You are on page 1of 3

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ

Α. ∆Ι∆ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ: Πλάτωνος Πρωταγόρας 324 Α – C (Ενότητα 6η)


(Το διδαγμένο κείμενο και η μετάφρασή του δε δίνονται για λόγους οικονομίας του χώρου).
Β. Α∆Ι∆ΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ: ∆ημοσθένους, Κατά Φιλίππου Γ, 3-4
Ἀξιῶ δέ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἄν τι τῶν ἀληθῶν μετά παρρησίας λέγω, μηδεμίαν μοι διά τοῦτο παρ’ ὑμῶν
ὀργήν γενέσθαι. Σκοπεῖτε γάρ ὡδί. Ὑμεῖς τήν παρρησίαν ἐπί μέν τῶν ἄλλων οὕτω κοινήν οἴεσθε δεῖν εἶναι
πᾶσι τοῖς ἐν τῇ πόλει, ὥστε καί τοῖς ξένοις καί τοῖς δούλοις αὐτῆς μεταδεδώκατε, καί πολλούς ἄν τις οἰκέτας
ἄν ἴδοι πάρ’ ὑμῖν μετά πλείονος ἐξουσίας ὅ,τι βούλονται λέγοντας ἤ πολίτας ἐν ἐνίαις τῶν ἄλλων πόλεων, ἐκ δέ
τοῦ συμβουλεύειν παντάπασιν ἐξεληλάκατε. Εἶθ’ ὑμῖν συμβέβηκεν ἐκ τούτου ἐν μέν ταῖς ἐκκλησίαις τρυφᾶν
καί κολακεύεσθαι πάντα πρός ἡδονήν ἀκούουσιν, ἐν δέ τοῖς πράγμασι καί τοῖς γιγνομένοις περί τῶν ἐσχάτων
ἤδη κινδυνεύειν. Εἰ μέν οὖν καί νῦν οὕτω διάκεισθε, οὐκ ἔχω τί λέγω· εἰ δ’ ἅ συμφέρει χωρίς κολακείας
ἐθελήσετ’ ἀκούειν, ἕτοιμος λέγειν. Καί γάρ εἰ πάνυ φαύλως τά πράγματ’ ἔχει καί πολλά προεῖται, ὅμως ἔστιν,
ἐάν ὑμεῖς τά δέοντα ποιεῖν βούλησθε, ἔτι πάντα ταῦτα ἐπανορθώσασθαι.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Α. Από το διδαγμένο κείμενο να μεταφράσετε το απόσπασμα: "εἰ γάρ ἐθέλεις ἐννοῆσαι τό κoλάζειν ... καί ἰδίᾳ και
δημοσίᾳ".
Α. 1. Ποιες θέσεις διατυπώνει ο Πρωταγόρας σχετικά με το ρόλο της ποινής και πώς τις αξιοποιεί, προκειμένου
να αποδείξει ότι η αρετή είναι δυνατό να διδαχθεί;
Α. 2. «ἀποδέδεικται σοι, ὦ Σώκρατες, ἱκανῶς»: Ο Πρωταγόρας με περισσή αυταρέσκεια ισχυρίζεται ότι έχει
αποδείξει «ἱκανῶς» (ικανοποιητικά) στο συνομιλητή του ότι η αρετή είναι διδακτή. Να αξιολόγησετε τις
αποδείξεις που προβάλει ο σοφιστής στο απόσπασμα που σας δίδεται.
Α. 3. Τι γνωρίζετε για τη μαιευτική μέθοδο του Σωκράτη;
Α. 4. α. κολάζω, τιμωροῦμαι: Να αποδώσετε τη σημασία που έχουν οι λέξεις στην αρχαία ελληνική γλώσσα.
β. κολάζει, λόγου, διάνοιαν, ἰδών: Να γράψετε δύο ομόρριζες λέξεις της νέας ελληνικής (απλές ή
σύνθετες), για καθεμιά από τις παραπάνω λέξεις.
Β. Να μεταφράσετε το αδίδακτο κείμενο.
B. 1. α. Να γράψετε τους ζητούμενους τύπους:
μηδεμίαν ὀργήν: δοτική ενικού
πλείονος ἐξουσίας: αιτιατική πληθυντικού
τῶν ἄλλων πόλεων: αιτιατική ενικού
τά δέοντα: δοτική πληθυντικού
πάντα ταῦτα: γενική ενικού
β. Να γράψετε τους ζητούμενους τύπους:
τῶν ἀληθῶν: γενική ενικού θηλυκού γένους συγκριτικού βαθμού.
