Professional Documents
Culture Documents
O n May 10, 2004, the Greek Paleographical Society and the Gennadius Library held a
gether to produce this volume on Greek manu-
scripts in both Greek and English. Their publi-
colloquium and exhibition of manuscripts contained in the Library, taking speakers and audi- cation marks the relaunch of the Gennadeion
Monographs series and allows the American
ence on a Journey through the World of Manuscripts in the Gennadius Collection: From Cae-
School of Classical Studies to continue its com-
sarea to Vienna, from Vasileios Meliteniotes to a companion of Rigas Ferraios, from 1226 to 1796. mitment to bilingual publishing.
The Greek Paleographical Society was concerned to take not only specialist scholars on this
journey but also interested laymen, giving them the chance to appreciate and discover the in-
trinsic fascination of some of the manuscripts in the Gennadius Library’s collection assembled The Gennadius Library (known as “the
by George Gennadius and by his son, John.
1. Όπως τα χειρόγραφα βυζαντινής μουσικής τα 2. Ταξίδι στον κόσμο των χειρογράφων: κατάλογος
οποία δώρισε στη Βιβλιοθήκη ο καθηγητής του Πανε- έκθεσης χειρογράφων Γενναδείου Βιβλιοθήκης, επιμ.
πιστημίου της Βοστόνης Curtis Runnels. Μαρία Πολίτη, Ελένη Παππά. Αθήνα: Ελληνική Πα-
λαιογραφική Εταιρεία, 2004.
vi Πρόλογος
Ο τόμος αυτός, που βασίζεται στα πρακτικά του συνεδρίου του 2004, αναλύει τον
πολύτιμο ρόλο που κάθε χειρόγραφο διαδραμάτισε στην εποχή του. Χάρις στις οργα-
νωτικές ικανότητες της Μαρίας Πολίτη, μια ομάδα ειδικών ανέλαβε να μελετήσει τη
μικρο-ιστορία μερικών από τα περισσότερο ενδιαφέροντα ελληνικά χειρογράφα της
συλλογής της Γενναδείου. Δεν θα σταθώ πάρα μόνο λίγο στην αξιοθαύμαστη διερευ-
νητική δουλειά που απαιτείται ώστε να αποκτήσουν ζωή τα χειρόγραφα. Άλλωστε
η αποκάλυψη κρυφών θησαυρών είναι μία από τις μεγαλύτερες ικανοποιήσεις που
μπορεί να προσφέρει μια βιβλιοθήκη σε έναν ερευνητή· τα δοκίμια του τόμου φέρνουν
στο προσκήνιο ακριβώς αυτή την πτυχή της έρευνας. Οι μελέτες που περιλαμβάνονται
στον τόμο αυτό αναλύουν το ρόλο που έπαιξαν τα χειρόγραφα στη διατήρηση της
πνευματικής ιστορίας της Ελλάδας· αναγνωρίζουν γραφείς, προσδιορίζουν μεθόδους
αντιγραφής και χειρόγραφες παραδόσεις κειμένων, αλλά επίσης διευκρινίζουν τον
τρόπο με τον οποίο ο Ιωάννης Γεννάδιος επέλεγε τα χειρόγραφα που αγόραζε. Τα
δοκίμια άπτονται θεμάτων παλαιογραφίας, τέχνης, μουσικής και επιστήμης, αλλά
ασχολούνται επίσης και με τις πρακτικές πτυχές της σχολικής εκπαίδευσης ή την
ιστορική πραγματικότητα στις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης.
Η πολυμάθεια και η ευρύτητα αυτού του τόμου σίγουρα θα κινήσουν το ερευ-
νητικό ενδιαφέρον για αυτή τη μοναδική συλλογή χειρογράφων. Άλλωστε, αυτή η
πρώτη διερεύνηση της συλλογής χειρογράφων της Γενναδείου έχει ήδη λειτουργήσει
ως έναυσμα για άλλες δραστηριότητες μέσα στη βιβλιοθήκη. Μια γενναιόδωρη διετούς
διάρκειας χορηγία από το ίδρυμα Demos των Η.Π.Α. χρηματοδότησε την απογραφή
όλων των ελληνικών χειρογράφων της βιβλιοθήκης (2008-2010). Υπό την εποπτεία της
βιβλιοθηκαρίου της Γενναδείου Ειρήνης Σολομωνίδη και με την επιστημονική αρωγή
της Μαρίας Πολίτη, η φιλόλογος και παλαιογράφος Βασιλική Λιάκου-Kropp καταλο-
γογράφησε ηλεκτρονικά όλα τα ελληνικά χειρόγραφα της Βιβλιοθήκης στο συλλογικό
ηλεκτρονικό κατάλογο των βιβλιοθηκών της Αμερικανικής Σχολής, την Αμβροσία.
Είναι ελπίδα όλων μας ότι και άλλες παρόμοιες πρωτοβουλίες θα διασφαλίσουν την
καταλογογράφηση και των υπόλοιπων χειρογράφων της Βιβλιοθήκης.
Η σημαντική αυτή μελέτη αποτελεί τον έκτο τόμο της Σειράς Μονογραφιών της
Γενναδείου, στην οποία έχει δημοσιευθεί σπουδαίο πρωτογενές υλικό από τις συλ-
λογές της Γενναδείου από το 1940. Τα θέματα της Σειράς αυτής κυμαίνονται από τις
εντυπώσεις του νεαρού Ερρίκου Σλήμαν από το ταξίδι του τις Η.Π.Α. (τόμ. ΙΙ) και
τα εντυπωσιακά σχέδια των βενετικών οχυρώσεων που είχε παραγγείλει ο Βενετός
αξιωματούχος Francesco Grimani το δέκατο έβδομο αιώνα (τόμ. IV), έως ταξιδιωτικές
αναφορές (τόμ. III) και στρατιωτικές εκθέσεις από το ημερολόγιο του Thomas Douglas
Whitcombe του 1827 (τόμ. V). Ο τόμος αυτός αντιπροσωπεύει μια νέα αρχή της Σει-
ράς Μονογραφιών της Γενναδείου μετά την αναθεωρημένη έκδοση του βιβλίου του
Kevin Andrews Castles of the Morea (τόμ. IV) του 2006. Δημοσιεύεται ταυτόχρονα στην
αγγλική και την ελληνική γλώσσα και φιλοδοξεί να ενισχύσει δυναμικά τη δημοσί-
ευση ανέκδοτου υλικού από τη Βιβλιοθήκη.
Προλογος vii
Κατάλογος Εικόνων
ix
•1•
Εισαγωγή:
Ο Ιωάννης Γεννάδιος και η συλλογή χειρογράφων
της Γενναδείου Βιβλιοθήκης
Μαρία Λ. Πολίτη
1
•2•
Τα εικονογραφημένα βυζαντινά χειρόγραφα
της Γενναδείου Βιβλιοθήκης
Αγγελική Μητσάνη
9
•3•
Χειρόγραφα ψαλτικής τέχνης αποκείμενα
στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη
Εμμανουήλ Στ. Γιαννόπουλος
21
•4•
Το κείμενο «της Κλίμακος» στο χειρόγραφο Κυριαζή 15
Νόννα Δημ. Παπαδημητρίου
35
•5•
Εικονογραφημένα χειρόγραφα της εποχής του έντυπου βιβλίου
Όλγα Γκράτζιου
49
•6•
Χειρόγραφες πηγές της εκκλησιαστικής ιστορίας στη Γεννάδειο
Κρίτων Χρυσοχοΐδης
59
x ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
•7•
Έλληνες και Δυτικοί λόγιοι, αντιγραφείς και φιλόλογοι
(15ος-19ος αι.) σε χειρόγραφα της Γενναδείου Βιβλιοθήκης
Ελένη Παππά
67
•8•
Τα μεταβυζαντινά φιλοσοφικά χειρόγραφα
της Γενναδείου Βιβλιοθήκης
Χαρίτων Καρανάσιος
81
•9•
Και πάλι τα καραμανλίδικα ως μέσο έκφρασης
των Μικρασιατών Ορθοδόξων. Δύο χειρόγραφα του 18ου αιώνα
Πηνελόπη Στάθη
87
• 10 •
Το Υπόμνημα του 1796. Μια πρόσθετη ανάγνωση
Σπύρος Ι. Ασδραχάς
95
• 11 •
΄Ιχνη του Ιωάννη Εμμανουήλ, σύντροφου του Ρήγα,
σε «Μαθηματάριο» του 18ου αιώνα
Γιάννης Κόκκωνας
99
ΣΥ ΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
115
βιβλιογραφία
116
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ
125
ΠΙΝΑΚΕΣ
Κατάλογος Εικόνων
Εικον ες
Πινακες
1. Γενν. 259, φ. 1: Aρχή του ευαγγελίου του Mατθαίου, ορθογώνιο επίτιτλο και
αρχικό γράμμα B
2. Γενν. 259, φφ. 94v-95: Tέλος του ευαγγελίου του Mάρκου και αρχή του ευαγγε-
λίου του Λουκά, αρχικό γράμμα E. Κάτω, η ιδιότυπη αρίθμηση του τετραδίου:
βα΄ [= Δευτέρα]
3. Γενν. 259, φφ. 153v-154: Πασχάλια
4. Γενν. 1.5, φ. 1v: Σημείωμα του αγίου Eπιφανίου
5. Γενν. 1.5, φ. 2: Eπιστολή Eυσεβίου προς Kαρπιανόν
6. Γενν. 1.5, φ. 85v: Ευαγγελιστής Λουκάς
7. Γενν. 1.5, φ. 132v: Ευαγγελιστής Iωάννης
8. Γενν. 1.5, φ. 86: Aρχή ευαγγελίου Λουκά, το σύμβολό του ο λέων, επίτιτλο
9. Γενν. 1.5, φ. 133: Aρχή ευαγγελίου Iωάννη, το σύμβολό του ο αετός, επίτιτλο
10. Γενν. 1.5, φ. 166: Eπίγραμμα, αρχή κολοφώνος
11. Γενν. 1.5, φ. 166v: Tέλος κολοφώνος, αρμενικό σημείωμα
12. Γενν. 1.6, φ. 15: Σημείωμα άγνωστου γραφέα
13. Γενν. 1.6, φφ. 79v-80: Επίγραμμα, κολοφών
14. Γενν. 1.6, φ. 35: Ευαγγελιστής Λουκάς
15. Γενν. 1.6, φ. 35v: Aρχή ευαγγελίου Λουκά, επίτιτλο, αρχικό γράμμα E, δείγμα
γραφής
16. Γενν. Μα 17, φ. 305: Ο κολοφών του Νικηφόρου
17. Γενν. Κυ 25, φ. 106: Ο κολοφών του Ιωάννου του Χίου
18. Γενν. 26, φ. 191: Ο κολοφών του Ιωάσαφ
19. Γενν. Κυ 30, 82v: Εξηγήσεις καλοφωνικών ειρμών από τον Χουρμούζιο
20. Γενν. 25, φ. 198: Αυτόγραφο Δημητρίου Λώτου του Χίου
xii Κατάλογος των Φωτογραφιών
69. Εδώ συγκέντρωσε κάποια στιχουργήματα του ο Ιωάννης Εμμανουήλ στις 8 Ιανου-
αρίου 1796. Δεξιά το επικολλημένο με ισπανικό κηρό δίφυλλο, που περιέχει ένα
από τα δύο γνωστά τυπωμένα ποιήματά του
70. Γενν. 801, σ. 361, με τη μορφή του Ρήγα;
• 1•
Εισαγωγή:
Ο Ιωάννης Γεννάδιος και η συλλογή χειρογράφων
της Γενναδείου Βιβλιοθήκης
Μ Α ΡΙ Α Λ . ΠΟΛ ΙΤ Η
1. Η ΄Εκθεση περιλάμβανε αντιπροσωπευτικά αποφυγήν παρανοήσεων, μόνο στις σελίδες του Κα-
χειρόγραφα από τις ενότητες για τις οποίες είχε γίνει ταλόγου και σε εικόνες (π.χ., Πολίτη και Παππά, σ.
λόγος στην Ημερίδα, και αρκετά άλλα. Βλ. Πολίτη 104-105, εικ. 28).
και Παππά 2004. Οι παραπομπές γίνονται εδώ, προς
2 ΜΑΡΙΑ Λ. ΠΟΛΙΤΗ
2. Γκίνης και Πανταζόπουλος 1985, σ. 31 (Η αρχή [RRO 421] · Walton 1964, σ. 305-326 · 1970, σ. 3-16,
του Προοιμίου). Πρβ. και χειρόγραφο ΕΒΕ 2372, φ. 3v ιδ. 12-14 · 1972, σ. 5-17, ιδ. 8-11· Γεννάδειος Βιβλιο-
στο Πολίτης 1991, σ. 371. θήκη 2001 · Μαζαράκης-Αινιάν 2002.
3. Πρόκειται για τα θραύσματα της οινοχόης, που 5. Ως ελάχιστος φόρος τιμής εκ μέρους μας, στην
βρέθηκε στο εργαστήρι του Φειδία, στην Ολυμπία. Βλ. ΄Εκθεση το χειρόγραφο πήρε επίσης τον αρ. 1, όπως
Φραγάκη 2007, σ. 364-379, ιδ. 373-374. είχε και στον ιδιόγραφο Κατάλογο του Ιωάννου Γεν-
4. Για τον Γεώργιο και Ιωάννη Γεννάδιο, τη Γεννά- ναδίου (βλ. σημ. 6). Βλ. Πολίτη και Παππά 2004, σ. 13
δειο Βιβλιοθήκη και τη συλλογή των ελληνικών χει- και 21-23. Για το χειρόγραφο βλ. και εδώ, Αγγελική
ρογράφων βλ. Topping 1955, σ. 121-148, ιδ. 145-146 Μητσάνη, σ. 11-14.
Εισαγωγή 3
που θα ονομαστεί «Η Γεννάδειος», στη μνήμη του πατέρα του, να δημοσιευτούν λεπτο-
μερείς περιγραφικοί Κατάλογοι κατά είδη,6 κ.ά.
Και το 1926 είχε την ευτυχία να αξιωθεί να δει το όραμά του τετελεσμένο και
να εγκαινιάσει ο ίδιος, μαζί με την αγαπημένη του σύζυγο Ανθή,7 τη Γεννάδειο
Βιβλιοθήκη!
Το δημιούργημά του το προίκισε με τις σπάνιες συλλογές του πατέρα του και
τις δικές του (όλες τους τις συλλογές: βιβλίων, παλαιτύπων, χειρογράφων, χαρτών,
πινάκων κ.ά.), που είχαν δημιουργηθεί με πολλούς κόπους και θυσίες, ακόμα και σε
αντίξοες συνθήκες. Κάποτε μάλιστα, σε καιρό οικονομικής δυσπραγίας, αναγκάστηκε
να πάρει τη σκληρή απόφαση να πουλήσει αρκετά από τα αντικείμενα της συλλογής,
ευτυχώς όμως αργότερα κατάφερε σταδιακά να τα ανακτήσει. ΄Ετρεφε πάντοτε απέ-
ραντη λατρεία για την Ελλάδα και για οτιδήποτε αποτελεί μαρτυρία της αδιάκοπης
ανάπτυξης της παιδείας και του πολιτισμού της. Και ήταν ο ίδιος βαθύς γνώστης της
σημασίας και της δύναμης της παιδείας σε κάθε ιστορική στιγμή, όπως τόσο εύστοχα
το έχει εκφράσει: «είναι αμφίβολο αν άλλο έθνος εξετίμησε την παιδεία σε τέτοιο
βαθμό, όπως οι ΄Ελληνες, τόσο στις μέρες της δόξας και της ευημερίας τους όσο και
στις πιο μαύρες στιγμές της τουρκικής κυριαρχίας».8 Παράλληλα, βέβαια, πίστευε ότι
η ελληνική παιδεία εξακολουθεί να έχει την παγκόσμια εμβέλεια, που την διαιωνίζει
το απόφθεγμα του Ισοκράτη, χαραγμένο συνοπτικά επάνω από την αρχαιοπρεπή είσοδο
της Βιβλιοθήκης: Ἕλληνες καλοῡνται οἱ τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας μετέχοντες,9
για το οποίο πίστευε ότι «θα πρέπει να θεωρείται όχι απλή έκφραση πανηγυρική αλλά
νηφάλια διαπίστωση».10 Ενδεικτικό της λατρείας του για την Ελλάδα είναι και το γεγο-
νός ότι ως διπλωμάτης φορούσε την επίσημη στολή των αγωνιστών της Επανάστασης,
κι έτσι θέλησε να διαιωνιστεί η φυσιογνωμία του στις απεικονίσεις του.
΄Εντονο ήταν το ενδιαφέρον του για τα χειρόγραφα, κυρίως για εκείνα που απο-
τελούσαν μαρτυρίες των νοοτροπιών και της πορείας της διανόησης και του νεώτερου
ελληνικού πνεύματος κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Ενώ η ιδιαίτερη φιλοκαλία
του είναι έκδηλη τόσο στην επιλογή σπάνιων σταχώσεων όσο και στη φροντίδα του
να σταχωθούν χειρόγραφα σύμφωνα με το περιεχόμενό τους, όπως στην περίπτωση του
Ευαγγελίου (Γενν. 1.6, βλ. εδώ παραπάνω), που δέθηκε, κατά παραγγελία του, από
6. Ο ίδιος ο Ιωάννης Γεννάδιος συνέταξε το 1922 η εργασία όμως δεν ολοκληρώθηκε. Τους συγγραφείς
πλήρη Κατάλογο στα αγγλικά, δακτυλόγραφο, κατά ευχαριστούμε θερμά, και από τη θέση αυτή, για την
κατηγορία των Συλλογών του (Gennadius 1922), αρ- εμπιστοσύνη που έδειξαν στην Παλαιογραφική Εται-
χίζοντας από τα χειρόγραφα, για τα οποία δίνει ση- ρεία και για την άδεια να συμβουλευτούμε το ανέκ-
μαντικές και τεκμηριωμένες πληροφορίες, παρόλο δοτο υλικό.
που δηλώνει «μη ειδικός στην παλαιογραφία», και 7. Εξελληνισμός του Florence. Ήταν Αμερικανίδα,
συνιστά «αυτό το τμήμα να αναθεωρηθεί ριζικά πριν επίσης βιβλιόφιλος, που συμμερίστηκε και ενίσχυ-
τυπωθεί». Δυστυχώς η επιθυμία του για εκτύπωση σε το όραμα του συζύγου της για τη Γεννάδειο, βλ.
δεν έχει ακόμα εκπληρωθεί! Ο δικός του Κατάλογος Walton 1964, σ. 320-326.
πάντως βρίσκεται στη διάθεση των ερευνητών, και 8. Μαζαράκης-Αινιάν 2002, σ. 5.
υπήρξε πολύτιμος σύμβουλός μας.—Προ ετών είχαν 9. Ισοκράτης, Πανηγυρικός 4.50: « . . . καὶ μᾶλλον
συνεργαστεί για τη σύνταξη νέου Καταλόγου των Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέ-
χειρογράφων της Γενναδείου ο καθηγητής Αθανάσιος ρας ἤ τοὺς τῆς κοινῆς φύσεως μετέχοντας».
Κομίνης και ο ιστορικός Βασίλης Παναγιωτόπουλος, 10. Μαζαράκης-Αινιάν 2002, σ. 6.
4 ΜΑΡΙΑ Λ. ΠΟΛΙΤΗ
διάσημο βιβλιοδέτη στο Παρίσι, με απλό κόκκινο βελούδο. Αξίζει επίσης να τονιστεί
ότι ο Γεννάδιος επιζητούσε να πλουτίσει τη συλλογή του με χειρόγραφα και άλλα
αντικείμενα που ανήκαν στη συλλογή του λόρδου Guilford,11 επίσης οραματιστή-συλ-
λέκτη, και όντως είχε αποκτήσει αρκετά ο ίδιος, ενώ οι υπεύθυνοι της Βιβλιοθήκης
επικεντρώνουν την αναζήτηση προς αυτή την κατεύθυνση μέχρι σήμερα, με μεγάλη
επιτυχία.12
Η αρχική αυτή συλλογή φανερώνει και τα κριτήρια με τα οποία είχε καταρτιστεί.
Η ιδιαιτερότητά της έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι, παρόλο που δεν αποτελείται από
εντυπωσιακά χειρόγραφα, είναι πολύ σημαντική και αντιπροσωπευτική όσον αφορά
το περιεχόμενό τους, την εποχή τους ή για άλλους λόγους. Το κάθε χειρόγραφο είναι
βέβαια αξιόλογο, και συγχρόνως συγκινητικός μάρτυρας της γνώσης και του οραματι-
σμού του Γενναδίου. Συμβάλλει έτσι η Συλλογή αυτή σε κάτι πολύ ουσιαστικό: ώστε
να διαγραφεί, δηλαδή, κατά τον καλύτερο τρόπο η εξέλιξη και η πορεία του τρόπου
χρήσης του χειρόγραφου βιβλίου, σε όλα της τα στάδια, από μ ο ν α δ ι κ ό αντικείμενο,
γραμμένο από έναν ειδικά ασκημένο τεχνίτη, τον γραφέα ( βιβλιογράφο), με πολλή
γνώση, τέχνη και κόπο (πόνο), με σκοπό τη διάδοση ενός κειμένου είτε προς άλλους
αποδέκτες είτε για δική του χρήση, έως την προσωπική καταγραφή, με ασκημένο ή άτε-
χνο χέρι, ενός κειμένου για ατομική χρήση, ως επί το πλείστον, είτε για επισημοποίηση
και εγκυρότητα ή ασφάλεια. Ενδεικτικά και πάλι, το πρώτο και το τελευταίο μας θέμα.
Εντύπωση και απορία ίσως προκαλεί το γεγονός της αντιγραφής και χρήσης χει-
ρογράφων σε τόσο μεταγενέστερη εποχή, ώς και το πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Για
την ελληνική πραγματικότητα αυτό ήταν σχεδόν αυτονόητο. Η κυκλοφορία του έντυ-
που βιβλίου υπήρξε πιο σπάνια και δύσκολη, ενώ το χειρόγραφο διατήρησε για όλο
αυτό το διάστημα την εμπιστοσύνη του κλήρου και του κοινού γενικότερα. Οι λόγοι
γι’ αυτήν τη μακροχρόνια και άνιση συνύπαρξη είναι πολλοί και ποικίλοι, αλλά δεν
είναι δυνατόν να αναφερθούν εδώ.13
Πολύ αξιόλογο τμήμα της Συλλογής αποτελεί η μεγάλη ενότητα που περιλαμ-
βάνει έργα αρχαίων κλασικών συγγραφέων, κυρίως γραμμένα κατά την Αναγέννηση
στη Δύση, από έλληνες ή δυτικούς λογίους γραφείς, επίσης μεταγενέστερα αντίγραφα
παρόμοιων χειρογράφων, με σημειώσεις και σχόλια, προοριζόμενα για το τυπογραφείο.
Πρόκειται για σπάνια χειρόγραφα, που δεν απαντούν σε άλλες ελληνικές βιβλιοθήκες,
πολύτιμα για τη μελέτη της διαδικασίας παραγωγής του χειρόγραφου και του έντυπου
βιβλίου–και τις αλληλεπιδράσεις τους–, επίσης για τα ονόματα λογίων της εποχής και
για άλλες πληροφορίες. Και απoδεικνύουν τη σχετική φροντίδα και την επιστημονική
γνώση του Γενναδίου.
Τα ελληνικά χειρόγραφα της Γενναδείου, άγνωστα ως τώρα στο ευρύ επιστημονικό
κοινό, αριθμούν σήμερα περί τα τριακόσια, τα περισσότερα από τα οποία, όπως ήδη
11. Ναβάρη 1985-1986, σ. 132-144. 13. Βλ. Σκλαβενίτης 1982, σ. 283-293. Πρβ. και
12. Στη συλλογή Guilford ανήκε ο αρ. 801, βλ. εδώ εδώ, ΄Ολγα Γκράτζιου, σ. 49-57.
Γιάννης Κόκκωνας, σ. 99-114.
Εισαγωγή 5
αναφέρθηκε, ανήκαν στη συλλογή του Ιωάννη Γενναδίου και του πατέρα του, Γεωρ-
γίου. Αργότερα στη συλλογή προστέθηκαν αρκετά ακόμα χειρόγραφα, ανάμεσα στα
οποία και κάποια πλούσια διακοσμημένα, από τις σημαντικές δωρεές Ελένης Σταθά-
του (1947 και 1952), Δαμιανού Κυριαζή (1953 και 1994), Αναστάση Κανελλόπουλου
(1970) κ.ά., και από διάφορες αγορές όπως των συλλογών Βολίδη (1956), Μαρτάκου
(1969) κ.ά.
Ολοκληρώνοντας αυτή τη σύντομη περιγραφή, επιθυμώ να θυμίσω ότι η όλη εκδή-
λωση, Ημερίδα και ΄Εκθεση, ήταν αφιερωμένη τιμητικά στη μνήμη δύο σπουδαίων
επιστημόνων, του καθηγητή Γιώργου Γαλάβαρη και του καθηγητή και Ακαδημαϊκού
Μανούσου Μανούσακα. Υπήρξαν και οι δύο ενεργά μέλη της Ελληνικής Παλαιογραφι-
κής Εταιρείας και είχαν επίσης στενό σύνδεσμο με τη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. Περιττό
να αναπτύξω την προσωπικότητά τους και το έργο τους. Αυτονόητο ότι και ο τόμος
αυτός των Πρακτικών είναι επίσης αφιερωμένος στη μνήμη τους.
Δυστυχώς η Μοίρα θέλησε να μνημονεύσουμε εδώ άλλες δύο απροσδόκητες και
οδυνηρές απουσίες: Η Αγγελική Μητσάνη και η Πηνελόπη Στάθη έφυγαν–τόσο πρό-
ωρα!–για το δικό τους Μεγάλο Ταξίδι! Εξαιρετικές επιστήμονες, εγκάρδιες φίλες και
πολύτιμες συνεργάτιδες αυτού του τόμου, είχαν πλήρη επίγνωση ότι δεν θα προλάβουν
να δουν τυπωμένο το κείμενό τους αυτό, για το οποίο εργάστηκαν κυριολεκτικά ως την
τελευταία τους πνοή! Η Αγγελική Μητσάνη († Μάιος 2006) είχε φροντίσει να αναθέσει
την αναμενόμενη επιμέλεια στη συνάδελφό της Ιωάννα Μπίθα, ενώ το τελικό κείμενο
της Πηνελόπης Στάθη († Μάρτιος 2008) είχε την καλοσύνη να επιμεληθεί η Ευαγγελία
Μπαλτά. Τις ευχαριστούμε θερμά για τη συγκινητική τους φροντίδα.
Η Ημερίδα πιστεύω ότι πέτυχε τον στόχο της, να αναδείξει και να γνωρίσει στο
ευρύτερο κοινό διαφορετικές, και κατά προτίμηση άγνωστες ομάδες χειρογράφων της
Γενναδείου, το περιεχόμενό τους, τους συντελεστές τους και–κυρίως–την εποχή και
το περιβάλλον που τα δημιούργησε. Φυσικά υπάρχουν στη Βιβλιοθήκη και άλλες
ενότητες χειρογράφων (π.χ. νομικά) που, αν και προσφέρονταν για πολλαπλές προσεγ-
γίσεις, δεν παρουσιάστηκαν κατά την Ημερίδα, επειδή προσπαθήσαμε να εστιάσουμε
το ενδιαφέρον σε λιγότερο γνωστές ομάδες χειρογράφων και να αναδείξουμε τις ιδιαι-
τερότητες της Συλλογής, ακολουθώντας περίπου χρονολογική σειρά. Οι ομιλητές ήταν
όλοι ειδικοί στο θέμα τους, και οι ομιλίες αυστηρά επιστημονικές και πρωτότυπες.
Στον τόμο αυτό των Πρακτικών ακολουθείται κάπως αυστηρότερα η χρονολο-
γική σειρά, κατά την αρχαιότητα του παλαιότερου χειρογράφου κάθε ενότητας, αλλά
δημιουργούνται και αρκετές παλινδρομήσεις, όπως είναι φυσικό. Οπωσδήποτε όμως
η καθοριστική τομή συμβαίνει να είναι πολιτισμική. ΄Ετσι, οι πέντε πρώτες εργασίες
ανήκουν στον κόσμο του Βυζαντίου και αυτόν διαιωνίζουν, έστω και αν τα χρονικά
όρια των σχετικών χειρογράφων εκτείνονται ως τον 19ο αιώνα, ενώ οι επόμενες πέντε
ανήκουν στην Αναγέννηση και τον απόηχό της, δηλαδή στον Διαφωτισμό και στον Νέο
ελληνισμό. Και παράλληλα, με την τομή στο ίδιο σημείο περίπου (μεταξύ Βυζαντίου
και Διαφωτισμού), εκπροσωπούνται οι αντίστοιχες διαφορετικές χρήσεις του χειρο-
γράφου: από μοναδικό αντικείμενο αντι-γραφής ενός κειμένου, προς διάδοσή του, ως
την προσωπική κατα-γραφή για ατομική χρήση ή επιστημονική επεξεργασία.
6 ΜΑΡΙΑ Λ. ΠΟΛΙΤΗ
14. Είναι η πιο κατάλληλη ευκαιρία να σημειώσω «μυστικά» των χειρογράφων με περισσότερους ενδι-
εδώ ότι το βιβλίο της ΄Ολγας Γκράτζιου (Γκράτζιου αφερόμενους.
1996), που αποκαλύπτει τις πολύτιμες μαρτυρίες, τις 15. Στην ανακοίνωσή του στην Ημερίδα ο Κρίτων
«κρυμμένες» σ’ αυτό το σπάνιο και άλλοτε πολυτε- Χρυσοχοΐδης είχε περιλάβει και ένα πατριαρχικό
λές χειρόγραφο, που σήμερα κατάντησε–από την πολ- γράμμα του Κύριλλου Λούκαρη (1633), το οποίο έχει
λή χρήση!–μικρό και ταλαιπωρημένο φυλλάδιο, μάς περιγράψει διεξοδικά στο Πολίτη και Παππά 2004, σ.
δημιούργησε την πρώτη σκέψη για την οργάνωση της 47-48, εικ.14.
Ημερίδας, ώστε να μοιραστούμε τη χαρά μας και τα
Εισαγωγή 7
1. Πολίτη και Παππά 2004, σ. 21-28, εικ. 1-3, 5-6. Θεοδ. Zουμπουλάκη, προερχόμενο κατά δήλωσή του
H συμμετοχή μου στην ημερίδα με την παρουσίαση από τη συλλογή Pουσσόπουλου.
των βυζαντινών χειρογράφων της Γενναδείου οφεί- 3. Canart 1981, σ. 17-76· 1989, σ. 32-36. Tην άποψη
λεται στην ευγενική πρόσκληση της κυρίας Mαρίας για ευρύτερη γεωγραφική χρήση στην Kωνσταντινού-
Πολίτη, την οποία θερμά ευχαριστώ. πολη, Kύπρο, Παλαιστίνη, ίσως και στη Mικρά Aσία,
2. Στην εσωτερική όψη του εξωφύλλου είναι των χαρακτηριστικών της γραφής που διαμορφώθη-
γραμμένη με μολύβι η ένδειξη: Aγορά Mαρτάκου κε κατά τη διάρκεια του 12ου αιώνα, διατύπωσε ο
20/9/1969. Σύμφωνα με σημείωμα στη θήκη του χει- Gamillscheg 1987, σ. 313-321.
ρογράφου, είχε αγοραστεί το 1958 από το κατάστημα
10 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΜΗΤΣΑΝΗ
4. Carr 1982b· 1987. (Paris, BN Suppl.gr.181,φ.2), 5G2 (Sinai gr. 149, φ. 6),
5. Carr 1989. 5E2 (Άθως, Διονυσίου 12, φ. 8), 5D12 (Άθως, Kαρα-
6. Carr 1987, σ. 188, αρ. 4, εικ. 12D8. κάλλου 37, φ. 1), 6G1 (London, BL Harley 1810, φ. 26),
7. Carr 1987, σ. 248, αρ. 67, εικ. 6A1–6A12, 6B9 6C2 (Münster, Biblmuseum gr. 10, φ. 7), 6A1 (London,
(όπου συγκεντρωμένη προηγούμενη βιβλιογραφία). BL Add. 37002, φ. 7v), 7C2 (Malibu, Getty Museum
8. Carr 1987, σ. 248· Constantinides και Browning Ludwig II 5, φ. 10), 8G2 (Bodleian Holkham 114, φ.
1993, σ. 8, υποσημ. 38· Carr 1989, σ. 136 και υποσημ. 6), 9G6 (Aθήνα, EBE 153, φ. 5), 9E4 (Άθως, Σταυ-
42. ρονικήτα 56, φ. 11), 9D7 (London, BL Add. 26103,
9. Bλ. παραδείγματα: Carr 1987, κάρτα 1C10 (Iε- φ. 2), 9B7 (Cambridge, Gonvill and Lains 403, φ. 1),
ρουσαλήμ, Αγίου Σάββα 40, φ. 1), 5G2 (Sinai gr. 149, 9A10 (Oxford, Bodleian Library, Auct. T. 5.34, φ. 1),
φ. 6), 5F4 (Paris, BN gr. 94, φ. 53), 5D12 (Άθως, Kα- 9A2 (Άθως, Iβήρων 55, φ. 6), 10A2 (Pόδος, Παναγία
ρακάλλου 37, φ. 1), 6A8 (London, BL Add. 37002, φ. της Λίνδου 4, φ. 6), 10F2 (Άθως, Bατοπέδι 939, φ. 37),
194), 8A4 (Paris, BN Suppl. 175, φ. 73), 9G6 (Aθήνα, 11G6 (Phillipps 7712, φ. 18), 12C10 (Brussels, Bibl.
EBE 153, φ. 5), 9F4 (Aθήνα, EBE 77, φ. 6), 9E8 (Άθως, Royale 11375, φ. 1).
Σταυρονικήτα 56, φ. 96), 10A6 (Pόδος, Παναγία της 12. Nelson 1991, σ. 47, πίν. 79, εικ. c-8 (Paris, BN
Λίνδου 4, φ. 65), 11F9 (Άθως, Bατοπέδι 976, φ. 13), gr. 64).
12D11 (Brussels, Bibl. Royale 11375, φ. 111). 13. Carr 1987, σ. 148, υποσημ. 83· Nelson 1991,
10. Για πρωιμότερα παραδείγματα, βλ. Weitzmann σ. 47-48, πίν. 17, εικ. 8b (Williams College, De Ricci
1935, σ. 62, 64, εικ. 52 (Aθήνα, EBE 210, μέσα 10ου I), πίν. 31, εικ. 11c (Venice, gr. I, 19), πίν. 45, εικ.
αι.) και 55 (Leipzig Universitäts-Bibliothek cod. 6, 19b (University of Chicago MS 46), πίν. 52, εικ. 21b
β΄ μισό 10ου αι.). (Gottingen, theol. 28), πίν. 71, εικ. 26a (Ιβήρων 30), πίν.
11. Bλ. παραδείγματα: Carr 1987, κάρτα 4Β1 79, εικ. c-9 (Malibu, Getty Museum Ludwig II 5).
Εικονογραφημενα Βυζαντινα Χειρογραφα 11
στην Kαισάρεια το 1226, τον καιρό που βασίλευε ο Σελτζούκος σουλτάνος Kαϊκου-
πάδης, και του προσδίδει, εκτός των άλλων, ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον.
Tο Ευαγγέλιο δωρήθηκε στη Γεννάδειο το 1947 από την Eλένη Σταθάτου μαζί
με άλλα δύο μεταβυζαντινά χειρόγραφα.14 Δεν γνωρίζουμε όμως πότε η ίδια το απέ-
κτησε. Στο επιστημονικό κοινό έγινε αρχικά γνωστό με δύο δημοσιεύσεις στη γερμα-
νική γλώσσα, το 1902 και 1904, του διευθυντή του ελληνικού σχολείου της Bιέννης
καθηγητή Eυγένιου Zωμαρίδη, ως «το ευαγγέλιο του Δούμπα».15 Πρόκειται για τον
Nικόλαο Θεοδώρου Δούμπα (1854-1928) που έζησε στη Bιέννη, γόνο επιφανούς οικο-
γενείας της διασποράς.16 O Eυγένιος Zωμαρίδης αναφέρει ότι το χειρόγραφο έλαβε ως
δώρο ο πατέρας του Θεόδωρος Στεργίου Δούμπας († 1880) από τον Έλληνα νομομαθή,
πρώην υπουργό και καθηγητή του Πανεπιστημίου Aθηνών, Mιχαήλ Ποτλή (1810-1863),
ο οποίος εγκατέλειψε την Eλλάδα μετά την ανατροπή του Όθωνα και κατέφυγε στη
Bιέννη.
Mια άλλη όμως δημοσίευση του Σπ. Λάμπρου το 1915 πληροφορεί για την λίγο
προγενέστερη ιστορία του. Δύο έγγραφα του Yπουργείου Παιδείας του έτους 1854
αφορούν στην προτεινόμενη αγορά από ανώνυμο ιδιώτη του παραπάνω χειρογράφου
προς το Eλληνικό Δημόσιο.17 H αγορά αυτή τότε δεν πραγματοποιήθηκε από το Yπουρ-
γείο, επειδή η επιτροπή ειδικών που συνεστήθη δεν έκρινε το χειρόγραφο άξιο λόγου.
Φαίνεται όμως ότι τελικά το αγόρασε ο καθηγητής M. Ποτλής, ο οποίος στη συνέχεια
το δώρησε.
Tο Ευαγγέλιο, με τα πρόσφατα δεδομένα της έρευνας, παρουσιάζει πολλαπλό ενδι-
αφέρον:18 φιλολογικό για τα πρόσθετα έμμετρα και πεζά κείμενά του· παλαιογραφικό
και κωδικολογικό για τη χρονολόγηση, τον γραφέα και την κομψή γραφή του· καλλι-
τεχνικό για την εικονογράφηση και διακόσμησή του· ιστορικό για τις πληροφορίες του
βιβλιογραφικού σημειώματος, και συνολικά για τη σπανιότητα της προέλευσής του.
Tο χειρόγραφο, εκτός από τα κείμενα των τεσσάρων ευαγγελίων, περιέχει μια
σειρά προλόγων (Πίν. 4-5), Yποθέσεων και ένδεκα επιγραμμάτων στους τέσσερις ευαγ-
γελιστές,19 που αποτελούν μεν μια συνήθη πρακτική, αλλά το πλήθος, η ποικιλία και
η πληρότητά τους υποδεικνύουν αντίστοιχα καλλιεργημένο περιβάλλον, φιλολογικό
ενδιαφέρον και χρήση ανάλογων βυζαντινών προτύπων.
Tο χειρόγραφο εικονογραφείται με τέσσερις ολοσέλιδες μικρογραφίες με τις μορ-
φές των ευαγγελιστών και διακοσμείται με τέσσερα ταινιωτά επίτιτλα, τα σύμβολα
των ευαγγελιστών, και πλαίσια για τα εισαγωγικά κείμενα.
Oι τέσσερις μικρογραφίες με τους ευαγγελιστές είναι ζωγραφισμένες στο verso των
φύλλων, ως προμετωπίδες των ευαγγελίων, απέναντι από την αρχή του κειμένου τους:
14. Topping 1955, σ. 145· Croquison 1957, σ. 79. 18. Croquison 1957, σ. 79, πίν. ΧΙV-XV· Spatharakis
15. Zomarides 1902, σ. 21-24, εικ. φ.132v, 165v- 1983, σ. 49, αρ. 176, εικ. 327, 328· Carr 1987, σ. 122,
166· 1904, σ. 1-28, εικ. 123, 168 (17), 174 (95)· Mητσάνη 2005, σ. 149-164.
16. Tζαφέττας και Κonecny 2002, σ. 250-251, 19. Για τα Eπιγράμματα και τις Yποθέσεις, βλ.
256-257 (ένθετο γενεαλογικό δέντρο της οικογενείας Zomarides 1902, σ. 4· 1904, σ. 9-21. Kομίνης 1951, σ.
Δούμπα). 263 (αρ. 2), 264 (αρ. 5), 267 (αρ. 2), 270 (αρ. 2), 271
17. Λάμπρος 1915. (αρ. 3), 274 (αρ. 4), 279.
Εικονογραφημενα Βυζαντινα Χειρογραφα 13
φ. 9v Mατθαίος, φ. 55v Mάρκος, φ. 85v Λουκάς (Πίν. 6) και φ. 132v Iωάννης Θεολόγος
(Πίν. 7). Tα φύλλα αυτά, που προορίζονταν για να δεχτούν τις μικρογραφίες, είναι
δίφυλλα από χοντρή περγαμηνή και δεν φέρουν χαράκωση.
Oι ευαγγελιστές εικονίζονται ως συγγραφείς, καθισμένοι σε θρόνους με ψηλό
ερεισίνωτο. O Mατθαίος και ο Iωάννης (Πίν. 7), με άσπρα γένια και μαλλιά, παρι-
στάνονται να γράφουν σε ανοιχτό κώδικα που κρατούν στα χέρια τους και πατούν με
τα πόδια τους ενωμένα στο υποπόδιο. O Mάρκος και ο Λουκάς (Πίν. 6), νεότεροι, με
μαύρα γένια και μαλλιά, παριστάνονται σε κίνηση, με το ένα πόδι τους πιο πίσω σε
αντιστήριξη, να βουτούν τη γραφίδα σε μελανοδοχείο, ενώ κρατούν ανοιχτούς κώδικες.
Πάνω στα ερμάρια, που βρίσκονται στο δεξιό άκρο των παραστάσεων, στηρίζονται
αναλόγια με ανοιχτούς κώδικες και στις τέσσερις μικρογραφίες. Tα υποπόδια, όμοια
για όλους τους ευαγγελιστές, έχουν διάλιθη βάση και κόκκινα μαξιλάρια. Tο αρχιτε-
κτονικό βάθος αποτελείται από συμμετρικά κτήρια στις άκρες των μικρογραφιών με
επίπεδες, δικλινείς ή καμαροσκεπείς στέγες. O κάμπος είναι χρυσός, πάνω στον οποίο
γράφονται με κόκκινα γράμματα οι επιγραφές με τα ονόματα των ευαγγελιστών.
Oι στάσεις των καθισμένων ευαγγελιστών περιορίζονται σε δύο παραλλαγές, του
ευαγγελιστή που γράφει και του ευαγγελιστή που βουτά τη γραφίδα στο μελανοδοχείο,
και είναι συνήθεις στα βυζαντινά χειρόγραφα. H πλούσια χρωματική κλίμακα δείχνει
για τα ενδύματα, αλλά και για τα κτήρια, προτίμηση στους τονικούς (παστέλ) χρωμα-
τισμούς του ανοιχτού πράσινου, του γαλάζιου, του μωβ. Παράλληλα χρησιμοποιείται
το έντονο κόκκινο, και για την επίπλωση αποχρώσεις του καστανού. Tεχνοτροπικά,
η επίπεδη απόδοση των μορφών παρά την έντονη εκφραστικότητά τους, η κυρίαρχη
χρήση της γραμμής παρά την προσπάθεια δήλωσης του όγκου, η αδέξια απόδοση της
προοπτικής στα κτήρια παρά τον πλούτο του αρχιτεκτονικού βάθους και η ποιότητα
του σχεδίου των μικρογραφιών, υποδεικνύουν επαρχιακό ζωγράφο. H τέχνη του, αν
και βασίζεται σε βυζαντινά πρότυπα και κυρίως στα χειρόγραφα της Διακοσμητικής
Tεχνοτροπίας, όσον αφορά τους εικονογραφικούς τύπους και τη χρωματική κλίμακα,
έχει δεχτεί ποικίλες επιρροές από την τέχνη των χειρογράφων της Aρμενικής Kιλικίας,20
όσον αφορά τη γραμμικότητα που χαρακτηρίζει τα χειρόγραφα του πρώτου μισού του
13ου αιώνα, την απόδοση της προοπτικής των κτηρίων, το καλό και στιλπνό χρύσωμα
του κάμπου των μικρογραφιών. Συγχρόνως αντανακλά το ύφος, το χαρακτήρα και την
ποιότητα και της τοπικής παραγωγής έργων μνημειακής ζωγραφικής στην ευρύτερη
περιοχή της Kαππαδοκίας.21
Eικονογραφικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η παράσταση των συμβόλων των ευαγ-
γελιστών στην εξωτερική ώα του πρώτου φύλλου κάθε ευαγγελίου, απέναντι από τη
μικρογραφία με την μορφή του ευαγγελιστή. Σώζονται περιγράμματα από το σύμβολο
του Mατθαίου και ίχνη χρώματος από το σύμβολο του Mάρκου. Διακρίνεται καθαρά
το σύμβολο του Λουκά, το οποίο ζωγραφίζεται ως ένας λέων που κρατεί στα νύχια
20. Der Nersessian 1993, σ. 36–50· Evans 1994. 21. Thierry 1988· 1995, σ. 449-452· Jolivet-Lévy
1997, σ. 104-115.
