You are on page 1of 14

Είσοδος Νέα Ελληνική Πλοήγηση 

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ


Η κλίση του ρήματος στα Νέα Ελληνικά

Α΄ συζυγία, Ενεργητική φωνή

Σύρτε στον πίνακα για να δείτε όλες τις στήλες

Οριστική Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο Μετοχή

λύν-ω να λύν-ω λύν-οντας


λύν-εις να λύν-εις λύν-ε
λύν-ει να λύν-ει
λύν-ουμεή να λύν-ουμε ή λύν-ομε
λύν-ομε να λύν-ετε λύν-ετε
λύν-ετε να λύν-ουν(ε)
λύν-ουν(ε)

έλυν-α να έλυν-α
έλυν-ες να έλυν-ες
έλυν-ε να έλυν-ε
λύν-αμε να λύν-αμε
λύν-ατε να λύν-ατε
έλυν-αν / να έλυν-αν / λύνανε
λύνανε

θα λύν-ω
θα λύν-εις
θα λύν-ει
θα λύν-ουμε ή λύν-ομε
θα λύν-ετε
θα λύν-ουν(ε)

έλυσ-α να λύσ-ω να λύσ-ει



έλυσ-ες να λύσ-εις έλυσ-α λύσ-ε
έλυσ-ε να λύσ-ει να
λύσ-αμε να λύσ- έλυσ-ες
λύσ-ατε ουμε ή να λύ-στε
έλυσ-αν / λύσ-ομε έλυσ-ε
λύσανε να λύσ-ετε να λύσ-
να λύσ- αμε
ουν(ε) να λύσ-
ατε
να
έλυσ-αν

θα λύσ-ω
θα λύσ-εις
θα λύσ-ει
θα λύσ-ουμε ή λύσ-ομε
θα λύσ-ετε
θα λύσ-ουν(ε)

έχω λύσ-ει ή να έχω λύσ-ει ή να έχω


έχω λυμένο λυμένο
έχεις λύσ-ει να έχεις λύσ-ει ή να
ή έχεις έχεις λυμένο
λυμένο να έχει λύσ-ει ή να
έχει λύσ-ει ή έχει λυμένο
έχει λυμένο να έχουμε λύσ-ει ή να
έχουμε λύσ- έχουμε λυμένο
ει ή έχουμε να έχετε λύσ-ει ή να
λυμένο έχετε λυμένο
έχετε λύσ-ει να έχουν λύσ-ει ή να
ή έχετε έχουν λυμένο
λυμένο
έχουν λύσ-ει
ή έχουν
λυμένο

είχα λύσ-ει να είχα λύσ-ει ή να


ή είχα είχα λυμένο
λυμένο να είχες λύσ-ει ή να
είχες λύσ-ει είχες λυμένο
ή είχες να είχε λύσ-ει ή να
λυμένο είχε λυμένο
είχε λύσ-ει ή να είχαμε λύσ-ει ή να
είχε λυμένο είχαμε λυμένο
είχαμε λύσ- να είχατε λύσ-ει ή να
ει ή είχαμε είχατε λυμένο
λυμένο να είχαν λύσ-ει ή να
είχατε λύσ- είχαν(ε) λυμένο ↑
ει ή είχατε
λυμένο
είχαν λύσ-ει
ή είχαν(ε)
λυμένο

θα έχω λύσ-ει ή θα έχω λυμένο


θα έχεις λύσ-ει ή θα έχεις λυμένο
θα έχει λύσ-ει ή θα έχει λυμένο
θα έχουμε λύσ-ει ή θα έχουμε λυμένο
θα έχετε λύσ-ει ή θα έχετε λυμένο
θα έχουν λύσ-ει ή θα έχουν(ε) λυμένο

Α' συζυγία, Παθητική φωνή

Σύρτε στον πίνακα για να δείτε όλες τις στήλες

Οριστική Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο Μετοχή

λύν-ομαι να λύν-ομαι
λύν-εσαι να λύν-εσαι (λύν-ου)
λύν-εται να λύν-εται
λυν-όμαστε να λύν-όμαστε
λύν-εστε ή λυν- να λύν-εστε ή (λύν-εστε)
όσαστε να λυν-όσαστε
λύν-ονται να λύν-ονται

