You are on page 1of 17

1.

ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ


1.1 Παιχνίδι.
1.1.1 Εισαγωγή.
Οι δραστηριότητες παιχνιδιού κυριαρχούν στα εργοθεραπευτικά προγράμματα που
απευθύνονται σε παιδιά και εφήβους. Οι προσεγγίσεις που βασίζονται στο παιχνίδι
και εφαρμόζονται στην εργοθεραπευτική πρακτική είναι δυο. Στη μια το παιχνίδι
χρησιμοποιείται ως αξιολογητικό και θεραπευτικό μέσο, ενώ στην άλλη, ως
αυτοσκοπός.
Ο Εργοθεραπευτής, ανεξάρτητα με το ποια προσέγγιση χρησιμοποιεί, είναι
απαραίτητο να γνωρίζει τι είναι το παιχνίδι, ποια είναι η φυσιολογική του ανάπτυξη,
ποια τα είδη παιχνιδιού και πως σχετίζεται το παιχνίδι με το περιβάλλον.
1.1.2 Ορισμός και Χαρακτηριστικά παιχνιδιού.
Αν και το παιχνίδι δείχνει μια φαινομενικά απλή δραστηριότητα, αποτελεί ένα
πολύπλοκο φαινόμενο που είναι δύσκολο να οριστεί και αυτό οφείλεται κυρίως στο
γεγονός ότι το παιχνίδι ενέχει μια υποκειμενική διάσταση, δηλαδή αυτό που για ένα
παιδί αποτελεί παιχνίδι μπορεί για κάποιο άλλο να μη βιώνεται ως τέτοιο. Επίσης,
ένας άλλος λόγος που δυσκολεύει τον ορισμό της έννοιας του όρου παιχνίδι, είναι
ότι αυτό περιλαμβάνει έναν μεγάλο αριθμό ποικίλων δραστηριοτήτων που τις
περισσότερες φορές μπορεί να διαφέρουν αρκετά μεταξύ τους.
Εντούτοις, έχουν αναγνωριστεί κάποια κοινά χαρακτηριστικά που διέπουν τις
δραστηριότητες που θα χαρακτήριζε κάποιος παιχνίδια, τα οποία σχετίζονται κυρίως
με τον τρόπο που το άτομο βιώνει τη δραστηριότητα του παιχνιδιού και όχι με την
εξωτερική μορφή της δραστηριότητας του παιχνιδιού. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι:
 Εσωτερικό κίνητρο. Το άτομο παίζει γιατί κινητοποιείται εσωτερικά από το
ίδιο το παιχνίδι και όχι εξαιτίας κάποιας εξωτερικής επιβράβευσης ή
υπόσχεσης.
 Έμφαση στη διαδικασία και όχι στο αποτέλεσμα. Η διαδικασία παιχνιδιού
κατευθύνεται από τον παίχτη και είναι αυτή που δίνει ικανοποίηση.
 Ελεύθερη επιλογή και ευελιξία. Το άτομο είναι ελεύθερο να επιλέξει τη
δραστηριότητα παιχνιδιού και να την κατευθύνει, όπως εκείνο επιθυμεί. Αν η
δραστηριότητα εκτελείται γιατί απλά αναμένεται ή απαιτείται από το
περιβάλλον του ατόμου, παύει να έχει χαρακτηριστικά παιχνιδιού και μοιάζει
περισσότερο με εργασία.
 Διασκέδαση/χαρά. Αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά του
παιχνιδιού. Σε αυτό συνηγορεί και η μαρτυρία των παιδιών: «παιχνίδι είναι
οτιδήποτε χαρούμενο».
 Αυθορμητισμός. Αναφέρεται στη δυνατότητα που έχει ο παίχτης κατά τη
διάρκεια ενός παιχνιδιού να λειτουργεί όπως επιθυμεί κάθε φορά, για
παράδειγμα να αλλάζει τους έτσι και αλλιώς αυτό-επιβαλλόμενους κανόνες
οποιαδήποτε στιγμή και έτσι να αλλάζει και την πορεία του παιχνιδιού.
 Ενεργητική συμμετοχή. Αποτελεί κριτήριο διαχωρισμού του παιχνιδιού από
άλλες, παθητικές καταστάσεις αδράνειας ή ανίας.
 Στοιχεία προσποίησης και συμβολισμού. Αναφέρεται στις περιπτώσεις που
το άτομο προσποιείται καταστάσεις της καθημερινής ζωής χωρίς αυτές να
συμβαίνουν στην πραγματικότητα. Π.χ. «κλέφτες και αστυνόμοι».
Πρέπει βέβαια να τονιστεί, ότι τα παραπάνω χαρακτηριστικά, δεν είναι όλα παρόντα
και με την ίδια ένταση σε όλες τις δραστηριότητες παιχνιδιού. Π.χ. το χαρακτηριστικό
της προσποίησης και του συμβολισμού είναι παρόν στο παιχνίδι με τις κούκλες, αλλά
όχι τόσο στα οργανωμένα παιχνίδια ποδοσφαίρου.
1.1.3 Μορφές παιχνιδιού στην πορεία ανάπτυξης του παιδιού.
Το πλήθος των παιχνιδιών που παίζουν τα παιδιά κατά τη διάρκεια της ζωής τους
είναι μεγάλο. Οι συνηθέστερες μορφές παιχνιδιού είναι:
 Αισθητικοκινητικό παιχνίδι.
Το αισθητικοκινητικό παιχνίδι είναι κυρίαρχο στη βρεφική ηλικία και περιλαμβάνει
δράσεις που φέρνουν ικανοποίηση στο παιδί μέσω των αισθήσεων και των κινήσεων
του. Τα βρέφη περνούν πολύ χρόνο παίζοντας με το σώμα και τα άκρα τους
προκειμένου να βιώσουν διάφορες αισθήσεις. Το αισθητικοκινητικό παιχνίδι κάνει
την εμφάνιση του από τον πρώτο χρόνο ζωής, αλλά κυριαρχεί στη ζωή του παιδιού
το δεύτερο κυρίως χρόνο. Μετά την ηλικία των 2 ετών, παρότι εμφανίζονται και άλλα
ήδη παιχνιδιού, το αισθητικοκινητικό παιχνίδι συνεχίζει να υπάρχει και μετατρέπεται
σε αδρό κινητικό παιχνίδι όπως ποδήλατο, κούνια, κ.α. Η ικανοποίηση από αυτή τη
μορφή παιχνιδιού συνεχίζει και σε μεγαλύτερες ηλικίες.
 Εξερευνητικό.
Το εξερευνητικό παιχνίδι αναφέρεται στις δράσεις του παιδιού σε αντικείμενα-
παιχνίδια όταν προσπαθεί να ανακαλύψει πως αυτά λειτουργούν. Π.χ. πάτημα των
κουμπιών ενός παιχνιδιού με ήχους. Το παιχνίδι αυτό ξεκινάεοι κατά τη βρεφική
ηλικία και στο τέλος του πρώτου χρόνου τα παιδιά εξερευνούν ενεργητικά το
περιβάλλον τους. Το εξερευνητικό παιχνίδι μειώνεται σταδιακά κατά την προσχολική
ηλικία, αλλά επανέρχεται όποτε το παιδί παίζει με ένα καινούριο παιχνίδι.
 Κατασκευαστικό παιχνίδι.
Στο κατασκευαστικό παιχνίδι, το παιδί συνδυάζει ή χειρίζεται διάφορα υλικά ή
αντικείμενα για να κατασκευάσει ή να δημιουργήσει κάτι. Π.χ. πύργος από
τουβλάκια. Το κατασκευαστικό παιχνίδι ξεκινάει μετά την ηλικία των 2 ετών,
κυριαρχεί κατά την προσχολική και την μέση παιδική ηλικία. Συνεχίζεται και στην
περίοδο της εφηβείας αλλά μπορεί να γίνει πιο αφηρημένο και δημιουργικό (μια
τέχνη).
 Συμβολικό παιχνίδι.
Σύμφωνα με τον Piaget (1962), τα συμβολικά παιχνίδια είναι παιχνίδια προσποίησης
και αναπαράστασης και ενέχουν φαντασία. Στα συμβολικά παιχνίδια τα παιδιά
μπορεί να:
 Παίζουν μη πραγματικά θέματα (π.χ. πτήση στον ουρανό ως superman)
 Αναπαριστούν γεγονότα από τις ζωές τους (π.χ. το γιατρό)
 Αναπαριστούν ένα αντικείμενο για κάποιο άλλο (π.χ. ένα ξύλο γίνεται μαγική
σκούπα ή ραβδί)
 Αποδίδουν ιδιότητες σε ένα αντικείμενο (π.χ. το μωρό κρυώνει)

