You are on page 1of 19

ΑΚΗΣ ΔΗΜΟΥ

«Αιώνες μακριά
απ’ την Αλάσκα»
Μία Πράξη – Μία Σκηνή

Η Βιολέτα κι ο μουσικός στον χώρο υποδοχής ενός ξενοδοχείου,


αργά κάποιο απόγευμα.
Ανάμεσα στα λόγια της Βιολέτας μια μελωδία που επαναλαμβάνεται
άλλοτε ολόκληρη κι άλλοτε διακεκομμένη (μουσικές φράσεις -
ψηφίδες), υπογραμμίζοντας όσα λέει ή εκτρέποντας τον λόγο της,
υπερασπίζοντας ή ανατρέποντας τη ροή του, έτσι ώστε
λόγος/μουσική να συναποτελούν τα μέλη μιας συνομιλίας.
Μελωδία. Είσοδος Βιολέτας. Ερευνητικά βλέμματα. Διακοπή
μελωδίας. Μιλάει η Βιολέτα.

Πάλι μουσική! Τελικά πουθενά κανείς δεν μπορεί να γλιτώσει…


Παντού μουσική! Μουσική, φώτα κι ένας – οι άλλοι που είναι; Η
υπόλοιπη ορχήστρα, λέω, που είναι;

Παύση.

Κατάλαβα, ξεκουράζονται. Έτσι πρέπει: τα απογεύματα οι μουσικοί


πρέπει να ξεκουράζονται. Να λύνουν τα δάχτυλά τους. Οι ωραίες
μελωδίες θέλουν λυμένα δάχτυλα, τα πιο λυμένα… Όπως και τα
τραγούδια: θέλουν φωνή αναπαυτική, να ‘ρχεται ο ξένος καημός να
διπλώνεται, ν’ αγκαλιάζει τη φωνή… Τα ξέρω εγώ τα τραγούδια. Τα
πιο πολλά είναι κούφια αλλά δεν φταίνε. Οι φωνές φταίνε που δεν
έχουν μεδούλι… που είναι άδειες, αυτό. (Παύση) Γιατί σταμάτησες;
Συνέχισε, γιατί δεν συνεχίζεις; Θέλω ν’ ακούσω. Αλήθεια λέω:
Θέλω! Αυτό που έπαιζες μόλις μπήκα… Το ξέρω πως με την ορχήστρα
θα ‘ναι αλλιώς, αλλά και μ’ ένα όργανο, με τ’ όργανό σου μόνο
ωραία ακούγεται. Παίξε λοιπόν! Σε παρακαλώ!

Μελωδία.

Υπέροχα παίζεις! Υπέροχα! Και τι ωραίο κομμάτι! Είναι… Μη μου


πεις ότι είναι δικό σου! Γράφεις μουσική;… Θέλω να πω… γράφετε…
Συγγνώμη για τον ενικό πριν… Εγώ στους μουσικούς… Όμως εσύ…
εσείς δεν είσαι… Τέλος πάντων… Γράφετε μουσική;
Αρχή μελωδίας.

Άρα και συνθέτης! Ωραία!

Μικρή παύση.

Αλήθεια, έχετε δοκιμάσει να γράψετε ποτέ τραγούδια; Να


δοκιμάσετε! Πρέπει οπωσδήποτε να δοκιμάσετε! Να δοκιμάσετε και
μετά να μου...

Απότομη παύση.

Μικρή έπαιζα κι εγώ, ξέρεις. Πιάνο. Έπαιζα πιάνο και τραγούδαγα!


Έχω σπουδάσει κλασικό τραγούδι… και πιάνο φυσικά. Όλα τα κλασικά
τα ‘χω σπουδάσει. Παλιά, πολύ παλιά. Δεν θυμάμαι καθόλου εκείνη
την εποχή. Έχω μόνο μια εικόνα. Χλωμή εικόνα, άκεφη… Παραμονή
κάποιας γιορτής δοκιμάζω τα δάχτυλά μου πάνω στα πλήκτρα. Φοράω
ένα δαχτυλίδι… να, εδώ… δεν ξέρω πώς λένε την πέτρα του. Το
βλέπω απλώς να τρέχει πάνω στα πλήκτρα μαζί με τα δάχτυλά μου.
Τρέχει και σκορπίζεται… μια εκτυφλωτική λάμψη σκορπίζεται στο
δωμάτιο, σκαρφαλώνει στους τοίχους, τρυπώνει κάτω απ’ τα
μαξιλάρια του καναπέ, γδέρνει το λούστρο της τραπεζαρίας,
χαράζει τα κρύσταλλα του μπουφέ κι επιστρέφει, επιστρέφει
κατάκοπη αυτή η λάμψη… σαν επιθυμία… να βρεθώ μες στον κόσμο,
τον κόσμο που ακόμα δεν γνωρίζω, να βρεθώ εκεί όπου ο κόσμος
παρακαλάει για μια αληθινή στιγμή, και να του τη χαρίσω.

Μεγάλη παύση.

Τελικά βρέθηκα στην «Αλάσκα». Την ξέρεις την «Αλάσκα»;… Πού να


την ξέρεις!

Μικρή παύση.

«Απόψε στην “Αλάσκα” λιώνουν οι πάγοι!!!»

Γελάει. Σιωπή.

