You are on page 1of 128

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

ΚΑΨΑΛΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ

Τα πάθη και η θεραπεία τους κατά τη διδασκαλία


του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
που υποβλήθηκε στο Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας
της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ.

Επιβλέπων καθηγητής: Συμεών Πασχαλίδης

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2015
Τα πάθη και η θεραπεία τους κατά τη διδασκαλία
του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου

2
Στον πνευματικό μου Πατέρα,
και στους πνευματικούς μου αδερφούς

3
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Αποτελεί πραγματικότητα ότι όλοι οι άνθρωποι -ιδιαίτερα οι νέοι- αναζητούν την «ευτυχί-
α» που φυσικά είναι άμεσα συνυφασμένη με την πνευματική υγεία. Πολλοί υποστηρίζουν
ότι η σύγχρονη εποχή προσφέρει ποικίλους τρόπους και μέσα που ο καθένας μπορεί να
χρησιμοποιήσει προκειμένου να επιτύχει το σκοπό αυτό. Κατακτούν, όμως, πραγματικά
την δύσκολη κορυφή της «ευτυχίας»; Επιτυγχάνουν το σκοπό τους; Βαθύ προβληματισμό
μου προκάλεσαν τα αποτελέσματα ερευνών που αναφέρονται στη ραγδαία αύξηση στις
πωλήσεις αντικαταθλιπτικών, αγχολυτικών, ηρεμιστικών και άλλων παρόμοιων σκευα-
σμάτων. Το γεγονός αυτό με οδήγησε στο συμπέρασμα ότι το τέλος του δρόμου της προ-
σπάθειας των ανθρώπων να αποκτήσουν την «ευτυχία» με τις «ευκαιρίες» που προσφέρει
η εποχή μας οδηγεί σε αδιέξοδο.
Όμως, η προσπάθεια και η επίτευξη της πνευματικής υγείας του ανθρώπου και ε-
πομένως και η κατάκτηση της «ευτυχίας» αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης της Ορθόδοξης
Εκκλησίας από τους πρώτους αιώνες. Το γεγονός αυτό με οδήγησε στην ενασχόληση με
τα πάθη και τα πνευμαικά νοσήματα, ώστε ο άνθρωπος να ανακτήσει την πνευματική του
υγεία, σύμφωνα με τη διδασκαλία ενός γνήσιου και διαχρονικού εκπροσώπου της ορθόδο-
ξης θεολογίας, του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου. Στην εργασία μας αυτή εξετάζουμε
το κρίσιμο αυτό για την χριστιανική ανθρωπολογία ζήτημα, προσεγγίζοντας το πλούσιο
θεολογικό έργο του αγίου Συμεών και κυρίως τους Λόγους του, τις Κατηχήσεις του και τις
Επιστολές του. Μέσα από το έργο αυτό ο Νέος Θεολόγος αναδεικνύεται σε βαθύ ανατόμο
της εσωτερικής, πνευματικής ζωής και σε απαράμιλλο γνώστη των λειτουργιών της ψυχής
του ανθρώπου και κυρίως της θεραπείας των πνευματικών νοσημάτων.
Κλείνοντας, θέλω να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου στον Καθηγητή Συμεών Πα-
σχαλίδη για την ακάματη συμπόρευση του σε όλα τα στάδια εκπόνησης της εργασίας. Ε-
πιπλέον, θερμές ευχαριστίες οφείλω στο φιλόλογο Ιωάννη Φακάζη για τις πολύτιμες συμ-
βουλές του και την φιλολογική επιμέλεια του έργου, καθώς επίσης και στους Αικατερίνη
Δήμου, Δημοσθένη Κακλαμάνο, Χαράλαμπο Κατζιώτη και Μαρία Ταμβάκη, οι οποίοι με
ποικίλους τρόπους συνέβαλαν στην παρουσίαση αυτής της εργασίας.

4
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ....................................................... 5

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...................................................................... 8

ΕΙΣΑΓΩΓΗ........................................................................................ 9

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Η υγεία πριν την πτώση, η πτώση και οι συνέπειές της
1.1 Εισαγωγή...................................................................................... 16

1.2 Ο προπτωτικός άνθρωπος και η πτώση..................................... 17

1.3 Οι συνέπειες της πτώσης............................................................. 20

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Τα πάθη ή πνευματικά νοσήματα
2.1 Εισαγωγή...................................................................................... 24

2.2 Ορισμός του πάθους.................................................................... 25

2.3 Τα είδη των παθών...................................................................... 27

2.4 Τα πάθη........................................................................................ 29

2.4.1 Η φιλαργυρία............................................................................. 29

2.4.2 Η φιλοδοξία............................................................................... 30

2.4.3 Η φιληδονία............................................................................... 31

2.4.4 Η υπερηφάνεια........................................................................... 34

2.4.5 Η αντιλογία............................................................................... 37

2.4.6 Η κατάκριση και η καταλαλιά.................................................. 38

2.4.7 Ο φθόνος.................................................................................... 39

2.4.8 Η ακηδία.................................................................................... 40

2.4.9 Η αργία....................................................................................... 41

2.4.10 Η οργή...................................................................................... 42

2.5 O πόλεμος του διαβόλου και των δαιμόνων............................. 43

5
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
Η θεραπεία των παθών
3.1 Εισαγωγή...................................................................................... 50

3.2 Προϋποθέσεις............................................................................... 52

3.2.1 Η θέληση.................................................................................... 52

3.2.2 Η βοήθεια του Θεου.................................................................. 53

3.2.3 Ο πνευματικός πατέρας.............................................................. 56

3.2.4 Η συμμετοχή στα μυστήρια της Εκλησίας................................. 60

3.2.4.1 Το Άγιο Βάπτισμα και το Χρίσμα............................................ 61

3.2.4.2 Η Θεία Ευχαριστία.................................................................. 63

3.2.4.3 Η εξομολογηση....................................................................... 65

3.2.5 Ο αδιάλλειπτος αγώνας κατά των παθών 68

3.3 Τρόποι θεραπείας και θεραπευτικά μέσα................................. 70

3.3.1 Η μετάνοια................................................................................. 70

3.3.2 Η πίστη και τα έργα................................................................... 78

3.3.3 Η ταπείνωση............................................................................... 82

3.3.4 Η μνήμη θανάτου και ο φόβος της κρίσης................................. 85

3.3.5 Η απομάκρυνση από τον «κόσμο» και τα «πράγματα του


86
κόσμου»...............................................................................................
3.3.6 Η προσευχή................................................................................ 90

3.3.6.1 Η νοερά προσευχή................................................................... 92

3.3.6.2 Η νήψη..................................................................................... 94

3.3.7 Το πένθος, η κατάνυξη και τα δάκρυα....................................... 96

3.3.8 Η μίμηση του Χριστού............................................................... 100

3.3.9 Η εγκράτεια................................................................................ 101

3.3.10 Η νηστεία.................................................................................. 102

3.3.11 Η ελεημοσύνη.......................................................................... 103

3.3.12 Η υπομονή, η μακροθυμία και η ευγνωμοσύνη....................... 106

3.3.13 Η μίμηση των αγίων μαρτύρων............................................... 108

6
3.3.14 Η μελέτη της Αγίας Γραφής..................................................... 109

3.3.15 Η εργασία των εντολών........................................................... 111

3.3.16 Ο φόβος του Θεού.................................................................... 115

3.3.17 Η αγάπη.................................................................................... 117

3.4 Η θέωση....................................................................................... 120

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ.......................................................................... 122

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ............................................................................... 124

7
ΣΥΝΤOMΟΓΡΑΦΙΕΣ

P.G. Patrologia Graeca, ἔκδ. J.-P. Migne, Paris 1857-1912


S.C. Sources Chretiennes, Paris 1941 ἑ.
Ηθ. Ηθικοί λόγοι
Θεολ. Θεολογικοί λόγοι
Κατ. Κατηχήσεις
Κεφ.θεολ.γν.πρ. Κεφάλαια θεολογικά, γνωστικά και πρακτικά
Υμν. Ύμνοι θείων ερώτων
Αλφαβητικά Ιερά Μονή Σταυρονικήτα, Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου
αλφαβητικά κεφάλαια, Άγιο Όρος 2005
Επ. H.J. Turner, The Epistle of St Symeon New Theologian,
Oxford New York 2009
Ζαγοραίος Διον. Ζαγοραίος, Συμεών του νέου θεολόγου τα ευρισκό-
μενα, Θεσσαλονίκη 2007
Θ.Η.Ε. Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, Αθήνα 1962-1968

8
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στη σύγχρονη εποχή έχουν εμφανιστεί ψυχοθεραπευτές και ψυχαναλυτές, οι οποίοι με τη
χρήση διαφόρων ψυχολογικών μεθόδων έχουν ως σκοπό τη θεραπεία των διαταραχών της
συμπεριφοράς και της προσωπικότητας των ανθρώπων. Οι μέθοδοι αυτές είναι ανθρωπο-
κεντρικές, αφού γίνονται μόνο με τις ανθρώπινες δυνάμεις, με σκοπό την ψυχολογική και
κοινωνική ισορροπία του ανθρώπου (ουμανιστική ψυχοθεραπεία). Είναι γεγονός ότι οι
Πατέρες μελέτησαν τα θέματα αυτά πριν από πολλούς αιώνες, με βασική διαφορά ότι η
πατερική θεραπευτική αγωγή στηρίζεται στην Χάρη του Αγίου Πνεύματος και όχι στις
ανθρώπινες δυνάμεις. Οι Πατέρες της Εκκλησίας είχαν πρώτα προσωπική εμπειρία του
Θεού και των μυστηρίων Του, θεράπευσαν τον εαυτό τους και στη συνέχεια μίλησαν με
την προσωπική εμπειρία τους για τη θεραπευτική αγωγή την οποία μπορεί να ακολουθήσει
ο καθένας και να καταλήξει στις ίδιες διαπιστώσεις, και έγιναν οι ίδιοι γνήσιοι θεραπευτές
άλλων ανθρώπων. Είναι γεγονός ότι η ψυχοθεραπεία στα πλαίσια της ορθόδοξης θεολο-
γίας δεν ταυτίζεται με την ουμανιστική ψυχοθεραπεία.
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε ότι σε καμία περίπτωση δεν υποβιβάζεται η
αξία της ψυχιατρικής που είναι ιδιαίτερος κλάδος της ιατρικής επιστήμης, αλλά και σε
κάποιες περιπτώσεις της ψυχολογίας που ανήκει στον κλάδο των ανθρωπιστικών επιστη-
μών. Είναι αλήθεια ότι σε περιπτώσεις ανθρώπων που ασθενούν εξαιτίας βιολογικών,
κληρονομικών και περιβαλλοντολογικών παραγόντων, είναι αναγκαία η παρακολούθηση
από έναν καλό ψυχίατρο ή νευρολόγο που μπορεί να τους βοηθήσει φαρμακευτικά και θα
τους παραπέμψει αν χρειαστεί και σε έναν ψυχολόγο. Όμως ακόμα και σε αυτές τις
περιπτώσεις πρέπει να βοηθούνται πνευματικά και από έναν καλό πνευματικό πατέρα και
να αναζητείται και από τον ψυχίατρο ή τον ψυχολόγο η βοήθεια για την καλύτερη
διάγνωση της ασθένειας, τη σωστή αντιμετώπιση του ασθενούς και την καλή συνεργασία
με τον πνευματικό ιατρό.1
Στην κατηγορία των πνευματικών ιατρών και ανατόμων των πνευματικών
νοσημάτων ανήκει και ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος. Σύμφωνα με τον άγιο Νικόδημο
τον Αγιορείτη υπήρξε ένας επίγειος άγγελος και ένας ουράνιος άνθρωπος.2 Μέσα από τα
έργα του απορρέει η βαθιά γνώση της Αγίας Γραφής, της ασκητικής, της μυστικής και
θεολογικής κληρονομιάς των πατέρων −και φυσικά− η συνειδητή εμπειρία της Χάρης του

1. Για περισσότερες πληροφορίες για τη Μεταφυσική και τη Θεολογία, την Ουμανιστική και
Ορθόδοξη ψυχοθεραπεία και τις Ψυχοσωματικές ασθένειες βλ. Ι. Βλάχος, Η ιατρική εν πνεύματι επιστημη. Η
πράξη της ορθόδοξης ψυχοθεραπείας, Λειβαδιά 2009, σσ. 57-114.
2. Αρχιμ. Χριστόδουλος, «Όσιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος. Ο Φωτολαμπής και Φωτοπάροχος»,
Πειραϊκή Εκκλησία, τεύχος 230, σ. 22.

9 9
Αγίου Πνεύματος.3 Ο ιερός Πατέρας με την προσωπική του πείρα από τον αγώνα κατά
των παθών4, με πίστη στη διδασκαλία των αρχαίων Πατέρων σχετικά με τη θεραπευτική
τους5 και με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος6 έγινε θεραπευτής −καταρχάς του ιδίου του
εαυτού του− και έπειτα και άλλων ανθρώπων που προσήλθαν για να ζητήσουν βοήθεια,
προκειμένου να ιαθούν από τις δικές τους νόσους. Ως «ιατρός» απέκτησε βαθιά γνώση της
σημειολογίας των πνευματικών νόσων και των θεραπευτικών μέσων και τρόπων που είναι
κατάλληλα για να αποκτήσει εκ νέου ο άνθρωπος την πνευματική του υγεία.
Για τους παραπάνω λόγους η διδασκαλία του Αγίου αποτελεί ουσιώδη πηγή για
την πραγμάτευση του θέματος της περιγραφής των παθών και της θεραπείας αυτών. Τα
συγγράμματα του αγίου Συμεών που χρησιμοποιήθηκαν για την εκπόνηση της παρούσας
εργασίας είναι οι τριάντα τέσσερις Κατηχήσεις,7 οι Θεολογικοί Λόγοι,8 οι δεκαπέντε Ηθικοί
Λόγοι,9 τα εκατό Θεολογικά και Πρακτικά Κεφάλαια,10 και τα είκοσι πέντε Γνωστικά
Κεφάλαια11 της κριτικής έκδοσης των κειμένων στη σειρά Sources Chrétiennes και
τέσσερις Επιστολές12 της κριτικής έκδοσης του H.J.M. Turner. Επίσης, πηγή αποτέλεσε η
κριτική έκδοση της Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα με τίτλο Αλφαβητικά Κεφάλαια13 που
περιέχει είκοσι τέσσερα κεφάλαια.14 Επιπλέον, χρησιμοποιήθηκε στη μελέτη μας και το
έργο του Διονύσιου Ζαγοραίου με τον τίτλο Συμεών του νέου θεολόγου, Tα Eυρισκόμενα.15
Εξαιτίας του μεγάλου όγκου των συγγραφικού έργου του ιερού Πατέρα, δεν μελετήθηκαν
οι Ύμνοι θείων ερώτων,16 εκτενές έργο το οποίο είναι δυνατόν να αποτελέσει αντικείμενο
μεταγενέστερης εργασίας.

3. Σ. Κούτσας, «Όσιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος. Γνωρίσματα της διδασκαλίας του Αγίου Συμεών»,
Πειραϊκή Εκκλησία, τεύχος 230, σσ. 26-28.
4. Τα πάθη δηλώνονται από τους Πατέρες και ως πνευματικές νόσοι, οπότε από εδώ και στο εξής θα
εναλλάσσονται.
5. Κεφ.θεολ.γν.πρ. 1, S.C. 51, 49, σ.53.
6. Κατ. 33 , S.C. 113, σσ. 35-43.
7. Κατ., S.C. 96, 104, 113.
8. Θεολ., S.C. 122.
9. Ηθ., S.C. 122, 129.
10. Κεφ.θεολ.γν.πρ., S.C. 51.
11. ό.π., S.C 51.
12. Επ..
13. Αλφαβητικά.
14. Σύμφωνα με το σχολιασμό του Krivochéine στη σειρά Sources Chrétiennes, ο Νικήτας
Στηθάτος, μαθητής του αγίου Συμεών, χρησιμοποιώντας και επεξεργαζόμενος το υλικό που διέθετε,
συνέταξε τα Αλφαβητικά Κεφάλαια, με σκοπό να προσφέρει σε ένα ευρύτερο κοινό μια πιο προσιτή μορφή
των λόγων του αγίου Συμεών. Για πληροφορίες σχετικά βλ. Κατ., S.C. 96, σ. 172 κ.ε. , Αλφαβητικά, 50, σσ.
14-24.
15. Ο Krivochéine ισχυρίζεται πως η παράφραση των ευρισκόμενων έργων του Αγίου Συμεών από
τον Διονύσιο Ζαγοραίο είναι ανακριβής, ατελής και παραπαλανητική (Β. Κριβοσέϊν, Μέσα στο φως του
Χριστού, μετ. Π. Σκουτέρη, Θεσσαλονίκη 1983, σ.16).
16. Υμν., S.C. 156, 174, 196.

10 10
Επιπλέον, ιατρικοί όροι όπως: ασθένεια, ιατρός, θεραπεία, υγεία κ.λπ. που
χρησιμοποιούνται στην εργασία δεν είναι αδόκιμοι, διότι στην Αγία Γραφή, στην πατερική
διδασκαλία (π.χ. άγιοι Διονύσιος Αεροπαγίτης και Γρηγόριος Νύσσης) και στις αποφάσεις
Τοπικών και Οικουμενικών συνόδων (π.χ. ρβ΄ Κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής
Συνόδου) συναντούμε συχνά τους όρους αυτούς με διαφορετικό ίσως περιεχόμενο − όπως
γίνεται φανερό στην πορεία της μελέτης μας.17
Σκοπός της εργασίας αυτής είναι να περιγράψει τη νοσούσα κατάσταση του
πεπτωκότος ανθρώπου, και συγκεκριμένα την περιγραφή των κυρίων πνευματικών νόσων
και κάποιων παράγωγων αυτών σύμφωνα με τη διδασκαλία του αγίου Συμεών.
Επισημαίνεται ότι η περιγραφή των παθών αφορά στην περιγραφή της φύσης, των αιτίων
και των αποτελεσμάτων τους. Παρόλο που τα πάθη αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και
ουσιαστικά δεν υφίστανται στεγανά μεταξύ τους, κρίθηκε σκόπιμο για την καλύτερη
πραγμάτευσή τους να αναφερθούν ξεχωριστά. Στη διαδικασία αυτή γίνεται φανερή η
αλληλουχία των παθών μεταξύ τους. Στην περιγραφή των πνευματικών νόσων
αναφερθήκαμε στα τρία κυριότερα πάθη και περιοριστήκαμε στην περιγραφή κάποιων από
τα παράγωγα που συναντώνται πιο συχνά και εκτενέστερα στα συγγράμματα του Αγίου.
Ο άγιος Συμεών −αν και γι’ αυτόν δεν είναι απόλυτα προσφιλής η διάκριση
βαθμίδων στην πνευματική ζωή, και διαφόρων σταδίων στη θεωρία του Θεού−18 διακρίνει
τρία στάδια πνευματικής τελείωσης: την πράξη, τη γνώση και τη θεωρία.19 Το πρώτο
στάδιο συνίσταται στην απελευθέρωση από τα πάθη (απάθεια), το δεύτερο στην
κατανόηση του Θεού με τη μελέτη των φαινομένων του κόσμου και το τρίτο φέρεται με τα
ονόματα «θέα», «θέωση», «τελείωση» και «ένωση».20
Η περιγραφή των πνευματικών νόσων έχει ως επιστέγασμα την παρουσιάση της
θεραπευτικής αγωγής που οφείλει να χρησιμοποιεί ο χριστιανός και συντελεί στην
κάθαρση ή απάθεια,21 που «υποδηλώνει την απουσία του πάθους και την αναισθησία από
τα πάθη»22 και αφορά το πρώτο στάδιο της πνευματικής τελείωσης. Η διαδικασία αυτή με
τη βοήθεια της θείας Χάριτος −που κάνει τον άνθρωπο ικανό για τη θεωρία του Θεού και

17. Ι. Βλάχος, ό.π., σ. 71.


18. Β. Χριστοφορίδης, Η πνευματική πατρότης κατά τον Συμεών τον Νεό Θεολόγο, Θεσσαλονίκη
1977, σ. 34.
19. Για πληροφορίες σχετικά με αυτό το θέμα βλ. σχετικά Σ. Πορτελάνος, Η πνευματική τελείωση
του ανθρώπου, Θεσσαλονίκη 1998.
20. Π. Χρήστου, Άγιος Συμεών ο θεολόγος του φωτός, Σύναξη τόμ.10 (1984), σ. 13.
21. Η κάθαρση ταυτίζεται σε τέτοιο βαθμό με την απάθεια, ώστε πολλοί Πατέρες χρησιμοποιούν το
δεύτερο αυτό όρο για να την ορίσουν (J.C. Larchet, Η θεραπευτική των πνευματικών νοσημάτων, τόμ. Β΄,
μτφρ. Χ. Κούλας, Αθήνα 2009, υποσημ. 64, σ. 436.). Επομένως, στην εργασία, όπου συναντώνται, θα
θεωρούνται ταυτόσημες.
22. J.C. Larchet, ό.π., σ. 437.

11 11
την ένωση μαζί Του− είναι επώδυνη23. Η απάθεια είναι η πνευματική υγεία, όπου ο
άνθρωπος θεραπεύεται απ’ όλα τα πνευματικά νοσήματα και κατέχει όλες τις αρετές.24 Θα
μπορούσε, βέβαια, να ειπωθεί, ότι η πνευματική άσκηση έχει διπλό χαρακτήρα· στερητικό,
επιδιώκοντας τη νέκρωση των παθών και την κάθαρση της ψυχής, και θετικό, με την
απόκτηση των αρετών.25 Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητο να σημειωθεί ότι ο ιερός
Πατέρας θεωρεί ότι η απόσταση που χωρίζει την απουσία του πάθους με την απόκτηση
των αρετών είναι μεγάλη.26
Είναι σκόπιμο να τονιστεί ότι η διδασκαλία του αγίου Συμεών περί της θεραπείας
των παθών αφορά όλους τους ανθρώπους −μοναχούς και λαϊκούς−, γεγονός που
επιβεβαιώνει και ο αρχιεπίσκοπος Βασίλειος Κριβοσέϊν, σύμφωνα με τον οποίο «το
κάλεσμα για ένωση με το Θεό απευθύνεται σε κάθε άνθρωπο είτε είναι μοναχός είτε όχι.
Είναι λάθος να θεωρήσουμε την πνευματικότητα του Αγίου αποκλειστικά μοναστική. Για
παράδειγμα, η ριζική απάρνηση του κόσμου μπορεί να είναι υπόθεση του μοναστηριού,
αλλά επεκτείνονταν στη ζωή των λαϊκών και στην κοινωνία γενικότερα».27
Είναι καλό σε αυτό το σημείο να παρουσιάσουμε το σύντομο βίο του Αγίου, διότι
η σκιαγράφηση της προσωπικότητάς του κρίνεται αναγκαία για την προσέγγιση και
κατανόηση της διδασκαλίας του. Επισημαίνεται ότι ο βίος του Αγίου ακολουθεί τα
χρονολογικά δεδομένα που εισήγαγε ο Irénée Hausherr,28 τα οποία κυρίως ακολουθούν και
όσοι ασχολήθηκαν μεταγενέστερα με τον Άγιο Συμεών.29

O Βίος του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου

Ο Άγιος Συμεών γεννήθηκε το 949 μ.Χ. στο χωριό Γαλάτη στην περιοχή της Παφλαγονίας
(Μικρά Ασία) από πλούσιους γονείς, τον Βασίλειο και τη Θεοφανώ. Το βαπτιστικό του
όνομα πιθανόν ήταν Γεώργιος.30 Σε μικρή ηλικία οι γονείς του τον έστειλαν στο θείο του
Βασίλειο στην Κωνσταντινούπολη και μετά τη βασική εκπαίδευση εισήλθε στην αυτοκρα-
τορική αυλή ως αξιωματούχος.

23. Β. Κριβοσέϊν, ό.π., σ. 269.


24. J.C. Larchet, ό.π., σ. 441.
25. Β. Χριστοφορίδης, ό.π., σ. 35.
26. Ηθ. 4, S.C. 129, 67-69, 71-138 , σ. 12-18. Πρβλ. J.C. Larchet, ό.π, σ. 437.
27. Β. Κριβοσέϊν, ό.π., σ. 201.
28. Ι. Hausherr, Un grand mystique byzantin, Vie de Syméon le Nouveau Théologien (949-1022),
[ O C 12], Roma 1928, σ. XV-XXI. Πρβλ. αρχιμ. Σ. Κούτσας, Άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος. Βίος του
αγίου, [Αγιολογική Βιβλιοθήκη 6] , Αθήνα 1994, σσ. 36-37.
29. Βλ. σχετικά αρχιμ. Σ. Κούτσας, ό.π., σσ. 33-37. Πρβλ. Π. Χρήστου, «Συμεών. Ο Νέος
Θεολόγος», Θ.Η.Ε. 11, Αθήνα 1967, σσ. 537-545.
30. Βλ. σχετικά Β. Κριβοσέϊν, ό.π., σ. 26.

12 12
Μετά τον ξαφνικό θάνατο του θείου του το έτος 963 μ.Χ., ο Συμεών εγκατέλειψε
τα επίγεια αξιώματα. Στην αναζήτησή του να βρει άγιο άνθρωπο για να τον καθοδηγήσει
πνευματικά συναντά τον Συμεών τον Ευλαβή31 στη Μονή Στουδίου, με τις υποδείξεις του
οποίου επιμελήθηκε τη συνείδησή του και ασκήθηκε πνευματικά.32 Ενώ ήταν λαϊκός, μια
νύχτα που προσευχόταν είχε την πρώτη υπερκόσμια οπτασία και αποκάλυψη του Θεού
που είναι καρπός αυτών που χαρακτηρίζονται από καθαρότητα βίου και θεϊκό έρωτα.
Το έτος 977 μ.Χ. θεωρείται ο χρόνος εισόδου του Αγίου ως δόκιμου μοναχού στη
Μονή Στουδίου. Τότε έλαβε το όνομα Συμεών.33 Ο Άγιος, με ακλόνητη εμπιστοσύνη και
τέλεια υπακοή προς τον πνευματικό του πατέρα, προχωρούσε με γοργό ρυθμό το δρόμο
των αρετών. Η πνευματική του πρόοδος προξένησε τον φθόνο του ηγουμένου και μερίδας
μοναχών του μοναστηριού. Ο ηγούμενος, όταν είδε την ανυποχώρητη στάση του Συμεών
διέταξε προς το τέλος του έτους 977 μ.Χ. να τον εκδιώξουν από τη Μονή.
Μετά την απομάκρυνσή του, εγκαθίσταται στη Μονή του αγίου Μάμαντος
Ξηροκέρκου. Ο γέροντάς του παρακολουθώντας τον Συμεών να φλέγεται από θεϊκό έρωτα
τον ενδύει με το αγγελικό σχήμα. Με μεγαλύτερο ζήλο επιδίδεται με ταπείνωση στην
ησυχία, στην προσευχή, στην εκπλήρωση των εντολών και ενώνεται με το Θεό τελειότερα
στο φως της θεωρίας.34
Μετά την κοίμηση του ηγουμένου του μοναστηριού, με την ομόφωνη γνώμη του
Πατριάρχη Νικολάου Χρυσοβέργη και των μοναχών της Μονής του Αγίου Μάμαντος
χειροτονείται στις αρχές του έτους 980 μ.Χ. ιερέας, και αναδεικνύεται ηγούμενος της
Μονής. Ο Συμεών όσες φορές λειτούργησε στα επόμενα χρόνια της ιερατικής του ζωής
δεν έπαψε να έχει οράσεις του Αγίου Πνεύματος ως ακτίστου φωτός −όπως ο ίδιος έλεγε
σε κάποιον σαν να πρόκειται για κάποιον άλλο.35
To 1005 μ.Χ. ο άγιος Συμεών, με την έγκριση του Πατριάρχη Σεργίου, παραιτείται
εκουσίως από την ηγουμενία της μονής προκειμένου να επιδοθεί απερίσπαστα στην
ησυχαστική ζωή και αναθέτει τη φροντίδα του κοινοβίου στον πιστό μαθητή του Αρσένιο.
Στην ευλογημένη ησυχία ο Άγιος επιδίδεται σε νέους σκληρούς αγώνες και γίνεται
κοινωνός νέων θεϊκών αποκαλύψεων και μυστικών οπτασιών. Με τη Χάρη του Αγίου
Πνεύματος θεολογεί και αρχίζει να συγγράφει λόγους ασκητικούς κατά κεφάλαια για τις

31. Σχετικά με τον Συμεών τον Ευλαβή βλ. ενδεικτικά Κατ. 4, S.C. 96, σημ. 4, σσ. 313-330.
32. Αλφαβητικά, σ. 13.
33. Π. Χρήστου, ό.π., σ. 539.
34. Σ. Κούτσας, ό.π., σ. 105. Πρβλ. Δ. Τσάμης, Η τελείωσις του ανθρώπου κατά Νικήτα τον
Στηθάτο, Θεσσαλονίκη 1971, σσ. 64-74.
35. Σ. Κούτσας, ό.π., σ.109.

13 13
διάφορες αρετές και τα πάθη, ύμνους, κατηχητικούς λόγους και επιστολές, διδάσκοντας
στους μοναχούς αλλά και στους πιστούς μαθητές του την ευσεβή και ασκητική ζωή.36
Όμως, ο Άγιος έμελλε να δοκιμαστεί από νέες θλίψεις και πειρασμούς. Η φήμη της
αγιότητας του Συμεών προκάλεσε τον φθόνο του Στεφάνου Νικομηδείας, συγκέλλου του
Πατριάρχη Σεργίου Β΄. Η απόδοση τιμής37 από τον Άγιο προς τον πνευματικό του πατέρα
Συμεών τον Ευλαβή, μετά τη μακάρια κοίμησή του, αποτέλεσε την αφορμή για να
συκοφαντηθεί από το Στέφανο με την κατηγορία ότι τιμά έναν αμαρτωλό ως Άγιο και
προσκυνά την εικόνα του. Με πονηρά τεχνάσματα, ο τυφλωμένος από τον φθόνο
σύγκελλος κατάφερε με απόφαση της συνόδου το έτος 1009 μ.Χ. να οδηγήσει τον άγιο
γέροντα στην εξορία, σε μια μικρή πόλη κοντά στη Χρυσούπολη, στην απέναντι πλευρά
της Προποντίδας. Εκεί καταφεύγει σε ένα μισοερειπωμένο ναΰδριο της αγίας Μαρίνας και
αδιάσπαστος συνεχίζει τον αγώνα του στο μακρύ δρόμο των αρετών.
To έτος 1010 ή 1011 μ.Χ. ήρθε η στιγμή της δικαίωσης του Αγίου. Ο Πατριάρχης,
με τη σύμφωνη γνώμη της συνόδου, αποκαθιστά τον Συμεών, με σκοπό να τον
χειροτονήσει αρχιερέα. Ο μακάριος, όμως, αυτός γέροντας, ο μάρτυρας της συνειδήσεως38
και εραστής της ησυχίας, που μίσησε όσο τίποτα άλλο στη ζωή του τη δόξα των
ανθρώπων, αυτοεξορίζεται και επιστρέφει στο εκκλησάκι της αγίας Μαρίνας, και αρχίζει
την ανοικοδόμηση μοναστηριού. Ως δεύτερος Ιώβ υπομένει τους νέους πειρασμούς από
τους δαίμονες και τους γείτονες, και ολοκληρώνει το έργο του. Επιδίδεται τότε σε νέους
ασκητικούς αγώνες και μυστικές εμπειρίες, και με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος συνθέτει
νέους ύμνους, αντιρρητικούς και απολογητικούς λόγους.39
Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος40 ύστερα από δεκατρία περίπου χρόνια στην
εξορία και μετά από πολλούς πειρασμούς και θλίψεις, αφού προείπε την ακριβή
ημερομηνία της εκδημίας του, κοιμήθηκε στις 12 Μαρτίου του έτους 1022 μ.Χ., και

36. Σ. Κούτσας, ό.π., σ.193.


37. Η επίσημη αναγνώριση της τιμής ενός αγίου άρχισε να επιβάλλεται μετά τον 14ο αιώνα. Μέχρι
τότε το μόνο κριτήριο ήταν η αναγνώρισή του από τον πιστό λαό. Για πληροφορίες σχετικά βλ. ενδεικτικά Δ.
Τσάμης, Αγιολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 2008, σσ. 127-132. Ειδικά για τον άγιο Συμεών
βλ. Σ. Πασχαλίδης, «Ο ανέκδοτος Λόγος του Nικήτα Στηθάτου Kατά Αγιοκατηγόρων και η αμφισβήτηση της
αγιότητας στο Bυζάντιο κατά τον 11ο αἰώνα, Oι Ήρωες της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Oι Nέοι Άγιοι, 8ος-16ος
αιώνας, Αθήνα 2004, σσ. 493-518.
38. Οι μάρτυρες αυτοί είναι οι πιστοί οι οποίοι διάγουν βίο μιμήσεως του Χριστού και οι οποίοι ανά
πάσα στιγμή είναι έτοιμοι να μαρτυρήσουν για την αλήθεια της πίστεως. Για πληροφορίες σχετικά βλ.
ενδεικτικά Βασίλειος Καισαρείας, Ομιλία ΙΘ΄, P.G. 31, 508. Πρβλ. Ιωάννης Χρυσόστομος, Ἐγκώμιον εἰς ἄγ.
Εὐστάθιον, P.G. 50, 601.
39. Για πληροφορίες σχετικά με το συγγραφικό έργο του Αγίου βλ. Π. Χρήστου, Εκκλησιαστική
Γραμματολογία, τόμ. Α΄, Θεσσαλονίκη 2005, σσ. 365-369.
40. Για πληροφορίες σχετικά με την ερμηνεία απόδοσης στον Άγιο του ονόματος Νέος Θεολόγος
βλ. Π. Χρήστου, ό.π., σσ. 540-541.

14 14
συνέχισε έκτοτε να επιτελεί πολλά θαύματα.41 Η μνήμη του καταγράφεται από τον Άγιο
Νικόδημο τον Αγιορείτη, ο οποίος μερίμνησε και για την έκδοση της Ακολουθίας του, και
τιμάται στις 12 Οκτωβρίου.42

41. Για πληροφορίες σχετικά με τα θαύματα του Αγίου μετά το θάνατό του βλ. ενδεικτικά Σ.
Κούτσας, ό.π., σσ. 357-391.
42. Βλ. Μακάριος Σιμωνοπετρίτης, «Μνήμη τοῦ ὁσίου καὶ θεοφόρου πατρὸς ἠμῶν Συμεών τοῦ
Νέου Θεολόγου», Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τόμ. 7, 2006, σ. 133.

15 15
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Ο προπτωτικός άνθρωπος, η πτώση και οι συνέπειές της

1.1 Εισαγωγή

Είναι κοινός τόπος μέσα στη διδασκαλία των Πατέρων η ερμηνεία και κατανόηση της
κατάστασης του ανθρώπου πριν την πτώση, του προπατορικού αμαρτήματος και της
μεταπτωτικής κατάστασής του. Διότι −όπως επισημαίνει ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης−
δεν είναι δυνατόν ο άνθρωπος να κατανοήσει την κατάσταση στην οποία περιήλθε μετά
την πτώση εξαιτίας της αμαρτίας, αν δεν γνωρίζει ποια ήταν αυτή όταν δημιουργήθηκε
από το Θεό.1 Επομένως, είναι αναγκαία η αναφορά στην πτώση και τις συνέπειες, ώστε να
γίνει περισσότερο κατανοητή η περιγραφή των πνευματικών νοσημάτων και η θεραπεία
αυτών.

1. Β. Τσίγκος, Ο ανακαινισμός του ανθρώπου κατά τη δογματική διδασκαλία του αγίου Συμεών του Νέου
Θεολόγου, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 42. Πρβλ. Γρηγόριος Σιναΐτης, Κεφάλαια δι’ ακροστιχίδος, 50, P.G. 150,
1253.

16 16
1.2 Ο προπτωτικός άνθρωπος και η πτώση

Ο Τριαδικός Θεός από άπειρη αγαθότητά2 δημιούργησε τον άνθρωπο, όπως και ολόκληρη
τη δημιουργία «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος»,3 δηλαδή από την ανυπαρξία στην ύπαρξη4. Τον έπλασε
«κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν»5. Το «κατ’ εἰκόνα», το οποίο αναφέρεται στην ενιαία
ψυχοσωματική του ύπαρξη, είναι η παρουσία του Θεού στον άνθρωπο και δηλώνει ότι
είναι εικόνα του Δημιουργού του. Το «καθ’ ὁμοίωσιν» αναφέρεται στην ελεύθερη επιλογή
του ανθρώπου για δημιουργία σχέσης και κοινωνίας με Αυτόν,6 και για να γίνει θεός κατά
Χάρη.
Επομένως, τον έπλασε άγιο, θείο, τέλειο, αναμάρτητο, απαθή, ελεύθερο χάρη στο
αυτεξούσιο,7 και δισυπόστατο με νοερή ψυχή και σώμα,8 να εικονίζει κάπως το Δημιουργό
και να μοιάζει αμυδρά με τον Πλάστη·διότι ο τέλειος Θεός κτίζει άγια, αναμάρτητα και
απαθή κτίσματα. Επειδή, όμως, το αμετάβλητο και αναλλοίωτο είναι ιδιότητα μόνο του
Θεού, ο άνθρωπος κτίστηκε μεταβλητός και αλλοιωτός.9 Είχε, όμως, τον τρόπο, με τη
δύναμη του Θεού, να μη μεταβάλλεται και να μην αλλοιώνεται, αλλά να αγιάζεται από το
Άγιο Πνεύμα και να παραμένει −όπως οι Άγγελοι− ακίνητος προς το κακό.10
Οι πρωτόπλαστοι, ως άγιοι και δίκαιοι, δεν χρειάζονταν κανένα νόμο, διότι
«δικαίῳ νόμος οὐ κεῖται».11 Επειδή ο Θεός δεν είναι ποιητής πονηρών έργων, κανένας
άνθρωπος από τη φύση του δεν έγινε πονηρός,12 αλλά όσα ο Θεός δημιούργησε «ἐκ τοῦ μὴ
ὄντος» ήταν «καλά λίαν»,13 γι’ αυτό και ο θείος εκείνος άνθρωπος δεν χρειαζόταν νόμο. Ο
Θεός έδωσε την εντολή στους πρωτοπλάστους να μη γευτούν από ένα μόνο δέντρο, το
δέντρο της γνώσεως του καλού και του κακού,14 με σκοπό να γνωρίζουν ότι είναι
μεταβλητοί και αλλοιωτοί και να συστέλλονται, ώστε να μένουν σ’ εκείνη την καλή και

2. Σοφία Σολομώντα. 13:3: «ὁ γὰρ τοῦ κάλλους γενεσιάρχης ἔκτισεν αὐτά». Πρβλ. Β.Τσίγκου, ό.π.,
Θεσσαλονίκη 2006, σ. 53.
3. Θεολ. 1, S.C. 122, 83, σ. 102.
4. Β.Τσίγκος, ό.π., σσ. 45-46.
5. Γένεσις 1:26.
6. Β.Τσίγκος, ό.π., σσ. 46-52. Για πληροφορίες σχετικά με το «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» βλ.
ενδεικτικά Ν. Ματσούκα, Δογματική και συμβολική θεολογία, τ. Γ΄, εκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη
2005, σσ. 192-199.
7. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο Κ΄, 50, σσ. 272-273.
8. ό.π., Κεφάλαιο ΙΕ΄, 122-123, σσ. 220-221.
9. ό.π., Κεφάλαιο1Ζ΄,σσ. 236-237. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 2, σσ. 32-33.
10. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο Α΄, σ. 40. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 1, σ. 30.
11. Προς Τιμόθεον Α΄ 1:9.
12. Κατ. 4, S.C. 96, 78-80, σ. 322.
13. Γένεσις 1:31.
14. ό.π., 2: 16-17.

