You are on page 1of 58

ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΜΕΤΡΑΕΙ ΤΑ ΑΣΤΡΑ

Κεφάλαιο Πρώτο
Ο αέρας φύσαγε σαν γύφτος. Έλεγες πως βάλθηκε ν' ανάψει κάπου μια
θεόρατη φωτιά για να ζεστάνει τον κόσμο. Γιατί κρύωνε ο καημένος ο
κόσμος τούτο το φθινόπωρο. Κρύωνε σαν αμαρτωλός. Κρύωναν και τα
σπίτια αυτής της πόλης. Είχαν στριμωχτεί εκεί απά-νου στην ποδιά του
βουνού, απ' τα παλιά τα χρόνια, και τώρα μετάνιωναν. Μα ήταν πια πολύ
αργά. Τώρα είχαν γίνει πόλη. Σηκώνεται και φεύγει, έτσι εύκολα, μια πόλη;
Για να λέμε όμως την αλήθεια το κρύο δεν είχε λόγο να κοπιάσει τόσο
νωρίς. Ούτε κι ο καζαμίας συμφωνούσε μαζί του. Οι παγωνιές ήταν ακόμα
μακριά. Έπηζαν τα ποτάμια και δένανε τα νερά. Αυτές ήταν οι
χειμωνιάτικες δουλειές του αέρα. Μα το Σεπτέμβρη μήνα δε γίνονται αυτά
τα καμώματα. Οι αέρηδες είναι ακόμα μαλακοί. Μυρίζουν ώριμα φρούτα.
Δε θέλουν σύννεφα μαζί τους, πάνε ανάλαφροι σαν ξυπόλυτα αγόρια.
Να, σαν κι αυτό το ξυπόλυτο αγόρι που τρέχει απόψε πάνω στο δρόμο που
φέρνει στην πόλη. Τρέχει γιατί κρυώνει και γιατί το σπρώχνει ο αέρας σαν
κουρελάκι. Τ' όνομα του Μέλιος, μα δε χρειάζεται, γιατί κανείς δεν το
ρωτάει. Τώρα περνάει το μεγάλο δρόμο με τις ακακίες που σκίζει την πόλη
στα δυο. Είναι καλοφτιαγμένος δρόμος. Τα καλοκαίρια μοσχοβολάει
δυνατά απ' τη δεντροστοιχία και, τα περβόλια που απλώνονται πλάι του.
Κάθε Κυριακή τον καταβρέχουν κιόλα μ' ένα τρύπιο βαρέλι που το
φορτώνουν σ' ένα δίτροχο, για να μη σκονίζονται τα φουστάνια των
κοριτσιών. Καλή συνήθεια... Γιατί αλλιώτικα τα κορίτσια μπορεί να μην
έβγαιναν περίπατο, και τότε τι χάρη θα είχε ένας εξοχικός δρόμος χωρίς
κορίτσια;
Το ξυπόλυτο αγόρι έφτασε τώρα στο γεφύρι όπου αντάμωναν ο δρόμος με
τον ποταμό και κάνανε σταυρό. Από δω θα περάσει, να χωθεί στους
σκούρους μαχαλάδες. Απ'αυτό το παλιό γεφύρι που τα θεμέλια του
τρέμουνε απ' το βιαστικό νερό. Αυτό το ποτάμι από αύριο θα μπει στη
μικρή του ζωή.
Γιατί, πιο κάτου, πάει και ποτίζει τις μικρές λεύκες, που ζώνουνε τον
αυλόγυρο του σκολειοό. Κυλά και φέρνει γύρω το κάτασπρο χτίριο και το
τυλίγει σαν νερογάλαζη φασκιά. Από δω φαίνεται καλά η κόκκινη σκεπή
του, οι δυο κολόνες που στέκονται ολόθρες μπροστά στην πόρτα του, τα
φαρδιά του παράθυρα. Όμορφα που θα είναι εκεί μέσα από αύριο... Τα
παιδιά θα μπορούν να 'χουνε από ένα κασκέτο με κουκουβάγια στο κεφάλι
και να μιλούν μεγαλίστικα.
Το σκολειό αυτό ήταν ολόιδιο με τ' όνειρο του. Έτσι άσπριζαν οι τοίχοι του
κι έτσι έφεγγαν τα παράθυρα του τις νύχτες της μοναξιάς. Έτσι φαίνονταν
απ' το χορταρένιο στρώμα του...
Ποιο ήταν αυτό το αγόρι; Μα ποιο άλλο; Ο Κρηφ*. Είχε ακόμα στη γλώσσα
του τη στυφάδα της μοναξιάς, όπως *Κρηφ = όνομα που του 'δωσαν οι
ντόπιοι χωριάτες στο “Συννεφιάζει” εξαιτίας της αναπηρίας του. του την
πότισαν οι σελίδες ενός άλλου βιβλίου που τώρα έμεινε
πίσω.“Συννεφιάζει”... Ο Κρηφ είναι τώρα μεγάλος. Σε λίγο θα γιομίσουν τα
μαγουλά του χνούδι. Τρία σωστά χρόνια πέρασαν από τότε. Και το παιδί
ψήλωσε, ψήλωσε και χλώμιανε κι άλλο, μα δε βάρυνε. Βασανίστηκε κι
άλλο, μα δε γλυκάθηκε. Όλα αυτά τα χρόνια ψαχούλεψε να βρει λίγη
ζεστασιά. Πλήρωσε για το ψωμί του άγουρο ιδρό που ακόμα μύριζε γάλα.
Να ποιο ήταν το αγόρι. Ο Κρηφ του παλιού βιβλίου που δε βρήκε το χωριό
με τα χαρούμενα παιδιά γιατί τα σύννεφα που κυνηγούσε ήταν λυτά και
φεύγανε.
Τι έκανε λοιπόν όλα τούτα τα χρόνια; Τίποτα. Μάζευε γνώση και φαρμάκι.
Ήθελε να είναι καλός και δεν ήξερε. ΉΘελε να γυρέψει το Μάικωβο μα τον
γέλασαν οι δρόμοι. Τι λοιπόν να κάνει; Μια μέρα κάθισε και παίδεψε το
κεφάλι του. Το 'βαλε κάτω και το παίδεψε, το 'πλεξε όπως είδε να κάνουν οι
γύφτοι με το καλάθι. Στο τέλος το βρήκε: Θα 'πιανε φιλία με τα βιβλία. Θα
γύρευε να μάθει από κει, αυτά που του 'κρυβαν οι μεγάλοι πίσω απ' τα
παραμύθια που λέγανε αυτοί οι μικροί χάρτινοι “παππούδες” που κάθονται
στα γόνατα σου και σου λένε τις ιστορίες τους χωρίς καμώματα και
παρακάλια.
Μα στο χωριό, που δούλευε παραπαίδι, δεν είχε χαρτο-πουλειά. Έπρεπε,
λοιπόν, να παρακαλέσει κανένα μπάρμπα απ' αυτούς που κατεβαίνανε στην
πολιτεία και που-λούσανε το καλαμπόκι τους να του φέρει ένα. Και μια
μέρα αυτό έγινε. Έπιασε έναν τέτοιο γερούλη, του 'βαλε στη χούφτα
καναδυό μεταλλίκια και, “σε παρακαλώ”, του λέει “αν βρεις, εκεί που πας,
κανένα βιβλίο που να λέει καλές ιστορίες, πάρτο μου. Ε; Πολύ θα σε
περικαλέσω, όμως...”
Έβαλε ο παππούς τα μεταλλίκια στην απαλάμη του, τα πασπάτεψε με το
δάχτυλο, αναποδογύρισε ένα, για να δειτι έχει από κάτω... έστρωσε με το
δάχτυλο τα μουστάκια του... και του τα 'δωσε πίσω. “Πάρτα, του λέει. Αν τα
χαρτιά λένε καλά παραμύθια., μου τα λες και μένα και ξεχρεώνουμε. Αν,
πάλι, δε λένε, θα σου πάρω ένα αυτί. Ε;...” Το παιδί τρόμαξε. Ο γέρος τότε
έβαλε τα γέλια... “Αιντε, άιντε... Σύχασε... είπε. Δε σου παίρνω αυτί, σου
παίρνω ένα μεταλλίκι. Σύμφωνοι;”
Σε τρεις μέρες του 'φερε ένα χαρτί, λίγο πιο χοντρό, απ' το βαγγέλιο, και του
το 'δωσε. “Το πασπάτεψα από παντού, λέει στο παιδί. Δε βγαίνει τίποτα. Για
πάρτο εσύ, μην 'πα και σε γνωρίζει και συνεννοηθείτε.”
Το παιδί τ' άνοιξε τρέμοντας. Ήταν σαν μικρό σπιτάκι. “Ιστορία Σεβάχ του
Θαλασσινού” έλεγε το ξωφυλλό του. Αυτό ήταν! Το παιδί έπεσε πάνου στο
βιβλίο με τα μούτρα. Και το διάβαζε, το διάβαζε ολόκληρο το χειμώνα. Το
διάβαζε και ξανά το διάβαζε και πάλι το ξαναδιάβαζε, και το 'μαθε νεράκι.
Κείνος ο μπάρμπας, που του το 'χε φέρει, τ' άκουε και τρέμανε τα
μουστάκια του. Όμορφο βιβλίο. Μόνο που είχε μια παραξενιά. Έλεγε την
ιστορία του μονάχα σ' όποιον ήθελε.
Ώσπου να κλείσει κείνη η χρονιά, είχε καταπιεί κι άλλα καμιά δεκαριά
βιβλία. Τότε πήρε να γίνεται λόγος για κείνο το παραπαίδι, σ' όλα τα σπίτια.
Το μάθε κι ο δάσκάλος, και μια μέρα του παράγγειλε να πάει να τον δει.
Βάζει, λοιπόν, ένα παστρικό πουκάμισο και πάει.
δάσκαλος: - Α, έλα δω... του κάνει ο δάσκαλος. Εσύ είσαι που λες τα
παραμύθια;
παιδί: - Δε φταίω γω... έκανε το παιδί.
δάσκαλος: - Και ποιος σου είπε ότι φταις; Καλά κανωμένα είν'αυτά που
κάνεις. Μα γιατί δεν έρχεσαι να σε γράψουμε να μάθεις και γράμματα του
σκολειού; Ε; Δεν τ' αγαπάς;
Γράμματα του σκολειού! Αν τ' αγαπούσε! Μα υπήρχαν πιο γλυκά
γράμματα! Πώς όμως να τα μάθει; Αυτός μαθαινε γράμματα του ποδαριού,
γράμματα της τρεχάλας, μιαν αράδα εδώ και μιαν εκεί. Μαζί με τα δαμάλια.
Να βοσκάνε κείνα γρασίδι κι αυτός βιβλίο. Αν τ' αγαπούσε λέει! Τι λόγια
είν' αυτά που λες, κυρ-δάσκαλε! Μα πόσα κομμάτια θα γίνει ένα τόσο δα
ανθρωπάκι; Βλέπεις, τα σκολειά σ' αυτό τον κόσμο είναι όλα σκολειά της
μέρας. Ανοίγουνε τις πόρτες τους μαζί με τα μαντριά. Πού να πάει; Εδώ ή
εκεί
Πάει λοιπόν με το κοπάδι. Και παίρνει λίγο χρήμα, που είναι πηχτός ιδρός.
Το μαζεύει λίγο λίγο, όπως το μερμηγκάκι το σπόρο. Έχει την ελπίδα ότι
έτσι δε θα τον διώξουν. Έχει ακουστά για τους δασκάλους ότι είναι
καταδεχτικοί άνθρωποι και δε θα τον αποπάρουνε.
Και, τώρα, να ο δάσκαλος ήρθε μοναχός του. Η καλή του τύχη τον έφερε
μπροστά του. Και τι;... Δάσκαλος αληθινός, με γυαλιά! Και τον καλάει και
στο σπίτι του. Ώρα ήταν λοιπόν. Πιάνει κι αυτός το σακάκι του και το
κουνάει.
δάσκαλος: - Τ' είν' αυτό; ρωτάει ο δάσκαλος.
Μέλιος: - Χρήματα.
δάσκαλος: - Πού τα 'βρες;
Μέλιος: - Τα κέρδισα.
δάσκαλος: - Και γιατί τα κουνάς;
Μέλιος: - Είναι για γράμματα.Μα δεν είναι πολλά. Άμα τα κάνω μπόλικα,
θα τα φέρω εδώ να μου μάθεις. Μπορεί να γίνει αυτό κυρ-δάσκαλε;
δάσκαλος: - Αν μπορεί;...
Ο δάσκαλος έβαλε τη γροθιά του στο μάτι για να διώξει ένα σκουπίδι.
Ύστερα κοίταξε το παιδί βαθιά στα μάτια.
δάσκαλος: - Λοιπόν... πήγε να του πει.
Η φωνή του ήταν κάπως αλλιώτικη, έτσι λιγάκι σαν βραχνή.
δάσκαλος: - Άστα... Άστα εκεί είπε, και πήγαινε... Αύριο, που θα παχνίσεις
τα δαμάλια σου, έλα... του λέει.
Μέλιος: - Να πάρω πλακοκόντυλο, δάσκαλε; Να πάρω χαρτιά, μολύβια
δάσκαλος: - Όχι, όχι, καλό μου παιδί... πώς είναι τ' όνομα σου;
Μέλιος: - Μέλιος.
δάσκαλος: - Όχι, Μέλιο.
Και πάλι ήταν αλλαγμένη η φωνή του, πιο πολύ αλλαγμένη και πιο βραχνή.
Το παιδί στάθηκε λίγο. Ύστερα άδειασε την τσέπη του στο τραπέζι κι
έφυγε. Ο δάσκαλος ούτε γύρισε να το δει. Αφανίστηκε να κοιτά έξω απ' το
παράθυρο, σαν να ξεφύτρωσε ξαφνικά εκεί έξω κάνας καινούργιος κόσμος
και πάσκιζε να τον μάθει.
Απ' τ' άλλο βράδυ άρχισε να πηγαίνει. Σαν συγύριζε τα βόδια και τα πότιζε
και τα πάχνιζε, έχυνε στο κεφάλι του ένα μαστραπά νερό, σφουγγαριζότανε,
έχωνε στον κόρφο του τα χαρτιά του και κλεφτά κλεφτά τρύπωνε στο σπίτι
του δασκάλου. Τα 'χανε συμφωνήσει οι δυο τους, να μη μαθευτεί το
μυστικό τους πουθενά.
Μα μια νύχτα, καθώς έσπρωχνε την πόρτα του αχερώνα, να βγει στο πατάρι
για να κοιμηθεί, είδε το λυχνάρι του αναμμένο. Ποιος ήταν; Το παιδί βάδισε
στα νύχια. Ανέβηκε τα λίγα σκαλιά...
- Έλα δω, ακούει μια χοντρή φωνή.
Πριονιά πέρασε απ' τα γόνατα του Μελιού. Εκεί στο κατωμέντερο, με τα
πόδια σταυρωτά και την τσιμπούκα χωμένη στα μουστάκια, τον καρτερούσε
τ' αφεντικό του.
- Έλα δω... του ξανακάνει. Για ζύγωσε. Κάτσε. Πού τριγυρίζεις εσύ,
νυχτιάτικα;
Το παιδί έτρεμε.
- Κι αφήνεις και την πόρτα του αχουριού ανοιχτή. Γιατί το κάνεις;
Μέλιος: - Για να μη... Για να μην κάνω σαματά και ξυπνάτε, του λέει το
παιδί.
- Κι αν μας κλέψουνε τα ζα; Ε; Μπορείς να μου απαντήσεις εδώ; Αν
έρθουν, προκομμένε μου, και μας κλέψουν τα ζα, από ποιον θα τα γυρέψω;
Ε;
Μέλιος: - Εγώ... κάνει το παιδί.
- Εσύ; Να ένας πλούσιος! Και με τι θα τα πλερώσεις;Ε; Μπορείς, μια
στιγμούλα, να μας το πεις κι αυτό;
Μέλιος: - Δεν τα κλέβουνε... Τόλμησε να πει το παιδί.
- Να τα... Και πώς το ξέρεις εσύ; Συμπεθεριά με τους αλογοσούρτηδες
έχεις; Α, έτσι το λοιπόν, ε; Εκεί φαίνεται ότι ρεμπελεύεις. Ε; Μ' αυτούς
κάνεις κονάκι! Σώπα συ και αύριο τα λέμε. Αύριο, που θα σε παραδώσω
στο χωροφύλακα, τα λέμε.
Μέλιος: -Όχι!... λέει το παιδί κι η φωνή του τρέμει. Όχι, δεν πάω μ' αυτούς
που λες. Εγώ...
- Ε, τότε πού στον αγύριστο πας;
Μέλιος: - Εγώ πάω στο σκολειό.
- Στο σκολειό; Να τα! Στο σκολειό είπες; Ε, χάλασ' ο κόσμος. Και καλά,
βρε κουτάβι... δηλαδή, δεν μπορούνε,δηλαδή, να κάνουνε τα γράμματα
δίχως τη μούρη σου; Δηλαδή, να πούμε, αν δεν τα μάθεις εσύ, αγύρευτα θα
μείνουνε τα γράμματα; Ε; Λυτό ήθελα να μου πεις. Λοιπόν. Άκου τώρα.
Λίγα λόγια: Απ' αύριο κόβεις. Ή ζευγάς ζευγάς ή παπάς παπάς. Για
γελαδάρη σε πήρα, δε σε πήρα για γραμματικό! Εξηγηθήκαμε; Άντε, πέσε
τώρα να κοιμηθείς κι αύριο έχεις δουλειά. Καις και το λάδι...
Το παιδί έσβησε το λυχνάρι, έπεσε στ' άχερα και τα μούσκευε ως το πρωί.
Απ' την άλλη μέρα τα 'κοψε όλα, πέταξε τα βιβλία μες στην κοπριά και δεν
τα ξανασήκωσε πια. Το πήρε απόφαση. Αυτό ήταν το γραφτό του. Να κάνει
χωριό με τα δαμάλια.
Έτσι του πέρασε απ' το νου. Μα γελάστηκε. Την τρίτη μέρα, καθώς γύριζε
απ' τη βοσκή, τον σταμάτησε ο δάσκαλος.
δάσκαλος: - Τα 'μαθα κακόμοιρο μου! του λέει. Μα δε θα σ' αφήσω να
χαθείς. Άκου δω. θα στο δώσω γω, ό,τι βιβλίο χρειαστείς. Να διαβάσεις,
λοιπόν, ώσπου να τις περάσεις όλες τις τάξεις. Κι άμα βγάλεις το Δημοτικό
κι έχεις κουράγιο και για το Γυμνάσιο, προχώρα! Δώσ' του αφέντη σου μια
τύφλα, και τράβα! Πάρε, τώρα, τούτο το σακούλι. Είναι μέσα τα βιβλία.
Έλα, άσε τα κλάματα. Καλή πρόοδο!...
Ο δάσκαλος έφυγε. Τα μάτια του παιδιού τον ακολουθούσαν να
ξεμακραίνει, να χάνεται πίσω απ' τη σκόνη που σήκωνε η αγέλη.
Όπως το 'πε ο δάσκαλος, έτσι κι έγινε. Κείνα τα βιβλία που του 'δωσε, τα
ξεκοκάλισε όλα. Τα ’μαθε νεράκι.
Το καλοκαιράκι κινάει ο δάσκαλος και πάει έξω στα τσαΐρια.
δάσκαλος: -Ήρθα να δω την πρόοδο σου, του λέει.
Καθίσανε, εκεί, κάτου από μια γκόρτσα, και τα είπανε. Ξεφυλλίσανε και τα
βιβλία. Είπανε και τα σχέδια τους. Μια σπίθα ήταν εκείνο το παιδί. Ο
δάσκαλος πήγε να χάσει το νου του. Σαν χωρίσανε όλα ήταν κανονισμένα.
Το φθινόπωρο μπορούσε να κατεβεί στην πόλη για εξετάσεις. Ο δάσκαλος
ήταν πρόθυμος να του δώσει το χαρτί. Ότι άκουσε όλα τα μαθήματα, “όλη
την ύλην”, όπως του 'λεγε, ότι ήταν φρόνιμος κ.λπ. κ.λπ. Κι ότι “έτυχε του
βαθμού άριστα”.
Έλα πιάστον, εσύ, το φιλαράκο!
Ο τελευταίος κείνος μήνας πέρασε με τρελά χτυποκάρδια κι
αναβοκατεβάσματα στους ουρανούς, ώσπου ήρθε το φθινόπωρο,
φουσκωμένο με καρπό, και με μια μοσκοβολιά που πρώτη φορά ένιωθαν τα
πλεμόνια του. Παράγγειλε στο ραφτάκο του χωριού ένα ντρίλι -όσο να πεις
καινούργιο ήταν- έδωσε και στο μπαλωματή να του περάσει σόλες. Έπλυνε
στην ποτίστρα τις αλλαξιές του. Καθάρισε και με τ' αφεντικό. Όλα ήταν
εντάξει. Ο δάσκαλος τον συντρόφεψε ως το σταυροδρόμι. Εκεί δώσανε τα
χέρια... μα τουδασκάλου το χέρι κάτι είχε μέσα του και δεν μπορούσε να
κλείσει.
Μέλιος: - Τι είναι δάσκαλε; ρώτησε ο Μέλιος.
δάσκαλος: - Πάρ' τα. Είναι το χρήμα σου. Να 'χεις, εκεί στην πόλη, λίγο
χαρτζιλίκι. Είναι δύσκολη η ζωή εκεί. Θα θέλεις για νοίκι, για φαΐ, για
τετράδια. Πάρ' τα.
Του ήρθε να φιλήσει το χέρι του δασκάλου, μα δεν το έβρισκε, γιατί τα
μάτια του είχαν θολώσει.