14 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΜΗΤΣΑΝΗ
του κλειστό βιβλίο (φ. 86, Πίν. 8) και το σύμβολο του Iωάννη, ένας αετός, που επίσης
κρατεί στα νύχια του κλειστό βιβλίο (φ. 133, Πίν. 9). Tα σύμβολα των ευαγγελιστών
απεικονίζονται εδώ σύμφωνα με την αντιστοιχία που περιγράφεται στο Σημείωμα του
αγίου Eπιφανίου (φ. 1v, Πίν. 4), ώστε υποθέτουμε, σύμφωνα με το ίδιο κείμενο, ότι ως
σύμβολο του Mατθαίου εικονιζόταν ένας άγγελος και του Mάρκου ένας μόσχος. O
συσχετισμός αυτός, ευαγγελιστών και συμβόλων τους, αποτυπώνεται σπανιότερα στα
βυζαντινά χειρόγραφα, όπως στο Ευαγγέλιο της Eθνικής Bιβλιοθήκης της Eλλάδος 57,
από το γ΄ τέταρτο του 11ου αιώνα, και πάντως δεν επαναλαμβάνεται μετά το χειρό-
γραφο της Γενναδείου.22 Tο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των συμβόλων του χειρογράφου
μας, εκτός από την έντονη σχηματοποίησή τους, εντοπίζεται στην απεικόνισή τους στην
εξωτερική ώα του χειρογράφου, όπως συνηθίζεται στα αρμενικά χειρόγραφα.
Tα τέσσερα ταινιωτά επίτιτλα στην αρχή κάθε ευαγγελίου (φφ. 10, 56, 86, 133),
όπως επίσης τα πλαίσια της Eπιστολής Eυσεβίου (φφ. 2-3) και των οκτώ Πινάκων των
Kανόνων Aντιστοιχίας των Eυαγγελίων (φφ. 3v-7), περιλαμβάνουν απλή διακόσμηση
με εξαιρετικά περιορισμένη χρωματική κλίμακα και θέματα με πλοχμούς που κατα-
λήγουν σε σχηματοποιημένα φύλλα και ανθέμια. Xρησιμοποιείται αποκλειστικά το
κυανό χρώμα για τα σχηματοποιημένα φυτικά θέματα, τα οποία περιγράφονται από
λεπτή λευκή γραμμή, και το έντονο κόκκινο χρώμα για το βάθος. Tα διακοσμητικά
αυτά θέματα, που αποτελούν φτωχότερες μιμήσεις βυζαντινών χειρογράφων, προδίδουν
μάλλον άτεχνη εκτέλεση, και θα μπορούσαν θεωρητικά να αποδοθούν ακόμη και στον
ίδιο τον γραφέα.
H μικρογράμματη, εξαιρετικά κομψή γραφή του χειρογράφου, ψιλογραφία,23 όπως
τη χαρακτηρίζει και το βιβλιογραφικό σημείωμα, φανερώνει έμπειρο καλλιγράφο. H
γραφή συνεχίζει την παράδοση της «μαργαριτόπλεκτης» (Perlschrift) και εντάσσεται
στους τύπους που απαντούν σε χειρόγραφα της Mικράς Aσίας.24 Για τους τίτλους ο γρα-
φέας χρησιμοποιεί τη «διακριτική μεγαλογράμματη» γραφή (Auszeichnungsmajuskel).
Για το κείμενο του Ευαγγελίου χρησιμοποιείται ανοιχτό καστανό μελάνι, για τους τίτ-
λους και τα αρχικά κεφαλαία γράμματα βαθυκόκκινο (μωβ) μελάνι με χρυσογραφία.
Oι ενδείξεις των κεφαλαίων και ορισμένες άλλες λειτουργικές ενδείξεις στα περιθώρια
των φύλλων, όπως επίσης και ορισμένα από τα επιγράμματα είναι γραμμένα με ερυθρό
μελάνι (κιννάβαρις). Tο παιχνίδι με το χρώμα του μελανιού αυξάνει στο φ. 166 recto
και verso (Πίν. 10-11), με το τετράστιχο επίγραμμα στους τέσσερις ευαγγελιστές και
το βιβλιογραφικό σημείωμα, καθώς χρησιμοποιείται εναλλάξ καστανό και βαθυκόκ-
κινο με χρυσογραφία ανά μία γραμμή στο επίγραμμα και ανά δύο στο σημείωμα, όπως
επίσης συνηθίζεται στα χειρόγραφα της Aρμενικής Kιλικίας.
22. Nelson 1980, σ. 20-21, 111, εικ. 6-7 (Γενν. 1.5), 23. Atsalos 1971 (περ. Eλληνικά, Παράρτημα 21),
1–2 (Aθήνα, EBE 57)· Galavaris 1979, σ. 21, εικ. 11-15 σ. 252-254.
(Aθήνα, EBE 57). 24. Gamillscheg 1991, σ. 198, πίν. XV, εικ. 28, πίν.
XVI, εικ. 29, 30.
Εικονογραφημενα Βυζαντινα Χειρογραφα 15
Tο τετράστιχο επίγραμμα, γνωστό στα χειρόγραφα ήδη από τον 11ο αιώνα και
πολύ δημοφιλές στον 12ο25 σε αρκετά χειρόγραφα της Διακοσμητικής Tεχνοτροπίας.26
έχει ως εξής:
(φ. 166) K(ύρι)ε Ἰ(ησο)ῦ X(ριστ)ὲ ὁ Θ(εὸ)ς ἡμῶν ἐλέησων ἡμᾶς. Ἐτε-
λιώθη τὸ παρὸν τετραβάγγελον τῶν θεοκηρύκων μεγάλων τεσσάρων
ἐυαγγελιστῶν· Mατθ(αῖος)· Mάρκος· Λουκὰς· καὶ Ἰωάννης, διἀ χειρὸς
παρ’ ἐμοῦ Bασιλείου πρῶτονοταρίου Mελιτηνιώτου, ὑιοῦ Ὁρέστου
ἰερέως· τέλειον καὶ ἡσόστιχον ψυλογραφία. Κατὰ τὸν καιρὸν ὃ καὶ
ἐκυρίἐυσεν ὁ ἅγιός μου ἀυθέντης ὁ πανὐψηλότατος μέγας σουλ-
τάνος Ῥωμανίαν· Ἀρμενίαν· Συρίαν· καὶ πασῶν τόπους καὶ χώρας
τουρκῶν, γῆς τε καὶ θαλάσσης, ὁ Kαϊκουπάδης· υιὸς δὲ Γιαθατίνη
τοῦ Kαϊχωσρόϊ. Ἐτελειώθη εις Μεγάλην Kαισάρειαν· καὶ ὄσοι καὶ
οἴτινες ἐντυγχάνετε τοῦ τοιούτου τετραἐυαγγελίου, κάν τε εἰς μετα-
γραφὴν κάν τε εἰς θεορίαν, εὔχεσθε ἐμοῦ τοῦ ἀμαρτωλοῦ Bασιλείου
καὶ τῶν τεκῶντων με δια τὸν K(ύριο)ν, τοῦ πρωὑπόντος Ὁρέστου
ἰερέως (φ. 166v) καὶ τῆς μ(ητ)ρ(ό)ς μου Σοφίαςʹ, καὶ ἐνεκεν τούτου
ελεήσει πάντας ὑμᾶς ὁ πανάγαθος Θ(εὸ)ς ὁ πλούσιως ἐν ἐλέει καὶ ἐν
φιλαν(θρωπί)α ἄφατος· νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων
ἀμήν. Ἔτους ͵ϛψλδʹ [1226] ἰνδ(ικτιῶνος) ιδʹ μη(νὶ) μαΐω αʹ.
25. Nelson 1980, σ. 10, 13-14, υποσημ. 62· 1981, σ. 67-68· Eυαγγελάτου-Nοταρά 1982-1983, σ. 194.
σ. 576-577. 28. Encyclopédie de l’Islam IV, 1973, σ. 850 (Cl.
26. Carr 1982a, σ. 11, υποσημ. 79· 1982b, σ. 42, Cahen).
υποσημ. 18.
27. Vogel και Gardthausen 1909, σ. 55· Bick 1920,
16 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΜΗΤΣΑΝΗ
29. Encyclopédie de l’Islam IV, 1973, σ. 849 (Cl. κτῆμα, ἐν ἀθλίᾳ ὑπάρξαν καταστάσει ἀνακαινισθὲν
Cahen). ὑπὸ τοῦ ἐν Παρισίοις G. Bénard κατὰ Nοέμβριον 92,
30. Vryonis 1971, σ. 470 και υποσημ. 95· Savvides ὅστις καὶ τὴν δέσιν καὶ τὴν θμὴκην κατεσκεύασεν
1981, σ. 124-125. ἀντὶ 300 φρ(άγκων). Ι.Γ.O γάλλος G. Bénard έδεσε και
31. Wolff 1949, σ. 194-197 · Goubert 1949, σ. 198- στάχωσε το χειρόγραφο εκ νέου. Oι ξύλινες πινακίδες
201. των εξωφύλλων καλύφθηκαν με βελούδινο κόκκινο
32. Vryonis 1971, σ. 477· Jacoby 1997, σ. 75-76. ύφασμα και προσετέθησαν δύο καινούργια ασημένια
33. Gennadios 1922, σ. 1. κλείστρα.
34. Tο σημείωμα έχει ως εξής: Ἀρχαῖον πατρικὸν
Εικονογραφημενα Βυζαντινα Χειρογραφα 17
Tο σύντομο βιβλιογραφικό σημείωμα του γραφέα (φ. 80, Πίν. 13) προσφέρει ακριβή
χρονολογία: Ἐτελειώθ(η) τὸ παρὸν ἅγιον τετραευάγγελον διὰ χειρὸς καμοῦ Mανουὴλ
ἁμαρτωλοῦ τοῦ Ἀγιάση, μηνὶ Ἰουνίῳ κδ΄ ἡ(μέρ)αν γ΄ ινδ. ιγ΄ ἔτους ͵ϛωκγʹ [1315]. Ἡ
35. Tο χειρόγραφο δημοσιεύθηκε βασικά από σ. 83), τον αναφέρει ως Mανουήλ Aπάση. O γραφέας
τον Cutler (1974, σ. 259), ο οποίος αναφέρει τον δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο των Vogel και
γραφέα ως Mανουήλ αμαρτωλό. O Spatharakis (1983, Gardthausen (1909).
18 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΜΗΤΣΑΝΗ
ἐλπὶς μου ὁ π(ατ)ὴρ καταφυγή μου ὁ ὑιὸς σκέπη μου τὸ πν(εῦμ)α τὸ ἅγιον. Δόξα τω
Θ(ε)ῶ τῶ δόντι τέ(λ)ος, ἀμήν. Δόξασοι ὁ Θ(εό)ς, ἀμήν.
Tο χειρόγραφο εικονογραφείται με τις μορφές των τεσσάρων ευαγγελιστών και
διακοσμείται με ταινιωτά επίτιτλα και αρχικά γράμματα. Όπως η σειρά των ευαγγε-
λίων, έτσι και των ευαγγελιστών παρουσιάζεται ασυνήθης: Mατθαίος φ. 17, Λουκάς
φ. 35 (Πίν. 14), Mάρκος φ. 41v και Iωάννης φ. 49v, αντί της κανονικής: Mατθαίος,
Mάρκος, Λουκάς, Iωάννης.
H παραβίαση της κανονικής ακολουθίας των ευαγγελιστών οφείλεται στην παρα-
τοποθέτηση ορισμένων τετραδίων, έτσι ώστε να έχει διαταραχτεί και η σειρά των
ευαγγελίων. Aρχικά όμως το χειρόγραφο περιείχε τη συνήθη σειρά, όπως μπορεί να
διαπιστωθεί από την αναγραφή, στο πάνω μέρος του φύλλου με τη μορφή του Iωάννη,
του τέλους του κειμένου από το ευαγγέλιο του Λουκά. Kυρίως όμως επιβεβαιώνεται
από την ίδια την αρίθμηση των σωζομένων τετραδίων του Ευαγγελίου, που σημειώ-
νεται στο κέντρο του κάτω περιθωρίου του πρώτου αλλά και του τελευταίου φύλλου
με το καστανό μελάνι του γραφέα.36 H παρατοποθέτηση αυτή μπορεί να σχετισθεί με
την τελευταία επισκευή του χειρογράφου το 1892 από τον G. Bénard, ενώ η έλλειψη
κάποιων τετραδίων δηλώνει την αντίστοιχη διακοπή της συνέχειας του κειμένου και
την απώλεια ορισμένων τμημάτων.
Oι μορφές των τεσσάρων ευαγγελιστών καταλαμβάνουν άνισες επιφάνειες, και
συνήθως είναι στριμωγμένοι στο κατώτερο τμήμα του φύλλου, στο οποίο προηγείται
ο Πίνακας Kεφαλαίων του Ευαγγελίου. Zωγραφίζονται πάνω στη γυμνή περγαμηνή
χωρίς πλαίσιο, αρχιτεκτονικό ή άλλο βάθος. Παριστάνονται να γράφουν σε ανοιχτούς
κώδικες. Kάθονται σε ορθογώνια θρανία, ενιαία με τα ερμάρια, πάνω στα οποία, στις
μικρογραφίες των Λουκά (Πίν. 14) και Mάρκου, στηρίζονται οι βάσεις αναλογίων με
ανοιχτούς κώδικες. H ποιότητα του σχεδίου, η απόδοση της πτυχολογίας και το ζωγρα-
φικό πλάσιμο των προσώπων, η γραμμικότητα των χεριών, οι μικρές εικονογραφικές
παρανοήσεις, που αφορούν κυρίως στην επίπλωση αλλά και στην απόδοση της προο-
πτικής,37 υποδεικνύουν μια χρονολόγηση μεταγενέστερη από εκείνη της αντιγραφής του
βιβλίου. Tούτο δικαιολογεί και την ανισότητα των μικρογραφιών, που εξαρτάται από
τον διαθέσιμο χώρο άγραφης περγαμηνής. O Anthony Cutler κατέληξε στο συμπέρασμα
ότι οι μορφές των ευαγγελιστών έχουν προστεθεί στο χειρόγραφο πιθανώς στα μέσα
του 15ου αιώνα.38 ενώ ο Iωάννης Σπαθαράκης τις θεωρεί μεταβυζαντινές.39
Aν όμως οι μικρογραφίες θεωρούνται μεταγενέστερες, δεν συμβαίνει το ίδιο με
τα τρία ταινιωτά επίτιτλα καθώς επίσης και με τα αντίστοιχα διανθισμένα αρχικά
36. Λείπουν τα δύο πρώτα τετράδια α΄ και β΄, τα (Kουτλουμουσίου 283, φ. 124v, 119v, μέσα 14ου αι.)·
οποία έχουν αντικατασταθεί, επίσης τα δ΄, ϛ΄, ζ΄, θ΄, τ. Γ΄, εικ. 174, 175, 263–264 (Παντοκράτορος 47, φ.
ι΄, ια΄, ιβ΄, ενώ η σειρά που παρουσιάζουν σήμερα 25v, 114v, έτους 1301)· τ. Δ΄, εικ. 242, 302 (Bατοπεδίου
στο δεμένο χειρόγραφο τα σωζόμενα τετράδια είναι η 917, φ. 62v, 14ος αι.).
εξής: γ΄, η΄, ε΄, ιγ΄, ιδ΄, ιε΄, ιϛ΄, ιζ΄. 38. Cutler 1975, σ. 257-263, εικ. 1-8.
37. Bλ. παράλληλα στα Πελεκανίδης κ.ά. 1973\- 39. Spatharakis 1983, σ. 83, αρ. 342, εικ. 607 (ευαγ-
1991, τ. A΄, εικ. 312, 313, 454 (Kουτλουμουσίου γελιστής Mάρκος).
69, φ. 135v, 207v, 15ος αι.), εικ. 346, 347, 460
Εικονογραφημενα Βυζαντινα Χειρογραφα 19
γράμματα των ευαγγελίων του Λουκά (φ. 35v) (Πίν. 15), του Mάρκου (φ. 42) και του
Iωάννη (φ. 50), για τα οποία χρησιμοποιείται αποκλειστικά ερυθροκάστανο μελάνι,
και μπορεί να αποδοθούν στον ίδιο το γραφέα Mανουήλ τον Aγιάση.
H παρατήρηση δεν ισχύει βέβαια για το επίτιτλο και το αρχικό B του ευαγγελίου
του Mατθαίου (φ. 18), που έχουν σχεδιαστεί με κόκκινο μελάνι αλλά και διαφορετική
γραφή. Tην ίδια ίσως εποχή που προσετέθησαν οι μικρογραφίες, αντικαταστάθηκαν
και τα πρώτα φύλλα του ευαγγελίου του Mατθαίου με άλλα (φφ.18-24), τα οποία
παρουσιάζουν διαφορετική γραφή και διακόσμηση του ταινιωτού επιτίτλου και του
αρχικού γράμματος.
Όσον αφορά στον Mανουήλ Aγιάση, επισημαίνεται ότι δεν περιλαμβάνεται στους
γνωστούς καταλόγους βιβλιογράφων και δεν είναι, προς το παρόν, γνωστός από άλλα
χειρόγραφά του. H γραφή του είναι εξαιρετικά επιμελημένη, λειτουργική, ισομεγέθης,
όρθια με στρογγυλά γράμματα. Διακρίνονται τα γράμματα: Θ με μία μικρή κάθετη
γραμμή στο μέσον της οριζόντιας γραμμής, έτσι ώστε να σχηματίζεται σταυρός, και
κυρίως το γράμμα ξ, το οποίο συχνά σχεδιάζεται με ένα ημικύκλιο ανοιχτό προς τα
αριστερά και δύο παράλληλες γραμμές στη μέση (Πίν. 15). Tο Θ αναγνωρίζεται επί-
σης στη γραφή του Θεόδωρου Aγιοπετρίτη, που δραστηριοποιείται στη Θεσσαλονίκη
στο τέλος του 13ου / αρχές του 14ου αιώνα,40 ενώ η χαρακτηριστική γραφή του ξ
αναγνωρίζεται σε γραφείς του 13ου και 14ου αιώνα, που δραστηριοποιούνται σε δια-
φορετικές περιοχές της αυτοκρατορίας: την Ήπειρο, την Πελοπόννησο και τη Mικρά
Aσία (Έφεσο).41
H μόνη ένδειξη για τον τόπο που βρισκόταν λίγο μετά την αντιγραφή του το χειρό-
γραφο προσφέρεται από το μεταγενέστερο σημείωμα, το οποίο αναφέρεται σε επιδημία
πανώλης και ένα σεισμό (φ. 80v): Ἔτει ἐκ τῆς ἐνσάρκου εικονομίας ͵ατμβʹ [1342] τὸ
μέγα θανατικὸν καὶ ͵ατγʹ [1303] αὐγούστου ηʹ [8] ὁ μέγας σϊσμός. Tο σημείωμα αυτό
επαναλαμβάνεται στο ίδιο φύλλο με παρανοήσεις και με την ανορθόγραφη υπογραφή:
Eγό Ειοάνις Tσούτας (;).
O μέγας σεισμός της 8ης Aυγούστου 1303 είναι γνωστός από άλλες ιστορικές
πηγές και έγινε αισθητός σε όλη την Aνατολική Mεσόγειο και κυρίως στα νησιά
Kύπρο, Pόδο και Kρήτη, όπου μάλιστα προκάλεσε μεγάλες καταστροφές.42 Aντίθετα
δεν είναι γνωστό από τις πηγές το μέγα θανατικό, επιδημία πανώλης δηλαδή, του
έτους 1342. Kατά τον 14ο αιώνα σημειώνεται πράγματι επανειλημμένα η εμφάνιση
της πανώλης με μεγάλη εξάπλωση και πολλά θύματα, αλλά μόνον από το 1347-1349
και εξής αναφέρονται στις πηγές οι εκδηλώσεις της που, ξεκινώντας από την κεντρική
Aσία και τον Πόντο, διαδίδονται μέσω Kωνσταντινούπολης σε όλη τη Mεσόγειο.43
40. Για παράδειγμα, βλ. Nelson 1991, σ. 130, πίν. Mιχαήλ Aουτέμης από την Έφεσο, γράφει στην
4 (Vat. gr. 644). Kρήτη).
41. Tσελίκας 1987-1988, σ. 494-495, εικ. 6 (Aθήνα, 42. Eυαγγελάτου-Nοταρά 1993 [περ. Παρουσία,
EBE 163, τέλος 13ου/αρχές 14ου, γ΄ γραφέας), εικ. παράρτημα 24], σ. 41-48, 147· Grumel 1958, σ. 481·
7 (Iωάννινα, Aρχιμανδρείου 10, έτος 1305, γραφεύς Luttrell 1999, σ. 145-146.
Kωνσταντίνος ιερεύς)· Reinsch 1991· Kομίνης 1968, 43. Bartsocas 1966· Biraben 1975-1976, σποραδικά·
σ. 32-33, πίν. 28 (Πάτμου 891, έτος 1310, γραφεύς Dols 1977, σ. 35-67· Congourdeau 1998, σ. 152-153.
20 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΜΗΤΣΑΝΗ
Η λατρευτική μουσική της Ορθόδοξης εκκλησίας βλάστησε πάνω στις ρίζες της
αρχαίας ελληνικής μουσικής και καλλιεργήθηκε συστηματικά από υμνογράφους,
μελογράφους, ψάλτες, λόγιους και φιλόμουσους άνδρες αλλά και γυναίκες. Στόχος
ήταν πάντα η δοξολογία του Τριαδικού Θεού και των αγίων του, η παράκληση και η
ικεσία, αλλά και η διδαχή στον υπόλοιπο λαό των γεγονότων τα οποία σημαδεύουν
την παρουσία του Θεού ανάμεσα στους ανθρώπους, των δογμάτων της πίστης και των
μελλούμενων εσχατολογικών γεγονότων, κατά τη διδαχή του Χριστού.
Η καθαρά θεολογική αυτή διάσταση της ψαλτικής1 συνδυάστηκε άρρηκτα με την
καλλιτεχνική της οντότητα και αξία, όπως ακριβώς η ποίηση πλέχτηκε ακατάλυτα με
το μέλος που την προβάλλει και την ταξιδεύει σε χείλη, καρδιές, ναούς μεγαλοπρεπείς
αλλά και ταπεινούς, και σε κάθε τόπο όπου λατρεύεται το όνομα του Θεού.
Η Ψαλτική Τέχνη αργά αλλά σταθερά δημιούργησε στη ροή των αιώνων δικό της
σύστημα γραφής των μελών, το οποίο προήλθε από το ελληνικό αλφάβητο και άρχισε
να διακρίνεται καθαρά στο τέλος της πρώτης μετά Χριστόν χιλιετίας. Τα σημάδια που
το αποτελούσαν εξελίχτηκαν σταδιακά σε πλήρες και τέλειο σύστημα σήμανσης των
τρόπων-ήχων στους οποίους ψάλλονται οι ύμνοι, των αναβάσεων ή καταβάσεων της
φωνής, των διαστημάτων που χρησιμοποιούνται στις μουσικές κλίμακες, των συνη-
θισμένων μουσικών γραμμών που χρησιμοποιούνται επανειλημμένα στη μελοποίηση
των ποιημάτων, και των χρόνων που δαπανώνται κατά την ψαλμώδηση των μελωδικών
αυτών γραμμών, οι οποίες στην ορολογία της Ψαλτικής ονομάζονται θέσεις.
1. Χρησιμοποιώ τον όρο «Ψαλτική» ή και «Ψαλτι- ζαντινή μουσική», «βυζαντινή κωδικογραφία», «βυ-
κή Τέχνη» για να δηλώσω την εκκλησιαστική μουσική ζαντινή ζωγραφική», «βυζαντινή ναοδομία», κ.λπ.),
της ορθόδοξης εκκλησίας, όπως αυτή γεννήθηκε και είναι γνωστό ότι οι κάτοικοί της αγνοούσαν αυτή την
αναπτύχθηκε σε τέλειο σύστημα μουσικής γραφής και ονομασία και δεν τη χρησιμοποίησαν, ασφαλώς, ποτέ.
ψαλμώδησης στα χρόνια της ελληνικής αυτοκρατορί- Είναι ακόμη αναμφισβήτητη αλήθεια ότι η ελληνική
ας (την οποία εσφαλμένα ονομάζουμε «Βυζαντινή»), γλώσσα, η παιδεία και ο πολιτισμός διαπερνούσαν
κυρίως από τον 10ο αιώνα και εξής, και στα μετα-αυ- απ᾿ άκρη σ᾿ άκρη το κράτος αυτό, του οποίου οι αυ-
τοκρατορικά χρόνια έως και σήμερα. Όσο κι αν σή- τοκράτορες υπέγραφαν ως βασιλείς «ρωμαίων και ελ-
μερα έχει επικρατήσει το επίθετο «βυζαντινός, βυζα- λήνων». Από την άλλη μεριά, ο όρος «Ψαλτική Τέχνη»
ντινή, βυζαντινό» για να χαρακτηρίσει την υπερχιλιό- ή «Ψαλτική Επιστήμη» χρησιμοποιείται συστηματικά
χρονη αυτοκρατορία των ετών 324-1453 και όλες τις από κορυφαίους μύστες της μουσικής της ορθόδοξης
πλευρές της πολιτιστικής δημιουργίας των ανθρώπων λατρείας, ήδη πριν από το τέλος της αυτοκρατορίας
που τη συγκροτούσαν («βυζαντινή υμνογραφία», «βυ- ως κρατικής οντότητος, το έτος 1453.
22 ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΣΤ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Το σύστημα αυτό της γραφής και ανάγνωσης-ψαλμώδησης των μελών που άλλοτε
ονομάστηκε παρασημαντική, άλλοτε μουσική σημειογραφία ή μέθοδος των σημαδίων
της ψαλτικής, επιβίωσε μέχρι τις μέρες μας μέσα από διαδοχικές φάσεις εξέλιξης,
εξακολουθώντας να διασώζει και να μεταφέρει πανάρχαιες μελωδίες και περίτεχνα
καλλιτεχνήματα μεγάλων μορφών του πνεύματος, στη σημερινή λατρεία των Ορθοδό-
ξων. Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι από τα χίλια τόσα χρόνια που γράφονται
και διαδίδονται και ψάλλονται τέτοιες κορυφαίες μουσικοποιητικές δημιουργίες, σε
λιγότερο από τα 200 υπάρχει χρήση έντυπων μουσικών βιβλίων, ενώ τα υπόλοιπα
(περίπου από τον 10ο αιώνα έως τα 1819-1820)2 καλύπτονται αποκλειστικά από την
αντιγραφή των μελωδιών σε χειρόγραφα.
Τα χειρόγραφα αυτά βιβλία είναι το υλικό με το οποίο διαδόθηκε και διασώθηκε
το κύριο μέρος της μουσικής παράδοσης του ελληνισμού, εφόσον στο χώρο της ψαλ-
τικής η τυπογραφία καθυστέρησε τέσσερις περίπου αιώνες να απλώσει την ευεργετική
της δράση, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα κείμενα των γλωσσών του κόσμου. Αλλά και
μετά το εργώδες, για τα τότε τεχνικά δεδομένα, κατόρθωμα της έντυπης παραγωγής
βιβλίων Ψαλτικής, έως και σήμερα όπου η εργασία αυτή μπορεί πια να γίνει εύκολα
και τέλεια από τον κάθε χρήστη ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, η σωζόμενη χειρό-
γραφη παράδοση των προηγούμενων αιώνων είναι πολύτιμη για πολλούς λόγους.
Πρώτος και σημαντικός λόγος είναι ότι, δυστυχώς, παρόλα τα πολλά χρόνια που
πέρασαν από την «ανακάλυψη» της μουσικής τυπογραφίας και με όλα τα τεχνικά μέσα
που διαθέτουμε πια, δεν έγινε ακόμη κατορθωτό να εκδοθούν όλα τα μουσικά κείμενα
που απόκεινται στα χειρόγραφα, και μάλιστα πολλά από αυτά που παραμένουν ανέκ-
δοτα είναι πολύ μεγάλης αξίας.
Ακολούθως θα μπορούσαν να μνημονευτούν πολλοί και σπουδαιότατοι λόγοι για
να ανατρέχουμε συνεχώς στις πρωτογενείς πηγές της ψαλτικής: η μελέτη και επιστη-
μονική κατοχύρωση της εξέλιξής της, της ίδιας της φύσης της και των εσωτερικών
της στοιχείων, όπως είναι οι ήχοι και η λειτουργία τους, τα διάφορα ηχοχρώματα που
χρησιμοποιούνται και η σχέση τους με άλλες μουσικές παραδόσεις, η σύνδεση της ονο-
ματολογίας των συνθέσεων με την μορφολογική τους δομή και η διαχρονικά σταθερή
βάση μελοποιήσεων των επιμέρους ακολουθιών. Ακόμη, η μελέτη των λειτουργικών
τύπων στους οποίους εντάσσεται η Ψαλτική, η μελωδική έκφραση του προϋπάρχοντος
ή εξαιτίας της δημιουργούμενου ποιητικού λόγου που προβάλλεται με αυτήν, και
ασφαλώς ο εντοπισμός και η καταγραφή της δράσης και του έργου των ανθρώπων
οι οποίοι διαμέσου των αιώνων αναδείχτηκαν σπουδαίοι δημιουργοί και φορείς της.
Τα μουσικά αυτά χειρόγραφα–όσα δεν χάθηκαν για πάντα εξαιτίας των ιστορικών
συγκυριών–σήμερα υπολογίζονται να προσεγγίζουν τον αριθμό των 7500 και είναι δια-
σκορπισμένα σε πλήθος βιβλιοθηκών, της Ελλάδος κυρίως, δευτερευόντως των χωρών
της ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων και τέλος πολλών άλλων χωρών σε όλες
2. Το πρώτο έντυπο μουσικό κείμενο τυπώθηκε στα επόμενο χρόνο (βλ. Γιαννόπουλος 2004b, σ. 130-131).
1819, ενώ το πρώτο ολοκληρωμένο μουσικό βιβλίο τον
Χειρογραφα Ψαλτικης Τεχνης 23
3. Μια πρώτη προσπάθεια αναλυτικής καταγρα- λέται 6)· Καραγκούνης 2003 (ΙΒΜ Μελέται 7)· Τερζό-
φής των καταλόγων που περιέχουν μουσικά χειρόγρα- πουλος 2004 (ΙΒΜ Μελέται 9)· Κρητικού 2004 (ΙΒΜ
φα στις κατά χώρα, πόλη και Βιβλιοθήκη συλλογές, Μελέται 10)· Γιαννόπουλος 2004a (ΙΒΜ Μελέται 11).
έγινε στο βιβλίο μου (Γιαννόπουλος 2004b, σ. 313- 6. Σημειώνονται εδώ κάποια παραδείγματα τέ-
355). Η έρευνα αποκάλυψε και επιπρόσθετο υλικό το τοιων ερευνών, ενώ παραλείπονται πολλά άλλα τα
οποίο αναμένεται να δημοσιευτεί προσεχώς. οποία βρίσκονται σε εξέλιξη: Γιαννόπουλος 1994·
4. Στάθης 1975-1993. Θα εκδοθεί σύντομα ο Δ΄ 2004c· 2008b. Περιγράφονται αναλυτικά τα 89 χειρό-
τόμος. γραφα Ψαλτικής που εντοπίστηκαν με αλλεπάλληλες
5. Με την καθοδήγηση του καθηγητή Γρηγορίου έρευνες σε πολλές βιβλιοθήκες της Μεγάλης Βρετα-
Θ. Στάθη στη σειρά Μελέται του Ιδρύματος Βυζαντι- νίας. Μια παρουσίαση των σπουδαίων στοιχείων που
νής Μουσικολογίας έχουν εκπονηθεί και εκδοθεί τα φέρνει στη μουσικολογική έρευνα αυτό το υλικό έγινε
τελευταία χρόνια πολλές και σημαντικές διδακτορι- σε σχετική παλαιότερη εισήγησή μου (Γιαννόπουλος
κές διατριβές, όλες πάνω σε καίρια θέματα της Ψαλ- 2005)· 2005b· 2008a· υπό δημοσίευση. Ήδη ετοιμά-
τικής. Πρόκειται, έως τώρα, για τα ακόλουθα βιβλία: ζεται και μια δημοσίευση για την περίφημη συλλογή
Αποστολόπουλου 2002 (ΙΒΜ Μελέται 4)· Χαλδαιάκης χειρογράφων του Σίμωνα Καρά.
2003 (ΙΒΜ Μελέται 5)· Μπαλαγεώργου 2001 (ΙΒΜ Με-
24 ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΣΤ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
άριστη, υπάρχουν όμως και μία-δύο εξαιρέσεις χειρογράφων τα οποία είναι αρκετά
ταλαιπωρημένα από τη χρήση ή, στην περίπτωση του περγαμηνού, και από την πολυ-
καιρία. Από τους γραφείς των εννέα αυτών χειρογράφων γνωρίζουμε τους πέντε, εκ των
οποίων οι τέσσερεις χρονολογούν το έργο τους. Πρέπει να σημειωθεί ότι το ένα από
τα χειρόγραφα αυτά, για το οποίο θα γίνει ειδικότερα λόγος και στη συνέχεια, παρότι
μουσικό, δεν περιλαμβάνει μελοποιήσεις εκκλησιαστικών ύμνων, αλλά τραγουδιών
με ποικίλο περιεχόμενο.
Εκτός των εννέα αυτών ελληνικών χειρογράφων, στην κύρια συλλογή της Γεννα-
δείου υπάρχει και ένα ρωσικό μουσικό χειρόγραφο του 19ου αιώνα (Γενν. 28) με καλή
διακόσμηση, στο οποίο περιέχεται η Ακολουθία του αρχαγγέλου Μιχαήλ. Το χειρό-
γραφο αυτό δεν είναι γραμμένο με τη σημειογραφία της Ψαλτικής αλλά με τα ρωσικά
Znamenies, και για το λόγο αυτό δεν ασχολήθηκα με τη μελέτη του.
Η δεύτερη συλλογή, στην οποία υπάρχουν πολλά και σημαντικά μουσικά χειρό-
γραφα, είναι η συλλογή Δαμιανού Κυριαζή (στο εξής: Κυ). Πρόκειται για οκτώ κώδικες
(Κυ 25, Κυ 26, Κυ 27, Κυ 28, Κυ 29, Κυ 30, Κυ 31, Κυ 32), τρεις από τους οποίους είναι
ενυπόγραφοι και χρονολογημένοι, ενώ για άλλους δύο μπορούν να γίνουν βάσιμες
υποθέσεις για τους γραφείς τους.
Η τρίτη συλλογή στην οποία ανήκει ένα μόνο μουσικό χειρόγραφο είναι η συλλογή
Μαρτάκου (στο εξής: Μα). Το χειρόγραφο αυτό είναι ο αριθμός Μα 17, είναι πλήρες,
σε καλή κατάσταση, ενυπόγραφο και χρονολογημένο.
Τέλος, όπως ήδη αναφέρθηκε, στην κατοχή της Γενναδείου Βιβλιοθήκης βρίσκο-
νται και άλλα δύο χειρόγραφα ψαλτικής, τμήμα ενός ευρύτερου αριθμού αταξινό-
μητων κωδίκων. Για τις ανάγκες της αναφοράς μας σ᾿ αυτά, τα ονομάζω πρόχειρα
αταξινόμητο μουσικό 1 και αταξινόμητο μουσικό 2. Το πρώτο είναι υπογεγραμμένο
και χρονολογημένο, ενώ το δεύτερο όχι.
Στο σύνολό τους τα χειρόγραφα που αναφέρθηκαν δεν είχαν μελετηθεί συστη-
ματικά στο παρελθόν, ούτε υπάρχει αναλυτικός περιγραφικός κατάλογος γι᾿ αυτά.7
Ακόμη, η μουσικολογική αξία κάποιων από τα χειρόγραφα, κάτι που πρωτίστως με
ενδιαφέρει, δεν έχει σημειωθεί και αξιοποιηθεί, επίσης δεν έχει γίνει προσπάθεια να
ταυτιστούν κάποιοι γραφείς οι οποίοι δεν υπογράφουν τους κώδικές τους. Ωστόσο,
αρκετά από τα μουσικά χειρόγραφα έχουν εξεταστεί πριν από τρεις περίπου δεκαετίες
από τον φιλόλογο-παλαιογράφο Μανόλη Χατζηγιακουμή και έχουν γίνει αναφορές
στην ύπαρξή τους και σε μερικούς από τους γραφείς τους, σε ευρύτερο έργο του.8
7. Στο Πολίτη και Παππά 2004, σ. 92-101 και πί- Γιαννόπουλος» και στη σ. 100, σειρά 6, η χρονολογία
νακες 24-27, παρουσίασα με συντομία πέντε από τα θανής του Γρηγορίου πρωτοψάλτου να διορθωθεί από
μουσικά χειρόγραφα των συλλογών της Γενναδείου «1921» σε «1821».
τα οποία συμπεριελήφθησαν στην έκθεση που οργα- 8. Χατζηγιακουμής 1980 (βλ. κυρίως: σ. 85-υποσ.
νώθηκε από την Ελληνική Παλαιογραφική Εταιρεία 96, 154 και 201-στ. 1, καθώς και φωτογραφικό δείγμα
και τη Βιβλιοθήκη. Με την ευκαιρία αυτής της ανα- 61 για το χφ Γενν. 23, σ. 203-στ. 2 για το χφ Γενν. 24, σ.
φοράς ας σημειωθεί ότι πρέπει να γίνουν δύο διορθώ- 102-υποσ. 351 για το χφ Γενν. 231, σ. 209-στ. 2 για το
σεις τυπογραφικών λαθών στο βιβλίο αυτό: στη σ. 4 χφ Κυ 25, σ. 89-υποσ. 141, 103-υποσ. 370 και 218-στ.
το «Ευάγγελος Γιαννόπουλος» να γραφεί «Εμμανουήλ 2 για το χφ Κυ 30, σ. 89-υποσ. 141 και 92-υποσ. 191
Χειρογραφα Ψαλτικης Τεχνης 25
Ο γραφικός χαρακτήρας του κολοφώνα αυτού διαφέρει αρκετά από αυτόν του
υπόλοιπου κώδικα, και προσωπικά διατηρώ κάποιες αμφιβολίες για το εάν πράγματι
ο Σίλβεστρος έχει γράψει το κύριο σώμα του βιβλίου. Άλλωστε, γενικότερα στη χειρό-
γραφη παράδοση της Ψαλτικής δεν γνωρίζουμε άλλον γραφέα μουσικού κώδικα με το
όνομα αυτό, με την εξαίρεση του Σίλβεστρου Κυκκώτη, ο οποίος όμως ζει στα τέλη του
18ου αιώνα και τις αρχές του 19ου. Στο χειρόγραφο πάντως καταγράφεται αναλυτικά
για το χφ Κυ 32, καθώς και γενικότερες αναφορές σε ελάχιστες μόνο βιβλιογραφικές προσθήκες και πανο-
άλλα χειρόγραφα της Βιβλιοθήκης στις σελίδες 201, μοιότυπα].
203, 213, 218). Βλ. και Χατζηγιακουμής 1999 [πρό- 9. Για τις διάφορες ονομασίες των μουσικών χει-
κειται για το Τμήμα ΙΙΙ του Α΄ Μέρους του προηγού- ρογράφων οι οποίες χρησιμοποιούνται και στο παρόν
μενου βιβλίου, το οποίο επανεκδόθηκε αυτοτελώς 19 άρθρο βλ. Γιαννόπουλος 2004b, σ. 65-90.
χρόνια μετά την πρώτη δημοσίευσή του, δυστυχώς με
26 ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΣΤ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
10. Η Προθεωρία της Ψαλτικής είναι ένα θεωρη- τοῦ εὐτελοῦς καὶ ἁμαθεὶς ὑπερ πάντων Νικηφόρου ἱε-
τικό κείμενο στο οποίο παρουσιάζονται αναλυτικά τα ρομονάχου και οἱ ἀναγινώσκοντες εὔχεσθαί με διὰ τὸν
βασικά στοιχεία της ψαλτικής, με έμφαση στο σύστη- Κ(ύριο)ν, εἰδὲ και σύλληψις ἔτυχε συγκρίνατέ μοι ὠς
μα γραφής και ψαλμώδησης των μελών. Το κείμενο δ ἄλλοι κἄν λαθέντες, ἔτι [ = ἔτει] ἀπὸ Χ(ριστο)ῦ 1735
αυτό με μικρές ή μεγαλύτερες παραλλαγές υπάρχει σε μαρτίου ιδʹ. Ἐγράφθη δὲ ἐν τῷ ἅγιονυμο όρει τοῦ ἐν
πολλά χειρόγραφα ψαλτικής πριν την καταγραφή των τω Ἅθωνος εἰς τὴν σκήτην τοῦ ἁγίου Δημητρίου πλη-
μελωδιών οι οποίες ψάλλονται στις εκκλησιαστικές σίον εἰς το Βατοπαίδι. Ἐγράφθη δὲ μετα πολοῦ κόπου
ακολουθίες. καὶ δαπάνης και μετὰ πολής πλίστης ἑπιμελείας και
11. Ο πρωτοψάλτης του οικουμενικού πατριαρχεί- υπομονῆς.:- (εικ. 7).
ου στην Κωνσταντινούπολη Παναγιώτης Χρυσάφης 13. Για τα τρία αυτά χειρόγραφα βλ. Στάθης 1975-
(«ο νέος» όπως αναφέρεται πολλές φορές στα χειρό- 1993, τ. Α΄, σ. 596-598 και τ. Γ΄, σ. 549-555, καθώς
γραφα, για να μην συγχέεται με τον μουσικώτατο λα- και Wilson και Stefanović 1963, σ. 13-15. Ειδικότερα
μπαδάριο του «εὐαγοῦς βασιλικοῦ κλήρου» Μανουήλ για το τελευταίο βλ. Εμμ. Γιαννόπουλου, Τα χειρόγρα-
Δούκα Χρυσάφη ο οποίος έζησε στα μέσα του 15ου φα Ψαλτικής Τέχνης των Βιβλιοθηκών του Ηνωμένου
αιώνα) ήταν μία από τις σπουδαιότερες μορφές της Βασιλείου · Αναλυτικός περιγραφικός κατάλογος (υπό
ψαλτικής κατά τον 17ο αιώνα, με πολύπλευρο και έκδοση).
εξαιρετικά σημαντικό έργο. Bλ. Γιαννόπουλος 1998. 14. Χφ Γενν. 24, φ. 143: Ετελειοθει η παρούσα εις
12. Ο κολοφών είναι γραμμένος, με πολλά λάθη, τους ͵αψλδʹ [1734] παρ᾿ εμοῦ Νικολάου Ραιδεστη-
στο φ. 305 του κώδικα: Εἵλειφε τέλος ἡ παρούσα νοῦ, απριλίου . . . (;).
ἁσματομελιρρυτόφθογγος βίβλος διαχειρὸς καμοῦ
Χειρογραφα Ψαλτικης Τεχνης 27
Ὤδε πέρας εἰληφεν ἡ βίβλος αὕτη ἐκ χειρὸς ἐμοῦ τοῦ ἐλαχίστου Ἰωά-
σαφ Ἱεροδιακόνου τοῦ ἐξ Αγράφων ἐν ἐτει ͵αωαʹ [1801] ἰουνίου ηʹ
Στα 1817 είναι γραμμένο το χειρόγραφο Γενν. 27.1, που είναι ένα Ειρμολόγιο
σε μελοποίηση του Πέτρου λαμπαδαρίου του Πελοποννησίου, με προσθήκες από τον
μαθητή του Πέτρο πρωτοψάλτη τον Βυζάντιο. Ο γραφέας δεν δηλώνει το όνομά του,
παρά μόνο σημειώνει στο φ. 114 τη χρονολογία και τον τόπο γραφής:16 είναι η Σμύρνη,
η οποία αποτελούσε από πολλές δεκαετίες ένα από τα ισχυρά, περιφερειακά της Κων-
σταντινουπόλεως, κέντρα καλλιέργειας της ψαλτικής.
Ο κώδικας Κυ 31 είναι μια Ανθολογία Όρθρου και Θείας Λειτουργίας, η οποία
γράφτηκε από δύο μουσικούς, στη Νέα Μέθοδο της σημειογραφίας της ψαλτικής,
δηλαδή στον τρόπο γραφής της μουσικής που αποτελεί ομαλή εξέλιξη των παλαιότερων
και ο οποίος εγκρίθηκε στα 1814 και επιβλήθηκε και χρησιμοποιείται έως σήμερα. Ο
κώδικας αυτός γενικότερα δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον από πλευράς περι-
εχομένου και είναι σε σχετικά κακή κατάσταση. Ο δεύτερος όμως γραφέας του επι-
λέγει μια συνήθεια των παλαιότερων χρόνων για να δηλώσει πότε έγραψε το τμήμα
του κώδικα στο οποίο αναγνωρίζουμε τον γραφικό του χαρακτήρα, ή έστω κάποια
επιμέρους μέλη σ᾿ αυτό.