λυν-όμουν (α) να λυν-όμουν(α)


λυν-όσουν(α) να λυν-όσουν(α)
λυν-όταν(ε) να λυν-όταν(ε)
λυν-όμασταν ή λυν- να λυν-όμασταν ή λυν-όμαστε
όμαστε να λυν-όσασταν ή λυν-όσαστε
λυν-όσασταν ή λυν- να λύν-ονταν ή λυν-όντουσαν
όσαστε
λύν-ονταν ή λυν-
όντουσαν

θα λύν-ομαι
θα λύν-εσαι
θα λύν-εται
θα λυν-όμαστε ↑
θα λύν-εστε ή λυν-όσαστε
θα λύν-ονται

λύ-θη-κα να λυθ-ώ λυ-θεί


λύ-θη-κες να λυθ-είς λύσ-ου
λύ-θη-κε να λυθ-εί
λυ-θή-καμε να λυθ-ούμε
λυ-θή-κατε να λυθ-είτε λυ-θείτε
λύ-θη-καν(ε) να λυθ-ούν(ε)

θα λυθ-ώ
θα λυθ-είς
θα λυθ-εί
θα λυθ-ούμε
θα λυθ-είτε
θα λυθ-ούν(ε)

έχω λυ-θεί ή είμαι να έχω λυ-θεί ή να είμαι λυμένος,


λυμένος, η, ο λυμένος, η, ο η, ο
έχεις λυ-θεί ή είσαι να έχεις λυ-θεί ή να είσαι
λυμένος, η, ο λυμένος, η, ο
έχει λυ-θεί ή είναι να έχει λυ-θεί ή να είναι
λυμένος, η, ο λυμένος, η, ο
έχουμε λυ-θεί ή να έχουμε λυ-θεί ή να είμαστε
είμαστε λυμένοι, ες, λυμένοι, ες, α
α να έχετε λυ-θεί ή να είστε
έχετε λυ-θεί ή είστε λυμένοι, ες, α
λυμένοι, ες, α να έχουν λυ-θεί ή να είναι
έχουν λυ-θεί ή είναι λυμένοι, ες, α
λυμένοι, ες, α

είχα λυ-θεί ή ήμουν να είχα λυ-θεί ή να ήμουν(α)


λυμένος, η, ο λυμένος, η, ο
είχες λυ-θεί ή ήσουν να είχες λυ-θεί ή να ήσουν(α)
λυμένος, η, ο λυμένος, η, ο
είχε λυ-θεί ή ήταν να είχε λυ-θεί ή να ήταν
λυμένος, η, ο λυμένος, η, ο
είχαμε λυ-θεί ή να είχαμε λυ-θεί ή να ήμαστε
ήμασταν λυμένοι, λυμένοι, ες, α
ες, α να είχατε λυ-θεί ή να ήσαστε
είχατε λυ-θεί ή λυμένοι, ες, α
ήσασταν λυμένοι, να είχαν λυ-θείή να ήταν

ες, α λυμένοι, ες, α
είχαν λυ-θεί ή ήταν
λυμένοι, ες, α

θα έχω λυ-θεί ή θα ήμουν λυμένος, η, ο


θα έχεις λυ-θεί ή θα ήσουν λυμένος, η, ο
θα έχει λυ-θεί ή θα ήταν λυμένος, η, ο
θα έχουμε λυ-θεί ή θα ήμασταν λυμένοι, ες, α
θα έχετε λυ-θεί ή θα ήσασταν λυμένοι, ες, α
θα έχουν λυ-θεί ή θα ήταν λυμένοι, ες, α