Κεφάλαιο Δεύτερο
Και τώρα να τον απόψε να κάθεται πάνω απ' το γεφύρι και να κοιτάζει το
μεγάλο σκολειό. Από κει άρχιζε η παλιά πόλη, με τη μούχλα της, με τα
πηχτά της σπίτια και τα καλντερίμια της.
Κάθισε στο πεζούλι του γεφυριού και φόρεσε τα παπούτσια του. Πήρε και
λίγο νερό να ξεπλυθεί απ' τη σκόνη. Ύστερα έριξε στον ώμο το σακουλάκι
του και χάθηκε μέσα στα στενά.
Πού πήγαινε; Αυτό ακόμη δεν το 'χε ξεκαθαρισμένο ούτε κι αυτός. Ένα
σπίτι γύρευε. Ένα σπίτι φτωχικό, με καλόβολη νοικοκυρά και χαμηλό νοίκι,
που να το παίρνει και να μην ξινίζει τη μύτη της.
Μα πώς μπορούσε να γίνει αυτό; Μήπως το γράφει το κάθε σπίτι στην
πόρτα του τι είναι, ποιος είν' ο νοικοκύρης. και τι λογής είν' η γνώμη του;
Όλα έχουν πέτρες απέξω, σκούρα σανίδια και πέτρες, και παράθυρα παλιά
και ξεβαμμένα. Όλα έχουν γέρικη θωριά κι όλα είναι τούτη την ώρα βουβά.
Σφυροκοπούσε, λοιπόν, με τις καινούργιες του σόλες τα λιθόστρωτα κι
έψαχνε με τα μάτια τις πόρτες, μη βρει καμια ανοιχτή, μη φανεί καμιά κυρά
με φιλικά μάτια στο κατώφλι. Ανώφελη ελπίδα. Τούτες οι πολιτείες, που
χτίστηκαν στα βουνά, το φοβούνται το κρύο, σαν τις γάτες. Με τις πρώτες
δροσιές του φθινοπώρου, ρημάζουνε. Αδειάζουν οι δρόμοι, σαν να τους
ρούφηξαν. Και, σαν πέσει ο ήλιος, όλα τα σπίτια κλειδαμπαρώνονται, λες
και τα 'χουν καραντίνα.
Ο καημένος ο Μέλιος κλωθογύριζε στα σοκάκια πάνου-κάτου και δεν του
έκανε καρδιά να χτυπήσει. Μα πού θα πήγαινε αυτό; Σε λίγο θα νύχτωνε για
καλά και θα τον παίρναν το κατόπι τα σκυλιά του δρόμου. Κάπου είδε ν'
ασπρίζει ένα ντουβάρι και σίμωσε. Η πόρτα ήταν κλειστή, σαν στόμα
πεθαμένου. Μην ήταν νεκροταφείο τούτη η πόλη; Κάτι φάνηκε να κυλά στο
δρόμο. Ο Μέλιος στάθηκε εκεί που βρέθηκε. Σε λίγο μια φαρδιά γυναίκα
ήρθε και ορθώθηκε κοντά του.
γυναίκα: - Τι καρτεράς; του λέει.
Τα μάτια της ήταν στρογγυλά, λίγο πρησμένα στο κάτω βλέφαρο. Δεν
έδειχνε να 'ναι πολύ βολικιά.
Μέλιος: - Καλοβράδυ... είπε το παιδί.
Κείνη στάθηκε να το καλοδεί.
γυναίκα: - Α... Καλοβράδυ... Τι καρτεράς, λοιπόν;
Μέλιος: - Σπίτι. Ψάχνω για σπίτι.
γυναίκα: - Για σπίτι; Και γιατί το θέλεις το σπίτι;
Μέλιος: - Θέλω ένα καμαράκι, με νοίκι.
γυναίκα: Α, καμαράκι... Με νοίκι... Χμ... Και... με τι θα το πλερώνεις το
νοίκι;
Μέλιος: - Με τον παρά μου...
Κούνησε την τσέπη του.
γυναίκα: - Α, με τον παρά σου... Ε... δεν ξέρω.
Έφυγε. Δε θέλεις να ήταν φάντασμα;
Ο Μέλιος άρχισε να τρέχει. Δε θέλεις, τώρα. να πέσουν απάνω του ένα
κοπάδι φαντάσματα και να του πάρουν τημιλιά; Το 'χε ακουστά αυτό από
κάτι μεγάλους. Τίποτα. Έπρεπε να μπει σ' ένα σπίτι. Το γληγορότερο. Ας
ήταν άγνωστο, ας ήταν κλειστό.
Σφίγγει τα μάτια του και πέφτει απάνω σε μια πόρτα... Από μέσα
ακούστηκαν κάτι βήματα.
- Ποιος είναι; ρώτησε μια φωνή.
Μέλιος: - Εγώ... είπε ο Μέλιος.
Πέρασε μισό λεπτό.
- Ποιος εσύ;
Μέλιος: - Να, εγώ... Να, ένας ξένος. Άνοιξε, θεια!
Πίσω απ' την πόρτα έγινε ησυχία. Κάποιος σκεφτότανε.
- Παιδί είσαι;
Μέλιος: -Παιδί...
Κι άλλη ησυχία έγινε πίσω απ' τη πόρτα. Ύστερα τα βήματα έφτασαν πιο
κοντά.
- Στέκα...
Σύρτηκαν κάτι μάνταλα. Ύστερα χάραξε η πόρτα. Ένα ζευγάρι γέρικα
μάτια βγήκαν απ' τη χαραματιά και στάθηκαν να τον ξετάζουν. Σαν
βελονιές τον τρυπούσαν κείνα τα μάτια, σαν να 'ταν ο δύστυχος κάνα
ρουχαλάκι και τον έραβαν.
Μέλιος: Κάνει κρύο... λέει το παιδί απέξω, με την ψιλή του φωνή.
Ναι. Κάνει... αποκρίνεται η γυναίκα. Μα τι να του φτιάσω; Είμαι μοναχή.
Λείπει ο άντρας μου, στ" όργωμα.
Μέλιος: - Να 'ρτω μέσα θεια. Να τον περιμένω. Με το χρήμα μου να
κάτσω. Θέλω μια κάμαρη με νοίκι. Δεν είμαι κλέφτης. Ήρτα για το σκολειό.
- Καλά... λέει ανόρεκτα η γυναίκα. Μπες, ώσπου να'ρτει. Μα δεν έχουμε
καμαράκι για νοίκιασμα. Έλα, μπες.Μα, για να έχουμε καλή συνεννόηση,
δε σου 'δωκα κανένα λόγο. Μπροσώρας σου είπα να μπεις, για να μην
κρυώνειςόξω σαν το τσόνι. Κατέβασ' το μπόγο σου. Να, ακουμπάτον εκεί.
Και κάτσε. Όπου να είναι έρχεται. Ναι, ναι κει. Αν θες πάλι... Άκου, αν θες,
να, έλα δω. Να, μπες σ' αυτή την καμαρίτσα, πάρ' και το μπόγο σου. Έτσι.
Κάτσε κει μπροσώρας, και βλέπουμε. Εγώ πάω για το μαγέρεμα. Καμιά
συμφωνία δεν κάναμε. Ε;
Ο Μέλιος χώθηκε στο καμαράκι που του έδειχνε. Δεν είχε φως. Μόνο δυο
τρεις κλωστές μπαίναν απ' τη λάμπα της κουζίνας. Έστρωσε το σακούλι του
σε μια κόχη και κάθισε. Ήταν κουρασμένος. Κι η καρδιά του χτυπούσε, σαν
να του την κοπανούσαν από μέσα με σφυράκι. Ένα τριζόνι έτρωγε κάποιο
παλιό ξύλο της σκεπής. Ας ήταν καλά κι αυτό. Του 'κανε λίγη συντροφιά.
Τυχερό ήταν, αφού μπορούσε να τρώει όσο ήθελε και να κοιμάται σε
στεγνό μέρος. Ενώ αυτός... ποιος ξέρει πού θα ξεπαγιάζει αύριο.
Η κερά ήταν δαγκαμένη, μια στο “ναι”, μια στο “όχι”. Και πού το ξέρουμε
ποιος είν' ο άντρας της; Ζευγάς είναι, είπε. Ναι. Βέβαια, άκαρδο σόι. δεν
είναι οι ζευγάδες, μα, πάλι, πού τους ξέρεις τους ζευγάδες της πόλης; Α, να
'ταν, η γυναίκα καμιά κερά πονετική, θα τον έπαιρνε με το καλό, θα του
έκανε καναδυό παρακάλια, με φοβισμένα μάτια. Τι καλοσύνη να κάνει; Πού
να τη βρει, για να της περισσέψει και για τον άλλονε; Εδώ είδε μανάδες να
πετάνε τα παιδιά τους στο δρόμο σαν αποπλύματα. Εδώ είδε αδέλφια να
τρώνε ο ένας του αλλουνού το αυτί, να βγάζουν ο ένας τ' αλλουνού το μάτι.
Ξένο σπίτι είν' αυτό, κι ο μουσαφίρης του νυχτιάτικος. Καλά καλά ούτε τα
μάτια του δεν πρόκανε να δει η κερά. γιατί τάχα να τον καλοδεχτεί; Τον
ήξερε κι απ' τα πέρσι; Πάλι καλά, που δεν τον κυνήγησε και με κάνα δαυλί.
Να σου πω. Πάλι καλά...
Το τριζόνι πάντα δούλευε, σαν ρολογάκι που τρώει τον καιρό, ώσπου απ' το
δρόμο ακούστηκε ένα συρτό χλιμίντρισμα. Η γυναίκα σκέπασε νευρικά την
κατσαρόλα. Ακούστηκε στη σάλα το βιαστικό της περπάτημα.
Τ' αυτιά του τώρα ξεσκάλωσαν απ' τη σκεπή και στήθηκαν προς τα κάτου.
Η γυναίκα κατέβηκε με τη λάμπα να του φέξει.
Άργησες... ακούστηκε η φωνή της. Τι έτρεξε;
Ο Μέλιος τέντωσε πιο πολύ τ' αυτί, για ν' ακούσει τη φωνή του νοικοκύρη.
Κάτι περίμενε να βγάλει απ' αυτό. Είχε μάθει να ξεχωρίζει τον άνθρωπο απ'
τη φωνή.
-Δε λες, πώς τα κατάφερα κι ήρτα... είπε ο άντρας.
- Τι έπαθες; Θε μου, φύλαε!
- Ο Φωτιάς.
- Ε, τι; Χριστός και Παναγιά!
- Σκιάχτηκε από μια νυφίτσα και πήγε να με γκρεμίσει.Να κοίτα τον. Τρέμει
το πετσί του, σαν να τον δέρνεις με βίτσα. Ξεκαβαλίκεψα και τον έφερα
τραβώντας.
-Φωτιά.... Φωτιά... έκανε καλοπιαστικά η γυναίκα.Πτρουςς...
Ακούστηκαν κάτι πέταλα. Δυο ζώα μπήκαν μέσα και στάθηκαν ίσα ίσα
κάτω απ' το καμαράκι.
- Να τον δέσω στο παχνί του; ρώτησε η γυναίκα.
- Ναι. Να φέρε μου πρώτα το νισαντήρι κι ύστερα ζέστανε λίγο πίτουρο.
- Να τον αλείψουμε με λίγο ξίδι;
- Καλά λες, φερτό.
Ακούστηκε ο άντρας να χαϊδολογάει το ζωντανό. Φωτιά... Να, ρουφά!
Ακούστηκε το ζώο να φταρνίζεται.
Έτσι, μπράβο! Έτσι, παλικαρά μου! Να, βλέπεις; Αρετή..., του πέρασε.
Αρετή: - Δόξα σοι ο Θεός. Ξέρεις...
άντρας: Τι;
Αρετή: - Απάνω έχουμε... έχουμε ένα φτωχοπαίδι. Ένανε...
άντρας: - Μπα! Καλώς μας κόπιασε. Έκανες ετοιμασίες;
Αρετή: - Στάσου, ντε...
άντρας: - Τι να σταθώ;
Αρετή: - Δε σου είπα ποιος είναι.
άντρας: Όποιος να 'ναι, καλός είναι. Χτύπησε πριν μπει;
Αρετή: - Χτύπησε.
άντρας: - Ε, καλός είναι. Την πόρτα κακοί δεν τη χτυπούν.
Αρετή: - Άκου, πρώτα. ντε
άντρας: - Λέγε.
Αρετή: - Αγοράκι είναι. Χτύπησε την πόρτα και γύρεψε κάμαρη. Τη θέλει
με νοίκι, λέει, γιατί θα πάει στο σκολειό.
άντρας: - Τι σόι παιδί είναι;
Αρετή: - Στερεμένο φαίνεται. Δεν το ψιλορώτησα. Έχει κι ένα σακούλι με
τις αλλαξιές του.
άντρας: Στο Υμνάσιο, φαίνεται, θα θέλει να πάει.
Αρετή: Έτσι φαίνεται.
άντρας: - Ε, τι του αποκρίθηκες;
Αρετή: - Του είπα: “Κάτσε, κειδά, στο σακούλι σου, ώσπου να'ρθει ο
άντρας μου”. Καλά έκανα; Ξέρω γω...
άντρας: - Καλά έκανες...
Αρετή: - Περνάει τη νύχτα του... και αύριο κοπιάζει στο καλό.
άντρας: - Μη βιάζεσαι... Για να χτυπήσει την πόρτα μας, θα πει ότι δεν έχει
δικούς του εδώ.
Αρετή: - Αυτό λέει κι ο δικός μου νους.
άντρας: Λοιπόν... Άσε και βλέπουμε.
Αρετή: - Τι; Θα το κρατήσεις;
άντρας: - Είπα: Άσε και βλέπουμε. Να δούμε και τι πράμα είναι. Λοιπόν; Τι
άλλο... Α, τι μαγείρεψες απόψε;
Αρετή: - Πήγα να βρω κάνα ζαρζαβατικό... τίποτα. Είχα κι εγώ μια μαγεριά
γυφτοφάσουλα και τα 'ριξα στο τσουκάλι.
άντρας: - Είναι έτοιμα;
Αρετή: - Την τελευταία βράση τους παίρνουνε. Πάμε;
άντρας: - Πάμε, πάμε. Μόνο... αν είχες λίγο ζεστό νερό...
Αρετή: - Ανέβα, σ' τα 'χω όλα έτοιμα.
Ακούστηκαν τα πόδια τους να βροντούν στις σκάλες. Ο Μέλιος σηκώθηκε
απ' το πάτωμα και ξανακάθησε στα ρούχα του. Καλός ήταν ο μπάρμπας... Η
φωνή του έβγαινε ολόισα απ' την καρδιά. Όσο την άκουε, τόσο και
λύνονταν οι κόμποι που 'χε μέσα του. Ζεστάθηκε. Το ντρίλι του άρχισε να
τον καίει σαν γούνα.
Πάνω στην ώρα πήραν να κενώσουν και το φαΐ, κι ο αχνός του γέμισε το
σπίτι. Αχ, ζεστό φαγάκι μαγειρευτό... κι ένα σπίτι να στο φιλεύει. Και να
'ναι το σπίτι ζεστό, σαν κόρφος μάνας. Ναι. Μα θα τον καλέσουν; Θα του
πουν το “κόπιασε”; Ή θα τον αφήσουν να χορτάσει μόνο απ' τον αχνό;
Σώπα, Κρηφ, μην απελπίζεσαι. Τώρα δα, όπου να 'ναι... Να, βήματα δεν είν'
αυτά; Στην πόρτα σου δε σταμάτησαν; Ναι, ναι, έτσι είναι.
Αγόρι...
Μάλιστα. Είναι η φωνή του νοικοκύρη. Το αγόρι σαλεύει.
Ανέστης: Κοιμάσαι, παιδί; Σήκω, σήκω. Έλα να δειπνήσουμε.Να
γνωριστούμε κιόλα. Μπα! μπα!... Έτσι μοναχός κάθεσαι στο σκοτάδι; Θα
χάσεις τα μάτια σου.
Ο Μέλιος σηκώθηκε, ψευτοσυγυρίστηκε λίγο και βγήκε.
Ανέστης: - Μπρε! κάνει ο γέρος, σαν βρεθήκανε στο φως. Αμ,εσύ είσαι
παλικαράκι. Πώς είπες πως σε λένε;
Μέλιος: - Μέλιο...
Ανέστης: - Να, όνομα! Να το χαίρεσαι, φως μου. Εγώ, είμαι ο μπάρμπας
σου ο Ανέστης. Από δω, είναι η θεια σου η Αρετή. Κάτσε. Εδώ, εδώ, στο
σοφρά. Έτσι. Ωχ! Έτσι ντροπιάρης είσαι; Αμ, θα πεθάνεις της πείνας!
Γυναίκα, κουτάλι στο Μέλιο. Άντε, καλωσόρισες. Πνίξ' το βαθιά, ναπιάσεις
και φασούλες. Έτσι, μπράβο. Ααα... νοικοκερά! Έκανες ένα φαΐ για
βεζίρηδες!...
Σε λίγο ακουότανε μοναχά τα κουτάλια που δούλευαν αντριωμένα.
Ο γέρος ξαναγύρεψε κι άλλο.
Ανέστης: Το κρύο μ' άνοιξε την όρεξη... δικαιολογήθηκε. Θέλειςκι εσύ,
παλικαρά μου; Όχι; Καλά. Χατίρι εγώ δε χαλνώ.
Σαν τελειώσανε, ο γέρος ρεύτηκε και πήγε κι ακούμπησε στο παραγώνι.
Ανέστης: Έλα, τώρα, εδώ, κοντά μου. Εγώ θα στρίψω ένα τσιγάρο και συ
θα μου πεις το συναξάρι σου. Για το Υμνάσιο δεν ήρτες; Το κατάλαβα.
Είδες που σ' το 'λεγα γριά... Λοιπόν;
Μέλιος: - Θα δώσω εξετάσεις... είπε το παιδί. Όλο το καλοκαίρι δούλευα,
και το χειμώνα... Και τώρα ήρτα για τις εξετάσεις.
Ανέστης: - Αχ. αχ, αχ...
Μέλιος: Έβαλα στην άκρη λίγα για τα βιβλία μου και για το νοίκι. Θα τρώω
λίγο, μια φορά τη μέρα.
Ανέστης: Πολύ ακριβά, μικρό μου, τ' αγοράζεις τα γράμματα.Και τι έχεις
σκοπό να τα κάνεις;
Ο Μέλιος εδώ τα 'χάσε. Τι να τα κάνει; Ρωτάς; Να... Τα ήθελε! Δεν
μπορούσε να κάνει χωρίς αυτά. Να, τα λαχταρούσε, έτσι... σαν το ψωμί,
πώς το λένε;
Μέλιος: - Τα θέλω... για... να διαβάζω βιβλία, είπε μόνο.
Ανέστης: - Ε, καλά, έμαθες να διαβάζεις. Ύστερα! Τι κέρδος θα έχεις;
Μέλιος: - Θέλω να φύγω απ' τα γελάδια. Να μπορώ να φορώ παστρικά
ρούχα. Να γράφω και γράμματα, στρογγυλά σαν του δασκάλου. Και να
μπορώ να μιλώ καλά. Να μη με περιγελάνε... Ύστερα θέλω να μάθω και
κάτι μυστικά που έχουνε τα βιβλία για να μπορώ να τα λέω και στους
άλλους.
Ανέστης: - Γι' αυτό μονάχα τα θέλεις;
Μέλιος: - Λένε πως... άμα δεν ξέρεις γράμματα είσαι στραβός.
Ανέστης: - Ε, εσύ είσαι;
Μέλιος: - Δεν ξέρω. Μπορεί και να είμαι...
Ανέστης: - Δεν τα βλέπεις όλα όσα είναι μπροστά σου;
Μέλιος: - Τα βλέπω. Μα μπορεί να είναι κι άλλα και να μην τα βλέπω. Και
να τα δω μεθαύριο, που θα μάθω γράμματα.
Ανέστης: - Σε μεγάλα βάσανα, νωρίς νωρίς, μπήκες, γιε μου. Μη.Άσε.
Είσαι άγουρο ακόμη για τέτοια πονοκεφαλιάσματα.
Μέλιος: - Οι άλλοι πάνε στο σκολειό. Εγώ δεν μπόρεσα. Έπρεπε να
μαζέψω λεφτά. Δεν έχω κανέναν άλλο στον κόσμο.
Ανέστης: - Τι; Για ξαναπές το αυτό! Σ' την ξεριζώνω τη γλώσσα!Δεν έχει
κανένα, λέει! Κι εγώ. τι είμαι; Ε;... Δεν είμαι μπάρμπας σου; Τι είπαμε τα
πολλή ώρα; Το ξέχασες κιόλα;
Μέλιος: - Θα., θα... με κρατήσετε;
Ο Ανέστης έκανε ένα ψεύτικο θυμό.
Ανέστης: Αρετή! Για ξεκρέμασε από κει τον πλάστη, να τον καταχερίσω!
Ακούς θα τον κρατήσουμε; Να πας αύριο πρωίπρωί να γραφτείς. Κι άμα
σου κάνουνε τίποτις ζόρια, “θα τα πω στο μπάρμπα μου”, να τους πεις. Να
πας, παιδί μου, στο σκολειό, να πας. Μην ακούς τι έλεγα πρωτύτερα.Έτσι
από τη χαζομάρα μου το έλεγα. Να πας, μη μπας κι ανοίξεις και τα δικά μου
τα μάτια, γιατί στραβός απόμεινα στον απάνου κόσμο. Και τώρα τράβα για
ύπνο. Του 'στρωσες Αρετή; Άντε, καλό ξημέρωμα. Εγώ θα φύγω με το
χάραμα. Άμα θέλεις το πρωί τίποτα, να το γυρέψεις απ' τη θεια σου. Άιντε,
φως μου, και να σε δω γιομάτο προκοπή.
Ο Μέλιος έφυγε χωρίς να βγάλει άχνα. Ήθελε να πει ένα σωρό λόγια, μα
δεν μπορούσε να σαλέψει το στόμα του. Μα και να το κατάφερνε, πάλι δε
θα 'βγαινε τίποτα, γιατί δεν είχε φωνή. Αλλόκοτα καμώματα έκανε, σαν
βρέθηκε μοναχός στο καμαράκι του. Γδύθηκε να πέσει και ξέχασε να βγάλει
τα παπούτσια του. Τα χέρια του έτρεμαν. Ύστερα του ήρθε να μπήξει τα
γέλια. Στο τέλος αποκοιμήθηκε με τα μάτια βρεγμένα. Είδε στ' όνειρο του
ένα σπίτι χρυσό, χτισμένο σε μια κορφή με γύρω γύρω κάγκελα. Χρόνια το
'φερνε βόλτα και δεν μπορούσε να μπει. Στο τέλος, πήδηξε τα κάγκελα και
βρέθηκε μέσα!

Κεφάλαιο Τρίτο
Το μεγάλο σχολείο άνοιξε πρωί πρωί τις πόρτες του. Μέρες δούλευε για να
το συγυρίσει ο γερο-Θόδος, ο Τσάγαλος, με τη γριά του τη Ζουμπούλια.
Ξαράχνιαζαν τα ταβάνια και γκρίνιαζαν.
Η γριούλα απ' τη σκόνη ήταν σαν αλευρωμένη ρέγγα. Ο γέρος, μ' ένα ξύλο
κανωμένο σφήκα, στούμπωνε τις χαράματιές. Είχε σκίσει ένα παλιό του
καβάδι και καταγινότανε, δυο μέρες τώρα, μ' αυτή τη δουλειά. Ναι,
φορούσε -πρέπει να το πούμε κι αυτό- ο γερο-Θόδος δεν ήταν ντυμένος σαν
τ' άλλα γεροντάκια τα παλιακά, δε φορούσε πανταλόνια, πουτούρια ή
βράκες. Φορούσε καβάδια. Δηλαδή, να, κάτι γαλάζια αντεριά, σαν κι αυτά
που φοράνε οι παπάδες στο σπίτι τους, μα πιο λουσάτα και με ωραίο
σκίσιμο δεξιά κι αριστερά. Το είχε σε πολλήν υπόληψη το ρούχο του ο
μπάρμπα-Θόδος. Δεν τ' άλλαζε ούτε με του δεσπότη τα πετραχήλια, ούτε με
τις φουστάνες του βασιλιά. Η Ζουμπούλια είχε κι αυτή τη δική της φορεσιά.
Καφετιά αλατζαδένια φούστα με νερά, ένα ζιπούνι με μπιμπίλιες στην
τραχηλιά και μωρουδίσιο σκουφί με κουμπί, σαν το αρμένικο καλημαύκι.
Ήταν κι οι δυο τους σαν ένα ζευ- γάρι πλουμιστά πουλιά, που ποιος ξέρει
ποια φορτούνα τα 'ριξε σ' αυτή την πόλη.
Κατοικούσαν στην κατώγα του μεγάλου σκολειού, σ' ένα καμαράκι
χτισμένο επιταυτού για τους δυο τους.
Την τελευταία τούτη μέρα σηκωθήκανε κι οι δυο πρωί πρωί, με τα 'ρνίθια.
Σκούπισαν, κατάβρεξαν τον αυλόγυρο και περίμεναν τα «κατσικούλια», να
'ρτουν να τους τα θαλασσώσουνε.
Καθημερινούς καβγάδες είχαν με τα παιδιά, “ζιζάνια του εωσφόρου” τα
'λεγαν, μα αλίμονο αν φρονίμευαν... Τα καλοκαίρια, που δεν ερχόταν
κανένας να τους βασανίσει, γκρίνιαζαν συναμεταξύ τους και καρτερούσαν
πότε και πότε να έρθουν τα “ζαβά να τους ξεμουχλιάσουνε”. Το είχανε πια
θεριακλίκι, να παλεύουνε με τα παιδιά, να τραβολογιούνται χρόνο καιρό.
Έτσι, λοιπόν, σήμερα, σαν άνοιξε ο γερο-Θόδος το σκολειό, πήγε και
κάθισε παραφυλαχτά εκεί πίσω απ' την πόρτα και περίμενε να φτάσει
κανένα σκαθάρι, για να του δώσει αφορμή να καβγαδίσει. Και να που έγινε!
Απ' το πρώτο στεναδάκι φάνηκε ένα λιανοκομμένο παιδί με μελάνια και τα
σχετικά και πήγε κι ακούμπησε στην κολόνα. Πού να του κάνει καρδιά να
μπει μέσα! Περίμενε ο γέρος να προχωρήσει, περίμενε να του λερώσει τα
μάρμαρα... τίποτα. Στο τέλος, σαν είδε κι απόειδε ότι δε γίνεται κι ότι ο
νεαρός είναι βοΐδάκι, ξεκινάει και πάει να δώσει αφορμή ο ίδιος. Έβηξε μια
δυο φορές, φύσηξε μέσα σ' ένα χρωματιστό πανί τη μύξα του, και κατέβηκε
στην άλλη κολόνα.
γέρο-Θόδος: - Πώς από δω, τζερεμεδάκι, ρωτά με μισόκλειστα μάτια.
Μέλιος: - Καλημέρα... είπε το παιδί.
“Τζίφος. Τούτο δω είναι καλοαναθρεμμένο, άχρηστο. Είδες το ψόφιο
τρόπους! Είδες εκεί μάτι χαμηλό!”
γέρο-Θόδος: Για ξετάσεις; ρωτά.
Μέλιος: Μάλιστα.
“Όπως το λέγαμε είναι. Με το -σας- και με το -σεις-.”
γέρο-Θόδος: -Καλά.Και... στον ύπνο σου το είδες το θρανίο; Δεν καρτέραες
να φέξει;
Μέλιος: Δεν έχω ρολόι... κύριε, απάντησε φοβισμένο το παιδί.Είναι νωρίς;
Δεν το ήξερα. Να 'ρθω αργότερα.
γέρο-Θόδος: Έλα δω... έλα δω! Άιντε! Έτσι είσαι συ; Τι σαμιαμίδι είσαι συ.
παρθένα μου! Κάτσε δω. Τώρα όπου να 'ναι θα έρτουνε... Χωριατάκι είσαι;
Μέλιος: -Ναι.
γέρο-Θόδος: -Και δε χόρτασες γράμματα στο χωριό σου; Ήρτες να κλέψεις
κι από δω; Έλα δω, έλα δω! Πού φεύγεις; Προσβάλτηκες; Καλά. Παίρνω το
λόγο μου πίσω. Έχεις γονικά;Καλά, καλά, μη φουσκώνεις. Τ' είσαι συ!
Έτοιμος να φουσκώσεις, σαν το γάλα στη φωτιά! Δε σ' αρωτάω άλλο.Κοίτα
μοναχά να τα πορέψουμε καλά μαζί. Εγώ είμαι πιστάτης. Δε θέλω
σαματάδες. Το βλέπεις κείνο το παραθύρι; Να. κοίτα... Κοίτα κάτι τέλια,
να!... σαν το δάχτυλο σου χοντρά του 'πλεξα. Μα οι “εωσφόροι” μου τα
σπάζουνε με την τόπα. Παίζεις τόπα;

Μέλιος: - Όχι.