Συγκεκριμένα στο φ. 129v γράφει πλάγια στην αριστερή ώα ένα κρυπτογραφικό
σημείωμα,17 μετά το οποίο προσθέτει τη χρονολογία και τον τόπο της εργασίας του
κανονικά γραμμένα. Η μέθοδος που χρησιμοποιεί ο γραφέας του σημειώματος απαιτεί
την αντιστοίχιση και αντικατάσταση των εικοσιτεσσάρων γραμμάτων του ελληνικού
αλφαβήτου με αυτά που αναλογούν στην αντίστροφη φορά του, ώστε να σχηματιστεί
σωστά και να διαβαστεί το κρυμμένο κείμενο:
15. Όπως το Εθνικής Βιβλιοθήκης Ελλάδος (ΕΒΕ) Σμύρνῃ τῷ ͵αωιζʹ [1817] ἀπριλλίῳ α΄.
2441. 17. Γενικότερα για την κρυπτογραφία ως συνήθεια
16. Τέλος τῷ δὲ συντελεστῇ τῶν ὅλων Θεῷ δόξα. των κωδικογράφων βλ. Mioni 1979, σ. 111-113.
28 ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΣΤ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
18. Η 18 Η δήλωση του γραφέα υπάρχει στο φ. 1 Τέλος καὶ τῷ Θεῷ δόξα ἀμήν. Εν ἔτει ὑπὸ Χριστοῦ
του κώδικα, μετά τον τίτλο: Νέον Ἀναστασιματάριον ͵αωκζʹ [1827] ἀπριλίου θʹ ἐγράφη τὸ παρὸν διὰ
μεταφρασθὲν κατὰ τὴν νεοφανῆ μέθοδον τῆς μουσικῆς χειρὸς ἐμοῦ τοῦ ἀμαθοῦς Ἀναγνώστου Ἰωάννου και οἱ
ὑπὸ τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει μουσικολογιωτάτων ἔχοντες εὔχεσθαι ὑπὲρ ἐμοῦ. Σχετικά με τον Ιωάννη
διδασκάλων καὶ ἐφευρετῶν τοῦ νέου μουσικοῦ συ- Αναγνώστη βλ. τα χφφ ΕΒΕ 915, Ιωάννινα-Αρχαιολο-
στήματος κυρίου Γρηγορίου λαμπαδαρίου τῆς τοῦ γικού Μουσείου 28, Αίγιο-Ι.Μ. Ταξιαρχών 7, 8 και 9,
Χριστοῦ μεγάλης ἐκκλησίας, Γεωργίου Χουρμουζί- κ.ά.
ου, Χαρτοφύλακος τῆς μεγάλης εκκλησίας, καὶ Χρυ- 20. Στη σελίδα 450 ο κολοφών: Το παρόν Μουσι-
σάνθου ἀρχιμανδρίτου, διὰ χειρὸς Ματθαίου τοῦ ἐξ κοβιβλίον εγράφει υπό χειρός παρά τοῦ εν Ρυνια (;)
Ἀθηνῶν ἐν μπόρῳ τῷ 1827 κατὰ μήνα Αὔγουστον. Θήρας Μουσικολογιωτάτου κ. Σπυρίδωνος Α. Κ. Σαλί-
19. Στη σ. 163 του κώδικα υπάρχει ο κολοφών: βερου. Τέλος καὶ τῷ Θεῷ δόξα.
Χειρογραφα Ψαλτικης Τεχνης 29
Όλα αυτά τα χειρόγραφα, και ιδίως τα τρία πρώτα, είναι γραμμένα λίγο μετά την
επιβολή της Νέας Μεθόδου της Ψαλτικής στα 1814, από μαθητές της Πατριαρχικής
Σχολής, που ιδρύθηκε για τη διδασκαλία αυτής της μεθόδου. Αυτό φαίνεται από τις
αναφορές τους στους δασκάλους της Σχολής και από τον τρόπο γραφής των κωδίκων
(όπου, ειδικά για το χειρόγραφο Κυ 32, τρεις και τέσσερις γραφείς-μαθητές δοκιμάζουν
και εξασκούν την αντιγραφική τους ικανότητα στο ίδιο χειρόγραφο).
22. Για τον Κωνσταντίνο και το έργο του βλ. π. 24. Στην κατηγορία αυτών των μελών ανήκουν η
Τερζόπουλος 2004, το οποίο μνημονεύτηκε και στην σύνθεση του φ. 1 (Τὸ παρὸν ἀνωνύμου, ἐπιδιορθώθει
υποσ. 5. Στις σελίδες 193-194 και 196 του βιβλίου καὶ ἐκαλλωπίσθη παρὰ Γεωργίου τοῦ Ρυσίου ἐν ἔτει
αυτού γίνεται αναφορά και στον κώδικα Κυ 27 της ͵αωμʹ [1840]: Ὀκτώβρ. [ἦχος] βαρὺς Μακάριος ἀνήρ
Γενναδείου Βιβλιοθήκης. . . . ), εκείνη του φ. 13 (1837: ἐν Ρυσίῳ. Λόγον ἀγαθὸν
23. Στο φ. 145: Καὶ οὖτος [ὁ καλοφωνικὸς εἱρμὸς] [ἦχος] λέγετος, Χουρμουζίου διδασκάλου ἐπιδιορθω-
παρὰ Κωνσταντίνου πρωτοψάλτου, ἐξηγήθη δὲ παρὰ θεὶς παρὰ Γεωργίου Ρυσίου) και, τέλος, η του φ. 25
τοῦ φοιτητοῦ αὐτοῦ Γ(εωργίου) π(απᾶ) τοῦ Ρυσίου, (Λόγον ἀγαθὸν [ἦχος] βαρὺς τοῦ [Γεωργίου] Κρητὸς σὲ
πλ. α΄ Πρόβατον εἰμὶ τῆς λογικῆς. . . . σύντμηση Γεωργίου Ρυσίου, 1840 Ὀκτώβριος).
Χειρογραφα Ψαλτικης Τεχνης 31
ενδιαφέροντα αυτά μέλη δεν έχουν έως τώρα εντοπιστεί σε άλλα χειρόγραφα, άλλα
και ότι δεν γνωρίζουμε κανέναν άλλο κώδικα γραμμένο από τον Γεώργιο Ρύσιο.
Το χειρόγραφο Γενν. 231 είναι ίσως το πιο γνωστό στους κύκλους των μουσικών
από όλα τα προαναφερθέντα, όχι τόσο γιατί υπάρχουν πολλές δημοσιευμένες πληροφο-
ρίες γι’ αυτό, αλλά διότι λόγω του περιεχομένου του αναφέρεται συχνά σε συζητήσεις
μουσικολόγων. Πρόκειται για μια σχετικά προχειρογραμμένη συλλογή λίγων ασμά-
των σε μελοποίηση του σπουδαίου πρωτοψάλτη της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας
Γρηγορίου, ο οποίος απεβίωσε το έτος 1821. Η ανάγνωση κάποιων φύλλων του είναι
αρκετά προβληματική, γιατί ο γραφικός χαρακτήρας του γραφέα δεν είναι καλός,
αλλά και διότι η μαύρη μελάνη «πότισε» στο χαρτί και δημιούργησε πολλές κηλίδες.
Οι στίχοι των ασμάτων έχουν περιεχόμενο πατριωτικό, ερωτικό ή αφορούν σε
πρόσωπα, όπως στον μαρτυρικό πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄, και ανήκουν άλλοι στον «εὐγε-
νέστατο ἄρχοντα ποστέλνικο» Γεώργιο Σούτζο (Πίν. 22), άλλοι στον Νικόλαο Λογάδη,
και άλλοι σε άγνωστους ποιητές. Όπως συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις, η πρώτη
στροφή κάθε άσματος είναι μελοποιημένη με το σύστημα γραφής της εκκλησιαστικής
μουσικής και ακολουθεί το κείμενο των υπολοίπων, αφού ψάλλονται με την προγεγραμ-
μένη μελωδία. Σε λίγες περιπτώσεις δημιουργείται ακροστιχίδα (π.χ. «ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ»)
από τα αρχικά γράμματα των στροφών.
Όλες οι μελοποιήσεις ακολουθούν μουσικούς «δρόμους» της ανατολικής μουσι-
κής, αναφέρονται όμως κάθε φορά και οι εκκλησιαστικοί ήχοι στους οποίους αυτοί
αντιστοιχούν. Τα τραγούδια και οι μελωδίες που περιέχονται δεν απαντούν συχνά σε
ανάλογα χειρόγραφα, ακόμη και σε έναν από τους αντιπροσωπευτικότερους τέτοιους
κώδικες, τον Βατοπαιδίου 1428.
Γενικότερα, ο κώδικας αυτός έχει μια ιδιαίτερη θέση στο σύνολο της χειρόγραφης
παράδοσης, αφού ανήκει σε μια ομάδα 50, ίσως 60, χειρογράφων των οποίων το περι-
εχόμενο φανερώνει την ευρεία γνώση και παράλληλη δραστηριότητα πολλών σπου-
δαίων εκκλησιαστικών μουσικών και σε έναν άλλον τομέα της τέχνης αυτής: ποίηση
και μελοποίηση στίχων στη λεγόμενη θύραθεν ή εξωτερική μουσική,25 όπως ακριβώς
δηλώνει η επιγραφή των φύλλων 51v-52 αυτού του χειρογράφου της Γενναδείου:
25. Κρίνεται σκόπιμο εδώ να γίνει μια πρώτη από- λης του Γένους Σχολής 53· Ι.Μ. Μεγίστης Λαύρας Ε
πειρα καταγραφής των κωδίκων οι οποίοι διασώζουν 4 και Κ 171· ΜΙΕΤ-ΙΠΑ 37· Ι.Μ. Ξηροποτάμου 262·
παρόμοιες συλλογές, έως και λίγα μόνο μέλη εξωτε- Ι.Μ. Παντελεήμονος 994· Ρουμανικής Ακαδημίας 795
ρικής μουσικής: Αρχιεπισκοπής Κύπρου 33· Ι.Μ. Βα- (339), 740 (653), 784 (794), 803, 925, 927 και 2238·
τοπαιδίου 1414, 1428, 1429 και ίσως 1430· Βουλής Ι.Μ. Αγ. Αικατερίνης Σινά 1440· Χειρόγραφο ΕΛΙΑ·
27 και 28· Βιβλ. Γριτσάνη 3 και 8 (έτος 1698)· Ι.Μ. Ι.Μ. Χιλανδαρίου 165· Βιβλ. Ψάχου (κατά καταγραφή
Δοχειαρίου 322 και 1463· Ελληνικού Φιλολογικού Ακακίου Μεγασπηλαιώτου)· ΕΒΕ 2601}΄Ανδρος, μονή
Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως 44· Ι.Μ. Ιβήρων 964, Αγίας 113. Τέλος, από αξιόπιστες πληροφορίες γνω-
1080, 1189 και 1203· Καρά 32 και 38· ΙΕΕ 47· ΚΜΣ ρίζω ότι στη Ρουμανία υπάρχουν και άλλα παρόμοια
(γραφέας Θωμαΐδης, έτος 1970) και «χειρόγραφο χειρόγραφα τα οποία σχετίζονται κυρίως με τη δράση
Ραιδεστηνού»· Ι.Μ. Λογγοβάρδας Πάρου 47· Μεγά- του Νικηφόρου Καντουνιάρη του Χίου.
32 ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΣΤ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
26. Πρόκειται για τους ειρμούς Τὴν σὴν εἰρήνην εξήγηση του Χουρμουζίου. Για το χειρόγραφο βλ. Χα-
(σε ήχο α΄ και μελοποίηση του Πέτρου Μπερεκέτη), τζηγιακουμής 1975, σ. 250-252, αλλά η μαρτυρία της
Ἔφριξε γῆ (ήχος πλ. α΄ πεντάφωνος εναρμόνιος, σε ύπαρξης των μελών σ᾿ αυτό πρέπει να αναζητηθεί στις
μέλος Παναγιώτη Χαλάτζογλους) και Τὸν ἄναρχον σελίδες 436 και 468 του ίδιου βιβλίου, όπου ευρετή-
βασιλέα τῆς δόξης (ήχος πλ. δ΄, μέλος Πέτρου Μπε- ριο των αρχών (incipit) των ύμνων και παραπομπές στο
ρεκέτη). πρώτο μέρος του τόμου.
27. Στον κώδικα της Ι.Μ. Ταξιαρχών Αιγίου 9 28. Βλ. για παράδειγμα το βιβλίο Γιαννόπουλος
υπάρχουν οι ειρμοί Ἔφριξε γῆ και Τὴν σὴν εἰρήνην σε 2007.
Χειρογραφα Ψαλτικης Τεχνης 33
Επίλογος
Αυτά είναι σε γενικές γραμμές τα είκοσι μουσικά χειρόγραφα που φυλάσσονται
σήμερα στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. Πρόκειται για μια μικρή συλλογή, που έχει όμως
την αναμφισβήτητη χρησιμότητά της και αξίζει την προσοχή μας ως ένα κομμάτι του
ελληνικού πολιτισμού, η μελέτη και η προβολή του οποίου πρέπει να είναι μέλημά μας.
Αυτό άλλωστε ήταν και ο πρώτος στόχος του ιδρυτού της Βιβλιοθήκης αυτής Ιωάννου
Γενναδίου, καθώς και των συνεχιστών του έργου του. p
• 4•
Το Κείμενο «της Κλίμακος» στο χειρόγραφο Κυριαζή 15
ΝΟΝΝΑ Δ Η Μ . Π Α Π Α Δ Η Μ ΗΤ ΡΙΟΥ
Αντικείμενο της παρούσης εργασίας αποτελεί ένα από τα χειρόγραφα της συλλογής
Δαμιανού Κυριαζή.1 Δωρήθηκε το 1953 στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη,2 φέρει τον αρ. 15
(Γενν. Κυ 15) και παραμένει ακαταλογογράφητο.3 Περιλαμβάνει αποσπάσματα πατερι-
κών έργων και ολόκληρο το κείμενο της Kλίμακος τῆς θείας ἀνόδου του αγίου Ιωάννου
του Σιναΐτου με σχόλια. Αυτό το έργο, ένα από τα πλέον σημαντικά της Βυζαντινής
Γραμματείας, με τη μορφή που έχει στο εξεταζόμενο χειρόγραφο, έχει ιδιαίτερη αξία
για τη χειρόγραφη παράδοσή του.
Ο συγγραφεύς της Κλίμακος, Σιναΐτης μοναχός (6ος-7ος αι.), σοφός κατά κόσμον4
και ερημίτης επί σαράντα ολόκληρα χρόνια, παραμένει αυθεντία της βυζαντινής
πνευματικότητος.5
Η Κλῖμαξ είναι έργο πνευματικής εμπειρίας. Αποτελείται από τριάντα λόγους,
«βαθμίδες», που αναφέρονται στην πνευματική άνοδο και εξύψωση του ανθρώπου δια
της υπερβάσεως των παθών και δια της αποκτήσεως των αρετών. Του κειμένου προη-
γείται ο βίος του συγγραφέως, γραμμένος από τον Δανιήλ Ραϊθηνό, και δύο Επιστολές.
Η πρώτη του ηγουμένου της Ραϊθού Ιωάννου προς τον Ιωάννη Σιναΐτη και η δεύτερη
απάντηση του Σιναΐτου Αγίου στον Ιωάννη της Ραϊθού. Το έργο κατακλείεται με τον
λόγο προς τον Ποιμένα (= τον ηγούμενο).
Το κείμενο της Κλίμακος ταξίδεψε με μεγάλη ταχύτητα στην Ανατολή και στη
Δύση και γνώρισε μια πρωτόγνωρη και διαχρονική κυκλοφορία. Το μαρτυρούν οι
πάμπολλες μεταφράσεις της σε ξένες γλώσσες και κυρίως οι εκατοντάδες των σωζομέ-
νων ελληνικών και ξενογλώσσων χειρογράφων της.6 Η editio princeps του κειμένου της
1. Λίγα βιογραφικά για τον Δαμ. Κυριαζή κατέ- 4. Όπως απέδειξαν ειδικές έρευνες, ο συγγραφεύς
γραψε η Ιωάννα Φωκά. Βλ. Φωκά 2001. της Κλίμακος είχε γνώσεις κλασικής Φιλολογίας,
2. Η δωρεά περιείχε χειρόγραφα, έγγραφα και Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας, Ιατρικής κ.ά. Βλ.
έντυπα βιβλία και έγινε σε τρεις φάσεις (1953, 1994 Νεώτερο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό «Ηλίου» Ζ΄, 1949,
και 2000). Η πρώτη, μαζί με τα έγγραφα και τα έντυ- σ. 702-706, s.v. Ιωάννης ο Κλίμακος (Κ. Δ. Γεωργού-
πα βιβλία, περιλάμβανε και 41 χειρόγραφα. Για τη λης), Πουλής 1976, Φαραντάκης 1994, και Παπαδη-
δωρεά αυτή βλ. Φινόπουλος και Μωραΐτης 2001. Χει- μητρίου 2001.
ρόγραφα της συλλογής Κυριαζή δωρήθηκαν και στη 5. Βιογραφικά στοιχεία για τον Ιωάννη της Κλίμα-
Βιβλιοθήκη του Μουσείου Μπενάκη. κος βλ. στον Beck 1977, σ. 353-355.
3. Στον Κατάλογο της Εκθέσεως της Γενναδεί- 6. Παπαδημητρίου 2003, σ. 643-677. Γνωρίζουμε
ου δώσαμε μια πολύ σύντομη καταγραφή του υπό την ύπαρξη 742 τουλάχιστον ελληνικών χειρογράφων.
εξέτασιν χειρογράφου. Βλ. Πολίτη και Παππά 2004, O αριθμός αυξάνεται συνεχώς, διότι η έρευνα είναι
σ. 44-45, εικ. 13. σε εξέλιξη. Γνωρίζουμε επίσης την ύπαρξη 218 ξενο-
36 ΝΟΝΝΑ ΔΗΜ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Kλίμακος έγινε το 1633 από τον Mατθαίο Rader (Editio Raderiana)7 στο Παρίσι, όπου
και ανατυπώθηκε το 1860 από τον J. P. Migne στη γνωστή Patrologia Graeca (PG).8 Σε
αυτή την έκδοση παραπέμπουν ακόμη και σήμερα όσοι ασχολούνται με το έργο αυτό.
Περιγράφουμε το χειρόγραφο Γενν. Κυ 15 κατά τα πρότυπα που έθεσε ο Λίνος
Πολίτης9 και στη συνέχεια αναφερόμαστε στο κείμενο της Kλίμακος και στην ιδιαι-
τερότητά του, με παρατηρήσεις και συγκρίσεις με το εκδεδομένο στην PG.
φφ. 1-6: α΄ Τοῦ ὁσίου π(ατ)ρ(ὸ)ς ἡμῶν Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, παραι-
νετικὴ νουθεσία τοῖς ἡσυχάζουσιν.
φφ. 7-308: β΄ Tὰ τοῦ Kλίμακος ἅπαντα μετὰ σχολίων, σὺν τῷ αὐτοῦ βίῳ,
καὶ ταῖς ἀμοιβαίαις ἐπιστολαῖς δύο, καὶ ὁ πρὸς ποιμένα
λόγος.
φφ. 309-326: γ΄ Τοῦ ὁσίου π(ατ)ρ(ὸ)ς ἡμῶν Κασσιανοῦ τοῦ Ρωμαίου, περὶ
ὀκτὼ λογισμῶν.
φφ. 326-338: δ΄ Τοῦ αὐτοῦ περὶ διακρίσεως, λόγος ὠφέλιμος πάνυ.
φφ. 338v-350: ε΄ Εὐαγρίου μοναχοῦ κεφάλαια περὶ διακρίσεως λογισμῶν κβ΄.
φφ. 350-350v: ϛ΄ Τοῦ αὐτοῦ, ἐκ τῶν νηπτικῶν κεφαλαίων.
φφ. 351-395v: ζ΄ Τοῦ ὁσίου Νείλου, λόγος ἀσκητικὸς πάνυ ἀναγκαῖος.
φ. 395v: η΄ Τοῦ αὐτοῦ κεφάλαιον ρνβ΄ καὶ ρνγ΄.
φφ. 395v-399v: θ΄ Τοῦ ἀββᾶ Μακαρίου τοῦ ἀσκητοῦ κεφάλαια.
φφ. 399v-408v: ι΄ Τοῦ αὐτοῦ ἕτερα κεφάλαια, περὶ τοῦ πν(ευματ)ικοῦ νόμου.
φφ. 408v-410: ια΄ Τοῦ ἀββᾶ Μάρκου κεφάλαιον.
φφ. 410-413: ιβ΄ Πέτρου Δαμασκηνοῦ, παραίνεσις ἀσκητική.
φφ. 413v-414: ιγ΄ Προτρεπτικὴ παραίνεσις τοῖς ἀρχαρίοις.
φφ. 414v-418v: ιδ΄ Ἐκλογὴ ἐκ τοῦ Πατερικοῦ νουθετική. Τέλος.
Α. 538 χ1 κv αr, (α΄, β΄, β΄, γ΄ . . . λη΄3 . . . νβ΄), φφ. 419-421 λευκά. Γ ρ α φ ή εμπείρου
βιβλιογράφου, ορθία, ολοστρόγγυλη, καλλιγραφική και πολύ επιμελημένη (Πίν.
1).10 Μελάνι μαύρο. Ερυθρογραφίες στους τίτλους, στα αρχικά, στα λιτά γραμμικά
Β. φ. 308: Διὰ χειρὸς γέγρα(πτ)αι Kυριακοῦ (μον)αχ(οῦ) τοῦ ἐκ τῆς Mικρᾶς Ῥωσίας,
ἐν τῇ κέλλῃ τοῦ ἁγίου Ἰακώβου, τῆς ἱερᾶς μονῆς τοῦ ἁγίου Διονυσίου, ἐν ἔτει
͵αχιηʹ [1618] νοεμβρίου κη΄ (Πίν. 24).
φ. 286: Νοεμβρίου κη΄͵αχιηʹ [1618].
φ. 8: K(ύρι)ε Ἰ(ησο)ῦ X(ριστ)έ, βοήθ(ει) μοι (Πίν. 23).
Π ρ ο έ λ ε υ σ η: Δωρεά Δαμιανού Κυριαζή 1953.
Β ι β λ. Ταξίδι στον κόσμο των χειρογράφων. Κατάλογος ΄Εκθεσης χειρογράφων
Γενναδείου Βιβλιοθήκης (επιμ. Μαρία Πολίτη–Ελένη Παππά), Αθήνα 2004 [Ελλη-
νική Παλαιογραφική Εταιρεία], σ. 44-45, εικ. 13.
Παρατηρήσεις επί του κειμένου της Kλίμακος του Γενν. Κυ 15 και σύγκριση με το
εκδεδομένο κείμενο στην PG:
11. Briquet 1923, 1984. Δεληκάρη (2004), σ. 71, 89, 103, 201 κ.ά.
12. Για τον βιβλιοδέτη Gruel βλ. Ναβάρη 2001a, 14. Σημειώνει ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης:
σ. 22. Ἀνάγνωθι δὲ ἀεὶ τὰ περὶ ἡσυχίας καὶ προσευχῆς· οἷον
13. Για τις επιδράσεις της Kλίμακος στον άγιο τὴν Κλίμακα . . . (PG 150, 1324 D).
Γρηγόριο τον Σιναΐτη βλ. τη διατριβή της Αγγελικής
38 ΝΟΝΝΑ ΔΗΜ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
2. Ως προς το κύριο μέρος του χειρογράφου (φφ. 7-308), που περιλαμβάνει το κείμενο
της Kλίμακος, τα περιεχόμενά του είναι τα εξής:
φ. 7: Πίναξ τῶν βαθμῶν τῆς ἱερᾶς Kλίμακος. Aκολουθούν περιληπτικά οι
τίτλοι των τριάντα Λόγων, αρχής γενομένης από τον τριακοστό. Στο τέλος: Ἐκεῖνος
ὁποῦ πιάση τήν πρώτην, καὶ ἀπακουμβίση τόν πόδα του εἰς τήν ὕστερην βαθμίδα,
μακάριος.
Στο φ. 7v εικονίζεται ερυθρόγραφο σχεδίασμα κλίμακος με τριάντα βαθμίδες
(Πίν. 25). Στα αριθμημένα με ελληνικούς αριθμούς σκαλοπάτια της αναγράφονται
περιληπτικώς οι τίτλοι των λόγων, «βαθμίδων», της Κλίμακος. Πολλοί τίτλοι είναι
πρωτότυποι, δηλ. διαφορετικοί από αυτούς του κειμένου της PG, π. χ.:
PG Γενν. Κυ 15
Λόγος ι΄ Περὶ καταλαλιᾶς. Tὸ μὴ κρίνειν ἀξιεπαίνους.
Λόγος ια΄ Περὶ σιωπῆς. Σιωπῆς ψυχοφυλακή.
Λόγος ιβ΄ Περὶ ψεύδους. Ψεύδους λεπτοτάτου ἴασις.
16. O ιϛ΄ λόγος στα περιεχόμενα της Kλίμακος, φ. τῆς νίκης τῆς εἰδωλολάτρου φιλαργυρίας, ιζ΄ περὶ τῆς
7, καταγράφεται ως δύο χωριστοί λόγοι, δηλ: ιϛ΄, περὶ οὐρανοδρόμου ἀκτημοσύνης.
40 ΝΟΝΝΑ ΔΗΜ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
φφ. 164v-165v: Περὶ ὕπνου καὶ προσευχῆς, καὶ τῆς ἐν συνοδίᾳ ψαλμωδίας·
λόγος ιη΄.
φφ. 166-169v: Περὶ ἀγρυπνίας σωματικῆς· πῶς δεῖ ταύτην μετιέναι· λόγος
ἐννεακαιδέκατος [ιθ΄].
φφ. 169v-170: Περὶ δειλίας· λόγος εἰκοστός.
φφ. 170-180: Περὶ τῆς πολυμόρφου κενοδοξίας· λόγος κα΄.
φφ. 180-186v: Περὶ ὑπερηφανίας· λόγος εἰκοστὸς δεύτερος.
φφ. 186v-189: Περὶ τῶν ἀνεκφράστων λογισμῶν τῆς βλασφημίας· λόγος κγ΄.17
φφ. 189-192v: Περὶ πρᾳότητος καὶ ἁπλότητος καὶ ἀκακίας σεσοφισμένων,
οὐ φυσικῶν· καὶ περὶ πονηρίας· λόγος κδ΄.
φφ. 192v-205v: Περὶ τῆς τῶν παθῶν ἀπωλείας, τῆς ὑψίστου ταπεινοφροσύνης
ἀοράτῳ αἰσθήσει· λόγος κε΄.
φφ. 205v-217: Περὶ διακρίσεως λογισμῶν καὶ παθῶν καὶ ἀρετῶν· λόγος
εἰκοστὸς ἕκτος.
φφ. 217v-248: Περὶ διακρίσεως εὐδιακρίτου [μέρος β΄].
φφ. 248-254v: Ἀνακεφαλαίωσις ἐν ἐπιτομῇ τῶν προειρημένων πάντων.
φφ. 254v-272: Περὶ τῆς ἱερᾶς σώματος καὶ ψυχῆς ἡσυχίας· λόγος κζ΄.
φφ. 272-280: Περὶ τῆς ἱερᾶς καὶ μ(ητ)ρ(ὸ)ς τῶν ἀρετῶν, τῆς μακαρίας προ-
σευχῆς· καὶ περὶ τῆς ἐν αὐτῇ νοερᾶς καὶ αἰσθητῆς παραστά-
σεως· λόγος κη΄.
φφ. 280-283: Περὶ τοῦ ἐπιγείου οὐ(ρα)νοῦ· τῆς θ(ε)ομιμήτου ἀπαθείας καὶ
τελειότητος· καὶ ἀναστάσεως ψυχῆς, πρὸ τῆς κοινῆς ἀναστά-
σεως· λόγος κθ΄.
φφ. 283v-286: Περὶ τοῦ συνδέσμου τῆς ἐναρέτου τριάδος ἐν ἀρεταῖς· λόγος
τριακοστός.
φφ. 286v-288v: Προτροπή τε καὶ ἄνοδος τῶν βαθμίδων κλίμακος ἐνθέου
θεανόδου.
φφ. 289-308: Ὁμιλία ἰδικὴ [sic] τοῦ ἁγίου Ἰω(άννου) τοῦ κατὰ τὴν Kλί-
μακα, πρὸς ποιμένα τινὰ καὶ καθηγούμενον ἐκπεφωνημένη·
οἷον εἶναι δεῖ διεξιοῦσα, τὸν καθέκαστον προεστῶτα, διδά-
σκουσά τε καὶ ὑποτιθεῖσα.
του Ευαγρίου Ποντικού (4ος αι.), του Νείλου Σιναΐτου (4ος-5ος αι.), του αββά
Μακαρίου (4ος αι.), του Μάρκου ασκητού (4ος-5ος αι.), αναφέρονται στο κείμενο
του αγίου Ιωάννου ως πηγές του.18 Εξαίρεση αποτελεί ο Πέτρος Δαμασκηνός (8ος
ή 12ος αι.), που είναι μεταγενέστερος του Ιωάννου Σιναΐτου. Από τα ανωτέρω
προκύπτει ότι τα κείμενα που περιέχει το Γενν. Κυ 15 συνδέονται μεταξύ τους από
πλευράς περιεχομένου ως ασκητικά, και τοποθετούνται χρονολογικά από τα πιο
κοντινά στον Κυριακό προς τα πιο παλιά: Γρηγόριος Σιναΐτης (14ος αι.), Κλῖμαξ
(6ος-7ος αι.) και, τέλος, τα αρχαιότερα ασκητικά κείμενα (4ος-5ος αι.).
18. Με τις πηγές της Κλίμακος ασχολήθηκε ο John Bλ. Πολίτης και Mανούσακας 1973, σ. 262, και Kα-
Chryssavgis (1988). δάς 1996, σ. 217.
19. Tο κελλί του αγίου Iακώβου βρίσκεται στο 20. Πολίτης και Πολίτη 1994, σ. 514-516.
δρόμο που ακολουθεί κάποιος οδεύοντας από την 21. Πολίτης 1977, σ. 372, σημ. 5, σ. 378, εικ. 6,
μονή Διονυσίου προς τον χείμαρρο Aεροπόταμο, μετά και Kαδάς 1996, πίν. 8:α, 10:β, 15:β, 18:β, 23:δ και ε.
το κελλί των Aγίων Aποστόλων. Bλ. Σμυρνάκης 1988, 22. Πολίτη και Παππά 2004, σ. 45-46.
σ. 505. Στό εν λόγω κελλί έζησε ο Kυριακός τρία χρό- 23. Στη μονή Διονυσίου επικρατούσε άλλη γραφή
νια (Δεκέμβριος του 1615–Nοέμβριος του 1618) και κατά την εποχή αυτή. Bλ. Πολίτης 1977, σ. 372, σημ.
εκεί απερίσπαστος επιδόθηκε στην αντιγραφή χει- 5, εικ. 14. O Kυριακός αποτελεί εξαίρεση, γράφει με
ρογράφων. Bλ. χφ Διονυσίου 644: . . . ἔγραψεν ἰδοὺ τόν δικό του τρόπο.
Kυριακὸς ἐν πόνῳ . . . ͵αχιζ΄ [1617] σεπτεμβρίου ιθ΄, 24. Πρόκειται για το χφ Διονυσίου 243.
ἀκμὴν προσεδρεύων τῷ κελλίῳ τοῦ ἁγίου Ἰακώβου.
42 ΝΟΝΝΑ ΔΗΜ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
6. Για την προσφορά του χειρογράφου ως προς το κείμενο της Kλίμακος σημειώνουμε
τα εξής:
Aπό δειγματοληπτικό φιλολογικό έλεγχο που πραγματοποιήσαμε, προέκυψε
ότι ο Kυριακός παραδίδει το κείμενο της Kλίμακος σε πληρέστερη μορφή από
αυτή που περιλαμβάνεται στην PG, με λιγότερα γραμματικά και ορθογραφικά
σφάλματα. Όπως αποδεικνύεται στο κείμενο της PG παραλείπονται λέξεις (ουσι-
αστικά και επίθετα) ή και φράσεις, οι οποίες υπάρχουν στο κείμενο του Kυριακού
και αποδίδουν σαφέστερα το νόημα του κειμένου. Παραθέτουμε στη συνέχεια ένα
ενδεικτικό παράδειγμα:
PG Γενν. Κυ 15
628 C: Τοῖς ἐν τῇ βίβλῳ τῆς ζωῆς ἐν φ. 8: Τοῖς ἐν τῇ βίβλῳ τῆς ζωῆς ἐν
οὐρανοῖς ἀπογραφῆναι τὰ ἑαυτῶν οὐ(ρα)νοῖς ἀπογραφῆναι τὰ ἑαυτῶν ὀνό-
ὀνόματα τρέχουσιν ματα θέλουσιν
628 D: ἐν αὐτῇ γὰρ διεξιόντες, εὑρή- φ. 8: Ταύτην γὰρ διεξιόντες εὑρήσομεν
σομεν χειραγωγοῦσαν ἀπλανῶς τοὺς χειραγωγοῦσαν ἁπλανῶς τοὺς ἑπομέ-
ἑπομένους, καὶ παντὸς [πάντως] ἀπὸ νους· καὶ παντὸς λίθου προσκόμματος,
γηΐνων ἐπὶ τὰ ἅγια ἐστηριγμένην ἀτρώτους φυλάττουσαν. κλίμακά τε
προβάλλουσαν ἡμῖν ἀπὸ τῶν γηΐνων, ἐπὶ τὰ ἅγια τῶν
ἁγίων ἐστηριγμένην, προβάλλουσαν
25. Βλ. φφ. 12, 22. σωστή λέξη: ὑπακοή. φ. 45: γυμνάσματα· επάνω, με
26. φ. 41v: ὑποταγή· επάνω, με μαύρο μελάνι, η κόκκινο η λέξη διδάγματα. φ. 84v: καταδικάζοντας·
To Keimeno Thς Κλιμακος 43
Σε άλλο σημείο παρατηρούμε ότι στο κείμενο του Kυριακού υπάρχουν τίτ-
λοι παραγράφων, κάτι που δεν παρατηρείται στην έκδοση της PG. Π. χ. στον δ΄
περὶ Ὑπακοῆς Λόγο, όπου υπάρχουν παραδείγματα ενάρετων ανδρών, βρίσκουμε
με ερυθρά γράμματα τα ονόματά τους ή τις ιδιότητές τους στο επάνω μέρος της
σελίδος: περὶ τοῦ ἐκ ληστρικῆς τάξεως προσελθόντος (φ. 43v), περὶ τοῦ μαγείρου
(φ. 45v), περὶ τοῦ ὁσίου Ἰσιδώρου τοῦ θυρωροῦ (φ. 46v), περὶ τοῦ Λαυρεντίου τοῦ
μάκαρος (φ. 48) κ.ά. Δια των τίτλων διευκολύνεται η ανάγνωση του Λόγου αυτού,
ο οποίος είναι κατά πολύ εκτενέστερος των άλλων και δεν έχει στο κείμενο της
PG εσωτερική διαίρεση.
Στο Γενν. Κυ 15 υπάρχουν επιτυχείς ερμηνείες λέξεων του αγίου Iωάννου. Στην
PG 653 B, σημειώνεται ο τίτλος του β΄ Λόγου: Περὶ ἀπροσπαθείας, αποκλειστικό-
τητα στο κείμενο της Kλίμακος. Aδυνατεί να κατανοήσει κάποιος και το νόημα
της ἀπροσπαθείας και τη σχέση της ἀλυπίας με την ἀποταγή, δηλ. τη σχέση της
β΄ βαθμίδος της Κλίμακος με την α΄. Στο χειρόγραφο ο Kυριακός παραδίδει: Περὶ
ἀπροσπαθείας, ἤγουν τῆς ἐπὶ τῷ κόσμῳ λύπης (φ. 29v). Έτσι ερμηνεύεται η λέξη
ἀπροσπάθεια και αποδεικνύεται ότι ο β΄ Λόγος έρχεται ως συνέχεια του α΄. Aυτός
δηλ. που απαρνείται διά της αποταγής τον κόσμο, δεν πρέπει πλέον να λυπάται
για πράγματα αυτού του κόσμου.
επάνω στη συλλαβή ζον σημειώνει τη συλλαβή σαν, 23–29v (αρ. κβ΄-νθ΄). Βλ. επίσης Γενν. Κυ 15, φφ. 32–
δηλ. καταδικάσαντας. φ. 411: πάντων τῶν σωματικῶν 34v (ξ΄-π΄).
πράξεων· επάνω στα γράμματα ντων σημειώνει το 30. PG 88 (657 D-664 A).
ορθό σων, δηλ. πασῶν. 31. Το κγ΄ σχόλιο του α΄ Περὶ ἀποταγῆς Λόγου, το
27. φφ. 9, 16, 17, 17v. του ιερού Φωτίου, (στην έκδοση φέρεται ως γ΄) είναι
28. φφ. 30, 31v, 106, 147. εκτενέστερο. Βλ. φ. 23v.
29. Βλ. PG 88 (644 C-653 B) και Γενν. Κυ 15, φφ.
44 ΝΟΝΝΑ ΔΗΜ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Nύσσης, αφού και το προηγούμενο είναι δικό του.32 Στον περί δειλίας Λόγο
στην PG τα σχόλια είναι ανώνυμα εκτός από δύο που έχουν το όνομα του
Ισαάκ. Στο Γενν. Κυ 15, φφ 169v-170 υπάρχουν 3 ακόμη επώνυμα σχόλια
(Χρυσοστόμου, Διδύμου και Ισαάκ).33
δ΄. Σχόλια εσφαλμένως αποδιδόμενα στην PG σε κάποιον άγνωστο συγγραφέα,
αποδίδονται ορθώς στο Γενν. Κυ 15.34 Υπάρχουν, τέλος, και νέα ονόματα
σχολιαστών.35
Είναι προφανές ότι όπως στο κείμενο των Λόγων έτσι και στα σχόλια το χειρόγραφο
Γενν. Κυ 15 παρουσιάζεται πληρέστερο και υπερτερεί.36 Aπό τα ανωτέρω ενδεικτικά
παραδείγματα αποδεικνύεται ότι ο Kυριακός, όταν αντέγραφε το κείμενο της Kλίμα-
κος στο Γενν. Κυ 15, είχε εμπρός του ένα χειρόγραφο με καλύτερο κείμενο από εκείνο
ή εκείνα βάσει των οποίων έγινε η έκδοση του Rader. Στη μονή Διονυσίου υπάρχουν
αρκετές Kλίμακες, που θα μπορούσαν να είχαν χρησιμεύσει στον Κυριακό ως πρότυπα.
Ανάγονται στον 13ο (αρ. 66), 14ο (αρ. 176), 15ο (αρ. 193, 217), και 16ο αι. (αρ. 144).37
Από την καταγραφή του περιεχομένου τους, στον ατελή Κατάλογο αγιορειτικών χει-
ρογράφων του Λάμπρου, δεν μπορεί να διαπιστωθεί κάποια συγγένεια μεταξύ αυτών
και του Γενν. Κυ 15. Απαιτείται ειδική έρευνα επί των μικροταινιών ή επί των ιδίων
των χειρογράφων.
Oι ανωτέρω επισημάνσεις οδηγούν στη διαπίστωση ότι το εξεταζόμενο χειρό-
γραφο, παρά τα παρατηρούμενα και εδώ σφάλματα (αναγραμματισμούς, απροσεξίες,
αλλαγές ρημάτων κ.ά),38 φέρει στο φως μία μορφή κειμένου και σχολίων της Kλίμακος
πληρέστερη της PG, στην οποία παραπέμπουν διεθνώς μέχρι και σήμερα, όπως προα-
ναφέραμε, οι ερευνηταί.39
Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, κείμενον ἐπὶ τῇ βάσει χειρο- σε ποιά χειρόγραφα βασίζεται, δεν περιλαμβάνει τα
γράφων τῆς ἐν Ἀθῳ Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Διονυσίου τὸ σχόλια (μόνο κάποιες υποσημειώσεις), και δεν είναι
πρῶτον ἐκδοθὲν ὑπὸ Σωφρονίου Ἐρημίτου, δαπάνῃ διεθνώς γνωστή.
τῶν ἐκ Ραιδεστοῦ ἀδελφῶν Σ. Κεχαγιόγλου, β΄ ἔκδ., 40. Για τα χειρόγραφα του Μηνωΐδη βλ. την ανέκ-
Αθήνα 1979. Η έκδοση αυτή δεν έγινε με επιστημο- δοτη διατριβή του Ζήση Μελισσάκη (2002).
