Professional Documents
Culture Documents
Andreas Empeirikos - Politiko Kapheneio
Andreas Empeirikos - Politiko Kapheneio
Αν το κάθε όνειρο είναι, όπως λέει ο Freud, η εκπλήρωση ενός πόθου, τότε ο "Μέγας
Ανατολικός" είναι το όνειρο κάθε ονείρου, η εκπλήρωση κάθε πόθου. Σ΄ αυτή την
περίπτωση, ποιος είναι ο Ομφαλός του ονείρου, το κεντρικό εκείνο σημείο που το
δένει και το αποκόπτει από τη Μήτρα του; Το δοκίμιο "Ο κατάπλους του "Μεγάλου
Ανατολικού" ή το Μέγα Ελεος" το ψηλαφεί στα θαυμάσια εκείνα κεφάλαια της
μυθιστορίας όπου το υπερωκεάνιο συναντάει εν μέσω του Ωκεανού την Τρικυμία και,
αμέσως μετά, το πλοίο-φάντασμα "Αλμπέρτα" με τη σφαγμένη γυμνή κόρη Αικατερίνη. Ο
"Μέγας Ανατολικός" αναμετριέται εδώ με τη φύση και με το δικό του φάντασμα, το
αντεστραμμένο είδωλό του στον Αδη. Η αφήγηση εκρήγνυται μέσα στη σύγκρουση της
φύσης και του πολιτισμού, της ζωής με το θάνατο αλλά και με τη "δυσφορία μέσα στον
Πολιτισμό". Ο πλους προς ένα Νέο Κόσμο διασταυρώνεται αναπόφευκτα με τη σκιά του
θανάτου και, στην καρδιά της, με την Οιδιπόδεια Τραγωδία. Μόνο με την κάθαρση της
τελευταίας και το Μέγα Ελεος, μια
δικαιοσύνη πέρα από το δίκαιο, μια και "κάθε δίκαιο είναι δίκαιο της ανισότητας,
είναι δυνατός ο κατάπλους στο Νέο Κόσμο.
Βιογραφικά στοιχεία
1901 (2 Σεπτεμβρίου) Γέννηση του Ανδρέα Εμπειρίκου στην Μπραΐλα της Ρουμανίας. Η
οικογένεια θα αποκτήσει τρία ακόμη αγόρια: το Μαρή, τον Δημοσθένη (πέθανε νέος) και
τον Κίμωνα. 1902 Εγκατάσταση της οικογένειας στην Ερμούπολη της Σύρου. 1908
Έρχονται στην Αθήνα. Το 1909 ο πατέρας του Λεωνίδας Εμπειρίκος ιδρύει την
Το σπίτι που γεννήθηκε στη Μπαΐλα
Εθνική Ατμοπλοΐα Ελλάδος. 1917-20 Τελειώνει το γυμνάσιο. Υπηρετεί την θητεία του
στο Ναυτικό. Χωρίζουν οι γονείς του. Γράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή του
Πανεπιστημίου της Αθήνας αλλά σύντομα διακόπτει τις σπουδές του και φεύγει στη
Λωζάνη όπου θα εγκατασταθεί η μητέρα του Στεφανία. Παρακολουθεί οικονομικά μαθήματα
στο εκεί Πανεπιστήμιο. Γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Παλιά οικογενειακή
φωτογραφία.Ο Ανδρέας με το ξύλινο τουφέκι
1921-5 Εργάζεται στην οικογενειακή ναυτιλιακή εταιρεία Byron Steamship Co Ltd του
Λονδίνου όπου και σπουδάζει φιλοσοφία και φιλολογία. 1926-31 Ύστερα από διάσταση με
τον πατέρα του πηγαίνει στο Παρίσι. Εκεί αποφασίζει να ασχοληθεί με την ψυχανάλυση.
Κοντά στον René Laforgue, ιδρυτικό μέλος και πρώτο πρόεδρο της Ψυχαναλυτικής
Εταιρείας Παρισίων, θα κάνει προσωπική και διδακτική ανάλυση. Γύρω στο 1929
γνωρίζει τον κύκλο των υπερρεαλιστών και μυείται στην τεχνική της αυτόματης γραφής
τους. 1931 Επιστρέφει στην Ελλάδα και εργάζεται για λίγο στα ναυπηγεία του πατέρα
του. Παραιτείται. 1935 Δίνει διάλεξη «Περί συρρεαλισμού» στη Λέσχη Καλλιτεχνών.
(Μάρτιος) Τυπώνεται η ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ στις εκδόσεις «Κασταλία» σε 200 αριθμημένα
αντίτυπα. Γνωριμία με τον Οδυσσέα Ελύτη, μαζί επισκέπτονται το σπίτι του ζωγράφου
Θεόφιλου στη Mυτιλήνη. Ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη με τη Μαργκερίτ Γιουρσενάρ.
Αρχίζει να ασκεί ως επάγγελμα την ψυχανάλυση.
1936 (5-29 Μαρτίου) Οργανώνει στο σπίτι του την «Επίδειξη σουρρεαλιστικών έργων»
ζωγραφικής. 1938 Mεταφράζει κείμενα του Μπρετόν στο τεύχος Υπερ(ρ)εαλισμός Α΄.
Συχνά ταξίδια στη Γαλλία. 1940 Γάμος με την ποιήτρια Μάτση Χατζηλαζάρου. 1944 Ο Α.
Ε. γράφει τον πρόλογο στην ελληνική έκδοση του βιβλίου της Μαρίας Βοναπάρτη: Η
λανθάνουσα νεκροφιλία στο έργο του Έδγαρ Πόε. Χωρίζει με την Μ. Χατζηλαζάρου. Ο
ζωγράφος και ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος κρύβεται στο σπίτι του. Τελειώνει την
ιστορία Αργώ ή Πλους αεροστάτου. (31 Δεκεμβρίου) Συλλαμβάνεται από την ΟΠΛΑ, περνά
από ανάκριση και οδηγείται μαζί με άλλους ομήρους, που σχηματίζουν φάλαγγα, στο
χωριό Κρώρα. Κοντά στη Θήβα ο Eμπειρίκος διαφεύγει και επιστρέφει στην Αθήνα
εξαντλημένος.
Αναδημοσίευση από Εθνικό κέντρο βιβλίου Διπλοί σκοποί και τιναγμένα μπράτσα την ώρα
της ανατολής των γαύρων ερυθρημάτων Του πάθους τα σαπλίσματα εντός κι εκτός της
πόλης Όταν περνούν τα τανκς κι όταν κροτούν τα πολυβόλα Το μέγα μήνυμα της
παγκοσμίου επαναστάσεως Της νίκης και του λυτρωμού του προλεταριάτου Ειρήνη, τη γη
στους χωρικούς Στα σοβιέτ όλη την εξουσία. Αράδα - αράδα στύλοι
τηλεγράφου Πάνε το μήνυμα του Εδώ νεκροί εκεί ιμπεριαλιστικού μπουκάλες με σαμπάνια
πολέμου Γαρίδες, νίτικα, ελιές, Τις εντολές του πεπόνια κομιτάτου Περίστροφα και
Ειρήνη αμέσως ξιφολόγχες, τουφέκια Τη γη στους χωρικούς και Κατάσχεση όλων των
ανεμώνες. περιουσιών Εκπέμπει ο κεντρικός Και στα σοβιέτ όλη την σταθμός εξουσία
Κύματα ηδονής του Στα μαρτυρικά παιδιά ασυρμάτου του προλεταριάτου Που παν το
μήνυμα σ΄ Κι όποιος αντισταθεί όλη τη σφαίρα ποινή θανάτου. Και σ΄ όλους, σε όλους
ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟ
Το Ασυνείδητο σαν Ταξίδι ΣΑΒΒΑΣ ΜΙΧΑΗΛ Τα πράγματα που ο Ανδρέας ηγάπα υπεράνω όλων
ήσαν κατά σειράν αι ηδοναί του έρωτος, η ποίησις
και τα μεγάλα ταξίδια (...) τα επιτρέποντα την συμμετοχήν εκάστου «Εγώ» εις τον
πλήρη ρυθμόν του Κόσμου Ο Μέγας Ανατολικός «Μεταλλωρύχοι, ψυχοαναλυταί και ποιηταί
της δράσεως και του λόγου, όσοι δεν περιορίζεσθε εις έστω και ωραία φληναφήματα της
παρακμής, της "ντεκαντέντζας", χειρώνακτες και πνευματικοί, εργάται απάντων των
εγκάτων, σύντροφοι, συνοδοιπόροι, συνερασταί και αδελφοί εν όπλοις...». Με τα
πύρινα αυτά λόγια ο Ανδρέας Εμπειρίκος διακόπτει, στο πιο κρίσιμο σημείο, την
αφήγηση του «Μεγάλου Ανατολικού» τη στιγμή που αυτός αντιμετωπίζει τον Κυκλώνα, τη
Μεγάλη Δοκιμασία, την απειλή του ναυαγίου για ν' απευθυνθεί σ' εκείνους ακριβώς,
που στο έργο τους αναγνωρίζει τις δυνάμεις αντίστασης και άρνησης της παρούσας
παρακμής, αλλά και την ταυτότητα του δικού του έργου. Η τριπλή αναφορά στους
μεταλλωρύχους, τους ψυχαναλυτές, τους ποιητές του λόγου και της δράσης δίνει τις
συντεταγμένες και το στίγμα της εμπειρίκειας ποντοπορίας μέσα στον αιώνα που
πέρασε, τη γραμμή πλεύσης του προς την επόμενη Χιλιετία. Πρώτα απευθύνεται στους
εργάτες, που πρωτοσυνάντησε νέος στα ορυχεία και με τους οποίους σαν άλλος Τολστόι
συντάχθηκε, συνεπαρμένος από την Οκτωβριανή Επανάσταση, στο όραμα της πανανθρώπινης
χειραφέτησης, παραμένοντας, μέσα από όλες τις ατομικές και παγκόσμιες τρικυμίες,
τους κλυδωνισμούς, τις διαψεύσεις, τα ρήγματα, πιστός άχρι θανάτου. Απευθύνεται,
μετά, στους ψυχαναλυτές, με τους οποίους συνοδοιπορεί και συν-εργάζεται από τη
δεκαετία του '20, βλέποντας τον Φρόυντ και την επιστήμη του ασυνείδητου, που
εκείνος θεμελίωσε, να διαπερνάει τις «καταχνιές των ενδοψυχικών διενέξεων», να
αποκαλύπτει «τας αποκρύφους δυνάμεις και τας μυχίας λειτουργίας των σκοτεινών
εγκάτων» της ψυχής, να ρίχνει, μαζί με τον Μπρετόν και τον υπερρεαλισμό, «το πιο
πολύ και το πιο άπλετο φως» όχι μόνο στο εσωτερικό του ανθρώπου αλλά συνάμα και
«μέσα στα πυκνά σκοτάδια που μας περιβάλλουν». Τέλος, απευθύνεται στους ποιητές του
λόγου και της δράσης, στον κάθε αυθεντικό ποιητή, μαζί και σ' εκείνον, που, όπως ο
Βλαδίμηρος Βιερχόυ, ήρωας στο «Αργώ ή Πλους Αεροστάτου», υπήρξε «αληθινός ποιητής,
καίτοι ποτέ δεν είχε γράψει ούτε έναν στίχον. Το ποίημά του ήτο η ιδία η ζωή του».
Οι τρεις ομόκεντροι κύκλοι ανθρώπων και έργων συναπαρτίζουν και την ιδιαίτερη
ταυτότητα του Ανδρέα Εμπειρίκου: ποιητής, ψυχαναλυτής, οραματιστής της καθολικής
απελευθέρωσης του Έρωτα και της ανθρωπότητας. Δεν πρόκειται για τρεις ξεχωριστές
πλευρές που στέκονται η μία πλάι ή απέναντι στην άλλη. Υπάρχει αλληλοπεριχώρησή
τους σε μια ενιαία, αδιαίρετη, ζωντανή, ασπαίρουσα ολότητα. Δεν μπορείς να
χωρίσεις, χωρίς να τον χάσεις, τον ποιητή Εμπειρίκο από τον ψυχαναλυτή ή τον
ψυχαναλυτή από τον υπερρεαλιστή ή τον ποιητή ψυχαναλυτή από τον οραματιστή τής άνευ
ορίων, άνευ όρων και άνευ τάξεων Ελευθερίας, ερωτικής και πανανθρώπινης. Πρόκειται
για μια περίπτωση, μοναδική ίσως, μαζί με τον Αργεντινό Αldo Ρellegrini που όπως
έγραψε ο Θ. Τζαβαράς ήταν ταυτόχρονα υπερρεαλιστής ποιητής και ψυχαναλυτής. Η
εσωτερική συνάφεια ποίησης και ψυχανάλυσης στο έργο του Εμπειρίκου και η σύνθεσή
τους στο απελευθερωτικό του όραμα δεν σημαίνει τη συγχώνευση, την ομογενοποίησή
τους, τον αναγωγισμό (réductionisme) του ενός στον άλλο. Πρόκειται για τη
διαλεκτική ενότητα του διαφορετικού. Ό,τι συμβαίνει, συχνά, δυστυχώς, στην πρακτική
των
ψυχαναλυτών, είναι η τάση να ανάγεται το Λογοτεχνικό στο Ψυχαναλυτικό και να
θεωρείται το πρώτο απλώς σαν ένδυμα μιας ψυχαναλυτικής αλήθειας. Στον Εμπειρίκο,
αντίθετα, η ψυχανάλυση γίνεται καταβύθιση στα έγκατα της ψυχής και στον σεξουαλικό
πυρήνα της ύπαρξης ώστε να υπάρξει η εξαγωγή και ανέλκυση της ποιητικής αλήθειας, η
άνοδος στο Ύψος που κάνει ορατή τη μελλοντική Απελευθέρωση μέσα στην Ιστορία. Ο
ποιητής θεωρεί υψίστης σημασίας την έρευνα «του απείρου βάθους, άνευ της
κατακτήσεως του οποίου θα ήτο αδύνατον να συλλάβωμεν καν την έννοιαν του απείρου
ύψους». Το ίδιο το magnum opus, ο «Μέγας Ανατολικός» αποτελεί την πιο συστηματική
εξόρυξη, μέσω της ψυχανάλυσης, του πιο απόκρυφου ερωτικού πλούτου του ασυνειδήτου
και τη μετουσίωσή του σε υπερρεαλιστική ποιητική μυθ-επο-ποιία για το αίνιγμα της
Ιστορίας. Έτσι, το ωκεάνειο μυθιστόρημα, εκτός από ποιητικόν ανδραγάθημα, είναι και
η μεγαλύτερη συμβολή του Ανδρέα Εμπειρίκου στην ψυχανάλυση αναξιοποίητη, βεβαίως,
ακόμα. Από μια άποψη, τούτο απαντάει και στην αιτίαση ότι το καθαυτό ψυχαναλυτικό
έργο του Εμπειρίκου είναι ισχνότατο, σχεδόν ανύπαρκτο περιορίζεται τυπικά σε μια
δημοσίευση του 1950, που ζήτησε από την ψυχαναλυτική ομάδα η Μαρία Βοναπάρτη ώστε
να αναγνωριστεί από τη Γαλλική Ψυχαναλυτική Εταιρεία. Θα ήταν, όμως,
αποπροσανατολιστικό να μείνει κανείς μόνο στα δεδομένα του επιστημονικού
curriculum. Στον Εμπειρίκο υπάρχει έντονη η τάση, που χαρακτηρίζει τον μοντερνισμό
να γκρεμίζει τα τείχη ανάμεσα στα είδη του λόγου και να δίνει έκφραση στα βαθύτερα
ρεύματα της μεταβατικής μας εποχής: την απαίτηση της ιστορικής ανάπτυξης για μια
νέα σχέση ανάμεσα στην Επιστήμη και την Τέχνη, για μια υπέρβαση των ορίων ανάμεσα
στους διάφορους χώρους της κουλτούρας, ανάμεσα στην ίδια την κουλτούρα και την
καθημερινή ζωή. Στον Εμπειρίκο ενυπάρχει μια διαρκής αλληλοδιείσδυση και
αλληλεπίδραση του ψυχαναλυτικού λόγου, του λόγου της Επιστήμης του ασυνειδήτου, με
την Τέχνη του λόγου
σε όλες τις ποιητικές και άρα βαθύτατα ερωτικές εκφάνσεις της. Δεν είναι δύσκολο να
το δει κανείς στον «Μεγάλο Ανατολικό» με όλα τα πολυνησιακά Αρχιπέλαγα κάθε
ποικιλίας γραφής που τον συνθέτουν. Το βρίσκει, όμως, κανείς και στη μοναδική
καθαυτό επιστημονική του δημοσίευση, στα γαλλικά, την ψυχαναλυτική ανακοίνωση του
1950 με τίτλο «Περίπτωσις ιδεοψυχαναγκαστικής νευρώσεως μετά προώρων
εκσπερματώσεων». Υπάρχει, ήδη, από το 1984 ένα αξιόλογο ψυχαναλυτικό δοκίμιο των Ε.
Κούρια και Γ. Κούρια που εστιάζεται στην ανακοίνωση του Εμπειρίκου. Ανάμεσα στ'
άλλα εντοπίζει και τη σχέση ανάμεσα στο κλινικό ιστορικό του νευρωτικού ασθενούς
του Εμπειρίκου και στο ποίημα του τελευταίου Πολλές φορές την νύκτα, στη συλλογή
Οκτάνα. Η ανακοίνωση του Α. Εμπειρίκου, γραμμένη άψογα στα πιο κλασικά φροϋδικά
πρότυπα, πρέπει, βεβαίως, να επανεκδοθεί και οπωσδήποτε, τώρα που έχει δημοσιευθεί
ο «Μέγας Ανατολικός» πρέπει να διαβασθεί ξανά σε συσχέτιση μαζί του. Η Περίπτωσις
ιδεοψυχαναγκαστικής νευρώσεως μετά προώρων εκσπερματώσεων θα μπορούσε κάλλιστα να
είναι ένα κεφάλαιο ή σωστότερα μια νήσος σε κάποια από τα Αρχιπέλαγα του ωκεάνειου
μυθιστορήματος. Ταυτόχρονα είναι και ένας αυτόνομος μικρόκοσμος που περικλείει όλα
τα βασικά μοτίβα της άλλης, της απέραντης μυθιστορίας. Έχουμε την ιστορία μιας
ερωτικής μύησης (και των προβλημάτων της), όπου παρελαύνουν γνωστές λαγνουργίες και
personae από τον Μεγάλο Ανατολικό: η υπηρέτρια, η παιδίσκη, η γκουβερνάντα, η
μητέρα, ο πατέρας ακόμη και ο σκύλος, που ονομάζεται επίσης «Μπομπ» όπως και ο
τεράστιος μολοσσός του υπερωκεανίου, μόνο που στο κλινικό ιστορικό είναι το
αντίθετο, ένα μικροσκοπικό πεκινουά...
Η επίμονη επιστροφή και αναζήτηση, εκ των υστέρων, της τραυματικής «αρχέγονης
σκηνής», στην οποία μάρτυρας έγινε ο ασθενής και που παραμένει στο σκοτάδι μέχρι
πριν από το τέλος, δίνει στο ψυχαναλυτικό ιστορικό του Εμπειρίκου κάτι από τη
γοητεία μιας αφήγησης αστυνομικού μυστηρίου. Το οιδιπόδειο δράμα παίζεται ξανά σε
μια από τις άπειρες αλλά και ανεπανάληπτες εκδοχές του. Ο Ψυχαναλυτής Εμπειρίκος,
σε κάποιο σημείο, κάνει την καίρια παρατήρηση: η κρίσιμη στιγμή του δράματος στην
άλλη σκηνή του ασυνειδήτου δεν βρίσκεται στο «διάλειμμα» (entr' acte) αλλά ανάμεσα
σε δύο πράξεις (entre deux actes) του Δράματος. Ανάμεσα σε δύο θανάτους θα έλεγε
ίσως ο Ζακ Λακάν... (Αξίζει να σημειωθεί ότι ο κορυφαίος αυτός και ρηξικέλευθος
Γάλλος ψυχαναλυτής, όπως μαρτυρείται, θεωρούσε τον Ανδρέα Εμπειρίκο «πρωτοπόρο»
pionnier στη μελέτη των νευρώσεων, ήδη από την επιστροφή του στην Ελλάδα). Είναι
τραγικό για την πορεία της ψυχανάλυσης και των πνευματικών πραγμάτων στην Ελλάδα,
ότι ο Ανδρέας Εμπειρίκος υποχρεώθηκε τον Απρίλη του 1951, κάτω από την πίεση των
αντιδραστικών «ελληνοχριστιανικών», κρατικών και πανεπιστημιακών κατεστημένων της
μετεμφυλιοπολεμικής περιόδου, να διακόψει την κλινική ψυχαναλυτική πρακτική του. Το
πλήγμα αυτό ήρθε να συμπληρώσει το άλλο βαθύτατο τραύμα που υπέστη ο Εμπειρίκος το
1944, όταν σύρθηκε από τη σταλινική ΟΠΛΑ στα Κρώρα και υπέφερε, εντελώς αθώος, από
εκείνους που υποτίθεται συμμερίζονταν μαζί του το όραμα της κομμουνιστικής
απελευθέρωσης... Από μια άποψη, έτσι κι αλλιώς, ό,τι έφερε την ήττα του λαϊκού
κινήματος στον εμφύλιο, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σφράγισε και την επακόλουθη
ασφυκτική κατάσταση, και τις συνέπειές της, μαζί κι εκείνες που αφορούν τα
πνευματικά πράγματα και την ντε φάκτο απαγόρευση της άσκησης της ψυχανάλυσης από
τον μη γιατρό Εμπειρίκο. Η διακοπή της ψυχαναλυτικής πρακτικής συμπίπτει
σχεδόν χρονικά με το τέλος της πρώτης γραφής του «Μεγάλου Ανατολικού» (1945-51).
Αλλά και μετά και μέχρι τον θάνατό του, ο Ανδρέας Εμπειρίκος δεν θα πάψει να
δουλεύει ξανά και ξανά το magnum opus του και να ασχολείται με τη θεωρία της
ψυχανάλυσης και να εγγράφει όπως ήδη παρατηρήσαμε, τη δικιά του συμβολή στην
ψυχανάλυση μέσα στο ωκεάνειο μυθιστόρημα. Τι εκόμισε εις την τέχνη Το ερώτημα,
πάντως, παραμένει: Τι «εκόμισε εις την τέχνη» ή, μάλλον, την επιστήμη της
ψυχανάλυσης ο Ανδρέας Εμπειρίκος; Η επικρατούσα άποψη είναι ότι έμεινε αυστηρά μέσα
στα πλαίσια της διδασκαλίας του Φρόυντ, χωρίς να προχωράει σε ανεξερεύνητα εδάφη.
Μια, όμως, ενδελεχέστερη μελέτη του ίδιου του συνολικού συγγραφικού του έργου
μπορεί να δείξει κάτι άλλο, απροσδόκητο: ο Εμπειρίκος μένει, όντως, πιστός στον
Φρόυντ μέχρι κεραίας, μέχρι εκείνου του ακροτάτου σημείου, όπου η ψυχαναλυτική του
εμπειρία, οπλισμένη με την αετίσια ματιά ενός Ποιητή που πετάει σε ύψη πρωτόγνωρα,
δεν αφήνει τις ανακαλύψεις να παγώσουν σε δόγματα, αλλά τις μετατρέπει σε
αποκαλύψεις περί του αντιθέτου. Ιδού, εντελώς αφοριστικά, πώς μεταμορφώνονται
διαλεκτικά από τον Εμπειρίκο ορισμένες φροϋδικές ανακαλύψεις: * Ο Φρόυντ έριξε φως
στη σεξουαλικότητα της παιδικότητας. Ο Εμπειρίκος αποκάλυψε την παιδικότητα που
διασώζεται μέσα και χάρη στη σεξουαλικότητα, τη λάμψη αγαθότητας και στην πιο
ζοφερή της στιγμή. * Ο Φρόυντ μιλάει για την αέναη πάλη ανάμεσα στην ενόρμηση της
Ζωής και στην ενόρμηση του Θανάτου. Ο Εμπειρίκος για το πώς οι άνθρωποι μπορούν να
κάμουν «οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου». * Ο Φρόυντ κατέδειξε την οιδιπόδεια
τραγωδία. Ο
Εμπειρίκος κατεβαίνοντας στο έσχατο βάθος της, ανεβαίνει στο ύψος απ' όπου γίνεται
ορατός ένας πέραν του Οιδίποδα Νέος Κόσμος, ένας μελλοντικός αντιοιδιπόδειος
Παράδεισος, που δεν θα τον κυβερνά ο Νόμος αλλά θα τον φωτίζει ο μεσσιανικός Ήλιος
της Δικαιοσύνης και το Μέγα Έλεος. Τα σημεία των «εναντιοδρομιών» και
«εναντιοτροπών» για να χρησιμοποιήσουμε όρους του Ηράκλειτου ανάμεσα σε Φρόυντ και
Εμπειρίκο δεν εξαντλούνται εδώ. Αυτά και άλλα πολλά απαιτούν τον χώρο τους για
παραπέρα εμβάθυνση και τεκμηρίωση. Εδώ, απλώς, επισημαίνονται. Το πιο μεγάλο
ψυχαναλυτικό επίτευγμα του Εμπειρίκου είναι, το επαναλαμβάνουμε, ο «Μέγας
Ανατολικός». Κι αυτό όχι μόνο και όχι τόσο για τις πάμπολλες επιμέρους πλευρές που
φωτίζει (λ.χ. την ποιητική ψυχανάλυση της ομοφυλόφιλης τραγικής διδασκάλισσας
Μαρίας, την ανάλυση της νεκροφιλίας και της αλγολαγνείας ή τη σχέση μιας μορφής
ανδρικής ομοφυλοφιλίας με τη «φαλλική μητέρα» κ.λπ.). Συνολικά, ο «Μέγας
Ανατολικός» επιτρέπει να ξαναδούμε κάτω από νέο φως τη μεγάλη ανακάλυψη του Φρόυντ,
το Ασυνείδητο, την αποκάλυψη ότι η συνείδηση δεν καλύπτει όλο το ψυχικό πεδίο, αλλά
ότι μια αχανής του έκταση καταποντίζεται, παραμένοντας πάντα ενεργός και
σεισμογενής, αφανίζεται με την «πρωταρχική απώθηση» εγκλείοντας μέσα της τις
παραστάσεις της ενόρμησης. Το Ασυνείδητο συνήθως εικονίζεται με τη μεταφορά μιας
αποθήκης εγκλεισμού απωθημένων πόθων. Άλλοτε πάλι εμφανίζεται σαν η σκηνή του
θεάτρου, όπου μέσα από άπειρες διαφορετικές σκηνοθεσίες παίζεται η οιδιπόδεια
τραγωδία. Ο Ζιλ Ντελέζ κι ο Φ. Γκουαταρί, στο Αnti-Οedipe, αντιτάχθηκαν σ' αυτό και
αντιπαρέθεσαν στο Ασυνείδητο Θέατρο, το Ασυνείδητο Εργοστάσιο, που παράγει πόθους,
μια machine desirante, μια «επιθυμητική
μηχανή». Ο Εμπειρίκος ενσωματώνει και ταυτόχρονα υπερβαίνει αυτές τις προσεγγίσεις
στη δικιά του μεγάλη μεταφορά, αφού ο «Μεγάλος Ανατολικός» είναι το Ασυνείδητο. Το
Εμπειρίκειο Ασυνείδητο εγκλείει πόθους όχι σαν Αποθήκη και όχι πια σαν φυλακή αλλά
σαν Κιβωτός. Δεν κρατάει εγκάθειρκτους τους πόθους, τους προφυλάσσει κατά «την
περιπετειώδη μετάβαση σ' ένα Νέο Κόσμο», τους διασώζει για τη Μεγάλη Ώρα των
επερχομένων Παραδείσων. Εκεί η φροϋδική «Δυσφορία μέσα στον Πολιτισμό» θα βρει το
μεσσιανικό της τέλος, μέσα σε μια Παγκόσμια Συμπολιτεία, όπως την οραματίζεται ο
Ιούλιος Βερν - Εμπειρίκος σ' ένα περίφημο κεφάλαιο του μυθιστορήματος, ερωτικά
πανελεύθερη, «άνευ τάξεων» και με διαδοχικές «Περιοχάς Προόδου» πολιτισμικής
δημιουργίας και «Περιοχάς Παραδείσου» ερωτικής πανδαισίας. Ταυτόχρονα, η Πλωτή
Κιβωτός του Ασυνειδήτου είναι και ένα Θέατρο όπου η αρχέγονη σκηνή παίζεται μέσα
από ποικίλες σκηνοθεσίες και προσωπεία. Το υπερωκεάνιο της αέναης λαγνουργίας,
όμως, πέρα από Θέατρο είναι και μια Μachine Desirante, το Μέγα Τεχνούργημα που
ασταμάτητα δημιουργεί και αναδημιουργεί μια απέραντη ποικιλία πόθων. Είναι ο χώρος
παραγωγής της αυριανής «Ολότητας Πόθων», που θα χαρακτηρίζει, όπως έλεγε ο Μαρξ,
την καθολικά χειραφετημένη ανθρωπότητα. Ο «Μέγας Ανατολικός», όμως, δεν είναι μόνον
η Μεγάλη Ναυς, το μέσον της μετάβασης, ο διαμεσολαβητής. Είναι και η ίδια η
μετάβαση, η αντιφατική περιπετειώδης διαδικασία της διάβασης της ωκεάνειας αβύσσου
που χωρίζει τον παλιό από το Νέο Κόσμο του μέλλοντός μας. Μ' άλλα λόγια: το
Ασυνείδητο είναι Ταξίδι. Δεν είναι τόπος καθηλώσεως. Είναι περι-πλάνηση γύρω από
μια αρχέγονη, ριζική απώλεια, ένα κενό, η περιδίνηση γύρω από μια οπή, όπου,
ορισμένες στιγμές, το υποκείμενο του
ασυνειδήτου μπορεί να δει ξαφνικά να φωσφορίζει το χαμένο αντικείμενο και αίτιο του
Πόθου. Το Ασυνείδητο δεν είναι μόνο μια Πλωτή Μηχανή παραγωγής πόθων, το
υπερωκεάνιον ο «Μέγας Ανατολικός», αλλά και η Μεγάλη Δοκιμασία που αυτό συναντάει
στη διάρκεια της ωκεάνειας μετάβασης, η απειλή που φέρνει σε κρίση την ίδια την
μετάβαση, το ενδεχόμενο του ναυαγίου, όπως η μυθιστορία «Μέγας Ανατολικός» δείχνει.
Το Ασυνείδητο σαν περιδίνηση είναι ο ίδιος ο κυκλώνας, ο Μέγας Στρόβιλος που
υψώνεται σπειροειδώς μέσα στον ωκεανό της Φύσης και της Ιστορίας, ενώνοντας το
βάθος και το ύψος, τα έγκατα, όπου αναβλύζει η πανίσχυρη ερωτική ενόρμηση και το
«Μέγα Φως το Άκτιστον», που φωτίζει τα πάντα, άνευ ορίων, άνευ όρων. Το Ασυνείδητο,
η Κιβωτός, η Μηχανή του Πόθου, το Ταξίδι, ωθούν πάντα προς το τέλος της Οδύσσειας,
προμηνύουν πάντα «τον ερχομό και την ανάγκη των νέων Παραδείσων». Ο Σάββας Μιχαήλ
είναι γιατρός και δοκιμιογράφος ΤΑ ΝΕΑ , 27-05-2000 , Σελ.: R30 Κωδικός άρθρου:
A16751R301
ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ:
«Ο πατέρας μου δεν μου προκαλούσε δέος»
Γλυκά θροΐζουν γύρω μου τα δένδρα Τι υψηλός και αίθριος που είναι ο ουρανός Μες'
την ψυχή μου το ουράνιο τόξο και στην καρδιά μου μέσα στιλπνός πασίχαρος κορυδαλλός
λαλεί ο μικρός μου γιός Ο κορυδαλλός
«Ο πατέρας μου ήταν το αντίθετο του κοσμικού. Του άρεσε το καλό φαΐ αλλά δεν έπινε
πολύ, κάπνιζε όμως, σαν φουγάρο. Ήταν και καλός καβαλλάρης είχε μάθει να ιππεύει
στην Κριμαία. Και θυμάμαι στα παιδικά μου χρόνια, όταν βρισκόμαστε στην ʼνδρο η
ειρωνεία είναι ότι δεν είχαμε ποτέ σπίτι εκεί πόσο μου άρεσε που με ανέβαζε μαζί
του στο γαϊδούρι. Οι δρόμοι και τα αυτοκίνητα σπάνιζαν...». Είναι ο 43χρονος σήμερα
γιος του Ανδρέα Εμπειρίκου, Λεωνίδας, που φωτίζει την ανεξερεύνητη σχέση του ποιητή
με την αμερικανική λογοτεχνία μια λογοτεχνία που ανακαλύφθηκε μαζικά στην Ελλάδα
μετά τη χούντα και καταθέτει στα «ΠΡΟΣΩΠΑ» τη δική του εικόνα για τον πατέρα του με
τον οποίο είχε στενότατη σχέση. Από την πρώτη του εφηβεία, ο Λεωνίδας παρευρισκόταν
σε όλες τις πολύωρες φιλοσοφικές - ποιητικές συζητήσεις με φίλους συγγραφείς και
καλλιτέχνες που γίνονταν συχνά στο σπίτι τους και μαζί έκαναν πάμπολλα ταξίδια και
γύρισαν απ' άκρη σ' άκρη την Ελλάδα. «Υπάρχει», λέει, «διάχυτη η εντύπωση ότι ο
πατέρας μου συνδεόταν κυρίως με τη Γαλλία και τη γαλλική γλώσσα (εκεί έκανε
ψυχανάλυση, εκεί συναντήθηκε με τον υπερρεαλισμό), όμως η σχέση του με την αγγλική
γλώσσα και την αγγλική λογοτεχνία είναι πολύ σημαντική ως στοιχείο που συγκροτεί το
έργο και την προσωπικότητά του. άλλωστε έμαθε αγγλικά πριν από τα γαλλικά. Νομίζω
ότι το πρώτο έναυσμα για την επαφή του με την ποίηση, το δίνουν, πλην των Ελλήνων
ποιητών της εποχής του κυρίως του Παλαμά , ο Μίλτων, ο Ουίλιαμ Μπλέικ και οι Άγγλοι
ρομαντικοί τούς οποίους γνώριζε πολύ καλά (ιδίως τον Σέλεϋ και τον Κητς), όπως
εξάλλου γνώριζε και τους Άγγλους φιλοσόφους και τους φιλελεύθερους του 19ου αιώνα
(π.χ. τον Τζων Στιούαρτ Μιλ) ή τους οικονομολόγους του 20ού (π.χ. τον Κέυνς). Ο
αγγλικός μοντερνισμός (Έλιοτ, Πάουντ κ.ά.) δεν τον γοήτευε καθόλου, καθώς ήταν
τελείως ξένος προς την ποιητική του ιδιοσυγκρασία, τόσο από άποψη ιδεολογική
όσο και από άποψη λόγου. Αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να λατρεύει τον κύκλο των
Λονγκφέλοου (απ' όπου και το δάνειο του ονόματος της Ευαγγελικής ηρωίδας του
«Ανατολικού») transendentalists (υπερβατικών) Χώθορν, Μέλβιλ, Θορώ όπως επισήμανε
και στις έρευνές της η Μαρία Μαργαρώνη, και να παρακολουθεί την αμερικανική και την
αγγλική λογοτεχνία, τους "Μπητ", αλλά και τον Ντύλαν Τόμας, ώς και τον Μπέριμαν,
μέχρι τον θάνατό του. Η στενή φιλία του με τον Νάνο Βαλαωρίτη ενθάρρυνε πολύ αυτόν
τον "διάλογο", αλλά δεν ήταν ο μόνος λόγος για τον οποίο τον συγκινούσαν αυτοί οι
συγγραφείς. Υπάρχει και ένα πολιτικό στοιχείο που εξηγεί αυτή την έλξη. Είναι το
στοιχείο της ουτοπίας σε μερικούς και της αέναης κίνησης προς το άπειρο σε άλλους.
Μέσω αυτών άλλωστε των κινημάτων άρνησης της κοινωνικής συμβατικότητας προσεγγίζει
ιδεολογικά στη δεκαετία του '60 την Αριστερά. Μία Αριστερά αμερικανικής ή αγγλικής
ιδιοσυστασίας που δεν είναι συνδεδεμένη με την αιματηρή βία των πολέμων εμφυλίων
και μη και της γερμανικής Κατοχής στην ηπειρωτική Ευρώπη, μία βία της οποίας ο
ίδιος είχε υπάρξει θύμα. Ο "Μέγας Ανατολικός" είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα καθώς
αποτυπώνει την επένδυση των ελπίδων του σε έναν νέο κόσμο, που δεν είναι φυσικά η
Αμερική του Μακαρθισμού, της Χιροσίμα ή της Κορέας, αλλά η Αμερική του 19ου αιώνα,
του Μπρουκ Φαρμ και των "Αγωνιστών των Πολιτικών Δικαιωμάτων", πράγμα που φαίνεται
και από τη συζήτηση των ηρώων του μετά τη διάλεξη του μορμόνου Χιραμ Ουάιτ. Εγώ
θυμάμαι, άλλωστε, τον πατέρα μου να λέει "στα νιάτα μου ήμουν σοσιαλιστής", όπως
τον θυμάμαι να μιλά και για το «μεγαλείον του Λένιν και του Τρότσκι». Το ποίημα «Τα
Ρήματα» της Οκτάνας δηλώνει την επανενσωμάτωση της ιδέας της πολιτικής δράσης στο
έργο του. Τα τελευταία χρόνια άλλωστε μελετούσε επισταμένως τον Βίλχελμ Ράιχ που
εξέφραζε τον συγκερασμό μαρξισμού και ψυχανάλυσης. ... Όχι. Ο πατέρας μου δεν μου
προκαλούσε δέος. Δεν με βάραινε ως προσωπικότητα. Με βάραινε το ότι αυτός βάρυνε
κατά την περίοδο της χούντας. Κατέρρευσε λόγω της αποπνικτικής πολιτικής και
κοινωνικής ατμόσφαιρας
της Ελλάδας των συνταγματαρχών, αλλά και λόγω της πλήρους απομόνωσης στην οποία
οδηγήθηκε. Η καλύτερη, η πιο δημιουργική εποχή του τελείωσε τότε». «Σε χαιρετώ
Γερο-Ωκεανέ» Στη διάρκεια της δεκαετίας του '30 ο Ανδρέας Εμπειρίκος είχε μία
στενότατη φιλία και σχέδια συνεργασίας με τον Νίκο Καλαμάρη (Νικόλαο Κάλας), φύση
πολυτάλαντη και επαναστατική, ποιητή γνωστό με το ψευδώνυμο Νικήτας Ράντος, που
εγκατέλειψε την Ελλάδα το 1938 και διέπρεψε πρώτα στη Γαλλία και έπειτα στην
Αμερική ως αριστερός διανοούμενος θεωρητικός του υπερρεαλισμού και τεχνοκριτικός.
