You are on page 1of 11

Α

Άγω= φέρνω, οδηγώ/πορεύομαι


Ησυχίαν άγω= ησυχάζω
Άγε, άγετε(+ υποτακτική ή προστακτική)= εμπρός
Αγών= συναγωνισμός/ δίκη
Αδεως= άφοβα
Άδηλος= άγνωστος, αφανής
Άδηλον έστι (απρόσωπη έκφραση)= είναι άγνωστο,
δεν είναι φανερό
Αθυμω= είμαι λυπημένος, απογοητευμένος
Αιδούμαι= σέβομαι
(+ κατηγορηματική μτχ) ντρέπομαι
Αιρώ= συλλαμβάνω, κυριεύω
Αιρούμαι(μέσο)= εκλέγω, προτιμώ
Αιρούμαι (παθητ)= εκλέγομαι
Αίρω = σηκώνω
Αίρομαι(παθητ)= περηφανεύομαι
Αισθάνομαι= (+αιτ) ακούω, μαθαίνω, νιώθω, εννοώ
(+γεν+κατηγορηματική μτχ) καταλαβαίνω
(+αιτ+κατηγορηματική μτχ) πληροφορούμαι
(+αιτ + ειδ.απαρέμφατο) έχω τι γνώμη ότι..
Αιτιώμαι= κατηγορώ
Άκων= παρά τη θέληση, με τη βία
Άλλοθεν= από άλλο μέρος ή τόπο
Αλλότριος= ξένος
Αμαρτάνω= αποτυχαίνω, κάνω σφάλμα ή αμάρτημα
Αμύνω= (+ αιτ) απωθώ, αποκρούω
(+δοτ) βοηθώ
Αμφότερος= και ο ένας και ο άλλος
Αναβαίνω= ανεβαίνω/ (για ρήτορες) ανεβαίνω στο βήμα και
παίρνω το λόγο
Ανάγομαι= ανοίγομαι στο πέλαγος, αποπλέω/ οδηγούμαι
Ανδραποδίζομαι= πουλιέμαι ως δούλος
Ανίσταμαι= στέκομαι όρθιος, σηκώνομαι/ (για ρήτορες)
σηκώνομαι και παίρνω το λόγο
Απαγγέλω= φέρνω ειδήσεις, αναγγέλω/ διηγούμαι

1
Απελαύνω= διώχνω, αποβάλλω, αποκρίνω
Απέρχομαι/ άπειμι= αναχωρώ, αποχωρώ
Αποδείκνυμι= δείχνω, φανερώνω, παρουσιάζω
Αποδίδωμι= δίνω πίσω, επιστρέφω
Αποδίδομαι= πουλώ
Αποκτείνω= σκοτώνω
Απόλλυμι= καταστρέφω, σκοτώνω
Απόλλυμαι= χάνομαι, πεθαίνω
Απολύομαι= απαλλάσομαι, αθωώνομαι
Απορώ= είμαι άπορος/ βρίσκομαι σε αμηχανία/στερούμαι
Εν απορία ειμί= βρίσκομαι σε δύσκολη θέση
Αποφαίνω= αναδείχνω/ αποδεικνύω
Αποψηφίζομαι= (+γεν) αθωώνω
Άσμενος= ευχαρηστημένος, ευτυχής
Αυτίκα= ευθύς, αμέσως / για παράδειγμα, λόγου χάρη
Αφαιρούμαι= αφαιρώ, παίρνω, αρπάζω
Αφίημι= αφήνω, εγκαταλείπω/ αφήνω ελεύθερο, απαλλάσσω
από κατηγορία
Αφικνούμαι= έρχομαι, φτάνω
Αφίστημι= (+γεν + αιτ) απομακρύνω
Αφίσταμαι= απέχω, αποστατώ

Βούλομαι= θέλω
Γ

Γιγνώσκω= καταλαβαίνω, μαθαίνω/ διακρίνω, παρατηρώ


(ως δοξαστικό) κρίνω, νομίζω
(+ τελ. απρμφ) αποφασίζω να…
Γράφω = καταγράφω
Γράφομαι( +αιτ +γεν. της αιτίας) καταγγέλω κάποιον
για δημόσιο αδίκημα

