You are on page 1of 23

Καρμίνα Φορτ

Συνομιλίες με τον Κάρλος Καστανέντα

Αποσπάσματα από το βιβλίο


Έδειχνε μικρότερος από πενήντα ετών. λίγο ψηλότερος από 1,60. είναι λεπτός,
αθλητικός, ευκίνητος. είχε πυκνά, άσπρα μαλλιά, λίγο σγουρά, κοντοκουρεμένα, με
μια μικρή φράντζα στο στυλ ρωμαίου συγκλητικού. Το δέρμα του είναι πελιδνό. τα
μάτια μεγάλα, καστανά, σχεδόν μαύρα. υγραίνονται όταν γελά. Και γελά συχνά. Το
στόμα είναι μεγάλο, τα χείλη λεπτά. η μύτη μετρίου μεγέθους, κάπως πλακουτσή
στην άκρη. Τα ισπανικά του είναι τέλεια, με κάποιο αγγλικό τόνο. χρησιμοποιεί
μεξικάνικες και κάποιες αργεντίνικες εκφράσεις, αλλά δεν έχει μια σαφώς
προσδιορίσιμη προφορά. Φορούσε σκούρο παντελόνι, κοντομάνικο ανοιχτόχρωμο
πουκάμισο, χωρίς τσέπες, και αθλητικά παπούτσια.

[...]

Γεννήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου 1935 σε ένα χωριουδάκι, το Χουκέρι («είναι το όνομα


ενός δέντρου», τόνισε), κοντά στο Σάο Πάουλο της Βραζιλίας. Η μητέρα του ήταν
τότε δεκαπέντε ετών και ο πατέρας του δεκαεπτά. Τον μεγάλωσε μια αδελφή της
μητέρας του (κάποια άλλη στιγμή αναφέρθηκε στην θεία Άντζελα, όμως δεν ξέρω αν
πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο), η οποία πέθανε όταν εκείνος ήταν έξι ετών.

«Πίστευα πως εκείνη ήταν η πραγματική μου μητέρα», παραδέχτηκε.

Έτσι εξηγείται η αινιγματική του απάντηση σε έναν δημοσιογράφο ο οποίος


αμφισβήτησε την ακρίβεια των στοιχείων που έδωσε ο Καστανέντα, αναφέροντας ότι
η μητέρα του Καστανέντα είχε πεθάνει όταν εκείνος ήταν 25 και όχι 6 ετών: «Τα
συναισθήματα κάποιου για την μητέρα του δεν εξαρτώνται από την βιολογία ή από
τον χρόνο. Η συγγένεια ως σύστημα δεν έχει καμιά σχέση με τα συναισθήματα.»

Ο ίδιος είχε πει και γράψει ότι ουδέποτε αγάπησε την μητέρα του.

Απέναντι στον πατέρα του, τον οποίο περιγράφει ως αδύναμο χαρακτήρα, έτρεφε
αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα, από την συμπόνια ως την περιφρόνηση.

Μετά από μια σύντομη περίοδο που έμεινε με τους γονείς του, έζησε με τους
παππούδες του. Θυμάται με στοργή μια «γιαγιά, τεράστια και κακάσχημη».

«Την έλεγαν Νόχα», είπε, ρίχνοντας μια ματιά για να δει πώς έγραψα το όνομα και
συνέχισε: «Ήταν Τουρκάλα και καταγόταν από την Θεσσαλονίκη».

[...]

Μεταξύ των διάφορων ιστοριών που έχω καταγράψει, θυμάμαι ένα που άρχισε να το
διηγείται με… σκανδαλιάρικη έκφραση: κάποιο απόγευμα συνάντησε στο καφενείο
του πανεπιστημίου έναν φίλο που συνοδευόταν από μια πανέμορφη Νορβηγίδα.
Κάθισε μαζί τους και καθώς ο φίλος του, μετά από λίγο, έπρεπε να φύγει, έμεινε
κουβεντιάζοντας με την κοπέλα. Του άρεσε πάρα πολύ, και ύστερα από μερικές ώρες
αποφάσισαν και οι δύο να συνεχίσουν την σχέση τους «ιδιωτικά». Όταν βρέθηκε στο
διαμέρισμα της κοπέλας, ο Καστανέντα ανακάλυψε ότι η Νορβηγίδα ήταν στην
πραγματικότητα… Νορβηγός.

«Ντύθηκα κι έφυγα τρέχοντας από εκεί», θυμάται γελώντας δυνατά. «Όταν


τηλεφώνησα στον φίλο μου για να τον επιπλήξω γι' αυτό που μου συνέβη,
διασκέδασε τόσο πολύ με το αστείο, που τον έπιασαν τέτοια γέλια ώστε χρειάστηκε
να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο.»

[...]

«Σε ενδιαφέρουν άλλες φιλοσοφίες ή δοξασίες της Ανατολής;» ρώτησα.

«Κάνω κουνγκ-φου», απάντησε.

«Α, γι' αυτό διατηρείσαι τόσο καλά.»

«Και βέβαια είμαι σε καλή φόρμα, αυτό όμως οφείλεται στην καθημερινή μου
εξάσκηση», αναφώνησε.

Από την Φλορίντα γνώριζα ότι ο Καστανέντα όχι μόνο «έκανε» αλλά και «είναι»
δάσκαλος του κουνγκ-φου.

Αρκετούς μήνες αργότερα, διάβασα στην αφιέρωση του τελευταίου του βιβλίου, Η
εσωτερική φλόγα: «Θέλω να εκφράσω τον θαυμασμό και την ευγνωμοσύνη μου σε
έναν εξαιρετικό δάσκαλο, τον H. Y. Lee, που με βοήθησε να ανακτήσω τις δυνάμεις
μου, και μου έδειξε έναν εναλλακτικό δρόμο για την πληρότητα και την ευδαιμονία».

Ήταν ο Lee –συνηθισμένη απόδοση στα αγγλικά για το κινεζικό όνομα Li– ο
δάσκαλος που του δίδαξε το κουνγκ-φου;

Από τις πολεμικές τέχνες περάσαμε στην γιόγκα, μια μορφή γνώσης τόσο
διαδεδομένη όσο και παρεξηγημένη.

Ο Καστανέντα διηγήθηκε πως κάποτε τον είχαν προσκαλέσει σε ένα από τα πολυτελή
κέντρα που βρίσκονταν εγκατεστημένα στην Καλιφόρνια.

«Με έβαλαν να καθίσω δίπλα στον σημαντικότερο δάσκαλο. δεν ήξερα τι να του πω.
Πού και πού γύριζα και του έκανα μια ερώτηση του είδους: Λοιπόν σας αρέσει η
Καλιφόρνια;» Γέλασε δυνατά και συνέχισε. «Στο τέλος, ένας από τους οπαδούς του
με ράντισε, χρησιμοποιώντας κάποιο είδος αγιαστούρας, με ένα υγρό που πιστεύω
πως ήταν ούρα του δάσκαλου, γιατί ό,τι προερχόταν από το σώμα του θεωρείται ιερό,
το ξέρεις;»

«Αφού συζητάμε γι' αυτά τα θέματα, τι γνώμη έχεις για την θεωρία της
μετενσάρκωσης;» Η απόρριψή του ήταν δηκτική.
«Ο δον Χουάν είχε υπολογίσει ότι μόνο σε δυο χιλιάδες χρόνια καθένας μας είχε
κάπου είκοσι χιλιάδες προγόνους: τέσσερις παππούδες, οκτώ προπαππούδες, δεκαέξι
προ-προπαππούδες, κ.λπ.» Ύψωσε την φωνή του, και πρόσθεσε: «Η υπεροψία του
ανθρώπου τον κάνει να πιστεύει πως είναι καλύτερος από τα ζώα. Είχα αναστατωθεί
πολύ όταν αποδείχθηκε ότι όπως ακριβώς ο άνθρωπος κατά την διάρκεια της κύησης
περνά από όλες τις φάσεις της ζωικής ζωής, το ίδιο συμβαίνει και με τον πίθηκο, που
επιπλέον ξεπερνά την ανθρώπινη φάση για να γίνει πίθηκος», κατέληξε
αγανακτισμένος, αποτρέποντας οποιαδήποτε περαιτέρω συζήτηση πάνω σ' αυτό το
ζήτημα.

[...]

«Όταν έφευγα για την έρημο ή για το βουνό με τον δον Χουάν, αν και ασφυκτιούσα
από τον ρυθμό που μου επέβαλε, του ζητούσα να σταματήσουμε μια στιγμή για να
ανάψω ένα τσιγάρο. Καθώς εγώ έπαιρνα μερικές τζούρες, χωρίς σχεδόν να μπορώ να
αναπνεύσω, ο δον Χουάν γελούσε μαζί μου. Είχα τόσο βαθιά ριζωμένη αυτή την
συνήθεια που έφτανα να καπνίζω τρία πακέτα καθημερινά.»

«Μια μέρα», συνέχισε ο Καστανέντα με ευχάριστο ύφος, «μου είπε ότι θα πηγαίναμε
για δέκα περίπου ημέρες στην έρημο, και με συμβούλευσε να κουβαλήσω όλα τα
τσιγάρα που θα χρειαζόμουν, αφού δεν επρόκειτο να περάσουμε από κατοικημένες
περιοχές.»

«Πρόσθεσε πως έπρεπε να τα τυλίξω καλά για να μην τα πετσοκόψουν τα κογιότ


κατά την διάρκεια της νύχτας. Κι έτσι τύλιξα σαράντα ή πενήντα πακέτα με
αλουμινόχαρτο. Όταν νύχτωσε, κοιμηθήκαμε στην ύπαιθρο, και όταν ξύπνησα
ανακάλυψα ότι τα τσιγάρα μου είχαν εξαφανιστεί. Ο δον Χουάν είπε πως σίγουρα τα
κογιότ είχαν παρασύρει την τσάντα στην οποία βρισκόντουσαν, και ότι θα την
βρίσκαμε μπλεγμένη σε κάποια συστάδα θάμνων εκεί γύρω. Ψάχναμε για ώρες, δεν
καταφέραμε όμως να τα βρούμε. Άρχισα να νιώθω μεγάλη νευρικότητα, καθώς ήθελα
σαν τρελός να καπνίσω ένα τσιγάρο. Ο δον Χουάν, βλέποντας την κατάστασή μου,
αποφάσισε να πάμε σε ένα κοντινό χωριουδάκι για να δούμε αν μπορούσαμε να
βρούμε κάποιας μορφής καπνό. Δεν υπήρχε όμως. Φύγαμε από εκεί, βαδίσαμε λίγο,
και ξαφνικά ο δον Χουάν σταμάτησε για να αναλύσει την κατάστασή μας, λέγοντας:
Αν συνεχίσουμε προς τον βορρά για κάπου 800 μίλια θα φτάσουμε στις Ηνωμένες
Πολιτείες. αν πάμε δυτικά, θα βρούμε τον Ειρηνικό, δυτικά τον Κόλπο, και νότια την
Πόλη του Μεξικού. Ήμουν αγανακτισμένος», θυμάται γελώντας ο Καστανέντα. «Ο
δον Χουάν άρχισε να περπατά γρήγορα, όμως κάθε λίγο σταματούσε, και καθόταν
ανακούκουρδα, κοιτώντας γύρω του. Εγώ σκεφτόμουν: Αυτός ο ανόητος Ινδιάνος δεν
ξέρει πώς να φύγουμε από δω. αυτός ο γεροξεκούτης Ινδιάνος κατάφερε να χαθούμε.
Έτσι πέρασαν μερικές μέρες, ώσπου τελικά ο δον Χουάν κατάφερε να βρει τον δρόμο
και επιστρέψαμε στο σπίτι του. Ως τότε όμως εγώ είχα κόψει την συνήθεια του
καπνίσματος. Πολύ αργότερα, ανακάλυψα ότι όλες αυτές τις μέρες βρισκόμασταν
στην ίδια περιοχή, κάνοντας κύκλους. Ακόμα και σήμερα», ομολογεί ο Καστανέντα,
«χρησιμοποιώ πουκάμισα χωρίς τσέπες, γιατί εκεί συνήθιζα να βάζω το πακέτο.»
Ψηλάφισε το αριστερό μέρος του πουκαμίσου του με κάποια νοσταλγία και γέλασε
δυνατά.

