You are on page 1of 25

ΑΝΝΑ ΤΕΝΕΖΗ

ΤΡΕΙΣ ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ

Ο ΦΟΡΤΗΓΑΤΖΗΣ

ΠΩΣ ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΕΓΙΝΕ ΣΚΥΛΟΣ


ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

ΦΛΕΡΤ

ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΚΥΠΡΟΣ
2

Ο Φορτηγατζής
Χωρίον: Εξοχή
Κλινική: Η Γαλήνη

Εγώ, που λες, αδερφάκι, όχι πως είμαι κανένας έκφυλος τύπος, αλλά, να,
πώς να το κάνουμε, το ζουμερό μ’ αρέσει. Ταξιδεύω όλη τη νύχτα
καθισμένος πάνω στο μαξιλάρι, ο κώλος μου που, λέει ο λόγος, κάλους
έβγαλε. Κρατώ το τιμόνι – έτσι πλατιά – θαρρείς κι αγκαλιάζω απ’ τα
μεριά μια παχουλή γυναίκα κι η φαντασία μου δουλεύει. Ε, ό,τι και να
πεις, τις ώρες που εγώ δουλεύω, οι άλλοι άνθρωποι κοιμούνται.
Χαϊδολογούν την γυναίκα τους, αγκαλιάζουν το μαξιλάρι, αδιάφορο.
Έχουν φάει σε τραπέζι, έχουν νυστάξει μπρος στην τηλεόραση και όσο
προχωράει η νύχτα, αυτοί βαρούν του ύπνου. Όμως εγώ κι άμα νυστάξω,
πρέπει να συνεχίσω. Το καράβι φορτώνει αξημέρωτα κι άμα δε φτάσει το
εμπόρευμα, θα ’χουμε συνέπειες. Καθυστερήσεις, διατυπώσεις, αποκοπές
και δε συμμαζεύεται. Και χωρίς πληρωμή!.. Το γραμμάτιο δουλεύει.
Τέλος του μήνα καμπανάκι. Οι Τράπεζες. Τι ξέρουν οι Τράπεζες απ’ τον
καημό της τσέπης σου!
Άσε τη γκρίνια της γυναίκας . «Δε σου τα ΄λεγα εγώ; Παράτα τα. Έχει
τόσες δουλειές να κάνεις. Τι τη θέλεις τέτοια δουλειά. Στους δρόμους
όλη νύχτα.» Και δώσ’ του γκρίνια και ρελαντί. «Τρία παιδιά, πώς να τα
βγάλω πέρα; Αν πάθει κάτι το ένα; Πού να τρέχω μες στη νύχτα, που δεν
έχω αυτοκίνητο; Σε ποιον να αφήσω τα άλλα δύο, άμα χρειαστεί πρώτες
βοήθειες; Και τα παιδιά σε ζητούν. Έρχεσαι τη μέρα και το ρίχνεις στον
ύπνο. Κι ούτε να παίξουν δεν μπορούν. Άμα κάνουν λίγη φασαρία σαν
παιδιά, μόνο η μαγκούρα τους λείπει... κι εγώ τι μπορώ πια να κάνω;
Πόσες φορές να τα παίρνω και να τρέχω στα πάρκα και στις υπεραγορές.
Με τρία παιδιά κολλημένα πάνω μου. Και τα ψώνια και τα τρεχάματα...
Και πόσες νύχτες μοναχή... κάναμε τα παιδιά και τέλειωσε; Καμιά χαρά
για μας; Τώρα μόνο να τα μεγαλώνουμε;» Και δώσ’ του και πάρε...
υπονοούμενα για το κρεβάτι. Σάμπως εγώ δηλαδή; Την παίζω σαν
οδηγώ; Είναι και ανεξέλεγκτη, η καταραμένη. Σαν ακούς μια βαριά
πενιά, για παράδειγμα, πετιέται πάνω σαν το χορευτή που μερακλώνει
και κάνει δική του την πίστα κι άντε να τη συμμαζέψεις. Ή να πούμε,
είναι νύχτα. Ησυχία. Κίνηση λίγη. Χαλαρώνεις στο τιμόνι και σου
’ρχεται μια οπτασία στο μυαλό!.. μια δίμετρη που είδες στο δρόμο. Ένα
ζευγάρι να φιλιέται στα σκοτεινά. Μυαλό είναι αυτό. Όπου θέλει πάει.
Δεν έχει κουμπί να το πατήσεις σαν την τηλεόραση... Μην τα μελετάς.
Σκληρή η νύχτα κι ας λένε...
3

Αχ, αδερφέ μου. Ας όψεται η ανάγκη. Αγαπήσαμε τη γυναίκα... θέλαμε


και παιδιά. Νιάτα, βλέπεις. Πού να πάει ο νους σου στα δύσκολα. Άντρας
εγώ, θα θρέψω τη γυναίκα μου!
Παιδιά; Και βέβαια παιδιά! Έχει πιο μεγάλη ευτυχία από δαύτην; Τα
θέλαμε. Τα κάναμε. Τα χαρήκαμε τρία χρόνια. Ύστερα... οι υποχρεώσεις
μεγάλωσαν. Το σπίτι δε μας χωρούσε. Μεγαλύτερο διαμέρισμα.
Μεγαλύτερο νοίκι. Περισσότερα λεφτά. Πού να τα βγάλεις πέρα με το
μεροκάματο της μέρας. Η νύχτα έχει λεφτά. Έχει και ρίσκο. Χωρίς θυσία
δε γίνεται! Κι έρχεται και ο φόβος μη σου πάρει άλλος τη δουλειά.
Και τι δουλειά να κάνεις, αδερφέ μου, την σήμερον, που όλα είναι φωτιά;
Προσφορές σου λεν, και σου τα παίρνουν τριπλάσια. Ως και το νερό
πρέπει να το αγοράσεις.
Τα στόματα στο σπίτι πρέπει να ταϊστούν. Γυναίκα, παιδιά να ντυθούν.
Να πάνε σχολείο, φροντιστήριο, ξένες γλώσσες. Άντε ν’ αγοραστεί και
κανένα επιπλάκι, σπιτικό ανοίξαμε, δε γίνεται να ’μαστε σαν τους
γύφτους! Τι θα πουν οι συγγενείς κι οι γείτονες. Γυναίκα πήραμε. Τι
διάολο; Δεν είμαστε άξιοι να τη ζήσουμε; Νισάφι, να πούμε! Αντράκια
είμαστε;
Είναι κι οι φιλενάδες της... να ’ρθουν για καφέ και να μην έχουμε ένα
σερβίτσιο, ένα βελούδινο καναπέ να καθίσουν, τίποτε μπιμπελό, κανένα
μπισκοτάκι να τις ευχαριστήσουμε... Μια ζωή είναι αυτή, να μη ζήσουμε
κι εμείς σαν όλους τους ανθρώπους!

Κι άμα χάσεις αυτή τη δουλειά, τι άλλο να κάνεις; Δούλεψα σε χασάπικο,


λίγα τα λεφτά. Στα τρένα που μου προτείνανε, έπρεπε πάλι να ταξιδεύω.
Και άντε στην αρχή έχει ενδιαφέρον, βλέπεις τοπία, αλλάζεις τόπους,
θωρείς ανθρώπους και ξεχνιέσαι, να πούμε. Κάποτε βρίσκεις και κανένα
κουτσόφτερο και τη βολεύεις στα μουλωχτά. Ντράγκα, ντρούγκου το
τρένο κι εσύ στον ίδιο χαβά...
Αλλά, βρε αδερφέ, λεφτά μετρημένα, και τι να πρωτοκάνεις μ’ αυτά;
Χώρια που μας βγήκε κι αυτό το έιντς! Έχουμε ένα κορμί να το δώσουμε
στη μαρμάγκα;

Δούλεψα και ταξιτζής. Καλή δουλειά, δε λέω, μα τώρα παραγέμισε η


πιάτσα. Είναι και τα πειρατικά... τα γιώτα χι όλο και πληθαίνουν... O
καθένας, βλέπεις, θέλει να ’χει τον τροχό του.
Έχει όμως και δυσκολίες η δουλειά. Ιδιοτροπίες, απαιτήσεις. Φωνές άμα
λάχει και επίθεση. Ύστερα, είναι και το άλλο. Μες στο ταξί σου παίρνεις
κάθε καρυδιάς καρύδι. Θέλεις ν’ ακούσεις λίγη μουσική, να
διασκεδάσεις την πλήξη σου, δώδεκα ώρες στο τιμόνι. «Κλείσε αυτά τα
μάγκικα», σου λέει ο άλλος
Γιατί, ρε κύριος; Την ώρα της δουλειάς μου, γούστο μου κι αφεντιά μου!
Εγώ σου είπα τι είδος μουσική ν’ αγαπάς; Αλλά πελάτης είναι, δε γίνεται
4

να αντιμιλήσεις! Το μουλώνεις και κλείνεις το κασετόφωνο. Κι άμα


είσαι πάνω στο μεράκι... άσ’ τα να πάνε. Τουλάχιστον τώρα ακούω ό,τι
λαχταρώ. Κι άμα λάχει, πατώ και μια γκαρίδα...
(Τραγουδά μερακλωμένα) Αχ, βρε κοινωνία άτιμη...

Αυτός ανέβηκε, κατεβαίνει, αλλά σου την έχει σπάσει, να πούμε, γιατί
πλήρωσε, λέει, και συ... δε θέλεις πια ν’ ακούσεις μουσική.

Ανεβαίνει η κυρία – με το σκυλάκι της. Καλά είναι τα ζώα, δε λέω, μα


εκείνα στον κόσμο τους κι εμείς στο δικό μας. Όχι να μου το χαϊδολογά
μπροστά μου και να μου ’ρχεται να της πω «έλα, κυρά μου, χάιδεψε
εμένα, να μην πηγαίνουν χαμένα τα χάδια!» Κι αν θέλεις φιλιά, κι αυτά
στο τζάμπα, να πούμε. Όχι να μου φιλάς το σκύλο! Και να σε ζαλίζουν τα
αρώματα της κυρίας και να μην μπορείς ν’ ανοίξεις το παράθυρο, μην
πειραχτεί η λεπτή της υγεία κι αρχίσει να φτερνίζεται.

Δε λέω, κάποτε υπάρχουν και τα ευχάριστα. Καμιά παρέα φοιτητές, που


παν να το γλεντήσουν. Άνθρωποι μοναχικοί, που αρχίζουν να σε ρωτούν
και ενδιαφέρονται πώς είναι η ζωή στο τιμόνι και πώς τα φέρνεις βόλτα.
Και όσο τους λες, τόσο η ατμόσφαιρα ζεσταίνεται κι αρχίζουν να σε
βλέπουν σαν άνθρωπο και όχι σαν ένα ρομπότ που το διατάζεις και σε
υπηρετεί.
Όμως, η κούρσα τελειώνει και είναι απίθανο να τους ξαναδείς. Και να
τύχει να ξαναδείς κάποιον, δε θα ’ναι το ίδιο. Ήταν η μοίρα της στιγμής
που σας έφερε κοντά. Την άλλη φορά δε θα σε θυμάται ή δε θα ’χει πια
την ίδια όρεξη για κουβέντα. Ίσως ούτε κι εσύ. Άσ’ τα να παν.
Άλλοι πάλι μπαίνουν μες στο ταξί όλο άγχος. «Αχ γρήγορα, αχ δε θα
προλάβω!» Ενώ έχουν ήδη αργήσει. Και όσο η κυκλοφορία φρακάρει,
τόσο φρικάρουν αυτοί. Τα βάζουν μαζί σου. «Κάνε πιο γρήγορα!» Μα,
πώς κυρά μου; Να βγάλω φτερά, να γίνω αερόπλανο και να πετάξω πάνω
απ’ τα αυτοκίνητα; Να γίνω μοτοσικλέτα και να προσπεράσω;» Φανερά
ή κρυφά σε θεωρούν ένοχο που θ’ αργήσουν, ενώ άργησαν οι ίδιοι να
ξεκινήσουν. Κι εσύ μαζεύεσαι σαν τον δαρμένο σκύλο και σιωπάς.
Πόσα ν’ ανεχτείς όλη τη μέρα, για να βγάλεις λεφτά που γίνονται όλο και
λιγότερα; Κοντολογίς βράσε ρύζι.
Τουλάχιστον εδώ, αφέντης και κύριος! Φορτηγάκι στην πένα, με τα
χαϊμαλιά και τα κομπολόγια του, με τα σταυρουδάκια, τις εικονίτσες, τα
«μη τρέχεις μπαμπά» και όλα τα σχετικά – πως να το κάνουμε – η ζωή
μου άλλαξε. Βάζω τις κασέτες μου, όποιαν κι όποτε θέλω. Το φουλάρω
στη διαπασών, άμα το θελήσω, σεκοντάρω κι εγώ...
«Άντε σαν πεθάνω, τι θα πούνε, πέθανε κάποιο παιδί...»
Μεράκι είναι αυτό, πρέπει να βγει. Δε γίνεται να πλαντάζει. Αν
πλαντάξει εκείνο, θα πλαντάξουμε κι εμείς.
5

Φουμέρνω το τσιγαράκι μου, και δεν έχει να σκεφτώ μήπως ενοχλώ την
ευαίσθητη μύτη των μη καπνιστών – που δεν ξέρουν, οι ηλίθιοι, ότι αυτές
οι μικρές απολαύσεις είναι η ζωή. Τρώω το φαγάκι μου με την μπιρούλα
μου το καλοκαίρι, την «ξανθιά» μου τον χειμώνα – τι τα θες, είναι καλή
παρεούλα ένα μπουκάλι ρετσίνα στο τραπέζι σου. Διαλέγω ό,τι φαΐ μου
αρέσει... για τα λεφτά μη ρωτάς, αδελφέ μου – δουλεύουμε, να τρώμε.
Αν το στερηθούμε κι αυτό, η ζωή σκοτεινιάζει.