17 17
θεία κατάσταση. Διότι με την προειδοποίηση από τον Θεό ότι θα πεθάνουν −αν γευτούν
τον καρπό από το δέντρο αυτό− θα αντιλαμβάνονταν ότι είναι μεταβλητοί και αλλοιωτοί.
Όμως αυτοί δεν μπόρεσαν να παραμείνουν «ἐντὸς τῶν ἴδιων ὅρων»,15
εξαπατήθηκαν από το διάβολο και πίστεψαν ότι εάν δοκίμαζαν από το απαγορευμένο
δέντρο θα γίνονταν όμοιοι με τον Θεό. Κάνοντας χρήση του αυτεξουσίου −δηλαδή της
ελευθερίας να προαιρείται, να θέλει και να πράττει είτε το αγαθό είτε το κακό με το οποίο
τιμήθηκε− έγιναν παραβάτες, και αντί της πνευματικής γνώσης έλαβαν τη σαρκική.
Εξαιτίας της απιστίας τους αναχώρησε η Θεία Χάρη η οποία αναπαυόταν σ’αυτούς, και
απώλεσαν τη μεγαλοπρέπεια που απολάμβαναν. Η παράβαση της εντολής είχε ως
αποτέλεσμα αντί για θεοί, να γίνουν φθαρτοί· και ως φθαρτοί και θνητοί.16 Το κάλλος της
εικόνας που έφερε ο πρωτόπλαστος μέσα του αμαυρώθηκε, και διακόπηκε η πορεία
ομοίωσής του προς τον Θεό17.
Συγκεκριμένα, επειδή ο άνθρωπος είναι ψυχοσωματική οντότητα, υπήρξαν δύο
θάνατοι: πρώτα ο ψυχικός, δηλαδή η αναχώρηση της Θείας Χάρης του Αγίου Πνεύματος
και ο χωρισμός από τον Θεό, και ύστερα από εννιακόσια τριάντα χρόνια και ο σωματικός,
δηλαδή η αναχώρηση της ψυχής από το σώμα.18 Ο άγιος Συμεών τονίζει ότι ο θάνατος και
η φθορά του σώματος είναι μια εικόνα της φθοράς και του θανάτου της ψυχής. Όμως,
άλλη είναι η ουσία της ψυχής και άλλη του σώματος. Η μεν είναι νοερή, η δε αισθητή. Η
φθορά και ο θάνατος του σώματος έγκειται στο γεγονός ότι βγήκε από αυτό η ψυχή. Στην
περίπτωση όμως της ψυχής, πρώτα αποχώρησε η Χάρη του Αγίου Πνεύματος που είχε
έρθει σε αυτήν ταυτόχρονα με τη δημιουργία και τότε επήλθε η φθορά. Η φθορά της
ψυχής αφορά τη γνώμη και την προαίρεση,19 ενώ η φθορά του σώματος αφορά την ουσία
του.20
Επειδή οι πρωτόπλαστοι έχασαν τη στολή της αγιοσύνης και έγιναν φθαρτοί και
θνητοί, γι’ αυτό όλοι οι άνθρωποι που κατάγονται από το σπέρμα του Αδάμ συμμετέχουν
στο προπατορικό αμάρτημα από τη στιγμή της σύλληψης τους.21 Ο άνθρωπος δεν είναι

15. Θεολ. 1, 12, S.C. 122, 356, σσ. 122-123. Πρβλ. Β.Τσίγκου, ό.π., σ. 59.
16. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο Α΄, σσ. 40-41. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 1, σ. 29. Πρβλ. Αλφαβητικά,
Κεφάλαιο ΚΓ΄, 25-28, σσ. 316-317. Πρβλ. Κατ. 15, S.C. 104, 11-25, σσ. 222-224. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος
25, σ. 134. Πρβλ. Ηθ. 1, S.C. 122, 1-14, σ. 184. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 45, σ. 208. Πρβλ. Κεφ.θεολ.γν.πρ.
3, S.C. 51, 90, σ. 178.
17. Β.Τσίγκος, ό.π., σ. 59-60.
18. Μάξιμος Ομολογητής, Κεφάλαια περί αγάπης, Β΄, 93, P.G. 88, 1016. Πρβλ. Αλφαβητικά,
Κεφάλαιο Κ΄, 145, σσ. 280-281. Πρβλ. ό.π., Κεφάλαιο ΙΕ΄, 155, σ. 222-223. Πρβλ. ό.π., Κεφάλαιο ΚΓ΄, 11,
σσ. 314-315.
19. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΚΓ΄, 30-40, σσ. 316-317.
20. ό.π., Κεφάλαιο Κ΄,143-144 , σσ. 281-282. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 5, σσ. 50-51.
21. Ζαγοραίος, Λόγος 37, σ. 175.

18 18
προσωπικά ένοχος για το αμάρτημα του Αδάμ. Είναι, όμως, κοινωνός της φθοράς και του
θανάτου −δηλαδή των συνεπειών− που προκάλεσε στην ανθρώπινη φύση το αμάρτημα
του Αδάμ, και ως κοινωνός επαναλαμβάνει το αμάρτημά του.22 Επομένως, κάθε άνθρωπος
από την πρώτη ημέρα της γέννησής του υπόκειται στη φθορά και το θάνατο,23 οι οποίες
εγγράφονται στην ίδια τη φύση του.24 Είναι φανερό, λοιπόν, ότι εφόσον ο άνθρωπος
υπόκειται στη φθορά και στο θάνατο, δεν μπορεί να μην αμαρτήσει, όπως ο τυφλός δεν
μπορεί να μη σκοντάφτει και ο κουτσός να μην παραπατά.25

22. Γ. Ματζαρίδης, Χριστιανική Ηθική Ι, Εισαγωγή-Γενικές αρχές-Σύγχρονη προβληματική,


Θεσσαλονίκη 2009, σσ. 119-120. Πρβλ. Β.Τσίγκου, ό.π., σ. 64. Πρβλ J.C. Larchet, ό.π., τόμ. Α΄, σ. 423.
23. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο Ε΄, σσ. 90-91.
24. J.C. Larchet, ό.π., σ. 420.
25. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΕ΄, 23-25, σσ. 212-215.

19 19
1.3 Οι συνέπειες της πτώσης

Οι συνέπειες της αμαρτίας και της απομάκρυνσης από το Θεό υπήρξαν πολλές. Όπως
αναφέρθηκε, ο άνθρωπος είχε αρχικά στη φύση του τη δυνατότητα να μην αμαρτάνει.
Επειδή όμως αμάρτησε χωρίς κάποια βία ή εξαναγκασμό, μετά την πτώση έχασε την
έμφυτη δυνατότητα να μην αμαρτάνει και απέκτησε πρόσθετα τη ροπή προς την αμαρτία.
Από τότε η δυνατότητα να μην αμαρτάνει είναι επίκτητη και όχι έμφυτη. Με κόπο και
πολύ επιμέλεια −και φυσικά με την επισκίαση της Χάρης− πετυχαίνει την αναμαρτησία.
Όμως, η ενασχόληση του ανθρώπου με το να μην αμαρτάνει τον βοηθά να μην φαντάζεται
κάτι παραπάνω από τον εαυτό του και να μην θέλει με αναίδεια να γίνει αντίθεος με τον
πλάστη του.26
Η παράβαση, όπως αναφέρθηκε, πρώτα προκάλεσε την αναχώρηση της Θείας
Χάρης και στη συνέχεια επήλθε η φθορά της ψυχής. Φθορά της ψυχής είναι η παρεκτροπή
από την ορθή και ευθεία γνώμη και η επιθυμία πάντων των κακών. Η παρεκτροπή των
ορθών λογισμών είχε ως συνέπεια να φυτρώσουν −όπως τα αγκάθια, τα ζιζάνια και τα
σκουλήκια στο νεκρό σώμα− τα σπέρματα της κακίας, δηλαδή ο φθόνος, ο δόλος, το
ψεύδος, το μίσος, η έχθρα, η διαμάχη, η μανία, η συκοφαντία, ο θυμός, η οργή, η θλίψη, η
ανταπόδοση, η υπερηφάνεια, η αλαζονεία, η κενοδοξία, η ασπλαχνία, η πλεονεξία, η
αρπαγή, η αδικία, η ανόητη επιθυμία, ο παράλογος θυμός, οι διαβολές, η καταλαλιά, η
φιλονικία, η κακολογία, η ειρωνεία, η δοξομανία, η επιορκία, η καταφρόνηση του Θεού, η
αναίδεια και κάθε κακό και μισητό στο Θεό. Ο άνθρωπος δεν ήταν πλέον «κατ’ εἰκόνα
Θεοῦ»27 όπως δημιουργήθηκε, αλλά κατ’ εικόνα και ομοίωση του δημιουργού της κακίας,
του διαβόλου.28 Μετά την παράβαση εξίσωσε τον εαυτό του με τα ανόητα κτήνη και έγινε
όμοιος με αυτά.29
Κατά τον άγιο Συμεών, και ακολουθώντας την πλατωνική διαίρεση, η ψυχή του
ανθρώπου χωρίζεται σε τρία μέρη: το λογιστικό, το θυμικό και το επιθυμητικό·30 χωρίς
βέβαια αυτό να σημαίνει στεγανό διαχωρισμό. Στον άνθρωπο δόθηκε ο θυμός και η
επιθυμία στα οποία αναφέρεται το θυμικό και το επιθυμητικό αντίστοιχα, αλλά του δόθηκε
και ο νους στον οποίο αναφέρεται το λογιστικό.31 Όσο ο νους −πριν την πτώση− είχε

26. Αλφαβητικά,Κεφάλαιο ΙΕ΄, 34-46, σσ. 214-215.


27. Γένεσις 1:27.
28. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΚΓ΄, 38-51, σσ. 316-317.
29. Κατ. 28, S.C. 113, 418-419, σσ. 160-161. Πρβλ. Ηθ. 13, S.C. 129, 67-68, σ. 404.
30. Βλ. σχετικά Ε. Βίττης, Εις ύψος νοητόν, Σειρά Λογική Λατρεία 2, Αθήνα 1992, σσ. 30-54.
31. Α. Κεσελοπουλος, Πάθη και αρετές στη διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Αθήνα
1982, σ. 57.

20 20
υγεία, η επιθυμία και ο θυμός είχαν σωστό προσανατολισμό. Δηλαδή, το λογιστικό
διέκρινε το καλό από το κακό, η επιθυμία με την υπόδειξη του λογιστικού απέβλεπε στα
νοούμενα αγαθά του Θεού και αυτά επιθυμούσε, και ο θυμός που βρισκόταν ανάμεσα στο
λογιστικό και το επιθυμητικό παρακινούσε την επιθυμία να επιθυμεί με περισσότερο ζήλο
αυτά τα αγαθά του Θεού.32
Από την παράβαση του πρώτου ανθρώπου παρεκτράπηκαν οι φυσικές δυνάμεις της
ανθρώπινης φύσης: ο νους, η διάνοια, η δοξασία, η φαντασία και η αίσθηση, οι οποίες
συνιστούν το τριμερές της ψυχής.33 Για το λόγο αυτό ο άνθρωπος μπορεί να συλλογίζεται,
αλλά δυσκολεύεται να συλλογίζεται ορθά· μπορεί να επιθυμεί, όμως επιθυμεί χωρίς
σύνεση· μπορεί να οργίζεται, αλλά παράλογα. Για παράδειγμα, αντί να επιθυμεί τη δόξα
που δίδεται από το Θεό, ζητά την δόξα των ανθρώπων. Γι’ αυτό τα νοήματά34 του, τα
διανοήματά του και εκείνα που φρονεί, δοξάζει, φαντάζεται και αντιλαμβάνεται με τις
αισθήσεις του είναι σφαλερά. Είναι φανερό, επομένως, ότι είναι λάθος αυτό που νομίζουν
ορισμένοι ότι η ανθρώπινη φύση είναι εμπαθής και υποκείμενη στα πάθη, με αποτέλεσμα
να ονομάζουν πάθη το θυμό και την επιθυμία, διότι η στέρηση της υγείας του λογισμού
έχει ως αποτέλεσμα να γίνεται άλογος ο θυμός και ανόητη η επιθυμία.35 Με το
προπατορικό αμάρτημα ο άνθρωπος κατεύθυνε παρά φύση τη χρήση των δυνάμεών του.
Είναι σημαντική σε αυτό το σημείο η αναφορά στην επίπτωση που είχε η
παράβαση στην ελευθερία και το αυτεξούσιο. Ο άνθρωπος πριν από την πτώση ήταν
ελεύθερος χάρη στο αυτεξούσιο. Ο Θεός δεν έπλασε κανένα δούλο, αλλά τους έπλασε
όλους «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος» ελεύθερους και δούλους μόνο δικούς Του. Όμως, η δουλεία σε
Αυτόν δεν θέλει να είναι τυραννική και καταναγκαστική. Αλλά, όπως ένας φτωχός και
άπορος χαίρεται και αγάλλεται όταν προτιμηθεί από το βασιλιά για προσωπική του
υπηρεσία, έτσι θέλει ο Θεός να επιθυμεί και να χαίρεται ο άνθρωπος να είναι δούλος Του,
και να θεωρεί δόξα τη δουλεία σ’ Αυτόν. Πρόδωσε, όμως, την ελευθερία αυτή με την κακή
χρήση αυτής, με αποτέλεσμα μετά την πτώση να γίνει δούλος της αμαρτίας. Έπαψε να
είναι αυτεξούσιος, διότι, ενώ ήταν ελεύθερος, με την παράβαση υποδουλώθηκε. Όμως, τι
απέμεινε στον άνθρωπο από το αυτεξούσιο μετά την παράβαση; Κατά τον άγιο Πατέρα,
έμεινε μόνο η θέληση για να ελευθερωθεί από τη δουλεία της αμαρτίας, και να έχει

32. Ηθ. 4, S.C. 129, 403-411, σσ. 36-38.


33. Βλ. σχετικά Ε. Βίττης, ό.π., σσ. 30-54 .
34. Κατά τον άγιο Συμεών, νόημα είναι ο λόγος που γεννάται στο νου μας για κάποιο καλό ή κακό
πράγμα. (Ηθ. 5, S.C. 129, 355-358, σ. 106. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 63, σ. 333).
35. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΣΤ΄, 70-79, σσ. 90-91. Πρβλ. ό.π., Κεφάλαιο ΣΤ΄, 8-9, σσ. 244-245.
Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 24, σσ. 131-132. Πρβλ. Θεολ. 2, S.C. 122, 73-76, σ. 136. Πρβλ Ζαγοραίος, Λόγος
61, σ. 318. Πρβλ. Ηθ. 1, 12, S.C. 122, 192-195, σ. 106.

21 21
προσηλωμένη τη διάνοιά του προς τον Θεό.36 Φυσικά, αυτό συμβαίνει όταν ο άνθρωπος
υποφέρει από τη δουλεία, γιατί όταν αναπαύεται και απουσιάζουν οι θλίψεις δεν θα
θελήσει ποτέ την ελευθερία του.37
Επιπλέον, επειδή οι πρωτόπλαστοι αθέτησαν την εντολή του Θεού, κατόπιν δεν
μετανόησαν και εξορίστηκαν από τον παράδεισο. Τότε άρχισαν να ιδρώνουν, να
κοπιάζουν σωματικά, να πεινούν, να διψούν, να έχουν ρίγος, να τρέμουν, και να πάσχουν
από όλα αυτά που πάσχουν και οι άνθρωποι σήμερα. Είπε ο Θεός, μετά την πτώση, στους
πρωτόπλαστους: «ἐπικατάρατος ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις σου· ἐν λύπαις φαγῇ αὐτὴν πάσας τὰς
ἡμέρας τῆς ζωῆς σου· ἀκάνθας καὶ τριβόλους ἀνατελεῖ σοι, καὶ φαγῇ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ.
Ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου, ἕως τοῦ ἀποστρέψαι σε εἰς γὴν γῆν, ἐξ ἧς
ἐλήφθης, ὅτι γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ».38 Εκείνος που γνώρισε τη φθορά και το θάνατο
εξαιτίας της παράβασης, έπρεπε να κατοικεί σε φθαρτή γη, και δίκαια να μετέχει της
φθαρτής τροφής. Πριν την πτώση, ο άφθαρτος άνθρωπος τρέφονταν από διάφορους
καρπούς, οι οποίοι ήταν άφθαρτοι, δεν τελείωναν, ήταν πάντα νέοι, τρυφεροί, γλυκείς και
του προξενούσαν ηδονή και τρυφή. Επειδή η άφθονη τρυφή, η άφθαρτος και χωρίς κόπο
ζωή τον οδήγησε να λησμονήσει τα αγαθά που του έδωσε ο Θεός και να καταφρονήσει
την εντολή Του, καταδικάστηκε δίκαια να εργάζεται τη γη με ιδρώτα και κόπο, και να
λαμβάνει από αυτήν την τροφή λίγο λίγο σαν από κάποιο οικονόμο.
Μόλις οι πρωτόπλαστοι εξήλθαν από τον παράδεισο, η κτίση δεν ήθελε να
υποταχθεί στον παραβάτη. Ο ήλιος δεν ήθελε να λάμψει, η σελήνη και τα άστρα δεν
ανέχονταν να φανούν, οι πηγές δεν ήθελαν να εκβλύζουν νερό, τα ποτάμια δεν ήθελαν να
τρέχουν και ο αέρας δεν ήθελε να φυσά για να μην δίνει αναπνοή στον αποστάτη. Τα
θηρία και όλα τα ζώα της γης, όταν τον είδαν γυμνό από την προηγούμενη δόξα, τον
καταφρόνησαν και σκληρύνθηκαν αμέσως απέναντί του. Ο ουρανός, κατά κάποιο τρόπο,
όρμησε να πέσει πάνω του, και η γη δεν δεχόταν πλέον να τον βαστάζει. Ο Θεός, όμως,
που δημιούργησε τον άνθρωπο και την υπόλοιπη κτίση, συγκράτησε με τη δύναμη, την
αγαθότητα και την ευσπλαχνία Του την ορμή όλων των κτισμάτων και υπέταξε στον
άνθρωπο τα πάντα −τα φθαρτά στον φθαρτό−, για να δουλεύουν γι’ αυτόν για τον οποίο
και δημιουργήθηκαν. Όταν πάλι αυτός ανακαινισθεί με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος και

36. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο Κ΄, 19-21, σσ. 270-271.


37. ό.π., Κεφάλαιο Κ΄, 50-70, σσ. 272-275.
38. Γένεσις 1:17, 18.

22 22
γίνει πνευματικός, άφθαρτος και αθάνατος, τότε και η κτίση που υποτάχθηκε στον φθαρτό
άνθρωπο θα ανακαινισθεί και αυτή και θα γίνει άφθαρτος και πνευματική.39
Για να γίνει πιο κατανοητή η αλλαγή στην κατάσταση των πρωτοπλάστων, ο ιερός
Πατέρας αναφέρει το εξής παράδειγμα: «οι δούλοι που διορίσθηκαν από κάποιον άρχοντα
στην υπηρεσία του και διατήρησαν ανόθευτη τη συστολή, την τιμή και τη δουλεία
απέναντί του, και αγαπούν αυτόν και τους ομόδουλούς τους, έχουν την εύνοια και την
αγάπη του άρχοντα που συνοδεύεται από τρυφή, άνεση και απόλαυση. Εάν, όμως,
αποστατήσουν από τον αφέντη τους και καταφρονήσουν τους σύνδουλούς τους, τότε όχι
μόνο εκπίπτουν της παρρησίας, της αγάπης και της εύνοιάς του, αλλά εξορίζονται σε
μακρινή χώρα· υποβάλλονται με την προσταγή του σε αναρίθμητους πειρασμούς· πάσχουν
και ταλαιπωρούνται. Τότε συναισθάνονται την άνεση και τα αγαθά που απώλεσαν. Κατά
τον ίδιο τρόπο έπαθαν και οι πρωτόπλαστοι, οι οποίοι ενώ απολάμβαναν τα αγαθά μέσα
στον παράδεισο, μετά την πτώση απώλεσαν αυτά και εξορίστηκαν. Επειδή αισθάνθηκαν
την έκπτωση αυτή, πάντα θρηνούσαν και έκλαιγαν επικαλούμενοι την ευσπλαχνία του
Θεού».40
Συμπεραίνουμε, λοιπόν, από όλα τα παραπάνω ότι η πτώση των πρωτοπλάστων
είχε ως συνέπεια την αποξένωση και αλλοτρίωση από το Θεό, τον συνάνθρωπο, το περι-
βάλλον και από τον ίδιο τον εαυτό του.41

39. Κατ. 5, S.C. 96, 275-290, σ. 400. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 76, σ. 347. Πρβλ. Ηθ. 1, S.C. 122,
138-141, σ. 182. Πρβλ Ζαγοραίος, Λόγος 45, σ. 208. Πρβλ. Ηθ. 1, S.C. 122, 45-94, σσ. 186-190. Πρβλ.
Ζαγοραίος, Λόγος 45, σσ. 208-209.
40. Κατ. 5, S.C. 96, 291-310, σσ. 400-402. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 66, σ. 347.
41. Β.Τσίγκος, ό.π., σ. 60.

23 23
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Τα πάθη ή πνευματικά νοσήματα

2.1 Εισαγωγή

Σύμφωνα με τον Άγιο Συμεών, ο χριστιανός οφείλει όχι μόνο να καταλαβαίνει και να
προσέχει τις αλλοιώσεις και μεταβολές που γίνονται στην ψυχή του, αλλά και από πού
έρχονται, με τι τρόπο γίνονται, ποιες είναι οι αιτίες αυτών, ποιοι άνεμοι λογισμών πνέουν
και από που προέρχονται οι ποταμοί των παθών και των πειρασμών, ώστε να στηρίξει την
οικία της ψυχής του, και να χειρίζεται το πηδάλιο σωστά και όχι άτεχνα και χωρίς ευφυΐα.
Διότι παρατηρείται, πότε η ψυχή ξαφνικά να χαίρεται και πότε να έρχεται σε αυτήν λύπη
και μεγάλο βάρος. Πότε να έρχεται σε κατάνυξη και πότε να γίνεται σκληρή σαν πέτρα.
Άλλοτε να είναι ταπεινή και με πραότητα και σε μια στιγμή να γίνεται υπερήφανη και
θυμώδης, και να επιτίθεται ενάντια στους άλλους ανθρώπους. Επίσης, πότε να είναι νω-
θρή, ράθυμη και απρόθυμη προς κάθε καλό έργο και πότε να είναι έτοιμη και πρόθυμη και
παρακινεί ακόμα και τους άλλους προς το καλό. Συνάμα, άλλοτε να είναι συνεσταλμένη
και ευλαβής και άλλοτε να είναι άφοβος και αναιδής. Πότε να θυμάται με αγάπη τους
απόντες και πότε να μην θέλει να δει ούτε τους παρόντες. Άλλοτε να νιώθει βάρος από την
ίδια τη ζωή και άλλοτε να χαίρεται και να ευφραίνεται, ώστε με βία να κρατά τον εαυτό
της.1
Επομένως, στο κεφάλαιο αυτό η προσπάθεια επικεντρώνεται στην περιγραφή των
παθών. Για το σκοπό αυτό θα οριστεί το πάθος ως έννοια, θα παρουσιαστούν τα είδη των
παθών και στη συνέχεια θα αναλυθούν τα τρία κυριότερα πάθη, καθώς και κάποια από τα
παράγωγα πνευματικά νοσήματα. Σημειώνεται ότι κατά τους Πατέρες ο αριθμός των
παράγωγων παθών είναι αρκετά μεγαλύτερος, όμως η εργασία αυτή αναφέρεται σε αυτά
που βρίσκουν μεγαλύτερη απήχηση στο συγγραφικό έργο του αγίου Συμεών. Τέλος,
αναλύεται η τακτική και οι μέθοδοι του διαβόλου που αποτελεί τον υποκινητή των παθών.

1. Κατ. 25, S.C. 113, 5-25, 205-208, σσ. 50-52, 66.

24 24
2.2 Ορισμός του πάθους

Τα πάθη μαζί με τη φθορά και το θάνατο αποτελούν τις συνέπειες του προπατορικού
αμαρτήματος. Κατά τον άγιο Συμεών, ό,τι είναι για το σώμα η αρρώστια και η νόσος, το
ίδιο είναι για την ψυχή η αμαρτία και το πάθος.2 Τα πάθη σύμφωνα με τον άγιο Μακάριο
τον Αιγύπτιο είναι μηχανήματα της αμαρτίας με σκοπό τη διάσπαση της ενότητας των
τριών δυνάμεων της ψυχής.3 Στην πραγματικότητα είναι ξένα προς τη φύση του
ανθρώπου. Αποτελούν στην ουσία διαστροφή της ανθρώπινης φύσης και συγκεκριμένα
εκτροπή των δυνάμεων της ψυχής, που πριν την πτώση ήταν στραμμένες προς τον
φυσιολογικό προορισμό τους −τον Θεό. Έτσι με την αμαρτία Τον αποστράφηκαν και
προσανατολίστηκαν παρά φύση και παρά λόγον προς τα αισθητά.4 Σύμφωνα με τον
Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα, κάθε πονηρό πάθος θεωρείται ως «παρά φύσιν κίνησις τῆς
ψυχῆς»·5 και κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά προσδιορίζονται ως «ὁδοί δεστραμ-
μέναι πάντως καί σκολιαί».6
Η αμαρτία προσφέρει στα πάθη την κατάλληλη ύλη για να επέλθει στην ψυχή του
ανθρώπου ο θάνατος, δηλαδή η διακοπή της κοινωνίας με το Θεό.7 Ο άνθρωπος μπορεί να
αμαρτάνει με τη διάνοια, το λόγο, και την πράξη. Το πρώτο, που είναι ο νους, είναι η αιτία
που αμαρτάνουν τα άλλα δύο. Δεν δύναται να πράξει την αμαρτία ο νους, αλλά ο λόγος
και η πράξη. Η αμαρτία που κάνει ο άνθρωπος με την πράξη πραγματοποιείται με
αργοπορία· η αμαρτία με το λόγο πιο γρήγορα, και η αμαρτία με τη διάνοια εν ριπή
οφθαλμού. Οι λογισμοί και μόνο του ανθρώπου μπορεί να φανερώνουν την ασθένεια της
ψυχής του, ακόμα και αν δεν διαπράττει την αμαρτία.8 Για παράδειγμα, ο άνθρωπος που
κυριεύεται από την επιθυμία να αποκτήσει πλούτο, αν και δεν έχει καμία περιουσία,
λογίζεται ως φιλάργυρος. Επίσης, ο άνθρωπος που κοιτάζει ένα πρόσωπο με επιθυμία,
λογίζεται ως μοιχός. Αυτός που επιθυμεί πολλά και πολυτελή φαγητά −έστω και αν
εξαιτίας της φτώχειας του τρέφεται μόνο με νερό και ψωμί− λογίζεται ως γαστρίμαργος·
και εκείνος που μολύνεται επειδή δέχεται και κρατά αισχρούς λογισμούς στο νου του,

2. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο Ι΄, 18-19, σσ. 142-143.


3. Μακάριος Αιγύπτιος, Κεφάλαια περί προσευχής και καθαρότητας καρδίας 3, P.G. 151, 1120C.
Πρβλ. Α. Κεσελοπουλος, ό.π., σ. 61.
4. J.C. Larchet, ό.π., σσ. 633, 635.
5. Κλήμης Αλεξανδρείας, Στρωματείς Β΄, P.G. 8, 997B.
6. Γρηγόριος Παλαμάς, Ομιλία K΄, P.G. 151, 273A.
7. Α. Κεσελοπουλος, ό.π., σ. 50.
8. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΒ΄, 78-90, σ. 176-178. Πρβλ. ό.π., Κεφάλαιο ΚΒ΄, 70-71, σσ. 300-301.
Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 73, σ.391

25 25
λογίζεται ως πόρνος.9 Δηλαδή, τα πάθη μπορεί να μην εκδηλώνονται πάντα με συγκεκρι-
μένες πράξεις, αλλά να είναι μια εσωτερική κατάσταση στον άνθρωπο. Ο άγιος Γρηγόριος
ο Παλαμάς υποστηρίζει ότι τα πάθη «καί μόνο ἀγαπώμενα καί μελετώμενα κατά νοῦν»10
αποτελούν διαστρέβλωση της ψυχής. Επίσης, είναι δυνατόν, επειδή δεν υπάρχουν οι
συγκεκριμένες προϋποθέσεις και συνθήκες, το πάθος να μην εκδηλώνεται, διότι η αμαρτία
μένει ατέλεστος. Τέλος, σύμφωνα με τον άγιο Συμεών, σε όλα τα πάθη μπορεί να
εντοπίζονται και μορφές μανίας.11
Στο σημείο αυτό, είναι σημαντικό να παρουσιάσουμε τους τρόπους με τους
οποίους εκδηλώνεται η αμαρτία σύμφωνα με τον άγιο Συμεών − γεγονός που θα αποτε-
λέσει βοηθητικό εργαλείο για να κατανοήσουμε καλύτερα την έννοια του «πάθους».
Συγκεκριμένα τα αμαρτήματα −δηλαδή τα πονηρά κινήματα και διανοήματα του νου, τα
πονηρά έργα και λόγια−12 εκδηλώνονται με τέσσερις τρόπους:13
1. Εκούσια: όταν γνωρίζει το κακό με βεβαιότητα και το πράττει με τη θέλησή του,
2. Ακούσια: όταν βιάζεται από κάποια ανάγκη χωρίς να θέλει (όπως ο ακούσιος
φόνος),
3. Τα εν γνώσει: όταν γνωρίζει το κακό, αλλά λόγω της ασθένειας της ψυχής του δεν
μπορεί να αντισταθεί στον πόλεμο και αμαρτάνει παρά τη θέλησή του, και
4. Τα εν αγνοία: όταν κάνει το κακό επειδή νομίζει ότι είναι καλό.

9. Κατ. 3, S.C. 96, 233-241, σ. 298.


10. Γρηγόριος Παλαμάς, Ομιλία K΄, P.G. 151, 273A.
11. Κατ. 9, S.C. 104, 227, σ. 122. Πρβλ. J.C. Larchet, ό.π., σ. 287.
12. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο Θ΄, 63-64, σσ. 135-136. Πρβλ. Ζαγοραίος, ό.π., Λόγος 10, σ. 66.
13. Ζαγοραίος, Λόγος 12, σ. 84.

26 26
2.3 Τα είδη των παθών

Ο άγιος Συμεών αναφέρει ότι τα πάθη του ανθρώπου είναι δύο ειδών: της φύσης και της
ψυχής. Τα πάθη της φύσης είναι αμετάθετα και ο άνθρωπος υποδουλώνεται σε αυτά
ακούσια, εξαιτίας της ανάγκης της φύσης του και όχι με τη θέλησή του. Για παράδειγμα, ο
άνθρωπος είναι βιασμένος από τη φύση να τρώει όταν πεινά, να πίνει όταν διψά, να
κοιμάται όταν νυστάζει, να ντύνεται όταν κρυώνει και να γυμνώνεται όταν ζεσταίνεται.
Δεν μπορεί κανείς να υποφέρει −έστω και ελάχιστα− αυτές τις καταστάσεις, παρά μόνο με
τη βία, είτε ακούσια τις περισσότερες φορές και όταν είναι ανάγκη, είτε πιο σπάνια
εκούσια και για ελάχιστο χρόνο· όπως οι Άγιοι, που −άλλοτε βιάζοντας τη φύση τους και
άλλοτε με θεία δύναμη− διήνυσαν τον αγώνα της νηστείας, της αγρυπνίας, του ψύχους,
του καύσωνα και του μεγάλου κόπου.14
Το σώμα αυτό καθ’ εαυτό στερείται θέλησης και προαίρεσης. Επιπλέον, στερείται
και κίνησης −εκτός αν θεωρηθεί ως κίνηση, η κίνηση της φυσικής υπόστασης του
ανθρώπου προς τη φθορά, η οποία είναι άλογος και γι’ αυτό και αναμάρτητη και
ακατάκριτη από το Θεό. Αυτό είναι λογικό, διότι ό,τι ακολουθεί εξ’ ανάγκης τη φύση, δεν
κατακρίνεται. Ο πόθος και η επιθυμία για γάμο, η σμίξη συνουσίας, η ηδονή, η
γαστριμαργία, η λαιμαργία, η πολυυπνία, η αργία, ο στολισμός ενδυμάτων και όλα τα
άλλα τα πάθη δεν τα επιζητεί το σώμα −όπως ακριβώς δεν τα επιζητεί όταν αυτό είναι
νεκρό. Αυτά στην πραγματικότητα τα επιζητεί η ψυχή, η οποία επιθυμεί να απολαύσει την
ηδονή μέσω του σώματος με το οποίο είναι ενωμένη. Η ψυχή, βέβαια, σε καμία περίπτωση
δεν ωθείται και δεν καταναγκάζεται σε αυτά από το σώμα.
Άλλωστε, ο άνθρωπος πριν από την πτώση δεν παρουσίαζε καμία σφοδρή επιθυμία
ή κίνηση ή άλογο μανία της κοιλιάς, αλλά διήγαγε ζωή ατάραχη και χωρίς καμία λύπη.
Όμως, μήπως αν δεν υπήρχε η γυναίκα και οι τροφές που κινούν τις επιθυμίες, δεν θα
υπήρχε η επιθυμία προς συνουσία και η κίνηση προς τη γαστριμαργία; Κατά την Αγία
Γραφή: «ἐξανέτειλεν ὁ Θεὸς ἔτι ἐκ τῆς γῆς πᾶν ξύλον ὡραῖον15 καὶ ἦσαν οἱ δύο γυμνοί, ὅ τε
Ἀδὰμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ, καὶ οὐκ ᾐσχύνοντο».16 Είναι φανερό ότι δεν έβλαψε τη σωφροσύνη
των πρωτοπλάστων ούτε το ότι η Εύα είναι γυναίκα, ούτε το ότι ήταν και οι δύο γυμνοί.
Δηλαδή η γυμνότητα των πρωτοπλάστων δεν τους προκαλούσε ντροπή, και η φύση του
σώματος τους δεν τους ωθούσε σε μείξη. Μετά την αμαρτία και την παράβαση, την εξορία

14. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο Κ΄, 4-16, σσ. 270-271. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 5, σ. 48.
15. Γένεσις 2:9.
16. ό.π., 2:25.

27 27
από τον παράδεισο και την αναχώρηση της Χάρης του Θεού τότε: «Ἀδὰμ δὲ ἔγνω Εὔαν τὴν
γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκε».17 Από τότε η ψυχή, εξαιτίας της αναχώρησης της
Χάρης του Αγίου Πνεύματος και της πτώσης από τη θεία δόξα, επιθυμεί την απόλαυση
των ηδονών μέσω του σώματος.18

17. ό.π., 4: 1.
18. Κατ. 25, S.C. 113, 68-108, σσ. 54-58.

28 28
2.4 Τα πάθη

Κάθε άνθρωπος που γεννάται σ’ αυτόν τον κόσμο υποδουλώνεται σε τρία κύρια πάθη: τη
φιλαργυρία, τη φιλοδοξία και τη φιληδονία.19

2.4.1 Η φιλαργυρία

Ο παθολογικός χαρακτήρας της φιλαργυρίας συνίσταται στην κακή χρήση της


επιθυμητικής δύναμης και των υπόλοιπων εμπλεκόμενων δυνάμεων της ψυχής. Ο
προπτωτικός άνθρωπος κατεύθυνε την επιθυμητική του δύναμη προς τον Θεό. Μετά την
πτώση η επιθυμία απομακρύνθηκε από το φυσιολογικό σκοπό και στράφηκε προς τα υλικά
αγαθά.20
Ο άνθρωπος, όπως αναφέραμε, πριν την παράβαση δεν δοκίμαζε καμιά θλίψη και
λύπη. Εξαιτίας της απροσεξίας του, καταφρόνησε τον Θεό και θέλησε να απολαύσει αυτά
που ήταν πάνω από τη δύναμή του. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να χάσει την ανάπαυση και
τη μεγάλη ευτυχία που απολάμβανε. Έγινε πτωχός και δοκιμάζει από τότε κόπους,
μόχθους, λύπες και αρρώστιες. Ο Θεός επιτρέπει αυτήν την ένδεια από αγάπη και
ευσπλαχνία, ως μια προσωρινή παιδαγωγική τιμωρία. Επιτρέπει να μαστίζεται ο άνθρωπος
με θλίψεις και διάφορες αρρώστιες για να τον παιδαγωγήσει, να τον ταπεινώσει και να τον
φέρει κοντά Του.
Ο άνθρωπος, όμως, πολλές φορές εναντιώνεται στην παιδαγωγική απόφαση του
Θεού και προσπαθεί να αποφύγει την ένδεια, γι’ αυτό και επιδιώκει να ζει πλουσιοπάροχα.
Όταν δεν καταφέρνει το σκοπό του, γεννάται στην ψυχή του η λύπη, η θλίψη και η
αδημονία.21 Ο φιλάργυρος γενικά προσκολλάται στο χρήμα και στις διάφορες μορφές του
υλικού πλούτου.22 Αποβλέπει μόνο στο κέρδος· όλα τα άλλα τα παραβλέπει και συνάγει
πλούτο ακόμα και από τα άτιμα, αισχρά και παράλογα.23 Στηρίζει την ελπίδα του στα
αποθηκευμένα αγαθά και όχι στον Θεό.24 Γι’ αυτό φροντίζει με επιμέλεια τη διατήρηση
των υλικών αγαθών, δυσκολεύεται να τα αποχωριστεί, και αισθάνεται λύπη όταν
προσφέρει κάποιο δώρο.25 Γίνεται αδιάντροπος αρπάζοντας ξένα πράγματα, πλεονέκτης

19. Ζαγοραίος, Λόγος 23, σσ. 126, 128, 129. Πρβλ. Ηθ. 4, S.C. 129, 244-246, σ. 26. Πρβλ.
Ζαγοραίος, Λόγος 84, σσ. 474-475.
20. J.C. Larchet, ό.π., σσ. 278-279.
21. Ζαγοραίος, Λόγος 8, σ. 54. Πρβλ. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο Θ΄, 27-40, σσ. 134-135.
22. J.C. Larchet, ό.π., σ. 277.
23. Ζαγοραίος, Λόγος 23, σσ. 126, 128, 129.
24. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο Ι΄, 208-209, σσ. 156-157.
25. J.C. Larchet, ό.π., σ. 277.

