You are on page 1of 8

1ο ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΑΡΧΑΙΩΝ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ

ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ’ ΛΥΚΕΙΟΥ

Διδαγμένο κείμενο

Πλάτωνας Πρωταγόρας 323 Α-Ε, 324 Α-C


Ὃτι μέν οὖν πάντ’ ἄνδρα…ὥς γε μοι φαίνεται
Ὅτι μέν οὖν πάντ’ ἄνδρα εἰκότως ἀποδέχονται περί ταύτης τῆς

ἀρετῆς σύμβουλον διά τό ἡγεῖσθαι παντί μετεῖναι αὐτῆς, ταῦτα λέγω˙ ὅτι

δέ αὐτήν οὐ φύσει ἡγοῦνται εἶναι οὐδ’ ἀπό τοῦ αὐτομάτου, ἀλλά διδακτόν

τε καί ἐξ ἐπιμελείας παραγίγνεσθαι ᾧ ἄν παραγίγνηται, τοῦτό σοι μετά

τοῦτο πειράσομαι ἀποδεῖξαι. Ὅσα γάρ ἡγοῦνται ἀλλήλους κακά ἔχειν

ἄνθρωποι φύσει ἤ τύχῃ, οὐδείς θυμοῦται οὐδέ νουθετεῖ οὐδέ διδάσκει οὐδέ

κολάζει τούς ταῦτα ἔχοντας, ἵνα μή τοιοῦτοι ὦσιν, ἀλλ’ ἐλεοῦσιν˙ οἷον

τούς αἰσχρούς ἤ σμικρούς ἤ ἀσθενεῖς τίς οὕτως ἀνόητος ὥστε τι τούτων

ἐπιχειρεῖν ποιεῖν; Ταῦτα μέν γάρ οἶμαι ἴσασιν ὅτι φύσει τε καί τύχῃ τοῖς

ἀνθρώποις γίγνεται, τά καλά καί τἀναντία τούτοις˙ ὅσα δέ ἐξ ἐπιμελείας

καί ἀσκήσεως καί διδαχῆς οἴονται γίγνεσθαι ἀγαθά ἀνθρώποις, ἐάν τις

ταῦτα μή ἔχῃ, ἀλλά τἀναντία τούτων κακά, ἐπί τούτοις που οἵ τε θυμοί

γίγνονται καί αἱ κολάσεις καί αἱ νουθετήσεις. Ὧν ἐστιν ἕν καί ἡ ἀδικία καί

ἡ ἀσέβεια καί συλλήβδην πᾶν τό ἐναντίον τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς.

