτες, αμφιβολικοί σχιστόλιθοι,
αμφιβολίτες, σκληροί γρανίτες. Τα χαλαρά ιζηματογενή, προσχωσιγενή και ευάλωτα
σχιστολιθικά πετρώματα (φλύσχης, ιλυόλιθοι) δεν εμφανίζουν αποσαθρωτική
δραστηριότητα παρά μόνο διαβρωτική ή ολισθητική.
21
Ορισµένα πετρώµατα έχουν µικρή ανθεκτικότητα στη διάβρωση, όπως η
άµµος, οι κροκάλες, η άργιλος, η µάργα, ενώ άλλα παρουσιάζουν µια µέση
ανθεκτικότητα, όπως οι ψαµµίτες, οι µαργαϊκοί ψαµµίτες, οι αργιλικοί σχιστόλιθοι,
οι σερπεντίνες, οι µαρµαρυγιακοί σχιστόλιθοι (Αθανασιάδης 2001). Την
ανθεκτικότητα ενός πετρώµατος γενικά την καθορίζουν η σκληρότητά του, ο βαθµός
κατακερµατισµού του και η διαπερατότητά του. Όσον αφορά την επίδραση του
γεωλογικού υποθέματος στη βλάστηση, έχει βρεθεί ότι σε περιοχές αβαθών πλούσιων
σε ασβεστόλιθο εδαφών όπου παρουσιάζεται χαμηλό ύψος βροχοπτώσεων το έδαφος
δεν μπορεί να θρέψει ούτε τα ολιγαρκέστερα είδη γι’ αυτό και φέρουν μόνο θαμνώνες
ή ποώδη βλάστηση. Ακόμη σε εδάφη με συσσωματώδη υφή και χονδρούς πόρους,
όπως τα αμμώδη, η ταχύτητα διήθησης του νερού είναι μεγαλύτερη σχετικά με τα
συνεκτικά εδάφη με μικρή αναλογία χονδρών πόρων (Ντάφης 1986).
Η γεωλογική διάκριση των πετρωμάτων δεν εκφράζει και την ευπάθεια τους
στα χειμαρρικά φαινόμενα ούτε και αποδίδεται το είδος των εμφανιζόμενων εστιών
παραγωγής σε καθένα από αυτούς (Στεφανίδης 2008). Για αυτό και κατατάσσονται
σε ευρύτερους χειμαρρικούς πετρολογικούς σχηματισμούς με βάση την ευπάθειά
τους σε ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα ως εξής:
Προσχωσιγενής σχηματισμός. Αυτός περιλαμβάνει τα βαθιά
καλλιεργούμενα εδάφη των προσχωσιγενών πεδινών και ημιπεδινών
περιοχών. Τα χειμαρρικά φαινόμενα στον σχηματισμό αυτό εκδηλώνονται
με ήπια ένταση. Επικρατούν συνήθως η επιφανειακή, η αυλακωτή και η
πρανική διάβρωση.
Νεογενής σχηματισμός. Κύριο γνώρισμά του είναι η εντονότατη
χαραδρωτική, φαραγγωτή και πρανική διάβρωση. Τα στερεά υλικά που
παράγονται είναι μέσων έως πολύ μικρών διαστάσεων. Στο σχηματισμό
υπάγονται τα ιζηματογενή πετρώματα και οι αποθέσεις όπως άμμοι,
άργιλοι, μάργες κροκαλοπαγή, ψαμμίτες κτλ. Εξαιρούνται τα ιζηματογενή
πετρώματα τα οποία ανήκουν στους φλύσχες, ασβεστόλιθους ή δολομίτες.
Σχιστολιθικός σχηματισμός. Χαρακτηρίζεται γενικά από την εμφάνιση
σχεδόν όλων των χειμαρρικών φαινομένων και τα στερεά υλικά που
παράγονται είναι ποικίλων διαστάσεων, μάλλον πλακοπαγή.
Φλυσχικός σχηματισμός. Σ’ αυτόν ανήκει μόνο ο φλύσχης, ο οποίος
είναι σύνθετο πέτρωμα από εναλλασσόμενα στρώματα ψαμμίτη και
αργιλικού σχιστόλιθου. Χαρακτηριστικό γνώρισμά του είναι η εμφάνιση
ολισθήσεων, η ανάπτυξη κάθε είδους διαβρώσεων και η απουσία
αποσαθρώσεων .
22
Ασβεστολιθικός σχηματισμός. Χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση
έντονων αποσαθρώσεων οι οποίες οδηγούν συχνά σε κατακρημνίσεις των
αποσαθρωμάτων (σάρες). Τα υλικά που παράγονται είναι κατά κανόνα
ογκώδη, ακανόνιστα έως πλακοπαγή και πολύ γωνιώδη. Εμφανίζεται
επίσης και σημαντική επιφανειακή διάβρωση, όχι όμως αυλακωτή
διάβρωση και ολισθήσεις. Στο σχηματισμό υπάγονται οι ασβεστόλιθοι, οι
δολομίτες και οι κερατόλιθοι .
Κρυσταλλοπυριγενής σχηματισμός. Αυτός περιλαμβάνει τους γρανίτες,
βασάλτες, αμφιβολίτες, γνεύσιους και χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση
όλων σχεδόν των χειμαρρικών φαινομένων.
23
2.3.4 Το ανάγλυφο
Οι ενδογενείς δυνάμεις οι οποίες έχουν την πηγή τους στο εσωτερικό της γης,
δημιουργούν τις διάφορες μορφές του αναγλύφου της γης. Με τον όρο τεκτονικές
δυνάμεις εννοούμε τις δυνάμεις που δημιουργούν τα χαρακτηριστικά του αναγλύφου,
καθώς επίσης και τα αποτελέσματα της ηφαιστιακής δραστηριότητας (Στεφανίδης
2008). Το υψόμετρο είναι μια παράμετρος του αναγλύφου που διαμορφώνει τους
κλιματικούς παράγοντες μιας περιοχής. Χειμαρρικά περιβάλλοντα που βρίσκονται
στη νοητή γραμμή του ύψους του αιώνιου χιονιού ή και σε μεγαλύτερα υψόμετρα
δέχονται μηδενική επίδραση από τον παράγοντα βλάστηση. Η έκθεση μιας πλαγιάς
είναι μια άλλη παράμετρος που μπορεί να διαμορφώσει το μικροκλίμα μιας λεκάνης
απορροής και επιπροσθέτως την χειμαρρική της δράση. Στην Μεσογειακή περιοχή οι
πλαγιές με νότιο ή δυτικό προσανατολισμό είναι θερμότερες και παρουσιάζουν
υψηλότερα ποσοστά εξάτμισης καθώς και μειωμένη ικανότητα αποθήκευσης ύδατος
σε σχέση με τις βόρειες-ανατολικές εκθέσεις και έτσι παρουσιάζουν υψηλότερα
ποσοστά εδαφικής διάβρωσης (Duran 2007). Oι κλίσεις στις κοίτες των ρεμάτων των
λεκανών απορροής επιβραδύνουν ή επιταχύνουν την κίνηση του απορρέοντος νερού
και καθορίζουν την διαδρομή ενός χειμαρρικού ρεύματος.
24
2.3.5 Η βλάστηση
25
Μια άλλη μορφή βλάστησης είναι και η θαμνώδης βλάστηση (θαμνότοποι).
Στις περισσότερο άνυδρες περιοχές της Μεσογείου πειραματικές μελέτες σχετικά με
την επίδραση της φυσικής βλάστησης στην διάβρωση έχουν ποσοτικοποιήσει τα
ποσοστά της εδαφικής απώλειας και της απορροής σε περιβάλλοντα δασών ή
θαμνοτόπων περιλαμβάνοντας ένα μείγμα φυτικών ειδών (Τhorne 1990, Duran 2006).
Όλες αυτές οι μελέτες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η τυπική μεσογειακή
θαμνώδης βλάστηση είναι αποτελεσματική στην μείωση της διάβρωσης από το νερό
ακόμα και κάτω από ακραίες βροχοπτώσεις (Gonzalez κ.α. 2004). Σε περιοχές όπου
αναπτύσσεται θαμνώδης βλάστηση η προστασία των εδαφικών πόρων αυξάνεται και
η διάβρωση του εδάφους μειώνεται (Morgan 1996). Ιδιαίτερα πυκνοί θαμνώνες έχουν
υψηλότερα ποσοστά υδατοσυγκράτησης που κυμαίνονται γύρω στο 25% (Κωτούλας
1985). Ο Γούλας (2000) αναφέρει την άριστη προστατευτική ως προς την διάβρωση
αξία των πρινώνων (θαμνότοπος από πουρνάρια) λόγω του ισχυρού ριζικού τους
συστήματος και της αντοχής του στη βόσκηση. Εκτός από τις δασικές εκτάσεις και
τους θαμνότοπους, κάποιες άλλες μορφές βλάστησης που καλύπτουν μια εδαφική
επιφάνεια μπορούν να είναι τα λιβάδια, οι γεωργικές-καλλιεργούμενες εκτάσεις και
οι αστικές περιοχές. Συνθήκες υπερβόσκησης σε λιβαδικές εκτάσεις οδηγούν σε
απότομη μείωση μεγάλου μέρους της βλάστησης, έντονη συμπίεση του εδάφους,
μείωση του πορώδους άρα και μικρότερο ποσοστό διήθησης του απορρέοντος ύδατος
(Παπαναστάση, Νοϊτσάκη 1992). Συνεπώς σε συνθήκες υπερβόσκησης των λιβαδιών
αυξάνεται το ποσοστό της επιφανειακής απορροής και οι πιθανότητες διάβρωσης.
Όσον αφορά τις καλλιεργούμενες εκτάσεις, λόγω συνήθως της ελλειμματικής
βλάστησης αλλά και της συμπίεσης του εδάφους, (λόγω της χρήσης μηχανικών
διεργασιών) δυσκολεύονται να συγκρατήσουν τα απορρέοντα ύδατα με αποτέλεσμα
να δημιουργούνται προβλήματα εδαφικής απώλειας κυρίως σε περιοχές ισχυρών
κλίσεων και να προσχώνονται σε κάποιο βαθμό κοίτες γειτονικών ρευμάτων
επηρεάζοντας το χειμαρρικό τους περιβάλλον. Παρόλα αυτά έρευνες έχουν δείξει ότι
ελαιώνες στους οποίους αναπτύσσεται πλήρης υπόροφος ποωδών φυτοκοινωνιών
μειώνουν την εδαφική απώλεια σε αμελητέες ποσότητες (Duran 2007). Τέλος όσον
αφορά τις λεγόμενες αστικές περιοχές λόγω των αδιαπέρατων (τσιμεντένιων)
συνήθως επιφανειών τους αυξάνεται κατακόρυφα η επιφανειακή απορροή και
αντίστοιχα και η παροχή στις κοίτες των γειτονικών τους ρευμάτων.
Στον Ελληνικό χώρο το ποσοστό της δάσωσης βρίσκεται περίπου στο 18%
και θεωρείται, σε συνδυασμό με την κακή κατάσταση στην οποία βρίσκεται και την
πρεμνοφυή κατά κύριο λόγο μορφή του, ανεπαρκές για την πλήρωση τόσο του
υδρολογικού αλλά και του προστατευτικού σκοπού (Στεφανίδης 2010). Επίσης
διακρίνεται μια συνεχής και αυξανόμενη τάση ανοικοδόμησης και δη πολλές φορές
σε ακατάλληλα σημεία των λεκανών απορροής των χειμαρρικών ρευμάτων. Αν
συνδυάσουμε τα δύο αυτά γεγονότα καταλαβαίνουμε ποια είναι τα αίτια της
εμφάνισης των 700 και πλέον καταστρεπτικών χειμάρρων που διαυλακώνουν την
ελληνική γη (Κωτούλας 1973).
26
2.4 Τα μορφομετρικά χαρακτηριστικά
F
𝐵=U
27
Δείκτης Κυκλικότητας του Miller. Μας δίνει την αναλογία μεταξύ του
εμβαδού της λεκάνης απορροής με την υποθετική περιοχή ενός κύκλου
ίδιας περιφέρειας με την περίμετρο της λεκάνης απορροής. Παίρνει τιμές
από 0,2-0,8. Δείκτης που τείνει στο 0,8 φανερώνει μια σφαιρική λεκάνη
απορροής (Miller 1953).
4∗π∗𝐹
𝑅𝑐 = U2
2∗√F/𝜋
𝑅𝑒 = Lb
Όπου: (F) το εμβαδόν της λεκάνης απορροής και Lb) το μέγιστο μήκος της
λεκάνης απορροής. Ο τύπος δίνει πάντα αποτελέσματα που ποικίλουν από 0,4-1. Όσο
περισσότερο τείνει ο δείκτης στη μονάδα τόσο πιο στρογγυλόμορφες είναι οι
λεκάνες. Αντίθετα όσο τείνει στο 0,4 τόσο πιο επιμήκεις είναι οι λεκάνες (Schum
1956).
