You are on page 1of 52

ΛΟΥΙΤΖΙ ΠΙΡΑΝΤΕΛΟ

Ο ΒΛΑΚΑΣ
O ΤΣΕΤΣΕ
Η ΑΔΕΙΑ
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΣΤΟ
ΣΤΟΜΑ
(μονόπρακτα)
ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
(απόσπασμα)

1
LUIGI PIRANDELLO

L’ imbecille
Cecè
La patente
L’ uomo dal fiore in bocca
(commedie in un atto)

Teatro e letteratura
(brano)

Μετάφραση από τα ιταλικά Χρίστος Αλεξανδρίδης


Επιμέλεια Λίτα Κοταρά

Εξώφυλλο: Charcoal-pine, David Hayward

Αθήνα, Απρίλιος 2011

2
Περιεχόμενα

Ο βλάκας σελ. 4

O Τσετσέ σελ 15

Η άδεια σελ. 31

Ο άνθρωπος με το λουλούδι στο στόμα σελ. 40

Θέατρο και λογοτεχνία (απόσπασμα) σελ. 47

Λίγα λόγια για τον Πιραντέλο και το έργο του σελ. 51

3
Ο βλάκας
(μονόπρακτη κωμωδία)

ΠΡΟΣΩΠΑ

Λούκα Φάτσιο
Λεοπόλντο Παρόνι
Ο πλασιέ
Ρόζα Λαβέκια
Πρώτος συντάκτης
Δεύτερος συντάκτης
Τρίτος συντάκτης
Τέταρτος συντάκτης
Πέμπτος συντάκτης

Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά υπό μορφή νουβέλας στην εφημερίδα Κοριέρε ντέλα
Σέρα, στις 11 Σεπτεμβρίου 1912. Η κωμωδία, βασισμένη στην ομώνυμη νουβέλα,
πρωτοπαίχτηκε σε θέατρο της Ρώμης, στις 10 Οκτωβρίου 1922.

4
Η σκηνή παρουσιάζει το ταπεινό γραφείο του Λεοπόλδου Παρόνι, διευθυντή της
«Δημοκρατικής Εκδίκησης» της Κοστανόβα. Η έδρα της εφημερίδας βρίσκεται μέσα
στο ίδιο το σπίτι του Παρόνι, αρχηγού του δημοκρατικού κόμματος κι επειδή ο Παρόνι
ζει μόνος, περιφρονώντας όλες τις ανέσεις και όπως φαίνεται και την καθαριότητα,
ακαταστασία και βρωμιά επικρατούν τόσο επάνω σ’ όλα τα έπιπλα, που είναι παλιά και
σε κακό χάλι, όσο και καταγής. Το έπιπλο του γραφείου είναι γεμάτο στοίβες χαρτιά· οι
καρέκλες εδώ κι εκεί, γεμάτες κι εκείνες με βιβλία και φακέλους· εφημερίδες παντού·
ράφια με βιβλία ακατάστατα τοποθετημένα· ένα δερμάτινο ντιβάνι της συμφοράς με ένα
μαξιλάρι ύπνου, βρώμικο, σχισμένο και με το περιεχόμενό του να προεξέχει από τις
σχισμές. Η κυρία είσοδος βρίσκεται στ’ αριστερά του ηθοποιού. Στο βάθος υπάρχει μία
πόρτα με τζάμια, που οδηγεί στην αίθουσα σύνταξης της εφημερίδας. Μία άλλη πόρτα,
στα δεξιά, οδηγεί στα διαμερίσματα της κατοικίας του Παρόνι.
Είναι βράδυ και όταν ανοίγει η αυλαία το γραφείο είναι σχεδόν μες στο σκοτάδι και
φωτίζεται μόλις από το φως της αίθουσας στο βάθος, που διαχέεται μέσα από τα
ημιδιαφανή τζάμια της εισόδου.
Ο Λούκα Φάτσιο, καθισμένος με τα πόδια επάνω στο ντιβάνι, την πλάτη να ακουμπά
στο μαξιλάρι και με ένα γκρί μάλλινο σάλι στους ώμους, είναι ακίνητος και φορά στο
κεφάλι έναν ταξιδιωτικό σκούφο του οποίου το πλατύ γείσο πέφτει μέχρι τη μύτη του.
Στο ένα χέρι, σχεδόν σκελετωμένο και κρυμμένο κάτω από το σάλι, κρατάει
κουβαριασμένο ένα μαντήλι. Είναι 26 χρονών. Όταν θα φωτιστεί το γραφείο, θα φανεί
το αδύνατο πρόσωπό του, χλωμό, σα λείψανο, με αραιά γένια αρρώστου φυτρωμένα
εδώ κι εκεί, με ένα μικρό, άθλιο, ξανθό, γυρτό μουστάκι. Κατά διαστήματα φράζει το
στόμα του με το κουβαριασμένο μαντήλι, και συγκλονίζεται από έναν βαθύ βήχα που
του ξεσκίζει το στήθος. Από τη φωτισμένη πόρτα με το τζάμι ακούγονται για λίγο
ανάκατες οι φωνές του Παρόνι και των συντακτών της «Εκδίκησης».

ΠΑΡΟΝΙ (από μέσα). Σας λέω πως πρέπει να του κάνουμε ολοκληρωτική επίθεση!
ΦΩΝΕΣ ΑΝΑΚΑΤΕΣ. Ναι, ναι μπράβο! Επίθεση! – Πολύ καλά! – Ολοκληρωτική
επίθεση! – Όχι! – Καθόλου!
ΠΡΩΤΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ (δυνατότερα από τους άλλους). Έτσι θα παίξετε το παιχνίδι
του Καπαντόνα!
ΦΩΝΕΣ ΑΝΑΚΑΤΕΣ. Έτσι είναι! Έτσι είναι! – Μερικοί μοναρχικοί! – Μα ποιος το
λέει; - Όχι! Όχι!
ΠΑΡΟΝΙ (οργισμένα). Κανείς δεν θα μπορέσει να το πιστέψει! Εμείς ακολουθούμε τη
δική μας γραμμή! Θα του επιτεθούμε στο όνομα των αρχών μας! Αρκετά! Αφήστε με
να γράψω! (Γίνεται ησυχία. Ο Λούκα Φάτσιο δεν κινείται. Η κυρία είσοδος στ’
αριστερά ανοίγει λίγο και μια φωνή ρωτάει: «Επιτρέπεται;» Ο Λούκα Φάτσιο δεν
απαντά. Μετά από λίγο η φωνή ρωτά και πάλι: «Επιτρέπεται;» και μπαίνει αμήχανος ο
πλασιέ από το Πεδεμόντιο, γύρω στα 40).
ΠΛΑΣΙΕ. Δεν είναι κανείς;
ΛΟΥΚΑ (ατάραχος, με σπηλαιώδη φωνή). Είναι όλοι τους εκεί.
ΠΛΑΣΙΕ (στο άκουσμα εκείνης της φωνής ξαφνιάζεται). Α! Με συγχωρείτε! Εσείς
είστε ο κύριος Παρόνι;
ΛΟΥΚΑ (όπως πιο πάνω). Απο ’κεί! Απο ’κεί! (δείχνει την πόρτα με το τζάμι).
ΠΛΑΣΙΕ. Μπορώ να μπω;
ΛΟΥΚΑ (ενοχλημένος). Σ’ εμένα το ρωτάτε; Μπείτε, εάν θέλετε.

5
(Ο πλασιέ κατευθύνεται προς την είσοδο στο βάθος, αλλά πριν φτάσει ξεσπάει πάλι μία
οχλαγωγία στην αίθουσα σύνταξης, ενώ από μακριά ακούγονται άλλες φωνές από μια
διαδήλωση, η οποία υποτίθεται ότι διασχίζει τρέχοντας την κοντινή πλατεία. Ο πλασιέ
σταματάει και τα έχει χαμένα).
ΣΥΓΚΕΧΥΜΕΝΕΣ ΦΩΝΕΣ (από την αίθουσα σύνταξης). Να, τους ακούτε; - Κάνουν
διαδήλωση! – Κάνουν διαδήλωση οι άθλιοι! – Είναι οι οπαδοί του Καπαντόνα!
ΠΡΩΤΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. Φωνάζουν: «Ζήτω ο Καπαντόνα!» Δεν σας το’ λεγα εγώ;
ΠΑΡΟΝΙ (χτυπώντας δυνατά τη γροθιά του στο τραπέζι, ουρλιάζοντας). Κι εγώ σου
λέω πως πρέπει να βγάλουμε απ’ τη μέση τον Γκουίντο Ματζαρίνι! Τι με νοιάζει
εμένα ο Καπαντόνα;
(Η οχλαγωγία της πλατείας σκεπάζει για λίγο της φωνές από την αίθουσα σύνταξης. Οι
διαδηλωτές, πολυπληθείς, περνούν τρέχοντας και φωνάζουν: «Ζήτω ο Καπαντόνα!
Κάτω ο βασιλικός κομισάριος!» Μόλις η οχλαγωγία απομακρύνεται, ξανακούγονται οι
φωνές από την αίθουσα σύνταξης: «Παλιόσκυλα! Παλιόσκυλα! Εχθροί του τόπου! Ο
Καπαντόνα θα το πληρώσει!» και ξαφνικά, δύο συντάκτες, ορμητικά, φορώντας τα
καπέλα τους και οπλισμένοι με μπαστούνια, ανοίγουν την πόρτα με το τζάμι και ορμούν
προς την κυρία είσοδο για να τρέξουν πίσω από τη διαδήλωση).
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ (τρέχοντας, σε διέγερση) Άθλιοι! Άθλιοι! (βγαίνει).
ΤΡΙΤΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ (μόλις βρεθεί μπροστά στον Πλασιέ, του φωνάζει κατά
πρόσωπο): Τολμούν να φωνάζουν «Ζήτω ο Καπαντόνα!» (βγαίνει).
Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΙ. Πηγαίνετε! Πηγαίνετε όλοι! Εγώ θα μείνω εδώ για να
γράψω!
(Από την πόρτα με το τζάμι βγαίνουν με ορμή, φορώντας καπέλα, άλλοι τρεις συντάκτες
και κατευθύνονται στην κυρία είσοδο φωνάζοντας ανάκατα: «Δειλοί! Παλιόσκυλα!
Πουλημένοι!» κι ένας από αυτούς ξαναφωνάζει κατά πρόσωπο στον Πλασιέ: «Ζήτω ο
Καπαντόνα! Καταλαβαίνετε;» Φεύγουν όλοι).
ΠΛΑΣΙΕ. Δεν καταλαβαίνω τίποτα… (Στο Λούκα Φάτσιο): Συγνώμη, τι συμβαίνει;
(Τον Λούκα τον πιάνει μία δυνατή κρίση βήχα και κλείνει το στόμα του. Ο Πλασιέ
σκύβει και τον κοιτάζει με πόνο, ταραγμένος, αμήχανος από την αηδία που δεν
κατορθώνει να κρύψει).
ΛΟΥΚΑ. Βρωμάνε πίπα οι καταραμένοι! Κάντε στην άκρη… Αέρα! Να αναπνεύσω!
(Έπειτα, ήρεμος): Δεν είστε από την Κοστανόβα;
ΠΛΑΣΙΕ. Όχι, περαστικός είμαι.
ΛΟΥΚΑ. Όλοι περαστικοί είμαστε, αγαπητέ μου κύριε.
ΠΛΑΣΙΕ. Είμαι πλασιέ της βιομηχανίας χάρτου του Σανγκόνε. Θα ήθελα να μιλήσω
με τον κύριο Παρόνι για την προμήθεια της εφημερίδας.
ΛΟΥΚΑ. Δε νομίζω πως είναι η κατάλληλη στιγμή.
ΠΛΑΣΙΕ. Ναι, άκουσα. Μία διαδήλωση.
ΛΟΥΚΑ (με σκοτεινή ειρωνεία). Οχτώ μήνες μετά τις πολιτικές εκλογές
εξακολουθούν να είναι όλο αγανάκτηση ενάντια στον βουλευτή Γκουίντο Ματζαρίνι.
ΠΛΑΣΙΕ. Σοσιαλιστής;
ΛΟΥΚΑ. Δεν ξέρω. Μου φαίνεται. Εδώ στην Κοστανόβα όλοι ήταν εναντίον του·
εκείνος όμως κατάφερε να κερδίσει με τις ψήφους άλλων περιοχών. (Τρίβει τον δείχτη
με τον αντίχειρα για να δείξει ότι έχει χρήματα και προσθέτει): Σπουδαίος άνθρωπος.
Και η οργή, όπως βλέπετε, δεν εξανεμίστηκε, επειδή ο Ματζαρίνι, για να εκδικηθεί,
έστειλε στη νομαρχία της Κοστανόβα – (κάντε στην άκρη, κάντε λίγο στην άκρη,
παρακαλώ: μου λείπει ο αέρας) – έστειλε έναν βασιλικό κομισάριο. – Ευχαριστώ. –
Μεγάλη στιγμή: ένας βασιλικός κομισάριος!
ΠΛΑΣΙΕ. Φωνάζουν όμως: «Κάτω ο Καπαντόνα!»
6
ΛΟΥΚΑ. Βέβαια. Δεν τον θέλουν. Η Κοστανόβα είναι ένα μεγάλο μέρος, αγαπητέ
μου κύριε. Σκεφτείτε ότι το Σύμπαν, έτσι όπως είναι, γυρίζει γύρο της. Πηγαίνετε στο
παράθυρο και κοιτάξτε τον ουρανό. Ξέρετε γιατί υπάρχουν τ’ άστρα; Για να
κρυφοκοιτάζουν εδώ, επάνω στη Γη την Κοστανόβα. Κάποιοι λένε πως τη βλέπουν
και γελάνε. Μην τους πιστεύετε: ζηλεύουν όλα και πολύ θα ήθελαν να έχουν κι αυτά
μία Κοστανόβα. Και ξέρετε από τι εξαρτώνται οι τύχες του Σύμπαντος; Από το
Δημοτικό Συμβούλιο της Κοστανόβα. Το Δημοτικό Συμβούλιο διαλύθηκε και κατά
συνέπεια το Σύμπαν ολόκληρο έγινε άνω κάτω. Μπορείτε να το δείτε αυτό στο
πρόσωπο του Παρόνι. Κοιτάξτε το, κοιτάξτε το από το τζάμι της πόρτας.
ΠΛΑΣΙΕ (κάνει να πλησιάσει στην πόρτα και κοντοστέκεται). Μα είναι αδιαφανές!
ΛΟΥΚΑ. Α, ναι. Δεν το σκέφτηκα.
ΠΛΑΣΙΕ. Εσείς δεν ανήκετε στη σύνταξη της εφημερίδας;
ΛΟΥΚΑ. Όχι. Είμαι συμπαθών. Ή καλύτερα ήμουν. Είμαι έτοιμος να φύγω, αγαπητέ
μου κύριε. Και ξέρετε, είμαστε αρκετοί μ’ αυτή την αρρώστια στην Κοστανόβα. Δύο
αδελφοί μου, πριν φύγουν και αυτοί, συμμετείχαν στη σύνταξη της εφημερίδας. Εγώ
μέχρι προχθές ήμουν φοιτητής ιατρικής. Επέστρεψα σήμερα το πρωί για να πεθάνω
στο σπίτι μου. Πουλάτε χαρτί για τις εφημερίδες;
ΠΛΑΣΙΕ. Ναι, και για τις εφημερίδες. Σε τιμές ανταγωνισμού.
ΛΟΥΚΑ. Για να τυπώνονται εφημερίδες σε περισσότερα αντίτυπα;
ΠΛΑΣΙΕ. Πιστέψτε με, το θέμα της τιμής του χαρτιού, στις παρούσες συνθήκες
αγοράς…
ΛΟΥΚΑ (σταματώντας τον). Σας πιστεύω. Εάν ξέρατε τι παρηγοριά είναι για μένα
όταν σκέφτομαι πως θα συνεχίζετε να πηγαίνετε, ποιος ξέρει για πόσα χρόνια ακόμα,
από χωριό σε χωριό, προσφέροντας σε τιμές ανταγωνισμού το χαρτί της βιομηχανίας
σας σε εβδομαδιαίες εφημεριδούλες της επαρχίας! Όταν σκέφτομαι ότι μπορεί να
ξαναβρεθείτε εδώ μετά από δέκα χρόνια ίσως, ένα βράδυ όπως τώρα και να ξαναδείτε
αυτό το άθλιο ντιβάνι, χωρίς εμένα όμως, και την Κοστανόβα ίσως ήρεμη…
(Μπαίνουν από την κυρία είσοδο, κάνοντας μεγάλη φασαρία, τρεις από τους συντάκτες
που έτρεξαν πριν λίγο πίσω από τη διαδήλωση και φωνάζουν):
ΠΡΩΤΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. Παρόνι! Παρόνι!
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. Έγινε χαμός στην πλατεία!
ΤΡΙΤΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. Έλα, έλα Λεοπόλδε!
(Μπαίνει βιαστικά από την πόρτα με το τζάμι ο Λεοπόλδος Παρόνι, ο αγέρωχος
δημοκράτης, με μια βρώμικη λάμπα πετρελαίου, άσπρη στο χέρι. Είναι γύρω στα
πενήντα. Λιονταρίσια χαίτη, μεγάλη μύτη, μουστάκια γυρισμένα προς τα επάνω,
μεφιστοφελικό γενάκι και κόκκινη γραβάτα).
ΠΑΡΟΝΙ. Τι είναι; Έπεσε ξύλο; (Πηγαίνει να ακουμπήσει τη λάμπα στο γραφείο,
κάνοντας χώρο ανάμεσα στα χαρτιά).
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. Του καλού καιρού!
ΠΡΩΤΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. Ορδές σοσιαλιστών που ήρθαν από την επαρχία!
ΠΑΡΟΝΙ (αμέσως). Έπεσαν επάνω σ’ εκείνους του Καπαντόνα;
ΤΡΙΤΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. Όχι, επάνω στους δικούς μας!
ΠΡΩΤΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. Έλα! Ας τρέξουμε! Σε χρειαζόμαστε!
ΠΑΡΟΝΙ. (ξεφεύγοντας). Περιμένετε. Για όνομα του Θεού! Τι κάνει λοιπόν η
αστυνομία;
ΠΡΩΤΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. Η αστυνομία; Μα ο βασιλικός κομισάριος θα ήταν πολύ
χαρούμενος εάν τις τρώγαμε εμείς! Έλα! Έλα!
ΠΑΡΟΝΙ. Πάμε, ναι, πάμε! (Στον τρίτο συντάκτη, που εκτελεί αμέσως): Πήγαινε να
μου φέρεις το καπέλο και το μπαστούνι! – Ο Κόντι, ο Φαμπρίτσι, πού είναι;
7
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. Είναι εκεί. Κρατούν αντίσταση όπως μπορούν!
ΠΡΩΤΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. Αμύνονται!
ΠΑΡΟΝΙ. Μα νομίζω πως θα μπορούσαν να καλέσουν τη φρουρά οι οπαδοί του
Καπαντόνα.
ΠΡΩΤΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. Τους έλιωσαν όλους στο ξύλο!
ΠΑΡΟΝΙ. Κι εσείς, αντί να έρθετε και οι τρεις να με φωνάξετε, μπορούσατε να
μείνετε εκεί και να στείλετε έναν!
ΤΡΙΤΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ (επιστρέφοντας από την αίθουσα σύνταξης) Δεν βρίσκω το
μπαστούνι!
ΠΑΡΟΝΙ. Είναι στη γωνία, κοντά στην κρεμάστρα!
ΠΡΩΤΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. Πάμε, πάμε, θα σου δώσω το δικό μου!
ΠΑΡΟΝΙ. Κι εσύ τι θα κάνεις; Ανάμεσα σε τόσες μπαστουνιές, χωρίς μπαστούνι;
(Μπαίνει λαχανιασμένη, τρομαγμένη η κυρία Ρόζα Λαβέκια, πενηντάρα, κοκκινομάλλα,
αδύνατη, με γυαλιά, ντυμένη σχεδόν αντρικά).
ΡΟΖΑ (ψόφια στην κούραση, σχεδόν δεν μπορεί ν’ ανασάνει). Ω, Θεέ μου… Ω Θεέ
μου…
ΠΑΡΟΝΙ και οι άλλοι (ανήσυχοι, τρομαγμένοι). Τι έγινε; Τι συμβαίνει;
ΡΟΖΑ. Δεν τα μάθατε;
ΠΑΡΟΝΙ. Σκότωσαν κανένα;
ΡΟΖΑ (κοιτάζοντάς τους, σαν να τα αγνοεί όλα). Όχι. Πού;
ΠΡΩΤΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. Πώς! Δεν ξέρεις ότι έχουμε διαδηλώσεις;
ΡΟΖΑ (όπως πιο πάνω). Διαδηλώσεις; Όχι, δεν ξέρω τίποτα. – Έρχομαι από το σπίτι
του φουκαρά Πουλίνο…
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. Λοιπόν;
ΡΟΖΑ. Αυτοκτόνησε!
ΠΡΩΤΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. Αυτοκτόνησε;
ΠΑΡΟΝΙ. Ο Πουλίνο;
ΤΡΙΤΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. Ο Λουλού Πουλίνο αυτοκτόνησε;
ΡΟΖΑ. Πριν δύο ώρες. Τον βρήκαν σπίτι του κρεμασμένο από το γάντζο της λάμπας,
στην κουζίνα.
ΠΡΩΤΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. Κρεμασμένο είπες;
ΡΟΖΑ. Τι θέαμα! Πήγα να τον δω… Μελανιασμένος, με τα μάτια και τη γλώσσα
πεταμένα έξω, τα δάχτυλα γαμψά… Μακρής, μακρής, να κρέμεται εκεί στη μέση από
το δωμάτιο…
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. Για κοίτα εκεί, ο καημένος ο Πουλίνο!
ΠΡΩΤΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. Ήταν ξεγραμμένος, ο φουκαράς· στα τελευταία του.
ΤΡΙΤΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. Τέτοιο τέλος όμως…
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. Γλύτωσε όμως από τα βάσανα!
ΠΡΩΤΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. Δεν μπορούσε ούτε στα πόδια του να σταθεί…
ΠΑΡΟΝΙ. Με συγχωρείτε, εγώ νομίζω ότι όταν κάποιος δεν ξέρει πια τι να την κάνει
τη ζωή του, είναι βλάκας –
ΠΡΩΤΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. – τι βλάκας; -
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ – να αυτοκτονεί; -
ΤΡΙΤΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. – και γιατί βλάκας; -
ΠΡΩΤΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. – αφού ήταν μετρημένες οι μέρες του! -
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. –ζωή ήταν αυτή που έκανε; -
ΠΑΡΟΝΙ. – ακριβώς! ακριβώς γι’ αυτό! – Εγώ θα του το πλήρωνα το ταξίδι! –
ΤΡΙΤΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. – το ταξίδι; –
ΠΡΩΤΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. – μα τι λες; -
8
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. – το ταξίδι για τον άλλο κόσμο; -
ΠΑΡΟΝΙ. – όχι: μέχρι τη Ρώμη, το ταξίδι μέχρι τη Ρώμη. Σας λέω ότι θα του το
πλήρωνα εγώ! – Όταν κάποιος δεν ξέρει πλέον τι να την κάνει τη ζωή του και
αποφασίζει ν’ αυτοκτονήσει, πριν το κάνει, να πάρει η οργή… Α, τι ικανοποίηση θα
ένιωθα εγώ, εάν ο θάνατός μου θα εξυπηρετούσε κάτι! Με συγχωρείτε, είμαι
άρρωστος, αύριο θα πεθάνω· υπάρχει όμως κάποιος που ατιμάζει τον τόπο μου,
κάποιος που αποτελεί για εμάς όλους μία μεγάλη ντροπή και αυτός είναι ο Γκουίντο
Ματζαρίνι. Λοιπόν, θα τον σκοτώσω κι έπειτα θα σκοτωθώ! – Να τι πρέπει να κάνει
κανείς! - Κι όποιος δεν το κάνει, είναι βλάκας!
ΤΡΙΤΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. Μπορεί να μην το σκέφτηκε, ο καημένος!
ΠΑΡΟΝΙ. Πώς μπορεί να μην το σκεφτεί κανείς όταν ζει, όπως ζούσε εκείνος δύο
ώρες πριν, με την ντροπή που μας πλακώνει όλους, εδώ πέρα, που ποδοπατεί την τιμή
του τόπου μας και δηλητηριάζει ακόμη και τον αέρα που αναπνέουμε; Εγώ θα τού’
βαζα στο χέρι το πιστόλι! Σκότωσέ τον κι έπειτα αυτοκτόνησε, βλάκα!
( Στο σημείο αυτό μπαίνουν από την κυρία είσοδο πανηγυρίζοντας οι άλλοι δύο
συντάκτες που είχαν βγει προηγουμένως).
ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. Τελειώσαμε! Τελειώσαμε!
ΠΕΜΠΤΟΣ ΣΥΝΤΑΚΗΣ. Τους διώξαμε με τα μπαστούνια σαν να ήταν κοπάδι
πρόβατα!
ΠΡΩΤΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ (ψυχρά). Με τη βοήθεια της φρουράς;
ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. Ναι, αλλά στο τέλος!
ΠΕΜΠΤΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. Όταν οι δικοί μας σαν λιοντάρια χύθηκαν επάνω τους!
Υπέροχοι! Έπρεπε να τους βλέπατε!
ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. Φάγανε τόσο ξύλο, να σου σηκώνεται η τρίχα! (Έπειτα,
βλέποντας πως κανείς δεν απαντάει στον ενθουσιασμό τον δικό του και του συντρόφου
του): Μα τι έχετε πάθει;
ΡΟΖΑ. Ο καημένος ο Πουλίνο…
ΠΕΜΠΤΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. Τι σχέση έχει ο Πουλίνο;
ΠΡΩΤΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. Κρεμάστηκε πριν δύο ώρες!
ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. Τι λες! Ο Λουλού Πουλίνο κρεμάστηκε;
ΠΕΜΠΤΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. Καημένε Λουλού! Βέβαια, το είπε και σ’ εμένα ότι
ήθελε να τελειώνει με τα βάσανα… Ξεμπέρδεψε μια και καλή: πολύ καλά έκανε!
ΠΑΡΟΝΙ. Έπρεπε να κάνει κάτι καλύτερο! Αυτό συζητούσαμε. Αφού έπρεπε να
κάνει καλό στον εαυτό του αυτοκτονώντας, θα μπορούσε προηγουμένως να κάνει
καλό και στους άλλους, στον τόπο του. Να πάει στη Ρώμη να σκοτώσει τον εχθρό
όλων μας, τον Γκουίντο Ματζαρίνι! Δεν θα του στοίχιζε τίποτα, ούτε το ταξίδι· θα
του το πλήρωνα εγώ, λόγω τιμής! Έτσι όμως πέθανε σαν βλάκας!
ΠΡΩΤΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. Αρκετά! Είναι κιόλας αργά!
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. Ναι, ναι. Το αποψινό χρονικό θα το γράψουμε αύριο.
ΤΡΙΤΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. Έτσι κι αλλιώς μέχρι την Κυριακή έχουμε καιρό.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ (αναστενάζοντας με οίκτο). Και θα μιλήσουμε και για τον
καημένο τον Πουλίνο.
ΡΟΖΑ (στον Παρόνι). Εάν θέλεις, Παρόνι, θα μπορούσα να μιλήσω εγώ που τον είδα.
ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. Θα μπορούσαμε να πάμε να τον δούμε κι εμείς,
περνώντας.
ΡΟΖΑ. Μπορεί να τον βρείτε ακόμα κρεμασμένο. Για να τον ξεκρεμάσουν
περιμένουν τον εισαγγελέα που νομίζω πως δεν έχει έρθει ακόμα από το Μπόργκο.
ΠΑΡΟΝΙ. Τι κρίμα! Να σκεφτεί κανείς ότι η κυριακάτικη έκδοσή μας θα μπορούσε
να ήταν ολόκληρη αφιερωμένη σ’ αυτόν, εάν είχε εκδικηθεί τον τόπο του!
9
ΠΡΩΤΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ (ανακαλύπτοντας, επιτέλους, στο ντιβάνι τον Λούκα Φάτσιο).
Για κοιτάξτε εδώ! Ο Λούκα Φάτσιο! (Όλοι γυρίζουν να κοιτάξουν).
ΠΑΡΟΝΙ. Α, ο Λούκα!
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. Καθόσουν τόση ώρα εκεί, χωρίς να λες τίποτα;
ΤΡΙΤΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. Πότε ήρθες;
ΛΟΥΚΑ (χωρίς να μετακινηθεί, ενοχλημένος). Σήμερα το πρωί.
ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. Δεν είσαι καλά;
ΛΟΥΚΑ (αργοπορεί ν’ απαντήσει, κάνει πρώτα μία χειρονομία, έπειτα λέει): Σαν τον
Πουλίνο.
ΠΑΡΟΝΙ (σημειώνοντας την παρουσία του πλασιέ). Συγνώμη, εσείς ποιος είστε;
ΠΛΑΣΙΕ. Ήρθα, κύριε Παρόνι, για την προμήθεια του χαρτιού.
ΠΑΡΟΝΙ. Α, είστε ο πλασιέ της χαρτοβιομηχανίας του Σανγκόνε; Ξαναπεράστε
αύριο· κάντε μου τη χάρη, τώρα είναι αργά.
ΠΛΑΣΙΕ. Αύριο το πρωί, κύριε, επειδή θα ήθελα να αναχωρήσω την ίδια μέρα.
ΠΡΩΤΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ. Άντε, πάμε. Καληνύχτα, Λεοπόλδε.
(Και οι άλλοι χαιρετούν τον Παρόνι, που τους ανταποδίδει το χαιρετισμό).
ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ (στο Λούκα Φάτσιο). Εσύ δεν θα’ ρθεις;
ΛΟΥΚΑ (κατηφής). Όχι. Έχω να πω κάτι στον Παρόνι.
ΠΑΡΟΝΙ (ανήσυχος). Σ’ εμένα;
ΛΟΥΚΑ (όπως πιο πάνω). Δύο λεπτά μόνο.
(Όλοι τον κοιτάζουν με συμπόνια, επειδή διακρίνουν αμέσως , μετά τη συζήτηση που
έχει προηγηθεί, τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην δική του απελπιστική κατάσταση
υγείας και σ’ εκείνη του Πουλίνο «που αυτοκτόνησε σαν βλάκας»).
ΠΑΡΟΝΙ. Δεν θα μπορούσες να το πεις τώρα, μπροστά σε όλους;
ΛΟΥΚΑ. Όχι. Μόνο σ’ εσένα.
ΠΑΡΟΝΙ (στους άλλους). Πηγαίνετε, λοιπόν. Καληνύχτα, φίλοι μου.
(Ξαναχαιρετιούνται).
ΠΛΑΣΙΕ. Θα έλθω κατά τις δέκα.
ΠΑΡΟΝΟ. Και πιο νωρίς, και πιο νωρίς, εάν θέλετε. Γεια σας.
(Φεύγουν όλοι, εκτός από τον Παρόνι και τον Λούκα Φάτσιο, που κατεβάζει τα πόδια
από το ντιβάνι και παραμένει καθιστός, σκυμμένος, να κοιτάζει καταγής).
ΠΑΡΟΝΙ (τον πλησιάζει προσεκτικά και κάνει ν’ ακουμπήσει το χέρι στον ώμο του).
Αγαπητέ μου Λούκα, λοιπόν… φίλε μου…
ΛΟΥΚΑ (γρήγορα , σηκώνοντας το χέρι του). Όχι, μακριά.
ΠΑΡΟΝΙ. Γιατί;
ΛΟΥΚΑ. Με κάνεις να βήχω.
ΠΑΡΟΝΙ. Είσαι πολύ άρρωστος, ε; Βέβαια, είναι φανερό.
ΛΟΥΚΑ (γνέφει καταφατικά με το κεφάλι, έπειτα λέει): Είμαι, λοιπόν, ό, τι πρέπει για
σένα. Κλείσε καλά εκείνη την πόρτα. (Δείχνει με το κεφάλι την κεντρική είσοδο).
ΠΑΡΟΝΙ (εκτελώντας). Α, ναι! Αμέσως.
ΛΟΥΚΑ. Με τον σύρτη.
ΠΕΡΟΝΙ (εκτελεί και γελάει). Μα δεν χρειάζεται· δεν θα’ ρθει πια κανείς. Μπορείς να
μιλήσεις ελεύθερα. Θα μείνει μεταξύ μας.
ΛΟΥΚΑ. Κλείσε κι εκείνη την πόρτα. (Δείχνει την πόρτα με το τζάμι).
ΠΑΡΟΝΙ (όπως πιο πάνω). Γιατί; Ξέρεις ότι μένω μόνος. Εκεί μέσα δεν υπάρχει πια
κανείς. Πάω να σβήσω το φως (πηγαίνει).
ΛΟΥΚΑ. Μετά να ξανακλείσεις. Έρχεται μυρωδιά πίπας από εκεί!

