You are on page 1of 349

Ανδρέας Εμπειρίκος (1901-1975)

ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ http://politikokafeneio.com

Αν το κάθε όνειρο είναι, όπως λέει ο Freud, η εκπλήρωση ενός πόθου, τότε ο "Μέγας
Ανατολικός" είναι το όνειρο κάθε ονείρου, η εκπλήρωση κάθε πόθου. Σ΄ αυτή την
περίπτωση, ποιος είναι ο Ομφαλός του ονείρου, το κεντρικό εκείνο σημείο που το
δένει και το αποκόπτει από τη Μήτρα του; Το δοκίμιο "Ο κατάπλους του "Μεγάλου
Ανατολικού" ή το Μέγα Ελεος" το ψηλαφεί στα θαυμάσια εκείνα κεφάλαια της
μυθιστορίας όπου το υπερωκεάνιο συναντάει εν μέσω του Ωκεανού την Τρικυμία και,
αμέσως μετά, το πλοίο-φάντασμα "Αλμπέρτα" με τη σφαγμένη γυμνή κόρη Αικατερίνη. Ο
"Μέγας Ανατολικός" αναμετριέται εδώ με τη φύση και με το δικό του φάντασμα, το
αντεστραμμένο είδωλό του στον Αδη. Η αφήγηση εκρήγνυται μέσα στη σύγκρουση της
φύσης και του πολιτισμού, της ζωής με το θάνατο αλλά και με τη "δυσφορία μέσα στον
Πολιτισμό". Ο πλους προς ένα Νέο Κόσμο διασταυρώνεται αναπόφευκτα με τη σκιά του
θανάτου και, στην καρδιά της, με την Οιδιπόδεια Τραγωδία. Μόνο με την κάθαρση της
τελευταίας και το Μέγα Ελεος, μια
δικαιοσύνη πέρα από το δίκαιο, μια και "κάθε δίκαιο είναι δίκαιο της ανισότητας,
είναι δυνατός ο κατάπλους στο Νέο Κόσμο.

Βιογραφικά στοιχεία
1901 (2 Σεπτεμβρίου) Γέννηση του Ανδρέα Εμπειρίκου στην Μπραΐλα της Ρουμανίας. Η
οικογένεια θα αποκτήσει τρία ακόμη αγόρια: το Μαρή, τον Δημοσθένη (πέθανε νέος) και
τον Κίμωνα. 1902 Εγκατάσταση της οικογένειας στην Ερμούπολη της Σύρου. 1908
Έρχονται στην Αθήνα. Το 1909 ο πατέρας του Λεωνίδας Εμπειρίκος ιδρύει την
Το σπίτι που γεννήθηκε στη Μπαΐλα
Εθνική Ατμοπλοΐα Ελλάδος. 1917-20 Τελειώνει το γυμνάσιο. Υπηρετεί την θητεία του
στο Ναυτικό. Χωρίζουν οι γονείς του. Γράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή του
Πανεπιστημίου της Αθήνας αλλά σύντομα διακόπτει τις σπουδές του και φεύγει στη
Λωζάνη όπου θα εγκατασταθεί η μητέρα του Στεφανία. Παρακολουθεί οικονομικά μαθήματα
στο εκεί Πανεπιστήμιο. Γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Παλιά οικογενειακή
φωτογραφία.Ο Ανδρέας με το ξύλινο τουφέκι

1921-5 Εργάζεται στην οικογενειακή ναυτιλιακή εταιρεία Byron Steamship Co Ltd του
Λονδίνου όπου και σπουδάζει φιλοσοφία και φιλολογία. 1926-31 Ύστερα από διάσταση με
τον πατέρα του πηγαίνει στο Παρίσι. Εκεί αποφασίζει να ασχοληθεί με την ψυχανάλυση.
Κοντά στον René Laforgue, ιδρυτικό μέλος και πρώτο πρόεδρο της Ψυχαναλυτικής
Εταιρείας Παρισίων, θα κάνει προσωπική και διδακτική ανάλυση. Γύρω στο 1929
γνωρίζει τον κύκλο των υπερρεαλιστών και μυείται στην τεχνική της αυτόματης γραφής
τους. 1931 Επιστρέφει στην Ελλάδα και εργάζεται για λίγο στα ναυπηγεία του πατέρα
του. Παραιτείται. 1935 Δίνει διάλεξη «Περί συρρεαλισμού» στη Λέσχη Καλλιτεχνών.
(Μάρτιος) Τυπώνεται η ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ στις εκδόσεις «Κασταλία» σε 200 αριθμημένα
αντίτυπα. Γνωριμία με τον Οδυσσέα Ελύτη, μαζί επισκέπτονται το σπίτι του ζωγράφου
Θεόφιλου στη Mυτιλήνη. Ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη με τη Μαργκερίτ Γιουρσενάρ.
Αρχίζει να ασκεί ως επάγγελμα την ψυχανάλυση.
1936 (5-29 Μαρτίου) Οργανώνει στο σπίτι του την «Επίδειξη σουρρεαλιστικών έργων»
ζωγραφικής. 1938 Mεταφράζει κείμενα του Μπρετόν στο τεύχος Υπερ(ρ)εαλισμός Α΄.
Συχνά ταξίδια στη Γαλλία. 1940 Γάμος με την ποιήτρια Μάτση Χατζηλαζάρου. 1944 Ο Α.
Ε. γράφει τον πρόλογο στην ελληνική έκδοση του βιβλίου της Μαρίας Βοναπάρτη: Η
λανθάνουσα νεκροφιλία στο έργο του Έδγαρ Πόε. Χωρίζει με την Μ. Χατζηλαζάρου. Ο
ζωγράφος και ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος κρύβεται στο σπίτι του. Τελειώνει την
ιστορία Αργώ ή Πλους αεροστάτου. (31 Δεκεμβρίου) Συλλαμβάνεται από την ΟΠΛΑ, περνά
από ανάκριση και οδηγείται μαζί με άλλους ομήρους, που σχηματίζουν φάλαγγα, στο
χωριό Κρώρα. Κοντά στη Θήβα ο Eμπειρίκος διαφεύγει και επιστρέφει στην Αθήνα
εξαντλημένος.

Αναδημοσίευση από Εθνικό κέντρο βιβλίου Διπλοί σκοποί και τιναγμένα μπράτσα την ώρα
της ανατολής των γαύρων ερυθρημάτων Του πάθους τα σαπλίσματα εντός κι εκτός της
πόλης Όταν περνούν τα τανκς κι όταν κροτούν τα πολυβόλα Το μέγα μήνυμα της
παγκοσμίου επαναστάσεως Της νίκης και του λυτρωμού του προλεταριάτου Ειρήνη, τη γη
στους χωρικούς Στα σοβιέτ όλη την εξουσία. Αράδα - αράδα στύλοι
τηλεγράφου Πάνε το μήνυμα του Εδώ νεκροί εκεί ιμπεριαλιστικού μπουκάλες με σαμπάνια
πολέμου Γαρίδες, νίτικα, ελιές, Τις εντολές του πεπόνια κομιτάτου Περίστροφα και
Ειρήνη αμέσως ξιφολόγχες, τουφέκια Τη γη στους χωρικούς και Κατάσχεση όλων των
ανεμώνες. περιουσιών Εκπέμπει ο κεντρικός Και στα σοβιέτ όλη την σταθμός εξουσία
Κύματα ηδονής του Στα μαρτυρικά παιδιά ασυρμάτου του προλεταριάτου Που παν το
μήνυμα σ΄ Κι όποιος αντισταθεί όλη τη σφαίρα ποινή θανάτου. Και σ΄ όλους, σε όλους
ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟ

1945 Αρχίζει να γράφει το μυθιστόρημα O Μέγας Aνατολικός. Γράφει τα κείμενα Ζεμφύρα


ή Το μυστικό της Πασιφάης και Βεατρίκη ή Ένας έρωτας του Buffalo Bill. Ένα κείμενο
για τον Νίκο Εγγονόπουλο στο περιοδικό Τετράδιο με τίτλο «Νικόλαος Εγγονόπουλος ή
το θαύμα του Ελμπασάν και του Βοσπόρου». Τυπώνεται η ΕΝΔΟΧΩΡΑ από τις εκδόσεις του
περ. Τετράδιο 1947 Δεύτερος γάμος του με την Βιβίκα Ζήση. 1948 Συμμετέχει στην
πρώτη ελληνική ψυχαναλυτική ομάδα με τους Γ. Ζαβιτζιάνο και Δ. Κουρέτα. Πεθαίνει ο
πατέρας του Λεωνίδας στη Γενεύη. 1949 Παρακολουθεί στη Ζυρίχη το Διεθνές Με την
Βιβίκα Ψυχαναλυτικό Συνέδριο.
1950 Εκλέγεται μέλος της Ψυχαναλυτικής Εταιρίας Παρισίων. 1951 Διακόπτει την
ψυχαναλυτική πρακτική. Τελειώνει στην Άνδρο το μυθιστόρημα Ο Μέγας Ανατολικός.Tο
έργο αποτελείται από 1700 χειρόγραφες σελίδες στην πρώτη μορφή του. Θα συνεχίσει να
το συμπληρώνει και να του προσθέτει νέα κεφάλαια ώς το τέλος της ζωής του.
Παρακολουθεί στο Άμστερνταμ το νέο Διεθνές Ψυχαναλυτικό Συνέδριο και λίγο αργότερα
εγκαθίσταται στο Παρίσι. 1953 Επιστρέφει στην Ελλάδα. Mε τη Bιβίκα ταξιδεύουν συχνά
στην Άνδρο και σε άλλα μέρη της Eλλάδας. 1955 Έκθεση φωτογραφιών του στην αίθουσα
«Ιλισσός» (Αμερικής 13). 1957 (Οκτώβριος) Γέννηση του γιού του Λεωνίδα.
Eγκαθίσταται στην οδό Νεοφύτου Βάμβα, αρ. 6. Από το χρόνο αυτό περνάει τα
καλοκαίρια στη Γλυφάδα. 1959-65 Γράφει τα περισσότερα ποιήματα των συλλογών Οκτάνα
και Aι Γενεαί πάσαι ή Η σήμερον ως αύριον και ως χθες. 1960 Τυπώνονται τα ΓΡΑΠΤΑ ή
ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ (1936-1946) από τις εκδόσεις «Δίφρος». 1962 Τυπώνονται στη
σειρά των εκδόσεων «Γαλαξίας» η Υψικάμινος και η Ενδοχώρα σ’ ένα τόμο με γενικό
τίτλο: Ποιήματα. Ο Eμπειρίκος, ο Ελύτης και ο συγγραφέας Γιώργος Θεοτοκάς
ταξιδεύουν στην Σοβιετική Ένωση ύστερα από πρόσκληση του Συνδέσμου «Ε.Σ.Σ.Δ. –
Ελλάς». Μετά το ταξίδι αυτό θα γράψει το ποίημα «Ες Ες Eς Ερ Ρωσσία». Στην Ρωσία
(1962) 1963 (6 Φεβρουαρίου) Ομιλία για τον Νίκο Εγγονόπουλο στην αίθουσα του
Αθηναϊκού Τεχνολογικού
Ινστιτούτου με την ευκαιρία της ατομικής έκθεσης του ζωγράφου. 1964 Δημοσιεύεται σε
συνέχειες η «Αργώ ή Πλους αεροστάτου» στο περ. Πάλι και σε μετάφραση του Michel
Saunier στο περ. Mercure de France. Από την εταιρία «Διόνυσος» κυκλοφορεί στη σειρά
«Ελληνικά ποιήματα» ο δίσκος: Ο Εμπειρίκος διαβάζει Εμπειρίκο. 1965 Γράφει το μακρύ
επικό ποίημα «Η άσπρη φάλαινα (παραλλαγαί στο μέγα θέμα του Moby-Dick του Herman
Melville)». 1966 Κυκλοφορούν σε αγγλική έκδοση τα Γραπτά με τίτλο Amour Amour σε
μετάφρ. Nίκου Στάγκου και A. Ross και σκίτσα του Μ. Αργυράκη. 1967 Τυπώνεται σε
αγγλική έκδοση (μετ. N. Στάγκου) η Αργώ ή Πλους αεροστάτου. Δίνει συνέντευξη στην
Ανδρομάχη Σκαρπαλέζου, που δημοσιεύεται μόλις τον Μάρτη του ’76. Γράφει το [Άρμαλα
ή] Εισαγωγή σε μία πόλι, εισαγωγικό μέρος σ’ ένα νέο μυθιστόρημα που όμως δεν θα
τελειώσει. 1971(26 Ιανουαρίου) Ομιλία του στο Κολέγιο Αθηνών για την μοντέρνα
ποίηση. 1973 Kαλεσμένος στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης μιλάει
για το έργο του. Θάνατος της μητέρας του. 1974 Το ποίημα Ο ΔΡΟΜΟΣ Με τον γιό του
Λεωνίδα κυκλοφορεί σε αυτοτελή έκδοση από τις εκδόσεις του περ. Τραμ. Η Υψικάμινος,
η Ενδοχώρα και τα Γραπτά κυκλοφορούν σε νέα έκδοση από τις εκδόσεις «Πλειάς». 1975
(3 Αυγούστου) Ο Ανδρέας
Εμπειρίκος πεθαίνει στην Κηφισιά, σε ηλικία 74 ετών.

Από το θάνατό του έως σήμερα


1976 Kυκλοφορεί το αφιέρωμα στον Aνδρέα Eμπειρίκο και τον ελληνικό υπερρεαλισμό του
περιοδικού Hριδανός (αρ. 4, 1976). 1978 Tυπώνεται το σπουδαίο δοκίμιο του Oδυσσέα
Eλύτη, Aναφορά στον Aνδρέα Eμπειρίκο («Eγνατία/Tραμ»). 1980 Δημοσιεύεται η OΚΤΑΝΑ
(«Ίκαρος»). Παράλληλα κυκλοφορεί και δεύτερος δίσκος με απαγγελίες του Eμπειρίκου
από τη συλλογή αυτή. «Kύκλος Eμπειρίκου»: σειρά ομιλιών στην Eταιρεία Σπουδών
Nεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας της Σχολής Mωραΐτη, που δημοσιεύονται
και στο Δελτίο της (αρ. 4, 1981). Eκδίδεται η Aργώ ή Πλους αεροστάτου με επιμέλεια
του Δ. Kαλοκύρη από τις εκδόσεις «Ύψιλον/βιβλία». 1981 H «Άγρα» αναλαμβάνει την
επανέκδοση της Yψικαμίνου, της Eνδοχώρας και των Γραπτών. Aφιέρωμα στο περ. H λέξη
(Δεκέμβρης). 1982 Aφιέρωμα στον Aνδρέα Eμπειρίκο από το Γ΄ πρόγραμμα του E.I.P. σε
επιμέλεια-παραγωγή Γ. Aλεξάκη A. Ίσαρη (5-10.6.82) και μερικούς μήνες αργότερα
αφιέρωμα στην τηλεόραση της E.P.T σε σενάριο και σκηνοθεσία του Kώστα Σφήκα
(28.2.83). 1983 Kυκλοφορεί το βιβλίο του Γιώργη Γιατρομανωλάκη, Aνδρέας Eμπειρίκος.
O ποιητής του έρωτα και του νόστου («Kέδρος»), που θέτει σε νέες βάσεις την μελέτη
του έργου
του Eμπειρίκου. O ίδιος επιμελείται και την έκδοση της ποιητικής συλλογής: AΙ
ΓΕΝΕΑΙ ΠΑΣΑΙ ή H ΣΗΜΕΡΟΝ ΩΣ ΑΥΡΙΟΝ ΚΑΙ ΩΣ ΧΘΕΣ («Άγρα»). 1984 Στον συλλογικό τόμο
Ψυχανάλυση και Eλλάδα, επιμέλεια Θανάση Tζαβάρα, (Eταιρεία Σπουδών Nεοελληνικού
Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας της Σχολής Mωραΐτη, 1984) εξετάζεται ο ψυχαναλυτής
Eμπειρίκος (και η ψυχαναλυτική πρακτική στην Eλλάδα κατά την περίοδο 1935-
1950).Τυπώνεται η Bιβλιογραφία Aνδρέα Eμπειρίκου (1935 -1984) του I. M. Bούρτση
(Eταιρεία E.Λ.I.A.) και το δοκίμιο του Γ. Kεχαγιόγλου «Eις την οδόν των Φιλελλήνων»
του Aνδρέα Eμπειρίκου («Πολύτυπο»). 1985 Kυκλοφορεί το σημαντικό αφιέρωμα του
περιοδικού Xάρτης (αρ.17/18). Tη χρονιά αυτή, δέκα χρόνια από τον θάνατο του
Eμπειρίκου, ο Δήμος Άνδρου οργανώνει τον Aύγουστο διήμερο διαλέξεων με ομιλητές
τους N. Bαλαωρίτη, Δ. Πολέμη, Π. Pηγοπούλου, Διον. Λιάρο, M. Δραγούμη, A.
Σκαρπαλέζου, I. Bούρτση και Γ. Kεχαγιόγλου (έκδοση Mνήμη Aνδρέα Eμπειρίκου,
«Ύψιλον/βιβλία», 1987). 1986 Tυπώνεται μια καλλιτεχνική έκδοση του Aργώ ή Πλους
αεροστάτου με λιθογραφίες Aλέκου Φασιανού (εκδ. «Mίμνερμος»). 1990 Δημοσιεύονται οι
δύο πρώτοι τόμοι του μυθιστορήματος O MΕΓΑΣ AΝΑΤΟΛΙΚΟΣ (επιμέλεια Γ.
Γιατρομανωλάκης, εκδόσεις «Άγρα»· το έργο ολοκληρώνεται σταδιακά σε οκτώ τόμους ώς
το 1992). Tο 1990 τυπώνονται δύο ακόμη ανέκδοτα κείμενα, το «Λεωνίδας A.
Eμπειρίκος» και «Aναμνηστικόν» (με επιμέλεια Δ. Πολέμη, περ. Πέταλον, αρ. 5, Άνδρος
1990). Tον Iούνιο, το Mουσείο Σύγχρονης Tέχνης - Bασίλη και Eλίζας Γουλανδρή στην
Άνδρο οργανώνει εκδήλωση με
θέμα «O Eμπειρίκος και ο μοντερνισμός» και ομιλητές τους N. Bαλαωρίτη, Γ.
Γιατρομανωλάκη, J.Bouchard, Γ. Xειμωνά και Eλ. Aρβελέρ-Γλύκατζη. Kυκλοφορεί επίσης
η μελέτη της Διαμάντης Aναγνωστοπούλου H ποιητική του έρωτα στο έργο του Aνδρέα
Eμπειρίκου («Ύψιλον / βιβλία»). 1991 Στο Kέντρο Georges Pombidou (Παρίσι) γίνεται
αφιέρωμα στους Έλληνες Yπερρεαλιστές με ομιλίες και έκθεση ντοκουμέντων· για τον
Eμπειρίκο μιλούν οι J. Bouchard, A. Σκαρπαλέζου, N. Bαλαωρίτης και ποιήματά του
διαβάζουν οι Gisele Prassinos και Blaise Gautier. 1993 Τον Eμπειρίκο ως φωτογράφο
εξετάζει ο Δ. Kαλοκύρης στο κείμενό του «H γλώσσα του Yπερσιβηρικού» (Φωτορομάντσο,
«Ύψιλον/βιβλία»). Tην ίδια χρονιά προβάλλεται στην τηλεόραση ένα νέο ντοκυμαντέρ
για τον Eμπειρίκο, σε παραγωγή της ET-1 και σκηνοθεσία Mαίρης Kουτσούρη. 1995-9 Tην
πενταετία αυτή τυπώνονται, πάντα από τις εκδόσεις «Άγρα», σε επιμέλεια Γ.
Γιατρομανωλάκη το ποίημα EΣEΣ-EΣ-EΡ PΩΣΣΙΑ (1995), το πεζό ZΕΜΦΥΡΑ ή TΟ ΜΥΣΤΙΚΟΝ
ΤΗΣ ΠΑΣΙΦΑΗΣ (1998) και μαζί οι δύο ομιλίες NΙΚΟΛΑΟΣ EΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ ή TΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ
EΛΜΠΑΣΣΑΝ ΚΑΙ ΤΟΥ BΟΣΠΟΡΟΥ και ΔΙΑΛΕΞΗ ΓΙΑ ΤΟΝ NΙΚΟ EΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟ (1999). Aκόμη,
δημοσιεύονται ανέκδοτα ποιήματα στο περ. O πολίτης (αρ. 57-59, 1998) με σχόλια του
Γ. Γιατρομανωλάκη). Tην ίδια περίοδο κυκλοφορεί ένα ακόμη μικρό αφιέρωμα του
Διαβάζω (αρ. 358, 1995) και η μελέτη του Π. Bουτουρή H συνοχή του τοπίου. Eισαγωγή
στην ποιητική του A.
Eμπειρίκου («Kαστανιώτης» 1997). 2000 Aφιέρωμα του περ. Πρόσωπα. 21ος Aιώνας (αρ.
64, επιμέλεια Mικέλας Xαρτουλάρη, Tα Nέα, 27.5.00). Tον Δεκέμβριο κυκλοφορεί
επιτοίχιο ημερολόγιο με φωτογραφίες και κείμενα του Aνδρέα Eμπειρίκου για το 2001,
εκατό χρόνια από τη γέννησή του (έκδοση: Yπουργείο Πολιτισμού / Eθνικό Kέντρο
Bιβλίου). 2001 ETOΣ EMΠEIPIKOY. Mε την απόφαση της ελληνικής πολιτείας να αφιερώσει
ολόκληρο το έτος στον Aνδρέα Eμπειρίκο συμβαίνει για πρώτη φορά κράτος να τιμά
επισήμως έναν από τους επαναστατικότερους και πλέον τολμηρούς συγγραφείς της
ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.

Της μη συμμορφώσεως ο άγιος


ΜΙΚΕΛΑ ΧΑΡΤΟΥΛΑΡΗ Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις Χαίρε που αφέθηκες να
γοητευθείς απ΄ τις σειρήνες Χαίρε που δεν φοβήθηκες ποτέ τις συμπληγάδες Στροφές
Στροφάλων Λυσίκομοι και καλλίμαστοι νεάνιδες, παραδείσιες θυγατέρες, απαλές ως
μαγνόλιες, μουνίτσες, μουμούνες, ψωλέττες, άνδρες καυλοπυρέσσοντες, ασπαίροντα
σώματα, κραυγές γλυκασμού συνουσιαζομένων, επιφωνήματα λαγνείας, ίμερος,
αγαλλίασις, άνωσις, ευφορία, έκστασις, στρόβιλος της ζωής, σπέρμα ορμητικόν εν
ευφροσύνη αναβλύζον, παφλασμός κυμάτων, κλαγγή επουρανίων όπλων, αίγαγροι,
φάλαινες, κένταυροι, σμήνη κορυδαλλών, μυσταγωγία, οίστρος, πυρ - κίνησις ενέργεια,
έρως ελεύθερος με όλας τας ηδονάς του και ποίησις σπερματική ως λειτουργία του
πνεύματος διηνεκής. Αλντεμπαράν! Αλληλούια! Είναι ο κόσμος του Ανδρέα Εμπειρίκου,
του ποιητή, ψυχαναλυτή και οραματιστή, εισηγητή του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, που,
παρότι
μείζων, δεν έγινε ποτέ κατεστημένος. Ούτε μετά τον θάνατο του το 1975, παρά τα
συμπόσια και τα αφιερώματα που έγιναν στη μνήμη του. Ούτε και αφού πέρασε στον
κύκλο των μπεστ σέλερ, όταν τον Δεκέμβριο του 1990 οι δύο πρώτοι τόμοι του ερωτικού
μυθιστορήματός του «Ο Μέγας Ανατολικός» πούλησαν 11.000 αντίτυπα σε 10 ημέρες! Ο
Εμπειρίκος άφησε πίσω του ένα έργο που από το 1935 αποτέλεσε και συνεχίζει ακόμα να
αποτελεί σκάνδαλο, ενώ ταυτόχρονα λειτουργούσε και λειτουργεί γονιμοποιητικά στους
χώρους όχι μόνο της λογοτεχνίας αλλά και των τεχνών και των επιστημών και της
φιλοσοφίας. Στα 34 του, όταν πρώτος παρουσίασε υπερρεαλιστικά ποιήματα με τη
συλλογή του «Υψικάμινος», τον φώναζαν κοροϊδευτικά, αυτόν, τον γιο του μεγαλύτερου
Έλληνα εφοπλιστή και κάποτε υπουργού του Βενιζέλου, «ο υψικάμινος». Και πρόπερσι,
στο πλαίσιο μιας ιδεολογικής αμφισβήτησης του ελληνικού υπερρεαλισμού, τον
εξομοίωσαν με τους αντιδραστικούς μοντερνιστές. Ωστόσο αυτός, «της μη συμμορφώσεως
ο άγιος» (δικός του ορισμός για τους αγαπημένους του συγγραφείς) εξακολουθεί να
«πλέει δίχως τύψεις» και να ψάλλει με την ιδιότυπη καθαρεύουσά του «τον ερχομό και
την ανάγκη νέων Παραδείσων», σε ένα κοινό ευρύτατο που παρακολουθεί, συντηρεί και
αναπτύσσει τα πρωτοποριακά έργα. Γνήσιος «παις εν τη καμίνω», «άκαυτος και
άφθαρτος», «ακραιφνής και άχραντος», όπως οι «μπεάτοι» που ύμνησε (Τολστόι, Φρόυντ,
Μπρετόν, αλλά και Μπλέικ, Πόε, Μελβίλ, Ουίτμαν, Μαρξ, Λένιν, Κροπότκιν, Μπακούνιν,
Μωάμεθ ή Ιησούς, Ρεμπώ, Μαγιακόφσκι, Κερουάκ, Σικελιανός, Αρίσταρχος, Καβάφης κ.ά.)
είναι επίκαιρος. Διότι το γράψιμό του εκφράζει όπως έχει επισημανθεί τον μηχανισμό
φυγής προς τα μπρος. Διότι μέσα από κάθε ποιητική, πεζογραφική, κριτική ή
στοχαστική σελίδα του φωνάζει «ανοίξτε τα παράθυρα, ανοίξτε τις ψυχές». Διότι
κηρύττει την «συνοχή των αλληλουχιών, των πράξεων, των λόγων, των γραπτών και των
ονείρων» «εν όψει όλων των καιρών, εν όψει όλων των εκτάσεων». Διότι έκαμε «οίστρο
της ζωής τον φόβο του θανάτου». Και διότι οραματίζεται την Οκτάνα, «πρωτεύουσα της
ηνωμένης, της αρραγούς και αδιαιρέτου οικουμένης», μια Παγκόσμια Πολιτεία δηλαδή
«όχι πολιτικής μα ψυχικής ενότητος με ανέπαφες τις πνευματικές και εθνικές
ιδιομορφίες εκάστης εθνικής ολότητος», η οποία θα κτισθεί «μετά χρόνια πολλά,
οδυνηρά, βλακώδη και ανιαρά υπό το φως της άνευ δογμάτων, άνευ ενδυμάτων Αληθείας,
με οίστρον καταφάσεως».
Με βάση για πρώτη φορά όλο το μέχρι σήμερα γνωστό έργο του, ποιητικό, πεζό,
ψυχαναλυτικό (μέχρι και τις πλέον πρόσφατες μεταθανάτιες εκδόσεις του) τα «ΠΡΟΣΩΠΑ
21ος ΑΙΩΝΑΣ» δίνουν σήμερα μια ολοκληρωμένη εικόνα της προσφοράς του στην ελληνική
πνευματική ζωή μέσα από άρθρα κορυφαίων μελετητών του. Και χάρη στη συνεργασία της
γυναίκας του Βιβίκας και του γιου του Λεωνίδα, φέρνουν στη δημοσιότητα τα τελευταία
του γραπτά με τα χαρακτηριστικότερα λήμματα από το ανολοκλήρωτο προσωπικό,
πνευματικο-βιογραφικό λεξικό που συγκροτούσε σαν οδηγό της γραφής του κι ακόμα δύο
σημαντικά στοχαστικά κείμενα γραμμένα το 1940 και το ένα ξανακοιταγμένο το 1960 και
ανέκδοτα ποιήματά του που όλα μαζί ρίχνουν ένα νέο και καίριο φως τόσο στην
προσωπικότητά του όσο και στις επιλογές του. Ταύρος εν υαλοπωλείω Γεννημένος το
1901 στη Βραΐλα της Βλαχίας (Ρουμανία), με ρίζες στην Άνδρο από την πλευρά του
πατέρα του και στη Ρωσία από την πλευρά της μάνας του, Στεφανίας Κυδωνιέως (μιλούσε
ρωσικά μαζί της μέχρι τον θάνατό της το 1973), ο Ανδρέας Εμπειρίκος ήταν ο
πρωτότοκος από τους τέσσερις γιους του εφοπλιστή Λεωνίδα Εμπειρίκου. Αυτό δεν τον
εμπόδισε, όμως, να γοητευθεί από τις επαναστάσεις της εποχής του τόσο στην τέχνη
όσο και στην πολιτική, να γράψει το 1933 το «Κόκκινο τραγούδι» για τη σφαγή των
ινδαλμάτων και τη δόξα της ρωσικής επαναστάσεως και να παραιτηθεί το 1934 από τη
θέση του διευθυντή ενός οικογενειακού ναυπηγείου, προκειμένου «να μην φανώ ασυνεπής
στις ιδέες μου αλλά και να μην δυσαρεστήσω τον πατέρα μου προς τον οποίον έτρεφα
μεγάλην ευγνωμοσύνην». Η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στη Σύρο το 1902 και
μετακόμισε στην Αθήνα το 1908, οι γονείς του χώρισαν κι εκείνος γράφτηκε το 1918
στη Φιλοσοφική Αθηνών, αλλά διέκοψε τις σπουδές του, για να παρακολουθήσει
οικονομικά μαθήματα στη Λωζάννη, όπου είχε εγκατασταθεί η μητέρα του. Επέστρεψε
ωστόσο στη φιλολογία, στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου αυτήν τη φορά, όπου έμεινε
μέχρι το 1926 δουλεύοντας στην εφοπλιστική εταιρεία των Εμπειρίκων. Είχε ήδη
αρχίσει να γράφει ποιήματα, Παλαμικού όμως ύφους, και αναζητούσε το μέσον για να
γράφει «ποιήματα-γεγονότα», όταν έφθασε στο Παρίσι το 1927. Εκεί πληροφορείται για
την ψυχανάλυση που τον συναρπάζει και αρχίζει να κάνει θεραπευτική και στη συνέχεια
διδακτική ψυχανάλυση δίπλα στον Ρενέ Λαφόργκ, (μαθητή του Φρόυντ). Με τη
μεσολάβηση, άλλωστε, του ψυχαναλυτή Φρουά Ουιτμάν γνωρίζεται με
τον πάπα του υπερρεαλισμού Αντρέ Μπρετόν, που του ανοίγει έναν νέο κόσμο «σαν
ξαφνικό λουλούδιασμα θαυμάτων ανεξαντλήτων». Στο εξής, ο υπερρεαλισμός και η
ψυχανάλυση θα γίνουν οι μόνιμες αναφορές του έργου του. Το 1931 επιστρέφει στην
Αθήνα ως «κυνηγητής της γοητείας των ονείρων» και εισβάλλει στην ελληνική
πνευματική ζωή «ως ταύρος εν υαλοπωλείω», όπως θα πει ο Νάνος Βαλαωρίτης. Το 1935
δίνει την περίφημη διάλεξη μύησης του αθηναϊκού κοινού στον «συρρεαλισμόν»
(χειρονομία επαναστατικής τάξεως, την ονομάζει ο Α. Αργυρίου) που παρακολουθούν
150-200 άτομα «αλλά λίγοι καταλαβαίνουν». Την ίδια χρονιά ξεκινά η φιλία του με τον
Οδυσσέα Ελύτη, εκδίδει σε 250 αντίτυπα την πρώτη υπερρεαλιστική συλλογή του,
«Υψικάμινος», που, όπως έλεγε «εξαντλήθηκε διότι εθεωρήθη βιβλίον σκανδαλώδες
γραμμένο από έναν παράφρονα» και αρχίζει να εξασκεί επαγγελματικά (ώς το 1951) την
ψυχανάλυση, ενώ ταξιδεύει στην Κωνσταντινούπολη με τη Γαλλίδα, κατοπινή ακαδημαϊκό,
Μαργκερίτ Γιουρσενάρ. Λίγο αργότερα (1936-1937) γράφει το περίφημο πια «Η ποίησις
είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου. Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι
λευκοί. Τ' άνθη μιλούν. Από τα πέταλά τους αναδύονται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες.
Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος». Ένα πεζό ποίημα, απόσπασμα του «Πλόκαμου της
Αλταμίρας», που θα εντάξει στην «Ενδοχώρα» (1945) και που πολύ αργότερα, το 1971,
στη διάλεξη που δίνει στους μαθητές του Κολλεγίου Αθηνών, θα το επαναλάβει ως
απάντηση στην ερώτηση: Πού κατευθύνεται η μοντέρνα ποίηση; Το 1940 παντρεύεται με
την ποιήτρια Μάτση Χατζηλαζάρου και το 1947 με τη Βιβίκα Ζήση, στην οποία έχει
αφιερώσει τη νουβέλα «Αργώ ή πλους αεροστάτου» (θα κυκλοφορήσει αλογόκριτη μόνο
μετά τον θάνατό του). Στο μεταξύ βιώνει μια τραυματική εμπειρία όταν, στο τέλος του
Δεκεμβρίου 1944, συλλαμβάνεται ως γόνος μεγαλοαστικής εφοπλιστικής οικογένειας από
την πολιτοφυλακή του ΕΛΑΣ (ΟΠΛΑ), περνά από Λαϊκό Δικαστήριο στο Περιστέρι ως
«εχθρός του λαού», οδηγείται με άλλους ομήρους στα Κρώρα, απειλείται με εκτέλεση,
κατορθώνει να δραπετεύσει είκοσι μέρες αργότερα και επιστρέφει ξυπόλητος και με
κρυοπαγήματα στην Αθήνα. Από τότε, γυρίζει οριστικά την πλάτη του στους ορθόδοξους
κομμουνιστές, συνεχίζοντας ωστόσο να πιστεύει στην Επανάσταση. Μια επανάσταση,
όμως, με την έννοια της «απολύτου ελευθερίας της σκέψεως και της ζωής», με την
έννοια της «απελευθέρωσης του έρωτα» που θα καταργήσει την εκμετάλλευση του
ανθρώπου από τον άνθρωπο.
Μια επανάσταση με την έννοια της ουτοπίας που εκφράζει το ποίημά του «Όχι Μπραζίλια
μα Οκτάνα» γραμμένο το 1965 ή το ερωτογράφημά του «Μέγας Ανατολικός», το
εκτενέστερο και τολμηρότερο ελληνικό μυθιστόρημα, που το συντάσσει από το 1946 ώς
το 1951 και ολοκληρώνει την επεξεργασία του το 1970, αποτυπώνοντας εκεί και την
δική του ψυχαναλυτική αντίληψη του ασυνειδήτου. Η διονυσιακή «θρησκεία» του
Εμπειρίκου και η ηδονιστική αποχαλίνωση που εκφράζουν τα γραπτά του (από τα μέσα
ιδιαίτερα της δεκαετίας του '40) είναι ο δικός του τρόπος να ξορκίσει τα φαντάσματα
του Εμφυλίου. Και ο «Μέγας Ανατολικός», ως μοντέλο απελευθερωμένου κόσμου, όπως και
οι τελευταίες ποιητικές συλλογές του «Οκτάνα» και «Η Σήμερον ως Αύριον και ως Χθες»
είναι η απάντησή του στην πόλωση του Ψυχρού Πολέμου που σκιάζει με ιδιαίτερα
ασφυκτικό τρόπο την ελληνική πραγματικότητα. Ωστόσο, τα έργα του αυτά δεν τα
εκδίδει όσο ζει (με την εξαίρεση κάποιων προδημοσιεύσεων), διότι καθώς λέει στην
τελευταία του συνέντευξη, το 1967, στην ψυχαναλύτρια σήμερα Μάχη Σκαρπαλέζου
γνωρίζει ότι «η ελευθεροστομία τους θα ενοχλήσει τα καλώς κείμενα ώτα». Ο
Εμπειρίκος απευθύνεται στον μη σεμνότυφο και μη προκατειλημμένο αναγνώστη και
γράφει ή λέει τα περί έρωτος με το όνομά τους («γαμώ, αιδοίον - μουνί, πέος - ψωλή,
μαστός - βυζί, αυνανισμός - μαλακία, με την ίδια ελευθερία που λέμε «αγαπώ την
Ελένη»). Τα λέει περιπαθώς, χωρίς ενοχές, χωρίς καμία προσβλητική ή βλάσφημη
έννοια, όχι σαν βωμολόχος ή νταής, σαν να ήταν ο έρωτας κάτι άσεμνο, αλλά σαν να
είναι κάτι φυσικό και λυτρωτικά ηδονικό, μια υπέρτατη πράξη ελευθερίας. (Αυτόν τον
διαχωρισμό τον κάνει ο ίδιος σε ένα αυτοαναλυτικό κείμενό του που πρωτοδημοσιεύτηκε
πρόσφατα στον «Πολίτη», όπου αντιδιαστέλλει τους εκφραστικούς τρόπους του Χένρυ
Μίλλερ και του Ουώλτ Ουίτμαν). Μετά τον θάνατό του, όμως, η γυναίκα του και ο γιος
του ενεργοποίησαν τη ρητή άδεια που τους είχε δώσει και άρχισαν την έκδοση των
έργων που κρατούσε στο συρτάρι του, πιστεύοντας πως οι καιροί ωρίμασαν. Παρ' όλα
αυτά, όταν το 1990 άρχισε να εκδίδεται ο οκτάτομος «Μέγας Ανατολικός», πολλοί τον
είδαν ως πορνογράφημα και αρκετοί έχουν ακόμα την ίδια γνώμη. Κι ας λέει ο Ελύτης
ότι το πεζογράφημα αυτό «ναυπηγήθηκε με τα υλικά του ψυχαναλυτή στις δεξαμενές ενός
οραματιστή και προφήτη».
Ο Εμπειρίκος περιγράφει εκεί ένα ταξίδι ακραία ερωτικό και συνάμα αθώο, που κάνει
ένα (υπαρκτό) γιγαντιαίο υπερωκεάνειο από το Λίβερπουλ στη Νέα Υόρκη, από τον
Παλαιό δηλαδή, προς τον Νέο Κόσμο, κατά το τελευταίο δεκαήμερο του 1867. «Το ταξίδι
αυτό», γράφει χαρακτηριστικά ο Ελύτης, «γίνεται για τον Εμπειρίκο η αφορμή να
συσσωρεύσει όλες τις παραλλαγές και τις εκφάνσεις της σαρκικής ομιλίας, από την
ονείρωξη και τον αυνανισμό αρχινώντας ώς την επιδειξιομανία, τον ηδονοβλεπτισμό,
τον λεσβιασμό, την παιδεραστία, την αιμομιξία, τον φετιχισμό, τον σαδισμό, τον
μαζοχισμό, την κοπροφαγία και οτιδήποτε άλλο μπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου
αποβλέποντας στην ικανοποίηση του ερωτικού ενστίκτου». Αυτό το σεξουαλικό
ξεφάντωμα, όπου συμμετέχουν όλες οι φυλές και όλες οι τάξεις, ο Εμπειρίκος το
βλέπει σαν καθαρτική δοκιμασία που την συνδυάζει με ένα ποιητικο-πολιτικό όραμα
μιας νέας Εδέμ. Παρεμβάλλει, άλλωστε, ανάμεσα στις λαγνουργίες διάφορες φιλοσοφικές
συζητήσεις, αποσπάσματα από ιστορικές μελέτες, εκτενείς αναφορές στο έργο των
κλασικών διανοητών κ.ο.κ. Εμφανίζεται μάλιστα και ο ίδιος πίσω από διάφορες
περσόνες, όπως του ποιητή Ανδρέα Σπερχή, ο οποίος θα κατακτήσει τελικά και θα
κατακτηθεί από την 14χρονη Ειρήνη, αλλά και χωρίς προσωπείο: Σε ένα στιγμιότυπο του
7ου τόμου ο συγγραφέας διακόπτει μάλιστα την αφήγηση, για να καταθέσει το «πιστεύω»
του: ότι οφείλουμε να κατακτήσουμε το άπειρο βάθος, προκειμένου να συλλάβουμε την
έννοια του απείρου ύψους. ΤΑ ΝΕΑ , 27-05-2000
Ο νέος αιών, ο βιβλικός Ολάμ Αμπά, ο Κόσμος που έρχεται έχει τα χαρακτηριστικά του
Αρχάνθρωπου

Το Ασυνείδητο σαν Ταξίδι ΣΑΒΒΑΣ ΜΙΧΑΗΛ Τα πράγματα που ο Ανδρέας ηγάπα υπεράνω όλων
ήσαν κατά σειράν αι ηδοναί του έρωτος, η ποίησις
και τα μεγάλα ταξίδια (...) τα επιτρέποντα την συμμετοχήν εκάστου «Εγώ» εις τον
πλήρη ρυθμόν του Κόσμου Ο Μέγας Ανατολικός «Μεταλλωρύχοι, ψυχοαναλυταί και ποιηταί
της δράσεως και του λόγου, όσοι δεν περιορίζεσθε εις έστω και ωραία φληναφήματα της
παρακμής, της "ντεκαντέντζας", χειρώνακτες και πνευματικοί, εργάται απάντων των
εγκάτων, σύντροφοι, συνοδοιπόροι, συνερασταί και αδελφοί εν όπλοις...». Με τα
πύρινα αυτά λόγια ο Ανδρέας Εμπειρίκος διακόπτει, στο πιο κρίσιμο σημείο, την
αφήγηση του «Μεγάλου Ανατολικού» τη στιγμή που αυτός αντιμετωπίζει τον Κυκλώνα, τη
Μεγάλη Δοκιμασία, την απειλή του ναυαγίου για ν' απευθυνθεί σ' εκείνους ακριβώς,
που στο έργο τους αναγνωρίζει τις δυνάμεις αντίστασης και άρνησης της παρούσας
παρακμής, αλλά και την ταυτότητα του δικού του έργου. Η τριπλή αναφορά στους
μεταλλωρύχους, τους ψυχαναλυτές, τους ποιητές του λόγου και της δράσης δίνει τις
συντεταγμένες και το στίγμα της εμπειρίκειας ποντοπορίας μέσα στον αιώνα που
πέρασε, τη γραμμή πλεύσης του προς την επόμενη Χιλιετία. Πρώτα απευθύνεται στους
εργάτες, που πρωτοσυνάντησε νέος στα ορυχεία και με τους οποίους σαν άλλος Τολστόι
συντάχθηκε, συνεπαρμένος από την Οκτωβριανή Επανάσταση, στο όραμα της πανανθρώπινης
χειραφέτησης, παραμένοντας, μέσα από όλες τις ατομικές και παγκόσμιες τρικυμίες,
τους κλυδωνισμούς, τις διαψεύσεις, τα ρήγματα, πιστός άχρι θανάτου. Απευθύνεται,
μετά, στους ψυχαναλυτές, με τους οποίους συνοδοιπορεί και συν-εργάζεται από τη
δεκαετία του '20, βλέποντας τον Φρόυντ και την επιστήμη του ασυνείδητου, που
εκείνος θεμελίωσε, να διαπερνάει τις «καταχνιές των ενδοψυχικών διενέξεων», να
αποκαλύπτει «τας αποκρύφους δυνάμεις και τας μυχίας λειτουργίας των σκοτεινών
εγκάτων» της ψυχής, να ρίχνει, μαζί με τον Μπρετόν και τον υπερρεαλισμό, «το πιο
πολύ και το πιο άπλετο φως» όχι μόνο στο εσωτερικό του ανθρώπου αλλά συνάμα και
«μέσα στα πυκνά σκοτάδια που μας περιβάλλουν». Τέλος, απευθύνεται στους ποιητές του
λόγου και της δράσης, στον κάθε αυθεντικό ποιητή, μαζί και σ' εκείνον, που, όπως ο
Βλαδίμηρος Βιερχόυ, ήρωας στο «Αργώ ή Πλους Αεροστάτου», υπήρξε «αληθινός ποιητής,
καίτοι ποτέ δεν είχε γράψει ούτε έναν στίχον. Το ποίημά του ήτο η ιδία η ζωή του».
Οι τρεις ομόκεντροι κύκλοι ανθρώπων και έργων συναπαρτίζουν και την ιδιαίτερη
ταυτότητα του Ανδρέα Εμπειρίκου: ποιητής, ψυχαναλυτής, οραματιστής της καθολικής
απελευθέρωσης του Έρωτα και της ανθρωπότητας. Δεν πρόκειται για τρεις ξεχωριστές
πλευρές που στέκονται η μία πλάι ή απέναντι στην άλλη. Υπάρχει αλληλοπεριχώρησή
τους σε μια ενιαία, αδιαίρετη, ζωντανή, ασπαίρουσα ολότητα. Δεν μπορείς να
χωρίσεις, χωρίς να τον χάσεις, τον ποιητή Εμπειρίκο από τον ψυχαναλυτή ή τον
ψυχαναλυτή από τον υπερρεαλιστή ή τον ποιητή ψυχαναλυτή από τον οραματιστή τής άνευ
ορίων, άνευ όρων και άνευ τάξεων Ελευθερίας, ερωτικής και πανανθρώπινης. Πρόκειται
για μια περίπτωση, μοναδική ίσως, μαζί με τον Αργεντινό Αldo Ρellegrini που όπως
έγραψε ο Θ. Τζαβαράς ήταν ταυτόχρονα υπερρεαλιστής ποιητής και ψυχαναλυτής. Η
εσωτερική συνάφεια ποίησης και ψυχανάλυσης στο έργο του Εμπειρίκου και η σύνθεσή
τους στο απελευθερωτικό του όραμα δεν σημαίνει τη συγχώνευση, την ομογενοποίησή
τους, τον αναγωγισμό (réductionisme) του ενός στον άλλο. Πρόκειται για τη
διαλεκτική ενότητα του διαφορετικού. Ό,τι συμβαίνει, συχνά, δυστυχώς, στην πρακτική
των
ψυχαναλυτών, είναι η τάση να ανάγεται το Λογοτεχνικό στο Ψυχαναλυτικό και να
θεωρείται το πρώτο απλώς σαν ένδυμα μιας ψυχαναλυτικής αλήθειας. Στον Εμπειρίκο,
αντίθετα, η ψυχανάλυση γίνεται καταβύθιση στα έγκατα της ψυχής και στον σεξουαλικό
πυρήνα της ύπαρξης ώστε να υπάρξει η εξαγωγή και ανέλκυση της ποιητικής αλήθειας, η
άνοδος στο Ύψος που κάνει ορατή τη μελλοντική Απελευθέρωση μέσα στην Ιστορία. Ο
ποιητής θεωρεί υψίστης σημασίας την έρευνα «του απείρου βάθους, άνευ της
κατακτήσεως του οποίου θα ήτο αδύνατον να συλλάβωμεν καν την έννοιαν του απείρου
ύψους». Το ίδιο το magnum opus, ο «Μέγας Ανατολικός» αποτελεί την πιο συστηματική
εξόρυξη, μέσω της ψυχανάλυσης, του πιο απόκρυφου ερωτικού πλούτου του ασυνειδήτου
και τη μετουσίωσή του σε υπερρεαλιστική ποιητική μυθ-επο-ποιία για το αίνιγμα της
Ιστορίας. Έτσι, το ωκεάνειο μυθιστόρημα, εκτός από ποιητικόν ανδραγάθημα, είναι και
η μεγαλύτερη συμβολή του Ανδρέα Εμπειρίκου στην ψυχανάλυση αναξιοποίητη, βεβαίως,
ακόμα. Από μια άποψη, τούτο απαντάει και στην αιτίαση ότι το καθαυτό ψυχαναλυτικό
έργο του Εμπειρίκου είναι ισχνότατο, σχεδόν ανύπαρκτο περιορίζεται τυπικά σε μια
δημοσίευση του 1950, που ζήτησε από την ψυχαναλυτική ομάδα η Μαρία Βοναπάρτη ώστε
να αναγνωριστεί από τη Γαλλική Ψυχαναλυτική Εταιρεία. Θα ήταν, όμως,
αποπροσανατολιστικό να μείνει κανείς μόνο στα δεδομένα του επιστημονικού
curriculum. Στον Εμπειρίκο υπάρχει έντονη η τάση, που χαρακτηρίζει τον μοντερνισμό
να γκρεμίζει τα τείχη ανάμεσα στα είδη του λόγου και να δίνει έκφραση στα βαθύτερα
ρεύματα της μεταβατικής μας εποχής: την απαίτηση της ιστορικής ανάπτυξης για μια
νέα σχέση ανάμεσα στην Επιστήμη και την Τέχνη, για μια υπέρβαση των ορίων ανάμεσα
στους διάφορους χώρους της κουλτούρας, ανάμεσα στην ίδια την κουλτούρα και την
καθημερινή ζωή. Στον Εμπειρίκο ενυπάρχει μια διαρκής αλληλοδιείσδυση και
αλληλεπίδραση του ψυχαναλυτικού λόγου, του λόγου της Επιστήμης του ασυνειδήτου, με
την Τέχνη του λόγου
σε όλες τις ποιητικές και άρα βαθύτατα ερωτικές εκφάνσεις της. Δεν είναι δύσκολο να
το δει κανείς στον «Μεγάλο Ανατολικό» με όλα τα πολυνησιακά Αρχιπέλαγα κάθε
ποικιλίας γραφής που τον συνθέτουν. Το βρίσκει, όμως, κανείς και στη μοναδική
καθαυτό επιστημονική του δημοσίευση, στα γαλλικά, την ψυχαναλυτική ανακοίνωση του
1950 με τίτλο «Περίπτωσις ιδεοψυχαναγκαστικής νευρώσεως μετά προώρων
εκσπερματώσεων». Υπάρχει, ήδη, από το 1984 ένα αξιόλογο ψυχαναλυτικό δοκίμιο των Ε.
Κούρια και Γ. Κούρια που εστιάζεται στην ανακοίνωση του Εμπειρίκου. Ανάμεσα στ'
άλλα εντοπίζει και τη σχέση ανάμεσα στο κλινικό ιστορικό του νευρωτικού ασθενούς
του Εμπειρίκου και στο ποίημα του τελευταίου Πολλές φορές την νύκτα, στη συλλογή
Οκτάνα. Η ανακοίνωση του Α. Εμπειρίκου, γραμμένη άψογα στα πιο κλασικά φροϋδικά
πρότυπα, πρέπει, βεβαίως, να επανεκδοθεί και οπωσδήποτε, τώρα που έχει δημοσιευθεί
ο «Μέγας Ανατολικός» πρέπει να διαβασθεί ξανά σε συσχέτιση μαζί του. Η Περίπτωσις
ιδεοψυχαναγκαστικής νευρώσεως μετά προώρων εκσπερματώσεων θα μπορούσε κάλλιστα να
είναι ένα κεφάλαιο ή σωστότερα μια νήσος σε κάποια από τα Αρχιπέλαγα του ωκεάνειου
μυθιστορήματος. Ταυτόχρονα είναι και ένας αυτόνομος μικρόκοσμος που περικλείει όλα
τα βασικά μοτίβα της άλλης, της απέραντης μυθιστορίας. Έχουμε την ιστορία μιας
ερωτικής μύησης (και των προβλημάτων της), όπου παρελαύνουν γνωστές λαγνουργίες και
personae από τον Μεγάλο Ανατολικό: η υπηρέτρια, η παιδίσκη, η γκουβερνάντα, η
μητέρα, ο πατέρας ακόμη και ο σκύλος, που ονομάζεται επίσης «Μπομπ» όπως και ο
τεράστιος μολοσσός του υπερωκεανίου, μόνο που στο κλινικό ιστορικό είναι το
αντίθετο, ένα μικροσκοπικό πεκινουά...
Η επίμονη επιστροφή και αναζήτηση, εκ των υστέρων, της τραυματικής «αρχέγονης
σκηνής», στην οποία μάρτυρας έγινε ο ασθενής και που παραμένει στο σκοτάδι μέχρι
πριν από το τέλος, δίνει στο ψυχαναλυτικό ιστορικό του Εμπειρίκου κάτι από τη
γοητεία μιας αφήγησης αστυνομικού μυστηρίου. Το οιδιπόδειο δράμα παίζεται ξανά σε
μια από τις άπειρες αλλά και ανεπανάληπτες εκδοχές του. Ο Ψυχαναλυτής Εμπειρίκος,
σε κάποιο σημείο, κάνει την καίρια παρατήρηση: η κρίσιμη στιγμή του δράματος στην
άλλη σκηνή του ασυνειδήτου δεν βρίσκεται στο «διάλειμμα» (entr' acte) αλλά ανάμεσα
σε δύο πράξεις (entre deux actes) του Δράματος. Ανάμεσα σε δύο θανάτους θα έλεγε
ίσως ο Ζακ Λακάν... (Αξίζει να σημειωθεί ότι ο κορυφαίος αυτός και ρηξικέλευθος
Γάλλος ψυχαναλυτής, όπως μαρτυρείται, θεωρούσε τον Ανδρέα Εμπειρίκο «πρωτοπόρο»
pionnier στη μελέτη των νευρώσεων, ήδη από την επιστροφή του στην Ελλάδα). Είναι
τραγικό για την πορεία της ψυχανάλυσης και των πνευματικών πραγμάτων στην Ελλάδα,
ότι ο Ανδρέας Εμπειρίκος υποχρεώθηκε τον Απρίλη του 1951, κάτω από την πίεση των
αντιδραστικών «ελληνοχριστιανικών», κρατικών και πανεπιστημιακών κατεστημένων της
μετεμφυλιοπολεμικής περιόδου, να διακόψει την κλινική ψυχαναλυτική πρακτική του. Το
πλήγμα αυτό ήρθε να συμπληρώσει το άλλο βαθύτατο τραύμα που υπέστη ο Εμπειρίκος το
1944, όταν σύρθηκε από τη σταλινική ΟΠΛΑ στα Κρώρα και υπέφερε, εντελώς αθώος, από
εκείνους που υποτίθεται συμμερίζονταν μαζί του το όραμα της κομμουνιστικής
απελευθέρωσης... Από μια άποψη, έτσι κι αλλιώς, ό,τι έφερε την ήττα του λαϊκού
κινήματος στον εμφύλιο, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σφράγισε και την επακόλουθη
ασφυκτική κατάσταση, και τις συνέπειές της, μαζί κι εκείνες που αφορούν τα
πνευματικά πράγματα και την ντε φάκτο απαγόρευση της άσκησης της ψυχανάλυσης από
τον μη γιατρό Εμπειρίκο. Η διακοπή της ψυχαναλυτικής πρακτικής συμπίπτει
σχεδόν χρονικά με το τέλος της πρώτης γραφής του «Μεγάλου Ανατολικού» (1945-51).
Αλλά και μετά και μέχρι τον θάνατό του, ο Ανδρέας Εμπειρίκος δεν θα πάψει να
δουλεύει ξανά και ξανά το magnum opus του και να ασχολείται με τη θεωρία της
ψυχανάλυσης και να εγγράφει όπως ήδη παρατηρήσαμε, τη δικιά του συμβολή στην
ψυχανάλυση μέσα στο ωκεάνειο μυθιστόρημα. Τι εκόμισε εις την τέχνη Το ερώτημα,
πάντως, παραμένει: Τι «εκόμισε εις την τέχνη» ή, μάλλον, την επιστήμη της
ψυχανάλυσης ο Ανδρέας Εμπειρίκος; Η επικρατούσα άποψη είναι ότι έμεινε αυστηρά μέσα
στα πλαίσια της διδασκαλίας του Φρόυντ, χωρίς να προχωράει σε ανεξερεύνητα εδάφη.
Μια, όμως, ενδελεχέστερη μελέτη του ίδιου του συνολικού συγγραφικού του έργου
μπορεί να δείξει κάτι άλλο, απροσδόκητο: ο Εμπειρίκος μένει, όντως, πιστός στον
Φρόυντ μέχρι κεραίας, μέχρι εκείνου του ακροτάτου σημείου, όπου η ψυχαναλυτική του
εμπειρία, οπλισμένη με την αετίσια ματιά ενός Ποιητή που πετάει σε ύψη πρωτόγνωρα,
δεν αφήνει τις ανακαλύψεις να παγώσουν σε δόγματα, αλλά τις μετατρέπει σε
αποκαλύψεις περί του αντιθέτου. Ιδού, εντελώς αφοριστικά, πώς μεταμορφώνονται
διαλεκτικά από τον Εμπειρίκο ορισμένες φροϋδικές ανακαλύψεις: * Ο Φρόυντ έριξε φως
στη σεξουαλικότητα της παιδικότητας. Ο Εμπειρίκος αποκάλυψε την παιδικότητα που
διασώζεται μέσα και χάρη στη σεξουαλικότητα, τη λάμψη αγαθότητας και στην πιο
ζοφερή της στιγμή. * Ο Φρόυντ μιλάει για την αέναη πάλη ανάμεσα στην ενόρμηση της
Ζωής και στην ενόρμηση του Θανάτου. Ο Εμπειρίκος για το πώς οι άνθρωποι μπορούν να
κάμουν «οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου». * Ο Φρόυντ κατέδειξε την οιδιπόδεια
τραγωδία. Ο
Εμπειρίκος κατεβαίνοντας στο έσχατο βάθος της, ανεβαίνει στο ύψος απ' όπου γίνεται
ορατός ένας πέραν του Οιδίποδα Νέος Κόσμος, ένας μελλοντικός αντιοιδιπόδειος
Παράδεισος, που δεν θα τον κυβερνά ο Νόμος αλλά θα τον φωτίζει ο μεσσιανικός Ήλιος
της Δικαιοσύνης και το Μέγα Έλεος. Τα σημεία των «εναντιοδρομιών» και
«εναντιοτροπών» για να χρησιμοποιήσουμε όρους του Ηράκλειτου ανάμεσα σε Φρόυντ και
Εμπειρίκο δεν εξαντλούνται εδώ. Αυτά και άλλα πολλά απαιτούν τον χώρο τους για
παραπέρα εμβάθυνση και τεκμηρίωση. Εδώ, απλώς, επισημαίνονται. Το πιο μεγάλο
ψυχαναλυτικό επίτευγμα του Εμπειρίκου είναι, το επαναλαμβάνουμε, ο «Μέγας
Ανατολικός». Κι αυτό όχι μόνο και όχι τόσο για τις πάμπολλες επιμέρους πλευρές που
φωτίζει (λ.χ. την ποιητική ψυχανάλυση της ομοφυλόφιλης τραγικής διδασκάλισσας
Μαρίας, την ανάλυση της νεκροφιλίας και της αλγολαγνείας ή τη σχέση μιας μορφής
ανδρικής ομοφυλοφιλίας με τη «φαλλική μητέρα» κ.λπ.). Συνολικά, ο «Μέγας
Ανατολικός» επιτρέπει να ξαναδούμε κάτω από νέο φως τη μεγάλη ανακάλυψη του Φρόυντ,
το Ασυνείδητο, την αποκάλυψη ότι η συνείδηση δεν καλύπτει όλο το ψυχικό πεδίο, αλλά
ότι μια αχανής του έκταση καταποντίζεται, παραμένοντας πάντα ενεργός και
σεισμογενής, αφανίζεται με την «πρωταρχική απώθηση» εγκλείοντας μέσα της τις
παραστάσεις της ενόρμησης. Το Ασυνείδητο συνήθως εικονίζεται με τη μεταφορά μιας
αποθήκης εγκλεισμού απωθημένων πόθων. Άλλοτε πάλι εμφανίζεται σαν η σκηνή του
θεάτρου, όπου μέσα από άπειρες διαφορετικές σκηνοθεσίες παίζεται η οιδιπόδεια
τραγωδία. Ο Ζιλ Ντελέζ κι ο Φ. Γκουαταρί, στο Αnti-Οedipe, αντιτάχθηκαν σ' αυτό και
αντιπαρέθεσαν στο Ασυνείδητο Θέατρο, το Ασυνείδητο Εργοστάσιο, που παράγει πόθους,
μια machine desirante, μια «επιθυμητική
μηχανή». Ο Εμπειρίκος ενσωματώνει και ταυτόχρονα υπερβαίνει αυτές τις προσεγγίσεις
στη δικιά του μεγάλη μεταφορά, αφού ο «Μεγάλος Ανατολικός» είναι το Ασυνείδητο. Το
Εμπειρίκειο Ασυνείδητο εγκλείει πόθους όχι σαν Αποθήκη και όχι πια σαν φυλακή αλλά
σαν Κιβωτός. Δεν κρατάει εγκάθειρκτους τους πόθους, τους προφυλάσσει κατά «την
περιπετειώδη μετάβαση σ' ένα Νέο Κόσμο», τους διασώζει για τη Μεγάλη Ώρα των
επερχομένων Παραδείσων. Εκεί η φροϋδική «Δυσφορία μέσα στον Πολιτισμό» θα βρει το
μεσσιανικό της τέλος, μέσα σε μια Παγκόσμια Συμπολιτεία, όπως την οραματίζεται ο
Ιούλιος Βερν - Εμπειρίκος σ' ένα περίφημο κεφάλαιο του μυθιστορήματος, ερωτικά
πανελεύθερη, «άνευ τάξεων» και με διαδοχικές «Περιοχάς Προόδου» πολιτισμικής
δημιουργίας και «Περιοχάς Παραδείσου» ερωτικής πανδαισίας. Ταυτόχρονα, η Πλωτή
Κιβωτός του Ασυνειδήτου είναι και ένα Θέατρο όπου η αρχέγονη σκηνή παίζεται μέσα
από ποικίλες σκηνοθεσίες και προσωπεία. Το υπερωκεάνιο της αέναης λαγνουργίας,
όμως, πέρα από Θέατρο είναι και μια Μachine Desirante, το Μέγα Τεχνούργημα που
ασταμάτητα δημιουργεί και αναδημιουργεί μια απέραντη ποικιλία πόθων. Είναι ο χώρος
παραγωγής της αυριανής «Ολότητας Πόθων», που θα χαρακτηρίζει, όπως έλεγε ο Μαρξ,
την καθολικά χειραφετημένη ανθρωπότητα. Ο «Μέγας Ανατολικός», όμως, δεν είναι μόνον
η Μεγάλη Ναυς, το μέσον της μετάβασης, ο διαμεσολαβητής. Είναι και η ίδια η
μετάβαση, η αντιφατική περιπετειώδης διαδικασία της διάβασης της ωκεάνειας αβύσσου
που χωρίζει τον παλιό από το Νέο Κόσμο του μέλλοντός μας. Μ' άλλα λόγια: το
Ασυνείδητο είναι Ταξίδι. Δεν είναι τόπος καθηλώσεως. Είναι περι-πλάνηση γύρω από
μια αρχέγονη, ριζική απώλεια, ένα κενό, η περιδίνηση γύρω από μια οπή, όπου,
ορισμένες στιγμές, το υποκείμενο του
ασυνειδήτου μπορεί να δει ξαφνικά να φωσφορίζει το χαμένο αντικείμενο και αίτιο του
Πόθου. Το Ασυνείδητο δεν είναι μόνο μια Πλωτή Μηχανή παραγωγής πόθων, το
υπερωκεάνιον ο «Μέγας Ανατολικός», αλλά και η Μεγάλη Δοκιμασία που αυτό συναντάει
στη διάρκεια της ωκεάνειας μετάβασης, η απειλή που φέρνει σε κρίση την ίδια την
μετάβαση, το ενδεχόμενο του ναυαγίου, όπως η μυθιστορία «Μέγας Ανατολικός» δείχνει.
Το Ασυνείδητο σαν περιδίνηση είναι ο ίδιος ο κυκλώνας, ο Μέγας Στρόβιλος που
υψώνεται σπειροειδώς μέσα στον ωκεανό της Φύσης και της Ιστορίας, ενώνοντας το
βάθος και το ύψος, τα έγκατα, όπου αναβλύζει η πανίσχυρη ερωτική ενόρμηση και το
«Μέγα Φως το Άκτιστον», που φωτίζει τα πάντα, άνευ ορίων, άνευ όρων. Το Ασυνείδητο,
η Κιβωτός, η Μηχανή του Πόθου, το Ταξίδι, ωθούν πάντα προς το τέλος της Οδύσσειας,
προμηνύουν πάντα «τον ερχομό και την ανάγκη των νέων Παραδείσων». Ο Σάββας Μιχαήλ
είναι γιατρός και δοκιμιογράφος ΤΑ ΝΕΑ , 27-05-2000 , Σελ.: R30 Κωδικός άρθρου:
A16751R301

ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Το λεξικό του προσωπικού του Σύμπαντος


ΜΙΚΕΛΑ ΧΑΡΤΟΥΛΑΡΗ Καλή είναι η Ιωλκός. Αλλοίμονο όμως στους πνευματικούς ανθρώπους
αν δεν τους συγκινούν και
οι Κολχίδες. Η παρατεταμένη ακινησία είναι άκρως ανθυγιεινή Προσωπική
Εγκυκλοπαίδεια Αυτοβιογραφία ο Εμπειρίκος δεν έγραψε ποτέ, παρότι η ζωή του είχε
όλα τα στοιχεία που θα την καθιστούσαν συναρπαστική. Θέλησε να προχωρήσει ωστόσο σε
κάτι πολύ πιο σύνθετο και πιο φιλόδοξο από μια αυτοβιογραφία: στο Λεξικό του
προσωπικού του Σύμπαντος. Αυτό το Λεξικό άρχισε να το συνθέτει στα μέσα της
δεκαετίας του '50 και από το 1970 αποτελεί το μοναδικό δημιουργικό του έργο, που
μένει όμως στη μέση. Το μόνο γνωστό ώς τώρα λήμμα είναι το κείμενο για τον πατέρα
του (βλ. «Πέταλο» του Δ. Πολέμη). Τα «ΠΡΟΣΩΠΑ» «ανοίγουν», λοιπόν, σήμερα το Λεξικό
του Εμπειρίκου φέρνοντας στο φως ορισμένα από τα πιο σημαδιακά λήμματά του. Όπως
διευκρινίζει ο γιος του συγγραφέα, Λεωνίδας, «αρχή και έναυσμα της συγγραφής του
υπήρξε η ψυχαναλυτική του πρακτική, συνδυαζόμενη με την αναμόχλευση των αισθημάτων
που του προκάλεσε η τρομακτική γι' αυτόν σύλληψή του από την ΟΠΛΑ. Το Λεξικό αυτό
θα κατέληγε να είναι ένα κατεξοχήν φιλοσοφικό κείμενο με ποιητική χροιά. Η
συγκρότησή του ήταν μια δυναμική διαδικασία, πηγή εσωτερικών συγκρούσεων παράλληλη
με το ποιητικό και πεζογραφικό έργο του. Αποτελεί ίσως μια συνέχεια του "Οur
dominion beyond the seas", διότι είναι μαζί ανάλυση της ποιητικής του, των
κοινωνικοφιλοσοφικών του πεποιθήσεων, των αναγνώσεών του, αλλά και ένα ταξίδι στη
θάλασσα των προσωπικών του αναμνήσεων». Όπως προκύπτει άλλωστε από τα σχεδιάσματά
του, είχε υπόψη του να γράψει λήμματα για τον Ίμπν Διν΄σ, τον Μαϊμονίδη, τον Μπέμε,
τον Μαρξ, τον Λένιν, τον Τρότσκι, τον Π. Πουλιόπουλο, τον Καντ, τον Έγελο, τον
Κίρκεγκααρντ, τον Νίτσε, τον Φρόυντ, τον Φερέντζι και τον Βίλχελμ Ράιχ, τον Τολστόι
(υπάρχουν ήδη γραμμένες
20 σελίδες), τον Ρεμπώ, τον Ουίτμαν, τον Μέλβιλ, τον Χώθορν, τον Σικελιανό, τον
Ελύτη, και άλλους νεώτερους κ.ο.κ. Θα εξηγούσε επίσης όλες τις κομβικές λέξεις του
έργου του, θα μιλούσε για τόπους και αντικείμενα, π.χ. θα περιελάμβανε το λήμμα
«φωτογραφική μηχανή» και ξεχωριστά λήμματα για κάθε μοντέλο (όπως η Leica) που
εκείνος χρησιμοποιούσε, περιγράφοντάς τα σαν έμβια όντα. Δυστυχώς δεν πρόλαβε να
γράψει περισσότερα από τριάντα λήμματα. Αερόστατον. Συσκευή στηριζομένη στατικώς
εις τον αέρα ως εκ της κατά την αρχήν του Αρχιμήδους ανώσεως. Αποτελείται από
σάκκον ο οποίος περιέχει αέριον ειδικώς ελαφρότερον του ατμοσφαιρικού αέρος και από
το οποίον εξαρτάται η λέμβος η φέρουσα τους επιβάτες. Τα αερόστατα χρησιμοποιούνται
υπό τρεις μορφάς: ελεύθερα, δέσμια και πηδαλιουχούμενα ή αερόπλοια... (Επίτομον
Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ελευθερουδάκη). Από τα παιδικά μου χρόνια μέχρι σήμερον τα
αερόστατα (εννοώ τα ελεύθερα) με μαγεύουν. Είναι κατασκευάσματα, δι' εμέ, ποιητικά.
Συμβολίζουν δε, όχι μόνον την δυνατότητα της ανέτου άνωθεν εποπτείας, όχι μόνον την
προς τα άνω φοράν, αλλά και την πλέον αδέσμευτον ελευθερίαν, την ελευθερίαν που
παρέχει εις τον άνθρωπον η μη εξάρτησίς του από ξένας δυνάμεις, ξένας θελήσεις ή
από μηχανάς. Το αίσθημα τούτο τα «βαρύτερα του αέρος» δεν το δίδουν. Ένα ταξίδι με
αερόστατον γίνεται μέσα στην φύσι και με μιαν αμοιβαιότητα αγαθών ή αρμονικών
σχέσεων ανθρώπων και συσκευών, και, τρόπον τινά, εν «συνεργασία» με την φύσιν, ενώ
τα αεροπλάνα (βαρύτερα του αέρος) ενεργούν ή κινούνται συνεχώς εναντίον της φύσεως,
την οποίαν τείνουν πάντοτε εχθρικώς, εν μέσω δαιμονιωδών θορύβων και άγχους
καταθλιπτικού να υπερνικήσουν, ώστε να δυνηθούν να κινηθούν και «εν εχθρότητι» να
επιζήσουν. Είναι ευνόητον, κατά συνέπειαν, ότι εις το διήγημά μου «Αργώ ή Πλους
Αεροστάτου» δίδω εις το ίδιον το αερόστατον «Αργώ» θέσιν και σημασίαν ήρωος εις το
πλευρόν των επιβαινόντων αυτού τριών άλλων ηρώων:
του Ρώσσου ναυάρχου Βλαδιμήρου Βιερχόι, του ʼγγλου καθηγητού της αστρονομίας λόρδου
Ώλμπερνον, του Γάλλου πρώην αντισυνταγματάρχου και μετέπειτα εξερευνητού της
Αφρικής Ερνέστου Larue-Νancy, καθώς και των τριών άλλων σημαντικών προσώπων του
διηγήματος: του Πέντρο Ραμίρεθ, της κόρης του Καρλόττας και του ινδομιγούς
ζωεμπόρου Ρablo Gonzalez. Εδώ πρέπει να προσθέσω ότι και σήμερον ακόμη ξεφυλλίζω
και ευχαρίστως ξαναδιαβάζω του Ιουλίου Βερν το πρώτο εκδοθέν μυθιστόρημα «Πέντε
εβδομάδες σε αερόστατο». Ίσως, το θαυμάσιο αυτό βιβλίο να με εμύησε πρώτο-πρώτο στα
μυστικά των αεροστατικών συσκευών, πολύ πριν γνωρίσω και από άλλα διαβάσματα τι
είναι τα «ελαφρότερα του αέρος» και ποια η γοητεία των σφαιρικών αεροστάτων και της
ελευθέρας (ουχί μηχανοκινήτου) αεροπλοΐας. Αλληλούια. Χαρμόσυνος δοξολογική
εκφώνησις, προερχομένη εκ της Εβραϊκής (αλλέλ-ου-για=αινείτε τον Θεόν) (Επίτ. Εγκ.
Λεξ. Ελευθ.). Η δοξαστική αυτή λέξις (όπως και τα επιφωνήματα «Δόξα» και «Ωσαννά»)
με συγκινεί βαθύτατα. Εκφράζει κατά συνταρακτικόν τρόπον το ισχυρότατον εκείνο
συναίσθημα της εσωτερικής «ανώσεως» που, τόσον εντός όσον και εκτός των πλαισίων
της θρησκευτικής εξάρσεως, φέρνει πανηγυρικώς στα χείλη την ψυχή τού εν εξάρσει
διατελούντος ανθρώπου, του έχοντος επιτακτικήν ανάγκην να εκφράση την εσωτερικήν
του «άνωσιν», αγαλλίασιν ή ευφορίαν. Αλλέλ-ου-για και Οκτάνα. Είναι ο τίτλος μιας
ανεκδότου συλλογής ποιημάτων μου εις πεζόν λόγον. Τα ποιήματα αυτά εγράφησαν μεταξύ
του 1957 και του 1966. Πιστεύω ότι πολλά εξ αυτών είναι εκ των καλυτέρων μου και εκ
των πλέον σημαντικών από απόψεως μορφής και περιεχομένου, εκφράζουν δε κατά τον
πλέον άμεσον τρόπον την ιδιοσυγκρασίαν μου, το πνεύμα μου, τα αισθήματά μου και
πολλάς ιδέας μου.
Αργώ. Το πλοίον του Ιάσονος διά του οποίου εξετελέσθη ο περίφημος πλους των
Αργοναυτών από της Ιωλκού εις την Κολχίδα (Επίτ. Εγκ. Λεξ. Ελευθ.). Αργώ.
Μυθιστόρημα του Γιώργου Θεοτοκά. Το βιβλίο αυτό είναι εκ των ολίγων (αν λάβουμε υπ'
όψιν μας την εποχή που εγράφη) που σημειώνουν ένα σταθμό στην εξέλιξι της
νεοελληνικής πεζογραφίας. Συνετέλεσε, σε όχι μικρό βαθμό, να ελευθερωθή
(τουλάχιστον εν μέρει) η ελληνική πρόζα από τον κλοιόν της ασφυκτικής και πολύ
συχνά ανούσιας μικροηθογραφίας, καθώς και από την κοντόφθαλμη και στενόκαρδη
προσήλωσι σε θέματα αποκλειστικώς και σωβινιστικώς λαογραφικά. Διαβάζοντας το
βιβλίο αυτό, τότε που πρωτοκυκλοφόρησε, είχα το αίσθημα ότι ο συγγραφεύς
προσπαθούσε, όχι μόνο με το μυαλό του μα και με το συναίσθημά του να ανοίξει τα
παράθυρα και τις κλειδομανδαλωμένες πόρτες του τόπου μας, ότι ποθούσε να διευρύνει
τους ορίζοντες της εποχής εκείνης, ώστε ο ελληνικός χώρος να ημπορή να δέχεται
περισσότερον καθαρόν, και, θα πω, ζείδωρον αέρα, περισσότερες συναντήσεις,
διασταυρώσεις και ευεργετικές ανταλλαγές, ερχόμενος εις πλέον άμεσον επικοινωνίαν
με ανθρώπους και ρεύματα διαφορετικών προελεύσεων, ιδεών και τόπων. Με συνεκίνησε
πολύ την εποχή εκείνη η «Αργώ» του Γιώργου. Με ύφος σταθερά λαγαρό και εύρυθμο, με
πνεύμα καθαρό και φιλελεύθερο, είπε άλλα πράγματα, διαφορετικά και με διαφορετικό
τρόπο, από τα κοινά και τετριμμένα. Μολονότι ήμουν και είμαι τελείως διαφορετικού
προσανατολισμού και άλλης πνευματικής γαλουχήσεως άνθρωπος, μου άρεσε το νεανικό
αυτό βιβλίο του Θεοτοκά, όπως μου άρεσε πάντοτε και η τιμιότης του, η ειλικρίνεια,
η ευγένεια και η probité intellectuelle του καλού εκείνου φίλου. Πριν κλείσω τούτη
την περί της «Αργούς» του Θεοτοκά παράγραφο, θέλω να προσθέσω ακόμη ολίγα λόγια.
Καλή είναι η Ιωλκός, καλή και θαυμαστή. Αλλοίμονο όμως στους πνευματικούς
ανθρώπους, αν δεν τους συγκινούν και οι
Κολχίδες. Καλόν είναι να ενθυμούμεθα ότι τα λιμνάζοντα ύδατα, όπως και η
παρατεταμένη ακινησία που γεννά λογής - λογής αγγυλώσεις, είναι πολύ επικίνδυνη και
άκρως ανθυγιεινή! Αργώ ή Πλους Αεροστάτου. Διήγημα ιδικό μου, τελείως άσχετο με την
«Αργώ» του Θεοτοκά. Το διήγημα αυτό το ετελείωσα κατά τον φοβερόν εκείνο Δεκέμβριο
του 1944, ενώ ηκούοντο νυχθημερόν πυκνοί πυροβολισμοί και οι εκρήξεις των οδομαχιών
στην αιματοκυλισμένη Αθήνα, λίγες ημέρες πριν με συλλάβουν, τελείως άδικα, ως όμηρο
ή, μάλλον, ως απεδείχθη αργότερα, ως προγεγραμμένον άνθρωπο, οι άνδρες του Ε.Λ.Α.Σ.
Αλπεις (...) Και όμως εγώ που γράφω τούτες τις γραμμές, δοξάζοντας τις Αλπεις, δεν
είμαι βουνίσιος άνθρωπος. Είμαι, θαρρώ, μάλλον άνθρωπος των πεδιάδων και των
ακροθαλασσίων περιοχών. Είναι αλήθεια όμως, ότι δεν υπάρχει στον κόσμον ύπαρξις
απόλυτα μονόχυτη ή μονολιθική. Μέσα στις αντιθέσεις μας ζούμε την ζωή μας,
δημιουργώντας, έτσι, την εκ των αντιθέσεων αυτών νέαν σύνθεσιν, την ανασύνθεσίν
μας, τουτέστι την ύπαρξίν μας την καθημερινήν, την τόσο διαφορετικήν από την
χθεσινήν, την τόσον διαφορετικήν από την σύνθεσιν τής αύριον, την τόσον όμως,
πάντοτε, ταυτόσημα ιδικήν μας. Και τώρα, χωρίς να ψάχνω το γιατί ούτε το πώς, καθώς
συνεχίζω τις γραμμές αυτές, με το θεσπέσιον όραμα των ελβετικών βουνών (Αiger!
Jungfrau! Μatterhorn!) μπροστά μου, τελειώνοντας τούτο το περί Αλπεων λήμμα, εγώ, ο
άνθρωπος των πεδιάδων και των προσθαλασσίων περιοχών, έχων στο νου μου το χρώμα που
παίρνουν απ' τον ήλιο οι χιονισμένες κορυφές, και, ταυτοχρόνως, ενθυμούμενος έναν
στίχον του Μallarmé καθώς και τον «Αλληλούια» απ' τον «Μεσσία» του Χαίντελ, αναφωνώ
εν κατακλείδι: «Αzur! Αzur!» και «Αlpenrose!» Και τώρα και πάντα Αλληλούια!
Αλέξανδρος ο Μέγας. (...) Αλήθεια, όμως, τι να πει κανείς για τον Αλέξανδρο;
Διαβάζοντας τον Ντρόυζεν και τον Παπαρρηγόπουλο και άλλους πιο προσφάτους
ιστορικούς ή σκεπτόμενος, ο ίδιος τα καθέκαστα του βίου και της δράσεώς του, πολλές
φορές είχα το αίσθημα ότι ο απίστευτος αυτός άνδρας ήλθε στον κόσμο κοινή
συναινέσει όχι μόνο των Ολυμπίων, μα όλων των θεών εν γένει, για να επιτελέση τα
αφάνταστα κατορθώματά του (...). Δεν ήλθε όμως ο Αλέξανδρος κοινή συναινέσει μόνον
των θεών. Θα έλεγε κανείς ότι ήλθε εις τον κόσμον και με την συγκατάθεσιν της
Μοίρας, που διέπει όχι μόνον τα επί μέρους της ζωής, αλλά και την συμπαγή
καθολικότητα όλων των πραγμάτων, διότι τις οίδε πώς η Μοίρα ως εκ θαύματος εδέχθη
(διά βραχύ, φευ, διάστημα) ότι θα ημπορούσε, επιτέλους, να θριαμβεύση ολόκληρη η
ανθρωπότης, οδηγούμενη, άνευ ορίων άνευ όρων, από έναν αλληλέγγυον με το σύνολόν
της εξαιρετικόν μέγαν Ταγόν, να θριαμβεύση λέγω, επιδιώκουσα υπό την ηγεσίαν του,
μαζί του, μιαν άνευ προηγουμένου ολοκλήρωσιν παγκοσμίου ευτυχίας, αντί να
ευνοούνται από την Μοίραν, ως εκλεκτοί λαοί, πότε ο ένας και πότε ο άλλος, εις
βάρος των υπολοίπων λαών της Οικουμένης, και τούτο προς αξιοποίησιν των δυνατοτήτων
όλων των ανθρώπων, και προς μεγίστην δόξαν και αγαλλίασίν των, εις το διηνεκές και
εν παντί. Βενιζέλος. (...) Παρ' όλα ταύτα δεν έπαυσα να θαυμάζω τον Ελευθέριο
Βενιζέλο, ακόμη και όταν, μετά μιαν περίοδον εντόνου προσηλώσεώς μου εις τον
Τολστοϊσμόν (βλ. λ. Τολστόι και Ανδρέας Εμπειρίκος) εστράφην, αργότερα, προς τας
σοσιαλιστικάς θεωρίας, που με εκράτησαν επί ένα αρκετά μεγάλο διάστημα υπό την
γοητείαν των διεθνιστικών και αταξικών ιδεωδών των. Και τότε ακόμη δεν ελησμόνησα
τον Βενιζέλο και την Φιλελευθέρα καταγωγή μου ούτε υπέκυψα ποτέ εις αποπείρας
προσηλυτισμού μου εις αντιδραστικάς ή ανελευθέρας ιδέας. Βρήκα έναν τρόπο προσωπικό
να προχωρήσω, εξελισσόμενος ιδεολογικώς και φιλοσοφικώς, πολύ φυσικά νομίζω, προς
νέους προσανατολισμούς, μη δυνάμενος εξ ιδιοσυγκρασίας να παραδεχθώ καμιάν
πνευματικήν στασιμότητα, αδράνειαν και αποτελμάτωσιν ή
τα ποικίλα αντιδραστικά «τερτίπια» ή «μασκαρέματα», και τούτο χωρίς να δέχομαι
καμίαν κομματικήν υποδούλωσιν ή οιονδήποτε άλλον ιδεολογικόν, κοινωνικόν ή ηθικόν
κομφορμισμόν. Έτσι, έφθασα εις το σημείον εις το οποίον ευρίσκομαι σήμερα (1969) μη
δεχόμενος ποτέ κανένα παζάρευμα καθώς και καμίαν επιταγήν, που να απάδη ή να
συγκρούεται με τας ιδέας μου. Εάν, όμως, έπαυσα προ πολλού να είμαι κομματικώς
φιλελεύθερος, ουδέποτε έπαυσα να είμαι συναισθηματικώς «βενιζελικός» τουτέστι
άνθρωπος που δεν λησμονεί τι οφείλει η Ελλάς και, κατά συνέπειαν, εις έκαστος εξ
ημών των Ελλήνων ατομικώς εις τον άνδρα αυτόν, που, κατά την γνώμην μου, χωρίς την
παραμικράν υπερβολήν, είναι ισάξιος του Περικλέους, μεγαλοφυής πολιτικός, αληθινός
εθνάρχης και μέγας ταγός. (...) Ναι. Ο Βενιζελισμός, που ποτέ δεν υπήρξε δι' εμέ
τέρμα, αλλά, πάντοτε, φωτεινή και ευοίωνη αφετηρία, είναι αναμφισβητήτως η χρυσή
κολυμβήθρα εις την οποίαν ανεβαπτίσθη και απέκτησε νέα πτερά, νέαν ορμήν, νέαν
συνείδησιν και νέες δυνατότητες (ασχέτως παντός διαφορετικού, εν τω μέλλοντι,
προσωπικού ιδεολογικού προσανατολισμού) το γένος των Ελλήνων. Κηφισιά, 25/3/1969

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ:
«Ο πατέρας μου δεν μου προκαλούσε δέος»
Γλυκά θροΐζουν γύρω μου τα δένδρα Τι υψηλός και αίθριος που είναι ο ουρανός Μες'
την ψυχή μου το ουράνιο τόξο και στην καρδιά μου μέσα στιλπνός πασίχαρος κορυδαλλός
λαλεί ο μικρός μου γιός Ο κορυδαλλός
«Ο πατέρας μου ήταν το αντίθετο του κοσμικού. Του άρεσε το καλό φαΐ αλλά δεν έπινε
πολύ, κάπνιζε όμως, σαν φουγάρο. Ήταν και καλός καβαλλάρης είχε μάθει να ιππεύει
στην Κριμαία. Και θυμάμαι στα παιδικά μου χρόνια, όταν βρισκόμαστε στην ʼνδρο η
ειρωνεία είναι ότι δεν είχαμε ποτέ σπίτι εκεί πόσο μου άρεσε που με ανέβαζε μαζί
του στο γαϊδούρι. Οι δρόμοι και τα αυτοκίνητα σπάνιζαν...». Είναι ο 43χρονος σήμερα
γιος του Ανδρέα Εμπειρίκου, Λεωνίδας, που φωτίζει την ανεξερεύνητη σχέση του ποιητή
με την αμερικανική λογοτεχνία μια λογοτεχνία που ανακαλύφθηκε μαζικά στην Ελλάδα
μετά τη χούντα και καταθέτει στα «ΠΡΟΣΩΠΑ» τη δική του εικόνα για τον πατέρα του με
τον οποίο είχε στενότατη σχέση. Από την πρώτη του εφηβεία, ο Λεωνίδας παρευρισκόταν
σε όλες τις πολύωρες φιλοσοφικές - ποιητικές συζητήσεις με φίλους συγγραφείς και
καλλιτέχνες που γίνονταν συχνά στο σπίτι τους και μαζί έκαναν πάμπολλα ταξίδια και
γύρισαν απ' άκρη σ' άκρη την Ελλάδα. «Υπάρχει», λέει, «διάχυτη η εντύπωση ότι ο
πατέρας μου συνδεόταν κυρίως με τη Γαλλία και τη γαλλική γλώσσα (εκεί έκανε
ψυχανάλυση, εκεί συναντήθηκε με τον υπερρεαλισμό), όμως η σχέση του με την αγγλική
γλώσσα και την αγγλική λογοτεχνία είναι πολύ σημαντική ως στοιχείο που συγκροτεί το
έργο και την προσωπικότητά του. άλλωστε έμαθε αγγλικά πριν από τα γαλλικά. Νομίζω
ότι το πρώτο έναυσμα για την επαφή του με την ποίηση, το δίνουν, πλην των Ελλήνων
ποιητών της εποχής του κυρίως του Παλαμά , ο Μίλτων, ο Ουίλιαμ Μπλέικ και οι Άγγλοι
ρομαντικοί τούς οποίους γνώριζε πολύ καλά (ιδίως τον Σέλεϋ και τον Κητς), όπως
εξάλλου γνώριζε και τους Άγγλους φιλοσόφους και τους φιλελεύθερους του 19ου αιώνα
(π.χ. τον Τζων Στιούαρτ Μιλ) ή τους οικονομολόγους του 20ού (π.χ. τον Κέυνς). Ο
αγγλικός μοντερνισμός (Έλιοτ, Πάουντ κ.ά.) δεν τον γοήτευε καθόλου, καθώς ήταν
τελείως ξένος προς την ποιητική του ιδιοσυγκρασία, τόσο από άποψη ιδεολογική
όσο και από άποψη λόγου. Αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να λατρεύει τον κύκλο των
Λονγκφέλοου (απ' όπου και το δάνειο του ονόματος της Ευαγγελικής ηρωίδας του
«Ανατολικού») transendentalists (υπερβατικών) Χώθορν, Μέλβιλ, Θορώ όπως επισήμανε
και στις έρευνές της η Μαρία Μαργαρώνη, και να παρακολουθεί την αμερικανική και την
αγγλική λογοτεχνία, τους "Μπητ", αλλά και τον Ντύλαν Τόμας, ώς και τον Μπέριμαν,
μέχρι τον θάνατό του. Η στενή φιλία του με τον Νάνο Βαλαωρίτη ενθάρρυνε πολύ αυτόν
τον "διάλογο", αλλά δεν ήταν ο μόνος λόγος για τον οποίο τον συγκινούσαν αυτοί οι
συγγραφείς. Υπάρχει και ένα πολιτικό στοιχείο που εξηγεί αυτή την έλξη. Είναι το
στοιχείο της ουτοπίας σε μερικούς και της αέναης κίνησης προς το άπειρο σε άλλους.
Μέσω αυτών άλλωστε των κινημάτων άρνησης της κοινωνικής συμβατικότητας προσεγγίζει
ιδεολογικά στη δεκαετία του '60 την Αριστερά. Μία Αριστερά αμερικανικής ή αγγλικής
ιδιοσυστασίας που δεν είναι συνδεδεμένη με την αιματηρή βία των πολέμων εμφυλίων
και μη και της γερμανικής Κατοχής στην ηπειρωτική Ευρώπη, μία βία της οποίας ο
ίδιος είχε υπάρξει θύμα. Ο "Μέγας Ανατολικός" είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα καθώς
αποτυπώνει την επένδυση των ελπίδων του σε έναν νέο κόσμο, που δεν είναι φυσικά η
Αμερική του Μακαρθισμού, της Χιροσίμα ή της Κορέας, αλλά η Αμερική του 19ου αιώνα,
του Μπρουκ Φαρμ και των "Αγωνιστών των Πολιτικών Δικαιωμάτων", πράγμα που φαίνεται
και από τη συζήτηση των ηρώων του μετά τη διάλεξη του μορμόνου Χιραμ Ουάιτ. Εγώ
θυμάμαι, άλλωστε, τον πατέρα μου να λέει "στα νιάτα μου ήμουν σοσιαλιστής", όπως
τον θυμάμαι να μιλά και για το «μεγαλείον του Λένιν και του Τρότσκι». Το ποίημα «Τα
Ρήματα» της Οκτάνας δηλώνει την επανενσωμάτωση της ιδέας της πολιτικής δράσης στο
έργο του. Τα τελευταία χρόνια άλλωστε μελετούσε επισταμένως τον Βίλχελμ Ράιχ που
εξέφραζε τον συγκερασμό μαρξισμού και ψυχανάλυσης. ... Όχι. Ο πατέρας μου δεν μου
προκαλούσε δέος. Δεν με βάραινε ως προσωπικότητα. Με βάραινε το ότι αυτός βάρυνε
κατά την περίοδο της χούντας. Κατέρρευσε λόγω της αποπνικτικής πολιτικής και
κοινωνικής ατμόσφαιρας
της Ελλάδας των συνταγματαρχών, αλλά και λόγω της πλήρους απομόνωσης στην οποία
οδηγήθηκε. Η καλύτερη, η πιο δημιουργική εποχή του τελείωσε τότε». «Σε χαιρετώ
Γερο-Ωκεανέ» Στη διάρκεια της δεκαετίας του '30 ο Ανδρέας Εμπειρίκος είχε μία
στενότατη φιλία και σχέδια συνεργασίας με τον Νίκο Καλαμάρη (Νικόλαο Κάλας), φύση
πολυτάλαντη και επαναστατική, ποιητή γνωστό με το ψευδώνυμο Νικήτας Ράντος, που
εγκατέλειψε την Ελλάδα το 1938 και διέπρεψε πρώτα στη Γαλλία και έπειτα στην
Αμερική ως αριστερός διανοούμενος θεωρητικός του υπερρεαλισμού και τεχνοκριτικός.
Γι' αυτόν τον φίλο, σύντροφο και συνοδοιπόρο που έχασε, ο Εμπειρίκος συνέθεσε το
1940 ένα αριστοτεχνικό ποιητικό πορτρέτο μέσα από το οποίο, σαν να επρόκειτο για το
μοντέλο του Καλού Κ'αγαθού, προκύπτει και το δικό του ιδανικό για μια
προσωπικότητα. Αυτό το πορτρέτο, ο Εμπειρίκος το είχε εντάξει στα «Τεκταινόμενα»,
οπότε ακολούθησε την τύχη αυτής της σύνθεσης που δεν ολοκληρώθηκε η επεξεργασία της
και έμεινε ανέκδοτο. Τα «ΠΡΟΣΩΠΑ» το παρουσιάζουν για πρώτη φορά σήμερα, στην πρώτη
και οριστική εκδοχή που φέρει ημερομηνία 21/2/1940. Ο Νικόλαος Κάλας αναφέρεται με
το όνομα που του είχαν δώσει οι φίλοι του: Ιβάν. (...) «Μα ας έλθω τώρα στον Ιβάν
που ανέφερα προ ολίγου. Τι σύμπτωσις! Είναι και αυτός ταξειδευτής. Από μικρός
εγνώρισε την θάλασσα και την αγάπησε, όπως μπορεί κανείς να αγαπήση μια κόρη με
ωραίους μαστούς, ή ένα τοπείον πλήρες κραδασμών και πλήρες σημασίας. Είχε γνωρίσει
λέγω από παιδί την θάλασσα με όλα τα μαγνάδια της, με όλα τα κογχύλια της και με
όλα της τα ιωβιλαία. Ίσως γι' αυτό, πριν γίνει ακόμη ταξειδιώτης, τον είχαν ελκύσει
τα καράβια πλοία ποστάλε και πλοία φορτηγά,
που φέρνουν ξένους και συγκομιδές, ή τα στιλπνά κατασκευάσματα της Δύσεως και της
Ανατολής. Από μικρός καθήμενος σε μια γωνιά στερηάς, ή ακόμη και στο σπίτι του,
όλως αυθαίρετα, όλως ανέμποδα, όπως φυσούν οι άνεμοι σηκώνοντας τα κύματα και
ανεμίζοντας το βάθος ενός Φιόρντ, την κόμην και τον πέπλο μιανής κυράς της θάλασσας
που ίσως την λέγουν Χίλντε και το μαντήλι ενός Μπραντ, ο Ιβάν κανόνιζε συχνά
πορείες πλοίων που ήρχοντο και φεύγαν, όχι συμφώνως με ρυθμόν καμιάς κλεψύδρας,
ούτε συμφώνως με συμβόλαια ναυτικά, μα σύμφωνα με την πυξίδα των ενδομύχων
παρορμήσεων, και σύμφωνα με τις μακρόσυρτες κραυγές που εκπέμπουν φτερουγίζοντας οι
γλάροι. Όμως, μια ημέρα ο Ιβάν βαρέθηκε να κάθεται στο σπίτι του ή στις καρέκλες
των υπαιθρίων κέντρων. Σηκώθηκε λοιπόν, πλήρης ονείρων, φλεγόμενος σαν δάσος από
τον ισχυρόν του πόθον, όπως σηκώνεται ένα σμήνος μεταναστευτικών πουλιών, ή όπως
σηκώνεται μια απόφασις και διαγράφει στο στερέωμα την τροχιά της. Καμμιά
αμφιταλάντευσις δεν τον εμπόδισε. Κανείς δεσμός δεν τον εκράτησε. Καθόλα
αλληλέγγυος με την επιθυμία του, καθόλα σύμφωνος με την προώθησί της, πήρε το
φύσημά του και έφυγε σαν στεναγμός εαρινός, ή σαν μία λέξις που προφέρομε στον
ύπνο. Έκτοτε χρόνια πέρασαν και ακόμη δεν επέστρεψες Ιβάν. Κανείς δεν ξέρει πού
ευρίσκεσαι, τι κάνεις. Κανείς δεν έμαθε πού πας. Ωστόσο, ξέρω εγώ τι σε τραβά και
τι σε θέλγει. Είσαι θαλασσοπόρος ναι. Ωστόσο διαφέρεις από τον Κορτέζ, τον
Μαγγελάνο, τον Αλμπουκέρκη ή τον Χογιέντα. Από τις προσαρτήσεις προτιμάς το ίδιο το
ταξείδι. Από την εκμετάλλευσι του Μεξικού τα αφάνταστα πτερά του Μοντεζούμα. Και
από τους τίτλους προτιμάς τα οπωροφόρα και πουλόλαλα νησιά με τα καλλίπυγα και
αφρόστηθα κορίτσια.
Ω, τα νερά που διέσχισες! Τα ζωηρά χρώματα, οι απόπειρες προς εξάπλωσιν, οι
εξάρσεις των εφηβικών παλμών σε ηλιόλουστα παράλια θερμής ηδυπαθείας και οι καϋμοί,
οι αβάσταχτοι καϋμοί μιας ευκράτου ζώνης, καθώς ξεσπάν και σπαν στον μελανό γρανήτη
του Τζέμπελ-αλ-Ταρέκ (σ.σ.: Γιβραλτάρ). Ο βράχος κατεβαίνει τόσον απότομα στη
θάλασσα, που το βουνό μοιάζει να μην έχη πλαγιές, και δεσπόζει σχεδόν κατακορύφως,
καθώς τιτανικόν ορθόπλωρο καράβι επάνω απ' τον ωκεανό. Σε αυτόν τον βράχο θα ήθελα
πολύ, μια μέρα να σταθώ σιμά σου Ιβάν, και να σε ακούσω (...) δυνατά, μέσα στον
άνεμο και μέσα στην καταιγίδα το υπερωκεάνειον έπος, που έγραψε με το αίμα της
ψυχής του ο κόμης του Λωτρεαμόν. Είπα το Έπος που έγραψε ο κόμης. Και ιδού που μου
γενιέται τώρα μια ιδέα, μια ιδέα-πειρασμός να πιάσω ν' αντιγράψω εδώ μέσα, τώρα
ευθύς, τώρα αμέσως λίγα κομμάτια αυτού του ασυγκρίτου ποιήματος από την μετάφρασι
του Οδυσσέα Ελύτη, ως μέρος αναπόσπαστο του ιδικού μου. (...) «Γέρο-ωκεανέ, είσαι
το σύμβολο της ταυτότητας: Πάντοτε ισότιμος με τον εαυτό σου. Δεν αλλάζεις μ' έναν
τρόπο ουσιαστικό και αν κάπου είναι τα κύμματά σου μανιασμένα, πιο μακρυά σε
κάποιαν άλλη περιοχή, βρίσκονταν μέσα στην πλέον απόλυτη γαλήνη. Δεν είσαι σαν τον
άνθρωπο που σταματά στο δρόμο για να δει δυο μολοσσούς ν' αρπάζωνται απ' τον λαιμό
και δε σταματάει όταν μια κηδεία διαβαίνει· που είναι το πρωί πρόσχαρος και το
βράδυ δύσθυμος· που γελάει σήμερα και κλαίει αύριο. Σε χαιρετώ Γέρο-ωκεανέ!....
Γέρο-ωκεανέ, τα νερά σου είναι πικρά έχουν ακριβώς την ίδια γεύσι με την χολήν που
σταλάζει η κριτική για τις καλές τέχνες, για τις Επιστήμες, για όλα. Αν κανένας
είναι μεγαλοφυΐα, τον κάνουν να περνάει για ηλίθιος. Αν κανένας είναι ωραίος
σωματικά, τον λένε φρικτό
καμπούρη. Ναι, βέβαια, πρέπει ο άνθρωπος να νοιώση έντονα την ατέλειά του που
άλλωστε τα τρία της τέταρτα οφείλονται στον ίδιο, για να την επικρίνη έτσι. Σε
χαιρετώ Γέρο-ωκεανέ! (...) Γέρο-ωκεανέ... θέλω νάναι η στροφή ετούτη υστερνή μου
έκκληση. Γι' αυτό λοιπόν ακόμα μια φορά, θέλω να σε χαιρετήσω και να σε
αποχαιρετήσω! Γέρο-ωκεανέ με τον κρυστάλλινά σου κύμματα... Τα μάτια μου
υγραίνονται από άφθονα δάκρυα και δεν έχω τη δύναμι να συνεχίσω. Γιατί νοιώθω πως
ήρθε η στιγμή να ξαναγυρίσω ανάμεσα στους ανθρώπους με την τραχειά την όψη. Αλλά...
θάρρος! Ας καταβάλλουμε μια ύστατη προσπάθεια και ας αποτελειώσουμε με το
συναίσθημα του καθήκοντος τον προορισμό μας πάνω σ' αυτή τη γη. Σε χαιρετώ
Γέροωκεανέ!». .....................................................................
. .......... ..................................................... Ναι, θα 'θελα ν'
ακούσω από σένα Ιβάν τα λόγια αυτά γιατί κανένας δεν γνωρίζει τον Ισίδωρο Ducasse
καλλίτερα από εσένα. Μα αν δεν μπορέσεις φίλε μου να μου τα πεις μια μέρα στο
Τζέμπελ-αλ-Ταρέκ, θα μου τα πεις εδώ, όταν ξαναγυρίσης, εδώ ή αλλού, αφού επιτέλους
βρης την ιδική σου Ατλαντίδα γιατί ο καθένας μας, Ιβάν, έχει την ιδικήν του, είτε
την βρει ή δεν την βρει μίαν Ατλαντίδα πλούσια σαν τα Εκβάτανα, ωραία σαν την
Ποππαία και με όνομα εξαίσιον, όσο και αυτό που δώσανε στη νήσο Ελιγολάνδη. Είπα,
Ιβάν, όταν γυρίσης. Γιατί θα 'ρθής ξανά, θα 'ρθής παρά τις ιαχές, θα 'ρθής με όλη
την περηφάνεια και με όλη την χαρά των ακραιφνών ανθρώπων, που δέχονται στους ώμους
των και στο κεφάλι των, υψιπετείς αυτοί και ταξειδιώται ακάματοι τρεχαντηριών και
ατμοπλοίων, τον δροσερό ατμό της νίκης». 21/2/1940 «Τα Τεκταινόμενα»
«Πήρε ένα πετραδάκι, πήρε πετραδάκια, τα πασπάτεψε και συγκινήθηκε, γιατί δεν
υπάρχει εύρημα ανθρώπινο που να μην έχει την σημασία του, το μυστικό του, που να
μην έχει αντίκτυπο στους άλλους, στα άτομα και στις ολότητες. Έπειτα πήρε μια χορδή
λεπτοτάτη, αλλά μεγάλης αντοχής και απειροπάλμων δονήσεων και πέρασε τα πετραδάκια
ένα-ένα, σαν χάνδρες, σε μιαν αλληλουχία, όπου τα χρώματα είχαν ονόματα Ναδίρ,
Χέρμαν, Ιουδήθ, Ιβάν, Μούσα - Ερατώ, ʼνηβη Χίλντεγκαρντ, Εκβάτανα, Ποππαία και
Ελιγολάνδη. Ο κτύπος κάθε πετραδιού, έτσι που έπεφτε το ένα επάνω στο άλλο, ηκούετο
όπως ακούεται μια πτώσις ρώγας βαρειάς κεχριμπαριού, όταν εξαπολύεται εν μέσω άκρας
σιωπής από δακτύλους ρεμβάζοντος ή σκεπτικού ανδρός, επί μιας άλλης ρώγας - ρώγας
ηδυπαθώς απτής εις την αφή, το χρώμα και στο σχήμα σε αλλεπαλλήλους πτώσεις, όπου
το γεγονός «ρώγα επί ρώγας» ισοδυναμεί με μαστούς εν πλήρη σφαιρικότητι
διατελούντας. Η δε ηχώ ενός εκάστου κτύπου τινασσομένη επάλλετο και αντεπάλλετο εις
τρόπον ώστε, κτύπος και ηχώ να συνυφαίνονται, να αποτελούν σχεδόν ανεξιχνίαστον
μυστήριον, όπου το κάθε πετράδι ιριδίζετο μέσα στα χρώματα των ονομάτων: Ναδίρ,
Χέρμαν, Ιουδήθ, Ιβάν, Ανηβη Χίλντεγκαρντ, Εκβάτανα, Ποππαία και Ελιγολάνδη. Έτσι,
σε μια στιγμή, έφθασε πάλι ο Ναδίρ εις το Ζενίθ της δόξης του και από ληστής
κατήντησε σάχης της Περσίας, λάμπων εις το στερέωμά του, σαν το Διαμάντι ΚΟ-Ι-ΝΟΡ,
που το είχε κάμει κάποτε εις το Δελχί δικό του. Οι εθνικοσοσιαλισταί της Γερμανίας
ήθελαν το διαμάντι αυτό να το σφετερισθούν, ήθελαν να το υπεξαιρέσουν από τους
Άγγλους. Και ο Χέρμαν Γκαίριγκ, όπως την νύκτα οι πεινασμένοι λύκοι ή τα ισχνά
τσακάλια, έτσι και αυτός, καίτοι χονδρός και χορτασμένος, ωρύετο περί δικαίου και
αδίκου, περί αποικιών, πρώτων υλών και αεροπλάνων, περί ιδανικών και πεπρωμένων,
περί ανέμων και υδάτων, για να μην φανή, για να μην νοηθή από κανέναν, εντός και
εκτός της Γερμανίας, τι θέλει ο Χίτλερ και όλες οι άλλες ύαινες του ναζισμού. Μα
αυτό δεν θα συμβεί ποτέ. Όχι γιατί πρέπει επ' άπειρον να μείνει ο αδάμας ΚΟ-Ι-ΝΟΡ
στα χέρια αυτών που τον κατέχουν, μα διότι δεν είναι δυνατόν, ο πόλεμος του 1939 να
μην αφύπνισε τους ανθρώπους, όπως ξυπνά η μάστιγα το αίμα, διότι δεν είναι δυνατόν
ο πόλεμος αυτός, να μην ανοίξει νέους δρόμους, δρόμους που να οδηγούν σε ριζική, σε
ουσιαστική αναθεώρησι όλων των αξιών και όλων των πραγμάτων. Και κανείς δεν θέλει
σήμερα, να είναι αυτή η αναθεώρησις απλή αλλαγή ιδιοκτήτου, μα νέος κόσμος, με νέαν
αντίληψι και νέα προσαρμογή με μια λέξι, μια νέα πραγματικότης, όχι μονάχα υλική μα
και ηθική. Λοιπόν ο αδάμας ΚΟ-Ι-ΝΟΡ, δεν πρέπει να κατακτηθεί ποτέ από κανέναν, όσο
και αν το επιθυμούν οι κραταιοί και οργανωμένοι, είτε στο Βερολίνον, στο Λονδίνον,
στην Μόσχα, στην Ουάσιγκτων ή στο Παρίσι εδρεύουν, οποία η δύναμις, η βία, ή το
χρήμα, διότι ο αδάμας ΚΟ-Ι-ΝΟΡ, ανήκει μοναχά στη γη και στα πετρώματα που τον
εξέθρεψαν. Έτσι και μόνον έτσι, το μέγα διαμάντι αυτό, δεν θα στολίζει πια το
στέμμα ή τον θησαυρό του ενός ή του άλλου περιουσίου λαού, ή το διάδημα, ή τον
λαιμό κάποιας πλουσίας κυρίας, μα θα κοσμή απίστροφα και αμετακλήτως το διάστικτον
από χίλια πετράδια διάδημα της ενιαίας ανθρωπότητος, όταν την ανθρωπότητα αυτή, θα
την διέπει η Ελευθέρα Λιβιδώ, καθώς ανέμποδη και αστήρευτη πηγή, σαν αίμα θερμό και
αμόλυντο που ρέει σε οργανισμόν που δεν τον παιδεύουν πια, μήτε μικρόβια, μήτε
συνθλίψεις και καταθλίψεις μπαλενωτών κορσέδων». Τα «ΠΡΟΣΩΠΑ» δημοσιεύουν για πρώτη
φορά την εισαγωγή ενός ανέκδοτου και ανολοκλήρωτου πεζού του Ανδρέα Εμπειρίκου με
τίτλο «Τα τεκταινόμενα». Πρόκειται για μια πολιτικο-κοινωνική διακήρυξη ενάντια
στην εξουσία των ισχυρών, που φέρει τη
σφραγίδα του ποιητικού του οίστρου και που παρουσιάζεται σήμερα στην τελική μορφή
που της έδωσε ο Εμπειρίκος, ξαναδουλεύοντας μεταπολεμικά, το 1960, το κείμενο που
είχε γράψει το 1940 κάτω από τη βαριά σκιά της αρχής του Β' Παγκοσμίου Πολέμου με
τη ναζιστική επίθεση στην Πολωνία και το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ Μολότοφ. Τα
«Τεκταινόμενα» συνέδεαν πρόσωπα και γεγονότα που είχαν ιδιαίτερο βάρος για τον
Εμπειρίκο ο οποίος, όταν άλλαξαν κάποιες ισορροπίες, θέλησε να τα προσεγγίσει κάτω
από καινούργιο πρίσμα για να τα ενσωματώσει στην ενότητα «Γραπτά ή Προσωπική
Μυθολογία». Αυτήν την προσπάθεια όμως, δεν την αποτελείωσε. ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΑ
ΝΕΑ 27 ΜΑΪΟΥ 2000
3. Αλλά από την γόνιμη ποιητική μήτρα της σύνθεσης Our Dominion s

Ο ΔΙΑΦΑΝΟΣ ΚΥΒΟΣ ΤΗΣ "ΕΝΔΟΧΩΡΑΣ"


ΙΟΥΛΙΤΑ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ ποιήτρια και δοκιμιογράφος. "Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει
φεύγουμε/ σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα", έγραφε πριν το ΄40 Ο Γιώργος
Σαραντάρης, γνωρίζοντας καλά αυτόν το διπλό
και αένανο αγώνα για τη λέξη και την ιδέα, για τη φαντασιακή και ρεαλιστική
διάσταση της ζωής, αυτόν τον διαρκή αγώνα που δίνει κάθε ποιητής, εάν είναι. Kαι ο
Ανδρέας Εμπειρίκος, ακόμα και την ώρα του καταιγισμού των τόσων κόρων του
Ανατολικού του, ξέρει να μην εγκαταλείπει, να μη φοβάται αυτή τη "φωτεινή θρυαλλίδα
που έγινε φάρος", τον ήχο που σωματοποιεί τη σκέψη του - τη λέξη, μ΄ άλλα λόγια την
ποίηση, τον ίδιο τον αγώνα. Ακόμα και όταν ξετυλίγονται μπροστά μας τα ατελεύτητα
ηδονικά ειλητάριά του, ο Εμπειρίκος ξέρει να εμφανίζεται πατώντας πάνω στην αιχμή,
πάνω στο λεπτό και άθραυστο σχοινί της καίριας, της ορισμένης σε ύψος και διάθεση
λέξης, αυτής που μας δίνει και παίρνει αμέσως το χέρι μας. Γιατί ο Ανδρέας
Εμπειρίκος, πάνω και πέρα απ΄ το γοητευτικό πλού του εξομολογητικού, ψυχαναλυτικού
αερόστατου ή Ανατολικού του, είναι ο ποιητής που διεκδικεί από τη ζωή την
ελευθερία, που αναδεικνύει το θαύμα της αίσθησης, που ανασύρει την ευδαιμονία της
φυσικής απόλαυσης, που πράττει μέσα στη γλώσσα μ΄ όλο τον αέρα των τολμηρών και
απρόοπτων συσχετισμών, που από την παιδική ηλικία του κόσμου αποτολμούσε η σκέψη
μας, αλλά που έπρεπε να έρθει ο υπερρεαλισμός για να νομιμοποιήσει. Χειμαρρώδης και
άμετρος ποιητικός ρήτορας, ο Εμπειρίκος ξέρει να λύνει τους ανέμους του, έχοντας
ωστόσο δέσει καρπούς στέρεης ποίησης, ήδη από το 1934 στις λαμπερές μονάδες της
Ενδοχώρας. Εκεί, πέραν του υπερρεαλιστή ανιχνεύεται η γνήσια ελληνική φυσιοκρατική
καταβολή του, η δυνατότητά του να συμπυκνώνει την τόλμη και την αμεσότητα του
λυρισμού ενός Αρχίλοχου με τον υψιπετή και δοξαστικό τόνο ενός διαφορετικού
Σικελιανού. Εκεί, ο Εμπειρίκος συνθέτει με λέξεις, ήχους και νοήματα κυβιστικές
κατασκευές θαυμαστής ποιητικής μαεστρίας. Τα μικρά κυρίως ποιήματα της Ενδοχώρας
είναι τα απλά στη δομή τους αρχιτεκτονήματα που αρθρώνονται με βάση όχι τόσο τον
προφανή κυβισμό των εικόνων, αλλά το συνειρμικό, και κατ΄ αναλογίαν, κυβισμό των
εννοιών.
Η μία πλευρά του κοριτσιού γίνεται η άλλη πλευρά της ηδονής ή της αγάπης, η παλάμη
αγγίζει τον κόσμο απ΄ τη μια και το όνειρο από την άλλη. Ορθοτομείται καθαρά η
πραγματικότητα που δισυπόστατα υπάρχει ως τόπος διπλού τοπίου, ρεαλιστικού και
υπερρεαλιστικού, σ΄ έναν ανοιχτό χώρο που διαγράφονται τόσο τα ελεύθερα "κάστ`ρα
του ανέμου" όσο και οι στέρεοι "σπόνδυλοι της πολιτείας" που ο Εμπειρίκος
προτείνει. Με τις αρχές, τις κρυφές αρχές μιας πλαστικής τέχνης, ο Εμπειρίκος δεν
ζητά να επαναδιατυπώσει τις φαντασιώσεις των ονείρων του ούτε να ερμηνεύσει το
πολύτροπο πλέγμα των σκέψεών του, αλλά μεθοδικά δημιουργεί νοηματικά επίπεδα,
επιφάνειες αισθητικές που στην προσέγγισή τους συνθέτουν μία ευρύτερη αισθητική και
ηθική εικόνα-σημασία. Εδώ ο λόγος δεν εικονίζει μόνον υπερρεαλιστικές εκρήξεις,
φαινόμενα της ηδονής και του χρώματος των αισθήσεων που εκτινάσσονται με ερωτικό
ζήλο σπάζοντας τα δεσμευτικά οριά τους. Εδώ, τα σώματα-παρουσίες-λέξεις θέλουν να
δηλώσουν, να γράψουν έντονα τη γήινη και ζωτική, την υλική υπόστασή τους
υπακούοντας σε μια ευρύτερη - ρεαλιστικής λεπτομέρειας και υπερρεαλιστικής σύνθεσης
- αλήθεια. Τίποτα δεν παρατίθεται, δεν συσσωρεύεται ταγμένο στη λογική της
δυναμικής επανάληψης, τίποτα δεν διέπεται από εκείνη τη στιγμή - μετά και πρίν την
Ενδοχώρα παραληρηματική έξαρση. Η πόρτα ήδη που άνοιξε ο υπερρεαλισμός, έχει
επιτρέψει στον ουρανό να μπεί και στον Εμπειρίκο να οργανώσει τις πτήσεις του. Τον
ποιητή τον ενδιαφέρει η σύνθεση, ο αγώνας για τη διεκδίκηση της σωστής λέξης που θα
στερεώσει το σύνολο, η πύκνωση του νοήματος, οι πολλαπλές όψεις μιας απλοποιημένης
μορφής που διατηρεί το στοιχειακό σημασιολογικό της βάρος. Στο ποίημα "Κόρη", ο
ποιητής αφαιρεί όλο το χρωματικό ιμπρεσιονισμό και τονίζοντας το καθαρό
εννοιολογικό περίγραμμα του θέματός του διαμορφώνει έναν ενιαίο υφολογικό και
μουσικό ρυθμό, εξελίσσοντας το νόημά του στους αναβαθμούς των κατάλληλων λέξεων:
σπίτι-
γάλα-κορίτσι-στήθη-περιστέρια-βυζιά-ρώγες-πουλιάγάλα. Απ΄την αρχή το ποίημα κρύβει
και ελευθερώνει το νόημά του σε λέξεις που καλύπτουν και αποκαλύπτουν την πρώτη και
μόνη ισχυρή αρχή του ποιητή: τον έρωτα. Το σπίτι είναι λαγήνι πλήρες γάλακτος,
γιατί είναι πλήρες εκείνης: της κόρης, της κόρης που γυμνώνεται στον ήλιο. Τα
παράθυρα του σπιτιού είναι το άνοιγμα προς την πραγματική αισθητική και ηθική
αλήθεια: τα στήθη της κόρης. Τα στήθη που σφύζουν από νεότητα. Τίποτε άλλο δεν
υπάρχει παρά το σπίτι-στήθος. Οι πολλαπλές παραδειγματικές σχέσεις των λέξεων
στήθη, ρόγες, πουλιά μεταβάλλουν το μικρό αυτό ποίημα σε απέραντο τοπίο ερωτικό.
Μια κρυφή ωστόσο συμμετρία συγκρατεί αυτή την κορδέλα που τινάζεται στον αέρα και
που ο Εμπειρίκος δείχνει να ξέρει να τη χορογραφεί καλά. Η χαρά του σπιτιού είναι
το γάλα που ξεχειλίζει, είναι τα στήθη που σφύζουν, είναι το σπέρμα που διαγράφει
την καμπύλη του κόσμου, είναι ο έρωτας που ξεκινώντας απ΄ τον τελευταίο στίχο
έρχεται να σμίξει με τον πρώτο. Με μεγάλη οικονομία μέσων ο Εμπειρίκος
αντιμετωπίζει και τα υπόλοιπα ποιήματα της συλλογής, επιδιώκοντας να εκτοξεύσει
μικρά αιχμηρά βέλη μιας ασίγαστης πίστης στο ιερό του έρωτα, στην ευφροσύνη
δυνατότητα βίωσης, στην ευδαίμονα διάσταση της ζωής. Ακόμα και όταν υφέρπει ένα
μεταφυσικό νόημα, ο ποιητής μπροστά στην ανθρώπινη "άγνοια" δεν παραμελεί να
αντιπαραθέτει με σαφήνεια τη μόνη "γνώση", τον έρωτα. Στο ποίημα "Οχθη", κρατώντας
τα ελάχιστα και απαραίτητα για ένα διπλό ταξίδι, ο ποιητής ακριβολογώντας μιλά
μεταφορικά και μιλώντας μεταφορικά ακριβολογεί, ορίζοντας καλά τη σκέψη και έκφρασή
του. Εδώ το οικείο τοπίο είναι ο μή τόπος μιας διαρκούς αναζήτησης της αλήθειας,
είναι ο χρόνος της μέγιστης σημασίας του έρωτα και συνάμα ο μή χρόνος του άγνωστου.
Υπαινιγμοί και κυριολεξίες, λέξεις και εικόνες δίσημες: η όχθη, τα χέρια, ο
ουρανός, αυτό που ζητάμε να αποσπάσουμε από κάπου αλλού, εκεί όπου μοιάζει να
κείται συντελεσμένο. Τα χέρια μας κατεβάζουν τα πουλιά, τα χέρια μας ζητάνε κάπου
αλλού την αλήθεια, μαθαίνουμε μ΄ αυτά τον κόσμο, μέσα από το απτό και συγκεκριμένο
μπορούμε ελεύθερα να πετάμε, ανάμεσα και πέρα από τα κελεύσματα της ζωής,
υπηρετώντας μάλιστα μ΄ αυτό τον τρόπο δραστικότερα τις ανθρώπινες επιταγές,
επιθυμίες-ανάγκες. Διαρκείς συνυποδηλώσεις παίζουν με τον αναγνώστη και τον
περιγελούν θυμίζοντάς του πώς όλα, μα όλα, εξαρτώνται, από την αύνοια ή μή του
έρωτα... "Μια γυναίκα κάποτε μας σταματά/ Αν δεν γελάσει πρόκειται να βρέξει".
Μπορεί το ποίημα να ξεκινά με τη μακρινή πλατωνική ανάμνηση της σπηλιάς
μεταφερμένης εδώ στο ύπαιθρο της θαλάσσης, τελειώνει ωστόσο με την αδιαμφισβήτητη
κυριαρχία της ερωτικής σημασίας του κόσμου μέσα από τον υπαινιγμό του χαμόγελου. Με
θαυμαστή λιτότητα μέσων ο ποιητής πλησιάζει τα διαφορετικά νοηματικά πεδία που
δημιουργεί έτσι ώστε να του αρμόσουν τη λέξη που λείπει: τον έρωτα. Τα χέρια μας
ζητούν τον άλλον, ανταλλάσσουν λέξεις και αγγίγματα, φαντασίες και πραγματικότητες,
πυροδοτούν αισθήσεις για να πάρουν και να δώσουν το μέλλον τους. Το "ρίγος των
ενιαυτών" που διαπερνά ολόκληρο το έργο του Εμπειρίκου "δεν είναι παραπέτασμα" που
κλείνει τον ποιητή μέσα στο στενό αλλ΄ απέραντο δωμάτιο της ψυχανάλυσης.
Είναι το πραγματικό ποιητικό ρίγος μιας σκέψης που ξέρει πως "δεν άνθισαν ματαίως
τόσα θαύματα", πώς υπάρχουν οι χρωματικές εκτάσεις που βλέπουμε, πώς τα συνήθη
λόγια δεν αρκούν για να δηλωθεί αυτή η μετέωρη στιγμή της ποίησης. Ο πλοηγός του
Ανατολικού, ο αρχιτέκτονας της Οκτάνας, ο ρήτωρ και υπερρεαλιστής της Υψικαμίνου
και των Γενεών, ας μην ξεχνάμε πώς είναι ο ίδιος ο ποιητής του διάφανου και στέρεου
κύβου της Ενδοχώρας του. Ενός ιδιαίτερου βιβλίου που αναδεικνύει την αξία της
λέξης, την υπόγεια λογική μιας υπερπραγματικής σύνθεσης, τη σαφήνεια και οικονομία
της γνήσιας ποιητικής λειτουργίας.