Γι' αυτόν τον φίλο, σύντροφο και συνοδοιπόρο που έχασε, ο Εμπειρίκος συνέθεσε το
1940 ένα αριστοτεχνικό ποιητικό πορτρέτο μέσα από το οποίο, σαν να επρόκειτο για το
μοντέλο του Καλού Κ'αγαθού, προκύπτει και το δικό του ιδανικό για μια
προσωπικότητα. Αυτό το πορτρέτο, ο Εμπειρίκος το είχε εντάξει στα «Τεκταινόμενα»,
οπότε ακολούθησε την τύχη αυτής της σύνθεσης που δεν ολοκληρώθηκε η επεξεργασία της
και έμεινε ανέκδοτο. Τα «ΠΡΟΣΩΠΑ» το παρουσιάζουν για πρώτη φορά σήμερα, στην πρώτη
και οριστική εκδοχή που φέρει ημερομηνία 21/2/1940. Ο Νικόλαος Κάλας αναφέρεται με
το όνομα που του είχαν δώσει οι φίλοι του: Ιβάν. (...) «Μα ας έλθω τώρα στον Ιβάν
που ανέφερα προ ολίγου. Τι σύμπτωσις! Είναι και αυτός ταξειδευτής. Από μικρός
εγνώρισε την θάλασσα και την αγάπησε, όπως μπορεί κανείς να αγαπήση μια κόρη με
ωραίους μαστούς, ή ένα τοπείον πλήρες κραδασμών και πλήρες σημασίας. Είχε γνωρίσει
λέγω από παιδί την θάλασσα με όλα τα μαγνάδια της, με όλα τα κογχύλια της και με
όλα της τα ιωβιλαία. Ίσως γι' αυτό, πριν γίνει ακόμη ταξειδιώτης, τον είχαν ελκύσει
τα καράβια πλοία ποστάλε και πλοία φορτηγά,
που φέρνουν ξένους και συγκομιδές, ή τα στιλπνά κατασκευάσματα της Δύσεως και της
Ανατολής. Από μικρός καθήμενος σε μια γωνιά στερηάς, ή ακόμη και στο σπίτι του,
όλως αυθαίρετα, όλως ανέμποδα, όπως φυσούν οι άνεμοι σηκώνοντας τα κύματα και
ανεμίζοντας το βάθος ενός Φιόρντ, την κόμην και τον πέπλο μιανής κυράς της θάλασσας
που ίσως την λέγουν Χίλντε και το μαντήλι ενός Μπραντ, ο Ιβάν κανόνιζε συχνά
πορείες πλοίων που ήρχοντο και φεύγαν, όχι συμφώνως με ρυθμόν καμιάς κλεψύδρας,
ούτε συμφώνως με συμβόλαια ναυτικά, μα σύμφωνα με την πυξίδα των ενδομύχων
παρορμήσεων, και σύμφωνα με τις μακρόσυρτες κραυγές που εκπέμπουν φτερουγίζοντας οι
γλάροι. Όμως, μια ημέρα ο Ιβάν βαρέθηκε να κάθεται στο σπίτι του ή στις καρέκλες
των υπαιθρίων κέντρων. Σηκώθηκε λοιπόν, πλήρης ονείρων, φλεγόμενος σαν δάσος από
τον ισχυρόν του πόθον, όπως σηκώνεται ένα σμήνος μεταναστευτικών πουλιών, ή όπως
σηκώνεται μια απόφασις και διαγράφει στο στερέωμα την τροχιά της. Καμμιά
αμφιταλάντευσις δεν τον εμπόδισε. Κανείς δεσμός δεν τον εκράτησε. Καθόλα
αλληλέγγυος με την επιθυμία του, καθόλα σύμφωνος με την προώθησί της, πήρε το
φύσημά του και έφυγε σαν στεναγμός εαρινός, ή σαν μία λέξις που προφέρομε στον
ύπνο. Έκτοτε χρόνια πέρασαν και ακόμη δεν επέστρεψες Ιβάν. Κανείς δεν ξέρει πού
ευρίσκεσαι, τι κάνεις. Κανείς δεν έμαθε πού πας. Ωστόσο, ξέρω εγώ τι σε τραβά και
τι σε θέλγει. Είσαι θαλασσοπόρος ναι. Ωστόσο διαφέρεις από τον Κορτέζ, τον
Μαγγελάνο, τον Αλμπουκέρκη ή τον Χογιέντα. Από τις προσαρτήσεις προτιμάς το ίδιο το
ταξείδι. Από την εκμετάλλευσι του Μεξικού τα αφάνταστα πτερά του Μοντεζούμα. Και
από τους τίτλους προτιμάς τα οπωροφόρα και πουλόλαλα νησιά με τα καλλίπυγα και
αφρόστηθα κορίτσια.
Ω, τα νερά που διέσχισες! Τα ζωηρά χρώματα, οι απόπειρες προς εξάπλωσιν, οι
εξάρσεις των εφηβικών παλμών σε ηλιόλουστα παράλια θερμής ηδυπαθείας και οι καϋμοί,
οι αβάσταχτοι καϋμοί μιας ευκράτου ζώνης, καθώς ξεσπάν και σπαν στον μελανό γρανήτη
του Τζέμπελ-αλ-Ταρέκ (σ.σ.: Γιβραλτάρ). Ο βράχος κατεβαίνει τόσον απότομα στη
θάλασσα, που το βουνό μοιάζει να μην έχη πλαγιές, και δεσπόζει σχεδόν κατακορύφως,
καθώς τιτανικόν ορθόπλωρο καράβι επάνω απ' τον ωκεανό. Σε αυτόν τον βράχο θα ήθελα
πολύ, μια μέρα να σταθώ σιμά σου Ιβάν, και να σε ακούσω (...) δυνατά, μέσα στον
άνεμο και μέσα στην καταιγίδα το υπερωκεάνειον έπος, που έγραψε με το αίμα της
ψυχής του ο κόμης του Λωτρεαμόν. Είπα το Έπος που έγραψε ο κόμης. Και ιδού που μου
γενιέται τώρα μια ιδέα, μια ιδέα-πειρασμός να πιάσω ν' αντιγράψω εδώ μέσα, τώρα
ευθύς, τώρα αμέσως λίγα κομμάτια αυτού του ασυγκρίτου ποιήματος από την μετάφρασι
του Οδυσσέα Ελύτη, ως μέρος αναπόσπαστο του ιδικού μου. (...) «Γέρο-ωκεανέ, είσαι
το σύμβολο της ταυτότητας: Πάντοτε ισότιμος με τον εαυτό σου. Δεν αλλάζεις μ' έναν
τρόπο ουσιαστικό και αν κάπου είναι τα κύμματά σου μανιασμένα, πιο μακρυά σε
κάποιαν άλλη περιοχή, βρίσκονταν μέσα στην πλέον απόλυτη γαλήνη. Δεν είσαι σαν τον
άνθρωπο που σταματά στο δρόμο για να δει δυο μολοσσούς ν' αρπάζωνται απ' τον λαιμό
και δε σταματάει όταν μια κηδεία διαβαίνει· που είναι το πρωί πρόσχαρος και το
βράδυ δύσθυμος· που γελάει σήμερα και κλαίει αύριο. Σε χαιρετώ Γέρο-ωκεανέ!....
Γέρο-ωκεανέ, τα νερά σου είναι πικρά έχουν ακριβώς την ίδια γεύσι με την χολήν που
σταλάζει η κριτική για τις καλές τέχνες, για τις Επιστήμες, για όλα. Αν κανένας
είναι μεγαλοφυΐα, τον κάνουν να περνάει για ηλίθιος. Αν κανένας είναι ωραίος
σωματικά, τον λένε φρικτό
καμπούρη. Ναι, βέβαια, πρέπει ο άνθρωπος να νοιώση έντονα την ατέλειά του που
άλλωστε τα τρία της τέταρτα οφείλονται στον ίδιο, για να την επικρίνη έτσι. Σε
χαιρετώ Γέρο-ωκεανέ! (...) Γέρο-ωκεανέ... θέλω νάναι η στροφή ετούτη υστερνή μου
έκκληση. Γι' αυτό λοιπόν ακόμα μια φορά, θέλω να σε χαιρετήσω και να σε
αποχαιρετήσω! Γέρο-ωκεανέ με τον κρυστάλλινά σου κύμματα... Τα μάτια μου
υγραίνονται από άφθονα δάκρυα και δεν έχω τη δύναμι να συνεχίσω. Γιατί νοιώθω πως
ήρθε η στιγμή να ξαναγυρίσω ανάμεσα στους ανθρώπους με την τραχειά την όψη. Αλλά...
θάρρος! Ας καταβάλλουμε μια ύστατη προσπάθεια και ας αποτελειώσουμε με το
συναίσθημα του καθήκοντος τον προορισμό μας πάνω σ' αυτή τη γη. Σε χαιρετώ
Γέροωκεανέ!». .....................................................................
. .......... ..................................................... Ναι, θα 'θελα ν'
ακούσω από σένα Ιβάν τα λόγια αυτά γιατί κανένας δεν γνωρίζει τον Ισίδωρο Ducasse
καλλίτερα από εσένα. Μα αν δεν μπορέσεις φίλε μου να μου τα πεις μια μέρα στο
Τζέμπελ-αλ-Ταρέκ, θα μου τα πεις εδώ, όταν ξαναγυρίσης, εδώ ή αλλού, αφού επιτέλους
βρης την ιδική σου Ατλαντίδα γιατί ο καθένας μας, Ιβάν, έχει την ιδικήν του, είτε
την βρει ή δεν την βρει μίαν Ατλαντίδα πλούσια σαν τα Εκβάτανα, ωραία σαν την
Ποππαία και με όνομα εξαίσιον, όσο και αυτό που δώσανε στη νήσο Ελιγολάνδη. Είπα,
Ιβάν, όταν γυρίσης. Γιατί θα 'ρθής ξανά, θα 'ρθής παρά τις ιαχές, θα 'ρθής με όλη
την περηφάνεια και με όλη την χαρά των ακραιφνών ανθρώπων, που δέχονται στους ώμους
των και στο κεφάλι των, υψιπετείς αυτοί και ταξειδιώται ακάματοι τρεχαντηριών και
ατμοπλοίων, τον δροσερό ατμό της νίκης». 21/2/1940 «Τα Τεκταινόμενα»
«Πήρε ένα πετραδάκι, πήρε πετραδάκια, τα πασπάτεψε και συγκινήθηκε, γιατί δεν
υπάρχει εύρημα ανθρώπινο που να μην έχει την σημασία του, το μυστικό του, που να
μην έχει αντίκτυπο στους άλλους, στα άτομα και στις ολότητες. Έπειτα πήρε μια χορδή
λεπτοτάτη, αλλά μεγάλης αντοχής και απειροπάλμων δονήσεων και πέρασε τα πετραδάκια
ένα-ένα, σαν χάνδρες, σε μιαν αλληλουχία, όπου τα χρώματα είχαν ονόματα Ναδίρ,
Χέρμαν, Ιουδήθ, Ιβάν, Μούσα - Ερατώ, ʼνηβη Χίλντεγκαρντ, Εκβάτανα, Ποππαία και
Ελιγολάνδη. Ο κτύπος κάθε πετραδιού, έτσι που έπεφτε το ένα επάνω στο άλλο, ηκούετο
όπως ακούεται μια πτώσις ρώγας βαρειάς κεχριμπαριού, όταν εξαπολύεται εν μέσω άκρας
σιωπής από δακτύλους ρεμβάζοντος ή σκεπτικού ανδρός, επί μιας άλλης ρώγας - ρώγας
ηδυπαθώς απτής εις την αφή, το χρώμα και στο σχήμα σε αλλεπαλλήλους πτώσεις, όπου
το γεγονός «ρώγα επί ρώγας» ισοδυναμεί με μαστούς εν πλήρη σφαιρικότητι
διατελούντας. Η δε ηχώ ενός εκάστου κτύπου τινασσομένη επάλλετο και αντεπάλλετο εις
τρόπον ώστε, κτύπος και ηχώ να συνυφαίνονται, να αποτελούν σχεδόν ανεξιχνίαστον
μυστήριον, όπου το κάθε πετράδι ιριδίζετο μέσα στα χρώματα των ονομάτων: Ναδίρ,
Χέρμαν, Ιουδήθ, Ιβάν, Ανηβη Χίλντεγκαρντ, Εκβάτανα, Ποππαία και Ελιγολάνδη. Έτσι,
σε μια στιγμή, έφθασε πάλι ο Ναδίρ εις το Ζενίθ της δόξης του και από ληστής
κατήντησε σάχης της Περσίας, λάμπων εις το στερέωμά του, σαν το Διαμάντι ΚΟ-Ι-ΝΟΡ,
που το είχε κάμει κάποτε εις το Δελχί δικό του. Οι εθνικοσοσιαλισταί της Γερμανίας
ήθελαν το διαμάντι αυτό να το σφετερισθούν, ήθελαν να το υπεξαιρέσουν από τους
Άγγλους. Και ο Χέρμαν Γκαίριγκ, όπως την νύκτα οι πεινασμένοι λύκοι ή τα ισχνά
τσακάλια, έτσι και αυτός, καίτοι χονδρός και χορτασμένος, ωρύετο περί δικαίου και
αδίκου, περί αποικιών, πρώτων υλών και αεροπλάνων, περί ιδανικών και πεπρωμένων,
περί ανέμων και υδάτων, για να μην φανή, για να μην νοηθή από κανέναν, εντός και
εκτός της Γερμανίας, τι θέλει ο Χίτλερ και όλες οι άλλες ύαινες του ναζισμού. Μα
αυτό δεν θα συμβεί ποτέ. Όχι γιατί πρέπει επ' άπειρον να μείνει ο αδάμας ΚΟ-Ι-ΝΟΡ
στα χέρια αυτών που τον κατέχουν, μα διότι δεν είναι δυνατόν, ο πόλεμος του 1939 να
μην αφύπνισε τους ανθρώπους, όπως ξυπνά η μάστιγα το αίμα, διότι δεν είναι δυνατόν
ο πόλεμος αυτός, να μην ανοίξει νέους δρόμους, δρόμους που να οδηγούν σε ριζική, σε
ουσιαστική αναθεώρησι όλων των αξιών και όλων των πραγμάτων. Και κανείς δεν θέλει
σήμερα, να είναι αυτή η αναθεώρησις απλή αλλαγή ιδιοκτήτου, μα νέος κόσμος, με νέαν
αντίληψι και νέα προσαρμογή με μια λέξι, μια νέα πραγματικότης, όχι μονάχα υλική μα
και ηθική. Λοιπόν ο αδάμας ΚΟ-Ι-ΝΟΡ, δεν πρέπει να κατακτηθεί ποτέ από κανέναν, όσο
και αν το επιθυμούν οι κραταιοί και οργανωμένοι, είτε στο Βερολίνον, στο Λονδίνον,
στην Μόσχα, στην Ουάσιγκτων ή στο Παρίσι εδρεύουν, οποία η δύναμις, η βία, ή το
χρήμα, διότι ο αδάμας ΚΟ-Ι-ΝΟΡ, ανήκει μοναχά στη γη και στα πετρώματα που τον
εξέθρεψαν. Έτσι και μόνον έτσι, το μέγα διαμάντι αυτό, δεν θα στολίζει πια το
στέμμα ή τον θησαυρό του ενός ή του άλλου περιουσίου λαού, ή το διάδημα, ή τον
λαιμό κάποιας πλουσίας κυρίας, μα θα κοσμή απίστροφα και αμετακλήτως το διάστικτον
από χίλια πετράδια διάδημα της ενιαίας ανθρωπότητος, όταν την ανθρωπότητα αυτή, θα
την διέπει η Ελευθέρα Λιβιδώ, καθώς ανέμποδη και αστήρευτη πηγή, σαν αίμα θερμό και
αμόλυντο που ρέει σε οργανισμόν που δεν τον παιδεύουν πια, μήτε μικρόβια, μήτε
συνθλίψεις και καταθλίψεις μπαλενωτών κορσέδων». Τα «ΠΡΟΣΩΠΑ» δημοσιεύουν για πρώτη
φορά την εισαγωγή ενός ανέκδοτου και ανολοκλήρωτου πεζού του Ανδρέα Εμπειρίκου με
τίτλο «Τα τεκταινόμενα». Πρόκειται για μια πολιτικο-κοινωνική διακήρυξη ενάντια
στην εξουσία των ισχυρών, που φέρει τη
σφραγίδα του ποιητικού του οίστρου και που παρουσιάζεται σήμερα στην τελική μορφή
που της έδωσε ο Εμπειρίκος, ξαναδουλεύοντας μεταπολεμικά, το 1960, το κείμενο που
είχε γράψει το 1940 κάτω από τη βαριά σκιά της αρχής του Β' Παγκοσμίου Πολέμου με
τη ναζιστική επίθεση στην Πολωνία και το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ Μολότοφ. Τα
«Τεκταινόμενα» συνέδεαν πρόσωπα και γεγονότα που είχαν ιδιαίτερο βάρος για τον
Εμπειρίκο ο οποίος, όταν άλλαξαν κάποιες ισορροπίες, θέλησε να τα προσεγγίσει κάτω
από καινούργιο πρίσμα για να τα ενσωματώσει στην ενότητα «Γραπτά ή Προσωπική
Μυθολογία». Αυτήν την προσπάθεια όμως, δεν την αποτελείωσε. ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΑ
ΝΕΑ 27 ΜΑΪΟΥ 2000
3. Αλλά από την γόνιμη ποιητική μήτρα της σύνθεσης Our Dominion s
Τα κατάλοιπα και η σκιά του Σεφέρη Και ο δρόμος εξακολουθεί σκληρός, σκληρότερος
παρά ποτέ και μαλακώνει μόνο στα βήματα των ποιητών εκείνων που οι ψυχές των ένα με
τα κορμιά των είναι εκείνων των ακραιφνών και των αχράντων... Ο δρόμος Είκοσι πέντε
χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τον θάνατο του Ανδρέα Εμπειρίκου και εκατό χρόνια,
το 2001, από τη γέννησή του, κι όμως ένα μεγάλο μέρος των γραπτών του παραμένει
ακόμα ανέκδοτο.
Τα προ της «Υψικαμίνου» ποιήματά του, συγκεκριμένα, μαζί με κάποια άλλα, της
δεκαετίας του '40 και από τα πεζογραφικά του κείμενα ανέκδοτα παραμένουν ακόμα: η
νουβέλα του «Βεατρίκη ή ένας έρωτας του Βuffalo Βill» που έγραψε το 1945 και που
αναφέρεται άμεσα στην κατοπινή δεύτερη γυναίκα του και μητέρα του γιου του, Βιβίκα.
Επίσης: το σχέδιο ενός μυθιστορήματος που τελικά δεν γράφτηκε, με τίτλο «Η Πόλις»
και με «ηρωίδα» την Αθήνα, το ανολοκλήρωτο προσωπικό Λεξικό του, που
πρωτοπαρουσιάζεται σήμερα στα «ΠΡΟΣΩΠΑ», όπως επίσης και κάποιες ποιητικές νουβέλες
μεταξύ των οποίων και τα «Τεκταινόμενα», και τα δύο (μόνο) θεωρητικά ψυχαναλυτικά
κείμενα που είχε γράψει στα γαλλικά. Στο μέλλον πρόκειται να έρθουν στο φως και οι
φωτογραφίες που είχε τραβήξει (εξασκούσε τη φωτογραφία ως τέχνη, με συνείδηση
επαγγελματία και είχε κάνει μάλιστα έκθεση το 1956, βλ. αφιερώματα περ.
«Φωτογραφία» και περ. «Συντέλεια») διαλέγοντας ως θέματα: πορτρέτα, σκηνές από την
καθημερινή αγροτική ή αστική ζωή στην Ελλάδα, στην Αγγλία, στη Γαλλία, στη Ρωσία,
κ.α. και τοπία. Έτσι, θα ολοκληρωθεί η γνωριμία τού ευρύτερου κοινού με το έργο του
Ανδρέα Εμπειρίκου, μια γνωριμία που ξεκίνησε ουσιαστικά μετά τον θάνατό του, όταν
επανεκδόθηκαν οι πρώτες του συλλογές χωρίς τα λάθη των παλαιών εκδόσεων και
πρωτοκυκλοφόρησαν τα κορυφαία έργα του: η «Οκτάνα» (ΙΚΑΡΟΣ), η νουβέλα «Αργώ»
(ΥΨΙΛΟΝ) και « Η Σήμερον ως Αύριον και ως Χθες» (1984) όπως και το μυθιστόρημα
«Μέγας Ανατολικός» (ΑΓΡΑ) (1990-1992). Το 1990 δημοσιεύτηκε και το μεγάλο του
ποίημα «Η ʼσπρη Φάλαινα» (περ. «Συντέλεια»), το 1994 το ποίημα του 1963 «Ες Ες Ες Ερ
Ρωσία» («ΑΓΡΑ»), το 1998 τα πολιτικά του ποιήματα και το πεζό «Οur dominion beyond
the seas» με την αυτοανάλυση της ποιητικής του (περ. «Πολίτης» Οκτ., Νοεμ., Δεκ.
1998), το 1999 η νουβέλα του «Ζεμφύρα ή το Μυστικόν της Πασιφάης» («ΑΓΡΑ»), όπου
αφηγείται τον απελευθερωτικό έρωτα μιας θηριοδαμάστριας με έναν
λέοντα, και φέτος η Διάλεξη του 1963 για τον Νίκο Εγγονόπουλο («ΑΓΡΑ»). Όπως λέει ο
αποκλειστικός πλέον εκδότης του, ο Σταύρος Πετσόπουλος της «ΑΓΡΑΣ»: «Τα έργα του
Εμπειρίκου κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά ευρέως το 1962, από τις εκδόσεις τσέπης τού
"ΓΑΛΑΞΙΑ" (σ.σ. επί 27 δηλαδή χρόνια η "Υψικάμινος" παρέμενε εξαντλημένη) και
ξανακυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις "ΠΛΕΙΑΣ" το 1974. Μόνον τότε, στα χρόνια του '70,
αρχίζει να διαβάζεται συστηματικά ο Εμπερίκος και αυτό συνδέεται, κατά τη γνώμη
μου, με το ότι είχε περάσει λίγος καιρός από τον θάνατο του Γιώργου Σεφέρη. Μέχρι
τότε το Σεφερικό οικοδόμημα είχε δημιουργήσει στεγανά, που άφηναν κάπως στο
περιθώριο το έργο ποιητών σαν τον Εμπειρίκο, τον Εγγονόπουλο, τον Καββαδία... Στη
δεκαετία του '80 ο Εμπειρίκος διαβάστηκε πολύ από ένα νέο κοινό και για τους λόγους
τους Σεφερικούς αλλά και γιατί οι αναγνώστες είχαν απελευθερωθεί πια από τη
δεσποτεία της μονομερούς χρήσης της δημοτικής, την οποία επέβαλε μια μερίδα της
Αριστεράς. Κι ακόμα, γιατί οι γενιές με την έντονη πολιτικοποίηση ενέταξαν στον
προβληματισμό τους κείμενα αιρετικά και ρηξικέλευθα, που ήταν ώς τότε αποκλεισμένα
από τον λογοτεχνικό κανόνα μιας κάποιας προοδευτικής σκέψης. Το 1990, με τον
"Μεγάλο Ανατολικό", πουλήθηκαν πολύ οι πρώτοι δύο τόμοι, αλλά αμέσως μετά
δημιουργήθηκε μια τεράστια αμηχανία και έπεσε ένας νόμος σιωπής και από τα ΜΜΕ και
από την Κριτική· οπότε οι υπόλοιποι τόμοι όπου βρίσκει κανείς μερικές από τις
ωραιότερες σελίδες της ελληνικής λογοτεχνίας πέρασαν τελείως απαραίτητοι. Η πρώτη
έκπληξη και η κατακραυγή λειτούργησαν τότε ανασταλτικά και για το υπόλοιπο έργο του
Εμπειρίκου. Τα τελευταία χρόνια, όμως, αρχίζει και πάλι να ζωηρεύει το ενδιαφέρον
του κοινού για το σύνολο του έργου του, χωρίς πλέον τις αρχικές προκαταλήψεις».
"ΠΑΙΔΕΣ ΕΝ ΤΗ ΚΑΜΙΝΩ..."(1)
ΜΑΚΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΔΗΣ Ποιητής και δοκιμιογράφος Στην περίπτωση του Ανδρέα Εμπειρίκου
συμβαίνει το εξής: για να κατανοήσεις το έργο του, θα πρέπει να τον γνωρίζεις καλά
ή να μην έχεις πέσει στην παγίδα μιας πλαστής μυθολογίας, που χτίστηκε και
αναπαλαιώθηκε,
συντηρώντας, από τα χρόνια ήδη του 1930, μία παραποιημένη εικόνα του. Σ΄αυτό
συνέβαλαν, από τη μία, η φοβερή "οικονομία" του παρελθόντος, η αποσιώπηση ή η
περιορισμένη έκδοση της δουλειάς του, στο παρελθόν και, από την άλλη, ο υπερβολικός
πληθωρισμός του παρόντος, που δεν μπορούμε να πούμε πως έδωσαν και το ακριβέστερο
"στίγμα" του ποιητή και του έργου του. Τη σιωπή την ακολούθησε μία ακατάσχετη
πολυλογία πολλές φορές εστιασμένη στο "σκάνδαλο". Η αγοραία αυτή πολυλογία,
αποτέλεσμα κυρίως της έκδοσης αρχικά των δύο πρώτων τόμων του Μεγάλου Ανατολικού -
τι γεγονός και αυτό τότε, να σερβίρεται σαν δώρο από φιλοπαίγμονες σε
ημιδιανοούμενους -, άγγιξε μία ομάδα αναγνωστών που, ούτως ή άλλως, δεν ανήκε ποτέ
στο target group των υπερρεαλιστών. Οι μισοαπελευθερωμένοι νεοαστοί, που
ενθουσιάστηκαν από την αθυροστομία και τις άφθονες ερωτικές σκηνές της αρχής κυρίως
του πολυσέλιδου αυτού έργου, δεν είναι βέβαια το αυθεντικό αναγνωστικό κοινό του
Εμπειρίκου. Το αναγνωστικό κοινό του Εμπειρίκου τελειώνει τις "χειραψίες" με το
έργο του στον "πλου αεροστάτου", αφού πρώτα συγχωνευτεί με την αριστοκρατική
"μοιχεία" των ήχων στην απόλυτα ποιητική "Οκτάνα", που αντλήθηκαν μερικά, όπως και
άλλα ποιήματα, από το τεράστιο αυτό ποιητικό του σημειοματάριο. Η επανάσταση έγινε
αλλά δεν "τεκνοποίησε"; Παλιότερα θα θυμώναμε με αυτήν την ερώτηση, ιδίως όσοι
περιμέναμε με αγωνία να εκδοθεί, όχι αφιέρωμα, αλλά έστω και μία αναφορά στον
υπερρεαλισμό. και δεν μιλώ για τις δεκαετίες του 1950 ή του 1960, αλλά για την
προηγούμενη δεκαπενταετία. Σήμερα όμως, σχεδόν "πλήρεις", σκεφτόμαστε πως ίσως να
μην ήθελε να τεκνοποιήσει, ιδίως σήμερα που λιγότερο τον διαβάζουμε και περισσότερο
βλέπουμε τις αφίσες για τα αφιερώματα στο όνομά του. Στα πλαίσια της
ετεροχρονισμένης εντόπιας υπερβολής, απολαύσαμε σωρηδόν όσα στερηθήκαμε (οι
παλαιότεροι δε περισσότερο)(2) Αλλά ας παραλείψουμε τους δογματισμούς, αν θέλουμε
να πούμε δυο γλυκόπικρα λόγια για τον πλέον αντιδογματικό ποιητή.
Ήτο Ιούλιος "Ήτο Ιούλιος. Εις την οδόν διήρχοντο τα λεωφορεία, κατάμεστα από
ιδρωμένον κόσμο..."(3). Αυτό το "Ήτο Ιούλιος" έμελλε να μεταμορφώσει στο
σημειολογικό υποσυνείδητό μου το συγκεκριμένο μήνα σε απόλυτη ερωτική οδύνη. Να
δηλαδή τι μπορεί να εξηγήσει τα πάντα, ο καθοριστικός μήνας για τον ίδιο αλλά και
άλλους "ομόθρησκους". Ζει ιουλιακά, όπως αν ήταν ένας απλός ποιητής ο κύριος
Ανδρέας, φωτογραφίζει, ταξιδεύει, παρατηρεί, γράφει και διαψεύδει, με όπλο τη
φαντασία, κάθε ίζημα της δοτής πραγματικότητας. "Ωστε έτσι, λοιπόν", λέει ο Ελύτης
στην αναφορά του, "Αυτά που φανταστήκαμε υπήρξαν. Ή θα υπάρξουν. Ο χρόνος μέσα στα
ποιήματα που γράφουμε, τώρα φανερώνεται πόσο ασ΄λληπτος εστάθηκε για τους
επιστήμονες όλων των καιρών"(4). Η κοινωνικότητά του, ένα πολύπλοκο μηχάνημα με
φακούς, διακόπτες, αρτηρίες και μανουάλια που στηριζόταν σε ένα τρίποδο: η φιλία,
το ένα πόδι, η οικογένεια το άλλο: το τρίτο πόδι: ένας πολύχρωμος μπρούντζινος
σωλήνας γεμάτος θαλασσινά ξόμπλια, αναστεναγμούς και προκηρύξεις της μίας ή των δύο
λέξεων, που δεν διαβάστηκαν ίσως ποτέ από τα διοικητικά συμβούλια των επαναστάσεων.
Πόσο επικίνδυνη να ήταν άραγε η σύλληψη του πραγματικού του έργου, πόσο σεισμολόγος
ο ίδιος ανάμεσα στους πεπερασμένους οραματιστές που "τύπωναν" τις φωτογραφίες τους
στις παχιές και καλοσιδερωμένες σημαίες των "αντάρτικων"; Η απάντηση είναι απλή:
πολύ επικίνδυνος. Γι΄ αυτό, αντί να μείνει στη μνήμη, όσων έπρεπε τουλάχιστον, ως ο
πρότυπος ιχνηλάτης της επαναστατημένης πλευράς του άδυτου, έμεινε ως ο ποιητής του
Μεγάλου Ανατολικού. Λες και το ζητούμενο κάθε νεωτερισμού, κάθε επανάστασης, κάθε
εξέγερσης, κάθε αντίστασης και ρήξης δεν ήταν και δεν θα είναι πάντα το άπλετο φως
που ξεπηδάει από τη ρίζα κάθε ηδονής.
Σε όσους λοιπόν έμεινε άλλη γεύση από το ποιητικό του έργο, σε όσους πιστεύουν ότι
ο Εμπειρίκος δεν είναι απλώς ο άπταιστα ομιλών την καθαρεύουσα περιγράφοντας
ερωτικές πράξεις, σε όσους δεν περίμεναν να λύσουν τη σιωπή τους τα εκπαιδευτικά
βιβλία για την παρουσία του και να τον ανακαλύψουν ξαφνικά, οφείλουμε να πούμε ότι
"ήτο" από τότε "Ιούλιος" "εις την οδόν των Φιλελλήνων". Τα αδύναμα αντανακλαστικά
της πνευματικής ζωής του τόπου έμελλε και πάλι να κάνουν τις γνωστές τους
δεκαετίες, όχι για να δεχθούν, απλώς για να γνωρίσουν το "ξενόφερτο και
σκανδαλιστικό φρούτο της αυτόματης γραφής"(5), που χαρακτήρισε την πρώτη
τουλάχιστον συλλογή του, την Υψικάμινο. Αργότερα, όπως και ο ίδιος παραδέχεται,
άρχισε να εγκαταλείπει την αυτόματη ως κύριο όργανο γραφής, αλλά παρέμεινε πιστός,
τόσο στην "ενδοχώρα" όσο και στα άλλα ποιήματά του, στον κατακλυσμιαίο και καθαρό
ποιητικό λόγο του γνήσιου υπερρεαλιστή. Οι συνεργάτες του περιδικού Πάλι στο πρώτο
τεύχος γράφουν: "{...} τα έργα του Εμπειρίκου τόσο πεζά όσο και ποιητικά είναι ένα
αστέρινο στεφάνι στο μέτωπο της ποίησής μας, αλλά όπως τα περισσότερα αξιόλογα
πράμματα στην Ελλάδα έχουν συχνά παραμεληθεί. Δεν υπάρχει ούτε ένα δοκίμιο για τον
μεγάλο αυτό ποιητή - ούτε μία μελέτη. Ρωτάμε γιατί;"(6). Το παιγνίδι των ήχων και
τα καίρια χτυπήματα Το μεγαλύτερο, χωρίς υπερβολή, επίτευγμα της υπερρεαλιστικής
ποίησης είναι, όχι τόσο η επαναστρατολόγηση των ήχων στο παιγνίδι των εννοιών και
των λέξεων, αλλά η αναγέννηση των εννοιών, η από των θεμελίων "διαπραγμάτευσή"
τους. Οι λέξεις αγνότητα, ειλικρίνεια, αγάπη, ζωή, σκοπός, πολιτική, αποκτούν
καινούρια διάσταση, την κανονική τους. Συμβαίνει πολλές φορές τα "μαγικά παιδιά" να
μιλούν για
πράγματα αυτονόητα και απλά και να σκανδαλίζουν, λες και το "ορθό" είναι η
στρέβλωση του αληθινού που επιβλήθηκε από την κοινωνική υποκρισία. Ελάχιστα βέβαια
τρόμαζε το βλέμμα που έπεφτε με θαυμασμό στην "αθώα παιδίσκη", η αθυροστομία και οι
παλλόμενες οργιακές συμφωνίες που διαβάζονταν στα "προχωρημένα" σπίτια της εποχής.
Τον τρόμο τον προκαλούσε η αποκάλυψη του πυρήνα της αλήθειας: η ελευθερία, η
πραγματική ελευθερία, που μέσα από τον έρωτα και την υπερηφάνεια θα μπορούσε να
δείξει το δρόμο σε μια ολόκληρη γενιά. Θα του άξιζε, λέει κάπου ο Ελύτης, το πρώτο
λουλούδι των χίπις. Η κατάσταση των πραγμάτων όμως μετά βίας συγχωρεί
μικροεκρήξεις, έτσι οι μοντερνισμοί που αντέχουν στη χλεύη είναι αυτοί που
ακουμπούν την πλάτη τους στο μαντρότοιχο της συντήρησης. Η υπόνοια και μόνο ότι
αυτής της μορφής η ουσιαστική ελευθερία φέρνει ένα ολόκληρο άρμα με νέες αντιλήψεις
και δεν περιορίζεται μόνο στην αφέλεια νέων παιδιών, τα οποία προσπαθούν να
κομπάσουν αυτάρεσκα, σαν αντίδραση σηκώνει ένα μαύρο σύννεφο (7), που θάβει ή
προσπαθεί να θάψει την ορμή. Η βαθύτατα αυτή πολιτική κίνηση των ποιητών που δεν
δείχνουν πρόθυμοι να υπηρετήσουν με το πρόσχημα της πνευματικότητας κανένα
κομματικό μετερίζι, θέτει αρχικά σε κίνδυνο το εγχείρημα και αργότερα και τον ίδιο
τον Εμπειρίκο, όπως είναι γνωστό, σε μία άνευ προηγουμένου ταλαιπωρία που
χαρακτηρίζεται από διωγμούς και περιορισμούς(8). Η εποχή ήταν όντως δύσκολη και η
πρόκληση μεγάλη. Οι αντιστάσεις γιγάντιες και οι προτεραιότητες έδειχναν, με γερά
επιχειρήματα, να είναι άλλες. Η εποχή όμως και η συγκυρία δεν θα είναι ποτέ
κατάλληλη αν κάποιος τολμήσει να πει τα πράγματα με το όνομά τους. Η φασαρία δεν
έγινε τόσο για το "γράφει", αλλά για το "ζει". Η φασαρία θα γίνεται πάντα για το
"ζει" ή το "ζειν", όπως βλακωδώς θέλει να το ονομάζει η καινούρια αυνανιστική
αντίληψη περί της ποιότητας της ζωής. Την αλήθεια ήθελαν λοιπόν να υπηρετήσουν με
κάθε κόστος, με κάθε μέσο, περνώντας μέσα από οποιοδήποτε εμπόδιο, έστω
και αν αυτό ήταν ο ατσάλινος πυρήνας της συνείδησης (ή όπως αλλιώς την ονόμαζε ο
ίδιος μέσα στα πλαίσια της ψυχαναλυτικής του δραστηριότητας). Η αλήθεια, όμως, που
είναι το χρυσό ψάρι που θέλουν όλοι να το δουν από περιέργεια αλλά κανένας να το
γευτεί, θεωρήθηκε φρόνιμο να σκεπαστεί από την κουβέρτα της παράνοιας, του
παράλογου και του ξεκαρδιστικού. Το θεσπέσιο παιγνίδι των ήχων, η έννοια της
"αγνότητας" που ξέφυγε από τη βρόμικη εποπτεία του "πρέποντος" και ξαναβρήκε τη
χαμένη της λάμψη στην καθαρότητα της επιθυμίας, η ελπίδα ότι κάθε φαντασία κρύβει
και μπορεί να αποκαλύψει την πραγματικότητα, παραγνωρίστηκαν. "... Περιφερόμεθα στο
ακρογιάλι των ερώτων μας Χωρίς καμιά υστεροβουλία χωρίς ιδιοτέλεια Φροντίζοντας για
τα μελλούμενα του κόσμου Του κόσμου που θέλει να βρεθεί Κοντά στα καρπερά λιβάδια
Της κόκκινης παπαρούνας σαν θ΄ ανοίξει Παραμερίζοντας τις μύγες και τα έντομα
Ευφραίνουσα τους ρώθωνες των παιδιών και των παρθένων..."(9) Δεν είναι ούτε δύσκολο
ούτε εύκολο να βρεις την αλήθεια μέσα από το καθαρό παιγνίδι των λέξεων, είναι
γεγονός ότι ο αγώνας δεν ξεκίνησε από τον ίδιο (σε διεθνές επίπεδο) και φυσικά δεν
έχει καταλήξει (10). Η αναζήτηση αυτή δεν τελειώνει εύκολα, σημασία έχει όμως ότι
στο άγονο (δυστυχώς) έδαφος της πατρίδας μας ξεκίνησε από τον Εμπειρίκο. Χρειάστηκε
δουλειά βέβαια, συζητήσεις επί συζητήσεων, για να χωνευτεί όχι τόσο η παρουσία του,
αλλά η αντοχή
της ποίησής του στο χρόνο. Εκτοτε χρειάστηκε κόπος και αγώνες, από πλευράς των
επικριτών του, ώστε να πείσουν τον "αφελή" κόσμο ότι πάντοτε ήταν "ολίγον
υπερρεαλιστές" και αυτοί, αλλά έπρεπε πρώτα να "ωριμάσουν" στα κλωστοϋφαντουργςία
του συμβολισμού με ανώδυνα βαλς. Οφείλουμε στον Ανδρέα Εμπειρίκο να του αφιερώσουμε
το πρώτο μας λουλούδι και τη μέγιστη αποκάλυψή μας σαν ελάχιστη τιμή σε όσα με
ταπεινότητα δίδαξε. Οφείλουμε επίσης να επαγρυπνούμε, ώστε η καθίζηση του παρόντος
να μας γεμίσεις δύναμη μόνο για αντίσταση, έτσι ώστε να δώσουμε και στις δικές μας
"λέξεις" "ήχους παλμικούς, κρουστούς, τυμπάνων" και να μην αρκεστούμε στο
"υποσύνολο" της θεαματικής κοινωνίας που μας επιβάλλουν. Θηρασία 2001 Σημειώσεις 1)
"Οι μπεάτοι ή της μη συμμορφώσεως οι άγιοι", Ανδρέας Εμπειρίκος, Οκτάνα. 2) Εδώ
οφείλουμε ιδιαίτερη μνεία στο Γίγαντα Νάνο Βαλαωρίτη, που αγρυπνούσε και με κάθε
μέσο τροφοδοτούσε την αναγνωστική μας δίψα. Επίσης μνεία οφείλουμε στον Ανδρέα
Παγουλάτο που, σε ένα πέλαγος από κλωνοποιημένα περιοδικά έντυπα, μας χάρισε το
"Χνάρι", τα "Χνάρι-α" και την ανεπανάληπτη "Συντέλεια", που οι νεότεροι θα
θυμούνται περισσότερο από τα δύο πρώτα. 3) "Εις την οδόν των Φιλελλήνων", Ανδρέας
Εμπειρίκος, Οκτάνα. 4) Οδυσσέας Ελύτης, Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο. 5) Οπως το
ονόμαζαν ορισμένοι στενόμυαλοι κριτικοί εκείνης της εποχής. 6) Από τον πρόλογο του
πρώτου τεύχους του περιοδικού Πάλι, 1960.
7) Αξίζει να σημειωθεί ότι, πέραν από την αντίδραση και την προσπάθεια για
γελοιοποίηση του υπερρεαλισμού, υπήρχε και η γνωστή "επιφυλακτικότητα των
ανενημέρωτων", των υβριστών, δηλαδή που δεν είχαν διαβάσει ούτε ένα ποίημα του
Εμπειρίκου, αλλά απλώς είχαν ακούσει ότι κάποιος γράφει "αυτόματα", χωρίς ειρμό,
χωρίς μέτρο και αυτό το ονομάζει υπερρεαλισμό, "φρούτο ξενόφερτο". 8) Με μεγαλύτερο
πλήγμα για τον ίδιο τη διακοπή του ψυχαναλυτικού του έργου. 9) Ανδρέας Εμπειρίκος,
"Τώρα και παρομοίως". 10) Δεν θα ήθελα να αναφερθώ ξανά με λεπτομέρειες για
πράγματα που έχουν ειπωθεί από τον γράφοντα, αλλά και από άλλους δοκιμιογράφους,
για τα κινήματα που προηγήθηκαν αλλά και ακολυθησαν τον υπερρεαλισμό και είχαν ως
ζητούμενο τη νέα αντίληψη για τη χρήση του ήχου, της λέξης, της έννοιας. Κινήματα
όπως οι Νταντάδες (νωρίτερα) ή οι Λεττριστές και οι Καταστασιακοί αργότερα, Ρεύματα
καθαρά ποιητικά όπως ο Νεολεκτισμός του Νικολαϊδη και ο Γλωσσοκεντρισμός των
Παγουλάτου - Βαλαωρίτη - Αραβαντινού.
ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ ποιητής
Η Ελένη Βακαλό φωτογραφημένη από τον Εμπειρίκο (1955) Παρά τη θερμή συνηγορία
ποιητών του μεγέθους ενός Ελύτη, της αξίας ενός Κακναβάτου και πέρα από λιγοστές
εξαιρέσεις κριτικής αποδοχής, ο "Μέγας Ανατολικός" κι ο Ανδρέας Εμπειρίκος δέχθηκαν
κανονιοβολισμούς, (ιδιαίτερα από κείνους που αρνήθηκαν να προχωρήσουν την ανάγνωσή
τους πέρα από το φυλλομέτρημα των σελίδων των δύο πρώτων τόμων του 1990). Λέχθηκαν
και γράφηκαν όσα λέγονταν και γράφονταν για τον Σαντ: "επαναληπτικός, μονότονος,
βαρετός, αηδιαστικός, παράλογος, δεν διαβάζεται...". Κι όμως, τώρα ο Σαντ γίνεται,
κατά κάποιο τρόπο, πιο αποδεκτός. Γιατί; Γιατί αυτή η διαφοροποιημένη στάση
απέναντι στους δυο μεγάλους ερωτογράφους, απέναντι
στις "120 Μέρες των Σοδόμων" από τη μια και το "Μέγα Ανατολικό" από την άλλη, στον
ίδιο ιστορικό χρόνο; Το γεγονός δεν εξηγείται απλουστευτικά με τη διαφορά
πολιτιστικής στάθμης ή και κοινωνικής ανάπτυξης ανάμεσα σε Γαλλία και Ελλάδα. Οι
διαφορές ενυπάρχουν και ταυτόχρονα ξεπερνιούνται στους καιρούς μας της
παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου και των πολιτισμικών προτύπων. Εξάλλου η φιλολογούσα
Αθήνα, ίσα ίσα λόγω της διαφοράς της, ποτέ δεν θα εκώφευε σε μηνύματα που εκπέμπει
το Παρίσι. Ο Σαντ, βέβαια, δεν είχε γίνει ανώδυνος. Η αποδοχή του στη σειρά της
Pleiade έχει ένα χαρακτήρα εξορκισμού.. την ίδια εποχή, η Pleiade εκδίδει και Μαρξ:
μέσα στους κρότους και τις θριαμβολογίες της Δύσης αμέσως μετά τις καταρρεύσεις του
1989 -΄91 στην Ανατολή, ο Μαρξ θα μπορούσε πια να θεωρηθεί σαν ένας φιλόσοφος
ανάμεσα στους άλλους. Κι ο Σαντ ένας συγγραφέας ανάμεσα στους Litterati. Το
ερώτημα, όμως, παραμένει: γιατί να μη θεωρηθεί κι ο "Μέγας Ανατολικός" ένα
λογοτεχνικό ερωτογράφημα πλάι στ΄ άλλα; Γιατί να προκαλεί ένα κείμενο που θεωρήθηκε
"πορνογραφικό" σε συνθήκες αδιάφορης αποδοχής της γενικευμένης τηλεφωτοπορνοθέασης,
τηλε-πορνο-ακρόασης και ναρκωτικής πορνο-εξάρτησης; Ο Οδυσσέας Ελύτης σημειώνει ότι
η αξία του "Μεγάλου Ανατολικού" "βρίσκεται στην παναγαθοσύνη του ποιητή που
διαχέεται πάνω στους χαρακτήρες και στις αξίες των πλέον διαφορετικών τύπων του
έργου, πρωταγωνιστών ή κομπάρσων, και αναεκπέμπεται αδιάκοπα στον αναγνώστη σαν ένα
είδος ευλογίας"(1). Γιατί η αγαθοσύνη να απωθείται περισσότερο από τη φρίκη; Η
αγαθοσύνη, εδώ, είναι καρπός του πνεύματος, όπως στον Παύλο, κι όχι απλώς φυσική
κατάσταση ενός "καλού άγριου", ενός Bon Sauvage a la Rousseau. Δεν βρίσκεται στην
αρχή αλλά στο τέλος. Είναι το Noch-Nicht-Sein (Bloch), αυτό-που-δεν-υπάρχει-ακόμα,
το Niemandsrose
του Celan, του Κανενός το Ρόδο. Ο κόσμος πιο εύκολα αποδέχεται τη φρίκη που έζησε,
ζει και περιμένει, (λόγου χάρη στις "12ο Μέρες των Σοδόμων" ή την κινηματογραφική
της εκδοχή, το "Σαλό" του Παζολίνι μ΄ όλους τους τρόμους του φασισμού), παρά την
Αγαλίασηπου-δεν-υπάρχει-ακόμα. Μια ουτοπία όπου το Μεσιανικό και το Ερωτικό
ενώνονται, όπως το "Ασμα Ασμάτων", το Ερωτικό στο φως του Μεσσιανικού, το
Μεσσιανικό, μ΄ όλη την αγαλίαση του Παντοκράτορα Ερωτα. Ενας κόσμος κορεσμένος από
την οδύνη μπορεί, όχι χωρίς αντιστάσεις, ν΄ αναγνωρίσει, τελικά, το πρόσωπό του
στον καθρέφτη που δυο αιώνες τώρα του τείνει ο Σαντ. Αρνείται, όμως, να κοιταχτεί
στο κάτοπτρο του Μέλλοντος που του προτείνει ο Εμπειρίκος. Το έργο του Σαντ δείχνει
το ζόφο μέσα στην αυγή των Νέων Καιρών. Είναι το λυκόφως μέσα στο λυκαυγές.
Αντίθετα, εκείνο του Εμπειρίκου δείχνει την αυγή μέσα στο ζόφο του αιώνα μας. Είναι
το λυκαυγές μέσα στο λυκόφως. Τα μαύρα νερά της Στυγός δεν πάψαν να τρομάζουν. Ενας
κόσμος-που-πεθαίνει τα φοβάται, αλλά αποδέχεται σαν μοιραίο το να καθρεφτίζεται σ΄
αυτά. Ενας κόσμος χωρίς μέλλον, όμως, αρνείται ν΄ ατενίσει τον Ωκεανό του Μέλλοντος
που διασχίζει ο "Μέγας Ανατολικός", εν πλω προς τον κόσμο-που-έρχεται. ΙΙ Ο ίδιος ο
Εμπειρίκος στο "Μέγα Ανατολικό" κάνει σαφές ότι δεν είναι, απλώς, διαφορετικός από
τον Σαντ: είναι το αντίθετό του(2). Μας δίνει, έτσι, το νήμα για τη διείσδυση στον
ερωτογραφικό του λαβύρινθο. Και οι δυο ξεφεύγουν - προς αντίθετη κατεύθυνση - από
τα όποια συμβατικά όρια της ερωτογραφίας κι από τους όρους της όποιας αισθητικής
που μένει αισθητική. Ξεφεύγουν από τα κριτήρια της μιας ή της άλλης σχολής
φιλολογικής κριτικής. Κι οι δυο τους στοχάζονται τα πιο αγωνιώδη ερωτήματα της
Ιστορίας και της ύπαρξης σε
εποχές μετάβασης ή και κρίσης της μετάβασης, εμπλοκής της σ΄ αδιέξοδα. Ο Σαν
ευτύχησε, κυρίως στον αιώνα μας, ν΄ άχει λαμπρούς αναγνώστες, που τον διαβάζουν
σκαλίζοντας ακριβώς αυτά τα τραύματα-ερωτήματα: τον Pierre Klossowski, τον Maurice
Blanchot, τους υπερρεαλιστές, τον Jacques Lacan. Γιατί να μη διαβάζουμε και τον
αντιΣαντ και το "Μέγα Ανατολικό" του με τον τρόπο που μας δίδαξαν οι μεγάλοι
αναγνώστες του Σαντ; Το βιβλίο "Πλους και Κατάπλους του "Μεγάλου Ανατολικού"(3)
καταγράφει μιαν ανάγνωση εν προόδω της ωκεάνιας μυθιστορίας του Ανδρέα Εμπειρίκου.
Αρχισε με την έκδοση των πρώτων τόμων, συνεχίστηκε με την κυκλοφορία των υπόλοιπων
και την ολοκλήρωση του έργου. Δεν σταμάτησε με τη δημοσίευση τριών δοκιμίων που
περιλαμβάνει ο "Πλούς και Κατάπλους". Προεκτάσεις και νέες διακλαδώσεις είδαν το
φως με εισηγήσεις σε σεμινάρια, συμπόσια, συζητήσεις στρογγυλών τραπεζιών που
οργανώθηκαν στπ Πανεπιστήμιο Πάτρας, στο Ιδρυμα Γουλανδρή-Χορν, ακόμα και στη
Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας...(4) Η ανάγνωση εν προόδω δεν
έκλεισε-ούτε κι οι διαμάχες που γέννησε(5). Κατευθύνσεις στην ανάγνωση δίνει μια
ανοιχτή σειρά από αλληλένδετα ερωτήματα, από Clusters ερωτημάτων. * Γιατί ένας
αναμφίβολα μεγάλος ποιητής όπως ο Εμπειρίκος αφιερώνει τριάντα συναπτά έτη, από το
1945 μέχρι την παραμονή του θανάτου του, στη συγγραφή και επανεγγραφή ενός
γιγαντιαίου ερωτογραφήματος, έχοντας συνάμα υπόψη του ότι οι επικρατούσες συνθήκες
και τα ήθη, ιδιαίτερα στη μετεμφυλιοπολεμική Ελλάδα, απαγόρευαν τη δημοσίευσή του;
Τι πυροδότησε και τροφοδότησε αυτόν τον τεράστιο πνευματικό μόχθο; Μ΄ άλλα λόγια:
Ποιο Μέγα Τραύμα ήταν η πηγή του έργου του; Αν, μαζί με τον Ελύτη,
αντιαπαραβάλλουμε το "Μέγα Ανατολικό" στις "12ο Μέρες των Σοδόμων" του Σαντ, για
ν΄αντιληφθούμε "πως είναι δυνατόν μια Κόλαση να μετατραπεί με τα ίδια υλικά σ΄έναν
επί γης
Παράδεισο" (6), γνωρίζοντας ότι το Magnum Oqus του μαρκήσιου είναι αλληλένδετο με
τον εγκλεισμό του στη Βαστίλλη, τότε ποια είναι η Βαστίλλη του Εμπειρίκου;(7) Η ζωή
κι οι μαρτυρίες των φίλων του ποιητή μαρτυρούν περί τούτου. Η πρώτη γραφή του
"Μεγάλου Ανατολικού" αρχίζει αμέσως μετά την άδικη σύλληψη του Εμπειρίκου από την
ΟΠΛΑ και τη δραματική περιπέτεια της ομηρίας του στα Κρώρα, το Δεκέμβριο του 1944.
Ο ποιητής συλλαμβάνεται όμηρος μόνο και μόνο λόγω του ονόματος του μεγαλοαστού
πατέρα του, βασικού εκπροσώπου της βενιζελικής βιομηχανικής-εφοπλιστικής
μπουρζουαζίας. Η ΟΠΛΑ (ευτυχώς από μια άποψη) αγνοούσε τις τροτσκιστικές ιδέες του
Ανδρέα Εμπειρίκου. Για τον τελευταίο, όμως, το θρεμμένο στα προπολεμικά χρόνια από
τις ιδέες της Οκτωβριανής Επανάστασης στην οποία είχε στραφεί διαμέσου του
υπερρεαλισμού του Ανδρέα Breton και της έλξης του Λέοντα Τρότσκι, γι΄ αυτόν τον
πιστό στο Μεγάλο Οραμα του 1917, η διάψευση των επαναστατικών προσδοκιών από τους
άξεστους διαχειριστές της υπόθεσης αποτέλεσε τρομαχτικό τραύμα - το Τραύμα της
Ιστορίας της ίδιας. Η ευαισθησία κι η προσοχή στους ιστορικούς όρους μέσα στους
οποίους άρχισε η εγγραφή της ωκεάνιας μυθιστορίας είναι αλληλένδετες με τους
αντικειμενικούς όρους μέσα στους οποίους αρχίζει η έκδοση κι η ανάγνωσή της:
βρισκόμαστε στις αρχές της τελευταίας δεκαετίας του αιώνα, μέσα στο σάλο των
καταρρεύσεων στην Ανατολή και στην ίδια τη χώρα του Οκτώβρη. Το ίδιο τραύμα της
Ιστορίας, στην ακραία επιδείνωσή του, έλκει - άλλους απωθεί - στο μυθιστορηματικό
ποταμό που άλλοτε, μαζί με πολλά άλλα, γέννησε και τροφοδότησε. * Αλλά ο Εμπειρίκος
είναι, ολοφάνερα, ο κατ΄ εξοχήν Αντι-Σαντ. Πώς μέσα από τη δικιά του Βαστίλλη, το
σταλινικό εφιάλτη που στραγγάλισε την επαναστατική ελπίδα, η αρχή της Ελπίδας
(Prinzip Hoffnung) βγαίνει θριαμβεύουσα;
Ο Εμπειρίκος δεν γίνεται ένας αποστάτης, ένας Renegat. Με τα δικά του μέσα ανάπλασε
το τραυματισμένο επαναστατικό πρόταγμα, ναυπηγώντας στις ποιητικές του δεξαμενές
μια πανανθρώπινη Κιβωτό του Ερωτα, μια φουριερική ουτοπία "άνευ ορίων άνευ όρων".
Διέσωσε το όραμα μιας "άνευ τάξεων Παγκόσμιας Συμπολιτείας". Πώς σώθηκε όμως ο
ίδιος; Το σύνθεμα του "Μεγάλου Ανατολικού" αποτέλεσε πραγματικά αυτό που ο Lacan θα
ονόμαζε ένα sinthome, ένα σύνθωμα σωτηρίας. Τούτο, πάλι, για να συγκροτηθεί απαιτεί
τέχνη, πνευματική πυξίδα, μέθοδο. Για τον Εμπειρίκο τεράστιο ρόλο έπαιξαν η
ποιητική του σύλληψη του Υψηλού (Sublime), ο υπερρεαλισμός, η θητεία του στην
ψυχανάλυση και προπαντός η μαθητεία του στη διαλεκτική του Hegel. Αν ο Σαντ, όπως
έδειξε ο Lacan, είναι αλληλένδετος με τον Καντ, ο αντι-Σαντ τον υπερβαίνει,
υπερβαίνοντας τον Καντ διαμέσου του Hegel(8). * Αν το κάθε όνειρο είναι, όπως λέει
ο Freud, η εκπλήρωση ενός πόθου, τότε ο "Μέγας Ανατολικός" είναι το όνειρο κάθε
ονείρου, η εκπλήρωση κάθε πόθου. Σ΄ αυτή την περίπτωση, ποιος είναι ο Ομφαλός του
ονείρου, το κεντρικό εκείνο σημείο που το δένει και το αποκόπτει από τη Μήτρα του;
Το δοκίμιο "Ο κατάπλους του "Μεγάλου Ανατολικού" ή το Μέγα Ελεος"(9) το ψηλαφεί στα
θαυμάσια εκείνα κεφάλαια της μυθιστορίας όπου το υπερωκεάνιο συναντάει εν μέσω του
Ωκεανού την Τρικυμία και, αμέσως μετά, το πλοίο-φάντασμα "Αλμπέρτα" με τη σφαγμένη
γυμνή κόρη Αικατερίνη(10). Ο "Μέγας Ανατολικός" αναμετριέται εδώ με τη φύση και με
το δικό του φάντασμα, το αντεστραμμένο είδωλό του στον Αδη. Η αφήγηση εκρήγνυται
μέσα στη σύγκρουση της φύσης και του πολιτισμού, της ζωής με το θάνατο αλλά και με
τη "δυσφορία μέσα στον Πολιτισμό". Ο πλους προς ένα Νέο Κόσμο διασταυρώνεται
αναπόφευκτα με τη σκιά του θανάτου και, στην καρδιά της, με την Οιδιπόδεια
Τραγωδία. Μόνο με την κάθαρση της τελευταίας και το Μέγα Ελεος, μια δικαιοσύνη πέρα
από το δίκαιο, μια και
"κάθε δίκαιο είναι δίκαιο της ανισότητας"(11), είναι δυνατός ο κατάπλους στο Νέο
Κόσμο. * Πώς θα διαλευκανθεί η τραγωδία, το αίνιγμά της; Με την ψυχανάλυση, περί
τούτου δεν αμφιβάλλει καθόλου ο Ανδρέας Εμπειρίκος. Θα διατηρήσει μέχρι τέλους τον
ενθουσιασμό του και την επιστήμη του ασυνείδητου και στον απελευθερωτικό της ρόλο.
Θα την υπηρετήσει "επί δώδεκα συναπτά έτη, ως ευσυνείδητος ερευνητής των εγκάτων
της ψυχής των ανθρώπων"(12) - μέχρι να του απαγορευτεί η ψυχαναλυτική κλινική
πρακτική το 1951, όταν τέλειωνε την πρώτη γραφή του "Μεγάλου Ανατολικού". Μετά τη
βίαιη αποκοπή από το Μαρξισμό στα Κρώρα, ο ποιητής γνωρίζει μια δεύτερη τραυματική
ευνουχιστική εμπειρία, αυτή τη φορά από την Altra Pars, το κατεστημένο των αστών
νικητών του εμφυλίου πολέμου. Η ψυχανάλυση δίνει τον ιστό της στην ύφανση της
ωκεάνιας μυθιστορίας. Στο κρίσιμο σημείο, τη συνάντηση με το φοβερό πλοίο-φάντασμα
"Αλμπέρτα", γίνεται η ίδια η ψυχανάλυση ηρωίδα της αφήγησης, εξιχνιάζοντας το
μυστήριο με τη δραστική Lege artis χρήση της από το συγγραφέα Μακ Γκρέγκορ, ένα από
τα πρόσωπα του έργου που λειτουργεί κι αυτό σαν προσωπείο του ποιητή(13). Η
ψυχανάλυση φέρνει στο κέντρο της μυθιστορίας αλλά και της Ιστορίας την Οιδιπόδεια
Τραγωδία. Συνάμα, ως λύτρωση του δεσμώτη Ιμέρου ανήκει στο τέλος της Ιστορίας, στο
επέκεινά της. Γι΄ αυτό και στη μελλοντική αταξική Παγκόσμια συμπολιτεία, που
οραματίζεται ο Ιούλιος Βερν_Εμπειρίκος επί του "Μεγάλου Ανατολικού", ο Σίγκμουντ
Φρόιντ θα τιμάται ως "εκλεκτός του θεού", ως "ένθεος"(14). Αλλά ο Εμπειρίκος
ξεφεύγει κι από τα όρια της φροϊδικής "ορθοδοξίας". Αρνείται ν΄ απολυτοποιήσει τη
δυσφορία μέσα στον πολιτισμό ή να θεωρήσει αιώνιο το Οιδιπόδειο. Γι΄ αυτόν η
ψυχανάλυση προφητεύει κατ΄ όναρ την άρση της δυσφορίας μέσα στον πολιτισμό και το
τέλος του Οιδιπόδειου. * Πώς είναι δυνατόν να ξεπεραστεί η οιδιπόδεια τραγωδία;
Στην τραγωδία επί του καταστρώματος της
"Αλμπέρτα", ο Εμπειρίκος έδειξε ότι η παραβίαση του νόμου και μάλιστα του θεμελίου
του, του ταμπού της αιμομιξίας, για χάρη του πόθου, ενισχύει το Νόμο και τις
τρομερές του συνέπειες. Μετατρέπει σε αντινομία το αντιφατικό δίπολο Νόμος/Πόθος
που έφερε στο φως ο Lacan, ιδιαίτερα όταν αποσαφηνίζει τη σχέση του Σαντ με τον
Καντ. Πώς είναι δυνατόν να ξεπεραστεί η αντίφαση χωρίς να απολυτοποιηθεί σε
ανυπέρβλητη αντινομία; Από την άλλη, ο απελευθερωμένος κόσμος της πανανθρώπινης
ευδαιμονίας, κατά τον Εμπειρίκο, ή θα βρίσκεται πέρα από τον Οιδίποδα και πέρα από
την κατάρα του Νόμου ή δεν θα υπάρξει. Η μετάβαση σ΄ αυτό το Νέο Κόσμο, ο ίδιος ο
πλους του "Μεγάλου Ανατολικού", εξαρτάται από την υπέρβαση ή μη της αντίφασης του
Νόμου και του Πόθου. Το Μεσσιανικό, η ρήξη της συνέχειας της Ιστορίας, εξαρτάται
απ΄ αυτή την άρση (15). Το τρίτο δοκίμιο του "Πλου και Κατάπλου του "Μεγάλου
Ανατολικού", ανιχνεύει τη συνάφεια της Μεσσιανικής προσδοκίας και της άρσης του
Οιδιπόδειου και του ταμπού της αιμομιξίας στη βιβλική και την ταλμουδική παράδοση
και την επεξεργάζεται παραπέρα με τους όρους της μαρξιστικής παράδοσης. Ο Μεσσίας
είναι το άνθος της ρίζας Ιεσσαί, που δεν είναι άλλη από τον Μωάβ, τον καρπό του
αιμομικτικού έρωτα της θυγατέρας του Λωτ με τον πατέρα της (16). Ερχεται πέρα και
πάνω απ΄ όλα τα ταμπού, πέρα και πάνω από το ταμπού όλων των ταμπού, εκείνο της
αιμομιξίας. Δεν πρόκειται για παλινδρόμηση στη θέση του ζώου, αλλά για απαλλαγή από
καθετί το απάνθρωπο. Μια παραβίαση του ταμπού της αιμομιξίας προκαλεί πάντα την
ενίσχυσή του. Το ζήτημα είναι η υπέρβαση των όρων που έκαναν ιστορικά αναγκαίο το
ταμπού και το Νόμο. Η ίδια αντίφαση Νόμος/Πόθος είναι παράγωγη μιας ακόμα
θεμελιακότερης αντίφασης, εκείνης ανάμεσα στην εργασία και τον Πόθο. Είναι με την
εργασία, όπως έδειξαν ο Μαρξ κι ο Ενγκελς, που έγινε το άλμα από το ζώο στον
άνθρωπο κι ανακαλύφθηκε το ταμπού της αιμομιξίας.
Είναι η εργασία κι οι ανάγκες της που βάζουν όρια και όρους στον Πόθο. Μόνο με την
υπέρβαση της Εργασίας, τη μεταμόρφωσή της σε δημιουργική δραστηριότητα και την
"ανάπτυξη μιας ολότητας πόθων", όπως το βλέπει ο Μαρξ στη Γερμανική Ιδεολογία (17),
μόνο με τη λύση της αντίφασης Εργασίας/Πόθου λύνεται κι η αντίφαση Νόμου/Πόθου.
ποιητική πρόβλεψη αυτής της διαλεκτικής, όπως μεταμορφώνονται και οι δύο αντίθετοι
όροι της σχέσης, είναι το όραμα του Κόσμου-που-έρχεται, όπως παρουσιάζεται στον
Ιούλιο Βερν στο "Μέγα Ανατολικό" κι όπου ο πλανήτης μας θα συντίθεται από "Ζώνες
Προόδου" - δημιουργικής δραστηριότητας και "Ζώνες Παραδείσου" απελευθερωμένου
Ιμέρου. ΙΙΙ Κάπως έτσι ο αγαθότατος μα βαθύτατα πικραμένος Ανδρέας Εμπειρίκος,
"ναυτικός εκ ναυτικών" της Ανδρου, διέσχισε με το μυθικό του υπερωκεάνιο τον Ωκεανό
της Ιστορίας των ανθρώπινων βασάνων. Ετσι πορεύτηκε "πέραν από βαρειές καταθλίψεις
που κυρίευαν τον ίδιον κατά καιρούς"(18), όπως μαρτυράει ο φίλος του Οδυσσέας
Ελύτης. Πόσο ταιριάζουν στον Εμπειρίκο τα λόγια του έσχατου Νίκου Καρούζου, λίγο
πριν πεθάνει! Ερημος είμαι κι ανάβω λυχναράκι θλίψεως(19). Επί σαράντα συναπτά έτη,
μετά τα Κρώρα, ανάβει ξανά και ξανά ο Ανδρέας Εμπειρίκος το δικό του χαρμόσυνο
λυχναράκι και βλέπει μέσα στο ζόφο των καιρών την ανταύγεια της αυγής. Μέσα στο
λυκόφως το λυκαυγές. Το φως εκείνο του Ησαϊα που βλέπει, μετά το Αουσβιτς, κι ο
Celan διαβάζοντας τον Meister Eckhart. ΕΣΥ Ο ΕΣΟΜΕΝΟΣ ΩΣ ΕΣΥ, πάντα Ανάστα
Ιερουσαλήμ και Φωτίζου Εκείνος που τον δεσμό διέρρηξε
με σένα φωτίζου φωτίζου τον ξανάδεσε εν επιγνώσει Πηλού τρίμματα κατάπια στον πύργο
Λόγε Ακρογωνιαίε σκότους (κουμί) Ανάστα (ορί) Φωτίζου Τα τελευταία λόγια, στα
εβραϊκά, είναι από τον Ησαϊα και διαβάζονται το προτελευταίο Σάββατο του εβραϊκού
έτους, πριν τις τρομερές μέρες του Rosch Haschana και του Yom Kippur. "Φωτίζου
φωτίζου Ιεροσαλήμ, ήκει γαρ σου το φως και η δόξα Κυρίου επί σε ανατέταλκεν"(21).
Το λυκαυγές μέσα στο λυκόφως είναι ακριβώς το φως ιλαρόν που βλέπουν όσοι
αξιώνονται "ελθόντες επί την ηλίου δύσιν, ιδόντες φως εσπερινόν". Το φωςτης εσπέρας
δεν είναι το φως το ιλαρόν, καθώς το πρώτο είναι κτιστό και το δεύτερο άκτιστο. Το
πρώτο είναι λυκόφως, το δεύτερο λυκαυγές. Αυτό είδε επί του καταστρώματος του
"Μεγάλου Ανατολικού" και η Υβόννη του Εμπειρίκου: Το "υπαρκτόν αλλά μη ορατόν εις
πολλούς το Μέγα Φως το Ακτιστον, το Μέγα Φως το Απιαστον, το εν μεγαλείω και δόξη
καταυγάζον, το εις τους αιώνας άπιαστον, μα εκθαμβωτικά εις τους αιώνας των αιώνων
ορατόν, μόνο εις όσους ευλογήθηκαν με την υψίστην Χάριν το Φως αυτό να ιδούν"(22)
Kumi Ori. Σημειώσεις 1) Οδυσσέα Ελύτη, Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο, Εγνατία 1978,
σ. 64.
2) Ανδρέα Εμπειρίκου, Ο Μέγας Ανατολικός, Αγρα, τόμος 3, σσ 281-282. 3) Σάββα
Μιχαήλ, Πλους και κατάπλους του "Μεγάλου Ανατολικού", Αγρα 1995. 4) Το κείμενο της
σχετικής εισήγησης που έγινε στο Διασχολικό Σεμινάριο, υπό την επίβλεψη του
επίκουρου καθηγητή Θεολογίας Μ. Μπέγζου, στις 29 Μαϊου 1995, δημοσιεύθηκε στο
Μανδραγόρα, τεύχος 10-11, Ιανουάριος/Απρίλιος 1996, σσ 23-29 με τον τίτλο "Η
εμπειρία του Ιερού στον Ανδρέα Εμπειρίκο". Η ομιλία με τίτλο "Επί της πηγής της
τικτούσης αβύσσου - ο Ανδρέας Εμπειρίκος in Fin De sciecle", στο συνέδριο για τον
υπερρεαλισμό στο Παν/μιο της Πάτρας, 20 Νοεμβρίου 1995, είναι υπό έκδοση στο
περιοδικό ΕΛΙ-ΤΡΟΧΟΣ. Ανέκδοτη παραμένει η εισήγηση στο στρογγυλό τραπέζι για τα
είκοσι χρόνια από το θάνατο του Εμπειρίκου στο Ιδρυμα Γουλανδρή-Χορν, το Δεκέμβριο
του 1995, με τίτλο "Ο Μέγας Ανατολικός κατ΄ όναρ". 5) Μάριου Μαρκίδη, 'Λαγνουργία",
Τετράδια Ψυχιατρικής, Γενάρης-Φλεβάρης-Μάρτης 1996, Νο 53, σσ, 123-31 και την
απάντηση του Σ. Μιχαήλ, "Η Απώθηση της Αγαθοσύνης ή ο "Μέγας Ανατολικός" κι ο
Μάριος Μαρκίδης", Τετράδια Ψυχιατρικής, Απρίλης-Μάης-Ιούνιος 1996, Νο 54, σσ. 104-
112. 6) Οδυσσέα Ελύτη, ΄.π., σ. 15. 7) Σ. Μιχαήλ, Πλους...ό.π., σσ. 25-26. 8) Ο.π.,
σσ. 17-20. 9) Ο.π., 77-85. 10) Α. Εμπειρίκου, Ο Μέγας Ανατολικός, ό.π., τ. 6 και 7,
κεφ. 69-74. 11) Κ. Μαρξ, Κριτική του προγράμματος της Γκότα.
12) Ο Μέγας Ανατολικός, ό.π., τ. 6, σ. 207. 13) Βλ. Σ. Μιχαήλ, Επί της πηγής της
τικτούσης αβύσσου..., ό.π. 14) Ο Μέγας Ανατολικός, ό.π., τ. 5, σ. 163. 15) Σ.
Μιχαήλ, Η απώθηση της αγαθοσύνης, ό.π., σ. 111. 16) Σ. Μιχαήλ, "Ο Ανδρέας
Εμπειρίκος και οι θυγατέρες του Λωτ", στο Πλους..., σσ. 87-128. 17) Κ. Marx - F.
Engels, The German Ideology, στα Collected Works, Μόσχα, Progress, Vol. 5, σ. 254.
18) Οδυσσέα Ελύτη, ό.π., σ. 65. 19) Ν. Καρούζου, "Η διερώτηση Omega", στα Ποιήματα
Β΄ Ικαρος 1994, σ. 547. 20) Paul Celan, Gesammelte Wrankfurt 1983, τόμος 2, σ. 327.
21) Ησ. ξ΄1. 22) Ο Μέγας Ανατολικός, ό.π., τόμος 1, σ. 108.
Ο ψυχαναλυτής Εμπειρίκος
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος δεν υπήρξε μόνο ο μέγας υπερρεαλιστής ποιητής που σημάδευσε με
τα γραπτά του και τον οίστρο του την ελληνική λογοτεχνία του 20ου αιώνα. Ήταν
ωσαύτως ο πρώτος ψυχαναλυτής που εμφανίσθηκε στον ελλαδικό χώρο. Τις δύο τούτες
δραστηριότητες του πνεύματος τις άσκησε παράλληλα' οι πάντες δε θεωρούν πως η
ψυχανάλυση και ο υπερρεαλισμός απετέλεσαν τις θεμελιώδεις αναφορές του έργου του.
Ας σημειωθεί πως ήταν την ίδια χρονιά, το 1935- 36, τέσσερα χρόνια αφ'ότου είχε
επιστρέψει στην Αθήνα από τις σπουδές του στην αλλοδαπή, που παρουσίασε την πρώτη
του υπερρεαλιστική ποιητική συλλογή (την Υψικάμινο) και ξεκίνησε να εργάζεται ως
αναλυτής. Με την ψυχανάλυση φαίνεται ότι ήρθε σε επαφή το 1926, όταν σε ηλικία 25
ετών εγκαταστάθηκε στο Παρίσι ύστερα από τις σπουδές του στην Αθήνα, στην Λωζάννη
και στο Λονδίνο. Ήταν η στιγμή που, σύμφωνα με τα γνωστά,
ωρίμαζε εντός του η απόφαση να μην ακολουθήσει την προδιαγεγραμμένη και αυτονόητη
για ένα γόνο μεγάλης εφοπλιστικής οικογένειας πορεία ζωής που θα τον διαμόρφωνε σ'
έναν αστό ασχολούμενο με τις επιχειρήσεις' ήταν ήδη ανοιχτός στα καλέσματα της
ελευθερίας του νου, της ομορφιάς της ποιητικής δημιουργίας και στην γοητεία της
φροϋδικής περιπέτειας. Στο Παρίσι της εποχής εκείνης το υπερρεαλιστικό κίνημα
ανθεί. Αλλά το 1926 είναι και η χρονιά που στην Γαλλία η ψυχανάλυση αποκτά επίσημο
πρόσωπο, με την ίδρυση της Ψυχαναλυτικής Εταιρίας των Παρισίων, μέλους της
Ψυχαναλυτικής Διεθνούς. Οι εκπρόσωποι του γαλλικού Φωτογραφία υπερρεαλισμού έχουν
ήδη από καιρό του Rene αγκαλιάσει τις φροϋδικές ιδέες θέτοντάς τες Laforgue με στην
υπηρεσία της γραφής τους αλλά και της ιδιόχειρη γενικότερης θεώρησης του κόσμου.
αφιέρωση Ο νεαρός Ανδρέας γοητεύεται απ' όλο αυτό το στον Α.Εμπειρίκο κλίμα ιδεών
και οδηγείται στο να ξεκινήσει προσωπική ψυχανάλυση με τον Ρενέ Λαφόργκ, ιδρυτικό
μέλος της νεοσυσταθείσας εταιρίας, ανάλυση που θα διαρκέσει τρία χρόνια και που
αυτόχρημα μπορούμε να την θεωρήσουμε διδακτική. Παράλληλα με αυτήν, στην διάρκεια
της παραμονής του στην πόλη του φωτός παρακολουθεί θεωρητικά και κλινικά μαθήματα,
συμπληρώνοντας έτσι την ψυχαναλυτική του κατάρτιση με τους όρους που είπαν τότε την
δημιουργία νέων αναλυτών. Για την άσκηση του ψυχαναλυτικού επαγγέλματος από τον
Ανδρέα Εμπειρίκο - που όπως είπαμε ξεκίνησε το 1935 - διαθέτουμε λιγοστές
πληροφορίες, κυρίως από άτομα που ψυχαναλύθηκαν κοντά του. Η πρακτική του
ακολουθούσε πιθανότατα τα κλασικά κλινικά πρότυπα της εποχής. Ευλόγως μπορεί να
υποθέσει κανείς - διότι δεν υπάρχουν σχετικές μαρτυρίες ότι μέχρι την έναρξη του
Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου είχε τακτική ενημέρωση, και επαφές με Γάλλους
συναδέλφους του κατά τα ετήσια ανελλιπή ταξίδια του στην Γαλλία.
Φαίνεται ωστόσο πως η προπολεμική Αθήνα, διακείμενη εχθρικά απέναντι στην
ψυχανάλυση και τον Φρόιντ, και άρα καθόλου έτοιμη να αποδεχθεί μία πρωτοβουλία σαν
αυτήν του Εμπειρίκου, αντέδρασε αρνητικά στην εγκατάστασή του ως ψυχαναλυτή, όπως,
αντιστοίχως και παραλλήλως, αρνητική ήταν εν πολλοίς και η υποδοχή που συνάντησε
στο φιλολογικό περιβάλλον η εκ μέρους του εισαγωγή του υπερρεαλιστικού ύφους . Το
γεγονός πως εργαζόταν θεραπευτικά ενώ δεν ήταν γιατρός σίγουρα συνέτεινε στην
εχθρότητα με την οποία αντιμετωπίστηκε όχι μόνον από τους ιατρικούς κύκλους της
εποχής, αλλά και γενικότερα από τον κοινωνικό περίγυρο στον οποίο ανήκε φυσικά.
Μετά το τέλος του πολέμου ο Ανδρέας Εμπειρίκος βρέθηκε, μαζί με άλλους δύο
ψυχιάτρους ασχολούμενους με την ψυχανάλυση, στο επίκεντρο μίας απόπειρας να
συσταθεί η πρώτη ελληνική ψυχαναλυτική εταιρία. Συγκεκριμένα το 1950 με πρωτοβουλία
της συζύγου του Πρίγκιπα Γεωργίου της Ελλάδος, Ο Α.Εμπειρίκος στο Μαρίας Βοναπάρτη,
η οποία είχε Α΄Ψυχαναλυτικό Συνέδριo διατελέσει αναλυόμενη, φίλη και αρωγός του
Φρόιντ, και παρέμενε ηγερία της ευρωπαϊκής ψυχανάλυσης, η Ελληνική Ψυχαναλυτική
Ομάδα αποτελούμενη από τον Ανδρέα Εμπειρίκο, τον Γεώργιο Ζαβιτσιάνο και τον
Δημήτριο Κουρέτα προτείνεται προς αναγνώριση στην Ψυχαναλυτική Εταιρία των
Παρισίων. Δεν είναι γνωστό για ποίους ακριβώς λόγους η προσπάθεια εκείνη δεν
τελεσφόρησε και τα ελληνικά ψυχαναλυτικά πράγματα έμειναν ως είχαν, με συνέπεια την
διατήρηση της ψυχαναλυτικής απλασίας στην Ελλάδα μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του
'70, οπόταν υπήρξε η πρώτη εμφάνιση θεσμικής οργάνωσης. Από εκείνη τη βοναπαρτική
επιχείρηση μας έμειναν ωστόσο
δύο ψυχολογικά κείμενα του Εμπειρίκου. Το πρώτο είναι μιά άρτια έκθεση κλινικής
περίπτωσης ασθενούς του με τίτλο "Μια περίπτωση ιδεοψυχαναγκαστικής νεύρωσης με
πρόωρες εκσπερματίσεις", η οποία δημοσιεύτηκε στην Revue Francaise de Psychanalyse
τόμος XIV,αρ.3, 1950, μαζί με τα άρθρα των δύο άλλων Ελλήνων. (Η δημοσίευση
εργασιών ως τεκμήριο της θεωρητικής τους κατάρτισης και της κλινικής τους πρακτικής
ήταν αναγκαία προϋπόθεση για την ενσωμάτωσή τους στην γαλλική εταιρία). Όσον αφορά
στο δεύτερο κείμενο, πρόκειται επίσης γιά έκθεση προσωπικής κλινικής περίπτωσης, η
οποία, ημιτελής και αδημοσίευτη, φέρει τον τίλο "Μιά περίπτωση ασυνείδητης
φιλοφοφυλίας" και ευρέθη στα προσωπικά χαρτιά του ποιητή. Τα δύο αυτά κείμενα,
ανέκδοτα στην Η Μαρία Βοναπάρτη(Φωτ. Α.Εμπειρίκος) ελληνική μέχρι τούδε, πρόκειται
σύντομα να κυκλοφορήσουν από τις εκδόσεις "Αγρα". Η ψυχαναλυτική καριέρα του ποιητή
έληξε τον Απρίλιο του 1951, μετά από δεκαέξι χρόνια δουλειάς. Δεν είναι σαφές για
ποίους λόγους ο Εμπειρίκος έβαλε τέλος στην άσκηση της ψυχαναλυτικής του
λειτουργίας* υπάρχουν έντονες φήμες που υπαινίσσονται αστυνομικές παρενοχλήσεις,
μέχρι και ποινικές διώξεις εναντίον του, προκληθείσες από κάποιους που κατέδωσαν
την πρακτική του ως ανήθικη ή μη δεοντολογική. Τίποτε όμως από αυτά δεν έχει
εδραιωθεί με αξιοπιστία πάνω σε σαφή τεκμήρια.
Σχετικά με την απόπειρα επίσημης αναγνώρισης των πρώτων εκείνων Ελλήνων
ψυχαναλυτών, τίθεται ένα εύλογο ερώτημα: Αναγκαία και υπέρτατη προϋπόθεση ήταν και
τότε η προσωπική διδακτική ανάλυση των υποψηφίων κοντά σε διδάσκοντα ψυχαναλυτή. Αν
αυτόν τον όρο πληρούσε φυσικά ο Εμπειρίκος χάρη στην ανάλυσή του με τον Λαφόργκ, το
ίδιο δεν ίσχυε για τους Κουρέτα και Ζαβιτσιάνο. Ο Θ.Τζαβάρας που έχει μελετήσει
διεξοδικά τον Ανδρέα Εμπειρίκο ψυχαναλυτή και τα αρχεία του θεωρεί σχεδόν βέβαιο,
στηριζόμενος σε έμμεσες και συγκλίνουσες μαρτυρίες, πως τούτος υπήρξε διδάσκων
ψυχαναλυτής των άλλων δύο. Αυτό θα σήμαινε αυτομάτως πως ο Εμπειρίκος είναι όχι
μόνον ο χρονικά πρώτος έλληνας ψυχαναλυτής, αλλά και ο αρχικός κρίκος της
γενεαλογικής αλυσίδας της ελληνικής ψυχαναλυτικής κοινότητας. ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΥΡΙΑΣ
Αναδημοσίευση από Εθνικό κέντρο βιβλίου
Μαξ Ερνστ
διαγωγή της. Κανένα πνευματικό της παραστράτημα δεν πρόκειται να μας διαφύγει... 7.
