Professional Documents
Culture Documents
Ο ΦΟΡΤΗΓΑΤΖΗΣ
ΦΛΕΡΤ
ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΚΥΠΡΟΣ
2
Ο Φορτηγατζής
Χωρίον: Εξοχή
Κλινική: Η Γαλήνη
Εγώ, που λες, αδερφάκι, όχι πως είμαι κανένας έκφυλος τύπος, αλλά, να,
πώς να το κάνουμε, το ζουμερό μ’ αρέσει. Ταξιδεύω όλη τη νύχτα
καθισμένος πάνω στο μαξιλάρι, ο κώλος μου που, λέει ο λόγος, κάλους
έβγαλε. Κρατώ το τιμόνι – έτσι πλατιά – θαρρείς κι αγκαλιάζω απ’ τα
μεριά μια παχουλή γυναίκα κι η φαντασία μου δουλεύει. Ε, ό,τι και να
πεις, τις ώρες που εγώ δουλεύω, οι άλλοι άνθρωποι κοιμούνται.
Χαϊδολογούν την γυναίκα τους, αγκαλιάζουν το μαξιλάρι, αδιάφορο.
Έχουν φάει σε τραπέζι, έχουν νυστάξει μπρος στην τηλεόραση και όσο
προχωράει η νύχτα, αυτοί βαρούν του ύπνου. Όμως εγώ κι άμα νυστάξω,
πρέπει να συνεχίσω. Το καράβι φορτώνει αξημέρωτα κι άμα δε φτάσει το
εμπόρευμα, θα ’χουμε συνέπειες. Καθυστερήσεις, διατυπώσεις, αποκοπές
και δε συμμαζεύεται. Και χωρίς πληρωμή!.. Το γραμμάτιο δουλεύει.
Τέλος του μήνα καμπανάκι. Οι Τράπεζες. Τι ξέρουν οι Τράπεζες απ’ τον
καημό της τσέπης σου!
Άσε τη γκρίνια της γυναίκας . «Δε σου τα ΄λεγα εγώ; Παράτα τα. Έχει
τόσες δουλειές να κάνεις. Τι τη θέλεις τέτοια δουλειά. Στους δρόμους
όλη νύχτα.» Και δώσ’ του γκρίνια και ρελαντί. «Τρία παιδιά, πώς να τα
βγάλω πέρα; Αν πάθει κάτι το ένα; Πού να τρέχω μες στη νύχτα, που δεν
έχω αυτοκίνητο; Σε ποιον να αφήσω τα άλλα δύο, άμα χρειαστεί πρώτες
βοήθειες; Και τα παιδιά σε ζητούν. Έρχεσαι τη μέρα και το ρίχνεις στον
ύπνο. Κι ούτε να παίξουν δεν μπορούν. Άμα κάνουν λίγη φασαρία σαν
παιδιά, μόνο η μαγκούρα τους λείπει... κι εγώ τι μπορώ πια να κάνω;
Πόσες φορές να τα παίρνω και να τρέχω στα πάρκα και στις υπεραγορές.
Με τρία παιδιά κολλημένα πάνω μου. Και τα ψώνια και τα τρεχάματα...
Και πόσες νύχτες μοναχή... κάναμε τα παιδιά και τέλειωσε; Καμιά χαρά
για μας; Τώρα μόνο να τα μεγαλώνουμε;» Και δώσ’ του και πάρε...
υπονοούμενα για το κρεβάτι. Σάμπως εγώ δηλαδή; Την παίζω σαν
οδηγώ; Είναι και ανεξέλεγκτη, η καταραμένη. Σαν ακούς μια βαριά
πενιά, για παράδειγμα, πετιέται πάνω σαν το χορευτή που μερακλώνει
και κάνει δική του την πίστα κι άντε να τη συμμαζέψεις. Ή να πούμε,
είναι νύχτα. Ησυχία. Κίνηση λίγη. Χαλαρώνεις στο τιμόνι και σου
’ρχεται μια οπτασία στο μυαλό!.. μια δίμετρη που είδες στο δρόμο. Ένα
ζευγάρι να φιλιέται στα σκοτεινά. Μυαλό είναι αυτό. Όπου θέλει πάει.
Δεν έχει κουμπί να το πατήσεις σαν την τηλεόραση... Μην τα μελετάς.
Σκληρή η νύχτα κι ας λένε...
3
Αυτός ανέβηκε, κατεβαίνει, αλλά σου την έχει σπάσει, να πούμε, γιατί
πλήρωσε, λέει, και συ... δε θέλεις πια ν’ ακούσεις μουσική.
