You are on page 1of 58

ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ

ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

2
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΤΟ ΑΡΘΡΟ
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός
αριθµός αριθµός αριθµός αριθµός αριθµός αριθµός
ὁ οἱ ἡ αἱ τὸ τὰ
τοῦ τῶν τῆς τῶν τοῦ τῶν
τῷ τοῖς τῇ ταῖς τῷ τοῖς
τὸν τοὺς τὴν τὰς τὸ τὰ
(ὦ) (ὦ) (ὦ) (ὦ) (ὦ) (ὦ)

ΤΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ
1. Β΄ Κλίση Ουσιαστικών
1.1. Ασυναίρετα ουσιαστικά
1.1.1. Γενικά Χαρακτηριστικά
· Περιλαµβάνουν αρσενικά και θηλυκά ουσιαστικά σε -ος και ουδέτερα σε -ον.
1.1.2. Υποδείγµατα κλίσης
Αρσενικά & Θηλυκά
Προπαροξύτονα Παροξύτονα Οξύτονα
Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός
αριθµός αριθµός αριθµός αριθµός αριθµός αριθµός
ὁ ἄνθρωπος οἱ ἄνθρωποι ἡ νῆσος αἱ νῆσοι ἡ ὁδὸς αἱ ὁδοὶ
τοῦ ἀνθρώπου τῶν ἀνθρώπων τῆς νήσου τῶν νήσων τῆς ὁδοῦ τῶν ὁδῶν
τῷ ἀνθρώπῳ τοῖς ἀνθρώποις τῇ νήσῳ ταῖς νήσοις τῇ ὁδῷ ταῖς ὁδοῖς
τὸν ἄνθρωπον τοὺς ἀνθρώπους τὴν νῆσον τὰς νήσους τὴν ὁδὸν τὰς ὁδοὺς
ὦ ἄνθρωπε ὦ ἄνθρωποι ὦ νῆσε ὦ νῆσοι ὦ ὁδὲ ὦ ὁδοὶ
Ουδέτερα
Προπαροξύτονα Παροξύτονα Οξύτονα
Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός
αριθµός αριθµός αριθµός αριθµός αριθµός αριθµός
τὸ ποτήριον τὰ ποτήρια τὸ δῶρον τὰ δῶρα τὸ πτηνὸν τὰ πτηνὰ
τοῦ ποτηρίου τῶν ποτηρίων τοῦ δώρου τῶν δώρων τοῦ πτηνοῦ τῶν πτηνῶν
τῷ ποτηρίῳ τοῖς ποτηρίοις τῷ δώρῳ τοῖς δώροις τῷ πτηνῷ τοῖς πτηνοῖς
τὸ ποτήριον τὰ ποτήρια τὸ δῶρον τὰ δῶρα τὸ πτηνὸν τὰ πτηνὰ
ὦ ποτήριον ὦ ποτήρια ὦ δῶρον ὦ δῶρα ὦ πτηνὸν ὦ πτηνὰ
1.1.3. Παρατηρήσεις για τον τονισµό
· Τα οξύτονα και παροξύτονα δευτερόκλιτα διατηρούν τον τόνο στην ίδια συλλαβή καθ᾿ όλη την
κλίση τους (βλ. ὁδός, δῶρον).
· Γενική και δοτική ενικού και πληθυντικού που τονίζεται στη λήγουσα παίρνει περισπωµένη (βλ.
ὁδοῦ, ὁδῷ, ὁδῶν, ὁδοῖς).
· Τα προπαροξύτονα δευτερόκλιτα κινούν τον τόνο τους ανάλογα µε τη λήγουσα:
· Αν η λήγουσα είναι µακρά, τονίζουν την παραλήγουσα (βλ. ἀνθρώπου).
· Αν η λήγουσα είναι βραχεία, τονίζουν την προπαραλήγουσα (βλ. ἄνθρωπος).
1.1.4. Παρατηρήσεις για τις καταλήξεις
· Τα αρσενικά και θηλυκά δευτερόκλιτα ακολουθούν τις καταλήξεις του αρσενικού άρθρου (µε λι-
γοστές εξαιρέσεις).
· Τα ουδέτερα παρουσιάζουν τρεις όµοιες πτώσεις (ον., αιτ., κλητ.) και στους δύο αριθµούς.
3
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

· Το -α των ουδετέρων είναι βραχύ.


· Το -οι στο τέλος κλιτών λέξεων, όταν δεν ακολουθείται από άλλο γράµµα, είναι βραχύ.
· Το -ῳ είναι δίφθογγος, άρα µακρό.
· Μην ξεχνάτε το -ν των ουδετέρων!

1.2. Συνηρηµένα ουσιαστικά


1.2.1. Γενικά Χαρακτηριστικά
· Περιλαµβάνουν αρσενικά ουσιαστικά σε -ους (µε γενική -ου) και ουδέτερα σε -οῦν (µε γενική -οῦ).
Καλό είναι να λαµβάνεται υπόψη η γενική, προκειµένου να αποφύγουµε σύγχυση µε παρόµοιο
τριτόκλιτο ουσιαστικό!
1.2.2. Υποδείγµατα κλίσης
Αρσενικά Ουδέτερα
Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός
αριθµός αριθµός αριθµός αριθµός αριθµός αριθµός
ἔκπλους ἔκπλοι πλοῦς πλοῖ ὀστοῦν ὀστᾶ
ἔκπλου ἔκπλων πλοῦ πλῶν ὀστοῦ ὀστῶν
ἔκπλῳ ἔκπλοις πλῷ πλοῖς ὀστῷ ὀστοῖς
ἔκπλουν ἔκπλους πλοῦν πλοῦς ὀστοῦν ὀστᾶ
ἔκπλου ἔκπλοι πλοῦ πλοῖ ὀστοῦν ὀστᾶ
1.2.3. Παρατηρήσεις για τον τονισµό
· Τα συνηρηµένα δευτερόκλιτα διατηρούν τον τόνο στην ίδια συλλαβή καθ᾿ όλη την κλίση τους.
· Συνηρηµένο ουσιαστικό που τονίζεται στη λήγουσα περισπάται σε όλη την κλίση του.
1.2.4. Παρατηρήσεις για τις καταλήξεις
· Οι καταλήξεις των συνηρηµένων δευτερόκλιτων δε διαφέρουν από τις αντίστοιχες των ασυναίρε-
των πλην ονοµαστικής, αιτιατικής και κλητικής ενικού στα αρσενικά (-ους, -ουν, -ου) και στα ουδέ-
τερα (-ουν, -ουν, -ουν).

1.3. Αττικόκλιτα ουσιαστικά


1.3.1. Γενικά Χαρακτηριστικά
· Περιλαµβάνουν αρσενικά και θηλυκά ουσιαστικά σε -ως και ουδέτερα σε –ων.
1.3.2. Υποδείγµατα κλίσης
Αρσενικά & Θηλυκά
Προπαροξύτονα Παροξύτονα Οξύτονα
Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός
αριθµός αριθµός αριθµός αριθµός αριθµός αριθµός
πρόνεως πρόνεῳ ἅλως ἅλῳ λεὼς λεῲ
πρόνεω πρόνεων ἅλω ἅλων λεὼ λεὼν
πρόνεῳ πρόνεῳς ἅλῳ ἅλῳς λεῲ λεῲς
πρόνεων πρόνεως ἅλων ἅλως λεὼν λεὼς
πρόνεως πρόνεῳ ἅλως ἅλῳ λεὼς λεῲ

4
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

Ουδέτερα
Παροξύτονα
Ενικός Πληθυντικός
αριθµός αριθµός
ἀνώγεων ἀνώγεω
ἀνώγεω ἀνώγεων
ἀνώγεῳ ἀνώγεῳς
ἀνώγεων ἀνώγεω
ἀνώγεων ἀνώγεω
1.3.3. Παρατηρήσεις για τον τονισµό
· Τα αττικόκλιτα δευτερόκλιτα διατηρούν τον τόνο στην ίδια συλλαβή καθ᾿ όλη την κλίση τους και
παίρνουν πάντοτε οξεία.
1.3.4. Παρατηρήσεις για τις καταλήξεις
· Οι καταλήξεις των αττικόκλιτων έχουν -ω στη θέση του φωνήεντος της απλής δεύτερης κλίσης.
Προσθέτουν υπογεγραµµένη στο -ω, όπου η απλή δεύτερη κλίση έχει -ι- ή υπογεγραµµένη.
· Έχουν και στους δύο αριθµούς την Κλητική όµοια µε την Ονοµαστική.

2. Α΄ Κλίση Ουσιαστικών
2.1. Ασυναίρετα ουσιαστικά
2.1.1. Γενικά Χαρακτηριστικά
· Περιλαµβάνουν αρσενικά ουσιαστικά σε -ας και -ης και θηλυκά σε -α και -η. Δεν περιλαµβάνουν
ουδέτερα.
2.1.2. Υποδείγµατα κλίσης
Αρσενικά
Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός
αριθµός αριθµός αριθµός αριθµός
νεανίας νεανίαι στρατιώτης στρατιῶται
νεανίου νεανιῶν στρατιώτου στρατιωτῶν
νεανίᾳ νεανίαις στρατιώτῃ στρατιώταις
νεανίαν νεανίας στρατιώτην στρατιώτας
νεανία νεανίαι στρατιῶτα στρατιῶται
Θηλυκά
-η -α
Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός
αριθµός αριθµός αριθµός αριθµός αριθµός αριθµός
τιµὴ τιµαὶ χώρα χῶραι θάλαττα θάλατται
τιµῆς τιµῶν χώρας χωρῶν θαλάττης θαλαττῶν
τιµῇ τιµαῖς χώρᾳ χώραις θαλάττῃ θαλάτταις
τιµὴν τιµὰς χώραν χώρας θάλατταν θαλάττας
τιµὴ τιµαὶ χώρα χῶραι θάλαττα θάλατται
2.1.3. Παρατηρήσεις για τον τονισµό
· Η γενική πληθυντικού τονίζεται πάντα στη λήγουσα και περισπάται.
· Τα οξύτονα και παροξύτονα δευτερόκλιτα διατηρούν τον τόνο στην ίδια συλλαβή καθ᾿ όλη την
κλίση τους (βλ. τιµή, χώρα).
· Γενική και δοτική ενικού και πληθυντικού που τονίζεται στη λήγουσα παίρνει περισπωµένη.
5
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

· Τα προπαροξύτονα πρωτόκλιτα κινούν τον τόνο τους ανάλογα µε τη λήγουσα:


· Αν η λήγουσα είναι µακρά, τονίζουν την παραλήγουσα (βλ. θαλάττης).
· Αν η λήγουσα είναι βραχεία, τονίζουν την προπαραλήγουσα (βλ. θάλατται).
2.1.4. Παρατηρήσεις για τις καταλήξεις
· Τα ασυναίρετα πρωτόκλιτα έχουν, ανεξαρτήτως γένους και καταλήξεως, ίδιες καταλήξεις στον
πληθυντικό, οι οποίες µάλιστα ταυτίζονται µε αυτές του πληθυντικού του θηλυκού άρθρου.
· Η κατάληξη -ας, όπου εµφανίζεται, είναι πάντοτε µακρά.
· Το -αι στο τέλος κλιτών λέξεων, όταν δεν ακολουθείται από άλλο γράµµα, είναι βραχύ.
· Τα -ᾳ και -ῃ είναι δίφθογγοι, άρα µακρά.
· Τα αρσενικά σε -ης έχουν στην κλητική ενικού κατάληξη -α βραχύ (βλ. στρατιῶτα). Εξαιρούνται τα
ουσιαστικά σε -δης, που διατηρούν το -η.
· Τα θηλυκά σε -α έχουν το -α- της κατάληξης καθαρό (µακρό) και το διατηρούν σε όλη την κλίση,
αν πριν από το -α στην ονοµαστική ενικού έχουν φωνήεν ή -ρ- (βλ. χώρα). Από τον κανόνα εξαι-
ρούνται τα γαῖα, γραῖα, µοῖρα, πεῖρα, σφαῖρα και σφῦρα, που έχουν το -α βραχύ. Αν πριν από το -α-
της κατάληξης στην ονοµαστική ενικού υπάρχει σύµφωνο πλην -ρ-, έχουν το -α µη καθαρό (βρα-
χύ) και το µετατρέπουν στη γενική και δοτική ενικού σε η και ῃ αντίστοιχα (βλ. θάλαττα).

2.2. Συνηρηµένα ουσιαστικά


2.2.1. Γενικά Χαρακτηριστικά
· Περιλαµβάνουν αρσενικά ουσιαστικά σε -ῆς (µε γενική -οῦ) και θηλυκά σε -ᾶ και -ῆ (µε γενική -ᾶς
και -ῆς αντίστοιχα). Καλό είναι να λαµβάνεται υπόψη η γενική, προκειµένου να αποφύγουµε σύγ-
χυση µε παρόµοιο τριτόκλιτο ουσιαστικό!
2.2.2. Υποδείγµατα κλίσης
Αρσενικά Θηλυκά
Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός
αριθµός αριθµός αριθµός αριθµός αριθµός αριθµός
῾Ερµῆς ῾Ερµαῖ µνᾶ µναῖ συκῆ συκαῖ
῾Ερµοῦ ῾Ερµῶν µνᾶς µνῶν συκῆς συκῶν
῾Ερµῇ ῾Ερµαῖς µνᾷ µναῖς συκῇ συκαῖς
῾Ερµῆν ῾Ερµᾶς µνᾶν µνᾶς συκῆν συκᾶς
῾Ερµῆ ῾Ερµαῖ µνᾶ µναῖ συκῆ συκαῖ
2.2.3. Παρατηρήσεις για τον τονισµό
· Τα συνηρηµένα πρωτόκλιτα τονίζονται πάντοτε στη λήγουσα και περισπώνται.
2.2.4. Παρατηρήσεις για τις καταλήξεις
· Οι καταλήξεις των συνηρηµένων πρωτοκλίτων δε διαφέρουν από τις αντίστοιχες των ασυναίρε-
των πλην κλητικής ενικού στα αρσενικά (-ῆ).

6
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

3. Γ΄ Κλίση Ουσιαστικών
3.1. Μεθοδολογικές παρατηρήσεις στη µελέτη της Γ΄ κλίσης-Γενικά Χαρακτηριστικά
· Περιλαµβάνει ουσιαστικά και των τριών γενών µε γενική ενικού σε -ος ή -ως.
· Λόγω της µεγάλης ποικιλίας ουσιαστικών που περιέχει, φρόνιµο είναι να κινηθείτε µε εκµάθηση
υποδειγµάτων, αφού προηγουµένως εθισθείτε σε ορισµένα βασικά χαρακτηριστικά της. Κατόπιν
έχει νόηµα η εκµάθηση των συγκεκριµένων ιδιαιτεροτήτων της κάθε τάξης.
· Καταρχάς, οι καταλήξεις της γ' κλίσης:
Ενικός Πληθυντικός
αριθµός αριθµός
-ς ή - -ες/-α
-ος ή -ως -ων
-ϊ -σι
-α ή -ν -ας/-α
-ς ή - -ες/-α
· Κατά δεύτερον, η µεθοδολογική διάκριση των τριτοκλίτων σε κατηγορίες µε βάση το χαρακτήρα
πριν από την κατάληξη -ος (-ως) στη γενική ενικού.
Έτσι έχουµε: Φωνηεντόληκτα (π.χ. ἥρως, ἥρωος) και
Συµφωνόληκτα µε ειδικότερες κατηγορίες:
Αφωνόληκτα Ουρανικόληκτα (π.χ. κόραξ, κόρακος) < κ, γ, χ
Χειλικόληκτα (π.χ. ῎Αραψ, ῎Αραβος) < π, β, φ
Οδοντικόληκτα (π.χ. τάπης, τάπητος) < τ, δ, θ
Ηµιφωνόληκτα Ενρινόληκτα (π.χ. ποιµήν, ποιµένος) < µ,ν
Υγρόληκτα (π.χ. ῥήτωρ, ῥήτορος) < λ,ρ
Σιγµόληκτα (π.χ. χρέος, χρέους < χρέεσος) < σ
· Τέλος, να θυµάστε ότι τα δίχρονα στο τέλος των τριτοκλίτων, καλυµµένα ή ακάλυπτα, είναι βρα-
χέα.
3.2. Φωνηεντόληκτα
1. -ως, -ωος 2. -υς, -υος
ἥρως ἥρωες Τρώς Τρῶες βότρυς βότρυες ἰχθύς ἰχθύες δρῦς δρύες
ἥρωος ἡρώων Τρωός Τρώων βότρυος βοτρύων ἰχθύος ἰχθύων δρυός δρυῶν
ἥρωϊ ἥρωσι Τρωΐ Τρωσί βότρυϊ βότρυσι ἰχθύι ἰχθύσι δρυΐ δρυσί
ἥρωα ἥρωας Τρῶα Τρῶας βότρυν βότρυς ἰχθύν ἰχθῦς δρῦν δρῦς
ἥρως ἥρωες Τρώς Τρῶες βότρυ βότρυες ἰχθύ ἰχθύες δρῦ δρύες
Ö 1. Παρατηρήσεις για τα -ως, -ωος
· Δίνονται αντίστοιχα ένα παράδειγµα πολυσύλλαβου κι ένα µονοσύλλαβου.
Ö 2. Παρατηρήσεις για τα -υς, -υος
· Δίνονται αντίστοιχα ένα παράδειγµα βαρύτονου, ένα πολυσύλλαβου οξύτονου κι ένα µονοσύλλα-
βου.
· Οι µονοσύλλαβοι τύποι περισπώνται.
· Αιτιατική πληθυντικού που τονίζεται στη λήγουσα περισπάται.
3. -ις, -εως 4. -υς, -εως 5. -υ, -εως (ΟΥΔ)
δύναµις δυνάµεις πέλεκυς πελέκεις ἄστυ ἄστη
δυνάµεως δυνάµεων πελέκεως πελέκεων ἄστεως ἄστεων
δυνάµει δυνάµεσι πελέκει πελέκεσι ἄστει ἄστεσι
δύναµιν δυνάµεις πέλεκυν πελέκεις ἄστυ ἄστη
δύναµι δυνάµεις πέλεκυ πελέκεις ἄστυ ἄστη

7
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

Ö 3-4. Παρατηρήσεις για τα -ις, -εως και -υς, -εως


· Προσοχή στην ακατάληκτη κλητική ενικού!
6. -εύς, -έως 7. -ώ, -οῦς 8. γραῦς 9. βοῦς
βασιλεύς βασιλεῖς Κλειώ γραῦς γρᾶες βοῦς βόες
βασιλέως βασιλέων Κλειοῦς γραός γραῶν βοός βοῶν
βασιλεῖ βασιλεῦσι Κλειοῖ γραΐ γραυσί βοΐ βουσί
βασιλέα βασιλέας Κλειώ γραῦν γραῦς βοῦν βοῦς
βασιλεῦ βασιλεῖς Κλειοῖ γραῦ γρᾶες βοῦ βόες
Ö 6. Παρατηρήσεις για τα -εύς,-έως
· Το όνοµα ἁλιεὺς έχει παράλληλους τύπους· γεν. εν. ἁλιῶς, αιτ. εν. ἁλιᾶ, γεν. πληθ. ἁλιῶν και αιτ.
πληθ. ἁλιᾶς.
Ö 7. Παρατηρήσεις για τα -ώ,-οῦς
· Κανονικά δε σχηµατίζουν Πληθυντικό. Αν σχηµατίσουν, ακολουθούν τη β᾿ κλίση ουσιαστικών.
3.3. Συµφωνόληκτα Αφωνόληκτα
3. Οδοντικόληκτα
1. Ουρανικόληκτα 2. Χειλικόληκτα
i) µε απλό χαρακτήρα ii) -ας, -αντος
κόραξ κόρακες γύψ γῦπεςτάπης τάπητες ἱµάς ἱµάντες
κόρακος κοράκων γυπός γυπῶν τάπητος ταπήτων ἱµάντος ἱµάντων
κόρακι κόραξι γυπί γυψί τάπητι τάπησι ἱµάντι ἱµᾶσι
κόρακα κόρακας γῦπα γῦπας τάπητα τάπητας ἱµάντα ἱµάντας
κόραξ κόρακες γύψ γῦπεςτάπης τάπητες ἱµάς ἱµάντες
Ö 1. Παρατηρήσεις για τα ουρανικόληκτα
· Αντίστοιχα µε άλλους χαρακτήρες: πτέρυξ, πτέρυγος και ὄνυξ, ὄνυχος.
Ö 2. Παρατηρήσεις για τα χειλικόληκτα
· Αντίστοιχα µε άλλους χαρακτήρες: φλέψ, φλεβός.
Ö 3i. Παρατηρήσεις για τα οδοντικόληκτα µε απλό οδοντικό ως χαρακτήρα.
· Αντίστοιχα µε άλλους χαρακτήρες: πατρίς, πατρίδος.
· ΠΡΟΣΟΧΗ: Τα βαρύτονα οδοντικόληκτα αυτής της κατηγορίας σε -ις (π.χ. ὄρνις, χάρις, ἔρις) έχουν
αιτιατική ενικού σε -ιν (ὄρνιν, χάριν, ἔριν) και κλητική ενικού σε -ι (ὄρνι, χάρι, ἔρι)!
· ΠΡΟΣΟΧΗ: Το παῖς, παιδός έχει κλητική ενικού ὦ παῖ!
· ΠΡΟΣΟΧΗ: Το τυραννίς έχει κλητική ενικού ὦ τυραννί!
iii) -ους, -οντος iv) -ων, -οντος v) -α, -ατος (ΟΥΔ)
γίγας γίγαντες ὀδούς ὀδόντες γέρων γέροντες κτῆµα κτήµατα
γίγαντος γιγάντων ὀδόντος ὀδόντων γέροντος γερόντων κτήµατος κτηµάτων
γίγαντι γίγασι ὀδόντι ὀδοῦσι γέροντι γέρουσι κτήµατι κτήµασι
γίγαντα γίγαντας ὀδόντα ὀδόντας γέροντα γέροντας κτῆµα κτήµατα
γίγαν γίγαντες ὀδούς ὀδόντες γέρον γέροντες κτῆµα κτήµατα
Ö 3ii. Παρατηρήσεις για τα οδοντικόληκτα σε -ας, -αντος
· Προσοχή στη διαφορά οξύτονου-βαρύτονου στην κλητική ενικού!
Ö 3iv. Παρατηρήσεις για τα οδοντικόληκτα σε -ων, -οντος
· Προσοχή στην κλητική ενικού!