Ο δρόμος μέχρι την «Αλάσκα» είναι όλο χώματα. Σ’ όλες τις


«Αλάσκες» απ’ το χώμα πας (Μικρή παύση) Κανονικά εγώ σε τέτοιους
δρόμους δεν μπαίνω, εγώ μονάχα στην άσφαλτο… αλλά καμιά φορά η
άσφαλτος σ’ αφήνει στη μέση… όπως και τα εργοστάσια… πόσο
σαπούνι να βγάλουν; Όσοι πλύθηκαν, πλύθηκαν, σου λέει, τώρα
λουκέτο. (Παύση) «Ποιός θα το πάρει έτσι έρημο;» ρώταγε ο
πατέρας. Κι όμως το πήραν, βρέθηκαν και το πήραν. (Μικρή παύση)
Μόνο που το σαπούνι που βγάζουν βρωμάει σαν ψοφίμι σε χαντάκι
(Μικρή παύση) Τέτοια ψοφίμια είναι γεμάτοι οι δρόμοι για τις
«Αλάσκες». Βουλώνεις τη μύτη και περνάς ανάμεσα… Σιγά σιγά
συνηθίζεις. Απ’ το ένα χώμα στο άλλο, ψοφίμι ψοφίμι, ο δρόμος σε
πάει μονάχος του. Στο τέρμα αναβοσβήνει ένα φως σα λαδιά σε
πλυμένο πουκάμισο. Αυτό το φως κάτι χαμένοι το βάφτισαν
«Αλάσκα». (Μεγάλη παύση) Μπήκα εκεί μέσα κι έκανε μια ζέστη… μια
υγρασία… κι έτσι όπως ήτανε μισοσκόταδο… σα να ξενυχτάγανε
πεθαμένο. Το πάτωμα όλο απόνερα. Βρέχανε τα τσιμέντα με τις
μάνικες να σβήσουν τις πατημασιές. Κάθε μεσημέρι το ίδιο κάνανε:
σβήνανε τα βήματα της προηγούμενης νύχτας… Μύριζε ο τόπος ιδρώτα
και πατημένες γαρδένιες.

Μικρή παύση.

«Βγάλε το παλτό σου» μου λέει ο Ιωσήφ… κι εγώ κούμπωσα και τα


υπόλοιπα κουμπιά μέχρι απάνω. Εκείνος τον χαβά του: «το
παλτουδάκι σου, χαρά μου, τη γουνίτσα σου…» - είχε στον λαιμό
λίγη γούνα ψεύτικη… έξι χρόνια το φόραγα, έξι χρόνια με το ίδιο
παλτό κι ένα πλεχτό σκουφάκι σα φωλιά γερακιού.

Μικρή παύση.

Κάθισα στο πιάνο. Στάθηκε ο Ιωσήφ απέναντί μου… σαν του


πνιγμένου τα μάτια του, στάζανε… «Για το πιάνο έχω άλλον» μου
σφύριξε «εσένα σε προορίζω για την πίστα. Θα είσαι η καρδιά του
προγράμματος».

Παύση.

«Η καρδιά του προγράμματος…» Κάθε μεσάνυχτα εκτός Δευτέρας. Για


τις Δευτέρες το πρόγραμμα έλεγε άλλα… «Άμα θες εσύ… μέχρι
βασιλικό πολτό…» Δεν άντεχα να τον βλέπω κι έκλεισα τα μάτια. Με
κλειστά τα μάτια υπόγραψα.

Παύση.

Όλα τα μεσάνυχτα, χωρίς διακοπή. Μέχρι το ξημέρωμα. Ούτε ν’


ανατριχιάσω δεν προλάβαινα.
Παύση.

«Η καρδιά του προγράμματος!»… Η καρδιά του προγράμματος κι η


καρδιά της Βιολέτας… και τα μπορντό τραπεζομάντιλα με τους
λεκέδες… και το σκοτάδι, όλο το σκοτάδι καταπάνω μου… «Όταν
βγαίνει η Βιολέτα, η “Αλάσκα” ζει μαζί σας το πιο καυτό
καλοκαίρι!»… Και βγαίνει η Βιολέτα, στέκεται μπροστά στο
μικρόφωνο, τεντώνει τον υπέροχο, τον θεϊκό λαιμό της… και τρίζει
το πάτωμα, τρίζουν οι πολυέλαιοι, τρίζουν τα χιλιοκαμμένα
βελούδα της σάλας, το σύμπαν ολόκληρο τρίζει απ’ τα ρεψίματα και
τις κλανιές των θαμώνων.

Μουσική φράση.

Σε χάλασα; Αηδία είναι, ξέρω… Εγώ τους ρίχνω τη φωνή μου στα
τραπέζια τους κι αυτοί τη διώχνουνε όπως την τσίμπλα απ’ τα
μάτια τους. Ύστερα αρχίζουν να ξερνάνε με τη σειρά. Ένας, ένας.
Αλφαβητικά… Αυτό είναι που λένε «μυσταγωγία»!

Παύση.

Γελάς; Για γέλια είναι… Γέλα!

Μελωδία.

Καταλαβαίνω. Μην ανησυχείς, καταλαβαίνω. Άργησα μα έφτασα να


καταλαβαίνω. Τη ζωή. Όλη τη ζωή την καταλαβαίνω. Που αρχίζει με
ζήτα και τελειώνει με ήττα. Κυρίως το τέλος της: την ήττα. Την
καταλαβαίνω.

Μελωδία.