Είμαστε δεξιοτέχνες στην Εξέγερση. Δεν υπάρχει ένα μέσο δράσης που να μην είμαστε
σε θέση να χρησιμοποιήσουμε, αν χρειαστεί... Ο Σουρεαλισμός δεν είναι μορφή της
ποίησης. Είναι μια κραυγή του πνεύματος που ξαναγυρίζει στον εαυτό του με την
απεγνωσμένη απόφαση να σπάσει τις αλυσίδες του. Και στην ανάγκη με υλικά σφυριά.
(Από το βιβλίο του Maurice Nadeau , Ιστορία του Σουρεαλισμού, μτφρ. Α.
Παπαθανασοπούλου, "Πλέθρον",1978) Αναδημοσίευση από Εθνικό κέντρο βιβλίου
Ενόρασις των πρωινών ωρών Στις πρασιές του ιπποφορβίου τρέχουν Κόκκινοι κέλητες και
άσπροι πώλοι θεραπαινίδες κτενίζουν τις Μακριές χαίτες Γέλια αντηχούν πίσω από τα
δέντρα Ψίθυροι συστέλλονται κ α ι διαστέλλονται Όρθιος ένας ιππεύς αγάλλεται στα
χάδια που βαθμηδόν συγκλίνουν
Προς την φλύαρη μήτρα των ιωβηΛΑΙΩΝ Απεριφράστως ο Ιωβ εγκαταλείπει την παλαιά του
θέσι Κολυμπά μεσα στα νερά δεξαμενής γεμάτης Και βλέπει με κατάπληξι πως κολυμπά με
άνεσι Πλησιάζει μια νεάνιδα με στήθη σΦύΖοντα 50 χρόνια τόθελε μα δεν τολμούσε 50
χρόνια έβλεπε στον ύπνο του τα άλογα των σΕΡΑΦΕΙΜ Τρέχαν σε κάμπον χλοερόν όπου Κ ε
λ ά ρ υ ζ ε ένα ρυάκι Μπροστά στον κτίστη του ουρανού με τα μεγάλα μάτια Ο Κτίστης
στερεώνει δυο καπόνια στο δώμα ενός μεγάλου κτίσματο ς Εν συνεχεία αντλεί με το ένα
χέρι δροσερό νερό και με το άλλο του χέρι αίμα Οχι των αφαιμάξεων μα αίμα προσφοράς
στους ζώντας Αίμα χαρμόσυνον όχι παρμένο μα δοσμένο Κάτω στον δρόμο μια βάρκα
περιμένει να την υΨώση ο κτίστης ως το δώμα Ήρθε ο καιρός της απολυτρώσεως των
κοριτσιών και των εφήβων Ο κτίστης γ υ ρ ί ζ ε ι τα βαρούλκα Ανέρχονται όλοι με την
βάρκα Στα δώματα ανθούνε μυγδαλιές Η βάρκα προσεγγίζει Οι βαρκάρηδες είναι οι
πατέρες των παιδιών που ανέρχονται Κάτω από μιαν κερασιά ένας τυφλός ποιητής υμνεί
τον Ίμερο Για πρώτη φορά σε αυτόν τον τόπο τον ονομάζουν Έρωτα Ενα σουραύλι αντηχεί
κοντά του κανείς δεν βλέπει ποιός το παίζει Άνεμος είναι μέσα στα σύννεφα και τα
σκορπίζει Φυσάει και σπρώχνει τα πανιά της βάρκας που ανέρχεται Οι μακαράδες
τρίζουν Αναφωνούν στη βάρκα τα κορίτσια και ηδονίζονταΙ Το δώμα υψώνεται 5 - 6
μέτρα Ώστε να ΔΙΑΡΚΕΣΗ πιο πολύ Ο γλυκασμός Η αγαλλίασις των νεαρών πλασμάτων που
Εξογκώνεται Η βάρκα ανέρχεται ο λ ο ν έ ν Σαν ένα ξεχείλισμα τώρα στο δώμα φτάνει
Ενώ στην πλώρη της με μανιώδη επιμονήν Πλένει το πρόσωπό της μια γάτα . top
Ράγκα - Παράγκα ή Όταν τα συνήθη λόγια δεν αρκούν Οι τρόποι κάθε πραγματικής
ανανεώσεως Μοιάζουν με διαρκές ξεχείλισμα Ενός μεγάλου κανατιού μέσα από χέρια
οινοχόων Ή λουλουδιών μέσα από κάνιστρα γιομάτα Που τα κρατούν νεάνιδες με
γυμνωμένα στήθη . Το κάθε ξεχείλισμα Η κάθε ανανέωσις Είναι παιδί που έρχεται
Μπροστά σε μάτια έκθαμβα γερόντων Που έτσι και μόνον έτσι Βλέποντας γυμνά τα μέλη
της νεότητας Και ακούγοντας τα πτερουγίσματα των νεοσσών Ή τα τραγούδια των
κοριτσιών και των εφήβων Έτσι και μόνον έτσι μπορούν να ξανανιώσουν Δεχόμενοι το
σφρίγος της νεότητας Έστω και αν δεν καταλαβαίνουν οι γερόντοι Μια - μια τις λέξεις
των ωδών και των θουρίων Έστω και αν ονομάζουν Τα θούρια αυτά ακατανόητα Ακατανόητα
Διότι ποτέ δεν γνώρισαν οι νεοσσοί Τους διδασκάλους παλαιοτέρων εποχών Και την
φαρέτραν της διαλεκτικής Πολλών πτωχοπροδρόμων διδασκάλων Διαφόρων αντιμαχομένων
διδασκαλιών του παρελθόντος . Ράγκα - Παράγκα λοιπόν το θούριον Με την λαλιάν αυτών
που ομιλούν στην οικουμένη Ράγκα - Παράγκα με φωνήν ασκίαστη Σε τόπους αναχωρητών
και κοσμοπόλεις Ράγκα - Παράγκα τώρα και αύριον
Ράγκα - Παράγκα σαν βήμα ελεφάντων Που υπερβέβαιοι διαβαίνουν Κάποτε - κάποτε
λουόμενοι Τον μέγαν ποταμόν Ζαμβέζην Ράγκα - Παράγκα σαν τα σκιρτήματα των
ιαγουάρων Μέσα στα φυλλώματα και υπό τα όμματα ειρηνικών σκιούρων Ράγκα - Παράγκα
σαν πλατάγισμα ουράς μιάς φάλαινας Όταν ανέρχεται απο τους βυθούς ως Αναδυομένη Ή
Μεγαλόχαρη μέσα σε αφρούς φανερωμένη Ηλιοχαρή παιγνίδια στις επιφάνειες παίζει
Συντρίβουσα εν ανάγκη τα φαλαινοθηρικά Αν τούτοι οι κυνηγοί του λίπους της Υπέρ το
δέον επιμένουν Εις την αισχράν επίθεσίν των . Ράγκα - Παράγκα λοιπόν το θούριον Εις
τα χωράφια και τας πόλεις Στις πεδιάδες και στα όρη Εις τας οδούς και τα σοκκάκια
Όταν στον κόσμον συντελείται πάκτωσις Ως εις στιγμάς μιας πλήρους συνουσίας Που
ισοδυναμεί με μιαν κατάφασιν κεραυνοβόλον Με "ναι" και "ναι" και πάλιν "ναι " Και
εν ανάγκη και όταν το "όχι " Παρουσιάζεται ως φράγμα Υπο το προσωπείον παρθενίας
Που πρέπει οπωσδήποτε να διατρηθή Αν πρόκειται κάποια συνέχεια να υπάρξη Αν
πρόκειται ο θάνατος να υπερνικηθή Ράγκα - Παράγκα ακόμη τότε Τουτέστιν κάθε φορά
που ο μέγας πασίχαρος κριός Ευλογητός και ευλογών σπαργών εισδύει Τείχη και πύλας
καταρρίπτων Κομίζων των θεών τα νικητήρια Εις τους ανθρώπους δώρον . Ράγκα -
Παράγκα λοιπόν το θούριον Με μια κραυγή γιομάτη Κατά των υπερβολικά λεπτών και εξα-
υλωμένων
Ράγκα - Παράγκα ρίγος βαθύ της γης Και παφλασμός κυμάτων επαλλήλων Που εκσπούν εις
τους αιγιαλούς αισίως Ή σπάζοντας εν μέσω αφρών Βροντούν στα σπήλαια και τους
βράχους Όπως ξεσπούν τα κύμβαλα Επάνω από τον ήχον των εγχόρδων Ράγκα - Παράγκα
σάλπιγγες πιο δυνατές Και απο τις σάλπιγγες της Ιεριχούς Κι απο τα σχοινιά πάσης
αγχόνης Ράγκα - Παράγκα κατά των σοφιστών Κατά των εγωπαθών και των στεγνών
ανθρώπων Ράγκα - Παράγκα πίδακες του πνεύματος αειθαλείς και άσπρες χαρές της ύλης
Ράγκα - Παράγκα υπέρ αθλήσεως της ηδονής Ράγκα - Παράγκα υπέρ ποιήσεως σπερματικής
και θείας καλωσύνης Χριστού - Αδώνιδος ερωτικού και ανθρώπου Σφρίγος της γης Ράγκα
- Παράγκα Αντίδοτον πάσης μελαγχολίας Γδούπος λευκός βελούδινος αγγέλων Που
προσγειούμενοι μπροστά μας φέρνουν Αντί ρομφαίας εδεμικήν τροφήν στους πειναλέους
Γάλα κουτιού γλυκό Νεστλέ και του ουρανού το μάννα Ράγκα - Παράγκα - Ράγκα !
Ο Παναγιώτης Βήχος μελοποιεί Ανδρέα Εμπειρίκο Παίζουν τα ΜΟΥΣΙΚΑ ΣΥΝΟΛΑ ΤΗΣ ΕΡΤ
Διευθύνει ο Παν. Βήχος Τραγουδούν: Γιώργος Ρούσσης , Θέλμα Καραγιάννη Μουσική:
Παναγιώτης Βήχος Ποίηση: Ανδρέας Εμπειρίκος
1. 2. 3. 4. 5.
Οι κύκλοι μας Οι κύκλοι μας ανήκουνε στην οικουμένη. Allegro Moderato Ο Μέγας
Ανατολικός Εις την οδό των Φιλελλήνων Απαγγέλει ο Ανδρέας Εμπειρίκος Πρόγονοι εμείς
των γενεών
6. 7.
Ως Έργον Ατελεύτητον ΣΑΝ ΥΦΑΙΣΤΕΙΟ ΠΟΥ ΕΚΡΗΓΝΥΤΑΙ (ειδική διασκευή για το ΜΕΓΑ
ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ, του LA VALSE του RAVEL, από τον Παν. Βήχο) Παίζει, μόνο σε αυτό το
μουσικό μέρος, η ΣΥΜΦΩΝΙΚΗ ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΤΟΥ ΛΟΝΔΙΝΟΥ
Βιογραφικά στοιχεία
1945 Αρχίζει να γράφει το μυθιστόρημα O Μέγας Aνατολικός. Γράφει τα κείμενα Ζεμφύρα
ή Το μυστικό της Πασιφάης και Βεατρίκη ή Ένας έρωτας του Buffalo Bill. Ένα κείμενο
για τον Νίκο Εγγονόπουλο στο περιοδικό Τετράδιο με τίτλο «Νικόλαος Εγγονόπουλος ή
το θαύμα του Ελμπασάν και του Βοσπόρου». Τυπώνεται η ΕΝΔΟΧΩΡΑ από τις εκδόσεις του
περ. Τετράδιο 1947 Δεύτερος γάμος του με την Βιβίκα Ζήση.
Με την Βιβίκα
1948 Συμμετέχει στην πρώτη ελληνική ψυχαναλυτική ομάδα με τους Γ. Ζαβιτζιάνο και Δ.
Κουρέτα. Πεθαίνει ο πατέρας του Λεωνίδας στη Γενεύη. 1949 Παρακολουθεί στη Ζυρίχη
το Διεθνές Ψυχαναλυτικό Συνέδριο. 1950 Εκλέγεται μέλος της Ψυχαναλυτικής Εταιρίας
Παρισίων. 1951 Διακόπτει την ψυχαναλυτική πρακτική. Τελειώνει στην Άνδρο το
μυθιστόρημα Ο Μέγας Ανατολικός.Tο έργο αποτελείται από 1700 χειρόγραφες σελίδες
στην πρώτη μορφή του. Θα συνεχίσει να το συμπληρώνει και να του προσθέτει νέα
κεφάλαια ώς το τέλος της ζωής του. Παρακολουθεί στο Άμστερνταμ το νέο Διεθνές
Ψυχαναλυτικό Συνέδριο και λίγο αργότερα εγκαθίσταται στο Παρίσι. 1953 Επιστρέφει
στην Ελλάδα. Mε τη Bιβίκα ταξιδεύουν συχνά στην Άνδρο και σε άλλα μέρη της Eλλάδας.
1955 Έκθεση φωτογραφιών του στην αίθουσα «Ιλισσός» (Αμερικής 13). 1957 (Οκτώβριος)
Γέννηση του γιού του Λεωνίδα. Eγκαθίσταται στην οδό Νεοφύτου Βάμβα, αρ. 6. Από το
χρόνο αυτό περνάει τα καλοκαίρια στη Γλυφάδα. 1959-65 Γράφει τα περισσότερα
ποιήματα των συλλογών Οκτάνα και Aι Γενεαί πάσαι ή Η σήμερον ως αύριον και ως χθες.
1960 Τυπώνονται τα ΓΡΑΠΤΑ ή ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ (1936-1946) από τις εκδόσεις
«Δίφρος». 1962 Τυπώνονται στη σειρά των εκδόσεων «Γαλαξίας» η Υψικάμινος και η
Ενδοχώρα σ’ ένα τόμο με γενικό τίτλο: Ποιήματα. Ο Eμπειρίκος, ο Ελύτης και ο
συγγραφέας Γιώργος Θεοτοκάς ταξιδεύουν στην Σοβιετική Ένωση
ύστερα από πρόσκληση του Συνδέσμου «Ε.Σ.Σ.Δ. – Ελλάς». Μετά το ταξίδι αυτό θα
γράψει το ποίημα «Ες Ες Eς Ερ Ρωσσία». Στην Ρωσία (1962) 1963 (6 Φεβρουαρίου)
Ομιλία για τον Νίκο Εγγονόπουλο στην αίθουσα του Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ινστιτούτου
με την ευκαιρία της ατομικής έκθεσης του ζωγράφου.
1964 Δημοσιεύεται σε συνέχειες η «Αργώ ή Πλους αεροστάτου» στο περ. Πάλι και σε
μετάφραση του Michel Saunier στο περ. Mercure de France. Από την εταιρία «Διόνυσος»
κυκλοφορεί στη σειρά «Ελληνικά ποιήματα» ο δίσκος: Ο Εμπειρίκος διαβάζει Εμπειρίκο.
1965 Γράφει το μακρύ επικό ποίημα «Η άσπρη φάλαινα (παραλλαγαί στο μέγα θέμα του
Moby-Dick του Herman Melville)». 1966 Κυκλοφορούν σε αγγλική έκδοση τα Γραπτά με
τίτλο Amour Amour σε μετάφρ. Nίκου Στάγκου και A. Ross και σκίτσα του Μ. Αργυράκη.
1967 Τυπώνεται σε αγγλική έκδοση (μετ. N. Στάγκου) η Αργώ ή Πλους αεροστάτου. Δίνει
συνέντευξη στην Ανδρομάχη Σκαρπαλέζου, που δημοσιεύεται μόλις τον Μάρτη του ’76.
Γράφει το [Άρμαλα ή] Εισαγωγή σε μία πόλι, εισαγωγικό μέρος σ’ ένα νέο μυθιστόρημα
που όμως δεν θα τελειώσει. 1971(26 Ιανουαρίου) Ομιλία του στο Κολέγιο Αθηνών για
την μοντέρνα ποίηση. 1973 Kαλεσμένος στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης μιλάει για το έργο του. Θάνατος της μητέρας του. 1974 Το ποίημα Ο
ΔΡΟΜΟΣ
κυκλοφορεί σε αυτοτελή έκδοση από τις εκδόσεις του περ. Τραμ. Η Υψικάμινος, η
Ενδοχώρα και τα Γραπτά κυκλοφορούν σε νέα έκδοση από τις εκδόσεις Με τον γιό του
Λεωνίδα «Πλειάς». 1975 (3 Αυγούστου) Ο Ανδρέας Εμπειρίκος πεθαίνει στην Κηφισιά, σε
ηλικία 74 ετών.
Μ' άλλα λόγια: το Ασυνείδητο είναι Ταξίδι. Δεν είναι τόπος καθηλώσεως. Είναι περι-
πλάνηση γύρω από μια αρχέγονη, ριζική απώλεια, ένα κενό, η περιδίνηση γύρω από μια
οπή, όπου, ορισμένες στιγμές, το υποκείμενο του ασυνειδήτου μπορεί να δει ξαφνικά
να φωσφορίζει το χαμένο αντικείμενο και αίτιο του Πόθου. Το Ασυνείδητο δεν είναι
μόνο μια Πλωτή Μηχανή παραγωγής πόθων, το υπερωκεάνιον ο «Μέγας Ανατολικός», αλλά
και η Μεγάλη Δοκιμασία που αυτό συναντάει στη διάρκεια της ωκεάνειας μετάβασης, η
απειλή που φέρνει σε κρίση την ίδια την μετάβαση, το ενδεχόμενο του ναυαγίου, όπως
η μυθιστορία «Μέγας Ανατολικός» δείχνει. Το Ασυνείδητο σαν περιδίνηση είναι ο ίδιος
ο κυκλώνας, ο Μέγας Στρόβιλος που υψώνεται σπειροειδώς μέσα στον ωκεανό της Φύσης
και της Ιστορίας, ενώνοντας το βάθος και το ύψος, τα έγκατα, όπου αναβλύζει η
πανίσχυρη ερωτική ενόρμηση και το «Μέγα Φως το Άκτιστον», που φωτίζει τα πάντα,
άνευ ορίων, άνευ όρων. Το Ασυνείδητο, η Κιβωτός, η Μηχανή του Πόθου, το Ταξίδι,
ωθούν πάντα προς το τέλος της Οδύσσειας, προμηνύουν πάντα «τον ερχομό και την
ανάγκη των νέων Παραδείσων». Ο Σάββας Μιχαήλ είναι γιατρός και δοκιμιογράφος
Ο Λεωνίδας Εμπειρίκος μιλάει για τον πατέρα του
"Θυμάμαι έναν άνθρωπο αφάνταστα στοργικό"
(Ο Λεωνίδας Εμπειρίκος μιλάει στον Τάσο Γουδέλη) Όταν το σκέπτομαι, μου είναι
δύσκολο να απομονώσω μία εικόνα. Έχω συγκρατήσει πολλές εικόνες του από τα σπίτια
μας στην Αθήνα, στην Γλυφάδα και στην Άνδρο, γύρω στο '60, όταν με έβγαζε
φωτογραφίες: θυμάμαι τις κινήσεις του, απροσδιόριστους ήχους, πολλά του λόγια καθώς
με τραβούσε... τόσο στο σπίτι όσο και έξω. Ήμουν τριών ετών. Η χρονιά του '60 έχει
αποτυπωθεί στην μνήμη μου γιατί συχνά μιλούσαν οι δικοί μου για την νέα δεκαετία
που άρχιζε. Με φωτογράφιζε και στο σπίτι της γιαγιάς μου της Στεφανίας, της μητέρας
του, που έμενε Αινειάνος 8, στην Πατησίων δίπλα στην ΓΣΕΕ. Πηγαίναμε εκεί τις
Κυριακές οικογενειακώς. Στο δρόμο συνέχεια μου μιλούσε. Στην πολυκατοικία της
γιαγιάς έζησε και ο ίδιος στην Κατοχή και λίγο μετά. Εγώ μεγάλωσα στο σπίτι της
Νεοφύτου Βάμβα 6, στο Κολωνάκι. Θυμάμαι έναν άνθρωπο αφάνταστα στοργικό. ΤΑΣΟΣ
ΓΟΥΔΕΛΗΣ: δεν ξέρω εάν ποτέ σκεφθήκατε ότι πιθανόν υπάρχει στην μνήμη σας μία πρώτη
εικόνα από τον πατέρα σας... ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ: Όταν το σκέπτομαι, μου είναι
δύσκολο να απομονώσω μία εικόνα. Έχω συγκρατήσει πολλές εικόνες του από τα σπίτια
μας στην Αθήνα, στην Γλυφάδα και στην Άνδρο, γύρω στο '60, όταν με έβγαζε
φωτογραφίες: θυμάμαι τις κινήσεις του, απροσδιόριστους ήχους, πολλά του λόγια καθώς
με τραβούσε... τόσο στο σπίτι όσο και έξω. Ήμουν τριών ετών. Η χρονιά του '60 έχει
αποτυπωθεί στην μνήμη μου γιατί συχνά μιλούσαν οι δικοί μου για την νέα δεκαετία
που άρχιζε. Με φωτογράφιζε και στο σπίτι της γιαγιάς μου της Στεφανίας, της μητέρας
του, που έμενε Αινειάνος 8, στην Πατησίων δίπλα στην ΓΣΕΕ. Πηγαίναμε εκεί τις
Κυριακές οικογενειακώς. Στο δρόμο συνέχεια μου μιλούσε. Στην πολυκατοικία της
γιαγιάς έζησε και ο ίδιος στην Κατοχή και λίγο μετά. Εγώ μεγάλωσα στο σπίτι της
Νεοφύτου Βάμβα 6, στο Κολωνάκι. Θυμάμαι έναν άνθρωπο αφάνταστα στοργικό.
Τ.Γ.: Κάνοντας αναδρομή στις πρώτες σας μνήμες από τους γονείς σας και τους χώρους
στους οποίους ζήσατε, ποια άλλα στοιχεία έχετε συγκρατήσει εκτός των προηγουμένων;
Λ.Ε.: Πολλά απ' όσα συνέβαιναν στο εξοχικό σπίτι μας, στην Γλυφάδα (Αθηνών 3), που
νοικιάζαμε από το 1958, όταν ήμουν ενός έτους, μέχρι τον θάνατο του μπαμπά το 1975.
Θυμάμαι τα παιχνίδια στα μπλε και άσπρα πλακάκια του κήπου και στα κόκκινα και
άσπρα του εσωτερικού. Με έβγαζε και σ' εκείνο το σπίτι φωτογραφίες. Περνούσαν τα
αεροπλάνα για το Ελληνικό και ο μπαμπάς μου μάθαινε τα μοντέλα τους. Ακούγαμε τον
θόρυβο και φωνάζαμε μαζί: ''DC 6 της Ολυμπιακής'', ''Λόκχηντ Κονστελέησον της
Λουφτχάνσα''... Ήξερα από 4 ετών όλους τους τύπους των αεροπλάνων. Έντονες
αναμνήσεις έχω και από το Παρίσι, όπου πήγαμε το 1961 για μια εγχείρηση της μητέρας
μου και μείναμε δύο μήνες. Έχει αποτυπωθεί έντονα μέσα μου το ξενοδοχείο Οτέλ
Αβιατίκ, στη Ρη ντε Βοζιράρ, και η κλινική. Πήγαμε με τραίνο. Περνώντας από την
Γιουγκοσλαβία ο μπαμπάς ήταν ενθουσιασμένος γιατί την αγαπούσε πολύ. Μ' έκανε να
πλάσω μύθους γι' αυτή την χώρα. Βλέπαμε άλογα μεταξύ Μακεδονίας και Σερβίας και
εκείνος συνεχώς σχολίαζε με πάθος τις εικόνες. "Γυιέ μου", έλεγε, ((η Γιουγκοσλαβία
δεν είναι μία αλλά πολλές δημοκρατίες...", και μου τις απαριθμούσε: Σερβία,
Κροατία, Βοσνία -Ερζεγοβίνη, Μαυροβούνιο και Μακεδονία. Του άρεσε η Ιστορία και μου
μετέδωσε την αγάπη του. Πάντα μου μιλούσε για ιστορικά γεγονότα αλλά τα διάνθιζε με
μυθικά στοιχεία. Στην επιστροφή από το Παρίσι χρησιμοποιήσαμε και πλοίο που πήραμε
στην Βενετία. Στο ποίημα του ((Ο δρόμος" ο στίχος "... μια τελευταία Βενετία..."
έχει σχέση και με εκείνο το ταξίδι μας. Τ.Γ.: Μα και ο άλλος στίχος "... και ένας
περάτης γονδολιέρης", στο ίδιο ποίημα, φαντάζομαι ότι είναι εμπνευσμένος από
τότε... Λ.Ε.: Ακριβώς. Από τον γονδολιέρη που μας πήρε από τον σταθμό και μας
μετέφερε στο καράβι Σαν Τζόρτζιο της "Αντριάτικα". Το πλοίο αυτό μας έφερε στον
Πειραιά. Πέρασε μέσα από τον Ισθμό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Μπαίνοντας στον
Σαρωνικό, ο μπαμπάς αναφωνούσε μακρόσυρτα: <<Μπαίνουμε στο Σαρωνικοοό...>>
Το <<Καμιά φορά επιστρέφοντας από τους Παρισίους... μέσα στ' αρώματα της
πεύκης...>> αναφέρεται σ' εκείνη την εμπειρία. Και να σας πω: τα πεύκα τότε του
Σοφικού της Κορινθίας και των Μεγάρων ευωδίαζαν γύρω από το πλοίο. Άρεσε στον
πατέρα μου το ταξίδι δια θαλάσσης. Αγαπούσε το νερό, τις μεγάλες επιφάνειες και τα
ταξίδια. Αντιμετώπιζε τα πλοία ως ποιητικά αντικείμενα, ως πηγές έμπνευσης... Ο
πατέρας του, Λεωνίδας, ήταν εφοπλιστής, και του μετέδωσε την λατρεία του για τα
καράβια. Γενικά αγαπούσε τις μηχανές: αυτοκίνητα, μοτοσυκλέτες, πλοία, τρακτέρ.
Είχα μια πολύ πλούσια συλλογή παιχνιδιών Ματς μποξ. Το συρτάρι του γραφείου του
ήταν γεμάτο από μοντέλα. Τα είχε αγοράσει από παλιά και τα φύλαγε (θαυμάζοντας τα,
πρώτα ο ίδιος), για να μου τα χαρίσει στα γενέθλια μου στα 7 μου χρόνια. Τα έχω
ακόμα... Προπολεμικά είχε πολλές και ακριβές φωτογραφικές μηχανές, μοτοσυκλέτες και
αυτοκίνητα. Ήταν από τους πρώτους που οδηγούσε μοτοσυκλέτες στην Ελλάδα. Κάποτε ο
βασιλιάς Αλέξανδρος του ζήτησε να αγοράσει μια Χέντερσον που την είχε φέρει με
πλοίο ο παππούς μου από την Αμερική. Ο πατέρας μου ήταν 20 ετών και το περιστατικό
συνέβη λίγους μήνες πριν πεθάνει ο Αλέξανδρος από το δάγκωμα της μαϊμούς. Τ.Γ.:
Μιλείστε μου για το οικογενειακό σας δέντρο. Λ.Ε.: Ο πατέρας μου είχε τρία αδέλφια:
ήταν ο μεγαλύτερος, ακολουθούσε ο Μαράκης, μετά ο Τάκης και τελευταίος ο Κίμων. Ο
Τάκης πέθανε νεότατος και ο Κίμων το 1981, στην Νέα Υόρκη. Ο παππούς Λεωνίδας ήταν
εφοπλιστής, επιχειρηματίας και νέος είχε ασχοληθεί με την πολιτική: ήταν
βενιζελικός μέχρι το κόκαλο. Ήταν βουλευτής Άνδρου μέχρι τα τέλη του 1920 και είχε
διατελέσει Υπουργός Επισιτισμού στην Κυβέρνηση της Άμυνας στην Θεσσαλονίκη. Η
καταγωγή του ήταν από την Χώρα της Άνδρου. Ο ιστορικός και μελετητής της Άνδρου
Δημήτρης Πολέμης έχει πει ότι η απώτερη καταγωγή του είναι από κάποιους Μπιρίκους,
που ζούσαν πριν από τον 19ο αιώνα, στην βόρεια Χίο και εγκαταστάθησαν στο χωριό
Αψηλού της Άνδρου όπου υπάρχει ακόμα ένα ερειπωμένο σπίτι το οποίο δεν ξέρουμε σε
ποιον ανήκει. Το όνομα Λεωνίδας προήλθε από αλλαγή του Λινάρδος και το Εμπειρίκος
από διασκευή του Μπιρίκος. Ανάδοχος και των δύο υπήρξε ο Θεόφιλος Καΐρης, τον
οποίο, σημειωτέον, θαύμαζε ο πατέρας μου ως διαφωτιστή. Ο παππούς μου πήγε στην
Βραΐλα αρχές του περασμένου αιώνα και εκεί γεννήθηκε ο πατέρας μου, το 1901. Δύο
Σεπτεμβρίου με το Ιουλιανό.
Η γιαγιά μου ήταν Ρωσίδα κατά το ήμισυ και του έμαθε τη γλώσσα της άριστα. Τους
άκουγα να μιλούν ρωσικά ακόμα και στο τηλέφωνο και καταλάβαινα τα πάντα. Ο πατέρας
μου μέχρι το 1914 ζούσε τον περισσότερο καιρό στην Σύρο και πήγαινε πολύ συχνά στην
Ρωσία. Τ.Γ.: Είναι γνωστή και περίπου θρυλική η σχέση τον Ανδρέα Εμπειρίκου με την
ψυχανάλυση. Πότε, όμως, αρχίζει να ασχολείται με την λογοτεχνία; Λ.Ε.: Από τα 18
μέχρι τα 22 του χρόνια έγραφε στίχους παλαμικούς. Η σχέση του με τη λογοτεχνία
καθορίζεται από μια σειρά σημαντικών γεγονότων της ζωής του. Σε ηλικία 17 χρονών
περίπου ήταν Τολστοϊστής. Όταν πια είχε παραιτηθεί από την επιχείρηση του πατέρα
του, πήγαινε με τα πόδια στο Μπογιάτι και όργωνε με τους αρβανίτες χωρικούς στο
πατρικό τσιφλίκι. Ήταν η πρώτη του εξέγερση εναντίον του παππού μου. Η δεύτερη ήταν
όταν πήγε και δούλεψε εργάτης στα λιγνιτωρυχεία του πατέρα του στο Αλιβέρι για
λόγους ιδεολογικούς. Εκείνη την εποχή έγραψε το ''Κόκκινο τραγούδι", όπου
αναφέρεται σε ένα λαϊκό δικαστήριο στο οποίο πρόεδρος είναι ένας λεβητοποιός,
''ένας λεβέντης δικαστής..." και μάλλον δικάζει κάποιον που μοιάζει στον παππού
μου... Η ειρωνεία είναι ότι αργότερα ο ίδιος ο πατέρας μου θα ανακριθεί και θα
δικασθεί από το ΚΚΕ. Με την ψυχανάλυση ασχολήθηκε σε μια εποχή μεγάλης κρίσης με
τον πατέρα του, όταν περνούσε μια ζωή ως "πλαίυ μπόυ" στην Κυανή Ακτή, σε ένα
πολυτελές σπίτι που είχε αγοράσει ο πατέρας του από έναν ρώσο πρίγκηπα για να ζήσει
στην Γαλλία. Επισκέφθηκα αυτό το σπίτι με την μητέρα μου το 1978: είχε μετατραπεί
σε πολυκατοικία ακριβών διαμερισμάτων... Στην παλιά του κατάσταση φαίνεται καθαρά
σε φωτογραφίες του πατέρα μου με τα αδέλφια του, όπου όλοι ποζάρουν δίπλα σε ωραίες
φιλενάδες του παππού μου. Και ο πατέρας μου είχε πολλές ερωτικές περιπέτειες εκείνη
την εποχή, στην δεκαετία του '20. Όμως περνούσε ταυτόχρονα και μεγάλη ηθική κρίση.
Ένιωθε άσχημα απέναντι στην μητέρα του, που ο πατέρας του είχε χωρίσει εν τω
μεταξύ, αλλά και βλέποντας την τεράστια ταξική ανισότητα της κοινωνίας στην οποία
ανήκε. Διηγόταν ότι κάποτε μια νεαρή υπηρέτρια του είπε: ((Κύριε Ανδρέα, είσθε ο
μόνος εδώ μέσα που διαφέρει από τους άλλους...". Τότε ανακάλυψε την ψυχανάλυση και
έκανε πρώτα ο ίδιος ανάλυση με τον Ρενέ Λαφόργκ. Μόλις είχε γυρίσει από το Λονδίνο
όπου, εκτός από
την συμμετοχή του στις οικογενειακές επιχειρήσεις εκεί, είχε διακόψει τις σπουδές
του στην φιλοσοφία και στην αγγλική φιλολογία. Η μητέρα του ζούσε στην Λωζάνη και ο
πατέρας μου την επισκεπτόταν. Παράλληλα σπούδασε στην ίδια πόλη οικονομικά. Έφερε
βαρέως τον χωρισμό των γονέων του. Τ.Γ.: Στην εποχή της γαλλικής "Αβάν-γκαρντ" του
'20, γνωρίζεται με τον Αντρέ Μπρετόν και έρχεται σε επαφή με τον σουρρεαλισμό, αν
δεν απατώμαι... Λ.Ε.: Με τον Μπρετόν έρχεται σε επαφή μέσω του Φρουά Ουιτμάν, ο
οποίος ήταν και ο μοναδικός φίλος του ρεύματος του σουρρεαλισμού: γιατί, καίτοι ο
Φρόυντ επηρέασε τις ιδέες των σουρρεαλιστών, η ψυχανάλυση ως επιστήμη δεν
αποδεχόταν την πρωτοκαθεδρία της Τέχνης... Στο Παρίσι ο πατέρας μου πήγαινε στα
μαθήματα φιλοσοφίας του Αλεξάντρ Κοζέβ για τον Χέγκελ μαζί με τον Μπρετόν, τον
Λακάν, τον Κενώ και άλλους. Έκανε κάπως ανορθόδοξα την διδακτική του ανάλυση: γιατί
ο Λαφόργκ ήταν ταυτόχρονα και ψυχαναλυτής του. Υπολογίζω ότι αυτή η διαδικασία
κράτησε από το 1925 έως το 1931. Αμέσως μετά επιστρέφει στην Ελλάδα και υλοποιώντας
την ((γραμμή" της ψυχαναλυτικής του θεραπείας προσπαθεί να συμφιλιωθεί με τον
πατέρα του, εργαζόμενος ως διευθυντής των ναυπηγείων και μηχανουργείων
((Βασιλειάδη", μιας εκ των επιχειρήσεων δηλαδή του παππού μου. Το 1934, όμως,
διαφωνεί με τον τελευταίο, παίρνει το μέρος των εργατών, παραιτείται και δεν τον
ξαναβλέπει. Αρχίζει τότε να βρίσκεται, μέχρι το 1939, μεταξύ Αθήνας και Παρισίων.
Εν τω μεταξύ ο παππούς μου απογοητευμένος, επειδή η κυβέρνηση Τσαλδάρη, νομίζω, δεν
επιδότησε την επιχείρηση του της "Εθνικής Ακτοπλοΐας", την πούλησε, όπως και όλη
του την περιουσία στην Ελλάδα, ακόμα και αυτή της Άνδρου. Έφυγε στην Γαλλία και δεν
γύρισε ποτέ. Ο πατέρας μου, στο ίδιο διάστημα, γράφει πολλά κείμενα. Έως το 1933
γράφει μη υπερρεαλιστικά κείμενα. Εκδίδει το 1935, ως γνωστόν, την Υψικάμινο.
Ανοίγει το γραφείο του και κάνει ψυχανάλυση επί 16 χρόνια. Παντρεύθηκε την Μάτση
Χατζηλαζάρου το 1940. Τ.Γ.: Ο Ανδρέας Εμπειρίκος με το έργο του δημιουργεί την
βεβαιότητα, εκτός των άλλων, ότι ο αναγνώστης έχει να κάνει με ένα απολύτως
διονυσιακό άτομο. Πόσο αυτή η εικόνα αντιστοιχίζεται με εκείνη του ανθρώπου που ζει
μέσα στους αστικούς κανόνες, επικεφαλής μιας οικογένειας;
Λ.Ε.: Να επαναλάβω -και αυτό είναι μάλλον παράδοξο- ότι η συνολική μου εντύπωση απ'
αυτόν μέχρι τέλους είχε σχέση με την εικόνα ενός συνετού και απολύτως αγαθού
οικογενειάρχη. Παρ' ότι ήταν φανερό πως του άρεσαν υπερβολικά οι γυναίκες, μα πάρα
πολύ... Όμως δεν μου μετέδωσε αυτή την ακραία, ας πούμε, βακχική διάθεση που εκλύει
το έργο του. Όταν πρωτοδιάβασα έφηβος, με κριτικό πνεύμα, τα κείμενα του ή άκουσα
να τα απαγγέλλει στον δίσκο, παραξε-νεύθηκα, ομολογώ, με την διαφορά που
παρουσίαζαν όλ' αυτά με την συμπεριφορά του ως πατέρα. Αργότερα κατάλαβα ότι αυτές
οι αντιθέσεις μπορούν να συνυπάρξουν σε μιαν προσωπικότητα. Αν και να σας πω,
μπορεί η ζωή του πατέρα μου μέχρι τον πρώτο του γάμο ή μέχρι το 1947, όταν
παντρεύθηκε την μητέρα μου, να ήταν διαφορετική απ' αυτήν που γνώρισα... Τ.Γ.: Εξ
όσων έχω διαβάσει έχει ενδιαφέρον η ζωή τον πατέρα σας στα χρόνια της Κατοχής.
Λ.Ε.: Κατά την διάρκεια της Κατοχής βρίσκεται στην Ελλάδα. Από το 1934, όταν έπαψε
να έχει σχέσεις με τον πατέρα του, βιοπορίζεται από το επάγγελμα του ψυχαναλυτή.
Συμφιλιώθηκε με τον πατέρα του στον Εμφύλιο, μετά την τραυματική του εμπειρία λόγω
της ομηρίας του από την ΟΠΛΑ και τον ΕΛΑΣ. Πριν πω για την ζωή του στην Κατοχή και
τις μετέπειτα περιπέτειες του, να κάνω μια παρένθεση και να προσθέσω ότι επί μια
δεκαετία ήταν ακραιφνής Μαρξιστής θεωρητικά, και σοσιαλιστής. Το ότι δεν εντάχθηκε
σε κόμμα είναι, νομίζω, προφανές εξαιτίας της απόλυτα αρνητικής στάσης του κόμματος
λόγω υπερρεαλισμού και ψυχανάλυσης. Το 1936 δίνει μια συνέντευξη στον Κωστή Μπαστιά
στην οποία κατηγορεί την συντηρητική στροφή της Γ' Διεθνούς και ακολουθεί την
τροτσκιστική στροφή του Μπρετόν αλλά χωρίς να ενταχθεί πρακτικά. Ο ίδιος
χαρακτήριζε τον εαυτό του σοσιαλιστή. Όταν έγινε η ρήξη των γάλλων υπερρεαλιστών με
το Γαλλικό Κ.Κ. έστειλε στον Μπρετόν, το 1935, ένα τηλεγράφημα στο οποίο έλεγε ότι
τον ακολουθεί με μεγάλη χαρά ελπίζοντας, όμως, να μην έχει κόψει τις γέφυρες με τον
ιστορικό υλισμό και την ψυχαναλυτική θεωρία. Μέσα στην Κατοχή κρύβει στο σπίτι του
διαφόρους κυνηγημένους. Μεταξύ αυτών τον Εγγονόπουλο που ήταν στο ΕΑΜ και τον
Καρτάλη που ήταν στην ΕΚΚΑ.