29 29
και κρυφός ή φανερός κλέφτης. Επιπλέον ζηλεύει, προδίδει, κατηγορεί, μάχεται, επιβου-
λεύεται, εκδικείται, φιλονικεί, ψεύδεται, ορκίζεται, φονεύει τον συνάνθρωπό του και κατα-
φρονεί τον Θεό, που όρισε αυτή τη φυσική προσωρινή κόλαση −την ένδεια− ως μέσο σω-
τηρίας του ανθρώπου.26 Κατά τον άγιο Συμεών, ο φιλάργυρος γίνεται αγριότερος και
σκληρότερος από όλα τα θηρία.27
Η πλεονεξία αυτή −η οποία οδηγεί τον άνθρωπο να οικειοποιείται, να νομίζει ως
δικά του και να θησαυρίζει με εκείνα που δημιούργησε ο Θεός για τις κοινές ανάγκες
όλων των ανθρώπων−, γεννά τα πάθη της ασπλαχνίας και της ανελεημοσύνης προς τον
συνάνθρωπο.28 Η πλεονεξία παρομοιάζεται από τον ιερό Πατέρα με τύραννο. Ο τύραννος
αυτός, όσα αγαθά δόθηκαν από τον Θεό σε όλους τους ανθρώπους για να τα χρησιμο-
ποιούν από κοινού, δημιουργεί στον άνθρωπο την ψευδαίσθηση ότι είναι ιδιοκτήτης τους
−και μάλιστα υποστηρίζει φιλόνικα ότι δεν αδικεί κανένα. Οι υπηρέτες και δούλοι αυτού
του τυραννικού πάθους δεν γίνονται κύριοι των πραγμάτων και χρημάτων, αλλά πονηροί
δούλοι και φύλακες.29 Ο άνθρωπος, όταν γίνεται σκλάβος των πραγμάτων και των παθών,
χάνει την πνευματική του ελευθερία και γίνεται ανίκανος στο να εκδηλώσει αγάπη προς
τον πλησίον.30

2.4.2 Η φιλοδοξία

Ο παθολογικός χαρακτήρας της φιλοδοξίας −όπως και αυτός των υπόλοιπων παθών−,
συνδέεται με τη διαστροφή της φύσης εξαιτίας της πτώσης των πρωτοπλάστων. Η τάση
της φύσης του ανθρώπου είναι η δόξα/καύχηση που δέχεται ο άνθρωπος μέσω της ένωσής
του με το Θεό, και όχι η ανθρώπινη δόξα. Μετά την απομάκρυνση από το Θεό −μέσω της
αμαρτίας−, ο άνθρωπος εξακολουθεί «ἐκ φύσεως» να επιθυμεί τη δόξα, αλλά στρέφεται
για ικανοποίηση στον αισθητό κόσμο, και βρίσκει υποκατάστατα της ουράνιας και
πνευματικής δόξας στην κοσμική δόξα. Συνολικά η φιλοδοξία φαίνεται να χαρακτηρίζεται
από διαστροφή και παθολογική εκτροπή της φυσικής τάσης του ανθρώπου για δοξασμό.31

26. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο Θ΄, 39-40, σ. 134-135. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 7, σ. 54.
27. Κατ. 2, S.C. 96, 315-319, σ. 266.
28. Κατ. 9, S.C. 104, 196-202, σ.120. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 22, σ. 118.
29. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο Ι΄, 107-121, σσ. 148-151. Πρβλ. Κατ. 9, S.C. 104, 92-107, σσ. 110-112.
Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 22, σ. 116.
30. Κατ. 9, S.C. 104, υποσημείωση 1, σσ. 112-115. Πρβλ. Σ. Πορτελάνος, ό.π., σ. 123.
31. J.C. Larchet, ό.π., σσ. 372-374.

30 30
Καθώς ο άνθρωπος μεγαλώνει, επιθυμεί να τον τιμούν και να τον δοξάζουν. Ο
φιλόδοξος αποβλέπει στον έπαινο και τη δόξα.32 Όλα τα έργα του έχουν ως σκοπό να
δοξασθεί από τους ανθρώπους.33 Μπορεί, για παράδειγμα, να φτάσει και στο σημείο να
παρουσιάζει μια φαινομενική ταπείνωση προκειμένου να ελκύσει την τιμή των ανθρώ-
πων.34 Όταν του δίνουν τη δόξα του κόσμου τη δέχεται με χαρά και ευχαρίστηση, και η
καρδιά του χαίρεται και ευφραίνεται. Μοιάζει −κατά τον άγιο Πατέρα− με τον άντρα που
ενώ έχει αρνηθεί τη συναναστροφή των γυναικών και δεν πηγαίνει ο ίδιος σε αυτές, όταν
τύχει και έρθει κάποια γυναίκα σε αυτόν, τη δέχεται με χαρά και ικανοποιεί την ηδονή της
μείξης.35 Ο κενόδοξος δεν υποφέρει να βλέπει απέναντί του άνθρωπο ταπεινό που επαι-
νείται.36
Ιδιαίτερα μέσα στο χώρο της Εκκλησίας, υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων που
ενώ κατορθώνουν κάθε αρετή και εντολή του Χριστού, επειδή έπειτα ποθούν τη δόξα των
ανθρώπων και τη ζητούν με κάθε τρόπο, χάνουν όλους τους καρπούς του αγώνα τους.
Προτιμούν τη δόξα των ανθρώπων περισσότερο από τη δόξα του Θεού, με συνέπεια να
χαρακτηρίζονται ως ειδωλολάτρες, διότι λατρεύουν την κτίση παρά το Δημιουργό.37
Η φιλοδοξία −η δόξα των ανθρώπων και ο πόθος της− κατά τον άγιο Συμεών,
γεννά την απιστία − γιατί όπως λέει και ο Κύριος: «πῶς δύνασθε ὑμεῖς πιστεῦσαι, δόξαν
παρὰ ἀλλήλων λαμβάνοντες, καὶ τὴν δόξαν τὴν παρὰ τοῦ μόνου Θεοῦ οὐ ζητεῖτε;».38 39

Επιπλέον, η κενοδοξία μετατρέπει τον άνθρωπο σε δούλο της ακηδίας.40 Δεν επιμένει σε
κανένα πράγμα με υπομονή, διάγει κάθε εκκλησιαστική ακολουθία με ραθυμία και
αμέλεια, και συνομιλεί συχνά για μάταια πράγματα.41

2.4.3 Η φιληδονία

Η φιληδονία είναι παρά φύση κίνηση του επιθυμητικού μέρους της ψυχής. Πριν την
πτώση οι πρωτόπλαστοι βίωναν την φυσική και θεία ηδονή με τη στροφή του νου42 προς

32. Ζαγοραίος, Λόγος 7, σ. 54.


33. ό.π., Λόγος 16, σ. 97.
34. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΣΤ΄, 86, σσ. 230-231.
35. Κατ. 10, S.C. 104, 126-134, σ. 148. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 55, σ. 280.
36. Κεφ.θεολ.πρ.1, S.C. 51, 22, 15-16, σ. 52.
37. Κατ.10, S.C. 104, 117-126, σ. 146-149. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 55, σσ. 279-280.
38. Κατά Ιωάννην 5:44.
39. Κατ. 27, S.C. 113, 191-195, σ.112. Πρβλ. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΓ΄, 171-175, σσ. 192-193.
Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 50, σ. 252.
40. Βλ. 2.4.7 Το πάθος της ακηδίας, Μέρος Δεύτερο, σ. 37.
41. Κατ.4, S.C. 96, 176-182, σσ. 328-330. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 76, σ. 404. Πρβλ. J.C. Larchet,
ό.π., σ. 66.
42. Στην πατερική παράδοση ο όρος «νους» ταυτίζεται με τον όρο «καρδιά».

31 31
τον Θεό. Μετά την πτώση η διαστροφή των δυνάμεων της ψυχής είχε ως αποτέλεσμα την
παρά φύση κίνηση της ηδονής και την αντικατάσταση της πνευματικής ηδονής με την
απόλαυση που αισθάνεται ο άνθρωπος από τη βίωση ενός πράγματος, μιας ιδέας, μιας
σκέψης, μιας επιθυμίας και της πραγματοποίησης μιας πράξης. Σύμφωνα με την πατερική
παράδοση την παρα φύση ηδονή ακολουθεί ο πόνος και η οδύνη.
Ο φιλήδονος άνθρωπος επιθυμεί να απολαμβάνει τις ηδονές και ως αισθητός,
ορατός και προσωρινός που είναι θέλει τα αισθητά, ορατά και προσωρινά αντίστοιχα.
Είναι δύσκολο να κατανοήσει τα αόρατα, δεν έχει συναίσθηση πως είναι θνητός και
περαστικός, και είναι δύσκολο να αντιληφθεί ότι πλάστηκε για την αιωνιότητα και όχι για
να μείνει πάντοτε σ’ αυτήν τη ζωή. Συνάμα, δεν αντιλαμβάνεται ότι η παρουσία του σ’
αυτόν τον κόσμο έχει ως σκοπό να παιδευτεί και να γίνει άξιος της μέλλουσας ζωής.
Ο φιλήδονος επιζητεί άνεση και φροντίδα του σώματος περισσότερη από το
αναγκαίο, το οποίο είναι σημάδι της πλατιάς και ευρύχωρης οδού, και όχι της στενής και
τεθλιμμένης που οδηγεί στην αιώνια ζωή. Απορρίπτει τους λόγους του Θεού και κάνει το
δικό του θέλημα και του διαβόλου.43 Δεν μπορεί να ζήσει μέσα του τη ζωή του Θεού. Ο
φιλήδονος διακατέχεται από την κακή συνήθεια της ακόρεστης γαστριμαργίας.44 Κατά τον
άγιο Δωρόθεο Γάζης, το πάθος της γαστριμαργίας εμφανίζεται με δύο κυρίως μορφές: την
πρώτη που αναφέρεται στην ηδονή του στόματος, που αποβλέπει στην αναζήτηση
εύγευστων και εκλεκτών εδεσμάτων και την επιμελή προετομασία αυτων· και την δεύτε-
ρη, που αναφέρεται στη ηδονή της κοιλιάς και των οργάνων πέψης και εκφράζεται με την
επιθυμία να τρώει κάποιος πολύ. Την πρώτη ο άγιος Δωρόθεος την ονομάζει λαιμαργία,
ενώ τη δεύτερη μορφή χαρακτηρίζει ως γαστριμαργία.45
Τα τρία αυτά πάθη έχουν μεγάλη δύναμη, γιατί ο άνθρωπος τα έχει συνεχώς ενώ-
πιον του, και φαίνονται πως είναι απαραίτητα κατά την επίγεια ζωή. Με τη γλυκύτητα που
προσφέρουν, κυριεύουν την επιθυμία των ανθρώπων και προκαλούν την ψευδαίσθηση πως
μόνο γι’ αυτό ήρθαν στον κόσμο.
Μια απόκρυφη δύναμη του διαβόλου, η οποία δεν γίνεται εύκολα αντιληπτή,
φέρνει σε τέτοια κατάσταση την ψυχή, που να ποθεί τον πλούτο, τη δόξα και την ηδονή.
Δημιουργείται η ψευδαίσθηση στον άνθρωπο ότι τα τρία αυτά πάθη αναπαύουν και
ευφραίνουν την ψυχή, και την φυλάσσουν από τη λύπη και τη θλίψη. Επειδή ο διάβολος

43. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο Θ΄, 114-124, σσ. 140-141.


44. Κατ. 11, S.C. 104, 37, σσ. 156-157. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 55, σ. 280.
45. J.C. Larchet, ό.π., σ. 243.

32 32
αγωνίζεται πάντοτε να μη γνωρισθεί ότι αυτός ενεργεί και δημιουργεί αυτήν την πλάνη, γι’
αυτό και είναι δύσκολο ο άνθρωπος χωρίς τη Θεία Χάρη να καταλάβει την παγίδα αυτή.
Ακόμα και στην περίπτωση που στην αρχή ο άνθρωπος δεν κυριευθεί και από τα
τρία αυτά πάθη, με την πάροδο του χρόνου γίνεται υπόδουλος και στα τρία. Σύμφωνα με
τον άγιο Συμεών, υπάρχουν διαφορές ανάμεσα σε αυτά τα τυραννικά πάθη. Είναι δύσκολο
να βρεθεί κάποιος που να έχει και τα τρία σε υπερβολικό βαθμό, αλλά συνήθως κυριεύεται
από το ένα και έχει και τα άλλα δύο σε μέτριο βαθμό. Εκείνος που κατακυριεύεται από ένα
από αυτά, καταφρονεί τα υπόλοιπα. Δηλαδή, ο φιλάργυρος με σκοπό το κέρδος κατα-
φρονεί τη δόξα και την ηδονή, για να μη ξοδεύει χρήματα που τόσο αγαπά. Ο φιλόδοξος
σκορπίζει τον πλούτο μόνο για να δοξάζεται και να επαινείται, και αποστρέφεται την
ηδονή για να μη ντροπιάζεται, κατηγορείται και ατιμάζεται. Ο φιλήδονος ξοδεύει χωρίς
μέτρο σε ηδονές και πίπτει σε διάφορες ατιμίες και αισχρά έργα με σκοπό μόνο να
απολαύσει τις ηδονές.
Είναι αξιοσημείωτο ότι κανένας από τους τρεις δεν θέλει να απαγκιστρωθεί από το
πάθος που κυριεύεται και να διορθωθεί. Ακόμη και ο φόβος της κόλασης δεν τους ωθεί
στην επιστροφή στο Θεό, αλλά αντίθετα περιπαίζουν την κόλαση και καταφρονούν την
ουράνια βασιλεία. Επιπλέον, καθένας από αυτούς εξουσιαζόμενος από το δικό του πάθος
κατακρίνει ο ένας τον άλλον· για παράδειγμα, ο φιλόδοξος κατακρίνει το φιλάργυρο γιατί
καταδέχεται να κερδίζει από ευτελή πράγματα, και το φιλήδονο γιατί ντροπιάζεται με
σκοπό να απολαύσει τις ηδονές. Επομένως, εκτός από το πάθος στο οποίο είναι ο καθένας
υποδουλωμένος, προσθέτουν και την κατάκριση ως δεύτερο κακό.46
Ο άγιος Συμεών υποστηρίζει ότι από την επιθυμία του πλούτου, της δόξας και της
ηδονής γίνονται οι περισσότεροι άνθρωποι θυμώδεις, πικρόχολοι, οργίλοι, οκνηροί,
ράθυμοι, ακίνητοι προς τα καλά, αργοί, πλεονέκτες, άρπαγες, άδικοι, κενόδοξοι,
υπερήφανοι, αλαζονικοί, φθονεροί, ζηλότυποι και μνησίκακοι. Δηλαδή, όπως είναι
φανερό, από τα τρία πάθη −της φιλαργυρίας, της φιλοδοξίας και της φιληδονίας−
γεννώνται οι περισσότερες ασθένειες της ψυχής.47 Στη συνέχεια θα παρουσιάσουμε τις
σημαντικότερες πνευματικές νόσους που παράγονται από τα τρία κύρια πάθη σύμφωνα με
τη διδασκαλία του αγίου Συμεών.

46. Ζαγοραίος, Λόγος 23, σσ. 126,128,129


47. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΗ΄, σσ. 246-247. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 6, σ. 53.

33 33
2.4.4 Η υπερηφάνεια

Στα κείμενα του αγίου Πατέρα γίνεται ιδιαίτερη αναφορά για το πάθος της υπερηφάνειας.
Αποτελεί την πηγή και ρίζα κάθε κακίας, και την αιτία του ξεπεσμού της ανθρώπινης
φύσης.48 Είναι η μεγαλύτερη από όλες τις αμαρτίες και εξαιτίας αυτής ακολούθησαν όλα
τα αμαρτήματα.49 Σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο: «ἀρχὴ ἁμαρτίας
ὑπερηφανία».50 Είναι η πρώτη αμαρτία του ανθρώπου. Ο Αδάμ, όταν βρισκόταν στον
παράδεισο με κάθε δόξα και απόλαυση, καταφρόνησε την εντολή του Θεού και
αποστάτησε εξαιτίας της υπερηφάνειάς του και όχι από κάποια εύλογη ανάγκη.51
Είναι αναγκαίο, κατά τον άγιο Συμεών, να ξέρει κάθε άνθρωπος ότι η υπερηφάνεια
αυξάνει μαζί με την ηλικία του και γεννάται μέσα στην ψυχή του από την ανοησία (το
σκοτισμό του νου),52 και η ανοησία από την οίηση − δηλαδή τη μεγάλη ιδέα και την ψευδή
εικόνα που έχει για τον εαυτό του. Αυτός που δεν γνωρίζει τον εαυτό του, με την πάροδο
του χρόνου γίνεται υπερήφανος και ανόητος. Μοιάζει δηλαδή ο υπερήφανος με έναν
λεπρό που υπερηφανεύεται, επειδή φορά χρυσά και λαμπρά φορέματα, ενώ ο ίδιος είναι
άσχημος και γεμάτος δυσωδία.53
Ο άνθρωπος που νοσεί από το πάθος της υπερηφάνειας είναι ανάλγητος, δηλαδή
αναίσθητος. Η άγνοια των νοσημάτων της ψυχής γεννά στον άνθρωπο την αναλγησία, με
συνέπεια να καταφρονεί την υγεία της ψυχής του.54 Η ψυχή που νοσεί νοητά −σε αντίθεση
με το σώμα που υπάρχει η φυσική αίσθηση του πόνου− έχει νοητή αίσθηση της ασθένειάς
της. Η αναισθησία για τις ασθένειες της ψυχής έχει ως αποτέλεσμα να μην φροντίζει ο
άνθρωπος για τη θεραπεία τους. Γι’ αυτό κάθε ανάλγητος αμαρτωλός είναι χαρούμενος,
ως χαρούμενος αναίσθητος, ως αναίσθητος αθεράπευτος· και ως αθεράπευτος τον
αποστρέφεται ο Θεός.55 Ο ανάλγητος −όντας ψυχικά άρρωστος− μισεί την ψυχή του και
τον ιατρό των ψυχών, που είναι ο Χριστός. Ανάλογα με το μέγεθος της αναλγησίας είναι
και το ύψος της υπερηφάνειας. Δηλαδή, όσο περισσότερο αναίσθητος είναι ως προς τη
φροντίδα της υγείας της ψυχής του τόσο πιο υπερήφανος είναι.56

48. Ζαγοραίος, Λόγος 44, σ. 200.


49. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΘ΄,113-116, σσ. 262-265.
50. Ιωάννης Χρυσόστομος, Ομιλία Θ΄, P.G. 59, 72. Πρβλ. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΘ΄,116, σσ. 264-
265.
51. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο Θ΄, 7-12, σσ. 132-133.
52. Ζαγοραίος, Λόγος 31, σ. 154.
53. ό.π., Λόγος 31, σ. 154.
54. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΗ΄, 15-20, σσ. 244-245.
55. ό.π., Κεφάλαιο ΙΗ΄,30-39, σσ. 246-247.
56. ό.π., Κεφάλαιο ΙΗ΄, 20-22, 24-25, σσ. 244-245.

34 34
Ο αναίσθητος άνθρωπος δεν αγωνίζεται να καθαρίσει τον εαυτό του από το ρύπο
της αμαρτίας και γίνεται φίλος των παθών και των δαιμόνων. Εκτός από κενόδοξος είναι
και αλαζόνας με το να φαντάζεται ότι είναι κάτι, ενώ στην πραγματικότητα είναι ένα
μηδενικό. Επιπλέον, γίνεται δούλος της δειλίας, το οποίο είναι νηπιώδης και άξιο
χλευασμού πάθος της κενόδοξης ψυχής· με αποτέλεσμα να τρέμει όπως τα νήπια κατά το
φρόνημα, και να φοβάται εκεί που δεν υπάρχει φόβος.57
Ο υπερήφανος χαρακτηρίζεται από ισχυρογνωμοσύνη και πνεύμα αντιλογίας.58
Θέλει να διδάσκει και να νουθετεί τους άλλους.59 Ο ίδιος πιστεύει ότι δεν χρειάζεται
διδασκαλία, συμβουλή, νουθεσία, βοήθεια και δεν αισθάνεται ότι στην πραγματικότητα
δεν γνωρίζει τίποτα. Όταν ελέγχεται και νουθετείται αντιλέγει με σφοδρότητα, ενώ όταν
επαινείται και τον παρακαλούν υπερηφανεύεται.60 Δεν δύναται να ομολογήσει κανένα
μεγαλύτερο από αυτόν στην αρετή και τη σωφροσύνη.61
Ο άνθρωπος που νοσεί από το πάθος της υπερηφάνειας βρίσκεται σε βάθος
αγνωσίας, δηλαδή άγνοιας. Η αγνωσία αυτή −όπως πολύ χαρακτηριστικά λέγει ο άγιος
Πατέρας− είναι σαν τσίμπλα στους νοητούς οφθαλμούς της ψυχής, που δεν τον αφήνει να
βλέπει καθαρά, με αποτέλεσμα να αγαπά τον κόσμο και τα κοσμικά πράγματα. Ο νους
απομακρύνεται από την ενθύμηση του Θεού, του θανάτου, της μελλοντικής κρίσης και δεν
συλλογίζεται τα μελλοντικά αγαθά που φυλάσσονται για του δικαίους, αλλά καταγίνεται
με τις φροντίδες και φαντασίες του κόσμου − δηλαδή τον πλούτο, τη δόξα και την τρυφή
και τα υπόλοιπα κοσμικά πράγματα, τα οποία οι άνθρωποι θεωρούν ένδοξα και λαμπρά.
Όσο ο νους του ανθρώπου δίδεται σε αυτά, με την πάροδο του χρόνου θολώνει και
σκοτίζεται ακόμα περισσότερο, με αποτέλεσμα να προξενείται τέλεια αγνωσία και λήθη
των εντολών του Θεού.62
Η σκότιση του νου −δηλαδή η απουσία φωτισμού του Αγίου Πνεύματος− οδηγεί
τον υπερήφανο άνθρωπο να θεωρεί όσους έχουν «νοῦν Χριστοῦ»63 ως ανόητους, και όσους
κατέχουν την ανθρώπινη γνώση και εξωτερική σοφία ως σοφούς. Ανάλογα με τα πάθη και
τις επιθυμίες του παρανοεί την Αγία Γραφή. Η άγνοια προκαλεί σύγχυση και οδηγεί σε

57. Κεφ.θεολ.γν.πρ. 1, S.C. 51, 67, σσ. 76-79. Πρβλ. Ζαγοραίος, Κεφάλαια θεολογικά και πρακτικά,
σ. 533. Πρβλ. Κεφ.θεολ.γν.πρ. 1, S.C. 51, 70, 24-25, σ. 78.
58. Κεφ.θεολ.πρ. 1, S.C. 51, 46 σ. 52.
59. Ζαγοραίος, Λόγος 31, σ. 154.
60. Κεφ.θεολ.γν.πρ. 1, S.C. 51, 44, σ. 52. Πρβλ. Ζαγοραίος, Κεφάλαια θεολογικά και πρακτικά, σ.
530.
61. Ηθ. 4, S.C. 129, 45-47, σ. 10. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 84, σ. 472.
62. Ζαγοραίος, Λόγος 11, σ. 75.
63. Σύμφωνα με τον ιερό Πατέρα, ο άνθρωπος που έχει την Χάρη του Αγίου Πνεύματος έχει «νοῦν
Χριστοῦ».

35 35
διαστρέβλωση και παρερμηνεία των θείων Γραφών, ώστε να συνηγορούν στα πάθη και τις
επιθυμίες του. Είναι δύσκολο ο υπερήφανος, που είναι σκοτισμένος από τα πάθη και δεν
έχει ορθή κρίση, να καταλάβει τα πνευματικά και άυλα νοήματα που κρύβονται στις θείες
Γραφές, ακόμα και εάν τις διαβάσει αμέτρητες φορές. Ο άγιος Συμεών περιγράφει τον
τυφλό κατά το νου που προσπαθεί να νοήσει τις θείες Γραφές, με τον τυφλό που δεν
βλέπει το φως του ηλίου και προσπαθεί να διαβάσει.64
Ο ιερός Πατέρας αναφέρει ότι ο χριστιανός που αξιώθηκε του Βαπτίσματος, πρέπει
να στοχάζεται πως η Χάρη του Αγίου Πνεύματος, την οποία απέκτησε με το Βάπτισμα,
συγκρατεί, συνέχει και συντηρεί τα άπειρα και πολυποίκιλα κινήματα και διανοήματα της
ψυχής του. Γιατί, όπως ακριβώς ο άνθρωπος δέχεται ότι η ψυχή συνέχει το πολυμερές
σώμα του, την αρμονία και τη σύνθεσή του, έτσι και ο βαπτισμένος χριστιανός οφείλει να
θεωρεί ότι η Χάρη του Αγίου Πνεύματος −την οποία απέκτησε με το Βάπτισμα και την
ανακαίνιση− συγκρατεί, συνέχει και συντηρεί ενωμένα τα άπειρα και πολυποίκιλα κινή-
ματα και διανοήματα της ψυχής. Όμως μερικοί άνθρωποι λησμονούν τη φύση του σώμα-
τός τους, ότι δηλαδή είναι πολυμερές, πολυποίκιλο και γι’ αυτό πολυπαθές και συγκρα-
τούμενο από την παρουσία της ψυχής, με αποτέλεσμα όταν ευημερούν και ευτυχούν να
υπερηφανεύονται. Μιμούνται με τον τρόπο αυτό την έπαρση του διαβόλου, γυμνώνονται
από τη Θεία Χάρη και είναι πιο αξιοθρήνητοι απ’ ό,τι πριν από το Βάπτισμα.
Επίσης, υπάρχει μια τάξη ανθρώπων, που ενώ έλαβαν τη Θεία Χάρη και έγιναν
δέκτες της θείας ευσπλαχνίας, συμπεριφέρονται με απροσεξία και λησμονούν το μεγάλο
μυστήριο της Χάρης που έλαβαν. Έτσι, υπερηφανεύονται, οικειοποιούμενοι τις δωρεές του
Αγίου Πνεύματος, και πίπτουν στην έπαρση του διαβόλου. Γυμνώνονται από τη Θεία
Χάρη και προκαλούν ζημία και θάνατο στην ψυχή τους.
Ο υπερήφανος φαντάζεται πως μόνο με τη συμμετοχή στις καθιερωμένες ακο-
λουθίες κατορθώνει τις αρετές. Έχει την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να σώσει την ψυχή του
μόνο με το να πηγαίνει στις ακολουθίες χωρίς να εργάζεται καμία άλλη πνευματική
εργασία όπως την προσευχή, τη σιωπή, την εγκράτεια κ.ο.κ. Αγωνίζεται με επιμέλεια να
μην πέσει σε κάποια σαρκική αμαρτία, αλλά δεν φροντίζει να αποφύγει τις αμαρτίες που
κρυφά μελετά στο νου και στην καρδιά του. Αγνοεί ότι ο Θεός δεν βλέπει μόνο το
πρόσωπο, την εξωτερική καταστολή των ηθών και τις φωνές του, αλλά επιβλέπει σε «καρ-
δίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην»,65 ήσυχη και φοβούμενη τον Θεό· σύμφωνα και

64. Κατ.15, S.C. 104, 48-67, σσ. 226-228. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 25, σ. 135. Πρβλ. Ηθ. 1, S.C.
122, 36-42, σσ. 208-209. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 45, σσ. 212-213.
65. Ψαλμοί 50:19.

36 36
με τον Προφήτη Ησαΐα που λέει: «ἐπὶ τίνα ἐπιβλέψω, ἀλλ’ ἢ ἐπὶ τὸν ταπεινὸν καὶ ἡσύχιον
καὶ τρέμοντα τοὺς λόγους μου».66 67
Πολλές φορές −κατά τον άγιο Συμεών− ο Θεός εξαιτίας της ευσπλαχνίας του δίνει
στον άνθρωπο με τη Χάρη του Αγίου Βαπτίσματος μερικές φυσικές αρετές, όπως
πραότητα, ευσπλαχνία, αγάπη και άλλα ψυχικά αγαθά, για να βοηθήσει την ασθενή
ανθρώπινη φύση του. Αυτός όμως, κάποιες φορές, αντί να φροντίζει με επιμέλεια να
αποκτήσει −με τη συνεργεία της Θείας Χάρης− τις άλλες αρετές που υστερεί, αλλά βλέ-
ποντας μόνο τις αρετές που έλαβε από τη φύση, υπερηφανεύεται και καταφρονεί αυτούς
που δεν έχουν τις αρετές που χάρισε ο Θεός σε αυτόν. Για το λόγο αυτό ο φιλάνθρωπος
Θεός δε δίνει Χάρη στους τυφλωμένους από την αλαζονεία να αποκτήσουν και τις
υπόλοιπες θείες αρετές, για να μην υπερηφανευθούν πως τις κατέχουν με την δική τους
δύναμη και υποστούν την ίδια καταδίκη με το διάβολο. Αντίθετα, ο ενάρετος χριστιανός
βλέπει ότι η Χάρη του Αγίου Πνεύματος που κατοικεί μέσα του ενεργεί τις αρετές.68
Τέλος, όπως αναφέρθηκε, τα αμαρτήματα είναι ακούσια, εκούσια, εν γνώσει και εν
αγνοία. Τα ακούσια, τα εν γνώσει και τα εν αγνοία αμαρτήματα είναι τόσα πολλά,
άγνωστα, κρυφά, και πολλές φορές δεν τα υποψιάζεται ο άνθρωπος, ώστε να τα στοχασθεί
και να μετανοήσει. Η γνώση των εκούσιων και φανερών αμαρτιών είναι δυνατόν να
δημιουργήσει τη ψευδαίσθηση στον άνθρωπο ότι είναι σοφός και να τον οδηγήσει στην
υπερηφάνεια. Δυστυχώς ο υπερήφανος αγνοεί το πλήθος των άλλων αμαρτημάτων, για τα
οποία προτρέπει ο άγιος Συμεών να προσεύχεται ο άνθρωπος περισσότερο από τα εκούσια
και φανερά.69

2.4.5 Η αντιλογία

Η αντιλογία είναι χαρακτηριστικό του υπερήφανου ανθρώπου. Αυτός που έβαλε στο νου

του να αντιλέγει, είναι γι’ αυτόν δαμόκλειος σπάθη, διότι χωρίς να το γνωρίζει θανατώνει

την ψυχή του και την αποξενώνει από την αιώνια ζωή.70 Εκείνος που αντιλέγει είναι σαν

να παραδίδει εκούσια τον εαυτό του στους εχθρούς του βασιλιά. Διότι η αντιλογία είναι

αγκίστρι που έχει δόλωμα τη δικαιοσύνη και μέσω αυτής ο άνθρωπος απατώμενος κατα-

66. Ησαΐας 66:2.


67. Κατ. 4, S.C. 96, 186-207, σσ. 330-332 . Πρβλ Ζαγοραίος, Λόγος 75, σ. 404.
68. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΣΤ΄, σσ. 106-109. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 14, σσ. 89-90.
69. Ζαγοραίος, Λόγος 12, σ. 85.
70. Κεφ.θεολ.γν.πρ. 1, S.C. 51, 45, σ. 52. Πρβλ. Ζαγοραίος, Κεφάλαια θεολογικά και πρακτικά , σ.
530.

37 37
πίνει το αγκίστρι της αμαρτίας. Από αυτό αρπάζεται η άθλια ψυχή και πότε ανάγεται σε

ύψος υπερηφάνειας, πότε καταποντίζεται στο χάος της αβύσσου της αμαρτίας, και κατα-

δικάζεται μαζί με τους δαίμονες που εξέπεσαν από τον ουρανό.71

2.4.6 Η κατάκριση και η καταλαλιά

Είναι αξιοσημείωτο ότι ο ιερός Πατέρας θεωρεί την κατάκριση και την καταλαλιά ως ένα
σοβαρό πνευματικό νόσημα. Ο άγιος Συμεών αναφέρεται σε αυτούς που διαπράττουν την
αμαρτία τόσο με την πράξη όσο και με το λογισμό. Γιατί στη δεύτερη περίπτωση, ακόμη
και εάν δεν ανοίξουν το στόμα τους και δεν βγάλουν λόγο, είναι ένοχοι διότι ο άρρωστος
λογισμός φανερώνει την ασθένεια της ψυχής τους.72 Δηλαδή αυτοί που λένε μέσα στην
καρδιά τους χωρίς να ακούσει κανείς τη φωνή τους: «Κακώς έγινε αυτό και παράλογα
έγινε εκείνο» και «Για ποιο λόγο έγινε αυτό και αυτό; Γιατί δεν έγινε κι εκείνο;» είναι
κατάλαλοι και θα κριθούν για κατάκριση.73 Αυτοί, λοιπόν, που λησμονούν να εξετάσουν
τον εαυτό τους και περιεργάζονται τα ξένα είτε με τα λόγια, είτε με την σκέψη, είναι
υπόδικοι τιμωρίας. Διότι αθετούν τα λόγια του Θεού που προστάζει: «μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ
κριθῆτε· ἐν ᾧ γὰρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, καὶ ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε μετρηθήσεται ὑ-
μῖν»·74 του Αποστόλου Παύλου που λέει: «σὺ τίς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην; τῷ ἰδίῳ
Κυρίῳ στήκει ἢ πίπτει»·75 και του Αποστόλου Ιακώβου: «μὴ καταλαλεῖτε ἀλλήλων».76 77

Όπως χαρακτηριστικά λέει ο άγιος Συμεών, αν βρεθούν δύο λεπροί και απ’ αυτούς ο ένας
κατηγορεί τον άλλο ως λεπρό, αυτός ως μωρός και ανόητος είναι άξιος μεγάλης καταδίκης
εξαιτίας της εξουδένωσης του συνανθρώπου και ομοιοπαθή λεπρού.78

71. Κεφ.θεολ.γν.πρ. 1, S.C. 51, 46, σ. 52. Πρβλ Ζαγοραίος, Κεφάλαια θεολογικά και πρακτικά , σσ.
530-531.
72. Κατ. 3, S.C. 96, 245-246, σ. 301. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 73, σ. 391.
73. Κατ. 3, S.C. 96, 241-244, σ,301. Πρβλ. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΚΒ΄, 76-80, σ. 300-301. Πρβλ.
Ζαγοραίος, Λόγος 73, σ. 391.
74. Κατά Ματθαίον 7:1,2.
75. Προς Ρωμαίους 14:4.
76. Ιακώβου 4:11.
77. Ηθ. 9, S.C. 129, 128-137, σ. 228. Πρβλ. Κατ. 3, S.C. 96, 6-8, σ. 280. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος
80, σσ. 439-440. Πρβλ. ό.π., Λόγος 73, σ. 388.
78. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΚΒ΄, 232-235, σσ. 312-313.

38 38
2.4.7 Ο φθόνος

Μία σημαντική πνευματική νόσος, σύμφωνα με τον ιερό Πατέρα, που γεννάται από τα
πάθη της φιλαργυρίας, της φιλοδοξίας και της φιληδονίας είναι ο φθόνος. Η ασθένεια του
φθόνου προξενεί μεγάλο κακό στην ψυχή του ανθρώπου και δεν υπολογίζει φίλους, συγγε-
νείς και ευεργέτες. Αυτός δημιουργεί λύπη για τα ξένα αγαθά και την ευτυχία των άλλων.
Ο φθονερός άνθρωπος δεν υπολογίζει τα δικά του αγαθά και δεν δοξάζει το Θεό για τις
καθημερινές ευεργεσίες Του, αλλά λυπάται για τη χαρά και τα καλά των συνανθρώπων
του.79
Το πάθος του φθόνου είναι τόσο μεγάλη πληγή που δύναται να οδηγήσει τον
άνθρωπο μέχρι και το φόνο − όπως επιβεβαιώνεται και από την Αγία Γραφή. Από φθόνο
παρέδωσαν οι Ιουδαίοι τον Χριστό στον Πιλάτο, επειδή θαυματουργούσε και ευεργετούσε
με διάφορους τρόπους τους ανθρώπους: «ᾔδει γὰρ ὅτι διὰ φθόνον παρέδωκαν αὐτόν».80
Στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται ότι, επειδή ο Θεός έκρινε την προσφορά του Άβελ
καλύτερη από του Κάιν, ο τελευταίος, όταν το έμαθε, λυπήθηκε μέχρι θανάτου, φθόνησε
τον αδερφό του και τον φόνευσε.81 Αντί να διδαχθεί και να παραδειγματιστεί, και να προσ-
φέρει στο μέλλον ευάρεστες θυσίες, σκοτίστηκε από το πάθος του φθόνου και προχώρησε
στον φόνο.
Επιπλέον, ο άνθρωπος που νοσεί από το πάθος του φθόνου δεν δύναται να
ομολογήσει κανέναν μεγαλύτερο από αυτόν στην αρετή και τη σωφροσύνη.82 Σε κάθε
περίπτωση προσπαθεί να υποβιβάσει αυτόν που φθονεί και να εξυψώσει τον εαυτό του.83
Όπου υπάρχει φθόνος, υπάρχει και ο πατέρας του φθόνου, ο διάβολος − και όχι ο Θεός της
αγάπης. Ο άνθρωπος που δεν έχει αγάπη για τον πλησίον, δεν είναι δυνατόν να λέγεται
πιστός και χριστιανός, διότι παραβαίνει τις θείες Γραφές που προστάζουν την αγάπη για το
συνάνθρωπό μας84 και μας προτρέπουν «χαίρειν μετὰ χαιρόντων καὶ κλαίειν μετὰ
κλαιόντων».85

79. Ι. Βλάχος, ό.π., σσ. 138-139.


80. Κατά Ματθαίον 27:18.
81. Γένεσις 4:3, 8.
82. Ηθ. 4, S.C. 129, 45-47, σ. 10. Πρβλ Ζαγοραίος, Λόγος 84, σ. 472.
83. Ι. Βλάχος, ό.π., σ. 140.
84. Ηθ. 9, S.C. 129, 179-199, σσ. 232-234. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 80, σσ. 439-440. Πρβλ. Ηθ. 1,
S.C. 122, 99-105, σσ. 192-192. Πρβλ Ζαγοραίος, Λόγος 45, σ. 209. Πρβλ. Ηθ. 9, S.C. 129, 191-199, σσ. 232-
234. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 80, σ. 440.
85. Προς Ρωμαίους 12:15.