Ξέρεις γιατί βρίσκομαι εδώ;


Περιμένω έναν άντρα.
Μου είπε: «Θα έρθω. Θα περιμένεις εκεί μέχρι να έρθω.»
Δεν είπε πότε. Απλώς μου ζήτησε να τον περιμένω. Όταν. Κάποτε.

Μουσική φράση.

Και βέβαια πιστεύω πως θα έρθει. Απο στιγμή σε στιγμή. Μπορεί…


μπορεί και τώρα που μιλάμε. Μπορεί να έχει ήδη έρθει και…
Μουσική φράση.

Μπορεί να μην τον είδες. Εσύ δεν βλέπεις παρά μόνο τη μουσική
σου. Εξάλλου είναι ένας αθόρυβος άντρας. Γιατρός. Οι γιατροί δεν
κάνουν θόρυβο. Είναι απλώς εκεί, όταν τους χρειαστούμε. Αυτή
είναι η δύναμή τους. Πούστικη δύναμη, αλλά αυτή είναι.

Παύση.

Τον γνώρισα στο μαγαζί πριν από μια βδομάδα. Είπε πως ερχόταν
στην «Αλάσκα» απο καιρό, αλλά εγώ μόλις πριν από μια βδομάδα τον
γνώρισα. Θα μπορούσα να τον έχω γνωρίσει νωρίτερα όμως… πώς να
στο πω… Εγώ όταν τραγουδάω, δεν βλέπω τον κόσμο κάτω, τίποτα δεν
βλέπω. Μόνο ένα κρύσταλλο, ένα ρόδινο κρύσταλλο που κρέμεται απ’
την απλίκα πίσω απ’ το μπαρ. Κι ούτε αυτό το βλέπω καλά καλά.
Απλώς ξέρω ότι βρίσκεται εκεί και προσπαθώ να πιάσω το σινιάλο…
Στην αρχή ζαλιζόμουν, γιατί αυτό το γαμημένο το κρύσταλλο,
επειδή κρέμεται, όπως σου είπα, πηγαίνει πότε αριστερά, πότε
δεξιά. Μου πήρε καιρό μέχρι να συνηθίσω τον δρόμο του. Αριστερά
δεξιά… δεξιά αριστερά… νύχτες ολόκληρες… Αποτέλεσμα; Σε χρόνο
μηδέν βγήκε η φήμη ότι στην «Αλάσκα» η τραγουδίστρια είναι λίγο
πειραγμένη. Ότι το μάτι της παίζει σε λάθος γήπεδο.
Ψιλοαλλήθωρη, καταλαβαίνεις.

Μικρή παύση.

Τώρα όμως τα καταφέρνω. Δεν χρειάζεται παρά να στείλω τα μάτια


μου πάνω του κι αμέσως, δηλαδή σχεδόν αυτόματα… Έχω εξασκηθεί. Η
φήμη βέβαια συνεχίζεται, αλλά ποιος χέστηκε! Φτάνει που δεν
βρίσκουνε τα μάτια μου τα μάτια τους.

Παύση.

Έχεις δει τους άντρες που πάνε σ’ αυτά τα μαγαζιά; Σαλιωμένα


σαγόνια, κίτρινα δόντια, ξηλωμένα μαλλιά. Ανάσες σκουριασμένες
σα ρόγχοι… Αραβουργήματα!... Όχι αραβουργήματα, όχι… Να δεις…
Μικελάντζελοι, τέτοιοι… Θέλω να πω… τα χάλια τους… Σαν
τραυματιοφορείς είναι. Σα να μεταφέρουν τον αντρισμό τους,
τρέμοντας μήπως τους μείνει στα χέρια. Βαριέσαι και να τους
κοροϊδέψεις… Όμως αυτός δεν είναι τραυματιοφορέας. Είναι
γιατρός. Κι έχει μια γλύκα η κουβέντα του… γιατί ζητάει πράγματα
αταίριαστα. Ένα ποτήρι μεταλλικό νερό, ας πούμε.
Μικρή παύση.

Φυσικά δεν είχανε. Στην «Αλάσκα» δεν έχουνε νερό. Έχουνε πάγο.
Πολύ πάγο. Πάγο και ουίσκι. Λόξιγκας να σε πιάσει, ουίσκι θα
πιείς. Ασπιρίνη θέλεις, στο ουίσκι θα τη διαλύσεις. Είναι νόμος
του καταστήματος. Κι εγώ νόμος του καταστήματος είμαι, έτσι
θέλει ο Ιωσήφ. Αλλά καμιά φορά με παραβιάζω. Για να με τιμωρήσω.
Πήγα και του ‘φερα ένα μπουκάλι νερό. Το άφησα μπροστά του -
γιατί; Δεν ξέρω. Δηλαδή ξέρω. Υποψιάζομαι ότι ξέρω, αλλά δεν
θέλω να το πω. Ντρέπομαι… ντρέπομαι να πω πως, όταν ακούω έναν
άντρα να ζητάει ένα ποτήρι νερό, θέλω να τρέξω σαν τρελή να βρω
ποτάμια να του φέρω.

Μελωδία.

Ξέρεις κάτι;
Δεν θα ήθελα να είναι εδώ. Αν είχε φτάσει, θα ήταν αβάσταχτο.
Μπορεί… μπορεί να έφευγα εγώ. Τόσο πολύ θα τρόμαζα απο τον
ερχομό του, που θα το ‘βαζα στα πόδια.

Μικρή παύση.

Θέλω να τον περιμένω.


Να κάνω αυτό που μου είπε.
Έτσι θέλω.

Παύση.