Ἔνθα δή πᾶς παντί θυμοῦται καί νουθετεῖ, δῆλον ὅτι ὡς ἐξ

ἐπιμελείας καί μαθήσεως κτητῆς οὔσης. Εἰ γάρ ἐθέλεις ἐννοῆσαι τό

κολάζειν, ὦ Σώκρατες, τούς ἀδικοῦντας τί ποτε δύναται, αὐτό σε διδάξει

ὅτι οἵ γε ἄνθρωποι ἡγοῦνται παρασκευαστόν εἶναι ἀρετήν. Οὐδείς γάρ


κολάζει τούς ἀδικοῦντας πρός τούτῳ τόν νοῦν ἔχων καί τούτου ἕνεκα, ὅτι

ἠδίκησεν, ὅστις μή ὥσπερ θηρίον ἀλογίστως τιμωρεῖται˙ ὁ δέ μετά λόγου

ἐπιχειρῶν κολάζειν οὐ τοῦ παρεληλυθότος ἕνεκα ἀδικήματος τιμωρεῖται-

οὐ γάρ ἄν τό γε πραχθέν ἀγένητον θείη-ἀλλά τοῦ μέλλοντος χάριν, ἵνα

μή αὖθις ἀδικήσῃ μήτε αὐτός οὗτος μήτε ἄλλος ὁ τοῦτον ἰδών

κολασθέντα. Καί τοιαύτην διάνοιαν ἔχων διανοεῖται παιδευτήν εἶναι

ἀρετήν˙ ἀποτροπῆς γοῦν ἕνεκα κολάζειν. Ταύτην οὖν τήν δόξαν πάντες

ἔχουσιν ὅσοιπερ τιμωροῦνται καί ἰδίᾳ καί δημοσίᾳ. Τιμωροῦνται δέ καί

κολάζονται οἵ τε ἄλλοι ἄνθρωποι οὕς ἄν οἴωνται ἀδικεῖν, καί οὐχ ἥκιστα

Ἀθηναῖοι οἱ σοί πολῖται˙ ὥστε κατά τοῦτον τόν λόγον καί Ἀθηναῖοί εἰσι

τῶν ἡγουμένων παρασκευαστόν εἶναι καί διδακτόν ἀρετήν. Ὡς μέν οὖν

εἰκότως ἀποδέχονται οἱ σοί πολῖται καί χαλκέως καί σκυτοτόμου

συμβουλεύοντος τά πολιτικά, καί ὅτι διδακτόν καί παρασκευαστόν

ἡγοῦνται ἀρετήν, ἀποδέδεικταί σοι, ὦ Σώκρατες, ἱκανῶς, ὥς γέ μοι

φαίνεται.

Παρατηρήσεις:
Α. Από το κείμενο που σας δίνεται, να αποδώσετε στη νέα ελληνική το
απόσπασμα : «ὅσα δε ἐξ’ ἐπιμελείας…τιμωρεῖται».
Μονάδες10
Β. Να γράψετε τις απαντήσεις των παρακάτω ερωτήσεων.
Β1. Με ποιους τρόπους (μέσα) είναι δυνατόν να καλλιεργηθεί η πολιτική
αρετή στον άνθρωπο σύμφωνα με τον Πρωταγόρα; Ποια είναι η συμβολή
των φορέων αγωγής;
Μονάδες 15
Β2. Να καταγράψετε και να αξιολογήσετε τα επιχειρήματα με τα οποία ο
Πρωταγόρας αποδεικνύει το διδακτό της αρετής.
Μονάδες 15
Β3. Τι γνωρίζετε για το πρώτο ταξίδι του Πλάτωνα στη Σικελία;
Μονάδες 10
Β4.α. Να εντοπίσετε στο αρχαίο κείμενο τα συνώνυμα των παρακάτω
λέξεων: φημί, γιγνώσκουσιν, φανερόν, ἀποδείκνυται.
Μονάδες 4
β. βαλλιστικός, δείγμα, σχεδόν, θετικός, διόπτρα, τράπεζα: Για καθεμία
από τις λέξεις που σας δίνονται να γράψετε και μία ετυμολογικώς
συγγενή από το αρχαίο κείμενο.
Μονάδες 6