10
(Ο Παρόνι μπαίνει στην αίθουσα σύνταξης, σβήνει το φως, που είχε μείνει αναμμένο,
και επιστρέφει ξανακλείνοντας την πόρτα. Στο αναμεταξύ ο Λούκα Φάτσιο σηκώνεται
όρθιος).
ΠΑΡΟΝΙ. Λοιπόν, όλα εντάξει. Τι ήθελες να μου πεις;
ΛΟΥΚΑ. Κάνε στην άκρη, κάνε στην άκρη…
ΠΑΡΟΝΙ. Με συγχωρείς, γιατί; Για σένα το λες ή για μένα;
ΛΟΥΚΑ. Και για σένα.
ΠΑΡΟΝΙ. Εγώ όμως δεν φοβάμαι.
ΛΟΥΚΑ. Είναι πολύ νωρίς να το λες αυτό.
ΠΑΡΟΝΙ. Για ποιο πράγμα πρόκειται, τέλος πάντων; Κάθισε, κάθισε…
ΛΟΥΚΑ. Όχι, θα μείνω όρθιος.
ΠΑΡΟΝΙ. Έρχεσαι από τη Ρώμη;
ΛΟΥΚΑ. Από τη Ρώμη. Στο χάλι που με βλέπεις. Είχα χίλιες περίπου λιρέτες, τις
ξόδεψα όλες. Φύλαξα μόνο όσες μου χρειαζόταν για ν’ αγοράσω (βάζει το χέρι στην
τσέπη του σακακιού του και βγάζει ένα μεγάλο περίστροφο) αυτό το περίστροφο.
ΠΑΡΟΝΙ (μόλις βλέπει το περίστροφο στο χέρι εκείνου του ανθρώπου που βρίσκεται σε
μια τέτοια κατάσταση, γίνεται κατάχλωμος και σηκώνει ενστικτωδώς τα χέρια). Α,
είναι γεμάτο; (Βλέποντας ότι ο Λούκα εξετάζει το όπλο). Ε, Λούκα… είναι γεμάτο;
ΛΟΥΚΑ (ψυχρά). Γεμάτο. (Έπειτα, κοιτάζοντάς τον): Είπες ότι δεν φοβάσαι.
ΠΑΡΟΝΙ. Όχι, αλλά … εάν, Θεός φυλάξει… (Και κάνει να τον πλησιάσει για να του
πάρει το όπλο).
ΛΟΥΚΑ. Κάνε πέρα και άκουσέ με. Είχα κλειστεί στο δωμάτιό μου, στη Ρώμη, για
να βάλω τέρμα στη ζωή μου.
ΠΑΡΟΝΙ. Τι τρέλα!
ΛΟΥΚΑ. Τρέλα, ναι. Ήμουν έτοιμος να το κάνω, σαν βλάκας, ναι, έχεις δίκιο!
ΠΑΡΟΝΙ (τον κοιτάζει κι έπειτα τα μάτια του λάμπουν από χαρά). Α, εσύ ίσως… εσύ
ίσως να ήθελες πράγματι …;
ΛΟΥΚΑ (αμέσως). Περίμενε. Θα δεις τι θέλω!
ΠΑΡΟΝΙ (όπως πιο πάνω). Άκουσες τι είπα για τον Πουλίνο;
ΛΟΥΚΑ. Ναι, και γι’ αυτό βρίσκομαι εδώ.
ΠΑΡΟΝΙ. Θα το έκανες;
ΛΟΥΚΑ. Τώρα αμέσως.
ΠΑΡΟΝΙ (όλος χαρά). Α, πολύ ωραία!
ΛΟΥΚΑ. Άκουσέ με. Είχα ακουμπήσει το πιστόλι στον κρόταφο, όταν άκουσα να
χτυπάνε την πόρτα…
ΠΑΡΟΝΙ. Εσύ, στη Ρώμη;
ΛΟΥΚΑ. Στη Ρώμη. Ανοίγω. Ξέρεις ποιόν βλέπω μπροστά μου; Τον Γκουίντο
Ματζαρίνι.
ΠΑΡΟΝΙ. Αυτός; Στο σπίτι σου;
ΛΟΥΚΑ. Με είδε με το περίστροφο στο χέρι και αμέσως, από το πρόσωπό μου,
κατάλαβε τι πήγαινα να κάνω. Έπεσε επάνω μου, μου άρπαξε τα χέρια, με
ταρακούνησε και μου έβαλε τις φωνές: «Μα τι κάνεις εκεί; Έτσι πας να δώσεις τέρμα
στη ζωή σου; Αχ, Λούκα, δεν σε φανταζόμουνα τόσο βλάκα! Σταμάτα… Εάν θέλεις
να το κάνεις αυτό… θα σου πληρώσω εγώ το ταξίδι.. Τρέχα στην Κοστανόβα και
σκότωσε πρώτα, για χάρη μου, τον Λεοπόλδο Παρόνι!»
ΠΑΡΟΝΙ (που παρακολουθούσε πολύ προσεχτικά μέχρι εκείνη τη στιγμή την
απειλητική και περίεργη διήγηση, με την ψυχή ανάστατη μπροστά στην φοβερή αναμονή
κάποιας φριχτής και βίαιης ενέργειας, αισθάνεται ξαφνικά να λύνονται τα μέλη του,
και ανοίγει το στόμα σε ένα θλιβερό, άδειο χαμόγελο)… Θα αστειεύεσαι!
11
ΛΟΥΚΑ (κάνει ένα βήμα πίσω· ένα σπασμωδικό τράβηγμα στο μάγουλό του, κοντά
στη μύτη, και λέει με το στόμα στραβά): Όχι, δεν αστειεύομαι. Ο Ματζαρίνι μου
πλήρωσε το ταξίδι.
ΠΑΡΟΝΙ. Σ’ εσένα; Τι λες;
ΛΟΥΚΑ. Να’ μαι λοιπόν εδώ. Και τώρα, θα σκοτώσω πρώτα εσένα, κι έπειτα θ’
αυτοκτονήσω.
(Σηκώνει το χέρι και σκοπεύει).
ΠΑΡΟΝΙ (έντρομος, με τα χέρια μπρος στο πρόσωπο, προσπαθεί ν’ αποφύγει τη
σκόπευση και φωνάζει): Είσαι τρελός; Όχι, Λούκα…! Ας αφήσουμε τ’ αστεία… Είσαι
τρελός;
ΛΟΥΚΑ (διατάζοντας, φοβερός). Μην κινείσαι! Διαφορετικά θα ρίξω!
ΠΑΡΟΝΙ (μένοντας απολιθωμένος). Ορίστε… ορίστε…
ΛΟΥΚΑ. Τρελός, ε; Σου φαίνομαι λοιπόν τρελός; Εσύ που λες τώρα τρελό εμένα,
πριν λίγο δεν έλεγες βλάκα τον καημένο Πουλίνο, επειδή πριν κρεμαστεί δεν πήγε
στη Ρώμη να σκοτώσει τον Ματζαρίνι;
ΠΑΡΟΝΙ (προσπαθώντας ν’ανασηκωθεί). Α, υπάρχει μεγάλη διαφορά, διάολε!
Μεγάλη διαφορά, επειδή εγώ δεν είμαι ο Ματζαρίνι!
ΛΟΥΚΑ. Διαφορά; Τι διαφορά υπάρχει ανάμεσα σ’ εσένα και στον Ματζαρίνι για
κάποιον σαν κι εμένα ή τον Πουλίνο, που δεν μας ενδιαφέρει πλέον τίποτα για τη ζωή
σας και για όλα τα καραγκιοζιλίκια σας; Είτε σκοτώσουμε εσένα, είτε τον πρώτο
τυχόντα που περνά στο δρόμο, για ’μας το ίδιο κάνει!
ΠΑΡΟΝΙ. Α, όχι, να με συγχωρείς! Τι θα πει κάνει το ίδιο; Θα ήταν τότε το πιο
άχρηστο και ηλίθιο έγκλημα!
ΛΟΥΚΑ. Θα ήθελες, λοιπόν, όταν όλα για εμάς θα έχουν τελειώσει, να γίνουμε
όργανα μέχρι τον τελευταίο, του δικού σας μίσους, του ανταγωνισμού σας σαν
παλιάτσων, διαφορετικά να μας αποκαλείτε βλάκες; Λοιπόν, εμένα δεν μου αρέσει να
με λένε βλάκα όπως τον Πουλίνο και γι’ αυτό θα σε σκοτώσω!
(ανασηκώνει πάλι το όπλο και σκοπεύει).
ΠΑΡΟΝΙ (τον ικετεύει, κουλουριάζεται για μ’ αποφύγει την κάνη του περιστρόφου).
Έλεος! Όχι, Λούκα… Τι πας να κάνεις;… Όχι! – Γιατί; Ήμουν πάντα φίλος σου.
Έλεος!
ΛΟΥΚΑ (ενώ μες στα μάτια του λάμπει τρελή η επιθυμία να πατήσει τη σκανδάλη).
Σταμάτα! Σταμάτα! Γονάτισε! Γονάτισε!
ΠΑΡΟΝΙ (Πέφτοντας γονατιστός). Να… Έλεος! Μην το κάνεις!
ΛΟΥΚΑ (καγχάζοντας). Ε… όταν κανείς δεν ξέρει πια τι να την κάνει τη ζωή του…
Μασκαρά! – Ηρέμησε, δεν θα σε σκοτώσω. Σήκω, αλλά μη με πλησιάζεις.
ΠΑΡΟΝΙ (ενώ σηκώνεται). Είναι ένα άσχημο αστείο, ξέρεις. Μπορείς και το κάνεις
επειδή είσαι οπλισμένος.
ΛΟΥΚΑ. Φυσικά. Κι εσύ φοβάσαι, επειδή ξέρεις πολύ καλά ότι δεν θα μου κόστιζε
τίποτα να το κάνω. Σαν καλός δημοκρατικός είσαι και ελευθερόφρονας, ε; - Άθεος! –
Βέβαια. Διαφορετικά δεν θα μπορούσες να αποκαλέσεις βλάκα τον Πουλίνο.
ΠΑΡΟΝΙ. Εγώ όμως το είπα… έτσι, επειδή ξέρεις πόσο με καίει η ντροπή του τόπου
μου…
ΛΟΥΚΑ. Μπράβο, ναι. Είσαι όμως ελευθερόφρονας, δεν μπορείς να το αρνηθείς: το
διακηρύσσεις στην εφημερίδα σου…
ΠΑΡΟΝΙ (μασώντας τα λόγια του) Ελευθερόφρονας… υποθέτω ότι ούτε εσύ
περιμένεις τιμωρίες ή ανταμοιβές στον άλλο κόσμο…

12
ΛΟΥΚΑ. Όχι! Θα ήταν για μένα το χειρότερο πράγμα να πιστεύω ότι πρέπει να
κουβαλήσω και αλλού το βάρος των εμπειριών που μου έλαχε ν’ αποκτήσω αυτά τα
είκοσι έξι χρόνια που έζησα.
ΠΑΡΟΝΙ. Λοιπόν, βλέπεις ότι –
ΛΟΥΚΑ (τον κόβει) – θα μπορούσα και να το κάνω· να σε σκοτώσω σαν να’ ταν
τίποτα, αφού αυτό δεν με συγκρατεί. Δεν θα σε σκοτώσω όμως. Ούτε πιστεύω ότι
είμαι βλάκας που δεν σε σκοτώνω. Σε λυπάμαι, μασκαρά. Εάν ήξερες από πόσο
μακριά σε βλέπω! Και μου φαίνεσαι μικρός, ακόμα και όμορφος. Ναι, μικρό
ανθρωπάκι κοκκινωπό, μ’ εκείνη τη γραβάτα εκεί… - Ξέρεις όμως κάτι; Το
καραγκιοζιλίκι σου θα ήθελα να το πατεντάρω.
ΠΑΡΟΝΙ (μην ακούγοντας καλά από την ταραχή του). Τι λες;
ΛΟΥΚΑ. Να το πατεντάρω, να το πατεντάρω. Έχω το δικαίωμα, ιερό δικαίωμα,
τώρα που έχω φτάσει στα όρια μεταξύ ζωής και θανάτου. Και δεν μπορείς ν’
αντισταθείς. Κάτσε, κάτσε εκεί και γράφε.
(Του δείχνει με το πιστόλι το γραφείο).
ΠΑΡΟΝΙ. Να γράψω; Τι να γράψω; Σοβαρολογείς;
ΛΟΥΚΑ. Σοβαρολογώ, σοβαρολογώ. Πήγαινε να κάτσεις εκεί, και γράφε.
ΠΑΡΟΝΙ. Μα τι στο καλό θέλεις να γράψω;
ΛΟΥΚΑ (όπως πιο πάνω, στρέφοντας το πιστόλι στο στήθος του Παρόνι). Σου είπα,
σήκω και πήγαινε να κάτσεις εκεί!
ΠΑΡΟΝΙ (υπό την απειλή του όπλου, σηκώνεται και πηγαίνει στο γραφείο). Ακόμη;
ΛΟΥΚΑ. Κάτσε και πάρε την πένα.. γρήγορα την πένα…
ΠΑΡΟΝΙ (εκτελώντας). Τι πρέπει να γράψω;
ΛΟΥΚΑ. Αυτά που θα σου πω εγώ. Τώρα σ’ έχω από κάτω· σε ξέρω όμως: αύριο,
όταν μάθεις ότι κι εγώ σαν τον Πουλίνο αυτοκτόνησα, θα σηκώσεις κεφάλι και θα
διαλαλείς με τις ώρες, εδώ, στα καφέ, παντού, ότι κι εγώ ήμουν βλάκας.
ΠΑΡΟΝΙ. Όχι! Τι σκέψεις είναι αυτές; Αυτά είναι παιδιαρίσματα!
ΛΟΥΚΑ. Σε ξέρω. Θέλω να εκδικηθώ τον Πουλίνο· δεν το κάνω για μένα. Γράφε!
ΠΑΡΟΝΙ (κοιτάζοντας επάνω στο γραφείο). Πού να γράψω;
ΛΟΥΚΑ. Εκεί, εκεί, ένα κομμάτι χαρτί είναι αρκετό…
ΠΑΡΟΝΙ. Τι να γράψω όμως;
ΛΟΥΚΑ. Μια μικρή δήλωση.
ΠΑΡΟΝΙ. Μια μικρή δήλωση σε ποιόν;
ΛΟΥΚΑ. Σε κανένα. Έλα, να τελειώνουμε! Γράφε! Έτσι μόνο θα γλυτώσεις το
τομάρι σου. Ή γράφεις ή σε σκοτώνω!
ΠΑΡΟΝΙ. Εντάξει, εντάξει, γράφω. Λέγε…
ΛΟΥΚΑ (υπαγορεύοντας). «Ο υπογεγραμμένος λυπάμαι και μετανοώ…
ΠΑΡΟΝΙ (εξανίσταται). Μα για ποιο πράγμα πρέπει να μετανοήσω;
ΛΟΥΚΑ (μ’ ένα χαμόγελο, ακουμπώντας του, σαν να’ ταν παιχνίδι, το πιστόλι στον
κρόταφο). Α, ώστε δεν θα ήθελες ούτε καν να μετανοήσεις;
ΠΑΡΟΝΙ (απομακρύνει λίγο το κεφάλι του για να κοιτάξει το όπλο κι έπειτα λέει): Για
να δούμε για ποιο πράγμα πρέπει να μετανοήσω…
ΛΟΥΚΑ (συνεχίζοντας την υπαγόρευση). «Ο υπογεγραμμένος λυπάμαι και μετανοώ
επειδή αποκάλεσα βλάκα τον Πουλίνο…»
ΠΑΡΟΝΙ. Α, γι’ αυτό;
ΛΟΥΚΑ. Γι’ αυτό. Γράφε: «παρουσία των φίλων και συντρόφων μου, επειδή ο
Πουλίνο, πριν αυτοκτονήσει δεν πήγε στη Ρώμη να σκοτώσει τον Ματζαρίνι». Αυτή
είναι η καθαρή αλήθεια. Και σημείωσε ότι παραλείπω το γεγονός ότι θα του
πλήρωνες το ταξίδι στη Ρώμη. Έγραψες;
13
ΠΑΡΟΝΙ (υποτακτικά). Έγραψα. Μετά;
ΛΟΥΚΑ (συνεχίζοντας την υπαγόρευση). «Ο Λούκα Φάτσιο, πριν αυτοκτονήσει…»
ΠΑΡΟΝΙ. Μα στ’ αλήθεια θέλεις ν’ αυτοκτονήσεις;
ΛΟΥΚΑ. Αυτό είναι δική μου δουλειά. Γράφε: «πριν αυτοκτονήσει, ήρθε και με
βρήκε…» θέλεις να προσθέσεις, οπλισμένος με περίστροφο;
ΠΑΡΟΝΙ. (μην αντέχοντας άλλο). Α, ναι! Αυτό μάλιστα, εάν το επιτρέπεις!
ΛΟΥΚΑ. Πρόσθεσέ το, οπλισμένος με περίστροφο. Έτσι κι αλλιώς δεν θα
μπορέσουν να με συλλάβουν για παράνομη οπλοκατοχή. Λοιπόν, έγραψες; Συνέχισε:
«οπλισμένος με περίστροφο και μου είπε ότι και αυτός, κατά συνέπεια, για να μην
τον αποκαλέσει βλάκα ο Ματζαρίνι, ή οποιοσδήποτε άλλος, θα έπρεπε να με
σκοτώσει σαν σκυλί». (Περιμένει να τελειώσει ο Παρόνι το γράψιμο κι έπειτα τον
ρωτά): Έγραψες «σαν σκυλί»; Ωραία. Παράγραφος. «Θα μπορούσε να το κάνει, μα
δεν το έκανε. Δεν το έκανε γιατί ένιωσε αηδία». (Ο Παρόνι σηκώνει το κεφάλι, αλλά
αμέσως δέχεται τη διαταγή): Όχι, γράψε, γράψε «αηδία» και πρόσθεσε και τη λέξη
«λύπηση» - λοιπόν – «αηδία και λύπηση για το θράσος και τη δειλία μου».
ΠΑΡΟΝΙ. Όσο γι’ αυτό…
ΛΟΥΚΑ. Είναι η αλήθεια… Επειδή είμαι οπλισμένος, εννοείται!
ΠΑΡΟΝΙ. Όχι, αγαπητέ μου. Εγώ τώρα εδώ σου κάνω το χατίρι…
ΛΟΥΚΑ. Εντάξει, κάνε μου το χατίρι. Έγραψες;
ΠΑΡΟΝΙ. Έγραψα, έγραψα! Μου φαίνεται μάλιστα ότι είναι αρκετά!
ΛΟΥΚΑ. Όχι, περίμενε: το κλείσιμο! Άλλες δύο λεξούλες, για να κλείσουμε.
ΠΑΡΟΝΙ. Μα τι να κλείσουμε! Δεν αρκεί;
ΛΟΥΚΑ. Λοιπόν, γράφε: « Για τον Λούκα Φάτσιο ήταν αρκετό που του δήλωσα ότι
ο πραγματικός βλάκας είμαι εγώ».
ΠΑΡΟΝΙ (πετώντας το χαρτί). Α, όχι, να με συγχωρείς! Αυτό πάει πολύ!
ΛΟΥΚΑ (κατηγορηματικά, συλλαβίζοντας). «ότι ο πραγματικός βλάκας είμαι εγώ!»
Την αξιοπρέπειά σου θα τη σώσεις καλύτερα, αγαπητέ μου, κοιτάζοντας το χαρτί που
γράφεις και όχι αυτό το πιστόλι επάνω από το κεφάλι σου. Σου είπα ότι θέλω να
εκδικηθώ τον Πουλίνο. Υπόγραψε τώρα.
ΠΑΡΟΝΙ. Να και η υπογραφή. Θέλεις τίποτα άλλο;
ΛΟΥΚΑ. Δώσε εδώ.
ΠΑΡΟΝΙ (δίνοντάς του το χαρτί). Ορίστε. Τι θα το κάνεις τώρα; Εάν πράγματι θέλεις
ν’ αυτοκτονήσεις…
ΛΟΥΚΑ (δεν απαντά· τελειώνει την ανάγνωση κι έπειτα λέει): Είναι εντάξει. Τι θα το
κάνω τώρα; Τίποτα. Θα το βρουν επάνω μου αύριο. (Το διπλώνει στα τέσσερα και το
βάζει στην τσέπη). Παρηγορήσου, Λεοπόλδε, με τη σκέψη ότι εγώ τώρα πάω να κάνω
κάτι που είναι λιγάκι πιο δύσκολο από εκείνο πού έκανες εσύ. Άνοιξε την πόρτα. (Ο
Παρόνι εκτελεί). Καληνύχτα.

ΑΥΛΑΙΑ

14
O Τσετσέ
(μονόπρακτη κωμωδία)

ΠΡΟΣΩΠΑ

Τσέζαρε Βιβόλι, ο αποκαλούμενος Τσετσέ


Κάρλο Σκουατρίλια, εργολάβος δημοσίων έργων
Νάντα, κοκότα πολυτελείας
Ένας υπηρέτης, που δεν μιλά

Η κωμωδία γράφτηκε τον Ιούλιο του 1913 και ανέβηκε στη σκηνή τον Δεκέμβριο του
1915.

15
Ο Τσετσέ είναι 35 ετών. Αν και το πρόσωπό του είναι λίγο σπασμένο από τις πολλές
καταχρήσεις, το σώμα του παραμένει ωστόσο ζωηρότατο και ανήσυχο. Έχει τον αέρα,
αν όχι του ανάστατου, τουλάχιστον του αφηρημένου. σαν κάποιου που έχει στο μυαλό
του χίλια πράγματα ταυτόχρονα. Εξ άλλου, όταν είναι αφηρημένος αλλάζει αμέσως
έκφραση, με το ξεφύτρωμα κάθε εικόνας στην αεικίνητη φαντασία του. Δεν έχει
γενειάδα, είναι συμπαθέστατος, με μάτια φλογερά και χείλη που καίνε. Έχει αρχοντική
όψη και είναι ντυμένος με εκλεπτυσμένη κομψότητα. – Ο Κάρλο Σκουατρίλια είναι
περίπου 50 χρονών. Άντρακλας άξεστος, λίγο ασουλούπωτος μες στην καινούργια, καλή
του φορεσιά, αφού είναι συνηθισμένος να φορά πάντα, ατημέλητα, τα ρούχα της
δουλειάς. Είναι μονόφθαλμος και στο πρόσωπό του δεν υπάρχει ίχνος από το μάτι που
έχει χάσει από την έκρηξη ενός φουρνέλου, αφού καλύφθηκε με μόσχευμα δέρματος
από άλλο σημείο του σώματος. Είναι πλουσιότατος και αφελέστατος, αλλά ικανότατος
στις επιχειρήσεις του. – Η Νάντα είναι 22 χρονών (μπορεί και περισσότερο), ζει με όσα
κερδίζει από την ακριβοπληρωμένη της περιποιητικότητα και έχει τον αέρα μεγάλης
κυρίας, αλλά όταν την θίξουν ο αέρας αυτός πάει περίπατο και ξεπέφτει στη χυδαιότητα
ή στην απλοϊκότητα.