39 39
2.4.8 Η ακηδία

Είναι μια από τις πιο σοβαρές πνευματικές νόσους. Κατά τον άγιο Συμεών, είναι θάνατος
της ψυχής και του νου. Την παραχώρησε ο Θεός διότι είναι πρόξενος της ταπείνωσης και
είναι τόση η ισχύς της, που αν δεν υπήρχε η βοήθειά Του, δεν θα μπορούσε ο άνθρωπος να
την νικήσει.86 Η ακηδία −δηλαδή η αμέλεια και η οκνηρία− που γεννάται στη ψυχή από τα
τρία τυρρανικά πάθη, δημιουργούν μια παραλυσία και βάρος στο σώμα που προξενούν
παραμέληση του προγράμματος της πνευματικής ζωής, σκοτισμό του νου, κακή ψυχική
διάθεση, κενό στην ψυχή, ακινησία προς την προσευχή, δυσκολία μετάβασης στους συνη-
θισμένους χώρους προσευχής, απελπισία και καταφρόνηση της νηστείας. Συνάμα, το
πένθος87 εκλείπει και σβήνεται η φλόγα του Αγίου Πνεύματος που υπήρχε μέσα του. Επί-
σης, μπορεί να δημιουργούνται λογισμοί δειλίας, λογισμοί βλασφημίας και παράλογες
σκέψεις εναντίον του Θεού. Εξαιτίας της οκνηρίας, ο άνθρωπος επιζητά τον πολύ ύπνο.
Όταν ο χριστιανός −για να νικήσει τον πολύ ύπνο− αντιτάξει την εγκράτεια και την αγρυ-
πνία, η καρδιά του γρήγορα σκληραίνει από την υπερηφάνεια και λόγω έλλειψης του πέν-
θους υπεισέρχεται σε αυτήν η δειλία.88
Ο δαίμονας της ακηδίας πολεμά τις περισσότερες φορές αυτούς που προκόβουν ή
επιμελούνται την νοερά προσευχή.89 Αυτό γίνεται είτε κατά παραχώρηση Θεού είτε λόγω
της εκτροπής από το φυσιολογικό του ανθρώπινου σώματος, δηλαδή όταν ο άνθρωπος
φάει πολύ, βαρύνει το στομάχι του και κοιμηθεί υπερβολικά ή εγκρατεύεται υπέρ το δέον,
οπότε ηττάται από το πάθος της ακηδίας.90
Ο άνθρωπος που νοσεί από αυτήν την ασθένεια δέχεται στην καρδιά του το σπόρο
του πονηρού και καρποφορεί ζιζάνια, δηλαδή το φθόνο, το μίσος, τη μνησικακία, τη ζήλια,
τη διάθεση για φιλονικία, την οίηση, την κενοδοξία, την υπερηφάνεια, το δόλο, την
περιέργεια, τη διαβολή και κάθε αισχρό πάθος που γίνεται με ηδονή μέσω του σώματος
και μολύνει τη ψυχή του.91

86. Κεφ.θεολ.γν.πρ. 1, S.C. 51, 74, σ. 82. Πρβλ. ό.π., 72, 28-29, σσ. 80-81.
87. Βλ. σχετικά 3.3.7 Το πένθος, η κατάνυξη και τα δάκρυα, Μέρος Τρίτο, σ. 94.
88. Κεφ.θεολ.γν.πρ. 1, S.C. 51, 66, σ. 76. Πρβλ. Ζαγοραίος, Κεφάλαια θεολογικά και πρακτικά, σ.
533. Πρβλ. Κατ. 11, S.C. 104, 30-33, σσ. 154-156. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 66, σ. 413. Πρβλ.
Κεφ.θεολ.γν.πρ. 1, S.C. 51, 71, σ. 78-80. Πρβλ. ό.π., 72, σσ. 80-81. Πρβλ. J.C. Larchet, ό.π., σσ. 316, 322-
324.
89. Bλ. σχετικά 3.3.6.1 Η νοερά προσευχή, σ. 91.
90. Κεφ.θεολ.γν.πρ. 1, S.C. 51, 73, σσ. 80-82. Πρβλ. J.C. Larchet, ό.π., σ. 318.
91. Κατ. 10, S.C. 104, 142-153, σσ. 148-150. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 55, σ. 280.

40 40
2.4.9 Η αργία

Ένα από τα πιο βλαβερά πάθη για την ψυχή είναι η αργία, δηλαδή η αποχή από τα έργα.
Όμως, ποιο είναι το περιεχόμενο της λέξης «έργα» και τι είναι «αργία»; Κατά τον άγιο
Συμεών, με τον όρο «έργα» δεν εννοείται το παράγωγο της χειρωνακτικής εργασίας και η
ικανοποίηση των ατομικών αναγκών από αυτή, αλλά όσα έχουν πνευματικό περιεχόμενο
και πνευματικούς καρπούς. Επομένως, τα «έργα» είναι συνυφασμένα με την εργασία των
εντολών του Θεού, αφού αυτές υπαγορεύουν τα «καλά έργα».92
Η αργία, κατά τον ιερό Πατέρα, δεν έχει την έννοια της σωματικής ανάπαυσης και
τη διακοπή της σωματικής εργασίας για την βιολογική επιβίωση. Είναι μια πνευματική
κατάσταση που την χαρακτηρίζει η αδράνεια του ανθρώπου στα πνευματικά έργα, δηλαδή
είναι η μη συλλογή πνευματικών αγαθών.93 Όμως αυτός που δεν εργάζεται τις εντολές
του Θεού διαπράττει αμαρτία, διότι σύμφωνα και με τον απόστολο Ιάκωβο: «εἰδότι οὖν
καλὸν ποιεῖν καὶ μὴ ποιοῦντι, ἁμαρτία αὐτῷ ἐστιν»94. Συνάμα, αποτελεί και κατάρα, διότι
λέει ο Προφήτης Ιερεμίας: «ἐπικατάρατος ὁ ποιῶν τὰ ἔργα Κυρίου ἀμελῶς».95 96
Ο άνθρωπος που ασθενεί από το πάθος της αργίας δεν είναι δυνατόν να εκπλη-
ρώσει το νόμο του Χριστού που λέει: «πάντα οὖν ὅσα ἄν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄν-
θρωποι, οὕτω καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς»,97 «εἰ οὖν ἐγὼ ἔνιψα ὑμῶν τοὺς πόδας, ὁ Κύριος καὶ
ὁ Διδάσκαλος, καὶ ὑμεῖς ὀφείλετε ἀλλήλων νίπτειν τοὺς πόδας»,98 και «εἴ τις θέλει πρῶτος
εἶναι, ἔσται πάντων ἔσχατος καὶ πάντων διάκονος».99 Ο απόστολος Παύλος παραγγέλλει το
εξής: «ὅτι εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ ἐσθιέτω».100 101 Κατά τον άγιο Συμεών γεννά την
πονηρία, και αυτή με τη σειρά της κάθε κακία.102 Η αργία διδάσκει κάθε κακό.103

92. Σ. Πορτελάνος, ό.π., σσ. 140-141. Πρβλ. Κατ. 8, S.C. 104, 170-176, σ. 100. Πρβλ. Ηθ. 7, S.C.
129, 487-490, σ. 190. Πρβλ. Α. Κεσελοπουλος, ό.π., σ. 135.
93. Σ. Πορτελάνος, ό.π., σσ. 153-154.
94. Ιακώβου 4:17.
95. Ιερεμία 31:10.
96. Ηθ. 7, S.C. 129, 88-93, σ. 162.
97. Κατά Ματθαίον 7:12.
98. Κατά Ιωάννην 13:14.
99. Κατά Μάρκον 9:35.
100. Προς Θεσσαλονικείς Β΄ 3:10.
101. Ηθ. 15, S.C. 129, 139-152, σ. 454. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 85, σ. 488.
102. Κατ. 10, S.C. 104, 91-92, σ. 144. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 55, σ. 279.
103. Κατ. 26, S.C. 113, 75, σ. 76.

41 41
2.4.10 Η οργή

Το πάθος της οργής προέρχεται από το θυμικό της ψυχής. Η θυμοειδής δύναμη
(θυμικό) δόθηκε στον άνθρωπο από το Θεό κατά τη δημιουργία του για να αγωνίζεται
κατά των πειρασμών και του διαβόλου, και να αποφεύγει την αμαρτία. Αυτός ήταν
εξαρχής ο σκοπός και η φυσιολογική χρήση της. Όμως, η πτώση των πρωτοπλάστων είχε
ως συνέπεια την παρά φύση χρήση της − δηλαδή τη στροφή του θυμικού κατά του
πλησίον. Όλες οι μορφές του θυμού μπορεί να είναι εξωτερικευμένες ή εσωτερικές,
φανερές ή κρυφές, χονδροειδείς ή επιτηδευμένες κατά του πλησίον.
Τα κύρια αίτια της ασθένειας της ψυχής −όπως αναφέρθηκε− είναι η φιληδονία, η
φιλαργυρία και η φιλοδοξία. Η οργή έχει άμεση σχέση με την ηδονή. Ο άνθρωπος που
υποδουλώνεται στο πάθος της οργής, οργίζεται όταν στερείται την ηδονή που του
παρέχουν τα αισθητά αγαθά ή απειλείται ότι θα την απωλέσει ή εμποδίζεται να τη φτάσει.
Επιπλέον, κλίνει προς διάφορες μορφές οργής, όταν θεωρεί ότι τον προσβάλλουν, τον
ταπεινώνουν και πληγώνουν το φιλότιμό του. Προσπαθεί με την οργή να αποκαταστήσει
την εικόνα του μπροστά στους άλλους, αλλά και μπροστά στον ίδιο του τον εαυτό, αφού
είναι προσκολλημένος στην ιδεατή εικόνα που έχει για τον εαυτό του, εξαιτίας της
κενοδοξίας και της υπερηφάνειάς του.104
Κατά τον ιερό Πατέρα η οργή είναι δηλητήριο για την ψυχή του ανθρώπου μέσω
του οποίου κατατρώγει ο διάβολος το εσωτερικό του. Ο πονηρός, κάθε φορά που ο
χριστιανός οργίζεται, αποκτά δύναμη ώστε να φθείρει την δύναμη της ψυχής του και τα
καλά έργα που αποσκοπούν στην διόρθωσή του, και να ζει πλέον σύμφωνα με την
αμαρτία. Δηλαδή, η ψυχή εξασθενεί και κάθε προσπάθεια αναζωογόνησης και
αποκατάστασής της είναι πραγματικά δύσκολη.105

104. J.C. Larchet, ό.π., σσ. 327-328, 332-334.


105. Κεφ.θεολ.γν.πρ. 1, S.C. 51, 47, σσ. 64-66. Πρβλ. J.C. Larchet, ό.π., σσ. 343, 347.

42 42
2.5 O πόλεμος του διαβόλου και των δαιμόνων

Ο διάβολος δεν είναι ένα φανταστικό πρόσωπο για να δηλωθεί η ύπαρξη του κακού, αλλά
μια συγκεκριμένη οντότητα. Η Αγία Γραφή και οι άγιοι Πατέρες διδάσκουν ότι ο διάβολος
ήταν άγγελος, ο λεγόμενος Εωσφόρος, όμως η υπερήφανη προσπάθεια του να αποκτήσει
τη δόξα του Θεού είχε ως αποτέλεσμα την πτώση του ιδίου και των αγγέλων του τάγματός
του. Ο ίδιος ο Κύριος μας αποκαλύπτει: «ἐθεώρουν τὸν σατανᾶν ὡς ἀστραπὴν ἐκ τοῦ
οὐρανοῦ πεσόντα».106 Δηλαδή, οι δαίμονες δεν δημιουργήθηκαν δαίμονες εξ αρχής από το
Θεό γιατί ο Θεός δεν δημιούργησε το κακό. Είναι πνεύματα άσαρκα και νοερά, που
περιτριγυρίζουν σε μία στιγμή τη γη, τον αέρα και όλα τα μέρη κάτω από τον ουρανό με
μοναδική επιθυμία να «νεκρώνουν» τους ανθρώπους.107
Μετά την πτώση των πρωτοπλάστων έχουν αποκτήσει παρρησία στην ανθρώπινη
φύση και έχουν αποκτήσει μεγάλη εμπειρία στον πόλεμο των ανθρώπων. Ο διάβολος
υπάρχει περισσότερο από έξι χιλιάδες και εξακοσίους χρόνους στους αιώνες, και είναι
πάντοτε κρυφός εχθρός των ανθρώπων. Μάχεται με αυτούς δια μέσου αυτών και μάλιστα
αυτοί που γεννώνται τώρα και δεν έχουν καμία εμπειρία στον πόλεμο του διαβόλου, την
πολεμική τεχνική και τη δύναμη του, δεν καταλαβαίνουν τον φανερό και κρυφό πόλεμο
που εξαπολύει εναντίον τους. Απομάκρυνε με δόλο τους πρωτοπλάστους −και κατ’ επέ-
κταση το ανθρώπινο γένος− από τον Θεό, και διεξάγει φοβερό αγώνα με σκοπό να μην
αφήσει τον άνθρωπο να επιστρέψει σ’ Αυτόν. Ακόμα και αν ο άνθρωπος τύχει με τη Θεία
Χάρη να επιστρέψει στον Θεό, αυτός με την πολυετή εμπειρία και επιτηδειότητά του
προσπαθεί πάλι να τον απομακρύνει.
Όλος ο πόλεμος των δαιμόνων εναντίον του ανθρώπου έχει σκοπό να τον αποξε-
νώσει από τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος και τη δόξα του Θεού.108 Η δολιότητά του
φτάνει σε σημείο να μεταμορφώνεται και σε Άγγελο φωτός, προκειμένου να παραπλα-
νήσει τον άνθρωπο.109 Έργα του διαβόλου είναι κάθε αμαρτία, φθόνος, ψεύδος, δόλος,
μίσος, έχθρα, διαμάχη, μανία, συκοφαντία, θυμός, οργή, αλαζονεία, κενοδοξία, ασπλαχνία,
πλεονεξία, αρπαγή, αδικία, ανόητη επιθυμία, παράλογος θυμός, ψιθυρισμός, καταλαλιά,
υπερβολικός ζήλος, φιλονικία, λοιδορίες, ειρωνείες, δοξομανίες, επιορκίες, καταφρόνηση
Θεού, αναίδεια και κάθε κακό.110

106. Κατά Λουκάν 10:18.


107. Ι. Βλάχος, ό.π., σσ. 220-221. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 16, σ. 97.
108. Κατ. 3, S.C. 96, 172-175, σ. 294. Πρβλ Ζαγοραίος, Λόγο 73, σ. 390.
109. Ζαγοραίος, Λόγος 44, σ. 200.
110. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο Θ΄, 74-79, σσ. 136-137.

43 43
Ο διάβολος συνηθίζει να πλησιάζει την ψυχή με κάποιο παράδοξο και δυσνόητο
τρόπο που οι άνθρωποι αγνοούν. Θέλει μέρα και νύχτα να είναι κοντά στην ψυχή του
ανθρώπου για να ταράσσει και να ανακατώνει τα ορμήματα, κινήματα και διανοήματά της
−δηλαδή να κατευθύνει το θυμικό, επιθυμητικό και λογιστικό μέρος της ψυχής εκεί που ο
ίδιος επιθυμεί. Με αυτόν τον τρόπο παγιδεύει τον άνθρωπο χωρίς αυτός να το αντιλαμ-
βάνεται. Όταν η κατάσταση αυτή πολυκαιρίσει, ο άνθρωπος γίνεται εμπαθής και πονηρός.
Τότε, ο διάβολος τον πείθει να ομολογεί ότι η ασθένεια που έχει (και γι’ αυτό ηττάται από
τα πάθη) είναι ιδιότητα της ανθρώπινης φύσης και όχι ενέργεια των δαιμόνων. Μάλιστα
μερικούς τους πείθει να θεωρούν ως κατορθώματα όσα ενεργεί αυτός πάνω τους και
επιπλέον να καυχώνται γι’ αυτά. Η καύχηση αυτή είναι σημάδι τελείας νέκρωσης της
ψυχής, γιατί αυτός που καυχάται για την κακία είναι αναίσθητος και νεκρός .111
Είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα η περιγραφή του αγίου Συμεών για τον τρόπο που
πλησιάζει ο διάβολος τον άνθρωπο, και τα μέσα που χρησιμοποιεί για να τον οδηγήσει
στην αμαρτία. Η επήρεια του είναι διπλή. Επειδή γνωρίζει πώς ο νους του ανθρώπου
κινείται πάντοτε, στέκεται κοντά στον άνθρωπο και βάζει μπροστά στο λογισμό του την
ηδονή ως δόλωμα. Κάτω από την ηδονή σαν δίχτυ βάζει την αμαρτία − γιατί ο διάβολος
χωρίς την αμαρτία δεν δύναται να πιάσει τον άνθρωπο.112 Στην συνέχεια κινεί τη ψυχή του
ανθρώπου να επιθυμήσει την ηδονή και να τελειώσει την αμαρτία με την πράξη. Γιατί,
όταν η ψυχή επιθυμήσει την αμαρτία, δύσκολα εμποδίζεται από την πράξη· εξαιτίας του
κεντρίσματος των δαιμόνων, το οποίο γίνεται εν ριπή οφθαλμού.
Ουσιαστικά η αμαρτία γίνεται με το θέλημα του ανθρώπου και χωρίς αυτό· με τη
θέλησή του γίνεται γιατί κλίνει η διάνοιά του προς την αμαρτία· και χωρίς τη θέλησή του,
γιατί συστελλόμενος να μην κάνει το έργο, με κέντρισμα του διαβόλου το πράττει.113 Ο
άνθρωπος μοιάζει με το γεράκι που, ενώ πετάει και ψάχνει για τροφή, απατάται και
δελεάζεται από το δόλωμα που έχει τοποθετήσει ο κυνηγός κάτω από τα δίχτυα. Μόλις
ορμήσει στην τροφή τυλίγεται στα δίχτυα και συλλαμβάνεται. Τότε ο κυνηγός το πιάνει,
του ράβει τα μάτια, και το έχει στην εξουσία του παρά τη θέλησή του. Κατά τον ίδιο τρόπο
και ο άνθρωπος, όταν πιαστεί στα δίχτυα του διαβόλου με την αμαρτία, ο πονηρός του
ράβει τα μάτια − δηλαδή σκοτίζει το νου του, για να μη δει το φως και το δρόμο και
διαφύγει. Ώσπου με τη συνήθεια της ηδονής να καταστήσει την ανθρώπινη ψυχή υπάκουη
στο πονηρό θέλημά του, και ύστερα από μόνη της να μην θέλει να διαφύγει, αλλά να

111. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΣΤ΄, σσ. 100-101. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 14, σσ. 87-88.
112. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΣΤ΄, σσ. 105-106. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 14, σ. 88.
113. Ζαγοραίος, ό.π., Λόγος 12, σ. 85.

44 44
αναλώνεται σε όλα τα κακά.114 Αλλά ο διάβολος, σε αντίθεση με τον κυνηγό που δεν έχει
τη δύναμη να ελκύσει το γεράκι προς την τροφή, μπορεί αν βρει την ψυχή γυμνή από τη
Χάρη του Θεού να την κινήσει σε αυτές τις ορέξεις της ψυχής. Γι’ αυτό και αναφέρθηκε
ότι είναι διπλή η επήρειά του προς τον άνθρωπο.
Κατά τον ιερό Πατέρα όλος ο πόλεμος των δαιμόνων έχει σκοπό να οδηγήσει τον
άνθρωπο στην «προσπάθεια»115 για τα υλικά αγαθά. Η ψυχή που είναι υποδουλωμένη
στην «προσπάθεια» των ορατών, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει χωρίς λύπη τα λυπηρά που
της συμβαίνουν και τις επερχόμενες σε αυτή επήρειες από τους δαίμονες και τους
ανθρώπους. Συνδεδεμένη με την «προσπάθεια» των ανθρώπινων πραγμάτων νιώθει
σφοδρή οδύνη στις περιπτώσεις χρηματικής ζημίας, στέρησης πραγμάτων και πληγών του
σώματος. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να στερείται τη δόξα του Θεού και τη Χάρη του Αγίου
Πνεύματος − πράγμα που είναι θάνατος της ψυχής. Ο άνθρωπος που υποδουλώνεται στο
σαρκικό θέλημα περιφέρει τον θάνατο.116
Πολλές φορές ο άνθρωπος −όταν είναι γυμνός από τη Θεία Χάρη− έχει την ψευ-
δαίσθηση ότι το κακό που κάνει, το πράττει αυτεξούσια, δηλαδή με τη δική του θέληση.
Αυτή είναι μια εφευρετική παγίδα του πονηρού, να ενεργεί αυτός σε εκείνους που
αμαρτάνουν και αυτοί να πιστεύουν ότι αυτό είναι απόρροια της δικής τους προαίρεσης.
Έτσι, χωρίς να θέλουν, γίνονται υπόδουλοι και υποκείμενοι στην εξουσία του και
σπρώχνονται από αυτόν στην αμαρτία.117 Ο άνθρωπος εξουσιάζεται, όπως οι ληστές
εξουσιάζουν αυτούς που ληστεύουν. Παρόλο που Αυτός που μπορεί να τους σώσει είναι ο
Θεός, ο ληστής τους πείθει να αναπαύονται στη συμφορά τους και να χαίρονται στη
δουλεία αυτή. Δεν επιθυμούν την ελευθερία και η αμαρτία εξουσιάζει τόσο πολύ τη φύση
τους που μισούν αυτά που της ανήκουν και αγαπούν αυτά που δεν της ανήκουν. Δηλαδή,
χαίρονται με θέατρα, χορούς, παιχνίδια, έριδες, φιλονικίες κ.α.· και στεναχωριούνται, σκυ-
θρωπιάζουν και νιώθουν ανία γι’ αυτά που είναι ωφέλιμα και θεάρεστα − όπως οι ιερές
ακολουθίες.118
Μία ακόμη μηχανή του διαβόλου στην οποία αναφέρεται ο άγιος Πατέρας είναι η
απόγνωση. Ο πονηρός προσπαθεί να πείσει τον άνθρωπο που είναι βυθισμένος σε πλήθη
αμαρτημάτων πως δεν υπάρχει σωτηρία, και λέει στην ψυχή του: «οὐκ ἔστι σωτηρία αὐτῷ

114. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΣΤ΄, σσ. 102-105. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 14, σ. 88.
115. Η εμπαθής προσκόλληση.
116. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΚΒ΄, 12-19, σσ. 296-297. Πρβλ. Κεφ.θεολ.γν.πρ. 3, S.C. 51, 82, σ. 172.
117. Ζαγοραίος, Λόγος 22, σ. 124.
118. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο Δ΄, σσ. 80-83.

45 45
ἐν τῷ Θεῷ αὐτοῦ»119 − και αλίμονο σε όποιον πειστεί.120 Σκοτίζει το νου του, ώστε να μην
αντιλαμβάνεται ότι η φιλανθρωπία του Θεού εξαλείφει κάθε αμαρτία. Το να πέφτει ο
άνθρωπος σε απόγνωση εξαρτάται από δική του προαίρεση και θέληση. Αντίθετα, το να
μένει κάποιος αλώβητος από τα βέλη του πονηρού δεν είναι στη δικιά του εξουσία, αλλά
του Θεού.121 Η απελπισία είναι πληγή θανατηφόρος,122 και δίνει εξουσία στο διάβολο να
οδηγήσει τον άνθρωπο μέχρι και στα πρόθυρα της αυτοχειρίας.123
Επιπλέον, ο διάβολος για να απελπίσει τον χριστιανό, μπορεί να παρουσιάσει ως
αδύνατο να αντέξει μέχρι τέλους τις δυσχέρειες που έχει ο δρόμος των αρετών, και ως
ανώφελο να κοπιάζει κάποιος γι’ αυτές. Για το λόγο αυτό δύναται να δείχνει στον
χριστιανό εκείνους που πνευματικά δεν κατόρθωσαν τίποτα, και μάλιστα εκείνους που για
χρόνια επιδόθηκαν στην πνευματική άσκηση χωρίς όμως καμία ωφέλεια. Σκοπός του είναι
να τον απογοητεύσει, ώστε να περιορίσει τα κατά Θεόν βήματά του, να δειλιάσει και μέσω
της αμέλειας να εργάζεται τα έργα του πονηρού και να παραδοθεί σε αυτόν. Φυσικά ο
διάβολος δεν φανερώνει ότι αυτοί που πολυκαίρισαν στην άσκηση χωρίς ωφέλεια έτρεχαν
το δρόμο των εντολών με ιδιορρυθμία και υπερηφάνεια, και όχι με γνώση και ευσεβή
λογισμό.124
Στους χριστιανούς που αγωνίζονται με προσευχές, νηστείες, ελεημοσύνες και τα
άλλα μέσα σωτηρίας, ο διάβολος με επιμέλεια στήνει μια άλλη παγίδα. Ενώ σκοπός του
αγώνα του ανθρώπου είναι να ελευθερωθεί από τα πάθη με τη δύναμη του Κυρίου Ιησού
Χριστού, ο πονηρός αγωνίζεται να σπείρει στο νου του την άγνοια, ώστε να μη γνωρίζει το
σκοπό του αγώνα του, και του δημιουργεί τη ψευδαίσθηση ότι πορεύεται ορθώς
πνευματικά.125 Κατά τον άγιο Συμεών, δεν υπάρχει όφελος όταν ο αγώνας δεν είναι
πνευματικός και γίνεται χωρίς γνώση.126
Επιπλέον, ο διάβολος πολλές φορές δημιουργεί την πλάνη στον άνθρωπο ότι η
απόκτηση των αρετών είναι δυνατή μόνο με τις δικές του δυνάμεις − χωρίς τη βοήθεια και
τη Χάρη του Θεού. Οι δαίμονες εξαπατούν τη νοερή διάνοιά του, ώστε να φαίνεται στους
άλλους ανθρώπους σώφρονας, ελεήμων, πράος και με άλλες αρετές. Όμως η αρετή χωρίς
τη Χάρη λογίζεται από τον Θεό ως κατώτερη από κάθε κακία, και λογαριάζεται ως

119. Ψαλμοί 3:3.


120. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο Ζ΄, 128-130, σσ. 120-121.
121. Κατ. 3, S.C. 96, 347-361, σσ. 308-310. Πρβλ. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΚΒ΄, 200-202, σσ. 308-
309. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 73, σ. 393.
122. Κατ. 3, S.C. 96, 347-348, σ. 308. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 73, σ. 392.
123. Σ. Πορτελάνος, ό.π., σ. 77.
124. Κατ. 6, S.C. 104, 278-291, σσ. 68-70. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 74, σ. 398.
125. Ζαγοραίος, Λόγος 16, σσ. 96-97.
126. Κατ. 4, S.C. 96, 336-337, σ. 348-350. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 75, σ. 406.

46 46
ανύπαρκτη. Το καλό δεν είναι καλό, όταν δεν γίνεται με καλό τρόπο.127 Είναι αδύνατον να
γίνει το καλό χωρίς τη Χάρη του Θεού.128 Για παράδειγμα, αυτοί που ψάλλουν και
προσεύχονται, επειδή μιλούν με τα χείλη ενώ με τη διάνοια παρασύρονται σε μάταιες
μέριμνες, δεν κάνουν το καλό με καλό τρόπο. Διότι, χωρίς τη δύναμη του Αγίου
Πνεύματος, δεν μπορεί να γίνει με καλό τρόπο.129
Επίσης, ο διάβολος διεξάγει ιδιαίτερο αγώνα εναντίον του ανθρώπου την ώρα της
προσευχής και της ανάγνωσης. Προσπαθεί να δημιουργήσει μια ακαταστασία στο νου −να
περιτριγυρίζει εδώ και εκεί− και να στοχάζεται αυτά που δεν πρέπει. Ο χριστιανός έχει την
αίσθηση ότι η ακαταστασία και οι περιπλανήσεις του νου είναι αναγκαίες μέριμνες,
φροντίδες και υποθέσεις του. Πρόκειται για μια ολέθρια ψυχική νόσο. Εξαιτίας της
άγνοιας για αυτή τη φοβερή αρρώστια, φυτρώνουν σαν παραφυάδες η οίηση, η αλαζονεία,
η υπερηφάνεια, η ματαιοφροσύνη, η κενοδοξία, η περιφρόνηση των συνανθρώπων, το να
θέλουν να είναι ανώτεροι, και η άγνοια ότι αυτό το πάθος είναι κοινό για όλο το
ανθρώπινο γένος όπως η φθορά και ο θάνατος.130 Μάλιστα, στην περίπτωση που κάποιος
πνευματικά έμπειρος του αποκαλύψει ότι όλες αυτές οι περιπλανήσεις είναι δαιμονικές,
δεν πείθεται και κατηγορεί ως ανόητο αυτόν το σοφό. Κατά τον άγιο Πατέρα, η νόσος
αυτή ξεπερνά τις άλλες ψυχικές αρρώστιες. Αυτό το πάθος εφευρίσκει τις αιρέσεις,
εμποδίζει την προσευχή να κατευθυνθεί ενώπιον του Θεού, και σαν τοίχος αποτελεί
εμπόδιο στο νου να πλησιάσει Αυτόν.131
Μία άλλη πανουργία του διαβόλου με την οποία οδηγεί τον άνθρωπο στο σκότος
και στην απώλεια είναι −κατά τον άγιο Συμεών− ο δεσμός της «προσπάθειας» προς τους
συγγενείς. Μάλιστα με τη μέθοδο αυτή έχει δέσει ακόμα και εκείνους που νίκησαν τα
άλλα πάθη και έλαβαν το στέφανο της νίκης. Ο ίδιος ο Κύριος είπε: «εἴ τις ἔρχεται πρός με
καὶ οὐ μισεῖ τὸν πατέρα ἑαυτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ τέκνα καὶ τοὺς ἀδελ-
φοὺς καὶ τὰς ἀδελφάς, ἔτι δὲ καὶ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν, οὐ δύναταί μου μαθητής εἶναι».132 Όμως
ο διάβολος, που πολεμά ασταμάτητα τον άνθρωπο, πρώτα ανακινεί στη μνήμη τους
συγγενείς, και στη συνέχεια προβάλλει από τη θεία Γραφή ρητά που ειπώθηκαν προς
άλλους και περί άλλων, και με την πρόφαση ότι είναι παραβάτης της εντολής, του λέει

127. Ιωάννης Δαμασκηνός, Λόγος ψυχωφελής και θαυμάσιος, Μακαρίου Κορίνθου και Νικοδήμου
Αγιορείτη, Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, συνερανισθείσα παρά των αγίων και θεοφόρων Πατέρων, τόμ Β΄,
Αθήνα 1976, σσ. 232-238.
128. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΣΤ΄, 54-58, 68-72, σσ. 226-229.
129. ό.π., Κεφάλαιο ΙΣΤ΄, 76-80, σσ. 228-229.
130. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΒ΄, 99-104, σσ. 178-179.
131. ό.π., Κεφάλαιο ΙΒ΄, 52-70, σσ. 176-177. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 9, σ. 63.
132. Κατά Λουκάν 14:26.

47 47
−για παράδειγμα− μέσα του: «τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα»133 ή «εἰ δέ τις τῶν ἰδίων καὶ
μάλιστα τῶν οἰκείων οὐ προνοεῖ, τὴν πίστιν ἤρνηται καὶ ἔστιν ἀπίστου χείρων»134 κ.τ.λ.
Αγνοεί, όμως, ότι αυτά ειπώθηκαν όχι για να αγαπά τους γονείς και συγγενείς περισσότερο
από τον Θεό, και να προτιμά την αγάπη αυτών από την αγάπη Του, αλλά για να
εκπαιδευτεί ο άνθρωπος την υπακοή στους γεννήτορες, και να μάθει ότι αν είναι αναγκαία
η υποταγή και η τιμή προς αυτούς, πόσο μάλλον προς τον Θεό και πλάστη αυτού και των
γονέων του.
Στην περίπτωση που κάποιος αισθανθεί την απάτη των δαιμόνων −δηλαδή τη
συστηματική προσπάθειά τους να τον ρίξουν στην αγάπη και «προσπάθεια» προς τους
συγγενείς−, ο διάβολος σιγοψιθυρίζει στη διάνοιά του ότι έχει προχωρήσει πνευματικά και
ότι έχει φτάσει στην πλήρη απάθεια και «απροσπάθεια» προς τους συγγενείς. Τότε
ψιθυρίζει στη διάνοιά του ότι θα είναι αναπολόγητος την ημέρα της Κρίσεως, αν αφήσει
τους συγγενείς του στην αγνωσία του Θεού, και ότι πρέπει να τους βοηθήσει να Τον
γνωρίσουν. Όλα αυτά, βέβαια, είναι πλάνη και απάτη του πονηρού. Αφού ο διάβολος
δέσει τον άνθρωπο με την «προσπάθεια» προς τους συγγενείς, δεν τον ενοχλεί πλέον, ώστε
να μην γνωρισθεί η επιβουλή του. Αλλά πιάνει την άκρη του σχοινιού, απομακρύνεται απ’
αυτόν, και τον αφήνει στη φροντίδα και μέριμνα των συγγενών· αφήνοντάς τον να
πιστεύει ότι αυτοί είναι που τον ενοχλούν και όχι ο πονηρός, ώστε να παρεκκλίνει της
βασιλικής και ευθείας οδού την οποία άρχισε να περπατά. Και όσο περισσότερο
παρεκκλίνει της βασιλικής οδού, τόσο περισσότερο ο εχθρός του ανθρώπου κρύβεται και
κρατώντας το σχοινί της «προσπάθειας» προς τους συγγενείς, προσπαθεί να μην γίνει
γνωστή η παγίδα του.135
Επιπλέον, οι δαίμονες υποβάλλουν στους συγγενείς και φίλους να αναγκάζουν τον
άνθρωπο που αγωνίζεται πνευματικά να παρηγορείται από τις απολαύσεις αυτού του
κόσμου.136 Όταν ο άνθρωπος αντιστέκεται με ανδρεία, τότε οι δαίμονες μεταστρέφουν
τους συγγενείς −δήθεν από συμπάθεια− να κλαίνε και να θρηνούν μπροστά του. Αν και
τότε αυτός μείνει σταθερός, τότε ξαφνικά οι συγγενείς του στρέφονται με μανία και μίσος
εναντίον του, τον αποστρέφονται ως εχθρό και δεν θέλουν να τον δουν.137
Συνάμα, όταν οι δαίμονες κάνουν τα πάντα και δεν μπορούν να εμποδίσουν τον
κατά Θεόν σκοπό του ανθρώπου, τότε μέσω αυτών που υποκρίνονται τους ευλαβείς

133. Έξοδος 20:12. Κατά Ματθαίον 19:19.


134. Προς Τιμόθεον Β΄ 5:8, 3:4.
135. Κατ. 6, S.C. 104, 292-396, σσ. 70-78. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 74, σσ. 398-399.
136. Κεφ.θεολ.γν.πρ. 1, S.C. 51, 15, σ. 48.
137. ό.π., 16, σσ. 48-49.

48 48
προσπαθεί να εμποδίσει τον αγώνα του. Πρώτα −δήθεν από αγάπη και συμπάθεια
κινούμενοι−, τον παροτρύνουν σε σωματικές απολαύσεις με πρόφαση να μην αδυνατίσει
το σώμα και πέσει ο άνθρωπος σε ακηδία. Έπειτα, τον προσκαλούν σε ανωφελείς
συναντήσεις και τον κάνουν να αναλώνει τις ημέρες του σε τέτοιου είδους συναντήσεις.
Εάν ο χριστιανός γίνει όμοιος με αυτούς, γυρίζουν και γελούν με την απώλειά του, ενώ αν
δεν πειστεί από τους λόγους τους και παραμείνει σταθερός κινούνται σε φθόνο εναντίον
του.138
Τέλος, ο άγιος Συμεών αναφέρει ότι ο διάβολος πολεμά επίσης τον άνθρωπο και με
τους εξής πέντε τρόπους. Πρώτον με τον ελληνισμό, δηλαδή την εξωτερική σοφία·
δεύτερον και τρίτον με τον ιουδαϊσμό και το μουσουλμανισμό αντίστοιχα, με το να
πιστεύουν οι Εβραίοι και οι μουσουλμάνοι ότι πιστεύουν καλώς, και πως σέβονται τον
Θεό· τέταρτον, με τις αιρέσεις, όπου απατά τους θεοσεβείς και τους χωρίζει από την
ορθοδοξία· και τέλος, τους ορθοδόξους, τους χωρίζει από το Θεό με τη ζωή που είναι
ενάντια στην ορθοδοξία −δηλαδή με τη φιλαργυρία, τη φιλοδοξία και τη φιληδονία.139

138. ό.π., 22, 1-14, σσ. 52-53.


139. Ζαγοραίος, Λόγος 44, σ. 200.

49 49
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
Η θεραπεία των παθών

3.1 Εισαγωγή

Είναι γεγονός ότι η ενασχόληση με τα αίτια και την προέλευση των παθών έχει από μόνη
της κάποια θεραπευτική αξία. Επιτρέπει στον άνθρωπο να αυτοπροσδιορίζεται, να
γνωρίζει και να αντιλαμβάνεται τις κινήσεις τις ψυχής του, να ανακαλύπτει τη βαθύτερη
σημασία τους και να προφυλάσσεται από το κακό.1 Επιπλέον, υπάρχουν πνευματικά
φάρμακα, θεραπευτικά μέσα και τρόποι, που με τη βοήθεια του Θεού οδηγούν στην
θεραπεία και υγεία του ανθρώπου.
Κατά τον άγιο Συμεών, νόσος του σώματος σημαίνει έλλειψη υγείας. Όπως αναφέρθηκε,

ό,τι είναι η νόσος για το σώμα, το ίδιο είναι η αμαρτία για την ψυχή. Ο άνθρωπος είναι

αναπολόγητος μπροστά στο Θεό, όταν η ψυχή του νοσεί από τα πολλά και ποικίλα

νοσήματα, διότι άφησε τη φροντίδα της υγείας της ψυχής του, και επιδίωξε σε αυτήν την

πρόσκαιρη ζωή τον πλούτο, τη δόξα και την ηδονή.2

Τι είναι όμως υγεία και πώς επιτυγχάνεται; Κατά τον άγιο Πατέρα, υγεία είναι η
έλευση του Αγίου Πνεύματος στην ψυχή του ανθρώπου.3 Τότε οι δυνάμεις της ψυχής4
στρέφονται προς το φυσιολογικό προσανατολισμό τους −τον Θεό. Στην κατάσταση αυτή
το λογιστικό μέρος «θείοις θεωρήμασιν ἐνασχολεῖσθαι καί Θεῶ τόν ὕμνον καί τήν
εὐχαριστίαν ἀναπέμπειν»5 το επιθυμητικό επιθυμεί ν’ αγαπά το Θεό·και το θυμοειδές
μάχεται εναντίον κάθε παράγοντα που το απομακρύνει από το Θεό. Επίσης και οι άλλες
δυνάμεις της ψυχής επιστρέφουν από το πάθος στην υγεία και κάθε μέλος του σώματος
μέσα από τη χρήση τους επιστρέφει στο Θεό.6 Είναι εύκολα αντιληπτό −αλλά είναι

1. J.C. Larchet, ό.π., σσ. 229-230.


2. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΗ΄, 8-17, σσ. 244-245.
3. Ηθ. 7, S.C. 129, 358-361, σσ. 180-182. Πρβλ. J.C. Larchet, ό.π., σ. 53.
4. Οι δυνάμεις της ψυχής σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό είναι πέντε: ο νους, η
διάνοια, η γνώμη, η φαντασία και η αίσθηση (Ιωάννης Δαμασκηνός, Λόγος ψυχωφελής και θαυμάσιος,
Μακαρίου Κορίνθου και Νικοδήμου Αγιορείτη, Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, συνερανισθείσα παρά των
αγίων και θεοφόρων Πατέρων, τόμ Β΄, Αθήνα 1976, σσ. 232-238).
5. Γρηγοριος Παλαμάς, Υπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, εκδ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου Παλαμά
Συγγράμματα, τομ.1, Θεσσαλονίκη 1962, σ. 530.
6. J.C. Larchet, ό.π., σσ. 641-642, 652.