28
Το μέγιστο χειμαρρικό υψόμετρο (Ηx): αποτελεί ουσιαστικά το υψόμετρο
εκείνο στο χώρο μιας λεκάνης απορροής πάνω από το οποίο
περιλαμβάνεται μια έκταση ίση με το 3-5% του εμβαδού της λεκάνης (σε
οριζόντια προβολή). Μια ακόμη τοπογραφική έννοια αποτελεί αυτή του
Μέγιστου αναγλύφου (Hr) δηλαδή της διαφοράς μεταξύ του μεγίστου και
του ελαχίστου υψομέτρου σε μια λεκάνη απορροής (σε m), (Στεφανίδης
2010).
Η μέση κλίση της λεκάνης κατά Στεφανίδη (2010) προκύπτει από την
εφαρμογή του παρακάτω τύπου :
ΔΗ∗ΣΙ
𝑗𝜆 = ∗ 100
F
29
2.5 Τα υδρογραφικά χαρακτηριστικά
𝛴(𝐿∗𝐽𝑠)
𝐽𝑘 =
Σ𝐿
Όπου: (Jk) η μέση κλίση της κοίτης, (L) η οριζόντια απόσταση κοίτης με
ορισμένη σταθερή κλίση και (Js) η κλίση του παραπάνω τμήματος (%).
30
Πυκνότητα υδρογραφικού δικτύου. Είναι ο λόγος μεταξύ του συνολικού
μήκους των κλάδων μέσα σε μια λεκάνη προς το εμβαδόν της παραπάνω
λεκάνης απορροής και εκφράζει το μήκος του υδρογραφικού δικτύου στην
μονάδα επιφάνειας της λεκάνης. Δίνεται από τον τύπο :
𝛴𝐿
𝐷=
F
31
Ως συντελεστής διακλάδωσης κατά Horton ορίζεται ο μέσος όρος των
αναλογιών μεταξύ του αριθμού των ρευμάτων μιας τάξης προς τον αριθμό των
ρευμάτων της αμέσως μεγαλύτερης τάξης. Παίρνει τιμές από 3-6. Yψηλότερες τιμές
αυτού του δείκτη υποδηλώνουν αυξημένη τεκτονική δραστηριότητα και
καταδεικνύουν συνήθως λεκάνες απορροής που βρίσκονται σε νεαρό ακόμη στάδιο,
ενώ χαμηλότερες τιμές καταδεικνύουν λεκάνες απορροής που έχουν φθάσει στο
στάδιο της ωριμότητας (Som κ.α. 1998).
Μέθοδος αρίθμησης κατά Strahler (1952): Εδώ δεν χρειάζεται να ορίσουμε
την κεντρική κοίτη του ρεύματος. Οι μικρότερες μη διακλαδιζόμενες κοίτες των
ρευμάτων ορίζονται ως 1ης τάξης. Όπου συναντιούνται δύο ή και περισσότερα
ρεύματα 1ης τάξης σχηματίζεται ένα τμήμα κοίτης 2ης τάξης. Αντίστοιχα όπου
συναντιούνται δύο ή και περισσότερες κοίτες 2ης τάξης σχηματίζεται ένα τμήμα
κοίτης 3ης τάξης κ.ο.κ. Έτσι, υπάρχει πάντα μόνο ένα τμήμα κοίτης μεγαλύτερης
τάξης και τουλάχιστο δύο τμήματα κοίτης κάτω από την μεγαλύτερη τάξη. ρευμάτων
μιας τάξης προς τον αριθμό των ρευμάτων της αμέσως μεγαλύτερης τάξης όπως αυτά
αριθμούνται κατά Strahler. Το μόνο μειονέκτημα της ταξινόμησης με τη μέθοδο αυτή
είναι, ότι η τάξη ενός τμήματος της κοίτης δεν αυξάνει με την προσθήκη μιας κοίτης
μικρότερης τάξης.
Ο συντελεστής διακλάδωσης κατά Strahler είναι ο μέσος όρος των
αναλογιών μεταξύ του αριθμού των ρευμάτων μιας τάξης προς τον αριθμό
των ρευμάτων της αμέσως μεγαλύτερης τάξης όπως αυτές αριθμούνται κατά
Strahler.
32
2.6 Κατακρημνίσματα και απορροή
33
Αυτή καλείται τελική ή βασική διηθητικότητα. Επομένως, σύμφωνα με την
υπόθεση Horton το μέγεθος της απορροής του ρεύματος ακολουθεί κατά την διάρκεια
ενός περιστατικού βροχής αντίστροφη πορεία από εκείνη της διηθητικότητας των
εδαφών του. Επειδή δε η διηθητική αντίδραση της λεκάνης εξαρτάται από την
υγρασιακή της κατάσταση, είναι εύλογο, ότι, εάν στη λεκάνη έχει διηθηθεί μεγάλη
ποσότητα νερού από προηγούμενη βροχόπτωση, τότε η αρχική της διηθητικότητα
τείνει από πολύ νωρίς προς την ελάχιστη τιμή της (τελική διηθητικότητα), με
αποτέλεσμα να διαμορφώνεται νωρίτερα τόσο η έναρξη όσο και η αιχμή της
απορροής η δε απορρέουσα ποσότητα του νερού να είναι σημαντικά αυξημένη. Με το
πέρας της βροχόπτωσης παύει να σχηματίζεται περίσσεια νερού στη λεκάνη, οπότε
στην επιφάνεια της κινείται πλέον μόνον το ήδη υπάρχον πλεόνασμα νερού. Έτσι
αρχίζει να παρατηρείται μια σταδιακή μείωση της επιφανειακής απορροής μέχρι της
πλήρους εξαφάνισης της, εφόσον βέβαια δεν σημειωθεί στο μεταξύ νέο επεισόδιο
βροχής (Horton 1932, Παυλίδης 1990). Η μέγιστη ποσότητα νερού που μπορεί να
συγκρατηθεί από το έδαφος ονομάζεται υδατοϊκανότητα (Ντάφης 1986). Ο χρόνος
που απαιτείται για να φθάσει μια ποσότητα νερού από κάποιο σημείο της λεκάνης
στην έξοδο της, είναι το άθροισμα των επιμέρους χρόνων για να κινηθεί αρχικά στην
επιφάνεια του εδάφους, στην συνέχεια στις δευτερεύουσες κοίτες και τέλος στην
κύρια κοίτη μέχρι το σημείο μέτρησης (Παυλίδης 1990). Ο μέγιστος απαιτούμενος
συνολικός χρόνος για να συνεισφέρει στην απορροή, μια ποσότητα νερού από το
πλέον απομακρυσμένο χρονικά σημείο της λεκάνης καλείται χρόνος μέγιστης
διαδρομής ή χρόνος συγκέντρωσης. Είναι ένας χρήσιμος δείκτης για την
παρατήρηση του τρόπου αντίδρασης μιας λεκάνης απορροής σε μια βροχόπτωση
(Haan B.J., Barfield J.C., Hayes 1994).
Η συνολική απορροή που σχηματίζει την παροχή του ρεύματος δεν είναι
ενιαία, αλλά συνίσταται από τέσσερις επί μέρους απορροές ως εξής: από την
επιφανειακή απορροή, δηλαδή από την απορροή που σχηματίζεται και κινείται στην
επιφάνεια το εδάφους, από την υποδερμική απορροή, δηλαδή από την απορροή που
σχηματίζεται από διήθηση μέρους της βροχόπτωσης, η οποία στη συνέχεια ρέει (ως
κορεσμένη ή ακόρεστη) δια μέσου του εδάφους προς τα κατάντη και μετά από μια
μικρότερη ή μεγαλύτερη υπόγεια πορεία μεταπίπτει σε επιφανειακή ή εκρέει
απευθείας στις κοίτες. Μια ακόμη συνιστώσα της συνολικής απορροής είναι η
απευθείας απορροή, δηλαδή η παροχή που δημιουργείται από την απευθείας πτώση
των κατακρημνισμάτων μέσα στην κοίτη του υδρογραφικού δικτύου και τέλος η
βασική ή υπόγεια απορροή, που αποτελείται από κορεσμένη απορροή υδροφορέων
κάτω από την φρεάτια στάθμη (Παυλίδης 1990).
Οι τέσσερις αυτές επιμέρους απορροές πού συνθέτουν την συνολική απορροή
και σχηματίζουν την καμπύλη του υδρογραφήματος είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο,
να διαχωρισθούν μεταξύ τους. Ιδιαίτερα δύσκολος είναι ο διαχωρισμός μεταξύ
επιφανειακής και υποδερμικής απορροής, επειδή συνήθως έχουμε μετάπτωση μέρους
της μιας απορροής στην άλλη (ιδίως της υποδερμικής σε επιφανειακή), (Παυλίδης
1990).
34
2.7 Παροχή
35
Πίνακας 1. Τιμές του συντελεστή απορροής c για διάφορες φυσικές και τεχνητές
επιφάνειες.
Είδος επιφάνειας c
Ασφαλτόστρωτες και τσιμεντόστρωτες επιφάνειες.
0,90-0,95
Αμμοχαλικόστρωτες επιφάνειες (ανάλογα με το βαθμό
συμπίεσης και την κλίση τους). 0,40-0,80
36
Πίνακας 3. Τιμές του συντελεστή απορροής c για κατοικημένες περιοχές.
Είδος επιφάνειας c
Σχετικά επίπεδες επιφάνειες, αδιαπέρατες στο νερό σε
ποσοστό <3% λόγω κατασκευής δρόμων, σπιτιών κτλ. 0,40
Κατοικημένες περιοχές, σχετικά επικλινείς, αδιαπέρατες στο
νερό σε ποσοστό 50% 0,65
Κατοικημένες περιοχές, σχετικά επικλινείς, αδιαπέρατες στο
νερό σε ποσοστό 70% 0,80
37
2.7.1 Προσδιορισμός της μέγιστης αναμενόμενης παροχής
Ο προσδιορισμός του μεγέθους της μέγιστης παροχής καθώς και της παροχής
ορισμένης περιόδου επανάληψης στις ορεινές λεκάνες των χειμαρρικών ρευμάτων
αποτελεί πάντοτε ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα λόγω της σχεδόν παντελούς έλλειψης
σχετικών μετρήσεων ακόμα και σε χώρες με υψηλό τεχνολογικό επίπεδο. Η
διαδικασία υπολογισμού της παροχής των ρευμάτων γίνεται συνεπώς, προσεγγιστικά
με την βοήθεια κάποιων τύπων που ονομάζονται εμπειρικοί και αναλυτικοί τύποι. Η
διαφορά μεταξύ των εμπειρικών και αναλυτικών τύπων είναι ότι οι πρώτοι
λαμβάνουν υπόψη τους κυρίως μορφομετρικά χαρακτηριστικά της λεκάνης απορροής
καθώς και τον συντελεστή απορροής, ενώ οι αναλυτικοί τύποι λαμβάνουν υπόψη
τους, εκτός από τα παρακάτω και τα βροχομετρικά δεδομένα, αν υπάρχουν
(Στεφανίδης 2010). Οι εμπειρικοί τύποι μας παρέχουν είτε την μέγιστη παροχή
Qmax100 σε m3/sec είτε την μέγιστη ειδική απορροή qmax100 σε m3/sec*km2. Στην
δεύτερη περίπτωση η Qmax100 προκύπτει με εφαρμογή του τύπου:
Qmax100 = qmax100*F
Έχουμε λοιπόν τους εξής εμπειρικούς τύπους (όπου F =εμβαδό λεκάνης απορροής) :
38
5) Kursteiner: qmax = A/F1/3 και Qmax = qmax*F. Όπου Α = 9 για μεγάλες
λεκάνες και Α = 12 για μικρές
Όπου α= 0,6 – 2 ( α=2 για μικρές λεκάνες απορροής και α=0,6για μεγάλες)
10) Melli: qmax= α∗40/(100F)1/6 (ισχύει για F<150km2) και Qmax= qmax ∗ F
Όπου α = 0,4
Όπου: H το μέσο ετήσιο ύψος βροχής (μόνο σε m). Ο τύπος ισχύει μόνο για H>1000.
Ah συντελεστής διαμόρφωσης της λεκάνης απορροής που προσδιορίζεται με βάση
τον παρακάτω πίνακα.
39
Πίνακας 5. Τιμές του συντελεστή διαμόρφωσης για διάφορα περιβάλλοντα.