Μία σουίτα ξενοδοχείου πρώτης κατηγορίας, με έπιπλα της τελευταίας μόδας(σαλονάκι


και γραφείο). Στο βάθος η κυρία είσοδος, που βγάζει σ’ έναν διάδρομο. Στο πλάι,
αριστερά, μία άλλη είσοδος που οδηγεί στο υπνοδωμάτιο. Στα δεξιά, παράθυρο.
Τηλεφωνική συσκευή στον τοίχο στο βάθος, στα δεξιά της κυρίας εισόδου.

Με το άνοιγμα της αυλαίας, η σκηνή είναι άδεια. Το τηλέφωνο χτυπά μία, δύο, τρείς
φορές με σύντομα μεσοδιαστήματα. Ο Τσετσέ με την πιτζάμα, με σαπουνάδα στα
μάγουλα και το πινέλο του ξυρίσματος στο χέρι, μπαίνει τρέχοντας από την αριστερή
είσοδο.

ΤΣΕΤΣΕ. Και το τρίτο κουδούνισμα! Μια στιγμή… Για όνομα του Θεού! Ξυρίζομαι!
Εμπρός… Ποιος; Πιο δυνατά, δεν ακούω… ξυρίζομαι… Α, ο Σκουατρίλια; Πώς;
Όχι… στον εαυτό μου το έλεγα, ξυρίζομαι… Ναι, φέρτε τον επάνω. (Κατευθύνεται
στο δωμάτιο· ξαφνικά σταματά, με απορία): Ποιος είπε ότι είναι; Ο Σκουατρίλια;
Μμμ! Μου φαίνεται πως είναι ο εργολάβος…
(Ξαναμπαίνει στο δωμάτιο. Μετά από λίγο χτυπάνε στην πόρτα).
ΤΣΕΤΣΕ. (από μέσα). Εμπρός!
(Δεν μπαίνει κανείς. Παύση. Χτυπήματα πάλι στην πόρτα).
ΤΣΕΤΣΕ (Έρχεται στο άνοιγμα της εσωτερικής πόρτας, με αγανάκτηση). Εμπρός!
(Η είσοδος της σουίτας ανοίγει. Ο υπηρέτης οδηγεί μέσα τον εργολάβο Κάρλο
Σκουατρίλια και απομακρύνεται ξανακλείνοντας την πόρτα).
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Αγαπητέ μου Τσετσέ!
ΤΣΕΤΣΕ. Α, εσύ! Περίμενε λίγο. Κάθισε κύριε εργολάβε! Βλέπεις, ξυρίζομαι .
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Εάν ενοχλώ…
ΤΣΕΤΣΕ. Μα τι λες! Ας αφήσουμε τις τυπικότητες. Θα συνεχίσω το ξύρισμα. (δείχνει
το δωμάτιο δίπλα): Η πόρτα είναι ανοιχτή· μπορείς να μιλάς. Μπορείς να μπεις, εάν
θέλεις. Έλα, μπες εδώ.

16
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Όχι, ευχαριστώ· ξυρίσου με την ησυχία σου· εγώ περιμένω.
ΤΣΕΤΣΕ. Σε πέντε λεπτά τελειώνω.
(Ξαναμπαίνει. Παύση. Ο Σκουατρίλια κάθεται· περιμένει λίγο· βγάζει από ένα μεγάλο
πορτοφόλι ένα χαρτί και αρχίζει να το εξετάζει).
ΤΣΕΤΣΕ (από μέσα). Δε λες τίποτα;
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Κάνε τη δουλειά σου εσύ. Εγώ κοιτάζω εδώ έναν λογαριασμό…
(Κουνάει το κεφάλι κοιτάζοντας το χαρτί). Να πάρει η οργή, εάν δεν φύγω γρήγορα…
(Κοιτάζει το ρολόι· σηκώνεται). Τσετσέ, πρέπει να φύγω αμέσως. ήρθα να σε
χαιρετήσω και να σ’ ευχαριστήσω. Αναχωρώ στις έντεκα.
ΤΣΕΤΣΕ (που στο μεταξύ τελείωσε το ξύρισμα, και αρχίζει να ντύνεται στα γρήγορα):
Τόσο νωρίς; Τα τακτοποίησες όλα;
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Ε, χάρη σ’ εσένα!
ΤΣΕΤΣΕ. Σ’ εμένα; Γιατί;
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Βέβαια! Εάν δεν ήσουν εσύ, φαντάσου εάν θα εύρισκα τόσο
γρήγορα το δρόμο για να πάω να μιλήσω με την Εξοχότητά του!
ΤΣΕΤΣΕ. Και σε βοήθησα εγώ να τον βρεις, το δρόμο;
ΣΚΟΥΤΡΙΛΙΑ. Μα πώς; Δεν το θυμάσαι;
ΤΣΕΤΣΕ. Με συγχωρείς, για ποιόν Εξοχότατο πρόκειται;
ΣΚΟΥΤΡΙΛΙΑ. Με ποιόν Εξοχότατο λες να έχει πάρε-δώσε ένας κακομοίρης που
παίρνει δουλειές, όπως εγώ; Άντε, χωρατατζή! Παριστάνεις τον μπερδεμένο, επειδή
τους γνωρίζεις όλους, ε;
ΤΣΕΤΣΕ. Τι παριστάνω; Τους γνωρίζω όλους εγώ;
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Τι έγινε; Σε έθιξα μήπως;
ΤΣΕΤΣΕ. Δεν μ’ έθιξες· μ’ εκνεύρισες! Σου ορκίζομαι, αγαπητέ μου, δεν γνωρίζω
κανένα. Κα-νε-να, καταλαβαίνεις; Κοίταξε! Σκεφτόμουν το εξής, την ώρα που
ξυριζόμουν: ότι είμαι πολύ τυχερός εγώ! Τσετσέ… Τσετσέ… Τσετσέ… όλοι με
φωνάζουν Τσετσέ… Μοιάζει με τιτίβισμα… Εκατό χιλιάδες με φωνάζουν Τσετσέ…
στο Μιλάνο, στο Τορίνο, στη Βενετία, στη Γένοβα, στη Μπολόνια, στη Φλωρεντία,
στη Ρώμη, στη Νάπολη, στο Παλέρμο… παντού!
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Αυτό να λέγεται! Αφού σε γνωρίζουν όλοι…
ΤΣΕΤΣΕ. Έτσι όμως, που με γνωρίζουν όλοι, για πες μου, ποιον μπορώ πραγματικά
να γνωρίζω εγώ; Γελάς, ε; Κι όμως, αγαπητέ μου, όσο το σκέφτομαι, μου’ ρχεται να
τρελαθώ. Για πες μου όμως: δεν είναι ένα μαρτύριο να σκέφτεσαι ότι μπορείς να ζεις
σκορπισμένος σε εκατό χιλιάδες κομμάτια; Εκατό χιλιάδες να σε γνωρίζουν κι εσύ να
μην τους γνωρίζεις; που ξέρουν τα πάντα για σένα κι εσύ δεν ξέρεις καν πώς
λέγονται; που τους χαμογελάς, τους χτυπάς στον ώμο, τους αποκαλείς «αγαπητέ
μου!» ενώ βρίσκεσαι στο κενό, χωρίς να το δείχνεις, προσποιούμενος, αντίθετα, ότι
τους γνωρίζεις, ότι ενδιαφέρεσαι γι’ αυτούς; Και μέσα σου αναρωτιέσαι: «Ποιος να’
ναι αυτός; πώς και με γνωρίζει; Ποιος να είμαι εγώ γι’ αυτόν; Θα το παραδεχτείς,
βέβαια, ότι δεν είμαστε πάντα οι ίδιοι! Ανάλογα με τη διάθεση, ανάλογα με τη
στιγμή, ανάλογα με τις σχέσεις, πότε είμαστε έτσι και πότε αλλιώς· χαρούμενοι με
κάποιον, θλιμμένοι με κάποιον άλλο, αστείοι μ’ έναν τρίτο… Σε πλησιάζουν, σε
φωνάζουν όλοι Τσετσέ και άντε να θυμηθείς πώς είσαι για τον ένα και πώς για τον
άλλο, εάν ένας σε γνωρίζει έτσι και ο άλλος αλλιώς. Βλέπεις μερικούς να μένουν με
το στόμα ανοιχτό… Δεν μπορώ βέβαια να φωνάξω: «Με συγχωρείς, αγαπητέ μου!
Για σβήνε, σβήνε! Για σένα δεν είμαι αυτός που νομίζεις! Για σένα πρέπει να είμαι
ένας άλλος!» - Ποιος άλλος; πώς να το ξέρω, αφού ζω σκορπισμένος σε εκατό
χιλιάδες κομμάτια; Όταν το σκέφτομαι, λόγω τιμής, μου’ ρχεται να τρελαθώ. Μπορεί
να μου τύχει, να δω καμία σύζυγο που με φωνάζει κι εκείνη Τσετσέ. Μάλιστα κύριοι,
17
πέντε λεπτά αργότερα μπορώ, σαν να μη συνέβη τίποτα, να τη σχολιάζω με το
σύζυγό της, που, καταλαβαίνεις τώρα… Γελάς, ε; Γελάς;
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Γελάω, γιατί… πες μου την αλήθεια… ξέρεις ποιος είμαι εγώ;
ΤΣΕΤΣΕ. Α, δεν μιλάω για σένα… τι κουβέντα! Εσένα σε γνωρίζω… σε γνωρίζω
καλά… Όχι; Όχι λες;… Φυσικά και σε γνωρίζω! – Μόνο που… βέβαια, ίσως… Τώρα
που το σκέφτομαι… δεν είμαι πια σίγουρος εάν…
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ (γελώντας με την ψυχή του). Βλέπεις που είναι αλήθεια; Βλέπεις που
είναι αλήθεια;
ΤΣΕΤΣΕ (έντονα, εκνευρισμένος). Μα ποια αλήθεια μου τσαμπουνάς εκεί! Σε
γνωρίζω! Έχεις έναν αδελφό, τι στο καλό!
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Τον Φίλιππο, ναι…
ΤΣΕΤΣΕ. Τον Φίλιππο, μάλιστα! Βλέπεις που θυμάμαι; Ποιος είναι ο εργολάβος από
εσάς τους δύο; Εσύ είσαι ο εργολάβος!
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Εγώ, εγώ…
ΤΣΕΤΣΕ. Μα δεν σε είπα εργολάβο πριν από λίγο; Βλέπεις που θυμάμαι; Βέβαια,
Φίλιππος… Εκείνος, το μάτι, κι εσύ το… δηλαδή, όχι: εκείνος το χέρι, κι εσύ το μάτι,
βέβαια! Ένα φουρνέλο, ε; Η ανατίναξη ενός φουρνέλου, διάολε! Στο ’χτισαν καλά
όμως· στο ’χτισαν θαυμάσια, ξέρεις! Όμορφο, λείο, δε φαίνεται πια τίποτε. Μπορείς
να είσαι ευχαριστημένος. Θυμάμαι πολύ καλά. Σε γνώρισα στο… περίμενε! είχες
αναλάβει τη δουλεία σ’ ένα λιμάνι, ή κάτι τέτοιο…
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Ναι, ναι! Στο Παλέρμο. Μία επισκευή του κυματοθραύστη στο
λιμάνι.
ΤΣΕΤΣΕ. Να λοιπόν, στο Παλέρμο! Ο κυματοθραύστης! Βλέπεις ότι… Κι έτσι, σε
εξυπηρέτησα; Για φαντάσου… Είχα την ευχαρίστηση… Στην εξοχότητά του τον
υπουργό δημοσίων έργων, λοιπόν…
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Πρώτα στο γενικό γραμματέα κι έπειτα στον υπουργό…
ΤΣΕΤΣΕ. Α, και στο γενικό γραμματέα πρώτα; Και για πες μου: μία μέρα σου,
φαντάζομαι, θα πρέπει να αξίζει μερικές… μερικές χιλιάδες λιρέτες, ε; ίσως και
περισσότερο…
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Όπως καταλαβαίνεις, η δουλειά μου με υποχρεώνει να βρίσκομαι
μακριά…, μια τέτοια δουλειά, σαν τη δική μου… πάντα ανάμεσα στη βρόμα των
κλεφτών…
ΤΣΕΤΣΕ (που είναι αφηρημένος). Ναι, πάω ν’ ανοίξω το παράθυρο…
ΣΚΟΥΤΡΙΛΙΑ (σαστισμένος). Γιατί;
ΤΣΕΤΣΕ. Μα είπες ότι βρωμάει εδώ μέσα.
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Όχι, όχι! Είπα ότι βρίσκομαι ανάμεσα στη βρόμα των κλεφτών!
ΤΣΕΤΣΕ. Α, έτσι! Κι έτσι, χάρη σ’ εμένα κέρδισες καμπόσα, ε; Πες την αλήθεια!
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Μα φυσικά, αγαπητέ μου! Επί μία εβδομάδα με στέλνανε από τον
Άνα στον Καϊάφα… Δεν ξέρω πώς να σ’ ευχαριστήσω…
ΤΣΕΤΣΕ. Και αυτό σε απασχολεί; Σε απασχολεί στα σοβαρά; Θα φύγεις με την
αγωνία ότι δεν μ’ ευχαρίστησες;
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Ναι, πράγματι… και… Τσετσέ, μου επιτρέπεις… χωρίς
παρεξήγηση…
(Κάνει να βγάλει από την εσωτερική τσέπη το πορτοφόλι).
ΤΣΕΤΣΕ (διακόπτοντας αμέσως την κίνηση). Ε, τι πας να κάνεις; Αστειεύεσαι; Για
ποιόν με πέρασες;
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Με συγχωρείς! Είμαστε τόσο φίλοι… είσαι λιγάκι δύσκολος, αφού
βρίσκεσαι πάντα μπλεγμένος σε τέτοιες καταστάσεις…

18
ΤΣΕΤΣΕ (σκεφτικός). Για περίμενε… Είναι αλήθεια… όχι όμως έτσι… Η χειρονομία
που έκανες, να με συγχωρείς, ήταν άσχημη…
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Ανάμεσα σε φίλους… πίστευα ότι…
ΤΣΕΤΣΕ. Εγώ με τους φίλους είμαι εντάξει! Αν και τους κοστίζω κάτι, δεν γίνεται
ποτέ έτσι, περίμενε. Μη νομίσεις ότι προσβλήθηκα! Σκέφτομαι τώρα τον τρόπο που
θα σε βγάλει από την αγωνία. Λοιπόν, θα σου δώσω για αντάλλαγμα μια μεγάλη
ευχαρίστηση… Μία μεγάλη ευχαρίστηση που εγώ δεν δοκίμασα ποτέ… Φαντάζομαι
ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευχαρίστηση από το να μπορείς να λες τα χειρότερα
λόγια, πραγματικά ή φανταστικά, για έναν φίλο, πίσω από την πλάτη του εννοείται…
Έτσι δεν είναι; Ποια είναι η γνώμη σου; Θα ήθελες να νοιώσεις αυτή την
ευχαρίστηση;
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Τσετσέ, δεν έχω χρόνο για χάσιμο. Πρέπει ν’ αναχωρήσω στις
έντεκα και ακόμα δεν έχω φτιάξει τη βαλίτσα.
ΤΣΕΤΣΕ. Πού ν’ αναχωρήσεις τώρα!
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Τσετσέ, εάν δε φύγω, θα με καθαρίσουν! Θα σου δείξω…
ΤΣΕΤΣΕ. Μα περίμενε! Ήρθες εδώ για να μ’ ευχαριστήσεις, έτσι δεν είναι;
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Ναι.
ΤΣΕΤΣΕ. Και είπες πως δεν ήξερες με ποιον τρόπο. Τώρα που θα σου πω εγώ τον
τρόπο, θέλεις να φύγεις;
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Αρκεί να είναι σύντομος ο τρόπος αυτός.
ΤΣΕΤΣΕ. Συντομότατος. πρέπει ν’ αναχωρήσεις για το Λιβόρνο; Εντάξει. Αντί για το
τρένο των έντεκα θα πάρεις εκείνο των τρεις.
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Αδύνατον!
ΤΣΕΤΣΕ. Ντροπή σου! Ομολογείς ότι σ’ έκανα να γλυτώσεις τόσες μέρες
ταλαιπωρίας και παρ’ όλα αυτά δεν θέλεις να θυσιάσεις λίγες ώρες για μένα; Σου
πρόσφερα μια εκδούλευση και τώρα θα πρέπει να μου το ανταποδώσεις! Όσο σε
κοιτάζω, τόσο πείθομαι ότι είσαι ο κατάλληλος άνθρωπος για μένα. Ναι, βέβαια…
ηλικία… ανάστημα… παράστημα… κι έπειτα… ναι…, εσύ είσαι η προσωποποίηση
της συγκατάβασης…
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Φυσικά! Με το ’να μάτι πάντα κλειστό…
ΤΣΕΤΣΕ (φιλώντας τον). Αγαπητέ μου! Είσαι ένας πνευματώδης άνθρωπος… Γι’
αυτό σ’ αγαπώ! Λοιπόν, άκουσε: Εσύ είσαι ένας φίλος του μπαμπά.
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Ποιανού μπαμπά;
ΤΣΕΤΣΕ. Του δικού μου μπαμπά.
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Αφού δεν ζει πια ο μπαμπάς σου!
ΤΣΕΤΣΕ. Βλέπεις; Τώρα γίνεσαι βλάκας! Πρέπει να είσαι ο φίλος του μπαμπά, σου
λέω. Ο μπαμπάς μου είναι έμπορος. Εγώ είμαι στην επιχείρηση του μπαμπά. Αλλά
καταστραφήκαμε, τελείως! Και καταστραφήκαμε εξ αιτίας μου. Επειδή εγώ είμαι…
για πες μου, αλήθεια, πώς θα σου άρεζε περισσότερο να με αποκαλέσεις: κανάγια ή
κάθαρμα;
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Κανάγια!
ΤΣΕΤΣΕ. Πες με τότε κανάγια. Αλλά και κάθαρμα, ακούγεται καλά. Μπορείς να πεις
το ένα και τ’ άλλο. Ακόμη και χαρτόμουτρο…
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Γυναικάς;
ΤΣΕΤΣΕ. Όχι, αυτό δεν μετράει, δεν νομίζεις; Περίμενε… Κάτι ακόμα πιο βαρύ…
Πλαστογράφος! Θα σου άρεζε το πλαστογράφος;
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Έλα, σταμάτα!
ΤΣΕΤΣΕ. Μη διστάζεις. Εάν σου αρέσει το πλαστογράφος, πες με πλαστογράφο. Πες
κοντολογίς πίσω από την πλάτη μου όλα τα κοσμητικά επίθετα, όλες τις βρισιές, όλες
19
τις κακογλωσσιές που θα σου έρθουν στο στόμα. Έπειτα, θα εξαρτηθεί από σένα να
πληρώσεις, για την ευχαρίστηση που θα λάβεις, όσο λιγότερα γίνεται.
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Μα σε ποιόν; Γιατί; Αστειεύεσαι ή μιλάς σοβαρά;
ΤΣΕΤΣΕ. Περίμενε, είναι αλήθεια… δεν σου έχω πει ακόμη τίποτε… (κοιτάζει το
ρολόι) αλλά ούτε εγώ έχω καιρό! Να πάρει η οργή, είναι σχεδόν δέκα… όπου να ’ναι
θα έρθει… Λοιπόν, θα σου πω με δυο λόγια περί τίνος πρόκειται. Δεκαπέντε, δεκάξι
μέρες πριν… βρέθηκα , ως συνήθως, στο μέσο της συζήτησης μια φιλικής παρέας.
Τσετέ, Τσετσέ, Τσετσέ – στη βεράντα της Καζίνα, στο λόφο του Πίντσιο. Περνάει με
το αυτοκίνητο ένας κόμματος, φίλε μου, από εκείνους που σε κάνουν να τα δίνεις
όλα… - «Ε, Τσετσέ – μου λένε – αυτή δεν είναι για σένα!» - Δεν είναι για μένα; Το
φαντάζεσαι να υπάρχει στον κόσμο γυναίκα που να μην είναι για μένα; - «Ώστε έτσι;
– τους λέω – Πάτε στοίχημα;» - Όλοι μου φωνάζουν: - «Πάμε!» - «Εάν σε τρεις
μέρες, τους λέω, εδώ, την ίδια ώρα, δεν σας αποδείξω περίτρανα ότι θα είμαι μαζί
της, θα κάνω σε όλους σας το τραπέζι, διαφορετικά θα πληρώσετε εσείς!» - όπως
μπορείς εύκολα να φανταστείς, τρεις μέρες μετά, την ίδια ώρα, περνούσα κάτω από
τη βεράντα της Καζίνα στο Πίντσιο με το αυτοκίνητο κι εκείνη πλάι μου. Περνώντας
μάλιστα τους χαιρετούσα όλους με χάρη, γιατί ήταν εκεί συγκεντρωμένοι και με
περίμεναν. – Κατάλαβες;
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Ε… ναι… κατάλαβα.
ΤΣΕΤΣΕ. Δεν κατάλαβες τίποτα. Περίμενε. Για να φτάσω κάπου, αγαπητέ μου…
γνωρίζω όλους τους δρόμους που οδηγούν εκεί, με τις γνωριμίες που έχω… Ήταν
ευκολότατο. Αλλά, αφού έφτασα και μετά … ε! αφού έφτασα… Είναι δύσκολο να
κατέβεις μερικές σκάλες, από τη στιγμή που θα τις ανέβεις… όποιος ανεβαίνει
φορτωμένος, κατεβαίνει ανάλαφρος· εκείνος όμως που δεν ανεβαίνει φορτωμένος,
φίλε μου… Τα χρειάστηκα, θέλω να πω. Και για να βγω από τα δύσκολα, έκανα μια
βλακεία, που πάντα την απέφευγα. Κατάφερα να την κάνω να δεχτεί, αφού δεν είχα
τίποτε άλλο, τρεις συναλλαγματικές των δύο χιλιάδων λιρετών η μία, αλλά ήταν όλες
χωρίς αντίκρισμα…
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Α, ώστε έτσι;
ΤΣΕΤΣΕ. Σου φαίνεται λίγο; Όχι, αγαπητέ μου. Αυτά τα ζώα που κυκλοφορούν
τριγύρω δεν τα θέλω. Πάντα με τρόμαζαν! Σου ορκίζομαι ότι εδώ και τέσσαρα
βράδια δεν κοιμάμαι. Πρέπει οπωσδήποτε να πάρω πίσω σήμερα κιόλας αυτές τις
τρεις συναλλαγματικές. Έγραψα χθες στη Νάντα να μου τις φέρει και… (ακούγεται το
κουδούνισμα του τηλεφώνου). Να την, κατά φωνή. Λοιπόν, συνεννοηθήκαμε;
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Περίμενε. Τι συνεννοηθήκαμε; Τι πρέπει να κάνω; Θέλεις να
πληρώσω έξι χιλιάδες λιρέτες;
ΤΣΕΤΣΕ. Όχι! Τι λες! Άκου εκεί έξι χιλιάδες! Ούτε για αστείο! (Πάει γρήγορα στο
τηλέφωνο): Έλα εδώ… Απάντησε…
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Εγώ; Μα σε ποιόν;
ΤΣΕΤΣΕ. Στη Νάντα, που να πάρει ο διάολος! Αυτή είναι!
(Τρέχει να τον πιάσει για να τον σύρει στο τηλέφωνο).
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Τρελάθηκες; Εγώ;
ΤΣΕΤΣΕ. Δεν είναι δα και ο μπαμπούλας! Έλα, αφού το συμφωνήσαμε… Έξι
χιλιάδες λιρέτες!
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Μα τι συμφωνήσαμε;
ΤΣΕΤΣΕ. Ότι θα πεις εναντίον μου όλες τις βρισιές που θα σου έρθουν στο νου…
κανάγια, κάθαρμα… θα της πεις ότι ο πατέρας μου βρίσκεται στο χείλος της
καταστροφής… ότι οι επιταγές που έχει στα χέρια της δεν έχουν καμιά αξία… Θα την
κάνεις να σου τις επιστρέψει και θα της δώσεις για αντάλλαγμα… πρόσεξε…
20
τετρακόσιες, πεντακόσιες λιρέτες… ούτε λιρέτα παραπάνω, σύμφωνοι; Δεν αξίζει τον
κόπο! (Το τηλέφωνο ξαναχτυπά). Εμπρός, εμπρός.. πάρε εδώ! (Του δίνει το
ακουστικό): Πες: εμπρός! Άντε, γρήγορα!
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Αποκλείεται! Αυτά δεν είναι για μένα… Εγώ… με μια γυναίκα…
ΤΣΕΤΣΕ. Τι γυναίκα και γυναίκα! Άστα αυτά. (Πάλι το τηλέφωνο). Πες: εμπρός! –
Λοιπόν, γεια σου! Εγώ φεύγω! (φεύγει τρέχοντας από την κυρία είσοδο).
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ (στο τηλέφωνο). Εμπρός… Εντάξει… Οδηγήστε την επάνω…
(Κρεμάει το ακουστικό στη θέση του, ξεφυσώντας. Σηκώνει τα χέρια, βγάζει το μαντίλι,
σκουπίζει το μέτωπό του και περιμένει συντετριμμένος, μουρμουρίζοντας πότε πότε):
Θεέ μου… Θεέ μου… Μα αυτός είναι τρελός! Έπεσα στην παγίδα… Τι να κάνω
τώρα; …Τι να της πω;… Πού έμπλεξα… πού έμπλεξα… (ακούγονται χτύποι στην
είσοδο). Εμπρός! (Ανοίγει η είσοδος και ο υπηρέτης μπάζει μέσα τη Νάντα, έπειτα
φεύγει ξανακλείνοντας την πόρτα. Ο Σκουατρίλια τα ’χει τελείως χαμένα και
υποκλίνεται με αστείο τρόπο).
ΝΑΝΤΑ (μένει κι εκείνη αμήχανη αντικρίζοντας έναν ξένο). Ο κύριος Βιβόλι;
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Ο κύριος Βιβόλι, δεσποινίς… ο κύριος Βιβόλι, δεν είναι… δεν είναι
εδώ.
ΝΑΝΤΑ. Μα πώς είναι δυνατόν; Ποιος απάντησε στο τηλέφωνο;
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Εγώ. Στο τηλέφωνο απάντησα εγώ, επειδή… με συγχωρείτε, εσείς
είστε η ….. δεσποινίς Νάντα, έτσι δεν είναι;
ΝΑΝΤΑ. Νάντα, ναι. Εσείς όμως; πώς βρίσκεστε εδώ και με καλείτε ν’ ανέβω;
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Εγώ; Όχι… δηλαδή ναι… ορίστε, θα σας εξηγήσω, δεσποινίς…
υπάρχει… υπάρχει μία παρεξήγηση…
ΝΑΝΤΑ. Δεν θέλω να μου εξηγήσετε τίποτα. Με συγχωρείτε, εξακολουθεί να είναι
αυτό το δωμάτιο του κυρίου Βιβόλι;
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Ναι, του κυρίου Βιβόλι. Κάντε υπομονή και θα σας τα εξηγήσω
όλα… Άκουσα στο τηλέφωνο μία γυναικεία φωνή και… νόμισα πως ήταν η… μαμά.
ΝΑΝΤΑ. (βάζει τα γέλια εξ αιτίας της κωμικής αμηχανίας του Σκουατρίλια): Η μαμά;
Ποια μαμά; Η μαμά σας;
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Όχι! Ποια μαμά μου!
ΝΑΝΤΑ. Αυτό σκέφτηκα κι εγώ: να μπερδέψετε τη φωνή μου με εκείνη της μαμάς
σας!
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Αφήστε στην άκρη, σας παρακαλώ, τη μαμά μου. Δεν έχει καμιά
δουλεία εδώ, δόξα τω Θεώ! Βρίσκεται στον παράδεισο εδώ και καιρό! – Με
συγχωρείτε για την έξαψη. Μιλούσα για τη μαμά εκείνου…
ΝΑΝΤΑ. Του Τσετσέ; Εκείνη εδώ;
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Η… η μαμά του Τσετσέ… ναι… Θα σας εξηγήσω!
ΝΑΝΤΑ. Μα ο κύριος Βιβόλι πού είναι; με συγχωρείτε…
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Θα σας εξηγήσω… Εγώ είμαι φίλος…
ΝΑΝΤΑ. Του Τσετσέ;
ΣΚΟΥΤΡΙΛΙΑ. Όχι… δηλαδή, ξέρετε… και του Τσετσέ. Περισσότερο όμως του
μακαρίτη του πατέρα του… Όχι, τι λέω μακαρίτη! Ζει, δυστυχώς! δηλαδή… ναι…
είναι ζωντανός… λέω δυστυχώς, επειδή ζει για να υποφέρει… Πιστέψτε με,
δεσποινίς… βάσανα… βάσανα…
ΝΑΝΤΑ. Λυπάμαι, αλλά εγώ…
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Θα σας εξηγήσω…
ΝΑΝΤΑ. Μα δεν θέλω να μάθω τίποτα, σας επαναλαμβάνω! Αυτές είναι
οικογενειακές υποθέσεις. Εμένα δεν με αφορούν. Εάν ο κύριος Βιβόλι δεν είναι στο
ξενοδοχείο…
21
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Με συγχωρείτε, δεσποινίς. σας αφορούν!
ΝΑΝΤΑ. Εμένα;
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Εσάς. Όχι, δεν φταίτε εσείς, γι’ αυτό είμαστε βεβαιότατοι! Τόσο
βέβαιοι που… κοιτάξτε… είχαμε συμφωνήσει, εγώ και η μαμά, να έρθουμε στο σπίτι
σας…
ΝΑΝΤΑ. Στο σπίτι μου η μαμά;
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Η μαμά του Τσετσέ!
ΝΑΝΤΑ. Να έρθει σπίτι μου;
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Για να σας παρακαλέσουμε, δεσποινίς!
ΝΑΝΤΑ. Μα τι αστεία είναι αυτά! Εγώ γνωρίζω τον κύριο Βιβόλι το πολύ είκοσι
μέρες. Ήρθα εδώ επειδή ο ίδιος…
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Σας παρακαλώ, μην συνεχίζετε! Είμαστε περισσότερο από
πεπεισμένοι, σας επαναλαμβάνω… Και γι’ αυτό ακριβώς θέλαμε να έρθουμε στο
σπίτι σας!
ΝΑΝΤΑ. Μα σοβαρολογείτε;
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Πώς!
ΝΑΝΤΑ. Σοβαρά; Με τη μαμά στο σπίτι μου;
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Θα σας εξηγήσω. Επειδή ξέρουμε, δεσποινίς μου, ότι εσείς
εξαπατηθήκατε αν… άνανδρα… Θα ’θελα να πω και άλλα, βοηθείστε με κι εσείς:
αδιάντροπα, μάλιστα, και λίγα λέω… εξαπατηθήκατε αδιάντροπα από εκείνον τον
κανάγια, από εκείνο τον απατεώνα, από εκείνον τον τσαρλατάνο… - όχι, αφήστε με
να πω και άλλα – από εκείνο το χαρτόμουτρο, τον γυναικά, τον παραχαράκτη, τον
κλέφτη, τον εγκληματία…
ΝΑΝΤΑ. Και είναι φίλος σας;
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Μάλιστα δεσποινίς, πολύ φίλος μου. Ή καλύτερα είμαι φίλος της
οικογένειας. Του μπαμπά του, που είναι διαμάντι, ο μεγαλύτερος άρχοντας που
έπλασε ο Θεός επάνω στη γη! Δεσποινίς, εμείς πληροφορηθήκαμε, απ’ ό, τι μας
εξομολογήθηκε ο ίδιος…
ΝΑΝΤΑ. Για τον Τσετσέ μιλάτε;
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Για τον Τσετσέ, ακριβώς…
ΝΑΝΤΑ. Τι;
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Ότι σε μια κρίσιμη στιγμή σαν κι αυτή, κατά την οποία η
παραμικρή ώθηση… τι λέω;… μία πνοή, δεσποινίς, μία πνοή… έτσι, μπορεί να τα
στείλει όλα κατά διαβόλου… να κάνει να ξεσπάσει η φοβερότερη καταστροφή…
ΝΑΝΤΑ (σχεδόν μονολογώντας). Ω, για το Θεό!....
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ (αναστατωμένος). Πώς είπατε;
ΝΑΝΤΑ. Είπα, για το Θεό… Μιλάτε με έναν τρόπο… Εάν βλέπατε τον εαυτό σας…
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Μιλάω άσχημα; Εξάπτομαι ίσως υπερβολικά;
ΝΑΝΤΑ. Αυτό είναι, ναι … ναι, εξάπτεστε υπερβολικά, είστε… Θεέ μου (κρύβει το
πρόσωπό της) δεν μπορώ να σας βλέπω… σε τόση έξαψη… Μιλήστε πιο ήρεμα…
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Θα προσπαθήσω… Να με συγχωρείτε… Ταυτίζομαι με το ρόλο
μου ως φίλου… Και τη στιγμή αυτή, σας έλεγα… η… η καταστροφή όχι μόνο ενός
σπιτιού, αλλά της τιμής, δεσποινίς, της τιμής ενός κακομοίρη γέρου που τον σκότωσε
η αισχρή συμπεριφορά, η μοχθηρή κακία του γιού…
ΝΑΝΤΑ. Ηρεμήστε… ηρεμήστε, για όνομα του Θεού! Μου φαίνεται πως…
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Πως, τι;
ΝΑΝΤΑ. Έχετε γίνει αγνώριστος!