ιδέα που σημείωνε ο Λένιν διαβάζοντας Χέγκελ στην

αΟ ΠΡΩΤΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΗΣ


Θανάσης Τζαβάρας ψυχίατρος-ψυχαναλυτής, καθηγητής Μεθοδολογίας, Ιστορίας και
Θεωρίας της Ψυχιατρικής και των Νευροεπιστημών στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας Θεέ! Το
φως αυτό χρειάζεται μια μέρα για να γίνει μια δόξα κοινή η δόξα των Ελλήνων που
πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμον εδώ κάτω έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του
θανάτου Εις την οδό των Φιλελλήνων Ο Ανδρέας Εμπειρίκος υπήρξε ο χρονικά πρώτος
Έλληνας ψυχαναλυτής και είναι ο πρώτος τη τάξει ψυχαναλυτής στην Ελλάδα. Σε αυτό το
συμπέρασμα μας οδηγούν οι έρευνες των τελευταίων είκοσι πέντε ετών σχετικά με την
ψυχαναλυτική ταυτότητά του.
Η κύρια ενασχόλησή του υπήρξε η καλλιτεχνική δημιουργία μέσα στο δραστήριο και
ανατρεπτικό κίνημα του σουρεαλισμού. Η συνάντησή του με τον Αντρέ Μπρετόν και τους
συνοδοιπόρους του επηρέασε τα μέγιστα τον Εμπειρίκο, και όπως έχει δηλώσει ο ίδιος,
αυτές οι συναναστροφές άλλαξαν το νόημα της ζωής του. Οι υπερρεαλιστές εστήριξαν το
εγχείρημά τους, καλύτερα την επανάστασή τους, σε δύο θεμελιακές θεωρίες και
ιδεολογίες: τον μαρξισμό και τον φροϋδισμό. Η μεν σχέση τους με τον μαρξισμό και
κυρίως με τα κομμουνιστικά κόμματα υπήρξε θυελλώδης, αλλά δεν αφορά το θέμα μας, οι
δε σχέσεις τους με τον φροϋδισμό συμπεριελάμβαναν πλήθος δυσκολιών και
παρεξηγήσεων, που αυτές μας ενδιαφέρουν. Η βασική παρεξήγηση διέπεται από την
ιδεολογικοποίηση και πριμοδότηση από τη μεριά τους μερικών από τα ψυχικά φαινόμενα,
που ανέδειξε μέσα στη θεωρία του ο Φρόυντ. Η υπεραξία του ονείρου, των αυτόματων
προϊόντων της ψυχικής ζωής και μιας ξέφρενα απελευθερωμένης σεξουαλικότητας
αποτελούν μερικά από τα πεδία δυσπιστίας των ψυχαναλυτών απέναντι στις
υπερρεαλιστικές προτάσεις και δημιουργίες. Σε σημείο που ο ίδιος ο Φρόυντ έβρισκε,
όπως εδήλωσε, τους σουρεαλιστές ιδιαίτερα λογικούς (ορθολογικούς θα ήταν η
σωστότερη απόδοση). Όπως και να είχε το θέμα, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα στο Παρίσι
του Μεσοπολέμου και του υπερρεαλισμού δημιουργούσε μια λίαν θετική στάση απέναντι
στην ψυχανάλυση, η οποία, με καθυστέρηση μεν, εισήρχετο στη γαλλική πνευματική ζωή
με σπουδή και ζήλο (η Ψυχαναλυτική Εταιρεία των Παρισίων ιδρύεται το 1926). Έτσι ο
νεαρός ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος ενέγραψε στη ζωή του την ψυχανάλυση και
ψυχαναλύθηκε για τρία χρόνια με τον Αλσατό ιατρό και ιδρυτικό μέλος της Γαλλικής
Εταιρείας Ρενέ Λαφόργκ. Θα πρέπει τότε να διαμόρφωσε την επιθυμία του να γίνει
ψυχαναλυτής και έτσι, όπως δείχνουν όλες οι ενδείξεις, έπραξε ό,τι για την εποχή
εκείνη ήτανε απαραίτητο για τη σχετική του μόρφωση, πέραν φυσικά από την προσωπική
του ψυχανάλυση. Την επιθυμία αυτή θα την υλοποιήσει
κάποια χρόνια αργότερα, έπειτα πάντως από μια αποτυχημένη προσπάθεια να ασχοληθεί
με τις επιχειρήσεις της οικογένειας Εμπειρίκου. Είναι σήμερα πια γνωστό ότι ο
Ανδρέας Εμπειρίκος, με μία, όχι τυχαία βέβαια, δίδυμη πράξη, εισήγαγε το 1935 την
ψυχανάλυση ως κλινική πρακτική και τον υπερρεαλισμό ως κίνημα και άποψη για τη ζωή
και την τέχνη. Η συμπόρευση ψυχανάλυσης και σουρεαλισμού, που χαρακτήρισε εκείνη τη
δεκαετία του 1930 ένα τμήμα μόνον της γαλλικής ψυχανάλυσης, με πιο γνωστό
παράδειγμα την περίπτωση του Ζακ Λακάν, δεν υπήρξε σε καμία περίπτωση μία αποδεκτή
εκδοχή και εξέλιξη της φροϋδικής σκέψης. Θα μπορούσαμε μάλιστα να υποθέσουμε πως
μέρος της απαξίας, που ακόμη σήμερα εκφράζεται από μία καλώς σκεπτομένη
ιατροκεντρική και αμερικανότροπο ψυχανάλυση απέναντι στη γαλλική ψυχανάλυση, έλκει
την καταγωγή της από αυτή τη συμπόρευση. Για να επανέλθουμε όμως σε αυτό το δεύτερο
μισό της δεκαετίας του 1930 και στη μικρή και συντηρητική Αθήνα του πνεύματος, το
ενέργημα του Εμπειρίκου προκάλεσε γενική καταβοή του τύπου: πώς αυτός ο γόνος
εφοπλιστικής οικογένειας τολμά ενάντια στο λογοτεχνικό κατεστημένο να δημιουργεί
έξω από τις παραδεκτές συμβάσεις και πώς αυτός ο μη γιατρός τολμά να προτείνει
θεραπείες και μάλιστα βασισμένες στις θεωρίες τού αντίχριστου, πανσεξουαλιστή και
Εβραίου Φρόυντ! Η διπλή αυτή κατακραυγή για την τέχνη του και την ψυχανάλυσή του θα
συνοδεύσει τον Εμπειρίκο μέχρι τον θάνατό του, ή καλύτερα μέχρι και σήμερα που
γράφονται αυτές οι γραμμές. Χωρίς καμία πρόθεση να ηρωοποιήσουμε τον πρώτο Έλληνα
ψυχαναλυτή, θα προσπαθήσουμε να δώσουμε κάποιες σαφείς απαντήσεις σχετικά με τα
ψυχαναλυτικά χαρακτηριστικά του Ανδρέα Εμπειρίκου. Εκπαιδευμένος λοιπόν ο
ψυχαναλυτής Ανδρέας Εμπειρίκος, σύμφωνα με τα κρατούντα στη διεθνή ψυχαναλυτική
κοινότητα πριν από τον Β' Παγκόσμιο
Πόλεμο, είχε μία τυπική σε μορφή, πλαίσιο και θεραπευτική συμφωνία με τους ασθενείς
του κλινική πρακτική. Αυτό το συμπέρασμα συνάγεται από τις μαρτυρίες που διαθέτουμε
από τους λιγοστούς ψυχαναλυόμενους του Εμπειρίκου, που θέλησαν να μιλήσουν
σχετικώς. Τούτο θα πρέπει να κατανοηθεί στο πλαίσιο της επιφυλακτικότητας των
ασθενών της περιόδου 1935-1951, όταν δηλαδή έδρασε ο Εμπειρίκος και όταν στην
ελληνική κοινωνία υπήρχε κατακραυγή για την ψυχανάλυση και την ενασχόληση με αυτήν.
Παράλληλα ο Εμπειρίκος ευρισκόμενος έξω από κάθε συμβατική ψυχιατρική δραστηριότητα
νοσοκομεία, κλινικές κ.λπ. δεν είχε επαφή με τους ψυχιάτρους της εποχής του.
Αντίθετα γνωρίζουμε ότι είχε συνεχείς επαφές με τους Γάλλους συναδέλφους του, ότι
παρακολουθούσε ανελλιπώς την ψυχαναλυτική βιβλιογραφία και, κυρίως, ταξίδευε
συστηματικά στο εξωτερικό, εκτός φυσικά από την περίοδο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Μαρτυρίες για την ψυχαναλυτική του πρακτική θα συναντήσουμε μετά τον πόλεμο, όταν
με τη υποστήριξη της Μαρίας Βοναπάρτη ένας πρώτος πυρήνας ψυχαναλυτικά ενήμερων
ψυχιάτρων θα πλαισιώσει τον Εμπειρίκο. Οι Γεώργιος Ζαβιτσιάνος και Δημήτριος
Κουρέτας μαζί με τον Ανδρέα Εμπειρίκο θα αποτελέσουν την πρώτη Ελληνική
Ψυχαναλυτική Ομάδα, που θα επισημοποιηθεί το 1950 με την αποδοχή της από την
Ψυχαναλυτική Εταιρεία των Παρισίων. Αυτό που δεν είναι ευρέως και σαφώς γνωστό
είναι ότι, σύμφωνα με τα μέχρι και σήμερα ψυχαναλυτικά κρατούντα, για να γίνει
κάποιος μέλος ψυχαναλυτικής εταιρείας θα πρέπει να έχει κάνει διδακτική ψυχανάλυση
με έναν διδάσκοντα ψυχαναλυτή. Η Διεθνής Ψυχαναλυτική Ένωση προφανώς αναγνώριζε
αυτή την ιδιότητα στον Εμπειρίκο στηριζόμενη στις μαρτυρίες των Γάλλων συναδέλφων
του, την ιστορικογεωγραφική συγκυρία και την υποστήριξη της Μαρίας Βοναπάρτη. Για
να γίνουν λοιπόν δεκτοί οι Ζαβιτσιάνος και Κουρέτας ως μέλη της Εταιρείας των
Παρισίων θα πρέπει να θεωρηθεί
βέβαιο, και τούτο επαρκείς πληροφορίες και συγκλίνουσες ενδείξεις μάς το
επιβεβαιώνουν σήμερα, πως ο Ανδρέας Εμπειρίκος υπήρξε ο διδάσκων ψυχαναλυτής και
των δύο ψυχιάτρων. Αυτή η διαπίστωση της ιστορικής έρευνας ορίζει χωρίς καμία
αμφιβολία τον Ανδρέα Εμπειρίκο τον πρώτο τη τάξει Έλληνα ψυχαναλυτή. Παραμένει να
κατανοήσουμε γιατί με κρύφιον τρόπον αυτή η σαφής πληροφορία δεν έγινε γνωστή παρά
μόνον τη δεκαετία του 1980. Αυτό το νόμιμο ερώτημα για ψυχαναλυτικά πράγματα
συμβαδίζει και με τη μυθολογία περί ποινικών διώξεων, μηνύσεων και αστυνομικών
παρενοχλήσεων που εξακολουθούν να συνοδεύουν τον ψυχαναλυτή Ανδρέα Εμπειρίκο, ακόμη
και κάτω από επίσημες σύγχρονες ψυχαναλυτικές γραφίδες. Χωρίς αμφιβολία, ο ποιητής
και ψυχαναλυτής Ανδρέας Εμπειρίκος δεν ήτανε απλός και συμβατικός άνθρωπος. Με μια
κουβέντα επρόκειτο για έναν sui generis χαρακτήρα που δυνάμει ενοχλούσε πλήθος
καλώς σκεπτομένων συμπολιτών του. Ο υπερρεαλισμός και η ψυχανάλυση συμπλήρωναν ένα
κοινωνικό σκηνικό, που, πρώιμα μάλιστα, γέμισε από ιστορίες και ανέκδοτα, τα οποία
βρίσκουμε διάσπαρτα σε περιοδικά, απομνημονεύματα και χρονογραφήματα. Ακόμη και οι
φίλοι του Ο. Ελύτης, Ν. Βαλαωρίτης, Γ. Τσαρούχης κ.λπ., παρ' όλο τον θαυμασμό που
είχαν για την τέχνη του και την αγάπη για το πρόσωπό του, τακτικά εκφράζουν
δυσκολίες στο να καταλάβουν την πολύπλοκη και μεικτή επιλογή ζωής του. Για τους
ποικίλους πάντως επαγγελματίες των ψυχικών πραγμάτων, σε αυτές τις ζοφερές
περιόδους τού φόβου και του άγχους μέσα στον δραματικό Εμφύλιο και τις συνέπειές
του, η ηθελημένη αποχώρηση του Εμπειρίκου τον Απρίλιο του 1951 θα πρέπει να ήτανε
και κάποια ανακούφιση. Όταν ο Δ. Κουρέτας έλεγε ότι... «κάποιος τον κάρφωσε»,
εννοούσε προφανώς ότι ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να το είχε κάνει και τούτο να είχε
και αποτέλεσμα. Παρεμπιπτόντως θεωρούμε αναγκαία την πληροφορία πως περιπέτειες με
τα ιατρικά περιβάλλοντα και τη Δικαιοσύνη είχαν πολλοί μη γιατροί ψυχαναλυτές
στη Βιέννη, το Παρίσι και το Λονδίνο. Θα πρέπει πάντως να τονιστεί εδώ ότι, όπως
δεν υπάρχουν ίχνη κάποιας νομικής ενέργειας ενάντια στον Εμπειρίκο, έτσι δεν
υπάρχουν ίχνη συμπαράστασης στην περιπέτειά του εκτός από την αμοιβαία εκτίμησή του
με τη Μαρία Βοναπάρτη (και αυτή μη γιατρό) και φυσικά την απεριόριστη συμπαράσταση
των καλλιτεχνών φίλων του. Ο Γιάννης Τσαρούχης έφτασε μάλιστα να μου σχολιάσει τα
γεγονότα περί το 1950 λέγοντας: «Επιτέλους τον κέρδισε η ποίηση». Επεξεργασία
φροϋδικών ιδεών Τελευταίο και σημαντικό στοιχείο για έναν συγγραφέα του βεληνεκούς
του Ανδρέα Εμπειρίκου είναι το ελάχιστο μέγεθος της ψυχαναλυτικής του συγγραφής.
Γνωρίζουμε βέβαια το άρθρο του «Μία περίπτωση ιδεοψυχαναγκαστικής νεύρωσης μαζί με
πρώιμες εκσπερματώσεις» (Revue Francaise de Ρsychanalyse Juillet - Septembre 1950)
γραμμένο γαλλικά, το οποίο έχουν σχολιάσει εκτενώς οι Έρη και Γιώργος Κούριας στο
Ψυχανάλυση και Ελλάδα (1984, σ. 109-130) και το αδημοσίευτο «Μία περίπτωση
ασύνειδης ομοφυλοφιλίας», και αυτό γραμμένο στα γαλλικά. Προτού τα δούμε
δημοσιευμένα και τα δύο στη δίγλωσση έκδοση που προγραμματίζεται, μπορούμε να
σχολιάσουμε βραχύτατα τα δύο αυτά κείμενα. Πρόκειται για τυπικές περιγραφές
ψυχαναλυτικών περιπτώσεων κατά το πρότυπο των φροϋδικών Πέντε Ψυχαναλύσεων, ένα
είδος και ήθος γραφής που έχει επικρατήσει στη διεθνή ψυχαναλυτική βιβλιογραφία.
Περιττό να τονιστεί πως τα γαλλικά των άρθρων είναι αντάξια της συγγραφικής
δεινότητας του Ανδρέα Εμπειρίκου. Να τονιστεί ωσαύτως πως πολλοί παλαιοί, αλλά και
σύγχρονοι ψυχαναλυτές δεν χαρακτηρίζονται από μια άφθονη και ποιοτική ψυχαναλυτική
συγγραφή. Στην πρώτη μου παρέμβαση για τον ψυχαναλυτή Ανδρέα Εμπειρίκο (1981) είχα
προτείνει την υπόθεση πως θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε μέρος της δημιουργίας του
ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκου ως τη συμμετοχή του στην
επεξεργασία των φροϋδικών ιδεών. Η πρόταση ήταν επισφαλής, γιατί και στους
φιλολογικούς κύκλους υπάρχει μεγάλη επιφυλακτικότητα για τέτοιες αναγνώσεις της
λογοτεχνίας, δικαίως άλλωστε αν κρίνει κάποιος τις αυθαιρεσίες ψυχαναλυτών που με
βάναυσο τρόπο ψευδοψυχαναλύουν δημιουργούς και έργα, στα δε ψυχαναλυτικά
περιβάλλοντα ελλοχεύει ο δίκαιος φόβος εκπόρνευσης των ψυχαναλυτικών προτάσεων.
Στην περίπτωση του Εμπειρίκου η πέτρα του σκανδάλου φέρει το όνομα τού Μεγάλου
Ανατολικού, είτε με τις ευφάνταστες φήμες πριν από τη δημοσίευσή του είτε με το
«σκάνδαλο» που δήθεν προκάλεσε η κυκλοφορία του, σε σημείο που η ψυχαναλυτική
κοινότητα ένιωσε την ανάγκη να πάρει τις αποστάσεις της! Το ψυχαναλυτικό ζήτημα που
τυχόν θέτει ο Μεγάλος Ανατολικός είναι αντικείμενο ειδικής μελέτης, που δεν έχει
γίνει ακόμη. Και όμως διαβάζοντας το πρόσφατα δημοσιευθέν Ζεμφύρα ή το μυστικόν της
Πασιφάης (συγγραφή 1945), ο ψυχαναλυτικά ενήμερος αναγνώστης αναγνωρίζει, με μικρά
περιθώρια αμφιβολίας και μόνον από τη φράση «Γι' αυτό της ήτο αδύνατον να δη ποτέ
να δέρνουν ένα παιδί» (σ. 18, αράδα 22), έτσι όπως περιβάλλεται από τις περιγραφές
των φαντασιώσεων της Ζεμφύρας ως πηγή έμπνευσης του ποιητή-ψυχαναλυτή, το σημαντικό
άρθρο του Φρόυντ (1919) Χτυπάνε ένα παιδί. Μία κλινική ανάγνωση αυτού του κειμένου
δεν θα αφαιρούσε τίποτε ούτε από την ποιητική του αξία ούτε από την κλινική του
αγχίνοια... Πάντως θα μπορούσαμε να διακρίνουμε και στον ποιητή μας κάποια
αμφιβολία για την πρόσληψη του έργου του, εάν διαβάσουμε τα όσα απολογητικά λέει
για τον ποιητή της Ζεμφύρας... στη σελίδα 4 και τις αράδες 10 με 17. Ο Εμπειρίκος
το 1945 μόλις έχει γυρίσει από την τραυματική εμπειρία της ομηρείας και είναι
τραγικά μόνος και άδικα παρεξηγημένος. Τούτο εν μέρει δεν έχει επαρκώς αλλάξει
μέχρι σήμερα. Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ στις 27 Μαϊου 2000
πολέμου:
Απηχήσεις από την περιπέτεια του Εμπειρίκειου λόγου
ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ ποιητής Κανείς δεν κατατρύχεται αν δεν κρατά στην τσέπη του μια
πέτρα. Α. Εμπειρίκος Aλλο είναι να «διαβάζουμε» την Ποίηση βλέποντάς τη μόνο σαν
κατάσταση μονοτροπίας του «γλωσσικού» Λόγου και άλλο σαν κατάσταση πολυτροπίας ενός
γλωσσόμορφου Λόγου που ανορύσσει υπερλογικότητες. Το έργο του Ανδρέα Εμπειρίκου
υπήρξε Η Πρόκληση! Και αν είχε προβλεφθεί ένα γράφημα της δράσης των παραγόντων που
κινητοποιήθηκαν να πιλοτάρουν την πρόσληψη αυτού του έργου από το κοινό, θα είχαμε
την εικόνα της εξέλιξης μιας παθολογίας των γραμμάτων μας σαν κόστος της εξόδου από
την ακαρπία των εμμονών σε φόρμες υπό κατεδάφισιν. Και ιδού: πώς «διαβάστηκε» από
το 1935 και πέρα και πώς διαβάζεται σήμερα η «σκανδαλώδης» Υψικάμινος, η Ενδοχώρα,
τα Γραπτά, η Οκτάνα, ο απίστευτα αναπεπταμένος Μεγάλος Ανατολικός; Ξενίζουν άραγε
μέχρι ανατριχίλας απωθητικά, όπως άλλοτε, τρίστιχα σαν το: Του φλοίσβου τα ψηλά
βουνά Κεχριμπαρένια αλόγατα Στο βάθος μιας σακούλας ή το δίστιχο από την ίδια
ενότητα «Τα πουλιά του Προύθου» (Ενδοχώρα):
Φεύγουν οι νουνεχείς δρομάδες Τα βήματά τους είναι πολίχνες ανομβρίας ή το
απόσπασμα από την ενότητα «Η τρυφερότης των μαστών» (Ενδοχώρα); Από το μέλι βγήκε ο
προφήτης Που μας συμβούλεψε να μείνομε στο ρίγος Της ικεσίας των αχνών
εκφορτωμάτων. Δεν υπάρχει στίχος, στροφή, φράση ή περίοδος στα έμμετρα ή κατά
λογάδην κείμενα του Ανδρέα Εμπειρίκου που ο σημερινός αναγνώστης, έχοντας ξεφύγει
από την κηδεμονία της ευαισθησίας του εκ μέρους αυτόκλητων Τσελιγκάδων του
ποιητικού λόγου, να μην αισθάνεται τη χαρά, την απόλαυση, την αιθρία, προπαντός την
αλκή που αποπνέει ο γεμάτος από πνευματική και συναισθηματική φόρα λόγος του Ανδρέα
Εμπειρίκου. Το έργο του δεν είναι μόνο μια γενναία διακήρυξη για την ανάγκη εξόδου
του ποιητικού λόγου από τις παραδοσιακές αγκυλώσεις του, εξαιτίας της χρόνιας
χρησιμοποίησής του ως αχθοφόρου τής κατά καιρούς έγκριτης καλαισθησίας ή
συναισθησίας ιδεών και συναισθημάτων, αλλά είναι και μάθημα διά παραδειγμάτων για
τη δυνατότητα αιφνίδιας και απρογραμμάτιστης σύζευξης οντοτήτων, ανακαλώντας έτσι
στο κλαβιέ του ποιητικού λόγου τις εισέτι αμαρτύρητες φάσεις δημιουργίας
κοσμοσυστημάτων, πράγμα που ίσως να μην του πέρασε καν από τον νου. Επιστρέφοντας
στο ερώτημα: πώς «διαβάζεται» ένα λογοτέχνημα και συγκεκριμένα ένα ποίημα (αν και
πρέπει να διακρίνουμε το λογοτέχνημα, ακόμα και το ποίημα σαν τέτοιο από την ποίηση
/ Ποίηση) εύκολα δέχεται κανείς ότι: όχι όπως «διαβάζεται ένα συμβόλαιο, ένα
δικόγραφο, ένας ισολογισμός μιας βιομηχανικής επιχείρησης. Πόσο
φορτισμένος, άρα ευάλωτος, διαβάζει (=πλησιάζει) ένα ποιητικό κείμενο και πόσο ένα
συμβόλαιο, αν και στη δεύτερη περίπτωση, όπως και στις παρεμφερείς, ίσως να είναι
πιο φορτισμένος συναισθηματικά σαν τύχει μάλιστα να είναι ο αποδέκτης του κειμένου;
Πώς «διαβάζεται» ένα ποίημα από τον επιστήμονα γλωσσολόγο, από τον φιλόλογο και πώς
από τον ψυχαναλυτή, τον νευροβιολόγο, τον νευροχειρουργό, τον βιοχημικό, τον
φιλόσοφο, τον θεολόγο, τον κοινωνιολόγο, τον κομμουνιστή, τον θετικιστή, τον
ουτοπιστή κ.λπ.; Πώς «διαβάζεται» ένα ποιητικό κείμενο από τον κριτικό σχολιαστή
ενός, υπό μακροσκοπικήν οπτική, γλωσσικού φαινομένου (λες κι είναι μόνο τέτοιο) αν
είναι εκπαιδευμένος για ψηλαφήσεις μόνο της γλωσσικής του επιφάνειας και όχι για
περιπλανήσεις στο σηραγγώδες βάθος του; Προφανώς εκτάκτου ενδιαφέροντος και
βαρύνουσας σημασίας είναι το κεφάλαιο που αφορά στον ρόλο του κριτικού αναλυτικού
λόγου, δεδομένης της παρέμβασής του στην προώθηση του ατόμου για τη μέθεξή του στα
πολιτιστικά δρώμενα. Και είναι ανάγκη να τονιστεί το παραπλήσιο και σημαντικό θέμα,
του κατά πόσον ο κριτικός αναλυτικός λόγος είναι εκ των ουκ άνευ, ώστε να αποτελεί
τον αποτελεσματικό μοχλό, προκειμένου να καταστεί η λογοτεχνία αγαθό αναλώσιμο από
το κοινωνικό σώμα; Και ακόμα: τι είναι αυτό που νομιμοποιεί το υποκείμενο του
κριτικού αναλυτικού λόγου για υποδείξεις του στο πώς πρέπει να «διαβάζεται» η
ποίηση από γενιά σε γενιά; Μήπως το δεδομένο ότι προεξάρχει το ειδικό βάρος της
«επιστημονικής ανάγνωσης»; Ωστόσο αν το υποκείμενο αυτό συμβαίνει να είναι
αγκυλωμένο στο κατά Τ.S. Κuhn «παράδειγμα», που σε γενικές γραμμές σημαίνει χρήση
τυποποιημένης φιλολογίας επί του αντικειμένου, τυποποιημένη ορολογία, μεθοδολογία
και ορθοτόμηση του υπό ανάλυση σώματος, ιερουργεί σ' έναν ορίζοντα που αφήνει έξω
τη βίωση της ανάγνωσης στην κατάσταση σπάργωσης του λόγου από τη βία των χυμών του,
κατάσταση που μετρά στην προσληψιμότητα (ας επιτραπεί ο νεολογισμός) του
λογοτεχνικού προϊόντος (λ.π.) από το κοινωνικό σώμα, μιας και το λ.π.
προσφέρεται (ευτυχώς όχι χωρίς εξαιρέσεις) θύμα για να περισωθεί το κύρος μιας
θεωρίας με τους όρους μιας στημένης επιστημολογίας. Λίγα ακόμα: Πριν απ' ό,τι άλλο,
ο ποιητικός λόγος ρευματοδοτεί πυρήνες συναισθημάτων που είναι οι φορείς δόνησης
της ψυχονοητικής μας στρωμάτωσης. Της οποίας ο χάρτης είναι τόσο ατομικός, τόσο
ιδιωτικός, όσο είναι τέτοια τα δακτυλικά μας αποτυπώματα. Για μια, μέσω επαϊόντων,
κηνσόρων κ.λπ. δρομολογημένη δράση αυτών των πυρήνων, αν είναι να υπάρχει ένας
κώδικας που να νομιμοποιεί μερικά και άλλα όχι συναισθήματα, ας υπάρχει για να τον
παραβιάζουμε. Μη και ο ανεξάντλητος αιφνιδιασμός που διατρέχει από την Υψικάμινο ώς
την Οκτάνα και τον Μεγάλο Ανατολικό και που τον έχει τόσο ανάγκη το πνεύμα για να
μένει μακριά από τον λήθαργο, θα εξακολουθεί να ενοχλεί ανατέλλοντος του εικοστού
πρώτου αιώνα; Ας ακούσουμε την επίκληση του Ανδρέα Εμπειρίκου: Θεέ μου τον μαρκήσιο
ντε Σαντ ν' αγαπάς Είναι χρησμός στη ζωή και σε μας...

Τα κατάλοιπα και η σκιά του Σεφέρη Και ο δρόμος εξακολουθεί σκληρός, σκληρότερος
παρά ποτέ και μαλακώνει μόνο στα βήματα των ποιητών εκείνων που οι ψυχές των ένα με
τα κορμιά των είναι εκείνων των ακραιφνών και των αχράντων... Ο δρόμος Είκοσι πέντε
χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τον θάνατο του Ανδρέα Εμπειρίκου και εκατό χρόνια,
το 2001, από τη γέννησή του, κι όμως ένα μεγάλο μέρος των γραπτών του παραμένει
ακόμα ανέκδοτο.
Τα προ της «Υψικαμίνου» ποιήματά του, συγκεκριμένα, μαζί με κάποια άλλα, της
δεκαετίας του '40 και από τα πεζογραφικά του κείμενα ανέκδοτα παραμένουν ακόμα: η
νουβέλα του «Βεατρίκη ή ένας έρωτας του Βuffalo Βill» που έγραψε το 1945 και που
αναφέρεται άμεσα στην κατοπινή δεύτερη γυναίκα του και μητέρα του γιου του, Βιβίκα.
Επίσης: το σχέδιο ενός μυθιστορήματος που τελικά δεν γράφτηκε, με τίτλο «Η Πόλις»
και με «ηρωίδα» την Αθήνα, το ανολοκλήρωτο προσωπικό Λεξικό του, που
πρωτοπαρουσιάζεται σήμερα στα «ΠΡΟΣΩΠΑ», όπως επίσης και κάποιες ποιητικές νουβέλες
μεταξύ των οποίων και τα «Τεκταινόμενα», και τα δύο (μόνο) θεωρητικά ψυχαναλυτικά
κείμενα που είχε γράψει στα γαλλικά. Στο μέλλον πρόκειται να έρθουν στο φως και οι
φωτογραφίες που είχε τραβήξει (εξασκούσε τη φωτογραφία ως τέχνη, με συνείδηση
επαγγελματία και είχε κάνει μάλιστα έκθεση το 1956, βλ. αφιερώματα περ.
«Φωτογραφία» και περ. «Συντέλεια») διαλέγοντας ως θέματα: πορτρέτα, σκηνές από την
καθημερινή αγροτική ή αστική ζωή στην Ελλάδα, στην Αγγλία, στη Γαλλία, στη Ρωσία,
κ.α. και τοπία. Έτσι, θα ολοκληρωθεί η γνωριμία τού ευρύτερου κοινού με το έργο του
Ανδρέα Εμπειρίκου, μια γνωριμία που ξεκίνησε ουσιαστικά μετά τον θάνατό του, όταν
επανεκδόθηκαν οι πρώτες του συλλογές χωρίς τα λάθη των παλαιών εκδόσεων και
πρωτοκυκλοφόρησαν τα κορυφαία έργα του: η «Οκτάνα» (ΙΚΑΡΟΣ), η νουβέλα «Αργώ»
(ΥΨΙΛΟΝ) και « Η Σήμερον ως Αύριον και ως Χθες» (1984) όπως και το μυθιστόρημα
«Μέγας Ανατολικός» (ΑΓΡΑ) (1990-1992). Το 1990 δημοσιεύτηκε και το μεγάλο του
ποίημα «Η ʼσπρη Φάλαινα» (περ. «Συντέλεια»), το 1994 το ποίημα του 1963 «Ες Ες Ες Ερ
Ρωσία» («ΑΓΡΑ»), το 1998 τα πολιτικά του ποιήματα και το πεζό «Οur dominion beyond
the seas» με την αυτοανάλυση της ποιητικής του (περ. «Πολίτης» Οκτ., Νοεμ., Δεκ.
1998), το 1999 η νουβέλα του «Ζεμφύρα ή το Μυστικόν της Πασιφάης» («ΑΓΡΑ»), όπου
αφηγείται τον απελευθερωτικό έρωτα μιας θηριοδαμάστριας με έναν
λέοντα, και φέτος η Διάλεξη του 1963 για τον Νίκο Εγγονόπουλο («ΑΓΡΑ»). Όπως λέει ο
αποκλειστικός πλέον εκδότης του, ο Σταύρος Πετσόπουλος της «ΑΓΡΑΣ»: «Τα έργα του
Εμπειρίκου κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά ευρέως το 1962, από τις εκδόσεις τσέπης τού
"ΓΑΛΑΞΙΑ" (σ.σ. επί 27 δηλαδή χρόνια η "Υψικάμινος" παρέμενε εξαντλημένη) και
ξανακυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις "ΠΛΕΙΑΣ" το 1974. Μόνον τότε, στα χρόνια του '70,
αρχίζει να διαβάζεται συστηματικά ο Εμπερίκος και αυτό συνδέεται, κατά τη γνώμη
μου, με το ότι είχε περάσει λίγος καιρός από τον θάνατο του Γιώργου Σεφέρη. Μέχρι
τότε το Σεφερικό οικοδόμημα είχε δημιουργήσει στεγανά, που άφηναν κάπως στο
περιθώριο το έργο ποιητών σαν τον Εμπειρίκο, τον Εγγονόπουλο, τον Καββαδία... Στη
δεκαετία του '80 ο Εμπειρίκος διαβάστηκε πολύ από ένα νέο κοινό και για τους λόγους
τους Σεφερικούς αλλά και γιατί οι αναγνώστες είχαν απελευθερωθεί πια από τη
δεσποτεία της μονομερούς χρήσης της δημοτικής, την οποία επέβαλε μια μερίδα της
Αριστεράς. Κι ακόμα, γιατί οι γενιές με την έντονη πολιτικοποίηση ενέταξαν στον
προβληματισμό τους κείμενα αιρετικά και ρηξικέλευθα, που ήταν ώς τότε αποκλεισμένα
από τον λογοτεχνικό κανόνα μιας κάποιας προοδευτικής σκέψης. Το 1990, με τον
"Μεγάλο Ανατολικό", πουλήθηκαν πολύ οι πρώτοι δύο τόμοι, αλλά αμέσως μετά
δημιουργήθηκε μια τεράστια αμηχανία και έπεσε ένας νόμος σιωπής και από τα ΜΜΕ και
από την Κριτική· οπότε οι υπόλοιποι τόμοι όπου βρίσκει κανείς μερικές από τις
ωραιότερες σελίδες της ελληνικής λογοτεχνίας πέρασαν τελείως απαραίτητοι. Η πρώτη
έκπληξη και η κατακραυγή λειτούργησαν τότε ανασταλτικά και για το υπόλοιπο έργο του
Εμπειρίκου. Τα τελευταία χρόνια, όμως, αρχίζει και πάλι να ζωηρεύει το ενδιαφέρον
του κοινού για το σύνολο του έργου του, χωρίς πλέον τις αρχικές προκαταλήψεις».

Κέρδος οι χυμοί της ηδονής


Στο ιδιωτικό διάβασμα του ποιήματος (πέρα δηλαδή από το κλίμα που εγκαθιστούν οι
επιστημονικές αναλύσεις φιλολόγων, γλωσσολόγων και των ελεύθερων τυφεκιοφόρων του
κριτικού λόγου, φθεγγομένου κηνσοριστί από πόστα απυρόβλητα) ίσως να βοηθούσε ένα
υποτυπώδες μοντέλο που αποπειράται να παραστήσει στον αναγνώστη τη φυσιολογία του
ερεθίσματος που αυτός δέχεται από τον ποιητικό λόγο και τις μεταλλάξεις αυτού του
ερεθίσματος, έτσι που η επικαρπία από αυτόν τον λόγο να μην του προσφέρεται σαν
είδος σε συσκευασίες άλλων χειρών, αλλά να είναι συγκομιδή από προσωπικό του τρύγο.
Έτσι το ιδιωτικό διάβασμα καθιστά τον αναγνώστη έναν τύπο αρχιτέκτονα που ωθούμενος
από ιδιοσυγκρασιακούς κώδικες αναδημιουργεί με τις ύλες του κειμένου. Κέρδος οι
χυμοί της ηδονής. Η γλωσσική επιφάνεια του ποιητικού γεγονότος είναι, βασικά, ένα
πλέγμα από κυψέλες εκπομπής ηχοσημάτων. Μετά από το πρώτο στάδιο λήψης αυτών των
ηχοσημάτων από τις ευαίσθητες κεραίες του αποδέκτη / αναγνώστη όλο το ηχόγραμμα
μεταβιβάζεται για επεξεργασία σε έναν «ψυχονοητικό» μεταλλάκτη, που, λειτουργώντας
με τους όρους μιας απροσδιόριστης «χημείας» προκαλεί συνειρμικά ρεύματα που ωθούν
στο ξαναρίξιμο των ζαριών για τις σχέσεις σημαινόντων και σημαινομένων,
σκηνοθετώντας έτσι μίαν άλλην εκδοχή της οντοεικόνας, ένα άλλο σύμπαν οντοτήτων.
Δικαιούμεθα να πιστεύουμε ότι η συνειδητοποίηση της υψηλής ευθύνης του κριτικού
λόγου σε ό,τι αφορά στην αξιολόγηση της λογοτεχνικής δημιουργίας (λ.δ.) από μέρους
του προηγείται της εκφοράς του. Και η ευθύνη αυτή ενέχει ένα σημαντικό βάρος αφού,
ούτως ή άλλως, η λ.δ. ανήκει στο σύνολο των τεκμηρίων της πολιτισμικής μας
ταυτότητας. Ύστερα απ' αυτό είναι εύλογο να σκεφτεί κανείς ότι: στον βαθμό που η
συνειδητοποίηση αυτής της ευθύνης είναι από ελλειμματική έως ανύπαρκτη, ο κριτικός
λόγος, οικειοποιούμεονς το «διά ταύτα», ενοχοποιείται για μια «παθολογία» της
λογοτεχνίας συνδράμοντας τόσο στην τυχόν αποτελμάτωσή της όσο και στην ανιούσα ή
κατιούσα μετεξέλιξή της.
Από το ανεξάντλητο θεματολόγιο που αφορά στη λ.δ. ως αγαθού προσλήψιμου από το
κοινωνικό σώμα, είναι ίσως σημαντικό, να ρίχνουμε στο τραπέζι αυτήν την
«προσληψιμότητα», παράμετρο που σε συνδυασμό με πολλούς παράγοντες γεννήτορές της
συνοδεύουν το έργο στη διαδρομή του. Παρακάμπτω τον παράγοντα εμπορευματοποίησής
του στη μορφή προϊόντος της αγοράς - βιβλίου, τηλεοπτικής παρουσίασής του ή όποιου
άλλου συναφούς. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι παράγοντες που ενεργοποιούνται από το
γεγονός ότι το έργο είναι, ούτως ή άλλως, μια πρόκληση από ήπια έως ανατρεπτική,
καθώς απευθύνεται κατ' ευθείαν και όχι κατ' ανάκλασιν προς εκείνους που η
ευαισθησία τους, λειασμένη από κάποια παιδεία επιφανείας ή βάθους, εντρυφούν στο
κείμενο. Δημοσιεύθηκε στις 27 Μαϊου 2000 στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ
μνήμες που διαρκώς περιστρέφονται γύρω από το Πραγματικό του ερωτικού

"ΠΑΙΔΕΣ ΕΝ ΤΗ ΚΑΜΙΝΩ..."(1)
ΜΑΚΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΔΗΣ Ποιητής και δοκιμιογράφος Στην περίπτωση του Ανδρέα Εμπειρίκου
συμβαίνει το εξής: για να κατανοήσεις το έργο του, θα πρέπει να τον γνωρίζεις καλά
ή να μην έχεις πέσει στην παγίδα μιας πλαστής μυθολογίας, που χτίστηκε και
αναπαλαιώθηκε,
συντηρώντας, από τα χρόνια ήδη του 1930, μία παραποιημένη εικόνα του. Σ΄αυτό
συνέβαλαν, από τη μία, η φοβερή "οικονομία" του παρελθόντος, η αποσιώπηση ή η
περιορισμένη έκδοση της δουλειάς του, στο παρελθόν και, από την άλλη, ο υπερβολικός
πληθωρισμός του παρόντος, που δεν μπορούμε να πούμε πως έδωσαν και το ακριβέστερο
"στίγμα" του ποιητή και του έργου του. Τη σιωπή την ακολούθησε μία ακατάσχετη
πολυλογία πολλές φορές εστιασμένη στο "σκάνδαλο". Η αγοραία αυτή πολυλογία,
αποτέλεσμα κυρίως της έκδοσης αρχικά των δύο πρώτων τόμων του Μεγάλου Ανατολικού -
τι γεγονός και αυτό τότε, να σερβίρεται σαν δώρο από φιλοπαίγμονες σε
ημιδιανοούμενους -, άγγιξε μία ομάδα αναγνωστών που, ούτως ή άλλως, δεν ανήκε ποτέ
στο target group των υπερρεαλιστών. Οι μισοαπελευθερωμένοι νεοαστοί, που
ενθουσιάστηκαν από την αθυροστομία και τις άφθονες ερωτικές σκηνές της αρχής κυρίως
του πολυσέλιδου αυτού έργου, δεν είναι βέβαια το αυθεντικό αναγνωστικό κοινό του
Εμπειρίκου. Το αναγνωστικό κοινό του Εμπειρίκου τελειώνει τις "χειραψίες" με το
έργο του στον "πλου αεροστάτου", αφού πρώτα συγχωνευτεί με την αριστοκρατική
"μοιχεία" των ήχων στην απόλυτα ποιητική "Οκτάνα", που αντλήθηκαν μερικά, όπως και
άλλα ποιήματα, από το τεράστιο αυτό ποιητικό του σημειοματάριο. Η επανάσταση έγινε
αλλά δεν "τεκνοποίησε"; Παλιότερα θα θυμώναμε με αυτήν την ερώτηση, ιδίως όσοι
περιμέναμε με αγωνία να εκδοθεί, όχι αφιέρωμα, αλλά έστω και μία αναφορά στον
υπερρεαλισμό. και δεν μιλώ για τις δεκαετίες του 1950 ή του 1960, αλλά για την
προηγούμενη δεκαπενταετία. Σήμερα όμως, σχεδόν "πλήρεις", σκεφτόμαστε πως ίσως να
μην ήθελε να τεκνοποιήσει, ιδίως σήμερα που λιγότερο τον διαβάζουμε και περισσότερο
βλέπουμε τις αφίσες για τα αφιερώματα στο όνομά του. Στα πλαίσια της
ετεροχρονισμένης εντόπιας υπερβολής, απολαύσαμε σωρηδόν όσα στερηθήκαμε (οι
παλαιότεροι δε περισσότερο)(2) Αλλά ας παραλείψουμε τους δογματισμούς, αν θέλουμε
να πούμε δυο γλυκόπικρα λόγια για τον πλέον αντιδογματικό ποιητή.
Ήτο Ιούλιος "Ήτο Ιούλιος. Εις την οδόν διήρχοντο τα λεωφορεία, κατάμεστα από
ιδρωμένον κόσμο..."(3). Αυτό το "Ήτο Ιούλιος" έμελλε να μεταμορφώσει στο
σημειολογικό υποσυνείδητό μου το συγκεκριμένο μήνα σε απόλυτη ερωτική οδύνη. Να
δηλαδή τι μπορεί να εξηγήσει τα πάντα, ο καθοριστικός μήνας για τον ίδιο αλλά και
άλλους "ομόθρησκους". Ζει ιουλιακά, όπως αν ήταν ένας απλός ποιητής ο κύριος
Ανδρέας, φωτογραφίζει, ταξιδεύει, παρατηρεί, γράφει και διαψεύδει, με όπλο τη
φαντασία, κάθε ίζημα της δοτής πραγματικότητας. "Ωστε έτσι, λοιπόν", λέει ο Ελύτης
στην αναφορά του, "Αυτά που φανταστήκαμε υπήρξαν. Ή θα υπάρξουν. Ο χρόνος μέσα στα
ποιήματα που γράφουμε, τώρα φανερώνεται πόσο ασ΄λληπτος εστάθηκε για τους
επιστήμονες όλων των καιρών"(4). Η κοινωνικότητά του, ένα πολύπλοκο μηχάνημα με
φακούς, διακόπτες, αρτηρίες και μανουάλια που στηριζόταν σε ένα τρίποδο: η φιλία,
το ένα πόδι, η οικογένεια το άλλο: το τρίτο πόδι: ένας πολύχρωμος μπρούντζινος
σωλήνας γεμάτος θαλασσινά ξόμπλια, αναστεναγμούς και προκηρύξεις της μίας ή των δύο
λέξεων, που δεν διαβάστηκαν ίσως ποτέ από τα διοικητικά συμβούλια των επαναστάσεων.
Πόσο επικίνδυνη να ήταν άραγε η σύλληψη του πραγματικού του έργου, πόσο σεισμολόγος
ο ίδιος ανάμεσα στους πεπερασμένους οραματιστές που "τύπωναν" τις φωτογραφίες τους
στις παχιές και καλοσιδερωμένες σημαίες των "αντάρτικων"; Η απάντηση είναι απλή:
πολύ επικίνδυνος. Γι΄ αυτό, αντί να μείνει στη μνήμη, όσων έπρεπε τουλάχιστον, ως ο
πρότυπος ιχνηλάτης της επαναστατημένης πλευράς του άδυτου, έμεινε ως ο ποιητής του
Μεγάλου Ανατολικού. Λες και το ζητούμενο κάθε νεωτερισμού, κάθε επανάστασης, κάθε
εξέγερσης, κάθε αντίστασης και ρήξης δεν ήταν και δεν θα είναι πάντα το άπλετο φως
που ξεπηδάει από τη ρίζα κάθε ηδονής.
Σε όσους λοιπόν έμεινε άλλη γεύση από το ποιητικό του έργο, σε όσους πιστεύουν ότι
ο Εμπειρίκος δεν είναι απλώς ο άπταιστα ομιλών την καθαρεύουσα περιγράφοντας
ερωτικές πράξεις, σε όσους δεν περίμεναν να λύσουν τη σιωπή τους τα εκπαιδευτικά
βιβλία για την παρουσία του και να τον ανακαλύψουν ξαφνικά, οφείλουμε να πούμε ότι
"ήτο" από τότε "Ιούλιος" "εις την οδόν των Φιλελλήνων". Τα αδύναμα αντανακλαστικά
της πνευματικής ζωής του τόπου έμελλε και πάλι να κάνουν τις γνωστές τους
δεκαετίες, όχι για να δεχθούν, απλώς για να γνωρίσουν το "ξενόφερτο και
σκανδαλιστικό φρούτο της αυτόματης γραφής"(5), που χαρακτήρισε την πρώτη
τουλάχιστον συλλογή του, την Υψικάμινο. Αργότερα, όπως και ο ίδιος παραδέχεται,
άρχισε να εγκαταλείπει την αυτόματη ως κύριο όργανο γραφής, αλλά παρέμεινε πιστός,
τόσο στην "ενδοχώρα" όσο και στα άλλα ποιήματά του, στον κατακλυσμιαίο και καθαρό
ποιητικό λόγο του γνήσιου υπερρεαλιστή. Οι συνεργάτες του περιδικού Πάλι στο πρώτο
τεύχος γράφουν: "{...} τα έργα του Εμπειρίκου τόσο πεζά όσο και ποιητικά είναι ένα
αστέρινο στεφάνι στο μέτωπο της ποίησής μας, αλλά όπως τα περισσότερα αξιόλογα
πράμματα στην Ελλάδα έχουν συχνά παραμεληθεί. Δεν υπάρχει ούτε ένα δοκίμιο για τον
μεγάλο αυτό ποιητή - ούτε μία μελέτη. Ρωτάμε γιατί;"(6). Το παιγνίδι των ήχων και
τα καίρια χτυπήματα Το μεγαλύτερο, χωρίς υπερβολή, επίτευγμα της υπερρεαλιστικής
ποίησης είναι, όχι τόσο η επαναστρατολόγηση των ήχων στο παιγνίδι των εννοιών και
των λέξεων, αλλά η αναγέννηση των εννοιών, η από των θεμελίων "διαπραγμάτευσή"
τους. Οι λέξεις αγνότητα, ειλικρίνεια, αγάπη, ζωή, σκοπός, πολιτική, αποκτούν
καινούρια διάσταση, την κανονική τους. Συμβαίνει πολλές φορές τα "μαγικά παιδιά" να
μιλούν για
πράγματα αυτονόητα και απλά και να σκανδαλίζουν, λες και το "ορθό" είναι η
στρέβλωση του αληθινού που επιβλήθηκε από την κοινωνική υποκρισία. Ελάχιστα βέβαια
τρόμαζε το βλέμμα που έπεφτε με θαυμασμό στην "αθώα παιδίσκη", η αθυροστομία και οι
παλλόμενες οργιακές συμφωνίες που διαβάζονταν στα "προχωρημένα" σπίτια της εποχής.
Τον τρόμο τον προκαλούσε η αποκάλυψη του πυρήνα της αλήθειας: η ελευθερία, η
πραγματική ελευθερία, που μέσα από τον έρωτα και την υπερηφάνεια θα μπορούσε να
δείξει το δρόμο σε μια ολόκληρη γενιά. Θα του άξιζε, λέει κάπου ο Ελύτης, το πρώτο
λουλούδι των χίπις. Η κατάσταση των πραγμάτων όμως μετά βίας συγχωρεί
μικροεκρήξεις, έτσι οι μοντερνισμοί που αντέχουν στη χλεύη είναι αυτοί που
ακουμπούν την πλάτη τους στο μαντρότοιχο της συντήρησης. Η υπόνοια και μόνο ότι
αυτής της μορφής η ουσιαστική ελευθερία φέρνει ένα ολόκληρο άρμα με νέες αντιλήψεις
και δεν περιορίζεται μόνο στην αφέλεια νέων παιδιών, τα οποία προσπαθούν να
κομπάσουν αυτάρεσκα, σαν αντίδραση σηκώνει ένα μαύρο σύννεφο (7), που θάβει ή
προσπαθεί να θάψει την ορμή. Η βαθύτατα αυτή πολιτική κίνηση των ποιητών που δεν
δείχνουν πρόθυμοι να υπηρετήσουν με το πρόσχημα της πνευματικότητας κανένα
κομματικό μετερίζι, θέτει αρχικά σε κίνδυνο το εγχείρημα και αργότερα και τον ίδιο
τον Εμπειρίκο, όπως είναι γνωστό, σε μία άνευ προηγουμένου ταλαιπωρία που
χαρακτηρίζεται από διωγμούς και περιορισμούς(8). Η εποχή ήταν όντως δύσκολη και η
πρόκληση μεγάλη. Οι αντιστάσεις γιγάντιες και οι προτεραιότητες έδειχναν, με γερά
επιχειρήματα, να είναι άλλες. Η εποχή όμως και η συγκυρία δεν θα είναι ποτέ
κατάλληλη αν κάποιος τολμήσει να πει τα πράγματα με το όνομά τους. Η φασαρία δεν
έγινε τόσο για το "γράφει", αλλά για το "ζει". Η φασαρία θα γίνεται πάντα για το
"ζει" ή το "ζειν", όπως βλακωδώς θέλει να το ονομάζει η καινούρια αυνανιστική
αντίληψη περί της ποιότητας της ζωής. Την αλήθεια ήθελαν λοιπόν να υπηρετήσουν με
κάθε κόστος, με κάθε μέσο, περνώντας μέσα από οποιοδήποτε εμπόδιο, έστω
και αν αυτό ήταν ο ατσάλινος πυρήνας της συνείδησης (ή όπως αλλιώς την ονόμαζε ο
ίδιος μέσα στα πλαίσια της ψυχαναλυτικής του δραστηριότητας). Η αλήθεια, όμως, που
είναι το χρυσό ψάρι που θέλουν όλοι να το δουν από περιέργεια αλλά κανένας να το
γευτεί, θεωρήθηκε φρόνιμο να σκεπαστεί από την κουβέρτα της παράνοιας, του
παράλογου και του ξεκαρδιστικού. Το θεσπέσιο παιγνίδι των ήχων, η έννοια της
"αγνότητας" που ξέφυγε από τη βρόμικη εποπτεία του "πρέποντος" και ξαναβρήκε τη
χαμένη της λάμψη στην καθαρότητα της επιθυμίας, η ελπίδα ότι κάθε φαντασία κρύβει
και μπορεί να αποκαλύψει την πραγματικότητα, παραγνωρίστηκαν. "... Περιφερόμεθα στο
ακρογιάλι των ερώτων μας Χωρίς καμιά υστεροβουλία χωρίς ιδιοτέλεια Φροντίζοντας για
τα μελλούμενα του κόσμου Του κόσμου που θέλει να βρεθεί Κοντά στα καρπερά λιβάδια
Της κόκκινης παπαρούνας σαν θ΄ ανοίξει Παραμερίζοντας τις μύγες και τα έντομα
Ευφραίνουσα τους ρώθωνες των παιδιών και των παρθένων..."(9) Δεν είναι ούτε δύσκολο
ούτε εύκολο να βρεις την αλήθεια μέσα από το καθαρό παιγνίδι των λέξεων, είναι
γεγονός ότι ο αγώνας δεν ξεκίνησε από τον ίδιο (σε διεθνές επίπεδο) και φυσικά δεν
έχει καταλήξει (10). Η αναζήτηση αυτή δεν τελειώνει εύκολα, σημασία έχει όμως ότι
στο άγονο (δυστυχώς) έδαφος της πατρίδας μας ξεκίνησε από τον Εμπειρίκο. Χρειάστηκε
δουλειά βέβαια, συζητήσεις επί συζητήσεων, για να χωνευτεί όχι τόσο η παρουσία του,
αλλά η αντοχή
της ποίησής του στο χρόνο. Εκτοτε χρειάστηκε κόπος και αγώνες, από πλευράς των
επικριτών του, ώστε να πείσουν τον "αφελή" κόσμο ότι πάντοτε ήταν "ολίγον
υπερρεαλιστές" και αυτοί, αλλά έπρεπε πρώτα να "ωριμάσουν" στα κλωστοϋφαντουργςία
του συμβολισμού με ανώδυνα βαλς. Οφείλουμε στον Ανδρέα Εμπειρίκο να του αφιερώσουμε
το πρώτο μας λουλούδι και τη μέγιστη αποκάλυψή μας σαν ελάχιστη τιμή σε όσα με
ταπεινότητα δίδαξε. Οφείλουμε επίσης να επαγρυπνούμε, ώστε η καθίζηση του παρόντος
να μας γεμίσεις δύναμη μόνο για αντίσταση, έτσι ώστε να δώσουμε και στις δικές μας
"λέξεις" "ήχους παλμικούς, κρουστούς, τυμπάνων" και να μην αρκεστούμε στο
"υποσύνολο" της θεαματικής κοινωνίας που μας επιβάλλουν. Θηρασία 2001 Σημειώσεις 1)
"Οι μπεάτοι ή της μη συμμορφώσεως οι άγιοι", Ανδρέας Εμπειρίκος, Οκτάνα. 2) Εδώ
οφείλουμε ιδιαίτερη μνεία στο Γίγαντα Νάνο Βαλαωρίτη, που αγρυπνούσε και με κάθε
μέσο τροφοδοτούσε την αναγνωστική μας δίψα. Επίσης μνεία οφείλουμε στον Ανδρέα
Παγουλάτο που, σε ένα πέλαγος από κλωνοποιημένα περιοδικά έντυπα, μας χάρισε το
"Χνάρι", τα "Χνάρι-α" και την ανεπανάληπτη "Συντέλεια", που οι νεότεροι θα
θυμούνται περισσότερο από τα δύο πρώτα. 3) "Εις την οδόν των Φιλελλήνων", Ανδρέας
Εμπειρίκος, Οκτάνα. 4) Οδυσσέας Ελύτης, Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο. 5) Οπως το
ονόμαζαν ορισμένοι στενόμυαλοι κριτικοί εκείνης της εποχής. 6) Από τον πρόλογο του
πρώτου τεύχους του περιοδικού Πάλι, 1960.
7) Αξίζει να σημειωθεί ότι, πέραν από την αντίδραση και την προσπάθεια για
γελοιοποίηση του υπερρεαλισμού, υπήρχε και η γνωστή "επιφυλακτικότητα των
ανενημέρωτων", των υβριστών, δηλαδή που δεν είχαν διαβάσει ούτε ένα ποίημα του
Εμπειρίκου, αλλά απλώς είχαν ακούσει ότι κάποιος γράφει "αυτόματα", χωρίς ειρμό,
χωρίς μέτρο και αυτό το ονομάζει υπερρεαλισμό, "φρούτο ξενόφερτο". 8) Με μεγαλύτερο
πλήγμα για τον ίδιο τη διακοπή του ψυχαναλυτικού του έργου. 9) Ανδρέας Εμπειρίκος,
"Τώρα και παρομοίως". 10) Δεν θα ήθελα να αναφερθώ ξανά με λεπτομέρειες για
πράγματα που έχουν ειπωθεί από τον γράφοντα, αλλά και από άλλους δοκιμιογράφους,
για τα κινήματα που προηγήθηκαν αλλά και ακολυθησαν τον υπερρεαλισμό και είχαν ως
ζητούμενο τη νέα αντίληψη για τη χρήση του ήχου, της λέξης, της έννοιας. Κινήματα
όπως οι Νταντάδες (νωρίτερα) ή οι Λεττριστές και οι Καταστασιακοί αργότερα, Ρεύματα
καθαρά ποιητικά όπως ο Νεολεκτισμός του Νικολαϊδη και ο Γλωσσοκεντρισμός των
Παγουλάτου - Βαλαωρίτη - Αραβαντινού.

Η ΑΙΩΡΗΣΗ ΕΝΟΣ ΟΡΑΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ


"ΟΧΙ ΜΠΡΑΖΙΛΙΑ ΜΑ ΟΚΤΑΝΑ" ΤΟΥ Α. ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΥ
1. Σε καιρούς ΕΚΤΩΡ

ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ ποιητής

Αν τα ερωτήματα που έθετε το υπερρεαλιστικό όραμα, στα οποία προσπάθησαν ν΄


απαντήσουν οι υπερρεαλιστές, επαναδιατυπωθούν (και πώς;) σήμερα, θα είχαμε
απαντήσεις από την Οκτάνα του Ανδρέα Εμπειρίκου;
*** Στη διαδρομή των

δραστηριοτήτων που προγραμματίστηκαν για το έτος Ανδρέα Εμπειρίκου και παράλληλα με


τις ήδη γνωστές, ως τις πιο πρόσφατες, αναφορές στο κατατεθειμένο έργο του,
εντάσσεται, ως sine qua non, και η θέση του οράματός του σε συμπαράθεση ή
αντιπαράθεση με το υπερρεαλιστικό όραμα, καθώς αυτό το δεύτερο διαπλάσσεται,
μεταπλάσσεται, διαφοροποιείται, επαναπροσδιορίζεται στη χρονική περίοδο που ο
ποιητής μας ζει στο Παρίσι και βιώνει την κύηση, αλλά και την κρίση, αυτού του
οράματος μέσα στην ίδια την καλδέρα του ενεργού ηφαιστείου: Μια συγκλονιστική
εμπειρία από την οποία θα κληρονομήσει το γονιδίωμα του ιδιωτικού του οράματος.
Διότι, η ιδεολογική επεξεργασία των αντιφάσεων ενός κινήματος, και όχι μόνον
κοινωνικού, από μέρους του φιλοσοφικού δυναμικού του, όταν σε σημαντικό βαθμό μετρά
η απεξάρτηση του ατομικού στοχασμού από ανελαστικά στερεότυπα, είναι, όχι σπάνια,
και χώρος παραγωγής κρίσεων μέσα στο κίνημα, με σύνδρομες αιρέσεις, αποσχίσεις,
διαγραφές ή απομακρύνσεις κλπ. Η αναζήτηση διεξόδου σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο
επωάζει οράματα που συχνά είτε σθρρικνώνονται μέσα στη μοναξιά τους είτε,
διαστελλόμενα, εντάσσονται στο σύμπαν των ουτοπιών. ***
Ο υπερρεαλισμός αναδύεται μέσα από την κρίση εκείνου του τομέα του εποικοδομήματος
που αφορά στις πνευματικές αξίες με τις οποίες πιλοτάρεται η γνώση, τη τέχνη, η
φιλοσοφία και, σε προέκταση βέβαια, το κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι και Είναι. Και,
όπως είναι γνωστό, την εποχή που προβάλλει την πρότασή του ο υπερρεαλισμός, η κρίση
ήταν δεδομένη. Ο υπερρεαλισμός, χωρίς να τη μονοπωλεί, υπήρξε κι εξακολουθεί να
είναι μια επαναστατική επέμβαση στο κατεστημένο εποικοδόμημα, στο μέτρο που αυτό
δεν παράγει - ενώ θα ΄πρεπε το αντίθετο - αντισώματα στη βία πολλαπλών εξουσιών οι
οποίες το χρειάζονται για ιδεολογική και φιλοσοφική κάλυψή τους. *** Παράλληλα με
τα ψυχαναλυτικά πειράματα, τις ενδοσκοπήσεις και υπνώσεις σε ατομικό και συλλογικό
επίπεδο εντός της ομάδας, σαν μεθόδων για επεξεργασία σε βάθος των αρχών τους, οι
υπερρεαλιστές δεν άργησαν να επιδοθούν στην αναζήτηση ενός χώρου διοχέτευσης αυτής
της ενέργειας που, ερήμην μιας επαναστατικής πρακτικής, ξοδευόταν σε έντυπη
πληροφόρηση του κοινού με άρθρα, μπροσούρες, διάφορα καλλιτεχνικά έργα, θορυβώδεις
εκδηλώσεις κλπ., με στόχο την ανατροπή του πνευματικού κατά κύριο λόγο καθεστώτος.
Η αναζήτηση αυτή τους οδηγεί στο δίλημμα ανάληψης ή όχι, ενεργού δράσης στον
πολιτικό στίβο. Ωστόσο η διοχέτευση των ιδεών τους προς τα έξω για να αποδώσει
απαιτούσε έναν ελκυστή αναγνώσιμο από το κοινωνικό σώμα. Πράγμα που προϋποθέτει την
προβολή ενός κοινωνικοπολιτικού οράματος, που μόνο μια κοινωνική φιλοσοφία και ένα
σαφώς κοινωνικοπολιτικό κίνημα μπορεί να περιγράψει και να το μπολιάσει στη
συλλογική συνείδηση. Μα ο υπερρεαλισμός, μή όντας ένα φιλοσοφικό ή κοινωνικό
σύστημα, μη όντας ούτε καν ένα σύστημα με δογματικές αρχές και άκαμπτους κανόνες,
δεν διανοήθηκε ούτε να στοιχειώσει ούτε να προβάλλει ένα καθεαυτό αυτόνομο
κοινωνικοπολιτικό όραμα, παρά μόνο, ένα
όραμα ελευθερίας όχι αγκυλωμένης σε προσδιορισμούς της έννοιάς της τέτοιους και
διάτρητους τόσο που, στο όνομά της, να επιτρέπουν την παραποίηση και τον
εξευτελισμό αξιών από ταλαντούχους στην καπηλεία. Ενα όραμα ελευθερίας με ορίζοντα
που να χωρά το νόμιμο της άνευ ορίων και άνευ αποδέσμευσης των ενορμήσεών μας, που
καταγίνεται να τις απαξιώνει η ηθικόλογη υποκρισία. Οπως είναι γνωστό, το κίνημα
του υπερρεαλισμού διαμορφώθηκε καθ΄ οδόν, αφορμούμενο από την πεποίθηση ότι, η
πνευματική δραστηριότητα του ανθρώπου, ξεδιπλώθηκε μέσα σε παγιωμένα όρια, ερήμην
των απέραντων δυνατοτήτων της σκέψης, τροφοδοτημένης από την επιθυμία. Αφοσιωμένος
ο υπερρεαλισμός, κατά προτεραιότητα, στη μελέτη αυτών των δυνατοτήτων, παρέλειψε να
δρομολογήσει ένα κόρπους πρακτικών προς πραγμάτωση του οράματός του.
Χαρακτηριστικά, στο έργο του Η ιστορία του σουρρεαλισμού, ο Μ. Ναντώ μας πληροφορεί
ότι οι πρωτεργάτες του υπερρεαλισμού δεν βλέπουν σ΄ αυτόν μια νέα σχολή
καλλιτεχνική, αλλά ένα μέσον για τη συστηματική εξερεύνηση περιοχών που, ως τότε,
είχαν παραμεληθεί: το όνειρο, το ασυνείδητο, το υπερφυσικό, η τρέλα, οι
παραισθητικές καταστάσεις, με δυο λόγια, η άλλη όψη του ρασιοναλιστικού κόσμου. Με
διακήρυξή τους ξεκαθάριζαν ότι ο υπερρεαλισμός δεν είναι μορφή ποίησης. Είναι μια
κραυγή του πνεύματος που ξαναγυρίζει στον εαυτό του, με απεγνωσμένη απόφαση να
σπάσει τις αλυσίδες του. Ο υπερρεαλισμός δεν είναι κανένα καινούριο ή ευκολότερο
μέσο έκφρασης ούτε καμιά μεταφυσική της ποίησης. "Είναι ένα μέσον για την
απελευθέρωση του πνεύματος και όλων όσων του μοιάζουν". Ωστόσο βγαίνοντας από την
περίοδο των ατομικών πειραματισμών (ενδοσκοπήσεων, εξομολογήσεων, υπνώσεων κλπ), με
την, όχι σπάνια, συνδρομή φαρμακοτεχνικών πρακτικών που στόχευαν, όλοι αυτοί, στην
παράλυση ελέγχου από τη μεριά της ορθολογικά οργανωμένης συνείδησης. Μετά και από
την κατανόηση πως η παραγωγή προϊόντων λόγου που απηχούν και προωθούν την κίνηση
προς την αλλαγή σκέψης για την αλληλουχία και ερμηνεία των δεδομένων
της εμπειρίας δεν είναι το επαρκές όργανο μαζικοποίησης του κινήματος. Και
επιτέλους ότι, τόσο η παραγωγή σκέψης όσο και η εξέλιξή της δεν πραγματοποιούνταν
ούτε συντελούνταν ερήμην της κοινωνικής συνθήκης, οι υπερρεαλιστές συνάντησαν το
αδιέξοδο. Και η κρίση δεν άργησε να ξεσπάσει με αφορμή το ασυμβίβαστο ορισμένων
δραστηριοτήτων, υιοθετημένων από την ομάδα, με τη διαδικασία της επανάστασης που
επεδίωκε η ίδια. Το ερώτημα τι μπορούν να κάνουν οι υπερρεαλιστές συνοδευόμενο από
την καταγγελία της τακτικής των θορυβωδών εκδηλώσεων ότι δεν αποτελούν δύναμη ικανή
να κλονίσει την αστική τάξη και την πνευματική ιεραρχία της ανέδειξαν, βαθύτερα,
την αντινομία με την οποία επιβαρυνόταν ο υπερρεαλισμός: να παραπαίει ανάμεσα σε
μια μεταφυσική στάση με τις θεωρητικές μελέτες πάνω στα δεδομένα της εσωτερικής
εμπειρίας και σε μια διαλεκτική στάση που δεν μπορεί να είναι άλλη από την
εξελικτική πορεία του πνεύματος σύμφωνα με τα δεδομένα της αυτοσυνέδησής του. Δύο
στάσεις που η μία αναιρεί την άλλη. Και ιδού το δίλημμα: Να πιστέψουν οι
υπερρεαλιστές σε μια πνευματική απελευθέρωση που, αυτονομούμενη, προηγείται της
κατάργησης των συνθηκών της υλικής ζωής, ή αντίθετα η κατάργηση των συνθηκών της
υλικής ζωής είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την πνευματική απελευθέρωση; Ο
υπερρεαλισμός στενεύτηκε να επιλέξει: ή να επιμένει σε μια αρνητική στάση αναρχικής
φύσης, εξαρχής λαθεμένης, ως ασυμβίβαστης με την ιδέα της επανάστασης που
επικαλείται, "ή να ακολουθήσει, και μάλιστα ανεπιφύλακτα, το μοναδικό επαναστατικό
μαρξιστικό δρόμο, απορρίπτοντας τον ατομισμό σαν επαναστατική δύναμη", πρόταση που
έβρισκε σύμφωνους σχεδόν όλους τους υπερρεαλιστές, που στο μεταξύ έχουν διακηρύξει
τη ματαιότητα της λογοτεχνικής δραστηριότητας, ενώ με την ίδια την ύπαρξη της
ομάδας, την αποτελεσματικότητα της συλλογικής δράσης, με την παρατήρηση ότι η
συλλογική δράση δεν λύνει κανένα πρόβλημα όσο περιορίζεται στην εξύμνηση ατομικών
αξιών.
Οι, ποπιο πάνω, διαπιστώσεις, δηλώσεις και προτάσεις, που οι εισηγητές τους
φαίνεται πως είχαν ξεχάσει ότι, ο υπερρεαλισμός είναι μια επαναστατική στάση ζωής
και σαν τέτοια πάει πολύ μακρύτερα από τις πολιτικές συνταγές για την επανάσταση,
προκάλεσαν, κατά ομολογίαν του Α. Μπρετόν, σοβαρή αναταραχή πυροδοτώντας τις
διαφωνίες στο εσωτερικό της ομάδας και λίγο έλειψε να τη διαλύσουν. Ο τρόπος που
τέθηκε το πρόβλημα υποχρέωνε όλους και τον καθένα χωριστά σαν πρόβλημα συνείδησης
πια. Επρεπε να πάρει θέση. Ανάμεσά τους και ο ποιητής μας Ανδρέας Εμπειρίκος.
Ωστόσο η ένταξη του κινήματος στην πολιτική επανάσταση όπως την εννοούσαν εκείνοι
που ήθελαν και επεδίωκαν να τη μονοπωλήσουν, απαιτούσε τη διάθεση όλων των
υπερρεαλιστικών δυνάμεων και κατακτήσεων, πράγμα που ισοδυναμούσε με την αποκήρυξη
της κοσμοθεωρίας, ίσα ίδα εκείνης, που αποτελούσε το λόγο ύπαρξης του κινήματος. Με
άλλα λόγια, του ζητούσαν να συγκατατεθεί στην αυτοκτονία του και φυσικά ήρθε η
σύγκρουση. Ο Μ. Ναντώ στην Ιστορία του επισημαίνει ότι, με την έλευση του Σ. Νταλί,
το κίνημα ξαναμπαίνει στο αρχικό του κανάλι του παντοδύναμου πνεύματος "που χάρη
στο παραμιλητό του, μπορεί να μεταπλάσσει τον ανελέητο υλικό κόσμο των δεδομένων.
Οι υπερρεαλιστές ένιωσαν πως μπορούν να επιδρούν στα πράγματα έτσι που να τα
μεταβάλλουν κατά τις επιθυμίες των, ότι μπορούν να μεταβάλλουν τον κόσμο μέσω των
κρυφών επιθυμιών τους". Το παραμιλητό τους έπρεπε να μεταδοθεί προς τα έξω και άλλο
κανάλι, εκτός από εκείνο της τέχνης, δεν είχαν (αυτής που άλλοτε είχαν
απομυθοποιήσει και αποκηρύξει), αλλά μιας τέχνης που δεν έχει τίποτα το κοινό με
αυτό που ήταν άλλοτε. Πρόκειται για μια επιστροφή στις ατομικές αξίες. Οι παλαιοί
υπερρεαλιστές, που είχαν διαγραφεί ή είχαν αποχωρήσει, ήταν οι πρώτοι που
προσανατολίζονται: ή στην τέχνη ή στην επανάσταση. Ενα διχασμό που πολύ σύντομα
παρέσυρε ολόκληρο το κίνημα, που διασπάται προς τις δύο αυτές κατευθύνσεις. Και ο
ποιητής μας Ανδρέας Εμπειρίκος πού; Σε ποια από τις δύο;
"Παλαιότερα είχα απόλυτα προσχωρήσει στον μαρξισμό", λέει στην περίφημη συνέντευξή
του στην κυρία Ανδρομάχη Σκαρπαλέζου, το Γενάρη του 1967, "τον απεκήρυξα διότι,
όπως απεδείχθει εις την Ρωσσίαν, η απελευθέρωσις του κόσμου δεν γίνεται μόνο με την
πάλη των τάξεων και ούτε μόνο με το προλεταριάτο, αλλά πας άνθρωπος οφείλει να
μάχεται και να υποσκάπτει τα θεμέλια των "κακώς κειμένων". Να ζητά μιαν ελευθερίαν
απόλυτον μέσα στη σκέψη και μέσα στη ζωή", και συνεχίζοντας, "δεν παρεδέχθην καμίαν
συντηρητικήν προσήλωσιν εις νεκρά στοιχεία που άλλοι νομίζουν ιδεώδη. Επιθυμώ μίαν
τελείως ελευθέραν κοινωνίαν, πολύ πλησιέστερα στον φιλελευθερισμόν παρά εις τον
οικονομισμόν ή τον οπορτουνισμόν του ιμπεριαλιστικού μαρξισμού"... Αυτά το 1967.
*** Είναι απαραίτητο να τονιστεί ότι οι πιο πάνω αποσπασματικές αναφορές, σε
``περιστατικά και φάσεις εξέλιξης του γαλλικού υπερρεαλιστικού κινήματος, δεν
έγιναν για κανέναν άλλο λόγο παρά για να επισημανθεί το κλίμα μέσα στο οποίο,
αντλώντας καύσιμα, κάμινευ- όταν το ιδιωτικό όραμα του κάθε υπερρεαλιστή και φυσικά
εκείνο του Ανδρέα Εμπειρίκου. Ερώτημα: Εχει εμπνευστεί ο Α. Εμπειρίκος ένα εφικτό
κοινωνικοπολιτικό όραμα (σχέδιο) με ή δίχως εχέγγυα στατικής ισορροπίας; Αλλά, πριν
απ΄ αυτό ας θυμηθούμε ότι το όραμα του υπερρεαλισμού δεν περιελάμβανε ένα σχέδιο
οργανωμένης πολιτείας, πολύ λιγότερο, ένα συνταγματικό της χάρτη. Αν, περιστασιακά,
δέχθηκε ή αν θα δεχόταν να συνταχθεί στο πλευρό μιας πολιτικοκοινωνικής
επανάστασης, θα ήταν για να εμβολιάσει σ΄ αυτή μια τέτοια και τόσης εμβέλειας
ελευθερία του πνεύματος και της σκέψης, όπως την εννόησε αυτός, ώστε να είναι
ελόγου της η επανάσταση διαρκής, χωρίς ημερομηνία λήξης, και ικανή να υπερβαίνει
ακόμα και την πραγματικότητα που η ίδια θα εγκαθιστούσε διαπλαταίνοντάς της εις το
διηνεκές. Ας επανέλθουμε στο ερώτημα, σημειώνοντας ότι, ασφαλώς,
ο μόνος χώρος μέσα στο σύνολο του έργου του που μπορεί να υποθάλψει το ερώτημα αλλά
και να δώσει θετική ή αρνητική απάντηση είναι το ποίημα ¨Οχι Μπραζίλια μα Οκτάνα".
Πριν όμως κι απ΄ αυτό, ένα προ-ερώτημα: Τι θα καθιστούσε έγκυρη τάχα την αξιολόγηση
του οράματος του Α. Εμπειρίκου, μέσω του έργου του, ποιητικού και πεζογραφικού,
διαθλασμένου από το πρίσμα μιας μονοδρομικής κριτικής, αγκυλωμένης στις συνθήκες
του κοινωνικοπολιτικού παραδείγματος; Και στοχάζεται κανείς τι από τα δύο
διακυβεύεται από μια τέτοια προκατάληψη; Μήπως η αντοχή του εμπειρίκειου οράματος
στην αποδομητική πίεση μιας δήθεν αδιαφιλονίκιτου κύρους, τέτοιας κριτικής; Ή μήπως
η εγκυρότητα των εργαλείων της κριτικής αυτής για ένα έργο υψηλόβαθμης
ολισθηρότητας για αστόχαστους σκιέρς; Κι ο καθένας σήμερα μπορεί να αναρωτηθεί: τι
να ΄ναι αυτό που απηχεί η υποβολή του έργου του Α. Εμπειρίκου στη δοκιμασία της
ανίχνευσης σ΄ αυτό κάποιου εργαλειακού ρόλου στο χτίσιμο μιας μεσσιανικής Ουτοπίας;
Ωστόσο επανερχόμαστε στον κόμβο: "Οχι Μπραζίλια μα Οκτάνα". Η άποψή μας είναι πως
με το έργο του αυτό ο Α. Εμπειρίκος απλώνει ένα προσχέδιο κοινωνικού μορφώματος,
καρπό κάποιων προϋποθέσεων που τη δημιουργία τους την εμπιστεύεται σε αβαρείς
οντότητες, την πίστη, την καλή θέληση και την κάποια αδήριτη ανάγκη, παράγοντες με
ασαφή οντολογία καθώς μένουν αδήλωτοι οι ενεργοί φορείς των. *** Ας σημειωθεί ότι η
παράλειψη της παράθεσης ολόκληρου του ποιήματος "Οχι Μπραζίλια μα Οκτάνα" οφείλεται
στην έκτασή του. Γι΄ αυτό και η ακόλουθη αποσπασματική αναφορά μόνο μερικών,
κομβικών θάλεγα, σημείων του ικανών, να αναδείξουν το εφικτό ή ανέφικτο των
συνθηκών κάτω από τις οποίες πάει να στοιχειωθεί το εμπειρίκειο όραμα.
Αναφερόμενος ο ποιητής μας σε κατασκευαστικά έργα για το χτίσιμο της Οκτάνας, που
τα θέλει "όχι οικοδομικά, όχι ορθολογιστικά", παρά χαρακτηρίζοντάς τα απλώς ως
"τελείως διαφορετικά" και εντοπίζοντάς τα στην "καρδιά υψηλών οροπεδίων" (άραγε
υπονοεί τον υψομετρικό τους δείκτη;) και, "πρό παντός, μέσα στην καρδιά του κάθε
ανθρώπου", καλύπτει έτσι την τοπολογική συνιστώσα της Νέας Πόλης του οράματός του.
Οσο για τη χρονική του συνιστώσα, την τοποθετεί "στην καρδιά του μέλλοντος, ίσως
μετά από μίαν άλωσιν οριστικήν, μετά την μάχην του τρομακτικού, του επερχόμενου
Αρμαγεδώνος" (ηχηρή παραπομπή στον πάτμιο Ιωάννη). Και, φυσικά, με τον απροσδόκητο
αυτό προσδιορισμό των συνιστωσών του, το όραμα ολισθαίνει προς την Ουτοπία, μιας
και αυτές έτσι προσδιορισμένες δεν υποστηρίζονται από μετρήσιμα μεγέθη. Μη τάχα δεν
σπεύδει ο ποιητής μας να εξορκίσει για την ανέγερση της Νέας Πόλης κάθε παρέμβαση
αρχιτεκτόνων, πολεοδόμων "που με χάρακες, γωνίες, μοιρογνωμόνια, με ταφ και
υποδεκάμετρα πιστεύουν οι καημένοι, ναρκισσευόμενοι (μαρξιστικά, φασιστικά, ή
αστικά) ότι μπορούν να ρυθμίσουν εκ των προτέρων τους βίους των ανθρώπων και το
μέλλον της ανθρωπότητος"; Οχι, λέει ο ποιητής μας, δεν θα χτιστεί μ΄ αυτούς η Νέα
Πόλις έτσι> "Θα χτιστεί από όλους τους ανθρώπους όταν, έχοντας εξαντλήσει οι
άνθρωποι τις καλές και τις κακές αρνήσεις" (θέλει άραγε να αγνοήσει το ρόλο των
αντιφάσεων και των συγκρουσιακών αντιθέσεων σαν μοχλών των εξελίξεων μέσα στον
ιστορικό χρόνο;), "βλέποντας το αστράπτον φως της αντισοφιστείας τουτέστιν το φως
τής άνευ δογμάτων, άνευ ενδυμάτων Αληθείας <...> και αφήνουν μέσα στις ψυχές των,
με οίστρον καταφάσεως όλα τα δέντρα της Εδέμ, με πλήρεις καρπούς και δίχως όφεις ν'
ανθίσουν" κλπ. *** Το πλούσιο σημασιακό φάσμα του όρου Οκτάνα που, με πολλά
πρίσματα, με διάφορους δείκτες διαθλάσεως, ξετυλίγει ο ποιητής μας, ανακαλεί αλλά
και ξεπερνά σε ποιητική, όσο και καλοπροαίρετη, σύλληψη οραματιστές Τόμας Μουρ,
Τομαζέο Καμπανέλλα - να πούμε και
Μαχάτμα Γκάντι, αφού "Οκτάνα θα πει μη συμμετοχή και μη αντίταξι βίας εις την
βίαν", κι ακόμα θα πει, μέσω κατάλληλων μοντέλων διαίσθησης και ενόρασης, να σου
επιτραπεί "λόγια συμβολικά του Ιησού, τις αστραπές των προφητών, μα και τις
τηλαυγείς εκλάμψεις του Νιτσεϊκού Ζαρατούστρα σωστά να νιώθεις...". Καί
προηγουμένος στην ιδέα και το σχεδιασμό μιας παγκοσμιοποίησης - όχι, βέβαια, της
αδυσώπητης και επικρεμάμενης παγκοσμιοποίησης των αρχιτεκτόνων της, Τζωρτζ Σόρος
και Σάμιουελ Χάντιγκτον - περιγράφει την ταυτότητα της Οκτάνας του, μιάς "όχι
πολιτικής, μιάς ψυχικής ενότητας Παγκόσμιας Πολιτείας (πιθανώς Ομοσπονδίας) με
ανέπαφες τις πνευματικές και εθνικές ιδιομορφίες εκάστης εθνικής ολότητος, εις μίαν
πλήρη και αρραγή αδελφοσύνην εθνών, λαών και ατόμων, με πλήρη σεβασμόν εκάστου,
διότη αυτή μόνον εν τέλει θα ημπορέσει διά της κατανοήσεως, διά της αγωνιστικής
καλής θελήσεως, ουδόλως δε διά της βίας, τας τάξεις και την εκμετάλλευσην του
ανθρώπου από άνθρωπον να καταργήση, να εκκαθαρίση επιτέλους"! Σίγουρα, δεν μπορεί
ν΄ αποδοθεί εις βάρος του Α. Εμπειρίκου (μεμυημένου, καθ΄ ομολογίαν του - βλ.
συνέντευξή του στην κ. Ανδρομάχη Σκαρπαλέζου) - στο μαρξισμό και στη διδασκαλία του
Ενγκελς) άγνοια των μηχανισμών της διαλεκτικής για το ιστορικό πέρασμα από μια φάση
στη διάδοχη φάση του κοινωνικού γίγνεσθαι. Ετσι, η εμφανώς αφελής εμπιστοσύνη του
στη λειτουργικότητα προϋποθέσεων, σαν τις περιγραφόμενες, για την ίδρυση της
Οκτάνας (σύνδρομο ακύρωσης ιδεολογικών του προσδοκιών, τραυματικών του εμπειριών -
ομηρία του το 1944 - επίσκεψη στη Σοβιετική Ρωσία το 1962, αλλά και της
ψυχαναλυτικής του παιδείας) είναι το τοπίο όπου διολισθαίνει ο διάπυρος καημός του,
ένας ψυχαναλυτικής καταγωγής καταλύτης, για μια κοινωνία ιδανικών ατόμων που, "μετά
την εξάντλησιν των καλών και κακών αρνήσεών τους", και παραδομένων σε "οίστρον
καταφάσεως", έχοντας δηλαδή απωλέσει τ΄ αντανακλαστικά τους στις συγκρούσεις τους
με την πραγματικότητα, είναι πια κατάλληλα να καταπιαστούν με την ίδρυση της
Οκτάνας, μιάς πολιτείας εμπλουτισμένης
με εντελέχεια τέτοια που, "αυτό που είναι αδύνατο να γίνει, αμέσως το κάνει εν
τέλει δυνατόν, ακόμη και την χίμαιραν και την ουτοπίαν, ίσως μια μέρα και την
αθανασίαν του σώματος και όχι μονάχα της ψυχής". *** Συνοψίζοντας προσφεύγει κανείς
σε σκέψεις σχετικά με το μεσσιανικού κλίματος ποίημα "Οχι Μπραζίλια μα Οκτάνα" του
Α. Εμπειρίκου, όραμα μιας Πολιτείας Νέας με καταστατικό χάρτη κυλιόμενο πέραν του
ορίζοντα πάγιων στατικών δομήσεων αλλά διαμέσου των, πρωτεϊκών θα λέγαμε,
ψυχοσωματικών μας ενορμήσεων, διερωτώμενος αν, με το ποίημα αυτό προοιωνίζεται ένα
ευδόκιμο προωάριο που τη γονιμοποίησή του θα τη χρεωθούν, άγνωστο πότε κατά τον
ποιητή μας, άσπερμοι γαμέτες ή κάποια αδήριτη μα έκδηλη "ανάγκη, η καλή θέλησις,
και η πίστις", κι είναι γι΄ αυτό που το στάδιο εκκόλαψής του δεν περιέχει λήξη, ή
αν είναι ένας προσδόκιμος μεσσιανικός Αίγαγρος "που θα μας σώσει"; Η μήπως το "Οχι
Μπραζίλια μα Οκτάνα" είναι να καλύψει το κενό ενός λανθάνοντος τρίτου μανιφέστου
σαν αζήτητο (εξαιτίας των απελπιστικά ουτοπικών αξόνων του) παραπλήρωμα του
υπερρεαλιστικού κινήματος, το οποίο δεν περιλάμβανε επεξεργασία
κοινωνικοοικονομικής πολιτικής, αφήνοντάς την σε άλλους κατά ρητή δήλωση του ίδιου
του Μπρετόν. Ωστόσο το εγχείρημα της Οκτάνας, ενώ τεκμηριώνει, θα λέγαμε, την
εκπεφρασμένη και εύστοχη (και όχι μόνο με αφορμή την Οκτάνα) παρατήρηση του κ.
Αλέκου Αργυρίου για έναν ιδιωτικό υπερρεαλισμό του Ανδρέα Εμπειρίκου.

Η ΑΥΓΗ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΖΟΦΟ


Ερωτήματα και κατευθύνσεις στην περιδιάβαση του "Μεγάλου Ανατολικού"
ΣΑΒΒΑΣ ΜΙΧΑΗΛ γιατρός και δοκιμιογράφος Το Νοέμβριο του 1990, ο καταραμένος και
κατ΄ άλλους θεϊκός μαρκήσιος ντε Σαντ ξεφεύγει, μετά θάνατον, από τη Βαστίλλη και
το άσυλο φρενοβλαβών του Σαραντόν και μπαίνει στο Πάνθεον: ο πρώτος τόμος των
απάντων του εκδίδεται από την Pleiade - το άκρον άωτον της επίσημης καθιέρωσης στα
γαλλικά γράμματα. Ενα μήνα αργότερα, το Δεκέμβριο του 1990, ένας θαλάσσιος
κολοσσός, βυθισμένος για δεκαετίες και γνωστός μόνο από σκόρπιες, λίγο πολύ
σκανδαλιστές φήμες, αναδύεται στην Ελλάδα: η ΑΓΡΑ εκδίδει του πρώτους τόμους του
"Μεγάλου Ανατολικού", της θρυλικής ωκεάνιας ερωτογραφίας του Ανδρέα Εμπειρίκου, του
θαυμαστή αλλά και αντίποδα του Σαντ. Η καθιέρωση, όμως, δεν θα΄ ρθει. Το αντίθετο.
Το εκδοτικό γεγονός προκαλεί το σάλο αλλά το περίλαμπρο υπερωκεάνιο δεν βρίσκει
"ντοκ", ένα λιμάνι να το υποδεχθεί. O Αγαθότατος ναυπηγός και πλοηγός του, ο μέγας
υπερρεαλιστής ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος, αν και "αναγνωρισμένος" πλέον, κινδυνεύει
πάλι να εγκλεισθεί και αυτός και το έργο του και προπαντός η ερωτική μυθιστορία-
ποταμός σε
μια νέα Βαστίλλη, σ΄ ένα άλλο Σαραντόν.

Η Ελένη Βακαλό φωτογραφημένη από τον Εμπειρίκο (1955) Παρά τη θερμή συνηγορία
ποιητών του μεγέθους ενός Ελύτη, της αξίας ενός Κακναβάτου και πέρα από λιγοστές
εξαιρέσεις κριτικής αποδοχής, ο "Μέγας Ανατολικός" κι ο Ανδρέας Εμπειρίκος δέχθηκαν
κανονιοβολισμούς, (ιδιαίτερα από κείνους που αρνήθηκαν να προχωρήσουν την ανάγνωσή
τους πέρα από το φυλλομέτρημα των σελίδων των δύο πρώτων τόμων του 1990). Λέχθηκαν
και γράφηκαν όσα λέγονταν και γράφονταν για τον Σαντ: "επαναληπτικός, μονότονος,
βαρετός, αηδιαστικός, παράλογος, δεν διαβάζεται...". Κι όμως, τώρα ο Σαντ γίνεται,
κατά κάποιο τρόπο, πιο αποδεκτός. Γιατί; Γιατί αυτή η διαφοροποιημένη στάση
απέναντι στους δυο μεγάλους ερωτογράφους, απέναντι
στις "120 Μέρες των Σοδόμων" από τη μια και το "Μέγα Ανατολικό" από την άλλη, στον
ίδιο ιστορικό χρόνο; Το γεγονός δεν εξηγείται απλουστευτικά με τη διαφορά
πολιτιστικής στάθμης ή και κοινωνικής ανάπτυξης ανάμεσα σε Γαλλία και Ελλάδα. Οι
διαφορές ενυπάρχουν και ταυτόχρονα ξεπερνιούνται στους καιρούς μας της
παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου και των πολιτισμικών προτύπων. Εξάλλου η φιλολογούσα
Αθήνα, ίσα ίσα λόγω της διαφοράς της, ποτέ δεν θα εκώφευε σε μηνύματα που εκπέμπει
το Παρίσι. Ο Σαντ, βέβαια, δεν είχε γίνει ανώδυνος. Η αποδοχή του στη σειρά της
Pleiade έχει ένα χαρακτήρα εξορκισμού.. την ίδια εποχή, η Pleiade εκδίδει και Μαρξ:
μέσα στους κρότους και τις θριαμβολογίες της Δύσης αμέσως μετά τις καταρρεύσεις του
1989 -΄91 στην Ανατολή, ο Μαρξ θα μπορούσε πια να θεωρηθεί σαν ένας φιλόσοφος
ανάμεσα στους άλλους. Κι ο Σαντ ένας συγγραφέας ανάμεσα στους Litterati. Το
ερώτημα, όμως, παραμένει: γιατί να μη θεωρηθεί κι ο "Μέγας Ανατολικός" ένα
λογοτεχνικό ερωτογράφημα πλάι στ΄ άλλα; Γιατί να προκαλεί ένα κείμενο που θεωρήθηκε
"πορνογραφικό" σε συνθήκες αδιάφορης αποδοχής της γενικευμένης τηλεφωτοπορνοθέασης,
τηλε-πορνο-ακρόασης και ναρκωτικής πορνο-εξάρτησης; Ο Οδυσσέας Ελύτης σημειώνει ότι
η αξία του "Μεγάλου Ανατολικού" "βρίσκεται στην παναγαθοσύνη του ποιητή που
διαχέεται πάνω στους χαρακτήρες και στις αξίες των πλέον διαφορετικών τύπων του
έργου, πρωταγωνιστών ή κομπάρσων, και αναεκπέμπεται αδιάκοπα στον αναγνώστη σαν ένα
είδος ευλογίας"(1). Γιατί η αγαθοσύνη να απωθείται περισσότερο από τη φρίκη; Η
αγαθοσύνη, εδώ, είναι καρπός του πνεύματος, όπως στον Παύλο, κι όχι απλώς φυσική
κατάσταση ενός "καλού άγριου", ενός Bon Sauvage a la Rousseau. Δεν βρίσκεται στην
αρχή αλλά στο τέλος. Είναι το Noch-Nicht-Sein (Bloch), αυτό-που-δεν-υπάρχει-ακόμα,
το Niemandsrose
του Celan, του Κανενός το Ρόδο. Ο κόσμος πιο εύκολα αποδέχεται τη φρίκη που έζησε,
ζει και περιμένει, (λόγου χάρη στις "12ο Μέρες των Σοδόμων" ή την κινηματογραφική
της εκδοχή, το "Σαλό" του Παζολίνι μ΄ όλους τους τρόμους του φασισμού), παρά την
Αγαλίασηπου-δεν-υπάρχει-ακόμα. Μια ουτοπία όπου το Μεσιανικό και το Ερωτικό
ενώνονται, όπως το "Ασμα Ασμάτων", το Ερωτικό στο φως του Μεσσιανικού, το
Μεσσιανικό, μ΄ όλη την αγαλίαση του Παντοκράτορα Ερωτα. Ενας κόσμος κορεσμένος από
την οδύνη μπορεί, όχι χωρίς αντιστάσεις, ν΄ αναγνωρίσει, τελικά, το πρόσωπό του
στον καθρέφτη που δυο αιώνες τώρα του τείνει ο Σαντ. Αρνείται, όμως, να κοιταχτεί
στο κάτοπτρο του Μέλλοντος που του προτείνει ο Εμπειρίκος. Το έργο του Σαντ δείχνει
το ζόφο μέσα στην αυγή των Νέων Καιρών. Είναι το λυκόφως μέσα στο λυκαυγές.
Αντίθετα, εκείνο του Εμπειρίκου δείχνει την αυγή μέσα στο ζόφο του αιώνα μας. Είναι
το λυκαυγές μέσα στο λυκόφως. Τα μαύρα νερά της Στυγός δεν πάψαν να τρομάζουν. Ενας
κόσμος-που-πεθαίνει τα φοβάται, αλλά αποδέχεται σαν μοιραίο το να καθρεφτίζεται σ΄
αυτά. Ενας κόσμος χωρίς μέλλον, όμως, αρνείται ν΄ ατενίσει τον Ωκεανό του Μέλλοντος
που διασχίζει ο "Μέγας Ανατολικός", εν πλω προς τον κόσμο-που-έρχεται. ΙΙ Ο ίδιος ο
Εμπειρίκος στο "Μέγα Ανατολικό" κάνει σαφές ότι δεν είναι, απλώς, διαφορετικός από
τον Σαντ: είναι το αντίθετό του(2). Μας δίνει, έτσι, το νήμα για τη διείσδυση στον
ερωτογραφικό του λαβύρινθο. Και οι δυο ξεφεύγουν - προς αντίθετη κατεύθυνση - από
τα όποια συμβατικά όρια της ερωτογραφίας κι από τους όρους της όποιας αισθητικής
που μένει αισθητική. Ξεφεύγουν από τα κριτήρια της μιας ή της άλλης σχολής
φιλολογικής κριτικής. Κι οι δυο τους στοχάζονται τα πιο αγωνιώδη ερωτήματα της
Ιστορίας και της ύπαρξης σε
εποχές μετάβασης ή και κρίσης της μετάβασης, εμπλοκής της σ΄ αδιέξοδα. Ο Σαν
ευτύχησε, κυρίως στον αιώνα μας, ν΄ άχει λαμπρούς αναγνώστες, που τον διαβάζουν
σκαλίζοντας ακριβώς αυτά τα τραύματα-ερωτήματα: τον Pierre Klossowski, τον Maurice
Blanchot, τους υπερρεαλιστές, τον Jacques Lacan. Γιατί να μη διαβάζουμε και τον
αντιΣαντ και το "Μέγα Ανατολικό" του με τον τρόπο που μας δίδαξαν οι μεγάλοι
αναγνώστες του Σαντ; Το βιβλίο "Πλους και Κατάπλους του "Μεγάλου Ανατολικού"(3)
καταγράφει μιαν ανάγνωση εν προόδω της ωκεάνιας μυθιστορίας του Ανδρέα Εμπειρίκου.
Αρχισε με την έκδοση των πρώτων τόμων, συνεχίστηκε με την κυκλοφορία των υπόλοιπων
και την ολοκλήρωση του έργου. Δεν σταμάτησε με τη δημοσίευση τριών δοκιμίων που
περιλαμβάνει ο "Πλούς και Κατάπλους". Προεκτάσεις και νέες διακλαδώσεις είδαν το
φως με εισηγήσεις σε σεμινάρια, συμπόσια, συζητήσεις στρογγυλών τραπεζιών που
οργανώθηκαν στπ Πανεπιστήμιο Πάτρας, στο Ιδρυμα Γουλανδρή-Χορν, ακόμα και στη
Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας...(4) Η ανάγνωση εν προόδω δεν
έκλεισε-ούτε κι οι διαμάχες που γέννησε(5). Κατευθύνσεις στην ανάγνωση δίνει μια
ανοιχτή σειρά από αλληλένδετα ερωτήματα, από Clusters ερωτημάτων. * Γιατί ένας
αναμφίβολα μεγάλος ποιητής όπως ο Εμπειρίκος αφιερώνει τριάντα συναπτά έτη, από το
1945 μέχρι την παραμονή του θανάτου του, στη συγγραφή και επανεγγραφή ενός
γιγαντιαίου ερωτογραφήματος, έχοντας συνάμα υπόψη του ότι οι επικρατούσες συνθήκες
και τα ήθη, ιδιαίτερα στη μετεμφυλιοπολεμική Ελλάδα, απαγόρευαν τη δημοσίευσή του;
Τι πυροδότησε και τροφοδότησε αυτόν τον τεράστιο πνευματικό μόχθο; Μ΄ άλλα λόγια:
Ποιο Μέγα Τραύμα ήταν η πηγή του έργου του; Αν, μαζί με τον Ελύτη,
αντιαπαραβάλλουμε το "Μέγα Ανατολικό" στις "12ο Μέρες των Σοδόμων" του Σαντ, για
ν΄αντιληφθούμε "πως είναι δυνατόν μια Κόλαση να μετατραπεί με τα ίδια υλικά σ΄έναν
επί γης
Παράδεισο" (6), γνωρίζοντας ότι το Magnum Oqus του μαρκήσιου είναι αλληλένδετο με
τον εγκλεισμό του στη Βαστίλλη, τότε ποια είναι η Βαστίλλη του Εμπειρίκου;(7) Η ζωή
κι οι μαρτυρίες των φίλων του ποιητή μαρτυρούν περί τούτου. Η πρώτη γραφή του
"Μεγάλου Ανατολικού" αρχίζει αμέσως μετά την άδικη σύλληψη του Εμπειρίκου από την
ΟΠΛΑ και τη δραματική περιπέτεια της ομηρίας του στα Κρώρα, το Δεκέμβριο του 1944.
Ο ποιητής συλλαμβάνεται όμηρος μόνο και μόνο λόγω του ονόματος του μεγαλοαστού
πατέρα του, βασικού εκπροσώπου της βενιζελικής βιομηχανικής-εφοπλιστικής
μπουρζουαζίας. Η ΟΠΛΑ (ευτυχώς από μια άποψη) αγνοούσε τις τροτσκιστικές ιδέες του
Ανδρέα Εμπειρίκου. Για τον τελευταίο, όμως, το θρεμμένο στα προπολεμικά χρόνια από
τις ιδέες της Οκτωβριανής Επανάστασης στην οποία είχε στραφεί διαμέσου του
υπερρεαλισμού του Ανδρέα Breton και της έλξης του Λέοντα Τρότσκι, γι΄ αυτόν τον
πιστό στο Μεγάλο Οραμα του 1917, η διάψευση των επαναστατικών προσδοκιών από τους
άξεστους διαχειριστές της υπόθεσης αποτέλεσε τρομαχτικό τραύμα - το Τραύμα της
Ιστορίας της ίδιας. Η ευαισθησία κι η προσοχή στους ιστορικούς όρους μέσα στους
οποίους άρχισε η εγγραφή της ωκεάνιας μυθιστορίας είναι αλληλένδετες με τους
αντικειμενικούς όρους μέσα στους οποίους αρχίζει η έκδοση κι η ανάγνωσή της:
βρισκόμαστε στις αρχές της τελευταίας δεκαετίας του αιώνα, μέσα στο σάλο των
καταρρεύσεων στην Ανατολή και στην ίδια τη χώρα του Οκτώβρη. Το ίδιο τραύμα της
Ιστορίας, στην ακραία επιδείνωσή του, έλκει - άλλους απωθεί - στο μυθιστορηματικό
ποταμό που άλλοτε, μαζί με πολλά άλλα, γέννησε και τροφοδότησε. * Αλλά ο Εμπειρίκος
είναι, ολοφάνερα, ο κατ΄ εξοχήν Αντι-Σαντ. Πώς μέσα από τη δικιά του Βαστίλλη, το
σταλινικό εφιάλτη που στραγγάλισε την επαναστατική ελπίδα, η αρχή της Ελπίδας
(Prinzip Hoffnung) βγαίνει θριαμβεύουσα;
Ο Εμπειρίκος δεν γίνεται ένας αποστάτης, ένας Renegat. Με τα δικά του μέσα ανάπλασε
το τραυματισμένο επαναστατικό πρόταγμα, ναυπηγώντας στις ποιητικές του δεξαμενές
μια πανανθρώπινη Κιβωτό του Ερωτα, μια φουριερική ουτοπία "άνευ ορίων άνευ όρων".
Διέσωσε το όραμα μιας "άνευ τάξεων Παγκόσμιας Συμπολιτείας". Πώς σώθηκε όμως ο
ίδιος; Το σύνθεμα του "Μεγάλου Ανατολικού" αποτέλεσε πραγματικά αυτό που ο Lacan θα
ονόμαζε ένα sinthome, ένα σύνθωμα σωτηρίας. Τούτο, πάλι, για να συγκροτηθεί απαιτεί
τέχνη, πνευματική πυξίδα, μέθοδο. Για τον Εμπειρίκο τεράστιο ρόλο έπαιξαν η
ποιητική του σύλληψη του Υψηλού (Sublime), ο υπερρεαλισμός, η θητεία του στην
ψυχανάλυση και προπαντός η μαθητεία του στη διαλεκτική του Hegel. Αν ο Σαντ, όπως
έδειξε ο Lacan, είναι αλληλένδετος με τον Καντ, ο αντι-Σαντ τον υπερβαίνει,
υπερβαίνοντας τον Καντ διαμέσου του Hegel(8). * Αν το κάθε όνειρο είναι, όπως λέει
ο Freud, η εκπλήρωση ενός πόθου, τότε ο "Μέγας Ανατολικός" είναι το όνειρο κάθε
ονείρου, η εκπλήρωση κάθε πόθου. Σ΄ αυτή την περίπτωση, ποιος είναι ο Ομφαλός του
ονείρου, το κεντρικό εκείνο σημείο που το δένει και το αποκόπτει από τη Μήτρα του;
Το δοκίμιο "Ο κατάπλους του "Μεγάλου Ανατολικού" ή το Μέγα Ελεος"(9) το ψηλαφεί στα
θαυμάσια εκείνα κεφάλαια της μυθιστορίας όπου το υπερωκεάνιο συναντάει εν μέσω του
Ωκεανού την Τρικυμία και, αμέσως μετά, το πλοίο-φάντασμα "Αλμπέρτα" με τη σφαγμένη
γυμνή κόρη Αικατερίνη(10). Ο "Μέγας Ανατολικός" αναμετριέται εδώ με τη φύση και με
το δικό του φάντασμα, το αντεστραμμένο είδωλό του στον Αδη. Η αφήγηση εκρήγνυται
μέσα στη σύγκρουση της φύσης και του πολιτισμού, της ζωής με το θάνατο αλλά και με
τη "δυσφορία μέσα στον Πολιτισμό". Ο πλους προς ένα Νέο Κόσμο διασταυρώνεται
αναπόφευκτα με τη σκιά του θανάτου και, στην καρδιά της, με την Οιδιπόδεια
Τραγωδία. Μόνο με την κάθαρση της τελευταίας και το Μέγα Ελεος, μια δικαιοσύνη πέρα
από το δίκαιο, μια και
"κάθε δίκαιο είναι δίκαιο της ανισότητας"(11), είναι δυνατός ο κατάπλους στο Νέο
Κόσμο. * Πώς θα διαλευκανθεί η τραγωδία, το αίνιγμά της; Με την ψυχανάλυση, περί
τούτου δεν αμφιβάλλει καθόλου ο Ανδρέας Εμπειρίκος. Θα διατηρήσει μέχρι τέλους τον
ενθουσιασμό του και την επιστήμη του ασυνείδητου και στον απελευθερωτικό της ρόλο.
Θα την υπηρετήσει "επί δώδεκα συναπτά έτη, ως ευσυνείδητος ερευνητής των εγκάτων
της ψυχής των ανθρώπων"(12) - μέχρι να του απαγορευτεί η ψυχαναλυτική κλινική
πρακτική το 1951, όταν τέλειωνε την πρώτη γραφή του "Μεγάλου Ανατολικού". Μετά τη
βίαιη αποκοπή από το Μαρξισμό στα Κρώρα, ο ποιητής γνωρίζει μια δεύτερη τραυματική
ευνουχιστική εμπειρία, αυτή τη φορά από την Altra Pars, το κατεστημένο των αστών
νικητών του εμφυλίου πολέμου. Η ψυχανάλυση δίνει τον ιστό της στην ύφανση της
ωκεάνιας μυθιστορίας. Στο κρίσιμο σημείο, τη συνάντηση με το φοβερό πλοίο-φάντασμα
"Αλμπέρτα", γίνεται η ίδια η ψυχανάλυση ηρωίδα της αφήγησης, εξιχνιάζοντας το
μυστήριο με τη δραστική Lege artis χρήση της από το συγγραφέα Μακ Γκρέγκορ, ένα από
τα πρόσωπα του έργου που λειτουργεί κι αυτό σαν προσωπείο του ποιητή(13). Η
ψυχανάλυση φέρνει στο κέντρο της μυθιστορίας αλλά και της Ιστορίας την Οιδιπόδεια
Τραγωδία. Συνάμα, ως λύτρωση του δεσμώτη Ιμέρου ανήκει στο τέλος της Ιστορίας, στο
επέκεινά της. Γι΄ αυτό και στη μελλοντική αταξική Παγκόσμια συμπολιτεία, που
οραματίζεται ο Ιούλιος Βερν_Εμπειρίκος επί του "Μεγάλου Ανατολικού", ο Σίγκμουντ
Φρόιντ θα τιμάται ως "εκλεκτός του θεού", ως "ένθεος"(14). Αλλά ο Εμπειρίκος
ξεφεύγει κι από τα όρια της φροϊδικής "ορθοδοξίας". Αρνείται ν΄ απολυτοποιήσει τη
δυσφορία μέσα στον πολιτισμό ή να θεωρήσει αιώνιο το Οιδιπόδειο. Γι΄ αυτόν η
ψυχανάλυση προφητεύει κατ΄ όναρ την άρση της δυσφορίας μέσα στον πολιτισμό και το
τέλος του Οιδιπόδειου. * Πώς είναι δυνατόν να ξεπεραστεί η οιδιπόδεια τραγωδία;
Στην τραγωδία επί του καταστρώματος της
"Αλμπέρτα", ο Εμπειρίκος έδειξε ότι η παραβίαση του νόμου και μάλιστα του θεμελίου
του, του ταμπού της αιμομιξίας, για χάρη του πόθου, ενισχύει το Νόμο και τις
τρομερές του συνέπειες. Μετατρέπει σε αντινομία το αντιφατικό δίπολο Νόμος/Πόθος
που έφερε στο φως ο Lacan, ιδιαίτερα όταν αποσαφηνίζει τη σχέση του Σαντ με τον
Καντ. Πώς είναι δυνατόν να ξεπεραστεί η αντίφαση χωρίς να απολυτοποιηθεί σε
ανυπέρβλητη αντινομία; Από την άλλη, ο απελευθερωμένος κόσμος της πανανθρώπινης
ευδαιμονίας, κατά τον Εμπειρίκο, ή θα βρίσκεται πέρα από τον Οιδίποδα και πέρα από
την κατάρα του Νόμου ή δεν θα υπάρξει. Η μετάβαση σ΄ αυτό το Νέο Κόσμο, ο ίδιος ο
πλους του "Μεγάλου Ανατολικού", εξαρτάται από την υπέρβαση ή μη της αντίφασης του
Νόμου και του Πόθου. Το Μεσσιανικό, η ρήξη της συνέχειας της Ιστορίας, εξαρτάται
απ΄ αυτή την άρση (15). Το τρίτο δοκίμιο του "Πλου και Κατάπλου του "Μεγάλου
Ανατολικού", ανιχνεύει τη συνάφεια της Μεσσιανικής προσδοκίας και της άρσης του
Οιδιπόδειου και του ταμπού της αιμομιξίας στη βιβλική και την ταλμουδική παράδοση
και την επεξεργάζεται παραπέρα με τους όρους της μαρξιστικής παράδοσης. Ο Μεσσίας
είναι το άνθος της ρίζας Ιεσσαί, που δεν είναι άλλη από τον Μωάβ, τον καρπό του
αιμομικτικού έρωτα της θυγατέρας του Λωτ με τον πατέρα της (16). Ερχεται πέρα και
πάνω απ΄ όλα τα ταμπού, πέρα και πάνω από το ταμπού όλων των ταμπού, εκείνο της
αιμομιξίας. Δεν πρόκειται για παλινδρόμηση στη θέση του ζώου, αλλά για απαλλαγή από
καθετί το απάνθρωπο. Μια παραβίαση του ταμπού της αιμομιξίας προκαλεί πάντα την
ενίσχυσή του. Το ζήτημα είναι η υπέρβαση των όρων που έκαναν ιστορικά αναγκαίο το
ταμπού και το Νόμο. Η ίδια αντίφαση Νόμος/Πόθος είναι παράγωγη μιας ακόμα
θεμελιακότερης αντίφασης, εκείνης ανάμεσα στην εργασία και τον Πόθο. Είναι με την
εργασία, όπως έδειξαν ο Μαρξ κι ο Ενγκελς, που έγινε το άλμα από το ζώο στον
άνθρωπο κι ανακαλύφθηκε το ταμπού της αιμομιξίας.
Είναι η εργασία κι οι ανάγκες της που βάζουν όρια και όρους στον Πόθο. Μόνο με την
υπέρβαση της Εργασίας, τη μεταμόρφωσή της σε δημιουργική δραστηριότητα και την
"ανάπτυξη μιας ολότητας πόθων", όπως το βλέπει ο Μαρξ στη Γερμανική Ιδεολογία (17),
μόνο με τη λύση της αντίφασης Εργασίας/Πόθου λύνεται κι η αντίφαση Νόμου/Πόθου.
ποιητική πρόβλεψη αυτής της διαλεκτικής, όπως μεταμορφώνονται και οι δύο αντίθετοι
όροι της σχέσης, είναι το όραμα του Κόσμου-που-έρχεται, όπως παρουσιάζεται στον
Ιούλιο Βερν στο "Μέγα Ανατολικό" κι όπου ο πλανήτης μας θα συντίθεται από "Ζώνες
Προόδου" - δημιουργικής δραστηριότητας και "Ζώνες Παραδείσου" απελευθερωμένου
Ιμέρου. ΙΙΙ Κάπως έτσι ο αγαθότατος μα βαθύτατα πικραμένος Ανδρέας Εμπειρίκος,
"ναυτικός εκ ναυτικών" της Ανδρου, διέσχισε με το μυθικό του υπερωκεάνιο τον Ωκεανό
της Ιστορίας των ανθρώπινων βασάνων. Ετσι πορεύτηκε "πέραν από βαρειές καταθλίψεις
που κυρίευαν τον ίδιον κατά καιρούς"(18), όπως μαρτυράει ο φίλος του Οδυσσέας
Ελύτης. Πόσο ταιριάζουν στον Εμπειρίκο τα λόγια του έσχατου Νίκου Καρούζου, λίγο
πριν πεθάνει! Ερημος είμαι κι ανάβω λυχναράκι θλίψεως(19). Επί σαράντα συναπτά έτη,
μετά τα Κρώρα, ανάβει ξανά και ξανά ο Ανδρέας Εμπειρίκος το δικό του χαρμόσυνο
λυχναράκι και βλέπει μέσα στο ζόφο των καιρών την ανταύγεια της αυγής. Μέσα στο
λυκόφως το λυκαυγές. Το φως εκείνο του Ησαϊα που βλέπει, μετά το Αουσβιτς, κι ο
Celan διαβάζοντας τον Meister Eckhart. ΕΣΥ Ο ΕΣΟΜΕΝΟΣ ΩΣ ΕΣΥ, πάντα Ανάστα
Ιερουσαλήμ και Φωτίζου Εκείνος που τον δεσμό διέρρηξε
με σένα φωτίζου φωτίζου τον ξανάδεσε εν επιγνώσει Πηλού τρίμματα κατάπια στον πύργο
Λόγε Ακρογωνιαίε σκότους (κουμί) Ανάστα (ορί) Φωτίζου Τα τελευταία λόγια, στα
εβραϊκά, είναι από τον Ησαϊα και διαβάζονται το προτελευταίο Σάββατο του εβραϊκού
έτους, πριν τις τρομερές μέρες του Rosch Haschana και του Yom Kippur. "Φωτίζου
φωτίζου Ιεροσαλήμ, ήκει γαρ σου το φως και η δόξα Κυρίου επί σε ανατέταλκεν"(21).
Το λυκαυγές μέσα στο λυκόφως είναι ακριβώς το φως ιλαρόν που βλέπουν όσοι
αξιώνονται "ελθόντες επί την ηλίου δύσιν, ιδόντες φως εσπερινόν". Το φωςτης εσπέρας
δεν είναι το φως το ιλαρόν, καθώς το πρώτο είναι κτιστό και το δεύτερο άκτιστο. Το
πρώτο είναι λυκόφως, το δεύτερο λυκαυγές. Αυτό είδε επί του καταστρώματος του
"Μεγάλου Ανατολικού" και η Υβόννη του Εμπειρίκου: Το "υπαρκτόν αλλά μη ορατόν εις
πολλούς το Μέγα Φως το Ακτιστον, το Μέγα Φως το Απιαστον, το εν μεγαλείω και δόξη
καταυγάζον, το εις τους αιώνας άπιαστον, μα εκθαμβωτικά εις τους αιώνας των αιώνων
ορατόν, μόνο εις όσους ευλογήθηκαν με την υψίστην Χάριν το Φως αυτό να ιδούν"(22)
Kumi Ori. Σημειώσεις 1) Οδυσσέα Ελύτη, Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο, Εγνατία 1978,
σ. 64.
2) Ανδρέα Εμπειρίκου, Ο Μέγας Ανατολικός, Αγρα, τόμος 3, σσ 281-282. 3) Σάββα
Μιχαήλ, Πλους και κατάπλους του "Μεγάλου Ανατολικού", Αγρα 1995. 4) Το κείμενο της
σχετικής εισήγησης που έγινε στο Διασχολικό Σεμινάριο, υπό την επίβλεψη του
επίκουρου καθηγητή Θεολογίας Μ. Μπέγζου, στις 29 Μαϊου 1995, δημοσιεύθηκε στο
Μανδραγόρα, τεύχος 10-11, Ιανουάριος/Απρίλιος 1996, σσ 23-29 με τον τίτλο "Η
εμπειρία του Ιερού στον Ανδρέα Εμπειρίκο". Η ομιλία με τίτλο "Επί της πηγής της
τικτούσης αβύσσου - ο Ανδρέας Εμπειρίκος in Fin De sciecle", στο συνέδριο για τον
υπερρεαλισμό στο Παν/μιο της Πάτρας, 20 Νοεμβρίου 1995, είναι υπό έκδοση στο
περιοδικό ΕΛΙ-ΤΡΟΧΟΣ. Ανέκδοτη παραμένει η εισήγηση στο στρογγυλό τραπέζι για τα
είκοσι χρόνια από το θάνατο του Εμπειρίκου στο Ιδρυμα Γουλανδρή-Χορν, το Δεκέμβριο
του 1995, με τίτλο "Ο Μέγας Ανατολικός κατ΄ όναρ". 5) Μάριου Μαρκίδη, 'Λαγνουργία",
Τετράδια Ψυχιατρικής, Γενάρης-Φλεβάρης-Μάρτης 1996, Νο 53, σσ, 123-31 και την
απάντηση του Σ. Μιχαήλ, "Η Απώθηση της Αγαθοσύνης ή ο "Μέγας Ανατολικός" κι ο
Μάριος Μαρκίδης", Τετράδια Ψυχιατρικής, Απρίλης-Μάης-Ιούνιος 1996, Νο 54, σσ. 104-
112. 6) Οδυσσέα Ελύτη, ΄.π., σ. 15. 7) Σ. Μιχαήλ, Πλους...ό.π., σσ. 25-26. 8) Ο.π.,
σσ. 17-20. 9) Ο.π., 77-85. 10) Α. Εμπειρίκου, Ο Μέγας Ανατολικός, ό.π., τ. 6 και 7,
κεφ. 69-74. 11) Κ. Μαρξ, Κριτική του προγράμματος της Γκότα.
12) Ο Μέγας Ανατολικός, ό.π., τ. 6, σ. 207. 13) Βλ. Σ. Μιχαήλ, Επί της πηγής της
τικτούσης αβύσσου..., ό.π. 14) Ο Μέγας Ανατολικός, ό.π., τ. 5, σ. 163. 15) Σ.
Μιχαήλ, Η απώθηση της αγαθοσύνης, ό.π., σ. 111. 16) Σ. Μιχαήλ, "Ο Ανδρέας
Εμπειρίκος και οι θυγατέρες του Λωτ", στο Πλους..., σσ. 87-128. 17) Κ. Marx - F.
Engels, The German Ideology, στα Collected Works, Μόσχα, Progress, Vol. 5, σ. 254.
18) Οδυσσέα Ελύτη, ό.π., σ. 65. 19) Ν. Καρούζου, "Η διερώτηση Omega", στα Ποιήματα
Β΄ Ικαρος 1994, σ. 547. 20) Paul Celan, Gesammelte Wrankfurt 1983, τόμος 2, σ. 327.
21) Ησ. ξ΄1. 22) Ο Μέγας Ανατολικός, ό.π., τόμος 1, σ. 108.