πλείονος: ο ίδιος τύπος στους άλλους βαθμούς
B. 2. Να γράψετε τους ζητούμενους ρηματικούς τύπους:
oἴεσθε: ο ίδιος τύπος σε παρατατικό και αόριστο
μεταδεδώκατε: β΄πληθυντικό ευκτικής όλων των χρόνων στη φωνή που βρίσκεται
βούλονται: γ΄ ενικό οριστικής αορίστου
ἴδοι: εγκλιτική αντικατάσταση
ἐξεληλάκατε: ο ίδιος τύπος στο μέλλοντα
συμβέβηκεν: εγκλιτική αντικατάσταση στο β΄ ενικό αορίστου στην ίδια φωνή
ἔχω: β΄ ενικό ευκτικής αορίστου στην ίδια φωνή
B. 3. α. Να αναγνωρίσετε συντακτικά τις υπογραμμισμένες λέξεις του κειμένου: τῶν ἀληθῶν, ὠδί, εἶναι, τοῖς
δούλοις, λέγοντας, ἐπανορθώσασθαι.
β. Στα παρακάτω αποσπάσματα να τρέψετε τον πλάγιο λόγο σε ευθύ:
 Ἀξιῶ δέ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἄν τι τῶν ἀληθῶν μετά παρρησίας λέγω, μηδεμίαν μοι διά τοῦτο παρ’
ὑμῶν ὀργήν γενέσθαι.
 καί πολλούς ἄν τις οἰκέτας ἄν ἴδοι πάρ’ ὑμῖν μετά πλείονος ἐξουσίας ὅ,τι βούλονται λέγοντας ἤ
πολίτας ἐν ἐνίαις τῶν ἄλλων πόλεων
B. 4. «εἰ δ’ ἅ συμφέρει χωρίς κολακείας ἐθελήσετ’ ἀκούειν, ἕτοιμος λέγειν» Αφού αναγνωρίσετε το είδος του
υποθετικού λόγου, να τον επαναδιατυπώσετε ώστε να δηλώνει διαδοχικά α) το μη πραγματικό και β) την
απλή σκέψη του λέγοντος.
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
Α. 1. Ο Πρωταγόρας ισχυρίζεται ότι οι ποινές που επιβάλλονται στους αδικούντες στην ιδιωτική και δημόσια
ζωή αποτελεί απόδειξη ότι η πολιτική αρετή μπορεί να διδαχθεί. Η τιμωρία δεν έχει κατασταλτικό, αλλά
τελεολογικό και παιδαγωγικό χαρακτήρα, καθώς στόχος της είναι ο σωφρονισμός του δράστη «ἵνα μή
αὖθις ἀδικήσῃ μήτε αὐτός οὗτος» και ο παραδειγματισμός των άλλων, που διαπιστώνουν ότι η διάπραξη
ενός αδικήματος επιφέρει αρνητικές συνέπειες «ἵνα μή αὖθις ἀδικήσῃ μήτε ἄλλος ὁ τοῦτον ἱδῶν
κολασθέντα». Ο σοφιστής αποσυνδέει το ρόλο της ποινής από τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στο
παρελθόν «οὐ τοῦ παρεληλυθότος ἕνεκα ἀδικήματος», καθώς δε θα ήταν δυνατό να αλλάξει κάτι που ήδη
έχει γίνει. Η ποινή επιβάλλεται με τα μάτια στραμμένα προς το μέλλον «τοῦ μέλλοντος χάριν», αφού
επιχειρεί να σωφρονίσει το δράστη και να παραδειγματίσει τους υπόλοιπους. O Πρωταγόρας απορρίπτει
κατηγορηματικά δύο πιο πρωτόγονους τρόπους απονομής της δικαιοσύνης: την άμετρη αντεκδίκηση και
την ίση ανταπόδοση. Στην πρώτη περίπτωση το θύμα προκαλεί στο θύτη πολλαπλάσια ζημιά από αυτήν
που υπέστη. Πιο εξελιγμένος τρόπος απονομής δικαιοσύνης σε σχέση με την άμετρη εκδίκηση είναι η ίση
ανταπόδοση, που παραπέμπει στο οφθαλμόν αντί οφθαλμού της ιουδαϊκής παράδοσης και το δίκαιο του
Ραδαμάνθυος της ελληνικής παράδοσης. Ωστόσο, μία τέτοια τακτική παραγκωνίζει το δίκαιο της πολιτείας
και επιβάλλει την ιδιωτική εκδίκηση, γεγονός που αποτελεί απειλή για την εύρυθμη λειτουργία της
πολιτείας. Ωστόσο και οι δύο μορφές δικαίου χαρακτηρίζονται από το σοφιστή ως πράξεις θηριωδίας που
απομακρύνουν τη λειτουργία της ποινής από το χώρο του έλλογου και συνειδητού στο χώρο του ζωώδους
και του ενστίκτου. Σε μια εποχή που ο σκοπός της ποινής ήταν κατεξοχήν η εκδίκηση και η ανταπόδοση
στο αδίκημα που κάποιος διέπραξε, η γνώμη αυτή του Πρωταγόρα είναι σαφώς πρωτοποριακή και
επαναστατική. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ιδέες αυτές περί ποινής επαναδιατυπώθηκαν στα πλαίσια του
Ευρωπαϊκού ∆ιαφωτισμού κυρίως από τον Ιταλό Cesare Beccaria και επικράτησαν τα νεότερα χρόνια ως
βασικές αρχές της Παιδαγωγικής επιστήμης και της Φιλοσοφίας του ∆ικαίου. Αφού διατυπώνει την άποψή
του σχετικά με το ρόλο και τη λειτουργία της ποινής, ο σοφιστής τη συνδέει με το διδακτό της αρετής: οι
άνθρωποι επιβάλλουν ποινές με σκοπό να εμφυσήσουν στο δράστη και στους άλλους την πολιτική αρετή.