 Κοινωνικό παιχνίδι.
Αναφέρεται στο παιχνίδι που περιλαμβάνει αλληλεπίδραση με συνομηλίκους ή
ενήλικες. Εμφανίζεται πολύ νωρίς με το παιχνίδι αλληλεπίδρασης μεταξύ μητέρας
και βρέφους (π.χ. χαμόγελα, γαργάλημα). Στη μέση παιδική ηλικία τα παιδιά
αναζητούν συντρόφους στο παιχνίδι τους και συμμετέχουν σε πιο πολύπλοκες
κοινωνικά δραστηριότητες (π.χ. δραματοποίηση ιστοριών, ομαδικά ενδιαφέροντα).
 Παιχνίδια με κανόνες.
Πρόκειται για συνεργατικά παιχνίδια που αποτελούνται από κανόνες που είτε
προϋπάρχουν είτε κατασκευάζονται από τους ίδιους τους παίχτες οι οποίοι είναι
υποχρεωμένοι να τους τηρούν (π.χ. επιτραπέζια, αθλήματα). Τα παιχνίδια με κανόνες
κυριαρχούν στο παιχνίδι των παιδιών 7-11 ετών και συνεχίζουν να υπάρχουν καθ’
όλη τη διάρκεια της ζωής τους.
Όλες οι παραπάνω μορφές παιχνιδιού εμφανίζονται σε συγκεκριμένο αναπτυξιακό
στάδιο στη ζωή του παιδιού παράλληλα με την σωματική, νοητική και ψυχοκοινωνική
ανάπτυξη του. Παρόλα αυτά, δεν αναπτύσσουν όλα τα παιδιά στον ίδιο βαθμό όλες
τις προαναφερθείσες μορφές παιχνιδιού. Οι διαφορές αυτές οφείλονται σε
παράγοντες που αφορούν το ίδιο το παιδί αλλά και το περιβάλλον του.
1.1.4 Παιχνίδι και Περιβάλλον
Το παιχνίδι είναι μια δραστηριότητα που δεν μπορεί να θεωρηθεί αποκομμένη από
το περιβάλλον του παιδιού, αντιθέτως, είναι μια δραστηριότητα που προκύπτει μέσα
και μαζί με αυτό.
Τα περιβάλλοντα μέσα στα οποία προκύπτει το παιχνίδι είναι:

 Φυσικά περιβάλλοντα (παιδικές χαρές, γειτονιές, προαύλιο, εξοχή, σπίτι,


κ.α.). Εδώ ανήκουν και τα αντικείμενα, παιχνίδια, εξοπλισμός, (παζλ, κούκλες)
 Κοινωνικά περιβάλλοντα. Οικογένεια, συμμαθητές, φίλοι.
 Πολιτισμικά περιβάλλοντα. Πεποιθήσεις, παραδόσεις, αξίες κάθε κοινωνίας
για το παιχνίδι.
Το περιβάλλον μέσα στο οποίο συντελείται το παιχνίδι των παιδιών μπορεί να
επηρεάσει όχι μόνο την ανάπτυξη και τις μορφές παιχνιδιού, αλλά και τον τρόπο με
τον οποίο βιώνουν τα παιδιά τα παιχνίδια.
Οι παράγοντες του περιβάλλοντος που επιδρούν θετικά στη φυσιολογική ανάπτυξη
του παιχνιδιού των παιδιών:
 Διαθεσιμότητα αντικειμένων και συνομηλίκων για παιχνίδι
 Διαθεσιμότητα φυσικών χώρων για παιχνίδι
 Ασφαλές και άνετο περιβάλλον
 Ενήλικες που δεν είναι υπερπροστατευτικοί, κατευθυντικοί
 Ελευθερία επιλογής
 Παροχή νέων ερεθισμάτων και παιχνιδιών
Οι παράγοντες του περιβάλλοντος που επιδρούν αρνητικά στην ανάπτυξη του
παιχνιδιού των παιδιών:
 Περιορισμένες επιλογές
 Ανασφαλή περιβάλλοντα
 Στείρα και στερητικά περιβάλλοντα
 Νέες τεχνολογίες
 Υπερβολικός ανταγωνισμός και εξωτερική πίεση
Εν κατακλείδι, για να βιώσει το παιδί τις φυσιολογικές εμπειρίες παιχνιδιού κάθε
ηλικίας θα πρέπει να έχει τις ανάλογες δεξιότητες καθώς και να βρίσκεται σε ένα
περιβάλλον που να ενθαρρύνει και να προωθεί το παιχνίδι.