Τ.Γ.: Όπως έχει τονισθεί, σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση μεγάλου μέρους του
μεταπολεμικού έργον του αλλά και της ώριμης ζωής του υπήρξε η ομηρία του από τους
αριστερούς... Λ.Ε.: Το περιστατικό αυτό είναι η πιο δραματική εμπειρία της ζωής
του. Τον έπιασαν πολιτοφύλακες της ΟΠΛΑ στο σπίτι του, στις 30 Δεκεμβρίου του '44,
επειδή ήταν γιος εφοπλιστή... Τότε είχαν συλλάβει χωροφύλακες, ιερωμένους και
πολλούς άλλους με την κατηγορία ότι ήσαν αστοί. Επίσης και τροτσκιστές, τους
οποίους εκτελούσαν πιο εύκολα από τους υπόλοιπους. Μου έλεγε ο πατέρας μου ότι τους
εκτελούσαν ως "ειδικούς προδότες". Έναν μάλιστα γνωστό του, τον αρχειομαρξιστή
Αλμπέρ, τον σκότωσαν πλησίον του, στο χωριό Κρώρα, μαζί με άλλους επτά. Οι στίχοι
από το ποίημα ((Ο δρόμος": "και οι καλούμενοι με βλέμμα σαν αυτό που συναντά κανείς
στα μάτια των καταδικασμένων στις ύστατες στιγμές του βίου τους..." είναι
εμπνευσμένος από το περιστατικό αυτό. Κατά την σύλληψη του επέτρεψαν να
αποχαιρετήσει την μητέρα του, που ήταν στον επάνω όροφο και με σκληρό τρόπο τον
οδήγησαν σε Τμήμα τους στην οδό Παμίσου. Μετά τον πέρασαν από λαϊκό δικαστήριο. Τον
έκλεισαν, στην συνέχεια, μαζί με πολλούς άλλους καταδικασμένους στο κινηματοθέατρο
Φοίβος. Του έλεγαν: "Αύριο ετοιμάσου, θα σε κλάψει η μάνα σου...". Οι όμηροι αυτοί
συνόδευσαν με τα πόδια την έξοδο του εφεδρικού ΕΛΑΣ από την Αθήνα, με προορισμό την
Λαμία, μέσω των Καλυβιών, Χασιάς (Ασπροπύργου) και του οροπεδίου των Δερβενοχωρίων.
Η Πάρνηθα ήταν χιονισμένη και ο πατέρας μου έπαθε κρυοπαγήματα. Εκτελούνταν οι
βραδυπορούντες' μεγάλο βασανιστήριο για τους υπόλοιπους. Ήταν γεροδεμένος και
σχετικά νέος και προχωρούσε κανονικά, παρά τα κρυοπαγήματα. Για τον ΕΛΑΣ μιλούσε
αργότερα με επιείκεια. Όχι, όμως, για την ΟΠΛΑ. Μια νύχτα στο χωριό Μουσταφάδες
(σημερινή Καλλιθέα), η φάλαγγα δέχθηκε επίθεση από αγγλικά Σπιτφάιαρ. Ο πατέρας μου
κρύφτηκε σε ένα αρδευτικό χαντάκι. Ζήτησε καταφύγιο σε μια οικογένεια Αρβανιτών στο
Κακοσάλεσι (Αυλώνα), η οποία του έδωσε άλλα ρούχα. Όταν, λοιπόν, πέρασε από εκεί
ένας λόχος του ΕΛΑΣ και στο σπίτι όπου κρυβόταν ο πατέρας μου κατέφυγε για τις
πρώτες βοήθειες μια βαρεία τραυματισμένη Ελασίτισσα, εκείνος προσποιήθηκε τον
χωρικό. Έναν άνθρωπο από αυτούς που έκρυψαν τον πατέρα μου τότε, τον επισκέφθηκα
για να τον γνωρίσω, αρχές του '80. Δεν θα ζει σήμερα.
Τον πατέρα μου τον περιέθαλψαν οι Άγγλοι, οι οποίοι τον συνάντησαν στην Μαλακάσα να
κατευθύνεται πάλι πεζός προς την Αθήνα. Δεν μίλησε ποτέ μέχρι το τέλος της ζωής του
δημόσια εναντίον του ΚΚΕ γιατί, παρ' όλα τα προσωπικά του μαρτύρια, αναγνώριζε στα
γεγονότα της δεκαετίας του '40 το φαινόμενο της Επανάστασης στην οποία πίστευε.
Στην δεκαετία του '60 και αργότερα, έλεγε ότι εφ' όσον υπήρξε Εμφύλιος, αυτός, όπως
και άλλοι, παρά την μεγάλη αδικία εις βάρος τους, υπέστησαν τις συνέπειες του
γεγονότος... Στην δεκαετία του '60 ξαναβρήκε το πρόσωπο της Αριστεράς μέσα από την
Νιου Λεφτ, της αγγλοσαξωνικής και αμερικανικής εκδοχής της σχετικής ιδεολογίας.
Είχε ένα αίσθημα δικαιοσύνης απέναντι στον υπαρκτό σοσιαλισμό. 'Οταν το '63 πήγε
στην τότε Σοβιετική Ένωση με τον Ελύτη και τον Θεοτοκά, επίσημα προσκεκλημένος,
εντυπωσιάσθηκε από ορισμένα θέματα κοινωνικής πρόνοιας και ελευθερίας ηθών, αλλά
ένιωσε απέχθεια για το αστυνομικό κράτος. Την εποχή που τον έπιασε η ΟΠΛΑ έγραφε
την Αργώ και αμέσως μετά τέλειωσε την Ζεμφύρα, που εκδόθηκε πρόσφατα. Την Ενδοχώρα,
που κυκλοφόρησε το 1945, πρέπει να την είχε τελειώσει από τις αρχές του '40. Τ.Γ.:
Με τα Γραπτά έχω και συναισθηματική σχέση, επειδή εκδόθηκαν από τον "Δίφρο", του
θείον μου Γιάννη Γονδέλη, ο οποίος μου έλεγε ότι ο πατέρας σας τον διάβασε, με την
χαρακτηριστική του φωνή, τα χειρόγραφα στο σπίτι σας. Κάθε τόσο ο πατέρας σας
σταματούσε την ανάγνωση και ρωτούσε τον εντυπωσιασμένο ακροατή του αν του αρέσουν
τα κείμενα... Λ.Ε.: Από τα Γραπτά αφαίρεσε κομμάτια, ξέρετε. Εν πάση περιπτώσει δεν
σταμάτησε να γράφει μέχρι την Χούντα, η οποία του προκάλεσε εσωτερική κατάρρευση.
Στο διάστημα της επταετίας με το μόνο που καταπιάστηκε, εκτός από τον Μεγάλο
Ανατολικό, ήταν ένα αυτοβιογραφικό λεξικό. Τ.Γ.: Ας γυρίσουμε πάλι στα μέσα του
'40. Θέλω να συνεχίσετε το βιογραφικό του πατέρα σας. Λ.Ε.: Η μητέρα μου, Βιβίκα
Ζήση, κατάγεται από την Πρεμετή και θεωρεί τον εαυτό της Αρβανίτισσα, κάτι που
άρεσε πολύ στον πατέρα
μου. Ο πατέρας της ήταν καπνοβιομήχανος και έβγαζε προπολεμικά τα τσιγάρα Εγκο, τα
οποία δυστυχώς δεν είδα να αναφέρονται σ' αυτή την μνημειώδη έκδοση περί ελληνικών
τσιγάρων... Τους γονείς μου έφερε για πρώτη φορά σε επαφή ο κοινός τους φίλος
Γιάννης Τσαρούχης, μάλλον το 1943, στο σπίτι του πατέρα μου. Ο γάμος έγινε στην
Χρυσοκαστριώτισσα της Πλάκας με κουμπάρο τον Ελύτη. Το 1945 αρχίζει η γραφή του
Μεγάλου Ανατολικού, της οποίας η γραφή προετοιμάζεται στην Αργώ, στην Ζεμφύρα και
στην Βεατρίκη. Ο παππούς μου πέθανε το 1948 στην Γενεύη, μακριά από τον πατέρα μου,
ο οποίος είχε αλλάξει στάση απέναντι στην ισχυρή αυτή προσωπικότητα μετά την ομηρία
του. Θεραπεύτηκε γράφοντας τον Μεγάλο Ανατολικό: μέσα σ' αυτόν υπάρχει η εικόνα του
Πατέρα. Πολλές περσόνες στο έργο είναι συνδυασμός εκείνου και του Πατέρα, όπως ο
λόρδος, ο Άγγλος. Εδώ και εκεί διάφορα πρόσωπα θυμίζουν τον λιμπερτίνο, που ήταν ο
γονέας του... Εκείνη την εποχή περνάει μεγάλη ιδεολογική κρίση γι' αυτό και το
μυθιστόρημα είναι απολιτικό: ρητά ένας από τους ήρωες, ο ρώσος σοσιαλιστής, που
είναι μια άλλη περσόνα του πατέρα μου, αποκηρύσσει τις ιδέες του. Αυτό το
διαπιστώνουμε όταν συζητάει με τον άγγλο λόρδο και μετά πηγαίνει στην τουαλέτα,
όπου με το καζανάκι καθαρίζει τις ηθικολογίες... Τότε ο πατέρας μου ήταν απλώς
φιλελεύθερος: γύρισε, δηλαδή, στον παλιό βενιζελικό του εαυτό, από τον οποίο
ξεκίνησε λόγω πατρός, για να περάσει μετά στην Αριστερά. Η φιλελευθεροσύνη του αυτή
επέτρεψε βαθμιαία, μετά τις τραυματικές του εμπειρίες, την πρόσληψη ενός πολιτικού
αναρχισμού. Οι συζητήσεις, που γίνονται στο τέλος του Ανατολικού περί Μπακούνιν,
είναι μία από τις πολλές προσθήκες στα 1951, χρονιά που ολοκληρώνεται το έργο.
Τ.Γ.: Ο βίος του πατέρα σας είναι από μόνος του ένα συναρπαστικό αφήγημα. Έχουμε
μείνει στα τέλη της δεκαετίας του '40. Λ.Ε.: Το 1951, αναγκασμένος να διακόψει την
ψυχανάλυση, φεύγει απογοητευμένος με την μητέρα μου για το Παρίσι. Εκεί μένει έως
το 1954. Γεννήθηκα το 1957. Το 1960 κυκλοφορούν από τον "Δίφρο", του θείου σας, τα
Γραπτά. Τα σχόλια για το βιβλίο αυτό ήσαν ελάχιστα, κάτι που στενοχώρησε τον πατέρα
μου. Είχε δεκαπέντε χρόνια να
εμφανισθεί και αυτό θα μπορούσε υπό άλλες συνθήκες να είναι ένα αξιοσημείωτο
γεγονός, γιατί δεν υπήρχε πια η αρχική προκατάληψη εναντίον του υπερρεαλισμού. Όμως
στην δεκαετία του '50 οι υπερρεαλιστές και οι συνεχιστές τους είχαν απομονωθεί.
Τότε κυριαρχούν οι επιλογές της αριστερής διανόησης... Αλλά και ο Σεφέρης του
έστειλε ένα μάλλον ειρωνικό γράμμα, στο οποίο αναφερόταν στον Ροκαμβόλ, ένα έργο
άσχετο με τα Γραπτά. Όμως, περιέργως, ο Σεφέρης συσχέτιζε την γραφή του βιβλίου με
το κείμενο αυτό... Ο πατέρας μου εκτιμούσε τον Σεφέρη. Τον θυμάμαι στο σπίτι μας
και στο δικό του, όπου τον επισκεπτόμαστε καμιά φορά με τον Παπατσώνη. Τ.Γ.: Με τον
Εγγονόπουλο και με τους τότε νεότερους ποιητές ποια είναι η σχέση τον εκείνη την
εποχή; Λ.Ε.: Μετά από το κείμενο που έγραψε το 1945 για τον Εγγονόπουλο στο
Τετράδιο, και τις επαφές που είχαν στην Κατοχή, δεν συναντιέται συχνά έκτοτε. Το
1963 διαβάζει ένα εγκωμιαστικό επίσης κείμενο γι' αυτόν στην Σχολή Δοξιάδη. Από
τους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς αγαπούσε πολύ τον Νίκο Καρούζο με τον
οποίο συνδεόταν στενά. Μιλούσε γι' αυτόν με μεγάλη θέρμη. Βέβαια ξεσπούσαν μεταξύ
τους φοβεροί καυγάδες, αλλά πάντα στο τέλος συμφιλιώνονταν. Τ.Γ.: Γύρω στο 1964, σ'
ένα τεύχος τον περιοδικού τον θείον μου, στην Καινούρια εποχή, επανεμφανίζεται μετά
τα Γραπτά και τις απαγγελίες τον στον γνωστό δίσκο ο πατέρας σας, με πέντε, αν δεν
απατώμαι, ποιήματα τον... Λ.Ε.: Ναι. Δημοσίευσε πέντε ποιήματα του: την "Σιωπή",
τις ''Εποχές", την ''Οδό των Φιλελλήνων'', τον ''Κορυδαλλό" (που αναφερόταν σε
μένα) και τις ''Λέξεις". Μετά εμφανίζεται το 1965 στο περιοδικό Πάλι του Νάνου
Βαλαωρίτη, ένα γεγονός που ήταν μια ανανέωση γι' αυτόν. Και η τελευταία αναλαμπή
του. Χάρη στον Νάνο είχε ανοίξει από παλιότερα τους ορίζοντες του και είχε βγει από
το ασφυκτικό κλίμα της εθνικόφρονος Ελλάδος των νικητών του Εμφυλίου, αναπνέοντας
το οξυγόνο της αγγλοσαξωνικής κουλτούρας και των αμερικανών μπητ. Δεν είχε,
βλέπετε, τότε επαφή με τον πολύ αγαπημένο φίλο των νεανικών του χρόνων, που είχε
μεταναστεύσει στην Αμερική από παλιά, τον πολύ επαναστατικό και μη ελληνοκεντρικό,
Νικόλαο Κάλας. Ο τελευταίος είχε θυμώσει για τη σχέση του πατέρα μου με την Μαρία
Βοναπάρτη, η οποία ως
πριγκήπισσα είχε σχέσεις με το παλάτι, και ως γνωστόν ο Κάλας απεχθανόταν τους
βασιλείς. Αργότερα ο Κάλας μετάνιωσε για τη στάση του και το είπε δημόσια στο
Παρίσι. Η παρέα των νέων ανθρώπων του Πάλι, του Ταχτσή, του Κουτρουμπούση και άλλων
τον αναζοωγόνησε... Αν και με τον Ταχτσή, να σημειώσω εδώ, συνέβη μια παρεξήγηση η
οποία δεν λύθηκε μέχρι τον θάνατο του πατέρα μου, κάτι που με λύπησε πολύ. Μέσα
στην Χούντα είχε πάθει κατάθλιψη. Δεν ήθελε να δημοσιευθεί τίποτα δικό του. Μόνο
λίγο πριν την πτώση του καθεστώτος τον έπεισε ο αγαπητός του Δ. Καλοκύρης να
δημοσιευθούν ποιήματά του στο περιοδικό Τραμ. Ο τελευταίος μεσολάβησε για να γίνει
η διάλεξη του στο αμφιθέατρο της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης, στο ''Ποιητικό
εργαστήρι" με τον Κάρολο Μητσάκη. Πρέπει να τονίσω στο σημείο αυτό ότι δεν πρέπει
να καταλογισθεί στον πατέρα μου καμία ευθύνη για το γεγονός ότι δέχθηκε να μιλήσει
στον χώρο, έδρα που είχε δημιουργήσει ο διωγμένος από την Χούντα Δ. Μαρωνίτης,
γιατί αγνοούσε παντελώς το γεγονός, όντας απομονωμένος... Πιέστηκε από τους νέους
της Θεσσαλονίκης, μέσω του Καλοκύρη, του Χουλιάρα, του Σουλιώτη και άλλων, να
δεχθεί να μιλήσει στο ''Ποιητικό εργαστήρι", χωρίς να ξέρει τα καθέκαστα... Του
είπαν ''ελάτε στην Θεσσαλονίκη, θα μας ανοίξετε ορίζοντες..." και τον έκαμψαν. Ήταν
το τελευταίο του ταξίδι με τραίνο... Στο αμφιθέατρο της Φιλοσοφικής τον αποθέωσαν.
Ένιωσε να αναπτερώνεται. Πριν από την εμφάνιση του στη Θεσσαλονίκη, είχε δώσει
στους μαθητές του Κολλεγίου Αθηνών μια διάλεξη για τις βασικές αρχές της μοντέρνας
ποίησης. Αυτές οι δύο δημόσιες εμφανίσεις ήταν και οι μοναδικές μέσα στην Χούντα...
Τ.Γ.: Περιγράψτε μον ιδιωτικές στιγμές με τον πατέρα σας. Λ.Ε.: Περνούσαμε πολλές
ώρες μαζί. Μικρός άκουγα απίστευτα παραμύθια απ' αυτόν. Ας πούμε: για τον
"Καραγκιόζ-Ωνάς". Για τον Καραγκιόζη που βρήκε έναν θησαυρό και έγινε Ωνάσης. Αυτός
ο ήρωας επεισοδίων σε συνέχειες συνδέθηκε με άλλες ιστορίες, για τους κυνηγούς που
είχαν ένα τζιπ τεθωρακισμένο και μ' αυτό πήγαν πίσω από κάτι βουνά της Αφρικής,
στην χώρα των δεινοσαύρων... Δηλαδή ήταν προφήτης όσων επινόησε πολύ αργότερα ο
Σπήλμπεργκ με το Ιονράσιο πάρκο: ένα φιλμ πολύ πεζό που με συγκινεί, όμως, γιατί
μου θυμίζει εκείνες τις εξαίσιες αφηγήσεις του πατέρα μου. Είχα πολλά άλμπουμ με
δεινοσαύρους και προϊστορικά τέρατα στην δεκαετία του '60. Η συλλογή αυτή είχε
συμπέσει με την συγγραφή της Οκτάνας, όπου αναφέρονται προϊστορικά θηρία εδώ κι
εκεί...
Μου μιλούσε για τοποθεσίες πλησίον μας, π.χ. για το Πικέρμι, μέσα στο ρήγμα του
οποίου υπάρχουν απολιθωμένα ζώα της Αττικής. Πηγαίνοντας για την Άνδρο περνούσαμε
από το Πικέρμι, χωριό τότε, που ήταν σταθμός του ληστή Αρβανιτάκη, πριν από το
Δήλεσι. Επειδή είχε ζήσει το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα, μου μετέδωσε πολλές
γνώσεις γι' αυτόν, με απίστευτα γλαφυρό τρόπο. Ήταν ο καλύτερος αφηγητής που έχω
γνωρίσει. Η εκφορά του λόγου του ήταν μαγευτική. Από τα πέντε έως τα δέκα μου
χρόνια, κάθε βράδυ σχεδόν, επαναλαμβανόταν η εξής σκηνή: εκείνος καθόταν ξαπλωμένος
στο μπράτσο του καναπέ με ένα μαξιλαράκι κάτω από το κεφάλι. Στο άλλο μπράτσο ήμουν
καθισμένος εγώ και τον άκουγα. Ήταν 8 το βράδυ: η ώρα του παραμυθιού. Και τι δεν
παρήλαυνε μέσα στις διηγήσεις του. Τι Ρωσία, τι Τουρκία, τι Κεντρική Αφρική. Οι
περιπέτειες του Λίβινγκστον και του Στάνλεϋ κυριαρχούσαν. Είχα και τα σχετικά
βιβλία. Όλα μέσα μου έπαιρναν μυθικές διαστάσεις: η ανακάλυψη της Αμερικής, της
Ανταρκτικής, ο Σαρκώ, ο Πήρυ, ο Σάκλετον, όλοι οι εξερευνητές περνούσαν από μπροστά
μου βυθισμένοι στην αχλύ των τοπίων... Από κοντά οι πολιτικές της Κομμούνας του
Παρισιού, η ελληνική και σερβική Επανάσταση, τα πάντα μυθιστορηματικά, μαγικά. Όσοι
θεωρούν την συνείδηση του πατέρα μου απολιτική και ανιστορική κάνουν λάθος. Στο
μέχρι τώρα δημοσιευμένο έργο του, δεν φαίνεται επαρκώς, μετά από δική του επιλογή,
ο τρόπος με τον οποίο ετοποθετείτο μέσα στην Ιστορία. Δεν υπήρξε ποτέ
αντιευρωπαϊστής, ήταν ρωσόφιλος, φίλος των βαλκανικών λαών και της Τουρκίας. Στις
10 ερχόταν η μητέρα μου και διέκοπτε τις αφηγήσεις για να με βάλει στο κρεβάτι,
επειδή την άλλη ημέρα είχα σχολείο. Έπρεπε να έρθει πολλές φορές για να με πείσει
να φύγω από τον πατέρα. Με τον πατέρα μου είχαμε συμφωνήσει να χρησιμοποιούμε έναν
κώδικα: επιφωνήματα, λέξεις-κλειδιά και κραυγές, μπροστά σε οιονδήποτε, ακόμα και
μέσα στον δρόμο. Παρένθεση: πολλά ανέκδοτα, που κυκλοφορούν για την αντισυμβατική
συμπεριφορά του πατέρα μου, καλόπιστα θα έλεγα, επειδή διαδίδονται προφορικά,
διαστρεβλώνονται. Πάντως είναι γεγονός το ότι κάναμε περίεργα, για τον πολύ κόσμο,
πράγματα. Π.χ. περπατούσαμε στην οδό Κανάρη και φωνάζαμε "Γάσπαρης", ως επιφώνημα
χαράς. Την μητέρα μου την αποκαλούσαμε "Ρένα". Τον πατέρα μου τον φώναζα "Μπρεβού",
ποτέ ''μπαμπά", μόνο μπροστά στους τρίτους. Είχα ως τοτέμ τον βάτραχο από μικρός,
χάρη στον πατέρα μου ο οποίος μου ζωγράφιζε
πολλά σκιτσάκια. Τα φυλάω ακόμα. Με βαπόρια, προϊστορικά ζώα, που ήταν μια περίεργη
πηγή έμβιων όντων. Με φάλαινες, επίσης, όλων των ειδών, με ψάρια αλλόκοτα. Μου
μιλούσε για Φυσική Ιστορία, που γνώριζε πολύ καλά. Επικαλούμεθα, λοιπόν, στα
επιφωνήματα μας, τον βάτραχο και φωνάζαμε: "βατραχάς". Συμμετείχαν σ' αυτό το
παιχνίδι ενίοτε και κάποιοι φίλοι, όπως ο Γιάννης Τσαρούχης, ο οποίος, μάλιστα μου
είχε ζωγραφίσει και κάτι ωραία βατραχίσια πόδια. Αναφωνούσε ο πατέρας μου στο δρόμο
ξαφνικά "βατρααχαάς...", εγώ το ίδιο, και ακολουθούσε ο Τσαρούχης: "βατγααχαάς...".
Όταν θέλαμε να δείξουμε θυμό ή απαρέσκεια λέγαμε "Σβωνχ". Ένα άλλο περιστατικό έχει
ενδιαφέρον από τη ζωή του πατέρα: το 1930 επρόκειτο να ταξιδέψει με πλοίο του
πατέρα του στην Βόρεια και Νότια Αμερική από την Κοστάντζα. Ήταν πάντα όνειρο του
να επισκεφθεί αυτή την ήπειρο και δυστυχώς ποτέ δεν τα κατάφερε. Αγαπούσε τις γάτες
πολύ και πήρε μια μικρή μαζί του. Αυτή τον δάγκωσε στο λιμάνι της Κοστάντζα,
νομίζω. Την έστειλε στο Βουκουρέστι να την εξετάσουν για λύσσα, επειδή την έβλεπε
να είναι κακόκεφη. Ο καπετάνιος τον παρότρυνε να φύγουν και να ξεχάσουν το
περιστατικό. Ο πατέρας μου, όμως, επέμενε να περιμένουν. Λίγες ώρες πριν
αναχωρήσουν ήρθε ένα τηλεγράφημα που ανακοίνωνε ότι όντως η γάτα ήταν λυσσασμένη.
Πήγε στο Βουκουρέστι και στο λυσσιατρείο υπέστη την οδυνηρότατη σχετική θεραπεία με
ενέσεις στην κοιλιά: επί ένα μήνα έπρεπε να πίνει ελάχιστο νερό, να μην βρέχεται,
φλεγόμενος στο κατακαλόκαιρο. Μοναδική του απόλαυση τα θερινά σινεμά του
Βουκουρεστίου. Κάποτε έφερα μια γάτα στο σπίτι. Στην αρχή την αντιπάθησε. Μετά την
συμπάθησε και αναφωνούσε: "Βωχ". Όταν, όμως, αυτή έκανε κάτι κακό της φώναζε:
"Σβωνχ...". Γενικά δήλωνε την ήπια αποδοκιμασία του με αυτό το επιφώνημα. Στους
μεγάλους του θυμούς, που ήσαν σπάνιοι, ήταν ανεξέλεγκτος. Το παραλήρημα του ήταν
ασύλληπτο, αλλά παρ' όλ' αυτά θα έλεγα δομημένο: όλος του ο κόσμος ξαφνικά
παρήλαυνε μπροστά του και ξεσπώντας χρησιμοποιούσε χείμαρρο μεταφορικών φράσεων.
Τον άκουγα από το δωμάτιο μου την νύχτα να βαδίζει πάνω κάτω στο σαλόνι,
καπνίζοντας για να του φύγει ο θυμός. Στα Μίκυ Μάονς, που μου διάβαζε γιατί του
άρεσαν πολύ (όπως και το Τεν-Τεν), παραλλήλιζα το αυλάκι που άνοιγε ο θείος Σκρουτζ
περπατώντας, με το φανταστικό αυλάκι που άνοιγε περπατώντας ο πατέρας μου στις
νύχτες των μεγάλων θυμών του.
Δεν με είχε χτυπήσει ποτέ, παρά τα τρομερά του ξεσπάσματα. Τ.Γ.: Μεγαλώσατε σε
συνθήκες αστικών, συντηρητικών ηβών, παρά τον φιλελευθερισμό του πατερά σας. Λ.Ε.:
Ανατράφηκα με τρόπο ήπιο και θα έλεγα παραδοσιακό. Ο πατέρας μου με διάβαζε στα
μαθήματα, όπως και η μητέρα μου, η οποία αγωνιούσε για τις επιδόσεις μου
περισσότερο από εκείνον. Επειδή δεν ήμουν ποτέ άνθρωπος του γραπτού λόγου έπαιρνα
κακούς βαθμούς στις εκθέσεις. Απελπισμένοι οι καθηγητές με ανάγκαζαν να τις γράφω
στο σπίτι. Μου τις έγραφε ο πατέρας μου ο οποίος έπαιρνε πολύ κακούς βαθμούς
επίσης... Κάποτε πρέπει να βρεθούν αυτές οι εκθέσεις και να δούμε το περιεχόμενο
τους... Μερικές θα είναι πολύ αστείες γιατί το θέμα τους ήταν πολύ συμβατικό. Στο
Γυμνάσιο έγινα αριστερός και μετά τη Χούντα μπήκα στον Ρήγα Φεραίο και ο πατέρας
μου χάρηκε γι' αυτό. Είχε συμπάθεια στην Ε.Δ.Α. και σε πρόσωπα, όπως ο Ηλιού, τον
οποίο, το 1974, ονόμαζε "ο άγιος παράκλητος της Αριστεράς". Όταν ήμουν μικρός στην
Γλυφάδα, στις αρχές του '60, έβλεπα τον πατέρα μου τις νύχτες να δουλεύει πολλές
ώρες κάτω από ένα σκεπαστό χαγιάτι. Έγραφε την Οκτάνα. Ποτέ δεν με διαπαιδαγώγησε
σεξουαλικά. Από την στιγμή, όμως, που μου μίλησε επ' αυτού η μητέρα μου, οι
συζητήσεις μας για το σεξ γίνονταν πολύ ελεύθερα. Τ.Γ.: Τα τελευταία χρόνια της
ζωής τον πατέρα σας συμπίπτουν με την περίοδο της Χούντας. Θυμάμαι τον θείο μου
Γιάννη Γουδέλη, να μεταφέρει πολιτικές συζητήσεις με τον πατέρα σας. "Κύριε
Γουδέλη", του έλεγε "είναι ντροπή για όλους μας να μας κυβερνούν αυτοί οι
αγράμματοι και άξεστοι...". Ένιωθε εξουθενωμένος... Λ.Ε.: Λίγο πριν από την Χούντα
πέρασε, όπως σας είπα, την τελευταία περίοδο της ευφορίας του, γράφοντας την Οκτάνα
και συμμετέχοντας στο Πάλι. Μόλις ήρθε η δικτατορία σχεδόν απομονώθηκε: οι φίλοι
του, ο Ελύτης, ο Βαλαωρίτης και άλλοι ξενιτεύθηκαν. Έβλεπε τους φίλους του: την
Νίκη και Μαρίνα Καραγάτση, τον Άρη Κωνσταντινίδη, την Ναταλία Μελά, την Κίτσου, τον
Γιώργο Νικολαΐδη. Νέοι σχετικά φίλοι του, όπως ο Άκος Δασκαλόπουλος, ο Δ.
Καλοκύρης, ο Μ. Σουλιώτης, ο Μάρκος Δραγούμης τον συναντούσαν. Γνώρισε και δικούς
μου φίλους: τον Σπύρο Μπενετάτο, τον Σταύρο Πετσόπουλο και τους ζωγράφους
Γιώργο Χατζημιχάλη, Κυριάκο Κατζουράκη, Χρύσα Βουδούρογλου, στους οποίους διάβασε
ποιήματα του μέχρι τα χαράματα. Ήταν η τελευταία ανάγνωση του σε φίλους. Επίσης ο
Νίκος Καρύδης του "Ίκαρου" ζήτησε από τον πατέρα μου να εκδώσει την Οκτάνα, όταν η
Χούντα ήρε την προλητική λογοκρισία. Εκείνος κατ' αρχάς θέλησε να δώσει την άδεια
να εκδοθεί το Η σήμερον ως αύριον και ως χθες, που ήταν προγενέστερο και άρχισε να
κάνει διορθώσεις στο έργο. Μετά, όμως, το μετάνιωσε. Δεν θέλησε να εκδοθεί ολόκληρο
βιβλίο του επί καθεστώτος συνταγματαρχών. Το 1973, συμφώνησαν με τον Φίλιππο Βλάχο,
να εκδοθεί από τα "Κείμενα" η Αργώ. Ο Βλάχος, μάλιστα, άρχισε να την στοιχειοθετεί.
Την τελευταία στιγμή ο πατέρας μου πάλι το μετάνιωσε. Ο πατέρας μου δίνει στο
περιοδικό Τραμ, μόνο λίγα ποιήματα. 'Όπως σας είπε και ο θείος σας, η Χούντα του
είχε προκαλέσει εσωτερική κατάπτωση. Τον ρωτούσα: "Τι έχεις μπαμπά;" "Είμαι
άρρωστος γιε μου... Κατάθλιψη". Μετά την πτώση του καθεστώτος ανακάλυψε ότι ήταν
άρρωστος. Πρήσθηκε το χέρι του. Είχε καρκίνο στον πνεύμονα, ο οποίος εξελίχθηκε σε
μυοπάθεια. Ήταν θεριακλής του ναργιλέ, της πίπας και του τσιγάρου" κάπνιζε
Βιρτζίνια-Πλέυερς χωρίς φίλτρο. Ήταν από τους τελευταίους φανατικούς του ναργιλέ.
Μ' έπαιρνε και μένα σε διάφορα καφενεία: στο Ελλάς της οδού Αθηνάς, στο Βυζάντιο
της πλατείας Κολωνακίου και σε άλλα: στην οδό Αναπαύσεως, απέναντι από το άγαλμα
του Βύρωνα, σε πολλά της επαρχίας... Στο σπίτι του έφερναν ορισμένες φορές έτοιμο
τον λουλά. Μια μέρα ανέβηκε ο θυρωρός, ο αγαπητός φίλος Νίκος Γεροντάκης, που ήταν
από το χωριό Κινίδαρος της Νάξου. Είδε τον πατέρα μου που κάπνιζε ναργιλέ και
θέλησε να δοκιμάσει, γιατί στην Χώρα της Νάξου κάπνιζαν ναργιλέ μόνον οι
ευκατάστατοι του νησιού. Λέει: "Να καπνίσω κι εγώ, κύριε Αντρέα;" Τραβάει λίγες
ρουφηξιές κι ενώ ήταν καπνιστής πέφτει κάτω ζαλισμένος: "Αμάν, τι έπαθα...".
Έρχεται η γυναίκα του η κυρία Μαρία και φωνάζει: "Τι του κάνατε κυρ-Αντρέα του
άντρα μου;" Αντιμετώπισε την αρρώστια του με τόση νηφαλιότητα ώστε δεν καταλάβαινα
ότι πλησίαζε το μοιραίο. Τις τελευταίες ημέρες προτιμούσε να μένει στο ξενοδοχείο
Απέργη στην Κηφισιά, όπου συνηθίζαμε να πηγαίνουμε από παλιά. Δεν ήθελε να μείνει
στο ΚΑΤ και τον πήραμε με δική μας πρωτοβουλία. Έπαιζα μαζί του μερικά από τα
συνηθισμένα μας παιχνίδια. Του μιλούσα ρώσικα, για
πολιτική. Έκανε το παν για να μην μου δίνει την εικόνα του ετοιμοθάνατου. Έρχονταν
και τον έβλεπαν φίλοι του. Μια ημέρα βγήκαν από το δωμάτιο του ο Νάνος Βαλαωρίτης
και ο Μάρκος Δραγούμης βουρκωμένοι και αναρωτήθηκα γιατί εγώ έχω άλλη εντύπωση για
την τύχη του. (Η συνομιλία έγινε στα γραφεία του περιοδικού, στις 13.4.2000) 2ο
Ενιαίο Λύκειο Πτολεμαΐδας Ο Λεωνίδας Εμπειρίκος είναι ιστορικός
Ανδρέας Εμπειρίκος: Από την πρωτοπορία των ποιητών στην παράδοση των ειρώνων
Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου Ο Ανδρέας Εμπειρίκος έχει συνδεθεί με την ελληνική ιστορία
του 20ού αιώνα για δυο καινοτομίες. Ήταν ο πρώτος που άσκησε το 1935 στην Ελλάδα
μια καινούργια τότε, τολμηρή θεραπευτική μέθοδο, την ψυχανάλυση, και εκείνος που
την ίδια χρονιά εισήγαγε ένα ρηξικέλευθο καλλιτεχνικό κίνημα, τον υπερρεαλισμό. Και
για τις δυο αυτές επιλογές του, που επιτρέπουν σήμερα να τον επικαλούνται άνθρωποι
από διαφορετικούς χώρους, εξετέθη στην ελληνική πνευματική κοινωνία του
Μεσοπολέμου. Όμως εξετέθη για μια ακόμη φορά μετά τον θάνατό του, όταν δημοσιεύτηκε
ένα πολύτομο «ερωτογραφικό» ή «πορνογραφικό», αλλά πάντως όχι απλώς «γραφικό έργο»
του, το μυθιστόρημα Μέγας Ανατολικός. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος υπήρξε γόνος μιας
οικογένειας απόδημων Ελλήνων, με μακριά παράδοση και όνομα τρανό στον ναυτιλιακό
και εμπορικό κόσμο. Γεννήθηκε στη Βραΐλα το 1901, με ρίζες στην Άνδρο, από τη μεριά
του πατέρα και στη Ρωσία, από τη μεριά της μάνας. Ένα χρόνο μετά η οικογένεια
εγκαθίσταται στη Σύρο. Το 1908 μετακομίζουν στην Αθήνα. Οι γονείς χωρίζουν. Ο ίδιος
διαβάζει με πάθος Τολστόι,
θέλει να μιμηθεί τον δάσκαλό του και πηγαίνει ξυπόλυτος στο αγρόκτημα της
οικογένειάς του στο Μπογιάτι για να δουλέψει με τους αγρότες και να μοιραστεί το
συσσίτιό τους. Το 1918 γράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Θαυμάζει τον Παλαμά και γράφει παλαμικούς στίχους. Δυο χρόνια αργότερα φεύγει με τη
μητέρα του στη Λωζάνη, όπου παρακολουθεί μαθήματα οικονομικών. Ακολουθούν ταξίδια
με τον πατέρα, με τη μητέρα, νέες σπουδές στο Λονδίνο, φιλολογίας αυτή τη φορά.
Ένας μεγάλος σταθμός της ζωής του θα είναι η διαμονή του στο Παρίσι, τα χρόνια
1926-1931, όπου θα ασχοληθεί με την ψυχανάλυση κοντά στον Rene Laforgue και θα
συνδεθεί με τον Andre Breton και τον κύκλο των Γάλλων υπερρεαλιστών. Ένας άλλος
σταθμός θα γίνει στην Αθήνα το 1935, χρονιά που εκδίδει την πρώτη υπερρεαλιστική
ποιητική συλλογή Υψικάμινος και αρχίζει να ασκεί επαγγελματικά την ψυχανάλυση. Τη
δραστηριότητα αυτή θα εγκαταλείψει οριστικά το 1951, αλλά όχι και την ίδια την
ψυχανάλυση. Μια ιδιαίτερα τραυματική εμπειρία στη ζωή του θα είναι η σύλληψή του
από τον ΕΛΑΣ τον Γενάρη του 1945 και η ομηρεία του στα Κρώρα, όπου «τιμωρήθηκε
φρικτά για τα αμαρτήματα που σήκωνε μόνο και μόνο εξαιτίας του οικογενειακού του
επωνύμου», όπως παρατηρεί ο Οδυσσέας Ελύτης. Αυτή την εποχή την ίδια που ο Μπρετόν
γράφει την «Ωδή στον Σαρλ Φουριέ» θα αρχίσει να γράφει το μυθιστόρημα Μέγας
Ανατολικός, με θέμα το ταξίδι ενός υπερωκεάνιου προς έναν νέο κόσμο στον οποίο θα
διασώζεται το όραμα της αταξικής κοινωνίας υπό συνθήκες απόλυτης ελευθερίας του
πνεύματος και της ερωτικής επιθυμίας. Θα το τελειώσει το 1951 αλλά θα συνεχίσει να
το δουλεύει μέχρι το τέλος της ζωής του. Ακολουθεί νέα ολιγόχρονη διαμονή στο
Παρίσι και η οριστική επιστροφή στην Ελλάδα το 1954, όπου θα ζήσει ανάμεσα στην
Αθήνα και την Άνδρο μέχρι τον θάνατό του, το 1975. Στο διάστημα αυτό λίγα κείμενά
του θα δουν το φως, κυρίως σε περιοδικά. Μετά τον θάνατό του θα δημοσιευτεί το
πεζογράφημά του Αργώ ή Πλους αεροστάτου και η ποιητική του συλλογή Οκτάνα, ενώ ο
πολύτομος Μέγας Ανατολικός θα δημοσιευτεί στη δεκαετία του '90. Ο Ανδρέας
Εμπειρίκος ανδρώθηκε τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, όταν ακόμη το όραμα της
επανάστασης μπορούσε να βρίσκει κοινούς στόχους με διαφορετικούς τρόπους έκφρασης
στην πολιτική και την τέχνη. Με αυτή τη βούληση αυτός ο θαυμαστής του Μαρξ, ο
οπαδός του Φρόυντ, ο φίλος του Αντρέ Μπρετόν και της Μαρίας Βοναπάρτη, μπήκε στην
πνευματική ζωή του τόπου μας. Μπήκε με τη σκευή του ποιητή, του ψυχαναλυτή, του
υπερρεαλιστή. Αμφισβητήθηκε για όλα αυτά, και
παρέμεινε στο προσκήνιο της πνευματικής μας ζωής για όλα αυτά. Τι ήταν εντέλει ο
Ανδρέας Εμπειρίκος; Ήταν ένας «λόγιος», όπως τον είδε ο Γιώργος Σεφέρης, ή ένας
«Επαναστάτης με το ε κεφαλαίο», όπως τον είδε ο Οδυσσέας Ελύτης; Ήταν ένας
αντιδραστικός μεγαλοαστός ή ένας αντιδογματικός στοχαστής; Η προσωπικότητα του
Εμπειρίκου, αποσταγμένη με τεράστια τόλμη στο πολυσχιδές και, κυρίως, προβληματικό
στην ταξινόμηση έργο του, δημιούργησε μια μυθολογία. Οι φίλοι του, σύγχρονοι και
μεταγενέστεροι, τους οποίους εμύησε στον υπερρεαλισμό, τον λάτρευαν. Όμως και στα
μεταδικτατορικά χρόνια μπορεί να τον επικαλείται ο Χρόνης Μίσσιος, για να υμνήσει
εκείνους που «έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου» και να στιγματίσει τους
ανθρωποφύλακές του. Το κυριότερο είναι ότι άφησε ένα έργο που από την αρχή
αποτέλεσε σκάνδαλο και συνεχίζει να αποτελεί σκάνδαλο, παρά το γεγονός ότι πέρασε
πάνω από μισός αιώνας από τη συγγραφή του. Και, προπάντων, είναι βέβαιο, ότι χωρίς
αυτόν η πνευματική ζωή μας θα ήταν εντελώς διαφορετική. Γιατί ο Ανδρέας Εμπειρίκος
αναβίωσε την πνευματική μορφή του στοχαστή άλλων εποχών, δημιουργώντας μια σύνθεση
που ξεπερνά τις δόκιμες ταξινομικές πρακτικές των φιλολόγων. Ο ίδιος συνέδεσε τη
συγγραφική του δραστηριότητα και την πνευματική στάση του με τον υπερρεαλισμό.