Υπάρχει τίποτα να πιούμε;

Βγάζει ένα μικρό φλασκί απ’ την τσάντα της. Γεμίζει το καπάκι
και το αφήνει μπροστά στα πόδια του μουσικού. Πίνει απ’ το
φλασκί.

Στις αναμονές μας!… Στα χρόνια που χάσαμε περιμένοντας!


Παύση.

Μ’ αρέσει να περιμένω. Αλλιώς δεν θα έτρεχα να φτάσω πρώτη. Οι


άλλοι μπορεί να βαριούνται... τους εκνευρίζει, πλήττουν... τρώνε
τα νύχια τους, τινάζονται στον παραμικρό θόρυβο, τα βάζουν με το
ρολόι τους. Εγώ… για μένα η αναμονή είναι ένα χάρτινο κουτί.
Τρέχω γύρω του, το αγγίζω, γδέρνω το χαρτόνι με τα νύχια μου,
βάζω το αυτί μου κι ακούω… ακούω αυτό που έρχεται, αυτό που
ακόμη είναι κρυφό, μα πλησιάζει… απ’ την ανάσα του το νιώθω πως
πλησιάζει…

Πίνει ξανά. Μελωδία.

Στα εκατομμύρια κουτιά που χάσκουν πίσω μου ξεκοιλιασμένα!… Και


στο σημερινό που ακόμα δεν έχει ανοίξει!

Τραγουδάει.

«Εγώ για σένα μια σταλιά


απόμεινα απ’ τα φιλιά,
περπάτησα καημό καημό
από χαντάκι σε γκρεμό.

Κι εσύ για μένα μια θηλιά,


πληγή καινούργια και παλιά,
ενός τσιγάρου διαδρομή
από φαράγγι σε κορμί.»

Παύση.

Απόψε θα λιώσει η «Αλάσκα»!


Θα ξεχυθούν ωκεανοί από τους πάγους της!
Καινούργια, αστραφτερά νερά, όλο κοχύλια! Στρείδια,
μαργαριτάρια και φωτιές! Χίλια νερά κι οι φωτιές από κάτω, χαλί
για να σβήνει ο αφρός τους!

Παύση.

Τι τύχη να σε βρω εδώ! Ευλογία! Κι η μουσική σου!… Μετά από


εκείνα τα φάλτσα… Εφτά μουσικοί που αλλάζανε τα μπάσα σε πρίμα
και τα πρίμα σε βελάσματα… Στο τέλος δεν άκουγες παρά έναν
κούφιο θόρυβο σα να κροτάλιζε μασέλα. Άντε μετά να τραγουδήσεις…
Ενώ εσύ… ευλογία!… Ξέρεις τι έλεγε ο πατέρας μου; «Η μουσική»
έλεγε «είναι τα νιάτα του κόσμου»… Αλλά φαίνεται πως στην
«Αλάσκα» ο κόσμος πάσχει μονίμως από ακατάσχετα γηρατειά.

Μεγάλη παύση.
Φαντάσου!… Είσαι ο τελευταίος άνθρωπος στον πλανήτη, φαντάσου…

Μελωδία.

…Δεν έχει μείνει κανείς να σου γελάσει, ούτε να σε κλάψει,


κανείς. Τους έχει φάει όλους ένα σπάταλο στόμα, τους έχει
καταπιεί, τους έχει θάψει στην άμμο του πελώριου στομαχιού του.
Γυρνάς μόνος σου – φαντάσου!… Περπατάς, περπατάς… δεν υπάρχει
κανείς να σε μαζέψει απ’ τα πόδια σου. Είσαι κουρασμένος, είσαι
πολύ κουρασμένος και φοβάσαι, ψάχνεις να βρεις ένα μέρος να
τρυπώσεις, να ξεχαστείς… Στο τέλος βρίσκεις μια σπηλιά, σκύβεις,
φιλάς το μάγουλο της πέτρας κι εκεί που είσαι έτοιμος να
λουφάξεις στη μασχάλη του ύπνου, πιάνει μια μουσική σαν αέρας…
σαν αέρας κι ύστερα σα βροχή, σα βροχή και σα λιακάδα μετά… σα
χαρά, σα μια χαρά που ποτέ δεν ζήτησες, γιατί δεν φαντάστηκες
ότι μπορεί να υπάρχει. Σηκώνεσαι κι αρχίζεις να τρέχεις, τρέχεις
να σωθείς από τον ύπνο, έχεις πια ξεχάσει την κούραση και το
φόβο και την ερημιά γιατί έχει πιάσει μια μουσική κι αυτή η
μουσική φέρνει πίσω τους ανθρώπους, έναν έναν τους ανθρώπους που
νόμιζες χαμένους, καταβροχθισμένους από ένα σπάταλο στόμα… όμως
όχι, δεν είναι έτσι, είναι η μουσική. Και για να είναι η
μουσική, είναι και οι άνθρωποι, τα μάτια και τα χέρια και τα
γέλια τους, τα ξέφρενα όνειρά τους, οι εποχές και τα χρόνια
τους… κι είναι ο χορός τους, ο χορός των ανθρώπων που…

Κρεσέντο μελωδίας.

…Παίξε, παίξε μου να χορέψω! Με λένα Βιολέτα κι απόψε ξαναβρίσκω


τους ανθρώπους, ξαναβρίσκω τα νιάτα του κόσμου απόψε!…

Χορεύει. Σταδιακή εξασθένηση της μελωδίας. Παύση.