O ΦΩTOΓPAΦOΣ ANΔPEAΣ EMΠEIPIKOΣ


Tο 1960, στο ποίημα του Aνδρέα Eμπειρίκου «O Φωτοφράκτης», από τη συλλογή Oκτάνα,
εμφανίζεται ένας φακός με απίστευτον φωτοφράκτη που αρπάζει την πιο γρήγορη στιγμή
και «την απλώνει στην επιφάνεια μιας πλάκας λείας, ευαισθησίας εξαισίας».
Στο βιβλίο του Aργώ ή Πλους αεροστάτου, περιγράφεται εξαντλητικά μία υπέροχη σκηνή
όπου, μία ευαίσθητη «δεκαπενταέτις κόρη πελιδνοτάτη» εκλαμβάνει την διαδικασία μιας
αναμνηστικής φωτογράφισης ως εκτέλεση και παθαίνει κρίση καταληψίας. Eντέλει τα
πνεύματα ηρεμούν και «ο φωτογράφος επανέλαβε την χειρονομίαν του, επιτυχώς την
φοράν αυτήν». Εξάλλου, ένας «κομψώς ενδεδυμένος επιβάτης» του Mεγάλου Aνατολικού
είναι ο διάσημος Παρισινός «εξ επαγγέλματος φωτογράφος, ο λάγνος Λουδοβίκος
Nουμπάρ», ο οποίος στο 99ο (και προτελευταίο) κεφάλαιο τού μυθιστορήματος
διαπράττει σημεία και τέρατα επί της διαβόητης πλέον, αλλά πάντοτε «απαλής ως
μαγνόλια καί ως ηλιοτρόπιον» Kαναδής κορασίδος Φλώσσυ. Είναι γνωστό πως ο Aνδρέας
Eμπειρίκος φωτογράφιζε συστηματικά και αυτοφωτογραφιζόταν. «Tις φωτογραφίες ―έργο
των χειρών του― τις έφερνε σε πέρας με τη δεξιοτεχνία και την επιμονή μανιακού»,
γράφει ο φίλος του Oδυσσέας Eλύτης. Ήταν ιδιαίτερα λεπτολόγος κατά την φωτογράφιση
και ικανός να επιδιώκει για αρκετή ώρα το ιδανικό αποτέλεσμα. «O Eμπειρίκος,
μανιώδης φωτογράφος, έχει απαθανατίσει τις αποβιβάσεις [των επιβατών από τα πλοία],
που όταν ήταν καλοσύνη γίνονταν στην Πλακούρα [της ΄Aνδρου], σε μερικές
καλλιτεχνικότατες φωτογραφίες», σημειώνει ένας άλλος φίλος του, ο Δ. I. Πολέμης.
Κατά καιρούς, ο Eμπειρίκος μεταχειρίστηκε μεγάλο αριθμό φωτογραφικών μηχανών:
Contax II (μοντέλο του 1948), Contax III (του ’52), Leica M3 (του ’60), Nicon (του
’55), Kiev (του ’60), μία Robot, μία Contax D Zeiss Iena, μία Kodak Retina Reflex
κ.ά. Σ’ αυτές να προστεθεί καί μία κινηματογραφική μηχανή λήψης Pathé. Έχει
τεράστιο ενδιαφέρον να αναφερθούμε στη μεγάλη έκθεση 210 ασπρόμαυρων φωτογραφιών
του που διοργανώθηκε στην Aθήνα, στην Aίθουσα «Iλισσός», Aμερικής 13, από τις 22
Iανουαρίου ως τις 12 Φεβρουαρίου του 1955.
Στον οκτασέλιδο Kατάλογο της έκθεσης, όλες οι φωτογραφίες έχουν αύξοντα αριθμό,
τίτλο, τόπο λήψης και τιμή πωλήσεως που κυμαίνεται από 70 σε 100 δρχ. Oρισμένες
έχουν την ένδειξη «Δεν πωλείται». Δεν είναι γνωστό ποιές ακριβώς ήταν αυτές οι
φωτογραφίες που εξέθεσε, ούτε γνωρίζουμε αν και πόσες από αυτές πουλήθηκαν. Aπό τις
210 φωτογραφίες που περιλαμβάνει ο Kατάλογος, οι 115 έχουν τραβηχτεί στην Eλλάδα
(Aθήνα, νησιά), ενώ οι υπόλοιπες στο εξωτερικό. Θεματικά, κυριαρχούν τα τοπία και
τα πορτραίτα αλλά δεν λείπουν και οι σκηνές της καθημερινής ζωής. Iδού μερικού
ενδεικτικοί τίτλοι που δίνουν και έναν ορισμό των περιεχομένων τους. Aπό την
Eλλάδα: Περιστερεών, Eπερχομένη θύελλα, Παραπόρτι, Πετεινός, Tσιγγάνες, Aγοράκια,
Λευκός τοίχος, Eκκλησία με άλμπουρο, Kάμπος στη Σαντορίνη, Aνάβασις, Kαφενείον
Aπειράνθου, Mεταφορά βαρελιού, Ποδήλατο, Mελτέμι, Διαφήμισις Kαραγκιοζοπαίκτου,
Παπάδες, Γυναίκα με μαντήλι, Aποκαμωμένη ταξειδιώτισσα, Λάμπα και άνθη, Στάμνα και
πουλί, Xέρια με σκιές, Σπίτι και γάτα, Δωμάτιο με μπαλλόνι, Mπαλλέτο Σισμάνη,
Φωτογραφική μηχανή κ.λπ. Kαι από το έξωτερικό: Δάσος, Δενδροστοιχία, Σκωτική λίμνη,
Bομβαρδισμένη συνοικία, Λαϊκή συνοικία στον Tάμεσι, Kούκλα σε παλαιοπωλείο, Nύκτα
στο Παρίσι, Kοιμισμένος αλήτης, Γυμναστική, Mπαλλόνια και πλήθος, Παιδιά στην
αμμουδιά, Kοιμωμένη στον ήλιο, Ξαπλωμένη, Tαυρομάχοι εξασκούμενοι, Άφιξις,
Oμπρέλες, Iταλίδες στο Πόρτο Φίνο, Λουομένη και τέντες, Παιδιά στην αμμουδιά,
Xέρια, Άλογα στη Mάγχη, Διασταύρωσις. Tό πάθος του Eμπειρίκου για την φωτογραφία
λίγο έλειψε κάποτε να τον εμπλέξει σε περιπέτειες: Tον Δεκέμβριο του 1962,
ταξιδεύοντας στην ―τότε― Σοβιετική ΄Eνωση με τον Oδυσσέα Eλύτη, τον Γιώργο Θεοτοκά
και τον γιατρό Σπηλιόπουλο από τη Θεσσαλονίκη, συλλαμβάνεται στην Oδησσό ως
ύποπτος, επειδή φωτογράφιζε τα περίφημα σκαλιά του «Θωρηκτού Ποτέμκιν». H
ρωσσομάθειά του αλλά, κυρίως, η ιδιότητα του επίσημου προσκεκλημένου του
Eλληνοσοβιετικού Συνδέσμου, τον απάλλαξαν, μετά από λίγες ώρες γραφειοκρατικών
διατυπώσεων, από την κατηγορία και τις ανακρίσεις. (Bλ. και το ποίημά του Eς-Eς-Eς-
Eρ Pωσσία, «΄Aγρα»1995). Όπως ο Λιούις Kάρολ, ο συγγραφέας της θρυλικής Aλίκης στη
Xώρα των Θαυμάτων, που ήταν μανιώδης φωτογράφος μικρών κοριτσιών, και πολύ πριν τον
David Hamilton, ο Aνδρέας Eμπειρίκος φωτογραφίζει επίσης μετά μανίας παιδίσκες.
«Aπό τον Iούλιο του 1954, στην Πάρο», γράφει ο Eλύτης, «κει που προχωρούσαμε το
καταμεσήμερο μες στα στενά, είδαμε να μας έρχεται απ’ αντίκρυ μ’ ελάχιστο ρούχο μια
ξανθή παιδούλα θα ’λεγες μόλις βγαλμένη από τον Όμηρο, μια σωστή “Ίρις Aγγελέουσα”,
που τσακίστηκες να την φωτογραφήσεις αλλά σου ξέφυγε. “Eίναι σαν την έμπνευση” μου
είπες. “Δεν την προλαβαίνεις δυστυχώς πάντοτε”». Mερικοί τίτλοι τέτοιων φωτογραφιών
από τον κατάλογο της έκθεσης: Kοριτσάκι με όστρακο, Kοριτσάκι με γάτα, Kοριτσάκι με
σκιά, Δεσποινίς Ξ.K., Δεσποινίς N.M., Δεσποινίς M.P., Kοριτσάκι στην plage,
Kοριτσάκια στο Biarritz, Mικρές χαρτοπαίκτρες, Xοντρή και κοριτσάκι, Kοριτσάκι σε
γέφυρα πλοίου, Kορίτσι σε παράθυρο, Kορίτσι με μπάλα κ.λπ. Kαι ορισμένα ονόματα:
Aντριάνα και Eυδοκία, Eυδοκία και Aντριάνα, Mαριάνθη, Λιλή, Mαρία… Aπό τον τεράστιο
όγκο των φωτογραφιών του, οι περισσότερες βρίσκονται ακόμα σε αρνητικά
και ελάχιστες έχουν, ως τώρα, τυπωθεί, ενώ ακόμα λιγότερες έχουν δημοσιευτεί. Aπό
αυτές πού δημοσιεύτηκαν, γνωστότερες είναι οι προσωπογραφίες του Eλύτη, πού τράβηξε
ο Eμπειρίκος τό 1955 και μερικές που δημοσιεύτηκαν στά περιοδικά Xάρτης (17/18,
1985), Φωτογράφος (10,1991), Συντέλεια (4-5, 1991) και στο βιβλίο του Θ. Bελλούδιου
Φαντασιομετρική Tέχνη για προχωρημένους (Nεφέλη 1983). Στο πλαίσιο του «Έτους
Eμπειρίκου», έχει προγραμματιστεί για τον Δεκέμβριο του 2001 μεγάλη έκθεση
φωτογραφιών του ενώ, παράλληλα, ετοιμάζεται η έκδοση λευκώματος. Nα μην ξεχνάμε:
«μία φωτογραφία ζει, έχει ολόκληρη δική της δράσι, συνυφασμένη με την ζωή του
θεατή, όπως ένα φλουρί, ένα κρύσταλλο, ή ένα γάντι», γράφει ο Eμπειρίκος. ΔHMHTPHΣ
KAΛOKYPHΣ Αναδημοσίευση από Εθνικό κέντρο βιβλίου

Ο ψυχαναλυτής Εμπειρίκος
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος δεν υπήρξε μόνο ο μέγας υπερρεαλιστής ποιητής που σημάδευσε με
τα γραπτά του και τον οίστρο του την ελληνική λογοτεχνία του 20ου αιώνα. Ήταν
ωσαύτως ο πρώτος ψυχαναλυτής που εμφανίσθηκε στον ελλαδικό χώρο. Τις δύο τούτες
δραστηριότητες του πνεύματος τις άσκησε παράλληλα' οι πάντες δε θεωρούν πως η
ψυχανάλυση και ο υπερρεαλισμός απετέλεσαν τις θεμελιώδεις αναφορές του έργου του.
Ας σημειωθεί πως ήταν την ίδια χρονιά, το 1935- 36, τέσσερα χρόνια αφ'ότου είχε
επιστρέψει στην Αθήνα από τις σπουδές του στην αλλοδαπή, που παρουσίασε την πρώτη
του υπερρεαλιστική ποιητική συλλογή (την Υψικάμινο) και ξεκίνησε να εργάζεται ως
αναλυτής. Με την ψυχανάλυση φαίνεται ότι ήρθε σε επαφή το 1926, όταν σε ηλικία 25
ετών εγκαταστάθηκε στο Παρίσι ύστερα από τις σπουδές του στην Αθήνα, στην Λωζάννη
και στο Λονδίνο. Ήταν η στιγμή που, σύμφωνα με τα γνωστά,
ωρίμαζε εντός του η απόφαση να μην ακολουθήσει την προδιαγεγραμμένη και αυτονόητη
για ένα γόνο μεγάλης εφοπλιστικής οικογένειας πορεία ζωής που θα τον διαμόρφωνε σ'
έναν αστό ασχολούμενο με τις επιχειρήσεις' ήταν ήδη ανοιχτός στα καλέσματα της
ελευθερίας του νου, της ομορφιάς της ποιητικής δημιουργίας και στην γοητεία της
φροϋδικής περιπέτειας. Στο Παρίσι της εποχής εκείνης το υπερρεαλιστικό κίνημα
ανθεί. Αλλά το 1926 είναι και η χρονιά που στην Γαλλία η ψυχανάλυση αποκτά επίσημο
πρόσωπο, με την ίδρυση της Ψυχαναλυτικής Εταιρίας των Παρισίων, μέλους της
Ψυχαναλυτικής Διεθνούς. Οι εκπρόσωποι του γαλλικού Φωτογραφία υπερρεαλισμού έχουν
ήδη από καιρό του Rene αγκαλιάσει τις φροϋδικές ιδέες θέτοντάς τες Laforgue με στην
υπηρεσία της γραφής τους αλλά και της ιδιόχειρη γενικότερης θεώρησης του κόσμου.
αφιέρωση Ο νεαρός Ανδρέας γοητεύεται απ' όλο αυτό το στον Α.Εμπειρίκο κλίμα ιδεών
και οδηγείται στο να ξεκινήσει προσωπική ψυχανάλυση με τον Ρενέ Λαφόργκ, ιδρυτικό
μέλος της νεοσυσταθείσας εταιρίας, ανάλυση που θα διαρκέσει τρία χρόνια και που
αυτόχρημα μπορούμε να την θεωρήσουμε διδακτική. Παράλληλα με αυτήν, στην διάρκεια
της παραμονής του στην πόλη του φωτός παρακολουθεί θεωρητικά και κλινικά μαθήματα,
συμπληρώνοντας έτσι την ψυχαναλυτική του κατάρτιση με τους όρους που είπαν τότε την
δημιουργία νέων αναλυτών. Για την άσκηση του ψυχαναλυτικού επαγγέλματος από τον
Ανδρέα Εμπειρίκο - που όπως είπαμε ξεκίνησε το 1935 - διαθέτουμε λιγοστές
πληροφορίες, κυρίως από άτομα που ψυχαναλύθηκαν κοντά του. Η πρακτική του
ακολουθούσε πιθανότατα τα κλασικά κλινικά πρότυπα της εποχής. Ευλόγως μπορεί να
υποθέσει κανείς - διότι δεν υπάρχουν σχετικές μαρτυρίες ότι μέχρι την έναρξη του
Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου είχε τακτική ενημέρωση, και επαφές με Γάλλους
συναδέλφους του κατά τα ετήσια ανελλιπή ταξίδια του στην Γαλλία.
Φαίνεται ωστόσο πως η προπολεμική Αθήνα, διακείμενη εχθρικά απέναντι στην
ψυχανάλυση και τον Φρόιντ, και άρα καθόλου έτοιμη να αποδεχθεί μία πρωτοβουλία σαν
αυτήν του Εμπειρίκου, αντέδρασε αρνητικά στην εγκατάστασή του ως ψυχαναλυτή, όπως,
αντιστοίχως και παραλλήλως, αρνητική ήταν εν πολλοίς και η υποδοχή που συνάντησε
στο φιλολογικό περιβάλλον η εκ μέρους του εισαγωγή του υπερρεαλιστικού ύφους . Το
γεγονός πως εργαζόταν θεραπευτικά ενώ δεν ήταν γιατρός σίγουρα συνέτεινε στην
εχθρότητα με την οποία αντιμετωπίστηκε όχι μόνον από τους ιατρικούς κύκλους της
εποχής, αλλά και γενικότερα από τον κοινωνικό περίγυρο στον οποίο ανήκε φυσικά.
Μετά το τέλος του πολέμου ο Ανδρέας Εμπειρίκος βρέθηκε, μαζί με άλλους δύο
ψυχιάτρους ασχολούμενους με την ψυχανάλυση, στο επίκεντρο μίας απόπειρας να
συσταθεί η πρώτη ελληνική ψυχαναλυτική εταιρία. Συγκεκριμένα το 1950 με πρωτοβουλία
της συζύγου του Πρίγκιπα Γεωργίου της Ελλάδος, Ο Α.Εμπειρίκος στο Μαρίας Βοναπάρτη,
η οποία είχε Α΄Ψυχαναλυτικό Συνέδριo διατελέσει αναλυόμενη, φίλη και αρωγός του
Φρόιντ, και παρέμενε ηγερία της ευρωπαϊκής ψυχανάλυσης, η Ελληνική Ψυχαναλυτική
Ομάδα αποτελούμενη από τον Ανδρέα Εμπειρίκο, τον Γεώργιο Ζαβιτσιάνο και τον
Δημήτριο Κουρέτα προτείνεται προς αναγνώριση στην Ψυχαναλυτική Εταιρία των
Παρισίων. Δεν είναι γνωστό για ποίους ακριβώς λόγους η προσπάθεια εκείνη δεν
τελεσφόρησε και τα ελληνικά ψυχαναλυτικά πράγματα έμειναν ως είχαν, με συνέπεια την
διατήρηση της ψυχαναλυτικής απλασίας στην Ελλάδα μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του
'70, οπόταν υπήρξε η πρώτη εμφάνιση θεσμικής οργάνωσης. Από εκείνη τη βοναπαρτική
επιχείρηση μας έμειναν ωστόσο
δύο ψυχολογικά κείμενα του Εμπειρίκου. Το πρώτο είναι μιά άρτια έκθεση κλινικής
περίπτωσης ασθενούς του με τίτλο "Μια περίπτωση ιδεοψυχαναγκαστικής νεύρωσης με
πρόωρες εκσπερματίσεις", η οποία δημοσιεύτηκε στην Revue Francaise de Psychanalyse
τόμος XIV,αρ.3, 1950, μαζί με τα άρθρα των δύο άλλων Ελλήνων. (Η δημοσίευση
εργασιών ως τεκμήριο της θεωρητικής τους κατάρτισης και της κλινικής τους πρακτικής
ήταν αναγκαία προϋπόθεση για την ενσωμάτωσή τους στην γαλλική εταιρία). Όσον αφορά
στο δεύτερο κείμενο, πρόκειται επίσης γιά έκθεση προσωπικής κλινικής περίπτωσης, η
οποία, ημιτελής και αδημοσίευτη, φέρει τον τίλο "Μιά περίπτωση ασυνείδητης
φιλοφοφυλίας" και ευρέθη στα προσωπικά χαρτιά του ποιητή. Τα δύο αυτά κείμενα,
ανέκδοτα στην Η Μαρία Βοναπάρτη(Φωτ. Α.Εμπειρίκος) ελληνική μέχρι τούδε, πρόκειται
σύντομα να κυκλοφορήσουν από τις εκδόσεις "Αγρα". Η ψυχαναλυτική καριέρα του ποιητή
έληξε τον Απρίλιο του 1951, μετά από δεκαέξι χρόνια δουλειάς. Δεν είναι σαφές για
ποίους λόγους ο Εμπειρίκος έβαλε τέλος στην άσκηση της ψυχαναλυτικής του
λειτουργίας* υπάρχουν έντονες φήμες που υπαινίσσονται αστυνομικές παρενοχλήσεις,
μέχρι και ποινικές διώξεις εναντίον του, προκληθείσες από κάποιους που κατέδωσαν
την πρακτική του ως ανήθικη ή μη δεοντολογική. Τίποτε όμως από αυτά δεν έχει
εδραιωθεί με αξιοπιστία πάνω σε σαφή τεκμήρια.
Σχετικά με την απόπειρα επίσημης αναγνώρισης των πρώτων εκείνων Ελλήνων
ψυχαναλυτών, τίθεται ένα εύλογο ερώτημα: Αναγκαία και υπέρτατη προϋπόθεση ήταν και
τότε η προσωπική διδακτική ανάλυση των υποψηφίων κοντά σε διδάσκοντα ψυχαναλυτή. Αν
αυτόν τον όρο πληρούσε φυσικά ο Εμπειρίκος χάρη στην ανάλυσή του με τον Λαφόργκ, το
ίδιο δεν ίσχυε για τους Κουρέτα και Ζαβιτσιάνο. Ο Θ.Τζαβάρας που έχει μελετήσει
διεξοδικά τον Ανδρέα Εμπειρίκο ψυχαναλυτή και τα αρχεία του θεωρεί σχεδόν βέβαιο,
στηριζόμενος σε έμμεσες και συγκλίνουσες μαρτυρίες, πως τούτος υπήρξε διδάσκων
ψυχαναλυτής των άλλων δύο. Αυτό θα σήμαινε αυτομάτως πως ο Εμπειρίκος είναι όχι
μόνον ο χρονικά πρώτος έλληνας ψυχαναλυτής, αλλά και ο αρχικός κρίκος της
γενεαλογικής αλυσίδας της ελληνικής ψυχαναλυτικής κοινότητας. ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΥΡΙΑΣ
Αναδημοσίευση από Εθνικό κέντρο βιβλίου

Ο Εμπειρίκος για τον υπερρεαλισμό


Από το βιβλίο "Ηθογραφικά ταξίδια στην Ελλάδα". Θέατρο. Ομιλούν οι ειδικοί. Εθνικό
Ίδρυμα Ραδιοφωνίας 1961 . Μεταδόθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 1960, με συζητητές τους
ποιητές: Ανδρέα Εμπειρίκο και Νίκο Γκάτσο και τον ποιητή και
κριτικό Ανδρέα Καραντώνη. Τι ακριβώς είναι ο υπερρεαλισμός, ποιες είναι οι
κινητήριες δυνάμεις που απετέλεσαν την δημιουργικήν του αφετηρία, ποια ήταν η
επίδρασης και κατά πόσο η επίδρασης αυτή εξακολουθεί και σήμερα – αυτό είναι το
θέμα της συζητήσεως. Ο κ. Εμπειρίκος αρχίζει πρώτος την συζητήσι, λέγοντας ότι ο
καλλίτερος τρόπος να μπούμε στο θέμα είναι να θυμηθούμε τον ορισμό που έδωσε ο
πρωτεργάτης του υπερρεαλισμού Ανδρ. Μπρεττόν ο οποίος ήτο και εξακολουθεί να είναι
ο κορυφαίος θεωρητικός και ένας εκ των μεγαλυτέρων ποιητών του υπερρεαλισμού. Ο
Μπρεττόν έλεγε, στα 1924 περίπου, ότι ο υπερρεαλισμός μπορεί να χαρακτηρισθεί ως
εξής: Αυτοματισμός ψυχικός γνήσιος, διά λόγου προφορικού είτε γραπτώς ή δι’
οιουδήποτε άλλου τρόπου, την πραγματική λειτουργία της σκέψεως. Είναι μια
υπαγορεύσεις της σκέψεως εν πλήρει απουσία κάθε ελέγχου ασκουμένου από την λογική
και έξω από κάθε έννοια αισθητική και ηθική.Η λογική, λοιπόν, κατά της οποίας
εστράφησαν οι υπερρεαλισταί, ήτο μία από τας «πέδας», ένας από τους ζυγούς που
ημπόδιζαν το πνεύμα εις όλους τους τομείς, πόσο μάλλον εις την ποίησιν, να εκδηλωθή
και να ολοκληρωθή. Διότι αν ενθυμείσθε τι ήτο ποίησι άλλοτε, (μόνον ό,τι είχε έναν
λογικό ειρμό) – όταν λοιπόν, ανακάλυψε ο υπερρεαλισμός και απέδειξε το μη λογικόν
στοιχείον, τότε και μόνο μπόρεσε η ποίησι να αντλήση από τα βαθύτερα υποστρώματά
της, από τα οποία πάντοτε εκπηδά ο λυρισμός, την δύναμί της την οφειλομένη εις τας
μη λογικάς δυνάμεις, που μέχρι της στιγμής εκείνης επρυτάνευαν και ασκούσαν μίαν
τυραννίδα επί των στοιχείων εκείνων που αποτελούν την πραγματικήν ουσίαν και
δύναμιν της ποιήσεως. Εις ερώτησιν αν ο συρρεαλισμός δημιουργεί ένα είδος νέας
λογικής, ο κ. Γκάτσος λέγει: «Μας δημιουργεί την λογικήν της πραγματικής ποιήσεως,
διότι βέβαια ο υπερρεαλισμός δεν έκανε τίποτα άλλο δι΄όλην την ιστορίαν της
λογοτεχνίας, παρά μόνον να συνειδοτοποιήση και να εκθέση κυρίως με
τα θεωρητικά έργα του Μπρεττόν όλο το ιστορικό της ποιήσεως, πού ακριβώς έγκειται η
αληθινή ποίησις. Όχι στην απλή ιστορία και στον απλό μύθο. Γιατί βέβαια όταν
διαβάζωμε σήμερα μεγάλους ποιητάς, είτε Όμηρο, Αισχύλο, Δάντη, την αληθινή ποίηση,
δεν περιοριζόμαστε βέβαια στον απλό μύθο γιατί αυτό μπορεί να μας το δώσουν πολλά
έργα. Λοιπόν, πού ακριβώς είναι η ποίησις; Ο υπερρεαλισμός ισχυρίστηκε ότι
βρίσκεται στα στοιχεία τα έξω λογικής.Αν αυτή η «έξω λογική» λογική, είναι επίσης
μια λόγική, είναι λογική την οποίαν δεν γνωρίζουμε». Ο κ. Καραντώνης προσθέτει τα
εξής: «Εκείνο που θα ήθελα να πω σχετικά με το θέμα της λογικής, είναι ότι ο
υπερρεαλισμός δεν εστράφη εναντίον της λογικής αυτής καθ’ εαυτής, ως ενός τρόπου
μαθηματικών και συμπερασματικών του σκέπτεσθαι, δηλαδή, δεν εστράφη εναντίον της
αλληλουχίας των εννοιών, όσον εστράφη εναντίον των διαφόρων κανόνων και δογμάτων
που είχαν θεσπισθή διά μέσου των αιώνων γύρω από τα θέματα της εσωτερικής μας και
της πνευματικής ζωής και τα της τέχνης, βέβαια, τα οποία είχαν δημιουργήσει
φραγμούς και εμπόδιζαν τον καλλιτέχνη να ανακαλύψη τον εαυτόν του και τον
υπεχρέωναν να επαναλαμβάνη άλλους, ή να είναι μαθητής μιας κάποιας παραδόσεως, με
ελάχιστες δικές του προσθήκες. Νομίζω ότι αυτό κυρίως απετέλεσε τον στόχον του
υπερρεαλισμού και κατά μίαν παρεξήγησι (ίσως και παγκόσμια) αλλά στην Ελλάδα παρά
πολύ ανεπτυγμένη, εθεωρήθη ότι ο υπερρεαλισμός εστράφη εναντίον της λογικής, διότι
όπως ξέρω, και οι ίδιοι οι υπερρεαλισταί, τουλάχιστον στα θεωρητικά τους κείμενα,
έχουν ακολουθήσει μια διαδικασία λογικής σκέψεως για να μπορέσουν να πείσουν τους
ανθρώπους για τις νέες αξίες που είχαν φέρει σε φως. Συνεχίζουν ο κ. Καραντώνης
λέγει, ότι, «Θα ήθελα ακριβώς να προσθέσω ότι μ’ αυτήν την επίθεσι κατά της
λογικής, η οποία συμπεριέλαβε και την λογική αυτή καθ’ εαυτή ως τυπικό όργανο της
σκέψεως, εστράφησαν κυρίως
εναντίον των αποτελεσμάτων της λογικής και ζήτησαν μίαν απελευθέρωση του ανθρώπου
από κανόνες και δόγματα εσωτερικών και εξωτερικών τύπων, για να του προσφέρουν, να
του ανοίξουν ένα τεράστιο πεδίο ελευθερίας μέσα στο οποίον να μπορή να ξαναβρή τον
εαυτόν του». Η παρατήρησις που έκανε προ ολίγου ο κ. Γκάτσος είναι ορθοτάτη, λέγει
ο κ. Εμπειρίκος. Ύστερα από όλα αυτά, συνεχίζει ο κ. Καραντώνης, είμεθα όλοι
σύμφωνοι κατ’ αρχήν ότι ο υπερρεαλισμός υπήρξε ένα κίνημα απελευθερώσεως δια να
αποδεσμευθούν δυνάμεις κρυμμένες στον άνθρωπο, που θα μπορούσε να χρησιμοποιήση και
να δημιουργήση μια νέα πραγματικότητα όχι μόνον στον τομέα της τέχνης, αλλά και σε
όλες τις εμπειρίες. Ν ομίζω ότι αυτό υπήρξε το γενικό ιδεώδες του υπερρεαλισμού.
Αναφερόμενος εις το ιστορικόν του υπερρεαλισμού, ο κ. Εμπειρίκος λέγει: «Νομίζω ότι
είναι χρήσιμον να θυμηθούμε, ότι πριν από το να εμφανισθή ο υπερρεαλισμός η
πραγματική αυτή βόμβα, η πνευματική, ενώ διαρκούσε ακόμα ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος
προηγήθη ένα άλλο κίνημα, το οποίον ονομάζεται «Νταντά». Στα 1916, αρχικώς στη
Ζυρίχη και αργότερα στο Παρίσι, μία ομάς από νέους ποιητάς εν εξεγέρσει παρουσίασαν
έργα, και παραλλήλως μια στάσι εξομοιωμένη με τα έργα τους στη ζωή, που ο κόσμος τη
χαρακτήρισε ως τρελλή. Θα μου πήτε: μα τα ίδια έλεγαν και για τους υπερρεαλιστάς.
Αλλά υπάρχει μεγάλη διαφορά κινήματος ντανταϊσμού και υπερρεαλισμού. Η όλη κίνησις
Νταντά απετέλει μίαν ανταρσίαν, ενώ ο υπερρεαλισμός, πολύ πιο εδραιωμένος και
γνωρίζων πολύ καλλίτερα τι επιδιώκει και παρέχων τα μέσα, σιγά-σιγά, να ολοκληρώση
κανείς τις επιδιώξεις του, αρχικώς στο ποιητικό επίπεδο και έπειτα εις όλα τα
άλλα , ο υπερρεαλισμός αντιθέτως από την κίνησι Νταντά, ήταν μία επανάστασις και
όχι μία χαώδης ανταρσία. Οι πρώτοι υπερρεαλισταί συνεσπειρώθησαν γύρω από την
μορφήν των μεγάλων αστέρων, του Μπρεττόν, και ακολουθούντες τον πυρσό
που σήκωσε τόσον ψηλά, ώστε όσοι δεν είχαν δυνατή όρασι εκ των πρώτων υπερρεαλιστών
γρήγορα εγκατέλειψαν την πορείαν τυφλωθέντες, θα έλεγα, και μέσα στο φως αυτό σιγά-
σιγά διεμορφώθη ό,τι ονομάζομε σήμερα υπερρεαλισμό. Κατ’ αρχήν ο υπερρεαλισμός
είναι μία συνέχεια της κινήσεως Νταντά. Η κίνησις Νταντά ήταν μια ανταρσία, βεβαίως
χρήσιμη όπως όλες οι ανταρσίες, διότι προσέφερε το δυναμικόν άνευ του οποίου δεν
γίνεται καμμια επανάστασις. Και ιδού, που ήρχισε αμυδρώς να υποβόσκη μέσα στο χάος
του ντανταϊσμού, το βαθύτατα λυρικό μήνυμα του Μπρεττόν». Αναφερόμενος ο κ.
Καραντώνης εις το συμπέρασμα που διετυπώθη εν τω μεταξύ, ότι ο υπερρεαλισμός είναι
κατά του κομφορμισμού λέγει: «Το θέμα του κομφορμισμού δεν αντιφάσκει κάπως με το
γεγονός ότι ο υπερρεαλισμός, στην προσπάθειά του να δημιουργήση αυτό που θέλησε,
θέσπισε κανόνες που μοιραίως είναι κομφορμιστικοί, δηλαδή επαναλαμβάνονται; Η
μέθοδος της αυτομάτου γραφής κυρίως – που απετέλεσε και το όργανο με το οποίο
εξεφράσθη ο υπερρεαλισμός». Ο κ. Εμπειρίκος λέγει ακολούθως: « Η αυτόματος γραφή
είναι ένα από τα βασικά στοιχεία του υπερρεαλισμού. Ο αμεσώτερος τρόπος εκφράσεως,
μπορούμε να πούμε. Ένας τρόπος εκφράσεως που για να γίνη νοητός πρέπει να λάβουμε
υπ’ όψιν μας τους αποκρύφους μηχανισμούς του ονείρου, που μας απεκάλυψε ο Φρόϋντ.
Όπως είς τα όνειρα, έτσι και στην αυτόματη γραφή βλέπουμε να έρχουνται στην
επιφάνεια στοιχεία, τα οποία άνευ του υπερρεαλισμού, θα ήτο αδύνατο να αξιοποιηθούν
υπό την γνησίαν μορφήν τους, διότι υπάρχουν πολλοί πρόδρομοι, οι οποίοι σε ωρισμένα
σημεία ή σε επί μέρους στοιχεία παρουσίασαν υπερρεαλιστικότητα. Αλλά δια να
εννοήσωμεν την καθ’ αυτού υπερρεαλιστικήν έκφρασιν πρέπει να αναφερθούμε και να
θυμηθούμε, ότι εκεί που ένας συγγραφεύς χρησιμοποίησε την λογικήν και τον λογικόν
ειρμόν, ο
υπερρεαλιστής έκανε ακριβώς το αντίθετο, παραμερίζων πάσαν επίδρασιν προερχομένην
από την λογικήν ή από έννοιες ηθικής μορφής ή αισθητικής. Στο σημείο αυτό βλέπουμε
ότι ο υπερρεαλισμός ή μάλλον η αυτόματη γραφή, παρουσιάζει μίαν συγγένεια, με τον
μηχανισμόν των ονείρων. Γιατί τι συμβαίνει στα όνειρα; Ό,τι είν’ απωθημένο στο
ασυνείδητό μας, όπως εις τα όνειρα βλέπουμε να τείνουν να εκφρασθούν και να
εκφράζωνται εν τέλει μετημφιεσμένοι οι μύθοι, έτσι και εις την αυτόματον γραφήν
βλέπουμε να έρχωνται στην επιφάνεια στοιχεία, που αλλοιώς, αν δεν αφηνώμεθα σε
αυτήν την κατάστασι του αυτοματισμού, δια μιας επεμβάσεως λογικής ή ηθικής, θα
παραμερίζοντο». Την συζήτησιν κλείει ο κ. Καραντώνης, λέγων: «Πιστέυω ότι η
ελληνική υπερρεαλιστική ποίησι επραγματοποίησε μερικούς από τους ωραιότερους
καρπούς και πιστεύω ότι οι Έλληνες υπερρεαλισταί ποιηταί επέτυχαν, εν αναλογία,
περισσότερα πράγματα απ’ ό,τι επέτυχον οι πρώτοι διδάξαντες στην Γαλλία, εν σχέσει
με τον τόπο τους και την ποίησί τους. Και για να το στηρίξω αυτό, θα αναφερθώ σε
μια παρατήρησι ενός νέου μελετητού της γαλλικής ποιήσεως, που στο τελευταίο τεύχος
του περιοδικού “Cahiers du Sud” και στη μελέτη του «Μεταμορφώσεις της νεωτέρας
ποιήσεως», κάνει την εξής παρατήρησι για τον υπερρεαλισμό: «Οι υπερρεαλισταί
δικαίως ζητούν να βρούν έναν κόσμο «μαγείας» και μάλιστα καθημερινής μαγείας,
σπάζοντας τα όρια της παλαιάς πραγματικότητος, αλλά το λάθος τους είναι ότι
συνέδεαν λαθεμένα την φαντασία με τη βαθύτερη ύπαρξι του ανθρώπου και τα λόγια με
τα πράγματα». Στην Ελλάδα έγινε το αντίθετο. Ο υπερρεαλισμός εβοήθησε τους ποιητάς
μας να συνδεθούν εκ νέου με τα ελληνικά πράγματα και να μας τα δώσουν με μια μορφή
νέας μαγείας». Αναδημοσίευση από Εθνικό κέντρο βιβλίου
Eισαγωγικά για τον Υπερρεαλισμό
Ο όρος "υπερρεαλισμός (ή "σουρεαλισμός", όπως προτιμούν μερικοί) εμφανίζεται για
πρώτη φορά στα 1917 και ανήκει στον περίφημο Γάλλο ποιητή Guillaume Apollinaire. Με
τον όρο αυτό χαρακτηρίζει το παράδοξο θεατρικό έργο του Οι Μαστοί του Μαν Ρέυ «Η
Τειρεσία (Les Mamelles de Tiresias) ως υπερρεαλιστική σκακιέρα» , "υπερρεαλιστικό
δράμα" (drame surrealist). 1924 Σύμφωνα με τον Apollinaire ο όρος αυτός δηλώνει τον
αναλογικό τρόπο με τον οποίο μπορεί να αποδοθεί η πραγματικότητα. Όταν λ.χ. ο
άνθρωπος θέλησε να μιμηθεί το βάδισμα δεν εφεύρε τα μηχανικά πόδια αλλά τον τροχό.
Με τον ίδιο τρόπο συμπεριφέρεται και ο ποιητής: όταν θέλει να μεταδώσει κάποιες
ιδέες, πρέπει να το κάνει όχι αντιγράφοντας τον κόσμο και τις καταστάσεις του
στατικά και νατουραλιστικά, αλλά δυναμικά, με τρόπο αναλογικό και δημιουργική
φαντασία. Έτσι όταν ο Andre Breton αναζητούσε έναν όρο που θα μπορούσε να
περιγράψει με επιτυχία τους πειραματισμούς γραφής, που μαζί με κάποιους φίλους του
επιχειρούσε αυτή τη εποχή (αμέσως μετά το τέλος του Α Παγκόσμιου Πολέμου), βρήκε
πώς ο "υπερρεαλισμός" ήταν ο καταλληλότερος. Ο Andre Breton (1896-1966) υπηρέτησε
στον Α Πόλεμο, αρχικά στο πυροβολικό και αργότερα στο υγειονομικό σώμα και όσα
έζησε μέσα στη φρίκη του πολέμου άσκησαν μεγάλη επίδραση πάνω του. Ο πόλεμος,
σύμφωνα με τον Breton, είναι φρικτός και γι αυτό ευθύνεται ο σωβινισμός των αστών,
που τον προκάλεσε. Όμως το ίδιο υπεύθυνος είναι και οποίος συγγραφέας
χρησιμοποιήσει το ταλέντο του για να εκφράσει τη δύναμη αυτής της ελίτ της
εξουσίας. Ο νέος τρόπος γραφής πρέπει να υπονομεύει τις παλαιές αξίες που οδήγησαν
στον πόλεμο. Εξοικειωμένος λοιπόν με τις τεχνικές της φροϋδικής ανάλυσης, ο Breton
άρχισε να
πειραματίζεται πάνω σε ένα νέο εκφραστικό τρόπο. Η γραφή θα έπρεπε να αφήσει
ελεύθερη και αδέσμευτη αυτήν την αυθαίρετη ροή των εικόνων που συχνά σχηματίζεται
μέσα μας. Γι αυτό η γραφή πρέπει να μείνει ελεύθερη από την όποια μεσολάβηση της
λογικής, της ηθικής και της οποίας τρέχουσας αισθητικής. Πρόκειται για την περίφημη
θεωρία του ελευθέρου συνειρμού και των "αυτοματικών κειμένων", τα οποία
εμφανίζονταν και κατέγραφαν, υποτίθεται, χωρίς καμιά επεξεργασία, χωρίς κανένα
σχέδιο και πρόγραμμα κάθε τι που αισθανόταν και βίωνε ο συγγραφέας τη στιγμή που τα
έγραφε. Ο κύριος σκοπός του συγγραφέα δεν είναι να παραγάγει "ωραία" κείμενα, αλλά
να μεταβάλει την υπάρχουσα αντίληψη για τον κόσμο, το οποίο κληρονομημένο γούστο
και κατά συνέπεια να αλλάξει τον ίδιο τον κόσμο, μία ιδέα που δεν απείχε πολύ από
τις ανάλογες διακηρύξεις του Μαρξ. Άλλωστε, αρχικά τουλάχιστον, συγκεκριμένα λίγο
μετά το 1924, όταν ο Breton εκδίδει το περίφημο Πρώτο Μανιφέστο του Υπερρεαλισμού,
πολλοί από τους γάλλους υπερρεαλιστές είχαν ιδιαίτερες σχέσεις με το ΚΚ της Γαλλίας
Έτσι ο υπερρεαλισμός, όπως τουλάχιστον τον όρισε ο Breton και οι φίλοι του στο
Παρίσι του μεσοπολέμου, δεν ήταν ένα απλό λογοτεχνικό κίνημα αλλά ένα κίνημα που
ξεκινούσε από τη λογοτεχνία αλλά πρώτα και κύρια αφορούσε την ίδια την κοινωνία και
την πολιτική. Αναθεωρούσε την αντίληψη της πραγματικότητας, όχι μόνο της
λογοτεχνικής, αλλά και της κοινωνικής. Για τούτο και τα μέσα που χρησιμοποίησε Υβ
Ταγκύ ο Breton, ο Pope Andre, όπως τον έλεγαν, δηλ. η αυτοματική γραφή, η καταγραφή
ονείρων, οι αφηγήσεις σε κατάσταση ύπνωσης, ποιήματα και πίνακες που δημιουργήθηκαν
με τρόπο τυχαίο, σκηνές παράδοξες και ονειρικές, είχαν ένα και μόνο σκοπό: να
μεταβάλουν την αντίληψή μας για τον κόσμο και ως εκ τούτου να αλλάξουν τον ίδιο τον
κόσμο. Ο υπερρεαλισμός (και ως ένα βαθμό ο κομμουνισμός, αρχικά τουλάχιστον) είχε
μεσσιανικό και επαναστατικό χαρακτήρα και για τούτο ήταν φυσικό ότι συγχρωτίστηκε
σχεδόν αμέσως με την πολιτική. Ο υπερρεαλισμός εκφράζει πρώτα από όλα ένα έντονα
πολιτικό ευαγγελισμό, οραματίζεται την απελευθέρωση του ανθρώπου από κάθε μορφή
δουλείας και καταπίεσης (εθνικής, κοινωνικής, θρησκευτικής, καλλιτεχνικής,
ερωτικής) και ευλογεί κάθε μορφή ουτοπίας. Τα δυο ουσιώδη συνθήματα του
υπερρεαλισμού ήταν "Να αλλάξουμε τη ζωή" (Rim baud) και "Να αλλάξουμε τον κόσμο"
(Marx). Το πρώτο σημαίνει να διαφοροποιήσουμε τα αισθήματά μας, να οδηγήσουμε το
πνεύμα σε νέες κατευθύνσεις, να αποτρέψουμε το άτομο από το να βλέπει τον κόσμο
μέσα από το πρίσμα μιας παραδοσιακής λογικής. Αυτές οι ποιητικές απαιτήσεις ήταν
άρρηκτα συνδεδεμένες με το αίτημα της κοινωνικής αλλαγής. Γιαυτό και οι
υπερρεαλιστές πολιτικοί, καθοδηγημένοι από έναν άδολο αναρχισμό συνδέθηκαν αρχικά
με τον κομμουνισμό. Το επίσημο όργανο του υπερρεαλιστικού Κινήματος ήταν αρχικά το
περιοδικό La Revolution Surrealist (19241929). Γρήγορα όμως το Κίνημα φαίνεται να
εγκαταλείπει τις σχεδόν μηδενιστικού τύπου διακηρύξεις του και συμμορφώνεται με τα
πολιτικά ιδεώδη του μαρξισμού (1929- 1930). Άμεση συνέπεια (εκτός των άλλων) ήταν
το περιοδικό να αλλάξει τίτλο: τώρα (1929-1933) λέγεται Le Surrealism au Service de
la Revolution πράγμα που δείχνει τη νέα του πορεία. Ωστόσο η αρχική εμπλοκή και
συνοδοιπορία του υπερρεαλισμού με το γαλλικό ΚΚ γρήγορα έφτασε σε ρήξη, καθώς οι
πολιτικοί δεν έβλεπαν με καλό μάτι την αχαλίνωτη ελευθεριότητα και αναρχισμό των
ποιητών. Ο Breton, που αρχικά έθεσε τον εαυτό του στην υπηρεσία του γαλλικού ΚΚ δεν
μπόρεσε τελικά να αποδεχθεί την ολοκληρωτικού τύπου πειθαρχία και το αντιδραστικό
πνεύμα που χαρακτήριζε τις συναντήσεις του Κόμματος. Έτσι το υπερρεαλιστικό Κίνημα
απομακρύνθηκε από το Κόμμα και ανέλαβε (όπως συνήθιζαν να λένε) "αντίδραση από τα
αριστερά", μια άποψη που αντιπροσώπευε κυριότατα τον Λέοντα Τρότσκι, τον οποίο ο
Breton συνάντησε στο Μεξικό το 1938.
Πολλοί είναι σήμερα εκείνοι που πιστεύουν ότι το υπερρεαλιστικό Κίνημα παρέμεινε
ένα ουτοπικό και ανεδαφικό κίνημα, που δεν μπόρεσε να πραγματώσει τις αρχικές
εξαγγελίες του. Πολλοί επίσης πιστεύουν ότι αυτός ο "επιθετικός μοντερνισμός", όπως
τον αποκαλούν (σε αντίθεση με τον "ήπιο" αγγλοσαξονικό μοντερνισμό), δεν παρήγαγε
μεγάλα έργα, τουλάχιστον στον κλάδο της λογοτεχνίας, επειδή στη ζωγραφική το Κίνημα
φάνηκε πιο αποδοτικό. Πολλοί αμφισβητούν τη βασική θεωρία του ελευθέρου συνειρμού
και της αυτόματης γραφής. Ωστόσο το Κίνημα, τόσο αρχικά στη Γαλλία, όσο και στην
υπόλοιπη Ευρώπη και στον άλλο κόσμο, και φυσικά και εδώ στην Ελλάδα, ελευθέρωσε τη
δημιουργική φαντασία των δημιουργών που τον ασπάστηκαν και άλλαξε μια για πάντα την
ιδέα μας για την ακαδημαϊκή και "έλλογη" μορφή της τέχνης. Φυσικά το θαύμα που
οραματίστηκε το Κίνημα δεν ήρθε, ούτε πραγματώθηκαν τα πωλείτοκοινωνικά του
οράματα. Αλλά για τούτο δεν ευθύνεται φυσικά το υπερρεαλιστικό Κίνημα, ούτε οι
συγγραφείς και οι καλλιτέχνες που το ξεκίνησαν, το πίστεψαν και το υπηρέτησαν. Ο
υπερρεαλισμός υπήρξε ένα μέγα απελευθερωτικό Κίνημα, με υψηλά και αγαθά οράματα με
κέντρο πάντοτε τον άνθρωπο την τέχνη, τον ερωτά και τη δημιουργία. Και εδώ έγκειται
η συμβολή του. Αποτιμώντας ο ιστορικός της λογοτεχνίας Maurice Nadeau την προσφορά
του Κινήματος γράφει, " Ο σουρεαλισμός φιλοδοξούσε να σπάσει το φράγμα του
υποκειμενισμού. Και εννοούσε να μην αρκεσθεί στα λόγια. Για κείνους που τον
ξεκίνησαν, έχοντας περάσει από το Νταντά, δεν υπήρχε περίπτωση να ξαναγινεί τίποτε,
όπως γινόταν πρώτα. Ο άνθρωπος δεν ήταν πια το κατασκεύασμα ενός αιώνα θετικισμού,
συνειρμισμού και επιστημονισμού, αλλά ένα πλάσμα με επιθυμίες, ένστικτα και όνειρα,
έτσι όπως τον φανέρωνε η ψυχανάλυση. Στη Ρωσία χτιζόταν μια κοινωνία πάνω σε νέες
βάσεις. Πιο πάνω ακόμη και από τον Ρέπω ή τον Λωτρεαμόν, σαν προφήτες της νέας
εποχής, πρόβαλαν ο Μαρξ και ο Φρόιντ. Οι σουρεαλιστές, με τον δικό τους πάντα
τρόπο, έγιναν μαρξιστές και φροϋδιστές, κι έριξαν το βάρος στη διπλή επανάσταση που
έπρεπε να γίνει: "ν'
αλλάξουμε τον κόσμο, "ν' αλλάξουμε τη ζωή". Πίστευαν πως θα τα κατάφερναν με μία
καθολική δημιουργική δράση, ξεκινώντας απ' τον άνθρωπο θεωρούμενο σαν ένα ενιαίο
όλον, και με μέσο την ποίηση που την ταύτιζαν με την πνευματική δράση. Αυτή η
αδιάκοπη δημιουργικότητα έπρεπε να ασκείται μέσα σε μία απόλυτη ελευθερία κινήσεων
και αισθήσεων, έξω από κάθε κατακερματισμό κι στεγανοποίηση της ζωής και της
τέχνης, και με σκοπό την αποκατάσταση ολόκληρου του ανθρώπου. Γι αυτό και η έμφαση
δόθηκε στις σκοτεινές πλευρές του είναι, στη φαντασία, το ένστικτο, την επιθυμία,
το όνειρο, στις παράλογες ή απλώς μη σοβαρές μορφές συμπεριφοράς -- για να
ξεμπερδεύουμε πια με τον ευνουχισμένο, αλλοτριωμένο, περιχαρακωμένο άνθρωπο, τον
υποβιβασμένο στις κατηγορίες του "κάνω" και του "'έχω". Ο σουρεαλισμός άνοιγε ένα
πεδίο ριζικής ανανέωσης τόσο στην προσωπική και ομαδική ζωή του ανθρώπου, όσο και
στην ανάπτυξη μορφών σκέψης, ηθικής, τέχνης (ό.π. σελ. 240). Αλλά για τούτο δεν
ευθύνεται φυσικά το υπερρεαλιστικό Κίνημα, ούτε οι συγγραφείς και οι καλλιτέχνες
που το ξεκίνησαν, το πίστεψαν και το υπηρέτησαν. Ο υπερρεαλισμός υπήρξε ένα μέγα
απελευθερωτικό Κίνημα, με υψηλά και αγαθά οράματα με κέντρο πάντοτε τον άνθρωπο την
τέχνη, τον ερωτά και τη δημιουργία. Και εδώ έγκειται η συμβολή του. Αποτιμώντας ο
ιστορικός της λογοτεχνίας Maurice Nadeau την προσφορά του Κινήματος γράφει, " Ο
σουρεαλισμός φιλοδοξούσε να σπάσει το φράγμα του υποκειμενισμού. Και εννοούσε να
μην αρκεσθεί στα λόγια. Για κείνους που τον ξεκίνησαν, έχοντας περάσει από το
Νταντά, δεν υπήρχε περίπτωση να ξαναγινεί τίποτε, όπως γινόταν πρώτα. Ο άνθρωπος
δεν ήταν πια το κατασκεύασμα ενός αιώνα θετικισμού, συνειρμισμού και
επιστημονισμού, αλλά ένα πλάσμα με επιθυμίες, ένστικτα και όνειρα, έτσι όπως τον
φανέρωνε η ψυχανάλυση. Στη Ρωσία χτιζόταν μια κοινωνία πάνω σε νέες βάσεις. Πιο
πάνω ακόμη και από τον Ρέπω ή τον Λωτρεαμόν, σαν προφήτες της νέας εποχής, πρόβαλαν
ο Μαρξ και ο Φρόιντ. Οι σουρεαλιστές, με τον δικό τους πάντα τρόπο, έγιναν
μαρξιστές και φροϋδιστές, κι έριξαν
το βάρος στη διπλή επανάσταση που έπρεπε να γίνει: "ν' αλλάξουμε τον κόσμο, "ν'
αλλάξουμε τη ζωή". Πίστευαν πως θα τα κατάφερναν με μία καθολική δημιουργική δράση,
ξεκινώντας απ' τον άνθρωπο θεωρούμενο σαν ένα ενιαίο όλον, και με μέσο την ποίηση
που την ταύτιζαν με την πνευματική δράση. Αυτή η αδιάκοπη δημιουργικότητα έπρεπε να
ασκείται μέσα σε μία απόλυτη ελευθερία κινήσεων και αισθήσεων, έξω από κάθε
κατακερματισμό κι στεγανοποίηση της ζωής και της τέχνης, και με σκοπό την
αποκατάσταση ολόκληρου του ανθρώπου. Γι αυτό και η έμφαση δόθηκε στις σκοτεινές
πλευρές του είναι, στη φαντασία, το ένστικτο, την επιθυμία, το όνειρο, στις
παράλογες ή απλώς μη σοβαρές μορφές συμπεριφοράς -- για να ξεμπερδεύουμε πια με τον
ευνουχισμένο, αλλοτριωμένο, περιχαρακωμένο άνθρωπο, τον υποβιβασμένο στις
κατηγορίες του "κάνω" και του "'έχω". Ο σουρεαλισμός άνοιγε ένα πεδίο ριζικής
ανανέωσης τόσο στην προσωπική και ομαδική ζωή του ανθρώπου, όσο και στην ανάπτυξη
μορφών σκέψης, ηθικής, τέχνης (ό.π. σελ. 240). ΓΙΩΡΓΗΣ ΓΙΑΤΡΟΜΑΝΩΛΑΚΗΣ
Αναδημοσίευση από Εθνικό κέντρο βιβλίου

Ο Μπρετόν για τον Υπερρεαλισμό


Ιδού ο περίφημος ορισμός του υπερρεαλισμού, από το Πρώτο Μανιφέστο του Breton
(1924), όπως τον αποδίδει στα ελληνικά ο Ανδρέας Εμπειρίκος "ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ, όνομα
ουσιαστικό. Γνήσιος ψυχικός αυτοματισμός, με τον οποίο εκφράζει κανείς γραπτά, είτε
Τζόρτζιο ντε Κίρικο
προφορικά, ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, την αληθινή λειτουργία της σκέψης.
Υπαγόρευση της σκέψης χωρίς κανένα λογικό έλεγχο, πέρα από κάθε αισθητική ή ηθική
έννοια. ΕΓΚΥΚΛ. Φιλοσ. Ο υπερρεαλισμός στηρίζεται στην επίγνωση της ανώτερης
πραγματικότητας ορισμένων μορφών συσχετίσεως (συνειρμών), που παραμελήθηκαν πριν
απ' αυτόν, στην παντοδυναμία του Ονείρου, στο ανιδιοτελές παιγνίδισμα της σκέψης".
Ιδού επίσης ορισμένες βασικές αρχές του υπερρεαλισμού, όπως καταγράφονται στην
περίφημη Διακήρυξη της 27ης Ιανουαρίου 1925: 1. Δεν έχουμε καμία σχέση με τη
λογοτεχνία. Αλλά μπορούμε θαυμάσια να τη χρησιμοποιήσουμε, αν χρειαστεί, όπως όλος
ο κόσμος. 2. Ο σουρεαλισμός δεν είναι κανένα καινούργιο ή ευκολότερο μέσο έκφρασης,
ούτε κάποια μεταφυσική της ποίησης. Είναι ένα μέσο για την ολοκληρωτική
απελευθέρωση του πνεύματος και όλων όσων του μοιάζουν. 3. Είμαστε αποφασισμένοι να
κάνουμε Επανάσταση. 4. Κολλήσαμε τη λέξη σουρεαλισμός με τη λέξη Επανάσταση μόνο
και μόνο για να δείξουμε τον αμερόληπτο, αδέσμευτο και εντελώς απεγνωσμένο
χαρακτήρα αυτής της Επανάστασης. 5. Δεν ισχυριζόμαστε πώς θα διορθώσουμε κανένα από
τα σφάλματα των ανθρώπων. Σκοπεύουμε όμως νατους δείξουμε πόσο εύθραυστες είναι οι
σκέψεις τους και πάνω σε ποία κινούμενη άμμο, σε ποίο σαθρό έδαφος έχουν θεμελιώσει
τα ετοιμόρροπα σπίτια τους

6. Στέλνουμε στην κοινωνία αυτή την αυστηρή προειδοποίηση: να προσέχει τη

Μαξ Ερνστ
διαγωγή της. Κανένα πνευματικό της παραστράτημα δεν πρόκειται να μας διαφύγει... 7.
Είμαστε δεξιοτέχνες στην Εξέγερση. Δεν υπάρχει ένα μέσο δράσης που να μην είμαστε
σε θέση να χρησιμοποιήσουμε, αν χρειαστεί... Ο Σουρεαλισμός δεν είναι μορφή της
ποίησης. Είναι μια κραυγή του πνεύματος που ξαναγυρίζει στον εαυτό του με την
απεγνωσμένη απόφαση να σπάσει τις αλυσίδες του. Και στην ανάγκη με υλικά σφυριά.
(Από το βιβλίο του Maurice Nadeau , Ιστορία του Σουρεαλισμού, μτφρ. Α.
Παπαθανασοπούλου, "Πλέθρον",1978) Αναδημοσίευση από Εθνικό κέντρο βιβλίου

ΕΙΣ ΤΗΝ ΟΔΟΝ ΤΩΝ ΦΙΛΕΛΛΗΝΩΝ


Μια μέρα που κατέβαινα στην οδόν των φιλελλήνων, μαλάκωνε η άσφαλτος κάτω από τα
πόδια και από τα δένδρα της πλατείας ηκούοντο τζιτζίκια, μέσα στην καρδιά των
Αθηνών, μέσα στην καρδιά του θέρους. Παρά την υψηλήν θερμοκρασίαν, η κίνησις ήτο
ζωηρά. Αίφνης μια κηδεία πέρασε. Οπίσω της ακολουθούσαν πέντε-έξη αυτοκίνητα με
μελανειμονούσας, και ενώ στα αυτιά μου έφθαναν ριπαί πνιγμένων θρήνων, για μια
στιγμή η κίνησις διεκόπη. Τότε, μερικοί από μας (άγνωστοι μεταξύ μας μέσα στο
πλήθος) με άγχος κοιταχθήκαμε στα μάτια, ο ένας του άλλου προσπαθώντας την σκέψι να
μαντεύση. Έπειτα,
διαμιάς, ως μια επέλασις πυκνών κυμάτων, η κίνησις εξηκολούθησε. Ήτο Ιούλιος. Εις
την οδόν διήρχοντο τα λεωφορεία, κατάμεστα από ιδρωμένον κόσμο - από άνδρας
λογήςλογής, κούρους λιγνούς και άρρενας βαρείς, μυστακοφόρους, από οικοκυράς
χονδράς, ή σκελετώδεις, και από πολλάς νεάνιδας και μαθητρίας, εις των οποίων τους
σφικτούς γλουτούς και τα σφύζοντα στήθη, πολλοί εκ των συνωθουμνων, ως ήτο φυσικόν,
επάσχιζαν (όλοι φλεγόμενοι, όλοι στητοί ως Ηρακλείς ροπαλοφόροι) να κάμουν με
στόματα ανοικτά και μάτια ονειροπόλα, τας συνήθεις εις παρομοίους χώρους επαφάς,
τας τόσον βαρυσημάντους και τελετουργικάς, άπαντες προσποιούμενοι ότι τυχαίως, ως
εκ του συνωστισμού, εγίνοντο επί των σφαιρικών θελγήτρων των δεκτικών μαθητριών και
κορασίδων αυταί αι σκόπιμοι και εκστατικαί μέσα εις τα οχήματα επαφαί-
ψαύσεις,συνθλίψεις και προστρίψεις. Ναι, ήτο Ιούλιος και όχι μόνον η οδός των
Φιλελλήνων, μα και η Ντάπια του Μεσολογγίου και ο Μαραθών και οι Φαλλοί της Δήλου
επάλλοντο σφύζοντες στο φως, όπως στου Μεξικού τας αυχμηράς εκτάσεις πάλλονται
ευθυτενείς οι κάκτοι της ερήμου, στην μυστηριακή σιγή που περιβάλλει τας πυραμίδας
των Αζτέκων. Το θερμόμετρον ανήρχετο συνεχώς. Δεν ήτο θάλπος, αλλά ζέστη-η ζέστη
που γεννά το κάθετο λιοπύρι. Και όμως, παρά τον καύσωνα και την γοργήν αναπνοήν των
πνευστιώντων, παρά την διέλευσιν της νεκρικής πομπής προ ολίγου, κανείς διαβάτης
δεν ησθάνετο βαρύς, ούτε εγώ, παρ όλον ότι εφλέγετο ο δρόμος. Κάτι σαν τέττιξ
ζωηρός μέσα στην
ψυχή μου, με ηνάγκαζε να προχωρώ, με βήμα ελαφρόν υψίσυχνον. Τα πάντα ήσαν τριγύρω
μου εναργή, απτά και δια της οράσεως ακόμη, και όμως, συγχρόνως, σχεδόν εξαϋλούντο
μέσα στον καύσωνα τα πάντα-οι άνθρωποι και τα κτίσματα-τόσον πολύ, που και η λύπη
ακόμη ενίων τεθλιμμένων, λες και εξητμίζετο σχεδόν ολοσχερώς, υπό το ίσον φως. Τότε
εγώ, με ισχυρόν παλμόν καρδίας, σταμάτησα για μια στιγμή, ακίνητος μέσα στο πλήθος,
ως άνθρωπος που δέχεται αποκάλυψιν ακαριαίαν, ή ως κάποιος που βλέπει να γίνεται
μπροστά του ένα θαύμα και ανέκραξα κάθιδρως : " Θεέ! Ο καύσων αυτός χρειάζεται για
να υπάρξη τέτοιο φως! Το φως αυτό χρειάζεται, μια μέρα για να γίνη μια δόξα κοινή,
μια δόξα πανανθρώπινη, η δόξα των Ελλήνων, που πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμον
εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου " . top ΟΧΙ ΜΠΡΑΖΙΛΙΑ ΜΑ
ΟΚΤΑΝΑ Όταν δια της πίστεως και της καλής θελήσεως, αλλά και από επιτακτικήν,
αδήριτον ανάγκην δημιουργηθούν αι προϋποθέσεις και εκτελεσθούν όχι οικοδομικά, ή
ορθολογιστικά, μα διαφορετικά τελείως έργα, εις την καρδιά του μέλλοντος, εις την
καρδιά των υψηλών οροπεδίων και προ παντός μέσα στην καρδιά του κάθε ανθρώπου, θα
υπάρξη τότε μόνον η Νέα Πόλις και θα ονομασθή πρωτεύουσα της ηνωμένης, της αρραγούς
και αδιαιρέτου Οικουμένης.
Άγνωστον αν η παλαιά, που εκτείνεται προ του ωκεανού στα πόδια του κατακορύφου
βράχου που μοιάζει με το Τζέμπελ-αλ-Ταρέκ, άγνωστον αν θα εγκαταλειφθή, ή αν θα
υφίσταται καν στα χρόνια εκείνα, ή αν, απέραντη και κενή, θα διατηρηθή ως δείγμα
μιάς ελεεινής, μιας αποφράδος εποχής, ή ως θλιβερόν μουσείον διδακτικόν, πλήρες
παραδειγμάτων πρό αποφυγήν. Εκείνο που είναι βέβαιον είναι ότι η Νέα Πόλις θα
οικοδομηθή, ή μάλλον θα δημιουργηθή, και θα είναι η πρωτεύουσα του Νέου Κόσμου, εις
την καρδιά του μέλλοντος και των ανθρώπων, μετά χρόνια πολλά, οδυνηρά, βλακώδη και
ανιαρά, ίσως μετά μιαν άλωσιν οριστικήν, μετά την μάχην την τρομακτικήν του
επερχομένου Αρμαγεδδώνος. Δεν θα εξετάσω τας λεπτομερείας..... ....................
Αυτό που με ενδιαφέρει απολύτως-και θα έπρεπε να ενδιαφέρη όλους-είναι ότι η Νέα
Πόλις θα ολοκληρωθή, θα γίνη. Όχι βεβαίως απο αρχιτέκτονας και πολεοδόμους
οιηματίας, που ασφαλώς πιστεύουν οι καημένοι, ότι μπορούν αυτοί τους βίους των
ανθρώπων εκ των προτέρων να ρυθμίζουν και το μέλλον της ανθρωπότητος, με χάρακες,
με υποδεκάμετρα, γωνίες και Τ, μέσα στα σχέδια της φιλαυτίας των, ναρκισσευόμενοι
(μαρξιστικά, φασιστικά ή αστικά),πνίγοντες και πνιγόμενοι να κανονίζουν. Όχι, δεν
θα κτισθή η Νέα Πόλις έτσι, μα θα κτισθή από όλους τους ανθρώπους, όταν οι
άνθρωποι. έχοντας εξαντλήσει τας αρνήσεις, και τας καλάς και τας κακάς, βλέποντες
το αστράπτον φως της αντισοφιστείας-τουτέστι το φως της άνευ δογμάτων, άνευ
ενδυμάτων Αληθείας-παύσουν στα αίματα και στα βαριά αμαρτήματα χέρια και πόδια να
βυθίζουν, και αφήσουν μέσα στις ψυχές των, με οίστρον καταφάσεως, όλα
τα δένδρα της Εδέμ, με πλήρεις καρπούς και δίχως όφεις-μα τον Θεό, ή τους Θεούς-
τελείως ελεύθερα να ανθίσουν. Ναι, ναι (αμήν, αμήν λέγω υμίν),σας λέγω την
αλήθειαν. Η Νέα Πόλις θα κτισθή και δεν θα είναι χθαμαλή σε βαλτοτόπια. Θα
οικοδομηθή στα υψίπεδα της Οικουμένης, μα δεν θα ονομασθή Μπραζίλια, Σιών, Μόσχα, ή
Νέα Υόρκη, αλλά θα ονομασθή η πόλις αυτή Ο κ τ ά ν α . Και τώρα ο καθείς θα
διερωτηθή ευλόγως: Μα τι θα πή Οκτάνα; ............................. Και τώρα
(αμήν, αμήν) λέγω υμίν : Οκτάνα, φίλοι μου, θα πή μεταίχμιον της Γης και του
Ουρανού, όπου το ένα στο άλλο επεκτεινόμενο ένα τα δύο κάνει. Οκτάνα θα πή πύρ,
κίνησις, ενέργεια, λόγος σπέρμα. Οκτάνα θα πη έρως ελεύθερος με όλας τας ηδονάς
του. Οκτάνα θα πή ανά πάσαν στιγμήν ποίησις, όμως όχι ως μέσον εκφράσεως μόνον, μα
ακόμη ως λειτουργία του πνεύματος διηνεκής. Οκτάνα θα πή η εντελέχεια εκείνη, που
αυτό που είναι αδύνατον να γίνη αμέσως το κάνει εν τέλει δυνατόν, ακόμη και την
χίμαιραν, ακόμη και την ουτοπίαν, ίσως μια μέρα και την αθανασίαν του σώματος και
όχι μονάχα της ψυχής. Οκτάνα θα πή το "εγώ" "εσύ" να γίνεται (και αντιστρόφως το
"εσύ" "εγώ" ) εις μίαν εκτόξευσιν ιμερικήν, εις μίαν έξοδον λυτρωτικήν, εις μίαν
ένωσιν θεοτικήν, εις μίαν μέθεξιν υπέρτατην, που ίσως αυτή να αποτελή την θείαν
Χάριν, το θαύμα του εντός και εκτός εαυτού, κάθε φοράν που εν εκστάσει συντελείται.
Οκτάνα θα πή πάση θυσία διατήρησις της παιδικής ψυχής
εις όλα τα στάδια της ωριμότητος, εις όλας τας εποχάς του βίου.................
Οκτάνα θα πή εν πλήρει αθωότητι Αδάμ, εν πλήρει βεβαιότητι Αδάμ-συν-
Εύα. ................................. Οκτάνα θα πή απόλυτος ενότης πνεύματος και
ύλης. Οκτάνα θα πή παντού και πάντα εν ηδονή ζωή. Οκτάνα θα πή δικαιοσύνη. Οκτάνα
θα πή αγάπη. Οκτάνα θα πή παντού και πάντα καλωσύνη. Οκτάνα θα πή η αγαλλίασις
εκείνη που φέρνει στα χείλη την ψυχή και εις τα όργανα τα κατάλληλα με ορμήν το
σπέρμα. .................................. Οκτάνα θα πή ό,τι στους ουρανούς και επί
της γης ηκούετο, κάθε φοράν που ως μέγας μαντατοφόρος, με έντασιν υπερκοσμίου
τηλεβόα, ο Άγγελος Κυρίου εβόα. ............................... Γλυφάδα, 20. 8.
1965 top

Ενόρασις των πρωινών ωρών Στις πρασιές του ιπποφορβίου τρέχουν Κόκκινοι κέλητες και
άσπροι πώλοι θεραπαινίδες κτενίζουν τις Μακριές χαίτες Γέλια αντηχούν πίσω από τα
δέντρα Ψίθυροι συστέλλονται κ α ι διαστέλλονται Όρθιος ένας ιππεύς αγάλλεται στα
χάδια που βαθμηδόν συγκλίνουν
Προς την φλύαρη μήτρα των ιωβηΛΑΙΩΝ Απεριφράστως ο Ιωβ εγκαταλείπει την παλαιά του
θέσι Κολυμπά μεσα στα νερά δεξαμενής γεμάτης Και βλέπει με κατάπληξι πως κολυμπά με
άνεσι Πλησιάζει μια νεάνιδα με στήθη σΦύΖοντα 50 χρόνια τόθελε μα δεν τολμούσε 50
χρόνια έβλεπε στον ύπνο του τα άλογα των σΕΡΑΦΕΙΜ Τρέχαν σε κάμπον χλοερόν όπου Κ ε
λ ά ρ υ ζ ε ένα ρυάκι Μπροστά στον κτίστη του ουρανού με τα μεγάλα μάτια Ο Κτίστης
στερεώνει δυο καπόνια στο δώμα ενός μεγάλου κτίσματο ς Εν συνεχεία αντλεί με το ένα
χέρι δροσερό νερό και με το άλλο του χέρι αίμα Οχι των αφαιμάξεων μα αίμα προσφοράς
στους ζώντας Αίμα χαρμόσυνον όχι παρμένο μα δοσμένο Κάτω στον δρόμο μια βάρκα
περιμένει να την υΨώση ο κτίστης ως το δώμα Ήρθε ο καιρός της απολυτρώσεως των
κοριτσιών και των εφήβων Ο κτίστης γ υ ρ ί ζ ε ι τα βαρούλκα Ανέρχονται όλοι με την
βάρκα Στα δώματα ανθούνε μυγδαλιές Η βάρκα προσεγγίζει Οι βαρκάρηδες είναι οι
πατέρες των παιδιών που ανέρχονται Κάτω από μιαν κερασιά ένας τυφλός ποιητής υμνεί
τον Ίμερο Για πρώτη φορά σε αυτόν τον τόπο τον ονομάζουν Έρωτα Ενα σουραύλι αντηχεί
κοντά του κανείς δεν βλέπει ποιός το παίζει Άνεμος είναι μέσα στα σύννεφα και τα
σκορπίζει Φυσάει και σπρώχνει τα πανιά της βάρκας που ανέρχεται Οι μακαράδες
τρίζουν Αναφωνούν στη βάρκα τα κορίτσια και ηδονίζονταΙ Το δώμα υψώνεται 5 - 6
μέτρα Ώστε να ΔΙΑΡΚΕΣΗ πιο πολύ Ο γλυκασμός Η αγαλλίασις των νεαρών πλασμάτων που
Εξογκώνεται Η βάρκα ανέρχεται ο λ ο ν έ ν Σαν ένα ξεχείλισμα τώρα στο δώμα φτάνει
Ενώ στην πλώρη της με μανιώδη επιμονήν Πλένει το πρόσωπό της μια γάτα . top
Ράγκα - Παράγκα ή Όταν τα συνήθη λόγια δεν αρκούν Οι τρόποι κάθε πραγματικής
ανανεώσεως Μοιάζουν με διαρκές ξεχείλισμα Ενός μεγάλου κανατιού μέσα από χέρια
οινοχόων Ή λουλουδιών μέσα από κάνιστρα γιομάτα Που τα κρατούν νεάνιδες με
γυμνωμένα στήθη . Το κάθε ξεχείλισμα Η κάθε ανανέωσις Είναι παιδί που έρχεται
Μπροστά σε μάτια έκθαμβα γερόντων Που έτσι και μόνον έτσι Βλέποντας γυμνά τα μέλη
της νεότητας Και ακούγοντας τα πτερουγίσματα των νεοσσών Ή τα τραγούδια των
κοριτσιών και των εφήβων Έτσι και μόνον έτσι μπορούν να ξανανιώσουν Δεχόμενοι το
σφρίγος της νεότητας Έστω και αν δεν καταλαβαίνουν οι γερόντοι Μια - μια τις λέξεις
των ωδών και των θουρίων Έστω και αν ονομάζουν Τα θούρια αυτά ακατανόητα Ακατανόητα
Διότι ποτέ δεν γνώρισαν οι νεοσσοί Τους διδασκάλους παλαιοτέρων εποχών Και την
φαρέτραν της διαλεκτικής Πολλών πτωχοπροδρόμων διδασκάλων Διαφόρων αντιμαχομένων
διδασκαλιών του παρελθόντος . Ράγκα - Παράγκα λοιπόν το θούριον Με την λαλιάν αυτών
που ομιλούν στην οικουμένη Ράγκα - Παράγκα με φωνήν ασκίαστη Σε τόπους αναχωρητών
και κοσμοπόλεις Ράγκα - Παράγκα τώρα και αύριον
Ράγκα - Παράγκα σαν βήμα ελεφάντων Που υπερβέβαιοι διαβαίνουν Κάποτε - κάποτε
λουόμενοι Τον μέγαν ποταμόν Ζαμβέζην Ράγκα - Παράγκα σαν τα σκιρτήματα των
ιαγουάρων Μέσα στα φυλλώματα και υπό τα όμματα ειρηνικών σκιούρων Ράγκα - Παράγκα
σαν πλατάγισμα ουράς μιάς φάλαινας Όταν ανέρχεται απο τους βυθούς ως Αναδυομένη Ή
Μεγαλόχαρη μέσα σε αφρούς φανερωμένη Ηλιοχαρή παιγνίδια στις επιφάνειες παίζει
Συντρίβουσα εν ανάγκη τα φαλαινοθηρικά Αν τούτοι οι κυνηγοί του λίπους της Υπέρ το
δέον επιμένουν Εις την αισχράν επίθεσίν των . Ράγκα - Παράγκα λοιπόν το θούριον Εις
τα χωράφια και τας πόλεις Στις πεδιάδες και στα όρη Εις τας οδούς και τα σοκκάκια
Όταν στον κόσμον συντελείται πάκτωσις Ως εις στιγμάς μιας πλήρους συνουσίας Που
ισοδυναμεί με μιαν κατάφασιν κεραυνοβόλον Με "ναι" και "ναι" και πάλιν "ναι " Και
εν ανάγκη και όταν το "όχι " Παρουσιάζεται ως φράγμα Υπο το προσωπείον παρθενίας
Που πρέπει οπωσδήποτε να διατρηθή Αν πρόκειται κάποια συνέχεια να υπάρξη Αν
πρόκειται ο θάνατος να υπερνικηθή Ράγκα - Παράγκα ακόμη τότε Τουτέστιν κάθε φορά
που ο μέγας πασίχαρος κριός Ευλογητός και ευλογών σπαργών εισδύει Τείχη και πύλας
καταρρίπτων Κομίζων των θεών τα νικητήρια Εις τους ανθρώπους δώρον . Ράγκα -
Παράγκα λοιπόν το θούριον Με μια κραυγή γιομάτη Κατά των υπερβολικά λεπτών και εξα-
υλωμένων
Ράγκα - Παράγκα ρίγος βαθύ της γης Και παφλασμός κυμάτων επαλλήλων Που εκσπούν εις
τους αιγιαλούς αισίως Ή σπάζοντας εν μέσω αφρών Βροντούν στα σπήλαια και τους
βράχους Όπως ξεσπούν τα κύμβαλα Επάνω από τον ήχον των εγχόρδων Ράγκα - Παράγκα
σάλπιγγες πιο δυνατές Και απο τις σάλπιγγες της Ιεριχούς Κι απο τα σχοινιά πάσης
αγχόνης Ράγκα - Παράγκα κατά των σοφιστών Κατά των εγωπαθών και των στεγνών
ανθρώπων Ράγκα - Παράγκα πίδακες του πνεύματος αειθαλείς και άσπρες χαρές της ύλης
Ράγκα - Παράγκα υπέρ αθλήσεως της ηδονής Ράγκα - Παράγκα υπέρ ποιήσεως σπερματικής
και θείας καλωσύνης Χριστού - Αδώνιδος ερωτικού και ανθρώπου Σφρίγος της γης Ράγκα
- Παράγκα Αντίδοτον πάσης μελαγχολίας Γδούπος λευκός βελούδινος αγγέλων Που
προσγειούμενοι μπροστά μας φέρνουν Αντί ρομφαίας εδεμικήν τροφήν στους πειναλέους
Γάλα κουτιού γλυκό Νεστλέ και του ουρανού το μάννα Ράγκα - Παράγκα - Ράγκα !

Ο Παναγιώτης Βήχος μελοποιεί Ανδρέα Εμπειρίκο Παίζουν τα ΜΟΥΣΙΚΑ ΣΥΝΟΛΑ ΤΗΣ ΕΡΤ
Διευθύνει ο Παν. Βήχος Τραγουδούν: Γιώργος Ρούσσης , Θέλμα Καραγιάννη Μουσική:
Παναγιώτης Βήχος Ποίηση: Ανδρέας Εμπειρίκος
1. 2. 3. 4. 5.

Οι κύκλοι μας Οι κύκλοι μας ανήκουνε στην οικουμένη. Allegro Moderato Ο Μέγας
Ανατολικός Εις την οδό των Φιλελλήνων Απαγγέλει ο Ανδρέας Εμπειρίκος Πρόγονοι εμείς
των γενεών
6. 7.

Ως Έργον Ατελεύτητον ΣΑΝ ΥΦΑΙΣΤΕΙΟ ΠΟΥ ΕΚΡΗΓΝΥΤΑΙ (ειδική διασκευή για το ΜΕΓΑ
ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ, του LA VALSE του RAVEL, από τον Παν. Βήχο) Παίζει, μόνο σε αυτό το
μουσικό μέρος, η ΣΥΜΦΩΝΙΚΗ ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΤΟΥ ΛΟΝΔΙΝΟΥ

Από το θάνατό του έως σήμερα


1976 Kυκλοφορεί το αφιέρωμα στον Aνδρέα Eμπειρίκο και τον ελληνικό υπερρεαλισμό του
περιοδικού Hριδανός (αρ. 4, 1976). 1978 Tυπώνεται το σπουδαίο δοκίμιο του Oδυσσέα
Eλύτη, Aναφορά στον Aνδρέα Eμπειρίκο («Eγνατία/Tραμ»). 1980 Δημοσιεύεται η OΚΤΑΝΑ
(«Ίκαρος»). Παράλληλα κυκλοφορεί και δεύτερος δίσκος με απαγγελίες του Eμπειρίκου
από τη συλλογή αυτή. «Kύκλος Eμπειρίκου»: σειρά ομιλιών στην Eταιρεία Σπουδών
Nεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας της Σχολής Mωραΐτη, που δημοσιεύονται
και στο Δελτίο της (αρ. 4, 1981). Eκδίδεται η Aργώ ή Πλους αεροστάτου με επιμέλεια
του Δ. Kαλοκύρη από τις εκδόσεις «Ύψιλον/βιβλία». 1981 H «Άγρα» αναλαμβάνει την
επανέκδοση της Yψικαμίνου, της Eνδοχώρας και των Γραπτών. Aφιέρωμα στο περ. H λέξη
(Δεκέμβρης). 1982 Aφιέρωμα στον Aνδρέα Eμπειρίκο από το Γ΄ πρόγραμμα του E.I.P. σε
επιμέλεια-παραγωγή Γ. Aλεξάκη A. Ίσαρη (5-10.6.82) και μερικούς μήνες αργότερα
αφιέρωμα στην τηλεόραση της E.P.T σε σενάριο και σκηνοθεσία του Kώστα Σφήκα
(28.2.83).
1983 Kυκλοφορεί το βιβλίο του Γιώργη Γιατρομανωλάκη, Aνδρέας Eμπειρίκος. O ποιητής
του έρωτα και του νόστου («Kέδρος»), που θέτει σε νέες βάσεις την μελέτη του έργου
του Eμπειρίκου. O ίδιος επιμελείται και την έκδοση της ποιητικής συλλογής: AΙ
ΓΕΝΕΑΙ ΠΑΣΑΙ ή H ΣΗΜΕΡΟΝ ΩΣ ΑΥΡΙΟΝ ΚΑΙ ΩΣ ΧΘΕΣ («Άγρα»). 1984 Στον συλλογικό τόμο
Ψυχανάλυση και Eλλάδα, επιμέλεια Θανάση Tζαβάρα, (Eταιρεία Σπουδών Nεοελληνικού
Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας της Σχολής Mωραΐτη, 1984) εξετάζεται ο ψυχαναλυτής
Eμπειρίκος (και η ψυχαναλυτική πρακτική στην Eλλάδα κατά την περίοδο 1935-
1950).Τυπώνεται η Bιβλιογραφία Aνδρέα Eμπειρίκου (1935 -1984) του I. M. Bούρτση
(Eταιρεία E.Λ.I.A.) και το δοκίμιο του Γ. Kεχαγιόγλου «Eις την οδόν των Φιλελλήνων»
του Aνδρέα Eμπειρίκου («Πολύτυπο»). 1985 Kυκλοφορεί το σημαντικό αφιέρωμα του
περιοδικού Xάρτης (αρ.17/18). Tη χρονιά αυτή, δέκα χρόνια από τον θάνατο του
Eμπειρίκου, ο Δήμος Άνδρου οργανώνει τον Aύγουστο διήμερο διαλέξεων με ομιλητές
τους N. Bαλαωρίτη, Δ. Πολέμη, Π. Pηγοπούλου, Διον. Λιάρο, M. Δραγούμη, A.
Σκαρπαλέζου, I. Bούρτση και Γ. Kεχαγιόγλου (έκδοση Mνήμη Aνδρέα Eμπειρίκου,
«Ύψιλον/βιβλία», 1987). 1986 Tυπώνεται μια καλλιτεχνική έκδοση του Aργώ ή Πλους
αεροστάτου με λιθογραφίες Aλέκου Φασιανού (εκδ. «Mίμνερμος»). 1990 Δημοσιεύονται οι
δύο πρώτοι τόμοι του μυθιστορήματος O MΕΓΑΣ AΝΑΤΟΛΙΚΟΣ (επιμέλεια Γ.
Γιατρομανωλάκης, εκδόσεις «Άγρα»· το έργο ολοκληρώνεται σταδιακά σε οκτώ τόμους ώς
το 1992). Tο 1990
τυπώνονται δύο ακόμη ανέκδοτα κείμενα, το «Λεωνίδας A. Eμπειρίκος» και
«Aναμνηστικόν» (με επιμέλεια Δ. Πολέμη, περ. Πέταλον, αρ. 5, Άνδρος 1990). Tον
Iούνιο, το Mουσείο Σύγχρονης Tέχνης - Bασίλη και Eλίζας Γουλανδρή στην Άνδρο
οργανώνει εκδήλωση με θέμα «O Eμπειρίκος και ο μοντερνισμός» και ομιλητές τους N.
Bαλαωρίτη, Γ. Γιατρομανωλάκη, J.Bouchard, Γ. Xειμωνά και Eλ. Aρβελέρ-Γλύκατζη.
Kυκλοφορεί επίσης η μελέτη της Διαμάντης Aναγνωστοπούλου H ποιητική του έρωτα στο
έργο του Aνδρέα Eμπειρίκου («Ύψιλον / βιβλία»). 1991 Στο Kέντρο Georges Pombidou
(Παρίσι) γίνεται αφιέρωμα στους Έλληνες Yπερρεαλιστές με ομιλίες και έκθεση
ντοκουμέντων· για τον Eμπειρίκο μιλούν οι J. Bouchard, A. Σκαρπαλέζου, N.
Bαλαωρίτης και ποιήματά του διαβάζουν οι Gisele Prassinos και Blaise Gautier. 1993
Τον Eμπειρίκο ως φωτογράφο εξετάζει ο Δ. Kαλοκύρης στο κείμενό του «H γλώσσα του
Yπερσιβηρικού» (Φωτορομάντσο, «Ύψιλον/βιβλία»). Tην ίδια χρονιά προβάλλεται στην
τηλεόραση ένα νέο ντοκυμαντέρ για τον Eμπειρίκο, σε παραγωγή της ET-1 και
σκηνοθεσία Mαίρης Kουτσούρη. 1995-9 Tην πενταετία αυτή τυπώνονται, πάντα από τις
εκδόσεις «Άγρα», σε επιμέλεια Γ. Γιατρομανωλάκη το ποίημα EΣEΣ-EΣ-EΡ PΩΣΣΙΑ (1995),
το πεζό ZΕΜΦΥΡΑ ή TΟ ΜΥΣΤΙΚΟΝ ΤΗΣ ΠΑΣΙΦΑΗΣ (1998) και μαζί οι δύο ομιλίες NΙΚΟΛΑΟΣ
EΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ ή TΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ EΛΜΠΑΣΣΑΝ ΚΑΙ ΤΟΥ BΟΣΠΟΡΟΥ και ΔΙΑΛΕΞΗ ΓΙΑ ΤΟΝ NΙΚΟ
EΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟ (1999). Aκόμη, δημοσιεύονται ανέκδοτα ποιήματα στο περ. O πολίτης (αρ.
57-59,
1998) με σχόλια του Γ. Γιατρομανωλάκη). Tην ίδια περίοδο κυκλοφορεί ένα ακόμη μικρό
αφιέρωμα του Διαβάζω (αρ. 358, 1995) και η μελέτη του Π. Bουτουρή H συνοχή του
τοπίου. Eισαγωγή στην ποιητική του A. Eμπειρίκου («Kαστανιώτης» 1997). 2000
Aφιέρωμα του περ. Πρόσωπα. 21ος Aιώνας (αρ. 64, επιμέλεια Mικέλας Xαρτουλάρη, Tα
Nέα, 27.5.00). Tον Δεκέμβριο κυκλοφορεί επιτοίχιο ημερολόγιο με φωτογραφίες και
κείμενα του Aνδρέα Eμπειρίκου για το 2001, εκατό χρόνια από τη γέννησή του (έκδοση:
Yπουργείο Πολιτισμού / Eθνικό Kέντρο Bιβλίου). 2001 ETOΣ EMΠEIPIKOY. Mε την απόφαση
της ελληνικής πολιτείας να αφιερώσει ολόκληρο το έτος στον Aνδρέα Eμπειρίκο
συμβαίνει για πρώτη φορά κράτος να τιμά επισήμως έναν από τους επαναστατικότερους
και πλέον τολμηρούς συγγραφείς της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.

Αναδημοσίευση από Εθνικό κέντρο βιβλίου

Βιογραφικά στοιχεία
1945 Αρχίζει να γράφει το μυθιστόρημα O Μέγας Aνατολικός. Γράφει τα κείμενα Ζεμφύρα
ή Το μυστικό της Πασιφάης και Βεατρίκη ή Ένας έρωτας του Buffalo Bill. Ένα κείμενο
για τον Νίκο Εγγονόπουλο στο περιοδικό Τετράδιο με τίτλο «Νικόλαος Εγγονόπουλος ή
το θαύμα του Ελμπασάν και του Βοσπόρου». Τυπώνεται η ΕΝΔΟΧΩΡΑ από τις εκδόσεις του
περ. Τετράδιο 1947 Δεύτερος γάμος του με την Βιβίκα Ζήση.

Με την Βιβίκα
1948 Συμμετέχει στην πρώτη ελληνική ψυχαναλυτική ομάδα με τους Γ. Ζαβιτζιάνο και Δ.
Κουρέτα. Πεθαίνει ο πατέρας του Λεωνίδας στη Γενεύη. 1949 Παρακολουθεί στη Ζυρίχη
το Διεθνές Ψυχαναλυτικό Συνέδριο. 1950 Εκλέγεται μέλος της Ψυχαναλυτικής Εταιρίας
Παρισίων. 1951 Διακόπτει την ψυχαναλυτική πρακτική. Τελειώνει στην Άνδρο το
μυθιστόρημα Ο Μέγας Ανατολικός.Tο έργο αποτελείται από 1700 χειρόγραφες σελίδες
στην πρώτη μορφή του. Θα συνεχίσει να το συμπληρώνει και να του προσθέτει νέα
κεφάλαια ώς το τέλος της ζωής του. Παρακολουθεί στο Άμστερνταμ το νέο Διεθνές
Ψυχαναλυτικό Συνέδριο και λίγο αργότερα εγκαθίσταται στο Παρίσι. 1953 Επιστρέφει
στην Ελλάδα. Mε τη Bιβίκα ταξιδεύουν συχνά στην Άνδρο και σε άλλα μέρη της Eλλάδας.
1955 Έκθεση φωτογραφιών του στην αίθουσα «Ιλισσός» (Αμερικής 13). 1957 (Οκτώβριος)
Γέννηση του γιού του Λεωνίδα. Eγκαθίσταται στην οδό Νεοφύτου Βάμβα, αρ. 6. Από το
χρόνο αυτό περνάει τα καλοκαίρια στη Γλυφάδα. 1959-65 Γράφει τα περισσότερα
ποιήματα των συλλογών Οκτάνα και Aι Γενεαί πάσαι ή Η σήμερον ως αύριον και ως χθες.
1960 Τυπώνονται τα ΓΡΑΠΤΑ ή ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ (1936-1946) από τις εκδόσεις
«Δίφρος». 1962 Τυπώνονται στη σειρά των εκδόσεων «Γαλαξίας» η Υψικάμινος και η
Ενδοχώρα σ’ ένα τόμο με γενικό τίτλο: Ποιήματα. Ο Eμπειρίκος, ο Ελύτης και ο
συγγραφέας Γιώργος Θεοτοκάς ταξιδεύουν στην Σοβιετική Ένωση
ύστερα από πρόσκληση του Συνδέσμου «Ε.Σ.Σ.Δ. – Ελλάς». Μετά το ταξίδι αυτό θα
γράψει το ποίημα «Ες Ες Eς Ερ Ρωσσία». Στην Ρωσία (1962) 1963 (6 Φεβρουαρίου)
Ομιλία για τον Νίκο Εγγονόπουλο στην αίθουσα του Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ινστιτούτου
με την ευκαιρία της ατομικής έκθεσης του ζωγράφου.

1964 Δημοσιεύεται σε συνέχειες η «Αργώ ή Πλους αεροστάτου» στο περ. Πάλι και σε
μετάφραση του Michel Saunier στο περ. Mercure de France. Από την εταιρία «Διόνυσος»
κυκλοφορεί στη σειρά «Ελληνικά ποιήματα» ο δίσκος: Ο Εμπειρίκος διαβάζει Εμπειρίκο.
1965 Γράφει το μακρύ επικό ποίημα «Η άσπρη φάλαινα (παραλλαγαί στο μέγα θέμα του
Moby-Dick του Herman Melville)». 1966 Κυκλοφορούν σε αγγλική έκδοση τα Γραπτά με
τίτλο Amour Amour σε μετάφρ. Nίκου Στάγκου και A. Ross και σκίτσα του Μ. Αργυράκη.
1967 Τυπώνεται σε αγγλική έκδοση (μετ. N. Στάγκου) η Αργώ ή Πλους αεροστάτου. Δίνει
συνέντευξη στην Ανδρομάχη Σκαρπαλέζου, που δημοσιεύεται μόλις τον Μάρτη του ’76.
Γράφει το [Άρμαλα ή] Εισαγωγή σε μία πόλι, εισαγωγικό μέρος σ’ ένα νέο μυθιστόρημα
που όμως δεν θα τελειώσει. 1971(26 Ιανουαρίου) Ομιλία του στο Κολέγιο Αθηνών για
την μοντέρνα ποίηση. 1973 Kαλεσμένος στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης μιλάει για το έργο του. Θάνατος της μητέρας του. 1974 Το ποίημα Ο
ΔΡΟΜΟΣ
κυκλοφορεί σε αυτοτελή έκδοση από τις εκδόσεις του περ. Τραμ. Η Υψικάμινος, η
Ενδοχώρα και τα Γραπτά κυκλοφορούν σε νέα έκδοση από τις εκδόσεις Με τον γιό του
Λεωνίδα «Πλειάς». 1975 (3 Αυγούστου) Ο Ανδρέας Εμπειρίκος πεθαίνει στην Κηφισιά, σε
ηλικία 74 ετών.

Αναδημοσίευση από Εθνικό κέντρο βιβλίου

Απηχήσεις από την περιπέτεια του Εμπειρίκειου λόγου


ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ Κανείς δεν κατατρύχεται αν δεν κρατά στην τσέπη του μια πέτρα. Α.
Εμπειρίκος Άλλο είναι να «διαβάζουμε» την Ποίηση βλέποντάς τη μόνο σαν κατάσταση
μονοτροπίας του «γλωσσικού» Λόγου και άλλο σαν κατάσταση πολυτροπίας ενός
γλωσσόμορφου Λόγου που ανορύσσει υπερλογικότητες. Το έργο του Ανδρέα Εμπειρίκου
υπήρξε Η Πρόκληση! Και αν είχε προβλεφθεί ένα γράφημα της δράσης των παραγόντων που
κινητοποιήθηκαν να πιλοτάρουν την πρόσληψη αυτού του έργου από το κοινό, θα είχαμε
την εικόνα της εξέλιξης μιας παθολογίας των γραμμάτων μας σαν κόστος της εξόδου από
την ακαρπία των εμμονών σε φόρμες υπό κατεδάφισιν.
Και ιδού: πώς «διαβάστηκε» από το 1935 και πέρα και πώς διαβάζεται σήμερα η
«σκανδαλώδης» Υψικάμινος, η Ενδοχώρα, τα Γραπτά, η Οκτάνα, ο απίστευτα
αναπεπταμένος Μεγάλος Ανατολικός; Ξενίζουν άραγε μέχρι ανατριχίλας απωθητικά, όπως
άλλοτε, τρίστιχα σαν το: Του φλοίσβου τα ψηλά βουνά Κεχριμπαρένια αλόγατα Στο βάθος
μιας σακούλας ή το δίστιχο από την ίδια ενότητα «Τα πουλιά του Προύθου» (Ενδοχώρα):
Φεύγουν οι νουνεχείς δρομάδες Τα βήματά τους είναι πολίχνες ανομβρίας ή το
απόσπασμα από την ενότητα «Η τρυφερότης των μαστών» (Ενδοχώρα); Από το μέλι βγήκε ο
προφήτης Που μας συμβούλεψε να μείνομε στο ρίγος Της ικεσίας των αχνών
εκφορτωμάτων. Δεν υπάρχει στίχος, στροφή, φράση ή περίοδος στα έμμετρα ή κατά
λογάδην κείμενα του Ανδρέα Εμπειρίκου που ο σημερινός αναγνώστης, έχοντας ξεφύγει
από την κηδεμονία της ευαισθησίας του εκ μέρους αυτόκλητων Τσελιγκάδων του
ποιητικού λόγου, να μην αισθάνεται τη χαρά, την απόλαυση, την αιθρία, προπαντός την
αλκή που αποπνέει ο γεμάτος από πνευματική και συναισθηματική φόρα λόγος του Ανδρέα
Εμπειρίκου. Το έργο του δεν είναι μόνο μια γενναία διακήρυξη για την ανάγκη εξόδου
του ποιητικού λόγου από τις παραδοσιακές
αγκυλώσεις του, εξαιτίας της χρόνιας χρησιμοποίησής του ως αχθοφόρου τής κατά
καιρούς έγκριτης καλαισθησίας ή συναισθησίας ιδεών και συναισθημάτων, αλλά είναι
και μάθημα διά παραδειγμάτων για τη δυνατότητα αιφνίδιας και απρογραμμάτιστης
σύζευξης οντοτήτων, ανακαλώντας έτσι στο κλαβιέ του ποιητικού λόγου τις εισέτι
αμαρτύρητες φάσεις δημιουργίας κοσμοσυστημάτων, πράγμα που ίσως να μην του πέρασε
καν από τον νου. Επιστρέφοντας στο ερώτημα: πώς «διαβάζεται» ένα λογοτέχνημα και
συγκεκριμένα ένα ποίημα (αν και πρέπει να διακρίνουμε το λογοτέχνημα, ακόμα και το
ποίημα σαν τέτοιο από την ποίηση / Ποίηση) εύκολα δέχεται κανείς ότι: όχι όπως
«διαβάζεται ένα συμβόλαιο, ένα δικόγραφο, ένας ισολογισμός μιας βιομηχανικής
επιχείρησης. Πόσο φορτισμένος, άρα ευάλωτος, διαβάζει (=πλησιάζει) ένα ποιητικό
κείμενο και πόσο ένα συμβόλαιο, αν και στη δεύτερη περίπτωση, όπως και στις
παρεμφερείς, ίσως να είναι πιο φορτισμένος συναισθηματικά σαν τύχει μάλιστα να
είναι ο αποδέκτης του κειμένου; Πώς «διαβάζεται» ένα ποίημα από τον επιστήμονα
γλωσσολόγο, από τον φιλόλογο και πώς από τον ψυχαναλυτή, τον νευροβιολόγο, τον
νευροχειρουργό, τον βιοχημικό, τον φιλόσοφο, τον θεολόγο, τον κοινωνιολόγο, τον
κομμουνιστή, τον θετικιστή, τον ουτοπιστή κ.λπ.; Πώς «διαβάζεται» ένα ποιητικό
κείμενο από τον κριτικό σχολιαστή ενός, υπό μακροσκοπικήν οπτική, γλωσσικού
φαινομένου (λες κι είναι μόνο τέτοιο) αν είναι εκπαιδευμένος για ψηλαφήσεις μόνο
της γλωσσικής του επιφάνειας και όχι για περιπλανήσεις στο σηραγγώδες βάθος του;
Προφανώς εκτάκτου ενδιαφέροντος και βαρύνουσας σημασίας είναι το κεφάλαιο που αφορά
στον ρόλο του κριτικού αναλυτικού λόγου, δεδομένης της παρέμβασής του στην προώθηση
του ατόμου για τη μέθεξή του στα πολιτιστικά δρώμενα. Και είναι ανάγκη να τονιστεί
το παραπλήσιο και σημαντικό θέμα, του κατά πόσον ο κριτικός αναλυτικός λόγος είναι
εκ των ουκ άνευ, ώστε να αποτελεί τον αποτελεσματικό μοχλό, προκειμένου να καταστεί
η λογοτεχνία αγαθό αναλώσιμο από το
κοινωνικό σώμα; Και ακόμα: τι είναι αυτό που νομιμοποιεί το υποκείμενο του κριτικού
αναλυτικού λόγου για υποδείξεις του στο πώς πρέπει να «διαβάζεται» η ποίηση από
γενιά σε γενιά; Μήπως το δεδομένο ότι προεξάρχει το ειδικό βάρος της «επιστημονικής
ανάγνωσης»; Ωστόσο αν το υποκείμενο αυτό συμβαίνει να είναι αγκυλωμένο στο κατά
Τ.S. Κuhn «παράδειγμα», που σε γενικές γραμμές σημαίνει χρήση τυποποιημένης
φιλολογίας επί του αντικειμένου, τυποποιημένη ορολογία, μεθοδολογία και ορθοτόμηση
του υπό ανάλυση σώματος, ιερουργεί σ' έναν ορίζοντα που αφήνει έξω τη βίωση της
ανάγνωσης στην κατάσταση σπάργωσης του λόγου από τη βία των χυμών του, κατάσταση
που μετρά στην προσληψιμότητα (ας επιτραπεί ο νεολογισμός) του λογοτεχνικού
προϊόντος (λ.π.) από το κοινωνικό σώμα, μιας και το λ.π. προσφέρεται (ευτυχώς όχι
χωρίς εξαιρέσεις) θύμα για να περισωθεί το κύρος μιας θεωρίας με τους όρους μιας
στημένης επιστημολογίας. Λίγα ακόμα: Πριν απ' ό,τι άλλο, ο ποιητικός λόγος
ρευματοδοτεί πυρήνες συναισθημάτων που είναι οι φορείς δόνησης της ψυχονοητικής μας
στρωμάτωσης. Της οποίας ο χάρτης είναι τόσο ατομικός, τόσο ιδιωτικός, όσο είναι
τέτοια τα δακτυλικά μας αποτυπώματα. Για μια, μέσω επαϊόντων, κηνσόρων κ.λπ.
δρομολογημένη δράση αυτών των πυρήνων, αν είναι να υπάρχει ένας κώδικας που να
νομιμοποιεί μερικά και άλλα όχι συναισθήματα, ας υπάρχει για να τον παραβιάζουμε.
Μη και ο ανεξάντλητος αιφνιδιασμός που διατρέχει από την Υψικάμινο ώς την Οκτάνα
και τον Μεγάλο Ανατολικό και που τον έχει τόσο ανάγκη το πνεύμα για να μένει μακριά
από τον λήθαργο, θα εξακολουθεί να ενοχλεί ανατέλλοντος του εικοστού πρώτου αιώνα;
Ας ακούσουμε την επίκληση του Ανδρέα Εμπειρίκου: Θεέ μου τον μαρκήσιο ντε Σαντ ν'
αγαπάς Είναι χρησμός στη ζωή και σε μας... Τα κατάλοιπα και η σκιά του Σεφέρη
Και ο δρόμος εξακολουθεί σκληρός, σκληρότερος παρά ποτέ και μαλακώνει μόνο στα
βήματα των ποιητών εκείνων που οι ψυχές των ένα με τα κορμιά των είναι εκείνων των
ακραιφνών και των αχράντων... Ο δρόμος Είκοσι πέντε χρόνια συμπληρώνονται φέτος από
τον θάνατο του Ανδρέα Εμπειρίκου και εκατό χρόνια, το 2001, από τη γέννησή του, κι
όμως ένα μεγάλο μέρος των γραπτών του παραμένει ακόμα ανέκδοτο. Τα προ της
«Υψικαμίνου» ποιήματά του, συγκεκριμένα, μαζί με κάποια άλλα, της δεκαετίας του '40
και από τα πεζογραφικά του κείμενα ανέκδοτα παραμένουν ακόμα: η νουβέλα του
«Βεατρίκη ή ένας έρωτας του Βuffalo Βill» που έγραψε το 1945 και που αναφέρεται
άμεσα στην κατοπινή δεύτερη γυναίκα του και μητέρα του γιου του, Βιβίκα. Επίσης: το
σχέδιο ενός μυθιστορήματος που τελικά δεν γράφτηκε, με τίτλο «Η Πόλις» και με
«ηρωίδα» την Αθήνα, το ανολοκλήρωτο προσωπικό Λεξικό του, που πρωτοπαρουσιάζεται
σήμερα στα «ΠΡΟΣΩΠΑ», όπως επίσης και κάποιες ποιητικές νουβέλες μεταξύ των οποίων
και τα «Τεκταινόμενα», και τα δύο (μόνο) θεωρητικά ψυχαναλυτικά κείμενα που είχε
γράψει στα γαλλικά. Στο μέλλον πρόκειται να έρθουν στο φως και οι φωτογραφίες που
είχε τραβήξει (εξασκούσε τη φωτογραφία ως τέχνη, με συνείδηση επαγγελματία και είχε
κάνει μάλιστα έκθεση το 1956, βλ. αφιερώματα περ. «Φωτογραφία» και περ.
«Συντέλεια») διαλέγοντας ως θέματα: πορτρέτα, σκηνές από την καθημερινή αγροτική ή
αστική ζωή στην Ελλάδα, στην Αγγλία, στη Γαλλία, στη Ρωσία, κ.α. και τοπία. Έτσι,
θα ολοκληρωθεί η γνωριμία τού ευρύτερου κοινού με το έργο του Ανδρέα Εμπειρίκου,
μια γνωριμία που ξεκίνησε ουσιαστικά μετά τον θάνατό του, όταν επανεκδόθηκαν οι
πρώτες του συλλογές χωρίς τα λάθη των παλαιών εκδόσεων και πρωτοκυκλοφόρησαν τα
κορυφαία έργα του: η «Οκτάνα» (ΙΚΑΡΟΣ), η νουβέλα
«Αργώ» (ΥΨΙΛΟΝ) και « Η Σήμερον ως Αύριον και ως Χθες» (1984) όπως και το
μυθιστόρημα «Μέγας Ανατολικός» (ΑΓΡΑ) (1990-1992). Το 1990 δημοσιεύτηκε και το
μεγάλο του ποίημα «Η ʼσπρη Φάλαινα» (περ. «Συντέλεια»), το 1994 το ποίημα του 1963
«Ες Ες Ες Ερ Ρωσία» («ΑΓΡΑ»), το 1998 τα πολιτικά του ποιήματα και το πεζό «Οur
dominion beyond the seas» με την αυτοανάλυση της ποιητικής του (περ. «Πολίτης»
Οκτ., Νοεμ., Δεκ. 1998), το 1999 η νουβέλα του «Ζεμφύρα ή το Μυστικόν της Πασιφάης»
(«ΑΓΡΑ»), όπου αφηγείται τον απελευθερωτικό έρωτα μιας θηριοδαμάστριας με έναν
λέοντα, και φέτος η Διάλεξη του 1963 για τον Νίκο Εγγονόπουλο («ΑΓΡΑ»). Όπως λέει ο
αποκλειστικός πλέον εκδότης του, ο Σταύρος Πετσόπουλος της «ΑΓΡΑΣ»: «Τα έργα του
Εμπειρίκου κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά ευρέως το 1962, από τις εκδόσεις τσέπης τού
"ΓΑΛΑΞΙΑ" (σ.σ. επί 27 δηλαδή χρόνια η "Υψικάμινος" παρέμενε εξαντλημένη) και
ξανακυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις "ΠΛΕΙΑΣ" το 1974. Μόνον τότε, στα χρόνια του '70,
αρχίζει να διαβάζεται συστηματικά ο Εμπερίκος και αυτό συνδέεται, κατά τη γνώμη
μου, με το ότι είχε περάσει λίγος καιρός από τον θάνατο του Γιώργου Σεφέρη. Μέχρι
τότε το Σεφερικό οικοδόμημα είχε δημιουργήσει στεγανά, που άφηναν κάπως στο
περιθώριο το έργο ποιητών σαν τον Εμπειρίκο, τον Εγγονόπουλο, τον Καββαδία... Στη
δεκαετία του '80 ο Εμπειρίκος διαβάστηκε πολύ από ένα νέο κοινό και για τους λόγους
τους Σεφερικούς αλλά και γιατί οι αναγνώστες είχαν απελευθερωθεί πια από τη
δεσποτεία της μονομερούς χρήσης της δημοτικής, την οποία επέβαλε μια μερίδα της
Αριστεράς. Κι ακόμα, γιατί οι γενιές με την έντονη πολιτικοποίηση ενέταξαν στον
προβληματισμό τους κείμενα αιρετικά και ρηξικέλευθα, που ήταν ώς τότε αποκλεισμένα
από τον λογοτεχνικό κανόνα μιας κάποιας προοδευτικής σκέψης. Το 1990, με τον
"Μεγάλο Ανατολικό", πουλήθηκαν πολύ οι πρώτοι δύο τόμοι, αλλά αμέσως μετά
δημιουργήθηκε μια τεράστια αμηχανία και έπεσε ένας νόμος σιωπής και από τα ΜΜΕ και
από την Κριτική· οπότε οι υπόλοιποι τόμοι όπου βρίσκει κανείς μερικές από τις
ωραιότερες σελίδες της
ελληνικής λογοτεχνίας πέρασαν τελείως απαραίτητοι. Η πρώτη έκπληξη και η κατακραυγή
λειτούργησαν τότε ανασταλτικά και για το υπόλοιπο έργο του Εμπειρίκου. Τα τελευταία
χρόνια, όμως, αρχίζει και πάλι να ζωηρεύει το ενδιαφέρον του κοινού για το σύνολο
του έργου του, χωρίς πλέον τις αρχικές προκαταλήψεις». Κέρδος οι χυμοί της ηδονής
Στο ιδιωτικό διάβασμα του ποιήματος (πέρα δηλαδή από το κλίμα που εγκαθιστούν οι
επιστημονικές αναλύσεις φιλολόγων, γλωσσολόγων και των ελεύθερων τυφεκιοφόρων του
κριτικού λόγου, φθεγγομένου κηνσοριστί από πόστα απυρόβλητα) ίσως να βοηθούσε ένα
υποτυπώδες μοντέλο που αποπειράται να παραστήσει στον αναγνώστη τη φυσιολογία του
ερεθίσματος που αυτός δέχεται από τον ποιητικό λόγο και τις μεταλλάξεις αυτού του
ερεθίσματος, έτσι που η επικαρπία από αυτόν τον λόγο να μην του προσφέρεται σαν
είδος σε συσκευασίες άλλων χειρών, αλλά να είναι συγκομιδή από προσωπικό του τρύγο.
Έτσι το ιδιωτικό διάβασμα καθιστά τον αναγνώστη έναν τύπο αρχιτέκτονα που ωθούμενος
από ιδιοσυγκρασιακούς κώδικες αναδημιουργεί με τις ύλες του κειμένου. Κέρδος οι
χυμοί της ηδονής. Η γλωσσική επιφάνεια του ποιητικού γεγονότος είναι, βασικά, ένα
πλέγμα από κυψέλες εκπομπής ηχοσημάτων. Μετά από το πρώτο στάδιο λήψης αυτών των
ηχοσημάτων από τις ευαίσθητες κεραίες του αποδέκτη / αναγνώστη όλο το ηχόγραμμα
μεταβιβάζεται για επεξεργασία σε έναν «ψυχονοητικό» μεταλλάκτη, που, λειτουργώντας
με τους όρους μιας απροσδιόριστης «χημείας» προκαλεί συνειρμικά ρεύματα που ωθούν
στο ξαναρίξιμο των ζαριών για τις σχέσεις σημαινόντων και σημαινομένων,
σκηνοθετώντας έτσι μίαν άλλην εκδοχή της οντοεικόνας, ένα άλλο σύμπαν οντοτήτων.
Δικαιούμεθα να πιστεύουμε ότι η συνειδητοποίηση της υψηλής ευθύνης του κριτικού
λόγου σε ό,τι αφορά στην αξιολόγηση της λογοτεχνικής δημιουργίας (λ.δ.) από μέρους
του προηγείται της εκφοράς του. Και η ευθύνη αυτή ενέχει ένα σημαντικό βάρος αφού,
ούτως ή άλλως,
η λ.δ. ανήκει στο σύνολο των τεκμηρίων της πολιτισμικής μας ταυτότητας. Ύστερα απ'
αυτό είναι εύλογο να σκεφτεί κανείς ότι: στον βαθμό που η συνειδητοποίηση αυτής της
ευθύνης είναι από ελλειμματική έως ανύπαρκτη, ο κριτικός λόγος, οικειοποιούμεονς το
«διά ταύτα», ενοχοποιείται για μια «παθολογία» της λογοτεχνίας συνδράμοντας τόσο
στην τυχόν αποτελμάτωσή της όσο και στην ανιούσα ή κατιούσα μετεξέλιξή της. Από το
ανεξάντλητο θεματολόγιο που αφορά στη λ.δ. ως αγαθού προσλήψιμου από το κοινωνικό
σώμα, είναι ίσως σημαντικό, να ρίχνουμε στο τραπέζι αυτήν την «προσληψιμότητα»,
παράμετρο που σε συνδυασμό με πολλούς παράγοντες γεννήτορές της συνοδεύουν το έργο
στη διαδρομή του. Παρακάμπτω τον παράγοντα εμπορευματοποίησής του στη μορφή
προϊόντος της αγοράς - βιβλίου, τηλεοπτικής παρουσίασής του ή όποιου άλλου
συναφούς. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι παράγοντες που ενεργοποιούνται από το γεγονός
ότι το έργο είναι, ούτως ή άλλως, μια πρόκληση από ήπια έως ανατρεπτική, καθώς
απευθύνεται κατ' ευθείαν και όχι κατ' ανάκλασιν προς εκείνους που η ευαισθησία
τους, λειασμένη από κάποια παιδεία επιφανείας ή βάθους, εντρυφούν στο κείμενο. Ο
Έκτωρ Κακναβάτος είναι ποιητής