νικές προδιαγραφές και απαιτήσεις, δεν γνωρίζουμε
46 ΝΟΝΝΑ ΔΗΜ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Σχόλιον β΄
Ὅταν τις ἐκπέσῃ τοῦ µέτρου τῆς Τοῦ Χρυσοστόµου: Ὅταν ἐκπέσῃ τοῦ µέτρου τῆς
φρονήσεως, καὶ δειλὸς ὁµοῦ καὶ θρασὺς γίνεται, φρονήσεως, καὶ δειλὸς ὁµοῦ καὶ θρασὺς γίνεται,
τῆς ψυχῆς ἀσθενοῦς γινοµένης. Καθάπερ γὰρ τὸ τῆς ψυχῆς ἀσθενοῦς γινοµένης. Καθάπερ γὰρ τὸ
σῶµα, ὅταν τὴν σύµµετρον ἀπολέσῃ κρᾶσιν, σῶµα, ὅταν τὴν σύµµετρον ἀπολέσῃ κρᾶσιν,
γενόµενον δύσκρατον, πᾶσιν ἁλίσκεται τοῖς πάθε- γενόµενον δύσκρατον πᾶσιν ἁλίσκεται τοῖς πάθε-
σιν· οὕτω καὶ ἡ ψυχή, ἐπειδὰν τὸ σιν· οὕτω καὶ ἡ ψυχή, ἐπειδὰν τὸ
µεγαλοφυὲς ἀπολέσῃ καὶ τὸ ταπεινοφρονεῖν, ἕξιν µεγαλοφυὲς ἀπολέσῃ καὶ τὸ ταπεινοφρονεῖν, ἕξιν
δεξαµένη τινὰ ἀσθενῆ, καὶ δειλὴ καὶ θρασεῖα δεξαµένη τινὰ ἀσθενῆ, καὶ δειλὴ καὶ θρασεῖα
καὶ ἀνόητος γίνεται, καὶ ἑαυτὴν ἀγνοεῖ λοιπόν· ὁ καὶ ἀνόητος γίνεται, καὶ ἑαυτὴν ἀγνοεῖ λοιπόν· ὁ
δὲ ἑαυτόν ἀγνοῶν, πῶς τὰ ὑπὲρ αὐτὸν εἴσεται • δὲ ἑαυτὸν ἀγνοῶν, πῶς τὰ ὑπέρ αὐτόν εἴσεται •
Σχόλιον γ’
Πένθος ἀπαράκλητον ἐν καρδίᾳ δεξάµενος, ——————————
οὗτος δειλίας ἀνώτερος γίνεται •
Σχόλιον Ἰσαὰκ δ’
Ἡ εὐτολµία τῆς καρδίας, καὶ ἡ καταφρόνησις κβ’ Ἰσαὰκ µοναχοῦ Ἡ εὐτολµία τῆς
τῶν κινδύνων, ἀπὸ ἑνός τῶν δύο γίνεται, ἢ ἐκ σκλη- καρδίας καὶ ἡ καταφρόνησις τῶν κινδύνων, ἀπὸ
ροκαρδίας· ἢ ἐκ τῆς πολλῆς πρὸς Θεὸν πίστεως· ἑνὸς τῶν δύο τούτων γίνεται· ἢ ἐκ τῆς δύο
Καὶ τῇ µὲν σκληροκαρδίᾳ ἀκολουθεῖ ὑπερηφανία γίνεται, ἢ ἐκ τῆς σκληροκαδίας, ἢ ἐκ τῆς πολλῆς
τῇ δὲ πίστει, ταπεινοφροσύνη πρὸς Θεὸν πίστεως. Καὶ τῇ µὲν σκληροκαρδίᾳ ἀκο-
καρδίας • λουθεῖ ὑπερηφανία, τῇ δὲ πίστει ταπεινοφροσύνη
καρδίας •
Σχόλιον ε΄
Ὡς τοὺς νηπίους ἐκδειµατοῦσι τὰ κγ΄ Ὡς τοὺς νηπίους ἐκδειµατοῦσι τὰ µορµο-
µορµολύκια, ἃ παρὰ τοῖς τελείοις γέλωτός εἰσιν λύκια, ἃ παρὰ τοῖς τελείοις γέλωτος εἰσὶν ἀξία·
ἄξια, οὕτω καὶ τοὺς ὑπερηφάνους αἱ σκιαί· ἢ οὕτως καὶ τοὺς ὑπερηφάνους, αἱ σκιαί· ἢ νηπιῶδες
νηπιῶδες ὅτι τοῖς νηπίοις ἔτι ἐν Χριστῷ, οὐ τοῖς ὅτι τοῖς ἔτι νηπίοις κατὰ Χριστὸν οὐ
τελείοις πολεµεῖν ἤδη πέφυκε • τοῖς τελείοις πολεµεῖν ἤδη πέφυκεν •
To Keimeno Thς Κλιμακος 47
Σχόλιον Ϛ΄
Οὐ δυνατὸν, τὸν ἀληθινῶς φοβούµενον τὸν κδ΄ Διδύµου ἐκ τοῦ εἰς τὸν Ἡσαΐαν
Θεὸν τὴν δειλίαν ἔχειν εἰρηµένου, τοῦ πλὴν Οὐ δυνατὸν τὸν ἀληθινῶς φοβούµενον τὸν
αὐτοῦ µὴ φοβεῖσθαι ἄλλον • Θεόν, τὴν δειλίαν ἔχειν· εἰρηµένου, τοῦ πλὴν
αὐτοῦ, µὴ φοβοῦ ἄλλον •
Σχόλιον ζ΄
Μετριότης φρονήµατος καὶ ἁπλότης καρδίας κε΄ Μετριότης φρονήµατος καὶ ἁπλότης καρδίας
πεφωτισµένη διακρίσεως χάριτι, τὰς διαφορὰς τῶν καὶ διάνοια πεφωτισµένη· διακρίσεως χάριτι, τὰς
πνευµάτων διαγινώσκειν ποιεῖ • διαφορὰς τῶν πνευµάτων διαγινώσκειν ποιεῖ •
Όπως είναι γνωστό, το ελληνικό χειρόγραφο βιβλίο συνυπάρχει για πολλούς αιώνες
με το έντυπο, για λόγους που δεν είναι της στιγμής να αναπτυχθούν. Η συνύπαρξη
αυτή έχει ενδιαφέρουσες πολιτισμικές επιπτώσεις. Οι τρόποι αλληλεπίδρασης των δύο
ειδών συγκροτούν ένα μεγάλο κεφάλαιο της ιστορίας του βιβλίου.1 Ιδιαίτερο ενδια-
φέρον έχει να ερευνηθούν οι χώροι διάδοσης και το κοινό των δύο ειδών βιβλίου. Το
έντυπο βιβλίο διατέθηκε εξαρχής στην αγορά μέσω του εμπορίου, ενώ το χειρόγραφο
εξακολούθησε να παράγεται κατά παραγγελία, καμιά φορά και για ίδια χρήση, αν και
έγινε επίσης και αντικείμενο εμπορίου. Ασφαλώς σε κάποιες βιβλιοθήκες χειρόγραφα
και έντυπα συνυπήρχαν για καιρό, όμως σε ορισμένα περιβάλλοντα η προτίμηση στο
ένα από τα δύο είδη ήταν φανερή και προέκυπτε τόσο από ιδεολογικές επιλογές όσο
και από πρακτικούς λόγους. Στους αιώνες της παράλληλης ιστορίας χειρογράφου και
εντύπου μερικές κατηγορίες βιβλίων είλκυσαν το ενδιαφέρον των εκδοτών. Τα έργα
που άρχισαν να παράγονται με τη νέα τεχνολογία σταδιακά έπαψαν να αντιγράφονται
σε χειρόγραφα. Άλλα βιβλία αντίθετα διατήρησαν μιαν επίμονη χειρόγραφη αναπα-
ραγωγή, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.2
Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν μια σειρά λειτουργικά βιβλία. Ανάμεσά τους
τα κείμενα των Τριών Λειτουργιών: του Χρυσοστόμου, του Βασιλείου και των Προ-
ηγιασμένων, σε σώμα μαζί με Ευχές ή και Τάξεις χειροτονιών, κατέχουν εξέχουσα
θέση. Αν και βιβλία εκκλησιαστικής χρήσης, δηλαδή με σίγουρο αγοραστικό κοινό,
βρήκαν γρήγορα το δρόμο για το τυπογραφείο, τα κείμενα των ίδιων των ευχών που
απαγγέλλονται κατά τη Θεία Λειτουργία έμειναν προσηλωμένα στην αντιγραφή με το
χέρι. Πρόκειται για ένα είδος συντηρητικό, και θυμίζω ότι ακριβώς αυτά τα βιβλία
προσχώρησαν τελευταία από τον κύλινδρο στον κώδικα: λειτουργικά ειλητά και μάλι-
στα πολυτελώς διακοσμημένα φιλοτεχνούνται πολλούς αιώνες μετά την επικράτηση
του κώδικα.3
Προς το τέλος του 16ου αιώνα εμφανίζονται όλο και συχνότερα χειρόγραφα
Λειτουργιών με πολυτελή εμφάνιση, ωραία αρχαΐζουσα γραφή και πλούσιο διάκο-
σμο. Εξυπηρετούν τις ανάγκες μιας εκκλησιαστικής και κοσμικής ελίτ γύρω από το
τους, με το άλλο. Είναι, φυσικά, ντυμένοι με αρχιερατικό ένδυμα. Αυτή η στάση τους
δεν είναι τελείως αυτονόητη. Συνήθως εικονίζονται να κάνουν τους ίδιους χειρισμούς,
αλλά με τα χέρια μπροστά στο σώμα. Η εικονογραφική εκδοχή των χεριών των ιεραρ-
χών στο χειρόγραφο του Ιωάννη Σακουλή, καθώς και το κόσμημα που τους περιβάλλει,
έχει ως πρότυπο κάποια λειτουργικά χειρόγραφα του Ματθαίου Μυρέων, όπως τις
Λειτουργίες που βρίσκονται σήμερα στη Μονή Παντελεήμονος στο Άγιο Όρος, που γρά-
φτηκαν στο Λβοβ της Πολωνίας το 1600.9 Και οι τρεις Ιεράρχες είναι ζωγραφισμένοι
με μεγάλη επιμέλεια, με προσοχή στις μικροσκοπικές λεπτομέρειες. Έχουν εξαιρετικά
εκφραστικά πρόσωπα και ζωντανό βλέμμα.
Πριν από τον Ακάθιστο υπάρχει ολοσέλιδη παράσταση Ευαγγελισμού, ζωγρα-
φισμένη και αυτή με πάθος για τη λεπτομέρεια (Πίν. 33). Το πλούσιο αρχιτεκτονικό
βάθος, αν και φανταστικό, συμπεριλαμβάνει πυργόμορφη κατασκευή που μοιάζει με
μιναρέ, ενώ το δάπεδο με το δίχρωμο τριγωνικό και όχι τετράγωνο ή έστω ρομβο-
ειδές πλακάκι μαρτυρεί πρότυπα δυτικά ή έντυπα και συγχρόνως αδυναμία κατα-
νόησης και απόδοσης της προοπτικής τους. Ωστόσο η μικρογραφία αυτή είναι έργο
ζωγράφου και όχι του βιβλιογράφου. Η παραγγελία της παράστασης της προμετωπί-
δας σε ζωγράφο είναι μια πρακτική που τη συναντούμε συχνά στα εικονογραφημένα
χειρόγραφα της εποχής. Η πέμπτη προμετωπίδα εικονίζει ένα λειτουργικό θέμα, τον
μελιζόμενο Χριστό μέσα στο Ποτήριο της Ευχαριστίας περιβαλλόμενο από πλούσιο
κόσμημα (Πίν. 34). Ασυνήθιστο θέμα για ολοσέλιδη παράσταση, απαντά συχνά σε
λειτουργικά χειρόγραφα σε άλλα συμφραζόμενα, όπως θα δούμε στα αμέσως επόμενα
παραδείγματα. Και τα πρωτογράμματα του χειρογράφου συγγενεύουν με εκείνα του
Ματθαίου Μυρέων, τα οποία βεβαίως είχαν μεγάλη επιτυχία και αντιγράφτηκαν ή
παραλλάχτηκαν σε πολύ μεγάλη έκταση και από πολλούς γραφείς σε όλη τη διάρκεια
του 17ου αιώνα, και αργότερα ακόμη. Ο έμπειρος γραφέας θα μπορούσε σίγουρα να
σχεδιάσει και να χρωματίσει τα καλογραμμένα αρχικά και τα επίτιτλα, ενώ για τις
ολοσέλιδες εικονογραφήσεις θα πρέπει να ζήτησε τη βοήθεια ζωγράφου. Η συνεργασία
των δύο προσώπων δείχνει πόσο φιλόδοξο ήταν εξαρχής το σχέδιο για το μικρό αυτό
βιβλιαράκι. Ο παραγγελιοδότης, ίσως ο Λεόντιος που μνημονεύεται στην ταινία που
τυλίγει το αρχικό Τ (Πίν. 35), ήθελε πράγματι ένα ξεχωριστό εικονογραφημένο βιβλίο.10
Ο κώδικας της συλλογής Κυριαζή με αρ. 16 [Κυ 16] είναι ένα χειρόγραφο βιβλίο
65 χάρτινων φύλλων. Σώζει την αρχική του στάχωση από χαρτόνι και δέρμα.11 Οι φθο-
ρές στις άκρες των φύλλων αλλά και της στάχωσης δείχνουν ότι είχε χρησιμοποιηθεί
αρκετά. Χρησιμοποιήθηκε όμως όχι σε κατ’ ιδίαν ανάγνωση αλλά κατά τις ακολουθίες
από τον ή τους λειτουργούς κατόχους του, όπως συνάγεται από το περιεχόμενό του.
Γιατί είναι ένα βιβλίο προορισμένο για λειτουργική χρήση. Ο γραφέας του, στο φ. 52v,
μας πληροφορεί: Ἐτελειώθι η θεία λειτουργία παρεμοῦ Μακαρίου ἱερομονάχου ἐκ τῆς
9. Με πρότυπο εκεί απεικονίσεις σε ρωσικά χειρό- γραφά του και ανώνυμου μικρογράφου βλ. Γκράτζιου
γραφα και εικόνες. Γκράτζιου 1982, εικ. 60-67. 2000, σ. 465-483.
10. Για τη σχέση γραφέα που υπογράφει τα χειρό- 11. Πολίτη και Παππά 2004, σ. 53-54, εικ.18.
52 ΟΛΓΑ ΓΚΡΑΤΖΙΟΥ
μωνῆς τῆς θείας καὶ ἱερὰς καὶ βασιλικῆς Πάτμου. 1690 μηνὶ μαΐου 6. Γράφοντας στο
μοναστήρι της Πάτμου ο γραφέας Μακάριος θα είχε πιθανότατα πρόσβαση σε ένα
μέρος τουλάχιστον της περίφημης βιβλιοθήκης της. Ήταν οπωσδήποτε πρόθεσή του
να έχουν οι Λειτουργίες του την πολυτελή εμφάνιση που ταιριάζει σε ένα βιβλίο με
λειτουργική χρήση. Η επιμελημένη γραφή του δείχνει ότι πράγματι έβαλε τα δυνατά
του: τηρεί κανόνες καλλιγραφίας παλιότερων λειτουργικών χειρογράφων, έχει όμως
υιοθετήσει μερικά χαρακτηριστικά ευκρίνειας των γραμμάτων που προέρχονται από
τα τυπωμένα στοιχεία. Η διακόσμηση του χειρογράφου αποτελείται από επίτιτλες
ταινίες και μεγάλα πρωτογράμματα (Πίν. 36). Τα επίτιτλα συγγενεύουν με εκείνα
χειρογράφων που γράφτηκαν παλιότερα στη Βλαχία. Τα πιο πολλά φυτικά μοτίβα που
χρησιμοποιούνται τα βρίσκουμε πρώτη φορά στα χειρόγραφα του Ματθαίου Μυρέων.
Δεν φαίνεται όμως ο Μακάριος να έχει χρησιμοποιήσει χειρόγραφα εκείνης της εποχής
ως πρότυπα, αλλά νεότερα που έχουν οικειοποιηθεί και εμπλουτίσει το θεματολόγιο
εκείνο. Οι νεότερες επεξεργασίες έχουν προσδώσει στα διακοσμητικά αυτά θέματα,
των οποίων μακρινή πηγή είναι όχι βυζαντινά πρότυπα αλλά δυτικά τυπογραφικά
κοσμήματα ή και ρωσικές εκδοχές τους, ένα νέο ύφος: χαρούμενα χρώματα και κυρίως
χρωματισμούς που αναδεικνύουν τα φυτικά χαρακτηριστικά τους· τα σχηματοποιημένα
φυτικά διακοσμητικά μοτίβα ξαναμοιάζουν με φυτά. Το χειρόγραφο του Μακαρίου
αποτελεί ένα από τα πιο εύγλωττα παραδείγματα αυτής της τάσης. Τα πρωτογράμματα
όμως δεν αποτελούνται μόνο από φυτικές γιρλάντες. Ζωντανεύουν–ιστορούνται όπως
έλεγαν παλιότερα–με την προσθήκη συνοπτικών παραστάσεων, συχνά μεμονωμένων
ανθρώπινων μορφών, που ενσωματώνονται μέσα στον κορμό του γράμματος, όπως το
αρχικό Τ με το οποίο αρχίζει η φράση: Τοῦ αγίου Ιωάννου, του προφήτου, προδρόμου
καὶ βαπτιστοῦ (Πίν. 37). Η ανθρώπινη μορφή δεν είναι άλλη από απεικόνιση του
Ιωάννη, και κάτι ανάλογο συμβαίνει και σε άλλες περιπτώσεις.
Εικονογραφημένα πρωτογράμματα ήταν αρκετά συνηθισμένα τη βυζαντινή
εποχή.12 Ξαναεμφανίζονται σε λειτουργικά, κυρίως, χειρόγραφα, μόλις κατά το β΄
τέταρτο του 17ου αιώνα. Τα λαμπρά χειρόγραφα των εργαστηρίων της Βλαχίας, του
Λουκά Ουγγροβλαχίας, του Ματθαίου Μυρέων και των άμεσων συνεργατών τους στα
τέλη του 16ου και τις αρχές του 17ου αιώνα δεν εικονογραφούσαν το λειτουργικό
κείμενο. Υπογραμμίζω το γεγονός αυτό, γιατί μας δείχνει ότι η παραγωγή πολυτελών
χειρογράφων για λειτουργική χρήση δεν είναι μια απόλυτα συντηρητική διαδικασία
μίμησης παλιότερων προτύπων, αλλά ότι προσαρμόζεται σε τρέχουσες ανάγκες. Στην
προκειμένη περίπτωση τα εικονογραφημένα με αυτό τον τρόπο λειτουργικά χειρόγραφα
συμμετέχουν στο σχολιασμό, την ερμηνεία, των λειτουργικών κειμένων και υπογραμ-
μίζουν την ορθότητα των δογμάτων της Ορθόδοξης εκκλησίας για την Αγία Τριάδα,
για το χαρακτήρα της Θείας Ευχαριστίας και για τη Μετουσίωση. Τα θέματα αυτά
βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή των θρησκευτικών αντιπαραθέσεων της εποχής και
σήκωναν θυελλώδεις συζητήσεις, όχι μόνο ανάμεσα στους εκπροσώπους διαφορετικών
δογμάτων, αλλά και μέσα στους κόλπους της ελληνικής Ορθοδοξίας, από την εποχή
του Μελετίου Συρίγου και του Θεοφίλου Κορυδαλλέως.13
Μια θεολογική άποψη για την ορθόδοξη Θεία Λειτουργία, μαζί με την επιθυ-
μία επίδειξης και πολυτέλειας, διαδηλώνει το τρίτο λειτουργικό χειρόγραφο που θα
εξετάσουμε εδώ, ο κώδικας με αρ. 5.3, που προέρχεται επίσης από δωρεά της Ελένης
Σταθάτου.14 Στο χειρόγραφο αυτό εμφανίζονται σε εντονότερη μορφή χαρακτηριστικά
που συναντήσαμε στα άλλα δύο. Τα περιεχόμενα του είναι οι Τρεις Λειτουργίες και
Τάξεις Χειροτονιών, που δείχνουν ότι προοριζόταν για χρήση από επίσκοπο. Γράφτηκε
από τον Καλλίνικο ιερομόναχο που στο φ. 104 σημειώνει: Τέλος καὶ τῶ Θ(ε)ῶ δόξα. Τῶ
γράψαντι καὶ ἔχωντι Χ(ριστ)έ μου σῶσον. Αρχινίθη καὶ ἐτεληώθη τῶ παρῶν βηβλήον
ὑπὸχειρὸς ἐμοῦ τοῦ ταπεινοῦ Καλλινίκου ἰερομονάχου, καὶ οἱ αναγηνόσκοντες εὔχε-
σθαι ὐπὲρ ἐμοῦ, καὶ μὴν ἐρευνήσειται τὰ πολλά μου σφάλματα, ὅτι ἀμαθῆς ὑπάρχω.
Και πιο κάτω, τώρα μισοσβησμένο: {ᾩσπερ ξένοι χαίρονται ἡδὺν πατρίδα, καὶ ἠ
θαλατεύονται ἠδὺν λημένα, οὕτω καὶ ἠ βηβλήον γράφονται, ἰδοὺ βηβλήου} τέλος.
Τα ορθογραφικά σφάλματα, που υπαινίσσεται ο Καλλίνικος, είναι πράγματι
πολλά στο σημείωμα αυτό. Παρά τα συνήθη στερεότυπα ταπεινοφροσύνης ωστόσο
το όνομά του το αναγράφει και άλλες δύο φορές: στις ευχές των διπτύχων (φ. 22v και
53v) εύχεται υπέρ Καλλινίκου ιερομονάχου και των γονέων.
Το χειρόγραφο διαθέτει προμετωπίδες με πορτραίτα των Τριών Ιεραρχών, που εικο-
νίζονται μετωπικοί, ολόσωμοι και στην ίδια στάση όπως στο χειρόγραφο του Ιωάννη
Σακουλή. Περιβάλλονται από αρχιτεκτονικό πλαίσιο διανθισμένο με περισσότερο ή
λιγότερο σχηματοποιημένα φυτικά κοσμήματα. Σε αντίθεση με τους Ιεράρχες του χει-
ρογράφου του Σακουλή, εδώ τα γυμνά μέρη και το φόντο μένουν αχρωμάτιστα (Πίν.
38-40). Παλιά, σεβάσμια μοτίβα, μεταφέρονται στο χειρόγραφο του Καλλινίκου με
έναν αφελή όσο και ευσυνείδητο τρόπο, κυρίως με μια νέα αισθητική, και μετατρέ-
πονται σε ζωγραφιές λαϊκής τέχνης. Την ίδια ευχάριστη πολυχρωμία, το εξαιρετικά
φορτωμένο κόσμημα, την εκφορά παλιών σχηματοποιημένων μοτίβων με τρόπο φυσι-
κότερο βρίσκουμε σε εικονογραφικές συνθέσεις μέσα στο κείμενο και στα πρωτογράμ-
ματα. Τόσο οι συνθέσεις αυτές όσο και πολλά από τα πρωτογράμματα όμως φέρουν
εικονογράφηση που σχετίζεται άμεσα με το κείμενο που εισάγουν και που αναδεικνύει
τη θεολογική σημασία του. Όπως και στο προηγούμενο χειρόγραφο, της συλλογής
Κυριαζή, έχουμε εδώ μια Λειτουργία με ιστορημένα αρχικά, στα οποία υπογραμμί-
ζεται ο μυστικός χαρακτήρας της Θείας Ευχαριστίας, η παρουσία της Αγίας Τριάδας
κατά την τέλεσή της και η εξύψωση του ιερουργούντος ιεράρχη σε συνομιλητή του
Θεού (Πίν. 41). Η εικονογράφηση προβάλλει με τρόπο οφθαλμοφανή τη μυσταγωγία
της Θείας Λειτουργίας, όπως είχε επισημάνει ο Croquison που πρωτοπαρουσίασε το
χειρόγραφο πριν από 50 χρόνια.15 Το βιβλίο είναι ιερό όχι μόνο γιατί είναι γραμμένες
σ’ αυτό οι πανάρχαιες λειτουργικές ευχές, αλλά γιατί επιπλέον ο μυστικός χαρακτήρας
τόσο των ευχών όσο και της ιερουργικής πράξης αποκαλύπτεται με τις ολοζώντανες
εικόνες ενταγμένες στα πρωτογράμματα, που έτσι απεικονίζουν το νόημα των ευχών
που εισάγουν. Γίνεται λοιπόν εύκολα κατανοητό γιατί ένα τέτοιο βιβλίο, που όχι μόνο
χρησιμεύει στην εκκλησιαστική πράξη, αλλά την εξηγεί, εκφράζοντας τη θέση της
αυστηρής Ορθόδοξης παράδοσης κατά των νεωτερισμών που έρχονται από τη Δύση,
την εποχή των αντιπαραθέσεων για το χαρακτήρα της Ευχαριστίας και την ακριβή
στιγμή της Μετουσίωσης, γράφεται και κοσμείται με τον παραδοσιακό τρόπο, στο χέρι,
και μάλιστα με εικόνες που αποκαλύπτουν τα νοήματα του κειμένου, και δεν παραγ-
γέλνεται στα τυπογραφεία της Βενετίας. Αν επρόκειτο για το μοναδικό παράδειγμα,
η παρατήρηση αυτή δεν θα ήταν και τόσο πειστική, αλλά στο τέλος του 17ου και
στις αρχές του 18ου αιώνα16 γράφτηκαν και διακοσμήθηκαν με τον ίδιο τρόπο αρκετά
λειτουργικά χειρόγραφα, που προέρχονται από ποικίλα αντιγραφικά κέντρα. Ακριβώς
την εποχή αυτή οξύνθηκαν οι αντιπαραθέσεις για τη Μετουσίωση και το Μυστήριο
της Θείας Ευχαριστίας.
Το χειρόγραφο του Καλλινίκου νομίζω ότι μας επιτρέπει να παρατηρήσουμε πως
το εξαιρετικά έμπειρο χέρι του ανορθόγραφου γραφέα αντιγράφει χωρίς ορθογραφικά
λάθη το λειτουργικό του κείμενο, πως μιμείται την αρχαΐζουσα γραφή των παλαιό-
τερων λειτουργικών χειρογράφων, εισάγοντας συγχρόνως το χωρισμό των γραμμάτων
που έκαναν πιο εύκολο το διάβασμα και άρχισαν να καθιερώνονται από τα έντυπα
στοιχεία. Νομίζω ότι ο ίδιος είχε την ικανότητα να εκτελέσει μόνος του όλη αυτή
την πλούσια διακόσμηση, μαζί και τις προμετωπίδες. Το ύφος των αρχικών και των
προμετωπίδων μοιάζει καταπληκτικά. Από την άλλη μεριά η στενή σχέση ανάμεσα
στο κείμενο και την εικόνα, το ότι κανένα αρχικό δεν παραλείπεται, υποδηλώνει ότι
δούλεψε ένα και όχι δύο πρόσωπα.
Τα τρία αυτά παραδείγματα φανερώνουν τη ζωντάνια που είχε ακόμη στις αρχές
του 18ου αιώνα η παραγωγή εικονογραφημένων λειτουργικών χειρογράφων. Δείχνουν
επίσης ότι η καλλιτεχνική τους πρόθεση συμβάδιζε ή εξυπηρετούσε την πολιτική και
τη θεολογική άποψη των κατόχων τους.
Όμως δεν παράγονται μόνο λειτουργικά χειρόγραφα, αν και κυρίως αυτά επεδί-
ωκαν την πολυτέλεια.
Εικονογραφημένα αναγνώσματα είναι ένα άλλο είδος με μικρή αλλά σημαντική
ιστορία την εποχή του εντύπου, τον 16ο και τις αρχές του 17ου αιώνα. Σ’ αυτή την
κατηγορία θα κατέτασσα ένα χειρόγραφο με ιστορικό περιεχόμενο, που εκ πρώτης
όψεως μοιάζει ασήμαντο φυλλάδιο. Έτσι το είχαν αντιμετωπίσει προφανώς για πολ-
λούς αιώνες κάτοχοι, για τους οποίους φαίνεται ότι εν τω μεταξύ χρήσιμα βιβλία ήταν
πια τα έντυπα: γι’ αυτό και κουρελιάστηκε, διαμελίστηκε, με αποτέλεσμα να χαθεί
το μεγαλύτερο μέρος του. Εβδομήντα από τα φύλλα του έφτασαν στις αρχές του 20ου
αιώνα στα χέρια ενός λόγιου συλλέκτη, του Θεμιστοκλή Βολίδη, κι έτσι σώθηκαν.
16. Την εποχή αυτή χρονολογείται η δραστηριό- κοβεάνου, και ένα στη Βρετανική Βιβλιοθήκη χρονο-
τητα του Καλλινίκου και από δύο άλλα λειτουργικά λογημένο το 1709: Add. 28820. Πολίτης και Πολίτη
επίσης χειρόγραφά του με παρόμοια διακόσμηση, ένα 1994, σ. 504.
στο Βουκουρέστι, παραγγελία του βοεβόδα Κ. Μπραν-
Εικονογραφημενα Χειρογραφα εΠοΧηΣ εΝΤΥΠοΥ 55
Το σπάραγμα αυτό, σήμερα στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη με τον αρ. Βο 2, αποτελεί ένα
σπανιότατο δείγμα εικονογραφημένου χειρόγραφου βιβλίου, που νομίζω πως είναι
σημαντικό για πολλούς λόγους: Πρώτα απ’ όλα αυτό καθαυτό, μετά ως μαρτυρία
της εποχής του και επιπλέον επειδή διασώζει χαμένες από αλλού μαρτυρίες για τη
βυζαντινή κοσμική τέχνη. Παλιότερα προσπάθησα να αναδείξω αυτές τις πλευρές
της σημασίας του σπαράγματος.17 Θα σας παρουσιάσω όσο πιο σύντομα μπορώ τους
λόγους για τους οποίους θεωρώ το χειρόγραφο αυτό πολύτιμο.
Τα 70 σωζόμενα φύλλα αποτελούν μέρος από ένα σύνολο 400 περίπου φύλλων
που θα περιείχαν 100 περίπου εικόνες, από τις οποίες σώζονται 21. Ήταν ασφαλώς
σταχωμένο με δερμάτινη τουρκική στάχωση, όπως δείχνει η αρίθμηση των τετραδίων
με αραβικούς αριθμούς στην τουρκική τους εκφορά, ίσως με το χέρι του σταχωτή. Το
περιεχόμενο του χειρογράφου είναι ένα Χρονικό σε δημώδη γλώσσα, μια εκδοχή της
Χρονογραφίας του Ψευδο-Δωροθέου, που θα άρχιζε κατά πάσα πιθανότητα από κτί-
σεως κόσμου και θα έφτανε ως τις μέρες της καταγραφής. Πρόκειται για το πιο διαδε-
δομένο ιστορικό ανάγνωσμα της Τουρκοκρατίας, που αντιγραφόταν, παραλλασσόταν
και διαβαζόταν συνεχώς. Το μέρος της αφήγησης που διατηρήθηκε, αφορά ένα τμήμα
της βυζαντινής ιστορίας. Είναι γραμμένο επιμελημένα με μαύρο μελάνι, πάνω στο
οποίο έχει πασπαλιστεί χρυσόσκονη, όπως δείχνουν ελάχιστα ίχνη.18 Η εικονογράφησή
του αποτελείται από σχέδια καμωμένα με μαύρο μελάνι μέσα σε γραμμικά πλαίσια,
που έχουν το πλάτος της γραμμένης επιφάνειας και παρεμβάλλονται μέσα στο κείμενο.
Την εποχή του ήταν ένας τόμος εντυπωσιακός!
Η αφήγηση αρθρώνεται με βάση την εκάστοτε βασιλεία, όπως γίνεται σ’ αυτού
του είδους τα ιστορικά κείμενα. Στη θέση ακριβώς που περιγράφεται η ανάληψη της
εξουσίας από έναν καινούργιο βασιλιά υπάρχει μία εικόνα, που απεικονίζει, στις
περισσότερες περιπτώσεις, τον ένθρονο αυτοκράτορα με κάποιον συνομιλητή του (Πίν.
42). Σε λίγες περιπτώσεις εκτός από τη μικρογραφία της αρχής εμφανίζονται και άλλες
παραστάσεις μέσα στην αφήγηση για τον ίδιο αυτοκράτορα, τοποθετημένες πάντα
μέσα στη στήλη του κειμένου και ακριβώς εκεί που γίνεται λόγος για το εικονιζό-
μενο επεισόδιο. Με αυτόν τον τρόπο εικονογράφησης, σε τόσο στενό δέσιμο με το
κείμενο, ζωντανεύει ασυνήθιστα η αφήγηση. Η γραμμένη σελίδα μιλάει και με τις
εικόνες. Αυτές πάλι φαίνονται απλοϊκά, αφελή σχέδια εκ πρώτης όψεως, όπως αφελής
ακούγεται σήμερα και ο δημώδης λόγος του κειμένου. Αλλά όπως και ο λόγος είναι
μια γραπτή, καλλιεργημένη πρόζα, έτσι και οι εικόνες είναι καλοζυγισμένες και δεν
αφήνουν τίποτε στην τύχη. Οι παραστάσεις έχουν μεγάλη ομοιομορφία. Η επανάληψη
παρόμοιων σκηνών στην αίθουσα του θρόνου δεν είναι ως φαίνεται εικονογραφική φτώ-
χεια, αλλά ηθελημένη επιλογή. Προβάλλεται κατ’ αυτόν τον τρόπο η άσκηση εξουσίας
από τους χριστιανούς αυτοκράτορες κατά το ένδοξο παρελθόν της Κωνσταντινούπολης.
17. Γκράτζιου 1996. 18. Όπως στο φ. 14: Γκράτζιου 1996, σ. 23 και
εικ. 1.
56 ΟΛΓΑ ΓΚΡΑΤΖΙΟΥ
19. Dujčev 1963, αρ. 34. 20. Scylitsae 2000· Tsamakda 2002, με προηγούμε-
νη βιβλιογραφία.
Εικονογραφημενα Χειρογραφα εΠοΧηΣ εΝΤΥΠοΥ 57
Ανάμεσα στις συλλογές χειρογράφων και αρχείων που φυλάσσονται στη Γεννάδειο
Βιβλιοθήκη συγκαταλλέγεται και η σημαντική συλλογή χειρογράφων και αρχειακού
υλικού του Θεμιστοκλή Βολίδη. Ο Βολίδης διετέλεσε επί μια εικοσαετία περίπου (1904-
1923) επιμελητής του Τμήματος Χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης (ΕΒΕ). Το 1923
διορίσθηκε καθηγητής στο Α΄ Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης.1 Μη αποδεχθείς τη δυσμενή γι᾿
αυτόν μετάθεση, παραιτήθηκε και έκτοτε ιδιώτευε ώς το θάνατό του στα 1955.
Το 1956 περιήλθαν στη Γεννάδειο, κατόπιν αγοράς από τους κληρονόμους του,
δεκαεπτά χειρόγραφα και επτά φάκελλοι με χειρόγραφα και τα έγγραφα τα οποία,
προφανώς με την ιδιότητα του επιμελητή χειρογράφων της ΕΒΕ, συνέλεγε κατα τις
περιοδείες του στις μονές, μητροπόλεις, κοινότητες κλπ. της ελληνικής επικράτειας. Τα
χειρόγραφα αριθμηθηκαν (χφφ 1-17) και καταλογογραφήθηκαν, το ίδιο έτος, από τους
αείμνηστους Λ. Βρανούση και Ευριδίκη Δημητρακοπούλου. Το αρχειακό υλικό της
συλλογής Βολίδη αριθμήθηκε (φάκελλοι 18-24) από την Ευριδίκη Δημητρακοπούλου
και περιγράφηκε κεφαλαιωδώς από τον Λ. Βρανούση.2
Η παρούσα ανακοίνωση εστιάζεται στην παρουσίαση μέρους του αρχειακού υλι-
κού της συλλογής Βολίδη, το οποίο σχετίζεται με την τοπική εκκλησιαστική ιστορία
της Οθωμανικής περιόδου και ειδικότερα με εκείνη της Καστοριάς.
Στο κάτω μέρος του φύλλου, μετά την κατάστρωση του εγγράφου στον κώδικα,
τέθηκαν οι υπογραφές οφφικιαλίων της μητροπόλεως Καστορίας: Σταμάτιος ιερεύς
και σακελλάριος, Δημήτριος ιερεύς και σκευοφύλαξ, Ευστράτιος ιερομόναχος και
πρωτοσύγκελλος, Γεώργιος ιερεύς και σακελλίου, Ιωακείμ ιερομόναχος και εφημέ-
ριος. Οι ανωτέρω κληρικοί δεν είναι αξιωματούχοι της αρχιεπισκοπής Αχριδών οι
οποίοι συνυπογράφουν στο πρωτότυπο έγγραφο παραιτήσεως του αρχιεπισκόπου,
αλλά οφφικιάλιοι της μητροπόλεως Καστορίας, που έθεσαν τις υπογραφές τους μετά
την αντιγραφή του εγγράφου στον Κώδικα. Τούτο συμπεραίνεται από το ότι οι ίδιοι
υπογράφουν πρωτοτύπως, σποραδικά, σε πράξεις που καταστρώθηκαν στα υπόλοιπα
φύλλα του σπαράγματος.
Ακολουθούν επτά πράξεις του εκκλησιαστικού δικαστηρίου της μητροπόλεως
Καστορίας των ετών 1578-1580, υπό την προεδρία του μητροπολίτη Καστορίας
Σωφρονίου:
2. φ. 1v: Διάλυση γάμου λόγω ανηθικότητας της συζύγου, Νοέμβριος 7087 [1578],
ινδ. 7.
3. φ. 1v: Άδεια γάμου, Νοέμβριος 7087 [1578].
4. φ. 2: Διάλυση γάμου λόγω ασθενείας της γυναικός, 7087 [1578/1579], ινδ. 7.
5. φ. 2: Άδεια γάμου, Ιανουάριος 7088 [1580].
6. φ. 2: Δωρεά μανουαλίου στη μητρόπολη, χωρίς χρονολογία.
7. φ. 2: Συμφωνία για καταβολή εξόδων μνημοσύνου αποθανόντος, Ιούλιος 7088
[1580].
8. φ. 2v: Διάλυση αρραβώνος, Ιούλιος 7088 [1580].
Πρόκειται για ενιαίο δωδεκάφυλλο, αποσπασμένο από Κώδικα. Αρίθμηση φύλλων (φφ.
8-19) από μεταγενέστερο χέρι. Υδατόσημο: τριπλή ημισέληνος· αντίσημο: τριφύλλι με
εκατέρωθεν δύο γράμματα. Λευκά φύλλα 16v και 19v (στις τέσσερεις άκρες του φ. 19v
υπολείμματα ισπανικού κηρού, με τον οποίο ήταν επικολλημένο, πιθανόν πρωτότυπο,
μη σωζόμενο λυτό έγγραφο). Το σπάραγμα είχε επισημανθεί το 1900 από τον Φιλάρετο
Βαφείδη, γεγονός που σημαίνει ότι ήδη στην αυγή του 20ού αιώνα είχε αποσπασθεί
από Κώδικα της μητροπόλεως Καστορίας.5
Περιέχει είκοσι δύο πράξεις μεταξύ των ετών 1703 και 1728, επικυρωμένες από
τον μητροπολίτη Καστορίας.6
5. Βαφείδης 1900, σ. 140-141, όπου επιλεκτική 6. Συνοπτική περιγραφή του σπαράγματος βλ. Πο-
συνοπτική αναγραφή του περιεχομένου τεσσάρων εγ- λίτη και Παππά 2004, σ. 121.
γράφων.
62 ΚΡΙΤΩΝ ΧΡΥΣΟΧΟΪΔΗΣ
Πρόκειται για πέντε φύλλα, σχισμένα μεν αλλά συνεχόμενα και χωρίς μεταξύ τους
χάσματα, και ένα δίφυλλο. Αρίθμηση φύλλων (φφ. 1-7) από μεταγενέστερο χέρι. Τα
φφ. 1-5, όπου εκτείνεται το κείμενο των εγγράφων, έχουν διαστάσεις 34,5 x 24,5 εκ.,
υδατόσημο τριπλή ημισέληνο και αντίσημο τριφύλλι με εκατέρωθεν δύο γράμματα. Τα
φφ. 6-7, που παρέμειναν άγραφα (περιέχουν μόνο σποραδικές μεταγενέστερες σημει-
ώσεις, άσχετες με το περιεχόμενο του σπαράγματος), αποτελούν ξεχωριστό δίφυλλο.
Έχει διαστάσεις 33 x 24,5 εκ., διαφορετικής ποιότητας λεπτότερο χαρτί και διαφορε-
τικό υδατόσημο (τριπλή ημισέληνο μικρότερων διαστάσεων από τα προηγούμενα πέντε
φύλλα), και δίνει την εντύπωση ότι αποτελούσε δίφυλλο παραφύλλων του Κώδικα
από τον οποίο αποσπάσθηκε.
Στα φφ. 1-5 έχουν καταστρωθεί 30 προικοσύμφωνα των ετών 1764-1768 (Πίν. 45).
Στο φ. 5v, μετά το τελευταίο χρονολογημένο προικοσύμφωνο (21 Μαρτίου 1768), ακο-
λουθεί μια κολοβή εγγραφή, η οποία θα συνεχιζόταν και στο επόμενο φύλλο, όπου θα
υπήρχε και η χρονολογία της.
Συζήτηση
Κωδικολογική εξέταση των σπαραγμάτων ΙΙ και ΙΙΙ οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, με
εξαίρεση το δίφυλλο (φφ. 6-7) του σπαράγματος ΙΙΙ, και τα δύο έχουν ακριβώς ιδίων
διαστάσεων φύλλα, ίδιας ποιότητας χαρτί και τα ίδια υδατόσημα και αντίσημα. Είναι
πασιφανές ότι, παρά τη χρονική απόσταση 36 ετών που χωρίζουν τις εγγραφές τους,
αποτελούσαν τμήματα του ίδιου Κώδικα της μητροπόλεως Καστορίας και το δίφυλλο
(φφ. 6-7) του σπαράγματος ΙΙΙ αποτελούσε ένα από τα δύο ζεύγη των παραφύλλων του.
Χειρογραφες Πηγες της Εκκλησιαστικης Ιστοριας 63
7. Για τους Κώδικες των μητροπόλεων βλ. Χρυ- στο Μπεκιάρογλου-Εξαδακτύλου 1991.
σοχοΐδης 1992, σ. 98-99. Ενδεικτική αναλυτική περι- 8. Αρχείο ΕΒΕ, έγγρ. υπ᾿ αρ. Π. 85/Δ. 94, 2. 5. 1939:
γραφή Κωδίκων μητροπόλεων, όπου αποτυπώνεται το έγγραφο του Δ. Κόκκινου, διευθυντού της ΕΒΕ.
εύρος και η θεματική ποικιλία του περιεχομένου βλ.
64 ΚΡΙΤΩΝ ΧΡΥΣΟΧΟΪΔΗΣ
2753α, 2754 και 2755. Οι πέντε Κώδικες περιέχουν πράξεις που καλύπτουν τη χρονική
περίοδο από το 1529/30 ώς το 1858.9
Εύλογο λοιπόν είναι να αναρωτηθούμε αν τα σπαράγματα της Γενναδείου σχε-
τίζονται με τους κώδικες της Εθνικής Βιβλιοθήκης, ή ακόμη καλύτερα αν αποτελούν
αποσπασθέντα τμήματά τους. Η έρευνα μας εστιάσθηκε στους τρεις παλαιότερους
χρονολογικά Κώδικες που καλύπτουν τον 16ο ώς τον 18ο αιώνα.
Ο αρχαιότερος από αυτούς είναι το χειρόγραφο ΕΒΕ 2751, αριθμεί 79 φύλλα και
περιέχει πράξεις μεταξύ των ετών 1529/1530 και 1566.10 Διακρίνεται σε δύο μερη
σαφώς διαφορετικών διαστάσεων, γεγονός που σημαίνει ότι παλαιότερα συγκροτούσαν
δύο διαφορετικούς κώδικες (το β΄μέρος είναι παλαιότερο του πρώτου):
Το σπάραγμα Ι της Γενναδείου, που χρονολογείται στον 16ο αιώνα, δεν φαίνεται
να έχει αποκοπεί από τον ανωτέρω Κώδικα. Τα χρονολογικά όρια της περιεχόμενης
αρχειακής ύλης (ώς περίπου το 1566) αλλά ιδίως οι διαστάσεις και των δύο τμημάτων
του Κώδικα είναι κατά πολύ μικρότερες από εκείνες του σπαράγματος.
Ο δεύτερος χρονολογικά Κώδικας της μητροπόλεως Καστορίας είναι ο ΕΒΕ 2752,
είναι χαρτώος (διαστάσεις 31 × 16) και αριθμεί σήμερα 65 φύλλα. Μετά το φ. 65,
ακολουθούν 18 φύλλα (α΄-ιη΄), που δημιουργήθηκαν από τους σύγχρονους συντηρητές
για να επικολληθούν μικρά σπαράγματα (τρίμματα) του Κώδικα. Ο Κώδικας είναι ιδι-
αίτερα φθαρμένος κατά μήκος της δεξιάς ώας. Σώζεται τμήμα της ξύλινης πινακίδας
της σταχώσεως μήκους 31 εκ.
Στα φφ. 6 - 57v περιέχει πρωτότυπες πράξεις των ετών 1624-1662. Από το φ. 59v και
εξής καταστρώνονται πρωτότυπες πράξεις των ετών 1565-1577, υπογραφόμενες πολλές
φορές από τους μητροπολίτες Καστορίας Ιωάσαφ, Βησσαρίωνα και Μεθόδιο11 (Πίν. 46).
Οι καθ᾿ ύψος διαστάσεις στα σωζόμενα ακέραια φύλλα του Κώδικα είναι ακρι-
βώς οι ίδιες με εκείνες του σπαράγματος Ι της Γενναδείου. Επιπλέον, οι χρονολογίες
του τελευταίου (1578-1580) συνηγορούν στη διατύπωση της βάσιμης υπόθεσης ότι
έχει αποσπασθεί από τον ανωτέρω Κώδικα. Πιθανόν μάλιστα να καταλάμβανε τα
τελευταία φύλλα.
Τρίτος χρονολογικά Κώδικας της μητροπόλεως Καστορίας είναι ο ΕΒΕ 2753. Είναι
9. Τρεις από τους ανωτέρω Κώδικες είχαν επιση- του επιμελητού χειρογράφων της ΕΒΕ.
μανθεί πριν τη μεταφορά τους από τον Gelzer (1903), 10. Δώδεκα πράξεις χρονολογούμενες μεταξύ
σ. 82-97. Για τα χειρόγραφα αυτά δέν υπάρχει ακόμη των ετών 1530/1531 και 1566 εξέδωσε ο Γκολομπίας
έντυπος περιγραφικός κατάλογος. Αναλυτικές περι- (1989), σ. 107-114.
γραφές των χειρογράφων, που απόκεινται σε χειρό- 11. Σύμφωνα με τον χειρόγραφο κατάλογο του Λ.
γραφη μορφή στο Τμήμα Χειρογράφων της Εθνικής Πολίτη, το τμήμα αυτό του Κώδικα περιέχει πράξεις
Βιβλιοθήκης, εξεπόνησε ο Λ. Πολίτης με την ιδιότητα των ετών 1566-1573 (περίπου).
Χειρογραφες Πηγες της Εκκλησιαστικης Ιστοριας 65
χαρτώος (διαστάσεις 34,5 x 24,5) και αριθμεί σήμερα 74 φύλλα (αριθμημένα από
μεταγενέστερο χέρι κατά σελίδες, 1-148). Περιέχει πράξεις μεταξύ των ετών 1665-1769.
Περιγράφηκε αδρομερώς από τον Φ. Βαφείδη, ο οποίος πρώτος επεσήμανε την απουσία
πολλών φύλλων.12 από τον Λ. Πολίτη, και αναλυτικά–με παράθεση σύντομων επιτομών
του περιεχομένου των πράξεων–από τον Ε. Πελαγίδη.13 Σύμφωνα με την καταγραφή
του τελευταίου ο Κώδικας περιέχει 148 εγγραφές.