8
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

3.4. Συµφωνόληκτα Ηµιφωνόληκτα


3.4.1. Ενρινόληκτα
1. -ις, -ῖνος 2. -αν, -ᾶνος 3. -ην, -ηνος 4. -ων, -ωνος
ἀκτίς ἀκτῖνες Τιτάν Τιτᾶνες ῞Ελλην ῞Ελληνες χειµών χειµῶνες
ἀκτῖνος ἀκτίνων Τιτᾶνος Τιτάνων ῞Ελληνος ῾Ελλήνων χειµῶνος χειµώνων
ἀκτῖνι ἀκτῖσι Τιτᾶνι Τιτᾶσι ῞Ελληνι ῞Ελλησι χειµῶνι χειµῶσι
ἀκτῖνα ἀκτῖνας Τιτᾶνα Τιτᾶνας ῞Ελληνα ῞Ελληνας χειµῶνα χειµῶνας
ἀκτίς ἀκτῖνες Τιτάν Τιτᾶνες ῞Ελλην ῞Ελληνες χειµών χειµῶνες
Ö Παρατηρήσεις για τα ενρινόληκτα γενικά
· Τα φωνήεντα -ι- και -α- είναι µακρά προ του -ν- της κατάληξης -νος (π.χ. ἀκτῖνος, Τιτᾶνος).
5. -ων, -ονος 6. -ην, -ενος
ἡγεµών ἡγεµόνες γείτων γείτονες ποιµήν ποιµένες
ἡγεµόνος ἡγεµόνων γείτονος γειτόνων ποιµένος ποιµένων
ἡγεµόνι ἡγεµόσι γείτονι γείτοσι ποιµένι ποιµέσι
ἡγεµόνα ἡγεµόνας γείτονα γείτονας ποιµένα ποιµένας
ἡγεµών ἡγεµόνες γεῖτον γείτονες ποιµήν ποιµένες
Ö 5. Παρατηρήσεις για τα ενρινόληκτα σε -ων, -ονος
· Τα οξύτονα σχηµατίζουν κλητική ενικού όµοια µε την ονοµαστική (ἡγεµών). Τα βαρύτονα ακολου-
θούν στην κλητική το ασθενές θέµα (γεῖτον).
3.4.2. Υγρόληκτα
1. -ηρ, -ηρος 2. -ωρ, -ωρος 3. -αρ, -αρος 4. -ήρ, -έρος
κλητήρ κλητῆρες ἰχώρ ἰχῶρες νέκταρ ἀθήρ ἀθέρες
κλητῆρος κλητήρων ἰχῶρος ἰχώρων νέκταρος ἀθέρος ἀθέρων
κλητῆρι κλητῆρσι ἰχῶρι ἰχῶρσι νέκταρι ἀθέρι ἀθέρσι
κλητῆρα κλητῆρας ἰχῶρα ἰχῶρας νέκταρ ἀθέρα ἀθέρας
κλητήρ κλητῆρες ἰχώρ ἰχῶρες νέκταρ ἀθήρ ἀθέρες
Ö Παρατηρήσεις για τα υγρόληκτα γενικά
· Τα -ρ- και -λ- παραµένουν προ πιθανού -σ- της κατάληξης.
5. -ωρ, -ορος 6. Συγκοπτόµενα
ῥήτωρ ῥήτορες πατήρ πατέρες ἀνήρ ἄνδρες Δηµήτηρ
ῥήτορος ῥητόρων πατρός πατέρων ἀνδρός ἀνδρῶν Δήµητρος
ῥήτορι ῥήτορσι πατρί πατράσι ἀνδρί ἀνδράσι Δήµητρι
ῥήτορα ῥήτορας πατέρα πατέρας ἄνδρα ἄνδρας Δήµητρα
ῥῆτορ ῥήτορες πάτερ πατέρες ἄνερ ἄνδρες Δήµητερ
Ö 5. Παρατηρήσεις για τα υγρόληκτα σε -ωρ, -ορος
· Ακολουθούν στην κλητική το ασθενές θέµα (ῥῆτορ).
Ö 6. Παρατηρήσεις για τα συγκοπτόµενα
· Το -α- που αναπτύσσεται στη δοτική πληθυντικού είναι πάντοτε βραχύ και οξύνεται.
3.4.3. Σιγµόληκτα
1. -ης και -κλῆς (κύρια) 2. -ως (θηλ.) 3. -ος, -ους (ουδ.)
Σωκράτης Σωκράται Περικλῆς Περικλεῖς αἰδώς ἔδαφος ἐδάφη
Σωκράτους Σωκρατῶν Περικλέους Περικλέων αἰδοῦς ἐδάφους ἐδαφῶν
Σωκράτει Σωκράταις Περικλεῖ ---- αἰδοῖ ἐδάφει ἐδάφεσι
Σωκράτη Σωκράτας Περικλέα Περικλεῖς αἰδῶ ἔδαφος ἐδάφη
Σώκρατες Σωκράται Περίκλεις Περικλεῖς αἰδώς ἔδαφος ἐδάφη
Ö 1. Παρατηρήσεις για τα σιγµόληκτα κύρια σε -ης και -κλῆς
· Κανονικά δε σχηµατίζουν πληθυντικό. Αν το κάνουν, ακολουθούν την α' και γ' κλίση αντίστοιχα.
9
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

4. -ας, -ατος/-ως (ουδ.)


πέρας πέρατα κρέας κρέα
πέρατος περάτων κρέως κρεῶν
πέρατι πέρασι κρέᾳ κρέασι
πέρας πέρατα κρέας κρέα
πέρας πέρατα κρέας κρέα
Ö 4. Παρατηρήσεις για τα σιγµόληκτα σε -ας, -ατος/-ως
· Κατά το κρέας σχηµατίζεται το γῆρας.
· Το κέρας ακολουθεί και τους δύο σχηµατισµούς πληθυντικού.
· Το τέρας ακολουθεί στον ενικό το πέρας και στον πληθυντικό το κρέας.

4. Ανώµαλα ουσιαστικά
4.1 Ετερόκλιτα
ἀµνός ἄρνες ῎Αρης γυνή γυναῖκες δάκρυον, δάκρυ δάκρυα
ἀµνοῦ, ἀρνός ἀρνῶν ῎Αρεως γυναικός γυναικῶν δακρύου δακρύων
ἀµνῷ, ἀρνί ἀρνάσι ῎Αρει γυναικί γυναιξί δακρύῳ δακρύοις
ἀµνόν, ἄρνα ἄρνας ῎Αρη, ῎Αρην γυναῖκα γυναῖκας δάκρυον, δάκρυ δάκρυα
ἀµνέ ἄρνες ῎Αρες γύναι γυναῖκες δάκρυον, δάκρυ δάκρυα

ὄνειρος, ὄνειρον πρεσβευτής πρέσβεις πῦρ πυρά υἱός υἱεῖς χρώς


ὀνείρου, ὀνείρατος πρεσβευτοῦ πρέσβεων πυρός πυρῶν υἱοῦ, υἱέος υἱέων χρωτός
ὀνείρατι πρεσβευτῇ πρέσβεσι πυρί πυροῖς υἱῷ, υἱεῖ υἱέσι χρωτί, χρῷ
ὄνειρον, ὄνειρον πρεσβευτήν πρέσβεις πῦρ πυρά υἱόν υἱεῖς χρῶτα
ὄνειρος, ὄνειρον πρεσβευτά πρέσβεις πῦρ πυρά υἱέ υἱεῖς χρώς
4.2 Μεταπλαστά

γόνυ γόνατα δόρυ δόρατα Ζεύς κλείς κλεῖδες κύων κύνες


γόνατος γονάτων δόρατος δοράτων Διός κλειδός κλειδῶν κυνός κυνῶν
γόνατι γόνασι δόρατι δόρασι Διί κλειδί κλεισί κυνί κυσί
γόνυ γόνατα δόρυ δόρατα Δία κλεῖδα, κλεῖν κλεῖδας, κλεῖς κύνα κύνας
γόνυ γόνατα δόρυ δόρατα Ζεῦ κλείς κλεῖδες κύον κύνες

µάρτυς µάρτυρες ναῦς νῆες οὖς ὦτα ὕδωρ ὕδατα φρέαρ φρέατα
µάρτυρος µαρτύρων νεώς νεῶν ὠτός ὤτων ὕδατος ὑδάτων φρέατος φρεάτων
µάρτυρι µάρτυσι νηΐ ναυσί ὠτί ὠσί ὕδατι ὕδασι φρέατι φρέασι
µάρτυρα µάρτυρας ναῦν ναῦς οὖς ὦτα ὕδωρ ὕδατα φρέαρ φρέατα
µάρτυς µάρτυρες ναῦ νῆες οὖς ὦτα ὕδωρ ὕδατα φρέαρ φρέατα

χείρ χεῖρες
χειρός χειρῶν
χειρί χερσί
χεῖρα χεῖρας
χείρ χεῖρες
4.3 Άκλιτα: τὸ χρεὼν
4.4 Ελλειπτικά
Τα ὄφελος, ὄναρ, ὕπαρ, δέµας, σέβας και σέλας έχουν µόνο ονοµαστική, αιτιατική και κλητική ενικού.
4.5 Ετερογενή
ὁ λύχνος τὰ λύχνα τὸ στάδιον τὰ στάδια, οἱ στάδιοι
10
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ὁ σῖτος τὰ σῖτα ὁ ζυγός, τὸ ζυγόν τὰ ζυγά


ὁ δεσµός οἱ δεσµοί, τὰ δεσµά ὁ νῶτος, τὸ νῶτον τὰ νῶτα
ὁ σταθµός οἱ σταθµοί, τὰ σταθµά

4.6 Στερούµενα πληθυντικού


Δεν παρουσιάζουν πληθυντικό ουσιαστικά:
· αφηρηµένα, όπως ἀγάπη, αἰδώς, δικαιοσύνη, εὐσέβεια, πενία, φιλοσοφία, χρηστότης κ.ά.π.
· που δηλώνουν φυσικό σώµα ή φαινόµενο και κατάσταση, όπως γῆ, οὐρανός, ἀήρ, αἰθήρ, ἔαρ, βορέ-
ας/βορρᾶς, ἠώς, ἠχώ, γῆρας, νεότης, δίψα, πεῖνα κ.ά.π.
· που κατονοµάζουν µέταλλα, όπως ἄργυρος, σίδηρος κ.ά.π.
· τα κύρια ονόµατα µε λίγες εξαιρέσεις.
· διάφορα ανένταχτα, όπως κνέφας, ἔλαιον, µέλι, νέκταρ κ.ά.

5. Ο Δυϊκός Αριθµός
Ö Πρόκειται για ξεχωριστό αριθµό, που παλαιότερα δήλωνε σχέσεις ζεύγους. Έχει όµοιες µεταξύ τους
αφενός την ονοµαστική και την αιτιατική, αφετέρου τη γενική και τη δοτική.
ΑΡΘΡΟ Α' ΚΛΙΣΗ Β' ΚΛΙΣΗ ΑΤΤΙΚΟΚΛΙΤΑ Γ' ΚΛΙΣΗ
Ονοµ. - Αιτιατ. τὼ -α -ω -ω -ε ή -ει*
Γεν. - Δοτ. τοῖν -αιν -οιν -ῳν -οιν
*: Όταν το θέµα του ουσιαστικού λήγει σε ε-

11
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ

1. B΄ Κλίση Επιθέτωv
1.1. Ασυναίρετα
· Περιλαµβάνουν επίθετα που κλίνουν τουλάχιστον το αρσενικό και το ουδέτερο γένος τους κατά
τη Β' κλίση ουσιαστικών.
· Πιθανές µορφές: -ος, -η, -ον π.χ. καλός, καλή, καλόν
-ος, -α, -ον π.χ. βέβαιος, βεβαία, βέβαιον
-ος, -ος, -ον π.χ. ἄσπονδος, ἄσπονδος, ἄσπονδον
1.1.1. Υποδείγµατα κλίσης
1.1.1.1. -ος, -η, -ον
Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
σοφός σοφή σοφόν σοφοί σοφαί σοφά
σοφοῦ σοφῆς σοφοῦ σοφῶν σοφῶν σοφῶν
σοφῷ σοφῇ σοφῷ σοφοῖς σοφαῖς σοφοῖς
σοφόν σοφήν σοφόν σοφούς σοφάς σοφά
σοφέ σοφή σοφόν σοφοί σοφαί σοφά
1.1.1.2. -ος, -α, -ον
Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
δίκαιος δικαία δίκαιον δίκαιοι δίκαιαι δίκαια
δικαίου δικαίας δικαίου δικαίων δικαίων δικαίων
δικαίῳ δικαίᾳ δικαίῳ δικαίοις δικαίαις δικαίοις
δίκαιον δικαίαν δίκαιον δικαίους δικαίας δίκαια
δίκαιε δικαία δίκαιον δίκαιοι δίκαιαι δίκαια
1.1.2. Παρατηρήσεις για τον τονισµό
· Γενικά ακολουθείται ο τονισµός των αντίστοιχων Ουσιαστικών. Όµως η Γενική, Δοτική και Αιτια-
τική Πληθυντικού τονίζονται και στα τρία γένη, όπου ακριβώς και οι αντίστοιχες πτώσεις του αρ-
σενικού.
1.1.3. Παρατηρήσεις για τις καταλήξεις
· Θηλυκό σε -η σχηµατίζουν όσα δευτερόκλιτα επίθετα έχουν σύµφωνο πλην του -ῥ- πριν από το -ος
στην ονοµαστική ενικού του αρσενικού.
· Θηλυκό σε -α σχηµατίζουν όσα δευτερόκλιτα επίθετα έχουν φωνήεν ή -ῥ- πριν από το -ος στην ο-
νοµαστική ενικού του αρσενικού.
· Θηλυκό πανοµοιότυπο µε το Αρσενικό σχηµατίζουν:
i) τα σύνθετα επίθετα,
ii) τα αἴθριος, αἰφνίδιος, βάναυσος, βάρβαρος, βέβηλος, γαµήλιος, δόκιµος, ἕωλος, ἥµερος, ἥρεµος, ἥ-
συχος, κίβδηλος, λάβρος, λάλος, τιθασός,
iii) µερικά ουσιαστικοποιηµένα, όπως: ἀγωγός, βοηθός, τιµωρός, τύραννος.

12
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

1.2. Συνηρηµένα
· Πιθανές µορφές: -οῦς, -ῆ, -οῦν π.χ. χρυσοῦς, χρυσῆ, χρυσοῦν
-ους, -ους, -ουν π.χ. εὔνους, εὔνους, εὔνουν
1.2.1. Υποδείγµατα κλίσης
1.2.1.1. -οῦς, -ῆ, -οῦν
Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
χρυσοῦς χρυσῆ χρυσοῦν χρυσοῖ χρυσαῖ χρυσᾶ
χρυσοῦ χρυσῆς χρυσοῦ χρυσῶν χρυσῶν χρυσῶν
χρυσῷ χρυσῇ χρυσῷ χρυσοῖς χρυσαῖς χρυσοῖς
χρυσοῦν χρυσῆν χρυσοῦν χρυσοῦς χρυσᾶς χρυσᾶ
--- --- --- --- --- ---
1.2.1.2. -ους, -ους, -ουν
Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός
Αρσενικό Αρσενικό
Ουδέτερο Ουδέτερο
Θηλυκό Θηλυκό
εὔνους εὔνουν εὖνοι εὔνοα
εὔνου εὔνου εὔνων εὔνων
εὔνῳ εὔνῳ εὔνοις εὔνοις
εὔνουν εὔνουν εὔνους εὔνοα
--- --- --- ---
1.2.2. Γενική Παρατήρηση
· Δε σχηµατίζουν Κλητική!
1.2.3. Παρατηρήσεις για τον τονισµό
· Τα τρικατάληκτα τονίζονται πάντοτε στη λήγουσα και περισπώνται.
· Τα δικατάληκτα τονίζονται πάντοτε στην παραλήγουσα και περισπάται µόνο η ονοµαστική πλη-
θυντικού αρσενικού και θηλυκού (κατ΄ εξαίρεση).
1.2.4. Παρατηρήσεις για τις καταλήξεις
· Γενικά ακολουθούν στην κλίση τους τα συνηρηµένα ουσιαστικά των κλίσεων από τις οποίες προ-
έρχονται.
· Τρικατάληκτα είναι όσα τονίζονται στη λήγουσα, ενώ δικατάληκτα τα βαρύτονα.
· Προσοχή στην κατάληξη ονοµαστικής και αιτιατικής πληθυντικού του ουδετέρου!
1.3. Αττικόκλιτα
· Περιλαµβάνουν επίθετα µε αρσενικό και θηλυκό σε -ως και ουδέτερο σε -ων.
1.3.1. Υποδείγµατα κλίσης
Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός
Αρσενικό Αρσενικό
Ουδέτερο Ουδέτερο
Θηλυκό Θηλυκό
ἵλεως ἵλεων ἵλεῳ ἵλεα
ἵλεω ἵλεω ἵλεων ἵλεων
ἵλεῳ ἵλεῳ ἵλεῳς ἵλεῳς
ἵλεων ἵλεων ἵλεως ἵλεα
ἵλεως ἵλεων ἵλεῳ ἵλεα
1.3.2. Παρατηρήσεις για τον τονισµό
· Τα αττικόκλιτα δευτερόκλιτα διατηρούν τον τόνο στην ίδια συλλαβή καθ΄ όλη την κλίση τους και
13
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

παίρνουν παντού οξεία.

1.3.3. Παρατηρήσεις για τις καταλήξεις


· Είναι όλα δικατάληκτα πλην του πλέως, πλέα, πλέων που κλίνει το Θηλυκό του κατά την Α' κλίση
ουσιαστικών. Και αυτό όµως, όταν είναι σύνθετο, γίνεται δικατάληκτο.
· Στην κλίση τους ακολουθούν τα αντίστοιχα ουσιαστικά, εκτός από τις τρεις όµοιες πτώσεις του
ουδετέρου.