Έχω μια ανάμνηση. Μια ανάμνηση διαλυμένη σαν τριαντάφυλλο στα


νύχια του ανέμου. Τα πέταλά της… πυροτεχνήματα και πασατέμπος
στο χαρτόνι… ένας φράχτης πνιγμένος στο αγιόκλημα… πυγολαμπίδες…
ένα ζευγάρι φθαρμένα γάντια… ένα φαρδύ τσόχινο γιλέκο στη ράχη
μιας καρέκλας… κι ύστερα ένα χέρι, ένα χέρι που κλειδώνει μέσα
του το δικό μου… σε μια βρεγμένη άσφαλτο, στο πεζοδρόμιο, δίπλα
στ’ αυτοκίνητα που περνούν με τα φώτα τους αναμμένα σαν
καντήλια…

Παύση.
Μια ανάμνηση από τα νιάτα του πατέρα μου… απ’ τα νιάτα του
κόσμου…

Παύση.

Ξέρεις, εγώ με τον πατέρα μου μεγάλωσα. Τη μάνα μου έχω να τη δώ


από τότε που ήμουν εννιά χρονών. Το μόνο που θυμάμαι από εκείνη
είναι τα δόντια της: κατάλευκα, μικρά σα χάντρες… μπορεί και σαν
τα δόντια του κάστορα, αλλά δεν ξέρω τα δόντια του κάστορα,
οπότε σα χάντρες… Κάθε φορά που γέλαγε ήθελα να της τα ξεριζώσω…
να τ’ απλώσω μετά στο χαλί… το χαλί ήταν απαλό, απαλό και άσπρο,
ένα άσπρο σκοτεινό σαν τον ήλιο της κόλασης.

Παύση.

Εξαφανίστηκε, είπανε. Την ψάξανε, αλλά εκείνη είχε χαθεί.


Ξαφνικά.

Παύση.

Της έγραφα γράμματα για χρόνια. Είχα βρει σ’ ένα συρτάρι την
κάρτα ενός ξενοδοχείου στην Ξάνθη… «Το Κοσμικόν!»… Της έγραφα
κυρίως για τις αλλαγές του καιρού: «… γι’ αυτό σας λέω μητέρα,
όταν έρθετε, δεν χρειάζεται να πάρετε μαζί σας ούτε το παλτό,
ούτε τα γάντια σας. Ποτέ δεν ήταν πιο ζεστές οι νύχτες εδώ
κάτω…» Με τον καιρό έκοψα τους πληθυντικούς… «Επιτέλους, μαμά,
δεν νομίζεις ότι αρκετά τράβηξε το αστείο του ξαφνικού αξιδιού
σου; Έχουμε πάψει να γελάμε πια. Στο κάτω κάτω έχεις αφήσει εδώ
ένα σωρό εκρεμμότητες. Εϊναι και η κυρία Παυλίνα που τηλεφωνεί
κάθε τόσο - δεν την αντέχω!» (Μικρή παύση) Μέχρι που μου σώθηκαν
οι φάκελοι.

Μεγάλη παύση.

Την ψάξανε, είπαν, αλλά εκείνη είχε χαθεί. Άφαντη απ’ όλες τις
αστυνομίες… Το πιστεύεις; Πιστεύεις ότι χάθηκε;… Το πιστεύεις;

Μουσική φράση.

Όχι, δεν μίλησαν για θάνατο. Κανείς δεν μίλησε για θάνατο.
Χάθηκε, είπαν… Όμως εγώ λέω όχι. Δεν γίνεται να χάθηκε. Κανείς
δεν χάνεται απ’ τη μια μέρα στην άλλη. Δεν είναι σκουλαρίκι ο
άνθρωπος, δεν είναι τασάκι. Όποιος χάνεται, χάνεται γιατί θέλει
να χαθεί. Γιατί θέλει να σβηστεί απο τα μάτια των άλλων. Θέλει
να κρατήσει την εικόνα του για πάρτη του, κανείς να μην τη
βλέπει, γιατί, όποιος τη δει, τη χαράζει. Όταν μπορέσει να
χαθεί, χάνεται. Γιατί γουστάρει ο ίδιος να χαράζει την εικόνα
του όσο θέλει, γι’ αυτό χάνεται. Κι εκείνοι που τον ψάχνουν, τον
ψάχνουν γιατί τους χαλάει τη συνήθεια. Βλέπουν το ρούχο του στην
κρεμάστρα και λυσσάνε. Δεν επιτρέπεται να μένει άδειο ένα ρούχο.
Ούτε να γυρίζει γυμνή μια γυναίκα επιτρέπεται.

Παύση.

Όμως η μάνα μου δεν γυρίζει γυμνή. Έχει αγοράσει χιλιάδες ρούχα,
είμαι σίγουρη. Είμαι σίγουρη ότι οι ντουλάπες της είναι γεμάτες
ρούχα. Όπου και να ‘ναι. Σ’ όποια ζωή και να ξυπνάει κάθε πρωί,
έχει αμέτρητα ρούχα για να διαλέγει.

Απότομη παύση.

Παίξε!… Παίξε για τα καινούργια ρούχα της μάνας μου!… Τι με


κοιτάς; Π Α Ι Ξ Ε ! ! !

Μελωδία. Σιωπή.

Τι ώρα είναι;

Μουσική φράση.

Είναι νωρίς ακόμα. Νομίζω ότι είναι νωρίς.

Παύση.