22
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Να, δεσποινίς, είμαι πιο ήρεμος τώρα… Σε μια τέτοια στιγμή ,
έλεγα… ο γιος αυτός πάει και υπογράφει… για να κοροϊδέψει… ναι, λέω… ξέρετε
εσείς… τρεις δεν είναι; από δύο χιλιάδες λιρέτες η κάθε μία, ε;
ΝΑΝΤΑ (τινάζεται). Μα τι ντροπές είναι αυτές;
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Ντροπές… σωστά… ναι! Είναι τροπές, καλά το λέτε, δεσποινίς·
ντροπές, ντροπές! Κι εγώ νοιώθω αναγούλα, πιστέψτε με· ένας Θεός μόνο ξέρει το τι
υποφέρω τώρα που μιλώ μ’ εσάς! Στα όρια της χρεοκοπίας, δεσποινίς…
ΝΑΝΤΑ (παρατηρώντας τον). Αρκετά πια! Ξέρετε ότι είστε αστείος, τελικά;
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ (σταματώντας). Εγώ; Α, το φαντάζομαι… Και πιστέψτε ότι… είμαι
καταϊδρωμένος, δεσποινίς!
ΝΑΝΤΑ. Το πιστεύω, το πιστεύω! Να παίζετε έναν τέτοιο ρόλο… Φτιαχτείτε λίγο,
σκουπιστείτε, αγαπητέ κύριε. Εγώ φεύγω.
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Όχι, προς Θεού, μη φεύγετε! Ακούστε με, σας εξορκίζω, δεσποινίς!
Δεν μπορώ να σας αφήσω να φύγετε.
ΝΑΝΤΑ. Μα τι θέλετε τέλος πάντων από εμένα; Δεν μου έτυχε άλλη φορά να βρεθώ
σε παρόμοια κατάσταση!
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Το φαντάζομαι! Και πιστέψτε ότι κατανοώ και εκτιμώ την
αγανάκτησή σας. Μη φεύγετε όμως… ακούστε με! Θα ήθελα να ήταν εδώ… Θα
έπρεπε να ήταν κιόλας εδώ… Δεν ξέρω πού πήγε, η ευλογημένη η γυναίκα… Εννοώ,
η μαμά, δεσποινίς.
ΝΑΝΤΑ. Σταματήστε πια μ’ αυτή τη μαμά!
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Για να προσευχηθώ μαζί της!
ΝΑΝΤΑ. Μα αλήθεια, δεν ντρέπεστε;
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Ναι, δεσποινίς, ντρέπομαι πολύ! Πρέπει όμως να σας εκθέσω την
κατάσταση… Αυτές οι τρεις συναλλαγματικές…
ΝΑΝΤΑ. Πάλι τα ίδια;
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Αφού δεν μιλήσαμε γι’ αυτό…
ΝΑΝΤΑ. Μα, με συγχωρείτε, δεν καταλαβαίνετε ότι ενώ ήμουν διατεθειμένη,
ερχόμενη εδώ, να του τις πετάξω στα μούτρα, τώρα, ύστερα από αυτή την
αντιμετώπιση, που έβαλε να μου μιλήσει κάποιος άλλος, εγώ θα τις κρατήσω εδώ
(χτυπάει το χέρι επάνω στην τσάντα της) και θα κάνω και σκάνδαλο;
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Ευλογημένη! Να είστε ευλογημένη! Ναι… Πιστέψτε με, δεσποινίς,
εάν κρατούσατε πραγματικά ένα όπλο και το στρέφατε εναντίον του, ένα όπλο που θα
μπορούσε να τον χτυπήσει, να χτυπήσει αυτόν μόνο, να τον ξεπαστρέψει, να τον
εκμηδενίσει, εγώ και ο πατέρας του, και η ίδια η μητέρα του, θα σας φωνάζαμε:
Εμπρός! Πυροβολήστε τον! Αμέσως! Ξεπαστρέψτε τον! Εκμηδενίστε αυτόν τον
άθλιο! Αυτό το έκτρωμα της φύσης! Αυτό το απόβρασμα της κοινωνίας. – Εσείς
όμως δεν έχετε κανένα όπλο να το στρέψετε εναντίον του! Έχετε εκεί τρία κομμάτια
χαρτί, που δεν αξίζουν τίποτα!
ΝΑΝΤΑ. Υπάρχει όμως η υπογραφή του!
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Και τι αξίζει η υπογραφή του; Τίποτα! Τι σκάνδαλο να
δημιουργήσετε, αφού αυτός έζησε πάντα μέσα στα σκάνδαλα, αφού το ξέρουν όλοι
πως είναι ξεδιάντροπος, ο περίγελος της κοινωνίας!
ΝΑΝΤΑ. Ο Τσετσέ;
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Ο Τσετσέ, ο Τσετσέ, ο Τσετσέ…
ΝΑΝΤΑ. Μα αφού ζει ανάμεσα στην καλύτερη κοινωνία!
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Επειδή τον έχουν για παλιάτσο! Επειδή ξεγλιστρά και τρυπώνει
παντού! Επειδή προσφέρει στον καθένα τις πιο βρόμικες υπηρεσίες!
ΝΑΝΤΑ. Ο Τσετσέ;
23
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Ο Τσετσέ. Δεν ξέρετε, δεν φαντάζεστε, δεσποινίς, γιατί είναι ικανός
αυτός ο άνθρωπος. Αφού έχει βρομίσει με λάσπη την αξιοσέβαστη φαλάκρα του
πατέρα του, το όνομα και την τιμή της οικογένειας! Αφού έχει κάνει κομμάτια την
καρδιά της μητέρας του! Το όπλο που έχετε εκεί, μέσα στην τσάντα σας, θα στραφεί
ενάντια σ’ εκείνα τα κακόμοιρα γεροντάκια, που έχουν κιόλας πέσει χαμηλά και τα
έχουν ποδοπατήσει όλοι· όμως κοιτάξτε, θα σας έλεγα: - «Εμπρός, χρησιμοποιείστε
το όπλο που διαθέτετε, χτυπήστε αυτούς του δύο κακομοίρηδες που σέρνονται!» -
εάν ήξερα ότι θα είχατε κάποιο υλικό όφελος. Αλλά όχι! Θα ήταν μία βαρβαρότητα
άχρηστη! Τα λίγα που έχουν μείνει στην οικογένεια είναι εδώ και καιρό
υποθηκευμένα και μάλιστα τα περισσότερα ακάλυπτα. Ακάλυπτα, δεσποινίς μου! Με
κόπο και χάρη στη δική μου παρέμβαση επήλθε συμφωνία μεταξύ των πιστωτών, μία
συμφωνία όμως που τη χαρακτηρίζει η έλλειψη εμπιστοσύνης σε τέτοιο βαθμό που
μία πνοή μόνο αρκεί για να την κάνει να καταρρεύσει σαν χάρτινος πύργος. Αρκεί η
διαμαρτύρηση έστω και μιας νέας συναλλαγματικής που έχει κυκλοφορήσει και η
κατάρρευση θα είναι αναπόφευκτη. Κάτω από τα ερείπια θα μείνουν τότε θαμμένοι
ένας κακομοίρης γέρος και μία κακομοίρα γυναίκα… Εκείνος όμως όχι! Α, εκείνος
όχι! Εάν θαβόταν εκείνος μόνο! Τι τον ενδιαφέρει όμως εκείνον η κατάρρευση; τι
τον ενδιαφέρει η ατίμωση, ο θάνατος ενός κακομοίρη γέρου; Εκείνος συνεχίζει να
υπογράφει συναλλαγματικές ανέμελα, για έξι χιλιάδες λιρέτες. Δεσποινίς, κοιτάξτε:
εγώ είμαι αδελφικός φίλος εκείνου του γερο-φουκαρά, και για εκείνα τα τρία
κομμάτια χαρτί, που στα χέρια σας δεν έχουν καμιά αξία, απολύτως καμία, και
επιπλέον αποτελούν ένα άχρηστο όπλο για να χτυπήσετε τον άσωτο, ( που θα
μπορούσαν όμως να κάνουν μεγάλο κακό σ’ εκείνον που δεν φταίει σε τίποτα και δεν
έχει καμία ενοχή), για εκείνα τα τρία κομμάτια χαρτί, επαναλαμβάνω, από τα οποία
δεν μπορείτε να βγάλετε κανένα κέρδος - ούτε καν ηθικό, μιας βεντέτας – εγώ λοιπόν
θα ήμουν διατεθειμένος, δεσποινίς…
(Βάζει το χέρι στην εσωτερική τσέπη του σακακιού και βγάζει το πορτοφόλι, το ανοίγει
διστακτικά και βγάζει ένα μάτσο χαρτονομίσματα).
ΝΑΝΤΑ (με αγανάκτηση). Α, ώστε πρόκειται για παζάρεμα!
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Όχι! τι παζάρεμα; Βασίζομαι σ’ εσάς, δεσποινίς, στη μεγαλοψυχία
σας!
ΝΑΝΤΑ. Μεγαλοψυχία, για μια τέτοια αδιαντροπιά! Θέλετε να είμαι μεγαλόψυχη;
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Όχι για εκείνον!
ΝΑΝΤΑ. Και τι με νοιάζει για τους άλλους;
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Μα ακριβώς γι’ αυτό, βλέπετε… πήρα το θάρρος να σας
προσφέρω…
ΝΑΝΤΑ. Λίγα χρήματα για τη μεγαλοψυχία μου; Πόσα; Καμιά χιλιάδα λιρέτες;
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Όχι… εμπιστεύομαι…
ΝΑΝΤΑ. Αγαπητέ κύριε, κάνετε λάθος! Νομίζετε πως θ’ αγοράσετε τόσο φτηνά ένα
συναίσθημα, όπως είναι η μεγαλοψυχία, από μια γυναίκα σαν εμένα;
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Εγώ όμως άκουσα να λένε…
ΝΑΝΤΑ. Ότι είμαστε μεγαλόψυχες; Ω, όχι όμως μ’ αυτόν τον τρόπο! Όχι όταν
πρόκειται γι’ αυτό! Για τον έρωτα, ίσως! Όχι για κάποιον που μας στέλνει ένα τρίτο
πρόσωπο για να μας παρακαλέσει στο όνομα των συγγενών· που ανακατεύει στις
ντροπές του την ίδια τη μητέρα του, την τιμή του πατέρα του και της οικογένειάς του.
Αυτό προκαλεί αγανάκτηση! Τι μ’ ενδιαφέρει εμένα όλη αυτή η ιστορία που μου
διηγηθήκατε; Αυτή τη στιγμή δεν αισθάνομαι παρά αηδία, και τέτοιο θυμό, που αν
είχα μπροστά μου, αντί για εσάς, εκείνο τον απατεώνα…

24
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ (γρήγορα με ειλικρινή και πολύ κωμική έκφραση). Θα τον
σκοτώνατε; Κι εγώ θα τον σκότωνα, πιστέψτε με , δεσποινίς!
ΝΑΝΤΑ. Με κάνετε και γελάω (ξεσπάει σε γέλια).
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Ναι, γελάτε… γελάτε… γελάτε μαζί μου όσο θέλετε… δεν
παρεξηγούμαι, δεσποινίς. Πιστέψτε με, είμαι πολύ πληγωμένος… αποκαρδιωμένος…
ΝΑΝΤΑ. Μου φαίνεται όμως πως δείξατε μεγάλο θάρρος!
ΣΚΟΥΤΡΙΛΙΑ. Η ανάγκη βλέπετε. Βρίσκομαι ανάμεσα… Βοηθείστε με, βοηθείστε
με εσείς να βγω, σας παρακαλώ… είμαι τόσο πολύ έξω από τα νερά μου…
ΝΑΝΤΑ. Το βλέπω. Θέλετε τις συναλλαγματικές;
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Εάν… εάν νομίζετε…
ΝΑΝΤΑ. Λέτε πως δεν αξίζουν τίποτα, λοιπόν;
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Τίποτα. Αυτό μπορώ να σας το ορκιστώ. Τίποτα, δεσποινίς!
ΝΑΝΤΑ. Αυτό έπρεπε να μου πείτε τότε.
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Σας το είπα!
ΝΑΝΤΑ. Όχι, εννοώ αυτό και τίποτα άλλο. Και θα έπρεπε να προσθέσετε ότι,
διαμαρτύροντάς τες αυτές τις συναλλαγματικές, θα έκανα τις φίλες μου να γελάσουν,
επειδή τους είπα ότι είχα την αφέλεια να τις δεχτώ. Καταλαβαίνετε; Αυτά έπρεπε να
μου πείτε! Και να μην επικαλείστε τη μεγαλοψυχία μου. Εγώ δεν μπορώ να είμαι
μεγαλόψυχη. Πρέπει να εκδικηθώ. Και πιστέψτε με ότι θα βρω τον τρόπο να το κάνω,
και θα το κάνω άγρια. Αν θα εκδικηθώ λέει! Αυτή την ταπείνωση, αυτή την αηδία
που μ’ έκανε να νιώσω, θα μου τα πληρώσει.
(Ξαφνικά, με αποφασιστικότητα ανοίγει την τσάντα της, βγάζει τις συναλλαγματικές και
του τις δίνει).
Ορίστε οι συναλλαγματικές. Φύγετε! Φύγετε αμέσως!
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Ευχαρ…
ΝΑΝΤΑ. Μη μ’ ευχαριστείτε!
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Όχι… μα … επιτρέψτε μου…
(Δειλά, με δάχτυλα που τρέμουν, τραβάει από το μάτσο μερικά χαρτονομίσματα και τα
βάζει επάνω στο τραπεζάκι, κάτω από το μελανοδοχείο).
ΝΑΝΤΑ. Όχι! Δεν θέλω! Δεν θέλω!
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Αφήστε, αφήστε με, σας παρακαλώ… δεν ξέρω εάν αυτό που κάνω
είναι σωστό ή όχι…
ΝΑΝΤΑ. Δεν θέλω, σας λέω! Πάρτε τα πίσω αυτά τα χρήματα!
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Με συγχωρείτε… κοιτάξτε… εγώ… το λιγότερο που μπορώ να
κάνω… αφήστε με να το κάνω… κάντε μου τη χάρη… μια ξεχωριστή χάρη…
ΝΑΝΤΑ. Πόσα βάλατε εκεί;
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Χίλιες… χίλιες πεντακόσιες λιρέτες… δεσποινίς, αλλά…
ΝΑΝΤΑ. Χίλιες πεντακόσιες;
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Εάν… εάν είναι λίγα…
ΝΑΝΤΑ (ενοχλημένη, βγάζει από την τσάντα της έναν φάκελο ανοιχτό, τυπωμένο με
κάποια φίρμα και του τον δίνει). Ρίχτε μια ματιά σ’ αυτό το λογαριασμό.
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ (παίρνει τον φάκελο και βγάζει από μέσα αμήχανος και χωρίς να
καταλαβαίνει, έναν λογαριασμό και διαβάζει): Καπέλο με επίπεδο τεπέ και μεγάλο,
λευκό, φυσικό Paradis. Λιρέτες 1650.
(Την κοιτάζει. Η Νάντα του δείχνει με το δάχτυλο το καπέλο που φοράει. Καταλαβαίνει
και λέει αμέσως): Α, ναι… αμέσως… Ευχαρίστως…
(Τραβάει από το μάτσο άλλο ένα χαρτονόμισμα των εκατό κι ένα των πενήντα και τα
τοποθετεί στο τραπεζάκι μαζί με τ’ άλλα, κάτω από το μελανοδοχείο). Ορίστε… Με

25
συγχωρείτε, εάν… Κι ευχαριστώ, δεσποινίς… με όλη μου την καρδιά… και εκ
μέρους…
ΝΑΝΤΑ. Αρκετά! Σας παρακαλώ!
ΣΚΟΥΑΤΡΙΛΙΑ. Έχετε δίκιο. Φεύγω, φεύγω γρήγορα για να αναγγείλω τη
γενναιόδωρη πράξη σας… - όχι, όχι… δεν έχω τίποτα άλλο να προσθέσω…
(Της απλώνει το χέρι). Μου επιτρέπετε; (Της το σφίγγει, υποκλίνεται): Τα σέβη μου.
(Φεύγει από την είσοδο στο βάθος. Η Νάντα, μένοντας μόνη, κάνει μορφασμούς
ναυτίας, θυμού· πηγαίνει πέρα δώθε, εξαγριωμένη).
ΝΑΝΤΑ. Α, θα μου το πληρώσει… θα μου το πληρώσει… Άνανδρε!... Α, τι…
Τιποτένιε! Τιποτένιε!
(Στέκεται μπροστά στο τραπεζάκι, παίρνει τα χαρτονομίσματα, τα μετράει οργισμένα
και περιφρονητικά, τα πετάει μέσα στη τσάντα της και στη συνέχεια μένει για λίγο
σκεφτική, δαγκώνοντας το δάχτυλο, με τα μάτια της να πετάνε σπίθες, απειλητικά. Στο
τέλος συνέρχεται, κάθεται μπροστά στο τραπεζάκι, βγάζει από το ντοσιέ ένα φύλλο
χαρτί κι ένα φάκελο:)
Περίμενε και θα δεις…
(Αρχίζει αν γράφει.)
(Παύση. Ενώ η Νάντα, με τις πλάτες στραμμένες στην είσοδο, γράφει, η είσοδος ανοίγει
αθόρυβα και ο Τσετσέ προβάλλει, με το καπέλο στραβά στο κεφάλι. έπειτα μπαίνει,
κλείνει πίσω του την πόρτα αθόρυβα και στα νύχια των ποδιών πλησιάζει τη Νάντα και
την αγκαλιάζει από πίσω).
ΤΣΕΤΣΕ. Ναντούλα, κούκλα μου!
ΝΑΝΤΑ. Α, εσύ είσαι; Με τι μούτρα εμφανίζεσαι μπροστά μου;
ΤΣΕΤΣΕ. Τι τρέχει;
ΝΑΝΤΑ. Έχεις την αναίδεια…
ΤΣΕΤΣΕ. Συγχώρα με: σ’ έκανα να περιμένεις πολύ; Δεν πίστευα ν’ αργήσω τόσο.
Έλα, να ’μαι όμως τώρα εδώ…
(Της προτείνει χαμογελαστό το πρόσωπό του).
ΝΑΝΤΑ. Πάρε αυτό!
(Του δίνει ένα ηχηρό χαστούκι).
ΤΣΕΤΣΕ. Θεέ μου! Τι δυνατό! Με πόνεσες! Γιατί;
ΝΑΝΤΑ. Γιατί; Έχεις το θράσος να με ρωτάς γιατί;
ΤΣΕΤΣΕ. Όχι! Συγχώρα με! Σου ζήτησα συγνώμη… Θα μου πεις τελικά τι τρέχει;
Μήπως περίμενες μισή ωρίτσα….
ΝΑΝΤΑ. Α, γι’ αυτό νομίζεις;
ΤΣΕΤΣΕ. Γιατί άλλο; Τι συμβαίνει;
ΝΑΝΤΑ. Ήσουν με τη μαμά;
ΤΣΕΤΣΕ. Με τη μαμά; Ποια μαμά;
ΝΑΝΤΑ. Με τη δική σου μαμά, που θα ερχόταν να με παρακαλέσει, να με ικετεύσει
να λυπηθώ…
ΤΣΕΤΣΕ. Τη μαμά μου; Τι λες; Τρελάθηκες;
ΝΑΝΤΑ. Α, ώστε τρελάθηκα; Απατεώνα!
ΤΣΕΤΣΕ. Με συγχωρείς, για ποια μαμά μου μιλάς; Πού είναι η μαμά; Τι δουλειά έχει
εδώ η μαμά μου;
ΝΑΝΤΑ. Απατεώνα! Ξέρω πολύ καλά ότι δεν έχει καμία δουλειά εδώ! Νομίζεις ότι
τα πίστεψα όλα αυτά;
ΤΣΕΤΣΕ. Τι να πιστέψεις; Μα, τρελάθηκες; Τι σου συμβαίνει;