Κωδικολογική σύγκριση του Kώδικα με τα σπαράγματα ΙΙ και ΙΙΙ της Γενναδείου
έδειξε ότι οι διαστάσεις των φύλλων του Κώδικα (34,5 x 24,5), η ποιότητα του χαρ-
τιού, τα υδατόσημα (τριπλή ημισέλινος) και τα αντίσημα (τριφύλλι με εκατέρωθεν δύο
γράμματα) είναι ακριβώς τα ίδια με εκείνα των δύο σπαραγμάτων. Εξαίρεση αποτελεί
το δίφυλλο-παράφυλλο στην αρχή του Κώδικα, που έχει μικρότερες διαστάσεις (33 ×
24,5), διαφορετικής ποιότητας λεπτότερο χαρτί και διαφορετικό υδατόσημο (τριπλή
ημισέληνο μικρότερων διαστάσεων), ενώ λείπει το παράφυλλο στο τέλος του Κώδικα.
Αυτό όμως έχει τις ίδιες διαστάσεις, την ίδια ποιότητα χαρτιού και το ίδιο υδατόσημο
με το δίφυλλο του σπαράγματος ΙΙΙ της Γενναδείου. Με δεδομένη και την απόλυτη
συμφωνία των χρονολογικών ενδείξεων, οδηγούμαστε στο ασφαλές συμπέρασμα ότι τα
σπαράγματα ΙΙ και ΙΙΙ της Γενναδείου αποτελούν οργανικό τμήμα του Κώδικα ΕΒΕ 2753.
Εύλογο λοιπόν είναι να αναζητήσουμε από ποιο μέρος του Κώδικα αποσπάσθηκαν
τα δύο σπαράγματα. Περαιτέρω κωδικολογική εξέταση έδειξε ότι πολλά από τα τεύχη
που συγκροτούν τον Κώδικα είναι επτάδια (= 14 φύλλα). Στο τεύχος του Κώδικα που
περιέχει πράξεις χρονολογούμενες από το 1703 (έτος που αρχίζουν οι πράξεις του
σπαράγματος ΙΙ της Γενναδείου), και συγκεκριμένα ανάμεσα στις σελίδες 101 (verso
φύλλου) και 102 (recto φύλλου, όπου πράξη του 1725) σώζεται μόνον ένα δίφυλλο
(σελ. 100-101 και σελ. 102-103), γεγονός που σημαίνει ότι ενδιάμεσα αποσπάσθηκαν
12 φύλλα, τα οποία πρέπει να ταυτισθούν με το σπάραγμα ΙΙ της Γενναδείου (Πίν. 47
και 48). Είναι ορατή άλλωστε η διάρρηξη των ραμμάτων της βιβλιοδεσίας.
Συμπέρασμα
1. Το δίφυλλο σπάραγμα Ι της Γενναδείου, σχεδόν με βεβαιότητα, επισυνάπτεται
στο χειρόγραφο ΕΒΕ 2752.
2. Τα σπαράγματα ΙΙ και ΙΙΙ με βεβαιότητα συμπληρώνουν ένα σημαντικό τμήμα
του Κώδικα ΕΒΕ 2753 της μητροπόλεως Καστορίας του 17ου-18ου αιώνα: ένα
δωδεκάφυλλο μεταξύ των σελίδων 101 και 102.14 πέντε φύλλα ασφαλώς προς το
τέλος του χειρογράφου καθώς και τα δύο παράφυλλα της οπίσθιας σταχώσεως.
3. Η απόσπαση των φύλλων τουλάχιστον από το χειρόγραφο ΕΒΕ 2753 έγινε πριν το
1900, σε χρόνο προγενέστερο της μεταφοράς του υλικού από την Καστοριά στην
Αθήνα από τον Θ. Βολίδη, εφόσον τόσο ο Κώδικας όσο και το σπάραγμα ΙΙ, ως
12. Βαφείδης 1900, σ. 108-110, 123-125. 14. Μεταξύ των επιτομών υπ’ αρ. αριθμ. 120 και
13. Πελαγίδης 1990, με πολλές λανθασμένες ανα- 121 της καταγραφής Πελαγίδη (1990, σ. 38).
γνώσεις και ελλιπή βιβλιογραφική τεκμηρίωση.
66 ΚΡΙΤΩΝ ΧΡΥΣΟΧΟΪΔΗΣ
15. Βλ. σημ. 5. φύλλο ανάμεσα στις σελίδες 73-74, τέσσερα φύλλα
16. Ο Κώδικας πρέπει να είχε περισσότερα φύλλα ανάμεσα στις σελίδες 109-110 και απροσδιόριστος
και εγγραφές: η κωδικολογική εξέταση έδειξε ότι έχει αριθμός φύλλων στο τέλος του Κώδικα.
σχισθεί ένα φύλλο ανάμεσα στις σελίδες 21-22, ένα
•7 •
Μεταξύ των ελληνικών χειρογράφων της Συλλογής της Γενναδείου Βιβλιοθήκης συγκα-
ταλέγονται χειρόγραφα λογίων, φιλολόγων και απλών αντιγραφέων, Ελλήνων και Δυτι-
κών, τα οποία ανήκουν σε ένα ευρύ χρονικό φάσμα και παραδίδουν διάφορα είδη
κειμένων: Γραμματικές, Λεξικά, ιστοριογραφικά και φιλοσοφικά κείμενα, ερμηνευτικά
Υπομνήματα, άλλα χειρόγραφα που αποτέλεσαν υπόδειγμα εντύπων εκδόσεων, καθώς
και ορισμένα αυτόγραφα λογίων.
Η συνεργασία Ελλήνων και Δυτικών όσον αφορά τη διάδοση της ελληνικής Γραμ-
ματείας εκτείνεται χρονικά, στην παρουσίαση που ακολουθεί, από τις αρχές της τον
14ο αι., με τους βυζαντινούς λογίους και τους ιταλούς ουμανιστές, έως τον 19ο αι.
με τους ευρωπαίους φιλολόγους και τους λογίους ή απλούς αντιγραφείς κειμένων.
Βάσει έντεκα αντιπροσωπευτικών χειρογράφων της Συλλογής θα επιχειρήσουμε στη
συνέχεια τη συνοπτική παρουσίαση της ιστορίας της Παιδείας, καθώς και τη μελέτη
της σημασίας των χειρογράφων και των κειμένων κατά εποχές ή κύκλους. Τα στοιχεία
αντλούνται από τις πληροφορίες που παρέχουν με άμεσο ή έμμεσο τρόπο τα χειρόγραφα
και συνδυάζονται με το ιστορικό και πολιτισμικό πλαίσιο κάθε εποχής.
Η άνθηση των ελληνικών σπουδών στην Ευρώπη σχετίζεται με την Ιταλική Ανα-
γέννηση και τη μετανάστευση των βυζαντινών λογίων στη Δύση. Πολιτισμικές σχέσεις
μεταξύ Βυζαντίου και Δύσης προϋπήρχαν, αλλά σε διαφορετικό πλαίσιο. Ουμανιστές,
όπως ο Francesco Petrarca (1304-1374) και ο Giovanni Boccaccio (1313-1375), εκδή-
λωσαν νωρίς το ενδιαφέρον τους για τα κείμενα της ελληνικής αρχαιότητας, δηλαδή
ήδη πριν από την άφιξη των βυζαντινών λογίων, κυρίως στην Ιταλία. Μετά την άλωση
της Κωνσταντινούπολης, το 1453, ακολούθησε το μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα των
ελλήνων λογίων, ενώ και πριν από την πτώση της βυζαντινής αυτοκρατορίας αρκετοί
λόγιοι (π.χ. Γεώργιος Τραπεζούντιος, Θεόδωρος Γαζής, Δημήτριος Χαλκο(κο)νδύλης,
και ο καρδινάλιος Βησσαρίων) είχαν μεταβεί σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, όπου
δίδαξαν αρχαία Ελληνικά, φιλοσοφία, μετέφρασαν ελληνικά έργα στα λατινικά και
εργάστηκαν ως επαγγελματίες αντιγραφείς χειρογράφων.
Άμεση σχέση με αυτές τις δραστηριότητες έχει και το αυξανόμενο ενδιαφέρον των
ουμανιστών για ελληνικά χειρόγραφα. Η αντιγραφή χειρογράφων συνεχίστηκε και
μετά την πτώση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας τόσο στην Ανατολή, όσο και στη Δύση
από μετανάστες αντιγραφείς, οι οποίοι αντέγραψαν ελληνικά κείμενα για προσωπική
68 ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΠΑ
τους χρήση, είτε εκτελώντας παραγγελίες άλλων λογίων, ηγεμόνων και μαικηνών,
είτε για βιοποριστικούς λόγους. Η συγκέντρωση ελληνικών χειρογράφων σε βιβλιοθή-
κες του εξωτερικού σχετίζεται επίσης με το γεγονός ότι πολλά ελληνικά χειρόγραφα
μεταφέρθηκαν στη Δύση από έλληνες λογίους ήδη πριν από την Άλωση. Στη συνέχεια,
μετά την πτώση της βυζαντινής αυτοκρατορίας αρκετοί ιταλοί ουμανιστές πραγματο-
ποιούσαν ταξίδια στην Ανατολή για αναζήτηση και αγορά χειρογράφων για λογίους,
ηγεμόνες και μαικήνες των γραμμάτων και των τεχνών. Η ίδρυση βιβλιοθηκών και η
συλλογή χειρογράφων σε ιδιωτικές συλλογές απέκτησε ιδιαίτερη σημασία από τον 15ο
αι. και εφεξής. Η κατοχή χειρογράφων κλασικής λογοτεχνίας αποτελούσε τμήμα της
«εικόνας» ενός ουμανιστή. Τα χειρόγραφα φυλάσσονταν αρχικά σε βιβλιοθήκες ηγε-
μόνων και συλλεκτών και στη συνέχεια σε δημοτικές, κρατικές ή εθνικές βιβλιοθήκες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η βιβλιοθήκη του καρδινάλιου Βησσαρίωνα, η
οποία υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες ιδιωτικές βιβλιοθήκες αλλά και η μεγαλύτερη
συλλογή ελληνικών χειρογράφων στην Ευρώπη. Πολλοί έλληνες αντιγραφείς εργά-
στηκαν για λογαριασμό του ή ανήκαν στον κύκλο του. Ο Βησσαρίων κληροδότησε
τη συλλογή του (482 ελληνικά και 264 λατινικά χειρόγραφα) το 1468 στη Μαρκιανή
Βιβλιοθήκη της Βενετίας.
Ο 14ος αιώνας σηματοδοτεί τις αρχές της ελληνικής λογιοσύνης στην Ιταλία,
όπου έλληνες και ξένοι ουμανιστές δίδαξαν Ελληνικά. Η διδασκαλία των Ελληνικών
εξελίχθηκε βαθμιαία σε πάγιο θεσμό, ο οποίος τον 16ο αι. εξαπλώθηκε και εκτός Ιτα-
λίας. Στις σημαντικότερες βιβλιοθήκες της Ευρώπης φυλάσσονταν πολλά ελληνικά
χειρόγραφα, ενώ ένα μεγάλο μέρος ελληνικών κειμένων διαδόθηκε ευρέως σε έντυπη
μορφή. Με την εισαγωγή της τυπογραφίας (μέσα 15ου αι.) τα αρχαία κείμενα άρχισαν
να γίνονται προσιτά σε ευρύτερους κύκλους. Έτσι, αρχικά στην Ιταλία, κυρίως με το
πολύ γνωστό τυπογραφείο του Άλδου Μανούτιου στη Βενετία (1494), δημιουργήθηκε
μια νέα αγορά, στην οποία απευθύνονταν όσοι ασχολούνταν με τη μελέτη της κλασι-
κής Γραμματείας.
Η διδασκαλία των αρχαίων Ελληνικών άρχιζε προφανώς με τη βασική σπουδή της
γραμματικής και του λεξιλογίου. Άμεσα προέκυψε η ανάγκη για τη συγγραφή εγχει-
ριδίων και τη σύνταξη Λεξικών. Παράλληλα αυξήθηκε το ενδιαφέρον εκ μέρους των
δυτικών λογίων για την απόκτηση χειρογράφων με έργα της αρχαίας ελληνικής Γραμ-
ματείας, αλλά και για κείμενα που θα πλούτιζαν τις γλωσσολογικές και φιλολογικές
τους γνώσεις, με σκοπό την καλύτερη κατανόηση των κειμένων. Ένας μεγάλος αριθμός
χειρογράφων αλλά και εντύπων εκδόσεων περιέχει εγχειρίδια Γραμματικής, όπως των
Μανουήλ Χρυσολωρά, Μανουήλ Μοσχόπουλου, Θεοδώρου Γαζή και Κωνσταντίνου
Λάσκαρη, αλλά και μεταφράσεων της Γραμματικής του Θεοδώρου Γαζή, καθώς και
εγχειριδίων Γραμματικής συνταγμένων από ξένους λογίους. Στη διδασκαλία των Ελλη-
νικών συνέτειναν και τα δίγλωσσα κείμενα, ενώ οι απόψεις του Μανουήλ Χρυσολωρά
για τη μεταφραστική μέθοδο έδωσαν νέα ώθηση στις μεταφράσεις κειμένων. Εκτός
από την ευρεία κυκλοφορία έντυπων Λεξικών, ήδη από τον 15ο αι. (π.χ. Ετυμολογικόν
Μέγα, Σούδα και το Λεξικόν κατά Στοιχείον του Johannes Crastonus, που αποτελεί το
πρώτο λεξικό που τυπώθηκε στη Βενετία το 1494), αρκετοί λόγιοι συνέταξαν λεξικά
Ελληνες και Δυτικοι Λογιοι, Αντιγραφεις και Φιλολογοι 69
1. Για τον Malatesta βλ. ενδεικτικυά: Yriarte 1882· (γράμμα 17ης Νοεμβρίου 1958 μέσα στο χειρόγραφο)
Hutton 1906. και τον P. O. Kristeller (28 Μαΐου 1962, πληροφορία
2. Η γνησιότητα των δύο κτητορικών σημειωμάτων μέσα στο χειρόγραφο).
(φ. 1 και 40) αμφισβητήθηκε από τον T. de Marinis 3. Βλ. Ghisalberti 1983, σ. 336-341.
70 ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΠΑ
στάχωσης υπάρχει επιγραφή, στην οποία αναφέρεται ότι ήταν γιος του Ioannes Maria,
ποινικού δικαστή. Στο πίσω τμήμα της στάχωσης υπάρχει η επιγραφή IN SEMINARIO
ROM(ANO) 1605, που αποτελεί τώρα την παλαιότερη αναφορά της παρουσίας του
Contelorius στο Collegio Romano της Ρώμης.4 Στη Βατικανή Βιβλιοθήκη σώζονται
αυτόγραφά του, αλλά τα ίχνη της βιβλιοθήκης του έχουν χαθεί. Η τελευταία αναφορά
για τη βιβλιοθήκη του μαρτυρείται το 1769 από τον G.C. Amaduzzi, ο οποίος την είδε
στο Cesi, γενέτειρα του Contelorius.
Τα δύο κείμενα που περιέχονται στα χειρόγραφα Γενν. 36 και 37 βασίζονται στο
έργο του Διονυσίου Περιηγητή Οικουμένης Περιήγησις, το οποίο αποτέλεσε το βασικό
εγχειρίδιο Γεωγραφίας για πολλούς αιώνες, και παράλληλα σχολιάστηκε, παραφρά-
στηκε, διασκευάστηκε και μεταφράστηκε πολλές φορές. Πρόκειται για διδακτικά
εγχειρίδια, το ένα του 15ου/16ου αι. με το υπόμνημα του βυζαντινού λογίου Ευσταθίου
Θεσσαλονίκης, και το άλλο του 18ου αι. με τη διασκευή του γεωγράφου και μαθημα-
τικού Edward Wells. Τέτοιου είδους διασκευές του κειμένου του Διονυσίου σώζονται
ήδη από τους Ρωμαϊκούς χρόνους.
Τα έργα γεωγραφικής Γραμματείας στη Βυζαντινή περίοδο περιορίζονταν κυρίως
σε λίγα θεωρητικής φύσεως κείμενα, διασκευές, σχόλια και επιτομές αρχαίων έργων.
Μια άλλη κατηγορία περιλάμβανε κείμενα σχετιζόμενα με την εκκλησιαστική και
πολιτική διοίκηση και τις ανάγκες του εμπορίου και της ναυσιπλοΐας, όπως κατα-
λόγους, πορτολάνους κ.ά. Στον υπομνηματισμό αρχαίων κειμένων, που αποτελεί μία
από τις σημαντικότερες προσφορές των βυζαντινών λογίων, ανήκουν παραφράσεις,
μεταφράσεις και σχόλια, συνταγμένα κατά διαφόρους τρόπους, όπως για παράδειγμα
ο σχολιασμός του έργου του Διονυσίου Περιηγητή.
Το υπόμνημα του Ευσταθίου Θεσσαλονίκης με τον τίτλο Παρεκβολαί εις την Διο-
νυσίου Περιήγησιν στο έργο του Διονυσίου Περιηγητή Οικουμένης Περιήγησις εξυ-
πηρετούσε διδακτικούς σκοπούς. Σύμφωνα με την εισαγωγική αφιέρωση ο Ιωάννης
Δούκας, εξάδελφος του αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄, είχε αναθέσει στον Ευστάθιο να
συντάξει ένα «απάνθισμα» από το κείμενο του Διονυσίου. Με τον όρο Παρεκβολαί
(στον τίτλο του έργου) προσδιορίζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση ένα συνεχές κεί-
μενο, το οποίο απαρτίζεται από αυτούσια χωρία ή παραφράσεις χωρίων του έργου του
Διονυσίου, και από σχόλια με γεωγραφικά, ιστορικά, μυθολογικά και γραμματικά
στοιχεία. Τα σχόλια του Ευσταθίου είναι πολύ σημαντικά, επειδή χρησιμοποίησε στο
κείμενό του πηγές εν μέρει διαφορετικές, άγνωστες σε μας.
Η γραφή του χειρογράφου Γενν. 36 (Ταξίδι, σ. 67, εικ. 32) θυμίζει τα τυπογρα-
φικά στοιχεία στα έντυπα του Άλδου Μανούτιου, και συγκεκριμένα τη δεύτερη ομάδα
χαρακτήρων, η οποία εισήχθη τον Αύγουστο του 1496.5 Κατά συνέπεια το χειρόγραφο
μπορεί να χρονολογηθεί στο τέλος του 15ου αι. ή το αργότερο στα πρώτα χρόνια του
16ου αι. Στο χειρόγραφο υπάρχουν πρόσθετα λήμματα στα περιθώρια, από το χέρι του
4. Η έως τώρα γνωστή αναφορά ήταν το έτος 1611. 5. Πρβλ. Barker 1985, σ. 58· 1998.
Βλ. Ghisalberti 1983, σ. 336.
Ελληνες και Δυτικοι Λογιοι, Αντιγραφεις και Φιλολογοι 71
γραφέα, καθώς και λίγες διορθώσεις από άλλον, δυτικό γραφέα, ενώ τα τοπωνύμια
αναγράφονται στα περιθώρια και στα λατινικά. Το χειρόγραφο προέρχεται πιθανόν
από την Ιταλία (Πίν. 51).
Η ιστορία του χειρογράφου είναι, όπως διαπίστωσα, ενδιαφέρουσα. Ανήκε στη
συλλογή του τυπογράφου και φιλολόγου Ambroise Firmin Didot (1790-1876),6 σύμφωνα
με το βιβλιόσημό του στο παράφυλλο αρχής, και περιήλθε στη συλλογή του Γενναδίου
από την πώληση βιβλίων του Didot το 1881. Ο Didot τύπωσε τις Παρεκβολές το 1861
(Carl Müller, Geographi Graeci minores, II, σ. 201-407), έκδοση που χρησιμοποιούμε ώς
σήμερα.7 Για τελευταία φορά αναφέρεται το χειρόγραφο στην ανωτέρω έκδοση Müller,
στη λίστα των χειρογράφων του Ευσταθίου (ΙΙ, σ. xxxv: codex Firmini Didot, Eustathium
continens). Μετά την πώληση της συλλογής Didot η τύχη του χειρογράφου, που σήμερα
βρίσκεται στη Γεννάδειο, δεν ήταν γνωστή. Ο A. Diller στη μελέτη του The Textual
Tradition of Strabo’s Geography8 αναφέρει, παραπέμποντας στον κατάλογο Didot,9 ότι
ο Ambroise Firmin Didot είχε στην κατοχή του ένα χειρόγραφο του Ευσταθίου με τις
Παρεκβολές, 200 φύλλων σε σχήμα 4ο, από το οποίο η αρχή έλειπε και το κείμενο
τελείωνε με τη λέξη φράζων (Müller, ΙΙ, σ. 400, στ. 13)˙ επιπλέον συμπληρώνει ότι δεν
έμαθε ποτέ τι απέγινε αυτό το χειρόγραφο. Η περιγραφή του από τον Diller ταιριάζει
απόλυτα με τα χαρακτηριστικά του χειρογράφου που μόλις εξετάσαμε.
Διασκευή του 18ου αι. του έργου του Διονυσίου Περιηγητή περιέχει και το χειρό-
γραφο Γενν. 37 (Ταξίδι, σ. 68-69, εικ. 33-34) με τίτλο Της πάλαι και της νυν Οικου-
μένης Περιήγησις, γραμμένο από δυτικό λόγιο με καλλιγραφική γραφή. Πρόκειται
για διασκευή με περικοπές, διορθώσεις και πολλές προσθήκες, που αποσκοπεί στην
«ενημέρωση» του κειμένου του Διονυσίου με τα δεδομένα της εποχής, από τον μαθη-
ματικό, γεωγράφο και θεολόγο Edward Wells (1667-1727). Το κείμενο εκδόθηκε για
πρώτη φορά στην Οξφόρδη το 170410 και γνώρισε πολλές εκδόσεις ώς το 1761. Εξαι-
τίας του απατηλού του τίτλου το κείμενο αυτό συγκαταλέχθηκε μεταξύ των εκδόσεων
του Διονυσίου. Ενώ η Οικουμένης Περιήγησις αποτελείται από 1.187 δακτυλικούς
εξαμέτρους, η διασκευή αποτελείται από 1.362. Το ελληνικό κείμενο βρίσκεται στην
αριστερή σελίδα και η λατινική μετάφραση, επίσης έμμετρη, στη δεξιά σελίδα. Κάτω
από το ελληνικό κείμενο υπάρχουν σχόλια στα λατινικά και κάτω από την έμμετρη
λατινική μετάφραση παρατίθεται πεζή γαλλική μετάφραση11 (Πίν. 52). Το χειρόγραφο
αυτό ετοιμάστηκε πιθανόν για σχολική χρήση. Η χρονολόγησή του, κατά την L. Navari,
πρέπει να τοποθετηθεί μετά το 1738, σύμφωνα με μία σημείωση στο κείμενο, η οποία
δεν εμφανίζεται πριν από την πέμπτη έκδοση, του 1738.12
Τα συγγράμματα του Αριστοτέλη αποτέλεσαν για αιώνες και για πολλά θέματα
την αδιαμφισβήτητη γνώση. Τα έργα του σώζονται από τον 9ο έως τον 16ο αιώνα σε
13. Βλ. ενδεικτικά, Harlfinger [1971] 1980. κατά πάσα πιθανότητα στον γνωστό πλαστογράφο
14. Βλ. σχετικά, Kristeller 1965· Schmitt 1980. Κωνσταντίνο Παλαιοκάππα). Heliodorus 1889. Βλ.
15. Πρβλ. Moraux κ.ά. 1976, σ. 7. ενδεικτικά Nicol, 1968· Barnes 1999. Σχετικά με τις
16. Το κείμενο έχει αποδοθεί και σε άλλους συγ- πλαστογραφήσεις κειμένων από τον Παλαιοκάππα,
γραφείς: στον αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζη- βλ. ενδεικτικά Diller 1936· Leroy 1962.
νό, τον Ολυμπιόδωρο, τον Ανδρόνικο Κάλλιστο και 17. Αναφορά στο Le Neve 1999, σ. 33.
τον Ηλιόδωρο Προύσης (το όνομα αυτό οφείλεται
Ελληνες και Δυτικοι Λογιοι, Αντιγραφεις και Φιλολογοι 73
18. Βλ. ενδεικτικά: Krumbacher 1897, σ. 363-364, Σύψωμος (Δ. Π. Πασχάλη). Σε κάποιον Χ. Σύψωμο
559, 578-579· Kresten 1976. αναφέρεται ο Ευαγγελίδης (1936, σ. 537). Σε έναν Σύ-
19. Βλ. Kayser 1858. ψωμο (χωρίς βαπτιστικό όνομα) αναφέρεται ο η. Πα-
20. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαιδεία τ. 22, λ· ρανίκας (1867, σ. 194).
74 ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΠΑ
λυρικό ποιητή, στη μνήμη του αδελφού του Λάμπρου Πορφύρα, φιλολογικό ψευδώνυμο
του Δημήτριου Σύψωμου.21 H σχέση του δωρητή της Ακαδημίας Αθηνών καθώς και του
πατέρα του με τον γραφέα που έδρασε στο Παρίσι δεν μάς είναι γνωστή.
Τον 16ο αι. αρκετοί λόγιοι συνέβαλαν με την αντιγραφική τους δραστηριότητα
στη διάσωση των βυζαντινών ιστορικών κειμένων. Τον ίδιο αιώνα εμφανίστηκαν για
πρώτη φορά έντυπα κείμενα βυζαντινών ιστορικών και χρονογράφων. Ο φιλόλογος
Hieronymus Wolf (1516-1580), ο οποίος καθιέρωσε τον όρο «βυζαντινός», και έχει
χαρακτηριστεί ως ο πατέρας της γερμανικής βυζαντινολογίας,22 εξέδωσε τα έργα των
Νικήτα Χωνιάτη, Ιωάννη Ζωναρά (1557) και Νικηφόρου Γρηγορά (1562).
Το όνομα του Hieronymus Wolf αναφέρεται στις ώες του χειρογράφου Γενν. 40
(Ταξίδι, σ. 63-64), που χρονολογείται μετά το 1562 και περιέχει συλλογή ιστορικών
κειμένων των Γεωργίου Παχυμέρη, Νικηφόρου Γρηγορά και Ιωάννη Σκυλίτζη. Ο γρα-
φέας συγκρίνει το κείμενο του χειρογράφου με εκείνο της έκδοσης H. Wolf και σε
κάποιες περιπτώσεις σημειώνει στις ώες τα αντίστοιχα χωρία της έκδοσης της Ιστορίας
του Νικηφόρου Γρηγορά. Ο γραφέας, πιθανόν δυτικός λόγιος, όπως προκύπτει από τη
γραφή καθώς και τα ορθογραφικά και αντιγραφικά λάθη, δεν είναι ο αναφερόμενος
στο βιβλιογραφικό σημείωμα (σ. 1005) Αυστριακός Christophorus Auer, ο οποίος αυτο-
αποκαλείται Γερμανός:
21. Βλ. Ντελόπουλος 2005, σ. 375. 23. Βλ. Gamillscheg και Harlfinger 1989, σ. 187,
22. Beck 1984. αρ. 525.
24. Βλ. Laurent 1931.
Ελληνες και Δυτικοι Λογιοι, Αντιγραφεις και Φιλολογοι 75
εσωτερικό της στάχωσης: J. Lee Doctors Commons 1828). Παρατηρούμε ότι η συνύ-
παρξη χειρογράφων και εντύπων είχε ως συνέπεια τις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις.
Συνήθως για μια έντυπη έκδοση χρησιμοποιείτο ένα μόνο χειρόγραφο ως υπόδειγμα,
ενώ ο σχεδιασμός των τυπογραφικών στοιχείων βασίστηκε στον γραφικό χαρακτήρα
γνωστών γραφέων. Οι έντυπες εκδόσεις πάλι αποτέλεσαν σε κάποιες περιπτώσεις με τη
σειρά τους πρότυπα για νέα χειρόγραφα αντίγραφα ή για αντιβολή κειμένων.
Ένας μεγάλος αριθμός χειρογράφων είχε υποστεί αλλοιώσεις κατά την αντιγραφή
των κειμένων, τόσο από σφάλματα των αντιγραφέων ή από εσκεμμένες επεμβάσεις
τους, όσο και από υλικές φθορές. Έτσι προέκυψε η ανάγκη για την ανασύσταση ενός
κειμένου, απαλλαγμένου από τα λάθη της χειρόγραφης παράδοσης. Ήδη από τη βυζα-
ντινή περίοδο η φιλολογική δραστηριότητα περιλάμβανε όχι μόνο αντιγραφές, συλ-
λογές, εκλογές και ερμηνείες κειμένων, αλλά και αναζήτηση κειμένων, αντιβολή και
αξιολόγηση χειρογράφων, διορθώσεις και συμπληρώσεις γραφών από άλλους μάρτυρες
της χειρόγραφης παράδοσης στο διάστιχο ή στα περιθώρια του χειρογράφου, δραστηρι-
ότητες δηλαδή στο πλαίσιο μιας έκδοσης. Ξεχωρίζουν ιδιαίτερα οι λόγιοι της πρώιμης
Παλαιολόγειας περιόδου (13ος-14ος αι.), όπως ο Μάξιμος Πλανούδης, ο Μανουήλ
Μοσχόπουλος, ο Θωμάς Μάγιστρος και ο Δημήτριος Τρικλίνιος, οι οποίοι εργάστηκαν
φιλολογικά και υπήρξαν οι πρόδρομοι της κριτικής αποκατάστασης των κειμένων. Στη
συνέχεια οι ουμανιστές, όπως για παράδειγμα ο καρδινάλιος Βησσαρίων, ο Lorenzo
Valla και ο ΄Ερασμος, προέβησαν βάσει χειρογράφων σε αποδείξεις νοθείας κειμένων
και σε αποκαταστάσεις χωρίων, πολλές από τις οποίες η μεταγενέστερη κριτική των
κειμένων επιβεβαίωσε ως σωστές.
Με την ανακάλυψη της τυπογραφίας πήραν νέα ώθηση οι προσπάθειες για την
αποκατάσταση των κειμένων. Τα κείμενα έγιναν βαθμιαία πιο προσιτά στους λογίους
και ετέθησαν σταδιακά οι βάσεις για μια κοινά αποδεκτή εκδοτική μέθοδο. Εάν κάποιο
χειρόγραφο δεν παρέδιδε ικανοποιητικό κείμενο, οι εκδότες-φιλόλογοι, με τους οποίους
συνεργάζονταν οι τυπογράφοι, καλούνταν να το αποκαταστήσουν είτε επιλέγοντας
γραφές από άλλα χειρόγραφα είτε προτείνοντας δικές τους. Μια τέτοια χαρακτηριστική
περίπτωση εκδότη είναι ο Μάρκος Μουσούρος (1470-1517), ο οποίος εργάστηκε στο
τυπογραφείο του Άλδου Μανούτιου (1449-1515). Αξίζει να σημειωθεί ότι τα τυπογρα-
φεία της Αναγέννησης αποτέλεσαν ένα από τα κέντρα φιλολογικής δραστηριότητας,
στα οποία οι φιλόλογοι-εκδότες επιδόθηκαν στην αποκατάσταση των έργων της κλασι-
κής Γραμματείας. Ο Άλδος Μανούτιος, μαζί με τον υπεύθυνο των εκδόσεων του τυπο-
γραφείου του Ιωάννη Γρηγορόπουλο και τον ιταλό ελληνιστή Scipio Carteromachus,
ίδρυσε γύρω στα 1500 την Νεακαδημία, πρόδρομο των σημερινών Ακαδημιών, με σκοπό
την ενίσχυση του κινήματος του Ουμανισμού και την έκδοση ελληνικών κειμένων.
Κατά τους νεότερους χρόνους, οι προσπάθειες των φιλολόγων προσανατολίστηκαν
στην αποκατάσταση των κειμένων με πιο μεθοδικό τρόπο (π.χ. τον 16ο αι. ο Robertus
Stephanus και ο Julius Caesar Scaliger). Στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια του 17ου
και 18ου αι., η πλούσια συγκομιδή γραφών από καινούρια χειρόγραφα και η ανάγκη
ελέγχου των ποικίλων γραφών επέβαλαν την ανάγκη εξεύρεσης μιας κοινά αποδεκτής
76 ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΠΑ
μεθόδου κριτικής θεώρησης των πηγών. Η κριτική των κειμένων, η οποία αποσκοπεί
στην ανακάλυψη των σφαλμάτων στα κείμενα και στην εξάλειψή τους, βρισκόταν
κάθε φορά σε συνάρτηση με τα κριτήρια και τις γνώσεις της εποχής των εκδοτών,
καθώς και με τις δυνατότητες πρόσβασης που αυτοί διέθεταν σε χειρόγραφα. Πολλοί
φιλόλογοι, τον 18 αι. οι Richard Bentley και Richard Simon, και στα τέλη του 18ου/
αρχές του 19ου αι. ο Friedrich August Wolf, έστρεψαν τα ενδιαφέροντά τους προς
μια επιστημονική κατεύθυνση για την αποκατάσταση των κειμένων, απαλλαγμένων
από τα λάθη της χειρόγραφης παράδοσης, σε μια μορφή όσο γίνεται πιο κοντά στην
αρχική. Κατά το πρώτο ήμισυ του 19ου αι. το όνομα του Karl Lachmann συνδέεται
με τη στεμματική θεωρία, η οποία αργότερα βελτιώθηκε, και παρά τις αδυναμίες και
τους περιορισμούς της επέφερε επανάσταση στην έκδοση των κλασικών κειμένων:
η διευκρίνιση των σχέσεων των χειρογράφων, ο αποκλεισμός των φθορών τους και
ο εντοπισμός των ορθών γραφών του κειμένου αποσκοπούν στην αποκατάσταση του
κειμένου όσο γίνεται πιο κοντά στην μορφή του αρχετύπου. Κριτικές εκδόσεις κειμένων
της κλασικής Γραμματείας άρχισαν να συγκεντρώνονται σε ειδικές εκδοτικές σειρές.
Ο Guillaume Budé (1467-1540) ίδρυσε την πιο σημαντική γαλλική συλλογή ελληνικών
και λατινικών κριτικών εκδόσεων (Collection Budé), ενώ ο B.G. Teubner θεμελίωσε τη
σειρά εκδόσεων ελληνικών και λατινικών κειμένων, που άρχισαν να τυπώνονται το
1824, δημιουργώντας τις βάσεις για την πρόοδο της νεότερης φιλολογικής επιστήμης.
Η δραστηριότητα του φιλολόγου Thomas Gaisford (1779-1855), εκδότη ελληνικών
κειμένων και καθηγητή των ελληνικών στην Οξφόρδη από το 1812 ώς το 1855, ξεκίνησε
με τη δημοσίευση σχολικών εκδόσεων και άλλων κειμένων που προβλέπονταν στο
πρόγραμμα σπουδών του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης τον 19ο αι. Εξέδωσε μεταξύ
άλλων το γνωστό λεξικό Etymologicum Magnum (Οξφόρδη 1848), ασχολήθηκε ιδιαί-
τερα με τις τραγωδίες του Ευριπίδη και εξέδωσε πολλές από αυτές (Άλκηστις, Ηλέκτρα,
Ανδρομάχη, Εκάβη, Ορέστης, Φοίνισσες, Ικέτιδες και τις δύο Ιφιγένειες).
Το Γλωσσάριο των τραγωδιών του Ευριπίδη, που περιέχεται στο χειρόγραφο Γενν.
57 (Ταξίδι, σ. 71-72) των αρχών του 19ου αι., σχετίζεται άμεσα με τις δραστηριότητες
του Gaisford, ο οποίος ως καθηγητής και ως εκδότης ασχολήθηκε συστηματικά με τις
τραγωδίες του Ευριπίδη· πιθανολογείται ότι πρόκειται για αυτόγραφό του (σύμφωνα
με απόκομμα καταλόγου δημοπρασίας, επικολλημένο στο παράφυλλο). Το χειρόγραφο
προέρχεται από την πώληση βιβλίων του Gaisford, το 1880. Πρόκειται για ένα Γλωσ-
σάριο γραμμένο στα ελληνικά και λατινικά, το οποίο έχει συνταχθεί όχι αλφαβητικά,
αλλά κατά τραγωδία και κατά στίχους (Πίν. 56). Στο φ. 1 του χειρογράφου απαριθ-
μούνται δώδεκα έργα του Ευριπίδη, στα οποία έγιναν οι ερμηνείες των λέξεων. Το
Γλωσσάριο είναι γραμμένο μόνο στο recto των φύλλων, ενώ το verso έχει αφεθεί λευκό
για συμπληρώσεις, όπως συμπεραίνουμε από πολλές περιπτώσεις (π.χ. φφ. 2v, 11v).
Για την ερμηνεία των λέξεων έχει χρησιμοποιηθεί το γνωστό χρηστικό ελληνολατινικό
λεξικό του Johann Scapula, όπως προκύπτει και από τη σημείωση στο φ. 1: Explicationes
vocum et locorum difficiliorum Euripidis, potissimum e Joan. Scapulae lexico petitae. Το
λεξικό Graecolatinum του Γερμανού Johann Scapula, που εκδόθηκε για πρώτη φορά
Ελληνες και Δυτικοι Λογιοι, Αντιγραφεις και Φιλολογοι 77
το 1574 στη Βασιλεία, και ακολούθησαν πολλές επανεκδόσεις του, αποτελεί επιτομή
του Thesaurus Graecae Linguae (Παρίσι 1572) του Henricus Stephanus, στον οποίο ο
Scapula εργάστηκε ως διορθωτής. Το λεξικό του Scapula έχει συνταχθεί κατά ομάδες
λέξεων, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι σύνθετες λέξεις.
Ο Gaisford είναι γνωστός και για την έκδοση με το κείμενο των Επιμερισμών
στους Ψαλμούς του Γεωργίου Χοιροβοσκού, που ετοιμάστηκε προφανώς επίσης για
διδακτικούς σκοπούς. Ο επιμερισμός στο βυζαντινό σχολείο αποτελούσε μέρος των
εισαγωγικών μαθημάτων για τη χρήση της γλώσσας και επρόκειτο για ένα διδακτικό
μέσο που προσέφερε παντός είδους πληροφορίες για τις λέξεις ενός κειμένου. Ορισμένοι
επιμερισμοί ακολουθούσαν λέξη προς λέξη τη σειρά του κειμένου. Έτσι παρουσιάζο-
νται οι Επιμερισμοί στους Ψαλμούς του Γεωργίου Χοιροβοσκού στο χειρόγραφο Γενν.
62 (Ταξίδι, σ. 74)
Το χειρόγραφο βρισκόταν στην κατοχή του Gaisford, και προέρχεται από την
πώληση βιβλίων του Gaisford τον Μάιο 1880. Γράφτηκε κατά τη γνώμη μου από γάλλο
ελληνιστή και φέρει αρίθμηση κατά σελίδες. Πρόκειται για απόγραφο του χειρογράφου
Parisinus gr. 2756 (β΄ ήμισυ του 15ου αι., γραφέας του τμήματος αυτού ο Μιχαήλ Λυγί-
ζος)25 η σχετική αναγραφή του Parisinus επαναλαμβάνεται στην άνω ώα κάθε σελίδας
του χειρογράφου μας. Μια προσεκτικότερη εξέταση μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι
το χειρόγραφο διορθώθηκε και συμπληρώθηκε από τον ίδιο τον Gaisford, με σκοπό να
σταλεί στο τυπογραφείο, αποτέλεσε δηλαδή το χειρόγραφο εργασίας του Gaisford για
την έκδοση του κειμένου του Χοιροβοσκού (Οξφόρδη 1842), η οποία είναι η μοναδική
ώς σήμερα. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται και από τα διάσπαρτα σε όλο το χειρό-
γραφο σημάδια μελανιού από το χέρι του τυπογράφου, ενώ στις ώες υπάρχουν πολλές
διορθώσεις, οδηγίες και παραπομπές, οι οποίες ελήφθησαν υπ’ όψιν στην έκδοση (Πίν.
57, 58). Αναφέρω ορισμένα ενδεικτικά παραδείγματα:
1. Προσθήκες λέξεων στις ώες του χειρογράφου, οι οποίες έχουν ενσωματωθεί στο
κείμενο της έκδοσης: χφ σ. 1: κνήθειν (έκδ. σ. 1, 18).
2. Οβελισμοί λέξεων, οι οποίες όντως έχουν παραλειφθεί στην έκδοση: χφ σ. 1:
θέλουσι ἐν τοῖς (έκδ. σ. 1, 11: θέλουσι τοῖς).
3. Η διπλή υπογράμμιση γραμμάτων ή λέξεων στο χειρόγραφο δηλώνει ότι πρέπει να
μετατραπούν σε κεφαλαία στην έκδοση: χφ σ. 1: ψαλμός (έκδ. σ. 1, 1).
4. Η απλή υπογράμμιση δηλώνει ότι οι λέξεις πρέπει να γραφτούν πλάγια στην
έκδοση (ως παραθέματα από άλλα έργα): χφ σ. 3: ἄξαντ’ ἐν πρώτῳ ρυμῷ (έκδ. σ.
2, 26).
5. Οι πλάγιες γραμμές εντός του κειμένου δηλώνουν την αλλαγή παραγράφου στην
έκδοση: χφ σ. 1: / Τὸ -μος (έκδ. σ. 1, 23).
είχαν χρησιμοποιηθεί επίσης και δύο άλλα χειρόγραφα του φιλόλογου και εκδότη
Thomas Gaisford που προαναφέρθηκαν: το γλωσσάριο τραγωδιών του Ευριπίδη και οι
Επιμερισμοί στους Ψαλμούς του Γεωργίου Χοιροβοσκού.
Συμπερασματικά, ο Ιωάννης Γεννάδιος επέλεγε τα χειρόγραφα με τη συνείδηση ότι
το κάθε χειρόγραφο ως μοναδικό μνημείο αποτελεί φορέα ιστορίας, που αφηγείται το
ταξίδι του μέσα στο χρόνο και απεικονίζει το πολιτισμικό περιβάλλον κάθε εποχής. p
• 8•
Τα μεταβυζαντινά φιλοσοφικά χειρόγραφα
της Γενναδείου Βιβλιοθήκης
ΧΑ ΡΙΤΩΝ Κ Α ΡΑ ΝΑ ΣΙΟΣ
H κυριαρχία των σχολίων στον Aριστοτέλη είναι εμφανέστατη, ενώ κατά το τέλος
του 18ου αιώνα εμφανίζεται παράλληλα και η νεωτερική σκέψη και οι θετικές και
φυσικές επιστήμες.
Tο χρονικά πρώτο από τα ανωτέρω χειρόγραφα είναι το Γενν. 35 (Tαξίδι, σ. 67-68),
το οποίο περιέχει τα Hθικά Nικομάχεια του Aριστοτέλη, γραμμένο κατά τον 16ο αι.
από δυτικό γραφέα. Είναι από τα τελευταία δείγματα μιας εξέλιξης που ξεκίνησε κατά
την Yστεροβυζαντινή εποχή. Eίναι γνωστό ότι κατά τη Φραγκοκρατία απωλέσθησαν
πολλά ελληνικά χειρόγραφα. Προεξάρχοντος του Nικηφόρου Bλεμμύδη, οι βυζαντινοί
λόγιοι επέτυχαν να ανεύρουν τα χαμένα κείμενα, και, όσον αφορά στον Aριστοτέλη,
να ανασυγκροτήσουν το corpus aristotelicum. Έτσι, κατά τον 13ο, τον 14ο-και τις
αρχές του 15ου αιώνα, τα κείμενα του Aριστοτέλη αντιγράφηκαν και σχολιάστηκαν
από σειρά λογίων, οι οποίοι όμως δεν προχώρησαν σε πρωτότυπο σχολιασμό, αλλά
περιορίστηκαν σε επιτομές κυρίως για εκπαιδευτικούς σκοπούς. Aπό το τέλος του
14ου ως τις-αρχές του 15ου αι., ελληνικά χειρόγραφα φθάνουν στην Iταλία είτε μέσω
βυζαντινών λογίων είτε μέσω δυτικών που επισκέπτονταν την Kωνσταντινούπολη.
Aπό φιλοσοφική άποψη, κατά τον 15ο αιώνα υπάρχει διαμάχη μεταξύ πλατω-
νιστών και αριστοτελιστών,5 ενώ κατά τον 16ο αιώνα κυριαρχεί ο νεοαριστοτελι-
σμός, που ασκεί κριτική στον σχολαστικισμό, με σημαντικότερους εκπροσώπους τούς
Pomponazzi και Cremonini. O Aριστοτέλης ισχύει ακόμη ως αυθεντία, με υποστηρικτή
τη Pωμαιοκαθολική Eκκλησία και «αντίπαλο», πέραν του Πλάτωνα, την πειραματική
επιστήμη, η οποία επιχειρεί τα πρώτα δειλά βήματα, απελευθερώνεται βαθμηδόν από
τα θεολογικά και φιλοσοφικά επιχειρήματα, και εκτοπίζει τον Aριστοτέλη και τη
θεωρητική προσέγγιση των φαινομένων της φύσης.6
Το χειρόγραφο Γενν. 35, λοιπόν, αποτελεί ένα από τα τελευταία δείγματα χει-
ρόγραφης επιβίωσης του Aριστοτέλη στον δυτικό 16ο αιώνα. Aπό την άλλη πλευρά
υποδηλώνει το ενδιαφέρον των Δυτικών κατά την Aναγέννηση για κλασικά κείμενα.