2. Γ΄ Κλίση Επιθέτωv
2.1. Γενικά Χαρακτηριστικά
· Περιλαµβάνει επίθετα που κλίνουν τουλάχιστον το αρσενικό και το ουδέτερο γένος κατά τη γ'
κλίση ουσιαστικών.
· Το -α του θηλυκού στα τρικατάληκτα όλων των κατηγοριών της γ' κλίσης είναι παντού βραχύ
(πλην της καταλήξεως -ας) σε αντίθεση µε τα δευτερόκλιτα επίθετα όπου είναι µακρό (ὁ δίκαιος
αλλά ἡ δικαία).
· Η γενική ενικού σχηµατίζεται ΠΑΝΤΟΥ µε την κατάληξη –ος σε αντίθεση µε τα διπλόθεµα
ουσιαστικά γ’ κλίσης σε –ις, –έως και –εύς, –έως (π.χ. πόλεως, βασιλέως) και κατά αναλογία προς
όλα τα υπόλοιπα ουσιαστικά της γ’ κλίσης (ἰχθύος, ἥρωος, φύλακος, γέροντος κ. ά.).
· Στα τρικατάληκτα η γενική πληθυντικού του πρωτόκλιτου θηλυκού (αν είναι πρωτόκλιτο)
τονίζεται στη λήγουσα και περισπάται.
2.2. Υποδείγµατα κλίσης
2.2.1. Φωνηεντόληκτα
2.2.1.1. -υς, -εια, -υ
Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
βαθύς βαθεῖα βαθύ βαθεῖς βαθεῖαι βαθέα
βαθέος βαθείας βαθέος βαθέων βαθειῶν βαθέων
βαθεῖ βαθείᾳ βαθεῖ βαθέσι βαθείαις βαθέσι
βαθύν βαθεῖαν βαθύ βαθεῖς βαθείας βαθέα
βαθύ βαθεῖα βαθύ βαθεῖς βαθεῖαι βαθέα
Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
ἥµισυς ἡµίσεια ἥµισυ ἡµίσεις ἡµίσειαι ἡµίσεα, ἡµίση
ἡµίσεος ἡµισείας ἡµίσεος ἡµισέων ἡµισειῶν ἡµισέων
ἡµίσει ἡµισείᾳ ἡµίσει ἡµίσεσι ἡµισείαις ἡµίσεσι
ἥµισυν ἡµίσειαν ἥµισυ ἡµίσεις ἡµισείας ἡµίσεα, ἡµίση
ἥµισυ ἡµίσεια ἥµισυ ἡµίσεις ἡµίσειαι ἡµίσεα, ἡµίση
2.2.1.1.1. Παρατηρήσεις για τον τονισµό
· Tα περισσότερα είναι οξύτονα. Βαρύτονα είναι µόνο τα θῆλυς και ἥµισυς.
· Οι περισπωµένες οφείλονται σε συναιρέσεις.
· Τα προπαροξύτονα κινούν τον τόνο τους ανάλογα µε την ποσότητα της λήγουσας.
· Το -α των θηλυκών είναι βραχύ (πλην βεβαίως -ας, -ᾳ) σε αντίθεση µε τα δευτερόκλιτα επίθετα
όπου είναι µακρό (ὁ δίκαιος αλλά ἡ δικαία)
2.2.1.1.2. Παρατηρήσεις για τις καταλήξεις
· Το θηλυκό γένος ακολουθεί τα γνωστά από την Α΄ κλίση ουσιαστικών.
· Πολύ συχνά τα υπερδισύλλαβα συναιρούν την κατάληξη -εα του ουδετέρου σε -η.
2.2.1.2. -υς, -υς, -υ (σύνθετα των ἰχθύς, βότρυς, δάκρυ, ὀφρύς)

14
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός


Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
εὔβοτρυς εὔβοτρυ εὐβότρυες εὐβότρυα
εὐβότρυος εὐβότρυος εὐβοτρύων εὐβοτρύων
εὐβότρυϊ εὐβότρυϊ εὐβότρυσι εὐβότρυσι
εὔβοτρυν εὔβοτρυ εὐβότρυς εὐβότρυα
εὔβοτρυ εὔβοτρυ εὐβότρυες εὐβότρυα

2.2.1.3. -υς, -υς, -- (σύνθετα των πῆχυς, πέλεκυς)


Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός
Αρσενικό Θηλυκό Αρσενικό Θηλυκό
δίπηχυς διπήχεις
διπήχεος διπηχέων
διπήχει διπήχεσι
δίπηχυν διπήχεις
δίπηχυ διπήχεις
2.2.2. Συµφωνόληκτα
2.2.2.1. Αφωνόληκτα
Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
πᾶς πᾶσα πᾶν πάντες πᾶσαι πάντα
παντός πάσης παντός πάντων πασῶν πάντων
παντί πάσῃ παντί πᾶσι πάσαις πᾶσι
πάντα πᾶσαν πᾶν πάντας πάσας πάντα
πᾶς πᾶσα πᾶν πάντες πᾶσαι πάντα

Ενικός Αριθµός Πληθυντικός Αριθµός


Αρσενικό Θηλυκό ουδέτερο αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ἃπας ἃπασα ἃπαν ἃπαντες ἃπασαι ἃπαντα
ἃπαντος ἁπάσης ἃπαντος ἁπάντων ἁπασῶν ἁπάντων
ἃπαντι ἁπάσῃ ἃπαντι ἃπασι ἁπάσαις ἃπασι
ἃπαντα ἃπασαν ἃπαν ἃπαντας ἁπάσας ἃπαντα
ἃπας ἃπασα ἃπαν ἃπαντες ἃπασαι ἃπαντα
2.2.2.1.1. Παρατήρηση
· Από το αρσενικό και το ουδέτερο του πᾶς, πᾶσα, πᾶν περισπώνται οι τύποι που δε διαθέτουν -ντ- ή -
τ-. Το θηλυκό ακολουθεί την Α΄ κλίση.
Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
χαρίεις χαρίεσσα χαρίεν χαρίεντες χαρίεσσαι χαρίεντα
χαρίεντος χαριέσσης χαρίεντος χαριέντων χαριεσσῶν χαριέντων
χαρίεντι χαριέσσῃ χαρίεντι χαρίεσι χαριέσσαις χαρίεσι
χαρίεντα χαρίεσσαν χαρίεν χαρίεντας χαριέσσας χαρίεντα
χαρίεν χαρίεσσα χαρίεν χαρίεντες χαρίεσσαι χαρίεντα
Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
ἄκων ἄκουσα ἆκον ἄκοντες ἄκουσαι ἄκοντα
15
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ἄκοντος ἀκούσης ἄκοντος ἀκόντων ἀκουσῶν ἀκόντων


ἄκοντι ἀκούσῃ ἄκοντι ἄκουσι ἀκούσαις ἄκουσι
ἄκοντα ἄκουσαν ἆκον ἄκοντας ἀκούσας ἄκοντα
ἆκον ἄκουσα ἆκον ἄκοντες ἄκουσαι ἄκοντα
Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
ἑκών ἑκοῦσα ἑκόν ἑκόντες ἑκοῦσαι ἑκόντα
ἑκόντος ἑκούσης ἑκόντος ἑκόντων ἑκουσῶν ἑκόντων
ἑκόντι ἑκούσῃ ἑκόντι ἑκοῦσι ἑκούσαις ἑκοῦσι
ἑκόντα ἑκοῦσαν ἑκόν ἑκόντας ἑκούσας ἑκόντα
ἑκών ἑκοῦσα ἑκόν ἑκόντες ἑκοῦσαι ἑκόντα
Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
εὔελπις εὔελπι εὐέλπιδες εὐέλπιδα
εὐέλπιδος εὐέλπιδος εὐελπίδων εὐελπίδων
εὐέλπιδι εὐέλπιδι εὐέλπισι εὐέλπισι
εὔελπιν εὔελπι εὐέλπιδας εὐέλπιδα
εὔελπι(ς) εὔελπι εὐέλπιδες εὐέλπιδα

Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός


Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
εὔχαρις εὔχαρι εὐχάριτες εὐχάριτα
εὐχάριτος εὐχάριτος εὐχαρίτων εὐχαρίτων
εὐχάριτι εὐχάριτι εὐχάρισι εὐχάρισι
εὔχαριν εὔχαρι εὐχάριτας εὐχάριτα
εὔχαρι εὔχαρι εὐχάριτες εὐχάριτα
Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
δίπους δίπουν δίποδες δίποδα
δίποδος δίποδος διπόδων διπόδων
δίποδι δίποδι δίποσι δίποσι
δίποδα, δίπουν δίπουν δίποδας δίποδα
δίπους δίπουν δίποδες δίποδα
Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
µονόδους µονόδουν µονόδοντες µονόδοντα
µονόδοντος µονόδοντος µονοδόντων µονοδόντων
µονόδοντι µονόδοντι µονόδουσι µονόδουσι
µονόδοντα, µονόδουν µονόδουν µονόδοντας µονόδοντα
µονόδους µονόδουν µονόδοντες µονόδοντα
Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός
αριθµός αριθµός αριθµός αριθµός
Αρσενικό Θηλυκό Αρσενικό Θηλυκό Αρσενικό Θηλυκό Αρσενικό Θηλυκό
βλάξ βλάκες κόλαξ κόλακες
βλακός βλακῶν κόλακος κολάκων
βλακί βλαξί κόλακι κόλαξι

16
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

βλάκα βλάκας κόλακα κόλακας


βλάξ βλάκες κόλαξ κόλακες
Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός
αριθµός αριθµός αριθµός αριθµός
Αρσενικό Θηλυκό Αρσενικό Θηλυκό Αρσενικό Θηλυκό Αρσενικό Θηλυκό
ἅρπαξ ἅρπαγες λογάς λογάδες
ἅρπαγος ἁρπάγων λογάδος λογάδων
ἅρπαγι ἅρπαξι λογάδι λογάσι
ἅρπαγα ἅρπαγας λογάδα λογάδας
ἅρπαξ ἅρπαγες λογάς λογάδες
Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός
αριθµός αριθµός αριθµός αριθµός
Αρσενικό Θηλυκό Αρσενικό Θηλυκό Αρσενικό Θηλυκό Αρσενικό Θηλυκό
πένης πένητες ἀγνώς ἀγνῶτες
πένητος πενήτων ἀγνῶτος ἀγνώτων
πένητι πένησι ἀγνῶτι ἀγνῶσι
πένητα πένητας ἀγνῶτα ἀγνῶτας
πένης πένητες ἀγνώς ἀγνῶτες

Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός


αριθµός αριθµός αριθµός αριθµός
Αρσενικό Θηλυκό Αρσενικό Θηλυκό Αρσενικό Θηλυκό Αρσενικό Θηλυκό
ἡµιθνής ἡµιθνῆτες φυγάς φυγάδες
ἡµιθνῆτος ἡµιθνήτων φυγάδος φυγάδων
ἡµιθνῆτι ἡµιθνῆσι φυγάδι φυγάσι
ἡµιθνῆτα ἡµιθνῆτας φυγάδα φυγάδας
ἡµιθνής ἡµιθνῆτες φυγάς φυγάδες
Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός
αριθµός αριθµός αριθµός αριθµός
Αρσ. Θηλ. Αρσ. Θηλ. Αρσενικό Θηλυκό Αρσενικό Θηλυκό
ἄπαις ἄπαιδες φιλόγελως φιλογέλωτες, φιλόγελῳ
ἄπαιδος ἀπαίδων φιλογέλωτος, φιλόγελω φιλογελώτων, φιλόγελων
ἄπαιδι ἄπαισι φιλογέλωτι, φιλόγελῳ φιλογέλωσι, φιλόγελῳς
ἄπαιδα ἄπαιδας φιλογέλωτα, φιλόγελων φιλογέλωτας, φιλόγελως
ἄπαις ἄπαιδες φιλόγελως, φιλόγελω φιλογέλωτες, φιλόγελῳ
2.2.2.2. Ηµιφωνόληκτα
Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
µέλας µέλαινα µέλαν µέλανες µέλαιναι µέλανα
µέλανος µελαίνης µέλανος µελάνων µελαινῶν µελάνων
µέλανι µελαίνῃ µέλανι µέλασι µελαίναις µέλασι
µέλανα µέλαιναν µέλαν µέλανας µελαίνας µέλανα
µέλαν µέλαινα µέλαν µέλανες µέλαιναι µέλανα
Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
εὐδαίµων εὔδαιµον εὐδαίµονες εὐδαίµονα
εὐδαίµονος εὐδαίµονος εὐδαιµόνων εὐδαιµόνων
17
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

εὐδαίµονι εὐδαίµονι εὐδαίµοσι εὐδαίµοσι


εὐδαίµονα εὔδαιµον εὐδαίµονας εὐδαίµονα
εὔδαιµον εὔδαιµον εὐδαίµονες εὐδαίµονα
2.2.2.2.1. Παρατήρηση
· Τα σύνθετα επίθετα αυτής της κατηγορίας ανεβάζουν τον τόνο, όπου το επιτρέπει η λήγουσα, όχι
όµως πάνω από τη λήγουσα του α΄ συνθετικού. Επίσης, το ἀµνήµων σχηµατίζει τύπο ἀµνῆµον.
Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
ἄρρην ἄρρεν ἄρρενες ἄρρενα
ἄρρενος ἄρρενος ἀρρένων ἀρρένων
ἄρρενι ἄρρενι ἄρρεσι ἄρρεσι
ἄρρενα ἄρρεν ἄρρενας ἄρρενα
ἄρρεν ἄρρεν ἄρρενες ἄρρενα
Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
ἀπάτωρ ἀπάτορ ἀπάτορες ἀπάτορα
ἀπάτορος ἀπάτορος ἀπατόρων ἀπατόρων
ἀπάτορι ἀπάτορι ἀπάτορσι ἀπάτορσι
ἀπάτορα ἀπάτορ ἀπάτορας ἀπάτορα
ἀπάτορ ἀπάτορ ἀπάτορες ἀπάτορα
Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός
αριθµός αριθµός αριθµός αριθµός
Αρσενικό Αρσενικό Αρσενικό Αρσενικό
Ουδέτερο Ουδέτερο Ουδέτερο Ουδέτερο
Θηλυκό Θηλυκό Θηλυκό Θηλυκό
ἀληθής ἀληθές ἀληθεῖς ἀληθῆ συνήθης σύνηθες συνήθεις συνήθη
ἀληθοῦς ἀληθοῦς ἀληθῶν ἀληθῶν συνήθους συνήθους συνήθων συνήθων
ἀληθεῖ ἀληθεῖ ἀληθέσι ἀληθέσι συνήθει συνήθει συνήθεσι συνήθεσι
ἀληθῆ ἀληθές ἀληθεῖς ἀληθῆ συνήθη σύνηθες συνήθεις συνήθη
ἀληθές ἀληθές ἀληθεῖς ἀληθῆ σύνηθες σύνηθες συνήθεις συνήθη
2.2.2.2.2. Παρατήρηση
· Τα υπερδισύλλαβα σύνθετα επίθετα αυτής της κατηγορίας ανεβάζουν τον τόνο, όπου το επιτρέπει
η λήγουσα. Εξαιρούνται τα -ώλης, -ώδης, -ήρης, που διατηρούν τον τόνο στην ίδια θέση πάντοτε
(π.χ. εὐώδης, εὐώδης, εὐῶδες). Επίσης τονίζονται στη γεν. πληθ. στην παραλήγουσα.
Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός
αριθµός αριθµός αριθµός αριθµός
Αρσενικό Αρσενικό Αρσενικό Αρσενικό
Θηλυκό Θηλυκό Θηλυκό Θηλυκό
µάκαρ µάκαρες ἄχειρ ἄχειρες
µάκαρος µακάρων ἄχειρος ἀχείρων
µάκαρι µάκαρσι ἄχειρι ἄχειρσι
µάκαρα µάκαρας ἄχειρα ἄχειρας
µάκαρ µάκαρες ἄχειρ ἄχειρες
2.3. Ανώµαλα Επίθετα
Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
πολύς πολλή πολύ πολλοί πολλαί πολλά
πολλοῦ πολλῆς πολλοῦ πολλῶν πολλῶν πολλῶν
18
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

πολλῷ πολλῇ πολλῷ πολλοῖς πολλαῖς πολλοῖς


πολύν πολλήν πολύ πολλούς πολλάς πολλά
πολύ πολλή πολύ πολλοί πολλαί πολλά
Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
µέγας µεγάλη µέγα µεγάλοι µεγάλαι µεγάλα
µεγάλου µεγάλης µεγάλου µεγάλων µεγάλων µεγάλων
µεγάλῳ µεγάλῃ µεγάλῳ µεγάλοις µεγάλαις µεγάλοις
µέγαν µεγάλην µέγα µεγάλους µεγάλας µεγάλα
µέγα µεγάλη µέγα µεγάλοι µεγάλαι µεγάλα
Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
πρᾶος πραεῖα πρᾶον πρᾶοι πραεῖαι πραέα
πράου πραείας πράου πραέων πραειῶν πραέων
πράῳ πραείᾳ πράῳ πραέσι πραείαις πραέσι
πρᾶον πραεῖαν πρᾶον πράους πραείας πραέα
πρᾶε πραεῖα πρᾶον πρᾶοι πραεῖαι πραέα

19
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

3. Παραθετικά Επιθέτων
Οι βαθµοί των επιθέτων και των επιρρηµάτων, όπως και στα νέα Ελληνικά, είναι τρεις: ο Θετικός, ο
Συγκριτικός και ο Υπερθετικός. Και οι τρεις σχηµατίζονται µονολεκτικά µε την προσθήκη των
κατάλληλων καταλήξεων στο θέµα του επιθέτου.
3.1. Γενικές οδηγίες σχηµατισµού
· Συγκριτικός βαθµός
Οµαλές καταλήξεις: -τερος, -τέρα, -τερον.
Ανώµαλες καταλήξεις: -ίων, -ίων, -ιον.
· Υπερθετικός βαθµός
Οµαλές καταλήξεις: -τατος, -τάτη, -τατον.
Ανώµαλες καταλήξεις: -ιστος, -ίστη, -ιστον.
3.2. Επίθετα σε -ος
Σχηµατίζουν τα παραθετικά τους µε τις οµαλές καταλήξεις, τις οποίες προσθέτουν στο θέµα τους. Η
διαδικασία αυτή επηρεάζει το -ο- της καταλήξεως. Συγκεκριµένα:
· Διατηρείται το -ο-, αν πριν από αυτό υπάρχει µακρό ή θέσει µακρό φωνήεν. Θέσει µακρό
χαρακτηρίζεται οποιοδήποτε φωνήεν, ακόµα και βραχύ, αν ακολουθείται από δύο ή περισσότερα
σύµφωνα ή από ένα διπλό (ζ, ξ, ψ).
π.χ. ξηρός > ξηρότερος > ξηρότατος
σεµνός > σεµνότερος > σεµνότατος
· Τρέπεται σε -ω-, αν πριν από αυτό υπάρχει βραχύ φωνήεν.
π.χ. σοφός > σοφώτερος > σοφώτατος
3.2.1. Τα δίχρονα στην παραλήγουσα των επιθέτων
Όπως γίνεται σαφές από τα παραπάνω, η επιλογή µεταξύ -ο- και -ω- είναι εύκολη, αν στην
παραλήγουσα του επιθέτου έχουµε ένα σαφώς µακρό, βραχύ ή θέσει µακρό φωνήεν. Αν όµως έχουµε
δίχρονο, επιβάλλεται η γνώση της ποσότητάς του στο συγκεκριµένο επίθετο. Συνεπώς είναι απαραίτητα
τα παρακάτω:
· Έχουν το δίχρονο της παραλήγουσας µακρό τα επίθετα:
α) που έχουν β΄ συνθετικό τα: λύπη, κίνδυνος, ψυχή, θυµός, τιµή και νίκη
π.χ. ἄθυµος > ἀθυµότερος > ἀθυµότατος
β) τα ἀνιαρός, ἰσχυρός, ψιλός, φλύαρος, πρᾶος και λιτός.
π.χ. ἰσχυρός > ἰσχυρότερος > ἰσχυρότατος
· Έχουν το δίχρονο της παραλήγουσας βραχύ τα επίθετα:
α) που λήγουν σε: -ιος, -ικος, -ιµος, -ινος
π.χ. δόκιµος > δοκιµώτερος > δοκιµώτατος
β) που λήγουν σε: -ακος, -αλος, -αµος, -ανος
π.χ. ἱκανός > ἱκανώτερος > ἱκανώτατος
γ) που λήγουν σε: -αρος, -υρος, -τος
π.χ. µιαρός > µιαρώτερος > µιαρώτατος
3.3. Παραθετικά σε -έστερος και -έστατος
Σχηµατίζουν τα παραθετικά τους µε αυτές τις καταλήξεις:
α) τα -ων, -ων, -ον,
π.χ. σώφρων > σωφρονέστερος > σωφρονέστατος
β) τα -ης, -ης, -ες. Εξαιρείται το ὑβριστής που σχηµατίζει παραθετικά σε -ότερος, ότατος
(ὑβριστής> ὑβριστότερος> ὑβριστότατος)
π.χ. ἀληθής > ἀληθέστερος > ἀληθέστατος
γ) τα πένης, ἄσµενος, ἐρρωµένος και ἄκρατος.
20
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