50
αναγκαίο να τονιστεί− ότι η θεραπεία δεν στοχεύει στη νέκρωση των δυνάμεων της ψυχής,
αλλά στην υγιή χρήση αυτών με τον προσανατολισμό τους προς τον Θεό.
Η θεραπεία −όπως αναφέρθηκε παραπάνω− αφορά ολόκληρη την ύπαρξή του
ανθρώπου, δηλαδή το σώμα και την ψυχή, αφού −όπως αναφέρθηκε− ο άνθρωπος είναι
ενιαία ψυχοσωματική οντότητα. Γι’ αυτόν το λόγο η περιφρόνηση του σώματος ή η
αποθέωση του πνεύματος, και γενικά η υποβάθμιση του ενός από τα δυο συστατικά του
ανθρώπου, δεν ταιριάζουν στην ορθόδοξη παράδοση.7 Το γεγονός αυτό μαρτυρεί η τιμή
που αποδίδεται στα ιερά λείψανα των αγίων, δηλαδή ανθρώπων που έγιναν φορείς του
Αγίου Πνεύματος και έλαβαν την ίαση της ψυχής και του σώματος.
Ο Άγιος Συμεών στα συγγράμματά του αναφέρεται πολύ συχνά σε μυστικές
εμπειρίες, όπου ο άνθρωπος με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος θεραπευμένος από τα πάθη
φτάνει σε υψηλές πνευματικές καταστάσεις, όπως η απάθεια, η θέα του φωτός και η
θέωση. Για τον ιερό Πατέρα, όπως και για τους αρχαιότερους Πατέρες, η μυστική αυτή
εμπειρία αποτελεί επιβράβευση της κατά Θεόν ασκητικής ζωής. Η ασκητική αυτή ζωή,
δηλαδή τα μέσα και οι τρόποι που οδηγούν στις υψηλές πνευματικές καταστάσεις, απο-
τελούν ουσιαστικά και τα μέσα, τους τρόπους και τα φάρμακα στον αγώνα για την θερα-
πεία των παθών. Με αυτά ο χριστιανός προσκαλεί και διαφυλάττει τη Χάρη του Αγίου
Πνεύματος, που −όπως αναφέρθηκε− ισοδυναμεί με την υγεία της ψυχής του ανθρώπου.
Είναι αναγκαίο να τονιστεί ότι η επίθεση των παθών δεν εκδηλώνεται ομοιόμορφα κατά
τον ίδιο τρόπο σε όλους τους ανθρώπους, γι’ αυτό απόκειται στον καθένα να οργανώσει
τον αγώνα του και να λάβει τα κατάλληλα φάρμακα ανάλογα με τον εχθρό που τον πιέζει
περισσότερο.8

7. Β.Τσίγκος, ό.π., σσ. 290, 295.


8. J.C. Larchet, ό.π., τόμ. Β΄, σ. 26.

51
3.2 Προϋποθέσεις

Η θεραπεία των παθών και η ανάκτηση της υγείας, απαιτεί την πλήρωση ορισμένων
προϋποθέσεων.

3.2.1 Η θέληση

Στο δρόμο προς την θεραπεία των πνευματικών νόσων είναι απαραίτητο το συστατικό της
θέλησης του ιδίου του ανθρώπου. Όπως αναφέρθηκε, το αυτεξούσιο μετά την πτώση των
πρωτοπλάστων περιορίστηκε στη θέληση. Γι’ αυτό ο άνθρωπος πρέπει πρώτα να θελήσει
να απελευθερωθεί από τα δεσμά των παθών, και στη συνέχεια να ζητήσει τον ελευθερωτή.
Αφού γνωρίσει τον ελευθερωτή, να προσπέσει στα πόδια Του και να ζητήσει την
ελευθερία, η οποία του δίνει τη δυνατότητα να αποφεύγει όσα χρειάζεται, και να πράττει
όσα πρέπει. Διότι το να βλέπει ορθά πνευματικά δεν είναι στη δική του εξουσία, αλλά
στην εξουσία του Θεού που φωτίζει, μεταβάλλει, αυξάνει και αλλοιώνει τη νοερή ψυχή
προς το θείο.9
Ο Θεός αφότου τίμησε τον άνθρωπο με το αυτεξούσιο και του έδωσε εντολές που
τον διδάσκουν να λαμβάνει θέση εναντίον του διαβόλου, άφησε στην προαίρεσή του αν θα
αντιστέκεται και θα νικά τον εχθρό ή θα είναι νωθρός και θα ηττάται από αυτόν. Επειδή,
βέβαια, ο Θεός γνωρίζει την ασθένεια της ανθρώπινης φύσης, συμπαραστέκεται στον
άνθρωπο, τον ενισχύει μυστικά και ουσιαστικά Αυτός είναι που επιτυγχάνει την νίκη κατά
του εχθρού. Δηλαδή, ο Κύριος, ως ισχυρός και αήττητος, συμμαχεί και καθιστά νικητές
αυτούς που θέλουν με την προαίρεσή τους να πολεμούν τον πονηρό διάβολο, ενώ αυτούς
που δεν επιθυμούν να πολεμούν ή να παλεύουν δεν τους αναγκάζει, για να μην αναιρέσει
το αυτεξούσιο της κατ’ εικόνα Αυτού λογικής φύσης και τους κατατάξει με τον τρόπο
αυτό στην τάξη των αλόγων ζώων.10
Επιπλέον ο άνθρωπος, κάποιες φορές, παγιδεύεται από την αντίληψη ότι στους
σημερινούς καιρούς δεν μπορεί κάποιος να αποκτήσει τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος
ακόμα και αν το θέλει. Πώς όμως μπορεί να ισχυρίζεται ότι και αν θέλει δεν μπορεί , όταν
ο ίδιος ο Θεός τον προτρέπει με τα λόγια: «ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι»;11 Αν θέλει ο
άνθρωπος μπορεί να γίνει. Αν το θελήσει, δεν μπορεί τίποτα να τον εμποδίσει, αρκεί να
ορμίσει με θερμή μετάνοια προς το Θεό· και Αυτός, αγγίζοντάς τον και χαϊδεύοντας την

9. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο Κ΄, 130-144, σσ. 278-281.


10. Ηθ. 2, S.C. 122, 93-112, σσ. 318-320. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 26, σ. 139.
11. Α΄ Πέτρου 1:16.

52
καρδιά του μόνο με το άγιο δάκτυλό Του, θα ανάψει τη λαμπάδα της ψυχής του που δεν
θα σβήσει ποτέ. Η Χάρη του Αγίου Πνεύματος ζητεί να αγγίξει την ψυχή του με τον ίδιο
τρόπο που η φωτιά φυσιολογικά και ορμητικά πλησιάζει τα ξύλα και τα ανάβει. Όμως, αν
δεν έχει την προαίρεση και τη θέληση, τότε ο ίδιος καταδικάζει τον εαυτό του, και δεν
επιτρέπει στη Θεία Χάρη να ενεργήσει σε αυτόν.12

3.2.2 Η βοήθεια του Θεού

Όπως αναφέρει ο ιερός Πατέρας, το «είναι» δόθηκε από τον Θεό στον άνθρωπο κατά τη
δημιουργία, και στη συνέχεια δίνεται στους ανθρώπους παρά τη θέλησή τους με τη
συνεύρεση άντρα και γυναίκας όπως όρισε ο Θεός − διότι λέει: «ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα
μίαν»,13 με αποτέλεσμα την γέννηση παιδιού. Απαραίτητη προϋπόθεση στον αγώνα για τη
θεραπεία των παθών και την επίτευξη του «ευ είναι» είναι η βοήθεια του Ιησού Χριστού.
«Ευ είναι» σημαίνει να έχει ο άνθρωπος ως εκ φύσεως τους καρπούς του Αγίου
Πνεύματος − δηλαδή, όπως λέει και ο Απόστολος Παύλος: «ὁ δὲ καρπὸς τοῦ Πνεύματός
ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πρᾳότης,
ἐγκράτεια».14
Δεν έχει βρεθεί ποτέ κάποιος απόγονος του Αδάμ που να έφτασε στο «ευ είναι» με
τις δυνάμεις του −ακόμη και αν ήταν σοφός και συνετός. Χαρίζεται από τον ίδιο τον
Κύριο σε όσους το θέλουν με όλη τους την ψυχή και όλη τους την πρόθεση, ώστε να μην
καταργηθεί το λογικό αξίωμα της ανθρώπινης φύσης που ονομάζεται −όπως αναφέρθηκε−
αυτεξούσιο. Μάλιστα, το «ευ είναι» που χαρίζει ο Θεός, υπερτερεί από το «είναι», διότι αν
δεν πραγματοποιηθεί το «ευ είναι», τότε μάταια υπάρχει το «είναι».15
Πρέπει να τονιστεί σε αυτό το σημείο ότι όλα τα αγωνίσματα με τα οποία
κοπιάζουν οι χριστιανοί − όπως τα πολλά αναγνώσματα, οι κακοπάθειες και οι κακουχίες
(π.χ. πείνα, δίψα και αγρυπνία), είναι μάταια και άσκοπα αν πιστεύουν ότι με αυτά
δύνανται να αποκτήσουν το «ευ είναι». Αυτού του είδους και οι τόσες πολλές κακοπάθειες
δεν έχουν αυτόν το σκοπό, αλλά με αυτόν τον τρόπο διαφυλάττει ο άνθρωπος το «ευ

12. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΚΑ΄, 142-155, 162-165, σσ. 292-293. Πρβλ. Ηθ. 7, S.C. 129, 604-612, σ.
200. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 78, σ. 429.
13. Γένεσις 2: 24.
14. Προς Γαλάτας 5:22, 23.
15. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο Γ΄, 144-149, σσ. 72-73.

53
είναι» που έχει ήδη αποκτήσει.16 Διότι −όπως λέει και ο Μέγας Βασίλειος− ο θησαυρός
δύσκολα φυλάσσεται και χρειάζεται επαγρύπνηση γι’ αυτόν.17
Η αμαρτία είναι χαρακτηριστικό της ασθενούς ανθρώπινης φύσης. Η λύτρωση από
την αμαρτία είναι αποτέλεσμα της «χάριτος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ»,18 η οποία
λέγεται «Χάρη», διότι δίνεται μόνο δια της πίστης και όχι δια των έργων. Η Χάρη του
Κυρίου Ιησού Χριστού είναι η πανοπλία με την οποία οι άνθρωποι καθίστανται άγιοι και
δυνατοί.19 Χωρίς αυτήν την θεία ένδυση δεν μπορούν να αντιπαραταχθούν στον διάβολο
και στους δαίμονες. Γι’ αυτό και ο Απόστολος Παύλος λέει: «ἐνδύσασθε τὴν πανοπλίαν τοῦ
Θεοῦ πρὸς τὸ δύνασθαι ὑμᾶς στῆναι πρὸς τὰς μεθοδείας τοῦ διαβόλου· ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ
πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμο-
κράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπου-
ρανίοις. διὰ τοῦτο ἀναλάβετε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ, ἵνα δυνηθῆτε ἀντιστῆναι ἐν τῇ ἡμέρᾳ
τῇ πονηρᾷ καὶ ἅπαντα κατεργασάμενοι στῆναι».20
Αν δεν ενδυθεί ο άνθρωπος τη Χάρη του Ιησού, όσο και αν προσπαθήσει με τις
δικές του δυνάμεις, δεν μπορεί να θεραπεύσει τα πάθη και να μετακινηθεί στο «κατά
φύσιν». Άλλος τρόπος, μέσο και μέθοδος δεν υπάρχει για να βιώσει κάποιος τη χριστια-
νική πολιτεία. Ο άνθρωπος πρέπει να ικετεύει και να παρακαλεί τον Θεό να του στείλει τη
Χάρη Του, η οποία ενισχύει την ψυχή του και την φωτίζει. Με το φωτισμό αυτής της
Χάρης και τη δύναμή της θεραπεύεται, διορθώνεται και διαβαίνει μέσα από τις παγίδες
του πονηρού αυτού αιώνα χωρίς να βλάπτεται.21
Η Χάρη του Κυρίου Ιησού Χριστού είναι σύμφωνα με τον άγιο Συμεών ο
μοναδικός τρόπος θεραπείας των ανθρώπων που ήταν πάντα ασθενείς στην ψυχή και δεν
μπορούν να φανταστούν τι είναι υγεία. Διότι η ασθένεια γίνεται αντιληπτή όταν προϋ-
πήρχε υγεία. Επομένως η ψυχή του ανθρώπου που πολιορκείτε από τα πάθη, αγνοεί την
εξουσία που έχει αποκτήσει ο διάβολος σε αυτήν και νομίζει πως πάσχει από τον εαυτό
της, μπορεί να θεραπευτεί μόνο με τη δύναμη του Χριστού που έγινε άνθρωπος για να
θεραπεύσει την ασθενή ανθρώπινη φύση.22
Βέβαια, στην περίπτωση που κάποιος αντιληφθεί την άθλια ψυχική του κατάσταση
και ότι το θέλημά του είναι δέσμιο εξαιτίας της εξουσίας που έχει αποκτήσει πάνω του ο

16. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΖ΄, 72-83, σσ. 238-239.


17. Βασίλειος Καισαρείας, Ομιλία ΙΓ΄, P.G. 31, 440D.
18. Προς Γαλάτας 6:18.
19. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο Δ΄, 9-14, 31, σσ. 76-79.
20. Προς Εφεσίους 6:1, 12.
21. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΣΤ΄, 18-29, σσ. 98-103. Πρβλ. ό.π., Κεφάλαιο Ζ΄, 15-24, σσ. 112-113.
22. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΣΤ΄, 48-69, σσ. 100-103.

54
διάβολος, μπορεί να ζητήσει τη βοήθεια του Θεού. Μόλις αισθανθεί τη βοήθεια και
συνδρομή από την επίκληση του ονόματος του Ιησού, του ελευθερωτή των ψυχών, μπορεί
να αποτινάξει τα δεσμά του διαβόλου, και να ελευθερώσει την ψυχή του από τη δουλεία
του.23 Άλλωστε, ο Απόστολος Παύλος λέει ότι «οὗ δὲ τὸ Πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία».24
Η Χάρη του Θεού μπορεί να έρθει σε κάθε μολυσμένο και ακάθαρτο άνθρωπο. Για
να συμβεί αυτό είναι απαραίτητη η αληθινή ευχαριστία προς Αυτόν. Τι ονομάζεται, όμως,
αληθινή ευχαριστία; Κατά τον ιερό Πατέρα είναι η επίγνωση της Χάρης, διότι είναι
δύσκολο ο άνθρωπος να ευχαριστήσει επάξια αυτόν που τον ευεργέτησε αν δεν
αναλογιστεί το μέγεθος της ευεργεσίας. Όταν ο χριστιανός αγνοεί το μέγεθος της
ευεργεσίας, αντί για ευχαριστία προσφέρει στον Θεό την καταφρόνηση.25
Είναι αναγκαίο, σε αυτό το σημείο, να τονίσουμε ότι η καλή προαίρεση είναι
απαραίτητη στον αγώνα για τη θεραπεία των παθών· αλλά η ίαση των πνευματικών
νοσημάτων και οι αρετές είναι δώρο του Θεού. Για παράδειγμα, η νηστεία και η εγκράτεια
−που μαραίνει τις ηδονές και συστέλλει τις πυρώσεις του σώματος− είναι έργο της
προαίρεσης. Όμως, η άσκηση αυτών χωρίς πόνο και θλίψη, καθώς και η αγνεία και η
απάθεια είναι δώρο του Θεού. Επίσης, ο αγώνας να συγκρατεί κανείς την οργή και το
θυμό είναι θαυμαστός και επίπονος· η δε τέλεια πραότητα και γαλήνη στην καρδιά είναι
ενέργεια του Θεού. Επιπλέον, έργο της προαίρεσης είναι το να μοιράσει κάποιος την
περιουσία του στους φτωχούς, και να γίνει ο ίδιος φτωχός ζητώντας ελεημοσύνη· αλλά το
να μην επιθυμεί τίποτα και να υποφέρει το καμίνι της φτώχειας είναι αποτέλεσμα μυστικής
και θείας ενέργειας.
Όπως ο γεωργός κοπιάζει να οργώσει, να σκάψει και να σπείρει τη γη, όμως είναι
δώρο Θεού το ότι βλαστάνει ο σπόρος και δίνει όψιμο και πρώιμο καρπό· κατά τον ίδιο
τρόπο συμβαίνει και στα πνευματικά θέματα. Δηλαδή, κάθε καλή και αγαθή πράξη του
ανθρώπου γίνεται αρετή με εντολή του Θεού.26 Ο άνθρωπος πρέπει να γνωρίζει ότι ο
μόνος καλός τρόπος για να κατορθώσει τις αρετές είναι η Χάρη του Θεού. Κάθε καλό που
πραγματοποιείται χωρίς τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος είναι διαβολικό, και είναι σαν να
μην έγινε ποτέ. Ο άνθρωπος που γνωρίζει την παγίδα αυτή του διαβόλου είναι μακάριος,
ενώ αυτός που το αγνοεί είναι αξιολύπητος και μάταια πιστεύει στο Χριστό.27

23. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΣΤ΄, 103-113, σσ. 104-105.


24. Προς Κορινθίους Β΄ 3:17.
25. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΣΤ΄, 58-63, σσ. 228-229.
26. Κατ. 18, S.C. 104, 370-389, σσ. 294-296.
27. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΣΤ΄, 70-75, σσ. 228-229.

55
3.2.3 Ο πνευματικός Πατέρας

Ο πνευματικός Πατέρας είναι απόλυτα αναγκαίος για την θεραπεία των πνευματικών
νοσημάτων και την πνευματική γέννηση του ανθρώπου −όπως και ο φυσικός πατέρας για
την κατά σάρκα γέννησή του.28 Ο πνευματικός Πατέρας είναι ένας γιατρός, που με πολύ
αγάπη και υπομονή −όπως ο φυσικός γιατρός− χρησιμοποιεί όλα εκείνα τα θεραπευτικά
μέσα και φάρμακα, για να ανακουφίσει και να γιατρέψει τις πληγές και αρρώστιες της
ψυχής, που είναι τα πάθη και οι αμαρτίες.29 Ο χριστιανός οφείλει να θυμάται τα λόγια του
αποστόλου Παύλου: «πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε· αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν
ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ὡς λόγον ἀποδώσοντες· ἵνα μετὰ χαρᾶς τοῦτο ποιῶσι καὶ μὴ
στενάζοντες· ἀλυσιτελὲς γὰρ ὑμῖν τοῦτο»,30 και του Χριστού που λέει: «ὁ δεχόμενος ὑμᾶς
ἐμὲ δέχεται, καὶ ὁ ἐμὲ δεχόμενος δέχεται τὸν ἀποστείλαντά με».31 Πρέπει με πολύ φόβο και
τρόμο να περιποιείται τη σωτηρία του και να υπακούει τον πνευματικό του Πατέρα και να
μην πιστεύει πως αυτά ειπώθηκαν μόνο για τους αποστόλους, οπότε οφείλει να ακούει
μόνο αυτούς. Άλλωστε, ο Κύριος είπε: «ἃ δὲ ὑμῖν λέγω, πᾶσι λέγω».32 Σε ποιους όλους; Σε
αυτούς που μέλλει να πιστέψουν σε Αυτόν και να τηρήσουν τις εντολές.
Ο Κύριος διάλεξε τους αποστόλους και τους μαθητές, και τους αποκάλυψε τα
μυστήρια της οικονομίας, τους έδωσε το Άγιο Πνεύμα και τους έστειλε «πορευθέντες
μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ
τοῦ ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν· καὶ ἰδοὺ ἐγὼ
μεθ’ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν».33 Εξήλθαν οι
απόστολοι διδάσκοντας και κηρύττοντας το λόγο του Θεού, με αποτέλεσμα να πιστέψουν
πλήθη ανθρώπων και να δημιουργηθούν πολλές εκκλησίες κατά τόπους. Επειδή, όμως,
έπρεπε να συνεχίσουν το έργο τους και σε άλλα μέρη, χειροτόνησαν σε κάθε τόπο, αντί
αυτών, επισκόπους και πρεσβυτέρους, και άφησαν διδασκάλους, πνευματικούς πατέρες
και ηγουμένους. Αυτοί με τη σειρά τους, όταν απεβίωσαν, διάλεξαν και χειροτόνησαν
άλλους άξιους ανθρώπους για τη διακονία αυτή, και με τον τρόπο αυτό κατά διαδοχή
μέχρι σήμερα, διατηρείται και διαφυλάττεται αυτή η τάξη και νομοθεσία δια της ενέργειας
του Αγίου Πνεύματος.

28. Β. Χριστοφορίδης, ό.π., σ. 115.


29. Ηθ. 6, S.C. 129, 258-328, σσ 138-142. Πρβλ. Β. Κριβοσέϊν, ό.π., σ. 125.
30. Προς Εβραίους 13:17.
31. Κατά Ματθαίον 10:40.
32. Κατά Μάρκον 13, 37.
33. ό.π., 28:19.

56
Ομοίως, οι παραδόσεις και οι διδασκαλίες που παρέλαβαν οι απόστολοι από τον
Κύριο Ιησού Χριστό, ήλθαν μέχρι σήμερα δι’ αυτών. Επομένως, ο άνθρωπος που
περιφρονεί ή παραβλέπει τον πνευματικό του Πατέρα (αλλά και αρχιερείς, ηγουμένους και
διδασκάλους), ο οποίος μεταφέρει και διαδίδει τις διδασκαλίες και παραδόσεις των
αποστόλων, ή αντιλέγει ή δεν δέχεται τα λόγια του και δεν τον υποδέχεται με κάθε
ευλάβεια, δεν είναι σαν να διώχνει τον Πέτρο, τον Παύλο και τον χορό των αποστόλων;
Και όποιος διώξει αυτόν, δεν αθετεί τον ίδιο τον Χριστό;34
Ο άνθρωπος για να μπορέσει να μετανοήσει αληθινά κατά την εντολή του Κυρίου
που λέει: «μετανοεῖτε· ἤγγικεν γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»,35 και να αρχίσει το έργο της
μετάνοιας, δεν πρέπει να πιστεύει με υπερηφάνεια ότι μπορεί να το κατορθώσει μόνος του,
αλλά πρέπει να προσέρχεται σε κάποιον έμπειρο πνευματικό Πατέρα. Ο Θεός ευφραίνεται,
όταν ο άνθρωπος με ταπεινό φρόνημα επιθυμεί να Τον πλησιάσει με κάποιο μεσίτη.
Επομένως, οφείλει με πολύ φόβο και τρόμο να υπακούει σε αυτά που του λέει με πολύ
προσοχή, να διδάσκεται την πνευματική εργασία των ενάρετων πράξεων, και τι πρέπει να
πράξει στο στάδιο της μετάνοιας. Πρέπει να θεωρεί ότι τα λόγια του πνευματικού του
Πατέρα είναι σαν να εξέρχονται από το στόμα του ίδιου του Θεού, και ότι είναι πηγή ζωής
για αυτούς που τα φυλάσσουν με ακρίβεια − ή θανάτου γι’ αυτούς που τα παραβαίνουν.36
Οφείλει να τον υπακούει όπως τον ίδιο τον Θεό, και να επιτελεί χωρίς δισταγμό όσα τον
προστάζει −ακόμα και αν αυτά φαίνονται επιβλαβή·37 και τότε ευθύς κατορθώνει να
απαρνείται τον εαυτό του, διότι η εκπλήρωση του θελήματος του πνευματικού του Πατέρα
και όχι του δικού του για την εντολή του Θεού και για να γυμνάζεται πνευματικά,
προκαλεί όχι μόνο απάρνηση του εαυτού του, αλλά και νέκρωση από όλο τον κόσμο .38 Ο
απειθής κατέχεται συνήθως από υπερηφάνεια, καρπός της οποίας πάντοτε είναι η πτώση
στην αμαρτία.39
Ο χριστιανός οφείλει στον πνευματικό του Πατέρα να μην αντιλέγει, διότι
πλανάται αν νομίζει ότι μπορεί και τον πνευματικό του οδηγό ως Θεό να βλέπει, και να
αντιλέγει.40 Οφείλει να πιστεύει ότι η ζωή και ο θάνατός του είναι στο χέρι του

34. Επ. 3, 107-166, σσ. 90-94.


35. Κατά Ματθαίον 4:17.
36. Κατ. 14, S.C. 104, 5-23, σσ. 204-206. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 65, σ. 338. Πρβλ. Επ. 3, 510-
513, σ. 120.
37. Κατ. 20, S.C. 104, 47-50, σ. 334. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 12, σ. 384.
38. Ηθ. 4, S.C. 129, 155-159, σσ. 18-20. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 84, σ. 473. Πρβλ. Κεφ.θεολ.πρ. 1,
S.C. 51, 61, σ. 72. Πρβλ. Ζαγοραίος, Κεφάλαια θεολογικά και πρακτικά, σ. 532.
39. Β. Χριστοφορίδης, ό.π., σ. 133.
40. Κεφ.θεολ.γν.πρ. 1, S.C. 51, 55, σ. 70. Πρβλ. Ζαγοραίος, Κεφάλαια θεολογικά και πρακτικά, σ.
531.

57
πνευματικού του, διότι τότε δεν δύναται να αντιλέγει ποτέ. Η άγνοια του γεγονότος αυτού
γεννά την αντιλογία, που προξενεί τον πνευματικό και αιώνιο θάνατο.41 Τον χριστιανό που
αντιλέγει τον συγχαίρουν οι δαίμονες, ενώ αυτόν που ταπεινώνεται μέχρι θανάτου στον
πνευματικό του πατέρα τον θαυμάζουν οι άγγελοι, επειδή εργάζεται έργο Θεού, και
εξομοιώνεται με τον Υιό του Θεού, που έκανε υπακοή μέχρι σταυρικού θανάτου.42 Είναι
γεγονός ότι υπήρξαν και υπάρχουν άνθρωποι, που μόνο με την πίστη και αγάπη στον
πνευματικό τους πατέρα έφτασαν σε υψηλά πνευματικά επίπεδα43.
Όταν ο άνθρωπος, με τη βοήθεια του Θεού, αντιληφθεί την ασθένεια της ψυχής του
και τον πόλεμο του διαβόλου, πρέπει να προστρέξει σε έναν από τους οικονόμους της
Χάρης, για να μην βρει ο πονηρός την ψυχή του πάλι αφύλακτη και τη λεηλατήσει. Ο
πνευματικός πατέρας θα τον διαπαιδαγωγήσει μέχρι να αναλάβει την πανοπλία του Θεού
(την Χάρη του Αγίου Πνεύματος), και με αυτήν να αντισταθεί στα τεχνάσματα του
διαβόλου·44 και ως ιατρός θα του χορηγήσει το κατάλληλο φάρμακο για κάθε τραύμα
του.45 Κατά τον άγιο Συμεών, είναι αδύνατον ο άνθρωπος χωρίς πνευματικό οδηγό να
φυλάξει τις εντολές του Θεού, να ζήσει ενάρετα και να αποφύγει τις παγίδες του
διαβόλου.46
Από τον πνευματικό πατέρα ο άνθρωπος διδάσκεται τι είναι ζωή, τι είναι αφθαρσία
και όσα είναι δυνατά για τον Θεό. Η διδασκαλία και κατανόηση όλων αυτών είναι
απαραίτητη προϋπόθεση, όπως αναφέρθηκε, ώστε στη συνέχεια ο άνθρωπος να
παρακαλέσει τον Θεό και να λάβει αυτό για το οποίο προσεύχεται. Διότι αν δεν έχει
επίγνωση και προσεύχεται επιπόλαια και από συνήθεια, τότε δεν εισακούεται, ούτε θα
εισακουστεί από Αυτόν.47
Όπως η λυχνία είναι σκοτεινή πριν έρθει σε επαφή με τη φωτιά ακόμα και αν είναι
γεμάτη λάδι, έχει φιτίλι ή οποιοδήποτε εύφλεκτο υλικό, έτσι και η ψυχή, ακόμα και αν
δείχνει στολισμένη με όλες τις αρετές, αν δεν έρθει σε επαφή με τη θεία ουσία και το φως,
είναι σβησμένη, σκοτεινή και τα έργα της είναι αβέβαια. Ο άνθρωπος, που η λυχνία της
ψυχής του είναι αμέτοχη του θείου πυρός, χρειάζεται πνευματικό οδηγό. Αυτός θα είναι γι’
αυτόν λυχνάρι που φωτίζει και συγχρόνως θα εξετάζει με διάκριση τις πράξεις του, θα

41. Κεφ.θεολ.γν.πρ. 1, S.C. 51, 56, σ. 70. Πρβλ. Ζαγοραίος, Κεφάλαια θεολογικά και πρακτικά, σ.
532.
42. Κεφ.θεολ.γν.πρ.1, S.C. 51, 62, σσ. 74-75. Πρβλ. Ζαγοραίος, Κεφάλαια θεολογικά και πρακτικά,
σ. 532.
43. Κατ. 16, S.C. 104, 145-151, σ. 250. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 86, σ. 492.
44. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΣΤ΄, 113-119, σσ. 104-107.
45. Επ. 1, 169-170, σ. 40.
46. Επ. 3, 425-428, σσ. 112-114.
47. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΘ΄, 61-72, σσ. 104-107.

58
δείχνει συμπάθεια στα σφάλματα που εξομολογείται, και θα επανορθώνει όσα στραβά
διαπράττει κάθε στιγμή.48
Είναι φανερό, ότι είναι πολύ σημαντική η επιλογή του πνευματικού πατέρα που θα
αναπαύσει την κουρασμένη ψυχή του, διότι το πέλαγος του κόσμου τούτου έχει πολλά
πράγματα που προξενούν κινδύνους και την έσχατη απώλεια.49 Όμως, χρειάζεται ιδιαίτερη
προσοχή, διότι οι έμπειροι ιατροί και οδηγοί των ψυχών είναι σπάνιοι σε κάθε εποχή.50
Πρέπει ο άνθρωπος να αναζητά φίλο του Θεού, άξιο να σταθεί με παρρησία μπροστά Του
και να μεσιτεύσει υπέρ αυτού − και όχι σύμμαχο των αδυναμιών και των παθών του.51
Γι’αυτό ο άνθρωπος πρέπει να παρακαλεί θερμά τον Θεό να του δείξει, είτε μυστικά στον
ίδιο είτε μέσω κάποιου άλλου δούλου του Θεού, έναν καλό πνευματικό οδηγό. Διότι,
αυτός που θα εναποθέσει ολοκληρωτικά τον εαυτό του σε καλό πνευματικό πατέρα, θα
περάσει τη ζωή του αμέριμνα, και θα σωθεί εν Χριστώ Ιησού.52 Όμως, κατά τον ιερό
Πατέρα, δεν πρέπει ο άνθρωπος να πιστέψει ότι μπορεί να πετύχει πνευματικό Πατέρα που
να είναι άγιος και αληθινός διδάσκαλος με τη δική του δύναμη και φρόνηση, διότι αυτό
είναι αδύνατο. Είναι αναγκαίο, πρώτα από όλα, να αγωνιστεί να γίνει ο Θεός συνεργός και
βοηθός σ’ αυτό με αγαθές πράξεις − ελεημοσύνη, νηστεία και προσευχή.53
Ο Άγιος Συμεών καταθέτει τύπο σχετικής προσευχής: «Κύριε, ὁ μὴ θέλων τὸν
θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ ὡς τὸ ἐπιστρέψαι καὶ ζῆν αὐτόν, ὁ κατελθὼν διὰ τοῦτο ἐπὶ τῆς γῆς,
ἵνα τοὺς κειμένους καὶ τεθανατωμένους ὑπὸ τῆς ἁμαρτίας ἐξαναστήσῃς καὶ Σὲ κατιδεῖν
αὐτούς, τὸ Φῶς τὸ ἀληθινόν, ὡς ἰδεῖν ἀνθρώπῳ δυνατόν, καταξιώσῃς, πέμψον μοι
ἄνθρωπον γινώσκοντά Σε, ἵνα ὥς Σοι δουλεύσας αὐτῷ καὶ πάσῃ δυνάμει μου ὑποταγεὶς καὶ
τὸ Σὸν ἐν τῷ ἐκείνου θελήματι ποιήσας θέλημα, εὐαρεστήσω Σοι τῷ μόνῳ Θεῷ καὶ
καταξιωθῶ Σου κἀγὼ τῆς Βασιλείας Σου ὁ ἁμαρτωλός».54 Όσοι προσεύχονται με αυτόν τον
τρόπο και ταυτόχρονα αγωνίζονται, ο Θεός δεν θα παραβλέψει τις προσευχές τους.55
Επιπλέον, κατά τον άγιο Συμεών, κάποιοι χριστιανοί δεν τιμούν τον πνευματικό
τους πατέρα με τη δικαιολογία ότι δεν φυλάγει τις εντολές του Θεού. Αυτή είναι μια
μάταια πρόφαση. Γιατί, μήπως τηρεί τις εντολές καλύτερα από εκείνον, και γι’ αυτό τον
κρίνει; Στην περίπτωση, βέβαια, που τηρεί ο άνθρωπος όλες τις εντολές, ούτε τότε πρέπει

48. Κατ. 33, S.C. 113, 8-22, σ. 248-250. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 59, σ. 305.
49. Κεφ.θεολ.γν.πρ. 1, S.C. 51, 17, σ. 48.
50. Κατ. 20, S.C. 104, 197-198, σ. 346. Πρβλ. Β. Χριστοφορίδης, ό.π., σ. 116.
51. Β. Χριστοφορίδης, ό.π., σσ. 116-117.
52. Κατ. 20, S.C. 104, 45-46, 221-223, σσ. 334, 348. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 75, σσ. 384, 387.
53. Επ. 3, 286-292, σσ. 102-104.
54. Ηθ. 7, S.C. 129, 437-445, σσ. 186-188.
55. Β. Χριστοφορίδης, ό.π., σ. 117.

59
να τον κρίνει, να τον αποστρέφεται και να τον διαβάλλει για την αμέλειά του. Αλλά να τον
αγαπά, να τον υπομένει, να τον τιμά, να τον ανταμείβει όσο μπορεί, ώστε όχι μόνο να
φυλάξει αυτά που του δώρισε, αλλά και να τα πολλαπλασιάσει μέσω των έργων αυτών.
Είναι γεγονός ότι, όταν ο άνθρωπος βλέπει τον πνευματικό του πατέρα με απιστία, α-
γνωμοσύνη και απόρριψη χάνει όσα έλαβε και συνάμα δεν θεωρείται πλέον χριστιανός.56
Επιπλέον, αν ο άνθρωπος αγαπά τον Θεό, δεν είναι δυνατόν να αποστρέφεται αυτούς που
τον οδηγούν σε Αυτόν.57
Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα που παραθέτει ο ιερός Πατέρας για να φα-
νερώσει την τιμή με την οποία ο άνθρωπος πρέπει να περιβάλλει τον πνευματικό του
πατέρα. Συγκεκριμένα, έστω ότι ένας επίγειος βασιλιάς στείλει σε κάποιον άνθρωπο έναν
από τους μικρούς δούλους του, περιβεβλημένο με ευτελή ρούχα και χωρίς να ιππεύει
άλογο ή μουλάρι, αλλά με ένα γράμμα με βασιλική βούλα που είναι υπογεγραμμένο
ιδιόχειρα από τον βασιλιά. Μέσα σε αυτό τον ανακηρύσσει ο βασιλιάς γνήσιο αδελφό και
φίλο, και υπόσχεται να τον αναδείξει μέτοχο της Βασιλείας του, να τον στεφανώσει και να
τον ντύσει με πορφύρα βασιλική. Τι οφείλει ο άνθρωπος να κάνει σε αυτόν τον δούλο;
Μήπως να τον αποδεχτεί και να τον τιμήσει ως δούλο του βασιλιά για το μέγεθος των
υποσχέσεων και της μελλοντικής λαμπρότητας της δόξας, και με όλη τη δύναμη να τον
ευεργετήσει και να τον τιμήσει; Μήπως, αντίθετα, επειδή είναι ντυμένος με ευτελή ρούχα
και πεζός, να τον περιφρονήσει και να τον στείλει πίσω; Αν τον καταφρονήσει, άραγε ο
βασιλιάς όταν το ακούσει για τη συμπεριφορά του, θα τον επαινέσει ή θα τον κατακρίνει;
Αν ο ίδιος άνθρωπος ήταν ο βασιλιάς δεν θα λογάριαζε την ύβρη του δούλου του ως δική
του; Δεν θα θύμωνε που έκρινε τον δούλο του και άρπαξε την δική του κρίση; Αυτά,
λοιπόν, πρέπει να στοχάζεται ο χριστιανός και να αποκτά πνευματικό πατέρα και
διδάσκαλο, μεσίτη και εγγυητή στον Θεό. Σε αυτόν να προσκολλάται με αγάπη, πίστη,
φόβο και πόθο σαν να ήταν με το Χριστό και μέσω αυτού να ενωθεί με το Χριστό και να
γίνει συμμέτοχος και συγκληρονόμος της αιώνιας δόξας και Βασιλείας Του.58

3.2.4 Η συμμετοχή στα μυστήρια της Εκκλησίας

Η πνευματική θεραπεία και ο ανακαινισμός του ανθρώπου προϋποθέτει τη συμμετοχή του


ανθρώπου στα μυστήρια της Εκκλησίας. Τι είναι, όμως, τα μυστήρια; Εννοούνται ως οι
θεοσύστατες τελετές μέσω των οποίων μεταδίδεται η Χάρη του Αγίου Πνεύματος στον

56. Επ. 3, 696-712, σσ. 132-134.


57. Κατ. 3, S.C. 96, 184-185, σ. 294.
58. Επ. 3, 713-752, σσ. 134-136.

60
άνθρωπο, και αποβλέπουν στον ανακαινισμό και τη σωτηρία του. Είναι ανοίγματα και
οδοί από όπου η Χάρη του Θεού φθάνει στον άνθρωπο, και τον βοηθά στην πάλη εναντίον
των δυνάμεων της φθοράς και του θανάτου. Τα μυστήρια τελούνται έγκυρα μόνο στους
κόλπους της εκκλησιαστικής ζωής, διότι εκεί που τελούνται τα μυστήρια εκεί είναι η
Εκκλησία. Επισημαίνεται ότι επειδή πραγματικά λειτουργός των μυστηρίων είναι το Άγιο
Πνεύμα, η εγκυρότητα των μυστηρίων δεν εξαρτάται από την αρετή ή την αναξιότητα του
λειτουργού −αφού σύμφωνα και με τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο: «πάντας μέν ὁ Θεὸς
οὐ χειροτονεῖ, διά πάντων Αὐτὸς ἐνεργεῖ, εἰ καί αὐτοί εἶεν ἀνάξιοι, διά τό σωθῆναι τόν
λαόν».59
Επιπλέον, τονίζεται ότι δεν υφίσταται μαγική ή μηχανική επενέργεια των ιερών
μυστηρίων. Δεν είναι αρκετή απλώς η συμμετοχή σε αυτά για τη θεραπεία του ανθρώπου,
αλλά απαιτείται και η ενεργός συμμετοχή του πιστού στα τελούμενα.60 Για παράδειγμα,
δεν λαμβάνουν όλοι όσοι βαπτίζονται τον Χριστό, αλλά μόνο αυτοί που έρχονται με πίστη
και ευπρέπισαν τον εαυτό τους με τέλεια γνώση ή και προκάθαρση (προετοιμασία).61
Ομοίως, και η συμμετοχή στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας προϋποθέτει από τον
άνθρωπο αίσθηση και γνώση και κατάλληλη προπαρασκευή, ειδάλλως τρέφει απλώς το
σώμα και όχι την ψυχή.62
Στη συνέχεια θα γίνει αναφορά στα μυστήρια του Βαπτίσματος, του Χρίσματος και
της Θείας Ευχαριστίας, για τα οποία γίνεται συχνότερα και εκτενέστερα λόγος στα έργα
του αγίου Συμεών.63

3.2.4.1 Το Άγιο Βάπτισμα και το Χρίσμα

Για την αναγέννηση, την ανάπλαση και την απαλλαγή από το προπατορικό αμάρτημα
είναι απαραίτητη η συμμετοχή του ανθρώπου στο μυστήριο του Βαπτίσματος μέσω του
οποίου μπολιάζεται στο σώμα της Εκκλησίας.64 Ο άγιος Συμεών χαρακτηρίζει την
κολυμπήθρα ως «μήτρα» από την οποία ο πιστός εξέρχεται ενδεδυμένος τον Χριστό.65 Ο
βαπτιζόμενος αναδύεται και καταδύεται τρεις φορές, ως συμβολισμός της τριημέρου
Ανάστασης. Στην τρίτη ανάδυση γίνεται από νεκρός ζωντανός, δηλαδή ζωοποιείται η

59. Ιωάννης Χρυσόστομος, Ὑπόμνημα εἰς τὴν Β΄ πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολὴν, Α΄, P.G. 62, 610.
60. Β.Τσίγκος, ό.π., σσ. 191-198.
61. Ηθ. 10, S.C. 129, 323-328, σ. 222.
62. Ηθ. 14, S.C. 129, 224-247, σσ. 438-440.
63. Β.Τσίγκος, ό.π., σσ. 202, 205.
64. Β.Τσίγκος, ό.π., σ. 206.
65. Κεφ.θεολ.γν.πρ. 3, S.C. 51, 90, σ. 178.