[...]
«Επισκεπτόμαστε συχνά [την Ευρώπη] με την Φλορίντα, κυρίως την Ιταλία», είπε με
ευχάριστο ύφος. Προφανώς, ένας από τους παππούδες του ήταν Ιταλός.

«Κάποια συγκεκριμένη πόλη;»

«Μας αρέσει πολύ η Ρώμη. Πάντα, όταν βρισκόμαστε εκεί, συναντιόμαστε με τον
Φελλίνι, που είναι φίλος μας. Του λέω», εξομολογείται ο Καστανέντα, «Στην ηλικία
σου πρέπει να εγκαταλείψεις τα πάθη, να μην σπαταλάς σ' αυτά την ενέργειά σου,
ενδιαφέρσου για άλλα θέματα. Εκείνος, όμως, δεν δίνει σημασία, λέει πως δεν μπορεί
να ζήσει αν δεν είναι ερωτευμένος.»

«Και βλεπόσαστε πάντα στην Ρώμη;»

«Βλεπόμαστε επίσης και στο Λος Άντζελες», λέει ο Καστανέντα. «Κάποτε


εμφανίστηκε με έναν ρωμαίο έφηβο γιατί, όπως μας είπε, το ταξίδι ήταν πολύ μακρύ
και πάντα ήθελε να απολαμβάνει την ομορφιά.»

«Καταλαβαίνεις τα ιταλικά;», ρώτησα, καθώς θυμήθηκα τον ισχυρισμό του ότι είχε
σπουδάσει στο Μιλάνο.

«Τα ιταλικά μου είναι της καθομιλουμένης», εξηγεί, «δεν τα ξέρω ικανοποιητικά
καλά ώστε να καταλαβαίνω και τις λεπτές αποχρώσεις τους. Με τον Φελλίνι μιλάμε
αγγλικά.»

Ο Φεντερίκο Φελλίνι, δήλωσε στο τέλος του 1989, ότι το 1985 βρισκόταν στο Λος
Άντζελες σκοπεύοντας να κάνει ένα φιλμ βασισμένο στο έπος του δον Χουάν. Ο
Καστανέντα είχε συμφωνήσει να τον συνοδεύσει στο Μεξικό, όμως στην συνέχεια
άλλαξε γνώμη. Ο Φελλίνι πήγε στο Μεξικό με το συνεργείο του, και από αυτή την
εμπειρία προέκυψε η ιδέα του σκηνοθέτη για ένα κόμικ με τίτλο «Ταξίδι στο
Τουλούμ», σε σχέδια του Μανάρα.

[...]

«Το 1985, αμέσως μετά την αναχώρηση της δόνια Φλορίντα, αποφασίσαμε να
ταξιδέψουμε για ένα διάστημα. Δεν ξέραμε καλά-καλά πού θέλαμε να πάμε. Θέλαμε
απλώς να φύγουμε.»

Εξήγησε ότι η ομάδα που μέχρι τότε ήταν ενωμένη γύρω από την δόνια Φλορίντα,
διαλύθηκε. Εκείνοι που αποδέχθηκαν την ηγεσία του Καστανέντα, κατευθύνθηκαν
μαζί του στο αεροδρόμιο.

«Και δεν είχατε κανονίσει κάποιο δρομολόγιο ή κάποιο συγκεκριμένο προορισμό;»

«Όχι! Στο αεροδρόμιο ρωτήσαμε ποια ήταν η πρώτη πτήση που έφευγε για το
εξωτερικό. Η συνοδός εδάφους στις πληροφορίες ρώτησε, Προς τα πού; Της
απαντήσαμε ότι δεν είχε σημασία», συνέχισε ο Καστανέντα. «Η κοπέλα εξεπλάγη και
μας πληροφόρησε ότι υπήρχε μια πτήση για την Νότιο Κορέα, αλλά δεν την
προλαβαίναμε. Την ρωτήσαμε ποια ήταν η επόμενη, και απάντησε: Η επόμενη πτήση
είναι για το Ελσίνκι. Κι έτσι αγοράσαμε τα εισιτήρια και επιβιβαστήκαμε.»
«Και βρεθήκατε στο Ελσίνκι;»

«Ναι. Όταν φθάσαμε είχε τρομακτικό κρύο», θυμάται υπομειδιώντας.

«Μείνατε πολύ καιρό εκεί;»

«Ταξιδέψαμε σ' ολόκληρη την Σκανδιναβία, μέχρι που εξαντληθήκαμε από το κρύο
και αποφασίσαμε να βρούμε πιο ήπια κλίματα. Τελικά, καταλήξαμε στην
Βαρκελώνη.»

Σ' αυτή την πόλη, ο Καστανέντα, εξήγησε ότι άρχισε να αισθάνεται διαπεραστικές
ενοχλήσεις που προέρχονταν από την κήλη και που πίστευε ότι είχε προκληθεί λίγες
εβδομάδες νωρίτερα από μια απότομη κίνηση κατά την διάρκεια της «εξαφάνισης»
της δόνια Φλορίντα. Η υγεία του επιδεινώθηκε και αποφάσισε να υποβληθεί,
επειγόντως, σε χειρουργική επέμβαση.

«Ο χειρούργος», θυμάται διασκεδάζοντας, «μου είπε ότι υπήρχαν πολλές πιθανότητες


να μην επιβιώσω της εγχείρησης. Και μου ζήτησε να είμαι συμπονετικός μπροστά
στην δυσάρεστη κατάσταση που μπορούσε να δημιουργηθεί αν επέμενα να με
χειρουργήσει, αφού σε περίπτωση θανάτου θα ήταν υποχρεωμένος να συμπληρώσει
μια σειρά εντύπων εις εξαπλούν.» Γελώντας, είπε ειρωνικά ότι πήρε την ευθύνη για
τις επιπλοκές που μπορούσαν να προκληθούν και επέστρεψε αμέσως στις Ηνωμένες
Πολιτείες όπου εισήχθη σε μια κλινική. «Ο νοσοκόμος που μου ξύρισε το εφήβαιο,
ένας νεαρός μαύρος», συνέχισε να διηγείται, «με ρώτησε: Τι είναι;. Εγώ του
απάντησα: Κήλη. Εμένα πάντως μου φαίνεται καρκίνος, απάντησε εκείνος.» Τώρα ο
Καστανέντα άρχισε να γελάει τόσο δυνατά που δάκρυσε. Σκούπισε τα δάκρυα και
τελείωσε την διήγηση της περιπέτειάς του. «Μόλις βρέθηκα στο χειρουργείο, ο
βοηθός του χειρούργου, ένας νεαρός ομοφυλόφιλος, με γράπωσε από πίσω για να με
ανεβάσει στο χειρουργικό τραπέζι και είπε καθησυχαστικά: Μην ανησυχείς. Δεν θα
πονέσει καθόλου.»

Η εμπειρία, έτσι όπως την διηγήθηκε, ταίριαζε απόλυτα σε μια κωμωδία, αν και οι
διάλογοι θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν υπερβολικοί.

[...]

«Για αρκετά χρόνια», θυμάται, «ζούσα νόμιμα ως Χοσέ Κορτές. Το δίπλωμα


οδήγησης, η κάρτα Κοινωνικής Ασφάλισης... όλα τα έγγραφά μου ήταν σ' αυτό το
όνομα». Δεν ξεκαθαρίζει τον λόγο για τον οποίο πήρε μια τόσο δραματική απόφαση,
αν και είναι λογικό να σκεφτούμε ότι η πραγματική του ταυτότητα δεν θα πρέπει να
τον έκανε να νιώθει άνετα. Είχε μεταβληθεί σε έναν μύθο, καταδιωκόμενος από τα
μέσα επικοινωνίας, από αναγνώστες που ήθελαν να γίνουν μαθητές του και
παρενοχλούμενος από ανθρώπους που τον θεωρούσαν υπεύθυνο πως είχε ενθαρρύνει
με τα πρώτα του βιβλία την χρήση ναρκωτικών. Αυτή η εξαφάνισή του ήταν
αναμφίβολα το γεγονός που έδωσε τροφή στην φήμη ότι είχε πεθάνει. Λίγοι θα
πρέπει να γνώριζαν την «γέννηση» του Χοσέ Κορτές, που αποκαθιστούσε την
δημογραφική ισορροπία και επέτρεπε στον Καστανέντα να συνεχίσει τον δρόμο του.

«Θα σου διηγηθώ μια ιστορία», δηλώνει. «Φαίνεται ότι έπρεπε να περάσω άλλη μια
δοκιμασία, Η Φλορίντα μου είπε ότι το απαιτούσε το πνεύμα. Τότε αποφάσισα να
δουλέψω ως μάγειρας στην Αριζόνα, μια πολύ ρατσιστική πολιτεία», προσθέτει.
«Παρουσιάστηκα σε μια καφετέρια, όπου με ρώτησαν αν ήξερα να κάνω αυγά.
Φαντάσου, να μαγειρεύω αυγά!» Χαμογελά με τον μεταφρασμένο όρο. [«Αυγά»,
στην ισπανική αργκό είναι οι όρχεις.] «Καθώς δεν ήξερα να μαγειρεύω αυγά, πέρασα
τρεις μήνες μαθαίνοντας και τελικά πέτυχα να βρω δουλειά σε μια καφετέρια ως
υπεύθυνος της κουζίνας και του καταστήματος. Εκεί εργαζόταν ως σερβιτόρα μια
κοπέλα που είχε την έμμονη ιδέα να συναντήσει τον Καστανέντα. Εγώ της έλεγα:
Λοιπόν, γιατί θέλεις να συναντήσεις αυτόν τον ηλίθιο;Η κοπέλα θλιβόταν και μου
επαναλάμβανε πολύ υπομονετικά: Δεν καταλαβαίνεις τίποτα Τζο. Είσαι
αγράμματος.» Ο Τζο γέλασε δυνατά. Ακόμα και σήμερα απολαμβάνει εκείνη την
παρεξήγηση. «Μια μέρα με καύσωνα», θυμάται, «στάθμευσε κοντά στην καφετέρια
ένα πολυτελέστατο λευκό αυτοκίνητο, μια λιμουζίνα ή κάτι τέτοιο. Μέσα του ένας
άνδρας κρατούσε σημειώσεις. Τότε η κοπέλα σκέφτηκε: Ποιος μπορεί να βρίσκεται
εδώ μια τέτοια μέρα, κρατώντας σημειώσεις, αν όχι ο Καστανέντα; Κι έτσι πλησίασε
στο αυτοκίνητο και επιχείρησε να μιλήσει μαζί του. Και ξέρεις τι έκανε εκείνος;» με
ρώτησε σκανδαλισμένος. «Λοιπόν την έδιωξε, λέγοντας Άντε γαμήσου.» Και
πρόσθεσε και την δική του εκδοχή στα ισπανικά: «Άει στο διάολο». Όπως κι άλλες
φορές ξέσπασε σε δυνατά γέλια μέχρι που δάκρυσε. Σκούπισε τα μάτια του και
συνέχισε την ιστορία. Η κοπέλα ήταν επίσης δακρυσμένη όταν ξαναμπήκε στο
κατάστημα. «Άρχισα να κλαίω», θυμάται, «από τον σαδισμό και την τρυφερότητα.
Εκείνη είπε πως την είχε διώξει γιατί ήταν χοντρή. Και με πήρε αγκαζέ,
παραπονούμενη για το παρουσιαστικό της, ενώ εγώ προσπαθούσα να την
παρηγορήσω, λέγοντας: Είναι ανόητος, δεν πρέπει να δίνεις σημασία.»