Ύστερα πάω παρακάτω, σταματάω το φορτηγό σε μια καλή γωνιά,


προτιμώ τα μικρά δασάκια ή την ακρογιαλιά – και τα δυο έχουν την ίδια
μαγεία, τους ίδιους μυστήριους ήχους – κι αμολώ ένα κάτουρο ψηλά και
μακριά και νιώθω την ίδια χαρά, όπως τότε που ήμασταν παιδιά και
ξεπερνιόμασταν ποιος θα το πάει μακρύτερα, να φανεί πιο άντρας.
Κρυφογελώ και χαίρομαι την αθώα μου αυτή παρανομία και
ανακουφισμένος, καμπαρτίζοντας, ρίχνω βλέμματα στον ουρανό: «Κι αν
με κοιτάζεις, τι με νοιάζει; Δεν έκανα τίποτα κακό!»
Στο χοντρό μου όμως... α, όλα κι όλα! Είμαι πιο απαιτητικός. Θέλω
ακροθαλασσιά και φεγγαράδα. Κι άμα το φεγγάρι παίζει στα σύννεφα, έ
τότε είναι σωστή ρομαντζάδα. Το κάνεις με την ησυχία σου και χαίρεσαι
το κρυφτούλι του φεγγαριού. Ανακουφίζεσαι κι αναδύεσαι, αδερφέ μου,
στα σύννεφα.
Καλή δουλίτσα, καλή!
Χώρια που έχουμε και τα τυχερά μας. Καμιά τουριστριούλα, καμιά
φοιτητριούλα, κανένα κοριτσόπουλο που ξέμεινε από λεφτά… Κάνουμε
την κρούση μας – έχουμε δα τον τρόπο μας – μια πονηρή ματιά, κανένα
κομπλιμέντο, ένα άγγιγμα του χεριού, τάχα τάχα φιλικό, τάχα τάχα αθώο,
και η υπόθεση ξετυλίγεται, να πούμε, σαν αρχαίος πάπυρος. Ξέρεις τώρα
εσύ... Αν η κοπέλα τα σηκώνει, προχωρείς, αν όχι συμμαζεύεσαι. Κάποτε
μερικές σ’ ανάβουν κι άμα το πράμα φτάσει στο ψητό, κάνουν και πως
θυμώνουν.

Έτσι λοιπόν μάθαμε πια στο δρόμο, μας έμαθε κι αυτός, μας ξεπροβάλλει
εκπλήξεις, θηλυκά τρυφερά στο πιάτο, να βολευόμαστε κι εμείς τα
παραπονεμένα της ζωής, που πριν μόνο βλέπαμε και ν’ αγγίξουμε δεν
τολμούσαμε, μην πα’ και μπλέξουμε. Μας τα σερβίρει, που λες η ζωή, σα
γαλοπούλα χριστουγεννιάτικη, ξεροψημένη. Να, όπως εκείνη την
Εγγλέζα τις προάλλες. Τώρα, Εγγλέζα ήτανε, Ολλανδέζα ήτανε...
Έπεσε πάνω μου, αδερφάκι μου, έπεσε πάνω μου κι ούτε ρωτούσε.
Έφαγε, ξεκοκάλισε, μάδησε κι άμα χόρτασε καλά, έγειρε πίσω και
ξάπλωσε κοιτάζοντας μπαϊλντισμένα τον ουρανό σα να ’λεγε: «Τώρα
πάρε με. Να, τώρα πάρε με».
«Θα σηκωθείς;» της λέω. Τίποτα εκείνη. Βρε, αμάν, δουλειά που
πάθαμε! «Θα σηκωθείς να πάμε;» της δείχνω με τα χέρια. Κλείνει τα
6

μάτια εκείνη· ευτυχισμένη. «Βρε, τι γίνεται εδώ; Μπιάφρα;» της λέω,


«πείνα έπεσε;» Χαμογελά εκείνη. Ε, άμα της δώσω ένα φιλί, ίσως
ζωντανέψει, σκέφτομαι. Σκύβω να τη φιλήσω και με αρπάζει, ρε πούστη
μου, από το λαιμό και με φυλακώνει μες στα σκέλια της, για πότε άναψα
και μου την έδωσε ξανά και της την έμπηξα, έτσι σκληρά και βαρβάτα!..
κι εκείνη να σκούζει και να γκαρίζει – αχ, αδερφέ μου, μουγκρητό!.. δεν
τα ξεχνάς έτσι εύκολα αυτά – και την αρπάζω έτσι όπως ήταν, που λες,
με κατεβασμένο το βρακί και τη βάζω πάνω στο φορτηγό και ξεκινάω
τρέμοντας και κάνω το σταυρό μου, μεγάλο και βαθύ, και κάμνω τις
προσευχές μου μέσα μου, «μη μας κάψεις, Θεέ μου. Κάνε να φτάσω στον
προορισμό μου». Γιατί τα χέρια μου τρέμανε και οι δυνάμεις μου
φευγάτες. Έμεινε εκείνη ξεβράκωτη, μέχρι που μπήκαμε στην πόλη.
Αμάν κωλομέρι λαξευτό, αγόρι μου! Δε σου λέω τίποτα.

Το εμπόρευμα ξεφορτώθηκε. Εκείνη χάθηκε στην πόλη. Ας την να πάει,


σκέφτηκα και ας μ’ έτσουζε λιγάκι. Γιατί τέτοιο κελεπούρι, αδερφέ μου,
δε θέλεις να το χάσεις έτσι εύκολα. Αλλά, «αν είναι καμιά νυμφομανής
και κολληθεί σα βδέλλα πάνω μου;», σκέφτηκα. Οικογένεια έχουμε και
οι δυνάμεις μας... ε, ο άνθρωπος δεν είναι βράχος κι ο βράχος σπάζει απ’
τα πολλά τα κύματα. Καλό το μαλλί, αλλά όχι και να σου ρουφά το αίμα!

Ξεκουράστηκα λίγο έξω απ’ την πόλη, στο μαγαζί του Αρχιμήδη – κανείς
δεν ξέρει αν είναι το πραγματικό του όνομα ή αν του το βγάλαν έτσι,
γιατί κάμνει χημείες. Κρατά μια ζυγαριά και ζυγίζει τα μεταλλεύματα, να
σου πει αν είναι καθαρά ή νοθευμένα. Έχει κι ένα μηχάνημα, που δείχνει
αν υπάρχει θησαυρός θαμμένος, να πας να τον ξεθάψεις, να γίνεις
πλούσιος. Αλλά μη μιλήσεις, αδερφέ μου, μη μιλήσεις. Όλη νύχτα που
θα σκάβεις, λέξη δεν πρέπει να πεις. Γιατί έτσι και ξεστομίσεις «δίψασα,
κουράστηκα ή δεν έχει τίποτα, πόση ώρα να σκάβουμε», πάει ο
θησαυρός, έγινε κομμάτια. Αν πάλι δεις κάτι και πεις «πωπώ, αδερφέ
μου, γίναμε πλούσιοι», ο θησαυρός γίνεται κάρβουνο. Την ίδια στιγμή!
Έχεις χάσει την ευκαιρία της ζωής σου.
Δεν ήταν τις προάλλες που ήθελε να μου πουλήσει ένα χάρτη, αρχαίο,
τρακόσων χρόνων, λέει, να πάω να ξεθάψω αρχαία, λέει, κάπου ανάμεσα
Δράμα και σύνορα με Βουλγαρία, σ’ ένα βουνό; «Τι να παιδεύεσαι», μου
λέει, «όλη νύχτα στο τιμόνι! Μερικές νύχτες να πας εκεί, την έκανες την
καλή».
Αλλά εμένα δε με τουμπάρουν κάτι τέτοια. Κι αν πάω στο μαγαζί του,
είναι για τον καλό μεζέ, παστρικά πράματα. Η κυρά Βαρβάρα,
απατεώνισσα κι εκείνη σαν τον άντρα της, αλλά χρυσοχέρα και καλή
μαγείρισσα. Να φας από το χέρι της κουνέλι στιφάδο να μην αφήσεις
κόκκαλο. Μέλι τα κρεμμύδια...
7

Πέρασα και σήμερα όπως πάντα. Έφαγα, ήπια την μπιρίτσα μου.
Ξάπλωσα και λίγο κάτω απ’ τα δέντρα της αυλής, καλοκαιράκι, τα
τζιτζίκια κουντούρντιζαν. Παλαβωμένα να φωνάζουν, θαρρείς και
σκίζονταν ποιο να πρωτοπεί τον «πόνο» του στο ταίρι του. Δεν είναι
μόνο για τους ανθρώπους αυτά. Άσ’ τα να χαρούν και κείνα. Ρίχνουν και
καμιά κουτσουλιά κατάμουτρα... αλλά ψιλοπράματα. Ούτε που το
παίρνεις είδηση. Σαν ψιλή ψιχάλα το κατακαλόκαιρο. Δε βαριέσαι, τώρα
νυστάζω, είναι μαυλιστικό το μεσημέρι και τα τζιτζίκια σε ζαλίζουν πιο
πολύ. Έχω μια ώρίτσα στη διάθεσή μου, είναι γλυκιά η ζωή. Αχ, άτιμε
Θεέ, την έκανες έτσι ελκυστική, για να μας βασανίζεις πιο πολύ.

Ναι, κυρά Βαρβάρα, αποκοιμήθηκα (πώς να μην; Με τόσο μανίκι που


τράβηξα...) Ώρα να πηγαίνω, το φορτηγό πύρωσε στον ήλιο, το
εμπόρευμα περιμένει τη μεταφορά του. Η Εγγλέζα έφυγε. Την είχα
ξαπλώσει λίγο πριν εκεί στ’ ανοιχτά!.. Τι αχόρταγος που είναι ο
άνθρωπος, τα σκέλια μου πονούν, αλλά τη θέλουν ακόμη. Τώρα που
χαλάρωσα, να την είχα ξανά, αχ, σκωταριά μου, μπριζόλα μου, να σε
τραγανίσω ξανά. Αδερφέ μου, η πείνα μας, που, όσο την ταΐζουμε,
θεριεύει! Διπλός καφές, διπλό τσιγάρο για τα διπλά μεράκια, τους
διπλούς καημούς, κι έφυγα.