π.χ. πένης > πενέστερος > πενέστατος


3.4. Παραθετικά σε -ίστερος και -ίστατος
Σχηµατίζουν τα παραθετικά τους µε αυτές τις καταλήξεις:
α) τα ἅρπαξ, βλάξ, λάλος, λάγνος, µονοφάγος, κλέπτης και πλεονέκτης.
π.χ. ἅρπαξ > ἁρπαγίστερος > ἁρπαγίστατος
β) Το ἄχαρις
π.χ. ἄχαρις > ἀχαρίστερος > ἀχαρίστατος
3.5. Παραθετικά σε -ούστερος και -ούστατος
Σχηµατίζουν τα παραθετικά τους µε αυτές τις καταλήξεις:
α) Τα σύνθετα του νοῦς
π.χ. εὔνους > εὐνούστερος > εὐνούστατος
β) Το ἁπλοῦς
δηλαδή: ἁπλοῦς > ἁπλούστερος > ἁπλούστατος
3.6. Παραθετικά σε -αίτερος και -αίτατος
Σχηµατίζουν τα παραθετικά τους µε αυτές τις καταλήξεις τα: γεραιός, ἴσος, µέσος, ὄρθιος, ἴδιος, παλαιός,
σχολαῖος, ἥσυχος, φίλος.
π.χ. ἴσος > ἰσαίτερος > ἰσαίτατος
3.6.1. Σηµείωση: Μερικά επίθετα αυτής της κατηγορίας σχηµατίζουν και άλλα παραθετικά: ἥσυχος,
ἡσυχώτερος, ἡσυχώτατος· ἴδιος, ἰδιώτερος, ἰδιώτατος· φίλος, φίλτερος και φιλίων, φίλτατος.
3.7. Περιφραστικά Παραθετικά
Με τη βοήθεια των µᾶλλον στο Συγκριτικό και µάλιστα στον Υπερθετικό σχηµατίζουν τα παραθετικά
τους:
α) Οι µετοχές
β) Τα µονοκατάληκτα επίθετα
π.χ. εἴρων > µᾶλλον εἴρων > µάλιστα εἴρων
Πάντως, όλα τα επίθετα µπορούν να σχηµατίσουν και περιφραστικά παραθετικά.
π.χ. ἴσος > µᾶλλον ἴσος > µάλιστα ἴσος
3.8. Επίθετα µε ελλειπτικά παραθετικά
Θετικός Συγκριτικός Υπερθετικός
(ἄνω) ἀνώτερος ἀνώτατος
(κάτω) κατώτερος κατώτατος
(πρό) πρότερος πρῶτος
(ὑπέρ) ὑπέρτερος ὑπέρτατος
(ἐπικρατῶν) ἐπικρατέστερος ---
(προτιµώµενος) προτιµότερος ---
--- ὕστερος ὕστατος
--- --- ὕπατος
--- --- ἔσχατος
3.9. Επίθετα χωρίς παραθετικά
Δε σχηµατίζουν παραθετικά επίθετα που σηµαίνουν: ύλη (π.χ. ξύλινος), τόπο (π.χ. θαλάσσιος), χρόνο
(π.χ. ετήσιος), µέτρο (π.χ. πηχυαίος), συγγένεια ή καταγωγή (π.χ. πατρικός), τέλεια ή αρνητική έννοια
(π.χ. θνητός, αθάνατος).
3.10. Κλίση ανώµαλου συγκριτικού βαθµού
Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός
21
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο


βελτίων βέλτιον βελτίονες, βελτίους βελτίονα, βελτίω
βελτίονος βελτίονος βελτιόνων βελτιόνων
βελτίονι βελτίονι βελτίοσι βελτίοσι
βελτίονα, βελτίω βέλτιον βελτίονας, βελτίους βελτίονα, βελτίω
βέλτιον βέλτιον βελτίονες, βελτίους βελτίονα, βελτίω
3.11. Ανώµαλα Παραθετικά
Θετικός Συγκριτικός Υπερθετικός
αἰσχρός αἰσχίων, αἴσχιον αἴσχιστος
ἐχθρός ἐχθίων, ἔχθιον ἔχθιστος
ἐχθρότερος... ἐχθρότατος...
ἡδύς ἡδίων, ἥδιον ἥδιστος
καλός καλλίων, κάλλιον κάλλιστος
µέγας µείζων, µεῖζον µέγιστος
ῥᾴδιος ῥᾴων, ῥᾷον ῥᾷστος
ταχύς θάττων, θᾶττον τάχιστος
ἀγαθός ἀµείνων, ἄµεινον ἄριστος
βελτίων, βέλτιον βέλτιστος
κρείττων, κρεῖττον κράτιστος
λῴων, λῷον λῷστος
κακός κακίων, κάκιον κάκιστος
χείρων, χεῖρον χείριστος
µακρός ---- µήκιστος
µακρότερος... µακρότατος...
µικρός ἐλάττων, ἔλαττον ἐλάχιστος
ἥττων,ἧττον ---
µικρότερος µικρότατος...
ὀλίγος µείων, µεῖον ὀλίγιστος
πολύς πλείων, πλέον πλεῖστος

22
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

4. Σχηµατισµός και παραθετικά επιρρηµάτων


Τα επιρρήµατα σχηµατίζουν και αυτά ως επί το πλείστον παραθετικά, όλα µάλιστα και περι-φραστικά.
4.1. Σχηµατισµός
· Τα περισσότερα σχηµατίζουν το Θετικό βαθµό τους µε την προσθήκη του -ως στο θέµα τους (το
οποίο, αν τονίζεται, περισπάται).
· Ο Συγκριτικός βαθµός των επιρρηµάτων λαµβάνεται από το ουδέτερο του Συγκριτικού του
αντίστοιχου επιθέτου.
π.χ. καλός > καλῶς, καλλίων > κάλλιον
σοφός > σοφῶς, σοφώτερος > σοφώτερον
· Ο Υπερθετικός βαθµός λαµβάνεται από τον πληθυντικό του ουδετέρου του Υπερθετικού του
αντίστοιχου επιθέτου.
π.χ. καλός > καλῶς, καλλίων > κάλλιον, κάλλιστος > κάλλιστα
σοφός > σοφῶς, σοφώτερος > σοφώτερον, σοφώτατος > σοφώτατα
4.2. Ανώµαλα και ελλειπτικά παραθετικά
Θετικός Συγκριτικός Υπερθετικός
εὖ ἄµεινον ἄριστα
βέλτιον βέλτιστα
κρεῖττον κράτιστα
ὀλίγον µεῖον ὀλίγιστα
ἔλαττον ἐλάχιστα
ἧττον ἥκιστα
πολύ πλέον πλεῖστον, πλεῖστα
µάλα µᾶλλον µάλιστα
ἄνω ἀνωτέρω ἀνωτάτω
ἄπωθεν ἀπωτέρω ἀπωτάτω
ἐγγύς ἐγγυτέρω ἐγγυτάτω
ἐγγύτερον ἐγγύτατα
ἔγγιον ἔγγιστα
ἔξω ἐξωτέρω ἐξωτάτω
ἔσω, εἴσω ἐσωτέρω ἐσωτάτω
κάτω κατωτέρω κατωτάτω
πόρρω πορρωτέρω πορρωτάτω
πέρα περαιτέρω περαιτάτω
πάλαι παλαίτερον παλαίτατα
πρωί πρωιαίτερον πρωιαίτατα
πρῴ πρῳαίτερον πρῳαίτατα
ὀψέ ὀψιαίτερον ὀψιαίτατα

23
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

5. Κλίση Μετοχών
5.1. Μετοχές Ενεργητικού Ενεστώτα, Μέλλοντα, Β΄ Αορίστου και Ενεστώτα εἰµὶ
Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
ὤν οὖσα ὄν ὄντες οὖσαι ὄντα
ὄντος οὔσης ὄντος ὄντων οὐσῶν ὄντων
ὄντι οὔσῃ ὄντι οὖσι οὔσαις οὖσι
ὄντα οὖσαν ὄν ὄντας οὔσας ὄντα
ὤν οὖσα ὄν ὄντες οὖσαι ὄντα
Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
λύων λύουσα λῦον λύοντες λύουσαι λύοντα
λύοντος λυούσης λύοντος λυόντων λυουσῶν λυόντων
λύοντι λυούσῃ λύοντι λύουσι λυούσαις λύουσι
λύοντα λύουσαν λῦον λύοντας λυούσας λύοντα
λύων λύουσα λῦον λύοντες λύουσαι λύοντα
Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
λαβών λαβοῦσα λαβόν λαβόντες λαβοῦσαι λαβόντα
λαβόντος λαβούσης λαβόντος λαβόντων λαβουσῶν λαβόντων
λαβόντι λαβούσῃ λαβόντι λαβοῦσι λαβούσαις λαβοῦσι
λαβόντα λαβοῦσαν λαβόν λαβόντας λαβούσας λαβόντα
λαβών λαβοῦσα λαβόν λαβόντες λαβοῦσαι λαβόντα
5.1.1. Σηµείωση: Με τις ίδιες καταλήξεις σχηµατίζονται και οι µετοχές Ενεστώτα των συνηρηµένων
ρηµάτων. Ανάλογα όµως µε την τάξη συνηρηµένων που ανήκουν (-άω, -έω, -όω) συναιρούν το
χαρακτηριστικό τους φωνήεν µε το αρχικό φωνήεν της κατάληξής τους (π.χ. ποιῶν, ποιοῦντος,
ποιοῦντι κ.ο.κ.)

5.2. Μετοχές Ενεργητικού Αορίστου α΄, Ενεστώτα και Αορίστου ρ. εις -µι και Αορίστων κατά τα εις -
µι σε -άς, -ᾶσα, -άν
Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
λύσας λύσασα λῦσαν λύσαντες λύσασαι λύσαντα
λύσαντος λυσάσης λύσαντος λυσάντων λυσασῶν λυσάντων
λύσαντι λυσάσῃ λύσαντι λύσασι λυσάσαις λύσασι
λύσαντα λύσασαν λῦσαν λύσαντας λυσάσας λύσαντα
λύσας λύσασα λῦσαν λύσαντες λύσασαι λύσαντα
Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
δράς δρᾶσα δράν δράντες δρᾶσαι δράντα
δράντος δράσης δράντος δράντων δρασῶν δράντων
δράντι δράσῃ δράντι δρᾶσι δράσαις δρᾶσι
δράντα δρᾶσαν δράν δράντας δράσας δράντα
δράς δρᾶσα δράν δράντες δρᾶσαι δράντα

24
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός


Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
ἱστάς ἱστᾶσα ἱστάν ἱστάντες ἱστᾶσαι ἱστάντα
ἱστάντος ἱστάσης ἱστάντος ἱστάντων ἱστασῶν ἱστάντων
ἱστάντι ἱστάσῃ ἱστάντι ἱστᾶσι ἱστάσαις ἱστᾶσι
ἱστάντα ἱστᾶσαν ἱστάν ἱστάντας ἱστάσας ἱστάντα
ἱστάς ἱστᾶσα ἱστάν ἱστάντες ἱστᾶσαι ἱστάντα

5.3. Μετοχές Ενεργητικού Παρακειµένου και Παρακειµένων µε σηµασία Ενεστώτα σε -ώς, -υῖα, -ός
Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
λελυκώς λελυκυῖα λελυκός λελυκότες λελυκυῖαι λελυκότα
λελυκότος λελυκυίας λελυκότος λελυκότων λελυκυιῶν λελυκότων
λελυκότι λελυκυίᾳ λελυκότι λελυκόσι λελυκυίαις λελυκόσι
λελυκότα λελυκυῖαν λελυκός λελυκότας λελυκυίας λελυκότα
λελυκώς λελυκυῖα λελυκός λελυκότες λελυκυῖαι λελυκότα

5.4. Μετοχές Παθητικών Αορίστων, Ενεργητικού Αορίστου ρ. εις -µι και Αορίστων κατά τα εις -µι
σε -είς, -εῖσα, -έν
Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
λυθείς λυθεῖσα λυθέν λυθέντες λυθεῖσαι λυθέντα
λυθέντος λυθείσης λυθέντος λυθέντων λυθεισῶν λυθέντων
λυθέντι λυθείσῃ λυθέντι λυθεῖσι λυθείσαις λυθεῖσι
λυθέντα λυθεῖσαν λυθέν λυθέντας λυθείσας λυθέντα
λυθείς λυθεῖσα λυθέν λυθέντες λυθεῖσαι λυθέντα
5.5. Μετοχές Ενεργητικού Ενεστώτα και Αορίστου ρ. εις -µι και Αορίστων κατά τα εις -µι σε -ούς, -
οῦσα, -όν
Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
διδούς διδοῦσα διδόν διδόντες διδοῦσαι διδόντα
διδόντος διδούσης διδόντος διδόντων διδουσῶν διδόντων
διδόντι διδούσῃ διδόντι διδοῦσι διδούσαις διδοῦσι
διδόντα διδοῦσαν διδόν διδόντας διδούσας διδόντα
διδούς διδοῦσα διδόν διδόντες διδοῦσαι διδόντα

25
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

5.6. Μετοχές Ενεργητικού Ενεστώτα και Αορίστου ρ. εις -µι και Αορίστων κατά τα εις -µι σε -ύς, -
ῦσα, -ύν
Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
δεικνύς δεικνῦσα δεικνύν δεικνύντες δεικνῦσαι δεικνύντα
δεικνύντος δεικνύσης δεικνύντος δεικνύντων δεικνυσῶν δεικνύντων
δεικνύντι δεικνύσῃ δεικνύντι δεικνῦσι δεικνύσαις δεικνῦσι
δεικνύντα δεικνῦσαν δεικνύν δεικνύντας δεικνύσας δεικνύντα
δεικνύς δεικνῦσα δεικνύν δεικνύντες δεικνῦσαι δεικνύντα

5.7. Μετοχές ἑστώς, ἑστῶσα, ἑστώς και τεθνεώς, τεθνεῶσα, τεθνεώς


Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
ἑστώς ἑστῶσα ἑστώς, ἑστός ἑστῶτες ἑστῶσαι ἑστῶτα
ἑστῶτος ἑστώσης ἑστῶτος ἑστώτων ἑστωσῶν ἑστώτων
ἑστῶτι ἑστώσῃ ἑστῶτι ἑστῶσι ἑστώσαις ἑστῶσι
ἑστῶτα ἑστῶσαν ἑστώς, ἑστός ἑστῶτας ἑστώσας ἑστῶτα
ἑστώς ἑστῶσα ἑστώς, ἑστός ἑστῶτες ἑστῶσαι ἑστῶτα

ΤΑ ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΑ
1. εἷς, µία, ἕν
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
εἷς µία ἕν
ἑνός µιᾶς ἑνός
ἑνί µιᾷ ἑνί
ἕνα µίαν ἕν
--- --- ---
2. δύο
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
δύο
δυοῖν
δυοῖν
δύο
---
3. τρεῖς, τρεῖς, τρία
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
τρεῖς τρία
τριῶν τριῶν
τρισί(ν) τρισί(ν)
τρεῖς τρία
--- ---
4. τέτταρες, τέτταρες, τέτταρα
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
τέτταρες τέτταρα
τεττάρων τεττάρων
τέτταρσι τέτταρσι
τέτταρας τέτταρα
26
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

--- ---
ΟΙ ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ
1. Προσωπικές
α΄ πρόσωπο β΄ πρόσωπο γ΄ πρόσωπο
Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός
ἐγώ ἡµεῖς σύ ὑµεῖς --- (σφεῖς)
ἐµοῦ, µου ἡµῶν σοῦ, σου ὑµῶν (οὗ) (σφῶν)
ἐµοί, µοι ἡµῖν σοί, σοι ὑµῖν οἷ, οἱ σφίσι(ν)
ἐµέ, µε ἡµᾶς σέ, σε ὑµᾶς (ἕ) (σφᾶς)
--- --- --- --- --- ---
2. Κτητικές
Α. Για έναν κτήτορα
α΄ πρόσωπο
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός
ἐµὸς ἐµοὶ ἐµὴ ἐµαὶ ἐµὸν ἐµὰ
ἐµοῦ ἐµῶν ἐµῆς ἐµῶν ἐµοῦ ἐµῶν
ἐµῷ ἐµοῖς ἐµῇ ἐµαῖς ἐµῷ ἐµοῖς
ἐµὸν ἐµοὺς ἐµὴν ἐµὰς ἐµὸν ἐµὰ
-- -- -- -- -- --
β΄ πρόσωπο
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός
σὸς σοὶ σὴ σαὶ σὸν σὰ
σοῦ σῶν σῆς σῶν σοῦ σῶν
σῷ σοῖς σῇ σαῖς σῷ σοῖς
σὸν σοὺς σὴν σὰς σὸν σὰ
-- -- -- -- -- --
γ΄ πρόσωπο
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός
ἑὸς ἑοὶ ἑὴ ἑαὶ ἑὸν ἑὰ
ἑοῦ ἑῶν ἑῆς ἑῶν ἑοῦ ἑῶν
ἑῷ ἑοῖς ἑῇ ἑαῖς ἑῷ ἑοῖς
ἑὸν ἑοὺς ἑὴν ἑὰς ἑὸν ἑὰ
-- -- -- -- -- --
B. Για πολλούς κτήτορες
α΄ πρόσωπο
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός
ἡµέτερος ἡµέτεροι ἡµετέρα ἡµέτεραι ἡµέτερον ἡµέτερα
ἡµετέρου ἡµετέρων ἡµετέρας ἡµετέρων ἡµετέρου ἡµετέρων
ἡµετέρῳ ἡµετέροις ἡµετέρᾳ ἡµατέραις ἡµετέρῳ ἡµετέροις
ἡµέτερον ἡµετέρους ἡµετέραν ἡµετέρας ἡµέτερον ἡµέτερα
--- --- --- --- --- ---

27
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

β΄ πρόσωπο
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός
ὑµέτερος ὑµέτεροι ὑµετέρα ὑµέτεραι ὑµέτερον ὑµέτερα
ὑµετέρου ὑµετέρων ὑµετέρας ὑµετέρων ὑµετέρου ὑµετέρων
ὑµετέρῳ ὑµετέροις ὑµετέρᾳ ὑµατέραις ὑµετέρῳ ὑµετέροις
ὑµέτερον ὑµετέρους ὑµετέραν ὑµετέρας ὑµέτερον ὑµέτερα
--- --- --- --- --- ---
γ΄ πρόσωπο
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός
σφέτερος σφέτεροι σφετέρα σφέτεραι σφέτερον σφέτερα
σφετέρου σφετέρων σφετέρας σφετέρων σφετέρου σφετέρων
σφετέρῳ σφετέροις σφετέρᾳ σφετέραις σφετέρῳ σφετέροις
σφέτερον σφετέρους σφετέραν σφετέρας σφέτερον σφέτερα
--- --- --- --- --- ---
3. Δεικτικές
3.1. οὗτος, αὕτη, τοῦτο (= αυτός)
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός
οὗτος οὗτοι αὕτη αὗται τοῦτο ταῦτα
τούτου τούτων ταύτης τούτων τούτου τούτων
τούτῳ τούτοις ταύτῃ ταύταις τούτῳ τούτοις
τοῦτον τούτους ταύτην ταύτας τοῦτο ταῦτα
οὗτος --- αὕτη --- ---- ---
3.1.1. Σηµείωση: Η αντωνυµία αυτή είναι η µόνη που παρουσιάζει κατ’ εξαίρεση τύπους κλητικής.
3.2. ὅδε, ἥδε, τόδε (= αυτός εδώ). Κλίνουµε και τονίζουµε το άρθρο και προσθέτουµε το -δε χωρίς
συνέπειες στον τονισµό.
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός
ὅδε οἵδε ἥδε αἵδε τόδε τάδε
τοῦδε τῶνδε τῆσδε τῶνδε τοῦδε τῶνδε
τῷδε τοῖσδε τῇδε ταῖσδε τῷδε τοῖσδε
τόνδε τούσδε τήνδε τάσδε τόδε τάδε
--- --- --- --- --- ---
3.3. ἐκεῖνος, ἐκείνη, ἐκεῖνο: Κλίνεται σαν δευτερόκλιτο επίθετο, χωρίς βέβαια κλητική.
3.4. τοιοῦτος, τοιαύτη, τοιοῦτο(ν) (=τέτοιος). Το δεύτερο µέρος της αντωνυµίας ακολουθεί την κλίση του
οὗτος χωρίς το αρχικό τ-.
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός
τοιοῦτος τοιοῦτοι τοιαύτη τοιαῦται τοιοῦτο(ν) τοιαῦτα
τοιούτου τοιούτων τοιαύτης τοιούτων τοιούτου τοιούτων
τοιούτῳ τοιούτοις τοιαύτῃ τοιαύταις τοιούτῳ τοιούτοις
τοιοῦτον τοιούτους τοιαύτην τοιαύτας τοιοῦτο(ν) τοιαῦτα
--- --- --- --- ---- ---