Αδίδακτο κείμενο: Ἰσοκράτους περί ἀντιδόσεως 217-219


Πρῶτον μέν οὖν ὁρίσασθαι δεῖ τίνων ὀρεγόμενοι καί τινος τυχεῖν

βουλόμενοι τολμῶσί τινες ἀδικεῖν˙ ἤν γάρ ταῦτα καλῶς περιλάβωμεν,

ἄμεινον γνώσεσθε τάς αἰτίας τάς καθ’ ἡμῶν λεγομένας, εἴτ’ ἀληθεῖς εἰσιν

εἴτε ψευδεῖς. Ἐγώ μέν οὖν ἡδονῆς ἤ κέρδους ἤ τιμῆς ἕνεκα φημί πάντας

πάντα πράττειν˙ ἔξω γάρ τούτων οὐδεμίαν ἐπιθυμίαν ὁρῶ τοῖς ἀνθρώποις

ἐγγιγνομένην. Εἰ δή ταῦθ’ οὕτως ἔχει, λοιπόν ἐστι σκέψασθαι, τί τούτων

ἄν ἡμῖν γίγνοιτο διαφθείρουσι τούς νεωτέρους. Πότερον ἄν ἡσθεῖμεν

ὁρῶντες ἤ καί πυνθανόμενοι πονηρούς αὐτούς ὄντας καί δοκοῦντας τοῖς

συμπολιτευομένοις; Καί τίς οὕτως ἐστίν ἀναίσθητος, ὅστις οὐκ ἄν

ἀλγήσειε τοιαύτης διαβολῆς περί αὐτόν γιγνομένης; Ἀλλά μήν οὐδ’ ἄν

θαυμασθεῖμεν οὐδέ τιμῆς μεγάλης τύχοιμεν τοιούτους τούς συνόντας

ἀποπέμποντες, ἀλλά πολύ ἄν μᾶλλον καταφρονηθεῖμεν καί μισηθεῖμεν

τῶν ταῖς ἄλλαις πονηρίαις ἐνόχων ὄντων.

Λεξιλόγιο: περιλαμβάνω=εκθέτω
οἱ συνόντες= οι μαθητές
Παρατηρήσεις:
Α. Να μεταφραστεί το κείμενο
Μονάδες 20
Β1.α. Να γράψετε τους ζητούμενους τύπους:
τίνων: αιτιατική πληθυντικού του ίδιου γένους
ἄμεινον: το θετικό βαθμό του επιρρήματος
ἀληθεῖς: την ίδια πτώση στον άλλο αριθμό
κέρδους: τη δοτική πληθυντικού
ἀναίσθητος: την ονομαστική πληθυντικού του θηλυκού γένους
ὄντων: τη δοτική πληθυντικού του ουδετέρου γένους
Μονάδες 3
β. μεγάλης: να αντικαταστήσετε παραθετικά το επίθετο, διατηρώντας το
γένος, την πτώση και τον αριθμό.
Μονάδες 2
γ. περιλάβωμεν, ἀλγήσειε, καταφρονηθεῖμεν: να γίνει εγκλιτική
αντικατάσταση στο β’ ενικό πρόσωπο, στο χρόνο που βρίσκονται τα
ρήματα.
Μονάδες 3
δ. γνώσεσθε, σκέψασθαι, τύχοιμεν: να γράψετε τους αντίστοιχους
τύπους στον ενεστώτα και τον παρακείμενο
Μονάδες 2
2.α. Να αναγνωρίσετε συντακτικά τις παρακάτω λέξεις: τινός,
ἐγγιγνομένην, ταῦθ’ (α), σκέψασθαι, τῶν ὄντων.
Μονάδες 5
β. γιγνομένης: Να αναλύσετε τη μετοχή στην αντίστοιχη υποθετική
πρόταση και να αναγνωρίσετε το είδος του υποθετικού λόγου.
Μονάδες 2
γ. «Καί τίς οὕτως ἐστίν ἀναίσθητος…περί αὐτόν γιγνομένης»: Να
μετατρέψετε τον ευθύ λόγο σε πλάγιο με ρήμα εξάρτησης «οὗτος ἤρετο».
Μονάδες 3

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
Διδαγμένο κείμενο:
Α. Όσα όμως προτερήματα νομίζουν ότι τα αποκτούν οι άνθρωποι με
φροντίδα, άσκηση και διδασκαλία, αν κανείς δεν τα έχει αυτά, αλλά έχει
τα αντίθετά τους ελαττώματα, σ’ αυτές τις περιπτώσεις βέβαια
προκαλούνται και οι θυμοί και οι τιμωρίες και οι συμβουλές. Απ’ αυτά (τα
ελαττώματα) ένα είναι και η αδικία και η ασέβεια και, γενικά, καθετί το
αντίθετο προς την πολιτική αρετή.
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις λοιπόν ο καθένας θυμώνει με τον καθένα
και τον συμβουλεύει, επειδή δηλαδή κατά τη γνώμη του (η αρετή) μπορεί
να αποκτηθεί με φροντίδα και μάθηση. Γιατί αν θέλεις, Σωκράτη, να
καταλάβεις τι τάχα σημαίνει να τιμωρεί κανείς αυτούς που αδικούν, αυτό
το ίδιο θα σε διδάξει ότι οι άνθρωποι τουλάχιστον νομίζουν ότι η αρετή
είναι πράγμα που μπορεί να αποκτηθεί. Γιατί κανείς δεν τιμωρεί αυτούς
που αδικούν έχοντας το νου του σ’ αυτό και εξαιτίας αυτού, επειδή δηλαδή
αδίκησε, εκτός αν κάποιος τιμωρεί χωρίς λογική, όπως ακριβώς ένα θηρίο.