2
Δ

Δαίμων= θεός/θεότητα/μοίρα
Δέδοικα ή δέδια= φοβάμαι
Δει= πρέπει, επιβάλλεται
(+γεν. πράγματος) υπάρχει ανάγκη από κάτι
Δείκνυμι= δείχνω, φανερώνω
Δεινός= φοβερός, σεβαστός
Δέομαι= έχω ανάγκη /παρακαλώ
Δευρο(επιρ)= προς τα εδώ
(χρονικά) μέχρι τώρα
Δήλος= φανερός/ σαφής
Δηλόν έστι(απρος. έκφραση)= είναι φανερό
Δήμος= λαός, το πλήθος/δημοκρατία
Διαβάλλω= ρίχνω απέναντι, ρίχνω διαμέσου/ συκοφαντώ
Διαγίγνομαι= διέρχομαι, περνώ
(+κατηγορηματική μτχ) συνεχώς ασταμάτητα..
Διάγω= οδηγώ διαμέσου
Διάγω βίον= ζω, περνώ τη ζωή μου
Διάκειμαι= βρίσκομαι σε κάποια κατάσταση/ συμπεριφέρομαι.
Διαλέγομαι= συνομιλώ, συζητώ
Διαλείπω= αφήνω να περάσει χρόνος, παύω
Διαλλάσσω= αλλάζω, ανταλλάσω/ συμφιλιώνω.
Διαπράττομαι= κατορθώνω
Διαρρήδην= ρητά/ σαφώς
Διατελώ= περατώνω κάτι
(+ κατηγορηματική μτχ) διαρκώς, συνεχώς
Διατίθιμι= διευθετώ, τακτοποιώ
Διατίθεμαι ευμενώς= συμπεριφέρομαι ευνοικά
Διαφθείρω= καταστρέφω εντελώς/ εξολοθρεύω
Διεξέρχομαι= αφηγούμαι κάτι με λεπτομέρεια και ακρίβεια
Δίκη= το ορθό, το δίκαιο
Δίκην δίδωμι= τιμωρούμαι
Δίκην λαμβάνω= τιμωρώ
Δρώ= κάνω, κατορθώνω
Ευ δρώ τινά= ευεργετώ κάποιον
Κακώς δρώ τινά= κακοποιώ

3
Δόξα= ιδέα, γνώμη/ καλή φήμη/ δόξα, μεγαλοπρέπεια

Έαρ κ ήρ= άνοιξη


Έω= αφήνω, επιτρέπω
Είργω= απαγορεύω, εμποδίζω
Εγχειρώ= επιχειρώ
Εικός εστίν= (απρόσωπη έκφραση) είναι πιθανό, εύλογο,
φυσικό.
Εκάτερος= καθένας απ’τους δύο
Εκβάλλω= ρίχνω έξω/ εξορίζω
Εκκλησία= συνέλευση πολιτών
Εκών= με τη θέληση του
Ελαύνω= καταδιώκω, διώχνω
Εμποδών γίγνομαι τινί= γίνομαι εμπόδιο σε κάποιον
Ενδεής= αυτός που έχει έλλειψη από κάτι, που στερείται κάτι/
φτωχός
Ενιαύσιος= ετήσιος/ για ένα χρόνο
Ένιοι, -αι, -α= μερικοί
Εντυγχάνω= συναντώ/ συναναστρέφομαι
Έξεστι(απροσ)= επιτρέπεται, είναι δυνατό
Έοικα=(+δοτ) μοιάζω/ (+κατηγορηματική μτχ) φαίνομαι
Επαγέλομαι= (+δοτ) υπόσχομαι
Επιβουλεύω= σχεδιάζω κάτι εναντίον κάποιου
Επικουρία= βοήθεια
Επίσταμαι= γνωρίζω καλά
Επιτήδειος= κατάλληλος/ ωφέλιμος
Τα επιτήδεια= τα αναγκαία για τροφή, τα εφόδια
Επομαι= ακολουθώ
Έστιν όπως= κάπως
Έστιν ός ή όστις= κάποιος
Έστιν ότε= κάποτε
Έχω (+τελικό απαρέμφατο)= μπορώ να..

4
Ζ

Ζημία= απώλεια, βλάβη/ τιμωρία

Ηγούμαι= (+γεν) οδηγώ στρατό ή στόλο, κυβερνώ


(+ειδικό απαρέμφατο) νομίζω, θεωρώ
(+αιτιατική) πιστεύω, προπορεύομαι. Προηγούμαι
Ήδομαι= (+δοτ. Αιτίας/ κατηγορηματική μτχ) ευχαριστιέμαι,
χαίρομαι
Ήκω= έχω έρθει
Ήττον= λιγότερο

Θαυμάζω= θαυμάζω/ εκπλήσσομαι, απορώ


Θεωρώ= θεωρώ, εξετάζω, παρατηρώ

Καθαιρώ= κατεβάζω, κατεδαφίζω, ακυρώνω, καταδικάζω


Καθαίρω= καθαρίζω, εξαγνίζω
Καθεύδω= κοιμάμαι
Καθίστημι= ορίζω, διορίζω/ εγκαθιστώ/ τακτοποιώ
Καθίσταμαι= τοποθετούμαι/ διορίζομαι/ είμαι,
γίνομαι
Καιρός= ευκαιρία/ όφελος
Καίτοι= και όμως
Καταγιγνώσκω= καταδικάζω
Καταμαρτυρώ= καταθέτω μαρτυρία εναντίον κάποιου
Καταψηφίζομαι= καταδικάζω κάποιον
Κελεύω= διατάζω/ συμβουλεύω, υποδείχνω
Κήδομαι= (+γεν) φροντίζω
Κοινωνώ= παίρνω μέρος σε κάτι με κάποιον άλλο