«Της είπες ποιος ήσουν;» ρώτησα.

«Δεν μπορούσα», απάντησε.

«Και πώς τέλειωσαν όλα αυτά;»

«Σε λίγο καιρό, η Φλορίντα έκρινε ότι το πνεύμα με απάλλαξε από την δοκιμασία.
Σκέφτηκα ότι έπρεπε να μείνω μερικές ακόμα μέρες ώσπου να βρεθεί ο
αντικαταστάτης μου, όμως η Φλορίντα είπε ότι κανείς δεν με περίμενε όταν έφτασα
και συνεπώς δεν έτρεχε τίποτα αν έφευγα ξαφνικά. Και έφυγα χωρίς να τους
ενημερώσω. Κι έτσι εκείνη η κοπέλα βρέθηκε τελικά και χωρίς να το υποψιαστεί
στην αγκαλιά του Καστανέντα.»

Μία από τις διδαχές του Ινδιάνου Γιακί Δον Χουάν προς τον Κάρλος Καστανέντα
ήταν «Σβήσε την προσωπική σου ιστορία».

Και ο Καστανέντα την έσβησε. Γι' αυτό είναι λίγοι, πολύ λίγοι, εκείνοι που
κατάφεραν να μιλήσουν μαζί του.

Πρόλογος

Πριν από τριάντα χρόνια, ο Κάρλος Καστανέντα, ένας νεαρός λατινοαμερικάνος


μετανάστης, που ήταν τότε 25 ετών, φοιτητής της ανθρωπολογίας και που είχε πάρει
την υπηκοότητα των ΗΠΑ λίγους μόνο μήνες πριν, επιβιβάστηκε στο Λος Άντζελες,
μαζί με τον φίλο του Μπιλ, σε ένα λεωφορείο της εταιρείας Greyhound που
κατευθυνόταν στην έρημο της Αριζόνα.

Ήταν καλοκαίρι του 1960· τα μουσικά συγκροτήματα προετοιμάζονταν στα γκαράζ


της Καλιφόρνιας για να σημαδέψουν με τους ρυθμούς τους, που ακόμα αντηχούν
στην Δύση, μια ολόκληρη εποχή· οι ποιητές της γενιάς μπητ συναδελφώνονταν στον
αγώνα τους ενάντια στο κατεστημένο· το «μαύρο είναι όμορφο», και η «μαύρη
δύναμη», μια ουτοπία για την οποία αγωνίζονταν· η βορειοαμερικάνικη ανάμειξη στο
Βιετνάμ, που μετέτρεπε λευκούς και μαύρους σε κρέας για τα κανόνια, γινόταν
ολοένα και πιο βρόμικη· οι χίππις άρχιζαν να βάζουν λουλούδια στα μαλλιά τους, να
καλλιεργούν μαριχουάνα στις κομμούνες τους –άλλοι την καλλιεργούσαν στους
κήπους τους– και να καίνε σανταλόξυλο που διαπότιζε τα ρούχα τους και τα
ανατολίτικα κολιέ τους. Τα έργα του Χένρυ Μίλλερ μπορούσαν πια να δημοσιεύονται
στην ίδια του την χώρα, μετά από είκοσι πέντε χρόνια απαγόρευσης.

Η καταστρεπτική εποχή του Μακ Κάρθυ έπνεε τα λοίσθια· τα στρώματα των νεαρών
ή των ανήσυχων της κοινωνίας των ΗΠΑ έπαιρναν φύλλα πορείας για να καταταγούν
στον στρατό ωθώντας το εκκρεμές στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, ακόμα κι αν
συναντούσαν κάποιους περιορισμούς στις πρόσφατα αποκτημένες συνήθειες.

Οι οδηγοί της εταιρείας είχαν εντολές να προειδοποιούν τους επιβάτες τους ότι
απαγορευόταν να καταναλώνουν οινοπνεύματα και χόρτο μέσα στα λεωφορεία.

Αν και ο Κάρλος Καστανέντα είχε καπνίσει από το ένα ή το άλλο «πράσο», το


ενδιαφέρον του δεν επικεντρωνόταν σε μια τόσο συνηθισμένη ουσία, καθώς εκείνη
την ζεστή ημέρα κατευθυνόταν στα σύνορα με το Μεξικό, όπως είχε κάνει και σε
άλλες περιπτώσεις παλιότερα, αλλά ήταν για να συλλέξει πληροφορίες για κάποια
φαρμακευτικά φυτά που χρησιμοποιούνταν από τους Ινδιάνους της περιοχής, και
έχοντας ως μοναδικό σκοπό του την προετοιμασία ενός δοκιμίου που θα εμπλούτιζε
το βιογραφικό του σημείωμα και θα τον βοηθούσε στην επιθυμία του να γίνει
καθηγητής πανεπιστημίου.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως πίστευε ότι τα λεφτά του εισιτηρίου είχαν πάει χαμένα.

Στο σταθμό του Νογάλες, και καθώς περίμεναν το λεωφορείο με το οποίο θα


επέστρεφαν στο Λος Άντζελες, ο φίλος του, ξεναγός και βοηθός σ' αυτή την εργασία,
αναγνώρισε έναν Ινδιάνο που ήταν ειδικός στην χρήση και τις ιδιότητες ουσιών όπως
το πεγιότ και η ντατούρα.

Αυτός ο Γιακί, γέρος, αδύνατος, απαθής, εντυπωσίασε τον Καστανέντα και


συμπεριφέρθηκε χωρίς να πτοηθεί, αντιμετωπίζοντας με ευκολία το
λατινοαμερικάνικο πνεύμα του Καστανέντα που κόμπαζε για τις γνώσεις του –στην
πραγματικότητα επιφανειακές– για το θέμα, περιμένοντας να αποσπάσει τα μυστικά
του συνομιλητή του.

Αυτός ο Ινδιάνος, όμως, δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε Ινδιάνος ούτε οποιοσδήποτε
γκρίνγκο: με μια μόνο ματιά, ανταπέδωσε στον Καστανέντα την εικόνα του ίδιου του
του ψέματος, κάνοντάς τον ακόμα να νιώσει δυσάρεστα.
Και όταν ο Ινδιάνος χάθηκε επιβαίνοντας στο λεωφορείο του, μια αόρατη ίνα που
απλώθηκε πάνω στο σκονισμένο έδαφος και τον λευκό από την αχλύ αέρα ένωσε τις
ζωές τους για πάντα.

Ο Καστανέντα ανακάλυψε ότι ζούσε στην Σονόρα· τον επισκέφτηκε αρκετές φορές,
έγιναν φίλοι, αλλά παρ’ όλη την επιμονή του, δεν κατάφερε να φέρει τις συζητήσεις
στο ζήτημα των παραισθησιογόνων. Ώσπου ο Γιακί του εξομολογήθηκε ότι κατείχε
κάποιες γνώσεις και ότι είχε αποφασίσει να τον δεχθεί ως μαθητή. Ο Καστανέντα
δέχτηκε.

Τα πρώτα χρόνια της μαθητείας του αποκρυσταλλώθηκαν σε ένα βιβλίο με τίτλο Οι


διδασκαλίες του Δον Χουάν, με περιεχόμενο τόσο ασυνήθιστο ώστε συνάντησε
δυσκολίες μέχρι να επιτύχει την έκδοσή του. Όμως, αντίθετα από όλα τα
προγνωστικά, εκείνο το έργο σημείωσε ρεκόρ πωλήσεων και ενθουσιασμού. Η ειδική
κριτική δεν φείσθηκε επαίνων.

Από τότε, στα ράφια οποιουδήποτε σπιτιού κατοικημένου από προοδευτικούς


ανθρώπους· στις κομμούνες ή στα πανεπιστήμια δεν έλειπε ο Δον Χουάν, ένα είδος
Αιμιλίου, που επιδίωκε να εκπαιδεύσει σε μια ηθική ενάντια στο ρεύμα και να
αποκαλύψει μια άλλη πραγματικότητα· «μια ξεχωριστή πραγματικότητα», αόρατη για
τους απροετοίμαστους, αν και συγχρονισμένη με τον ορατό κόσμο μας, όπως έλεγε ο
Γιούνγκ, και που επιβεβαιώνεται με μεγαλύτερη σταθερότητα από την κβαντική
φυσική.

Εκείνες οι σελίδες ήταν ψιχουλάκια που σκόρπιζε ο Καστανέντα για να κατορθώσουν


να ξαναβρούν ένα «μονοπάτι με καρδιά» όλα τα χαμένα πουλάκια.

Και εκείνη την δεκαετία, αναπόφευκτα φθαρμένη από τις αξιοθαύμαστες απαιτήσεις
της, μετρούσε περισσότερο η καρδιά παρά το μυαλό.

Ο Καστανέντα, με τις προσωπικές του εμπειρίες, χάραξε ένα περίπλοκο μονοπάτι


πέραν πάσης προσδοκίας. Και ήταν πολλοί εκείνοι που τον υιοθέτησαν ως οδηγό και
ονειρεύτηκαν με ζήλια τα επιτεύγματά του.

Η ατομική προσπάθεια δέχτηκε, την μια ή την άλλη στιγμή, την ανταμοιβή της. Όμως
δεν φτάνουμε όλοι σ' αυτόν τον κόσμο με τα ίδια εφόδια· ο ντετερμινισμός της
γέννησης, ενωμένος με τον σκοπό από τον οποίο κάθε ανθρώπινο ον σημαδεύεται
αυτό καθ' εαυτό, είναι εκείνος που διαφοροποιεί τα αποτελέσματα.

Αν αποδεχτούμε ότι το πεπρωμένο δεν υφίσταται, θα πρέπει να συμφωνήσουμε για το


αναπόφευκτο ορισμένων γεγονότων, όπως η συνάντηση δασκάλου και μαθητή.

Η ζωή του Δον Χουάν κύλησε –από ό,τι ξέρουμε– στο Μεξικό και στις νοτιοδυτικές
Ηνωμένες Πολιτείες. Ήταν ο Καστανέντα εκείνος που έπρεπε να διασχίσει την
ήπειρο, προς τον βορρά, για να συναντηθεί με τον δον Χουάν, το πολικό του άστρο.

Εκείνος ο νεαρός, τον οποίο όλοι θεωρούν ότι κατάγεται από το Περού, εκτός από
τον ίδιο που δηλώνει Βραζιλιάνος, κέρδισε, χάρη στην εξέγερσή του, μια θέση στην
ιστορία της μαγείας αυτού του αιώνα..
Όταν έφτασε στο Σαν Φραντσίσκο δεκαπέντε χρονών, αγνοούσε –ίσως μόνο
συνειδητά– πως δέκα χρόνια αργότερα, ένα λεωφορείο θα τον οδηγούσε σε ένα
παράξενο πεπρωμένο: μπροστά στο διαπεραστικό βλέμμα ενός γέρου Ινδιάνου Γιακί
που έβλεπε περισσότερα απ' ό,τι θα μπορούσε να υποψιαστεί κάποιος.