26
ΝΑΝΤΑ. Η πτώχευση! η καταστροφή! η ατίμωση! όλα κατά διαβόλου εξ αιτίας σου!
Ένας κακομοίρης πατέρας που σπίλωσες την αξιοσέβαστή του κεφαλή! Μία φτωχή
μητέρα… - Απατεώνα! άχρηστε! Δεν ντρέπεσαι;
ΤΣΕΤΣΕ (σοβαρός, ψυχρά). Αγαπητή μου, παραμιλάς! Σε παρακαλώ να μου
εξηγήσεις. Δεν καταλαβαίνω τίποτα.
ΝΑΝΤΑ. Α, ώστε δεν καταλαβαίνεις; Σοβαρά; Δεν καταλαβαίνεις τίποτα, ε;
ΤΣΕΤΣΕ. Τι θες να καταλάβω; Σε βλέπω οργισμένη… Νόμιζα ότι φταίει η αργοπορία
μου… Τώρα όμως…
ΝΑΝΤΑ (πηγαίνοντας προς το μέρος του με τα χέρια προτεταμένα). Είναι δυνατόν να
είσαι τόσο απαθής; Πώς γίνεται; Εκείνος ο μονόφθαλμος;
ΤΣΕΤΣΕ. Ο μονόφθαλμος;
ΝΑΝΤΑ. Που βρήκα εδώ, αντί για σένα;
ΤΣΕΤΣΕ. Ένας μονόφθαλμος;
ΝΑΝΤΑ. Φίλος του μπαμπά σου!
ΤΣΕΤΣΕ. Μα τι λες; Έχεις τρελαθεί τελείως! Μήπως ονειρεύτηκες; Δεν έχω ούτε
μπαμπά, ούτε μαμά. τι λες;
ΝΑΝΤΑ. Τι! Θέλεις να με τρελάνεις στα σοβαρά; Πρόσεχε, σου λέω! Εάν είναι
αστείο…
ΤΣΕΤΣΕ. Μα τι αστείο! Σου λέω πως δεν καταλαβαίνω τίποτα! Εξηγήσου! Ποιόν
βρήκες εδώ, αντί για μένα; Έναν μονόφθαλμο; Τι σημαίνει αυτό;
ΝΑΝΤΑ. Μονόφθαλμο, μονόφθαλμο… έτσι.
(Σκεπάζει με το χέρι το ένα της μάτι).
ΤΣΕΤΣΕ. Και λες πως τον βρήκες εδώ; Πώς;
ΝΑΝΤΑ. Πού να ξέρω εγώ; Ήταν εδώ. Τηλεφώνησα, μου είπαν ν’ ανέβω. Νόμιζα ότι
θα έβρισκα εσένα, αλλά βρήκα εκείνον.
ΤΣΕΤΣΕ. Και ποιος σου είπε ν’ ανέβεις;
ΝΑΝΤΑ. Εμένα ρωτάς;
ΤΣΕΤΣΕ (προσποιούμενος τον αγανακτισμένο, έπειτα τον ανήσυχο και τον
συντετριμμένο). Μονόφθαλμος; Θεέ μου! Εδώ; Για λέγε· τι σου είπε;
ΝΑΝΤΑ. Ότι περίμενε τη μητέρα σου για να έρθουν σπίτι μου να με
παρακαλέσουν…
ΤΣΕΤΣΕ. Τη μητέρα μου; Κι εσύ το πίστεψες;
ΝΑΝΤΑ. Όχι, σου λέω!
ΤΣΕΤΣΕ. Να σε παρακαλέσουν, για ποιο πράγμα;
ΝΑΝΤΑ. Να επιστρέψω τις τρεις συναλλαγματικές.
ΤΣΕΤΣΕ (με επιθετική αγωνία). Κι εσύ;
ΝΑΝΤΑ. (έχοντάς τα χαμένα). Τι εγώ;
ΤΣΕΤΣΕ. Του τις έδωσες;
ΝΑΝΤΑ. Άρχισε να μου μιλά για την καταστροφή του σπιτιού σου…
ΤΣΕΤΣΕ. Α, τον παλιάνθρωπο! Κι έπειτα;
ΝΑΝΤΑ. Ότι ο πατέρας σου ήταν στο χείλος της χρεοκοπίας…
ΤΣΤΣΕ. Ο πατέρας μου; Α, τον απατεώνα!
ΝΑΝΤΑ. Ότι ένα σπρώξιμο ήταν αρκετό, ένα φύσημα για να γκρεμίσουν τη
συμφωνία που είχε καταφέρει να πετύχει με τους πιστωτές του…
ΤΣΕΤΣΕ. Ώστε έτσι; Ο φονιάς! Ο λωποδύτης!
ΝΑΝΤΑ. Τα έλεγε με τέτοιο πάθος που μου φάνηκε ότι… Θεέ μου, τι φρίκη!... μου
φάνηκε ότι και το άλλο μάτι θα του πεταγόταν από το πρόσωπο και θα έπεφτε επάνω
μου…
ΤΣΕΤΣΕ. Απάντησέ μου όμως· του έδωσες τις συναλλαγματικές;
27
ΝΑΝΤΑ. Μου είπε, μου απέδειξε, ότι δεν άξιζαν τίποτα, ότι δεν θα είχα κανένα
κέρδος από αυτές…
ΤΣΕΤΣΕ. Κι εσύ του τις έδωσες; Αχ, τι μου έκανες! Με κατέστρεψες, με
κατέστρεψες, με κατέστρεψες!
ΝΑΝΤΑ. Εγώ; Πώς;
ΤΣΤΣΕ. Πάει, είμαι κατεστραμμένος! Ξέρεις ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος; Ο πιο
άγριος τοκογλύφος που υπάρχει επάνω στη γη! Μια βδέλλα! Ένας βρικόλακας!
ΝΑΝΤΑ. Αυτός ο άνθρωπος;
ΤΣΕΤΣΕ. Αυτός ο άνθρωπος, μάλιστα, αυτός ο άνθρωπος! Πώς μπόρεσες να τον
πιστέψεις;
ΝΑΝΤΑ. Δεν τον πίστεψα…
ΤΣΕΤΣΕ. Τότε;
ΝΑΝΤΑ. Πίστεψα ότι τον έστειλες εσύ…
ΤΣΕΤΣΕ. Εγώ;
ΝΑΝΤΑ. Για να πάρεις πίσω τις συναλλαγματικές…
ΤΣΕΤΣΕ. Εγώ; Μα πώς; Αφού εγώ ο ίδιος σου έγραψα να μου τις φέρεις εδώ! Ήθελα
να τις αλλάξω… Ήθελα να τις εξαγοράσω… να σου δώσω τα λεφτά… Πώς
διακινδύνεψες να του τις δώσεις; Αχ, τον εγκληματία! Με κατέστρεψες!
ΝΑΝΤΑ. Πού να ξέρω εγώ; Ποιος τον γνώριζε;
ΤΣΕΤΣΕ. Εκείνον εκεί;
ΝΑΝΤΑ. Ναι… να ζορίζεται,… να παρακαλά,… να ιδρώνει…
ΤΣΕΤΣΕ. Φυσικά, αφού ξέρει να παριστάνει τον τρελό στην εντέλεια! Δεν υπάρχει
ρόλος που να μην ξέρει να τον παίξει! Από τον τοκογλύφο μέχρι τον μεσάζοντα, από
τον τύραννο μέχρι το σκλάβο, το γάιδαρο, το γουρούνι, το φίδι και την ίαινα, την
τίγρη και το κουνέλι! Κι εσύ τον πίστεψες… κι έπεσες στον ιστό που σου έπλεξε..
Τώρα όμως το δικό μου μεδούλι θα ρουφήξει! Δεν μπόρεσε ποτέ να έχει στο χέρι
κάποιο δικό μου χαρτί για να εκδικηθεί! Εδώ και χρόνια μου έστηνε καρτέρι, με
κυνηγούσε! Επειδή εγώ του άρπαξα από τα νύχια περισσότερα από ένα θύματα,
καταλαβαίνεις; και τον ξεμπρόστιασα δημόσια… Πώς όμως έμαθε για τις τρεις
συναλλαγματικές; Πώς έμαθε ότι εσύ θα ερχόσουν εδώ για αν μου τις επιστρέψεις;
Πες μου την αλήθεια, μήπως μίλησες με κανένα;
ΝΑΝΤΑ. Μου είπε πως του το εξομολογήθηκες εσύ!
ΤΣΕΤΣΕ. Του το εξομολογήθηκα εγώ; Σου φαίνεται δυνατό να έγινε κάτι τέτοιο;
Μάλλον εσύ θα μίλησες για το θέμα με κάποια φίλη σου…
ΝΑΝΤΑ. Όχι… όμως… για να πω την αλήθεια, έκανα κάποια νύξη…
ΤΣΕΤΣΕ. Σε ποιόν;
ΝΑΝΤΑ. Δεν θυμάμαι… σε κάποιον φίλο σου.
ΤΣΕΤΣΕ. Έχει κατασκόπους παντού! Και ίσως… μα φυσικά, ναι, μου τον έστειλε
σήμερα το πρωί! Ήταν εκείνος ο ενοχλητικός, που με καθυστέρησε περισσότερο από
μισή ώρα, για να του δώσει το χρόνο να έρθει εδώ και να σε αιφνιδιάσει… Α, τον
εγκληματία! Τι να κάνω τώρα; Τι να κάνω; Τρεις συναλλαγματικές… εκατό τα
εκατό… θα με βάλει να πληρώσω εκατό τα εκατό επάνω σ’ εκείνες τις έξι χιλιάδες
λιρέτες… και εάν ακόμα, και εάν ακόμα… Μα πώς το ’κανες; Έτσι του τις έδωσες…
για το τίποτα; Τρεις συναλλαγματικές με την υπογραφή μου!
ΝΑΝΤΑ. Όχι, μου έδωσε λίγες λιρέτες…
ΤΣΕΤΣΕ. Α, λίγες λιρέτες! Πόσες;
ΝΑΝΤΑ. Χίλιες… χίλιες εξακόσιες… εξακόσιες πενήντα…
ΤΣΕΤΣΕ. Ο αγιογδύτης! Χίλιες εξακόσιες πενήντα για έξι χιλιάδες και θα με βάλει να
του πληρώσω τα διπλά.
28
ΝΑΝΤΑ. Ήθελε μάλιστα να μου δώσει και λιγότερα!
ΤΣΕΤΣΕ. Κατάλαβες; Ήθελε να βγάλει και κέρδος!
ΝΑΝΤΑ. Όχι… για να πω την αλήθεια… μόλις του έδειξα την απόδειξη του
καπέλου…
ΤΣΕΤΣΕ. Ποιο καπέλο; Αυτό εκεί; Μα με συγχωρείς, αφού αυτό σου το πλήρωσα
εγώ!
ΝΑΝΤΑ. Τι πάει να πει αυτό; Την απόδειξη την έχω πάντα εδώ.
ΤΣΕΤΣΕ. Κατάλαβα. Χίλιες εξακόσιες πενήντα; Πάει να πει πως θα το πληρώσω δύο
φορές εγώ αυτό το καπέλο. Θα το προσθέσει στους τόκους.
ΝΑΝΤΑ. Όχι, όχι, άκου Τσετσέ, τουλάχιστον αυτά…
ΤΣΕΤΣΕ (με αγανάκτηση). Έλα τώρα! Τι σου πέρασε από το μυαλό;
ΝΑΝΤΑ. Τσετσέ, σε παρακαλώ!
ΤΣΕΤΣΕ. Πάψε! Έχεις τρελαθεί;
ΝΑΝΤΑ. Κάνε μου αυτή τη χάρη…
ΤΣΕΤΣΕ. Μιλάς σοβαρά; Λυπάμαι και για λογαριασμό σου. Καλά να πάθεις όμως!
Πώς μπόρεσες να πιστέψεις όλες τις συκοφαντίες που σου ξεφούρνισε για μένα; Τι
σου είπε, ε; Τι σου είπε;
ΝΑΝΤΑ (κάνει και με τα δύο χέρια μια εκφραστική κίνηση). Αγαπητέ μου…
ΤΣΕΤΣΕ (απορροφημένος). Και είναι χωρίς ημερομηνία λήξης, καταλαβαίνεις;
Μπορεί να μου τις διαμαρτυρήσει όποτε θέλει… Αλλά δε θα μου τις διαμαρτυρήσει!
Δεν είναι τρελός! Θα μ’ έχει έτσι, με την απειλή, για να μου επιβάλει τους τόκους της
αρεσκείας του… και θα μου πιεί το αίμα, όπως έκαμε σε τόσους άλλους.
ΝΑΝΤΑ. Καημένε μου Τσετσέ… έλα εδώ…
ΤΣΕΤΣΕ. Άσε με! Με κατέστρεψες.
ΝΑΝΤΑ. Θα σε ανταμείψω εγώ, Τσετσέ.
ΤΣΕΤΣΕ (τρέχει και την αγκαλιάζει). Α, αγάπη μου, το πιστεύω! Θα με ανταμείψεις
ανάλογα μ’ αυτά που θα μου αρπάξει εκείνος ο τοκογλύφος!
ΝΑΝΤΑ. Κι ακόμα περισσότερο!
ΤΣΕΤΣΕ. Παραμένει όμως ο θυμός, καταλαβαίνεις; Ο θυμός που έπεσα σε τέτοια
χέρια!
ΝΑΝΤΑ. Εγώ θα κάνω να σου περάσει και ο θυμός, σταμάτα τώρα… Έλα, κάτσε
εδώ. (Τον καθίζει κι έπειτα κάθεται στα γόνατά του). Έτσι…
ΤΣΕΤΣΕ. Αρχίζει η ανταμοιβή; Γρήγορα, ένα φιλί εδώ! (Της δείχνει το μέτωπο).
ΝΑΝΤΑ. Να, ένα φιλί εδώ…
ΤΣΕΤΣΕ. Για πες μου, μου έσουρε πολλά, ο παλιάνθρωπος;
ΝΑΝΤΑ. Πολλά… πολλά…
ΤΣΕΤΣΕ. Για κάθε ένα κι ένα φιλί! Εκεί που θέλω εγώ… Αρχίζουμε! Πώς με είπε;
ΝΑΝΤΑ. Κανάγια!
ΤΣΕΤΣΕ. Γρήγορα, ένα φιλί εδώ! (Δείχνει το δεξί μάγουλο).
ΝΑΝΤΑ (Γελάει και τον φιλά στο δεξί μάγουλο).
ΤΣΕΤΣΕ. Εμπρός, τι άλλο είπε;
ΝΑΝΤΑ. Περίμενε. Έκτρωμα της φύσης…
ΤΣΕΤΣΕ. Έκτρωμα;
ΝΑΝΤΑ. Της φύσης…
ΤΣΕΤΣΕ. Έκτρωμα της φύσης; (Πετιέται επάνω. Η Νάντα του ξεφεύγει και τρέχει
μέσα στο δωμάτιο γελώντας). Έλα εδώ… έλα εδώ…
ΝΑΝΤΑ. Άσε με να βγάλω το καπέλο…
ΤΣΕΤΣΕ. Χίλια εξακόσια πενήντα! Και τα υπόλοιπα! Νάντα, έλα εδώ…
ΝΑΝΤΑ. Να ‘μαι!
29
ΤΣΕΤΣΕ (Ξανακάθεται, και η Νάντα πάλι στα γόνατά του). Λοιπόν, έκτρωμα της
φύσης, ε; (δείχνει με το δάχτυλο το στόμα). Αυτή τη φορά εδώ, εδώ, αγάπη μου…
ΝΑΝΤΑ (σκύβει για να τον φιλήσει στο στόμα και- στο σημείο αυτό – καλό θα είναι να
πέσει η …)

ΑΥΛΑΙΑ

30
Η άδεια
(μονόπρακτη κωμωδία)

ΠΡΟΣΩΠΑ

Ροζάριο Κιάρκιαρο
Ροζινέλα, κόρη του
Ο ανακριτής Ντ’ Αντρέα
Άλλοι τρεις δικαστές
Μαράνκα, κλητήρας

Βασίζεται στην ομώνυμη νουβέλα η οποία γράφτηκε το 1911. Η πρώτη γραφή του
μονόπρακτου έγινε τον Δεκέμβριο του 1917στη σικελική διάλεκτο και αμέσως μετά (31
Ιανουaρίου 1918) δημοσιεύτηκε στα ιταλικά στο περιοδικό Rivista d’ Italia. Στη σκηνή
του θεάτρου Alfieri του Τουρίνου ανέβηκε στις 23 Μαρτίου 1918, από τον Angelo
Musco.

31
Γραφείο του ανακριτή Ντ’ Αντρέα. Μεγάλο ράφι που πιάνει σχεδόν όλο το μήκος του
τοίχου στο βάθος, γεμάτο με πράσινα κουτιά αρχειοθέτησης, τα οποία υποτίθεται ότι
ξεχειλίζουν από έγγραφα. Γραφείο γεμάτο με στοίβες χαρτιά. Στο δεξή τοίχο, στο βάθος
και πλάι ένα άλλο ράφι. Μία δερμάτινη πολυθρόνα για τον ανακριτή μπροστά στο
γραφείο. Διάφορες παλιές καρέκλες. Το γραφείο έχει όψη θλιβερή. Η κυρία είσοδος
βρίσκεται στον δεξή τοίχο. Στ’ αριστερά ένα μεγάλο παράθυρο, ψηλό, με παλιά τζάμια.
Μπροστά στο παράθυρο ένα μεγάλο κλουβί κρέμεται από μία ψηλή βάση. Στον
αριστερό τοίχο μία μυστική μικρή έξοδος.
Ο ανακριτής Ντ’ Αντρέα μπαίνει από την κυρία είσοδο φορώντας ένα καπέλο και το
πανωφόρι του. Κρατάει στο χέρι ένα μικρό κλουβί, λίγο μεγαλύτερο από την παλάμη
του χεριού του. Πηγαίνει στο μεγάλο κλουβί του δωματίου, το ανοίγει, έπειτα ανοίγει
και το πορτάκι από το μικρό κλουβί και αφήνει να περάσει στο μεγάλο κλουβί ένας
σπίνος.

ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Εμπρός, έμπα μέσα! – Έλα, τεμπέλαρε! – Επιτέλους… -Σιωπή τώρα,
και άσε με να ασκήσω τα δικαστικά μου καθήκοντα σ’ αυτά τα άγρια ανθρωπάκια.
(Βγάζει το πανωφόρι και το κρεμάει μαζί με το καπέλο στην κρεμάστρα. Κάθεται στο
γραφείο, παίρνει το πάκο με τα έγγραφα της υπόθεσης που πρέπει να εξετάσει, το
κουνάει στον αέρα με ανυπομονησία, ξεφυσάει): Ο ευλογημένος! (Μένει για λίγο
απορροφημένος στις σκέψεις του, έπειτα χτυπάει το κουδούνι και από την κυρία είσοδο
μπαίνει ο κλητήρας Μαράνκα.
ΜΑΡΑΝΚΑ. Στις διαταγές σας, καβαλιέρε!
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Μαράνκα, πηγαίνετε στο στενό του Φούρνου, εδώ κοντά, στο σπίτι
του Κιάρκιαρο.
ΜΑΡΑΝΚΑ (Πηδάει προς τα πίσω και φτύνει στον κόρφο του). Για το Θεό, μην τον
βάζετε στο στόμα σας, καβαλιέρε!
ΝΤ’ΑΝΤΡΕΑ (έξαλλος από θυμό, χτυπώντας τη γροθιά στο γραφείο του). Φτάνει πια!
Σας απαγορεύω να δείχνετε μ’ αυτόν τον τρόπο, μπροστά μου, την κτηνωδία σας σε
βάρος αυτού του κακομοίρη. Και σας το λέω μια και καλή.
ΜΑΡΑΝΚΑ. Με συγχωρείτε, καβαλιέρε! Το είπα και για το δικό σας καλό!
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Α, ώστε συνεχίζετε!
ΜΑΡΑΝΚΑ. Δεν ξαναμιλάω. Τι θέλετε να κάνω στο σπίτι αυτού… αυτού του
αξιοσέβαστου κυρίου;
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Να του πείτε ότι ο ανακριτής τον θέλει και να τον οδηγήσετε αμέσως
εδώ.
ΜΑΡΑΝΚΑ. Αμέσως, καβαλιέρε! Έχετε καμία άλλη εντολή;
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Τίποτε άλλο. Πηγαίνετε.
(Ο Μαράνκα βγαίνει κρατώντας ανοιχτή την πόρτα για να περάσουν οι τρεις δικαστές,
συνάδελφοι του ανακριτή, που μπαίνουν φορώντας τις τηβέννους και τις τόκες τους και
ανταλλάσσουν χαιρετισμούς με τον Ντ’ Αντρέα. Στη συνέχεια πηγαίνουν και οι τρεις να
δούνε τον σπίνο μέσα στο κλουβί).
ΠΡΩΤΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΣ. Τι λέει, λοιπόν, αυτός ο κυρ-σπίνος;
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΣ. Ξέρεις ότι είσαι περίεργος μ’ αυτόν τον σπίνο που
κουβαλάς συνέχεια μαζί σου;
ΤΡΙΤΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΣ. Όλοι σε αποκαλούν: ο Δικαστής Σπίνος.
ΠΡΩΤΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΣ. Πού είναι, πού είναι το κλουβάκι με το οποίο τον κουβαλάς;
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΣ (παίρνοντάς το επάνω από το γραφείο). Να το, εδώ είναι!
Κοιτάξτε, κύριοι μου! Παιχνιδάκια για μικρά παιδιά! Ένας σοβαρός άνθρωπος…