Κατηγορίες
I II III IV
εδάφους
Χαμηλές,πεδινές
εκτάσεις 0,030 0,055
Λοφώδεις,ημιορεινές
περιοχές 0,035 0,050 0,125
Ορεινές περιοχές
0,04-0,05 0,082-0,140 0,155-0,29 0,4-0,55
Πολύ ορεινές
0,06-0,08 0,16-0,21 0,36-0,60 0,60-0,80
Πίνακας 6. Ο συντελεστής m.
F (Km2) 1 10 20 50 100 500
40
Πίνακας 7. Ο συντελεστής Τ.
Συχνότητα (έτη) 1+0,8*log10T
1 1,0
5 1,56
10 1,8
20 2,04
30 2,18
40 2,28
50 2,36
100 2,6
(Στεφανίδης 2010)
4√𝐹+1,5𝐿
Όπου tc’= 0,8√𝛧
(σε ώρες)
41
ℎ′
hp=
1000
όπου h΄ το ύψος βροχής που θα πέσει στο «κέντρο» της λεκάνης και που θα έχει
διάρκεια ίση με tp’.
𝑎
ℎ′ = [𝑎 − (72 ∗tc’)] ∗ √tc’
0,277∗𝛲∗𝐹
2) Giandotti: Qmax = 𝑡𝑐 ′
4√𝐹+1,5𝐿
Όπου tc’ = 0,8√𝛧
tc’
Ρ = h∗ √
24
όπου h το μέγιστο ύψος βροχής 24ώρου σειράς Τ ετών (Στεφανίδης 2010).
Πρέπει να τονίσουμε ότι οι αναλυτικοί τύποι μας δίνουν αποτελέσματα για συχνότητα
όσων χρόνων έχουμε μετεωρολογικές παρατηρήσεις (Στεφανίδης 2010).
42
2.8 Χειμαρρικά φαινόμενα παραγωγής φερτών υλικών
2.8.1 Η διάβρωση
43
Η αυλακωτή διάβρωση. Η δημιουργία από τα ρέοντα ύδατα πλήθους
μικρών, αβαθών αυλακιών στην επιφάνεια του εδάφους κατά τη
διεύθυνση της μέγιστης κλίσης, τα οποία είναι δυνατό να
εξαφανισθούν με άροση. Έχουν συνήθως τριγωνική διατομή με οξεία
γωνία (Στεφανίδης 2010). Δημιουργούνται από συγκράτηση της
απορροής σε επικλινείς επιφάνειες ή στα ανάντη περιοχών όπου
υπάρχουν επιφανειακές ανωμαλίες του εδάφους, η οποία διαβρώνει το
έδαφος σε διάφορες εντάσεις (Mulder 2010).
Η χαραδρωτική διάβρωση. Σ’ αυτή σχηματίζονται μεγάλες χαράδρες
με βάθος που κυμαίνεται από 5-15 μέτρα, και σπανιότερα φθάνει τα
30-40m (Στεφανίδης 2010). Οι χαραδρωτικές διαβρώσεις
εμφανίζονται κατά τη διεύθυνση ροής και δεν μπορούν να
εξαφανισθούν με άροση. Έχουν διατομή τριγωνική με αμβλεία,
συνήθως, γωνία (Στεφανίδης 2010).
Η φαραγγωτή διάβρωση. Σχηματίζεται κυρίως στην κεντρική κοίτη
των χειμαρρικών ρευμάτων. Χαρακτηρίζεται από μεγάλο βάθος (40-
100μ) και η διατομή της είναι υοειδής, μεγάλου πλάτους και με
απότομα, μερικές φορές σχεδόν κατακόρυφα πρανή.
Η πρανική διάβρωση. Η πρανική διάβρωση προκύπτει από την
απόσπαση υλικών από τον πόδα της κοίτης των πρανών. Τα πρανή που
υφίστανται την υποσκαπτική διάβρωση συνήθως καταρρέουν και στην
συνέχεια μεταφέρονται από τα νερά (Στεφανίδης 2010). Πολλές φορές
όταν προκαλούνται μεγάλες πρανικές ολισθήσεις τροφοδοτούνται οι
κοίτες με ποικίλου μεγέθους φορτία φερτών υλικών κάτι το οποίο
συμβάλλει στην δημιουργία χειμάρρων λάβας (χέραδοι), (Παυλίδης
2005). Όταν συμβαίνουν αλλαγές στη χρήση γης σε μια λεκάνη
απορροής το μέγεθος της επιφανειακής απορροής αυξάνεται. Συνεπώς
τα κανάλια της ροής (χειμαρρικά ρεύματα) προσαρμόζονται για να
φιλοξενήσουν την επιπρόσθετη ροή αυξάνοντας έτσι την διάβρωση
των πρανών. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι η επιταχυνόμενη πρανική
διάβρωση είναι ένα μέρος της διαδικασίας κατά την οποία το ρεύμα
επιδιώκει να αποκτήσει ένα σταθερό σχήμα και μέγεθος κοίτης
(Mulder 2010). Εξ αιτίας της κάθετης εξέλιξης του φαινομένου σε
σχέση με τον άξονα της ροής του νερού, η πρανική διάβρωση
παρουσιάζει τοπικό χαρακτήρα και τα υλικά που απάγονται και
διακινούνται στην κοίτη είναι διαφόρων μεγεθών με μεγαλύτερη
συμμετοχή μέσου μεγέθους και λεπτών υλικών (Μουλόπουλος 1968).
Ο κίνδυνος της διάβρωσης γίνεται υψηλότερος στις Μεσογειακές
περιοχές και ιδιαίτερα σ’ αυτές που υπόκεινται σε ακατάλληλη
γεωργική διαχείριση, εγκατάλειψη της γης, έντονη οδοποιία ή
πυρκαγιές (Cerda 2010).
44
2.8.2 Αποσάθρωση και κατακρημνίσεις
45
2.8.3 Κατολισθήσεις, ολισθήσεις και ροές
46
2.8.4 Στερεομεταφορά και στερεοπαροχή
Τα υλικά που παράγονται από τις διάφορες μορφές των διαβρώσεων που
αναφέρθηκαν παραπάνω, και μεταφέρονται μέσω της χειμαρρικής δράσης σε
διάφορα σημεία των λεκανών απορροής ονομάζονται φερτά υλικά.
Τα φερτά υλικά εντός του απορρέοντος νερού κινούνται είτε ατομικά άρα και
ανεξάρτητα μεταξύ τους, είτε μαζικά όταν δηλαδή τα υλικά κινούνται με την μορφή
λάβας (Στεφανίδης 2010). Ακόμη γίνεται διάκριση σύμφωνα με τον τρόπο μεταφοράς
τους καθώς και με τη σχέση τους ως προς την κοίτη. Έτσι έχουμε:
την παραπυθμένια μεταφορά ή φορτίο κοίτης με σύρση (Bed load) όπου
το φορτίο, το οποίο αποτελείται κατά κύριο λόγο από πετρώδες υλικό
μεσαίων και μεγάλων διαστάσεων (χαλίκια, κροκάλες), μετακινείται πάντα
στην επιφάνεια του πυθμένα της κοίτης εξαιτίας του βάρους του. Το φορτίο
κοίτης παρουσιάζεται αυξημένο σε περιόδους όπου η απορροή είναι μεγάλη
και σε περιοχές με απότομες κλίσεις.
Την αιωρομεταφορά ή αιωρούμενο φορτίο (suspended load): αυτό
αποτελείται από μικρά σωματίδια του μεγέθους των σωματιδίων της άμμου
ή της αργίλου, τα οποία βρίσκονται σε ισορροπία με το νερό και αιωρούνται
σ’ αυτό, κινούμενα ανάμεσα στον πυθμένα και την ελεύθερη επιφάνεια του
νερού.
Το φορτίο απόπλυσης (wash load) : Αυτό αποτελεί μια υποκατηγορία του
αιωρούμενου φορτίου που συχνά αναφέρεται και ως λεπτόκοκκο ίζημα.
Έχει διάμετρο μικρότερη από 62μm και αποτελείται κυρίως από πολύ μικρά
σωματίδια ιλύος και αργίλου.
Το φορτίο αναπήδησης (saltation load): Αποτελεί, ουσιαστικά μια
ενδιάμεση κατηγορία μεταξύ του φορτίου κοίτης και του φορτίου αιώρησης
(Τσακίρης 2005, Στεφανίδης 2010).
Για την εκτίμηση της ποσότητας των μεταφερόμενων υλικών από τα
χειμαρρικά ύδατα χρησιμοποιούνται οι έννοιες της στερεοπαροχής και του
στερεοφορτίου. H στερεομεταφορά εκφράζεται μέσω της έννοιας της
στερεοπαροχής, δηλαδή της ποσότητας των υλικών που μεταφέρεται στη μονάδα του
χρόνου από ορισμένη διατομή της κοίτης (m3/sec), (Κωτούλας 2001). Παρέχει την
ένταση της στερεομεταφοράς για συγκεκριμένες συνθήκες ροές. Όταν δίνεται σε
m3/sec δηλαδή ανά τρέχον μέτρο πλάτους πυθμένα χαρακτηρίζεται ως ειδική
στερεοπαροχή. Τέλος ως στερεοφορτίο ορίζεται η ποσότητα φερτών υλών η οποία
διέρχεται από συγκεκριμένη διατομή της κοίτης για ένα σχετικά μεγάλο χρονικό
διάστημα (μήνας, εξάμηνο, έτος κλπ.). Μπορεί όμως να εκφράζεται και σε m3/έτος,
km2 μετά από αναγωγή της ποσότητας των στερεών υλικών στη μονάδα της ορεινής
λεκάνης απορροής που τα παρήγαγε, οπότε τότε χαρακτηρίζεται ως ειδική
στερεοποσότητα (Στεφανίδης 2010).
47
2.8.5 Μέθοδοι εκτίμησης στερεοπαροχής
5-15 20
16-25 25
26-35 30
36-45 35
48
d: το βάρος ενός κυβικού μέτρου των αναφερόμενων στερεών υλικών, το οποίο
ποικίλει ανάλογα με την φύση των υλικών (t/m3). Ο παράγοντας d προσδιορίζεται
από τη σύσταση των μεταφερόμενων υλικών (άμμος, χάλικες, κροκάλες, ογκόλιθοι,
κλπ) και τη δομή τους (ασβεστόλιθος, γρανίτης, κλπ), κυμαίνεται δε μεταξύ 1,5
(άμμος) και 2,6 (κροκάλες γρανιτών), (Στεφανίδης 2010).
49
2.8.6 Μέθοδος gavrilovic για τον προσδιορισμό της εδαφικής
απώλειας
𝐺 = 𝑊∗𝑅
Wa = T*Pa*π*√Z3*F
Όπου: Wa: ο όγκος της μέσης ετήσιας παραγωγής φερτών υλικών στην
λεκάνη απορροής του χειμαρρικού ρεύματος (m3/sec).
50
T: συντελεστής θερμοκρασίας ο οποίος παρέχεται από τη σχέση:
Τ =√(to/10)+0,1
Tα : μέση ετήσια θερμοκρασία στο μέσο υψόμετρο της λεκάνης απορροής.
Pa : μέσο ετήσιο ύψος βροχής στο μέσο υψόμετρο της λεκάνης.
π: 3,14
F: επιφάνεια της λεκάνης απορροής (Km2).
Z: συντελεστής διάβρωσης ο οποίος υπολογίζεται από τη σχέση.
Z = x *y*(φ+√J)
R=[(U*D)1/2*(L+L1)]/[F*(L+10)]
51
Παρακάτω παραθέτουμε τους πίνακες προσδιορισμού των συντελεστών x,y,φ
όπως αυτοί δίνονται από Lazarevic (1985), Vente-Poessen (2005):
52
3 ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ
3.1.1 Γενικά
53
Σύμφωνα με τον Ντάφη (1986), ο οποίος χρησιμοποιεί τις ανώτερες
φυτοκοινωνικές μονάδες του συστήματος του Braun-Blanquet (τάξη, σύνδεσμος,
φυτοκοινωνία) η Κασσάνδρα ανήκει στην Ευμεσογειακή ζώνη βλάστησης
(Quercetalia ilicis) και συγκεκριμμένα στην υποζώνη Oleo-lentiscentum. Στην
Κασσάνδρα εμφανίζονται τα είδη: Pinus halepensis (Xαλέπιος πεύκη), Pistacia
lentiscus (Σχίνος), Erica manipuliflora (Ρείκι), Myrtus communis (Μυρτιά), Quercus
coccifera (Αριά), Smilax aspera, Styrax officinalis, Quercus conferta. Όσον αφορά
την πανίδα της περιοχής τα κυριότερα είδη είναι: Felis sylvestris (Αγριόγατα), Vulpes
vulpes (Αλεπού), Canis aureus (Τσακάλι), Mustela nivalis (Νυφίτσα), Sus scrofa
(Αγριογούρουνο). Η κυριότερη λειτουργία του δάσους στην χερσόνησο Κασσάνδρας
είναι η αισθητική. Από γεωργικής άποψης κυριαρχεί η καλλιέργεια της ελιάς και σε
μικρότερο βαθμό των σιτηρών.