5
Κολάζω= τιμωρώ
Κομίζω= μεταφέρω
Κρατώ= έχω την εξουσία/ νικώ/ υπερτερώ
Κράτος= δύναμη, βία
Κατά κράτος= με έφοδο/ με όλες τις δυνάμεις
Κτώμαι= αποκτώ
Κωλύω= εμποδίζω

Λαγχάνω= παίρνω με κλήρο/ κληρονομώ


Λανθάνω= μένω απαρατήρητος, διαφεύγω τη προσοχή κάποιου
(+κατηγορηματική μτχ) κρυφά..
Λήμμα= εισόδημα/ κέρδος, ωφέλεια
Λόγος= λόγος, ισχυρισμός
Λόγος έστι= υπάρχει φήμη
Λόγον τινί δίδωμι= δίνω σε κάποιον την άδεια να
μιλήσει
Λόγον δίδωμι= δίνω λογαριασμό

Μάλιστα= κυρίως, κατεξοχήν


Μέλλω= σκοπεύω/ διστάζω/ αναβάλλω
Μέμφομαι= κατακρίνω, κατηγορώ
Μεταπέμπω= στέλνω και προσκαλώ κάποιον
Μέτριος= δίκαιος, λογικός/ κατάλληλος
Μετρίως= κόσμια/ τίμια, δίκαια
Μηχανή= τρόπος, μέσο/ τέχνασμα, δόλος
Μιμνήσκω= υπενθυμίζω
Μιμνήσκομαι= θυμάμαι
Μύριοι, -αι, -α= δέκα χιλιάδες

6
Νέμω= μοιράζω
Νέμομαι= μοιράζομαι με άλλον/ απολαμβάνω,
καρπώνομαι

Ξενικός= ξένος/ μισθοφορικός


Το ξενικόν= μισθοφορικό στράτευμα

Οίδα= γνωρίζω
Οίκισις= οικία/ κατοικία/ διαμονή
Οίκοι= στο σπίτι/ στη πατρίδα
Οίομαι κ’ οίμαι= νομίζω
Οίον τέστί(απρόσωπη έκφραση)= είναι δυνατόν
Οίχομαι= αποχωρώ, φεύγω
(+Κατηγορηματική μτχ) οίχεται φεύγων= έφυγε και
χάθηκε
Ομιλώ(+δοτ)= συναναστρέφομαι
Όμνυμι κ ομνόω= ορκίζομαι
Όμορος= γειτονικός
Οί μην αλλά= αλλ’ όμως
Ούπω= όχι ακόμη
Ουσία= περιουσία, ιδιοκτησία/ ύπαρξη

Π
Παρασκευή= προετοιμασία
Παραυτίκα= αμέσως
Παραχρήμα= ευθύς, αμέσως
Παρέρχομαι= περνώ, απομακρύνομαι/ παρουσιάζομαι ενωπίον
κάποιου να μιλήσω
Οι παρόντες= οι ρήτορες
Παρορώ= παραβλέπω/ περιφρονώ
Πάοχω= παθαίνω/ δοκιμάζω

7
Εύ πάσχω υπό τίνος= ευ εργετούμαι
Κακώς πάσχω υπό τινός= κακοποιούμαι
Πειρώμαι= προσπαθώ
Πέλας= κοντά
Οί πέλας= οι γείτονες, οι συνανθρωποί μας
Περιγίγνομαι= υπερέχω, υπερτερώ/ περισσεύω
Περιέρχομαι/ περίειμι= περιφέρομαι / (για χρόνο) περνώ
Περιορώ= (+κατηγορηματική μτχ) ανέχομαι, αδιαφορώ
(+τελ. απαρέμφατο) αφήνω, αδιαφορώ
Περιφανώς= φανερά, ολοφάνερα
Πή(ερωτηματικό μόριο)= (για τρόπο) πώς
(για τόπο) που
Πλανώμαι= περιπλανώμαι, περιφέρομαι
Πληρώ= γεμίζω
Ποιώ= κάνω, ενεργώ, κατασκευάζω
Ευ ποιώ= ευεργετώ
Κακώς ποιώ= βλάπτω
Περί πολλού(πλείονος- πλείστου) ποιούμαι= εκτιμώ..
Ποίησις= κατασκευή, δημιουργία/ υιοθεσία
Πολέμιος= εχθρός, εχθρικός
Πολιτεία= πολίτευμα/ κυβέρνηση
Πολιτεύομαι= ζω σαν πολίτης
Πονώ= κοπιάζω, μοχθό, κουράζομαι
Πονηρός= κακός, δόλιος/ δειλός
Πόρρωθεν= από μακριά
Ποτέ(εγκλιτ. μόριο)= κάποτε
(σε ερωτήσεις) άραγε, τέλος πάντων
Πότερος= ποιος από τους δύο
Πράττω= κάνω, ενεργώ, κατορθώνω
Εύ πράττω= ευτυχώ
Κακώς πράττω= δυστυχώ
Πρόδηλος= ολοφάνερος
Προίσταμαι= τοποθετούμαι μπροστά, είμαι επικεφαλής
Προσβάλλω= ρίχνω κάτι πάνω σε κάποιον/ επιτίθεμαι
Προσγίγνομαι(+δοτ)= έρχομαι κοντά σε κάποιον/ προστίθεμαι
Προσήκει(απρόσωπο)= αρμόζει, ταιριάζει/ πρέπει
Πυνθάνομαι= πληροφορούμαι/ ζητώ να μάθω, ρωτώ