Φουμέρνω το τσιγαράκι μου, και δεν έχει να σκεφτώ μήπως ενοχλώ την
ευαίσθητη μύτη των μη καπνιστών – που δεν ξέρουν, οι ηλίθιοι, ότι αυτές
οι μικρές απολαύσεις είναι η ζωή. Τρώω το φαγάκι μου με την μπιρούλα
μου το καλοκαίρι, την «ξανθιά» μου τον χειμώνα – τι τα θες, είναι καλή
παρεούλα ένα μπουκάλι ρετσίνα στο τραπέζι σου. Διαλέγω ό,τι φαΐ μου
αρέσει... για τα λεφτά μη ρωτάς, αδελφέ μου – δουλεύουμε, να τρώμε.
Αν το στερηθούμε κι αυτό, η ζωή σκοτεινιάζει.
Έτσι λοιπόν μάθαμε πια στο δρόμο, μας έμαθε κι αυτός, μας ξεπροβάλλει
εκπλήξεις, θηλυκά τρυφερά στο πιάτο, να βολευόμαστε κι εμείς τα
παραπονεμένα της ζωής, που πριν μόνο βλέπαμε και ν’ αγγίξουμε δεν
τολμούσαμε, μην πα’ και μπλέξουμε. Μας τα σερβίρει, που λες η ζωή, σα
γαλοπούλα χριστουγεννιάτικη, ξεροψημένη. Να, όπως εκείνη την
Εγγλέζα τις προάλλες. Τώρα, Εγγλέζα ήτανε, Ολλανδέζα ήτανε...
Έπεσε πάνω μου, αδερφάκι μου, έπεσε πάνω μου κι ούτε ρωτούσε.
Έφαγε, ξεκοκάλισε, μάδησε κι άμα χόρτασε καλά, έγειρε πίσω και
ξάπλωσε κοιτάζοντας μπαϊλντισμένα τον ουρανό σα να ’λεγε: «Τώρα
πάρε με. Να, τώρα πάρε με».
«Θα σηκωθείς;» της λέω. Τίποτα εκείνη. Βρε, αμάν, δουλειά που
πάθαμε! «Θα σηκωθείς να πάμε;» της δείχνω με τα χέρια. Κλείνει τα
6
Ξεκουράστηκα λίγο έξω απ’ την πόλη, στο μαγαζί του Αρχιμήδη – κανείς
δεν ξέρει αν είναι το πραγματικό του όνομα ή αν του το βγάλαν έτσι,
γιατί κάμνει χημείες. Κρατά μια ζυγαριά και ζυγίζει τα μεταλλεύματα, να
σου πει αν είναι καθαρά ή νοθευμένα. Έχει κι ένα μηχάνημα, που δείχνει
αν υπάρχει θησαυρός θαμμένος, να πας να τον ξεθάψεις, να γίνεις
πλούσιος. Αλλά μη μιλήσεις, αδερφέ μου, μη μιλήσεις. Όλη νύχτα που
θα σκάβεις, λέξη δεν πρέπει να πεις. Γιατί έτσι και ξεστομίσεις «δίψασα,
κουράστηκα ή δεν έχει τίποτα, πόση ώρα να σκάβουμε», πάει ο
θησαυρός, έγινε κομμάτια. Αν πάλι δεις κάτι και πεις «πωπώ, αδερφέ
μου, γίναμε πλούσιοι», ο θησαυρός γίνεται κάρβουνο. Την ίδια στιγμή!
Έχεις χάσει την ευκαιρία της ζωής σου.
Δεν ήταν τις προάλλες που ήθελε να μου πουλήσει ένα χάρτη, αρχαίο,
τρακόσων χρόνων, λέει, να πάω να ξεθάψω αρχαία, λέει, κάπου ανάμεσα
Δράμα και σύνορα με Βουλγαρία, σ’ ένα βουνό; «Τι να παιδεύεσαι», μου
λέει, «όλη νύχτα στο τιμόνι! Μερικές νύχτες να πας εκεί, την έκανες την
καλή».
Αλλά εμένα δε με τουμπάρουν κάτι τέτοια. Κι αν πάω στο μαγαζί του,
είναι για τον καλό μεζέ, παστρικά πράματα. Η κυρά Βαρβάρα,
απατεώνισσα κι εκείνη σαν τον άντρα της, αλλά χρυσοχέρα και καλή
μαγείρισσα. Να φας από το χέρι της κουνέλι στιφάδο να μην αφήσεις
κόκκαλο. Μέλι τα κρεμμύδια...
7
Πέρασα και σήμερα όπως πάντα. Έφαγα, ήπια την μπιρίτσα μου.