Δες σε νέα καρτέλα την κλίση του ρήματος με όλους τους εγκλιτικούς τύπους

Β΄ συζυγία, α' τάξη, Ενεργητική φωνή

Σύρτε στον πίνακα για να δείτε όλες τις στήλες

Οριστική Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο Μετοχή

χτυπ-ώή χτυπάω να χτυπ-ώή χτυπ-ώντας


χτυπ-άς χτυπάω χτύπ-α
χτυπ-άή χτυπάει να χτυπ-άς
χτυπ-άμε ή χτυπ- να χτυπ-ά ή
ούμε χτυπάι χτυπ-άτε
χτυπ-άτε να χτυπ-άμε ή
χτυπ-ούν(ε) ή χτυπ-ούμε
χτυπ-άν(ε) να χτυπ-άτε
να χτυπ-ούν(ε)
ή χτυπ-άν(ε)

χτυπ-ούσα ή να χτυπ-ούσα ή
χτύπ-αγα χτύπ-αγα
χτυπ-ούσες ή να χτυπ-ούσες ή
χτύπ-αγες χτύπ-αγες
χτυπ-ούσε ή να χτυπ-ούσε ή
χτύπ-αγε χτύπ-αγε
χτυπ-ούσαμε ή να χτυπ-ούσαμε
χτυπ-άγαμε ή χτυπ-άγαμε
χτυπ-ούσατε ή να χτυπ-ούσατε
χτυπ-άγατε ή χτυπ-άγατε
χτυπ-ούσαν ή να χτυπ-ούσαν ↑
χτύπ-αγαν(ε) ή χτύπ-αγαν(ε)
θα χτυπ-ώ ή χτυπάω
θα χτυπ-άς
θα χτυπ-ά ή χτυπάει
θα χτυπ-άμε ή χτυπ-ούμε
θα χτυπ-άτε
θα χτυπ-ούν(ε) ή χτυπ-άν(ε)

χτύπ-ησα να χτυπ-ήσω χτυπ-ήσει


χτύπ-ησες να χτυπ-ήσεις χτύπ-ησε
χτύπ-ησε να χτυπ-ήσει
χτυπ-ήσαμε να χτυπ-ήσουμε
χτυπ-ήσατε να χτυπ-ήσετε χτυπ-ήστε
χτύπ-ησαν ή να χτυπ-
χτυπ-ήσανε ήσουν(ε)

θα χτυπ-ήσω
θα χτυπ-ήσεις
θα χτυπ-ήσει
θα χτυπ-ήσουμε
θα χτυπ-ήσετε
θα χτυπ-ήσουν(ε)

έχω χτυπήσει ή να έχω χτυπήσει ή να έχω


έχω χτυπημένο χτυπημένο
έχεις χτυπήσει ή να έχεις χτυπήσει ή να έχεις
έχεις χτυπημένο χτυπημένο
έχει χτυπήσει ή να έχει χτυπήσει ή να έχει
έχει χτυπημένο χτυπημένο
έχουμε χτυπήσει να έχουμε χτυπήσει ή να
ή έχουμε έχουμε χτυπημένο
χτυπημένο να έχετε χτυπήσει ή να έχετε
έχετε χτυπήσει ή χτυπημένο
έχετε χτυπημένο να έχουν χτυπήσει ή να έχουν
έχουν χτυπήσει χτυπημένο
ή έχουν
χτυπημένο

είχα χτυπήσει ή να είχα χτυπήσει ή να είχα


είχα χτυπημένο χτυπημένο
είχες χτυπήσει ή να είχες χτυπήσει ή να είχες
είχες χτυπημένο χτυπημένο
είχε χτυπήσει ή να είχε χτυπήσει ή να είχε
είχε χτυπημένο χτυπημένο
είχαμε χτυπήσει να είχαμε χτυπήσει ή να είχαμε
ή είχαμε χτυπημένο
χτυπημένο να είχατε χτυπήσει ή να είχατε
είχατε χτυπήσει χτυπημένο ↑
ή είχατε
χτυπημένο να είχαν χτυπήσει ή να είχαν(ε)
είχαν χτυπήσει ή χτυπημένο
είχαν(ε)
χτυπημένο