Β1. Σύμφωνα με τον Πρωταγόρα η πολιτική αρετή καλλιεργείται στον


άνθρωπο από την παιδική του ηλικία μέσω της φροντίδας (εξ’ επιμελείας),
της άσκησης (καί ἀσκήσεως), της διδασκαλίας (καί διδαχῆς), αλλά και της
μίμησης που στο συγκεκριμένο απόσπασμα η αναφορά σε αυτήν
παραλείπεται.
Ο νέος, αρχικά, διαπαιδαγωγείται μέσα στην οικογένεια η οποία οφείλει
να τον καθοδηγήσει, να καλλιεργήσει τον κοινωνικό του χαρακτήρα και
να τον εξοικειώσει με τους κανόνες της σωστής συμπεριφοράς.
Με την φροντίδα, την άσκηση και τη διδασκαλία η οικογένεια επιδιώκει να
γαλουχήσει το νέο στις αξίες που διέπουν την πολιτική αρετή και να τον
αναγκάσει να αφομοιώσει τους κανόνες μιας ορθής και υγιούς κοινωνικής
συμπεριφοράς. Ακόμη και η μίμηση, που παραλείπεται από τον
Πρωταγόρα, παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαπαιδαγώγηση του νέου,
αφού το παιδί μιμείται τους τρόπους και τη συμπεριφορά των γονέων του,
οι οποίοι στην αντίληψή του λειτουργούν ως πρότυπα ζωής.
Αργότερα το σχολείο μέσω της διδακτέας ύλης και του αυστηρού
εκπαιδευτικού του προγράμματος αναλαμβάνει να ολοκληρώσει τη
διαπαιδαγώγηση του νέου. Έτσι, ο νέος μέσα από την εκπαιδευτική
διαδικασία, η οποία οφείλει να χρησιμοποιεί ως μέσα αγωγής τη φροντίδα,
την άσκηση, τη διδασκαλία – αλλά και τη μίμηση -, αντιλαμβάνεται
καλύτερα τον κοινωνικό και πολιτικό του ρόλο και μαθαίνει να ζει ως
ενεργός πολίτης, σεβόμενος τους κοινωνικούς θεσμούς και τις αξίες της
δικαιοσύνης και της ευσέβειας που θεμελιώνουν την έννοια της πολιτικής
αρετής.
Τέλος, η πόλη αναλάμβανε την υποχρέωση της «διά βίου» αγωγής του
νέου με τους νόμους της. Η πόλη με το θεσμικό της πλαίσιο αποτελεί έναν
από τους βασικούς φορείς διαπαιδαγώγησης επιδιώκοντας να
προσανατολίσει σωστά τη συμπεριφορά των νέων.