γέρο-Θόδος: - θα ιδούμε. Σ' τα λέω απ' τα τώρα, γιατί εγώ είμαι...Κάτσε,


τώρα. εκεί, σουτ!.. Έρχεται ο καθηγητής. Κύριος, κύριος Αναχωρίδης.
Κρύφτηκαν κι οι δυο πίσω απ' τις κολόνες. Σε λιγάκι φάνηκε να 'ρχεται
άλλος καθηγητής.
γέρο-Θόδος: -Τον βλέπεις, αυτόν; Είναι ο κύριος Σκαμβουράς. Αυτός θα σε
ξετάξει.
Ένα λιγόσωμο ανθρωπάκι με λαδιά ρούχα και φιογκάκι ζύγωσε στην πόρτα
του σκολειού.
Ο Μέλιος είπε “καλημέρα σας”. (Τι την ήθελε;) Ο καθηγητής στάθηκε και
τον κοίταξε με μια αινιγματική αμηχανία.
γέρο-Θόδος: Καλημέρα, κυρ-Σκαμβουρά... είπε ο επιστάτης κι άπλωσε το
χέρι μ' ένα ύφος γελαστό και ντροπιασμένο μαζί. Καλόν έτος.
Ο καθηγητής είπε “ευχαριστώ” και ντράπηκε κι αυτός. Ύστερα γύρισε κατά
το παιδί.
κύριος Σκαμβουράς: - Για... για γραπτά; ρώτησε. Κι αμέσως τα 'χασε.
Όνομα;
Μέλιος: - Μέλιος Καδράς.
κύριος Σκαμβουράς: Έλα σε λίγο. Οδήγησε τον μπάρμπα-Θόδο. Είσαι λίγο
καθυστερημένος, όμως...
Μέλιος: Δεν μπορούσα τον Ιούνιο, κύριε... είπε το παιδί.
κύριος Σκαμβουράς: - Καλά, θα δούμε. Να έρθει ο κύριος γυμνασιάρχης...
Ανέβηκε τα σκαλιά και μπήκε μέσα.
Μέλιος: - Είναι καλός; ρωτά το παιδί με ανήσυχη φωνή.
γέρο-Θόδος: - Α... κουμπάρε! Πολλά ρωτάς. Δε σου λέω τίποτα. το μόνος
σου. Είναι και δεν είναι... όπως τον πάρεις. Όλοι οι άνθρωποι έτσι είναι:
Όπως τους πάρεις. Και του λόγου μου είμαι καλός, μα ποιος με
καλοκάρδισε; Κι εσύ καλός είσαι, μα πού 'ναι το παλτουδάκι σου, για να
μην κρυώνεις τώρα χινοπωριάτικα; Το ξέρω, τι θα μου πεις.Δεν έχεις γιατί
είσαι φτωχό. Μα γιατί είσαι φτωχό; Δεν το ξέρω. Εμένα εδώ σταματάει η
εξυπνάδα μου. Άμα μεγαλώσεις, παιδέψου και βρες το εσύ και για
λογαριασμό μου. Εγώ πια τα 'φαγα τα σκάγια μου. Σώπα τώρα. γιατί
έρχεται ο γυμνασιάρχης. Τον βλέπεις αυτόνε τον αψηλό; Αυτόνε, αυτόνε
τον ξανθή με το κόκκινο πρόσωπο... Ε, αυτός είν' ο κύριος γυμνασιάρχης.
Καλήν πρόοδο. Εγώ πάω στο κατώι μου.
Μέλιος: - Είναι κακός, παππού;
γέρο-Θόδος: - Δεν ξέρω. Βρες το μοναχός σου.
Σήκωσε τα καβάδια του και έφυγε. Ο γυμνασιάρχης πλησίασε, ανέβηκε τα
σκαλιά, κοιτώντας ψηλά, και μπήκε μέσα. Ήταν βαρύς άνθρωπος, στητός,
με άσπρα φρύδια. Σελίγο απ' τη μέσα μεριά ξαναφάνηκε το καβάδι του
γερο-Θόδου.
γέρο-Θόδος: - Ψτ... παιδί. Εσένα λέω... συκοφαγάκι... Κόπιασε. Σε
περιμένει μέσα ο κύριος καθηγητής. Σιγά μοναχά τα πόδια σου. Δε μου λες!
Στάσου... πώς το λένε το “σιγά” στο χωριό σου;
Μέλιος: - Είναι βαριές οι σόλες... λέει το παιδί. Δεν μπορώ.
γέρο-Θόδος: - Πριχού να πασκίσεις, ποτές να μη λες “δεν μπορώ”.
Μέλιος: - Πασκίζω μα δεν μπορώ.
γέρο-Θόδος: - Τότε, άιντε, μπες. Και καλό ξεσκάλωμα.
Ο Μέλιος μπήκε στην πόρτα που του έδειχνε. Μέσα ήταν ησυχία. Τα θρανία
περίμεναν στη σειρά σαν τις αδειανές κυψέλες.
Ο καθηγητής κοιτούσε έξω απ' το παράθυρο. Το μάτι του παιδιού πήρε την
κοψιά του. Στεγνό πρόσωπο σε χρώμα ξυλοκάρβουνου. Μαλλιά ίσια.
πυκνά, φυτρωμένα χαμηλά. Ηλικία δύσκολη.
κύριος Σκαμβουράς: Ήρθες;... είπε σε μια στιγμή. Κάθισε εκεί. Όχι εκεί,
στο πρώτο.
Ύστερα ακούμπησε στην έδρα και στάθηκε να τον κοιτάξει.
κύριος Σκαμβουράς: Έχεις το απολυτήριο σου;
Το παιδί το τράβηξε προσεχτικά απ' τα χαρτιά του και του τ' άπλωσε.
κύριος Σκαμβουράς: Α... κάνει ο καθηγητής και σκύβει να δει καλύτερα.
Οι βαθμοί σου είναι καλοί. Και η διαγωγή σου άμεμπτος. Καλά.
Διπλώνει το χαρτί και παίζει μαζί του, χτυπώντας το στην αριστερή του
παλάμη. Κατόπι ξαναπηγαίνει στο παράθυρο και κοιτά έξω.
Ο Μέλιος νομίζει ότι δε θα ξαναφύγει πια απ' το παράθυρο, ότι θα
βραδιαστεί εκεί. Πόση ώρα περνά; Δεν ξέρει. Κάποια στιγμή λαλεί ένα
πετεινάρι. Δε θα ξυπνήσει, λοιπόν, ούτε τώρα;
Όχι, δεν ξύπνησε ούτε τώρα. Μήπως μετάνιωσε;... Μήπως πάλι ξέχασε ότι
είναι καθηγητής; Πόσο θα κρατήσει αυτό;
Μα όχι, δεν κράτησε πολύ. Λίγο πριν απελπιστεί ο Μέλιος, ο καθηγητής
γύρισε.
κύριος Σκαμβουράς: - Πού είναι οι κηδεμόνες σου; Τον ρωτά.
Ο Μέλιος ζυγιάστηκε λίγο. Στο τέλος:
Μέλιος: - Πουθενά... είπε.
κύριος Σκαμβουράς: - Τότε... ποιοι σε φροντίζουν;
Μέλιος: - Εγώ.
κύριος Σκαμβουράς: - Και τα γράμματα ποιοι σου τα 'μαθαν;
Μέλιος: - Εγώ...
Το φιογκάκι ξαφνικά ανεβοκατέβηκε παράξενα στο λαιμό του. Πήγε στην
έδρα κι άνοιξε ένα βιβλίο. Τράβηξε ένα φύλλο χαρτί, έγραψε καμιά
εικοσαριά αράδες και του το έδωσε.
κύριος Σκαμβουράς: Αυτά είναι τα “ερωτήματα” του λέει.
Καθαρόγραψετα ένα ένα στην κόλλα σου κι από κάτω δώσε τις απαντήσεις.
Κάνε με την ησυχία σου.
Ανέβηκε στην έδρα, άνοιξε ένα βιβλίο και χώθηκε μέσα του.
Παιχνιδάκι ήταν αυτά τα ερωτήματα για το Μέλιο. Στρώθηκε κει και τα
'γραψε στη στιγμή. Κατόπι αράδιασε τις απαντήσεις, δίπλωσε την κόλλα,
και κάθισε κι έβλεπε τον καθηγητή.
κύριος Σκαμβουράς: - Τι τρέχει; έκανε κείνος κάποια στιγμή, σαν τον
ανακάλυψε. Γιατί δεν τα γράφεις;
Μέλιος: - Τα 'γραψα.
κύριος Σκαμβουράς: - Ωραία. Τότε γράψε τις απαντήσεις.
Μέλιος: - Τις έγραψα.
κύριος Σκαμβουράς: - Πώς;;;
ο καθηγητής βρέθηκε κάτω.
κύριος Σκαμβουράς: Δεν είναι δυνατόν! Δεν μπορεί. Για δώσε δω.
Τα πήρε, τα κυνήγησε με το μάτι, χτύπησε μια δυο φορές το στόμα του κι
απόθεσε το χαρτί στην έδρα.
κύριος Σκαμβουράς: - Σε συγχαίρω... είπε σοβαρά, σχεδόν σκοτεινά.
Φοβούμαι, όμως, ότι έχεις αποστηθίσει όλα τα κείμενα της έκτης. Μ' αρέσει
η δυνατή μνήμη, αλλά δεν ενθαρρύνω ποτέ τη μηχανική αποστήθιση.
Έκανες διόλου ορθογραφία;
Μέλιος: - Όχι.
κύριος Σκαμβουράς: - Κι όμως τα λάθη σου είναι λίγα. Τώρα περνούμε
στα προφορικά...
Μισή ώρα αργότερα έμπαινε στην αίθουσα ο γυμνασιάρχης.
κύριος Σκαμβουράς: - Κύριε γυμνασιάρχα... είπε ο καθηγητής με δειλό
ύφος. Τελειώσαμε.
γυμνασιάρχης: - Πώς πήγε; ρώτησε κείνος κοφτά και μέτρησε με δυσπιστία
το παιδί.
κύριος Σκαμβουράς: - Καλά... Δύναμαι να είπω καλά... Εν γένει, πολύ
καλά.
γυμνασιάρχης: - Μμ... Για να δω... και πήρε να περιεργαστεί το χαρτί.Μμ...
ξανακάνει. Ναι... Και στα προφορικά;
κύριος Σκαμβουράς: - Επίσης... δύναμαι να...
γυμνασιάρχης: - Καλά. Από δω είσαι συ; Γιατί ήρθες τόσο
καθυστερημένος;
Μέλιος: - Κύριε... είπε ο Μέλιος και κατάπιε. Δεν... δεν... το ήξερα. Ήρθα
από χωριό
γυμνασιάρχης: - Αδιάφορον! Έπρεπε να το ξέρεις. Έμεινες σε καμιά τάξη
στάσιμος;
γυμνασιάρχης: Γιατί δεν απαντάς;
Μέλιος: -Ό... όχι.
γυμνασιάρχης: -Γιατί διστάζεις; Εφοίτησες ανελλιπώς και τα έξι χρόνια;
Μέλιος: - Όχι... δεν...
γυμνασιάρχης: - Τι “δεν”;
Μέλιος: - Δεν... πήγα σκολειό καθόλου.
γυμνασιάρχης: -Καθόλου; Πώς; Κύριε Σκαμβουρά!... τι αποκάλυψις είναι
αυτή;
Ο καημένος ο κύριος Σκαμβουράς... Θα προτιμούσε να ήταν ο ίδιος στη
θέση του παιδιού. Το φιογκάκι ανεβοκατέβηκε και σφίχτηχε να του πνίξει
το λαιμό. Έμεινε εκεί ακουμπισμένος στην έδρα του και κοιτούσε μια το
γυμνασιάρχη και μια το παιδί.
κύριος Σκαμβουράς: - Δεν είχα προβλέψει κάτι παρόμοιον, κύριε
γυμνασιάρχα. Ομολογουμένως είναι κάτι το εκπληκτικόν.
γυμνασιάρχης: - Τι “εκπληκτικόν”, κύριε Σκαμβουρά; Εδώ πρόκειται περί
πρωτοφανούς απάτης! Να σημειωθεί το όνομα του διδασκάλου.
Κατόπι στράφηκε στο παιδί.
γυμνασιάρχης: Πώς τόλμησες εσύ, νεαρέ, να εξαπατήσεις ολόκληρον
Εκπαιδευτήριον; Ε;... Σιωπάς; Χαά! Η σιωπή του ενόχου!Παύσε αμέσως να
κλαις!
Ξαφνικά το παιδί τίναξε πίσω το κεφάλι του και τότε οι δυο καθηγητές
βρέθηκαν αντίκρυ σ' ένα εξαγριωμένο τιγράκι.
Μέλιος: - Όχι, Κύριε! Δεν κλαίω!... Γιατί; Δεν έφταιξα σε τίποτα. Κι ούτε
ψέματα είπα. Γιατί δε δέχεστε τα γράμματα μου, κύριε γυμνασιάρχα; Αυτά
μου δείξανε, αυτά έμαθα. Γιατί δεν τα δέχεστε; Είναι αλλιώτικα τα
γράμματα του σκολειού; Δεν είχα χρήματα για να πάω στο σκολείο, και τα
'μαθα στο χωράφι. Κακό είναι; Τώρα εσείς μου λέτε ότι δεν έχουν πέραση.
γυμνασιάρχης: - Σιωπή!!!

Ο γυμνασιάρχης ήταν γαλάζιος απ' το θυμό.


Μέλιος: - θα φύγω... είπε ο Μέλιος. Και σ' όποιον με ρωτάει,θα λέω ότι
κάποτε μάζεψα λίγα λεπτά για να πάω στο Γυμνάσιο, μα μ' έδιωξαν, επειδή
τα γράμματα που είχα μαζίμου ήταν του χωραφιού και δεν περνούσαν.
γυμνασιάρχης: - Ορίστε, φίλε μου. θράσος! Ιδού ιταμότης! Σε ρώτησαγια
το όνομα του διδασκάλου, δια να αναφερθώ εις το Υπουργείο. Επ' αυτού
ζητώ να έχω απάντησιν. Τα λοιπά είναι φληναφήματα! Αναμένω... Δεν
απαντάς;
κύριος Σκαμβουράς: Προφανώς... δοκίμασε να επέμβει ο καθηγητής.
Προφανώς,ελησμόνησε το όνομα του διδασκάλου. Ε,παιδί μου;
Μέλιος: -Όχι... είπε ο Μέλιος. Το ξέρω!
γυμνασιάρχης: - Και γιατί δεν το λες; απλώνει να τον αρπάξει απ' το αυτί ο
γυμνασιάρχης.
Μέλιος: - Δεν είμαι Ιούδας! ξεφώνισε ο Μέλιος και το 'βαλε στα πόδια.
Ο γυμνασιάρχης έτρεξε σαν λύκος ξοπίσω του.
γυμνασιάρχης: Έλα δω!... Εσύ!... Πιάσ' τον!...
Ο Μέλιος κατέβαινε ορμητικά τη σκάλα. Μπροστά του ήταν η πόρτα. Μα
κάτι την έφραζε. Ενα γαλάζιο καβάδι.
γέρο-Θόδος: -Έλα δω, σκαθαράκι. Εσύ ήσουνα ο φρόνιμος;
γυμνασιάρχης: -Κράτα τον! φωνάζει από πάνου ο γυμνασιάρχης.
Μέλιος: - Άφησε με... παρακαλεί με βουρκωμένα μάτια το παιδί. Μπάρμπα-
Θόδο, εσύ που είσαι καλός... άφησε με.
γέρο-Θόδος: - Θα σ' απόλαγα, μωρό μου, μα ύστερις θα μ' απολύσουνε και
μένα... και τότε τι θα φάει η βαβά; Εδώ! Μην κλοτσάς, γιατί θα σου φορέσω
καπιστρόνι!
Μέλιος: - Παππού... άσε με, γιατί θα σε δαγκώσω.
γέρο-Θόδος: - Φρόνιμααα.
Μέλιος: - Για τελευταία φορά σου λέω... Άφησε με.
γέρο-Θόδος: - Σσσου! είπα.
Μέλιος: - Ε, να κι εγώ!
Όπως κρατούσε το δοχείο με το μελάνι, του το χύνει με δύναμη στα μάτια.
Ο γέρος τον άφησε για να πιάσει τα μάτια του κι ο δράστης έγινε άφαντος.
Πρόφτασε μοναχά, για μια στιγμή, πριν στρίψει το στενό, να δει το
γυμνασιάρχη, που πάνω στη μαρμαρόσκαλα κουνούσε τα χέρια του σαν
τρελός.

Κεφάλαιο Τέταρτο
Ο Μέλιος χάθηκε μες στα στενά. Οι φωνές του γυμνασιάρχη τον
κυνηγούσαν ακόμη και πέρα, ως τις απάνου γειτονιές. Εκεί ψηλά δεν
υπήρχαν άνθρωποι με κολάρα, άνθρωποι με γυαλιά - όλοι κείνοι που χρόνια
τώρα τρέχανε το κατόπι του σαν λύκοι. Εκεί πάνου ήταν άνθρωποι
κουρασμένοι, φτωχάνθρωποι με ζαρωμένα κούτελα, γυναίκες κακοζώητες
με άπλυτα μωρά στην αγκαλιά.
Εκεί πάνου μπορούσε να κάτσει σε μια πέτρα, να πιάσει το κεφάλι του και
να συλλογιστεί όλη του την καταστροφή. Να, λοιπόν, που γκρεμίστηκαν
όλα. Και τα γράμματα και τα όνειρα. Όλα... Η πόρτα του μεγάλου σκολειού
έκλεισε, σαν να την έφραξαν μ' ολόκληρο βουνό. Τώρα, Κρηφ,
χειροτέρεψαν όλα. Τώρα οι δρόμοι τέλεψαν και μοναχά αυτό το ποτάμι που
τρέχει μπροστά σου απόμεινε...
Ακουμπά, λοιπόν, σ' αυτή τη μουριά... πιάσε λίγο την καρδιά σου και πες
της να σωπάσει. Να, κοίτα κείνο το παιδί, που σε κοιτάζει μέσα απ' το νερό,
γέλασε του... Και -θα δεις- θα σου γελάσει και κείνο!
Μια γυναίκα πιο πάνου χτυπά με άχτι μια βελέντζα.Να, έτσι τον έδερνε κι
εκείνον η ζωή, χρόνια τώρα. Όχι, να μην κλάψεις, δεν κάνει... Σε βλέπει και
κείνο το κανελί σκυλάκι...
Ναι, ήταν ένα σκυλάκι εκεί και τον έβλεπε. Περνούσε πριν από λίγο
σκεφτικό, ύστερα στάθηκε λίγο να συλλογιστεί, και μεμιάς γύρισε πίσω και
βάλθηκε να τον κοιτάζει. Τώρα, έτσι που θύμωσε ο γυμνασιάρχης, θα 'κανε
χρόνια να ξεθυμώσει. Κι ώσπου να ξεθυμώσει ο γυμνασιάρχης, ο Μέλιος θα
είχε γίνει πια μεγάλος και δε θα τον έπαιρναν στο σκολειό. Εδώ πάνου πια
δε βάσταξε κι άρχισε να κλαίει. Το ποτάμι έπαιρνε τα δάκρυα του και τα
κατέβαζε στη θάλασσα.
Είχε μια κακοκεφιά σήμερα το νερό. μια θολούρα...
Είχε παλιές φιλίες με τα ποτάμια ο Μέλιος. Είχε αγάπες με τα νερά τους,
γνωρίζονταν. Ίσως και γι' αυτό να πικράθηκε το ποτάμι και να κυλούσε
βουρκωμένο, κι ό,τι έβλεπε σήμερα ο Μέλιος, βουρκωμένο ήταν... Τα
σπίτια, τα δέντρα, οι κότες που τσαλαβουτούσαν στα νερά,οι πάπιες που
πλέανε σαν βαποράκια...
Ως κι ένας μπάρμπας, με κάτι μόλους και τεντζερέδια, που κατέβαινε,
βουρκωμένος του φάνηκε κι αυτός. Τι μαύρος που ήταν! Είχε ένα ταγάρι
περασμένο στον ώμο του, ένα καπέλο μπαλωμένο με παράταιρα κομμάτια,
και κατέβαινε, χτυπώντας το μπακιρικά του και τα τραγουδούσε...
Μια στιγμή σταμάτησε κοντά στη γυναίκα που έπλενε τη βελέντζα και της
έπιασε μεγάλη συζήτηση.
Πάρε, κερά... έλεγε. Το μπακίρι μου είναι μαλαματένιο... Μα το ψωμί!
Άιντε, πάρε. Τι είναι δυο ναπολεόνια; Δυο παρτσάδια παστό. Έχω τα παιδιά
ατάιστα... κι είναι κούτσικα. Να. μα το Μάη. σου λέγω. Βουρ!... Πάρε ένα
μύλο, να φκιάνεις του πασά σου πουρνό πουρνό τον καϊμακλή του... να
παγαίνεις και να μοσχοβολάει μπιλέ. Βουρ, κερά!... Αχ, καρδιά ιτς δεν
έχεις. Τα παιδούλια ιτς δεν τα
λυπιέσαι. Βουρ, είπα. Πεσκέσι πράγμα σου δίνω... Πάρε ένα τεντζερέδι να
μαειρεύεις τσορβά...
Η γυναίκα σαστίζει και δεν ξέρει τι να πει.
- Ιστέ!Να το πράμα!Να έρχεται ο νοικοκύρης το γιόμα, να τρώει τον
τσορβά.“αμάν -λέει- γλυκάθηκε η γούλα μου.Τι τσορβά έκανες σήμερα,
υναίκα;”. Πάρε, κερά...κιμπάρικο πράμα σου δίνω...
- Άσε, το γιόμα, που θα 'ρτει ο άντρας μου.
- Ταμάμ!... Το παίρνεις τώρα, μαειρεύεις και το γιόμα έρχομαι για τον παρά.
Έλα, βουρ! Παρ' το, σου λέω... Άιτέ,να, τ' αφήνω και πάω... Καλοβράδυ,
κερά... Χάίρλίτικο...
Έκανε δυο δρασκελιές...
Στάσου... του φωνάζει η κερά. Καρτερά να σου φέρω τον παρά. Μεγάλος
μπελάς είσαι.
Ο γύφτος γελάει και δείχνει όλα τα κίτρινα δόντια του.
Χάιρλίτικο... χάίρλίτικο!... Μάλαμα πήρες, κερά, μπακίρι δεν πήρες...
Η γυναίκα σκουπίζει τα χέρια της, μπαίνει στο σπίτι και του φέρνει τα
χρήματα, δυο εικοσάρικα.
Ο γύφτος τα παίρνει, κλείνει τα μάτια του και τα χαϊδεύει πά' στα γένια του.
Να τ' αβγατίζεις, κερά, Έιβαλαχ!...
Άνοιξε την τραχηλιά του και τα 'χωσε μέσα... Ύστερα κατέβηκε κοντά στο
παιδί. Είχε ένα πεζούλι εκεί από άσπρη πέτρα. Κάθισε, απόθεσε το καπέλο
του στο χώμα, και σκούπισε με την απαλάμη τον ιδρώτα του. Ύστερα έβαλε
το χέρι του στον κόρφο κι έβγαλε ένα κομμάτι μαύρο, ξερό ψωμί, μα πολύ
μαύρο... Ποιος ξέρει... Μπορεί να είχε μαυρίσει κι απ' το πετσί του. Πήρε το
ψωμί, το βούτηξε στο ποτάμι κι ύστερα τ' άφησε στην πέτρα να παπαρώσει.
Ύστερα έχωσε ξανά το χέρι του στον άλλο κόρφο κι έβγαλε ένα χαρτί. Κάτι
είχε μέσα -καθώς φαίνεται λαδερό γιατί το είχε φασκιωμένο σε πολλά
χαρτιά. Πήρε, λοιπόν, να το ξετυλίγει. Στο τέλος φάνηκε ένα κομμάτι
χαλβάς αγοραστός, του μπακάλη.
Έσπασε με το ζερβί χέρι το ψωμί, άνοιξε το στόμα του και πέταξε μέσα ένα
κομμάτι. Μετά πέταξε κι ένα κομμάτι χαλβά... Έκλεισε τα μάτια κι άρχισε
να μασάει. Μασούσε... μασούσε... Όλο γλύκα... και τα μουστάκια του
σαλεύανε, σαν του κουνελιού.
Μα η απόλαυση του δεν κράτησε πολύ. Ξαφνικά, είδε το παιδί να τον
κοιτάει με κάτι τόσα μάτια... Βιάστηκε να καταπιεί, κι έστειλε με τα
μουστάκια του ένα γέλιο. Τα μάτια του σκεπάστηκαν με κάτι ζάρες τόσο
πυκνές, που του τα 'κρυψαν ολόκληρα.
γύφτος: θέλεις ψωμί; λέει.
Και δεν περιμένει. Κόβει ένα μεγάλο κομμάτι και τ' απλώνει.
Το παιδί ντροπιάζεται και στρίβει τα δάχτυλα απ' την αμηχανία.
γύφτος: - Πάρε... λέει ο γύφτος. Να, φα... φα...
Το παιδί δε σαλεύει.
γύφτος: - Φα... φα... επιμένει ο γύφτος. Μπερκέτι...
Τα μάτια του γύφτου έχουν δυνατή στοργή, και ντρέπεται να μην το πάρει.
Απλώνει, λοιπόν, και το παίρνει.
γύφτος: Θέλεις αλβά; συνεχίζει ο γύφτος. Πάρε αλβά...
Φα...φα...Μπερκέτι...
Στρώνονται εκεί κάτω απ' τη μουργιά και τρώνε. Το σκυλάκι -κείνο το
κανελί- το πιάνει και κείνο η ζούλια κι έρχεται και κείνο κοντά να
ζητιανέψει. Το ταΐζουνε κι οι δυο με κάτι ψίχουλα...
Χαρισάμενη παρέα κάνουνε κι οι τρεις. Σε λιγάκι ζηλεύουνε κι οι πάπιες κι
έρχονται σερνάμενες κουνάμενες να πάρουνε και κείνες μερτικό. Έχουνε
γούστο, έτσι που τεντώνουνε το λαιμό τους να πιάσουνε τα ψωμάκια, Κι
άμα τους ξεφεύγουνε, τα κυνηγάνε με βουτιές και πεταρίσματα κάτω στο
ποτάμι.
Σαν αποφάγανε, ο γύφτος έκανε τα χέρια του κούπα. Τα γέμισε απ' τον
ποταμό νερό και ποτίστηκε. Ύστερα ξέπλυνε τα χέρια του, ξαναγέμισε τη
χούφτα του... και...
γύφτος: Μπούγιουρουμ... λέει στο παιδί. Πχε.. πχε... Μπερκέτι.
Δεν έκανε τσιριμόνιες ο Μέλιος. ούτε και ξέτασε τα χέρια του, να δει αν
ήταν παστρικά. Ήταν τίμια χέρια - αυτό ήξερε... Χέρια φτωχά, δουλεμένα
απ' το σφυρί. Του άρεσε κιόλα το νερό. Η καρδιά του ήταν ζεματισμένη, και
διψούσε.
γύφτος: Ααα..., έκανε ο γύφτος κι ακούμπησε στη μουργιά.Να φτιάνουμε
τώρα κι ένα “κατσάκικο”*, να κάνουμε λίγο ντουμάνι... Πίνεις εσύ
τσιγάρες;
Μέλιος: Όχι.
γύφτος: Καλό κάνεις. Μη πίνει!... Θα γίνεις κίτρινο.
Έψαξε μέσα στο ταγάρι του, κι έβγαλε μια χουφτίτσα καπνό. Τον καθάρισε
απ' τα ψίχουλα και τις τρίχες, ύστερα φύσηξε την πέτρα απ' τη σκόνη και
τον άδειασε απάνω. Κατόπι έχωσε δυο δάχτυλα στη γελεκότσεπη, τράβηξε
το τσιγαρόχαρτο, φύσηξε να ξεχωρίσει ένα, σάλιωσε το δάχτυλο του, το
τράβηξε, και βάλτηκε με μεράκι να το στρίβει. Ο Μέλιος και το σκυλάκι
τον παρακολουθούσαν με μεγάλη προσοχή.
Ύστερα από λίγο το τσιγάρο ήταν έτοιμο. Του 'κλεισε ο γύφτος την κάτω
τρυπίτσα με το δάχτυλο κι ύστερα έβγαλε απ' το ζουνάρι του το τσακμάκι,
την ίσκα, τη στουρναρόπετρα, άναψε, το ξανάβαλε στο ζουνάρι, κι
ακούμπησε καλύτερα στη μουργιά.
γύφτος: - Πάει το σκολειό; ρώτησε φυσώντας τον καπνό του.
Λαθραίο.
Αντίς γι' απάντηση, του Μελιού τα μάτια γέμισαν δάκρυα. Σάστισε ο
γύφτος. Κάθισε και κοιτούσε το παιδί λυπημένος, πολύ λυπημένος...
Έμοιαζε έτσι σαν τον καπνισμένο άγιο κάποιας παλιάς εκκλησιάς.
γύφτος: Ε... τ' είναι για...; λέει του παιδιού. Τι σε πείραξα και κλαίει; Να...
τώρα κλαίει. Τι σε πείραξα, για; Καλά.Δε θέλει, μη θέλει. Καλά. Άμα δε
θέλει, δεν πάει. Τι κλαις;και τα δικά μου παιδούλια δεν πάνε. Κλαίνε; Ε,
καλά, ας μην πάνε. Είδα εγώ μια φυλλάδα. Δεν είναι, τίποτα. Ένα χαρτί
γιομάτο ψείρες. Ε, ντε; Είπα... μην πας.Τι κλαίει άλλο;... Βάι. Εσύ δεν είσαι
καλός καρντάσης.
Το παιδί έκλαιγε σπαραχτικότερα...
Μέλιος: Χάθηκε το σκολειό. μπάρμπα, πάει το σκολειό για μένα... πάει.
πάει...
Ο γύφτος πέταξε το τσιγάρο του στο ποτάμι, που σκόρπισε μες στο νερό, κι
έσκυψε πάνω απ' το παιδί.
γύφτος: Μπρε,τσορμπατζή μου...του λέει γλυκά. Μπρε,ποιος σε
παραμονεύει; Εδώ είμ' εγώ! Ε, κοίτα... Εδώ είμ'εγώ!Ποιο κοτάει, ας έρτει...
Μα το γιαραμπή! Θα το κάνωτο κεφάλι του πίτα! Να, έτσι! Κοίτα... Σήκω!
Και πάτησεμε το τρύπιο παπούτσι του το χώμα.Ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Ο
Μπίθρος... χα χα χα!...
Ο Μέλιος δεν παρηγοριόταν. Με τα μάτια σκεπασμένα έκλαιε πικρά, πικρά.
Ο γύφτος σίμωσε πιο πολύ και στάθηκε κοντά του ανακούρκουδα. Ως και
το σκυλί ανησύχησε και ήρθε και κείνο πιο κοντά.
γύφτος: -Ωχ, γιαβρούδι μου... μεγάλο σεκλέτι μου κάνεις...Τι έχεις, μπρε
τζιέρι μου; Πες το εμένα. Εμένα να το πεις...
Μέλιος: -Με διώξανε απ' το σκολειό. Σήμερα με διώξανε και πάει πια, δε
με παίρνουνε άλλο...Μ' αφήσανε έξω απ'την πόρτα.Και είναι πολύ καλά τα
γράμματα, μπάρμπα...Εγώ πολύ τ' αγαπώ.
γύφτος: - Σε διώξανε; Μπρε!... Ε, να πεις στο μπουμπά σου να τους ρίξει
ένα σοπάκι. Αμα δεν έχεις μπουμπά, εγώ ο Μπίθρος να τους ρίξω. Να,
κοίτα. Έτσι, έτσι, έτσι! Εσύ, δάσκαλε, το κάνεις; Να, δάσκαλε, πάρε, πάρε,
πάρε! Άιτε,τώρα, σήκω., άιτε, τράβα στο κονάκι σου. Αμα δεν έχεις,έλα σε
μένα. Στου μπάρμπα σου του Μπίθρου. Εγώ σε παίρνω. Ε, μην κάνεις έτσι.
Τι τα θέλεις, μπρε, τα γράμματα; Στραβώνουνε τα μάτια. Ψεμάτα;
Μέλιος: -Εγώ τα θέλω.
γύφτος: -Ε, να πας. Κι άμα δε θέλει ο δάσκαλος, εδώ το 'χω τοσοπάκι.
Σώπα... Αιτε, έτσι! Μπίτισε...
Έσκυψε στο ποτάμι, πήρε νερό και του 'πλυνε τα μάτια. Ύστερα τον
ανέβασε στο πεζούλι και του 'δειξε με το ραβδί ένα σπιτάκι μοναχικό μέσα
στα δέντρα.
γύφτος: Να... κοίτα, εεεε! Το βλέπεις το κονάκι; Αυτό είναι.Να, τώρα... το
μικρό μικρό παίζει.Κοίτα... Να το, τώραπαίζει. Είναι λίγο ζαμπούνικο...
Νέισα*... Τώρα παίζει...
Ένα ξεβράκωτο γυφτάκι έπαιζε μπροστά στο καλυβάκι με τα χώματα.
Κοίταξε ο Μέλιος τα μάτια του γύφτου. Τι γλυκά που τον κοιτούσαν!
γύφτος: Να, τώρα παίζει... ξαναείπε ο γύφτος μ' ευτυχισμένη φωνή. Η
ζαβάλισσα η γυναίκα. Πλένει, πλένει. Βλέπεις; Αυτό είναι το πιο κούτσικο!
Έχει κι άλλα. Να, να, να... Άμα έχεις σεκλέτι, έλα. Ε; Μην ξεχάνεις. Να
έρχεσαι. Ε; Αιτε,τώρα. Εγώ να κάνω μια γυροβολιά, να φάνε τα
παιδούλια.Αιτε, χαïρολα.
Έφυγε ο γύφτος κατά τους κατωμαχαλάδες, όλο γυρνώντας κατά το παιδί,
κι όλο γνέφοντας με το ραβδί -να μην ξεχάσει το κονάκι. Έπειτα χάθηκε. Σε
λίγο σβηστά ακουότανε το τραγούδι και τα κουδουνίσματα του μες στο
μαχαλά.
Ας είναι.
Ο Μέλιος στάθηκε και κοίταξε το καλυβάκι. Ήταν μικρό, χωμένο στα
δέντρα. Το παιδάκι, όμως, με τη μαύρη κοιλίτσα του έπαιζε, όλο έπαιζε.
Έπαιρνε χώμα, το πήγαινε, ύστερα ξαναρχόταν, και το ξαναπήγαινε.
Κάθισε πολλή ώρα και το κοιτούσε. Ύστερα πήγε σιγά σιγά να κατεβαίνει.
Να φεύγει για κάτω, μαζί με το ποτάμι...