Η περιοχή της χερσονήσου Κασσάνδρας έχει υποστεί στο πολύ πρόσφατο
παρελθόν τις συνέπειες μεγάλης πυρκαγιάς. Το καλοκαίρι του 2006 καήκαν
ολοσχερώς 55 km2 γης που σχεδόν στο σύνολό της αποτελούνταν από δασική
έκταση. Σχεδόν το μισό της συνολικής δασικής έκτασης της χερσονήσου. Το συμβάν
αυτό αν και είχε ανυπολόγιστες συνέπειες τόσο για τον άνθρωπο όσο και για την
φύση επηρεάζει ελάχιστα το χειμαρρικό περιβάλλον της λεκάνης απορροής του
Ζωγραφίτικου, ενώ δεν επηρεάζει καθόλου το χειμαρρικό περιβάλλον της λεκάνης
απορροής του χειμάρρου της Σίβηρης.
Το ρέμα της Σίβηρης με τοπική ονομασία Λάκκος Χατζή πηγάζει από το
βόρειο τμήμα της χερσονήσου και ακολουθεί μια έντονα καμπύλη πορεία σε πεδινό
έδαφος για να καταλήξει στον Θερμαϊκό κόλπο στο ύψος του οικισμού Σίβηρη. Είναι
το δεύτερο μεγαλύτερο χειμαρρικό ρέμα της χερσονήσου. Στο τελευταίο τμήμα της
εκβολής του παρουσιάζει μόνιμα στάσιμα ύδατα.
Ο χείμαρρος της Φούρκας ή και χείμαρρος Λάκκος Ζωγραφίτικος πηγάζει
από το νότιο τμήμα της χερσονήσου, από την θέση Προφήτης Ηλίας βόρεια-
βορειοδυτικά της Ν. Σκιώνης και περίπου 3km βόρεια του οικισμού Μόλα καλύβα.
Στη συνέχεια ρέει μέχρι τον οικισμό του Κασσανδρινού όπου και ενώνεται με τον
μεγαλύτερο κλάδο του και αφού ακολουθήσει μια μικρή καμπύλη εκβάλλει και αυτός
στον Θερμαϊκό κόλπο στο ύψος του οικισμού της Παραλίας Φούρκας «περνώντας»
ουσιαστικά μέσα από τον οικισμό. Έχει βεβαρυμμένο πλημμυρικό ιστορικό με
περιοδικά ανά 810 χρόνια μικρότερα ή μεγαλύτερα πλημμυρικά συμβάντα, που τον
καθιστούν τον πιο επικίνδυνο χείμαρρο της Κασσάνδρας (Παυλίδης 1994).
54
3.1.2 Ιστορικό πλημμυρών
55
3.2 Μέθοδος έρευνας
56
Επίσης πήραμε δεδομένα για το γεωλογικό υπόθεμα της περιοχής της
χερσονήσου της Κασσάνδρας από γεωλογικούς χάρτες του Ινστιτούτου
Γεωλογίας και Ερευνών Υπεδάφους κλίμακας 1:50.000 οι οποίοι
ψηφιοποιήθηκαν μέσω του προγράμματος ArcGis10 και μας έδωσαν χρήσιμα
δεδομένα σχετικά με την κατανομή των διαφόρων πετρολογικών
σχηματισμών στις λεκάνες απορροής.
Συγκεντρώθηκαν και επεξεργάστηκαν τα μετεωρολογικά δεδομένα του
μετεωρολογικού σταθμού Κασσανδρείας (μέση ετήσια θερμοκρασία, μέση
ετήσια βροχόπτωση, ραγδαιότητα βροχής, ημέρες χιονόπτωσης) με την χρήση
του λογισμικού excel. Τα δεδομένα αυτά μας ήταν απαραίτητα για την
διεξαγωγή κάποιων αναλυτικών τύπων προσδιορισμού της παροχής, της
μεθόδου Gavrilovic καθώς και για την κατασκευή του ομβροθερμικού
διαγράμματος σύμφωνα με τους Bagnouls-Gaussen.
Υπολογίσθηκε η μέγιστη αναμενόμενη υδατοπαροχή με τη χρήση των
εμπειρικών και αναλυτικών τύπων που παρουσιάσαμε στο δεύτερο κεφάλαιο.
Έγινε προσδιορισμός της στερεοπαροχής των δύο ρευμάτων με την βοήθεια
της εμπειρικής εξίσωσης των Stiny-herheulidze καθώς και της μέσης
ετήσιας υποβάθμισης των λεκανών απορροής με τη χρήση του τύπου του
Gavrilovic, για την εφαρμογή της οποίας έγινε διαχωρισμός της λεκάνης σε
μικρότερες ομοιόμορφες υπολεκάνες και υπολογίστηκε η υποβάθμισή τους.
Τέλος χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα ποσοστιαίας κατανομής βλάστησης και
πετρολογικών σχηματισμών όπως και μετεωρολογικά δεδομένα μέσης ετήσιας
θερμοκρασίας και μέσης ετήσιας βροχόπτωσης που μας βοήθησαν στον
υπολογισμό των τύπων.
Χρησιμοποιήθηκε ελληνική και ξενόγλωσση βιβλιογραφία, σχετική με της
σύνταξη μελετών ορεινής υδρονομίας και γενικά για το πεδίο της δασικής
υδρολογίας.
Για τον προσδιορισμό των ανθρωπογενών επεμβάσεων στον χώρο των
λεκανών απορροής διεξήχθη επιτόπια παρατήρηση και φωτογράφιση με
ψηφιακή μηχανή και συντάχθηκαν χάρτες κατανομής των κυριότερων
ανθρωπογενών επεμβάσεων.
57
4. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
Το κλίμα της περιοχής έρευνάς μας σύμφωνα με την κατάταξη του Koppen
(1936) είναι το κλίμα της ενδοχώρας της Μεσογείου, (κλιματικός τύπος Csa). Ο
τύπος αυτός αντιστοιχεί σε εύκρατο, θερμό κλίμα με ήπιους χειμώνες και ξηρή εποχή
κατά το θερινό εξάμηνο (Μακρογιάννης 1996). Για τη διερεύνηση του κλίματος της
περιοχής χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία βροχοπτώσεων και θερμοκρασίας από δύο
μετεωρολογικούς σταθμούς της περιοχής, τον μετεωρολογικό σταθμό της
Κασσανδρείας και τον μετεωρολογικό σταθμό του Σάνη. Το βροχόμετρο του
μετεωρολογικού σταθμού του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών στην Κασσανδρεία μας
έδωσε μετεωρολογικά δεδομένα για την περίοδο 1978-1997.
Πίνακας 13. Οι τιμές των μέσων μηνιαίων και ετήσιων βροχοπτώσεων (περίοδος
1978-1997).
ΕΤΟΣ
Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν Δ Μ.Ο
60,5 56,8 53,3 41,4 27,9 22 20,3 21,3 26,3 77,8 86 92,6 586
Σύμφωνα με τα δεδομένα μας το μέσο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται στα 586
χιλιοστά, ποσό που είναι σαφώς μικρότερο από το ισοδύναμο μέσο ετήσιο ύψος της
κεντρικής Μακεδονίας που ανέρχεται στα 630 χιλιοστά. Παρά το μικρό σχετικά ύψος
βροχής της περιοχής εμφανίζονται κατά καιρούς πολύ μεγάλα μηνιαία ύψη βροχής,
περισσότερο και από 300mm για κάποιους μήνες και το γεγονός αυτό ευνοεί την
δημιουργία πλημμυρικών αιχμών. Με βάση τα ετήσια βροχομετρικά ύψη για την
περίοδο 1978-1997 (διάγραμμα 1, παράρτημα) είναι φανερό ότι το 1987 ήταν το έτος
με το υψηλότερο ποσοστό βροχοπτώσεων για την Κασσάνδρα, με 850 χιλιοστά, ενώ
το ξηρότερο έτος ήταν το 1985 με 315 χιλιοστά. Ακόμη σύμφωνα με τα μηνιαία
βροχομετρικά ύψη για την ίδια περίοδο προκύπτει ότι τον Δεκέμβριο έχουμε τα
μεγαλύτερα ύψη βροχής με 92,6 χιλιοστά και ακολουθούν οι μήνες Φεβρουάριος και
Οκτώβριος. Οι τρεις αυτοί μήνες καλύπτουν το 43% του μέσου ετήσιου
βροχομετρικού ύψους σε μια βροχερή περίοδο που κρατάει περίπου από τον
Οκτώβριο μέχρι και τον Μάρτιο. Τα χαμηλότερα ύψη βροχής παρατηρούνται τους
μήνες Ιούλιο και Αύγουστο με 20,3 και 21,3 χιλιοστά. Σύμφωνα με τους πίνακες
ραγδαιότητας βροχής προκύπτει ότι οι λεκάνες των δύο χειμάρρων δέχονται
βροχοπτώσεις με μεγάλη ραγδαιότητα και ένταση και ότι το μέγιστο ύψος βροχής
24ώρου ανέρχεται σε 150mm.
58
Πίνακας 14. Ο αριθμός των ημερών χιονόπτωσης (περίοδος 1978-1993).
78 79 80 81 82 83 84 85 86 87 88 89 90 91 92 93
Δ 0 0 0 0 0 0 0 0 4 0 4 0 0 1 3 0
Ι 1 1 0 0 0 1 0 1 0 3 0 0 0 0 1 0
Φ 0 0 0 0 0 0 2 2 1 0 0 0 0 2 3 0
Μ 0 0 0 0 0 0 0 0 0 5 0 0 0 0 0 2
Σε ότι αφορά το χιόνι στην Κασσανδρεία υπάρχουν στοιχεία μόνο για τον
αριθμό των ημερών χιονιού. Με βάση τα στοιχεία αυτά παρατηρείται χιονόπτωση
στην Κασσάνδρα μόνο για το τετράμηνο Δεκέμβριος-Μάρτιος. Ο μέγιστος αριθμός
ημερών χιονόπτωσης και όχι χιονοκάλυψης παρατηρήθηκε το 1987 (8 ημέρες).
59
4.1.2 Θερμοκρασία
Πίνακας 15. Οι τιμές των μέσων μηνιαίων θερμοκρασιών και της μέσης
ετήσιας θερμοκρασίας (περίοδος 1978-1994).
ΕΤΟΣ
Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν Δ
Μ.Ο
7,4 7,8 10,3 14,9 18,6 24 26 25,9 22,4 17,6 11,9 9 16,3
60
4.1.3 Το ομβροθερμικό διάγραμμα
100 50
ΜΕΣΟ ΜΗΝΙΑΙΟ ΥΨΟΣ ΒΡΟΧΗΣ (mm)
61
4.2 Το γεωλογικό υπόθεμα
Όπως θα δούμε και στον πίνακα παρακάτω στην περιοχή της λεκάνης
απορροής του χειμάρρου της Σίβηρης (Λάκκος Χατζή) κυριαρχεί ο νεογενής
σχηματισμός με 66,16% ο οποίος και καταλαμβάνει ολόκληρη την κεντρική, νότια
και δυτική πλευρά της λεκάνης. Στη συνέχεια ακολουθούν οι προσχώσεις με 20,14%
που ξεκινούν περίπου από το ύψος της Κασσανδρείας κι συνεχίζουν εκατέρωθεν της
κοίτης με πλάτος λίγων εκατοντάδων μέτρων μέχρι και τις εκβολές του χειμάρρου.
Τέλος ένα μικρό ποσοστό ανήκει στον ασβεστολιθικό σχηματισμό (13,67%) που
εντοπίζεται στις σχετικά βόρειες κλιτύες της λεκάνης. Έπειτα καθώς παρατηρούμε τα
δεδομένα μας για την λεκάνη απορροής του Ζωγραφίτικου συμπεραίνουμε ότι σ’
αυτή ο νεογενής σχηματισμός καταλαμβάνει ακόμα μεγαλύτερη έκταση που φθάνει
περίπου στο 86,85 % της συνολικής έκτασης της λεκάνης απορροής, ενώ ακολουθεί ο
προσχωσιγενής με 12% που καταλαμβάνει τις περιοχές εκατέρωθεν της κεντρικής
κοίτης από το ύψος του Κασσανδρινού μέχρι και τις εκβολές του Ζωγραφίτικου.
Τέλος ένα πολύ μικρό ποσοστό της τάξεως του 0,96% ανήκει στον ασβεστολιθικό
σχηματισμό.