Ήταν η αρχή ενός άνισου αγώνα: ο Καστανέντα υποχρεωμένος να εξοικειωθεί με τα


παραισθησιογόνα που χρησιμοποιούσαν οι προκολομβιανοί Ινδιάνοι, έπρεπε να
οπλιστεί με υπομονή και λεπτότητα –που τόσο του έλειπε– για να αντιμετωπίσει τον
δον Χουάν και τους φίλους του, που χλεύαζαν ανελέητα τον σοβαρό φοιτητή της
ανθρωπολογίας. Συνεχή πλήγματα στην αλαζονεία του, γέννημα ενός επιδειξία νου
και ασπίδα για τα συμπλέγματα κατωτερότητάς του.

Τα βιβλία του Καστανέντα περιέχουν αρχετυπικά στοιχεία ικανά να αφυπνίσουν το


ενδιαφέρον των πλέον διαφορετικής ευφυΐας αναγνωστών:

Τον σταυροφόρο που γυρεύει το άγιο δισκοπότηρο, καθοδηγούμενος από ένα


δάσκαλο που συμπεριφέρεται εναλλακτικά, ως ο προστάτης Μέρλιν ή ως ο κακός
μάγος που τον ωθεί σε περιοχές άγνωστες για να δει τους φύλακες δράκους της
Πραγματικότητας.

Τον δονκιχωτικό ιππότη, που τον αγαπούν τρυφερά, γιατί με την αποφασιστικότητά
του να αγγίξει το εσωτερικό μεγαλείο εκτίθεται στην διαρκή γελοιοποίηση.

Τον πεισματάρη καμαρότο, που αφού ορμήξει εθελοντικά στα επικίνδυνα νερά σε
αναζήτηση του ποθητού θησαυρού κατορθώνει να διατηρήσει την πορεία του σε ένα
πέλαγος τρομακτικών αντιλήψεων που απειλούν να πνίξουν την ψυχική του
ισορροπία.

Οι περιγραφές της πορείας του ενδιαφέρουν εξίσου τον ανθρωπολόγο που δεν
πλήττει, τον εραστή της περιπέτειας, τον μυστικιστή, τον πιθανό καταναλωτή
ψυχοτροπικών ουσιών, εκείνους που απολαμβάνουν το χιούμορ και εκείνους που
ψάχνουν μια διαισθητική αλήθεια. Από τα έργα του δεν λείπει ούτε η ποίηση, ούτε η
φιλοσοφία αλλά ούτε και η ειλικρίνεια.

Ο Καστανέντα επέμενε να δοκιμάσει το πεγιότ για να εκπονήσει το δοκίμιό του. Δεν


ήθελε τίποτα περισσότερο. Ούτε λιγότερο. Ο δον Χουάν συμφώνησε να τον βοηθήσει
βλέποντας πως αυτός ο νεαρός, με την δυτική παιδεία, την αυτάρεσκη συμπεριφορά
και τις καθορισμένες ιδέες, χρειαζόταν μια «θεραπεία με ηλεκτροσόκ»· εμπειρίες που
έρχονταν σε αντίθεση με τον περιορισμένο, καθησυχαστικό λογικό κόσμο του και του
επέτρεπαν να καταστεί κληρονόμος των γνώσεών του. Επανειλημμένα, ο Καστανέντα
πραγματοποίησε το ταξίδι από το Λος Άντζελες στις συνοριακές περιοχές του
Μεξικού, η ακριβής θέση των οποίων είναι ελάχιστα αξιόπιστη, όπως ψεύτικο είναι
και το όνομα που αποδίδει στον δάσκαλό του: πίσω από το όνομα Χουάν Μάτους
κρύβεται ένα πρόσωπο που πιθανώς δεν θα γνωρίσουμε ποτέ. Και ελάχιστα
ενδιαφέρει όταν αυτό που αναζητείται δεν είναι τα στοιχεία, αλλά οι απαντήσεις στα
αινίγματα που μας απασχολούν, σε ένα σύμπαν για το οποίο μας λείπουν οι απόλυτες
βεβαιότητες.

Η Δύση γοητεύτηκε από το βιβλίο Οι διδασκαλίες του δον Χουάν. Το βιβλίο


περιέγραφε βιώματα· βιώματα εκθαμβωτικά που αφηγήθηκε ένα άτομο άξιο
εμπιστοσύνης με όρους εφικτούς· όχι ένας τσαρλατάνος, ούτε ένας οραματιστής, ούτε
ένας τυχοδιώκτης, ούτε ένας περιθωριακός. Πραγματευόμενα από έναν
υποδειγματικό φοιτητή, με λαμπρή πορεία· έναν φιλόδοξο επιστήμονα, ένα ψυχή τε
και σώματι μέλος της αξιοσέβαστης κοινωνίας. Που είχε επιπλέον πάρει την
αμερικανική υπηκοότητα!

Οποιοσδήποτε μπορούσε να τον αναγνωρίσει: φιλόδοξος, υπολογιστής και


κατεργάρης –όπως ακριβώς ο δάσκαλός του– για να πραγματοποιήσει τους στόχους
του.

Και, επιπροσθέτως, θαρραλέος· μια ιδιότητα απαραίτητη αν αυτό που επιχειρείται


είναι το παιχνίδι με το μυστήριο.

Έτσι λοιπόν όλοι τον πίστεψαν, και εκείνος αντιμετώπισε ένα δίλημμα: μπορούσε να
επιτρέψει στον εαυτό του τον δημόσιο κομπασμό για τα επιτεύγματά του και να
ανοίξει τις θύρες της προσωπικής του ζωής στους ενδιαφερόμενους αναγνώστες και
τα μέσα επικοινωνίας; Ή έπρεπε, αντίθετα, να ακολουθήσει τις συμβουλές του
δασκάλου του όσον αφορά το σβήσιμο της προσωπικής του ιστορίας, που αποτελεί
την άγκυρα όπου πιάνεται στα δίχτυα το εγώ; Ο Καστανέντα έκανε την επιλογή του:
αποδείχτηκε ταπεινόφρονας μαθητής ενός Ινδιάνου μάγου, αρνήθηκε να αφήσει
προσωπικά ίχνη και απέφυγε οποιοδήποτε ίχνος ματαιοδοξίας, ασυνήθιστη
συμπεριφορά που μέχρι σήμερα τον κάνει περισσότερο αξιοθαύμαστο στα μάτια των
οπαδών του. Χιλιάδες άνθρωποι ασπάστηκαν άνευ όρων τον «καστανεδισμό».

Τα βιβλία του αναμένονταν ως ευαγγέλια, διαβάζονταν με σεβασμό, συζητιόνταν με


πάθος. Κι αυτό για πάνω από είκοσι χρόνια.

Πέρα από τις ελκυστικές περιγραφές, είναι κείμενα γραμμένα με έναν εύκολο τρόπο,
αν και όχι απλό. Είναι ακριβώς το αντίθετο από την μεταμοντέρνα δοκησισοφία, από
τον ελιτίστικο ερμητισμό που καλύπτεται πίσω από την «γραφοδιάρροια» για να
αποκρύψει το γεγονός ότι δεν έχει να προσφέρει τίποτα φρέσκο, ζωτικό ή πρωτότυπο.

Ενώ η πλειοψηφία των φιλόσοφων περιορίζονται στο να αντιγράφουν και να


πραγματεύονται, με την περιορισμένη αντίληψή τους, αυτά που άλλοι σκέφτηκαν και
έγραψαν ανά τους αιώνες, ο Καστανέντα προσφέρει ένα «σύστημα πεποιθήσεων»
που ο ίδιος εφαρμόζει στην καθημερινή του ζωή, ειλικρινής μεσολαβητής του
μυστηριώδη μύστη της παράδοσης των Τολτέκων από την οποία γνωρίζουμε τον δον
Χουάν Μάτους.

Οι φοβητσιάρηδες πασχίζουν να ρίξουν από το βάθρο, να προσγειώσουν εκείνον που


σκοπεύει να πετάξει. Γιατί μέσα στην μικροπρέπειά τους νοιώθουν περισσότερο
άνετα αν όλοι έρπουν μαζί· και ταπεινώνονται όταν κάποιος μπορεί να τους ατενίσει
από ένα επίπεδο που τους είναι απρόσιτο.

Ο Ματσάδο, αναφερόμενος στην Καστίλλη, είχε πει: «Τυλιγμένη στα κουρέλια της /
περιφρονεί όσα αγνοεί».

Υπάρχουν άτομα που ταιριάζουν με αυτόν τον ορισμό. Η υπεροψία τους είναι το
έρμα που τους εμποδίζει να ανυψωθούν· αλλά το παραβλέπουν, κοιτάζοντας προς την
άλλη πλευρά όταν κάποιος πρωταγωνιστεί στην εμπειρία.
Πολλοί είναι εκείνοι οι οποίοι εξακολουθούν να πιστεύουν ότι ο Κάρλος Καστανέντα
βίωσε αυτά που αφηγείται στα βιβλία του· σχεδόν τόσοι όσοι τώρα αρνούνται να τον
πιστέψουν.

Κατά την διάρκεια των συζητήσεων που έκανα μαζί του –και οι οποίες παρατίθενται
στις σελίδες που ακολουθούν– για μένα ήταν σαφές ότι έθετε τον σεβασμό προς την
μνήμη του δασκάλου του υπεράνω της αξιοπιστίας του: ποτέ δεν συμφώνησε να
δώσει απτές αποδείξεις που να εγγυώνται την ύπαρξη του δον Χουάν.

Δεν του το συγχώρησαν.

Το γεγονός ότι μεγάλο μέρος της επιστημονικής κοινότητας και των μέσων
ενημέρωσης κατέληξαν να τον θεωρούν ψεύτη, ακριβώς αυτόν, ο οποίος μπλέχτηκε
σε εκείνη την περιπέτεια μόνο και μόνο γιατί επιδίωξε να μεταφέρει την
επιστημονική αυστηρότητα στις προστατευόμενες αίθουσες διδασκαλίας των
σεβαστών πανεπιστημίων, δεν έπαψε να αποτελεί ειρωνεία· ένα χοντρό αστείο,
τελικά, που συνδέεται με εκείνα του δον Χουάν.

Γιατί μπήκε ο Καστανέντα σ' αυτή την σφηκοφωλιά; Και μάλιστα με την ευκολία που
είχε σύρει την πέννα μετά το γράψιμο του «Δον Χουάν». Αυτό το βιβλίο τον έκανε
εκατομμυριούχο· του έδωσε κύρος, του άνοιξε όλες τις πόρτες… και εκείνος
αποφάσισε να τις κλείσει γιατί άρχισε να θεωρεί τον κόσμο όχι απλά μια ανήσυχη και
θαρραλέα επιτόπια έρευνα, αλλά ως σύνολο της μυητικής διαδικασίας που είχε
ακολουθήσει στην διάρκεια 13 χρόνων.

Δεκατρία χρόνια ακριβώς. Δεν είναι προληπτικός.

Γιατί ο δον Χουάν πέθανε τον Ιούνιο του 1973, αφήνοντας στον μαθητή του το βαρύ
φορτίο μιας παράδοσης η οποία ερχόταν σε αντίθεση με το κατεστημένο.