Ο δρόμος ξανά ατέλειωτος μπροστά μου. Τώρα δε θέλω ομιλίες, δε θέλω


μουσική, με φτάνει να πιπιλώ τα φιλιά της πάνω στα χείλια μου. Και η
γυναίκα, δε λέω, καλή... αλλά, ρε πούστη μου, πού συγκρίνεται με τούτο
δω το σημερινό! Είχε ένα στόμα, η σκρόφα!.. Αχ και να ξεφύτρωνε έτσι
απροσδόκητα πάλι!

Το φορτηγό βαδίζει μόνο του κι εγώ το ακολουθώ. Είμαι μέσα του, αλλά
δεν είμαι εγώ που το οδηγώ. Κάποιοι μηχανισμοί καλά στημένοι μες στο
κεφάλι μου. Εμένα ο νους μου είναι ακόμα στο ψητό. Στο τραγανό εκείνο
κορμί κι ας ήταν κάτασπρο.

Ασπροβάλτα, ξεμούδιασμα πλάι στη θάλασσα. Να την είχα εκεί, πλάι


στο κύμα... μπρος στα μάτια όλων εκείνων των ταξιδευτών, που
κατεβαίνουν απ’ τα λεωφορεία, να το κάμνουμε, λέει, και να μην
πιστεύουν στα μάτια τους. Σκέφτομαι και τη γυναίκα μου, δε λέω! Θα
έτρωγε καλά απόψε, αν ήταν τυχερό της. Αλλά, ρε μάγκα μου, άλλο το
ξένο, αλλιώς γλυκό.

Νυχτώνει. Όταν ο θόρυβος απ’ τα περαστικά αυτοκίνητα σβήνει, ένα


νυχτοπούλι ακούγεται. Είναι ακόμη νωρίς. Δεν έχει ακόμη σκοτεινιάσει
ολότελα. Μ’ αρέσει να οδηγώ αυτή την ώρα, ιδιαίτερα με κατεύθυνση
προς τη δύση. Κι όταν ο δρόμος περνάει πλάι στη θάλασσα. Αυτό το
8

μαργιόλικο φως... ούτε φως ούτε σκοτάδι, θαρρείς και σε μεταφέρει


κάπου αλλού, κάπου μακριά. Μακριά απ’ τις έγνοιες, μακριά από την
καθημερινότητα. Κι η θάλασσα... παίρνει εκείνο το χρώμα το
πορτοκαλλί... να την αλείψεις στο ψωμί σου σα θρεψίνι.

Κατεβαίνουμε προς Πειραιά. Έχουμε ακόμα δυο στάσεις. Αλλά προς το


ξημέρωμα, όταν ο ουρανός βαραίνει, πριν το ασπρογάλιασμα, βαραίνουν
και τα μάτια. Η ανάσα πήζει. Το στήθος αλλάζει ρυθμό, γίνεται πιο αργό.
Κοιμάσαι με μάτια ανοιχτά.
Σαν να βαδίζεις κατευθείαν στο θάνατο. Σαν να σε έχει πιάσει η
κατηφόρα. Αυτόματος πιλότος για το επέκεινα. Πού το άκουσα αυτό; Το
έλεγε ο δάσκαλος. «Τι θα πει, κυρ - δάσκαλε, επέκεινα;» Παράξενη λέξη.
Κάπως μου ’ρχότανε. Σαν χαλίκι στεγνό μέσα στο στόμα μου. «Επέκεινα
θα πει... πέρα απ’ τη ζωή!» Το ’λεγε και καμάρωνε. Με μια νοσταλγία,
θαρρείς και το είχε γευτεί. Θαρρείς και είχε βρεθεί εκεί. «Γιατί, κυρ -
δάσκαλε, έχει πέρα απ’ τη ζωή;» «Και βέβαια έχει!» Το ’λεγε και το
πιπιλούσε σαν κομμάτι ζαχαρίτσα μέσα στο στόμα του. Κι έτσι μάθαμε
πως έχει και πέρα απ’ τη ζωή. Τώρα βέβαια εγώ δεν τα πολυπιστεύω κάτι
τέτοια, αλλά πού θες να ξέρω;
Τραβάς λοιπόν για το «επέκεινα» και δε σε νοιάζει. Δε σε νοιάζει, αν
έρθει η άλλη μέρα και δε σε βρει. Ο ήλιος θα ξημερώνει έτσι κι αλλιώς.
Εμένα χρειάζεται για να φωτίσει; Κι η νύχτα... θα πάψει να είναι έτσι
βασανιστική. Περιμένεις το ξημέρωμα, για να νιώσεις καλύτερα με το
φως του ήλιου, αλλά είναι φορές, αδερφάκι μου, που έχει μια πίκρα το
ξημέρωμα, πιο πικρή κι από την πίκρα του τσιγάρου στο στόμα σου.

Πιο πολύ όμως δε σε νοιάζει, όταν φτάσεις στο «χωρίον Εξοχή»,


«κλινική η Γαλήνη». Έτσι γράφει η ταμπέλα του λεωφορείου, που
περιμένει υπομονετικά κάτω από τον πλάτανο. (Ποιος θα το ανεβεί για
να φύγει, ποιος για να πάει σ’ εκείνη την κόλαση;) Καλμαριστικά
ονόματα για καταστάσεις τόσο σκληρές! Τους βλέπω με τις ριγέ τους
πιτζάμες μέσα απ’ τα σίδερα. Σαλταρισμένοι. Φευγάτοι. Θέλει πολύ ο
άνθρωπος, να πάει απ’ την άλλη μεριά; Αλλά εμείς, γιατί
αντιστεκόμαστε; Γιατί τώρα εγώ, να πούμε, αρπάζομαι απ’ το τιμόνι,
αγκαλιά, σφιχτά, σαν ν’ αγκαλιάζω τους γοφούς της μάνας μου; Ζητώ να
σωθώ απ’ τις ριγέ πιτζάμες;

Έλα, ρε φίλε! Δεν είναι ακριβώς έτσι. Η κλινική είναι προοδευτική. Οι


γιατροί δημοκράτες. Αν εκείνοι δε θέλουν, φορούν τα ρούχα τους τα
κανονικά κι ούτε παντόφλες. Και τα σίδερα... δεν είναι σαν της φυλακής.
Είναι μια τεράστια καγκελόπορτα, που μένει ανοιχτή, όταν είναι ώρα
επισκέψεων. Η αυλή είναι μεγάλη, ένα περιβόλι για την ακρίβεια, και οι
άρρωστοι περιφέρονται ανάμεσα στα δέντρα. Έχει και παγκάκια. Κι ένα
9

σιντριβάνι στη μέση. Δέντρα και λουλούδια. Ησυχία. Παράδεισος, θα


έλεγες. Αλλά τι με κάνει να πιστεύω ότι δεν είναι ελεύθεροι; Αυτοί που
φορούν τα ρούχα τους μπορούν να το σκάσουν οποιαδήποτε στιγμή. Και
παπούτσια φορούν... Το λεωφορείο περιμένει λίγο πιο κάτω και φεύγει
κάθε μισή ώρα. Η Θεσσαλονίκη δεν είναι παρά είκοσι λεπτά.
Αλλά να το σκάσουν από πού, θα μου πεις. Απ’ την ίδια τη ζωή;

Αχ, η μεγάλη πολιτεία, κι αυτή μια γυναίκα μαγική. Όταν ανάβει τα


φώτα της και τη βλέπω από ψηλά!... Πόσες φορές ευχήθηκα να μ’ εύρει ο
θάνατος καθώς κατηφορίζω, θαρρείς, προς την ευτυχία. Όλα είναι αυτή η
πόλη: η μάνα μου, η γυναίκα μου, η αδερφή, ο φίλος μου, η μοναξιά μου
κι η αγρύπνια μου. Αλλά η μοναξιά εδώ γίνεται ένα γλυκό βάσανο, όπως
ένα μακρινό φως, που θέλεις να το φτάσεις μες στη νύχτα. Βαδίζω προς
εσένα, γλυκιά, αγαπημένη, μητρική πολιτεία.

Τότε ήταν που την είδα. Λίγο πιο κάτω από τη στάση. Τα θέλει,
σκέφτηκα, κάτι γυρεύει. Μονάχο κορίτσι, γιατί δεν περιμένει το
λεωφορείο; Εμείς τώρα μαθημένοι από αυτά… γιατί να κάνει ωτοστόπ
μες στη νύχτα, μες στην ερημιά; Ψυχή δεν περνά, μόνο φορτηγά και
λεωφορεία και μερικά γιώτα χι. Θα μου τη φάνε, σκέφτηκα. Αν περάσει
κάνα ιδιωτικό, μου την έφαγε. Πού να προτιμήσει τη φορτήγα μπρος
στην κουρσάρα. Έχει και μερικούς, κάμνουν επίτηδες βόλτες, για να
εξυπηρετούν τα θηλυκά. Για τις δικές τους ανάγκες. Και πληρώνουν
καλά. Όχι πάντα απευθείας!.. Τις πάνε σε καφετέριες, ακόμη και σε
ξενυχτάδικα, άμα λάχει και το τραβά το κορμί της κοπέλας.

Σταμάτησα. Οι προβολείς τη φώτισαν. Και τότε την είδα καλά. Αμάν,


αδερφέ μου, κομμάτι που σου στέλνει η μοίρα σου! Θα είναι η τελευταία
μου. Τέτοια ευτυχία, τη μια πάνω στην άλλη, δεν πρόκειται να την
ξαναγευτώ ποτέ.

Ωχ, αμάν, πασά μου, τι κορμί είναι αυτό! Μινάκι, μια πιθαμή πάνω απ’
το γόνατο, όσο για να σε γαργαλά για τα περαιτέρω, να πούμε. Εκεί
ακριβώς που αρχίζεις να μυρίζεσαι το μπουτάκι. Και το μαλλί! Κομμένο
αλά γκαρσόν, περασμένο πίσω από τ’ αυτί. Σακάκι μπουφάν μαύρο,
φούστα μπλουτζίν, τα χέρια στις τσέπες! Ύφος πλάνο, ονειροπόλο. Δε
φαινόταν να με προσέχει ή να νοιάζεται ποιος θα την πάρει.

Άνοιξα την πόρτα. «Είσαι για την πόλη;» της πέταξα. Ναι, μου έγνεψε
και πιάστηκε απ’ το χερούλι. Άνοιξε μεγάλη δρασκελιά (το σκαλί ψηλό,
η φούστα της κοντή, το πόδι πάνω από το γόνατο βαρβάτο) και βρέθηκε
στο κάθισμα δίπλα μου. Έκλεισε την πόρτα, μαζεύτηκε πάνω της,
κάρφωσε το βλέμμα μπροστά και περίμενε. Παράξενο πράμα. Δε
10

φέρονται έτσι όταν κάνουν ωτοστόπ. Χαμογελούν, τσακίζονται, τέλος


πάντων θέλουν να φανούν ευχάριστες, μια και τις εξυπηρετείς.
«Άκουσε κοριτσάκι, δεν είμαι στη δούλεψή σου», μου ήρθε να της πω,
«και δε θέλω μούτρα ξινισμένα».
Μια συντροφιά ήθελα, να σκοτώσουμε λίγο την ώρα. Αλλά, άσ’ τηνα,
σκέφτηκα. Πολλές κάμνουν κάπως έτσι στην αρχή και μετά
ξεθαρρεύουν. Σου κάμνουν τα νάζια τους, καμώνονται τις Παναγίες,
αλλά άμα δεν τους βάλεις χέρι, αρχίζουν εκείνες.

