You are on page 1of 12

Κεφάλαιο 3 - Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ

Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Το μόνο που έχει μείνει από τον Πλάτωνα είναι οι φιλοσοφικοί διάλογοι από τους οποίους αντλούμε τη γνώση του
έργου του. Οι σχολιαστές του συμφωνούν στη διαίρεση των διαλόγων σε τρεις κατηγορίες : πρώιμη, μεσαία και
ώριμη. Θεωρούν πως η διαίρεση αυτή είναι χρονολογική, για αυτό και ονομάστηκαν έτσι. Ως εκ τούτου (122) δε
γνωρίζουμε με σιγουριά τη χρονολογία συγγραφής τους, εκτός από το «Νόμοι» που είναι το τελευταίο του. Εξαιτίας
λοιπόν αυτού του παράδοξου, το κριτήριο για τους διαλόγους είναι θεματικό και αυτό αποδεχόμαστε και εμείς.

Πρώιμοι είναι οι διάλογοι που ο Πλάτων παρουσιάζει τα φιλοσοφικά προβλήματα που τον απασχολούν, χωρίς να
είναι σε θέση να προτείνει λύση.
Μεσαίοι είναι οι διάλογοι που ο Πλάτων προτείνει τη μεταφυσική θεωρία των ιδεών ως λύση στα φιλοσοφικά
προβλήματα.
Ώριμοι είναι οι διάλογοι που ο Πλάτων συζητάει, ελέγχει και ξανασκέπτεται αυτή τη λύση.
Μπορεί ο Πλάτων να έγραψε πρώτα τις θετικές του προτάσεις και ύστερα την ανάλυση των προβλημάτων. Όπως
και να είναι, δεν έχει σημασία.
Πρώιμοι : Απολογία, Λάχης, Ευθύφρων, Χαρμίδης, Κρίτων, Ευθύδημος, Ιππίας Μείζων, Μένων, Γοργίας,
Πρωταγόρας
Μεσαίοι : Φαίδων, Πολιτεία, Συμπόσιον
Ώριμοι : Θεαίτητος, Σοφιστής, Πολιτικός, Τίμαιος, Φίληβος.

ΗΘΙΚΗ (123)

3.1.1. Σωκράτης και Πλάτων

Το γεγονός πως το έργο του Πλάτωνα αποτελείται από διαλόγους δημιουργεί δυσκολίες στην ερμηνεία. Ο ίδιος δεν
παρουσιάζεται σε κανέναν από αυτούς, κύριος πρωταγωνιστής είναι ο Σωκράτης. Ιδιαίτερα στους πρώιμους, ο
Σωκράτης καθοδηγεί τη συζήτηση. Είναι δύσκολο επίσης να διαγνώσουμε με ακρίβεια τη θέση του συγγραφέα ενός
διαλόγου. Επειδή όμως στο διάλογο αναπτύσσονται επιχειρήματα με προτάσεις και συμπεράσματα, είναι λογικό να
υποθέσουμε πως ο συγγραφέας θεωρεί ισχυρότερα αυτά που ο ίδιος παρουσιάζει ως ισχυρότερα. Άλλωστε, είναι
δύσκολο για έναν συγγραφέα να παρουσιάσει το έργο του στο κοινό χωρίς ταυτόχρονα να παρουσιάσει και τις
δικές του θέσεις. Επίσης, ένα ισχυρό για τον ίδιο επιχείρημα δεν είναι αναγκαίο να είναι και ικανοποιητικό. Έτσι, δε
μπορούμε να ξέρουμε αν ο συγγραφέας είναι πεισμένος από τα επιχειρήματα που παρουσιάζει ως ισχυρότερα. Με
αυτόν τον τρόπο όμως καταλαβαίνουμε κάποιες από τις θέσεις του Πλάτωνα.

3.1.2. Η αρχαία έννοια Ευδαιμονία

Εφόσον ο Σωκράτης επιθυμεί τη γνώση της αρετής, τα προβλήματα που τον απασχολούν έχουν να κάνουν με την
ηθική με μια γενικότερη έννοια από αυτήν που αναπτύχθηκε μετά τον Καντ. Για τους αρχαίους η ηθική αφορά την
όλη ποιότητα της ανθρώπινης ζωής. Η σύγχρονη έννοια λέει πως θα μπορούσε κάποιος να περάσει τη ζωή του
χωρίς κανένα ηθικό λάθος, αν το μόνο που έκανε είναι να παρακολουθεί τηλεόραση και να διαβάζει περιοδικά. Για
τους αρχαίους μια τέτοια ζωή είναι ηθικά απαράδεκτη. Οι αρχαίοι ασχολούνται με τη σωφροσύνη, την ανδρεία και
τις θεωρούν απαραίτητες για μια αποδεκτή ηθική ζωή. Η σχέση όμως ανάμεσα στην ανδρεία και τη σωφροσύνη με
την ηθική δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί ακριβώς. Εμείς σήμερα δε θα θεωρούσαμε ηθικό λάθος τη δειλία που
θα έδειχνε κάποιος στρατιώτης στη μάχη ή τη βουλιμία κάποιου. Για το Σωκράτη όμως είναι αδύνατον να είναι
κάποιος ηθικός αν δεν είναι ανδρείος.
Το κίνητρο των αρχαίων είναι καθαρά πρακτικό. Η ηθική (126) έχει σκοπό τη βελτίωση της καθημερινής ζωής,
ιδιωτικής και δημόσιας. Μπορούμε λοιπόν να χαρακτηρίσουμε την αρχαία ηθική, όπως και την ηθική του Σωκράτη,
ως ‘ευδαιμονική’ καθώς ο στόχος της, όπως προείπαμε, είναι η ιδιωτική και δημόσια ευδαιμονία. Αυτό τη
διαχωρίζει απόλυτα από την μετα-καντιανή ηθική σκέψη. Ο Σωκράτης και οι υπόλοιποι ενδιαφέρονται για
προβλήματα που σήμερα θεωρούμε ηθικής φύσεως, τα συζητούν όμως στο ευρύτερο πλαίσιο της ευδαιμονίας.
Ταυτόχρονα, την τροποποιούν έτσι ώστε να είναι αδύνατον να πετύχει κάποιος την ευδαιμονία, χωρίς να
ενδιαφέρεται έμπρακτα για τα ηθικά προβλήματα.

3.1.3. Το ύφος και ο στόχος της σωκρατικής ερώτησης


Καθοριστικό στοιχείο των πρώιμων διαλόγων είναι οι σωκρατικές ερωτήσεις για την αρετή. Στους διαλόγους ρωτάει
τι είναι η αρετή, η ανδρεία, η σωφροσύνη και η οσιότης. (127) Ας δούμε τα κίνητρα του Πλάτωνα:
Ευθύφρονας : ο Ευθύφρων θέλει να καταγγείλει τον πατέρα του για τη δολοφονία ενός δούλου, πράξη που την
υπαγορεύει η οσιότητα. Ο Σωκράτης παρατηρεί πως η εναντίωση στον πατέρα είναι ανόσια. Οπότε, για να
μπορέσουν να αποφασίσουν, πρέπει να βρουν τι είναι όσιο.

3.1.4. Σωκρατικός Έλεγχος

Κάθε φορά που ο Σωκράτης ρωτάει ‘τι είναι το Χ’ ισχυρίζεται πως δε γνωρίζει την απάντηση και θέλει να τη μάθει.
Λέει την αλήθεια γιατί αλλιώς η φιλοσοφική συζήτηση δεν έχει στόχο. Επίσης, δε θα είχε το δικαίωμα να απαιτεί
ειλικρίνεια από τους συνομιλητές του, αν δεν είναι ειλικρινής και ο ίδιος. Μια εξήγηση είναι πως το κάνει αυτό για
εκπαιδευτικούς λόγους. Θέλει οι συνομιλητές του να κατανοήσουν την απάντηση μόνοι τους. Γιατί όμως (129)
θεωρεί πως αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος εκμάθησης; Όλοι μπορούμε να αντιληφθούμε πράγματα όταν μας τα
εξηγούν. Και τι θα απογίνουν εκείνοι που δε μπορούν να ανακαλύψουν μόνοι τους την αλήθεια για την αρετή; Δε
θα ήταν καλύτερα να τους εξηγήσει ο Σωκράτης, αντί να τους αφήσει στη σκοτεινή άγνοια;
Ο Σωκράτης δε γνωρίζει την απάντηση στα ερωτήματα που θέτει, μπορεί όμως να ελέγξει αν τη γνωρίζουν οι
συνομιλητές του. Μπορεί να αποδείξει την άγνοιά τους με τον εξής τρόπο :
Λάχης : ο Σωκράτης ρωτά το στρατηγό Λάχη τι είναι η ανδρεία κι αυτός απαντά πως ανδρείος είναι ο στρατιώτης
που μάχεται χωρίς να οπισθοχωρεί. Ο Σωκράτης διευκρινίζει πως θέλει να μάθει για το πράγμα το οποίο κάνει
ανδρείο οποιονδήποτε άνθρωπο, όχι μόνο τους στρατιώτες. Με δυσκολία ο Λάχης αναφέρει την ανδρεία ως
καρτερία ψυχής. Ο Σωκράτης επισημαίνει πως αυτή θα πρέπει να συνοδεύεται από γνώση. Π.χ. ο στρατιώτης που
εξακολουθεί να μάχεται παρά τις διαταγές για οπισθοχώρηση είναι θρασύς, όχι ανδρείος. Ο Λάχης παραδέχεται το
επιχείρημα αλλά δε μπορεί να εξηγήσει τι είδους γνώση απαιτείται. Στην κουβέντα συμμετέχει ο Νικίας και όλοι
μαζί φτάνουν στο συμπέρασμα ότι για να είναι κάποιος ανδρείος πρέπει να έχει γενική γνώση του καλού και του
κακού. Ο Σωκράτης θεωρεί πως αυτή η γνώση περιλαμβάνει την αρετή στο σύνολό της, όχι μόνο την ανδρεία. Το
συμπέρασμα είναι πως κανείς δε γνωρίζει τι είναι η ανδρεία.

