Professional Documents
Culture Documents
1
Απελαύνω= διώχνω, αποβάλλω, αποκρίνω
Απέρχομαι/ άπειμι= αναχωρώ, αποχωρώ
Αποδείκνυμι= δείχνω, φανερώνω, παρουσιάζω
Αποδίδωμι= δίνω πίσω, επιστρέφω
Αποδίδομαι= πουλώ
Αποκτείνω= σκοτώνω
Απόλλυμι= καταστρέφω, σκοτώνω
Απόλλυμαι= χάνομαι, πεθαίνω
Απολύομαι= απαλλάσομαι, αθωώνομαι
Απορώ= είμαι άπορος/ βρίσκομαι σε αμηχανία/στερούμαι
Εν απορία ειμί= βρίσκομαι σε δύσκολη θέση
Αποφαίνω= αναδείχνω/ αποδεικνύω
Αποψηφίζομαι= (+γεν) αθωώνω
Άσμενος= ευχαρηστημένος, ευτυχής
Αυτίκα= ευθύς, αμέσως / για παράδειγμα, λόγου χάρη
Αφαιρούμαι= αφαιρώ, παίρνω, αρπάζω
Αφίημι= αφήνω, εγκαταλείπω/ αφήνω ελεύθερο, απαλλάσσω
από κατηγορία
Αφικνούμαι= έρχομαι, φτάνω
Αφίστημι= (+γεν + αιτ) απομακρύνω
Αφίσταμαι= απέχω, αποστατώ
Βούλομαι= θέλω
Γ
2
Δ
Δαίμων= θεός/θεότητα/μοίρα
Δέδοικα ή δέδια= φοβάμαι
Δει= πρέπει, επιβάλλεται
(+γεν. πράγματος) υπάρχει ανάγκη από κάτι
Δείκνυμι= δείχνω, φανερώνω
Δεινός= φοβερός, σεβαστός
Δέομαι= έχω ανάγκη /παρακαλώ
Δευρο(επιρ)= προς τα εδώ
(χρονικά) μέχρι τώρα
Δήλος= φανερός/ σαφής
Δηλόν έστι(απρος. έκφραση)= είναι φανερό
Δήμος= λαός, το πλήθος/δημοκρατία
Διαβάλλω= ρίχνω απέναντι, ρίχνω διαμέσου/ συκοφαντώ
Διαγίγνομαι= διέρχομαι, περνώ
(+κατηγορηματική μτχ) συνεχώς ασταμάτητα..
Διάγω= οδηγώ διαμέσου
Διάγω βίον= ζω, περνώ τη ζωή μου
Διάκειμαι= βρίσκομαι σε κάποια κατάσταση/ συμπεριφέρομαι.
Διαλέγομαι= συνομιλώ, συζητώ
Διαλείπω= αφήνω να περάσει χρόνος, παύω
Διαλλάσσω= αλλάζω, ανταλλάσω/ συμφιλιώνω.
Διαπράττομαι= κατορθώνω
Διαρρήδην= ρητά/ σαφώς
Διατελώ= περατώνω κάτι
(+ κατηγορηματική μτχ) διαρκώς, συνεχώς
Διατίθιμι= διευθετώ, τακτοποιώ
Διατίθεμαι ευμενώς= συμπεριφέρομαι ευνοικά
Διαφθείρω= καταστρέφω εντελώς/ εξολοθρεύω
Διεξέρχομαι= αφηγούμαι κάτι με λεπτομέρεια και ακρίβεια
Δίκη= το ορθό, το δίκαιο
Δίκην δίδωμι= τιμωρούμαι
Δίκην λαμβάνω= τιμωρώ
Δρώ= κάνω, κατορθώνω
Ευ δρώ τινά= ευεργετώ κάποιον
Κακώς δρώ τινά= κακοποιώ
3
Δόξα= ιδέα, γνώμη/ καλή φήμη/ δόξα, μεγαλοπρέπεια
4
Ζ
5
Κολάζω= τιμωρώ
Κομίζω= μεταφέρω
Κρατώ= έχω την εξουσία/ νικώ/ υπερτερώ
Κράτος= δύναμη, βία
Κατά κράτος= με έφοδο/ με όλες τις δυνάμεις
Κτώμαι= αποκτώ
Κωλύω= εμποδίζω
6
Νέμω= μοιράζω
Νέμομαι= μοιράζομαι με άλλον/ απολαμβάνω,
καρπώνομαι
Οίδα= γνωρίζω
Οίκισις= οικία/ κατοικία/ διαμονή
Οίκοι= στο σπίτι/ στη πατρίδα
Οίομαι κ’ οίμαι= νομίζω
Οίον τέστί(απρόσωπη έκφραση)= είναι δυνατόν
Οίχομαι= αποχωρώ, φεύγω
