Professional Documents
Culture Documents
ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗΣ ΑΡΓΙΑΣ 1909-10
ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗΣ ΑΡΓΙΑΣ 1909-10
Η καθιέρωση της κυριακάτικης αργίας το 1909, έναν αιώνα πριν, ήταν το πρώτο
μέτρο εργατικής νομοθεσίας που ψηφίστηκε στην Ελλάδα. Το ξήλωμα, στα χρόνια
των μνημονίων, κάθε νομικού πλαισίου που περιορίζει τον βαθμό εκμετάλλευσης
της μισθωτής εργασίας δεν θα μπορούσε να την αφήσει αλώβητη. Έχει
ενδιαφέρον, πιστεύουμε, μια αναδρομή στο ιστορικό της καθιέρωσής της και η
εξέταση των κοινωνικών και ιδεολογικών συμμαχιών που την προώθησαν. Ίσως
εκπλήξει τον αναγνώστη η (διαφορετική από τη σημερινή) στάση των μεγάλων και
μικρών εργοδοτών απέναντι στην αργία της Κυριακής, την οποία θα
προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε με βάση τις διαφορετικές δομές .
Η καθιέρωση λοιπόν της κυριακάτικης αργίας μετά το κίνημα στο Γουδί βασιζόταν
σε ένα αίτημα που είχε πια ωριμάσει –αντίθετα με τις εκτιμήσεις που συχνά
συναντάμε στη βιβλιογραφία για το πρόωρο της εργατικής νομοθεσίας της
δεκαετίας του 1910. Θεμελιώθηκε στη βούληση του Στρατιωτικού συνδέσμου να
δείξει ένα φιλολαϊκό πρόσωπο, στη βραχύβια συμμαχία του με τις «συντεχνίες», σ’
ένα γενικότερο μεταρρυθμιστικό πνεύμα που εκφράστηκε με την ψήφιση
εκατοντάδων νόμων από τη βουλή μετά το κίνημα και στη στήριξη συντηρητικών
πατερναλιστών όπως ο Κ. Παπαμιχαλόπουλος που εισηγήθηκε τον σχετικό νόμο
στη βουλή. Η αργία της Κυριακής καθιερωνόταν με διαφορετικούς όρους σε κάθε
επάγγελμα, και καταρχάς σε τρεις μόνο πόλεις (Αθήνα, Πειραιά και Βόλο):
μπορούσε να επεκτείνεται σε άλλους δήμους εφόσον το ζητούσαν τα κατά τόπους
δημοτικά συμβούλια, και στα επόμενα χρόνια δημοσιεύεται ένας μεγάλος αριθμός
διαταγμάτων που αφορούν την ισχύ ή την κατάργηση της αργίας σε διάφορες
πόλεις και χωριά, συχνά με το ίδιο δημοτικό συμβούλιο να αλλάζει την απόφασή
του σε μικρό χρονικό διάστημα.[4]
Άλλωστε ήταν φανερό ότι η επιτήρηση της εφαρμογής των νόμων που περιόριζαν
τον εργάσιμο χρόνο ήταν ευκολότερη όταν αυτοί ίσχυαν για όλα τα καταστήματα
συγχρόνως: ενώ η παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας από τους εργοδότες
αποτελούσε τον κανόνα κατά τον μεσοπόλεμο, οι νόμοι για το ωράριο των
καταστημάτων και την αργία της Κυριακής ήταν αυτοί που παραβιάζονταν λιγότερο
σύμφωνα με τις εκθέσεις των επιθεωρητών εργασίας –οι οποίοι πρότειναν την
επέκταση του πρότυπου του ταυτόχρονου και υποχρεωτικού κλεισίματος των
καταστημάτων και σε άλλες περιπτώσεις.[7] Ζητούμενη, επιπλέον, ήταν η μείωση
του χρόνου εργασίας όχι μόνο των εργατών αλλά και των επαγγελματιών: δεν θα
ήταν λίγοι οι μικροαστοί που επιθυμούσαν να μην αναγκάζονται για λόγους
ανταγωνιστικότητας να εργάζονται Κυριακές, κι αυτό μπορούσε να επιτευχθεί μόνο
με το κλείσιμο των καταστημάτων.