3.1.5. Η αρετή

Για το Σωκράτη, η ανδρεία και γενικά η αρετή δεν αποτελείται από γενικούς κανόνες που μας λένε τι πρέπει να
κάνουμε. Η αρετή είναι συγκεκριμένη ψυχική κατάσταση. Αν δε βρισκόμαστε σε αυτήν την ψυχική κατάσταση, ούτε
εμείς ούτε οι πράξεις μας είναι καλές. Κάποιος που βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση μπορεί να κάνει πάντα καλές
πράξεις. Άρα για το Σωκράτη, οι πράξεις είναι ηθικά καλές, όταν αυτός που τις κάνει είναι ηθικά καλός
Οι αρετές στις οποίες αναφέρεται ο Σωκράτης είναι η ανδρεία, η σωφροσύνη, η δικαιοσύνη, η φιλία, η οσιότης και
η σοφία. Συχνά όμως αναφέρεται στην αρετή που περικλείει και όλες τις άλλες.

3.1.6. Ψυχολογία και ανθρώπινη πράξη

Η ηθική σκέψη του Σωκράτη διαμορφώνεται από τις απόψεις του για την ψυχολογία. Μια από τις αρχές που
αποδέχεται χωρίς να χρειάζεται απόδειξη είναι πως οι άνθρωποι – οι ψυχολογικά υγιείς – επιθυμούν την απόκτηση
της προσωπικής τους ευδαιμονίας. Η αρχή αυτή έχει σημαντικές επιπτώσεις στις απόψεις του.
Η εκτέλεση μιας πράξης ξεκινάει από και έχει ως βάση τη σκοπιμότητα του εκτελεστή της. Το κίνητρο θα πρέπει
(133) επίσης να συνδέεται με το πλαίσιο αυτό. Αυτό δε σημαίνει πως κάθε φορά που πράττουμε συνειδητοποιούμε
πως με την πράξη αυτή προωθούμε κάποιο συγκεκριμένο σκοπό μας. Σημαίνει όμως, πως για οποιαδήποτε πράξη
μας, είμαστε σε θέση, αν κάποιος μας ρωτήσει, να μπορούμε να συνδέσουμε την πράξη με κάποιους από τους
γενικότερους σκοπούς μας. Π.χ. :
Μια μητέρα φιλάει το παιδί της χωρίς να συνειδητοποιεί πως το κάνει με συγκεκριμένο σκοπό. Ένας από τους
λόγους είναι πως της αρέσει. Υπάρχει όμως και κάποιος λόγος που συνδέει την πράξη της με το γενικότερο πλαίσιο
σχετικό με το τι είδους μητέρα θέλει να είναι. Αν θεωρούσε το φιλί αντίθετο προς τη γενικότερη γνώμη της, δε θα
το έκανε όσο κι αν της άρεσε.
Σε παρόμοια ανάλυση βασίζονται οι απόψεις του Σωκράτη για τις ηθικές πράξεις. Στο Λάχη επισημαίνει πως η
καρτερία ψυχής για να θεωρηθεί ανδρεία πρέπει να συνοδεύεται από γνώση. Π.χ. Αν κάποιος διασχίζει με τα πόδια
την εθνική, όταν υπάρχουν και άλλα αυτοκίνητα, με μεγάλη ταχύτητα χωρίς ιδιαίτερο λόγο θα είχαμε αμφιβολίες
για την ανδρεία της πράξης του, παρά το γεγονός πως δείχνει θάρρος απέναντι στον κίνδυνο. Αν όμως έτρεχε για να
σώσει ένα παιδί, θα λέγαμε πως η πράξη του είναι ανδρεία.
Με άλλα λόγια, για να έχει μια πράξη ηθική αξία, θα πρέπει να ξεκινάει και να συνδέεται με το γενικό στοχαστικό
πλαίσιο του εκτελεστή της. Για να κρίνουμε εμείς την ηθική αξία ή όχι της πράξης, θα πρέπει να τη δούμε κάτω από
αυτό το πρίσμα, να τη συνδέσουμε δηλαδή με τους λόγους του εκτελεστή της.
Εκείνο που τροφοδοτεί τον εκτελεστή με λόγους που ορίζουν ποιους στόχους να υπηρετεί, είναι οι γενικές απόψεις
του επί του θέματος. Οι απόψεις αυτές προέρχονται από τη γενική, γνωσιολογική αντίληψη. Όταν αυτή βασίζεται
σε πραγματική γνώση, οι αποφάσεις του έχουν θετική ηθική αξία και προωθούν τα ενδιαφέροντά του. Για το
Σωκράτη η ηθική καλοσύνη έχει άμεση σχέση με την προσωπική ευδαιμονία. Ηθικά καλός είναι αυτός που
βασίζεται σε αυτή τη γνώση, και ο χαρακτήρας και οι πράξεις του θα είναι καλές.
Καταλαβαίνουμε τώρα την επιμονή του Σωκράτη πως η γνώση της πραγματικής αναφοράς των ηθικών όρων είναι
αναγκαία για την καλή ηθική πράξη. Όλες οι πράξεις ξεκινούν αναγκαστικά από το πλαίσιο της σκοπιμότητας του
εκτελεστή τους (134). Αυτό το πλαίσιο τους δίνει ηθική αξία και καθοριστικό για τη διαμόρφωσή του, είναι η
γνωσιολογική μας κατάσταση. Χωρίς την αναγκαία γνώση, το πλαίσιο σκοπιμότητας δεν έχει διαμορφωθεί
κατάλληλα έτσι ώστε να εκτελούνται οι πράξεις όπως πρέπει.
Ο αντίποδας λέει πως θα μπορούσε κάποιος που έχει αυτή τη γνώση να επιλέξει απλούστατα να μην τη
χρησιμοποιήσει. Για το Σωκράτη, αυτό δε γίνεται.
- μας έχει πει ότι όλοι θέλουν το προσωπικό τους καλό. Θα ήταν λοιπόν δύσκολο για κάποιον να αποφασίσει να μην
κάνει καλή χρήση της γνώσης, καθώς θα προωθούσε αποτελεσματικά τα ενδιαφέροντά του. Άλλωστε, όπως είπαμε,
οι ψυχολογικά υγιείς έχουν ροπή προς το καλό για αυτούς.
- Είναι αδύνατον για κάποιον να αποφασίσει να μην κάνει αυτό που θεωρεί καλό. Οι αποφάσεις παίρνονται μέσα
στο στοχαστικό του πλαίσιο που κυβερνάται από την εκάστοτε γνωσιολογική κατάσταση. Σύμφωνα με το Σωκράτη,
είναι αδύνατον για κάποιον να πάρει μια απόφαση που δεν του υποδεικνύει η γνώση του.

3.1.7. Ακράτεια

Γιατί όμως δεν είναι δυνατόν για κάποιον να αποφασίσει να κάνει κάτι, παρά την απόφασή του να κάνει κάτι άλλο;
Ακράτεια είναι ας πούμε να φάμε μια σοκολάτα που θα βρούμε σπίτι, παρόλο που έχουμε αποφασίσει να μην
τρώμε σοκολάτες. Αυτή η περίπτωση αποδεικνύει πως η γνώση από μόνη της δε φτάνει για να μας οδηγήσει σε μια
πράξη που να είναι η καλύτερη για μας. Ο Σωκράτης διαφωνεί.
(135) Αυτό που συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι πως θέλουμε και δε θέλουμε. Κατά τη διάρκεια της
πράξης, θεωρούμε πως κάνουμε το καλύτερο για μας και αμφιταλαντευόμαστε. Δε θέλουμε να φάμε τη σοκολάτα
γιατί θα μας χαλάσει τη δίαιτα. Από την άλλη, μπορούμε να βρούμε ένα σωρό λόγους για να τη φάμε, ας πούμε
πως είμαστε κουρασμένοι, τι πειράζει μια σοκολάτα κλπ. Μερικές φορές έχουμε και τις δυο απόψεις ταυτόχρονα.
Όσο τρώμε τη σοκολάτα, έχουμε τη δεύτερη άποψη. Αφού τη φάμε, το μετανιώνουμε γιατί υπερισχύει η πρώτη. Ο
Σωκράτης θεωρεί πως σε αυτήν την περίπτωση, δε συμβαίνει η ακράτεια.
Η αμφιταλάντευση γίνεται καθαρά για γνωσιολογικούς λόγους. Αν κάποιος δεν είχε δύο ή περισσότερες απόψεις
για το καλό και το κακό δε θα υπήρχε αμφιταλάντευση. Στον Πρωταγόρα, όπου παρουσιάζει τις απόψεις του για
την ακράτεια, λέει πως δε θα μας συνέβαινε αυτό που λανθασμένα αποκαλούμε ακράτεια. Η φύση της αληθινής
γνώσης έχει ως αντικείμενό της την αλήθεια κι αυτός που την έχει το γνωρίζει. Άρα, αν κάποιος γνωρίζει πως η
πράξη φ είναι για το καλό του δε θα μπορεί να θεωρεί πως η πράξη ψ (που δε συμβιβάζεται με το φ γιατί δεν του
είναι αρεστή) είναι επίσης καλή με την ίδια έννοια.
Μια πράξη είναι καλή για μας όταν προωθεί το γενικό μας καλό, το μακροπρόθεσμο καλό του οργανισμού. Αν μια
πράξη δεν προωθεί το γενικό μας καλό, δεν είναι καλή. Όταν όμως δε γνωρίζουμε τι είναι καλό για μας,
βασιζόμαστε στην εκάστοτε άποψή μας για το τι είναι καλό για μας. Όταν συμβαίνει αυτό, το να θεωρούμε κάτι
καλό για μας σημαίνει πως κατά την άποψή μας – που μπορεί να είναι και λάθος – προωθεί το γενικό μας καλό.
Ο Σωκράτης αποκλείει την πιθανότητα να φάει κάποιος τη σοκολάτα γνωρίζονται πως του κάνει κακό. Θεωρεί πως
η μόνη πηγή κινήτρων είναι το πλαίσιο σκοπιμότητάς μας που έχει ως στόχο το γενικό μας καλό. Άρα, είναι
αδύνατον να πράξουμε κάτι αν δε θεωρούμε πως προωθεί το γενικό μας καλό.