Κεφάλαιο Πέμπτο
Άδικα περίμεναν στου μπάρμπα-Ανέστη το σπίτι όλη τη μέρα να γυρίσει το
παιδί. Η Θεια-Αρετή τάιζε τη φωτιά και κάθε λίγο έβγαινε απ' το
παράθυρο.“Τι να γίνηκε αυτό το βλοημένο;” έλεγε κάθε τόσο. Στο τέλος
σαν εσήμανε μεσημέρι και το παιδί δεν εφάνηκε, έβαλε το φαΐ στο
καμαράκι, το σκέπασε με μια πετσέτα και περίμενε. Σε λίγο σκοτείνιασε,
ανάψανε στα μαγαζιά τα φώτα. Τίποτα το παιδί. Η πρώτη κουβέντα του
μπάρμπα-Ανέστη, μόλις γύρισε απ΄ όξω, ήταν για το Μέλιο.
Ανέστης: -Πώς τα πήγε το παιδί, Αρετή;
Αρετή: -Πώς να τα πάει... απάντησε κείνη μουδιασμένη, μην πα' και το
είδα;
Ανέστης: -Τι;
Αρετή: -Άφαντο, απ' το πρωί.
Ανέστης: -Μη χειρότερα! Και δεν έβγαινες να ρωτήσεις;
Αρετή: -Πού να πάω; Ένα παιδί που περνούσε μου είπε ότι το σκολειό ήταν
κλειστό. Έλεγα πως απ' ώρα σ' ώρα θα φανεί.

Ο Ανέστης στάθηκε συλλογισμένος.


Ανέστης: Μην τύχει και το παραπόνεσες, ρε γριά; Σε ξέρω... τα κάνεις κάτι
τέτοια.
Αρετή: Χριστός και Παναγιά! Γιατί να το κακοκαρδίσω; Έφυγε σαν το
πουλί. Και τώρα πάει...
Ο μπάρμπα-Ανέστης έμπασε τ' άλογα μέσα. Βουτηγμένος στη συλλογή
ήταν. Άκεφα άκεφα τα πάχνισε και τους πέρασε στο κεφάλι την ταή. Ούτε
να τα ξυστρίσει ούτε να τα παινέψει. Πού άλλες βραδιές! Έπαιζε μαζί τους
σαν να ήταν μωρά. Τώρα έβγαλε βαρετά τα ποδοπάνια του κι ανέβηκε,
φυσώντας, στο σπίτι. Άναβε και ξανάναβε τσιγάρα, κι όλο κουνούσε το
κεφάλι κι έκανε “τσ... τσ... τσ...”. Κρύο του φαινόταν το σπίτι κι είπε στην
Αρετή ν' ανάψει φωτιά. Ούτε και τη ρώτησε, όπως κάθε βράδυ, “τι θα φάμε
απόψε”;Ήταν σαν να σηκώθηκε από χίλια τραπέζια.
Θυμήθηκε πως κάποτε, που ήταν μικρός, μπήκε μια μέρα στο σπίτι τους ένα
πουλάκι και πήγε και κάθισε στο ράφι του τζακιού. Ήταν και τότε ο ίδιος
καιρός, έτσι, πάνω στα δροσίσματα. Στεκόταν το πουλί στο ραφάκι του και
τους κοιτούσε. Πήγαινε φιρί φιρί να πιάσει μαζί τους φιλίες. Το μεσημέρι
κατέβηκε στο πάτωμα και τσιμπούσε τα ψίχουλα. Ημέρεψε. Ως το βράδυ
είχε πιάσει γνωριμία με όλους. Μα πιο πολύ το πόνεσε ο Ανέστης. Έπαιζε
μαζί του, του 'κανε παιχνίδια, κι ως το βράδυ ήταν αχώριστοι. Μα, σαν
ξύπνησε το πρωί κι έτρεξε στο ράφι του, να του δώσει ζάχαρη και να του
πει “καλημέρα”, το πουλάκι είχε φύγει.
Είχε δει έξω τη μέρα ηλιόλουστη και πέταξε να τη χαρεί. Κι ούτε
ξαναφάνηκε πια στο σπίτι.
Τι απελπισία ένιωσε το παιδί... Δυο ολόκληρες μέρες ούτε μιλούσε, ούτε
γελούσε. Δέθηκε η γλώσσα του, κι η όρεξη του έκλεισε ολότελα. Μια
ολόκληρη βδομάδα ήταν έτσι φαρμακωμένος.
Να... μια τέτοια λύπη είχε κι απόψε. Το ίδιο ράγισμα ένιωθε στην καρδιά.
Και θυμήθηκε, ύστερα από τόσα χρόνια, το πουλάκι... Έτσι κι αυτό είχε
μπει στο σπίτι, κοιμήθηκε μια βραδιά και το πρωί πέταξε.
Η Αρετή πάσκιζε να τον καλοπιάσει. Του 'λεγε ότι δεν ήταν και σίγουρο
πως έφυγε. Μπορεί και να ξέχασε το σπίτι και να ψάχνει μες στη νύχτα να
το βρει. και να μην το βρίσκει.
Ανέστης: -Πού θα κουρνιάσει, Αρετή; έλεγε κάθε τόσο. Πού θα γείρει το
άμοιρο; Θαρρείς κι είναι πολλοί οι Ανέστηδες, να το περιμαζώξουνε; Θα
ξεπαγιάσει σε κάνα κατώφλι, και το πρωί θα το βρούνε ξυλιασμένο.
Αρετή: -Μπορεί να τρύπωσε σε κάνα αχούρι, να ζούφωσε μες στ' άχερα.
και το πρωί να πάρει το δρόμο και να 'ρτει, πού ξέρεις...
Ανέστης: -Όσα και να μου πεις, δε με παρηγοράς. Ήτανε φιλότιμο παιδί και
θα ντράπηκε να μας βαρύνει, έτσι θα θάρρεψε.
Μένανε κι οι δυο τους κοντά στη φωτιά και κουβέντιαζαν ως τα μεσάνυχτα.
Όλο γύρω απ' το ίδιο ζήτημα. Κάνανε για μια στιγμή να ξεσκαλώσουνε, να
το ρίξουνε αλλού. Μα ξανά πάλι το παιδί.
Κάποτε απ' το μυαλό του γέρου πέρασε μια ιδέα.
Ανέστης: Έλειψες καθόλου απ' το σπίτι σήμερις. Αρετή; ρωτά τη γυναίκα
του.
Αρετή: Όχι... Μια δρασκελιά έκανα, μονάχα, ως εδώ στης Σέβδως, να της
γυρέψω το μύλο του καφέ.
Ανέστης: -Για πες μου. Την πόρτα την είχες αφημένη ανοιχτή;
Αρετή: -Ναι...Τι, μια δρασκελιά έκανα.
Ανέστης: -Αυτό είναι! είπε δυνατά. Μεσημέρι ήταν;
Αρετή: -Τόσο θα ήταν...
Ανέστης: Έτσι θα 'γινε, κείνη την ώρα θα μπήκε, θα πήρε το μπογαλάκι του
κι έφυγε. Άναψε μου το λυχνάρι.
Αρετή: Πού θα πας;
Ανέστης: Άναψε, σου λέω! Πάω να δω για τα ρούχα του.
Σηκώθηκε ξαναμμένος και πήγε με το λυχνάρι μέσα.Μα, μόλις άνοιξε την
πόρτα, το φως έσβησε. Φαίνεται πωςτο παράθυρο ήταν ανοιχτό. Κοίταξε
από κει τ' άστρα και συλλογιόταν. Μα, σε μια στιγμή, ξαφνιάστηκε.
Κάποιος ανάπνεε στα σκοτεινά. Ο γέρος έπιασε την καρδιά του.
Ανέστης: Μέλιο!... φωνάζει. Παιδί! Εσύ 'σαι;
Κάτι μαύρο σάλεψε κάτω. Το μεντέρι έτριξε.
Ανέστης: -Μέλιο! ξαναφωνάζει. Γιατί δεν αποκρίνεσαι γιε μου; Εσύ 'σαι;
Δε μιλάς; Εγώ είμαι, ο μπάρμπας σου...
Ο πεσμένος δεν αποκρίθηκε. Αντί για μιλιά άρχισε τα κλάματα.
Ανέστης: -Αρετή!... Φέξε γλήγορα! Εδώ είναι!
Έφερε η Αρετή τη λάμπα και βρήκανε το παιδί λουσμένο στο κλάμα.
Ανέστης: Τι σου στάθηκε; του λέει γλυκά ο γέρος. Τι έπαθες,μάτια μου;
Σήκω... σήκω. Πάμε μέσα. Να μου τα πεις όλα.
Αρετή! Στρώσε το τραπέζι. Το παιδί πεινάει.
Μέλιος: Όχι... λέει ο Μέλιος φουσκωμένος. Δε θέλω.
Ανέστης: Μωρέ, σήκω! Άμα μου τα πεις όλα και ξαλαφρώσεις,να δεις που
θα φας και μένα. Ζέστανε το φαΐ, Αρετή. Θαφάω κι εγώ. Πείνασα. Έλα,
μπέη μου. Πάμε.
Τον πήρε μέσα, βαστώντας τον απ' την πλάτη. Ο Μέλιος στριφογύριζε στα
μάτια τις γροθιές του, για να τα στεγνώσει απ’ τα δάκρυα.
Ανέστης: -Κάτσε εδώ, εδώ...Ακουμπά στη μαξιλάρα.Είδες,έχουμε και
φωτίτσα. Έλα, τώρα... Θα φάμε καλά καλά κι ύστερα θα μου τα πεις. Τι φαΐ
έφτιασες. Αρετή; Καβουρμάς μου μυρίζεται.
Ανέστης: -Λίγο βοϊδινό με κρεμμύδια γιάχνισα...
Ανέστης: -Αχ, γεια στα χέρια σου!... Γιόμισε και το κουμάρι από το μαύρο.
Θα γιορταστεί το πράμα.
Μέλιος: -Όχι, μπάρμπα! Εγώ δε θα φάω.
Ανέστης: -Να τος, πάλι. Βρε. θα φας και θα ματαφάς. Έτσι σ'έχω γω; Για
να σ' αφήνω νηστικό; Μην ακούς. Αρετή. Στρώσε. Άμα δε φας, τι δύναμη
θα 'χεις αύριο για το σκολειό;
Τ' ήτανε να το πει! Τα μάτια του Μελιού ξαναγιόμισαν δάκρυα.
Ανέστης: -Να τος, πάλι! Ε, τι έχεις πια, δε θα μου πεις;

Μέλιος: -Δεν έχει πια σκολειό, μπάρμπα-Ανέστη. Με διώξανε.Πάει...

Ανέστης: -Σε διώξανε; Ποιος φονιάς το καν' αυτό;


Μέλιος: -Ο γυμνασιάρχης...

Ανέστης: -Για άκου πράματα! Αμ εσένα πήγανε να διώξουνε, οι


αλιβάνιστοι!Το χρυσάφι; Σώπα...Εγώ είμ'εδώ.Θα τα διορθώσω όλα. Και στο
σκολειό θα πας, και γραμματάκια θα μάθεις.Σώπα.
Μέλιος: -Όχι,όχι...έλεγ'ολοένα ο Μέλιος.Κανείς πια δεν μπορεί να με
ξαναστείλει.
Ανέστης: -Ε,τότε, πες μου τα, τι έτρεξε;
Τότε ο Μέλιος σκούπισε τα μάτια του και κάθισε και του τα είπε όλα. Για
το δασκαλάκο με το φιόγκο, για το γυμνασιάρχη. Για τη μεγάλη προσβολή
που του έκανε εκεί μπροστά στα μάτια του καθηγητή... Και στο τέλος, για
το γερο-επιστάτη με τα καβάδια, και για το μελάνι που του 'χυσε στα μάτια.
Ξαλάφρωσε έτσι λίγο η καρδιά του.
Τότε ο γέρος έστρωσε τα μουστάκια του και κάθισε και τα κύλησε όλα ξανά
στο μυαλό του. Έβαλε κάτου και τα στραβά και τα ίσια. Που έφταιξε ο
Μέλιος και πού οι άλλοι. Κοντολογίς, όλο το φταίξιμο το 'χε ο
γυμνασιάρχης. Αυτός το πρόσβαλε το παιδί, αυτός το κυνήγησε. Και. το
καημένο, τι να κάνει; Για να μην πιαστεί, έχυσε στα μούτρα του γέρου το
μελάνι.
Ανέστης: -Ε, δεν ήτανε σωστό πάλι κι αυτό, όχι. Ο γέρος δε σου έφταιξε.
Να πούμε και τη μαύρη αλήθεια... δεν είναι και μικρό αυτό που έκανες.
Ολόκληρο καλαμάρι στα μούτρα του! Να, αυτό είναι που τα χαλάει όλα. Τ'
άλλα μερεμετίζουνται. Τώρα, όλη η δυσκολία είναι δω. Πώς να καλοπιαστεί
ο γέρος. Στην κατώγα, είπες, πως μένει; Και φοράει αντεριά; Καλά. Αυτόν
τον αναλαβαίνω εγώ. Με το γυμνασιάρχη δε θα μπορέσω, μα μ' αυτόν
γίνηκε κιόλα. Φτωχός με φτωχό συνοννογιέται. Τον άλλο τι τον κάνεις;...
Μα, εδώ που τα λέμε, ο κύριος κείνος δεν έχει και κανένα λόγο να είναι
θυμωμένος. Αυτός πρόσβαλε το παιδί. Γίνηκε! Αύριο πρωί πρωί. Αρετή, να
μου ετοιμάσεις την αλλαξιά μου. Θα πάω και θα τα ισιάσω όλα. Άιντε,
τώρα, αυτό ήταν. Τέλεψε. Στρώσε, Αρετή. Θα φάμε.
Όπως το 'πε, το 'κανε ο μπάρμπα-Ανέστης. Το πρωί έφεξε δεν έφεξε,
συγυρίστηκε και μια και δυο πάει και χτυπάει το πορτάκι της κατώγας.
Χτύπησε καναδυό φορές, χτύπησε. Μέσα ροχαλίζανε. Κακοτυχιά.
Ετοιμαζότανε να κάνει κάνα γύρο στην αυλή, ώσπου να ξυπνήσουνε, μα
κείνη τη στιγμή άνοιξε ένα πορτόνι κι ένα κεφάλι με μελανωμένα μούτρα
φάνηκε στο κατώφλι.
γέρο-Θόδος: -Τι αγαπάς, συμπέθερε; ρωτάει. Εμένα γυρεύεις;
Ανέστης: -Εσένα, κουμπάρε, εσένα. Λάβε τον κόπο, σε περικαλώ, αν
θέλεις, κι έλα κάτι να κουβεντιάσουμε.
γέρο-Θόδος: -Καρτερά...
Έβγαλε την αμπάρα, έριξε δυο στάλες νερό στο κεφάλι του, έριξε στην
τσέπη του καβαδιού το τσακμάκι του και βγήκε. Ο Ανέστης είχε τραβηχτεί
στην άκρη της αυλής, εκεί που κυλούσε το ποτάμι, κι ακούμπησε σε μια
λεύκα, απ' αυτές που 'ταν αραδιασμένες στο νερό. Σαν τις πάπιες είναι αυτά
τα δεντριά. Όπου νερό και δροσίτσα, εκεί κι αυτά.
γέρο-Θόδος: Ε, πώς, καλή ώρα, από δω; ρωτάει ο γερο- επιστάτης και τα
μάτια του μέσα απ' τα μελάνια ψάχνουν να τον γνωρίσουνε.
Ανέστης: -Δε με γνωρίζεις...λέει ο Ανέστης. Άδικα ψάχνεις.Ήρτα για ένα
θέλημα... Για ένα...
γέρο-Θόδος: -Άσε... λέει ο γέρος, κατάλαβα. Είσαι ο γονιός του χτεσινού
ζερζεβούλη. Τα βλέπεις εδώ; Σα δεν έμαθα εγώ γράμματα, μάθανε τα μάτια
μου. Εσύ τ' ανάθρεψες έτσι και το σπούδαξες; Μπράβο σου!
Ανέστης: -Χα... χα... μισογελάει καλόκαρδα ο Ανέστης. Όχι. δεν είναι δικό
μου. Καλά καλά να πεις ούτε και το γνωρίζω. Δε θέλω να πάρω γιαρντίμια
του. Έσφαλε.

γέρο-Θόδος: -Πες το κι άλλη μια βολά! Έτσι, λοιπόν, έσφαλε! Και τώρα,
εγώ πρέπει να του το σχωρέσω. Και να 'ρτει ταχιά πάλε, να κάνει τα ίδια!
Γειτονάκι σου είναι;

Ανέστης: Όχι! Ένα κακότυχο ερμοπαίδι είναι. Μα το πονώ... συμπέθερε, το


πονώ, πώς να στο πω... να, σαν να το γέννησ' η γριά μου. Εγώ δικό μου δεν
έχω, άκληροι απομείναμε. Ήρτε προχτές στο σπίτι σαν το πουλί στο
στάλαμα. Βαστάει η καρδιά του να το διώξεις; Όχι, πες μου... Εσύ τι θα
'κανες, κουμπάρε;
γέρο-Θόδος: -Θα σου γιομώσει τα μούτρα μελάνια, να μου το θυμηθείς!
Είναι ανάποδη φύτρα.
Ανέστης: -Δεν είναι. Εσύ δεν ξέρεις τι του κάνανε, κει πάνου,αυτοί οι
τρανοί με τα “γιουλάρια”* στο λαιμό. Το προσβάλανε καλά καλά, το
σφάξανε καταμεσής στην καρδιά, κι ύστερις το κυνηγάνε κιόλα. Πας εσύ να
του φράξεις το δρόμο. Τι να κάνει και κείνο; Να κάτσει να πέσει στα χέρια
τους; Ο πάσα ένας το ίδιο θα 'κανε... όχι αυτό, που είναι και παραπονιάρικο.
γέρο-Θόδος: -Ε, τι θέλεις να κάνουμε τώρα, κουμπάρε; Να του πούμε και
σπολάτη; Από τα χτες η γριά μου μου παστρέβει τα μούτρα και παστρεμό
δεν έχουνε. Σα δε στραβώθηκα...
Ανέστης: -Άκου, συμπέθερε... Φτωχοί είμαστε κι οι δυο,
κυνηγάρηδες Καπίστρια. θέλει να πει τις γραβάτες. του ψωμιού... Σμίγει το
χνότο μας. Ν' αφήκουμε τώρα ένα τσιροπούλι να πάθει το χάλι το εδικό
μας;Να μη μάθει δυο σπυριά γράμματα, να δει λίγη προκοπή; Κρίμα στο
λαιμό σου θα το 'χεις...
γέρο-Θόδος: -Μη μου τα λες αυτά, κουμπάρε... απονιά η καρδιά μου δε
γνώρισε. Να, στην ψυχή που θα δώκω. Εγώ το σχώρεσα κιόλα... Μα τι θα
ωφελήσει; Οι αγάδες αυτού πάνουδε θα το σχωρέσουνε... Τώρα, παναπεί
όχι κι όλοι οι αγάδες. Να... ο ένας -Σκαμβουρά τον λένε- ήρτε σήμερα κι
απόξω απόξω με ψιλορωτούσε αν εφάνηκε το παιδάκι...αν... το είδα
πουθενά, κι αν ξέρω πού κάθεται...
Ανέστης: -Τι μου λες, κουμπάρε;
γέρο-Θόδος: Όπως στο μολογάω. Κι είχε μια λύπη, μαύρε μου... μια λύπη...
Θαρρείς κι έχασε το σπίτι του άνθρωπο. Ύστερα με αρώτησε για τα μάτια
μου κι αν έπαθα τίποτις. “Μελανώσανε, του λέω... τίποτις άλλο. Μόνο... τι
να σοο πω, κύριε καθηγητή, του λέω, κάνω το σταυρό μου... Ξέρεις, τι
βολικό αγόρι ήταν το πρωί... Τι αναθροφή είχε!... Αναθροφή, όχι παίξε
γέλασε. Τώρα, πώς το 'κανε; Δεν το χωράει ο νους μου...” “Έτσι είναι, λέει.
Τώρα... αν μπορείς, ψάξε να το βρεις”.
Ο Ανέστης καταχάρηκε.
Ανέστης: Έχεις τόσο καλά μαντάτα να μου πεις και μου τα 'κρυβες;
γέρο-Θόδος: -Είχα το σκεδιό μου. Ήθελα να σε ψαχουλέψω... Να μάθω και
τι σόι φέρνεται στο σπίτι. Είναι τίποτις σκανταλιάρικο; Είναι
γρουσούζης;...Να, τώρα έχω τα κιτάπιαμου ανοιχτά. Παρ' την καρδιά μου,
τι άλλο θέλεις.
Ανέστης: -Να 'χεις καλά γεράματα, κουμπάρε, έτσι να σου χαρίζει ο θεός τη
γριά σου. Δεν ξέρεις τι ξανάσασμα μου 'δωκες. Σ' ευχαριστάω μέσα απ' τη
καρδιά μου. Τώρα, αν θέλεις, πες μου το σπίτι κείνου του δασκάλου του
ψυχοπονιάρη. Θα πάω να του προσπέσω.
γέρο-Θόδος: -Δε θα κάνει ανάγκη. Ωχ!... (Ξάφνου χώνει βιαστικά,το χέρι
στο τσεπάκι της καβάδας του και σέρνει ένα ρολόι). Κουμπάρε, κάηκα!
Ώρα για την πόρτα.Αν δεν είν'ανοιχτή στην ώρα της, κείνος ο “μεγάλος”
μουγκρίζει σαν βουβάλι... ήμαρτον θε μου.
Ανέστης: -Να πας στο καλό... του λέει. Τώρα πια εμείς γενήκαμε φίλοι.
Καμιά μέρα να πάρεις την κερά σου και να'ρτεις από το σπίτι να σας
φιλέψουμε.
γέρο-Θόδος: -Καμιά Κεριακή. ναι.
Ανέστης: -Θα σου στείλω χαμπέρι με το παιδί.
Οι δυο γέροι χωρίσανε. Σφίξανε γερά γερά τα φαγωμένα τους χέρια και
τράβηξε ο καθένας στη δουλειά του.