61
ψυχή του και λαμβάνει το Άγιο Πνεύμα, όπως ακριβώς είχε αυτό ο Αδάμ πριν από την
παράβαση. Με το Βάπτισμα ο άνθρωπος γίνεται συμφυής του θανάτου και της ανάστασης
του Χριστού. Όπως αυτός που αναστήθηκε δεν τον κυριεύει ο θάνατος, έτσι και αυτός που
ανυψώνεται από την ιερή κολυμπήθρα έχει αναγεννηθεί από τον Θεό και δεν τον κυριεύει
πια η αμαρτία. Ό,τι είναι ο Σταυρός και ο τάφος για τον Χριστό, αυτό είναι και για τον
άνθρωπο το Βάπτισμα. Δηλαδή, όπως ο Χριστός πέθανε και αναστήθηκε σωματικά, έτσι
και ο άνθρωπος πέθανε για την αμαρτία και αναστήθηκε για την αρετή με τη δύναμη του
Θεού.66
Στη συνέχεια χρίεται με το Άγιο Μύρο,67 δηλαδή με τον ίδιο τον Ιησού Χριστό, και
κατά υπερφυσικό τρόπο γίνεται ευώδης. Η χρίση με το Άγιο Μύρο είναι η σφραγίδα της
δωρεάς του Αγίου Πνεύματος, γι’ αυτό και ο ιερέας όταν χρίει τον νεόφυτο χριστιανό λέει:
«σφραγὶς δωρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου».68 Κάθε δύναμη του ανθρώπου δέχεται τη Θεία Χάρη,
που της επιτρέπει να στραφεί προς τον Θεό και να ενεργοποιηθεί πλήρως σύμφωνα με το
θέλημά Του,69 ώστε «τῇ σπουδῇ μὴ ὀκνηροί, τῷ πνεύματι ζέοντες, τῷ Κυρίῳ δουλεύ-
οντες».70 Είναι αναγκαίο να τονιστεί ότι το Χρίσμα δεν διαχωρίζεται από το Βάπτισμα71
−στην πραγματικότητα είναι συμπληρωματικό αυτού.72
Με το Άγιο Βάπτισμα ο Χριστός, σε όσους πιστεύουν σ’Αυτόν, χαρίζει άφεση
αμαρτιών,73 αναγέννηση, ανάπλαση, τελεία απαλλαγή από το προπατορικό αμάρτημα,
ελευθερία από τη δυναστεία του διαβόλου και ισχύ εναντίον του εχθρού, ώστε αυτοί που
το επιθυμούν να τον νικούν πιο εύκολα από τους Αγίους που υπήρξαν πριν από την
ενανθρώπηση του Κυρίου.74 Ο άνθρωπος αναγεννώμενος με το Βάπτισμα απελευθερώ-
νεται από τη δουλεία και γίνεται αυτεξούσιος, για να φανεί ότι δουλεύει για τον Δεσπότη
από καλή προαίρεση και όχι από βία. Συνάμα, αν δεν υπακούσει με το θέλημά του στον
εχθρό διάβολο, δεν είναι δυνατόν αυτός με κανένα άλλο τρόπο να ενεργήσει επάνω του.75

66. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο Β΄, σσ. 54-55.


67. Το Άγιο Μύρο παρασκευάζεται με ειδική τελετή στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και μοιράζεται
στις άλλες Εκκλησίες. Βλ. σχετικά Π. Μενεβίσογλου, Τὸ Ἅγιον Μύρον ἐν τὴ Ὀρθοδόξῳ Ἀνατολικῇ Ἐκκλησίᾳ,
Ανάλεκτα Βλατάδων 14, Θεσσαλονίκη 1983, σσ. 23 κ.εξ.
68. Β.Τσίγκος, ό.π., σ. 219.
69. J.C. Larchet, ό.π., τόμ. Α΄, σ. 481.
70. Προς Ρωμαίους 12:11.
71. Ο όρος «Βάπτισμα» χρησιμοποιείται γενικά για να υποδηλώσει το σύνολο των δύο αυτών
μυστηρίων (J.C. Larchet, ό.π., σ. 471)·και στο εξής, η αναφορά του θα υποδηλώνει και τα δύο Μυστήρια.
72. J.C. Larchet, ό.π., σ. 480.
73. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο Α΄, 106-116, σσ. 44-47.
74. Κατ. 5, S.C. 96, 382-394, σ. 408. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 76, σ. 349.
75. Κατ. 5, S.C. 96, 439-448, σ. 412. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 76, σ. 350.

62
Όσοι βαπτίζονται στο όνομα του Χριστού, έχουν ενδυθεί το Χριστό.76 Ενδύονται
τον Χριστό δια του Αγίου Πνεύματος που εκπορεύεται από τον Πατέρα.77 Η Χάρη του
Αγίου Πνεύματος −όπως αναφέρθηκε− την οποία απέκτησε ο άνθρωπος με το Βάπτισμα
και την ανακαίνιση, συγκρατεί, συνέχει και συντηρεί σε ενότητα τα κινήματα και
διανοήματα της ψυχής, που είναι άπειρα και πολυποίκιλα. Αυτή η συγκράτηση που
προέρχεται από τον Θεό λέγεται και θεωρείται ζωή της ψυχής.78 Εύκολα γίνεται αντιληπτό
ότι ο άνθρωπος που δεν έλαβε το Άγιο Βάπτισμα είναι αδύνατο και ακατόρθωτο να φτάσει
στην τελειότητα των αρετών.79

3.2.4.2 Η Θεία Ευχαριστία

Ο Χριστός, όπως αναφέρθηκε, χαρίζει την απαλλαγή των αμαρτιών με το Άγιο Βάπτισμα
και προσφέρει την κατάργησή τους με την μετάληψη της Θείας Κοινωνίας.80 Δεν αρκεί για
τη σωτηρία του ανθρώπου μόνο το Βάπτισμα, αλλά «οἰκειοτέρα καὶ ἀναγκαιοτέρα» είναι η
μετάληψη του Σώματος και του τιμίου Αίματος του Χριστού και Θεού.81 Οι Πατέρες
θεωρούν το μυστήριο αυτό το κατεξοχήν φάρμακο, ικανό να θεραπεύσει όλες τις κακίες
που συνδέονται με τις αμαρτίες.82 Ο Κλήμης Αλεξανδρείας ονομάζει τη Θεία Ευχαριστία
«φάρμακον ἀθανασίας»,83 και ο άγιος Ιγνάτιος Αντιοχείας την χαρακτηρίζει ως «ἀντίδοτον
τοῦ μὴ ἀποθανεῖν, ἀλλὰ ζῆν ἐν Ιησοῦ Χριστῷ διὰ παντός».84 Η κοινωνία των θείων και
αχράντων μυστηρίων είναι ζωή αιώνια.85 Χωρίς το Βάπτισμα και τη μετάληψη των θείων
μυστηρίων κανείς πιστός δεν θα αξιωθεί την αιώνιο ζωή.86
Τι είναι όμως το Σώμα και το Αίμα του Χριστού; Σώμα του Χριστού είναι αυτό
που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις ως άρτος, αλλά νοητά είναι το Σώμα του
αναστημένου Χριστού που τρέφει, ζωοποιεί και ανασταίνει σαν από τους νεκρούς τους
χριστιανούς που το τρώγουν. Η τροφή αυτή είναι ακόρεστη και αδαπάνητη. Αίμα του
Χριστού είναι αυτό που με τις σωματικές αισθήσεις φαίνεται ως οίνος, αλλά νοητά είναι
Αίμα του αναστημένου Χριστού και Θεού και είναι ανέκφραστο φως, γλυκασμός και

76. Προς Γαλάτας 3:27.


77. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΑ΄, 13-15, σσ. 162-163.
78. ό.π., Κεφάλαιο ΣΤ΄, 139-147, σσ. 106-109.
79. ό.π., Κεφάλαιο ΣΤ΄, 168-169, σσ. 106-107.
80. ό.π., Κεφάλαιο Β΄, σσ. 58-59.
81. Ηθ. 10, S.C. 129, 448-451, σ. 292. Πρβλ Ζαγοραίος, Λόγος 57, σ. 293.
82. J.C. Larchet, ό.π., σ. 501.
83. Κλήμης Αλεξανδρεύς, Λόγος προτρεπτικός προς Έλληνας, P.G. 8, 49-246.
84. Ιγνάτιος Αντιοχείας, Επιστολή προς Εφεσίους, P.G. 5, 661A.
85. Ηθ. 3, S.C. 122, 495-496, σ. 424.
86. Επ. 3, 535-536, σ. 120.

63
αιώνια ευφροσύνη.87 Δηλαδή τα υλικά στοιχεία του άρτου και του οίνου με την έλευση
του Αγίου Πνεύματος μεταβάλλονται σε Σώμα και Αίμα Χριστού,88 με συνέπεια την
πραγματική παρουσία Του. Επισημαίνεται ότι σε καμία περίπτωση δεν υφίσταται
«συμβολική» κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, αλλά πραγματική και
αληθινή μετοχή της Ζωής, που είναι ο Χριστός, με τον οποίο ο χριστιανός γίνεται ένα.89
Η κοινωνία των άχραντων μυστηρίων του Χριστού, καθαρίζει, ζωοποιεί, αγιάζει
και καθιστά αναμάρτητο τον άνθρωπο.90 Η άχραντη σάρκα που προσέλαβε ο Λόγος του
Θεού από την Θεοτόκο Μαρία, με την οποία γεννήθηκε σωματικά, μεταδίδεται στον
άνθρωπο για τροφή, και όσοι την τρώγουν άξια έχουν μέσα τους ολόκληρο τον Κύριο
Ιησού Χριστό, όπως ο ίδιος είπε: «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ
μένει, κἀγὼ ἐν αὐτῷ».91 92
Με τη μετάληψη του τιμίου Αίματος και Σώματός Του, γίνεται
ένα με τη θεότητά Του. Η αγία Αυτού σάρκα μερίζεται σε πολλές μερίδες, αλλά παραμένει
αμέριστος, διότι κάθε μερίδα έχει μέσα της ολόκληρο το Χριστό, ο οποίος είναι τόσο
δυνατός, ώστε να διώκονται οι εχθροί αυτών που Τον λαμβάνουν, να παίρνουν δύναμη να
νικούν τον κόσμο, και να γίνονται υιοί Θεού. Για το λόγο αυτό, όταν ο πιστός κοινωνεί μια
ελάχιστη «μερίδα», «λαμβάνει» εντός του ολόκληρο το Χριστό.93 Η ψυχή με τη Χάρη του
Αγίου Πνεύματος που προέρχεται από τη δύναμη της κοινωνίας του Ιησού, ζωοποιείται
στην προηγούμενη κατάσταση, και αναλαμβάνει την πρώτη της αφθαρσία. Ο άνθρωπος
γίνεται «Θεὸς ὅλος κατὰ χάριν».94
Ο άγιος Συμεών δίνει ιδιαίτερη έμφαση στον τρόπο που πρέπει να προσέρχεται ο
χριστιανός στη Θεία Κοινωνία. Κατά τον ιερό Πατέρα, η ενσυνείδητη κοινωνία είναι η
μόνη αληθινή95 και η συνείδηση αποτελεί την προϋπόθεση της δραστικότητας της Θείας
Κοινωνίας.96 Ο πιστός κοινωνεί άξια όταν μεταλαμβάνει με συναίσθηση ότι παίρνει μέσα
του το Θεό.97 Αυτός που προσέρχεται αναξίως με «μολυσμὸ σαρκὸς καὶ πνεύματος»,98 με
ραθυμία και χωρίς συναίσθηση, είναι ένοχος για έλλειψη πνευματικής εργασίας. Ο
χριστιανός που προσέρχεται στο Σώμα και Αίμα του Χριστού πρέπει, όχι μόνο να είναι

87. Ηθ. 14, S.C. 129, 211-223, σ. 436-438. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 41, σ. 191.
88. Ηθ. 3, S.C. 122, 548-549, σ. 428.
89. Β.Τσίγκος, ό.π., σ. 255.
90. Κατ. 5, S.C. 96, 437-439, σ. 412. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 76, σ. 350.
91. Κατά Ιωάννην 6:56.
92. Ηθ. 1, S.C. 122, 55-66, σ. 256. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 45, σ. 222.
93. Β.Τσίγκος, ό.π., σ. 260.
94. Κεφ.θεολ.πρ.3, S.C. 51, 59, σσ. 154-156.
95. Ηθ. 14, S.C. 129, 242-247, σ. 438-440. Πρβλ. Β. Κριβοσέϊν, ό.π., σσ. 147-148.
96. Ηθ. 14, S.C. 129, 225-241, σ. 438. Πρβλ. Β. Κριβοσέϊν, ό.π., σ. 148.
97. Β. Κριβοσέϊν, ό.π., σσ. 161-162.
98. Προς Κορινθίους Β΄ 7:1.

64
καθαρός από καθετί που μολύνει το σώμα και το πνεύμα για να μην μεταλάβει προς
κατάκριση, αλλά και έμπρακτα να δείχνει ότι θυμάται Αυτόν που για Χάρη του πέθανε και
αναστήθηκε − δηλαδή να νεκρώνεται για την αμαρτία, τον κόσμο και τον εαυτό του.
Αυτός που προσέρχεται απροετοίμαστος σ’ αυτό το μεγάλο μυστήριο, έχει καταταγεί στη
θέση των αβαπτίστων, απίστων και ασεβών.99
Η ανάξια συμμετοχή είναι ένα γεγονός άκαρπο και όπως εισήλθε ο άνθρωπος σ’
αυτόν το μυστικό γάμο, με τον ίδιο τρόπο θα εξέλθει − δηλαδή η αναξιότητα παραμένει,
και δεν γίνεται κοινωνός με το θείο περιβάλλον.100 Ο Απόστολος Παύλος λέει γι’ αυτούς
που μεταλαμβάνουν ανάξια: «ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ
πίνει, μὴ διακρίνων τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου».101 Ο ιερός Πατέρας μακαρίζει αυτούς που άξια,
με επίγνωση και με δάκρυα κοινωνούν τα θεία μυστήρια και μάλιστα καθημερινά, διότι
αυτοί καθαρίζονται από κάθε ρύπο ψυχής και σώματος.102 Ο άγιος Συμεών προτρέπει τους
χριστιανούς να κοινωνούν με επίγνωση και συχνά το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, διότι
η κοινωνία είναι αφορμή εορτής, είναι Πάσχα, είναι πέρασμα από τον αισθητό στο νοητό
κόσμο για να συμβασιλέψει ο πιστός με τον Χριστό.103 Βέβαια, δεν γίνεται κανείς άξιος
της κοινωνίας με τη συχνή κοινωνία, αλλά με το να ευθυγραμμίζει τη ζωή του με τις
εντολές του Χριστού και τη διδασκαλία των αγίων Πατέρων μέσα σε ένα πνεύμα διαρκούς
μετάνοιας. Δηλαδή, κατά τον Άγιο Συμεών κέντρο της πνευματικής ζωής είναι η συχνή
και με συναίσθηση θεία μετάληψη .104 Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίο να τονίσουμε ότι
απαραίτητη προϋπόθεση για να προσέλθει ο χριστιανός στο μυστήριο της Θείας
Ευχαριστίας είναι η σύμφωνη γνώμη του πνευματικού του Πατέρα.105

3.2.4.3 Η εξομολόγηση

Η θεραπεία των πνευματικών νοσημάτων προϋποθέτει τη συμμετοχή του ανθρώπου στο


μυστήριο της εξομολόγησης, το οποίο είναι θεραπευτήριο των ψυχών. Θεραπεύει τα
βαρύτερα των ψυχικών τραυμάτων εκτός από τις αμετανόητες και ανεξομολόγητες

99. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο Β΄, σσ. 58-61. Πρβλ. Ηθ. 1, S.C. 122, 16-21, σ. 266. Πρβλ. Ζαγοραίος,
Λόγος 45, σ. 224.
100. Ηθ. 3, S.C. 122, 338-342 , σ. 414. Πρβλ. Σ. Πορτελάνος, ό.π., σσ 461-462.
101. Προς Κορινθίους Α΄ 11:29.
102. Κατ.4, S.C. 96, 11-12, 680-682, σσ. 314, 370. Πρβλ. Ηθ. 1, S.C. 122, 790-793, σ. 316.
103. Ηθ. 14, S.C. 129, 281-290, σ. 442. Πρβλ. Β. Κριβοσέϊν, ό.π., σσ. 149-150.
104. Β. Κριβοσέϊν, ό.π., σσ. 162-163.
105. Β. Κριβοσέϊν, ό.π., σσ. 159-160.

65
αμαρτίες, οι οποίες χαρακτηρίζονται από τον άγιο Συμεών ως πληγή θανατηφόρος.106
Μέσω του μυστηρίου αυτού ο Θεός έδωσε εξουσία στους πνευματικούς Πατέρες να
παράσχουν στον άνθρωπο τη συγχώρηση των αμαρτιών και τη συμφιλίωση με Αυτόν107 −
όπως αποδεικνύουν τα λόγια του Κυρίου: «ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς,
ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται».108 Όμως, είναι σημαντικό ο χριστιανός να δέχεται με
πίστη τον πνευματικό του Πατέρα, διότι η συγχώρηση των αμαρτιών γίνεται κατά το
μέτρο της πίστης − σύμφωνα και με το λόγο του Χριστού: «κατὰ τὴν πίστιν ὑμῶν γενηθήτω
ὑμῖν».109 110
Ο φιλάνθρωπος Θεός που θέλει τη σωτηρία των ανθρώπων, έβαλε ανάμεσα σε
Αυτόν και τον άνθρωπο την εξομολόγηση και τη μετάνοια, και έδωσε εξουσία σε όποιον
θέλει να σηκωθεί από την πτώση που του προκάλεσε η αμαρτία.111 Ο άνθρωπος πρέπει να
αποκαλύπτει τα κρύφια της καρδιάς του στον πνευματικό του Πατέρα, και να προσ-
κολλάται σε αυτόν.112 Είναι αναγκαίο ο χριστιανός να αποκαλύπτει όχι μόνο τις αμαρ-
τωλές πράξεις, αλλά και τους απόκρυφους πονηρούς λογισμούς.113 Ο Άγιος συμβουλεύει
να λέγει κανείς τους λογισμούς του στον πνευματικό του πατέρα όπως στο Θεό, χωρίς να
κρύβει τίποτε.114 Επισημαίνεται ότι ο κίνδυνος από τους πονηρούς λογισμούς115 δεν είναι
ασήμαντος. Η χρόνια μάλιστα μελέτη του κακού καθίσταται ανίατη ψυχική νόσος.116 Η
εξομολόγηση αποτελεί το αποτελεσματικότερο μέσο αντιμετώπισης των λογισμών, της
οποίας προηγείται η νήψη, η οποία αναλύεται σε επόμενο κεφάλαιο.117 Στα πατερικά
συγγράμματα συνιστάται επίμονα η φανέρωση των λογισμών, διότι η απόκρυψη
αρρωσταίνει την ψυχή, και η αποκάλυψη αυτών καθαρίζει και θεραπεύει αυτή.118 Για
παράδειγμα, ο άγιος Ιωάννης Γαζαίος επισημαίνει ότι αυτός που αποσιωπά τους λογισμούς
του παραμένει αθεράπευτος·119 και ο άγιος Βαρσανούφιος συμβουλεύει να εξαγορεύει ο

106. Κατ. 3, S.C. 96, 347-348, σ. 308. Πρβλ. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΚΒ΄, 200-201, σσ. 308-309.
Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 73, σ. 393.
107. Επ. 3, 671-674, σ. 130.
108. Κατά Ιωάννην 20:23.
109. Κατά Ματθαίον 9:29.
110. Επ. 3, 674-678, σ. 130.
111. Ηθ. 13, S.C. 129, 222-226, σ. 416. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 35, σ. 170.
112. Κατ. 4, S.C. 96, 390-392, σ. 308. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 75, σ. 407.
113. Β. Χριστοφορίδης, ό.π., σ. 119.
114. Κατ. 26, S.C. 113, 299-303, σ. 102.
115. Πονηροί λογισμοί είναι η μνήμη του κακού, οι οποίοι προέρχονται είτε από τον ίδιο τον
άνθρωπο είτε από τον διάβολο.
116. Κατ. 2, S.C. 96, 348-352, σ. 270. Πρβλ. Β. Χριστοφορίδης, σσ. 120-121.
117. Β. Χριστοφορίδης, σ. 121.
118. ό.π., σ. 124.
119. Νικόδημος Αγιορείτης, Βίβλος Βαρσανουφίου και Ιωάννου, εκδ. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη
1984, τκ΄, σ. 178.

66
άνθρωπος τους λογισμούς του στον πνευματικό του πατέρα και δια του Θεού θα τον
θεραπεύσει.120
Με την εξαγόρευση των αμαρτιών αποβάλλει τον ιό της αμαρτίας, πτύει το
δηλητήριό της, και ως φάρμακο λαμβάνει με προθυμία από τον πνευματικό ιατρό τα
επιτίμια121 της μετάνοιας, τα επιτελεί με θερμή πίστη και αγωνίζεται με φόβο Θεού.122 Η
καθαρή καρδιά αποκτάται με τη διαρκή εξομολόγηση των κρυφών λογισμών της ψυχής. Η
διαρκής και καθημερινή εξομολόγηση αυτών με μεταμελημένη καρδιά προκαλεί τη
μετάνοια για τα αμαρτήματα που γίνονται με το λόγο, την πράξη και τη διάνοια. Η δε
μετάνοια προκαλεί τα δάκρυα από το βάθος της ψυχής, τα οποία καθαρίζουν την καρδιά
και εξαφανίζουν μεγάλες αμαρτίες. Με την απαλοιφή αυτών των αμαρτιών έρχεται στην
ψυχή η παρηγοριά του Αγίου Πνεύματος και ποτίζεται με τα δάκρυα της κατάνυξης, με τα
οποία τρέφεται νοητά και αυξάνει τους καρπούς του Πνεύματος.123
Ένα μέσο που μπορεί να προετοιμάσει κατάλληλα τον άνθρωπο για την
εξομολόγηση είναι ο αυτοέλεγχος. Κατά τον άγιο Συμεών, πρέπει ο χριστιανός κάθε μέρα
και κάθε ώρα να εξετάζει και να ανακρίνει την συνείδησή του, διότι με τον τρόπο αυτό
αποκτάται η αυτογνωσία. Με φόβο και τρόμο πρέπει να ρωτά την ψυχή του: «Ψυχή,
φύλαξες όλες τις εντολές του Θεού ή όχι;», και τότε η συνείδηση θα φανερώσει την
πραγματική πνευματική του κατάσταση.124 Ο ιερός Πατέρας συνιστά την κάθε ώρα για
αυτοέλεγχο, όμως θεωρεί ως καταλληλότερο χρόνο το τέλος της ημέρας, διότι το σκοτάδι
και η ησυχία της νύχτας δημιουργούν κατάλληλο κλίμα για την ψυχή.125 Συνάμα,
εφιστάται η προσοχή στους κινδύνους που προέρχονται από τον ενδελεχή έλεγχο της
συνείδησης, και κυρίως τη συνεχή ενασχόληση με τις αμαρτωλές ενθυμήσεις του
παρελθόντος.126
Ο άνθρωπος οφείλει μετά τη εξομολόγηση των αμαρτημάτων να αποφεύγει την
αντιλογία προς τον πνευματικό του πατέρα, που −όπως αναφέρθηκε παραπάνω− είναι
πρόξενος πνευματικού και αιωνίου θανάτου. Στον κατάδικο δίδεται το δικαίωμα της
απολογίας στο δικαστή των όσων έπραξε, και στη συνέχεια μετά την δικαστική απόφαση
δεν λέγει τίποτα μικρό ή μεγάλο σε αυτούς που τον βασανίζουν. Ο χριστιανός που έλθει σε

120. ό.π., ρμγ΄, σ. 178.


121. Άσκηση μετανοίας η οποία έχει την ίδια θεραπευτική αξία με τις συμβουλές του πνευματικού
πατέρα.
122. Επ. 1, 142-147, σ. 38.
123. Κατ. 9, S.C. 104, 368-382, σ. 134. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 21, σσ. 120-121.
124. Κατ. 31, S.C. 113, 144-148, σ. 234. Πρβλ. Ηθ. 1, S.C. 122, 184-190, σ. 286. Πρβλ Β.
Χριστοφορίδης, ό.π., σσ. 122-123.
125. Κατ. 30, S.C. 113, 107-114, σ. 202. Πρβλ. Β. Χριστοφορίδης, ό.π., σ. 122.
126. Β. Χριστοφορίδης, ό.π., σ. 122.

67
αυτό το δικαστήριο και φανερώσει ό,τι κρύβει στην καρδιά του, ίσως αντιλέγει εξαιτίας
της άγνοιας και της υπερηφάνειας ότι με τον τρόπο αυτό κρύβει τα σφάλματά του. Μετά
την ειλικρινή εξαγόρευση των αμαρτημάτων και την αποκάλυψη των λογισμών δεν είναι
δυνατόν να αντιλέγει. Ύστερα από την ειλικρινή εξομολόγηση, αν απέκτησε λίγη γνώση,
πρέπει να είναι πεπεισμένος ότι, επειδή είναι άξιος μυρίων θανάτων λόγω των αμαρτιών
του, με την υπακοή και την ταπείνωση θα λυτρωθεί από κάθε τιμωρία και την αιώνια
κόλαση.127 Όταν ο άνθρωπος διατηρεί αυτά ανεξάλειπτα στη διάνοιά του, τότε η καρδιά
του όταν παιδεύεται ή νουθετείται ή ελέγχεται ποτέ δεν θα κινηθεί προς αντιλογία.128

3.2.5 Ο αδιάλειπτος αγώνας κατά των παθών

Απαραίτητη προϋπόθεση για τη θεραπεία των παθών είναι ο άοκνος αγώνας προς όλα τα
πνευματικά νοσήματα και όχι μέρους αυτών.Σύμφωνα με τον άγιο Συμεών, αυτός που
υποδουλώνεται σε κάποιο πάθος, εξουσιάζεται από αυτό. Άλλωστε, ο Απόστολος Πέτρος
αναφέρει: «ᾧ γάρ τις ἥττηται, τούτῳ καὶ δεδούλωται».129 Είναι εύκολα αντιληπτό ότι ο
αγώνας του ανθρώπου για τη θεραπεία των παθών πρέπει να έχει ως σκοπό τη θεραπεία
του συνόλου, και όχι μέρους αυτών που καταδυναστεύουν την ασθενή ανθρώπινη φύση
του. Αυτός που σφάλλει εκούσια στα μικρά και απέχει από τα μεγάλα αμαρτήματα, θα
κατακριθεί περισσότερο, επειδή, ενώ νίκησε τα μεγαλύτερα, κυριεύτηκε από τα
μικρότερα.
Αρκεί ένα πάθος για να απωλεσθεί η ψυχή του ανθρώπου130 −γεγονός που
επιβεβαιώνουν και τα θεόπνευστα λόγια του Αποστόλου Ιακώβου: «ὅστις γὰρ ὅλον τὸν
νόμον τηρήσῃ, πταίσῃ δὲ ἐν ἑνί, γέγονε πάντων ἔνοχος»·131 και του Αποστόλου Παύλου που
λέει: «πᾶς δὲ ὁ ἀγωνιζόμενος πάντα ἐγκρατεύεται».132 Διότι, πώς είναι δυνατόν να λέγεται
υγιής αυτός που με τη χρήση φαρμάκων γιατρεύει το πληγωμένο του σώμα, αλλά μένει
μια μικρή πληγή ίση με την τρύπα βελονιού; Υγιής θα λέγεται όταν εξαφανίσει μέχρι και
τους μώλωπες του τραύματος στο δέρμα του.133

127. Κεφ.θεολ.γν.πρ. 1, S.C. 51, 57, σ. 70. Πρβλ. ό.π., S.C. 51, 58, σσ. 70-71. Πρβλ. Ζαγοραίος,
Κεφάλαια θεολογικά και πρακτικά, σ. 532.
128. Κεφ.θεολ.γν.πρ. 1, S.C. 51, 59, σ. 70. Πρβλ. Ζαγοραίος, Κεφάλαια θεολογικά και πρακτικά , σ.
532.
129. Πέτρου Β΄ 2:19.
130. Κατ. 5, S.C. 96, 983-990, σ. 460. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 76, σ. 358.
131. Ιακώβου 2:10.
132. Προς Κορινθίους Α΄ 9:25.
133. Κατ. 5, S.C. 96, 1032-1037, σ. 464. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 76, σσ. 358-359.

68
Επίσης, εάν κάποιος έχει πόλεμο με δέκα ή δώδεκα εχθρούς, στην αρχή νικήσει και
σκοτώσει τους πιο ανδρείους και ένα ή δύο από τους ασθενέστερους και πιο αδύναμους
που έρχονται πάνω του με φόβο και κολακείες δεν τρέξει από μακριά να τους δέσει ή και
να τους σκοτώσει, δεν θα φονευθεί από αυτούς; Εάν από υπερηφάνεια και αλαζονεία τους
καταφρονήσει και ρίξει τα όπλα του και πέσει να κοιμηθεί, δεν φονεύεται ή γίνεται
εκούσια δούλος των ταλαίπωρων αυτών προκαλώντας έτσι το χλευασμό των ανθρώπων;
Δεν θα πουν ότι ήταν δίκαιη η σφαγή αυτού του αμελή και αλαζόνα − ή καλύτερα του
άφρονα και αναίσθητου; Διότι δεν είναι επαινετός για την νίκη προς τους ισχυρότερους,
αλλά αξιοκατάκριτος για την ήττα από τους ασθενέστερους. Έτσι και ο άνθρωπος σε
τίποτα δεν ωφελείται εάν νικήσει τα μεγάλα πάθη και κυριευθεί από τα μικρά.134
Βέβαια, τίθεται το ερώτημα: πώς είναι δυνατόν ο άνθρωπος να εξετάζει και να
απέχει από τα αναρίθμητα μικρά πάθη, ώστε να μην κυριευθεί από κάποιο από αυτά; Αυτό
επιτυγχάνεται μόνο από αυτόν που συλλογίζεται πάντα τις αμαρτίες του, που στοχάζεται
τη μέλλουσα κρίση, που μετανοεί και κλαίει θερμά. Εάν η διάνοια δεν γίνει απαθής με τη
μετάνοια και τα δάκρυα και την προερχόμενη από αυτά πνευματική ταπείνωση, δεν μπορεί
να ελευθερωθεί από όλα τα πάθη· αλλά πότε από το ένα και πότε από το άλλο θα
κεντρίζεται και θα κατατρώγεται σαν από άγρια θηρία.135
Ο αγώνας αυτός είναι επίπονος, και διαρκεί μέχρι την τελευταία πνοή. Για
παράδειγμα, όσοι ταξιδεύουν στη θάλασσα θεωρείται ότι σώθηκαν − όχι επειδή διαπλέουν
σε κάποια πελάγη, αλλά όταν φτάσουν στο λιμάνι και πατήσουν στη στεριά. Κατά τον ίδιο
τρόπο όσοι βαδίζουν και βιάζονται να φτάσουν σε κάποια πόλη, δεν θεωρείται ότι
σώθηκαν επειδή ξέφυγαν από φυσικούς κινδύνους και ληστές, αλλά αφού διέφυγαν τους
κινδύνους, στη συνέχεια, χωρίς να αμελήσουν ή ραθυμήσουν, κατάφεραν να εισέλθουν
στην πόλη, πριν τους προλάβει η νύχτα και κλείσουν οι θύρες. Διότι εάν παραμείνουν έξω
από αυτήν, είναι άγνωστο τι τους επιφυλάσσει η επόμενη ημέρα. Ως πόλη θεωρείται η
Βασιλεία των ουρανών, ως νύχτα ο θάνατος κάθε ανθρώπου, και ως επόμενη ημέρα η
ημέρα της Κρίσης. Επομένως, αυτός που δεν βιάστηκε να εισέλθει στη Βασιλεία των
ουρανών όσο ήταν σε αυτή τη ζωή και έλθει ο θάνατος, πραγματικά δεν γνωρίζει τι θα
συμβεί την επόμενη ημέρα της Κρίσης − εάν δηλαδή θα του επιτραπεί να εισέλθει σε
αυτήν.136

134. Κατ. 5, S.C. 96, 991-1015, σσ. 460-462. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 76, σ. 358.
135. Κατ. 5, S.C. 96, 1054-1065, σ. 466. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 76, σ. 359.
136. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΓ΄, 6-39, σσ. 180-183. Πρβλ. Κατ. 27, S.C. 113, 20-45, σσ. 100-102.
Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 50, σ. 249.

69
3.3 Τρόποι θεραπείας και θεραπευτικά μέσα

Για να λάβει ο άνθρωπος το Άγιο Πνεύμα −οπότε και την πνευματική του υγεία− πρέπει
πρώτα να δώσει αίμα, δηλαδή να εργαστεί πολύ σκληρά για να καθαρίσει το σκεύος
του.137 Ανάλογα, ο άγιος Συμεών παροτρύνει τους πιστούς να πεθάνουν κατά προαίρεση
για να ζήσουν: «Θάνε και ζήσῃ».138 Η θεραπεία απαιτεί πολύ χρόνο, πόνο και κόπο.139 Στη
συνέχεια παρατίθενται τρόποι θεραπείας και θεραπευτικά μέσα των πνευματικών
νοσημάτων που συνδυάζονται με την παράλληλη καλλιέργεια των αρετών, με σκοπό την
αποκατάσταση της υγείας του ανθρώπου και την εν Χριστώ τελείωσή του.

3.3.1 Η μετάνοια

Όσοι γνωρίσουν με αίσθηση της ψυχής ότι με το Άγιο Βάπτισμα έγιναν παιδιά του Θεού,
δεν ανέχονται να στολίζονται με φθαρτά στολίδια, διότι ντύθηκαν τον Χριστό. Γιατί ποιος
από τους ανθρώπους που είναι στολισμένος με τη βασιλική πορφύρα, θα καταδεχόταν να
φορέσει πάνω από αυτή βρόμικο και σχισμένο χιτώνα;140 Εξαιτίας όμως της άγνοιας
−κυρίως των βαπτιζόμενων βρεφών−, με την πάροδο του χρόνου επέρχεται η αλλοίωση141
και μολύνουν με την αμαρτία το βασιλικό ένδυμα του Αγίου Βαπτίσματος, και με τις
πονηρές πράξεις εκδύονται τον Χριστό. Είναι αλήθεια ότι ο άνθρωπος όταν είναι νήπιο
στην ηλικία και στη σκέψη, αγιάζεται χωρίς συναίσθηση, οπότε κατά τη νεότητα −ή
ορθότερα καθημερινά− μολύνει την ψυχή και το σώμα του με την παράβαση των εντολών.
Κατά τον ιερό Πατέρα, τα νήπια που βαπτίζονται αγιάζονται και φυλάσσονται από
το Άγιο Πνεύμα. Επίσης, ελευθερώνονται τελείως από την τυραννία του διαβόλου, και
σφραγισμένα με το σημείο του Σταυρού αποτελούν πρόβατα εκλεκτά της πνευματικής
αγέλης του Χριστού. Αν ο διάβολος −για να κάνει αυτά που επιθυμεί− δεν έβρισκε επιτή-
δεια όργανα της κακίας του τους γονείς και αυτούς που τους συναναστρέφονται, δεν θα
άρπαζε κανένα από αυτά. Διότι αυτοί, όπως μαρτυρούν τα πράγματα, τα διδάσκουν από τα
σπάργανα κάθε «κακία καὶ πονηρία»,142 αισχρολογία, γαστριμαργία, φαιδρότητα, καλλω-
πισμό ενδυμάτων, κενοδοξία, φιλοδοξία, φιλαργυρία, υπερηφάνεια και έπαρση και σε
αυτά τα κακά τα συνηθίζουν και τα ανατρέφουν. Επομένως, πριν να έλθουν τα παιδιά στην

137. Β.Τσίγκος, ό.π., σσ. 196, 199.


138. Ηθ. 11, S.C. 129, 47-48, σ. 332.
139. Β.Τσίγκος, ό.π., σ. 230.
140. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο Ι΄, 157-162, σσ. 152-153.
141. ό.π., Κεφάλαιο ΙΑ΄, 110-112, σσ. 168-169.
142. Προς Κορινθίους Α΄ 5:8.

70
ηλικία να γνωρίζουν ποιο είναι το σωστό, μέσω αυτών των κακών, ως υπηρέτες του
διαβόλου, τα προσφέρουν και τα δένουν με αυτόν, και τους στερούν −χωρίς να το αντι-
λαμβάνονται− τον αγιασμό και τη Χάρη.
Κανείς σχεδόν από τους ανθρώπους του παρόντος αιώνος δεν διαπαιδαγωγεί τα
παιδιά «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου»,143 αλλά με κοσμικές συνήθειες. Συνάμα, δεν
τρέμουν μήπως τα παιδιά τους πράξουν κάτι ανάρμοστο και εκπέσουν από τη δουλεία του
Θεού και γίνουν δούλοι του διαβόλου, και καταδικασθούν σε θάνατο και στην αιώνια
κόλαση. Αντίθετα, τους κατέχει ο φόβος, η φροντίδα και η μέριμνα να τα κάνουν να
φαίνονται μπροστά σε όλους ένδοξα και επιφανή σύμφωνα με τα κοσμικά μέτρα, και όχι
να είναι στολισμένα με την αρετή και τη σωφροσύνη. Συνέπεια όλων αυτών είναι να
πορεύονται τα παιδιά σε κάθε είδους κακία, επηρεαζόμενα πολλές φορές από τους ίδιους
τους τους γονείς, χωρίς να υπάρχει καν η συνεργία των δαιμόνων· κι έτσι, να οδηγούνται
σε αισχρές πράξεις, αθετώντας τις υποσχέσεις του Αγίου Βαπτίσματος. Η ανατροφή και η
ανάπτυξη του ανθρώπου με αυτά τα κακά έχει ως συνέπεια να αποκτά η ψυχή μια
συνήθεια που δύσκολα εξαλείφεται, και η οποία με την πάροδο του χρόνου γίνεται φύση
του ανθρώπου και δεν θεραπεύεται.144
Όμως, o Θεός δώρισε στους ανθρώπους το δρόμο της μετανοίας, ώστε όσοι
εκπίπτουν από την αιώνια ζωή εξαιτίας της αμέλειας και της ραθυμίας, να επανέρχονται σε
αυτή με περισσότερη και λαμπρότερη δόξα.145 Κάθε άνθρωπος μπορεί να ανακαλέσει τον
εαυτό του με τη σωτήρια μετάνοια, λέγοντας στον εαυτό του: «ἀπὸ τοῦ νῦν μετανοήσατε
βαλῶν ἀρχὴν»146 και εκτελώντας και πράττοντας όλα όσα είναι ευχάριστα σ’ Αυτόν.147
Καλείται δεύτερο βάπτισμα, το οποίο δίδεται στον άνθρωπο εξαιτίας της φιλανθρωπίας
του Θεού δι’ Αγίου Πνεύματος (στο πρώτο βάπτισμα ο άνθρωπος βαπτίζεται δι’
ύδατος).148 Ουσιαστικά η μετάνοια είναι η επίκληση των δωρεών του Βαπτίσματος, διότι
το Άγιο Βάπτισμα δεν επαναλαμβάνεται, αλλά η Χάρη μένει μέσα στον άνθρωπο ως
απόθεμα αξιοποιήσιμο. Επομένως, ο χριστιανός με τη μετάνοια ως δεύτερο βάπτισμα
ανακαλεί το «θεῖον ἀξίωμα»,149 το οποίο χάνει όταν αμαρτάνει.150

143. Προς Εφεσίους 6:4.