Ενότητα 3.2 (137)

Γνωσιολογία, Οντολογία και Πολιτική

3.2.1 Ανάμνησις

Ο Σωκράτης επιμένει πως δε γνωρίζει τις απαντήσεις στις ερωτήσεις που θέτει. Καταφέρνει δε πάντα να
αποδεικνύει πως ούτε οι συνομιλητές του γνωρίζουν. Ο σκοπός του όμως δεν είναι μόνο αρνητικός. Εκείνο που
πραγματικά θέλει είναι να βρει τις απαντήσεις. Όταν λοιπόν αποδεικνύεται η άγνοια των συνομιλητών του, τους
καλεί να ερευνήσουν μαζί μέχρι να βρουν την απάντηση.
Ο Σωκράτης, για να αποδείξει πως ο Μένων κάνει λάθος, χρησιμοποιεί το μύθο της ανάμνησης που μάλλον
προέρχεται από τους Πυθαγόρειους: Η ψυχή μας προϋπήρχε του σώματός μας και θα υπάρχει και μετά από αυτό.
Το σημαντικό δεν είναι τόσο η αθανασία της ψυχής, αλλά οι γνωσιολογικές επιπτώσεις αυτού. Η ψυχή πριν μας
κατοικήσει γνώριζε όλα τα θεωρητικά αντικείμενα. Με την ενσωμάτωσή της σε μας ξεχνάει, έχει όμως τη
δυνατότητα να ξαναθυμηθεί και πολλές φορές το καταφέρνει. Ο περίφημος ισχυρισμός του Πλάτωνα είναι πως
αυτό που ονομάζουμε μάθηση, είναι στην ουσία, ανάμνηση.
Για να αποδείξει τον ισχυρισμό αυτό, ο Σωκράτης κάνει μια επίδειξη χρησιμοποιώντας ένα δούλο του Μένωνα. Ο
νεαρός κατάφερε να λύσει ένα γεωμετρικό πρόβλημα χωρίς να γνωρίζει γεωμετρία. Άρα η άποψη του Μένωνα πως
η έρευνα είναι χαμένος κόπος γιατί δε μπορούμε να βρούμε κάτι αν δεν το γνωρίζουμε είναι λάθος. Για το Σωκράτη
ο λόγος που ο δούλος έλυσε το γεωμετρικό πρόβλημα είναι ότι οι ερωτήσεις που του έκανε τον βοήθησαν να
θυμηθεί.
Βέβαια, αποδέχεται τη βασική πρόταση του Μένωνα : για να βρεις κάτι, πρέπει να διαθέτεις σε κάποιο βαθμό την
αρχική γνώση του ζητούμενου. Για να βρεις αυτό που ζητάς πρέπει να αναγνωρίσεις πως το ζητάς. Για να το
αναγνωρίσεις πρέπει να το ξέρεις ήδη. Η θεωρία της ανάμνησης λέει ότι η γνώση που είχε η ψυχή του δούλου πριν
κατοικήσει στο σώμα του είναι αυτή που του επέτρεψε να βρει τη λύση. Η ανακάλυψη είναι ένα είδος αναγνώρισης
και προϋποθέτει προηγούμενη γνώση (139). Ο Μένων ορθώς ανησυχεί σχετικά με τη δυσκολία που έχει η
ανακάλυψη κάθε τι καινούριου. Κάνει λάθος όμως πως δεν αξίζει να το ερευνούμε γιατί δεν ήξερε πως η
ανακάλυψη είναι στην πραγματικότητα αναγνώριση.
Ο Πλάτων μπορεί να μην αποδέχεται τη μυθολογική προέλευση της ανάμνησης, αποδέχεται όμως τη φιλοσοφική
της υπόδειξη. Υπάρχει μια μεταφυσική συγγένεια ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, που έχει γνωσιολογικές
επιπτώσεις. Λόγω αυτής της συγγένειας αναγνωρίζουμε – υπό προϋποθέσεις – την αλήθεια όταν τη συναντάμε. Οι
συνθήκες αφορούν στο σωκρατικό έλεγχο : για να μπορέσει η ψυχή να αναγνωρίσει την αλήθεια, πρέπει να
ευαισθητοποιηθεί. Η ευαισθητοποίηση αυτή αποτελείται κυρίως από την αποδοχή πως δε γνωρίζει αυτά που
νομίζει ότι γνωρίζει. Έτσι, η ψυχή εκτός του ότι ευαισθητοποιείται, εισέρχεται και σε γνωσιολογική ετοιμότητα.
Το γεγονός πως ο Πλάτων μας παρουσιάζει την ευαισθητοποίηση της ψυχής μέσω του Σωκράτη, δε σημαίνει πως
είναι πάντα απαραίτητος ένας Σωκράτης για να επιτευχθεί η ευαισθητοποίηση. Σημαίνει πως για να βρούμε κάτι,
πρέπει να το ψάξουμε. Αν το ψάξουμε, θα το βρούμε. Κανείς όμως δεν ψάχνει κάτι αν δεν είναι πραγματικά
σίγουρος ότι το έχει.

3.2.2 Επιστήμη και δόξα


Το γεγονός πως ο δούλος βρίσκει τη λύση του προβλήματος δε σημαίνει πως έχει την πραγματική γνώση
(επιστήμη). Ο χαρακτηρισμός της γνωσιολογικής κατάστασης του δούλου, είναι πως έχει σωστή γνώμη.
Ο Πλάτων πιστεύει πως υπάρχουν τρεις γνωσιολογικές καταστάσεις :
Απλή γνώμη : η κατώτερη. Εκείνος που την έχει πιστεύει πως είναι σωστή, αλλά δε μπορεί να είναι σίγουρος. Στην
αρχή της συζήτησης δούλου – Σωκράτη, όταν ο δούλος έδινε τις λάθος απαντήσεις είχε απλώς γνώμη, και
λανθασμένη μάλιστα. Αυτό βέβαια δε σημαίνει πως οι απλές γνώμες είναι πάντα λανθασμένες. Μερικές μπορεί να
είναι και σωστές. Έχουν όμως μικρή γνωσιολογική αξία, γιατί ο κάτοχός τους δε μπορεί να είναι σίγουρος πως είναι
σωστές.
Σωστή γνώμη (αληθής δόξα) : είναι σωστή ή όχι. Δε μπορεί να είναι (όπως η απλή) ίσως σωστή, ίσως όχι. Το
σημαντικότερο που τη διαχωρίζει από την απλή γνώμη είναι πως παρέχει κάποια ένδειξη στον κάτοχό της ότι όντως
είναι σωστή (ο κάτοχος της απλής γνώμης δε μπορεί να είναι σίγουρος). (140) Η ένδειξη αυτή είναι καθαρά
ψυχολογική, άρα προσωπική. Μοιάζει με το συναίσθημα που μας πιάνει όταν θυμόμαστε κάτι. Αυτή είναι η
ψυχολογική ένδειξη της ανάμνησης. Από μόνη της όμως, δεν αποτελεί γνώση. Με το τέλος της επίδειξης, ο νεαρός
έχει σωστή γνώμη, αλλά όχι γνώση καθώς δε μπορεί να αποδείξει την ορθότητα της γνώμης του. Γνώση θα
αποκτήσει όταν μάθει το θεώρημα. Η ψυχολογική ένδειξη της αλήθειας δε μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως
επιχείρημα.
Γνώση : το αντικείμενό της είναι όντως όπως εκείνη το παρουσιάζει και πρόκειται για την αλήθεια. Επίσης, αν
κάποιος βρίσκεται στην κατάσταση αυτή μπορεί να εξηγήσει γιατί αυτό για το οποίο έχει τη γνώση είναι πράγματι
αλήθεια, δίνοντας τους λόγους που ισχύει αυτό και πως οι λόγοι συνδέονται μεταξύ τους. Οι μερικές και
μεμονωμένες αλήθειες συνδέονται και συγκροτούν ένα ολοκληρωμένο σύστημα αλήθειας. Ο γνώστης γνωρίζει
μερικά αυτό το σύστημα και τον τρόπο σύνδεσης.
Η παρουσίαση της σωστής γνώμης, αποτελεί σημαντική θεωρητική εξέλιξη για τον Πλάτωνα. Αυτό φαίνεται από τις
φιλοσοφικές δυσκολίες που εμποδίσουν τη γνώμη να εξελιχθεί σε γνώση. Οποιοδήποτε σύνολο απόψεων – αν δε
φάσκει – μπορεί να αποτελέσει ένα ολοκληρωμένο σύστημα που τα μέλη του αλληλοσυνδέονται και συμφωνούν.
Για μια ακόμη φορά όμως, η απλή αμοιβαία συμφωνία δε μπορεί να εγγυηθεί την αλήθεια. Κάλλιστα μπορούν να
συμφωνούν και εσφαλμένες απόψεις. Όμως, η σωστή γνώμη που έχει τη βάση της στη θεωρία της ανάμνησης,
παρέχει ανεξάρτητη ένδειξη αλήθειας. Αυτό παρέχει με τη σειρά της μια σιγουριά στον ερευνητή πως έχει βρει
κάποιες αλήθειες, πριν φτάσει στο σημείο να τις εξηγήσει. Έτσι, στρέφει την έρευνά του προς τη σωστή
κατεύθυνση.