Πίνακας 19. Οι τιμές των ποσοστιαίων κατανομών των διαφόρων χειμαρρικών
πετρολογικών σχηματισμών στις λεκάνες απορροής.
Χειμαρρικοί Λεκάνη ποσοστά(%) Λεκάνη ποσοστά
πετρολογικοί απορροής απορροής (%)
σχημτισμοί Λάκκου Ζωγραφίτικου
Χατζή
Προσχωσιγενής
6,85 km2 20,14% 4,5 km2 12%
φλυσχικός
- - - -
Κρυσταλλοπυριγενής
- - - -
Σχιστολιθικός
- - - -
Νεογενής 22,5 km2 66,16% 32,56 km2 86,85%
62
Στην περιοχή της λεκάνης απορροής του χειμάρρου της Σίβηρης, το
μεγαλύτερο ποσοστό της σύνθεσης του νεογενούς σχηματισμού απολείται από
συμπαγή καστανόχρωμη άμμο (36,5%), η οποία έχει λεπτόκοκκη έως μεσόκοκκη
σύσταση με πάχος που φθάνει τα 80-100 μέτρα. Η δομή αυτή κυριρχεί στις λοφώδεις
πευκόφυτες κλιτύες εκατέρωθεν του τελικού σταδίου της κεντρικής κοίτης καθώς και
σε όλη τη νότια, δυτική και κεντρική περιοχή της λεκάνης. Ο υποσχηματισμός των
ερυθρών μαργών (23,8%) καλύπτει γενικότερα την βόρεια πεδινή πλευρά της
χερσονήσου, κοντά στον οικισμό της Αθύτου. Αποτελείται κυρίως από μεικτής
σύνθεσης σχηματισμό ιλύος-αργίλου ερυθρού-κεραμόχρωου χρώματος εξού και το
όνομά του. Ενίοτε εμπεριέχει μεγάλα ποσοστά άμμου ή κροκαλοπαγών και το βάθος
του ξεπερνάει τα 100 μέτρα. Στην λεκάνη απορροής μας καταλαμβάνει σημαντική
έκταση βορειότερα γεωγραφικά από τον σχηματισμό του ασβεστόλιθου στο βόρειο
άκρο της λεκάνης. Τέλος ο σχηματισμός μαργών-κροκαλοπαγών (5,73%) αποτελείται
ουσιαστικά από αργιλικής φύσεως ιζήματα μεικτά με κροκαλοπαγή και εντοπίζεται
πλησίον της περιοχής του ασβεστολιθικού σχηματισμού και στις νοτιότερες περιοχές
αυτού. Για την περιοχή της λεκάνης του χειμάρρου Φούρκας καστανόχρωμες
συμπαγείς άμμοι παρατηρούνται στο βόρειο και ανατολικό τμήμα της λεκάνης και
καταλαμβάνουν μεγάλη έκταση με 45,43%. Στη συνέχεια οι λευκές μάργες με
ποσοστό 36,17% καταλαμβάνουν μια μεγάλη περιοχή στην κεντρική και νότια
πλευρά της λεκάνης απορροής μας από την Φούρκα μέχρι και νοτιότερα της κορυφής
του λόφου Καμήλα. Ο σχηματισμός αυτός λοιπόν ακολουθεί την λοφώδη
κορυφογραμμή της χερσονήσου. Οι λευκές μάργες αυξάνουν σε πάχος από τα
ανατολικά προς τα δυτικά και ενίοτε χαρακτηρίζονται και ως ψαμμιούχες όταν
συμμετέχουν ψαμμιτικά πετρώματα, μαργαϊκοί ασβεστόλιθοι και κροκαλοπαγή.
Μάργες-
κροκαλοπαγή 1,95 km2 5,73 % 1,97 km2 5,25%
63
Τα συμπεράσματα που βγάζουμε από τα δεδομένα που έχουμε για το
γεωλογικό υπόθεμα είναι ότι και οι δύο λεκάνες απορροής και κυρίως αυτή του
χειμάρρου της Φούρκας αποτελούνται σχεδόν στο σύνολό τους από νεογενή
σχηματισμό (66-86%). Σύμφωνα και με την βιβλιογραφία μας ο νεογενής
σχηματισμός στον οποίο υπάγονται οι μάργες, τα κροκαλοπαγή, οι άμμοι και οι
ψαμμίτες είναι ένας αρκετά ευάλωτος στη διάβρωση σχηματισμός στον οποίο
σχηματίζονται εντονότατες χαραδρωτικές, φαραγγωτές και πρανικές διαβρώσεις,
παράγοντας υλικά μεσαίων έως πολύ μκρών διαστάσεων. Στην λεκάνη απορροής του
Λάκκου Χατζή λόγω και των πολύ μικρών κλίσων παρατηρήθηκαν κυρίως
επιφανειακές, αυλακωτές, χαραδρωτικές και πρανικές διαβρώσεις, ενώ οι ίδιες
μορφές διαβρώσεων παρατηρούνται και στον χώρο της λεκάνης απορροής του
Ζωγραφίτικου αλλά σε μεγαλύτερη έκταση και ένταση. Στον σχηματισμό αυτό αλλά
και στην λεκάνη απορροής μας δεν παρατηρείται αξιόλογη αποσαθρωτική
δραστηριότητα καθώς και γεωκατακρημνίσεις ή γεωλισθήσεις εκτός των
γεωολισθήσεων στα πρανή των κοιτών λόγω της διάβρωσης του νερού.
64
ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΚΟΥ ΧΑΡΤΗ
ΚΛΙΜΑΚΑ 1:120.000
1.Προσωσιγενής σχηματισμός
2.Ασβεστολιθικος σχηματισμός
3.Νεογενής (άμμοι καστανόχρωμοι
συμπαγείς)
4.Νεογενής (ερυθρές μάργες)
5.Νεογενής (μάργες και κροκαλοπαγή)
6.Νεογενής (λευκές μάργες)
65
4.3 Το ανάγλυφο
Ελάχιστο
υψόμετρο Hmin 20 20
Μέγιστο
υψόμετρο Hmax 220 340
Μέσο
υψόμετρο Hmed 62 163
Μέγιστο
ανάγλυφο Hr 200 320
Μέση κλίση
λεκάνης
Jλ 12,82% 25,9%
66
ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΧΑΡΤΗ
ΑΝΑΓΛΥΦΟΥ-
ΥΔΡΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ
ΚΛΙΜΑΚΑ 1:120.000
— Υδρογραφικό δίκτυο
Χάρτης 5: Ο χάρτης των χωροσταθμικών καμπυλών και του υδρογραφικού δικτύου των
λεκανών απορροής των χειμάρρων Σίβηρης και Φούρκας.
67
4.4 Η βλάστηση
Πίνακας 22. Η ποσοστιαία κατανομή των χρήσεων γης στη λεκάνη απορροής
των χειμάρρων Σίβηρης και Φούρκας.
68
Αντιθέτως στην λεκάνη απορροής του χειμάρρου της Φούρκας οι ελαιώνες
καλύπτουν μόνο το 10,11% της συνολικής επιφάνειας, ενώ λοιπές καλλιέργειες και
γυμνά εδάφη καλύπτουν εξίσου μικρότερο σχετικά ποσοστό της λεκάνης με 35%.
Τέλος διακρίνεται η παρουσία υψηλού δάσους πεύκης στο μεγαλύτερο μέρος της
δασικής έκτασης η οποία στο σύνολό της φθάνει το 47,86%. Πολύ μικρό ποσοστό
καταλαμβάνουν θαμνώδεις εκτάσεις, περίπου στο 4,32%, ενώ στο 2,3% ανέρχεται το
ποσοστό των οικιστικών περιοχών. Τέλος στη νοτειοανατολική πλευρά της λεκάνης
ένα ποσοστό της τάξεως του 17% που αποτελούσε δασική έκταση κάηκε ολοσχερώς
στη μεγάλη πυρκαγιά του 2006 και πλέον αποτελεί χορτολιβαδική-θαμνώδη έκταση.
69
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ
ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗΣ
ΟΡΕΙΝΩΝ ΥΔΑΤΩΝ
ΚΛΙΜΑΚΑ 1:120.000
1. Οικισμοί
2. Ελαιώνες-οπωροφόρα
3. Αραιό δάσος-πυκνή θαμνώδης έκταση
4. Δασοσκεπείς εκτάσεις
6. Καμμένες εκτάσεις
7. Λοιπές καλλιέργειες-γυμνά (χωρίς
χρώμα)
Χάρτης 6: Ο χάρτης βλάστησης των λεκανών απορροής των χειμάρρων Σίβηρης και
Φούρκας.
70
4.5 Τα μορφομετρικά χαρακτηριστικά
Με βάση την ανάλυση και επεξεργασία των τοπογραφικών χαρτών και την
ψηφιοποίηση των λεκανών απορροής και του υδρογραφικού δικτύου προέκυψαν τα
δεδομένα τα οποία χρησιμοποιήσαμε για την διεξαγωγή των τύπων που μας δίνουν τα
μορφομετρικά χαρακτηριστικά των λεκανών απορροής. Συγκεκριμένα τα
μορφομετρικά χαρακτηριστικά μιας λεκάνης απορροής όπως τα αναφέραμε και στο
δεύτερο κεφάλαιο είναι τα εξής: εμβαδό λεκάνης απορροής, περίμετρος λεκάνης
απορροής (υδροκρίτης), μορφή λεκάνης απορροής, βαθμός στρογγυλομορφίας-
δείκτης κυκλικότητας-δείκτης επιμήκυνσης λεκάνης, ελάχιστο, μέσο και μέγιστο
υψόμετρο, μέγιστο ανάγλυφο, μέγιστο χειμαρρικό υψόμετρο και μέση κλίση λεκάνης.
5. Δείκτης
Rc 0,49 0,46 km
κυκλικότητας
6. Δείκτης
Re 0,68 0,58 km
επιμήκυνσης
7. Ελάχιστο
Hmin 20 20 m
υψόμετρο
8. Μέγιστο
Hmax 220 340 m
υψόμετρο
9. Μέσο υψόμετρο Hmed 62 163 m
71
10. Μέγιστο
Hr 200 320 m
ανάγλυφο
11. Μέγιστο
χειμαρρικό Ηx 160 280 m
υψόμετρο
12. Μέση κλίση
Jλ 12,82% 25,9% %
λεκάνης
72
4.6 Τα υδρογραφικά χαρακτηριστικά
73
Χαρακτηριστική είναι και η μικρή μέση κλίση της κεντρικής κοίτης (1% και 2%)
φανερώνοντας πως τα δυο ρεύματα ρέουν σε πεδινές περιοχές ήπιων κλίσεων. Το
μήκος της κεντρικής κοίτης και των δυο ρευμάτων είναι μεγαλύτερο από το
μέγιστο μήκος των λεκανών απορροής τους και αυτό επειδή η κεντρική κοίτη και των
δυο ρευμάτων έχι σχήμα καμπύλης. Τέλος, παρόλο που και οι δυο λεκάνες
καταλαμβάνουν περίπου την ίδια έκταση, το συνολικό μήκος των ρευμάτων της
λεκάνης της Φούρκας (137,2km) είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό της Σίβηρης
(80,7km).
HORTON
74
Υδρογραφικά
Α/Α συμβολισμός μέγεθος
χαρακτηριστικά
1 Αριθμός κλάδου τάξης
ni 1ης 2ης 3ης 4ης
2 Αριθμός
καταγραφέντων
ρευμάτων Νni 66 18 7 1
3 Συντελεστής
διακλάδωσης αριθμού 𝚴𝐧𝐢
των ρευμάτων Rn= 𝚴𝐧𝐢+𝟏 - 3,66 2,57 7
4 Συνολικός αριθμός
ρευμάτων όλων των
τάξεων ΣΝni 92
5 Μέσος συντελεστής
διακλάδωσης αριθμού
των ρευμάτων
ΣRn 4,41
STRAHLER
1 Αριθμός κλάδου τάξης ni 1ης 2ης 3ης 4ης
2 Αριθμός
καταγραφέντων
ρευμάτων
Νni 85 19 5 1
3 Συντελεστής
διακλάδωσης αριθμού 𝚴𝐧𝐢 4,47 3,8 5
των ρευμάτων Rn= 𝚴𝐧𝐢+𝟏
4 Συνολικός αριθμός
ρευμάτων όλων των
τάξεων ΣΝni 110
5 Μέσος συντελεστής
διακλάδωσης αριθμού
των ρευμάτων ΣRn 4,42
HORTON
Α/Α Υδρογραφικά
συμβολισμός μέγεθος
χαρακτηριστικά
1 Αριθμός κλάδου
ni 1ης 2ης 3ης 4ης 5ης 6ης
τάξης
2 Αριθμός
καταγραφέντων 158 40 10 2 1 1
ρευμάτω Νni
3 Συντελεστής
διακλάδωσης
75
αριθμού των Rn= 𝚴𝐧𝐢+𝟏
𝚴𝐧𝐢 - 3,95 4 5 2 1
ρευμάτων
4 Συνολικός
αριθμός
ρευμάτων όλων ΣΝni 212
των τάξεων
5 Μέσος
συντελεστής
διακλάδωσης
αριθμού των ΣRn 3,19
ρευμάτων
STRAHLER
1 Αριθμός κλάδου
ni 1ης 2ης 3ης 4ης 5ης 6ης
τάξης
2 Αριθμός
καταγραφέντων
ρευμάτων
Νni 216 50 9 2 1 -
3 Συντελεστής
διακλάδωσης 𝚴𝐧𝐢
αριθμού των Rn= 𝚴𝐧𝐢+𝟏
- 4,32 5,55 4,5 2 -
ρευμάτων
4 Συνολικός
αριθμός
ρευμάτων όλων ΣΝn 278
των τάξεων
5 Μέσος
συντελεστής
διακλάδωσης
αριθμού των ΣRn 4,09
ρευμάτων
Πίνακας 26. Αρίθμηση υδρογραφικού δικτύου κατά Horton, Strahler (χείμαρρος
Φούρκας).