Μα τούτη δω, αδερφέ μου, δε νοιάζεται, δε νοιάζεται, κοιτάζει ίσια


μπροστά. Κι ο δρόμος είναι λίγος. Είκοσι λεπτά. Σε είκοσι λεπτά
φτάνουμε και σε πιο λίγα μας προλαβαίνουν τα φώτα της πόλης. Αν
φύγουμε από την εξοχή, μες στην πόλη δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα.
Κι εγώ έχω όρεξη να τα πω απόψε, να πω κουβέντες γλυκιές,
ξεσηκωτικές. Μου ’λεγε και η Εγγλέζα, μα δεν καταλάβαινα. Της έλεγα
κι εγώ, αλλά άλλο να ξέρεις πως ο άλλος σε καταλαβαίνει, να πούμε,
επικοινωνείς που λένε. Αλλιώς το φχαριστιέσαι να το λες και να του
μπαίνει του άλλου το ματσούκι σου. Τι είναι το γα...ργάλημα χωρίς λόγια
γλυκά! Εδώ άλλοι παίρνουν στο τηλέφωνο άγνωστες και τους τα λένε και
χύ..., ρε αδερφέ μου, χύ... και δεν τους αδικώ.
Πόσο μάλλον τώρα, να ’χεις τέτοια μπούτια μια πιθαμή τόπο και να
ξέρεις ότι μπορείς να την μπήξεις ανάμεσά και να λες «τι σου κάνω
μανάρι μου;» «Με γαααα...», να λέει και να λιώνει. «Πες μου το ακόμα
μια φορά, γλύκα μου». «Με γα, γα, γα...αχ!» και να παραδίνεται. «Πες
μου, πασά μου, τι θέλεις να σου κάνω», να της λες. «Ό,τι μου κάνεις, και
πιο δυνατά!» Και να γεμίζει το στόμα της σάλιο, σα να την έχει και να
την πιπιλά γλυκά. Κι εσύ να τη φιλάς για να πάρεις πίσω τη γλύκα, να τη
μοιραστείς και να τη διπλασιάσεις, να την πολλαπλασιάσεις και να χαθείς
στην έκρηξη της εκσπερμάτωσης. Οργίλε Θεέ, δεν έδειξες πιο όμορφο
πράμα στον κόσμο από το γα...αααα!

Σίγουρα η κοπέλα θα ένιωθε τις καύλες μου. Είναι προκλητικά μουγκή.


Ελαττώνω ταχύτητα. Απλώνω το χέρι. Ας είσαι καλά, ρε μάνα, εκεί στον
τάφο αναπαυμένη που βρίσκεσαι, μου ’δωσες πλατιά παλάμη να
χουφτώνω χορταστικά όλο αυτό το παχύ μπούτι, το αφράτο κωλομέρι. Κι
εσύ πατέρα, μ’ έκανες αρκετά μπερμπάντη, να φχαριστιέμαι, ό,τι μου
στέλνει ο Θεός.

Αλλά αυτή, αδερφέ μου, δε συγκινείται. Η παλάμη μου ψάχνει κι εκείνη


δεν αντιδρά. Έχει ζαρώσει μόνο λίγο πιο κοντά στην πόρτα. Σφίγγει τα
πόδια, σφίγγει τα χέρια και βουβαίνει παράξενα. Της πιάνω τα χέρια.
Κρατά ένα δίφραγκο.
11

«Τι ’ναι αυτό;» Δεν απαντά.


«Αυτά είναι τα λεφτά που έχεις;»

Το βλέμμα της καρφωμένο ίσια μπροστά.


Τα μάτια της γεμίζουν. Αρχίζουν να τρέχουν.
«Κορίτσι μου, κοπέλα μου! Δεν είχες λεφτά να κατέβεις στην πόλη; Τι σε
έφερε εδώ; Έχεις κανένανε στην κλινική;» Σταματώ το αυτοκίνητο.
«Άκουσε, κοπέλα μου, αν ήσουν εσύ…» Σταματώ. Ξαναδοκιμάζω. «Αν
ήσουν εσύ, δε θα το πω πουθενά. Αν θέλεις βοήθεια, πες μου να σε
βοηθήσω. Μίλησέ μου, κοριτσάκι…» Και σκύβω να τη φιλήσω. Βάζει το
χέρι της να προστατευτεί. «Άφησέ το να γίνει τρυφερά», της λέω, και
ξεσπάει σε κλάματα. Κάτι κλάματα, Θεέ μου, σάμπως μανιασμένα
ποτάμια να σπάσαν τα φράγματα, που κρατούσαν πριν τα νερά τους
μαντρωμένα. Σαν δεκάδες θηρία του τσίρκου να σπάσαν τα κλουβιά
τους, γιατί τα άφησαν ατάιστα και παγιδευμένα.

Τα χάνω. Τι πρέπει να κάνω; Μένω και την κοιτώ.


Μόλις καλμάρει κάπως το κλάμα, ανοίγει την πόρτα. Την αρπάζω.
Κλείνω την πόρτα, την ασφαλίζω.
Πιάνω την κοπέλα απ’ τα μπράτσα.

«Πες μου, κοπέλα μου, πού θέλεις να πας και θα σε πάω. Δε θέλω να σου
κάνω κακό.»
«Θα κατέβω στη στάση.»
Επιτέλους άκουσα τη φωνή της.

Βάζω μπρος και ξεκινώ. Σιγοκλαίει, αλλά έχει αρκετά καλμάρει.


Απλώνω το χέρι και την αγγίζω.

«Με συγχωρείς, δεν ήθελα να σου κάνω κακό. Νόμιζα ότι το ήθελες.
Έχω κι εγώ παιδιά. Τρία. Να πάρε λεφτά. Πάρε να πας στο σπίτι σου.»

Ανοίγει την πόρτα. Για πότε σταμάτησα! Πηδά. Είναι κιόλας κάτω.
Αρχίζει να τρέχει. Τη φτάνω. «Πάρε λεφτά να πας στο σπίτι σου!», της
φωνάζω. Εκείνη τρέχει. Τι να κάνω; Αν κατέβω, θα φοβηθεί πιο πολύ.
Κλείνω την πόρτα και προχωρώ. Η πολιτεία με περιμένει. Φώτα, πολλά
φώτα. Όταν φτάσω, όλα θα είναι μες στο φως. Πίσω μου σκοτάδι. Θα
χρειαστεί να περπατήσει χιλιόμετρα, ώσπου να φτάσει στην πόλη. Όταν
εγώ θα ’χω φτάσει στην άλλη άκρη της, εκείνη θα είναι ακόμη στην
πρώτη στάση που θα συναντήσει ή θα έχει μόλις ανεβεί και θα κρατά το
χερούλι του λεωφορείου. Αν βρει θέση να καθίσει, θα κοιτά τον κόσμο
έξω αδιάφορα. Κι εμένα το δρομολόγιό μου δε θα ’ναι πια το ίδιο κι αυτό
το κατοστάρικο στην τσέπη, θα μου καίει την καρδιά...
12

Πώς μια γυναίκα έγινε σκύλος,


παραμονή Χριστούγεννα
(Εσωτερικό προσφυγικού σπιτιού αυτοστέγασης. Τσιμεντομπλόκς,
χαρτόνια στο ταβάνι κι από πάνω τσίγκος που χτυπά με το φύσημα τ’
αγέρα. Μικρό, μακρόστενο χολ, δύο μικρά παραθυράκια με άθλιες
κουρτίνες να κλαίνε το κρέμασμά τους, η πόρτα της εισόδου, με κάμποσα
κουρέλια πίσω της να κλείνουν τη φαρδιά χαραμάδα που αφήνει. Δυο
ανοίγματα – πόρτες που κλείνουν με φτηνά ξεθωριασμένα παραβάν και
αφήνουν να φαίνονται ένα δωμάτιο – κρεβατοκάμαρη, μ’ ένα κρεβάτι
διπλό, ένα μονό, μια ντουλάπα, δύο «πολυθρόνες» και τραπεζάκι του
χολ, τρεις ψάθινες καρέκλες. Μια μεγάλη αφίσα στον τοίχο που δείχνει
γενέθλια μωρών. Μια εικόνα του αρχάγγελου που προστατεύει τα παιδιά,
καθώς παν να περάσουν ένα γεφύρι, και σε άλλην ο ζητιάνος Χριστός
χτυπά την πόρτα μας. Στη γωνιά ένας «μπουφές» όπου φυλάγονται τα
λιγοστά πιατικά. Ένα μικρό πτυσσόμενο τραπεζάκι, το «γραφείο» της
μικρής Ρηνιάς και η τηλεόραση πάνω στο τρόλεϊ. Όλα καθαρά και
τακτοποιημένα, δείχνουν τη σοβαρή προσπάθεια που γίνεται να κρυφτεί
η φτώχεια και να δειχτεί η νοικοκυροσύνη στα μάτια των ξένων.

Η νέα γυναίκα έρχεται απ’ έξω από την μεριά της κουζίνας. Κρεμά
κουρασμένα την τσάντα της στο κρεμαστάρι, βγάζει και κρεμά τη ζακέτα
της, παίρνει τη ρόμπα, στην προσπάθειά της να τη φορέσει ένας
«σφάχτης» της κόβει την κίνηση. Μορφασμός, πνιχτό βογκητό.)

Πονώ γιατρέ... «Δεν είναι τίποτα. Λίγο κρυολόγημα και άγχος,


στενοχώρια. Δεν πρέπει να στενοχωριέσαι. Πάρε και αυτά τα χάπια... και
θα σου περάσει...»

Μάλιστα δεν πρέπει να στενοχωριέμαι, αλλά πώς; Αυτό δεν ξέρουν να


μας το πουν οι γιατροί. Ούτε σ’ αφήνουν να ρωτήσεις. Βιάζονται να σε
ξεφορτωθούν. Είναι κι άλλοι, βλέπεις, που περιμένουν. Τριάντα,
σαράντα ασθενείς μέσα σε μισή μέρα... ποιον πρώτα να κοιτάξουν κι
αυτοί. Παίρνεις την αρρώστια σου και φεύγεις. Τη γιατρειά σου μόνη
σου θα τη βρεις. Αλλά, έλα που ξέρεις τι φταίει και δεν μπορείς να κάνεις
τίποτα!
Πάω μετά στον γυναικολόγο. «Τι θα γίνει με το αίμα, γιατρέ;» «Θα
εξακολουθήσεις για ένα μήνα ακόμα μ’ αυτά τα χάπια, αν δε δεις
θεραπεία, θα χρειαστεί να κάνουμε κολπορραφή». Κολπορραφή,
εγχείρηση! Πού ξανακούστηκε... σαράντα χρονώ, τριάντα εννιά για την
ακρίβεια, να χρειάζομαι κολπορραφή! Να πρέπει να μπω κάτω απ’ το
13

μαχαίρι... Άκουσα βέβαια πως κάνουν αυτή την εγχείρηση, αλλά σε


μεγάλες γυναίκες, πενήντα χρονώ, πενήντα πέντε και βάλε.
«Κι εκείνη η ζαλάδα, γιατρέ, είναι από το αίμα;» «Όχι, το αίμα δεν είναι
τόσο πολύ, που να δικαιολογεί τις ζαλάδες σου. Αυτό είναι ίλιγγος, είναι
ψυχολογικό. Δεν πρέπει να στενοχωριέσαι...» Άλλος και τούτος.
Συνεννοημένοι είναι ή δασκαλεμένους τους έχουνε να λεν τα ίδια
πράγματα; Τέλος πάντων μας θεραπεύουν καλά!...

(Πάει να φορέσει το άλλο μανίκι της ρόμπας της, της κόβεται η ανάσα)
Άου!...
(Όταν την ξαναβρίσκει, ολοκληρώνει αργά την κίνησή της, ενώ μιλά με
παράπονο.)