3.2.3 Επιχείρημα για την ύπαρξη των ιδεών (141)

Ο Μένων παρουσιάζει την ανάμνηση, χωρίς όμως να εξηγεί ακριβώς το αντικείμενό της. Τι είναι αυτό που
θυμόμαστε;
Επίσης, δεν παρουσιάζει πειστικά επιχειρήματα για το γεγονός ότι το ψυχολογικό συναίσθημα που δίνει την
ένδειξη της αλήθειας είναι αποτέλεσμα αιτιών που ξεκινούν από προηγούμενη, ξεχασμένη γνώση. Το αίτιό της θα
μπορούσε να είναι κάτι πολύ λιγότερο αξιόπιστο, απλά έτυχε στη συγκεκριμένη περίπτωση να είναι σωστό.
Φαίδων : παρουσιάζει (142) ένα επιχείρημα υπέρ του γεγονότος ότι ξαναθυμόμαστε ξεχασμένη γνώση. Ο Σωκράτης
παρατηρεί πως όλοι έχουμε κάποια γνώση σχετική με την ισότητα, που όμως δεν αρκεί για να κρίνουμε αν δυο
πράγματα είναι ίσα ή όχι. Έτσι αναρωτιέται πως αποκτήσαμε αυτήν τη γνώση. Μπορεί να την αποκτήσαμε
παρατηρώντας πράγματα όπως τα ξύλα ή οι πέτρες, που είναι ίσα. Όμως, παρατηρεί πως δυο πράγματα μπορεί να
φαίνονται ίσα τη μια στιγμή και άνισα την άλλη. Οπότε, τα πράγματα από μόνα τους δεν παρουσιάζουν την
ισότητα. Επίσης, η δυνατότητα που έχουμε να αποκαλούμε ίσα διάφορα πράγματα, σημαίνει πως έχουμε τη
δυνατότητα να αναγνωρίζουμε σε αυτά την παρουσία της ισότητας. Δηλαδή, όχι μόνο δε μπορούμε να μάθουμε ότι
ήδη γνωρίζουμε για την ισότητα παρατηρώντας τα πράγματα, αλλά δε μπορούμε καν να πούμε αν είναι ίσα ή όχι.
Συνεπώς, κάπου αλλού αποκτήσαμε τη γνώση περί ισότητας, με κάτι έχουμε έρθει σε γνωσιολογική επαφή και στο
οποίο χρωστάμε την ικανότητα να κάνουμε κρίσεις, όσον αφορά ποια από τα πράγματα με τα οποία οι αισθήσεις
μας έρχονται σε επαφή, είναι ίσα και ποια όχι. Αν δεν υπήρχε αυτό το κάτι δε θα υπήρχε τίποτα με το οποίο ήρθαμε
σε γνωσιολογική επαφή. Χωρίς αυτήν την επαφή δε θα είχαμε τη (πρώην) γνώση για να κάνουμε αυτές τις κρίσεις.
Να που όμως έχουμε τη δυνατότητα, γιατί κάνουμε κρίσεις. Οπότε, υπάρχει μια οντότητα με την οποία έχουμε
έρθει σε επαφή κι έτσι έχουμε αποκτήσει την πρώην γνώση. Η οντότητα αυτή είναι η ιδέα της
ισότητας. Χρησιμοποιώντας τέτοια επιχειρήματα, ο Πλάτων συμπεραίνει πως πρέπει να υπάρχουν κι άλλες ιδέες.

3.2.4 Οι ιδέες και τα αισθητά

Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, (143) στον Φαίδωνα καταλήγει πως πράγματι υπάρχουν και άλλες ιδέες. Εμείς βγάζουμε
και συμπεράσματα για ορισμένες από αυτές. Ο Πλάτων συζητά τις ιδέες και αναφέρεται ταυτόχρονα στα αισθητά,
γιατί το συμπέρασμά του είναι τα αισθητά και οι ιδιότητές τους.
Η πρώην γνώση δεν προέρχεται από τις αισθήσεις γιατί όπως είδαμε, οι αισθήσεις παρέχουν διφορούμενες
πληροφορίες για την ισότητα. Άρα, δε μπορούμε να αποκτήσουμε την πρώην γνώση με τις αισθήσεις μας.
Επομένως, αυτό με το οποίο ήρθαμε σε γνωσιολογική επαφή, δε μπορεί να είναι μια αισθητή οντότητα.
Αφού δεν είναι οι αισθήσεις, πρέπει να είναι η νόηση. Οι ιδέες είναι νοητές οντότητες, όχι όμως κατασκευάσματα
της νόησής μας. Η σχέση μας μαζί τους είναι σχέση γνώσης, η οποία προϋποθέτει δυο πράγματα : το γνώστη και το
αντικείμενο της γνώσης του. Οι ιδέες έχουν ξεχωριστή οντολογική υπόσταση αν και δεν είναι κατασκευάσματα της
νόησής μας. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, η σχέση μας με αυτές είναι σχέση γνώσης που προϋποθέτει δύο
ανεξάρτητα πράγματα : το γνώστη και το αντικείμενο της γνώσης. Η οντολογική υπόσταση των ιδεών, είναι
διαφορετική από την οντολογική υπόσταση της νόησης. Οι ιδέες υπάρχουν πριν τη νόηση και θα υπάρχουν και
μετά τη νόηση. Άρα, για τον Πλάτωνα η αρετή, το κάλλος και ό,τι ρωτάει ο Σωκράτης είναι ιδέες με οντότητα, με
δική τους υπόσταση και υφή τέτοια που να μπορεί η νόησή μας να τις συλλάβει.
Η πρώην γνωσιολογική μας επαφή με αυτές, αν και αδύνατη μέσω των αισθήσεων, έχει επιπτώσεις που τις
αφορούν (τις αισθήσεις) άμεσα. Μπορούμε ας πούμε να δούμε αν δυο ξύλα ή λίθοι είναι ίσα μεταξύ τους ή όχι.
Αυτό συνεπάγεται πως οι ιδέες και τα αισθητά έχουν άμεση σχέση και τέτοιου είδους που μας επιτρέπει να
κάνουμε κρίσεις περί των αισθητών, σύμφωνα με τις ιδέες. Ο Πλάτων χαρακτηρίζει αυτή τη σχέση
ωςαιτιολογική (Φαίδων). Οι ιδέες είναι οι αιτίες των αισθητών και σε κάποιο βαθμό, μπορούμε να προσδιορίσουμε
με ποια έννοια είναι αιτίες. Παρατηρήσαμε ήδη πως είναι γνωσιολογικές αιτίες, γιατί μας κάνουν να αντιληφθούμε
και να αποκτήσουμε γνώση (144) για τα αισθητά, αφού σχετίζονται οντολογικά με τις αισθήσεις. Δεν είναι μόνο
γνωσιολογικές αλλά και οντολογικές αιτίες των αισθητών. Από αυτό προκύπτει πως οι ιδέες έχουν προτεραιότητα
έναντι των αισθητών. Είναι γνωσιολογικά πρότερες των αισθητών καθώς αν δεν είχαμε γνωσιολογική επαφή μαζί
τους δε θα μπορούσαμε να κρίνουμε τις ιδιότητες των αισθητών. Οι ιδέες είναι επίσης οντολογικά υπεύθυνες για
τα αισθητά, καθώς είναι οντολογικά υπεύθυνες για τις ιδιότητές τους.
Σύμφωνα με τον Πλάτωνα όμως, δε σημαίνει πως υπάρχουν ατομικά αισθητά πράγματα χωρίς ιδιότητες, αλλά με
ανεξάρτητη οντολογική υπόσταση, οντολογικά χρεωμένα στις ιδέες, μόνον και μόνο για τις ιδιότητές τους. Για τον
Πλάτωνα, τίποτα δεν υπάρχει αν δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο, άρα, τίποτα δε μπορεί να υπάρχει χωρίς ιδιότητες. Το
κάθε αισθητό που βρίσκεται γύρω μας, είναι ένα σύνολο ιδιοτήτων. Οι ιδιότητες αυτές μπορεί να αλλάζουν,
παραμένουν όμως σα σύνολο. Το συμπέρασμα που βγάζουμε είναι πως στον αισθητό κόσμο δεν υπάρχει τίποτα
που να μη χρωστά απόλυτα την οντολογική του υπόσταση στις ιδέες.
Ο Πλάτων δεν εξηγεί τις λεπτομέρειες αυτής της αιτιολογικής σχέσης, ούτε προσφέρει μια σχετική φιλοσοφική
θεωρία. Τον απασχολούν οι δομικές σχέσεις του κόσμου, όχι οι λεπτομέρειες της οικοδομής του. Για αυτό, συχνά
αναφέρεται στην οντολογική σχέση μεταξύ των ιδεών και των αισθητών με μεταφορικό τρόπο. Λέει πως τα αισθητά
προσπαθούν να μιμηθούν τις ιδέες ή πως οι ιδέες είναι τα παραδείγματα των αισθητών. Πρέπει όμως να
θυμόμαστε πως οι μεταφορές και οι μύθοι του Πλάτωνα έχουν μεγάλο φιλοσοφικό περιεχόμενο, που δεν είναι
όμως σχεδόν καθόλου προτασιακό. Δηλαδή, δε μας μιλά καθαρά για αυτό που έχει στο μυαλό του, αλλά το
παρουσιάζει μεταφράζοντάς το σε κάποιο μύθο.