8
Ρ

Ράδιος= εύκολος/ έτοιμος, πρόθυμος/ απερίσκεπτος, αδιάφορος


Ραδίως= εύκολα/ απερίσκεπτα
Ραθυμία= αμέλεια, απροσεξία/ νωθρότητα

Σημείον= σημάδι/ σημαία, σύμβολο


Σιτία= τρόφιμα, εφόδια, προμήθειες
Σκέψις= παρατήρηση/ εξέταση/ σκέψη
Σκοπώ/ σκοπούμαι= παρατηρώ, σκέφτομαι, εξετάζω
Σπένδομαι= συνθηκολογώ, ειρηνεύω
Σπουδάζω= (αμτβ) σπεύδω, τρέχω, βιάζομαι
(μτβτ) ασχολούμαι πρόθυμα με κάτι
Στασιάζω= επαναστατώ εναντίον κάποιου
Στάσις= εμφύλια διαμάχη/ κόμμα, ομάδα
Στρατεία= εκστρατεία
Συνδιαλύω= βοηθώ στη συμφιλίωση
Συνήδομαι= ευχαριστιέμαι με κάτι
Σύνοιδα= γνωρίζω καλά
Σφέτερος= δικός τους
Σχολή= αργία, απραξία/ ησυχία, άνεση, ανάπαυση

Τάξις= τακτοποίηση, διάταξη/ στρατιωτική παράταξη


Τελευτώ= τελειώνω/ πεθαίνω
Τέλος= τέρμα, συμπλήρωση
Οί έν τέλει= αυτοί που έχουν τα αξιώματα
Τα τέλη= οι άρχοντες
Τέχνη= τέχνασμα, δόλος
Τιμωρώ= (+δοτ) βοηθώ

9
Τιμωρούμαι(+αιτ)= τιμωρώ
Τοιγαρούν= γι’αυτό λοιπόν
Τυγχάνω= πετυχαίνω, βρίσκω
(+δοτ) συναντώ
(+κατηγορηματική μτχ) συμβαίνει να.. τυχαία.

Υβρίζω= προσβάλλω/ είμαι αυθάδης


Υπείκω= υποχωρώ/ πειθαρχώ, υπακούω
Υπερορώ= παραβλέπω, παραμελώ, περιφρονώ
Υπολαμβάνω= νομίζω, θεωρώ

Φ
Φεύγω= διαφεύγω/ εξορίζομαι/ κατηγορούμαι
Φεύγω γραφήν ή δίκην= δικάζομαι ως
κατηγορούμενος
Ο φεύγων= ο εξόριστος/ ο κατηγορούμενος
Φημί= λέω, βεβαιώνω, ισχυρίζομαι
Ού φημί+ απρμφ= αρνούμαι
Φθάνω= προφταίνω, προλαβαίνω
Φύω= παράγω, γεννώ
Φύομαι= γεννιέμαι , είμαι από τη φύση
Φρονώ= σκέφτομαι, νομίζω
Μέγα φρονώ= έχω μεγάλες ιδέες/ είμαι αλαζόνας
Φρονώ τα τινός= είμαι οπαδός κάποιου

Χαλεπός= δύσκολος/ σκληρός/ αυστηρός


Χρώμαι= χρησιμοποιώ/ μεταχειρίζομαι

10
Ψηφίζομαι= αποφασίζω ή επιδοκιμάζω κάτι με τη ψήφο μου
(+τελ. απρμφ)= αποφασίζω να..

Ωνούμαι= αγοράζω
Ωφελία= βοήθεια, συνδρομή/ ωφέλειο, κέρδος

11

You might also like