Και να της λέω «Κόρη Νίνα, κλείσε, κόρη μου, την πόρτα! Και να μου
’ρχεται να της πω (με λύσσα σχεδόν) «Βάωσ’ την, ευλογημένη!..» Τρεις
φορές μπήκες βγήκες και την πόρτα την αφήνεις ανοιχτή. Ούτε που
σκέφτεσαι την άλληνε. Κρυώνει, της φυσά, θ’ αρρωστήσει, τίποτε! Με
τέτοιο καιρό μπαίνεις, βγαίνεις κι η πόρτα ανοιχτή. Με βάλαν κι εδώ
μπροστά στο παράθυρο, μπάζει και τούτο, κι ούτε που με σκέφτεται
κανείς. Δε φτάνει που μου χτυπά όλο το φως στα μάτια και μου
πληθαίνει τη ζάλη, έχω και την πόρτα να την αφήνουν ανοιχτή. Βάλαν
και τη σόμπα ακριβώς από πίσω μου και το τσιμέντο στα πόδια μου, να
δούμε τι θα γίνει... τρεις μέρες τώρα τούτ’ η πλάτη μου μ’ έχει
σκοτώσει... η μύτη μου είναι βουλωμένη και δώστου να φτερνίζομαι...
αψού-αψού, από τις πενήντα φουστίτσες που τέλειωνα τη μέρα, έπεσα
στις σαρανταπέντε και μακάρι να μην το πάρουν είδηση, γιατί έτσι και το
μυριστούν, δε θα μου τη χαρίσουν, θα μου κόψουν και τον μισθό. Τη μια
λίρα που μου έδωσαν αύξηση θα μου την πάρουν πίσω. Τάχα κι ήταν
αύξηση; Βλέπω μες στο φάκελο εικοσιμιά λίρες! Νόμισα πως έκαμα
λάθος. Τις ξαναμετρώ. Σωστά. Εικοσιμιά. Κύριε Ελέησον!... Θα κάμαν
λάθος... Αλλά λάθος εκείνη; Κείνη μάνα μου, η μέγαιρα, η διαολεμένη;
Να βάλαν τη λίρα για να με δοκιμάσουν; Να δουν αν θα την κρατήσω; Α,
την αχάριστη! Καταδέχομαι, νόμισε, την λίρα της; Επειδή γύρεψα να πω
στις γυναίκες να γραφτούμε στη συντεχνία, να δικαιούμαστε κι εμείς σαν
όλο τον κόσμο, τιμαριθμικό και ταμείον προνοίας και ταμείον αδείας,
που τώρα δεν έχουμε τίποτε κι όποτε θέλει μας δίνει, κι όποτε θέλει τα
παίρνει και απολύει όποιαν δεν της αρέσει ή δεν της βγάζει δουλειά; Εγώ
τα δικαιώματά μας γύρευα. Δε θέλω τίποτε, που δεν δικαιούμαι... Αλλά
γιατί να μας έχει έξω από τις συντεχνίες και να μας κάμνει ό,τι θέλει; Και
να μην μπορούμε να μιλήσουμε και να φοβόμαστε μη χάσουμε τη
δουλειά μας, αν πούμε κάτι που δεν της αρέσει ή άμα είμαστε άρρωστες
και δεν μπορούμε να βγάλουμε τη δουλειά που θέλει...
14

Εφύρτη, μάνα μου, τζι’ εποφύρτηκε πως ήρτεν ο άνθρωπος της


συντεχνίας να μας γράψει... Κι αρχίσαν οι άλλες οι γλείφτισσες «όι, κόρη
κοπέλες... εν κρίμα της μαστορισσάς μας, τζι εν να την
αρρωστήσουμεν!» Εμοιραστήκαν στα δύο... άλλες θέλαν να γραφτούν,
άλλες δε θέλαν κι έφυγε ο άνθρωπος κι εμείναμε χάσκοντα.

Μπορεί να ’ναι γι’ αυτό που τη βάλαν τη λίρα, σκέφτομαι, να την


κρατήσω τζαι ν’ αφορμολοηθούν... Αμ κι έτσι να μην ήτανε... εγώ θέλω
λεφτά που δεν είναι δικά μου; Όϊ, μάνα μου, κάλλιο να πεινώ, παρά να
καταδεχτώ… Κυρία Ντίνα, της είπα, έκανες λάθος… μες στον φάκελλον
είχε μια λίρα παραπάνω – Όχι, Αντρούλλα μου, μου είπε, όλο γλύκες και
χαμόγελα. Δεν έκανα λάθος. Είναι αύξηση που σου έδωσα, γιατί είμαι
πολλά ευχαριστημένη από τη δουλειά σου. Έλα, κράτησ’ τα, αλλά μην το
πεις σε καμιάν, γιατί θ’ αρχίσουν να ζηλεύουν πως εσένα σε
καλοκρατώ…

Κι έτσι μάθαμε πως πήραμε αύξηση! Αύξηση να την πει ο Θεός… Μια
λίρα την βδομάδα πού πρώτα να πάει και ποιαν τρύπα να μπαλώσει;. Οι
ανάγκες πολλές… κι εκείνοι οι τσίγκοι να στάζουν.

Κάθε χρόνο λέω πως θα τους κάνω κεραμίδια, αλλά πού λεφτά… Εκείνο
το τσουπ-τσουπ της σταγόνας που στάζει μέσα στο τσίγκινο δοχείο που
μαζεύει το νερό... σου σπάζει τα νεύρα. Όμως τα παιδιά... θαρρείς και
κάνουν χάζι. «Μάμα, μάμα, στάσσει κι εδώ»! «Μάμα, μάμα, στάσσει κι
εδώ»! Ως και το τσίγκινο μπανιούδι βάλαμε σ’ ένα τόπο που άρχισε να
τρέχει σε δύο τρία σημεία. Παράξενο, αλλά κάποτε παρηγοριά και
ποσκόλιο ν’ ακούς στιγμή στιγμή τη σταγόνα να στάσσει και να
ξεγελιέσαι πως έχεις μια συντροφιά.

Κάποτε όμως... άμα λείπω στη δουλειά, ώσπου να ’ρθω... Ώ Θεέ και
Κύριε! Οι κουβέρτες να ’χουν βραχεί και να ’χει μουσκέψει το στρώμα κι
άντε να ’βρεις τόπο να βολευτείς. Δυο κρεβάτια όλα κι όλα. Ένα εγώ με
τη Ειρήνη μου, ένα τα μικρά μας. Κι άμα βραχεί το ένα απ’ τα δυο, πού
να κοιμηθούμε όλοι μαζίl Τους βάζω τότε στα πόδια μας, αλλά δεν
μπορώ να κοιμηθώ όπως πρέπει, γιατί σκέφτομαι ν’ απλώσω τα πόδια
μου, μήπως και κλωτσήσω κανένα μικρό. Και τι ύπνο να κάνεις με τα
πόδια διπλωμένα! Τι ξεκούραση να δεις! Κι η έγνοια μήπως αρχίσει να
στάζει και στο δικό μου κρεβάτι, να με κρατά σχεδόν όλη τη νύχτα
ξάγρυπνη.

(Όση ώρα μιλά έχει τακτοποιήσει ένα μικρό χαλάκι στο πάτωμα, έχει
βάλει ένα φτηνό τραπεζομάντιλο πάνω στο τραπέζι και πηγαίνει στην
15

κουζίνα, φέρνει ένα πιάτο κουραμπιέδες και το ακουμπά πάνω στο


τραπεζάκι).

Αρκετά για σήμερα. Αρκετά. Τώρα θα κάτσω να ξεκουραστώ. Απόψε θα


μείνω ως αργά να δω τηλεόραση. Θα δω όλα τα προγράμματα. Δε θ’
αφήσω πίσω ούτε διαφήμιση. Θα κάτσω εδώ στη γωνιά και θα μείνω
μέχρι τέλους. Να βγάλω τα σπασμένα του τελευταίου καιρού. Ανάσα δεν
μας άφησε να πάρουμε η σκύλα. Να δουλεύουμε, να δουλεύουμε ως το
τελευταίο δευτερόλεπτο πριν απ’ το διάλειμμα και άμα έρχονταν η ώρα
να φύγουμε, να μας κλέβει ένα ολόκληρο μισάαωρο, τάχα πως δεν το
πήρε είδηση. Κι άμα ήρθε η παραμονή, όλοι να σχολούν από τη μια κι
εμείς... τρεις η ώρα έγινε, για να θυμηθεί να τηλεφωνήσει στο
ζαχαροπλαστείο. Ένα κουτί φλαούνες και δυο κουτιά τυροπιτάκια τα
’βαλε μπρος μας και φώναξε: «Ελάτε, κοπέλες, φάτε». Σάμπως και της
τρώγαμε το βιος. Και μήπως είναι το φαΐ; Τα μούτρα της μόνο να
’βλεπες, μακάρι να είχες τρεις μέρες να φας – σου κοβότανε η όρεξη.
Θυμώθηκε, λέει, που θελήσαμε να γραφτούμε στη συντεχνία και δεν
ήταν να μας το κάνει ούτε κι αυτό. Κι ας μη μας τό ’καμνε!... Ας μας
άφηνε καλύτερα να φύγουμε από τις τρεις και ούτε τη φλαούνα της
θέλαμε ούτε την τυρόπιτά της.
Κι άντε να ’ρθεις σχεδόν τέσσερις, που έχει σχεδόν σκοτεινιάσει, να
προλάβεις τι; Ευτυχώς που είχα πλύνει και στεγνώσαν. Το σίδερο... δεν
πειράζει, το κάμνω και αύριο. Έτσι κι έτσι, κανείς δε θα έρθει, πουθενά
δε θα πάμε...

Θα καθίσω τώρα εδώ, πλάι στη σόμπα... Θα την αφήσω να καίει ως την
ώρα που θα κοιμηθώ. Όχι σαν εκείνη τη σκρόφα, τη μέγαιρα. Εννέα η
ώρα οι σόμπες σβήνουν. Οι πόρτες μπάζουν· κι εκεί που ήταν πίσω
ακριβώς από την πλάτη μου, ξαφνικά νιώθω μια παγωνιά!.. Οι μέρες
είναι πολύ κρύες και αν της πει καμιά «κυρία Ντίνα, δεν αφήνεις τη
σόμπα ν’ ανάβει κι έχει κρύο;» «Μπα! Μ’ αλήθεια; Κρυώνετε, κοπέλες;
Δεν έχει κρύο σήμερα, εγώ δεν κρυώνω καθόλου!» Ε, βέβαια που να
κρυώσεις εσύ! Πας, έρχεσαι, πίνεις τους καφέδες, τα τσάγια σου,
ανεβαίνεις στο σπίτι σου με την κεντρική θέρμανση... ενώ εμείς μες στο
υπόγειο, με το τσιμέντο στο πάτωμα και συνέχεια καθισμένες μπρος στη
μηχανή...

(Παίρνει ένα παλιό σάλι, ρίχνει μια ζακέτα στους ώμους της, σκεπάζει με
το σάλι τα πόδια της να ’ναι ζεστά και αφού βολεύεται καλά, γέρνει το
κεφάλι με το βλέμμα στην τηλεόραση.
Σε λίγο ξεπροβάλλει από το άνοιγμα της «πόρτας» του υπνοδωματίου η
κόρης της. Μ’ ένα πονηρό μισοχαμόγελο περιμένει πίσω από την φτηνή
κουρτίνα).
16

- Τι ’ναι Ρηνάκι μου; Δεν κοιμήθηκες;

Ρηνάκι: (Ξεθαρρεύει) Όχι, μάμα, ήθελα να μείνω λίγο μαζί σου απόψε.
Έχει τόσες νύχτες να δούμε λίγη τηλεόραση μαζί!

Εντάξει Ρηνιά μου, έλα! Σήμερα θα δούμε όση ώρα θέλουμε! Να δεις,
ώσπου να νυστάξεις! Αύριο δεν έχεις σχολείο, ούτε εγώ δουλειά. Θα
μείνουμε να κοιμηθούμε ως όποια ώρα θέλουμε. Κανείς δεν πρόκειται να
μας ενοχλήσει. Η θεία σου, η Αντριάνα, θα πάει στην κουνιάδα της. Τη
θεία σου, την Ελένη, την κάλεσε η κουμέρα της και θα πάει και η γιαγιά
μαζί. Ο θείος Ευτύχιος θα έχει καλεσμένους... Οι άλλοι δυο γείτονες θα
λείπουν... Θα ’μαστε μόνοι μας.
(Μονολογεί) Απόψε που ο χρόνος σταμάτησε... Που δεν με νοιάζει τι
ώρα θα φέξει ο Θεός... Θα κάτσω και θα δω όλα τα προγράμματα της
τηλεόρασης. Όλα. Όλες τις διαφημίσεις. Θα μείνω έτσι κουλουριασμένη,
όπως είμαι τώρα, πλάι στη σόμπα, με το μάλλινο σάλι να με τυλίγει, σαν
το γατί που είχαμε στο σπίτι μας στην Κυθραία... το παγαπόντικο!
Έβρισκε πάντα την καλύτερη γωνιά. Πασάς ήτανε... Κουλουριαζόταν και
τεμπέλιαζε. Τι ωραία που είναι να τεμπελιάζεις! Φέρνεις το νου σου και
μπορείς να σκεφτείς. Γίνεσαι ξαφνικά ανθρώπινο πλάσμα! Παύεις να
είσαι μηχανοκίνητο που βουρά να προλάβει...