Αυτό συνάδει με τη γενικότερη άποψή του ότι όλοι οι άνθρωποι, ανεξάρτητα από καταγωγή, κοινωνική ή
οικονομική κατάσταση είναι σε θέση να διδαχτούν την αρετή και υπάρχουν και εκείνοι που είναι σε θέση
να διδάξουν τους άλλους. Αν δε συνέβαινε αυτό, η επιβολή των τιμωριών θα ήταν άσκοπη και ανόητη.
Α. 2. Με ιδιαίτερη έμφαση και αυταρέσκεια ο σοφιστής ολοκληρώνει την προσπάθειά του να αποδείξει ότι η
πολιτική αρετή είναι διδακτή. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα βασίζεται στην αρχή ότι η τιμωρία
επιβάλλεται μόνο για το σωφρονισμό του δράστη και τον παραδειγματισμό των πολιτών. Η άποψη όμως
αυτή δεν ήταν απόλυτα παραδεκτή και αποτελεί αυθαίρετη διατύπωση, καθώς δεν ανταποκρίνεται στην
πραγματικότητα της εποχής που ορίζει την τιμωρία περισσότερο ως μέσο εκδίκησης και ικανοποίησης του
παθόντα. Ο Πρωταγόρας όφειλε πρώτα να αποδείξει την ισχύ της θέσης αυτής και στη συνέχεια να τη
χρησιμοποιήσει ως αποδεικτικό στοιχείο. Ο σοφιστής θεωρεί δεδομένο ότι οι άνθρωποι επιβάλλουν την
τιμωρία γιατί θεωρούν ότι η αρετή διδάσκεται και μπορεί να αποκτηθεί με επιμέλεια και άσκηση. Όμως
και σ' αυτήν την περίπτωση το αίτιο δεν έχει αποδειχτεί. Χρησιμοποιεί δηλαδή το σόφισμα "λῆψις τοῦ
αἰτουμένου" (petitio principii), χρησιμοποιεί δηλαδή ως αποδεικτικά στοιχεία θέσεις που οι ίδιες
χρειάζονται απόδειξη. Επιπλέον, η επιχειρηματολογία του κρίνεται ανεπαρκής, καθώς δεν ακολουθεί τη
μόνη φυσική και λογική πορεία: να αναλύσει την ουσία της αρετής, να την ορίσει και στη συνέχεια να
καταλήξει στο συμπέρασμα αν μπορεί να διδαχτεί ή όχι. Επομένως δεν μπορούμε να συμμεριστούμε την
τελευταία αυτή φράση "ἀποδέδεικται σοι ἱκανῶς", καθώς στηρίζεται σε θέσεις που δεν έχουν επαρκώς
αποδειχτεί και αναπτυχθεί.
Α. 3. Βλ. Σχολικό βιβλίο «Αρχαία Ελληνικά Φιλοσοφικός λόγος» Ο.Ε.∆.Β., σελ. 35-36: "Τα όπλα του Σωκράτη για
την αναζήτηση της πρώτης αλήθειας, της αναλλοίωτης, που δεν επηρεάζεται από τις συνθήκες και δεν
εξαρτάται από τον άνθρωπο, ήταν η διαλεκτική και η μαιευτική. Είναι χαρακτηριστικό πως ο Σωκράτης…
στη μνήμη του".
Α. 4. α. κολάζω: τιμωρώ κάποιον για να σωφρονιστεί ο ίδιος και να παραδειγματιστούν οι άλλοι.
τιμωροῦμαι: τιμωρώ κάποιον για εκδίκηση.
β. κολάζω:ακόλαστος, ακολασία λόγου: λογισμός, λόγιος
διάνοιαν: παρανόηση, επινοητικός ἰδών: ιδεατός, αόρατος.