Ξάπλωσα και λίγο κάτω απ’ τα δέντρα της αυλής, καλοκαιράκι, τα
τζιτζίκια κουντούρντιζαν. Παλαβωμένα να φωνάζουν, θαρρείς και
σκίζονταν ποιο να πρωτοπεί τον «πόνο» του στο ταίρι του. Δεν είναι
μόνο για τους ανθρώπους αυτά. Άσ’ τα να χαρούν και κείνα. Ρίχνουν και
καμιά κουτσουλιά κατάμουτρα... αλλά ψιλοπράματα. Ούτε που το
παίρνεις είδηση. Σαν ψιλή ψιχάλα το κατακαλόκαιρο. Δε βαριέσαι, τώρα
νυστάζω, είναι μαυλιστικό το μεσημέρι και τα τζιτζίκια σε ζαλίζουν πιο
πολύ. Έχω μια ώρίτσα στη διάθεσή μου, είναι γλυκιά η ζωή. Αχ, άτιμε
Θεέ, την έκανες έτσι ελκυστική, για να μας βασανίζεις πιο πολύ.
Το φορτηγό βαδίζει μόνο του κι εγώ το ακολουθώ. Είμαι μέσα του, αλλά
δεν είμαι εγώ που το οδηγώ. Κάποιοι μηχανισμοί καλά στημένοι μες στο
κεφάλι μου. Εμένα ο νους μου είναι ακόμα στο ψητό. Στο τραγανό εκείνο
κορμί κι ας ήταν κάτασπρο.
Τότε ήταν που την είδα. Λίγο πιο κάτω από τη στάση. Τα θέλει,
σκέφτηκα, κάτι γυρεύει. Μονάχο κορίτσι, γιατί δεν περιμένει το
λεωφορείο; Εμείς τώρα μαθημένοι από αυτά… γιατί να κάνει ωτοστόπ
μες στη νύχτα, μες στην ερημιά; Ψυχή δεν περνά, μόνο φορτηγά και
λεωφορεία και μερικά γιώτα χι. Θα μου τη φάνε, σκέφτηκα. Αν περάσει
κάνα ιδιωτικό, μου την έφαγε. Πού να προτιμήσει τη φορτήγα μπρος
στην κουρσάρα. Έχει και μερικούς, κάμνουν επίτηδες βόλτες, για να
εξυπηρετούν τα θηλυκά. Για τις δικές τους ανάγκες. Και πληρώνουν
καλά. Όχι πάντα απευθείας!.. Τις πάνε σε καφετέριες, ακόμη και σε
ξενυχτάδικα, άμα λάχει και το τραβά το κορμί της κοπέλας.
Ωχ, αμάν, πασά μου, τι κορμί είναι αυτό! Μινάκι, μια πιθαμή πάνω απ’
το γόνατο, όσο για να σε γαργαλά για τα περαιτέρω, να πούμε. Εκεί
ακριβώς που αρχίζεις να μυρίζεσαι το μπουτάκι. Και το μαλλί! Κομμένο
αλά γκαρσόν, περασμένο πίσω από τ’ αυτί. Σακάκι μπουφάν μαύρο,
φούστα μπλουτζίν, τα χέρια στις τσέπες! Ύφος πλάνο, ονειροπόλο. Δε
φαινόταν να με προσέχει ή να νοιάζεται ποιος θα την πάρει.
Άνοιξα την πόρτα. «Είσαι για την πόλη;» της πέταξα. Ναι, μου έγνεψε
και πιάστηκε απ’ το χερούλι. Άνοιξε μεγάλη δρασκελιά (το σκαλί ψηλό,
η φούστα της κοντή, το πόδι πάνω από το γόνατο βαρβάτο) και βρέθηκε
στο κάθισμα δίπλα μου. Έκλεισε την πόρτα, μαζεύτηκε πάνω της,
κάρφωσε το βλέμμα μπροστά και περίμενε. Παράξενο πράμα. Δε
10
«Πες μου, κοπέλα μου, πού θέλεις να πας και θα σε πάω. Δε θέλω να σου
κάνω κακό.»
«Θα κατέβω στη στάση.»
Επιτέλους άκουσα τη φωνή της.
«Με συγχωρείς, δεν ήθελα να σου κάνω κακό. Νόμιζα ότι το ήθελες.
Έχω κι εγώ παιδιά. Τρία. Να πάρε λεφτά. Πάρε να πας στο σπίτι σου.»
Ανοίγει την πόρτα. Για πότε σταμάτησα! Πηδά. Είναι κιόλας κάτω.
Αρχίζει να τρέχει. Τη φτάνω. «Πάρε λεφτά να πας στο σπίτι σου!», της
φωνάζω. Εκείνη τρέχει. Τι να κάνω; Αν κατέβω, θα φοβηθεί πιο πολύ.