2. Παιχνίδι και Εργοθεραπεία.


2.1 Ιστορικά στοιχεία
Με την ίδρυση της εργοθεραπείας το παιχνίδι θεωρούνταν μαζί με την εργασία, την
ξεκούραση και τον ύπνο τα θεμέλια της ανθρώπινης ζωής. Θεωρούνταν το ίδιο
σημαντικό για την υγεία του ανθρώπου όσο και η εργασία. Κυρίως χρησιμοποιούνταν
σε προγράμματα παιδιατρικών ασθενών με σωματικές ή ψυχοσυναισθηματικές
διαταραχές. Στα μέσα του 20ου αιώνα, οι οικονομικές και κοινωνικές πιέσεις
έστρεψαν την εργοθεραπεία σε πιο επιστημονικά πεδία με αντικείμενο το μυϊκό
τόνο, την πλευρίωση, τις κινητικές δεξιότητες, τις Δ.Κ.Ζ. και τις προσαρμογές,
υποβαθμίζοντας το ρόλο του παιχνιδιού.
Το παιχνίδι επανέρχεται στο προσκήνιο της εργοθεραπείας τη δεκαετία του 70 μέσα
από τις θεωρίες των Mary Reilly και A.J.Ayres (αισθητηριακή ολοκλήρωση). Σύμφωνα
με την Reilly, το παιχνίδι προετοιμάζει το άτομο για τη μετέπειτα εργασία του,
αποτελώντας το πλαίσιο μέσα στο οποίο το άτομο καλλιεργεί δεξιότητες,
ενδιαφέροντα και τις συνήθειες του ανταγωνισμού και της συνεργασίας. Αναφέρει
ότι το παιχνίδι δεν μπορεί να κατανοηθεί και να εξηγηθεί μέσα από μεμονωμένες
προσεγγίσεις που αναπτύσσει ξεχωριστά η κάθε ειδικότητα (ψυχολογία,
κοινωνιολογία, βιολογία), αλλά μέσα από μια διεπιστημονική προσέγγιση
θεωρώντας το παιχνίδι ένα πολυδιάστατο βιοψυχοκοινωνικό φαινόμενο. Επιπλέον
δίνει έμφαση στο ρόλο του παιχνιδιού στην εκμάθηση κανόνων.
Η Ayres, παρότι η θεωρία της δεν επικεντρώνεται στο παιχνίδι, αλλά στην
αισθητηριακή ολοκλήρωση, αναγνωρίζει την αξία του παιχνιδιού και το χρησιμοποιεί
σε όλη τη δουλειά της. Συμπέρανε ότι το παιχνίδι και η αισθητηριακή ολοκλήρωση
έχουν μια σχέση αλληλεπίδρασης. Για να μπορέσει δηλαδή, ένα παιδί να παίξει,
χρειάζεται να έχει αναπτύξει την αισθητηριακή του ολοκλήρωση και το ίδιο το
παιχνίδι του παιδιού συμβάλλει στην ανάπτυξη της αισθητηριακής του
ολοκλήρωσης.
Η επιστροφή και η αναγνώριση του παιχνιδιού ως σημαντικό θεραπευτικό μέσο λόγω
της δυνατότητας του να συνεισφέρει στη μάθηση και στην προσαρμογή παιδιών και
ενηλίκων υιοθετείται μέχρι και σήμερα στην πρακτική της εργοθεραπείας.

2.2 Το παιχνίδι στη σύγχρονη θεωρία και πρακτική της εργοθεραπείας


Με το τέλος του 20ου αιώνα αρχίζει να αναδύεται μια νεα προσέγγιση κατά την οποία
το παιχνίδι θεωρείται σημαντικό όχι μόνο γιατί προετοιμάζει το άτομο για τη
μετέπειτα ζωή του, αλλά και γιατί αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης
εμπειρίας και ενός υγιούς τρόπου ζωής. Με λίγα λόγια, το παιχνίδι προτείνεται πλέον
εκτός από θεραπευτικό μέσο, να γίνει και στόχος της θεραπείας. Στη νέα αυτή
προσέγγιση συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό:
α) Το μοντέλο της διάθεσης για παιχνίδι (Bundy, 1993).
Είναι μια έννοια που σχετίζεται με τη στάση του ατόμου προς το παιχνίδι του. Η
διάθεση του ατόμου για παιχνίδι περιλαμβάνει 3 στοιχεία:
 Εσωτερικό κίνητρο. Το άτομο επιλέγει να παίξει σε μια δραστηριότητα
παιχνιδιού επειδή το θέλει το ίδιο και για κανένα άλλο λόγο.
 Εσωτερικό έλεγχο. Το άτομο επιλέγει κυρίως με ποιόν θα παίξει, τι θα παίξει,
που και πότε θα παίξει.
 Ελευθερία να υπερβεί την πραγματικότητα. Το άτομο αποφασίζει πόσο κοντά
ή μέσα στην πραγματικότητα θα είναι το παιχνίδι του ή πόσο θα την υπερβεί.
Στο παρόν μοντέλο εκτιμάται ο βαθμός ύπαρξης ή απουσίας αυτών των στοιχείων
στις δραστηριότητες παιχνιδιού.
Η αθροιστική συνεισφορά και των τριών αυτών στοιχείων μετακινεί τη ζυγαριά και
καθορίζει τη σχετική ύπαρξη ή όχι της διάθεσης για παιχνίδι.
Με βάση αυτή τη θεωρία η Bundy, ανέπτυξε ένα εργαλείο αξιολόγησης, την
«Αξιολόγηση της Διάθεσης για Παιχνίδι» που θα παρουσιαστεί σε επόμενη ενότητα.
β) το παιχνίδι ως έργο στην επιστήμη του έργου.
Η επιστήμη του έργου μελετά το παιχνίδι μέσα στα φυσικά περιβάλλοντα που αυτό
προκύπτει και μέσα από τις απόψεις και εμπειρίες των ίδιων των ατόμων που
παίζουν. Θεωρεί ότι τα έργα και κατά συνέπεια και το παιχνίδι, αποτελούνται από 3
στοιχεία: φόρμα, λειτουργία και νόημα.
Η φόρμα περιλαμβάνει τις μορφές του παιχνιδιού, ενώ η λειτουργία σχετίζεται με το
τι εξυπηρετεί η ύπαρξη του παιχνιδιού στη ζωή των ατόμων.
Σε γενικές γραμμές το παιχνίδι εξυπηρετεί τις παρακάτω λειτουργίες:
 Συμβάλει θετικά στην ψυχική υγεία και στην ποιότητα ζωής των ατόμων
 Αποτελεί τρόπο εκτόνωσης
 Αποτελεί μέσο ψυχαγωγίας και χαλάρωσης
 Συμβάλλει στην ανάπτυξη της λειτουργίας του εγώ, νοητικών και κοινωνικών
δεξιοτήτων αλλά και των ρόλων ζωής.
Τέλος, το νόημα του παιχνιδιού αναφέρεται στην ποιότητα της εμπειρίας αυτού που
παίζει. Τα νοήματα που βιώνουν και αποδίδουν τα παιδιά στο παιχνίδι τους είναι η
χαρά, η αίσθηση της επίτευξης, η κοινωνικοποίηση, η πρόκληση των ικανοτήτων
τους, ο αυθορμητισμός, η δραστηριοποίηση κι η ελευθερία επιλογής. Βέβαια, το
νόημα δεν είναι πάντα και για όλους θετικό. Τα παιδιά μπορεί να αποδίδουν και
αρνητικά νοήματα στο παιχνίδι όπως όταν δυσκολεύονται με παιχνίδια με αυξημένες
κοινωνικές απαιτήσεις ή όταν ασκείται υπερβολικός έλεγχος στο παιχνίδι τους. Τα
παιδιά που βιώνουν αυτές τις συνθήκες παιχνιδιού έχουν φτωχή διάθεση για
παιχνίδι με αποτέλεσμα να αποσύρονται από τα παιχνίδια ή από την ομήγυρη.