Κεφάλαιο Έβδομο
Η “Μουσική των Νερών”. Θέμα ελεύθερον. Καθίστε επάνω από μια
γέφυραν και ακούστε την. Προσοχή, μόνο, να μην πέσετε στο ποτάμι... Ο
κύριος Σκαμβουράς δίνει με αγάπη το θέμα, με αγάπη, μα αμέσως
πικραίνεται. Του αρέσει αυτό το θέμα. Κάθε θέμα, που έχει μέσα ποτάμι,
του αρέσει. Μα έρχεται ο Καθηγητικός Σύλλογος, με μια φωνή ξερή και
κατασπαράζει αλύπητα όλη την ποίηση στην καρδιά ενός φτωχού
καθηγητή.
Διάλεξε σου λέει, όποιο θέμα θέλεις -δικαίωμα σου-αλλά στη γλώσσα,
προσοχή! “όσον αφορά την γλώσσαν”. Απάνω στην ώρα ανοίγει η πόρτα
και μπαίνει ο Γυμνασιάρχης. Το μάτι του είναι τόσο σκληρό, που του έφυγε
και το λιγοστό μελάνι, ξεθώριασε πια ολότελα.
κύριος Σκαμβουράς: - Λοιπόν, απαιτώ ολίγων λεπτών απόλυτην σιγήν.
Μίαν σύστασιν. Προσοχή εις την γλώσσαν. Δια τα πάντα είσθε ελεύθεροι,.
Όσον αφορά όμως την γλώσσαν, εν ουδεμία περιπτώσει δύναται να γίνει
ανεκτή οιαδήποτε γειτνίασις προς τα διάφορα βαρβαρικά εκείνα ιδιώματα,
άτινα σύρουσιν το πατροπαράδοτον γλωσσικόν μας όργανον εις τον ρύπον
των τριόδων. Επιβάλλεται, όθεν, η σχολαστική αποφυγή τοιούτων
γειτνιάσεων και η μετά πάθους πρυσήλωσις προς τα αρχάς της επισήμου
γλώσσης, η προσήλωσις, δηλονότι εις την επίσημον γλώσσαν του Κράτους,
την καθαρεύουσαν. Προειδοποιώ, όθεν, και απειλώ. Εις τον παραβάτην θα
είμεθα απηνείς! Και, τώρα, συνεχίστε την εργασίαν σας.
Έλα, εσύ, τώρα, ο καθηγητής -και να είσαι νέος καθηγητής- κι όλο όλο που
λατρεύεις να είναι τα “βαρβαρικά αυτά ιδιώματα” και να μην πικραθείς...
Μα τα παιδιά τίποτα δεν καταλαβαίνουν απ' τη λύπη του καθηγητή τους.
Καταλαβαίνουν μονάχα ότι τούτη η έκθεση δεν είναι σαν τις άλλες. Ότι
είναι “θέμα ελεύθερον”, πώς το λένε... Μπορούν να γράψουν το θέμα όπως
θέλουν. Ότι δεν θα τυραννούσαν το κεφάλι τους να θυμηθούν πώς το είπε ο
καθηγητής, με τι λόγια και με τι εικόνες.“Γράψτε ό,τι σας αρέσει. Φτάνει να
το γράψετε με δικά σας λόγια. Μόνο ξέρετε... το βαρβ... δηλαδή... όσον
αφορά τη διάλεκτον, γνωρίζετε...” -“Μα και βέβαια “γνωρίζουμε” κύριε
Καθηγητά! Εμείς πια είμαστε μορφωμένοι άνθρωποι κι ένας μορφωμένος
άνθριυπος πρέπει να σέβεται τη μόρφωση του! Και βέβαια -πώς όχι;- Τώρα
πια... και βέβαια, σας καταλάβαμε, κύριε καθηγητά”.
κύριος Σκαμβουράς: Έχετε δυο ώρες. Ελπίζω ότι επαρκούν. Τονίζω ότι
δεν τίθεται κανένας περιορισμός ως προς την έκταση.
Και κάτι ακόμη, συνέχισε να λέει ο καθηγητής, αλλά ο Μέλιος δεν τον
άκουε πια.
Έχωσε το σαγόνι του στη γροθιά και παρακολουθούσε τη λεύκα (μα αυτή
μιλούσε;). Έφευγε... Και κάτω ήταν το ποτάμι.
“Ρέει... κατακυλίον τα βαΟυκύανα ύδατα του προς τα κάτω, ολονέν προς τα
κάτω, όπου τα αναμένουσι τα πελάγη με τους ανεξιχνίαστους βυθούς...
Ενίοτε η επιφάνεια αναρριγά. Ενίοτε ασχάλλει, πάλιν ρέει...”
Ο Μέλιος μάζεψε το χαρτί μες στη φούχτα του και το έκανε μια μπαλίτσα.
Όχι. Ήταν μια νεκρή έκθεση! Δεν το μπορούσε. Τότε τον έπιασε μια
αποκοτιά. Να τα πει στη γλώσσα της μάνας του. Πείραζε; Γιατί να πειράζει;
Με το ποτάμι είχαν αγάπες. Ήταν παλιός του φίλος. Λοιπόν, θα τα πει με τη
γλώσσα που ήξεραν κι οι δυο τους, έτσι όπως τα έλεγαν κάποτε πρόσωπο με
πρόσωπο. Και ήξερε πως τα μούτρα τους μοιάζανε. Όσες φορές έσκυψε
πάνω από τα νερά, είδε ότι μοιάζανε με το ποτάμι, σαν δυο αδερφάκια!
Λοιπόν, πώς τώρα θα συνεννοηθούν σ' αυτή τη μουχλιασμένη γλώσσα;
Ντρεπότανε κιόλα. Άρχισε να ονειροπολεί. Ποταμάκι... πιστέ, αξέχαστε μου
φίλε. Που πας; Θυμάσαι ένα Γίοβάνη; Και την ιτιά που παίρναμε βουτιές;
Το 'μαθες, ε; Η ιτιά πάει. Την έκανε ο Γιοβάνης ξύλα. Αυτό έγινε μια
βροχερή νύχτα, που κρυώνανε όλοι κι ένα παιδί ήταν άρρωστο. Κόλα...
κυλά... οι καλαμιές έχουνε χορό, πιο κάτω, σε μια γιόμωση. Σαν περάσεις
από κει, κλέψε κανένα κομμάτι τραγούδι. Κάτι πουλιά, που τους αρέσει η
μουσική, πάνε κει και παίρνουνε μαθήματα. Κορυδαλλούς τα λένε; Όχι, δεν
ξέρω. Είναι μικρά σαν γροθιές. Όχι, όχι. Είναι σαν πέτρες, που
ανεβοκατεβαίνουν ξαφωνίζοντας στον ουρανό. Πολύ την αγαπούν τη
μουσική αυτά τα πουλιά. Και το συνηθίζουνε να τραγουδάνε πολύ πρωί, γι'
αυτό και φορούν και κουκούλες στα κεφάλια τους, για να μην κρυώνουν.
Κάτι μπαρμπάδες ξύνουνε το σαγόνι τους και λένε: “Δεν καταλαβαίνω
τίποτα. Κορυδαλλοί; Όχι. Αυτά είναι κατσουλιέρηδες”.
Φεύγει, φεύγει το νερό, κι είναι σαν την κηδεία, που δε γυρνά πίσω. Είναι
σαν το τουμπελέκι, που δεν αλλάζει σκοπό. Φεύγει και πάει και δεν ξέρει τι
Ο1 ανταμώσει στο δρόμο. Χορταράκια και αγριόμεντες, ψάρια, μπακακούς
ή νεροφίδες... Κάποτε περνά ανάμεσα από κάποιο τρύπιο βουνό και κλαίει
κρυφά. Πιο κάτω θυμώνει, μα πιο ύστερα πάλι τραγουδά μ' έναν
αλησμόνητο σκοπό... Ακου, ποτάμακι νεροκουβαλητή... αν περάσεις πλάι
από κανένα μποστάνι, πότισ' το, γιατί οι καρπουζιές πεισμώνουνε, σαν
μείνουνε απότιστες, και δεν δίνουνε καρπούζια. Κερνά λίγο και καμιά
καλαμποκιά, κερνά τες τις καημενούλες, γιατί είναι πάνω στο γάλα τους,
Κερνά και το θεριστή που κάηκαν τα σωθικά του. Στάσου και σε κάτι
πεζούλια που πλένουν οι χωριατοπούλες τις φλοκάτες τους και κάνε τους
λίγο αφρό, γιατί δεν έχουνε σαπούνι...
Πιο κάτω είναι ο κάμπος. Τα παιδιά τσαλαβουτάνε κι αμολάνε χάρτινα
βαρκάκια. Λένε και τραγούδια... άγουρα ακόμη, με αλύγιστες φωνές. Πιο
κάτω το ποτάμι ανταμώνει ένα κοιμητήρι και κλαίει. Ύστερα χαϊδολογιέται
στη ρίζα ενός γέρου πλάτανου, που λέει παραμύθια στα μωρά των
λουλουδιών.
Το τραγούδι του -η μουσική των νερών- δεν τελειώνει ποτέ. Μόνο σταματά
στη θάλασσα, σταματά, γιατί δεν έχει πού να πάει, και η γλυκιά μουσική
του πνίγεται μες στα μουγκρητά του ωκεανού. Εδώ κάτου το ποτάμι χάνει
τη δική του μουσική. Και χάνει και το χρώμα του. Καθώς πρωτομπαίνει στο
γιαλό, τα νερά του είναι μαβιά. Ποιος ξέρει γιατί... Και παρακάτω
γαλαζόχροσα. Ποιος ξέρει πάλι γιατί.
Ξέρει καλά πως τα νερά στην αρχή είναι γλυκά, μα σιγά σιγά αρμυραίνουν.
Σ' όλο το δρόμο μαζεύουν όλο τον ιδρώτα και τα δάκρυα. Κι έχει πολλά ο
κόσμος... Κι έχει πιο πολλά η φτωχολογιά του κάμπου...
Η μουσική των νερών είναι λυπητερή. Τέτοια μουσική άκουε απ' την όχθη
ένα παιδί που μιλά συχνά με τα ποτάμια.
Η ονειροπόληση τέλειωσε. Ο Μέλιος πέρασε σ' άλλη ονειροπόληση...
Θυμήθηκε το σπιτάκι που έμενε πρόπερσι, το ποτάμι που κυλούσε στα
πόδια του... ύστερα μια νύχτα βαριά, που πέθανε η γρια-Σέβδω... Και τότε
άρχισε να τα γράφει. Αυτό ήταν το θέμα του. Έτρεχε η πενούλα τοο, σαν
έντομο που βιάζεται μην το προφτάσει η νύχτα...
Και κάποτε σταμάτησε. Το τέλειωσε.
Έβαλε καθαρά καθαρά την ημερομηνία και τ' όνομα του κι έκλεισε το
τετράδιο. Μάλιστα. Η έκθεση είχε τελειώσει. Ο Μέλιος κάθισε κι έβλεπε
ακόμη τα φύλλα της λεύκας. Μια φουντίτσα της κορφής τον χαιρετούσε,
σαν μαντιλάκι του ποταμού. “Έχεις χαιρετίσματα απ' το φίλο σου”. Τότε
ξάφνου ένιωσε τη λαχτάρα να δει πίσω. Η Αγράμπελη στεκόταν και τον
κοιτούσε με κάτι μάτια γλυκά, γλυκά και υποταγμένα... Ήταν καταπράσινα.
Πώς δεν το είχε προσέξει νωρίτερα; Σκέψου... Τα μάτια της είχαν
πρασινίσει. Κολυμπούσαν μέσα στα φύλλα της λεύκας!
κύριος Σκαμβουράς: Η δεσποινίς Σταμίρη γιατί δε γράφει; ακούγεται η
φωνή του καθηγητή.
Σταμίρη: -Γράφω... είπε.
Κι ύστερα...
Σταμίρη: - Τελείωσα!
- Όλοι τελειώσαμε κύριε! φώναξαν από παντού.
Είχαν τελειώσει. Τότε σηκώθηκε ένας να τα μαζέψει. Το χοντρό τετράδιο
του Μελιού έφυγε ζεστό απ' τα χέρια του. Είχε πορτοκαλί χρώμα. Το 'βλεπε
απ' το θρανίο του να του γνέφει. Μα ήταν ήσυχος. Δεν μπορούσε να γίνει
αλλιώς. Άνω-κάτω θα γινόταν το σκολειό - το 'ξερε κι αυτό. Κι ο καθηγητής
του θα γινόταν άρρωστος και λυπημένος, πιο λυπημένος κι απ' το Χριστό.
Όλα τα είχε μετρήσει. Μα δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Δεν μπορούσε να
μιλήσει μ' άλλη γλώσσα στο φίλο του, το ποτάμι. Σε λίγο χτύπησε το
κουδούνι. Ο καθηγητής πήρε τα τετράδια κι έφυγε. Τα παιδιά μείνανε λίγο
παραπάνω, αργοπορώντας.
Χαμωλιάς: Έβαλα ένα ποτάμι που κατεβάζει γαϊδούρια τούμπανιασμένα
και ψόφιες γάτες... λέει ο Χαμωλιάς. Εσύ τι έβαλες, ρε Θωρή;
Θώρης: Το κέρατο μου το τράγιο!
Ο Κούρκουλος υποστηρίζει ότι το ποτάμι είναι για να ποτίζουνε τα
μποστάνια.
Ένα παιδί απ' τα κάτω θρανία είπε ότι τα ποτάμια είναι καλά για να
κολυμπάς, κι ένα άλλο, πως όμορφο είναι για να ρίχνεις μέσα τα καΐκια σου.
Δακρύτζικος: Αγγιναροκούκια!... είπε ο Δακρυτζίκος. Είναι καλά για να
αδειάζουνε μέσα οι γρέντζες και τα καθίκια τους!
Έφτυσε κι έκανε νόημα στη “συμμορία” του να τον ακολουθήσει.
Απ' το θρανίο του Μελιού πέρασε η γυαλάτη... κείνη που ήξερε από
πρόπερσι.
Καλιοντζή: -Καλέ Κάδρα... του λέει, άλλος δεν ξέρει να μας πει πώς θα το
πεις το χρώμα, που είναι ανακατεμένο μαζί μαύρο και πράσινο;
Μέλιος: -Μπλάβο... είπε ο Μέλιος, κοκκινίζοντας.
Η γυαλάτη γύρισε πίσω.
Καλιοντζή: -Μπλάβο... εξήγησε σε μιαν άλλη, που ήταν πίσω της.
- Ευχαριστώ... είπε η άλλη.
Ο Μέλιος έλιωσε. Ήταν η Αγράμπελη. Ήταν όμως τόσο ταραγμένη, που
θαρρείς πως έτρεμαν τα μαλλιά της.
Καλιοντζή: Αχ... Κάδρα, συνέχισε η γυαλάτη... σκέφτουμαι τι όμορφη
έκθεση θα έγραψες... Ε, δεν έγραψες;
Μέλιος: -Θα μου βάλουν μηδέν... είπε.
Καλιοντζή: - Θεούλη μου, τι ψεύτης! φώναξε η Καλιοντζή (Καλιοντζή τη
λέγανε). Εσύ; Εσύ μηδέν; Τότε τι πρέπει να γίνει με εμάς τα κούτσουρα;
Ξεκίνησε όμως να φύγει, γιατί από πίσω της σπρώχνανε να προχωρήσουν.
Καλιοντζή: Θα πάω κάτω να βάλω τα γέλια! είπε η Καλιοντζή και
προχώρησε.
Αμέσως ακολούθησε κι η Αγράμπελη. Δεν τον κοίταξε. Μόνο έσκυψε πιο
πολύ, τόσο πολύ, που το πιγούνι της άγγιξε την αλυσιδίτσα.
Ο Μέλιος κατέβηκε στο διάλειμμα, σαν να φορούσε παπούτσια γιομάτα
καπνούς, σαν να ήταν οι σκάλες λαστιχένιες... Κάτω, κάτι γινόταν. Μεγάλο
σούσοορο έξω και μέσα στην κατώγα. Ο μπάρμπαΘόδος κλωθογύριζε,
σαστισμένος σαν κοτόπουλο που το πότισαν ρακί.
Κάτι μικρά χώνανε τα κεφάλια τους στις πλάτες των αλλωνών και
κακάριζαν απ' τα γέλια.
Κακόψυχα... φώναξε ο γέρος. Τι κακό είναι τούτο πόπαθα στα πίσου πίσου;
Κλωθογύριζε τα πάνω-κάτω σκορπώντας αέρια - ίδια μοτοσικλέτα. Έβριζε,
μαδιόταν, έβαζε τα δυνατά του να κρατηθεί... αδύνατο. Το άντερο του
δούλευε σαν πολυβόλο. Ο Μέλιος άσπρισε απ' το θυμό του.
Μέλιος: - Τι σου κάνανε, παππού; λέει με αγάπη στο γέρο.
-Φελλάρι, γιε μου... Μου κάψανε φελλάρι και ρίξανε το κάρβουνο στον
καφέ μου.
Το άντερο του δούλευε συνέχεια, σαν το “μουχάνι” του γύφτου. Ο Μέλιος
τριγύρισε ανάμεσα στα παιδιά κι άρπαξε ένα από το γιακά.
Μέλιος: -Ποιος σ' έβαλε; του λέει.
Φώλος: -Δεν ήταν δικός μου ο φελλός, είπε ο Φώλος.
Μέλιος: -Ποιος σ' τον έδωσε; Λέγε, γιατί θα λιώσω το κεφάλι σου στο
στύλο!
Ο μικρός έτρεμε. Τότε ο Μέλιος είδε κάτι λιμοκοντό¬ρους να κάνουνε στο
Φώλο νόημα να μην το πει..
Μέλιος: Κατάλαβα... λέει ο Μέλιος.
Κείνη τη στιγμή φάνηκε να περνά απέξω ο ίσκιος του Δακρυτζίκου.
Φώλος: θωρή! Θα με δείρει! φώναξε ο μικρός και μεμιάς ξεκόλλησε απ' τα
χέρια του Μελιού κι έτρεξε στο Δακρυτζίκο.
Ο “αρχηγός” του έδωσε πρόθυμα την προστασία του. Κατόπι τον τράβηξε
μαζί του έξω. Όλοι παρακολουθούσαν τι θα γίνει παρακάτω. Ο Δακρυτζίκος
τον πήρε παράμερα και χάθηκαν πίσω απ' τον τοίχο. 'Κνα λεπτό αργότερα
ακούστηκαν τρία χαστούκια. Ο “αρχηγός” ξαναεμφανίστηκε
κατσουφιασμένος και τράβηξε κατά τις λεύκες, όπου ακούστηκε σε λίγο να
σφυρίζει το “βασανάκι”, ένα τραγούδι που τον τρέλαινε.
Ο Μέλιος τα είχε παρακολουθήσει όλα χωρίς να μιλά. Ήξερε τον τύπο του
“αρχηγού”. Δεν ήθελε να του πάει ανάποδα. Ήξερε πως είχε να κάνει μ' ένα
παράξενο παιδί, κάτι ανάμεσα σε βρομόπαιδο και άγγελο. Ήξερε πως ο
“αρχηγός” ήταν ένα ανυπόφορο αλάνι, χωρίς πόνο, χωρίς ανατροφή, χωρίς
λαχτάρα να γίνει τίποτα... Ένας χαρακτήρας χαλασμένος. Στο βάθος, όμως,
ξεχώριζε ότι ήταν ένα φιλότιμο αγόρι με μια άγρια περηφάνια, που κανένας
άλλος δεν την είχε!
Ο Μέλιος καταλάβαινε ότι -δεν ταίριαζε, δεν έπρεπε-αλλά δεν μπορούσε να
το κρύψει... μια τρυφερή αγάπη ανάδευε μέσα του για το αχάΐρευτο κείνο
αλητόπαιδο.

Κεφάλαιο Όγδοο
Το βράδυ ξαναμέτρησε άλλη μια φορά την αποκοτιά του. Αν τον διώχνανε
απ' το Γυμνάσιο; Αυτή ήταν μια ανταρσία! Ποιος είσαι εσύ, νεαρέ, που
παίρνεις το θάρρος να τσαλαπατάς έτσι τους κανονισμούς του σχολείου; Ο
κύριος Γυμνασιάρχης ονομάτιζε τον εαυτό του “θεματοφύλακα”. Όποιος
δεν συμφωνούσε, έπρεπε να φύγει.
Ο κύριος Σκαμβουράς ήρθε το πρωί ωχρός, σαν να πάλεψε όλη τη νύχτα με
τη θέρμη. Με ποιον έπρεπε να συμφωνήσει; Με τον κανονισμό ή με τη
συνείδηση του; Η πρώτη ματιά που έριξε ήταν κατά το μέρος του
“επαναστάτη”. Το βλέμμα του ήταν μπερδεμένο... “εύγε και αλίμονο” μαζί,
ζυμωμένα.
κύριος Σκαμβουράς: Εν γένει... είπε στα παιδιά. Η εργασία σας υπήρξε
ενδιαφέρουσα. Αισθάνομαι την υποχρέωση να συγχωρήσω ακόμη και
ορισμένες χυδαιότητες, κύριε Δακρυτζίκε. Εν γένει δεν εματαιοπόνησε
κανείς σας. Μόνο... είμαι καταλυπημένος επί μιας περιπτώσεως, κυρίως όχι
λυπημένος... αλλά μάλλον αμήχανος. Αφήνω να κρίνετε εσείς. Από
αυστηρό επαγγελματικό καθήκον είμαι υποχρεωμένος να στιγματίσω μιαν
πράξη που -κρινόμενη εις τα στενά σχολικά πλαίσια- αποτελεί μια καθαρή
παρεκτροπή. Δηλαδή, είμαι υποχρεωμένος να μεταφέρω εδώ απόψεις, που
απορρέουν από τους κανονισμούς του σχολείου. Η έκθεση, για την οποία
πρόκειται να σας μιλήσω... για να είμαι ακριβολόγος, δεν εκρίθη κακή,
αλλά απαράδεκτη. Βλέπετε το σχολείο διέπουν ορισμένοι κανονισμοί πέραν
των οποίων δεν έχει θέση η επιείκεια. Όλα αυτά. φυσικά, είναι ιδέες και
έννοιες υποχρεωτικές για όλους, ακόμα και για όσους διαφωνούν - θα έλεγα
ακόμη και για όσους πονούν. Δεν είναι θέμα κακής βαθμολογίας. Το
σχολείο δεν βαθμολογεί κακώς, απλώς αρνείται βαθμολογίαν. Το σχολείο
όμως, πρέπει να εξηγούμεθα... Όχι και εγώ.
Τι τρέχει, κύριε; φωνάζουν τα παιδιά. Δεν καταλάβαμε.
Ο Σκαμβουράς τους κοίταξε περίλυπος... Αναστέναξε.
κύριος Σκαμβουράς: Θα προσπαθήσω να γίνω αντιληπτός, είπε.
Ζούπηξε το δάχτυλο του πάνω στην έδρα, ψάχνοντας με μεγάλο κόπο να
ξεδιαλέξει τα λόγια του. Όλοι τον κοιτούσαν με ξαναμμένα μάτια. Ξαφνικά
απ' τα πίσω θρανία έγινε κάποιος σαματάς. Ο Σκαμβουράς ρώτησε με τα
μάτια. Μια βραχνή, μπερδεμένη φωνή, κάτι άρχισε να λέει. Ο Σκαμβουράς
έβαλε το χέρι του στ' αυτί.
Δακρύτζικος: Φταίω... είπε η φωνή. Λέω όλη την αλήθεια.
κύριος Σκαμβουράς: - Τι είναι, Δακρυτζίκο; ρωτά παραξενεμένος ο
Σκαμβουράς.
Δακρύτζικος: -Δε μου 'ρχότανε αλλιώτικα κύριε. Είπα κείνο που είδα.
Δηλαδή, κάτι γριάδια να χύνουνε τα καθίκια τους. Τι φταίω γω; Και πώς
έπρεπε να το πω; “Γραία τις εθεάθη μετα καθικίου ανά χείρας;” Αν δεν
κάνει, ας μην κάνει. Είδα κι ένα γαϊδούρι, που του είχανε μπηγμένη μια
σημαία στη μπάκα. Κι είδα κι ένα μεθυσμένο που ξερνούσε στο ποτάμι κι
έλεγε “ώρα καλή, φασουλάκια μου, ώρα καλή,μπομποτιτσα μου... πέστε τα
χαιρετίσματα στον απόπατο... Κι εσύ, κρασάκι μου, καλόν κατευόδιον”. Τι
φταίω γω, κύριε;
Ο Σκαμβουράς απόμεινε άφωνος.
κύριος Σκαμβουράς: -Χρηστίδη... του λέει με αγάπη... Σ' ευχαριστώ!
Είμαι... είμαι... Όχι δεν πρόκειται για σένα, παιδί μου. Και βέβαια
συμφωνώ, ότι δεν είναι ωραία όλα όσα είπες. Χαίρομαι όμως, σχεδόν
συγκινούμαι... που το ομολογείς... Σ'ευχαριστώ. Ωστόσο δεν πρόκειται γι'
αυτό. Σε παρακαλώ, όμως, συνέχισε και στο μέλλον να είσαι πάντα
ειλικρινής.
Χαμωλιάς: - Τι φταίω εγώ;... είπε τώρα μια άλλη φωνή.(Τι μέρα ήταν
αυτή!)
κύριος Σκαμβουράς: - Κι εσύ Χαμωλιά;
Χαμωλιάς: - Τι φταίω; Αφού πάνε και ρίχνουνε τις ψόφιες κότες στο
ποτάμι... Και κατουράνε κιόλα!... “Ουρούσιν το ψιλόν τους ούρος!” Λν
άλλοι είναι τρελοί και πάνε και ψαρεύουνε παπούτσια, τι φταίω γω; Μια
μέρα είδα και μια καρέκλα μέσα - ποιος του είπε του καφετζή να τη βάλει
άκρη άκρη; Εγώ μόνο που την άγγιξα... να, μόνο με το μικρό μου
δακτυλάκι... Πού ήξερα ότι ήταν... κουτσή και θα 'πέφτε “εντός του
ύδατος”. Να... που τα είπα όλα.
Ο καθηγητής τον άκουσε σωπαίνοντας.
κύριος Σκαμβουράς: Δε σε μαλώνω... του είπε στο τέλος. Ίσα ίσα,
προσπαθώ να σας απαλλάξω από τις τύψεις σας. Δεν πρόκειται, όχι, γι'
αυτό, παιδιά. Η έκθεση, για την οποία σας μιλώ, δεν έχει τέτοιες
τολμηρότητες. Είναι ένα πρότυπον γραπτού λόγου, ένα αληθινό σχολικόν
αριστούργημα. Το σφάλμα της είναι -αν μπορεί να θεωρηθεί σφάλμα- ότι
είναι διατυπωμένη εις γλωσσικον ύφος το οποίο αποκρούει ο Σύλλογος των
καθηγητών, προεξάρχοντος του κυρίου Γυμνασιάρχου. Για να εξηγηθώ
σαφέστερα, η έκθεση αυτή είναι γραμμένη στην κοινή γλώσσα του λαού...
δηλαδή στη Δημοτική... δηλαδή στην ελληνική γλώσσα.
Μέλιος: -Με συγχωρείτε, κύριε καθηγητά, αλλά τότε πρόκειται για μένα!
φώναξε ο Μέλιος και βρέθηκε όρθιος. Τα μάτια του -πριν σηκωθεί- είχαν
στραφεί σαν αστραπή πίσω και γέμισαν φως.
κύριος Σκαμβουράς: -Ναι, Κάδρα... Για σένα, πρόκειται, παιδί μου. Δεν
σου αποκρύπτω την ψυχική μου αναστάτωση. Τέλος πάντων...Εν γένει...
εγώ, προσωπικώς, και εις πείσμα κάθε θυσίας, θα βαθμολογήσω σύμφωνα
με... την προσωπική μου συνείδηση.
Ο Μέλιος ξεκίνησε να πάει να την πάρει.
κύριος Σκαμβουράς: Όχι... είπε ο Σκαμβουράς. Έχω να εκπληρώσω μια
προσωπική υποχρέωση, τόσον απέναντι της τάξης σας όσο και απέναντι της
συνείδησης μου. Πήγαινε, παιδί μου, στο θρανίο σου.
Ο Μέλιος στεκόταν στη μέση του διαδρόμου και δεν ήξερε πού να πάει. Τα
παιδιά τον τράβηξαν απ' το σακάκι. Έκανε μεταβολή και ξεκίνησε. Αντίκρυ
του, μέσα στα μαύρα της μαλλιά, τα μάτια της έλαμπαν σαν δυο πυρκαγιές
μες στη νύχτα. Τα κοίταξε... “Όχι... Δεν υπάρχει κανένας Παραπονιάρης,
κανένας άλλος παραπονιάρης στη ζωή μου...” έλεγαν οι σπίθες της και τον
έραναν σαν θεό που κατέβηκε απ' τον ουρανό.
Ο καθηγητής σκούπισε μ' ένα μαντίλι τα μελίγγια του. Ύστερα τους κοίταξε
όλους μ' ένα ταπεινό παρακάλιο.
κύριος Σκαμβουράς: Σας παρακαλώ... είπε, να μην κάνετε κανένα
θόρυβο...
Ύστερα άνοιξε το τετράδιο, το 'στρωσε με την παλάμη του, κι άρχισε να το
διαβάζει με προσοχή και αγάπη:Πέρα απ' τα βυσσινιά, ουρανομίλητα βουνά
ξεκινάει το ποτάμι του χωριού μας. Έχει να κάνει ένα δρόμο γεμάτο
σκαλοπάτια και να πάει να χυθεί κάτω στην ανυπόμονη θάλασσα. Κάτι
πουλιά το κυνηγάνε κι ύστερα κουράζονται και μένουν. Κείνο δε μένει.
Τρέχει και ψέλνει, τρέχει και καλοναρχά, τρέχει και ποτίζει. Περνά από ένα
σπίτι... Είναι παλιό, με σταχτιά ντουβάρια. Κι ένα δέντρο. Ποτίζει το δέντρο
και το σπίτι. Το δέντρο το θέλει το νερό, το σπίτι δεν το θέλει. Είναι μια
άρρωστη μέσα, γι' αυτό. Μια άρρωστη που αποβραδίς θέλει να πεθάνει και
το πρωί φωνάζει: “Γλιτώστε με!” Τη λένε Σέβδω. Η εικόνα είναι αυτή.
Απέξω περνάει ένα ξυλένιο γεφυράκι. Ένα πετεινάρι πηγαίνει κάθε μέρα
και μετρά το μπόι του - αν μπορέσει να πέσει. Είναι δέκα μέρες τώρα που η
άρρωστη βρίζει το χάρο. Κείνος χαμογελάει... “Άστηνα, λέει. να 'ρτει
παρακαλώντας”.
Η γριά καρφώνει τα μάτια στο ταβάνι... “Έλα, άγγελε... εσένα, λέω,
σπλαχνικέ, πάρε με”. Ο άγγελος φτεροκοπάει απέξω και δεν μπαίνει. Η
καημένη η γριά... κι έχει κι ένα δύσκολο όνομα. Ήρθε στον κόσμο για να
πιει νερό, κι ήπιε φαρμάκι. Αντίς για κόρη, γέννησε μια κόλαση, που την
παίδεψε, όπως ο μύλος το σπυρί το στάρι. Και τη βάφτισε Ουράνα - κρίμας
στ' όνομα. Στο μέσα καμαράκι κάθεται ένα μικρό γυμνασιόπαιδο. Έχει
θέρμες. Κανείς δεν το γιατρεύει, μα ούτε και το θέλει. Κείνος είναι
άρρωστος από την αρρώστια της γριάς. Ακούει τα παράπονα της και δεν
ξέρει τι να κάνει, γιατί είναι η πρώτη φιλενάδα του. Θέλει να τη γλιτώσει
και δεν ξέρει πώς.
Η Ουράνα λέει: “Τα καλύτερα γιατρικά τα πουλάνε στα μνήματα”. Το παιδί
την ακούει και θέλει να της κάψει το στόμα μ' ένα δαυλί. Θέλει να γλιτώσει
τη φιλενάδα του, μα πώς να το κάνει; Γυρίζει και πουλά κουλούρια μ' ένα
καλάθι, για να μαζέψει λίγες δραχμές, να της πάρει γιατρικό. Γυρίζει
παραπονεμένος μες στα σοκάκια και φωνάζει: “Πάρτε κουλούρια... είναι
πολύ φρέσκα”. Η φωνή του κλαίει, μα τα παιδιά τον περιγελάνε. Δεν
καταλαβαίνουνε τι θα πει: Πεθαίνει η φιλενάδα του. Γιατί να είναι τόσο
άσκημος ο κόσμος; Έρχεται και μανταλώνεται μες στο καμαράκι κι η φωνή
του ακόμη κλαίει μονάχη της στο δρόμο: “Πάρτε ένα κουλούρι, πεθαίνει η
γριά...”
Το μεσημέρι η ψυχή του πλαντάζει και κατεβαίνει στο σοκάκι. Πάει
σύρριζα σύρριζα στο ποτάμι. Ένα σκυλί περνάει απ' το γεφύρι, με πένθος
στο ποδάρι. Φαίνεται πως το 'χει απ' τη μάνα του. Γιατί να πεθαίνουνε οι
άνθρωποι; Αδικα ρωτά το ποτάμι. Κείνο τρέχει απελπισμένο και φωνάζει
“πνίγομαι, πνίγομαι, πνίγομαι!” Έχει δίκιο. Πιο κάτω γκρεμίζεται από 'να
βράχο και βγάζει απ' το στόμα του αφρούς. Μα οι άνθρωποι δεν
καταλαβαίνουν τίποτα και το λένε “καταρράχτη”. Γελούνε. “Τι ωραίο
ποτάμι...!” λένε. Πότε θα καλυτερέψουνε οι άνθρωποι; Πότε θα γίνουνε
λιγάκι πονετικοί για τους άλλους; Γιατί τώρα δεν είναι καθόλου
Μια Ουράνα είναι όλη η πόλη. Δε σ' αφήνει ούτε να πεθάνεις γλυκά. Μια
ακαταστασία είναι αυτό που λένε πόλη. Ένας εδώ σκάβει λάκκους για
πεθαμένους. Και πιο πέρα άλλος σκάβει λάκκους για κρεμμύδια. Πιο πάνω,
σ' ένα αλώνι, παντρεύουν μια ντροπαλή και την κάνουν να σκύβει πολύ τα
μάτια της. Ρίχνουν και τουφεκιές για να το μάθουν όλοι. Απ' την άκρη της
πολιτείας περνάει η αμαξοστοιχία του μεσημεριού. Το τρένο κουδουνίζει
ολάκερο, σαν κασόνι γιομάτο γυαλικά. Κάτι έμποροι φτύνουνε απ' το
παράθυρο.
Γιατί είναι τόσο κακό σ' αυτόν τον κόσμο να πουλάς κουλούρια; Αυτό
κανένας δεν του το εξήγησε.
“Η μουσική των νερών” λέει ο δάσκαλος. Δεν έχουν νερά οι μουσικές!
Πεθαίνει η Σέβδω. Αυτό ξέρουμε. Και τα νερά κλαίνε, σαν μικρά αγγονάκια
που δεν ξέρουνε γιατί κλαίνε- γι' αυτό και κλαίνε περισσότερο. “Μπάμπω...
μόνο ένα λεμόνι μπόρεσα ν' αγοράσω... λέει το παιδί λυπημένο στη γριά.
Δεν αγοράζουνε κουλούρια”. Η Σέβδω γυρεύει το λεμόνι, σαν το μωρό, το
βυζί. Αχ... γιατί να πεθαίνει κανείς με τόσο φαρμάκι στη γλώσσα;... Το
σκυλί πάλι περνά με το πένθος στο πόδι. Μήπως το 'χουνε για θελήματα στο
νεκροταφείο;
Στο σπίτι της Σέβδως ανάψανε τη λάμπα. Η Ουράνα τα βάζει με το χάρο,
που αργεί. Το παιδί χώνεται μες στα στρωσίδια και κλαίει. Μια καμπάνα
χτυπάει σαν να πονά. Η Σέβδω δεν μπορεί να κάνει το σταυρό της και
οδηγάει το χέρι της το παιδί. “Στο όνομα του Πατρός - του Υιού -και του
Αγίου Πνεύματος - Αμήν”. Ύστερα το παιδί γαντζώνεται στο ρούχο της.
“Δε θέλω, Σέβδω... της λέει. Μη! Δε θέλω να πεθάνεις!...” Η Σέβδω τον
ακούει και παρακαλάει να την αφήσει “ν' αφουγκραστεί”. Μα η Ουράνα
καβγαδίζει. Ολοένα καβγαδίζει με το Χάρο. Το σκυλάκι με το πένθος
ξαναπερνά για τελευταία φορά απ' το γεφύρι. Τα μάτια του παιδιού
ματώσανε. Ποιοι κάνανε τις Ουράνες; Και τους Χάρους; Και την απονιά;
Ποιοι κάνανε την απονιά; Ο χάρος είναι κακόψυχος, αφού συμφωνάει με
την Ουράνα. Κι είναι ψέματα πως τα ποτάμια τραγουδάνε. Τα ποτάμια είναι
τα δάκρυα των βουνών. Κι είναι οι ψιχάλες απ' τα δάκρυα των ανθρώπων,
που χάσανε τη χαρά τους. Τα μεσάνυχτα ήρθ' ο παπάς με το θυμιατό του.
-Τ' είν' αυτό; ρώτησε η Σέβδω και τινάχτηκε.
-Τίποτα, Σέβδω... Είναι η Θεία Μετάληψις.
- Λεμόνι θέλω! Δεν έχει το αγόρι άλλο λεμόνι; Δε θέλω μετάληψη!
- Είναι τα άχραντα Μυστήρια, Σέβδω... είπε ξανά ο παπάς.
- Θέλω λεμόνι! Πού είναι το παιδί, να μου δώκει λεμόνι; Αυτό θέλω. Το
δικό σου στέλνει στον άλλο κόσμο. Δε θέλω!
Ο παπάς την κοινώνησε χωρίς άλλες κουβέντες, σκόρπισε λίγη δροσιά με το
δεντρολίβανο κι έφυγε. Το παιδί γαντζώθηκε πάνω στα ρουφηγμένα στήθια
της και έκλαιε σαν να το δέρναν. Την αυγή η Σέβδω κύλησε σιγά σιγά στον
άλλο κόσμο• και πάγωσε. Το παιδί πήγε ξεσκούφωτο να κλάψει έξω. Ήθελε
να κλάψει δυνατά. Να τινάξει τα χέρια του μες στο σκοτάδι. Γιατί τα 'καναν
όλα τόσο άσκημα, τόσο άδικα, τόσο πικρά; Έψαξε με τα χέρια και βρήκε τα
χόρτα του ποταμού. Ύστερα κάθισε με τα γόνατα. Έσκυψε στον παλιό του
φίλο και προσπάθησε ν' ακούσει το τραγούδι του... Ήταν θολό, βαθύ, ίδιο
με την ερημιά, ίδιο με το θάνατο. Και τότε κατάλαβε ότι αυτή ήταν η
μουσική των νεκρών. Μια μουσική που βγάζουν τη νύχτα οι καλαμιές...
Είναι τα τραγούδια που λένε τη νύχτα οι μητέρες στ' άρρωστα μωρά... οι
φωνές που βγάζουν, μες στον άξενο κόσμο, τα ολομόναχα παιδάκια...
Η φωνή του καθηγητή σώπασε βουρκωμένη. Τα κορίτσια κλαίνε. Κλαίνε
και τ' αγόρια. Μόνο οι “Πέρσες” κλοτσάνε, γιατί δεν ξέρουνε να κλάψουνε.
Η Αγράμπελη είναι ένα μικρό λουλούδι που τρέμει στ' αεράκι. Το μικρό της
σώμα έπλεε μες σ' ένα ζεστό σύννεφο, χωρίς χέρια, χωρίς πόδια.
Αγράμπελη... ένα όνειρο φορτωμένο άνοιξη. Ο Μέλιος ονειρεύεται
ολόρθος. Ονειρεύεται κεράσια, τραγούδια με ψιλές φωνές, βάρκες, που
αρμενίζουν μες στα χρυσάφια. Ξαφνικά ξεσπούνε παντού χειροκροτήματα.
Ο καθηγητής κρεμνά τα χέρια. Το κουδούνι χτύπησε. Αδειάζει σιγά,
τελετουργικά, η αίθουσα. Ο Φώλος βγαίνει κλεφτά και τρυπώνει στο
Γυμνασιαρχείο. Ο Σκαμβουράς πάει ως την πόρτα, κλειδώνεται από μέσα,
και ξαναγυρνά στην έδρα του. Θέλει να μείνει μόνος, ολομόναχος...