Ένα δεύτερο δείγμα φιλοσοφικού χειρογράφου δυτικής προέλευσης είναι το χει-
ρόγραφο Γενν. 56 (Πίν. 54· βλ. και Tαξίδι, σ. 70-71, εικ. 36), αντιγραμμένο από τον J.
Osbaldeston με στρογγυλόσχημη καλλιγραφική γραφή το 1684, που περιέχει αποσπά-
σματα από την Παράφραση του πρώτου εκδότη του Aριστοτέλη Aνδρονίκου Pοδίου
στα Hθικά Nικομάχεια.
Tα επόμενα τρία χειρόγραφα αποτελούν μια μικρή ενότητα. Πρόκειται για τα
χειρόγραφα Γενν. 47, 44 και 253, που περιέχουν σχόλια του 17ου και 18ου αι. σε
αριστοτελικά έργα Περί φύσεως. Ο αρ. 47 (Πίν. 59· βλ. και Tαξίδι, σ. 78-79) του
17ου αι. περιέχει το Υπόμνημα του Θεοφίλου Kορυδαλέα στη Φυσική του Aριστοτέλη
(έκδ. Bενετία 1779). Το χειρόγραφο, αντιγραμμένο από δύο γραφείς, περιέχει λίγα
σχόλια και διορθώσεις στο περιθώριο, και προέρχεται από τις συλλογές Barrois και
Ashburnham.
5. Bλ. Ψημμένος 1988-1989, τ. 1, σ. 53-60. 6. Για τις απόψεις περί φυσικής κατά τη μεταβυ-
ζαντινή περίοδο βλ. Πέτσιος 2002.
Μεταβυζαντινα Φιλοσοφικα Χειρογραφα 83
O αρ. 44 (Πίν. 60· βλ. και Tαξίδι, σ. 79-80) του 18ου αι. περιέχει ανέκδοτα σχόλια
του Kορυδαλέα στο Περί ουρανού του Αριστοτέλη. Στα μεγάλα περιθώρια ο γραφέας
κατέγραψε πολλές σημειώσεις. Tο χειρόγραφο άλλαξε πολλούς κτήτορες. Ανήκε πιθα-
νόν στη συλλογή του λόρδου Guilford. Στη συνέχεια αγοράστηκε από τον Thomas
Thorp, τον J. Lee, τον Quaritch, και το έτος 1889 από τον I. Γεννάδιο.
Το χειρόγραφο Γενν. 253 (Tαξίδι, σ. 108-109) του 18ου αι., ακέφαλο και κολοβό,
περιέχει το έργο Περί Μετεώρων του Iωαννίκιου Mαρκουρά, σχόλια δηλαδή στα
Mετεωρολογικά του Aριστοτέλη (έκδ. Bενετία 1642). O κώδικας περιέχει επίσης ένα
Kαλεντάρι μεταφρασμένο από τα ουγγρικά–γνωστό και από άλλα χειρόγραφα–, που
καλύπτει τα έτη 1722-1954, και περιέχει προγνωστικά σχετικά με φυσικά φαινόμενα.
Tέλος, στο χειρόγραφο περιέχεται και Διάλογος μεταξύ Πάπα και Απόστολου Πέτρου,
σε στίχους.7
O Θεόφιλος Kορυδαλέας8 αποτελεί τομή στην ελληνική φιλοσοφική σκέψη, και
δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι σχεδόν σε κάθε ελληνική συλλογή χειρογράφων υπάρ-
χουν χειρόγραφα κορυδαλικά. Είναι περίπου αυτονόητο, λοιπόν, να τα συναντούμε
και στη Γεννάδειο. Mετά τη διαμάχη πλατωνιστών-αριστοτελιστών του 15ουκαι16ου
αιώνα ο Kορυδαλέας σφραγίζει την κυριαρχία του Aριστοτέλη, με τη μορφή όμως του
νεοαριστοτελισμού. Παρόλο που ο Kορυδαλέας σχολίασε τα αριστοτελικά επιστημο-
νικά συγγράμματα, δεν έκανε το βήμα προς την πειραματική επιστήμη. H ενασχόληση
όμως με επιστημονικά ζητήματα και η ορθολογιστική προσέγγισή τους εκ μέρους του
Kορυδαλέα εμπεριείχαν τα σπέρματα ενασχόλησης με την πειραματική επιστήμη.
Πέραν της διατήρησης του ενδιαφέροντος για τη φιλοσοφία και την επιστήμη, η
σπουδαιότητα των κορυδαλικών κειμένων και χειρογράφων έγκειται στο γεγονός ότι
αποτέλεσαν το σημαντικότερο εργαλείο της φιλοσοφικής εκπαίδευσης στα ελληνικά
σχολεία του 17ου και 18ου αιώνα, καθώς αντιστοιχούσαν σε ένα ολοκληρωμένο πρό-
γραμμα φιλοσοφικών σπουδών. Tο αρνητικό στοιχείο όμως ήταν ότι μετά τον θάνατο
του Kορυδαλέα διδάσκονταν τυποποιημένα και σχολαστικιστικά, εμποδίζοντας έτσι
την εισαγωγή των φυσικών και θετικών επιστημών στην εκπαίδευση ακόμη και κατά
την περίοδο του νεοελληνικού Διαφωτισμού. Kάποια κορυδαλικά υπομνήματα εκδό-
θηκαν ήδη κατά τον 17ο και 18ο αιώνα, ενώ αρκετά παραμένουν ανέκδοτα, γεγονός
που οφείλεται και στην πληθώρα των απογράφων.
Παράλληλα με τον νεοαριστοτελισμό του Kορυδαλέα αναπτύχθηκε κατά τον 17ο
ώς τις αρχές του 18ου αιώνα και η σχολαστική ερμηνεία του Aριστοτέλη. Παρόλο που
η παλαιογραφική, φιλολογική και ιστορικοφιλοσοφική έρευνα βρίσκεται ακόμη στην
αρχή, γνωρίζουμε ότι οι σχολιαστές του 17ου αι. είχαν υπ’ όψιν τους τις εξελίξεις της
επιστήμης στη Δύση, καθώς οι περισσότεροι σπούδασαν στην Iταλία—ο Γεώργιος Σου-
γδουρής για παράδειγμα γνωρίζει τον Kοπέρνικο και τον Tycho Brahe—χρησιμοποίησαν
7. Tο κείμενο σώζεται και στο χειρόγραφο αρ. 26 8. Bλ. γι’ αυτόν Tsourkas 21967.
του 18ου αι. της Mονής Aγίας στην Άνδρο·―βλ. Λά-
μπρος 1898, σ. 163.
84 ΧΑΡΙΤΩΝ ΚΑΡΑΝΑΣΙΟΣ
όμως θεολογικά και φιλοσοφικά επιχειρήματα για την αναίρεση επιστημονικών θεω-
ριών, οι οποίες δεν είχαν ακόμη αποδειχθεί με πειστικότητα βάσει παρατήρησης και
πειράματος, όπως για παράδειγμα το ηλιοκεντρικό σύστημα. H πειραματική επιστήμη
εισήχθη στον ελληνικό χώρο μέσω μεταφράσεων δυτικών έργων από εκπροσώπους του
νεοελληνικού Διαφωτισμού, ενώ το πρώτο πρωτότυπο έργο νεοελληνικής επιστημονικής
γραμματείας θεωρείται η παράφραση του Nικολάου Zερζούλη των σχολίων του Peter
van Musschenbroek στα Elementa Physicae του Nεύτωνα (1760).9
Xαρακτηριστικό του γεγονότος ότι η επιστήμη, ακόμη και κατά τον 17ο αι., δεν
ήταν πάντα πλήρως απελευθερωμένη από τη φιλοσοφία και τη θεολογία είναι η συνύ-
παρξη στο ίδιο χειρόγραφο θεωρητικών επιστημονικών κειμένων–κυρίως σχολίων σε
φυσικά έργα του Aριστοτέλη–και διαφόρων αξιοπερίεργων κειμένων, όπως Καλεντά-
ρια (βλ. Γενν. 253), αστρονομικοί πίνακες, Βροντολόγια, Σεισμολόγια, Σεληνοδρόμια,
Προγνωστικά. Tέτοιου είδους δείγμα αποτελεί και το πιθανώς δυτικής προέλευσης
χειρόγραφο Γενν. 45 (Tαξίδι, σ. 106-107) του 17ου αι., το οποίο μαζί με σημειώσεις
Λογικής και Φυσικής και μια σύνοψη Ποιητικής περιέχει ακόμη και αστρολογικά έργα.
Σημειωτέον, τέλος, ότι ο αριθμός των χειρογράφων της Tουρκοκρατίας που περιέχουν
κείμενα παρόμοια με τα ανωτέρω καθώς και με γεωγραφικά έργα, με κείμενα περί κατα-
σκευής αστρολάβου κλπ., είναι μεγάλος, γεγονός που οφείλεται, πέραν της έμφυτης
ανθρώπινης περιέργειας, και στις ανακαλύψεις των Nέων Xωρών.
Tο μεταβατικό στάδιο από τον Aριστοτέλη στην καθαυτό επιστήμη και τις φιλο-
σοφικές ιδέες δείχνει το χειρόγραφο Γενν. 43 (Πίν. 61· βλ. και Tαξίδι, σ. 80, εικ. 40)
του 18ου αι., το οποίο περιέχει το έργο Αδήλου: Λογική αμφίσκιος αριστοτελική και
νεωτερική. Kάποιοι λόγιοι του 18ου αι., προεξαρχόντων των Bικεντίου Δαμοδού και
Eυγενίου Bούλγαρη, χρησιμοποιούσαν τα φιλοσοφικά κείμενα «εκλεκτικώς» ή «κατ’
εκλογήν», δίδασκαν δηλαδή και τον Aριστοτέλη και τους νεώτερους φιλοσόφους–
κυρίως τον Wolff και τον Descartes–επιλεκτικά κατά την κρίση τους. O αρ. 43 αποτελεί
τεκμήριο και για ένα δεύτερο γεγονός: τη μεγάλη σημασία της Λογικής κατά τη μεταβυ-
ζαντινή περίοδο. H Λογική αποτέλεσε βασικό μάθημα στα σχολεία της Tουρκοκρατίας,
όπως και στο Bυζάντιο παλαιότερα. Ως εγχειρίδια Λογικής χρησιμοποιήθηκαν όχι τόσο
τα πρωτότυπα έργα του Aριστοτέλη αλλά επιτομές, όπως η Eισαγωγή του Πορφυρίου,
τα σχόλια του Aμμωνίου, η Λογική του Σουγδουρή (έκδ. Bιέννη 1792) και του Kορυ-
δαλέα (έκδ. Bενετία 1729) και διάφορα άλλα κείμενα Λογικής γνωστών σχολιαστών
ή και ανώνυμα, πρωτότυπα ή και συμπιλήματα και επιτομές.
Για το μάθημα της Λογικής ένα από τα best seller της εποχής–όπως και κατά την
Yστεροβυζαντινή περίοδο–ήταν η Eπιτομή Λογικής του Nικηφόρου Bλεμμύδη, η οποία
εκδόθηκε το 1784 από τον Δωρόθεο Bουλισμά στη Λειψία και σώζεται σε πληθώρα
απογράφων, γεγονός που αποδεικνύει τη διάδοση και σημασία του κειμένου αυτή την
εποχή, καθώς επίσης και τη συνέχεια της φιλοσοφικής παράδοσης από το Bυζάντιο
στον Nέο Eλληνισμό.10 Tην Eπιτομή Λογικής του Bλεμμύδη περιέχει το χειρόγραφο
Γενν. 42 (Πίν. 62-63· βλ. και Tαξίδι, σ. 75-76, εικ. 37-38), αντιγραμμένο από κάποιον
μαθητή στην Aθωνιάδα στα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της σχολής, επί διδασκα-
λίας Nεοφύτου Kαυσοκαλυβίτου (1749-1752), ο οποίος, όπως αποδεικνύει ο ανωτέρω
κώδικας, επέμενε στη βυζαντινή παράδοση της αριστοτελικής Λογικής. O Bούλγαρης
διαδέχθηκε τον Nεόφυτο και δίδαξε εκεί νεωτερική φιλοσοφία και μαθηματικές επι-
στήμες (1753-1759), ενώ αμέσως μετά ο Nικόλαος ZερζούληςΠειραματική Φυσική
(1760-1761). Tο επιστημονικό αυτό διάλειμμα όμως δεν είχε συνέχεια.11
Mε τον Bλεμμύδη και τη διδασκαλία του Aριστοτέλη κλείνει και μια εποχή στην
πορεία της ελληνικής σκέψης κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο. H βυζαντινή παράδοση
βρίσκεται τόσο στις απαρχές της πορείας αυτής όσο και στο τέλος. H επίδραση της
αρχαιοελληνικής και της βυζαντινής φιλοσοφικής σκέψης υποχωρεί βαθμηδόν από τον
16ο αι. κ.ε., μπροστά στις κατακτήσεις της επιστήμης και την εισαγωγή των επιστη-
μών από τους εκπροσώπους του νεοελληνικού Διαφωτισμού και στον ελληνικό χώρο.
Δείγμα του νέου επιστημονικού πνεύματος αποτελούν τα Στοιχεία Aριθμητικής του
Bενιαμίν Λεσβίου που περιέχει το χειρόγραφο Γενν. 48 (Tαξίδι, σ. 82-83) του 19ου αι.,
αντιγραμμένο από την έκδοση της Bιέννης του 1818. H αντίδραση του Oικουμενικού
Πατριαρχείου απέναντι στην εισαγωγή των επιστημών ήταν κατά καιρούς έντονη, ώστε
από τη διαμάχη μεταξύ παράδοσης και ανανέωσης να μην προκύψει κάποια αρμονική
σύζευξη, ενώ οι συνέπειες από την ανωτέρω διαμάχη στη νεοελληνική σκέψη και
κοινωνία είναι ορατές ακόμη και σήμερα.12
Tα μεταβυζαντινά φιλοσοφικά χειρόγραφα, αντιπροσωπευτικό δείγμα των οποίων
αποτελούν και τα προαναφερθέντα χειρόγραφα της Γενναδείου, διαδραμάτισαν πρω-
ταγωνιστικό ρόλο στην εξέλιξη της φιλοσοφικής και επιστημονικής σκέψης του Nέου
Ελληνισμού, και αντικατοπτρίζουν τις προτιμήσεις, τις διαμάχες, τους προβληματι-
σμούς και τα ενδιαφέροντα λογίων, δασκάλων και μαθητών. Zητούμενο της έρευνας,
που πρέπει να διανύσει πολύ δρόμο ακόμη, είναι η κωδικολογική-παλαιογραφική
μελέτη των χειρογράφων και η έκδοση και ερμηνεία των φιλοσοφικών κειμένων, ώστε
να αποκτήσουμε όσο το δυνατόν πληρέστερη εικόνα για τη νεοελληνική σκέψη. p
10. Nέα κριτική και σχολιασμένη έκδοση, βασι- 11. Aγγέλου 1988, σ. 120-128.
σμένη σε ολόκληρη τη χειρόγραφη παράδοση, είναι 12. Πρβλ. Karanasios 1993, σ. 219-235.
υπό έκδοση από τον κ. Παντ. Kαρέλλο (Βερολίνο).
• 9•
Και πάλι τα καραμανλίδικα ως μέσο έκφρασης
των Μικρασιατών Ορθοδόξων.
Δύο χειρόγραφα του 18ου αιώνα
Π Η Ν Ε ΛΟΠ Η ΣΤΑΘΗ
του Βυζαντίου πριν από την Άλωση, ίσως πάλι και να υπηρετούσαν ως μισθοφόροι
στον βυζαντινό στρατό, και ενστερνίστηκαν μεν τη θρησκεία των νέων κυρίων τους
όχι όμως και τη γλώσσα τους.1
Για την απαρχή του γλωσσικού αυτού συστήματος η παράδοση λέει ότι το 1453,
τρεις μήνες μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, ο Οικουμενικός πατριάρχης Γεν-
νάδιος ο Σχολάριος είχε μεταφέρει την έδρα του Πατριαρχείου από το ναό των Αγίων
Αποστόλων στο ναό της Παμμακαρίστου. Εκεί δέχτηκε απροειδοποίητα την επίσκεψη
του σουλτάνου Μεχμέτ του Πορθητή, ο οποίος του ζήτησε πληροφορίες σχετικά με την
πίστη των Χριστιανών, δηλαδή μια «Ἔκθεση της Χριστιανικής Πίστεως». Ο σοφός
πατριάρχης διατύπωσε τις γενικές αρχές της πίστης διά μέσου του διερμηνέα, καδή
της Βέρροιας, Αχμέτ. Το κείμενο, γραμμένο με την αραβική γραφή, προσφέρθηκε στον
σουλτάνο, αλλά ο Γεννάδιος αποφάσισε μαζί με τη δική του έκθεση να περισώσει
και το τουρκικό κείμενο του Αχμέτ. Έβαλε, λοιπόν, τον καδή της Βέρροιας να του το
υπαγορεύσει και το έγραψε με ελληνικούς χαρακτήρες, επειδή μάλλον αγνοούσε την
τουρκική γλώσσα. Αυτό το κείμενο, που δημοσιεύει το 1584 ο Μαρτίνος Κρούσιος,
θεωρείται το πρώτο καραμανλίδικο κείμενο και φέρει τον τίτλο Τοῦ σοφωτάτου καὶ
λογιωτάτου κυροῦ Γενναδίου τοῦ Σχολαρίου καὶ πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως,
Νέας Ρώμης, ὁμιλία ῥηθεῖσα περὶ τῆς ὀρθῆς καὶ ἀμωμήτου πίστεως τῶν χριστιανῶν.
Ἐρωτηθεὶς γὰρ παρὰ τοῦ ἀμηρᾶ σουλτάνου τοῦ Μαχμέτη, τί πιστεύετε ὑμεῖς οἱ χρι-
στιανοί; ἀπεκρίνατο δὲ οὗτος, καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν .2
Πολλά χρόνια αργότερα το 1718, ο λόγιος μητροπολίτης Ναυπάκτου και Άρτης
Νεόφυτος Μαυρομάτης, επιθυμώντας, όπως λέει στον πρόλογό του, να υπηρετήσει
το γένος, συνέθεσε σε δύο διαλέκτους, τουρκική και ελληνική, το «Ἀπάνθισμα τῆς
Χριστιανικῆς Πίστεως», έργο στο οποίο περιέχεται ό,τι χρειάζεται να γνωρίζει ένας
χριστιανός, δηλαδή την πίστη, την ελπίδα, την αγάπη, τις καλές πράξεις που πρέπει
να κάνει και τις κακές που πρέπει ν᾽ αποφεύγει.3 Ο τίτλος του βιβλίου αυτού ειναι
στα τουρκικά: Κιουλζάρι ἰμάν ι μεσιχὶ κι Ναύπακτος βὲ ναρτανοῦν πανιερώτατος
βὲ λογιώτατος μητροπολὶτ πουτοῦν Αιτωλιανοῦν ὑπέρτιμος, βὲ ἐξαρχοσὶ κύριος κὺρ
Νεοφυτοστὰν τεελὶφ ὀλουντί· και στα ελληνικά: Ἀπάνθισμα τῆς χριστιανικῆς πίστεως.
Συντεθὲν παρὰ τοῦ πανιερωτάτου καὶ λογιωτάτου μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ ἄρτης,
ὑπερτίμου καὶ ἐξάρχου πάσης αἰτωλίας κυρίου κὺρ Νεοφύτου. Με αυτό το βιβλίο
του 1718 άρχισε η βιβλιοπαραγωγή των τουρκοφώνων χριστιανών της Μικράς Ασίας,
που συνεχίστηκε μέχρι το 1929,4 όταν πια η τουρκική γλώσσα άρχισε να γράφεται με
λατινικούς χαρακτήρες και όχι με αραβικούς, χάρη στις μεταρρυθμίσεις του Κεμάλ.
Να σημειώσουμε εδώ ότι μεταξύ των ετών 1584 και 1718 δεν έχουμε έντυπα βιβλία
στα καραμανλίδικα, αλλά πλήθος από χειρόγραφα και έγγραφα.
1. Συζητήσεις για την καταγωγή αυτών των πληθυ- 2. Crusius 1584, σ. 109-120.
σμών έχουν γίνει πολλές και έχουν ξεσηκώσει έντονα 3. Λαδάς 1947, σ. 33-44.
πάθη, βλ. και σχετικό άρθρο του Clogg (1999, σ. 115- 4. Salaville και Dallegio 1958-1974, . ― Τη μετά
142).―Από την παλαιότερη βιβλιογραφία σημαντικές το 1900 καραμανλίδικη βιβλιοπαραγωγή κατέγραψε η
είναι οι μελέτες των Sümer 1960, σ. 577· Τσαλίκογλου Ευαγγελία Μπαλτά στους καταλόγους: Μπαλτά 1987,
1970· Κιτρομηλίδης 1975, σ. 318-337. 1997.
Και Παλι τα Kαραμανλιδικα 89
5. Eckmann 1950, σ. 167. 8. Για τον γιατρό Δ. Αλεξανδρίδη και για την έκδο-
6. Molova 1979-1980, σ. 201-257. ση της Γραμματικής βλ. Αργυροπούλου και Ταμπάκη
7. Heffering 1941, σ. 10. 1983, σ. ιθ΄· Tambaki 1984, σ. 316-337.
9. Βλ. σημ. 4.
90 ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΣΤΑΘΗ
10. Μαμώνη 1959, σ. 243-266. 11. Πολίτη και Παππά 2004, σ. 104.
Και Παλι τα Kαραμανλιδικα 91
ἐν οἷς εὑρίσκεται ἀείποτε τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ ὅλου ἐνιαυτοῦ, ὁμοίως καὶ τὸ ἑωθινόν,
καὶ ποῖος ἦχος ψάλλεται ἐν ἑκάστῃ Κυριακῇ καὶ ἕτερα ἀναγκαία περὶ τοῦ εὑρεῖν τὴν
ἡμέραν τοῦ ἁγίου Πάσχα καὶ Πασχάλιον διηνεκές», και το εξέδωσε το 1588 στη Βενε-
τία από το τυπογραφείο του Francesco di Gulliani. Η συγκεκριμένη έκδοση περιέχει και
ερμηνεία εις το ευαγγέλιο της Χαναναίας καθώς και τα ευαγγέλια μετά τα Φώτα. Το
1781 σε έκδοση του Ευαγγελίου βρίσκουμε συνημμένο και το Ευαγγελιστάριο του Γλυ-
ζωνίου. Είναι πολύ πιθανό το χειρόγραφό μας να είχε ως πρότυπο το Ευαγγελιστάριο
αυτό, από όπου και να έγινε η μετάφραση, καθώς είναι παραδεδομένο οι καραμανλί-
δικες μεταφράσεις να γίνονται ως επί το πλείστον από εκδεδομένα πρότυπα. Εντύπωση
προκαλεί ωστόσο το γεγονός ότι στα εκδεδομένα καραμανλίδικα βιβλία δεν υπάρχει
αυτός ο τύπος του λειτουργικού βιβλίου, αλλά από πολύ νωρίς τα ακραιφνή Ευαγγέ-
λια, Τετραβάγγελα, τα Ευαγγέλια των δια τεσσάρων, όπως συχνά χαρακτηρίζονται,
και τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, στα οποία περιλαμβάνονται τα Ευαγγέλια των
τεσσάρων ευαγγελιστών και η Αποκάλυψη του Ιωάννου.
Στο χειρόγραφο Ευαγγελιστάριό μας οι τίτλοι είναι γραμμένοι στα ελληνικά, και
μόνο στο Μηνολόγιο ο τίτλος είναι τουρκικὸός (σ. 254): Ἀζηζλερῆν τουρλοῦ κιουν-
λερηντὲ [Στις διάφορες μέρες των Αγίων]. Ακολουθούν οι περικοπές: Εἰς ἀσωμάτους,
εἰς προφήτας, ἕτερον εἰς ἀπόστολον, εἰς μάρτυρα, εἰς ἰεράρχην, εἰς ἰεράρχας, εἰς ἰερο-
μάρτυρας, εἰς ὁσίους, εἰς ὁσιομάρτυρας, εἰς γυναῖκας μάρτυρας, εἰς ὁσίας γυναῖκας,
εἰς ἐγκαίνια ναοῦ, εἰς σχῆμα μοναχοῦ, εἰς σχῆμα μοναχῆς, εἰς ἀσθενοῦντας, εἰς ἀσθε-
νοῦσαν, εἰς κοιμηθέντας (πέντε), εἰς σεισμόν, εἰς ἐμπρησμόν, εἰς ἀνομβρίαν καὶ ἐπινί-
κια Βασιλέως, εἰς ἐπιδρομὴν ἐθνῶν, εἰς ἐπέλευσιν τῶν Σαρακηνῶν, εἰς πᾶσαν αἴτησιν,
εἰς ἐξομολογουμένους, ἐπὶ ἐξομολογουμένων γυναικῶν.
Τελειώνοντας την παρουσίαση του χειρογράφου Κυριαζή 33 θα αναφερθώ στην
ευαγγελική περικοπή Ματθαίου 15.22 σχετικά με την πίστη της Χαναναίας γυναικός
(σ. 123-124). Η περικοπή αυτή, η οποία φέρει τον τίτλο «Κυριακή της Χαναναίας» και
διαβάζεται πριν από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου, προφανώς θεωρείται
σημαντική αφού γίνεται ειδική μνεία.
Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι δεν έχουμε έντυπη μορφή του καρα-
μανλίδικου Ευαγγελισταρίου, ενώ πολλές είναι οι εκδόσεις Καινής Διαθήκης «Άχτη
Τζετίτ»,12 πράγμα το οποίο μαρτυρεί, ενδεχομένως, οτι υπήρχε ανάγκη για πλήρη ευαγ-
γελικά κείμενα, ώστε να χρησιμοποιηθούν ως υλικό παιδευτικό, και όχι για λειτουρ-
γικά βιβλία.
Το δεύτερο χειρόγραφο είναι ο αριθμός 94.3 της Γενναδείου Βιβλιοθήκης,13 Έχει
διαστάσεις 30 × 21εκ. και χρονολογείται από το τέλος του 18ου ως την αρχή του 19ου
αιώνα, όπως προκύπτει από εσωτερικές μαρτυρίες.14 Είναι πανόδετο με 818 γραμμένες
12. Πρβλ. το συγκεκριμένο λήμμα στο Salaville και 14. Sakel 2002· 2005. Ευχαριστούμε τον συγγρα-
Dallegio 1958-1974. φέα που μας το επεσήμανε και το έστειλε, αν και τότε
13. Πολίτη και Παππά 2004, σ. 104-105, εικ. 28. αδημοσίευτο. ― Για το ίδιο χειρόγραφο βλ. Gavriel
2006.
92 ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΣΤΑΘΗ
σελίδες, η γραφή είναι καλή, η συνήθης αυτού του αιώνα. Το κείμενο χωρίζεται σε
παραγράφους των οποίων οι τίτλοι είναι ερυθρόγραφοι. Με κόκκινο μελάνι είναι επίσης
γραμμένα τα κύρια ονόματα, τα τοπωνύμια, οι χρονολογίες, τα χρηματικά ποσά, καθώς
και φράσεις καθιερωμένες ως γνωμικά, όπως Κύριε ἐλέησον, Θεοτόκε βοήθει μοι, και
άλλα. Η γλώσσα είναι η τουρκική της εποχής, με τις ιδιαιτερότητες του καραμανλί-
δικου ιδιώματος, και τα γράμματα ελληνικά (Πίν. 64).
Από την ανάγνωση του τίτλου και του περιεχομένου προκύπτει ότι πρόκειται για
το γνωστό χρονικό του Δωροθέου Μονεμβασίας (Ψευδοδωρόθεος).15 Ο τουρκικός τίτ-
λος ωστόσο είναι μακρύτερος αλλά αποδίδει ακριβώς το ελληνικό κείμενο: Τεμσηλὴ
κιταπὴνγ ἠπτητασιντάν, τουνγιὰ γιαπηλτηγηντὰν πασλὰρ τάκϊ Κωνσταντίνου Παλαῖο
λόγου πατησαχηντὰν γιάνε οὐρουμλαρὴνγ σὸνγ πατησαχληγηνάτακ ταχὶ βάρτηρ, βεὲ
τουρκλερὴνγ πατησαχλὴκ σουρτουγοῦ ποῦ ἀνέτεκ, βὲ κίνε Βενετηκληλερὴνγ νὲ ζεμὰν
γιαπηλτὴ, βὲ νὲ κατὰρ καλελὲρ ἀλτηλάρ, βὲ νὲ κατὰρ δούκαλαρ γιάνε χοκοὺμ σαχη-
πλερὴ χοκοὺμ ἐττηλὲρ ὀντά.
Ταχὴ βάρτηρ, νὲ κατὰρ πατρϊάρχηλερκϊ πατρικλὴκ ἐττηλέρ, ἁγιος θρόνοζα, ἁζὶζ
άλλαχὴνγ πογιοὺκ ἐκκλήσασιντα, τεβσηρτὴκ πουνλαρὴ τζούμλε τενλὶ κιταπλαρτάν,
νίτζεκϊ λαζὴμ ὀλανλαρὴ βὲ τατλὴ μουχαπετλὴ ὀλμάγιλαν γιαζηλμήστηρ . . .
Το προσθετο στοιχείο σε αυτόν τον τίτλο είναι το όνομα του Κωνσταντίνου Παλαι-
ολόγου και των Βενετών δουκών. Ας σημειωθεί όμως ότι, ενώ αναγγέλλεται ο κατάλο-
γος των Βενετών δουκών,16 δεν υπάρχει στο καραμανλίδικο κείμενο.
Ο μεταφραστής, πιστός στην παράδοση των γραφέων-μεταφραστών των καραμαν-
λίδικων βιβλίων, νιώθει την ανάγκη να εξηγήσει γιατί καταπιάνεται με αυτό το έργο,
και διευκρινίζει: ἀτζηκτὰν ἀτζὴκ βὲ τεκρὰρ πογιοὺκ ζαχμετλέριλεν τεκαγιοὺτ ὀλούπ,
γιάνι, ῥοὺμ λησανηντὰν βὲ τοὺρκ λισανηνὰ τερτζουπὲ ὀλουνμούστουρ. ὄλκϊ ῥόμτζαγι
πήλμεγιεν χριστϊὰν καρτασλαρημὴζ ταχὶ ἀγναγὶπ κεγϊφηετηνὴ κάπζ’ ἐγιλεμελὶ οὐσού-
λουλαν πογιλὲ βὲ πεὰν ὀλουνούρ [=με μεγάλο κόπο συντάχθηκε, δηλαδή μεταφρά-
στηκε από την ελληνική γλώσσα στην τουρκική γλώσσα, ώστε και αυτοί οι χριστιανοί
αδελφοί μας που δεν γνωρίζουν τα ελληνικά μ’ αυτό τον τρόπο να καταλάβουν].17
Το όνομα του γραφέα-μεταφραστού δεν παραδίδεται σε κανένα σημείο του κει-
μένου, αν και υπάρχει ένα όνομα που άδικα διεκδικεί κάποια πατρότητα, και βρίσκε-
ται σε σημείωμα, με άλλο χέρι και βιολετί μελάνι, στο φύλλο 820: Αὐτὸ τὸ πράγμα
ἑγὼ Ἰωάννης ἔκαμα, 1838 μαρτίου 8. Προφανώς πρόκειται για κάποιον μεταγενέστερο
15. Ο τίτλος της συγκεκριμένης έκδοσης είναι Βι- περιέργων. Νῦν μετατυπωθέν, αυξηθέν, καὶ μετὰ πλεί-
βλίον Ἱστορικὸν Περιέχον ἐν Συνόψει Διαφόρους καὶ στης ἐπιμελείας διορθωθέν, Βενετία 1763.
Ἐξόχους Ἱστορίας Ἀρχόμενον ἀπὸ κτίσεως Κόσμου 16. Η μετάφραση από τα τουρκικά: «Το παρόν βι-
μέχρι τῆς Ἁλώσεως Κωνσταντινουπόλεως, κι ἐπέκει- βλίο αρχίζει από κτίσεως κόσμου μέχρι τον βασιλιά
να. Συλλεχθὲν μὲν ἐκ διαφόρων ἀκριβῶν Ἱστοριῶν, Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, δηλαδή μέχρι το βασίλειο
καὶ εἰς τὴν κοινὴν γλῶτταν μεταγλωττισθὲν παρὰ τοῦ των Ρωμιών, υπάρχει επίσης η διάρκεια βασιλείας
Ἱερωτάτου Μητροπολίτου Μονεμβασίας, Κυρίου Δω- των Τούρκων μέχρι τώρα, και επίσης [η βασιλεία] των
ροθέου. Μετὰ Προσθήκης τῆς ἱστορίας τῶν Ὀθωμανῶν Βενετών, πότε άρχισε και πόσα κάστρα κατέλαβαν,
Βασιλέων μετὰ τὴν Ἅλωσιν ἕως εἰς τοὺς ͵αψξγʹ, βα- και πόσοι δούκες διοίκησαν εκεί».
σιλεύοντος τοῦ Σουλτὰν Μουσταφά, καὶ τῆς Ἱστορίας 17. Στάθη 2004, σ. 337.
τῶν Πατριαρχῶν Κωνσταντινουπόλεως, καὶ ἄλλων
Και Παλι τα Kαραμανλιδικα 93
κτήτορα, που θέλησε να αφήσει το σημάδι της συμμετοχής του στην ιστορία αυτού
του χειρογράφου.
Στη σελίδα 702 σημειώνεται η διαδοχή των σουλτάνων και σταματάει στον Μου-
σταφά Γ΄, ο οποίος ανέβηκε στο θρόνο το έτος 1757: Βὲ Ὀσμαντὰν σογρὰ πατησαχλαντὴ
Μησταφὰ ἠκὶ ἐβλάτηντὰν κι κουλτουράν, ἐβελολὰν Ἀχμετὴν σηρασηντάν, βὲ πουνοὺγ
καρτασὴ ὀγλοῦ σουλτὰν Ὀσμανὴγ ἰολουμουντὲν σογρά, ὀτουρτοῦ ταχτὰ ὀκτόμβρινην
30 τὰ 1757 σενεσηντέ, βὲ πατησαχλὴκ ἐττὴ 1763 ταρηκί, τὰ ποὺ κουνέτεκ [= και μετά
τον Οσμάν έγινε βασιλιάς ο Μουσταφά από τους δύο γιούς από τη σειρά του προηγου-
μένου Αχμέτ, και μετά το θάνατο του ξαδέλφου του Οσμάν κάθησε στο θρόνο στις 30
Οκτωβρίου το έτος 1757 και βασίλεψε ώς το 1763, μέχρι αυτή τη μέρα]. Αυτό ακριβώς
το σημείο μαρτυρεί τη μεταγενέστερη μετάφραση από την έκδοση του 1763.18
Ο γραφέας-μεταφραστής, όπως είναι σύνηθες, δεν μεταφράζει τα ευαγγελικά
χωρία, ούτε αυτά που προέρχονται από πατερικά κείμενα και ψαλμούς, αλλά τα παρα-
θέτει όπως τα βρίσκει στην ελληνική γλώσσα. Ας σημειωθεί όμως ότι, ενώ αντιγράφει
τα χωρία, η ορθογραφία τους είναι πλημμελής και οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα
γνωρίζει από μνήμης τόσο καλά, ώστε τα γράφει χωρίς να κοιτάζει το κείμενο από όπου
αντιγράφει, όπως για παράδειγμα: ο εκμιόντον τὰ πάντα παραγαγὸν τωλόγο κτιζόμενα,
αιθειωποιανήνγ [Αιθιοπιανήν], κατοικόνα θεού, ετις θέλει οποίσομου ελθείν, κ.ά.
Από τη σύντομη αυτή περιγραφή των δύο καραμανλίδικων χειρογράφων τίθεται
και πάλι το θέμα της ανάγκης ενός προγραμματισμού για τη συγκέντρωση των καρα-
μανλίδικων χειρογράφων. Η συγκεντρωτική μελέτη των χειρογράφων αυτών της Γεν-
ναδείου Βιβλιοθήκης θα φέρει στο φως και άλλα ονόματα γραφέων-μεταφραστών, που
ο πνευματικός τους κόπος και η έγνοια να διαφωτίσουν και να παιδαγωγήσουν τους
συμπατριώτες τους ήταν ο πρωταρχικός τους σκοπός. p
18. Στη σελίδα 460 του Ιστορικού Βιβλίου διαβά- Ὀσμάνου, ἐκάθισεν εἰς τὸν θρόνον εἰς τὰς λ΄ Οκτωβρί-
ζουμε: «Μετὰ τὸν Ὀσμάνην ἐβασίλευσεν Μουσταφάς, ου ͵αψνζʹ καὶ βασιλεύει ἕως τὴν σήμερον ὁποὺ εἴναι
ἀπὸ δύο υἰοὺς ὁποὺ σώζονται ἀπὸ τὴν σειρὰν τοῦ ποτὲ ͵αψξγʹ».
Ἀχμέτ, καὶ ἐξάδελφος τοῦ ἀποθανόντος Σουλτὰν τοῦ
• 10 •
Πώς, πότε και πού ό Γεννάδειος απόκτησε το χειρόγραφο 93.3 της Γενναδείου Βιβλιοθή-
κης, είναι κάτι που δεν το γνωρίζουμε ή, τουλάχιστο, εγώ δεν το γνωρίζω. Μια σύντομη
παρουσίασή του έδωσε στον 3ο τόμο των Πελοποννησιακών το 1958 ο Δημήτριος
Πετρόπουλος.1 Κάπου εκεί γύρω το είδε ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος κι από κοντά ο
υποφαινόμενος: ό,τι ήξερε ο ένας το έλεγε στον άλλο, για να σκεφτούμε από κοινού.
Το 1964 ο Κ. Θ. Δημαράς προγραμμάτισε την παρουσίαση μιας σειράς κειμένων σε
συνέχειες και με τεκμηριωτική εικονογράφηση στο περιοδικό Εποχές, κείμενα τα οποία
θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως μαρτυρίες κάποιων «σταθμών» προς μια «ελληνική
κοινωνία», διαμορφωνόμενη κατά τον προχωρημένο 18ο και τον αρχόμενο 19ο αιώνα.
Το σχέδιο περατώθηκε, κυρίως, από τους συνεργάτες του στο Κέντρο Νεοελληνικών
Ερευνών: ο υποφαινόμενος ανάλαβε να αναδείξει το χειρόγραφο για το οποίο μιλούμε
τώρα. Τον επόμενο χρόνο (1965) συμπεριελήφθη, με πρόσθετες φροντίδες, μαζί με τα
άλλα κείμενα που είχαν εμφανιστεί στις Εποχές, σε έναν συλλογικό τόμο με τον τίτλο
Σταθμοί προς την Νέα Ελληνική Κοινωνία.2 Το 1982 ο Φίλιππος Ηλιού συγκατέλεξε
στη σειρά «Νεοελληνικά Μελετήματα», που συνδιεύθυνε με τον Άλκη Αγγέλου, και
ένα δικό μου σύμμικτο τόμο, στον οποίο ξαναπαρουσίασα την πρώτη μου εργασία για
το χειρόγραφο αυτό με περισσότερες τη φορά αυτή φροντίδες.3 Του κειμένου του χει-
ρογράφου της Γενναδείου Βιβλιοθήκης δεν έκαμα αυτό που λέμε φιλολογική έκδοση,
αλλά αναπαρήγαγα τα «κεφάλαιά» του σε μια νοηματική συνάφεια που δεν έθιγε την
αφηγηματική αυτοτέλεια καθενός απ’ αυτά. Φιλολογική έκδοση του κειμένου αυτού
μας έδωσε ο Παναγιώτης Φ. Χριστόπουλος στον 3ο τόμο της Επετηρίδας Στερεοελ-
λαδικών Μελετών (1971-1972),4 ενώ λίγο πριν (1971) ο Αθανάσιος Θ. Φωτόπουλος
εξέδιδε στα Πελοποννησιακά ένα απόσπασμα σχετικό με το Μ. Σπήλαιο.5 Αυτά ως
προς το χρονικό.
Οφείλω να διευκρινίσω ότι δεν έχω τίποτε, ή σχεδόν τίποτε, νέο να προσθέσω στα
ήδη γνωστά: ας θυμίσω ότι πρόκειται για ένα ανολοκλήρωτο κείμενο, συνταγμένο με
βεβαιότητα το 1796 (φ. 8: καὶ σήμερων . . . ὁπου εἶναι 1796 ιουλίου 9), γραμμένο από
κάποιον που είχε προσωπική γνώση των τόπων της Βοιωτίας και της βόρειας Πελο-
ποννήσου, και το οποίο στηρίζεται σε ένα λεπτομερές ερωτηματολόγιο. Σ’ αυτό ο
συντάκτης του κειμένου προσπαθεί, όσο μπορεί, να δώσει απαντήσεις κι ακόμη να
αποθησαυρίσει λίγες πληροφορίες, ως προς τις οποίες το ερωτηματολόγιο δεν έδινε
εναύσματα. Κείμενο και ερωτηματολόγιο είναι διακριτά: άλλος ή άλλοι ερωτούν και
άλλος, με τη συνέργεια προφανώς τρίτων, αρθρώνει τις απαντήσεις του. Τόσο ο συντά-
κτης του ερωτηματολογίου, όσο και ο συγγραφέας των απαντήσεων μάς είναι άγνωστοι,
όχι όμως και το κλίμα από το οποίο προέρχονται. Τα ερωτήματα είναι εκείνα που ένας
σύγχρονος ιστορικός θα έθετε στις πληροφοριακές του πηγές, για να περιγράψει και
μάλιστα να ερμηνεύσει την οικονομία και, σε σημαντικό βαθμό, την κοινωνία των
ελληνικών περιοχών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τον φθίνοντα 18ο αιώνα:
πρόκειται για ένα εργαλείο ιστορικής ανάλυσης. το ίδιο ισχύει και ως προς τις απαντή-
σεις, που, εκφεύγοντας από τη μερικότητα και συστηματικότητα των ερωτήσεων, προ-
σπαθούν να αναχθούν σε ένα συνθετικότερο, μολονότι αποσπασματικό, συνεχή λόγο.
Είναι αυτονόητο ότι πρόκειται για μια σημαντική πηγή της νεοελληνικής, κατά κύριο
λόγο οικονομικής, ιστορίας και ως τέτοια έχει προσληφθεί από την ιστοριογραφία μας.
Το ερωτηματολόγιο προφανώς προέρχεται από κάποια προξενική υπηρεσία που,
ανταποκρινόμενη σε υπόδειξη της προϊσταμένης της αρχής, προσπαθεί να συλλέξει
το μέγιστο των πληροφοριών που αφορούν το δημοσιονομικό σύστημα, την οικονομία
και τους φορολογικούς θεσμούς, ακόμη τους όρους με τους οποίους πραγματοποιού-
νταν η όλη παραγωγή των περιοχών στις οποίες επρόκειτο να διεξαχθεί η έρευνα και
συνάμα τις οικονομικές λειτουργίες του κλήρου, για να μείνω μόνο σε ορισμένα από
τα πιο έξεργα ερωτήματα. Στο σύνολό τους, όπως έχω σημειώσει, αποτελούν ερμηνευ-
τικά κλειδιά για την κατανόηση των ελληνικών οικονομιών και κοινωνιών του 18ου
αιώνα, που συνεχίζουν να διατηρούν όλη την αναλυτική τους αξία. Θα μπορούσε να
φανταστεί κανείς κάποια από τα πρόσωπα που συνδύαζαν τα προξενικά τους χρέη
με προσωπικές συγγραφικές ικανότητες και ερευνητικές ετοιμότητες: από τον μακρό
πιθανό κατάλογο, και λόγω μάλιστα της γεωγραφικής συνάφειας, θα μπορούσε κανείς
να ξεχωρίσει δύο ονόματα, του Félix Beaujour και του André Grasset de Saint Sauveur
ας είναι.