Άλλο πράγμα ήταν το γεγονός ότι ένας φοιτητής της ανθρωπολογίας έφερε τον
ενθουσιασμό του μέχρι του σημείου να αντιμετωπίσει τα άγνωστα αποτελέσματα του
πεγιότ: να παρατηρήσει προσεκτικά τα λαμπερά σωματικά υγρά ενός σκύλου· να
παίξει μαζί του, να πιει από την γαβάθα του, να μιμηθεί τα γαυγίσματά του... όλα
τόσο αφελή, τόσο μαγευτικά, τόσο όμορφα εξιστορημένα στο πρώτο του βιβλίο. Και
άλλο πράγμα, πολύ διαφορετικό, ήταν το γεγονός ότι ο φοιτητής στράφηκε εναντίον
εκείνων που τον χειροκροτούσαν ως έναν από τους δικούς τους, συμβουλεύοντάς
τους να ξεφορτωθούν την «προσωπική αξία», σύμπτωμα του αυτοκομπασμού: που
ζούσαν ως πολεμιστές, που ήταν άψογοι... Και εκείνος ο Ινδιάνος μάγος ήταν εκείνος
που είχε ανακαλύψει την Αλήθεια, και όχι οι εξ καθέδρας καθηγητές, που συνέχιζαν
να βλέπουν σ' αυτόν την πρωτοπορία μιας νέας ανθρωπολογίας.

«Το σύστημα πεποιθήσεων που μελέτησα, με καταβρόχθισε». Αυτή η εκμυστήρευση,


που υπάρχει σε κάποιο από τα βιβλία του, ήταν πολύ βαριά για τα κοινότοπα
στομάχια.

Αν εκείνος ο νεαρός ισχυριζόταν πως ήταν μάγος και επιπλέον έδινε μαθήματα
ζωτικής ηθικής σε μια κοινωνία ικανοποιημένη από τον εαυτό της και υπεροπτική
όπως λίγες, η θέση του βρισκόταν στις εξώτερα ερέβη.
Ο Καστανέντα δεν τράβηξε τα μαλλιά του ούτε έτριξε τα δόντια· εξακολούθησε να
υφαίνει βιβλία –μέχρι τώρα έχουν κυκλοφορήσει οκτώ–, με νήματα βγαλμένα από
την ίδια του την ζωή.

Κατά την διάρκεια των συνομιλιών που είχαμε στο Λος Άντζελες μου είπε πως θα
τελείωνε το έπος του δον Χουάν με δύο νέες συνέχειες.

Οι ειδικοί πάνω στο έργο του Καστανέντα θα καταλάβουν ότι εγώ ανήκω σ' αυτούς.
Ομολογώ πως είμαι μια ακόμα αναγνώστρια η οποία λόγω του επαγγέλματός της είχε
την ευκαιρία να προσφέρει, από την δική της πλευρά, την καθημερινή διάσταση
αυτού του άνδρα, που είναι εν γένει απρόσιτος.

Το ενδιαφέρον μου για εκείνον γεννήθηκε από μια κρίσιμη ταύτιση· ξεκίνησε από
τρεις λέξεις που υπήρχαν στην εισαγωγή του βιβλίου Οι διδασκαλίες του Δον Χουάν:
Ινδιάνοι, Νοτιοδυτικά, Greyhound.

Όταν η δεκαετία του '70 έπνεε τα λοίσθια, ζούσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και
ταξίδεψα με το λεωφορείο μέχρι τα επικά σκηνικά του γυρεύοντας την αλήθεια για
τους Ινδιάνους που με είχαν εξίσου γοητεύσει και τρομοκρατήσει όταν ήμουν παιδί
στις κινηματογραφικές αίθουσες.

Στο φυσικό μεγαλείο της Αριζόνας και του Νέου Μεξικού, ανακάλυψα τα
χωριουδάκια, τα πλίθινα σπίτια, τις πλατειούλες, τα γευστικά φαγητά, τις κομμούνες
των καλλιτεχνών, λιγοστούς χίππις που εμμένουν ακόμα να σχηματίζουν με τα
δάχτυλά τους το σήμα της ειρήνης… και ένα σωρό Ινδιάνους… να παζαρεύουν τα
χειροτεχνήματά τους, μεθυσμένοι, πρόσφυγες στις ρεζέρβες… γυρίζοντας την πλάτη
(στρέφοντας τα νώτα) στους λευκούς και στο παρελθόν τους.

Ο δον Χουάν ξεπρόβαλε πάνω από εκείνη την γενοκτονία για την οποία εμείς οι
Ισπανοί γνωρίζουμε –ή θα έπρεπε να γνωρίζουμε– πολλά.

Η Αμερική είναι ένα φανταστικό όρος υπερπλήρες θησαυρών· ένα ζωντανό αίνιγμα
του παρελθόντος. Και μόνο πολύ λίγοι γνωρίζουν την λέξη «Σουσάμι». Η
περιφρόνηση πέντε αιώνων την καταδιώκει.

Η ίδια περιφρόνηση που επιφυλάχθηκε στον Καστανέντα όταν αυτοορίστηκε ως


μάγος.

Τα επόμενα Χριστούγεννα, ο Κάρλος Καστανέντα θα συμπληρώσει τα 55 χρόνια του·


θα συνεχίσει την καθημερινή του εξάσκηση με το κουνγκ-φου, γελοιοποιώντας το
παρελθόν και το μέλλον. Γιατί ζει με ένταση ένα παρόν στο οποίο νοσταλγεί μόνο
την απέραντα λατρεμένη και σοφή μορφή του δον Χουάν.

Είθε να ξανασυναντηθούν!

Μαδρίτη, 1990

Εισαγωγή
Το καλοκαίρι του 1988 και κατά την διάρκεια ενός ταξιδιού στην Καλιφόρνια,
αποφάσισα να ερευνήσω τι είχε απογίνει ο Κάρλος Καστανέντα. Κυκλοφορούσαν
διάφορες φήμες· μια από αυτές ήταν ότι είχε πεθάνει πριν από χρόνια, παρ' όλο που
νέα βιβλία της σειράς του δον Χουάν συνέχιζαν να εκδίδονται με το όνομά του.

Η ασυνήθιστη, για έναν διάσημο συγγραφέα, συμπεριφορά του, που αποποιήθηκε την
προώθηση των βιβλίων του και του εαυτού του με περιοδικές εμφανίσεις στα μέσα
επικοινωνίας, είχαν δώσει λαβή στη μοναδική –και γιαι πολλούς έγκυρη– εκδοχή:
ναρκισισμός ή θάνατος.

Και παρ' ότι ούτε ο Καστανέντα ούτε το έργο του θα μπορούσαν να θεωρηθούν
συμβατικά, κάποια εξήγηση θα υπήρχε για την τόσο αιφνίδια εξαφάνισή του.
Κουράστηκε ίσως από τον σκεπτικισμό με τον οποίο κάποιοι κύκλοι διανοουμένων
υποδέχτηκαν τα βιβλία του;

Μήνες πριν, ερευνώντας τα άρθρα που είχαν δημοσιευτεί για εκείνον, κόλλησα σε
ένα το οποίο ανέτεμνε την βιογραφία του και τα τέσσερα βιβλία που είχαν
κυκλοφορήσει μέχρι εκείνη την στιγμή· ο συγγραφέας του άρθρου γελοιοποιούσε τον
Καστανέντα και υποστήριζε ότι ο δον Χουάν υπήρχε μόνο στην φαντασία του.

Τα αντιφατικά στοιχεία για το άτομό του, η διαρκής του άρνηση να δώσει


περισσότερες λεπτομέρειες για τον εαυτό του ή τον δάσκαλό του, προκάλεσαν τον
εκνευρισμό μεγάλου αριθμού δημοσιογράφων, μελετητών και επιστημόνων οι οποίοι
αποκήρυξαν την ενθουσιώδη υποδοχή που είχαν επιφυλάξει στα πρώτα βιβλία του –
για τη συγγραφική και ανθρωπολογική συνεισφορά τους– και τον κατηγόρησαν ότι
όσα έγραφε αποτελούσαν αποκυήματα της φαντασίας του, μεταμφιεσμένα ως
βιωμένη εμπειρία σε πρώτο πρόσωπο και πασαλειμένα με εθνο-ανθρωπολογία.

Πολύ αργά. Χάρη σ' αυτή την αρχική ενθουσιώδη υποδοχή, τα βιβλία του πουλιώνται
σ' ολόκληρο τον κόσμο και τον έχουν μετατρέψει σε μύθο· οι φοιτητές του
Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Ίρβιν ζήτησαν –και το πέτυχαν στς αρχές της
δεκαετίας του '70– να γίνει επισκέπτης καθηγητής· τις διαλέξεις του παρακολούθησαν
πλήθη ακροατών.

Αλλά από τις τελευταίες δημόσιες εμφανίσεις του είχαν περάσει αρκετά χρόνια. Πού
βρισκόταν σήμερα ο Καστανέντα; Κρυβόταν στην ζούγκλα ή στα απρόσιτα βουνά
του Μεξικού;

Η απάντηση ήταν πολύ πιο απλή. Ασχολείται με τις υποθέσεις του στην πολύχρωμη
πόλη του Λος Άντζελες. Και εκεί ακριβώς κατάφερα να τον γνωρίσω, όχι εξαιτίας της
διορατικότητάς μου αλλά επειδή εκείνος το αποφάσισε, στις 25 Αυγούστου 1988.

IV. Αναμνήσεις από τον Δον Χουάν

Οι Ινδιάνοι που φιλοξενούνταν στο σπίτι του περιόριζαν τις κινήσεις του. Επρόκειτο
για δύο άνδρες και μία γυναίκα οι οποίοι, όπως μου είχε εξηγήσει ο Καστανέντα όταν
σκεφτόταν ότι έπρεπε να φύγει για τη Σονόρα, σύχναζαν στου δον Χουάν.

«Και πρέπει να ασχολείσαι μαζί τους;» ρώτησα.


«Είναι που τώρα τον θεωρούν», εξήγησε η Φλορίντα δείχνοντας τον Καστανέντα,
«ως τον ναγουάλ τους».

«Τους πρότεινα να τους γράψω σε κάποια νυχτερινή σχολή για να μάθουν αγγλικά
και άλλα πράγματα», διηγήθηκε ο Καστανέντα με ενοχλημένο τόνο, «για να
μορφωθούν.»

«Εκείνοι όμως θέλουν να περάσουν αμέσως στις πρακτικές της μαγείας», πρόσθεσε η
Φλορίντα απογοητευμένη.

«Προσφέρθηκαν να γίνουν σοφέρ μου, να μου μαγειρεύουν ή να σιδερώνουν τα


παντελόνια μου», συνέχισε εκείνος. «Και τους είπα ότι δεν χρειάζομαι ούτε σοφέρ
ούτε θαλαμηπόλο. Ανόητοι Ινδιάνοι!», αναφώνησε αγανακτισμένος.

«Γιατί ο δον Χουάν ήθελε οι μαθητές τους να έχουν μια πνευματική καλλιέργεια;»,
ρώτησα.

«Γιατί η λογική είναι η μόνη που μπορεί να προστατεύσει από το αναπόφευκτο


ανεμόδαρμα του αγνώστου, ενάντια στον φόβο του αγνώστου», απάντησε ο
Καστανέντα. «Η λογική», συνέχισε, «είναι η μοναδική παρηγοριά του μάγου. Η
παρηγοριά δεν έρχεται στον μάγο από το πάθος ή από τα συναισθήματα. Η λογική
είναι εκείνη που τον σώζει.»

Ο Καστανέντα και η Φλορίντα εκπλήρωναν τις απαιτήσεις. Μια άλλη γυναίκα της
ομάδας ετοίμαζε επί του παρόντος το διδακτορικό της στην Ιστορία στο πανεπιστήμιο
του Λος Άντζελες.