3.2.5. Νόηση και αισθήσεις

Όταν μιλούσαμε για την ανάμνηση, είδαμε πως σύμφωνα με τον Πλάτωνα, τα αισθητά δεν αποκαλύπτουν σαφώς
τις ιδιότητές τους. Για αυτό (147) χρειάζεται πρότερη γνώση της ιδιότητας ή της ιδέας για να εκφέρουμε μια κρίση.
Αυτή η έλλειψη σαφήνειας των αισθητών, οφείλεται στην οντολογική τους ανεπάρκεια. Δε μπορούν να είναι
σαφείς για την ισότητα π.χ., γιατί δεν έχουν αυτήν τη δυνατότητα. Η οντολογική τους ανεπάρκεια έχει ως
αποτέλεσμα ακόμα κι όταν διαθέτουν μια ιδιότητα αυτή να είναι ανεπαρκής, έτσι και οι δικές μας κρίσεις για τις
ιδιότητες είναι συχνά αντιφατικές. Αυτός είναι ο κύριος λόγος που ο Πλάτων δε θεωρεί τις αισθήσεις ως την πηγή
που θα μας οδηγήσει στην αληθινή γνώση. Επισημαίνει ότι οι αισθήσεις εκπληρώνουν τους ειδικούς
γνωσιολογικούς σκοπούς τους και του έργου τους, που είναι να παρουσιάσουν μια αντικειμενική και αληθινή
εικόνα των αισθητών. Όντως, οι αισθήσεις παρουσιάζουν τα αισθητά όπως πραγματικά είναι. Καθώς όμως αυτά
είναι οντολογικά ανεπαρκή, η εικόνα που παρουσιάζουν είναι γνωσιολογικά ασταθής. Συγχρόνως όμως, οι
αισθήσεις μας είναι εντελώς ακατάλληλες ως γνώση, για οτιδήποτε άλλο εκτός από τα αισθητά. Αφού λοιπόν είναι
κατάλληλες για επαφή με οντότητες ανεπαρκείς, η συμβολή τους στη γνώση είναι περιορισμένη, μόνον όμως υπό
την έννοια ότι δεν έχουν τη δυνατότητα να μας αποκαλύψουν την αλήθεια από μόνες τους. Όμως η συμβολή τους
αν και ανεπαρκής, είναι εντελώς απαραίτητη. Οι αισθήσεις μας είναι το μέσο με το οποίο ερχόμαστε σε επαφή με
τον κόσμο για πρώτη φορά. Άλλος σημαντικός λόγος είναι πως η μαρτυρία τους είναι ασταθής. Η αστάθεια αυτή
είναι που γεννά ερωτηματικά, που ερεθίζουν τη νόηση να τα απαντήσει. Η διαδικασία δραστηριοποίησης της
νόησης είναι αυτή που μετά από έρευνα και σκέψη οδηγεί στις ιδέες και τη γνώση.
Άρα η ενεργοποίηση της νόησης είναι αναγκαία για τη γνωσιολογική μας πρόοδο. Οι ιδέες, ως αμετάβλητες
οντότητες και οντολογικά επαρκείς, είναι τα πραγματικά αντικείμενα της γνώσης. Αφού οι αισθήσεις μας μας
φέρνουν σε επαφή μόνον με τα αισθητά, ο τρόπος που απομένει για να γνωρίσουμε τις ιδέες είναι η νόηση.(148) Η
περιγραφή αυτή κρύβει το φιλοσοφικό κίνητρο του Πλάτωνα, που είναι πως αν βασιστούμε μόνον στις αισθήσεις,
τότε παραβλέπουμε τις νοηματικές κατηγορίες, τις ιδέες, βάσει των οποίων ερμηνεύουμε αυτή τη μαρτυρία.
Μπορεί, βλέποντας ξύλα και πέτρες να πιστεύουμε πως έχουμε να κάνουμε με αντικείμενα που έχουν
συγκεκριμένη θέση στο χώρο. Οι αισθήσεις όμως δεν παρουσιάζουν το αντικείμενο ως αντικείμενο. Βλέπουμε κάτι
που συλλαμβάνουμε νοηματικά ως συγκεκριμένο αντικείμενο. Το αντικείμενο αυτό καθ’ αυτό, είναι απλό
κατασκεύασμα της νόησης. Έχει δική του οντολογική υπόσταση. Καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο υπάρχει κάθε
αισθητό: ως ένα πράγμα, διαφορετικό από τα άλλα, ίδιο με τον εαυτό του κλπ. Για αυτό θεωρείται μια από τις
οντότητες που παίζουν σημαντικό ρόλο στη δομή του κόσμου. Είναι όμως νοηματικό μέγεθος με την έννοια πως
έχουμε τη δυνατότητα να το συλλάβουμε με τη νόηση και όχι με τις αισθήσεις μας.
Ο Πλάτων ισχυρίζεται πως είναι λάθος να προσπαθούμε να προσδιορίσουμε την ωραιότητα ενός πράγματος
βασιζόμενοι στις ορατές του ιδιότητες. Αν αυτές οι ιδιότητες ήταν μόνες θα το έκαναν όντως ωραίο, όπως και κάθε
άλλο αντικείμενο στο οποίο θα βρίσκονταν. Συχνά όμως, δύο χρώματα που βρίσκονται σε κάτι που θεωρούμε
ωραίο, μπορούν να βρεθούν σε κάτι άλλο που δεν θεωρούμε ωραίο. Άρα δεν είναι τα χρώματα ή οι ορατές
ιδιότητες υπεύθυνες για την ομορφιά, αλλά κάτι άλλο. Αυτό το κάτι άλλο είναι η ιδέα του κάλλους και το πράγμα
που θεωρούμε ωραίο μετέχει στην ιδέα αυτή.
Μια άλλη έννοια αυτού του ισχυρισμού λέει πως εκείνο που κάνει κάτι ωραίο είναι οι δομικές σχέσεις στις οποίες
αυτό εισέρχεται. Όχι οι ιδιαίτερες δομικές σχέσεις που ανήκουν αποκλειστικά σε αυτό, αλλά της μοναδικής δομικής
σχέσης που είναι το κάλλος.

3.2.6 Η Ψυχή και το Σώμα

Έχουμε καταλάβει πως ερχόμαστε σε γνωσιολογική επαφή με τις ιδέες μέσω της νόησης. (149). Με τις αισθήσεις
ερχόμαστε σε γνωσιολογική επαφή με τα αισθητά (στο βαθμό που αυτά μπορούν να γίνουν γνωστά). Η έδρα της
νόησης είναι η ψυχή, η έδρα των αισθήσεων είναι το σώμα.
Στον Πρωταγόρα, ο Σωκράτης αποκλείει την ακράτεια.
Στην Πολιτεία, ο Πλάτων είναι σίγουρος πως η ακράτεια είναι δυνατόν να συμβεί.
Στον Πρωταγόρα, ο Πλάτων έχει ως εφαλτήριο το γεγονός πως όλες οι πράξεις μας ξεκινούν από μια πηγή κινήτρων
και καταλήγει πως κάτι που υπολαμβάνουμε ως γεγονός (η ακράτεια) είναι αδύνατον να συμβεί.
Στην Πολιτεία παραδέχεται πως η ακράτεια είναι γεγονός κι έτσι καταλήγει σε διαφορετικό συμπέρασμα όσον
αφορά την ψυχή των ψυχολογικών μας κινήτρων.
Ο Πλάτων (151) παρατηρεί πως συμβαίνει την ίδια χρονική περίοδο να θέλουμε και να μη θέλουμε κάτι.
Π.χ. : Διψάω. Μπροστά μου βρίσκεται ένα ποτό που θα ήθελα να το πιω, επειδή όμως ξέρω πως δεν είναι καλό για
μένα, δε θέλω να το πιω.
Για τον Πλάτωνα είναι αδύνατον να αντιφάσκει η ψυχή σε κάτι τέτοιο. Καταλήγει έτσι πως η ψυχή έχει δυο μέρη.
Έτσι, μπορούμε να εξηγήσουμε αυτό το γεγονός. Το ένα μέρος θέλει να πιει και το άλλο δε θέλει.
-επιθυμητικόν : το μέρος της ψυχής που θέλει να πιει
-λογιστικόν : το μέρος της ψυχής που έχει αντίθετη άποψη.
Με την ίδια λογική, βγαίνει το συμπέρασμα πως η ψυχή έχει τρία μέρη. Εκτός από το να θέλουμε και να μη
θέλουμε κάτι, μπορεί να θυμώνουμε με τον εαυτό μας επειδή το κάναμε. Τα δυο ψυχικά μέρη δείχνουν πως
θέλουμε και δε θέλουμε κάτι την ίδια στιγμή. Ο θυμός όμως, από πού βγαίνει; Σίγουρα όχι από το επιθυμητικόν,
ούτε όμως από το λογιστικόν, γιατί το λογιστικόν έχει απλώς την άποψη πως αυτό που κάναμε δεν ήταν καλό για
μας. Άρα, αναγνωρίζει έτσι ένα τρίτο μέρος της ψυχής, το λεγόμενο θυμοειδές.
Ο Πλάτωνας δεν αναλώνεται σε μεταφυσικές αναλύσεις. Καταλήγει σε αυτήν τη θεωρία βάσει ηθικής φύσεως
απόψεων. Με το χωρισμό της ψυχής σε τρία μέρη, προσπαθεί να επισημάνει πως – κατά τη γνώμη του – υπάρχουν
τρεις διαφορετικές πηγές κινήτρων στον άνθρωπο. Έτσι έχουμε και τρία είδη ευχαρίστησης.
Διανοητικό μέρος : ελκύεται από την ευχαρίστηση της γνώσης και της διανοητικής απασχόλησης.
Θυμός : αντλεί ευχαρίστηση από τις ασχολίες που έχουν ως αποτέλεσμα την απόκτηση και προστασία της
προσωπικής μας τιμής.
Επιθυμητικό : σωματικές ηδονές και ό,τι σχετίζεται με αυτές, όπως ο πλούτος.
Από αυτά τα τρία μόνον το διανοητικό ελκύεται από ευχαριστήσεις που σημαίνουν το μακροπρόθεσμο καλό του
οργανισμού. Μόνον αυτό δείχνει την κατεύθυνση που προωθεί το γενικό καλό και έλκεται από αυτήν.
Τα άλλα δυο μέρη έλκονται και ασχολούνται με όσα ευχαριστούν τα ίδια. Δεν τα απασχολεί ούτε το
μακροπρόθεσμο καλό του οργανισμού, ούτε το δικό τους. Δε μπορούν (152) να υπολογίσουν πως θα
μεγιστοποιήσουν την ευχαρίστησή τους προς αυτήν την κατεύθυνση. Αναγνωρίζουν μόνον την προσωρινή τους
ευχαρίστηση και προσπαθούν να την αποκτήσουν άμεσα. Δεν τα απασχολούν πιθανές επιπτώσεις ή η μελλοντική
τους ευχαρίστηση. Δεν έχουν τη διανοητική δυνατότητα να δημιουργήσουν άποψη για το πώς θα μεγιστοποιήσουν
την προσωπική τους ικανοποίηση.
Ο θυμός και το επιθυμητικόν αποβλέπουν στην άμεση ικανοποίηση, κάτι που μπορεί να συγκρούεται με το γενικό
καλό του οργανισμού. Πάντως, ο Πλάτων λέει πως υπάρχει κάποια συγγένεια μεταξύ διανοητικού και θυμού. Αν ο
θυμός καταλάβει πως η τιμή έρχεται σε κίνδυνο, την υπεραμύνεται αμέσως, παρόλο που το διανοητικό θεωρεί πως
είναι καλύτερα να μην υπάρξει αντίδραση. Σε περιπτώσεις σύγκρουσης μεταξύ διανοητικού και επιθυμητικού, ο
θυμός υπεραμύνεται το διανοητικόν, γιατί συγκινείται από το καλό. Είναι φυσικός σύμμαχος του διανοητικού,
επειδή και η τιμή (στην οποία προσανατολίζεται ο θυμός) είναι κάτι καλό.