Τον συντάκτη ή τους συντάκτες των ερωτημάτων διακρίνει μια συγκροτημένη
γνώση του οθωμανικού δημοσιονομικού συστήματος, αλλά και της τυπολογίας της
οικονομίας, κατ’ εξοχήν αγροτικής, που γίνεται αντικείμενο διερεύνησης: τούτο επι-
τρέπει στον συγγραφέα του υπομνήματος να οργανώσει τις απαντήσεις του, άλλοτε σε
συνεχή και άλλοτε σε αποσπασματικό λόγο και, κυρίως, να καταγράψει καταστάσεις,
ιδίως οικονομικές, που συνήθως ξέφευγαν από τους υιοθετημένους όρους καταγραφής
και απομνημόνευσης. Υπάρχουν όμως και σιωπές στα ερωτήματα, στα οποία εδράζο-
νται οι απαντήσεις του, σιωπές των κοινών τόπων άλλου είδους σχετικών συγχρονικών
Το Υπομνημα του 1796 97
καταγραφών: ο μεγάλος απών είναι η παιδεία, όπως εκλαμβανόταν στη σχολική της
εκδοχή. Τις σιωπές του ερωτηματολογίου σπανίως τις υπερακόντισε ο ανώνυμός μας
και μάλιστα προς μια κατεύθυνση ιδιάζουσας αλλά σταθερής ιστορικότητας, όπως
αυτή η τελευταία κρυσταλλώνεται στις ενθυμήσεις. Οι απαντήσεις με δυο λόγια είναι
εξαρτημένες από τον τύπο και το εύρος των ερωτήσεων. Αυτή η εξάρτηση καθόρισε
ίσως την απουσία κάθε ιστορικής αναδρομής σχετικής με τους τόπους στους οποίους
επικεντρώνεται η αφήγηση και, συνεπώς, την απεξάρτηση από άλλα πρότυπα, δηλαδή
τις Γεωγραφίες. Τούτο δεν σημαίνει ότι απουσιάζει ο χρόνος και οι ειδοποιές του
στιγμές: είναι πρωτίστως χρόνος οικονομικός.
Θέλω να πω ότι ο χρόνος κατηγοριοποιείται βάσει της κίνησης των οικονομικών
μεγεθών: κίνηση της φορολογίας, κίνηση των τιμών. Αυτή η κίνηση οριοθετεί ένα πριν
και ένα μετά. Υπάρχει επίσης ένας χρόνος θα λέγαμε συμβαντολογικός που επέχει θέση
ορόσημου: εκφράζεται με χρονολογίες, όχι απαραίτητα επακριβείς. Θα ξαναμιλήσουμε
γι’ αυτό. Τη στιγμή της παρατήρησης έχουν συμβεί μεταβολές που συνοψίζονται στην
αύξηση των χρηματικών προσόδων και μαζί μ’ αυτές των τιμών: αυτές οι μεταβολές
είναι εκείνες που στοιχειοθετούν τον οικονομικό χρόνο και συνάμα καθορίζουν την
πρόσληψη τού παρόντος, πρόσληψη αρνητική, σχεδόν απαξιωτική. Όπως συμβαίνει με
τους χαμένους παραδείσους, έτσι κι εδώ το χθες ήταν καλύτερο από το σήμερα, τόσο
ως οικονομική όσο και ως ηθική κατάσταση. Πρόκειται για μια διάχυτη αντίληψη
για την κοινωνική λειτουργία του παρελθόντος που διατρέχει κι αυτό εδώ το κείμενο.
Αναφερόμουν σε χρονολογίες που εκφέρονται με σχετική βεβαιότητα, αλλιώς για
χρονοθεσίες των συμβάντων: δεν ανήκουν υποχρεωτικά στον ανώνυμο μάρτυρά μας,
είναι δυνατό να αποτελούν γενικότερες πεποιθήσεις. Ας αναφερθώ σε ένα, ενδεικτικό
νομίζω, παράδειγμα. Για την ίδρυση δερβενίων σε μια σειρά χωριών της Μεγαρίδας,
των γνωστών Δερβενοχωρίων, είχε καταγραφεί το πρώτο μισό του 19ου αιώνα μια
παράδοση, σύμφωνα με την οποία τα δερβένια αυτά συγκροτήθηκαν τον 15ο αιώνα
με την τουρκική κατάληψη της Πελοποννήσου.6 Ο ανώνυμος μεταθέτει το χρόνο στον
λήγοντα 17ο αιώνα, όταν οι Βενετοί γίνονται κύριοί της: κατ’ αυτόν τα Δερβενοχώρια
οφείλονται στις συνοριακές πραγματικότητες της εποχής εκείνης. Πρόσφατα η Ευαγγε-
λία Μπαλτά μάς έκαμε γνωστά οθωμανικά τεκμήρια του 16ου αιώνα που βεβαιώνουν
την ορθότητα της παράδοσης.7 Εξυπακούεται ότι δεν αναλίσκομαι στην έκθεση αυτών
των πληροφοριών για να συζητήσω την αξιοπιστία ή την αναξιοπιστία των χρονολο-
γήσεων του ανώνυμου, αλλά για να επισημάνω ένα μηχανισμό χρονολόγησης, ταυτό-
σημο, ίσως, στην περίπτωση με εκείνον του αιτιολογικού μύθου, για μια χρονοθέτηση
της μνήμης υπαγορευόμενη από τη λειτουργικότητα των καταστάσεων που ζητούν να
σταθεροποιηθούν μέσα στο χρόνο.
6. Την καταγράφει ο Φωτάκος (1[1899], σ. 137 η. ἑ., 7. Μπαλτά 2002, σ. 113-118. Η συγγραφέας εξηγεί
2
1960, σ. 105-106), και την αξιοποιεί ο Βακαλόπουλος ότι η χρονολόγηση του ανώνυμου συγγραφέα του υπο-
(1941). Πβ. Ασδραχάς 1988, σ. 367, σημ. 12, και κυρί- μνήματος θα οφείλεται στο γεγονός ότι το φορολογικό
ως εδώ, σημ. 7. καθεστώς αυτών των χωριών ανανεώθηκε με τη βενε-
τική κατάκτηση της Πελοποννήσου.
98 ΣΠΥΡΟΣ Ι. ΑΣΔΡΑΧΑΣ
Το κείμενο που μας απασχόλησε έχει ως κύριο πεδίο παρατήρησης τους συντε-
λεστές της παραγωγής που είναι οι άμεσοι παραγωγοί των αξιών, φυσικών και χρη-
ματικών, δηλαδή ο κόσμος της κυριαρχούμενης κοινωνίας, οι «ραϊάδες», όπως τον
ονομάζει· ο κόσμος αυτός ελκύει τη συμπάθεια του συγγραφέα, χωρίς τούτο να
συνεπάγεται την αποδοχή του εσωτερικού του εξουσιαστικού συστήματος. Αυτό το
σύστημα, μάλιστα όπως εκφράζεται από τον ανώτερο κλήρο, προκαλεί την κριτική του
απαξίωση, αλλά με όρους περισσότερο οικονομικούς παρά ηθικούς: οι τελευταίοι είναι
απόρροια των πρώτων, αλλά συγχρόνως και αιτίες τους.8 Συνταγμένο τον φθίνοντα
18o αιώνα, το κείμενο ενέχει αρκετούς από τους χαρακτήρες του, μάλιστα εκείνους
που αφορούν την αμφισβήτηση της αυθεντίας. Ωστόσο, η αντίληψη που το διαπερνά
είναι πασεϊστική: ο 18ος αιώνας δεν είναι εκείνος της κατάφασης, που τη μοιράζο-
νταν αρκετοί σύγχρονοί του και περισσότεροι μεταγενέστεροι. Για πολλούς ήταν ένας
κακός αιώνας, ίσως ο αιώνα της Αποκάλυψης. Το ίδιο ισχύει, με αντιφατικό τρόπο,
και στην κατά βάση ορθολογική ανάλυση του συγγραφέα του υπομνήματος, μάρτυρα
που καταθέτει σε διπλό επίπεδο, εκείνο των συμβάντων και εκείνο των προσλήψεων
των συμβάντων αυτών. p
8. Παραθέτω το σχετικό χωρίο (φ. 11 = Ασδραχάς πρώσοπα τῶν μεγιστάνων καὶ ἁπο τους πολλοῦς ἐπι-
1988, σ. 194), το περιεχόμενο του οποίου αποτελεί τυχαινει ἕνας καὶ λαμβάνει την ἀξίαν αὑτήν. Πλήν
έναν από τους κοινούς αντικληρικούς τόπους της επο- ὅσον καὶ ἁν ἐπιτύχη, τοὺ ἁκολουθοῦν ἔξωδα πολλά,
χής: Ἐκείνοι ὁπου εἲς τούτον τὸν αιώνα ἁνεβένουν εἰς καὶ πέντε, καὶ δέκα, καὶ δέκαπέντε χιλιάδες γρόσια.
τὸν βαθμὸν τὴς ἁρχιεράτικὴς ἁξίας, εἶναι δούλοι καὶ Αὑτα τά ἑξωδα γείνωνται ἁλλα κανίσκια εἰς τοῦς
ὑπηρέται ἤ του πατριάρχου ή τῶν πρωκρήτων ἁρχη- μεσίτας, ἁλλα εἰς τὴν Πόρταν, ἅλλα εἰς τοῦς πρω-
ερέων: διάκονοι, πρωτόσύγκελοι, ἑφημέριοι τού πα- κρείτους ἁρχηερείς, ὅλλα με χρεωστηκὰς ὁμολογίας.
τριαρχείου, οἰ ὁπήοι δουλεύουν τοῦς προεστοῦς τους Καὶ ἁνείσως καὶ ἡ ἑπαρχήα ἕχει καὶ χρέη παλαιὰ ἁπο
με πολλὴν ὑπομονὴν καὶ με τὴν ἑλπίδα να γείνουν ἤ τοῦς πρῶἁπερασμένους ἅρχηερείς, ὅλλα τὰ ὑπόσχε-
διάδοχοι τού ἱδίου τους πρωεστοὺ ἤ ἁλλης ἑπαρχήας ται αὑτός, με το πλέον ὁλιγότερον διάφωρον 15 εις τα
δεσπόται. Καὶ ὅταν ἁποθάνη καμίας ἑπαρχήας ὁ αρ- ἐκατὸν—καὶ ὁπου δὲν εἶναι καμία ἑπαρχήα ὁπου νὰ
χηερεύς, ευθεὶς ἁρχινοῦν με βίαν τας μεσιτίας, ἅλλοι μεὶν ἕχει χρέως καὶ 10 καὶ 20 χιλιάδες γρόσια. Λοιπὸν
εἰς τον πατρηάρχην, ἁλλοι εἰς πρωκρείτους αρχηερείς, αὐτὸς ὁ νέος ἁρχηερεύς, χορὴς να ἕχει ἑδικά του 50
ἅλλοι εἰς ἁρχωντες καὶ ἁρχώντισαις, πολάκης καὶ εἰς γρόσια, πήπτη εἰς ἕναν βυθὸν ἁπο χρέη.
• 11 •
Ίχνη του Ιωάννη Εμμανουήλ, συντρόφου του Ρήγα,
σε «Μαθηματάριο» του 18ου αιώνα
ΓΙ Α ΝΝ ΗΣ ΚΟΚ Κ ΩΝΑ Σ
Αθησαύριστα έμειναν ως τις μέρες μας τα ενδιαφέροντα ίχνη που άφησε σε ένα ωραίο
χειρόγραφο των αρχών του 18ου αιώνα (Γενν. 801)1 ο Ιωάννης Εμμανουήλ από την
Καστοριά, ένας από τους νεαρούς συντρόφους του Ρήγα που μοιράστηκαν μαζί του το
θάνατο και τη δόξα του εθνομάρτυρα. Αφού πρώτα αναφερθώ σε όσα με βεβαιότητα
γνωρίζουμε για τον άνθρωπο και περιγράψω στη συνέχεια το χειρόγραφο–ενδιαφέ-
ρον ούτως ή άλλως για την ιστορία της διδασκαλίας των ελληνικών γραμμάτων στα
Βαλκάνια του 18ου αιώνα–μνημονεύοντας και τους ανθρώπους από των οποίων τα
χέρια πέρασε, θα παρουσιάσω στο τέλος αυτά που ονόμασα «ίχνη» του νεαρού Εμμα-
νουήλ, ίχνη που περίμεναν την πρώτη έκθεση χειρογράφων της Γενναδείου για να μας
αποκαλυφθούν.
Για τον Καστοριανό σύντροφο του Ρήγα δεν γνωρίζουμε πάρα πολλά. Έχουμε κάτι
λίγες ειδήσεις σημειωμένες το 1797 από τον σύγχρονό του Ζαβίρα, έπειτα όσα γράφουν
τα Πρακτικά των ανακρίσεων της ομάδας του Ρήγα στην Αυστριακή Αστυνομία2 και,
τέλος, ό,τι συνάγεται από δύο δημοσιευμένα κείμενά του, ένα στιχούργημα δημοσιευ-
μένο στην Εφημερίδα των Μαρκιδών Πούλιου την Πρωτοχρονιά του 1797, κι ένα βιβλίο
που πρόφτασε να εκδώσει, την ίδια χρονιά.3 από τις πηγές αυτές μαθαίνουμε τα εξής:
Ο Ιωάννης Εμμανουήλ γεννήθηκε το 1774 στην Καστοριά (η μητέρα του ήταν από τη
Σιάτιστα) και είχε έναν αδελφό δύο χρόνια μικρότερο, τον Παναγιώτη, που κι αυτός
εκτελέσθηκε μαζί με τον Ρήγα. Γράμματα ελληνικά, αρχαία εννοείται, ο Ιωάννης έμαθε
κοντά στον θείο του διδάσκαλο Γεώργιο Λεοντίου, ο οποίος δίδασκε στην Πέστη της
Ουγγαρίας, ενώ Λατινικά, Γερμανικά και ό,τι εννοούσαν τότε με τον όρο «Φιλοσοφικά»,
άκουσε επίσης στην Πέστη, άγνωστο σε ποιο ή ποια εκπαιδευτήρια· για τα μαθήματα
αυτά, γράφει ο Ζαβίρας,4 ότι ο Ιωάννης «ἠκροάσατο τοὺς ἐν Πέστᾳ τῆς Οὐγγαρίας
σοφούς». Στα δεκαοκτώ του χρόνια, το 1792, πιθανότατα στην Πέστη, μετέφρασε από
τα γερμανικά ένα Ἐγκόλπιον τῶν παίδων, που φαίνεται ότι έμεινε ανέκδοτο και χάθηκε,
αν και στην Ελληνική Βιβλιογραφία που καλύπτει τα χρόνια εκείνα αναφέρεται ως
αβιβλιογράφητο αλλά τυπωμένο το 1792.5 Από την Πέστη πήγε στη Βιέννη, άγνωστο
1. Αναλυτική περιγραφή του βλ. στο Πολίτη και 3. Λαδάς και Χατζηδήμος 1973, σ. 96, αρ. 73.
Παππά 2004, σ. 116-118. 4. Ζαβίρας [1872] 1972, σ. 370.
2. Legrand [1891] 1996, σ. 91-97. 5. Παπαδόπουλος 1984, σ. 159, αρ. 2133*.
100 ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΚΚΩΝΑΣ
πότε ακριβώς, «χάριν κρείττονος παιδείας», κατά την διατύπωση πάλι του Ζαβίρα,
και εκεί, φοιτητής της Ιατρικής πλέον, γνώρισε τον Ρήγα το φθινόπωρο του 1796, ενώ
την Πρωτοχρονιά του 1797 φαίνεται πως γνώριζε και ήταν ήδη ενθουσιασμένος με τα
επαναστατικά σχέδιά του: η Ἐφημερὶς των Μαρκιδών Πούλιου στο πρώτο τεύχος του
1797, όπως σημειώσαμε παραπάνω, φιλοξένησε το πρώτο γνωστό μας τυπωμένο του
κείμενο, ένα αισιόδοξο αλληγορικό πατριωτικό στιχούργημα με τον τίτλο Ὠδάριον συγ-
χαριστικὸν εἰς τὸ νέον ἔτος προσφωνηθὲν τοῖς ὁμογενέσι καὶ φιλοπάτρισιν ὑπὸ Ἰωάννου
Ἐμμανουὴλ τοῦ Καστοριανοῦ · στο τέλος του στιχουργήματος, που αποτελείται από
78 δεκατρισύλλαβους ιαμβικούς στίχους, σαν αυτούς του Θούριου δηλαδή, η θεά
Αθηνά, της οποίας τα χέρια είναι δεμένα με σίδηρα σφικτά, περιμένει να ομονοήσουν
οι Έλληνες για να έρθει η μέρα της Ελευθερίας:
Το ίδιο έτος 1797, μόλις εικοσιτριών ετών, εξέδωσε στη Βιέννη, στο τυπογραφείο
του Anton Pichler, το πρώτο και τελευταίο του βιβλίο, ένα πολύ καλό εγχειρίδιο Αριθ-
μητικής,7 το πρώτο μιας σχεδιαζόμενης σειράς μαθηματικών εγχειριδίων, όπως μαθαί-
νουμε διαβάζοντας τον πρόλογό του: Ἐπειδὴ ἡ Ἀριθμητικὴ θεωρεῖται ὡς πρῶτον μέρος
τῆς Μαθηματικῆς, τὴν ὁποίαν οὐκ ὀλίγοι τῶν ὁμογενῶν ἐπιθυμοῦσι νὰ διδαχθῶσι μὲ
ἀληθεῖς ἀρχάς, ἔχων σκοπόν, ἂν αἱ περιστάσεις τὸ συγχωρήσωσι, νὰ συγγράψω ὀλίγον
κατ’ ὀλίγον ὅλα τὰ μέρη τῆς Μαθηματικῆς, ἔκρινα εὔλογον νὰ συγγράψω κατὰ πρῶτον
τὴν Ἀριθμητικὴν ὡς ἀρχὴν τῆς Μαθηματικῆς, καὶ ἔπειτα καὶ τὰ λοιπὰ αὐτῆς μέρη.8 Ως
γνωστόν «αἱ περιστάσεις» δεν το επέτρεψαν, αφού μετά τη σύλληψη του Ρήγα στην
Τεργέστη τον Δεκέμβριο του 1797 και τη μεταφορά του στη Βιέννη τον Φεβρουάριο
του 1798, ακολούθησαν οι συλλήψεις όλων, όσοι είχαν με κάποιον τρόπο συνεργαστεί
μαζί του, και υπήρχαν ενδείξεις ότι είχαν συμμεριστεί τα σχέδιά του.
Ο Ιωάννης Εμμανουήλ ήταν από τους τελευταίους που συνέλαβε η Αυστριακή
Αστυνομία· στην ανάκριση ομολόγησε ότι γνώριζε τον Ρήγα, ότι ήταν «ὁμόφρων
αὐτοῦ», ότι είχε παραλάβει από τον ίδιο ένα χειρόγραφο του Θούριου, ότι το είχε μαζί
του στο πολύμηνο ταξίδι που έκανε από τον Μάιο ως τον Νοέμβριο του 1797, πηγαίνο-
ντας μέσω Βουδαπέστης στη Σιάτιστα για να παραλάβει την περιουσία της πεθαμένης
μητέρας του, ότι από φόβο δεν το διέδωσε ούτε στην Πέστη ούτε στη Μακεδονία αλλά,
«ὁσάκις ἦτο μόνος ἔψαλλεν αὐτὸ μετ’ ἐνθουσιασμοῦ». Επίσης ότι ο Ρήγας του έδωσε
κρυφά σ’ ένα καφενείο της Βιέννης τρία αντίτυπα της επαναστατικής προκήρυξης, η
οποία «εὐηρέστησεν αὐτόν, ἐπειδὴ ὀφείλει νὰ ὁμολογήσῃ εἰλικρινῶς, ὅτι τὴν ἀπε-
λευθέρωσιν τῆς Ἑλλάδος ἐπιθυμεῖ ἐκ βάθους τῆς καρδίας του, καθ’ ὅτι ἡ πατρίς του
διὰ τόσων αἰώνων στενάζει ὑπὸ τὸν βαρβαρώτατον καὶ τυραννικώτατον ζυγὸν τῶν
Τούρκων, τοῦ καθολικοῦ τῶν Ἑλλήνων ἀσπόνδου ἐχθροῦ». Το τέλος είναι γνωστό:
στα τέλη Ιουνίου 1798 ο εικοσιτετράχρονος Ιωάννης Εμμανουήλ και ο αδελφός του
Παναγιώτης, είκοσι δύο ετών αυτός, εκτελέσθηκαν στο Βελιγράδι μαζί με τον Ρήγα
και άλλους πέντε συντρόφους του.
Ας περάσουμε τώρα στο χειρόγραφο. Πρόκειται για Μαθηματάριο των αρχών του
18ου αιώνα· έχει τις συνηθισμένες για την κατηγορία αυτή διαστάσεις (16 × 22), σώζε-
ται με την αρχική δερμάτινη στάχωσή του, αποτελείται από 310 φύλλα και φέρει
σελιδαρίθμηση με αρκετά λάθη, που καταλήγει στο verso του τελευταίου φύλλου
στον αριθμό 645. Περιέχει είκοσι επτά κείμενα της χριστιανικής και της θύραθεν
γραμματείας, τα περισσότερα από τα οποία συνήθιζαν να επιλέγουν ως διδακτέα ύλη
οι διδάσκαλοι της εποχής εκείνης: Ασματικούς κανόνες, νουθετικούς στίχους, κάτο-
πτρα ηγεμόνων, εκκλησιαστικούς ρήτορες, Ιλιάδα, Εκάβη.9 Όλων αυτών προτάσσεται
μια σειρά αινιγμάτων συνθεμένων στην αρχαία ελληνική από τον διδάσκαλο, καθώς
και μια μικρή συλλογή σχολιασμένων παιγνιωδών φράσεων της κοινής νεοελληνικής,
που αποτελούν, νομίζω, καλό και σπάνιο υλικό για όσους μελετούν την διδακτική
της εποχής εκείνης. Η επιγραφή που βρίσκουμε στο recto του πρώτου φύλλου είναι
ιδιαίτερα διαφωτιστική για τη χρονολόγηση και την προέλευσή του: Πίναξ τῆσδε τῆς
βίβλου, τῆς μετὰ πόνου καὶ μόχθου ἀναγνωσθείσης παρὰ τοῦ Μπάρμπουλου, υἱοῦ
Δήμου, διδάσκοντος τοῦ σοφωτάτου διδασκάλου κυρίου Γεωργίου τοῦ Τραπεζουντίου
υἱοῦ Θεοδώρου, ἐπὶ ἔτει ἀπὸ Χριστοῦ 1713 (Πίν. 65). Γράφτηκε λοιπόν το 1713 από
τον Μπάρμπουλο Δήμου Νικολάου, έναν ελληνομαθή νεαρό Ρουμάνο (όπως δείχνει
το όνομα Μπάρμπουλος), μαθητή της Αυθεντικής Ακαδημίας του Βουκουρεστίου, που
διδάχθηκε αρχαία ελληνικά από τον γνωστό, σπουδαίο διδάσκαλο Γεώργιο Θεοδώ-
ρου Τραπεζούντιο.10 Ο Μπάρμπουλος θα πρέπει να ήταν επιμελέστατος μαθητής και
αρκετά επιδέξιος γραφέας, με καλλιτεχνικές κιόλας ικανότητες, αν κρίνουμε τόσο
από το καθαρό, περιποιημένο γράψιμο των κειμένων, της διαστίχου ερμηνείας και των
σχολίων, όσο και από τα βυζαντινότροπα καλλιγραφικά κεφαλαία των τίτλων, από
ορισμένα πρωτογράμματα διακοσμημένα με πολύ μεράκι (Πίν. 66 και 67) και από τις
περίπλοκες μονοκονδυλιές που βρίσκουμε στο τέλος μερικών κειμένων. Ως τώρα δεν
9. Ο πίνακας περιεχομένων δημοσιεύεται παρακά- 10. Για τον Γεώργιο Τραπεζούντιο και τη θητεία
τω, στο Παράρτημα. του στην Αυθεντική Ακαδημία βλ. Camariano-Cioran
1974, σ. 381-387.
102 ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΚΚΩΝΑΣ
11. Σκαρβέλη-Νικολοπούλου 1993. 13. Την ανάγνωση και μετάφρασή της οφείλω στον
12. Legrand 1918, σ. 82-88. ― Βλ. και Σκλαβενί- συνάδελφο Φλορίν Μαρινέσκου, τον οποίο ευχαριστώ
της 1978-1979. και από τη θέση αυτή.
Ιχνη του Ιωαννη Εμμανουηλ 103
πατέρας του κι αυτός από παιδί να υπέγραφε «Ιωάννης Εμμανουήλ» αντί «Ιωάννης
Εμμανουήλ Αρβανίτου»· είναι κάτι που αξίζει να ερευνηθεί, αφού όσα έχουν υπο-
στηριχθεί για τον πατέρα του Ιωάννη Εμμανουήλ δεν είναι, κατά την άποψή μου,
πειστικά, και αυτός είναι ο λόγος που δεν τα ανέφερα παραπάνω, όταν συνόψισα τα
λίγα βιογραφικά που με ασφάλεια γνωρίζουμε· ας μου επιτραπεί στο σημείο αυτό μια
παρέκβαση για να παρουσιάσω με συντομία όσα σχετικά έχουν γραφεί.
Στις 28 Ιανουαρίου του 1975 οι αναγνώστες της εφημερίδας Το Βήμα διάβασαν ένα
δίστηλο με τίτλο «Βρέθηκε ἡ διαθήκη συντρόφου τοῦ Ρήγα» και υπότιτλο «Τοῦ σπου-
δαστῆ Ἐμμανουήλ Ἰωάννου ποὺ θανατώθηκε τὸ 1798». Τι είχε συμβεί; Ο Πολυχρόνης
Ενεπεκίδης είχε βρει στο Verwaltungsarchiv της Βιέννης μια διαθήκη, με την οποία
κάποιος Εμμανουήλ Ιωάννου τον Απρίλιο του 1798 κληροδοτούσε μερικές χιλιάδες
αργυρά φλωρίνια σε μετρητά και εισπρακτέα δάνεια, τα περισσότερα στις θυγατέ-
ρες των αδελφών του Δημητρίου, Παύλου και Κωνσταντίνου, που κατοικούσαν στην
Καστοριά, και λιγότερα σε ιερείς και προεστώτες της ιδιαίτερης πατρίδας του και
στη Μονή Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους. Ενώ ήταν προφανές ότι επρόκειτο για
τυπική περίπτωση άτεκνου γέροντα εμπόρου, ο Ενεπεκίδης, επειδή η διαθήκη συντά-
χτηκε μερικούς μήνες πριν την εκτέλεση του Ρήγα και των συντρόφων του, δήλωσε με
βεβαιότητα ότι βρήκε τη διαθήκη ενός από τους νεαρούς συντρόφους του Ρήγα και ότι
αυτός λεγόταν Εμμανουήλ Ιωάννου και όχι Ιωάννης Εμμανουήλ όπως ήταν γνωστός·
το μόνο που δυσκολευόταν να εξηγήσει ήταν το γεγονός ότι ένας από τους εκτελεστές
της διαθήκης ήταν ο Χαρίσιος Οικονόμου, αδελφός του Δημητρίου Οικονόμου που
κατέδωσε τον Ρήγα στις αυστριακές αρχές.
Τρεις ημέρες μετά τη δημοσίευση του «αποκαλυπτικού ευρήματος» ο Γεώργιος
Λάιος έβαλε τα πράγματα στη θέση τους με επιστολή που δημοσιεύθηκε επίσης στο
Βήμα, στις 31 Ιανουαρίου 1975. Ο Λάιος, που εγνώριζε τη γραμμένη στις 13 Απριλίου
1798 διαθήκη, αλλά και τον Κώδικα του Ναού του Αγίου Γεωργίου της Βιέννης, είχε
ταυτίσει, ορθά νομίζω, τον συντάκτη της με τον εβδομηνταπεντάχρονο Καστοριανό
έμπορο Μανουήλ Ιωάννου: Στον Κώδικα, στις 19 Απριλίου 1798, ο εφημέριος είχε
σημειώσει: «Ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ ὁ μακαρίτης Μανουὴλ Ἰωάννου ἐκ πόλεως Καστο-
ρίας, ἦν ἐτών 75 τὴν ἡλικίαν καὶ ἐτάφη παρ’ ἐμοῦ Σεραφεὶμ Ἱερομονάχου Λαυριώτου
Σεῤῥαίου καὶ ἐφημερίου τῆς Καπέλλης τῶν Τουρκομεριτῶν Ῥωμαίων». Έγραψε λοιπόν
ο Λάιος ότι, «ὁ ἑβδομηκονταπεντούτης ἐκεῖνος ὁμογενὴς δὲν εἶχε καμμία σχέσι ἐπὶ τοῦ
προκειμένου μὲ τὸν εἰκοσιτετραετὴ σύντροφο τοῦ Ῥήγα Ἰωάννη Ἐμμανουήλ».
Με το θέμα ασχολήθηκε αργότερα ο Λέανδρος Βρανούσης, όταν έγραφε τα πλού-
σια και πολύ διαφωτιστικά Προλεγόμενα στην Ἐφημερίδα του έτους 1797. Στάθηκε
ανάμεσα στον Ενεπεκίδη και τον Λάιο και έγραψε χωρίς επιφύλαξη ότι, ο από παλαιά
εγκατεστημένος στη Βιέννη έμπορος Μανουήλ Ιωάννου, σημαίνον στέλεχος της ελλη-
νικής αδελφότητας από τη δεκαετία του 1770, ήταν πατέρας του Ιωάννη Εμμανουήλ,
ότι ίσως τον έστειλε στον τάφο μια ώρα αρχήτερα η λύπη για τη σύλληψη των δύο
γιων του, ότι για να αφήνει όλη του την περιουσία στις ανιψιές του ήταν βέβαιος ότι
οι γιοι του θα εκτελεστούν, και ότι η δωρεά στη μονή Μεγίστης Λαύρας έγινε για να
104 ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΚΚΩΝΑΣ
μνημονεύονται αυτός, οι γονείς του και οι δύο γιοι του.14 Για να συμφωνήσει κανείς
με την άποψη του Βρανούση θα πρέπει να δεχθεί ότι ο Μανουήλ Ιωάννου έκανε τα δύο
παιδιά του σε ηλικία πενήντα ενός και πενήντα τριών ετών, ζώντας αυτός στη Βιέννη
και η αρκετά νεότερη γυναίκα του στην Καστοριά, όπου γεννήθηκαν τα παιδιά του, ότι,
ενώ αυτός ήταν στη Βιέννη, ο γιος του Ιωάννης μάθαινε γράμματα στη Βουδαπέστη, ότι,
ενώ ήταν ο ίδιος έμπορος και από τα επιφανή στελέχη της ελληνικής κοινότητας, και
διέθετε περιουσία χιλιάδων φλωρινίων το 1798, ο εικοσιδυάχρονος γιος του Παναγιώ-
της δούλευε για τον Χιώτη έμπορο Ευστράτιο Αργέντη κρατώντας τα κατάστιχα του,
ότι το 1798 η αρκετά νεότερη γυναίκα του Εμμανουήλ Ιωάννου είχε ήδη πεθάνει και,
τέλος, ότι, ετοιμοθάνατος ο ίδιος, ήταν βέβαιος πως οι δύο γιοι του θα εκτελεστούν
και γι’ αυτό μοίρασε την περιουσία στις ανιψιές του και στο μοναστήρι, από το οποίο,
σημειωτέον, προερχόταν ο εφημέριος του Αγίου Γεωργίου της Βιέννης. Νομίζω ότι
περιττεύει να εξηγήσω γιατί όλα αυτά δεν μου φαίνονται πολύ πιθανά.
Όπως και να είναι, το χειρόγραφο που μας απασχολεί βρισκόταν στα χέρια του
Ιωάννη Εμμανουήλ από το 1784 ως το 1798. Πώς και πόσο το χρησιμοποίησε μπορούμε
μόνο να το εικάσουμε, μιας και τα μοναδικά ίχνη που άφησε στα μαθητικά του χρόνια
είναι ακόμη ένα κτητορικό σημείωμα στο verso του ίδιου παραφύλλου (Πίν. 65 και
68), γραμμένο την ίδια ημέρα με το προηγούμενο, με διορθωμένο το μήνα από ὀκτόμ-
βριο σε ὀκτώβριο, και μία μικρή άσκηση αντιγραφής, που βρίσκουμε σε ένα από τα
πρώτα φύλλα. Αυτά είναι τα πρώτα ίχνη. Πολύ αργότερα, αρχές Ιανουαρίου του 1796,
φοιτητής πλέον στη Βιέννη, άνοιξε το χειρόγραφο σε μία από τις πέντε-έξι διάσπαρτες
περιοχές άγραφων φύλλων, για να καθαρογράψει κάποια ποιητικά συνθέματά του. Στη
σελίδα 585 (Πίν. 69), κάτω από την επιγραφή: Ποιημάτιά τινα Ἰωάννου Ἐμμανουὴλ
τοῦ Καστοριανοῦ. Τῷ 1796, Ἰανουαρίου 8 Βιέννῃ, βρίσκουμε το πρώτο στιχούργημα,
αποτελούμενο από είκοσι τέσσερις ομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους αφιερω-
μένους στα Χριστούγεννα, που δείχνουν την έντονη διάθεση για έκφραση, όχι όμως
και χάρισμα ποιητικό.
Ανάμεσα στις σελίδες 585 και 586, ο νεαρός Εμμανουήλ κόλλησε με βουλοκέρι
ένα έντυπο δίφυλλο, προφανώς τυπωμένο από τους Μαρκίδες Πούλιου, με τυπωμένες
μόνο την πρώτη και την τρίτη σελίδα. Η πρώτη είναι σελίδα τίτλου, στην τρίτη βρίσκε-
ται το κείμενο. Ας δούμε πρώτα τον τίτλο: Τῷ κλεινῷ γένει τῶν Ἑλλήνων, ἰδίως δὲ τοῖς
ἐν τῆδε τῇ Βασιλευούσῃ τῶν πόλεων τιμιωτάτοις Ἕλλησι, καὶ ἐμοῖς εὐεργέταις, στίχοι
συγχαριστικοὶ εἰς τὸ νέον ἔτος, προσφωνηθέντες ὑπὸ Γασπάρου Φερδινάνδου Πέτερς,
διδασκάλου τῆς Φιλοσοφίας, Μαθηματικῆς, καὶ τῶν Νομικῶν. 1796. Ο Gaspar Peters,
που παρέδιδε μαθήματα γαλλικών σε νεαρούς Έλληνες στη Βιέννη, είναι γνωστός για
τους δεσμούς με την ομάδα του Ρήγα, και είναι ένας από εκείνους που απελάθηκαν
από την Αυστριακή Αστυνομία για τη συμμετοχή τους στην επαναστατική κίνηση,
μαζί με τους Μαρκίδες Πούλιου, το 1798. Το κείμενο, το «προσφωνηθὲν ὑπὸ Γασπά-
ρου Φερδινάνδου Πέτερς», αρχίζει με μιαν αναφορά στον αναγεννώμενο Φοίνικα, που
δεν συμβολίζει βέβαια μόνο το Νέο Έτος, και τελειώνει με ευχές για την ελπιζόμενη
εθνική Παλιγγενεσία:
Το έντυπο αυτό, άλλο αντίτυπο του οποίου δεν έχει επισημανθεί, δεν είναι άγνω-
στο: πανομοιότυπα των σελίδων 1 και 3 σε σμίκρυνση και ένα μέρος του κειμένου
έχουν δημοσιευθεί από τον αείμνηστο Λέανδρο Βρανούση στα Προλεγόμενα για την
Ἐφημερίδα των Μαρκιδών Πούλιου του έτους 1797,15 όπου το δίφυλλο αναφέρεται ως
μονόφυλλο. Ο Βρανούσης, σχολιάζοντας το κείμενο, υποθέτει–και δεν πέφτει πολύ έξω,
όπως θα ιδούμε στη συνέχεια–ότι: «κάποιος νεαρὸς ὁμογενὴς τῆς Βιέννης, ποὺ τὸν εἶχε
οἰκοδιδάσκαλο», θα βοήθησε τον Peters να συνθέσει το «συγχαριστικόν» του στιχούρ-
γημα. Θεωρώ βέβαιο ότι ο Βρανούσης γνώριζε το έντυπο αυτό όχι από αυτοψία αλλά
από φωτοτυπίες, ή φωτογραφίες, των σελίδων 1 και 3, που του έδωσε κάποιος από τους
ανθρώπους της Γενναδείου, όταν το Μαθηματάριο εισήχθη στη Βιβλιοθήκη το 1970·
αν το είχε δει ανάμεσα στις σελίδες του Μαθηματαρίου, θα είχε οπωσδήποτε προσέξει
τα προηγούμενα και τα επόμενα χειρόγραφα συνθέματα του Ιωάννη Εμμανουήλ, δεν
θα περιέγραφε ως μονόφυλλο ένα δίφυλλο, και δύσκολα θα έκανε λάθος στον αριθμό
της σελίδας (αντί 585 γράφει 586). Η διατύπωσή του άλλωστε στη σχετική παραπο-
μπή δεν μαρτυρεί αυτοψία: «Ἄγνωστο καὶ ἀβιβλιογράφητο ἀκόμα, βρέθηκε πρόσφατα
στὴ Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, συσταχωμένο σὲ κώδικα: JG 64PH–451/3 G, μετὰ τὴ σελ.
586». Το αλφαριθμητικό που δίνει, εκτός του ότι έχει λανθασμένα μεταγραφεί (αντί
JG διάβαζε 74), δεν είναι ταξινομικός αριθμός της Γενναδείου, αλλά οι κωδικοί της
δημοπρασίας στην οποία αγοράσθηκε το χειρόγραφο το 1970 (Πίν. 65).
Αμέσως μετά το έντυπο δίφυλλο, στη σελίδα 586–κατά την αρίθμηση του χει-
ρογράφου–βρίσκουμε το δεύτερο κείμενο, ένα δωδεκάστιχο, επίσης πρωτοχρονιάτικο
στιχούργημα με ομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους, πάλι για το νέο έτος 1796,
υποθέτω, μιας και ο γραμμένος σε τέσσερις αράδες τίτλος είναι με επιμέλεια σβησμέ-
νος, πιθανότατα από τον ίδιο τον Ιωάννη Εμμανουήλ, ώστε να μη διαβάζεται. Κι εδώ
παρόν το όραμα της εθνικής Παλιγγενεσίας, όπως δείχνει η ευχή να μιμηθούν οι νέοι
Έλληνες τους Αρχαίους, να ευφρανθεί η κάποτε ακμαία και τώρα δυστυχής Ελλάδα,
να χαθεί η οθωμανική αυτοκρατορία:
Ακολουθεί ένα αποκαλυπτικό σημείωμα, που αναφέρεται στο έντυπο για το οποίο
πριν από λίγο μιλήσαμε: Ἕτερον ποιηθὲν ὑπό τοῦ αὐτοῦ, συγχαριστικόν, χάριν τοῦ
ῥηθέντος Γασπάρου Φερδινάνδρου τοῦ καὶ διδάσκοντος αὐτὸν τὴν γαλλικὴν διάλε-
κτον, καὶ τύποις ἐκδοθέν. Κάτι ακόμα προσθέτουμε λοιπόν στα ολίγα βιογραφικά του
Ιωάννη Εμμανουήλ, για τα τελευταία χρόνια της σύντομης ζωής του: Ήταν μαθητής
του Peters, και δεν βοήθησε τον δάσκαλό του να συνθέσει το τυπωμένο αλληγορικό
στιχούργημα της Πρωτοχρονιάς του 1796, όπως εύλογα υπέθεσε ο Βρανούσης, αλλά
το έγραψε ο ίδιος και του το προσέφερε, για να το «προσφωνήσει» αυτός με τη σειρά
του στους Έλληνες φιλοπάτριδες και ιδιαίτερα στους Έλληνες της Βιέννης.
Ακολουθεί το τέταρτο στη σειρά κείμενο, ένα παλαιότερο επιτάφιο επίγραμμα
για έναν φίλο του από τα χρόνια που μαθήτευε στην Πέστη, τον φοιτητή της Νομικής
Κωνσταντίνο Λασκαράκη Αγγελάκη, που χάθηκε πρόωρα το 1793. Τα πρώτα ψηφία
των ημιστιχίων σχηματίζουν το όνομα Κωνσταντίνος, και στον προτελευταίο στίχο,
με τα πρώτα γράμματα τεσσάρων λέξεων σχηματίζεται το έτος του θανάτου (ΑΨϤΓ
[1793 ]). Στις επόμενες τρεις σελίδες ο Ιωάννης Εμμανουήλ αντέγραψε, μετά την δημο-
σίευσή του, το πέμπτο κείμενο, το γνωστό μας από την Ἐφημερίδα της Πρωτοχρονιάς
του 1797 στιχούργημα, προσθέτοντας μια διευκρίνιση στον τίτλο, και σημειώνοντας
ότι το κείμενο είχε τυπωθεί: Ὠδάριον συγχαριστικὸν εἰς τὸ νέον ἔτος, τουτέστιν εἰς
τὸ͵ΑΨϤΖ΄ προσφωνηθὲν τοῖς ὁμογενέσι τε, καὶ φιλοπάτρισιν, ὑπὸ Ἰωάννου Ἐμμανουὴλ
τοῦ Καστοριανοῦ. (ἐτυπώθη δὲ καὶ προσετέθη ταῖς ἐφημερίσι). Μοναδική προσθήκη
το Ἀμήν, στο τέλος του κειμένου.
Συνοψίζω: Στις σελίδες 585 έως 589, σύμφωνα πάντα με τη λανθασμένη αρίθμηση
του χειρογράφου, ο Ιωάννης Εμμανουήλ συγκέντρωσε από τον Ιανουάριο του 1796 ως
τον Ιανουάριο του 1797 πέντε στιχουργήματά του, από τα οποία δύο μας ήσαν γνωστά–
αλλά μόνο το ένα ως έργο του–και τρία ανέκδοτα και άγνωστά μας.
Το χειρόγραφό μας φύλαξε ανάμεσα στα φύλλα του κι ένα δείγμα γραφής του
Ιωάννη Εμμανουήλ στα γερμανικά: ένα μικρό κομμάτι από σχισμένο γράμμα που
μάλλον δεν στάλθηκε ποτέ (εικ. 1). Προφανώς είναι το τέλος κάποιας επιστολής που
έγραψε άγνωστο πότε, προς ποιον και με ποιο θέμα. Διακρίνουμε καθαρά την υπογραφή
του και πριν από αυτή μάλλον μια τυπική γερμανική αποφώνηση, που θα τη μετα-
φράζαμε «μεθ’ ὑπολήψεως ὑμέτερος». Όσο για τις άλλες λέξεις, με λίγη φαντασία
θα μπορούσαμε να πούμε ότι στέλνει χαιρετίσματα σε κάποιον που το επίθετό του
τελειώνει σε -rögler και ότι εύχεται να έχει σύντομα κάποια επαφή με τον αποδέκτη
της επιστολής.
Άφησα για το τέλος ένα μικρό σχέδιο, ίσως το τελευταίο ίχνος που άφησε στο
χειρόγραφο ο Ιωάννης Εμμανουήλ. Σπεύδω εξαρχής να δηλώσω ότι κανένας δεν μπο-
ρεί να γνωρίζει με βεβαιότητα, ποιος, γιατί και τί έχοντας στο νου του σχεδίασε στη
Ιχνη του Ιωαννη Εμμανουηλ 107
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Περιεχόμενα του Μαθηματαρίου (φφ. 1-2)
Έχουν αναλυθεί οι βραχυγραφίες και έχουν κεφαλαιογραφηθεί τα ονόματα και οι
πρώτες λέξεις των τίτλων. Οι αριθμοί παραπέμπουν στη σελιδαρίθμηση του χφ. Στον
πίνακα περιεχομένων δεν περιλαμβάνονται: ένα απόσπασμα από τον Πρὸς Νικοκλέα
λόγο του Ισοκράτους (σσ. 412-413), και η αρχή ενός Ἐγκωμίου εἰς τὸν τίμιον Πρό-
δρομον καὶ κατὰ ὑπερηφανείας (σ. 602), τα οποία προφανώς προστέθηκαν αργότερα.
Γαβρίου Τετράστιχα 63
Ἕ[τερον] [ . . . ]
[Τέσσερις γραμμὲς κειμένου (πιθανότατα δίστιχος τίτλος και δίστιχος υπότιτλος),
διαγραμμένες επιμελώς].
Τῼ῀
ΚΛΕΙΝῼ ΓΕ΄ΝΕΙ ΤΩ῀Ν ἙΛΛΗ΄ΝΩΝ,
Ἰδίως δὲ τοῖς ἐν τῇδε τῇ Βασιλευούσῃ τῶν
Πόλεων τιμιωτάτοις
ἝΛΛΗΣΙ,
καὶ ἐμοῖς εὐεργέταις
ΣΤΙ΄ΧΟΙ ΣΥΓΧΑΡΙΣΤΙΚΟΙ` Ε’ΙΣ ΤΟ` ΝΕ΄ΟΝ
ἜΤΟΣ
Προσφωνηθέντες ὑπὸ Γασπάρου Φερδινάνδου Πέτερς δι-
δασκάλου τῆς Φιλοσοφίας, Μαθηματικῆς, καὶ
τῶν Νομικῶν.