γ) Η θέση του Αμερικάνικου Συλλόγου για το παιχνίδι.


Ο Αμερικάνικος Σύλλογος Εργοθεραπείας αναγνωρίζει το παιχνίδι ως ένα από τους
σημαντικούς τομείς έργου και ως εκ τούτου οι εργοθεραπευτές κατευθύνονται να
υποστηρίζουν να ενισχύουν και να υπερασπίζουν το δικαίωμα των παιδιών για
παιχνίδι μέσω:
 Της προώθησης της αναγνώρισης του ρόλου του παιχνιδιού στην ανάπτυξη
και στη σωματική και ψυχική υγεία των παιδιών.
 Της ανάπτυξης και αποκατάστασης των δεξιοτήτων εκείνων που είναι
απαραίτητες για την συμμετοχή και εμπλοκή των παιδιών σε παιχνίδια.
 Της προσαρμογής των υλικών, των παιχνιδιών, των αντικειμένων και του
περιβάλλοντος, έτσι ώστε να διευκολυνθούν οι κατάλληλες εμπειρίες
παιχνιδιού.
 Της προώθησης ασφαλούς και προσβάσιμου περιβάλλοντος παιχνιδιού για
όλους.

Βέβαια σχετικές μελέτες που έχουν γίνει για τη χρήση του παιχνιδιού στην
εργοθεραπευτική πρακτική, αποδεικνύουν ότι οι εργοθεραπευτές χρησιμοποιούν το
παιχνίδι πολύ περισσότερο ως μέσω παρά ως αυτοσκοπό.

3. Χρήσεις του παιχνιδιού στην Εργοθεραπεία.


Οι δραστηριότητες παιχνιδιού χρησιμοποιούνται ως μέσο τόσο για να αξιολογηθούν
όσο και να θεραπευτούν οι δυσκολίες ενός παιδιού στο επίπεδο των δεξιοτήτων αλλά
και εκτέλεσης άλλων τομέων έργου (ΔΚΖ, παραγωγικότητα).
3.1 Η χρήση του παιχνιδιού ως αξιολογητικό μέσο.
Η χρήση του παιχνιδιού ως αξιολογητικό μέσο εμπεριέχει την επιλογή και εφαρμογή
από τον θεραπευτή κατάλληλων δραστηριοτήτων παιχνιδιού για να εκτιμηθούν οι
γνωστικές, κινητικές, αισθητηριακές και ψυχοκοινωνικές δεξιότητες των παιδιών. Η
αξιολόγηση πραγματοποιείται με τη μέθοδο της παρατήρησης και της χρήσης
σταθμισμένων εργαλείων.
3.1.1 Παρατήρηση.
Στη μέθοδο της παρατήρησης, ο θεραπευτής, επιλέγει μια δραστηριότητα παιχνιδιού
που απαιτεί για την εκτέλεση της, κυρίως τις δεξιότητες που επιθυμεί να αξιολογήσει.

ΕΙΔΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗΣ
Η παρατήρηση μπορεί να είναι αθέατη ή θεατή, συμμετοχική ή μη συμμετοχική.
Συνδυασμός θεατής συμμετοχικής
αθέατης μη συμμετοχικής
 Αθέατη - συμμετοχική παρατήρηση
Η παρατήρηση κατά την οποία τα άτομα προς παρατήρηση δεν γνωρίζουν ότι
ανάμεσα τους υπάρχει ένας παρατηρητής, ο οποίος συμμετέχει πλήρως σε όλες τις
δραστηριότητες με φυσικό τρόπο. Αυτό το είδος παρατήρησης είναι ο πιο
ενδεδειγμένος τρόπος για να καταγράψει κάποιος μια πραγματική συμπεριφορά.
Μειονέκτημα ότι η συμμέτοχή του παρατηρητή ενδέχεται να αλλοιώσει την
ατμόσφαιρα και το κλίμα.
 Θεατή – συμμετοχική παρατήρηση
Ο παρατηρητής συμμετέχει πλήρως, ως ισότιμο μέλος, σε όλες τις δραστηριότητες,
αλλά τα άτομα γνωρίζουν ότι έχει σκοπό την παρατήρηση κάποιου είδους της
συμπεριφοράς τους. Μειονέκτημα: διαφοροποίηση της συμπεριφοράς
 Θεατή – μη συμμετοχική παρατήρηση
Τα άτομα γνωρίζουν την παρουσία του ερευνητή, αλλά αυτός δεν συμμετέχει στην
δραστηριότητα. Για παράδειγμα, ο παρατηρητής επισκέπτεται μια τάξη, κάθεται
στο πίσω μέρος και παρατηρεί κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας. Το μεγαλύτερο
μειονέκτημα προέρχεται από την αντίδραση στην παρουσία του παρατηρητή. Για το
λόγο αυτό ο παρατηρητής πρέπει να κάνει τις παρατηρήσεις του για μεγάλο χρονικό
διάστημα, οπότε τα άτομα αναμένεται να επανέλθουν στα κανονικά επίπεδα
συμπεριφοράς.
 Αθέατη – μη συμμετοχική παρατήρηση
Τα άτομα παρατηρούνται ενώ τα άτομα αγνοούν την ύπαρξη του παρατηρητή. Εδώ,
τα άτομα αντιδρούν φυσιολογικά, γιατί δεν γνωρίζουν ότι παρατηρούνται. Στις
αντιδράσεις τους υπάρχει πλήρης φυσικότητα αλλά τίθεται θέμα ηθικής για το αν
επιτρέπεται τέτοιου είδους παρατήρηση.