Μακάρι να ‘ναι νωρίς!

Μεγάλη παύση.

Τον άκουσα να ζητάει ένα ποτήρι νερό και σκέφτηκα: θα του


αφοσιωθώ. Θα του είμαι αφοσιωμένη. Θα του είμαι αφοσιωμένη κι
εκείνος θα είναι αφοσιωμένος σε μένα. Θα ζήσουμε αφοσιωμένοι ο
ένας στον άλλο. Ζεστοί, μέσα σ’ ένα κουκούλι αφοσίωσης. Όπως στα
παραμύθια… Ήταν κάποτε μια Βιολέτα, μια Βιολέτα κι ένας γιατρός…
Άρρωστοι, πολύ άρρωστοι. Αλλά βρήκαν την αφοσίωση και
γιατρεύτηκαν.

Παύση.

Μου αρέσει η λέξη «αφοσίωση». Σα ν’ ακουμπάς τα χείλη σου σε μια


γυμνή πλάτη. Την πλάτη ενός άντρα. Μια ατελείωτη πεδιάδα κι απο
κάτω θαμμένα τα κόκαλά του. Τρυφερά κόκαλα, τρυφερά και άδεια,
μόνο η σάρκα.

Παύση.

Α φ ο σ ί ω σ η. Άκου: α-φο-σί-ω-ση. (Κοντά του) Δεν


ανατριχιάζεις; Εδώ, στην πλάτη, δεν ανατριχιάζεις που σ’ ακουμπά
η λέξη μου;

Μουσική φράση.

Ντρέπεσαι; Με συγχωρείς… Εγώ με τους άντρες είμαι λίγο… λίγο


άτσαλη. Θέλω να πω… τους αγαπώ, τους αγαπώ, αλλά δεν ξέρω πώς να
τους ξοδέψω… Μόλις δω κάποιον… χαλάει ο κόσμος μέσα μου, ποιο
χώμα και ποια σύννεφα, μια ρουφιανιά όλα: «Τρέχα» μου λένε «θα
σου φύγει, τρέχα!»… Τρέχω λοιπόν κι εγώ και τους ορμάω.

Μικρή παύση.

Η σύγκρουση είναι μοιραία. Μετωπική. Ένα σωρό θύματα. Κι εγώ


μαζί. Μισοπεθαμένη. Πάντα με τους έρωτες μισοπεθαμένη. Να ψάχνω
οξυγόνο στις καντίνες κι οι καντίνες όλες κλειστές. Όταν εγώ
θέλω σαν τρελή οξυγόνο, όλες οι καντίνες του πλανήτη είναι
κλειστές!

Μεγάλη παύση.

Υπάρχει ένας έρωτας!… Ένας!… Ένας έρωτας ανάμεσα σε χίλιες δυο


αγάπες. Τον μετράς κι είναι πάντοτε ο πρώτος. Μπορώ να σου μιλάω
ώρες γι’ αυτόν.

Παύση.

Στα δεκατέσσερά μου… Εκείνος φοράει τη στολή της Αεροπορίας.


Ένας ουρανός, ένας αλλιώτικος ουρανός, κομμάτια η ανατολή στα
ρούχα του. Οκτώβριος, σε μια ταβέρνα στην άκρη της θάλασσας. Μια
απ’ τις τελευταίες ταβέρνες στην άκρη της τελευταίας θάλασσας.
Νυχτώνει. Ακούω το σκοτάδι να ρουθουνίζει πλάι στ’ αυτιά μου. Να
μπερδεύεται με το γέλιο του… Γέλιο και σκοτάδι ένα.

Μικρή παύση.

Μετά ανεβαίνουμε στη μηχανή του. Έχει σκαλώσει ένα φιλί στον
λαιμό μου, εδώ, να εδώ… στο μέρος που ανοίγει το πουκάμισο. Ένα
απελπισμένο φιλί όλο αίμα. Το βράδυ αυτό το φιλί δεν μ’ αφήνει
να κλείσω μάτι.

Μεγάλη παύση.

Τρεις μήνες κράτησε. Εκείνος ο Οκτώβριος κράτησε τρεις


ολόκληρους μήνες. Με το ίδιο φιλί!… Τι μαλακία! (Μικρή παύση)
Ύστερα τον μετέθεσαν.

Μουσική φράση.

Όχι βέβαια. Πού να τον ξαναδώ;

Μελωδία.

Η νοσταλγία; Δεν ξέρω τι είναι… Μόνο που στιγμές στιγμές σβήνω


εξαιτίας της.

Παύση.

Αυτός είναι ο καλύτερος θάνατος. Αυτός ο θάνατος εμένα με


πεθαίνει.

Παύση.

Πάντα με τους έρωτες πεθαμένη.

Παύση.

Μόνο αυτή τη φορά, μ’ αυτόν τον άντρα… Δεν θ’ αλαφιαστώ, είπα,


θα μείνω ήσυχη, θα κάτσω στην άκρη και θα κουνηθώ μόνο αν μου
δώσει το βήμα… Ό,τι μου πει… χωρίς πανικό… Γιατί πανικό; Αφού
είμαι μόνη μου κι εκείνος είναι γιατρός. Και μόνο που τον
βλέπεις θεραπεύεσαι. Θα πάω εκεί που θα μου πει και θα τον
περιμένω. Με τα φίνα μου ρούχα, τα πανάκριβά μου… Βλέπεις;
Ξόδεψα όλες μου σχεδον τις οικονομίες. Το φόρεμά μου είναι από
γνήσιο ζωικό μετάξι, οι γόβες μου από το δέρμα ενός άτυχου
φιδιού κι αυτό εδώ το βραχιόλι… από ελεφαντόδοντο.