Εκφράστηκε με όλα τα είδη του λόγου, ποιητικού και πεζού, και κυρίως με ένα είδος
παλιό, το ρητορικό ποίημακήρυγμα, το οποίο αναβάθμισε σε ποίημα-μανιφέστο, με τους
όρους της υπερρεαλιστικής επανάστασης. Το είδος αυτό το αναγνωρίζουμε τόσο στην
πρώτη ποιητική του συλλογή, την Υψικάμινο, όσο και στην τελευταία και μεταθανάτια,
την Οκτάνα: Στην Υψικάμινο θα διακηρύξει: «Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η
χαμέρπεια... Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη»· και στην Οκτάνα: «Οκτάνα θα πει,
όχι πολιτικής μα ψυχικής ενότητος Παγκόσμιος Πολιτεία (πιθανώς ομοσπονδία) με
ανέπαφες τις πνευματικές και εθνικές ιδιομορφίες εκάστης εθνικής ολότητος, εις μιαν
πλήρη και αρραγή αδελφοσύνην εθνών, λαών και ατόμων, με πλήρη σεβασμόν εκάστου».
(«Όχι Μπραζίλια μα Οκτάνα»). Όμως και το μυθιστόρημά του, ο Μέγας Ανατολικός, είναι
ένα απολύτως ιδιόρρυθμο κράμα στο οποίο συνυπάρχουν το ποιητικό-πολιτικό πρόγραμμα,
το στοχαστικό δοκίμιο και το μεσσιανικό όραμα για μια μέλλουσα ανθρωπότητα, μια νέα
Εδέμ που συναγωνίζεται το φαλανστήριο του Φουριέ, ενώ το ερωτολογικό μέρος του
βιβλίου απολήγει σε ένα είδος καθαρτικής δοκιμασίας, κι έτσι διαφοροποιείται ριζικά
από το πνεύμα του Μαρκήσιου Ντε Σαντ. Σκοπός εδώ είναι η πραγμάτωση μιας
«ουτοπίας», στην οποία η υδρόγειος θα χωρίζεται σε
ζώνες εργασίας και ζώνες παραδείσου, οι πληθυσμοί θα εναλλάσσονται αμοιβαία, θα
κυκλοφορούν χαρτονομίσματα που το χρώμα τους μέσα σε τακτή προθεσμία θ' αλλοιώνεται
ώστε να μην είναι δυνατή η αποταμίευσή τους και θα λειτουργούν ειδικά σχολεία,
«ιμερολύκεια», όπου τα παιδιά θα διδάσκονται την τεχνική των ερωτικών θωπειών και
περιπτύξεων. «Ο Μέγας Ανατολικός ναυπηγήθηκε με τα υλικά του ψυχαναλυτή στις
δεξαμενές ενός οραματιστή και προφήτη», παρατηρεί ο Ελύτης πόσο παλιού και πόσο
νέου προφήτη, θα ρωτούσαμε εμείς. Κι εδώ, το πρόβλημα που αναφύεται μας οδηγεί στον
χώρο της ιστορίας των ιδεών. Για τη μελλοντική έρευνα, ελπίζω ότι ο Εμπειρίκος θα
γίνει αντικείμενο μιας σκέψης νηφάλιας, διεπιστημονικής, η οποία θα θέσει νέα
ερωτήματα. Με ποια υλικά συγκρότησε την ταυτότητά του αυτός ο γνήσιος εκπρόσωπος
του μείζονος ελληνισμού; Τι σήμαινε γι' αυτόν η εθνική, «ελληνική» καταγωγή; Τι
είναι ακριβώς αυτό το μόνιμο θέμα του καραβιού, του υπερωκεάνιου, σύμβολο του
ταξιδιού αλλά και της κιβωτού του Νώε, που συναντιέται με τα ανάλογα σύμβολα, τα
καράβια και τις βαρκούλες των άλλων μεγάλων μας νησιωτών, του Σολωμού και του
Παπαδιαμάντη; Κι ας μη λησμονούμε ότι το καράβι είναι ένα σύμβολο της ιστορίας του
ελληνισμού. Ένα άλλο ζήτημα για την έρευνα είναι η σχέση του Εμπειρίκου με την
ψυχανάλυση, δηλαδή με μια ολοκληρωμένη επιστημονική, ορθολογική θεωρία για τον
έρωτα, στηριγμένη στο σεξουαλικό ένστικτο. Ωστόσο ο Φρόυντ «ποτέ δεν έγραψε το έργο
που σχεδίαζε για την ερωτική ζωή του ανθρώπου», όπως μας πληροφορεί ο Ernest Jones,
και στο τέλος της ζωής του ομολογούσε ότι γνωρίζει πολύ λίγα για αυτό το ζήτημα.
Μήπως ο Εμπειρίκος δίνει στον επιστήμονα δάσκαλό του την απάντηση του ποιητή;
Πράγματι, στο ποίημα «Όχι Μπραζίλια μα Οκτάνα», συνοψίζει τις αρχές μιας ερωτικής,
φροϋδικής φιλοσοφίας, επικεντρωμένης στη σεξουαλική επιθυμία. Όμως η φιλοσοφία αυτή
δίνει προτεραιότητα σε μια καθαρά πνευματική λειτουργία, την ποίηση: «Οκτάνα θα πει
πυρ, κίνησις, ενέργεια, λόγος, σπέρμα. / Οκτάνα θα πει έρως ελεύθερος με όλας τας
ηδονάς του. / Οκτάνα θα πει ανά πάσα στιγμή ποίησις, όμως όχι ως μέσον εκφράσεως
μόνον, μα ακόμη ως λειτουργία του πνεύματος διηνεκής». Κι ακόμη: «Οκτάνα θα πει οι
άνθρωποι άγγελοι να γίνουν, αλλ' άγγελοι με φύλον φανερόν, συγκεκριμένον». Η μικρή
διόρθωση για το φύλο των αγγέλων, εκ πρώτης όψεως μια επίθεση κατά της πουριτανικής
ηθικής, μας θυμίζει παράξενα τα φτερωτά πλάσματα του πλατωνικού Φαίδρου. Ο Πλάτων
είναι ο πρώτος, πριν από τον Φρόυντ, που διατύπωσε μια ολόκληρη θεωρία περί έρωτα,
στην οποία αφαιρεί τη σεξουαλικότητα από τον έρωτα, αποδίδοντάς του ένα μη-
σεξουαλικό τελικό σκοπό, την
αθανασία. Ο Φρόυντ, με μια εξίσου ριζική υπόθεση, έκανε το εντελώς αντίθετο. Όμως ο
ίδιος ο Φρόυντ έβρισκε μια τουλάχιστον σημαντική συγγένεια στη θεωρία του με αυτήν
του Έλληνα φιλόσοφου, του «θεϊκού Πλάτωνα», όπως τον αποκάλεσε. Σύμφωνα με τον
πατέρα της ψυχανάλυσης, ο Πλάτων αναγνώριζε στον έρωτα μια ισχυρή κινητήρια δύναμη
που μπορεί να εμπνεύσει το άτομο και να γίνει γενεσιουργός αιτία για μεγάλα
επιτεύγματα στην τέχνη, την επιστήμη, τη φιλοσοφία. Ο Φρόυντ, με τη θεωρία της
εξιδανίκευσης, πρότεινε μια εξίσου διευρυμένη έννοια του έρωτα, στην οποία
περιλαμβάνονταν κάθε είδους σχέσεις με πρόσωπα, με συγκεκριμένα αντικείμενα αλλά
και αφηρημένες οντότητες, που θεωρούσε ότι επίσης αποτελούν έκφραση του σεξουαλικού
ενστίκτου. Στο έργο του Ψυχολογία της ομάδας και ανάλυση του Εγώ (1921) γράφει ο
Φρόυντ: «ως προς την καταγωγή του, τη λειτουργία του και τη σχέση του με τον
σεξουαλικό έρωτα, ο Έρως του Πλάτωνα συμπίπτει με τη λίμπιντο της ψυχανάλυσης».
Εκεί βεβαίως οι όποιες ομοιότητες σταματούν. Όμως ας μας επιτραπεί να δούμε κάποιο
είδος συνέχειας της συζήτησης στον Μεγάλο Ανατολικό. Στις φιλοσοφικές συζητήσεις
που γίνονται μεταξύ των προσώπων του Μεγάλου Ανατολικού προβάλλει το κυρίαρχο
αίτημα ενός Νέου Κόσμου στον οποίο έχει καταργηθεί η διχοτόμηση σώματος-ψυχής και
έχει επιτευχθεί το όραμα της αρχικής ενότητας. Αυτή η αρχική ενότητα είναι κατ'
ουσίαν μια επιστροφή στην αθωότητα. «Οκτάνα, φίλοι μου, θα πει μεταίχμιον της Γης
και του Ουρανού, όπου το ένα εις το άλλο επεκτεινόμενο ένα τα δυο κάνει»,
διακηρύσσει ο ποιητής Εμπειρίκος, και ίσως είναι σκόπιμο να αναρωτηθούμε εάν με τον
τρόπο αυτό ελέγχει τον φιλόσοφο αφενός και τον επιστήμονα αφετέρου, και προπάντων
εάν μας δίνει ένα έναυσμα να σκεφτούμε την άγνοιά μας γι' αυτά τα ζητήματα και να
μιλήσουμε για μια ειρωνική διάσταση στο έργο του. Βεβαίως ο υπερρεαλισμός υπήρξε
κατ' εξοχήν μια τέχνη του χιούμορ, ως μέσου ανατροπής, όμως εδώ μιλάμε για κάτι
διαφορετικό, την παλιά τραγική ειρωνεία, που μέσα από τις εκατοντάδες σελίδες του
Μεγάλου Ανατολικού απολήγει σε ένα διπλό ερώτημα: Τελικά, τι γνωρίζουμε για τον
έρωτα; Και τι γνωρίζουμε για το ταξίδι; Μήπως εδώ ο Εμπειρίκος συναντά τον Καβάφη;
Πιστεύω ότι μέσα από αυτή την ειρωνική στάση ο Ανδρέας Εμπειρίκος προσπάθησε να
ξαναφέρει μπροστά στα μάτια μας την ψυχαναλυτική «πρωταρχική σκηνή», δίνοντας
μεγάλη έμφαση στα μάτια του τυφλού Οιδίποδα. Οι ερωτικές σκηνές στο υπερωκεάνιο
γίνονται ενώπιον ενός θεατή. Πρόκειται για μια τυπική περίπτωση ηδονοβλεψία, ή για
τα μάτια του βρέφους πριν από την ανελευθερία του ταμπού; Η ποιητική του Εμπειρίκου
είναι μια τέχνη των ματιών, και στο σημείο αυτό ο Έλληνας ποιητής συναντάται με
άλλους μεγάλους που έφτιαξαν κόσμους
οραματικών ζώων και φυτών, όπως ο Μέλβιλλ στον Μόμπυ Ντικ και ο Παπαδιαμάντης στο
διήγημα «Βασιλική δρυς». Ο Εμπειρίκος, ένας απόδημος Έλληνας και μόνιμος εσωτερικός
μετανάστης, κυρίως έγραψε για το πρόβλημα των ματιών, σύμφυτο με το πρόβλημα της
κατασκευής της ταυτότητας, χτίζοντας με τον τρόπο των ομηρικών ηρώων καράβια και
πόλεις, και γράφοντας με τον τρόπο του Ρήγα Φερραίου την Χάρτα της Νέας Πόλης του,
με το ποίημα «Όχι Μπραζίλια μα Οκτάνα». Δεν είναι διόλου απίθανο οι νεότεροι να
βρουν στο έργο του αρετές που εμείς δεν μπορούμε να προβλέψουμε. Ίσως την επιστροφή
στην Εδέμ να τη δουν από μιαν άλλη σκοπιά, πιο «οικολογική», γιατί στον Εμπειρίκο η
λατρεία του σώματος είναι γενικότερα λατρεία της φύσης, ως μυστηριακής δύναμης που
υπερβαίνει τη γνώση μας. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος όρισε την ποίηση ως «ανάπτυξη
στίλβοντος ποδηλάτου», διόλου μακριά από τα φτερωτά άλογα του μύθου και τα άτια της
λαϊκής μας παράδοσης. Μας άφησε επίσης και κάποιες φράσεις που μπορούν να
λειτουργήσουν σαν ξόρκι, όπως «πάρε τη λέξη μου, δως μου το χέρι σου». Προπάντων
έθεσε ερωτήματα, ίσως προορισμένα να μείνουν ανοιχτά και απρόσιτα, όπως η ουτοπική
«Οκτάνα». Η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Φιλολογίας στο
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Υπάρχουν ωστόσο και άλλες θεματικές ενότητες που φωτογράφισε ο Εμπειρίκος. Ανάμεσά
τους και η ενότητα με παιδίσκες ορισμένες από τις φωτογραφίες της ενότητας αυτής
παρουσιάζει σήμερα «Το Βήμα». Είναι προφανές ότι οι φωτογραφίες επικυρώνουν τον
παιγνιώδη τρόπο του Εμπειρίκου να προσεγγίζει την παιδικότητα άλλωστε τα κείμενά
του
βρίθουν αναφορών σε παιδίσκες. Από τη δεκαπενταέτιδα «κόρην πελιδνοτάτη» του
κειμένου του «Αργώ ή Πλους αεροστάτου» ως τη χαρίεσσα ενδεκαέτιδα, την «με καστανά
μαλλιά και με δέρμα λευκόν, λευκότατον, σαν γάλα» «γλυκεία» Εθελ και την Καναδή
«απαλή ως μαγνόλια καί ως ηλιοτρόπιον» Φλώσσυ του «Μεγάλου Ανατολικού», η αναφορά
του στην ερωτική αθωότητα της παιδικής ηλικίας είναι από τις εμμονότερες των ιδεών
του. Και η ηθική διάσταση της συγκεκριμένης εμμονής; θα ρωτήσει κανείς. Αντί άλλης
απαντήσεως, θα προσφύγουμε στον βαθύ μελετητή του λογοτεχνικού έργου του Εμπειρίκου
Γιώργη Γιατρομανωλάκη, ο οποίος στο επίμετρό του στην έκδοση του «Μεγάλου
Ανατολικού» σημειώνει: «"Ηθική", με την τρέχουσα σημασία της λέξεως, η λογοτεχνία
(και κάθε μορφή τέχνης) δεν διαθέτει ούτε και υποχρεούται να διαθέτει». Για να
παραπέμψει στον Ελύτη, ο οποίος προσθέτει: «Η αντίδραση έχει τον τρόπο της·
επιβάλλεται. Αν χρειαστεί, να είσαι βέβαιος, θα φορέσει και την προσωπίδα του
επαναστάτη. Αν καταλάβει πως η πέτρα του σκανδάλου δεν είναι τόσον η κοινωνική
αδικία όσο η ηθική θα της αλλάξει όνομα πιθανόν όμως θα την κρατήσει· επειδή αυτήν
την χρειάζεται. Θα πρόκειται πάλι και πάλι και ξανά για την Ηθική, μια κόρη σεμνά
ενδεδυμένη, άκρως νευρωτική και μόλις βγαλμένη από κάποιο Κατηχητικό που απλώς του
αντικαταστήσανε τους παπάδες» («Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο», 2η έκδοση, εκδόσεις
Υψιλον, 1980, σελ. 12). «Μία φωτογραφία ζει, έχει ολόκληρη δική της δράσι,
συνυφασμένη με την ζωή του θεατή, όπως ένα φλουρί, ένα κρύσταλλο ή ένα γάντι»
έγραφε ο Εμπειρίκος. Ο οποίος φωτογράφιζε, όπως άλλωστε και έγραφε, όντας
στρατευμένος. Στράτευση προς τι; Οπως δήλωνε το 1967 σε συνέντευξή του προς την
(επίσης ψυχαναλύτρια) Ανδρομάχη Σκαρπαλέζου (δημοσιευμένη στο περιοδικό «Ηριδανός»,
τεύχ. 4, 1976), «μάχομαι διά την ελευθερία του έρωτα». Η έκθεση «Ανδρέας
Εμπειρίκος: Προσωπική Μυθολογία» εγκαινιάζεται στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων
στις 17.12.2001 και θα διαρκέσει ως τις 17.1.2002. Έχει στόχο να προβάλει το έργο
και την προσωπικότητα του Ανδρέα Εμπειρίκου παρουσιάζοντας εργοβιογραφικά στοιχεία,
προσωπικά αντικείμενα, βιβλία και πρώτες δημοσιεύσεις. Επίσης θα παρουσιασθούν 200,
ανέκδοτες οι περισσότερες, φωτογραφίες. Με την έκθεση αυτή ολοκληρώνονται οι
εκδηλώσεις για το Ετος Εμπειρίκου που διοργανώθηκαν καθ' όλη τη διάρκεια του 2001
από το υπουργείο Πολιτισμού και το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου με την επιμέλεια αρμόδιας
οργανωτικής επιτροπής. Τις επόμενες ημέρες εξάλλου θα εκδοθούν και μια σειρά
βιβλία, πάντα με την ευκαιρία
του ίδιου αφιερώματος. Εκτός από το λεύκωμα με φωτογραφίες του και τίτλο «Ο
Φωτοφράκτης - Ο Ανδρέας Εμπειρίκος φωτογράφος», θα κυκλοφορήσουν ακόμη: «Προϊστορία
ή Καταγωγή (Τα προ της Υψικαμίνου και της Ενδοχώρας ποιήματα)» σε φιλολογική
επιμέλεια Γ. Γιατρομανωλάκη· «Der Sonder-Fuhrer Nikolaus Schultz» σε φιλολογική
επιμέλεια Γ. Γιατρομανωλάκη και με επίμετρο του Λεων. Εμπειρίκου· «Ο Μέγας
Ανατολικός - Επιτομή» και οι μελέτες του Γ. Γιατρομανωλάκη «Ο Ανδρέας Εμπειρίκος
από το Α ως το Ω», του Ι. Βούρτση «Βιβλιογραφία Ανδρέα Εμπειρίκου» και του J.
Bouchard «Με τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Παρά δήμον ονείρων» όλα από τις εκδόσεις Αγρα.
Παντελή Μπουκάλα
Η κραυγή ετούτη, που επιχειρεί να αντισταθεί στην ιστορία, στην ιστορία των
θρησκειών και των παθών, έχει ήδη ακουστεί σχεδόν με τα ίδια λόγια το 1897, στη
συλλογή του Kωστή Παλαμά «'Ιαμβοι και ανάπαιστοι», έστω κι αν αυτό δεν το θυμόμαστε
περισσότερο απ' όσο θυμόμαστε ότι το μοτίβο της γραφής στην άμμο υπήρξε (και)
παλαμικό («Kάτου στην άμμο του γιαλού μια μέρα, μακριά της, / εκεί που μόνος έστεκα
έγραψα τ' όνομά της...») πριν κατοχυρωθεί, και διά της μελοποιήσεως, στον Σεφέρη
(«Πάνω στην άμμο την ξανθή / γράψαμε τ' όνομά της...»). Εγραφε λοιπόν ο Παλαμάς:
Η γη μας γη των άφθαρτων/αερικών και ειδώλων,/πασίχαρος και υπέρτερος/θεός μας είν'
ο Απόλλων.//Στα εντάφια λευκά σάβανα/γυρτός ο Εσταυρωμένος/είν' ολόμορφος Αδωνις /
ροδοπεριχυμένος.// Η αρχαία ψυχή ζει μέσα μας/αθέλητα κρυμμένη /ο Μέγας Παν
δεν πέθανε,/όχι ο Παν δεν πεθαίνει!».
Προϊστορία Ως υποκείμενη τόσο στο ποίημα του Παλαμά όσο και στο κείμενο του
Εμπειρίκου μπορούμε να θεωρήσουμε ένα σημαδιακό χωρίο στο έργο του Πλούταρχου «Περί
των εκλελελοιπότων χρηστηρίων»: Ενα καράβι αναγκάζεται να αράξει στους Παξούς και
μια φωνή από το νησί καλεί τον Αιγύπτιο κυβερνήτη να αναγγείλει, όταν θα περάσει
από το Παλώδες, «ότι Παν ο μέγας τέθνηκεν». Kι όταν αυτός το ανάγγειλε, εγένετο
«μέγας στεναγμός άμα θαυμασμώ μεμιγμένος». Ο θάνατος του θεού, ως θάνατος του κατά
φύσιν βίου, του ιμέρου ή της Αρχαίας Θρησκείας, υπήρξε ερεθιστικός για όλες τις
μορφές της τέχνης στη διάρκεια των αιώνων, όπως τεκμηριώνεται και στο βιβλίο του
Σερ Τζον Μπόρντμαν «Ο μέγας θεός Παν. Η επιβίωση μιας εικόνας». Από αυτό το λαμπρό
δοκίμιο αποσπώ μερικούς στίχους της Αγγλίδας ποιήτριας Ελίζαμπεθ Μπάρετ Μπράουνιγκ,
σε μετάφραση του Αρη Μπερλή: «Η θλιβερή κραυγή σηκώθηκε/και έσβησε μακρόσυρτη στον
αέρα / μελαγχολική κι απεγνωσμένη./Kαι άκουσα τα λόγια που είπε:/Πέθανε ο Παν.
Απέθανε ο μέγας Παν,/ο Παν, ο Παν απέθανε.» Είναι αναγκαίο ωστόσο να
συνυπολογίσουμε στους πιθανούς γεννήτορες της εμπειρίκειας αναβάθμισης του μύθου
του Πανός τη διαπραγμάτευσή του από τον Αγγελο Σικελιανό, με τον οποίο άλλωστε ο
Εμπειρίκος μοιράζεται, εκτός των άλλων, τη λογική των ανοιχτόκαρδων εγκωμίων προς
ομοτέχνους από τις σικελιανικές «ωδές» για τον Μαβίλη, τον Βαλαωρίτη, τον Παλαμά,
τον Παπαδιαμάντη, την Πολυδούρη, τον Μαλακάση έως τους ύμνους για τους Μπεάτους, ο
δρόμος είναι ομαλός. Ο ίδιος ο Εμπειρίκος, πάντοτε αυθόρμητα ειλικρινής και
τρυφερός που τους άλλους ποιητές, στο ποίημα «Του Αιγάγρου» της «Οκτάνας» τιμά
«τον «Αρχάγγελο Σικελιανό που έπλασε το Πάσχα των Ελλήνων και ανάστησε (Πάσχα και
αυτό) τον Πάνα». Ισως θα ήταν πιο κοντά στα πράγματα και στα ονόματα αν έλεγε ότι ο
Σικελιανός ανάστησε τον Διόνυσο, εντούτοις, για να προσοικειωθεί τον αναστάσιμο
λόγο του Σικελιανού και να τον εντάξει στο δικό του κοσμολογικό-θεολογικό σύστημα,
μεταβαίνει από τον Διόνυσο στον σχεδόν μόνιμο συνοδό του και ενίοτε ταυτόσημό του,
τον Πάνα. Δεν λείπει βέβαια ο Παν από τη σικελιανική ποίηση, δεν δεσπόζει όμως,
εφόσον «αιώνιος θεός» ονομάζεται ο Διόνυσος, λ.χ. στο ποίημα «Ελεύτερα Δωδεκάνησα».
Στο «Πέμπτο Ευαγγέλιο» του έργου «Πάσχα των Ελλήνων», «μικρή καμπάνα εφώναζε
τρεμάμενη τον Πάνα», ενώ με το ποίημα «Ο Παν» ο Σικελιανός αινεί τον τράγο («άρχος
και ταγός»), ευκρινή υπόσταση ενός θεού «αιγιπόδη δικέρωτος πολυκρότου ηδυγέλωτος»
κατά τον σχετικό Ομηρικό Υμνο, τον οποίο «τον είδαν οι αθάνατοι / κι όλοι τους τότε
στην ψυχή τους καταχάρηκαν / και προπαντός ο Βάκχειος Διόνυσος / και Πάνα τον
ονόμασαν γιατί πάντων τις φρένες έτερψε» (κατά τη μετάφραση του Δημήτρη Παπαδίτσα
και της Ελένης Λαδιά).
Τα πράγματα δεν είναι ποτέ ευθύγραμμα βεβαίως, αργότερα πάντως, στην υπερρεαλιστική
ήπειρο, ο τράγος θα γίνει Αίγαγρος, στο ποίημα «Του Αιγάγρου» το οποίο, συν τοις
άλλοις, μας βεβαιώνει πόσο δημοτικός ήταν εντέλει ο καθαρεύων λόγος του Εμπειρίκου:
«Πήδηξε ο αίγαγρος και στάθηκε σε μια ψηλή κορφή. Στητός και ρουθουνίζοντας κοιτάει
τον κάμπο και αφουγκράζεται πριν άλλο σκίρτημα σε άλλη κορφή τον πάη. Τα μάτια του
λάμπουν σαν κρύσταλλα και μοιάζουν με μάτια αετού ή ανθρώπου που μέγας οίστρος τον
κατέχει. Το τρίχωμά του είναι στιλπνό και ανάμεσα στα πισινά του πόδια, πίσω και
κάτω απ' το κεντρί του, το μέγα σήμαντρον της απολύτου ορθοδοξίας ταλαντευόμενον σε
κάθε σάλεμά του, βαριά και μεγαλόπρεπα κουνιέται.» Συγκρητισμός Ο Σικελιανός λοιπόν
συνθέτει τη θεολογία του με άξονα τον «Ελεύτερο Θεό» Διόνυσο, τον «Εσταυρωμένο
Βάκχο». «Ω Πάσχα, / πανσεβάσμιο Πάσχα! / Ω Ιακχε! / Απόλλωνα! / Ιησού!» αναφωνεί
στο ποίημά του «Διόνυσος-Ιησούς», μια από τις διαυγέστερες εκτυπώσεις του
συγκρητιστικού του πάθους, που φέρνει στο νου το ποίημα «Αρτος και Οίνος» του
Φρίντριχ Χέλντερλιν. «Ω Λόγε-Διόνυσε! (...) Τεράστιε Βάκχε! (..) Ω Λόγε-Ελλάδα»
επανέρχεται στο ποίημα «Απόλλων Διονυσόδοτος». «Γλυκό μου βρέφος, Διόνυσέ μου και
Χριστέ μου» προσεύχεται στο «Διόνυσος επί λίκνω», για να κορυφώσει την τέχνη του
στο εξαίσιο ποίημα «Μέγιστον μάθημα» που απολήγει (δηλαδή ανοίγει) με την εξής κατά
του θανάτου νικητήρια αποστροφή: «'Ο,τ' έχει σμίξει με το Διόνυσο κι ώς μέσα/το
μυστικόν εγεύτη Θάνατο βαθιά του/πριχού το θάνατο τον άλλο αντικρίσει,/δεν σταματά
μεσοστρατίς στην Αιωνιότη,/μα, ως την πνοή του όλη την ξόδεψε στο δώρο/και την ψυχή
του την εγύμνωσεν η Αγάπη,/γυμνό θα πάρει της Αβύσσου το στεφάνι!» Ο Εμπειρίκος,
υλικότερος, σωματικότερος, οργανωτής μιας χθόνιας θεολογίας, στο ποίημά του «Το
μέγα βέλασμα ή Παν-Ιησούς Χριστός» του 1964 μετακινείται από τον σικελιανικό
Διόνυσο-Χριστό στον ΠάναΧριστό (προφανής και σημαίνουσα η αναλογία των δύο τίτλων)
και δοξολογεί, επίσης με συγκρητιστικό πάθος (αν θυμηθούμε τον ΛόγοΑμνό του
χριστιανικού συστήματος) «το βέλασμα του ωραίου αμνού, του αμνού-κριού του αίροντος
τας αμαρτίας του κόσμου». Έπειτα από αυτά τα σχηματικά και ανολοκλήρωτα για το
«λαβείν», ελάχιστα, και πάλι σχηματικά, για το «δούναι». Η απελευθερωμένη γλώσσα
του Εμπειρίκου (ένα μόνο στοιχείο της οποίας είναι η χρήση μιας μορφής της
καθαρεύουσας), η απελευθερωτική διαχείριση της
εικόνας στο έργο του, η ανάδειξη μιας ολόκληρης ηπείρου που παρέμενε σκιασμένη, της
ερωτικής-σεξουαλικής, η λογοτεχνικά υψηλή νομιμοποίηση που πρόσφερε τόσο στην
κομφορμιστικά θεωρούμενη αταξία όσο και στην ύλη και τη δράση του υποσυνειδήτου και
του ονείρου, η υπεράσπιση μια ποιητικής τέρψης συγκερασμένης με το κοινωνικό
διαφέρον, το αντιεξουσιαστικό φρόνημα που στοιχειοθετούν οι επιθέσεις του κατά των
εμπόρων της δεισιδαιμονίας, όλα τούτα συνιστούν πολύτιμη προικοδοσία, αρκετές
πτυχές της οποίας έδωσαν καλούς γόνους στο έργο των μεταγενέστερων. Τα προβλήματα,
ίδια από την αρχαιότητα, ανακύπτουν όταν μας έλκει αποκλειστικά το λαμπερό
επιφαινόμενο και ο ήχος. Το ότι αυτή η μιμητική αναπαράσταση του υψηλού προτύπου
είναι παλιά αμαρτία μάς το βεβαιώνει ένα επίγραμμα από το ενδέκατο Βιβλίο της
Παλατινής Ανθολογίας, που αποδίδεται σε κάποιον ποιητή Kερεάλιο, παντελώς άγνωστο
κατά τα λοιπά:
«Ου το λέγειν παράσημα και Αττικά ρήματα πέντε,/ευζήλως εστίν και φρονίμως
μελετάν /ουδέ γαρ ει κάρκαιρε και ει καναβεί τό τε σίζει/και κελάρυζε λέγεις, ευθύς
Ομηρος έση./Νουν υποκείσθαι δει τοις πράγμασιν και φράσιν αυτών/είναι κοινοτέραν,
ώς γε νοείν α λέγεις.»
Ας μου επιτραπεί μια μεταφορά στα νέα ελληνικά: «Όχι βέβαια. Αν μηρυκάζεις λέξεις
παράδοξες και πέντε ρήματα/της αττικής, δεν πάει να πει ότι με ζήλο μελετάς και
φρονιμάδα./Kαι δεν θα γίνεις αυτομάτως Ομηρος αν πεις κελάρυζε/ή κάρκαιρε ή καναβεί
ή σίζει. Kαλύτερα να υποτάσσεται/στα πράγματα ο νους σου, και να μιλάς απλά,/ώστε
τουλάχιστον να εννοείς τα ίδια τα λεγόμενά σου.» Ποια τα «κάρκαιρε» του Εμπειρίκου,
ποια τα «καναβεί» και τα «σίζει»; Μια καλή ιδέα μας δίνει ο Ελύτης: «Οι λέξεις που
κυριαρχούν στην πρώτη περίοδο του Εμπειρίκου [...] είναι: στέαρ, ευνή, χοάνη,
βόστρυχος, θύσανος, θρυαλλίς, μαρμαρυγή, γδούποι, ορυμαγδός, κορυβαντιώντες,
εμβρόντητος: ό,τι υποβάλλει το γλίστρημα, την ηδονή, τη μαρμαρυγή, την ανάφλεξη, τη
λάμψη, την αναφώνηση, την εκτίναξη». Πρόκειται για «φραστικές φόρμες ευγλωττίας»
(του Ελύτη και πάλι ο χαρακτηρισμός) με τις οποίες καταλήξαμε να ταυτίσουμε τον
Εμπειρίκο, ύστερα από ακολουθία παραναγνώσεων ή απλώς οκνηρών αναγνώσεων,
καταφέρνοντας χονδρικώς ό,τι και εκείνοι που πρώτοι πρώτοι ασχημόνησαν εις βάρος
της ποιητικής του πρότασης, στη δεκαετία ήδη του τριάντα: να τον εκλάβουμε σαν
ισότιμο του λεκτικού του, να θεωρήσουμε πως ο υπερρεαλισμός άλλο δεν είναι παρά μια
ενορχήστρωση της λεκτικής φαντασμαγορίας, ενός αυτοματισμού που ξεκινάει σαν θεωρία
και ιδεολόγημα και καταλήγει βαρύγδουπη κενολογούσα ευκολία. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος,
«ο λογοποιός του υψωμένου συναισθήματος» κατά το χαρακτηρισμό του Γιάννη Δάλλα, μας
ενδιαφέρει ως ποιητής, κι όχι επειδή υπήρξε ψυχαναλυτής, όχι επειδή αρνήθηκε την
τάξη του, ούτε καν επειδή υπήρξε απόστολος ενός ρεύματος. Μας ενδιαφέρει όχι για τη
βιογραφία του αλλά για την εργογραφία του, όχι για την ιστορία του αλλά για τη
λογοτεχνία του. Μας ενδιαφέρει επειδή καθιέρωσε τον «οίστρο της ζωής», έστω κι αν
γνώριζε άριστα, ως αυθεντικός ποιητής, ότι τις πιο πολλές φορές είμαστε
υποχρεωμένοι να τον επινοήσουμε αυτοδαπανώμενοι.
Υπάρχουν, όμως, τα κείμενα. Αυτά μένουν και σε αυτά θα σταθώ. Γνωρίζετε φυσικά, ως
ψυχαναλυτές και θεραπευτές, τα ψυχαναλυτικά κείμενα του Εμπειρίκου: Πρόκειται για
μία ολοκληρωμένη μελέτη δημοσιευμένη στα γαλλικά το 1950 (τχ. 3) στην Revue
Francaise de Psychanalyse, με τίτλο "Un cas de névrose obsessionelle avec
éjaculations précoses". Το ίδιο τεύχος περιέχει τις μελέτες του Κουρέτα και του
Ζαβιτσιάνου, πράγμα που το καθιστά καταστατική στιγμή της ελληνικής ψυχανάλυσης.
Υπάρχουν, επίσης και ορισμένες ημιτελείς. Τα κείμενα αυτά κυκλοφορούν από το 2001
στα ελληνικά στις εκδόσεις Άγρα σε επιμέλεια του Γιώργου Κούρια, συνοδευόμενα από
ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον επίμετρο, στο οποίο αναλύεται διεξοδικά η ολοκληρωμένη
μελέτη του. Τα ψυχαναλυτικά κείμενα του Εμπειρίκου αποτελούν τον ένα πόλο του
ψυχαναλυτικού του λόγου· ο άλλος είναι τα λογοτεχνικά του κείμενα. Κατά τη γνώμη
μου ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο τόμος που δημοσιεύτηκε το 1960 και περιλαμβάνει
κείμενα από το 1936 έως το 1946, περίοδο κατα την οποία ασκούσε συστηματικά την
ψυχαναλυτική πρακτική του: φέρει τον τίτλο Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία και
θεματοποιεί το ζήτημα της διανοητικής του γενεαλογίας. Στο βιβλίο αυτό, με ένα
μεταφορικό λόγο εξαιρετικής ακρίβειας, ο Εμπειρίκος αναπτύσσει μια σειρά από καίρια
ζητήματα της
ψυχαναλυτικής θεωρίας και πρακτικής Στα κυριότερα συγκαταλέγονται ―και σε αυτά θα
σταθώ σήμερα― οι θέσεις του για την αχρονικότητα του ονειρικού λόγου και του
ασυνείδητου και για την υλική υπόσταση του Οιδιπόδειου συμπλέγματος. Σύμφωνα με τον
Paul Ricoeur, η Ερμηνεία των Ονείρων του Φρόυντ προτείνει μια σχέση αναλογίας
ανάμεσα στα όνειρα, τα οποία αποτελούν την προσωπική μυθολογία αυτού που
ονειρεύεται, και τους μύθους, οι οποίοι αποτελούν τα όνειρα που έχουν κατά την
εγρήγορση οι άνθρωποι. Στο βιβλίο του De l’ interpretation: Essai sur Freud
αναφέρει ότι η ψυχανάλυση εξετάζει τα πολιτισμικά φαινόμενα ως ανάλογα των
επιθυμιών που εκπληρώνονται στα όνειρα και υποστηρίζει ότι προτείνει το πρότυπο της
"εκπλήρωσης των επιθυμιών" (Wunscherfüllung) ως μια αποτελεσματική, αν και
αποσπασματική, αναλογία για την ερμηνεία του πολιτισμού.[5] Τα Γραπτά ή Προσωπική
Μυθολογία θεματοποιούν ήδη με τον τίτλο τους τη σχέση του προσωπικού με το
συλλογικό και το μυθολογικό, ένω το πρώτο κείμενο που περιλαμβάνουν "Αντί Προλόγου"
συνιστά μια πραγματεία περί ονείρων. Το "Αμούρ-Αμούρ" (1939) θεματοποιεί το όνειρο
ως τον κατ’ αναλογίαν τρόπο διάρθρωσης του υπερρεαλιστικού λογοτεχνικού κειμένου.
[6] Πρόκειται για ένα ιδιαίτερης θεωρητικής και μεθοδολογικής σημασίας κείμενο, το
οποίο πραγματεύεται ακριβώς τα ζητήματα που θέτει ο André Breton στα Les Vases
Communicants, δηλαδή το χρόνο, το χώρο και την αρχή της αιτιότητας στο όνειρο.