Β. «Έχω την αξίωση, πολίτες Αθηναίοι, αν αποκαλύψω με το θάρρος της γνώμης μου κάτι από τα αληθινά, να
μην οργιστείτε εναντίον μου εξαιτίας αυτού. Σκεφτείτε δηλαδή με τον παρακάτω τρόπο: Εσείς στα άλλα
ζητήματα θεωρείτε ότι η ελευθερία του λόγου πρέπει να είναι κοινό δικαίωμα για όλους μέσα στην πόλη σε
τέτοιο βαθμό, ώστε την έχετε παραχωρήσει και στους ξένους και στους δούλους και στον τόπο σας θα
μπορούσε να δει κανείς πολλούς υπηρέτες να μιλούν με μεγαλύτερη εξουσία (ελευθερία) από ό,τι πολίτες σε
κάποιες από τις άλλες πόλεις. Ωστόσο, έχετε αφαιρέσει εντελώς αυτό το δικαίωμα από τους συμβούλους σας.
Έπειτα συμβαίνει σε σας εξαιτίας αυτού να περνάτε το χρόνο σας στις συνελεύσεις και να κολακεύεστε
ακούγοντας με ευχαρίστηση όλες τις αγορεύσεις, στην πράξη όμως και στα γεγονότα να διατρέχετε έσχατο
κίνδυνο. Αν λοιπόν και τώρα τηρείτε αυτή τη στάση, δεν ξέρω τι να πω. Αν όμως θέλετε να ακούσετε αυτά
που σας συμφέρουν χωρίς κολακείες, είμαι έτοιμος να μιλήσω. Γιατί, και αν ακόμη η κατάσταση είναι κακή
και πολλά έχουν χαθεί, ωστόσο μπορείτε να επανορθώσετε ακόμη και τώρα όλα αυτά, αν θελήσετε να κάνετε
αυτά που πρέπει».
B. 1. α. μηδεμίαν ὀργήν: μηδεμιᾷ ὀργῇ
πλείονος έξουσίας: πλείονας (πλείους) ἐξουσίας
τῶν ἄλλων πόλεων: τήν ἄλλην πόλιν
τά δέοντα: τοῖς δέουσι(ν)
πάντα ταῦτα: παντός τούτου
β. τῶν ἀληθῶν: τῆς ἀληθεστέρας πλείονος: πολλῆς/ πλείστης
B. 2. oἴεσθε: ᾤεσθε και ᾠήθητε
μεταδεδώκατε: Ενεστ:μεταδιδοίητε (μεταδιδοῖτε), Μελλ: μεταδώσοιτε, Αόρ:μεταδοίητε (μεταδοῖτε),
Πρκ:μεταδεδωκότες εἴητε(εἶτε)
βούλονται: ἐβουλήθη και ἠβουλήθη
ἴδοι: εἶδε, ἴδῃ, ἴδοι, ἰδέτω
ἐξεληλάκατε: ἐξελᾶτε
συμβέβηκεν: συνέβης, συμβῇς, συμβαίης, σύμβηθι
ἔχω: σχοίης
B. 3. α. τῶν ἀληθῶν: ετερόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός, γενική διαιρετική στο «τι».
ὠδί: επιρρηματικός προσδιορισμός του τρόπου στο ρήμα «σκοπεῖτε».
εἶναι: τελικό απαρέμφατο, υποκείμενο στο απρόσωπο απαρέμφατο «δεῖν» (ετεροπροσωπία)
τοῖς δούλοις: έμμεσο αντικείμενο στο ρήμα «μεταδεδώκατε»
λέγοντας: κατηγορηματική μετοχή από το ρήμα αίσθησης «ἄν ἴδοι», με υποκείμενο το «οἰκέτας».
ἐπανορθώσασθαι: τελικό απαρέμφατο, υποκείμενο στο απρόσωπο ρήμα «ἔστιν» (αναγκαστική
ετεροπροσωπία)
β. «Ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἄν τι τῶν ἀληθῶν μετά παρρησίας λέγω, μηδεμία μοι διά τοῦτο παρ’ ὑμῶν ὀργή
γενέσθω»
«καί πολλοί οἰκέται πάρ’ ὑμῖν μετά πλείονος ἐξουσίας ὅ,τι βούλονται λέγουσιν ἤ πολῑται ἐν ἐνίαις τῶν
ἄλλων πόλεων»
B. 4. Υπόθεση: εἰ… ἐθελήσετε ἀκούειν, Απόδοση:ἕτοιμος (εἰμί) λέγειν: Ο υποθετικός λόγος δηλώνει το
πραγματικό.
Μη πραγματικό: εἰ ἠθελήσατε ἀκούειν, ἕτοιμος ἄν ἦν λέγειν.
Απλή σκέψη του λέγοντος: εἰ ἐθελήσαιτε ἀκούειν, ἕτοιμος ἄν εἴην λέγειν.

Επιμέλεια
Ομάδα Αρχαίων Ελληνικών Ε.Ο. ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ

You might also like