28
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

3.5. τοσοῦτος, τοσαύτη, τοσοῦτο(ν) (=τόσος). Το δεύτερο µέρος της αντωνυµίας ακολου-θεί την κλίση
του οὗτος χωρίς το αρχικό τ-.
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός
τοσοῦτος τοσοῦτοι τοσαύτη τοσαῦται τοσοῦτο(ν) τοσαῦτα
τοσούτου τοσούτων τοσαύτης τοσούτων τοσούτου τοσούτων
τοσούτῳ τοσούτοις τοσαύτῃ τοσαύταις τοσούτῳ τοσούτοις
τοσοῦτον τοσούτους τοσαύτην τοσαύτας τοσοῦτο(ν) τοσαῦτα
--- --- --- --- ---- ---
3.6. τηλικοῦτος, τηλικαύτη, τηλικοῦτο(ν) (=τόσο µεγάλος σε µέγεθος ή ηλικία). Το δεύτε-ρο µέρος της
αντωνυµίας ακολουθεί την κλίση του οὗτος χωρίς το αρχικό τ-.
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός
τηλικοῦτος τηλικοῦτοι τηλικαύτη τηλικαῦται τηλικοῦτο(ν) τηλικαῦτα
τηλικούτου τηλικούτων τηλικαύτης τηλικούτων τηλικούτου τηλικούτων
τηλικούτῳ τηλικούτοις τηλικαύτῃ τηλικαύταις τηλικούτῳ τηλικούτοις
τηλικοῦτον τηλικούτους τηλικαύτην τηλικαύτας τηλικοῦτο(ν) τηλικαῦτα
--- --- --- --- ---- ---
3.7. τοιόσδε, τοιάδε, τοιόνδε (=τέτοιος). Το πρώτο συνθετικό της αντωνυµίας ακολουθεί την κλίση των
επιθέτων. Προσθέτουµε το -δε χωρίς συνέπειες στον τονισµό.
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός
τοιόσδε τοιοίδε τοιάδε τοιαίδε τοιόνδε τοιάδε
τοιοῦδε τοιῶνδε τοιᾶσδε τοιῶνδε τοιοῦδε τοιῶνδε
τοιῷδε τοιοῖσδε τοιᾷδε τοιαῖσδε τοιῷδε τοιοῖσδε
τοιόνδε τοιούσδε τοιάνδε τοιάσδε τοιόνδε τοιάδε
--- --- --- --- ---- ---
3.8. τοσόσδε, τοσήδε, τοσόνδε (=τόσος). Το πρώτο συνθετικό της αντωνυµίας ακολουθεί την κλίση των
επιθέτων. Προσθέτουµε το -δε χωρίς συνέπειες στον τονισµό.
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός
τοσόσδε τοσοίδε τοσήδε τοσαίδε τοσόνδε τοσάδε
τοσοῦδε τοσῶνδε τοσῆσδε τοσῶνδε τοσοῦδε τοσῶνδε
τοσῷδε τοσοῖσδε τοσῇδε τοσαῖσδε τοσῷδε τοσοῖσδε
τοσόνδε τοσούσδε τοσήνδε τοσάσδε τοσόνδε τοσάδε
--- --- --- --- ---- ---
3.9. τηλικόσδε, τηλικήδε, τηλικόνδε (=τόσο µεγάλος σε µέγεθος ή ηλικία). Το πρώτο συν-θετικό της
αντωνυµίας ακολουθεί την κλίση των επιθέτων. Προσθέτουµε το -δε χωρίς συνέπειες στον τονισµό.
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός
τηλικόσδε τηλικοίδε τηλικήδε τηλικαίδε τηλικόνδε τηλικάδε
τηλικοῦδε τηλικῶνδε τηλικῆσδε τηλικῶνδε τηλικοῦδε τηλικῶνδε
τηλικῷδε τηλικοῖσδε τηλικῇδε τηλικαῖσδε τηλικῷδε τηλικοῖσδε
τηλικόνδε τηλικούσδε τηλικήνδε τηλικάσδε τηλικόνδε τηλικάδε
--- --- --- --- ---- ---

29
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

4. Οριστική-Επαναληπτική
4.1. αὐτός, αὐτή, αὐτό: Η αντωνυµία αυτή στις ορθές πτώσεις είναι αυστηρά οριστική και µεταφράζεται:
«ο ίδιος». Στις πλάγιες πτώσεις είναι είτε οριστική είτε επαναληπτική (= αυτός). Κλίνεται σαν
δευτερόκλιτο επίθετο χωρίς βέβαια κλητική.
5. Αναφορικές
5.1. ὅς, ἥ, ὅ (= ο οποίος): Κλίνουµε και τονίζουµε το άρθρο χωρίς το αρχικό -τ (όπου υπάρ-χει). Όπου το
άρθρο δεν τονίζεται, βάζουµε οξεία. Προσοχή στην ονοµαστική ενικού του αρσενικού και στη
δασεία!
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός
ὃς οἳ ἣ αἳ ὃ ἃ
οὗ ὧν ἧς ὧν οὗ ὧν
ᾦ οἷς ᾖ αἷς ᾦ οἷς
ὃν οὓς ἣν ἃς ὃ ἃ
--- --- --- --- --- ---
5.2. ὅσπερ, ἥπερ, ὅπερ (= ο οποίος ακριβώς/βέβαια): Κλίνουµε την ὅς, ἥ, ὅ και προσθέ-τουµε το -περ χωρίς
συνέπειες στον τονισµό.
Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
ὅσπερ ἥπερ ὅπερ οἵπερ αἵπερ ἅπερ
οὗπερ ἧσπερ οὗπερ ὧνπερ ὧνπερ ὧνπερ
ᾧπερ ᾗπερ ᾧπερ οἷσπερ αἷσπερ οἷσπερ
ὅνπερ ἥνπερ ὅπερ οὕσπερ ἅσπερ ἅπερ
--- --- --- --- --- ---
5.3. ὅστις, ἥτις, ὅ,τι (= όποιος): Αποτελεί συνδυασµό της αναφορικής ὅς, ἥ, ὅ και της αόρι-στης τίς, τίς, τί.
Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
ὅστις ἥτις ὅ,τι οἵτινες αἵτινες ἅτινα, ἅττα
οὗτινος, ὅτου ἧστινος οὗτινος, ὅτου ὧντινων ὧντινων ὧντινων
ᾧτινι, ὅτῳ ᾗτινι ᾧτινι, ὅτῳ οἷστισι(ν) αἷστισι(ν) οἷστισι(ν)
ὅντινα ἥντινα ὅ,τι οὕστινας ἅστινας ἅτινα, ἅττα
--- --- --- --- --- ---
5.4. ὁπότερος, ὁποτέρα, ὁπότερον (= όποιος από τους δύο): Κλίνεται σαν δευτερόκλιτο επίθετο, χωρίς
βέβαια κλητική.
5.5. ὅσος, ὅση, ὅσον: Κλίνεται σαν δευτερόκλιτο επίθετο, χωρίς βέβαια κλητική.
5.6. ὁπόσος, ὁπόση, ὁπόσον (= όσος): Κλίνεται σαν δευτερόκλιτο επίθετο, χωρίς βέβαια κλητική.
5.7. οἷος, οἵα, οἷον (= τέτοιος που): Κλίνεται σαν δευτερόκλιτο επίθετο, χωρίς βέβαια κλητι-κή.
5.8. ὁποῖος, ὁποία, ὁποῖον (= όποιας λογής): Κλίνεται σαν δευτερόκλιτο επίθετο, χωρίς βέβαια κλητική.
5.9. ἡλίκος, ἡλίκη, ἡλίκον (= όσο µεγάλος): Κλίνεται σαν δευτερόκλιτο επίθετο, χωρίς βέ-βαια κλητική.
5.10. ὁπηλίκος, ὁπηλίκη, ὁπηλίκον (= όσο µεγάλος): Κλίνεται σαν δευτερόκλιτο επίθετο, χωρίς βέβαια
κλητική.
5.11. ὁποδαπός, ὁποδαπή, ὁποδαπόν (= από όποιον τόπο): Κλίνεται σαν δευτερόκλιτο επί-θετο, χωρίς
βέβαια κλητική.
6. Ερωτηµατικές
6.1. τίς, τίς, τί (= ποιος)

30
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός


Αρσενικό Αρσενικό
Ουδέτερο Ουδέτερο
Θηλυκό Θηλυκό
τίς τί τίνες τίνα
τίνος, τοῦ τίνος, τοῦ τίνων τίνων
τίνι, τῷ τίνι, τῷ τίσι(ν) τίσι(ν)
τίνα τί τίνας τίνα
--- --- --- ---
6.2. πότερος, ποτέρα, πότερον (= ποιος από τους δύο): Κλίνεται σαν δευτερόκλιτο επίθε-το, χωρίς βέβαια
κλητική.
6.3. πόσος, πόση, πόσον: Κλίνεται σαν δευτερόκλιτο επίθετο, χωρίς βέβαια κλητική.
6.4. ποῖος, ποία, ποῖον (= τι λογής): Κλίνεται σαν δευτερόκλιτο επίθετο, χωρίς βέβαια κλητι-κή.
6.5. πηλίκος, πηλίκη, πηλίκον (= πόσο µεγάλος σε µέγεθος ή ηλικία): Κλίνεται σαν δευτε-ρόκλιτο
επίθετο, χωρίς βέβαια κλητική.
6.6. ποδαπός, ποδαπή, ποδαπόν (=από ποιον τόπο): Κλίνεται σαν δευτερόκλιτο επίθετο, χωρίς βέβαια
κλητική.
6.7. πόστος, πόστη, πόστον (=σε ποια θέση κατάταξης): Κλίνεται σαν δευτερόκλιτο επίθε-το, χωρίς
βέβαια κλητική.
6.8. ποσταῖος, ποσταία, ποσταῖον (=σε πόσες µέρες): Κλίνεται σαν δευτερόκλιτο επίθετο, χωρίς βέβαια
κλητική.
7. Αόριστες
7.1. Κυρίως Αόριστες
7.1.1. τίς, τίς, τί (=κάποιος)
Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός
Αρσενικό Αρσενικό
Ουδέτερο Ουδέτερο
Θηλυκό Θηλυκό
τίς τί τινές τινά, ἄττα
τινός, του τινός, του τινῶν τινῶν
τινί, τῳ τινί, τῳ τισί(ν) τισί(ν)
τινά τί τινάς τινά, ἄττα
---- ---- ---- ----
7.1.2. ὁ/ἡ/τό δεῖνα
Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός
δεῖνα δεῖνες
δεῖνος δείνων
δεῖνι [δεῖσι(ν)]
δεῖνα δεῖνας
---- ----
7.1.3. ἔνιοι, ἔνιαι, ἔνια (=µερικοί): Κλίνεται σαν δευτερόκλιτο επίθετο, χωρίς βέβαια κλητική.
7.2. Αόριστες Επιµεριστικές
7.2.1. πᾶς, πᾶσα, πᾶν (= όλος, καθένας)
7.2.2. ἕκαστος, ἑκάστη, ἕκαστον (= καθένας): Κλίνεται σαν δευτερόκλιτο επίθετο, χωρίς βέβαια κλητική.
7.2.3. ἄλλος, ἄλλη, ἄλλο: Κλίνεται σαν δευτερόκλιτο επίθετο, χωρίς βέβαια κλητική.
7.2.4. οὐδείς, οὐδεµία, οὐδέν (=κανείς)
Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο Αρσενικό
31
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

οὐδείς οὐδεµία οὐδέν οὐδένες


οὐδενός οὐδεµιᾶς οὐδενός οὐδένων
οὐδενί οὐδεµιᾷ οὐδενί οὐδέσι(ν)
οὐδένα οὐδεµίαν οὐδέν οὐδένας
--- --- --- ---
7.2.5. µηδείς, µηδεµία, µηδέν (=κανείς)
7.2.6. ἀµφότεροι, ἀµφότεραι, ἀµφότερα (=και οι δύο): Κλίνεται σαν δευτερόκλιτο επίθετο, χωρίς βέβαια
κλητική.
7.2.7. ἑκάτερος, ἑκατέρα, ἑκάτερον (=καθένας από τους δύο): Κλίνεται σαν δευτερόκλιτο επίθετο, χωρίς
βέβαια κλητική.
7.2.8. ἕτερος, ἑτέρα, ἕτερον (=ο άλλος από τους δύο): Κλίνεται σαν δευτερόκλιτο επίθετο, χωρίς βέβαια
κλητική.
7.2.9. οὐδέτερος, οὐδετέρα, οὐδέτερον (=κανένας από τους δύο): Κλίνεται σαν δευτερόκλιτο επίθετο,
χωρίς βέβαια κλητική
7.2.10. µηδέτερος, µηδετέρα, µηδέτερον (=κανένας από τους δύο): Κλίνεται σαν δευτερόκλιτο επίθετο,
χωρίς βέβαια κλητική.
7.2.11. ποσός, ποσή, ποσόν (=κάµποσος): Κλίνεται σαν δευτερόκλιτο επίθετο, χωρίς βέβαια κλητική.
7.2.12. ποιός, ποιά, ποιόν (=κάποιας λογής): Κλίνεται σαν δευτερόκλιτο επίθετο, χωρίς βέβαια κλητική.
7.2.13. ἀλλοδαπός, ἀλλοδαπή, ἀλλοδαπόν (=από άλλον τόπο): Κλίνεται σαν δευτερόκλιτο επίθετο, χωρίς
βέβαια κλητική.
8. Αυτοπαθητική
α΄ πρόσωπο
Αρσενικό Θηλυκό
Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός
--- --- --- ---
ἐµαυτοῦ ἡµῶν αὐτῶν ἐµαυτῆς ἡµῶν αὐτῶν
ἐµαυτῷ ἡµῖν αὐτοῖς ἐµαυτῇ ἡµῖν αὐταῖς
ἐµαυτόν ἡµᾶς αὐτούς ἐµαυτήν ἡµᾶς αὐτάς
--- --- --- ---
β΄ πρόσωπο
Αρσενικό Θηλυκό
Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός
--- --- --- ---
σεαυτοῦ ὑµῶν αὐτῶν σεαυτῆς ὑµῶν αὐτῶν
σεαυτῷ ὑµῖν αὐτοῖς σεαυτῇ ὑµῖν αὐταῖς
σεαυτόν ὑµᾶς αὐτούς σεαυτήν ὑµᾶς αὐτάς
--- --- --- ---
γ΄ πρόσωπο
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός Ενικός Πληθυντικός
--- --- --- --- --- ---
ἑαυτοῦ ἑαυτῶν / σφῶν αὐτῶν ἑαυτῆς ἑαυτῶν / σφῶν αὐτῶν --- ---
ἑαυτῷ ἑαυτοῖς / σφίσιν αὐτοῖς ἑαυτῇ ἑαυταῖς / σφίσιν αὐταῖς --- ---
ἑαυτόν ἑαυτούς / σφᾶς αὐτούς ἑαυτήν ἑαυτάς / σφᾶς αὐτάς ἑαυτό ἑαυτά
--- --- --- --- --- ---

32
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

9. Αλληλοπαθητική
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
Πληθυντικός Πληθυντικός Πληθυντικός
--- --- ---
ἀλλήλων ἀλλήλων ἀλλήλων
ἀλλήλοις ἀλλήλαις ἀλλήλοις
ἀλλήλους ἀλλήλας ἄλληλα
--- --- ---

33
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΤΟ ΡΗΜΑ

1. Ρήµα εἰµὶ
(Αρχικοί χρόνοι: εἰµί, ἦ και ἦν, ἔσοµαι, ἐγενόµην, γέγονα, ἐγεγόνειν)
Ενεστώτας
Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέµφατο Μετοχή
εἰµί ὦ εἴην --- εἶναι ὤν,
εἶ ᾖς εἴης ἴσθι οὖσα,
ἐστί ᾖ εἴη ἔστω ὄν
ἐσµέν ὦµεν εἴηµεν, εἶµεν ---
ἐστέ ἦτε εἴητε, εἶτε ἔστε
εἰσίν ὦσι(ν) εἴησαν, εἶεν ἔστων, ἔστωσαν, ὄντων

Παρατατικός
Οριστική
ἦ, ἦν
ἦσθα
ἦν
ἦµεν
ἦτε
ἦσαν

Μέλλων
Οριστική Ευκτική Απαρέµφατο Μετοχή
ἔσοµαι ἐσοίµην ἔσεσθαι ἐσόµενος,
ἔσει, ἔσῃ ἔσοιο ἐσοµένη,
ἔσται ἔσοιτο ἐσόµενον
ἐσόµεθα ἐσοίµεθα
ἔσεσθε ἔσοισθε
ἔσονται ἔσοιντο

34
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

2. Βαρύτονα Ρήµατα
Α. Ενεργητική Φωνή
Οριστική
Ενεστώς Παρατατικός Μέλλων Αόριστος Παρακείµενος Υπερσυντέλικος
κωλύω ἐκώλυον κωλύσω ἐκώλυσα κεκώλυκα ἐκεκωλύκειν
κωλύεις ἐκώλυες κωλύσεις ἐκώλυσας κεκώλυκας ἐκεκωλύκεις
κωλύει ἐκώλυε κωλύσει ἐκώλυσε κεκώλυκε ἐκεκωλύκει
κωλύοµεν ἐκωλύοµεν κωλύσοµεν ἐκωλύσαµεν κεκωλύκαµεν ἐκεκωλύκεµεν
κωλύετε ἐκωλύετε κωλύσετε ἐκωλύσατε κεκωλύκατε ἐκεκωλύκετε
κωλύουσι(ν) ἐκώλυον κωλύσουσι(ν) ἐκώλυσαν κεκωλύκασι(ν) ἐκεκωλύκεσαν
Υποτακτική
Ενεστώς Αόριστος Παρακείµενος
κωλύω κωλύσω κεκωλυκώς, -κυῖα, -κός ὦ
κωλύῃς κωλύσῃς κεκωλυκώς, -κυῖα, -κός ᾖς
κωλύῃ κωλύσῃ κεκωλυκώς, -κυῖα, -κός ᾖ
κωλύωµεν κωλύσωµεν κεκωλυκότες, -κυῖαι, -κότα ὦµεν
κωλύητε κωλύσητε κεκωλυκότες, -κυῖαι, -κότα ἦτε
κωλύωσι(ν) κωλύσωσι(ν) κεκωλυκότες, -κυῖαι, -κότα ὦσι(ν)
Ευκτική
Ενεστώς Μέλλων Αόριστος Παρακείµενος
κωλύοιµι κωλύσοιµι κωλύσαιµι κεκωλυκώς, -κυῖα, -κός εἴην
κωλύοις κωλύσοις κωλύσαις, κωλύσειας κεκωλυκώς, -κυῖα, -κός εἴης
κωλύοι κωλύσοι κωλύσαι, κωλύσειε κεκωλυκώς, -κυῖα, -κός εἴη
κωλύοιµεν κωλύσοιµεν κωλύσαιµεν κεκωλυκότες, -κυῖαι, -κότα εἶµεν
κωλύοιτε κωλύσοιτε κωλύσαιτε κεκωλυκότες, -κυῖαι, -κότα εἶτε
κωλύοιεν κωλύσοιεν κωλύσαιεν, κωλύσειαν κεκωλυκότες, -κυῖαι, -κότα εἶεν
Προστακτική
Ενεστώς Αόριστος Παρακείµενος
--- --- ---
κώλυε κώλυσον κεκωλυκώς, -κυῖα, -κός ἴσθι
κωλυέτω κωλυσάτω κεκωλυκώς, -κυῖα, -κός ἔστω
--- --- ---
κωλύετε κωλύσατε κεκωλυκότες, -κυῖαι, -κότα ἔστε
κωλυόντων/ κωλυσάντων/ κεκωλυκότες, -κυῖαι, -κότα ἔστων
-έτωσαν -άτωσαν
Απαρέµφατο Μετοχή
Ενεστώτας: κωλύειν Ενεστώτας: κωλύων, κωλύουσα, κωλῦον
Μέλλων: κωλύσειν Μέλλων: κωλύσων, κωλύσουσα, κωλῦσον
Αόριστος: κωλῦσαι Αόριστος: κωλύσας, κωλύσασα, κωλῦσαν
Παρακείµενος: κεκωλυκέναι Παρακείµενος: κεκωλυκώς, κεκωλυκυῖα, κεκωλυκός