Σύμφωνα με τον Εμπειρίκο: "Τα γεγονότα της εποχής εκείνης, όπως, άλλωστε, και πολλά
άλλα γεγονότα διαφόρων άλλων εποχών της ζωής μου […], τα βλέπω ως εικόνες εναργείς,
αλλά όχι ακίνητες, ούτε τελείως απομονωμένες, όπως θα ήσαν, αίφνης, μέσα σε ένα
λεύκωμα, τα αντίτυπα μιας σειράς φωτογραφιών χρονολογικά ταξινομημένων. Οι εικόνες
αυτές κινούνται, επικοινωνούν αναμεταξύ των και συναγελάζονται. Έχουν ένα modus
vivendi και ένα status quo δικό των. Καμια δεν περιορίζεται απολύτως, μέσα σε
πλαίσια αυστηρώς καθορισμένα. Οι σχέσεις των δεν προσδιορίζονται από ένα συνειδητό
μηχανισμό. Έχουν μια αυτονομία, της οποίας η διάρθωσις δεν ρυθμίζεται από μία
επιβολή θεληματική, μα από μιαν αυτόματη και ασυνείδητη προωθητική ενέργεια, που
ξεφεύγει από τον έλεγχο της συνειδητής πλευράς της προσωπικότητος, όπως συμβαίνει
κατά τας προ της πλήρους εγρηγόρσεως στιγμάς της αφυπνίσεως, κατά τας στιγμάς της
μέθης ή του ύπνου, ή, ακόμα καλύτερα, όπως συμβαίνει εις τα όνειρα".[7]
Έλλειψη χρονολογικής ταξινόμησης, μη περιορισμένος χώρος, αυτονομία των εικόνων,
ενώ το σημείο αναφοράς ορίζεται ως το όνειρο, το οποίο αποτελεί τη σύνδεση τόσο με
τον Breton όσο και με τον Φρόυντ· αυτά είναι τα χαρακτηριστικά της θεωρητικής θέσης
του Εμπειρίκου, όπως διατυπώνεται στο "Αμούρ-Αμούρ". Επιπλέον, το κείμενο αυτό
προσπαθεί να καταστεί το ίδιο αυτές οι θεωρητικές αρχές: κατά συνέπεια, ενώ
ξεκινάει ως αυτοβιογραφία ενός ποιητή που αναζητεί τα κατάλληλα εκφραστικά μέσα δια
της αναλογίας της εικόνας του καταρράκτη, μετατρέπεται σε εγκώμιο για τον "Ανδρέα
Μπρετόν και τους άλλους υπερρεαλιστάς" και "τον Σίγκμουντ Φρόϋντ και τους
ψυχοαναλυτάς", ώστε με μια διπλή μεταφορά "και ιδού που μία φράσις γίνεται κορβέττα
και με ούριον άνεμο αρμενίζει, καθώς νεφέλη που την προωθεί μαϊστράλι η
τραμουντάνα"[8] να εξελιχθεί σε απολογισμό της πορείας του υπερρεαλισμού στην
Ελλάδα, αλλά και σε ένα προσωπικό οδοιπορικό της παιδικής ηλικίας του Εμπειρίκου
στη Ρωσία, με συνεχείς αναδρομές και προδρομές, που συνδέουν τον καταρράκτη με την
επιθυμία για συγγραφή, τον Αμούρ, τον ποταμό, με τον Αμούρ, τον έρωτα. Στη συνέχεια
ο Εμπειρίκος εξειδικεύει την άποψή του για τη σχέση ανάμεσα στο υπερρεαλιστικό
κείμενο και το όνειρο και ουσιαστικά υιοθετεί αυτούσια την αναλογία που έχει
προτείνει ο Φρόυντ: "Μία εικών μπορεί κάλλιστα να συνυπάρχει με μίαν άλλην, μπορεί
να αποτυπώνεται, ή να επικάθηται επάνω σε μια προηγουμένη, ή επομένη,
χωρίς να την εξαλείφη, ή, μπορεί να δέχεται επάνω στην επιφάνειά της, μια νέα
εικόνα, χωρίς να εξαφανίζεται η ίδια, όπως συμβαίνει και στις επιτυπώσεις των
φωτογραφιών ή των κινηματογραφικών ταινιών".[9] Τονίζει, λοιπόν, ότι οι εικόνες
μπορεί να έχουν ένα λογικό ή μη λογικό ειρμό που να αποτελεί ένα θέμα, αλλά μπορεί
να παρεισφρύσει κάποιος άλλος ειρμός. Έτσι προκύπτει "ένα αμάλγαμα δύο ή
περισσοτέρων εικόνων που να αποτελή μια νέα σύνθεσι", όπως για παράδειγμα να
εισβάλει ο Οθέλλος στη σκηνή της δολοφονίας του Καίσαρα, πράγμα που δεν συμβαίνει
συχνά στην τέχνη που ελέγχεται από τη λογική, "συμβαίνει όμως συνεχώς, μέσα στα
συναισθήματα, στα όνειρα, και στις φαντασιώσεις μας".[10] Το όνειρο καθίσταται κατά
συνέπεια το πρότυπο της λογοτεχνικής γραφής του, μια και επιτρέπει την σύζευξη και
την ταυτόχρονη ανάγνωση πολλαπλών νοημάτων. Η θεωρία του Φρόυντ για το έκδηλο και
το λανθάνον περιεχόμενο του ονείρου και τη μεταξύ τους σχέση εισάγει μια έννοια που
άμεσα σχετίζεται με τη θεώρηση του Εμπειρίκου: τον επικαθορισμό
(Überdeterminierung), σύμφωνα με τον οποίο ένα όνειρο μπορεί να εκφράζει πολλές
διαφορετικές επιθυμίες ή για κάθε στοιχείο του έκδηλου να υπάρχουν περισσότερα του
ενός στοιχεία του λανθάνοντος περιεχομένου. Πρέπει να σημειωθεί, επίσης, η πολύ
χαρακτηριστική και συναφής προς την επιχειρηματολογία του Εμπειρίκου αναλογία, την
οποία προτείνει ο Φρόυντ, σύμφωνα με την οποία η εργασία του ονείρου (Traumarbeit)
συντελείται με μια τεχνική που θυμίζει τις επιτυπώσεις φωτογραφιών. Γράφει
χαρακτηριστικά: "Το υλικό που προέρχεται από τις ιδέες του ονείρου και συμπτύσσεται
για τη διαμόρφωση της σκηνής του ονείρου πρέπει φυσικά να είναι εξαρχής κατάλληλο
γι’ αυτή τη χρήση. Απαιτείται ένα ―ή περισσότερα ― κοινά σημεία τα οποία να
υπάρχουν σε όλα τα συστατικά του. Η εργασία του ονείρου ακολουθεί τότε μια
διαδικασία όπως εκείνη του Francis Galton κατά την κατασκευή των οικογενειακών
φωτογραφιών του. Επιτυπώνει, τρόπον τινά, τα διάφορα συστατικά, έτσι ώστε να
αλληλοεπικαλύπτονται. Κατά συνέπεια τα κοινά σημεία εμφανίζονται πιο ζωηρά στη
συνολική εικόνα, ενώ όσα έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους αλληλοεξαλείφονται σχεδόν
πλήρως. Αυτή η διαδικασία παραγωγής εξηγεί επίσης εν μέρει τα αμφιταλαντευόμενα και
συγκεχυμένα χαρακτηριστικά τόσων στοιχείων του ονειρικού περιεχομένου".[11] Στη
συνέχεια αναφέρει ότι αν, κατά την ανάλυση του έκδηλου ονείρου και τη διαδικασία
κατασκευής του λανθάνοντος περιεχομένου του, προκύπτει κάποια αβεβαιότητα, τότε δεν
πρέπει να επιλέγεται η διάζευξη
(είτε …είτε) για την επίλυσή της, αλλά η σύζευξη (και): με τον τρόπο αυτό
διατηρούνται και οι δύο εικόνες ως αφετηρία μιας ξεχωριστής σειράς συνειρμών,
ακριβώς επειδή λειτουργεί ο επικαθορισμός. Η αναφορά στην τέχνη της φωτογραφίας και
τις επιτυπώσεις επιτρέπει την προσέγγιση της λογοτεχνικής κατασκευής, όπως
προτείνεται στη συγκεκριμένη στιγμή του ελληνικού υπερρεαλισμού, δια μέσου της
ονειρικής κατασκευής, όπως αναπτύσσεται από την ψυχαναλυτική θεωρία. Πρόκειται για
μια ιδιαίτερα αποτελεσματική σύζευξη του Εμπειρίκου. Ας αφήσουμε τον χώρο του
ονείρου για να περάσουμε στις συγκρούσεις του Οιδιποδείου. Στο κείμενο "Οιδίπους
Ρεξ" (αφιερωμένο στη Μαρία Βοναπάρτου), το οποίο επίσης περιλαμβάνεται στα Γραπτά ή
Προσωπική Μυθολογία, ο Εμπειρίκος διηγείται το μέρος εκείνο του μύθου του Οιδίποδα,
το οποίο πραγματεύονται οι τραγωδίες Οιδίπους επί Κολωνώ του Σοφοκλή και Φοίνισσαι
του Ευριπίδη, με δύο σημαντικές αλλαγές: η πρώτη αφορά την οργάνωση του αφηγήματος,
αφού ένα κατασκευασμένο πρόσωπο, ο κυνηγός Χαβρίας (υπάρχει ιστορικό πρόσωπο με
αυτό το όνομα, αλλά πρόκειται για Αθηναίο στρατηγό της δεύτερης αθηναϊκής
συμμαχίας), αφηγείται τα γεγονότα· η δεύτερη αφορά την οπτική γωνία από την οποία
γίνεταιη αφήγηση, αλλά και την φανταστική κατάληξή της, με την εμπλοκή τόσο των
Ερινύων όσο και του Χαβρία στη δράση. Συνοπτικά, η υπόθεση. Ο κυνηγός Χαβρίας,
"γέννημα-θρέμμα του Πανός και των Αμαδρυάδων" (145), "απλούς κυνηγός των δασών της
Βοιωτίας, αλλά καλός τοξότης" (151) θέλει να αποκαταστήσει την αλήθεια σχετικά με
τις τελευταίες στιγμές του βασιλιά των Θηβών. Πληροφορεί, λοιπόν, τους αναγνώστες
ότι αυτός και όχι η Αντιγόνη τον οδήγησε στον Κολωνό, στο ναό των Ευμενίδων. Μετά
από μια μακρά συζήτηση καθ’ οδόν, κατά την οποία ο Χαβρίας προσπαθεί ανεπιτυχώς να
πείσει τον Οιδίποδα ότι δεν είναι μεμπτό το ότι "συνήλθε ερωτικώς μετά της μητρός
του Ιοκάστης" (147), αφού και οι θεοί κάνουν το ίδιο και αυτός, ένας απλούς κυνηγός
των δασών, το επιθυμεί και θα το έκανε ευχαρίστως, τον αφήνει στον ναό, επειδή
Αντιγόνη του δήλωσε χαρακτηριστικά ότι είχε εξευμενίσει τις Ευμενίδες. Όταν
επιστρέφει θα βρεθεί μάρτυς μιας στυγνής πράξης: "Με φρικαλέους μορφασμούς και
αποκόσμους αναφωνήσεις, η Αληκτώ και η Μέγαιρα εκράτουν τον δυστυχή μάρτυρα
καθηλωμένον, ενώ η Τισιφόνη, απέκοπτε δια των οδόντων της, βρυχωμένη ως ύαινα, τα
γεννητικά όργανα του ανδρός" (151). Τότε ο Χαβρίας σκότωσε με τα βέλη του τις
Ερινύες, οι
οποίες, όπως αναφέρει ο μύθος, είχαν γεννηθεί από τις σταγόνες του αίματος που κατά
τον ευνουχισμό του Ουρανού πότισαν τη γη. Η ερμηνεία του μύθου του Οιδίποδα από τον
Εμπειρίκο αποσκοπεί: 1) Στην επανενεργοποίησή του στο πλαίσιο της αρχαίας ελληνικής
και ρωμαϊκης μυθολογίας (αυτό φαίνεται και από τον τίτλο του κειμένου, "Οιδίπους
Ρεξ"), διότι αφενός χρησιμοποιεί το μύθο του ευνουχισμού του Ουρανού και τον
προσαρμόζει στον Οιδίποδα και αφετέρου αποδίδει στις Ερινύες συγκεκριμένες
σωματικές πράξεις που ταιριάζουν περισσότερο στις ρωμαϊκές Furiae. 2) Στη σύνδεση
της συγκεκριμένης πράξης του Οιδίποδα, "να συνέλθει ερωτικώς μετά της μητρός του
Ιοκάστης" με τις πράξεις των θεών και μέσω αυτής της σύνδεσης στην θεματοποίηση του
καθολικού χαρακτήρα της επιθυμίας για τη μητέρα. 3) Στην έμφαση στην υλική υπόσταση
του Οιδιπόδειου μυθου και συμπλέγματος και στην τοποθέτηση του Εμπειρίκου σαφώς στη
μεριά του Φρόυντ και όχι στη μεριά του Γιούνγκ. Στην Ιστορία του Ψυχαναλυτικού
Κινήματος ο Φρόυντ υπογραμμίζει τη διαφωνία του με τον Γιουνγκ για την υποβάθμιση
από τον τελευταίο της σημασίας του σεξουαλικού στοιχείου και την έμφαση στη
συμβολική διάσταση που δίνει, ιδίως στο Οιδιπόδειο (S.E. XIV, 62). Ο Εμπειρίκος στο
κείμενό του αυτό υπογραμμίζει το απτό της σεξουαλικότητας και την υλική της
υπόσταση. 4) Στην κατασκευή μιας ουτοπίας, στην οποία βασιλεύει ο Xαβρίας, το
"γέννημα-θρέμμα του Πανός και των Αμαδρυάδων", ο απλός και υγιής άνθωπος των δασών.
Tο ενδιαφέρον στην κατασκευή αυτού του χαρακτήρα ειναι ότι θεματοποιεί την μετα-
οιδιπόδεια άρση της αιμομεικτικής απαγόρευσης, μια και ξέρει τον μύθο, ξέρει τις
θέσεις των ιστορικών και των ποιητών (152) και ευαγγελίζεται μια ουτοπία που
βασίζεται στην υπερβαση του κοινωνικού συστήματος. H βαθειά του γνώση αποκαλύπτεται
με τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιεί τον τρόπο της ειρωνείας: όταν εξηγεί στον
Oιδίποδα ότι "θα έλθει ημέρα, που η αιμομιξία θα θεωρείται εξ ίσου φυσική με τους
άλλους έρωτας, και τότε, μη φοβούμενος κανείς τον πατέρα του, δεν θα έχη ανάγκη να
τον σκοτώνη" (148) στρέφεται προς τον αναγνώστη και: "Eις το σημείον τούτο ήθελα να
προσθέσω:"Μόνον οι εθελοτυφλούντες δεν το εννοούν". Σκεφθείς όμως ότι τούτο θα ήτο
δυνατόν να εκληφθή ως ειρωνεία από τον τυφλόν βασιλέα, απεσιώπησα αυτήν την σκέψιν"
(148).
Kαταλήγοντας, τι συμβαίνειμε τον μύθο του Οιδίποδα; Το κείμενο του Εμπειρίκου καλεί
σε αναστοχασμό εντός της θεωρητικής κατασκευής της ψυχανάλυσης. Τον δέχεται, αλλά
αναστοχάζεται. Οπωσδήποτε, η πλευρά αυτή στην κατασκευή του πρώτου Έλληνα
ψυχαναλυτή αναστατώνει όσους μετέχουν σε ένα συνέδριο για την ιστορία της
ψυχανάλυσης και περιμένουν την καθησυχαστική εικόνα ενός πατριάρχη στην κορυφή του
γενεαλογικού δένδρου. Η κατασκευή μιας γενεαλογίας περιλαμβάνει δυσκολες
αναστοχαστικές στιγμές, όπως αυτή κατά την οποία "η αιμομιξία θα θεωρείται εξ ίσου
φυσική με τους άλλους έρωτας, και τότε, μη φοβούμενος κανείς τον πατέρα του, δεν θα
έχη ανάγκη να τον σκοτώνη". Η εμπειρίκεια ουτοπία εμπεριέχει το τέλος του
Οιδιποδείου συμπλέγματος ως καταστατικής αρχής της ψυχαναλυτικής θεωρίας και άρα το
τέλος αυτής της θεωρίας: θεματοποιεί τον θάνατο της ψυχανάλυσης και τον θρίαμβο της
λογοτεχνίας. Με άλλα λόγια ο πρώτος Έλληνας ψυχαναλυτής προτείνει μέσα στην
ψυχανάλυση την ουτοπία τού μετά την ψυχανάλυση.
-------------------------------------------------------------------------------[1]
Βλ. Roudinesco, History, 3-34. [2] Και ο "πρώτος τη τάξει Έλληνας ψυχαναλυτής", με
την έννοια ότι ήταν "διδάσκων" ψυχαναλυτής, και αναλυόμενοί του υπήρξαν ο Κουρέτας,
ο Ζαβιτσιάνος, η Καραπάνου., Θ. Τζαβάρας, Ο Α.Ε. και η Ψυχανάλυση, ΙΙ, Χάρτης17/18,
566-577. Βλ. και επίμετρο στο Α. Εμπειρίκος, Ψυχαναλυτικά κείμενα. Βλ. και Λένα
Ατζινά, Η μακρά εισαγωγή της ψυχανάλυσης στην Ελλάδα. [3] Βλ. Roudinesco, History,
για μια συνολική αποτίμηση, dissidence, 4,5, κατηγορίες (πρόεδρος SPP Leuba),
δίκη,156-163 [4] Βλ. και Τζαβάρα, ό.π. [5] Paul Ricœur, De l’ interpretation: Essai
sur Freud, Παρίσι, Seuil, 1965, 159. Αφετηρία του βιβλίου είναι οι διαλέξεις
"Terry" που έδωσε ο Ricœur το 1961 στο πανεπιστήμιο του Yale. Στα αγγλικά, Freud
and Philosophy: an Essay on Interpretation (μτφρ. Denis Savage), New Haven, Yale
University Press, 1970, 155. [6] Η πρώτη έκδοση, Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία
(1936-1946), Αθήνα, Δίφρος, 1960. Παραπέμπω στην τρίτη έκδοση, Αθήνα, Άγρα,
1980. Βλ. και Γιώργη Γιατρομανωλάκη, Ανδρέας Εμπειρίκος:ο ποιητής του έρωτα και του
νόστου, Αθήνα, Κέδρος, 1983, 15-42. [7] Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία, 20· η
πλαγιογράφηση δική μου. [8] Ό.π., 12-13. [9] Ό.π., 20-21. [10] Ό.π., 21-22. [11]
S.E. V, 649-650 · Το όνειρο, 31, τροποποιημένη μετάφραση
Η Υβόννη εσταμάτησε και ύψωσε το βλέμμα της προς το στερέωμα. Ω, πόσον ωραία ήτο
αυτή η εαρινή νυξ, πόσον λαμπροί ήσαν οι αστέρες, πόσον ακαταμέτρητον ήτο το ύψος
του ουρανού! Οποία μεγαλοπρέπεια! Οποία μεγαλωσύνη! Τί ήτο αυτό το απροσμέτρητον;
Ένα μαγάλο χάος, ή μία σοφή διάρθρωσις στοιχείων ασυλλήπτων από την διάνοιαν του
ανθρώπου, έργον ενός εξουσιάζοντος και διευθύνοντος τα πάντα παντοδυνάμου νου; Ήσαν
τα πάντα τυχαία, ή ωφείλοντο εις μίαν θέλησιν και μίαν λογικήν τελείως
υπεράνθρωπον, εις μίαν ικανότητα ίλιγγον επιφέρουσαν, της οποίας τα έργα κατέληγαν
εις μίαν θεσπέσιαν αρμονίαν; Μήπως οι απέραντοι κόσμοι που την απετέλουν ήσαν το
έργον
όχι του Θεού, που η εκκλησία θέλει να μας επιβάλη, αλλά ενός Θεού τελείως
διαφορετικού, ενός Θεού αλήθεια παντοκράτορος, ενός Θεού αλήεια παντοδύναμου, που
υπήρχε μέσα στα ίδια τα έργα του και σε όλα τα κτίσματά του, αποτελούντος ένα με
αυτά, και υπάρχοντος παντού αλλ’ αοράτου, όπως είναι υπαρκτή μα αόρατος η ενέργεια,
όπως είναι υπαρκτόν μα αόρατον το πνεύμα, όπως είναι είναι υπαρκτόν αλλά μη ορατόν
εις τους πολλούς το Μέγα Φως το Άκτιστον, το Μέγα Φως το Άπιαστον, το εν μεγαλείω
και δόξη καταυγάζον, το εις τους αιώνας άπιαστον, μα εκθαμβωτικά εις τους αιώνας
των αιώνων ορατόν, μόνο εις όσους ευλογήθηκαν με την υψίστην Χάριν το Φως αυτό να
ιδούν; Μήπως άπαντα ταύτα ήσαν ο Θεός, ο μόνος αληθινός – τουτέστιν μια παμμέγιστη,
μια υπερτάτη δύναμις ή ενέργεια «λελογισμένη» και παντάνασσα, και επί της Γης και
εν Υψίστοις; Αλήθεια, μήπως αυτά ήσαν ο Θεός, και όχι εκείνος ο ηθικολόγος τύραννος
και τιμωρός κριτής – τουτέστιν ένας μεγάλος Άρχων φωτεινός, αυτόφωτος, τελείως
άσχετος με τας εννοίας του Καλού και του Κακού; Μήπως εν τη ουσία των πραγμάτων δεν
υπήρχε καμμία ηθική, ούτε ανάγκη ηθικής, για να διαρθρωθή και να υπάρξη ο Κόσμος;
Μήπως, μα τον Θεόν, ο μόνος Θεός ήτο ένας τεράστιος και παντοδύναμος Ψώλων, και,
ουσιαστικώς, υπήρχαν μόνον ηδοναί, δια του πανισχύρου Πέους του και του
υπερπλουσίου Σπέρματός του χορηγούμεναι; Και μήπως αι ηδοναί αυταί, τουτέστιν αι
ερωτικαί, ήσαν αι πράξεις εκείναι, που επλησίαζαν ασυγκρίτως περισσότερον απ’
οτιδήποτε άλλο τους ανθρώπους προς τον Μεγαλοψώλονα Θεόν, τον απόλυτον Πλάστην και
Κτήτορα του Κόσμου, τον απόλυτον Κύριον των Δυνάμεων, τον απόλυτο Άρχοντα των
Ουρανών και της μικράς μας Γης; Η Υβόννη ησθάνθη προς στιγμήν ίλιγγον. Δια πρώτην
φοράν εις τη ζωήν της εξέρχετο από τα όρια του συμβατικού, από τα όρια του θεμιτού.
Όλως αιφνιδίως αντιμετώπιζε τώρα θέματα και έννοιας, αιτήματα και προβλήματα, που
ουδέποτε μέχρι τούδε είχε σκεφθεί. Πόσον μακράν ευρίσκετο από την πεπατημένην, την
μικροαστικήν αθλιότητα και νοοτροπίαν! Πόσον μακράν ευρίσκετο από την δικτατορικήν
εξουσίαν του Παπισμού, της Εκκλησίας, του Καθολικού Χριστιανισμού! {…} Ο ίλιγγος
της Υβόννης ήτο στιγμιαίος. Νέαι σκέψεις, σαν έφηβοι και νεάνιδες αφεθέντες
ελεύθεροι από κρατητήρια κοσμητόρων και αστυνομιών, συνέρρεαν με ορμήν και σφρίγος
εις τους χλοερούς λειμώνας και τα τερπνά άλση του ελευθέρου λογισμού, της απολύτου
ελευθερίας, επάνω από τα οποία έλαμπε, ως μέγας αδάμας ΚΟ-Ι-ΝΟΡ, ο ήλιος της
Αλήθειας.
Ο στιγμιαίος ίλιγγος παρήλθε τελείως. Ήτο λοιπόν ωραία η ζωή, πλήρης ηδονών, υπό
τον όρον να ξεύρη κανείς να την ζη και να ημπορή να υπερπηδά ή να καταρρίπτη τα
ευρισκόμενα ή τιθέμενα εμπόδια και παγίδες. Η Υβόννη ανέπνευσε βαεθιά την θαλασσίαν
αύραν και εκοίταζε τον ουρανόν ως εν εκστάσει. Λέξεις που είχε μάθει να αποστηθίζη
μάλλον παρά να εννοή εις το σχολείον, επανήρχοντο εις τον νουν της. Ποιος ήτο ο
Σείριος, ο Ωρίον; Ποιος ο Βέγας; Ποιος ο Ζεύς; Ποια η Αφροδίτη; Τί ήτο ο μέγας
επουράνιος ποταμός, ο Γαλαξίας; Τί ήτο η μέδουσα, ο Ιππόκαμπος, ο Αστερίας; Τί ήσαν
τα μαλάκια και σπονδυλωτοί ιχθύες; Τί ήτο ο Βροντόσαυρος, το Δεινοθήριον, η
Φάλαινα, τα Μαμούθ, ο Ελέφας; Τί ήτο η ώσις εκείνη που εξεκίνησε από τους πυθμένας
των ωκεανών εις την αυγήν της προανθρώπινης ιστορίας και έφθανε πέραν από τας
αυχμηρότητας και τους κοχλασμούς της Γης, τους κατακλυσμούς και τα πλημμύρας, τας
συρρικνώσεις και τους παγετούς, εις λόχμας και δάση σκιερά και εις ποταμοβρέκτους
πεδιάδας, εις γεννήματα και οπώρας {…}, ναι, ω ναι, εις οπώρας και εις καρπούς
ποικίλους, που επέτρεπαν την έλευσιν άλλων ειδών και άλλων πλασμάτων…
Και η Υβόννη, εν εξάρσει, εξηκολούθησε να σκέπτεται. Τί ήτο αυτό που εσύρετο, όταν
εγκατέλειψε τα υγρά ανήλια βάθη, τι ήτο αυτό που εσύρετο, αρχικώς, εις γυμνάς
θειούχους εκτάσεις, και που ωρθώθη επί τεσσάρων και εν τέλει επί δύο ποδών, και,
καθώς είδε ότι είχε αποκτήσει χέρια, ήρχισε να συλλέγη τους καρπούς και τα οπώρας
και να κατασκευάζη εργαλεία και όπλα; Τί ήτο αυτό που ούρλιαζε, εσφύριζε ή
εβρυχάτο, εις πυκνούς δρυμούς και εις ατμώδη έλη, και έπειτα έγινε αίσθημα,
οίστρος, ποιητής, ταγός και λόγος; Τί ήτο αυτό που από βαρέως τριχωτόν και φοβερόν
την θέαν ποδοτετράχειρον, έγινε πίθηκος ορθούμενος και κατόπιν άνθρωπος δίπους
όρθιος, άνθρωπος «σάπιενς», άνθρωπος με αισθήσεις συνειδητάς, σκέψιν και γνώσεις,
τουτέστιν μάστορης, κτίστης και πολεμιστής, και, εν τέλει, άρχων της Γης
αναμφισβήτητος, εξουσιάζων απολύτως επί των αλόγων αδελφών πλασμάτων; Τί ήσαν αυταί
αι αλλαγαί και εξελίξεις; Τί ήσαν αι μετουσιώσεις; Τί ήτο, αλήθεια, ο Σείριος, ο
Ωρίων; Τί ήσαν οι προφήται; Τί ήσαν ο Μωϋσής, ο Ιεζεκιήλ, ο Ησαϊας; Τί ήτο ο Ιησούς
Χριστός; Τί ήτο ο Σατανάς; Τί ήτο, εν τέλει, ο άνθρωπος; Τέκνον της ύλης ή του
πνεύματος; Ή μήπως ήτο βλαστός ενός αδιαιρέτου αμαλγάματος των δύο, μιας ενότητος
αδιαχωρίστου θείας; Αν είχαν τα πάντα αφετηρίαν, θα έλεγε κανείς ότι τέρμα δεν
είχαν. Τίποτε δεν ήτο προδιαεγραμμένον. Ουσιαστικώς αδράνεια δεν υπήρχε, τα πάντα
έρρεαν, άλλαζαν ή μετουσιώνοντο – οι κόσμοι και οι άνθρωποι. Ίσως όλα αυτά μαζύ,
ίσως το άθροισμα όλων αυτών, ίσως το ατελεύτητον Σύμπαν να είναι ο Θεός, ο
παντοκράτορ Άρχων. Ναι, ναι, τα πάντα έρρεαν, άλλαζαν, ή μετουσιώνοντο επ’ άπειρον,
εσαεί… Αναπνέουσα βαθειά, η Υβόννη εκοίταζε ακόμη τον ουρανόν. Αίφνης μία άλλη
σκέψις, εις αδιάπτωτον αλληλουχίαν με τας προηγουμένας ερχόμενη, έλαμψε εις τον
νουν της. Ήτο μία σκέψις γοργή, θερμή, σαν αίμα σφύζοντος νεανικού οργανισμού…
Μήπως αν ήλλασσε πεποιθήσεις και ιδίως την συμπεριφοράν της εις την ζωήν ως προς
τον έρωτα, εις τον οποίον έως σήμερον υπήρξε τόσον πολύ ελλειμματίας, θα ήρχιζε δι΄
αυτήν νέα ζωή, μία ζωή πανήδονη, γλυκύτατη – η μόνη ορθή, αληθινή και φυσική.
Αλήθεια, μήπως τούτο ήτο δυνατόν; Ακόμη ολίγα δευτερόλεπτα εκοίταξε τον ουρανόν ως
εν εκστάσει η Υβόννη, γοητευμένη, μαγευμένη και αναπνεόυσα βαθειά την θαλασσίαν
αύραν… Ω, ναι, αυτό που εσκέφθη ήτο απολύτως δυνατόν. Αλλέως, δεν θα έλαμπαν με
αυτόν τον τρόπο τα άστρα· αλλέως δεν θα περιεστρέφοντο τόσον θριαμβευτικά και με
τόσην ευρυθμίαν οι τρόχοι του «Μεγάλου Ανατολικού»· αλλέως δεν θα εσκόρπιζε τόσον
θωπευτικά,
τόσον ηδονικά, κατά διαστήματα, εις το πρόσωπόν της, το υγρόν ψιμύθιν του θαλασίου
αφρού, η απαλή πνοή του ανέμου… Ω, ναι, αυτό που εσκέφθη, ήτο δυνατόν να γίνη, και
η αλλαγή αυτή, που έπρεπε να αρχίση αμέσως, θα ήτο ο λυτρωμός της.
-------------------------------------------------------------------------------Κάτω
η αγάπη σας. Κάτω η τέχνη σας. Κάτω το καθεστώς σας. Κάτω η θρησκεία σας. Μπουνταλά
Κολόμβε εγώ στη θέση σου την Αμερική θα την κουκούλωνα κι έπειτα αφού της τράβαγα
καλά – καλά ένα καθάρισμα θα ‘βγαινα δεύτερη φορά να την ανακαλύψω. 1926-27 Είμαι
ποιητής. Αυτό και μόνο είναι το ενδιαφέρον που παρουσιάζω. Τα άλλα, αν αγαπώ ή δεν
αγαπώ, αν έχω πάθος στο παιχνίδι κι οι ομορφιές της φύσης στον Καύκασο έχουν
σημασία μόνον εφόσον κατασταλάξουν σε λόγο Τυχαίνει όμως
η ζωή να σου γυρίζει και την άλλη όψη και το μεγάλο το καταλαβαίνεις από τις
σαχλαμάρες Εμείς με πρόσωπο σαν αγουροξυπνημένο σεντόνι με τα χείλι να κρέμονται
σαν πολύφωτα εμείς οι έγκλειστοι στις πόλεις – λεπροκομεία όπου η λέρα κι ο χρυσός
πληγιάζουνε τη λέπρα, λάμπουμε καθαρότεροι κι από λαζούρι βενετσάνικο που ήλιος και
θάλασσα μαζί το ‘χουν ξεπλύνει. Τι κι αν οι Όμηροι κι Οβίβιοι ανθρώπους σαν κι εμάς
δεν έχουνε βλογιοκομμένους μες στην κάπνα. Ξέρω ο ήλιος θα ‘σβηνε αντικρίζοντας της
ψυχής μας τα χρυσά κοιτάσματα. Μπράτσα και φλέβες – από τις προσευχές πιο σίγουρα
είναι. Δεν πάει σ ‘εμάς από το χρόνο να ζητάμε ελεημοσύνες.
Εμείς ο κάθε ένας μας κρατάμε στη γροθιά μας τα χαλινά του Κόσμου. Κάτω:
Μουτζούρηδες ΠΕΡΙ ΣΚΟΥΠΙΔΙΩΝ Δόξα, δόξα, δόξα στους ήρωες!!! Εδώ που τα λέμε /
αρκετά τους τιμήσαμε. / Ας πούμε / τώρα / και κάτι περί σκουπιδιών. Πάνε, περάσανε
των επαναστάσεων οι μπόρες. / Μούχλες πετάει ο σοβιετικός αναβρασμός. / Πίσω από
τις πλάτες της CCCP / πάνω-πάνω βγήκε / του μικροαστού / η μούρη / (Όχι, μην το
πάρετ’ έτσι - / με την τάξη δεν τα έχω των μικρών αστών. / Σ’ αυτούς / δίχως
διακρίσεις τάξεις, στρώματα / «Εύγε!» απ’ όλα τα στόματα.) Στης Ρωσίας τις
απέραντες εκτάσεις / απ ‘τη μέρα που η σοβιετική / γεννήθηκε υφήλιος / βγήκανε
στους δρόμους / κι αλλάζοντας ενδύματα / σ’ όλα μέσα χωθήκαν τα ιδρύματα. / Πέντε
χρόνια στην καρέκλα ρόζους βγάλανε / τα πισινά τους, / βασταγερά σαν τις λεκάνες
του νιφτήρα / ζουν ως τα σήμερα και βασιλεύουν. / Μουλωχτοί σαν το νερό /
ζεστούτσικες χτίσανε φωλιές / σε γραφεία σε κρεβατοκάμαρες. Το βράδυ / τούτος ή ο
άλλος τενεκές / εφαγ’ ήπιε / την κυρά του τώρα κάθεται και καμαρώνει / στο πιάνο να
γυμνάζεται. / Μια λιγούρα / του ‘φερε το σαμοβάρι: / «Συντρόφισσα, Νάντια! / Τώρα
με την ευκαιρία των γιορτώνε / αυξήσεις πρέπει να μας κάμουνε στα μιστά /
χιλιαδούλες / κάπου 24 / η δική μου αναλογία. / Εχ! / Περισκελίδες
απωανατολίτικες / θα πάω ν’ αγοράσω / έτσι που μεσ’ από το παντελόνι / σπόγγος να
φαίνομαι / από κοράλλι». / Η Νάντια: / «Κι ένα φόρεμα για μένα / με τα εμβλήματα
απάνω σταμπωμένα. / Χωρίς δρεπάνι και χωρίς σφυρί / στον κόσμο πώς κανείς να
παρουσιαστεί; / Απόψε κιόλας / να βγω με τι / στον μπάλο που οργανώνει η
Επαναστατική Επιτροπή!» Στον τοίχο ο Μαρξ. / Κάδρο άλικο. / Στο φύλλο πάνω της
«Ιζβέστια» / ένα γατσούλι ζεσταίνεται / κι από το ταβάνι ψηλά / στα μεράκια της η
καναρίνα / τσιρίζει. / Από τον τοίχο του κοιτάει και κοιτάει ο Μαρξ... / Ώσπου το
στόμα του / ανοίγει ξαφνικά / και μπήγει τις φωνές: / «Τυλίξατε την επανάσταση στων
μικροαστών τα δίχτυα / Χειρότερος κι από τον Βράνγκελ ο μικροαστός. / Εμπρός, / τα
καναρινάκια ευθύς στραμπουλήχτε, / των καναρινιών / να μην πέσει θύμα ο
κομμουνισμός».
-------------------------------------------------------------------------------"Ο
αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία, είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη
λήθη" Μίλαν Κούντερα, Το βιβλίο του γέλιου & της λήθης φωτογραφίες από την εισβολή
στην ασφάλεια Ηρακλείου Ο Ηρακλής, μαζί με άλλα 2 παιδιά, επιστρέφοντας με
αυτοκίνητο από τα Ανώγεια (Κρήτης) στο Ηράκλειο, αρνήθηκαν να σταματήσουν σε μπλόκο
της αστυνομίας (ΤΑΕ)... Αυτό ήταν αρκετό για να γαζωθεί το αυτοκίνητο, και ο
Ηρακλής!!! Σε συγκέντρωση το απόγευμα του Σαββάτου συγγενών, φίλων και αλληλέγγυων
έξω από την Κεντρική Ασφάλεια Ηρακλείου, όπου κρατούνταν οι 3 δολοφόνοι, υπήρξαν
συμπλοκές και επίθεση στο κτίριο της Ασφάλειας. Συνελήφθησαν 6 άτομα 9/12: Ο
Ηρακλής υπέκυψε στα τραύματά του. Η οικογένειά του αποφάσισε να δωρίσει τα όργανα
του σώματός του. Στις 12 Δεκέμβρη 1969 ανατινάζεται μια βόμβα στην Αγροτική Τράπεζα
της πλατείας Φοντάνα στο Μιλάνο, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν περαστικοί και πελάτες
της τράπεζας. Όπως αποδείχτηκε αργότερα, η βόμβα είχε τοποθετηθεί από νεοφασίστες,
καθοδηγούμενους από μυστικές υπηρεσίες. Αμέσως μετά την έκρηξη συλλαμβάνονται οι
αναρχικοί Valpreda και Pinelli ως υπαίτιοι της πολύνεκρης σφαγής. Στις 15 Δεκέμβρη
του 1969, ο Pinelli, σιδηροδρομικός και γραμματέας του τοπικού Αναρχικού Μαύρου
Σταυρού, βρίσκεται νεκρός στο πεζοδρόμιο μπροστά από ένα αστυνομικό τμήμα του
Μιλάνου. Τέσσερις ορόφους
πάνω απ’ το κεφάλι του στέκει ορθάνοικτο το παράθυρο της αίθουσας ανακρίσεων. Η
εκδοχή των μπάτσων: κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, κάποιος αστυνομικός παρά το
βαρύ κρύο, άνοιξε το παράθυρο «γιατί το δωμάτιο ήταν γεμάτο καπνό» και ο Pinelli
βρήκε την ευκαιρία να ριχτεί στο κενό «από τύψεις». Ο γελοίος αυτός ισχυρισμός
κατέρρευσε από την πρώτη στιγμή (εξάλλου, οι μπάτσοι έπεσαν σε τεράστιες
αντιφάσεις) και η μόνη αμφιβολία που υπήρχε ήταν αν η αναμφισβήτητη δολοφονία του
Pinelli από τους μπάτσους έγινε προσχεδιασμένα με εκπαραθύρωση, ενώ ο Pinelli ήταν
ακόμη καλά στην υγεία του, ή αν τον πέταξαν από το παράθυρο για να συγκαλύψουν το
θάνατο ή το βαρύ τραυματισμό κατά τη διάρκεια της ανάκρισης. Η δολοφονία του
Pinelli ήταν για την Ιταλία η αρχή της εποχής της «στρατηγικής της έντασης», που
έσπρωξε πολλούς αγωνιστές στην ένοπλη αναμέτρηση με τις κρατικές δυνάμεις. Η
στρατηγική της έντασης συνίσταται στην κλιμάκωση μιας οποιασδήποτε αναμέτρησης στο
πεδίο όπου αυτός που επιδιώκει την ένταση έχει την υπεροπλία. Και η προβοκάτσια της
πλατείας Φοντάνα ήταν η προσπάθεια μεταφοράς του κοινωνικού ανταγωνισμού στο πεδίο
εκείνο που η εξουσία είχε την υπεροπλία. Ονειροπόλοι, ακούστε! εσείς που ψάχνεται
ύστερα παράδεισους σεις που γλυκαίνετε την αξεθώριαστη θλίψη σας με λόγια-σχέδια
για τότε, ακούστε ακούστε, ζητώ την καταστροφή την καταστροφή κάθε σας ονείρου
ακούστε ψευδάνθρωποι! ψάχνω και σας δείχνω το χάος, το κενό, τη άβυσσο
φέρνω όλη τη φρίκη μπροστά μπροστά στα μάτια σας φέρνω λιοντάρια που ξεσκίζουν τ’
αύριο νύχια που ποθούν απ’ τη φρίκη του να λευτερώσουν το σήμερα. Νοέμβρης 2003
Σιωπηρή εκτέλεση Τώρα πια η φρίκη έμεινε ασυντρόφιαστη γυμνό κορμί πονεμένο πλάι
στη σιωπηρή θάλασσα. Κύματα χαρούμενης φωτιάς προσφέρουν σιωπηρή άρνηση σ’ όσους
τα’ αγάπησαν, σιωπηρή εκτέλεση για όποιον τόλμησε μεσ’ απ’ τη φρίκη
χαρά ν’ αγγίξει να ζητήσει. Τώρα πια τέλεψε από αγάπες τέλεψε από ελπίδες… Μα
έρχονται ακόμα κρίσεις μνήμες λάμψης που πρόσμενε κι ύστερα λυγμοί. Σιωπηρή
εκτέλεση έπαψε να μιλά έπαψε να ονειρεύεται, μίζερη τάξη.
Η ζωή του Ο Ανδρέας Εμπειρίκος γεννήθηκε στη Μπράιλα της Ρουμανίας στις 2
Σεπτεμβρίου 1901. Ο πατέρας του Λεωνίδας, απόγονος των παλιών "Μπιρίκων" της
Άνδρου, διατηρούσε τα εφοπλιστικά του γραφεία στη Σύρο, εκεί όπου έζησε ο ποιητής,
μαζί με τους γονείς του και τα τρία μικρότερα αδέλφια του, από το 1902 ως το 1909,
οπόταν και η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Η μητέρα του, Στεφανία, ήταν
Ρωσίδα κατά το ήμισυ και γι' αυτό η οικογένεια των Εμπειρίκων ταξίδευε συχνά τα
καλοκαίρια στην Κριμαία. Ο παράδεισος των παιδικών χρόνων του ποιητή είναι γεμάτος
από μικρούς Ρώσους και Τατάρους που παίζουν μισόγυμνοι στην
ακροποταμιά ή κυνηγιούνται στα μεγάλα βαθύσκια δάση. Πρόκειται για εικόνες που θα
επανέλθουν επανειλημμένα στα γραπτά ή τις κουβέντες του.
Αφού τελείωσε το Γυμνάσιο, γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας αλλά διέκοψε
για να παρακολουθήσει Οικονομικά μαθήματα στην Ελβετία και μετά φιλολογία στο
Λονδίνο, όπου παρέμεινε ως το 1926, δουλεύοντας παράλληλα στην εφοπλιστική εταιρεία
των Εμπειρίκων, χωρίς όμως να έχει πρόθεση να συνεχίσει. Το 1927 βρίσκεται στη
Γαλλία, όπου πληροφορείται για την ψυχανάλυση που τον συναρπάζει και της
αφοσιώνεται με ενθουσιασμό, ειδικευμένος στη θεραπευτική και τη διδακτική της πλάι
σε έναν από τους διασημότερους ιδρυτές της "Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Εταιρείας", τον
Ρενέ Λαφόργκ. Σταθμός στην εξέλιξη του Εμπειρίκου υπήρξε η γνωριμία του με τον
Υπερρεαλισμό και τον ίδιο τον Αντρέ Μπρετόν προσωπικά, που έγινε κατά την διάρκεια
της παραμονής του στο Παρίσι.