Κεφάλαιο Ένατο
Το τραπεζομάντιλο από μουντή δαμάσκα περιμένει τη συνεδρίαση. Ένα
κουδουνάκι, σαν ράμφος πουλιού, κοίταζε το ταβάνι. Τρεις σταχτοθήκες
είναι βαλμένες με τάξη σε ίσια διαστήματα. Και στη μέση ένα βάζο με
κατσούφικα λουλούδια. Ο μπαρμπα-Θόδος έριξε μια ματιά, σκούπισε τα
δάκρυα με τη φουστάνα του κι έφυγε. “Φονιάδες... φονιάδες...”, έβριζε μες
στα δόντια του. Μετά έκανε δυο βόλτες στο μεγάλο διάδρομο και κατέβηκε
στην κατώγα.
γέρο-Θόδος: Αμ αυτό πάλε!... συνέχιζε μόνος του. Παιδί θα το πω αυτό;
Δασκαλοπαίδι; Πού πας, μωρέ τσάκνο, με τα καλάμια σου καταπάνω τους;
Έχεις και κείνη τη φαρδομανίκα, τον παπά, που κάνει πως βλογάει και
σκάβει το νημούρι σου. Σε καταλάβαμε! Η όχεντρα είχε ένα τριαντάφυλλο
στο στόμα και το χάριζε σ' ολουνούς, μα κανείς δεν το 'παιρνε... Θα το
κάψουνε πάλι το σαμιαμίδι. σαν “χόρτον του αγρού”, θα το κάψουνε! Ου
ου... τους έχω μαθημένους. Άντε, Σκαμπουρά, βγάνε πάλε μονάχος τα
κάστανα απ' τη θράκα. Ακούς, το διαβολάκι, κουτούρντισμα! Μπρε συ!
Αυτή είναι η φρονιμάδα που μου 'ταξες; Αυτοίνοι είναι λαφιάτες, βρε...
Λύκοι λυσσάρηδες. Πού πας, ε; Εσένα λέω! Πού πας, ξυπόλυτος;
Πήγε και σκάλισε τη στάχτη στο μαγκάλι του κι έβαλε το μπρίκι για καφέ.
Τα μουστάκια του δούλευαν σαν του κουνελιού.
γριά: Τι καλαντίζεις, γέροντα; τον ρώτησε από μέσα η γριά.
γέρο-θόδος: -Τίποτις, Ζουμπούλι μου... Καταχερίζω τον εξαπολόγου σου.
Κείνο το σπερδούκλι - ο δικός μας.
γριά: - Ε, τι...
γέρο-Θόδος: - Τους ανακάτωσε πάλε. Μου τα 'πε κρυφά ο Σκαμβουράς.
γριά: - Φύλαχ' το, μονογενή μου!... Και γιατί...;
γέρο-Θόδος: - Σήκωσε το πιγούνι του στο κούτελο. Του 'πανε να πει
“αμήν” και είπε “κυργελέησον”.
γριά: - Το είδες το!... Και γιατί;
γέρο-Θόδος: - Πες μου, να σου πω. Δεν γίνηκε τίποτις ακόμη, μα ο
καθηγητής το κατάλαβε απ' τα μάτια τους.
Έριξε στο μπρικάκι καφέ και τον ανακάτωνε μ' ένα ξύλινο κουτάλι. Κάθισε
ύστερα στο σκαμνί και τον έπινε γουλιά γουλιά βογκώντας, σαν να 'θελε να
φαρμακωθεί.
Στο μεταξύ, απάνω, ένας ένας περνάνε τη θέση τους στο τραπέζι. Ο
Γυμνασιάρχης ήταν ντυμένος καθαρά, τόσο καθαρά, που λες κι ήταν
πεθαμένος. Όλοι είχαν κουμπωμένα τα σακάκια τους με όλα τα κουμπιά. Ο
Σκαμβουράς ήταν χλομός, μα είχε κάτι το άσπαστο απάνω του. Οι φλέβες
των χεριών του ξεχίόριζαν σαν μαύρες μολυβιές. Είχε ένα χτένισμα
επίμονο, σχεδόν θυμωμένο. Ο κύριος Αναχωρίδης τον κοιτούσε ολόισα στα
μάτια για να παίρνει θάρρος. Η κοιλιά του μαθηματικού τεζάριζε με ξιπασιά
τα κουμπιά του γελέκου, να τα κόψει. Ο παπάς ψιλολογούσε με τις τρίχες
του γενιού του, πασκίζονας να τις μετρήσει στα τυφλά.
Αρχισε η συνεδρίαση με ύφος παγερό. Ο Γυμνασιάρχης τράβηξε κοντά του
το κουδουνάκι που χαχάνισε, σαν να τους έβγαζε τη γλώσσα.
γυμνασιάρχης: Απαρίθμησις συμβάντων της εβδομάδος. Συνιστώ ως
πάντοτε λακωνικότητα. Κυρία Ραούλ...
Η καθηγήτρια ανεβοκατέβασε το δάχτυλο στο μολύβι. Ήταν μια άσκηση
που την έκανε με μεγάλη ευκολία κι ευχαρίστηση.
: Ουδέν το άξιον λόγου, κύριε Γυμνασιάρχα.
Το ξασπρισμένο βλέμμα του Γυμνασιάρχη έπεσε στη γυμνάστρια
κυρία Ραούλ: -Ανενεώνω πάντα την παράκληση μου να επισκευασθούν τα
μονόζυγα... είπε με τη γοργή της γλώσσα η Αγλάίτσα. Προχθές παρ' ολίγον
να πάθει εξάρθρωση μια μαθήτρια μου.
γυμνασιάρχης: - Να τους συστήσετε να προσέχουν. Πάντως κρατώ
σημείωσιν. Εσείς, κύριε Καρλάφτη;
κυριος Καρλάφτης: - Μμ... ναι... έκανε ο Καρούμπαλος, βουλιάζοντας το
δάχτυλο μες στο λίπος του προγουλίού του. Έχω να επιστήσω την προσοχήν
του Συλλόγου επί του εξής φαινομένου. Από καιρού εις καιρόν εις τον
διάδρομον περιπλανάται η αχλύς κάποιου αρώματος. Καταβάλλω σκληράν
προσπάθειαν δια να μην εισέλθω εις τον πειρασμόν να ερευνήσω εις ποίον
ανήκει. Υπόσχομαι δε ότι θα εξακολουθήσωκαι εις το μέλλον να
καταβάλλω αυτήν την προσπάθειαν...Τίποτε άλλο.
Κάποια βροντή άρχισε να βουίζει υπόκωφα. Ο γυμνασιάρχης χτύπησε το
κουδούνι.
γυμνασιάρχης: Αρκεί. Όλα αυτά ως εκ περισσού. Δεν πρόκειται περί
αυτού, κύριοι. Η σημερινή μας συνεδρίασις αποσκοπεί εις κάτι άλλο, εις
κάτι -δύναμαι να είπω- άκρως σοβαρόν. Δεν είναι έτσι, κύριε Σκαμβουρά;
Ο Σωτηράκης σηκώθηκε ταραγμένος. Το είχε μυριστεί. Το περίμενε.
κύριος Σκαμβουράς: -Είμαι ευτυχής, κύριοι συνάδελφοι, άρχισε. Ευτυχής,
και ταυτοχρόνως πολύ δυστυχής. Ευτυχής, διότι μεταξύ των μαθητών μου
ανακάλυψα μιαν καταπλήσσουσαν ιδιοφυίαν, ένα πλούσιο τάλαντον...
τάλαντον, κύριοι, που...
παπάς: -Τότε προς τι η δυστυχία σας, κύριε συνάδελφε; τον διέκοψε
χαϊδεύοντας το γένι του ο παπάς.
κύριος Σκαμβουράς: -Η δυστυχία μου συνίσταται εις το ότι, ενώ η τάξις
μου ανέδειξε ένα τόσο σπάνιο μαθητήν... από το άλλο μέρος ανέδειξε και
ένα ειδεχθή καταδότην.
- Σας παρακαλώ!— Σας παρακαλώ!... ακούστηκε από παντού.
Καρλάφτης: - Αυτό αποτελεί κόλαφον δι' ένα μαθητήν τοσούτον
ευσυνείδητον!... ρέκαξε ο Καρλάφτης.
Ο Σκαμβουράς σήκωσε τη φωνή του.
κύριος Σκαμβουράς: -Κύριε Γυμνασιάρχα...
γυμνασιάρχης: -Αίσχος!... Τίποτε άλλο... Μόνον αίσχος... συνέχισε
μελιτζανής ο θεολόγος.
κύριος Σκαμβουράς: -Κύριε Γυμνασιάρχα, επιμένω να κάμω χρήσιν του
λόγου, που μου εδώσατε! ξανάπε επιταχτικά ο Σκαμβουράς.
γυμνασιάρχης: -Τον λόγον έχει ο κύριος Σκαμβουράς. Το δικαίωμα της
υπερασπίσεως είναι αναφαίρετον εις όλους. Απολογηθείτε, κύριε!
κύριος Σκαμβουράς: -Δεν απολογούμαι! φώναξε με έμφαση ο
Σκαμβουράς.Κατηγορώ!
γυμνασιάρχης: -Μόνος εσύρατε τον εαυτό σας εις την θέσιν
κατηγορουμένου, δήλωσε ο Γυμνασιάρχης. Πάντως συνεχίστε...
Αγλαϊτσα: -Διαμαρτύρομαι! φώναξε η Αγλάίτσα. Κάνετε απαράδεκτους
χαρακτηρισμούς. Και μάλιστα προκαταβολικώς.
παπάς: -Συνέλθετε, γλυκύτατη συνάδελφος... είπε καφτερά ο παπάς.
Αγλαϊτσα: -Θα συνέλθω μόνο όταν ο καθένας από σας αποκτήσει
συναίσθηση των λόγων του.
κύριος Αναχωρίδης: -Ψυχραιμία... κλαψούρισε δειλά ο κύριος
Αναχωρίδης.
Ο Σκαμβουράς έβγαλε απ' την τσέπη του ένα κίτρινο τετράδιο.
Καρλάφτης: -Ορίστε εις ποίον θυλάκιον εύρε καταφύγιον το σώμα του
εγκλήματος... είπε ο Καρλάφτης.
κύριος Σκαμβουράς: -Αν είχατε το δώρον της υπομονής, θα αποφεύγατε
πολλές αδικίες εις
παπάς: -Πάψτε επιτέλους! Φωνογραφίσκε! ξεφωνίζει κατακόκκινος, ο
παπάς.
κυρία Ραούλ: -Μα δεν υπάρχει ένα μέτρον εδώ; διαμαρτύρεται η κυρία
Ραούλ.
Αγλαϊτσα: -Τι ζούγκλα! κελάηδησε η Αγλαϊτσα.
κύριος Σκαμβουράς: -Αρχίζω... είπε ψυχρά ο Σκαμβουράς.
Έγινε ησυχία. Τα ταραγμένα κρέατα του Καρλάφτη έπαιξαν έναν παράξενο
σπασμωδικό χορό. Η φωνή του Σκαμβουρά ηχούσε μαλακή και
συγκινημένη. Δεν προχώρησε όμως πολύ. Ουρλιαχτά υψώθηκαν σε μια
στιγμή και το δωμάτιο πήρε την καθαρή όψη θηριοτροφείου.
παπάς: -Ύβρις! φώναξε ο παπάς.
γυμνασιάρχης: -Αρκεί! στρίγκλισε ο Γυμνασιάρχης.
Καρλάφτης: -Είναι μαλλιαροαγύρτης! ξελαρυγγίστηκε ο Καρλάφτης.
γυμνάστρια: -Είναι αριστούργημα! φώναξε με πλημμυρισμένα μάτια η
γυμνάστρια.
κυρία Ραούλ: -Επίσης... έκανε κρυφά η κυρία Ραούλ.
Αναχωρίδης: -Επίσης... είπε σαν ηχώ, τρεμουλιάζοντας από συγκίνηση, κι
η φωνή του Αναχωρίδη.
Ο Σκαμβουράς ύψωσε τα μάτια του φλογισμένα από θυμό και περηφάνια.
κύριος Σκαμβουράς: -Επιμένω να με ακούσετε μέχρι τέλους.
παπάς: -Δεν είμαι διατεθειμένος να το επιτρέψω! ξεφώνισε ο παπάς.
Υβρίζει την Θείαν Μετάληψιν.
Καρλάφτης: -Προτιμά τη λεμονάδα... Αίσχος! βρυχήθηκε ο Κάρλαφτης.
Αλμπέρ: -Επιείκειαν, κύριοι, ψελλίζει ο Αλμπέρ.
Η ευκίνητη σιλουέτα της Αγλαϊτσας ήταν ορθή.
Αγλαϊτσα: Είσθε δήμιοι! ξεφώνισε.
Το κουδούνι τρελάθηκε να χτυπά.
κυρία Ραούλ: -το λόγο, κύριε Γυμνασιάρχα... παρακάλεσε δειλά η κυρία
Ραοΰλ.
γυμνασιάρχης: -Ορίστε.
κυρία Ραούλ: -Μίαν πρότασιν επί της διαδικασίας. Προ της αποβολής, θα
έβλαπτε να εκαλείτο εδώ ο μαθητής;'ϊσως έχει να προβεί εις κάποιαν
δήλωσιν. Δεν βλέπω το λόγο διατί -εφόσον καταδικάσει την πράξιν του, και
υποσχεθεί ότι δεν θα την επαναλάβει- να τον αποβάλομεν από το σχολείον
και να του στερήσομεν έτσι την ευκαιρίαν και της μεταμέλειας και της
μορφώσεως. Ελάτε, δεχθείτε το...
γυμνασιάρχης: -Έστω... είπε ο Γυμνασιάρχης στρυφνά.
Καρλα΄φτης: -Εν πάσει περιπτώσει... είπε ο Καρλάφτης.
θεολόγος: -Γένοιτο... είπε ο θεολόγος.
Τα πνεύματα ηρέμησαν. Με μια ζεστή ικανοποίηση γέμισε το βλέμμα της
κυρίας Ραούλ. Όλοι στράφηκαν κατά τον κύριο Σκαμβουρά. Τα
χαρακτηριστικά του ήταν άσπαστα.
κύριος Σκαμβουράς: -Κύριοι... τους είπε. Έχω το προνόμιο να γνωρίζω
βαθύτατα την ψυχή αυτού του παιδιού. Έχει μιαν υπερηφάνειαν και μίαν
φλόγα, που δια πρώτη φορά συναντώ. Δύναμαι να σας βεβαιώσω
προκαταβολικώς ότι ματαιοπονείτε.Δεν πρόκειται να δεχθεί τους όρους σας.
γυμνασιάρχης: -Πώς;;; εφρύαξε ο Γυμνασιάρχης.
Καρλάφτης: -Τότε να γκρεμοτσακιστεί! (Καρλάφτης).
παπάς: -Εκάς οι βέβηλοι! (ο παπάς).
Η Αγλάίτσα τίναξε τα μαλλιά της σαν φωτιά. “Au feu...” φώναξε.
Ο Σκαμβουράς άπλωσε τα χέρια του να τους καθησυχάσει.
κύριος Σκαμβουράς: Σας παρακαλώ, κύριοι. Δυστυχώς μεταξύ μας
ανοίχθηκε βαθύ βάραθρο. Τώρα πια ξέρω πως -όλα αυτά— θα τελειώσουν.
Δεν έχω πεισματικήν τάσιν να επιβάλω τις απόψεις μου. Πάντως εις την
ζωήν μου εφρόντιζα πάντοτε να μην είναι ποτέ άνευ κάποιου ηθικού
ερείσματος οι ισχυρισμοί μου. Θα μου επιτρέψετε, λοιπόν, να σας κάνω
grosso modo ,τη μικρή σκιαγραφία τοο περί ου πρόκειται μαθητού. Πρέπει
να γνωρίζετε ότι το αγέρωχο αυτό παιδί παλαίει εντελώς μόνο εις ένα κόσμο
γεμάτον από φρίκη και αποκτήνωση. Εντελώς μόνο. Ευρισκόμεθα ενώπιον
μιας από τας σπανιοτέρας περιπτώσεις νέου, όστις διανοίγει το δρόμο του
αναμεσον μιας κοινωνίας γεμάτης από αναλγησίαν και σκληρότητα.
γυμνασιάρχης: -Έως εδώ. Αρκεί!... φώναξε ο Γυμνασιάρχης.
Καρλάφτης: -Τελειώνετε... είπε νευρικά ο Καρλάφτης.
Η Αγλαΐτσα τον κοίταξε με μάτια παράφορα.
παπάς: -Η αθεΐα απλώνεται σαν λαδιά!... ούρλιαξε ο παπάς.
Αγλαίτσα: -Χιονάνθρωποι! βόγκηξε η Αγλάίτσα.
Ο Σκαμβουράς ανέβασε κι άλλο τη φωνή του. Ήταν τώρα περισσότερο
ωχρός.
κύριος Σκαμβουράς: Όχι! Δε θα τελειώσω με τον τρόπο που εσείς
επιθυμείτε!
Έβαλε το χέρι του στην τσέπη.
κύριος Σκαμβουράς: -Επειδή εγνώριζα, πόσον άκαμπτον εμμονήν θα
συναντούσα, έλαβα, εκ των προτέρων, τα μέτρα μου. Έχω εδώ εγγράφως
συντεταγμένας δύο προτάσεις. Δια της πρώτης αξιώνω ανενδότως την
αποβολήν του καταδότου.

-Ιταμότης!
-Θράσος!
κύριος Σκαμβουράς: Δια της άλλης υποβάλλω αναφορά προς το
Υπουργείον μεθ' όλων των λεπτομερειών και με την παράκλησιν να δεχθεί,
εν τέλει, την παραίτησίν μου, εις ην περίπτωσιν δεν ήθελέν με δικαιώσει.
Με αλλάς λέξεις, κύριοι, τίθεμαι αλληλέγγυος τόσον απέναντι της
συνειδήσεως μου, όσον και απέναντι του αδικηθέντος μαθητού. Χαίρετε!...
Ο καημένος ο Αλμπέρ... όλη αυτή την ώρα επάθαινε μικρές αλλεπάλληλες
λιποθυμίες
Αλμπέρ: -Επίσης, ψιθύρισε και βγήκε.
Όλοι μείνανε γουρλωμένοι.
Η Αγλαΐτσα σηκώθηκε χλομή, σοβαρή και, παραμερίζοντας την καρέκλα
της για ν' αναχωρήσει, είπε κοφτά.
Αγλαΐτσα: θέτω στην διάθεσίν σας, κύριοι, και τη δική μου παραίτηση
Καρλάφτης: - “Δρέψατε πάλιν ερασταί ευδαίμονας ναρκίσσους...”
απάγγειλε χοντρά και ανούσια ο Καρλάφτης.
Η Αγλαΐτσα δεν πρόφτασε να βγει. Όπως ήταν στο κατώφλι, με γρηγοράδα
αντιλόπης, βρέθηκε κοντά στο χοντράνθρωπο και με όλη τη δύναμη του
γυμνασμένου της χεριού του έδωσε ένα γερό χαστούκι.
Ο Καρλάφτης δεν πρόφτασε να ισορροπήσει... και το σώμα του βρέθηκε,
σαν άμορφος σορός, στο πάτωμα μαζί με την καρέκλα, κάνοντας
τρομαχτικό σεισμό. Η Αγλαΐτσα βγήκε έξω στητή, μεθυσμένη, σαν όμορφη
κόρη που φεύγει απ' την Πομπηία!...