(Η τηλεόραση δείχνει διαφημίσεις: «Τα μαλλιά της... ό,τι πολυτιμότερο


έχει, για κείνον» περνά το χέρι ασυναίσθητα από τα μαλλιά της.
«Καλλυντικά Μάντισον...» αγγίζει τα χείλια της. «Κομμωτήριον
σκύλων...»).

Κομμωτήριο για σκύλους! Αχ, τι ωραία! Να κάθεται ο σκύλος να τον


σαπουνίζουν, να γεμίζει αφρούς... να τον ξεπλένουν με ζεστούλικο νερό,
να τον στεγνώνουν με αφράτες ολόασπρες πετσέτες, να το χαϊδολογούν,
να τον πασπατεύουν... να του σγουρώνουν το τρίχωμα με τον αέρα, να
τον ντύνουν και να τον παίρνουν αγκαλιά. Πούπα! Πουπούδα! Το
τρίχωμά του ανάλαφρο να σου χαϊδεύει το μάγουλο, να σου ’ρχεται να
τον φιλήσεις...
Εμένα πόσα χρόνια έχει να μ’ αγκαλιάσει άνθρωπος; Να απλώσει χέρι να
με χαϊδέψει; Να μου πει μια καλή κουβέντα; Πρωί ξημέρωμα, νύχτα
σχεδόν, θα σηκωθώ να φτιάξω το γάλα των παιδιών, να ετοιμάσω τα
σάντουιτς για το σχολείο... πού λεφτά για τυρόπιττες... Να βάλω
κατσαρόλα στη φωτιά και να ξυπνήσω τα παιδιά: «Άντε, Ρήνα μου...
ξύπνα μικρούλα μου, ξύπνα να ετοιμάσεις το Μιχαλάκη μας, ώσπου να
κάνω το φαΐ... Άντε Γιαννάκη μου, κι εσύ σήκω, γιε μου, ντύσου να πας
σχολείο...» Ευτυχώς που οι δυο μεγάλωσαν και ετοιμάζονται μόνοι τους
17

λίγο πολύ. Όσο ήταν μικροί... Έρχονταν κι η μάνα μου, βοηθούσε, κι


έβρισκα κι ένα φαΐ να φάω όταν γύριζα απ’ τη δουλειά... Αρρώστησε
τώρα κι εκείνη και σε λίγο δε θα μπορώ ούτε να τη σηκώνω ούτε να την
αλλάζω. (Μένει για λίγο σιωπηλή.)
Κάποτε ξυπνούν ανάποδα, πιάνουν τον καυγά. Τρέξε τότε να τους
ξεχωρίσεις. Άλλοτε βαριούνται να σηκωθούν. Το κρύο τους τρομάζει κι
όπως ο αγέρας φυσά εδώ γύρω... Τι περιμένεις; Χωράφα ολάνοιχτη... Ο
αέρας ανεμπόδιστος παίρνει φόρα και λυσσομανά... Τα αδικάς τα
καημένα; Μήπως κι εγώ, αν μ’ άφηναν δεν θα κοιμόμουν ως τις δέκα
έντεκα; Κούραση, κούραση... Πόση κούραση να συνάξεις πάνω σου...
Τρέχοντας να πας στη δουλειά, πριν πεις καλημέρα, να κάτσεις στην
καρέκλα σου και μπρος η μηχανή. Γκρρ και γκρρ, γκρ και γκρ ως το
διάλειμμα πια ούτε κεφάλι να σηκώσεις, ούτε κουβέντα να πεις.

Και κείνο το ραδιόφωνο! Στιγμή να μη σταματά. Και δώσ’ του


διαφήμιση. Θαρρείς και τους έχουν πληρωμένους να μας σπάζουν το
ηθικό. Προσφορές, προσφορές, δώρα, εκπτώσεις... όλα είναι υπέροχα,
όλα καταπληκτικά, όλα το ένα καλύτερο από το άλλο, αλλά λεφτά;..
«Βρε, κλείστε το λιγάκι!» «Να το χαμηλώσουμε...» Το χαμηλώνουν,
παράπονα. «Μα δεν ακούγεται...» Ε, πώς να ακουστεί; Από τη μια οι
μηχανές (δεκατρείς τον αριθμό) από την άλλη το ηλεκτρικό ψαλίδι να
κόβει στοίβες τα υφάσματα και τέλος η πρέσα… μια δίνει ατμό και μια
πατά τα ρούχα… Ύστερα πώς να ακουστεί το ράδιόφωνο ή το
κασετόφωνο ή η μιλιά μας... Η μιλιά μας!.. Μπάστακας πάνω απ’ το
κεφάλι μας, η δρακούνα, μην τυχόν και μιλήσουμε μεταξύ μας, μην
τυχόν και κοιτάξει η μια την άλλη.

Το μεσημέρι… μισή ώρα, φαγητό. Όσες κάθονται μακριά, μένουν και


τρώνε στη δουλειά, λένε και καμιά κουβέντα… Εγώ να πεταχτώ στο
σπίτι, να φροντίσω τα παιδιά. Βούρα βούρα να πας, βούρα βούρα να
’ρθεις, στο πόδι να φας… Τι φαΐ να σου σταθεί, τι γεύση να καταλάβεις;
Φαΐ μαγειρεμένο απ’ τη νύχτα ή απ’ το πρωί. Κι ούτε να το ζεστάνω δεν
προλαβαίνω.

Κι ύστερα, τέσσερις η ώρα πρέπει να σταματήσουμε, αλλά πάντα... δέκα


λεπτά κλεμμένα, δεκαπέντε λεπτά κλεμμένα.... είκοσι λεπτά κλεμμένα...
και άλλα τόσα στο δρόμο, νυχτώνει σχεδόν, ώσπου να έρθω σπίτι. Προ
πάντων τώρα το χειμώνα...

(Γέρνει πίσω το κεφάλι… νιαουρίσματα γάτων στη στέγη).


18

Οι γάτες ζευγαρώνουν πάνω στους τσίγκους, Ο αέρας σφυρίζει και πάει.


Μακριά κι άλλο ένα σπίτι θα υποφέρει σαν το δικό μας. Όμως ανάμεσά
μας...
Τι μ’ εμποδίζει να σκεφτώ όσους πονάνε απόψε; Κούραση, κούραση,
Ρήνα μου, αρ... Ρήνα μου, αρ... Ρήνα μου. Τα πλευρά μου πονάνε,
πονάνε. Το στήθος μου σπάει, καθώς ανασαίνω. Τα πλευρά μου, το
στήθος μου, η καρδιά μου πονάνε σε κάθε μου σκέψη. Όχι άλλη σκέψη,
όχι άλλος πόνος.

Αχ, Ρήνα μου, αρ... αρ... αρ... Ρήνα μου. Τα σκυλάκια δεν πονάνε, Ρήνα
μου. Δεν πονάνε. Πονάνε άμα τα χτυπάς. Άλλα τώρα δε χτυπάνε τους
σκύλους. Δεν κλωτσάνε τα ζώα. Τώρα μόνο τους ανθρώπους κλωτσούν.

Αρ, Ρήνα μου, αν ήμουν ένα μικρό σγουρό σκυλάκι!.. Κανείς δε θα με


κλωτσούσε. Κανείς δε θ’ αδιαφορούσε στο πέρασμά μου. Θα με
χάιδευαν με το βλέμμα, θα με παίρναν αγκαλιά, θα περνούσαν το χέρι
απαλά, προστατευτικά πάνω απ’ το πυκνό μου τρίχωμα. Το τρίχωμά μου
θα με προστάτευε από το κρύο. Δε θα είχα ανάγκη να ντυθώ. Πόσο έχει
προχωρήσει η κούραση μου! Δε θέλω ούτε να ντυθώ ούτε να κουνηθώ,
ούτε ν’ απλώσω το χέρι να πιάσω κάτι να φάω...

Κοίταξε, Ρήνα μου! Δεν έχω χέρια, δεν έχω. Έχω μόνο πόδια... τέσσερα
λεπτά σγουρά ποδαράκια, δε μπορώ να πιάσω τίποτα μ’ αυτά τα πόδια,
που ήταν κάποτε χέρια... Πότε αλήθεια ήταν αυτό; Πόσος χρόνος έχει
περάσει από τότε που αυτά τα πόδια ήτανε χέρια; Αλήθεια, ήταν ποτέ;
Σαν σβησμένη ανάμνηση μου φαίνεται. Μήπως ήταν κανένα δυνατό
όνειρο, που το θυμάμαι γι’ αλήθεια; Ή μήπως ήτανε σε κάποια άλλη,
προηγούμενη, όπως λένε, ζωή;

Χάιδεψέ με, Ειρήνη μου. Τα μαλλιά μου ξεραμένης γης φριγμένο χόρτο.
Στα φυλλοκάρδια μου δεν ανθίζουν πια συναισθήματα. Σφιγμένη η
εισδοχή ανάμεσα στα σκέλια μου, ποθούσα ανελέητα ανεκπλήρωτους
πόθους. Ως πόσο ν’ αντέξω την αντάρα του κορμιού μου; Φλόγινες
γλώσσες η πεθυμιά, η πεθυμιά που με τυλίγει. Χέρι ανθρώπου δεν
απλώθηκε πάνω μου δυο χρόνια τώρα. Τη μυρουδιά του άντρα την
οσμίζομαι από μακριά και τα ρουθούνια μου πάλλουν.

Αχ, ο αντρικός κόρφος, ο δυνάμενος! Τα μπράτσα τα αντρίκια, τα


σιδερένια. Να τα ’χα να μου σφίγγαν τα κόκαλα, να λιώναν τις
αντιστάσεις μου, ν’ αχρηστεύαν τα «μη» και τα «όχι»!

Ω αρσενικάδα, θερμή κι ολοζώντανη, πότε ξανά θα σε γευτώ! Γιατί για


μένα η ζωή ήταν μια άρνηση; Γιατί μου αφαιρέθηκε η χαρά;
19

Χάιδεψέ με, Ειρήνη μου.

Ο αγέρας απόψε σφυρίζει και φεύγει... Αλήτη αγέρα... αλήτη βοριά...


Πάρε με κι εμένα μαζί σου... κάνε με φρεγάτα μ’ ανοιχτά πανιά. Να με
ταξιδέψεις μακριά! Αν πάω στη θάλασσα, δε θα ’ναι πάντα φουσκονεριά.
Θα ’χει και μέρες γαλήνης. Θα ’χει και μέρες, που θα γλιστράω απαλά
σαν τον κύκνο, πάνω στα ατάραχα νερά μιας λίμνης. Αχ, να ’μουν
κύκνος, να με προσέχουν οι άνθρωποι για τον ωραίο μου λαιμό! Να
περνώ μπροστά τους όλο καμάρι. Να με θαυμάζουν και να χαίρομαι και
να μην καταδέχομαι ούτε να τους κοιτώ. Αέρα αλήτη, πάρε με μακριά...

(Πιάνει ασυναίσθητα το λαιμό της. Ξαφνιάζεται).

Πως έγινε έτσι ο λαιμός μου; Χάμνισε, ζάρωσε και δεν είμαι ακόμα ούτε
σαράντα χρονών. Χάμνισαν τα κρέατά μου, νερούλιασαν. Ποιός άντρας
θα τα καταδεχτεί; Δυόμισι χρόνια να αγγίξει επάνω τους χέρι αντρικό.
Εμάρανα σαν το ξεχασμένο λουλούδι...