32
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Α, ώστε παιχνίδι για μικρά παιδιά, είναι αυτό το κλουβάκι; Κι εσείς
τότε τι είστε που έχετε στολιστεί έτσι;
ΤΡΙΤΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΣ. Ε,ε, σεβασμός στην τήβεννο!
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Ελάτε, αφήστε τ’ αστεία! Είμαστε στην «camera caritatis». Όταν
ήμουν μικρός έπαιζα με τους φίλους μου το δικαστήριο. Ο ένας έκανε τον
κατηγορούμενο, ένας άλλος τον πρόεδρο του δικαστηρίου, άλλοι τους δικαστές,
άλλοι τους δικηγόρους… Θα το παίζατε κι εσείς αυτό το παιχνίδι. Σας διαβεβαιώνω
πως τότε ήμασταν πιο σοβαροί!
ΠΡΩΤΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΣ. Κάθε άλλο!
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΣ. Πάντα τέλειωνε με ξύλο!
ΤΡΙΤΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΣ (δείχνοντας μια παλιά ουλή στο μέτωπο). Κοιτάξτε εδώ: ουλή
από μία πέτρα που μου πέταξε ένας δικηγόρος της υπεράσπισης, ενώ έπαιζα το ρόλο
του εισαγγελέα!
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Το καλύτερο όμως ήταν το στόλισμα με την τήβεννο. Το μεγαλείο
ήταν η τήβεννος και από κάτω εμείς μικρά παιδιά. Τώρα συμβαίνει το αντίθετο: εμείς
είμαστε πλέον μεγάλοι και η τήβεννος έχει καταντήσει το παιχνίδι μας όπως όταν
ήμασταν μικρά παιδιά. Χρειάζεται μεγάλο θάρρος για να την πάρουμε στα σοβαρά!
Ιδού, κύριοι, (παίρνει από το γραφείο το πακέτο με τα έγγραφα της περίπτωσης
Κιάρκιαρο) πρέπει να προετοιμάσω αυτήν εδώ τη δίκη. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη
αδικία από αυτή την περίπτωση. Αδικία, επειδή πρόκειται για τον πιο άσπλαχνο
κατατρεγμό ενάντια στον οποίο ένας φουκαράς προσπαθεί απεγνωσμένα να
εξεγερθεί, χωρίς καμία όμως πιθανότητα επιτυχίας. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα
θύμα, που δεν μπορεί να τα βάλει με κανένα! Στη δίκη αυτή θέλει να τα βάλει με δύο,
με τους δύο πρώτους που του έτυχαν στο δρόμο και – μάλιστα κύριοι – η δικαιοσύνη
θα του δώσει άδικο, άδικο, ανυποχώρητη, επιβεβαιώνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο, την
απάνθρωπη αδικία της οποίας έχει πέσει θύμα ο φουκαράς αυτός.
ΠΡΩΤΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΣ. Μα για ποια δίκη πρόκειται;
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Του Ροζάριο Κιάρκιαρο.
(Στο άκουσμα του ονόματος οι τρεις δικαστές, όπως προηγουμένως ο Μαράνκα,
οπισθοχωρούν τρομαγμένοι, φτύνουν τον κόρφο τους και φωνάζουν).
ΚΑΙ ΟΙ ΤΡΕΙΣ. Παναγία μου! Χτύπα ξύλο! Πάψε!
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Να, βλέπετε; Και να σκεφτεί κανείς πως εσείς είστε εκείνοι που θα
πρέπει να αποδώσουν δικαιοσύνη σ’ αυτόν τον φουκαρά!
ΠΡΩΤΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΣ. Μα για ποια δικαιοσύνη μιλάς! Αυτός ο άνθρωπος είναι
τρελός!
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Ένας δυστυχισμένος είναι!
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΣ. Μπορεί να είναι δυστυχισμένος, αλλά να με συγχωρείς,
δεν παύει να είναι και τρελός! Υπέβαλε μήνυση για δυσφήμηση εναντίον του γιού
του δημάρχου και ούτε λίγο ούτε πολύ εναντίον και του ίδιου του …
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. … του αντιδημάρχου Φάτσιο.
ΤΡΙΤΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΣ. Για δυσφήμιση;
ΠΡΩΤΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΣ. Ακριβώς! Καταλαβαίνεις; Επειδή, λέει, τους είδε να φτύνουν
τον κόρφο τους την ώρα που περνούσε.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΣ. Μα για ποια δυσφήμιση πρόκειται, όταν σ’ ολόκληρη την
πόλη, εδώ και δυο χρόνια τουλάχιστον, έχει διαδοθεί η φήμη ότι είναι γρουσούζης;
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Και αμέτρητοι είναι οι μάρτυρες που μπορούν να έρθουν στο
δικαστήριο να καταθέσουν ότι σε πάρα πολλές περιπτώσεις έδειξε ότι γνώριζε αυτή
τη φήμη που κυκλοφορεί και διαμαρτυρήθηκε έντονα!
ΠΡΩΤΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΣ. Α, βλέπεις; Κι εσύ ο ίδιος το λες!
33
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΣ. Πώς να καταδικάσεις λοιπόν το γιο του δήμαρχου και τον
αντιδήμαρχο Φάτσιο ως συκοφάντες επειδή όταν τον είδαν να περνά έκαναν εκείνο
που εδώ και καιρό συνηθίζουν να κάνουν όλοι;
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Και πρώτοι και καλύτεροι εσείς:
ΚΑΙ ΟΙ ΤΡΕΙΣ. Βεβαίως! Είναι φοβερό, ξέρεις. Ο Θεός να μας φυλάει!
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Κι έπειτα απορείτε, φίλοι μου, που εγώ φέρνω εδώ τον σπίνο μου…
Τον φέρνω όμως, γιατί, καθώς ξέρετε, εδώ και έναν χρόνο έχω απομείνει μόνος.
Ήταν της μητέρας μου αυτός ο σπίνος και για μένα είναι η ζωντανή ανάμνησή της·
δεν μπορώ να τον αποχωριστώ. Του μιλάω, μιμούμενος με το σφύριγμα το
κελάιδισμα του, κι αυτός μου απαντά. Δεν ξέρω τι του λέω, αλλά αυτός, αφού μου
απαντά, σημαίνει ότι κάτι ξεχωρίζει μέσα από τους ήχους που του κάνω. Ίδιος μ’
εμάς, φίλοι μου, όταν πιστεύουμε ότι η φύση μας μιλά με την ποίηση των λουλουδιών
της, ή με τ’ άστρα του ουρανού, ενώ η φύση ίσως να μην γνωρίζει κάν την ύπαρξή
μας.
ΠΡΩΤΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΣ. Συνέχισε, συνέχισε, αγαπητέ μου να φιλοσοφείς και θα δεις
πως θα καταλήξεις ευχαριστημένος!
(Ακούγεται χτύπος στην κυρία είσοδο και μετά από λίγο ο Μαράνκα προβάλλει το
κεφάλι του).
ΜΑΡΑΝΚΑ. Επιτρέπεται;
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Πέρασε Μαράνκα.
ΜΑΡΑΝΚΑ. Εκείνος δεν ήταν στο σπίτι, καβαλιέρε. Άφησα εντολή σε μία από τις
κόρες του να τον στείλουν εδώ μόλις επιστρέψει. Ήρθε όμως μαζί μου η μικρότερη
από τις κόρες του, η Ροζινέλα. Εάν θα ήθελε η εξοχότητά σας να την δεχτεί…
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Όχι, εγώ θέλω να μιλήσω με τον ίδιο!
ΜΑΡΑΝΚΑ. Λέει ότι θέλει να σας παρακαλέσει για κάτι, καβαλιέρε. Τρέμει από τον
φόβο της.
ΠΡΩΤΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΣ. Εμείς φεύγουμε. Εις το επανειδείν, Ντ’ Αντρέα!
(Ανταλλαγή χαιρετισμών. Φεύγουν και οι τρεις δικαστές).
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Πείτε της να περάσει.
ΜΑΡΑΝΚΑ. Αμέσως καβαλιέρε.
(Φεύγει και αυτός. Η Ροζινέλα, γύρω στα 17, ντυμένη φτωχικά, αλλά με ευπρέπεια,
προβάλλει το κεφάλι από την κυρία είσοδο και διακρίνεται μόλις το πρόσωπό της μέσα
από ένα μαύρο, μάλλινο σάλι).
ΡΟΖΙΝΕΛΑ. Επιτρέπεται;
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Περάστε, περάστε.
ΡΟΖΙΝΕΛΑ. Στις διαταγές σας κύριε. Α, Χριστέ μου, κύριε δικαστή, η εξοχότητά
σας κάλεσε τον πατέρα μου; Τι τρέχει, κύριε δικαστή; Γιατί; Πάγωσε το αίμα από το
φόβο μας!
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Ηρεμήστε! Τι φοβάστε;
ΡΟΖΙΝΕΛΑ. Εμείς, εξοχότατε, δεν είχαμε ποτέ πάρε δώσε με τη δικαιοσύνη!
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Τόσο πολύ λοιπόν σας τρομάζει η δικαιοσύνη;
ΡΟΖΙΝΕΛΑ. Μάλιστα, κύριε. Σας λέω ότι πάγωσε το αίμα μας! Οι κακοί άνθρωποι,
εξοχότατε, έχουν πάρε δώσε με τη δικαιοσύνη. Εμείς είμαστε τέσσερεις
κακομοίρηδες. Και εάν και η δικαιοσύνη ακόμη είναι εναντίον μας…
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Μα, όχι. Ποιος σας είπε τέτοια πράγματα; Ηρεμήστε. Η δικαιοσύνη
δεν είναι εναντίον σας.
ΡΟΖΙΝΕΛΑ. Γιατί τότε η εξοχότητά σας έστειλε να φωνάξουν τον πατέρα μου;
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Επειδή ο πατέρας σας είναι εκείνος που τα έχει βάλει με τη
δικαιοσύνη.
34
ΡΟΖΙΝΕΛΑ. Ο πατέρας μου; Τι λετε!
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Μην τρομάζετε. Βλέπετε που χαμογελάω; Πώς όμως; Δεν το ξέρατε
ότι ο πατέρας σας έκανε μήνυση εναντίον του γιού του δήμαρχου και του
αντιδημάρχου Φάτσιο;
ΡΟΖΙΝΕΛΑ. Ο πατέρας μου; Όχι, κύριε. Δεν γνωρίζουμε τίποτα! Ο πατέρας μου
μήνυση;
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Να εδώ ο φάκελος!
ΡΟΖΙΝΕΛΑ. Θεέ μου! Θεέ μου! Μην του δίνετε σημασία, κύριε δικαστή! Είναι σαν
να τρελάθηκε ο πατέρας μου, εδώ και πάνω από έναν μήνα! Πάει χρόνος που δεν
εργάζεται, καταλαβαίνετε; Τον έδιωξαν από τη δουλειά, τον πέταξαν στο δρόμο. Τον
έχουν απομονώσει όλοι, τον αποφεύγουν λες κι έχει πανούκλα! Ώστε έκανε μήνυση,
ε; Στο γιο του δημάρχου; Είναι τρελός! Είναι τρελός! Αυτός ο αισχρός πόλεμος που
του κάνουν όλοι, αυτές οι φήμες που διαδίδουν, τον έχουν κάνει να χάσει τα λογικά
του! Σας παρακαλώ, κύριε δικαστή, κάντε τον να αποσύρει τη μήνυση! Κάντε τον να
την αποσύρει!
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Ναι, κορίτσι μου! Αυτό θέλω κι εγώ. Γι’ αυτό εξ άλλου τον κάλεσα.
Ελπίζω να τα καταφέρω. Ξέρετε όμως: είναι πιο εύκολο να κάνει κανείς το κακό,
παρά το καλό.
ΡΟΖΙΝΕΛΑ. Τι λέτε, εξοχότατε! Αυτό ισχύει και για σας;
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Και για μένα. Επειδή το κακό, κορίτσι μου, μπορούμε να το κάνουμε
όλοι και σε όλους, ενώ το καλό μόνο σε όσους το έχουν ανάγκη.
ΡΟΖΙΝΕΛΑ. Και πιστεύετε ότι ο πατέρας μου δεν το έχει ανάγκη;
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Πιστεύω ότι το έχει. Αυτή η ανάγκη όμως να κάνει κανείς το καλό,
κόρη μου, κάνει συχνά τόσο εχθρικές τις ψυχές εκείνων που θα ήθελαν να
ευεργετηθούν, που καταντάει η ευεργεσία να είναι πράγμα πολύ δύσκολο. Με
καταλαβαίνετε;
ΡΟΖΙΝΕΛΑ. Όχι κύριε, δεν καταλαβαίνω. Κάντε όμως ό, τι είναι μπορετό! Για εμάς
δεν υπάρχει πια καλοσύνη, ηρεμία σ’ αυτόν τον τόπο.
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Δεν θα μπορούσατε να φύγετε από εδώ;
ΡΟΖΙΝΕΛΑ. Να πάμε πού; Αχ, εξοχότατε, δεν ξέρετε την κατάστασή μας! Θα την
κουβαλάμε μαζί μας την φήμη του πατέρα μας, όπου και αν πάμε. Ούτε με το μαχαίρι
δεν μπορούμε να τη βγάλουμε από επάνω μας. Α, αν βλέπατε πώς έχει καταντήσει ο
πατέρας μου! Άφησε να μεγαλώσουν τα γένια του. Κάτι γένια της συμφοράς που τον
κάνουν να μοιάζει με κουκουβάγια… και σαν να μην έφτανε αυτό έκοψε και έραψε
από μόνος του ένα περίεργο ρούχο, που αν το φορέσει, εξοχότατε, θα τρομάξει όλον
τον κόσμο, θα το βάλουν στα πόδια ακόμα και τα σκυλιά!
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Και γιατί όλα αυτά;
ΡΟΖΙΝΕΛΑ. Εκείνος ξέρει το γιατί! Κάνει σαν να έχει τρελαθεί, σας λέω! Κάντε τον
να αποσύρει την μήνυση, σας παρακαλώ!
(Χτυπούν πάλι την κυρία είσοδο)
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Ποιος είναι; Εμπρός!
ΜΑΡΑΝΚΑ (Τρέμοντας από την κορυφή ως τα νύχια). Νάτος, καβαλιέρε! Τι… τι
πρέπει να κάνω;
ΡΟΖΙΝΕΛΑ. Ο πατέρας μου; (Πετιέται όρθια). Θεέ μου, μη με βρει εδώ! Εξοχότατε,
σας παρακαλώ!
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Γιατί; Τι συμβαίνει; Θα σας φάει, εάν σας βρει εδώ;
ΡΟΖΙΝΕΛΑ. Όχι, κύριε. Δεν θέλει όμως να βγαίνουμε από το σπίτι. Πού να κρυφτώ;
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Μη φοβάστε. (Ανοίγει τη μικρή, κρυφή είσοδο στο δεξιό τοίχο) . Βγείτε
από εδώ, στρίψτε στο διάδρομο και θα βρείτε την έξοδο.
35
ΡΟΖΙΝΕΛΑ. Μάλιστα, κύριε, ευχαριστώ. Μην ξεχνάτε τι σας είπα. Χαίρετε,
εξοχότατε.
(Βγαίνει κούτσα κούτσα από το πορτάκι στα δεξιά. Ο Ντ’ Αντρέα το κλείνει.)
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Πείτε του να περάσει.
ΜΑΡΑΝΚΑ (Κρατώντας όσο γίνεται πιο ανοιχτή την πόρτα για να μην τον πλησιάσει ο
Κιάρκιaρο. Ελάτε, ελάτε… Περάστε…
(Και καθώς ο Κιάρκιαρο μπαίνει, ο κλητήρας φεύγει γρήγορα. Ο Ροζάριο Κιάρκιαρο
έφτιαξε μια μάσκα γρουσούζη, που είναι χάρμα οφθαλμών. Άφησε να μεγαλώσουν
επάνω στα ρουφηγμένα, χλωμά του μάγουλα γένια σκληρά σαν θάμνοι. Στερέωσε
επάνω στη μύτη του μεγάλα, στρογγυλά γυαλιά με κοκάλινο σκελετό, που του δίνουν
την όψη του πουλιού μπούφο. Φόρεσε γυαλιστερά ρούχα σε χρώμα γκρίζο ποντικιού,
που τον κάνουν να φαίνεται πιο ογκώδης, και κρατάει ένα μπαστούνι από μπαμπού με
χειρολαβή από κέρατο. Μπαίνει με πένθιμο βηματισμό, χτυπώντας στο πάτωμα το
μπαστούνι σε κάθε βήμα, και στέκεται εμπρός στον δικαστή).
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ (με ένα ξέσπασμα θυμού, πετώντας στην άκρη τα έγγραφα της δίκης). Α,
για κάντε μου τη χάρη! Τι μασκαραλίκια είναι αυτά! Ντροπή σας!
ΚΙΑΡΚΙΑΡΟ (χωρίς να ταραχτεί καθόλου από το θυμό του δικαστή, τρίζει τα κίτρινα
δόντια του και λέει χαμηλόφωνα). Δεν το πιστεύετε λοιπόν;
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Σας είπα να μου κάνετε τη χάρη! Ας αφήσουμε τ’ αστεία, εμπρός
αγαπητέ Κιάρκιαρο! Καθίστε, καθίστε εδώ! (Τον πλησιάζει και πάει να βάλει το χέρι
στον ώμο του).
ΚΙΑΡΚΙΑΡΟ (αποτραβιέται αμέσως τρέμοντας). Μη με πλησιάζετε! Φυλαχτείτε!
Θέλετε να χάσετε το φως σας;
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ (τον κοιτάζει ψυχρά, έπειτα λέει). Συνεχίστε… Όταν θα τελειώσετε…
Σας κάλεσα για το δικό σας καλό. Εδώ έχει μια καρέκλα, καθίστε.
ΚΙΑΡΚΙΑΡΟ (παίρνει την καρέκλα. Κάθετε, κοιτάζει το δικαστή, έπειτα αρχίζει να
κυλά επάνω στα πόδια το μπαστούνι του, σαν να ήταν πλάστης και κουνάει για αρκετή
ώρα το κεφάλι του. Στο τέλος λέει μέσα από τα δόντια του). Για το καλό μου… Για το
καλό μου, λέτε… Έχετε το θάρρος να λέτε για το καλό μου! Και νομίζετε πως ό, τι
κάνετε είναι για το καλό μου, κύριε δικαστά, όταν λέτε πως δεν πιστεύετε στη
γρουσουζιά;
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ (κάθεται κι αυτός). Θέλετε να σας πω πως την πιστεύω; Σας λέω
λοιπόν πως την πιστεύω! Εντάξει;
ΚΙΑΡΚΙΑΡΟ (κοφτά, με τόνο κάποιου που δεν δέχεται αστεία). Όχι, κύριε! Πρέπει να
το πιστέψετε στα σοβαρά, στα σο-βα-ρα! Και όχι μόνο αυτό, αλλά να το αποδείξετε
κιόλας προετοιμάζοντας τη δίκη.
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Α, αυτό θα είναι λίγο δύσκολο.
ΚΙΑΡΚΙΑΡΟ (σηκώνεται και κάνει πως πάει αν φύγει). Να φεύγω τότε.
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Ελάτε, ελάτε! Καθίστε! Σας είπα να μην δημιουργείτε ιστορίες!
ΚΙΑΡΚΙΑΡΟ. Εγώ δημιουργώ ιστορίες; Μη με προκαλείτε, διαφορετικά θ’
αποκτήσετε μια τέτοια εμπειρία που… Φτύστε τον κόρφο σας!
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Δεν φτύνω τίποτα.
ΚΙΑΡΚΙΑΡΟ. Φτύστε τον κόρφο σας, σας λέω! Είμαι φοβερός, ξέρετε!
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ (σοαβρά). Ως εδώ, Κιάρκιαρο! Μη μ’ εκνευρίζετε. Καθίστε και να
δούμε πώς θα συνεννοηθούμε. Σας κάλεσα για να σας αποδείξω πως ο δρόμος που
πήρατε δεν είναι εκείνος που θα σας φέρει σε καλό τέρμα.
ΚΙΑΡΚΙΑΤΡΟ. Κύριε δικαστά, εγώ βρίσκομαι με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο
μέσα σ’ ένα αδιέξοδο. Για ποιο τέρμα, για ποιο δρόμο μου μιλάτε;

36
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Γι’ αυτόν που σας βλέπω να παίρνετε και για εκείνον της μήνυσης
που υποβάλατε. Με συγχωρείτε, αλλά η σχέση του ενός με τον άλλο είναι έτσι…
(Φέρνει κόντρα τους δείχτες των δυο χεριών του, για να δείξει πως οι δρόμοι
βρίσκονται σε αντίθεση).
ΚΙΑΡΚΙΑΡΟ. Όχι, κύριε. Έτσι νομίζετε εσείς, κύριε δικαστά.
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Πώς όχι; Στη μήνυση κατηγοράτε δύο άτομα ως συκοφάντες, επειδή
πιστεύουν πως είσαστε γρουσούζης, και τώρα εδώ εμφανίζεστε σ’ εμένα στολισμένος
κατ’ αυτό τον τρόπο, σαν να είστε όντως κατσικοπόδαρος και επιπλέον έχετε και την
απαίτηση να πιστέψω κι εγώ στη γρουσουζιά σας.
ΚΙΑΡΚΙΑΡΟ. Μάλιστα, κύριε. Έτσι ακριβώς.
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Δεν νομίζετε κι εσείς ότι εδώ πρόκειται για μία αντίθεση;
ΚΙΑΡΚΙΑΡΟ. Εγώ νομίζω κάτι άλλο, κύριε δικαστά: ότι εσείς δεν καταλαβαίνετε
τίποτα!
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Μιλήστε, μιλήστε, αγαπητέ μου Κιάρκιαρο! Ίσως πρόκειται να είναι
η καθαρή αλήθεια εκείνο που έχετε να μου πείτε. Έχετε όμως την καλοσύνη να μου
εξηγήσετε γιατί δεν καταλαβαίνω τίποτε;
ΚΙΑΡΚΙΑΡΟ. Να σας απαντήσω αμέσως. Θα σας αποδείξω ότι όχι μόνο δεν
καταλαβαίνετε τίποτε, αλλά επιπλέον ότι είστε εχθρός μου, και βάζω το χέρι μου στη
φωτιά γι’ αυτό.
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Εγώ;
ΚΙΑΡΚΙΑΡΟ. Εσείς, εσείς, μάλιστα κύριε. Για πείτε μου: ξέρετε ή δεν ξέρετε ότι ο
γιός του δημάρχου ζήτησε τη συνδρομή του δικηγόρου Λορέκιο;
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Το ξέρω.
ΚΙΑΡΚΙΑΡΟ. Και ξέρετε ακόμα ότι εγώ – εγώ ο Ροζάριο Κιάρκιαρο – ο ίδιος πήγα
στο δικηγόρο Λορέκιο να του δώσω κρυφά όλες τις αποδείξεις για το γεγονός: ότι
δηλαδή όχι μόνο έχω αντιληφθεί, εδώ και περισσότερο από ένα χρόνο, πως όλοι
βλέποντάς με να περνάω έφτυναν τον κόρφο τους ή χτυπούσαν ξύλο ή κάνανε
διάφορα ξόρκια, αλλά επιπλέον και τις αποδείξεις, κύριε δικαστά, αποδείξεις με
στοιχεία, μαρτυρίες μοναδικές, επαναλαμβάνω μο-να-δι-κες για όλα τα τρομακτικά
γεγονότα πάνω στα οποία οικοδομήθηκε ακατάλυτη, α- κα-τα-λυ-τη η φήμη μου ως
κατσικοπόδαρου;
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Εσείς; Πώς; Εσείς πήγατε να δώσετε τις αποδείξεις στο δικηγόρου
του αντιπάλου σας;
ΚΙΑΡΚΙΕΡΟ. Στον Λορέκιο, μάλιστα κύριε.
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ (έχοντας τα χαμένα). Λοιπόν, δεν σας κρύβω ότι τώρα καταλαβαίνω
λιγότερα πράγματα απ’ ό, τι πριν.
ΚΙΑΡΚΙΑΡΟ. Λίγοτερα λέτε; Κι εγώ σας λέω πως δεν καταλαβαίνετε τίποτα!
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Με συγχωρείτε. .. Πήγατε να δώσετε στο δικηγόρο του αντιπάλου τις
αποδείξεις αυτές, που είναι εναντίον σας, γιατί το κάνατε αυτό; Για ν’ απαλλαγούν
σίγουρα από την κατηγορία εκείνοι οι δύο; Τότε γιατί τους κάνατε μήνυση;
ΚΙΑΡΚΙΑΡΟ. Σ’ αυτή την ερώτηση ακριβώς βρίσκεται η απόδειξη, κύριε δικαστά,
ότι δεν καταλαβαίνετε τίποτα! Εγώ έκανα τη μήνυση γιατί επιθυμώ την επίσημη
αναγνώριση της δύναμής μου. Ακόμη δεν καταλαβαίνετε; Θέλω ν’ αναγνωριστεί
επισήμως η τρομερή δύναμη που κατέχω, που τώρα πια είναι το μόνο κεφάλαιο που
διαθέτω, κύριε δικαστά!
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ (κάνει να τον αγκαλιάσει συγκινημένος). Α, καημένε Κιάρκιαρο,
φουκαρά μου, τώρα καταλαβαίνω! Ωραίο κεφάλαιο βρήκες! Και τι θα το κάνεις;

37
ΚΙΑΡΚΙΑΡΟ. Τι θα το κάνω; Πώς τι θα το κάνω; Εσείς, αγαπητέ κύριε, για να
εξασκήσετε το επάγγελμα του δικαστή, έστω και τόσο άσχημα που το εξασκείτε, για
πείτε μου, δεν πήρατε πτυχίο;
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Α, ναι, το πτυχίο…
ΚΙΑΡΚΙΑΡΟ. Λοιπόν; Θέλω κι εγώ την άδειά μου. Την άδεια ασκήσεως
επαγγέλματος του γρουσούζη. Με τα δέοντα χαρτόσημα μάλιστα. Γρουσούζης με
άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, εκδοθείσα από τη Βασιλική Δικαιοσύνη.
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Κι έπειτα; Τι θα την κάνεις;
ΚΙΑΡΚΙΑΡΟ. Τι θα την κάνω; Μα είστε τελείως βλάκας; Θα την βάλω σαν τίτλο στις
κάρτες μου. Α, σας φαίνεται λίγο; Η άδεια! Θα είναι το επάγγελμά μου! Μ’ έχουν
δολοφονήσει, κύριε δικαστά! Είμαι ένας φουκαράς οικογενειάρχης. Δούλευα έντιμα.
Μ’ έδιωξαν και με πέταξαν στο δρόμο, επειδή ήμουν, λέει, γρουσούζης! Στο δρόμο,
με μια γυναίκα παράλυτη, τρία χρόνια τώρα ακίνητη στο κρεβάτι, και με δύο κόρες,
που αν τις δείτε, κύριε δικαστά, θα σας ραγίσει η καρδιά από τη λύπη: ομορφούλες
και οι δύο, κανείς όμως δεν τις θέλει, γιατί είναι κόρες μου, καταλαβαίνετε; Και
ξέρετε πώς τα βγάζουμε πέρα τώρα και οι τέσσερεις; Με το ψωμί που βγάζει από το
στόμα ο γιός μου και μας δίνει, αν και έχει κι εκείνος οικογένεια, τρία μωρά!
Νομίζετε πως μπορεί ακόμα για πολύ καιρό να κάνει αυτή τη θυσία για μένα, ο
καημένος ο γιός μου; Κύριε δικαστά, δεν μου μένει άλλο από το να κάνω το
επάγγελμα του γρουσούζη!
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Τι θα κερδίσετε όμως;
ΚΙΑΡΚΙΕΡΟ. Τι θα κερδίσω; Θα σας εξηγήσω. Στο μεταξύ με βλέπετε: έχω φορέσει
και ταιριαστά ρούχα. Τρομάζω τον κόσμο! Αυτά τα γένια… αυτά τα γυαλιά… Μόλις
θα μου εκδώσετε την άδεια, θ’ αρχίσω τη δραστηριότητα! Με ρωτάτε, πώς; Μου το
ρωτάτε – επαναλαμβάνω – γιατί είστε εχθρός μου!
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Εγώ; Έτσι νομίζετε;
ΚΙΑΡΚΙΕΡΟ. Μάλιστα, κύριε, εσείς! Επειδή επιμένετε να μην πιστεύετε στη δύναμή
μου! Ευτυχώς όμως που πιστεύουν οι άλλοι. Όλοι το πιστεύουν! Αυτή είναι η τύχη
μου! Υπάρχουν πολλές χαρτοπαιχτικές λέσχες στον τόπο μας! Αρκεί να κάνω εκεί
την εμφάνισή μου. Δεν θα χρειαστεί να πω τίποτα. Ο ιδιοκτήτης του χώρου και οι
παίχτες θα με πληρώνουν κρυφά για να μην στέκομαι δίπλα τους και για να φύγω! Θα
γυροφέρνω σαν μύγα σε όλα τα εργοστάσια· θα πάω και θα τη στήνω πότε μπροστά
στο ένα μαγαζί, πότε μπροστά στο άλλο. Εκεί υπάρχει κάποιος κοσμηματοπώλης;
Πάω και στέκομαι μπροστά στη βιτρίνα του, (παριστάνει) αρχίζω να περιεργάζομαι
τον κόσμο έτσι, (παριστάνει) και ποιος θα τολμήσει μετά να μπει σ’ εκείνο το μαγαζί
ν’ αγοράσει κανένα κόσμημα ή να κοιτάξει σ’ εκείνη τη βιτρίνα; Θα βγει ο
κοσμηματοπώλης και θα μου βάλει στο χέρι τρεις, μπορεί και πέντε λιρέτες για να
φύγω από εκεί και να πάω να τη στήσω μπροστά στο μαγαζί του ανταγωνιστή του.
Καταλαβαίνετε; Θα είναι κάτι σαν φόρος που εγώ, από τώρα και στο εξής, θα
απαιτώ!
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Φόρος άγνοιας!
ΚΙΑΡΚΙΑΡΟ. Άγνοιας είπατε; Όχι, αγαπητέ μου κύριε! Φόρος υγείας! Επειδή έχω
μαζέψει τόση χολή και τόσο μίσος, εγώ, ενάντια σ’ αυτή την αηδιαστική
ανθρωπότητα, που πιστεύω πραγματικά, κύριε δικαστά, ότι έχω εδώ, σ’ αυτά τα
μάτια, τη δύναμη να γκρεμίσω συθέμελα μία ολόκληρη πόλη! – Φτύστε τον κόρφο
σας! Φτύστε τον κόρφο σας, για όνομα του Θεού! Δεν βλέπετε; Απομείνατε ως στήλη
άλατος!
(Ο Ντ’ Αντρέα, κυριευμένος από βαθειά λύπη, έμεινε πραγματικά να τον κοιτάει σαν
αποβλακωμένος)
38
Εμπρός, σηκωθείτε! Και ξεκινήστε τη διαδικασία της αυτής της δίκης που θ’ αφήσει
εποχή. Φροντίστε ν’ αθωωθούν οι δύο κατηγορούμενοι λόγω ανυπαρξίας αδικήματος.
Αυτό θα σημάνει για μένα την επίσημη αναγνώριση του επαγγέλματός μου ως
κατσικοπόδαρου!
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ (ενώ σηκώνεται). Θέλετε την άδεια;
ΚΙΑΡΚΙΕΡΟ (παίρνει μια αλλόκοτη στάση και χτυπώντας το μπαστούνι). Τη άδεια,
μάλιστα κύριε!
(Δεν έχει καλά καλά τελειώσει τη φράση και το παράθυρο ανοίγει σιγά σιγά, σαν να το
σπρώχνει ο άνεμος, χτυπάει επάνω στη βάση και στο κλουβί και τα ρίχνει κάτω με
θόρυβο).
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ (βάζει φωνή και τρέχει). Θεέ μου! Ο σπίνος! Ο σπίνος! Θεέ μου!
Πέθανε… πέθανε… Η μοναδική ανάμνηση της μητέρας μου… Νεκρός… νεκρός…
(Στις φωνές, ανοίγει διάπλατα η κυρία είσοδος και μπαίνουν τρέχοντας οι τρεις
δικαστές με τον Μαράνκα, αλλά αμέσως σταματούν και μένουν άναυδοι μόλις βλέπουν
τον Κιάρκιαρο).
ΟΛΟΙ. Τι συνέβη; Τι συνέβη;
ΝΤ’ ΑΝΤΡΕΑ. Ο άνεμος… το παράθυρο… ο σπίνος…
ΚΙΑΡΚΙΑΡΟ (με κραυγή θριάμβου). Μα ποιος άνεμος! Ποιο παράθυρο! Εγώ το
έκανα! Δεν το πίστευε κι εγώ του έδωσα την απόδειξη! Εγώ! Εγώ! Και όπως πέθανε
εκείνο το πουλί (αμέσως, έντρομοι οι παριστάμενοι απομακρύνονται από κοντά του)
έτσι θα πεθάνετε όλοι, ένας ένας!
ΟΛΟΙ (με διαμαρτυρίες, κατάρες και παρακλήσεις εν χωρώ). Έλεος! Που να σου κοπεί
η γλώσσα! Θεέ μου! Έχω οικογένεια!
ΚΙΑΡΚΙΑΡΟ (θριαμβευτικά, απλώνοντας το χέρι του). Εμπρός λοιπόν ,εδώ –
πληρώστε όλοι φόρο! Όλοι!
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΔΙΚΑΣΤΕΣ (κάνουν να βγάλουν λεφτά από τις τσέπες τους). Ναι, αμέσως!
Να, ορίστε! Αρκεί να φύγετε! Για όνομα του Θεού!
ΚΙΑΡΚΙΑΡΟ (πανηγυρίζοντας, αποτεινόμενος προς το δικαστή Ντ’ Αντρέα, πάντα με
το χέρι απλωμένο). Είδατε; Και δεν έχω πάρει ακόμα την άδεια! Βάλτε μπρος τη δίκη!
Είμαι πλούσιος! Είμαι πλούσιος!

ΑΥΛΑΙΑ

39
Ο άνθρωπος με το λουλούδι στο στόμα
(διάλογος)

ΠΡΟΣΩΠΑ

Ο άνθρωπος με το λουλούδι στο στόμα


Ένας ήσυχος πελάτης

Σημείωση. Προς το τέλος της παράστασης, στα μέρη που υποδεικνύονται, θα προβάλει
δύο φορές από τη γωνία το κεφάλι μιας γυναικείας σκιάς, ντυμένης στα μαύρα, μ’ ένα
παλιό καπέλο με κρεμάμενα φτερά.

Ο θεατρικός «διάλογος» αυτός βασίζεται στη νουβέλα Νυχτερινό Καφέ (1918).


Ανέβηκε για πρώτη φορά στη Ρώμη, στις 21 Φεβρουαρίου 1923, στο Teatro degli
Indipendenti και σε σκηνοθεσία του Αντόν Τζούλιο Μπραγκάλια.

40
Στο βάθος φαίνονται τα δέντρα μιας λεωφόρου, με τις ηλεκτρικές λάμπες του δρόμου,
που διακρίνονται ανάμεσα από τα φυλλώματα. Στις δύο πλευρές, τα τελευταία σπίτια
ενός δρόμου που βγάζει στη λεωφόρο. Ανάμεσα στα σπίτια της αριστερής πλευράς ένα
φτωχό νυχτερινό καφενεδάκι με τραπεζάκια και καρέκλες επάνω στο πεζοδρόμιο.
Μπροστά στα σπίτια της δεξιάς πλευράς μια λάμπα του δρόμου αναμμένη. Στη γωνία
που σχηματίζει με τη λεωφόρο το τελευταίο σπίτι στα αριστερά, μία άλλη λάμπα του
δρόμου αναμμένη κι εκείνη. Πριν λίγο έχουν περάσει τα μεσάνυχτα. Ακούγεται από
μακριά, κατά διαστήματα, ο ήχος ενός μαντολίνου.
Με το άνοιγμα της αυλαίας, ο άνθρωπος με το λουλούδι στο στόμα, καθισμένος σ’ ένα
από τα τραπεζάκια, παρακολουθεί για πολλή ώρα σιωπηλά τον ήσυχο πελάτη ο οποίος,
στο διπλανό τραπεζάκι, ρουφάει μ’ ένα καλαμάκι τη μέντα του.