1796
Ιχνη του Ιωαννη Εμμανουηλ 113
Ἐπίγραμμα ἐπιτάφιον·
Τῷ φίλῳ μου Κωνσταντίνῳ Λασκαράκῃ Ἀγγελάκῃ εἰδήμονι τῶν νομικῶν·
οὗ καὶ ἡ ἀκροστιχίς· Κωνσταντῖνος· ἐν δὲ τῷ προτελευταίῳ
στίχῳ καὶ τὸ ἔτος ἐτέθη ιΑΨϤΓ΄ [1793]
Ὠδάριον
συγχαριστικὸν εἰς τὸ νέον ἔτος, τουτέστιν εἰς τὸ ͵ΑΨϞΖ΄ [1797]
προσφωνηθὲν τοῖς ὁμογενέσι τε, καὶ φιλοπάτρισιν,
ὑπὸ Ἰωάννου Ἐμμανουὴλ τοῦ Καστοριανοῦ.
(ἐτυπώθη δὲ καὶ προσετέθη ταῖς ἐφημερίσι.)
[Ο Ιωάννης Εμμανουήλ έγραψε στις σ. 587-589 το κείμενο που είχε δημοσιευθεί στο
φύλλο της 1ης Ιανουαρίου 1797 της Ἐφημερίδος των Μαρκιδών Πούλιου (βλ. σημ. 6),
με μόνη προσθήκη στο τέλος του κειμένου τη λέξη Ἀμήν.]
Συντομογραφίες
παρά Χουρμουζίου Χαρτοφύλακος της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, ενός των
εφευρετών της ρηθείσης νέας μεθόδου, 2η έκδ., Θεσσαλονίκη.
———. 2008a. «Μεταβυζαντινά χειρόγραφα ψαλτικής τέχνης εκτός του ελλαδικού χώρου·
Βιβλιοθήκες της Μεγάλης Βρετανίας,» στις Actes du VIe colloque international de
paleographie grecque, Drama, 21-27 Septembre 2003, vol. 2, Αθήνα, σ. 573-594.
———. 2008b. Τα χειρόγραφα βυζαντινής μουσικής. Αγγλία· Περιγραφικός κατάλογος των
χειρογράφων ψαλτικής τέχνης των αποκειμένων στις βιβλιοθήκες του Ηνωμένου Βασι-
λείου, Αθήνα.
———. υπό δημοσίευση. «Manuscripts of Psaltic Art Preserved in the Benaki Museum,» εισή-
γηση στην Ε΄ Συνάντηση βυζαντινολόγων Ελλάδος και Κύπρου, Κέρκυρα, Ιόνιο Πανε-
πιστήμιο, 3-5 Οκτωβρίου 2003, Θεσσαλονίκη.
Γκίνης, Δ., και N. Πανταζόπουλος. 1985. Νομοκάνων Μανουήλ Μαλαξού (Νόμος· Επιστη-
μονική Επετηρίδα του Τμήματος Νομικής της Σχολής Νομικών και Οικονομικών Επι-
στημών του ΑΠΘ 1, 1982), Θεσσαλονίκη.
Γκολομπίας, Γ. 1989. «Προκαθεζομένης της εμής ταπεινότητος . . . (Από έναν ανέκδοτο μητρο-
πολιτικό κώδικα το 16ου αιώνα),» Το παραμιλητό 4, σ. 107-114.
Γκράτζιου, Ο. 1982. Die dekorierten Handschriften des Schreibers Matthaios von Myra (1594-
1624): Untersuchungen zur griechischen Buchmalerei um 1600 (Μνήμων Παράρτημα
1), Αθήνα.
———. 1989. «Η διακόσμηση στα χειρόγραφα του Λουκά Ουγγροβλαχίας, του Κυπρίου,» στα
Πρακτικά του πρώτου διεθνούς συμποσίου μεσαιωνικής κυπριακής παλαιογραφίας,
3–5 Σεπτεμβρίου 1984 (ΕΚΕΕ 17), Λευκωσία, σ. 57-67.
———. 1996. Αναμνήσεις από τη χαμένη βασιλεία· Σελίδες εικονογραφημένης χρονογραφίας
του 17ου αιώνα, Αθήνα.
———. 2000. «Eπαγγελματίες γραφείς και περιστασιακοί μικρογράφοι κατά το 16ο αιώνα,»
στην Η ελληνική γραφή κατά τους 15ο και 16ο αιώνες (Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών,
Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, Διεθνή Συμπόσια 7), Αθήνα, σ. 465-483.
———. 2002. «Εικονογραφημένα αναγνώσματα την εποχή της μετάβασης από τη χειρόγραφη
στην έντυπη λογοτεχνία,» στο Τ’ αδόνιν κείνον που γλυκά θλιβάται· Εκδοτικά και
ερμηνευτικά ζητήματα της δημώδους ελληνικής λογοτεχνίας στο πέρασμα από τον
Μεσαίωνα στην Αναγέννηση (1400-1600), επιμ. Π. Αγαπητός και Μ. Πιερρής, Ηρά-
κλειο, σ. 597-613.
Δεληκάρη, Α. 2004. Άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης· Η δράση και η συμβολή του στη διάδοση
του Ησυχασμού στα Βαλκάνια (Ελληνισμός και κόσμος των Σλάβων 6), Θεσσαλονίκη.
Δετοράκης, Θ. E. 1970-1971. «H πανώλης εν Kρήτη· Συμβολή εις την ιστορίαν των επιδημιών
της νήσου,» EEΦΣΠA 2.21, σ. 118-136.
Εμμανουήλ, Ι. 1797. Στοιχείων τῆς ἀριθμητικῆς δοκίμιον, Βιέννη.
Ευαγγελάτου-Nοταρά, Φ. 1982-1983. «Έλληνες γραφείς του 13ου αιώνα· Προσθήκες και
διορθώσεις στο ευρετήριο των Vogel–Gardthausen,» Δίπτυχα 3, σ. 184-240.
———. 1993. Σεισμοί στο Bυζάντιο από τον 13ο μέχρι και τον 15ο αιώνα· Iστορική εξέταση
(Παρουσία Παράρτημα 24), Aθήνα.
Ευαγγελίδης, Τ. 1936. Η παιδεία επί Τουρκοκρατίας, Αθήνα.
Ζαβίρας, Γ. [1872] 1972. Νέα Ἑλλάς ἢ ἑλληνικὸν θέατρον, ἐκδοθὲν ὑπὸ Γεωργίου Π. Κρέμου,
φωτ. ανατύπ., Αθήνα.
Θεοτόκης, Σ. 1936. Θεσπίσματα της Bενετικής γερουσίας, 1281–1385· Iστορικά κρητικά
έγγραφα εκδιδόμενα εκ του αρχείου της Bενετίας B΄.1 (Mνημεία της ελληνικής
ιστορίας), Aθήνα.
Kαδάς, Σ. 1996. Tα σημειώματα των χειρογράφων της μονής Διονυσίου Aγίου Όρους, Άγιον
Όρος.
Καραγκούνης, Κ. 2003. Η παράδοση και εξήγηση του μέλους των χερουβικών της βυζαντινής
και μεταβυζαντινής μελοποιίας (ΙΒΜ Μελέται 7), Αθήνα.
Καρανάσιος, Χ. 1993. «Die Begegnung der Neugriechen mit Aristoteles im Rahmen der
ideologischen Auseinandersetzungen im griechischen Raum zu Beginn des 17. Jh.,»
118 βιβλιογραφία
1760,» στην H Nευτώνεια Φυσική και η διάδοσή της στον ευρύτερο βαλκανικό
χώρο. Πρακτικά διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου, Aθήνα, 17–18.12.1993, επιμ. Γ.
N. Bλαχάκης, Aθήνα, σ. 157-189.
Μπενάκης, Λ., και Ι. Φωκά, επιμ. 2001. Δωρεά Μαρίας Κυριαζή-Σπέντσα προς την Γεννάδειο
Βιβλιοθήκη· Συλλογές Δαμιανού Κυριαζή, Αθήνα.
Ναβάρη, Λ. 1985-1986. «Guilford Associations in the Gennadius Library,» The Griffon n.s.
1-2, σ. 132-144.
———. 2001a. «Μία Γεννάδειος σε μικρογραφία· Η δωρεά Μαρίας Κυριαζή-Σπέντσα,» στο
Μπενάκης και Φωκά 2001, σ. 21-24.
———. 2001b. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, 75 χρόνια· ΄Εκθεση 75 πολύτιμων βιβλίων και χειρο-
γράφων από τις συλλογές του Ιωάννη Γενναδίου, Αθήνα.
Ντελόπουλος, Κ. 2005. Νεοελληνικά φιλολογικά ψευδώνυμα (1800–2004), Αθήνα.
Παπαδημητρίου, Ν. 2001. «Η Ιατρογνωσία του αγίου Ιωάννου της ‘Κλίμακος’,» Δέλτος 21,
σ. 17-24.
———. 2003. «Περί των χειρογράφων της Κλίμακος,» στο Κωνσταντίνος Δωρ. Μουρατίδης,
πρόμαχος ορθοδοξίας· Τιμητικό αφιέρωμα, Αθήνα, σ. 643-677.
Παπαδόπουλος, Θ. 1984. Ελληνική βιβλιογραφία, 1466 ci.-1800 1: Αλφαβητική και χρονο-
λογική ανακατάταξις, Αθήνα.
Παρανίκας, Μ. 1867. Σχεδίασμα περί της εν τω ελληνικώ έθνει καταστάσεως των γραμμάτων
από αλώσεως Κωνσταντινουπόλεως (1453 μ.Χ.) μέχρι των αρχών της ενεστώσης (ΙΘ΄)
εκατονταετηρίδος, Κωνσταντινούπολη.
Πελαγίδης, Ε. 1990. Ο κώδικας της μητροπόλεως Καστορίας, 1665–1769 (Εθνικής Βιβλιοθή-
κης Ελλάδος 2753) (Μακεδονική Βιβλιοθήκη 73), Θεσσαλονίκη.
Πελεκανίδης, Σ. M., Π. K. Xρήστου, X. Mαυροπούλου-Tσιούμη, Σ. K. Kαδάς, και A. Kατσα-
ρού. 1973-1991. Θησαυροί του Aγίου Όρους· Eικονογραφημένα χειρόγραφα, 4 τ.,
Aθήνα.
Πετρόπουλος, Δ. Α. 1958. «Χειρόγραφο του 18ου αι.,» Πελοποννησιακά 3, σ. 411-413.
Πέτσιος, K. Θ. 2002. H περί φύσεως συζήτηση στη νεοελληνική σκέψη, Iωάννινα.
Πλατάκη, E. 1950. «Oι σεισμοί της Kρήτης από των αρχαιοτάτων μέχρι των καθ’ ημάς χρό-
νων,» KρητXρον 4, σ. 463-526.
Πολίτη, Μ., και Ε. Παππά, επιμ. 2004. Ταξίδι στον κόσμο των χειρογράφων · Κατάλογος
έκθεσης χειρογράφων Γενναδείου Βιβλιοθήκης, Αθήνα.
Πολίτης, Λ. 1961. Οδηγός καταλόγου χειρογράφων (Γενικόν συμβούλιον βιβλιοθηκών της
Ελλάδος 17), Αθήνα.
———. 1977. «Persistances byzantines dans l’écriture liturgique du XVIIe siècle,» στη La
paléοgraphie grecque et byzantine, επιμ. J. Bompaire και J. Irigoin, Παρίσι, σ. 371-381.
———. 1991. Κατάλογος χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, αρ. 1857-2500
(Πραγματείαι της Ακαδημίας Αθηνών 54), Αθήνα.
Πολίτης, Λ., και Μ. Mανούσακας. 1973. Συμπληρωματικοί κατάλογοι χειρογράφων Aγίου
΄Oρους (Ελληνικά Παράρτημα 25), Θεσσαλονίκη.
Πολίτης, Λ., και Μ. Πολίτη. 1994. «Βιβλιογράφοι 17ου-18ου αιώνα· Συνοπτική καταγραφή,»
Δελτίο ΙΠΑ 6 (1988-1992), σ. 313-646.
Πουλής, Γ. 1976. «Η αναφορά του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου στον Φαίδωνα του Πλάτωνος,»
Γρηγόριος Παλαμάς 59, σ. 166-176.
Σκαρβέλη-Νικολοπούλου, Α. 1993. Τα μαθηματάρια των ελληνικών σχολείων της Τουρκο-
κρατίας, Αθήνα.
Σκλαβενίτης, Τ. Ε. 1978-1979. «Σχόλιο στη ‘δεύτερη’ έκδοση της Εγκυκλοπαιδείας του
Πατούσα (1710),» Μνήμων 7, σ. 144-150.
———. 1982. «Η δυσπιστία στο έντυπο βιβλίο και η παράλληλη χρήση του χειρόγραφου,» στο
Το Βιβλίο στις προβιομηχανικές κοινωνίες. Πρακτικά του A΄ διεθνούς συμποσίου του
Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, Αθήνα, σ. 283-293.
Σμυρνάκης, Γ. 1988. Tο Άγιον Όρος, 2η εκδ., Aθήνα.
120 βιβλιογραφία
Στάθη, Π. 2004. «Τα τουρκογραικικά βιβλία και ο Σεραφείμ Ατταλειάτης,» στο Το έντυπο
ελληνικό βιβλίο, 15ος-19ος αιώνας, Πρακτικά διεθνούς συμποσίου, Δελφοί, 16–20
Μαΐου 2001, Αθήνα, σ. 329-339.
Στάθης, Γ. Θ. 1975-1993. Τα χειρόγραφα της βυζαντινής μουσικής· Άγιον Όρος, 3 τ., Αθήνα.
Τερζόπουλος, Κ. 2004. Ο πρωτοψάλτης της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Κωνσταντίνος
Βυζάντιος († 30 Ιουνίου 1862) (ΙΒΜ Μελέται 9), Αθήνα.
Τζαφέττας, I. M., και Ε. Κonecny. 2002. Nικόλαος Δούμπας · Nikolaus Dumba (1830–1900),
Θεσσαλονίκη.
Τσαλίκογλου, Ε. 1970. «Πότε και πως ετουρκοφώνησεν η Καππαδοκία,» Μικρασιατικά Χρο-
νικά 14, σ. 9-30.
Τσελίκας, A. 1987-1988. «Παρατηρήσεις σε πελοποννησιακά χειρόγραφα του 11ου, 12ου,
και 13ου αιώνος,» στα Πρακτικά Γ΄ διεθνούς συνεδρίου πελοποννησιακών σπουδών,
Kαλαμάτα, 8–15 Σεπτεμβρίου 1985, Aθήνα, σ. 486-498.
Φαραντάκης, Π. 1994. «Καταβολές και διαστάσεις των εννοιών ‘σοφία’ και ‘φιλοσοφία’ στον
Ιωάννη της Κλίμακος,» Παρνασσός 36, σ. 132-156.
Φινόπουλος, Ε., και Κ. Μωραΐτης. 2001. «Η δωρεά Μαρίας Κυριαζή-Σπέντσα, μέρος της
συλλογής Δαμιανού Κυριαζή,» στο Μπενάκης και Φωκά 2001, σ. 15-17.
Φραγάκη, Ε. 2007. «Φειδίας· ΄Ονομα συνώνυμο της κλασικής τέχνης,» στη Παγκόσμια πολι-
τιστική εγκυκλοπαίδεια. Biographies· Οι μεγάλοι όλων των εποχών 1. Αρχαιότητα,
7ος–4ος αιώνας π.Χ., Αθήνα, σ. 364-379.
Φωκά, Ι. 2001. «Μία εξέχουσα δωρεά,» στο Μπενάκης και Φωκά 2001, σ. 7-9.
Φωτάκος. [1899] 1960. Απομνημονεύματα περί της ελληνικής επαναστάσεως, ανατύπ. Αθήνα.
Φωτόπουλος, Α. Φ. 1971. «Σημειώσεις περί Μεγάλου Σπηλαίου,» Πελοποννησιακά 8, σ.
486-488.
Χαλδαιάκης, Α. 2003. Ο πολυέλεος στην βυζαντινή και μεταβυζαντινή μελοποιία (ΙΒΜ
Μελέται 5), Αθήνα.
Χατζηγιακουμής, Μ. Κ. 1975. Μουσικά χειρόγραφα Τουρκοκρατίας (1453–1832), Αθήνα.
———. 1980. Χειρόγραφα εκκλησιαστικής μουσικής, 1453–1820, Αθήνα.
———. 1999. Η εκκλησιαστική μουσική του ελληνισμού μετά την άλωση (1453–1820) · Σχε-
δίασμα ιστορίας, Αθήνα.
Χριστόπουλος, Π. Φ. 1971-1972. «Η περί τον κορινθιακόν περιοχή κατά τα τέλη του ΙΗ΄
αιώνος,» ΕΕΣΜ 3, σ. 439-471.
Χρυσοχοΐδης, Κ. 1992. «Σχεδίασμα των εν Ελλάδι εκκλησιαστικών αρχείων,» στο Συμπόσιο
αρχειονομίας. Αρχεία και αρχειακοί· Ένας ιστός, Κέρκυρα, 11-13 Οκτωβρίου 1991,
Αθήνα, σ. 88-103.
Ψημμένος, N. 1988-1989. H ελληνική φιλοσοφία από το 1453 ώς το 1821, 2 τ., Aθήνα.
βιβλιογραφία 121
Didot, A. 1881. Catalogue illustré des livres précieux, manuscrits, et imprimés faisant partie de
la bibliothèque de A. Ambroise Firmin-Didot 3, Παρίσι.
Diller, A. 1936. «Two Greek Forgeries of the Sixteenth Century,» American Journal of Philol-
ogy 57, σ. 126–129.
———. 1975. The Textual Tradition of Strabo’s Geography, Άμστερνταμ.
Dols, M. W. 1977. The Black Death in the Middle East, Princeton.
Dujčev, I. 1963. Les miniatures de la chronique de Manasses, Σόφια.
Eckmann, J. 1950. «Anadolu Karamanlý ağızlarına ait araştırmalar,» Ankara Üniversitesi Dil ve
Tarih-Coğrafya Fakültesi Dergisi 8.1–2, σ. 165–200.
Evans, H. C. 1994. «Cilician Manuscript Illumination: The Twelfth, Thirteenth, and Fourteenth
Centuries,» στο Treasures in Heaven: Armenian Illuminated Manuscripts, επιμ. T. F.
Mathews και R. S. Wieck, Nέα Yόρκη, σ. 66–83.
Galavaris, G. 1979. The Illustrations of the Prefaces in Byzantine Gospels, Bιέννη.
Gamillscheg, E. 1987. «Fragen zur Lokalisierung der Handschriften der Gruppe 2400,» JÖBG
37, σ. 313–321.
———. 1991. «Handschriften aus Kleinasien (9.–12. Jahrhundert): Versuch einer palaeographi-
schen Charakterisierung,» στις Scritture, libri, e testi nelle aree provinciali di Bisanzio.
Atti del seminario di Erice, 18–25 settembre 1988 1, επιμ. G. Cavallo, G. de Gregorio,
και M. Maniaci, Spoleto, σ. 181–201.
Gamillscheg, Ε., και D. Harlfinger, επιμ. 1989. Repertorium der griechischen Kopisten (800–
1600) 2: Handschriften aus den Bibliotheken Frankreichs, Βιέννη.
Gavriel, E. 2006. «The Perception of the ‘Other’: Evidence from an 18th-Century Karamanlidika
Manuscript,» στο Intercultural Aspects in and around Turkic Literatures, επιμ. M. Kap-
pler, Wiesbaden, σ. 49–59.
Gelzer, H. [1902] 1980. Der Patriarchat von Achrida: Geschichte und Urkunde, φωτ. ανατύπ.,
Λειψία.
———. 1903. «Der wiederaufgefundene Kodex des hl. Klemens und andere auf den Patiarchat von
Achrida bezügliche Urkundensammlungen: Drei Kodikes des hl. Kirche von Kastoria,»
Berichte über die Verhandlungen der Kgl. Sächsichen Gesellschaft der Wissenschaften
zu Leipzig, Phil.- hist. Klasse 55.2, σ. 82–97.
Gennadius, J. 1922. Catalogue of Manuscripts in the Gennadius Library (δακτυλόγραφος
κατάλογος), London.
Ghisalberti, A. M., επιμ. 1983. Dizionario biografico degli Italiani XXVII, Ρώμη.
Goubert, P., S.J. 1949. «Note sur l’histoire de la Cappadoce au début du XIIIe siècle,» OCP
15, σ. 198–201.
Grumel, V. 1958. La chronologie (Traité d’études byzantines 1), Παρίσι.
Harlfinger, D. [1971] 1980. «Einige Gründzüge der Aristoteles-Überlieferung,» στο Griechische
Kodikologie und Textüberlieferung, επιμ. D. Harlfinger, ανατύπ. Darmstadt, σ. 447–483.
Heffering, W. 1941. Die turkischen Transkriptiontexte des Bartholomeus Georgievits aus den
Jahren 1544–1548: Abhandlungen für die Kunde des Morgenlandes, Λειψία.
Heliodorus. In Ethica Nicomachea Paraphrasis (Commentaria in Aristotelem Graeca 19.2), εκδ.
G. Heylbut, Βερολίνο 1889.
Hutter, I. 1982. Corpus der byzantinischen Miniaturhandschriften, Oxford, Bodleian Library
III, Στουτγάρδη.
Hutton, E. 1906. Sigismondo Pandolfo Malatesta: Lord of Rimini, Λονδίνο.
Irigoin, J. 1968. «Quelques particularités des manuscrits copiés en Crète avant le milieu du XVe
siècle,» στα Πεπραγμένα του B΄ διεθνούς κρητολογικού συνεδρίου, Χανιά, 12–17
Απριλίου 1966, Γ΄, Aθήνα, σ. 92–95.
———. 1992. Les débuts de la typographie grecque (Société des Études Néo-Helléniques: Confé-
rence Émile Legrand, Paris-Athens), Παρίσι.
Jacoby, D. 1997. «Silk Crosses in the Mediterranean,» στη La vie del Mediterraneo: Idee,
uomini, oggetti (secoli XI-XVI), Genova, 19–20 aprile 1994, επιμ. G. Airaldi, Γένοβα,
σ. 55–79.
βιβλιογραφία 123
Γενικο Ευρετηριο*
αυτοκρατορία, 19, 57· Βυζαντινή, 9, 211, 67-68· βιβλιόσημο, 71-72. Βλ. και σφραγίδα
ελληνική, 211· Οθωμανική, 96, 105 Βιέννη, 1, 12, 84-85, 89, 99-101, 103-107, 111,
Αφρική, Νότια, (Durban), 73 113
Αχαιοί, 105-106, 112-113 βιοτεχνία, 16
Αχμέτ, καδής Βέρροιας, 88 Βλαχία, 52, 102. Βλ. και Ουγγροβλαχίας
Αχμέτ, σουλτάνος, 93 Βλεμμύδης, Νικηφόρος, 82, 84-85
Αχρίδα, 61· Αχριδών αρχιεπισκοπή, 60-61 Βοιωτία, 96
Βολίδης, Θεμιστοκλής, v, 5, 54, 59, 63, 65-66. Βλ.
Βαλκάνια, 22, 99 και χειρόγραφο, Αρχείο Γενν. και Γενν. Βο
Βαρλαάμ, 43, 4435 Βουδαπέστη, 101, 104. Βλ. και Πέστη
Βασιλάκης, Νικηφόρος, 102, 109 Βουκουρέστι, 5416, 102· Αυθεντική Ακαδημία
Βασιλεία, 77, 812 Βουκουρεστίου, 101-102
Βασίλειος Μελητινιώτης, πρωτονοτάριος, γρα- Βούλγαρης, Ευγένιος, 84-85
φέας, 1, 6, 11, 15-17, 20· Ορέστης, ιερέας, βουλγαρικό χειρόγραφο, 56
15· Σοφία, 15 Βουλισμάς, Δωρόθεος, 84
Βασίλειος, Μέγας, 43, 4434, 110· Λειτουργία, 6, Βρανούσης, Λέανδρος, 59, 103-106
49. Βλ. και Ιεράρχες, Τρεις· Λειτουργίες, Βροντολόγια, 84
Τρεις βυζαντινός-βυζαντινή, εικονογραφία, 9-20,
Βατικανή Βιβλιοθήκη, 69-70, 78. Βλ. και 49-57· κοσμική τέχνη, 6, 55· λόγιοι, 6,
Βιβλιοθήκη 67-79. Βλ. και αυτοκρατορία, Γραμματεία,
Βατοπαιδινή Σκήτη Αγίου Δημητρίου, Άγιον φιλοσοφία, Ψαλτική
Όρος, 26 βυζαντινολογία, γερμανική, 74
Βαφείδης, Φιλάρετος, 61, 65-66 βυζαντινότροπα καλλιγραφικά κεφαλαία, 101.
Βελιγράδι, 101 Βλ. και γραφή
Βενετία, 54, 68-69, 82-84, 91, 9215 Βυζάντιο, 5-6, 10, 67, 84, 88
Βενετοί, 92, 9216, 97 - Βενετικές, αρχές (Κρήτη), Βυζάντιος, Κωνσταντίνος, πρωτοψάλτης, (μουσ.).
20· κατάκτηση, 977 Βλ. Κωνσταντίνος Βυζάντιος
βεράτια, 63 Βυζάντιος, Πέτρος, πρωτοψάλτης. Βλ. Πέτρος
Βερνικόβου μονή, (Ναύπακτος), 26 Βυζάντιος
Βήμα, Το, εφημερίδα, 103
Βησσαρίων Καστορίας, μητροπολίτης, 64 Γαβριήλ Δ΄, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως,
Βησσαρίων, καρδινάλιος, 7, 67-69, 75, 78 61
Βιβλική Εταιρεία, 89 Γάβριος, 109
βιβλίο-βιβλία, καραμανλίδικα, 88-92· μου- Γαζής, Θεόδωρος, 67-68
σικά, 22, 25· ρωσικά, 50· τουρκόφωνα, 89. Γαλάβαρης, Γιώργος, 5
Βλ. και έντυπο· λειτουργικά· χειρόγραφα· Γάνου και Χώρας, επίσκοπος, 50
χειρόγραφο Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, passim· (εγκαίνια 1926),
βιβλιογραφικά εργαστήρια, επαρχιακά, 9. Βλ. 3. Βλ. και χειρόγραφο, Αρχείο Γενν. και
και αντιγραφικά κέντρα Γενν.
βιβλιογραφικό σημείωμα, 11-12, 14-17, 25, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Έκθεση Χειρογράφων,
27-28, 37, 41, 50, 51-53, 74, 78. Βλ. και 1, 11, 25, 5, 8-9, 99
κολοφών Γεννάδιος ο Σχολάριος, οικουμενικός πατριάρ-
βιβλιογράφος, 4, 19, 36, 41, 51, 74, 81, 89. Βλ. χης, 88
και γραφέας· καλλιγράφος· κωδικογράφος Γεννάδιος, Γεώργιος, 2-3, 5, 16
βιβλιοδεσία, 16, 65. Βλ. και στάχωση Γεννάδιος, Ιωάννης, 1, 2, 4-5, 7, 16, 23, 33, 69,
βιβλιοδέτης, 4, 37, 45 71, 78-79, 83, 95· Ανθή, 3· Florence, 37
Βιβλιοθήκη-βιβλιοθήκες, 22, 29, 49, 68, 70, Γενναδίου, συλλογή, 2-5, 7, 23, 69, 71, 78-79,
72, 102· Αγίου Όρους, 23· Βατικανού, 56· 83, 95
Bodleian, Οξφόρδη, 26· British Library, Γερμανός, επίσκοπος Νέων Πατρών, (μουσ.),
Λονδίνο, 10· Γεννάδειος, passim· Μουσείου γραφέας, 26
Μπενάκη, 352· Νέας Σμύρνης, 90· Πάτμου, Γεωγραφία, 70, 78, 84, 97
52. Βλ. και Αμβροσία· Βατικανή· Εθνική· Γεώργιος Ερμώνυμος (εκ Σπάρτης), γραφέας, 73
Μαρκιανή
128 ΔΕίΚΤΗΣ
εγχειρίδιο-εγχειρίδια, 68-70, 72, 84, 100 επιγραφή, 13, 29, 31, 37, 70, 101, 104. Βλ. και
Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος, 2, 23, 59, σημείωμα· σημείωση
63-66. Βλ. και χειρόγραφα, αναφερόμενα, επιμερισμοί, 77-79
ΕΒΕ επιστήμη – επιστημονικός, 7, 211, 33, 76, 81-85
εικονογραφημένα, 6· βυζαντινά χειρόγραφα, επιτομές, 69-70, 77, 82, 84
9-20· χειρόγραφα εποχής έντυπου βιβλίου, Εποχές, 95
49-57. Βλ. και διακοσμημένα· διακόσμηση Έρασμος, 75, 812
εικονογράφηση, 11-12, 20, 50-51, 53, 55-57, 95. ερυθρογραφία, 13, 17, 36, 38, 41, 43, 90, 92. Βλ.
Βλ. και διακόσμηση και κιννάβαρις· μελάνη-μελάνι
εικονογραφία, 56-57· εικονογραφικός, 13, ερωτηματολόγιο, 7, 96
18, 51, 53, 55-56. Βλ. και διακόσμηση· Εσπερινός, 29
εικονογράφηση Ευαγγελινός Σκοπελίτης, (μουσ.), γραφέας, 29,
ειλητά, 49 30
Ειρμολόγιο, 26-27, 29· ειρμοί, 28, 30, 32-33 Ευαγγέλιο, 3, 6-7, 9-20· καραμανλίδικο, 90-91,
Εκάτη, 100, 106 93· Χαναναίας, 91
έκδοση - εκδόσεις, 7, 36, 43-44, 67-79, 812, 85, Ευαγγελισμός, 51
89, 91, 93, 95, 102· σχολικές, 76 Ευαγγελιστάριο, 7, 90-91. Βλ. και Ευαγγέλιο
εκδότες-φιλόλογοι, 7, 71, 74-76, 79, 82 Ευαγγελιστές, 11-15, 17-18, 20, 90-91. Βλ. και
εκκλησιαστική, διοίκηση, 70· ιστορίας, πηγές, Ιωάννης· Λουκάς· Μάρκος· Ματθαίος
59-66· μουσική, 21-33 Ευάγριος Ποντικός, 41
εκπαίδευση, 7, 72, 81-83· εκπαιδευτήρια, 99. Βλ. Ευάγριος, μοναχός, 36
και διδασκαλία· παιδεία· σχολεία· Σχολή Ευδοκία, 56
Ελλάδα, 2-3, 12, 22-23, 30, 73, 101-102, 105 Ευριπίδης, 7, 76· γλωσσάριο τραγωδιών, 76,
Έλληνες, 3-4, 7, 16, 67-68, 73, 81, 100-101, 78-79· Εκάβη, 101, 110
104-106, 112-113. Βλ. και Ορθόδοξοι Κων/ Ευρώπη, 67-68, 72
πολης· Ρωμιοί Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, 70-71, 78
Ελληνική Επανάσταση, 2-3, 102 Ευστράτιος ιερομόναχος και πρωτοσύγκελλος,
Ελληνική Παλαιογραφική Εταιρεία, 1-2, 36, 5, 8 60
ελληνική, κοινωνία 18ου αι., 96· οικονομία 18ου Ευφρόνιος, 2
αι., 96 Ευχαριστία, Θεία, 52-54. Βλ. και Λειτουργία,
Ελληνισμός, 2, 6-7, 22, 33, 81. Βλ. και Νέος Θεία
Ελληνισμός Εφέσιος, Πέτρος, (μουσ.). Βλ. Πέτρος Εφέσιος
Εμμανουήλ Γούτας, πρωτοψάλτης Θεσσαλονί- Έφεσος Μικράς Ασίας, 19-20
κης, (μουσ.), γραφέας, 29-30 Εφημερίς 1797, 99-100, 103, 105-106, 114
Εμμανουήλ, Ιωάννης. Βλ. Ιωάννης Εμμανουήλ εωθινόν, 91
Εμμανουήλ, Παναγιώτης, 99, 101
εμπόριο - εμπορικός, 16, 49, 61, 63, 70· εμπορευ- Ζαβίρας, 99-100
ματοποίηση χειρογράφων, 73 Ζερζούλης, Νικόλαος, 84-85
Ενεπεκίδης, Πολυχρόνης, 103 Ζουμπουλάκης, Θεοδ., (κατάστημα), 92
ενθυμήσεις, 97 Ζωμαρίδης, Ευγένιος, 12
έντυπο-έντυπα, 4, 6, 63, 81, 88, 99, 100, 102, Ζωναράς, Ιωάννης, 74
104-106, 112· εποχή έντυπου βιβλίου,
49-57· καραμανλίδικα, 88, 90-91· Λεξικά, Ηθική, 7, 72, 81
68· μουσικό βιβλίο, 22, 28-29· ρωσικά, 50· Ηλιάδης, Ηλίας, 8
σλαβικά, 50. Βλ. και εκδόσεις Ηλιόδωρος Προύσης, 7216
έντυπα, διακοσμητικά πρότυπα, 51· στοιχεία, 52, ηλιοκεντρικό σύστημα, 84
54. Βλ. και τυπογραφικά Ηλιού, Φίλιππος, 95
επαρχιακά, βιβλιογραφικά εργαστήρια, 9· βυζα- Ήπειρος, 19
ντινά χειρόγραφα, 20 Ησαΐας, 43, 4435, 47
επαρχιακή χειρόγραφη παραγωγή, 9 ήχος (μουσ.), 21-22, 29-32, 91· πλάγιος, 30
επαρχιακός ζωγράφος, 13
Επετηρίς Στερεοελλαδικών Μελετών, 95 Θαλάσσιος, 43, 4435
επίγραμμα-επιγράμματα, 12, 14-15, 17, 106, 113 Θεία Λειτουργία. Βλ. Λειτουργία, Θεία
130 ΔΕίΚΤΗΣ
Ταμείον Ανθολογίας, 28 31
Τανταλίδης, Ηλίας, 30 Δοχειαρίου 410, 26
Τάξεις Χειροτονιών, 49, 53 Ευαγγέλιο ΕΒΕ 57, 14
Τεργέστη, 100 Κώδικας ΕΒΕ 2751, 63-64
Τετραβάγγελα, Τετραευάγγελο. Βλ. Ευαγγέλιο Κώδικας ΕΒΕ 2752, 63-65 (εικ. 46)
τετράδια, 11 (αρίθμηση ιδιάζουσα και σπάνια), Κώδικας ΕΒΕ 2753, 63-66 (εικ. 47, 48)
18, 55. Βλ. και τεύχη Κώδικας ΕΒΕ 2753α, 64
τεύχη, 65. Βλ. και τετράδια Κώδικας ΕΒΕ 2754, 64
τέχνη, λαϊκή, 53 Κώδικας ΕΒΕ 2755, 64
Τούρκοι, 16, 87, 9216, 101 Σταυρονικήτα 164, 26
Τουρκοκρατία, 3, 55, 84 British Library, Additional 37002 (περγα-
τουρκόφωνοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, 87-88 μηνή), 10
τραγούδια. Βλ. άσματα Canonici Gr. 25 (Bodleian Library, Οξφόρδη),
Τραπεζούντιος, Γεώργιος Θεοδώρου, 67, 101-102 26
Τρεις Λειτουργίες. Βλ. Λειτουργίες, Τρεις Parisinus gr. 1721, 74
Τριάδα, Αγία, 52-53 Parisinus gr. 1723, 74
Τρικλίνιος, Δημήτριος, 75 Parisinus gr. 1724, 74
τρόποι, (μουσ.). Βλ. ήχος Parisinus gr. 2544, 73
Τσούτας, Ιωάννης, (σημείωση), 19 Parisinus gr. 2756, 77
τυπογραφείο, 4, 7, 49, 54, 68, 73, 75, 77-78, 89, Βλ. και αρμενικά· βουλγαρικό· εικονογρα-
91, 100 φημένα· καραμανλίδικα· κατάλογος χει-
τυπογραφία, 22, 68, 75, 81· μουσική, 22 ρογράφων· λειτουργικά· μουσικά· ρωσικά·
τυπογραφικά, κοσμήματα, 52· στοιχεία, 70 σλαβικά· Ψαλτικής Τέχνης
(έτους 1496), 75. Βλ. και έντυπα χειρόγραφο, Αρχείο Γενν., φάκελλος Βολίδη 19,
τυπογράφος-τυπογράφοι, 37, 71, 75, 77 59-66 (Σπάραγμα Ι, 59-60, 63-66, εικ. 43·
Σπάραγμα ΙΙ, 61-63, 65-66, εικ. 44· Σπά-
υδατόσημο, 37, 61-62, 65, 90 ραγμα ΙΙΙ, 62-63, 65-66, εικ. 45)
Υπόμνημα 1796, 7, 95-98 Γενν. 1.5 (περγαμηνή), 11-16 , 20 (εικ. 4, 5, 6,
υπόμνημα, 67, 70, 78, 83. Βλ. και σχόλια 7, 8, 9, 10, 11)
Υπουργείο Παιδείας (1854), 12 Γενν. 1.6 (περγαμηνή), 2-3, 16-20 (εικ. 12, 13,
14, 15)
Φειδίας, 2 Γενν. 4 (περγαμηνή), 23, 25, 28-29
Φενερλή, Μελέτιος, διάκονος, 89 Γενν. 5.3, 53-54 (εικ. 38, 39, 40, 41)
Φεραίος, Ρήγας. Βλ. Ρήγας Φεραίος Γενν. 5.4, 50-51 (εικ. 30, 31, 32, 33, 34, 35)
φιλόλογοι, Έλληνες και Δυτικοί (15ος-19ος αι.), Γενν. 23, 23, 25-26
7, 67-79 Γενν. 24, 23, 26
φιλοσοφία – φιλοσοφικός, 67, 72-73, 99, 104· Γενν. 25, 23, 29-30 (εικ. 20)
μεταβυζαντινά χειρόγραφα, 7, 81-85 Γενν. 25.2, 23, 29
Φλωρεντία, 69 Γενν. 26, 23, 27 (εικ. 18)
φορολογία, 97· φορολογικοί θεσμοί, 96 Γενν. 27, 23, 28
Φραγκοκρατία, 82 Γενν. 27.1, 23, 27
Φυσικές επιστήμες, 7, 81-83 Γενν. 28, 24
Φυσική, 82, 84· Πειραματική, 85 Γενν. 35, 72, 82 (εικ. 53)
Φυσιολόγος, 41 Γενν. 36, 70-71 (εικ. 51)
Φωκυλίδης, 109 Γενν. 37, 70-71 (εικ. 52)
Φώτιος, πατριάρχης, 43 Γενν. 40, 74-75
Γενν. 42, 85 (εικ. 62, 63)
Χαλάτζογλους, Παναγιώτης, (μουσ.), 32-33 Γενν. 43, 84 (εικ. 61)
Χαλκο(κο)νδύλης, Δημήτριος, 67 Γενν. 44, 82-83 (εικ. 60)
Χαναναίας, ευαγγέλιο, 91 Γενν. 45, 84
Χάνδακας, 20. Βλ. και Κρήτη Γενν. 47, 82 (εικ. 59)
Χατζηγιακουμής, Μανόλης, 23 Γενν. 48, 85
χειρόγραφα, αναφερόμενα, Βατοπαιδίου 1428, Γενν. 55, 69-70 (εικ. 50)
136 ΔΕίΚΤΗΣ
Lachmann, Karl, 76
Lee, John, συλλογή, 73-75, 78, 83
Γενν. 259, φφ. 94v-¡95: Tέλος του ευαγγελίου του Mάρκου και αρχή του ευαγγελίου του Λουκά, αρχικό γράμμα E.
Κάτω, η ιδιότυπη αρίθμηση του τετραδίου: βα΄ [= Δευτέρα]
Πινακας 3 • (Μητσάνη)
Γενν. 1.5, φ. 86: Aρχή ευαγγελίου Λουκά, το σύμβολό του ο λέων, επίτιτλο
Πινακας 9 • (Μητσάνη)
Γενν. 1.5, φ. 133: Aρχή ευαγγελίου Iωάννη, το σύμβολό του ο αετός, επίτιτλο
Πινακας 10 • (Μητσάνη)
Γενν. 1.6, φ. 35v: Aρχή ευαγγελίου Λουκά, επίτιτλο, αρχικό γράμμα E, δείγμα γραφής
Πινακας 16 • (Γιαννόπουλος)
Γενν. Κυ 15, φ. 14: Ο Κυριακός εξηγεί τον τρόπο παραπομπής του στα σχόλια
Πινακας 29 • (Παπαδημητρίου)
Γενν. 5.4, φ. 5v-6: Αρχή της Λειτουργίας του Χρυσοστόμου. Στο φ. 5v παράσταση του Ιωάννη
Χρυσοστόμου και κενός χώρος για τον τίτλο που τελικά δεν αναγράφτηκε
Πινακας 31 • (Γκράτζιου)
Γενν. 5.4, φ. 53v-54: Αρχή της Λειτουργίας των Προηγιασμένων. Στο φ. 53v παράσταση
του Γρηγορίου Διαλόγου
Πινακας 33 • (Γκράτζιου)
Γενν. 5.4, φ. 67v-68: Αρχή του Ακαθίστου Ύμνου. Ως προμετωπίδα ολοσέλιδη παράσταση
του Ευαγγελισμού
Πινακας 34 • (Γκράτζιου)
Γενν. 5.4, φ. 80v: Ο Χριστός ως θυσιαζόμενος αμνός. Σπάνιο θέμα για ολοσέλιδη
προμετωπίδα, εισάγει το τμήμα του χειρογράφου με τις ευχαριστιακές ευχές
Πινακας 35 • (Γκράτζιου)
Γενν. 5.4, φ. 15: Γύρω από το αρχικό Τ τυλίγεται ταινία με την επιγραφή: Μνήσθητι
Κ(ύρι)ε Λεοντίου Ιερ(ομο)νάχου
Πινακας 36 • (Γκράτζιου)
Γενν. 5.3, φ. 29v-30: Μέγας Βασίλειος (η παράσταση έμεινε ημιτελής) και αρχή Λειτουργίας Βασιλείου
Πινακας 40 • (Γκράτζιου)
Γενν. 59, φ. 1: Μανουήλ Χρυσολωρά, Ερωτήματα. Γραφέας: Γεώργιος Τριβιζίας (15ος αι.)
Πινακας 50 • (Παππά)
Γενν. 55, φ. 96v-97: Λατινοελληνικό λεξικό, αυτόγραφο του Felix Contelorius (17ος αι.)
Πινακας 51 • (Παππά)
Γενν. 37, σ. 1–2: Edward Wells, Διασκευή του έργου του Διονυσίου Περιηγητή Της πάλαι και της νυν Οικουμένης Περιήγησις (18ος αι.)
Πινακας 53 • (Παππά)
Γενν. 801. Το verso του παραφύλλου και το recto του πρώτου φύλλου, πλούσια σε
πληροφορίες για τον γραφέα και τους κτήτορες του χειρογράφου
Πινακας 66 • (Κόκκωνας)
Γενν. 801, p. 17. Χαρακτηριστική σελίδα του χειρογράφου, με κτητορικό σημείωμα του
γραφέα και πρώτου κτήτορα Μπάρμπουλου Δήμου Νικολάου και σφραγίδα ενός από
τους κατοπινούς κτήτορες, του μοναχού Παρθενίου
Πινακας 67 • (Κόκκωνας)
Γενν. 801, p. 85. Άλλη σελίδα του Μαθηματαρίου, με καλά δείγματα της επιδεξιότητας
του Μπάρμπουλου Νικολάου στην καλλιγραφία και τη διακόσμηση
των πρωτογραμμάτων
Πινακας 68 • (Κόκκωνας)
Γενν. 801. Κτητορικό σημείωμα του Ιωάννη Εμμανουήλ, γραμμένο στις 2 Οκτωβρίου
1784, όταν ήταν δέκα ετών και φαίνεται ότι άρχισε να διδάσκεται τα αρχαία ελληνικά
Πινακας 69 • (Κόκκωνας)
Εδώ συγκέντρωσε κάποια στιχουργήματα του ο Ιωάννης Εμμανουήλ στις 8 Ιανουαρίου 1796. Δεξιά το επικολλημένο με ισπανικό
κηρό δίφυλλο, που περιέχει ένα από τα δύο γνωστά τυπωμένα ποιήματά του
Πινακας 70 • (Κόκκωνας)
Γενν. 801, σ. 361. Είναι άραγε η μορφή του Ρήγα, σχεδιασμένη από τον σύντροφό του
Ιωάννη Εμμανουήλ στο τέλος μιας προσευχής, σε ώρες αγωνίας