Κυρίαρχη στάση της εργοδοσίας, πάντως, μεγάλης και μικρής, φαίνεται ότι ήταν η
αντίθεση σε οποιαδήποτε κρατική πρωτοβουλία περιόριζε τα διευθυντικά της
δικαιώματα. Η στάση αυτή είναι εμφανής όσον αφορά το σύνολο της εργατικής
νομοθεσίας της δεκαετίας του 1910, ενώ ειδικά όσον αφορά το νόμο για την
κυριακάτικη αργία αφενός διαβάζουμε αμέσως μετά την ψήφισή του ότι «οι
προϊστάμενοι γενικώς δυσφορούν» μ’ αυτόν,[8] αφετέρου τους επόμενους τρεις
μήνες τροποποιήθηκε δύο φορές εξαιτίας των διαμαχών που ξέσπασαν ως προς
τους ακριβείς όρους εφαρμογής της αργίας, της επέκτασης ή της ακύρωσής της σε
κάθε επάγγελμα (πχ φαρμακεία, οινοπαντοπωλεία, κουρεία, κρεοπωλεία,
εστιατόρια). Οι διαμάχες αυτές επανέκαμπταν τακτικά σε διάφορα επαγγέλματα
(πχ ένας από τους όρους των εργοδοτών στα βυρσοδεψεία για να σταματήσουν το
λοκ-άουτ που επέβαλαν τον Δεκέμβριο ήταν η κατάργηση της κυριακάτικης
αργίας),[9] και εκτιμάμε ότι συνέβαλαν καθοριστικά στην ίδρυση του Εργατικού
Κέντρου Αθήνας τον Μάρτιο του 1910.[10]
Σε ορισμένες περιπτώσεις, ωστόσο, η στάση των εργοδοτών δεν ήταν ενιαία αλλά
διαφοροποιούνταν ανάλογα με την οικονομική και κοινωνική τους επιφάνεια.
Αντίθετα όμως με ό,τι συμβαίνει σήμερα, δεν ήταν οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις
αυτές που αντιδρούσαν στην κυριακάτικη αργία αλλά οι μικρότερες. Συναντάμε
μάλιστα περιπτώσεις μεγάλων επιχειρηματιών που συμμάχησαν ανοιχτά με το
εργατικό κίνημα για την προώθησή της, όπως ο πρόεδρος της συντεχνίας
αρτοποιών Φ. Ηλιόπουλος που το 1905 είχε παροτρύνει τους αρτεργάτες να
ιδρύσουν σωματείο για να διεκδικήσουν τη νομοθέτηση της αργίας της
Κυριακής.[11]
Τα κουρεία αποτελούσαν έναν άλλο κλάδο στον οποίο ένα πλήθος μικρών
μαγαζιών επιβίωνε χάρη στο παρατεταμένο ωράριο λειτουργίας τους, ιδίως το
Σαββατοκύριακο που ξυριζόταν η λαϊκή πελατεία τους. Το χαρακτηριστικό αυτό
επικαλούνταν οι καταστηματάρχες κουρείς «δευτέρας και τρίτης τάξεως», όπως
αυτοαποκαλούνταν, που «διατηρούνται εκ [πελατείας] των εργατικών τάξεων» και
περίμεναν το Σαββατοκύριακο για να δουλέψουν, σε αντίθεση με τα κουρεία της
Σταδίου των οποίων η «εκλεκτή πελατεία» δεν περίμενε την Κυριακή για να
ξυριστεί: ζήτησαν και πέτυχαν να δουλεύουν τα κουρεία το πρωί της Κυριακής,
παρότι οι υπάλληλοι και κάποιοι καταστηματάρχες κινητοποιήθηκαν για να το
αποτρέψουν.[14]
Πώς να ερμηνεύσουμε την ανοίκεια αυτή εικόνα, τη στιγμή που βλέπουμε σήμερα
τους κολοσσούς του εμπορίου να επιδιώκουν την κατάργηση των περιορισμών στο
ωράριο λειτουργίας των καταστημάτων και τους μικρομαγαζάτορες να συμμαχούν
με το εργατικό κίνημα στην υπεράσπισή τους; Είναι πολλά αυτά που έχουν αλλάξει
στο λιανικό εμπόριο από εκείνη την εποχή, και πρώτα πρώτα τα επίπεδα
συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου: στην Ελλάδα του 1909 δεν
υπήρχαν εμπορικά κέντρα, πολυκαταστήματα και μεγάλες αλυσίδες, ούτε καν
σουπερμάρκετ, και οι δυνατότητες ελέγχου της αγοράς από τα μεγάλα
καταστήματα ήταν μικρότερες.
Μπορεί να υποθέσει κανείς βέβαια ότι, χάρη και στην επανεμφάνιση του βερεσέ,
από την κατάργηση της κυριακάτικης αργίας θα ευνοηθούν (στους κλάδους των
«βασικών αγαθών») μικροσκοπικά μαγαζιά που βασίζονται στην υπερεργασία του
ιδιοκτήτη τους και της οικογένειάς του. Συνολικά, πάντως, οι φόβοι που
εκφράζονται από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των επαγγελματιών και των
εμπόρων για επιτάχυνση του ρυθμού χρεοκοπιών των μικρών επιχειρήσεων και
ενίσχυση του μεριδίου των μεγάλων στην αγορά φαίνονται απολύτως βάσιμοι.
[1] Οι εργάται της Ελλάδος προς την διπλήν βουλήν των Ελλήνων. Υπόμνημα του
Εργατικού Κέντρου Αθηνών, Αθήνα 1911, Χαρίλαος Γκούτος, «Ημέρες αργίας στην
τουρκοκρατούμενη και στην ελεύθερη Ελλάδα μέχρι το 1915», Μνημοσύνη 11
(1988-1990), σ.244-281, Ζιζή Σαλίμπα, Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική
βιομηχανία και βιοτεχνία (1870-1922), Αθήνα 2002, σ.56. Εκτενέστερη
τεκμηρίωση για αρκετά από τα ζητήματα που θίγονται εδώ μπορεί να βρει κανείς
στο Νίκος Ποταμιάνος, Η παραδοσιακή μικροαστική τάξη της Αθήνας. Μαγαζάτορες
και βιοτέχνες 1880-1925, διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο Κρήτης (Ι-Α
τμήμα), Ρέθυμνο 2011.