3.2.7 Η Πλατωνική Πολιτεία

Ο Πλάτων είναι ο πρώτος που βρίσκει στενή σχέση ανάμεσα στην ανθρώπινη ψυχολογία και τη διαμόρφωση του
κράτους. Το κράτος, η πολιτεία, είναι ένας συγκεκριμένος τρόπος οργάνωσης της ζωής μιας κοινωνικής ομάδας.
Αφού οι άνθρωποι αποτελούν αυτήν την ομάδα, και το κράτος οργανώνει τη ζωή τους, λογικά, η όποια θεωρία
σχετικά με τη δομή του κράτους πρέπει να συνυπολογίζει την ψυχολογική υφή αυτών των ανθρώπων.
Στην Πολιτεία, ο Πλάτων αναφέρει τις ψυχολογικές του απόψεις, συνδέοντάς τες με τις απόψεις του για το κράτος.
Κάνει λάθος όμως όταν πιστεύει πως οι πρώτες ακολουθούν τις δεύτερες. Στο όγδοο και ένατο βιβλίο της Πολιτείας
εξηγεί τις ιδιότητες διαφόρων συστημάτων βασιζόμενος στην ψυχολογία εκείνων που τα κυβερνούν. Άρα είναι
πιθανό οι απόψεις του για αυτά (153) τα δύο θέματα να αναπτύσσονται παράλληλα, αλλά η παρουσίασή τους να
γίνεται με καθαρά παιδαγωγικούς λόγους.
Η Πολιτεία ρωτά τι είναι δικαιοσύνη. Όχι το πώς την αντιλαμβανόμαστε ή τι είδους δικαιοσύνη επικρατεί στους
κρατικούς μηχανισμούς, αλλά τι είναι η πραγματική, ιδεατή δικαιοσύνη. Τη σκέφτεται λοιπόν και την παρουσιάζει
στο πλαίσιο μια ιδεατής πολιτείας. Η πολιτεία αυτή αποτελείται από τρεις τάξεις που είναι αναγκαίες η μια με την
άλλη κι όταν λειτουργούν κανονικά επαρκούν για τη λειτουργία της πολιτείας. Οι τρεις τάξεις είναι οι Παραγωγοί,
οι Φύλακες και οι Κυβερνήτες.
Η κάθε μια τάξη βασίζεται σε ψυχολογικά κριτήρια που έχουν να κάνουν με τα τρία μέρη της ψυχής. (ανάλογα με
το ψυχικό μέρος που κυριαρχεί, είναι και η τάξη).
Παραγωγοί : κυρίαρχο μέρος το επιθυμητικόν. Κέντρο προσανατολισμού τα κίνητρα που προέρχονται από αυτό.
Φύλακες : κυρίαρχο μέρος το θυμοειδές
Κυβερνήτες : κυρίαρχο μέρος το διανοητικόν.
Οι πολίτες τοποθετούνται στις αντίστοιχες τάξεις, δεν αποφασίζουν μόνοι τους. Μετά την τοποθέτησή τους δεν
αλλάζουν τάξη. Δεν παίζει κανένα ρόλο η τάξη, η καταγωγή ή το φύλο. Για να τοποθετηθούν σε μια τάξη, πρέπει να
ανήκουν σε αυτήν την τάξη.
Μόνο μέσο ταξινόμησης είναι η παιδεία. Η εκπαίδευση και το περιεχόμενό της είναι δουλειά του κράτους. Η
εκπαίδευση περιλαμβάνει διάφορα θέματα, κυρίως όμως τα μαθηματικά. Η ταξινόμηση των εκπαιδευομένων
γίνεται με βάση την απόδοσή τους σε αυτά. Οι πρώτοι που συναντούν προβλήματα, γίνονται παραγωγοί. Οι
επόμενοι γίνονται φύλακες. Όσοι έχουν μαθηματικό ταλέντο συνεχίζουν κι εκπαιδεύονται στη φιλοσοφία. Οι
φιλόσοφοι γίνονται κυβερνήτες.
Οι φιλόσοφοι – κυβερνήτες κρατούν όλες τις εξουσίες, όχι γιατί ο Πλάτων τις διαχωρίζει και τους τις αναθέτει, αλλά
γιατί (154) αυτοί έχουν την πλήρη ευθύνη διακυβέρνησης. Οι Φύλακες είναι οι βοηθοί των κυβερνητών και
προστατεύουν το κράτος. Οι Παραγωγοί είναι υπεύθυνοι για την παραγωγή των απαραίτητων υλικών αναγκών.
Ο Πλάτων συχνά παρεξηγείται γιατί πιστεύεται πως κάνει το διαχωρισμό βάσει της εξυπνάδας. Η απόδοση στα
Μαθηματικά δεν έχει να κάνει με τη διανοητική ικανότητα. Σε πολλούς έξυπνους ανθρώπους δεν αρέσουν τα
μαθηματικά. Πολλοί παραγωγοί μπορεί να είναι ιδιοφυΐες και να αποδίδουν τα μέγιστα στην παραγωγή. Άρα, ο
παράγοντας για την ταξινόμηση δεν είναι η διανοητική ικανότητα, αλλά ο τρόπος που την εφαρμόζει το κάθε
άτομο.
Άλλο λάθος είναι πως οι πολίτες δεν αλλάζουν θέση λόγω αυθαιρεσίας και καταπίεσης. Αυθαιρεσία θα ήταν το να
άλλαζαν. Η εκπαίδευση τους τοποθετεί εκεί ακριβώς που ανήκουν για να είναι ευτυχισμένοι.
Ερωτήματα προκύπτουν πάνω σε δυο θέματα:
- πώς ο Πλάτων είναι σίγουρος πως υπάρχει τόσο αξιόπιστο εκπαιδευτικό σύστημα;
- πώς μπορεί να είναι σίγουρος πως η ψυχολογική κλίση κάποιου θα μείνει αναλλοίωτη;
Στην ιδανική πολιτεία, οι τρεις τάξεις λειτουργούν ιδανικά διότι η κάθε μια έχει τη δική της αρετή.
Παραγωγοί : Σωφροσύνη
Φύλακες : Ανδρεία
Κυβερνήτες : Σοφία.
Έτσι, επικρατεί δικαιοσύνη, που συνεπάγεται πως κάθε τάξη εκτελεί το δικό της έργο κατά τον καλύτερο τρόπο κι
αφήνει τις άλλες να εκτελέσουν το δικό τους.
Οι Κυβερνήτες (155) βέβαια επιβλέπουν όλες τις τάξεις, μαζί και τη δική τους, ελέγχουν και επισημαίνουν τα
πιθανά προβλήματα. Όμως η εκτέλεση του έργου της κάθε τάξης, είναι ευθύνη της κάθε τάξης.
Η γενική αρετή της πολιτείας εξαρτάται κατά πολύ από την αρετή των κυβερνητών. Αν οι κυβερνήτες δεν είναι
σοφοί, η πολιτεία δεν έχει αρετή. Η δομή της πολιτείας αντανακλά την ψυχολογία των ατόμων. Άρα, υπάρχει
δομική ομοιότητα μεταξύ της αρετής της πολιτείας και της αρετής των ατόμων.
Το κάθε μέρος της ψυχής του ατόμου έχει τη δική του αρετή.
Επιθυμητικόν : σωφροσύνη
Θυμοειδές : ανδρεία
Λογιστικό : σοφία
Σοφός : αυτός που το λογιστικόν του έχει απόλυτη γνώση για το τι είναι ηθικά καλό ανά πάσα στιγμή και το κάνει
όταν βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση.
Σώφρων : αυτός που τα επιθυμητικά του κίνητρα ανταποκρίνονται και τον οδηγούν στις απόψεις του λογιστικού.
Ανδρείος : όταν τα κίνητρα και οι πράξεις που ξεκινούν από το θυμοειδές και καθοδηγούνται από το λογιστικόν.
Όταν και τα τρία μέρη βρίσκονται σε ισορροπία κι έχουν τη δική τους αρετή το άτομο είναι δίκαιο.
Ερώτημα : είναι δυνατόν κάποιος που δεν είναι σοφός, να είναι δίκαιος και να έχει γενική αρετή; Η σοφία είναι
εκείνη που δρομολογεί σωστά το λογιστικόν και στο δίκαιο άνθρωπο, το λογιστικό παίζει αποφασιστικό ρόλο για
την καθοδήγηση του επιθυμητικού και του θυμού. Αν όμως λείπει η γνώση, πως θα εκτελέσει τις οδηγίες; Κι αν
αυτές δεν εκτελεστούν σωστά, πως το άτομο θα είναι ανδρείο ή σώφρων;
Επίσης, δε μπορούμε να πούμε ανενδοίαστα πως ο Πλάτων θεωρεί πως μόνο οι σοφοί είναι δίκαιοι. Στην ιδανική
πολιτεία οι Κυβερνήτες είναι οι λιγότεροι. Μπορεί μια δίκαιη πολιτεία να αποτελείται από μέλη που δεν έχουν τη
δυνατότητα να είναι δίκαια;