Κλείνω την πόρτα και προχωρώ. Η πολιτεία με περιμένει. Φώτα, πολλά
φώτα. Όταν φτάσω, όλα θα είναι μες στο φως. Πίσω μου σκοτάδι. Θα
χρειαστεί να περπατήσει χιλιόμετρα, ώσπου να φτάσει στην πόλη. Όταν
εγώ θα ’χω φτάσει στην άλλη άκρη της, εκείνη θα είναι ακόμη στην
πρώτη στάση που θα συναντήσει ή θα έχει μόλις ανεβεί και θα κρατά το
χερούλι του λεωφορείου. Αν βρει θέση να καθίσει, θα κοιτά τον κόσμο
έξω αδιάφορα. Κι εμένα το δρομολόγιό μου δε θα ’ναι πια το ίδιο κι αυτό
το κατοστάρικο στην τσέπη, θα μου καίει την καρδιά...
12
Η νέα γυναίκα έρχεται απ’ έξω από την μεριά της κουζίνας. Κρεμά
κουρασμένα την τσάντα της στο κρεμαστάρι, βγάζει και κρεμά τη ζακέτα
της, παίρνει τη ρόμπα, στην προσπάθειά της να τη φορέσει ένας
«σφάχτης» της κόβει την κίνηση. Μορφασμός, πνιχτό βογκητό.)
(Πάει να φορέσει το άλλο μανίκι της ρόμπας της, της κόβεται η ανάσα)
Άου!...
(Όταν την ξαναβρίσκει, ολοκληρώνει αργά την κίνησή της, ενώ μιλά με
παράπονο.)
Και να της λέω «Κόρη Νίνα, κλείσε, κόρη μου, την πόρτα! Και να μου
’ρχεται να της πω (με λύσσα σχεδόν) «Βάωσ’ την, ευλογημένη!..» Τρεις
φορές μπήκες βγήκες και την πόρτα την αφήνεις ανοιχτή. Ούτε που
σκέφτεσαι την άλληνε. Κρυώνει, της φυσά, θ’ αρρωστήσει, τίποτε! Με
τέτοιο καιρό μπαίνεις, βγαίνεις κι η πόρτα ανοιχτή. Με βάλαν κι εδώ
μπροστά στο παράθυρο, μπάζει και τούτο, κι ούτε που με σκέφτεται
κανείς. Δε φτάνει που μου χτυπά όλο το φως στα μάτια και μου
πληθαίνει τη ζάλη, έχω και την πόρτα να την αφήνουν ανοιχτή. Βάλαν
και τη σόμπα ακριβώς από πίσω μου και το τσιμέντο στα πόδια μου, να
δούμε τι θα γίνει... τρεις μέρες τώρα τούτ’ η πλάτη μου μ’ έχει
σκοτώσει... η μύτη μου είναι βουλωμένη και δώστου να φτερνίζομαι...
αψού-αψού, από τις πενήντα φουστίτσες που τέλειωνα τη μέρα, έπεσα
στις σαρανταπέντε και μακάρι να μην το πάρουν είδηση, γιατί έτσι και το
μυριστούν, δε θα μου τη χαρίσουν, θα μου κόψουν και τον μισθό. Τη μια
λίρα που μου έδωσαν αύξηση θα μου την πάρουν πίσω. Τάχα κι ήταν
αύξηση; Βλέπω μες στο φάκελο εικοσιμιά λίρες! Νόμισα πως έκαμα
λάθος. Τις ξαναμετρώ. Σωστά. Εικοσιμιά. Κύριε Ελέησον!... Θα κάμαν
λάθος... Αλλά λάθος εκείνη; Κείνη μάνα μου, η μέγαιρα, η διαολεμένη;
Να βάλαν τη λίρα για να με δοκιμάσουν; Να δουν αν θα την κρατήσω; Α,
την αχάριστη! Καταδέχομαι, νόμισε, την λίρα της; Επειδή γύρεψα να πω
στις γυναίκες να γραφτούμε στη συντεχνία, να δικαιούμαστε κι εμείς σαν
όλο τον κόσμο, τιμαριθμικό και ταμείον προνοίας και ταμείον αδείας,
που τώρα δεν έχουμε τίποτε κι όποτε θέλει μας δίνει, κι όποτε θέλει τα
παίρνει και απολύει όποιαν δεν της αρέσει ή δεν της βγάζει δουλειά; Εγώ
τα δικαιώματά μας γύρευα. Δε θέλω τίποτε, που δεν δικαιούμαι... Αλλά
γιατί να μας έχει έξω από τις συντεχνίες και να μας κάμνει ό,τι θέλει; Και
να μην μπορούμε να μιλήσουμε και να φοβόμαστε μη χάσουμε τη
δουλειά μας, αν πούμε κάτι που δεν της αρέσει ή άμα είμαστε άρρωστες
και δεν μπορούμε να βγάλουμε τη δουλειά που θέλει...