«Ο δον Χουάν έθετε όρους στις τάσεις σας ή στις κλίσεις σας;», ρώτησα τον
Καστανέντα.

«Η σχέση μου με τον δον Χουάν δεν με απομάκρυνε από ό,τι με ενδιέφερε.
Αισθάνομαι σήμερα το ίδιο πάθος για τον ακαδημαϊκό κόσμο όσο και όταν άρχισα να
κινούμαι σ' αυτόν», απάντησε αποφασιστικά.

Θα πρέπει, αναμφίβολα, να υπήρξε οδυνηρό ότι, μετά την πολεμική που προκλήθηκε
για τα βιβλία του, πολλοί συνάδελφοί του τον αντιμετώπισαν σαν απατεώνα,
αποκλείοντάς τον από εκείνον τον κόσμο με τον οποίο, όπως δηλώνει, συνεχίζει να
συνδέεται συναισθηματικά.

Ο αφοσιωμένος οπαδός του Χάρολντ Γκαρφίνκελ υπήρξε βέβαια η παρηγοριά του


και το καταφύγιό του, όπως και μέντοράς του, όταν πανεπιστήμια και εκδοτικοί οίκοι
τού αρνούνταν τον άρτο και το άλας της ανθρωπολογίας. Είχε φθάσει πολύ μακριά,
και μέσω δρόμων καθόλου ορθόδοξων.

Κι από ό,τι λέει, δεν ήταν εύκολο:

«Σε κάποια συγκεκριμένη στιγμή της μαθητείας μου, έπεσα σε μεγάλη κατάθλιψη.
Ήμουν εξουθενωμένος από τον τρόμο, τη μελαγχολία και τις σκέψεις για αυτοκτονία.
Τότε ο δον Χουάν μου επισήμανε ότι για αυτήν την κατάσταση ευθυνόταν ένα από τα
τεχνάσματα της λογικής για να διατηρήσει τον έλεγχο. Η θέληση είναι η φωνή του
σώματος.»

Δίχως αμφιβολία, απαιτούνταν πολλά για να ξεπεράσει την απουσία του δασκάλου
του, που είχε γεννηθεί το 1891 και πέθανε, όπως είπε ο Καστανέντα, το 1973, αν και
χρησιμοποίησε διαφορετικό ρήμα για την τελευταία στιγμή του.

«Είπες ότι ο δον Χουάν “έφυγε” το 1973. Ποιόν μήνα;»

«Τον Ιούνιο», προσδιόρισε με ακρίβεια.

«Το ήξερες ότι επρόκειτο να συμβεί;»

«Εκείνος αποφάσισε τη στιγμή που θα έφευγε.»

«Πώς συνέβη;»

«Περιστοιχιζόταν από τους μάγους του και, ξαφνικά, μετατράπηκε σε φως και
«εξαφανίστηκε», μαζί με όλους τους υπόλοιπους», είπε με θαυμασμό, ενώ
ταυτόχρονα ύψωνε και τα δύο χέρια του.

«Και η δόνια Φλορίντα;»

«Το ίδιο!», αναφώνησε. «Εξαφανίστηκε επίσης με την ομάδα της μετατραπείσα σε


φως. Προηγουμένως, όμως, αυτή και οι μάγισσές της χάρισαν στην Φλορίντα όλα τα
κοσμήματά τους και τα αντικείμενα δύναμης.

«Μου χάρισαν τα περιδέραιά τους, τα βραχιόλια τους», επενέβη συγκινημένη η


Φλορίντα «και άλλα αντικείμενα που εκείνες χρησιμοποιούσαν.» Έσπευσε να
διευκρινίσει ότι δεν είναι αντικείμενα αξίας, αλλά δύναμης.

Αυτό το ιδιαίτερο κληροδότημα φαίνεται να χρίζει την Φλορίντα Ντόνερ κληρονόμο


της συντρόφισσας του δον Χουάν.

Ο Καστανέντα οδηγούσε τώρα σε δενδροφυτευμένους δρόμους με βίλες


μισοκρυμμένες από τη βλάστηση, και στάθμευσε στην αριστερή πλευρά ενός δρόμου
μπροστά από ένα γωνιακό σπίτι. Βρισκόμασταν στο Ουέστγουντ.

Αποχαιρετιστήκαμε με τη Φλορίντα. Δεν γνώριζα αν θα την ξανάβλεπα.

Καθώς είχε ανοίξει ήδη την πόρτα και ετοιμαζόταν να βγει, θυμήθηκε κάτι και μου
είπε:

«Αύριο θα σου δώσουμε τα βιβλία.» Αναφερόταν σε εκείνα του Καστανέντα, ο


οποίος προσφέρθηκε να μου τα δώσει. «Δεν μπορώ τώρα να τα ψάξω», απολογήθηκε,
«γιατί πρέπει να ασχοληθώ με τους Ινδιάνους.»

«Θα της δώσουμε και το δικό σου, ε;», είπε εκείνος, περιμένοντας την επιδοκιμασία
της. Η Φλορίντα συγκατατέθηκε ντροπαλά. Απομακρύνθηκε από το αυτοκίνητο,
διασχίζοντας τη μικρή πρασιά με το γρασίδι μέχρι το σπίτι και στράφηκε ξανά για να
μας χαιρετήσει. Πριν χαθεί πίσω από δέντρα, ο Καστανέντα ξεκίνησε.

Δεν μπόρεσα να μην επιμείνω στις συνθήκες κάτω από τις οποίες πέθανε ο δον
Χουάν.

«Ώστε έτσι, λοιπόν, εξαφανίστηκε;»

«Ναι. Άλλαξε επίπεδο και έπαψε να είναι προσιτός», διαβεβαίωσε.

«Πώς σε επηρέασε η απουσία του;» Σε κάποιο από τα βιβλία του είχε περιγράψει το
κενό που ένιωσε, αγνοούσα όμως αν είχε ακόμα αυτό το συναίσθημα.

«Το μόνο που με παρηγορεί είναι το ότι ο δον Χουάν είναι ελεύθερος», απάντησε με
μια πινελιά νοσταλγίας, αν και εκείνος αμφέβαλε μερικές φορές για το αν θα το
κατάφερνε.

Γύρισα τη συζήτησε σε εποχές που θα πρέπει να ήταν περισσότερο ευχάριστες.

«Πώς ερχόσουν σε επαφή μαζί του;»

«Ο δον Χουάν ερχόταν επίσης στο Λος Άντζελες.»

«Μιλούσε αγγλικά;»

«Μιλούσε τέλεια αγγλικά. Ήταν ένας αμερικάνος Ινδιάνος, ένας Ινδιάνος από τη
Γιούμα», αναφώνησε αγανακτισμένος από την ερώτηση. «Γνώριζε διάφορες γλώσσες
των αυτόχθονων», πρόσθεσε, «πέρα από τα ισπανικά.»

«Πώς ήταν το παρουσιαστικό του;»

«Είχε καλό παρουσιαστικό. Ήταν ψηλός και ευκίνητος. Φορούσε μεταξωτά


πουκάμισα και τα κοστούμια του ήταν ραμμένα κατά παραγγελία. Αστειευόταν μαζί
μου γιατί φορούσα ετοιματζίδικα ρούχα.»

«Στο τέλος του πρώτου σου βιβλίου Οι διδασκαλίες του δον Χουάν λες πως το 1965
εγκατέλειψες μόνος σου τη μαθητεία σου. Γιατί;»

«Δεν την εγκατέλειψα», διαμαρτυρήθηκε. «Την παραμέρισα. Ο δον Χουάν μου είχε
δώσει πληροφορίες για την αριστερή πλευρά που έπρεπε να “κατακαθήσουν”.»

Ο Καστανέντα είχε εξηγήσει στα βιβλία του ότι η διδασκαλία για τη δεξιά πλευρά
είχε θέση σε καταστάσεις της καθημερινής συνειδητότητας, ενώ για την αριστερή
πλευρά απαιτούνταν μια αυξημένη κατάσταση συνειδητότητας, την οποία ο δον
Χουάν προκαλούσε στον απροετοίμαστο μαθητή του μέσω ενός βίαιου χτυπήματος
ανάμεσα στις ωμοπλάτες.

Τα τέσσερα χρόνια μαθητείας που είχαν περάσει μέχρι το 1965 ίσως τον έφεραν στο
όριο της ψυχολογικής του αντίστασης, κάνοντάς τον να την εγκαταλείψει. Εκ των
πραγμάτων, στην αρχή του δεύτερου βιβλίου του ζητούσε συγνώμη από τον δον
Χουάν γιατί είχε εγκαταλείψει τη μαθητεία εξαιτίας του φόβου.

Μέχρι εκείνη τη στιγμή, και για αρκετό διάστημα στην συνέχεια, ο δον Χουάν του
έδινε ναρκωτικά, αν και δεν χρησιμοποίησε αυτό το σύστημα με τους άλλους μαθητές
του.

«Γιατί ήσουν ο μόνος στον οποίο έδωσε ναρκωτικά;»

«Ήμουν τρομερά συμπαγής… δεν μπορούσα να παρεκκλίνω από την πορεία μου, και
έπρεπε να προκαλέσει αναγκαστικές κινήσεις σε άλλο επίπεδο, παραισθήσεις που δεν
θα μπορούσα να εξηγήσω και που θα άλλαζαν τη λογική μου.»

Ο πανικός υπήρξε το άμεσο αποτέλεσμα. Αν και, όπως συνηθίζει ο Καστανέντα, σε


μια συνέντευξη που παραχώρησε στον Σαμ Κην και δημοσιεύτηκε στις αρχές της
δεκαετίας του 1970 στο Psychology Today, απαλλάσσει τον δάσκαλό του και
αναλαμβάνει όλη την ευθύνη:

«Ο δον Χουάν χρησιμοποίησε τα ψυχοτρόπα φυτά μόνο κατά τη μέση περίοδο της
μαθητείας μου γιατί ήμουν πολύ ανόητος, επιτηδευμένος και κακομαθημένος…
Επέμενα στην περιγραφή μου του κόσμου λες και ήταν η μοναδική αλήθεια. Τα
ψυχοτροπικά κατέστρεψαν τη δογματική μου σιγουριά, όμως σε αντάλλαγμα
πλήρωσα ένα βαρύ τίμημα. Το σώμα μου εξασθένησε και χρειάστηκα αρκετούς
μήνες για να συνέλθω. Υπέφερα από νευρική υπερένταση και λειτουργούσα σε ένα
πολύ χαμηλό επίπεδο: Αν είχα συμπεριφερθεί ως πολεμιστής αποδεχόμενος την
ευθύνη, δεν θα χρειαζόταν να τα πάρω.»

Ο Καστανέντα, που ένας καθηγητής του τον είχε παροτρύνει να ενδιαφερθεί για τον
σαμανισμό, έχει γράψει ότι όταν γνώρισε τον δον Χουάν γύρευε πληροφορίες για τα
φαρμακευτικά φυτά, με στόχο να ετοιμάσει ένα σύντομο δοκίμιο που θα τον
βοηθούσε στην ακαδημαϊκή του καριέρα στην Ανθρωπολογία, αφού επιδίωκε να γίνει
καθηγητής.

Αναφερόμενος σε άλλα ναρκωτικά, πολύ διαδεδομένα τη δεκαετία του 1970,


δηλώνει:

«Δεν πήρα ποτέ LSD.»