4.3.1 ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ (206)

4.3.1 Η Ηθική ως Επιστήμη

Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η ηθική φιλοσοφία είναι μια συγκεκριμένη μορφή επιστήμης που δεν απαιτεί όμως
την ακρίβεια των μαθηματικών, επειδή το αντικείμενό της είναι ρευστό. Οι περιγραφές της, εκτός του ότι
καθορίζονται από την εκάστοτε ηθική κοινότητα, είναι εκ φύσεως 'ως επί το πολύ', δηλαδή προσεγγίσεις που
δέχονται μερικό εμπλουτισμό και διευκρινήσεις. Αυτό δε σημαίνει ότι είναι υποκειμενική ή αυτοϋπονομεύεται
επιστημονικά. Το ζητούμενο είναι να καθοριστεί ένας επιστημονικός λόγος που θα αντιστοιχεί στη σύσταση του
αντικειμένου. Θα παρουσιάσουμε την αριστοτελική ηθική με οδηγό τα Ηθικά Νικομάχεια.

4.3.2 Η έννοια ευδαιμονία

Πρόκειται για τη βάση της αριστοτελικής ηθικής και είναι συνδεδεμένη με εκείνη του ‘τέλους’, του σκοπού.
Αν θεωρήσουμε πως αγαθόν σημαίνει αυτό που επιδιώκουμε με τις πράξεις μας, τότε η ανθρώπινη δραστηριότητα
κατακερματίζεται σε διαφορετικούς στόχους. Κάθε επιμέρους στόχος όμως, είναι ένα ενδιάμεσο στάδιο για την
επίτευξη κάποιου στόχου. Π.χ. οργώνω για να σπείρω, σπέρνω για να θερίσω, θερίζω για να φάω κ.ο.κ. Το σύνολο
αυτών των πράξεων οδηγεί στο τέλος του να γίνω καλός γεωργός, κάτι που με τη σειρά του έχει σκοπό τη βελτίωση
της ζωής. Το να υπάγουμε την πράξη αυτή σε μια αλυσίδα επιμέρους επιδιώξεων θα οδηγούσε στον
κατακερματισμό της προσωπικής ζωής και στην απόλυτη σχετικότητα της έννοιας τέλος, το αγαθό δηλαδή που
επιλέγει ο καθένας.
Ο Αριστοτέλης θεωρεί πως το τελειότερο τέλος, άρα αγαθόν, είναι εκείνο που αποτελεί ‘καθ’ αυτόν διωκτόν’,
δηλαδή κάτι που επιδιώκουμε για αυτό καθ’ αυτό, και όχι ως μέσον για κάτι άλλο. Τέτοιο αύταρκες τέλος είναι η
ευδαιμονία. Κάθε πράξη της ηθικής ζωής, πρέπει να προσανατολίζεται προς την επίτευξη αυτού του αγαθού που
καθορίζει τον ηθικό χαρακτήρα των πράξεων και την ηθική ποιότητα των σκοπών (207).
Επίσης, η έννοια του τέλους σε συνδυασμό με την αυτάρκεια, έχει και μια χρονική διάσταση: αν η ευδαιμονία είναι
ένα αύταρκες τέλος, τότε αφορά το σύνολο του ανθρώπινου βίου κι όχι μια ορισμένη περίοδο. Η ευδαιμονία
υπάρχει μόνον στην προοπτική του ‘βίου τελείου’. Έτσι αποφεύγουμε την παρανόηση να θεωρηθεί η ευδαιμονία
ως κάτι που έρχεται και φεύγει, όπως οι άλλες ιδιότητες. Η ταύτιση αυτή όμως δε σημαίνει πως ευδαίμων γίνεται
κάποιος τη στιγμή του θανάτου του, αλλά πως πρέπει να βιώνει την ηθική ποιότητα μέσα από τη διάρκεια και τη
συνέχεια.
Ο παραπάνω ορισμός είναι ‘τυπικός’, δε μας εξηγεί το περιεχόμενο της ευδαιμονίας. Αν θεωρήσουμε τέλειο αγαθό
αυτό που είναι αύταρκες, παραμένει το ερώτημα για το ποια ενέργεια το εξασφαλίζει. Η ευδαιμονία δε μπορεί
παρά να προέρχεται από μια ‘ενέργεια κατά λόγον ή μη άνευ λόγου’, δηλαδή από μια ενέργεια που εκπορεύεται
από το λόγο.

4.3.3 Η φρόνηση

Για την ηθική συμπεριφορά, λόγος είναι η ‘φρόνησις’, η ηθική κρίση ή αίσθηση. Η φρόνηση αποτελεί το κέντρο της
ηθικότητας χάρη στην έλλογη φύση της. Αποτελεί την κορύφωση του ηθικού βίου και μπορεί αρχικά να ταυτιστεί
με τη συνειδητή ηθική απόφαση και πράξη, που προέρχεται από την κρίση και τη διάθεση του πράττοντος.
Η φρόνηση είναι αίσθηση, σύλληψη και κατανόηση της συγκεκριμένης ηθικής κατάστασης και πράξης. Κατανοεί
την ιδιαιτερότητα των περιστάσεων, τις στάσεις των εμπλεκόμενων ηθικών υποκειμένων, τις προθέσεις και τους
στόχους τους. Η ηθική αίσθηση, έχει ένα επιπλέον γνώρισμα: είναι ‘επιτακτική’, αποφασίζει δηλαδή τι πρέπει να
παραχθεί. Πριν τη στιγμή της απόφασης δεν υφίσταται ηθική γνώση και φρόνηση. Για τον Αριστοτέλη, η ηθική
ποιότητα του πράττοντος φανερώνεται στις πράξεις του και όχι στην πρόθεση ή τα συναισθήματά του.
Η φρόνηση (208) γνωρίζει και τα ‘καθόλου’, τις αρχές που καθορίζουν την ηθική μας συμπεριφορά. Η γνώση αυτή
δεν είναι θεωρητική με την έννοια της επιστημονικής γνώσης. Το ‘καθόλου’ δεν είναι ένα συμπέρασμα με
μαθηματική αλήθεια, αλλά μπορεί να εμπλουτιστεί, να αποσαφηνιστεί ή και να διορθωθεί. Για αυτό και στην
αριστοτελική ηθική δεν υπάρχουν κανόνες, αλλά παραδείγματα. Ο φρόνιμος λειτουργεί μέσα σε μια ηθική
κοινότητα ως προσωποποίηση του τρόπου με τον οποίον πρέπει να προσεγγίζονται τα ηθικά διλήμματα. Ο τρόπος
αυτός δε μας υπαγορεύει τι να πράξουμε, μας καθοδηγεί στο πώς να λάβουμε ηθικές αποφάσεις.
Η φρόνηση δεν είναι όμως μια αυτόνομη έλλογη λειτουργία που αναγνωρίζει το ηθικά καλό και δημιουργεί
ηθικούς κανόνες. Ορίζεται ως ‘διανοητική’ αρετή (η ικανότητα για κρίση) και δεν καλύπτει το χώρο των ‘ηθικών
αρετών’ που αφορούν τη συμπεριφορά του πράττοντος, τα πάθη και τις ορέξεις του. Η φρόνηση προϋποθέτει την
ηθική αρετή, δηλαδή την ηθική διάθεση του υποκειμένου, τη λήψη ηθικών αποφάσεων και την εκτέλεση ηθικών
κρίσεων.
Εκείνος που δεν είναι αγαθός, δε μπορεί να είναι φρόνιμος. Η πράξη και η επιτυχία της δεν καθορίζονται μόνον από
την τελική τους έκβαση. Φρόνιμος δεν είναι μόνον αυτός που πράττει το σωστό μια δεδομένη στιγμή, αλλά αυτός
που πράττει «πως έχων» δηλαδή, καθοδηγούμενος από την αντίστοιχη προδιάθεση και έξη. Η ηθική αρετή συνιστά
τη ‘βιωματική προ-κατάληψη’ που καθιστά δυνατή την ίδια τη φρόνηση. Η εξάρτηση της ηθικής γνώσης/φρόνησης
από το ‘χαρακτήρα’ του πράττοντος, έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς μας απομακρύνει από το σωκρατικό μοντέλο
που θεωρούσε πως η κατοχή της ηθικής γνώσης οδηγεί οπωσδήποτε στην ορθή πράξη. Ο Αριστοτέλης αναλύει επί
μακρόν την περίπτωση του ‘ακρατούς’, εκείνου που ενώ γνωρίζει το ηθικά ορθό αδυνατεί να το πράξει, διότι
αδυνατεί να εναρμονίσει τις ηθικές του έξεις με το πρόσταγμα του ‘λόγου’.