76
Valentini, Hoffbauer, Muller, Melli, Fuller αποκλείωντας τους τύπους των
Iszkowski και Klement-Wunderlich οι οποίοι αφορούν μόνο ορεινές περιοχές
(Η>1000m). Λόγω του μετρίου μεγέθους και των δυο λεκανών απορροής για τους
τύπους των Coutagne, Kursteiner, Kresnik χρησιμοποιήθηκαν συντελεστές α=30,
10,5 και 1,3 αντίστοιχα. Ως μέσος συντελεστής απορροής (cm) για τον τύπο του
Muller υπολογίστηκε ο cm=0,23 και για τις δυο λεκάνες απορροής.
77
συντελεστή Pn ίσο με 30%. Η χειμαρρικότητα των λεκανών απορροής, δεδομένου
και του ιστορικού των πλημμυρών, εκτιμήθηκε ως μέτρια δίνοντας στον παράγοντα
m τη μέση τιμή της βαθμίδας, δηλαδή την τιμή 1,00. Τέλος εκτιμήθηκε ο παράγοντας
d και μας έδωσε αποτέλεσμα ίσο με 2,00 και για τις δυο λεκάνες.
78
της λεκάνης απορροής ξεκινώντας λίγο βορειότερα της Κασσανδρείας, και φθάνει
μέχρι και την αφετηρία του χειμάρρου καταλαμβάνοντας ολόκληρη την περιοχή
ανάμεσα στους δυο οικισμούς. Η υποπεριοχή αυτή καλύπτεται από μια ευρεία
κοιλάδα μεταξύ δυο μικρών λόφων. Κυριαρχεί, εδώ, η καλλιέργεια της ελιάς και του
σιταριού και το ποσοστό δάσωσης είναι πολύ μικρό και εντοπίζεται κυρίως στην
περιοχή όπου πηγάζει ο χείμαρρος. Το ανάγλυφο είναι ήπιο και το υδρογραφικό
δίκτυο δεν είναι έντονο. Το γεωλογικό υπόθεμα αποτελείται κυρίως από
ασβεστολιθικό σχηματισμό, ενώ απουσιάζει είτε είναι αμελητέα οποιασδήποτε
μορφής οικιστική δραστηριότητα. Στην δεύτερη υπολεκάνη η οποία βρίσκεται στο
μεσαίο τμήμα της κύριας λεκάνης διακρίνουμε μια μικρή αύξηση της δασικής
βλάστησης και της αστικής δόμησης καθώς η λεκάνη αυτή αποτελείται από την
περιοχή γύρω από την κωμόπολη της Κασσανδρείας. Το ανάγλυφο γίνεται ελαφρώς
εντονότερο ενώ το γεωλογικό υπόθεμα αποτελείται πλέον από πολύ μικρότερα
ποσοστά ασβεστολιθικού σχηματισμού και κατά το μεγαλύτερο μέρος από νεογενή
σχηματισμό. Η τρίτη υπολεκάνη εντοπίζεται στο τελευταίο τμήμα του χειμαρρικού
ρεύματος από την λοφώδη περιοχή δυτικά της Κασσανδρείας μέχρι και τον οικισμό
της Σίβηρης. Εδώ κυριαρχεί η δασική βλάστηση έναντι των καλλιεργειών. Γεωλογικά
αποτελείται στο μεγαλύτερο μέρος της από αμμώδους σύστασης νεογενή
σχηματισμό. Η λεκάνη απορροής του χειμάρρου Φούρκας διαχωρίστηκε σε τέσσερις
υπολεκάνες. Η μεγαλύτερη από αυτές καταλαμβάνει την νοτιοανατολική περιοχή της
κύριας λεκάνης νοτιότερα του οικισμού του Κασσανδρινού. Σ’ αυτήν κυριαρχεί η
δασική βλάστηση, πυκνό υδρογραφικό δίκτυο και σχετικά πιο απότομες κλίσεις. Ο
χειμαρρικός πετρολογικός σχηματισμός που εντοπίζεται σε υψηλότερο ποσοστό είναι
και εδώ ο νεογενής σχηματισμός και μάλιστα ο σχηματισμός των λευκών μαργών.
Μια άλλη υπολεκάνη καταλαμβάνει το βορειοανατολικό τμήμα με αρκετά υψηλά
ποσοστά δασικής και δευτερευόντως θαμνώδους βλάστησης, ενώ απουσιάζει η
οικιστική δραστηριότητα. Διακρίνεται ένα πολύ μικρό ποσοστό ασβεστολιθικού
σχηματισμού στα βόρεια της περιοχής ενώ κυριαρχεί και εδώ ο νεογενής
σχηματισμός. Η τρίτη υπολεκάνη καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κύριας λεκάνης
όπου και συνορεύει με την λεκάνη του Λάκκου Χατζή. Η τέταρτη και τελευταία
υπολεκάνη εντοπίζεται στο δυτικό τμήμα της κύριας λεκάνης από τον οικισμό της
Φούρκας μέχρι και τις εκβολές του χειμάρρου. Εδώ κυριαρχεί η αστική δόμηση
καθώς και η καλλιέργειες.
79
Α/Α ΜΟΡΦΟΜΕΤΡΙΚΑ ΣΥΜΒΟΛΑ Υ1 Υ2 Υ3
Εμβαδό λεκάνης
1. F 14,89 8,39 10,77
απορροής
2. περίμετρος U 18,61 14,26 14,48
3. Ελάχιστο υψόμετρο Hmin 20 40 40
4. Μέγιστο υψόμετρο Hmax 150 220 220
ΛΑΚΚΟΣ ΖΩΓΡΑΦΙΤΙΚΟΣ
Πίνακας 30. Ο υπολογισμός της σύνθεσης των γεωλογικών σχηματισμών και της
βλάστησης στις υπολεκάνες απορροής των χειμάρρων Σίβηρης και Φούρκας.
ΛΑΚΚΟΣ ΧΑΤΖΗ
ΠΕΤΡΟΛΟΓΙΚΟΙ Υ1 Υ2 Υ3
Α/Α (%) (%) (%)
ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ (Km2) (Km2) (Km2)
1. νεογενής 8,69 58,3 5,98 71,2 7,8 72,4
2. ασβεστολιθικός 3,46 23,2 0,61 7,27 0,56 5,19
80
3. προσχωσιγενής 2,80 18,8 1,79 21,3 2,35 21,8
Υ1 Υ2 Υ3
A/A ΒΛΑΣΤΗΣΗ (%) (%) (%)
(Km2) (Km2) (Km2)
Δασοσκεπής
1. 0,78 5,23 0,84 10,0 3,40 31,6
έκταση
αραιό δάσος-
2. 0,19 1,27 0,12 1,43 0,34 3,15
πυκνοί θαμνώνες
Ελαιώνες-
3. 2,47 16,6 2,30 27,4 2,97 27,5
οπωροφόρα
Περιοχές
4. 0,15 1,00 0,97 11,6 0,60 5,57
οικισμών
Λοιπές
5. καλλιέργειες- 11,3 75,9 6,16 73,4 3,45 32,0
γυμνά
ΛΑΚΚΟΣ ΖΩΓΡΑΦΙΤΙΚΟΣ
ΠΕΤΡΟΛΟΓΙΚΟΙ Υ1 Υ2 Υ3 Υ4
Α/Α (%) (%) (%) (%)
ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ (Km2) (Km2) (Km2) (Km2)
7,46
1. νεογενής 84,1 13,2 95,1 7,54 87,5 4,41 72,1
0,34
2. ασβεστολιθικός 3,83 - - - - - -
ΥΠΟΛΕΚΑΝΕΣ Υ1 Υ2 Υ3 Υ1 Υ2 Υ3 Υ4
81
Βλέπουμε λοιπόν, πως την μεγαλύτερη αναμενόμενη υδατοπαροχή εμφανίζει
η υπολεκάνη (1) της λεκάνης του χειμάρρου Σίβηρης και η υπολεκάνη (2) της
λεκάνης του χειμάρρου της Φούρκας με 72,9 m3/sec και 76,5 m3/sec αντίστοιχα.
ΛΑΚΚΟΣ ΧΑΤΖΗ
ΛΑΚΚΟΣ ΖΩΓΡΑΦΙΤΙΚΟΣ
ΛΑΚΚΟΣ ΧΑΤΖΗ
82
Υ2 14,3 0,08 1,06 3,15 22,32 13,15 110,32 0,21
ΛΑΚΚΟΣ ΖΩΓΡΑΦΙΤΙΚΟΣ
Πίνακας 34. Οι τιμές της ετήσιας εδαφικής απώλειας για τις υπολεκάνες
απορροής με τη μέθοδο του Gavrilovic.
ΛΑΚΚΟΣ ΧΑΤΖΗ
Τ Pa π √Ζ3 F W(m3/έτος) R
W
[√(to/10)+0,1] έξοδος(m3/έτος)
Υ1 1,31 588 3,14 0,92 14,89 33.133,00 0,08 30.483,00
Υ2 1,31 588 3,14 2,6 8,39 52.761,06 0,21 41.682,06
Υ3 1,31 588 3,14 1,55 10,77 40.376,67 0,28 29.071,14
ΛΑΚΚΟΣ ΖΩΓΡΑΦΙΤΙΚΟΣ
83
29.071,14 m3/έτος φθάνουν στην έξοδο της λεκάνης, ανακυρήσσοντάς τη, την
‘‘υγειέστερη’’ των τριων υπολεκανών της περιοχής. Αντιθέτως, προβληματική
χαρακτηρίζεται και η υπολεκάνη (1), λόγω του πολύ μικρού συντελεστή
κατακράτησης (8%). Επίσης το συνολικό ετήσιο μέγεθος των φερτών υλικών που
εκβάλλουν στη θάλασσα διαμέσου του χειμάρρου της Σίβηρης ανέρχεται στα 101.236
m3/έτος. Η συνολική ετήσια εδαφική απώλεια, όσον αφορά τη λεκάνη απορροής του
χειμάρρου της Φούρκας (Ζωγραφίτικος), ανέρχεται στα 130.686,35 m3/έτος, με
περισσότερο υποβαθμισμένη περιοχή την υπολεκάνη (2) από την οποία αποσπώνται
ετησίως περί τα 4.496 m3/έτος/km2. Παράλληλα η ίδια υπολεκάνη παρουσιάζει και
τον υψηλότερο δείκτη κατακράτησης φερτών υλικών (75%) και έτσι από τα
65.278,17 m3/έτος που παράγονται σ’ αυτήν μόλις 15.612,8 m3/έτος φθάνουν στην
έξοδο της λεκάνης. Αντίθετα η υπολεκάνη (1) παρουσιάζει τον χαμηλότερο δείκτη
κατακράτησης (19%) με φυσικό επακόλουθοτην μεγαλύτερη συγκέντρωση φερτών
υλικών στην έξοδο (25.988,15 m3/έτος). Η συνολική ετήσια ποσότητα των φερτών
υλικών που εκβάλλουν στη θάλασσα διαμέσου του χειμάρρου της Φούρκας ανέρχεται
στα 65.278 m3/έτος.
84
ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΧΑΡΤΗ
ΕΔΑΦΙΚΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ
ΚΛΙΜΑΚΑ 1:120.000
Ένταση διάβρωσης
<20.000 m3/sec
20.000-45.000 m3/sec
45.000-70.000 m3/sec
>70.000 m3/sec
85
5. ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΝΕΙΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ
86
Χάρτης 9: Οι κυριότερες ανθρωπογενείς επεμβάσεις στις κοίτες του χειμάρρου της
Φούρκας.