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗΣ
 Δομημένη παρατήρηση
 Ελεύθερη παρατήρηση

3.1.2 Σταθμισμένα εργαλεία.


Συνήθως αξιολογούνται συγκεκριμένες δεξιότητες μέσα από έναν αριθμό
δοκιμασιών – δραστηριοτήτων παιχνιδιού όπως χάντρες, παζλ, κ.λπ. Οι
δραστηριότητες αυτές εφαρμόζονται με συγκεκριμένο και πανομοιότυπο τρόπο σε
όλα τα παιδιά που αξιολογούνται με αυτά τα εργαλεία, οι οποίες περιγράφονται στο
εγχειρίδιο χρήσης (manual). Στην εφαρμογή των δοκιμασιών-παιχνιδιών ενός
σταθμισμένου εργαλείου, ο αξιολογητής δεν έχει καμία ευελιξία στη χορήγηση του
ενώ τα παιδιά καλούνται να εκτελέσουν αυτές τις δραστηριότητες ανεξάρτητα αν τις
επιθυμούν ή όχι.

3.2 Η χρήση του παιχνιδιού ως θεραπευτικό μέσο.


Σύμφωνα με την Knox (2010), το παιχνίδι ως θεραπευτικό μέσο χρησιμοποιείται
κυρίως για:
α) Να βελτιωθούν οι ανώριμες δεξιότητες των παιδιών
β) να ενισχυθεί η εκτέλεση/συμμετοχή του παιδιού σε άλλους τομείς έργου (ΔΚΖ,
εκπαίδευση)
γ) Κινητοποιηθεί το παιδί για να εμπλακεί στο θεραπευτικό πρόγραμμα.
Στη βιβλιογραφία της εργοθεραπείας έχουν περιγραφεί δυο πλαίσια αναφοράς που
χρησιμοποιούν το παιχνίδι ως θεραπευτικό μέσο:
α) το αναπτυξιακό, και
β) το λειτουργικό

3.2.1 Αναπτυξιακό πλαίσιο αναφοράς.


Μέσα από την ενεργητική εμπλοκή του παιδιού στα θεραπευτικά παιχνίδια τα οποία
του παρέχουν κίνητρό αλλά και ένα ασφαλές πλαίσιο, το παιδί αναπτύσσει τις
γνωστικές, αισθητικοκινητικές και ψυχοκοινωνικές δεξιότητες. Σε αυτό το πλαίσιο
αναφοράς οι θεραπευτικές προσεγγίσεις που χρησιμοποιούν το παιχνίδι ως
θεραπευτικό μέσο είναι:
α) Η μέθοδος Bobath (νευροαναπτυξιακή) που χρησιμοποιεί το παιχνίδι για να
αναπτυχθούν οι ισορροπιστικές αντιδράσεις, ο στατικός τόνος, και να ανασταλούν τα
παθολογικά αντανακλαστικά.
β) Η αισθητηριακή ολοκλήρωση (S.I.), που χρησιμοποιεί δραστηριότητες παιχνιδιού
πλούσιες σε αισθητηριακά ερεθίσματα με στόχο την ομαλή επεξεργασία και
ολοκλήρωση των ερεθισμάτων (κυρίως απτικών, αιθουσαίων, ιδιοδεκτικών). Εδώ το
παιχνίδι αποτελεί ταυτόχρονα θεραπευτικό μέσο αλλά και στόχο της θεραπείας.
γ) Η παιγνιοθεραπεία (play therapy) που εφαρμόζεται σε παιδιά με συναισθηματικά
και προβλήματα συμπεριφοράς και χρησιμοποιεί κυρίως συμβολικά ή
κατασκευαστικά παιχνίδια με στόχο την εξωτερίκευση και επεξεργασία των
συναισθημάτων και τη βελτίωση της συμπεριφοράς.
3.2.2 Λειτουργικό πλαίσιο αναφοράς.
Το συγκεκριμένο πλαίσιο αναφοράς χρησιμοποιεί το παιχνίδι για να αναπτύξει
δεξιότητες μέσα από:
α) προσαρμογές στο ίδιο το παιχνίδι,
β) τροποποίηση του περιβάλλοντος παιχνιδιού
γ) χειρισμός του σώματος του παιδιού κατά τη διάρκεια της δραστηριότητας του
παιχνιδιού.
Παράδειγμα:
Μια μπασκέτα μπορεί να τοποθετηθεί ψηλότερα (τροποποίηση περιβάλλοντος)
Χρήση πιο βαριάς μπάλας (προσαρμογή παιχνιδιού)
3.3 Κριτική της χρήσης παιχνιδιού ως αξιολογητικό και θεραπευτικό μέσο στην
εργοθεραπευτική πρακτική.
Μολονότι, όπως προκύπτει από τα προηγούμενα, το παιχνίδι μπορεί να αποτελέσει
ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο στα χέρια του θεραπευτή, μπορεί να έχει και αρνητικές
διαστάσεις και η προσέγγιση να μην είναι τόσο ελκυστική για το παιδί και αυτό γιατί:

 Το παιδί επιθυμεί να παίξει, όμως ο στόχος του θεραπευτή είναι το παιδί να


δουλέψει.
 Παιδί και θεραπευτής μπορεί να μην έχουν την ίδια άποψη σχετικά με το τι
θεωρείται παιχνίδι
 Ο σκοπός του παιχνιδιού θεσπίζεται από το θεραπευτή
 Η δραστηριότητα του παιχνιδιού δεν έχει επιλεγεί από το ίδιο το παιδί.
 Η πορεία του θεραπευτικού παιχνιδιού ελέγχεται κυρίως από το θεραπευτή.
 Δεν υπάρχει ελευθερία δράσης ευελιξία, αυθορμητισμός και πιθανόν
ικανοποίηση από τη δραστηριότητα.
Έτσι, αν και η αξία της χρήσης του παιχνιδιού ως θεραπευτικό μέσο είναι μεγάλη,
θεωρείται ότι κατακερματίζει το παιχνίδι στα επιμέρους στοιχεία του με αποτέλεσμα
να χάνεται η χαρά της εμπειρίας και κατ’ επέκταση η συνολική αξία του.