144. Επ. 4, 53-99, σσ. 142-146.
145. Ηθ. 2, 7, S.C. 129, 305-310, σ. 360.
146. Κατ. 5, S.C. 96, 1041-1042, σ. 464.
147. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΔ΄, 96-106, σσ. 202-203. Πρβλ. ό.π., Κεφάλαιο ΚΑ΄, 60-63, σσ. 286-
287. Πρβλ. Κατ. 2, S.C. 96, 139148, σσ. 252-254.
148. Κατ. 32, S.C. 113, 66-72, σσ. 242-244. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 64, σ. 337.
149. Κατ. 30, S.C. 113, 140, σ. 204.
150. Β.Τσίγκος, ό.π., σ. 231.

71
Είναι αναγκαίο να τονίσουμε ότι, αν ο άνθρωπος δεν μετανοήσει, ο Θεός δεν
μπορεί να τον ελεήσει.151 Είναι αδύνατον χωρίς ειλικρινή μετάνοια να αναγεννηθεί και να
σωθεί − καθώς το βεβαιώνει και ο Κύριος, όταν απευθυνόμενος προς τον Νικόδημο λέει:
«ἐὰν μή τις γεννηθῇ ἄνωθεν,152 οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ».153 154

Οφείλει να μην περάσει ούτε μία μέρα της ζωής του χωρίς μετάνοια, διότι κανένας
άνθρωπος δεν είναι αναμάρτητος· δεν υπάρχουν μικρές αμαρτίες και δεν δύναται να έχει
αγνή καρδιά, ακόμα και αν η ζωή του διαρκούσε μόνο μία ημέρα.155 Ο ίδιος ο Χριστός
διδάσκει ότι: «ἐὰν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτοὺς πλανῶμεν καὶ ἡ ἀλήθεια οὐκ
ἔστιν ἐν ἡμῖν».156 Άλλωστε αμαρτία είναι όχι μόνο ό,τι μας κρατά μακριά από το Θεό
(σκέψη ή πράξη), αλλά και «εἰδότι οὖν καλὸν ποιεῖν καὶ μὴ ποιοῦντι, ἁμαρτία αὐτῷ
ἐστιν».157 Είναι αντιληπτό ότι ο χριστιανός πρέπει να μετανοεί καθημερινά και
αδιάλειπτα,158 δηλαδή η μετάνοια πρέπει να γίνει μία μόνιμη κατάσταση.159 Η μετάνοια
μαζί με τη φιλανθρωπία του Θεού εξαφανίζει τα προγενέστερα και τα παρόντα
αμαρτήματα.160 Τονίζεται ότι αυτή πρέπει να είναι άξια όχι μόνο για τα αμαρτήματα που
γνωρίζει, αλλά και για εκείνα που έπραξε από άγνοια.161 Όσοι μολύνανε το πρώτο
Βάπτισμα με την παράβαση των εντολών, πρέπει με διάφορα έργα και λόγια να επιδείξουν
άξια μετάνοια και να μιμηθούν τη μετάνοια του Δαυίδ και των άλλων Αγίων, ώστε να
προσελκύσουν τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Όταν αυτή κατέλθει πάνω στον άνθρωπο,
τότε αυτός αναγεννάται και από φθαρτός γίνεται άφθαρτος, από θνητός αθάνατος και από
παιδί ανθρώπων, υιός του Θεού και θεός κατά Χάρη.162
Κατά τον ιερό Πατέρα, μετάνοια είναι η επίγνωση της αμαρτίας163 και αποτελεί τη
θύρα που εξάγει τον άνθρωπο από το σκοτάδι και τον εισάγει στο φως.164 Το πρώτο βήμα
μετάνοιας είναι να συνειδητοποιήσει ο άνθρωπος τη γύμνια του και να παρακαλεί με

151. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΘ΄, 81-82, σσ. 260-261.


152. Κατά Ιωάννην 3:3.
153. ό.π., 3:5.
154. Κατ. 5, S.C. 96, 14-16, σσ. 375-376. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 66, σ. 342. Πρβλ. Κατ. 32, S.C.
113, 59-64, σ. 242. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 64, σ. 337.
155. Κατ. 3, S.C. 96, 256-257, 569-571, σσ. 300, 360.
156. Ιωάννου Α΄ 1:8.
157. Ιακώβου 4:17.
158. Κατ. 27, S.C. 113, 79, σ. 104.
159. Κατ. 5, S.C. 96, 122-125, σ. 386. Πρβλ. Β. Κριβοσέϊν, ό.π., σ. 93.
160. Κατ. 15, S.C. 104, 48-66, σσ. 226-228. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 25, σ. 135
161. Κατ. 16, S.C. 104, 143-145, σ. 250. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 86, σ. 492.
162. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΚΑ΄, 67-76, σ. 286-287. Πρβλ. Κατ. 32, S.C. 113, 73-85. Πρβλ.
Ζαγοραίος, Λόγος 64, σ. 337.
163. Κατ. 23, S.C. 113, 84, σ. 18.
164. Κατ. 28, S.C. 113, 127-128, σ. 138. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 79, σ. 432.

72
πνευματική συντριβή να λάβει πάλι το βασιλικό ένδυμα, δηλαδή τον ίδιο τον Χριστό.165
Πρέπει να επιδεικνύει αδίστακτη πίστη στις υποσχέσεις και επαγγελίες του Θεού. Αυτές
είναι: «λέγω ὑμῖν ὅτι οὕτω χαρὰ ἔσται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι»,166
«πᾶν ὃ δίδωσί μοι ὁ πατὴρ, πρὸς ἐμὲ ἥξει, καὶ τὸν ἐρχόμενον πρός με οὐ μὴ ἐκβάλω ἔξω»,167
«ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω»,168 «πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ
ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα»,169 «ἐγγίσατε τῷ Θεῷ, καὶ ἐγγιεῖ ὑμῖν»,170 «δεῦτε πρός με πάντες οἱ
κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς»,171 «εἰ οὖν ὑμεῖς, πονηροὶ ὄντες,
οἴδατε δόματα ἀγαθὰ διδόναι τοῖς τέκνοις ὑμῶν, πόσῳ μᾶλλον ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς
οὐρανοῖς δώσει ἀγαθὰ τοῖς αἰτοῦσιν αὐτόν»,172 και «ὁ ἔχων τὰς ἐντολάς μου καὶ τηρῶν
αὐτάς, ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με· ὁ δὲ ἀγαπῶν με ἀγαπηθήσεται ὑπὸ τοῦ πατρός μου173 καὶ
πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ’ αὐτῷ ποιησόμεν».174
Είναι αναγκαίο να εργάζεται τις εντολές του Θεού με προθυμία και ακατάπαυστα.
Η πρώτη εντολή είναι: «μετανοεῖτε· ἤγγικεν γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»,175 και ακόμη
«αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν· ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε· κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν. πᾶς γὰρ ὁ
αἰτῶν λαμβάνει καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει καὶ τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται».176 Ο Χριστός δίδαξε
τον άνθρωπο με ποια λόγια και έργα πρέπει να αιτείται λέγοντας: «εἴ τις θέλει πρῶτος
εἶναι, ἔσται πάντων ἔσχατος καὶ πάντων διάκονος»177 και «ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν
ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται».178 179
Πρέπει ο άνθρωπος να ταπει-
νώνεται και να κατηγορεί μόνο τον εαυτό του ως αίτιο της αθλίας του κατάστασης, και να
μην θεωρεί υπεύθυνους εκείνους που ίσως τον παροτρύνουν και τον συμβουλεύουν να
πράττει αμαρτωλά έργα και λόγια.180
Επίσης, είναι αναγκαίο να κατανοήσει ότι πέρασε τις ημέρες και τα χρόνια της
ζωής του με αδιαφορία για τις θείες Γραφές και το όφελος από αυτές − με χορτασμό της
κοιλιάς, με αδηφαγία, με καλλωπισμό ενδυμάτων, με παιχνίδια και γέλια που δεν

165. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΑ΄, 37-41, σσ. 164-165.


166. Κατά Λουκάν 15:7.
167. Κατά Ιωάννην 6:37.
168. ό.π., 7:37.
169. ό.π., 11:26, 8:51.
170. Ιακώβου 4:8.
171. Κατά Ματθαίον 11:28.
172. Κατά Ματθαίον 7:11. Κατά Λουκάν 7:13.
173. Κατά Ιωάννην 14:21.
174. ό.π., 14:23.
175. Κατά Ματθαίον, 4:17.
176. ό.π., 7:7, 8.
177. Κατά Μάρκον 9:35, 10:43.
178. Κατά Λουκάν 14:11, 18:14.
179. Κατ. 14, S.C. 104, 24-53, σ. 206-208. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 65, σσ. 338-339.
180. Κατ. 5, S.C. 96, 237-243, σσ. 396-396. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 76, σ. 347.

73
ωφέλησαν την ψυχή του, με απόκτηση χρημάτων, με άσκοπες δαπάνες, με απολαύσεις του
σώματος, με πολλά και πολυτελή τραπέζια, με υπέρμετρη ανάπαυση του σώματος, με
φθόνο και χλευασμό προς τον πλησίον, με κλοπές και ψέματα. Όλα αυτά δεν τον
ωφέλησαν σε τίποτα και ούτε θα τον ωφελήσουν τη στιγμή της εξόδου της ψυχής του.
Πρέπει να βάλει αρχή να εγκαταλείψει τα ανώφελα, να μην διάγει τις υπόλοιπες
ημέρες της ζωής του μάταια, και να μιμηθεί όσα προστάζουν οι άγιοι Πατέρες. Δηλαδή να
νηστεύσει αντί της πρότερης αδηφαγίας· να στεναχωρήσει την κοιλιά του με πείνα και
δίψα, ώστε και η αδάμαστος γλώσσα να δαμαστεί· να έλθει σε σκυθρωπότητα, χλωμάδα,
λύπη, ώστε να ελευθερωθεί από την έπαρση των λογισμών και εύκολα να παύσει το
σκόρπισμα του νου, το παιχνίδι και τα γέλια. Πρέπει να ντύνεται με ταπεινά ενδύματα, να
δώσει τα πολυτελή ενδύματα και τα χρήματα στους φτωχούς, να αρνηθεί τους φίλους και
συγγενείς για την αγάπη του Χριστού, να ταλαιπωρεί το σώμα του ώστε να αποφεύγει τον
πολύ ύπνο, και να αποφεύγει γενικά τις απολαύσεις του σώματος, όπως για παράδειγμα τα
μαλακά στρώματα.181 Επιπλέον, πρέπει να εξομολογείται τις αμαρτωλές πράξεις και
λογισμούς στον πνευματικό του πατέρα· να δείχνει πίστη και υποταγή σε αυτόν· να
πράττει ακόμα και ευτελείς εργασίες· να υπηρετεί και τους υποδεέστερους ανθρώπους· να
διακονεί τους ασθενείς· να θεωρεί από τα βάθη της ψυχής του ότι είναι κατώτερος από
όλους τους ανθρώπους· να υποφέρει όλες τις θλίψεις συλλογιζόμενος τα δικά του
αμαρτήματα, και θεωρώντας τον εαυτό του άξιο της κόλασης· να υπομένει ατάραχος τα
επερχόμενα, ώστε με την υπομονή αυτή να λάβει τη συγχώρηση των αμαρτιών του.182
Όταν κρατά αδιάλειπτα όλα αυτά στη διάνοια του, σε βάθος χρόνου χωρίζεται από τον
κόσμο, τα πράγματα του κόσμου, τα χρήματα, τους συγγενείς και ενώνεται ανάλογα με τα
πνευματικά.183
Ο άγιος Συμεών, όμως, διευκρινίζει ότι μετάνοια δεν είναι αυτή που δείχνεται μόνο
με τα λόγια και την ταλαιπωρία του σώματος, αλλά αυτή που γίνεται με όλη την ψυχή.
Άλλωστε, ο απόστολος Πέτρος, ο τελώνης, ο ληστής, η πόρνη και ο άσωτος υιός που
δαπάνησε την πατρική περιουσία με πόρνες και τελώνες έλαβαν την συγχώρηση των
αμαρτημάτων μόνο από τη μετάνοια, τα δάκρυα μέσα από την ψυχή, την κατάκριση της
συνείδησης και την επίγνωση του αμαρτωλού εαυτού τους και όχι με έργα όπως η νηστεία,
η αγρυπνία, η ελεημοσύνη και η ταλαιπωρία του σώματος. Επομένως, ο αγαθός και
φιλάνθρωπος Χριστός δεν αποκλείει κανένα άνθρωπο που προσέρχεται σ’ Αυτόν με

181. Κατ. 30, S.C. 113, 23-67, σσ. 196-200. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 69, σσ. 370-371.
182. Θεολ. 1, S.C. 122, 291-303, σ. 118. Πρβλ. Ζαγοραίος, ό.π., Λόγος 60, σ. 314. Πρβλ. Ηθ. 7, S.C.
129, 49-54, σ. 160. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 78, σ. 421.
183. Κατ. 14, S.C. 104, 54-60, σ. 208. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 65, σ. 339.

74
μετάνοια και δάκρυα, διότι η άφεση των αμαρτιών είναι έργο της Χάρης και φιλανθρωπίας
του Θεού και «οὐκ ἐξ ἔργων νόμου ἵνα μή τις καυχήσηται».184 185
Όταν ο φωτισμός της μετάνοιας περιλάμψει τον άνθρωπο, δεν πρέπει να ζητά μόνο
τη συγχώρηση για τα αμαρτήματά του, αλλά και να λάβει από το Χριστό την ελευθερία να
μην αμαρτάνει πλέον. Ο ίδιος ο Κύριος λέει: «ὅτι πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν δοῦλός ἐστι
τῆς ἁμαρτίας. ὁ δὲ δοῦλος οὐ μένει ἐν τῇ οἰκίᾳ εἰς τὸν αἰῶνα· ὁ υἱὸς μένει εἰς τὸν αἰῶνα. ἐὰν
οὖν ὁ υἱὸς ὑμᾶς ἐλευθερώσῃ ὄντως ἐλεύθεροι ἔσεσθε».186 Γι’ αυτήν την ελευθερία είπε ο
Απόστολος Παύλος: «τῇ ἐλευθερίᾳ οὖν, ᾗ Χριστὸς ἡμᾶς ἠλευθέρωσε, στήκετε».187 188

Επιπλέον, ο άνθρωπος προκειμένου να αντισταθεί στον διάβολο που τον ωθεί στις
ίδιες αμαρτίες, πρέπει να αναλάβει πνευματικά όπλα ενάντια στους εχθρούς δαίμονες.
Πρέπει να λάβει ως σύμμαχο και να διδάσκεται από την Αγία Γραφή· στους αισχρούς
λογισμούς να αντιτάξει την μνήμη του Θεού και του φόβου της αιώνιας καταδίκης· στην
ακηδία να αντιπαραβάλλει την προθυμία και επιμέλεια· στη γαστριμαργία τη νηστεία· στη
φιληδονία την εγκράτεια· στην πολυποσία την ολιγοποσία· και στην πύρωση της σάρκας
την μνήμη της αιώνιας κόλασης, την προσευχή και τη δίψα. Δηλαδή, σε κάθε πάθος να
αντιτάξει την αντίστοιχη αρετή, ώστε οι αρετές σαν στρατιώτες να τον περιφρουρούν και
να τον διατηρούν αβλαβή.189
Κατά τον άγιο Πατέρα, ο άνθρωπος πρέπει να μετανοήσει με όλη την ψυχή και να
αποβάλει όχι μόνο τα κακά έργα, αλλά και να εξαφανίσει τους πονηρούς και ακάθαρτους
λογισμούς −σύμφωνα με τον Προφήτη Ιωήλ που λεέι: «διαρρήξατε τὰς καρδίας ὑμῶν καὶ
μὴ τὰ ἱμάτια ὑμῶν».190 Διότι, ποιο είναι το όφελος αν μοιράσει κάποιος την περιουσία του
στους φτωχούς, αλλά δεν απέχει και δεν μισήσει την αμαρτία ή εάν δεν πράττει σωματικές
αμαρτίες, αλλά νοητά συγκατατίθεται σε αισχρούς και ακάθαρτους λογισμούς, οπότε
διαπράττει νοητά την αμαρτία και η ψυχή του υποδουλώνεται σε ακράτητα πάθη;191
Όσο ο άνθρωπος προχωρά στο στάδιο της μετάνοιας και προκόβει πνευματικά,
αισθάνεται ότι υποχωρούν οι αμαρτωλοί λογισμοί, η καρδιά έρχεται σε ταπείνωση και
γεννά λογισμούς ταπεινοφροσύνης. Μόλις ο άνθρωπος αισθανθεί όλα αυτά, έρχεται μέσω
πολλών θλίψεων σε κατάνυξη και δάκρυα, τα οποία πλένουν τον ρύπο των παθών και

184. Προς Εφεσίους 2:9.


185. Επ. 2, 25-42, σ. 72.
186. Κατά Ιωάννην 8:34, 36.
187. Προς Γαλάτας 5:1.
188. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΕ΄, 94-103, σσ. 218-219.
189. Επ. 2, 43-72, σσ. 72-74.
190. Ιωήλ 2:13.
191. Κατ. 5, S.C. 96, 49-64, σσ. 378-380. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 66, σ. 343.

75
αποτελούν τον πρώτο καρπό της μετάνοιας.192 Σε περίπτωση που δεν έλθει σε κατάνυξη
και δάκρυα, δεν πρέπει να απογοητευτεί, αλλά να κατηγορεί τον εαυτό του και να του λέει:
«η κατάνυξη και τα δάκρυα είναι για τους άξιους και αυτούς για τους οποίους
ετοιμάστηκαν γι’ αυτά. Εσύ πόσα έτη παρακάλεσες τον Θεό και εργάστηκες γι’ Αυτόν;
Με ποια έργα ετοίμασες τον εαυτόν σου για υποδοχή αυτών; Δεν σου αρκεί που ζεις;».193
Όταν έλθουν τα δάκρυα, η καρδιά ταπεινώνεται ακόμη περισσότερο, και έρχεται σε
μεγαλύτερη κατάνυξη. Η ταπείνωση γεννά το πένθος, και το πένθος τρέφει αυτήν και την
αυξάνει. Αυτή η εργασία με την εκπλήρωση των εντολών απομακρύνει κάθε πάθος και
κάθε κακή σωματική και κοσμική επιθυμία. Τότε η ψυχή του ανθρώπου ελευθερώνεται
από κάθε γήινη επιθυμία, και αποδύεται την αναισθησία που ως κάλυμμα σκεπάζει νοερά
την ψυχή του, με αποτέλεσμα να βλέπει τα τραύματα της ψυχής του −δηλαδή τα πάθη−,
και να τα θεραπεύει χρησιμοποιώντας ως φάρμακο τις εντολές, και καυτηριάζοντάς τα με
τους πειρασμούς. Ζητά με θέρμη την βοήθεια του Θεού και όταν τον επισκεφτεί η Χάρη
του Αγίου Πνεύματος ελευθερώνεται και καθαρίζεται η ψυχή του από όλα τα πάθη.194
Επιπλέον, η μετάνοια είναι το φάρμακο για την απόγνωση. Ο άνθρωπος πρέπει να
κατανοήσει ότι δεν υπάρχει πλήθος αμαρτημάτων που να μην εξαλείφει η μετάνοια, ότι
«οὗ δὲ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις»,195 και ότι «χαρὰ ἔσται ἐν τῷ
οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι».196 Τότε είναι δυνατόν να έλθει στον εαυτό του, να
έλθει σε κατάνυξη, να επιθυμήσει να απαλλαγεί από τις πολλές αμαρτίες, να ελαφρώσει τη
συνείδησή του από αυτό το δυσβάστακτο φορτίο και να μην λογαριάζει τα πράγματα του
κόσμου.197
Επίσης, μετά τον τραυματισμό που προκαλεί η αμαρτία δύναται −αν θέλει− με τη
θερμή μετάνοια να γίνει πιο έμπειρος και γενναίος. Μπορεί να σηκωθεί και να μάχεται,
γεγονός αξιοθαύμαστο και αξιέπαινο, που είναι γνώρισμα των γενναίων και ανδρείων
ανθρώπων. Όπως αναφέρθηκε, το να διατηρηθεί ο άνθρωπος αλώβητος είναι στην εξουσία
του Θεού, ενώ το να είναι αθάνατος ή θνητός είναι στην εξουσία του. Πρέπει να μην
απελπίζεται, αλλά να προσφεύγει με μετάνοια στον παντοδύναμο και φιλάνθρωπο Θεό.
Τότε θα νιώθει πάντα δυνατός· ο διάβολος δεν θα έχει καμία εξουσία επάνω του, και ο

192. Κατ. 4, S.C. 96, 638, σ. 366. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 75, σ. 411.
193. Κατ. 30, S.C. 113, 177-181, σ. 208. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 79, σ. 372.
194. Κατ. 14, S.C. 104, 60-107, σσ. 208-212. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 75, σ. 339.
195. Προς Ρωμαίους 5:20.
196. Κατά Λουκάν 15:7, 10.
197. Κατ. 6, S.C. 104, 77-87, σ. 54. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 74, σ. 395.

76
θάνατος δεν θα τον κυριεύσει ποτέ.198 Ο άνθρωπος με τη μετάνοια διδάσκεται να πολεμά
και να παλεύει με τους εχθρούς του −δηλαδή τους δαίμονες.199
Είναι σημαντικό σε αυτό το σημείο να τονίσουμε ότι η μετάνοια δεν αφορά μόνο
τον βαπτισμένο που έχει αμαρτήσει. Αφορά όλους τους ανθρώπους που θέλουν να
στραφούν προς τον Θεό και να απομακρυνθούν από την αμαρτία, είτε αυτοί δεν έχουν
βαπτιστεί και τους καλεί ο Θεός προς τη σωτηρία, είτε διανύουν τον σωτήριο δρόμο αλλά
δεν έχουν φτάσει στην τελειότητα. Πρακτικά, κάθε άνθρωπος έχει ανάγκη τη μετάνοια.200
Όμως, η μετάνοια χωρίς το Άγιο Βάπτισμα δεν μπορεί ούτε να τον θεραπεύσει ούτε να τον
σώσει.201
Επιπρόσθετα, είναι αναγκαίο να αναφέρουμε πόσο σημαντικό είναι ο άνθρωπος να
μην αναβάλλει τη μετάνοιά του χρησιμοποιώντας διάφορες προφάσεις. Άλλωστε, ο
αμετανόητος αμαρτάνει διότι δεν μετανοεί − όπως επιβεβαιώνει και η Αγία Γραφή: «εἰδότι
οὖν καλὸν ποιεῖν καὶ μὴ ποιοῦντι, ἁμαρτία αὐτῷ ἐστιν».202 203
Ο χριστιανός έχει τη
δυνατότητα της μετάνοιας σε κάθε τόπο, είτε στην έρημο βρίσκεται είτε στην πόλη, διότι
σημασία έχει ο τρόπος και όχι ο τόπος.204 Κατά τον άγιο Συμεών ο άνθρωπος πρέπει να
μετανοήσει πριν τον προλάβει ο θάνατος και κλειστεί η θύρα της μετάνοιας. Η στιγμή του
θανάτου είναι άγνωστη για τον κάθε άνθρωπο, γι’ αυτό πρέπει να βιαστεί να προλάβει
πριν από το θάνατο με την μετάνοια να ανοίξει ο Δεσπότης τις πύλες του Παραδείσου, και
να αποκτήσει μέσα του συνειδητά τη Βασιλεία των ουρανών, η οποία είναι το Άγιο
Πνεύμα. Δεν πρέπει ο άνθρωπος να φύγει από την επίγεια ζωή χωρίς αυτή. Επιπλέον, να
μην φαντάζεται −εξαιτίας της υπερηφάνειας− πως έχει αποκτήσει μέσα του τη Βασιλεία
των ουρανών χωρίς να το γνωρίζει, ενώ στην πραγματικότητα δεν έχει τίποτα. Διότι ο
άνθρωπος στον οποίο κατοικεί το Άγιο Πνεύμα συνειδητοποιεί ότι απέκτησε τη Βασιλεία
των ουρανών. Όπως, δηλαδή, η γυναίκα από το σταμάτημα των αιμάτων, από τα
σκιρτήματα του βρέφους, και την ανορεξία για πολλές τροφές δεν χρειάζεται να
πληροφορηθεί από άλλον ότι συνέλαβε· έτσι και σε αυτόν που −δια του Αγίου Πνεύ-
ματος− ενοικήσει ο Χριστός, δεν χρειάζεται να πληροφορηθεί από άλλον· διότι η ίδια η

198. Κατ. 3, S.C. 96, 349-361, σσ. 308-310. Πρβλ. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΚΒ΄, 202-213, σσ. 310-
311. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 73, σ. 393.
199. Κατ. 3, S.C. 96, 312-315, σ. 306. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 73, σ. 392.
200. Παύλος μοναχός, Τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου: τὰ σωζόμενα Ἀσκητικά.
Μετενεχθέντα εἰς τὴν λαλουμένην καθαρὰν Ἑλληνικὴν γλῶσσαν παρὰ τοῦ ὁσιωτάτου ἱεροδιδασκάλου
Καλλινίκου Παντοκρατορινοῦ, Λόγος ΝΕ΄, εκδ. Απόστολος Βαρνάβας, Αθήνα 1976, σσ. 192-194. Πρβλ. J.C.
Larchet, ό.π., σ. 538.
201. J.C. Larchet, ό.π., σ. 538.
202. Ιακώβου 4:17.
203. Κατ. 28, S.C. 113, 131-133, σ. 138. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 79, σ. 432.
204. Κατ. 22, S.C. 104, 132-135, σ. 374. Πρβλ. Β.Τσίγκου, ό.π., σσ. 229-230.

77
ψυχή βλέπει να αναστέλλονται τα ακάθαρτα αίματα των συνηθισμένων παθών, παύει η
όρεξη για πολλές τροφές, και μισεί υπερβολικά κάθε ηδονή.205
Επίσης, είναι σημαντικό ο άνθρωπος να διάγει το στάδιο της μετάνοιας χωρίς
δισταγμό και διψυχία. Δισταγμός είναι να συλλογίζεται αν θα τον ελεήσει ή όχι ο Θεός. Το
«όχι» είναι σημείο απιστίας. Αν δεν πιστεύει ότι θα τον ελεήσει ο Θεός περισσότερο από
ότι ο ίδιος προσδοκά, τότε γιατί προσέρχεται και Τον παρακαλεί; Διψυχία δε, είναι, να μην
παραδίδει καθολικά τον εαυτό του σε «θάνατο» για να κερδίσει τη Βασιλεία των ουρανών,
αλλά να φροντίζει εξ’ ολοκλήρου για την επιβίωση της σάρκας.206 Η διψυχία βυθίζει τον
άνθρωπο στη ραθυμία και την αμέλεια, και εμποδίζει την κοινωνία με τον Θεό.207 Είναι
σημαντικό να τονίσουμε ότι η ανθρώπινη ψυχή θεραπεύεται από την διψυχία με την
πίστη.208
Συμπερασματικά, η μετάνοια αποκαθιστά και ανορθώνει τις δυνάμεις τις ψυχής
που νόσησαν. Συνιστά το κατεξοχήν μέσο θεραπείας των δυνάμεων του λογιστικού μέρους
της ψυχής, διότι ο άνθρωπος αποκτά επίγνωση της αμαρτωλότητας και της αθλιότητάς
του, και ανακαλύπτει την πραγματική εικόνα του εαυτού του. Η αυτογνωσία αυτή του
επιτρέπει να αντιλαμβάνεται την διακοπή κοινωνίας με το Θεό, και την απόκλιση από το
θέλημα Του. Με την αδιάκοπη πρακτική της μετάνοιας οδηγείται από την άγνοια στη
γνώση και στην κατάσταση − όπου ανάλογα με το μέτρο της μετάνοιας− διακρίνει τα
μικρότερα παραπτώματα και τις ελάχιστες ελλείψεις. Η γνώση των παθολογικών
καταστάσεων, ακόμα και των μικρών νοσημάτων, που αποκτά ο άνθρωπος με την
μετάνοια, αποτελεί την αναγκαία συνθήκη για την θεραπεία του.209 Διότι −κατά τον Άγιο
Συμεών− δεν είναι δυνατόν ο άρρωστος να λάβει τη θεραπεία από τον θείο ιατρό, αν δεν
γνωρίζει το βαθμό που νοσεί η ψυχή του.210

3.3.2 Η πίστη και τα έργα

Η πίστη στον Θεό αποτελεί θεμέλιο λίθο στο δρόμο για τη θεραπεία των παθών. Διότι
είναι αδύνατον εκείνος που πιστεύει στον Χριστό να ζει παράνομα −όπως ακριβώς είναι
αδύνατον εκείνος που βλέπει βαθύ γκρεμό να πέσει μέσα. Ο Χριστός για κάθε έναν που
πιστεύει σε Αυτόν, γίνεται δύναμη φρόνησης, ισχύ γνώσης, σθένος σοφίας, δύναμη

205. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΚΑ΄, 78-104, σσ. 286-289.


206. Κατ. 30, S.C. 113, 226-235, σ. 212. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 69, σ. 373.
207. Ηθ.10, S.C. 129, 900-904, σ. 324.
208. J.C. Larchet, ό.π., σ. 526.
209. J.C. Larchet, ό.π., σσ. 551-554. Πρβλ. Κεφ.θεολ.πρ. 1, S.C. 51, 304-306, σ. 118.
210. Κατ. 7, S.C. 104, 89-90, σ. 54. Πρβλ. J.C. Larchet, ό.π., σ. 552.

78
δικαιοσύνης, αγάπη Θεού και ανθρώπων, θεμέλιο κάθε ιερής εντολής, ενέργεια θείου
θελήματος, φυσική και εν γνώσει αποστροφή κάθε κακίας, αμαρτίας και ηδονής. Η ελπίδα
και η ειρήνη του ανθρώπου είναι ο Χριστός, και χωρίς Αυτόν παραμένει αποξενωμένος
από τον Θεό και δεν δύναται να καταφέρει τίποτα.211 Σύμφωνα με ένα σύγχρονο θεολόγο
«ο άνθρωπος δια της πίστεως ενώνεται με το Θεό· έτσι όλες οι δυνάμεις του ξαναβρίσκουν
εν Αυτώ το φυσιολογικό σκοπό και την υγεία τους, ασκούμενες στην αρμονία και στην
ειρήνη, αναπτυσσόμενες κατά φύση».212
Με την πίστη στο Χριστό ο άνθρωπος διορθώνεται στην ψυχή και στο σώμα. Κατά
τη διάρκεια της επίγειας ζωής του Ιησού Χριστού −εξαιτίας της πίστης τους−, άρρωστοι
άνθρωποι έλαβαν από Αυτόν την συγχώρηση των αμαρτιών, την θεραπεία των νοσημάτων
και την πραγματική υγεία.213 Στον τυφλό στην Ιεριχώ είπε: «ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου
σέσωκέ σε»·214 στη γυναίκα που υπέφερε από αιμορραγία δώδεκα έτη και άγγιξε με πίστη
«τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ» είπε: «θάρσει, θύγατερ· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε» και
«ἐσώθη ἡ γυνὴ ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης»·215 και στον παράλυτο στην Καπερναούμ, όταν είδε
την πίστη αυτών που τον βάσταζαν του είπε: «τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου».216
Στη συνέχεια, η πίστη με επίγνωση γεννά την αγάπη προς τον Χριστό. Όπως
χαρακτηριστικά περιγράφει ο ιερός Πατέρας, εκείνος που ευεργετείται από κάποιον,
παρακινούμενος από την ευεργεσία, χωρίς να το θέλει, τον αγαπά. Στη συνέχεια προκόβει
στην αγάπη αυτή και βρίσκει τον ευεργέτη μέσα του, να τον εμπιστεύεται, επειδή τον
αγάπησε.217
Θα ήταν σκόπιμο να παρουσιαστούν σε αυτό το σημείο, οι τρόποι με τους οποίους
−κατά τον Άγιο− εκδηλώνεται η πίστη στον άνθρωπο. Πίστη είναι να πιστεύει κάποιος
στον ακατάληπτο Θεό, ο οποίος έφερε στην ύπαρξη «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος» όλη την ορατή και
νοητή κτίση. Αυτήν την πίστη είχαν όλοι οι δίκαιοι και οι προφήτες από τον Αδάμ μέχρι
το Χριστό.218 Είναι γεγονός ότι ο άνθρωπος μπορεί να γνωρίσει και να πιστέψει στον Θεό
μέσω της δημιουργίας.219 Ο ουρανός, η θάλασσα, η γη, ο ίδιος ο άνθρωπος και όλη η κτίση
−ως ενέργειες του Θεού− αποτελούν έναν τρόπο γνωριμίας με τον τριαδικό Θεό. Ο
άνθρωπος από το μέγεθος και την ομορφιά των κτισμάτων που βλέπει, βαθμιαία αντιλαμ-

211. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο Ζ΄, 100-116, σσ. 64-69.


212. J.C. Larchet, ό.π., τόμ. Α΄, σ. 529.
213. ό.π., σ. 529.
214. Κατά Λουκάν 18:42.
215. Κατά Μάρκον 9:21, 22.
216. Κατά Μάρκον 2:5.
217. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο Ζ΄, 120-126, σσ. 120-121.
218. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΣΤ΄, 5-8, σσ. 224-225.
219. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο Γ΄, σσ. 64-69.

79
βάνεται τη δύναμη και σοφία του Δημιουργού, και προκόβει με την πάροδο του χρόνου
στην αγάπη, στην πίστη και στον αγνό φόβο.220 Η κτίση αποτελεί για τον άνθρωπο −όπως
221
αναφέρει ο Μέγας Βασίλειος− «θεογνωσίας παιδευτήριον» και σύμφωνα με τους
Ψαλμους «οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ».222
Πίστη είναι να πιστεύει κάποιος στον Πατέρα, στον Υιό και στο Άγιο Πνεύμα
(ένας Θεός με τρεις υποστάσεις), και στο μυστήριο της ένσαρκης οικονομίας. Δηλαδή, ότι
ο Λόγος του Θεού και Υιός, που είναι σύμφυτος με τον Πατέρα και ενυπόστατος, χωρίς να
χωριστεί από τον Πατέρα, χώρεσε στη μήτρα της Παρθένου, και προσέλαβε τέλεια την
ανθρώπινη φύση σε μία υπόσταση. Γεννήθηκε ως άνθρωπος με σάρκα, μία υπόσταση, με
δύο τέλειες φύσεις αναμεμειγμένες χωρίς να συγχέονται, και χωρισμένες χωρίς να διαι-
ρούνται. Με τη θέλησή Του έπαθε, σταυρώθηκε, και ενταφιάστηκε χωρίς να χωριστεί η
θεότητά του κατά το χωρισμό που φέρνει ο θάνατος, ούτε από τη δική της ψυχή ούτε από
το δικό της σώμα. Στη συνέχεια αναστήθηκε μετά από τρεις ημέρες, και αναλήφθηκε
στους ουρανούς ως άνθρωπος μετά από σαράντα ημέρες. Τότε κάθισε στο θρόνο της
θεότητάς του μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, και υμνείται από όλα τα ουράνια
τάγματα μαζί με την ανθρώπινη σάρκα του.
Επιπλέον, πίστη είναι να πιστεύει ο άνθρωπος σε όλες τις χαρμόσυνες ή όχι
αναγγελίες του Θεού που περιέχονται στις θεόπνευστες Γραφές. Να δεχθεί τα δόγματα και
τις εντολές −δηλαδή ουσιαστικά το ίδιο το Άγιο Πνεύμα. Πίστη είναι να αφιερώσει κά-
ποιος τον εαυτό του στον Θεό, και να στηρίζει με όλη τη δύναμη της ψυχής του τη σωτη-
ρία του σε Αυτόν. Πίστη είναι να γνωρίζει ο άνθρωπος ότι ο Θεός δύναται να κάνει τα
πάντα, και ότι τα πράττει από αγαθότητα για το συμφέρον του. Επίσης, πίστη είναι να έχει
θάρρος στη μεγάλη δύναμη του Θεού, ώστε να προστάζει και τα βουνά να μετατοπιστούν
−το οποίο ανήκει σε λίγους− όπως λέει και ο Απόστολος Παύλος: «οὐ γὰρ πάντων ἡ
πίστις».223 224
Πίστη είναι να πιστεύει ο άνθρωπος ότι με τη Χάρη του Θεού μπορεί να
απαλλαγεί από την κακία και να γίνει εργάτης των εντολών − όπως διδάσκει και ο
Απόστολος Παύλος: «περισσότερον αὐτῶν πάντων ἐκοπίασα, οὐκ ἐγὼ δέ, ἀλλ’ ἡ χάρις τοῦ
Θεοῦ ἡ σὺν ἐμοί».225 226

220. Ηθ. 4, S.C. 129, 913-917, σσ. 72-74. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 84, σ. 485.
221. Βασίλειος Καισαρείας, Εἰς τήν ἐξαήμερο, 1, 6, P.G. 29, 16.
222 Ψαλμοί 18:2.
223. Προς Θεσσαλονικείς Β΄ 3:2.
224. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΣΤ΄, 5-47, σσ. 224-227.
225. Προς Κορινθίους Α΄ 15:10.
226. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΣΤ΄, 100-106, σσ. 230-231.