Β2. Ο Πρωταγόρας προκειμένου να αντικρούσει τη σωκρατική θέση ότι η


πολιτική αρετή δεν είναι διδακτή αναφέρει επιχειρήματα που σχετίζονται
αφενός με τη διάκριση των μειονεκτημάτων σε φυσικά ή τυχαία και σε
επίκτητα και αφετέρου με τη σκοπιμότητα της τιμωρίας. Συγκεκριμένα,
όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα, υποστηρίζει ότι, όταν κάποιος έχει ένα
φυσικό ή τυχαίο μειονέκτημα π.χ. ασχήμια, ασθενικό σώμα κτλ., η στάση
των ανθρώπων απέναντί του είναι στάση συμπόνοιας – οίκτου επειδή
θεωρούν ότι δεν ευθύνεται γι’ αυτά και ούτε επιδέχεται βελτίωση.
Αντίθετα, αν κάποιος έχει ένα επίκτητο ελάττωμα όπως να στερείται μιας
αρετής και να έχει την αντίθετή της (αδικία, ασέβεια) σ’ αυτήν την
περίπτωση θυμώνουμε, διδάσκουμε, τιμωρούμε προκειμένου να διορθωθεί
και να αποκτήσει την αντίστοιχη αρετή. Του αποδίδουμε λοιπόν,
προσωπική ευθύνη και θεωρούμε ότι επιδέχεται βελτίωση. Επομένως από
τη στιγμή που με την επιμέλεια, την άσκηση και τη διδαχή οδηγούμε
κάποιον στην αρετή αυτό σημαίνει πως η αρετή είναι διδακτή.
Αξιολογώντας, βέβαια, την επιχειρηματολογία του Πρωταγόρα
διαπιστώνουμε ότι δεν είναι πειστική. Αρχικά οι δύο φράσεις του κειμένου
«ᾧ ἄν παραγίγνηται» και «ἐάν τις ταῦτα μή ἔχει» έρχονται σε αντίφαση
με την καθολικότητα της πολιτικής αρετής και υποδηλώνουν πως
υπάρχουν άνθρωποι που δεν μετέχουν σ’ αυτή. Επιπλέον, χρησιμοποιεί
την αποδεικτέα θέση του («ὅσα ἐξ ἐπιμελείας…ἀγαθά ἀνθρώποις») ως
αποδεικτικό επιχείρημα. Με άλλο λόγια λαμβάνει ως δεδομένο το γεγονός
ότι η αρετή είναι επίκτητη και ως εκ τούτου αποτέλεσμα διδαχής (σόφισμα
της λήψεως του αιτουμένου – ζητουμένου).
Στη συνέχεια χρησιμοποιεί την παιδευτική σημασία της τιμωρίας για να
αποδείξει το διδακτό της αρετής («παρασκευαστόν»). Υποστηρίζει ότι οι
άνθρωποι με το να επιβάλλουν ποινές για παραδειγματισμό και
σωφρονισμό πιστεύουν ότι η αρετή μπορεί να διδαχτεί. Η έλλογη τιμωρία
αποδεικνύει πως ο άνθρωπος που έχει περιπέσει σε κάποιο αδίκημα
επιδέχεται βελτίωση. Επομένως η αρετή είναι διδακτή. Άλλωστε, αν δεν
ίσχυε αυτό, τότε ο άνθρωπος θα ήταν καλός ή κακός εκ φύσεως. Τότε,
όμως, θα ήταν αδύνατον να αλλάξει, δεν θα ήταν υπεύθυνος για την
αδικία και ούτε θα μπορούσε να του επιβληθεί ποινή.
Το συμπέρασμα όμως στο οποίο καταλήγει ο Πρωταγόρας είναι αβάσιμο.
Ξεκινά από τη βάση ότι η επιβολή της τιμωρίας λειτουργεί σωφρονιστικά
και το προβάλλει απόλυτα. Επομένως η θέση που χρειάζεται απόδειξη
χρησιμοποιείται παράλληλα και ως αποδεικτικό επιχείρημα (σόφισμα της
λήψεως του αιτουμένου – ζητουμένου). Επιπλέον η έλλογη τιμωρία που
προτάσσει είναι σχετική, ανήκει στην σφαίρα της δεοντολογίας και το
κυριότερο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα εκείνης της εποχής.

Β3. Απάντηση: «Στα χρόνια 398-390…τον έστειλε ο Διόνυσιος». Σχολικό


βιβλίο σελίδα 40-41.