Μικρή παύση.

Μ’ όλα τα ζώα πάνω μου τον περιμένω. Αν ξυπνήσουν… τα ίδια μου


τα ρούχα θα με κατασπαράξουν. Μ’ αυτό τον φόβο ζω, αν και
φιγουρίνι.

Γελάει. Μουσική φράση.

Αν είμαι ερωτευμένη; Αυτό θέλεις να μάθεις; Αν είμαι ερωτευμένη;

Τραγουδάει.

«Εγώ για σένα μια σταλιά


Απόμεινα απ’ τα φιλιά
Περπάτησα καημό καημό
Από χαντάκι σε γκρεμό».

Μεγάλη παύση.

Όχι, δεν είμαι ερωτευμένη.


Τρομαγμένη είμαι, έρμαιο του τρόμου μου.
Τρομαγμένη κι άστεγη.
Άστεγη, άφραγκη, άδεια.
Με μια φωνή ξοδεμένη στις Αλάσκες. Γεμάτο πάγο το στόμα μου.
Και τα μάτια μου πέτρινα. Γεφύρια. Μάτια γεφύρια για δάκρυα
ποτάμια.
Αλλά δεν μπορώ άλλο:
να ζωγραφίζω φιλιά στους καθρέφτες,
να σκέφτομαι αν αξίζει να λούσω τα μαλλιά μου,
να χαϊδεύω με τις ώρες μια χιλιοτριμμένη κουβέρτα,
να μη θυμάμαι πού ήμουνα στην τελυταία βροχή,
να πέφτω στους δρόμους και να μη βρίσκει το σώμα μου μπράτσο να
κρατηθεί.
(παύση)
Να μην μπορώ άλλο… Δεν μπορώ!
Παύση.

Εντάξει τώρα; Ικανοποιημένος;

Μουσική φράση.

Δεν ρώτησα αν με καταλαβαίνεις. Ρώτησα αν είσαι ικανοποιημένος.


Αν έμαθες αυτό που ήθελες.

Μουσική φράση.

Ωραία.

Παύση.

Μπορείς να μου δώσεις… αν με κεράσεις… αν σου βρίσκεται δηλαδή…


μια τσίχλα; Έχω μια βδομάδα που έκοψα το τσιγάρο… είναι νωπό
ακόμα… καταλαβαίνεις. Αν και καλού κακού έχω κρύψει ένα πακέτο
στην τσάντα μου.

Παύση.

Λοιπόν; Θα με κεράσεις μια τσίχλα;… Καλά, δεν πειράζει.


Τουλάχιστον ξέρεις κανένα περίπτερο εδώ κοντά; Καμία καντίνα;…
Ούτε περίπτερο ξέρεις. Ούτε περίπτερο, ούτε καντίνα. (Μικρή
παύση) Τι μέρος, Θεέ μου! Πού πήγε και το βρήκε! Ούτε ένα
περίπτερο, ούτε μια καντίνα!… Να δεις καντίνες έξω απ’ την
«Αλάσκα»… αποικίες! Φαΐ, τσιγάρα, προφυλακτικά – ό,τι βάλει ο
νους σου! Να δεις γραβάτες μες στη μουστάρδα, να δεις εμετούς,
στραβοπατημένα μοκασίνια, μαδημένα γαρύφαλλα, μαδημένες
υπολήψεις… πανόραμα! Μέχρι και βέρες! Ναι, δεν αστειεύομαι.
Εκεί, ανάμεσα στα χαμομήλια, είχα βρει ένα ξημέρωμα μια βέρα.
Γυαλιστερή, ολοστρόγγυλη… φτηνιάρικη βέρα. Μπορεί τέτοια βέρα να
κρατήσει τον λόγο της; Ένας Θεός ξέρει ποιος γάμος την κλαίει!

Μικρή παύση.

«Αλάσκα» - ο παράδεισος κάθε ακόλαστης βέρας!

Μεγάλη παύση.
Ο άντρας που περιμένω δεν φόραγε βέρα. Την είχε βγάλει. Δεν
χρειαζόταν πολύ για να το καταλάβεις. Το φανέρωνε το σημάδι στο
δάχτυλό του. Κι ο γιακάς στο πουκάμισο: κάτασπρος, χιονάτος…
Αμέσως το καταλάβαινες: εκεί, στο σημάδι της βέρας… στο σημάδι
της βέρας και μετά στον γιακά… στον κάτασπρο χιονάτο γιακά του…
Σα σε οθόνη… όλα: η γυναίκα του στο κομμωτήριο τις Πέμπτες… τα
χέρια του πάνω της το πρώτο Σάββατο κάθε μήνα, αργά τη νύχτα…
δεν βγάζει ποτέ το νυχτικό της… τα χείλη του βρίσκουν το
βαμβακερό της στήθος… βλαστημάει… μέσα κοιμούνται τα παιδιά…
δυο παιδιά: ενα αγόρι κι ένα κορίτσι… το κορίτσι φοράει
σιδεράκια στα δόντια του, το αγόρι μονάχο του… Έχει μουδιάσει το
στόμα του να βλαστημάει… Πρέπει να βρει έναν τρόπο να βάλει κάτω
αυτά τα σκατοσάββατα.