Σε ποια ψυχική κατάσταση, όμως, βρισκόταν τότε ο Καστανέντα;

«Όταν γνώρισα τον δον Χουάν», λέει στην ίδια συνέντευξη προς τον Σαμ Κην, «είχα
πολύ λίγη προσωπική δύναμη. Είχα ζήσει μια πολύ εκκεντρική ζωή… Ήμουν
ολοφάνερα επιθετικός και κακομαθημένος. Από μέσα μου όμως ήμουν διστακτικός
και ανασφαλής. Όπως και η πλειονότητα των διανοούμενων, ένιωθα ασφαλής παρ'
όλο που δεν είχα κανέναν προορισμό. Με παρατηρούσα πάντα και μιλούσα με τον
εαυτό μου. Σπάνια σταματούσα τον εσωτερικό διάλογο.»

Επέστρεψα στο ίδιο θέμα:


«Ο δον Χουάν έλεγε πως για να σκεφτείς καλά πρέπει να σταματήσεις να
σκέφτεσαι.»

«Ναι, πρέπει να εγκαταλείψεις τον συνήθη κόσμο της σκέψης, που είναι μόνο
επαναβεβαιώσεις του εαυτού σου.»

Ο Γιακί δάσκαλος είχε τη γνώμη ότι η κάθοδος του πνεύματος συνέβαινε όταν
κάποιος σταματούσε τον εσωτερικό του διάλογο, και θλιβόταν γιατί κανείς δεν ήθελε
να είναι ελεύθερος.

«Πιστεύεις ότι ο φόβος για την απώλεια της κατάστασης της συνηθισμένης
συνείδησης είναι αυτός που εμποδίζει το σταμάτημα του εσωτερικού διαλόγου;»

«Όταν υπερνικάται ο φόβος τότε διακρίνεται η ελευθερία, όταν δεν εστιάζεις την
προσοχή σου στην αυταρέσκεια, στον ίδιο σου τον εαυτό.

«Ο δον Χουάν διαβεβαίωνε επίσης ότι ο άνθρωπος ήταν εκείνος ο οποίος είχε
αποποιηθεί τη σιωπηλή γνώση σε αντάλλαγμα του κόσμου της λογικής.

«Οι κοσμικές δυνάμεις, η σιωπηλή γνώση, μας φέρνουν αντιμέτωπους με έναν κόσμο
δαιμόνων, ενώ η λογική μας παρέχει ηρεμία. Η ηρεμία, όμως, του καθημερινού
κόσμου δεν μπορεί πια να συνεχίσει να υφίσταται. Ο δον Χουάν έλεγε πως πρέπει να
επιστρέψουμε στην σιωπηλή γνώση, όμως τώρα με λιγότερο φόβο, αφού
επιστρέφουμε με ένα από τα τρόπαια που αποκτήσαμε επιστρέφοντας στην κόλαση
στην οποία έχουμε κατέβει: την κατανόηση.»

«Αν υπάρχουν άλλες όψεις της πραγματικότητας, πρέπει να είσαι ένα εξαιρετικό
άτομο για να τις συλλάβεις;»

«Οι άνθρωποι έχουν μια βαθιά αίσθηση του μαγικού. Το γεγονός, όμως, του να είσαι
λογικός αποτελεί ένα μειονέκτημα.»

«Γιατί;»

«Ο καθημερινός κόσμος είναι τόσο ασυνήθιστα ισχυρός που δεν μας επιτρέπει
διεξόδους. Μας διδάσκει από νεαρή ηλικία την έμμονη ιδέα για το άτομο. Όχι για το
ολοκληρωμένο άτομο, αλλά για το κοινωνικό άτομο. Αυτή η έμμονη ιδέα δεν μας
αφήνει να ξεφύγουμε.»

«Αυτό ισχύει για όλους;»

«Τα χρόνια που περούν με αυτόν τον τύπο πρακτικών ξεριζώνουν τη μαγεία, και τότε
υπάρχει μόνο το προσωπικό εγώ και οι ανοησίες.»

«Ο δον Χουάν σε κατηγόρησε ότι μεταμφίεζες την αυταρέσκεια ως ανεξαρτησία, και


θεωρούσε ότι η προσωπική σπουδαιότητα συγκαλύπτει την αυτολύπηση.»

«Πρόκειται για μια κατάσταση εξαιρετικής οκνηρίας που φαίνεται πως είναι το
σημείο αναφοράς όλων μας. Την μεταμορφώνουμε σε ιδέες προσωπικής ελευθερίας
για να μην μας ενοχλεί κανείς, και φιλονικούμε για μια ολική ακεραιότητα, που είναι
ψέμα και αποτελεί εμπόδιο που δεν μας επιτρέπει την ελευθερία», κατέληξε απότομα.

Ο δον Χουάν αναφέρθηκε στην «μη πράξη», μια έννοια ταοϊστική για την οποία ο
Καστανέντα μίλησε για λίγο.

«Σε ενδιαφέρουν άλλες φιλοσοφίες ή δόγματα της Ανατολής;» ρώτησα.

«Κάνω κουνγκ-φου», απάντησε.

«Α, γι' αυτό διατηρείσαι τόσο καλά.»

«Και βέβαια είμαι σε καλή φόρμα, αυτό όμως οφείλεται στην καθημερινή μου
εξάσκηση», αναφώνησε.

Από τη Φλορίντα γνώριζα ότι ο Καστανέντα όχι μόνο «έκανε» αλλά ότι «είναι»
επίσης δάσκαλος του κουνγκ-φου.

Αρκετούς μήνες αργότερα, διάβασα στην αφιέρωση του τελευταίου του βιβλίου, Η
εσωτερική φλόγα: «Θέλω να εκφράσω τον θαυμασμό και την ευγνωμοσύνη μου σε
έναν εξαιρετικό δάσκαλο, τον H. Y. Lee, που με βοήθησε να ανακτήσω τις δυνάμεις
μου, και μου έδειξε έναν εναλλακτικό δρόμο για την πληρότητα και την ευδαιμονία».

Ήταν ο Lee -συνηθισμένη απόδοση στα αγγλικά για το κινεζικό όνομα Li- ο
δάσκαλος που του δίδαξε το κουνγκ-φου;

Από τις πολεμικές τέχνες περάσαμε στην γιόγκα, μια μορφή γνώσης τόσο
διαδεδομένη όσο και παραποιημένη.

Ο Καστανέντα διηγήθηκε πως κάποτε τον είχαν προσκαλέσει σε ένα από τα πολυτελή
κέντρα που ήταν εγκατεστημένα στην Καλιφόρνια.

«Με έβαλαν να καθίσω δίπλα στον σημαντικότερο δάσκαλο. Δεν ήξερα τι να του πω.
Που και που γύριζα και του έκανα μια ερώτηση του είδους: «Λοιπόν σας αρέσει η
Καλιφόρνια;» Γέλασε δυνατά και συνέχισε: «Στον αποχαιρετισμό, ένας από τους
οπαδούς του με ράντισε, χρησιμοποιώντας κάποιο είδος αγιαστούρας, με ένα υγρό
που πιστεύω πως ήταν ούρα του δάσκαλου, γιατί ό,τι προερχόταν από το σώμα του
θεωρείται ιερό, το ξέρεις;»

«Αφού βρισκόμαστε σ' αυτά τα θέματα, ποια είναι η γνώμη σου για τη θεωρία της
μετενσάρκωσης;» Η απόρριψή του ήταν δηκτική.

«Ο δον Χουάν είχε υπολογίσει ότι, μόνο σε δυο χιλιάδες χρόνια, καθένας μας
χρειαζόταν να έχει κάπου είκοσι χιλιάδες προγόνους: τέσσερις παππούδες, οκτώ
προπαππούδες, δεκαέξι προπροπαππούδες, κ.λπ.» Ύψωσε τη φωνή του, και
πρόσθεσε: «Η υπεροψία του ανθρώπου τον κάνει να πιστεύει πως είναι καλύτερος
από τα ζώα. Είχα αναστατωθεί πολύ όταν αποδείχθηκε ότι όπως ακριβώς ο άνθρωπος
κατά τη διάρκεια της κύησης περνά από όλες τις φάσεις της ζωής των ζώων, το ίδιο
συμβαίνει και με τον πίθηκο, που επιπλέον ξεπερνά την ανθρώπινη φάση για να γίνει
πίθηκος», κατέληξε αγανακτισμένος, κάτι που απέτρεψε οποιεσδήποτε αντιρρήσεις
πάνω σ’ αυτό το ζήτημα.

Οποιοσδήποτε ορθόδοξος υλιστής θα προσυπέγραφε αυτό που είπε ο Καστανέντα.


Φαινόταν, όμως, αντιφατικό ότι ταυτόχρονα δεχόταν πως το άτομο πηγαίνει μετά
θάνατον κάπου αλλού («άλλαξε επίπεδο και έπαψε να είναι προσιτός»). Ότι
αναφερόταν στον δον Χουάν στον ενεστώτα και χαιρόταν για την κατάστασή του
(«το μόνο που με παρηγορεί είναι ότι ο δον Χουάν είναι ελεύθερος»). Και ότι αυτή η
θαυμαστή δυνατότητα δεν είναι εφικτή για όλους («και εκείνος αμφέβαλε μερικές
φορές για το αν θα το κατάφερνε»). Έτσι, πιστεύει σε μια επιλεκτική απελευθέρωση,
βασισμένη στις ιδιομορφίες του ατόμου.

Ο ορθόδοξος υλιστής, επίσης, δεν παραδέχεται ότι μετά την εξαφάνιση του σώματος
επιζεί μια ενέργεια, που έχει συνείδηση του ατόμου που υπήρξε, που «φεύγει για
άλλα επίπεδα γυρεύοντας την ελευθερία».

Ο Καστανέντα, ωστόσο, υποστηρίζει στα βιβλία του πως ο αετός, σύμβολο του
πνεύματος ή της κοσμικής δύναμης, κάποιους τους καταβροχθίζει ή τους αφήνει να
περάσουν.

«Το πνεύμα είναι άψογο και ο μάγος μιμείται αυτή την αψογότητα», έχει επίσης
γράψει.

Σύμφωνα, όμως, με τις εξηγήσεις του, δεν μπορούν όλοι να γίνουν μάγοι. Μόνον
εκείνοι οι οποίοι έχουν γεννηθεί με μια «συγκεκριμένη μορφολογία του φωτεινού
αυγού», και την απαραίτητη διανοητική ικανότητα που καθιστά δυνατή «την
κατανόηση» για να προφυλαχθεί από τα «σφυροκοπήματα της ενέργειας».

Το πνεύμα δρα ιδιότροπα, χορηγώντας σε κάποιους και στερώντας από άλλους τις
συγκεκριμένες ιδιότητες και μορφολογίες που επιτρέπουν ή αποτρέπουν την αιώνια
ελευθερία τους;

Αναφερόμενος στους νόμους του σύμπαντος, ο Αϊνστάιν είχε πει:

«Ο Θεός δεν παίζει ζάρια.» Είναι ανησυχητικό ότι αυτό το είπε για τον άνθρωπο,
εξαρτώντας το πεπρωμένο του από τον τρόπο με τον οποίο πέφτουν στο τραπέζι:
μάγος ή «πορδή».

«Μερικές φορές έχεις αναφερθεί στην ενέργεια, λέγοντας ότι κάνουμε κακή χρήση
της. Τι εννοείς;»

«Η υποταγή στα πάθη, η σπατάλη της ενέργειας -που θα μπορούσε να


χρησιμοποιηθεί στο μονοπάτι του πολεμιστή- είναι αξιοθρήνητη.»