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ. Α, να σας πω… Φαίνεστε ήσυχος άνθρωπος…


Χάσατε μήπως το τρένο;
Ο ΠΕΛΑΤΗΣ. Για ένα λεπτό, ξέρετε! Φτάνω στο σταθμό και το βλέπω μπροστά μου
να απομακρύνεται.
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ. Μπορούσατε να τρέξετε για να το προλάβετε!
Ο ΠΕΛΑΤΗΣ. Βέβαια. Είναι για γέλια, το ξέρω. Αρκεί να μην με εμπόδιζαν όλα
εκείνα τα πακέτα και τα πακετάκια, που να τα πάρει ο διάολος! Φορτωμένος
περισσότερο και από ένα γαϊδούρι! Αλλά οι γυναίκες, βλέπετε, - παραγγελίες και
ξανά παραγγελίες… - δε σταματούν ποτέ. Τρία λεπτά μου πήρε μόλις κατέβηκα από
το αμάξι, αν θέλετε το πιστεύετε, για να κρεμάσω όλους αυτούς τους κόμπους στα
δάχτυλά μου· δύο πακέτα σε κάθε δάχτυλο.
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ. Πλάκα θα είχε! Ξέρετε τι θα έκανα εγώ; Θα
τα είχα αφήσει στο αμάξι.
Ο ΠΕΛΑΤΗΣ. Και η γυναίκα μου; Ε; Και οι κόρες μου; Και όλες οι φίλες τους;
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ. Θα έβαζαν τις φωνές κι εγώ θα το διασκέδαζα
πολύ.
Ο ΠΕΛΑΤΗΣ. Ίσως γιατί δεν ξέρετε πώς γίνονται οι γυναίκες όταν βρίσκονται σε
διακοπές!
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ. Και βέβαια το ξέρω. Ακριβώς επειδή το ξέρω.
(Παύση) Όλες λένε πως δεν τους χρειάζεται τίποτα.
Ο ΠΕΛΑΤΗΣ. Και να’ ταν μόνο αυτό. Είναι ικανές να υποστηρίξουν ότι πάνε
διακοπές για να κάνουν οικονομία. Έπειτα, μόλις φτάσουν σε κανένα χωριουδάκι εδώ
στα πέριξ, όσο άθλιο και βρώμικο και αν είναι, τόσο περισσότερο αρχίζουν με μανία
να το στολίζουν με τα καλύτερα, τα πιο εντυπωσιακά επίθετα! Ε, οι γυναίκες,
αγαπητέ μου κύριε! Είναι όμως το επάγγελμά τους αυτό, ξέρετε. «Εάν πεταχτείς στην
πόλη, αγαπητέ μου, θα χρειαζόμουν αυτό, κι εκείνο… και θα μπορούσες ακόμη, εάν
δεν σε πειράζει (τους αρέσει αυτό το «εάν δεν σε πειράζει»)… κι έπειτα, μιας και θα
βρεθείς εκεί, περνώντας από εκεί…» - Μα πώς είναι δυνατόν, αγαπητή μου, μέσα σε
τρεις ώρες να τα καταφέρω όλα αυτά; - «Ω, μα τι λες; Πάρε και κανένα αμάξι…» -
Το δυστύχημα είναι ότι, επειδή ήτανε να μείνω μόνο τρεις ώρες στην πόλη, δεν πήρα
μαζί μου τα κλειδιά του σπιτιού.
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ. Πω πω! Και;
Ο ΠΕΛΑΤΗΣ. Άφησα εκείνο το βουνό από πακέτα και πακετάκια στη φύλαξη
αποσκευών του σταθμού· πήγα σε μια ταβέρνα να δειπνήσω· έπειτα, για αν μου
περάσει ο θυμός, πήγα στο θέατρο. Έσκαγες από τη ζέστη εκεί μέσα. Βγαίνοντας
σκέφτηκα, τι κάνω τώρα; Είναι κιόλας μεσάνυχτα· στις τέσσερεις το πρωί θα πάρω το
41
πρώτο τρένο· για τρεις ώρες ύπνου δεν αξίζει το έξοδο. Κι έτσι ήρθα εδώ. Αυτό το
καφέ δεν κλείνει, έτσι δεν είναι;
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ. Όχι, κύριε, δεν κλείνει. (παύση) Κι έτσι
αφήσατε όλα τα πακέτα σας στη φύλαξη του σταθμού;
Ο ΠΕΛΑΤΗΣ. Γιατί με ρωτάτε; Μήπως δεν βρίσκονται σε ασφάλεια; Όλα ήταν καλά
δεμένα…
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ. Όχι, όχι, δεν εννοούσα αυτό! (παύση) Βέβαια,
καλά δεμένα, το φαντάζομαι: μ’ εκείνη την ξεχωριστή δεξιοτεχνία που έχουν οι νέοι
των καταστημάτων όταν πακετάρουν τα πράγματα που έχουν πουληθεί… (παύση) Τι
χέρια! Ένα όμορφο, μεγάλο χαρτί, διπλό, κόκκινο, λείο… που χαίρεσαι να το
βλέπεις… τόσο λείο που σου ’ρχεται να το ακουμπήσεις στο μάγουλο για να νοιώσεις
το χάδι του… Το απλώνουν επάνω στον πάγκο κι έπειτα με φυσική χάρη βάζουν
επάνω, στη μέση, το απαλό ύφασμα, διπλωμένο καλά. Σηκώνουν, παίρνοντας από
κάτω με την ανάστροφη του χεριού, την μία πλευρά του χαρτιού· έπειτα, από επάνω
διπλώνουν προς τα κάτω την άλλη άκρη και κάνουν ακόμη, γρήγορα με χάρη, ένα
μικρό δίπλωμα, σαν κάτι επιπλέον, για χάρη της τέχνης· έπειτα διπλώνουν το χαρτί
και στις δύο μεριές σε μορφή τριγώνου και φέρνουν από κάτω τις δύο κορυφές·
απλώνουν το χέρι στο κουτί που περιέχει το σπάγκο· τον τραβούν για να βγει ένα
κομμάτι, τόσο όσο χρειάζεται για να δέσουν το περιτύλιγμα, και το δένουν τόσο
γρήγορα που, ώσπου να θαυμάσετε την ικανότητά τους, σας παρουσιάζουν το πακέτο
με το φιόγκο έτοιμο για να περάσετε εκεί το δάχτυλό σας.
Ο ΠΕΛΑΤΗΣ. Ε, είναι φανερό ότι έχετε προσέξει πολύ τους νέους των μαγαζιών.
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ. Εγώ; Αγαπητέ μου κύριε, μέρες ολόκληρες
περνάω παρατηρώντας τους. Είμαι ικανός να στέκομαι επί μία ώρα και να κοιτάζω το
εσωτερικό ενός καταστήματος μέσα από μια βιτρίνα. Έτσι ξεχνιέμαι. Μου φαίνεται
ότι είμαι, θα ήθελα πράγματι να είμαι εκείνο εκεί το μεταξωτό ύφασμα… εκείνη η
μπορντούρα… εκείνη η κόκκινη ή γαλάζια κορδέλα που οι νεαρές πωλήτριες των
εμπορικών καταστημάτων, αφού τη μετρήσουν με τον πήχη (είδατε πώς το κάνουν;)
τη μαζεύουν σε σχήμα οχτώ γύρω από τον αντίχειρα και το μικρό δάχτυλο του
αριστερού χεριού, πριν την τυλίξουν στο χαρτί. (παύση) Κοιτάζω τον πελάτη ή την
πελάτισσα που βγαίνουν από το κατάστημα, με το δέμα κρεμασμένο από το δάχτυλο
ή από το χέρι ή κάτω από τον βραχίονα… Τους ακολουθώ με τα μάτια, μέχρι που
χάνονται… και φαντάζομαι… πόσα πράγματα φαντάζομαι! Δεν έχετε ιδέα! (Παύση.
Έπειτα, σκυθρωπός, σαν να μιλά στον εαυτό του) Μου χρειάζεται όμως αυτό. Μου
χρειάζεται.
Ο ΠΕΛΑΤΗΣ. Σας χρειάζεται; Συγνώμη… τι πράγμα;
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ. Για να γαντζωθώ μ’ αυτό τον τρόπο – με τη
φαντασία εννοώ - στη ζωή: σαν ένα αναρριχόμενο φυτό γύρω από τα κάγκελα μιας
σιδεριάς. (παύση) Α, δεν την αφήνω στιγμή να ησυχάσει τη φαντασία μου:
προσκολλιέμαι, προσκολλιέμαι μ’ αυτή συνέχεια στη ζωή των άλλων… όχι όμως των
ανθρώπων που γνωρίζω. Όχι, όχι. Σ’ αυτή δεν θα μπορούσα να το κάνω! Με ενοχλεί,
(αν ξέρατε πόσο!), μου προκαλεί ναυτία. Προσκολλιέμαι στη ζωή των ξένων, γύρω
από τους οποίους η φαντασία μου μπορεί να δουλεύει ελεύθερα, όχι όμως με
προχειρότητα και ελαφρότητα, αλλά αντίθετα, λαβαίνοντας υπόψη και τις ελάχιστες
ακόμη ενδείξεις που ανακαλύπτω στον έναν ή στον άλλο. Και αν ξέρατε πόσο και
πώς δουλεύει! μέχρι ποιο σημείο κατορθώνω να διεισδύσω! Βλέπω το σπίτι του ενός
ή του άλλου και είναι σαν να ζω μέσα σ’ αυτό, φτάνω στο σημείο να αισθανθώ,
ξέρετε, εκείνη την ξεχωριστή μυρωδιά που κρύβει κάθε σπίτι· το δικό σας, το δικό

42
μου. Στο δικό μας σπίτι όμως δεν την αντιλαμβανόμαστε πια, επειδή πρόκειται για τη
μυρωδιά της ίδιας μας της ζωής, καταλάβατε; Βλέπω ότι συμφωνείτε…
Ο ΠΕΛΑΤΗΣ. Ναι, επειδή… λέω, θα πρέπει να είναι μεγάλη ευχαρίστηση αυτό που
αισθάνεστε, να φαντάζεστε, δηλαδή, τόσα πράγματα…
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ (ενοχλημένος, αφού το σκέφτηκε για λίγο).
Ευχαρίστηση; Εγώ;
Ο ΠΕΛΑΤΗΣ. Βέβαια… νομίζω…
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ. Για πείτε μου κάτι. Πήγατε ποτέ να
επισκεφτείτε κανένα καλό γιατρό;
Ο ΠΕΛΑΤΗΣ. Εγώ; Όχι, γιατί; Δεν είμαι άρρωστος!
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ. Μην πανικοβάλλεστε! Σας ρωτάω για να
μάθω εάν είδατε ποτέ στο σπίτι αυτών των γιατρών το δωμάτιο όπου οι πελάτες
περιμένουν τη σειρά τους για επίσκεψη.
Ο ΠΕΛΑΤΗΣ. Α, ναι. Μου έτυχε μια φορά να συνοδέψω μια από τις κόρες μου που
υπόφερε από τα νεύρα της.
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ. Ωραία. Δεν μ’ ενδιαφέρει αυτό. Εκείνο που
θέλω να πω είναι… (παύση). Προσέξατε το δωμάτιο αναμονής; Ντιβάνι με σκούρο
ύφασμα, παλιομοδίτικο… καρέκλες παραγεμισμένες, συχνά αταίριαστες… μερικές
μικρές πολυθρόνες… Είναι έπιπλα ευκαιρίας, μεταχειρισμένα, τοποθετημένα εκεί
ειδικά για τους πελάτες. Δεν ανήκουν στο σπίτι. Ο γιατρός έχει για τον εαυτό του, για
τις φίλες της γυναίκας του, ένα άλλο σαλόνι, πλούσιο, όμορφο. Μπορεί καμιά
καρέκλα ή πολυθρόνα εκείνου του σαλονιού, που τρίζει, να την έφερνε εδώ, στο
δωμάτιο αναμονής των πελατών, για τους οποίους είναι αρκετή αυτή η επίπλωση,
απλή, λιτή. Θα ήθελα να ξέρω εάν εσείς, όταν πήγατε στο γιατρό με την κόρη σας,
κοιτάξατε προσεκτικά την πολυθρόνα ή την καρέκλα πάνω στην οποία καθόσασταν
περιμένοντας.
Ο ΠΕΛΑΤΗΣ. Όχι, για να πω την αλήθεια…
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ. Φυσικά, αφού δεν ήσασταν άρρωστος…
(παύση) Αλλά και οι άρρωστοι συχνά δεν δίνουν σημασία, απασχολημένοι, καθώς
είναι, με την αρρώστια τους. (παύση) Και όμως, πόσες φορές μερικοί δεν παρατηρούν
το δάχτυλό τους να γράφει απροσδιόριστα σχήματα επάνω στο λουστραρισμένο
μπράτσο της πολυθρόνας όπου κάθονται! Σκέφτονται και δεν βλέπουν. (παύση) Τι
εντύπωση όμως μας κάνει, όταν βγαίνουμε από το γιατρό και διασχίζουμε πάλι το
δωμάτιο αναμονής, το ξανακοίταγμα της καρέκλας πάνω στην οποία πριν λίγο
καθόμασταν, περιμένοντας τη διάγνωση της άγνωστης μέχρι τότε αρρώστιας μας!
Όταν την ξαναβρίσκουμε κατειλημμένη από έναν άλλο πελάτη, που κι εκείνος έχει
την κρυφή του αρρώστια, ή όταν βρίσκεται πάντα εκεί, κενή, απαθής, περιμένοντας
οποιονδήποτε άλλο να έρθει να την καταλάβει. (παύση) Τι λέγαμε όμως; Α, ναι… Η
ευχαρίστηση της φαντασίας. Άραγε γιατί μου ήρθε αμέσως στο μυαλό μία καρέκλα
από τα δωμάτια αναμονής των γιατρών, όπου οι πελάτες περιμένουν τ’
αποτελέσματα!
Ο ΠΕΛΑΤΗΣ. Ναι… πράγματι…
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ. Δεν βλέπετε τη σχέση; Ούτε εγώ. (παύση)
Είναι γιατί μερικές φορές η ανάκληση εικόνων, άσχετων μεταξύ τους, είναι
σημαντική για τον καθένα μας και καθορίζεται από αιτίες και εμπειρίες τόσο
προσωπικές, που δεν θα συνεννοούμασταν μεταξύ μας, εάν, μιλώντας, δεν
αποφεύγαμε να τις χρησιμοποιήσουμε. Δεν υπάρχει τίποτε πιο παράλογο από αυτούς
τους συσχετισμούς. (παύση) Η σχέση όμως θα μπορούσε να είναι η εξής, κοιτάξτε:
Θα ευχαριστούσε εκείνες τις καρέκλες να φαντάζονται ποιος είναι ο πελάτης που
43
κάθετε απάνω τους, περιμένοντας να τον δεχτεί ο γιατρός; Να φαντάζονται τι
αρρώστια κρύβει μέσα του; Πού θα πάει και τι θα κάνει μετά τη βίζιτα; Καμία
ευχαρίστηση. Το ίδιο συμβαίνει και μ’ εμένα: καμία! Έρχονται τόσοι πελάτες, κι
εκείνες είναι εκεί, οι κακομοίρες οι καρέκλες, και περιμένουν να τις καταλάβουν.
Λοιπόν, το ίδιο συμβαίνει και μ’ εμένα. Πότε με καταλαμβάνει ο ένας, πότε ο άλλος.
Αυτή τη στιγμή με καταλαμβάνετε εσείς, και, πιστέψτε με, πως δεν βρίσκω καμία
ευχαρίστηση για το τρένο που χάσατε, για την οικογένειά σας που το περιμένει στην
εξοχή, για όλες τις σκοτούρες που μπορώ να φανταστώ ότι έχετε.
Ο ΠΕΛΑΤΗΣ. Έχω πολλές, ξέρετε!
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ. Να ευχαριστείτε το Θεό που είναι μόνο
σκοτούρες. (παύση) Κάποιους τους βασανίζουν χειρότερα πράγματα, αγαπητέ μου
κύριε. (παύση) Σας λέω ότι αισθάνομαι την ανάγκη να προσκολληθώ με τη φαντασία
στη ζωή των άλλων, έτσι, χωρίς καμία ευχαρίστηση, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον, το
αντίθετο μάλιστα, για να νιώσω το βάσανό της, για να την κρίνω ανούσια και μάταιη,
τη ζωή εννοώ, έτσι που στην πραγματικότητα να μην μας νοιάζει που την χάνουμε. (
με θυμό που σιγοβράζει) Και αυτό, ξέρετε, πρέπει να το αποδείχνουμε συνεχώς και
αμείλικτα στους εαυτούς μας με στοιχεία και παραδείγματα. Επειδή, αγαπητέ μου
κύριε, δεν ξέρουμε από τι είναι φτιαγμένη, αλλά υπάρχει, σίγουρα υπάρχει, το
νιώθουμε όλοι εδώ, σαν μια αγωνία που μας σφίγγει το λαιμό, και εννοώ την
ευχαρίστηση για ζωή, που δεν ικανοποιείται ποτέ, που δεν μπορεί ποτέ να
ικανοποιηθεί, επειδή η ζωή, τη στιγμή την ίδια που την ζούμε, είναι πάντα τόσο
αχόρταγη για τον ίδιο της τον εαυτό, που δεν μας αφήνει να την απολαύσουμε. Η
απόλαυση βρίσκεται στο παρελθόν, που μένει ζωντανό μέσα μας. Η ευχαρίστηση της
ζωής μάς έρχεται από εκεί, από τις αναμνήσεις που μας καρτούν δεμένους. Δεμένους
όμως σε τι; Σ’ αυτήν εδώ την ανοησία… σ’ αυτή την ανία… σε τόσες ηλίθιες
αυταπάτες… σε ασήμαντες ασχολίες… Ναι, ναι. Αυτό που τώρα εδώ αποτελεί
ανοησία… αυτό που τώρα εδώ είναι ανία… και φτάνω μάλιστα στο σημείο να πω,
αυτό που τώρα για εμάς είναι μία συμφορά, μία αληθινή συμφορά… μάλιστα κύριοι,
σε τέσσερα, πέντε, δέκα χρόνια, ποιος ξέρει τι γεύση θα έχει πάρει… τι απόλαυση θα
προσφέρει, αυτά τα δάκρια… Και η ζωή, με μόνη τη σκέψη ότι μπορούμε να τη
χάσουμε… ειδικά όταν ξέρουμε ότι είναι θέμα ημερών.
(Στο σημείο αυτό, από τη γωνία στα δεξιά, η γυναίκα με τα μαύρα προβάλλει το κεφάλι
της για να κατασκοπεύσει).
Να… βλέπετε εκεί; Εκεί λέω, σ’ εκείνη τη γωνία… βλέπετε εκείνη τη γυναικεία σκιά;
Να, κρύφτηκε τώρα!
Ο ΠΕΛΑΤΗΣ. Πώς; Ποιος… ποιος ήταν;…
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ. Δεν την είδατε; Κρύφτηκε.
Ο ΠΛΑΤΗΣ. Μία γυναίκα;
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ. Η γυναίκα μου, ναι.
Ο ΠΕΛΑΤΗΣ. Α,! Η κυρία σας;
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ (μετά από μία παύση). Με επιτηρεί από
μακριά. Και μου ’ρχεται, πιστέψτε με, να πάω να την αρχίσω στις κλωτσιές. Θα ήταν
όμως άδικος κόπος. Μοιάζει σαν εκείνες τις σκύλες που έχουν χαθεί, επίμονες, που
όσο τις κλοτσάς τόσο κολλάνε στα πόδια σου. (παύση) Το πόσο υποφέρει αυτή η
γυναίκα για μένα, δεν μπορείτε να το φανταστείτε. Δεν τρώει, δεν κοιμάται πια.
Τρέχει πίσω μου μέρα νύχτα, έτσι, από απόσταση. Και να ξεσκόνιζε τουλάχιστον
εκείνο το άθλιο πράγμα που φοράει στο κεφάλι, τα ρούχα της. Δε μοιάζει πια με
γυναίκα, αλλά με πατσαβούρα. Έχουν γεμίσει για πάντα σκόνη ακόμη και τα μαλλιά
της, εδώ στους κροτάφους· και είναι μόλις τριάντα τεσσάρων ετών (παύση) Με
44
εκνευρίζει όσο δεν μπορείτε να φανταστείτε. Της επιτίθεμαι μερικές φορές, την
φωνάζω κατά πρόσωπο: «Ηλίθια!» Την ταρακουνώ. Τα δέχεται όλα. Στέκεται και με
κοιτάζει με κάτι μάτια… με κάτι μάτια που, σας ορκίζομαι, μου έρχεται εδώ στα
δάχτυλα η άγρια επιθυμία να την πνίξω. Τίποτα. Περιμένει ν’ απομακρυνθώ για να
ξαναρχίσει να με παρακολουθεί από απόσταση. (Στο σημείο αυτό η γυναίκα
ξεπροβάλλει πάλι το κεφάλι). Να , κοιτάξτε… βγάζει πάλι το κεφάλι από τη γωνία.
Ο ΠΕΛΑΤΗΣ. Η καημένη η κυρία!
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ. Αυτή καημένη; Θα ήθελε - καταλαβαίνετε; -
να μένω στο σπίτι, ήσυχος, ήρεμος, να με κανακεύει με τις πιο ερωτικές και
παθιασμένες φροντίδες της· ν’ απολαμβάνω την τέλεια τάξη όλων των δωματίων, την
καθαριότητα των επίπλων, εκείνη τη σιωπή καθρέφτη που υπήρχε κάποτε στο σπίτι
μου και που τη μετρούσε το τικ-τακ του εκκρεμούς της τραπεζαρίας. Αυτό θα ήθελε!
Σας ρωτάω τώρα, για να σας κάνω να καταλάβετε τον παραλογισμό… αλλά όχι, τι
λέω τον παραλογισμό; Τη μακάβρια αγριότητα αυτής της αξίωσης, θα ήταν καλύτερα
να πω. Σας ερωτώ, λοιπόν, εάν το θεωρείτε πιθανόν τα σπίτια του Αβετζάνο ή εκείνα
της Μεσσίνης, γνωρίζοντας ότι όπου να ‘ναι θα γίνει σεισμός που θα τα
ταρακουνήσει, θα εξακολουθούσαν να μένουν ήρεμα κάτω από το φεγγάρι,
τοποθετημένα στη σειρά, κατά μήκος των δρόμων και των πλατειών, υπακούοντας
στο πολεοδομικό σχέδιο της Νομαρχίας. Σπίτια, - καταλαβαίνετε; - από πέτρα και
δοκάρια, θα τό ’βαζαν στα πόδια! Φανταστείτε τους κατοίκους του Αβετζάνο, της
Μεσίνης, να γδύνονται ήρεμοι για να πάνε για ύπνο, να διπλώνουν τα ρούχα τους, να
βγάζουν έξω από τη πόρτα τα παπούτσια, και τρυπώνοντας κάτω από τις κουβέρτες
ν’ απολαμβάνουν τη δροσιά των λευκών από την μπουγάδα σεντονιών, έχοντας κατά
νου ότι σε λίγες ώρες θα είναι νεκροί. Σας φαίνεται πιθανό αυτό;
Ο ΠΕΛΑΤΗΣ. Ίσως όμως η κυρία σας…
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ. Αφήστε με να ολοκληρώσω! Εάν ο θάνατος,
κύριέ μου, ήταν σαν ένα από εκείνα τα περίεργα, τα αηδιαστικά έντομα, που κάποιος
απροσδόκητα ανακαλύπτει επάνω σας… Περνάτε από το δρόμο και ξαφνικά
σταματάτε ένα διαβάτη και προσεχτικά, με τα δύο δάχτυλα προτεταμένα του λέτε:
«Συγνώμη, επιτρέπετε; Αξιότιμε κύριε, κουβαλάτε επάνω σας το θάνατο». Και με τα
δύο προτεταμένα σας δάχτυλα τον πιάνετε και τον πετάτε πέρα… Θα ήταν υπέροχο!
Ο θάνατος όμως δεν είναι σαν εκείνα τα αηδιαστικά έντομα. Πολλοί που κάνουν
περίπατο αμέριμνοι και αδαείς μπορεί να τον κουβαλούν επάνω τους· κανείς δεν τον
βλέπει και όλοι σκέφτονται ήσυχοι και ήρεμοι τι θα κάνουν αύριο και μεθαύριο.
Τώρα εγώ, (σηκώνεται) αγαπητέ κύριε, να… ελάτε εδώ… (τον κάνει να σηκωθεί και
τον οδηγεί κάτω από την αναμμένη λάμπα) κάτω από αυτή τη λάμπα… ελάτε… θα
σας δείξω κάτι… Κοιτάξτε, εδώ, κάτω από το μουστάκι… εδώ, βλέπετε τι ωραίο
μελανό σπυρί; Ξέρετε πώς ονομάζεται; Α, έχει ένα γλυκύτατο όνομα… πιο γλυκό
και από την καραμέλα: Επιθηλίωμα, ονομάζεται. Πείτε το, θα νιώσετε τη γλύκα που
έχει: επιθηλίωμα… Ο θάνατος - καταλαβαίνετε; - πέρασε. Μου έχωσε αυτό το
λουλούδι στο στόμα και μου είπε: - «Κράτησέ το, αγαπητέ μου: θα ξαναπεράσω σε
οχτώ ή δέκα μήνες!» (παύση) Τώρα πείτε μου εσείς, εάν μ’ αυτό το λουλούδι στο
στόμα, μπορώ εγώ να μένω ήσυχος και ήρεμος στο σπίτι, όπως θα ήθελε εκείνη η
καταραμένη. (παύση) Της φωνάζω: - Α ώστε έτσι! Θέλεις να σε φιλήσω; - «Ναι,
φίλησέ με». – Μα ξέρετε τι έκανε; Την περασμένη εβδομάδα, με μια βελόνα έσκισε
το χείλος της εδώ κι έπειτα πήρε στα χέρια της το κεφάλι μου και ήθελε να με
φιλήσει… να με φιλήσει στο στόμα… Επειδή, λέει, θέλει να πεθάνει μαζί μου.
(παύση) Είναι τρελή… (κατόπιν με οργή) Στο σπίτι εγώ δεν μένω. Το έχω ανάγκη να
στέκομαι έξω από τις βιτρίνες των καταστημάτων, εγώ, να θαυμάζω την δεξιοτεχνία
45
των νέων που δουλεύουν εκεί. Επειδή, καταλαβαίνετε, εάν για μια στιγμή νιώσω
μέσα μου κενό… μπορώ ακόμη και να σκοτώσω, σαν να ’ταν τίποτε, κάποιον που δεν
γνωρίζω… να βγάλω το περίστροφο και να σκοτώσω κάποιον σαν εσάς, που, από
ατυχία, έχασε το τρένο… (γελά) Όχι, όχι, μη φοβάστε, αγαπητέ μου κύριε,
αστειεύομαι! (παύση) Φεύγω. (παύση) Τον εαυτό μου θα σκότωνα, αν ποτέ… (παύση)
Αυτές τις μέρες έχει κάτι ωραία βερίκοκα… Πώς τα τρώτε εσείς; Με τη φλούδα, έτσι
δεν είναι; Τα ανοίγετε στη μέση, τα ζουλάτε με τα δύο δάχτυλα για ώρα… σαν να
είναι δύο χυμώδη χείλη… Α, τι γλύκα! (γελά – παύση) Τα χαιρετίσματά μου στην
αξιότιμη σύζυγό σας και στις κόρες σας στην εξοχή. (παύση) Τις φαντάζομαι
ντυμένες στα λευκά και στα γαλάζια, σ’ ένα όμορφο πράσινο λιβάδι, στη σκιά…
(παύση) Κάντε μου μία χάρη αύριο, όταν θα φτάσετε. Φαν.//τάζομαι ότι το
χωριουδάκι θα απέχει λίγο από το σταθμό. Την αυγή μπορείτε να κάνετε το δρόμο με
τα πόδια. Στην πρώτη τούφα από χόρτα που θα συναντήσετε στην άκρη του δρόμου,
μετρήστε τα φύλλα για μένα. Όσα φύλλα θα μετρήσετε τόσες μέρες θα ζήσω ακόμη.
(παύση) Διαλέξτε όμως μία μεγάλη τούφα, σας παρακαλώ. (γελά κι έπειτα).
Καληνύχτα, αγαπητέ κύριε.
(Και, πιάνοντας με το στόμα κλειστό το σκοπό του μακρινού μαντολίνου, κατευθύνεται
προς τη γωνία στα δεξιά· αλλά σκέφτεται για μια στιγμή ότι η σύζυγός του βρίσκεται
εκεί και τον περιμένει κι έτσι περνά από την άλλη μεριά του δρόμου, ενώ ο ήσυχος
πελάτης τον παρακολουθεί σχεδόν αποσβολωμένος.)

ΑΥΛΑΙΑ

46
Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από το κείμενο του Πιραντέλο «Θέατρο και
λογοτεχνία», που δημοσιεύτηκε στις 30 Ιουλίου 1918 στο «Messaggero della
Domenica». Το δημοσιεύουμε εδώ, γιατί πιστεύουμε ότι συμπυκνώνει την πιραντελική
αντίληψη περί θεατρικής δημιουργίας.