Β4. α. φημί – λέγω


γιγνώσκουσιν – ἴσασιν
φανερόν – δῆλον
ἀποδείκνυται – φαίνεται

β. βαλλιστικός – σύμβουλον
δείγμα – ἀποδεῖξαι
σχεδόν – ἔχῃ
θετικός – θείη
διόπτρα – ἰδών
τράπεζα – ἀποτροπῆς.

Αδίδακτο κείμενο:
Α. Πρώτα λοιπόν πρέπει να ορίσω τι επιθυμώντας και τι θέλοντας να
επιτύχουν τολμούν μερικοί να αδικούν˙ γιατί αν εκθέσουμε αυτά με
σαφήνεια, θα κατανοήσετε καλύτερα τις κατηγορίες οι οποίες
διατυπώνονται εναντίον μας, αν είναι αληθινές ή ψεύτικες. Εγώ λοιπόν
ισχυρίζομαι ότι όλοι κάνουν τα πάντα ή λόγω ευχαρίστησης ή κέρδους ή
τιμής˙ γιατί χωρίς αυτά δεν βλέπω καμία επιθυμία να γεννιέται στους
ανθρώπους. Αν λοιπόν έτσι έχουν αυτά, απομένει να εξετάσουμε, τι απ’
αυτά θα μπορούσε να γίνει σε εμάς διαφθείροντας ψυχικά τους νέους. Τι
από τα δύο θα νιώθαμε ευχαρίστηση βλέποντας ή και πληροφορούμενοι
ότι αυτοί είναι πονηροί και ότι δίνουν αυτή την εντύπωση στους
συμπολίτες τους; Και ποιος είναι τόσο αναίσθητος, ο οποίος δε θα
αισθανόταν ψυχικό πόνο εάν τέτοια συκοφαντία στρεφόταν εναντίον του;
Αλλά όμως ούτε θα γίνουμε αντικείμενο θαυμασμού ούτε θα τύχουμε
μεγάλης τιμής αν αποστέλουμε τέτοιους μαθητές, αλλά πολύ
περισσότερο θα περιφρονηθούμε και θα μισηθούμε παρά αυτοί που είναι
ένοχοι άλλων ηθικών εκτροπών.

Β1.α. τίνας, εὖ, τήν ἀληθῆ, τοῖς κέρδεσι, αἱ ἀναίσθητοι, τοῖς οὖσι(ν).
β. μεγάλης, μείζονος, μεγίστης.

γ. περιέλαβες – περιλάβῃς – περιλάβοις – περίλαβε


ἤλγησας – ἀλγήσῃς – ἀλγήσαις ή ἀλγήσειας - ἄλγησον
κατεφρονήθης – καταφρονηθῇς – καταφρονηθείης – καταφρονήθητι

δ. γιγνώσκετε, ἐγκώκατε, σκοπεῖν/σκοπεῖσθαι, ἐσκέφθαι


τυγχάνοιμεν, τετυχηκότες – υῖαι – ότα εἴημεν/εἶμεν

2.α. τινός: αντικείμενο στο «τυχεῖν»


ἐγγιγνομένην: κατηγορηματική μετοχή που αναφέρεται στο αντικείμενο
ταῦθ’: υποκείμενο στο «ἔχει», αττική σύνταξη
σκέψασθαι: υποκείμενο στο «λοιπόν εστί», τελικό απαρέμφατο
τῶν ὂντων: επιθετική μετοχή, γενική συγκριτική

β. γιγνομένης: εἰ γίγνοιτο
Υπόθεση: εἰ τοιαύτη διαβολή γίγνοιτο (εἰ + ευκτική)
Απόδοση: οὐκ ἄν ἀλγήσειε (δυνητική ευκτική)
Απλός υποθετικός λόγος που δείχνει την απλή σκέψη του λέγοντος.

γ. Οὗτος ἤρετο τίς οὕτως εἴη ἀναίσθητος, ὅστις οὐκ ἄν ἀλγήσειε τοιαύτης
διαβολῆς περί αὐτόν γιγνομένης.

You might also like