3.3 Το Παιχνίδι ως στόχος της θεραπείας.


Το παιχνίδι των παιδιών με νοητικές, σωματικές ή ψυχοκοινωνικές δυσκολίες, στην
πλειοψηφία των περιπτώσεων διαταράσσεται, υπολείπεται ή δεν αναπτύσσεται
καθόλου. Για παράδειγμα, τα παιδιά με νοητική υστέρηση δυσκολεύονται να
συμμετάσχουν σε παιχνίδια με κανόνες και δομή, καθώς και σε συμβολικά παιχνίδια,
τα παιδιά με αυτισμό έχουν περιορισμένο κίνητρο για παιχνίδι, χρησιμοποιούν τα
παιχνίδια στερεοτυπικά, ενώ το συμβολικό και κοινωνικό τους παιχνίδι συνήθως
απουσιάζει.
Σε αυτή την διάσταση της χρήσης του παιχνιδιού λοιπόν, ο στόχος της
εργοθεραπευτικής παρέμβασης είναι η ανάπτυξη και η διευκόλυνση του παιχνιδιού
καθώς και της ενίσχυσης της διάθεσης για παιχνίδι σε περιπτώσεις ατόμων που το
παιχνίδι είναι διαταραγμένο, φτωχό, ή ανύπαρκτο. Ο θεραπευτής δηλαδή, αρχικά
αξιολογεί το παιχνίδι και τη διάθεση για παιχνίδι, καθορίζει τα προβλήματα και στη
συνέχεια σχεδιάζει και εφαρμόζει προγράμματα που στόχο έχουν την ανάπτυξη,
βελτίωση και αποκατάσταση των δυσκολιών που λειτουργούν ανασταλτικά στη
συμμετοχή στο παιχνίδι αλλά και της διάθεσης για παιχνίδι.
Τονίζεται, ότι η σύγχρονη βιβλιογραφία της εργοθεραπείας στο παιχνίδι, εστιάζει
στην υιοθέτηση αυτής της προσέγγισης η οποία θεωρείται περισσότερο
εργοθεραπευτική, παρόλα αυτά οι περισσότεροι θεραπευτές δίνουν μέχρι και
σήμερα μεγαλύτερη έμφαση στη χρήση του παιχνιδιού ως θεραπευτικό μέσο.
3.3.1 Αξιολόγηση του παιχνιδιού και της διάθεσης για παιχνίδι.
Στα πλαίσια της εργοθεραπείας έχουν αναπτυχθεί και χρησιμοποιούνται αρκετές
αξιολογήσεις παιχνιδιού. Μεταξύ άλλων το «Ιστορικό Παιχνιδιού», η
«Αναθεωρημένη Κλίμακα Προσχολικού Παιχνιδιού της Knox», η «Αξιολόγηση της
Διάθεσης για Παιχνίδι» και τα «Παιδιατρικά Προφίλ Ενδιαφερόντων». Παρακάτω θα
γίνει μια αδρή περιγραφή τους.
 Ιστορικό Παιχνιδιού (Play History) της Takata.
Πρόκειται για ένα αξιολογητικό εργαλείο που αποτελεί μια ημιδομημένη συνέντευξη
αλλά και μια παρατήρηση ποιοτικού χαρακτήρα που έχει ως στόχο να συλλέξει
πληροφορίες για τη μορφή και το περιεχόμενο του καθημερινού παιχνιδιού του
παιδιού. Περιλαμβάνει ερωτήσεις ανοιχτού τύπου (π.χ. με ποιους παίζει το παιδί;)
όπου οι γονείς απαντούν με περιγραφικό τρόπο. Έχει σχεδιαστεί για να συσχετίζονται
οι πληροφορίες που λαμβάνονται με έξι αναπτυξιακές εποχές παιχνιδιού και έτσι ο
θεραπευτής αναγνωρίζει σε ποια εποχή βρίσκεται το παιδί.
 Αναθεωρημένη Κλίμακα Προσχολικού Παιχνιδιού της Knox
Περιλαμβάνει μια αναπτυξιακή περιγραφή της τυπικής συμπεριφοράς παιχνιδιού
των παιδιών από τη γέννηση τους έως την ηλικία των 6 ετών. Χωρίζει το παιχνίδι του
παιδιού σε επιμέρους διαστάσεις: α) διαχείριση του χώρου, β) διαχείριση του υλικού,
γ) προσποίηση/συμβολισμός και δ) συμμετοχή.
Οι δυο αυτές αξιολογήσεις αποτελούν αξιολογήσεις της ανάπτυξης του παιχνιδιού
του παιδιού και διευκολύνουν τους θεραπευτές:

 να καθορίσουν το επίπεδο ανάπτυξης στο οποίο βρίσκεται το παιχνίδι του


παιδιού
 να καθορίσουν την πορεία ανάπτυξης του παιχνιδιού του παιδιού
 να αναγνωρίσουν τις μορφές παιχνιδιού που έχει αναπτύξει το παιδί
 να γνωρίζουν το επόμενο αναπτυξιακό στάδιο παιχνιδιού που χρειάζεται να
ενισχυθεί
Όμως οι αξιολογήσεις αυτές στηρίζονται κυρίως σε ορατές συμπεριφορές παιχνιδιού
καθώς δεν λαμβάνουν υπόψιν το πώς βιώνει το κάθε παιδί το παιχνίδι. Αυτό το
χαρακτηριστικό αξιολογείται με εργαλεία όπως η «Αξιολόγηση της Διάθεσης για
Παιχνίδι» και τα «Παιδιατρικά Προφίλ Ενδιαφερόντων».

 Αξιολόγηση της Διάθεσης για Παιχνίδι.


Πρόκειται για ένα εργαλείο παρατήρησης και μέτρησης της Διάθεσης για παιχνίδι,
παιδιών ηλικίας 6 μηνών έως 18 ετών. Περιλαμβάνει μια κλίμακα με 29
συμπεριφορές παιχνιδιού τις οποίες και αξιολογεί με βάση την έκταση, την ένταση
και την επιδεξιότητα των παιδιών.
Στα πλαίσια της αξιολόγησης αυτής αναπτύχθηκε και μια επιπλέον αξιολόγηση που
αξιολογεί τα στοιχεία του περιβάλλοντος που υποστηρίζουν το κίνητρο ενός παιδιού
για παιχνίδι, η «Αξιολόγηση της Περιβαλλοντικής Υποστήριξης».

 Παιδιατρικά Προφίλ Ενδιαφερόντων.