Κεφάλαιο Δέκατο
Φουρτουνιασμένος ωκεανός ήταν το άλλο πρωί το σχολειό. Τα παιδιά
πηγαινόφερναν πέρα-δώθε τ' αγριεμένα κεφάλια τους. Οι ώμοι τους ήταν
κυρτωμένοι σαν τόξα. Η ιστορία είχε μαθευτεί όλη, μ' όλες της τις
λεπτομέρειες. Ως και τα κορίτσια το μάθανε και πηγαινοέρχονταν και κείνα
ανήσυχα στο μικρό τους αυλόγυρο, σαν θυμωμένες καρδερίνες
Η Αγράμπελη σε μια στιγμή έσφιξε τις γροθιές της και σταμάτησε μπρος
στη φίλη της, με τιναγμένο πίσω το κεφάλι σαν να προσευχόταν στην ήλιο.
Αγράμπελη: Θα γράφω στη Δημοτική!
Καλιοντζή: -Τι είπες; έκανε παλαβωμένη η Καλιοντζή. Αχ... μια τρελή!
Αγράμπελη: -Είπα: Θα γράφω στη Δημοτική!...
Καλιοντζή: -Ε. είσαι τρελή... Πάει...
Αγράμπελη: -Είμαι.
Αγράμπελη: -Να το πω στα κορίτσια;
Καλιοντζή: -Πες το όπου θέλεις!
Η Καλιοντζή παρακολούθησε μπερδεμένη τα καμώματα της.
Καλιοντζή: -Κεφαλάκι που το 'χεις...
Αγράμπελη: -Τι να σου κάνω;
Καλιοντζή: -Πας γυρεύοντας να σε διώξουνε.Ή, μπας και θαρρείς,πως
εσένα θα στο χαρίσουνε;
Αγράμπελη: -Θέλω να με διώξουνε. Τι το θέλω πια το Γυμνάσιο;
Καλιοντζή: -Τι;
Αγράμπελη: -Δε θέλω πια τίποτα... Τίποτα...
Καλιοντζή: -Αχ, να το... Αυτή τρελάθηκε και τώρα είναι για δέσιμο.
Η Αγράμπελη την άφησε, έτρεξε σε μια λεύκα της ακροποταμιάς, την
αγκάλιασε κι άρχισε να κλαίει. Έκλαιε πικρά, απαρηγόρητα, με το κεφάλι
χωμένο στα χέρια.
“Αυτή θα κρεμαστεί, εμένα να μου το θυμάσαι!” είπε μέσα της η
Καλιοντζή.
Πήγε κοντά στη λεύκα και της είπε “δεν ντρέπεται αυτή;”'Ύστερα τη
λυπήθηκε.
Καλιοντζή: -Να, πάρε, φάε κανένα φυστικάκι... της είπε.
Αγράμπελη: -Εσύ όλο τρως... Όλο τρως. Κι εγώ θέλω να πέσω στο ποτάμι.
Καλιοντζή: -Καλέ, δε ντρέπεσαι; Σε κοιτάζουνε.
Αγράμπελη: -Πολύ που με νοιάζει.
Καλιοντζή: -Κι αν σε καταλάβουνε;
Η Αγράμπελη σκούπισε κρυφά με τη θαλασσιά ποδίτσα τα μάτια της.
Αγράμπελη: -Τι να καταλάβουνε; τη ρώτησε ανήσυχα.
Καλιοντζή: -Αυτό... τι άλλο θέλεις;
Αγράμπελη: -Ποιο;
Καλιοντζή: -Ποιο; Ωχ.,, αυτό που ξέρεις. Ότι... ότι παλάβωσες...
Αγράμπελη: -Αυτό το ξέρω... είπε τραγικά.
Καλιοντζή: -Και δεν ντρέπεσαι;
Αγράμπελη: -Ντρέπομαι που ακόμα ζω.
Καλιοντζή: -Κακομοίρα μου και να σε μυριστούνε...
Αγράμπελη: -Ποιοι να μυριστούνε; Τι;... Τι να μυριστούνε; Ε;... Γιατί δε
μου μιλάς;
Καλιοντζή: Πως είσαι, να... ως το νυχάκι του παπουτσιού σου κι ως την
τριχίτσα του κεφαλιού σου...
Αγράμπελη: -Τι;..
Καλιοντζή: -Τίποτα...
Η Αγράμπελη ξαναγκάλιασε τη λεύκα και παραδόθηκε στα κλάματα.
Ύστερα ξαφνικά ξεσκάλωσε κι έφυγε τρέχοντας, πίσω απ' τον τοίχο.
“Πάει... Αυτή θα γίνει τώρα θέατρο!” είπε μέσα της η Καλιοντζή και
τράβηξε σ' ένα μπουλούκι της Τρίτης που στρίγκλιζε.
Καλιοντζή: -Τα μάθατε κορίτσια; τους φώναξε.Η Σταμίρη θα γράφει στη
Δημοτική!
Βουραχμάνη: -Ήθελα να την είχα δω να τη φιλήσω! φώναξε η
Βουραχμάνη.
Καλιοντζή: -Γιατί; ρώτησε χαζά η Καλιοντζή.
Βουραχμάνη: -Γιατί; Αμ εμείς τι θα κάνουμε;
Καλιοντζή: -Και σεις;
Βουραχμάνη: -Τ' αποφασίσαμε και πάει.
Καλιοντζή: -Τότε να το πούμε και στα αγόρια! Ε;
Βουραχμάνη: -Καλά που ήρθες! είπε η Βουραχμάνη. Εσύ έχεις μαζί τους
φιλίες. Τρέχα, πες το. Μα, το νου σου, να μη σε δει ο Καρούμπαλος.
Καλιοντζή: -Πολύ που τον τρέμω.
Βουραχμάνη: -Αντε, άντε, τράβα!
Η Καλιοντζή ζύγωσε στο μέρος των αγοριών. Μα δεν έβλεπε κανέναν της
Τρίτης. Μόνο ο Δακρυτζίκος με την παρέα περιτριγυρίζανε εκεί δίπλα στο
ποτάμι και κλοτσούσανε πέτρες στο νερό.
Καλιοντζή: -Καλέ, Χρηστίδη... του λέει.
Ο αρχηγός την κοίταξε κρύα.
Χρηστίδης: -Για ρώτα την, τι θέλει αυτή, ρε; λέει στο Χαμωλιά.
Ο υπασπιστής στράφηκε.
Χαμωλιάς: -Τι είναι, μωρή; της λέει.
Καλιοντζή: -Εσείς θα γράφετε στη Δημοτική;
Ο Χαμωλιάς κοίταξε τον αρχηγό του.
Χαμωλιάς: Θα γράφουμε, ρε Θωρή;
Ο Δακρυτζίκος στράβωσε το μάτι του.
Δακρυτζίκος: -Τι στο κέρατο μας θα κάνουμε και δε θα γράφουμε!...
Χαμωλιάς: -Θα γράφουμε... της λέει ο Χαμωλιάς. Τράβα, να το πεις και
στις άλλες.
Η Καλιοντζή χοροπηδούσε σαν τσαλαπετεινός.
Καλιοντζή: -Μπήκανε κι αυτοί στο κόμμα μας! ξεφώνιζε τρέχοντας.
-Ζήτω!... κελαηδήσανε όλες κι αγκαλιαστήκανε.
Ο Δακρυτζίκος ξεφλούδιζε ένα σπυράκι που είχε στο σαγόνι του.
Δακρυτζίκος: Παλιοκατσίκες!... είπε.
Βαδίζοντας πλάι πλάι έπεσε κοντά του ο Κούρκουλος.
Χαμωλιάς: -Θωρή, κοίτα ρε...
Δακρυτζίκος: -Τ' είναι;
Κούρκουλος: -Είναι να μην τις αγαπάς;
Δακρυτζίκος: -Ποιες ρε; Αυτές;
Κούρκουλος: -Ναι.
Δακρυτζίκος: -Δεν τις χωνεύω...
Ο Κούρκουλος κρέμασε τις παραπονεμένες χειλάρες του.
Κούρκουλος: -Γιατί, ρε Θωρή;
Ο Δακρυτζίκος κατάφερε, επιτέλους να βγάλει τη φλούδα του σπυριού του
και την πέταξε.
Κούρκουλος: -Θα μου πεις; επιμένει ο Κούρκουλος.
Δακρυτζίκος: — Δεν έχει “γιατί”, είπε σκληρά ο αρχηγός. Τα σιχαίνομαι
όλα αυτά τα πουλερικά. Τράβα τώρα!
Όλοι είχαν το νου τους κοντά στο δρόμο. Ο Μέλιος δε φαινότανε. Πρώτη
φορά αργούσε. Σε λίγο θα χτυπούσε και το κουδούνι.Μα, να, δεν είναι
αυτός που έστριψε τη γωνιά; Ναι, αυτός είναι.
Τράβηξε ολόισα στην κατώγα. Στη στιγμή έτρεξαν όλοι ξοπίσω του. Κι
ευθύς, χωρίς να φωνάξει κανείς “σσσ”, όλοι σωπάσανε.
-Σε διώχνουνε; ρώτησε μια φωνή.
Μέλιος: -Δε με νοιάζει. Άλλο είναι το κακό. Φεύγουνε και τρεις καθηγητές
μας.
-Δε θ' αφήσουμε! Τα μάθαμε όλα.
Μέλιος: -Για μένα δε με νοιάζει... ξαναείπε το παιδί.
Τότε ένα παλικαράκι της Έκτης βγήκε μπροστά.
Σίκαλος: Κάδρα, του λέει, δε με ξέρεις, μα δεν πειράζει. Σε ξέρω γω. Με
λένε Σίκαλο. Αν σε διώξουνε, το γκρεμίζουμε τούτο όλο.
Φορούσε παλιά τριμμένα ρούχα, χωρίς πανωφόρι, και κρύωνε.
Εμείς δε συμφωνούμε!... είπαν ξιπασμένες κάτι φωνές.
Ο Μέλιος ξεχώρισε ανάμεσα τους και τη φωνή του φίλου του του Σταμίρη.
Πόνεσε. Δεν είχαν ποτέ από τότε μιλήσει. Μα να τον ακούει, τώρα. να
συμφωνάει με “τα χαϊδεμένα”! Του έκανε κακό.
-Θα το δούμε αυτό! έκαναν καναδυό “Πέρσες”.
Μέλιος: -Τι θα κάνετε; είπε σοβαρά ο Μέλιος.
-Θα σπάσουμε τα τζάμια, φώναξαν δυο τρεις φωνές.
-Θα κολυμπήσουμε τον Καρούμπαλο και την παρέα του στα κλούβια αβγά.
Μέλιος: -Δε συμφωνώ... είπε ο Μέλιος. Όχι.Προτιμώ να με διώξουνε.
Χαμωλιάς: -Βρήκα εγώ!φώναξε ο Χαμωλιάς.Να κρεμάσουμε στην ουρά
του Καρούμπαλου ένα σπληνάντερο για να τον πάρουνε από πίσω όλα τα
γατόσκυλα της αγοράς. Δεν είν' ωραίο;
Δακρυτζίκος: -Σκάσε! είπε ο Δακρυτζίκος.
-Έχεις άλλο καλύτερο; τον ρώτησαν όλοι.
Δακρυτζίκος: Έχω.
-Να τ' ακούσουμε.
Δακρυτζίκος: -Όχι τώρα. Πρώτα να 'ρτει ο “γιούδας” να τον κάνω
λουρίδες, κι ύστερα.
-Εδώ είναι! φώναξαν καναδυό της Τρίτης.
Ο Φώλος μυρίστηκε τη συμφορά και το 'σκασε απ' την πόρτα. Μα οι
“Πέρσες” ήταν γρήγοροι σαν βόλια. Με δυο σάλτα τον σύρανε κλοτσώντας
ως το ποτάμι και τον ρίξανε μέσα.
Ο αρχηγός ξαναγύρισε στην κατώγα, σκουπίζοντας τα χέρια του.
Δακρυτζίκος: -Τώρα, ακούστε, είπε. Ναι... βλέπω... είναι δω και τα
“ζαχαρένια”, αλλά το ποτάμι είναι πολύ κρύο... Ρωτάτε και το Φώλο να σας
πει.
-Τι θα κάνουμε, λοιπόν; ρωτούνε τα παιδιά.
Δακρυτζίκος: -Θα 'ρτουμε τη νύχτα και θα χτίσουμε την πόρτα.Αυτό.
Χαμωλιας: -Τρελάθηκα! φώναξε ο Χαμωλιας μ' ενθουσιασμό.
-Εγώ θα κλέψω το μυστρί του πατέρα μου! ξεφώνισε ένας.
-Κι εμείς θα κουβαλήσουμε πέτρες.
Ο Μέλιος δεν έβγαλε μιλιά.
Χαμωλιας: -Δε του αρέσει πάλε... είπε απογοητευμένος ο Χαμωλιας, ούτε
κι αυτό. Ε, τι να κάνουμε; Λέγε.
Μέλιος: -Πρώτα... Ακόμη δε με διώξανε.
Χαμωλιας: -Κι ο Πεσπές; Κι ο Αλμπέρ; Και τ' Αγλαώ μας;
Μέλιος: -Μένουνε όλοι στη θέση τους. Θα περιμένουμε την απάντηση του
Υπουργείου.
Χαμωλιας: -Μίλα, ντε!... φώναξε ο Χαμωλιας.
Δακρυτζίκος: -Ρε συ!... μπήκε στη μέση ο Δακρυτζίκος. Αυτές πήρανε την
απόφαση να γράφουνε στη Δημοτική. Δηλαδή απ'τη μύτη θα μας σέρνουνε
τώρα οι τσίχλες;
-Κι εμείς το ίδιο θα κάνουμε! φωνάξανε όλοι.
Ο Χαμωλιας πλησίασε το Μέλιο.
-Κάδρα, ήρταμε στο κόμμα σου όλοι, όλοι. Κι αυτές το ίδιο. Σ' αρέσει;
Μίλα... Μίλα, ρε!
Ο Μέλιος ήταν βουρκωμένος.
-Μίλα ντε!
Μέλιος: -Δεν μπορώ... δεν μπορώ... έκανε ο Μέλιος.
-Δεν καταλάβαμε τίποτα... είπαν τα παιδιά. Τι είπε, ρε Δακρυτζίκο;
Δακρυτζίκος: -Το κέρατο σας το τράγιο είπε! Αφού είσαστε όλοι κουτάβια
και δε νογάτε, τι να σας κάνω κι εγώ; Α στο διάολο! Δεν μπορώ να
συνεννοηθώ με κανέναν εδώ μέσα!
Έφτυσε κι έφυγε.
-Ζήτω η Δημοτική! ουρλιάξανε με μια φωνή όλοι.
Η Αγράμπελη τριγύριζε, όλο ξέμακρα κάτω απ' τις λεύκες, με τα μάτια
μεγάλα και τα μαλλιά ξέπλεχα σαν τη Γενοβέφα. Η Καλιοντζή, που
ανεβοκατέβαινε στα “σύνορα”, και μύριζε σαν λαγωνίκα ν' αρπάξει κανένα
νέο, ήρθε κάποια στιγμή κοντά της τρέχοντας “γκάλοπ”.
Καλιοντζή: -Αγράμπελη! άρχισε να φωνάζει από μακριά. Αχ, να ξέρεις τι
σου φέρνω.
Αγράμπελη: -Τι;
Ήρθε κοντά της κοντανασαίνοντας και την έπιασε από τους ώμους.
Αγράμπελη: -Τι είναι; ρώτησε κείνη ανήσυχη.
Σταμιράκι: -Ακουμπά καλά στη λεύκα και μη λιγοθυμάς.
Αγράμπελη: -Λέγε τι τρέχει;
Σταμιράκι: -Ήρθε!
Αγράμπελη: -Ποιος; ρώτησε κείνη προσπαθώντας να κάνει όσο μπορεί πιο
κρύα τη φωνή της.
Αγράμπελη: -Ποιος;... ξανάπε.
Ο Καλιοντζή κράτησε την αναπνοή της κι άρχισε να την ψαχουλεύει με τα
μάτια. “Αλεπού έκανε μέσα της. Αχ!... Αλεπού! Στάσου και θα δεις”.
Σταμιράκι: Ποιος, είπες; της απαντά πονηρά... Ο Πεσπές. ποιος άλλος.
Αγράμπελη: — Δε ντρέπεσαι να τον λες έτσι; είπε με απεγνωσμένη φωνή.
Τι σου έκανε; Δεν είναι καλός άνθρωπος;
Σταμιράκι: -Είναι. Γι' αυτό θέλω να τον λέω έτσι. Τους είδες;Εμένα
κανένας δε μου δίνει σημασία. Εκεί πέρα αυτοί κάνουνε “συμμορίες” για
Δημοτική κι εμάς μας αφήνουνε απ'έξω. Γιόμισε το Γυμνάσιο συμμορίες.
Κι εσύ κοιμάσαι...Έμαθα και κάτι άλλο. Θέλανε να χτίσουνε την πόρτα.
Κανονίσανε και τις πέτρες. Μα κάποιος τους είπε “όχι”, και τ' αφήσανε στη
μέση. Ξέρω κι άλλα. Στείλανε χαρτιά στην Αθήνα. Αμα πούνε, “έχει δίκιο ο
Πεσπές” καλά, Ο Πεσπές θα μείνει. Και θα φύγει κι ο μουσιού Αλμπέρ κι η
Αγλάίτσα.
Αγράμπελη: -Αλλο τίποτα... δεν ξέρεις;
Σταμιράκι: -Όχι... Όχι, είπα; Ξέρω, αλλά δε σου λέω... Έχεις δει πουλί
μπούφο; -Όχι...
Αγράμπελη: -Ε, δεν είμαι! Επειδής είμαι κούτσουρο στα μαθήματα; Ας
είμαι. Δεν είναι δικαίωμα μου; Όχι... δεν έχω τίποτα άλλο να σου πω. Η
Αγράμπελη την κοιτούσε με ζητιανιάρικα μάτια.
Σταμιράκι: -Καλά... είπε. Δε θέλω τίποτα.
Αγράμπελη: -Τρως ένα μαγκάλι φωτιά; Όχι. Βάζω στοίχημα όμως, ότι έτσι
να σε φυσήξω, θα πέσεις. Αλλά σ' αγαπάω. Καμιά δεν αγάπησα έτσι...
Εμένα η μάνα μου είναι ψιλικατζού και καμιά δε με καταδεχότανε για
φιλενάδα. Φορούσα και γυαλιά. Έχεις δει ποτές κορίτσι, με γυαλιά; Εσύ
είσαι αλλιώτικη. Είχα μια αδερφή με κάτι μάτια σαν τα δικά σου -τώρα
παντρεύτηκε. Αμα της έλεγα κανένα ψέμα, με κοιτούσε... να, όπως με
κοιτάζεις τώρα εσύ, κι εγώ δεν άντεχα. Έμπηζα τα κλάματα... “Συχώρα
με...” της έλεγα.
Σταμιράκι: -Καλά... Μα εσύ τώρα κλαις!...
Αγράμπελη: -Θα με συγχωρήσεις;... Ε, Σταμιράκι;
Σταμιράκι: -Γιατί κλαις;
Αγράμπελη: -Θέλω να με συχωρέσεις. Πες μου, με συχωρνάς; Και μη με
κοιτάζεις έτσι με τα μάτια σου... Μη, σε παρακαλώ... Δε θα σου ξανακρύψω
τίποτα πια... Ούτε ότι ήρθε ο Καδράς... Μην ψάχνεις, δεν έχει λεύκα...
Ακουμπά εδώ, στον ώμο μου... Σταμιράκι!...

Κεφάλαιο Ενδέκατο
Το άλλο πρωί έγινε ένα ξαφνικό. Σεισμός... Ούτε κι ο παπάς, που έκανε τον
προφήτη, δεν το περίμενε. Τα μάτια του Γυμνασιάρχη χάσανε και το
λιγοστό γαλάζιο που είχαν. Ο Αλμπέρ, την ώρα που τ' άκουσε, έδενε το
φιογκάκι του και λύθηκαν τα χέρια του μαζί με το φιογκάκι. Μερικοί μόνο
τρίψανε τα χέρια τους.
Καρλάφτης: - Πάνω στην ώρα! είπε ο Καρλάφτης. Ούτε παραγγελιά να τον
είχαμε.
παπάς: — Θεόπεμπτος! είπε ο παπάς και χάιδεψε τα γένια του. Τους
ασεβείς τους κατακαίει ο Θεός, πριν προφτάσουν να μεταμεληθούν.
Τι έτρεχε; Την είδηση την έφερε ο μπάρμπα-Θόδος.
Έψηνε, λέει, κείνη την ώρα τη φασκομηλιά του. ακόμη η πορτάρα δεν είχε
ανοίξει - ήταν πολύ πρωί. Στο σταθμό είχε σφυρίξει ένα τρένο.
Ο γέρος έβαζε -λέει- τη φασκομηλιά στο ποτήρι να την πάει στη
Ζουμπούλια... Και κείνη την ώρα να σου και σκεπάζει την πόρτα ένας
κύριος.
επιθεωρητής: “Ο επιστάτης είσαι;” του λέει.
μπάρμπα-Θόδος: “Αν θέλει ο θεός... του λέω, μπορεί να 'μαι... ακόμη και
του χρόνου”.
επιθεωρητής: “Λάιος, επιθεωρητής...” μου 'πε.
Άρπαξα το πρεβάζι.
μπάρμπα-Θόδος: “Ντρέπομαι... του λέω, κυρ-επιθεωρητή, στο χάλι που με
τσακώνεις... μα, συμπάθα με”.
επιθεωρητής: “Περνούσα για το ξενοδοχείον μου, λέει, κι είπα να σου πω
μια καλημέρα”.
μπάρμπα-Θόδος: “Καλή σου κι ευλογημένη σου, κυρ-επιθεωρητή... του
λέω. Μα δε θα πάρεις μια αλισφακιά;”
επιθεωρητής: “Αργότερα...” μου λέει.
μπάρμπα-Θόδος: “Όπως το βρίσκεις πρέπο...” του λέω.
επιθεωρητής: “Καλημέρα σας” μου λέει.
μπάρμπα-Θόδος: -Κι ήρτα να σας τα προκάμω, μη σας πιάσει το άξαφνο,
όπως του λόγου μου... αποσώνει ο μπαρμπα-Θόδος.
Γυμνασιάρχης: -Πράγματι μας αιφνιδιάζει... είπε ο Γυμνασιάρχης και
δάγκασε το κάτασπρο χείλι του!... Όντως μας αιφνιδιάζει, κύριε Θεόδουλε.
Κατόπιν ο γέρος, μ' όλα τα γηρατειά του, πήρε και τα σπίτια των αλλωνών.
“Γιατί να μην το ξέρουνε οι άνθρωποι... επιθεωρητή τον λένε, δεν είναι
τίποτις κάνας δασκαλάκος.”
Στου παπά το σπίτι πέταξε και το λογάκι του.
μπάρμπα-Θόδος: -Κατιτίς χαρούμενο σε γλέπω, παπαδάσκαλε... του λέει.
παπάς: -Χαίρω και αγάλλομαι!
μπάρμπα-Θόδος: -Μπα... Και γιατί - αν κάνει να μάθω;
μπάρμπα-Θόδος: -Κάμνει. Διότι οι μιαροί θα διαλυθώσιν ως καπνός!
Ο Μπαρμπα-θόδος έφευγε, καλοναρχώντας μες στα μουστάκια του:
μπάρμπα-Θόδος: “Δε μου λες, Θε μου... αν οι εδικοί σου άνθρωποι είναι
τέτοιες όχεντρες, τότε τι σόι πρέπει να 'ναι οι οχτροί σου; Πώς μας τα
έκανες έτσι, μωρέ Μεγαλοδύναμε;”
Στις δέκα η ώρα ο επιθεωρητής πέρασε γελαστός τη γαλή πόρτα κι ανέβηκε
στο γραφείο. Όλοι τον περίμεναν εκεί με ξυλιασμένες κορμοστασιές,
κρυώνοντας μες στα μαύρα τους κουστούμια. Ο Γυμνασιάρχης προχώρησε
πρώτος και τον προσδέχτηκε ύστερα έναν έναν παρουσίασε τους
“συνεργάτας” του.
Ο επιθεωρητής δεν τ' άφησε το γέλιο του. Φαίνεται πως κάποτε θα γέλασε,
το βρήκε πολύ γλυκό, και το κράτησε για όλη του τη ζωή.
Κοίταξε το φιδίσιο μούτρο του Γυμνασιάρχη, φιλοδωρώντας τον μ' ένα
γέλιο, σαν να του 'λεγε: “Δοκιμάστε το και σεις, είναι πολύ νόστιμο”.
Ανώφελη συμβουλή. Το πρόσωπο του Γυμνασιάρχη ήταν μια χώρα, που
ποτέ δεν πέρασε αποπάνου της τέτοιο πουλί.
Παραγγείλανε στον επιθεωρητή καφέ. Κείνος τράβηξε μια ρουφηξιά κι είπε
στον μπαρμπα-Θόδο. που του τον έφερε;
επιθεωρητής: Μπράβο!Τον ψήνεις σαν ακαδημαϊκός!
Ο γέρος του γέλασε σαν παλιός μακαντάσης.
επιθεωρητής: -Θα πιούμε οι δυο μας από έναν, του είπε ο επιθεωρητής.
Μόλις τελειώσω από δω... ε; Σύμφωνοι;
μπάρμπα-Θόδος: -Μετά χαράς σου... λέει ο γέρος. Και θα βάνω τα δυνατά
μου!
Σαν γύρισε κάτου στη γριά, άρχισε πάλι τις παινεψιές του.
μπάρμπα-Θόδος: -Να... δώσ' μου τέτοιο “μουσιού” και μαδά μου τρίχα
τρίχα το κεφάλι! Γιατί, μπρε Χριστέ μου, να τους κάνεις τόσο λιγοστούς
τους καλόγνωμους ανθρώπους;
Ζουμπούλια: -Τι χαζολογάς, πάλι, μοναχός σου; του λέει από μέσα η
Ζουμπούλια.
μπάρμπα-Θόδος: -Τίποτις... ντύνουμε μια στάλα για να 'μαι έτοιμος για τη
μπαρέα.
Ζουμπούλια: -Τι “μπαρέες”, πάλε μου ετοιμάζεις;
μπάρμπα-Θόδος: -Τίποτις... με τον κυρ-επιθεωρητή...
Ζουμπούλια: -Μεγαλοπιάνεσαι...
μπάρμπα-Θόδος: -Γριά! Άσε τις δουλειές μου να τις κουμανταίρνω
μονάχος μου. Μπορεί να γίνουμε λιγάκι μακαντάσηδες και του πω κάνα
λογάκι για κείνο το κακοκέφαλο και το γλιτώσω απ' τις σπαθιές τους. Άσε
με σ' αυτά. Κάτι ξέρω.
Ζουμπούλια: -Κάνε ότι σε φωτίσει... λέει στο τέλος η γριά.
Απάνω ο επιθεωρητής τους εξηγούσε κάτι για την απροσδόκητη επίσκεψη
του. Ήταν, λέει, περαστικός και... μια που βρέθηκε εκεί, παρακάλεσε να του
δώσουν την ευκαιρία να χαιρετήσει τα παιδιά.
Δεν ήταν δύσκολο. Η αίθουσα τελετών τους χωρούσε όλους. Σε λίγο
συνάχτηκαν εκεί όλες οι τάξεις. Ο επιθεωρητής ανέβηκε με το γέλιο του
στην έδρα.
επιθεωρητής: Καλημέρα σας παιδιά... τους λέει. Ήμουν περαστικός και
σκέφτηκα να μείνω λίγες ώρες στην πόλη σας για να γνωριστούμε.
Χαίρομαι που αντικρίζω γελαστά πρόσωπα. Μια ώρα μου άρκεσε για ν'
αγαπήσω την πόλη σας... Σε μια τέτοια πόλη, πώς μπορεί να μην είναι
κανείς καλόκεφος; Σας υπόσχομαι, στις διακοπές να έρθω να μείνω κοντά
σας ολόκληρο το καλοκαίρι• και τότε θα μας δοθεί η ευκαιρία να
γνωριστούμε περισσότερο και να γίνουμε καλύτεροι φίλοι. Θα ήθελα
παιδιά, να, να περπατούσαμε λίγο συντροφιά, αλλά ποιος δρόμος θα μας
χωρούσε όλους μαζί. Πάντως, από την λίγη ώρα που είμαι τώρα αντίκρυ
σας, ένα πράμα κατάλαβα και μου φτάνει. Ότι είσθε ολόρθα παιδιά. Και -
πώς να μη σας το πω;- χάρηκα... Στον κόσμο αυτό, όσο ανάστημα έχει να
δείξει ο άνθρωπος μόνο σ'αυτή τη στάση θα το δείξει. Ας είναι
μικροκάμωτος. Στον κόσμο δεν υπάρχουν νάνοι. Νάνοι είναι μόνο οι
μικρόψυχοι κι οι μπρουμυτισμένοι. Και τότε δεν κάνουν τίποτα... γιατί τους
λείπει η περηφάνια. Ζωντανός θα πει περήφανος! Η λακωνικότερη ιστορία
του κόσμου είναι η ιστορία των δειλών ανθρώπων. Τους περήφανους τους
σέβονται και νεκρούς, τους δειλούς τους σιχαίνονται ακόμη και ζωντανούς.
Ο εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς έχει ένα τέτοιο ποίημα, ποο θα
ήθελα να το διαβάζαμε και να το χαιρόμαστε μαζί. Σταθείτε να το βγάλω
απ' την τσέπη μου... Πρέπει, με την ευκαιρία, να σας πω, παιδιά, ότι το
πραγματικό μου εγκόλπιο είναι η αληθινή ποίηση.
Έστρωσε λίγο με την απαλάμη του το βιβλίο, διάλεξε το ποίημα και άρχισε
να τ' απαγγέλλει.
Καβάλα πάει ο Χάροντας το Διγενή στον Άδη
Το τελείωσε και το ξαναπήρε απ' την αρχή.
Καβάλα πάει ο Χάροντας το Διγενή στον Άδη
επιθεωρητής: -Γιατί,παιδιά, πάει καβάλα ο Χάροντας το Διγενή στον Άδη;
ρωτά ο επιθεωρητής. Ποιος μπορεί να μας πει,γιατί ο ποιητής ανέβασε ένα
νεκρό στο άλογο; Ποιος μπορεί να μου το πει; Μπρος... Θάρρος! Ελάτε,
παιδιά... Μα είναι πολύ απλό.
Στο τέλος κάποιος σήκωσε το χέρι του
επιθεωρητής: -Μπράβο! είπε ο επιθεωρητής. Πώς λέγεστε;
Πάστρας: -Πάστρας.
επιθεωρητής: -Τι λέτε εσείς φίλε μου Πάστρα, γιατί ο Χάροντας πάει το
Διγενή καβάλα;
Πάστρας: -Γιατί...Επειδή ήταν πεθαμένος, δεν μπορούσε να περπατήσει...
γι' αυτό. Και τον έκανε καβάλα.
Ο επιθεωρητής γέλασε.
επιθεωρητής: -Χμ... πολύ πρακτική εξήγηση, αλλά δεν φαντάζομαι να
συμφωνεί μαζί σου κι ο ποιητής. Κανένας άλλος, παιδιά; Μπρος.
Τούτη τη φορά δεν εσάλεψε κανένας. Ο επιθεωρητής παρακάλεσε,
ξαναπαρακάλεσε... τίποτα... Στο τέλος στράφηκε κατά το Γυμνασιάρχη
επιθεωρητής: -Δεν έχετε να μου υποδείξετε σεις κανένα, κύριε
Γυμνασιάρχα; Φαίνεται ότι τα παιδιά πάθανε ένα είδος... μια κρίση
μετριοφροσύνης. Μήπως κανείς από τους κυρίους καθηγητάς έχει να μου
υποδείξει κάποιον από τους μαθητάς του;
Κανείς δεν αποκρίθηκε.
επιθεωρητής: Κρίμα... είπε. Και όμως μου έμενε μια κρυφή ελπίδα πως
κάποιος... Για σκεφτείτε...
Τότε κινήθηκε, ντροπαλά, κοκκινίζοντας σαν μαθητής, ο κύριος
Σκαμβουράς.
Σκαμβουράς: -Με συγχωρείτε, κύριε επιθεωρητά... είπε, θα μου επιτρέψετε
να τολμήσω εγώ... Είμαι, βεβαίως, ολίγον διστακτικός, όχι λόγω
ενδεχόμενης αγνοίας του μαθητού - όχι... περί αυτού είμαι βέβαιος!
επιθεωρητής: -Αλλά;... ρωτά σκανδαλισμένος ο επιθεωρητής.
Σκαμβουράς: -Φοβούμαι μήπως προσκρούσω επί της φιλοτιμίας των
λοιπών μαθητών, επειδή ο περί οο ο λόγος μαθητής ανήκει εις κατωτέραν
σχετικώς τάξιν... “Καδράς”! άρχισε να φωνάζει προς όλες τις κατευθύνσεις
με συγκίνηση. Σήκω επάνω, παιδί μου, Κάδρα... Καδράς! Μήπως
απουσιάζει;
-Όχι, κύριε, εδώ είναι! φώναξαν κάτι παιδιά.
επιθεωρητής: -Αφήστε με, θα τον βγάλω εγώ... είπε ο επιθεωρητής. Φίλε
μου Κάδρα... είναι πολύ απλό... Γιατί δεν σηκώνεστε; Μπράβο. Πέστε μας,
τώρα εσείς. Κάδρα, γιατί ο Χάρος πήγαινε καβάλα το Διγενή στον Αδη;
Μέλιος: -Γιατί... Γιατί και νεκρός ο ήρωας του προξενούσε το δέος και
σεβασμό, όπως... όλα τα πραγματικά παλικάρια.
επιθεωρητής: -Μπράβο!!! Μπράβο άλλη μια φορά. Σε συγχαίρω, φίλε μου.
Απόδειξις ότι τους άλλους... ε;
Μέλιος: -...Απόδειξη ότι τους άλλους, που δεν ήταν ήρωες, τους έσερνε
σωρό πίσω απ' τ' άλογο σαν ένα άβουλο κοπάδι.
επιθεωρητής: Έτσι! Είμαι πολύ ευτυχισμένος, φίλε μου Κάδρα. Θέλεις να
προχωρήσουμε παρακάτω μαζί;
Μέλιος: - Ευχαρίστως...
Λίγο πιο ύστερα, ο επιθεωρητής στράφηκε κατά το Σκαμβουρά, που έτρεμε
από σαστιμάρα και συγκίνηση
επιθεωρητής: Κύριε...
Σκαμβουράς: -Σκαμβουράς...
επιθεωρητής: -Κύριε Σκαμβουρά... εάν δεν πέφτω θύμα προσωρινής
υποβολής....
Σκαμβουράς: -Ελπίζω όχι, κυριέ επιθεωρητά....
επιθεωρητής: -...Τότε ο μαθητής αυτός είναι προικισμένος με κάποιο-όχι
με κάποιο- μ' ένα σπάνιο τάλαντο! Μου εξάπτει σε ζωηρό βαθμό την
περιέργεια, θα επιθυμούσα πάρα πολύ, να έριχνα μια ματιά σε κάποια
εργασία του.
Σκαμβουράς: -Ακριβώς η τελευταία του σύνθεσις... ψέλλισε ο
Σκαμβουράς... (από πίσω άρχισαν να σφυρίζουν κάτι φίδια).
επιθεωρητής: -Η ώρα μου είναι μετρημένη, αλλά θα ήθελα να σκύψω λίγο
επάνω της. Είναι καθαρογράφος;

Σκαμβουράς: -Αρκετά.