87
Εικόνα 3: Ακατάλληλο μέγεθος οχετών σε δευτερεύουσα κοίτη του χειμάρρου της
Σίβηρης.
Εικόνα 4: Στένωση σε τμήμα της κεντρικής κοίτης του χειμάρρου της Σίβηρης λόγω
γεωργικών εγκαταστάσεων στα πρανή της κοίτης.
88
Εικόνα 5: Απόρριψη σκουπιδιών εντός δευτερεύουσας κοίτης του χειμάρρου Σίβηρης
και Εικόνα 6: Ύπαρξη δρόμου εντός της κεντρικής κοίτης του χειμάρρου Σίβηρης.
89
Εικόνα 7: Ημιτελή τεχνικά έργα εντός του τελικού τμήματος της κεντρικής κοίτης του
χειμάρρου της Σίβηρης.
90
6. ΣΥΖΗΤΗΣΗ- ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ο κύριος στόχος της παρούσας εργασίας είναι η μελέτη των φυσικών και
ανθρωπογενών παραγόντων που επιδρούν πάνω στις λεκάνες απορροής των
χειμάρρων Φούρκας και Σίβηρης και στο χειμαρρικό περιβάλλον τους. Απαραίτητα
βήματα για να επιτύχουμε τον κύριο σκοπό μας, όπως προαναφέραμε, είναι ο
υπολογισμός των μορφομετρικών και υδρογραφικών τους χαρακτηριστικών, η μελέτη
του κλίματος και η επεξεργασία των μετεωρολογικών δεδομένων, ο καθορισμός της
κάλυψης της βλάστησης καθώς και του γεωλογικού υποθέματος. Ακόμη είναι η
καταγραφή των ανθρωπογενών επεμβάσεων, ο έλεγχος της παροχετευτικότητας των
δύο ρευμάτων, της στερεομεταφοράς τους καθώς και της μέσης ετήσιας υποβάθμισης
των λεκανών απορροής.
Αναφορικά λοιπόν με τα μετεωρολογικά δεδομένα, το κλίμα της περιοχής
είναι τυπικό Μεσογειακό, με ξηρά και θερμά καλοκαίρια και ήπιους χειμώνες και
όπως μας φανερώνει και το ομβροθερμικό διάγραμμα της περιοχής η ξηροθερμική
περίοδος διαρκεί από τον Μάιο ως τον Σεπτέμβριο. Το μέσο ετήσιο ύψος βροχής
κυμαίνεται σε χαμηλά επίπεδα σχετικά με το μέσο ετήσιο ύψος βροχής της
Μακεδονίας, αλλά παρ’ όλα αυτά η περιοχή δέχεται βροχοπτώσεις με μεγάλη
ραγδαιότητα και αυτό ευνοεί εξαιρετικά τα διάφορα χειμαρρικά φαινόμενα. Το
μεγαλύτερο μέρος της λεκάνης του χειμάρρου της Σίβηρης, όσον αφορά τους
πετρολογικούς σχηματισμούς, αποτελείται από νεογενή σχηματισμό ο οποίος
χαρακτηρίζεται ως ευπαθής στην διάβρωση και ιδιαίτερα στην επιφανειακή, πρανική
και αυλακωτή σε αντίθεση με άλλους πετρολογικούς σχηματισμούς οι οποίοι είναι
πιο ευπαθείς σε χαραδρωτικές διαβρώσεις και κατολισθήσεις. Εκτός από τον νεογενή
σχηματισμό που καλύπτει τη λεκάνη απορροής σε ποσοστό 66% η λεκάνη
καλύπτεται και από προσχωσιγενή και ασβεστολιθικό σχηματισμό. Στην λεκάνη
απορροής του χειμάρρου της Φούρκας κυριαρχεί ο νεογενής σχηματισμός με
μεγαλύτερα ποσοστά. Το ανάγλυφο και των δυο λεκανών χαρακτηρίζεται ήπιο και
ιδιαίτερα η λεκάνη του Λάκκου Χατζή αποτελείται από μια κατ’ εξοχήν πεδινή
περιοχή με υψόμετρο που μετά βίας φθάνει τα 200μ. ενώ η λεκάνη του Ζωγραφίτικου
χαρακτηρίζεται ως λοφώδης με μέγιστο υψόμετρο τα 350μ. και μέση κλίση λεκάνης
περίπου 26%. Η λεκάνη απορροής του χειμάρρου Σίβηρης είναι μια γεωργική
περιοχή χαμηλών κυρίως καλλιεργειών αλλά και καλλιέργειας ελιάς. Η δασική
βλάστηση καλύπτει μόνο ένα 17% της επιφάνειας της λεκάνης, ενώ χαρακτηρίζεται
και από αυξημένη οικοδομική δραστηριότητα κυρίως στις παραλιακές περιοχές. Στην
λεκάνη απορροής της λεκάνης του Ζωγραφίτικου η δασική βλάστηση βρίσκεται σε
πιο ικανοποιητικά επίπεδα, κοντά στο 48 %, και οι γεωργικές καλλιέργειες
καλύπτουν μικρότερη έκταση. Συνοπτικά όσον αφορά τη βλάστηση των λεκανών θα
πρέπει να επισημάνουμε τα πολύ χαμηλά ποσοστά δάσωσης των υπολεκανών 1 και 2
της λεκάνης απορροής του χειμάρρου της Σίβηρης που μπορούν να δημιουργήσουν
προβλήματα παρ’ όλο που η μέση κλίση των υπολεκανών αυτών είναι ελάχιστη.
91
Μορφομετρικά οι λεκάνες απορροής είναι μέτριου μεγέθους λοβοειδείς,
ελαφρώς επιμήκεις. Υδρογραφικά το δίκτυο των ρευμάτων και των δυο λεκανών
παρουσιάζει μορφή δενδριτική με σχετικά μεγάλη πυκνότητα για την λεκάνη
απορροής του χειμάρρου της Φούρκας, ο οποίος παρουσιάζει και αρκετά μεγάλο
συνολικό μήκος ρευμάτων (137km). Η μέση κλίση της κεντρικής κοίτης και των δυο
χειμάρρων χαρακτηρίζεται ήπια. Η αρίθμηση κατά Horton και Strahler μας δείχνει
την υπεροχή του χειμάρρου της Φούρκας τόσο σε αριθμό τάξεων κλάδων, όσο και σε
αριθμό ρευμάτων ανά τάξη. Όσον αφορά τις παροχές ο υπολογισμός τους μέσω των
εμπειρικών και αναλυτικών τύπων μας φανερώνει ότι και οι δυο χείμαρροι
παρουσιάζουν φυσιολογική μέγιστη αναμενόμενη υδατοπαροχή η οποία φθάνει τα
120 m3/sec και 135 m3/sec αντίστοιχα. Η μέγιστη αναμενόμενη στερεοπαροχή
σύμφωνα με τον τύπο των Stiny-Herheulidze αναμένεται να είναι περίπου 29 m3/sec
για τον χείμαρρο Φούρκας σχεδόν διπλάσια από την μέγιστη αναμενόμενη
στερεοπαροχή του χειμάρρου της Σίβηρης που φθάνει τα 15 m3/sec. Ο υπολογισμός
της ετήσιας διάβρωσης σύμφωνα με τη μέθοδο Gavrilovic μας δείχνει μέτρια- υψηλή
διαβρωσιμότητα των λεκανών, ιδιαίτερα στην υπολεκάνη 2 του χειμάρρου Σίβηρης, η
οποία να σημειώσουμε ότι καλύπτεται κυρίως από νεογενή σχηματισμό και τα
ποσοστά της κάλυψης από δασικές εκτάσεις είναι χαμηλά εν αντιθέσει με τα ποσοστά
της αστικής γης. Βέβαια υψηλά είναι και τα ποσοστά διάβρωσης της υπολεκάνης 2
του χειμάρρου Ζωγραφίτικου αλλά σύμφωνα και με τον συντελεστή κατακράτησης
μόνο ένα ποσοστό της τάξεως του 25% των υλικών εξέρχεται της υπολεκάνης. Ένα
ακόμη ενδιαφέρων στοιχείο είναι και η σημαντικά μικρότερη ποσότητα φερτών
υλικών που καταλήγουν στον μεγαλύτερο αποδέκτη (Θερμαϊκός κόλπος) διαμέσου
του χειμάρρου της Φούρκας σε σχέση με αυτόν της Σίβηρης, παρόλο που η μεν
έκταση της λεκάνης απορροής του πρώτου είναι ελαφρώς μεγαλύτερη η δε συνολική
ποσότητα των παραγόμενων υλικών στις λεκάνες απορροής τους είναι ίση (περίπου
130.000 m3/sec/έτος). Η καταγραφή των ανθρωπογενών επεμβάσεων μας δείχνει ότι
ο χείμαρρος της Σίβηρης πλήγεται σε σημαντικό αριθμό από τον παράγοντα
άνθρωπο, αφού οι σημαντικότερες καταγραφείσες ανθρωπογενείς επεμβάσεις
φθάνουν τις εφτά, ενώ πολύ λιγότερες επεμβάσεις καταγράφηκαν στο χείμαρρο της
Φούρκας. Οι μορφές των επεμβάσεων που παρατηρήθηκαν είναι: α) απόρριψη
σκουπιδιών σε τμήματα της κοίτης, ακατάλληλα τεχνικά έργα και καταπατήσεις
κοιτών-οικοπεδοποίηση και ένα σημαντικό μέρος από το σύνολο των καταγραφέντων
σημειώθηκαν στην υπολεκάνη 2 του χειμάρρου της Σίβηρης. Τέλος να τονίσουμε
όσον αφορά τα τεχνικά έργα στους δυο χειμάρρους που μελετάμε, ότι ο χείμαρρος
της Φούρκας έχει διευθετηθεί σε ικανοποιητικό βαθμό. Συγκεκριμένα έγινε
διεύρυνση, καθαρισμός και σταθεροποίηση της κοίτης και των πρανών με
«σαραζανέτ» καθώς και τσιμεντοποίηση του τμήματος της εκβολής που ρέει
κυριολεκτικά μέσα από τον οικισμό της Φούρκας.
92
Συμπερασματικά, λοιπόν τα κυριότερα μέτρα που μπορούμε να προτείνουμε για
την εξομάλυνση των χειμαρρικών φαινομένων και την αποκατάσταση της
περιβαλλοντικής ισορροπίας, όπου κρίνεται αυτό απαραίτητο και θεμιτό, είναι τα
εξής:
Προσπάθεια διατήρησης της δασικής βλάστησης, στα τωρινά επίπεδα
τουλάχιστον, και αν δύναται περαιτέρω αύξησή της ιδιαίτερα στην περιοχή
της υπολεκάνης 2 της λεκάνης του χειμάρρου της Σίβηρης με στόχο την
αποφυγή μεγάλων πλημμυρικών παροχών αλλά και τη σταθεροποίηση των
επιπέδων της υποβάθμισης της περιοχής μέσω της εδαφικής διάβρωσης. Η
πυκνή δασική βλάστηση θα σταθεροποιήσει το γεωλογικό υπόθεμα που ως
αμμώδους σύστασης- νεογενές είναι αρκετά ευάλωτο στην επίθεση των
κατακρημνισμάτων και των πλημμυρικών υδάτων και θα μειώσει τον
συντελεστή απορροής των όμβριων υδάτων.
Συμπλήρωση των τεχνικών έργων και δημιουργία μικρής γέφυρας στην
περιοχή της εκβολής του χειμάρρου της Σίβηρης και εντός του οικισμού, με
στόχο την ασφαλή διέλευση οχημάτων και πεζών.
Καθαρισμός των κοιτών από απορρίμματα πάσης φύσεως (σκουπίδια, κλαδιά,
κορμοί) ιδιαίτερα σε τμήματα της κοίτης με στενή διατομή.
93
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
94
Στάθης Δ., 2010: Σημειώσεις μετεωρολογίας και κλιματολογίας. Πανεπιστημιακές
παραδόσεις. Θεσσαλονίκη
Τσακίρης, Γ. 1995: Υδατικοί Πόροι: Ι. Τεχνική Υδρολογία. Αθήνα.
Bagnouls F.- Gaussen H., 1957: Les climates biologiques et leur classification.
Annales de geographie.
Barrett, L., 2008: Soils and vegetation.
Barfield B.J., Haan C.T., Hayes J.C 1994: Design hydrology and sedimentology for
small catchments. Academic press. San Diego CA. ISBN 0-12-312340-2.
Brunn J., 1960: Ο γεωμορφολογικός χάρτης της Ελλάδος.