θα έχω χτυπήσει ή θα έχω χτυπημένο


θα έχεις χτυπήσει ή θα έχεις χτυπημένο
θα έχει χτυπήσει ή θα έχει χτυπημένο
θα έχουμε χτυπήσει ή θα έχουμε χτυπημένο
θα έχετε χτυπήσει ή θα έχετε χτυπημένο
θα έχουν χτυπήσει ή θα έχουν(ε) χτυπημένο

Β΄ συζυγία, α' τάξη, Παθητική φωνή

Σύρτε στον πίνακα για να δείτε όλες τις στήλες

Οριστική Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο Μετοχή

χτυπ-ιέμαι να χτυπ-ιέμαι
χτυπ-ιέσαι να χτυπ-ιέσαι
χτυπ-ιέται να χτυπ-ιέται
χτυπ-ιόμαστε να χτυπ-ιόμαστε
χτυπ-ιέστε ή να χτυπ-ιέστε ή χτυπ-ιόσαστε
χτυπ-ιόσαστε να χτυπ-ιούνται ή χτυπ-ιόνται
χτυπ-ιούνται ή
χτυπ-ιόνται

χτυπ-ιόμουν(α) να χτυπ-ιόμουν(α)
χτυπ-ιόσουν(α) να χτυπ-ιόσουν(α)
χτυπ-ιόταν(ε) να χτυπ-ιόταν(ε)
χτυπ-ιόμασταν ή να χτυπ-ιόμασταν ή χτυπ-
χτυπ-ιόμαστε ιόμαστε
χτυπ-ιόσασταν ή να χτυπ-ιόσασταν ή χτυπ-
χτυπ-ιόσαστε ιόσαστε
χτυπ-ιούνταν(ε) ή να χτυπ-ιούνταν(ε) ή χτυπ-
χτυπ-ιόνταν(ε) ιόνταν(ε)
χτυπ-ιόντουσαν ή χτυπ-ιόντουσαν

θα χτυπ-ιέμαι
θα χτυπ-ιέσαι
θα χτυπ-ιέται ↑
θα χτυπ-ιόμαστε
θα χτυπ-ιέστε ή χτυπ-ιόσαστε
θα χτυπ-ιούνται ή χτυπ-ιόνται

χτυπ-ήθηκα να χτυπ-ηθώ χτυπ-ηθεί


χτύπ-ήθηκες να χτυπ-ηθείς χτυπ-ήσου
χτύπ-ήθηκε να χτυπ-ηθεί
χτυπ-ηθήκαμε να χτυπ-
χτυπ-ηθήκατε ηθούμε χτυπ-ηθείτε
χτύπ-ήθηκαν ή να χτυπ-
χτυπ-ηθήκανε ηθείτε
να χτυπ-
ηθούν(ε)

θα χτυπ-ηθώ
θα χτυπ-ηθείς
θα χτυπ-ηθεί
θα χτυπ-ηθούμε
θα χτυπ-ηθείτε
θα χτυπ-ηθούν(ε)

έχω χτυπηθεί ή να έχω χτυπηθεί ή να είμαι χτυπημένος,


είμαι χτυπημένος, χτυπημένος, η, ο η, ο
η, ο να έχεις χτυπηθεί ή να είσαι
έχεις χτυπηθεί ή χτυπημένος, η, ο
είσαι χτυπημένος, να έχει χτυπηθεί ή να είναι
η, ο χτυπημένος, η, ο
έχει χτυπηθεί ή να έχουμε χτυπηθεί ή να
είναι χτυπημένος, είμαστε χτυπημένοι, ες, α
η, ο να έχετε χτυπηθεί ή να είστε
έχουμε χτυπηθεί χτυπημένοι, ες, α
ή είμαστε να έχουν χτυπηθεί ή να είναι
χτυπημένοι, ες, α χτυπημένοι, ες, α
έχετε χτυπηθεί ή
είστε χτυπημένοι,
ες, α
έχουν χτυπηθεί ή
είναι χτυπημένοι,
ες, α