4.3.4 Οι Ηθικές Αρετές

Τέτοιες θεωρούνται η ανδρεία, η γενναιότητα κ.α. Ορίζονται ως ‘μέσον’ ανάμεσα σε (209) δυο ακρότητες: η
ανδρεία είναι η αρετή στο μέσο μεταξύ θράσους και έλλειψης φόβου. Άρα, ανδρείος είναι εκείνος που αποφεύγει
τα ηθικά άκρα.
Η μεσότητα δεν έχει να κάνει με έναν άχρωμο μέσο όρο, αλλά την ηθική ακρότητα, δηλαδή κάτι δύσκολο να
επιτευχθεί.
Το μέσον για να επιτευχθεί καθορίζεται ανάλογα με την περίσταση και την ηθική κοινότητα.
Η επίτευξη του ηθικού μέσου γίνεται μόνον υπό την εποπτεία της φρόνησης, υπό την προϋπόθεση δηλαδή πως
κάποιος γνωρίζει τι είναι ηθικό αγαθό.
Αν παραβλέψουμε τη διάσταση του ήθους, (ηθική έξη) δε μπορούμε να εξηγήσουμε το νόημα της ηθικής ευθύνης
του πράττοντος, γιατί το ήθος και η ηθική έξη, που είναι συναίτιες του τρόπου που πράττουμε, δείχνουν την
εξάρτηση του υποκειμένου από την πόλη και το περιβάλλον του.
4.3.5 Η Σχέση Ηθικής και Πολιτικής

Η δυνατότητα ηθικής πράξης και φρόνησης παραπέμπουν στο χώρο της πολιτικής. Η πόλη είναι προϋπόθεση
δημιουργίας ηθικών ανθρώπων. Σύμφωνα με τα Πολιτικά, υπάρχει απόλυτη συνάφεια ηθικής και πολιτικής
διάστασης και διακρίνουμε τρεις συνιστώσες :

1. Η πόλη δεν έχει στόχο μόνον την επιβίωση των ανθρώπων, αλλά την οργανωμένη και τελεολογικά
προσανατολισμένη συνύπαρξη που εξασφαλίζει το ευ ζην, την ηθική τελείωση του ανθρώπου. Το απόφθεγμα του
Αριστοτέλη ‘ο άνθρωπος είναι από τη φύση του πολιτικό ζώο’, έχει και την ηθική του διάσταση. Η ηθική τελείωση
του ανθρώπου πραγματώνεται μέσα σε μια πολιτική κοινότητα.
2. Η τελειότητα της πολιτικής οργάνωσης έχει να κάνει άμεσα με την ηθική ποιότητα των πολιτών. Ο Αριστοτέλης
αντιλαμβάνεται πως οι όροι ‘αγαθός ανήρ’ και ‘σπουδαίος πολίτης’ δεν ταυτίζονται. Αυτό όμως δεν αναιρεί το
γεγονός πως τέλεια πόλη είναι εκείνη που καταφέρνει και ταυτίζει τις δύο έννοιες. Άρα, οι αρχές της πολιτικής
συνύπαρξης υπόκεινται σε εκείνες της ηθικής.
3. Η παιδεία ορίζεται στην ουσία ως ηθική παιδεία που προετοιμάζει ηθικά αγαθούς πολίτες.

4.3.6 Αρχές της Πολιτικής Θεωρίας (210)

Επειδή δεν θεωρούμε πως η πολιτική σκέψη του Αριστοτέλη είναι απλά αντανάκλαση της ηθικής του, θα
διασαφηνίσουμε την πολιτική του θεωρία πέρα από την ηθική της συνάφεια. Τα Πολιτικά στέκουν μετέωρα
ανάμεσα σε ένα ιδανικό πολίτευμα και των υπαρκτών πολιτευμάτων. Όλα τα πολιτεύματα περιγράφονται ως
αυτοτελείς μορφές που αξιώνουν επιβίωση και νομιμοποίηση. Επίσης, για να προσεγγίσουμε τα Πολιτικά, πρέπει
να αποσαφηνίσουμε τις έννοιες αυτάρκεια, πολίτης και θεσμοί.
Α) Η πόλη οφείλει να είναι αυτάρκης, να αυτοκαθορίζεται και να εξασφαλίζει τη διατήρησή της.
Β) Ο πολίτης είναι ο θεμέλιος λίθος της πόλης, μετέχει στην αξιολόγηση και τη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας.
Γ) Οι θεσμοί εξυπηρετούν τον ίδιο το νόμο και είναι ανεξάρτητοι των προσώπων που τους αντιπροσωπεύουν.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, διαφοροποιούνται και τα πολιτεύματα που χωρίζονται σε τρία είδη :
1. η βασιλεία (εξουσία του ενός) / μοναρχία (το αρνητικό της)
2. η αριστοκρατία (εξουσία των ηθικά και γνωστικά άριστων) / ολιγαρχία (το αρνητικό της) και
3. η δημοκρατία (εξουσία του συνόλου) / οχλοκρατία (το αρνητικό της)
Το σημαντικό είναι οι ‘παρεκβάσεις’ αυτών των πολιτευμάτων, τα αρνητικά τους. Το χάσμα μεταξύ αρνητικών και
θετικών οφείλεται στον παράγοντα του ‘κοινού καλού’ και του νόμου. Οι παρεκβάσεις προσανατολίζονται στο καλό
μιας ορισμένης τάξης και αντικαθιστούν το νόμο με τη βούληση των διοικούντων.

4.3.7 Κριτική στην Πλατωνική Πολιτεία

Στην Πολιτεία το ζητούμενο ήταν να δημιουργηθεί μια πόλη που θα λειτουργούσε ως απόλυτη ενότητα. Για αυτό
ήταν επιβεβλημένη η κατάργηση της οικογένειας, η κοινοκτημοσύνη των παιδιών και η θεώρηση του πολίτη ως
υπηρέτη του πολιτικού οργανισμού.
Ο Αριστοτέλης έρχεται σε ρήξη με αυτό λέγοντας πως ‘η πόλη αποτελεί στην ουσία της πολλότητα’. Δεν αρνείται
την αυτάρκεια και την εσωτερική ενότητα, διαβλέπει όμως πως η πόλη δε μπορεί να καταργήσει τη
διαφορετικότητα των πολιτών και δε μπορεί να νοείται ως σύνολο ομοίων.

4.3.8 Θεωρητικός και Πρακτικός Βίος (211)

Η πρόταση ‘ο άνθρωπος είναι από τη φύση του πολιτικό ζώο’ περιγράφει τη μισή μόνο αριστοτελική θεωρία. Η
άλλη μισή που βρίσκεται στα Ηθικά Νικομάχεια αφορά την ηθική και οντολογική αξία του ‘θεωρητικού βίου’.
Θεωρητικός βίος είναι εκείνος της συνεχούς εξάσκησης της θεωρητικής γνώσης. Με αυτόν τον τρόπο ζει κάποιος
που βρίσκεται σε απόλυτη αυτάρκεια, δεν έχει ανάγκη φίλων και καρπώνεται τη μέγιστη ηδονή, αυτήν της γνώσης.
Ο βίος αυτός δίνει την ύψιστη δυνατή ευδαιμονία εξισώνοντας τον άνθρωπο με το θεό.
Πολλοί έχουν προσπαθήσει να ενώσουν τη θεωρία με τη φρόνηση. Οι ερμηνείες είναι πολλές.
Άλλοι πιστεύουν πως η θεωρία είναι ανώτερη της ηθικής δραστηριότητας, μπορεί να επιτευχθεί και χωρίς αυτήν
και να οδηγήσει στην απόλυτη ευδαιμονία.
Άλλοι λένε πως η φρόνηση είναι υπηρετική της θεωρίας/σοφίας.
Άλλοι θεωρούν πως η θεωρία όντως δεν έχει ηθικό περιεχόμενο.
Όλα αυτά γίνονται γιατί το αριστοτελικό κείμενο παίρνει πολλές ερμηνείες. Η απάντηση σε αυτή τη διαμάχη είναι
τεράστιας σημασίας γιατί από αυτήν κρίνεται το κατά πόσον η ανθρώπινη ευτυχία εξαρτάται ή όχι, αποκλειστικά
και μόνο από μια συγκεκριμένη δραστηριότητα (στην προκειμένη περίπτωση, τη θεωρία) και το κατά πόσον η
ευδαιμονία μπορεί να επιτευχθεί και χωρίς τις ηθικές αρετές και της φρόνησης που ορίζουν τη σχέση μας με τους
άλλους.

You might also like