ΕΣ-ΕΣ-ΕΣ-(ΩΤ)ΕΡ(ΙΚΗ) ΡΩΣΣΙΑ: Αίσθηση, μνήμη και φαντασία σε μια ανάπλαση της


ιστορίας
Το ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου, Ες-Ες-Ες Ρωσσία(1), υπερβαίνει τη λυρική
ταξιδιωτική περιγραφή και συμπλέκει προσωπικές αναπολήσεις με ιστορικές αναπλάσεις.
Το κεφάλαιο των αναμνήσεων παραμένει περίπου ανεξάντλητο και δεν προβάλλεται με
αναλήψεις, αλλά με ολοζώντανες αναπλάσεις και νοσταλγικούς
ρεμβασμούς, που και στις δύο περιπτώσεις προκαλούν αγαλλίαση. Ο ποιητής δεν
αναφέρεται μονάχα στο μεγαλείο της Ρωσίας και δεν ενθυμείται αποκλειστικά και μόνο
προσωπικά του βιώματα, αλλά επεκτείνεται σε ιστορικά περιστατικά, ενσωματώνοντας
στο κείμενό του "ότι τον συγκινεί". Η ενσωμάτωση αυτή της Ρωσίας έχει βιογραφικά
δεδομένες βάσεις, καθώς η μητέρα του, κατά το ήμισυ ρωσίδα, μύησε τον Εμπειρίκο στο
ρωσικό πολιτισμό και τη γλώσσα, ενώ μέχρι το 1914 o ποιητής επισκεπτόταν συχνά τη
Ρωσία. Η ιδεολογική σύγκλιση ή απόκλιση του Εμπειρίκου με το σοβιετικό καθεστώς
στην περίοδο της επίσκεψής του στη Μόσχα, το 1962, προβάλλεται μάλλον αμφιθυμικά.
Την εποχή εκείνη ο ποιητής αντιμετωπίζει θετικά τον υπαρκτό σοσιαλισμό και κυρίως
σε θέματα κοινωνικής πρόνοιας, και ως ρωσόφιλος(2), χάριν της προσωπικής σχέσης του
με τη Ρωσία, αλλά και λόγω της αποσταλινοποίησης, του τολστοϊκού παρελθόντος του,
και των ελλήνων πολιτικών προσφύγων που συνάντησε στο ταξίδι του στη Μόσχα.(3) Η
συγκρατημένη του διάθεση έχει να κάνει με το αστυνομικό κράτος, τις σκληρές
αναμνήσεις του εμφυλίου και την Τροτσκιστική του κατεύθυνση και προβάλλεται κυρίως
κειμενικά. Αυτή η ιδιάζουσα αμφιθυμική στάση του Εμπειρίκου απέναντι στη Ρωσία,
όπως υποδηλώνεται στον ίδιο τον τίτλο του ποιήματος, μπορεί να ανιχτευτεί στον
τρόπο με τον οποίο διαρθρώνονται οι χρονικές σχέσεις εντός του κειμένου. Το
ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ στα πλαίσια του ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΟΣ στον ΕΜΠΕΙΡΙΚΟ, δημοσιεύει σήμερα
αυτή τη μελέτη της ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΑΡΣΕΝΙΟΥ, λέκτορα Νεοελληνικής Φιλολογίας του
Πανεπιστημίου Θράκης και εξαίρετης συγγραφέα. Η αλυσίδα της αφήγησης του ποιήματος,
του Ανδρέα Εμπειρίκου, Ες-Ες-Ες Ρωσία, συγκρατείται με παρομοιώσεις που λειτουργούν
μεταφορικά, ο τόπος, η επί-σκεψη και τα ιστορικά περιστατικά αποτελούν τα
σημαίνοντα στάδια μίας σειράς μεταφορών σχετικών με την αλληγορική σύγκλιση και
αναβολή της υποκειμενικής χρονικής εμπειρίας. Αυτές αφορούν την επίσκεψη στη Ρωσία,
το ποτάμι, το θάνατο και την ιστορία. Η
πρόσκληση του ποιητή στη Μόσχα προκαλεί και τη δεξίωσή του στο χώρο της παιδικής
μνήμης. Η εξυψωτική στάση του, αντίστοιχη με τη στάση των κτιρίων, προκαλεί
μεταφορικά την αξίωση μίας αναδικής εξέλιξης του ποιητικού λόγου. Το στοιχείο του
ποταμού, που ενθαρρύνει την αναβίωση των αναμνήσεων του παρελθόντος, επανέρχεται
μετά το κείμενο ποιητικής "αμούρ-Αμούρ", που προτάσσεται αντί προλόγου στα Γραπτά ή
Προσωπική μυθολογία. Ο ποιητής, φέρνοντας στη μνήμη του τον ποταμό "Αμούρ", που
διασχίζει τη Ρωσία και άλλες μακρινές χώρες, μεταφέρεται στην αγαπημένη πατρίδα των
παιδικών του χρόνων. Μπροστά στα μάτια του παρουσιάζονται εικόνες από τα κτήματα
των θείων του και το χωριό Τσόργκουν, αντίστοιχες με αυτές που αναπτύσσονται στο
ποίημα της ρωσικής επίσκεψης.(4) Η παρομοίωση της μνήμης με τα νερά του Μόσκοβα
προβάλλει την πρώτη ερμηνευτική δοκιμή του ιστορικού χρόνου. Και όπως κυλούσε ο
Μόσκοβας κάτω από τους πάγους τα νερά του/{...} έτσι κυλούσε η μνήμη μου βαθειά μες
στην ψυχή μου/ Κάτω από τα εφήμερα τα γεγονότα/Τα παιδικά και νεανικά μου χρόνια/Τα
παραδείσια χρόνια/Τα χρόνια της Εδέμ. Τα νερά του ποταμού αναφέρονται στην παιδική
μνήμη, ενώ οι πάγοι στα εφήμερα γεγονότα. Η ροϊκότητα της παιδικής μνήμης
παραπέμπει σε ένα παρελθόν μεταφυσικό πριν από το χρόνο, ενώ η στατικότητα των
εφήμερων γεγονότων προσδιορίζει ένα παρόν ακινητοποιημένου, παγωμένου χρόνου. Η
αναλογία νερών και πάγου προκαλεί την ανάκληση του παρελθόντος στο παρόν, της ροής
στη στάση. Το παρόν ανακαλεί το σύνολο των παρελθόντων γεγονότων, προσωπικής και
ιστορικής υφής, μέσω της σύγκλισης αίσθησης και μνήμης: Και ήταν ως να συνέβαιναν
τα πάντα πάλι τώρα/Διότι όπως κι η αίσθησις και η μνήμη είναι ποτάμι/Είναι μεγάλος
ποταμός/Που όλα τα ενώνει, όλα τα δένει στη ροή του/Σε αδιάπτωτη συνέχεια/Σε
αδιάπτωτη αλληλουχία/Απ΄ την πηγή στην εκβολή. Η αίσθηση λοιπόν και η μνήμη
προβάλλονται ως μέσα ανατροπής των χρονικών διαβαθμίσεων του παρελθόντος και του
παρόντος, μία λειτουργία που μεταφορικά είχε αποδοθεί στο ποτάμι. Πρόκειται για την
επαναληπτική ανάκληση, και όχι την ανάμνηση των παρελθόντων γεγονότων, που
παρουσιάζεται σε αντιστοιχία με τη στιγμή του θανάτου. Ο θάνατος τώρα επωμίζεται
τις λειτουργίες της μεταφοράς, όταν Ολόκληρη βλέπουμε προς τα πίσω τη ζωή μας/Σαν
όραμα μονοκόμματο να ξετυλίγεται προς την πηγή/Σε μια προσπάθεια απεγνωσμένη/Να
ξαναζήσουμε Θεέμου/Απ΄ την αρχή. Η έσχατη στιγμή πραγματώνει την ενοποίηση του
χρόνου. Η παρομοίωση του θανάτου ανάγει τη στιγμή της επαφής του ποιητή με τη Ρωσία
σε στιγμή έκρηξης στην ιστορία, σε άνοιγμα μιας από τις πύλες της μεσσιανικής
έλευσης. Με τον αντιστικτικό παραλληλισμό των δύο κρίσιμων ενοτήτων της ρωσικής
ιστορίας, την αυτοκρατορική και τη σοβιετική, παρελθόν και παρόν προσεγγίζονται σε
μία τάση προσωπικής ενοποίησής τους. Τελικά όμως φαίνεται ότι δεν ενοποιούνται,
αφού η ταύτισή τους υποβάλλεται σε διαρκή αναβολή. Το παρελθόν της Ρωσίας
αναπτύσσεται μέσω αναφορών στην καλλιτεχνική και ιστορική μνήμη. Οι στιγμές στάσης
του οραματιστή ποιητή, δηλαδή ανακοπής της περιηγητικής πορείας του στο παρόν της
Ρωσίας, αποδίδουν τους παράγοντες που ευνοούν τη δημιουργική του διαδικασία.
Αφήνοντας ελεύθερη τη μνήμη/Σε άλλες στιγμές τη φαντασία/Και σε άλλες σε μια πλήρη
επιμειξία/Τις δυο μαζί. Αίσθηση, μνήμη και φαντασία που αντιστοιχούν στις τρεις
χρονικές διαστάσεις, το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον αντίστοιχα, αποτελούν τις
τρεις πλευρές της οραματικής ποίησης του Εμπειρίκου και σε μια παράλληλη ή
συγκλίνουσα συνύπαρξη προσδιορίζουν το χαρακτήρα της ποιητικής του πρότασης. Με τις
τρεις αυτές εκδοχές της ποιητικής πράξης τα συγκεκριμένα ιστορικά περιστατικά
ενώνονται στο παρόν του βιώματος. Τα ίδια τα γεγονότα της ιστορίας προβάλλονται στο
παρόν μέσω της μνημειακότητάς τους. Στου Πάρκου το Πανόραμα/Με ανδρείκελα
κρυσταλλωμένα
παρουσιάζονται οι ναυτικές πομπές του Νικολάου Β΄ και οι κριμαϊκές μάχες.
Ξεκινώντας από την πτώση της Σεβαστούπολης, που επέφερε την τελική ήττα της Ρωσίας,
και κινούμενος σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, ο λυρικός αφηγητής συνδέει το
λιμάνι της Σεβαστούπολης με την άφιξη της αυλής του Νικολάου Β΄, τελευταίου τσάρου
της Ρωσίας πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση. Η δεσποτική υπόσταση και οι πολεμικές
φροντίδες του Νικολάου, που ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με τον πόλεμο
ενισχύοντας τη λαμπρότητα των ναυτικών του δυνάμεων, παραβάλλεται συσσωρευτικά με
τις τελευταίες ηρωϊκές στιγμές της ρωσικής δύναμης πριν από τη σταδιακή αποδυνάμωσή
της. Αυτές πραγματοποιούνται στη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου, που συσχετίζεται
με την ορθόδοξη ταυτότητα της Ρωσίας, την αντιπαλότητά της προς την Οθωμανική
Αυτοκρατορία και τη ρήξη της με τη Δυτική Ευρώπη. Ο αφηγητής φαίνεται να παρατηρεί
τα κρίσιμα επεισόδια του πολέμου μέσα από τα μάτια (ή μάλλον το τηλεσκόπιο) του
ναύαρχου Ναχίμοφ, που ως διοικητής μοίρας του Στόλου της Μαύρης Θάλασσας απέκλεισε
και κατέστρεψε τις δυνάμεις του Τουρκικού Στόλου στη Σινώπη. Η θαρραλέα και
ορμητική του μορφή, που συνδέθηκε με την αποτελεσματική ανύψωση της πολεμικής
ναυτικής τέχνης της Ρωσίας, συνέβαλε στην οργάνωση της άμυνας της Σεβαστούπολης,
στην οποία τραυματίστηκε και πέθανε. Η όραση του Ναχίμοφ οδηγεί στη μνημειακή
αναπαράσταση των μαχών στην Μπαλακλάβα και στο Ινκερμαν.(5) Ο στρατάρχης του
βρετανικού στρατού λόρδος Ράγκλαν, που παρουσιάζεται κατ΄ αντιπαραβολή προς τον
Ναχίμοφ, αποτελεί για την ιστορία του Κριμαϊκού Πολέμου μία αμφιλεγόμενη
προσωπικότητα.(6) Ηρωικός ρώσος και διστακτικός άγγλος, τιμημένος από την ιστορία ο
πρώτος, δυσφημισμένος ο δεύτερος, παρουσιάζονται στο ίδιο πηγαίο συνεχές που οδηγεί
στην επικράτηση της Ρωσίας στην ψυχή του ποιητή, παρ΄ όλη την ιστορική της ήττα. Η
επικράτηση αυτή έχει συναισθηματικό και πολιτιστικό χαρακτήρα. Ενώ η ιστορία αποκτά
μία αρρενωπή συμβολικότητα, η ερωτική υπόσταση της ρωσικής γης
προβάλλει τη θηλική της νίκη επί του θανάτου. Πάνω στο ιστορικό συνεχές, που
παρουσιάζεται εικονογραφικά, προβάλλεται η γονιμότητα της γης που, σωματοποιημένη,
αποκτά νεανικά θηλική τρυφερότητα. Το σώμα της ρωσικής γης παραβάλλεται με τη Ρωσία
που, "Αειθαλής και Απέθαντη", καλύπτει με την αιώνια και αναγεννώμενη ποιότητά της
την εσωτερικότητα της ψυχής. Η άρση του παρελθοντικού χρόνου από την αέναη
παροντικότητα της φύσης προσδίδει στη Ρωσία ιδανικές διαστάσεις, που της προσφέρουν
χαρακτηριστικά σχεδόν ανθρωπομορφικής αλληγορικής απόδοσης μίας απόλυτης ιδέας. Οι
κοζάκοι εκπροσωπούν το σφρίγος της Ρωσίας και τις ιδιότητες της γης της: είναι οι
ανυπότακτοι ακρίτες των συνόρων, που για αιώνες ενίσχυαν την πολεμική μηχανή της
χώρας, συμμετέχοντας καίρια μεταξύ πολλών πολέμων και στον Κριμαϊκό. Προσωπική και
ιστορική μνήμη του παρελθόντος, που γίνεται επιπλέον αίσθηση και φαντασία όταν
συνδυαστεί με το παρόν και το μέλλον αντίστοιχα, συνενώνονται σε μία συνάφεια που
αποδίδει τον τρόπο γραφής του Εμπειρίκου. Το σιντριβάνι της μνήμης "ξάφνου"
παραβάλλει τη ρωσική γη με το έδαφος των κτημάτων του "θείου {τ}ου Δημήτρη",
προσδίδοντάς της μία μνημονική παροντικότητα. Η ακοή, η όσφρηση και η όραση
αναπαράγουν με την προβολή της αίσθησης έναντι της μνήμης την ισχύ του γεωγραφικά
πλησιέστερου παρόντος, μεταβιβάζοντας σε αυτό το προσωπικά απόμακρο ιστορικό
παρελθόν. Η νεανική προσχώρηση του Εμπειρίκου στον τολστοϊσμό, που συγκλίνει με την
αντίστασή του στην πατρική εξουσία,(7) τον μεταφέρει πλησιέστερα σε έναν τόπο
βιολογικά μητρικό, δηλαδή σωματικά και πνευματικά γόνιμο: Εχοντας αίμα ρωσσικό στο
ελληνικό μου αίμα/Με αυτό τον τρόπο έκανα την είσοδό μου/Στις επικράτειες του
πνεύματος ως νέος. Η πρόταση του τολστοϊσμού, ενός δηλαδή "αληθινού χριστιανισμού"
που συμπεριλαμβάνει "τον έρωτα και ότι την ποίησιν ποιεί", ενισχύει τη νεοαριστερή
και Τροτσκιστική του τοποθέτηση στην εποχή γραφής του ποιήματος.(8)
Η περσόνα του Λέοντα Νικολάγιεβιτς Τολστόι μέσα στην αντιφατικότητά της αποδίδει
τον ιδιάζοντα χαρακτήρα του πολιτικού και αισθητικού οράματος του Εμπειρίκου. Ο
ατομισμός και αισθησιασμός από τη μία πλευρά και η πουριτανική του έλξη για το
χριστιανισμό προσέδωσαν μία ριζοσπαστικότητα στο προσωπικό όραμα του Τολστόι, που
υπερέβη τη λογοτεχνική του έκφραση και προσέγγισε τον ηθικό στοχασμό. Ο γνήσιος
ηρωισμός του φυσικού ανθρώπου έναντι της επιτήδευσης και διαφθοράς του πολιτικού
ανθρώπου, που υποστήριξε ο Τολστόι στα Αφηγήματα της Σεβαστούπολης και στους
Κοζάκους, κατέστησε τον Εμπειρίκο οπαδό των τολστοϊκών απόψεων, αλλά και αρνητή
τους, όσον αφορά την απόρριψη της ερωτικής επιθυμίας και το κήρυγμα της
ταπεινότητας. Η κίνηση των αφηγήσεων του Εμπειρίκου ακολουθεί τον περιηγητικό του
ρυθμό: Καθώς διέσχιζα {...} Ή όπως καθόμουν. Ενσωματώνοντας επιβραδυντικά άλλες
χρονικές ή εικονικές ενότητες, ο αφηγηματικός του ρυθμός κινείται με φυσικές
αντιστοιχίες, ρυθμικές ή εικονικές ενότητες, ο αφηγηματικός του ρυθμός κινείται με
φυσικές αντιστοιχίες, ρυθμικές ωθήσεις πάνω στη συμβολική γλώσσα. Οι ωθήσεις αυτές
έχουν αντιθετική ποιότητα και αντιστοιχούν στην ευρύτερη αντιπαράθεση ανάμεσα στο
ιστορικό και το προσωπικό, τη μνήμη και την ψυχή, το παρελθόν και το παρόν, τη
γραφή και τον ύμνο. Η παρελθοντική ιδιότητα αναπαράγεται από το παρόν τεχνητά,
παρομοιαζόμενη με τις αναλήψεις της κινηματογραφικής γλώσσας: ο ιστορικός χρόνος
παύει να είναι αφηγούμενος χρόνος και γίνεται εικονικά, και έτσι συμβολικά, ορατός:
Λοιπόν δεν περιγράφω απλώς μα βλέπω/Οπως στο σινεμά όταν πίσω γυρίζη ο χρόνος/Ετσι
και τώρα βλέπω. Το παρελθόν έτσι μεταβιβάζεται στο παρόν, όπως φανερώνεται και από
την ίδια την περιγραφή της ποιητικής διαδικασίας: Και όπως συχνά συμβαίνει/Πράξεις
ανύπαρκτες ή και υπαρκτές/Προσωπικές ή ξένες/Να τις ενσωματώνουν οι ποιηταί στα
ποιήματά των/Ως πράγματα ή βιώματα ιδικά των/Ετσι και εγώ σε τούτο το ποίημά
μου/Ενσωματώνω?Οτι με συγκινεί
(παρόν ή μέλλον)/Ως βίωμά μου. Η ενσωμάτωση των εξωτερικών γεγονότων στην
υποκειμενική εμπειρία και η αφομοίωσή τους από την εσωτερική ζωή του υποκειμένου,
ως προϋποθέσεις ποιητικής δημιουργίας, αποτελούν αρχές μίας αισθητικής με
αναμφίβολα ρομαντική καταγωγή.(9) Η χώρα της Ρωσίας, που αποκτά τον ουτοπικό
χαρακτήρα της καθώς παραβάλλεται με την εδεμική Ανδρο, αποτελεί την υποκειμενική
προβολή της υπαρκτής γεωγραφικής και πολιτικής αυτοκρατορίας ή ενώσεως. Η υπαρξή
της μεταβιβάζεται στο συγγραφικό παρόν και ανάγεται σε ένα αλληγορικό μέλλον,
συνιστώμενο από εκείνα τα κομμάτια της ιστορικής της παρουσίας που επιτρέπουν τη
νικηφόρα της μεταλλαγή σε οραματικό τόπο αναφοράς. Μετά τους κριμαϊκούς πολέμους
ένας κρίσιμος σταθμός στην περιγραφή αυτού του τόπου είναι η μάχη του Μποροντίνο.
(10) Συνδέοντας το μακρινό παρελθόν με το πιο πρόσφατο, ο λυρικός αφηγητής
μεταφέρεται στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο Στάλινγκραντ και το Βερολίνο. (11) Προς το
τέλος του ποιήματός του ο Εμπειρίκος επιστρέφει για άλλη μια φορά στον Λέοντα
Τολστόι και το μεγάλο μυθιστόρημά του Πόλεμος και Ειρήνη, χαρακτηρίζοντάς το, ως
"θείο βιβλίο". Ο ποιητής καταλήγει σε στίχους του παλαιότερου ποιήματός του, "Δεν
λησμονώ ποτέ τον Λέοντα Τολστόι, τον πρώτο δάσκαλό μου",(12) αναδεικνύοντας το
σύμβολο της Ειρήνης σε αντιπαραβολή προς τους πολέμους που σημάδεψαν την παγκόσμια
ιστορία και άλλαξαν την ιστορική πορεία των εθνών. Με τα αλλεπάλληλα προσωπεία που
υιοθετεί, του Ναχίμοφ, του Τολστόι ή του Κουτούζοφ, ο Εμπειρίκος διεκδικεί πίσω τη
Ρωσία μέσω των μεταλλαγών του προσωπικού του χρόνου. Το παρελθόν αφορά τις παιδικές
μνήμες στα πλαίσια της προσωπικής μυθολογίας του ποιητή, αλλά και την ιστορία στις
προσωπικές της διαμορφώσεις. Οι δύο αυτές πλευρές του παρελθόντος αποκτούν
ροϊκότητα και μεταφυσική σημασία. Το παρελθόν σταδιακά ανάγεται από αναμνηστικό
αντικείμενο σε ασυνείδητη σήμανση, καθώς η στροφή σε
αυτό θέτει σε εκκρεμότητα τους νόμους της αληθοφάνειας και διασπείρει την
αυτοδυναμία του σε επεισόδια και αποσπάσματα εν τη γενέσει τους. Το παρόν, από την
άλλη πλευρά, που σχετίζεται με την επίσκεψη του ποιητή στη Μόσχα και την ανοδική
εξέλιξη του λόγου του, προβάλλεται στις κρισιμότερες στιγμές ακινητοποιημένο και
αποδίδει το εφήμερο και επιφανειακό στη μνημειακότητα του παρελθόντος και στο
οραματικό μέλλον. Πρόκειται για τον ηθικά επαναληπτικό και ψυχαναλυτικό τόπο, το
συμβολικό και πατρκό, που ενσωματώνει τα σημεία παρεμβολών σε αφηγήσεις προόδου. Το
χρονικό αυτό παρόν βλέπει και αισθάνεται το παρελθόν και οραματίζεται το μέλλον
μέσω της ποίησης και του ταξιδιού. Και οι δύο εκδοχές φανταστικής επαναδημιουργίας
ή ανακάλυψης του παραδείσου που περιλαμβάνονται στο ποίημα του Εμπειρίκου, η
ποιητικοποίηση και η φυγή, συνδέονται με ουτοπικές πολιτικές προτάσεις ρομαντικού
αντικαπιταλισμού και αποκτούν έτσι επιπλέον βαρύτητα. (13) Αιώνιο και εφήμερο,
επιφάνεια και βάθος, μνήμη και αίσθηση, ανταλλάσσουν την ισχύ τους μέσω της
μεταφοράς του ποταμού. Τη μεταφορά του Μόσκοβα διευρύνει λειτουργικά η τροπή του
θανάτου που αναφέρεται στην έσχατη στιγμή ενοποίησης του χρόνου, στην "έκρηξη της
ιστορίας", όπως ορίζεται από τον Walter Benjamin.(14) O χρόνος της ιστορίας αποκτά
διαστάσεις πληρότητας όταν μεταφέρεται στο παρόν. Ετσι η ιστορία ορίζεται ως ο
χρόνος που γεμίζει από την παρουσία τού τώρα και τού εδώ. Η στιγμή της
αποκαλυπτικής ευτυχίας δεν βρίσκεται στο μέλλον, αλλά στο παρελθόν, που πρέπει να
απολυτρωθεί στην πληρότητά του, να προσφέρει πρόσβαση στην κάθε του στιγμή. Το
παρελθόν λοιπόν δεν ανάγεται γραμμικά σε μία παραδοσιακή βίωση της ιστορίας, αλλά
εμφανίζεται μόνο αποσπασματικά, "λάμπει για μια στιγμή και δεν φαίνεται ξανά". Ετσι
στη θέση της αλυσίδας γεγονότων εμφανίζεται μία μοναδική έκρηξη, που η καταγραφή
της συμπίπτει με την επανάσταση. Ο τόπος της ιστορίας δεν είναι ο ομογενής ή άδειος
χρόνος, αλλά ο χρόνος που γεμίζει από την παρουσία τού τώρα και τού εδώ.
Η ουτοπική αυτή ιδιότητα της ιστορίας, που πληρώνεται από το παρόν, αναφέρεται σε
μία μέλλουσα κατάσταση κοινωνίας πέραν της ανθρώπινης ιστορίας. Σύμφωνα με τον
Thedor Adorno, η κατάσταση αυτή αποδίδεται από την τέχνη, που προσφέρει μόνο
υπόνοιες και νύξεις της απόλυτης λύτρωσης, καθώς και κριτικό λόγο πάνω στις
ελλείψεις της παρούσας πραγματικότητας, αναδεικνύοντας την άνθιση του
συγκεκριμένου, την εσωτερική του αναγνώριση. Οι "αστερισμοί" που αποδίδουν την
πραγματικότητα του συγκεκριμένου, συνιστούν το χώρο της αισθητικής πραγμάτωσης του
οραματικού. Στο χώρο αυτό πραγματοποιείται η αλληγορικά αναβλητική ανατροπή των
στεγανών χρονικών βαθμίδων από το έργο τέχνης.(15) Η διασπορά της συμβολικής
έκφρασης στο χρόνο, η απογύμνωση της ρητορικής της υπόστασης και οι διακοπές
μορφοποίησής της παραπέμπουν στην αλληγορική λύση στο ερώτημα της σύγκλισης
εφήμερου και αιώνιου, πολιτικού και φυσικού. Η αντιστοίχιση αυτοκρατορικού
παρελθόντος και σοβιετικού μέλλοντος υποβάλλεται σε διαρκή αναβολή, όταν παρελθόν
και παρόν ανάγονται στο μέλλον, καθώς εισάγεται στις κρίσιμες στιγμές η φαντασία σε
επιμειξία με τη μνήμη. Η νεωτερική λειτουργικότητα της φαντασίας έγκειται όχι τόσο
στην απόσβεση της μνήμης, όσο στη διάκριση των στοιχείων του παρελθόντος που έχουν
χαρακτήρα προοδευτικό, έναντι αυτών που αποτελούν ασήμαντα για την εξέλιξη
θραύσματα της ιστορίας. Η φαντασία στην επιλεκτική της αποσπασματικότητα συμβάλλει
στη διαμόρφωση τριών στιγμών: τη στιγμή της αχρονίας που διαιωνίζει τη Ρωσία ως
εδεμικό, παραδείσιο παρελθόν, τη στιγμή του οραματικού παρελθόντος, που σταδιακά
κινούμενο στον προοδευτικό χρόνο δημιουργεί τη στιγμή των ρεμβασμών του μέλλοντος.
Το μέλλον αναπτύσσεται όχι εμπειρικά, αλλά οραματικά. Πρόκειται για έναν ουτοπικό
χρόνο μέσω του παρελθόντος, μέσα στον οποίο θα δημιουργηθεί η πολιτεία της Ειρήνης,
ένας συμβολικός τόπος γέννησης του μεγάλου ποιητή, χωρίς φιορίνι, με παιχνίδια
παιδιών, με θετικές αφηγήσεις της
ιστορίας, με ενορμήσεις και ξέσπασμα αγαλλιάσεως, με φως και νίκη του πολέμου.
Παρελθόν και παρόν δεν μπορούν να ενοποιηθούν αν δεν προσδιοριστούν στο μέλλον από
έναν αλληγορικό ουτοπισμό, επαγγελλόμενο την επαναδημιουργία του παραδείσου μέσα σε
ένα πραγματικό μέλλον. Στην προοπτική αυτή η ανάμνηση του παρελθόντος χρησιμεύει ως
όπλο στον αγώνα για το μέλλον, μία αναζήτηση που στοχεύει στη δημιουργία μιας Νέας
Ιερουσαλήμ.(16) Το παρελθόν δεν μπορεί να αναπαραχθεί συμβολικά στο παρόν, παρά να
παραπέμπει στις διηνεκείς στιγμές της μελλοντικής του πραγμάτωσης. Το παρόν,
αντίστροφα, δεν μπορεί να αναπαραχθεί στο παρελθόν, λόγω των πολιτικών αλλαγών της
Ρωσίας και των ιδεολογικών μεταπτώσεων του ποιητή, αφού ο παρελθόν τολστοϊσμός του
αναζητά τη μελλοντική του διαμόρφωση. Ο Εμπειρίκος χρησιμοποιεί το συμβολικό μέσω
των ηρωικών-πατρικών μορφών της ιστορίας για να μιλήσει για το αλληγορικό ως
περιγραφή της μητρικής χώρας. (17) Οι ακατάληπτες στιγμές της έξαρσης είναι αυτές
της μητρικής (ρωσικής) γλώσσας και λογοτεχνικής παράδοσης που προτείνονται στην
επιλογή μεταξύ πατρικού πολέμου και μητρικής ειρήνης. Οι στιγμές αυτές της
σωσσυριανής "συγχρονίας", που ανάγονται σε ένα ιδανικό σημείο "πέρα από την επιμονή
των σημείων", παραπέμπουν στο Αληθές ως ουτοπικό. Οι αφηγήσεις και οι τροπές του
ποιήματος δημιουργούν το εικονικό πλαίσιο της εμπειρίκειας "χώρας".(18) Το σύμβολο
της Ρωσίας αναβάλλεται στη μορφοποίησή του, αφού δεν του επιτρέπεται η αναπαραγωγή
του στο παρόν. Αποκτά τελικά την υπόσταση του αποκαλυπτικού "ανοικτού βιβλίου" που
αλληγορικά υψώνεται στον εικαστικό ουρανό της Ρωσίας, η οποία μετατρέπεται πια στο
συμβολικό υπόβαθρο της αλληγορίας της Ειρήνης ως μελλοντικής ουτοπίας. Η υπόσταση
της ουτοπίας της Ειρήνης θα προβληθεί με την ανατροπή της διαλεκτικής της σχέσης με
τον πόλεμο, όπως προτείνεται με την τελευταία στροφική ενότητα. Εναντι της
διαλεκτικής ενότητας πολέμου και ειρήνης αναρτάται η απόλυτη
Ειρήνη ως ουτοπία, όπως δημιουργείται από ένα έργο που αναβάλλει την αλήθεια του
εγκαθιδρύοντας με τη λογοτεχνικότητά του τα χαμένα όρια της χρονικής διαβάθμισης,
το ψεύδος του ιστορικού συνεχούς και την αβεβαιότητα μονομερούς επίλυσης ενός από
τα μεγαλύτερα διλήμματα του τελευταίου αιώνα. Σημειώσεις 1) Ανδρέα Εμπειρίκου, Ες-
Ες-Ες Ρωσσία, Επιμέλεια Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Εκδόσεις Αγρα, 1995. 2) Σε
συνέντευξή του στον Τάσο Γουδέλη, με τίτλο "Θυμάμαι έναν άνθρωπο αφάνταστα
στοργικό" (Το δέντρο, τ. 110, Καλοκαίρι 2000, σ. 20), ο Λεωνίδας Εμπειρίκος
αναφέρει "Στη δεκαετία του ΄60 {ο Ανδρέας Εμπειρίκος} ξαναβρήκε το πρόσωπο της
Αριστεράς μέσα από το Νιου Λεφτ, της αγγλοσαξονικής και αμερικάνικης εκδοχής της
σχετικής ιδεολογίας. Είχε ένα αίσθημα δικαιοσύνης απέναντι στον υπαρκτό σοσιαλισμό.
Οταν το ΄63 πήγε στην τότε Σοβιετική Ενωση με τον Ελύτη και το Θεοτοκά, επίσημα
προσκεκλημένος, εντυπωσιάστηκε από ορισμένα θέματα κοινωνικής πρόνοιας και
ελευθερίας ηθών, αλλά ένιωσε απέχθεια για το αστυνομικό κράτος". Και συνεχίζει (σ.
24): "Οσοι θεωρούν τη συνείδηση του πατέρα μου απολιτική και ανιστορική κάνουν
λάθος. Στο μέχρι τώρα δημοσιευμένο έργο του, δε φαίνεται επαρκώς, μετά από δική του
επιλογή, ο τρόπος με τον οποίο ετοποθετείτο μέσα στην Ιστορία. Δεν υπήρξε ποτέ
αντιευρωπαϊστής, ήταν ρωσόφιλος, φίλος των βαλκανικών λαών και της Τουρκίας". 3) Ο
Γιώργος Κεχαγιόγλου, στο μελέτημά του, "Ολοκληρωτισμοί, υπαρκτός τεχνοκρατικός
"σοσιαλισμός" και οι ποιητικές απαντήσεις του "φιλήδονου σοσιαλιστή" Α.
Εμπειρίκου", αποδίδει την αμφιθυμία του Εμπειρίκου και τη διάθεση σύγκλισης των δύο
περιόδων της ιστορίας της Ρωσίας ως εξής: "Ισως εδώ έπαιξαν μεγάλο ρόλο,
εκτός από τις αναζωπυρωμένες παιδικές-κριμαϊκές και νεανικές-τολστοϊκές αναμνήσεις
και αγάπες του, η ατμόσφαιρα μερικής αποσταλινοποίησης της εποχής του Χρουστσόφ και
η (αδιόρατη, πάντως, μέσα στο κείμενο) επιρροή ελλήνων πολιτικών προσφύγων που
γνώρισε στη Μόσχα (ανάμεσα στους οποίους και οι Γιώργος Σεβαστίκογλου, Ζωρζ Σαρρή)"
(Ομπρέλα, τ. 55, Δεκέμβριος 2001 Φεβρουάριος 2002, σσ. 15-16). 4) Ενδεικτική είναι
η αντιστοιχία των σελίδων 22-29 του "Αμούρ-Αμούρ" {Γραπτά ή προσωπική μυθολογία
(1936-1946), Αγρα, Δεκέμβριος 1980, σσ. 9-29} με το Ες-Ες-Ες Ρωσσία από άποψη
γεωγραφικής εικονοποιίας αλλά και ποιητικής, σε σημείο ώστε το δεύτερο ποίημα να
αποκτά διακειμενικότητα. 5) Πρόκειται για τις μάχες στην Μπαλακλάβα (25 Οκτωβρίου)
και στο Ινκερμαν (5 Νοεμβρίου), με τις οποίες ο Μενσικόφ προσπάθησε μάταια να
διασπάσει τις συμμαχικές γραμμές, χωρίς όμως να κατορθώσει να καθυστερήσει τις
εργασίες προετοιμασίας της πολιορκίας από τους αγγλογάλλους κατά τη διάρκεια του
χειμώνα 1854-1855. Στη μάχη της Μπαλακλάβα, μεταξύ ρωσικών στρατευμάτων του
στρατηγού Λιπράντι και των αγγλο-γαλλοτουρκικών στρατευμάτων που συμμετείχαν στην
πολιορκία της Σεβαστούπολης, κατά τη διάρκεια της αποτυχημένης ρωσικής επίθεσης
έγινε η θρυλική έξοδος της ταξιαρχίας ελαφρού ιππικού του λόρδου Κ¨αρντιγκαν και η
έφοδος των κυνηγών της Αφρικής του στρατηγού ντ΄ Αλονβίλ. 6) Ο Ράγκλαν ανέλαβε την
ηγεσία εκστρατευτικού σώματος, το οποίο κατευθύνθηκε μέσω Τουρκίας στην Κριμαία,
όπου αποβιβάστηκε (14 Σεπτεμβρίου) μαζί με γαλλικές και τουρκικές δυνάμεις. Μια
διφορούμενη διαταγή του Ράγκλαν στη μάχη της Μπαλακλάβα οδήγησε στην καταστροφική
έφοδο
της "Ελαφράς Ταξιαρχίας" του έβδομου κόμη του Κάρτιγκαν. Ο Ράγκλαν αναγκάστηκε να
αντιμετωπίσει μια κρίσιμη κατάσταση χωρίς να διαθέτει πείρα στην αρχιστρατηγία, με
αποτέλεσμα να κατηγορηθεί, άδικα ίσως, για την καθήλωση των συμμαχικών
στρατευμάτων, που υπέφεραν από ελλείψεις εφοδίων και καταλυμάτων ολόκληρο το
χειμώνα 1854-1855. Σοβαρά άρρωστος, επιχείρησε μια φορά να πολιορκήσει τη
ΣΕβαστούπολη την άνοιξη, υπέστη όμως νέα ήττα των δυνάμεών του (18 Ιουνίου 1855)
και στη συνέχεια πέθανε. 7) Στο πρώτο δοκίμιο του βιβλίου του, με τίτλο Πλους και
κατάπλους του "Μεγάλου Ανατολικού" (εκδόσεις Αγρα, 1995), ο Σάββας Μιχαήλ
αναπαράγει εμπνευσμένα ψυχαναλυτικές και πολιτικές προεκτάσεις αυτής της
αντίστασης. 8) Ο Λεωνίδας Εμπειρίκος (ό.π., σ. 16) παρατηρεί σε σχέση με την
περίοδο τολστοϊσμού του πατέρα του: "Σε ηλικία 17 χρονών περίπου ήταν Τολστοϊστής.
Οταν πια είχε παραιτηθεί από την επιχείρηση του πατέρα του, πήγαινε με τα πόδια στο
Μπογιάτι και όργωνε με τους αρβανίτες χωρικούς στο πατρικό τσιφλίκι. Ηταν η πρώτη
του εξέγερση εναντίον του παππού μου". Αναφορικά με τις συνάφειες της εμπειρίκιας
ουτοπίας με τη Νέα Αριστερά, βλ. Ελισάβετ Αρσενίου "Πού πάει ο υπερρεαλισμός όταν
πεθαίνει; Λογοτεχνική και πολιτική ουτοπία στη μεταπολεμική πρωτοπορία", Πλανόδιον,
τ. 26, Ιούνιος 1999, σσ 50-65. 9) Η εν-νόηση του κόσμου ως διαδικασία παρομοίωσης
του εγώ και εν τέλει ως ενοραματική εν-νόηση του εαυτού, όπως αναπτύχθηκε από τον
Fichte, συνιστούν τη βάση διαμόρφωσης του ρομαντικού υποκειμένου. Το ρομαντικό εγώ
συνιστά το κέντρο όλης της πνευματικής ζωής και ο εξωτερικός κόσμος αποτελεί απλή,
υποκειμενική του προβολή. Μέσω της φαντασίας του ρομαντικού υποκειμένου το
καλλιτέχνημα ανάγεται σε καθαυτό
δημιούργημα και δεν φέρει τη σφραγίδα του αληθοφανούς. Αλλωστε, η ίδια η φύση δεν
αποτελεί στατικό πλαίσιο της ποιητικής δημιουργίας, αλλά ζωτικά διαλογικό της
μέρος. Η φαντασία είναι, για τον Coleridge της Biographia Literaria (1817), "εκείνη
η συνθετική και μαγική δύναμη" που δημιουργεί την ποίηση, ενώ για τον Novalis
αναπαριστά το πνεύμα, τον εσωτερικό κόσμο στην ολότητά του. 10) Η μάχη έγινε στις
17-9-1812, ανάμεσα στο στρατό του Ναπολέοντα που προέλαυνε και τις ρωσικές δυνάμεις
που διοικούσε ο μονόφθαλμος Κουτούζοφ. Οι απώλειες και των δύο πλευρών ήταν
τεράστιες. Η μάχη για το οχυρό Σεβαραντίνο, που καθόρισε ολόκληρη την επιχείρηση,
έφερε σχεδόν ισόπαλους τους δύο αντιπάλους, προβάλλοντας την επιθετικότητα των
γάλλων και την αμυντική νίκη των ρώσων. 11) Tα γερμανικά στρατεύματα τον Ιούνιο του
1941 εισβάλλον στη Σοβιετική Ενωση και, παρά την ενεργητική αντίσταση των
σοβιετικών στρατευμάτων, μέσα σε λίγες εβδομάδες φθάνουν στις πύλες του Λένινγκραντ
και της Μόσχας. Στο Στάλινγκραντ γίνεται η μεγάλη μάχη του Δευτέρου Παγκοσμίου
Πολέμου, διάρκειας 140 ημερών, που κατέληξε στην ήττα των Γερμανών, οι οποίοι με
σφοδρές αντιθέσεις των ρώσων περικυκλώθηκαν και εξαναγκάστηκαν σε παράδοση στις 3
Φεβρουαρίου του 1943. Η νίκη των ρώσων στο Στάλινγκραντ αποτέλεσε αποφασιστική και
κρίσιμη καμπή στην πορεία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά τη νίκη αυτή, ο Στάλιν
άρχισε τις αντεπιθέσεις που οδήγησαν το ρωσικό στρατό ως το Βερολίνο. 12) Το ποίημα
ανήκει στο πέμπτο μέρος της συλλογής Αι γενεαί πάσαι ή η σήμερον ως αύριον και ως
χθες, με τίτλο "Φωναί και υδατοπτώσεις", το οποίο, σύμφωνα με τον επιμελητή της
έκδοσης Γιώργη Γιατρομανωλάκη, έχει γραφεί στο πρώτο
μισό της δεκαετίας του 1940. Οι τρεις τελευταίοι στίχοι του ποιήματος
παραλλάσσονται στην επανεγγραφή τους και μειώνονται σε δύο, στους οποίους η λέξη
Αγάπη αντικαθίσταται από τη λέξη Ειρήνη. 13) Σύμφωνα με τους R. Sayre Και M. Lowy
(Μορφές ρομαντικού αντικαπιταλισμού, Εισαγωγήμετάφραση Στέφανου Ροζάνη, Ερασμος,
Ρομαντισμός 4, 1991, σ. 35), "μία ενδιαφέρουσα τάση του ρομαντισμού επιχειρεί να
επαναδημιουργήσει τον παράδεισο στο παρόν πάνω στο πεδίο της φαντασίας,
ποιητικοποιώντας ή αισθητικοποιώντας το παρόν". Πρόκειται για μία ουτοπική προβολή
πραγματωμένη στο παρόν μέσω της φαντασίας, που επιφέρει την εξύψωση της οικείας
πραγματικότητας. Μια δεύτερη τάση εμμένει στην εκ νέου ανακάλυψη του παραδείσου
μέσα στο παρόν, αλλά πάνω στο επίπεδο του πραγματικού. Η τάση αυτή αφορά τη φυγή
προς εξωτικές χώρες, έξω από το φράγμα της καπιταλιστικής πραγματικότητας, προς
έναν τόπο που συντηρεί ένα περισσότερο πρωτόγονο παρελθόν μέσα στο παρόν. 14) Στο
πολυσυζητημένο δοκίμιο για τη βιβλική και ποιητική επανάκαμψη της ιστορίας με τίτλο
"Theses on the Philosophy of History" (IIIuminatios, Essays and Reflections, Edited
and with an Introduction dy Hannah Arendt, Translated dy Harry Zohn, Schocken
Books, New York, 1968, ss 252-264), o Walter Benjamin υποστηρίζει ότι κάθε χρονική
στιγμή είναι η πύλη μέσω της οποίας μπορεί να εισέλθει ο Μεσσίας. Μία απολυτρωμένη
ανθρωπότητα αποκτά την πληρότητα του παρελθόντος της, μπορεί να έχει πρόσβαση σε
όλες τις στιγμές του παρελθόντος, καθεμιά από τις οποίες αποτελεί αναφορά στην τάξη
της Ημέρας, στην Ημέρα της Κρίσης. Επανάσταση είναι το διαλεκτικό άλμα στον ανοικτό
αέρα της ιστορίας, η έκρηξη του συνεχούς της ιστορίας. Αυτή είναι το σημάδι της
μεσσιανικής στάσης του γεγονότος, μία
επαναστατική ευκαιρία στη μάχη για το καταπιεσμένο παρελθόν, η εκτίναξη μιας
συγκεκριμένης εποχής από την ομοιογενή πορεία της ιστορίας. 15) Στο βιβλίο του,
Sources of the Self. The Making of Modem Identity (Harvard University Press,
Cambridge, Massacusetts, 1989, s. 478), o Charles Taylor προβάλλει τη σχέση του
Adorno με τον Benjamin στη διαμόρφωση του συγκεκριμένου μέσω του έργου τέχνης. Για
τον Adorno, η τέχνη αντιπροσωπεύει έναν τύπο "λογικής" και "σύνθεσης" που διαφέρει
από τη λογική της "ταυτοποιητικής" σκέψης. Το έργο είναι το κύριο μέσο μιας μη-
πραγμοποιημένης γνώσης, το υπόδειγμα για τη μη-καταπιεστική ενσωμάτωση των
συστατικών στοιχείων σε μία ολότητα, η αφηρημένη άρνηση των ιστορικά υπαρκτών
μορφών ορθολογικότητας, μια ουτοπική προοπτική. Μέσα σε αυτή την προοπτική γίνεται
αντιληπτή η προτίμηση του Benjamin για την αλληγορία έναντι του συμβόλου. Πρόκειται
για την αντιστροφή της κεντρικής τάξης του ρομαντισμού. Το σύμβολο ήταν το όχημα
μίας υψηλότερης τέχνης από την αλληγορία, γιατί παρουσίασε κάτι που δεν ήταν
προσεγγίσιμο με άλλον τρόπο. Ηταν αξεχώριστο από αυτό που αποκάλυπτε. Το δόγμα της
ομοούσιας ποιότητας συμβόλου και σημασίας έκανε τον Benjamin να στραφεί στο μοντέλο
της αλληγορίας, εφόσον η αλληγορία διατηρεί το χαρακτήρα της γλώσσας ως σημείο,
αναγνωρίζοντας την απόσταση, την ετερότητα, ανάμεσα στο σημαίνον και στο
σημαινόμενο. 16) Οι R. Sayre και M. Lowy (ό.π., σ. 73) αναπτύσσουν τα κύρια
συστατικά στοιχεία της κοσμοαντίληψης του ρομαντικού αντικαπιταλισμού ως: "την
εμπειρία μιας απώλειας μέσα στο καπιταλιστικό παρόν, τη νοσταλγία για ότι έχει
απολεσθεί, τοποθετημένη σε ένα προ-καπιταλιστικό παρελθόν, και την αναζήτηση αυτού
που έχει
απολεσθεί μέσα στο παρόν ή στο μέλλον". Και συνεχίζουν: "οι ρομαντικοί συγγραφείς
που συνδέονται με αυτό το ρεύμα, δημιουργούν φαντασιακά πρότυπα για μια
σοσιαλιστική εναλλακτική λύση στο βιομηχανικό/αστικό πολιτισμό, χρησιμοποιώντας ως
σημεία αναφοράς ορισμένα κοινωνικά υποδείγματα και ορισμένες προ-καπιταλιστικές
ηθικές ή θρησκευτικές αξίες. Η κριτική την οποία ασκούν στον καπιταλισμό δε
μορφοποιείται εν ονόματι μιας κοινωνικής τάξης το προλεταριάτο - αλλά εν ονόματι
της ανθρωπότητας ως συνόλου, και απευθύνεται σε όλους τους ανθρώπους καλής
θελήσεως". 17) Ο Σάββας Μιχαήλ, στο δοκίμιό του, "Η εμπειρία του Ιερού στον Ανδρέα
Εμπειρίκο" (Μορφές του Μεσσιανικού, εκδόσεις Αγρα, 1999, σ. 156), παρουσιάζει τη
"νέα Εδέμ" του Εμπειρίκου ως "συνάμα και την επιστροφή στην παλιά, την πρώτη, τη
μητρική αγκάλη και τη βρεφική παραδείσια γαλουχία". 18) Η Julia Kristeva (στο La
Revolution du langage poetique, Paris, Seul, 1974, σ, 44) συμπεραίνει ότι η "χώρα"
δεν είναι ούτε σημείο ούτε θέση, ούτε μοντέλο ούτε αντίγραφο, αλλά "ένας κινητικός
μηχανισμός που συνίσταται από κινήσεις και τις εφήμερες στάσεις τους {...},
προϋπάρχει της σχηματοποίησης και δέχεται αναλογίες μόνο με το φωνητικό και
κινητικό ρυθμό". Από τη στιγμή που το υποκείμενο εντάσσεται στη συμβολική τάξη και
στην οιδιπόδεια φάση όπου ο διχασμός έχει συντελεστεί, η "χώρα" θα έχει επιτυχώς
καταπιεστεί και μπορεί να εκληφθεί μόνο ως ωθητική πίεση πάνω στη συμβολική γλώσσα,
ως αντιφάσεις, ελλιπής σημασία, ανατροπές, σιωπές και απουσίες στη συμβολική
γλώσσα. Η "χώρα" είναι μία ρυθμική ώθηση παρά μία νέα γλώσσα. Συνιστά, με άλλα
λόγια, τις ετερογενείς και διασπαστικές διαστάσεις της γλώσσας.
ΟΧΙ ΜΠΡΑΖΙΛΙΑ ΜΑ ΟΚΤΑΝΑ
Όταν διά της πίστεως και της καλής θελήσεως, αλλά και από επιτακτικήν, αδήριτον
ανάγκην δημιουργηθούν αι προϋποθέσεις και εκτελεσθούν όχι οικοδομικά, ή
ορθολογιστικά, μα διαφορετικά τελείως έργα, εις την καρδιά του μέλλοντος, εις την
καρδιά των υψηλών οροπεδίων και προ παντός μέσ στην καρδιά του κάθε ανθρώπου, θα
υπάρξη τότε μόνον η Νέα Πόλις και θα ονομασθή πρωτεύουσα της ηνωμένης, της αρραγούς
και αδιαιρέτου Οικουμένης. Άγνωστον αν η παλαιά, που εκτείνεται προ του ωκεανού στα
πόδια του κατακορύφου βράχου που μοιάζει με το Τζέμπελ-αλ-Ταρέκ, άγνωστον αν θα
εγκαταλειφθή, ή αν θα υφίσταται καν στα χρόνια εκείνα, ή αν, απέραντη και κενή, θα
διατηρηθή ως δείγμα μιας ελεεινής, μιας αποφράδος εποχής, ή ως θλιβερόν μουσείον
διδακτικόν, πλήρες παραδειγμάτων προς αποφυγήν. Εκείνο που είναι βέβαιον είναι ότι
η Νέα Πόλις θα οικοδομηθή, ή μαλλον θα δημιουργηθή, και θα είναι η πρωτεύουσα του
Νέου Κόσμου, εις την καρδιά του μέλλοντος και των ανθρώπων, μετά χρόνια πολλά,
οδυνηρά, βλακώδη και ανιαρά, ίσως μετά από μίαν άλωσιν οριστικήν, μετά την μάχην
την τρομακτικήν του επερχομένου Αρμαγεδδώνος. Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ με το
αριστούργημά του ΟΧΙ ΜΠΡΑΖΙΛΙΑ ΜΑ ΟΚΤΑΝΑ, που δημοσιεύει σήμερα το ΠΟΛΙΤΙΚΟ
ΚΑΦΕΝΕΙΟ δίνει ένα ακόμα δείγμα της ιδιοφυΐας και της οικουμενικής προσφοράς του
στην ποίηση και τον υπερρεαλισμό. Δεν θα εξετάσω τας λεπτομερείας. Είναι μακράν
ακόμη η εποχή, ώστε από τούδε να τας γνωρίζωμεν καταλεπτώς, ή «a priori». Αυτό που
με ενδιαφέρει απολύτως και θα έπρεπε να ενδιαφέρη όλους είναι ότι η Νέα Πόλις θα
ολοκληρωθή, θα γίνη. Όχι βεβαίως από αρχιτέκτονας και πολεοδόμους οιηματίας, που
ασφαλώς πιστεύουν, οι καημένοι, ότι μπορούν αυτοί τους βίους των ανθρώπων εκ των
προτέρων να ρυθμίζουν και το μέλλον της ανθρωπότητος, με χάρακες, με υποδεκάμετρα,
γωνίες και «ταυ», μέσα στα σχέδια της φιλαυτίας των, ναρκισσευόμενοι (μαρξιστικά,
φασιστικά, ή αστικά), πνίγοντες και πνιγόμενοι, να κανονίζουν. Όχι, δεν θα κτισθή η
Νέα Πόλις έτσι΄ μα θα κτισθή απ όλους τους ανθρώπους, όταν οι άνθρωποι, έχοντες
εξαντλήσει τας αρνήσεις, και τας καλάς και τας κακάς, βλέποντες το αστράπτον φως
της αντισοφιστείας τουτέστι το φως της άνευ δογμάτων, άνευ ενδυμάτων Αληθείας
παύσουν στα αίματα και στα βαριά αμαρτήματα χέρια και πόδια να βυθίζουν, και
αφήσουν μέσα στις ψυχές των, με οίστρον καταφάσεως, όλα τα δένδρα της Εδέμ, με
πλήρεις καρπούς και δίχως όφεις μά τον Θεό, ή τους Θεούς τελείως ελεύθερα ν΄
ανθίσουν. Ναι, ναι (αμήν, αμήν λέγω υμίν), σας λέγω την αλήθειαν. Η Νέα Πόλις θα
κτισθή και δεν θα είναι χθαμαλή σε βαλτοτόπια. Θα οικοδομηθή στα υψίπεδα της
Οικουμένης, μα δεν θα ονομασθή Μπραζίλια, Σιών, Μόσχα, ή Νέα Υόρκη, αλλά θα
ονομασθή η πόλις αυτή Οκτάνα. Και τώρα ο καθείς θα διερωτηθή ευλόγως: «Μα τι θα πη
Οκτάνα ;» Δίκαιον το ερώτημα και η απάντησις θα έλθη γρήγορα. Όμως διά να γίνη
πλήρως νοητή, ρίξετε πρώτα μέσα σας μια καλή ματιά και ευθύς μετά ρίξετε άλλη μία
τριγύρω σας δεξιά και αριστερά, πάνω και κάτω. Έπειτα κλείστε τα μάτια σας για μια
στιγμή και ανοίξτε τα αποτόμως, ανοίγοντας διάπλατα και τις ψυχές σας. Η απάντησις
θα βρίσκεται μπροστά σας, όχι μονάχα νοητή, μα και απτή σώμα περικαλλές και έμψυχον
και σφύζον. Και τώρα (αμήν, αμήν) λέγω υμίν: Οκτάνα , φίλοι μου, θα πη μεταίχμιον
της Γης και του Ουρανού, όπου το ένα στο άλλο επεκτεινόμενο ένα τα
δύο κάνει. Οκτάνα θα πη πυρ, κίνησις, ενέργεια, λόγος σπέρμα. Οκτάνα θα πη έρως
ελεύθερος με όλας τας ηδονάς του. Οκτάνα θα πη ανά πάσαν στιγμήν ποίησις, όμως όχι
ως μέσον εκφράσεως μόνον, μα ακόμη ως λειτουργία του πνεύματος διηνεκής. Οκτάνα θα
πη η εντελέχεια εκείνη, που αυτό που είναι αδύνατον να γίνη αμέσως το κάνει εν
τέλει δυνατόν, ακόμη και την χίμαιραν, ακόμη και την ουτοπίαν, ίσως μια μέρα και
την αθανασίαν του σώματος και όχι μονάχα της ψυχής. Οκτάνα θα πη το «εγώ» «εσύ» να
γίνεται (και αντιστρόφως το «εσύ» «εγώ») εις μίαν εκτόξευσιν ιμερικήν, εις μίαν
έξοδον λυτρωτικήν, εις μίαν ένωσιν θεοτικήν, εις μίαν μέθεξιν υπερτάτην, που ίσως
αυτή να αποτελή την θείαν Χάριν, το θαύμα του εντός και εκτός εαυτού, κάθε φοράν
που εν εκστάσει συντελείται. Οκτάνα θα πη η ενόρασις και η διαίσθησις εκείνη, που
επιτρέπουν σωστά να νοιώθης, να καταλαβαίνης όλην την αγωνίαν των αλγούντων, τα
λόγια τα συμβολικά του Ιησού, όλην την σκέψιν των αθέων, τας αστραπάς των προφητών
και όλην την σημασίαν των τηλαυγών εκλάμψεων του Ζαραθούστρα. Οκτάνα θα πη (χωρίς
να περιφρονούμε του γήρατος την σοφίαν) θα πη πάση θυσία διατήρησις της παιδικής
ψυχής εις όλα τα στάδια της ωριμότητος, εις όλας τας εποχάς του βίου, διότι άνευ
αυτής και η πιο χρυσή νεότης γρήγορα στάχτη γίνεται και χάνεται και φεύγει και
μένει στη θέσι της η θλίψις, η άνευ ελπίδων μεταμέλεια και η στυγνή ρυτίς. Οκτάνα
θα πη εν πλήρει αθωότητι Αδάμ, εν πλήρει βεβαιότητι Αδάμσυν-Εύα. Οκτάνα θα πη οι
άνθρωποι άγγελοι να γίνουν, αλλ άγγελοι με φύλον φανερόν, συγκεκριμένον. Οκτάνα θα
πη επί γης Παράδεισος, επί της γης Εδέμ, χωρίς προπατορικόν αμάρτημα, πέραν πάσης
εννοίας κακού, με ελευθέραν εις πάσαν περίπτωσιν παντού και την αιμομιξίαν. Οκτάνα
θα πη απόλυτος ενότης πνεύματος και ύλης. Οκτάνα θα πη διατήρησις επαφής και στα
απώτερα σημεία των εξελίξεων με πάσαν πηγήν που όντως αποτελεί των
αρχετύπων της ζωής ιερή μια νερομάνα. Οκτάνα θα πη παν ότι μάχεται τον θάνατον και
την ζωήν παντού και πάντοτε διαφεντεύει. Οκτάνα θα πη αληθινή ελευθερία και όχι
εκείνη η φοβερά ειρωνεία, να λέγεται ελευθερία ό,τι χωρεί ή ό,τι εναπομένει στα
ελάχιστα περιθώρια που αφήνουν στους ανθρώπους οι απάνθρωποι νόμοι των περιδεών και
των τυφλών ή ηλιθίων. Οκτάνα θα πη , όχι πολιτικής, μια ψυχικής ενότητος Παγκόσμιος
Πολιτεία (πιθανώς Ομοσπονδία) με ανέπαφες τις πνευματικές και εθνικές ιδιομορφίες
εκάστης εθνικής ολότητος, εις μίαν πλήρη και αρραγή αδελφοσύνην εθνών, λαών και
ατόμων, με πλήρη σεβασμόν εκάστου, διότι αυτή μόνον εν τέλει θα ημπορέση διά της
κατανοήσεως, διά της αγωνιστικής καλής θελήσεως, ουδόλως δε διά της βίας, τας
τάξεις και την εκμετάλλευσιν του ανθρώπου από τον άνθρωπον να καταργήση, να
εκκαθαρίση επιτέλους! Οκτάνα θα πη παντού και πάντα εν ηδονή ζωή. Οκτάνα θα πη
δικαιοσύνη. Οκτάνα θα πη αγάπη. Οκτάνα θα πη παντού και πάντα καλωσύνη. Οκτάνα θα
πη η αγαλλίασις εκείνη που φέρνει στα χείλη την ψυχή και εις τα όργανα τα κατάλληλα
με ορμήν το σπέρμα. Οκτάνα, φίλοι μου, θα πη, απόλυτος μη συμμόρφωσις με ό,τι
αντιστρατεύεται, ή μάχεται, ή αναστέλλει την έλευσιν της Οκτάνα. Οκτάνα θα πη μη
συμμετοχή και μη αντίταξι βίας εις την βίαν. Οκτάνα θα πη ό,τι στους ουρανούς και
επί της γης ηκούετο, κάθε φοράν που ως μέγας μαντατοφόρος, με έντασιν υπερκοσμίου
τηλεβόα, ο ʼγγελος Κυρίου εβόα. Ιδού με ολίγα λόγια, αλλά σαφή, ιδού τι θα πη, φίλοι
μου, Οκτάνα. Και τώρα θα προσθέσω: Όσοι από σας πια βαρεθήκατε στον κόσμο αυτόν τον
άδικον και τον βλακώδη να άγεσθε και να φέρεσθε από τους ψεύτες, από τους σοφιστάς
και λαοπλάνους, όσοι πια βαρεθήκατε οι δεσμοφύλακές σας σαν τόπια ταλαίπωρα
να σας εξαποστέλλουν εις τον Καϊάφα και πριν απ αυτόν στον ʼννα, προσμένοντας να
έλθη η Ώρα η χρυσαυγής, η πολυύμνητος και ευλογημένη, όσοι πιστοί, όσοι ζεστοί,
όσοι την σημερινήν ελεεινήν πραγματικότητα να αλλάξετε ποθείτε, προσμένοντας να
έλθη η Ώρα, όσοι πιστοί, όσοι ζεστοί, ελάτε και ως ανακράξωμεν μαζί (νυν και αεί,
νυν και αεί) σαν προσευχή και σαν παιάνα, ας ανακράξωμεν μαζί, με μια ψυχή, με μια
φωνή ΟΚΤΑΝΑ! Γλυφάδα, 20. 8. 1965

"Αμούρ-Αμούρ" ή Επτά σχέδια για το "ποίημαγεγονός"


"Ηθελα, δηλαδή, να συμπεριλάβω στα ποιήματά μου, όλα τα στοιχεία που στην
καθιερωμένη ποίησι, θεληματικά ή άθελά μας, αποκλείονται, ή μας ξεφεύγουν" Ανδρέας
Εμπειρίκος Συνεχίζοντας το Αφιέρωμα στον μεγάλο ποιητή μας Ανδρέα Εμπειρίκο,
δημοσιεύουμε σήμερα το "ΑΜΟΥΡ-ΑΜΟΥΡ" και στη συνέχεια ένα δοκίμιο του ποιητή και
δοκιμιογράφου, ΚΩΣΤΑ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ, πάνω σ΄ αυτό το γραπτό του Εμπειρίκου. Από τα
Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία AΜΟΥΡ-ΑMOYΡ Στη Βιβίκα Κάποτε, προ πολλών ετών, σε μια
εκδρομή που έκανα στην Ελβετία, σταμάτησα για να θαυμάσω ένα μεγάλο καταρράκτη, που
κυλούσε ορμητικά επάνω από
γρανιτώδεις βράχους, μέσα σε πλούσια βλάστησι. Την εποχή εκείνη, που μπορώ να την
ονομάσω περίοδο εντατικών αναζητήσεων, ωθούμενος από μία εσωτερική ανάγκη σχεδόν
οργανική, προσπαθούσα να βρω, με τα ποιήματα που έγραφα τότε, έναν αμεσώτερο και
πληρέστερο τρόπο εκφράσεως. Το θέαμα του καταρράκτου μού εγέννησε αιφνιδίως μια
ιδέα. Καθώς έβλεπα τα νερά να πέφτουν από ψηλά και να εξακολουθούν γάργαρα τον
δρόμο τους, σκέφθηκα πόσον ενδιαφέρον θα ήτο, αν μπορούσα να χρησιμοποιήσω και στις
σφαίρες της ποιητικής δημιουργίας, το ίδιο προτσές που καθιστά το κύλισμα, ή την
πτώσι των υδάτων, μια τόσο πλούσια, γοητευτική και αναμφισβήτητη πραγματικότητα,
αντί να περιγράφω αυτό το κύλισμα, ή κάποιο άλλο φαινόμενο ή γεγονός, ή κάποιο
αίσθημα, ή μια ιδέα, επί τη βάσει σχεδίου ή τύπου, εκ των προτέρων καθωρισμένου.
Ήθελα, δηλαδή, να συμπεριλάβω στα ποιήματά μου, όλα τα στοιχεία που στην
καθιερωμένη ποίησι, θεληματικά ή άθελά μας, αποκλείονται, ή μας ξεφεύγουν. Και
ήθελα να τα συμπεριλάβω κατά τέτοιον τρόπο, ώστε ένα ποίημα να μην αποτελείται
απλώς, από ένα ή περισσότερα υποκειμενικά ή αντικειμενικά θέματα λογικώς
καθωρισμένα και αναπτυσσόμενα μόνον εντός συνειδητών ορίων, μα να αποτελείται από
οποιαδήποτε στοιχεία που θα παρουσιάζοντο μέσα στην ροή του γίγνεσθαί του,
ανεξάρτητα από κάθε συμβατική ή τυποποιημένη αισθητική, ηθική, ή λογική κατασκευή.
Εν τοιαύτη περιπτώσει, συλλογιζόμουν, θα είχαμε ένα ποίημα δυναμικό και
ολοκληρωτικό, ένα ποίημα αυτούσιο, ένα ποίημα γεγονός, στη θέσι μιας αλληλουχίας
στατικών περιγραφών ωρισμένων γεγονότων, ή συναισθημάτων περιγραφομένων διά της
άλφα ή βήτα τεχνοτροπίας.Από την ημέρα που μού γεννήθηκε η ιδέα αυτή, θέλησα να την
εφαρμόσω, και άρχισα να γράφω νέα ποιήματα, προσπαθών να επιτύχω αυτό που
επιζητούσα. Τα ποιήματα αυτά, παρουσίαζαν, βέβαια, μια μεγάλη εξέλιξι και μια πολύ
αισθητή διαφορά, αλλά και αυτά, καίτοι μου ήρεζαν περισσότερο από τα παλαιά μου,
δεν με ικανοποιούσαν ως προς τις νέες μου επιδιώξεις. Ενώ διέφεραν από τα άλλα στην
μορφή, δεν διέφεραν αρκετά
στην ουσία. Είταν φανερό πως εκείνο που μού έλειπε, ήτο ένα μέσον ανάλογο με τον
επιδιωκόμενο σκοπό. Σκέφθηκα όμως, πως ο μόνος τρόπος να αντεπεξέλθω σε όλες τις
δυσκολίες, είταν να μη παραιτηθώ, μα να συνεχίσω τις αναζητήσεις μου, και
εξηκολούθησα να γράφω, με την βεβαιότητα πως η ιδέα ήτο καλή και πως αργά ή
γρήγορα, θα εύρισκα τον τρόπο να την κάνω να καρποφορήση. Ποιος ξέρει, ίσως να
έψαχνα ακόμη μέχρι σήμερα, αν η συγκλονιστική για μένα επαφή με τον υπερρεαλισμό,
δε μου άνοιγε τα μάτια. Από την ημέρα εκείνη, μπορώ να πω, πως μονομιάς σχεδόν,
διέκρινα πού βρισκόταν ο δρόμος και ρίχθηκα με ενθουσιασμό, με αληθινή αγαλλίασι,
στο ρεύμα του ιστορικού κινήματος. Είχα ακούσει το κάλεσμά του και το δέχθηκα. Είχα
ακούσει την φωνή του, την φωνή εκείνη, που τόσο σωστά είπε ο Μπρετόν, στο πρώτο του
μανιφέστο, πως εξακολουθεί να ψάλλη, και στις παραμονές του θανάτου, και επάνω από
τις καταιγίδες. Με όσα είπα πάρα πάνω, δεν εννοώ πως οι προσωπικές μου προ-
υπερρεαλιστικές θεωρίες ήσαν εντελώς όμοιες ή ταυτόσημες με το περιεχόμενο του
υπερρεαλισμού, ούτε πρόκειται να ποζάρω, εδώ, ως πρόδρομός του. Βεβαίως, οι θεωρίες
αυτές, παρουσιάζουν μία συγγένεια με τις υπερρεαλιστικές, αλλ εν τω συνόλω, ο
υπερρεαλισμός ξεπερνά τις αρχικές μου επιδιώξεις, και, επί πλέον, μας δίδει τα μέσα
μιας πρακτικής εφαρμογής του περιεχομένου του, ανοίγοντας ορίζοντες ακόμη
μεγαλειτέρους, από εκείνους που έβλεπα εγώ στις προσωπικές μου δοξασίες. Και τώρα,
δράσσομαι της ευκαιρίας, να εκδηλώσω άλλη μια φορά, εδώ, όλο μου τον θαυμασμό και
όλη μου την ευγνωμοσύνη στον Ανδρέα Μπρετόν και στους άλλους υπερρεαλιστάς, οι
οποίοι, μετά τον Σίγκμοϋντ Φρόϋντ και τους ψυχοαναλυτάς, είναι εκείνοι, που στην
εποχή μας, έχυσαν το πιο πολύ και το πιο άπλετο φως, μέσα στα πυκνά σκοτάδια που
μας περιβάλλουν. Και έτσι, ένας νέος κόσμος ανοίχθηκε μπροστά μου, σαν ξαφνικό
λουλούδισμα θαυμάτων ανεξαντλήτων. Ένας κόσμος γύρω μου και εντός μου, ατελεύτητος
και ακαταμέτρητος, ένας κόσμος αλήθεια μαγευτικός, του οποίου ο υπερρεαλισμός μας
έδωσε μια για πάντα τα
ολοφάνερα κλειδιά. Και ιδού που μία φράσις γίνεται κορβέττα και με ούριον άνεμον
αρμενίζει, καθώς νεφέλη που την προωθεί μαϊστράλι ή τραμουντάνα. Μία ανταύγεια
ηχεί, μία σταγόνα πλημμυρίζει και μία φωνή ανθεί. Ένα παιδί στέκει ορθό σε ξέφωτο
άλσους σιωπηλού και ακαριαίως μεγαλώνει μπροστά σε μια γυναίκα. Ένα φουστάνι
γίνεται σέλας φωτεινό. Μία φωτογραφία ζει, έχει ολόκληρη δική της δράσι,
συνυφασμένη με την ζωή του θεατή, όπως ένα φλουρί, ένα κρύσταλλο, ή ένα γάντι. Ιδού
και μία εφημερίς, που γίνεται δάσος μυροβόλον, ή και υψίπεδον με χιονοσκεπείς
κορδιλιέρες. Η ποίησις μεταγγίζεται στη ζωή και η ζωή στην ποίησι. Η συμμετοχή μας
σε οιονδήποτε φαινόμενον ή γεγονός, δεν αποκλείεται πια καθόλου. Ένα συναίσθημα,
μία παρόρμησις, μία λέξις, μπορούν να γίνουν χειροπιαστές οντότητες, στιλπνά
αντικείμενα με ζωή παλλόμενη και μορφή δική τους. Με αυτή την ανακάλυψι και την
προσχώρησί μου στο υπερρεαλιστικό κίνημα που επηκολούθησε, έθεσα κατά μέρος, όχι
μόνο τις παλαιές μου τεχνοτροπίες, μα και κάθε ψωροφιλότιμο και κάθε κομπορρημοσύνη
του είδους εκείνου που συναντά κανείς τόσο συχνά σε ωρισμένους ποιητάς και
καλλιτέχνας, που δεν μπορούν να παραδεχθούν τίποτε άλλο στον κόσμο, έξω από τον
εαυτό τους, και καμιά άλλη προσφορά ή συμβολή στην ποίησι και στην ζωή, εκτός απ
ό,τι απορρέει από την στενή τους φιλαυτία και τον αφάνταστό τους ναρκισσισμό. Εδώ
πρέπει να πω, πως με βοήθησαν πολύ στην ταχεία κατανόησι και αφομοίωσι του
υπερρεαλισμού, αφ ενός οι ψυχοαναλυτικές μου γνώσεις, και αφ ετέρου η φιλοσοφία του
Εγέλου. Από την ημέρα εκείνη, ήρχισα να χρησιμοποιώ την αυτόματο γραφή, γράφοντας
πυρετωδώς και με αληθινό πάθος νεοφωτίστου, ποιήματα και κείμενα. Αργότερα (στα
1935) συνεκέντρωσα μερικά από τα πρώτα μου υπερρεαλιστικά γραπτά και τα ετύπωσα με
τον τίτλον Υψικάμινος. Το βιβλίο αυτό αποτελεί την πρώτη πραγματική εκδήλωσι και
την πρώτη πράξι του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, αν εξαιρέσω μία διάλεξι που έκαμα
περί του κινήματος και των επιδιώξεών του την άνοιξι του ιδίου έτους. Την εποχή
εκείνη, πολλοί κριτικοί εμίλησαν και έγραψαν
χλευαστικώς περί του βιβλίου αυτού και του κινήματος που αντιπροσώπευε. Σήμερα
μερικοί εξ αυτών, ερωτοτροπούν με τους υπερρεαλιστάς, μιλώντας για κάποιον «καλώς
εννοούμενον» ποιος νάναι τάχα ; υπερρεαλισμό, τον οποίο θέλουν κωμικώτατα να
αξιολογήσουν οι ίδιοι, ενώ προ ολίγου ακόμη, διέδιδαν ότι ο υπερρεαλισμός απέθανε
και ετάφη. Βεβαίως διατηρούν πολλές επιφυλάξεις πολύ χαρακτηριστικές της λιποψυχίας
των, για όσα ακριβώς αποτελούν την σπονδυλική στήλη και την ουσία της θεωρίας, και
δείχνουν τουλάχιστον οι περισσότεροι- πως ή δεν κατάλαβαν τίποτε, ή, τότε, ότι
αποβλέπουν στην αποκατάστασι του κλονισθέντος κύρους των, ενώπιον του κοινού και
των νέων ποιητών, των οποίων το ενδιαφέρον για τον υπερρεαλισμό αυξάνει κάθε μέρα.
Προφανώς τηρούν την στάσι αυτή, για να μη μείνουν έξω από ένα χορό που δεν ηγάπησαν
ποτέ αληθινά, και που ποτέ δεν είχαν το θάρρος, σαν ουραγοί που είναι, να σύρουν,
όταν ο κόσμος εμαίνετο κατά των όσων θέλουν, οι κύριοι αυτοί να μας παραστήσουν
σήμερα [1939] , ως πράγματα που έτυχαν μέχρι τινός (αν είσθε φρόνιμα παιδιά, θα σας
βάλουμε ένα καλούτσικο βαθμό, στην εφημερίδα μας ή στο περιοδικό μας) της ιδικής
των εγκρίσεως, τώρα που ο κόσμος, έστω και αμυδρά, αρχίζει να καταλαβαίνη. "Αμούρ-
Αμούρ" ή Επτά σχέδια για το "ποίημαγεγονός" Ο ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος αναφέρεται
συνήθως ως ο κύριος εισηγητής του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα. Η περίφημη διάλεξή του
στη Λέσχη Καλλιτεχνών το 1935, "Περί Σουρρεαλισμού", θεωρείται η πρώτη "επίσημη"
παρουσίαση του υπερρεαλιστικού κινήματος στη χώρα μας, καθώς μέχρι τότε υπήρχαν
ελάχιστες αναφορές, κυρίως μέσα από την ειδησεογραφία για την πολιτιστική κίνηση
στην Ευρώπη και ειδικά στη Γαλλία, στις εφημερίδες της εποχής. Φαίνεται πως δυο
μονάχα ουσιαστικές προσπάθειες παρουσίασης του υπερρεαλιστικού κινήματος
προηγήθηκαν της διάλεξης του Εμπειρίκου. Mια μελέτη του Δ. Μεντζέλου, που
δημοσιεύτηκε στα 1931,(1) καθώς και μια, εν πολλοίς
άγνωστη, αναφορά του Νικολάου Κάλας στον υπερρεαλισμό σε διάλεξη το 1933.(2) Παρ΄
όλ΄ αυτά, ο ίδιος ο Καλας, σε κατοπινό του δοκίμιο, (3) θεωρεί τη διάλεξη του
Εμπειρίκου περισσότερο ειδική και σε σχέση και με τη μελέτη του Μεντζέλου και
θεωρεί απαραίτητη τη δημοσίευσή της για μια εισαγωγή στον υπερρεαλισμό. Επιπλέον, ο
Ελύτης, όπως περιγράφει στο Χρονικό μιας Δεκαετίας, επεδίωξε να συναντηθεί με τον
Εμπειρίκο, λίγες μόνο μέρες πριν από τη διάλεξη του ΄35, για να γνωρίσει εκείνον
τον "ουρανοκατέβατο" που του "καταπατούσε τα οικόπεδα", αλλά λίγα λεπτά στο σπίτι
του Εμπειρίκου, προτού καν του μιλήσει, ήταν αρκετά για να πειστεί για την
αρμοδιότητα του ανδρός και να αναγνωρίσει τη βαθιά γνώση του θέματος που είχε. Οσο
για τον ίδιο τον Εμπειρίκο, η σχέση του με το υπερρεαλιστικό κίνημα, όπως ο ίδιος
το έγραψε, πήρε εξαρχής το χαρακτήρα μιας αποκάλυψης που σημάδεψε τη σκέψη και την
ποιητική του δημιουργία: "Ποιος ξέρει, ίσως να έψαχνα ακόμη μέχρι σήμερα, αν η
συγκλονιστική για μένα επαφή με τον υπερρεαλισμό, δε μου άνοιγε τα μάτια. Από την
ημέρα εκείνη, μπορώ να πω, πως μονομιάς σχεδόν, διέκρινα που βρισκόταν ο δρόμος και
ρίχτηκα με ενθουσιασμό, με αληθινή αγαλλίαση, στο ρεύμα του ιστορικού κινήματος".
(4) ΙΙ Οι προσωπικές αναζητήσεις του Εμπειρίκου, στα χρόνια που προηγήθηκαν της
γνωριμίας του με τον υπερρεαλισμό, είχαν ήδη προετοιμάσει το έδαφος για να μπορέσει
έγκαιρα να αντιληφθεί το αληθινό νόημα και τη σημασία του κινήματος. Η απόφασή του
να ασχοληθεί με την ψυχανάλυση, κατά τη διαμονή του στο Παρίσι (19261931), τον
φέρνει σε επαφή με το διάσημο ψυχαναλυτή Rene Laforgue, με τον οποίο ξεκινά
προσωπική και διδακτική ψυχανάλυση. Παράλληλα, οι αναζητήσεις του στην ποίηση
παίρνουν εντατικό χαρακτήρα:
"{...} ωθούμενος από μιαν εσωτερική σχεδόν οργανική, προσπαθούσα να βρω, με τα
ποιήματα που έγραφα τότε, έναν αμεσώτερο και πληρέστερο τρόπο εκφράσεως"(5).
Ομολογεί ο ίδιος, στο περίφημο κείμενό του "ΑμούρΑμούρ", πώς ήδη εκείνα τα χρόνια
πάσχιζε ώστε "{...} ένα ποίημα να μην αποτελείται απλώς, από ένα ή περισσότερα
υποκειμενικά ή αντικειμενικά θέματα λογικώς καθορισμένα και αναπτυσσόμενα μόνον
εντός συνειδητών ορίων, μα να αποτελείται από οποιαδήποτε στοιχεία που θα
παρουσιάζοντο μέσα στη ροή του γίγνεσθαί του, ανεξάρτητα από κάθε συμβατική ή
τυποποιημένη αισθητική, ηθική, ή λογική κατασκευή"(6). Και, παρόλο που αρνείται το
χαρακτηρισμό "πρόδρομος του υπερρεαλισμού" για τον εαυτό του, δεν μπορεί κανείς
παρά να σημειώσει κιόλας αρκετές συγγένειες με ορισμένα αιτήματα των υπερρεαλιστών
στο επίπεδο της γραφής. Το αίτημα για την πραγμάτωση ενός διαφορετικού τρόπου
έκφρασης, που δεν θα αποκλείει το φανταστικό ή το παράλογο, ενός διαφορετικού
τρόπου έκφρασης, που δεν θα αποκλείει το φανταστικό ή το παράλογο, που θα
αναγνωρίζει τη συμβολή του τυχαίου, καθώς "μια ριξιά ζαριών δεν καταργεί ποτέ την
τύχη", που δεν θα λογαριάζει την αστική ηθική και θα γίνεται ενσάρκωση έρωτος
ζώντος, βρίσκεται, νομίζω, ήδη μέσα του και γυρεύει τα μέσα για να εκφραστεί. ΙΙΙ
Φαίνεται πως, ακόμα και όταν συνειδητοποίησε τα προσωπικά αιτήματα της τέχνης του,
ο Εμπειρίκος συνέχιζε να μην είναι ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα καθεαυτό. Ναι
μεν τα νέα του, προ-υπερρεαλιστικά πάντα, ποιήματα φανέρωναν "μεγάλη εξέλιξη και
μια πολύ αισθητή διαφορά", αλλά, "καίτοι μου ήρεζαν περισσότερο από τα παλαιά μου,
δε με ικανοποιούσαν ως προς τις νέες μου επιδιώξεις".(7) Θεωρώ πως τούτη η κρίσιμη
καμπή είναι η πιο σημαντική
στιγμή, όχι μονάχα για τον ίδιο τον Εμπειρίκο, αλλά για ολόκληρη σχεδόν τη γενιά
του ΄30, με την εξαίρεση βέβαια του Σεφέρη, που διάλεξε το δικό του, παράλληλο αλλά
εμφανώς διαφορετικό, δρόμο. Κι αυτό γιατί τα "παλαιά" ποιήματα του Εμπειρίκου, όπως
πρόσφατα είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε,(8) κρατούν ουσιαστικά από την
προνεωτερική παράδοση του Σολωμού, του Κάλβου, αλλά κυρίως του Παλαμά και του
Σικελιανού ή, ακόμα, και του Γρυπάρη, δίχως την αφομοιωμένη επίδραση του Καβάφη ή,
έστω, και του Καριωτάκη, από την άποψη της τεχνοτροπίας ή της μορφής. Το αίτημα για
νέους τρόπους έκφρασης, που υπήρχε "εν σπέρματι" στον Εμπειρίκο, κατά θαυμαστή
"σύμπτωση" βρήκε αντέρεισμα και απήχηση σε μια σειρά άλλων ποιητών, οι οποίοι
δρούσαν ανεξάρτητα ως το 1935 - χρονιά ορόσημο για την ποίηση στη χώρα μας και στη
συνέχεια ένωσαν τις δυνάμεις τους προς την κατεύθυνση μιας δυναμικής πορείας
εμπρός, μιας ριζικής ανασύστασης του ποιητικού λόγου. Κάλας, Ελύτης, Εγγονόπουλος,
Γκάτσος, (κι αργότερα Βαλαωρίτης, Σαχτούρης, Παπαδίτσας, Κακναβάτος και άλλι) -
όλοι τους βρήκαν στο πρόσωπο του Εμπειρίκου έναν αληθινό φίλο και σύμμαχο,
εμπνευστή και εμψυχωτή των προσπαθειών τους, τα ζοφερά ακόμη εκείνα χρόνια. Η
Υψικάμινος του Ανδρέα Εμπειρίκου (1935), καρπός των αναζητήσεων αλλά και της
γνωριμίας του με τον υπερρεαλισμό και την αυτόματη γραφή, υπήρξε, κατά τη γνώμη
μου, η ποιητική συλλογή που απελευθέρωσε, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη εκείνης
της χρονιάς, το ζωοφόρο και φιλελεύθερο πνεύμα της υπερρεαλιστικής έκφρασης,
αλλάζοντας για πάντα το σκηνικό της μοντέρνας ποίησης στη χώρα μας, έστω κι αν αυτό
άργησε να γίνει αντιληπτό. IV Yπερρεαλισμός και "καθαρεύουσα": αντίφαση; Ευτυχώς,
σώζεται η αιτιολόγηση από τον ίδιο αυτού του φαινομενικά παράδοξου, στην ποίηση του
Εμπειρίκου, σχήματος - μια νέα ποίηση σε "παλιά" γλώσσα. Μα είναι παλιά γλώσσα η
"καθαρεύουσα" του Εμπειρίκου; Και θα
ήταν αντίφαση για τις επιταγές του υπερρεαλισμού η χρήση της; Στη συζήτηση στη
Θεσσαλονίκη,(10) όταν του θέτουν τη σχετική ερώτηση, απαντά αφοπλιστικά: "{...}
όταν λοιπόν έφτασα με το καλό στον υπερρεαλισμό, και εφήρμοσα την μέθοδο της
αυτομάτου γραφής, τι νομίζετε ότι συνέβει; Εγώ δεν ήξερα δημοτική, εννοώ "με τα
γράμματα" όπως λέμε, ήξερα δημοτική επειδή ήτο η λαλιά του τόπου μου και την άκουγα
αλλά η παιδεία μου έγινε εξολοκλήρου στην καθαρεύουσα και έτσι ήρθαν στην επιφάνεια
αυτά που είχα αφομοιώσει. Φυσικότατα. Αλίμονο αν εγώ στεκόμουν να διορθώσω επί το
δημοτικότερον μια φράση. Καταστροφή στο ποίημα και ζημιά στην πνευματική
προσωπικότητα, την οιανδήποτε έχει ο καθείς φυσικά. Μάσκα. Το άλλο ήτο η αλήθεια
μου".(11) Με την επίδραση του υπερρεαλισμού, η αυθεντική γλώσσα του ποιητή
αναδύεται ως μοναδική γι΄ αυτόν επιλογή. Eπιπλέον, έχω την αίσθηση, η "καθαρεύουσα"
του Εμπειρίκου είναι ακριβώς η γλώσσα που επιτρέπει λεκτικές, νοηματικές και
φαντασιακές ακροβασίες όπως ο ποιητής ποθούσε και, υπό αυτή την έννοια, διόλου
παράδοξη δεν είναι η χρήση της. Είναι τόσο πολύ ουσιαστική, και τόσο πολύ ποιητική,
και μας φέρνει τόσο κοντά στις ρίζες του γλωσσικού μας ιδιώματος, αναδεικνύοντας
μια πολυσημία ανυποψίαστη, που συχνά μας ξαφνιάζει. Γίνεται γλώσσα απολύτως
μοντέρνα και, πάντως, γλώσσα ενιαία, όχι "μεικτή", αλλά ελληνική, ολόκληρη και όχι
θρυμματισμένη κατά το δοκούν, πλούσια και όχι αποψιλωμένη από τύπους και έννοιες,
από συμφραζόμενα και παράγωγα. Γίνεται η γλώσσα που ο ποιητής και προ υπερρεαλισμού
γύρευε και γίνεται η κατ΄ εξοχήν γλώσσα που υπηρετεί το αίτημα του υπερρεαλισμού:
"θα ΄ναι η ποίησις σπερματική/ απόλυτα ερωτική/ Ή δε θα υπάρχει".(12) V To
ενδιαφέρον του Εμπειρίκου για την ψυχανάλυση δεν θα ήταν, πιστεύω, ποτέ αρκετό για
να αιτιολογήσει την
απελευθερωτική πρόθεση και λειτουργία της γραφής του, αν δεν είχε μεσολαβήσει ο
υπερρεαλισμός. Η απελευθέρωση από την καταπίεση της τρέχουσας, αστικής,
ωφελιμιστικής λογικής, με την ανάδειξη του ασυνείδητου ως βασικού παράγοντα της
καθημερινής πράξης, η λύτρωση από την ενοχή της ερωτικής επιθυμίας και η ανάδειξη
του έρωτα ως υπέρτατου αγαθού σε όλες του τις μορφές, η απελευθέρωση της φαντασίας
σε βάρος του "νοήματος" στο επίπεδο της γραφής, αποτέλεσαν για τους υπερρεαλιστές
βασικές "προγραμματικές αρχές", προκρίνοντας ουσιαστικά μια στάση ζωής και όχι
απλώς ένα λογοτεχνικό κίνημα. Πέρα από το ζήτημα της μορφής του κειμένου, το
περιεχόμενο του έργου του Εμπειρίκου μοιάζει να εμφορείται από τις ίδιες ή
παρόμοιες αρχές από νωρίς, ίσως από τότε που διαμορφώνεται μέσα του μια ώριμη
ποιητική συνείδηση. Η προσωπική του μυθολογία, για παράδειγμα, όπως διαφαίνεται στο
σονέτο "Ηβη", γραμμένο στα 1926, μοιάζει διαμορφωμένη, αν και ασφυκτιά σε
παραδοσιακό μέτρο και ρυθμό: "Είσουν μικρή μα τόχε πια ποτίσει Το σώμα σου του
σφρίγους τ΄ άγιο νάμα Κι αντάμα είχε το στήθος σου ανθίσει Σε δώδεκα καλοκαιριώνε
κάμα".(13) Λίγα χρόνια (αλλά πολλούς αιώνες, επιτρέψτε μου) αργότερα, ο ίδιος
τίτλος, "Ηβη", με τη συμπλήρωση "Το κελεπούρι" εντός παρενθέσεως, επανέρχεται στα
"Γραπτά" της περιόδου 1936- ΄46: "Ωραία μέρα, πράγματι. Χαρά Θεού... και τα στήθη
της μικρής μου Υολάνδης, άρχισαν να φουσκώνουν. Πρώτη φορά το βλέπω σήμερα... Για
δες την, τι όμορφη που είναι!".(14) Και είναι σαφές πως, αν στη δεύτερη περίπτωση
έχουμε να κάνουμε μ΄ έναν ποιητή που έχει κατακτήσει τα εκφραστικά του μέσα, το
ουσιώδες είναι πως τα πράγματα
επιτέλους λέγονται, "η ποίησις μεταγγίζεται στη ζωή και η ζωή στην ποίησι". Η
ποίηση έχει αλλάξει εποχή, ο ποιητής ελεύθερος ακολουθεί το δρόμο που έταξε στον
εαυτό του, ορμητικός, απερίσπαστος, "γενναίος και δυνατός". Αντλεί τα θέματά του
από την ίδια τη ζωή, τη βιωμένη εμπειρία, και κατευθύνεται με συνέπεια στη
διαμόρφωση της ιδανικής του Πολιτείας, της Οκτάνας, με όρους κτίσεως, φτιάχνοντας
τον κόσμο απ΄ αρχής και ξεκινώντας από τους θεούς του(15) μέχρι να ολοκληρώσει το
ποιητικό του όραμα. VI "Kaι τώρα ν΄ απελπίζουμε που ίσαμε σήμερα δε με κατάλαβε, δε
θέλησε, δε μπόρεσε να καταλάβει τι λέω κανείς;". Ο Εμπειρίκος - όπως ο
Εγγονόπουλος, κι αυτός ο τελευταίος περισσότερο ακόμα - δεινοπάθησε και δεινοπαθεί
από την "επίσημη" κριτική, ακόμα και post mortem. Μέχρι που βάλανε τον υπερρεαλισμό
στο ζύγι τώρα τελευταία κάποιοι για να μετρήσουνε αν και πόσο ήταν υπερρεαλιστής,
αν ήταν ο πρώτος ή ο δεύτερος, ποιες φάσεις του κινήματος ακολούθησε και σε ποιες
διαφοροποιήθηκε, αν ήταν ορθόδοξος ή αιρετικός ή ακραίος, αν ήταν πραγματικά
αριστερός όπως άρμοζε στο κίνημα και άλλα παρόμοια. Και βέβαια η γνωστή επωδός περί
πορνογραφίας κι ελευθεροστομίας ("ενοχλούνται τα καλώς κείμενα ώτα", έλεγε ο
ίδιος), ο ψόγος της αυτόματης γραφής και, και, και... Αναρωτιέμαι αν κάθισε κανείς
τους έστω και μια στιγμή να λογαριάσει την ουσία του πράγματος, να μελετήσει τα
κείμενα, παραμερίζοντας προσωπικές ιδεοληψίες και καταδιωκτικές μανίες του κοινού
μας βίου, αγωνίες επίδρασης και ανάγκες κατάταξης. Και είναι τόσες πολλές οι
αναφορές του ίδιου του Εμπειρίκου, όχι μονάχα στη σχέση του με τον υπερρεαλισμό,
αλλά και στις άλλες του πηγές, στης "μη συμμορφώσεως τους Αγίους", που αρκεί,
πιστεύω, κανείς να παρακολουθήσει τη σκέψη του για να μη λαθέψει. Η αίσθησή μου
είναι πως η συνάντησή του με το υπερρεαλιστικό κίνημα του έδωσε την ευκαιρία ν΄
απελευθερώσει ένα τεράστιο δυναμικό σκέψης και πράξης, που είχε ήδη αρχίσει να
διαμορφώνεται, και να
πραγματώσει το προσωπικό του όραμα στην έκφραση. Οι αναζητήσεις των υπερρεαλιστών
στο επίπεδο της τέχνης και της ζωής συναντήθηκαν με τις δικές του και τον βοήθησαν
να τις προεκτείνει προς όφελος του έργου του και της ποίησης τελικά. Ο Εμπειρίκος
δεν ακολούθησε μια μανιέρα ή μια θεωρία ξένη προς τη νοοτροπία του, αλλά ευτύχησε
να βρει συνοδοιπόρους και συναγωνιστές στη μάχη του ακριβώς για την έκφραση σε κάθε
τομέα της ζωής και όχι μονάχα στην τέχνη. Από κει και πέρα, οι συνιστώσες του έργου
του αποκτούν μια κατεύθυνση που, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Guy Saunier, "έχουν
ως σκοπό και ως αποτέλεσμα τη Λϋτρωση του ανθρώπου, και συγκεκριμένα την επίγεια
λύτρωσή του, πρώτα απ΄ όλα στο καίριο σημείο της σεξουαλικής καταπίεσης, με την
απάλειψη και την τελική εξαφάνιση της ενοχής. Η γενικότερη ψυχική και διανοητική
απελευθέρωσή του θα είναι φυσική απόρροια εκείνης της πρωταρχικής λύτρωσης".(16) Ο
ουτοπικός νέος κόσμος της Οκτάνας και του Μέγα Ανατολικού, που αποτελεί, κατά τη
γνώμη μου, την κορυφαία κατάκτηση του έργου του Εμπειρίκου, συνιστά ένα ποιητικό
όραμα εντελώς προσωπικό και συνάμα πανανθρώπινο, και οι ποιητικοί όροι με τους
οποίους αρθρώνεται τοποθετούν, κατά τη γνώμη μου, τον Εμπειρίκο ανάμεσα στους
κορυφαίους ποιητές της νέας ελληνικής γραμματείας. VII O τολμηρός και ρηξικέλευθος
λόγος του Ανδρέα Εμπειρίκου, βγαλμένος από μια ιδιοσυγκρασία ανήσυχη κι ευαίσθητη
όσο και δυναμική, συνεχίζει και θα συνεχίζει τον ποιητικό του Περίπλου στα βάθη του
χρόνου. Αοκνος εργάτης της ποίησης, δίχως ίχνος έπαρσης, ο ποιητής ευτύχησε να
καταστρώσει μια γλώσσα ανυπότακτη και δραστική και να δαμάσει ένα πλουσιότατο
υλικό, αναπτύσσοντας ουσιαστικά μια "νέα διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου",
καθώς ζητούσαν οι υπερρεαλιστές από το πρώτο κιόλας τεύχος του περιοδικού
Revolution Surrealiste. Το έργο του παραμένει επίκαιρο πάντοτε, σε απάνθρωπους
καιρούς, σαν αυτούς
που ζούμε, χωρίς να φθείρεται από κοντόφθαλμες κριτικές ή αναλύσεις που καταπίνουν
την κάμηλο και διυλίζουν τον κώνωμα. Ας επιστρέψουμε λοιπόν στην απόλαυση του
κειμένου, για να θυμηθώ τον R. Barthes, και τη μαγεία της γλώσσας που η ποίησή του
μας προσφέρει: είναι νομίζω καιρός. "Και ιδού που μια φράσις γίνεται κορβέττα και
ούριον άνεμον αρμενίζει, καθώς νεφέλη που την προωθεί μαϊστράλι ή τραμουντάνα. Μια
ανταύγια ηχεί, μια σταγόνα πλημμυρίζει και μια φωνή ανθεί. Ενα παιδί στέκει ορθό σε
ξέφωτο άλσους σιωπηλού και ακαριαίως μεγαλώνει μπροστά σε μια γυναίκα. Ενα φουστάνι
γίνεται σέλας φωτεινό".(17) Σημειώσεις 1) "Ο Υπερρεαλισμός και οι τάσεις του", περ.
Λόγος, φύλ. 7-9, 1931. Από τον Ελύτη μαθαίνουμε πως ο Μεντζέλος είχε την κατά τα
άλλα ατυχία να νοσηλευτεί στο νοσοκομείο Source της Λοζάννης για φυματίωση, την
ίδια όμως περίοδο που νοσηλεύτηκαν εκεί ο Rene Crevel για τον ίδιο λόγο. Η γνωριμία
τους στάθηκε αφορμή να γράψει ο Μεντζέλος, σχεδόν από "πρώτο χέρι", μια πρώτη
μελέτη του υπερρεαλισμού όπως του τον παρουσίασε ο Crevel. 2) Bλ. Νικόλαος Κάλας,
Κείμενα Ποιητικής και Αισθητικής, σ. 303, εκδ. Πλέθρον. 3) Βλ. Νίκος Καλαμάρης,
"Για τον Ελληνικό Υπερρεαλισμό", περ. Νέα Φύλλα, τ. 3, Μάρτιος 1937, σσ 57-59. 4)
Ανδρέας Εμπειρίκος, "Αμούρ - Αμούρ", Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία, εκδ. Αγρα. 5)
Ο.π. 6) Ο.π.
7) Ο.π. 8) Βλ. και Γ. Γιατρομανωλάκης, "Ενα "παράδοξο" ποίημα", εφημ. Το Βήμα της
Κυριακής, σ. Α57. 9) Ο διάλογος για το αν η γλώσσα του Εμπειρίκου είναι καθαρεύουσα
ή μεικτή ή, ακόμα, και δημοτική συνεχίζεται αρκετά χρόνια τώρα. Τα εισαγωγικά που
χρησιμοποιώ ως προς την "καθαρεύουσά" του, αν και ο ίδιος έτσι την ονομάζει,
δηλώνουν την αμφιβολία μου αν πρόκειται για ένα είδος που φέρει ακέραια όλα τα
χαρακτηριστικά του γνωρίσματα ή αν πρόκειται ουσιαστικά για κατ΄ επιλογήν του
ποιητή "δάνεια" συντακτικά, υφολογικά και θεματικά, με στόχο την έκφραση σε μια
γλώσσα ενιαία, που ο ίδιος ονομάζει "ελληνική" και που είναι βέβαια γλώσσα,
ποιητική. Μεγάλο ενδιαφέρον, κατά τη γνώμη μου, έχουν στο ζήτημα αυτό, μεταξύ
άλλων, οι παρατηρήσεις του Γ. Γιατρομανωλάκη (και ειδικά για το "ιερό" λεξιλόγιο),
του Γ. Κεχαγιόγλου, του Ι. Βούρτση, του Guy (Michel) Saunier, του Νάνου Βαλαωρίτη
και, ακόμα, του Αντρέα Παγουλάτου στο κείμενο "Ρητορικό Υφος, χιούμορ και "άλλη
σκηνή" στο έργο του Ανδρέα Εμπειρίκου", περ. Δυτικές Ινδίες, τ. 5, καθώς και στο
διάλογο με τον Jean Pierre Faye, περ. Change, no 36, Set International, 10/1978.
10) Περ. Χάρτης, τ. 17/18, "Αφιέρωμα στον Ανδρέα Εμπειρίκο", σσ 638-639. 11). Ο.π.
12) Ανδρέας Εμπειρίκος, Αι Γενεαί Πάσαι ή Η Σήμερον Ως Αύριον Και Ως Χθες, εκδ.
Αγρα. 13) Ανδρέας Εμπειρίκος, "Ηβη" (εφημ. Τα Νέα, "Αφιέρωμα στον Ανδρέα
Εμπειρίκο", 27.5.2000). 14) Ανδρέας Εμπειρίκος, Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία, εκδ.
Αγρα.
15) Βλ. Guy Saunier, "Aπό τη μικρή θεά στο ζώο Σωτήρα. Οι μεταμορφώσεις του Μεσσία
από τα Γραπτά στην Οκτάνα", από το βιβλίο Ανδρέας Εμπειρίκος, Μυθολογία και
Ποιητική, εκδ. Αγρα. 16) Guy (Michel) Saunier, Ανδρέας Εμπειρίκος Μυθολογία και
ποιητική, εκδ. Αγρα. 17) Ανδρέας Εμπειρίκος, "Αμούρ - Αμούρ", Γραπτά ή Προσωπική
Μυθολογία, εκδ. Αγρα.

ΟΤΑΝ ΛΕΙΠΕΙ ΕΝΑΣ ΣΤΙΧΟΣ...


Passons passons puisque passe Je me retournerai souvert Les souvenirs sont cors de
chasse Donc meurt le bruit parmi le vent Apollinaire, Alcools Το ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ
δημοσιεύει σήμερα, στο ΑΦΙΕΡΩΜΑ στον Ανδρέα Εμπειρίκο, ένα άρθρο της ΦΡΟΣΩ
ΚΑΡΑΠΑΝΟΥ, η οποία ήταν ψυχαναλύτρια, μέλος της Ελληνικής και της Γαλλικής
Ψυχαναλυτικής Εταιρείας. Oπως θα δούμε ευθύς, τους στίχους αυτούς συναντάμε στα
γαλλικά στην ΟΚΤΑΝΑ.(1) Παραλείποντας το δεύτερο στίχο, ο Εμπειρίκος προτείνει μια
ποιητική παράφραση της οποίας παραθέτω ένα μέρος: "Ηχοι σαν φευγαλέες στιγμές, σαν
στοίχοι που ξυπνούν τας αναμνήσεις και έπειτα χάνονται σαν την ηχώ που η πνοή του
ανέμου την σκορπά και σβήνει: "Passons, panssons. puisque tout passe. Les souvenirs
sont cors de chasse, dont meurt le bruit parmi vent"".
Πέρα από τη διαγραφή του δεύτερου στίχου, το κλίμα αλλάζει στα δύο κείμενα. Ο
Εμπειρίκος μιλά για ηχώ, ενώ ο Apollinaire κάνει λόγο για θόρυβο, για βουή. Μήπως ο
έλληνας ποιητής θέλει να απαλύνει τα πράγματα; Ωστόσο, το βασικό ερώτημα παραμένει:
αν, δηλαδή, η αποσία του "je me retournerai souvent" ταυτίζονται με το ηχηρό όργανο
που τις φέρνει στο προσκήνιο επιτακτικά, ενώ, ταυτόχρονα, υποκρύπτουν μια δραματική
υπόθεση. Καίριο για κάθε ποιητή, το κεφάλαιο των αναμνήσεων παραμένει περίπου
ανεξάντλητο για τον Εμπειρίκο. Δεν πρόκειται για πισωγυρίσματα αλλά για αναπολήσεις
ολοζώντανες ή για νοσταλγικούς ρεμβασμούς που, και στις δύο περιπτώσεις, του
φέρνουν αγαλλίαση. Ας θυμηθούμε στο ΓΡΑΠΤΑ ή ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ τις εικόνες από το
χωριό Τσοργκούν και από το ποτάμι που διέσχιζε το κτήμα των θείων του Δημήτρη και
Πέτρο. Εκεί παίζαν οι μικροί Τάταροι και οι Τσιγγανοπούλες που τα παιχνίδια τους
κρατάει ανεξίτηλα στη μνήμη του ο ποιητής. Ερχομαι στο ΕΣ-ΕΣ-ΕΣ-, ΡΩΣΣΙΑ που
βρέθηκε στα κατάλοιπα του Εμπειρίκου μετά το θάνατό του και για το οποίο
προαναγγέλλει: "Ετσι κυλούσε η μνήμη μου, βαθειά μες στην ψυχή μου". Το ποίημα αυτό
των 235 αριθμημένων στίχων χαρακτηρίζεται σαν "μεγάλος ποταμός από την πηγή στην
εκβολή του". Από την άλλη μεριά, το κλασικό ρωσικό θέατρο επιτρέπει στον ποιητή να
μοιράζεται με ένα πολυπληθές κοινό "όλου του κόσμου τους καημούς και της ψυχής τα
μυστικά" σε πλήρη αρμονία με τους νέους που γεμίζουν τις αίθουσες τα βράδια. Ο
μεγάλος ποταμός δεν είναι άλλο παρά ένα "φρέσκο" με σκέψεις, μνήμες ενός μακρινού
παρελθόντος, αλλά όχι μόνο, αφού ο ποιητής μιλά και: "Για τα παιδικά και νεανικά
μου χρόνια Τα παραδείσια χρόνια Τα χρόνια της Εδέμ".
Ομως μνήμη και φαντασία συχνά εμπλέκονται παρόλο που, ελεύθερες και οι δυο,
ακολουθούν η καθεμιά το δικό της δρόμο. Οταν όμως σφίξουν μια "πλήρη επιμειξία".
Διάσπαρτες στο σύνολο που αποκαλούσαμε "φρέσκο", βρίσκουμε και άλλες πληροφορίες,
π.χ. για το πώς βλέπει και ζει ο ποιητής το "θέατρο του παπισμού" και "της
ορθοδοξίας τα δεινά". Με δυο λόγια: "Τέτοια και άλλα παρόμοια πολλά Βιογραφικά και
ενθυμήματα της ιστορίας Ηρχοντο και έφευγαν και ξαναήρχοντο συχνά Σαν άμπτωτις και
πλημμυρίς Στη μνήμη μου και στην ψυχή μου". Επίλογος: Ενσωματώνω: "Οτι με συγκινεί
(παρόν ή μέλλον) ως βίωμά μου", θα μας εξομολογηθεί τελικά ο Εμπειρίκος,
προσθέτοντας πως αυτό το φέρσιμο είναι συνηθισμένο στους ποιητές. Ερχομαι τώρα στο
στίχο που ο ποιητής παραλείπει. Μπροστά στον κόσμο που ξανάφερε για χατίρι του
αναγνώστη στην επιφάνεια, διαλέγει τη σιωπή για ατομικές καταστάσεις που όμως
ξέρουμε θετικά ότι έπαιξαν ένα σημαντικό ρόλο στη ζωή του. Και δεν έχουμε παρά να
θυμηθούμε τη στάση του πατέρα του απέναντι στη μητέρα του. Αλλά αυτά και άλλα
παρεμφερή αποσιωπιούνται ή λέγονται στο ντιβάνι και όχι σε ένα δοξαστικό ποίημα.
"Δυό Εδέμ εγνώρισα στο βίο μου Ανδρος λέγεται η μια ....... Ρωσσία λέγεται η άλλη".
Χωρίς να διακρίνεται ευκρινώς στην ποίηση του Εμπειρίκου η διαμάχη με την πατρική
φιγούρα, δεν παύει ωστόσο να υφίσταται. Ισως εδώ να βρίσκεται και ο λόγος
που ο ποιητής αρνείται να γυρίσει πίσω του. Τα παιδικά και νεανικά χρόνια φέρνουν,
ως την εφηβεία, γλυκιές αναμνήσεις, αλλά κάποτε η κρίση στο γονεϊκό ζεύγος όχι μόνο
γίνεται αντιληπτή αλλά βιώνεται και ως σοκ.(3) Από την άλλη μεριά, στην Αθήνα του
μεσοπολέμου, η ψυχανάλυση, τουλάχιστον σαν θεωρία, γίνεται προσιτή όχι μόνο σε
ευρείς κύκλους διανοουμένων αλλά και στο μεγάλο κοινό. Το οιδιπόδειο δεν αποτελεί
αίνιγμα για κανέναν. Εχει γίνει αποδεκτό ότι εμφανίζεται από νωρίς στο παιδί, ότι
γύρω στα τέσσερα φτάνει στην ακμή του, ενώ στην εφηβεία επανεμφανίζεται με νέα
ορμή. Οτι ταυτίσεις διασταυρώνονται: αγόρι του πατέρα, κορίτσι με μητέρα, ενώ,
αρχικά, ο πόθος ισχύει για το αντικείμενο του αντιθέτου φύλου. Περιτό να τονίσουμε
τις μεταλλαγές που έχει υποστεί η θεωρία, ανάλογα με τον κοινωνικό περίγυρο όπου
προσπάθησε να εδραιωθεί. Φεύγοντας για το Παρίσι, δεν θα ήταν αφύσικο ο Εμπειρίκος
να μη γνωρίσει τίποτε για την ψυχανάλυση; Οτι θα ήθελε να μάθει περισσότερα για την
εμπλοκή του στην ιστορία των γονιών του είναι επίσης βέβαιο. Ας συγκρατήσουμε ότι,
έτσι και αλλιώς, ο Εμπειρίκος δεν απέρριψε ποτέ απόλυτα τον Πατέρα. Ωστόσο, πολλά
χρόνια κύλησαν από τις "Στροφές Στροφάλων", διάσημο ποίημα αφιερωμένο στον Λεωνίδα
Εμπειρίκο: "Ω! υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις..." (Ενδοχώρα 1934-1947, σ. 69).
Να σκεφτούμε ότι το "Πολλές φορές τη νύκτα", που είναι του 1964, αντανακλά άλλες
θέσεις του ποιητή; Και μια τελευταία ρηξικέλευθη σκέψη: να υπάρχει κάποια
φαντασιωτική συνδιαλλαγή (στο ασυνείδητο του Εμπειρίκου) μεταξύ του Λεωνίδα
Εμπειρίκου και του "στιβαρού πολίτη", κεντρική φιγούρα του "Πολλές φορές τη νύκτα";
Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι ο "στιβαρός πολίτης" τόσο βιαζόταν να συναντήσει τη
μικρή υπηρέτρια που επρόκειτο να του προσφέρει όλα όσα ήταν προγραμματισμένο να του
αφιερώσει ώστε, επιστρέφων στο σπίτι του, "δεν έβγαλε τον πίλο του".
Προσπάθησα στο σύντομο τούτο γραπτό να βρω κάποιο πλαίσιο σε ένα στίχο που ο
Εμπειρίκος αγνόησε. Πέτυχα το στόχο μου; Ισως, πάντως, να άνοιξα ένα μονοπάτι για
κάποιον που θα ενδιαφερόταν να εμβαθύνει στο θέμα. Σημειώσεις 1) Οκτάνα, 1993,
Ικαρος, σ, 52. 2) Η λέξη cors προσδιόριζε τις διακλειδώσεις που ξεκινούν από το
κεντρικό "στεφάνι" γύρω στο κεφάλι του ελαφιού. Αργότερα χαρακτηρίζει το μεταλλικό
όργανο απαραίτητο στη chasse a courre. Σήμερα συναντιέται ως σάλπιγξ στον ίδιο τύπο
κυνηγιού που υπακούει σε αυστηρούς κανόνες. 3) Σχετικά με το θέμα, ο αναγνώστης
μπορεί να βρει χρήσιμες πληροφορίες στο Χρονολόγιο Ανδρέα Λ. Εμπειρίκου του Ι.
Βούρτση (Χάρτης, Αθήνα, Νοέμβριος 1985, σσ 51-518 και αλλού). Οι γονείς του
Εμπειρίκου χώρισαν όταν ήταν 16 ετών. Αλλά, όπως παρατηρεί ο Βούρτσης, "οριστική
διαφωνία του πάνω στο θέμα της μητέρας του Στεφανίας φέρνουν τον Ανδρέα στο
Παρίσι". Είναι τώρα στα τριάντα του.

Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΣΤΟΝ ΑΝΔΡΕΑ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟ


Το κείμενο που ακολουθεί έγραψε ο συνεργάτης μας Μαρξιστής, γιατρός και
δοκιμιογράφος, ΣΑΒΒΑΣ ΜΙΧΑΗΛ και παρουσιάστηκε ως εισήγηση στο Διασχολικό Σεμινάριο
που οργανώθηκε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών υπό την επίβλεψη του
επίκουρου καθηγητή Μάριου Μπάγζου, στις 29 Μαϊου 1995. Το κείμενο αυτό που
δημοσιεύει σήμερα το ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ, συνεχίζει και αναπτύσσει παραπέρα τα βασικά
μοτίβα που εμπεριέχονται στο βιβλίο Πλους και κατάπλους του Μεγάλου Ανατολικού
(Εκδόσεις Αγρα,
1995). Επίσης το κείμενο αυτό υπάρχει και στο βιβλίο του Μιχαήλ: "ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ
ΜΕΣΣΙΑΝΙΚΟΥ" εκδόσεις "Αγρα".

1. ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΟΝ Είναι αναγκαίο, ως προλεγόμενο, ν΄ αποσαφηνίσουμε τους όρους του


ίδιου του τίτλου της εργασίας μας: Η εμπειρία του Ιερού στον Ανδρέα Εμπειρίκο. Η
εμπειρία κατανοείται εδώ ως υλική-αισθητηριακή αφετηρία της γνώσης, όχι όμως όπως
στον εμπειρισμό. Πρόκειται για την αλληλεπίδραση του αντικειμενικού και του
υποκειμενικού και όχι για τη συγχώνευσή τους (όπως λ.χ. στον W. James), μια
ιστορική, ανοικτή διαδικασία, όπου η υλική-φυσική αντικειμενικότητα, από την οποία
ως αυτοάρνηση αναδύεται η υποκειμενικότητα, είναι πρωταρχική. Παραπέρα, απαραίτητη
είναι η διάκριση ανάμεσα σε εμπειρία (Εhrfarung) και βίωμα (Erlebnis) που κάνει ο
Walter Benjamin, ο μέγας στοχαστής της εβραϊκής και της μαρξιστικής παράδοσης. Η
εμπειρία εμπεριέχει όλο τον πλούτο των αλληλοσυνδέσεων και αλληλοεπιδράσεων που
αναπτύσσονται στη βάση της διαδικασίας της εργασίας. Είναι αυτό ακριβώς που
φτωχαίνει με την ανάπτυξη του καπιταλισμού για ν΄αντικατασταθεί από το βίωμα και
μάλιστα το βίωμα-σόκ (Choc-Erlebnis), το αισθητηριακό ερέθισμα που μας παρακεντά
αποξενωμένο από την πηγή του, βίωμα ενός βίου αβίωτου, ολοένα πιο υποταγμένου σ΄
ότι ο Ντεριντά ονομάζει artefactualite. Ο Εμπειρίκος δεν είναι εμπειριστής αλλά
απελευθερωτής της εμπειρίας. Δεν προκαλεί, παρά μόνο στους βιαστικούς και τους
ανίδεους, βιώματα-σόκ. Δεν ζητά το βίωμα αλλά τη Ζωή. Το Ιερόν, απ΄ την άλλη, δεν
είναι συμβατικό με καμιάν εκδοχή του υλισμού - πλήν εκείνης που θεμελιώνει και
συνυφαίνεται με τη διαλεκτική. Για κάθε μή διαλεκτικό υλισμό, το Ιερόδεν είναι
τίποτ΄ άλλο έξω από αυταπάτη, ψευδαίσθηση. Για τον Μάρξ, αντίθετα, η έννοια του
Ιερού είναι ταυτόχρονα ψεύδος και απαίτηση
αλήθειας, φραγμός και διαμαρτυρία ενάντια σε κάθε φραγμό, "η καρδιά σ΄ έναν κόσμο
χωρίς καρδιά... το πνεύμα σε μιαν εποχή χωρίς πνεύμα... το όπιο του λαού"(1), ο
φανταστικός ανθός που στολίζει τις πραγματικές αλυσίδες. Προσοχή όμως! Κατά τον
Μάρξ πάντα "η κριτική ξεγύμνωσε τις αλυσίδες από τα φανταστικά λουλούδια που τίς
σκέπαζαν όχι για να κουβαλά ο άνθρωπος τις αλυσίδες χωρίς φαντασία, απελπισμένα,
αλλά για να πετάξει τις αλυσίδες και να περισυλλέξει τον ζωντανό ανθό"(2)
(υπογράμμιση δική μας). Υπάρχει λοιπόν ο ζωντανός ανθός του Ιερού που μια
επαναστατική χειραφέτηση της ανθρωπότητας πρέπει να διασώσει και να περισυλλέξει.
Υπάρχει, πέραν της αυταπάτης, ένα ζωντανό, ζωτικό πλεόνασμα, που παραπέμπει σ΄ ένα
εμμενές Ιερό. Εμμενές: γιατί βρίσκεται εντός της φύσεως και της ανθρωπότητας. Ιερό:
γιατί εκ των ένδον του κόσμου υπερβαίνει τα υπάρχοντα οριά του, τείνοντας σ΄ έναν
ριζικά αλλαγμένο αλλά πάντα υλικό-φυσικοϊστορικό κόσμο. Σε κάθε βήμα, βέβαια,
ελλοχεύει ο κίνδυνος, η άρνηση των παραπάνω, η αλλοτρίωση του ιερού από την
εμμένειά του και η φετιχοποίηση της αλλοτριωμένης/ αλλοτριωτικής δραστηριότητας του
κοινωνικού ανθρώπου και των ιστορικών ορίων της, με άλλα λόγια, η κατεστημένη
θρησκεία. Οσο αναπτύσσεται ο νόμος της αξίας σε κυρίαρχη ρυθμιστική αρχή των
κοινωνικών ανταλλαγών τόσο το Ιερόν εκπίπτει και προωθείται η εκκοσμίκευση
ταυτόχρονα με τη φετιχοποίηση - η θεολογία της εμπορευματικής μορφής την εποχή του
θανάτου του Θεού. Μόνον η κατάργησή της μπορεί να φέρει μιαν επανάκτηση του Ιερού
σαν ζωντανού ανθού χωρίς αλυσίδες. Το Ιερόν είναι λοιπόν αντίφαση. Από τη μια,
υποδηλώνει έναν χώρο δυνάμεων που τίθενται έξω από τη δυνατότητα του ανθρώπου για
συνειδητή παρέμβαση και έλεγχο και υποστασιοποιούνται. Από την άλλη, το Ιερόν παύει
να είναι το εκτός των δυνατοτήτων του ανθρώπου και γίνεται η άνευ ορίων και όρων
δυνατότητα,
το δυνάμει όν, η possidilitas infinita του Νικολάου Κουζάνου, το Noch Nicht Sein
του Ερνστ Μπλόχ, ο απεριόριστος ορίζοντας του απελευθερωμένου, μελλοντικά, κόσμου,
που εμπεριέχεται το Ανείπωτο Ονομα με το οποίο παρουσιάστηκε στον Μωησή η Φωνή της
Εξόδου(3) Εyh asher Eyen - όχι "Εγώ ειμί ο Ων", όπως Θεοοντολογικοποιήθηκε στη
μετάφραση των Εβδομήκοντα, αλλά, κατά λέξιν, "ο Εσόμενος όστις/ όταν/ όθεν Εσεται".
Το αμετάφραστο asher δηλώνει σχέση, σύνδεση, μετάβαση προς τον Τόπο, το Χρόνο και
το υποκείμενο του Μέλλοντος. Αυτόν τον ζωντανό ανθό διασώζει κι ο ποιητής Ανδρέας
Εμπειρίκος, όταν διαλαλεί ότι "Είμεθα όλοι εντός του μέλλοντός μας..."(4) 2.
ΕΡΩΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΜΕΣΣΙΑΝΙΚΟΣ Ο Εμπειρίκος δεν είναι μόνον ο κατεξοχήν ερωτικός - ο
ίδιος θα ΄λεγε σπερματικός - ποιητής του νεοελληνικού λόγου αλλά και ο κατεξοχήν -
μετά βεβαίως τον Διονύσιο Σολωμό - μεσσιανικός ποιητής. Σ΄ όλο του το έργο, από την
Υψικάμινο έως την Οκτάνα και τον Μέγα Ανατολικό, με μια υψηλή ποίηση, όπου
αντιλαλεί η φωνή του Ησαϊα και του Ιωάννη της Αποκαλύψεως, προμηνύει "τον Ερχομό
και την Ανάγκην των Νέων Παραδείσων",(5) μιας πανανθρώπινης Νέας Ιερουσαλήμ. Ηδη η
Υψικάμινος ορθώνεται σαν πυλώνας της. Εκεί απερίφραστα δηλώνεται ότι "Σκοπός της
ζωής μας είναι η αγάπη. {...} Σκοπός της ζωής μας είναι η λυσιτελής παραδοχή της
ζωής μας και της κάθε μας ευχής εν παντί τόπω εις πάσαν στιγμήν εις κάθε ένθερμον
αναμόχλευσιν των υπαρχόντων..."(6) Συνάμαπροαναγγέλλεται η Ωρα της Κρίσεως: τότε "η
διασπάθισις της υπερηφανείας των παλαιών αστών συνετελέσθη. {...} ενώπιον των
ριγούντων στιφών η χοάνη της αμαρτίας εξαπέλυσε τον καταρράκτη
των θείων δώρων που πέσανε στη δονούμενη έκταση τα πάντα από την αρχή όλα άσπιλα
όλα λυτρωμένα επάνω στη συνηθισμένη γή και μέσα στον κρατήρα του οριστικού
σαπφείρου".(7) Τα πάντα από την αρχή, άσπιλα, λυτρωμένα. Είναι η δική μας,
"συνηθισμένη γη" που γίνεται καινή: "και είδον ουρανόν καινόν και γην καινήν"(8)
Και η λάμψη της Νέας Ιερουσαλήμ "ως λίθω ιάσπιδι κρυσταλλίζοντι"(9) κι ο "οριστικός
σάπφειρος" του Εμπειρίκου βρίσκεται σοφά τοποθετημένος στα θεμέλια του τείχους της:
"οι θεμέλιοι του τείχους της πόλεως παντί λίθω τιμίω κεκοσμημένοι, ο θεμέλιος ο
πρώτος ίασπις, ο δεύτερος σάπφειρος..."(10) Η Νέα Εδέμ είναι συνάμα και η επιστροφή
στην παλιά, την πρώτη, τη μητρική αγκάλη και τη βρεφική παραδείσια γαλουχία. Στο
"Πικραγκάθι"(11), ο ποιητής μιλάει για τη δεσποινίδα που συνάντησε μέσα στο συρτάρι
- των Γραπτών του - και "που υπήρξε βασικώς μητέρα του παιδιού της και μητέρα μου",
πριν χαθεί. Τώρα παίρνει το τελευταίο μαντίλι της στα χέρια του και παρακαλά το
βάτραχό του να καταργήσει κάθε οιμωγή της χειμαζομένης ανθρωπότητας. Η ανάμνηση της
Μάνας είναι πάντοτε ανάμνηση του Παραδείσου, ως Αύριον και ως Χθές. "Βρέφος εντός
αβράς σιγής. Μόνον η αύρα μέλπει και η τροφός ρεμβάζουσα προσφέρει το βυζί της στο
ευτυχισμένο βρέφος. Ωρα ηδονής και γάλακτος. Ωρα του γαλαξίου"(12) Ακούστε, από την
άλλη και τον προφήτη Ησαϊα: "ευφράνθητι, Ιερουσαλήμ, και πανηγυρίσατε εν αυτή
πάντες οι αγαπώντες αυτήν, χάρητε άμα αυτή χαρά πάντες όσοι πενθείτε επ΄ αυτή να
θηλάσετε και εμπλησθήτε από μαστού παρακλήσεως αυτής, ίνα εκθηλάσαντες τρυφήσετε
από εισόδου δόξης αυτής {...} ως εί τινα μήτηρ παρακαλέσει, ούτως καγώ παρακαλέσω
υμάς, και εν Ιερουσαλήμ παρακληθήσεσθε"(13)
Η Νέα Ιερουσαλήμ θα ονομαστεί αργότερα από τον ποιητή Οκτάνα(14): "Οκτάνα θα πή εν
πλήρει αθωότητι Αδάμ, εν πλήρει βεβαιότητι Αδάμ-σύν Εύα. {...} Οκτάνα θα πή, όχι
πολιτικής, μα ψυχικής ενότητος Παγκόσμιος Πολιτεία..." που θα μπορέσει "τας τάξεις
και την εκμετάλλευσιν του ανθρώπου από τον άνθρωπον να καταργήση, να εκκαθαρίση
επιτέλους!" Η ομώνυμη συλλογή βρίθει μεσσιανικών οραμάτων. Αίφνης, στη Νήσο των
Ροβινσώνων "Ω, ας ανεδύετο από τα μαύρα βάθη, ω ας εφαίνετο τουλάχιστον, έστω και
από μακριά, ένα μεγάλο κτήτος! Ισως, τότε, να ήτο δυνατόν να επαναληφθή, εν αρώματι
αγιότητος δικαίας, εν υγρότητι αλμύρας γλυκυτάτης, του Ιωνά το θαύμα το παλαιόν.
{...} "{...} δεν αρκεί η βαρειά δουλειά, ούτε η ανάπαυσις, ούτε ο ρεμβασμός, ούτε
των ονειρώξεων η πληθωρική λαγνεία, και τούτο πάντα, πάντοτε την μέρα και την
νύκτα, έως που νάρθη η Φάλαινα, να φθάση το μέγα κήτος, η Φάλαινα, η Φάλαινα, ο
πολυπόθητος Μεσσίας, ήτις, την αγαλλίασιν κομίζουσα εις τους οραματιστάς, την
ευτυχίαν στην ανθρωπότητα να δώση και όλους τους αναχωρητάς, τους ερημίτας και τους
προδρόμους να δικαιώση".(15) Ή πάλι ο Μεσσίας μπορεί να πάρει και τη μορφή του Κίγκ
Κόγκ που βαδίζει στους νυκτερινούς δρόμους του Παρισιού "με βήμα αργόν, ιερατικόν,
κοιτάζοντας την άσπρη μέσα στη χούφτα του γυναίκα" και χαιρετίζεται από τον ποιητή
με τα λόγια "Χαίρε Μεσσία (Αλλελ-ου-γιά!... Αλλελου-γιά!) Χαίρε, αναστημένε Αδάμ!
(Τάμ - τάμ!... Τάμ - τάμ..."(16) Ενάντια στους λυπομανείς και στην απαισιοδοξία
όσων κραυγάζουν ότι "La gioia e sempre in alta riva", o Eμπειρίκοε θ΄ αντιπαρατάξει
τη μεσσιανική του προσδοκία για το επερχόμενο Μεγάλο Ταξίδι. "Οχι! Οχι! Δεν
βρίσκεται η χαρά στην άλλη όχθη μόνο! Είναι εδώ, μεσ΄ στις ψυχές μας, μέσα σε
τούτες τις καρδιές, είναι παντού για όσους μπορούν να σπάσουν τα δεσμά των, αφού
και μέσα μας ο ήλιος ανατέλλει
και δείχνει την πορεία μας παντού όπου πηγαίνει, φώς εκ φωτός αυτός, πυρσός λαμπρός
του υπερτάτου φαροδείκτου, που όλοι τον παραλείπουν οι άλλοι, του φαροδείκτου,
σύντροφοι, που είναι ο ουρανός!" "Ετσι ελάλησα και κάθε αμφιταλάντευσις απέπτη απ΄
τις ψυχές μας. Η αγαλλίασίς μου στους άλλους μετεδόθη, και, όλοι, κοιτάζοντας τον
ήλιο, πετάξαμε τα σύνεργα της πλοιαρχίας - χάρτες, διαβήτες, εξάντας και φακούς -
και αρπάζοντας τους σκούφους μας, εμείς, οι ναυτικοί εκ ναυτικών, τρέξαμε στο
καράβι μας (το λέγαν "Αγιος Σώζων") και όλοι, φλεγόμενοι από τη νέα μας πίστη,
χωρίς πλέον να ψάχνουμε το "πού" και "πώς", τα παλαμάρια λύσαμε και υψώνοντας τα
πανιά μας, αδίστακτα σαλπάραμε με μια κραυγή: "Κύριε των δυνάμεων, μεθ΄ ημών
γενού"(17) Ενας "Αγιος Σώζων", μια Κιβωτός της σωτηρίας είναι και ο θρυλικός "Μέγας
Ανατολικός". 3. ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΚΑΤΟΝΟΜΑΣΤΗ ΚΟΛΑΣΗ ΣΤΟΝ ΕΠΙ ΓΗΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ Είναι αδύνατο να
μιλήσει κανείς για την "εμπειρία του ιερού στον Ανδρέα Εμπειρίκο" αγνοώντας το
θεωρούμενο - κακώς, κάκιστα - ως το κατεξοχήν "ανίερο" έργο του, το ωκεάνειο magnum
opus του. Ο Γ. Γιατρομανωλάκης, επιμελούμενος την έκδοση, πολύ σωστά σημείωσε τη
συνέχεια ανάμεσα στον Παπαδιαμάντη και τον Εμπειρίκο. Λαθεμένα, όμως, χαρακτηρίζει
τον δεύτερο σαν τον "κολασμένο Αγιο των γραμμάτων μας".(18) Το αντίθετο συμβαίνει.
Ο Οδ. Ελύτης πρώτος έκανε την επισήμανση-κλειδί ότι ο Εμπειρίκος δείχνει "πώς είναι
δυνατόν μια Κόλαση ακατονόμαστη να μετατραπεί με τα ίδια υλικά σ΄ έναν επί γής
Παράδεισο"(19) Τούτο γίμεται εμφανές εάν αντιπαραβάλουμε, κατά τον Ελύτη, τον
Μεγάλο Ανατολικό του Ανδρέα Εμπειρίκου με τις 120 ημέρες των Σοδόμων του μαρκησίου
ντέ Σάντ -
θα λέγαμε, και με το εμπνευσμένο από τον εφιάλτη του Σάντ Σαλό, το φίλμ του Πιέρ
Πάολο Παζολίνι. Η αντιπαραβολή Εμπειρίκου - Σάντ έχει εξαιρετική σημασία. Αν ο
δεύτερος τροφοδότησε το στοχασμό πολλών ποιητών και φιλοσόφων στη διάρκεια του
αιώνα μας, ο πρώτος, τώρα που ο αιώνας σβήνει στο λυκόφως, πρέπει να λάμψει στη
σκέψη μας, σαν Αποσπερίτης κι Αυγερινός. Συνοψίζουμε εδώ τις σκέψεις που εκθέσαμε
αλλού, σε μια σειρά δοκίμια.(20) Μεγάλες οι ομοιότητες αλλά και οι διαφορές Σάντ
και Εμπειρίκου. Ανθρωποι των μεταιχμίων και οι δύο, ανάμεσα σε αντίπαλους κόσμους,
γόνοι της παρηκμασμένης άρχουσας τάξης και προδότες της τάξης τους, μέσα και έξω
απ΄ την επανάσταση - την αστική του 18ου αιώνα ο Σάντ, τη σοσιαλιστική του 20ού
αιώνα ο Εμπειρίκος -, κυνηγημένοι απ΄ όλα τα καθεστώτα, γίναν οι οραματιστές της
εποχής μας. Οι 120 ημέρες των Σοδόμων γράφτηκαν σ΄ ένα ρολό χαρτιού 12 μέτρων μέσα
στο monument d΄ horreur της Βαστίλλης από τον έγκλειστο Σάντ. Ο Μέγας Ανατολικός
γράφεται από τον Εμπειρίκο καταρχάς από το 1945 ώς το 1951 και δουλεύεται ξανά και
ξανά ίσαμε το θάνατο του ποιητή το 1975. Το ερώτημα που μπαίνει πρώτα πρώτα είναι:
Ποιά είναι η Βαστίλλη του Εμπειρίκου; Μα ποιά άλλη από τα Κρώρα! Η ζοφερή
περιπέτεια της ομηρείας του στα Δεκεμβριανά. Αυτή είναι η φοβερή τραυματική
εμπειρία που μεσολαβεί ανάμεσα στο τέλος της συγγραφής της Αργούς τον Σεπτέμβριο
1944 και την αρχή της συγγραφής του Μεγάλου Ανατολικού το 1945. Εάν ο Σάντ ζεί τους
εφιάλτες του υποφέροντας κάτω από το Ancien regime, ο Εμπειρίκος υφίσταται την
εφιαλτική του δοκιμασία στα χέρια εκείνων που, υποτίθεται, θ΄ ανέτρεπαν το δικό μας
Ancien regime και με τους οποίους θύτες ήταν, σε τελευταία ανάλυση, αλληλέγγυος ο
ποιητής-θύμα. Υποφέρει λόγω της ταξικής του καταγωγής, ενάντια στην οποία ο ίδιος
είχε εξεγερθεί, ενστερνιζόμενος τις ιδέες της Οκτωβριανής Επανάστασης και τον
ανόθευτο κομμουνισμό της πρώτης περιόδου, του Λένιν και του Τρότσκυ. Η περιπετειά
του είναι μέρος της
εμπλοκής της επανάστασης που γέννησε το νεκροθάφτη της, το σταλινικό τεράτωμα, τον
πρωταίτιο και της ήττας του ελληνικού αντάρτικου. Το τραύμα που υφίσταται ο ποιητής
σταΚρώρα συμπίπτει με το συνολικό, τρομακτικό Τραύμα της Ιστορίας του αιώνα μας.
Κάτω από άλλες συνθήκες, το ίδιο Τραύμα θα κάνει τον Ανδρέα Μπρετόν, πατέρα του
Υπερρεαλισμού, μέντορα του Εμπειρίκου, σύντροφο του Τρότσκυ, να γράψει την Ωδή στον
Charles Fourier. Ηταν 22 Αυγούστου 1945, επαύριον της πέμπτης επετείου από το
θάνατο του δολοφονημένου Τρότσκυ, η χρονιά της έναρξης της συγγραφής του Μεγάλου
Ανατολικού. Ο ένας γράφει την Ωδή στον Φουριέ, στην Αμερική, περιπλανώμενος στο
Γκράντ Κάνυον του Κολοράντο, στη Νεβάδα, ανάμεσα στους Ερυθρόδερμους Χόπι. Ο άλλος
ναυπηγεί μια φουριερική Πλωτή Πολιτεία για να διαβεί τον Ωκεανό προς τον Νέο Κόσμο.
Οι στίχοι με τους οποίους τελειώνει η Ωδή του πρώτου θα μπορούσαν να ΄ταν και
εγκώμιον στη μυθιστορία του δευτέρου. An grand scandale de uhs l΄ oeil a peine
moins severe des autres soulevant son poids d΄ ailes ta liberte(21) (Προς μέγα
σκάνδαλον των μέν κάτω από το ελάχιστα λιγότερο αυστηρό βλέμμα των δε σηκώνοντας το
βάρος των φτερών της η λευτεριά σου). Ο Μπρετόν κι ο Εμπειρίκος, παρά το πλήγμα της
Ιστορίας, δεν κατέρρευσαν. Ο Ελληνας υπερρεαλιστής άρχισε να υφαίνει και να
ξαναϋφαίνει την ωκεάνια γραφή του και μέσω αυτής ξανάδεσε τους αρμούς του
προτάγματος της αταξικής κοινωνίας, που τόσο δυσφήμισε και ακρωτηρίασε και μπλόκαρε
ο σταλινισμός. Είναι χαρακτηριστικό ότι σ΄ αυτό το έργο με τις πιό βίαιες,
φαινομενικά, αντιχριστιανικές και αντισοσιαλιστικές επιθέσεις επιθέσεις κατά της
ηθικολογούσας, λυπομανούς και ερωτοφάγου χριστιανοσύνης και κατά του ευνουχισμένου
ψευτοσοσιαλισμού - ο Α. Εμπειρίκος διασώζει το Μεσσιανικό και Προφητικό στοιχείο
της βιβλικής παράδοσης και την προσδοκία της "άνευ τάξεων" απελευθερωμένης
κοινωνίας.
Προφητεύει μια ριζική, απόλυτη ρήξη με το ιστορικό συνεχές, το ριζικά Αλλο σε σχέση
με τη μέχρι τώρα ιστορία των κοινωνιών - το Μεσσιανικό κατά Benjamin αλληλένδετο με
τη μελλοντική Παγκόσμια Πολιτεία, την οποία ονειρεύεται, επί του "Μεγάλου
Ανατολικού", ο Ιούλιος Βέρν-Εμπειρίκος. Μια ιμερική Πολιτεία του πανελεύθερου
Ερωτα, χωρίς εκμετάλλευση, χωρίς τάξεις αλλά με μιάν "ιεραρχία", που τιμά τους
"ενθέους" (ανάμεσά τους κι ο Ισραηλίτης Σ{ίγκμουν} Φ{ρόυντ}). Η ιεραρχία αυτή δεν
έχει τίποτα να κάνει με προνόμια και σχέσεις εξουσίας. Βρίσκεται στα χνάρια εκείνης
της Ουράνιας Ιεραρχίας του αρεοπαγιτικού συγγράμματος: "Ο λέγων ιεραρχίαν, ιεράν
τινα καθόλου διακόσμησιν δηλοί, εικόνα της θεαρχικής ωραιότητος".(22) Ο ίδιος ο
πλούς του "Μεγάλου Ανατολικού" είναι ένα ταξίδι προς τον Μελλοντικό Κόσμο, ένα
ταξίδι ερωτικής μύησης και ιμερικής μεταμόρφωσης των ίδιων των ποντοπόρων. Μέσα από
την απελευθέρωση των ενορμήσεων του Ερωτα, η "παρόρμησις" γίνεται, όπως λέει και ο
στίχος της Ενδοχώρας, "μια συνοχή εαρινών βλυσμάτων"(23) και επιτυγχάνεται η
ανάκτηση του Ιερού. Ενός Ιερού εμμενούς, μέσα στη Φύση, οιονεί πανθεϊστικού.
Χαρακτηριστικοί είναι οι στοχασμοί δύο ηρωίδων μετά την άρση των αναστολών τους,
της Υβόννης και της Μαρίας. "Η Υβόννη εσταμάτησε και ύψωσε το βλέμμα της προς το
στερέωμα. Ω, πόσον ωραία ήτο αυτή η εαρινή νύξ, πόσον λαμπροί ήσαν οι αστέρες,
πόσον ακαταμέτρητον ήτο το ύψος του ουρανού! Οποία μεγαλοπρέπεια! Οποία μεγαλωσύνη!
Τι ήτο αυτό το απροσμέτρητον; Ενα μεγάλο χάος, ή μια σοφή διάρθρωσης στοιχείων
ασυλλήπτων από την διάνοιαν του ανθρώπου, έργον ενός εξουσιάζοντος και διευθύνοντος
τα πάντα παντοδυνάμου νού; Ησαν τα πάντα τυχαία, ή ωφείλοντο εις μίαν θέλησιν και
μίαν λογικήν τελείως τυχαία, ή ωφείλοντο εις μίαν θέλησιν και
μίαν λογικήν τελείως υπεράνθρωπον, εις μίαν ικανότητα ίλιγγον επιφέρουσαν, της
οποίας τα έργα κατέληγαν εις μίαν θεσπεσίαν αρμονίαν; Μήπως οι απέραντοι κόσμοι που
την απετέλουν ήσαν το έργον όχι του Θεού, που η εκκλησία θέλει να μας επιβάλη, αλλά
ενός θεού τελείως διαφορετικού, ενός θεού αλήθεια παντοκράτορος, ενός θεού αλήθεια
παντοδυνάμου, που υπήρχε μέσα στα ίδια τα έργα του και σε όλα τα κτίσματά του,
αποτελούντος ένα με αυτά, και υπάρχοντος παντού αλλ΄ αοράτου, όπως είναι υπαρκτόν
αλλά μή ορατόν εις τους πολλούς το Μέγα Φώς το Ακτιστον, το Μέγα Φώς το Απιαστον,
το εν μεγαλείω και δόξη καταυγάζον, το εις τους αιώνας άπιαστον, μα εκθαμβωτικά εις
τους αιώνας των αιώνων ορατόν, μόνον εις όσους ευλογήθηκαν με την υψίστην Χάριν το
Φώς αυτό να ιδούν; Μήπως άπαντα ταύτα ήσαν ο θεός, ο μόνος αληθινός - τουτέστιν μια
παμμεγίστη, μια υπερτάτη δύναμις ή ενέργεια "λελογισμένη" και παντάνασσα, και επί
της Γης και εν Υψίστοις; Αλήθεια, μήπως αυτά ήσαν ο Θεός και όχι εκείνος ο
ηθικολόγος τύραννος και τιμωρός κριτής - τουτέστιν ένας μεγάλος Αρχων Φωτεινός,
αυτόφωτος, τελείως άσχετος με τας εννοίας του Καλού και του Κακού; {...} Ποίος ήτο
ο Σείριος, ο Ωρίων; Ποίος ο Βέγας; Ποίος ο Ζεύς; Ποία η Αφροδίτη; Τι ήτο ο μέγας
επουράνιος ποταμός, ο Γαλαξίας; Τι ήτο η Μέδουσα, ο Ιππόκαμπος, ο Αστερίας; Τι ήσαν
τα μαλάκια και οι σπονδυλωτοί ιχθύες; Τι ήτο ο Βροντόσαυρος, το Δεινοθήριον, η
Φάλαινα, το Μαμούθ, ο Ελέφας; Τι ήτο η ώσις εκείνη που εξεκίνησε από τους πυθμένας
των ωκεανών εις την αυγήν της προανθρώπινης ιστορίας και έφθανε πέραν από τας
αιχμηρότητας και τους κοχλασμούς της Γής. {...} Τι ήτο αυτό που εσύρετο, όταν
εγκατέλειψε τα υγρά ανήλια βάθη, τι ήτο αυτό που εσύρετο, αρχικώς εις γυμνάς
θειούχους εκτάσεις, και που ωρθώθη επί τεσσάρων και εν τέλει επί δύο ποδών, και,
καθώς είδε ότι είχε αποκτήσει χέρια, ήρχισε να συλλέγη τους καρπούς και τας οπώρας
και να κατασκευάζη εργαλεία και όπλα; Τι ήτο αυτό που ούρλιαζε, εσφύριζε ή
εβρυχάτο, εις πυκνούς δρυμούς και εις αμμώδη έλη, και έπειτα έγινε αίσθημα,
οίστρος, ποιητής, ταγός και λόγος; {...} Τι ήσαν αυταί αι αλλαγαί και εξελίξεις; Τι
ήσαν οι μετουσιώσεις; Τι ήτο αλήθεια, ο Σείριος, ο Ωρίων; Τι ήσαν οι προφήται; Τι
ήσαν ο Μωυσής, ο Ιεζεκιήλ, ο Ησαϊας; Τι ήτο ο Ιησούς Χριστός; Τι ήτο ο Σατανάς; Τι
ήτο, εν τέλει, ο άνθρωπος; Τέκνον της ύλης ή του πνεύματος; Ή μήπως ήτο βλαστός
ενός αδιαίρετου αμαλγάματος των δύο, μιας ενότητος αδιαχωρίστου θείας;"(24) Κι η
τραγική διδασκάλισσα Μαρία στοχάζεται τα εξής: "Εν αρχή ήτο ο Θεός, αλλ΄ όχι ο
ανίκανος θεός της Χριστιανοσύνης, μα ο Θεός της Φύσεως, της Φύσεως της
ολοκληρωτικής και παντανάσσης. Η δε φύσις ήτο κάτι που υπήρχε όχι μόνον εις την
σφαίραν της Γής, αλλά και εις όλα τα ουράνια σώματα, και εις όλην την ατέρμονα
απεραντοσύνην που αποτελεί το Απειρον, το Σύμπαν. Και το Σύμπαν ήτο ο Θεός και ο
Θεός ήτο το Πάν, ή μάλλον ο Π ά ν , τουτέστιν το ενσαρκωμένον σχήμα του θεού, το
αμέσως αντιληπτόν εις τους ανθρώπους, ο Πάν, ο μέγας Πάν, ο αληθινός θεός, σπέρμα
εκ σπέρματος, σάρξ εκ σαρκός και πνεύμα εκ φωτός, ο μέγας Πάν, ο ερωτικός, ο εν
στύσει και ηδονή και αενάω ενεργεία σπαργών - παντοτινός και ισχυρός και
Παντοκράτωρ. Τα πάντα υπήρχαν μέσα του. Και όλα είχαν τον λόγον των, την σημασίαν
των και την εξάρτησίν των. Ο κόσμος δεν ήτο ηθική. Η Φύσις, ο Θεός, ο έρως, δεν ήτο
δυνατόν να χαλκευθούν από τον άνθρωπον, αλλά υπήρχαν ασχέτως με τας βουλάς του. Και
άπαντα ταύτα ήσαν ο Πάν, ο παντοδύναμος, ο παντογνώστης..."(25) Στη βάση των
πρωτείων πάντοτε του Ερωτα διερευνάται η σχέση του με την επανάσταση μέσα από το
δίπολο των φίλων και αντιπάλων Διοσκούρων, του διονυσιακού Λόρδου Αλτζερνον
Μπράντον Κλίφφορντ και του Ρώσου αναρχοκομμουνιστή πρίγκιπα Σέργιου Ιβάνοβιτς
Μπλαγκοράντωφ. Ο πρώτος απορρίπτει τις επαναστατικές σοσιαλιστικές δοξασίες του
δευτέρου σαν
"παραχριστιανική θρησκεία ευνουχιστική". "Ο Ρώσσος φίλος μου ομιλεί υπέρ μιας
σάπιας ηθικής, υπέρ μιας ουτοπίας, υπέρ μιας άνευ τάξεων κοινωνίας, υπέρ μιας
χιμαιρικής απολύτου δικαιοσύνης {...} ομιλεί σαν τον Χριστό".(26) Να πώς μιλάει ο
Μπλαγκοράντωφ, και μάλιστα εκ βαθέων, προς την ερωμένη του Υβόννη: "Η επανάστασις
αυτή πρέπει οπωσδήποτε να γίνη, και θα γίνη. Χωρίς αυτήν, ο κόσμος θα εκφυλισθή και
θα χαθή. Και πριν χαθή, οι σκλάβοι αυτής της γης, οι αδικημένοι, οι μαστιγωμένοι,
οι βασανισμένοι, τα θύματα της επαισχύντου εκμεταλλεύσεως του ανθρώπου από τον
άνθρωπο, οι μάρτυρες της καθημερινής ζωής, το αλυσσοδεμένο μα ηρωικό προλεταριάτο,
θα εξοντωθή μέσα στην κόλασι της ωμοτέρας βίας, της πιό απάνθρωπης τυραννίας. {...}
Αν δεν υπήρχε η επανάστασις, αν δεν υπήρχε η επαναστατική Ρωσσία - διότι, δυστυχώς,
οι δυτικοί λαοί, πλήν ελαχίστων εξαιρέσεων, είναι ναρκωμένοι και δηλητηριασμένοι
από τους μπαλωματήδες και τους απατεώνες των μέσων λύσεων και των συμβιβασμών - όχι
μόνο δεν θα άνθιζε ποτέ το δένδρο της Ελευθερίας, μα ούτε κάν θα ερρόδιζε ποτέ μια
μακρυνή ελπίς για σωτηρία και η ανθρωπότης θα εστέναζε εσαεί κάτω από τα βαρύτατα
δεσμά της. Αλλά ευτυχώς υπάρχουμε εμείς, δηλαδή η Επανάστασις, δηλαδή η Ρωσσία και
χάρις σε μάς και στο καθημερινώς αυξανόμενο συνειδητό ποσοστό του προλεταριάτου, θα
λυτρωθή ο κόσμος. Και τότε και μόνον τότε, Υβόννη μου, θα ανατείλη ο ήλιος της
πραγματικής, της άνευ τάξεων ελευθερίας, και το φώς της ολοκληρωτικής Δικαιοσύνης
θα λάμψη σε σύμπασα την οικουμένη, φωτίζοντας έναν καινούργιο κόσμο"(27) Αξίζει να
προσεχτεί το ίδιο το σημαίνον, το όνομα Σέργιος Μπλαγκοράντωφ. Ο Εμπειρίκος, λάτρης
παντοτινός των ριζών που είχε εκ μητρός με τη ρωσική γή, δεν μπορεί να το επέλεξε
κατά τύχη. Αν αναλυθεί στα μέρη του: Blagoradov, έχουμε από τη μια το καλό, το
Αγαθόν (Blagoi), κι
από την άλλη τη χαρά (rad), γενική πληθυντικού radov. Είναι λοιπόν ο άνθρωπος των
αγαθών χαρών, των ευγενών και υψηλών. Το μικρό του όνομα, βεβαίως, παραπέμπει άμεσα
στον εθνικό άγιο των Ρώσων, τον Σέργιο του Ραντονιέζ, τον πατέρα της ρωσικής
πνευματικότητας στη Θηβαϊδα του Βορρά, τον εμπνευστή της ενότητας της ρωσικής γής,
για την οποία και ευλόγησε τα όπλα του Ντμίτρι Ντονσκόυ στην κρίσιμη μάχη του
Κουλίκοβο, τον 14 αιώνα, κατά της ταταρικής Χρυσής Ορδής. Στη διάρκεια του πλού ο
Μπλαγκοράντωφ θ΄ αλλάξει. Εγκαταλείπει τον ασκητισμό του αλλά όχι την ίδια την
επανάσταση, στο κέντρο της οποίας θέτει την απελευθέρωση του Ερωτα. Εξάλλου και μια
άλλη persona του ποιητή, ο Ελβετός ιατροφιλόσοφος και μαθητής του Χέγκελ Χάνς
Εντελμαν διευκρινίζει: "...ποτέ δεν είπα ότι η απόλυτος ελευθερία πρέπει να
χορηγηθή μόνον εις τον έρωτα. Πρεσβεύω και ισχυρίζομαι, αγαπητοί μου φίλοι, ότι η
ελευθερία πρέπει να είναι καθολική, αλλά συγχρόνως πρεσβεύω και πιστεύω ότι πρέπει
να έχη την αρχήν και την πληρότητά της εις τον έρωτα, διότι εκτός που αυτός είναι η
υπερτάτη εκδήλωσις της Ζωής, είναι συγχρόνως και ο καλύτερος εγγυητής εις την
λυσιτελή επιδίωξιν πραγματοποιήσεως όλων των άλλων αλλαγών ή μεταρρυθμίσεων των
οποίων βεβαίως έχει ανάγκη απόλυτον η βλακωδώς όσον και κατά ανίερον τρόπον
χειμαζομένη ανθρωπότης"(28) Ο Ανδρέας Εμπειρίκος βλέπει την ανάγκη μιας γενικότερης
στροφής, ενός επαναπροσανατολισμού του καθολικού απελευθερωτικού αγώνα με τη
βοήθεια του λεπτού οργάνου, που ο Σικελιανός, σε ανάλογες αναζητήσεις, ονόμαζε
"Κοσμική μυστική σεξουαλική πυξίδα"(29) Την ανυπαρξία της στο σύγχρονο πολιτισμό
την επισήμαναν και οι δύο μεγάλοι ποιητές. 4. Η ΔΙΠΛΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ
Η μετάβαση στον Νέο Κόσμο δεν είναι χωρίς αντιφάσεις και θανάσιμους κινδύνους. Η
ωκεανοπορία του Μεγάλου Ανατολικού πρόκειται να περάσει μέσα από μια τρομακτική
Διπλή Δοκιμασία: τη συνάντηση με τον κυκλώνα - τη μάχη ζωής και θανάτου του
Πολιτισμού με τη Φύση - και τη συνάντηση με το πλοίο-Φάντασμα Αλμπέρτα, τον
οιδιπόδειο πυρήνα της Δυσφορίας μέσα στον Πολιτισμό. Εδώ βρίσκεται ο Ομφαλός του
γιγάντιου ονείρου, του ποταμού ερωτικών φαντασιώσεων που συνθέτουν τη βαρυσήμαντη
αυτή μυθιστορία. Εδώ βρίσκονται ίσως και οι ωραιότερες σελίδες της. Μέσα από τη
σύγκρουση με τους φραγμούς της απειλητικής Φύσης, στην τρικυμία, όλο το άνευ ορίων
και άνευ όρων δυναμικό του ανθρώπου, η possibilitas infinita της Ζωής και του Ερωτα
εκρήγνυται. Εδώ κι ο ίδιος ο ποιητής θα διακόψει τον ειρμό της αφήγησης για να
δώσει τον περίφημο εκείνο χαιρετισμό του στους ποιητές, τους ψυχαναλυτές κι όλους
τους εργάτες, χειρώνακτες και πνευματικούς. Ουσιαστικά, επανατοποθετεί όλο το βίο
του σε σχέση με την ποίηση, την ψυχανάλυση και την εργατική τάξη, που πρωτογνώρισε
πηγαίνοντας κοντά της να δουλέψει στα ορυχεία της Εύβοιας, σε εξέγερση ενάντια στον
πατέρα και την τάξη του: "Μεταλλωρύχοι, ψυχοαναλυταί και ποιηταί της δράσεως και
του λόγου, όσοι δεν περιορίζεσθε εις έστω και ωραία φληναφήματα της παρακμής, της
"ντεκαντέντζας", χειρώνακτες και πνευματικοί, εργάται απάντων των εγκάτων,
σύντροφοι, συνοιδοπόροι, συνερασταί και αδελφοί εν όπλοις..."(30) Οπως τονίσαμε
αλλού, ο Μεγάλος Ανατολικός θα συναντήσει, κατά τον πλούν του, και τον
αντικατοπτρισμό του, μιά στους ουρανούς, στο αερόπλοιον Αλμπρατρος του Ροβήρου του
Κατακτητή, όπου νέοι και νεάνιδες ψάλλουν το Glory, glory, Halleluia..., και μια
στον Αδη, στο περιφερόμενο πλοίο-φάντασμα Αλμπέρτα, με το πτώμα της μαχαιρωμένης
Αικατερίνης. Ο Γεώργιος Μάκ Γκρέγκορ θα ερμηνεύσει το μυστήριο - πρόκειται περί
ερωτικού εγκλήματος του ιατρού Θωμά Ο ΄Χάρα, που συνευρέθη και έσφαξε την κόρη του
πρίν αυτοκτονήσει κι
ο ίδιος. Η δε διδασκάλισσα Μαρία, μόλις δεί την εν θαλάσση ταφή της Αικατερίνης,
θυμάται τη δικιά της ερωμένη Αλκμήνη που είχε σπρωχτεί σε αυτοκτονία από τον
εξοργισμένο πατέρα, και τρελαίνεται. Η Μαρία είναι η μόνη ηρωίδα που θα βρεί στον
Νέο Κόσμο όχι τη Γή της Επαγγελίας αλλά τον εγκλεισμό στο άσυλο. Η αντινομία Πόθου
και Νόμου εκδηλώνεται σαν φαύλος κύκλος: ο Νόμος ορίζει, διεγείρει και περι-ορίζει
τον Πόθο, που, με τη σειρά του, παραβιάζοντας το Νόμο τον επαναφέρει ισχυροποιημένο
και πιό αδυσώπητο. Υπάρχει άραγε διέξοδος από τον φαύλο κύκλο, από την κατάρα του
Νόμου; Ο Εμπειρίκος ψηλαφίζει μια ιστορική διέξοδο, μέσω της Παγκόσμιας Πολιτείας
του Βέρν, τη μελλοντική Οκτάνα, όπου θα κυριαρχεί η Πέραν του Δικαίου Δικαιοσύνη,
το Μέγα Ελεος, χωρίς ανταποδόσεις των ίσων, χωρίς το νόμο της αξίας, τις τάξεις, το
Κράτος, το Δίκαιο. 5. ΜΕΣΣΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΙΜΟΜΙΞΙΑ Βρισκόμαστε στην καρδιά του
προβλήματος, τον γόρδιο δεσμό του. Σ΄ όλη του την πνευματική διαδρομή, ο Εμπειρίκος
διερευνά το αίνιγμα, τη σχέση ανάμεσα στον Μεγάλο Ανατολικό και τον μαύρο αντίποδά
του, την Αλμπέρτα, το δεσμό ανάμεσα στην Κιβωτό της σωτηρίας, της μετάβασης στον
Νέο Κόσμο, και την πλωτή νεκροφόρα της οιδιπόδειας τραγωδίας. Ο Εκτωρ Κακναβάτος το
΄χε αγγίξει το ζήτημα, στο ποίημά του "Βραδεία εγγραφή σε πυρίτιο": "...Καλά και
βρέθηκε πάνω στην ώρα/ ο Αντρέας Εμπειρίκος με το δίκαννο/ λίγο έξω από το
διαστροφικό πτολίεθρον/ κατά τον Κολωνό,/ να ρίξει κατεπάνω τους τις ερινύες/
ειδαλλιώς οι λυσσασμένες του ξέσκιζαν/ τ΄ απόκρυφα/ του ανόσιου".(31) Η αναφορά του
Κακναβάτου γίνεται άμεσα στον Χαβρία, στο κείμενο "Οιδίπους Ρέξ" των Γραπτών του
Εμπειρίκου, αλλά μπορεί να γενικευτεί. Αφορά όλη την προβληματική του και τη
θεμελιακή θέση: Η Νέα Εδέμ ή θα είναι πέραν από τον Οιδίποδα και το ταμπού των
ταμπού, την απαγόρευση της αιμομιξίας, ή δεν θα υπάρξει. Αυτή η σύνδεση
μεσσιανισμού και αιμομιξίας μπορεί να ξενίζει ή και να σκανδαλίζει τους ευσεβιστές.
Παρ΄ όλα αυτά, εδώ ο Εμπειρίκος, είτε το θέλει είτε όχι, συναντάται με την ίδια τη
βιβλική παράδοση. Ο Μεσσίας είναι "ράβδος εκ της ρίζης Ιεσσαί".(32) Γιατί αυτή η
εμμονή στη ρίζα Ιεσσαί, γιατί δεν αρκεί η ονομασία Μασσίαχ μπέν Νταβίντ, Μεσσίας
υιός Δαβίδ; Ο Ιεσσαί γέννησε τον Δαβίδ. Τον ίδιο τον γέννησε ο Ωβήδ, γιός του Βοόζ
εκ της Ρούθ, της Μωαβίτιδος παιδίσκης, που συντρόφεψε την Εβραία πεθερά της στην
ερημιά της και στην πίστη στο Θεό του Αβραάμ. Η Ρούθ ως Μωαβίτισσα είχε τη ρίζα της
στον Μωάβ - το γιό του αιμομικτικού έρωτα του Λώτ με την πρωτοκόρη του, μετά την
καταστροφή των Σοδόμων.(33). Ενα ραβινικό Μιντράς λέει ότι ο ίδιος ο Θεός βοήθησε
τη συνεύρεση δίνοντας τον οίνο. Ο ερχομός του Μεσσία λοιπόν έχει τη ρίζα του στη
ρήξη της ίδιας της πυρηνικής οικογένειας και την υπέρβαση του υπέρτατου ταμπού της
αιμομιξίας - απ΄ όπου, τελικά, θα βλαστήσει ο Απάτωρ εκ Μητρός και Αμήτωρ εκ
Πατρός! Πόσο δίκαιο είχε ο Νίκος Καρούζος όταν τιτλοφορούσε το πρώτο ποίημα του
Ερυθρογράφου του: Ιησούς αντι-Οιδίπους! 6. ΠΟΝΟΣ/ ΠΟΘΟΣ Πώς θα μπορούσαμε να δούμε,
από τη σκοπιά της υλιστικής αντίληψης της Ιστορίας, αυτή την υπέρβαση της
οιδιπόδειας Ατης σε μιά Νέα Εδέμ; Η "ανακάλυψη της αιμομιξίας" (Ενγκελς) είναι
αλληλένδετη με τη μετάβαση από τη ζωώδη στην ανθρώπινη κατάσταση μέσω της εργασίας.
Είναι η εργασία που εξανθρωπίζει, κάνει ιστορικές τις βιολογικές ανάγκες. "Η πρώτη
ιστορική πράξη είναι η δημιουργία της νέας ανάγκης"(34), της ανάγκης που η Φύση από
μόνη της δεν θα είχε δημιουργήσει. Ταυτόχρονα δημιουργείται και ένας ορίζοντας
ελευθερίας από την ανάγκη, μια απόσταση ανάμεσα στην παραγωγή και την ικανοποίηση
της ανάγκης, και έτσι μια διαφοροποίηση ανάμεσα σε ανάγκη, δεμένη άμεσα με το
αντικείμενο ικανοποίησής της, και πόθο, όπου το αντικείμενο είναι απόν - διάκριση
που
ανέδειξε η ανάλυση του Λακάν. Μαζί με την εργασία αρχίζει η ιστορία του ανθρώπου
και της σεξουαλικότητάς του. Είναι οι ανάγκες της εργασίας, ως βασικής διαδικασίας
αναπαραγωγής της υλικής ζωής, που θέτουν όρια και φραγμούς στις σχέσεις ανάμεσα στα
φύλα, δημιουργώντας τους δεσμούς συγγένειας, δεσμούς αίματος. Για μιά ολόκληρη
περίοδο ιστορικής ανάπτυξης αυτή θα είναι η κυρίαρχη μορφή άρθρωσης των παραγωγικών
σχέσεων, μέσω των οποίων αναπτύσσεται το περιεχόμενο των παραγωγικών δυνάμεων της
κοινωνικής εργασίας - μέχρις ότου τη διαδεχτεί και υποτάξει η νέα μορφή, οι σχέσεις
ιδιοκτησίας. Ετσι βλέπουμε ότι η αντίφαση ανάμεσα στην εργασία - τον Πόνο με την
αρχαιοελληνική έννοια του όρου και τις προεκτάσεις του στα νεοελληνικά - και τον
Πόθο αναπτύσσεται στο πιό θεμελιακό επίπεδο, ενώ παραγωγή της είναι η αντίφαση
ανάμεσα στον Πόθο και το Νόμο, τη νομική έκφραση των σχέσεων και των αναγκών της
Εργασίας. Μέσα από τη λύση της πρωταρχικής αντίφασης Πόνου/ Πόθου, που προωθείται
μέσω της παρακμής του νόμου της αξίας-εργασίας και της εξάλειψής του, τελικά, σε
μια κοινωνία ικανή να δίνει στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του, λύνεται και η
παράγωγη, η δευτερεύουσα αντίφαση, ο φαύλος κύκλος του Πόθου και του Νόμου, το
μαύρο μυστικό της Αλμπέρτα. Η λύση/ υπέρβαση δεν είναι παλινδρόμηση στη ζωώδη
κατάσταση αλλά άρση κάθε απάνθρωπου στοιχείου που υπάρχει ακόμα στον άνθρωπο, το
homo hominis lupus. Είναι άλμα ακόμα πιό γιγάντιο από κείνο που έγινε μεταξύ ζώου
και ανθρώπου μέσω της εργασίας, καθώς τώρα η τελευταία θα μεταμορφωθεί σε ελεύθερη
δημιουργία, δίνοντας τέλος στη Δυσφορία μέσα στον Πολιτισμό, τέλος στην ιστορία των
βασάνων της ανθρωπότητας, τέλος στην προϊστορία της. Το ότι θεμελιακή είναι η
αντίφαση Πόνου/ Πόθου και όχι εκείνη Πόθου/ Νόμου διαφαίνεται και στο όραμα της
μελλοντικής Παγκόσμιας Πολιτείας στον Μεγάλο Ανατολικό: ο αυριανός κοσμος χωρίζεται
σε Ζώνες
Παραδείσου, ιμερικής ελευθερίας, και Ζώνες Προόδου, όπου η εργασία έχει
χειραφετηθεί και μεταμορφωθεί σ΄ ελεύθερη δραστηριότητα μέσα σε συνθήκες
καλπάζουσας επιστημονικής φαντασίας. Μάρξ και Εμπειρίκος έρχονται να συναντηθούν
εδώ με μιάν άλλη αρχαιότερη παράδοση, που ξεκινάει από τη Βίβλο, τον πρώτο σε βάθος
στοχασμό πάνω στην εργασία. Ο Franz Rosenzweig πολύ σωστά επισημαίνει ότι η
πεμπτουσία της μωσαϊκής Τορά βρίσκεται στη μετάβαση από τη δουλεία /δουλειά για τον
Φαραώ, μέσω της Εξόδου, στην ελεύθερη εν Σοφία και Τέχνη κατασκευή της Σκηνής του
Μαρτυρίου με την Κιβωτό της Διαθήκης, όπου η εργασία μεταμορφώνεται σε ιερουργία,
σε Ιερόν Εργον, συνάντηση με το Ιερό. Πριν την ιερουργία, απαραίτητος ήταν ο
καθαρισμός των ιερουργούντων μέσα στο λουτήρα που είχε κατασκευαστεί με τους
καθρέφτες των ευλαβών γυναικών. Τα σχόλια του Ρασί στο Ταλμούδ και το Μιντράς
Τανχουμά εξηγούν ότι ο Μωησής αρχικά δεν ήθελε να χρησιμοποιηθούν αυτοί οι
καθρέφτες γιατί αντανακλούσαν το αντικείμενο του Πόθου. Ο ίδιος όμως ο Α-Καντός-
Μπαρουχού (ο Αγιος Ευλογητός) παρενέβη επιμένοντας ότι αυτό ακριβώς ήταν ότι
αγαπούσε πιό πολύ. Το Μιντράς εξηγεί τη χρήση του γυναικείου καθρέφτη τα χρόνια της
δουλείας στην Αίγυπτο. Οι γυναίκες, αφού πρώτα προσέφεραν τροφή στους άνδρες, καθώς
αναπαύονταν από τη σκληρή δουλειά, χαριεντίζονταν μαζί τους, δείχνοντας στον
καθρέφτη πόσο όμορφες ήταν αυτές σε αντίθεση με την ασκήμια της καταναγκαστικής
εργασίας. Ποτέ δεν φάνηκε τόσο καθαρά η αντίφαση του Πόθου με τον Πόνο, τον κόπο
της εργασίας! Γι΄ αυτό και ενώπιον της χειραφετημένης εργασίας, της μεταμορφωμένης
σε ιερουργία, προηγείται το λουτρό των καθαρμών στο λουτήρα των κατόπτρων του
Πόθου. Μα μήπως και ο Μεγάλος Ανατολικός δεν είναι ένας απέραντος λουτήρας λαγνικών
καθαρμών όπου κατοπτρισμοί επί αντικατοπτρισμών αναπαράγουν τον Πόθο στην άπειρη
μεγαλοσύνη του; 7. ΑΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ
Πολύ πριν τον Μεγάλο Ανατολικό, ένα άλλο μέγα έργο είχε ενώσει τον ερωτισμό με τη
μεσσιανική προσδοκία: το Σίρ-α-Σιρίμ, το Ασμα Ασμάτων. "Τι ωραιώθης και τι ηδύνθης
αγάπη σε τρυφαίς σου;"(35) Η μετάφραση των Εβδομήκοντα κρύβει σε μεγάλο βαθμό την
ερωτικότητα της γραφής. Π.χ. dodim δεν σημαίνει άλλο από λαγνουργίες, ενώ το σχεδόν
ομόηχό του doudimμανδραγόρες παραπέμπει άμεσα σ΄ ένα αφροδισιακό φρούτο: "εκεί δώσω
τους μαστούς μου σοι, οι μανδραγόραι έδωκαν οσμήν..."(36), ή πάλι το "και καρπός
αυτού γλυκύς εν λάρυγγί μου"(37) αναφέρεται εμφανώς σε λαγνουργία λίαν διαδεδομένη
στις καμπίνες και επί του καταστρώματος του Μεγάλου Ανατολικού. Είναι γνωστές οι
ατέλειωτες διαμάχες για το αν το Ασμα είναι ερωτικό ποίημα ή μυστικός μεσσιανικός
οραματισμός. Αν μη τι άλλο, οι καββαλιστές κατάλαβαν σωστά ότι πρόκειται και για τα
δύο. Μήπως το Ταλμούδ δεν διδάσκει τους τέσσερις δρόμους που πρέπει αναγκαία ν΄
ακολουθήσει η διείσδυση σ΄ ένα κείμενο; Πσάτ Κυριολεξία, Ρεμέζ - Μεταφορά, Ντράς -
Αλληγορία, Σόντ Μυστικό Νόημα, το Αρρητρ (τα αρχικά των εβραϊκών λέξεων σχηματίζουν
τη λέξη Παρντές, Παράδεισος). Χωρίς την Κυριολεξία δεν υπάρχει η Μεταφορά ως πηγή
της Αλληγορίας που περιβάλλει το Αρρητο μέσα στο ρηθέν. Δεν υπάρχει σχόλιο χωρίς
πρωταρχικό κείμενο, ότι κι αν λένε κάποιοι αποδομιστές και μεταδομιστές. Αν το Ασμα
Ασμάτων δεν είναι ερωτικό, τότε δεν είναι μεσσιανικό. Το ίδιο ισχύει και για τον
Μεγάλο Ανατολικό: χωρίς τη μεσσιανικότητά του εκπίπτει η ερωτικότητά του. Μια
αυστηρή γραμματική ανάλυση του Ασματος, στο πνεύμα του F. Rosenzweir,(38) δείχνει
το αντίθετο απ΄ ότι συνήθως νομίζεται από διάφορους θεολογούντες και τους παρ΄ ημίν
"νεοορθόδοξους". Η αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο, τον Ισραήλ, την ψυχή μας, την
ανθρωπότητα κ.τ.τ. δεν είναι κάτι παρόμοιο με τον έρωτα δύο εραστών. Κανείς δεν
προσεύχεται σαν να μίλαγε στην ερωμένη του, εκτός αν είναι υστερικός ή η Ευαγγελίνη
του Μεγάλου Ανατολικού. Σύμφωνα λοιπόν με τη
γραμματική ανάλυση του βιβλικού κειμένου, δεν είναι η αγάπη του Θεού που μοιάζει μ΄
εκείνη των δύο εραστών αλλά, αντίθετα, είναι οι δύο εραστές που αγαπιούνται μεταξύ
τους, γιατί ο θεός αγαπάει τον καθένα τους και τον μεταξύ τους έρωτα. Το Ιερό δεν
είναι ότι απαγορεύει τον Ερωτα, αλλά, αντίθετα, αυτό χωρίς το οποίο είναι αδύνατος
ο Ερωτας. Δεν βρισκόμαστε εδώ πολύ μακριά από τους διαλογισμούς μιας Υβόννης και
μιας Μαρίας κατά τον πλούν του Μεγάλου Ανατολικού. Σύμφωνα με τους σχολιαστές της
τελευταίας υποδειγματικής μετάφρασης του Ασματος, από το πρωτότυπο στα αγγλικά, των
Ariel Bloch και Chanah Bloch,(39) καίρια σημασία για τη σύνδεση ερωτικού/
μεσσιανικού έχει το χωρίον ani ledodi ve-abay tesuquato. (40) Η μετάφραση των Ο΄
είναι αποπροσανατολιστική: "Εγώ τω αδελφιδώ μοι και επ΄ εμέ η επιστροφή αυτού".
Κατά λέξη πρέπει να μεταφραστεί: "Εγώ είμαι του εραστή μου κι ο πόθος του για
μένα". Ο όρος πόθος (tesuqah) απαντά μόνο δύο άλλες; φορές στη Βίβλοκαι με εντελώς
αρνητική σημασία. Πρώτα και κύρια εμφανίζεται με την κατάρα που πέφτει στη γυναίκα
μετά την Πτώση και την απώλεια της Εδέμ, et isek tesuqatek, "και προς τον άνδρα σου
η αποστροφή σου, και αυτός σου κυριεύσει".(41) Η κατάρα προς τον άνδρα αντίστοιχα
είναι εκείνη της εργασίας: "εν ιδρώτι του προσώπου σου φαγή τον άρτον σου έως του
αποστρέψαι σε εις την γήν εξ ής ελήφθης, ότι γή εί και εις γήν απελεύση".(42) Η
απώλεια της Εδέμ καταδικάζει τον άνδρα στο ζυγό της εργασίας και τη γυναίκα στο
ζυγό του άντρα στον οποίο στρέφει τον δικό της πόθο, η εξουσιαστική σχέση του άντρα
προς τη γυναίκα, η πατριαρχία, απόρροια των καταναγκασμών της εργασίας, του κόπου,
του Πόνου, αντιστρέφει/ διαστρέφει την κατεύθυνση του Πόθου: η γυναίκα είναι
υποκείμενο αλλά όχι αίτιο/ αντικείμενο του πόθου (το μικρό α του Λακάν), στο βαθμό
που είναι αντικείμενο κυριαρχίας (φαίνεται καθαρότατα η καταραμένη αντίφαση Πόνου/
Πόθου).
Το εδάφιο ζ΄ 11 του Ασματος είναι η σωτήρια, μεσσιανική αντιστροφή του εδαφίου της
Κατάρας, στο γ΄ 16 της Γενέσεως. Αντικειμενικότητα και υποκειμενικότητα ενώνονται
και στους δύο πόλους της ερωτικής σχέσης. "Οκτάνα σημαίνει Αδάμ-σύν-Εύα" ή, όπως
λέει και το Ασμα,(43) "αδελφιδός μου μοί καγώ αυτώ/ ο ποιμαίνων εν τοις κρίνοις"
(dodi ti ve ani lo/ ha rohem va sosanim). H κατάρα του Νόμου καταργείται και η
Χάρις κάνει τους δύο εραστές να συναντιούνται ανάμεσα στους ερωτικούς κρίνους, κάτω
από τον Ηλιο της Δικαιοσύνης που λάμπει ως αδάμας Κο-ι-νόρ, στον παραδείσιο Κήπο
του Τέλους της Ιστορίας των βασάνων της ανθρωπότητας. Μήπως μια τέτοια εμπειρία του
Ιερού δεν ψηλαφίζει κι ο ποιητής, ναυπηγός και ποντοπόρος του Μεγάλου Ανατολικού
Ανδρέας Εμπειρίκος; Μήπως δεν είπε, διά στόματος Εντελμαν, ότι το ανίερον είναι τα
δεινά της χειμαζομένης ανθρωπότητας; A contrario, Ιερόν είναι το τέλος των δεινών,
Ιερόν είναι ότι χάθηκε κι αποτεφρώθηκε στο Αουσβιτς, Ιερόν είναι ότι υψώθηκε
κατακόκκινο πριν πενήντα χρόνια, πάνω από τα συντρίμμια του Ράιχσταγκ, από τους
φαντάρους του Κόκκινου Στρατού, Ιερόν είναι το πρόσωπον του Μέλλοντος Αιώνος. Ιερόν
Eyeh asher Eyeh. ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Βλ. Κάρλ Μάρξ, Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του
Κράτους και του Δικαίου, εκδόσεις Παπαζήση, 1978, σ. 17. Η μετάφραση εδώ, κάπως
τροποποιημένη από μας. 2. Οπ.π., σ. 18. 3. Εξοδος γ΄ 14. 4. Α. Εμπειρίκος,
"Κλωστήριον Νυκτερινής Ανάπαυλας" στην Υψικάμινο, εκδόσεις Αγρα, 1980, σ. 71. 5. Α.
Εμπειρίκος, Οκτάνα, εκδόσεις Ικαρος, 1980, σ. 103 και 38.
6. Α. Εμπειρίκος, Υψικάμινος ό.π.π., σ. 50. 7. Οπ.π., σ. 59. 8. Αποκάλυψις κα΄ 1.
9. Οπ.π., κα΄ 11. 10. Οπ.π., κα΄ 19. 11. Υψικάμινος, όπ.π., σ. 37. 12. Α.
Εμπειρίκος, Ενδοχώρα, εκδόσεις Αγρα, 1980, σ. 114. 13. Ησαϊας ξστ΄ 10-13. 14. Βλ.
Οκτάνα, όπ.π., σ. 78. 15. Οπ.π., 93 και 95. 16. Οπ.π., σ.73. 17. Οπ.π., σσ. 42-43.
18. Βλ. Γ. Γιατρομανωλάκη, Επίμετρο στον πρώτο τόμο του Μεγάλου Ανατολικού,
εκδόσεις Αγρα, 1990, σ. 321. 19. Οδ. Ελύτης, Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο,
εκδόσεις Υψιλον, 1980, σ. 16. 20. Βλ. Σ. Μιχαήλ, Πλούς και κατάπλους του "Μεγάλου
Ανατολικού", εκδόσεις Αγρα, 1995. 21. A. Breton, στο signe asendant. Poesie/
Gallimard, σ. 115. 22. Διονύσιος Αρεοπαγίτης, Περί Ουρανίας Ιεραρχίας, Κεφ Γ΄ g II,
στην έκδοση Π. Πουρνάρα, 1985, σ. 214. 23. Α. Εμπειρίκος, Ενδοχώρα, όπ.π., σ. 112
24. Μέγας Ανατολικός, όπ.π., τ. 1, σσ. 108-109 και 110-111. 25. Οπ.π., τ. 6, σσ
190-191 26. Οπ.π., τ. 4. σ, 279. 27. Οπ.π., σσ. 122-123. 28. Οπ.π., τ. 7, σ. 213.
29. Στον Πρόλογο του 1938 στον Λυρικό Βίο, εκδόσεις Ικαρος, τ. Α΄, σ. 46. 30. Μέγας
Ανατολικός, τ. 6, σελ. 207. 31. Ε. Κακναβάτος, Ποιήματα, Β΄ τόμος, εκδόσεις Αγρα,
σσ 69-70. 32. Ησαϊας ια΄ 1. 33. Γένεσις ιθ΄. 34. K. Marx - F. Engels, "The German
Ideology", στα Collected Works, Progress, Μόσχα 1976, τ. 5, σ. 42. 35. Ασμα Ασμάτων
ζ΄7. 36. Οπ.π., ζ΄ 13-14. 37. Οπ.π., β΄ 3. 38. Βλ. R. Gibbs, Correlations in
Rosenzweig and Levinas, Princeton Paperbacks 1992, σσ. 98-99. 39. Ariel Bloch -
Chanah Blokh, The Song of Songs, Random House, New York 1995, σσ. 206-207. 40. Ασμα
Ασμάτων ζ΄ 11. 41. Γένεσις γ΄ 16 42. Γένεσις γ΄ 19
43. Ασμα Ασμάτων β΄ 16.