35
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

Β. Μέση Φωνή
Οριστική
Ενεστώς Παρατατικός Μέλλων Αόριστος Παρακείµενος Υπερσυντέλικος
κωλύοµαι ἐκωλυόµην κωλύσοµαι ἐκωλυσάµην κεκώλυµαι ἐκεκωλύµην
κωλύει (-ῃ) ἐκωλύου κωλύσει (-ῃ) ἐκωλύσω κεκώλυσαι ἐκεκώλυσο
κωλύεται ἐκωλύετο κωλύσεται ἐκωλύσατο κεκώλυται ἐκεκώλυτο
κωλυόµεθα ἐκωλυόµεθα κωλυσόµεθα ἐκωλυσάµεθα κεκωλύµεθα ἐκεκωλύµεθα
κωλύεσθε ἐκωλύεσθε κωλύσεσθε ἐκωλύσασθε κεκώλυσθε ἐκεκώλυσθε
κωλύονται ἐκωλύοντο κωλύσονται ἐκωλύσαντο κεκώλυνται ἐκεκώλυντο
Υποτακτική
Ενεστώς Αόριστος Παρακείµενος
κωλύωµαι κωλύσωµαι κεκωλυµένος, -η, -ον ὦ
κωλύῃ κωλύσῃ κεκωλυµένος, -η, -ον ᾖς
κωλύηται κωλύσηται κεκωλυµένος, -η, -ον ᾖ
κωλυώµεθα κωλυσώµεθα κεκωλυµένοι, -µέναι, -µένα ὦµεν
κωλύησθε κωλύσησθε κεκωλυµένοι, -µέναι, -µένα ἦτε
κωλύωνται κωλύσωνται κεκωλυµένοι, -µέναι, -µένα ὦσι(ν)
Ευκτική
Ενεστώς Μέλλων Αόριστος Παρακείµενος
κωλυοίµην κωλυσοίµην κωλυσαίµην κεκωλυµένος, -η, -ον εἴην
κωλύοιο κωλύσοιο κωλύσαιο κεκωλυµένος, -η, -ον εἴης
κωλύοιτο κωλύσοιτο κωλύσαιτο κεκωλυµένος, -η, -ον εἴη
κωλυοίµεθα κωλυσοίµεθα κωλυσαίµεθα κεκωλυµένοι, -µέναι, -µένα εἴηµεν/εἶµεν
κωλύοισθε κωλύσοισθε κωλύσαισθε κεκωλυµένοι, -µέναι, -µένα εἴητε/εἶτε
κωλύοιντο κωλύσοιντο κωλύσαιντο κεκωλυµένοι, -µέναι, -µένα εἴησαν/εἶεν
Προστακτική
Ενεστώς Αόριστος Παρακείµενος
--- --- ---
κωλύου κώλυσαι κεκώλυσο
κωλυέσθω κωλυσάσθω κεκωλύσθω
--- --- ---
κωλύεσθε κωλύσασθε κεκώλυσθε
κωλυέσθων/ κωλυσάσθων/ κεκωλύσθων
-έσθωσαν -άσθωσαν
Απαρέµφατο Μετοχή
Ενεστώτας: κωλύεσθαι Ενεστώτας: κωλυόµενος, κωλυοµένη, κωλυόµενον
Μέλλων: κωλύσεσθαι Μέλλων: κωλυσόµενος, κωλυσοµένη, κωλυσόµενον
Αόριστος: κωλύσασθαι Αόριστος: κωλυσάµενος, κωλυσαµένη, κωλυσάµενον
Παρακείµενος: κεκωλύσθαι Παρακείµενος: κεκωλυµένος, κεκωλυµένη, κεκωλυµένον

36
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

3. Τα Συνηρηµένα Ρήµατα
3.1. Γενικές οδηγίες σχηµατισµού
· Οι συναιρέσεις αφορούν µόνο τον Ενεστώτα και τον Παρατατικό σε όλες τις εγκλίσεις τους.
Ορισµένοι Μέλλοντες σχηµατίζονται επίσης κατά τα συνηρηµένα (σε -έω) .
· Κλίνουµε την ασυναίρετη µορφή ακολουθώντας πλήρως τα βαρύτονα ρήµατα.
· Κατόπιν συναιρούµε το θεµατικό φωνήεν µε το φωνήεν ή τη δίφθογγο που ακολουθεί αµέσως
µετά σύµφωνα µε τον παρακάτω πίνακα:
-άω, -ῶ -έω, -ῶ -όω, -ῶ
α+ε, α+η > α ε+ε > ει ο+η, ο+ω > ω
α+ει, α+ῃ > ᾳ ε+ο > ου ο+ε, ο+ο, ο+ου > ου
α+ο, α+ου, α+ω > ω ε+άλλο > το άλλο ο+ει, ο+ῃ, ο+οι > οι
α+οι > ῳ
· Προσοχή στο σχηµατισµό του απαρεµφάτου ενεργητικού ενεστώτα· σχηµατίζεται µε την
αρχαιότερη κατάληξη -εν και όχι µε την -ειν!
· Αποφασίζουµε τη θέση του τόνου ως εξής:
i) Αν στο ασυναίρετο ο τόνος βρισκόταν έξω από τα συναιρούµενα, µένει εκεί που ήταν και όποιος
ήταν (π.χ. ἐσκόπεον > ἐσκόπουν).
ii) Αν στο ασυναίρετο ο τόνος βρισκόταν πάνω σε ένα από τα συναιρούµενα, τώρα τίθεται στο
αποτέλεσµα της συναίρεσης (π.χ. σκοπέω > σκοπῶ).
· Αποφασίζουµε το είδος του τόνου ως εξής:
i) Αν η τονούµενη συναίρεση είναι λήγουσα, περισπάται.
ii) Αν η τονούµενη συναίρεση είναι προπαραλήγουσα, οξύνεται.
iii) Αν η τονούµενη συναίρεση είναι παραλήγουσα, ακολουθούµε το γνωστό κανόνα.
3.2. Συνηρηµένα ρήµατα σε –άω
3.2.1. Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική Υποτακτική Ευκτική
τιµάω > τιµῶ τιµάω > τιµῶ τιµάοιµι > τιµῷµι
τιµάεις > τιµᾷς τιµάῃς > τιµᾷς τιµάοις > τιµῷς
τιµάει > τιµᾷ τιµάῃ > τιµᾷ τιµάοι > τιµῷ
τιµάοµεν > τιµῶµεν τιµάωµεν > τιµῶµεν τιµάοιµεν > τιµῷµεν
τιµάετε > τιµᾶτε τιµάητε > τιµᾶτε τιµάοιτε > τιµῷτε
τιµάουσιν > τιµῶσιν τιµάωσιν > τιµῶσιν τιµάοιεν > τιµῷεν

Προστακτική Απαρέµφατο Μετοχή


--- τιµάεν > τιµᾶν τιµάων > τιµῶν
τίµαε > τίµα τιµάουσα > τιµῶσα
τιµαέτω > τιµάτω τιµάον > τιµῶν
---
τιµάετε > τιµᾶτε
τιµαόντων > τιµώντων
Παρατατικός
Οριστική
ἐτίµαον > ἐτίµων ἐτιµάοµεν > ἐτιµῶµεν
ἐτίµαες > ἐτίµας ἐτιµάετε > ἐτιµᾶτε
ἐτίµαε > ἐτίµα ἐτίµαον > ἐτίµων

37
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

3.2.2. Μέση Φωνή


Ενεστώτας
Οριστική Υποτακτική Ευκτική
τιµάοµαι > τιµῶµαι τιµάωµαι > τιµῶµαι τιµαοίµην > τιµῴµην
τιµάει (-ῃ) > τιµᾷ τιµάῃ > τιµᾷ τιµάοιο > τιµῷο
τιµάεται > τιµᾶται τιµάηται > τιµᾶται τιµάοιτο > τιµῷτο
τιµαόµεθα > τιµώµεθα τιµαώµεθα > τιµώµεθα τιµαοίµεθα > τιµῴµεθα
τιµάεσθε > τιµᾶσθε τιµάησθε > τιµᾶσθε τιµάοισθε > τιµῷσθε
τιµάονται > τιµῶνται τιµάωνται > τιµῶνται τιµάοιντο > τιµῷντο

Προστακτική Απαρέµφατο Μετοχή


--- τιµάεσθαι > τιµᾶσθαι τιµαόµενος > τιµώµενος
τιµάου > τιµῶ τιµαοµένη > τιµωµένη
τιµαέσθω > τιµάσθω τιµαόµενον > τιµώµενον
---
τιµάεσθε > τιµᾶσθε
τιµαέσθων > τιµάσθων
Παρατατικός
Οριστική
ἐτιµαόµην > ἐτιµώµην ἐτιµαόµεθα > ἐτιµώµεθα
ἐτιµάου > ἐτιµῶ ἐτιµάεσθε > ἐτιµᾶσθε
ἐτιµάετο > ἐτιµᾶτο ἐτιµάοντο > ἐτιµῶντο
3.3. Συνηρηµένα ρήµατα σε –έω
3.3.1. Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική Υποτακτική Ευκτική
ποιέω > ποιῶ ποιέω > ποιῶ ποιέοιµι > ποιοῖµι
ποιέεις > ποιεῖς ποιέῃς > ποιῇς ποιέοις > ποιοῖς
ποιέει > ποιεῖ ποιέῃ > ποιῇ ποιέοι > ποιοῖ
ποιέοµεν > ποιοῦµεν ποιέωµεν > ποιῶµεν ποιέοιµεν > ποιοῖµεν
ποιέετε > ποιεῖτε ποιέητε > ποιῆτε ποιέοιτε > ποιοῖτε
ποιέουσιν > ποιοῦσιν ποιέωσιν > ποιῶσιν ποιέοιεν > ποιοῖεν

Προστακτική Απαρέµφατο Μετοχή


--- ποιέεν > ποιεῖν ποιέων > ποιῶν
ποίεε > ποίει ποιέουσα > ποιοῦσα
ποιεέτω > ποιείτω ποιέον > ποιοῦν
---
ποιέετε > ποιεῖτε
ποιεόντων > ποιούντων
Παρατατικός
Οριστική
ἐποίεον > ἐποίουν ἐποιέοµεν > ἐποιοῦµεν
ἐποίεες > ἐποίεις ἐποιέετε > ἐποιεῖτε
ἐποίεε > ἐποίει ἐποίεον > ἐποίουν

38
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

3.3.2. Μέση Φωνή


Ενεστώτας
Οριστική Υποτακτική Ευκτική
ποιέοµαι > ποιοῦµαι ποιέωµαι > ποιῶµαι ποιεοίµην > ποιοίµην
ποιέει (-ῃ) > ποιεῖ, ποιῇ ποιέῃ > ποιῇ ποιέοιο > ποιοῖο
ποιέεται > ποιεῖται ποιέηται > ποιῆται ποιέοιτο > ποιοῖτο
ποιεόµεθα > ποιούµεθα ποιεώµεθα > ποιώµεθα ποιεοίµεθα > ποιοίµεθα
ποιέεσθε > ποιεῖσθε ποιέησθε > ποιῆσθε ποιέοισθε > ποιοῖσθε
ποιέονται > ποιοῦνται ποιέωνται > ποιῶνται ποιέοιντο > ποιοῖντο

Προστακτική Απαρέµφατο Μετοχή


--- ποιέεσθαι > ποιεῖσθαι ποιεόµενος > ποιούµενος
ποιέου > ποιοῦ ποιεοµένη > ποιουµένη
ποιεέσθω > ποιείσθω ποιεόµενον > ποιούµενον
---
ποιέεσθε > ποιεῖσθε
ποιεέσθων > ποιείσθων
Παρατατικός
Οριστική
ἐποιεόµην > ἐποιούµην ἐποιεόµεθα > ἐποιούµεθα
ἐποιέου > ἐποιοῦ ἐποιέεσθε > ἐποιεῖσθε
ἐποιέετο > ἐποιεῖτο ἐποιέοντο > ἐποιοῦντο
3.4. Συνηρηµένα ρήµατα σε –όω
3.4.1. Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική Υποτακτική Ευκτική
δηλόω > δηλῶ δηλόω > δηλῶ δηλόοιµι > δηλοῖµι
δηλόεις > δηλοῖς δηλόῃς > δηλοῖς δηλόοις > δηλοῖς
δηλόει > δηλοῖ δηλόῃ > δηλοῖ δηλόοι > δηλοῖ
δηλόοµεν > δηλοῦµεν δηλόωµεν > δηλῶµεν δηλόοιµεν > δηλοῖµεν
δηλόετε > δηλοῦτε δηλόητε > δηλῶτε δηλόοιτε > δηλοῖτε
δηλόουσιν > δηλοῦσιν δηλόωσιν > δηλῶσιν δηλόοιεν > δηλοῖεν

Προστακτική Απαρέµφατο Μετοχή


--- δηλόεν > δηλοῦν δηλόων > δηλῶν
δήλοε > δήλου δηλόουσα > δηλοῦσα
δηλοέτω > δηλούτω δηλόον > δηλοῦν
---
δηλόετε > δηλοῦτε
δηλοόντων > δηλούντων
Παρατατικός
Οριστική
ἐδήλοον > ἐδήλουν ἐδηλόοµεν > ἐδηλοῦµεν
ἐδήλοες > ἐδήλους ἐδηλόετε > ἐδηλοῦτε
ἐδήλοε > ἐδήλου ἐδήλοον > ἐδήλουν

39
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

3.4.2. Μέση Φωνή


Ενεστώτας
Οριστική Υποτακτική Ευκτική
δηλόοµαι > δηλοῦµαι δηλόωµαι > δηλῶµαι δηλοοίµην > δηλοίµην
δηλόει (-ῃ) > δηλοῖ δηλόῃ > δηλοῖ δηλόοιο > δηλοῖο
δηλόεται > δηλοῦται δηλόηται > δηλῶται δηλόοιτο > δηλοῖτο
δηλοόµεθα > δηλούµεθα δηλοώµεθα > δηλώµεθα δηλοοίµεθα > δηλοίµεθα
δηλόεσθε > δηλοῦσθε δηλόησθε > δηλῶσθε δηλόοισθε > δηλοῖσθε
δηλόονται > δηλοῦνται δηλόωνται > δηλῶνται δηλόοιντο > δηλοῖντο

Προστακτική Απαρέµφατο Μετοχή


--- δηλόεσθαι > δηλοῦσθαι δηλοόµενος > δηλούµενος
δηλόου > δηλοῦ δηλοοµένη > δηλουµένη
δηλοέσθω > δηλούσθω δηλοόµενον > δηλούµενον
---
δηλόεσθε > δηλοῦσθε
δηλοέσθων > δηλούσθων
Παρατατικός
Οριστική
ἐδηλοόµην > ἐδηλούµην ἐδηλοόµεθα > ἐδηλούµεθα
ἐδηλόου > ἐδηλοῦ ἐδηλόεσθε > ἐδηλοῦσθε
ἐδηλόετο > ἐδηλοῦτο ἐδηλόοντο > ἐδηλοῦντο
3.5. Παρατηρήσεις
· Τα ρήµατα ζῶ, πεινῶ, διψῶ και χρῶµαι είναι συνηρηµένα σε -ήω, -ῶ. Αυτά ακο-λουθούν τα -άω, -ῶ,
αλλά δίνουν -η και -ῃ, όπου αυτά δίνουν -α και -ᾳ αντίστοιχα (π.χ. πεινῶ, πεινῇς, πεινῇ, πεινῶµεν,
πεινῆτε, πεινῶσιν).
· Το ρήµα ῥιγῶ είναι συνηρηµένο σε -ώω, -ῶ. Ακολουθεί τα -όω, -ῶ, αλλά δίνει -ω και -ῳ, όπου αυτά
δίνουν -ου και -οι αντίστοιχα.
· Στα τρία ενικά πρόσωπα Ευκτικής Ενεστώτα Ενεργητικής Φωνής παρατηρούνται οι παράλληλες
καταλήξεις -οίην, -οίης, -οίη, που συναιρούνται κατά περίπτωση.
· Τα ασυναίρετα ρήµατα σε -έω µε µονοσύλλαβο θέµα (π.χ. πλέω, πνέω κ.λπ.) γίνονται
συνηρηµένα, όπου το -ε του θέµατος συναντά -ε ή -ει. Εξαίρεση αποτελεί το β΄ ενικό Οριστικής του
ρήµατος δέοµαι, που παραµένει δέει (π.χ. πλέω, πλεῖς, πλεῖ, πλέοµεν, πλεῖτε, πλέουσιν).
· Προκειµένου να σχηµατίσουν τους υπόλοιπους χρόνους τους (πλην Ενεστώτα και Παρατατικού),
τα συνηρηµένα τρέπουν το χαρακτήρα τους σε η (-άω,-έω) και ω (-όω) [π.χ. τιµήσω, ποιήσω,
δηλώσω]. Εξαίρεση αποτελούν τα συνηρηµένα σε -άω που έχουν ε, ι ή ρ πριν από το -άω, τα οποία
διατηρούν το α (αλλά µακρό) σε όλους τους χρόνους (π.χ. θηρῶ, ἐθήρων, θηράσω, ἐθήρασα, τεθή-
ρακα, ἐτεθηράκειν).

40
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

4. Ο σχηµατισµός των χρόνων του ρήµατος της Α.Ε.


4.1. Διάκριση των ρηµάτων βάσει του χαρακτήρα τους
Α. Φωνηεντόληκτα, π.χ. κωλύω
Β. Συνηρηµένα, π.χ. τιµῶ (τιµάω), ποιῶ (ποιέω), δηλῶ (δηλόω)
Γ. Συµφωνόληκτα
Γ.1. Αφωνόληκτα
Γ.1.1. Ουρανικόληκτα (µε χαρακτήρα κ, γ, χ, ττ, σσ), π.χ. κηρύττω
Γ.1.2. Χειλικόληκτα (µε χαρακτήρα π, β, φ, πτ), π.χ. κόπτω
Γ.1.3. Οδοντικόληκτα (µε χαρακτήρα τ, δ, θ, ζ), π.χ. κοµίζω
Γ.2. Ηµιφωνόληκτα
Γ.2.1. Υγρόληκτα (µε χαρακτήρα λ, ρ), π.χ. ἀγγέλλω
Γ.2.2. Ενρινόληκτα (µε χαρακτήρα µ, ν), π.χ. µένω
4.2. Σχηµατισµός χρόνων φωνηεντολήκτων και συνηρηµένων
ΜΕΛΛΩΝ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
-σω, -σοµαι -σα, -σάµην
Φωνηεντόληκτα
π.χ. λύσω, λύσοµαι π.χ. ἔλυσα, ἐλυσάµην
-σω, -σοµαι -σα, -σάµην
Συνηρηµένα -άω
π.χ. τιµήσω, τιµήσοµαι π.χ. ἐτίµησα, ἐτιµησάµην
-σω, -σοµαι -σα, -σάµην
Συνηρηµένα -έω
π.χ. ποιήσω, ποιήσοµαι π.χ. ἐποίησα, ἐποιησάµην
-σω, -σοµαι -σα, -σάµην
Συνηρηµένα -όω
π.χ. δηλώσω, δηλώσοµαι π.χ. ἐδήλωσα, ἐδηλωσάµην
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ
-κα, -µαι -κειν, -µην
Φωνηεντόληκτα
π.χ. λέλυκα, λέλυµαι π.χ. ἐλελύκειν, ἐλελύµην
-κα, -µαι -κειν, -µην
Συνηρηµένα -άω
π.χ. τετίµηκα, τετίµηµαι π.χ. ἐτετιµήκειν, ἐτετιµήµην
-κα, -µαι -κειν, -µην
Συνηρηµένα -έω
π.χ. πεποίηκα, πεποίηµαι π.χ. ἐπεποιήκειν, ἐπεποιήµην
-κα, -µαι -κειν, -µην
Συνηρηµένα -όω
π.χ. δεδήλωκα, δεδήλωµαι π.χ. ἐδεδηλώκειν, ἐδεδηλώµην
4.2.1. Παρατήρηση
· Όπως καθίσταται σαφές από τα παραπάνω, πριν προσθέσουν τις καταλήξεις των χρόνων, τα
συνηρηµένα ρήµατα τρέπουν το χαρακτηριστικό τους φωνήεν σε -η ή -ω, ανάλογα µε την τάξη
στην οποία ανήκουν.
4.3. Σχηµατισµός χρόνων αφωνολήκτων
ΜΕΛΛΩΝ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
-ξω, -ξοµαι -ξα, -ξάµην
Ουρανικόληκτα
π.χ. κηρύξω, κηρύξοµαι π.χ. ἐκήρυξα, ἐκηρυξάµην
-ψω, -ψοµαι -ψα, -ψάµην
Χειλικόληκτα
π.χ. κλέψω, κλέψοµαι π.χ. ἔκλεψα, ἐκλεψάµην
-σω, -σοµαι -σα, -σάµην
Οδοντικόληκτα
π.χ. πείσω, πείσοµαι π.χ. ἔπεισα, ἐπεισάµην