Αποτελούν αυτοαναφορές των παιδιών σχετικά με τα ενδιαφέροντα και τη
συμμετοχή τους σε δραστηριότητες παιχνιδιού και ελεύθερου χρόνου και χωρίζονται
σε 3 προφίλ: α) το «Παιδικό Προφίλ Παιχνιδιού», β) το «Προεφηβικό Προφίλ
Παιχνιδιού» και γ) το «Εφηβικό Προφίλ Ενδιαφερόντων και Ελεύθερου Χρόνου».
Στόχος των προφίλ είναι να κατανοηθεί η προοπτική του ατόμου που παίζει. Τα
προφίλ περιέχουν φόρμες με δραστηριότητες παιχνιδιού που αντιστοιχούν στις
παραπάνω ηλικίες και με βάση τις οποίες τα παιδιά αναφέρουν α) εκείνες που τους
αρέσουν, β) εκείνες που κάνουν στην καθημερινή τους ζωή, γ) την άποψη τους για
την ικανότητα τους να εκτελούν αυτές τις δραστηριότητες και δ) με ποιόν εκτελούν
αυτές τις δραστηριότητες.
Αφού ολοκληρωθεί η αξιολόγηση του παιχνιδιού, της διάθεσης για παιχνίδι,
αλλά και του περιβάλλοντος, ο Εργοθεραπευτής καθορίζει το υπάρχον επίπεδο
παιχνιδιού του παιδιού, τα ενδιαφέροντα και τις συνήθειες παιχνιδιού του και τα
αιτήματα, τις πεποιθήσεις και την καθημερινότητα της οικογένειας του σχετικά με το
παιχνίδι. Επιπλέον, πρέπει να προσδιορίσει τους διαθέσιμους χώρους, τα υλικά και
το χρόνο παιχνιδιού. Όλα αυτά τα στοιχεία είναι απαραίτητα έτσι ώστε ο
εργοθεραπευτής να σχεδιάσει μια εργοθεραπευτική παρέμβαση που θα στοχεύει
στο παιχνίδι του παιδιού.

3.3.2 Εργοθεραπευτική παρέμβαση στο παιχνίδι και στη διάθεση για παιχνίδι
Σε αυτό το στάδιο, ο εργοθεραπευτής θεσπίζει στόχους που προσανατολίζονται στην
ανάπτυξη του επιπέδου παιχνιδιού ή της διάθεσης του παιδιού για παιχνίδι. Οι
στόχοι αυτοί περιλαμβάνουν:
 την ανάπτυξη της διάθεσης για παιχνίδι. π.χ. κίνητρο και πρωτοβουλία να
παίξει
 την ανάπτυξη του επιπέδου των μορφών παιχνιδιού που αναλογούν στην
ηλικία του παιδιού π.χ. να παίζει παιχνίδια ρόλων, να παίζει με άλλα παιδιά,
να χρησιμοποιεί κανόνες
 τη βελτίωση των δεξιοτήτων παιχνιδιού π.χ. να μετράει όταν φυλάει στο
κρυφτό, να κάνει πετάλι
 την ευαισθητοποίηση και κατάρτιση της οικογένειας για την ενίσχυση του
παιχνιδιού

Θεραπευτικές στρατηγικές
Για την επίτευξη των στόχων και της ανάπτυξης του παιχνιδιού και της διάθεσης για
παιχνίδι, χρησιμοποιούνται από τους εργοθεραπευτές θεραπευτικές στρατηγικές
μερικές εκ των οποίων παρουσιάζονται παρακάτω:
 Ο εργοθεραπευτής λαμβάνει υπόψιν του τα ενδιαφέροντα του παιδιού.
Σε μια παρέμβαση που έχει ως στόχο να βοηθήσει τα παιδιά να καταφέρουν να
παίζουν με τα παιχνίδια που επιθυμούν, ο θεραπευτής θέτει ως στόχους αυτά τα
παιχνίδια και την συμμετοχή τους σε αυτά. Έτσι, ο εργοθεραπευτής πρέπει να:
α) να φροντίζει να είναι διαθέσιμα τα παιχνίδια που αρέσουν στο παιδί,
β) να επιτρέπει και να παροτρύνει το παιδί να επιλέγει το ίδιο τις δραστηριότητες
παιχνιδιού,
γ) θέτει ως στόχους της θεραπείας τα παιχνίδια που θέλει το παιδί να παίξει (π.χ. να
μάθει ποδήλατο)

 Η παρέμβαση παιχνιδιού ξεκινά από το αρχικό επίπεδο παιχνιδιού του


παιδιού.
Η παρέμβαση ξεκινά με δραστηριότητες που αρέσουν και καταφέρνει το παιδί και
σταδιακά προχωρά σε πιο εξελιγμένα στάδια παιχνιδιού. Ο θεραπευτής έχει σαν
γνώμονα την φυσιολογική ανάπτυξη του παιχνιδιού.
Παράδειγμα: Σε παιδί ηλικίας 8 ετών με σοβαρή νοητική υστέρηση που του αρέσει
να εμπλέκεται σε πρώιμο αισθητικοκινητικό παιχνίδι επιπέδου 2 ετών, ο
εργοθεραπευτής ξεκινά να παίζει μαζί του παιχνίδια αυτού του αναπτυξιακού
επιπέδου όπου το παιδί παίζει ενεργητικά και αυθόρμητα. Σταδιακά, γίνεται
εισαγωγή πιο ώριμων παιχνιδιών όταν βέβαια το παιδί επιθυμεί να συμμετάσχει σε
αυτά.

 Ο εργοθεραπευτής επιλέγει παιχνίδια με στόχο να ενθαρρύνει το ανεξάρτητο,


αυθόρμητο και πραγματικό παιχνίδι για το παιδί.
Ο εργοθεραπευτής θα πρέπει να επιλέγει παιχνίδια που το παιδί καταφέρνει να
παίζει ανεξάρτητο, χωρίς παροχή βοήθειας, παρότρυνσης ή υποστήριξης. Αυτό
επιτυγχάνεται με παιχνίδια που:
α) αντιστοιχούν στο επίπεδο δεξιοτήτων τοπυ παιδιού,
β) είναι ευκολά στο χειρισμό ή πλούσια σε αισθητηριακά ερεθίσματα (π.χ. μπάλα που
χτυπά και βγάζει φως, αφρός ξυρίσματος),
γ) είναι δομημένα και ασφαλή

 Ενίσχυση επιμέρους δεξιοτήτων παιχνιδιού.