Ειρήνη μου! Έλα ν’ αγκαλιαστούμε τώρα που κοιμήθηκαν τ’ αδέλφια


σου... Έλα να περάσεις το χεράκι σου γύρω από το λαιμό μου. Χαμήλωσε
και την τηλεόραση τέλεια τέλεια, να γίνει ησυχία, ν’ ακούμε τον αέρα
πώς απλώνει... και σέρνεται και πάει μακριά. Χάιδεψέ με λιγάκι,
αγαπημένη μου, χάιδεψέ μου τα μαλλιά και άκουσέ με τώρα που είσαι
μεγάλη, τώρα που είμαστε οι δυο γυναίκες. Θα σου πω ένα μυστικό.
Σήμερα, Ειρήνη μου, που είναι παραμονή Χριστούγεννα, θα πούμε πως
έχουμε όλες τις δουλειές καμωμένες, έτσι αύριο δε μας νοιάζει τι ώρα θα
ξυπνήσουμε και δε θα κάνουμε καμιά δουλειά, μόνο μπορούμε να
φορέσουμε τα καλά μας και να πάμε στην εκκλησία, ή αν θέλουμε, να
πάρουμε λεοφωρείο και να κατεβούμε κάτω στη Λευκωσία, να
σεργιανίσουμε, και να περιχαρίσουμε. Να δούμε το δέντρο που στόλισε ο
Δήμος. Ή, αν είναι καλός ο καιρός και έχει ήλιο, να πάμε στον κήπο να
παίξετε.
Σήμερα, Ειρήνη μου, σ’ ένα διάλειμμα της δουλειάς, σκέφτηκα – έτσι για
λίγο – πόθησα πιο καλά... να τρυπώσω σ’ ένα κομμωτήριο. Έχω δει ένα,
με διχτυωτές κουρτίνες, αραιοϋφασμένες. Φαίνονται μέσα οι μεγάλοι
καθρέφτες, τα πορτοκαλιά καθίσματα... άνετα, μοντέρνα... οι κομμώτριες
που χτενίζουν τα μαλλιά. Το είδα, πάει καιρός. Οι κυρίες κάθονταν μπρος
στους καθρέφτες και καμάρωναν. Σάμπως... ο κόσμος... όλος να ’χε
στηθεί ειδικά γι’ αυτές. Χαλαρωμένες κι ευχαριστημένες. Μπορεί,
σκέφτηκα, να ’ναι απ’ τη ζεστασιά του αέρα που νιώθουν έτσι. Εκείνη
την ώρα κρύωνα. Κρύωνα... και καθώς σφιγγόμουν, η πλάτη μου
πονούσε πιότερο. Σκέφτηκα... αν έμπαινα και ζητούσα να μου κάνουν
20

περμανάντ, θα έμενα εκεί, στα ζεστά, κάμποση ώρα. Θα άλλαζα όψη...


(σχεδόν κλαίει) Το ’χω τόσο πολύ ανάγκη! Να γίνω κάτι άλλο! Να, σαν
εκείνα τα σκυλάκια που τα κρατούν οι κυρίες αγκαλιά. Τα βάζουν στο
ίδιο τραπέζι και τρώνε μαζί τους. Φαΐ ζεστό, μαγειρεμένο, μεσ’ απ’ το
πιάτο... και τους έχουν και πετσέτα μπροστά!
Ήταν πράγματι ζεστά μέσα στο κομμωτήριο... κι εκεί αντίκρυ... είδα ένα
τέτοιο σκυλάκι. Ήταν κάτασπρο, σγουρό... και του είχαν φορέσει ένα
κόκκινο πλεχτό. Ξέρεις... από κείνα που είναι σαν ζακετάκια. Αν είχα κι
εγώ ένα ζακετάκι! Μια γουνίτσα, ας είναι και ψεύτικη... Τι το θέλει το
τρικό ο σκύλος; Για να κρύβει τη γύμνια του ή για να ομορφαίνει τη
γούνα του;» Έτσι μπασταρδεύουν τα ζώα. Γιατί ο άνθρωπος είναι κακός.
Δε θέλει να ’ναι μόνος στη μιζέρια του.
Λυπήθηκα το καημένο ζωντανό, κι ας το κρατούσε αγκαλιά σφιχτά η
ωραία του κυρία. Φορούσε από κείνα τα στενά παντελόνια ως το γόνατο,
μπότες με ψηλό τακούνι, ένα σκούφο βυσσινί, απ’ όπου ξεπετάγονταν
πλούσια σγουρά μαλλιά, τα μάτια και τα χείλια της βαμμένα, αλυσίδα
χρυσή πάνω στο μοχέρ πουλόβερ. Όσο πλησίαζα, ένιωθα να χάνω το
βήμα μου, ήθελα να κοιτάξω την κυρία (γιατί έβαψε καφέ, σαν
μπλαβιασμένα, τα χείλια της;) αλλά ντρεπόμουνα κι έριξα το βλέμμα στο
σκυλί. Εκείνο, θαρρείς αγανακτισμένο, που εγώ επαναστατούσα για την
κατάντια του, ψιλογαύγησε και ξεπήδησε από την αγκαλιά της, στο
δρόμο κι η κυρία έμεινε με το στόμα και τα χέρια ανοιχτά. «Αχ, Ρούμπυ,
Ρούμπυ μου!» άρχισε να φωνάζει απελπισμένα, προσπαθώντας να πιάσει
το σκυλί, αλλά οι ψηλοτάκουνες μπότες της δεν την βοηθούσαν. Ευτυχώς
το σκυλί, ο Ρούμπυ της, δεν μπορούσε να τρέξει πολύ, καθώς
μπερδευόταν ανάμεσα σε πόδια που πήγαιναν κι έρχονταν.

Την ώρα όμως που έφτανε στη γωνιά μια μοτόρα θεόρατη έστριβε,
κόκκινη, γυαλιστή κι επάνω της ένας άντρας και μια γυναίκα. Ο άντρας
συγκράτησε απότομα τη μοτοσικλέτα και η γυναίκα έπεσε πάνω του με
όλο της το βάρος. Αρρρ!.. Ζήλεψα εκείνη την επαφή. Οξύ αγκάθι μπήκε
στην καρδιά μου. Αρρρ... Ένα αυτοκίνητο ερχόταν από απέναντι. Στην
προσπάθειά του να αποφύγει τον σκύλο, παρά λίγο να συγκρουστεί με τη
μοτόρα. Άνθρωποι κι αυτοκίνητα σταμάτησαν. Κι είχε ο κόσμος
ακινητήσει να παρακολουθεί αυτό το ευπαθές πλασματάκι, με την
εύθραυστη κυρία. Η κυρία του το έφτασε επιτέλους! Αρρρ!... Το πήρε
στην αγκαλιά της. Τι λαχτάρα! Έτρεμε σύγκορμη. «Για πού το ’βαλες,
κουτούτσικο Ρούμπυ μου; Τι έπαθες έτσι ξαφνικά; Ήθελες να αφήσεις τη
μαμά, μικρό μου Ρουμπινάκι; Αχ, μωρό μου! Πόσο με λαχτάρησες!» Και
περνούσε το λείο της μάγουλο πάνω απ’ το σγουρό κεφαλάκι του
σκύλου. Η υπηρέτρια έφερε, κρατώντας απ’ το χέρι, το κοριτσάκι της
κυρίας, το έβαλε στο πίσω κάθισμα, ενώ η κυρία φιλούσε ακόμα τον
σκύλο της. Η μοτόρα ξεκίνησε με θόρυβο, το αυτοκίνητο έφυγε, ο
21

κόσμος διαλύθηκε, Έμεινα μετέωρη για μια στιγμή. Μια νέκρα


απλώθηκε μέσα μου. Ήμουν μόνη.

(Ακούγεται ο αέρας που φυσά.)

Αλήτη αγέρα, πραματευτή. Που παζαρεύεις τα όνειρά μας, που


ταξιδεύεις τις ελπίδες μας, που τυλίγεις, ξετυλίγεις τους πόθους μας και
τους απλώνεις μακριά. Αλήτη αγέρα, αλήτη βοριά. Πάρε με μαζί σου
απόψε! Πάρε με μαζί αου, λυγερέ χορευτή! Στριφογύρισέ με στις
ανάλαφρες φιγούρες της δίνης σου. Αγκάλιασε με, να πούμε μαζί το δικό
σου τραγούδι! Σύρε με, να σφυρίξουμε ξέγνοιαστα τους δικούς σου
ρυθμούς, πότε χαμηλόσυρτους, αργούς, πότε απογειωμένους, αγριωπούς,
πότε μουγκρίζοντας και πότε αλαφροψιθυρώντας.

Έλα, γλυκέ μου αγέρα, τρελέ εραστή, να μπλεχτούμε στο σκαμπανεβάτο


τρελό πανηγύρι του έρωτα, στης συνουσίας την πανδαισία, στης
συντροφιάς τη χαρά.

Έλα, αλήτη αγέρα, γίνε για μένα τρελός εραστής...

Εκείνος δρόσιζε τον κόλπο μου άφοβα κι εγώ χαιρόμουν να κρατώ τους
χυμούς του. Η μυρωδιά των σπερμάτων του έφτανε αδιάκοπα στη μύτη
μου κι ένιωθα διεγερμένη από το άρωμά του. Ύστερα, ήρθε ο πόλεμος. Η
αιχμαλωσία και... Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι δυνατοί! Δεν άντεξε όπως
άλλοι. Τώρα βρίσκεται «εκεί». Ξέρεις γιατί. Είδες και μόνη σου πόσες
φορές σήκωσε μαχαίρι. Δε γινότανε αλλιώς! Έπρεπε να προστατέψω
πρώτα εσάς. Όταν σας έβλεπα να σπαρταράτε... σας έπαιρνα κάτω απ’ τις
φτερούγες μου... αλλά ήταν τόσο αδύναμες να σας προστατέψουν από το
φόβο καν.
Τώρα, μόνο η δικιά μου στέρηση κρατάει αδιάκοπα υγρό τον πεινασμένο
κόλπο μου, σαν σάλια σκύλου λυσσασμένου που στάζουν μαρτυρώντας
την αξεδίψαστη δίψα, την απαρηγόρητη. Και η επιθυμία δεν έχει
λησμοσύνη...

(Χαμηλόφωνα, εμπιστευτικά)
Ειρήνη μου... είμαι σκυλάκι, είμαι το σκυλάκι σου, χάιδεψέ μου το
σγουρό κεφαλάκι... από αύριο θα στέκομαι σούζα. Θα μαζεύομαι σε
τούτη δω τη γωνιά, θα κάνω ό,τι με διατάζεις... Γαρ – ρήνη μου... γάρρ...
γαυ-γαυ.
(Μπρος στα έκπληκτα μάτια του μικρού κοριτσιού. Η τηλεόραση
εξακολουθεί να δείχνει διαφημίσεις...)

Χαμηλώνουν τα φώτα. Για λίγο η σκηνή βυθίζεται στο σκοτάδι.


22

Φλερτ
E, λοιπόν ναι! Είμαι έτσι, όπως με βλέπεις: καμένη και άσχημη. Κοίταξέ
με λοιπόν! Στέκω εδώ μπροστά σου και πλένω τα πιάτα. Δεν μπορώ να
κάνω αλλιώς! Όλο το πρωί προσπάθησα να το αποφύγω. Έκαμνα
δουλειές σε δωμάτια με κλειστές κουρτίνες. Περιφερόμουνα σε σημεία,
όπου δεν μπορούσες να με δεις. Όταν ετοίμαζα το φαγητό, έκανα όλη τη
διαδικασία πάνω στο τραπέζι του βάθους, αντίθετα με τη συνήθειά μου
να στέκω στη γούρνα και να κοιτάζω έξω το χωράφι που απλώνεται
απέραντο. Αγόρασα αυτό το σπίτι για κείνο το χωράφι, ξέρεις... Όταν
περνάς μια ολόκληρη μέρα σε μια κουζίνα, οι δυνάμεις φυγής γίνονται
τρομαχτικές μέσα σου και τότε, μόνο η εκτόξευσή σου στο άπειρο μπορεί
να σε κρατήσει ακόμη στη γη...

Τώρα απομακρύνεσαι κάπως, αλλά ξέρω πως είμαι ακόμα στα πλευρά
του οπτικού σου πεδίου. Ξέρω ότι θα με κοιτάξεις με την άκρη του
ματιού. Νάτο, γυρίζεις προς τα δω.
Όχι, δε με κοιτάζεις. Κοίταξέ με λοιπόν! Να, κοίταξέ με. Το μισό μου
πρόσωπο είναι καμένο. Στο άλλο μισό όμως μπορείς να δεις ακόμα τα
υπολείμματα μιας ομορφιάς που ήταν κάποτε... Ένα μάτι πράσινο και ένα
κομμάτι επιδερμίδας λείας ακόμη.