είχα χτυπηθεί ή να είχα χτυπηθεί ή να ήμουν χτυπημένος, η, ο


ήμουν να είχες χτυπηθεί ή να ήσουν χτυπημένος, η,
χτυπημένος, η, ο ο
είχες χτυπηθεί ή να είχε χτυπηθεί ή να ήταν χτυπημένος, η, ο ↑
ήσουν να είχαμε χτυπηθεί ή να ήμασταν χτυπημένοι,
χτυπημένος, η, ο ες, α
είχε χτυπηθεί ή να είχατε χτυπηθεί ή να ήσασταν χτυπημένοι,
ήταν χτυπημένος, ες, α
η, ο να είχαν χτυπηθεί ή να ήταν χτυπημένοι, ες, α
είχαμε χτυπηθεί ή
ήμασταν
χτυπημένοι, ες, α
είχατε χτυπηθεί ή
ήσασταν
χτυπημένοι, ες, α
είχαν χτυπηθεί ή
ήταν χτυπημένοι,
ες, α

θα έχω χτυπηθεί ή θα είμαι χτυπημένος, η, ο


θα έχεις χτυπηθεί ή θα είσαι χτυπημένος, η, ο
θα έχει χτυπηθεί ή θα είναι χτυπημένος, η, ο
θα έχουμε χτυπηθεί ή θα είμαστε χτυπημένοι, ες, α
θα έχετε χτυπηθεί ή θα είστε χτυπημένοι, ες, α
θα έχουν χτυπηθεί ή θα είναι χτυπημένοι, ες, α

Β΄ συζυγία, β' τάξη, Ενεργητική φωνή

Σύρτε στον πίνακα για να δείτε όλες τις στήλες

Οριστική Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο Μετοχή

θεωρ-ώ να θεωρ-ώ θεωρ-ώντας


θεωρ-είς να θεωρ-είς
θεωρ-εί να θεωρ-εί
θεωρ-ούμε να θεωρ-ούμε
θεωρ-είτε να θεωρ-είτε θεωρ-είτε
θεωρ-ούν(ε) να θεωρ-ούν(ε)

θεωρ-ούσα να θεωρ-ούσα
θεωρ-ούσες να θεωρ-ούσες
θεωρ-ούσε να θεωρ-ούσε
θεωρ-ούσαμε να θεωρ-
θεωρ-ούσατε ούσαμε
θεωρ-ούσαν να θεωρ- ↑
ούσατε
να θεωρ-
ούσαν

θα θεωρ-ώ
θα θεωρ-είς
θα θεωρ-εί
θα θεωρ-ούμε
θα θεωρ-είτε
θα θεωρ-ούν(ε)

θεώρ-ησα να θεωρ-ήσω θεωρ-ήσει


θεώρ-ησες να θεωρ-ήσεις θεώρ-ησε
θεώρ-ησε να θεωρ-ήσει
θεωρ-ήσαμε να θεωρ-
θεωρ-ήσατε ήσουμε θεωρ-ήστε
θεώρ-ησαν ή να θεωρ-ήσετε
θεωρ-ήσανε να θεωρ-
ήσουν(ε)

θα θεωρ-ήσω
θα θεωρ-ήσεις
θα θεωρ-ήσει
θα θεωρ-ήσουμε
θα θεωρ-ήσετε
θα θεωρ-ήσουν(ε)

έχω θεωρήσει ή να έχω θεωρήσει ή να έχω


έχω θεωρημένο θεωρημένο
έχεις θεωρήσει ή να έχεις θεωρήσει ή να έχεις
έχεις θεωρημένο θεωρημένο
έχει θεωρήσει ή να έχει θεωρήσει ή να έχει
έχει θεωρημένο θεωρημένο
έχουμε θεωρήσει να έχουμε θεωρήσει ή να
ή έχουμε έχουμε θεωρημένο
θεωρημένο να έχετε θεωρήσει ή να έχετε
έχετε θεωρήσει ή θεωρημένο
έχετε θεωρημένο να έχουν θεωρήσει ή να έχουν
έχουν θεωρήσει θεωρημένο
ή έχουν
θεωρημένο