Το ολβοθρέμμον ταξίδι ως αρχέτυπο


Είμαι ταξιδευτής κι επιστροφεύς Ανδρέας Εμπειρίκος (6-9-1958, στη Γλυφάδα) To
ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ συνεχίζει το Αφιέρωμα στον μεγάλο μας ποιητή του ΜΕΓΑΛΟΥ
ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ στον «προγονο των γενεών που εκκολάπτονται ακόμη», ΑΝΔΡΕΑ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟ .
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ Η περίσταση θα μπορούσε να θεωρηθεί ιδεώδης: έρως και τόπος όχι μόνο
αλληλοϋποστηρίζονται αλλά συναιρούνται σ' ένα ίνδαλμα, στην κειμενική έξαρση του
απόλυτου χωρόχρονου. Τα παντοειδή ιδεολογήματα συνασπίζονται σε ένα και μόνο: στη
λεκτική αλλά αδρότατη ανύψωση της παρόρμησης σε Αγαθό: «Ζήτω τα ωραία κορίτσια!
Ζήτω ο λαός της Κολομβίας!», αναφωνεί κάποια στιγμή «ισπανιστί αλλά με ισχυράν
ρωσσικήν προφοράν» ο γιγαντιαίος Ναύαρχος Βλαδίμηρος Βιερχόυ «ενώ το πέος του υπό
την περισκελίδα του επάλλετο εν πλήρη στύσει», υπογραμμίζοντας έτσι άλλη μια φορά
το καθεστώς καταλυτικής ευωχίας, που βιώνουν όσοι βυθίζονται στην «άβυσσον
ευδαιμονίας ακαταμετρήτου», όπως αυτή εκτίθεται από παράγραφο σε παράγραφο του
τετραπέρατου αφηγήματος του Ανδρέα Εμπειρίκου «Αργώ ή Πλους Αεροστάτου». Η σύμβαση
είναι χαριτωμένη: τα κορίτσια και η -εξιδανικευμένη- Κολομβία είναι ευκρινή σημεία
αναφοράς όχι ενός ευρύτερου τόπου αλλά μιας ανακουφιστικής ου-τοπίας. Ο λόγος ο
ποιητικός δικαιώνει δηλαδή πανηγυρικά το μη-χάρτη στο βαθμό που οι άλλοι χάρτες, οι
συμβατικοί, είναι εξαιρετικά δεσμευτικοί ή -το χειρότερο- αφαιρετικοί. Ο,τι ακριβώς
υπολείπεται της ακραίας ενδοδιηγητικής ή μη ηδονής, απορρίπτεται κατηγορηματικά! Η
γεωγραφία στην προκειμένη περίπτωση είναι κυριολεκτικά η μυθική έκ-σταση. Οι
ένοικοι του κόσμου, που διατηρούσαν μέχρι πρότινος τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά
της ιδιοπροσωπίας τους ως κόρη οφθαλμού, παύουν πλέον να εκλαμβάνουν την περιλάλητη
ατομικότητά τους ως αναφαίρετο δικαίωμα και ενδίδουν στον πειρασμό του Καθόλου,
στην ταύτισή τους δηλαδή με το Γένος: «Και οι δύο ησθάνοντο ότι όλοι των οι
κραδασμοί, όλοι των οι χυμοί, όλα των τα χρόνια, συνέκλιναν προς τα στιγμάς αυτάς,
κατά τας οποίας επλησίαζαν προς την τελείαν εξουθένωσιν της ατομικότητός των και
πάσης διαφοροποιημένης υπάρξεως, έτοιμοι να αποτελέσουν τελικώς, μίαν ενιαίαν και
αδιαίρετον οντότητα, έτοιμοι να εκχειλίσουν, ως απόλυτος σύνθεσις νέα, και να
εκτοξευθούν πέραν του συλληπτού (...) ουχί πλέον ως άνθρωποι ξεχωριστοί, αλλά ως
μοναδική συνύπαρξις με το άπειρον, αποτελούντες αυτό τούτο το εσαεί ανέσπερον, και
εσαεί δονούμενον, και εσαεί παφλάζον άπειρον, άνευ ορίων, άνευ όρων». (ό.π. σελ.
68, εκδόσεις «ύψιλον/βιβλία», 1980). Η πρόθεση είναι ιδιότυπη αλλά γοητευτική: στη
θέση της περιοριστικής φενάκης των καθημερινών δρομολογίων, που εκτελούν πειθήνια
οι χρήστες των άστεων, ο Ανδρέας Εμπειρίκος αντιπαραθέτει το οριακό ταξίδι, το
οραματικό δρομολόγιο: «Ο δρόμος, σκυρόστρωτος ή με άσφαλτο ντυμένος, από παντού
πάντα περνά -Αθήνα, Μόσχα, Γιαροσλάβ, Λονδίνο και Πεκίνο, από τη Σάντα Φε ντε
Μπογκοτά και την Γουαδαλαχάρα, την Σιέρα Μάντρε Οριεντάλ και τις κορδιλλιέρες, μεσ'
από τόπους ιερούς σαν τους Δελφούς και τη Δωδώνη, μεσ' από τόπους ένδοξους, όπως τα
Σάλωνα, όπως η γέφυρα της Αλαμάνας, καθώς και από άλλα μέρη ξακουστά, σαν την
κοσμόπολι εκείνη, που ηδυπαθώς την διασχίζει ο γκρίζος
Σηκουάνας». (βλ. «Ο Δρόμος», «Οκτάνα», σελ. 15, εκδόσεις «Ικαρος», 1980). Οι
χάρτες, οι δρόμοι, οι τροχιές, οι πλόες ανακαλούν συνήθως εξωλογικές συντεταγμένες
χωρίς να απεμπολούν μία στοιχειώδη έστω εξάρτηση / διασύνδεση με τις αντικειμενικές
διαστάσεις του χώρου. Η εμπειρίκεια επίφαση είναι προϊόν αόκνων καταμετρήσεων και
των δύο κόσμων: του αληθοφανούς και του έσω, του κρυπτικού ταξιδιωτικού οράματος.
Από εδώ άλλωστε πηγάζει η αίγλη, η ακραιφνής φαντασμαγορία δεικτών, διαφοροποιήσεων
και οριακών παραδόξων του ποιητικού λόγου. Υπάρχουν σελίδες στα «Γραπτά η Προσωπική
Μυθολογία» όπου η ακρίβεια των διατυπώσεων συναγωνίζεται άνετα την ορμή με την
οποία το παιδί αναζητεί το παιχνίδι του. Η παραίσθηση είναι δυνατή διά των λέξεων:
το ταξίδι είναι υπόθεση, εν τέλει, φαντασιακή, σε «μίαν ήπειρο αυθαίρετα πλασμένη,
της οποίας τα σύνορα με την αντικειμενική πραγματικότητα αρχικώς διαγράφονται
σαφώς, έπειτα γίνονται ακαθόριστα, και τέλος ενσωματώνονται, συγχωνεύονται και
χάνονται, μέσα στην επικράτεια της υποκειμενικής μου ενδοχώρας, της εσωτερικής
αυτής πραγματικότητος, κατά τρόπον όμοιον με αυτόν που ανακαλύπτουμε στους
πολυπλόκους μηχανισμούς των ονείρων και των φαντασιώσεων». (βλ. ο.π. «Αμούρ -
Αμούρ»). Ο Ανδρέας Εμπειρίκος δεν είναι παραπειστικός -απλώς θίγει με οξυδέρκεια το
παλαιό πρόβλημα του δυϊσμού, της αλληλεξάρτησης δηλαδή της (ροϊκής) συνείδησης με
το (στατικό) είναι. Παραλλάσσοντας μάλιστα την 4η θέση του Καρλ Μαρξ πάνω στον
Φόιερμπαχ, θα λέγαμε ότι ο λόγος στην προκειμένη περίπτωση επιδιώκει να
επανασυγχωνεύσει τις εγκόσμιες ουσίες πίσω στην υπερφυσική βάση τους. Το ταξίδι,
όχι ως πρόσχημα αλλά ως βαθύτατη φαντασιακή ανάγκη, συνιστά μία εξαιρετικά
αποτελεσματική λύση του προβλήματος. Ο επαγγελματίας ταξιδευτής Ανδρέας Εμπειρίκος
ξέρει ταυτόχρονα να διατηρεί ακέραιη την ψυχραιμία του. Οταν ρωτήθηκε το βράδυ της
25.5.1973, στο πλαίσιο μιας συζήτησης που έγινε με διδάσκοντες και φοιτητές στο
Σπουδαστήριο της Νεότερης Ελληνικής Φιλολογίας, στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης,
αν η νεανική του ζωή δεν ήταν εν μέρει ελληνική στο βαθμό που και το άμεσο
οικογενειακό του περιβάλλον δεν υπήρξε αμιγώς ελληνικό, καθώς η μάνα του ήταν «κατά
το ήμισυ Ρωσσίς» (βλ. ο.π.), έδωσε την εξής χαρακτηριστική απάντηση: «Α! βέβαια,
πολλά χρόνια, αυτό είναι αλήθεια. Μα αυτό παίζει σοβαρό ρόλο. Αλλά δεν είναι αυτό ο
πρώτος λόγος. Διότι εγώ διετήρησα την ακεραιότητα της γλώσσας μου και στα πολλά
χρόνια που έζησα εις την Αγγλία και στην Γαλλία και στην Ελβετία» (βλ. περιοδικό
«Χάρτης», τ. 17/18, σελ. 639). Η ομολογία πίστεως είναι άμεση: το ταξίδι
επισυμβαίνει πρωτίστως εσωτερικά, ενδόμυχα. Κατά συνέπεια στην ταξιδιωτική πράξη η
γλώσσα όχι μόνο δεν κινδυνεύει να αλλοιωθεί αλλά συνιστά τον κατ' εξοχήν συνεκτικό
κρίκο: είναι το όριο των γεωγραφικών αναπτύξεων/συμπτύξεων. Οχι η απόκλιση της
Οικουμένης αλλά το αποτύπωμά της. Γι' αυτό και η θάλασσα είναι «πανδέγμων» (βλ. «Οι
Αθάνατοι» στην «Οκτάνα») -απείκασμα ενός νοητικού παρασκευάσματος που ανανεώνει τα
σύνορα του κόσμου. Η αισθησιακή γεωγραφία, που προτείνει με το σύνολο του έργου του
ο Ανδρέας Εμπειρίκος, δεν είναι δηλαδή μια ακόμη fata morgana, μια καλοστημένη
οφθαλμαπάτη, αλλά ένα δυναμικό αισθητικό πρότυπο αναδιπλώσεων του προσφιλούς μας,
Ι.Χ. χάρτη, «μεταίχμιον της Γης και του Ουρανού, όπου το ένα στο άλλο επεκτεινόμενο
ένα τα δύο κάνει». (βλ. «Οχι Μπραζίλια μα Οκτάνα»). Ο αληθινός ταξιδευτής ανήκει κι
αυτός στους «ιδεοληπτικούς δαίμονες», θα μας θυμίζει πάντα ο Ανδρέας Εμπειρίκος.
Οσο για την επιστροφή, την αντίθετη πορεία, τον περιλάλητο νόστο, ισχύει ό,τι
ακριβώς υπαινίσσεται η ηρακλείτεια αρχή της άνω και κάτω οδού: η ταυτότητα όλων των
δρόμων είναι η δεδομένη, αποκεκρυμμένη όμως -ποιητική- ουσία...
ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ: Ο Μέγας της ελευθερίας Ανατολικός
Έγινε σκάνδαλο μόλις εκδόθηκε από την ΑΓΡΑ το 1990, με φοβερή καθυστέρηση
δεκαετιών. Σκάνδαλο για όλους τους «εχέφρονες» που ζήτησαν τον διωγμό τού βιβλίου
και όλων όσων συνετέλεσαν στην έκδοσή του. Σκάνδαλο όμως και για πολλούς
«ελευθερόφρονες», που έμειναν στην πρόχειρη ανάγνωση των δύο πρώτων τόμων (ή και
ολίγων σελίδων) βλέποντας εκεί μόνον την περιγραφή μιας ατελεύτητης σειράς
σεξουαλικών πράξεων. ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟ:
http://politikokafeneio.com/empirikos/empirikos.htm CD Ο ΜΕΓΑΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΣ:
http://www.anatolikos.net/musikes/megas.htm . ΣΑΒΒΑΣ ΜΙΧΑΗΛ Ο Σπερχής εσείσθη από
έντονον ρίγος, ιμερικόν. Ποίας λαγνικάς λεπτομερείας εμάνθανε η Αλεξάνδρα από τα
ροδαλά χείλη της Ειρήνης Ο Μέγας Ανατολικός Στον Ανδρέα-Xabier Λ. Εμπειρίκο Ήτανε
θρύλος. Έγινε σκάνδαλο. Παραμένει αίνιγμα. Πρόκειται για τη γιγάντια υπερρεαλιστική
ερωτογραφία του Ανδρέα Εμπειρίκου Ο Μέγας Ανατολικός. Ήτανε θρύλος, όσο έμενε
ανέκδοτο έργο, ανάμεσα στους εραστές του λόγου και τους λίγους που είχαν ακούσει
τον ποιητή να διαβάζει αποσπάσματα. Έγινε σκάνδαλο μόλις εκδόθηκε από την ΑΓΡΑ το
1990, με φοβερή καθυστέρηση δεκαετιών. Σκάνδαλο για όλους τους «εχέφρονες» που
ζήτησαν τον διωγμό τού βιβλίου και όλων όσων συνετέλεσαν στην έκδοσή του. Σκάνδαλο
όμως και για πολλούς «ελευθερόφρονες», που έμειναν στην πρόχειρη ανάγνωση των δύο
πρώτων τόμων (ή και ολίγων σελίδων) βλέποντας εκεί μόνον την περιγραφή μιας
ατελεύτητης σειράς σεξουαλικών πράξεων. Παραμένει αίνιγμα, εν πολλοίς, Ο Μέγας
Ανατολικός δέκα χρόνια μετά την αρχή της έκδοσης των οκτώ τόμων του. Αίνιγμα ακόμα
και για τους
θαυμαστές του ποιητικού έργου του Εμπειρίκου: Γιατί ένας αναμφίβολα μεγάλος ποιητής
να αναλώσει τόσο πνευματικό μόχθο γράφοντας και ξαναγράφοντας επί ένα τέταρτο του
αιώνος, από το 1945 έως τις παραμονές του θανάτου του στη δεκαετία του '70, ένα
απέραντο ερωτογράφημα, ένα κοινώς (και κακώς) λεγόμενο «πορνογράφημα»; Στις
μαρτυρίες του Οδυσσέα Ελύτη, του Νάνου Βαλαωρίτη κι άλλων φίλων του Εμπειρίκου
μπορούμε να βρούμε το νήμα της Αριάδνης. Ο Ελύτης παρατήρησε ότι το έργο αυτό είναι
το αντίστοιχο των ζοφερών 120 ημερών στα Σόδομα του Μαρκησίου ντε Σαντ και
ταυτόχρονα το διαμετρικά αντίθετο: με τα ίδια υλικά που ο «θεϊκός Μαρκήσιος»
έγκλειστος στη Βαστίλλη συνέθεσε τον εφιάλτη μιας Κόλασης, ο Ανδρέας Εμπειρίκος
έπλασε έναν Παράδεισο. Παρόμοια έργα, όμως, σαν του Σαντ και του Εμπειρίκου,
γεννιούνται μόνο κάτω από την αβάσταχτη πίεση ενός αβυσσαλέου τραύματος. Ο Σαντ
έγραψε τις 120 Ημέρες στα Σόδομα στα σκοτάδια της Βαστίλλης. Ποια ήταν η Βαστίλλη
τού Εμπειρίκου; Ο ποιητής αρχίζει τη συγγραφή του Μεγάλου Ανατολικού την επαύριον
της τραγικής περιπέτειας του 1944, όταν τον έσυρε η σταλινική ΟΠΛΑ όμηρο στα Κρώρα,
εντελώς παράλογα, παρά την αθωότητά του, μόνο και μόνο για το όνομά του, τη
μεγαλοαστική του καταγωγή. Το φοβερότερο γι' αυτόν ήτανε ότι υπέφερε στα χέρια
ανθρώπων που, κατά κάποιον τρόπο, συνδέονταν ή αναφέρονταν στο δικό του όραμα μιας
αταξικής κοινωνίας. Από νωρίς ο Εμπειρίκος είχε προσχωρήσει στον Μαρξισμό και είχε
τροτσκιστικό προσανατολισμό, όπως μαρτυρούν, συν τοις άλλοις, και ο Ο. Ελύτης και ο
Ν. Βαλαωρίτης. Τα Κρώρα σημαδεύουν μία βίαιη τραυματική αποκοπή του από τον
Μαρξισμό. Αλλά ο Εμπειρίκος δεν έγινε ένας ακόμα «πρώην αριστερός», ένας αποστάτης.
Η στροφή του στη μακρόχρονη ποιητική ναυπήγηση του Μεγάλου Ανατολικού ενός πλωτού
κολοσσού που ταξιδεύει προς έναν Νέο Κόσμο κουβαλώντας όλους τους ερωτικούς πόθους
των ανθρώπων και το όραμα μιας αταξικής Ουτοπίας αντάξιας ενός Σαλρ Φουριέ
αποτελούσε ταυτόχρονα την επεξεργασία του πένθους των Κρώρων, την υπέρβαση του
τραύματος της Ιστορίας και την ανασύνθεση του προτάγματος της καθολικής ανθρώπινης
χειραφέτησης. Η ίδια η μορφή της, οι απίθανες διαστάσεις, οι ελεύθερες από κάθε
φραγμό περιγραφές, το ιδιότυπο, όχι «μαύρο» αλλά κατάλευκο χιούμορ δίνουν τον πιο
έντονο υπερρεαλιστικό χαρακτήρα στη μοναδική αυτή μυθιστορία.
Υπάρχει μια ακατάπαυστη ροή ερωτικών φαντασιώσεων, όπως στα όνειρα γιατί Ο Μέγας
Ανατολικός είναι ένα μεγάλο όνειρο. Όπως σ' όλα τα όνειρα, έτσι και σ' αυτό υπάρχει
το «έκδηλο» και το «λανθάνον περιεχόμενο», όπως θα έλεγε ο Φρόυντ, και ο «ομφαλός»
του, το κλειδί του. Το κρίσιμο σημείο της ονειρικής αφήγησης βρίσκεται εκεί που το
υπερωκεάνιο συναντάει, μέσα στη νύχτα του Ατλαντικού, τη μεγάλη δοκιμασία, έναν
φοβερό Κυκλώνα και όπου ο Εμπειρίκος γράφει μερικές από τις ωραιότερες σελίδες του.
Καθώς συντελείται η έκρηξη όλων των δυνάμεων της Φύσης, μαζί και των ερωτικών
ενορμήσεων μέσα στο κλυδωνιζόμενο υπερωκεάνιο, που πλέει ατρόμητο κόντρα στον καιρό
μέχρι του απειλητικού σημείου μιας ολοκληρωμένης καταστροφής, η Κιβωτός του Έρωτα
περνάει νικηφόρα τη δοκιμασία, γεννώντας στους πάντες την ελπίδα ότι η μετάβαση σ'
έναν Νέο Κόσμο επιτέλους θα συντελεσθεί. Θα συναντήσει, βέβαια, αμέσως μετά το
αρνητικό του είδωλο, ένα έρημο πλοίο-φάντασμα, την «Αλμπέρτα», που πάνω θα
κουβαλάει τα θύματα της οιδιπόδειας τραγωδίας. Ο «Μέγας Ανατολικός» δεν θα την
προσπεράσει, δεν θα την αποφύγει. Μέσα από την τραγωδία θα πάει πέρα από αυτήν,
αναζητώντας το όραμα μιας πέρα από τον Οιδίποδα απελευθερωμένης ανθρωπότητας. Ως
άλλος προφήτης, μιλώντας για τον αυριανό κόσμο και έναν Πολιτισμό λυτρωμένο από τη
δυστυχία που μέχρι τώρα γεννάει, ο Ανδρέας Εμπειρίκος θα αφήσει την παρακαταθήκη
του διά στόματος ενός από τους ήρωές του, του Ελβετού ιατροφιλόσοφου Χανς Έντελμαν:
«... ποτέ δεν είπα ότι η απόλυτος ελευθερία πρέπει να χορηγηθή μόνον εις τον έρωτα.
Πρεσβεύω και ισχυρίζομαι, αγαπητοί μου φίλοι, ότι η ελευθερία πρέπει να είναι
καθολική, αλλά συγχρόνως πρεσβεύω και πιστεύω ότι πρέπει να έχη την αρχήν και την
πληρότητά της εις τον έρωτα, διότι εκτός που αυτός είναι η υπερτάτη εκδήλωσις της
Ζωής, είναι συγχρόνως και ο καλύτερος εγγυητής εις την λυσιτελή επιδίωξιν
πραγματοποιήσεως όλων των άλλων αλλαγών ή μεταρρυθμίσεων των οποίων βεβαίως έχει
ανάγκην απόλυτον η βλακωδώς όσον και κατά ανίερον τρόπον χειμαζομένη ανθρωπότης».
Βιογραφικό Γεννήθηκε στη Βράιλα της Ρουμανίας το 1901 από οικογένεια εφοπλιστών με
καταγωγή από την 'Aνδρο, -η μεγάλη αδυναμία του ποιητή. Μεγάλωσε στη Σύρα και στην
Αθήνα. Σπουδές στη Φιλοσοφική σχολή. 1921-5 στην Αγγλία. Σπουδές/εργασία στις
επιχειρήσεις του
πατέρα. 1925-31 στο Παρίσι. Ψυχανάλυση-Υπερρεαλισμός. 1931-35 στην Ελλάδα.
Διευθυντής σε οικογενειακή επιχείρηση-ναυπηγείο. Παραιτήθηκε κι αφοσιώθηκεν
οριστικά στη Λογοτεχνία και τη Ψυχανάλυση. Είναι ο πρώτος εκφραστής του
υπερρεαλισμού στην Ελλάδα. Ιδρύει μαζί με τη Μαρία Βοναπάρτη την Ελληνική
Ψυχαναλυτική Εταιρεία. Ο ίδιος άσκησε τη ψυχαναλυτική πρακτική επί 16 χρόνια (1935-
1951). Μαθητής του Φρόυντ, πρωτοπόρος στην ανάλυση των ψυχώσεων. Συμμετέχει στις
υπερρεαλιστικές δραστηριότητες από το 1927, εποχή που γνωρίζει τον Μπρετόν στο
Παρίσι. Τον Γενάρη του 1935 δίνει τη περίφημη διάλεξη στην Αθήνα με θέμα "Περί
Σουρεαλισμού". 'Ασκησεν αποφασιστικήν επίδραση στους συγχρόνους του, Οδυσσέα Ελύτη,
Νικόλα Κάλα, Νίκο Γκάτσο και Νίκο Εγγονόπουλο. Το 1935 κυκλοφορεί η πρώτη του
ποιητική συλλογή "Υψικάμινος". Πεθαίνει στην Αθήνα το 1975 σ' ηλικία 74 ετών. Το
1990, 15 χρόνια μετά τον θάνατό του, κυκλοφορεί το έργο ζωής του "Ο Μέγας
Ανατολικός", μυθιστόρημα 9 τόμων που άρχισε να γράφεται το 1945 κι ολοκληρώνεται το
1970. ____________________________________________________ Απόσπασμα από τον Α'
Τόμο, Α' Μέρος, Κεφάλαιον 6ο Τί είναι ο Έρως, διηρωτάτο η Υβόννη εν απογνώσει.
Διατί να είναι τόσον δύσκολος η ολοκλήρωσίς του; Διατί να προκαλή τόσους πόνους και
τόσας πικρίας, ενώ είναι το μεγαλύτερον αγαθόν, το μεγαλύτερον δώρον που εδόθη εις
τους ανθρώπους, η μεγαλυτέρα απόλαυσις, η βαθυτέρα ευτυχία. Τί είναι αυτό που
μετατρέπει τον Έρωτα, από Παράδεισον ηδονών, εις Κόλασιν μαρτυρίων; Τι είναι αυτό
που μετατρέπει το μέλι εις χολήν; Τι είναι αυτό που κάμνει τον ατυχή ερωτευμένον να
υποφέρη, υπό ορισμένας συνθήκας, τόσον; Τι είναι αυτό που ώρες-ώρες κάνει το αίμα
το ζεστό να γίνεται μέσα στις φλέβες πάγος; Τι συμβαίνει, διηρωτάτο με σπαραγμόν η
νεανίς, και δεν ημπορεί κανείς να απολαμβάνη πάντοτε τον έρωτα σαν μίαν ωραίαν
οπώραν, σαν ένα ωραίο τοπίο, σαν ένα ωραίο ξένοιαστο πρωί, πασίχαρο, αυροφίλητο,
γιομάτο ευφροσύνη, σαν ένα μυροβόλο περιβόλι ή σαν μια καθαρή αμμουδιά, λουσμένη
από γαλάζιο πέλαγος ευδαιμονίας; Μήπως δεν φταίει καθόλου, μα καθόλου ο έρως
-εξηκολούθησε να σκέπτεται μ' αιμάσσουσαν καρδίαν η Υβόννη. Μήπως φταίει ο τρόπος
με
τον οποίον αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι τον έρωτα, τόσον εις το ατομικόν, όσον και
εις το κοινωνικόν επίπεδον; Μήπως, αν δεν έμπαινε στη μέση το λεγόμενον «αίσθημα»
κι η λεγομένη «ηθική», θα ημπορούσε τότε μόνον να είναι ο έρως τέλειος και απλός
και εύκολος, επ' άπειρον πανήδονος κι απολύτως παντοδύναμος -όλο χαρά (μόνο χαρά),
όλο γλύκα (μόνο γλύκα), χωρίς απαγορεύσεις, στερήσεις, πικρίες, διάφορα «μούπες-
σούπα» κι άλλα αηδή κι ακατανόητα, όπως η αποκλειστικότης, η εντός του γάμου
αγνότης κι όλη η σχετική με αυτόν απέραντη όσον και μάταια ηθικολογία και
φιλολογία; Με τας τελευταίας σκέψεις, η Υβόννη έπαυσε να κλαίη. Της εφάνη ωσάν να
είχε λάμψει αιφνιδίως εις το σκότος ένα φως λαμπρόν, μια δέσμη φωτεινή μεγάλου
φάρου τηλαυγούς. Η Υβόννη εσταμάτησε και ύψωσε το βλέμμα της προς το στερέωμα. Ω,
πόσον ωραία ήτο αυτή η εαρινή νυξ, πόσον λαμπροί ήσαν οι αστέρες, πόσον
ακαταμέτρητον ήτο το ύψος του ουρανού! Οποία μεγαλοπρέπεια! Οποία μεγαλωσύνη! Τί
ήτο αυτό το απροσμέτρητον; Ένα μεγάλο χάος ή μία σοφή διάρθρωσις στοιχείων
ασυλλήπτων από την διάνοιαν του ανθρώπου, έργον ενός εξουσιάζοντος και διευθύνοντος
τα πάντα παντοδυνάμου νου; Ήσαν τα πάντα τυχαία ή ωφείλοντο εις μίαν θέλησιν και
μίαν λογικήν τελείως υπεράνθρωπον, εις μίαν ικανότητα ίλιγγον επιφέρουσαν, της
οποίας τα έργα κατέληγαν εις μίαν θεσπέσιαν αρμονίαν; Μήπως οι απέραντοι κόσμοι που
την απετέλουν ήσαν το έργον όχι του Θεού, που η εκκλησία θέλει να μας επιβάλη, αλλά
ενός Θεού τελείως διαφορετικού, ενός Θεού αλήθεια παντοκράτορος, ενός Θεού αλήεια
παντοδύναμου, που υπήρχε μέσα στα ίδια τα έργα του και σε όλα τα κτίσματά του,
αποτελούντος ένα με αυτά, και υπάρχοντος παντού αλλ' αοράτου, όπως είναι υπαρκτή μα
αόρατος η ενέργεια, όπως είναι υπαρκτόν μα αόρατον το πνεύμα, όπως είναι είναι
υπαρκτόν αλλά μη ορατόν εις τους πολλούς το Μέγα Φως το 'Ακτιστον, το Μέγα Φως το
'Απιαστον, το εν μεγαλείω και δόξη καταυγάζον, το εις τους αιώνας άπιαστον, μα
εκθαμβωτικά εις τους αιώνας των αιώνων ορατόν, μόνο εις όσους ευλογήθηκαν με την
υψίστην Χάριν το Φως αυτό να ιδούν; Μήπως άπαντα ταύτα ήσαν ο Θεός, ο μόνος
αληθινός -τουτέστιν μια παμμέγιστη, μια υπερτάτη δύναμις ή ενέργεια «λελογισμένη»
και παντάνασσα κι επί της Γης κι εν Υψίστοις; Αλήθεια, μήπως αυτά ήσαν ο Θεός, και
όχι εκείνος ο ηθικολόγος τύραννος και τιμωρός κριτής -τουτέστιν ένας μεγάλος 'Αρχων
φωτεινός, αυτόφωτος, τελείως άσχετος με τας εννοίας του Καλού και του Κακού; Μήπως
εν τη ουσία των πραγμάτων δεν υπήρχε καμμία ηθική, ούτε ανάγκη ηθικής, για να
διαρθρωθή και να υπάρξη ο Κόσμος; Μήπως, μα τον Θεόν, ο μόνος Θεός ήτο ένας
τεράστιος και παντοδύναμος Ψώλων και, ουσιαστικώς, υπήρχαν μόνον
ηδοναί, δια του πανισχύρου Πέους του και του υπερπλουσίου Σπέρματός του
χορηγούμεναι; Και μήπως αι ηδοναί αύται, τουτέστιν αι ερωτικαί, ήσαν αι πράξεις
εκείναι, που επλησίαζαν ασυγκρίτως περισσότερον απ' οτιδήποτε άλλο τους ανθρώπους
προς τον Μεγαλοψώλονα Θεόν, τον απόλυτον Πλάστην και Κτήτορα του Κόσμου, τον
απόλυτον Κύριον των Δυνάμεων, τον απόλυτο 'Αρχοντα των Ουρανών και της μικράς μας
Γης; Η Υβόννη ησθάνθη προς στιγμήν ίλιγγον. Δια πρώτην φοράν εις τη ζωήν της
εξέρχετο από τα όρια του συμβατικού, από τα όρια του θεμιτού. Όλως αιφνιδίως
αντιμετώπιζε τώρα θέματα και έννοιας, αιτήματα και προβλήματα, που ουδέποτε μέχρι
τούδε είχε σκεφθεί. Πόσον μακράν ευρίσκετο από την πεπατημένην, την μικροαστικήν
αθλιότητα και νοοτροπίαν! Πόσον μακράν ευρίσκετο από την δικτατορικήν εξουσίαν του
Παπισμού, της Εκκλησίας, του Καθολικού Χριστιανισμού! Ο ίλιγγος της Υβόννης ήτο
στιγμιαίος. Νέαι σκέψεις, σαν έφηβοι και νεάνιδες αφεθέντες ελεύθεροι από
κρατητήρια κοσμητόρων και αστυνομιών, συνέρρεαν με ορμήν και σφρίγος εις τους
χλοερούς λειμώνας και τα τερπνά άλση του ελευθέρου λογισμού, της απολύτου
ελευθερίας, επάνω από τα οποία έλαμπε, ως μέγας αδάμας ΚΟ-Ι-ΝΟΡ, ο ήλιος της
Αλήθειας. Ο στιγμιαίος ίλιγγος παρήλθε τελείως. Ήτο λοιπόν ωραία η ζωή, πλήρης
ηδονών, υπό τον όρον να ξεύρη κανείς να την ζη και να ημπορή να υπερπηδά ή να
καταρρίπτη τα ευρισκόμενα ή τιθέμενα εμπόδια και παγίδες. Η Υβόννη ανέπνευσε βαεθιά
την θαλασσίαν αύραν και εκοίταζε τον ουρανόν ως εν εκστάσει. Λέξεις που είχε μάθει
να αποστηθίζη μάλλον παρά να εννοή εις το σχολείον, επανήρχοντο εις τον νουν της.
Ποιος ήτο ο Σείριος, ο Ωρίων; Ποιος ο Βέγας; Ποιος ο Ζεύς; Ποια η Αφροδίτη; Τί ήτο
ο μέγας επουράνιος ποταμός, ο Γαλαξίας; Τί ήτο η μέδουσα, ο Ιππόκαμπος, ο Αστερίας;
Τί ήσαν τα μαλάκια και σπονδυλωτοί ιχθύες; Τί ήτο ο Βροντόσαυρος, το Δεινοθήριον, η
Φάλαινα, τα Μαμούθ, ο Ελέφας; Τί ήτο η ώσις εκείνη που εξεκίνησε από τους πυθμένας
των ωκεανών εις την αυγήν της προανθρώπινης ιστορίας και έφθανε πέραν από τας
αυχμηρότητας και τους κοχλασμούς της Γης, τους κατακλυσμούς και τα πλημμύρας, τας
συρρικνώσεις και τους παγετούς, εις λόχμας και δάση σκιερά και εις ποταμοβρέκτους
πεδιάδας, εις γεννήματα και οπώρας, ναι, ω ναι, εις οπώρας και εις καρπούς
ποικίλους, που επέτρεπαν την έλευσιν άλλων ειδών και άλλων πλασμάτων...
Και η Υβόννη, εν εξάρσει, εξηκολούθησε να σκέπτεται. Τί ήτο αυτό που εσύρετο, όταν
εγκατέλειψε τα υγρά ανήλια βάθη, τι ήτο αυτό που εσύρετο, αρχικώς, εις γυμνάς
θειούχους εκτάσεις, και που ωρθώθη επί τεσσάρων και εν τέλει επί δύο ποδών, και,
καθώς είδε ότι είχε αποκτήσει χέρια, ήρχισε να συλλέγη τους καρπούς και τα οπώρας
και να κατασκευάζη εργαλεία και όπλα; Τί ήτο αυτό που ούρλιαζε, εσφύριζε ή
εβρυχάτο, εις πυκνούς δρυμούς και εις ατμώδη έλη, και έπειτα έγινε αίσθημα,
οίστρος, ποιητής, ταγός και λόγος; Τί ήτο αυτό που από βαρέως τριχωτόν και φοβερόν
την θέαν ποδοτετράχειρον, έγινε πίθηκος ορθούμενος και κατόπιν άνθρωπος δίπους
όρθιος, άνθρωπος «σάπιενς», άνθρωπος με αισθήσεις συνειδητάς, σκέψιν και γνώσεις,
τουτέστιν μάστορης, κτίστης και πολεμιστής κι εν τέλει, άρχων της Γης
αναμφισβήτητος, εξουσιάζων απολύτως επί των αλόγων αδελφών πλασμάτων; Τί ήσαν αυταί
αι αλλαγαί και εξελίξεις; Τί ήσαν αι μετουσιώσεις; Τί ήτο, αλήθεια, ο Σείριος, ο
Ωρίων; Τί ήσαν οι προφήται; Τί ήσαν ο Μωϋσής, ο Ιεζεκιήλ, ο Ησαϊας; Τί ήτο ο Ιησούς
Χριστός; Τί ήτο ο Σατανάς; Τί ήτο, εν τέλει, ο άνθρωπος; Τέκνον της ύλης ή του
πνεύματος; Ή μήπως ήτο βλαστός ενός αδιαιρέτου αμαλγάματος των δύο, μιας ενότητος
αδιαχωρίστου θείας; Αν είχαν τα πάντα αφετηρίαν, θα έλεγε κανείς ότι τέρμα δεν
είχαν. Τίποτε δεν ήτο προδιαεγραμμένον. Ουσιαστικώς αδράνεια δεν υπήρχε, τα πάντα
έρρεαν, άλλαζαν ή μετουσιώνοντο -οι κόσμοι και οι άνθρωποι. Ίσως όλα αυτά μαζύ,
ίσως το άθροισμα όλων αυτών, ίσως το ατελεύτητον Σύμπαν να είναι ο Θεός, ο
παντοκράτωρ 'Αρχων. Ναι, ναι, τα πάντα έρρεαν, άλλαζαν, ή μετουσιώνοντο επ'
άπειρον, εσαεί... Αναπνέουσα βαθειά, η Υβόννη εκοίταζε ακόμη τον ουρανόν. Αίφνης
μία άλλη σκέψις, εις αδιάπτωτον αλληλουχίαν με τας προηγουμένας ερχόμενη, έλαμψε
εις τον νουν της. Ήτο μία σκέψις γοργή, θερμή, σαν αίμα σφύζοντος νεανικού
οργανισμού... Μήπως αν ήλλασσε πεποιθήσεις και ιδίως την συμπεριφοράν της εις την
ζωήν ως προς τον έρωτα, εις τον οποίον έως σήμερον υπήρξε τόσον πολύ ελλειμματίας,
θα ήρχιζε δι΄ αυτήν νέα ζωή, μία ζωή πανήδονη, γλυκύτατη -η μόνη ορθή, αληθινή και
φυσική. Αλήθεια, μήπως τούτο ήτο δυνατόν; Ακόμη ολίγα δευτερόλεπτα εκοίταξε τον
ουρανόν ως εν εκστάσει η Υβόννη, γοητευμένη, μαγευμένη και αναπνεόυσα βαθειά την
θαλασσίαν αύραν... Ω, ναι, αυτό που εσκέφθη ήτο απολύτως δυνατόν. Αλλέως, δεν θα
έλαμπαν με αυτόν τον τρόπο τα άστρα· αλλέως δεν θα περιεστρέφοντο τόσον
θριαμβευτικά και με τόσην ευρυθμίαν οι τρόχοι του «Μεγάλου Ανατολικού»· αλλέως δεν
θα εσκόρπιζε τόσο θωπευτικά,
τόσον ηδονικά, κατά διαστήματα, εις το πρόσωπόν της, το υγρόν ψιμμύθιν του θαλασίου
αφρού, η απαλή πνοή του ανέμου... Ω, ναι, αυτό που εσκέφθη, ήτο δυνατόν να γίνη κι
η αλλαγή αυτή, που έπρεπε να αρχίση αμέσως, θα ήτο ο λυτρωμός της.

ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ: Αρνήθηκε κάθε δογματισμό


ΦΡΑΓΚΙΣΚΗ ΑΜΠΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ Οι ομότεχνοι, οι φίλοι και οι μελετητές του Ανδρέα
Εμπειρίκου δεν έπαψαν να τονίζουν τον επαναστατικό, αντιδογματικό και βαθιά
δημοκρατικό χαρακτήρα του ίδιου και του έργου του. Έχουν όμως διατυπωθεί και
αντίθετες απόψεις από πολύ παλιά, που αμφισβήτησαν αυτό τον χαρακτήρα τόσο στον
Εμπειρίκο όσο και στους υπερρεαλιστές γενικότερα, Γάλλους και Έλληνες, κυρίως από
την πλευρά των αριστερών κριτικών, με κορυφαίο παράδειγμα πολεμικής στην Ελλάδα το
γνωστό άρθρο του Μάρκου Αυγέρη «Ο σουρεαλισμός και η κρίση των μορφών» (Γράμματα,
4, 1944, σ. 160-165). Οκτάνα θα πη όχι πολιτικής μα ψυχικής ενότητος παγκόσμιος
πολιτεία. Οκτάνα θα πη παντού και πάντα εν ηδονή ζωή Όχι Μπραζίλια μα Οκτάνα Οι
ομότεχνοι, οι φίλοι και οι μελετητές του Ανδρέα Εμπειρίκου δεν έπαψαν να τονίζουν
τον επαναστατικό, αντιδογματικό και βαθιά δημοκρατικό χαρακτήρα του ίδιου και του
έργου του. Έχουν όμως διατυπωθεί και αντίθετες απόψεις από πολύ παλιά, που
αμφισβήτησαν αυτό τον χαρακτήρα τόσο στον Εμπειρίκο όσο και στους υπερρεαλιστές
γενικότερα, Γάλλους και Έλληνες, κυρίως από την πλευρά των αριστερών κριτικών, με
κορυφαίο παράδειγμα πολεμικής στην Ελλάδα το γνωστό άρθρο του Μάρκου Αυγέρη «Ο
σουρεαλισμός και η κρίση των μορφών» (Γράμματα, 4, 1944, σ. 160-165). Μια ανάλογη
θέση υποστήριξε πρόσφατα ο Τάκης Καγιαλής στο μελετημά του «Μοντερνισμός και
πρωτοπορία: Η πολιτική ταυτότητα του "ελληνικού υπερρεαλισμού"», (Εντευκτήριο, 39,
1997, σ. 62-78). Ο συγγραφέας, στηριγμένος στην πρόσφατη ξένη βιβλιογραφία για τη
σχέση μοντερνισμού, πρωτοπορίας και φασισμού, προσπαθεί να δείξει την «αληθινή»
πολιτική ταυτότητα του Εμπειρίκου και των άλλων δύο
Ελλήνων υπερρεαλιστών, του Εγγονόπουλου και του Ελύτη. Στο μελέτημα αυτό και σε μια
επιφυλλίδα που ακολούθησε, υποστηρίζει ότι «οι κοινωνικές αντιλήψεις και τα
πολιτισμικά οράματα που αναδύονται στο έργο των τριών ποιητών είναι συναφή προς
εκείνα του αντιδραστικού μοντερνισμού και παραπέμπουν στην ιδεολογική παράδοση της
ριζοσπαστικής Δεξιάς» (Το Βήμα, 8 Φεβρ. 1998), ενώ ταυτόχρονα τους διαφοροποιεί από
τους οπαδούς του γαλλικού υπερρεαλιστικού κινήματος, που κατά τη γνώμη του είχε τον
χαρακτήρα μιας προοδευτικής πρωτοπορίας. Στο συμπέρασμα αυτό ο Καγιαλής οδηγείται
εξετάζοντας ζητήματα θεματικής και βιογραφίας των τριών ποιητών. Λόγω του
περιορισμένου χώρου θα σταθώ σ' αυτά της θεματικής, που αποτελούν άλλωστε και το
πιο πρόσφορο πεδίο για παρανοήσεις. Συγκεκριμένα, ο συγγραφέας ελέγχει τους τρεις
ποιητές, και ιδιαίτερα τον Εμπειρίκο, ως αντιδραστικούς μοντερνιστές, επειδή
χρησιμοποιούν «ένα συνονθύλευμα ακραία σολιψιστικών και αυταρχικών ιδεολογημάτων,
ελιτισμού, σωβινισμού, φαλλοκεντρισμού, αντι-διανοουμενισμού, η γενεαλογία των
οποίων ανήκει στην παράδοση της ριζοσπαστικής Δεξιάς», και «δεν έχει τίποτε κοινό
με τα ιδεώδη της σοσιαλιστικής πολιτισμικής παράδοσης» (Εντευκτήριο, σ. 75). Θέλω
κατ' αρχήν να υπογραμμίσω ότι η εξέταση της θεματικής των υπερρεαλιστικών κειμένων
απαιτεί από τον ερευνητή ιδιαίτερη προσοχή, γιατί είναι ακριβώς το σημείο στο οποίο
συντελείται σε μεγάλο βαθμό αυτό που οι υπερρεαλιστές θεωρούσαν ανατρεπτική
στρατηγική, με στόχο ακριβώς την παραδοσιακή θεματική. Τη λειτουργία αυτή
επιτελούσε το «μαύρο χιούμορ», που αναλάμβανε να τορπιλίσει τα παραδοσιακά θέματα
χάρη σε ένα παιγνίδι μεταφορικών αποκλίσεων. Μία έστω και πρόχειρη, άλλωστε,
εξέταση θα έδειχνε ότι τα «αντιδραστικά» θέματα των Ελλήνων υπερρεαλιστών τα
χρησιμοποίησαν και οι Γάλλοι ομότεχνοί τους, πάντα με την ίδια στρατηγική. Αυτό το
ειρωνικό παιγνίδι κατ' εξοχήν καλλιέργησε ο Εμπειρίκος, αλλά και ο Εγγονόπουλος.
Ακόμη και σε ένα ποίημα με πατριδολατρικούς τόνους όπως ο Μπολιβάρ, η κατακλείδα
«Στρατηγέ τι ζητούσες στη Λάρισσα συ ένας Υδραίος» μας οδηγεί, αν όχι μας
υποχρεώνει, να ερμηνεύσουμε αλλιώς όλο το ποίημα, που κατά τη γνώμη μου υπονομεύει
τα όρια του όποιου «σωβινισμού». Με ανάλογο τρόπο ο ρητορικός τόνος στους Εμπειρίκο
και Εγγονόπουλο, που είχε παλιότερα επισημάνει ο Δ.Ν. Μαρωνίτης (Πίσω Μπρος, Στιγμή
1986, σ. 141 και 143), αυτοκαταργείται από την ειρωνεία, που αποδεικνύεται
συστηματική και δραστικότατη.
Όμως ο Καγιαλής στο μελέτημά του θέτει γενικότερα το ζήτημα της ιδεολογίας των
καλλιτεχνικών πρωτοποριών, και πιστεύω πως μια μικρή ιστορική αναδρομή και κάποιες
αποσαφηνίσεις, όσο βεβαίως επιτρέπει ο χώρος, θα βοηθούσαν όχι τόσο να βάλουμε
πολιτικές ετικέτες άλλωστε οι ποιητές από τον χώρο της πρωτοπορίας που υποστήριξαν
τον φασισμό, όπως ο Μαρινέτι, ο Γκότφριντ Μπεν, είναι γνωστοί αλλά να αντιληφθούμε
τον προβληματικό χαρακτήρα μιας καλλιτεχνικής πρωτοπορίας όπως το υπερρεαλιστικό
κίνημα, που από την αρχή εντάχθηκε στην Αριστερά. Οι «αριστερές» καλλιτεχνικές
πρωτοπορίες (γνήσια παιδιά του ρομαντισμού) που άνθησαν στις δύο πρώτες δεκαετίες
του 20ού αιώνα, σε εποχή μεγάλων πολιτικών αναταράξεων στην Ευρώπη, προσπάθησαν να
μιμηθούν τις επαναστατικές πρωτοπορίες, θέτοντας ανάλογους στόχους και υιοθετώντας
ανάλογα προγράμματα δράσης συγκρότηση ομάδας, μανιφέστα κ.λπ. αλλά σε καμιά
περίπτωση υιοθετώντας κοινή γλώσσα, δηλαδή την άμεση και ρητή διατύπωση
σοσιαλιστικών μηνυμάτων. Αντίθετα, με την τέχνη απέβλεπαν σ' αυτό που θεωρούσαν ότι
συμβάλλει στην απελευθέρωση του πνεύματος, δηλαδή στην ανατροπή των στερεοτυπικών
μέσων έκφρασης. Όμως, νομίζω ότι εδώ φτάνουμε στον πυρήνα του προβλήματος, που έχει
πλέον σχέση όχι με τη διάσταση ανάμεσα σε μια προοδευτική και μια αντιδραστική
πρωτοπορία, αλλά ανάμεσα σε μια «πολιτική πρωτοπορία», αυτήν του κομμουνιστικού
κόμματος, που απανταχού κάθισε τους «πρωτοπόρους» καλλιτέχνες στο σκαμνί ως
αντιδραστικούς, με επιχειρήματα και κατηγορίες ανάλογες με αυτές του Τάκη Καγιαλή.
Το ζήτημα πιστεύω ότι το θέτει με εξαιρετική ευθυκρισία ο Harold Rosenberg, στο
βιβλίο του The tradition of the new. Ο Rosenberg υποστηρίζει ότι οι «επαγγελματίες
πρωτοπόροι», δηλαδή τα μέλη του κόμματος, δεν μπορούσαν να βλέπουν παρά με
καχυποψία τους «καλλιτέχνες πρωτοπόρους», γιατί οι δικές τους τεχνικές στηρίζονταν
σε μιαν απολύτως συντεχνιακή αντίληψη και στην απαίτηση για ευθυγράμμιση και άσκηση
ελέγχου της έκφρασης των καλλιτεχνών. Ο ρομαντικός μύθος του «ποιητή-λυτρωτή», που
είναι μόνος εναντίον του πλήθους, δεν φανερώνει εδώ μια ελιτιστική νοοτροπία, όπως
υποστηρίζει ο Καγιαλής, αλλά την αντίδραση των ποιητών κατά του δογματισμού των
«επαγγελματιών πρωτοπόρων». Η ιστορία του γαλλικού υπερρεαλισμού δίνει μια
εξαιρετικά ανάγλυφη εικόνα για τις διαστάσεις που προσέλαβε αυτή η διαμάχη: η
κομματική ένταξη κυρίως για τον Μπρετόν κατέληξε στη διαγραφή του και σε οξύτατη
πολεμική εναντίον του, ακόμη και από τέως συνοδοιπόρους,
όπως οι Ζωρζ Μπατάιγ, Ρευμόν Κενώ, Τριστάν Τζαρά, και προσέλαβε πρωτοφανή οξύτητα
μετά τον πόλεμο. Η προσεκτική ανάγνωση που ισχυρίζεται ότι επιχειρεί ο Καγιαλής,
τον οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πολλοί οραματισμοί του Εμπειρίκου φέρουν «ευδιάκριτη
τη σφραγίδα της φασιστικής φαντασίας» και δίνει μεταξύ άλλων τούτο το δείγμα: «ένας
λαός εν οργασμώ και εν όπλοις, ένας λαός ερωτικός και νέος, μια νέα φυλή...»
(Εντευκτήριο, σ. 75). Εδώ, μου δημιουργείται η εντύπωση ότι εκτός από την ιστορία
του γαλλικού υπερρεαλισμού, ο συγγραφέας αγνοεί και την ιδεολογία του φασισμού, για
τον οποίο ο έρωτας ήταν ένα ατελείωτο πεδίο απαγορεύσεων φυλετικού και κομματικού
χαρακτήρα, ενώ προφανώς ο Εμπειρίκος μιλά για τη «νέα φυλή» των «αγίων της μη
συμμορφώσεως», άκρως ερωτικών με την πιο υψηλή σημασία της λέξης, αφού σ' αυτούς
περιλαμβάνει και τους επαναστάτες και τους μεγάλους μυστικούς (Οκτάνα, σ. 36-39).
Σήμερα, μετά τα Άουσβιτς και τα Γκουλάγκ, όταν εξετάζει κανείς ζητήματα ιδεολογίας,
είναι σκόπιμο να διερευνά κυρίως τις στρατηγικές τής γραφής, για να δει ποιες
οδηγούν σε ουτοπικούς κήπους και ποιες σε στρατόπεδα. Ο Εμπειρίκος, στην πατρίδα
της σωκρατικής ειρωνείας, αξιοποίησε με τη γραφή του την ειρωνική παράδοση
επιλέγοντας την άρνηση κάθε δογματισμού και φανατισμού. Γι' αυτό, άλλωστε, τον
αγάπησαν άνθρωποι από τόσο διαφορετικούς χώρους, και μεταξύ τους άνθρωποι με
μακρόχρονη θητεία στην Αριστερά, και όσοι έστω για κάποια στιγμή της ζωής τους
μοιράστηκαν μαζί του το όνειρο της ουτοπικής του Οκτάνας.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ: Ρηξικέλευθο σχολείο ποιητών


ΦΡΑΓΚΙΣΚΗ ΑΜΠΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ Την ποίηση θα πρέπει να την δούμε «όχι ως μέσον εκφράσεως
μόνον, μα ακόμη ως λειτουργία του πνεύματος διηνεκή». Αυτόν τον αλλιώτικο ορισμό
για την ποίηση έδωσε ο Ανδρέας Εμπειρίκος, «από κορφής έως ονύχων ένας αλλιώτικος
άνθρωπος και ένας αλλιώτικος ποιητής», όπως έγραψε γι' αυτόν ο Δ. Π. Παπαδίτσας. Κι
αυτό το «αλλιώτικος» γίνεται αισθητό όχι μόνο όταν διαβάζουμε το ρηξικέλευθο,
πολύπλευρο και πολυσήμαντο έργο του, αλλά και όταν αντιμετωπίζουμε άλλα ζητήματα
της έρευνας, όπως αυτό της επίδρασης που άσκησε στους σύγχρονους και νεώτερούς του
ποιητές. Μία ανταύγεια ηχεί μία σταγόνα πλημμυρίζει και μία φωνή ανθεί (...) Η
ποίησις μεταγγίζεται στη ζωή και η ζωή στην ποίηση Αμούρ - Αμούρ Το ζήτημα της
επίδρασης του Εμπειρίκου δημιουργεί κατ' αρχήν ένα μεθοδολογικό πρόβλημα: ποιους
ποιητές θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και με ποια κριτήρια; Πιστεύω ότι δεν θα πρέπει
να περιοριστούμε στην ανίχνευση στοιχείων της εμπειρίκειας ποιητικής στο έργο των
νεώτερων, αλλά να σκεφτούμε γενικότερα τις μεγάλες καινοτομίες που εκόμισε ο
Εμπειρίκος στην τέχνη, και τις επιπτώσεις τους. Προς αυτή την κατεύθυνση μας
οδηγεί, άλλωστε, το ίδιο το υλικό: η ποίηση του Εμπειρίκου μοιάζει να έχει
λειτουργήσει σαν ένα σχολείο, στο οποίο θήτευσαν για διαφορετικούς λόγους πολύ
διαφορετικοί μεταξύ τους ποιητές, συχνά εντελώς διαφορετικού κλίματος. Αναμφίβολα,
η πρώτη και μεγάλη καινοτομία που εισήγαγε είναι ο υπερραλισμός, ο οποίος βρήκε,
έστω έμμεσα, τόσο μεγάλη απήχηση, γιατί ανταποκρινόταν στη βαθύτερη ανάγκη των
ποιητών της γενιάς του '30 για ριζική ανανέωση, και εντέλει απεδείχθη ότι ήταν «το
μόνο λυτρωτικό στοιχείο» που προσέφερε η λογοτεχνία, όπως προφητικά είχε γράψει ο
Τέλλος Άγρας το 1930. Όμως, για ποιον υπερρεαλισμό μιλάμε; Όχι βεβαίως μόνον γι'
αυτόν του Μπρετόν, του οποίου ελάχιστα ποιήματα ήσαν γνωστά από μεταφράσεις που
έκανε ο ίδιος ο Εμπειρίκος στη δεκαετία του '30 ας σημειωθεί ότι ακόμη και τα
μανιφέστα του υπερρεαλισμού μόνο στη δεκαετία του '70 μεταφράστηκαν στα ελληνικά.
Άλλωστε, θα πρέπει να τονίσουμε ότι τα ιδιαίτερα γνωρίσματα του υπερρεαλισμού στην
ποίηση, που κατά κανόνα οι γραμματολόγοι τα συνοψίζουν στη χρήση της συνειρμικής
γραφής, στην απουσία νοηματικής αλληλουχίας, στην τόλμη των εικόνων και μεταφορών,
ή ακόμη στην αξιοποίηση στοιχείων της ρομαντικής κληρονομιάς, όπως η διασάλευση των
ορίων μεταξύ ποίησης και πρόζας και η καταγραφή του υλικού των ονείρων, προϋπήρξαν
εν σπέρματι στο έργο άλλων ποιητών που προηγήθηκαν, όπως ο Γιώργος Σαραντάρης, ο
Νικόλαος Κάλας, ο Τάκης Παπατσώνης. Ας μου επιτραπεί να υποστηρίξω μια διαφορετική
πρόταση. Πιστεύω ότι όταν μιλάμε για υπερρεαλισμό στην Ελλάδα, μιλάμε βασικά για
τον υπερρεαλισμό, όπως τον εξέφρασε με τα γραπτά του ο Εμπειρίκος υιοθετώντας τη
φιλοσοφία αυτού του κινήματος, με την εξής όμως
σπουδαία ιδιαιτερότητα, η οποία από όσο γνωρίζω ισχύει ειδικά για τον τόπο μας: ο
Εμπειρίκος εμπλούτισε το υπερρεαλιστικό μάθημα της ανατροπής των παραδοσιακών
ποιητικών μορφών με μια ριζικά «αλλιώτικη» χρήση της νεοελληνικής γλώσσας,
αξιοποιώντας στο έπακρο τον πλούτο της, πέραν των ορίων δημοτικής και καθαρεύουσας,
κι έτσι έφτασε να δώσει ένα έργο πρωτεϊκό. Όπως παρατηρεί ο Δ. Π. Παπαδίτσας,
«πρώτος αυτός έδωσε τα τελευταία πενήντα χρόνια μια άλλη διάσταση στην ελληνική
γλώσσα. Την ανάσυρε με ανεμοστροβιλική ορμή μέσα από τα επικαλύμματα της φθοράς
της». Νομίζω ότι σ' αυτήν ακριβώς τη χρήση της γλώσσας οφείλεται η καταλυτική
γοητεία που άσκησε ο Εμπειρίκος, και όχι μόνο σε μια ποίηση των ελεύθερων συνειρμών
ή της «αυτόματης γραφής». Και η γλώσσα του απέκτησε πρόσθετη γοητεία, επειδή
χρησιμοποιήθηκε σε ένα ποιητικό πρόγραμμα ειρωνικό, που έθεσε ως στόχο την εκ
βάθρων διασάλευση του οπλοστασίου των γνωστών και δόκιμων ποιητικών θεμάτων και
μοτίβων, υποβάλλοντάς τα σε μια συστηματική δοκιμασία ανατροπής, θέσης και άρσης,
που οδηγεί σε μια νέα απροσδόκητη σύνθεση. Αρκεί η απλή αναφορά τίτλων ποιημάτων
όπως «Παρουσία αγγέλων εντός ατμομηχανής» ή «Λέοντες ωρυόμενοι επί του στήθους
παρθένου». Η μαγεία αυτής της γλώσσας, που κυριολεκτικά έδωσε νέα δυναμική σε
λέξεις τετριμμένες, ενώ ανέσυρε άλλες από την αχρηστία, είναι πιστεύω αυτή στην
οποία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό η απήχηση του εμπειρίκειου υπερρεαλισμού σε
παλιότερους και νεώτερους. Την ίδια γοητεία θα έχουν και οι νεότευκτες λέξεις που ο
ίδιος δημιούργησε, λέξεις από κάποια προμηθεϊκή εσπεράντο, που απέκτησαν
συνθηματική σημασία για τους νεώτερους, όπως η «Οκτάνα» ή ακόμη το εκρηκτικό εκείνο
«Ράγκα-παράγκα». Ο Ανδρέας Εμπειρίκος διατάραξε τις αναγνωστικές μας συνήθειες με
ποικίλους τρόπους και στρατηγικές, και πιστεύω πως μία από αυτές, που ίσως δεν έχει
επαρκώς τονιστεί, είναι η ειρωνική διάσταση, που ο Breton ονόμασε «μαύρο χιούμορ»,
και που εμφανίζεται με τη μορφή παρωδίας, απόκλισης από τις επίσημες εκδοχές
απεικόνισης της πραγματικότητας ή από τις καθιερωμένες αφηγήσεις της ιστορίας, της
μυθολογίας κ.λπ. Πρόκειται για ένα χιούμορ που μας αποκαλύπτει, όπως η ειρωνεία του
Σωκράτη, τη φτώχεια των βεβαιοτήτων μας και δρα επαναστατικά στη σκέψη μας. Πιστεύω
ότι με αυτό το ειρωνικό πνεύμα ο Εμπειρίκος αντιμετώπιζε και το ζήτημα της
«παράδοσης». Αναμφίβολα, τον ενδιέφερε η τύχη τού
υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, πιστεύω όμως πως αυτό που κυρίως τον απασχολούσε, ήταν η
ελευθερία του πνεύματος, και αυτό εν κατακλείδι δηλώνει η στάση του στο ζήτημα της
δικής του πνευματικής κληρονομιάς και των «προγόνων» του, όπως την διατύπωσε ο
ίδιος δίνοντας έναν κατάλογό τους στο ποίημα «Οι Μπεάτοι ή της μη συμμορφώσεως οι
άγιοι». Αρκεί να διαβάσει κανείς τα ονόματά τους, για να αντιληφθεί ότι ο
Εμπειρίκος ήταν προπάντων ανοιχτός στις φωνές των μεγάλων δημιουργών. Σύμφωνα με τα
παραπάνω, η επίδραση του Εμπειρίκου θα πρέπει να αναζητηθεί στους ποιητές που
θήτευσαν σ' αυτό το αλλιώτικο ποιητικό πρόγραμμα. Πρώτοι ήσαν εκείνοι που
αποτέλεσαν τον στενότερο κύκλο του, και εδώ θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τους Νίκο
Εγγονόπουλο, Οδυσσέα Ελύτη, Νικόλαο Κάλας, Μάτση Χατζηλαζάρου, Νάνο Βαλαωρίτη, Νίκο
Γκάτσο, Μίλτο Σαχτούρη, Δ.Π. Παπαδίτσα, Έκτορα Κακναβάτο, Γιώργο Λίκο, Αντώνη
Βουσβούνη, Ε.Χ. Γονατά. Εξετάζοντας το έργο αυτών των ποιητών, διαπιστώνουμε ότι
ενώ αφομοίωσαν το υπερρεαλιστικό μάθημα, παράλληλα διαμόρφωσαν ένα εντελώς
προσωπικό ύφος. Και αυτό ακριβώς δείχνει πόσο ξένος ήταν ο Εμπειρίκος προς το
πνεύμα του «σχολάρχη». Διαθέτουμε, άλλωστε, πλήθος μαρτυριών που μας πληροφορούν
ότι ο Εμπειρίκος, άνθρωπος βαθιά αντιδογματικός, δεν ενδιαφερόταν να «διδάξει»,
αλλά να εμπνεύσει, να ενθαρρύνει, να ενισχύσει ηθικά τους ομοτέχνους τους με
ασύγκριτη γενναιοδωρία αρκεί να θυμηθούμε τα δύο υμνητικά κείμενα που έγραψε για
τον Νίκο Εγγονόπουλο. Προσπάθησα να δείξω ότι την επίδραση του Εμπειρίκου θα πρέπει
να την αναζητήσουμε όχι μόνο σε έναν τρόπο διαχείρισης των εκφραστικών μέσων, αλλά
σε μια πνευματική στάση ελεύθερη, δημιουργική, βαθύτερα ποιητική. Αν, όμως, θέλαμε
οπωσδήποτε να καταρτίσουμε έναν κατάλογο εκείνων που δέχτηκαν την επίδρασή του, θα
διαπιστώναμε ότι ο κατάλογος αυτός θα έπρεπε να είναι εξαιρετικά μακρύς. Αν σ'
αυτόν περιλάβουμε τους «νεοϋπερρεαλιστές» ή και τους «μεταϋπερρεαλιστές», θα
βλέπαμε ότι είναι «λίγο πολύ σχεδόν όλοι οι αξιόλογοι της πρώτης μεταπολεμικής
γενιάς», όπως παρατηρεί ο Αλεξ. Αργυρίου, συστηματικός μελετητής των Ελλήνων
υπερρεαλιστών. (Διαδοχικές αναγνώσεις Ελλήνων υπερρεαλιστών, σ. 245). Σ' αυτούς θα
πρέπει να προστεθούν και πολλοί ποιητές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς. Όσο για
τους νεώτερους, ο Κώστας Παπαγεωργίου παρατηρεί ότι «ο υπερρεαλισμός εντοπίζεται,
σποραδικώς, στην ποίηση αρκετών, αν όχι όλων των ποιητών της γενιάς του '70,
ποικιλοτρόπως» (Η γενιά του '70, σ. 91). Φυσικά, θα έπρεπε να προσθέσουμε και
αυτούς που τον επικαλούνται άμεσα με κείμενα και αφιερώσεις, όπως οι Δημήτρης
Καλοκύρης, Μ.Φ. Δραγούμης, Ντίνος Σιώτης, Θανάσης Τζούλης, Γιάννης Κακουλίδης,
Γιάννης Βαρβέρης, Σπύρος Κανιούρας και πολλοί άλλοι. Την επίδραση του Εμπειρίκου θα
μπορούσαμε να την αναζητήσουμε επίσης σε ορισμένους τουλάχιστον από τους ποιητές
που εμφανίστηκαν τα χρόνια της δικτατορίας και χρησιμοποίησαν έντονα το στοιχείο
της σάτιρας το φαινόμενο επεσήμανε σε μια οξυδερκή μελέτη της η Νόρα Αναγνωστάκη (Η
Συνέχεια, 4, 1973). Βεβαίως, η παράδοση της σάτιρας και του αυτοσαρκασμού είναι
παλιότερη και μας παραπέμπει ειδικότερα στον Καρυωτάκη, αλλά νομίζω ότι πολλοί από
εμάς τους νεώτερους μπορέσαμε να διαβάσουμε και να σκεφτούμε αλλιώς αυτή την
παράδοση χάρη στη θητεία μας στο ανατρεπτικό «μαύρο χιούμορ» του Εμπειρίκου και του
Εγγονόπουλου. Όλα τα παραπάνω, και ειδικά το στοιχείο της ειρωνείας, θα πρέπει να
τα συσχετίσουμε με τη δεύτερη ιδιότητα του Εμπειρίκου, αυτήν του ψυχαναλυτή.
Άλλωστε, στον υπερρεαλισμό πήγε διαμορφωμένος, με προβληματισμούς και αναζητήσεις
που σχετίζονταν με την ψυχαναλυτική θεωρία και πρακτική. Και είναι νομίζω βασικό
εδώ να τονιστεί ότι ο Εμπειρίκος μία από τις ελάχιστες περιπτώσεις υπερρεαλιστή και
ψυχαναλυτή διεθνώς προσπάθησε να δείξει εμπράκτως, με τα γραπτά του, μια εφαρμογή
της θεωρίας, συγκεκριμένα τη σχέση λόγου και ασυνείδητου και τη σημασία της στο
επίπεδο της τέχνης, με κείμενα που επιχειρούν ιλιγγιώδεις ανασκαφές στο υπέδαφος
της ανθρώπινης κατάστασης και στο αχανές πεδίο της επιθυμίας. Στο σημείωμα αυτό
προσπάθησα να επισημάνω τις περιοχές εκείνες στις οποίες θα πρέπει να ανιχνεύσουμε
την κληρονομιά του Εμπειρίκου, όμως φοβούμαι ότι είναι πολύ περισσότερες.
Παραδείγματος χάριν, δεν θα έπρεπε να μείνουν απέξω παλιά και νεώτερα περιοδικά,
όπως το Τετράδιο, η Πρώτη Ύλη, το Πάλι, το Τραμ, το Παντέρμα, κι ακόμη ένας
ζωγράφος όπως ο Αλέξης Ακριθάκης ή ένας τραγουδοποιός όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος.
Πιστεύω εντέλει πως πρέπει να ξανασκεφτούμε αυτό που εκόμισε ο Εμπειρίκος στην
πνευματική ζωή του τόπου μας, και να σταθμίσουμε το βασικότερο, πόσο καταλυτικά
έδρασαν οι καινοτομίες που εισήγαγε, έξω από τα όρια μιας σχολής. Η Φραγκίσκη
Αμπατζοπούλου είναι καθηγήτρια φιλολογίας στο ΑΠΘ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ:Το λεξικό του προσωπικού του Σύμπαντος
ΜΙΚΕΛΑ ΧΑΡΤΟΥΛΑΡΗ Αυτοβιογραφία ο Εμπειρίκος δεν έγραψε ποτέ, παρότι η ζωή του είχε
όλα τα στοιχεία που θα την καθιστούσαν συναρπαστική. Θέλησε να προχωρήσει ωστόσο σε
κάτι πολύ πιο σύνθετο και πιο φιλόδοξο από μια αυτοβιογραφία: στο Λεξικό του
προσωπικού του Σύμπαντος. Αυτό το Λεξικό άρχισε να το συνθέτει στα μέσα της
δεκαετίας του '50 και από το 1970 αποτελεί το μοναδικό δημιουργικό του έργο, που
μένει όμως στη μέση. Το μόνο γνωστό ώς τώρα λήμμα είναι το κείμενο για τον πατέρα
του (βλ. «Πέταλο» του Δ. Πολέμη). Τα «ΠΡΟΣΩΠΑ» «ανοίγουν», λοιπόν, σήμερα το Λεξικό
του Εμπειρίκου φέρνοντας στο φως ορισμένα από τα πιο σημαδιακά λήμματά του. Καλή
είναι η Ιωλκός. Αλίμονο όμως στους πνευματικούς ανθρώπους αν δεν τους συγκινούν και
οι Κολχίδες. Η παρατεταμένη ακινησία είναι άκρως ανθυγιεινή Προσωπική
Εγκυκλοπαίδεια Όπως διευκρινίζει ο γιος του συγγραφέα, Λεωνίδας, «αρχή και έναυσμα
της συγγραφής του υπήρξε η ψυχαναλυτική του πρακτική, συνδυαζόμενη με την
αναμόχλευση των αισθημάτων που του προκάλεσε η τρομακτική γι' αυτόν σύλληψή του από
την ΟΠΛΑ. Το Λεξικό αυτό θα κατέληγε να είναι ένα κατεξοχήν φιλοσοφικό κείμενο με
ποιητική χροιά. Η συγκρότησή του ήταν μια δυναμική διαδικασία, πηγή εσωτερικών
συγκρούσεων παράλληλη με το ποιητικό και πεζογραφικό έργο του. Αποτελεί ίσως μια
συνέχεια του "Our dominion beyond the seas", διότι είναι μαζί ανάλυση της ποιητικής
του, των κοινωνικοφιλοσοφικών του πεποιθήσεων, των αναγνώσεών του, αλλά και ένα
ταξίδι στη θάλασσα των προσωπικών του αναμνήσεων». Όπως προκύπτει άλλωστε από τα
σχεδιάσματά του, είχε υπόψη του να γράψει λήμματα για τον Ίμπν Διν΄σ, τον
Μαϊμονίδη, τον Μπέμε, τον Μαρξ, τον Λένιν, τον Τρότσκι, τον Π. Πουλιόπουλο, τον
Καντ, τον Έγελο, τον Κίρκεγκααρντ, τον Νίτσε, τον Φρόυντ, τον Φερέντζι και τον
Βίλχελμ Ράιχ, τον Τολστόι (υπάρχουν ήδη γραμμένες 20 σελίδες), τον
Ρεμπώ, τον Ουίτμαν, τον Μέλβιλ, τον Χώθορν, τον Σικελιανό, τον Ελύτη, και άλλους
νεώτερους κ.ο.κ. Θα εξηγούσε επίσης όλες τις κομβικές λέξεις του έργου του, θα
μιλούσε για τόπους και αντικείμενα, π.χ. θα περιελάμβανε το λήμμα «φωτογραφική
μηχανή» και ξεχωριστά λήμματα για κάθε μοντέλο (όπως η Leica) που εκείνος
χρησιμοποιούσε, περιγράφοντάς τα σαν έμβια όντα. Δυστυχώς δεν πρόλαβε να γράψει
περισσότερα από τριάντα λήμματα. Αερόστατον. Συσκευή στηριζομένη στατικώς εις τον
αέρα ως εκ της κατά την αρχήν του Αρχιμήδους ανώσεως. Αποτελείται από σάκκον ο
οποίος περιέχει αέριον ειδικώς ελαφρότερον του ατμοσφαιρικού αέρος και από το
οποίον εξαρτάται η λέμβος η φέρουσα τους επιβάτες. Τα αερόστατα χρησιμοποιούνται
υπό τρεις μορφάς: ελεύθερα, δέσμια και πηδαλιουχούμενα ή αερόπλοια... (Επίτομον
Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ελευθερουδάκη). Από τα παιδικά μου χρόνια μέχρι σήμερον τα
αερόστατα (εννοώ τα ελεύθερα) με μαγεύουν. Είναι κατασκευάσματα, δι' εμέ, ποιητικά.
Συμβολίζουν δε, όχι μόνον την δυνατότητα της ανέτου άνωθεν εποπτείας, όχι μόνον την
προς τα άνω φοράν, αλλά και την πλέον αδέσμευτον ελευθερίαν, την ελευθερίαν που
παρέχει εις τον άνθρωπον η μη εξάρτησίς του από ξένας δυνάμεις, ξένας θελήσεις ή
από μηχανάς. Το αίσθημα τούτο τα «βαρύτερα του αέρος» δεν το δίδουν. Ένα ταξίδι με
αερόστατον γίνεται μέσα στην φύσι και με μιαν αμοιβαιότητα αγαθών ή αρμονικών
σχέσεων ανθρώπων και συσκευών, και, τρόπον τινά, εν «συνεργασία» με την φύσιν, ενώ
τα αεροπλάνα (βαρύτερα του αέρος) ενεργούν ή κινούνται συνεχώς εναντίον της φύσεως,
την οποίαν τείνουν πάντοτε εχθρικώς, εν μέσω δαιμονιωδών θορύβων και άγχους
καταθλιπτικού να υπερνικήσουν, ώστε να δυνηθούν να κινηθούν και «εν εχθρότητι» να
επιζήσουν. Είναι ευνόητον, κατά συνέπειαν, ότι εις το διήγημά μου «Αργώ ή Πλους
Αεροστάτου» δίδω εις το ίδιον το αερόστατον «Αργώ» θέσιν και σημασίαν ήρωος εις το
πλευρόν των επιβαινόντων αυτού τριών άλλων ηρώων: του Ρώσσου ναυάρχου Βλαδιμήρου
Βιερχόι, του Άγγλου καθηγητού της αστρονομίας λόρδου Ώλμπερνον, του Γάλλου πρώην
αντισυνταγματάρχου και μετέπειτα εξερευνητού της Αφρικής Ερνέστου Larue-Nancy,
καθώς και των τριών άλλων σημαντικών προσώπων του διηγήματος: του Πέντρο Ραμίρεθ,
της κόρης του Καρλόττας και του ινδομιγούς ζωεμπόρου Pablo Gonzalez. Εδώ πρέπει να
προσθέσω ότι και σήμερον ακόμη ξεφυλλίζω και ευχαρίστως ξαναδιαβάζω του Ιουλίου
Βερν το πρώτο εκδοθέν
μυθιστόρημα «Πέντε εβδομάδες σε αερόστατο». Ίσως, το θαυμάσιο αυτό βιβλίο να με
εμύησε πρώτο-πρώτο στα μυστικά των αεροστατικών συσκευών, πολύ πριν γνωρίσω και από
άλλα διαβάσματα τι είναι τα «ελαφρότερα του αέρος» και ποια η γοητεία των σφαιρικών
αεροστάτων και της ελευθέρας (ουχί μηχανοκινήτου) αεροπλοΐας. Αλληλούια. Χαρμόσυνος
δοξολογική εκφώνησις, προερχομένη εκ της Εβραϊκής (αλλέλ-ου-για=αινείτε τον Θεόν)
(Επίτ. Εγκ. Λεξ. Ελευθ.). Η δοξαστική αυτή λέξις (όπως και τα επιφωνήματα «Δόξα»
και «Ωσαννά») με συγκινεί βαθύτατα. Εκφράζει κατά συνταρακτικόν τρόπον το
ισχυρότατον εκείνο συναίσθημα της εσωτερικής «ανώσεως» που, τόσον εντός όσον και
εκτός των πλαισίων της θρησκευτικής εξάρσεως, φέρνει πανηγυρικώς στα χείλη την ψυχή
τού εν εξάρσει διατελούντος ανθρώπου, του έχοντος επιτακτικήν ανάγκην να εκφράση
την εσωτερικήν του «άνωσιν», αγαλλίασιν ή ευφορίαν. Αλλέλ-ου-για και Οκτάνα. Είναι
ο τίτλος μιας ανεκδότου συλλογής ποιημάτων μου εις πεζόν λόγον. Τα ποιήματα αυτά
εγράφησαν μεταξύ του 1957 και του 1966. Πιστεύω ότι πολλά εξ αυτών είναι εκ των
καλυτέρων μου και εκ των πλέον σημαντικών από απόψεως μορφής και περιεχομένου,
εκφράζουν δε κατά τον πλέον άμεσον τρόπον την ιδιοσυγκρασίαν μου, το πνεύμα μου, τα
αισθήματά μου και πολλάς ιδέας μου. Αργώ. Το πλοίον του Ιάσονος διά του οποίου
εξετελέσθη ο περίφημος πλους των Αργοναυτών από της Ιωλκού εις την Κολχίδα (Επίτ.
Εγκ. Λεξ. Ελευθ.). Αργώ. Μυθιστόρημα του Γιώργου Θεοτοκά. Το βιβλίο αυτό είναι εκ
των ολίγων (αν λάβουμε υπ' όψιν μας την εποχή που εγράφη) που σημειώνουν ένα σταθμό
στην εξέλιξι της νεοελληνικής πεζογραφίας. Συνετέλεσε, σε όχι μικρό βαθμό, να
ελευθερωθή (τουλάχιστον εν μέρει) η ελληνική πρόζα από τον κλοιόν της ασφυκτικής
και πολύ συχνά ανούσιας μικροηθογραφίας, καθώς και από την κοντόφθαλμη και
στενόκαρδη προσήλωσι σε θέματα αποκλειστικώς και σωβινιστικώς λαογραφικά.
Διαβάζοντας το βιβλίο αυτό, τότε που πρωτοκυκλοφόρησε, είχα το αίσθημα ότι ο
συγγραφεύς προσπαθούσε, όχι μόνο με το μυαλό του μα και με το συναίσθημά του να
ανοίξει τα παράθυρα και τις κλειδομανδαλωμένες πόρτες του τόπου μας, ότι ποθούσε να
διευρύνει τους ορίζοντες της εποχής εκείνης, ώστε ο ελληνικός χώρος να ημπορή
να δέχεται περισσότερον καθαρόν, και, θα πω, ζείδωρον αέρα, περισσότερες
συναντήσεις, διασταυρώσεις και ευεργετικές ανταλλαγές, ερχόμενος εις πλέον άμεσον
επικοινωνίαν με ανθρώπους και ρεύματα διαφορετικών προελεύσεων, ιδεών και τόπων. Με
συνεκίνησε πολύ την εποχή εκείνη η «Αργώ» του Γιώργου. Με ύφος σταθερά λαγαρό και
εύρυθμο, με πνεύμα καθαρό και φιλελεύθερο, είπε άλλα πράγματα, διαφορετικά και με
διαφορετικό τρόπο, από τα κοινά και τετριμμένα. Μολονότι ήμουν και είμαι τελείως
διαφορετικού προσανατολισμού και άλλης πνευματικής γαλουχήσεως άνθρωπος, μου άρεσε
το νεανικό αυτό βιβλίο του Θεοτοκά, όπως μου άρεσε πάντοτε και η τιμιότης του, η
ειλικρίνεια, η ευγένεια και η probité intellectuelle του καλού εκείνου φίλου. Πριν
κλείσω τούτη την περί της «Αργούς» του Θεοτοκά παράγραφο, θέλω να προσθέσω ακόμη
ολίγα λόγια. Καλή είναι η Ιωλκός, καλή και θαυμαστή. Αλλοίμονο όμως στους
πνευματικούς ανθρώπους, αν δεν τους συγκινούν και οι Κολχίδες. Καλόν είναι να
ενθυμούμεθα ότι τα λιμνάζοντα ύδατα, όπως και η παρατεταμένη ακινησία που γεννά
λογής λογής αγγυλώσεις, είναι πολύ επικίνδυνη και άκρως ανθυγιεινή! Αργώ ή Πλους
Αεροστάτου. Διήγημα ιδικό μου, τελείως άσχετο με την «Αργώ» του Θεοτοκά. Το διήγημα
αυτό το ετελείωσα κατά τον φοβερόν εκείνο Δεκέμβριο του 1944, ενώ ηκούοντο
νυχθημερόν πυκνοί πυροβολισμοί και οι εκρήξεις των οδομαχιών στην αιματοκυλισμένη
Αθήνα, λίγες ημέρες πριν με συλλάβουν, τελείως άδικα, ως όμηρο ή, μάλλον, ως
απεδείχθη αργότερα, ως προγεγραμμένον άνθρωπο, οι άνδρες του Ε.Λ.Α.Σ. Άλπεις (...)
Και όμως εγώ που γράφω τούτες τις γραμμές, δοξάζοντας τις Άλπεις, δεν είμαι
βουνίσιος άνθρωπος. Είμαι, θαρρώ, μάλλον άνθρωπος των πεδιάδων και των
ακροθαλασσίων περιοχών. Είναι αλήθεια όμως, ότι δεν υπάρχει στον κόσμον ύπαρξις
απόλυτα μονόχυτη ή μονολιθική. Μέσα στις αντιθέσεις μας ζούμε την ζωή μας,
δημιουργώντας, έτσι, την εκ των αντιθέσεων αυτών νέαν σύνθεσιν, την ανασύνθεσίν
μας, τουτέστι την ύπαρξίν μας την καθημερινήν, την τόσο διαφορετικήν από την
χθεσινήν, την τόσον διαφορετικήν από την σύνθεσιν τής αύριον, την τόσον όμως,
πάντοτε, ταυτόσημα ιδικήν μας. Και τώρα, χωρίς να ψάχνω το γιατί ούτε το πώς, καθώς
συνεχίζω τις γραμμές αυτές, με το θεσπέσιον όραμα των ελβετικών βουνών (Aiger!
Jungfrau! Matterhorn!) μπροστά μου, τελειώνοντας τούτο το περί Άλπεων λήμμα, εγώ, ο
άνθρωπος των πεδιάδων και των προσθαλασσίων
περιοχών, έχων στο νου μου το χρώμα που παίρνουν απ' τον ήλιο οι χιονισμένες
κορυφές, και, ταυτοχρόνως, ενθυμούμενος έναν στίχον του Mallarmé καθώς και τον
«Αλληλούια» απ' τον «Μεσσία» του Χαίντελ, αναφωνώ εν κατακλείδι: «Azur! Azur!» και
«Alpenrose!» Και τώρα και πάντα Αλληλούια! Αλέξανδρος ο Μέγας. (...) Αλήθεια, όμως,
τι να πει κανείς για τον Αλέξανδρο; Διαβάζοντας τον Ντρόυζεν και τον Παπαρρηγόπουλο
και άλλους πιο προσφάτους ιστορικούς ή σκεπτόμενος, ο ίδιος τα καθέκαστα του βίου
και της δράσεώς του, πολλές φορές είχα το αίσθημα ότι ο απίστευτος αυτός άνδρας
ήλθε στον κόσμο κοινή συναινέσει όχι μόνο των Ολυμπίων, μα όλων των θεών εν γένει,
για να επιτελέση τα αφάνταστα κατορθώματά του (...). Δεν ήλθε όμως ο Αλέξανδρος
κοινή συναινέσει μόνον των θεών. Θα έλεγε κανείς ότι ήλθε εις τον κόσμον και με την
συγκατάθεσιν της Μοίρας, που διέπει όχι μόνον τα επί μέρους της ζωής, αλλά και την
συμπαγή καθολικότητα όλων των πραγμάτων, διότι τις οίδε πώς η Μοίρα ως εκ θαύματος
εδέχθη (διά βραχύ, φευ, διάστημα) ότι θα ημπορούσε, επιτέλους, να θριαμβεύση
ολόκληρη η ανθρωπότης, οδηγούμενη, άνευ ορίων άνευ όρων, από έναν αλληλέγγυον με το
σύνολόν της εξαιρετικόν μέγαν Ταγόν, να θριαμβεύση λέγω, επιδιώκουσα υπό την
ηγεσίαν του, μαζί του, μιαν άνευ προηγουμένου ολοκλήρωσιν παγκοσμίου ευτυχίας, αντί
να ευνοούνται από την Μοίραν, ως εκλεκτοί λαοί, πότε ο ένας και πότε ο άλλος, εις
βάρος των υπολοίπων λαών της Οικουμένης, και τούτο προς αξιοποίησιν των δυνατοτήτων
όλων των ανθρώπων, και προς μεγίστην δόξαν και αγαλλίασίν των, εις το διηνεκές και
εν παντί. Βενιζέλος. (...) Παρ' όλα ταύτα δεν έπαυσα να θαυμάζω τον Ελευθέριο
Βενιζέλο, ακόμη και όταν, μετά μιαν περίοδον εντόνου προσηλώσεώς μου εις τον
Τολστοϊσμόν (βλ. λ. Τολστόι και Ανδρέας Εμπειρίκος) εστράφην, αργότερα, προς τας
σοσιαλιστικάς θεωρίας, που με εκράτησαν επί ένα αρκετά μεγάλο διάστημα υπό την
γοητείαν των διεθνιστικών και αταξικών ιδεωδών των. Και τότε ακόμη δεν ελησμόνησα
τον Βενιζέλο και την Φιλελευθέρα καταγωγή μου ούτε υπέκυψα ποτέ εις αποπείρας
προσηλυτισμού μου εις αντιδραστικάς ή ανελευθέρας ιδέας. Βρήκα έναν τρόπο προσωπικό
να προχωρήσω, εξελισσόμενος ιδεολογικώς και φιλοσοφικώς, πολύ φυσικά νομίζω, προς
νέους προσανατολισμούς, μη δυνάμενος εξ ιδιοσυγκρασίας να παραδεχθώ καμιάν
πνευματικήν στασιμότητα, αδράνειαν και αποτελμάτωσιν ή τα ποικίλα αντιδραστικά
«τερτίπια» ή «μασκαρέματα», και τούτο χωρίς να δέχομαι καμίαν
κομματικήν υποδούλωσιν ή οιονδήποτε άλλον ιδεολογικόν, κοινωνικόν ή ηθικόν
κομφορμισμόν. Έτσι, έφθασα εις το σημείον εις το οποίον ευρίσκομαι σήμερα (1969) μη
δεχόμενος ποτέ κανένα παζάρευμα καθώς και καμίαν επιταγήν, που να απάδη ή να
συγκρούεται με τας ιδέας μου. Εάν, όμως, έπαυσα προ πολλού να είμαι κομματικώς
φιλελεύθερος, ουδέποτε έπαυσα να είμαι συναισθηματικώς «βενιζελικός» τουτέστι
άνθρωπος που δεν λησμονεί τι οφείλει η Ελλάς και, κατά συνέπειαν, εις έκαστος εξ
ημών των Ελλήνων ατομικώς εις τον άνδρα αυτόν, που, κατά την γνώμην μου, χωρίς την
παραμικράν υπερβολήν, είναι ισάξιος του Περικλέους, μεγαλοφυής πολιτικός, αληθινός
εθνάρχης και μέγας ταγός. (...) Ναι. Ο Βενιζελισμός, που ποτέ δεν υπήρξε δι' εμέ
τέρμα, αλλά, πάντοτε, φωτεινή και ευοίωνη αφετηρία, είναι αναμφισβητήτως η χρυσή
κολυμβήθρα εις την οποίαν ανεβαπτίσθη και απέκτησε νέα πτερά, νέαν ορμήν, νέαν
συνείδησιν και νέες δυνατότητες (ασχέτως παντός διαφορετικού, εν τω μέλλοντι,
προσωπικού ιδεολογικού προσανατολισμού) το γένος των Ελλήνων. Κηφισιά, 25/3/1969 Ο
κορυδαλλός ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ: «Ο πατέρας μου δεν μου προκαλούσε δέος» Γλυκά
θροΐζουν γύρω μου τα δένδρα Τι υψηλός και αίθριος που είναι ο ουρανός Μες' την ψυχή
μου το ουράνιο τόξο και στην καρδιά μου μέσα στιλπνός πασίχαρος κορυδαλλός λαλεί ο
μικρός μου γιός «Ο πατέρας μου ήταν το αντίθετο του κοσμικού. Του άρεσε το καλό φαΐ
αλλά δεν έπινε πολύ, κάπνιζε όμως, σαν φουγάρο. Ήταν και καλός καβαλλάρης είχε
μάθει να ιππεύει στην Κριμαία. Και θυμάμαι στα παιδικά μου χρόνια, όταν βρισκόμαστε
στην Άνδρο η ειρωνεία είναι ότι δεν είχαμε ποτέ σπίτι εκεί πόσο μου άρεσε που με
ανέβαζε μαζί του στο γαϊδούρι. Οι δρόμοι και τα αυτοκίνητα σπάνιζαν...». Είναι ο
43χρονος σήμερα γιος του Ανδρέα Εμπειρίκου, Λεωνίδας, που φωτίζει την ανεξερεύνητη
σχέση του ποιητή με την αμερικανική λογοτεχνία μια λογοτεχνία που ανακαλύφθηκε
μαζικά στην Ελλάδα μετά
τη χούντα και καταθέτει στα «ΠΡΟΣΩΠΑ» τη δική του εικόνα για τον πατέρα του με τον
οποίο είχε στενότατη σχέση. Από την πρώτη του εφηβεία, ο Λεωνίδας παρευρισκόταν σε
όλες τις πολύωρες φιλοσοφικές ποιητικές συζητήσεις με φίλους συγγραφείς και
καλλιτέχνες που γίνονταν συχνά στο σπίτι τους και μαζί έκαναν πάμπολλα ταξίδια και
γύρισαν απ' άκρη σ' άκρη την Ελλάδα. «Υπάρχει», λέει, «διάχυτη η εντύπωση ότι ο
πατέρας μου συνδεόταν κυρίως με τη Γαλλία και τη γαλλική γλώσσα (εκεί έκανε
ψυχανάλυση, εκεί συναντήθηκε με τον υπερρεαλισμό), όμως η σχέση του με την αγγλική
γλώσσα και την αγγλική λογοτεχνία είναι πολύ σημαντική ως στοιχείο που συγκροτεί το
έργο και την προσωπικότητά του. Άλλωστε έμαθε αγγλικά πριν από τα γαλλικά. Νομίζω
ότι το πρώτο έναυσμα για την επαφή του με την ποίηση, το δίνουν, πλην των Ελλήνων
ποιητών της εποχής του κυρίως του Παλαμά , ο Μίλτων, ο Ουίλιαμ Μπλέικ και οι Άγγλοι
ρομαντικοί τούς οποίους γνώριζε πολύ καλά (ιδίως τον Σέλεϋ και τον Κητς), όπως
εξάλλου γνώριζε και τους Άγγλους φιλοσόφους και τους φιλελεύθερους του 19ου αιώνα
(π.χ. τον Τζων Στιούαρτ Μιλ) ή τους οικονομολόγους του 20ού (π.χ. τον Κέυνς). Ο
αγγλικός μοντερνισμός (Έλιοτ, Πάουντ κ.ά.) δεν τον γοήτευε καθόλου, καθώς ήταν
τελείως ξένος προς την ποιητική του ιδιοσυγκρασία, τόσο από άποψη ιδεολογική όσο
και από άποψη λόγου. Αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να λατρεύει τον κύκλο των
Λονγκφέλοου (απ' όπου και το δάνειο του ονόματος της Ευαγγελικής ηρωίδας του
«Ανατολικού») transendentalists (υπερβατικών) Χώθορν, Μέλβιλ, Θορώ όπως επισήμανε
και στις έρευνές της η Μαρία Μαργαρώνη, και να παρακολουθεί την αμερικανική και την
αγγλική λογοτεχνία, τους "Μπητ", αλλά και τον Ντύλαν Τόμας, ώς και τον Μπέριμαν,
μέχρι τον θάνατό του. Η στενή φιλία του με τον Νάνο Βαλαωρίτη ενθάρρυνε πολύ αυτόν
τον "διάλογο", αλλά δεν ήταν ο μόνος λόγος για τον οποίο τον συγκινούσαν αυτοί οι
συγγραφείς. Υπάρχει και ένα πολιτικό στοιχείο που εξηγεί αυτή την έλξη. Είναι το
στοιχείο της ουτοπίας σε μερικούς και της αέναης κίνησης προς το άπειρο σε άλλους.
Μέσω αυτών άλλωστε των κινημάτων άρνησης της κοινωνικής συμβατικότητας προσεγγίζει
ιδεολογικά στη δεκαετία του '60 την Αριστερά. Μία Αριστερά αμερικανικής ή αγγλικής
ιδιοσυστασίας που δεν είναι συνδεδεμένη με την αιματηρή βία των πολέμων εμφυλίων
και μη και της γερμανικής Κατοχής στην ηπειρωτική Ευρώπη, μία βία της οποίας ο
ίδιος είχε υπάρξει θύμα. Ο "Μέγας Ανατολικός" είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα καθώς
αποτυπώνει την επένδυση των ελπίδων του σε έναν νέο κόσμο, που δεν
είναι φυσικά η Αμερική του Μακαρθισμού, της Χιροσίμα ή της Κορέας, αλλά η Αμερική
του 19ου αιώνα, του Μπρουκ Φαρμ και των "Αγωνιστών των Πολιτικών Δικαιωμάτων",
πράγμα που φαίνεται και από τη συζήτηση των ηρώων του μετά τη διάλεξη του μορμόνου
Χιραμ Ουάιτ. Εγώ θυμάμαι, άλλωστε, τον πατέρα μου να λέει "στα νιάτα μου ήμουν
σοσιαλιστής", όπως τον θυμάμαι να μιλά και για το «μεγαλείον του Λένιν και του
Τρότσκι». Το ποίημα «Τα Ρήματα» της Οκτάνας δηλώνει την επανενσωμάτωση της ιδέας
της πολιτικής δράσης στο έργο του. Τα τελευταία χρόνια άλλωστε μελετούσε
επισταμένως τον Βίλχελμ Ράιχ που εξέφραζε τον συγκερασμό μαρξισμού και ψυχανάλυσης.
... Όχι. Ο πατέρας μου δεν μου προκαλούσε δέος. Δεν με βάραινε ως προσωπικότητα. Με
βάραινε το ότι αυτός βάρυνε κατά την περίοδο της χούντας. Κατέρρευσε λόγω της
αποπνικτικής πολιτικής και κοινωνικής ατμόσφαιρας της Ελλάδας των συνταγματαρχών,
αλλά και λόγω της πλήρους απομόνωσης στην οποία οδηγήθηκε. Η καλύτερη, η πιο
δημιουργική εποχή του τελείωσε τότε». «Σε χαιρετώ Γερο-Ωκεανέ» Στη διάρκεια της
δεκαετίας του '30 ο Ανδρέας Εμπειρίκος είχε μία στενότατη φιλία και σχέδια
συνεργασίας με τον Νίκο Καλαμάρη (Νικόλαο Κάλας), φύση πολυτάλαντη και
επαναστατική, ποιητή γνωστό με το ψευδώνυμο Νικήτας Ράντος, που εγκατέλειψε την
Ελλάδα το 1938 και διέπρεψε πρώτα στη Γαλλία και έπειτα στην Αμερική ως αριστερός
διανοούμενος θεωρητικός του υπερρεαλισμού και τεχνοκριτικός. Γι' αυτόν τον φίλο,
σύντροφο και συνοδοιπόρο που έχασε, ο Εμπειρίκος συνέθεσε το 1940 ένα αριστοτεχνικό
ποιητικό πορτρέτο μέσα από το οποίο, σαν να επρόκειτο για το μοντέλο του Καλού
Κ'αγαθού, προκύπτει και το δικό του ιδανικό για μια προσωπικότητα. Αυτό το
πορτρέτο, ο Εμπειρίκος το είχε εντάξει στα «Τεκταινόμενα», οπότε ακολούθησε την
τύχη αυτής της σύνθεσης που δεν ολοκληρώθηκε η επεξεργασία της και έμεινε ανέκδοτο.
Τα «ΠΡΟΣΩΠΑ» το παρουσιάζουν για πρώτη φορά σήμερα, στην πρώτη και οριστική εκδοχή
που φέρει ημερομηνία 21/2/1940. Ο Νικόλαος Κάλας αναφέρεται με το όνομα που του
είχαν δώσει οι φίλοι του: Ιβάν. (...) «Μα ας έλθω τώρα στον Ιβάν που ανέφερα προ
ολίγου. Τι σύμπτωσις! Είναι και αυτός ταξειδευτής. Από μικρός εγνώρισε την θάλασσα
και την αγάπησε, όπως μπορεί κανείς να αγαπήση μια κόρη με ωραίους μαστούς, ή ένα
τοπείον πλήρες κραδασμών και πλήρες σημασίας. Είχε γνωρίσει λέγω από παιδί την
θάλασσα με όλα τα
μαγνάδια της, με όλα τα κογχύλια της και με όλα της τα ιωβιλαία. Ίσως γι' αυτό,
πριν γίνει ακόμη ταξειδιώτης, τον είχαν ελκύσει τα καράβια πλοία ποστάλε και πλοία
φορτηγά, που φέρνουν ξένους και συγκομιδές, ή τα στιλπνά κατασκευάσματα της Δύσεως
και της Ανατολής. Από μικρός καθήμενος σε μια γωνιά στερηάς, ή ακόμη και στο σπίτι
του, όλως αυθαίρετα, όλως ανέμποδα, όπως φυσούν οι άνεμοι σηκώνοντας τα κύματα και
ανεμίζοντας το βάθος ενός Φιόρντ, την κόμην και τον πέπλο μιανής κυράς της θάλασσας
που ίσως την λέγουν Χίλντε και το μαντήλι ενός Μπραντ, ο Ιβάν κανόνιζε συχνά
πορείες πλοίων που ήρχοντο και φεύγαν, όχι συμφώνως με ρυθμόν καμιάς κλεψύδρας,
ούτε συμφώνως με συμβόλαια ναυτικά, μα σύμφωνα με την πυξίδα των ενδομύχων
παρορμήσεων, και σύμφωνα με τις μακρόσυρτες κραυγές που εκπέμπουν φτερουγίζοντας οι
γλάροι. Όμως, μια ημέρα ο Ιβάν βαρέθηκε να κάθεται στο σπίτι του ή στις καρέκλες
των υπαιθρίων κέντρων. Σηκώθηκε λοιπόν, πλήρης ονείρων, φλεγόμενος σαν δάσος από
τον ισχυρόν του πόθον, όπως σηκώνεται ένα σμήνος μεταναστευτικών πουλιών, ή όπως
σηκώνεται μια απόφασις και διαγράφει στο στερέωμα την τροχιά της. Καμμιά
αμφιταλάντευσις δεν τον εμπόδισε. Κανείς δεσμός δεν τον εκράτησε. Καθόλα
αλληλέγγυος με την επιθυμία του, καθόλα σύμφωνος με την προώθησί της, πήρε το
φύσημά του και έφυγε σαν στεναγμός εαρινός, ή σαν μία λέξις που προφέρομε στον
ύπνο. Έκτοτε χρόνια πέρασαν και ακόμη δεν επέστρεψες Ιβάν. Κανείς δεν ξέρει πού
ευρίσκεσαι, τι κάνεις. Κανείς δεν έμαθε πού πας. Ωστόσο, ξέρω εγώ τι σε τραβά και
τι σε θέλγει. Είσαι θαλασσοπόρος ναι. Ωστόσο διαφέρεις από τον Κορτέζ, τον
Μαγγελάνο, τον Αλμπουκέρκη ή τον Χογιέντα. Από τις προσαρτήσεις προτιμάς το ίδιο το
ταξείδι. Από την εκμετάλλευσι του Μεξικού τα αφάνταστα πτερά του Μοντεζούμα. Και
από τους τίτλους προτιμάς τα οπωροφόρα και πουλόλαλα νησιά με τα καλλίπυγα και
αφρόστηθα κορίτσια. Ω, τα νερά που διέσχισες! Τα ζωηρά χρώματα, οι απόπειρες προς
εξάπλωσιν, οι εξάρσεις των εφηβικών παλμών σε ηλιόλουστα παράλια θερμής ηδυπαθείας
και οι καϋμοί, οι αβάσταχτοι καϋμοί μιας ευκράτου ζώνης, καθώς ξεσπάν και σπαν στον
μελανό γρανήτη του Τζέμπελ-αλΤαρέκ (σ.σ.: Γιβραλτάρ).
Ο βράχος κατεβαίνει τόσον απότομα στη θάλασσα, που το βουνό μοιάζει να μην έχη
πλαγιές, και δεσπόζει σχεδόν κατακορύφως, καθώς τιτανικόν ορθόπλωρο καράβι επάνω
απ' τον ωκεανό. Σε αυτόν τον βράχο θα ήθελα πολύ, μια μέρα να σταθώ σιμά σου Ιβάν,
και να σε ακούσω (...) δυνατά, μέσα στον άνεμο και μέσα στην καταιγίδα το
υπερωκεάνειον έπος, που έγραψε με το αίμα της ψυχής του ο κόμης του Λωτρεαμόν. Είπα
το Έπος που έγραψε ο κόμης. Και ιδού που μου γενιέται τώρα μια ιδέα, μια ιδέα-
πειρασμός να πιάσω ν' αντιγράψω εδώ μέσα, τώρα ευθύς, τώρα αμέσως λίγα κομμάτια
αυτού του ασυγκρίτου ποιήματος από την μετάφρασι του Οδυσσέα Ελύτη, ως μέρος
αναπόσπαστο του ιδικού μου. (...) «Γέρο-ωκεανέ, είσαι το σύμβολο της ταυτότητας:
Πάντοτε ισότιμος με τον εαυτό σου. Δεν αλλάζεις μ' έναν τρόπο ουσιαστικό και αν
κάπου είναι τα κύμματά σου μανιασμένα, πιο μακρυά σε κάποιαν άλλη περιοχή,
βρίσκονταν μέσα στην πλέον απόλυτη γαλήνη. Δεν είσαι σαν τον άνθρωπο που σταματά
στο δρόμο για να δει δυο μολοσσούς ν' αρπάζωνται απ' τον λαιμό και δε σταματάει
όταν μια κηδεία διαβαίνει· που είναι το πρωί πρόσχαρος και το βράδυ δύσθυμος· που
γελάει σήμερα και κλαίει αύριο. Σε χαιρετώ Γέρο-ωκεανέ!.... Γέρο-ωκεανέ, τα νερά
σου είναι πικρά έχουν ακριβώς την ίδια γεύσι με την χολήν που σταλάζει η κριτική
για τις καλές τέχνες, για τις Επιστήμες, για όλα. Αν κανένας είναι μεγαλοφυΐα, τον
κάνουν να περνάει για ηλίθιος. Αν κανένας είναι ωραίος σωματικά, τον λένε φρικτό
καμπούρη. Ναι, βέβαια, πρέπει ο άνθρωπος να νοιώση έντονα την ατέλειά του που
άλλωστε τα τρία της τέταρτα οφείλονται στον ίδιο, για να την επικρίνη έτσι. Σε
χαιρετώ Γέρο-ωκεανέ! (...) Γέρο-ωκεανέ... θέλω νάναι η στροφή ετούτη υστερνή μου
έκκληση. Γι' αυτό λοιπόν ακόμα μια φορά, θέλω να σε χαιρετήσω και να σε
αποχαιρετήσω! Γέρο-ωκεανέ με τον κρυστάλλινά σου κύμματα... Τα μάτια μου
υγραίνονται από άφθονα δάκρυα και δεν έχω τη δύναμι να συνεχίσω. Γιατί νοιώθω πως
ήρθε η στιγμή να ξαναγυρίσω ανάμεσα στους ανθρώπους με την τραχειά την όψη. Αλλά...
θάρρος! Ας καταβάλλουμε μια ύστατη προσπάθεια και ας αποτελειώσουμε με το
συναίσθημα του καθήκοντος τον προορισμό μας πάνω σ' αυτή τη γη. Σε χαιρετώ Γέρο-
ωκεανέ!». ...................................................................... ..
............................................. ................
Ναι, θα 'θελα ν' ακούσω από σένα Ιβάν τα λόγια αυτά γιατί κανένας δεν γνωρίζει τον
Ισίδωρο Ducasse καλλίτερα από εσένα. Μα αν δεν μπορέσεις φίλε μου να μου τα πεις
μια μέρα στο Τζέμπελ-αλ-Ταρέκ, θα μου τα πεις εδώ, όταν ξαναγυρίσης, εδώ ή αλλού,
αφού επιτέλους βρης την ιδική σου Ατλαντίδα γιατί ο καθένας μας, Ιβάν, έχει την
ιδικήν του, είτε την βρει ή δεν την βρει μίαν Ατλαντίδα πλούσια σαν τα Εκβάτανα,
ωραία σαν την Ποππαία και με όνομα εξαίσιον, όσο και αυτό που δώσανε στη νήσο
Ελιγολάνδη. Είπα, Ιβάν, όταν γυρίσης. Γιατί θα 'ρθής ξανά, θα 'ρθής παρά τις ιαχές,
θα 'ρθής με όλη την περηφάνεια και με όλη την χαρά των ακραιφνών ανθρώπων, που
δέχονται στους ώμους των και στο κεφάλι των, υψιπετείς αυτοί και ταξειδιώται
ακάματοι τρεχαντηριών και ατμοπλοίων, τον δροσερό ατμό της νίκης». 21/2/1940 «Τα
Τεκταινόμενα» «Πήρε ένα πετραδάκι, πήρε πετραδάκια, τα πασπάτεψε και συγκινήθηκε,
γιατί δεν υπάρχει εύρημα ανθρώπινο που να μην έχει την σημασία του, το μυστικό του,
που να μην έχει αντίκτυπο στους άλλους, στα άτομα και στις ολότητες. Έπειτα πήρε
μια χορδή λεπτοτάτη, αλλά μεγάλης αντοχής και απειροπάλμων δονήσεων και πέρασε τα
πετραδάκια ένα-ένα, σαν χάνδρες, σε μιαν αλληλουχία, όπου τα χρώματα είχαν ονόματα
Ναδίρ, Χέρμαν, Ιουδήθ, Ιβάν, Μούσα - Ερατώ, Άνηβη Χίλντεγκαρντ, Εκβάτανα, Ποππαία
και Ελιγολάνδη. Ο κτύπος κάθε πετραδιού, έτσι που έπεφτε το ένα επάνω στο άλλο,
ηκούετο όπως ακούεται μια πτώσις ρώγας βαρειάς κεχριμπαριού, όταν εξαπολύεται εν
μέσω άκρας σιωπής από δακτύλους ρεμβάζοντος ή σκεπτικού ανδρός, επί μιας άλλης
ρώγας - ρώγας ηδυπαθώς απτής εις την αφή, το χρώμα και στο σχήμα σε αλλεπαλλήλους
πτώσεις, όπου το γεγονός «ρώγα επί ρώγας» ισοδυναμεί με μαστούς εν πλήρη
σφαιρικότητι διατελούντας. Η δε ηχώ ενός εκάστου κτύπου τινασσομένη επάλλετο και
αντεπάλλετο εις τρόπον ώστε, κτύπος και ηχώ να συνυφαίνονται, να αποτελούν σχεδόν
ανεξιχνίαστον μυστήριον, όπου το κάθε πετράδι ιριδίζετο μέσα στα χρώματα των
ονομάτων: Ναδίρ, Χέρμαν, Ιουδήθ, Ιβάν, Άνηβη Χίλντεγκαρντ, Εκβάτανα, Ποππαία και
Ελιγολάνδη.
Έτσι, σε μια στιγμή, έφθασε πάλι ο Ναδίρ εις το Ζενίθ της δόξης του και από ληστής
κατήντησε σάχης της Περσίας, λάμπων εις το στερέωμά του, σαν το Διαμάντι ΚΟ-Ι-ΝΟΡ,
που το είχε κάμει κάποτε εις το Δελχί δικό του. Οι εθνικοσοσιαλισταί της Γερμανίας
ήθελαν το διαμάντι αυτό να το σφετερισθούν, ήθελαν να το υπεξαιρέσουν από τους
Άγγλους. Και ο Χέρμαν Γκαίριγκ, όπως την νύκτα οι πεινασμένοι λύκοι ή τα ισχνά
τσακάλια, έτσι και αυτός, καίτοι χονδρός και χορτασμένος, ωρύετο περί δικαίου και
αδίκου, περί αποικιών, πρώτων υλών και αεροπλάνων, περί ιδανικών και πεπρωμένων,
περί ανέμων και υδάτων, για να μην φανή, για να μην νοηθή από κανέναν, εντός και
εκτός της Γερμανίας, τι θέλει ο Χίτλερ και όλες οι άλλες ύαινες του ναζισμού. Μα
αυτό δεν θα συμβεί ποτέ. Όχι γιατί πρέπει επ' άπειρον να μείνει ο αδάμας ΚΟ-Ι-ΝΟΡ
στα χέρια αυτών που τον κατέχουν, μα διότι δεν είναι δυνατόν, ο πόλεμος του 1939 να
μην αφύπνισε τους ανθρώπους, όπως ξυπνά η μάστιγα το αίμα, διότι δεν είναι δυνατόν
ο πόλεμος αυτός, να μην ανοίξει νέους δρόμους, δρόμους που να οδηγούν σε ριζική, σε
ουσιαστική αναθεώρησι όλων των αξιών και όλων των πραγμάτων. Και κανείς δεν θέλει
σήμερα, να είναι αυτή η αναθεώρησις απλή αλλαγή ιδιοκτήτου, μα νέος κόσμος, με νέαν
αντίληψι και νέα προσαρμογή με μια λέξι, μια νέα πραγματικότης, όχι μονάχα υλική μα
και ηθική. Λοιπόν ο αδάμας ΚΟ-Ι-ΝΟΡ, δεν πρέπει να κατακτηθεί ποτέ από κανέναν, όσο
και αν το επιθυμούν οι κραταιοί και οργανωμένοι, είτε στο Βερολίνον, στο Λονδίνον,
στην Μόσχα, στην Ουάσιγκτων ή στο Παρίσι εδρεύουν, οποία η δύναμις, η βία, ή το
χρήμα, διότι ο αδάμας ΚΟ-Ι-ΝΟΡ, ανήκει μοναχά στη γη και στα πετρώματα που τον
εξέθρεψαν. Έτσι και μόνον έτσι, το μέγα διαμάντι αυτό, δεν θα στολίζει πια το
στέμμα ή τον θησαυρό του ενός ή του άλλου περιουσίου λαού, ή το διάδημα, ή τον
λαιμό κάποιας πλουσίας κυρίας, μα θα κοσμή απίστροφα και αμετακλήτως το διάστικτον
από χίλια πετράδια διάδημα της ενιαίας ανθρωπότητος, όταν την ανθρωπότητα αυτή, θα
την διέπει η Ελευθέρα Λιβιδώ, καθώς ανέμποδη και αστήρευτη πηγή, σαν αίμα θερμό και
αμόλυντο που ρέει σε οργανισμόν που δεν τον παιδεύουν πια, μήτε μικρόβια, μήτε
συνθλίψεις και καταθλίψεις μπαλενωτών κορσέδων». Τα «ΠΡΟΣΩΠΑ» δημοσιεύουν για πρώτη
φορά την εισαγωγή ενός ανέκδοτου και ανολοκλήρωτου πεζού του Ανδρέα Εμπειρίκου με
τίτλο «Τα τεκταινόμενα». Πρόκειται για μια πολιτικο-κοινωνική διακήρυξη
ενάντια στην εξουσία των ισχυρών, που φέρει τη σφραγίδα του ποιητικού του οίστρου
και που παρουσιάζεται σήμερα στην τελική μορφή που της έδωσε ο Εμπειρίκος,
ξαναδουλεύοντας μεταπολεμικά, το 1960, το κείμενο που είχε γράψει το 1940 κάτω από
τη βαριά σκιά της αρχής του Β' Παγκοσμίου Πολέμου με τη ναζιστική επίθεση στην
Πολωνία και το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ - Μολότοφ. Τα «Τεκταινόμενα» συνέδεαν πρόσωπα και
γεγονότα που είχαν ιδιαίτερο βάρος για τον Εμπειρίκο ο οποίος, όταν άλλαξαν κάποιες
ισορροπίες, θέλησε να τα προσεγγίσει κάτω από καινούργιο πρίσμα για να τα
ενσωματώσει στην ενότητα «Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία». Αυτήν την προσπάθεια όμως,
δεν την αποτελείωσε.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ: Απηχήσεις από την περιπέτεια του Εμπειρίκειου λόγου


ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ
Άλλο είναι να «διαβάζουμε» την Ποίηση βλέποντάς τη μόνο σαν κατάσταση μονοτροπίας
του «γλωσσικού» Λόγου και άλλο σαν κατάσταση πολυτροπίας ενός γλωσσόμορφου Λόγου
που ανορύσσει υπερλογικότητες. Το έργο του Ανδρέα Εμπειρίκου υπήρξε Η Πρόκληση! Και
αν είχε προβλεφθεί ένα γράφημα της δράσης των παραγόντων που κινητοποιήθηκαν να
πιλοτάρουν την πρόσληψη αυτού του έργου από το κοινό, θα είχαμε την εικόνα της
εξέλιξης μιας παθολογίας των γραμμάτων μας σαν κόστος της εξόδου από την ακαρπία
των εμμονών σε φόρμες υπό κατεδάφισιν. Κανείς δεν κατατρύχεται αν δεν κρατά στην
τσέπη του μια πέτρα. Α. Εμπειρίκος Άλλο είναι να «διαβάζουμε» την Ποίηση βλέποντάς
τη μόνο σαν κατάσταση μονοτροπίας του «γλωσσικού» Λόγου και άλλο σαν κατάσταση
πολυτροπίας ενός γλωσσόμορφου Λόγου που ανορύσσει υπερλογικότητες. Το έργο του
Ανδρέα Εμπειρίκου υπήρξε Η Πρόκληση! Και αν είχε προβλεφθεί ένα γράφημα της δράσης
των παραγόντων που
κινητοποιήθηκαν να πιλοτάρουν την πρόσληψη αυτού του έργου από το κοινό, θα είχαμε
την εικόνα της εξέλιξης μιας παθολογίας των γραμμάτων μας σαν κόστος της εξόδου από
την ακαρπία των εμμονών σε φόρμες υπό κατεδάφισιν. Και ιδού: πώς «διαβάστηκε» από
το 1935 και πέρα και πώς διαβάζεται σήμερα η «σκανδαλώδης» Υψικάμινος, η Ενδοχώρα,
τα Γραπτά, η Οκτάνα, ο απίστευτα αναπεπταμένος Μεγάλος Ανατολικός; Ξενίζουν άραγε
μέχρι ανατριχίλας απωθητικά, όπως άλλοτε, τρίστιχα σαν το: Του φλοίσβου τα ψηλά
βουνά Κεχριμπαρένια αλόγατα Στο βάθος μιας σακούλας ή το δίστιχο από την ίδια
ενότητα «Τα πουλιά του Προύθου» (Ενδοχώρα): Φεύγουν οι νουνεχείς δρομάδες Τα βήματά
τους είναι πολίχνες ανομβρίας ή το απόσπασμα από την ενότητα «Η τρυφερότης των
μαστών» (Ενδοχώρα); Από το μέλι βγήκε ο προφήτης Που μας συμβούλεψε να μείνομε στο
ρίγος Της ικεσίας των αχνών εκφορτωμάτων. Δεν υπάρχει στίχος, στροφή, φράση ή
περίοδος στα έμμετρα ή κατά λογάδην κείμενα του Ανδρέα Εμπειρίκου που ο σημερινός
αναγνώστης, έχοντας ξεφύγει από την κηδεμονία της ευαισθησίας του εκ μέρους
αυτόκλητων Τσελιγκάδων του ποιητικού λόγου, να μην αισθάνεται τη χαρά, την
απόλαυση, την αιθρία, προπαντός την αλκή που αποπνέει ο γεμάτος από πνευματική και
συναισθηματική φόρα λόγος του Ανδρέα Εμπειρίκου. Το έργο του δεν είναι μόνο μια
γενναία διακήρυξη για την ανάγκη εξόδου του ποιητικού λόγου από τις παραδοσιακές
αγκυλώσεις του, εξαιτίας της χρόνιας χρησιμοποίησής του ως αχθοφόρου τής κατά
καιρούς έγκριτης καλαισθησίας ή συναισθησίας ιδεών και συναισθημάτων, αλλά είναι
και μάθημα διά παραδειγμάτων για τη δυνατότητα αιφνίδιας και απρογραμμάτιστης
σύζευξης οντοτήτων, ανακαλώντας έτσι στο κλαβιέ του ποιητικού λόγου τις εισέτι
αμαρτύρητες φάσεις δημιουργίας κοσμοσυστημάτων, πράγμα που ίσως να μην του πέρασε
καν από τον νου. Επιστρέφοντας στο ερώτημα: πώς «διαβάζεται» ένα λογοτέχνημα και
συγκεκριμένα ένα ποίημα (αν και πρέπει να διακρίνουμε το λογοτέχνημα, ακόμα και το
ποίημα σαν τέτοιο από την ποίηση / Ποίηση) εύκολα δέχεται κανείς ότι: όχι όπως
«διαβάζεται ένα συμβόλαιο, ένα δικόγραφο, ένας ισολογισμός μιας βιομηχανικής
επιχείρησης. Πόσο φορτισμένος, άρα ευάλωτος, διαβάζει (=πλησιάζει) ένα ποιητικό
κείμενο και πόσο ένα συμβόλαιο, αν και στη δεύτερη περίπτωση, όπως και στις
παρεμφερείς, ίσως να είναι πιο φορτισμένος συναισθηματικά σαν τύχει μάλιστα να
είναι ο αποδέκτης του κειμένου; Πώς «διαβάζεται» ένα ποίημα από τον επιστήμονα
γλωσσολόγο, από τον φιλόλογο και πώς από τον ψυχαναλυτή, τον νευροβιολόγο, τον
νευροχειρουργό, τον βιοχημικό, τον φιλόσοφο, τον θεολόγο, τον κοινωνιολόγο, τον
κομμουνιστή, τον θετικιστή, τον ουτοπιστή κ.λπ.; Πώς «διαβάζεται» ένα ποιητικό
κείμενο από τον κριτικό σχολιαστή ενός, υπό μακροσκοπικήν οπτική, γλωσσικού
φαινομένου (λες κι είναι μόνο τέτοιο) αν είναι εκπαιδευμένος για ψηλαφήσεις μόνο
της γλωσσικής του επιφάνειας και όχι για περιπλανήσεις στο σηραγγώδες βάθος του;
Προφανώς εκτάκτου ενδιαφέροντος και βαρύνουσας σημασίας είναι το κεφάλαιο που αφορά
στον ρόλο του κριτικού αναλυτικού λόγου, δεδομένης της παρέμβασής του στην προώθηση
του ατόμου για τη μέθεξή του στα πολιτιστικά δρώμενα. Και είναι ανάγκη να τονιστεί
το παραπλήσιο και σημαντικό θέμα, του κατά πόσον ο κριτικός αναλυτικός λόγος είναι
εκ των ουκ άνευ, ώστε να αποτελεί τον αποτελεσματικό μοχλό, προκειμένου να καταστεί
η λογοτεχνία αγαθό αναλώσιμο από το κοινωνικό σώμα; Και ακόμα: τι είναι αυτό που
νομιμοποιεί το υποκείμενο του κριτικού αναλυτικού λόγου για υποδείξεις του στο πώς
πρέπει να «διαβάζεται» η ποίηση από γενιά σε γενιά; Μήπως το δεδομένο ότι
προεξάρχει το ειδικό βάρος της «επιστημονικής ανάγνωσης»; Ωστόσο αν το υποκείμενο
αυτό συμβαίνει να είναι αγκυλωμένο στο κατά Τ.S. Kuhn «παράδειγμα», που σε γενικές
γραμμές σημαίνει χρήση τυποποιημένης φιλολογίας επί του αντικειμένου, τυποποιημένη
ορολογία, μεθοδολογία και ορθοτόμηση του υπό ανάλυση σώματος, ιερουργεί σ' έναν
ορίζοντα που αφήνει έξω τη βίωση της ανάγνωσης στην κατάσταση σπάργωσης του λόγου
από τη βία των χυμών του, κατάσταση που μετρά στην προσληψιμότητα (ας επιτραπεί ο
νεολογισμός) του λογοτεχνικού προϊόντος (λ.π.) από το κοινωνικό σώμα, μιας και το
λ.π. προσφέρεται (ευτυχώς όχι χωρίς εξαιρέσεις) θύμα για να περισωθεί το κύρος μιας
θεωρίας με τους όρους μιας στημένης επιστημολογίας.
Λίγα ακόμα: Πριν απ' ό,τι άλλο, ο ποιητικός λόγος ρευματοδοτεί πυρήνες
συναισθημάτων που είναι οι φορείς δόνησης της ψυχονοητικής μας στρωμάτωσης. Της
οποίας ο χάρτης είναι τόσο ατομικός, τόσο ιδιωτικός, όσο είναι τέτοια τα δακτυλικά
μας αποτυπώματα. Για μια, μέσω επαϊόντων, κηνσόρων κ.λπ. δρομολογημένη δράση αυτών
των πυρήνων, αν είναι να υπάρχει ένας κώδικας που να νομιμοποιεί μερικά και άλλα
όχι συναισθήματα, ας υπάρχει για να τον παραβιάζουμε. Μη και ο ανεξάντλητος
αιφνιδιασμός που διατρέχει από την Υψικάμινο ώς την Οκτάνα και τον Μεγάλο Ανατολικό
και που τον έχει τόσο ανάγκη το πνεύμα για να μένει μακριά από τον λήθαργο, θα
εξακολουθεί να ενοχλεί ανατέλλοντος του εικοστού πρώτου αιώνα; Ας ακούσουμε την
επίκληση του Ανδρέα Εμπειρίκου: Θεέ μου τον μαρκήσιο ντε Σαντ ν' αγαπάς Είναι
χρησμός στη ζωή και σε μας... Τα κατάλοιπα και η σκιά του Σεφέρη Και ο δρόμος
εξακολουθεί σκληρός, σκληρότερος παρά ποτέ και μαλακώνει μόνο στα βήματα των
ποιητών εκείνων που οι ψυχές των ένα με τα κορμιά των είναι εκείνων των ακραιφνών
και των αχράντων... Ο δρόμος Είκοσι πέντε χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τον
θάνατο του Ανδρέα Εμπειρίκου και εκατό χρόνια, το 2001, από τη γέννησή του, κι όμως
ένα μεγάλο μέρος των γραπτών του παραμένει ακόμα ανέκδοτο. Τα προ της «Υψικαμίνου»
ποιήματά του, συγκεκριμένα, μαζί με κάποια άλλα, της δεκαετίας του '40 και από τα
πεζογραφικά του κείμενα ανέκδοτα παραμένουν ακόμα: η νουβέλα του «Βεατρίκη ή ένας
έρωτας του Buffalo Bill» που έγραψε το 1945 και που αναφέρεται άμεσα στην κατοπινή
δεύτερη γυναίκα του και μητέρα του γιου του, Βιβίκα. Επίσης: το σχέδιο ενός
μυθιστορήματος που τελικά δεν γράφτηκε, με τίτλο «Η Πόλις» και με «ηρωίδα» την
Αθήνα, το ανολοκλήρωτο προσωπικό Λεξικό του, που πρωτοπαρουσιάζεται σήμερα στα
«ΠΡΟΣΩΠΑ», όπως επίσης και κάποιες ποιητικές νουβέλες μεταξύ των οποίων και τα
«Τεκταινόμενα», και τα δύο (μόνο) θεωρητικά ψυχαναλυτικά κείμενα που είχε γράψει
στα γαλλικά. Στο μέλλον πρόκειται να έρθουν στο φως και οι φωτογραφίες που είχε
τραβήξει (εξασκούσε τη φωτογραφία ως τέχνη, με συνείδηση επαγγελματία και είχε
κάνει μάλιστα έκθεση το 1956, βλ. αφιερώματα
περ. «Φωτογραφία» και περ. «Συντέλεια») διαλέγοντας ως θέματα: πορτρέτα, σκηνές από
την καθημερινή αγροτική ή αστική ζωή στην Ελλάδα, στην Αγγλία, στη Γαλλία, στη
Ρωσία, κ.α. και τοπία. Έτσι, θα ολοκληρωθεί η γνωριμία τού ευρύτερου κοινού με το
έργο του Ανδρέα Εμπειρίκου, μια γνωριμία που ξεκίνησε ουσιαστικά μετά τον θάνατό
του, όταν επανεκδόθηκαν οι πρώτες του συλλογές χωρίς τα λάθη των παλαιών εκδόσεων
και πρωτοκυκλοφόρησαν τα κορυφαία έργα του: η «Οκτάνα» (ΙΚΑΡΟΣ), η νουβέλα «Αργώ»
(ΥΨΙΛΟΝ) και « Η Σήμερον ως Αύριον και ως Χθες» (1984) όπως και το μυθιστόρημα
«Μέγας Ανατολικός» (ΑΓΡΑ) (1990-1992). Το 1990 δημοσιεύτηκε και το μεγάλο του
ποίημα «Η Άσπρη Φάλαινα» (περ. «Συντέλεια»), το 1994 το ποίημα του 1963 «Ες Ες Ες
Ερ Ρωσία» («ΑΓΡΑ»), το 1998 τα πολιτικά του ποιήματα και το πεζό «Our dominion
beyond the seas» με την αυτοανάλυση της ποιητικής του (περ. «Πολίτης» Οκτ., Νοεμ.,
Δεκ. 1998), το 1999 η νουβέλα του «Ζεμφύρα ή το Μυστικόν της Πασιφάης» («ΑΓΡΑ»),
όπου αφηγείται τον απελευθερωτικό έρωτα μιας θηριοδαμάστριας με έναν λέοντα, και
φέτος η Διάλεξη του 1963 για τον Νίκο Εγγονόπουλο («ΑΓΡΑ»). Όπως λέει ο
αποκλειστικός πλέον εκδότης του, ο Σταύρος Πετσόπουλος της «ΑΓΡΑΣ»: «Τα έργα του
Εμπειρίκου κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά ευρέως το 1962, από τις εκδόσεις τσέπης τού
"ΓΑΛΑΞΙΑ" (σ.σ. επί 27 δηλαδή χρόνια η "Υψικάμινος" παρέμενε εξαντλημένη) και
ξανακυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις "ΠΛΕΙΑΣ" το 1974. Μόνον τότε, στα χρόνια του '70,
αρχίζει να διαβάζεται συστηματικά ο Εμπερίκος και αυτό συνδέεται, κατά τη γνώμη
μου, με το ότι είχε περάσει λίγος καιρός από τον θάνατο του Γιώργου Σεφέρη. Μέχρι
τότε το Σεφερικό οικοδόμημα είχε δημιουργήσει στεγανά, που άφηναν κάπως στο
περιθώριο το έργο ποιητών σαν τον Εμπειρίκο, τον Εγγονόπουλο, τον Καββαδία... Στη
δεκαετία του '80 ο Εμπειρίκος διαβάστηκε πολύ από ένα νέο κοινό και για τους λόγους
τους Σεφερικούς αλλά και γιατί οι αναγνώστες είχαν απελευθερωθεί πια από τη
δεσποτεία της μονομερούς χρήσης της δημοτικής, την οποία επέβαλε μια μερίδα της
Αριστεράς. Κι ακόμα, γιατί οι γενιές με την έντονη πολιτικοποίηση ενέταξαν στον
προβληματισμό τους κείμενα αιρετικά και ρηξικέλευθα, που ήταν ώς τότε αποκλεισμένα
από τον λογοτεχνικό κανόνα μιας κάποιας προοδευτικής σκέψης. Το 1990, με τον
"Μεγάλο Ανατολικό", πουλήθηκαν πολύ οι πρώτοι δύο τόμοι, αλλά αμέσως μετά
δημιουργήθηκε μια τεράστια αμηχανία και έπεσε ένας νόμος σιωπής και από τα ΜΜΕ και
από την Κριτική· οπότε οι υπόλοιποι τόμοι όπου βρίσκει κανείς μερικές από τις
ωραιότερες σελίδες της ελληνικής λογοτεχνίας πέρασαν τελείως απαραίτητοι. Η πρώτη
έκπληξη και η
κατακραυγή λειτούργησαν τότε ανασταλτικά και για το υπόλοιπο έργο του Εμπειρίκου.
Τα τελευταία χρόνια, όμως, αρχίζει και πάλι να ζωηρεύει το ενδιαφέρον του κοινού
για το σύνολο του έργου του, χωρίς πλέον τις αρχικές προκαταλήψεις». Κέρδος οι
χυμοί της ηδονής Στο ιδιωτικό διάβασμα του ποιήματος (πέρα δηλαδή από το κλίμα που
εγκαθιστούν οι επιστημονικές αναλύσεις φιλολόγων, γλωσσολόγων και των ελεύθερων
τυφεκιοφόρων του κριτικού λόγου, φθεγγομένου κηνσοριστί από πόστα απυρόβλητα) ίσως
να βοηθούσε ένα υποτυπώδες μοντέλο που αποπειράται να παραστήσει στον αναγνώστη τη
φυσιολογία του ερεθίσματος που αυτός δέχεται από τον ποιητικό λόγο και τις
μεταλλάξεις αυτού του ερεθίσματος, έτσι που η επικαρπία από αυτόν τον λόγο να μην
του προσφέρεται σαν είδος σε συσκευασίες άλλων χειρών, αλλά να είναι συγκομιδή από
προσωπικό του τρύγο. Έτσι το ιδιωτικό διάβασμα καθιστά τον αναγνώστη έναν τύπο
αρχιτέκτονα που ωθούμενος από ιδιοσυγκρασιακούς κώδικες αναδημιουργεί με τις ύλες
του κειμένου. Κέρδος οι χυμοί της ηδονής. Η γλωσσική επιφάνεια του ποιητικού
γεγονότος είναι, βασικά, ένα πλέγμα από κυψέλες εκπομπής ηχοσημάτων. Μετά από το
πρώτο στάδιο λήψης αυτών των ηχοσημάτων από τις ευαίσθητες κεραίες του αποδέκτη /
αναγνώστη όλο το ηχόγραμμα μεταβιβάζεται για επεξεργασία σε έναν «ψυχονοητικό»
μεταλλάκτη, που, λειτουργώντας με τους όρους μιας απροσδιόριστης «χημείας» προκαλεί
συνειρμικά ρεύματα που ωθούν στο ξαναρίξιμο των ζαριών για τις σχέσεις σημαινόντων
και σημαινομένων, σκηνοθετώντας έτσι μίαν άλλην εκδοχή της οντοεικόνας, ένα άλλο
σύμπαν οντοτήτων. Δικαιούμεθα να πιστεύουμε ότι η συνειδητοποίηση της υψηλής
ευθύνης του κριτικού λόγου σε ό,τι αφορά στην αξιολόγηση της λογοτεχνικής
δημιουργίας (λ.δ.) από μέρους του προηγείται της εκφοράς του. Και η ευθύνη αυτή
ενέχει ένα σημαντικό βάρος αφού, ούτως ή άλλως, η λ.δ. ανήκει στο σύνολο των
τεκμηρίων της πολιτισμικής μας ταυτότητας. Ύστερα απ' αυτό είναι εύλογο να σκεφτεί
κανείς ότι: στον βαθμό που η συνειδητοποίηση αυτής της ευθύνης είναι από
ελλειμματική έως ανύπαρκτη, ο κριτικός λόγος, οικειοποιούμεονς το «διά ταύτα»,
ενοχοποιείται για μια «παθολογία» της λογοτεχνίας συνδράμοντας τόσο στην τυχόν
αποτελμάτωσή της όσο και στην ανιούσα ή κατιούσα μετεξέλιξή της. Από το ανεξάντλητο
θεματολόγιο που αφορά στη λ.δ. ως αγαθού προσλήψιμου από το κοινωνικό σώμα, είναι
ίσως σημαντικό, να ρίχνουμε στο τραπέζι αυτήν την «προσληψιμότητα», παράμετρο που
σε
συνδυασμό με πολλούς παράγοντες γεννήτορές της συνοδεύουν το έργο στη διαδρομή του.
Παρακάμπτω τον παράγοντα εμπορευματοποίησής του στη μορφή προϊόντος της αγοράς -
βιβλίου, τηλεοπτικής παρουσίασής του ή όποιου άλλου συναφούς. Ενδιαφέρον
παρουσιάζουν οι παράγοντες που ενεργοποιούνται από το γεγονός ότι το έργο είναι,
ούτως ή άλλως, μια πρόκληση από ήπια έως ανατρεπτική, καθώς απευθύνεται κατ'
ευθείαν και όχι κατ' ανάκλασιν προς εκείνους που η ευαισθησία τους, λειασμένη από
κάποια παιδεία επιφανείας ή βάθους, εντρυφούν στο κείμενο. Ο Έκτωρ Κακναβάτος είναι
ποιητής

ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ: Ήταν κι εκείνος ο ιδιαίτερος τόνος της φωνής...


Ανδρομάχη Σκαρπαλέζου Πώς έβλεπαν τον Ανδρέα Εμπειρίκο οι στενοί του φίλοι και οι
συνοδοιπόροι του, ο Οδυσσέας Ελύτης και ο Νάνος Βαλαωρίτης, ο Δημήτριος Κουρέτας, ο
Γεώργιος Ζαβιτσιάνος και ο Ζακ Λακάν; Η ψυχαναλύτρια Μάχη Σκαρπαλέζου, στην οποία ο
ποιητής παραχώρησε την τελευταία του συνέντευξη λίγο πριν από τη χούντα (περ.
«Ηριδανός» 1976), συνθέτει ένα «υπαρξιακό» πορτρέτο του μέσα από τα δικά τους μάτια
και τις εξομολογήσεις του. Ηρωϊκό πουλί της οικουμένης που μοιάζεις σαν αρχάγγελος
και λέων Δεν ταξινόμησες ποτέ καμιά φαινάκη Μα την φωνή σου σήκωσες στην γαλανήν
αιθρία Παντού, γράφει ο φίλος του Οδυσσέας Ελύτης, «τους συνόδευαν στον τρόπο που
σκέπτονταν, αυτό το δέντρο, κι αυτό το κορίτσι», «η δύναμη να φυτρώνεις, ν'
ανθίζεις, να δίνεις καρπούς από τα μύχια των μυχίων». Και η πρώτη πηγή τους, η
αυθεντική, υπήρχε στο Αιγαίο. «... δοκιμάσαμε και οι δυο μας να εφαρμόσουμε την
καθαρότητα και την αντιδουλόφρονη σύστασή του (σ.σ: Αιγαίου) στον κόσμο τον υλικό,
με διάθεση ολότελα μετασχηματιστική: και στον κόσμο τον ηθικό [τον έρωτα], με
διάθεση ολότελα απελευθευρωτική»... Ας είναι καλά η νόσος του πατέρα σου που σε
παρακολούθησε ώς το Φαρ-Ουέστ και ώς τον Κιγκ-Κογκ. Από 'κει κληρονόμησες την αρετή
να μη διεγείρεις τη νοσηρότητα, να μη θέλγεις με το αποτρόπαιο την ευτελή αυτή
σειρήνα των καιρών μας».
Το ενδιαφέρον του Εμπειρίκου για την ψυχανάλυση τον οδήγησε, το 1925, στη Γαλλία,
στο Παρίσι, όπου συνδέθηκε με πολλούς ψυχαναλυτές. Μεταξύ αυτών ήταν ο Φρουά
Ουιτμάν, που ήξερε τον Αντρέ Μπρετόν. «Εψόφαγα να τον γνωρίσω», μου είπε ο
Εμπειρίκος στην τελευταία του συνέντευξη, τον Μάρτιο του 1967. «Πήγαμε την
μεθεπομένην. Συναντήθηκα με ένθεον πλάσμα. Αισθανόμουνα όπως θα αισθάνετο ένας
αρχαίος Έλλην, αν συναντούσε τον Απόλλωνα. Ήταν ένας άλλος κόσμος. Επικοινωνούσα
πέραν του ορίζοντος, με την καθολικότητα του σύμπαντος. Επραγματοποιείτο ανυπαρξία
των οριζόντων σαν φράγμα, που δημιουργεί η κυκλικότητα της Γης και, σα να μετείχαμε
όλων αυτών, εις βάθος, ύψος και πλάτος. Καθημερινώς εις την Πλας Μπλανς, ο Τανγκύ,
ο Περέ, ο Ελυάρ. Προσωπικώς είχα ιδιαίτερην επικοινωνία και σύνδεσμον ειδικά με τον
Μπρετόν. Στην Πλας Μπλανς συναντώμεθα και συζητούσαμε για την υπερρεαλιστική
κίνηση, για τις απόψεις της ομάδας, για την εξάπλωσή τους, για τα μέσα
απελευθέρωσης του καθενός από μας και του ανθρώπου γενικώς από την κοινωνική ψευτιά
και την αδικία. Συζητούσαμε για τον Χαίγκελ, τον Μαρξ, τον Έγκελς, τον Φρόυντ». Με
την εμπειρία της προσωπικής ανάλυσης και τις ανταλλαγές στοχασμών με φίλους και
συνανθρώπους που ενατένιζαν προς τον ίδιο δρόμο, ο Ανδρέας Εμπειρίκος αφοσιώθηκε
στην ψυχανάλυση και τη γραφή, όπου βρήκε το δικό του, προσωπικό ύφος. «Την εποχή
αυτή των εντατικών αναζητήσεων, έλεγε ωθούμενος από μια εσωτερική ανάγκη σχεδόν
οργανική, προσπαθούσα να βρω, με τα ποιήματα που έγραφα τότε, έναν αμεσώτερο και
πληρέστερο τρόπο εκφράσεως». Το 1935 στην «Υψικάμινο», πρώτη συλλογή ποιημάτων που
εκδίδει, έχει βρει «ένα όργανο ικανό να ενεργοποιεί αέναα τις μαγικές δυνάμεις του
ψυχισμού μας, μια "μηχανή" που αυτομάτως ν' αναπληρώνει αυτό που η ίδια εξαντλεί»,
γράφει για τον πνευματικό συνοδοιπόρο του, ο Οδυσσέας Ελύτης: «Βάζοντας σε ίση
μοίρα λογικά και παράλογα, σημαντικά και ασήμαντα, δημοτικίζοντα και καθαρεύοντα,
(ο Εμπειρίκος) εξαλείφει τις διακρίσεις που ανέκαθεν στηρίξανε την Ελληνο-Δυτική
διανόηση, προκαλώντας το επαναστατικό μας ένστικτο σε μια διέγερση που σκοπεύει
πέραν από τον τομέα των κοινωνικοπολιτικών επιδιώξεων ν' αγκαλιάσει, στο σύνολο της
ψυχοσωματικής του οντότητας, τον άνθρωπο. Το ίδιο άλλωστε συμβαίνει και με τον
αγώνα του για την πλήρη χειραφέτησή μας στον έρωτα που, τυπικά, μοιάζει να
συντελέστηκε στα μετέπειτα χρόνια και σαν αίτημα να μην έχει πλέον αντίκρυσμα. Εν
τοσούτω, με τον τρόπο που έγινε και ο ποιητής το είχε προΐδει αφήνει ένα κενό. Κάτι
άλλο, λοιπόν, ένα όργανο ικανό να ενεργοποιεί αέναα τις μαγικές δυνάμεις του
ψυχισμού μας, μια "μηχανή"
που αυτομάτως ν' αναπληρώνει αυτό που η ίδια εξαντλεί, ένας Φάουστ που τις
συμφωνίες του να τις έχει κλείσει με αγγέλους, είναι για την αντίληψή του ο έρωτας.
Κατάλληλος, έτσι όπως τον συλλαμβάνει και ζητά, να τον μεταφράσει σε πράξεις, να
εξουδετερώνει ακόμη και τους βερμπαλισμούς όπου καταφεύγουμε καλή ώρα όπως αυτή τη
στιγμή για να καθηλώσουμε κάπου το φαινόμενο». Στο «Αμούρ-Αμούρ», ο ίδιος ο
Εμπειρίκος εξηγεί πως: «Η διάρθρωση της γραφής μου ρυθμίζεται από μιαν αυτόματη και
ασυνείδητη προωθητική ενέργεια... τα θέματα αλληλοπαρεισφρέουν αλλά έχουν οργανική
συνειρμική συσχέτιση... όπως συμβαίνει συνεχώς μέσα στα συναισθήματα, στα όνειρα
και στις φαντασιώσεις... ό,τι κατά βάθος αποτελεί αυτό τούτο το γίγνεσθαι και την
υπόστασι όχι μόνον της ποιήσεως, μα και της ζωής εν γένει». Ήδη το 1935-'36 έχει
γράψει άλλωστε στον «Πλόκαμο της Αλταμίρα»: «Η παρόρμησις είναι μια συνοχή εαρινών
βλυσμάτων. Μακάριοι αυτοί που πίπτουν στα νερά της. Τα στήθη της είναι τόσο ωραία
που υπερνικούνε όλα τα υφάσματα. Αν η παρόρμησις υπάρχει, τίποτε δεν μπορεί να την
αναχαιτίση. Η χαίτη της όταν εφορμά είναι δάσος φλεγόμενον με μύρα». Όμως, το 1936
το μαύρο σύννεφο είχε ξεκινήσει την καταστροφική του τροχιά. Τροχιά που για τους
Έλληνες δεν είχε ούτε την ανάπαυλα του Μεσοπολέμου... Όταν λοιπόν ο Ανδρέας
Εμπειρίκος επέστρεψε, το 1931, βρέθηκε «σε μια εξουθενωμένη από τη Μικρασιατική
Καταστροφή Ελλάδα που, με τρόπο άνισο και άδικο, βούλιαζε ανάμεσα στους καπνούς του
"Μπάγκειου" και στ' αγγλογαλλικά του Tennis Club» γράφει μεταξύ άλλων ο Οδυσσέας
Ελύτης. «Μεταξύ του 1924 και του 1928», γράφει ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς,
«μεσολάβησαν δέκα πρωθυπουργίες, τρεις γενικές εκλογές και έντεκα στρατιωτικά
κινήματα ή τελεσίγραφα». Κατά τη διάρκεια του 1932 οι συνεχείς απεργίες
αντιμετωπίστηκαν με απροκάλυπτη βία και διώξεις. «Το 1936 ανεστάλη η λειτουργία των
κυρίων άρθρων του Συντάγματος, υπό τις ευλογίες του στέμματος..., στρατόπεδα,
βασανισμοί, λογοκρισία, πρωτοφανής σκοταδισμός, πτώση της αξίας του χρήματος,
προπαγάνδα του αλαθήτου του αρχηγού, επίθεση των Γερμανών, δεύτερος παγκόσμιος
πόλεμος, εμφύλιος, που στην πραγματικότητα διαρκούσε έως το 1974, όπου καταργήθηκε
το χαρτί κοινωνικών φρονημάτων».
Στο συρρικνωμένο πνευματικό και πολιτιστικό πλαίσιο, οι αγώνες της ομάδας των
ποιητών μοιάζουν αληθινά άθλος μεγαλύτερος και από εκείνους του Ηρακλή. Οι Έλληνες
υπερρεαλιστές, όμως ανανεώνοντας μέσα από την ψυχανάλυση τις αλήθειες των
πολιτιστικών παραδόσεων που τους είχαν διαμορφώσει, από τα αλληγορικά ταξίδια του
Ομήρου, τα μύχια των διαυποκειμενικών κοινωνικών μύθων των τραγωδιών, τη φρόνηση
του Ηράκλειτου και τα τραγούδια του ιπποτικού έρωτα, με απόσταγμα τον «Τρελλό
έρωτα», «θα γκρεμίσουν», όπως γράφει ο Μάριο Βίττι, «τον τοίχο που υψωνόταν ανάμεσα
στην αναγεννησιακή κληρονομιά της Δύσης και στην ελληνική παιδεία που είχε μείνει
ξεκομμένη από τα οφέλη της Αναγέννησης και των πολιτισμών που αβίαστα την
διαδέχτηκαν». Από τους προσφιλέστερους φίλους του, ο Νάνος Βαλαωρίτης θυμόταν
μάλιστα το 1985: «Η παρουσία του Ανδρέα Εμπειρίκου στο στενό και φτωχό χώρο των
ελληνικών γραμμάτων ήταν σαν μια εισβολή ταύρου εντός υαλοπωλείου. Αλλά ενός ταύρου
που αν και τα αναποδογύριζε όλα, δεν έσπαζε εντούτοις τίποτα. Η πρώτη και κυριότερη
φροντίδα του ήταν να καταλάβει, να κατανοήσει, να συναισθανθεί, να νοιώσει
ανθρώπους και φαινόμενα! Γι' αυτό, άλλωστε, έχει γράψει και καταπληκτικές γραμμές
για τον Κώστα Καρυωτάκη, τον τόσο αντίθετο σε στάση και τεχνοτροπία στον
υπερρεαλισμό (...). Ο υπερραλισμός είχε εισδύσει κι αυτός στην ελληνική ζωή, χάρις
στον Ανδρέα τον ίδιο φυσικά, τον πρωτοπόρο και πρωτεργάτη, όπως και σε μια ομάδα
φίλων του που τους ηλέκτριζε: τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Νικόλαο Κάλας, τον Νίκο
Γκάτσο, τον Εγγονόπουλο και εμάς όλους, τον Σαχτούρη, τον Λίκο, τον Παπαδίτσα, τον
Γονατά, τον Κακναβάτο. Όταν ήμασταν στο σπίτι του και μας διάβαζε κανένα κείμενό
του, είχαμε την εντύπωση ότι ολόκληρος ο κόσμος ήταν παρών μέσα από τις λέξεις, τις
φράσεις του τόσο συγκλονιστικά παλλόταν από συγκίνηση και σημασία ολόκληρος. (...)
Η κακοβουλία, η μοχθηρότητα, του ήταν άγνωστα συναισθήματα... Ούτε τελικά ήταν
εκκεντρικός, όπως τον θέλει ο μύθος του. Ήξερε τι έκανε με απόλυτη συνείδηση του
περιεχομένου των λόγων και των έργων του... Ίσως πρέπει να πάρουμε έναν τέτοιο
άνθρωπο στα πλαίσια της τότε κοινωνίας των γραμμάτων και των τεχνών. Ήταν το άκρως
αντίθετο όλων αυτών. Η ζωντανή αντίθεση (...). Η παρουσία του ηλέκτριζε, ενέπνεε,
παρακινούσε, ζωντάνευε, τόνωνε, προσανατόλιζε χωρίς φανατισμό, χωρίς δογματισμό, μ'
ένα φιλελεύθερο πνεύμα, προς όλες τις κατευθύνσεις».
«Λίγοι», γράφει ο Ελύτης, «εγνώρισαν όσον αυτός στα Δεκεμβριανά, τις φρικαλεότητες
της ομηρείας. Και όμως λίγοι τι λέω κανένας από τους ομοιοπαθείς του δεν εδοκίμασε
τέτοιαν οργή και τέτοιαν εξανάσταση ψυχής, όταν συνειδητοποίησε την επομένη της
21ης Απριλίου τι σήμαινε για την Ελλάδα η "επανάσταση των Συνταγματαρχών"». Από το
1946, πάντως, ο Εμπειρίκος, που εξασκεί επαγγελματικά την ψυχανάλυση από το 1935,
θα δημιουργήσει μαζί με τον Κουρέτα και τον Ζαβιτσιάνο μια ομάδα ψυχαναλυτών,
ενσωματωμένη στη Γαλλική Ψυχαναλυτική Εταιρεία των Παρισίων (SPP), η οποία μετά τη
σιωπή των χρόνων του πολέμου είχε αρχίσει να έχει και πάλι τις δραστηριότητές της.
Το 1949, ο Ανδρέας Εμπειρίκος παρίσταται μάλιστα στο Διεθνές Συνέδριο Ψυχανάλυσης
στη Ζυρίχη, όπου ο Ζακ Λακάν κάνει την ανακοίνωσή του με το «Στάδιο του Κατόπτρου».
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ζακ Λακάν είχε για τον Ανδρέα Εμπειρίκο τη γνώμη ότι όχι
μόνον ήταν εξαίρετος ψυχαναλυτής, αλλά και ότι είχε μια ιδιαίτερη ικανότητα για τη
θεραπεία των ψυχώσεων... «Ήτο σπουδαίος άνθρωπος», θα πει ο Κουρέτας. Κι ο
Ζαβιτσιάνος: «Όλες μου οι συναντήσεις με τον Ανδρέα Εμπειρίκο μένουν αλησμόνητες».
«Τα κιάλια που ίσα-ίσα χρησιμοποιεί αυτή τη στιγμή ο Ανδρέας Εμπειρίκος ανεβασμένος
στην επάνω γέφυρα, παρακολουθούν σε μεγέθυνση 7χ10 τα πουλιά που ξέφυγαν από τα
ποιήματά του», λέει ο Ελύτης και εγώ θυμάμαι πως: Ήταν και εκείνος ο ιδιαίτερος
τόνος της φωνής του. Ιερωμένος, ποιητής, Βυζαντινός. Με το πάθος της εξιστόρησης...
Η Ανδρομάχη Σκαρπαλέζου είναι ψυχαναλύτρια

Εις την οδό των Φιλελλήνων


http://www.anatolikos.net/musikes/megas.htm (Μουσική)
http://politikokafeneio.com/empirikos/empirikospiimata.htm (Το Ποίημα) Ο ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟ Από την ΥΨΙΚΑΜΙΝΟ : Παρουσία Αγγέλων εντός Ατμομηχανής,
Χειμερινά Σταφύλια, Τριαντάφυλλα στο Παράθυρο, Κλωστήριον Νυκτερινής Ανάπαυλας Από
την ΕΝΔΟΧΩΡΑ :Ως Έργον
Ατελεύτητον, Έαρ σαν Πάντα, Στροφές Στροφάλων Από την ΟΚΤΑΝΑ: Οι Αθάνατοι, Οι
χαρταετοί, Του Αιγάγρου, Οι Μπεάτοι ή της μη συμμορφώσεως οι Άγιοι.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ: Ο πρώτος Έλληνας ψυχαναλυτής


ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΖΑΒΑΡΑΣ Ο Ανδρέας Εμπειρίκος υπήρξε ο χρονικά πρώτος Έλληνας ψυχαναλυτής
και είναι ο πρώτος τη τάξει ψυχαναλυτής στην Ελλάδα. Σε αυτό το συμπέρασμα μας
οδηγούν οι έρευνες των τελευταίων είκοσι πέντε ετών σχετικά με την ψυχαναλυτική
ταυτότητά του. Η κύρια ενασχόλησή του υπήρξε η καλλιτεχνική δημιουργία μέσα στο
δραστήριο και ανατρεπτικό κίνημα του σουρεαλισμού. Η συνάντησή του με τον Αντρέ
Μπρετόν και τους συνοδοιπόρους του επηρέασε τα μέγιστα τον Εμπειρίκο, και όπως έχει
δηλώσει ο ίδιος, αυτές οι συναναστροφές άλλαξαν το νόημα της ζωής του. Θεέ! Το φως
αυτό χρειάζεται μια μέρα για να γίνει μια δόξα κοινή η δόξα των Ελλήνων που πρώτοι,
θαρρώ, αυτοί, στον κόσμον εδώ κάτω έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου Οι
υπερρεαλιστές εστήριξαν το εγχείρημά τους, καλύτερα την επανάστασή τους, σε δύο
θεμελιακές θεωρίες και ιδεολογίες: τον μαρξισμό και τον φροϋδισμό. Η μεν σχέση τους
με τον μαρξισμό και κυρίως με τα κομμουνιστικά κόμματα υπήρξε θυελλώδης, αλλά δεν
αφορά το θέμα μας, οι δε σχέσεις τους με τον φροϋδισμό συμπεριελάμβαναν πλήθος
δυσκολιών και παρεξηγήσεων, που αυτές μας ενδιαφέρουν. Η βασική παρεξήγηση διέπεται
από την ιδεολογικοποίηση και πριμοδότηση από τη μεριά τους μερικών από τα ψυχικά
φαινόμενα, που ανέδειξε μέσα στη θεωρία του ο Φρόυντ. Η υπεραξία του ονείρου, των
αυτόματων προϊόντων της ψυχικής ζωής και μιας ξέφρενα απελευθερωμένης
σεξουαλικότητας αποτελούν μερικά από τα πεδία δυσπιστίας των ψυχαναλυτών απέναντι
στις υπερρεαλιστικές προτάσεις και δημιουργίες. Σε σημείο που ο ίδιος ο Φρόυντ
έβρισκε, όπως εδήλωσε, τους σουρεαλιστές ιδιαίτερα λογικούς (ορθολογικούς θα ήταν η
σωστότερη απόδοση). Όπως και να είχε το θέμα, η περιρρέουσα
ατμόσφαιρα στο Παρίσι του Μεσοπολέμου και του υπερρεαλισμού δημιουργούσε μια λίαν
θετική στάση απέναντι στην ψυχανάλυση, η οποία, με καθυστέρηση μεν, εισήρχετο στη
γαλλική πνευματική ζωή με σπουδή και ζήλο (η Ψυχαναλυτική Εταιρεία των Παρισίων
ιδρύεται το 1926). Έτσι ο νεαρός ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος ενέγραψε στη ζωή του
την ψυχανάλυση και ψυχαναλύθηκε για τρία χρόνια με τον Αλσατό ιατρό και ιδρυτικό
μέλος της Γαλλικής Εταιρείας Ρενέ Λαφόργκ. Θα πρέπει τότε να διαμόρφωσε την
επιθυμία του να γίνει ψυχαναλυτής και έτσι, όπως δείχνουν όλες οι ενδείξεις, έπραξε
ό,τι για την εποχή εκείνη ήτανε απαραίτητο για τη σχετική του μόρφωση, πέραν φυσικά
από την προσωπική του ψυχανάλυση. Την επιθυμία αυτή θα την υλοποιήσει κάποια χρόνια
αργότερα, έπειτα πάντως από μια αποτυχημένη προσπάθεια να ασχοληθεί με τις
επιχειρήσεις της οικογένειας Εμπειρίκου. Είναι σήμερα πια γνωστό ότι ο Ανδρέας
Εμπειρίκος, με μία, όχι τυχαία βέβαια, δίδυμη πράξη, εισήγαγε το 1935 την
ψυχανάλυση ως κλινική πρακτική και τον υπερρεαλισμό ως κίνημα και άποψη για τη ζωή
και την τέχνη. Η συμπόρευση ψυχανάλυσης και σουρεαλισμού, που χαρακτήρισε εκείνη τη
δεκαετία του 1930 ένα τμήμα μόνον της γαλλικής ψυχανάλυσης, με πιο γνωστό
παράδειγμα την περίπτωση του Ζακ Λακάν, δεν υπήρξε σε καμία περίπτωση μία αποδεκτή
εκδοχή και εξέλιξη της φροϋδικής σκέψης. Θα μπορούσαμε μάλιστα να υποθέσουμε πως
μέρος της απαξίας, που ακόμη σήμερα εκφράζεται από μία καλώς σκεπτομένη
ιατροκεντρική και αμερικανότροπο ψυχανάλυση απέναντι στη γαλλική ψυχανάλυση, έλκει
την καταγωγή της από αυτή τη συμπόρευση. Για να επανέλθουμε όμως σε αυτό το δεύτερο
μισό της δεκαετίας του 1930 και στη μικρή και συντηρητική Αθήνα του πνεύματος, το
ενέργημα του Εμπειρίκου προκάλεσε γενική καταβοή του τύπου: πώς αυτός ο γόνος
εφοπλιστικής οικογένειας τολμά ενάντια στο λογοτεχνικό κατεστημένο να δημιουργεί
έξω από τις παραδεκτές συμβάσεις και πώς αυτός ο μη γιατρός τολμά να προτείνει
θεραπείες και μάλιστα βασισμένες στις θεωρίες τού αντίχριστου, πανσεξουαλιστή και
Εβραίου Φρόυντ! Η διπλή αυτή κατακραυγή για την τέχνη του και την ψυχανάλυσή του θα
συνοδεύσει τον Εμπειρίκο μέχρι τον θάνατό του, ή καλύτερα μέχρι και σήμερα που
γράφονται αυτές οι γραμμές. Χωρίς καμία πρόθεση να ηρωοποιήσουμε τον πρώτο Έλληνα
ψυχαναλυτή, θα προσπαθήσουμε να δώσουμε κάποιες σαφείς απαντήσεις σχετικά με τα
ψυχαναλυτικά χαρακτηριστικά του Ανδρέα Εμπειρίκου. Εκπαιδευμένος λοιπόν ο
ψυχαναλυτής Ανδρέας Εμπειρίκος, σύμφωνα με τα κρατούντα στη διεθνή ψυχαναλυτική
κοινότητα πριν από τον Β'
Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε μία τυπική σε μορφή, πλαίσιο και θεραπευτική συμφωνία με
τους ασθενείς του κλινική πρακτική. Αυτό το συμπέρασμα συνάγεται από τις μαρτυρίες
που διαθέτουμε από τους λιγοστούς ψυχαναλυόμενους του Εμπειρίκου, που θέλησαν να
μιλήσουν σχετικώς. Τούτο θα πρέπει να κατανοηθεί στο πλαίσιο της επιφυλακτικότητας
των ασθενών της περιόδου 1935-1951, όταν δηλαδή έδρασε ο Εμπειρίκος και όταν στην
ελληνική κοινωνία υπήρχε κατακραυγή για την ψυχανάλυση και την ενασχόληση με αυτήν.
Παράλληλα ο Εμπειρίκος ευρισκόμενος έξω από κάθε συμβατική ψυχιατρική δραστηριότητα
νοσοκομεία, κλινικές κ.λπ. δεν είχε επαφή με τους ψυχιάτρους της εποχής του.
Αντίθετα γνωρίζουμε ότι είχε συνεχείς επαφές με τους Γάλλους συναδέλφους του, ότι
παρακολουθούσε ανελλιπώς την ψυχαναλυτική βιβλιογραφία και, κυρίως, ταξίδευε
συστηματικά στο εξωτερικό, εκτός φυσικά από την περίοδο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Μαρτυρίες για την ψυχαναλυτική του πρακτική θα συναντήσουμε μετά τον πόλεμο, όταν
με τη υποστήριξη της Μαρίας Βοναπάρτη ένας πρώτος πυρήνας ψυχαναλυτικά ενήμερων
ψυχιάτρων θα πλαισιώσει τον Εμπειρίκο. Οι Γεώργιος Ζαβιτσιάνος και Δημήτριος
Κουρέτας μαζί με τον Ανδρέα Εμπειρίκο θα αποτελέσουν την πρώτη Ελληνική
Ψυχαναλυτική Ομάδα, που θα επισημοποιηθεί το 1950 με την αποδοχή της από την
Ψυχαναλυτική Εταιρεία των Παρισίων. Αυτό που δεν είναι ευρέως και σαφώς γνωστό
είναι ότι, σύμφωνα με τα μέχρι και σήμερα ψυχαναλυτικά κρατούντα, για να γίνει
κάποιος μέλος ψυχαναλυτικής εταιρείας θα πρέπει να έχει κάνει διδακτική ψυχανάλυση
με έναν διδάσκοντα ψυχαναλυτή. Η Διεθνής Ψυχαναλυτική Ένωση προφανώς αναγνώριζε
αυτή την ιδιότητα στον Εμπειρίκο στηριζόμενη στις μαρτυρίες των Γάλλων συναδέλφων
του, την ιστορικογεωγραφική συγκυρία και την υποστήριξη της Μαρίας Βοναπάρτη. Για
να γίνουν λοιπόν δεκτοί οι Ζαβιτσιάνος και Κουρέτας ως μέλη της Εταιρείας των
Παρισίων θα πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο, και τούτο επαρκείς πληροφορίες και
συγκλίνουσες ενδείξεις μάς το επιβεβαιώνουν σήμερα, πως ο Ανδρέας Εμπειρίκος υπήρξε
ο διδάσκων ψυχαναλυτής και των δύο ψυχιάτρων. Αυτή η διαπίστωση της ιστορικής
έρευνας ορίζει χωρίς καμία αμφιβολία τον Ανδρέα Εμπειρίκο τον πρώτο τη τάξει Έλληνα
ψυχαναλυτή. Παραμένει να κατανοήσουμε γιατί με κρύφιον τρόπον αυτή η σαφής
πληροφορία δεν έγινε γνωστή παρά μόνον τη δεκαετία του 1980. Αυτό το νόμιμο ερώτημα
για ψυχαναλυτικά πράγματα συμβαδίζει και με τη μυθολογία περί ποινικών διώξεων,
μηνύσεων και αστυνομικών παρενοχλήσεων που εξακολουθούν να συνοδεύουν τον
ψυχαναλυτή Ανδρέα Εμπειρίκο, ακόμη και κάτω από επίσημες σύγχρονες ψυχαναλυτικές
γραφίδες.
Χωρίς αμφιβολία, ο ποιητής και ψυχαναλυτής Ανδρέας Εμπειρίκος δεν ήτανε απλός και
συμβατικός άνθρωπος. Με μια κουβέντα επρόκειτο για έναν sui generis χαρακτήρα που
δυνάμει ενοχλούσε πλήθος καλώς σκεπτομένων συμπολιτών του. Ο υπερρεαλισμός και η
ψυχανάλυση συμπλήρωναν ένα κοινωνικό σκηνικό, που, πρώιμα μάλιστα, γέμισε από
ιστορίες και ανέκδοτα, τα οποία βρίσκουμε διάσπαρτα σε περιοδικά, απομνημονεύματα
και χρονογραφήματα. Ακόμη και οι φίλοι του Ο. Ελύτης, Ν. Βαλαωρίτης, Γ. Τσαρούχης
κ.λπ., παρ' όλο τον θαυμασμό που είχαν για την τέχνη του και την αγάπη για το
πρόσωπό του, τακτικά εκφράζουν δυσκολίες στο να καταλάβουν την πολύπλοκη και μεικτή
επιλογή ζωής του. Για τους ποικίλους πάντως επαγγελματίες των ψυχικών πραγμάτων, σε
αυτές τις ζοφερές περιόδους τού φόβου και του άγχους μέσα στον δραματικό Εμφύλιο
και τις συνέπειές του, η ηθελημένη αποχώρηση του Εμπειρίκου τον Απρίλιο του 1951 θα
πρέπει να ήτανε και κάποια ανακούφιση. Όταν ο Δ. Κουρέτας έλεγε ότι... «κάποιος τον
κάρφωσε», εννοούσε προφανώς ότι ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να το είχε κάνει και
τούτο να είχε και αποτέλεσμα. Παρεμπιπτόντως θεωρούμε αναγκαία την πληροφορία πως
περιπέτειες με τα ιατρικά περιβάλλοντα και τη Δικαιοσύνη είχαν πολλοί μη γιατροί
ψυχαναλυτές στη Βιέννη, το Παρίσι και το Λονδίνο. Θα πρέπει πάντως να τονιστεί εδώ
ότι, όπως δεν υπάρχουν ίχνη κάποιας νομικής ενέργειας ενάντια στον Εμπειρίκο, έτσι
δεν υπάρχουν ίχνη συμπαράστασης στην περιπέτειά του εκτός από την αμοιβαία εκτίμησή
του με τη Μαρία Βοναπάρτη (και αυτή μη γιατρό) και φυσικά την απεριόριστη
συμπαράσταση των καλλιτεχνών φίλων του. Ο Γιάννης Τσαρούχης έφτασε μάλιστα να μου
σχολιάσει τα γεγονότα περί το 1950 λέγοντας: «Επιτέλους τον κέρδισε η ποίηση».
Επεξεργασία φροϋδικών ιδεών Τελευταίο και σημαντικό στοιχείο για έναν συγγραφέα του
βεληνεκούς του Ανδρέα Εμπειρίκου είναι το ελάχιστο μέγεθος της ψυχαναλυτικής του
συγγραφής. Γνωρίζουμε βέβαια το άρθρο του «Μία περίπτωση ιδεοψυχαναγκαστικής
νεύρωσης μαζί με πρώιμες εκσπερματώσεις» (Revue Francaise de Psychanalyse Juillet -
Septembre 1950) γραμμένο γαλλικά, το οποίο έχουν σχολιάσει εκτενώς οι Έρη και
Γιώργος Κούριας στο Ψυχανάλυση και Ελλάδα (1984, σ. 109-130) και το αδημοσίευτο
«Μία περίπτωση ασύνειδης ομοφυλοφιλίας», και αυτό γραμμένο στα γαλλικά. Προτού τα
δούμε δημοσιευμένα και τα δύο στη δίγλωσση έκδοση που προγραμματίζεται, μπορούμε να
σχολιάσουμε βραχύτατα τα δύο αυτά κείμενα. Πρόκειται για τυπικές περιγραφές
ψυχαναλυτικών
περιπτώσεων κατά το πρότυπο των φροϋδικών Πέντε Ψυχαναλύσεων, ένα είδος και ήθος
γραφής που έχει επικρατήσει στη διεθνή ψυχαναλυτική βιβλιογραφία. Περιττό να
τονιστεί πως τα γαλλικά των άρθρων είναι αντάξια της συγγραφικής δεινότητας του
Ανδρέα Εμπειρίκου. Να τονιστεί ωσαύτως πως πολλοί παλαιοί, αλλά και σύγχρονοι
ψυχαναλυτές δεν χαρακτηρίζονται από μια άφθονη και ποιοτική ψυχαναλυτική συγγραφή.
Στην πρώτη μου παρέμβαση για τον ψυχαναλυτή Ανδρέα Εμπειρίκο (1981) είχα προτείνει
την υπόθεση πως θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε μέρος της δημιουργίας του ποιητή Ανδρέα
Εμπειρίκου ως τη συμμετοχή του στην επεξεργασία των φροϋδικών ιδεών. Η πρόταση ήταν
επισφαλής, γιατί και στους φιλολογικούς κύκλους υπάρχει μεγάλη επιφυλακτικότητα για
τέτοιες αναγνώσεις της λογοτεχνίας, δικαίως άλλωστε αν κρίνει κάποιος τις
αυθαιρεσίες ψυχαναλυτών που με βάναυσο τρόπο ψευδοψυχαναλύουν δημιουργούς και έργα,
στα δε ψυχαναλυτικά περιβάλλοντα ελλοχεύει ο δίκαιος φόβος εκπόρνευσης των
ψυχαναλυτικών προτάσεων. Στην περίπτωση του Εμπειρίκου η πέτρα του σκανδάλου φέρει
το όνομα τού Μεγάλου Ανατολικού, είτε με τις ευφάνταστες φήμες πριν από τη
δημοσίευσή του είτε με το «σκάνδαλο» που δήθεν προκάλεσε η κυκλοφορία του, σε
σημείο που η ψυχαναλυτική κοινότητα ένιωσε την ανάγκη να πάρει τις αποστάσεις της!
Το ψυχαναλυτικό ζήτημα που τυχόν θέτει ο Μεγάλος Ανατολικός είναι αντικείμενο
ειδικής μελέτης, που δεν έχει γίνει ακόμη. Και όμως διαβάζοντας το πρόσφατα
δημοσιευθέν Ζεμφύρα ή το μυστικόν της Πασιφάης (συγγραφή 1945), ο ψυχαναλυτικά
ενήμερος αναγνώστης αναγνωρίζει, με μικρά περιθώρια αμφιβολίας και μόνον από τη
φράση «Γι' αυτό της ήτο αδύνατον να δη ποτέ να δέρνουν ένα παιδί» (σ. 18, αράδα
22), έτσι όπως περιβάλλεται από τις περιγραφές των φαντασιώσεων της Ζεμφύρας ως
πηγή έμπνευσης του ποιητήψυχαναλυτή, το σημαντικό άρθρο του Φρόυντ (1919) Χτυπάνε
ένα παιδί. Μία κλινική ανάγνωση αυτού του κειμένου δεν θα αφαιρούσε τίποτε ούτε από
την ποιητική του αξία ούτε από την κλινική του αγχίνοια... Πάντως θα μπορούσαμε να
διακρίνουμε και στον ποιητή μας κάποια αμφιβολία για την πρόσληψη του έργου του,
εάν διαβάσουμε τα όσα απολογητικά λέει για τον ποιητή της Ζεμφύρας... στη σελίδα 4
και τις αράδες 10 με 17. Ο Εμπειρίκος το 1945 μόλις έχει γυρίσει από την τραυματική
εμπειρία της ομηρείας και είναι τραγικά μόνος και άδικα παρεξηγημένος. Τούτο εν
μέρει δεν έχει επαρκώς αλλάξει μέχρι σήμερα.
Ο Θανάσης Τζαβάρας είναι ψυχίατρος-ψυχαναλυτής, καθηγητής Μεθοδολογίας, Ιστορίας
και Θεωρίας της Ψυχιατρικής και των Νευροεπιστημών στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας

ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ:Το Ασυνείδητο σαν Ταξίδι


ΣΑΒΒΑΣ ΜΙΧΑΗΛ «Μεταλλωρύχοι, ψυχοαναλυταί και ποιηταί της δράσεως και του λόγου,
όσοι δεν περιορίζεσθε εις έστω και ωραία φληναφήματα της παρακμής, της
"ντεκαντέντζας", χειρώνακτες και πνευματικοί, εργάται απάντων των εγκάτων,
σύντροφοι, συνοδοιπόροι, συνερασταί και αδελφοί εν όπλοις...». Με τα πύρινα αυτά
λόγια ο Ανδρέας Εμπειρίκος διακόπτει, στο πιο κρίσιμο σημείο, την αφήγηση του
«Μεγάλου Ανατολικού» τη στιγμή που αυτός αντιμετωπίζει τον Κυκλώνα, τη Μεγάλη
Δοκιμασία, την απειλή του ναυαγίου για ν' απευθυνθεί σ' εκείνους ακριβώς, που στο
έργο τους αναγνωρίζει τις δυνάμεις αντίστασης και άρνησης της παρούσας παρακμής,
αλλά και την ταυτότητα του δικού του έργου. Τα πράγματα που ο Ανδρέας ηγάπα υπεράνω
όλων ήσαν κατά σειράν αι ηδοναί του έρωτος, η ποίησις και τα μεγάλα ταξίδια (...)
τα επιτρέποντα την συμμετοχήν εκάστου «Εγώ» εις τον πλήρη ρυθμόν του Κόσμου Ο Μέγας
Ανατολικός Η τριπλή αναφορά στους μεταλλωρύχους, τους ψυχαναλυτές, τους ποιητές του
λόγου και της δράσης δίνει τις συντεταγμένες και το στίγμα της εμπειρίκειας
ποντοπορίας μέσα στον αιώνα που πέρασε, τη γραμμή πλεύσης του προς την επόμενη
Χιλιετία. Πρώτα απευθύνεται στους εργάτες, που πρωτοσυνάντησε νέος στα ορυχεία και
με τους οποίους σαν άλλος Τολστόι συντάχθηκε, συνεπαρμένος από την Οκτωβριανή
Επανάσταση, στο όραμα της πανανθρώπινης χειραφέτησης, παραμένοντας, μέσα από όλες
τις ατομικές και παγκόσμιες τρικυμίες, τους κλυδωνισμούς, τις διαψεύσεις, τα
ρήγματα, πιστός άχρι θανάτου. Απευθύνεται, μετά, στους ψυχαναλυτές, με τους οποίους
συνοδοιπορεί και συν-εργάζεται από τη δεκαετία του '20, βλέποντας τον Φρόυντ και
την επιστήμη του ασυνείδητου, που εκείνος θεμελίωσε, να διαπερνάει τις «καταχνιές
των ενδοψυχικών διενέξεων», να αποκαλύπτει «τας αποκρύφους δυνάμεις και τας μυχίας
λειτουργίας των σκοτεινών εγκάτων» της ψυχής, να ρίχνει, μαζί με τον Μπρετόν και
τον υπερρεαλισμό, «το πιο πολύ και το πιο άπλετο φως» όχι μόνο στο εσωτερικό του
ανθρώπου αλλά συνάμα και «μέσα στα πυκνά σκοτάδια που μας περιβάλλουν». Τέλος,
απευθύνεται στους ποιητές του λόγου και της δράσης, στον κάθε αυθεντικό ποιητή,
μαζί και σ' εκείνον, που, όπως ο Βλαδίμηρος Βιερχόυ, ήρωας στο «Αργώ ή Πλους
Αεροστάτου», υπήρξε «αληθινός ποιητής, καίτοι ποτέ δεν είχε γράψει ούτε έναν
στίχον. Το ποίημά του ήτο η ιδία η ζωή του». Οι τρεις ομόκεντροι κύκλοι ανθρώπων
και έργων συναπαρτίζουν και την ιδιαίτερη ταυτότητα του Ανδρέα Εμπειρίκου: ποιητής,
ψυχαναλυτής, οραματιστής της καθολικής απελευθέρωσης του Έρωτα και της
ανθρωπότητας. Δεν πρόκειται για τρεις ξεχωριστές πλευρές που στέκονται η μία πλάι ή
απέναντι στην άλλη. Υπάρχει αλληλοπεριχώρησή τους σε μια ενιαία, αδιαίρετη,
ζωντανή, ασπαίρουσα ολότητα. Δεν μπορείς να χωρίσεις, χωρίς να τον χάσεις, τον
ποιητή Εμπειρίκο από τον ψυχαναλυτή ή τον ψυχαναλυτή από τον υπερρεαλιστή ή τον
ποιητή ψυχαναλυτή από τον οραματιστή τής άνευ ορίων, άνευ όρων και άνευ τάξεων
Ελευθερίας, ερωτικής και πανανθρώπινης. Πρόκειται για μια περίπτωση, μοναδική ίσως,
μαζί με τον Αργεντινό Aldo Pellegrini που όπως έγραψε ο Θ. Τζαβαράς ήταν ταυτόχρονα
υπερρεαλιστής ποιητής και ψυχαναλυτής. Η εσωτερική συνάφεια ποίησης και ψυχανάλυσης
στο έργο του Εμπειρίκου και η σύνθεσή τους στο απελευθερωτικό του όραμα δεν
σημαίνει τη συγχώνευση, την ομογενοποίησή τους, τον αναγωγισμό (réductionisme) του
ενός στον άλλο. Πρόκειται για τη διαλεκτική ενότητα του διαφορετικού. Ό,τι
συμβαίνει, συχνά, δυστυχώς, στην πρακτική των ψυχαναλυτών, είναι η τάση να ανάγεται
το Λογοτεχνικό στο Ψυχαναλυτικό και να θεωρείται το πρώτο απλώς σαν ένδυμα μιας
ψυχαναλυτικής αλήθειας. Στον Εμπειρίκο, αντίθετα, η ψυχανάλυση γίνεται καταβύθιση
στα έγκατα της ψυχής και στον σεξουαλικό πυρήνα της ύπαρξης ώστε να υπάρξει η
εξαγωγή και ανέλκυση της ποιητικής αλήθειας, η άνοδος στο Ύψος που κάνει ορατή τη
μελλοντική Απελευθέρωση μέσα στην Ιστορία. Ο ποιητής θεωρεί υψίστης σημασίας την
έρευνα «του απείρου βάθους, άνευ της κατακτήσεως του οποίου θα ήτο αδύνατον να
συλλάβωμεν καν την
έννοιαν του απείρου ύψους». Το ίδιο το magnum opus, ο «Μέγας Ανατολικός» αποτελεί
την πιο συστηματική εξόρυξη, μέσω της ψυχανάλυσης, του πιο απόκρυφου ερωτικού
πλούτου του ασυνειδήτου και τη μετουσίωσή του σε υπερρεαλιστική ποιητική μυθ-επο-
ποιία για το αίνιγμα της Ιστορίας. Έτσι, το ωκεάνειο μυθιστόρημα, εκτός από
ποιητικόν ανδραγάθημα, είναι και η μεγαλύτερη συμβολή του Ανδρέα Εμπειρίκου στην
ψυχανάλυση αναξιοποίητη, βεβαίως, ακόμα. Από μια άποψη, τούτο απαντάει και στην
αιτίαση ότι το καθαυτό ψυχαναλυτικό έργο του Εμπειρίκου είναι ισχνότατο, σχεδόν
ανύπαρκτο περιορίζεται τυπικά σε μια δημοσίευση του 1950, που ζήτησε από την
ψυχαναλυτική ομάδα η Μαρία Βοναπάρτη ώστε να αναγνωριστεί από τη Γαλλική
Ψυχαναλυτική Εταιρεία. Θα ήταν, όμως, αποπροσανατολιστικό να μείνει κανείς μόνο στα
δεδομένα του επιστημονικού curriculum. Στον Εμπειρίκο υπάρχει έντονη η τάση, που
χαρακτηρίζει τον μοντερνισμό να γκρεμίζει τα τείχη ανάμεσα στα είδη του λόγου και
να δίνει έκφραση στα βαθύτερα ρεύματα της μεταβατικής μας εποχής: την απαίτηση της
ιστορικής ανάπτυξης για μια νέα σχέση ανάμεσα στην Επιστήμη και την Τέχνη, για μια
υπέρβαση των ορίων ανάμεσα στους διάφορους χώρους της κουλτούρας, ανάμεσα στην ίδια
την κουλτούρα και την καθημερινή ζωή. Στον Εμπειρίκο ενυπάρχει μια διαρκής
αλληλοδιείσδυση και αλληλεπίδραση του ψυχαναλυτικού λόγου, του λόγου της Επιστήμης
του ασυνειδήτου, με την Τέχνη του λόγου σε όλες τις ποιητικές και άρα βαθύτατα
ερωτικές εκφάνσεις της. Δεν είναι δύσκολο να το δει κανείς στον «Μεγάλο Ανατολικό»
με όλα τα πολυνησιακά Αρχιπέλαγα κάθε ποικιλίας γραφής που τον συνθέτουν. Το
βρίσκει, όμως, κανείς και στη μοναδική καθαυτό επιστημονική του δημοσίευση, στα
γαλλικά, την ψυχαναλυτική ανακοίνωση του 1950 με τίτλο «Περίπτωσις
ιδεοψυχαναγκαστικής νευρώσεως μετά προώρων εκσπερματώσεων». Υπάρχει, ήδη, από το
1984 ένα αξιόλογο ψυχαναλυτικό δοκίμιο των Ε. Κούρια και Γ. Κούρια που εστιάζεται
στην ανακοίνωση του Εμπειρίκου. Ανάμεσα στ' άλλα εντοπίζει και τη σχέση ανάμεσα στο
κλινικό ιστορικό του νευρωτικού ασθενούς του Εμπειρίκου και στο ποίημα του
τελευταίου Πολλές φορές την νύκτα, στη συλλογή Οκτάνα. Η ανακοίνωση του Α.
Εμπειρίκου, γραμμένη άψογα στα πιο κλασικά φροϋδικά πρότυπα, πρέπει, βεβαίως, να
επανεκδοθεί και οπωσδήποτε, τώρα που έχει δημοσιευθεί ο «Μέγας Ανατολικός» πρέπει
να διαβασθεί ξανά σε συσχέτιση μαζί του.
Η Περίπτωσις ιδεοψυχαναγκαστικής νευρώσεως μετά προώρων εκσπερματώσεων θα μπορούσε
κάλλιστα να είναι ένα κεφάλαιο ή σωστότερα μια νήσος σε κάποια από τα Αρχιπέλαγα
του ωκεάνειου μυθιστορήματος. Ταυτόχρονα είναι και ένας αυτόνομος μικρόκοσμος που
περικλείει όλα τα βασικά μοτίβα της άλλης, της απέραντης μυθιστορίας. Έχουμε την
ιστορία μιας ερωτικής μύησης (και των προβλημάτων της), όπου παρελαύνουν γνωστές
λαγνουργίες και personae από τον Μεγάλο Ανατολικό: η υπηρέτρια, η παιδίσκη, η
γκουβερνάντα, η μητέρα, ο πατέρας ακόμη και ο σκύλος, που ονομάζεται επίσης «Μπομπ»
όπως και ο τεράστιος μολοσσός του υπερωκεανίου, μόνο που στο κλινικό ιστορικό είναι
το αντίθετο, ένα μικροσκοπικό πεκινουά... Η επίμονη επιστροφή και αναζήτηση, εκ των
υστέρων, της τραυματικής «αρχέγονης σκηνής», στην οποία μάρτυρας έγινε ο ασθενής
και που παραμένει στο σκοτάδι μέχρι πριν από το τέλος, δίνει στο ψυχαναλυτικό
ιστορικό του Εμπειρίκου κάτι από τη γοητεία μιας αφήγησης αστυνομικού μυστηρίου. Το
οιδιπόδειο δράμα παίζεται ξανά σε μια από τις άπειρες αλλά και ανεπανάληπτες
εκδοχές του. Ο Ψυχαναλυτής Εμπειρίκος, σε κάποιο σημείο, κάνει την καίρια
παρατήρηση: η κρίσιμη στιγμή του δράματος στην Άλλη σκηνή του ασυνειδήτου δεν
βρίσκεται στο «διάλειμμα» (entr' acte) αλλά ανάμεσα σε δύο πράξεις (entre deux
actes) του Δράματος. Ανάμεσα σε δύο θανάτους θα έλεγε ίσως ο Ζακ Λακάν... (Αξίζει
να σημειωθεί ότι ο κορυφαίος αυτός και ρηξικέλευθος Γάλλος ψυχαναλυτής, όπως
μαρτυρείται, θεωρούσε τον Ανδρέα Εμπειρίκο «πρωτοπόρο» pionnier στη μελέτη των
νευρώσεων, ήδη από την επιστροφή του στην Ελλάδα). Είναι τραγικό για την πορεία της
ψυχανάλυσης και των πνευματικών πραγμάτων στην Ελλάδα, ότι ο Ανδρέας Εμπειρίκος
υποχρεώθηκε τον Απρίλη του 1951, κάτω από την πίεση των αντιδραστικών
«ελληνοχριστιανικών», κρατικών και πανεπιστημιακών κατεστημένων της
μετεμφυλιοπολεμικής περιόδου, να διακόψει την κλινική ψυχαναλυτική πρακτική του. Το
πλήγμα αυτό ήρθε να συμπληρώσει το άλλο βαθύτατο τραύμα που υπέστη ο Εμπειρίκος το
1944, όταν σύρθηκε από τη σταλινική ΟΠΛΑ στα Κρώρα και υπέφερε, εντελώς αθώος, από
εκείνους που υποτίθεται συμμερίζονταν μαζί του το όραμα της κομμουνιστικής
απελευθέρωσης... Από μια άποψη, έτσι κι αλλιώς, ό,τι έφερε την ήττα του λαϊκού
κινήματος στον εμφύλιο, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σφράγισε και την επακόλουθη
ασφυκτική κατάσταση, και τις συνέπειές της, μαζί κι εκείνες
που αφορούν τα πνευματικά πράγματα και την ντε φάκτο απαγόρευση της άσκησης της
ψυχανάλυσης από τον μη γιατρό Εμπειρίκο. Η διακοπή της ψυχαναλυτικής πρακτικής
συμπίπτει σχεδόν χρονικά με το τέλος της πρώτης γραφής του «Μεγάλου Ανατολικού»
(1945-51). Αλλά και μετά και μέχρι τον θάνατό του, ο Ανδρέας Εμπειρίκος δεν θα
πάψει να δουλεύει ξανά και ξανά το magnum opus του και να ασχολείται με τη θεωρία
της ψυχανάλυσης και να εγγράφει όπως ήδη παρατηρήσαμε, τη δικιά του συμβολή στην
ψυχανάλυση μέσα στο ωκεάνειο μυθιστόρημα. Τι εκόμισε εις την τέχνη Το ερώτημα,
πάντως, παραμένει: Τι «εκόμισε εις την τέχνη» ή, μάλλον, την επιστήμη της
ψυχανάλυσης ο Ανδρέας Εμπειρίκος; Η επικρατούσα άποψη είναι ότι έμεινε αυστηρά μέσα
στα πλαίσια της διδασκαλίας του Φρόυντ, χωρίς να προχωράει σε ανεξερεύνητα εδάφη.
Μια, όμως, ενδελεχέστερη μελέτη του ίδιου του συνολικού συγγραφικού του έργου
μπορεί να δείξει κάτι άλλο, απροσδόκητο: ο Εμπειρίκος μένει, όντως, πιστός στον
Φρόυντ μέχρι κεραίας, μέχρι εκείνου του ακροτάτου σημείου, όπου η ψυχαναλυτική του
εμπειρία, οπλισμένη με την αετίσια ματιά ενός Ποιητή που πετάει σε ύψη πρωτόγνωρα,
δεν αφήνει τις ανακαλύψεις να παγώσουν σε δόγματα, αλλά τις μετατρέπει σε
αποκαλύψεις περί του αντιθέτου. Ιδού, εντελώς αφοριστικά, πώς μεταμορφώνονται
διαλεκτικά από τον Εμπειρίκο ορισμένες φροϋδικές ανακαλύψεις: * Ο Φρόυντ έριξε φως
στη σεξουαλικότητα της παιδικότητας. Ο Εμπειρίκος αποκάλυψε την παιδικότητα που
διασώζεται μέσα και χάρη στη σεξουαλικότητα, τη λάμψη αγαθότητας και στην πιο
ζοφερή της στιγμή. * Ο Φρόυντ μιλάει για την αέναη πάλη ανάμεσα στην ενόρμηση της
Ζωής και στην ενόρμηση του Θανάτου. Ο Εμπειρίκος για το πώς οι άνθρωποι μπορούν να
κάμουν «οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου». * Ο Φρόυντ κατέδειξε την οιδιπόδεια
τραγωδία. Ο Εμπειρίκος κατεβαίνοντας στο έσχατο βάθος της, ανεβαίνει στο ύψος απ'
όπου γίνεται ορατός ένας πέραν του Οιδίποδα Νέος Κόσμος, ένας μελλοντικός αντι-
οιδιπόδειος Παράδεισος, που δεν θα τον κυβερνά ο Νόμος αλλά θα τον φωτίζει ο
μεσσιανικός Ήλιος της Δικαιοσύνης και το Μέγα Έλεος.
Τα σημεία των «εναντιοδρομιών» και «εναντιοτροπών» για να χρησιμοποιήσουμε όρους
του Ηράκλειτου ανάμεσα σε Φρόυντ και Εμπειρίκο δεν εξαντλούνται εδώ. Αυτά και άλλα
πολλά απαιτούν τον χώρο τους για παραπέρα εμβάθυνση και τεκμηρίωση. Εδώ, απλώς,
επισημαίνονται. Το πιο μεγάλο ψυχαναλυτικό επίτευγμα του Εμπειρίκου είναι, το
επαναλαμβάνουμε, ο «Μέγας Ανατολικός». Κι αυτό όχι μόνο και όχι τόσο για τις
πάμπολλες επιμέρους πλευρές που φωτίζει (λ.χ. την ποιητική ψυχανάλυση της
ομοφυλόφιλης τραγικής διδασκάλισσας Μαρίας, την ανάλυση της νεκροφιλίας και της
αλγολαγνείας ή τη σχέση μιας μορφής ανδρικής ομοφυλοφιλίας με τη «φαλλική μητέρα»
κ.λπ.). Συνολικά, ο «Μέγας Ανατολικός» επιτρέπει να ξαναδούμε κάτω από νέο φως τη
μεγάλη ανακάλυψη του Φρόυντ, το Ασυνείδητο, την αποκάλυψη ότι η συνείδηση δεν
καλύπτει όλο το ψυχικό πεδίο, αλλά ότι μια αχανής του έκταση καταποντίζεται,
παραμένοντας πάντα ενεργός και σεισμογενής, αφανίζεται με την «πρωταρχική απώθηση»
εγκλείοντας μέσα της τις παραστάσεις της ενόρμησης. Το Ασυνείδητο συνήθως
εικονίζεται με τη μεταφορά μιας αποθήκης εγκλεισμού απωθημένων πόθων. Άλλοτε πάλι
εμφανίζεται σαν η σκηνή του θεάτρου, όπου μέσα από άπειρες διαφορετικές σκηνοθεσίες
παίζεται η οιδιπόδεια τραγωδία. Ο Ζιλ Ντελέζ κι ο Φ. Γκουαταρί, στο Anti-Oedipe,
αντιτάχθηκαν σ' αυτό και αντιπαρέθεσαν στο Ασυνείδητο Θέατρο, το Ασυνείδητο
Εργοστάσιο, που παράγει πόθους, μια machine desirante, μια «επιθυμητική μηχανή». Ο
Εμπειρίκος ενσωματώνει και ταυτόχρονα υπερβαίνει αυτές τις προσεγγίσεις στη δικιά
του μεγάλη μεταφορά, αφού ο «Μεγάλος Ανατολικός» είναι το Ασυνείδητο. Το
Εμπειρίκειο Ασυνείδητο εγκλείει πόθους όχι σαν Αποθήκη και όχι πια σαν φυλακή αλλά
σαν Κιβωτός. Δεν κρατάει εγκάθειρκτους τους πόθους, τους προφυλάσσει κατά «την
περιπετειώδη μετάβαση σ' ένα Νέο Κόσμο», τους διασώζει για τη Μεγάλη Ώρα των
επερχομένων Παραδείσων. Εκεί η φροϋδική «Δυσφορία μέσα στον Πολιτισμό» θα βρει το
μεσσιανικό της τέλος, μέσα σε μια Παγκόσμια Συμπολιτεία, όπως την οραματίζεται ο
Ιούλιος Βερν - Εμπειρίκος σ' ένα περίφημο κεφάλαιο του μυθιστορήματος, ερωτικά
πανελεύθερη, «άνευ τάξεων» και με
διαδοχικές «Περιοχάς Προόδου» πολιτισμικής δημιουργίας και «Περιοχάς Παραδείσου»
ερωτικής πανδαισίας. Ταυτόχρονα, η Πλωτή Κιβωτός του Ασυνειδήτου είναι και ένα
Θέατρο όπου η αρχέγονη σκηνή παίζεται μέσα από ποικίλες σκηνοθεσίες και προσωπεία.
Το υπερωκεάνιο της αέναης λαγνουργίας, όμως, πέρα από Θέατρο είναι και μια Machine
Desirante, το Μέγα Τεχνούργημα που ασταμάτητα δημιουργεί και αναδημιουργεί μια
απέραντη ποικιλία πόθων. Είναι ο χώρος παραγωγής της αυριανής «Ολότητας Πόθων», που
θα χαρακτηρίζει, όπως έλεγε ο Μαρξ, την καθολικά χειραφετημένη ανθρωπότητα. Ο
«Μέγας Ανατολικός», όμως, δεν είναι μόνον η Μεγάλη Ναυς, το μέσον της μετάβασης, ο
διαμεσολαβητής. Είναι και η ίδια η μετάβαση, η αντιφατική περιπετειώδης διαδικασία
της διάβασης της ωκεάνειας αβύσσου που χωρίζει τον παλιό από το Νέο Κόσμο του
μέλλοντός μας.

Μ' άλλα λόγια: το Ασυνείδητο είναι Ταξίδι. Δεν είναι τόπος καθηλώσεως. Είναι περι-
πλάνηση γύρω από μια αρχέγονη, ριζική απώλεια, ένα κενό, η περιδίνηση γύρω από μια
οπή, όπου, ορισμένες στιγμές, το υποκείμενο του ασυνειδήτου μπορεί να δει ξαφνικά
να φωσφορίζει το χαμένο αντικείμενο και αίτιο του Πόθου. Το Ασυνείδητο δεν είναι
μόνο μια Πλωτή Μηχανή παραγωγής πόθων, το υπερωκεάνιον ο «Μέγας Ανατολικός», αλλά
και η Μεγάλη Δοκιμασία που αυτό συναντάει στη διάρκεια της ωκεάνειας μετάβασης, η
απειλή που φέρνει σε κρίση την ίδια την μετάβαση, το ενδεχόμενο του ναυαγίου, όπως
η μυθιστορία «Μέγας Ανατολικός» δείχνει. Το Ασυνείδητο σαν περιδίνηση είναι ο ίδιος
ο κυκλώνας, ο Μέγας Στρόβιλος που υψώνεται σπειροειδώς μέσα στον ωκεανό της Φύσης
και της Ιστορίας, ενώνοντας το βάθος και το ύψος, τα έγκατα, όπου αναβλύζει η
πανίσχυρη ερωτική ενόρμηση και το «Μέγα Φως το Άκτιστον», που φωτίζει τα πάντα,
άνευ ορίων, άνευ όρων. Το Ασυνείδητο, η Κιβωτός, η Μηχανή του Πόθου, το Ταξίδι,
ωθούν πάντα προς το τέλος της Οδύσσειας, προμηνύουν πάντα «τον ερχομό και την
ανάγκη των νέων Παραδείσων». Ο Σάββας Μιχαήλ είναι γιατρός και δοκιμιογράφος
Ο Λεωνίδας Εμπειρίκος μιλάει για τον πατέρα του
"Θυμάμαι έναν άνθρωπο αφάνταστα στοργικό"
(Ο Λεωνίδας Εμπειρίκος μιλάει στον Τάσο Γουδέλη) Όταν το σκέπτομαι, μου είναι
δύσκολο να απομονώσω μία εικόνα. Έχω συγκρατήσει πολλές εικόνες του από τα σπίτια
μας στην Αθήνα, στην Γλυφάδα και στην Άνδρο, γύρω στο '60, όταν με έβγαζε
φωτογραφίες: θυμάμαι τις κινήσεις του, απροσδιόριστους ήχους, πολλά του λόγια καθώς
με τραβούσε... τόσο στο σπίτι όσο και έξω. Ήμουν τριών ετών. Η χρονιά του '60 έχει
αποτυπωθεί στην μνήμη μου γιατί συχνά μιλούσαν οι δικοί μου για την νέα δεκαετία
που άρχιζε. Με φωτογράφιζε και στο σπίτι της γιαγιάς μου της Στεφανίας, της μητέρας
του, που έμενε Αινειάνος 8, στην Πατησίων δίπλα στην ΓΣΕΕ. Πηγαίναμε εκεί τις
Κυριακές οικογενειακώς. Στο δρόμο συνέχεια μου μιλούσε. Στην πολυκατοικία της
γιαγιάς έζησε και ο ίδιος στην Κατοχή και λίγο μετά. Εγώ μεγάλωσα στο σπίτι της
Νεοφύτου Βάμβα 6, στο Κολωνάκι. Θυμάμαι έναν άνθρωπο αφάνταστα στοργικό. ΤΑΣΟΣ
ΓΟΥΔΕΛΗΣ: δεν ξέρω εάν ποτέ σκεφθήκατε ότι πιθανόν υπάρχει στην μνήμη σας μία πρώτη
εικόνα από τον πατέρα σας... ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ: Όταν το σκέπτομαι, μου είναι
δύσκολο να απομονώσω μία εικόνα. Έχω συγκρατήσει πολλές εικόνες του από τα σπίτια
μας στην Αθήνα, στην Γλυφάδα και στην Άνδρο, γύρω στο '60, όταν με έβγαζε
φωτογραφίες: θυμάμαι τις κινήσεις του, απροσδιόριστους ήχους, πολλά του λόγια καθώς
με τραβούσε... τόσο στο σπίτι όσο και έξω. Ήμουν τριών ετών. Η χρονιά του '60 έχει
αποτυπωθεί στην μνήμη μου γιατί συχνά μιλούσαν οι δικοί μου για την νέα δεκαετία
που άρχιζε. Με φωτογράφιζε και στο σπίτι της γιαγιάς μου της Στεφανίας, της μητέρας
του, που έμενε Αινειάνος 8, στην Πατησίων δίπλα στην ΓΣΕΕ. Πηγαίναμε εκεί τις
Κυριακές οικογενειακώς. Στο δρόμο συνέχεια μου μιλούσε. Στην πολυκατοικία της
γιαγιάς έζησε και ο ίδιος στην Κατοχή και λίγο μετά. Εγώ μεγάλωσα στο σπίτι της
Νεοφύτου Βάμβα 6, στο Κολωνάκι. Θυμάμαι έναν άνθρωπο αφάνταστα στοργικό.
Τ.Γ.: Κάνοντας αναδρομή στις πρώτες σας μνήμες από τους γονείς σας και τους χώρους
στους οποίους ζήσατε, ποια άλλα στοιχεία έχετε συγκρατήσει εκτός των προηγουμένων;
Λ.Ε.: Πολλά απ' όσα συνέβαιναν στο εξοχικό σπίτι μας, στην Γλυφάδα (Αθηνών 3), που
νοικιάζαμε από το 1958, όταν ήμουν ενός έτους, μέχρι τον θάνατο του μπαμπά το 1975.
Θυμάμαι τα παιχνίδια στα μπλε και άσπρα πλακάκια του κήπου και στα κόκκινα και
άσπρα του εσωτερικού. Με έβγαζε και σ' εκείνο το σπίτι φωτογραφίες. Περνούσαν τα
αεροπλάνα για το Ελληνικό και ο μπαμπάς μου μάθαινε τα μοντέλα τους. Ακούγαμε τον
θόρυβο και φωνάζαμε μαζί: ''DC 6 της Ολυμπιακής'', ''Λόκχηντ Κονστελέησον της
Λουφτχάνσα''... Ήξερα από 4 ετών όλους τους τύπους των αεροπλάνων. Έντονες
αναμνήσεις έχω και από το Παρίσι, όπου πήγαμε το 1961 για μια εγχείρηση της μητέρας
μου και μείναμε δύο μήνες. Έχει αποτυπωθεί έντονα μέσα μου το ξενοδοχείο Οτέλ
Αβιατίκ, στη Ρη ντε Βοζιράρ, και η κλινική. Πήγαμε με τραίνο. Περνώντας από την
Γιουγκοσλαβία ο μπαμπάς ήταν ενθουσιασμένος γιατί την αγαπούσε πολύ. Μ' έκανε να
πλάσω μύθους γι' αυτή την χώρα. Βλέπαμε άλογα μεταξύ Μακεδονίας και Σερβίας και
εκείνος συνεχώς σχολίαζε με πάθος τις εικόνες. "Γυιέ μου", έλεγε, ((η Γιουγκοσλαβία
δεν είναι μία αλλά πολλές δημοκρατίες...", και μου τις απαριθμούσε: Σερβία,
Κροατία, Βοσνία -Ερζεγοβίνη, Μαυροβούνιο και Μακεδονία. Του άρεσε η Ιστορία και μου
μετέδωσε την αγάπη του. Πάντα μου μιλούσε για ιστορικά γεγονότα αλλά τα διάνθιζε με
μυθικά στοιχεία. Στην επιστροφή από το Παρίσι χρησιμοποιήσαμε και πλοίο που πήραμε
στην Βενετία. Στο ποίημα του ((Ο δρόμος" ο στίχος "... μια τελευταία Βενετία..."
έχει σχέση και με εκείνο το ταξίδι μας. Τ.Γ.: Μα και ο άλλος στίχος "... και ένας
περάτης γονδολιέρης", στο ίδιο ποίημα, φαντάζομαι ότι είναι εμπνευσμένος από
τότε... Λ.Ε.: Ακριβώς. Από τον γονδολιέρη που μας πήρε από τον σταθμό και μας
μετέφερε στο καράβι Σαν Τζόρτζιο της "Αντριάτικα". Το πλοίο αυτό μας έφερε στον
Πειραιά. Πέρασε μέσα από τον Ισθμό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Μπαίνοντας στον
Σαρωνικό, ο μπαμπάς αναφωνούσε μακρόσυρτα: <<Μπαίνουμε στο Σαρωνικοοό...>>
Το <<Καμιά φορά επιστρέφοντας από τους Παρισίους... μέσα στ' αρώματα της
πεύκης...>> αναφέρεται σ' εκείνη την εμπειρία. Και να σας πω: τα πεύκα τότε του
Σοφικού της Κορινθίας και των Μεγάρων ευωδίαζαν γύρω από το πλοίο. Άρεσε στον
πατέρα μου το ταξίδι δια θαλάσσης. Αγαπούσε το νερό, τις μεγάλες επιφάνειες και τα
ταξίδια. Αντιμετώπιζε τα πλοία ως ποιητικά αντικείμενα, ως πηγές έμπνευσης... Ο
πατέρας του, Λεωνίδας, ήταν εφοπλιστής, και του μετέδωσε την λατρεία του για τα
καράβια. Γενικά αγαπούσε τις μηχανές: αυτοκίνητα, μοτοσυκλέτες, πλοία, τρακτέρ.
Είχα μια πολύ πλούσια συλλογή παιχνιδιών Ματς μποξ. Το συρτάρι του γραφείου του
ήταν γεμάτο από μοντέλα. Τα είχε αγοράσει από παλιά και τα φύλαγε (θαυμάζοντας τα,
πρώτα ο ίδιος), για να μου τα χαρίσει στα γενέθλια μου στα 7 μου χρόνια. Τα έχω
ακόμα... Προπολεμικά είχε πολλές και ακριβές φωτογραφικές μηχανές, μοτοσυκλέτες και
αυτοκίνητα. Ήταν από τους πρώτους που οδηγούσε μοτοσυκλέτες στην Ελλάδα. Κάποτε ο
βασιλιάς Αλέξανδρος του ζήτησε να αγοράσει μια Χέντερσον που την είχε φέρει με
πλοίο ο παππούς μου από την Αμερική. Ο πατέρας μου ήταν 20 ετών και το περιστατικό
συνέβη λίγους μήνες πριν πεθάνει ο Αλέξανδρος από το δάγκωμα της μαϊμούς. Τ.Γ.:
Μιλείστε μου για το οικογενειακό σας δέντρο. Λ.Ε.: Ο πατέρας μου είχε τρία αδέλφια:
ήταν ο μεγαλύτερος, ακολουθούσε ο Μαράκης, μετά ο Τάκης και τελευταίος ο Κίμων. Ο
Τάκης πέθανε νεότατος και ο Κίμων το 1981, στην Νέα Υόρκη. Ο παππούς Λεωνίδας ήταν
εφοπλιστής, επιχειρηματίας και νέος είχε ασχοληθεί με την πολιτική: ήταν
βενιζελικός μέχρι το κόκαλο. Ήταν βουλευτής Άνδρου μέχρι τα τέλη του 1920 και είχε
διατελέσει Υπουργός Επισιτισμού στην Κυβέρνηση της Άμυνας στην Θεσσαλονίκη. Η
καταγωγή του ήταν από την Χώρα της Άνδρου. Ο ιστορικός και μελετητής της Άνδρου
Δημήτρης Πολέμης έχει πει ότι η απώτερη καταγωγή του είναι από κάποιους Μπιρίκους,
που ζούσαν πριν από τον 19ο αιώνα, στην βόρεια Χίο και εγκαταστάθησαν στο χωριό
Αψηλού της Άνδρου όπου υπάρχει ακόμα ένα ερειπωμένο σπίτι το οποίο δεν ξέρουμε σε
ποιον ανήκει. Το όνομα Λεωνίδας προήλθε από αλλαγή του Λινάρδος και το Εμπειρίκος
από διασκευή του Μπιρίκος. Ανάδοχος και των δύο υπήρξε ο Θεόφιλος Καΐρης, τον
οποίο, σημειωτέον, θαύμαζε ο πατέρας μου ως διαφωτιστή. Ο παππούς μου πήγε στην
Βραΐλα αρχές του περασμένου αιώνα και εκεί γεννήθηκε ο πατέρας μου, το 1901. Δύο
Σεπτεμβρίου με το Ιουλιανό.
Η γιαγιά μου ήταν Ρωσίδα κατά το ήμισυ και του έμαθε τη γλώσσα της άριστα. Τους
άκουγα να μιλούν ρωσικά ακόμα και στο τηλέφωνο και καταλάβαινα τα πάντα. Ο πατέρας
μου μέχρι το 1914 ζούσε τον περισσότερο καιρό στην Σύρο και πήγαινε πολύ συχνά στην
Ρωσία. Τ.Γ.: Είναι γνωστή και περίπου θρυλική η σχέση τον Ανδρέα Εμπειρίκου με την
ψυχανάλυση. Πότε, όμως, αρχίζει να ασχολείται με την λογοτεχνία; Λ.Ε.: Από τα 18
μέχρι τα 22 του χρόνια έγραφε στίχους παλαμικούς. Η σχέση του με τη λογοτεχνία
καθορίζεται από μια σειρά σημαντικών γεγονότων της ζωής του. Σε ηλικία 17 χρονών
περίπου ήταν Τολστοϊστής. Όταν πια είχε παραιτηθεί από την επιχείρηση του πατέρα
του, πήγαινε με τα πόδια στο Μπογιάτι και όργωνε με τους αρβανίτες χωρικούς στο
πατρικό τσιφλίκι. Ήταν η πρώτη του εξέγερση εναντίον του παππού μου. Η δεύτερη ήταν
όταν πήγε και δούλεψε εργάτης στα λιγνιτωρυχεία του πατέρα του στο Αλιβέρι για
λόγους ιδεολογικούς. Εκείνη την εποχή έγραψε το ''Κόκκινο τραγούδι", όπου
αναφέρεται σε ένα λαϊκό δικαστήριο στο οποίο πρόεδρος είναι ένας λεβητοποιός,
''ένας λεβέντης δικαστής..." και μάλλον δικάζει κάποιον που μοιάζει στον παππού
μου... Η ειρωνεία είναι ότι αργότερα ο ίδιος ο πατέρας μου θα ανακριθεί και θα
δικασθεί από το ΚΚΕ. Με την ψυχανάλυση ασχολήθηκε σε μια εποχή μεγάλης κρίσης με
τον πατέρα του, όταν περνούσε μια ζωή ως "πλαίυ μπόυ" στην Κυανή Ακτή, σε ένα
πολυτελές σπίτι που είχε αγοράσει ο πατέρας του από έναν ρώσο πρίγκηπα για να ζήσει
στην Γαλλία. Επισκέφθηκα αυτό το σπίτι με την μητέρα μου το 1978: είχε μετατραπεί
σε πολυκατοικία ακριβών διαμερισμάτων... Στην παλιά του κατάσταση φαίνεται καθαρά
σε φωτογραφίες του πατέρα μου με τα αδέλφια του, όπου όλοι ποζάρουν δίπλα σε ωραίες
φιλενάδες του παππού μου. Και ο πατέρας μου είχε πολλές ερωτικές περιπέτειες εκείνη
την εποχή, στην δεκαετία του '20. Όμως περνούσε ταυτόχρονα και μεγάλη ηθική κρίση.
Ένιωθε άσχημα απέναντι στην μητέρα του, που ο πατέρας του είχε χωρίσει εν τω
μεταξύ, αλλά και βλέποντας την τεράστια ταξική ανισότητα της κοινωνίας στην οποία
ανήκε. Διηγόταν ότι κάποτε μια νεαρή υπηρέτρια του είπε: ((Κύριε Ανδρέα, είσθε ο
μόνος εδώ μέσα που διαφέρει από τους άλλους...". Τότε ανακάλυψε την ψυχανάλυση και
έκανε πρώτα ο ίδιος ανάλυση με τον Ρενέ Λαφόργκ. Μόλις είχε γυρίσει από το Λονδίνο
όπου, εκτός από
την συμμετοχή του στις οικογενειακές επιχειρήσεις εκεί, είχε διακόψει τις σπουδές
του στην φιλοσοφία και στην αγγλική φιλολογία. Η μητέρα του ζούσε στην Λωζάνη και ο
πατέρας μου την επισκεπτόταν. Παράλληλα σπούδασε στην ίδια πόλη οικονομικά. Έφερε
βαρέως τον χωρισμό των γονέων του. Τ.Γ.: Στην εποχή της γαλλικής "Αβάν-γκαρντ" του
'20, γνωρίζεται με τον Αντρέ Μπρετόν και έρχεται σε επαφή με τον σουρρεαλισμό, αν
δεν απατώμαι... Λ.Ε.: Με τον Μπρετόν έρχεται σε επαφή μέσω του Φρουά Ουιτμάν, ο
οποίος ήταν και ο μοναδικός φίλος του ρεύματος του σουρρεαλισμού: γιατί, καίτοι ο
Φρόυντ επηρέασε τις ιδέες των σουρρεαλιστών, η ψυχανάλυση ως επιστήμη δεν
αποδεχόταν την πρωτοκαθεδρία της Τέχνης... Στο Παρίσι ο πατέρας μου πήγαινε στα
μαθήματα φιλοσοφίας του Αλεξάντρ Κοζέβ για τον Χέγκελ μαζί με τον Μπρετόν, τον
Λακάν, τον Κενώ και άλλους. Έκανε κάπως ανορθόδοξα την διδακτική του ανάλυση: γιατί
ο Λαφόργκ ήταν ταυτόχρονα και ψυχαναλυτής του. Υπολογίζω ότι αυτή η διαδικασία
κράτησε από το 1925 έως το 1931. Αμέσως μετά επιστρέφει στην Ελλάδα και υλοποιώντας
την ((γραμμή" της ψυχαναλυτικής του θεραπείας προσπαθεί να συμφιλιωθεί με τον
πατέρα του, εργαζόμενος ως διευθυντής των ναυπηγείων και μηχανουργείων
((Βασιλειάδη", μιας εκ των επιχειρήσεων δηλαδή του παππού μου. Το 1934, όμως,
διαφωνεί με τον τελευταίο, παίρνει το μέρος των εργατών, παραιτείται και δεν τον
ξαναβλέπει. Αρχίζει τότε να βρίσκεται, μέχρι το 1939, μεταξύ Αθήνας και Παρισίων.
Εν τω μεταξύ ο παππούς μου απογοητευμένος, επειδή η κυβέρνηση Τσαλδάρη, νομίζω, δεν
επιδότησε την επιχείρηση του της "Εθνικής Ακτοπλοΐας", την πούλησε, όπως και όλη
του την περιουσία στην Ελλάδα, ακόμα και αυτή της Άνδρου. Έφυγε στην Γαλλία και δεν
γύρισε ποτέ. Ο πατέρας μου, στο ίδιο διάστημα, γράφει πολλά κείμενα. Έως το 1933
γράφει μη υπερρεαλιστικά κείμενα. Εκδίδει το 1935, ως γνωστόν, την Υψικάμινο.
Ανοίγει το γραφείο του και κάνει ψυχανάλυση επί 16 χρόνια. Παντρεύθηκε την Μάτση
Χατζηλαζάρου το 1940. Τ.Γ.: Ο Ανδρέας Εμπειρίκος με το έργο του δημιουργεί την
βεβαιότητα, εκτός των άλλων, ότι ο αναγνώστης έχει να κάνει με ένα απολύτως
διονυσιακό άτομο. Πόσο αυτή η εικόνα αντιστοιχίζεται με εκείνη του ανθρώπου που ζει
μέσα στους αστικούς κανόνες, επικεφαλής μιας οικογένειας;
Λ.Ε.: Να επαναλάβω -και αυτό είναι μάλλον παράδοξο- ότι η συνολική μου εντύπωση απ'
αυτόν μέχρι τέλους είχε σχέση με την εικόνα ενός συνετού και απολύτως αγαθού
οικογενειάρχη. Παρ' ότι ήταν φανερό πως του άρεσαν υπερβολικά οι γυναίκες, μα πάρα
πολύ... Όμως δεν μου μετέδωσε αυτή την ακραία, ας πούμε, βακχική διάθεση που εκλύει
το έργο του. Όταν πρωτοδιάβασα έφηβος, με κριτικό πνεύμα, τα κείμενα του ή άκουσα
να τα απαγγέλλει στον δίσκο, παραξε-νεύθηκα, ομολογώ, με την διαφορά που
παρουσίαζαν όλ' αυτά με την συμπεριφορά του ως πατέρα. Αργότερα κατάλαβα ότι αυτές
οι αντιθέσεις μπορούν να συνυπάρξουν σε μιαν προσωπικότητα. Αν και να σας πω,
μπορεί η ζωή του πατέρα μου μέχρι τον πρώτο του γάμο ή μέχρι το 1947, όταν
παντρεύθηκε την μητέρα μου, να ήταν διαφορετική απ' αυτήν που γνώρισα... Τ.Γ.: Εξ
όσων έχω διαβάσει έχει ενδιαφέρον η ζωή τον πατέρα σας στα χρόνια της Κατοχής.
Λ.Ε.: Κατά την διάρκεια της Κατοχής βρίσκεται στην Ελλάδα. Από το 1934, όταν έπαψε
να έχει σχέσεις με τον πατέρα του, βιοπορίζεται από το επάγγελμα του ψυχαναλυτή.
Συμφιλιώθηκε με τον πατέρα του στον Εμφύλιο, μετά την τραυματική του εμπειρία λόγω
της ομηρίας του από την ΟΠΛΑ και τον ΕΛΑΣ. Πριν πω για την ζωή του στην Κατοχή και
τις μετέπειτα περιπέτειες του, να κάνω μια παρένθεση και να προσθέσω ότι επί μια
δεκαετία ήταν ακραιφνής Μαρξιστής θεωρητικά, και σοσιαλιστής. Το ότι δεν εντάχθηκε
σε κόμμα είναι, νομίζω, προφανές εξαιτίας της απόλυτα αρνητικής στάσης του κόμματος
λόγω υπερρεαλισμού και ψυχανάλυσης. Το 1936 δίνει μια συνέντευξη στον Κωστή Μπαστιά
στην οποία κατηγορεί την συντηρητική στροφή της Γ' Διεθνούς και ακολουθεί την
τροτσκιστική στροφή του Μπρετόν αλλά χωρίς να ενταχθεί πρακτικά. Ο ίδιος
χαρακτήριζε τον εαυτό του σοσιαλιστή. Όταν έγινε η ρήξη των γάλλων υπερρεαλιστών με
το Γαλλικό Κ.Κ. έστειλε στον Μπρετόν, το 1935, ένα τηλεγράφημα στο οποίο έλεγε ότι
τον ακολουθεί με μεγάλη χαρά ελπίζοντας, όμως, να μην έχει κόψει τις γέφυρες με τον
ιστορικό υλισμό και την ψυχαναλυτική θεωρία. Μέσα στην Κατοχή κρύβει στο σπίτι του
διαφόρους κυνηγημένους. Μεταξύ αυτών τον Εγγονόπουλο που ήταν στο ΕΑΜ και τον
Καρτάλη που ήταν στην ΕΚΚΑ.
Τ.Γ.: Όπως έχει τονισθεί, σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση μεγάλου μέρους του
μεταπολεμικού έργον του αλλά και της ώριμης ζωής του υπήρξε η ομηρία του από τους
αριστερούς... Λ.Ε.: Το περιστατικό αυτό είναι η πιο δραματική εμπειρία της ζωής
του. Τον έπιασαν πολιτοφύλακες της ΟΠΛΑ στο σπίτι του, στις 30 Δεκεμβρίου του '44,
επειδή ήταν γιος εφοπλιστή... Τότε είχαν συλλάβει χωροφύλακες, ιερωμένους και
πολλούς άλλους με την κατηγορία ότι ήσαν αστοί. Επίσης και τροτσκιστές, τους
οποίους εκτελούσαν πιο εύκολα από τους υπόλοιπους. Μου έλεγε ο πατέρας μου ότι τους
εκτελούσαν ως "ειδικούς προδότες". Έναν μάλιστα γνωστό του, τον αρχειομαρξιστή
Αλμπέρ, τον σκότωσαν πλησίον του, στο χωριό Κρώρα, μαζί με άλλους επτά. Οι στίχοι
από το ποίημα ((Ο δρόμος": "και οι καλούμενοι με βλέμμα σαν αυτό που συναντά κανείς
στα μάτια των καταδικασμένων στις ύστατες στιγμές του βίου τους..." είναι
εμπνευσμένος από το περιστατικό αυτό. Κατά την σύλληψη του επέτρεψαν να
αποχαιρετήσει την μητέρα του, που ήταν στον επάνω όροφο και με σκληρό τρόπο τον
οδήγησαν σε Τμήμα τους στην οδό Παμίσου. Μετά τον πέρασαν από λαϊκό δικαστήριο. Τον
έκλεισαν, στην συνέχεια, μαζί με πολλούς άλλους καταδικασμένους στο κινηματοθέατρο
Φοίβος. Του έλεγαν: "Αύριο ετοιμάσου, θα σε κλάψει η μάνα σου...". Οι όμηροι αυτοί
συνόδευσαν με τα πόδια την έξοδο του εφεδρικού ΕΛΑΣ από την Αθήνα, με προορισμό την
Λαμία, μέσω των Καλυβιών, Χασιάς (Ασπροπύργου) και του οροπεδίου των Δερβενοχωρίων.
Η Πάρνηθα ήταν χιονισμένη και ο πατέρας μου έπαθε κρυοπαγήματα. Εκτελούνταν οι
βραδυπορούντες' μεγάλο βασανιστήριο για τους υπόλοιπους. Ήταν γεροδεμένος και
σχετικά νέος και προχωρούσε κανονικά, παρά τα κρυοπαγήματα. Για τον ΕΛΑΣ μιλούσε
αργότερα με επιείκεια. Όχι, όμως, για την ΟΠΛΑ. Μια νύχτα στο χωριό Μουσταφάδες
(σημερινή Καλλιθέα), η φάλαγγα δέχθηκε επίθεση από αγγλικά Σπιτφάιαρ. Ο πατέρας μου
κρύφτηκε σε ένα αρδευτικό χαντάκι. Ζήτησε καταφύγιο σε μια οικογένεια Αρβανιτών στο
Κακοσάλεσι (Αυλώνα), η οποία του έδωσε άλλα ρούχα. Όταν, λοιπόν, πέρασε από εκεί
ένας λόχος του ΕΛΑΣ και στο σπίτι όπου κρυβόταν ο πατέρας μου κατέφυγε για τις
πρώτες βοήθειες μια βαρεία τραυματισμένη Ελασίτισσα, εκείνος προσποιήθηκε τον
χωρικό. Έναν άνθρωπο από αυτούς που έκρυψαν τον πατέρα μου τότε, τον επισκέφθηκα
για να τον γνωρίσω, αρχές του '80. Δεν θα ζει σήμερα.
Τον πατέρα μου τον περιέθαλψαν οι Άγγλοι, οι οποίοι τον συνάντησαν στην Μαλακάσα να
κατευθύνεται πάλι πεζός προς την Αθήνα. Δεν μίλησε ποτέ μέχρι το τέλος της ζωής του
δημόσια εναντίον του ΚΚΕ γιατί, παρ' όλα τα προσωπικά του μαρτύρια, αναγνώριζε στα
γεγονότα της δεκαετίας του '40 το φαινόμενο της Επανάστασης στην οποία πίστευε.
Στην δεκαετία του '60 και αργότερα, έλεγε ότι εφ' όσον υπήρξε Εμφύλιος, αυτός, όπως
και άλλοι, παρά την μεγάλη αδικία εις βάρος τους, υπέστησαν τις συνέπειες του
γεγονότος... Στην δεκαετία του '60 ξαναβρήκε το πρόσωπο της Αριστεράς μέσα από την
Νιου Λεφτ, της αγγλοσαξωνικής και αμερικανικής εκδοχής της σχετικής ιδεολογίας.
Είχε ένα αίσθημα δικαιοσύνης απέναντι στον υπαρκτό σοσιαλισμό. 'Οταν το '63 πήγε
στην τότε Σοβιετική Ένωση με τον Ελύτη και τον Θεοτοκά, επίσημα προσκεκλημένος,
εντυπωσιάσθηκε από ορισμένα θέματα κοινωνικής πρόνοιας και ελευθερίας ηθών, αλλά
ένιωσε απέχθεια για το αστυνομικό κράτος. Την εποχή που τον έπιασε η ΟΠΛΑ έγραφε
την Αργώ και αμέσως μετά τέλειωσε την Ζεμφύρα, που εκδόθηκε πρόσφατα. Την Ενδοχώρα,
που κυκλοφόρησε το 1945, πρέπει να την είχε τελειώσει από τις αρχές του '40. Τ.Γ.:
Με τα Γραπτά έχω και συναισθηματική σχέση, επειδή εκδόθηκαν από τον "Δίφρο", του
θείον μου Γιάννη Γονδέλη, ο οποίος μου έλεγε ότι ο πατέρας σας τον διάβασε, με την
χαρακτηριστική του φωνή, τα χειρόγραφα στο σπίτι σας. Κάθε τόσο ο πατέρας σας
σταματούσε την ανάγνωση και ρωτούσε τον εντυπωσιασμένο ακροατή του αν του αρέσουν
τα κείμενα... Λ.Ε.: Από τα Γραπτά αφαίρεσε κομμάτια, ξέρετε. Εν πάση περιπτώσει δεν
σταμάτησε να γράφει μέχρι την Χούντα, η οποία του προκάλεσε εσωτερική κατάρρευση.
Στο διάστημα της επταετίας με το μόνο που καταπιάστηκε, εκτός από τον Μεγάλο
Ανατολικό, ήταν ένα αυτοβιογραφικό λεξικό. Τ.Γ.: Ας γυρίσουμε πάλι στα μέσα του
'40. Θέλω να συνεχίσετε το βιογραφικό του πατέρα σας. Λ.Ε.: Η μητέρα μου, Βιβίκα
Ζήση, κατάγεται από την Πρεμετή και θεωρεί τον εαυτό της Αρβανίτισσα, κάτι που
άρεσε πολύ στον πατέρα
μου. Ο πατέρας της ήταν καπνοβιομήχανος και έβγαζε προπολεμικά τα τσιγάρα Εγκο, τα
οποία δυστυχώς δεν είδα να αναφέρονται σ' αυτή την μνημειώδη έκδοση περί ελληνικών
τσιγάρων... Τους γονείς μου έφερε για πρώτη φορά σε επαφή ο κοινός τους φίλος
Γιάννης Τσαρούχης, μάλλον το 1943, στο σπίτι του πατέρα μου. Ο γάμος έγινε στην
Χρυσοκαστριώτισσα της Πλάκας με κουμπάρο τον Ελύτη. Το 1945 αρχίζει η γραφή του
Μεγάλου Ανατολικού, της οποίας η γραφή προετοιμάζεται στην Αργώ, στην Ζεμφύρα και
στην Βεατρίκη. Ο παππούς μου πέθανε το 1948 στην Γενεύη, μακριά από τον πατέρα μου,
ο οποίος είχε αλλάξει στάση απέναντι στην ισχυρή αυτή προσωπικότητα μετά την ομηρία
του. Θεραπεύτηκε γράφοντας τον Μεγάλο Ανατολικό: μέσα σ' αυτόν υπάρχει η εικόνα του
Πατέρα. Πολλές περσόνες στο έργο είναι συνδυασμός εκείνου και του Πατέρα, όπως ο
λόρδος, ο Άγγλος. Εδώ και εκεί διάφορα πρόσωπα θυμίζουν τον λιμπερτίνο, που ήταν ο
γονέας του... Εκείνη την εποχή περνάει μεγάλη ιδεολογική κρίση γι' αυτό και το
μυθιστόρημα είναι απολιτικό: ρητά ένας από τους ήρωες, ο ρώσος σοσιαλιστής, που
είναι μια άλλη περσόνα του πατέρα μου, αποκηρύσσει τις ιδέες του. Αυτό το
διαπιστώνουμε όταν συζητάει με τον άγγλο λόρδο και μετά πηγαίνει στην τουαλέτα,
όπου με το καζανάκι καθαρίζει τις ηθικολογίες... Τότε ο πατέρας μου ήταν απλώς
φιλελεύθερος: γύρισε, δηλαδή, στον παλιό βενιζελικό του εαυτό, από τον οποίο
ξεκίνησε λόγω πατρός, για να περάσει μετά στην Αριστερά. Η φιλελευθεροσύνη του αυτή
επέτρεψε βαθμιαία, μετά τις τραυματικές του εμπειρίες, την πρόσληψη ενός πολιτικού
αναρχισμού. Οι συζητήσεις, που γίνονται στο τέλος του Ανατολικού περί Μπακούνιν,
είναι μία από τις πολλές προσθήκες στα 1951, χρονιά που ολοκληρώνεται το έργο.
Τ.Γ.: Ο βίος του πατέρα σας είναι από μόνος του ένα συναρπαστικό αφήγημα. Έχουμε
μείνει στα τέλη της δεκαετίας του '40. Λ.Ε.: Το 1951, αναγκασμένος να διακόψει την
ψυχανάλυση, φεύγει απογοητευμένος με την μητέρα μου για το Παρίσι. Εκεί μένει έως
το 1954. Γεννήθηκα το 1957. Το 1960 κυκλοφορούν από τον "Δίφρο", του θείου σας, τα
Γραπτά. Τα σχόλια για το βιβλίο αυτό ήσαν ελάχιστα, κάτι που στενοχώρησε τον πατέρα
μου. Είχε δεκαπέντε χρόνια να
εμφανισθεί και αυτό θα μπορούσε υπό άλλες συνθήκες να είναι ένα αξιοσημείωτο
γεγονός, γιατί δεν υπήρχε πια η αρχική προκατάληψη εναντίον του υπερρεαλισμού. Όμως
στην δεκαετία του '50 οι υπερρεαλιστές και οι συνεχιστές τους είχαν απομονωθεί.
Τότε κυριαρχούν οι επιλογές της αριστερής διανόησης... Αλλά και ο Σεφέρης του
έστειλε ένα μάλλον ειρωνικό γράμμα, στο οποίο αναφερόταν στον Ροκαμβόλ, ένα έργο
άσχετο με τα Γραπτά. Όμως, περιέργως, ο Σεφέρης συσχέτιζε την γραφή του βιβλίου με
το κείμενο αυτό... Ο πατέρας μου εκτιμούσε τον Σεφέρη. Τον θυμάμαι στο σπίτι μας
και στο δικό του, όπου τον επισκεπτόμαστε καμιά φορά με τον Παπατσώνη. Τ.Γ.: Με τον
Εγγονόπουλο και με τους τότε νεότερους ποιητές ποια είναι η σχέση τον εκείνη την
εποχή; Λ.Ε.: Μετά από το κείμενο που έγραψε το 1945 για τον Εγγονόπουλο στο
Τετράδιο, και τις επαφές που είχαν στην Κατοχή, δεν συναντιέται συχνά έκτοτε. Το
1963 διαβάζει ένα εγκωμιαστικό επίσης κείμενο γι' αυτόν στην Σχολή Δοξιάδη. Από
τους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς αγαπούσε πολύ τον Νίκο Καρούζο με τον
οποίο συνδεόταν στενά. Μιλούσε γι' αυτόν με μεγάλη θέρμη. Βέβαια ξεσπούσαν μεταξύ
τους φοβεροί καυγάδες, αλλά πάντα στο τέλος συμφιλιώνονταν. Τ.Γ.: Γύρω στο 1964, σ'
ένα τεύχος τον περιοδικού τον θείον μου, στην Καινούρια εποχή, επανεμφανίζεται μετά
τα Γραπτά και τις απαγγελίες τον στον γνωστό δίσκο ο πατέρας σας, με πέντε, αν δεν
απατώμαι, ποιήματα τον... Λ.Ε.: Ναι. Δημοσίευσε πέντε ποιήματα του: την "Σιωπή",
τις ''Εποχές", την ''Οδό των Φιλελλήνων'', τον ''Κορυδαλλό" (που αναφερόταν σε
μένα) και τις ''Λέξεις". Μετά εμφανίζεται το 1965 στο περιοδικό Πάλι του Νάνου
Βαλαωρίτη, ένα γεγονός που ήταν μια ανανέωση γι' αυτόν. Και η τελευταία αναλαμπή
του. Χάρη στον Νάνο είχε ανοίξει από παλιότερα τους ορίζοντες του και είχε βγει από
το ασφυκτικό κλίμα της εθνικόφρονος Ελλάδος των νικητών του Εμφυλίου, αναπνέοντας
το οξυγόνο της αγγλοσαξωνικής κουλτούρας και των αμερικανών μπητ. Δεν είχε,
βλέπετε, τότε επαφή με τον πολύ αγαπημένο φίλο των νεανικών του χρόνων, που είχε
μεταναστεύσει στην Αμερική από παλιά, τον πολύ επαναστατικό και μη ελληνοκεντρικό,
Νικόλαο Κάλας. Ο τελευταίος είχε θυμώσει για τη σχέση του πατέρα μου με την Μαρία
Βοναπάρτη, η οποία ως
πριγκήπισσα είχε σχέσεις με το παλάτι, και ως γνωστόν ο Κάλας απεχθανόταν τους
βασιλείς. Αργότερα ο Κάλας μετάνιωσε για τη στάση του και το είπε δημόσια στο
Παρίσι. Η παρέα των νέων ανθρώπων του Πάλι, του Ταχτσή, του Κουτρουμπούση και άλλων
τον αναζοωγόνησε... Αν και με τον Ταχτσή, να σημειώσω εδώ, συνέβη μια παρεξήγηση η
οποία δεν λύθηκε μέχρι τον θάνατο του πατέρα μου, κάτι που με λύπησε πολύ. Μέσα
στην Χούντα είχε πάθει κατάθλιψη. Δεν ήθελε να δημοσιευθεί τίποτα δικό του. Μόνο
λίγο πριν την πτώση του καθεστώτος τον έπεισε ο αγαπητός του Δ. Καλοκύρης να
δημοσιευθούν ποιήματά του στο περιοδικό Τραμ. Ο τελευταίος μεσολάβησε για να γίνει
η διάλεξη του στο αμφιθέατρο της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης, στο ''Ποιητικό
εργαστήρι" με τον Κάρολο Μητσάκη. Πρέπει να τονίσω στο σημείο αυτό ότι δεν πρέπει
να καταλογισθεί στον πατέρα μου καμία ευθύνη για το γεγονός ότι δέχθηκε να μιλήσει
στον χώρο, έδρα που είχε δημιουργήσει ο διωγμένος από την Χούντα Δ. Μαρωνίτης,
γιατί αγνοούσε παντελώς το γεγονός, όντας απομονωμένος... Πιέστηκε από τους νέους
της Θεσσαλονίκης, μέσω του Καλοκύρη, του Χουλιάρα, του Σουλιώτη και άλλων, να
δεχθεί να μιλήσει στο ''Ποιητικό εργαστήρι", χωρίς να ξέρει τα καθέκαστα... Του
είπαν ''ελάτε στην Θεσσαλονίκη, θα μας ανοίξετε ορίζοντες..." και τον έκαμψαν. Ήταν
το τελευταίο του ταξίδι με τραίνο... Στο αμφιθέατρο της Φιλοσοφικής τον αποθέωσαν.
Ένιωσε να αναπτερώνεται. Πριν από την εμφάνιση του στη Θεσσαλονίκη, είχε δώσει
στους μαθητές του Κολλεγίου Αθηνών μια διάλεξη για τις βασικές αρχές της μοντέρνας
ποίησης. Αυτές οι δύο δημόσιες εμφανίσεις ήταν και οι μοναδικές μέσα στην Χούντα...
Τ.Γ.: Περιγράψτε μον ιδιωτικές στιγμές με τον πατέρα σας. Λ.Ε.: Περνούσαμε πολλές
ώρες μαζί. Μικρός άκουγα απίστευτα παραμύθια απ' αυτόν. Ας πούμε: για τον
"Καραγκιόζ-Ωνάς". Για τον Καραγκιόζη που βρήκε έναν θησαυρό και έγινε Ωνάσης. Αυτός
ο ήρωας επεισοδίων σε συνέχειες συνδέθηκε με άλλες ιστορίες, για τους κυνηγούς που
είχαν ένα τζιπ τεθωρακισμένο και μ' αυτό πήγαν πίσω από κάτι βουνά της Αφρικής,
στην χώρα των δεινοσαύρων... Δηλαδή ήταν προφήτης όσων επινόησε πολύ αργότερα ο
Σπήλμπεργκ με το Ιονράσιο πάρκο: ένα φιλμ πολύ πεζό που με συγκινεί, όμως, γιατί
μου θυμίζει εκείνες τις εξαίσιες αφηγήσεις του πατέρα μου. Είχα πολλά άλμπουμ με
δεινοσαύρους και προϊστορικά τέρατα στην δεκαετία του '60. Η συλλογή αυτή είχε
συμπέσει με την συγγραφή της Οκτάνας, όπου αναφέρονται προϊστορικά θηρία εδώ κι
εκεί...
Μου μιλούσε για τοποθεσίες πλησίον μας, π.χ. για το Πικέρμι, μέσα στο ρήγμα του
οποίου υπάρχουν απολιθωμένα ζώα της Αττικής. Πηγαίνοντας για την Άνδρο περνούσαμε
από το Πικέρμι, χωριό τότε, που ήταν σταθμός του ληστή Αρβανιτάκη, πριν από το
Δήλεσι. Επειδή είχε ζήσει το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα, μου μετέδωσε πολλές
γνώσεις γι' αυτόν, με απίστευτα γλαφυρό τρόπο. Ήταν ο καλύτερος αφηγητής που έχω
γνωρίσει. Η εκφορά του λόγου του ήταν μαγευτική. Από τα πέντε έως τα δέκα μου
χρόνια, κάθε βράδυ σχεδόν, επαναλαμβανόταν η εξής σκηνή: εκείνος καθόταν ξαπλωμένος
στο μπράτσο του καναπέ με ένα μαξιλαράκι κάτω από το κεφάλι. Στο άλλο μπράτσο ήμουν
καθισμένος εγώ και τον άκουγα. Ήταν 8 το βράδυ: η ώρα του παραμυθιού. Και τι δεν
παρήλαυνε μέσα στις διηγήσεις του. Τι Ρωσία, τι Τουρκία, τι Κεντρική Αφρική. Οι
περιπέτειες του Λίβινγκστον και του Στάνλεϋ κυριαρχούσαν. Είχα και τα σχετικά
βιβλία. Όλα μέσα μου έπαιρναν μυθικές διαστάσεις: η ανακάλυψη της Αμερικής, της
Ανταρκτικής, ο Σαρκώ, ο Πήρυ, ο Σάκλετον, όλοι οι εξερευνητές περνούσαν από μπροστά
μου βυθισμένοι στην αχλύ των τοπίων... Από κοντά οι πολιτικές της Κομμούνας του
Παρισιού, η ελληνική και σερβική Επανάσταση, τα πάντα μυθιστορηματικά, μαγικά. Όσοι
θεωρούν την συνείδηση του πατέρα μου απολιτική και ανιστορική κάνουν λάθος. Στο
μέχρι τώρα δημοσιευμένο έργο του, δεν φαίνεται επαρκώς, μετά από δική του επιλογή,
ο τρόπος με τον οποίο ετοποθετείτο μέσα στην Ιστορία. Δεν υπήρξε ποτέ
αντιευρωπαϊστής, ήταν ρωσόφιλος, φίλος των βαλκανικών λαών και της Τουρκίας. Στις
10 ερχόταν η μητέρα μου και διέκοπτε τις αφηγήσεις για να με βάλει στο κρεβάτι,
επειδή την άλλη ημέρα είχα σχολείο. Έπρεπε να έρθει πολλές φορές για να με πείσει
να φύγω από τον πατέρα. Με τον πατέρα μου είχαμε συμφωνήσει να χρησιμοποιούμε έναν
κώδικα: επιφωνήματα, λέξεις-κλειδιά και κραυγές, μπροστά σε οιονδήποτε, ακόμα και
μέσα στον δρόμο. Παρένθεση: πολλά ανέκδοτα, που κυκλοφορούν για την αντισυμβατική
συμπεριφορά του πατέρα μου, καλόπιστα θα έλεγα, επειδή διαδίδονται προφορικά,
διαστρεβλώνονται. Πάντως είναι γεγονός το ότι κάναμε περίεργα, για τον πολύ κόσμο,
πράγματα. Π.χ. περπατούσαμε στην οδό Κανάρη και φωνάζαμε "Γάσπαρης", ως επιφώνημα
χαράς. Την μητέρα μου την αποκαλούσαμε "Ρένα". Τον πατέρα μου τον φώναζα "Μπρεβού",
ποτέ ''μπαμπά", μόνο μπροστά στους τρίτους. Είχα ως τοτέμ τον βάτραχο από μικρός,
χάρη στον πατέρα μου ο οποίος μου ζωγράφιζε
πολλά σκιτσάκια. Τα φυλάω ακόμα. Με βαπόρια, προϊστορικά ζώα, που ήταν μια περίεργη
πηγή έμβιων όντων. Με φάλαινες, επίσης, όλων των ειδών, με ψάρια αλλόκοτα. Μου
μιλούσε για Φυσική Ιστορία, που γνώριζε πολύ καλά. Επικαλούμεθα, λοιπόν, στα
επιφωνήματα μας, τον βάτραχο και φωνάζαμε: "βατραχάς". Συμμετείχαν σ' αυτό το
παιχνίδι ενίοτε και κάποιοι φίλοι, όπως ο Γιάννης Τσαρούχης, ο οποίος, μάλιστα μου
είχε ζωγραφίσει και κάτι ωραία βατραχίσια πόδια. Αναφωνούσε ο πατέρας μου στο δρόμο
ξαφνικά "βατρααχαάς...", εγώ το ίδιο, και ακολουθούσε ο Τσαρούχης: "βατγααχαάς...".
Όταν θέλαμε να δείξουμε θυμό ή απαρέσκεια λέγαμε "Σβωνχ". Ένα άλλο περιστατικό έχει
ενδιαφέρον από τη ζωή του πατέρα: το 1930 επρόκειτο να ταξιδέψει με πλοίο του
πατέρα του στην Βόρεια και Νότια Αμερική από την Κοστάντζα. Ήταν πάντα όνειρο του
να επισκεφθεί αυτή την ήπειρο και δυστυχώς ποτέ δεν τα κατάφερε. Αγαπούσε τις γάτες
πολύ και πήρε μια μικρή μαζί του. Αυτή τον δάγκωσε στο λιμάνι της Κοστάντζα,
νομίζω. Την έστειλε στο Βουκουρέστι να την εξετάσουν για λύσσα, επειδή την έβλεπε
να είναι κακόκεφη. Ο καπετάνιος τον παρότρυνε να φύγουν και να ξεχάσουν το
περιστατικό. Ο πατέρας μου, όμως, επέμενε να περιμένουν. Λίγες ώρες πριν
αναχωρήσουν ήρθε ένα τηλεγράφημα που ανακοίνωνε ότι όντως η γάτα ήταν λυσσασμένη.
Πήγε στο Βουκουρέστι και στο λυσσιατρείο υπέστη την οδυνηρότατη σχετική θεραπεία με
ενέσεις στην κοιλιά: επί ένα μήνα έπρεπε να πίνει ελάχιστο νερό, να μην βρέχεται,
φλεγόμενος στο κατακαλόκαιρο. Μοναδική του απόλαυση τα θερινά σινεμά του
Βουκουρεστίου. Κάποτε έφερα μια γάτα στο σπίτι. Στην αρχή την αντιπάθησε. Μετά την
συμπάθησε και αναφωνούσε: "Βωχ". Όταν, όμως, αυτή έκανε κάτι κακό της φώναζε:
"Σβωνχ...". Γενικά δήλωνε την ήπια αποδοκιμασία του με αυτό το επιφώνημα. Στους
μεγάλους του θυμούς, που ήσαν σπάνιοι, ήταν ανεξέλεγκτος. Το παραλήρημα του ήταν
ασύλληπτο, αλλά παρ' όλ' αυτά θα έλεγα δομημένο: όλος του ο κόσμος ξαφνικά
παρήλαυνε μπροστά του και ξεσπώντας χρησιμοποιούσε χείμαρρο μεταφορικών φράσεων.
Τον άκουγα από το δωμάτιο μου την νύχτα να βαδίζει πάνω κάτω στο σαλόνι,
καπνίζοντας για να του φύγει ο θυμός. Στα Μίκυ Μάονς, που μου διάβαζε γιατί του
άρεσαν πολύ (όπως και το Τεν-Τεν), παραλλήλιζα το αυλάκι που άνοιγε ο θείος Σκρουτζ
περπατώντας, με το φανταστικό αυλάκι που άνοιγε περπατώντας ο πατέρας μου στις
νύχτες των μεγάλων θυμών του.
Δεν με είχε χτυπήσει ποτέ, παρά τα τρομερά του ξεσπάσματα. Τ.Γ.: Μεγαλώσατε σε
συνθήκες αστικών, συντηρητικών ηβών, παρά τον φιλελευθερισμό του πατερά σας. Λ.Ε.:
Ανατράφηκα με τρόπο ήπιο και θα έλεγα παραδοσιακό. Ο πατέρας μου με διάβαζε στα
μαθήματα, όπως και η μητέρα μου, η οποία αγωνιούσε για τις επιδόσεις μου
περισσότερο από εκείνον. Επειδή δεν ήμουν ποτέ άνθρωπος του γραπτού λόγου έπαιρνα
κακούς βαθμούς στις εκθέσεις. Απελπισμένοι οι καθηγητές με ανάγκαζαν να τις γράφω
στο σπίτι. Μου τις έγραφε ο πατέρας μου ο οποίος έπαιρνε πολύ κακούς βαθμούς
επίσης... Κάποτε πρέπει να βρεθούν αυτές οι εκθέσεις και να δούμε το περιεχόμενο
τους... Μερικές θα είναι πολύ αστείες γιατί το θέμα τους ήταν πολύ συμβατικό. Στο
Γυμνάσιο έγινα αριστερός και μετά τη Χούντα μπήκα στον Ρήγα Φεραίο και ο πατέρας
μου χάρηκε γι' αυτό. Είχε συμπάθεια στην Ε.Δ.Α. και σε πρόσωπα, όπως ο Ηλιού, τον
οποίο, το 1974, ονόμαζε "ο άγιος παράκλητος της Αριστεράς". Όταν ήμουν μικρός στην
Γλυφάδα, στις αρχές του '60, έβλεπα τον πατέρα μου τις νύχτες να δουλεύει πολλές
ώρες κάτω από ένα σκεπαστό χαγιάτι. Έγραφε την Οκτάνα. Ποτέ δεν με διαπαιδαγώγησε
σεξουαλικά. Από την στιγμή, όμως, που μου μίλησε επ' αυτού η μητέρα μου, οι
συζητήσεις μας για το σεξ γίνονταν πολύ ελεύθερα. Τ.Γ.: Τα τελευταία χρόνια της
ζωής τον πατέρα σας συμπίπτουν με την περίοδο της Χούντας. Θυμάμαι τον θείο μου
Γιάννη Γουδέλη, να μεταφέρει πολιτικές συζητήσεις με τον πατέρα σας. "Κύριε
Γουδέλη", του έλεγε "είναι ντροπή για όλους μας να μας κυβερνούν αυτοί οι
αγράμματοι και άξεστοι...". Ένιωθε εξουθενωμένος... Λ.Ε.: Λίγο πριν από την Χούντα
πέρασε, όπως σας είπα, την τελευταία περίοδο της ευφορίας του, γράφοντας την Οκτάνα
και συμμετέχοντας στο Πάλι. Μόλις ήρθε η δικτατορία σχεδόν απομονώθηκε: οι φίλοι
του, ο Ελύτης, ο Βαλαωρίτης και άλλοι ξενιτεύθηκαν. Έβλεπε τους φίλους του: την
Νίκη και Μαρίνα Καραγάτση, τον Άρη Κωνσταντινίδη, την Ναταλία Μελά, την Κίτσου, τον
Γιώργο Νικολαΐδη. Νέοι σχετικά φίλοι του, όπως ο Άκος Δασκαλόπουλος, ο Δ.
Καλοκύρης, ο Μ. Σουλιώτης, ο Μάρκος Δραγούμης τον συναντούσαν. Γνώρισε και δικούς
μου φίλους: τον Σπύρο Μπενετάτο, τον Σταύρο Πετσόπουλο και τους ζωγράφους
Γιώργο Χατζημιχάλη, Κυριάκο Κατζουράκη, Χρύσα Βουδούρογλου, στους οποίους διάβασε
ποιήματα του μέχρι τα χαράματα. Ήταν η τελευταία ανάγνωση του σε φίλους. Επίσης ο
Νίκος Καρύδης του "Ίκαρου" ζήτησε από τον πατέρα μου να εκδώσει την Οκτάνα, όταν η
Χούντα ήρε την προλητική λογοκρισία. Εκείνος κατ' αρχάς θέλησε να δώσει την άδεια
να εκδοθεί το Η σήμερον ως αύριον και ως χθες, που ήταν προγενέστερο και άρχισε να
κάνει διορθώσεις στο έργο. Μετά, όμως, το μετάνιωσε. Δεν θέλησε να εκδοθεί ολόκληρο
βιβλίο του επί καθεστώτος συνταγματαρχών. Το 1973, συμφώνησαν με τον Φίλιππο Βλάχο,
να εκδοθεί από τα "Κείμενα" η Αργώ. Ο Βλάχος, μάλιστα, άρχισε να την στοιχειοθετεί.
Την τελευταία στιγμή ο πατέρας μου πάλι το μετάνιωσε. Ο πατέρας μου δίνει στο
περιοδικό Τραμ, μόνο λίγα ποιήματα. 'Όπως σας είπε και ο θείος σας, η Χούντα του
είχε προκαλέσει εσωτερική κατάπτωση. Τον ρωτούσα: "Τι έχεις μπαμπά;" "Είμαι
άρρωστος γιε μου... Κατάθλιψη". Μετά την πτώση του καθεστώτος ανακάλυψε ότι ήταν
άρρωστος. Πρήσθηκε το χέρι του. Είχε καρκίνο στον πνεύμονα, ο οποίος εξελίχθηκε σε
μυοπάθεια. Ήταν θεριακλής του ναργιλέ, της πίπας και του τσιγάρου" κάπνιζε
Βιρτζίνια-Πλέυερς χωρίς φίλτρο. Ήταν από τους τελευταίους φανατικούς του ναργιλέ.
Μ' έπαιρνε και μένα σε διάφορα καφενεία: στο Ελλάς της οδού Αθηνάς, στο Βυζάντιο
της πλατείας Κολωνακίου και σε άλλα: στην οδό Αναπαύσεως, απέναντι από το άγαλμα
του Βύρωνα, σε πολλά της επαρχίας... Στο σπίτι του έφερναν ορισμένες φορές έτοιμο
τον λουλά. Μια μέρα ανέβηκε ο θυρωρός, ο αγαπητός φίλος Νίκος Γεροντάκης, που ήταν
από το χωριό Κινίδαρος της Νάξου. Είδε τον πατέρα μου που κάπνιζε ναργιλέ και
θέλησε να δοκιμάσει, γιατί στην Χώρα της Νάξου κάπνιζαν ναργιλέ μόνον οι
ευκατάστατοι του νησιού. Λέει: "Να καπνίσω κι εγώ, κύριε Αντρέα;" Τραβάει λίγες
ρουφηξιές κι ενώ ήταν καπνιστής πέφτει κάτω ζαλισμένος: "Αμάν, τι έπαθα...".
Έρχεται η γυναίκα του η κυρία Μαρία και φωνάζει: "Τι του κάνατε κυρ-Αντρέα του
άντρα μου;" Αντιμετώπισε την αρρώστια του με τόση νηφαλιότητα ώστε δεν καταλάβαινα
ότι πλησίαζε το μοιραίο. Τις τελευταίες ημέρες προτιμούσε να μένει στο ξενοδοχείο
Απέργη στην Κηφισιά, όπου συνηθίζαμε να πηγαίνουμε από παλιά. Δεν ήθελε να μείνει
στο ΚΑΤ και τον πήραμε με δική μας πρωτοβουλία. Έπαιζα μαζί του μερικά από τα
συνηθισμένα μας παιχνίδια. Του μιλούσα ρώσικα, για
πολιτική. Έκανε το παν για να μην μου δίνει την εικόνα του ετοιμοθάνατου. Έρχονταν
και τον έβλεπαν φίλοι του. Μια ημέρα βγήκαν από το δωμάτιο του ο Νάνος Βαλαωρίτης
και ο Μάρκος Δραγούμης βουρκωμένοι και αναρωτήθηκα γιατί εγώ έχω άλλη εντύπωση για
την τύχη του. (Η συνομιλία έγινε στα γραφεία του περιοδικού, στις 13.4.2000) 2ο
Ενιαίο Λύκειο Πτολεμαΐδας Ο Λεωνίδας Εμπειρίκος είναι ιστορικός

ΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΥ


Ο Ανδρέας Εμπειρίκος θεωρείται ο εισηγητής του Υπερρεαλισμού στην Ελλάδα.
Επιμέλεια: Όλγα Ντέλλα - Φιλόλογος Μεταπτυχιακή φοιτήτρια του Π.Τ.Δ.Ε. Φλώρινας 2ο
Ενιαίο Λύκειο Πτολεμαΐδας Δημοσίευσε ο ίδιος από το 1935 ως το 1964-65 μέρος του
έργου του, το οποίο αποτελείται από ποιητικά κείμενα και από «γραπτά». Μετά το
θάνατο του, το 1975, δημοσιεύτηκαν και άλλα ανέκδοτα, με την έγκριση του ίδιου, από
την οικογένεια του, τη σύζυγο του Βιβίκα και το γιο του Λεωνίδα. Το 1935 δίνει στην
Αθήνα την περίφημη διάλεξη «Περί συρρεαλισμού» και την ίδια χρονιά εκδίδεται η
Υψικάμινος, το κατεξοχήν υπερρεαλιστικό του κείμενο. Τι εννοούμε όμως λέγοντας
Υπερρεαλισμό; Ο ίδιος ο ποιητής μας διευκολύνει να κατανοήσουμε τα ουσιαστικά
στοιχεία του κινήματος αυτού και μας δίνει το ιστορικό του Υπερρεαλισμού σε μια
συζήτηση που μεταδόθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου του 1960 από το Εθνικό Ίδρυμα
Ραδιοφωνίας, με συζητητές τους ποιητές: Ανδρέα Εμπειρίκο και Νίκο Γκάτσο και τον
ποιητή και κριτικό Ανδρέα Καραντώνη. Από τη συζήτηση αυτή απομονώνουμε τα λόγια του
Εμπειρίκου, που θεωρείται και ο εισηγητής του κινήματος στην Ελλάδα: «Νομίζω ότι
είναι χρήσιμον να θυμηθούμε, ότι πριν από το να εμφανισθή ο υπερρεαλισμός η
πραγματική αυτή βόμβα, η πνευματική, ενώ διαρκούσε ακόμα ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος
προηγήθη ένα άλλο κίνημα, το οποίον ονομάζεται «Νταντά». Στα 1916, αρχικώς στη
Ζυρίχη και αργότερα στο Παρίσι, μία ομάς από νέους ποιητάς εν εξεγέρσει παρουσίασαν
έργα, και παραλλήλως μια στάσι εξομοιωμένη με τα έργα τους στη ζωή, που ο κόσμος τη
χαρακτήρισε ως τρελλή. Θα μου πήτε: μα τα ίδια έλεγαν και για τους υπερρεαλιστάς.
Αλλά υπάρχει μεγάλη διαφορά κινήματος ντανταϊσμού και υπερρεαλισμού. Η όλη κίνησις
Νταντά απετέλει μίαν ανταρσίαν, ενώ ο υπερρεαλισμός, πολύ πιο εδραιωμένος και
γνωρίζων πολύ καλλίτερα τι επιδιώκει και παρέχων τα μέσα, σιγά-σιγά, να ολοκληρώση
κανείς τις επιδιώξεις του, αρχικώς στο ποιητικό επίπεδο και έπειτα εις όλα τα άλλα,
ο υπερρεαλισμός αντιθέτως από την κίνησι Νταντά, ήταν μία επανάστασις και όχι μία
χαώδης ανταρσία. Οι πρώτοι υπερρεαλισταί συνεσπειρώθησαν γύρω από την μορφήν των
μεγάλων αστέρων, του Μπρεττόν, και ακολουθούντες τον πυρσό που σήκωσε τόσον ψηλά,
ώστε όσοι δεν είχαν δυνατή όρασι εκ των πρώτων υπερρεαλιστών γρήγορα εγκατέλειψαν
την πορείαν τυφλωθέντες, θα έλεγα, και μέσα στο φως αυτό σιγά-σιγά διεμορφώθη ό,τι
ονομάζομε σήμερα υπερρεαλισμό. Κατ’ αρχήν ο υπερρεαλισμός είναι μία συνέχεια της
κινήσεως Νταντά. Η κίνησις Νταντά ήταν μια ανταρσία, βεβαίως χρήσιμη όπως όλες οι
ανταρσίες, διότι προσέφερε το δυναμικόν άνευ του οποίου δεν γίνεται καμμια
επανάστασις. Και ιδού, που ήρχισε αμυδρώς να υποβόσκη μέσα στο χάος του
ντανταϊσμού, το βαθύτατα λυρικό μήνυμα του Μπρεττόν». « Η αυτόματος γραφή είναι ένα
από τα βασικά στοιχεία του υπερρεαλισμού. Όπως είς τα όνειρα, έτσι και στην
αυτόματη γραφή βλέπουμε να έρχουνται στην επιφάνεια στοιχεία, τα οποία άνευ του
υπερρεαλισμού, θα ήτο αδύνατο να αξιοποιηθούν υπό την γνησίαν μορφήν τους, διότι
υπάρχουν πολλοί πρόδρομοι, οι οποίοι σε ωρισμένα σημεία ή σε επί μέρους στοιχεία
παρουσίασαν υπερρεαλιστικότητα. Αλλά δια να εννοήσωμεν την καθ’ αυτού
υπερρεαλιστικήν έκφρασιν πρέπει να αναφερθούμε
και να θυμηθούμε, ότι εκεί που ένας συγγραφεύς χρησιμοποίησε την λογικήν και τον
λογικόν ειρμόν, ο υπερρεαλιστής έκανε ακριβώς το αντίθετο, παραμερίζων πάσαν
επίδρασιν προερχομένην από την λογικήν ή από έννοιες ηθικής μορφης ή αισθητικής.
Στο σημείο αυτό βλέπουμε ότι ο υπερρεαλισμός ή μάλλον η αυτόματη γραφή, παρουσιάζει
μίαν συγγένεια, με τον μηχανισμόν των ονείρων. Γιατί τι συμβαίνει στα όνειρα; Ό,τι
είν’ απωθημένο στο ασυνείδητό μας,όπως εις τα όνειρα βλέπουμε να τείνουν να
εκφρασθούν και να εκφράζωνται εν τέλει μετημφιεσμένοι οι μύθοι, έτσι και εις την
αυτόματον γραφήν βλέπουμε να έρχωνται στην επιφάνεια στοιχεία, που αλλοιώς, αν δεν
αφηνώμεθα σε αυτήν την κατάστασι του αυτοματισμού, δια μιας επεμβάσεως λογικής ή
ηθικής, θα παραμερίζοντο». ΠΟΙΗΣΗ ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ, 1935 (Ακούστε τον!) Παρουσία Αγγέλων
εντός Ατμομηχανής, Χειμερινά Σταφύλια, Τριαντάφυλλα στο Παράθυρο, Κλωστήριον
Νυκτερινής Ανάπαυλας Το κατεξοχήν υπερρεαλιστικό του κείμενο ΕΝΔΟΧΩΡΑ, 1945 Ως
Έργον Ατελεύτητον, Έαρ σαν Πάντα, Στροφές Στροφάλων ΟΚΤΑΝΑ, 1980 μετά το θάνατο του
Οι Αθάνατοι, Οι χαρταετοί, Του Αιγάγρου, Οι Μπεάτοι ή της μη συμμορφώσεως οι Άγιοι.
ΑΙ ΓΕΝΕΑΙ ΠΑΣΑΙ Ή Η ΣΗΜΕΡΟΝ ΩΣ ΑΥΡΙΟΝ ΚΑΙ ΩΣ ΧΘΕΣ, 1985, ΕΣ- ΕΣ- ΕΣ- ΕΡ ΡΩΣΣΙΑ,
1995 http://politikokafeneio.com/empirikos/es14.htm Το έγραψε μετά το ταξίδι του
στη Ρωσία, το 1962. Εκδόθηκε σε μια πλακέτα το 1995 για να τιμηθούν τα 20 χρόνια
από το θάνατο του ποιητή. ΤΑ ΓΡΑΠΤΑ
ΓΡΑΠΤΑ Ή ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ, 1960 ΑΡΓΩ Ή ΠΛΟΥΣ ΑΕΡΟΣΤΑΤΟΥ, 1964-65 Στη γυναίκα
του, Βιβίκα Ζήση, είχε αφιερώσει αυτή τη νουβέλα. ΑΡΜΑΛΑ Ή ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΜΙΑ ΠΟΛΙ,
1985 (εισαγωγή σε ένα μυθιστόρημα που δεν γράφτηκε ποτέ.) ΜΕΓΑΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΣ, 1990
http://www.anatolikos.net/musikes/megas.htm Έργο ζωής του ποιητή, που το
επεξεργαζόταν για 25 χρόνια. Θέμα το ταξίδι ενός υπερωκεάνιου προς έναν νέο κόσμο
στον οποίο θα διασώζεται το όραμα της αταξικής κοινωνίας υπό συνθήκες απόλυτης
ελευθερίας του πνεύματος και της ερωτικής επιθυμίας. Άρχισε να γράφεται το 1945 και
Θα το τελειώσει το 1951 αλλά θα συνεχίσει να το δουλεύει μέχρι το τέλος της ζωής
του, το 1975. Πρόκειται για το μεγαλύτερο και τολμηρότερο μυθιστόρημα της ελληνικής
γλώσσας. Αποτελείται από 2.674 χειρόγραφες σελίδες και 642.000 λέξεις. Το κράτησε
24 χρόνια στο συρτάρι του (έστω χτενίζοντάς το και συμπληρώνοντάς το), γιατί
γνώριζε πως η έκδοσή του θα υπονόμευε τα χρηστά ήθη της μεταπολεμικής Ελλάδας.
Απαρτίζεται από 100 κεφάλαια και εκδόθηκε σε εννέα τόμους το 1990. Τον Δεκέμβριο
του 1990 οι δύο πρώτοι τόμοι του ερωτικού μυθιστορήματός του «Ο Μέγας Ανατολικός»
πούλησαν 11.000 αντίτυπα σε 10 ημέρες! ΖΕΜΦΥΡΑ Ή ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟΝ ΤΗΣ ΠΑΣΙΦΑΗΣ, 1998
(είναι το πρώτο μέρος της τριλογίας «Τα χαϊμαλιά του έρωτα και των αρμάτων») Το
κείμενό του «Νικόλαος Εγγονόπουλος ή το θαύμα του Ελμπασάν και του Βοσπόρου»
πρωτοδημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο του 1945, στο περιοδικό Τετράδιο (τεύχος 3). Η
διάλεξη για τον Νίκο Εγγονόπουλο δόθηκε στις 13 Φεβρουαρίου 1963, με αφορμή την
έκθεση έργων του Νίκου Εγγονόπουλου στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο από τις 6
ως 18
Φεβρουαρίου 1963. στο τέλος της διάλεξης αυτής ο Ανδρέας Εμπειρίκος διάβασε το
παραπάνω κείμενο-εγκώμιο του Τετραδίου. Επαναδημοσιεύεται από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΪΑ ΠΟΥ ΤΡΑΒΗΞΕ Ο ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ «ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙΑ», θεατρικό


έργο του Πικάσο Από την ΕΝΔΟΧΩΡΑ Ως Έργον Ατελεύτητον, Έαρ σαν Πάντα, Στροφές
Στροφάλων Ο ΠΛΟΚΑΜΟΣ ΤΗΣ ΑΛΤΑΜΙΡΑΣ 3. Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος
ποδηλάτου. Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευκοί.
Τ’ άνθη μιλούν. Από τα πέταλά τους αναδύονται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες. Η
εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος. 18. Πάρε την λέξι μου. Δώσε μου το χέρι σου. ΤΟ ΡΗΜΑ
ΑΓΝΑΝΤΕΥΩ Τούτη η αιθρία με το σύννεφο που πλέχει στον αέρα Είναι γαλάζιος πλους
μιας κάτασπρης φρεγάδας Ιστάμενος ακουμπιστός στην κουπαστή κοιτάζω Και βλέπω τα
θηράματα των λογισμών μου Δελφίνια που αναδύονται κ’ εισδύουν μέσ’ στο κύμα
Πεδιάδες ακρογιάλια και βουνά Και μια ξανθή νεάνιδα που στέκει στο πλευρό μου Μεσ’
στης οποίας τα γαλήνια μάτια βλέπω Το μέλλον της ολόκληρο και το παρόν μου. ΠΟΥΛΙΑ
ΤΟΥ ΠΡΟΥΘΟΥ 14. Η θάλασσα κρυφομιλά και πλέχει Καμιά φορά σηκώνεται κι’ ουρλιάζει
Μα πάντοτε τα ύδατά της παραμένουν Θάλασσα της θαλάσσης.
16. Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες Όταν τα ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι’
αν τύχει Όταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου ό,τι ποθώ. Από τα «ΓΡΑΠΤΑ Ή ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ
ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ» JUNGFRAU Ή Η ΗΧΩ ΤΩΝ ΩΡΑΙΩΝ Στον Αντώνη Βουσβούνη Οι άνθρωποι των ορέων
κατήρχοντο στις πεδιάδες. Το Κουλμ, το Ρίγκι-Κουλμ, το Άλπενμπεργκ και το
Σουβρέττα, είχαν αδειάσει. Τα χιόνια στο Μυνχ, στο Γιούγκφραου και στο Άϊγκερ, όπως
στο Μάττερχορν και στον Γοτθάρδο, όπως σε όλες τις κορφές της Εγκαντίνας, ερρόδιζαν
το πρωί και ερρόδιζαν και το βράδυ. Αλλά η σαιζόν είχε τελειώσει, και τα βουνά,
ξελαφρωμένα από το πλήθος των παραθεριστών, ανέπνεαν τώρα ελεύθερα. Εγώ είχα μείνει
τελευταίος. Δεν ήξερα τι να κάνω. Να μείνω τούτη τη χρονιά μοναχός μέσ’ στα όρη, ή
να κατέλθω και εγώ στις πεδιάδες ; Εδίσταζα. Δεν ήτο εύκολο να πάρω μίαν απόφασι
αμέσως. Κάθε τόσο, εδώ και εκεί, στην ερημιά, πέφταν χιονοστιβάδες. Μέσα στην άκρα
σιωπή του Αλπικού τοπείου, το κύλισμα της κάθε μιας ηκούετο σαν μακρυνή βροντή, ή
σαν βήμα βαρύ
γιγάντων. Όπως οι πεδιάδες, έτσι και τα βουνά, έχουν την γοητείαν των, έχουν τα
μυστικά των. Απόδειξις – η έλξις η ακατανίκητη των κορυφών. Απόδειξις – οι τάφοι
των αλπινιστών. Απόδειξις – η απαλότητα του εντελβάϊς, μέσ’ στην τραχύτητα των
υψηλών τιτάνων. Ναι! Ναι! Η γοητεία των κορυφών! Μα έχουν και οι πεδιάδες την ιδική
των γοητείαν. Η άπλα η απέραντη των κάμπων. Το κύμα το πράσινο ή το ξανθό των
αχανών σιτοβολώνων. Η θριαμβευτική πορεία των ποταμών. Το μυστήριο των μυστικών
περιβολιών. Η αίγλη μιας πόλεως που λιάζεται στον ήλιο. Μια ξαφνική επέλασις αγρίων
ίππων. Όλα τα άνθη της πραιρίας. Δεν ήξερα τι να διαλέξω.Η θέσις μου ήτο δύσκολη,
πολύ δύσκολη. Τότε απεφάσισα να παίξω το ευγενικό παιχνίδι της ηχούς. Αν η ηχώ ήτο
μονή , θα κατέβαινα και εγώ στις πεδιάδες. Αν ήτο διπλή, ή τριπλή, θα έμενα στα
όρη, ή μάλλον με τα όρη. Έμπηξα λοιπόν το άλπενστόκ μου μέσ’ στο χώμα, έβαλα τις
παλάμες μου σε σχήμα χωνιού στο στόμα και έκραξα: «Τυμφρηστός!» Τότε συνέβη κάτι,
που ποτέ δεν θα ξεχάσω. Απέναντί μου, μέσα στην άκρα σιωπή, επρόβαλε μια κόρη με
μακριές ξανθές πλεξούδες, με κάτασπρη μπλούζα και καταπράσινη φούστα, και βάζοντας
και
αυτή τα χέρια της γύρω στο στόμα, απήντησε τρεις φορές, με παρατεταμένη, καθαρή
φωνή: «Jungfrau…Jungfrau…Jungfrau…» Έτσι, εκείνη τη χρονιά, παρέμεινα στα όρη
Επιμέλεια: Όλγα Ντέλλα - Φιλόλογος Μεταπτυχιακή φοιτήτρια του Π.Τ.Δ.Ε. Φλώρινας 2ο
Ενιαίο Λύκειο Πτολεμαΐδας

Ανδρέας Εμπειρίκος: Από την πρωτοπορία των ποιητών στην παράδοση των ειρώνων
Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου Ο Ανδρέας Εμπειρίκος έχει συνδεθεί με την ελληνική ιστορία
του 20ού αιώνα για δυο καινοτομίες. Ήταν ο πρώτος που άσκησε το 1935 στην Ελλάδα
μια καινούργια τότε, τολμηρή θεραπευτική μέθοδο, την ψυχανάλυση, και εκείνος που
την ίδια χρονιά εισήγαγε ένα ρηξικέλευθο καλλιτεχνικό κίνημα, τον υπερρεαλισμό. Και
για τις δυο αυτές επιλογές του, που επιτρέπουν σήμερα να τον επικαλούνται άνθρωποι
από διαφορετικούς χώρους, εξετέθη στην ελληνική πνευματική κοινωνία του
Μεσοπολέμου. Όμως εξετέθη για μια ακόμη φορά μετά τον θάνατό του, όταν δημοσιεύτηκε
ένα πολύτομο «ερωτογραφικό» ή «πορνογραφικό», αλλά πάντως όχι απλώς «γραφικό έργο»
του, το μυθιστόρημα Μέγας Ανατολικός. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος υπήρξε γόνος μιας
οικογένειας απόδημων Ελλήνων, με μακριά παράδοση και όνομα τρανό στον ναυτιλιακό
και εμπορικό κόσμο. Γεννήθηκε στη Βραΐλα το 1901, με ρίζες στην Άνδρο, από τη μεριά
του πατέρα και στη Ρωσία, από τη μεριά της μάνας. Ένα χρόνο μετά η οικογένεια
εγκαθίσταται στη Σύρο. Το 1908 μετακομίζουν στην Αθήνα. Οι γονείς χωρίζουν. Ο ίδιος
διαβάζει με πάθος Τολστόι,
θέλει να μιμηθεί τον δάσκαλό του και πηγαίνει ξυπόλυτος στο αγρόκτημα της
οικογένειάς του στο Μπογιάτι για να δουλέψει με τους αγρότες και να μοιραστεί το
συσσίτιό τους. Το 1918 γράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Θαυμάζει τον Παλαμά και γράφει παλαμικούς στίχους. Δυο χρόνια αργότερα φεύγει με τη
μητέρα του στη Λωζάνη, όπου παρακολουθεί μαθήματα οικονομικών. Ακολουθούν ταξίδια
με τον πατέρα, με τη μητέρα, νέες σπουδές στο Λονδίνο, φιλολογίας αυτή τη φορά.
Ένας μεγάλος σταθμός της ζωής του θα είναι η διαμονή του στο Παρίσι, τα χρόνια
1926-1931, όπου θα ασχοληθεί με την ψυχανάλυση κοντά στον Rene Laforgue και θα
συνδεθεί με τον Andre Breton και τον κύκλο των Γάλλων υπερρεαλιστών. Ένας άλλος
σταθμός θα γίνει στην Αθήνα το 1935, χρονιά που εκδίδει την πρώτη υπερρεαλιστική
ποιητική συλλογή Υψικάμινος και αρχίζει να ασκεί επαγγελματικά την ψυχανάλυση. Τη
δραστηριότητα αυτή θα εγκαταλείψει οριστικά το 1951, αλλά όχι και την ίδια την
ψυχανάλυση. Μια ιδιαίτερα τραυματική εμπειρία στη ζωή του θα είναι η σύλληψή του
από τον ΕΛΑΣ τον Γενάρη του 1945 και η ομηρεία του στα Κρώρα, όπου «τιμωρήθηκε
φρικτά για τα αμαρτήματα που σήκωνε μόνο και μόνο εξαιτίας του οικογενειακού του
επωνύμου», όπως παρατηρεί ο Οδυσσέας Ελύτης. Αυτή την εποχή την ίδια που ο Μπρετόν
γράφει την «Ωδή στον Σαρλ Φουριέ» θα αρχίσει να γράφει το μυθιστόρημα Μέγας
Ανατολικός, με θέμα το ταξίδι ενός υπερωκεάνιου προς έναν νέο κόσμο στον οποίο θα
διασώζεται το όραμα της αταξικής κοινωνίας υπό συνθήκες απόλυτης ελευθερίας του
πνεύματος και της ερωτικής επιθυμίας. Θα το τελειώσει το 1951 αλλά θα συνεχίσει να
το δουλεύει μέχρι το τέλος της ζωής του. Ακολουθεί νέα ολιγόχρονη διαμονή στο
Παρίσι και η οριστική επιστροφή στην Ελλάδα το 1954, όπου θα ζήσει ανάμεσα στην
Αθήνα και την Άνδρο μέχρι τον θάνατό του, το 1975. Στο διάστημα αυτό λίγα κείμενά
του θα δουν το φως, κυρίως σε περιοδικά. Μετά τον θάνατό του θα δημοσιευτεί το
πεζογράφημά του Αργώ ή Πλους αεροστάτου και η ποιητική του συλλογή Οκτάνα, ενώ ο
πολύτομος Μέγας Ανατολικός θα δημοσιευτεί στη δεκαετία του '90. Ο Ανδρέας
Εμπειρίκος ανδρώθηκε τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, όταν ακόμη το όραμα της
επανάστασης μπορούσε να βρίσκει κοινούς στόχους με διαφορετικούς τρόπους έκφρασης
στην πολιτική και την τέχνη. Με αυτή τη βούληση αυτός ο θαυμαστής του Μαρξ, ο
οπαδός του Φρόυντ, ο φίλος του Αντρέ Μπρετόν και της Μαρίας Βοναπάρτη, μπήκε στην
πνευματική ζωή του τόπου μας. Μπήκε με τη σκευή του ποιητή, του ψυχαναλυτή, του
υπερρεαλιστή. Αμφισβητήθηκε για όλα αυτά, και
παρέμεινε στο προσκήνιο της πνευματικής μας ζωής για όλα αυτά. Τι ήταν εντέλει ο
Ανδρέας Εμπειρίκος; Ήταν ένας «λόγιος», όπως τον είδε ο Γιώργος Σεφέρης, ή ένας
«Επαναστάτης με το ε κεφαλαίο», όπως τον είδε ο Οδυσσέας Ελύτης; Ήταν ένας
αντιδραστικός μεγαλοαστός ή ένας αντιδογματικός στοχαστής; Η προσωπικότητα του
Εμπειρίκου, αποσταγμένη με τεράστια τόλμη στο πολυσχιδές και, κυρίως, προβληματικό
στην ταξινόμηση έργο του, δημιούργησε μια μυθολογία. Οι φίλοι του, σύγχρονοι και
μεταγενέστεροι, τους οποίους εμύησε στον υπερρεαλισμό, τον λάτρευαν. Όμως και στα
μεταδικτατορικά χρόνια μπορεί να τον επικαλείται ο Χρόνης Μίσσιος, για να υμνήσει
εκείνους που «έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου» και να στιγματίσει τους
ανθρωποφύλακές του. Το κυριότερο είναι ότι άφησε ένα έργο που από την αρχή
αποτέλεσε σκάνδαλο και συνεχίζει να αποτελεί σκάνδαλο, παρά το γεγονός ότι πέρασε
πάνω από μισός αιώνας από τη συγγραφή του. Και, προπάντων, είναι βέβαιο, ότι χωρίς
αυτόν η πνευματική ζωή μας θα ήταν εντελώς διαφορετική. Γιατί ο Ανδρέας Εμπειρίκος
αναβίωσε την πνευματική μορφή του στοχαστή άλλων εποχών, δημιουργώντας μια σύνθεση
που ξεπερνά τις δόκιμες ταξινομικές πρακτικές των φιλολόγων. Ο ίδιος συνέδεσε τη
συγγραφική του δραστηριότητα και την πνευματική στάση του με τον υπερρεαλισμό.
Εκφράστηκε με όλα τα είδη του λόγου, ποιητικού και πεζού, και κυρίως με ένα είδος
παλιό, το ρητορικό ποίημακήρυγμα, το οποίο αναβάθμισε σε ποίημα-μανιφέστο, με τους
όρους της υπερρεαλιστικής επανάστασης. Το είδος αυτό το αναγνωρίζουμε τόσο στην
πρώτη ποιητική του συλλογή, την Υψικάμινο, όσο και στην τελευταία και μεταθανάτια,
την Οκτάνα: Στην Υψικάμινο θα διακηρύξει: «Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η
χαμέρπεια... Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη»· και στην Οκτάνα: «Οκτάνα θα πει,
όχι πολιτικής μα ψυχικής ενότητος Παγκόσμιος Πολιτεία (πιθανώς ομοσπονδία) με
ανέπαφες τις πνευματικές και εθνικές ιδιομορφίες εκάστης εθνικής ολότητος, εις μιαν
πλήρη και αρραγή αδελφοσύνην εθνών, λαών και ατόμων, με πλήρη σεβασμόν εκάστου».
(«Όχι Μπραζίλια μα Οκτάνα»). Όμως και το μυθιστόρημά του, ο Μέγας Ανατολικός, είναι
ένα απολύτως ιδιόρρυθμο κράμα στο οποίο συνυπάρχουν το ποιητικό-πολιτικό πρόγραμμα,
το στοχαστικό δοκίμιο και το μεσσιανικό όραμα για μια μέλλουσα ανθρωπότητα, μια νέα
Εδέμ που συναγωνίζεται το φαλανστήριο του Φουριέ, ενώ το ερωτολογικό μέρος του
βιβλίου απολήγει σε ένα είδος καθαρτικής δοκιμασίας, κι έτσι διαφοροποιείται ριζικά
από το πνεύμα του Μαρκήσιου Ντε Σαντ. Σκοπός εδώ είναι η πραγμάτωση μιας
«ουτοπίας», στην οποία η υδρόγειος θα χωρίζεται σε
ζώνες εργασίας και ζώνες παραδείσου, οι πληθυσμοί θα εναλλάσσονται αμοιβαία, θα
κυκλοφορούν χαρτονομίσματα που το χρώμα τους μέσα σε τακτή προθεσμία θ' αλλοιώνεται
ώστε να μην είναι δυνατή η αποταμίευσή τους και θα λειτουργούν ειδικά σχολεία,
«ιμερολύκεια», όπου τα παιδιά θα διδάσκονται την τεχνική των ερωτικών θωπειών και
περιπτύξεων. «Ο Μέγας Ανατολικός ναυπηγήθηκε με τα υλικά του ψυχαναλυτή στις
δεξαμενές ενός οραματιστή και προφήτη», παρατηρεί ο Ελύτης πόσο παλιού και πόσο
νέου προφήτη, θα ρωτούσαμε εμείς. Κι εδώ, το πρόβλημα που αναφύεται μας οδηγεί στον
χώρο της ιστορίας των ιδεών. Για τη μελλοντική έρευνα, ελπίζω ότι ο Εμπειρίκος θα
γίνει αντικείμενο μιας σκέψης νηφάλιας, διεπιστημονικής, η οποία θα θέσει νέα
ερωτήματα. Με ποια υλικά συγκρότησε την ταυτότητά του αυτός ο γνήσιος εκπρόσωπος
του μείζονος ελληνισμού; Τι σήμαινε γι' αυτόν η εθνική, «ελληνική» καταγωγή; Τι
είναι ακριβώς αυτό το μόνιμο θέμα του καραβιού, του υπερωκεάνιου, σύμβολο του
ταξιδιού αλλά και της κιβωτού του Νώε, που συναντιέται με τα ανάλογα σύμβολα, τα
καράβια και τις βαρκούλες των άλλων μεγάλων μας νησιωτών, του Σολωμού και του
Παπαδιαμάντη; Κι ας μη λησμονούμε ότι το καράβι είναι ένα σύμβολο της ιστορίας του
ελληνισμού. Ένα άλλο ζήτημα για την έρευνα είναι η σχέση του Εμπειρίκου με την
ψυχανάλυση, δηλαδή με μια ολοκληρωμένη επιστημονική, ορθολογική θεωρία για τον
έρωτα, στηριγμένη στο σεξουαλικό ένστικτο. Ωστόσο ο Φρόυντ «ποτέ δεν έγραψε το έργο
που σχεδίαζε για την ερωτική ζωή του ανθρώπου», όπως μας πληροφορεί ο Ernest Jones,
και στο τέλος της ζωής του ομολογούσε ότι γνωρίζει πολύ λίγα για αυτό το ζήτημα.
Μήπως ο Εμπειρίκος δίνει στον επιστήμονα δάσκαλό του την απάντηση του ποιητή;
Πράγματι, στο ποίημα «Όχι Μπραζίλια μα Οκτάνα», συνοψίζει τις αρχές μιας ερωτικής,
φροϋδικής φιλοσοφίας, επικεντρωμένης στη σεξουαλική επιθυμία. Όμως η φιλοσοφία αυτή
δίνει προτεραιότητα σε μια καθαρά πνευματική λειτουργία, την ποίηση: «Οκτάνα θα πει
πυρ, κίνησις, ενέργεια, λόγος, σπέρμα. / Οκτάνα θα πει έρως ελεύθερος με όλας τας
ηδονάς του. / Οκτάνα θα πει ανά πάσα στιγμή ποίησις, όμως όχι ως μέσον εκφράσεως
μόνον, μα ακόμη ως λειτουργία του πνεύματος διηνεκής». Κι ακόμη: «Οκτάνα θα πει οι
άνθρωποι άγγελοι να γίνουν, αλλ' άγγελοι με φύλον φανερόν, συγκεκριμένον». Η μικρή
διόρθωση για το φύλο των αγγέλων, εκ πρώτης όψεως μια επίθεση κατά της πουριτανικής
ηθικής, μας θυμίζει παράξενα τα φτερωτά πλάσματα του πλατωνικού Φαίδρου. Ο Πλάτων
είναι ο πρώτος, πριν από τον Φρόυντ, που διατύπωσε μια ολόκληρη θεωρία περί έρωτα,
στην οποία αφαιρεί τη σεξουαλικότητα από τον έρωτα, αποδίδοντάς του ένα μη-
σεξουαλικό τελικό σκοπό, την
αθανασία. Ο Φρόυντ, με μια εξίσου ριζική υπόθεση, έκανε το εντελώς αντίθετο. Όμως ο
ίδιος ο Φρόυντ έβρισκε μια τουλάχιστον σημαντική συγγένεια στη θεωρία του με αυτήν
του Έλληνα φιλόσοφου, του «θεϊκού Πλάτωνα», όπως τον αποκάλεσε. Σύμφωνα με τον
πατέρα της ψυχανάλυσης, ο Πλάτων αναγνώριζε στον έρωτα μια ισχυρή κινητήρια δύναμη
που μπορεί να εμπνεύσει το άτομο και να γίνει γενεσιουργός αιτία για μεγάλα
επιτεύγματα στην τέχνη, την επιστήμη, τη φιλοσοφία. Ο Φρόυντ, με τη θεωρία της
εξιδανίκευσης, πρότεινε μια εξίσου διευρυμένη έννοια του έρωτα, στην οποία
περιλαμβάνονταν κάθε είδους σχέσεις με πρόσωπα, με συγκεκριμένα αντικείμενα αλλά
και αφηρημένες οντότητες, που θεωρούσε ότι επίσης αποτελούν έκφραση του σεξουαλικού
ενστίκτου. Στο έργο του Ψυχολογία της ομάδας και ανάλυση του Εγώ (1921) γράφει ο
Φρόυντ: «ως προς την καταγωγή του, τη λειτουργία του και τη σχέση του με τον
σεξουαλικό έρωτα, ο Έρως του Πλάτωνα συμπίπτει με τη λίμπιντο της ψυχανάλυσης».
Εκεί βεβαίως οι όποιες ομοιότητες σταματούν. Όμως ας μας επιτραπεί να δούμε κάποιο
είδος συνέχειας της συζήτησης στον Μεγάλο Ανατολικό. Στις φιλοσοφικές συζητήσεις
που γίνονται μεταξύ των προσώπων του Μεγάλου Ανατολικού προβάλλει το κυρίαρχο
αίτημα ενός Νέου Κόσμου στον οποίο έχει καταργηθεί η διχοτόμηση σώματος-ψυχής και
έχει επιτευχθεί το όραμα της αρχικής ενότητας. Αυτή η αρχική ενότητα είναι κατ'
ουσίαν μια επιστροφή στην αθωότητα. «Οκτάνα, φίλοι μου, θα πει μεταίχμιον της Γης
και του Ουρανού, όπου το ένα εις το άλλο επεκτεινόμενο ένα τα δυο κάνει»,
διακηρύσσει ο ποιητής Εμπειρίκος, και ίσως είναι σκόπιμο να αναρωτηθούμε εάν με τον
τρόπο αυτό ελέγχει τον φιλόσοφο αφενός και τον επιστήμονα αφετέρου, και προπάντων
εάν μας δίνει ένα έναυσμα να σκεφτούμε την άγνοιά μας γι' αυτά τα ζητήματα και να
μιλήσουμε για μια ειρωνική διάσταση στο έργο του. Βεβαίως ο υπερρεαλισμός υπήρξε
κατ' εξοχήν μια τέχνη του χιούμορ, ως μέσου ανατροπής, όμως εδώ μιλάμε για κάτι
διαφορετικό, την παλιά τραγική ειρωνεία, που μέσα από τις εκατοντάδες σελίδες του
Μεγάλου Ανατολικού απολήγει σε ένα διπλό ερώτημα: Τελικά, τι γνωρίζουμε για τον
έρωτα; Και τι γνωρίζουμε για το ταξίδι; Μήπως εδώ ο Εμπειρίκος συναντά τον Καβάφη;
Πιστεύω ότι μέσα από αυτή την ειρωνική στάση ο Ανδρέας Εμπειρίκος προσπάθησε να
ξαναφέρει μπροστά στα μάτια μας την ψυχαναλυτική «πρωταρχική σκηνή», δίνοντας
μεγάλη έμφαση στα μάτια του τυφλού Οιδίποδα. Οι ερωτικές σκηνές στο υπερωκεάνιο
γίνονται ενώπιον ενός θεατή. Πρόκειται για μια τυπική περίπτωση ηδονοβλεψία, ή για
τα μάτια του βρέφους πριν από την ανελευθερία του ταμπού; Η ποιητική του Εμπειρίκου
είναι μια τέχνη των ματιών, και στο σημείο αυτό ο Έλληνας ποιητής συναντάται με
άλλους μεγάλους που έφτιαξαν κόσμους
οραματικών ζώων και φυτών, όπως ο Μέλβιλλ στον Μόμπυ Ντικ και ο Παπαδιαμάντης στο
διήγημα «Βασιλική δρυς». Ο Εμπειρίκος, ένας απόδημος Έλληνας και μόνιμος εσωτερικός
μετανάστης, κυρίως έγραψε για το πρόβλημα των ματιών, σύμφυτο με το πρόβλημα της
κατασκευής της ταυτότητας, χτίζοντας με τον τρόπο των ομηρικών ηρώων καράβια και
πόλεις, και γράφοντας με τον τρόπο του Ρήγα Φερραίου την Χάρτα της Νέας Πόλης του,
με το ποίημα «Όχι Μπραζίλια μα Οκτάνα». Δεν είναι διόλου απίθανο οι νεότεροι να
βρουν στο έργο του αρετές που εμείς δεν μπορούμε να προβλέψουμε. Ίσως την επιστροφή
στην Εδέμ να τη δουν από μιαν άλλη σκοπιά, πιο «οικολογική», γιατί στον Εμπειρίκο η
λατρεία του σώματος είναι γενικότερα λατρεία της φύσης, ως μυστηριακής δύναμης που
υπερβαίνει τη γνώση μας. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος όρισε την ποίηση ως «ανάπτυξη
στίλβοντος ποδηλάτου», διόλου μακριά από τα φτερωτά άλογα του μύθου και τα άτια της
λαϊκής μας παράδοσης. Μας άφησε επίσης και κάποιες φράσεις που μπορούν να
λειτουργήσουν σαν ξόρκι, όπως «πάρε τη λέξη μου, δως μου το χέρι σου». Προπάντων
έθεσε ερωτήματα, ίσως προορισμένα να μείνουν ανοιχτά και απρόσιτα, όπως η ουτοπική
«Οκτάνα». Η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Φιλολογίας στο
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ: Ο ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ


ΟΛΓΑ ΝΤΕΛΛΑ Ο Ανδρέας Εμπειρίκος δεν υπήρξε μόνο πεζογράφος και ποιητής, αλλά και
φωτογράφος. Φωτογράφος σημαντικός και όχι μόνο αξιόλογος (γιατί αυτό το γνώρισμα
εμπεριέχει κάτι το μέτριο, που απαιτεί τη συγκατάβαση και τη συμπάθεια μας). Ο
Ανδρέας Εμπειρίκος υπήρξε, και είναι, φωτογράφος πολύτιμος. Γιατί η φωτογραφική
ματιά του είναι προέκταση της ποιητικής του ματιάς. Ο φωτογραφικός φακός του
λειτουργεί όπως περίπου το χαρτί και το μελάνι. Με την εικόνα αιχμαλωτίζει στίχους
της ποίησης του. Και το αντίστροφο. Η φωτογραφία του Ανδρέα Εμπειρίκου έχει
τραβηχτεί από την ψυχή του και αγγίζει το υπερρεαλιστικό όραμα του, δηλ. το Εσαεί
και το Τώρα, το
χτίσιμο των Νέων Παραδείσων, την ανάγκη να υπάρξουν αυτοί οι Νέοι Παράδεισοι.

Ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του υπερρεαλισμού αποκαλύπτεται σταδιακά και ως


μανιώδης φωτογράφος, ένα γνώρισμα του που δεν το εγκατέλειψε ως το τέλος της ζωής
του: «Από τον Ιούλιο του 1954, στην Πάρο, κει που προχωρούσαμε το καταμεσήμερο μες
στα στενά, είδαμε να μας έρχεται από αντίκρυ με ελάχιστο ρούχο μια ξανθή παιδούλα,
θα έλεγες μόλις βγαλμένη από τον Όμηρο, μια σωστή «Ίρις Αγγελέουσα», που
τσακίστηκες να την φωτογραφίσεις αλλά σου ξέφυγε. «Είναι σαν έμπνευση» μου είπες.
«Δεν την προλαβαίνεις δυστυχώς πάντοτε». Τα παραπάνω είναι λόγια του Οδυσσέα Ελύτη
και απευθύνονται στον Ανδρέα Εμπειρίκο. Είναι μιας πρώτης τάξεως μαρτυρία για μια
όχι τόσο γνωστή συνήθεια του Εμπειρίκου: τη συνήθεια να καταγράφει με τη
φωτογραφική του μηχανή διάφορα στιγμιότυπα, που βρίσκονταν στο επίκεντρο του
ενδιαφέροντος του. Αυτή η όχι τόσο γνωστή συνήθεια του Εμπειρίκου ήταν μια
αγαπημένη ασχολία για τον ποιητή και φωτογράφο, πλέον, Ανδρέα
Εμπειρίκο. Σύμφωνα με μαρτυρία του γιου του ποιητή, Λεωνίδα Εμπειρίκου, ο πατέρας
του έχει «τραβήξει» χιλιάδες φωτογραφίες, ενώ τα αρνητικά, που σιγά- σιγά αρχίζουν
να έρχονται στην επιφάνεια, είτε με εκθέσεις είτε με λευκώματα, μέρος μόνο αυτής
της πολύτιμης ασχολίας μπορούν να αναδείξουν. Αν γίνει γνωστό, σε όλο του το βάθος,
το φωτογραφικό έργο του ποιητή, θα μπορούμε πλέον να μιλάμε όχι μόνο για τον ποιητή
Εμπειρίκο, αλλά και για έναν από τους πιο σημαντικούς Έλληνες φωτογράφους του 20ου
αιώνα. Την αγαπημένη του αυτή συνήθεια μία τουλάχιστον φορά κινδύνεψε να την
πληρώσει πολύ ακριβά. Ήταν τον Δεκέμβριο του 1962, όταν ταξίδεψε με τον Οδυσσέα
Ελύτη και τον Γιώργο Θεοτοκά στην τότε Σοβιετική Ένωση. Τη στιγμή που φωτογράφιζε
στην Οδησσό τις σκάλες της πόλης που απαθανατίστηκαν στην ταινία «Θωρηκτό Ποτέμκιν»
του Σεργκέι Αΐζενστάιν, συνελήφθηκε ως ύποπτος από το Σοβιετικό καθεστώς. Η
ρωσομάθεια του αλλά, κυρίως, η ιδιότητα του επίσημου προσκεκλημένου του
Eλληνοσοβιετικού Συνδέσμου, τον απάλλαξαν, μετά από λίγες ώρες γραφειοκρατικών
διατυπώσεων, από την κατηγορία και τις ανακρίσεις. Ο Εμπειρίκος όχι μόνο
φωτογράφιζε συστηματικά, αλλά και αυτοφωτογραφιζόταν. «Τις φωτογραφίες έργο των
χειρών του- τις έφερνε σε πέρας με τη δεξιοτεχνία και την επιμονή μανιακού» γράφει
ο Οδυσσέας Ελύτης. Μαζί με τον αγαπητό του φίλο Νάνο Βαλαωρίτη φωτογραφίζονται μέσα
από έναν καθρέφτη στο σπίτι του Βαλαωρίτη τη δεκαετία του '60. Ήταν ιδιαίτερα
λεπτολόγος κατά την φωτογράφηση και ικανός να επιδιώκει για αρκετή ώρα το ιδανικό
αποτέλεσμα. «Ο Eμπειρίκος, μανιώδης φωτογράφος, έχει απαθανατίσει τις αποβιβάσεις
(των επιβατών από τα πλοία), που όταν ήταν καλοσύνη γίνονταν στην Πλακούρα (της
΄Aνδρου), σε μερικές καλλιτεχνικότατες φωτογραφίες», σημειώνει ένας φίλος του, ο Δ.
I. Πολέμης. Ο φακός του Εμπειρίκου καταφέρνει να σώσει τόπους της Άνδρου, που μετά
το πέρασμα της τουριστικής λαίλαπας από την αγαπημένη νήσο, χάθηκαν για πάντα. Ο
Εμπειρίκος φωτογραφίζει ανθρώπους από όλες τις κοινωνικές τάξεις, αλλά και από όλες
τις ηλικίες. Γέροντες και γερόντισσες, άνδρες του κάματου, γυναίκες με παιδιά,
παιδίσκες που παίζουν στα σοκάκια της Άνδρου, νεάνιδες που στρίβουν και χάνονται
μες στα καλντερίμια. Κανείς άλλος δεν έχει διασώσει τη νεότερη ιστορία του νησιού
με τον τρόπο που το έκανε η φωτογραφική ματιά του ποιητή. Κανείς άλλος δεν κατάφερε
να αιχμαλωτίσει ανθρώπους και τόπους τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους, αλλά συνάμα
και τόσο όμοιους. Για τον Εμπειρίκο ζητούμενο της
φωτογραφίας, ζητούμενο της ποίησης, είναι ο άνθρωπος μέσα στο χρόνο τον Εσαεί και
τον Τώρα, ο άνθρωπος παντού και πάντα, και η ψυχή αυτού του ανθρώπου, που ξεφεύγει
για μια μοναδική στιγμή και αυτή η στιγμή αιχμαλωτίζεται σε μια ασπρόμαυρη
φωτογραφία. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος από πολύ νωρίς είχε φανερώσει την αγάπη του προς
τη φωτογραφία. Διοργανώνει έκθεση 210 ασπρόμαυρων φωτογραφιών του στην αίθουσα
«Ιλισός», στην Αθήνα. Η έκθεση αυτή που έχει τεράστια σημασία διαρκεί από τις 22
Ιανουαρίου ως τις 12 Φεβρουαρίου του 1960. Όλες οι φωτογραφίες του έχουν αύξοντα
αριθμό, τίτλο, τόπο λήψης και τιμή πώλησης που κυμαίνεται από 70 ως 100 δρχ.
Ορισμένες έχουν την ένδειξη «Δεν πωλείται». Δεν γνωρίζουμε ποιες ακριβώς ήταν αυτές
που εξέθεσε ούτε και αν ή πόσες από αυτές πουλήθηκαν. Από τις 210 φωτογραφίες, οι
115 έχουν τραβηχτεί στην Ελλάδα (Αθήνα, νησιά), ενώ οι υπόλοιπες στο εξωτερικό.
Κυριαρχούν τα τοπία και τα πορτρέτα αλλά δεν λείπουν και οι σκηνές της καθημερινής
ζωής. Ιδιαίτερη θέση, και μεγάλη θέση, στο φωτογραφικό του έργο κατέχουν οι
παιδίσκες. Οι παιδίσκες δε σταμάτησαν ποτέ να απασχολούν την ποιητική ματιά του
ποιητή, καθώς ήταν μέρος του υπερρεαλιστικού του οράματος. Τις αιχμαλωτίζει όταν
περπατούν, όταν παίζουν, όταν κοντοστέκονται μπροστά στο φακό του, όταν φλερτάρουν
με το φακό του, όταν μειδιούν ή απορούν, ακόμα και όταν δείχνουν συστολή. Όλη αυτή
η παιδική ψυχή, η ανακατωμένη με την πρώιμη γυναικεία φύση, προκαλεί τον Εμπειρίκο
να τη διασώσει: γιατί, απλούστατα, είναι τόσο εφήμερη. Την άλλη στιγμή η μικρή
παιδίσκη χάνεται και μαζί της όλη η μαγεία της αθωότητας. Την άλλη στιγμή η
παιδίσκη γίνεται νεάνιδα και έπειτα γυναίκα. Κατά συνέπεια, αυτή η ματιά ανήκει
μόνο στους χαμένους Παραδείσους του ποιητή. Από αυτόν τον κατάλογο των φωτογραφιών
του Εμπειρίκου δίνουμε μερικούς ενδεικτικούς τίτλους, από τους οποίους μπορούμε να
κατανοήσουμε και το περιεχόμενο τους. Από τις παιδίσκες: Kοριτσάκι με όστρακο,
Kοριτσάκι με γάτα, Kοριτσάκι με σκιά, Δεσποινίς Ξ.K., Δεσποινίς N.M., Δεσποινίς
M.P., Kοριτσάκι στην plage, Kοριτσάκια στο Biarritz, Mικρές χαρτοπαίκτρες, Xοντρή
και κοριτσάκι, Kοριτσάκι σε γέφυρα πλοίου, Kορίτσι σε παράθυρο, Kορίτσι με μπάλα
κ.λπ. Kαι ορισμένα ονόματα: Aντριάνα και Eυδοκία, Eυδοκία και Aντριάνα, Mαριάνθη,
Λιλή, MαρίαAπό την Eλλάδα: Περιστερεών, Eπερχομένη θύελλα, Παραπόρτι, Πετεινός,
Tσιγγάνες, Aγοράκια, Λευκός τοίχος, Eκκλησία με άλμπουρο, Kάμπος στη Σαντορίνη,
Aνάβασις, Kαφενείον Aπειράνθου, Mεταφορά βαρελιού, Ποδήλατο, Mελτέμι, Διαφήμισις
Kαραγκιοζοπαίκτου, Παπάδες, Γυναίκα
με μαντήλι, Aποκαμωμένη ταξειδιώτισσα, Λάμπα και άνθη, Στάμνα και πουλί, Xέρια με
σκιές, Σπίτι και γάτα, Δωμάτιο με μπαλλόνι, Mπαλλέτο Σισμάνη, Φωτογραφική μηχανή
κ.λπ. Kαι από το εξωτερικό: Δάσος, Δενδροστοιχία, Σκωτική λίμνη, Bομβαρδισμένη
συνοικία, Λαϊκή συνοικία στον Tάμεσι, Kούκλα σε παλαιοπωλείο, Nύκτα στο Παρίσι,
Kοιμισμένος αλήτης, Γυμναστική, Mπαλλόνια και πλήθος, Παιδιά στην αμμουδιά,
Kοιμωμένη στον ήλιο, Ξαπλωμένη, Tαυρομάχοι εξασκούμενοι, Άφιξις, Oμπρέλες, Iταλίδες
στο Πόρτο Φίνο, Λουομένη και τέντες, Παιδιά στην αμμουδιά. Από τον τεράστιο όγκο
των φωτογραφιών του, οι περισσότερες βρίσκονται ακόμα σε αρνητικά και ελάχιστες
έχουν, ως τώρα, τυπωθεί, ενώ ακόμα λιγότερες έχουν δημοσιευτεί. Αυτές που
δημοσιεύτηκαν βρίσκονται στα περιοδικά Xάρτης (17/18, 1985), Φωτογράφος (10,1991),
Συντέλεια (4-5, 1991) και στο βιβλίο του Θ. Bελλούδιου Φαντασιομετρική Tέχνη για
προχωρημένους (Nεφέλη 1983). Στα πλαίσια του «Έτους Eμπειρίκου», πραγματοποιήθηκε
τον Δεκέμβριο του 2001 μεγάλη έκθεση φωτογραφιών του ενώ, παράλληλα, εκδόθηκε από
τις εκδ. Άγρα το πρώτο λεύκωμα για το φωτογράφο Ανδρέα Εμπειρίκο με τον τίτλο «Ο
φωτοφράκτης». Τον Ιούλιο του 2004 στην Άνδρο διοργανώθηκε, στα πλαίσια του
συνεδρίου «Μνήμη Ανδρέα Εμπειρίκου», έκθεση φωτογραφιών του με θέμα «Η Άνδρος του
Ανδρέα Εμπειρίκου». Επίσης, εκδόθηκε ξανά από τις εκδ. Άγρα και λεύκωμα φωτογραφιών
του ποιητή με τον ίδιο τίτλο. Τα αρνητικά των ανέκδοτων φωτογραφιών του ποιητή
είναι χιλιάδες. Ευελπιστούμε ότι θα υπάρξει κάποια στιγμή η δυνατότητα αυτός ο
πλούτος της ψυχής του να φτάσει και στη δική μας ψυχή και η ματιά του να αγγίξει τη
δική μας. Η φευγαλέα ματιά του Ανδρέα Εμπειρίκου είναι πολύτιμη, ακριβώς γιατί
είναι φευγαλέα, αλλά και γιατί είναι ματιά, αφορά μια λεπτομέρεια, τόσο πολύτιμη
όσο και καθολική. Αυτή η ματιά, που πηγάζει από τη δική του άποψη για τα πράγματα,
για τα ορατά και για τα αόρατα, για τα τωρινά και για τα μέλλοντα, που είναι παρόν
και παρελθόν μαζί και εξακοντίζονται στο μέλλον. Αυτό δηλ που καταθέτει ο ποιητής
στο ποίημα: « Ο φωτοφράκτης», σε όλα σύμφωνο με τη δική του στάση απέναντι στο
φωτογραφικό φακό: «Όρθρος η ώρα η πρώτη. Πίσω της, η λαγαρή πρωία με δείκτες
ρόδινους που γρήγορα (θα πω, ανέλπιστα σχεδόν) γυρίζουν και χρυσίζουν. Ένας φακός
με απίστευτον φωτοφράκτη αρπάζει την πιο γοργή στιγμή και την απλώνει στην
επιφάνεια μιας πλάκας λείας, ευαισθησίας εξαισίας. Και τώρα που άνοιξε και έκλεισε
ο φωτοφράκτης σαν μάτι αδέκαστο και συνελήφθη ο χρόνος, ο ρεμβασμός αυξάνει την ζωή
και δίδει στην κάθε
εικόνα την κίνησι και την ευελιξία που φέρνει από τα βάθη μιας πηγής (της ιδικής
του) ζεστό το πιο κρυφό της νόημα», Γλυφάδα, 10.7.1960. «Μία φωτογραφία ζει, έχει
ολόκληρη δική της δράσι, συνυφασμένη με την ζωή του θεατή, όπως ένα φλουρί, ένα
κρύσταλλο, ή ένα γάντι» γράφει ο Eμπειρίκος. ΟΛΓΑ ΝΤΕΛΛΑ Η Όλγα Ντέλλα, είναι
φιλόλογος και ζει στην Πτολεμαίδα

Ανδρέας Εμπειρίκος σαν φωτογράφος


ΗΛΙΑΣ ΚΑΝΕΛΛΗΣ Το αφιερωμένο στον ποιητή και πεζογράφο έτος τελείωσε (το 2001) με
την παρουσίαση στο κοινό μιας άγνωστης πτυχής των καλλιτεχνικών ενδιαφερόντων του
«Από τον Ιούλιο του 1954, στην Πάρο κει που προχωρούσαμε το καταμεσήμερο μες στα
στενά, είδαμε να μας έρχεται απ' αντίκρυ μ' ελάχιστο ρούχο μια ξανθή παιδούλα, θα
'λεγες μόλις βγαλμένη από τον Ομηρο, μια σωστή "Ιρις Αγγελέουσα", που τσακίστηκες
να την φωτογραφήσεις αλλά σου ξέφυγε. "Είναι σαν την έμπνευση" μου είπες. "Δεν την
προλαβαίνεις δυστυχώς πάντοτε"». Τα παραπάνω είναι λόγια του Οδυσσέα Ελύτη και
απευθύνονται στον Ανδρέα Εμπειρίκο.
Εκτός από τεκμήριο του θαυμασμού που έτρεφε ο νομπελίστας ποιητής μας προς τον
ψυχαναλυτή, ποιητή και πεζογράφο αλλά και της βαθιάς φιλίας που τους συνέδεε, είναι
και μιας πρώτης τάξεως μαρτυρία για μια παραγνωρισμένη συνήθεια του Εμπειρίκου: τη
συνήθεια να καταγράφει στη φωτογραφική εμουλσιόν διάφορες εικόνες που βρίσκονταν
στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός του συνήθεια που τουλάχιστον μία φορά, κατά το
ταξίδι του το 1962 στην τότε Σοβιετική Ενωση (από όπου προέκυψε το ποίημα «Ες-Ες-
Ες-Ερ Ρωσσία», Αγρα, 1995), κινδύνεψε να την πληρώσει ακριβά, αφού συνελήφθη στην
Οδησσό ως ύποπτος, την ώρα που φωτογράφιζε τις σκάλες της πόλης που απαθανατίστηκαν
στο «Θωρηκτό Ποτέμκιν» του Σεργκέι Αϊζενστάιν.

Το 2001, Ετος Ανδρέα Εμπειρίκου, έδωσε την ευκαιρία να διοργανωθεί πλήθος


εκδηλώσεων εις μνήμην του σημαντικού έλληνα εκπροσώπου του υπερρεαλισμού. Λίγο
προτού τελειώσει η χρονιά το κοινό θα γνωρίσει και αυτή την εν πολλοίς άγνωστη
πτυχή του: του φωτογράφου. Μια έκθεση (που αρχίζει στις 17 Δεκεμβρίου στην
Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων, στο Γκάζι) και μια έκδοση (που υπό την επιμέλεια του
Γιάννη Σταθάτου κυκλοφορεί τις επόμενες ημέρες από την Αγρα) φέρνουν στο φως πολλές
από τις εικόνες που κατέγραψε ο Εμπειρίκος με τη φωτογραφική μηχανή του. «Είναι
γνωστό ότι ο Ανδρέας Εμπειρίκος φωτογράφιζε συστηματικά και αυτοφωτογραφιζόταν»
σημειώνει ο Δημήτρης Καλοκύρης. «Τις φωτογραφίες έργο των χειρών του τις έφερνε σε
πέρας με τη
δεξιοτεχνία και την επιμονή μανιακού» γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης. Και ένας άλλος
φίλος του, ο Δ. Ι. Πολέμης, επισημαίνει: «Ο Εμπειρίκος, μανιώδης φωτογράφος, έχει
απαθανατίσει τις αποβιβάσεις (ταξιδιωτών στα πλοία της γραμμής προς Ανδρο) σε
μερικές καλλιτεχνικότατες φωτογραφίες». Μάλιστα το διάστημα 22 Ιανουαρίου - 12
Φεβρουαρίου 1955 παρουσίασε 210 ασπρόμαυρες φωτογραφίες του στην Αίθουσα Τέχνης
Ιλισός, στην οδό Αμερικής, στην Αθήνα. Οπως σημειώνει πάντα ο Δ. Καλοκύρης, «στον
οκτασέλιδο Κατάλογο της έκθεσης όλες οι φωτογραφίες έχουν αύξοντα αριθμό, τίτλο,
τόπο λήψης και τιμή πωλήσεως που κυμαίνεται από 70 ως 100 δρχ. Ορισμένες έχουν την
ένδειξη "Δεν πωλείται". Δεν είναι γνωστό ποιες ακριβώς ήταν αυτές οι φωτογραφίες
που εξέθεσε ούτε γνωρίζουμε αν και πόσες από αυτές πουλήθηκαν. Από τις 210
φωτογραφίες που περιλαμβάνει ο Κατάλογος, οι 115 έχουν τραβηχτεί στην Ελλάδα
(Αθήνα, νησιά), ενώ οι υπόλοιπες στο εξωτερικό. Θεματικά κυριαρχούν τα τοπία και τα
πορτρέτα αλλά δεν λείπουν και οι σκηνές της καθημερινής ζωής...».

Υπάρχουν ωστόσο και άλλες θεματικές ενότητες που φωτογράφισε ο Εμπειρίκος. Ανάμεσά
τους και η ενότητα με παιδίσκες ορισμένες από τις φωτογραφίες της ενότητας αυτής
παρουσιάζει σήμερα «Το Βήμα». Είναι προφανές ότι οι φωτογραφίες επικυρώνουν τον
παιγνιώδη τρόπο του Εμπειρίκου να προσεγγίζει την παιδικότητα άλλωστε τα κείμενά
του
βρίθουν αναφορών σε παιδίσκες. Από τη δεκαπενταέτιδα «κόρην πελιδνοτάτη» του
κειμένου του «Αργώ ή Πλους αεροστάτου» ως τη χαρίεσσα ενδεκαέτιδα, την «με καστανά
μαλλιά και με δέρμα λευκόν, λευκότατον, σαν γάλα» «γλυκεία» Εθελ και την Καναδή
«απαλή ως μαγνόλια καί ως ηλιοτρόπιον» Φλώσσυ του «Μεγάλου Ανατολικού», η αναφορά
του στην ερωτική αθωότητα της παιδικής ηλικίας είναι από τις εμμονότερες των ιδεών
του. Και η ηθική διάσταση της συγκεκριμένης εμμονής; θα ρωτήσει κανείς. Αντί άλλης
απαντήσεως, θα προσφύγουμε στον βαθύ μελετητή του λογοτεχνικού έργου του Εμπειρίκου
Γιώργη Γιατρομανωλάκη, ο οποίος στο επίμετρό του στην έκδοση του «Μεγάλου
Ανατολικού» σημειώνει: «"Ηθική", με την τρέχουσα σημασία της λέξεως, η λογοτεχνία
(και κάθε μορφή τέχνης) δεν διαθέτει ούτε και υποχρεούται να διαθέτει». Για να
παραπέμψει στον Ελύτη, ο οποίος προσθέτει: «Η αντίδραση έχει τον τρόπο της·
επιβάλλεται. Αν χρειαστεί, να είσαι βέβαιος, θα φορέσει και την προσωπίδα του
επαναστάτη. Αν καταλάβει πως η πέτρα του σκανδάλου δεν είναι τόσον η κοινωνική
αδικία όσο η ηθική θα της αλλάξει όνομα πιθανόν όμως θα την κρατήσει· επειδή αυτήν
την χρειάζεται. Θα πρόκειται πάλι και πάλι και ξανά για την Ηθική, μια κόρη σεμνά
ενδεδυμένη, άκρως νευρωτική και μόλις βγαλμένη από κάποιο Κατηχητικό που απλώς του
αντικαταστήσανε τους παπάδες» («Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο», 2η έκδοση, εκδόσεις
Υψιλον, 1980, σελ. 12). «Μία φωτογραφία ζει, έχει ολόκληρη δική της δράσι,
συνυφασμένη με την ζωή του θεατή, όπως ένα φλουρί, ένα κρύσταλλο ή ένα γάντι»
έγραφε ο Εμπειρίκος. Ο οποίος φωτογράφιζε, όπως άλλωστε και έγραφε, όντας
στρατευμένος. Στράτευση προς τι; Οπως δήλωνε το 1967 σε συνέντευξή του προς την
(επίσης ψυχαναλύτρια) Ανδρομάχη Σκαρπαλέζου (δημοσιευμένη στο περιοδικό «Ηριδανός»,
τεύχ. 4, 1976), «μάχομαι διά την ελευθερία του έρωτα». Η έκθεση «Ανδρέας
Εμπειρίκος: Προσωπική Μυθολογία» εγκαινιάζεται στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων
στις 17.12.2001 και θα διαρκέσει ως τις 17.1.2002. Έχει στόχο να προβάλει το έργο
και την προσωπικότητα του Ανδρέα Εμπειρίκου παρουσιάζοντας εργοβιογραφικά στοιχεία,
προσωπικά αντικείμενα, βιβλία και πρώτες δημοσιεύσεις. Επίσης θα παρουσιασθούν 200,
ανέκδοτες οι περισσότερες, φωτογραφίες. Με την έκθεση αυτή ολοκληρώνονται οι
εκδηλώσεις για το Ετος Εμπειρίκου που διοργανώθηκαν καθ' όλη τη διάρκεια του 2001
από το υπουργείο Πολιτισμού και το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου με την επιμέλεια αρμόδιας
οργανωτικής επιτροπής. Τις επόμενες ημέρες εξάλλου θα εκδοθούν και μια σειρά
βιβλία, πάντα με την ευκαιρία
του ίδιου αφιερώματος. Εκτός από το λεύκωμα με φωτογραφίες του και τίτλο «Ο
Φωτοφράκτης - Ο Ανδρέας Εμπειρίκος φωτογράφος», θα κυκλοφορήσουν ακόμη: «Προϊστορία
ή Καταγωγή (Τα προ της Υψικαμίνου και της Ενδοχώρας ποιήματα)» σε φιλολογική
επιμέλεια Γ. Γιατρομανωλάκη· «Der Sonder-Fuhrer Nikolaus Schultz» σε φιλολογική
επιμέλεια Γ. Γιατρομανωλάκη και με επίμετρο του Λεων. Εμπειρίκου· «Ο Μέγας
Ανατολικός - Επιτομή» και οι μελέτες του Γ. Γιατρομανωλάκη «Ο Ανδρέας Εμπειρίκος
από το Α ως το Ω», του Ι. Βούρτση «Βιβλιογραφία Ανδρέα Εμπειρίκου» και του J.
Bouchard «Με τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Παρά δήμον ονείρων» όλα από τις εκδόσεις Αγρα.

Ο Εμπειρίκος, ο Σικελιανός και ο Παλαμάς


Ένας από τους κομβικούς μύθους του Εμπειρίκου είναι ο μύθος του αθάνατου θεού
Πανός, ο οποίος αφήνει ανεξίτηλα τα ίχνη του σε όλο το έργο του ποιητή. Στην
Παγκόσμιο Συμπολιτεία της Νέας Εποχής, στον «Μεγάλο Ανατολικό», «η επίσημος
θρησκεία ήτο η του Πανός», ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και στο επιμνημόσυνο
κείμενό του για τη Μαρία Βοναπάρτη ο ποιητής δεν λησμονεί «τους λαγαρούς αυλούς του
αιωνίου Πανός». Πόσο θα αυθαιρετούσαμε άραγε αν υποθέταμε ότι ο Εμπειρίκος
αναδέχεται και επανεγγράφει, σαφώς μετατοπίζοντάς το και μετατονίζοντάς το, ένα από
τα πολλά θέματα της ιδιαίτερα εκτεταμένης παλαμικής ποίησης; Στο «Αργώ ή Πλους
αεροστάτου», λοιπόν, ο Πέντρο Ραμίρεθ κραυγάζει: «Ο Μέγας Παν δεν πέθανε! Ο Μέγας
Παν δεν πεθαίνει!» Οι μεγάλοι ποιητές μας απαγγέλλουν

Παντελή Μπουκάλα
Η κραυγή ετούτη, που επιχειρεί να αντισταθεί στην ιστορία, στην ιστορία των
θρησκειών και των παθών, έχει ήδη ακουστεί σχεδόν με τα ίδια λόγια το 1897, στη
συλλογή του Kωστή Παλαμά «'Ιαμβοι και ανάπαιστοι», έστω κι αν αυτό δεν το θυμόμαστε
περισσότερο απ' όσο θυμόμαστε ότι το μοτίβο της γραφής στην άμμο υπήρξε (και)
παλαμικό («Kάτου στην άμμο του γιαλού μια μέρα, μακριά της, / εκεί που μόνος έστεκα
έγραψα τ' όνομά της...») πριν κατοχυρωθεί, και διά της μελοποιήσεως, στον Σεφέρη
(«Πάνω στην άμμο την ξανθή / γράψαμε τ' όνομά της...»). Εγραφε λοιπόν ο Παλαμάς:
Η γη μας γη των άφθαρτων/αερικών και ειδώλων,/πασίχαρος και υπέρτερος/θεός μας είν'
ο Απόλλων.//Στα εντάφια λευκά σάβανα/γυρτός ο Εσταυρωμένος/είν' ολόμορφος Αδωνις /
ροδοπεριχυμένος.// Η αρχαία ψυχή ζει μέσα μας/αθέλητα κρυμμένη /ο Μέγας Παν
δεν πέθανε,/όχι ο Παν δεν πεθαίνει!».

Προϊστορία Ως υποκείμενη τόσο στο ποίημα του Παλαμά όσο και στο κείμενο του
Εμπειρίκου μπορούμε να θεωρήσουμε ένα σημαδιακό χωρίο στο έργο του Πλούταρχου «Περί
των εκλελελοιπότων χρηστηρίων»: Ενα καράβι αναγκάζεται να αράξει στους Παξούς και
μια φωνή από το νησί καλεί τον Αιγύπτιο κυβερνήτη να αναγγείλει, όταν θα περάσει
από το Παλώδες, «ότι Παν ο μέγας τέθνηκεν». Kι όταν αυτός το ανάγγειλε, εγένετο
«μέγας στεναγμός άμα θαυμασμώ μεμιγμένος». Ο θάνατος του θεού, ως θάνατος του κατά
φύσιν βίου, του ιμέρου ή της Αρχαίας Θρησκείας, υπήρξε ερεθιστικός για όλες τις
μορφές της τέχνης στη διάρκεια των αιώνων, όπως τεκμηριώνεται και στο βιβλίο του
Σερ Τζον Μπόρντμαν «Ο μέγας θεός Παν. Η επιβίωση μιας εικόνας». Από αυτό το λαμπρό
δοκίμιο αποσπώ μερικούς στίχους της Αγγλίδας ποιήτριας Ελίζαμπεθ Μπάρετ Μπράουνιγκ,
σε μετάφραση του Αρη Μπερλή: «Η θλιβερή κραυγή σηκώθηκε/και έσβησε μακρόσυρτη στον
αέρα / μελαγχολική κι απεγνωσμένη./Kαι άκουσα τα λόγια που είπε:/Πέθανε ο Παν.
Απέθανε ο μέγας Παν,/ο Παν, ο Παν απέθανε.» Είναι αναγκαίο ωστόσο να
συνυπολογίσουμε στους πιθανούς γεννήτορες της εμπειρίκειας αναβάθμισης του μύθου
του Πανός τη διαπραγμάτευσή του από τον Αγγελο Σικελιανό, με τον οποίο άλλωστε ο
Εμπειρίκος μοιράζεται, εκτός των άλλων, τη λογική των ανοιχτόκαρδων εγκωμίων προς
ομοτέχνους από τις σικελιανικές «ωδές» για τον Μαβίλη, τον Βαλαωρίτη, τον Παλαμά,
τον Παπαδιαμάντη, την Πολυδούρη, τον Μαλακάση έως τους ύμνους για τους Μπεάτους, ο
δρόμος είναι ομαλός. Ο ίδιος ο Εμπειρίκος, πάντοτε αυθόρμητα ειλικρινής και
τρυφερός που τους άλλους ποιητές, στο ποίημα «Του Αιγάγρου» της «Οκτάνας» τιμά
«τον «Αρχάγγελο Σικελιανό που έπλασε το Πάσχα των Ελλήνων και ανάστησε (Πάσχα και
αυτό) τον Πάνα». Ισως θα ήταν πιο κοντά στα πράγματα και στα ονόματα αν έλεγε ότι ο
Σικελιανός ανάστησε τον Διόνυσο, εντούτοις, για να προσοικειωθεί τον αναστάσιμο
λόγο του Σικελιανού και να τον εντάξει στο δικό του κοσμολογικό-θεολογικό σύστημα,
μεταβαίνει από τον Διόνυσο στον σχεδόν μόνιμο συνοδό του και ενίοτε ταυτόσημό του,
τον Πάνα. Δεν λείπει βέβαια ο Παν από τη σικελιανική ποίηση, δεν δεσπόζει όμως,
εφόσον «αιώνιος θεός» ονομάζεται ο Διόνυσος, λ.χ. στο ποίημα «Ελεύτερα Δωδεκάνησα».
Στο «Πέμπτο Ευαγγέλιο» του έργου «Πάσχα των Ελλήνων», «μικρή καμπάνα εφώναζε
τρεμάμενη τον Πάνα», ενώ με το ποίημα «Ο Παν» ο Σικελιανός αινεί τον τράγο («άρχος
και ταγός»), ευκρινή υπόσταση ενός θεού «αιγιπόδη δικέρωτος πολυκρότου ηδυγέλωτος»
κατά τον σχετικό Ομηρικό Υμνο, τον οποίο «τον είδαν οι αθάνατοι / κι όλοι τους τότε
στην ψυχή τους καταχάρηκαν / και προπαντός ο Βάκχειος Διόνυσος / και Πάνα τον
ονόμασαν γιατί πάντων τις φρένες έτερψε» (κατά τη μετάφραση του Δημήτρη Παπαδίτσα
και της Ελένης Λαδιά).
Τα πράγματα δεν είναι ποτέ ευθύγραμμα βεβαίως, αργότερα πάντως, στην υπερρεαλιστική
ήπειρο, ο τράγος θα γίνει Αίγαγρος, στο ποίημα «Του Αιγάγρου» το οποίο, συν τοις
άλλοις, μας βεβαιώνει πόσο δημοτικός ήταν εντέλει ο καθαρεύων λόγος του Εμπειρίκου:
«Πήδηξε ο αίγαγρος και στάθηκε σε μια ψηλή κορφή. Στητός και ρουθουνίζοντας κοιτάει
τον κάμπο και αφουγκράζεται πριν άλλο σκίρτημα σε άλλη κορφή τον πάη. Τα μάτια του
λάμπουν σαν κρύσταλλα και μοιάζουν με μάτια αετού ή ανθρώπου που μέγας οίστρος τον
κατέχει. Το τρίχωμά του είναι στιλπνό και ανάμεσα στα πισινά του πόδια, πίσω και
κάτω απ' το κεντρί του, το μέγα σήμαντρον της απολύτου ορθοδοξίας ταλαντευόμενον σε
κάθε σάλεμά του, βαριά και μεγαλόπρεπα κουνιέται.» Συγκρητισμός Ο Σικελιανός λοιπόν
συνθέτει τη θεολογία του με άξονα τον «Ελεύτερο Θεό» Διόνυσο, τον «Εσταυρωμένο
Βάκχο». «Ω Πάσχα, / πανσεβάσμιο Πάσχα! / Ω Ιακχε! / Απόλλωνα! / Ιησού!» αναφωνεί
στο ποίημά του «Διόνυσος-Ιησούς», μια από τις διαυγέστερες εκτυπώσεις του
συγκρητιστικού του πάθους, που φέρνει στο νου το ποίημα «Αρτος και Οίνος» του
Φρίντριχ Χέλντερλιν. «Ω Λόγε-Διόνυσε! (...) Τεράστιε Βάκχε! (..) Ω Λόγε-Ελλάδα»
επανέρχεται στο ποίημα «Απόλλων Διονυσόδοτος». «Γλυκό μου βρέφος, Διόνυσέ μου και
Χριστέ μου» προσεύχεται στο «Διόνυσος επί λίκνω», για να κορυφώσει την τέχνη του
στο εξαίσιο ποίημα «Μέγιστον μάθημα» που απολήγει (δηλαδή ανοίγει) με την εξής κατά
του θανάτου νικητήρια αποστροφή: «'Ο,τ' έχει σμίξει με το Διόνυσο κι ώς μέσα/το
μυστικόν εγεύτη Θάνατο βαθιά του/πριχού το θάνατο τον άλλο αντικρίσει,/δεν σταματά
μεσοστρατίς στην Αιωνιότη,/μα, ως την πνοή του όλη την ξόδεψε στο δώρο/και την ψυχή
του την εγύμνωσεν η Αγάπη,/γυμνό θα πάρει της Αβύσσου το στεφάνι!» Ο Εμπειρίκος,
υλικότερος, σωματικότερος, οργανωτής μιας χθόνιας θεολογίας, στο ποίημά του «Το
μέγα βέλασμα ή Παν-Ιησούς Χριστός» του 1964 μετακινείται από τον σικελιανικό
Διόνυσο-Χριστό στον ΠάναΧριστό (προφανής και σημαίνουσα η αναλογία των δύο τίτλων)
και δοξολογεί, επίσης με συγκρητιστικό πάθος (αν θυμηθούμε τον ΛόγοΑμνό του
χριστιανικού συστήματος) «το βέλασμα του ωραίου αμνού, του αμνού-κριού του αίροντος
τας αμαρτίας του κόσμου». Έπειτα από αυτά τα σχηματικά και ανολοκλήρωτα για το
«λαβείν», ελάχιστα, και πάλι σχηματικά, για το «δούναι». Η απελευθερωμένη γλώσσα
του Εμπειρίκου (ένα μόνο στοιχείο της οποίας είναι η χρήση μιας μορφής της
καθαρεύουσας), η απελευθερωτική διαχείριση της
εικόνας στο έργο του, η ανάδειξη μιας ολόκληρης ηπείρου που παρέμενε σκιασμένη, της
ερωτικής-σεξουαλικής, η λογοτεχνικά υψηλή νομιμοποίηση που πρόσφερε τόσο στην
κομφορμιστικά θεωρούμενη αταξία όσο και στην ύλη και τη δράση του υποσυνειδήτου και
του ονείρου, η υπεράσπιση μια ποιητικής τέρψης συγκερασμένης με το κοινωνικό
διαφέρον, το αντιεξουσιαστικό φρόνημα που στοιχειοθετούν οι επιθέσεις του κατά των
εμπόρων της δεισιδαιμονίας, όλα τούτα συνιστούν πολύτιμη προικοδοσία, αρκετές
πτυχές της οποίας έδωσαν καλούς γόνους στο έργο των μεταγενέστερων. Τα προβλήματα,
ίδια από την αρχαιότητα, ανακύπτουν όταν μας έλκει αποκλειστικά το λαμπερό
επιφαινόμενο και ο ήχος. Το ότι αυτή η μιμητική αναπαράσταση του υψηλού προτύπου
είναι παλιά αμαρτία μάς το βεβαιώνει ένα επίγραμμα από το ενδέκατο Βιβλίο της
Παλατινής Ανθολογίας, που αποδίδεται σε κάποιον ποιητή Kερεάλιο, παντελώς άγνωστο
κατά τα λοιπά:

«Ου το λέγειν παράσημα και Αττικά ρήματα πέντε,/ευζήλως εστίν και φρονίμως
μελετάν /ουδέ γαρ ει κάρκαιρε και ει καναβεί τό τε σίζει/και κελάρυζε λέγεις, ευθύς
Ομηρος έση./Νουν υποκείσθαι δει τοις πράγμασιν και φράσιν αυτών/είναι κοινοτέραν,
ώς γε νοείν α λέγεις.»
Ας μου επιτραπεί μια μεταφορά στα νέα ελληνικά: «Όχι βέβαια. Αν μηρυκάζεις λέξεις
παράδοξες και πέντε ρήματα/της αττικής, δεν πάει να πει ότι με ζήλο μελετάς και
φρονιμάδα./Kαι δεν θα γίνεις αυτομάτως Ομηρος αν πεις κελάρυζε/ή κάρκαιρε ή καναβεί
ή σίζει. Kαλύτερα να υποτάσσεται/στα πράγματα ο νους σου, και να μιλάς απλά,/ώστε
τουλάχιστον να εννοείς τα ίδια τα λεγόμενά σου.» Ποια τα «κάρκαιρε» του Εμπειρίκου,
ποια τα «καναβεί» και τα «σίζει»; Μια καλή ιδέα μας δίνει ο Ελύτης: «Οι λέξεις που
κυριαρχούν στην πρώτη περίοδο του Εμπειρίκου [...] είναι: στέαρ, ευνή, χοάνη,
βόστρυχος, θύσανος, θρυαλλίς, μαρμαρυγή, γδούποι, ορυμαγδός, κορυβαντιώντες,
εμβρόντητος: ό,τι υποβάλλει το γλίστρημα, την ηδονή, τη μαρμαρυγή, την ανάφλεξη, τη
λάμψη, την αναφώνηση, την εκτίναξη». Πρόκειται για «φραστικές φόρμες ευγλωττίας»
(του Ελύτη και πάλι ο χαρακτηρισμός) με τις οποίες καταλήξαμε να ταυτίσουμε τον
Εμπειρίκο, ύστερα από ακολουθία παραναγνώσεων ή απλώς οκνηρών αναγνώσεων,
καταφέρνοντας χονδρικώς ό,τι και εκείνοι που πρώτοι πρώτοι ασχημόνησαν εις βάρος
της ποιητικής του πρότασης, στη δεκαετία ήδη του τριάντα: να τον εκλάβουμε σαν
ισότιμο του λεκτικού του, να θεωρήσουμε πως ο υπερρεαλισμός άλλο δεν είναι παρά μια
ενορχήστρωση της λεκτικής φαντασμαγορίας, ενός αυτοματισμού που ξεκινάει σαν θεωρία
και ιδεολόγημα και καταλήγει βαρύγδουπη κενολογούσα ευκολία. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος,
«ο λογοποιός του υψωμένου συναισθήματος» κατά το χαρακτηρισμό του Γιάννη Δάλλα, μας
ενδιαφέρει ως ποιητής, κι όχι επειδή υπήρξε ψυχαναλυτής, όχι επειδή αρνήθηκε την
τάξη του, ούτε καν επειδή υπήρξε απόστολος ενός ρεύματος. Μας ενδιαφέρει όχι για τη
βιογραφία του αλλά για την εργογραφία του, όχι για την ιστορία του αλλά για τη
λογοτεχνία του. Μας ενδιαφέρει επειδή καθιέρωσε τον «οίστρο της ζωής», έστω κι αν
γνώριζε άριστα, ως αυθεντικός ποιητής, ότι τις πιο πολλές φορές είμαστε
υποχρεωμένοι να τον επινοήσουμε αυτοδαπανώμενοι.

Πόσο υπερρεαλιστής ήταν ο Εμπειρίκος;


Παντελής Βουτουρής Αν το κριτήριό μας είναι οι θέσεις που διατυπώνονται στα
υπερρεαλιστικά μανιφέστα, τότε σίγουρα η στάση του Εμπειρίκου δεν χαρακτηρίζεται
από ορθόδοξη προσήλωση στις ελπίδες του κινήματος. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος, από το
1935 (τότε δημοσιεύεται η Υψικάμινος), με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, βρίσκεται στο
επίκεντρο της κριτικής. Η Υψικάμινος (η πρώτη για πολλούς πράξη του υπερρεαλισμού
στην Ελλάδα), αντιμετωπίστηκε από τη σύγχρονή της κριτική ως πρόκληση· πολύ σύντομα
ωστόσο οι αντιδράσεις μετριάστηκαν και οι διαθέσεις μεταβλήθηκαν. Μάλιστα, ύστερα
από τον θάνατο του ποιητή στα 1975 (και ύστερα από το δοξαστικό δοκίμιο του Ελύτη
Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο, που δημοσιεύεται στα 1979) η αποδοχή γίνεται σχεδόν
καθολική. Σήμερα έχει καταντήσει σχεδόν κανόνας ο βερμπαλισμός, ο άμετρος θαυμασμός
και η μυθοποίηση, τόσο του ποιητή όσο και του έργου του. Η εντύπωσή μου μπορεί και
να κάνω λάθος είναι πως για κανέναν άλλο νεώτερο λογοτέχνη δεν έχουν γραφτεί τόσα
εγκώμια, τόσοι υπερθετικοί προσδιορισμοί, τόσοι θαυμαστικοί λόγοι και τόσες
υπερβολές. Καθώς μάλιστα διανύουμε αισίως το έτος 2001, το οποίο έσπευσαν ήδη οι
μεν να ονομάσουν «έτος Εμπειρίκου» (100 χρόνια από τη γέννησή του), οι δε «έτος
Παπαδιαμάντη» (150 χρόνια από τη γέννηση και 90 από τον θάνατό του), ας ελπίσουμε
να μη χαθεί τελείως μέσα στους πανηγυρικούς λόγους η φιλέρευνη ψυχραιμία και η
στοχαστική διάθεση. Η συμφιλίωση της «συντηρητικής» κριτικής με τον υπερρεαλισμό
(σημαδιακό είναι το άρθρο του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου «Συμφιλίωση με τον συρρεαλισμό»,
στα 1938) και ειδικότερα με το έργο του Εμπειρίκου, ξεκινά πολύ ενωρίς, μόλις δύο -
τρία χρόνια ύστερα από τη δημοσίευση της Υψικαμίνου. Η μεταβολή αυτή οφείλεται
κυρίως σε κάποια
μετριοπαθή υπερρεαλίζοντα δείγματα γραφής, με τα οποία επιχειρήθηκε η πραγμάτωση
ενός «ελληνικότατου υπερρεαλισμού». Ως τέτοια «λελογισμένα» υπερρεαλιστικά κείμενα,
τα οποία άμβλυναν τη «βιαιότητα» και εξισορροπούσαν την «ακρότητα» του
υπερρεαλισμού, θεωρήθηκαν από την κριτική της εποχής οι Προσανατολισμοί και οι
Σποράδες του Ελύτη (ο οποίος εμφανίζεται ως ο κύριος εκφραστής της τάσης του
«μετριοπαθούς» υπερρεαλισμού), η Αμοργός του Ν. Γκάτσου, αλλά και η Ενδοχώρα του
Εμπειρίκου. Γιατί ενώ η Υψικάμινος είχε εκληφθεί ως δείγμα φανατικής αδιαλλαξίας,
και έγινε αντικείμενο χλευασμού, η Ενδοχώρα (ποιήματα της συλλογής αυτής αρχίζουν
να δημοσιεύονται από το 1937 και στα Νέα Γράμματα) γίνεται δεκτή με ανακούφιση. Η
Ενδοχώρα «σύμπλεγμα φωτεινών στίχων εντελώς διαφορετικών από τα πειραματικά και τα
εξωποιητικά υπερρεαλιστικά κείμενα της Υψικαμίνου» (σύμφωνα με τον Α. Καραντώνη)
αντιμετωπίζεται ως εκδήλωση της έμπρακτης μεταμέλειας του Εμπειρίκου, καθώς
θεωρήθηκε ότι με αυτήν ο ποιητής απομακρύνεται συνειδητά από την παράταξη των
«αδιαλλάκτων», την οποία εξακολουθούσαν να εκπροσωπούν (τουλάχιστον έτσι πιστεύει
και γράφει ο Ελύτης στα Ανοιχτά Χαρτιά) ο Νικόλας Κάλας και ο Νίκος Εγγονόπουλος.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο Εμπειρίκος κατέλαβε κοινή συναινέσει την
πρωτοκαθεδρία στην ιεραρχία του ελληνικού υπερρεαλισμού. Θα ήταν παρ' όλα αυτά
λάθος να θεωρήσουμε όπως γίνεται συνήθως τη σχέση του με τον υπερρεαλισμό δεδομένη·
οι δεσμοί που συνδέουν το μεγαλύτερο μέρος του έργου του (εάν εξαιρέσουμε τα
κείμενα της Υψικαμίνου) με τις προγραμματικές αρχές, την ιδεολογία και τους
στρατηγικούς στόχους του υπερρεαλισμού, ούτε προφανείς είναι ούτε αυτονόητοι. Η
απόκλιση από τον υπερρεαλισμό είναι εμφανέστερη στα εκτενέστερα πεζά κείμενα, όπου
η κυριολεξία και η περιγραφική λεπτομέρεια αντικαθιστούν τη μεταφορά και τη
συνδήλωση. Πολύ δύσκολα, νομίζω, θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί με πειστικά
επιχειρήματα κάποια σχέση του Μεγάλου Ανατολικού με τον υπερρεαλισμό. Η ουτοπία, η
υπέρβαση, η σεξουαλικότητα, οι επαναλήψεις, το χιούμορ και η μεγάλη έκταση, ασφαλώς
και δεν αποτελούν τεκμήρια τα οποία αποδεικνύουν τον υπερρεαλιστικό χαρακτήρα του
μυθιστορήματος. Σε τελευταία ανάλυση πιστεύω πως είναι λανθασμένος ο χαρακτηρισμός
του Εμπειρίκου ως «συνεπή υπερρεαλιστή»· προσωπικά πιστεύω ότι ο συγγραφέας που
βρίσκεται εγγύτερα στον γαλλικό υπερρεαλισμό από οποιονδήποτε άλλον Έλληνα ομότεχνό
του είναι ο Νικόλας Κάλας, αλλά αυτό αποτελεί θέμα για άλλη συζήτηση. Το ζήτημα
είναι όπως πολύ
σωστά το θέτει η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου «για ποιον υπερρεαλισμό μιλάμε»· γιατί αν
το κριτήριό μας είναι ο υπερρεαλισμός τού Breton και οι θέσεις που διατυπώνονται
στα υπερρεαλιστικά μανιφέστα, τότε σίγουρα η στάση του Εμπειρίκου δεν
χαρακτηρίζεται από «ορθόδοξη» προσήλωση και συνέπεια προς τις καταστατικές αρχές
και επιλογές του κινήματος. Πρόκειται αντιθέτως για «επεισοδιακή» ή επιλεκτική
σχέση, η οποία έχει να επιδείξει «έλξεις» αλλά και (ίσως περισσότερες) «απωθήσεις».
Το γεγονός εξάλλου ότι ο Εμπειρίκος εκδηλώνεται ποιητικά στα 1935, όταν δηλαδή είχε
ήδη διαμορφωθεί το «σχήμα» του υπερρεαλισμού, του επιτρέπει να καθορίσει αναδρομικά
τη συγκεκριμένη επιλεκτική σχέση του με το κίνημα. Σε γενικές γραμμές, θα
μπορούσαμε να πούμε ότι ο Εμπειρίκος έχει αφομοιώσει και έχει ενσωματώσει στο έργο
του τις περισσότερες υπερρεαλιστικές θέσεις της πρώτης «διαισθητικής» (όπως
ονομάστηκε) περιόδου: αναφέρομαι κυρίως στην «υπερπραγματικότητα», στην
εικονοποιητική θεωρία, στη λειτουργία του φανταστικού, του «αντικειμενικού τυχαίου»
και του «θαυμαστού» (αντιθέτως, η σχέση του με την αυτόματη γραφή υπήρξε εξαιρετικά
εφήμερη· αμέσως μετά τα ποιήματα της Υψικαμίνου, στα οποία διακρίνεται ένας «ατελής
αυτοματισμός», η μέθοδος αυτή όπως ομολογεί και ο ίδιος εγκαταλείφθηκε).
Αναμφισβήτητα όμως δεν ακολούθησε σε καμία περίπτωση τον Breton και τους συντρόφους
του στην πολιτική και ιδεολογική ρήξη που επιχείρησαν στα 1925 και παρέμεινε
τελείως ξένος με τις αναζητήσεις και το αριστερό επαναστατικό πνεύμα της δεύτερης
υπερρεαλιστικής περιόδου, της «εκλογίκευσης». Ο Εμπειρίκος, περιορίζοντας τον
ζωτικό του χώρο στο πλαίσιο μιας αμιγώς ποιητικής περιοχής, αποκλίνει ουσιαστικά
από τα ιδεολογικά πρότυπα, την υλιστική κατά βάσιν θεωρία και την πολιτική πρακτική
του υπερρεαλισμού. Έτσι όχι μόνο δεν συμμερίζεται σε καμία περίπτωση την ευφορία
και το επαναστατικό όραμα του Breton, αλλά φροντίζει επανειλημμένα να δηλώσει
κατηγορηματικά την πολιτική του ουδετερότητα· συχνά μάλιστα η αποστροφή του προς
τις σοσιαλιστικές ιδέες εκφέρεται μέσα στο έργο του με διάθεση σαρκαστική. (Ο μύθος
του πολιτικοποιημένου, και «αριστερού ποιητή» αρχίζει να υφαίνεται από ορισμένους
κριτικούς μετά τον θάνατό του. Ακραία εκδοχή αυτού του μύθου είναι η ιδεολογική
σύνδεσή του με τον L. Trotsky και την επανάσταση των μπολσεβίκων του 1917). Έτσι
και η ουτοπία, ο νέος κόσμος, που ευαγγελίζεται ακατάπαυστα στο έργο του ο
Εμπειρίκος, παραμένει ένα όραμα υπερβατικό, απολιτικό και ανιστορικό· το κήρυγμά
του σε καμία περίπτωση δεν σχετίζεται με έναν ιστορικά προσδιορισμένο χώρο και
χρόνο και, βεβαίως, αποφεύγεται και η ελάχιστη αναφορά στη
σύγχρονή του ελληνική πολιτική πραγματικότητα: τη δικτατορία δηλαδή του Μεταξά, την
Κατοχή και τον Εμφύλιο, τη δικτατορία των συνταγματαρχών του 1967. Η ίδια
υπερβατικότητα που χαρακτηρίζει τον «πολιτικό» λόγο χαρακτηρίζει και τον ερωτικό
(πιο σωστά τον σεξουαλικό) λόγο του Εμπειρίκου. Ο οργασμικός έρωτας βρίσκεται στο
κέντρο του ποιητικού και του κοσμολογικού του συστήματος. Με «μανιώδη επιμονήν»
αναπαράγει εικόνες, δανείζεται ή επινοεί σύμβολα και συστήνει εντέλει έναν ποιητικό
λόγο, αν όχι τον πιο ερωτικό στη νεοελληνική λογοτεχνία, αναμφισβήτητα τον πιο
αφοσιωμένο και έμμονα προσανατολισμένο στη σεξουαλική πράξη. Οι σχοινοτενείς και
μονότονα επαναλαμβανόμενες οργασμικές περιγραφές, οι οποίες πλεονάζουν στο έργο του
(κυρίως στον Μεγάλο Ανατολικό), η εξεζητημένη ελευθεροστομία, η σκόπιμη υπερβολή
και ακόμη η αναγωγή της στιγμής του οργασμού σε θεοτικήυπερβατική εμπειρία, οδηγούν
εντέλει σε μια μυθοποίηση της σεξουαλικής πράξης. Η σεξουαλική δηλαδή επαφή, έτσι
όπως παρουσιάζεται στο έργο του Εμπειρίκου, απομακρύνεται συνειδητά από ό,τι θα
μπορούσε να χαρακτηριστεί «φυσική», «βιωμένη» ή «βιώσιμη» εμπειρία. Ίσως μάλιστα
δεν θα ήταν άσκοπη η σύγκριση ανάμεσα στον ερωτικό λόγο του Εμπειρίκου και του
Breton: ο έρωτας εμφανίζεται ως συστατικό στοιχείο του κόσμου του Breton· δεν έχει
όμως καμία σχέση με τη σεξουαλικότητα, καθώς είναι απαλλαγμένος από κάθε έννοια
σαρκικής λαγνείας. Ο «σπασμωδικός έρωτας» είναι άμεσα βιωματικός και συγχρόνως
μαγικός και μυστηριώδης. Στη Nadja, συγκεκριμένα, ή στο Poisson soluble, μορφώνεται
ένας ποιητικός χώρος γοητευτικής αθωότητας από τον οποίο έχει εξοριστεί κάθε μορφή
σεξουαλικής βίας. Αυτό που ενδιαφέρει τον Breton και εδώ ακριβώς βρίσκεται η
διαφορά με τον Εμπειρίκο είναι να παραστήσει τις ερωτικές σχέσεις (όπως και κάθε
άλλη σχέση) χωρίς να απομακρυνθεί από την αρχή της αυθεντικότητας· και αυθεντικό,
όπως επανειλημμένα διακηρύσσουν οι υπερρεαλιστές, είναι μόνο αυτό που θεμελιώνεται
στην αντικειμενική εμπειρία. Ο Breton μάλιστα ορίζει ως πρωταρχικό καθήκον τον
διαχωρισμό του αυθεντικού από το μη αυθεντικό στην πρωτοποριακή τέχνη, ενώ και ο
Tristan Tzara υποστηρίζει ότι η «πραγμάτωση της ποίησης γίνεται στο πεδίο της
ζωής». Ως κριτήριο μάλιστα της αυθεντικής ποίησης ορίζεται ρητά το κατά πόσον αυτή
υπήρξε «έγκυρη», δηλαδή «βιωματική». Από τη στιγμή που θεωρούμε ως δεδομένο ότι η
ποιητική εικόνα έχει την αρχή της στον περιβάλλοντα κόσμο, αποτελεί μάλιστα
(σύμφωνα με την
υπερρεαλιστική θεωρία) όχι προϊόν έμπνευσης αλλά «γεγονός», μια πραγματικότητα του
κόσμου που προϋπάρχει σε λανθάνουσα μορφή στο ασυνείδητο, πριν από τον ποιητικό
μετασχηματισμό της, τότε δεν μπορούμε παρά να θέσουμε το ερώτημα εάν αυτή η εικόνα
ανταποκρίνεται σε μια βιωμένη εμπειρία· εάν με άλλα λόγια η ποιητική εικόνα
αντιστοιχεί σε συσσωρευμένη πείρα ή αποτελεί αποκλειστικά παράγωγο της φαντασίας.
Εξυπακούεται ότι η ποιητική ιδεολογία του Εμπειρίκου δεν ανταποκρίνεται σ' αυτές
τις προδιαγραφές· και δεν αναφέρομαι μόνο στην ερωτική, αλλά και στην πολιτική του
ιδεολογία. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση το έργο του απαγορεύει οποιονδήποτε
συσχετισμό με τη βιωμένη εμπειρία ή γενικότερα με την αντικειμενική πραγματικότητα.
Η σύγκριση των εκδοχών του ελληνικού με τον γαλλικό υπερρεαλισμό των συγκλίσεων και
των αποκλίσεων είναι από πολλές απόψεις χρήσιμη για τη γραμματολογία και τη
συγκριτική φιλολογία. Δεν πρέπει ωστόσο να παραβλέπουμε το γεγονός ότι ο
υπερρεαλισμός ως οργανωμένο κίνημα που σκόπευε στην καθολική επανάσταση δεν
εκδηλώθηκε, για διάφορους λόγους, στην Ελλάδα με τον τρόπο που εκδηλώθηκε σε άλλες
ευρωπαϊκές χώρες εκτός της Γαλλίας. Ό,τι επομένως ονομάζουμε ελληνικό υπερρεαλισμό
εισηγητής ή «πατριάρχης» του οποίου είναι ο Εμπειρίκος είναι κάτι πολύ πιο ειδικό
και περιορισμένο από το εξωτερικό πρότυπό του· και ο ορισμός του αποτελεί ακόμη
ζητούμενο για την έρευνα. Ο Παντελής Βουτουρής είναι αναπληρωτής καθηγητής της
Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου

Η "Προσωπική Μυθολογία του Ανδρέα Εμπειρίκου και η ψυχαναλυτική θεωρία στη


λογοτεχνία
Μιχάλης Χρυσανθόπουλος Κάθε θεσμός είναι υποχρεωμένος να ασχοληθεί με τη γενεαλογία
του· ουσιαστικά να την κατασκευάσει. Αν δεν το πράξει με επάρκεια δεν θα
έχει την εικόνα που φαντάζεται και που τον εξυπηρετεί, η οποία βέβαια μεταβάλλεται
ανάλογα με τη χρονική συγκυρία. Η ελληνική ψυχαναλυτική σκηνή στις διάφορες
θεσμικές και μη εκφάνσεις της (εταιρείες, περιοδικά, σεμινάρια κτλ.) στο δεύτερο
μισό του 20ου αιώνα και κυρίως στο τελευταίο τέταρτο (Ελληνική Εταιρεία
Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας, 1977, Ελληνικό Ψυχαναλυτικό Study Group, 1984, το
οποίο μετατρέπεται σε εταιρεία-μέλος της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Ένωσης το 2001,
περιοδικό Εκ των Υστέρων, 1997, ψυχαναλυτικές σειρές σε εκδοτικούς οίκους κ.ο.κ.)
διαπραγματεύεται συστηματικά τη γενεαλογία της. Νομίζω ότι από τη Γαλλία κυρίως
έρχεται η ψυχανάλυση στην ελληνική σκηνή: λόγω των αναλυτικών σχέσεων με τη Γαλλία
πολλών από τη δεύτερη (γεν. μετά το 1925 περίπου), αλλά και την τρίτη (γεν. μετά το
1950), γενιά των ψυχαναλυτών στην Ελλάδα, οι οποίοι ασκούν σήμερα την ψυχανάλυση·
λόγω της μεγάλης επίδρασης του έργου και της ψυχαναλυτικής πρακτικής του Λακάν,
τόσο εντός όσο και εκτός της ψυχαναλυτικής κοινότητας· αλλά, κυρίως, για λόγους
τόσο ιστορικούς όσο και ουσιαστικούς, λόγω του Ανδρέα Εμπειρίκου, του πρώτου που
ασκεί την ψυχανάλυση στην Ελλάδα, του ψυχαναλυτή των τριών πρώτων Ελλήνων
ψυχαναλυτών (του Γεωργίου Ζαβιτσιάνου, του Δημητρίου Κουρέτα και της Φρόσως
Καραπάνου). Επιπλέον, ο Εμπειρίκος συνδυάζει την αναλυτική εμπειρία με την
λογοτεχνική, μέσω του κινήματος του υπερρεαλισμού, το οποίο αποτέλεσε βασική
συνισταμένη για την εισαγωγή της ψυχανάλυσης στην ίδια τη Γαλλία (Le surréalisme au
service de la psychanalise τιτλοφορείται το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου της
Roudinesco για την Ιστορία της ψυχανάλυσης στη Γαλλία, παίζοντας με τον τίτλο του
σημαντικότερου ίσως υπερρεαλιστικου περιοδικου, του Le surréalisme au service de la
Révolution).[1] Tέλος, συγκυριακό αλλά πολύ αποτελεσματικό, ο Εμπειρίκος είχε και
μια προσωπική σχέση με τη Μαρία Βοναπάρτη, κεντρικό πρόσωπο της Ψυχαναλυτικής
Εταιρείας των Παρισίων, αλλά και της διεθνούς ψυχαναλυτικής σκηνής, με πολιτική
αποτελεσματικότητα στα ψυχαναλυτικά πράγματα μέχρι το 1950 περίπου αντίστοιχη του
Ernest Jones (δεν αναφέρομαι στη σημερινή αξία του έργου της, άλλωστε και από του
άγγλους μας ενδιαφέρει περισσότερο η Ella Sharpe από τον Jones).
Πώς, λοιπόν, διαπραγματεύεται η ελληνική ψυχαναλυτική σκηνή την πραγματικότητα του
ιδρυτή της, του founding father, κατά την αγγλική έκφραση; Με την ίδια αμφιθυμία,
αλλά για διαφορετικούς λόγους, που η γαλλική χειρίστηκε δύο δικά της ιδρυτικά μέλη,
τον αναλυτή του Εμπειρίκου René Laforgue και την αναλύτριά του Laforgue Εugenie
Sokolnicka: αναγνωρίζει τη γοητεία, αλλά υιοθετεί την απόσταση· δεν απαρνείται το
όνομα, αλλά δεν αναλύει το έργο. [Και στο συγκεκριμένο συνέδριο ο ρόλος της
παρουσίασης και της ανάλυσης του έργου του Εμπειρίκου ανατίθεται σε κάποιον εκτός,
σε κάποιον που διδάσκει λογοτεχνία]. Όταν ο πρώτος ψυχαναλυτής και το βασικό μέλος
της πρώτης ομάδας ψυχαναλυτών όχι μόνο δεν είναι γιατρός, αλλά λογοτέχνης, ο οποίος
δεν έχει ολοκληρώσει τις πανεπιστημιακές σπουδές του, αυτό αποτελεί σαφώς έλλειμα
για μια ψυχανάλυση που διεκδικεί θεσμική και κοινωνική αποδοχή.[2] Πέραν τούτου ο
Ανδρέας Εμπειρίκος αυτοχαρακτηρίζεται υπερρεαλιστής, πράγμα που δημιουργεί
προβλήματα και στο πλαίσιο της ελληνικής λογοτεχνικής σκηνής, αφού ο υπερρεαλισμός
δέχεται τα αρνητικά σχόλια τόσο της συντηρητικής όσο και της αριστερής κριτικής,
αλλά και στην ψυχαναλυτική, στην οποία είναι δεδομένη η όχι και τόσο θετική
ανταπόκριση του Φρόυντ στον υπερρεαλισμό. Αυτό φαίνεται και από την αλληλογραφία
του τελευταίου με τον Αντρέ Μπρετόν, προς τον οποίο γράφει ότι "παρά τις τόσες
μαρτυρίες για το ενδιαφέρον που εσείς και οι φίλοι σας εκφράζετε για τις ερευνές
μου δεν μου είναι σαφές σε τι στοχεύει ο υπερρεαλισμός. Πιθανόν να μην είμαι σε
θέση να τον κατανοήσω, εγώ, που είμαι τόσο μακρυά από την τέχνη" (Vases, 176). Ας
προστεθεί ότι ο Εμπειρίκος είχε την προσωπική του ανάλυση στο Παρίσι με τον René
Laforgue για τρία χρόνια ανάμεσα στα 1926 και 1931 και ότι ο Laforgue αποτελεί μια
πολύ δύσκολη περίπτωση για την Ψυχαναλυτική Εταιρεία των Παρισίων.[3] Τέλος, ο
Εμπειρίκος διακόπτει αυτοβούλως το 1951 την δεκαπενταετή άσκηση της ψυχανάλυσης για
λόγους που δεν έχουν ανακοινωθεί.[4] Για όλους αυτούς τους λόγους
γίνεται αντιληπτό ότι είναι δύσκολη η επεξεργασία μιας γενεαλογίας της ψυχανάλυσης
στην Ελλάδα με αυτή την αφετηρία.