Calvo A., 2003: runoff generation, sediment movement and soil water behaviour on
calcareous (limestone) slopes of some mediteranean environments of southeastern
Spain.
Carling P., Beven K., 1989: Floods: Hydrological, sedimentological and
Geomorphological Implications. John Willey ans Sons. Chichester, UK.
Cerda A., Lavee H., Romero Diaz A., Hooke J., Montarella L., 2010: Soil erosion
and degradation in mediterranean type ecosystems.
Chang M., 2012: Forrest hydrology: an introduction to forrests and water, third
edition.
Chow V.T., 1964 : Handbook of applied hydrology. Mc-Graw-Hill, New York
Duran V.H 2007: Soil-erosion and runoff prevention by plant covers. A review
IFAPA Centro Camino de Purchil, Apdo. 2027, 18080-Granada, Spain 2 USDA-
National Soil Erosion Research Laboratory, 275 S. Russell Street, West Lafayette, IN
47907-2077, USA.
Gavrilovic S., 1972: Inzenjering o bujicn im tokovima I eroziji (engineering of
torrents and erosion) Beograd.
Gavrilovic S., 1988: The Use of an Empirical Method (Erosion Potential Method) for
Calculating Sediment Production and Transportation in unstudied or Torrential
Streams.White, W.R. (Ed.), International Conference on River Regime. Wiley, New
York (Chichester, UK), pp. 411-422.
Gonzalez-Hidalgo J.C., De Luis M., Ravento´s J., Cortina J., Sa´nchez J.R.,
2004: Hydrological response of Mediterranean gorse shrubland under extreme rainfall
simulation event. Zeitschrift fur Geomorphologie 48, 293–304.
Horton, R.E. 1932: Drainage Basin characteristics Am. Geoph. Union vol.13.
Huggett R.J., 2007: Fundamentals of geomorphology, second edition. Routledge.
New York.
Lazarevic R., 1985: Iovi postupak za odredjivanje koeficijenata erozije (Z) (The new
method for erosion coefficient).
Linsley R.K., Kohler M.A., Pauhlus J.L.H 1982: Hydrology for engineers 3rd edn
McGraw Hill. New York.
Miller V.C, A 1953: Quantitative geomorphic study of drainage basin characteristics
in the Clinch mountain area Virginia and Tennessee.
Morgan R.P.C 1995: Soil erosion and conservation.
95
Mulder P. and McGarry D. 2010: Soil Erosion Indicators.
Patton P.C and Baker V.R 1976: Morphometry and floods in small drainage basins
subject to diverse hydrogeomorphic controls, Water resources research.
Rogers M.C Kliengeman P.C 1971: The relationship of drainage net fluctuation and
discharge.
Schiller G., 1978: Factors involved in natural regeneration of Aleppo Pine Ph.D
Thesis University of Tel-Aviv. Israel.
Schumm S.A., 1956: The evolution of drainage basin systems and slopes in badlands
at Perth Amboy, New Jersey. Bulletin of the Geological Society of America 67, 597–
646.
Som S. K., Joshi R., Roy P.K., and Mukerghee M.M., 1998: Morphotectonic
evolution of the literati profiles over Sukinda Ultramafics, Jajpur district, Orissa, Jour.
Geol. Soc. India., V.52, pp.449-556.
Terzaghi K., 1950: Mechanism of landslides. Application of geology to engineering
practice. Geological Society of America. Berkey edition.
Thorne C. R., 1990: Effects of vegetation on riverbank erosion and stability.
Trimble G.R., Jr., and Weitzman S., 1954: Effect of a hardwood canopy on rainfall
intensities. Transactions, American Geophysical Union 35:226-234.
Van Dijk, P.M., Kwaad, F.J.P.M., 1996: Runoff generation and soil erosion in small
agricultural catchments with loess-derived soils. Hydrological Processes 10, 1049–
1059.
Vente de, J. & Poesen, J. 2005: Prediction Soil Erosion and Sediment Yield at the
Basin Scale: Scale Issues and semi-quantitative models. Earth-Science Reviews 71;
95–125. Amsterdam.
Zemljic, M. 1971: Calcul du Debit Solide, Evaluation de la Vegetation Comme un
des Facteurs Antierosifs. Proceedings of the Symposium INTERPRAEVENT.
Villach, pp. 359-371.
Zhang B., 2004: Effect of vegetation restoration on soil and water erosion and
nutrient losses of a severely eroded clayey plinthudult in southeastern China.
96
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
Πίνακας 35. Οι τιμές των μηνιαίων και ετήσιων υψών βροχής του Μ.Σ Κασσανδρείας.
Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν Δ ΕΤΟΣ
1981 82 58 41 17 4 16 18 8 2 98 88 75 504
1984 41 17 87 80 27 7 4 53 7 38 35 97 493
1985 28 30 56 11 11 4 0 9 22 38 85 22 315
1989 6 0 34 14 17 13 19 5 49 40 97 82 375
1991 19 99 60 95 58 7 22 29 15 37 99 23 563
1992 15 14 23 70 46 63 82 3 5 57 96 67 541
1997 30 56 32 73 0 7 24 31 24 88 17 74 456
Μ.O 60,5 56,8 53,3 41,4 27,9 22,8 20,3 21,3 26,3 77,8 86 92,6 585
97
Πίνακας 36. Η Ραγδαιότητα βροχής σύμφωνα με τα δεδομένα του
μετεωρολογικού σταθμού Κασσανδρείας.
Συνολικό Συνολικό
Διάρκεια Διάρκεια
ύψος ύψος
Ημερομηνία βροχής(h) Ημερομηνία βροχής(h)
βροχής(mm) βροχής(mm)
6/01/1978 87 32 20/12/1985 22 5
3/06/1978 23 0,5 28/01/1986 114 30
12/08/1978 37 3 11/02/1986 81 22
14/09/1978 57 22 17/02/1986 114 8
23/10/1978 129 57 26/02/1986 25 7
3/11/1978 54 18 9/06/1986 61 6
27/12/1978 28 22 29/09/1986 26 2
6/09/1979 28 24 4/11/1986 45 7
12/05/1979 40 9 8/01/1987 48 20
15/05/1979 41 2 18/01/1987 28 18
19/10/1979 29 7 23/02/1987 33 15
20/10/1979 53 26 22/03/1987 95 41
1/11/1979 48 27 28/04/1987 42 19
19/11/1979 23 6 1/10/1987 80 38
23/12/1979 22 10 19/10/1987 25 4
16/03/1980 80 36 3/11/1987 52 45
4/07/1980 32 4 18/11/1987 96 32
19/12/1980 62 15 25/02/1988 29 4
21/01/1981 34 27 8/03/1988 76 37
6/02/1981 25 11 26/11/1988 86 14
19/03/1981 36 14 8/12/1988 67 33
29/10/1981 25 2 16/12/1988 105 44
7/11/1981 42 30 21/12/1988 25 18
26/11/1981 44 25 11/11/1989 47 30
25/2/1982 39 16 28/09/1990 36 12
27/02/1982 40 6 22/10/1990 42 20
20/04/1982 106 84 2/12/1990 223 48
26/05/1982 27 4 20/12/1990 25 18
4/10/1982 32 10 5/02/1991 56 23
12/10/1982 125 14 16/03/1991 38 20
8/06/1983 30 11 7/04/1991 33 23
8/08/1983 23 2 30/04/1991 37 9
1/12/1983 275 74 7/11/1991 43 24
8/12/1983 41 12 26/11/1991 31 9
17/02/1984 71 25 18/04/1992 40 9
6/03/1984 44 21 14/07/1992 59 6
14/04/1984 41 11 13/10/1992 42 9
12/05/1984 25 4 18/11/1992 83 19
14/10/1984 37 2 5/03/1993 30 24
24/12/1984 75 22 1/09/1993 27 9
10/09/1985 21 6 27/10/1993 33 11
14/10/1985 21 11 17/06/1993 26 6
14/11/1985 37 8 20/11/1993 56 9
98
Πίνακας 37. Η Μέση μηνιαία και μέση ετήσια θερμοκρασία αέρα σύμφωνα με τα
δεδομένα του μετεωρολογικού σταθμού Κασσανδρείας (1978-1994).
Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν Δ ΕΤΟΣ
1978 6,3 9 11,5 13,6 17,6 24,1 26,4 25 20,9 16,6 11,9 9,8 16,1
1979 7,3 8,3 12 13,1 19,3 25,6 25,6 25,1 22,3 17,3 13,1 11,4 16,7
1980 6,5 8,5 11,4 15,2 20,2 24,7 27,1 26,9 24,4 20,7 17,1 11,8 17,9
1981 5,8 7,7 11,9 13,7 19,1 26,4 25,2 24,2 19,4 18,5 9,4 10,1 16
1982 7,8 7,2 9,3 12,4 18,6 25,1 26,4 26,6 26 20,1 9,7 9,5 16,6
1983 7,5 8,3 9,7 16,0 19,8 21,9 25,5 24,2 21,4 17,1 10,4 8,5 15,9
1984 8,1 7,7 9 12,3 19,9 23,4 26,1 24,7 23,7 18,5 12,3 8,3 16,2
1985 8,2 5 10,4 15,6 20,5 23 25,7 26,4 20,9 15,1 12,9 10,4 16,2
1986 8,6 8,2 9,8 15,5 18,8 23,3 24,8 25,6 22,3 15,9 10,5 6,4 15,8
1987 7,4 8,6 5 12,9 18,1 24,8 26,9 24,4 23,5 15,5 12,4 9,1 15,7
1988 9,2 8,1 10,1 12,8 18,9 24,1 28,2 26,6 22,2 16 8,4 8 16,1
1989 6,4 8,9 11,6 16 18,2 22,4 24,8 25,5 21,4 15,6 11,4 7,3 15,8
1990 6,8 9,3 12,4 15,1 18,8 24,1 27,1 24,8 21,7 17,2 15 9,2 16,8
1991 6,6 7,5 9,8 12,6 16,5 24,2 25,7 25,3 21,2 17,3 12,7 4,8 15,4
1992 7 6,6 9,9 14,5 17,2 22,7 24,3 26,4 21 19,8 12,9 7,2 15,8
1993 6,2 5,5 9,6 13,6 19,1 24,7 26,7 25,9 22,5 19,8 10,5 11,8 16,3
1994 10,5 7,8 11,6 15,9 19,3 23,6 26,5 27,3 25,9 18,9 12,2 9,7 17,4
Μ.Ο 7,42 7,77 10,3 14,9 18,6 24 226 25,9 22,4 17,6 11,9 9 16,3
99
Πίνακας 38. Οι απόλυτες μέγιστες τιμές της θερμοκρασίας του αέρα (0C)
στην Κασσάνδρεια Χαλκιδικής
Ι Φ Μ Α Μ I Ι Α Σ Ο Ν Δ
1980 13,5 16 21 22 25 34 35 37 34 29 23 19
1981 16 16 22 23 27 36 34 34 28 27 22 18
1982 17 13 20 20 29 40 36 34,5 33 27 18 17
100
Πίνακας 39. Οι απόλυτες ελάχιστες τιμές της θερμοκρασίας του αέρα στην
Κασσάνδρεια Χαλκιδικής.
Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν Δ
1980 1 2 2 8 12 15 18 19 17 14,5 10 3
1981 -1 0 5 5 12 18 18 15,5 16 13 3 4
1982 1 2 5 8 12 17 20 20 20 15 4 4
1990 -1 2,5 2 6 6 10 17 17 13 8 5 3
101
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ
102
Εικόνα 10: Στήριξη ευαίσθητων πρανών σε τμήμα δευτερεύουσας κοίτης του
χειμάρρου της Σίβηρης.
103
Εικόνα 11: Επένδυση της κεντρικής κοίτης του χειμάρρου της Φούρκας με
«σαραζανέτ» στο ύψος του Κασσανδρινού.
104
Εικόνα 12: Τσιμεντοποίηση της κοίτης του χειμάρρου της Φούρκας στο ύψος
της εκβολής του χειμάρρου.
105
Εικόνα 13: Αυλακωτή διάβρωση στη λεκάνη απορροής του χειμάρρου της
Φούρκας.
106
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
ΕΤΗΣΙΑ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗ
900
800
700
600
500
400
300
200
100
0
1980
1978
1979
1981
1982
1983
1984
1985
1986
1987
1988
1989
1990
1991
1992
1993
1994
1995
1996
1997
ΕΤΗΣΙΑ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗ
107
100
90
ΜΕΣΟ ΜΗΝΙΑΙΟ ΥΨΟΣ ΒΡΟΧΗΣ (mm)
80
70
60
50
40
30
20
10
0
ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΪ ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ
Μέση μηνιαία βροχόπτωση
108
30
25
20
15
10
0
ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΪ ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ
109