Το 1931 επιστρέφει στην Ελλάδα και δυσκολεύεται να ενταχθεί φυσιολογικά σε μια χώρα
εξουθενωμένη από την Μικρασιατική Καταστροφή. Το 1940, παντρεύεται την ποιήτρια
Μάτση Χατζηλαζάρου, με την οποία χωρίζει το 1944. Την ίδια χρονιά πιάνεται όμηρος
από τους αντάρτες και ζει αυτή την εμπειρία πολύ τραυματικά. Μετά το 1945
εγκαταλείπει τον μαρξιστικό του προσανατολισμό, κι αυτός είναι ένας λόγος που
απομακρύνεται από τους παλιούς του φίλους, γάλλους υπερρεαλιστές. Το 1947
παντρεύεται την Βιβίκα Ζήση, με την οποία αποκτά δέκα χρόνια αργότερα ένα γιο, τον
Λεωνίδα. Η παρουσία του Ανδρέα Εμπειρίκου, για όσους τον γνώρισαν από κοντά, ήταν,
όπως γράφει ο Νάνος Βαλαωρίτης "μια έντονη και διαρκής αναβάπτιση στον ενθουσιασμό
της ζωής", αν και η επιβολή του στρατιωτικού καθεστώτος τον βύθισε στην απελπισία
και την σιωπή. Εκτός από την γραφή και την ψυχανάλυση είχε πολλά ακόμα
ενδιαφέροντα: την φωτογραφία, την εξερεύνηση, τις συλλογές, την ηχογράφηση, τη
ζωγραφική. Ενθουσιώδης υπερρεαλιστής, άσκησε με τα έργα του αποφασιστική επίδραση
στους συγχρόνους του, κυρίως στους Οδυσσέα Ελύτη, Νίκο Κάλας, Νίκο Γκάτσο και Νίκο
Εγγονόπουλο, που τα ποιήματα και η προσωπικότητά τους είναι ό,τι πιο
αντιπροσωπευτικό έδωσε ο υπερρεαλισμός στην Ελλάδα.
Ο Εμπειρίκος πεθαίνει στις 3 Νοεμβρίου 1975 στην Αθήνα, σε ηλικία 74 ετών,
νικημένος από έναν γενικευμένο καρκίνο, σε πλήρη όμως διανοητική ακμή.
Το έργο του Το 1935 ο Ανδρέας Εμπειρίκος εκδίδει την ποιητική συλλογή με τίτλο
"Υψικάμινος" την πρώτη -όπως θεωρήθηκε από την κριτική- "συνειδητή" εκδήλωση του
υπερρεαλισμού στην Ελλάδα. Παράλληλα, είναι από τους κύριους εισηγητές της
επιστήμης της ψυχανάλυσης στην Ελλάδα. Ίδρυσε μαζί με τη Μαρία Βοναπάρτη την
Ελληνική ψυχαναλυτική Εταιρεία και ο ίδιος άσκησε την ψυχαναλυτική πρακτική για
δεκαέξι χρόνια (1935-1951). Θερμός μαθητής του Φρόιντ, υπήρξε, όπως λέει ο Ζακ
Λακάν, πρωτοπόρος στην ανάλυση των ψυχώσεων, σε μια εποχή που κανένας ακόμα δεν
ξανοιγόταν σε αυτόν τον τομέα. Η κατάταξη των κειμένων του Εμπειρίκου στις
ειδολογικές κατηγορίες "ποίημα"-"πεζό" είναι εξαιρετικά δύσκολη. Ο ίδιος εξάλλου
αποφεύγει να χαρακτηρίσει τα κείμενά του ως "ποιήματα" και προκρίνει τον όρο
"γραπτά".Επειδή όμως μια έστω και συμβατική διάκριση του έργου του, με βάση τις
προηγούμενες κατηγορίες, είναι χρήσιμη, οι μελετητές διακρίνουν δύο ενότητες : στην
πρώτη συνυπολογίζουν τα "ποιήματα" και τα "μεικτά κείμενα", που περιλαμβάνονται
στις συλλογές Υψικάμινος (1935), Ενδοχώρα (1945), Η σήμερον ως αύριο και ως χθες
(1985) και στις συλλογές Γραπτά ή Προσωπική μυθολογία (1960) και Οκτάνα (1980),
αντίστοιχα. Σε μια δεύτερη ενότητα εντάσσονται οι εκτενείς πεζογραφικές συνθέσεις
Αργώ ή πλους αεροστάτου (1964-5) και Μέγας Ανατολικός. Ο "Μέγας Ανατολικός", ένα
καράβι στο οποίο τοποθετούνται όλες οι δυνατές παραλλαγές του έρωτα, είναι το
τεράστιο έργο της ζωής του Εμπειρίκου. Η συγγραφή του ξεκίνησε το 1945 και
ολοκληρώθηκε ύστερα από ενδιάμεσες φάσεις το 1970. Το Δεκέμβριο του 1990 άρχισε να
εκδίδεται σε τόμους και πρόκειται ίσως για το μεγαλύτερο και τολμηρότερο
μυθιστόρημα της ελληνικής γλώσσας. Από τον κρυπτικό-μεταφορικό λόγο της Υψικαμίνου
και της Ενδοχώρας μέχρι τον "θρησκευτικό" λόγο της Οκτάνας, μπορεί κανείς να
διακρίνει στην ποιητική του Εμπειρίκου αμετάβλητες θεματικές λειτουργίες,
επαναλαμβανόμενα μοτίβα και σταθερούς τρόπους συμβολικής σημασιοδότησης. Αυτό που
αναζήτα και επιδιώκει ο ποιητής είναι ένα ποίημα "απόλυτα ερωτικό", καθώς και ένα
"ποίημα-γεγονός". Ο ΠΛΟΚΑΜΟΣ ΤΗΣ ΑΛΤΑΜΙΡΑΣ Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος
ποδηλάτου. Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευκοί. Τ' άνθη μιλούν. Από
τα πέταλά τους αναδύονται συχνά Μικρούτσικες παιδίσκες. Η εκδρομή αυτή δεν έχει
τέλος. Το "ποίημα γεγονός", όπως φαίνεται χαρακτηριστικά από το απόσπασμα που
προηγήθηκε, φιλοδοξεί να συλλάβει τα πράγματα μέσα σ' ένα διαρκές γίγνεσθαι, να
παρακολουθήσει την αδιάκοπη μεταμόρφωση της ζωής μέσα στην ίδια της την κίνηση. Όλα
τα σύμβολα, οι εικόνες και τα θεματικά μοτίβα του Εμπειρίκου, υποβάλλουν αυτή
ακριβώς την αίσθηση, ενώ σε όλη την έκταση του έργου του, από την Υψικάμινο ως την
Οκτάνα, είναι διάχυτη η αισιοδοξία για τον ερχομό του νέου κόσμου που ευαγγελίζεται
ο υπερρεαλισμός. Ασχολούμαστε με την ποίηση του Εμπειρίκου, εννοώντας ότι
ασχολούμαστε με τον στοχασμό του ποιητή· ίσως όμως θα πρέπει να ξεπεράσουμε το
στερεότυπο του "τί θέλει να πει ο ποιητής" έτσι, γενικά και σε όλους και να
ασχοληθούμε με το "τί λέει ο ποιητής στον καθένα ξεχωριστά".Μπορεί, τελικά, το
"λογικό μήνυμα" που ψάχνουμε να βρούμε στα γραπτά του, να είναι το ότι δεν είναι
ανάγκη να υπάρχει πάντα ένα "λογικό μήνυμα". 2001: Έτος Ανδρέα Εμπειρίκου Με αφορμή
τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννηση του ποιητή και με σύνθημα τον στίχο της
Ενδοχώρας "Πάρε τη λέξι μου. Δώσε μου το χέρι σου" έχουν ξεκινήσει και συνεχίζονται
οι εκδηλώσεις, που διοργανώνει το Υπουργείο Πολιτισμού σε συνεργασία με το Εθνικό
Κέντρο Βιβλίου, για τον εορτασμό του Έτους Εμπειρίκου. Από τη Δευτέρα 12 Νοεμβρίου
έχει ξεκινήσει στο αμφιθέατρο του Υπουργείου Πολιτισμού (Μπουμπουλίνας 20-22) ο Β΄
κύκλος διαλέξεων ειδικών μελετητών για τον βίο και το έργο του Ανδρέα Εμπειρίκου.
Το πρόγραμμα των διαλέξεων έχει ως εξής:
- Δευτέρα 12/11/2001, ώρα 7 μ.μ - "Ανδρέας Εμπειρίκος: Εισαγωγή σε μια πόλι" -
Δευτέρα 19/11/2001, ώρα 7 μ.μ - "Το καλώς ήλθατε των πραματευτάδων: Η υποδοχή του
Α.Εμπειρίκου" - Δευτέρα 26/11/2001, ώρα 7 μ.μ - "Ανδρέας Εμπειρίκος: Προσωπική
μυθολογία" - Δευτέρα 3/12/2001, ώρα 7 μ.μ - "Όταν θροΐζουν οι ευκάλυπτοι: Ποιητικές
αναφορές του Ανδρέα Εμπειρίκου σε έλληνες συγγραφείς" - Δευτέρα 10/12/2001, ώρα 7
μ.μ - "Οι κύκλοι μας ανήκουν στην οικουμένη: Πολιτική και Ποιητική του
Μοντερνισμού"
Από τις 17 Δεκεμβρίου 2001 μέχρι τις 20 Ιανουαρίου 2002 θα πραγματοποιηθεί στην
Τεχνόπολη, στο Γκάζι, μεγάλη έκθεση -αφιέρωμα στη ζωή και στο έργο του Ανδρέα
Εμπειρίκου, με τη συνεργασία του Δήμου Αθηναίων. Όπως αναφέρεται στην επίσημη
ηλεκτρονική διεύθυνση για το Έτος Εμπειρίκου: "Η Έκθεση έχει κύριο στόχο να
προβάλει, με τρόπο
ευφάνταστο, εποπτικό και δημιουργικό, το έργο και την προσωπικότητα του Ανδρέα
Εμπειρίκου. Περιεχόμενο της έκθεσης θα είναι στοιχεία εργοβιογραφικά, βιβλία και
πρώτες δημοσιεύσεις, προσωπικά αντικείμενα, φωτογραφίες του φωτογράφου Εμπειρίκου
και φωτογραφίες για τον Εμπειρίκο, ή θέματα όπως "Εμπειρίκος και Ουτοπία", "οι
Μπεάτοι ή της μη συμμορφώσεως οι άγιοι" κ.ά.". Στην ίδια διεύθυνση, εκτός από
αναλυτικό πρόγραμμα των εκδηλώσεων του Έτους Εμπειρίκου, μπορεί κανείς να βρει
ακόμα βιογραφικά στοιχεία, ανθολόγιο κειμένων, ηχητικά ντοκουμέντα, αφιερώματα,
μελέτες, μεταφράσεις, χειρόγραφα και φωτογραφίες.
Ο ποιητής έκλεισε τη διάλεξή του «με την απαρίθμησιν ωρισμένων ελλήνων ποιητών που
ανήκουν, άλλοι περισσότερο, άλλοι λιγώτερο, εις τον μοντέρνον λυρισμό, οι οποίοι, ο
καθείς με τον δικό του τρόπο, είναι φορείς του μοντέρνου και εκπροσωπούν στην
Ελλάδα την σύγχρονον ποίησιν, με έργα ενίοτε πολύ σημαντικά, εκ των οποίων ποιητών,
ωρισμένοι αποτελούν αστέρας πρώτου μεγέθους στον ουρανόν της ποιήσεως» (διατηρώ την
ορθογραφία του Εμπειρίκου).
Ο Ελύτης σε φωτογραφία που τράβηξε ο Εμπειρίκος Ποιοι είναι αυτοί οι αστέρες; Ο
Εμπειρίκος απαριθμεί με αλφαβητική σειρά (βάζοντας και τον εαυτό του στον
κατάλογο): Μαντώ Αραβαντινού, Ελένη Βακαλό, Νάνος Βαλαωρίτης, Τάκης Βαρβιτσιώτης,
Κώστας Βάρναλης, Νικηφόρος Βρεττάκος, Νίκος Γκάτσος, Γιάννης Γκούμας, Ακος
Δασκαλόπουλος, Τάσος Δενέγρης, Νίκος Εγγονόπουλος, Οδυσσέας Ελύτης, Ανδρέας
Εμπειρίκος, Καβάφης, Νίκος Καρούζος, Κώστας Καρυωτάκης, Γιώργος Λίκος, Γιώργος
Μακρής, Ζήσης Οικονόμου, Παπαδίτσας, Τάκης Παπατσώνης, Νικήτας Ράντος, Ρίτσος,
Σαχτούρης, Γιώργος Σεφέρης, Σαραντάρης, Αγγελος Σικελιανός, Σινόπουλος, Λύντια
Στεφάνου, Χριστοδούλου, καθώς και μερικές νεαρές (τότε) ποιήτριες όπως η Εύα
Μυλωνά, η Ελενα Στριγγάρη και η Μαίρη Χατζημιχάλη. Στο αφιέρωμα της «Νέας Εστίας»
δημοσιεύεται επίσης το κείμενο «Είκοσι χρόνια εκδόσεων Ανδρέα Εμπειρίκου» του
εκδότη της Αγρας Σταύρου Πετσόπουλου. Το κείμενο αυτό είναι κατά τη γνώμη μου πολύ
σημαντικό γιατί για πρώτη φορά παρουσιάζεται τόσο συστηματικά μια politique
d'auteur, δηλαδή η εκδοτική πολιτική για έναν συγγραφέα καθώς και η υποδοχή του
έργου του, πολύ περισσότερο που το μεγαλύτερο μέρος του έργου του Εμπειρίκου
εκδόθηκε μετά τον θάνατο του ποιητή. Χάρη στην οικογένεια του ποιητή, τη σύζυγό του
Βιβίκα και τον γιο του Λεωνίδα, χάρη στον Σταύρο Πετσόπουλο, χάρη στον συστηματικό
μελετητή του Γιώργη Γιατρομανωλάκη, σήμερα ο έλληνας
αναγνώστης μπορεί να βρει σχεδόν το σύνολο των έργων του Εμπειρίκου. Μπορούμε
μάλιστα να πούμε ότι αυτός ο «της μη συμμορφώσεως ο άγιος», που ελάχιστα διαβάστηκε
από τους συγκαιρινούς του (τουλάχιστον όσον αφορά το εύρος του έργου του), σήμερα
υπάρχει ολόκληρος.
Ο γιος του ο Αλέξανδρος Στη Ρωσία Στο κείμενό του ο Σταύρος Πετσόπουλος μας θυμίζει
μερικές σημαντικές στιγμές της εκδοτικής τύχης του Εμπερίκου. Μας θυμίζει την
πλημμυρίδα παράνομων εκδόσεων στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της
δεκαετίας του 1980, που αντιμετωπίστηκε με πολλούς αγώνες - και δικαστικούς· μας
θυμίζει τη σιωπή της κριτικής σχετικά με τη συλλογή «Αι γενεαί πάσαι ή Η σήμερον ως
αύριον και ως χθες» (1985)· μας θυμίζει την περιπέτεια της έκδοσης του «Μεγάλου
Ανατολικού», που αρχίζει το 1988 και τελειώνει το 1992· μας θυμίζει ακόμη ότι το
έργο αυτό κρίθηκε από τους δύο πρώτους τόμους, αφού οι υπόλοιποι κυκλοφόρησαν μέσα
στη σιωπή της κριτικής και του Τύπου.
Στην Άντρο Μας θυμίζει επίσης ότι μεγάλη εμπορική επιτυχία είχαν ακριβώς οι δύο
πρώτοι τόμοι, που χρηματοδότησαν τους υπόλοιπους, των οποίων η πρώτη έκδοση δεν
έχει εξαντληθεί ακόμη. Μας δίνει και ορισμένες πληροφορίες το κείμενο του
Πετσόπουλου: ότι θα κυκλοφορήσει μια επιτομή του «Μεγάλου Ανατολικού» (για να
μάθουν επιτέλους ορισμένοι αναγνώστες των δύο πρώτων τόμων το τέλος του βιβλίου)
καθώς και τα πριν την «Υψικάμινο» και την «Ενδοχώρα» ποιήματα υπό τον τίτλο
«Προϊστορία ή Καταγωγή» σε επιμέλεια του Γιατρομανωλάκη.
Κοπέλα στο παράθυρο Σκέφτομαι πόσο κερδισμένοι θα είμαστε και πόσες παραδεδεγμένες
ιδέες θα είχαν κλονιστεί αν είχαμε πολλά ανάλογα κείμενα politique d'auteur. Για
παράδειγμα, αν ο Κέδρος (σκέφτομαι τη Νινέτα Μακρυνικόλα) μας παρουσίαζε την
εκδοτική τύχη του Ρίτσου· αν οι εκδότριες του Ικάρου μάς παρουσίαζαν την εκδοτική
τύχη του Γιώργου Σεφέρη· αν ο Πάτροκλος Σταύρου μάς παρουσίαζε την εκδοτική τύχη
του Καζαντζάκη. Τέτοια κείμενα δεν έχουν απλώς φιλολογική ή ιστορική αξία.
Αποτελούν μαρτυρίες νοοτροπικών συμπεριφορών, δείχνουν την αντοχή των υλικών.
Ο τίτλο δείχνει καθαρά ότι ο ποιητής την ιστορικά σημαδιακή εκείνη πρώτη μέρα του
χρόνου ατενίζει τον ορίζοντα του σύμπαντος χρόνου Εν όψει όλων των καιρών Ενός
χρόνου αδιαχώριστου από τον σύμπαντα χώρο Εν όψει όλων των εκτάσεων
Ο ποιητής βλέπει τον χωροχρόνο στην ενότητά του και σε όλη την απεραντοσύνη του
Καθολικού. Η ολότητα, όμως αυτή δεν είναι το στατικό Ον του Παρμενίδη αλλά το
δυναμικό Γίγνεσθαι του Hegel που ξεδιπλώνεται σε βακχικό, χορό σαν αυτόν που ο
μεγάλος Γερμανός διαλεκτικός ιδεαλιστής βλέπει να χορεύει η αλληλουχία των μορφών
του Πνεύματος . Η Πρώτη Μέρα του χρόνου κατά τον ποιητή μοιάζει με τον πρώτον άνδρα
που βαδίζει προς τα εμπρός. Ο πρώτος που σέρνει έναν χορό, ο κορυφαίος, η κορυφαία,
ένας Κρητικός με το μαχαίρι στο ζωνάρι, μια κόρη με ωραία βυζιά, οι πρώτοι των
χορών εν γένει? είναι η Πρώτη Μέρα που σέρνει τον χορό όσων ακολουθούν, χωρίς να
διαφέρει κατά βάθος από τις άλλες που έπονται . Η διαφορά βρίσκεται όχι στη σειρά
αλλά στην ανάπτυξη του ίδιου του χορού συνολικά. Έτσι προχωρεί και αναπτύσσεται εν
όψει όλων των καιρών και των εκτάσεων η συνοχή των αλληλουχιών, των πράξεων, των
λόγων, των γραπτών και των ονείρων . Η αλληλοσύνδεση της πράξης και του λόγου των
ανθρώπων, της γραφής και του ονείρου τους αλλά και εν γένει του χώρου και του
χρόνου, όλων των καιρών και όλων των εκτάσεων, δεν συντελείται εν σειρά, σε μια
γραμμική πρόοδο και παράταξη αλλά διαλεκτικά, δηλαδή μέσα από
αντιφάσεις. Η ανάπτυξη γίνεται ενώ το πρίσμα των αντιθέσεων συναρμολογεί και
συναρμολογείται , μέσα από την ανάδυση εσωτερικών αντιφάσεων που οι ίδιες
διαμεσολαβούν τον εαυτό τους και την αυτόυπέρβασή τους. Η δυναμική ολότητα μιας
κινούμενης αλληλουχίας εναλλασσόμενων αντιφάσεων, ιδού ο χωροχρόνος κατά τον Ανδρέα
Εμπειρίκο. Ο ποιητής με τα μέσα της τέχνης μεταμορφώνει σε ποίηση την φιλοσοφική
απόφανση της χεγκελιανής διαλεκτικής. Ενώ μαίνεται ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, ο
Εμπειρίκος μετατρέπει σε ποιητικό «σύνθεμα» την ίδια ιδέα που σημείωνε ο Λένιν
διαβάζοντας Χέγκελ στην αρχή του πρώτου παγκοσμίου πολέμου: «Η κίνηση είναι η
ενότητα της συνέχειας (του χώρου και του χρόνου) και της ασυνέχειας ( του χώρου και
του χρόνου). Η κίνηση είναι αντίφαση, μια ενότητα αντιφάσεων ». Ο ποιητής κι ο
επαναστάτης -που κάποτε συναντήθηκαν οι δρόμοι τους για να χωρίσουν μέσα στις
τραγωδίες του αιώνα μέχρι να ξαναδεί ο ποιητής τον επαναστάτη Βλαδίμηρο Ουλιάνωφ
Λένιν ανάμεσα στους Μπεάτους της Οκτάνας του - την ώρα της δοκιμασίας, σε καιρούς
χαλεπούς, εν πολέμω, αναζήτησαν κι οι δυο όχι μια ψεύτικη παραμυθία, μια φενάκη,
αλλά μια διαλεκτική πυξίδα στην τρικυμία των καιρών, σαν αυτή που συναρμολογήθηκε
στην Λογική του Χέγκελ- μια βαθύτερη κατανόηση της υφής του χρόνου, της ίδιας της
ύφανσής του από την Κλωθώ, την Λάχεση και την Άτροπο των αντιφάσεων. 2. Ο ιστορικός
χρόνος είναι η διαμεσολάβηση του κοσμικού χρόνου με τον χρόνο της ανθρώπινης
ύπαρξης. Κι ο Ανδρέας Εμπειρίκος, αντίθετα από ό,τι μπορεί να λένε οι μύθοι γι?
αυτόν και για τον ελληνικό υπερρεαλισμό, ποτέ δεν γύρισε την πλάτη του στην
Ιστορία, ποτέ δεν υπήρξε ένας αν-ιστορικός, α-πολίτικος ποιητής κλεισμένος σε
χρυσελεφάντινους πύργους ερωτικών φαντασιώσεων. Το ποίημα Εν όψει όλων των καιρών
της Οκτάνας είναι μόνο το ορατό τμήμα ενός γιγάντιου παγόβουνου που πλέει στον
ζοφερό, παγωμένο Ωκεανό της εποχής προς το υπέρλαμπρο βόρειο σέλας. Το αθέατο τμήμα
του ποιητικού παγόβουνου μπορέσαμε να το δούμε με την δημοσίευση το 1998, σε
επιμέλεια Γιώργη Γιατρομανωλάκη, ενός ευρύτερου ποιητικού συνόλου, με ημερομηνία
πάντα την 1η Ιανουαρίου 1942, και με τίτλο Our Dominions beyond the Seas ή Η βίωσις
των στίχων . Οι τρεις πρώτοι στίχοι και η συνθετική κατάληξη αυτού του ποιήματος
αποσπώνται κι ανασυνδέονται για να εμφανιστούν στην Οκτάνα ως το ποίημα Εν όψει
όλων των καιρών. Από την ίδια μήτρα προέρχονται, σύμφωνα με τον Λεωνίδα Εμπειρίκο ,
και δυο άλλα ποιήματα της ίδιας συλλογής, το Μία Χιονοστιβάς κρημνιζομένη με
ημερομηνία 3 Ιανουαρίου 1942 και το ποίημα Δύο άλογα του Giorgio de Chirico με
ημερομηνία 8 Ιανουαρίου 1942. Στο Our Dominions beyond the Seas?ξετυλίγεται μια
τρόπον τινά «κλασσική» χεγκελιανή αλληλουχία. Στην αρχή, ως Θέση, προτάσσονται σαν
όλο οι στίχοι ενός ποιήματος που, στη συνέχεια, τα μέρη του, έναςένας στίχος,
αναλύονται διεξοδικά και πρωτότυπα, για να καταλήξει η όλη κίνηση σε ένα Σύνθεμα. Η
ανάλυση ξεκινά με μια πολιτικο-στρατιωτική εκτίμηση της ιστορικής στιγμής στην
οποία βρίσκεται η εξέλιξη του πολέμου: Ο χρόνος ήρχισε καλά. Μεγάλες επιτυχίες του
Ερυθρού Στρατού στη Ρωσσία, σημαντικές επιτυχίες των Άγγλων πέρ? απ? την Βεγγάζη,
στη Μέση Ανατολή. Παρά την αναγνώριση της σημασίας των νικών των Συμμάχων και την
ακλόνητη βεβαιότητα του ποιητή για την τελική «περίλαμπρη νίκη», η ανάλυση της
συγκυρίας διακρίνεται από τον ρεαλισμό της, την αποφυγή κάθε υποτίμησης της ισχύος
και της αντοχής της Γερμανίας ή υπερτίμησης των συμμαχικών δυνατοτήτων.
Υπολογίζεται με σχετική ακρίβεια ότι ο πόλεμος θα τελειώσει σε δύο ή τρία χρόνια,
δηλαδή το 1944-45. Πάνω απ? όλα, όμως, ο Εμπειρίκος εκφράζει όχι απλώς την επιθυμία
αλλά την ανάγκη η αντιφασιστική Νίκη να είναι «ποιοτική», δημιουργώντας τις
προϋποθέσεις «να προχωρήσουμε ο καθένας και όλοι μαζί στην τόσο ποθητή και τόσο
αναγκαία ανάπλασι του κόσμου τούτου» . Από το επίπεδο του χρόνου της Ιστορίας και
της ανίχνευσης των ρυθμών του, ο ποιητής ξεκινά ? la recherche du temps perdu,
αναζητώντας τον χαμένο χρόνο της προσωπικής ζωής, αναλύοντας τον κάθε στίχο με την
βίωσί του, συνδέοντάς τον με προσωπικά βιώματα και μνήμες που διαρκώς
περιστρέφονται γύρω από το Πραγματικό του ερωτικού πόθου. Αλλά με την καταβύθιση
στα ενδόμυχα της ψυχής και της προσωπικής ύπαρξης δεν μένει ο Εμπειρίκος στο
επίπεδο του ατομικού. Στη συνέχεια, το «ανάλυμα» στο Our Dominions beyond the seas?
προχωρά σε μια διεισδυτική σύγκριση δύο κατεξοχήν ερωτικών συγγραφέων της Αμερικής,
του Walt Whitman και του Henry Miller, η οποία ξεπερνά τα όρια μιας εύστοχης
λογοτεχνικής κριτικής παρατήρησης για να γίνει
ιστορικοφιλοσοφικός στοχασμός πάνω στον Έρωτα και την ανθρώπινη απελευθέρωση( που
φωτίζει, συν τις άλλοις, την όλη στάση του Εμπειρίκου που συγκλίνει με εκείνη του
Ουίτμαν). Ο Χένρυ Μίλλερ παρά την ερωτογραφική ελευθεριότητά του εκφράζει μια
σεξουαλικότητα που φαινομενικά απελευθερωμένη παραμένει πάντα με το στίγμα της
δυσφορίας μέσα στον πολιτισμό ? με τον τρόπο που στις μέρες μας έδειξε ο Stanley
Kubrick στο κύκνειο αριστούργημά του, την ταινία Eyes Wide Shut (τίτλος που
μεταφράστηκε κακώς Μάτια ερμητικά κλειστά ενώ θα έπρεπε να αποδοθεί σε όλη του την
άλυτη αντίφαση Μάτια διάπλατα σφαλιστά). Αντίθετα, ο ευλογημένος Ουίτμαν υμνεί μέσα
στην αθωότητά του την ελεύθερη Λιβιδώ της ενιαίας ανθρωπότητος που κατά τον
Εμπειρίκο, στο ποίημα Τα τεκταινόμενα, είναι αναπόσπαστη με την τόσο ποθητή και
τόσο αναγκαία ανάπλασι του κόσμου τούτου και την οποία στο ποίημα της Πρωτοχρονιάς
του 1942 την βλέπει σαν καρπό μιας αντιφασιστικής Νίκης πραγματικά ποιοτικής κι όχι
ποσοτικής κι εφήμερης. 3. Αλλά από την γόνιμη ποιητική μήτρα της σύνθεσης Our
Dominions beyond the Seas? δεν γεννώνται μόνο το Εν όψει όλων των καιρών και τα
άλλα δύο προαναφερθέντα ποιήματα που αποκομμένα από τον ομφάλιο λώρο τους
ενσωματώνονται στην παραδείσια θέρμη της Οκτάνας, της Ουτοπίας του ανθρώπινου
μέλλοντος. Όπως το έδειξε ο Γ. Γιατρομανωλάκης, το ποίημα-κλειδί Εν όψει όλων των
καιρών παραπέμποντας άμεσα σε σύνθεση με τίτλο Φωνές και υδατοπτώσεις συνδέεται και
με την συλλογή Αι γενεαί πάσαι ή Η σήμερον ως αύριον και ως χθές που η τρίτη και
πέμπτη ενότητά της φέρουν αυτόν ακριβώς τον τίτλο. Με την σειρά της η συλλογή αυτή
του 1966, όπως πάλι δείχνει στο Επίμετρό του ο Γιατρομανωλάκης, περιλαμβάνει
ποιήματα από τρεις διαφορετικές χρονικές περιόδους της ποιητικής δημιουργίας του
Εμπειρίκου: «α) ποιήματα που αποσπώνται από το corpus της Ενδοχώρας β) ποιήματα που
γράφονται από το 1950 έως το 1955 και γ) ποιήματα που γράφονται από το 1963 ως το
1966» . Υπάρχουν δηλαδή κυριολεκτικά αι γενεαί πάσαι της εμπειρίκιας ποίησης.
Συνάμα αναπτύσσεται κι ο ποιητικός στοχασμός περί χρόνου, εμφανής και στον διττό
ακόμα τίτλο της συλλογής, μέσα από όλες τις γενεές των ποιημάτων, εν όψει όλων των
καιρών της Σήμερον, της Αύριον και του Χθες. Ο τίτλος δεν υπονοεί καμιά μοιραία
επανάληψη του μέλλοντος και του παρελθόντος στο παρόν. Ο χρόνος στον Εμπειρίκο δεν
είναι κυκλικός αλλά σπειροειδής, ταυτόχρονα συνεχής και ασυνεχής, με προοπτική μια
τελική ρήξη, αυτό που η βιβλική παράδοση αλλά κι ο ιστορικός υλισμός ενός Walter
Benjamin ονομάζουν το Μεσσιανικό κι ο ποιητής της Οκτάνας χαιρετίζει ως τον ερχομό
και την ανάγκη των νέων Παραδείσων Στον Εμπειρίκο ο Έρωτας εγγράφεται σ? αυτήν την
υλιστική μεσσιανικήεσχατολογική προοπτική. Στο ποίημα Τώρα και παρομοίως
Περιφερόμεθα στο ακρογιάλι των ερώτων μας Χωρίς καμιάν υστεροβουλίαν χωρίς
ιδιοτέλεια Φροντίζοντας για τα μελλούμενα του κόσμου ? Ως ιεράρχαι μεγαλόπρεποι με
σιγουράδα Υπερποντίου οράματος που μας μαγεύει Το υπερπόντιο όραμα δεν είναι άλλο
από εκείνο του απελευθερωμένου Νέου Κόσμου στο οποίο ποντοπορεί ο εμπειρίκειος
Μέγας Ανατολικός. Οι αναταραχές κι οι θύελλες που συναντά η πορεία της καθολικής
ανθρώπινης χειραφέτησης, οι παγκόσμιοι πόλεμοι κι οι καταβυθίσεις σε ρουφήχτρες της
Ιστορίας δεν μπορούν να την ματαιώσουν Κατήφορε της ιστορίας Ζέσι τροπική σαν
όμορφη γυναίκα Θ? ανηφορίσης πάλι Στην ομορφιά των πλασμάτων της Φύσης, ο ποιητής
δεν διστάζει να δει την ουτοπική προέκφανση, το Vorschein, όπως θα έλεγε ο Ernst
Bloch μιας τελικής δικαιοσύνης, για την οποία τολμά να χρησιμοποιήσει τον όρο του
Ωριγένη για την αποκατάσταση των πάντων Αντίρροπον του κάθε δράματος η τρυφερά
ανεμώνη Σημαίνει το φανέρωμα κάποιας δικαιοσύνης Κ? αίφνης η θλάσις των λεπτοτέρων
μίσχων
Ακεραιότης γίνεται αποκατάστασις πληρότης Το αρχέγονο κάλλος ενός χαμένου
Παραδείσου ανασταίνεται και προβάλει στον ορίζοντα του Αύριο Κ? αίφνης κοντά στης
πανηγύρεως τον χώρο Μέσα από σπήλαιον βαθύ προβαίνει Ως άνθρωπος ξαφνικός
νεαντερντάλιος Ως πιθηκάνθρωπος τεράστιος erectus Πολύ πριν ακουσθή η κλαγγή των
λεγεώνων Πρωτόκλητος και αρχέτυπος προβαίνει Στο φως της πανηγυρικής αυτής ημέρας
Ως μέγας αναμάρτητος Αδάμ Με ένα λαλίστατον ειρηνικό πουλί στον ώμο Ως άρχων της
γης μοιραίος προβαίνει Αναζητών λαόν πιστόν και αγέλας καλλιμάστων νεανίδων
Βαρύγδουπος κισσοστεφής προβαίνει Θανάτω θάνατον πατήσας Ο νέος αιών. Ο νέος αιών,
ο βιβλικός Ολάμ Αμπά, ο Κόσμος που έρχεται έχει τα χαρακτηριστικά του Αρχάνθρωπου
Αδάμ Καδμόν ή, όπως λέει ο ποιητής αλλού, έχει το πρόσωπο Χριστού- Αδώνιδος
ερωτικού και ανθρώπου
Στο σήμερα φανερώνεται το αύριο να λυτρώνει το χθες. Ο ΧριστόςΆδωνις μα και ο
τίτλος της συλλογής του Ανδρέα Εμπειρίκου έρχονται σαν ηχώ των λόγων της Προς
Εβραίους Επιστολής: Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας. Ο
χρόνος του Μεσσιανικού είναι το αντίθετο της γραμμικής εξέλιξης, μιας στατικής
αιωνιότητας και προπαντός μιας Αιώνιας Επιστροφής του Ίδιου. Στον Εμπειρίκο
απέναντι στο μύθο κάποιου παντοδύναμου Τροχού της μοίρας που γυρίζει χωρίς τέλος
αντιπαρατάσσονται Οι όρθιοι υπέρμαχοι των ινδαλμάτων Της τελικής μας νίκης όλων των
καιρών Παρόλες τις διαψεύσεις, το έρεβος και τα τραύματα της Ιστορίας ο Ανδρέας
Εμπειρίκος δεν αμφιβάλει καθόλου γι? αυτό το Τέλος Διότι βέβαιον απολύτως είναι Ότι
θα έλθη γρήγορα μια μέρα Μια μέρα σαν λευκή γυναίκα Μια μέρα τελέσεως θριάμβου Αφού
η βούλησις η ελευθέρα Τα «Άαχ!» και «΄Ωωχ!» του διαπύρου πάθους Η έξοδος από τα
δάση της ανίας Η θραύσις των δεσμών πάσης δουλείας Κυοφορούν στη σάρκα μας Τις
πράξεις και την δόξαν της μελλούσης ιστορίας
4. Η βεβαιότητα για τα μελλούμενα των ανθρώπων δεν αφήνει τυφλό τον Εμπειρίκο
μπροστά στην αρχή της πραγματικότητας σήμερα. Από μιαν άποψη είδαμε τον ρεαλισμό
του υπερρεαλιστή ποιητή στη νηφάλια ανάλυση της πολεμικής συγκυρίας το 1942 στο Our
Dominions beyond the seas?Σε ένα ποίημα που αποσπάστηκε από την ίδια μήτρα για να
δημοσιευτεί πολύ αργότερα στην Οκτάνα, στα Δύο Άλογα του Giorgio de Chirico,
στοχαζόμενος πάνω στον θαυμάσιο πίνακα του Ιταλο-Βολιώτη μεταφυσικού ζωγράφου,
βλέπει τα δυο υπέροχα άλογα που ξέφυγαν ή διώχτηκαν από τα κτίσματα του λόφου να
έχουν σταματήσει εμπρός σε απροσπέλαστο φραγμό, στον φραγμό που βάζει η θάλασσα
μπροστά των, στο φράγμα που τόσο συχνά θέτει η πραγματικότητα σε πόθους
παμμεγίστους, που όσο πιο ανικανοποίητοι μένουν, άλλο τόσο γεννούν, τρέφουν και
διατηρούν ανείπωτη νοσταλγία, την νοσταλγία του άπω παρελθόντος ή του απωτάτου
μέλλοντος, τη νοσταλγία που ένα παρόν σφικτά πολιορκημένο δημιουργεί? Ακόμα, όμως,
κι όταν οι φραγμοί του παρόντος εμφανίζονται ανυπέρβλητοι, ιδιαίτερα σε καιρούς
χαλεπούς, εν καιρώ πολέμου ή και στην τύρβη μιας αποπνιχτικής καθημερινότητας οι
όρθιοι υπέρμαχοι των ινδαλμάτων μιας τελικής νίκης όλων των καιρών δεν παύουν να
φροντίζουν για τα μελλούμενα του κόσμου. Μιαν άλλη Πρωτοχρονιά, πολύ πριν από
εκείνη του 1942, την Πρωτοχρονιά του 1901, του έτους που γεννήθηκε ο Ανδρέας
Εμπειρίκος στην Βραΐλα της Ρουμανίας, ο μέντορας του ποιητή στα χρόνια της νιότης
του, ο εξόριστος στη Βιέννη, 22χρονος τότε επαναστάτης Λεβ Νταβίντοβιτς Τρότσκυ
έγραφε στοχαζόμενος για την νέα χρονιά και τον καινούργιο αιώνα, την πατρίδα μας
μέσα στον χρόνο, όπως αποκαλούσε την εποχή μας ?Αν ήμουνα κάποιο ουράνιο σώμα θα
κοίταζα με πλήρη αδιαφορία αυτήν την άθλια σφαίρα από σκόνη και βρωμιά? Θα έλαμπα
εξίσου επί δικαίων και αδίκων? Αλλά είμαι άνθρωπος. Η παγκόσμια ιστορία που για
σένα αδιάφορε φουσκωμένε διάνε της επιστήμης, για σένα λογιστάκο της αιωνιότητας,
δεν είναι παρά μια αμελητέα στιγμή στη ζυγαριά του χρόνου είναι για μένα τα πάντα!
Όσο αναπνέω θα παλεύω για το μέλλον, γι? αυτό το ακτινοβόλο μέλλον στο οποίο ο
άνθρωπος, δυνατός και ωραίος, θα γίνει κύριος της ροής της ιστορίας του που τον
συμπαρασύρει τώρα και θα την κατευθύνει στον άνευ ορίων ορίζοντα της ομορφιάς, της
ευφροσύνης και της ευτυχίας!...
Φαίνεται σάμπως ο νέος αιώνας, αυτός ο νεοφερμένος γίγαντας, να σκύβει, αμέσως
μόλις εμφανίστηκε, πάνω στον αισιόδοξο για να τον ρίξει στην απόλυτη απαισιοδοξία
και την νιρβάνα της ιδιώτευσης «- Θάνατος στην Ουτοπία! Θάνατος στην πίστη!,
Θάνατος στην αγάπη! Θάνατος στην ελπίδα!» μας κεραυνοβολεί ο 20ος αιώνας με
ομοβροντίες πυρός και κανονιοβολισμούς. «-Παραδώσου, εσύ, αξιοθρήνητε ονειροπόλε.
Εδώ είμαι εγώ, ο 20ος αιώνας που περίμενες τόσο πολύ, εγώ είμαι το μέλλον σου» «-
Όχι» απαντάει ο ανυπόταχτος αισιόδοξος «Εσύ- εσύ δεν είσαι παρά μονάχα το παρόν» .
Ο ευλογημένος ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος θα πρόσθετε Και ιδού που αλλάζουν οι
καιροί? Αθήνα, Πρωτοχρονιά 2008 - 15 Ιανουαρίου 2008 Επέτειος της δολοφονίας της
Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λήμπκνεχτ
ΤΕΛΟΣ