Σκαμβουράς: -Κάδρα! Φέρε μου, παιδί μου, την τελευταία σου έκθεση.
Μέλιος: -Δεν... Δεν την έχω μαζί μου... κύριε επιθεωρητά... με συγχωρείτε,
αλλά δεν... μπο....
-Την έχει, κύριε!!! ξεφώνισαν άγρια, σαν μαντρόσκυλα οι “Πέρσες”.
Ο επιθεωρητής κοίταξε το Σκαμβουρά.
επιθεωρητής: Είναι σεμνός και με κατασυγκινεί. Δώσ' την, παιδί μου,
Κάδρα.
Από χέρι σε χέρι το τετράδιο έφτασε σε λίγο στα χέρια του επιθεωρητή.
Στην αρχή, ο κύριος Λάιος διάβαζε ορθός. Σε λιγάκι, όμως- ζήτησε
κάθισμα. Τον είχει πάρει όλον μαζί του εκείνο το φτωχό πορτοκαλί
τετράδιο.
Όταν κάποτε το τελείωσε, ζήτησε με έξαλλα μάτια το “δράστη”.
επιθεωρητής: Πού είναι αυτός ο μαθητής;
Έτρεχε μες στη σάλα... και τον αναζητούσε. Οι φίλοι του, σπρώχνοντας και
γρονθοκοπώντας, βγάλανε το Μέλιο έξω.
-Εδώ, κύριε επιθεωρητά!
επιθεωρητής: -Πού είναι...; Παιδί μου... του λέει και τυν σφίγγει στην
αγκαλιά του. Σ' ευχαριστώ. Θα ήθελα κι εσύ κάποτε να πάρεις τέτοια
χαρά... Χρόνια είχε να με συγκινήσει κάτι τόσο πολύ... Κάδρα, η πόλη αυτή
είναι πολύ μικρή, παιδί μου...
επιθεωρητής: -Κύριε Σκαμβουρά... λέει κατόπι και πηγαίνει κοντά του...
σας συγχαίρω μ' όλη μου την ψυχή... και του σφίγγει και τα δυο χέρια.
Κύριοι!... λέει κατόπι στους άλλους. Συγχαρητήρια σ' όλους! κι απλώνει με
τη σειρά τα χέρια σ'όλους.
Ξαφνικά στη σάλα ξεσπούν ασυγκράτητα χειροκροτήματα. Ο επιθεωρητής
σκουπίζει τα μάτια του.
Η Αγράμπελη κλαίει τρελά μες στην ποδιά της Κάλιοντζή.
Κάλιοντζή: -Χαζή... τι κάνεις έτσι; της έλεγε το “αυτοκίνητο”,
σκουπίζοντας κρυφά τα χοντρά της μάτια.
Αγράμπελη : -Δεν άκουσες τι είπε; “Η πόλη μας είναι πολύ μικρή”.Και
τώρα θα φύγει...
Ο παπάς βγήκε έξω... άρπαξε ένα χερόβολο γένια και τα έβαλε με λύσσα
στο στόμα του. Ο Γυμνασιάρχης πέσαινε σιγά σιγά, αφήνοντας τις
τελευταίες πράσινες σπίθες της κακίας του. Ο Αλμπέρ ξέχασε τα γαλλικά
του, τα ελληνικά του, όλα,., και μιλούσε σε μια γλώσσα πρωτάκουστη!
Αξέχαστη... μεγάλη... Σπαραχτική μέρα!...

Κεφάλαιο τελευταίο
Ο δρόμος, που σε πάει στους γκρεμούς και στ' ανάθεμα, ξεκινάει από
παντού. Τώρα πια δρόμους και μοίρες και χαμούς, όλα...- τα διαλέξανε γι'
αυτόν άλλοι. Γράμματα; Όχι, δεν ήταν πια βολετό να μάθει... Λοιπόν. Χτίσε
τη ζωή σου με τούβλα, με βιβλία δε σ' αφήνουν. Πότισε τα χαρτιά σου με
φαρμάκι, με μελάνι δεν μπορείς.
Ξύπνησε πρωί. είχε να κάνει πολλές ετοιμασίες, ν' αφήσει πολλά “έχε γεια”.
Στην κατώγα η ψυχή του δέθηκε. Ήξερε... Κείνο το σφίξιμο του χεριού θα
ήταν το τελευταίο. Κείνη η αγκαλιά, που θα τον έζωνε μέσα της, θα κρύωνε
σε λίγο για πάντα...
Ο γέρος τον γνώρισε απ' τις πατημασιές του και σύρθηκε στην πιο σκοτεινή
γωνιά της κατώγας. Δεν ήθελε να τον δει το παιδί έτσι ρημαγμένον. “Γιατί
να του φορτώσω την ψυχούλα του και μ' άλλο κλάμα;... Μακρύ δρόμο έχει
να κάνει...”
Μέλιος: Εδώ είσαι παππού;... Δε σε βρίσκω!
Ο γέρος γελοκαμώθηκε τάχα. Πήγε να το γυρίσει στο χωρατό.
γέρος: Χα χα... Χυθήκανε και σένα τα μάτια σου απ' τα γερατειά; Εδώ 'μαι,
στ' απάγκιο. Όξω είναι χαρά θεού. ε;... Χμ... χαρά θεού και λύπηση
ανθρώπου... Γιατί εσύ πας, γιε... Πας και δε σε ματαβλέπω.
Μέλιος: -Μα θα ξανάρθω, παππού.
γέρος: -Μη!!! ξεφώνισε ο γέρος με πόνο. Δε θέλω!... Τα δάκρυα είναι
αρμυρά, και θα μαράνουν το χορταράκι στο μνήμα μου. Δε θέλω να
ματαρθεις! Ποιον θα βρεις; Εγώ με τη Ζουμπούλια μου θα λείπουμε... Η
κορασιά... την ξαποστείλανε οι μαύροι άνθρωποι στην άκρη του ντουνιά.
Έλα τώρα... μη σε παίρνει η φούσκωση. Θα την πάρεις μαζί σου, μες στα
φυλλοκάρδια σου, και θα την περπατάς στα ξένα. Να 'χεις μονάχα το νου
σου, γιατί η αγάπη είναι φαρφουρένια... Και να μην περνάς απ'
αγκαθότοπους. Το κρεατάκι του κοριτσιού είναι πολύ κοντά στο κόκαλο και
σκίζεται εύκολα. Κι άλλα πολλά θέλω να σου πω... Περπατά στο δρόμο σαν
άτι! Μη σκύβεις. Κάτω είναι γιομάτο σκουπίδια και λέσια. Έχε έγνοια στα
χέρια σου. Το βλοημένο το χέρι ο θεός το 'δωκε για να κάνουμε “τόκα” κι
όχι για να το βρομίζουμε με κείνο και με τ' άλλο. Κι έν' άλλο πράμα, γιε
μου. να προσέχεις. Το καπάκι του ματιού το 'χει ο άνθρωπος για να
σκεπάζει το μάτι του σαν κοιμάται, όχι σαν είναι ξύπνιος! Κοίτα την
ανθρωπότη με ξέσκεπο μάτι... και θα σ' αγαπήσει. Γιατί εσύ, γιε... πιο πολύ
απ' το καθετί, γεννήθηκες για την αγάπη. Τώρα φεύγα άξαφνα και μη
γυρνάς πίσω να με δεις!
Μέλιος: -Τη βαβά;...
γέρος: -Καλά. Τράβα, αποχαιρέτα την κι αν τ' αντέξει... ο θεός βοηθός...
Ο Μέλιος δρασκέλισε το κατώφλι και σίμωσε στο μεντέρι της. Η γριά,
μόλις την άγγιξε, σκεπάστηκε πάνω απ' το κεφάλι κι άρχισε να κλαίει μ'
αναφιλητό, σαν το κοριτσάκι που τ' άφησαν οι μεγάλοι μες στο σκοτάδι
ολομόναχο και πήγαν στην εκκλησία.
Ο Μέλιος βγήκε έξω βουρκωμένος. Στο κατώφλι καθόταν ο γέρος
ασάλευτος... παραδομένος σε κάτι πηχτό κι αξεδιάλυτο. Δεν τον άγγιξε.
Πήγε μακριά κατά τις λεύκες, αγκάλιασε μια κι έτριψε πάνω της το
μάγουλο του. Θαρρούσε, έτσι, πως αγκάλιαζε όλα τα γεροντάκια που
αγάπησε... όλα τα έρημα δέντρα... Κι ακόμη... που αγκάλιαζε γλυκά, κείνην
που έφυγε για πάντα απ' τα μάτια του.
Ύστερα έσυρε τα βήματα του και προχώρησε πλάι στην ακροποταμιά χέρι
χέρι με το νερό. Τώρα είχε συντροφιά... Ένα άλλο παρόμοιο παιδάκι, που
κυλούσε μαζί του μες στο υγρό μυστήριο... Έφτασε και στο σπιτάκι του
συνοικισμού, να πάρει το μπογαλάκι του. Τα μάτια της κυρα-Ματούλας
ήταν κλειστά απ' το πρήξιμο και μόνο το αλλήθωρο της άνοιγε πού και
πού... σαν για να δείξει, πόσο άσκημος θα ήταν εδώ ο κόσμος από αύριο. Η
Ερασμώ, μόλις την άγγιξε, την πήραν οι αναστεναγμοί.
Ερασμώ: -Αχ, αγοράκι... φως μου... γιατί μισεύεις...; Γιατί...;
Μέλιος: -Θα ξανάρθω Ερασμώ. Στ' ορκίζομαι.
Ερασμώ: -Ω, εγώ πλέον θα είμαι βαθιά στην κρύα γη.
Κι έτσι... όπως ήταν, σταύρωσε τα χέρια... και με τα μάτια κλειστά άρχισε
να τραγουδά, με παραπονιάρικη φωνή, το πιο γλυκό τραγούδι της ζωής της.
Θα πάγω φως μου εις τα ξένα, θα μακρυνβώ δια παντός...
Σκούπισε τα μάτια της, αναστέναξε πιο βαθιά και συνέχισε:
Χωρίζει, η μοίρα τους ανθρώπους, τ' αηδόνια αλλάζουνε φωλιά, τα μάτια
βλέπουν άλλους τόπους, μα δεν αλλάζει -φως μου- η καρδιά.
Ο Μέλιος ξέκοψε αργά, αργά... ξεκόλλησε απ' το σπιτάκι τούτο, που τόσο
τον αγάπησε, και μπήκε στο φαρδύ δρόμο. Έφτασε κάτου στα κυπαρίσσια...
Είχε και κει άλλες γνωριμίες, μεγάλες καρδιές, που είχαν γίνει χώμα... Κι
άλλες γνωριμίες... μα δεν είχε άλλα δάκρυα. Ύστερα ξανάπιασε τη μεγάλη
δημοσιά. Είχε αφήσει την πόλη πίσω του. Ξάφνου, πίσω από ένα σκίνο,
σάλεψε ντροπαλά ένα κουναβίσιο κεφάλι.
Μέλιος: -Θωρή!... φώναξε...
Ο αρχηγός έφτασε κοντά του, κλοτσώντας την πιο μεγάλη πέτρα της ζωής
του...
Θώρης: Γιατί φεύγεις, ρε;... του λέει πικρά.
Ο Μέλιος βούρκωσε. Δεν έβρισκε να πει λέξη και αναρούφηξε τη μύτη του.
Μέλιος: -Δε θα σε ξεχάσω πο...
Θώρης: -Δε παρατάς, τώρα τα σκυλοκλάματα! φώναξε ο “αρχηγός”, μες
στα δάκρυα τοο. Είμαστε άντρες, ρε εμείς! Μόνο κείνο το κοοτάβι, ο
Χαμωλίάς, δεν άντεξε, λέει, και πήγε να κλάψει στο κατώι τους. Αλλά εμείς
είμαστε άντρες, ρε! Δεν είμαστε; Εσύ, όμως, γιατί, ρε Καντρά, φεύγεις; Κι
έφυγε και κείνη... Το 'μαθες, ε;
Μέλιος: -Ναι...
Ο “αρχηγός” τράβηξε ένα κουμπί του σουρτούκου του και το έκοψε.
: -Το ξέρεις, ρε! φώναξε με αλλαγμένη φωνή. Την αγάπαγα!... Να... πιο
πολύ κι απ' της μάνας μου τα κόκαλα. Κι αν ήσουν κανένας άλλος, θα σε
σκότωνα.
Μέλιος: -Τώρα καταλαβαίνω τι φίλος ήσουνα...
Θώρης: -Φίλος;... Ούτε και ξέρεις τι φίλος ήμουνα. Εγώ κλαούριζα σαν
γατί, ρε, τη μέρα που σ' έριξα στο ποτάμι.
Μέλιος: -Και γιατί δε μου το 'λεγες, ρε Θωρή;
Θώρης: -Ντρεπόμουνα ο παλιορουφιάνος!
Ο Μέλιος τον αγκάλιασε.
Μέλιος: Θωρή... Άντε, έχε... έχε γεια.
Ο Δακρυτζίκος χύθηκε απάνω του... τον αγκάλιασε... κι ύστερα...
Θώρης: Στο διάλο!... ξεφωνίζει, έτοιμος να χώσει μια μπουνιά μες στα
μάτια τοο. Τι σκυλοκλαίμε, ρε τώρα, σαν γριάδια;... Α στο διάλο!...
Έδωσε μια κλοτσιά σε μια πέτρα κι έφυγε κατά την πόλη.
Τώρα ο Μέλιος έμεινε ολομόναχος. Ολομόναχος, αυτός κι ο παλιός του
φίλος, ο δρόμος. Ο κάμπος σώπαινε, για να τον αφουγκραστεί. Το βοονό
συλλογιζόταν αντίκρυ του θολό. Κάτι σκοτωμένο πλανιόταν στην
ατμόσφαιρα. Ένα πουλί πέρασε νευρικά πάνω απ' το κεφάλι του, χύνοντας
στον αέρα δυο άρρωστες νότες. Το απόβραδο κόπηκε απ' τις τελευταίες
σπαθιές του ήλιου.
Του φάνηκε πως κάπνιζε κάτι που καιγόταν μακριά... Τα όνειρα, σαν
καίγουνται, κάνουν βαριά μυρουδιά
Πήρε το δρόμο βιαστικά, πεισματικά, με δαγκαμένο στόμα. Τώρα είχε
ανάγκη από πείσμα, για να πνίξει και να βουβάνει τα παράπονα του.
Έφευγε... Κι έτρεχε ξοπίσω του η πόλη - μια αβάσταχτη ανάμνηση, που τον
κυνηγούσε σαν λύκαινα. Έφευγε. Ώσπου μπήκε μες στη νύχτα, χάθηκε στην
πίσσα της, σαν φτερό που πνίγεται μες στο μελάνι. Δεν άκουε πια τίποτα.
Μόνο τα πόδια του του κρατούσαν συντροφιά...
Ώσπου -βαθιά στο μάκρος- ανέβηκαν μες στη νύχτα κάτι φωτιές. Σίγουρα
κάποιοι ξεχέρσωναν απ' τα βάτα κάποιο χωράφι. Μα είχαν μιαν αγριάδα
κείνες οι έρημες φωτιές, όπως φάνταζαν μες στον κάμπο, άδειον από φωνές
και πατήματα. Μα όχι... Κάτι πατήματα ακούστηκαν κάπου εκεί κοντά.
Ήταν αραιά και κάπως μπερδεμένα.
Φστ!.. Ει! ακούστηκε μια φωνή να τρυπάει τη νύχτα σαν σουβλιά.
Ο Μέλιος σταμάτησε. Ο άνθρωπος έβιασε το χαλασμένο του βήμα.
Ε...! ξανάκανε τώρα η φωνή, μια πιθαμή κοντά του. Πού γυροβολάς, βρε,
μια χάψα άνθρωπος, μες στη νύχτα; Τοΰτη δω είναι η ώρα του δαιμόνου!
Ο Μέλιος δεν του μίλησε. Μύριζε δυνατό χωριάτικο ρακί. Ο άνθρωπος
κουνήθηκε λίγο, για να 'ρθει κάτου απ' το φεγγάρι! Ήταν μακρύς και
στεγνός σαν ακρωτήρι. Του Μελιού δεν του 'κανε κέφι για κουβέντες
-Τ' είναι κείνα κει; τον ρώτησε μόνο κι έδειξε τις φωτιές.
-Αυτά; Χμ... Σαν... πολύ για φωτιές μου φαίνουνται, γι' αυτό... λέω να 'ναι
φωτιές...
-Και ποιοι τις ανάβουνε;
-Χμ... Του διαόλου τα μιλέτια. Γιούφτοι... Ατιμίες!...Ούλη τη μέρα
κλέβουνε και τη νύχτα βρουκολακιάζουν. Μα εσένα δε σε κλέβουνε...
Τράβα να ζεσταθείς. Τι να κλέψουνε από σένα; Δεν αξίζεις ούτε ένα
χαρούπι.
-Καλά. Κράτα την ιδέα σου για τον εαυτό σου. Πάω.
-Ναι, ναι... τράβα... τράβα... γιατί, έτσι όπως πας, ως το πρωί θα 'σαι
κόκαλο.
Ο Μέλιος δυνάμωσε το βήμα του για να φτάσει στις φωτιές. Κρύωνε. Μα οι
φωτιές, ώσπου να φτάσει, κατάπεσαν και ξεψύχησαν. Μόνο μια ήταν ακόμη
ζωντανή. Τη ζύγωσε μουδιασμένος. Ένας άνθρωπος, καρβουνιασμένος και
άπλυτος, φούμερνε κάτω απ' το φεγγάρι και φυσούσε γλυκά τον καπνό του.
Μέλιος: Καλησπέρα... είπε ο Μέλιος.
Ο άνθρωπος γύρισε τα μάτια του κατά τη φωνή και φόρεσε την παλάμη του
γείσο.
Μπίθρος: Χαϊρολά... είπε... Ανθρωπος του γιαραμπή είσαι...Βουρ! Κάτσε
να ξεμπουζιάσεις.
Ο Μέλιος, ξάφνου, μπροστά σ' αυτή τη φωνή, ένιωσε τα πόδια του να
λυγούν σαν κεριά.
Μέλιος: -Μπίθρο!... ξεφώνισε με δακρυσμένα μάτια.
Μπίθρος: -Αμάν!... έκανε ο γύφτος κι αναπήδησε σαν κουρέλια ρικος
δαίμονας. Φέγα!...Φέγα, μπρε ξωτικό! Τι υρεύει αυτή η φωνή εδώ;
Μέλιος: -Μπίθρο... Είμαι γω...
Μπίθρος: -Σώθηκε η ψυχή μου!... Μελό!... Είσαι συ;...
Υναίκα!Μπαΐλντισα... Έβγα!...
Από 'να λιωμένο τσαντήρι πρόβαλε ο μελαχρινός ίσκιος της Ντουντούς... Κι
εκεί, οι δυο κουρελιασμένοι, ζεστοί άνθρωποι. .. χύθηκαν απάνω του... τον
πασπάτευαν... τον έβλεπαν με καυτά, άπλυτα δάκρυα... Φωνή δεν είχαν...
κανείς τους... Όλα τα είπαν με τα χέρια... και με δάκρυα. Σε λίγο ο Μπίθρος
-σαν μπόρεσε να ξαναβρεί τη λαλιά του- γύρισε στη Ντουντού...
Μπίθρος: Τζιέρι μου... της λέει... βράσε κουσκούς... Φέρε ρακί... Φέρε
σύκα. Φέρε τσόλια-μόλια... να του κάνουμε γιατάκι εδώ στην μπουμπούνα...
να βλέπει τον ουρανό του θεού και να χαίρεται.
Η Ντουντού πέρασε ξανά απ' τα μάτια την απαλάμη της -για ν' ανοίξει
δρόμο για το βλέμμα της- και μπήκε στο τσαντήρι.
Μπίθρος: Μελό... είπε τώρα ο Μπίθρος. Πού γυρνάς; Τι αραντίζεις μες
στον κόσμο; Έφυγες απ' τη σκολάρα; Καλά έκανες! Οι δάσκαλοι
κουλαντρίζουνε ζεβζέκικα κεφάλια! Τα γράμματα είναι σφήκες, μπρε! Να...
τρυπάνε το κεφάλι σου και χύνεται όλο το μυαλό όξω... Χα χα χάα! Έτσι
δεν είναι;
Μέλιος: -Όχι, Μπίθρο... Όχι... Δεν είν' έτσι.
Η φωτιά ανέβαινε πάνω... ψηλά... γιόμιζε τον ουρανό σπίθες... γινόταν
άστρα... πούλιες...
Μέλιος: Όχι, Μπίθρο... δε θα τ' αφήσω τα γράμματα. Αφησα τους
δασκάλους... Αλλά τα γράμματα, όχι, δε θα τ' αφήσω. Θα τα ξετρυπώσω
μόνος μου... απ' τα βιβλία...απ' τα στόματα... απ' τις καρδιές... και θα τα
κάνω πάλι γράμματα... Θα τα ξαναδώσω πίσω στους ανθρώπους πάλι
γράμματα!...
Μπίθρος: -Δε νογάω, γιαβρούμ Μελό... δε νογάω... Αυτά είναι
τζαναμπετικες κουβέντες. Εσύ ξέρεις... Εγώ καρδιά έχω...πάρ' την. Να...
πάρε κουσκούς... πάρε ρακί... πάρε, να,τσόλια να πλάιάσεις... φωτιά να
ζεστάνεις το κόκαλο σου... Πάρε, να, ουρανό γεμάτο μεταλλίκια, να τα
μετράς... Φτωχός είμαι... τσουρούκης... γδυμένος... Δεν έχω τίποτα.
Μέλιος: -Είσαι ο πιο πλούσιος άνθρωπος του κόσμου, Μπίθρο.Πολύ
πλούσιος... Τόσο πολύ, που δεν αντέχω σε τόσα πλούτια και θα φύγω. θα
κοιτάξω να... Θα κοιτάξω να γίνω κι εγώ πλούσιος... σαν και σένα!
Ο γύφτος σαστίζει και γουρλώνει τα μάτια του.
Μπίθρος: -Ολάν... λέει και σφουγγάει τα δάκρυα του. Γιατί...γιατί με
παίρνεις, εμένα στο μάιτάπι;... Τι “πλούσιος” λες, και σασιρντίζεις τον
αδελφό σου τον Μπίθρο...; Εγώ δεν έχω μπιλέ... ένα βρακί... ένα παπούτσι...
>
Μέλιος: -Μόνο αυτά σου λείπουνε, Μπίθρο... μόνο αυτά...
Μπίθρος: -Ταμάμ... Τώρα μου γιόμισες την καρδιά μου μέλι...
Μέλιος: -Ναι...μόνο αυτά σου λείπουνε. Γιατί, αν είχες κι αυτά, Μπίθρο...
τότε θα 'πρεπε να πάρουμε μια τριχιά...να την αμολήσουμε κατά τον ουρανό
και να γκρεμίσουμε το θεό κάτω.
Ο Μπίθρος γούρλωσε τώρα πιο πολύ τα μάτια του, κι ύστερα πέφτει
ανάσκελα... και βαστάει την κοιλιά του... και δίνει κλοτσιές στον ουρανό με
τ' άπλυτα πόδια του... και φωνάζει τη γυναίκα του να πάρει κι αυτή μέρος
στο πανηγύρι του γέλιου... και λέει “ευχαριστώ...” και λέει... και λέει... και
κλαίει..
Ευχαριστώ κι εγώ, Μπίθρο... Ευχαριστώ πολύ, βαθιά, κι εγώ... ο Μέλιος... ο
άντρας... το παιδί... ο άνθρωπος... Ευχαριστώ, που μπορείς να διαβάζεις πιο
βαθιά απ' όλους τους σοφούς... να γελάς πιο πλούσια απ' όλους τους
ευτυχισμένους... Να κλαις πιο αληθινά απ' όλους τους λυπημένους. Και ν'
αγαπάς, Μπίθρο... Ν' αγαπάς, όπως πρέπει ν' αγαπηθούν μια μέρα... όλοι οι
άνθρωποι. Αμήν!

ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ


ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ
Ένα παίδι μετράει τ' άστρα
Τότε που κυνηγούσα τους ανέμους
Οι κερασιές θ'ανθίσουν και φέτος
Θυμωμένα στάχυα
Έκσταση
Συννεφιάζει
Το ρολόι του κόσμου χτυπά μεσάνυχτα
Αγέλαστη άνοιξη
Τρόπαια Α' (Η οπτασία του Μαραθώνα)
Τρόπαια Β' (Σαλαμίνα)
Οδός Αβύσσου αριθμός Ο
Το κρασί των δειλών (Σαρκοφάγοι Ι)
>Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα (Σαρκοφάγοι II)
Ο άγγελος με τα γύψινα φτερά (Σαρκοφάγοι III)
Η φυλακή του κάτω κόσμου
Κάτω απ'τα κάστρα της ελπίδας
Καληνύχτα ζωή
Λύσσα Της γης οι αντρειωμένοι
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ
Ο λυράρης (Μιλτιάδης Μαλακάσης)
Ο κονταρομάχος (Κώστας Βάρναλης)
Ο εξάγγελος (Άγγελος Σικελιανός)
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
Τα πλοία δεν άραξαν

You might also like