Θέατρο και λογοτεχνία

[…]

Οι κύριοι δραματικοί συγγραφείς, επαγγελματίες του θεάτρου, γράφουν άσχημα, όχι


μόνο επειδή δεν ξέρουν ή δεν προσπάθησαν ποτέ να γράψουν καλά, αλλά και γιατί
πιστεύουν ειλικρινά ότι το καλό γράψιμο στο θέατρο αφορά τους λογοτέχνες και ότι,
αντίθετα, η θεατρική γραφή είναι ο προφορικός λόγος, όπως τον εννοούν εκείνοι όταν
γράφουν, και άρα δεν έχει καμία σχέση με τη λογοτεχνία, επειδή τα πρόσωπα των
δραμάτων και των κωμωδιών τους – λένε – αφού δεν είναι λόγιοι, δεν μπορούν να
μιλάνε επάνω στη σκηνοί σαν τέτοιοι, δηλαδή καλά· πρέπει να μιλούν όπως μιλάμε,
χωρίς λογοτεχνία.

Λέγοντας αυτά όμως, δεν υποψιάζονται ούτε στο ελάχιστο ότι μπερδεύουν το καλό
γράψιμο με το ωραίο γράψιμο ή μάλλον δεν βλέπουν ότι κάνουν το εξής σφάλμα:
καλό γράψιμο σημαίνει ωραίο γράψιμο· και δεν σκέφτονται ότι το ωραίο γράψιμο
μερικών ψευτο-λογοτεχνών είναι, σε σχέση με την καθ’ υπολογισμό αισθητική, λόγω
της αντίθετης υπερβολής, το ίδιο βίτσιο με το δικό τους κακό γράψιμο. Πρόκειται για
λογοτεχνία που δεν είναι τέχνη, με άλλα λόγια για κακή λογοτεχνία, που είναι τόσο η
γραμμένη όμορφα, όσο και η γραμμένη άσχημα και γι’ αυτό το λόγο αξιοκατάκριτη,
έστω και εάν αυτοί που την γράφουν δεν θέλουν να λέγονται λογοτέχνες.

Το να γράφει καλά κανείς ένα δράμα ή μία κωμωδία δεν σημαίνει να βάζει τα
πρόσωπα του έργου να μιλούν με λογοτεχνικό ύφος, δηλαδή σε μια γλώσσα που δεν
μιλιέται και είναι καθ’ εαυτή λογοτεχνική. Αυτό σημαίνει γράφω ωραία. Πρέπει να
βάζουμε τα πρόσωπα να μιλάνε όπως πρέπει να μιλάνε, λαμβάνοντας υπόψη τον
χαρακτήρα τους, την ιδιότητα και τις συνθήκες τους, στις διάφορες στιγμές της
δράσης. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι το αποτέλεσμα θα είναι μία κοινή γλώσσα
και όχι λογοτεχνική. Τι σημαίνει όμως «μη λογοτεχνική γλώσσα» όταν θέλουμε να
δημιουργήσουμε ένα έργο τέχνης; Η γλώσσα δεν μπορεί ποτέ να είναι κοινή: επειδή
θα είναι χαρακτηριστική ενός συγκεκριμένου προσώπου σε μία συγκεκριμένη σκηνή
του έργου, χαρακτηριστική της προσωπικότητάς του, του πάθους του ή του παιχνιδιού
του επί σκηνής. Και εάν καθένα από τα πρόσωπα θα μιλά έτσι με τον δικό του τρόπο,
και όχι σύμφωνα με τη χυδαία προχειρότητα μιας ασαφούς, κατά προσέγγιση
γλώσσας, η οποία το μόνο που κάνει είναι να υπογραμμίζει την ανικανότητα του
θεατρικού συγγραφέα να βρει τη σωστή έκφραση, επειδή δεν ξέρει να γράφει, η
κωμωδία τότε θα είναι καλογραμμένη, και μία κωμωδία καλογραμμένη, που θα είναι
και εμπνευσμένη και καλά εξιστορημένη, είναι ένα λογοτεχνικό έργο όπως ένα
μυθιστόρημα ή μια όμορφη νουβέλα ή μια όμορφη ποίηση.

47
Η αλήθεια είναι ότι οι κύριοι δραματουργοί, επαγγελματίες του θεάτρου, έμειναν όλοι
καθηλωμένοι στη μακάρια ποιητική του νατουραλισμού, που μπέρδεψε το φυσικό
γεγονός, το ψυχικό γεγονός και το αισθητικό γεγονός με τόσο χαριτωμένο τρόπο που
κατέληξε να δώσει στο αισθητικό γεγονός (θεωρητικά τουλάχιστον, επειδή στην
πράξη δεν ήταν δυνατόν) έναν χαρακτήρα μηχανιστικής αναγκαιότητας και ένα
αμετάβλητο που αποτελούν γνωρίσματα του φυσικού φαινομένου.

Τώρα πρέπει να βάλουμε καλά στο νου μας ότι η τέχνη, σε οποιαδήποτε μορφή της
(μιλώ γα τη λογοτεχνία, της οποίας η δραματική τέχνη είναι μία από τις πολλές
μορφές) δεν είναι μίμηση ή αναπαραγωγή, αλλά δημιουργία. Το θέμα της γλώσσας,
λοιπόν, εάν και πώς πρέπει να μιλιέται· η δυσκολία τάχα να βρεθεί στην Ιταλία μία
γλώσσα που να μιλιέται πραγματικά από όλο το έθνος, καθώς και το άλλο πρόβλημα
που έχει σχέση με μία εθνική ζωή πραγματικά ιταλική, η οποία απουσιάζει κι έτσι δεν
είναι δυνατόν να δώσει υλικό και χαρακτηριστικά σ’ ένα θέατρο που να μπορεί να
ονομασθεί ιταλικό (λες και η φύση και το χρέος της τέχνης είναι κατ’ ανάγκη η
αναπαραγωγή της ζωής αυτής, που καθένας μπορεί να αναγνωρίσει από τα εξωτερικά
δεδομένα και γεγονότα) και όλες οι άλλες βασανιστικές ασημαντότητες και οι
μάταιες προλήψεις της αποκαλούμενης τεχνικής, η οποία θα έπρεπε ν’
αντικαθρεφτίζει (πάντα στη θεωρία, επειδή στην πράξη δεν είναι δυνατόν) την πράξη,
όπως τη βλέπουμε να εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας στην καθημερινή
πραγματικότητα, όλα αυτά είναι ένα επιζητούμενο μαρτύριο εθελοντών μαρτύρων
ενός παράλογου συστήματος, μιας παρεκκλίνουσας ποιητικής, που έχει, ευτυχώς, εδώ
και καιρό ξεπεραστεί, αλλά στην οποία, επαναλαμβάνω, φαίνεται να είναι
προσκολλημένοι οι αξιότιμοι κύριοι επαγγελματίες του θεάτρου.

Δεν είναι θέμα να μιμηθούμε ή να αναπαράγουμε τη ζωή· και τούτο για τον
απλούστατο λόγο ότι δεν υπάρχει μία ζωή που να είναι μία πραγματικότητα καθ’
εαυτή, που να μπορεί να την αναπαράγει κανείς με τα δικά της χαρακτηριστικά: η
ζωή είναι ροή συνεχής και ακαθόριστη και δεν έχει άλλη μορφή έξω από εκείνη που
πότε πότε της δίνουμε εμείς, απεριόριστα ποικίλη και συνεχώς μεταβαλλόμενη. Στην
πραγματικότητα καθένας είναι δημιουργός της ίδιας του της ζωής: η δημιουργία όμως
αυτή, δυστυχώς, δεν είναι ποτέ ελεύθερη, όχι μόνο επειδή υπόκειται σε όλες τις
φυσικές και κοινωνικές αναγκαιότητες που περιορίζουν τα πράγματα, τους
ανθρώπους και τις πράξεις τους και τους παραμορφώνουν και τους εναντιώνονται
μέχρι που να τους κάνουν να αποτύχουν και να υποκύψουν θλιβερά, αλλά και για τον
επιπλέον λόγο ότι, στη δημιουργία της ζωής μας, η θέλησή μας τείνει, σχεδόν πάντα,
για να μην πούμε πάντα, σε στόχους πρακτικής ωφελιμότητας, κοινωνικής ανόδου
κ.τ.λ., που οδηγούν σε πράξεις ιδιοτελείς και μας σπρώχνουν σε παραιτήσεις ή σε
καθήκοντά, που είναι, φυσικά, περιορισμοί της ελευθερίας μας.

Μόνο η τέχνη, όταν είναι πραγματική τέχνη, δημιουργεί ελεύθερα: δημιουργεί,


δηλαδή, μία πραγματικότητα που εμπεριέχει τις δικές της μόνο αναγκαιότητες, τους
νόμους της, το στόχο της, επειδή η θέληση δεν δρα πλέον εξωτερικά προκειμένου να
υπερπηδήσει όλα τα εμπόδια που αντιστέκονται στους στόχους της πρακτικής
ωφελιμότητας προς τους οποίους τείνουμε στην περίπτωση της ιδιοτελούς
δημιουργίας, εννοώ τη δημιουργία εκείνη που όλοι αγωνιζόμαστε να πετύχουμε,
καθημερινά, στη ζωή μας, όπως μπορεί ο καθένας. Η καλλιτεχνική δημιουργία δρα
εσωτερικά, μέσα στα πλαίσια της ζωής εκείνης στην οποία έχουμε την πρόθεση να
δώσουμε μορφή, και της οποίας ακριβώς γίνεται η κινητήρια δύναμη, αν και η μορφή
48
αυτή, ευρισκόμενη ακόμη μέσα μας, ζει για τον εαυτό της και άρα είναι σχεδόν εξ
ολοκλήρου ανεξάρτητη από εμάς. Και αυτή είναι η πραγματική και η μόνη τεχνική: η
θέληση νοούμενη ως ελεύθερη, αυθόρμητη και άμεση κίνηση της μορφής, όταν,
δηλαδή, δεν είμαστε πλέον εμείς εκείνοι που θέλουμε αυτή τη μορφή έτσι ή αλλιώς,
για δικούς μας σκοπούς, αλλά είναι εκείνη, απολύτως ελεύθερη, αφού δεν έχει άλλο
σκοπό παρά τον ίδιο της τον εαυτό, εκείνη που επιθυμεί τον εαυτό της, εκείνη που
προκαλεί στον εαυτό της και σ’ εμάς τις πράξεις οι οποίες είναι ικανές να της δώσουν
εξωτερική υπόσταση σε ένα σώμα: γλυπτό, πίνακας ζωγραφικής, βιβλίο· και τότε
μόνο θα έχει ολοκληρωθεί το αισθητικό γεγονός.

Έξω, κανονικά, οι πράξεις που αναδεικνύουν ένα χαρακτήρα ξεχωρίζουν επάνω σ’


ένα φόντο συγκυριών άνευ αξίας, λεπτομερειών κοινών σε όλους. Συνηθισμένα
εμπόδια απρόβλεπτα, αναπάντεχα, κάνουν να παρεκκλίνουν οι πράξεις,
παραμορφώνουν τους χαρακτήρες· μικρές τυχαίες αθλιότητες συχνά τους μειώνουν.
Η τέχνη απελευθερώνει τα πράγματα, τους ανθρώπους και τις πράξεις τους από αυτές
τις συγκυρίες άνευ αξίας, από αυτές τις κοινές λεπτομέρειες, από αυτά τα
συνηθισμένα εμπόδια, από αυτές τις τυχαίες αθλιότητες. Κατά κάποιον τρόπο τα
απομακρύνει: απορρίπτει, δηλαδή, χωρίς καν να τους δίνει προσοχή, όλα εκείνα που
εναντιώνονται στην σύλληψη του καλλιτέχνη, ενώ συγκεντρώνει, αντίθετα, ό, τι, σε
συμφωνία μαζί της, δίνει στην καλλιτεχνική σύλληψη περισσότερο σφρίγος και
πλούτο. Δημιουργεί κατ’ αυτό τον τρόπο ένα έργο που δεν είναι, όπως η φύση, χωρίς
τάξη (τουλάχιστον φαινομενική) και γεμάτο αντιθέσεις, αλλά αποτελεί σχεδόν ένα
μικρόκοσμο όπου όλα τα στοιχεία αλληλεπιδρούν και συνεργάζονται. Υπό την έννοια
αυτή ακριβώς ο καλλιτέχνης εξιδανικεύει. Δεν είναι που αντιπροσωπεύει τύπους ή
εκθέτει ιδέες: απλοποιεί και συγκεντρώνει. Η ιδέα που έχει για τα πρόσωπα του έργου
του, το συναίσθημα που εκπορεύεται από αυτά ανακαλούν τις εκφραστικές εικόνες,
τις συναθροίζουν και τις συνθέτουν. Οι άχρηστες λεπτομέρειες εξαφανίζονται· ό, τι
επιβάλλει η ζώσα λογική του χαρακτήρα συγκεντρώνεται, συμπυκνώνεται μέσα στη
μοναδικότητα μιας ύπαρξης, ας πούμε, λιγότερο πραγματικής κι όμως περισσότερο
αληθινής.

Ιδού τώρα εις τι έγκειται η αναπόφευκτη εξάρτηση του θεάτρου, σε σχέση με το έργο
τέχνης που έχει πάρει ήδη την οριστική, τη μοναδική του έκφραση στις σελίδες του
συγγραφέα. Ό, τι είναι ήδη έκφραση, ό, τι είναι ήδη μορφή πρέπει να γίνει τώρα ύλη,
μία ύλη στην οποία οι ηθοποιοί, ανάλογα με τα μέσα που διαθέτουν και τις
ικανότητές τους, πρέπει με τη σειρά τους να δώσουν μορφή. Επειδή ο ηθοποιός, εάν
δεν θέλει (και δεν μπορεί να θέλει) οι λέξεις που είναι γραμμένες μέσα στο δράμα να
βγαίνουν από το στόμα του σαν να ήταν ο ίδιος φερέφωνο ή φωνογράφος, θα πρέπει
να ξανασυλλάβει, όπως εκείνος ξέρει, το θεατρικό πρόσωπο, να το συλλάβει, δηλαδή,
κι αυτός με τη σειρά του και για λογαριασμό δικό του· πρέπει η εικόνα που έχει ήδη
εκφραστεί να συντεθεί πάλι μέσα του και να τείνει να μετατραπεί σε κίνηση που θα
της δώσει σάρκα και οστά και θα την αποδώσει πραγματική επάνω στη σκηνή. Και
για αυτόν επίσης η εκτέλεση πρέπει να ξεπηδά ζωντανή από τη σύλληψη της εικόνας,
και μόνο χάρη σ’ αυτήν, μέσα από κινήσεις, δηλαδή, που τις παρακινεί η ίδια η
φαντασία, θα είναι ζωντανή και δραστήρια, όχι μόνο μέσα στον ίδιο, αλλά θα γίνει
μαζί του και μέσα του ψυχή και σώμα.

Τώρα, μπορεί αυτή η εικόνα να είναι η ίδια με εκείνη του συγγραφέα, αφού δεν
γεννιέται αυθόρμητα μέσα στον ίδιο τον ηθοποιό, αλλά μεταφέρεται στο νου του από
49
το δημιούργημα του συγγραφέα; Μπορεί να μην αλλάζει, να μη μεταβάλλεται
περνώντας από τον ένα νου στον άλλο; Δεν θα πρόκειται πλέον για την ίδια εικόνα.
Μπορεί να είναι μία προσεγγιστική εικόνα, περισσότερο ή λιγότερο όμοια, η ίδια
όμως όχι. Ένα δεδομένο θεατρικό πρόσωπο μπορεί επάνω στη σκηνή να λέει τα ίδια
λόγια που είναι γραμμένα στο δράμα, δεν θα είναι όμως ποτέ το ίδιο με εκείνο του
ποιητή, επειδή ο ηθοποιός το έπλασε πάλι μέσα του και δική του είναι η έκφραση,
έστω και εάν δεν είναι δικές του οι λέξεις που χρησιμοποιεί, δικά του είναι ακόμη η
φωνή, το σώμα, οι κινήσεις.

Το λογοτεχνικό έργο είναι το δράμα και η κωμωδία όπως τα συνέλαβε και τα έγραψε
ο ποιητής. Εκείνο που βλέπει κανείς στο θέατρο δεν είναι και δεν μπορεί να είναι
τίποτα άλλο, παρά μία σκηνική μετάφραση. Όσοι ηθοποιοί τόσες και οι μεταφράσεις,
περισσότερο ή λιγότερο πιστές, περισσότερο ή λιγότερο επιτυχημένες, αλλά, όπως
συμβαίνει με κάθε μετάφραση, πάντα και κατ’ ανάγκη κατώτερες από το πρωτότυπο.

Επειδή, εάν το καλοσκεφτούμε, ο ηθοποιός πρέπει να κάνει, και το κάνει κατ’


ανάγκη, το αντίθετο από εκείνο που έχει πράξει ο ποιητής. Αποδίδει, δηλαδή, πιο
πραγματικό, κι ωστόσο λιγότερο αληθινό, το θεατρικό πρόσωπο που δημιούργησε ο
ποιητής, του αφαιρεί, με άλλα λόγια, τόσο από την ιδεατή, ανώτερη αλήθεια του, όσο
του προσθέτει σε κοινή, υλική πραγματικότητα· και το καθιστά λιγότερο αληθινό και
για τον επιπλέον λόγο ότι το μεταφράζει στην εικονική και συμβατική υλικότητα της
σκηνής. Ο ηθοποιός, κοντολογίς, αναγκαστικά αποδίδει μία παραποιημένη υπόσταση,
μέσα σε ένα τεχνητό, απατηλό περιβάλλον, σε πρόσωπα και πράξεις που είχαν ήδη
πάρει τη δική τους έκφραση σε μια ιδεατή ζωή, όπως είναι εκείνη της τέχνης και τα
οποία ζουν και αναπνέουν μέσα σε μία ανώτερη πραγματικότητα.

Και τότε; Έχουν, λοιπόν, δίκιο οι κύριοι δραματικοί συγγραφείς, που δεν βλέπουν
τίποτε άλλο παρά μόνο το θέατρο και που λένε και υποστηρίζουν ότι το θέατρο είναι
θέατρο και όχι λογοτεχνία;

Εάν λέγοντας θέατρο εννοούμε εκείνο το μέρος όπου δίνονται βραδινές ή ημερήσιες
παραστάσεις, με ηθοποιούς, τους οποίους εκείνοι προμηθεύουν με θέματα και υλικό,
για να σχηματίσουν σχεδόν στα πρόχειρα σκηνές εντυπωσιασμού, δραματικές ή
κωμικές, τότε ναι, έχουν δίκιο. Στην περίπτωση αυτή όμως, ως θέση απέναντι στην
τέχνη, πρέπει να συμβιβαστούν με το γεγονός ότι θα κατατάσσονται στην ίδια
κατηγορία με εκείνους που γράφουν στιχάκια κάτω από τις εικόνες ορισμένων
εικονογραφημένων περιοδικών. Γράφουν, όχι για το κείμενο, αλλά για τη μετάφραση.
Τότε πράγματι το θέατρό τους δεν έχει ανάγκη τη λογοτεχνία. Είναι υλικό για τους
ηθοποιούς, στο οποίο εκείνοι θα δώσουν ζωή και υπόσταση επί σκηνής. Κάτι,
κοντολογίς, σαν τα σενάρια της κομέντια ντελ άρτε.

Για εμάς όμως το θέατρο σημαίνει άλλο πράγμα.

50
Λίγα λόγια για τον Πιραντέλο και το έργο
του
Ο Λουίτζι Πιραντέλο, ένας από τους σημαντικότερους Ιταλούς συγγραφείς,
γεννήθηκε στο συνοικισμό Χάος, κοντά στο Τζιρτζέντι (νυν Αγκριτζέντο) της
Σικελίας, στις 28 Ιουνίου 1867. Ο πατέρας του, γαριβαλδίνος, ήταν πλούσιος έμπορος
θειαφιού. Από μικρός ο συγγραφέας υπήρξε φανατικός αναγνώστης μυθιστορημάτων
και σε ηλικία δώδεκα ετών γράφει το πρώτο του θεατρικό έργο: μια τραγωδία σε
πέντε πράξεις, που την παίζουν οι αδερφές και οι φίλοι του.
Ο πατέρας του πέφτει θύμα απάτης στη δουλειά του και το 1880 κηρύσσει πτώχευση.
Η οικογένεια μεταφέρεται στο Παλέρμο. Εκεί τελειώνει το λύκειο και εγγράφεται στη
φιλοσοφική σχολή και στη νομική σχολή του πανεπιστημίου της πόλης, όπου
γνωρίζεται με τους σπουδαιότερους ηγέτες του προοδευτικού, δημοκρατικού,
κοινωνικού κινήματος που αναπτύχθηκε στη Σικελία στα τέλη του 19ου αιώνα, Fasci
Siciliani.
Το Νοέμβριο του 1887 εγγράφεται στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης. Την περίοδο εκείνη
γράφει μερικά θεατρικά έργα που χάθηκαν. Το 1889 δημοσιεύει μία ποιητική
συλλογή με τον τίτλο Χαρούμενο κακό (Mal giocondo). Εγκαταλείπει το
Πανεπιστήμιο της Ρώμης, επειδή ήρθε σε σύγκρουση με κάποιον καθηγητή του των
λατινικών, και πηγαίνει στο Βόννη να συνεχίσει τις σπουδές του. Εκεί γράφει δύο
ποιητικές συλλογές: Ελεγείες του Ρήνου (Elegie renane) και Πάσχα της Γαίας (Pasqua
di Gea). Το1891 παίρνει το πτυχίο του και επιστρέφει στην Ιταλία. Το 1894
παντρεύεται στη Σικελία τη Μαρία Αντονιέτα Πορτουλάνο. Από το γάμο του αυτό
γεννιούνται τρία παιδιά. Το 1894 δημοσιεύει την πρώτη του συλλογή από νουβέλες
Αγάπες χωρίς αγάπη (Amori senza amore). Το 1898 βγαίνει το πρώτο του μονόπρακτο
με τίτλο Ο επίλογος (L’ epilogo), που αργότερα θα του δώσει τον τίτλο Η μέγγενη (La
morsa) και το 1901 το πρώτο του μυθιστόρημα σε συνέχειες Το περιθώριο (L’
esclusa).
Το 1903 είναι αποφασιστική χρονιά για τη ζωή του Πιραντέλο και της οικογένειάς
του. Ο πατέρας του, που στις επιχειρήσεις του είχε επενδύσει εκτός από τα δικά του
χρήματα και την προίκα της νύφης του Αντονιέτας, καταστρέφεται οικονομικά και ο
Πιραντέλο απομένει χωρίς οικονομικούς πόρους. Το χτύπημα για τη γυναίκα του
είναι μεγάλο: παθαίνει νευρικό κλονισμό και μένει ημιπαράλυτη. Ο ίδιος φτάνει στα
όρια της αυτοκτονίας. Κάτω από αυτές τις τραγικές συνθήκες γράφει το
αριστούργημά του Ο μακαρίτης Ματία Πασκάλ (Il fu Mattia Pascal), που περιέχει
πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία και θα τον καθιερώσει ως συγγραφέα τόσο στην
Ιταλία όσο και διεθνώς, μετά τις αλλεπάλληλες μεταφράσεις του στα γαλλικά,
γερμανικά και αγγλικά.
Το 1908 δημοσιεύει τα δοκίμια Το χιούμορ (L’ umorismo) και Τέχνη και επιστήμη
(Arte e scienza), ανοίγοντας μία πολεμική με τον Ιταλό φιλόσοφο Μπενεντέτο
Κρότσε, που κράτησε πολύ καιρό.
Αρχίζει η συνεργασία του με το σημαντικό εκδοτικό οίκο Τρέβες και την εφημερίδα
Κοριέρε ντέλλα Σέρα. Συνεχίζει να δημοσιεύει σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά
νουβέλες, τις οποίες αργότερα συγκεντρώνει σε τόμους με διάφορους τίτλους. Οι
δεκαπέντε αυτοί τόμοι με το επίμετρο αποτελούν μία συλλογή διακοσίων σαράντα
νουβελών με το γενικό τίτλο Νουβέλες για ένα χρόνο (Novelle per un anno). Μερικές

51
από αυτές αποτέλεσαν αργότερα το πρωτογενές υλικό για τη δημιουργία των
περίφημων θεατρικών του έργων.
Τον Ιούλιο του 1916 ο Άντζελο Μούσκο ανεβάζει στο θέατρο το έργο του Πιραντέλο
Σκέψου το, Τζιακομίνο! (Pensaci, Giacomino!). Σημείωσε μεγάλη επιτυχία και
αποτέλεσε το έναυσμα για τον Πιραντέλο να ασχοληθεί με μεγαλύτερο ζήλο με το
θέατρο. Το 1917 γράφει τις κωμωδίες Έτσι είναι (εάν έτσι νομίζετε) [Così è (se vi
pare)], Ο σκούφος με τα κουδουνάκια (Il beretto a sonagli), Το πιθάρι (La giara) και
Η ηδονή της τιμιότητας (Il piacere dell’ onestà) και ακολουθούν το 1921 Έξι
πρόσωπα ζητούν συγγραφέα (Sei personaggi in cerca d’ autore), το 1922 Ερρίκος ο Δ΄
(Enrico IV) και Να ντύσουμε τους γυμνούς (Vestire gli ignudi), ενώ στη Νέα Υόρκη
ανεβαίνει το Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα. Ανάμεσα στο 1923 και στο 1930
συνεχίζει ακατάπαυστα τη συγγραφή θεατρικών έργων, τα πιο γνωστά από τα οποία
είναι Καθένας με τον τρόπο του (Ciascuno a suo modo), Όπως εσύ με θέλεις (Come tu
mi vuoi), Απόψε αυτοσχεδιάζουμε (Questa sera si recita a soggetto), Ένας, κανένας
και εκατό χιλιάδες (Uno, nessuno e centomila). Γράφει συνολικά σαράντα τρία
θεατρικά έργα. Η συμβολή του στην εξέλιξη του σύγχρονου θεάτρου υπήρξε πολύ
σημαντική.
Το 1924 γράφεται στο Φασιστικό Κόμμα και το 1929 ονομάζεται ακαδημαϊκός. Το
1934 τιμάται με το βραβείο Νόμπελ για τη λογοτεχνία. Πεθαίνει στη Ρώμη στις 10
Δεκεμβρίου του 1936.
Ο Πιραντέλο έγινε παγκόσμια γνωστός και αγαπήθηκε κυρίως από τα θεατρικά του
έργα και το μυθιστόρημά του Ο μακαρίτης Ματία Πασκάλ. Έργα του αποτέλεσαν
σενάρια για κινηματογραφικές ταινίες, με τελευταίο παράδειγμα το υπέροχο Χάος
των αδελφών Ταβιάνι.
Για τη «φιλοσοφία» του Πιραντέλο έχουν γραφεί πολλά. Η σύγχρονη κριτική
συμφωνεί με το γεγονός ότι ο Πιραντέλο (όπως ο Κάφκα και ο Τζόυς), επηρεασμένος
από την καθολική σχεδόν καταδίκη του θετικισμού και κατά συνέπεια και του
βερισμού (ρεαλισμού) – που διαπερνά την Ευρώπη των αρχών του αιώνα μας από τη
μια ως την άλλη άκρη και κατά συνέπεια και την Ιταλία όπου παίρνει τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά του Decadentismo και του Futurismo - , εκφράζει με τα έργα του τη
βαθιά κρίση που περνούσαν οι παραδοσιακές αστικές αξίες στην εποχή του, ως
αποτέλεσμα της εξάπλωσης της βιομηχανικής επανάστασης και της τεχνολογικής
προόδου. Το κεντρικό θέμα της «φιλοσοφίας» του είναι η σχετική αξία, η
υποκειμενικότητα της πραγματικότητας. Συνέπεια του γεγονότος αυτού είναι η
αδυναμία του ατόμου να ζήσει μια πραγματική ζωή, κι έτσι η καθημερινότητα μοιάζει
να είναι ένα θέατρο όπου το άτομο (persona) και το θεατρικό πρόσωπο (personaggio)
συγχέονται. Αλλά και η προσπάθεια να φτιάξει κανείς και να βιώσει τη δική του
πραγματικότητα αποτυγχάνει, γιατί έρχεται σε σύγκρουση με την καθιερωμένη
ψεύτικη πραγματικότητα, τη γεμάτη υποκριτικές αστικές αρχές, θεσμούς και νόμους
που ο Πιραντέλο δεν χάνει την ευκαιρία να ειρωνευτεί.

Χρίστος Αλεξανδρίδης

52

You might also like