Παύση.

Στην «Αλάσκα» τα σαββατόβραδα δεν πέφτει καρφίτσα. Μεσάνυχτα τα


φάλτσα της ορχήστρας γράφουν ιστορία. Στα μπροστινά τραπέζια τα
πιο ιδρωμένα μουστάκια της πόλης φτύνουνε τ’ όνομά μου πάνω στις
χαρτοπετσέτες. Μετά τις διπλώνουν και μου τις στέλνουνε
συστημένες στο καμαρίνι… Έχουνε μια ουλή ανάμεσα στα φρύδια, μια
αρμαθιά κλειδιά σαν τους δεσμοφύλακες, μια λύσσα να μην
ξημερώσει Δευτέρα… ένα γέλιο λιπαρό, το βλέπεις και πενθείς
μέρες ολόκληρες…

Παύση.

Δεν υπάρχει παράθυρο πουθενά. Ούτε ένα παράθυρο. Μόνο μια


Βιολέτα υπάρχει, μια μαλακισμένη Βιολέτα που τραγουδάει για ένα
κρύσταλλο που κρέμεται από μια λάμπα.

Τραγουδάει.

«Κι εσύ για μένα μια θηλιά,


πληγή καινούργια και παλιά,
ενός τσιγάρου διαδρομή
από φαράγγι σε κορμί».

Μεγάλη παύση.
Κανένα παράθυρο. Ένας φεγγίτης μονάχα στο καμαρίνι… το τζάμι του
βρώμικο, γλιστράνε κάτι αστέρια λερωμένα, λιώνουνε σαν κερί πάνω
στο στήθος μου… Μια σταλιά κερί πάνω στην καρδιά μου.

Παύση.

Ξέρεις γιατί βρίσκομαι εδώ;


Περιμένω έναν άντρα.
Περιμένω να τελειώσει κι αυτός ο άντρας.

Μεγάλη παύση.

Θέλω να βάλω τα γέλια, να ξεκαρδιστώ. Μπορώ; Μπορώ να


ξεκαρδιστώ;

Μικρή παύση.

Να γελάσω χωρίς ν’ ακούγομαι.


Το γέλιο μιας γυναίκας που περιμένει είναι το γέλιο μιας τρελής
γυναίκας. Κινδυνέυω να παρεξηγηθώ.

Μικρή παύση.

Μπορείς να μου παίξεις ένα άηχο γέλιο;

Μικρή μελωδία.

Όχι λυπημένο. Άηχο. Μπορείς;

Δεύτερη μικρή μελωδία.

Κάπως έτσι. Ας πούμε ότι είναι κάπως έτσι. Ας πούμε ότι κατάφερα
να γελάσω.

Σιωπή.

Δεν πρόκειται να έρθει. Παίρνω όρκο. Όποιος πηγαίνει στην


«Αλάσκα» ποτέ δεν έρχεται. Δεν είμαι τυφλή. Ούτε εσύ είσαι· το
βλέπεις πως δεν θα ‘ρθει, δεν το βλέπεις;

Μουσική φράση.
Σου φαίνομαι από τις γυναίκες εκείνες που μπορούν να ζήσουν μ’
ένα ψέμα περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται για να μη μαραθεί το
κραγιόν τους;

Μουσική φράση.

Τότε πάψε να με κοροϊδεύεις! Εγώ μιλώ κι εσύ παίζεις τα λόγια


μου στα δάχτυλά σου - ας κρατηθούμε απ’ αυτή τη βεβαιότητα.
Χωρίς παρηγοριές, χωρίς αυταπάτες. Χωρίς προσδοκίες. Προπάντων
αυτό: χωρίς καμία προσδοκία.

Μελωδία.

Θ’ ανέβω επάνω.
Χωρίς τις βαλίτσες. Τις βαλίτσες θα τις αφήσω εδώ.
Θ’ ανέβω να ξαπλώσω λίγο.
Ίσως κοιμηθώ. Ίσως καταφέρω ν’ αποκοιμηθώ.
Να κοιμηθώ και να ξυπνήσω ζεστή. Μακριά, πολύ μακριά, αιώνες
μακριά απ’ την «Αλάσκα».

Η μελωδία συνεχίζεται.

Πρέπει να καταφέρω να κοιμηθώ.


Μόνη. Για μένα.
Σ’ όλους μας αξίζει ένας καλός ύπνος. Στην πραγματικότητα μόνο
αυτό μας αξίζει: ένας βαθύς, αλησμόνητος ύπνος.

Παύση. Η μελωδία συνεχίζεται.

Αν έρθει, να του πεις πως είμαι πάνω στο δωμάτιο ξαπλωμένη.


Κουράστηκε, πες του. Δεν είναι μόνο το μυαλό που στάζει, είναι
και το κορμί που τρέμει… Έχει ξαπλώσει και καπνίζει, έτσι να του
πεις. Είναι ξαπλωμένη και καπνίζει. Ξανάρχισε το τσιγάρο. Μόλις
τελειώσει το πακέτο, θα μαζέψει προσεχτικά τις στάχτες… όλες τις
στάχτες θα τις μαζέψει κι ύστερα θα σβήσει το φως και θα
κοιμηθεί. Θα κοιμηθεί όσα μεσάνυχτα μπορέσει. Μόλις τελειώσει το
πακέτο θα κλείσει τα μάτια… Πρώτη φορά τόσο νωρίς στη ζωή της.
ΤΕΛΟΣ

You might also like