14
Κι έτσι μάθαμε πως πήραμε αύξηση! Αύξηση να την πει ο Θεός… Μια
λίρα την βδομάδα πού πρώτα να πάει και ποιαν τρύπα να μπαλώσει;. Οι
ανάγκες πολλές… κι εκείνοι οι τσίγκοι να στάζουν.
Κάθε χρόνο λέω πως θα τους κάνω κεραμίδια, αλλά πού λεφτά… Εκείνο
το τσουπ-τσουπ της σταγόνας που στάζει μέσα στο τσίγκινο δοχείο που
μαζεύει το νερό... σου σπάζει τα νεύρα. Όμως τα παιδιά... θαρρείς και
κάνουν χάζι. «Μάμα, μάμα, στάσσει κι εδώ»! «Μάμα, μάμα, στάσσει κι
εδώ»! Ως και το τσίγκινο μπανιούδι βάλαμε σ’ ένα τόπο που άρχισε να
τρέχει σε δύο τρία σημεία. Παράξενο, αλλά κάποτε παρηγοριά και
ποσκόλιο ν’ ακούς στιγμή στιγμή τη σταγόνα να στάσσει και να
ξεγελιέσαι πως έχεις μια συντροφιά.
Κάποτε όμως... άμα λείπω στη δουλειά, ώσπου να ’ρθω... Ώ Θεέ και
Κύριε! Οι κουβέρτες να ’χουν βραχεί και να ’χει μουσκέψει το στρώμα κι
άντε να ’βρεις τόπο να βολευτείς. Δυο κρεβάτια όλα κι όλα. Ένα εγώ με
τη Ειρήνη μου, ένα τα μικρά μας. Κι άμα βραχεί το ένα απ’ τα δυο, πού
να κοιμηθούμε όλοι μαζίl Τους βάζω τότε στα πόδια μας, αλλά δεν
μπορώ να κοιμηθώ όπως πρέπει, γιατί σκέφτομαι ν’ απλώσω τα πόδια
μου, μήπως και κλωτσήσω κανένα μικρό. Και τι ύπνο να κάνεις με τα
πόδια διπλωμένα! Τι ξεκούραση να δεις! Κι η έγνοια μήπως αρχίσει να
στάζει και στο δικό μου κρεβάτι, να με κρατά σχεδόν όλη τη νύχτα
ξάγρυπνη.
(Όση ώρα μιλά έχει τακτοποιήσει ένα μικρό χαλάκι στο πάτωμα, έχει
βάλει ένα φτηνό τραπεζομάντιλο πάνω στο τραπέζι και πηγαίνει στην
15
Θα καθίσω τώρα εδώ, πλάι στη σόμπα... Θα την αφήσω να καίει ως την
ώρα που θα κοιμηθώ. Όχι σαν εκείνη τη σκρόφα, τη μέγαιρα. Εννέα η
ώρα οι σόμπες σβήνουν. Οι πόρτες μπάζουν· κι εκεί που ήταν πίσω
ακριβώς από την πλάτη μου, ξαφνικά νιώθω μια παγωνιά!.. Οι μέρες
είναι πολύ κρύες και αν της πει καμιά «κυρία Ντίνα, δεν αφήνεις τη
σόμπα ν’ ανάβει κι έχει κρύο;» «Μπα! Μ’ αλήθεια; Κρυώνετε, κοπέλες;
Δεν έχει κρύο σήμερα, εγώ δεν κρυώνω καθόλου!» Ε, βέβαια που να
κρυώσεις εσύ! Πας, έρχεσαι, πίνεις τους καφέδες, τα τσάγια σου,
ανεβαίνεις στο σπίτι σου με την κεντρική θέρμανση... ενώ εμείς μες στο
υπόγειο, με το τσιμέντο στο πάτωμα και συνέχεια καθισμένες μπρος στη
μηχανή...
(Παίρνει ένα παλιό σάλι, ρίχνει μια ζακέτα στους ώμους της, σκεπάζει με
το σάλι τα πόδια της να ’ναι ζεστά και αφού βολεύεται καλά, γέρνει το
κεφάλι με το βλέμμα στην τηλεόραση.
Σε λίγο ξεπροβάλλει από το άνοιγμα της «πόρτας» του υπνοδωματίου η
κόρης της. Μ’ ένα πονηρό μισοχαμόγελο περιμένει πίσω από την φτηνή
κουρτίνα).
16
Ρηνάκι: (Ξεθαρρεύει) Όχι, μάμα, ήθελα να μείνω λίγο μαζί σου απόψε.