41
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

4.3.1. Παρατήρηση
· Τα οδοντικόληκτα σε -ίζω ακολουθούν το γενικό πρότυπο, αν είναι δισύλλαβα. Τα υπερδισύλλαβα
σχηµατίζουν συνηρηµένο µέλλοντα κατά τα -έω (π.χ. νοµίζω > νοµιῶ, νοµιοῦµαι).
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ
-χα, -γµαι -χειν, -γµην
Ουρανικόληκτα
π.χ. κεκήρυχα, κεκήρυγµαι π.χ. ἐκεκηρύχειν, ἐκεκηρύγµην
-φα, -µµαι -φειν, -µµην
Χειλικόληκτα
π.χ. κέκλοφα, κέκλεµµαι π.χ. ἐκεκλόφειν, ἐκεκλέµµην
-κα, -σµαι -κειν, -σµην
Οδοντικόληκτα
π.χ. πέπεικα, πέπεισµαι π.χ. ἐπεπείκειν, ἐπεπείσµην
4.4. Σχηµατισµός χρόνων ηµιφωνολήκτων
4.4.1. Υγρόληκτα
ΜΕΛΛΩΝ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Συνηρηµένος σε -ῶ, -οῦµαι κατά τα -έω, Άσιγµος σε -α, -άµην κατά το ἔλυσα, ἐλυσάµην, αφού
αφού προηγουµένως: προηγουµένως:
α) απλοποιηθούν τυχόν -λλ- και α) απλοποιθούν τυχόν -λλ- και
β) τραπεί το -αι- ή το -ει- του θέµα-τος σε - β) τραπεί το -ει- ή το -ε- του θέµατος σε -ει- και το -αι- ή -α-
α- και -ε- αντίστοιχα. του θέµατος σε -α- µα-κρό ή -η-
π.χ. ἀγγέλλω > ἀγγελῶ π.χ. ἀγγέλλω > ἤγγειλα
βάλλω > βαλῶ σφάλλω > ἔσφηλα

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ
-λκα, -λµαι/-ρκα, -ρµαι -λκειν, -λµην / -ρκειν, -ρµην
π.χ. ἤγγελκα, ἤγγελµαι / ἦρκα, ἦρµαι π.χ. ἠγγέλκειν, ἠγγέλµην / ἤρκειν, ἤρµην
4.4.2. Ενρινόληκτα
ΜΕΛΛΩΝ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Συνηρηµένος σε -ῶ, -οῦµαι κατά τα -έω, αφού Άσιγµος σε -α, -άµην κατά το ἔλυσα, ἐλυσάµην,
προηγουµένως τραπεί το -αι- ή το -ει- του θέµατος σε αφού προηγουµένως τραπεί το -ει- ή το -ε- του
-α- και -ε- αντίστοιχα. θέµατος σε -ει-
π.χ. µιαίνω > µιανῶ, νέµω > νεµῶ, κτείνω > κτενῶ και το -αι- ή -α- του θέµατος σε -α- µακρό ή -η-
π.χ. κτείνω > ἔκτεινα, µιαίνω > ἐµίανα, ὑφαίνω >
ὕφηνα
4.4.3. Παρατήρηση
· Συγκεκριµένα τα Υγρόληκτα και Ενρινόληκτα µε -α- ή -αι- πριν από το χαρακτήρα τους:
α) το µετατρέπουν στον Αόριστο σε -α- µακρό, αν πριν από αυτό υπάρχει στον Ενεστώτα ε, ι, ή ρ.
π.χ. ὑγιαίνω > ὑγίανα, ῥαίνω > ἔρρανα.
β) το µετατρέπουν στον Αόριστο σε -η-, αν πριν από αυτό υπάρχει στον Ενεστώτα σύµφωνο πλην
ρ. π.χ. σφάλλω > ἔσφηλα, ὑφαίνω > ὕφηνα.
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ
-κα, -σµαι/-µµαι/-µαι -κειν, -σµην/-µµην/-µην
π.χ. νενέµηκα, νενέµηµαι π.χ. ἐνενεµήκειν, ἐνενεµήµην
πέφαγκα, πέφασµαι / ὤξυµµαι ἐπεφάγκειν, ἐπεφάσµην
4.4.4. Παρατήρηση
· Καλό είναι να γνωρίζετε τους αρχικούς χρόνους των παρακάτω ρηµάτων από το Λεξικό: βάλλω,
κάµνω, κλίνω, κρίνω, πλύνω, τείνω, τέµνω.

42
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

· Σηµειώστε επίσης ότι τα Ενρινόληκτα και Υγρόληκτα µε -ε- στο θέµα τους το τρέπουν σε -α- στον
Παρακείµενο και στον Υπερσυντέλικο.

5. Κλίση Παρακειµένου και Υπερσυντελίκου Μέσης & Παθητικής Φωνής συµφωνολήκτων


ρηµάτων
· Στα ακόλουθα υποδείγµατα κλίσης παραλείπονται η Υποτακτική και η Ευκτική ως ευκόλως
εννοούµενες
5.1. Ουρανικόληκτα
Παρακείµενος Υπερσυντέλικος
Οριστική Προστακτική Απαρέµφατο Οριστική
πέπραγµαι --- πεπρᾶχθαι ἐπεπράγµην
πέπραξαι πέπραξο ἐπέπραξο
Μετοχή
πέπρακται πεπράχθω ἐπέπρακτο
πεπραγµένος,
πεπράγµεθα --- ἐπεπράγµεθα
πεπραγµένη,
πέπραχθε πέπραχθε ἐπέπραχθε
πεπραγµένον
πεπραγµένοι, -αι, -α εἰσίν πεπράχθων ή πεπραγµένοι, -αι, -α ἦσαν
πεπράχθωσαν
5.2. Χειλικόληκτα
Παρακείµενος Υπερσυντέλικος
Οριστική Προστακτική Απαρέµφατο Οριστική
γέγραµµαι --- γεγράφθαι ἐγεγράµµην
γέγραψαι γέγραψο ἐγέγραψο
Μετοχή
γέγραπται γεγράφθω ἐγέγραπτο
γεγραµµένος,
γεγράµµεθα --- ἐγεγράµµεθα
γεγραµµένη,
γέγραφθε γέγραφθε ἐγέγραφθε
γεγραµµένον
γεγραµµένοι, -αι, -α εἰσίν γεγράφθων ή γεγραµµένοι, -αι, -α ἦσαν
γεγράφθωσαν
5.3. Οδοντικόληκτα
Παρακείµενος Υπερσυντέλικος
Οριστική Προστακτική Απαρέµφατο Οριστική
πέπεισµαι --- πεπεῖσθαι ἐπεπείσµην
πέπεισαι πέπεισο ἐπέπεισο
πέπεισται πεπείσθω Μετοχή ἐπέπειστο
πεπείσµεθα --- πεπεισµένος, ἐπεπείσµεθα
πέπεισθε πέπεισθε πεπεισµένη, ἐπέπεισθε
πεπεισµένοι, -αι, -α εἰσίν πεπείσθων ή πεπεισµένον πεπεισµένοι, -αι, -α ἦσαν
πεπείσθωσαν
5.4. Υγρόληκτα Ι
Παρακείµενος Υπερσυντέλικος
Οριστική Προστακτική Απαρέµφατο Οριστική
ἤγγελµαι --- ἠγγέλθαι ἠγγέλµην
ἤγγελσαι ἤγγελσο ἤγγελσο
Μετοχή
ἤγγελται ἠγγέλθω ἤγγελτο
ἠγγελµένος,
ἠγγέλµεθα --- ἠγγέλµεθα
ἠγγελµένη,
ἤγγελθε ἤγγελθε ἤγγελθε
ἠγγελµένον
ἠγγελµένοι,-αι,-α εἰσίν ἠγγέλθων ή ἠγγελµένοι, -αι, -α ἦσαν
ἠγγέλθωσαν
43
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

5.5. Υγρόληκτα ΙΙ
Παρακείµενος Υπερσυντέλικος
Οριστική Προστακτική Απαρέµφατο Οριστική
ἦρµαι --- ἦρθαι ἤρµην
ἦρσαι ἦρσο ἦρσο
Μετοχή
ἦρται ἤρθω ἦρτο
ἠρµένος,
ἤρµεθα --- ἤρµεθα
ἠρµένη,
ἦρθε ἦρθε ἦρθε
ἠρµένον
ἠρµένοι,-αι,-α εἰσίν ἤρθων ή ἠρµένοι, -αι, -α ἦσαν
ἤρθωσαν
5.6. Ενρινόληκτα Ι
Παρακείµενος Υπερσυντέλικος
Οριστική Προστακτική Απαρέµφατο Οριστική
πέφασµαι --- πεφάνθαι ἐπεφάσµην
πέφανσαι πέφανσο Μετοχή ἐπέφανσο
πέφανται πεφάνθω ἐπέφαντο
πεφασµένος,
πεφάσµεθα --- ἐπεφάσµεθα
πεφασµένη,
πέφανθε πέφανθε ἐπέφανθε
πεφασµένον
πεφασµένοι,-αι,-α εἰσίν πεφάνθων ή πεφασµένοι, -αι, -α ἦσαν
πεφάνθωσαν
5.7. Ενρινόληκτα ΙΙ
Παρακείµενος Υπερσυντέλικος
Οριστική Προστακτική Απαρέµφατο Οριστική
ὤξυµµαι --- ὠξύνθαι ὠξύµµην
ὤξυνσαι ὤξυνσο ὤξυνσο
Μετοχή
ὤξυνται ὠξύνθω ὤξυντο
ὠξυµµένος,
ὠξύµµεθα --- ὠξύµµεθα
ὠξυµµένη,
ὤξυνθε ὤξυνθε ὤξυνθε
ὠξυµµένον
ὠξυµµένοι,-αι,-α εἰσίν ὠξύνθων ή ὠξυµµένοι, -αι, -α ἦσαν
ὠξύνθωσαν

44
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

6. Η Παθητική Φωνή
· Η Παθητική Φωνή διαφοροποιείται από τη Μέση µόνο στο Μέλλοντα και στον Αόριστο.
Συναντούµε µάλιστα πρώτους και δεύτερους τύπους Παθητικής Φωνής.
6.1. Ο σχηµατισµός των πρώτων παθητικών τύπων

Παθητικός Μέλλων Α' Παθητικός Αόριστος Α'


Θέµα+θή+σοµαι Αύξηση+ Θέµα +-θην
Φωνηεντόληκτα
π.χ. λυθήσοµαι π.χ. ἐλύθην
Συνηρηµένα Θέµα +θή+σοµαι Αύξηση + Θέµα +-θην
-άω π.χ. τιµηθήσοµαι π.χ. ἐτιµήθην
Συνηρηµένα Θέµα +θή+σοµαι Αύξηση + Θέµα +-θην
-έω π.χ. ποιηθήσοµαι π.χ. ἐποιήθην
Συνηρηµένα Θέµα +θή+σοµαι Αύξηση + Θέµα +-θην
-όω π.χ. δηλωθήσοµαι π.χ. ἐδηλώθην
...-χθήσοµαι ...-χθην
Ουρανικόληκτα
π.χ. κηρυχθήσοµαι π.χ. ἐκηρύχθην
...-φθήσοµαι ...-φθην
Χειλικόληκτα
π.χ. κλεφθήσοµαι π.χ. ἐκλέφθην
...-σθήσοµαι ...-σθην
Οδοντικόληκτα
π.χ. πεισθήσοµαι π.χ. ἐπείσθην
...-νθήσοµαι ...-νθην
Ενρινόληκτατα
π.χ. µιανθήσοµαι π.χ. ἐµιάνθην
...-λθήσοµαι/...-ρθήσοµαι ...-λθην/...-ρθην
Υγρόληκτα
π.χ. ἀγγελθήσοµαι, ἀρθήσοµαι π.χ. ἠγγέλθην, ἤρθην
6.1.1. Παρατήρηση
· Όπως καθίσταται σαφές από τα παραπάνω, τα συνηρηµένα ρήµατα, πριν προσθέσουν τις
καταλήξεις των χρόνων, τρέπουν το χαρακτηριστικό τους φωνήεν σε -η ή -ω, ανάλογα µε την τάξη
στην οποία ανήκουν.
6.2. Κλίση Α΄ παθητικών χρόνων
6.2.1. Κλίση Α΄ παθητικού Μέλλοντα
· Ο Α' Παθητικός Μέλλων κλίνεται όπως ακριβώς και ο µέσος Μέλλων.
6.2.2. Κλίση Α΄ παθητικού Αορίστου
Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέµφατο
ἐλύθην λυθῶ λυθείην --- λυθῆναι
ἐλύθης λυθῇς λυθείης λύθητι Μετοχή
ἐλύθη λυθῇ λυθείη λυθήτω
λυθείς,
ἐλύθηµεν λυθῶµεν λυθείηµεν, λυθεῖµεν ---
λυθεῖσα,
ἐλύθητε λυθῆτε λυθείητε, λυθεῖτε λύθητε
λυθέν
ἐλύθησαν λυθῶσιν λυθείησαν, λυθεῖεν λυθέντων,
λυθήτωσαν
6.3. Σχηµατισµός Β΄ παθητικών χρόνων
· Πρόκειται για παθητικούς χρόνους, που τους σχηµατίζουν ορισµένα µόνο ρήµατα.
Χαρακτηριστικό τους η έλλειψη του -θ-.
6.3.1. Κλίση Β΄ παθητικού Μέλλοντα

45
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

· Ο Β' Παθητικός Μέλλων κλίνεται όπως ακριβώς και ο µέσος Μέλλων (π.χ. παγήσοµαι).

6.3.2. Κλίση Β΄ παθητικού Αορίστου


· Ο β' παθητικός Αόριστος κλίνεται κατά τον Α'. Όµως στο β' ενικό Προστακτικής έχει κατάληξη -θι
αντί για -τι (π.χ. πάγηθι).

7. Ο Β΄ Αόριστος
7.1. Γενικά
· Ορισµένα ρήµατα παρουσιάζουν Αόριστο σε -ον, -όµην, που κλίνεται σαν Παρατατικός. Αυτός
κλίνει την Οριστική του σύµφωνα µε τον Παρατατικό και τις υπόλοιπες εγκλίσεις του σαν τις
αντίστοιχες του Ενεστώτα.
7.2. Κλίση
Ενεργητική Φωνή
Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέµφατο
ἔβαλον βάλω βάλοιµι --- βαλεῖν
ἔβαλες βάλῃς βάλοις βάλε Μετοχή
ἔβαλε βάλῃ βάλοι βαλέτω
βαλών,
ἐβάλοµεν βάλωµεν βάλοιµεν ---
βαλοῦσα,
ἐβάλετε βάλητε βάλοιτε βάλετε
βαλόν
ἔβαλον βάλωσιν βάλοιεν βαλόντων
Μέση Φωνή
Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέµφατο
ἐβαλόµην βάλωµαι βαλοίµην --- βαλέσθαι
ἐβάλου βάλῃ βάλοιο βαλοῦ Μετοχή
ἐβάλετο βάληται βάλοιτο βαλέσθω
βαλόµενος,
ἐβαλόµεθα βαλώµεθα βαλοίµεθα ---
βαλοµένη,
ἐβάλεσθε βάλησθε βάλοισθε βάλεσθε
βαλόµενον
ἐβάλοντο βάλωνται βάλοιντο βαλέσθων
7.3. Παρατηρήσεις
· Με κόκκινο χρώµα οι τύποι που αποκλίνουν από τον τονισµό του Ενεστώτα.
· Οι τύποι β' ενικού Προστακτικής Ε.Φ. εἰπέ, ἐλθέ, εὑρέ, ἰδέ και λαβέ, όταν είναι α-πλοί, τονίζονται
στη λήγουσα. Εν συνθέσει ακολουθούν τους γενικούς κανόνες ανατονισµού.
· Ο Β' Αόριστος του ἔχω (ἔσχον) ακολουθεί ιδιάζουσα κλίση. Μάλιστα στην Ευκτι-κή χρησιµοποιεί
τον τύπο σχοίην, όταν είναι απλό, και -σχοιµι, όταν είναι σύνθε-το:
Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέµφατο
ἔσχον σχῶ σχοίην -σχοιµι --- σχεῖν
ἔσχες σχῇς σχοίης -σχοις σχές Μετοχή
ἔσχε σχῇ σχοίη -σχοι σχέτω
σχών,
ἔσχοµεν σχῶµεν σχοίηµεν, σχοῖµεν -σχοιµεν ---
σχοῦσα,
ἔσχετε σχῆτε σχοίητε, σχοῖτε -σχοιτε σχέτε
σχόν
ἔσχον σχῶσιν σχοίησαν, σχοῖεν -σχοιεν σχόντων,
σχέτωσαν

46
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

7.4. Συνήθεις Β΄ Αόριστοι


Β' Αόριστος
Ρήµα Β' Αόριστος Υποτακτικής
Οριστικής
ἄγω ἤγαγον ἀγάγω
ἄγοµαι ἠγαγόµην ἀγάγωµαι
αἱρῶ εἷλον ἕλω
αἱροῦµαι εἱλόµην ἕλωµαι
αἰσθάνοµαι ᾐσθόµην αἴσθωµαι
ἁµαρτάνω ἥµαρτον ἁµάρτω
ἀνέχοµαι ἠνεσχόµην ἀνάσχωµαι
ἀπεχθάνοµαι ἀπηχθόµην ἀπέχθωµαι
ἀποθνῄσκω ἀπέθανον ἀποθάνω
ἀφικνοῦµαι ἀφικόµην ἀφίκωµαι
βάλλω ἔβαλον βάλω
βάλλοµαι ἐβαλόµην βάλωµαι
γίγνοµαι, εἰµί ἐγενόµην γένωµαι
ἕποµαι ἑσπόµην σπῶµαι
ἔρχοµαι ἦλθον ἔλθω
ἐρωτῶ ἠρόµην ἔρωµαι
ἐσθίω ἔφαγον φάγω
εὑρίσκω εὗρον, ηὗρον εὕρω
εὑρίσκοµαι εὑρόµην, ηὑρόµην εὕρωµαι
ἔχω ἔσχον σχῶ
ἔχοµαι ἐσχόµην σχῶµαι
κάµνω ἔκαµον κάµω
λαγχάνω ἔλαχον λάχω
λαµβάνω ἔλαβον λάβω
λαµβάνοµαι ἐλαβόµην λάβωµαι
λανθάνω ἔλαθον λάθω
λέγω εἶπον εἴπω
λείπω ἔλιπον λίπω
λείποµαι ἐλιπόµην λίπωµαι
µανθάνω ἔµαθον µάθω
ὁρῶ εἶδον ἴδω
ὁρῶµαι εἰδόµην ἴδωµαι
ὀφλισκάνω ὦφλον ὄφλω
πάσχω ἔπαθον πάθω
πείθω ἔπιθον πίθω
πείθοµαι ἐπιθόµην πίθωµαι
πίνω ἔπιον πίω
πίπτω ἔπεσον πέσω
πυνθάνοµαι ἐπυθόµην πύθωµαι
τέµνω ἔτεµον τέµω
τέµνοµαι ἐτεµόµην τέµωµαι
τίκτω ἔτεκον τέκω
47
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

τυγχάνω ἔτυχον τύχω


ὑπισχνοῦµαι ὑπεσχόµην ὑπόσχωµαι
τρέπω ἔτραπον τράπω
τρέποµαι ἐτραπόµην τράπωµαι
τρέχω ἔδραµον δράµω
φέρω ἤνεγκον ἐνέγκω
φέροµαι ἠνεγκόµην ἐνέγκωµαι
φεύγω ἔφυγον φύγω