είχα θεωρήσει ή να είχα θεωρήσει ή να είχα


είχα θεωρημένο θεωρημένο
είχες θεωρήσει ή να είχες θεωρήσει ή να είχες
είχες θεωρημένο θεωρημένο
είχε θεωρήσει ή να είχε θεωρήσει ή να είχε
είχε θεωρημένο θεωρημένο ↑
είχαμε θεωρήσει να είχαμε θεωρήσει ή να
ή είχαμε είχαμε θεωρημένο
θεωρημένο να είχατε θεωρήσει ή να είχατε
είχατε θεωρήσει θεωρημένο
ή είχατε να είχαν θεωρήσει ή να
θεωρημένο είχαν(ε) θεωρημένο
είχαν θεωρήσει ή
είχαν(ε)
θεωρημένο

θα έχω θεωρήσει ή θα έχω θεωρημένο


θα έχεις θεωρήσει ή θα έχεις θεωρημένο
θα έχει θεωρήσει ή θα έχει θεωρημένο
θα έχουμε θεωρήσει ή θα έχουμε θεωρημένο
θα έχετε θεωρήσει ή θα έχετε θεωρημένο
θα έχουν θεωρήσει ή θα έχουν(ε) θεωρημένο

Β΄ συζυγία, β' τάξη, Παθητική φωνή

Σύρτε στον πίνακα για να δείτε όλες τις στήλες

Οριστική Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο Μετοχή

θεωρ-ούμαι να θεωρ-
θεωρ-είσαι ούμαι
θεωρ-είται να θεωρ-είσαι
θεωρ-ούμαστε να θεωρ-είται
θεωρ-είστε να θεωρ-
θεωρ-ούνται ούμαστε
να θεωρ-είστε
να θεωρ-
ούνται

θεωρ-ούμουν(α) να θεωρ-ιόμουν(α)
θεωρ-ούσουν(α) να θεωρ-ιόσουν(α)
θεωρ-ούνταν(ε) να θεωρ-ιόταν(ε)
θεωρ-ούμασταν να θεωρ-ιόμασταν ή θεωρ-
ή θεωρ-ιόμαστε ιόμαστε
θεωρ-ούσαστανή να θεωρ-ιόσασταν ή θεωρ-
θεωρ-ιόσαστε ιόσαστε
θεωρ-ούνταν(ε) να θεωρ-ιούνταν(ε) ή θεωρ-

ή θεωρ-ιόνταν(ε) ιόνταν(ε)
ή θεωρ-ιόντουσαν
ή θεωρ-
ιόντουσαν

θα θεωρ-ούμαι
θα θεωρ-είσαι
θα θεωρ-είται
θα θεωρ-ούμαστε
θα θεωρ-είστε
θα θεωρ-ούνται

θεωρ-ήθηκα να θεωρ-ηθώ θεωρ-ηθεί


θεωρ-ήθηκες να θεωρ-ηθείς θεωρ-ήσου
θεωρ-ήθηκε να θεωρ-ηθεί
θεωρ-ηθήκαμε να θεωρ-
θεωρ-ηθήκατε ηθούμε θεωρ-ηθείτε
θεωρ-ήθηκαν ή να θεωρ-
θεωρ-ηθήκανε ηθείτε
να θεωρ-
ηθούν(ε)

θα θεωρ-ηθώ
θα θεωρ-ηθείς
θα θεωρ-ηθεί
θα θεωρ-ηθούμε
θα θεωρ-ηθείτε
θα θεωρ-ηθούν(ε)