Έχει τόσες νύχτες να δούμε λίγη τηλεόραση μαζί!
Εντάξει Ρηνιά μου, έλα! Σήμερα θα δούμε όση ώρα θέλουμε! Να δεις,
ώσπου να νυστάξεις! Αύριο δεν έχεις σχολείο, ούτε εγώ δουλειά. Θα
μείνουμε να κοιμηθούμε ως όποια ώρα θέλουμε. Κανείς δεν πρόκειται να
μας ενοχλήσει. Η θεία σου, η Αντριάνα, θα πάει στην κουνιάδα της. Τη
θεία σου, την Ελένη, την κάλεσε η κουμέρα της και θα πάει και η γιαγιά
μαζί. Ο θείος Ευτύχιος θα έχει καλεσμένους... Οι άλλοι δυο γείτονες θα
λείπουν... Θα ’μαστε μόνοι μας.
(Μονολογεί) Απόψε που ο χρόνος σταμάτησε... Που δεν με νοιάζει τι
ώρα θα φέξει ο Θεός... Θα κάτσω και θα δω όλα τα προγράμματα της
τηλεόρασης. Όλα. Όλες τις διαφημίσεις. Θα μείνω έτσι κουλουριασμένη,
όπως είμαι τώρα, πλάι στη σόμπα, με το μάλλινο σάλι να με τυλίγει, σαν
το γατί που είχαμε στο σπίτι μας στην Κυθραία... το παγαπόντικο!
Έβρισκε πάντα την καλύτερη γωνιά. Πασάς ήτανε... Κουλουριαζόταν και
τεμπέλιαζε. Τι ωραία που είναι να τεμπελιάζεις! Φέρνεις το νου σου και
μπορείς να σκεφτείς. Γίνεσαι ξαφνικά ανθρώπινο πλάσμα! Παύεις να
είσαι μηχανοκίνητο που βουρά να προλάβει...
Αχ, Ρήνα μου, αρ... αρ... αρ... Ρήνα μου. Τα σκυλάκια δεν πονάνε, Ρήνα
μου. Δεν πονάνε. Πονάνε άμα τα χτυπάς. Άλλα τώρα δε χτυπάνε τους
σκύλους. Δεν κλωτσάνε τα ζώα. Τώρα μόνο τους ανθρώπους κλωτσούν.
Κοίταξε, Ρήνα μου! Δεν έχω χέρια, δεν έχω. Έχω μόνο πόδια... τέσσερα
λεπτά σγουρά ποδαράκια, δε μπορώ να πιάσω τίποτα μ’ αυτά τα πόδια,
που ήταν κάποτε χέρια... Πότε αλήθεια ήταν αυτό; Πόσος χρόνος έχει
περάσει από τότε που αυτά τα πόδια ήτανε χέρια; Αλήθεια, ήταν ποτέ;
Σαν σβησμένη ανάμνηση μου φαίνεται. Μήπως ήταν κανένα δυνατό
όνειρο, που το θυμάμαι γι’ αλήθεια; Ή μήπως ήτανε σε κάποια άλλη,
προηγούμενη, όπως λένε, ζωή;
Χάιδεψέ με, Ειρήνη μου. Τα μαλλιά μου ξεραμένης γης φριγμένο χόρτο.
Στα φυλλοκάρδια μου δεν ανθίζουν πια συναισθήματα. Σφιγμένη η
εισδοχή ανάμεσα στα σκέλια μου, ποθούσα ανελέητα ανεκπλήρωτους
πόθους. Ως πόσο ν’ αντέξω την αντάρα του κορμιού μου; Φλόγινες
γλώσσες η πεθυμιά, η πεθυμιά που με τυλίγει. Χέρι ανθρώπου δεν
απλώθηκε πάνω μου δυο χρόνια τώρα. Τη μυρουδιά του άντρα την
οσμίζομαι από μακριά και τα ρουθούνια μου πάλλουν.
Πως έγινε έτσι ο λαιμός μου; Χάμνισε, ζάρωσε και δεν είμαι ακόμα ούτε
σαράντα χρονών. Χάμνισαν τα κρέατά μου, νερούλιασαν. Ποιός άντρας
θα τα καταδεχτεί; Δυόμισι χρόνια να αγγίξει επάνω τους χέρι αντρικό.
Εμάρανα σαν το ξεχασμένο λουλούδι...