48
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

8. Ρήµατα εις -µι


8.1. Συµφωνόληκτα
8.1.1. Γενικά
· Στην κατηγορία αυτή ανήκουν όλα τα ρήµατα εις -µι εκτός από τα τέσσερα γνωστά
φωνηεντόληκτα. Χαρακτηριστικό τους η προσθήκη µεταξύ θέµατος και καταλήξεως του
προσφύµατος -νυ-, το οποίο µερικές φορές επηρεάζει το τελικό σύµφωνο του ρηµατικού θέµατος
(π.χ. κεράσ-νυ-µι > κεράννυµι).
· Το πρόσφυµα -νυ- είναι παντού, όπου εµφανίζεται, βραχύ. Μακρό είναι µόνο:
α. Στα τρία ενικά πρόσωπα της Οριστικής του Ενεστώτα Ενεργητικής Φωνής (δείκνυµι, δείκνυς,
δείκνυσι).
β. Στα τρία ενικά πρόσωπα της Οριστικής του Παρατατικού Ενεργητικής Φωνής (ἐδείκνυν,
ἐδείκνυς, ἐδείκνυ).
γ. Στην Υποτακτική του Ενεστώτα και των δύο Φωνών.
δ. Στο β' ενικό Προστακτικής Ενεστώτα Ενεργητικής Φωνής (δείκνυ).
ε. Μετά από αναπληρωµατική έκταση στο θηλυκό της Μετοχής Ενεργητικής Φωνής (δεικνύντσα >
δεικνῦσα).
8.1.2. Κλίση
8.1.2.1. Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέµφατο
δείκνυµι δεικνύω δεικνύοιµι ---- δεικνύναι
δείκνυς δεικνύῃς δεικνύοις δείκνυ
Μετοχή
δείκνυσι δεικνύῃ δεικνύοι δεικνύτω
δεικνύς,
δείκνυµεν δεικνύωµεν δεικνύοιµεν ----
δεικνῦσα,
δείκνυτε δεικνύητε δεικνύοιτε δείκνυτε
δεικνύν
δεικνύασιν δεικνύωσιν δεικνύοιεν δεικνύντων,
δεικνύτωσαν
Παρατατικός
Οριστική
ἐδείκνυν ἐδείκνυµεν
ἐδείκνυς ἐδείκνυτε
ἐδείκνυ ἐδείκνυσαν
8.1.2.2. Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέµφατο
δείκνυµαι δεικνύωµαι δεικνυοίµην ---- δείκνυσθαι
δείκνυσαι δεικνύῃ δεικνύοιο δείκνυσο
Μετοχή
δείκνυται δεικνύηται δεικνύοιτο δεικνύσθω
δεικνύµενος,
δεικνύµεθα δεικνυώµεθα δεικνυοίµεθα ----
δεικνυµένη,
δείκνυσθε δεικνύησθε δεικνύοισθε δείκνυσθε
δεικνύµενον
δείκνυνται δεικνύωνται δεικνύοιντο δεικνύσθων,
δεικνύσθωσαν
Παρατατικός
Οριστική
ἐδεικνύµην ἐδεικνύµεθα
ἐδείκνυσο ἐδείκνυσθε
49
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ἐδείκνυτο ἐδείκνυντο

8.2. Φωνηεντόληκτα
8.2.1. Γενικά
· Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα ρήµατα τίθηµι, ἵηµι, δίδωµι και ἵηµι.
· Χαρακτηριστικό των ρηµάτων αυτών είναι ότι διαθέτουν δύο θέµατα, το ισχυρό-µακρό και το
ασθενές-βραχύ (θη, θε / ἱη, ἱε / δω, δο / στη, στα).
8.2.2. δίδωµι
8.2.2.1. Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέµφατο
δίδωµι διδῶ διδοίην --- διδόναι
δίδως διδῷς διδοίης δίδου
Μετοχή
δίδωσι διδῷ διδοίη διδότω
διδούς,
δίδοµεν διδῶµεν διδοίηµεν, διδοῖµεν ---
διδοῦσα,
δίδοτε διδῶτε διδοίητε, διδοῖτε δίδοτε
διδόν
διδόασιν διδῶσιν διδοίησαν, διδοῖεν διδόντων, διδότωσαν
Παρατατικός
Οριστική
ἐδίδουν ἐδίδοµεν
ἐδίδους ἐδίδοτε
ἐδίδου ἐδίδοσαν
Αόριστος
Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέµφατο
ἔδωκα δῶ δοίην --- δοῦναι
ἔδωκας δῷς δοίης δός
Μετοχή
ἔδωκε δῷ δοίη δότω
δούς,
ἔδοµεν δῶµεν δοίηµεν, δοῖµεν ---
δοῦσα,
ἔδοτε δῶτε δοίητε, δοῖτε δότε
δόν
ἔδοσαν δῶσιν δοίησαν, δοῖεν δόντων, δότωσαν

8.2.2.2. Μέση Φωνή


Ενεστώτας
Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέµφατο
δίδοµαι διδῶµαι διδοίµην ---- δίδοσθαι
δίδοσαι διδῷ διδοῖο δίδοσο
Μετοχή
δίδοται διδῶται διδοῖτο διδόσθω
διδόµενος,
διδόµεθα διδώµεθα διδοίµεθα ----
διδοµένη,
δίδοσθε διδῶσθε διδοῖσθε δίδοσθε
διδόµενον
δίδονται διδῶνται διδοῖντο διδόσθων,
διδόσθωσαν
Παρατατικός
Οριστική
ἐδιδόµην ἐδιδόµεθα
ἐδίδοσο ἐδίδοσθε

50
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ἐδίδοτο ἐδίδοντο

Αόριστος
Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέµφατο
ἐδόµην δῶµαι δοίµην ---- δόσθαι
ἔδου δῷ δοῖο δοῦ
Μετοχή
ἔδοτο δῶται δοῖτο δόσθω
δόµενος,
ἐδόµεθα δώµεθα δοίµεθα ----
δοµένη,
ἔδοσθε δῶσθε δοῖσθε δόσθε
δόµενον
ἔδοντο δῶνται δοῖντο δόσθων, δόσθωσαν

8.2.3. ἵηµι
8.2.3.1. Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέµφατο
ἵηµι ἱῶ ἱείην --- ἱέναι
ἵης ἱῇς ἱείης ἵει
Μετοχή
ἵησι ἱῇ ἱείη ἱέτω
ἱείς,
ἵεµεν ἱῶµεν ἱείηµεν, ἱεῖµεν ---
ἱεῖσα,
ἵετε ἱῆτε ἱείητε, ἱεῖτε ἵετε
ἱέν
ἱᾶσιν ἱῶσιν ἱείησαν, ἱεῖεν ἱέντων, ἱέτωσαν
Παρατατικός
Οριστική
ἵην ἵεµεν
ἵεις ἵετε
ἵει ἵεσαν
Αόριστος
Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέµφατο
ἧκα ὧ εἵην --- εἷναι
ἧκας ᾗς εἵης ἕς
Μετοχή
ἧκε ᾗ εἵη ἕτω
εἷς,
εἷµεν ὧµεν εἵηµεν, εἷµεν ---
εἷσα,
εἷτε ἧτε εἵητε, εἷτε ἕτε
ἕν
εἷσαν ὧσιν εἵησαν, εἷεν ἕντων, ἕτωσαν
8.2.3.2. Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέµφατο
ἵεµαι ἱῶµαι ἱείµην --- ἵεσθαι
ἵεσαι ἱῇ ἱεῖο ἵεσο
Μετοχή
ἵεται ἱῆται ἱεῖτο ἱέσθω
ἱέµενος,
ἱέµεθα ἱώµεθα ἱείµεθα ---
ἱεµένη,
ἵεσθε ἱῆσθε ἱεῖσθε ἵεσθε
ἱέµενον,
ἵενται ἱῶνται ἱεῖντο ἱέσθων, ἱέσθωσαν
Παρατατικός
Οριστική
51
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ἱέµην ἱέµεθα
ἵεσο ἵεσθε
ἵετο ἵεντο

Αόριστος
Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέµφατο
εἵµην ὧµαι εἵµην --- ἕσθαι
εἷσο ᾗ εἷο οὗ
Μετοχή
εἷτο ἧται εἷτο ἕσθω
ἕµενος,
εἵµεθα ὥµεθα εἵµεθα ---
ἑµένη,
εἷσθε ἧσθε εἷσθε ἕσθε
ἕµενον
εἷντο ὧνται εἷντο ἕσθων, ἕσθωσαν
8.2.4. ἵστηµι
8.2.4.1. Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέµφατο
ἵστηµι ἱστῶ ἱσταίην --- ἱστάναι
ἵστης ἱστῇς ἱσταίης ἵστη
Μετοχή
ἵστησι ἱστῇ ἱσταίη ἱστάτω
ἱστάς,
ἵσταµεν ἱστῶµεν ἱσταίηµεν, ἱσταῖµεν ---
ἱστᾶσα,
ἵστατε ἱστῆτε ἱσταίητε, ἱσταῖτε ἵστατε
ἱστάν
ἱστᾶσιν ἱστῶσιν ἱσταίησαν, ἱσταῖεν ἱστάντων, ἱστάτωσαν
Παρατατικός
Οριστική
ἵστην ἵσταµεν
ἵστης ἵστατε
ἵστη ἵστασαν
8.2.4.2. Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέµφατο
ἵσταµαι ἱστῶµαι ἱσταίµην --- ἵστασθαι
ἵστασαι ἱστῇ ἱσταῖο ἵστασο
Μετοχή
ἵσταται ἱστῆται ἱσταῖτο ἱστάσθω
ἱστάµενος,
ἱστάµεθα ἱστώµεθα ἱσταίµεθα ---
ἱσταµένη,
ἵστασθε ἱστῆσθε ἱσταῖσθε ἵστασθε
ἱστάµενον
ἵστανται ἱστῶνται ἱσταῖντο ἱστάσθων, ἱστάσθωσαν
Παρατατικός
Οριστική
ἱστάµην ἱστάµεθα
ἵστασο ἵστασθε
ἵστατο ἵσταντο
Αόριστος
Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέµφατο
ἔστην στῶ σταίην --- στῆναι
ἔστης στῇς σταίης στῆθι
Μετοχή

52
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ἔστη στῇ σταίη στήτω στάς,


ἔστηµεν στῶµεν σταίηµεν, σταῖµεν --- στᾶσα,
ἔστητε στῆτε σταίητε, σταῖτε στῆτε στάν
ἔστησαν στῶσιν σταίησαν, σταῖεν στάντων, στήτωσαν

8.2.5. τίθηµι
8.2.5.1. Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέµφατο
τίθηµι τιθῶ τιθείην --- τιθέναι
τίθης τιθῇς τιθείης τίθει
Μετοχή
τίθησι τιθῇ τιθείη τιθέτω
τιθείς,
τίθεµεν τιθῶµεν τιθείηµεν, τιθεῖµεν ---
τιθεῖσα,
τίθετε τιθῆτε τιθείητε, τιθεῖτε τίθετε
τιθέν
τιθέασιν τιθῶσιν τιθείησαν, τιθεῖεν τιθέντων, τιθέτωσαν
Παρατατικός
Οριστική
ἐτίθην ἐτίθεµεν
ἐτίθεις ἐτίθετε
ἐτίθει ἐτίθεσαν
Αόριστος
Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέµφατο
ἔθηκα θῶ θείην --- θεῖναι
ἔθηκας θῇς θείης θές
Μετοχή
ἔθηκε θῇ θείη θέτω
θείς,
ἔθεµεν θῶµεν θείηµεν, θεῖµεν ---
θεῖσα,
ἔθετε θῆτε θείητε, θεῖτε θέτε
θέν
ἔθεσαν θῶσιν θείησαν, θεῖεν θέντων, θέτωσαν

8.2.5.2. Μέση Φωνή


Ενεστώτας
Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέµφατο
τίθεµαι τιθῶµαι τιθείµην --- τίθεσθαι
τίθεσαι τιθῇ τιθεῖο τίθεσο
Μετοχή
τίθεται τιθῆται τιθεῖτο τιθέσθω
τιθέµενος,
τιθέµεθα τιθώµεθα τιθείµεθα ---
τιθεµένη,
τίθεσθε τιθῆσθε τιθεῖσθε τίθεσθε
τιθέµενον
τίθενται τιθῶνται τιθεῖντο τιθέσθων, τιθέσθωσαν
Παρατατικός
Οριστική
ἐτιθέµην ἐτιθέµεθα
ἐτίθεσο ἐτίθεσθε
ἐτίθετο ἐτίθεντο
Αόριστος
Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέµφατο
ἐθέµην θῶµαι θείµην ---- θέσθαι

53
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ἔθου θῇ θεῖο θοῦ Μετοχή


ἔθετο θῆται θεῖτο θέσθω θέµενος,
ἐθέµεθα θώµεθα θείµεθα ---- θεµένη,
ἔθεσθε θῆσθε θεῖσθε θέσθε θέµενον
ἔθεντο θῶνται θεῖντο θέσθων, θέσθωσαν

54
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

9. Αόριστοι Β΄ κατά τα ρήµατα εις -µι


9.1. Γενικά
· Τα ἑάλων, ἐβίων, ἔφθην, ἔφυν, ἐχάρην και ἐρρύην δεν έχουν Προστακτική.
· Το ἔδυν δεν έχει Ευκτική.
9.2. ἁλίσκοµαι
Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέµφατο
ἑάλων ἁλῶ ἁλοίην ἁλῶναι
ἑάλως ἁλῷς ἁλοίης
Μετοχή
ἑάλω ἁλῷ ἁλοίη
ἁλούς,
ἑάλωµεν ἁλῶµεν ἁλοίηµεν, ἁλοῖµεν
ἁλοῦσα,
ἑάλωτε ἁλῶτε ἁλοίητε, ἁλοῖτε
ἁλόν
ἑάλωσαν ἁλῶσιν ἁλοίησαν, ἁλοῖεν
9.3. ἀποδιδράσκω
Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέµφατο
ἀπέδραν ἀποδρῶ ἀποδραίην ---- ἀποδρᾶναι
ἀπέδρας ἀποδρᾷς ἀποδραίης ἀπόδραθι
Μετοχή
ἀπέδρα ἀποδρᾷ ἀποδραίη ἀποδράτω
ἀποδράς,
ἀπέδραµεν ἀποδρῶµεν ἀποδραίηµεν, ἀποδραῖµεν ----
ἀποδρᾶσα,
ἀπέδρατε ἀποδρᾶτε ἀποδραίητε, ἀποδραῖτε ἀπόδρατε
ἀποδράν
ἀπέδρασαν ἀποδρῶσιν ἀποδραίησαν, ἀποδραῖεν ἀποδράντων,
ἀποδράτωσαν
9.4. βαίνω
Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέµφατο
ἔβην βῶ βαίην ---- βῆναι
ἔβης βῇς βαίης βῆθι
Μετοχή
ἔβη βῇ βαίη βήτω
βάς,
ἔβηµεν βῶµεν βαίηµεν, βαῖµεν ----
βᾶσα,
ἔβητε βῆτε βαίητε, βαῖτε βῆτε
βάν
ἔβησαν βῶσιν βαίησαν, βαῖεν βάντων, βήτωσαν
9.5. βιῶ
Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέµφατο
ἐβίων βιῶ βιῴην βιῶναι
ἐβίως βιῷς βιῴης
Μετοχή
ἐβίω βιῷ βιῴη
βιούς,
ἐβίωµεν βιῶµεν βιῷµεν
βιοῦσα,
ἐβίωτε βιῶτε βιῷτε
βιόν
ἐβίωσαν βιῶσιν βιῷεν

55
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

9.6. γιγνώσκω
Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέµφατο
ἔγνων γνῶ γνοίην --- γνῶναι
ἔγνως γνῷς γνοίης γνῶθι
ἔγνω γνῷ γνοίη γνώτω Μετοχή
ἔγνωµεν γνῶµεν γνοίηµεν, γνοῖµεν --- γνούς,
ἔγνωτε γνῶτε γνοίητε, γνοῖτε γνῶτε γνοῦσα,
ἔγνωσαν γνῶσιν γνοίησαν, γνοῖεν γνόντων γνόν
9.7. διδράσκω
Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέµφατο
ἔδραν δρῶ δραίην --- δρᾶναι
ἔδρας δρᾷς δραίης δρᾶθι Μετοχή
ἔδρα δρᾷ δραίη δράτω δράς,
ἔδραµεν δρῶµεν δραίηµεν, δραῖµεν --- δρᾶσα,
ἔδρατε δρᾶτε δραίητε, δραῖτε δρᾶτε δράν
ἔδρασαν δρῶσιν δραίησαν, δραῖεν δράντων, δράτωσαν
9.8. δύοµαι
Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέµφατο
ἔδυν δύω ---- δῦναι
ἔδυς δύῃς δῦθι Μετοχή
ἔδυ δύῃ δύτω δύς,
ἔδυµεν δύωµεν ---- δῦσα,
ἔδυτε δύητε δῦτε δύν
ἔδυσαν δύωσιν δύντων, δύτωσαν
9.9. ῥέω
Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέµφατο
ἐρρύην ῥυῶ ῥυείην ῥυῆναι
ἐρρύης ῥυῇς ῥυείης
Μετοχή
ἐρρύη ῥυῇ ῥυείη
ῥυείς,
ἐρρύηµεν ῥυῶµεν ῥυείηµεν, ῥυεῖµεν
ῥυεῖσα,
ἐρρύητε ῥυῆτε ῥυείητε, ῥυεῖτε
ῥυέν
ἐρρύησαν ῥυῶσιν ῥυείησαν, ῥυεῖεν
9.10. φθάνω
Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέµφατο
ἔφθην φθῶ φθαίην φθῆναι
ἔφθης φθῇς φθαίης
Μετοχή
ἔφθη φθῇ φθαίη
φθάς,
ἔφθηµεν φθῶµεν φθαίηµεν, φθαῖµεν
φθᾶσα,
ἔφθητε φθῆτε φθαίητε, φθαῖτε
φθάν
ἔφθησαν φθῶσιν φθαίησαν, φθαῖεν

56
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

9.11. φύοµαι
Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέµφατο
ἔφυν φύω φύοιµι φῦναι
ἔφυς φύῃς φύοις
Μετοχή
ἔφυ φύῃ φύοι
φύς,
ἔφυµεν φύωµεν φύοιµεν
φῦσα,
ἔφυτε φύητε φύοιτε
φύν
ἔφυσαν φύωσιν φύοιεν
9.12. χαίρω
Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέµφατο
ἐχάρην χαρῶ χαρείην χαρῆναι
ἐχάρης χαρῇς χαρείης
Μετοχή
ἐχάρη χαρῇ χαρείη
χαρείς,
ἐχάρηµεν χαρῶµεν χαρείηµεν, χαρεῖµεν
χαρεῖσα,
ἐχάρητε χαρῆτε χαρείητε, χαρεῖτε
χαρέν
ἐχάρησαν χαρῶσιν χαρείησαν, χαρεῖεν

10. Ρήµα εἶµι


Χρονική αντικατάσταση: εἶµι, ᾖα/ᾔειν, (εἶµι, ἦλθον, ἐλήλυθα, ἐληλύθειν)
Ενεστώτας
Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέµφατο
εἶµι ἴω ἴοιµι ---- ἰέναι
εἶ ἴῃς ἴοις ἴθι
Μετοχή
εἶσι ἴῃ ἴοι ἴτω
ἰών,
ἴµεν ἴωµεν ἴοιµεν ----
ἰοῦσα,
ἴτε ἴητε ἴοιτε ἴτε
ἰόν
ἴασιν ἴωσιν ἴοιεν ἰόντων, ἴτωσαν
Παρατατικός
Οριστική
ᾖα, ᾔειν ᾖµεν
ᾔεις, ᾔεισθα ᾖτε
ᾔει ᾖσαν, ᾔεσαν
11. Ρήµα οἶδα
Χρονική αντικατάσταση: οἶδα, ᾒδη/ᾒδειν, εἴσοµαι/εἰδήσω, (ἔγνων, ἔγνωκα, ἐγνώκειν)
Ενεστώτας
Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέµφατο
οἶδα εἰδῶ εἰδείην ---- εἰδέναι
οἶσθα εἰδῇς εἰδείης ἴσθι
Μετοχή
οἶδε εἰδῇ εἰδείη ἴστω
εἰδώς,
ἴσµεν εἰδῶµεν εἰδείηµεν, εἰδεῖµεν ----
εἰδυῖα,
ἴστε εἰδῆτε εἰδείητε, εἰδεῖτε ἴστε
εἰδός
ἴσασιν εἰδῶσιν εἰδείησαν, εἰδεῖεν ἴστων, ἴστωσαν
Παρατατικός
Οριστική
ᾔδειν, ᾔδη ᾔδεµεν, ᾖσµεν
57
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ᾔδεις, ᾔδησθα ᾔδετε, ᾖστε


ᾔδει, ᾔδειν ᾔδεσαν, ᾖσαν
12. Ρήµα φηµὶ
Χρονική αντικατάσταση: φηµί, ἔφην, φήσω, ἔφησα, (εἴρηκα, εἰρήκειν)
Ενεστώτας
Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέµφατο
φηµί φῶ φαίην ---- φάναι
φής, φῄς φῇς φαίης φάθι
Μετοχή
φησί φῇ φαίη φάτω
φάσκων
φαµέν φῶµεν φαίηµεν, φαῖµεν ----
φάσκουσα
φατέ φῆτε φαίητε, φαῖτε φάτε
φάσκον
φασίν φῶσιν φαίησαν, φαῖεν φάντων, φάτωσαν
Παρατατικός
Οριστική
ἔφην
ἔφης, ἔφησθα
ἔφη
ἔφαµεν
ἔφατε
ἔφασαν

58

You might also like