(+Κατηγορηματική μτχ) οίχεται φεύγων= έφυγε και
χάθηκε
Ομιλώ(+δοτ)= συναναστρέφομαι
Όμνυμι κ ομνόω= ορκίζομαι
Όμορος= γειτονικός
Οί μην αλλά= αλλ’ όμως
Ούπω= όχι ακόμη
Ουσία= περιουσία, ιδιοκτησία/ ύπαρξη
Π
Παρασκευή= προετοιμασία
Παραυτίκα= αμέσως
Παραχρήμα= ευθύς, αμέσως
Παρέρχομαι= περνώ, απομακρύνομαι/ παρουσιάζομαι ενωπίον
κάποιου να μιλήσω
Οι παρόντες= οι ρήτορες
Παρορώ= παραβλέπω/ περιφρονώ
Πάοχω= παθαίνω/ δοκιμάζω
7
Εύ πάσχω υπό τίνος= ευ εργετούμαι
Κακώς πάσχω υπό τινός= κακοποιούμαι
Πειρώμαι= προσπαθώ
Πέλας= κοντά
Οί πέλας= οι γείτονες, οι συνανθρωποί μας
Περιγίγνομαι= υπερέχω, υπερτερώ/ περισσεύω
Περιέρχομαι/ περίειμι= περιφέρομαι / (για χρόνο) περνώ
Περιορώ= (+κατηγορηματική μτχ) ανέχομαι, αδιαφορώ
(+τελ. απαρέμφατο) αφήνω, αδιαφορώ
Περιφανώς= φανερά, ολοφάνερα
Πή(ερωτηματικό μόριο)= (για τρόπο) πώς
(για τόπο) που
Πλανώμαι= περιπλανώμαι, περιφέρομαι
Πληρώ= γεμίζω
Ποιώ= κάνω, ενεργώ, κατασκευάζω
Ευ ποιώ= ευεργετώ
Κακώς ποιώ= βλάπτω
Περί πολλού(πλείονος- πλείστου) ποιούμαι= εκτιμώ..
Ποίησις= κατασκευή, δημιουργία/ υιοθεσία
Πολέμιος= εχθρός, εχθρικός
Πολιτεία= πολίτευμα/ κυβέρνηση
Πολιτεύομαι= ζω σαν πολίτης
Πονώ= κοπιάζω, μοχθό, κουράζομαι
Πονηρός= κακός, δόλιος/ δειλός
Πόρρωθεν= από μακριά
Ποτέ(εγκλιτ. μόριο)= κάποτε
(σε ερωτήσεις) άραγε, τέλος πάντων
Πότερος= ποιος από τους δύο
Πράττω= κάνω, ενεργώ, κατορθώνω
Εύ πράττω= ευτυχώ
Κακώς πράττω= δυστυχώ
Πρόδηλος= ολοφάνερος
Προίσταμαι= τοποθετούμαι μπροστά, είμαι επικεφαλής
Προσβάλλω= ρίχνω κάτι πάνω σε κάποιον/ επιτίθεμαι
Προσγίγνομαι(+δοτ)= έρχομαι κοντά σε κάποιον/ προστίθεμαι
Προσήκει(απρόσωπο)= αρμόζει, ταιριάζει/ πρέπει
Πυνθάνομαι= πληροφορούμαι/ ζητώ να μάθω, ρωτώ
8
Ρ
9
Τιμωρούμαι(+αιτ)= τιμωρώ
Τοιγαρούν= γι’αυτό λοιπόν
Τυγχάνω= πετυχαίνω, βρίσκω
(+δοτ) συναντώ
(+κατηγορηματική μτχ) συμβαίνει να.. τυχαία.
Φ
Φεύγω= διαφεύγω/ εξορίζομαι/ κατηγορούμαι
Φεύγω γραφήν ή δίκην= δικάζομαι ως
κατηγορούμενος
Ο φεύγων= ο εξόριστος/ ο κατηγορούμενος
Φημί= λέω, βεβαιώνω, ισχυρίζομαι
Ού φημί+ απρμφ= αρνούμαι
Φθάνω= προφταίνω, προλαβαίνω
Φύω= παράγω, γεννώ
Φύομαι= γεννιέμαι , είμαι από τη φύση
Φρονώ= σκέφτομαι, νομίζω
Μέγα φρονώ= έχω μεγάλες ιδέες/ είμαι αλαζόνας
Φρονώ τα τινός= είμαι οπαδός κάποιου
10
Ψηφίζομαι= αποφασίζω ή επιδοκιμάζω κάτι με τη ψήφο μου
(+τελ. απρμφ)= αποφασίζω να..
Ωνούμαι= αγοράζω
Ωφελία= βοήθεια, συνδρομή/ ωφέλειο, κέρδος
11