Την ώρα όμως που έφτανε στη γωνιά μια μοτόρα θεόρατη έστριβε,
κόκκινη, γυαλιστή κι επάνω της ένας άντρας και μια γυναίκα. Ο άντρας
συγκράτησε απότομα τη μοτοσικλέτα και η γυναίκα έπεσε πάνω του με
όλο της το βάρος. Αρρρ!.. Ζήλεψα εκείνη την επαφή. Οξύ αγκάθι μπήκε
στην καρδιά μου. Αρρρ... Ένα αυτοκίνητο ερχόταν από απέναντι. Στην
προσπάθειά του να αποφύγει τον σκύλο, παρά λίγο να συγκρουστεί με τη
μοτόρα. Άνθρωποι κι αυτοκίνητα σταμάτησαν. Κι είχε ο κόσμος
ακινητήσει να παρακολουθεί αυτό το ευπαθές πλασματάκι, με την
εύθραυστη κυρία. Η κυρία του το έφτασε επιτέλους! Αρρρ!... Το πήρε
στην αγκαλιά της. Τι λαχτάρα! Έτρεμε σύγκορμη. «Για πού το ’βαλες,
κουτούτσικο Ρούμπυ μου; Τι έπαθες έτσι ξαφνικά; Ήθελες να αφήσεις τη
μαμά, μικρό μου Ρουμπινάκι; Αχ, μωρό μου! Πόσο με λαχτάρησες!» Και
περνούσε το λείο της μάγουλο πάνω απ’ το σγουρό κεφαλάκι του
σκύλου. Η υπηρέτρια έφερε, κρατώντας απ’ το χέρι, το κοριτσάκι της
κυρίας, το έβαλε στο πίσω κάθισμα, ενώ η κυρία φιλούσε ακόμα τον
σκύλο της. Η μοτόρα ξεκίνησε με θόρυβο, το αυτοκίνητο έφυγε, ο
21
Εκείνος δρόσιζε τον κόλπο μου άφοβα κι εγώ χαιρόμουν να κρατώ τους
χυμούς του. Η μυρωδιά των σπερμάτων του έφτανε αδιάκοπα στη μύτη
μου κι ένιωθα διεγερμένη από το άρωμά του. Ύστερα, ήρθε ο πόλεμος. Η
αιχμαλωσία και... Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι δυνατοί! Δεν άντεξε όπως
άλλοι. Τώρα βρίσκεται «εκεί». Ξέρεις γιατί. Είδες και μόνη σου πόσες
φορές σήκωσε μαχαίρι. Δε γινότανε αλλιώς! Έπρεπε να προστατέψω
πρώτα εσάς. Όταν σας έβλεπα να σπαρταράτε... σας έπαιρνα κάτω απ’ τις
φτερούγες μου... αλλά ήταν τόσο αδύναμες να σας προστατέψουν από το
φόβο καν.
Τώρα, μόνο η δικιά μου στέρηση κρατάει αδιάκοπα υγρό τον πεινασμένο
κόλπο μου, σαν σάλια σκύλου λυσσασμένου που στάζουν μαρτυρώντας
την αξεδίψαστη δίψα, την απαρηγόρητη. Και η επιθυμία δεν έχει
λησμοσύνη...
(Χαμηλόφωνα, εμπιστευτικά)
Ειρήνη μου... είμαι σκυλάκι, είμαι το σκυλάκι σου, χάιδεψέ μου το
σγουρό κεφαλάκι... από αύριο θα στέκομαι σούζα. Θα μαζεύομαι σε
τούτη δω τη γωνιά, θα κάνω ό,τι με διατάζεις... Γαρ – ρήνη μου... γάρρ...
γαυ-γαυ.
(Μπρος στα έκπληκτα μάτια του μικρού κοριτσιού. Η τηλεόραση
εξακολουθεί να δείχνει διαφημίσεις...)
Φλερτ
E, λοιπόν ναι! Είμαι έτσι, όπως με βλέπεις: καμένη και άσχημη. Κοίταξέ
με λοιπόν! Στέκω εδώ μπροστά σου και πλένω τα πιάτα. Δεν μπορώ να
κάνω αλλιώς! Όλο το πρωί προσπάθησα να το αποφύγω. Έκαμνα
δουλειές σε δωμάτια με κλειστές κουρτίνες. Περιφερόμουνα σε σημεία,
όπου δεν μπορούσες να με δεις. Όταν ετοίμαζα το φαγητό, έκανα όλη τη
διαδικασία πάνω στο τραπέζι του βάθους, αντίθετα με τη συνήθειά μου
να στέκω στη γούρνα και να κοιτάζω έξω το χωράφι που απλώνεται
απέραντο. Αγόρασα αυτό το σπίτι για κείνο το χωράφι, ξέρεις... Όταν
περνάς μια ολόκληρη μέρα σε μια κουζίνα, οι δυνάμεις φυγής γίνονται
τρομαχτικές μέσα σου και τότε, μόνο η εκτόξευσή σου στο άπειρο μπορεί
να σε κρατήσει ακόμη στη γη...