«Σύμφωνα, όμως, με το ανέκδοτο του νορβηγού τραβεστί που μου έχεις διηγηθεί, κι
εσύ επίσης συνήθιζες να την σπαταλάς. Τι συνιστάς σε κάποιον για να αλλάξει η
συμπεριφορά;»
«Ο δον Χουάν μου είπε ότι όλοι ερχόμαστε στον κόσμο με μια συγκεκριμένη
ποσότητα ενέργειας που καθορίζεται από τις συνθήκες κάτω από τις οποίες
πραγματοποιήθηκε η σύλληψή μας. Αν η συνουσία ήταν βαρετή, χωρίς οργασμό, το
νέο ον θα έχει λιγοστή ενέργεια.» Έφερε ως παράδειγμα την περίπτωσή του: «Η
μητέρα μου ήταν δεκαπέντε ετών. Η επαφή της με τον πατέρα μου έγινε πίσω από μια
πόρτα. Εκείνη δεν τελείωσε. Γι' αυτό, ο δον Χουάν με συμβούλευσε να μην σπαταλώ
τη σεξουαλική μου ενέργεια. Η σεξουαλική πράξη -συνέχισε με διδακτικό ύφος- έχει
τεράστια σημασία. Καταναλώνει μεγάλη ποσότητα ενέργειας και αποτελεί γεγονός
για την τεκνοποίηση. Δεν μπορείς να τη σπαταλάς με χυδαίο τρόπο.» Υπάρχουν και
άλλα θέματα σχετικά με την τεκνοποίηση, που επίσης μου εξήγησε: «Το παιδί όταν
γεννιέται παίρνει από τη δική μας ενέργεια, και στο φωτεινό αυγό το οποίο είμαστε
μπορεί να παρατηρηθεί η ύπαρξη τόσων σκοτεινών κηλίδων όσα παιδιά έχουν
γεννηθεί. Όταν ανησυχούμε μήπως χτυπήσουν τα παιδιά, στην πραγματικότητα
ανησυχούμε για την ενέργεια την οποία τους έχουμε παραχωρήσει.» Και
διαβεβαιώνει: «Δεν πρέπει να αγκαλιάζουμε τα παιδιά από μπροστά, γιατί τα
αποδυναμώνουμε στην ασυνείδητη επιθυμία μας να ανακτήσουμε αυτή την ενέργεια
και να ξαναγίνουμε πλήρεις.»

«Αυτή η παραχώρηση ενέργειας επηρεάζει μόνο τη γυναίκα;»

«Όχι. Οι επιπτώσεις είναι οι ίδιες και για τον πατέρα και για την μητέρα.»

Όταν ο Καστανέντα ρώτησε τον δον Χουάν αν οι γυναίκες μπορούσαν να γίνουν


πολεμιστές, εκείνος απάντησε: «Βεβαίως μπορούν, και είναι ακόμα καλύτερα
εξοπλισμένες από ό,τι οι άνδρες για το μονοπάτι της γνώσης. Οι άνδρες είναι μόνο
λίγο πιο ανθεκτικοί. Θα έλεγα, όμως, ότι σε τελική ανάλυση, οι γυναίκες έχουν ένα
μικρό προβάδισμα.»

Ζήτησα από τον μαθητή του να μου πει τη γνώμη του πάνω σ' αυτό το ζήτημα:

«Η γυναίκα είναι πολύ ρευστή», διευκρίνισε ο Καστανέντα «αφού από τη στιγμή της
γέννησης δεν της επιτρέπεται η ακαμψία. Είναι ένα αντικείμενο για την εξυπηρέτηση
και την ευχαρίστηση του αρσενικού. Μετατρεπόμενη σε σεξουαλικό αντικείμενο
αποκτά αυτήν τη ρευστότητα. Η σκλαβιά την τοποθετεί σε μια κατάσταση ανάγκης
και αυτό την παρεμποδίζει να θέσει άλλους στόχους. Κάτι που ο άνδρας το
υπερασπίζεται με αποφασιστικότητα», κατέληξε.

Ο Καστανέντα αποδέχεται, λοιπόν, ότι η γυναίκα διαθέτει λιγότερη θέληση για να


επιτύχει πνευματικούς στόχους, αν και μιλά με σεβασμό και στοργή στα βιβλία του
για την Κάρολ, τη γυναίκα ναγουάλ με την οποία μοιραζόταν κάποτε την ηγεσία της
ομάδας, και η οποία έδειχνε μεγάλη αποφασιστικότητα και πρωτοβουλία στην
συμπεριφορά της.

Ο ίδιος έχει αναφέρει ότι η δόνια Φλορίντα όχι μόνο ολοκλήρωσε τη μύηση κάποιων
μαθητών του δον Χουάν, αλλά ότι είχε επιπλέον τη δική της ομάδα, και μέχρι τον
θάνατό της ασχολήθηκε επίσης με τον Καστανέντα.

Από την άλλη πλευρά, η εξέχουσα θέση που προφανώς κατελάμβανε η Φλορίντα
Ντόνερ σ΄ αυτή τη μικρή κοινότητα αποδεικνύει την απουσία διακρίσεων στην κάστα
των μάγων του δον Χουάν, ο οποίος διαβεβαίωνε τον μαθητή του ότι έφτανε, μέσω
των παλιών και των νέων μάγων, σε πολύ παλιούς καιρούς.

Ως συνήθως, ο Καστανέντα στάθμευσε μπροστά στο σπίτι που έμενε, αλλά συνέχισε
να συζητά.

Φαινόταν ότι είχε έρθει η στιγμή να εκφράσω κάποιες διαφωνίες μου σχετικά με τις
απόψεις του δον Χουάν τις οποίες μου είχε εξηγήσει ο μαθητής του. Του ζήτησα να
μου διηγηθεί ένα ανέκδοτο σχετικά με τον σαρκαστικό χαρακτήρα του δασκάλου του.

«Όταν έφευγα για την έρημο ή για το βουνό με τον δον Χουάν, αν και ασφυκτιούσα
από τον ρυθμό που μου επέβαλε, του ζητούσα να σταματήσουμε μια στιγμή για να
ανάψω ένα τσιγάρο. Καθώς εγώ έπαιρνα μερικές ρουφηξιές, χωρίς σχεδόν να μπορώ
να αναπνεύσω, ο δον Χουάν γελούσε μαζί μου. Είχα τόσο βαθιά ριζωμένη αυτή την
συνήθεια που έφτανα να καπνίζω τρία πακέτα καθημερινά.»

«Μια μέρα», συνέχισε ο Καστανέντα με ευχάριστο ύφος, «μου είπε ότι θα πηγαίναμε
να περάσουμε κάπου δέκα μέρες στην έρημο, και με συμβούλευσε να κουβαλήσω
όλα τα τσιγάρα που θα χρειαζόμουν, αφού δεν επρόκειτο να περάσουμε από
κατοικημένες περιοχές.»

«Πρόσθεσε πως έπρεπε να τα τυλίξω καλά για να μην τα πετσοκόψουν τα κογιότ


κατά την διάρκεια της νύχτας. Κι έτσι τύλιξα σαράντα ή πενήντα πακέτα με
αλουμινόχαρτο. Όταν νύχτωσε, κοιμηθήκαμε στο ύπαιθρο, αλλά όταν ξύπνησα
ανακάλυψα ότι τα τσιγάρα μου είχαν εξαφανιστεί. Ο δον Χουάν είπε πως σίγουρα τα
κογιότ είχαν παρασύρει την τσάντα στην οποία βρισκόντουσαν, και ότι θα την
βρίσκαμε μπλεγμένη σε κάποια συστάδα θάμνων εκεί γύρω. Ψάχναμε για ώρες, δεν
καταφέραμε όμως να τα βρούμε. Άρχισα να νιώθω μεγάλη νευρικότητα, καθώς
επιθυμούσα διακαώς να καπνίσω. Ο δον Χουάν, βλέποντας την κατάστασή μου,
αποφάσισε να πάμε σε ένα κοντινό χωριουδάκι για να δούμε αν θα μπορούσαμε να
βρούμε κάποιας μορφής καπνό. Δεν είχαν όμως. Φύγαμε από εκεί, βαδίσαμε λίγο, και
ξαφνικά ο δον Χουάν σταμάτησε για να αναλύσει την κατάστασή μας, λέγοντας: “Αν
συνεχίσουμε προς τον βορρά για κάπου 800 μίλια θα φτάσουμε στις Ηνωμένες
Πολιτείες. Αν πάμε δυτικά, θα βρούμε τον Ειρηνικό, δυτικά τον Κόλπο και νότια την
Πόλη του Μεξικού”. Ήμουν αγανακτισμένος», θυμάται γελώντας ο Καστανέντα. «Ο
δον Χουάν άρχισε να περπατά γρήγορα, όμως κάθε λίγο σταματούσε, καθόταν
ανακούκουρδα και παρατηρούσε το περιβάλλον. Εγώ σκεφτόμουν: “Αυτός ο ανόητος
Ινδιάνος δεν ξέρει πώς να φύγουμε από δω. Αυτός ο γεροξεκούτης Ινδιάνος κατάφερε
να χαθούμε”. Έτσι πέρασαν μερικές μέρες, ώσπου τελικά ο δον Χουάν κατάφερε να
βρει τον δρόμο και επιστρέψαμε στο σπίτι του. Ως τότε όμως εγώ είχε κόψει την
συνήθεια του καπνίσματος. Πολύ αργότερα, ανακάλυψα ότι όλες αυτές τις μέρες
βρισκόμασταν στην ίδια περιοχή, κάνοντας κύκλους. Ακόμα και σήμερα», ομολογεί ο
Καστανέντα, «χρησιμοποιώ πουκάμισα χωρίς τσέπες, γιατί εκεί συνήθιζα να βάζω το
πακέτο.» Ψηλάφισε το αριστερό μέρος του πουκαμίσου του με κάποια νοσταλγία και
γέλασε δυνατά.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο δον Χουάν χρησιμοποιούσε δραστικά μέσα, όπως
αποδεικνύουν τα βιβλία του Καστανέντα.
«Γιατί ο δον Χουάν έλεγε ότι ο άνθρωπος πρέπει να μορφώνεται, σήμερα
περισσότερο από ποτέ, για να έρθει σε επαφή με τον εσωτερικό του κόσμο; Είναι
γιατί έτσι ανέρχεται σε ένα ανώτερο επίπεδο διανοητικής ανάπτυξης;»

«Σαχλαμάρες!» αναφώνησε. «Είναι γιατί σήμερα έχουμε πτωχεύσει. Βρισκόμαστε»,


συνέχισε εκνευρισμένος, «στη μέση μιας μάχης μεταξύ δύο υπερδυνάμεων που θα
καταστρέψουν την ανθρωπότητα. Έχουν ήδη ανοίξει μια τρύπα στο όζον. Και
πιστεύεις ότι θα την κλείσουν; Θα εγκαταλείψουν τις τεράστιες αμυντικές τους
δαπάνες για να αποκαταστήσουν την Γη; Περισσότερο από ποτέ», κατέληξε με
αποφασιστικό ύφος «ο άνθρωπος χρειάζεται την βοήθεια της μαγείας.»

Λίγα λεπτά αργότερα, με ρώτησε για την ώρα:

«Είναι έξι», απάντησα.

«Πρέπει να φύγω. Θα σου τηλεφωνήσω αργότερα για να σου πω τι ώρα θα


συναντηθούμε αύριο.»

«Ξέρεις ότι φεύγω αύριο.»

«Μην ανησυχείς. Θα συναντηθούμε το πρωί και θα σου φέρω τα βιβλία», είπε


καθησυχαστικά.

You might also like