[2] Χαρακτηριστική η άρνηση του Πατσιφά το 1890 να αποδεχτεί την συμφωνία
των εμπόρων της Αθήνας να μην ανοίγουν τα μαγαζιά τους τις Κυριακές, άρνηση
που ματαίωσε τη συμφωνία και έστρεψε εναντίον του καταστήματός του ένα
οργισμένο πλήθος εμποροϋπάλληλων: Καιροί 11, 12, 14, 16 και 19 Ιουνίου 1890.
[4] Η ελαστικότητα αυτή περιορίστηκε με νόμο του 1914 που έβαζε την
προϋπόθεση να γνωμοδοτήσει θετικά και το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας για να
καταργηθεί σ’ έναν δήμο η κυριακάτικη αργία άπαξ και είχε εφαρμοστεί:
Πασαγιάννης Κ. (επιμ.), Εργατική και κοινωνική νομοθεσία, Αθήνα 1919, σ.316-
317.
[8] Ελληνική Επιθεώρησις Δεκέμβριος 1909 –βλ. και την εκτίμηση του Αρ.
Θεοδωρίδη στο τεύχος του Μαρτίου 1910 ότι οι εργοδότες επιθυμούν να
καταργήσουν την κυριακάτικη αργία.
[10] Σε συνδυασμό ίσως με τις συγκρούσεις και τις δυσαρέσκειες που προκάλεσε η
αύξηση σε πολλές επιχειρήσεις των εργάσιμων ωρών τις άλλες μέρες για να
αναπληρωθούν οι απώλειες από την αργία της Κυριακής: Ακρόπολις 12 Απριλίου
1910.
[13] Χαρακτηριστικά, δημοσιογράφος που ήθελε να τονίσει ότι στο μνημόσυνο του
Παύλου Μελά συμμετείχαν οι πάντες, έγραψε ότι κατά τη διάρκειά του έκλεισαν
ακόμα «και τα τελευταία μικρομπακάλικα» στου Ψυρρή: Εμπρός 23 Οκτωβρίου
1904. Σύμφωνα με την έρευνα που διατάχθηκε από τον υπουργό εθνικής
οικονομίας Μιχαλακόπουλο, ενώ τα κεντρικά καταστήματα δεν άνοιγαν πριν τις
7.00 ή τις 8.00 το πρωί, «εις συνοικίας ολίγον απομεμακρυσμένας, χωρίς να
υπάρχει εύλογος λόγος, βλέπομεν πολλά καταστήματα να ανοίγωσιν από της 5ης
πρωινής και να εξακολουθώσιν εργαζόμενα μέχρι βαθείας νυκτός»: Εφημερίς των
Συζητήσεων της Βουλής περίοδος ΙΘ΄, σύνοδος Β΄, συνεδρίαση 68, 7 Μαΐου
1914, σ. 1513. Στη συζήτηση στη βουλή το 1914 ο Πολ. Λαγοπάτης
υπερασπιζόταν τους μαγαζάτορες που κρατούσαν τα μαγαζιά τους ανοιχτά πιο
αργά από τους άλλους ως εξής: «θα είναι μικρέμποροι, οι οποίοι μη έχοντες
περιθώριον κεφαλαίων να αντικρύσωσι ζημίας, λόγω αντιξόων περιστάσεων,
υπολογίζουσι την ιδιαιτέραν εργατικότητά των, και κατ’ ανάγκην των υπαλλήλων
των»: ό.π., σ. 1514.
[14] Η συγκέντρωση των «κατώτερων κουρέων» στον περίβολο της βουλής έγινε
εκτός των πλαισίων της αδελφότητας των κουρέων, στην οποία κυριαρχούσαν οι
μεγαλύτεροι καταστηματάρχες. Ακρόπολις 24 Ιανουαρίου και 10 και 11 Μαρτίου
1910, Εμπρός 10 Μαρτίου 1910 και Ημέρα 20 Φεβρουαρίου 1910. Στα κουρεία η
διαμάχη συντηρήθηκε για καιρό: η αδελφότητα των καταστηματαρχών, που
ελεγχόταν από τους μεγαλύτερης επιφάνειας κουρείς, επανήλθε το 1914 και
ζήτησε την καθιέρωση πλήρους αργίας τις Κυριακές. Όταν το πέτυχε αυτό, το
1922, κινητοποιήθηκε το αντίπαλο σωματείο καταστηματαρχών κουρέων υπέρ της
επαναφοράς στο παλιό καθεστώς, επικαλούμενο τα συμφέροντα των φτωχότερων
και συνοικιακών κουρέων και επιτιθέμενο στους «μεγαλοσχήμους, οίτινες έτυχε να
έχουν τα καταστήματά των εις το κέντρον»: Εμπρός 10 και 12 Ιουλίου 1923 και
Ελληνική 16 Απριλίου 1925.