Τώρα απομακρύνεσαι κάπως, αλλά ξέρω πως είμαι ακόμα στα πλευρά
του οπτικού σου πεδίου. Ξέρω ότι θα με κοιτάξεις με την άκρη του
ματιού. Νάτο, γυρίζεις προς τα δω.
Όχι, δε με κοιτάζεις. Κοίταξέ με λοιπόν! Να, κοίταξέ με. Το μισό μου
πρόσωπο είναι καμένο. Στο άλλο μισό όμως μπορείς να δεις ακόμα τα
υπολείμματα μιας ομορφιάς που ήταν κάποτε... Ένα μάτι πράσινο και ένα
κομμάτι επιδερμίδας λείας ακόμη.
Τώρα καταγίνεσαι με το μείγμα του τσιμέντου. Όπως πας και φέρνεις την
τσάπα για να το ανακατώσεις, θα σηκώσεις το βλέμμα, δεν μπορεί...
Πόσο είχα ευχηθεί να ’χα προβλέψει για μια κουρτίνα! Δεν την ήθελα
πριν, γιατί ένιωθα αρκετά προστατευμένη στη μοναξιά μου. Εδώ δεν έχει
γείτονες, δεν έχει βλέμματα...
Ο φόβος που ένιωθα λοιπόν... μου φεύγει κι όλο μου φεύγει... Αυτό το
χαμήλωμα του βλέμματός σου μού φαίνεται σαν ένα ταπεινό
προσκύνημα μπροστά σε κάτι ιερό και σεβαστό. Κι όμως, το νιώθω, δεν
είναι ο ιερός σεβασμός μπρος στη γυναίκα, δεν είναι η ταπείνωση του
πιστού μπρος στο Θεό... γιατί το ξέρω. Δε μ’ έχεις κοιτάξει ακόμη.
Σε κατασκόπευα (εναγώνια, τώρα μπορώ να το πω) πολύ πριν πλησιάσω
στο παράθυρο, από το βάθος της μισοσκότεινης κουζίνας.
Καραδοκώντας να πλησιάσω, όταν εσύ θα ήσουν μακριά ή γυρισμένος
αλλού. Ήθελα να ’χω τον απόλυτο έλεγχο των κινήσεών σου. Ήθελα προ
πάντων να προλάβω το βλέμμα σου.
Ναι, λοιπόν σου έλεγα, όχι έλεγα... Μπορεί να σου φανώ αηδιαστική,
όμως αυτό σταματάει μόνο μέχρι το λαιμό. Και μάλιστα μόνο από τη μια
πλευρά του λαιμού. Από την άλλη – αν μπορείς να το ξεχάσεις... αλλά
σίγουρα αν πας πιο κάτω... Το στήθος μου είναι ακόμη αρκετά στητό και
νεανικό. Όμως αυτό που σίγουρα δε θα μπορούσε να σε αφήσει
ασυγκίνητο είναι η κοιλιά μου. Έχω μια θαυμάσια, σφιχτή κοιλιά, λεία
και τεζαρισμένη, μ’ ένα λεπτό, εφηβικό χνούδι. Αυτή είναι η μεγάλη
αγάπη του άντρα μου. Ναι ξέρω, θα ’χεις αναρωτηθεί, πώς να με βλέπει ο
άντρας μου, και αν ακόμη είναι δυνατό να μ’ αγαπά. Μ’ αγαπά. Και
λατρεύει αυτή την κοιλιά, που δε χορταίνει να τη φιλά. Γιατί βέβαια, ναι,
θα πρέπει να το πω, δεν με φιλά συχνά στο πρόσωπο, παρά μόνο όταν
ζεσταμένος και παρασυρμένος ανεβαίνει όλο και πιο πάνω, όπως άλλοι
κατεβαίνουν κάτω και όλο πιο κάτω, αλλά δεν πειράζει, η κοιλιά μου έχει
μάθει ν’ ανταποκρίνεται, είναι αισθαντική κι ευέλικτη και αντιδρά
εύκολα και κείνος ξέρει να την κάμνει όλο και πιο ευαίσθητη κι
αισθαντική. Είναι σαν ένα δεύτερο σώμα προσαρμοσμένο στο σώμα μου,
που με ξαφνιάζει και μένα πολλές φορές. Είναι το δυνατό μου σημείο...
24
Κουδούνι! Τούτη την ώραl Κουράγιο, για μια ακόμη φορά, ν’ ανοίξω.
- Ποιος είναι;
- ...
- Ποιος είναι παρακαλώ;
25
ΦΙΝΑΛΕ
ΤΕΛΟΣ