έχω θεωρηθεί ή να έχω θεωρηθεί ή να είμαι θεωρημένος, η, ο θεωρημένος,


είμαι να έχεις θεωρηθεί ή να είσαι θεωρημένος, η, η, ο
θεωρημένος, η, ο ο
έχεις θεωρηθεί ή να έχει θεωρηθεί ή να είναι θεωρημένος, η, ο
είσαι να έχουμε θεωρηθεί ή να είμαστε
θεωρημένος, η, ο θεωρημένοι, ες, α
έχει θεωρηθεί ή να έχετε θεωρηθεί ή να είστε θεωρημένοι, ες,
είναι α
θεωρημένος, η, ο να έχουν θεωρηθεί ή να είναι θεωρημένοι, ες,
έχουμε θεωρηθεί α
ή είμαστε
θεωρημένοι, ες,
α
έχετε θεωρηθεί ή
είστε
θεωρημένοι, ες,
α
έχουν θεωρηθεί
ή είναι
θεωρημένοι, ες, ↑
α
είχα θεωρηθεί ή να είχα θεωρηθεί ή να ήμουν θεωρημένος, η,
ήμουν ο
θεωρημένος, η, ο να είχες θεωρηθεί ή να ήσουν θεωρημένος, η,
είχες θεωρηθεί ή ο
ήσουν να είχε θεωρηθεί ή να ήταν θεωρημένος, η, ο
θεωρημένος, η, ο να είχαμε θεωρηθεί ή να ήμασταν
είχε θεωρηθεί ή θεωρημένοι, ες, α
ήταν να είχατε θεωρηθεί ή να ήσασταν
θεωρημένος, η, ο θεωρημένοι, ες, α
είχαμε θεωρηθεί να είχαν θεωρηθεί ή να ήταν θεωρημένοι, ες,
ή ήμασταν α
θεωρημένοι, ες,
α
είχατε θεωρηθεί
ή ήσασταν
θεωρημένοι, ες,
α
είχαν θεωρηθεί ή
ήταν
θεωρημένοι, ες,
α

θα έχω θεωρηθεί ή θα είμαι θεωρημένος, η, ο


θα έχεις θεωρηθεί ή θα είσαι θεωρημένος, η, ο
θα έχει θεωρηθεί ή θα είναι θεωρημένος, η, ο
θα έχουμε θεωρηθεί ή θα είμαστε θεωρημένοι, ες, α
θα έχετε θεωρηθεί ή θα είστε θεωρημένοι, ες, α
θα έχουν θεωρηθεί ή θα είναι θεωρημένοι, ες, α

Βιβλιογραφία

Γραμματική Νέας Ελληνικής Γλώσσας Α', Β' Γ' Γυμνασίου, Σωφρόνης


Χατζησαββίδης - Αθανασία Χατζησαββίδου, ΟΕΔΒ, Αθήνα, Έκδοση Α,
2011
Νεοελληνική Γραμματική, Μανόλης Τριανταφυλλίδης, ΟΕΣΒ, Αθήνα,
1941
Γραμματική της Ελληνικής Γλώσσας, David Holton - Peter Mackridge -
Ειρήνη Φιλιππάκη-Warburton, Πατάκης, Αθήνα, 1999
Γραμματική της Νέας Ελληνικής, Χρ. Κλαίρης - Γ. Μπαμπινιώτης, ↑
Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2005
Γραμματική Ε, Στ Δημοτικού, Ειρήνη Φιλιππάκη-Warburton - Μιχ.
Γεωργιαφέντης - Γεώργιος Κοτζόγλου - Μαργαρίτα Λουκά, ΟΕΔΒ, Αθήνα
Εφαρμοσμένη Γραμματική της Δημοτικής και Συντακτικό, Γιάννη Β.
Παπαναστασίου, Αθήνα, 1989
Συντακτικό της Νέας Ελληνικής, ΟΕΔΒ, Αθήνα, 1996, κα' έκδοση
Νεοελληνική Γλώσσα Α' Γυμνασίου, Γιάννης Παπαθανασίου, εκδ.
Χαζτηθωμά, Θεσσαλονίκη, 2006
Νεοελληνική Γλώσσα Β' Γυμνασίου, Γιάννης Παπαθανασίου, εκδ.
Χαζτηθωμά, Θεσσαλονίκη, 2006
Νεοελληνική Γλώσσα Γ' Γυμνασίου, Γιάννης Παπαθανασίου, εκδ.
Χαζτηθωμά, Θεσσαλονίκη, 2006

© Γιάννης Παπαθανασίου

You might also like