Υπάρχουν, όμως, τα κείμενα. Αυτά μένουν και σε αυτά θα σταθώ. Γνωρίζετε φυσικά, ως
ψυχαναλυτές και θεραπευτές, τα ψυχαναλυτικά κείμενα του Εμπειρίκου: Πρόκειται για
μία ολοκληρωμένη μελέτη δημοσιευμένη στα γαλλικά το 1950 (τχ. 3) στην Revue
Francaise de Psychanalyse, με τίτλο "Un cas de névrose obsessionelle avec
éjaculations précoses". Το ίδιο τεύχος περιέχει τις μελέτες του Κουρέτα και του
Ζαβιτσιάνου, πράγμα που το καθιστά καταστατική στιγμή της ελληνικής ψυχανάλυσης.
Υπάρχουν, επίσης και ορισμένες ημιτελείς. Τα κείμενα αυτά κυκλοφορούν από το 2001
στα ελληνικά στις εκδόσεις Άγρα σε επιμέλεια του Γιώργου Κούρια, συνοδευόμενα από
ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον επίμετρο, στο οποίο αναλύεται διεξοδικά η ολοκληρωμένη
μελέτη του. Τα ψυχαναλυτικά κείμενα του Εμπειρίκου αποτελούν τον ένα πόλο του
ψυχαναλυτικού του λόγου· ο άλλος είναι τα λογοτεχνικά του κείμενα. Κατά τη γνώμη
μου ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο τόμος που δημοσιεύτηκε το 1960 και περιλαμβάνει
κείμενα από το 1936 έως το 1946, περίοδο κατα την οποία ασκούσε συστηματικά την
ψυχαναλυτική πρακτική του: φέρει τον τίτλο Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία και
θεματοποιεί το ζήτημα της διανοητικής του γενεαλογίας. Στο βιβλίο αυτό, με ένα
μεταφορικό λόγο εξαιρετικής ακρίβειας, ο Εμπειρίκος αναπτύσσει μια σειρά από καίρια
ζητήματα της
ψυχαναλυτικής θεωρίας και πρακτικής Στα κυριότερα συγκαταλέγονται ―και σε αυτά θα
σταθώ σήμερα― οι θέσεις του για την αχρονικότητα του ονειρικού λόγου και του
ασυνείδητου και για την υλική υπόσταση του Οιδιπόδειου συμπλέγματος. Σύμφωνα με τον
Paul Ricoeur, η Ερμηνεία των Ονείρων του Φρόυντ προτείνει μια σχέση αναλογίας
ανάμεσα στα όνειρα, τα οποία αποτελούν την προσωπική μυθολογία αυτού που
ονειρεύεται, και τους μύθους, οι οποίοι αποτελούν τα όνειρα που έχουν κατά την
εγρήγορση οι άνθρωποι. Στο βιβλίο του De l’ interpretation: Essai sur Freud
αναφέρει ότι η ψυχανάλυση εξετάζει τα πολιτισμικά φαινόμενα ως ανάλογα των
επιθυμιών που εκπληρώνονται στα όνειρα και υποστηρίζει ότι προτείνει το πρότυπο της
"εκπλήρωσης των επιθυμιών" (Wunscherfüllung) ως μια αποτελεσματική, αν και
αποσπασματική, αναλογία για την ερμηνεία του πολιτισμού.[5] Τα Γραπτά ή Προσωπική
Μυθολογία θεματοποιούν ήδη με τον τίτλο τους τη σχέση του προσωπικού με το
συλλογικό και το μυθολογικό, ένω το πρώτο κείμενο που περιλαμβάνουν "Αντί Προλόγου"
συνιστά μια πραγματεία περί ονείρων. Το "Αμούρ-Αμούρ" (1939) θεματοποιεί το όνειρο
ως τον κατ’ αναλογίαν τρόπο διάρθρωσης του υπερρεαλιστικού λογοτεχνικού κειμένου.
[6] Πρόκειται για ένα ιδιαίτερης θεωρητικής και μεθοδολογικής σημασίας κείμενο, το
οποίο πραγματεύεται ακριβώς τα ζητήματα που θέτει ο André Breton στα Les Vases
Communicants, δηλαδή το χρόνο, το χώρο και την αρχή της αιτιότητας στο όνειρο.
Σύμφωνα με τον Εμπειρίκο: "Τα γεγονότα της εποχής εκείνης, όπως, άλλωστε, και πολλά
άλλα γεγονότα διαφόρων άλλων εποχών της ζωής μου […], τα βλέπω ως εικόνες εναργείς,
αλλά όχι ακίνητες, ούτε τελείως απομονωμένες, όπως θα ήσαν, αίφνης, μέσα σε ένα
λεύκωμα, τα αντίτυπα μιας σειράς φωτογραφιών χρονολογικά ταξινομημένων. Οι εικόνες
αυτές κινούνται, επικοινωνούν αναμεταξύ των και συναγελάζονται. Έχουν ένα modus
vivendi και ένα status quo δικό των. Καμια δεν περιορίζεται απολύτως, μέσα σε
πλαίσια αυστηρώς καθορισμένα. Οι σχέσεις των δεν προσδιορίζονται από ένα συνειδητό
μηχανισμό. Έχουν μια αυτονομία, της οποίας η διάρθωσις δεν ρυθμίζεται από μία
επιβολή θεληματική, μα από μιαν αυτόματη και ασυνείδητη προωθητική ενέργεια, που
ξεφεύγει από τον έλεγχο της συνειδητής πλευράς της προσωπικότητος, όπως συμβαίνει
κατά τας προ της πλήρους εγρηγόρσεως στιγμάς της αφυπνίσεως, κατά τας στιγμάς της
μέθης ή του ύπνου, ή, ακόμα καλύτερα, όπως συμβαίνει εις τα όνειρα".[7]
Έλλειψη χρονολογικής ταξινόμησης, μη περιορισμένος χώρος, αυτονομία των εικόνων,
ενώ το σημείο αναφοράς ορίζεται ως το όνειρο, το οποίο αποτελεί τη σύνδεση τόσο με
τον Breton όσο και με τον Φρόυντ· αυτά είναι τα χαρακτηριστικά της θεωρητικής θέσης
του Εμπειρίκου, όπως διατυπώνεται στο "Αμούρ-Αμούρ". Επιπλέον, το κείμενο αυτό
προσπαθεί να καταστεί το ίδιο αυτές οι θεωρητικές αρχές: κατά συνέπεια, ενώ
ξεκινάει ως αυτοβιογραφία ενός ποιητή που αναζητεί τα κατάλληλα εκφραστικά μέσα δια
της αναλογίας της εικόνας του καταρράκτη, μετατρέπεται σε εγκώμιο για τον "Ανδρέα
Μπρετόν και τους άλλους υπερρεαλιστάς" και "τον Σίγκμουντ Φρόϋντ και τους
ψυχοαναλυτάς", ώστε με μια διπλή μεταφορά "και ιδού που μία φράσις γίνεται κορβέττα
και με ούριον άνεμο αρμενίζει, καθώς νεφέλη που την προωθεί μαϊστράλι η
τραμουντάνα"[8] να εξελιχθεί σε απολογισμό της πορείας του υπερρεαλισμού στην
Ελλάδα, αλλά και σε ένα προσωπικό οδοιπορικό της παιδικής ηλικίας του Εμπειρίκου
στη Ρωσία, με συνεχείς αναδρομές και προδρομές, που συνδέουν τον καταρράκτη με την
επιθυμία για συγγραφή, τον Αμούρ, τον ποταμό, με τον Αμούρ, τον έρωτα. Στη συνέχεια
ο Εμπειρίκος εξειδικεύει την άποψή του για τη σχέση ανάμεσα στο υπερρεαλιστικό
κείμενο και το όνειρο και ουσιαστικά υιοθετεί αυτούσια την αναλογία που έχει
προτείνει ο Φρόυντ: "Μία εικών μπορεί κάλλιστα να συνυπάρχει με μίαν άλλην, μπορεί
να αποτυπώνεται, ή να επικάθηται επάνω σε μια προηγουμένη, ή επομένη,
χωρίς να την εξαλείφη, ή, μπορεί να δέχεται επάνω στην επιφάνειά της, μια νέα
εικόνα, χωρίς να εξαφανίζεται η ίδια, όπως συμβαίνει και στις επιτυπώσεις των
φωτογραφιών ή των κινηματογραφικών ταινιών".[9] Τονίζει, λοιπόν, ότι οι εικόνες
μπορεί να έχουν ένα λογικό ή μη λογικό ειρμό που να αποτελεί ένα θέμα, αλλά μπορεί
να παρεισφρύσει κάποιος άλλος ειρμός. Έτσι προκύπτει "ένα αμάλγαμα δύο ή
περισσοτέρων εικόνων που να αποτελή μια νέα σύνθεσι", όπως για παράδειγμα να
εισβάλει ο Οθέλλος στη σκηνή της δολοφονίας του Καίσαρα, πράγμα που δεν συμβαίνει
συχνά στην τέχνη που ελέγχεται από τη λογική, "συμβαίνει όμως συνεχώς, μέσα στα
συναισθήματα, στα όνειρα, και στις φαντασιώσεις μας".[10] Το όνειρο καθίσταται κατά
συνέπεια το πρότυπο της λογοτεχνικής γραφής του, μια και επιτρέπει την σύζευξη και
την ταυτόχρονη ανάγνωση πολλαπλών νοημάτων. Η θεωρία του Φρόυντ για το έκδηλο και
το λανθάνον περιεχόμενο του ονείρου και τη μεταξύ τους σχέση εισάγει μια έννοια που
άμεσα σχετίζεται με τη θεώρηση του Εμπειρίκου: τον επικαθορισμό
(Überdeterminierung), σύμφωνα με τον οποίο ένα όνειρο μπορεί να εκφράζει πολλές
διαφορετικές επιθυμίες ή για κάθε στοιχείο του έκδηλου να υπάρχουν περισσότερα του
ενός στοιχεία του λανθάνοντος περιεχομένου. Πρέπει να σημειωθεί, επίσης, η πολύ
χαρακτηριστική και συναφής προς την επιχειρηματολογία του Εμπειρίκου αναλογία, την
οποία προτείνει ο Φρόυντ, σύμφωνα με την οποία η εργασία του ονείρου (Traumarbeit)
συντελείται με μια τεχνική που θυμίζει τις επιτυπώσεις φωτογραφιών. Γράφει
χαρακτηριστικά: "Το υλικό που προέρχεται από τις ιδέες του ονείρου και συμπτύσσεται
για τη διαμόρφωση της σκηνής του ονείρου πρέπει φυσικά να είναι εξαρχής κατάλληλο
γι’ αυτή τη χρήση. Απαιτείται ένα ―ή περισσότερα ― κοινά σημεία τα οποία να
υπάρχουν σε όλα τα συστατικά του. Η εργασία του ονείρου ακολουθεί τότε μια
διαδικασία όπως εκείνη του Francis Galton κατά την κατασκευή των οικογενειακών
φωτογραφιών του. Επιτυπώνει, τρόπον τινά, τα διάφορα συστατικά, έτσι ώστε να
αλληλοεπικαλύπτονται. Κατά συνέπεια τα κοινά σημεία εμφανίζονται πιο ζωηρά στη
συνολική εικόνα, ενώ όσα έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους αλληλοεξαλείφονται σχεδόν
πλήρως. Αυτή η διαδικασία παραγωγής εξηγεί επίσης εν μέρει τα αμφιταλαντευόμενα και
συγκεχυμένα χαρακτηριστικά τόσων στοιχείων του ονειρικού περιεχομένου".[11] Στη
συνέχεια αναφέρει ότι αν, κατά την ανάλυση του έκδηλου ονείρου και τη διαδικασία
κατασκευής του λανθάνοντος περιεχομένου του, προκύπτει κάποια αβεβαιότητα, τότε δεν
πρέπει να επιλέγεται η διάζευξη
(είτε …είτε) για την επίλυσή της, αλλά η σύζευξη (και): με τον τρόπο αυτό
διατηρούνται και οι δύο εικόνες ως αφετηρία μιας ξεχωριστής σειράς συνειρμών,
ακριβώς επειδή λειτουργεί ο επικαθορισμός. Η αναφορά στην τέχνη της φωτογραφίας και
τις επιτυπώσεις επιτρέπει την προσέγγιση της λογοτεχνικής κατασκευής, όπως
προτείνεται στη συγκεκριμένη στιγμή του ελληνικού υπερρεαλισμού, δια μέσου της
ονειρικής κατασκευής, όπως αναπτύσσεται από την ψυχαναλυτική θεωρία. Πρόκειται για
μια ιδιαίτερα αποτελεσματική σύζευξη του Εμπειρίκου. Ας αφήσουμε τον χώρο του
ονείρου για να περάσουμε στις συγκρούσεις του Οιδιποδείου. Στο κείμενο "Οιδίπους
Ρεξ" (αφιερωμένο στη Μαρία Βοναπάρτου), το οποίο επίσης περιλαμβάνεται στα Γραπτά ή
Προσωπική Μυθολογία, ο Εμπειρίκος διηγείται το μέρος εκείνο του μύθου του Οιδίποδα,
το οποίο πραγματεύονται οι τραγωδίες Οιδίπους επί Κολωνώ του Σοφοκλή και Φοίνισσαι
του Ευριπίδη, με δύο σημαντικές αλλαγές: η πρώτη αφορά την οργάνωση του αφηγήματος,
αφού ένα κατασκευασμένο πρόσωπο, ο κυνηγός Χαβρίας (υπάρχει ιστορικό πρόσωπο με
αυτό το όνομα, αλλά πρόκειται για Αθηναίο στρατηγό της δεύτερης αθηναϊκής
συμμαχίας), αφηγείται τα γεγονότα· η δεύτερη αφορά την οπτική γωνία από την οποία
γίνεταιη αφήγηση, αλλά και την φανταστική κατάληξή της, με την εμπλοκή τόσο των
Ερινύων όσο και του Χαβρία στη δράση. Συνοπτικά, η υπόθεση. Ο κυνηγός Χαβρίας,
"γέννημα-θρέμμα του Πανός και των Αμαδρυάδων" (145), "απλούς κυνηγός των δασών της
Βοιωτίας, αλλά καλός τοξότης" (151) θέλει να αποκαταστήσει την αλήθεια σχετικά με
τις τελευταίες στιγμές του βασιλιά των Θηβών. Πληροφορεί, λοιπόν, τους αναγνώστες
ότι αυτός και όχι η Αντιγόνη τον οδήγησε στον Κολωνό, στο ναό των Ευμενίδων. Μετά
από μια μακρά συζήτηση καθ’ οδόν, κατά την οποία ο Χαβρίας προσπαθεί ανεπιτυχώς να
πείσει τον Οιδίποδα ότι δεν είναι μεμπτό το ότι "συνήλθε ερωτικώς μετά της μητρός
του Ιοκάστης" (147), αφού και οι θεοί κάνουν το ίδιο και αυτός, ένας απλούς κυνηγός
των δασών, το επιθυμεί και θα το έκανε ευχαρίστως, τον αφήνει στον ναό, επειδή
Αντιγόνη του δήλωσε χαρακτηριστικά ότι είχε εξευμενίσει τις Ευμενίδες. Όταν
επιστρέφει θα βρεθεί μάρτυς μιας στυγνής πράξης: "Με φρικαλέους μορφασμούς και
αποκόσμους αναφωνήσεις, η Αληκτώ και η Μέγαιρα εκράτουν τον δυστυχή μάρτυρα
καθηλωμένον, ενώ η Τισιφόνη, απέκοπτε δια των οδόντων της, βρυχωμένη ως ύαινα, τα
γεννητικά όργανα του ανδρός" (151). Τότε ο Χαβρίας σκότωσε με τα βέλη του τις
Ερινύες, οι
οποίες, όπως αναφέρει ο μύθος, είχαν γεννηθεί από τις σταγόνες του αίματος που κατά
τον ευνουχισμό του Ουρανού πότισαν τη γη. Η ερμηνεία του μύθου του Οιδίποδα από τον
Εμπειρίκο αποσκοπεί: 1) Στην επανενεργοποίησή του στο πλαίσιο της αρχαίας ελληνικής
και ρωμαϊκης μυθολογίας (αυτό φαίνεται και από τον τίτλο του κειμένου, "Οιδίπους
Ρεξ"), διότι αφενός χρησιμοποιεί το μύθο του ευνουχισμού του Ουρανού και τον
προσαρμόζει στον Οιδίποδα και αφετέρου αποδίδει στις Ερινύες συγκεκριμένες
σωματικές πράξεις που ταιριάζουν περισσότερο στις ρωμαϊκές Furiae. 2) Στη σύνδεση
της συγκεκριμένης πράξης του Οιδίποδα, "να συνέλθει ερωτικώς μετά της μητρός του
Ιοκάστης" με τις πράξεις των θεών και μέσω αυτής της σύνδεσης στην θεματοποίηση του
καθολικού χαρακτήρα της επιθυμίας για τη μητέρα. 3) Στην έμφαση στην υλική υπόσταση
του Οιδιπόδειου μυθου και συμπλέγματος και στην τοποθέτηση του Εμπειρίκου σαφώς στη
μεριά του Φρόυντ και όχι στη μεριά του Γιούνγκ. Στην Ιστορία του Ψυχαναλυτικού
Κινήματος ο Φρόυντ υπογραμμίζει τη διαφωνία του με τον Γιουνγκ για την υποβάθμιση
από τον τελευταίο της σημασίας του σεξουαλικού στοιχείου και την έμφαση στη
συμβολική διάσταση που δίνει, ιδίως στο Οιδιπόδειο (S.E. XIV, 62). Ο Εμπειρίκος στο
κείμενό του αυτό υπογραμμίζει το απτό της σεξουαλικότητας και την υλική της
υπόσταση. 4) Στην κατασκευή μιας ουτοπίας, στην οποία βασιλεύει ο Xαβρίας, το
"γέννημα-θρέμμα του Πανός και των Αμαδρυάδων", ο απλός και υγιής άνθωπος των δασών.
Tο ενδιαφέρον στην κατασκευή αυτού του χαρακτήρα ειναι ότι θεματοποιεί την μετα-
οιδιπόδεια άρση της αιμομεικτικής απαγόρευσης, μια και ξέρει τον μύθο, ξέρει τις
θέσεις των ιστορικών και των ποιητών (152) και ευαγγελίζεται μια ουτοπία που
βασίζεται στην υπερβαση του κοινωνικού συστήματος. H βαθειά του γνώση αποκαλύπτεται
με τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιεί τον τρόπο της ειρωνείας: όταν εξηγεί στον
Oιδίποδα ότι "θα έλθει ημέρα, που η αιμομιξία θα θεωρείται εξ ίσου φυσική με τους
άλλους έρωτας, και τότε, μη φοβούμενος κανείς τον πατέρα του, δεν θα έχη ανάγκη να
τον σκοτώνη" (148) στρέφεται προς τον αναγνώστη και: "Eις το σημείον τούτο ήθελα να
προσθέσω:"Μόνον οι εθελοτυφλούντες δεν το εννοούν". Σκεφθείς όμως ότι τούτο θα ήτο
δυνατόν να εκληφθή ως ειρωνεία από τον τυφλόν βασιλέα, απεσιώπησα αυτήν την σκέψιν"
(148).
Kαταλήγοντας, τι συμβαίνειμε τον μύθο του Οιδίποδα; Το κείμενο του Εμπειρίκου καλεί
σε αναστοχασμό εντός της θεωρητικής κατασκευής της ψυχανάλυσης. Τον δέχεται, αλλά
αναστοχάζεται. Οπωσδήποτε, η πλευρά αυτή στην κατασκευή του πρώτου Έλληνα
ψυχαναλυτή αναστατώνει όσους μετέχουν σε ένα συνέδριο για την ιστορία της
ψυχανάλυσης και περιμένουν την καθησυχαστική εικόνα ενός πατριάρχη στην κορυφή του
γενεαλογικού δένδρου. Η κατασκευή μιας γενεαλογίας περιλαμβάνει δυσκολες
αναστοχαστικές στιγμές, όπως αυτή κατά την οποία "η αιμομιξία θα θεωρείται εξ ίσου
φυσική με τους άλλους έρωτας, και τότε, μη φοβούμενος κανείς τον πατέρα του, δεν θα
έχη ανάγκη να τον σκοτώνη". Η εμπειρίκεια ουτοπία εμπεριέχει το τέλος του
Οιδιποδείου συμπλέγματος ως καταστατικής αρχής της ψυχαναλυτικής θεωρίας και άρα το
τέλος αυτής της θεωρίας: θεματοποιεί τον θάνατο της ψυχανάλυσης και τον θρίαμβο της
λογοτεχνίας. Με άλλα λόγια ο πρώτος Έλληνας ψυχαναλυτής προτείνει μέσα στην
ψυχανάλυση την ουτοπία τού μετά την ψυχανάλυση.
-------------------------------------------------------------------------------[1]
Βλ. Roudinesco, History, 3-34. [2] Και ο "πρώτος τη τάξει Έλληνας ψυχαναλυτής", με
την έννοια ότι ήταν "διδάσκων" ψυχαναλυτής, και αναλυόμενοί του υπήρξαν ο Κουρέτας,
ο Ζαβιτσιάνος, η Καραπάνου., Θ. Τζαβάρας, Ο Α.Ε. και η Ψυχανάλυση, ΙΙ, Χάρτης17/18,
566-577. Βλ. και επίμετρο στο Α. Εμπειρίκος, Ψυχαναλυτικά κείμενα. Βλ. και Λένα
Ατζινά, Η μακρά εισαγωγή της ψυχανάλυσης στην Ελλάδα. [3] Βλ. Roudinesco, History,
για μια συνολική αποτίμηση, dissidence, 4,5, κατηγορίες (πρόεδρος SPP Leuba),
δίκη,156-163 [4] Βλ. και Τζαβάρα, ό.π. [5] Paul Ricœur, De l’ interpretation: Essai
sur Freud, Παρίσι, Seuil, 1965, 159. Αφετηρία του βιβλίου είναι οι διαλέξεις
"Terry" που έδωσε ο Ricœur το 1961 στο πανεπιστήμιο του Yale. Στα αγγλικά, Freud
and Philosophy: an Essay on Interpretation (μτφρ. Denis Savage), New Haven, Yale
University Press, 1970, 155. [6] Η πρώτη έκδοση, Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία
(1936-1946), Αθήνα, Δίφρος, 1960. Παραπέμπω στην τρίτη έκδοση, Αθήνα, Άγρα,
1980. Βλ. και Γιώργη Γιατρομανωλάκη, Ανδρέας Εμπειρίκος:ο ποιητής του έρωτα και του
νόστου, Αθήνα, Κέδρος, 1983, 15-42. [7] Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία, 20· η
πλαγιογράφηση δική μου. [8] Ό.π., 12-13. [9] Ό.π., 20-21. [10] Ό.π., 21-22. [11]
S.E. V, 649-650 · Το όνειρο, 31, τροποποιημένη μετάφραση

Ανδρέας Εμπειρίκος: Ο Μέγας Ανατολικός Μέρος Πρώτον Τόμος Α’ Κεφάλαιο 6ο


Ανδρέας Εμπειρίκος «Τί είναι ο Έρως, διηρωτάτο η Υβόννη εν απογνώσει. Διατί να
είναι τόσον δύσκολος η ολοκλήρωσίς του; Διατί να προκαλή τόσους πόνους και τόσας
πικρίας, ενώ είναι το μεγαλύτερον αγαθόν, το μεγαλύτερον δώρον που εδόθη εις τους
ανθρώπους, η μεγαλυτέρα απόλαυσις, η βαθυτέρα ευτυχία. Τί είναι αυτό που μετατρέπει
τον Έρωτα, από Παράδεισον ηδονών, εις Κόλασιν μαρτυρίων; Τι είναι αυτό που
μετατρέπει το μέλι εις χολήν; Τι είναι αυτό που κάμνει τον ατυχή ερωτευμένον να
υποφέρη, υπό ορισμένας συνθήκας, τόσον; Τι είναι αυτό που ώρες-ώρες κάνει το αίμα
το ζεστό να γίνεται μέσα στις φλέβες πάγος; Τι συμβαίνει, διηρωτάτο με σπαραγμόν η
νεανίς, και δεν ημπορεί κανείς να απολαμβάνη πάντοτε τον έρωτα σαν μίαν ωραίαν
οπώραν {…}, σαν ένα ωραίο τοπείον, σαν ένα ωραίο ξένοιστο πρωί, πασίχαρο,
αυροφίλητο, γιομάτο ευφροσύνη, σαν ένα μυροβόλο περιβόλι, ή σαν μια καθαρή
αμμουδιά, λουσμένη από γαλάζιο πέλαγος ευδαιμονίας;
Μήπως δεν φταίει καθόλου, μα καθόλου ο έρως – εξηκολούθησε να σκέπτεται μα
αιμάσσουσαν καρδίαν η Υβόννη. Μήπως φταίει ο τρόπος με τον οποίον αντιμετωπίζουν οι
άνθρωποι τον έρωτα, τόσον εις το ατομικόν, όσον και εις το κοινωνικόν επίπεδον;
Μήπως, αν δεν έμπαινε στη μέση το λεγόμενον «αίσθημα» και η λεγομένη «ηθική», θα
ημπορούσε τότε μόνον να είναι ο έρως τέλειος και απλός και εύκολος, επ’ άπειρον
πανήδονος και απολύτως παντοδύναμος – όλο χαρά (μόνο χαρά), όλο γλύκα (μόνο γλύκα),
χωρίς απαγορεύσεις, στερήσεις, πικρίες, διάφορα «μούπες-σούπα» και άλλα αηδή και
ακατανόητα, όπως η αποκλειστικότης, η εντός του γάμου αγνότης και όλη η σχετική με
αυτόν απέραντη όσον και μάταια ηθικολογία και φιλολογία; Με τας τελευταίας σκέψεις,
η Υβόννη έπαυσε να κλαίη. Της εφάνη ωσάν να είχε λάμψει αιφνιδίως εις το σκότος ένα
φως λαμπρόν, μια δέσμη φωτεινή μεγάλου φάρου τηλαυγούς. {…}

Η Υβόννη εσταμάτησε και ύψωσε το βλέμμα της προς το στερέωμα. Ω, πόσον ωραία ήτο
αυτή η εαρινή νυξ, πόσον λαμπροί ήσαν οι αστέρες, πόσον ακαταμέτρητον ήτο το ύψος
του ουρανού! Οποία μεγαλοπρέπεια! Οποία μεγαλωσύνη! Τί ήτο αυτό το απροσμέτρητον;
Ένα μαγάλο χάος, ή μία σοφή διάρθρωσις στοιχείων ασυλλήπτων από την διάνοιαν του
ανθρώπου, έργον ενός εξουσιάζοντος και διευθύνοντος τα πάντα παντοδυνάμου νου; Ήσαν
τα πάντα τυχαία, ή ωφείλοντο εις μίαν θέλησιν και μίαν λογικήν τελείως
υπεράνθρωπον, εις μίαν ικανότητα ίλιγγον επιφέρουσαν, της οποίας τα έργα κατέληγαν
εις μίαν θεσπέσιαν αρμονίαν; Μήπως οι απέραντοι κόσμοι που την απετέλουν ήσαν το
έργον
όχι του Θεού, που η εκκλησία θέλει να μας επιβάλη, αλλά ενός Θεού τελείως
διαφορετικού, ενός Θεού αλήθεια παντοκράτορος, ενός Θεού αλήεια παντοδύναμου, που
υπήρχε μέσα στα ίδια τα έργα του και σε όλα τα κτίσματά του, αποτελούντος ένα με
αυτά, και υπάρχοντος παντού αλλ’ αοράτου, όπως είναι υπαρκτή μα αόρατος η ενέργεια,
όπως είναι υπαρκτόν μα αόρατον το πνεύμα, όπως είναι είναι υπαρκτόν αλλά μη ορατόν
εις τους πολλούς το Μέγα Φως το Άκτιστον, το Μέγα Φως το Άπιαστον, το εν μεγαλείω
και δόξη καταυγάζον, το εις τους αιώνας άπιαστον, μα εκθαμβωτικά εις τους αιώνας
των αιώνων ορατόν, μόνο εις όσους ευλογήθηκαν με την υψίστην Χάριν το Φως αυτό να
ιδούν; Μήπως άπαντα ταύτα ήσαν ο Θεός, ο μόνος αληθινός – τουτέστιν μια παμμέγιστη,
μια υπερτάτη δύναμις ή ενέργεια «λελογισμένη» και παντάνασσα, και επί της Γης και
εν Υψίστοις; Αλήθεια, μήπως αυτά ήσαν ο Θεός, και όχι εκείνος ο ηθικολόγος τύραννος
και τιμωρός κριτής – τουτέστιν ένας μεγάλος Άρχων φωτεινός, αυτόφωτος, τελείως
άσχετος με τας εννοίας του Καλού και του Κακού; Μήπως εν τη ουσία των πραγμάτων δεν
υπήρχε καμμία ηθική, ούτε ανάγκη ηθικής, για να διαρθρωθή και να υπάρξη ο Κόσμος;
Μήπως, μα τον Θεόν, ο μόνος Θεός ήτο ένας τεράστιος και παντοδύναμος Ψώλων, και,
ουσιαστικώς, υπήρχαν μόνον ηδοναί, δια του πανισχύρου Πέους του και του
υπερπλουσίου Σπέρματός του χορηγούμεναι; Και μήπως αι ηδοναί αυταί, τουτέστιν αι
ερωτικαί, ήσαν αι πράξεις εκείναι, που επλησίαζαν ασυγκρίτως περισσότερον απ’
οτιδήποτε άλλο τους ανθρώπους προς τον Μεγαλοψώλονα Θεόν, τον απόλυτον Πλάστην και
Κτήτορα του Κόσμου, τον απόλυτον Κύριον των Δυνάμεων, τον απόλυτο Άρχοντα των
Ουρανών και της μικράς μας Γης; Η Υβόννη ησθάνθη προς στιγμήν ίλιγγον. Δια πρώτην
φοράν εις τη ζωήν της εξέρχετο από τα όρια του συμβατικού, από τα όρια του θεμιτού.
Όλως αιφνιδίως αντιμετώπιζε τώρα θέματα και έννοιας, αιτήματα και προβλήματα, που
ουδέποτε μέχρι τούδε είχε σκεφθεί. Πόσον μακράν ευρίσκετο από την πεπατημένην, την
μικροαστικήν αθλιότητα και νοοτροπίαν! Πόσον μακράν ευρίσκετο από την δικτατορικήν
εξουσίαν του Παπισμού, της Εκκλησίας, του Καθολικού Χριστιανισμού! {…} Ο ίλιγγος
της Υβόννης ήτο στιγμιαίος. Νέαι σκέψεις, σαν έφηβοι και νεάνιδες αφεθέντες
ελεύθεροι από κρατητήρια κοσμητόρων και αστυνομιών, συνέρρεαν με ορμήν και σφρίγος
εις τους χλοερούς λειμώνας και τα τερπνά άλση του ελευθέρου λογισμού, της απολύτου
ελευθερίας, επάνω από τα οποία έλαμπε, ως μέγας αδάμας ΚΟ-Ι-ΝΟΡ, ο ήλιος της
Αλήθειας.
Ο στιγμιαίος ίλιγγος παρήλθε τελείως. Ήτο λοιπόν ωραία η ζωή, πλήρης ηδονών, υπό
τον όρον να ξεύρη κανείς να την ζη και να ημπορή να υπερπηδά ή να καταρρίπτη τα
ευρισκόμενα ή τιθέμενα εμπόδια και παγίδες. Η Υβόννη ανέπνευσε βαεθιά την θαλασσίαν
αύραν και εκοίταζε τον ουρανόν ως εν εκστάσει. Λέξεις που είχε μάθει να αποστηθίζη
μάλλον παρά να εννοή εις το σχολείον, επανήρχοντο εις τον νουν της. Ποιος ήτο ο
Σείριος, ο Ωρίον; Ποιος ο Βέγας; Ποιος ο Ζεύς; Ποια η Αφροδίτη; Τί ήτο ο μέγας
επουράνιος ποταμός, ο Γαλαξίας; Τί ήτο η μέδουσα, ο Ιππόκαμπος, ο Αστερίας; Τί ήσαν
τα μαλάκια και σπονδυλωτοί ιχθύες; Τί ήτο ο Βροντόσαυρος, το Δεινοθήριον, η
Φάλαινα, τα Μαμούθ, ο Ελέφας; Τί ήτο η ώσις εκείνη που εξεκίνησε από τους πυθμένας
των ωκεανών εις την αυγήν της προανθρώπινης ιστορίας και έφθανε πέραν από τας
αυχμηρότητας και τους κοχλασμούς της Γης, τους κατακλυσμούς και τα πλημμύρας, τας
συρρικνώσεις και τους παγετούς, εις λόχμας και δάση σκιερά και εις ποταμοβρέκτους
πεδιάδας, εις γεννήματα και οπώρας {…}, ναι, ω ναι, εις οπώρας και εις καρπούς
ποικίλους, που επέτρεπαν την έλευσιν άλλων ειδών και άλλων πλασμάτων…
Και η Υβόννη, εν εξάρσει, εξηκολούθησε να σκέπτεται. Τί ήτο αυτό που εσύρετο, όταν
εγκατέλειψε τα υγρά ανήλια βάθη, τι ήτο αυτό που εσύρετο, αρχικώς, εις γυμνάς
θειούχους εκτάσεις, και που ωρθώθη επί τεσσάρων και εν τέλει επί δύο ποδών, και,
καθώς είδε ότι είχε αποκτήσει χέρια, ήρχισε να συλλέγη τους καρπούς και τα οπώρας
και να κατασκευάζη εργαλεία και όπλα; Τί ήτο αυτό που ούρλιαζε, εσφύριζε ή
εβρυχάτο, εις πυκνούς δρυμούς και εις ατμώδη έλη, και έπειτα έγινε αίσθημα,
οίστρος, ποιητής, ταγός και λόγος; Τί ήτο αυτό που από βαρέως τριχωτόν και φοβερόν
την θέαν ποδοτετράχειρον, έγινε πίθηκος ορθούμενος και κατόπιν άνθρωπος δίπους
όρθιος, άνθρωπος «σάπιενς», άνθρωπος με αισθήσεις συνειδητάς, σκέψιν και γνώσεις,
τουτέστιν μάστορης, κτίστης και πολεμιστής, και, εν τέλει, άρχων της Γης
αναμφισβήτητος, εξουσιάζων απολύτως επί των αλόγων αδελφών πλασμάτων; Τί ήσαν αυταί
αι αλλαγαί και εξελίξεις; Τί ήσαν αι μετουσιώσεις; Τί ήτο, αλήθεια, ο Σείριος, ο
Ωρίων; Τί ήσαν οι προφήται; Τί ήσαν ο Μωϋσής, ο Ιεζεκιήλ, ο Ησαϊας; Τί ήτο ο Ιησούς
Χριστός; Τί ήτο ο Σατανάς; Τί ήτο, εν τέλει, ο άνθρωπος; Τέκνον της ύλης ή του
πνεύματος; Ή μήπως ήτο βλαστός ενός αδιαιρέτου αμαλγάματος των δύο, μιας ενότητος
αδιαχωρίστου θείας; Αν είχαν τα πάντα αφετηρίαν, θα έλεγε κανείς ότι τέρμα δεν
είχαν. Τίποτε δεν ήτο προδιαεγραμμένον. Ουσιαστικώς αδράνεια δεν υπήρχε, τα πάντα
έρρεαν, άλλαζαν ή μετουσιώνοντο – οι κόσμοι και οι άνθρωποι. Ίσως όλα αυτά μαζύ,
ίσως το άθροισμα όλων αυτών, ίσως το ατελεύτητον Σύμπαν να είναι ο Θεός, ο
παντοκράτορ Άρχων. Ναι, ναι, τα πάντα έρρεαν, άλλαζαν, ή μετουσιώνοντο επ’ άπειρον,
εσαεί… Αναπνέουσα βαθειά, η Υβόννη εκοίταζε ακόμη τον ουρανόν. Αίφνης μία άλλη
σκέψις, εις αδιάπτωτον αλληλουχίαν με τας προηγουμένας ερχόμενη, έλαμψε εις τον
νουν της. Ήτο μία σκέψις γοργή, θερμή, σαν αίμα σφύζοντος νεανικού οργανισμού…
Μήπως αν ήλλασσε πεποιθήσεις και ιδίως την συμπεριφοράν της εις την ζωήν ως προς
τον έρωτα, εις τον οποίον έως σήμερον υπήρξε τόσον πολύ ελλειμματίας, θα ήρχιζε δι΄
αυτήν νέα ζωή, μία ζωή πανήδονη, γλυκύτατη – η μόνη ορθή, αληθινή και φυσική.
Αλήθεια, μήπως τούτο ήτο δυνατόν; Ακόμη ολίγα δευτερόλεπτα εκοίταξε τον ουρανόν ως
εν εκστάσει η Υβόννη, γοητευμένη, μαγευμένη και αναπνεόυσα βαθειά την θαλασσίαν
αύραν… Ω, ναι, αυτό που εσκέφθη ήτο απολύτως δυνατόν. Αλλέως, δεν θα έλαμπαν με
αυτόν τον τρόπο τα άστρα· αλλέως δεν θα περιεστρέφοντο τόσον θριαμβευτικά και με
τόσην ευρυθμίαν οι τρόχοι του «Μεγάλου Ανατολικού»· αλλέως δεν θα εσκόρπιζε τόσον
θωπευτικά,
τόσον ηδονικά, κατά διαστήματα, εις το πρόσωπόν της, το υγρόν ψιμύθιν του θαλασίου
αφρού, η απαλή πνοή του ανέμου… Ω, ναι, αυτό που εσκέφθη, ήτο δυνατόν να γίνη, και
η αλλαγή αυτή, που έπρεπε να αρχίση αμέσως, θα ήτο ο λυτρωμός της.
-------------------------------------------------------------------------------Κάτω
η αγάπη σας. Κάτω η τέχνη σας. Κάτω το καθεστώς σας. Κάτω η θρησκεία σας. Μπουνταλά
Κολόμβε εγώ στη θέση σου την Αμερική θα την κουκούλωνα κι έπειτα αφού της τράβαγα
καλά – καλά ένα καθάρισμα θα ‘βγαινα δεύτερη φορά να την ανακαλύψω. 1926-27 Είμαι
ποιητής. Αυτό και μόνο είναι το ενδιαφέρον που παρουσιάζω. Τα άλλα, αν αγαπώ ή δεν
αγαπώ, αν έχω πάθος στο παιχνίδι κι οι ομορφιές της φύσης στον Καύκασο έχουν
σημασία μόνον εφόσον κατασταλάξουν σε λόγο Τυχαίνει όμως
η ζωή να σου γυρίζει και την άλλη όψη και το μεγάλο το καταλαβαίνεις από τις
σαχλαμάρες Εμείς με πρόσωπο σαν αγουροξυπνημένο σεντόνι με τα χείλι να κρέμονται
σαν πολύφωτα εμείς οι έγκλειστοι στις πόλεις – λεπροκομεία όπου η λέρα κι ο χρυσός
πληγιάζουνε τη λέπρα, λάμπουμε καθαρότεροι κι από λαζούρι βενετσάνικο που ήλιος και
θάλασσα μαζί το ‘χουν ξεπλύνει. Τι κι αν οι Όμηροι κι Οβίβιοι ανθρώπους σαν κι εμάς
δεν έχουνε βλογιοκομμένους μες στην κάπνα. Ξέρω ο ήλιος θα ‘σβηνε αντικρίζοντας της
ψυχής μας τα χρυσά κοιτάσματα. Μπράτσα και φλέβες – από τις προσευχές πιο σίγουρα
είναι. Δεν πάει σ ‘εμάς από το χρόνο να ζητάμε ελεημοσύνες.
Εμείς ο κάθε ένας μας κρατάμε στη γροθιά μας τα χαλινά του Κόσμου. Κάτω:
Μουτζούρηδες ΠΕΡΙ ΣΚΟΥΠΙΔΙΩΝ Δόξα, δόξα, δόξα στους ήρωες!!! Εδώ που τα λέμε /
αρκετά τους τιμήσαμε. / Ας πούμε / τώρα / και κάτι περί σκουπιδιών. Πάνε, περάσανε
των επαναστάσεων οι μπόρες. / Μούχλες πετάει ο σοβιετικός αναβρασμός. / Πίσω από
τις πλάτες της CCCP / πάνω-πάνω βγήκε / του μικροαστού / η μούρη / (Όχι, μην το
πάρετ’ έτσι - / με την τάξη δεν τα έχω των μικρών αστών. / Σ’ αυτούς / δίχως
διακρίσεις τάξεις, στρώματα / «Εύγε!» απ’ όλα τα στόματα.) Στης Ρωσίας τις
απέραντες εκτάσεις / απ ‘τη μέρα που η σοβιετική / γεννήθηκε υφήλιος / βγήκανε
στους δρόμους / κι αλλάζοντας ενδύματα / σ’ όλα μέσα χωθήκαν τα ιδρύματα. / Πέντε
χρόνια στην καρέκλα ρόζους βγάλανε / τα πισινά τους, / βασταγερά σαν τις λεκάνες
του νιφτήρα / ζουν ως τα σήμερα και βασιλεύουν. / Μουλωχτοί σαν το νερό /
ζεστούτσικες χτίσανε φωλιές / σε γραφεία σε κρεβατοκάμαρες. Το βράδυ / τούτος ή ο
άλλος τενεκές / εφαγ’ ήπιε / την κυρά του τώρα κάθεται και καμαρώνει / στο πιάνο να
γυμνάζεται. / Μια λιγούρα / του ‘φερε το σαμοβάρι: / «Συντρόφισσα, Νάντια! / Τώρα
με την ευκαιρία των γιορτώνε / αυξήσεις πρέπει να μας κάμουνε στα μιστά /
χιλιαδούλες / κάπου 24 / η δική μου αναλογία. / Εχ! / Περισκελίδες
απωανατολίτικες / θα πάω ν’ αγοράσω / έτσι που μεσ’ από το παντελόνι / σπόγγος να
φαίνομαι / από κοράλλι». / Η Νάντια: / «Κι ένα φόρεμα για μένα / με τα εμβλήματα
απάνω σταμπωμένα. / Χωρίς δρεπάνι και χωρίς σφυρί / στον κόσμο πώς κανείς να
παρουσιαστεί; / Απόψε κιόλας / να βγω με τι / στον μπάλο που οργανώνει η
Επαναστατική Επιτροπή!» Στον τοίχο ο Μαρξ. / Κάδρο άλικο. / Στο φύλλο πάνω της
«Ιζβέστια» / ένα γατσούλι ζεσταίνεται / κι από το ταβάνι ψηλά / στα μεράκια της η
καναρίνα / τσιρίζει. / Από τον τοίχο του κοιτάει και κοιτάει ο Μαρξ... / Ώσπου το
στόμα του / ανοίγει ξαφνικά / και μπήγει τις φωνές: / «Τυλίξατε την επανάσταση στων
μικροαστών τα δίχτυα / Χειρότερος κι από τον Βράνγκελ ο μικροαστός. / Εμπρός, / τα
καναρινάκια ευθύς στραμπουλήχτε, / των καναρινιών / να μην πέσει θύμα ο
κομμουνισμός».
-------------------------------------------------------------------------------"Ο
αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία, είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη
λήθη" Μίλαν Κούντερα, Το βιβλίο του γέλιου & της λήθης φωτογραφίες από την εισβολή
στην ασφάλεια Ηρακλείου Ο Ηρακλής, μαζί με άλλα 2 παιδιά, επιστρέφοντας με
αυτοκίνητο από τα Ανώγεια (Κρήτης) στο Ηράκλειο, αρνήθηκαν να σταματήσουν σε μπλόκο
της αστυνομίας (ΤΑΕ)... Αυτό ήταν αρκετό για να γαζωθεί το αυτοκίνητο, και ο
Ηρακλής!!! Σε συγκέντρωση το απόγευμα του Σαββάτου συγγενών, φίλων και αλληλέγγυων
έξω από την Κεντρική Ασφάλεια Ηρακλείου, όπου κρατούνταν οι 3 δολοφόνοι, υπήρξαν
συμπλοκές και επίθεση στο κτίριο της Ασφάλειας. Συνελήφθησαν 6 άτομα 9/12: Ο
Ηρακλής υπέκυψε στα τραύματά του. Η οικογένειά του αποφάσισε να δωρίσει τα όργανα
του σώματός του. Στις 12 Δεκέμβρη 1969 ανατινάζεται μια βόμβα στην Αγροτική Τράπεζα
της πλατείας Φοντάνα στο Μιλάνο, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν περαστικοί και πελάτες
της τράπεζας. Όπως αποδείχτηκε αργότερα, η βόμβα είχε τοποθετηθεί από νεοφασίστες,
καθοδηγούμενους από μυστικές υπηρεσίες. Αμέσως μετά την έκρηξη συλλαμβάνονται οι
αναρχικοί Valpreda και Pinelli ως υπαίτιοι της πολύνεκρης σφαγής. Στις 15 Δεκέμβρη
του 1969, ο Pinelli, σιδηροδρομικός και γραμματέας του τοπικού Αναρχικού Μαύρου
Σταυρού, βρίσκεται νεκρός στο πεζοδρόμιο μπροστά από ένα αστυνομικό τμήμα του
Μιλάνου. Τέσσερις ορόφους
πάνω απ’ το κεφάλι του στέκει ορθάνοικτο το παράθυρο της αίθουσας ανακρίσεων. Η
εκδοχή των μπάτσων: κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, κάποιος αστυνομικός παρά το
βαρύ κρύο, άνοιξε το παράθυρο «γιατί το δωμάτιο ήταν γεμάτο καπνό» και ο Pinelli
βρήκε την ευκαιρία να ριχτεί στο κενό «από τύψεις». Ο γελοίος αυτός ισχυρισμός
κατέρρευσε από την πρώτη στιγμή (εξάλλου, οι μπάτσοι έπεσαν σε τεράστιες
αντιφάσεις) και η μόνη αμφιβολία που υπήρχε ήταν αν η αναμφισβήτητη δολοφονία του
Pinelli από τους μπάτσους έγινε προσχεδιασμένα με εκπαραθύρωση, ενώ ο Pinelli ήταν
ακόμη καλά στην υγεία του, ή αν τον πέταξαν από το παράθυρο για να συγκαλύψουν το
θάνατο ή το βαρύ τραυματισμό κατά τη διάρκεια της ανάκρισης. Η δολοφονία του
Pinelli ήταν για την Ιταλία η αρχή της εποχής της «στρατηγικής της έντασης», που
έσπρωξε πολλούς αγωνιστές στην ένοπλη αναμέτρηση με τις κρατικές δυνάμεις. Η
στρατηγική της έντασης συνίσταται στην κλιμάκωση μιας οποιασδήποτε αναμέτρησης στο
πεδίο όπου αυτός που επιδιώκει την ένταση έχει την υπεροπλία. Και η προβοκάτσια της
πλατείας Φοντάνα ήταν η προσπάθεια μεταφοράς του κοινωνικού ανταγωνισμού στο πεδίο
εκείνο που η εξουσία είχε την υπεροπλία. Ονειροπόλοι, ακούστε! εσείς που ψάχνεται
ύστερα παράδεισους σεις που γλυκαίνετε την αξεθώριαστη θλίψη σας με λόγια-σχέδια
για τότε, ακούστε ακούστε, ζητώ την καταστροφή την καταστροφή κάθε σας ονείρου
ακούστε ψευδάνθρωποι! ψάχνω και σας δείχνω το χάος, το κενό, τη άβυσσο
φέρνω όλη τη φρίκη μπροστά μπροστά στα μάτια σας φέρνω λιοντάρια που ξεσκίζουν τ’
αύριο νύχια που ποθούν απ’ τη φρίκη του να λευτερώσουν το σήμερα. Νοέμβρης 2003
Σιωπηρή εκτέλεση Τώρα πια η φρίκη έμεινε ασυντρόφιαστη γυμνό κορμί πονεμένο πλάι
στη σιωπηρή θάλασσα. Κύματα χαρούμενης φωτιάς προσφέρουν σιωπηρή άρνηση σ’ όσους
τα’ αγάπησαν, σιωπηρή εκτέλεση για όποιον τόλμησε μεσ’ απ’ τη φρίκη
χαρά ν’ αγγίξει να ζητήσει. Τώρα πια τέλεψε από αγάπες τέλεψε από ελπίδες… Μα
έρχονται ακόμα κρίσεις μνήμες λάμψης που πρόσμενε κι ύστερα λυγμοί. Σιωπηρή
εκτέλεση έπαψε να μιλά έπαψε να ονειρεύεται, μίζερη τάξη.

"Πάρε τη λέξι μου. Δώσε μου το χέρι σου"


Χριστίνα Μπονάρου Ο Οδυσσέας Ελύτης, στο βιβλίο του "Αναφορά στον Ανδρέα
Εμπειρίκο", γράφει ότι ο άνθρωπος "…τριάντα αιώνες και πλέον πασχίζει να βάλει τη
μια λέξη κοντά στην άλλη με τέτοιο τρόπο, που η σκέψη να εξαναγκάζεται να παίρνει
καινούργιες, αδοκίμαστες στροφές". Αυτό ακριβώς πάσχιζε να κάνει και σ' αυτό
διακρίθηκε ιδιαίτερα ο Ανδρέας
Εμπειρίκος, στον οποίο είναι αφιερωμένο το πολιτιστικό έτος που διανύουμε, με
αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννησή του. 2001: Έτος Ανδρέα Εμπειρίκου Η
καθιερωμένη αντίληψη θέλει τον Ανδρέα Εμπειρίκο ποιητή του αυτοσχεδιασμού και
άναρχο χρήστη της αυτόματης γραφής, ενώ ταυτόχρονα υπήρξε ο πρώτος Έλληνας
ψυχαναλυτής. Ήδη από το 1935 αναγνωρίζεται ως ο αδιαμφισβήτητος εισηγητής του
υπερρεαλισμού στην Ελλάδα και έκτοτε το έργο του, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο,
βρίσκεται στο επίκεντρο της κριτικής. Την εποχή που έδωσε την περίφημη διάλεξη
"Περί σουρεαλισμού" και εξέδωσε την "Υψικάμινο", πολλοί κριτικοί μίλησαν και
έγραψαν κοροϊδευτικά για το βιβλίο αυτό και το κίνημα που αντιπροσώπευε. Ο λόγος
ήταν ότι το περιεχόμενό του δεν έμοιαζε με κανένα από τα καθιερωμένα είδη του
έντεχνου λόγου, αλλά ούτε και με κανένα άλλο είδος λογικής. Κάτω από τίτλους
παράδοξους ο αναγνώστης διάβαζε φράσεις από τις οποίες δεν έβγαζε νόημα, γεγονός
που τον έκανε να αισθάνεται από έκπληξη ως αγανάκτηση. Η καθολική αποδοχή του έργου
του Εμπειρίκου, ήρθε κυρίως κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, χωρίς όμως να
υπάρξει -εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις- προϊόν συστηματικής και τεκμηριωμένης
μελέτης, ενώ ένα μεγάλο μέρος του έργου του παραμένει ακόμα ανέκδοτο. Η ζωή του Ο
Ανδρέας Εμπειρίκος γεννήθηκε στη Μπράιλα της Ρουμανίας στις 2 Σεπτεμβρίου 1901. Ο
πατέρας του Λεωνίδας, απόγονος των παλιών "Μπιρίκων" της Άνδρου, διατηρούσε τα
εφοπλιστικά του γραφεία στη Σύρο, εκεί όπου έζησε ο ποιητής, μαζί με τους γονείς
του και τα τρία μικρότερα αδέλφια του, από το 1902 ως το 1909, οπόταν και η
οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Η μητέρα του, Στεφανία, ήταν Ρωσίδα κατά το
ήμισυ και γι' αυτό η οικογένεια των Εμπειρίκων ταξίδευε συχνά τα καλοκαίρια στην
Κριμαία. Ο παράδεισος των παιδικών χρόνων του ποιητή είναι γεμάτος από μικρούς
Ρώσους και Τατάρους που παίζουν μισόγυμνοι στην ακροποταμιά ή κυνηγιούνται στα
μεγάλα βαθύσκια δάση. Πρόκειται για εικόνες που θα επανέλθουν επανειλημμένα στα
γραπτά ή τις κουβέντες του.
Αφού τελείωσε το Γυμνάσιο, γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας αλλά διέκοψε
για να παρακολουθήσει Οικονομικά μαθήματα στην Ελβετία και μετά φιλολογία στο
Λονδίνο, όπου παρέμεινε ως το 1926, δουλεύοντας παράλληλα στην εφοπλιστική εταιρεία
των Εμπειρίκων, χωρίς όμως να έχει πρόθεση να συνεχίσει. Το 1927 βρίσκεται στη
Γαλλία, όπου πληροφορείται για την ψυχανάλυση που τον συναρπάζει και της
αφοσιώνεται με ενθουσιασμό, ειδικευμένος στη θεραπευτική και τη διδακτική της πλάι
σε έναν από τους διασημότερους ιδρυτές της "Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Εταιρείας", τον
Ρενέ Λαφόργκ. Σταθμός στην εξέλιξη του Εμπειρίκου υπήρξε η γνωριμία του με τον
Υπερρεαλισμό και τον ίδιο τον Αντρέ Μπρετόν προσωπικά, που έγινε κατά την διάρκεια
της παραμονής του στο Παρίσι.
Το 1931 επιστρέφει στην Ελλάδα και δυσκολεύεται να ενταχθεί φυσιολογικά σε μια χώρα
εξουθενωμένη από την Μικρασιατική Καταστροφή. Το 1940, παντρεύεται την ποιήτρια
Μάτση Χατζηλαζάρου, με την οποία χωρίζει το 1944. Την ίδια χρονιά πιάνεται όμηρος
από τους αντάρτες και ζει αυτή την εμπειρία πολύ τραυματικά. Μετά το 1945
εγκαταλείπει τον μαρξιστικό του προσανατολισμό, κι αυτός είναι ένας λόγος που
απομακρύνεται από τους παλιούς του φίλους, γάλλους υπερρεαλιστές. Το 1947
παντρεύεται την Βιβίκα Ζήση, με την οποία αποκτά δέκα χρόνια αργότερα ένα γιο, τον
Λεωνίδα. Η παρουσία του Ανδρέα Εμπειρίκου, για όσους τον γνώρισαν από κοντά, ήταν,
όπως γράφει ο Νάνος Βαλαωρίτης "μια έντονη και διαρκής αναβάπτιση στον ενθουσιασμό
της ζωής", αν και η επιβολή του στρατιωτικού καθεστώτος τον βύθισε στην απελπισία
και την σιωπή. Εκτός από την γραφή και την ψυχανάλυση είχε πολλά ακόμα
ενδιαφέροντα: την φωτογραφία, την εξερεύνηση, τις συλλογές, την ηχογράφηση, τη
ζωγραφική. Ενθουσιώδης υπερρεαλιστής, άσκησε με τα έργα του αποφασιστική επίδραση
στους συγχρόνους του, κυρίως στους Οδυσσέα Ελύτη, Νίκο Κάλας, Νίκο Γκάτσο και Νίκο
Εγγονόπουλο, που τα ποιήματα και η προσωπικότητά τους είναι ό,τι πιο
αντιπροσωπευτικό έδωσε ο υπερρεαλισμός στην Ελλάδα. Ο Εμπειρίκος πεθαίνει στις 3
Νοεμβρίου 1975 στην Αθήνα, σε ηλικία 74 ετών, νικημένος από έναν γενικευμένο
καρκίνο, σε πλήρη όμως διανοητική ακμή. Ημερομηνία καταχώρησης 01-11-2006-21:44:36
[ Επεξεργασία | Διαγραφή ] Θεματική Ενότητα: ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ "Πάρε τη λέξι μου.
Δώσε μου το χέρι σου" Ο Οδυσσέας Ελύτης, στο βιβλίο του "Αναφορά στον Ανδρέα
Εμπειρίκο", γράφει ότι ο άνθρωπος "…τριάντα αιώνες και πλέον πασχίζει να βάλει τη
μια λέξη κοντά στην άλλη με τέτοιο τρόπο, που η σκέψη να εξαναγκάζεται να παίρνει
καινούργιες, αδοκίμαστες στροφές". Αυτό ακριβώς πάσχιζε να κάνει και σ' αυτό
διακρίθηκε ιδιαίτερα ο Ανδρέας Εμπειρίκος, στον οποίο είναι αφιερωμένο το
πολιτιστικό έτος που διανύουμε, με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννησή
του. (ΔΕΙΤΕ ΠΟΛΛΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ) Χριστίνα Μπονάρου
(Συνέχεια από το προηγούμενο) http://www.politikokafeneio.com/neo/modules.php?
name=News&file=article&sid=1826 2001: Έτος Ανδρέα Εμπειρίκου Η καθιερωμένη αντίληψη
θέλει τον Ανδρέα Εμπειρίκο ποιητή του αυτοσχεδιασμού και άναρχο χρήστη της
αυτόματης γραφής, ενώ ταυτόχρονα υπήρξε ο πρώτος Έλληνας ψυχαναλυτής. Ήδη από το
1935 αναγνωρίζεται ως ο αδιαμφισβήτητος εισηγητής του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα και
έκτοτε το έργο του, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, βρίσκεται στο επίκεντρο της
κριτικής. Την εποχή που έδωσε την περίφημη διάλεξη "Περί σουρεαλισμού" και εξέδωσε
την "Υψικάμινο", πολλοί κριτικοί μίλησαν και έγραψαν κοροϊδευτικά για το βιβλίο
αυτό και το κίνημα που αντιπροσώπευε. Ο λόγος ήταν ότι το περιεχόμενό του δεν
έμοιαζε με κανένα από τα καθιερωμένα είδη του έντεχνου λόγου, αλλά ούτε και με
κανένα άλλο είδος λογικής. Κάτω από τίτλους παράδοξους ο αναγνώστης διάβαζε φράσεις
από τις οποίες δεν έβγαζε νόημα, γεγονός που τον έκανε να αισθάνεται από έκπληξη ως
αγανάκτηση. Η καθολική αποδοχή του έργου του Εμπειρίκου, ήρθε κυρίως κατά τις δύο
τελευταίες δεκαετίες, χωρίς όμως να υπάρξει -εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις- προϊόν
συστηματικής και τεκμηριωμένης μελέτης, ενώ ένα μεγάλο μέρος του έργου του
παραμένει ακόμα ανέκδοτο.

Η ζωή του Ο Ανδρέας Εμπειρίκος γεννήθηκε στη Μπράιλα της Ρουμανίας στις 2
Σεπτεμβρίου 1901. Ο πατέρας του Λεωνίδας, απόγονος των παλιών "Μπιρίκων" της
Άνδρου, διατηρούσε τα εφοπλιστικά του γραφεία στη Σύρο, εκεί όπου έζησε ο ποιητής,
μαζί με τους γονείς του και τα τρία μικρότερα αδέλφια του, από το 1902 ως το 1909,
οπόταν και η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Η μητέρα του, Στεφανία, ήταν
Ρωσίδα κατά το ήμισυ και γι' αυτό η οικογένεια των Εμπειρίκων ταξίδευε συχνά τα
καλοκαίρια στην Κριμαία. Ο παράδεισος των παιδικών χρόνων του ποιητή είναι γεμάτος
από μικρούς Ρώσους και Τατάρους που παίζουν μισόγυμνοι στην
ακροποταμιά ή κυνηγιούνται στα μεγάλα βαθύσκια δάση. Πρόκειται για εικόνες που θα
επανέλθουν επανειλημμένα στα γραπτά ή τις κουβέντες του.

Αφού τελείωσε το Γυμνάσιο, γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας αλλά διέκοψε
για να παρακολουθήσει Οικονομικά μαθήματα στην Ελβετία και μετά φιλολογία στο
Λονδίνο, όπου παρέμεινε ως το 1926, δουλεύοντας παράλληλα στην εφοπλιστική εταιρεία
των Εμπειρίκων, χωρίς όμως να έχει πρόθεση να συνεχίσει. Το 1927 βρίσκεται στη
Γαλλία, όπου πληροφορείται για την ψυχανάλυση που τον συναρπάζει και της
αφοσιώνεται με ενθουσιασμό, ειδικευμένος στη θεραπευτική και τη διδακτική της πλάι
σε έναν από τους διασημότερους ιδρυτές της "Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Εταιρείας", τον
Ρενέ Λαφόργκ. Σταθμός στην εξέλιξη του Εμπειρίκου υπήρξε η γνωριμία του με τον
Υπερρεαλισμό και τον ίδιο τον Αντρέ Μπρετόν προσωπικά, που έγινε κατά την διάρκεια
της παραμονής του στο Παρίσι.

Το 1931 επιστρέφει στην Ελλάδα και δυσκολεύεται να ενταχθεί φυσιολογικά σε μια χώρα
εξουθενωμένη από την Μικρασιατική Καταστροφή. Το 1940, παντρεύεται την ποιήτρια
Μάτση Χατζηλαζάρου, με την οποία χωρίζει το 1944. Την ίδια χρονιά πιάνεται όμηρος
από τους αντάρτες και ζει αυτή την εμπειρία πολύ τραυματικά. Μετά το 1945
εγκαταλείπει τον μαρξιστικό του προσανατολισμό, κι αυτός είναι ένας λόγος που
απομακρύνεται από τους παλιούς του φίλους, γάλλους υπερρεαλιστές. Το 1947
παντρεύεται την Βιβίκα Ζήση, με την οποία αποκτά δέκα χρόνια αργότερα ένα γιο, τον
Λεωνίδα. Η παρουσία του Ανδρέα Εμπειρίκου, για όσους τον γνώρισαν από κοντά, ήταν,
όπως γράφει ο Νάνος Βαλαωρίτης "μια έντονη και διαρκής αναβάπτιση στον ενθουσιασμό
της ζωής", αν και η επιβολή του στρατιωτικού καθεστώτος τον βύθισε στην απελπισία
και την σιωπή. Εκτός από την γραφή και την ψυχανάλυση είχε πολλά ακόμα
ενδιαφέροντα: την φωτογραφία, την εξερεύνηση, τις συλλογές, την ηχογράφηση, τη
ζωγραφική. Ενθουσιώδης υπερρεαλιστής, άσκησε με τα έργα του αποφασιστική επίδραση
στους συγχρόνους του, κυρίως στους Οδυσσέα Ελύτη, Νίκο Κάλας, Νίκο Γκάτσο και Νίκο
Εγγονόπουλο, που τα ποιήματα και η προσωπικότητά τους είναι ό,τι πιο
αντιπροσωπευτικό έδωσε ο υπερρεαλισμός στην Ελλάδα.
Ο Εμπειρίκος πεθαίνει στις 3 Νοεμβρίου 1975 στην Αθήνα, σε ηλικία 74 ετών,
νικημένος από έναν γενικευμένο καρκίνο, σε πλήρη όμως διανοητική ακμή.

Το έργο του Το 1935 ο Ανδρέας Εμπειρίκος εκδίδει την ποιητική συλλογή με τίτλο
"Υψικάμινος" την πρώτη -όπως θεωρήθηκε από την κριτική- "συνειδητή" εκδήλωση του
υπερρεαλισμού στην Ελλάδα. Παράλληλα, είναι από τους κύριους εισηγητές της
επιστήμης της ψυχανάλυσης στην Ελλάδα. Ίδρυσε μαζί με τη Μαρία Βοναπάρτη την
Ελληνική ψυχαναλυτική Εταιρεία και ο ίδιος άσκησε την ψυχαναλυτική πρακτική για
δεκαέξι χρόνια (1935-1951). Θερμός μαθητής του Φρόιντ, υπήρξε, όπως λέει ο Ζακ
Λακάν, πρωτοπόρος στην ανάλυση των ψυχώσεων, σε μια εποχή που κανένας ακόμα δεν
ξανοιγόταν σε αυτόν τον τομέα. Η κατάταξη των κειμένων του Εμπειρίκου στις
ειδολογικές κατηγορίες "ποίημα"-"πεζό" είναι εξαιρετικά δύσκολη. Ο ίδιος εξάλλου
αποφεύγει να χαρακτηρίσει τα κείμενά του ως "ποιήματα" και προκρίνει τον όρο
"γραπτά".Επειδή όμως μια έστω και συμβατική διάκριση του έργου του, με βάση τις
προηγούμενες κατηγορίες, είναι χρήσιμη, οι μελετητές διακρίνουν δύο ενότητες : στην
πρώτη συνυπολογίζουν τα "ποιήματα" και τα "μεικτά κείμενα", που περιλαμβάνονται
στις συλλογές Υψικάμινος (1935), Ενδοχώρα (1945), Η σήμερον ως αύριο και ως χθες
(1985) και στις συλλογές Γραπτά ή Προσωπική μυθολογία (1960) και Οκτάνα (1980),
αντίστοιχα. Σε μια δεύτερη ενότητα εντάσσονται οι εκτενείς πεζογραφικές συνθέσεις
Αργώ ή πλους αεροστάτου (1964-5) και Μέγας Ανατολικός. Ο "Μέγας Ανατολικός", ένα
καράβι στο οποίο τοποθετούνται όλες οι δυνατές παραλλαγές του έρωτα, είναι το
τεράστιο έργο της ζωής του Εμπειρίκου. Η συγγραφή του ξεκίνησε το 1945 και
ολοκληρώθηκε ύστερα από ενδιάμεσες φάσεις το 1970. Το Δεκέμβριο του 1990 άρχισε να
εκδίδεται σε τόμους και πρόκειται ίσως για το μεγαλύτερο και τολμηρότερο
μυθιστόρημα της ελληνικής γλώσσας. Από τον κρυπτικό-μεταφορικό λόγο της Υψικαμίνου
και της Ενδοχώρας μέχρι τον "θρησκευτικό" λόγο της Οκτάνας, μπορεί κανείς να
διακρίνει στην ποιητική του Εμπειρίκου αμετάβλητες θεματικές λειτουργίες,
επαναλαμβανόμενα μοτίβα και σταθερούς τρόπους συμβολικής σημασιοδότησης. Αυτό που
αναζήτα και επιδιώκει ο ποιητής είναι ένα ποίημα "απόλυτα ερωτικό", καθώς και ένα
"ποίημα-γεγονός". Ο ΠΛΟΚΑΜΟΣ ΤΗΣ ΑΛΤΑΜΙΡΑΣ Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος
ποδηλάτου. Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευκοί. Τ' άνθη μιλούν. Από
τα πέταλά τους αναδύονται συχνά Μικρούτσικες παιδίσκες. Η εκδρομή αυτή δεν έχει
τέλος. Το "ποίημα γεγονός", όπως φαίνεται χαρακτηριστικά από το απόσπασμα που
προηγήθηκε, φιλοδοξεί να συλλάβει τα πράγματα μέσα σ' ένα διαρκές γίγνεσθαι, να
παρακολουθήσει την αδιάκοπη μεταμόρφωση της ζωής μέσα στην ίδια της την κίνηση. Όλα
τα σύμβολα, οι εικόνες και τα θεματικά μοτίβα του Εμπειρίκου, υποβάλλουν αυτή
ακριβώς την αίσθηση, ενώ σε όλη την έκταση του έργου του, από την Υψικάμινο ως την
Οκτάνα, είναι διάχυτη η αισιοδοξία για τον ερχομό του νέου κόσμου που ευαγγελίζεται
ο υπερρεαλισμός. Ασχολούμαστε με την ποίηση του Εμπειρίκου, εννοώντας ότι
ασχολούμαστε με τον στοχασμό του ποιητή· ίσως όμως θα πρέπει να ξεπεράσουμε το
στερεότυπο του "τί θέλει να πει ο ποιητής" έτσι, γενικά και σε όλους και να
ασχοληθούμε με το "τί λέει ο ποιητής στον καθένα ξεχωριστά".Μπορεί, τελικά, το
"λογικό μήνυμα" που ψάχνουμε να βρούμε στα γραπτά του, να είναι το ότι δεν είναι
ανάγκη να υπάρχει πάντα ένα "λογικό μήνυμα". 2001: Έτος Ανδρέα Εμπειρίκου Με αφορμή
τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννηση του ποιητή και με σύνθημα τον στίχο της
Ενδοχώρας "Πάρε τη λέξι μου. Δώσε μου το χέρι σου" έχουν ξεκινήσει και συνεχίζονται
οι εκδηλώσεις, που διοργανώνει το Υπουργείο Πολιτισμού σε συνεργασία με το Εθνικό
Κέντρο Βιβλίου, για τον εορτασμό του Έτους Εμπειρίκου. Από τη Δευτέρα 12 Νοεμβρίου
έχει ξεκινήσει στο αμφιθέατρο του Υπουργείου Πολιτισμού (Μπουμπουλίνας 20-22) ο Β΄
κύκλος διαλέξεων ειδικών μελετητών για τον βίο και το έργο του Ανδρέα Εμπειρίκου.
Το πρόγραμμα των διαλέξεων έχει ως εξής:
- Δευτέρα 12/11/2001, ώρα 7 μ.μ - "Ανδρέας Εμπειρίκος: Εισαγωγή σε μια πόλι" -
Δευτέρα 19/11/2001, ώρα 7 μ.μ - "Το καλώς ήλθατε των πραματευτάδων: Η υποδοχή του
Α.Εμπειρίκου" - Δευτέρα 26/11/2001, ώρα 7 μ.μ - "Ανδρέας Εμπειρίκος: Προσωπική
μυθολογία" - Δευτέρα 3/12/2001, ώρα 7 μ.μ - "Όταν θροΐζουν οι ευκάλυπτοι: Ποιητικές
αναφορές του Ανδρέα Εμπειρίκου σε έλληνες συγγραφείς" - Δευτέρα 10/12/2001, ώρα 7
μ.μ - "Οι κύκλοι μας ανήκουν στην οικουμένη: Πολιτική και Ποιητική του
Μοντερνισμού"

Από τις 17 Δεκεμβρίου 2001 μέχρι τις 20 Ιανουαρίου 2002 θα πραγματοποιηθεί στην
Τεχνόπολη, στο Γκάζι, μεγάλη έκθεση -αφιέρωμα στη ζωή και στο έργο του Ανδρέα
Εμπειρίκου, με τη συνεργασία του Δήμου Αθηναίων. Όπως αναφέρεται στην επίσημη
ηλεκτρονική διεύθυνση για το Έτος Εμπειρίκου: "Η Έκθεση έχει κύριο στόχο να
προβάλει, με τρόπο
ευφάνταστο, εποπτικό και δημιουργικό, το έργο και την προσωπικότητα του Ανδρέα
Εμπειρίκου. Περιεχόμενο της έκθεσης θα είναι στοιχεία εργοβιογραφικά, βιβλία και
πρώτες δημοσιεύσεις, προσωπικά αντικείμενα, φωτογραφίες του φωτογράφου Εμπειρίκου
και φωτογραφίες για τον Εμπειρίκο, ή θέματα όπως "Εμπειρίκος και Ουτοπία", "οι
Μπεάτοι ή της μη συμμορφώσεως οι άγιοι" κ.ά.". Στην ίδια διεύθυνση, εκτός από
αναλυτικό πρόγραμμα των εκδηλώσεων του Έτους Εμπειρίκου, μπορεί κανείς να βρει
ακόμα βιογραφικά στοιχεία, ανθολόγιο κειμένων, ηχητικά ντοκουμέντα, αφιερώματα,
μελέτες, μεταφράσεις, χειρόγραφα και φωτογραφίες.

Από το μυθιστόρημα Ο Μέγας Ανατολικός Μέρος Α΄ Κεφ. 3


Ανδρέας Εμπειρίκος Πράγματι, ο καιρός ήτο θαυμάσιος. Ένας καιρός ηδονικός και, όπως
λέγουν, θείος. Ο ήλιος έλαμπε καταυγάζων και θερμαίνων τα πάντα – τον ουρανόν, την
θάλασσαν, το υπερωκεάνειον, τους επιβάτας. Όλοι σχεδόν ήσαν χαρούμενοι. Ελάχιστοι
μόνον εκ των ταξιδιωτών έμεναν αμέτοχοι της γενικής αγαλλιάσεως. Μεταξύ αυτών,
συγκατελέγετο και ο τρίτος εκ των Ελλήνων επιβατών, ένας άνδρας τεσσαράκοντα
περίπου ετών, ο Ανδρέας Σπερχής. Ο άνδρας αυτός ίστατο την ώραν εκείνην επί της
γεφύρας, και με την κόμην του ανάστατον από τον άνεμον, παρετήρει, μελαγχολικός και
σύννους, τον μακρινόν ορίζοντα. Γόνος γνωστής Ελληνικής εν Βλαχία εγκατεστημένης,
άλλοτε, οικογενείας πλοιοκτητών και μεγαλεμπόρων, ο Ανδρέας Σπερχής είχε γνωρίσει
τον πλοίαρχον Άντερσον εν Λονδίνω, όπου αργότερον εγκατεστάθη η οικογένειά του,
και, όπου, επί πολλά έτη, έζησε, σπουδάζων και εργαζόμενος, εις τα εκεί γραφεία του
πατρός του, και χάρις εις αυτήν την γνωριμίαν, ευθύς ως την εζήτησε, έλαβε παρά του
πλοιάρχου την άδεια να ανέρχεται, οσάκις το επιθυμούσε, εις την γέφυραν του
γιγαντιαίου πλοίου. Αλλά, ενώ εις πάσαν άλλην εποχήν, ο Ανδρέας Σπερχής θα
ησχολείτο με τας απολαύσεις της ζωής και ιδίως με τας ηδονάς του έρωτος, επιδιώκων
να έλθη και ερχόμενος εις αμέσους επαφάς με πολλάς ωραίας νεάνιδας
και κυρίας, ο Έλλην αυτός απέφευγε τώρα συστηματικώς τον κόσμον και, παραδόξως, δεν
εκοίταζε καμμίαν γυναίκα. Ωρισμέναι σκέψεις έμμονοι και πεπυρακτωμέναι του
εφλόγιζαν τον νουν, και ένα όνομα γλυκύτερον παντός άλλου συνετάρασσε την
σφαδάζουσαν συναισθηματικότητά του. Το όνομα τούτο ήτο – Βεατρίκη. Αι σκέψεις – παν
ό,τι είχε σχέσιν με την φέρουσαν το όνομα αυτό κόρην, και ιδίως, η απόκρουσις εκ
μέρους της του έρωτος που της είχε προσφέρει. Ο Ανδρέας Σπερχής είχε αγαπήσει
εμμανώς την Βεατρίκην εις τας Αθήνας, όπου είχε διαμείνει πλέον των τριών μηνών,
κατά την επιστροφήν του εκ μακρυνού ταξιδίου εις την Τουρκίαν, τον Καύκασον και την
Ρωσσίαν, πριν επανέλθη εις το Λονδίνον, όπου, από εικοσαετίας ήδη ήτο
εγκατεστημένος. Η νεάνις, όμως, ηγάπα άλλον άνδρα, και κληθείσα, εν τέλει, κατόπιν
μακράς προσπαθείας του εκ Βλαχίας Έλληνος θαυμαστού της να την κατακτήση, να εκλέξη
οριστικώς, μεταξύ αυτού και του άλλου, επροτίμησε να μείνη πιστή εις τον πρώτον της
έρωτα. Ο Σπερχής, τρωθείς βαθύτατα εις την καρδίαν, απεφάσισε να εγκαταλείψη την
Ελλάδα ενωρίτερα απ’ ό,τι υπελόγιζε αρχικώς, και να ζητήση, εις μακρυνά ταξίδια,
μίαν λήθην που εφαίνετο προβληματική, διότι το πάθος του διά την ωραίαν και σεμνήν
Αθηναίαν ήτο μέγα και η θλίψις, που προεκάλεσε εις αυτόν ο χωρισμός, αβυσσαλέα. Και
ενώ, άλλοτε, η ισχυρά του ιδιοσυγκρασία και η εντόνως αισθησιακή του φύσις,
εγέμιζαν την ψυχήν του Ανδρέου με εξαισίας ηδονάς και με ακαταπόνητον
δραστηριότητα, τώρα, μετά την ατυχή έκβασιν του προσφάτου ερωτός του, ο Έλλην αυτός
δεν ημπορούσε να αντιδράση λυσιτελώς, και παρέμενε δέσμιος της στυγνής μελαγχολίας
που τον κατέτρυχε και αιχμάλωτος, όχι μόνον των θλιβερών του σκέψεων, αλλά και των
αγχωδών φαντασιώσεών του , αίτινες έφεραν άπασαι την σφραγίδα της και εν τη θλίψη
ακόμη ισχυράς του φαντασίας, ην συνεχώς έτρεφε και υπεδαύλιζε, τόσον εν τη λύπη,
όσον και εν τη ψυχική ευφορία, η πλουσιωτάτη συναισθηματικότης του. Oύτω, και κατά
την παρούσαν στιγμήν, συλλογιζόμενος διά πολλοστήν φοράν τα γεγονότα της εν Αθήναις
διαμονής του, εν τοιούτον όραμα της φαντασίας εξετόπισε τας ιστορικώς συγκεκριμένας
σκέψεις του, και ο Ανδρέας Σπερχής έβλεπε, τώρα, εν τω ερωτικώ του σπαραγμώ, τον
εαυτόν του ως Θεόδωρον Κολοκοτρώνην, καθημαγμένον και γεγηρακότα, καθήμενον επί
δρυός πεσούσης, με την περικεφαλαίαν του, δίπλα του, επί της γης, να οδύρεται και
να θρηνή, ουχί μακράν από την με φλόγας ζωσμένην ηρωικήν Τροπολιτσάν, ενώ η
Βεατρίκη εκθύμως υπανδρεύετο τον Ιμπραήμ, και οι πέριξ ιστάμενοι αγωνισταί,
περίλυποι, σιωπούσαν.
Αίφνης τα χείλη του Σπερχή εσάλευσαν και ενώ, ακουμβών εις την κουπαστήν, εξύφαινε
ακόμη την φαντασίωσίν του, ο Έλλην αυτός, καίτοι κατήγετο εξ Άνδρου των Κυκλάδων,
και είδε το φως εν Βλαχία και ουχί εν Πελοποννήσω, ταυτιζόμενος, προς στιγμήν, με
τον βαρέως δεινοπαθείσαντα Μωρέαν, εψιθύρισε με τραγικόν καϋμόν: «Μωρηά! Μωρηά
κατακαϋμένε!» Μόλις ωλοκληρώθη εις τον νουν του αυτή η εικών, και εγεύθη ο Σπερχής
την οξυτάτην πικρίαν με την οποία τον εγέμισε το όραμά του, καθώς και η φράσις που
είχε εκστομίσει, νέα εικών, εξ ίσου εναργής και αγχοβαρής, κατέλαβε την θέσιν της
προηγουμένης. Και ιδού που ο Έλλην έβλεπε τώρα τον εαυτόν του ως Αθανάσιον Διάκον,
θνήσκοντα εν μέσω φρικτών αλγηδόνων εις χείρας των Τουρκαλβανών, ουχί κατά διαταγήν
του Αλή, αλλά κατά διαταγήν της Βεατρίκης, ήτις, βασιλεύουσα ως μπας-χανούμ εις το
σεράϊ των Ιωαννίνων, και περιστοιχιζομένη εις τον εξώστην από Έλληνας και Τούρκους
εραστάς και ευνοουμένους, παρετήρει τερπομένη το οικτρόν του τέλος. Και ενώ η λίμνη
εφρικία από τας κραυγάς των απεριγράπτων αλγηδόνων του, και τα πέριξ όρη και αι
φάραγγες αντιλαλούσαν τας τρομεράς του οιμωγάς, η Βεατρίκη, μειδιώσα, εφαίνετο να
ηδονίζεται ολονέν περισσότερον, και οι χυδαίοι ευνοούμενοι εκάγχαζαν πιο δυνατά,
μυκτηρίζοντες και υβρίζοντες τον εν βασάνοις θνήσκοντα μάρτυρα της αγάπης. Ο
Ανδρέας Σπερχής επέρασε εμπρός από τα μάτια του την χείρα του, ωσάν να ήθελε να
εκδιώξη το αποτρόπαιον τούτο όραμα. Και ενώ, μετά μικράν ανάπαυλαν, ητένιζε πάλιν
τον ορίζοντα, μία άλλη φαντασίωσις εγεννήθη εις τον νουν του. Εις την φαντασίωσιν
ταύτην, ωσάν να ήθελε να εκδικηθή την νεάνιδα των Αθηνών, ο Σπερχής έβλεπε τώρα τον
εαυτόν του ως Τούρκον γενίτσαρον, να φονεύη διά φασγάνου τον εκλεκτόν της Βεατρίκης
και, ακολούθως, να μαστιγώνη την ωραίαν κόρην, την οποίαν έβλεπε γονυπετή, επί
παχέος τάπητος, με την κεφαλήν της εγγίζουσαν το δάπεδον, με το φόρεμά της υψωμένον
μέχρι της οσφύος, με τον κώλον της γυμνόν και τουρλωμένον, ενώ οι ακάλυπτοι γλουτοί
της καθίσταντο ρόδινοι και εν τέλει πορφυροί, υπό τα δηκτικά και συρίζοντα πλήγματα
του καμτσικίου του, έως που από την ερυθράν πλέον σφαιρικήν επιφάνειαν των
φλεγομένων οπισθίων της, ήρχισε να αναβλύζη το αίμα. Ο Ανδρέας Σπερχής ερρίγησε.
Τώρα έβλεπε τον εαυτόν του να ανατρέπη την Αθηναίαν κόρην επί του τάπητος, και ενώ
εκείνη εκραύγαζε, ζητούσα βοήθειαν ματαίως, έβλεπε τον εαυτόν του ο
Σπερχής να ανέρχεται επ’ αυτής και με πριαπικήν φρενίτιδα θηριώδη να την βιάζη. Επί
τινα δευτερόλεπτα η εικών αυτή ανεκούφισε την τρωθείσαν φιλαυτίαν του Έλληνος,
αλλά, εντός ολίγου, το γεγονός ότι εστάθη δυνατόν να δοκιμάση τοιαύτα συναισθήματα,
και η διαπίστωσις ότι, έστω και εν τη φαντασία του, είχε τηρήσει τόσον ανοικτίρμονα
και αγρίαν στάσιν, έναντι του πλάσματος που ελάτρευε, τον έρριψε εις βάραθρον
απογνώσεως μεγαλυτέρας. Μετανοών δε και σχεδόν δακρύων, έσφυξε σπασμωδικώς την
κουπαστήν της γεφύρας και εψιθύρισε: «Βεατρίκη!…Βεατρίκη!…Συγχώρησέ με.» Καίτοι ο
Ανδρέας Σπερχής ήτο υιός πλουσιωτάτου εφοπλιστού και μεγαλεμπόρου, εν τούτοις,
ουδέποτε ενδιεφέρθη ουσιαστικώς διά τας εργασίας του πατρός του, μολονότι αγαπούσε
πολύ τον άνδρα αυτόν και τον εθαύμαζε. Εν τέλει –προ έξη περίπου ετών – παρητήθη
από τας επιχειρήσεις της οικογενείας του, και έκτοτε ησχολείτο με την λογοτεχνίαν
και ιδίως με την ποίησιν, γράφων ο ίδιος κατά τρόπον πρωτότυπον και εντελώς
προσωπικόν. Τα πράγματα που ο Ανδρέας ηγάπα υπεράνω όλων των άλλων, ήσαν κατά
σειράν, αι ηδοναί του έρωτος, η ποίησις και τα μεγάλα ταξίδια – όμως, όχι εκείνα
που επιτρέπουν, απλώς, την μουσειακήν, τρόπον τινά, διαπίστωσιν και ταξινόμησιν του
λεγομένου «εντοπίου χρώματος», αλλά τα επιτρέποντα την προέκτασιν, την προβολήν και
την συμμετοχήν εκάστου «Ενός», εκάστου «Εγώ», εκάστου Ατόμου, διά της βιουμένης
προσωπικής κατανοήσεως της ολοκληρωτικής ουσίας και της οικουμενικής εννοίας, εις
την καθολικότητα και τον πλήρη ρυθμόν του Κόσμου. Ούτω, με πρώτον μέλημα τον έρωτα
και με σύντροφον την ποίησιν – ήτις, εις την βαθυτέραν της υπόστασιν, δεν διαφέρει
πολύ από τον ίμερον – ο Ανδρέας Σπερχής, είχε πραγματοποιήσει πολλά ταξίδια εις την
Δύσιν και την Ανατολήν, εξ ων, το ανωτέρω ρηθέν, υπήρξε το μεγαλύτερον. Μετά την
ατυχή έκβασιν της ερωτικής του περιπετείας εις τας Αθήνας, επιστρέψας εις το
Λονδίνον, απεφάσισε να επιβιβασθή επί του «Μεγάλου Ανατολικού», και άμα τη αφίξει
του εις τον Νέον Κόσμον, να διασχίση απ’ άκρου εις άκρον τας Ηνωμένας Πολιτείας,
τας οποίας δεν είχε ακόμη επισκεφθεί, και, θέτων άλλην μίαν φοράν εις ενέργειαν την
περί ταξιδίων θεωρίαν του, να προσπαθήση να λησμονήση την νεάνιδα που έκαμνε την
καρδίαν του να αιμάσση.
Ο Έλλην ποιητής, εξερχόμενος από την τελευταίαν φαντασίωσίν του, ησθάνθη προς
στιγμήν, αλλά μόνον προς στιγμήν, μίαν παρόρμησιν να μεταβή πάραυτα εις τον θάλαμόν
του, διά να δοκιμάση να συνεχίση εκεί ένα ποιητικόν γραπτόν εις πρόζαν, εν κείμενον
εντόνως ερωτικόν, αλλ’ άσχετον με την Βεατρίκην, το οποίον είχε αρχίσει εις τας
Αθήνας, προτού γνωρίση την ωραίαν κόρην, και του οποίου την τελείωσιν είχε διακόψει
η αποτυχούσα περιπέτειά του. Υπακούων εις την στιγμιαίαν εσωτερικήν αυτήν
παρώθησιν, ο Σπερχής κατηυθύνθη προς την κλίμακα της γέφυρας διά να κατέλθη. Όμως,
πριν θέση τον πόδα του εις την πρώτην βαθμίδα, ενθυμηθείς πόσον μάταιαι υπήρξαν
πολλαί παρόμοιαι πρόσφατοι απόπειραί του, εγκατέλειψε την κλίμακα και επανερχόμενος
εις την γέφυραν, εξηκολούθησε εκεί τας μελαγχολικάς και αλγολαγνικάς του σκέψεις.

Με αφορμή, και πάλι, τον Εμπειρίκο


Η politique d'auteur ή μια άμεση προτεραιότητα
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ Το αφιέρωμα στον Ανδρέα Εμπειρίκο του περιοδικού «Νέα Εστία»
(τεύχος Απριλίου 2002) περιλαμβάνει το αδημοσίευτο ως τώρα κείμενο της διάλεξης του
ποιητή για τη μοντέρνα ποίηση που δόθηκε στις 26 Ιανουαρίου 1971 στο Κολλέγιο
Αθηνών. Οι τότε μαθητές του Κολλεγίου, σημερινοί σαρανταπεντάρηδες και βάλε,
θυμούνται αυτή τη διάλεξη ως ένα αιρετικό γεγονός, ως μια αντιστασιακή πράξη, όσο
αντιστασιακό είναι να μιλάς για την ποίηση μεσούσης της δικτατορίας Σήμερα, το
κείμενο της διάλεξης αυτής, αποφορτισμένο από τις πολιτικές συνθήκες της εποχής που
εκφωνήθηκε, είναι σημαντικό για τον παιδαγωγικό χαρακτήρα του και κυρίως για την
αναλυτική ικανότητα του ποιητή να ομιλεί σε ένα νεανικό κοινό για τη μοντέρνα
ποίηση. Αν και στις μέρες μας οι έννοιες του μοντέρνου και του παραδοσιακού έχουν
επανεκτιμηθεί ή επαναθεωρηθεί, η διάλεξη του Εμπειρίκου διατηρεί ακέραιη την
ιστορικότητά της, κυρίως γιατί αποτελεί μια έγκυρη - με τα εργαλεία της εποχής -
και αυθεντική ματιά πάνω στο σώμα της ελληνικής ποίησης. Εκείνο που μου έκανε όμως
τεράστια εντύπωση είναι η γενναιοδωρία του ποιητή, αν λάβουμε υπόψη μας πόσο
μικρόψυχοι και φειδωλοί είναι σημερινοί ομότεχνοί του όχι στην απόδοση επαίνων αλλά
ούτε καν στην αναγνώριση. (Ως μάθημα εναντίον της τέχνης της κακολογίας μπορεί να
διαβαστεί σήμερα το κείμενο του 1945 «Νικόλαος Εγγονόπουλος ή Το θαύμα του Ελμπασάν
και του Βοσπόρου».)

Φωτογραφία που τράβηξε ο Εμπειρίκος με την Καλογεροπούλου

Ο ποιητής έκλεισε τη διάλεξή του «με την απαρίθμησιν ωρισμένων ελλήνων ποιητών που
ανήκουν, άλλοι περισσότερο, άλλοι λιγώτερο, εις τον μοντέρνον λυρισμό, οι οποίοι, ο
καθείς με τον δικό του τρόπο, είναι φορείς του μοντέρνου και εκπροσωπούν στην
Ελλάδα την σύγχρονον ποίησιν, με έργα ενίοτε πολύ σημαντικά, εκ των οποίων ποιητών,
ωρισμένοι αποτελούν αστέρας πρώτου μεγέθους στον ουρανόν της ποιήσεως» (διατηρώ την
ορθογραφία του Εμπειρίκου).
Ο Ελύτης σε φωτογραφία που τράβηξε ο Εμπειρίκος Ποιοι είναι αυτοί οι αστέρες; Ο
Εμπειρίκος απαριθμεί με αλφαβητική σειρά (βάζοντας και τον εαυτό του στον
κατάλογο): Μαντώ Αραβαντινού, Ελένη Βακαλό, Νάνος Βαλαωρίτης, Τάκης Βαρβιτσιώτης,
Κώστας Βάρναλης, Νικηφόρος Βρεττάκος, Νίκος Γκάτσος, Γιάννης Γκούμας, Ακος
Δασκαλόπουλος, Τάσος Δενέγρης, Νίκος Εγγονόπουλος, Οδυσσέας Ελύτης, Ανδρέας
Εμπειρίκος, Καβάφης, Νίκος Καρούζος, Κώστας Καρυωτάκης, Γιώργος Λίκος, Γιώργος
Μακρής, Ζήσης Οικονόμου, Παπαδίτσας, Τάκης Παπατσώνης, Νικήτας Ράντος, Ρίτσος,
Σαχτούρης, Γιώργος Σεφέρης, Σαραντάρης, Αγγελος Σικελιανός, Σινόπουλος, Λύντια
Στεφάνου, Χριστοδούλου, καθώς και μερικές νεαρές (τότε) ποιήτριες όπως η Εύα
Μυλωνά, η Ελενα Στριγγάρη και η Μαίρη Χατζημιχάλη. Στο αφιέρωμα της «Νέας Εστίας»
δημοσιεύεται επίσης το κείμενο «Είκοσι χρόνια εκδόσεων Ανδρέα Εμπειρίκου» του
εκδότη της Αγρας Σταύρου Πετσόπουλου. Το κείμενο αυτό είναι κατά τη γνώμη μου πολύ
σημαντικό γιατί για πρώτη φορά παρουσιάζεται τόσο συστηματικά μια politique
d'auteur, δηλαδή η εκδοτική πολιτική για έναν συγγραφέα καθώς και η υποδοχή του
έργου του, πολύ περισσότερο που το μεγαλύτερο μέρος του έργου του Εμπειρίκου
εκδόθηκε μετά τον θάνατο του ποιητή. Χάρη στην οικογένεια του ποιητή, τη σύζυγό του
Βιβίκα και τον γιο του Λεωνίδα, χάρη στον Σταύρο Πετσόπουλο, χάρη στον συστηματικό
μελετητή του Γιώργη Γιατρομανωλάκη, σήμερα ο έλληνας
αναγνώστης μπορεί να βρει σχεδόν το σύνολο των έργων του Εμπειρίκου. Μπορούμε
μάλιστα να πούμε ότι αυτός ο «της μη συμμορφώσεως ο άγιος», που ελάχιστα διαβάστηκε
από τους συγκαιρινούς του (τουλάχιστον όσον αφορά το εύρος του έργου του), σήμερα
υπάρχει ολόκληρος.

Ο γιος του ο Αλέξανδρος Στη Ρωσία Στο κείμενό του ο Σταύρος Πετσόπουλος μας θυμίζει
μερικές σημαντικές στιγμές της εκδοτικής τύχης του Εμπερίκου. Μας θυμίζει την
πλημμυρίδα παράνομων εκδόσεων στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της
δεκαετίας του 1980, που αντιμετωπίστηκε με πολλούς αγώνες - και δικαστικούς· μας
θυμίζει τη σιωπή της κριτικής σχετικά με τη συλλογή «Αι γενεαί πάσαι ή Η σήμερον ως
αύριον και ως χθες» (1985)· μας θυμίζει την περιπέτεια της έκδοσης του «Μεγάλου
Ανατολικού», που αρχίζει το 1988 και τελειώνει το 1992· μας θυμίζει ακόμη ότι το
έργο αυτό κρίθηκε από τους δύο πρώτους τόμους, αφού οι υπόλοιποι κυκλοφόρησαν μέσα
στη σιωπή της κριτικής και του Τύπου.
Στην Άντρο Μας θυμίζει επίσης ότι μεγάλη εμπορική επιτυχία είχαν ακριβώς οι δύο
πρώτοι τόμοι, που χρηματοδότησαν τους υπόλοιπους, των οποίων η πρώτη έκδοση δεν
έχει εξαντληθεί ακόμη. Μας δίνει και ορισμένες πληροφορίες το κείμενο του
Πετσόπουλου: ότι θα κυκλοφορήσει μια επιτομή του «Μεγάλου Ανατολικού» (για να
μάθουν επιτέλους ορισμένοι αναγνώστες των δύο πρώτων τόμων το τέλος του βιβλίου)
καθώς και τα πριν την «Υψικάμινο» και την «Ενδοχώρα» ποιήματα υπό τον τίτλο
«Προϊστορία ή Καταγωγή» σε επιμέλεια του Γιατρομανωλάκη.
Κοπέλα στο παράθυρο Σκέφτομαι πόσο κερδισμένοι θα είμαστε και πόσες παραδεδεγμένες
ιδέες θα είχαν κλονιστεί αν είχαμε πολλά ανάλογα κείμενα politique d'auteur. Για
παράδειγμα, αν ο Κέδρος (σκέφτομαι τη Νινέτα Μακρυνικόλα) μας παρουσίαζε την
εκδοτική τύχη του Ρίτσου· αν οι εκδότριες του Ικάρου μάς παρουσίαζαν την εκδοτική
τύχη του Γιώργου Σεφέρη· αν ο Πάτροκλος Σταύρου μάς παρουσίαζε την εκδοτική τύχη
του Καζαντζάκη. Τέτοια κείμενα δεν έχουν απλώς φιλολογική ή ιστορική αξία.
Αποτελούν μαρτυρίες νοοτροπικών συμπεριφορών, δείχνουν την αντοχή των υλικών.

O Ανδρέας Εμπειρίκος και ο Χρόνος


Σάββας Μιχαήλ Ομιλία στο Αφιέρωμα στον Ανδρέα Εμπειρίκο που οργάνωσε το Πολιτιστικό
Κέντρο Μπενετάτου, με την υποστήριξη του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου στο Παλαιό Ψυχικό
στις 16 Ιανουαρίου 2008. . Σε καιρούς χαλεπούς, εν καιρώ πολέμου, την Πρωτοχρονιά
του 1942, μετά τις νίκες του Κόκκινου Στρατού κατά των Ναζί στις μάχες της Μόσχας
και του Ροστώφ, μετά τη νίκη των βρετανικών στρατευμάτων επί του Ράιχ στην
Αγκετάμπια της Βόρειας Αφρικής, ο ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος χαιρετίζει τη νέα
χρονιά γράφοντας το βαρυσήμαντο ποίημα Εν όψει όλων των καιρών, όπως τιτλοφορείται
στην ύστερη μεταμόρφωσή του στη συλλογή Οκτάνα .
Εν όψει όλων των καιρών Εν όψει όλων των εκτάσεων Μια πρώτη μέρα προχωρεί.

Ο τίτλο δείχνει καθαρά ότι ο ποιητής την ιστορικά σημαδιακή εκείνη πρώτη μέρα του
χρόνου ατενίζει τον ορίζοντα του σύμπαντος χρόνου Εν όψει όλων των καιρών Ενός
χρόνου αδιαχώριστου από τον σύμπαντα χώρο Εν όψει όλων των εκτάσεων

Ο ποιητής βλέπει τον χωροχρόνο στην ενότητά του και σε όλη την απεραντοσύνη του
Καθολικού. Η ολότητα, όμως αυτή δεν είναι το στατικό Ον του Παρμενίδη αλλά το
δυναμικό Γίγνεσθαι του Hegel που ξεδιπλώνεται σε βακχικό, χορό σαν αυτόν που ο
μεγάλος Γερμανός διαλεκτικός ιδεαλιστής βλέπει να χορεύει η αλληλουχία των μορφών
του Πνεύματος . Η Πρώτη Μέρα του χρόνου κατά τον ποιητή μοιάζει με τον πρώτον άνδρα
που βαδίζει προς τα εμπρός. Ο πρώτος που σέρνει έναν χορό, ο κορυφαίος, η κορυφαία,
ένας Κρητικός με το μαχαίρι στο ζωνάρι, μια κόρη με ωραία βυζιά, οι πρώτοι των
χορών εν γένει? είναι η Πρώτη Μέρα που σέρνει τον χορό όσων ακολουθούν, χωρίς να
διαφέρει κατά βάθος από τις άλλες που έπονται . Η διαφορά βρίσκεται όχι στη σειρά
αλλά στην ανάπτυξη του ίδιου του χορού συνολικά. Έτσι προχωρεί και αναπτύσσεται εν
όψει όλων των καιρών και των εκτάσεων η συνοχή των αλληλουχιών, των πράξεων, των
λόγων, των γραπτών και των ονείρων . Η αλληλοσύνδεση της πράξης και του λόγου των
ανθρώπων, της γραφής και του ονείρου τους αλλά και εν γένει του χώρου και του
χρόνου, όλων των καιρών και όλων των εκτάσεων, δεν συντελείται εν σειρά, σε μια
γραμμική πρόοδο και παράταξη αλλά διαλεκτικά, δηλαδή μέσα από
αντιφάσεις. Η ανάπτυξη γίνεται ενώ το πρίσμα των αντιθέσεων συναρμολογεί και
συναρμολογείται , μέσα από την ανάδυση εσωτερικών αντιφάσεων που οι ίδιες
διαμεσολαβούν τον εαυτό τους και την αυτόυπέρβασή τους. Η δυναμική ολότητα μιας
κινούμενης αλληλουχίας εναλλασσόμενων αντιφάσεων, ιδού ο χωροχρόνος κατά τον Ανδρέα
Εμπειρίκο. Ο ποιητής με τα μέσα της τέχνης μεταμορφώνει σε ποίηση την φιλοσοφική
απόφανση της χεγκελιανής διαλεκτικής. Ενώ μαίνεται ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, ο
Εμπειρίκος μετατρέπει σε ποιητικό «σύνθεμα» την ίδια ιδέα που σημείωνε ο Λένιν
διαβάζοντας Χέγκελ στην αρχή του πρώτου παγκοσμίου πολέμου: «Η κίνηση είναι η
ενότητα της συνέχειας (του χώρου και του χρόνου) και της ασυνέχειας ( του χώρου και
του χρόνου). Η κίνηση είναι αντίφαση, μια ενότητα αντιφάσεων ». Ο ποιητής κι ο
επαναστάτης -που κάποτε συναντήθηκαν οι δρόμοι τους για να χωρίσουν μέσα στις
τραγωδίες του αιώνα μέχρι να ξαναδεί ο ποιητής τον επαναστάτη Βλαδίμηρο Ουλιάνωφ
Λένιν ανάμεσα στους Μπεάτους της Οκτάνας του - την ώρα της δοκιμασίας, σε καιρούς
χαλεπούς, εν πολέμω, αναζήτησαν κι οι δυο όχι μια ψεύτικη παραμυθία, μια φενάκη,
αλλά μια διαλεκτική πυξίδα στην τρικυμία των καιρών, σαν αυτή που συναρμολογήθηκε
στην Λογική του Χέγκελ- μια βαθύτερη κατανόηση της υφής του χρόνου, της ίδιας της
ύφανσής του από την Κλωθώ, την Λάχεση και την Άτροπο των αντιφάσεων. 2. Ο ιστορικός
χρόνος είναι η διαμεσολάβηση του κοσμικού χρόνου με τον χρόνο της ανθρώπινης
ύπαρξης. Κι ο Ανδρέας Εμπειρίκος, αντίθετα από ό,τι μπορεί να λένε οι μύθοι γι?
αυτόν και για τον ελληνικό υπερρεαλισμό, ποτέ δεν γύρισε την πλάτη του στην
Ιστορία, ποτέ δεν υπήρξε ένας αν-ιστορικός, α-πολίτικος ποιητής κλεισμένος σε
χρυσελεφάντινους πύργους ερωτικών φαντασιώσεων. Το ποίημα Εν όψει όλων των καιρών
της Οκτάνας είναι μόνο το ορατό τμήμα ενός γιγάντιου παγόβουνου που πλέει στον
ζοφερό, παγωμένο Ωκεανό της εποχής προς το υπέρλαμπρο βόρειο σέλας. Το αθέατο τμήμα
του ποιητικού παγόβουνου μπορέσαμε να το δούμε με την δημοσίευση το 1998, σε
επιμέλεια Γιώργη Γιατρομανωλάκη, ενός ευρύτερου ποιητικού συνόλου, με ημερομηνία
πάντα την 1η Ιανουαρίου 1942, και με τίτλο Our Dominions beyond the Seas ή Η βίωσις
των στίχων . Οι τρεις πρώτοι στίχοι και η συνθετική κατάληξη αυτού του ποιήματος
αποσπώνται κι ανασυνδέονται για να εμφανιστούν στην Οκτάνα ως το ποίημα Εν όψει
όλων των καιρών. Από την ίδια μήτρα προέρχονται, σύμφωνα με τον Λεωνίδα Εμπειρίκο ,
και δυο άλλα ποιήματα της ίδιας συλλογής, το Μία Χιονοστιβάς κρημνιζομένη με
ημερομηνία 3 Ιανουαρίου 1942 και το ποίημα Δύο άλογα του Giorgio de Chirico με
ημερομηνία 8 Ιανουαρίου 1942. Στο Our Dominions beyond the Seas?ξετυλίγεται μια
τρόπον τινά «κλασσική» χεγκελιανή αλληλουχία. Στην αρχή, ως Θέση, προτάσσονται σαν
όλο οι στίχοι ενός ποιήματος που, στη συνέχεια, τα μέρη του, έναςένας στίχος,
αναλύονται διεξοδικά και πρωτότυπα, για να καταλήξει η όλη κίνηση σε ένα Σύνθεμα. Η
ανάλυση ξεκινά με μια πολιτικο-στρατιωτική εκτίμηση της ιστορικής στιγμής στην
οποία βρίσκεται η εξέλιξη του πολέμου: Ο χρόνος ήρχισε καλά. Μεγάλες επιτυχίες του
Ερυθρού Στρατού στη Ρωσσία, σημαντικές επιτυχίες των Άγγλων πέρ? απ? την Βεγγάζη,
στη Μέση Ανατολή. Παρά την αναγνώριση της σημασίας των νικών των Συμμάχων και την
ακλόνητη βεβαιότητα του ποιητή για την τελική «περίλαμπρη νίκη», η ανάλυση της
συγκυρίας διακρίνεται από τον ρεαλισμό της, την αποφυγή κάθε υποτίμησης της ισχύος
και της αντοχής της Γερμανίας ή υπερτίμησης των συμμαχικών δυνατοτήτων.
Υπολογίζεται με σχετική ακρίβεια ότι ο πόλεμος θα τελειώσει σε δύο ή τρία χρόνια,
δηλαδή το 1944-45. Πάνω απ? όλα, όμως, ο Εμπειρίκος εκφράζει όχι απλώς την επιθυμία
αλλά την ανάγκη η αντιφασιστική Νίκη να είναι «ποιοτική», δημιουργώντας τις
προϋποθέσεις «να προχωρήσουμε ο καθένας και όλοι μαζί στην τόσο ποθητή και τόσο
αναγκαία ανάπλασι του κόσμου τούτου» . Από το επίπεδο του χρόνου της Ιστορίας και
της ανίχνευσης των ρυθμών του, ο ποιητής ξεκινά ? la recherche du temps perdu,
αναζητώντας τον χαμένο χρόνο της προσωπικής ζωής, αναλύοντας τον κάθε στίχο με την
βίωσί του, συνδέοντάς τον με προσωπικά βιώματα και μνήμες που διαρκώς
περιστρέφονται γύρω από το Πραγματικό του ερωτικού πόθου. Αλλά με την καταβύθιση
στα ενδόμυχα της ψυχής και της προσωπικής ύπαρξης δεν μένει ο Εμπειρίκος στο
επίπεδο του ατομικού. Στη συνέχεια, το «ανάλυμα» στο Our Dominions beyond the seas?
προχωρά σε μια διεισδυτική σύγκριση δύο κατεξοχήν ερωτικών συγγραφέων της Αμερικής,
του Walt Whitman και του Henry Miller, η οποία ξεπερνά τα όρια μιας εύστοχης
λογοτεχνικής κριτικής παρατήρησης για να γίνει
ιστορικοφιλοσοφικός στοχασμός πάνω στον Έρωτα και την ανθρώπινη απελευθέρωση( που
φωτίζει, συν τις άλλοις, την όλη στάση του Εμπειρίκου που συγκλίνει με εκείνη του
Ουίτμαν). Ο Χένρυ Μίλλερ παρά την ερωτογραφική ελευθεριότητά του εκφράζει μια
σεξουαλικότητα που φαινομενικά απελευθερωμένη παραμένει πάντα με το στίγμα της
δυσφορίας μέσα στον πολιτισμό ? με τον τρόπο που στις μέρες μας έδειξε ο Stanley
Kubrick στο κύκνειο αριστούργημά του, την ταινία Eyes Wide Shut (τίτλος που
μεταφράστηκε κακώς Μάτια ερμητικά κλειστά ενώ θα έπρεπε να αποδοθεί σε όλη του την
άλυτη αντίφαση Μάτια διάπλατα σφαλιστά). Αντίθετα, ο ευλογημένος Ουίτμαν υμνεί μέσα
στην αθωότητά του την ελεύθερη Λιβιδώ της ενιαίας ανθρωπότητος που κατά τον
Εμπειρίκο, στο ποίημα Τα τεκταινόμενα, είναι αναπόσπαστη με την τόσο ποθητή και
τόσο αναγκαία ανάπλασι του κόσμου τούτου και την οποία στο ποίημα της Πρωτοχρονιάς
του 1942 την βλέπει σαν καρπό μιας αντιφασιστικής Νίκης πραγματικά ποιοτικής κι όχι
ποσοτικής κι εφήμερης. 3. Αλλά από την γόνιμη ποιητική μήτρα της σύνθεσης Our
Dominions beyond the Seas? δεν γεννώνται μόνο το Εν όψει όλων των καιρών και τα
άλλα δύο προαναφερθέντα ποιήματα που αποκομμένα από τον ομφάλιο λώρο τους
ενσωματώνονται στην παραδείσια θέρμη της Οκτάνας, της Ουτοπίας του ανθρώπινου
μέλλοντος. Όπως το έδειξε ο Γ. Γιατρομανωλάκης, το ποίημα-κλειδί Εν όψει όλων των
καιρών παραπέμποντας άμεσα σε σύνθεση με τίτλο Φωνές και υδατοπτώσεις συνδέεται και
με την συλλογή Αι γενεαί πάσαι ή Η σήμερον ως αύριον και ως χθές που η τρίτη και
πέμπτη ενότητά της φέρουν αυτόν ακριβώς τον τίτλο. Με την σειρά της η συλλογή αυτή
του 1966, όπως πάλι δείχνει στο Επίμετρό του ο Γιατρομανωλάκης, περιλαμβάνει
ποιήματα από τρεις διαφορετικές χρονικές περιόδους της ποιητικής δημιουργίας του
Εμπειρίκου: «α) ποιήματα που αποσπώνται από το corpus της Ενδοχώρας β) ποιήματα που
γράφονται από το 1950 έως το 1955 και γ) ποιήματα που γράφονται από το 1963 ως το
1966» . Υπάρχουν δηλαδή κυριολεκτικά αι γενεαί πάσαι της εμπειρίκιας ποίησης.
Συνάμα αναπτύσσεται κι ο ποιητικός στοχασμός περί χρόνου, εμφανής και στον διττό
ακόμα τίτλο της συλλογής, μέσα από όλες τις γενεές των ποιημάτων, εν όψει όλων των
καιρών της Σήμερον, της Αύριον και του Χθες. Ο τίτλος δεν υπονοεί καμιά μοιραία
επανάληψη του μέλλοντος και του παρελθόντος στο παρόν. Ο χρόνος στον Εμπειρίκο δεν
είναι κυκλικός αλλά σπειροειδής, ταυτόχρονα συνεχής και ασυνεχής, με προοπτική μια
τελική ρήξη, αυτό που η βιβλική παράδοση αλλά κι ο ιστορικός υλισμός ενός Walter
Benjamin ονομάζουν το Μεσσιανικό κι ο ποιητής της Οκτάνας χαιρετίζει ως τον ερχομό
και την ανάγκη των νέων Παραδείσων Στον Εμπειρίκο ο Έρωτας εγγράφεται σ? αυτήν την
υλιστική μεσσιανικήεσχατολογική προοπτική. Στο ποίημα Τώρα και παρομοίως
Περιφερόμεθα στο ακρογιάλι των ερώτων μας Χωρίς καμιάν υστεροβουλίαν χωρίς
ιδιοτέλεια Φροντίζοντας για τα μελλούμενα του κόσμου ? Ως ιεράρχαι μεγαλόπρεποι με
σιγουράδα Υπερποντίου οράματος που μας μαγεύει Το υπερπόντιο όραμα δεν είναι άλλο
από εκείνο του απελευθερωμένου Νέου Κόσμου στο οποίο ποντοπορεί ο εμπειρίκειος
Μέγας Ανατολικός. Οι αναταραχές κι οι θύελλες που συναντά η πορεία της καθολικής
ανθρώπινης χειραφέτησης, οι παγκόσμιοι πόλεμοι κι οι καταβυθίσεις σε ρουφήχτρες της
Ιστορίας δεν μπορούν να την ματαιώσουν Κατήφορε της ιστορίας Ζέσι τροπική σαν
όμορφη γυναίκα Θ? ανηφορίσης πάλι Στην ομορφιά των πλασμάτων της Φύσης, ο ποιητής
δεν διστάζει να δει την ουτοπική προέκφανση, το Vorschein, όπως θα έλεγε ο Ernst
Bloch μιας τελικής δικαιοσύνης, για την οποία τολμά να χρησιμοποιήσει τον όρο του
Ωριγένη για την αποκατάσταση των πάντων Αντίρροπον του κάθε δράματος η τρυφερά
ανεμώνη Σημαίνει το φανέρωμα κάποιας δικαιοσύνης Κ? αίφνης η θλάσις των λεπτοτέρων
μίσχων
Ακεραιότης γίνεται αποκατάστασις πληρότης Το αρχέγονο κάλλος ενός χαμένου
Παραδείσου ανασταίνεται και προβάλει στον ορίζοντα του Αύριο Κ? αίφνης κοντά στης
πανηγύρεως τον χώρο Μέσα από σπήλαιον βαθύ προβαίνει Ως άνθρωπος ξαφνικός
νεαντερντάλιος Ως πιθηκάνθρωπος τεράστιος erectus Πολύ πριν ακουσθή η κλαγγή των
λεγεώνων Πρωτόκλητος και αρχέτυπος προβαίνει Στο φως της πανηγυρικής αυτής ημέρας
Ως μέγας αναμάρτητος Αδάμ Με ένα λαλίστατον ειρηνικό πουλί στον ώμο Ως άρχων της
γης μοιραίος προβαίνει Αναζητών λαόν πιστόν και αγέλας καλλιμάστων νεανίδων
Βαρύγδουπος κισσοστεφής προβαίνει Θανάτω θάνατον πατήσας Ο νέος αιών. Ο νέος αιών,
ο βιβλικός Ολάμ Αμπά, ο Κόσμος που έρχεται έχει τα χαρακτηριστικά του Αρχάνθρωπου
Αδάμ Καδμόν ή, όπως λέει ο ποιητής αλλού, έχει το πρόσωπο Χριστού- Αδώνιδος
ερωτικού και ανθρώπου
Στο σήμερα φανερώνεται το αύριο να λυτρώνει το χθες. Ο ΧριστόςΆδωνις μα και ο
τίτλος της συλλογής του Ανδρέα Εμπειρίκου έρχονται σαν ηχώ των λόγων της Προς
Εβραίους Επιστολής: Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας. Ο
χρόνος του Μεσσιανικού είναι το αντίθετο της γραμμικής εξέλιξης, μιας στατικής
αιωνιότητας και προπαντός μιας Αιώνιας Επιστροφής του Ίδιου. Στον Εμπειρίκο
απέναντι στο μύθο κάποιου παντοδύναμου Τροχού της μοίρας που γυρίζει χωρίς τέλος
αντιπαρατάσσονται Οι όρθιοι υπέρμαχοι των ινδαλμάτων Της τελικής μας νίκης όλων των
καιρών Παρόλες τις διαψεύσεις, το έρεβος και τα τραύματα της Ιστορίας ο Ανδρέας
Εμπειρίκος δεν αμφιβάλει καθόλου γι? αυτό το Τέλος Διότι βέβαιον απολύτως είναι Ότι
θα έλθη γρήγορα μια μέρα Μια μέρα σαν λευκή γυναίκα Μια μέρα τελέσεως θριάμβου Αφού
η βούλησις η ελευθέρα Τα «Άαχ!» και «΄Ωωχ!» του διαπύρου πάθους Η έξοδος από τα
δάση της ανίας Η θραύσις των δεσμών πάσης δουλείας Κυοφορούν στη σάρκα μας Τις
πράξεις και την δόξαν της μελλούσης ιστορίας
4. Η βεβαιότητα για τα μελλούμενα των ανθρώπων δεν αφήνει τυφλό τον Εμπειρίκο
μπροστά στην αρχή της πραγματικότητας σήμερα. Από μιαν άποψη είδαμε τον ρεαλισμό
του υπερρεαλιστή ποιητή στη νηφάλια ανάλυση της πολεμικής συγκυρίας το 1942 στο Our
Dominions beyond the seas?Σε ένα ποίημα που αποσπάστηκε από την ίδια μήτρα για να
δημοσιευτεί πολύ αργότερα στην Οκτάνα, στα Δύο Άλογα του Giorgio de Chirico,
στοχαζόμενος πάνω στον θαυμάσιο πίνακα του Ιταλο-Βολιώτη μεταφυσικού ζωγράφου,
βλέπει τα δυο υπέροχα άλογα που ξέφυγαν ή διώχτηκαν από τα κτίσματα του λόφου να
έχουν σταματήσει εμπρός σε απροσπέλαστο φραγμό, στον φραγμό που βάζει η θάλασσα
μπροστά των, στο φράγμα που τόσο συχνά θέτει η πραγματικότητα σε πόθους
παμμεγίστους, που όσο πιο ανικανοποίητοι μένουν, άλλο τόσο γεννούν, τρέφουν και
διατηρούν ανείπωτη νοσταλγία, την νοσταλγία του άπω παρελθόντος ή του απωτάτου
μέλλοντος, τη νοσταλγία που ένα παρόν σφικτά πολιορκημένο δημιουργεί? Ακόμα, όμως,
κι όταν οι φραγμοί του παρόντος εμφανίζονται ανυπέρβλητοι, ιδιαίτερα σε καιρούς
χαλεπούς, εν καιρώ πολέμου ή και στην τύρβη μιας αποπνιχτικής καθημερινότητας οι
όρθιοι υπέρμαχοι των ινδαλμάτων μιας τελικής νίκης όλων των καιρών δεν παύουν να
φροντίζουν για τα μελλούμενα του κόσμου. Μιαν άλλη Πρωτοχρονιά, πολύ πριν από
εκείνη του 1942, την Πρωτοχρονιά του 1901, του έτους που γεννήθηκε ο Ανδρέας
Εμπειρίκος στην Βραΐλα της Ρουμανίας, ο μέντορας του ποιητή στα χρόνια της νιότης
του, ο εξόριστος στη Βιέννη, 22χρονος τότε επαναστάτης Λεβ Νταβίντοβιτς Τρότσκυ
έγραφε στοχαζόμενος για την νέα χρονιά και τον καινούργιο αιώνα, την πατρίδα μας
μέσα στον χρόνο, όπως αποκαλούσε την εποχή μας ?Αν ήμουνα κάποιο ουράνιο σώμα θα
κοίταζα με πλήρη αδιαφορία αυτήν την άθλια σφαίρα από σκόνη και βρωμιά? Θα έλαμπα
εξίσου επί δικαίων και αδίκων? Αλλά είμαι άνθρωπος. Η παγκόσμια ιστορία που για
σένα αδιάφορε φουσκωμένε διάνε της επιστήμης, για σένα λογιστάκο της αιωνιότητας,
δεν είναι παρά μια αμελητέα στιγμή στη ζυγαριά του χρόνου είναι για μένα τα πάντα!
Όσο αναπνέω θα παλεύω για το μέλλον, γι? αυτό το ακτινοβόλο μέλλον στο οποίο ο
άνθρωπος, δυνατός και ωραίος, θα γίνει κύριος της ροής της ιστορίας του που τον
συμπαρασύρει τώρα και θα την κατευθύνει στον άνευ ορίων ορίζοντα της ομορφιάς, της
ευφροσύνης και της ευτυχίας!...
Φαίνεται σάμπως ο νέος αιώνας, αυτός ο νεοφερμένος γίγαντας, να σκύβει, αμέσως
μόλις εμφανίστηκε, πάνω στον αισιόδοξο για να τον ρίξει στην απόλυτη απαισιοδοξία
και την νιρβάνα της ιδιώτευσης «- Θάνατος στην Ουτοπία! Θάνατος στην πίστη!,
Θάνατος στην αγάπη! Θάνατος στην ελπίδα!» μας κεραυνοβολεί ο 20ος αιώνας με
ομοβροντίες πυρός και κανονιοβολισμούς. «-Παραδώσου, εσύ, αξιοθρήνητε ονειροπόλε.
Εδώ είμαι εγώ, ο 20ος αιώνας που περίμενες τόσο πολύ, εγώ είμαι το μέλλον σου» «-
Όχι» απαντάει ο ανυπόταχτος αισιόδοξος «Εσύ- εσύ δεν είσαι παρά μονάχα το παρόν» .
Ο ευλογημένος ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος θα πρόσθετε Και ιδού που αλλάζουν οι
καιροί? Αθήνα, Πρωτοχρονιά 2008 - 15 Ιανουαρίου 2008 Επέτειος της δολοφονίας της
Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λήμπκνεχτ

ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ - Ο ΜΕΓΑΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΣ (ΤΟΜΟΣ Α)


http://www.politikokafeneio.com/neo/modules.php? name=News&file=article&sid=7543 Ο
Ανδρέας Εμπειρίκος (1901-1975), είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές
της γενιάς του Τριάντα και εισηγητή του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα. Ο Εμπειρίκος
θεωρείται ένας από τους πιο εμπνευσμένους και πιο γόνιμους Έλληνες ποιητές του 20ου
αιώνα, ένας από τούς κύριους εκπροσώπους του ελληνικού μοντερνισμού, πρωτοπόρος και
ανανεωτής της νεότερης ποίησής μας, τολμηρός και επαναστατικός στην σκέψη και στο
λόγο του, οραματιστής και διαπρύσιος κήρυκας ενός εδεμικού, ερωτικού και
απελευθερωμένου βίου. http://www.scribd.com/doc/925426/
<a title="View ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ - Ο ΜΕΓΑΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΣ (ΤΟΜΟΣ Α) on Scribd"
href="http://www.scribd.com/doc/925426/-" style="margin: 12px auto 6px auto; font-
family: Helvetica,Arial,Sansserif; font-style: normal; font-variant: normal; font-
weight: normal; fontsize: 14px; line-height: normal; font-size-adjust: none; font-
stretch: normal; -x-system-font: none; display: block; text-decoration:
underline;">ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ - Ο ΜΕΓΑΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΣ (ΤΟΜΟΣ Α)</a> <object
id="doc_754102584924573" name="doc_754102584924573" height="600" width="100%"
type="application/x-shockwave-flash"
data="http://d1.scribdassets.com/ScribdViewer.swf" style="outline:none;" > <param
name="movie" value="http://d1.scribdassets.com/ScribdViewer.swf"> <param
name="wmode" value="opaque"> <param name="bgcolor" value="#ffffff"> <param
name="allowFullScreen" value="true"> <param name="allowScriptAccess"
value="always"> <param name="FlashVars"
value="document_id=925426&access_key=key202gwvx5q2py37t2rtdu&page=1&viewMode=list">
<embed id="doc_754102584924573" name="doc_754102584924573"
src="http://d1.scribdassets.com/ScribdViewer.swf?
document_id=925426&access_key=key202gwvx5q2py37t2rtdu&page=1&viewMode=list"
type="application/xshockwave-flash" allowscriptaccess="always"
allowfullscreen="true" height="600" width="100%" wmode="opaque"
bgcolor="#ffffff"></embed> </object>

ΤΕΛΟΣ

ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ http://politikokafeneio.com

You might also like