Ο εργοθεραπευτής έχει ως στόχο την ανάπτυξη και βελτίωση των δεξιοτήτων που
υπολειτουργούν και αποτελούν προϋποθέσεις για συμμετοχή στο παιχνίδι.
Παράδειγμα: η βελτίωση της μίμησης ενισχύει το συμβολικό παιχνίδι, η βελτίωση
των κινητικών δεξιοτήτων βοηθά στην πρόσβαση σε κινητικές δραστηριότητες
παιχνιδιού όπως κρυφτό, κυνηγητό, ποδήλατο.

 Ενίσχυση όλων των μορφών παιχνιδιού.


Μέλημα του εργοθεραπευτή είναι η ενίσχυση όλων των μορφών παιχνιδιού και όχι
μόνο του αισθητικοκινητικού ή του παιχνιδιού με αντικείμενα. Για παράδειγμα τα
παιχνίδια κοινωνικής αλληλεπίδρασης και φαντασίας κινητοποιούν περισσότερο το
παιδί και ενισχύουν την διάθεση για παιχνίδι σε σχέση με ένα στείρο χειρισμό
αντικειμένων.

 Ο εργοθεραπευτής διδάσκει και καθοδηγεί.


Πολλές φορές η παροχή και μόνο ευκαιριών παιχνιδιού σε ένα παιδί με φτωχό
επίπεδο παιχνιδιού δεν είναι αρκετή. Ιδιαίτερα σε διαγνωστικές κατηγορίες όπως ο
αυτισμός, το αυθόρμητο παιχνίδι διευκολύνεται με δομημένη καθοδήγηση. Για το
σκοπό αυτό ο θεραπευτής:
α) δίνει λεκτικές οδηγίες σχετικά με το πώς παίζεται το παιχνίδι
β) επιδεικνύει τον τρόπο που παίζεται το παιχνίδι
γ) καθοδηγεί το σώμα του παιδιού κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού,
δ) χρησιμοποιεί την θετική ενίσχυση
Όμως, στόχος του θεραπευτή είναι η σταδιακή μείωση της καθοδήγησης και της
επιβράβευσης έτσι ώστε το παιδί να προχωρά σε πιο ανεξάρτητα επίπεδα παιχνιδιού.

 Ανάπτυξη της διάθεσης του παιδιού για παιχνίδι.


Για να καταφέρει κάτι τέτοιο ο θεραπευτής θα πρέπει να εφαρμόζει τις παρακάτω
στρατηγικές:
α) να επιτρέπει το αυθόρμητο παιχνίδι και να αφήνει το παιδί να κατευθύνει το
παιχνίδι,
β) να επιτρέπει στο παιδί να διαλέγει παιχνίδια και να ενισχύει τη λήψη αποφάσεων
του.
γ) να προωθεί την ενεργητική εξερεύνηση
δ) να είναι λιγότερο κατευθυντικός και περισσότερο ευέλικτος με τους κανόνες
ε) να χρησιμοποιεί το φανταστικό παιχνίδι για να ενισχύσει την υπέρβαση της
πραγματικότητας και τη δημιουργικότητα του παιδιού,
στ) να επιλέγει δραστηριότητες που είναι διασκεδαστικές για το παιδί, και
η) να χαίρεται και ο ίδιος παίζοντας

 Ο εργοθεραπευτής επιδεικνύει και ο ίδιος διάθεση για παιχνίδι


Όταν ο θεραπευτής επιδεικνύει διάθεση για παιχνίδι γίνεται πρότυπο για το παιδί.
Αυτό το επιτυγχάνει μέσα από τη γλώσσα του σώματος, από την εμπλοκή του, τον
αυθορμητισμό του και την ενσυναίσθηση.

 Σχεδιασμός περιβάλλοντος που να ενισχύει το παιχνίδι


Ένα τέτοιο περιβάλλον θα πρέπει να:
α) παρέχει στο παιδί ερεθίσματα και μια ποικιλία εμπειριών παιχνιδιού
β) επιτρέπει στο παιδί να ασκεί κάποιο έλεγχο
γ) παρέχει δυνατότητες για κοινωνική αλληλεπίδραση
δ) είναι ασφαλές τόσο φυσικά όσο και κοινωνικά
ε) είναι προσβάσιμο στο παιδί
στ) ενισχύει τη φαντασία, τη δημιουργικότητα και τη χαρά του παιχνιδιού
ζ) δίνει στο παιδί δυνατότητα για επιλογή
Στα καθήκοντα του εργοθεραπευτή είναι και η τροποποίηση του περιβάλλοντος αλλά
και του παιχνιδιού όταν εμποδίζεται το αυθόρμητο και ανεξάρτητο παιχνίδι του
παιδιού.

 Δημιουργία συνθηκών για παιχνίδι με συνομηλίκους


Έχει βρεθεί ότι το αυθόρμητο παιχνίδι αυξάνεται όταν παρέχεται η δυνατότητα στα
παιδιά να παίζουν με παιδιά υψηλότερου αναπτυξιακού επιπέδου.

 Συμβουλευτική και εκπαίδευση γονέων


Ο τελικός στόχος της παρέμβασης είναι η γενίκευση των κατεκτημένων δεξιοτήτων
παιχνιδιού και η μεταφορά τους από το χώρο θεραπείας στην καθημερινή ρουτίνα
του παιδιού. Για το λόγο αυτό είναι καθοριστικής σημασίας η συνεργασία με τους
γονείς. Οι γονείς των παιδιών με δυσλειτουργία συνήθως δίνουν έμφαση και
γεμίζουν τις ημέρες των παιδιών τους με θεραπευτικά προγράμματα και έτσι αυτά
στερούνται εμπειριών παιχνιδιού. Καθήκον λοιπόν του θεραπευτή είναι:
α) να βοηθά τους γονείς να κατανοήσουν την αξία του παιχνιδιού στην ανάπτυξη των
παιδιών τους,
β) να καταρτίσει και να εκπαιδεύσει τους γονείς για την χρήση του παιχνιδιού,
γ) να προτείνει δραστηριότητες παιχνιδιού,
δ) να ενθαρρύνει τους γονείς να εμπλακούν με τις δραστηριότητες παιχνιδιού των
παιδιών τους
ε) να βοηθά τους γονείς να ενσωματώνουν το παιχνίδι στην καθημερινότητα τους,
στ) να προτρέπουν τους γονείς να ενθαρρύνουν το παιχνίδι των παιδιών τους με
συνομηλίκους
Απαραίτητη προϋπόθεση είναι ο θεραπευτής να γνωρίζει το καθημερινό πρόγραμμα
και τις δυνατότητες της οικογένειας για να προτείνει τις αντίστοιχες και εφικτές
λύσεις.

You might also like