Professional Documents
Culture Documents
έλυν-α να έλυν-α
έλυν-ες να έλυν-ες
έλυν-ε να έλυν-ε
λύν-αμε να λύν-αμε
λύν-ατε να λύν-ατε
έλυν-αν / να έλυν-αν / λύνανε
λύνανε
θα λύν-ω
θα λύν-εις
θα λύν-ει
θα λύν-ουμε ή λύν-ομε
θα λύν-ετε
θα λύν-ουν(ε)
θα λύσ-ω
θα λύσ-εις
θα λύσ-ει
θα λύσ-ουμε ή λύσ-ομε
θα λύσ-ετε
θα λύσ-ουν(ε)
λύν-ομαι να λύν-ομαι
λύν-εσαι να λύν-εσαι (λύν-ου)
λύν-εται να λύν-εται
λυν-όμαστε να λύν-όμαστε
λύν-εστε ή λυν- να λύν-εστε ή (λύν-εστε)
όσαστε να λυν-όσαστε
λύν-ονται να λύν-ονται
θα λύν-ομαι
θα λύν-εσαι
θα λύν-εται
θα λυν-όμαστε ↑
θα λύν-εστε ή λυν-όσαστε
θα λύν-ονται
θα λυθ-ώ
θα λυθ-είς
θα λυθ-εί
θα λυθ-ούμε
θα λυθ-είτε
θα λυθ-ούν(ε)
Δες σε νέα καρτέλα την κλίση του ρήματος με όλους τους εγκλιτικούς τύπους
χτυπ-ούσα ή να χτυπ-ούσα ή
χτύπ-αγα χτύπ-αγα
χτυπ-ούσες ή να χτυπ-ούσες ή
χτύπ-αγες χτύπ-αγες
χτυπ-ούσε ή να χτυπ-ούσε ή
χτύπ-αγε χτύπ-αγε
χτυπ-ούσαμε ή να χτυπ-ούσαμε
χτυπ-άγαμε ή χτυπ-άγαμε
χτυπ-ούσατε ή να χτυπ-ούσατε
χτυπ-άγατε ή χτυπ-άγατε
χτυπ-ούσαν ή να χτυπ-ούσαν ↑
χτύπ-αγαν(ε) ή χτύπ-αγαν(ε)
θα χτυπ-ώ ή χτυπάω
θα χτυπ-άς
θα χτυπ-ά ή χτυπάει
θα χτυπ-άμε ή χτυπ-ούμε
θα χτυπ-άτε
θα χτυπ-ούν(ε) ή χτυπ-άν(ε)
θα χτυπ-ήσω
θα χτυπ-ήσεις
θα χτυπ-ήσει
θα χτυπ-ήσουμε
θα χτυπ-ήσετε
θα χτυπ-ήσουν(ε)
χτυπ-ιέμαι να χτυπ-ιέμαι
χτυπ-ιέσαι να χτυπ-ιέσαι
χτυπ-ιέται να χτυπ-ιέται
χτυπ-ιόμαστε να χτυπ-ιόμαστε
χτυπ-ιέστε ή να χτυπ-ιέστε ή χτυπ-ιόσαστε
χτυπ-ιόσαστε να χτυπ-ιούνται ή χτυπ-ιόνται
χτυπ-ιούνται ή
χτυπ-ιόνται
χτυπ-ιόμουν(α) να χτυπ-ιόμουν(α)
χτυπ-ιόσουν(α) να χτυπ-ιόσουν(α)
χτυπ-ιόταν(ε) να χτυπ-ιόταν(ε)
χτυπ-ιόμασταν ή να χτυπ-ιόμασταν ή χτυπ-
χτυπ-ιόμαστε ιόμαστε
χτυπ-ιόσασταν ή να χτυπ-ιόσασταν ή χτυπ-
χτυπ-ιόσαστε ιόσαστε
χτυπ-ιούνταν(ε) ή να χτυπ-ιούνταν(ε) ή χτυπ-
χτυπ-ιόνταν(ε) ιόνταν(ε)
χτυπ-ιόντουσαν ή χτυπ-ιόντουσαν
θα χτυπ-ιέμαι
θα χτυπ-ιέσαι
θα χτυπ-ιέται ↑
θα χτυπ-ιόμαστε
θα χτυπ-ιέστε ή χτυπ-ιόσαστε
θα χτυπ-ιούνται ή χτυπ-ιόνται
θα χτυπ-ηθώ
θα χτυπ-ηθείς
θα χτυπ-ηθεί
θα χτυπ-ηθούμε
θα χτυπ-ηθείτε
θα χτυπ-ηθούν(ε)
θεωρ-ούσα να θεωρ-ούσα
θεωρ-ούσες να θεωρ-ούσες
θεωρ-ούσε να θεωρ-ούσε
θεωρ-ούσαμε να θεωρ-
θεωρ-ούσατε ούσαμε
θεωρ-ούσαν να θεωρ- ↑
ούσατε
να θεωρ-
ούσαν
θα θεωρ-ώ
θα θεωρ-είς
θα θεωρ-εί
θα θεωρ-ούμε
θα θεωρ-είτε
θα θεωρ-ούν(ε)
θα θεωρ-ήσω
θα θεωρ-ήσεις
θα θεωρ-ήσει
θα θεωρ-ήσουμε
θα θεωρ-ήσετε
θα θεωρ-ήσουν(ε)
θεωρ-ούμαι να θεωρ-
θεωρ-είσαι ούμαι
θεωρ-είται να θεωρ-είσαι
θεωρ-ούμαστε να θεωρ-είται
θεωρ-είστε να θεωρ-
θεωρ-ούνται ούμαστε
να θεωρ-είστε
να θεωρ-
ούνται
θεωρ-ούμουν(α) να θεωρ-ιόμουν(α)
θεωρ-ούσουν(α) να θεωρ-ιόσουν(α)
θεωρ-ούνταν(ε) να θεωρ-ιόταν(ε)
θεωρ-ούμασταν να θεωρ-ιόμασταν ή θεωρ-
ή θεωρ-ιόμαστε ιόμαστε
θεωρ-ούσαστανή να θεωρ-ιόσασταν ή θεωρ-
θεωρ-ιόσαστε ιόσαστε
θεωρ-ούνταν(ε) να θεωρ-ιούνταν(ε) ή θεωρ-
↑
ή θεωρ-ιόνταν(ε) ιόνταν(ε)
ή θεωρ-ιόντουσαν
ή θεωρ-
ιόντουσαν
θα θεωρ-ούμαι
θα θεωρ-είσαι
θα θεωρ-είται
θα θεωρ-ούμαστε
θα θεωρ-είστε
θα θεωρ-ούνται
θα θεωρ-ηθώ
θα θεωρ-ηθείς
θα θεωρ-ηθεί
θα θεωρ-ηθούμε
θα θεωρ-ηθείτε
θα θεωρ-ηθούν(ε)
Βιβλιογραφία
© Γιάννης Παπαθανασίου