Τώρα καταγίνεσαι με το μείγμα του τσιμέντου. Όπως πας και φέρνεις την
τσάπα για να το ανακατώσεις, θα σηκώσεις το βλέμμα, δεν μπορεί...

Λοιπόν με ανακουφίζει που δε με κοιτάς. Αν κοίταγες, θα ’νιωθα την


ανάγκη να σου απολογηθώ. Να σου εξηγήσω τι έγινε. Το ’χω κάνει
πολλές φορές. Σε όποιον με κοίταγε, από την καταραμένη εκείνη μέρα,
έπρεπε να εξηγώ. Κουράστηκα. Φτάνει. Γι’ αυτό περιόρισα τόσο τις
εξόδους μου (τώρα έχεις πάει στη συκιά, τι ζητάς εκεί; Τι πρόκειται να
κάνεις;) και προτίμησα τούτο δω το σπίτι, μοναχικό και αγειτόνευτο, με
θέα τούτο το απέραντο χωράφι (τώρα γεμίζεις τη σίκλα που κρέμεται από
το σκοινί. Όταν ο εργάτης από πάνω θα την τραβά, θα σηκώσεις το
βλέμμα να την δεις που θ’ ανεβαίνει, και τότε θα με κοιτάξεις).
Τα λουλούδια... δε σε νοιάζει αν σε κοιτούν. Κοιτάζοντάς τα νομίζεις ότι
παίρνεις από την ομορφιά τους και το χορτάρι είναι τόσο ανακουφιστικό,
όταν πρασινίζει (η σίκλα έφυγε και συ δε με κοίταξες ακόμη). Είναι
παράξενο, αλλά ο φόβος που ένιωθα όταν πλησίαζα το νεροχύτη (πως θα
με δεις και θα τρομάξεις κι εγώ θα μείνω ανυπεράσπιστη στο βλέμμα σου
– στο βλέμμα σου, που θα ’χε προλάβει να εκδηλώσει το ξάφνιασμα και
την απέχθειά του.)
23

Πόσο είχα ευχηθεί να ’χα προβλέψει για μια κουρτίνα! Δεν την ήθελα
πριν, γιατί ένιωθα αρκετά προστατευμένη στη μοναξιά μου. Εδώ δεν έχει
γείτονες, δεν έχει βλέμματα...
Ο φόβος που ένιωθα λοιπόν... μου φεύγει κι όλο μου φεύγει... Αυτό το
χαμήλωμα του βλέμματός σου μού φαίνεται σαν ένα ταπεινό
προσκύνημα μπροστά σε κάτι ιερό και σεβαστό. Κι όμως, το νιώθω, δεν
είναι ο ιερός σεβασμός μπρος στη γυναίκα, δεν είναι η ταπείνωση του
πιστού μπρος στο Θεό... γιατί το ξέρω. Δε μ’ έχεις κοιτάξει ακόμη.
Σε κατασκόπευα (εναγώνια, τώρα μπορώ να το πω) πολύ πριν πλησιάσω
στο παράθυρο, από το βάθος της μισοσκότεινης κουζίνας.
Καραδοκώντας να πλησιάσω, όταν εσύ θα ήσουν μακριά ή γυρισμένος
αλλού. Ήθελα να ’χω τον απόλυτο έλεγχο των κινήσεών σου. Ήθελα προ
πάντων να προλάβω το βλέμμα σου.

Δε μπορεί λοιπόν να μ’ έχεις δει. Σε παρακολουθώ. Σε παρακολουθώ από


ώρα. Δεν μπορούσα να σ’ αφήσω να με δεις, χωρίς να ’χω προλάβει να
σε κόψω πρώτη! Εγώ πρώτη. Είναι η άμυνά μου. Η μαχαιριά μου. Ο
πόνος μου. Να δω το ξάφνιασμα της ξένης ματιάς να παίρνει πίσω το
λάβωμα που μου προκαλεί. Έτσι κόβω το αδιάκριτο εχθρικό βλέμμα, που
αποπειράται να με αντικρίσει. Τώρα λοιπόν είμαι έτοιμη. Είμαι από ώρα
έτοιμη. Μπορείς να με δεις. Περιμένω να με δεις. Σε κοιτάζω από ώρα.
Περιμένω.
Περιμένω. Απαιτώ. Γιατί δε με κοιτάς;

Ναι, λοιπόν σου έλεγα, όχι έλεγα... Μπορεί να σου φανώ αηδιαστική,
όμως αυτό σταματάει μόνο μέχρι το λαιμό. Και μάλιστα μόνο από τη μια
πλευρά του λαιμού. Από την άλλη – αν μπορείς να το ξεχάσεις... αλλά
σίγουρα αν πας πιο κάτω... Το στήθος μου είναι ακόμη αρκετά στητό και
νεανικό. Όμως αυτό που σίγουρα δε θα μπορούσε να σε αφήσει
ασυγκίνητο είναι η κοιλιά μου. Έχω μια θαυμάσια, σφιχτή κοιλιά, λεία
και τεζαρισμένη, μ’ ένα λεπτό, εφηβικό χνούδι. Αυτή είναι η μεγάλη
αγάπη του άντρα μου. Ναι ξέρω, θα ’χεις αναρωτηθεί, πώς να με βλέπει ο
άντρας μου, και αν ακόμη είναι δυνατό να μ’ αγαπά. Μ’ αγαπά. Και
λατρεύει αυτή την κοιλιά, που δε χορταίνει να τη φιλά. Γιατί βέβαια, ναι,
θα πρέπει να το πω, δεν με φιλά συχνά στο πρόσωπο, παρά μόνο όταν
ζεσταμένος και παρασυρμένος ανεβαίνει όλο και πιο πάνω, όπως άλλοι
κατεβαίνουν κάτω και όλο πιο κάτω, αλλά δεν πειράζει, η κοιλιά μου έχει
μάθει ν’ ανταποκρίνεται, είναι αισθαντική κι ευέλικτη και αντιδρά
εύκολα και κείνος ξέρει να την κάμνει όλο και πιο ευαίσθητη κι
αισθαντική. Είναι σαν ένα δεύτερο σώμα προσαρμοσμένο στο σώμα μου,
που με ξαφνιάζει και μένα πολλές φορές. Είναι το δυνατό μου σημείο...
24

Κι ύστερα οι γάμπες μου. Έχω πολύ ωραίες γάμπες. Όχι για να το


παινευτώ, αλλά, αν ήμουν στην Αμερική, θα μπορούσα να διαγωνιστώ
για τις ωραιότερες γάμπες, μου λέγαν συχνά, όταν ήμουν νεότερη. Αλλά
εμένα δε μ’ αρέσει να προσέχουν τις γάμπες μου. Έμαθα να τις τονίζω
πολύ διακριτικά, μόνο μετά το ατύχημα. Έχω υιοθετήσει το στιλ Κοκό
Σανέλ κι είμαι μια πολύ εμφανίσιμη κυρία, άμα με δεις από πίσω. Και
από τα δεξιά, από πίσω δεξιά.

Ακόμα δε θα με κοιτάξεις; Τόση ώρα είχες απομακρυνθεί, ξαναήρθες.


Φεύγεις κι εμφανίζεσαι. Κι εγώ καθυστερώ να τελειώσω τα πιάτα. Έχω
τρίψει τις κατσαρόλες, το τηγάνι. Τώρα τρίβω τον νεροχύτη. Σε λίγο δε
θα μπορώ να μείνω άλλο.

Τώρα είσαι ακριβώς κάτω απ’ το παράθυρό μου. Θα με κοιτάξεις; Θα με


κοιτάξεις. Δεν μπορεί! Κοίταξέ με, γιατί δεν θα μπορώ να μείνω άλλο
πια.

Εντάξει. Το παιχνίδι τέλειωσε. Φεύγω. Δε θα με ξαναδείς όλο το


υπόλοιπο της ημέρας. Και όσες άλλες μέρες θα χρειαστεί να είστε εδώ
και να δουλεύετε. Έχω συνηθίσει να μένω μέσα, με τα παντζούρια
κλειστά και τις κουρτίνες τραβηγμένες. Αγαπώ αυτή την αίσθηση
εσωτερικότητας, που σου δίνει η ατμόσφαιρα του ολόκλειστου σπιτιού.
Χώρια που με προστατεύει και μου δίνει την αίσθηση πως μ’ αγκαλιάζει.
Μου επιτρέπει να ζω τα όνειρά μου, να πραγματοποιώ τις φαντασιώσεις
μου.

Αύριο θα στέκω μέσα, σ’ αυτή τη μεγάλη, δροσερή μήτρα και θα σε


σκέφτομαι, όπως εγώ θέλω κι όπως θα ξέρω ότι κι εσύ με σκέφτεσαι και
θα σε βάζω να με σκέφτεσαι όπως εγώ θέλω. Γεια σου λοιπόν.

Αυτό το πορτοκαλί φως που δίνουν οι κουρτίνες στο εσωτερικό του


σπιτιού μου, ταιριάζει μ’ αυτή την ελαφριά θλίψη που με κατακλύζει
ώρες ώρες και με κάνει να μη θέλω να κάνω τίποτ’ άλλο, παρά μόνο, ν’
αντικρίζω το ταβάνι ξαπλωμένη ανάσκελα, ή τα παιχνίδια του φωτός στα
μοτίβα της κουρτίνας, ξαπλωμένη πλάγια. Ή ακόμα να κρύβομαι στη
στάση του εμβρύου, κάτω από τις κουβέρτες, σ’ ένα σκοτάδι που είναι
μόνο δικό μου.

Κουδούνι! Τούτη την ώραl Κουράγιο, για μια ακόμη φορά, ν’ ανοίξω.
- Ποιος είναι;
- ...
- Ποιος είναι παρακαλώ;
25

Κάποιος που δεν απαντά. Κάποιος άγνωστος. Κουράγιο καρδιά.

- Ναι; (Εσύ λοιπόν! Εσύ, μπροστά στην πόρτα μου.)


- Ο α ο ι ητο.
- Ορίστε;
- Ο α ο ι ητο.
- Το αυτοκίνητο; Να το μετακινήσω από το γκαράζ; Θ’ αρχίσετε να
ρίχνετε τον σουβά;

Μου νεύεις ναι και τώρα μόλις, βλέπω τα μάτια σου.

ΦΙΝΑΛΕ

(Η σκηνή σκοτεινή, οι τρεις ηθοποιοί στέκονται στη σειρά. Ο προβολέας


φωτίζει τον φορτηγατζή.)

ΦΟΡΤΗΓΑΤΖΗΣ: (Διορθώνοντας τη φούστα της κοπέλας, για να κρύψει


τις γάμπες της.) Δεν ήθελα, κορίτσι μου, να σε πειράξω... νόμιζα ότι το
ήθελες. Έχω κι εγώ οικογένεια... έχω παιδιά... Να, πάρε... πάρε να πας
στο σπίτι σου. Πάρε ν’ αγοράσεις... (Μένει με το χέρι απλωμένο,
ακίνητος και φωτισμένος.)

(Δεύτερος προβολέας φωτίζει τη γυναίκα που έγινε σκύλος.)


ΓΥΝΑΙΚΑ: Χάιδεψέ με, Ειρήνη μου... χάιδεψε το κεφαλάκι μου το
σγουρό, τα ποδαράκια μου... Γαρρρ, Ρήνη μου, από σήμερα θα είμαι το
σκυλάκι σου που στέκεται σούζα... Γαρρρ Ρήνη μου... (Μένει στη στάση
του ζώου που δέχεται χάδι και στέκεται σούζα.)

(Τρίτος προβολέας φωτίζει τη σημαδεμένη.)


ΣΗΜΑΔΕΜΕΝΗ: Ο άντρας μου, ξέρεις, λατρεύει την κοιλιά μου...
(Αποστρέφει το πρόσωπο, ώστε να βλέπουμε την «καλή» του πλευρά.)

ΤΕΛΟΣ

You might also like