80
Επιπλέον, πίστη κατά τον άγιο Συμεών είναι: να πεθάνει ο άνθρωπος για την
εκπλήρωση των εντολών Του, και να πιστεύει ότι ο θάνατος αυτός είναι πρόξενος ζωής·
να θεωρεί τη φτώχεια ως πλούτο, την περιφρόνηση ως δόξα και τιμή· να πιστεύει ότι με το
να μην έχει τίποτα κατέχει τα πάντα και ότι απέκτησε «τὸν ἀνεξιχνίαστον πλοῦτον τοῦ
Χριστοῦ»,227 και να θεωρεί αυτά που βλέπει στον κόσμο ως καπνό.228 Συνάμα, πίστη είναι,
εκτός από τη καταφρόνηση των απολαύσεων αυτού του κόσμου, να υπομένει κάθε
πειρασμό που συνοδεύεται από λύπες, θλίψεις και συμφορές μέχρι ο Θεός −αν θελήσει−
τον επισκεφτεί.229
Κατά τον άγιο Συμεών, η Χάρη που προέρχεται από την πίστη είναι θεμέλιο κάθε
αρετής.230 Από την πίστη έρχεται σε αυτόν που πιστεύει η δύναμη του Αγίου Πνεύματος
−όμως με κάποιο μέτρο. Ανάλογα με την πίστη επισκέπτεται τον άνθρωπο και η Χάρη.
Δηλαδή, αν η πίστη είναι μεγάλη, θα είναι μεγάλη και η Χάρη· ενώ αν η πρώτη είναι
μικρή, θα είναι μικρή και η δεύτερη.231
Ο αληθινός χριστιανός, όμως, πρέπει να γνωρίζει ότι δεν υπάρχει όφελος από την
πίστη χωρίς τα έργα. Άλλωστε και οι δαίμονες χωρίς έργα πιστεύουν και ομολογούν τον
Χριστό ως Θεό, αλλά δεν ωφελούνται· όπως φανερώνεται και στην Αγία Γραφή: «οἶδά σε
τίς εἶ, ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ,232 τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ;»·233 και αλλού: «οὗτοι οἱ
ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν».234 Διότι όπως λέει και ο Απόστολος
Ιάκωβος: «οὕτω καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔργα ἔχῃ, νεκρά ἐστι καθ’ ἑαυτήν».235 Απόδειξη της
πίστης είναι η δύναμη που δίνει, και η φανέρωση της δύναμης είναι τα θεάρεστα έργα. Τα
έργα ακολουθούν την πίστη. Με την πίστη πράττουμε τα έργα που ευαρεστούν τον Θεό,
και τα έργα γίνονται όχι για την πίστη, αλλά με την πίστη.236 Για παράδειγμα, κάποια από
τα έργα με τα οποία εκδηλώνεται η πίστη είναι: η ελεημοσύνη, η αγρυπνία, η νηστεία, η
προσευχή και η κακοπάθεια του σώματος. Αν, όμως, αυτά τα έργα αυτονομηθούν από τη
Χάρη του Θεού, και νομίσει ο άνθρωπος ότι θα δικαιωθεί από αυτά − τότε μάταια
κοπιάζει.

227. Προς Εφεσίους 3:8.


228. Κεφ.θεολ.γν.πρ. 1, S.C. 51, 10, σσ. 44-47.
229. ό.π., 11, σσ. 46-47.
230. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΣΤ΄, 52-53, σσ. 226-227.
231. ό.π., Κεφάλαιο ΙΣΤ΄, 88-92, σσ. 230-231.
232. Κατά Μάρκον 1:24. Κατά Λουκάν 4:34.
233. Κατά Ματθαίον 8:29.
234. Πράξεις Αποστόλων 16:17.
235. Ιακώβου 2:17.
236. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΣΤ΄, 93-100, σσ. 230-231. Πρβλ. Κατ. 13, S.C. 104, 130-138, σ. 200.
Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 42, σ. 195.

81
Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι, αν ο άνθρωπος έχασε την πίστη του, μπορεί αν
θέλει, να την ξαναποκτήσει με τη μετάνοια, την εξομολόγηση και την ταπεινή διαβίωση.
Διότι η Χάρη που προέρχεται από την πίστη είναι έλεος για τον άνθρωπο, και αυτήν
πρέπει να ζητά πριν από όλα.237

3.3.3 Η ταπείνωση

Η ταπείνωση είναι ίσως το πιο δραστικό φάρμακο στη θεραπεία των παθών. Μάλιστα, ο
άγιος Συμεών προτρέπει όλους να την τοποθετήσουν ως πρώτο θεμέλιο στην οικοδομή
των αρετών.238 Λέει ο Προφήτης Ησαΐας: «ἐπὶ τίνα ἐπιβλέψω, ἀλλ’ ἢ ἐπὶ τὸν ταπεινὸν καὶ
ἡσύχιον καὶ τρέμοντα τοὺς λόγους μου».239 Η συντετριμμένη και τεταπεινωμένη καρδιά240
τρέπει χωρίς κούραση σε φυγή τις φάλαγγες των δαιμόνων και τις αποδιώχνει εντελώς.241
Σε αυτήν την κατάσταση της ψυχής αναπαύεται ο Θεός, κάθε παγίδα του διαβόλου
διαμένει άπρακτη, όλα τα φθοροποιά πάθη της αμαρτίας αφανίζονται τελείως και
αυξάνονται οι καρποί του Αγίου Πνεύματος.242
O χριστιανός πρέπει πρώτα να ομολογήσει τα αμαρτήματα του, ώστε με την
ενθύμηση των προηγούμενων αμαρτημάτων να έχει πάντα ταπεινό φρόνημα, και να μην
υπερηφανεύεται απέναντι στους συνανθρώπους του.243 Είναι αναγκαίο οι λογισμοί του να
είναι ταπεινοί, να κατηγορεί κάθε μέρα τον εαυτό του, να τον στοχάζεται ως αμαρτωλό και
να τον θεωρεί ευτελέστερο όλων των ανθρώπων. Πρέπει να προσπαθεί να δέχεται χωρίς
λύπη και ταραχή στην καρδιά του τις ύβρεις, τους εξευτελισμούς, τις ατιμίες και τις
εξουδενώσεις τις οποίες μπορεί να συναντήσει στην καθημερινή ζωή. Επιπλέον, να
υπομένει με σιωπή ή να αποκρίνεται με πολύ ταπείνωση, διότι με τον τρόπο αυτό ο
διάβολος γίνεται ανίσχυρος, ενώ αν ανταποκριθεί με πίκρα ή μιλήσει με θρασύτητα, δίνει
δύναμη στο διάβολο να φθείρει τη δύναμη της ψυχής του και την διόρθωση που
προκαλείται από τα αγαθά έργα. Αν τύχει να ταραχτεί και να λυπηθεί −έστω και λίγο−, και
δεν δεχθεί με χαρά τα συμβάντα αυτά, τότε να μέμφεται τον εαυτό του, να λυπείται, να
κλαίει, να προσπίπτει στο Θεό και να εξομολογείται σ’ Αυτόν σαν να απόλεσε όλη του τη

237. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΣΤ΄, 113, 117-119, σσ. 232-233.


238. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΓ΄, 312-314, σσ. 358-359. Πρβλ. Κατ. 2, S.C. 96, 255-256, σ. 262.
239. Ησαΐας 66:2.
240. Ψαλμοί 50:19.
241. Κατ. 2, S.C. 96, 42-44, σ. 244.
242. Ηθ. 8, S.C. 129, 195-202, σσ. 216-217. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 58, σ. 304.
243. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΣΤ΄, 9-12, σσ. 98-99.

82
ζωή. Με τον τρόπο αυτό και με τη βοήθεια του Θεού προκόβει γρήγορα στις αρετές, και
επομένως θεραπεύεται και από πάθη του.244
Είναι σημαντικό σε αυτό το σημείο να αναφέρουμε ότι η απόκτηση αυτής της
ταπείνωσης −δηλαδή το να θεωρεί ο άνθρωπος τον εαυτό του τον πιο αμαρτωλό και
ευτελή από όλους, και ότι μόνο αυτός θα απολέσει την ψυχή του− δεν πρέπει να θεωρείται
αδύνατη, και ότι δεν αρμόζει μόνο στους μοναχούς και όχι σε αυτούς που ζουν στον
κόσμο. Άλλωστε ο Χριστός τις εντολές Του τις διόρισε κοινές για όλους τους ανθρώπους,
λαϊκούς και μοναχούς.245
Είναι αναγκαίο, κατά τον άγιο Συμεών, να κατηγορεί τον εαυτό του και να λέει:
«Ποιος είμαι εγώ Θεέ μου που κατέβηκες, σαρκώθηκες και πέθανες για εμένα, για να με
απαλλάξεις από τη φθορά, και να με κάνεις μέτοχο της δόξας και της θεότητάς Σου;».
Όταν ο άνθρωπος κάνει τέτοιους ταπεινούς λογισμούς, ευθέως ο Θεός τον αγκαλιάζει
μυστικά, του χαρίζει «πνεῦμα εὐθὲς ἐν τοῖς ἐγκάτοις»,246 πνεύμα ελευθερίας και άφεσης
των αμαρτημάτων, τον στεφανώνει με χαρίσματα, και τον καθιστά ένδοξο με σοφία και
γνώση.247
Επιπλέον, πρέπει να είναι ευθύς −δηλαδή να ομολογεί την άγνοια, την απαιδευσία
και την αγριότητα που τον οδηγούν με ευκολία στην αμαρτία. Να μην είναι υποκριτής και
να δείχνει ότι θέλει άλλο από αυτό που έχει στο νου του, ώστε να καρπώνεται τη δόξα των
ανθρώπων παρά τη δόξα του Θεού. Μπορεί ο άνθρωπος να βλέπει αυτά που φαίνονται,
αλλά ο Θεός βλέπει αυτά που κρύβονται.248 Ο ευθύς είναι αληθινός, ο αληθινός είναι τα-
πεινός, και ο ταπεινός είναι άξιος του ελέους του Θεού. Επομένως, είναι αναγκαίο πρώτα ο
άνθρωπος να γίνει ευθύς −δηλαδή να αποκτήσει ταπείνωση−, γιατί είναι αδύνατον ο Θεός
να ενωθεί με μια διεστραμμένη ψυχή. Εάν, όμως, κάποιον τον νικά ο διάβολος και δεν έχει
τη δύναμη να γίνει πρώτα ευθύς, ας βιάσει τη θεία αγαθότητα να του δοθεί η δύναμη να
γίνει ευθύς, ώστε να αξιωθεί το μέγα έλεος − δηλαδή να μετάσχει στην αγιότητα του
Θεού.249
Ο άνθρωπος που επαίρεται για την αρετή και την αγιότητά του είναι ανόητος. Ο
Απόστολος Παύλος όταν λέει: «μηδὲ παριστάνετε τὰ μέλη ὑμῶν ὅπλα ἀδικίας τῇ ἁμαρτίᾳ,

244. Κατ. 4, S.C. 96, 377-385, σ. 300. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 75, σ. 407. Πρβλ. Κατ. 31, S.C. 113,
38-50, σσ. 226-228. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 70, σ. 376. Πρβλ. Κεφ.θεολ.γν.πρ. 1, S.C. 51, 47, σσ. 64-66.
Πρβλ. Ζαγοραίος, Κεφάλαια θεολογικά και πρακτικά, σ. 531.
245. Επ. 3, 461-469, σ. 116.
246. Ψαλμός 50:12.
247. Ηθ. 8, S.C. 129, 180-194, σσ. 214-216. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 58, σ. 304.
248. Ψαλμοί 10:7.
249. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο Ζ΄, 59-84, σσ. 116-119.

83
ἀλλὰ παραστήσατε ἑαυτοὺς τῷ Θεῷ ὡς ἐκ νεκρῶν ζῶντας καὶ τὰ μέλη ὑμῶν ὅπλα δικαιο-
σύνης τῷ Θεῷ. ἁμαρτία γὰρ ὑμῶν οὐ κυριεύσει· οὐ γάρ ἐστε ὑπὸ νόμον, ἀλλ’ ὑπὸ χάριν»250
δηλώνει −κατά τον ιερό Πατέρα− ότι αυτός που μεταχειρίζεται τα όπλα είναι ο Θεός. Ο
Χριστός είναι ο πολεμιστής και όπλα τα μέλη όσων πιστεύουν σε Αυτόν. Αν δεν τα
μεταχειρίζεται ο Χριστός αχρηστεύονται.251
Κατά τον άγιο Συμεών, όταν κάποιος πράττει καλά έργα, δεν πρέπει να θεωρεί ότι
αυτά είναι εύλογη αιτία για να σωθεί. Είναι αναγκαίο να ταπεινώνεται και να θεωρεί ότι
έπραξε αυτό που έπρεπε να πράξει, όπως ο δούλος κάνει αυτό που όφειλε, για να μην
τιμωρηθεί.252 Σ’ αυτόν το δούλο ο Κύριος τού δίνει Χάρη λόγω της προσωπικής του
αγαθότητας. Όμως στην περίπτωση που υπερηφανευτεί και θεωρήσει τον εαυτό του καλό
δούλο, θα τιμωρηθεί και θα μάθει ότι δεν έκανε παραπάνω από αυτό που όφειλε.253
Επίσης, είναι αναγκαίο ο άνθρωπος να γνωρίζει ότι τίποτα δεν είναι δικό του, αλλά
ότι τα πάντα είναι απόρροια της Χάρης του Αγίου Πνεύματος, διότι «πᾶσα δόσις ἀγαθὴ καὶ
πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι καταβαῖνον ἀπὸ τοῦ πατρὸς τῶν φώτων».254 Δεν υπάρχει
κανένας λόγος να καυχηθεί και να υπερηφανευθεί. Όταν ο χριστιανός κατανοήσει την
αδυναμία του μπροστά στην ανυπέρβλητη δύναμη του Θεού, τότε γεννάται μέσα του η
ταπείνωση και η συντριβή.255 Στην εξουσία του ανθρώπου είναι να σκέπτεται, να φρονεί,
να λέει και να πράττει όσα τον φέρνουν προς την ταπείνωση. Όμως, η αγία ταπείνωση και
τα λοιπά ιδιώματα αυτής −χαρίσματα και ενέργειες− είναι δώρο του Θεού, την οποία
κανείς δεν δύναται να καταξιωθεί, αν δεν σπείρει καλώς τα σπέρματα που είναι στην
εξουσία του.256
Επιπλέον, η ταπείνωση συνυπάρχει με την πραότητα. Επομένως, ο άνθρωπος
πρέπει, όταν επαινείται ή μέμφεται, να προσπαθεί να μένει απαθής και πράος, δηλαδή να
μην υπερηφανεύεται από τους επαίνους, και να μην δυσφορεί όταν τον μέμφονται και τον
κατηγορούν.257 Δηλαδή, πρέπει να μην δικαιολογείται για κανένα πράγμα, να μην
αγωνίζεται να πάρει εκδίκηση,258 αλλά να βρίσκεται μπροστά σε όλους και σε όλα σαν

250. Προς Ρωμαίους 6:13, 14.


251. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο Δ΄, σσ. 84-87.
252. Κατά Λουκάν 17:10.
253. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο Ζ΄, 85-99, σσ. 118-119.
254. Ιακώβου 1:17.
255. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΣΤ΄, 81-83, σσ. 228-229.
256. Ηθ. 5, S.C. 129, 89-96, σ. 14. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 84, σ. 472. Πρβλ. Κεφ.θεολ.γν.πρ. 1,
S.C. 51, 91, σ. 94.
257. Μάξιμος Ομολογητής., Εις το Πάτερ ημών, P.G. 90, 888. Πρβλ. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΖ΄,
105-107, σσ. 240-241.
258. Προς Ρωμαίους 12:19.

84
νεκρός, ώστε ό,τι και αν κάνουν σε αυτόν να μην ταράσσεται, να μην αντιλέγει, αλλά μόνο
να φυλάσσει τις εντολές του Θεού και να τηρεί τα προστάγματά Του.259
Η ταπείνωση προσελκύει τον ιατρό των ψυχών, που είναι ο Χριστός, να
θεραπεύσει τον άνθρωπο από την αναλγησία.260 Ο ταπεινός αποκτά νοητή αίσθηση, ώστε
όταν αισθανθεί την αρρώστια του, να ζητήσει τον ιατρό των σωμάτων και των ψυχών
Χριστό,261 να προσπέσει σε Αυτόν, και να παρακαλέσει με επιμονή να θεραπεύσει τις
ασθένειές του. Τότε η ψυχή αυτή προσελκύει τη συμπάθεια του ιατρού, ώστε να ανατείλει
σ’ αυτήν νοητό φως, και να γίνει φανερή η άθλια κατάστασή της. Διότι απαραίτητη
προϋπόθεση για να θεραπεύσει ο παντοδύναμος Θεός τις ασθένειες του ανθρώπου είναι να
γνωρίσει ο ίδιος τη θλιβερή κατάσταση της ψυχής του. Όταν με τη Χάρη του ιατρού
θεραπευτεί από την ασθένεια αυτή, τότε όλα αυτά που ποθούσε και θεωρούσε καλά, πλέον
τα θεωρεί σιχαμερά και μολυσμένα.262
Τέλος, κατά τον άγιο Συμεών, η ταπείνωση προηγείται του πένθους και έπεται η
ανέκφραστος χαρά και ευφροσύνη. Συνδέεται με την ελπίδα της σωτηρίας, διότι όταν ο
άνθρωπος θεωρεί τον εαυτό του τον πιο αμαρτωλό των ανθρώπων, τόσο αυξάνει −μαζί με
την ταπείνωση− η ελπίδα, η οποία βλασταίνει μέσα στην καρδιά του, βεβαιώνοντας ότι
μέσω αυτής μέλλει να σωθεί.263

3.3.4 Η μνήμη θανάτου και ο φόβος της κρίσης

Είναι κοινός τόπος των πατέρων ότι είναι η ενθύμηση της εξόδου από τη ζωή αυτή που
δύναται να συμβεί ανά πάσα στιγμή, και της κρίσης που ακολουθεί συντελούν
αδιαμφισβητητα στη θεραπεία των παθών. Η μνήμη θανάτου απελευθερώνει τον νου από
τις κοσμικές και βιοτικές σκέψεις· τον βοηθά να μην ξοδεύει ασυλλόγιστα τον πολύτιμο
χρόνο για τη σωτηρία του, αλλά «ἐξαγοραζόμενος τὸν καιρόν»264 να φροντίζει γι’ αυτά που
τον ωφελούν πνευματικά, και να αποφεύγει την αμαρτία.265
Για το λόγο αυτό οφείλει ο άνθρωπος να συγκεντρώνει τον νου, ώστε η ενθύμηση
και η έννοια του θανάτου να είναι η μόνη μελέτη του, και να συλλογίζεται περί της κρίσης

259. Κατ. 5, S.C. 96, 115-120, σ. 384. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 76, σ. 344.
260. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΗ΄, 26-28, σσ. 246-247.
261. Ευχή κεφαλοκλισίας από τη Λειτουργία του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου (Ιερατικό σ.
131).
262. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΗ΄, 40-60, σσ. 248-249.
263. Κεφ.θεολ.γν.πρ. 3, S.C. 51, 7, σ. 124.
264. Προς Εφεσίους 5:16.
265. Κεφ.θεολ.γν.πρ. 1, S.C. 51, 39, σ. 62. Πρβλ. J.C. Larchet, ό.π., τόμ. Β΄, σ. 308.

85
και της ανταπόδοσης, ώστε να γεννάται μέσα του ο φόβος της κρίσης.266 Αυτός που έχει
αποκτήσει τον φόβο της κρίσης, γίνεται στο θέατρο της ζωής αυτής σαν κατάδικος
δεμένος με δεσμά. Φαίνεται σαν να σύρεται προς τον θάνατο από κάποιο δήμιο, και δεν
σκέφτεται τίποτα άλλο εκτός από τον πόνο και την οδύνη που μέλλει να υποστεί από την
αιώνια τιμωρία. Ο φόβος αυτός προξενεί αδιαφορία για τον κόσμο και τα πράγματα του
κόσμου, διότι αισθάνεται ότι βρίσκεται πάντοτε σαν να είναι κρεμασμένος στον σταυρό
και νιώθει τους πόνους του θανάτου.
Επομένως, είναι αδύνατον να κοιτάξει σε πρόσωπο ανθρώπου, να πει λόγο τιμής ή
ατιμίας, και επειδή θεωρεί τον εαυτό του άξιο κάθε ατιμίας και περιφρόνησης, αδιαφορεί
όταν τον υβρίζουν.267 Συνάμα, αποστρέφεται κάθε φαγητό, ποτό και καλλωπισμό ενδυ-
μάτων, δεν τρώει ή πίνει από ηδονή, παρέχει στο σώμα αυτά που χρειάζεται για να ζήσει,
απαρνείται το θέλημά του, αποκτά υπακοή,268 και αναστέλλει την πύρωση της σάρκας.269
Ο φόβος της κόλασης και ο πόνος που γεννά είναι ωφέλιμος − ιδιαίτερα για τον
άνθρωπο που αρχίζει να ζει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Όμως, αν αυτός φανταστεί
ότι αρχίζει την κατά Θεόν ζωή χωρίς αυτόν τον πόνο, τότε όχι μόνο τοποθετεί το θεμέλιο
των έργων του πάνω στην άμμο, αλλά και νομίζει ότι χτίζει σπίτι στον αέρα, χωρίς θεμέλια
− πράγμα αδύνατο. Γιατί ο πόνος αυτός σε λίγο καιρό γεννά κάθε χαρά, σπάζει τα δεσμά
των αμαρτημάτων και των παθών, και ο δήμιος αυτός προξενεί την αιώνιο ζωή και όχι τον
θάνατο.270

3.3.5 Η απομάκρυνση από τον «κόσμο» και τα «πράγματα του κόσμου»

Σημαντικός για τη θεραπεία των παθών είναι ο ρόλος της απομάκρυνσης του ανθρώπου
από τον τρόπο ζωής και τη νοοτροπία που επιβάλει το κοσμικό πνεύμα, και το μίσος που
θα πρέπει να δείχνει προς όλα αυτά. Τι είναι, όμως, κόσμος, και ποια τα πράγματα του
κόσμου;
Κόσμος είναι η παρούσα ζωή, ο τωρινός πρόσκαιρος αιώνας και η αμαρτία, η
προσπάθεια προς τα πράγματα και τα πάθη. Τα πράγματα του κόσμου είναι όλα εκείνα
που βρίσκονται γύρω από τον άνθρωπο, όπως γονείς, αδέλφια, συγγενείς, φίλοι, κτήματα,
χρήματα και όλος ο πλούτος. Όλα αυτά τον προτρέπει ο Χριστός να τα εγκαταλείψει −όχι

266. Κεφ.θεολ.γν.πρ. 3, S.C. 51, 15, σσ. 126-128.


267. Κεφ.θεολ.γν.πρ. 3, S.C. 51, 16, σ. 128.
268. ό.π., 17, σσ. 128-129.
269. Επ. 2, 64, σ. 74.
270. Κεφ.θεολ.γν.πρ. 3, S.C. 51, 19, σ. 128.

86
επειδή αυτά τα ίδια είναι απαγορευμένα και επιβλαβή, αλλά γιατί δεν δύναται ο άνθρωπος
να περιφέρεται μέσα σε αυτά, και να αποφύγει την προσπάθεια σε αυτά. Επειδή, αυτός
που αναμειγνύεται με τις ηδονές, αν δεν απομακρυνθεί από αυτές, δεν δύναται να
ελευθερωθεί από τις επιθυμίες.
Επιπλέον −κατά τον Άγιο− τα πράγματα του κόσμου φανερώνονται και στα λόγια
του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου: «μὴ ἀγαπᾶτε τὸν κόσμον μηδὲ τὰ ἐν τῷ κόσμῳ. ἐάν τις
ἀγαπᾷ τὸν κόσμον, οὐκ ἔστιν ἡ ἀγάπη τοῦ πατρὸς ἐν αὐτῷ· ὅτι πᾶν τὸ ἐν τῷ κόσμῳ, ἡ
ἐπιθυμία τῆς σαρκὸς καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου, οὐκ ἔστιν ἐκ
τοῦ πατρὸς, ἀλλ’ ἐκ τοῦ κόσμου ἐστί».271 Εάν ο άνθρωπος έχει την σαρκική επιθυμία, την
επιθυμία των οφθαλμών και την αλαζονεία των λογισμών, δεν είναι δυνατόν να απέχει της
αμαρτίας και να μην πληγωθεί από το κεντρί της.272 Είναι αδύνατον να δουλεύει στον Θεό
και να ζει σύμφωνα με τις επιθυμίες του,273 διότι τα πάντα του κόσμου αποτελούν εμπόδια
προς την αγάπη και ευαρέστηση του Θεού.274
Σύμφωνα με τον Απόστολο Ιάκωβο, «ἡ φιλία τοῦ κόσμου ἔχθρα τοῦ Θεοῦ ἐστιν».275
Ο άνθρωπος που, είτε με την προαίρεση είτε έμπρακτα γίνεται φίλος του κόσμου, είναι
εχθρός του Θεού και, επομένως, δεν μπορεί να πλησιάσει Αυτόν.276 Δηλαδή, δεν είναι
εχθρός του Θεού μόνο αυτός που πράττει την αμαρτία, αλλά και αυτός που την αγαπά,
επιθυμεί κάποιο πράγμα, και η καρδιά του είναι προσκολλημένη με εμπάθεια σε κάτι
κοσμικό και γήινο. Αυτό είναι φιλία του κόσμου και έχθρα προς το Θεό, όπως λέει ο Άγιος
Ιωάννης: «ἐάν τις ἀγαπᾷ τὸν κόσμον, οὐκ ἔστιν ἡ ἀγάπη τοῦ πατρὸς ἐν αὐτῷ»,277 αλλά και ο
ίδιος ο Κύριος: «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς
ψυχῆς σου»,278 ώστε, όποιος κάτι άλλο επιθυμεί ή σχετίζεται με αυτό εμπαθώς, να είναι
εκτός της εντολής αυτής.279
Κατά τον άγιο Συμεών, ο άνθρωπος δεν έρχεται στον κόσμο για να τον απολαύσει,
διότι εάν συνέβαινε αυτό δεν θα πέθαινε280. Επομένως, θα πρέπει να χωριστεί από τον
κόσμο με την «απροσπάθεια» στα υλικά αγαθά, να διάκειται προς τα πράγματα της ζωής

271. Ιωάννου Α΄ 2:15, 16.


272. Κατ. 5, S.C. 96, 726-754, σσ. 440-442. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 76, σ. 354. Πρβλ. Ηθ. 5, S.C.
129, 51-62, σ. 124. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 83, σ. 464.
273. Κατά Ματθαίον 6:24. Κατά Λουκάν 16:13. Προς Ρωμαίους 8:12.
274. Κατ. 2, S.C. 96, 309-312, σ. 266.
275. Ιακώβου 4:4.
276. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο Κ΄, 113-116, σσ. 278-279.
277. Ιωάννου Α΄ 2:15.
278. Κατά Μάρκον 12:30.
279. Κατ. 5, S.C. 96, 791-806, σσ. 444-446. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 76, σ. 355.
280. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΚΓ΄, 2334-235, σσ. 328-329.

87
ως νεκρός,281 να χρησιμοποιεί τα απαραίτητα για τις ανάγκες του σώματος, να μην επινοεί
φροντίδες και απολαύσεις αυτού, και να είναι ενεργητικός μόνο προς τα θεία προστάγ-
ματα.282 Λέει ο Απόστολος Παύλος: «παράγει γὰρ τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου»,283 «ἵνα
καὶ οἱ ἔχοντες γυναῖκας ὡς μὴ ἔχοντες ὦσι, καὶ οἱ κλαίοντες ὡς μὴ κλαίοντες, καὶ οἱ
χαίροντες ὡς μὴ χαίροντες, καὶ οἱ ἀγοράζοντες ὡς μὴ κατέχοντες, καὶ οἱ χρώμενοι τῷ
κόσμῳ τούτῳ ὡς μὴ καταχρώμενοι».284 Είναι αναγκαίο να αποστραφεί όλα όσα είναι
μισητά στον Θεό, και να χρησιμοποιεί αυτά που είναι αναγκαία για τη ζωή, τα οποία δεν
προκαλούν τέρψη στο νου και η καρδιά δεν νιώθει ηδονή. Απαραίτητα καλούνται η τρο-
φή, το νερό, η ένδυση και η οικία − σύμφωνα και με τον Απόστολο Παύλο: «ἔχοντες δὲ
διατροφὰς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα».285 Φυσικά, ο Θεός ως φιλάνθρωπος,
στον άνθρωπο που πιστεύει και ελπίζει σε Αυτόν, εάν χρειάζεται κάτι περισσότερο από
αυτά, του το δίνει. Γι’ αυτά τα πρόσκαιρα δεν πρέπει να φιλονικεί με κανέναν, ώστε να
συντηρεί αμείωτη την ειρήνη και την αγάπη στην ψυχή του.286
Επιπλέον, είναι αναγκαίο ο άνθρωπος να αφήσει και τα άλλα πράγματα της
πρόσκαιρης ζωής −δηλαδή τη μάταιη δόξα, το φθόνο, τη φιλονικία, το δόλο, το γογγυσμό,
την αχαλίνωτη φιλοδοξία, και όλα εκείνα που είναι αποτρόπαια στον Θεό και επικίνδυνα
για την ψυχή.287 Όταν θυμώνει, να μην οργίζεται· όταν επαινείται, να αγνοεί τον έπαινο·
όταν παρακινείται για εκδίκηση, να είναι με τη διάθεση της ψυχής του σαν νεκρός προς
τον κόσμο· και, εάν κάποια φορά δεν τα καταφέρει αυτά, να ζητεί και να έχει προθυμία να
μην λυπείτε ούτε το ίδιο του το σώμα.288
Επίσης, πρέπει ο χριστιανός να αποφεύγει τις βιοτικές σκέψεις και να επιδιώκει την
ενασχόληση με ψυχωφελείς και πνευματικές σκέψεις, ώστε να παραμένει αμέριμνος και
να είναι ελεύθερος.289 Όπως το κάλυμμα στους οφθαλμούς, έτσι γίνονται και οι κοσμικές
και βιοτικές σκέψεις στον οφθαλμό της ψυχής. Επομένως, όπως όταν κάποιος γυμνώσει
όλο το σώμα του και με ένα κάλυμμα καλύπτει τους οφθαλμούς δεν είναι δυνατόν μόνο με
τη γυμνότητα του υπόλοιπου σώματος να δει το φως, έτσι και ο άνθρωπος που κατα-
φρονήσει όλα τα πράγματα, τα χρήματα, και απαλλαγεί από τα πάθη, αλλά δεν ελευ-

281. ό.π., Κεφάλαιο ΚΓ΄, 121-122, σσ. 322-323.


282. ό.π., Κεφάλαιο ΚΓ΄, 122-123, σσ. 322-323.
283. Κορινθίους Α΄ 7:31.
284. Κορινθίους Α΄ 7:29, 31.
285. Προς Τιμόθεον Α΄ 6:8.
286. Κατ. 2, S.C. 96, 50-55, σ. 244.
287. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΔ΄, 137-150, σσ. 204-207. Πρβλ. ό.π., Κεφάλαιο ΚΒ΄, 6-12, σσ. 296-
297.
288. Κατ. 5, S.C. 96, 762-769, σ. 442. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 66, σσ. 354-355.
289. Κεφ.θεολ.γν.πρ. 1, S.C. 51, 37, 19-21, σ. 60. Πρβλ. Ζαγοραίος, Κεφάλαια θεολογικά και
πρακτικά, σ. 530. Πρβλ. Κεφ.θεολ.γν.πρ. 1, S.C. 51, 81, σ. 88.

88
θερώσει τον οφθαλμό της ψυχής (το νου) από τις βιοτικές σκέψεις και τις πονηρές έννοιες,
δεν θα δει ποτέ το νοητό φως − τον Κύριο και Θεό Ιησού Χριστό.290
Πρέπει να τρέξει ο χριστιανός να αρπάξει κάτι από αυτά που δεν μεταβάλλονται.
Διότι όλα τα παρόντα φθείρονται και σαν όνειρο παρέρχονται. Τίποτα από τα ορατά δεν
είναι μόνιμο ή βέβαιο. Ο ήλιος, ο ουρανός και η γη παρέρχονται και ο μόνος που μένει
είναι ο άνθρωπος. Είναι βέβαιο, λοιπόν, ότι τίποτα από τα ορατά δεν μπορεί να ωφελήσει
τον άνθρωπο κατά την ώρα του θανάτου. Διότι τη στιγμή εκείνη η ψυχή είναι στραμμένη
μόνο προς τα αόρατα, δεν φροντίζει καθόλου για τα παρόντα, και περιμένει την έκβαση
του βίου και του αγώνα της, εάν δηλαδή, σύμφωνα με την αξία αυτών που έπραξε, θα
κληρονομήσει αιώνια τη Βασιλεία των ουρανών ή την τιμωρία της κόλασης.291 Πρέπει,
επομένως, ο άνθρωπος να αποφύγει την απάτη του βίου και την απατηλή του χαρά, και να
προστρέξει σ’ Αυτόν που μόνο δύναται να σώσει την ψυχή του.292
Κατά τον ιερό Πατέρα, πολλοί μπορεί να απαρνήθηκαν τον κόσμο και τα
πράγματα του κόσμου, όμως λίγοι είναι αυτοί που απαρνήθηκαν το θέλημά τους.293
Επομένως, η τέλεια απομάκρυνση από τον κόσμο είναι η ολοκληρωτική νέκρωση του
ιδίου θελήματος του ανθρώπου. Κατά τον άγιο Συμεών, η εκκοπή του θελήματος αφορά
τόσο το εξωτερικό θέλημα −όπως να μην φάει, να μην πιει, να μην διαπράξει κάτι με
αυθάδεια, να μην κοιμηθεί, να μην κάνει κάτι που φαίνεται καλό χωρίς την ευλογία του
πνευματικού του Πατέρα, όσο και την εσωτερική κίνηση της καρδιάς− όπως να μη βλέπει
κάποιον με εμπάθεια, να μην συμμερίζεται ανάλογη συμπεριφορά από άλλους, να μην
μέμφεται εσωτερικά, να μην κατακρίνει, να μην χαίρεται με την πτώση των συνανθρώπων
του, να μην οργίζεται στη διάνοιά του, να μην φθονεί και να μη ζηλεύει με πονηριά. Κατά
τον άγιο Συμεών, εκείνος που νεκρώνει το εξωτερικό θέλημα αλλά εκπληρώνει τα κρυφά
θελήματα της καρδιάς του, ο Θεός τον αποστρέφεται ως ακάθαρτο. Ακόμα και αν
αγωνιζόταν με αυτό τον τρόπο για χίλια χρόνια, δεν θα έβρισκε καμία ωφέλεια μόνο από
τους εξωτερικούς αγώνες.
Ο Χριστός λέει γι’ αυτούς που νέκρωσαν το θέλημά τους: «ὅτι δὲ ἐκ τοῦ κόσμου
οὐκ ἐστέ, ἀλλ’ ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου»,294 και «δεῦτε πρός με πάντες οἱ

290. Κεφ.θεολ.γν.πρ. 1, S.C. 51, 38, σ. 60. Πρβλ. ό.π., 39, σ. 62. Πρβλ. Ζαγοραίος, Κεφάλαια
θεολογικά και πρακτικά , σ. 530.
291. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΔ΄, 165-183, σσ. 206-209. Πρβλ. Κατ. 2, S.C. 96, 396-415, σσ. 274-
276.
292. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΔ΄, 184-186, σσ. 208-209. Πρβλ. Κατ. 2, S.C. 96, 416-418, σ. 276.
293. Κεφ.θεολ.γν.πρ. 1, S.C. 51, 31, σ. 56.
294. Κατά Ιωάννην 15:19.

89
κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς».295 Ενώ εκείνοι που κάνουν το δικό
τους θέλημα δεν είναι δυνατόν να δουν τη ζωή που βλέπουν αυτοί που χωρίσθηκαν από
τον κόσμο και νέκρωσαν το θέλημά τους.
Πώς, όμως, νεκρώνει ο άνθρωπος το θέλημά του και άρα και τα πάθη του; Θα
πρέπει να καταδεχθεί να ταπεινωθεί, να υποταχθεί, να θλιβεί, να ατιμασθεί, να
περιφρονηθεί, να υβριστεί, να χλευαστεί και να καταφρονηθεί από κάθε άνθρωπο. Τότε
γίνεται ξένος του ιδίου θελήματος. Αντίθετα, ο άνθρωπος ο οποίος αυτά που ο Θεός
παρήγγειλε για να δοκιμαστεί και να αποκτήσει πείρα −ή καλύτερα για δοκιμή και
κάθαρση της ψυχής του− δεν θέλει να τα υπομείνει και να τα πάθει −πράγμα που σημαίνει
ότι διακατέχεται από αμαρτωλές ανθρώπινες επιθυμίες−, δεν είναι δυνατόν να νεκρώσει το
θέλημά του. Εάν, όμως, δεν γίνει νεκρός για τον κόσμο και για τα πράγματα του κόσμου,
δεν είναι δυνατόν να ζήσει την εν Χριστώ κρυμμένη ζωή.296 Αυτός που εκπληρώνει, έστω
και λίγο, το θέλημά του, δεν είναι δυνατόν ποτέ να φυλάξει τα προστάγματα του Θεού.297
Επίσης, σημεία νέκρωσης του θελήματος είναι και η εξομολόγηση των λογισμών
στον πνευματικό του Πατέρα· να μην περάσει όσο δύναται ούτε μία ημέρα χωρίς δάκρυα·
να μην κοιμάται περισσότερο από όσο χρειάζεται· να μην καλλωπίζεται· να μην φροντίζει
για τον καλλωπισμό ενδύματος ή υποδήματος, παρά μόνο για τα αναγκαία τα οποία να
είναι ταπεινά και σεμνά· να μην κάνει νεύματα σε άλλους για συνανθρώπους του· να μην
πει λόγο που δεν συμφέρει· να μην σιωπά για αυτά που είναι άξια να ειπωθούν· να μην
εγκαταλείπει μέχρι θανάτου το πρόγραμμα της πνευματικής του ζωής· και να μην γευθεί
με ηδονή φαγητό που του άρεσε οπτικά. Σε όλα αυτά −και σε ακόμη περισσότερα− ο
αγωνιζόμενος εγκρατεύεται. Όμως, αυτός που σε όλα αυτά πορεύεται με νωθρότητα και
αμέλεια, εκπληρώνει κάθε ώρα το δικό του θέλημα.298

3.3.6 Η προσευχή

Κατά τον άγιο Συμεών ο άνθρωπος πρέπει με όλη τη δύναμή του να τρέφει και να
καθαρίζει την ψυχή του με προσευχές.299 Άλλωστε, ο ίδιος ο Χριστός και οι Απόστολοι
διαρκώς μας προτρέπουν: «αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν· ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε· κρούετε, καὶ
ἀνοιγήσεται ὑμῖν. πᾶς γὰρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει καὶ τῷ κρούοντι

295. Κατά Ματθαίον 11:28.


296. Κατ. 6, S.C. 96, 270-299, σσ. 36-40. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 81, σ. 450. Πρβλ. Ηθ. 5, S.C.
129, 65-72, 96-101, σσ. 124-126. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 83, σ. 464.
297. Κατ. 20, S.C. 104, 41-43, σ. 332. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 74, σ. 384.
298. Πρβλ. Ηθ. 6, S.C. 129, 75-96, σ. 124-126. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 83, σ. 464.
299. Ηθ. 11, S.C. 129, 181-184, σ. 396. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 34, σ. 166.

90
ἀνοιγήσεται»,300 «κἀγὼ ὑμῖν λέγω, αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν· ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε·
κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν· πᾶς γὰρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει καὶ τῷ
κρούοντι ἀνοιχθήσεται»,301 και «ἐάν τι αἰτήσητέ με ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐγὼ ποιήσω».302
Βέβαια, ο άνθρωπος πριν αρχίσει να προσεύχεται για τον εαυτό του, είναι αναγκαίο
να κατανοήσει τι είναι αφθαρσία και ζωή, ώστε όταν λάβει αυτό για το οποίο προσεύχεται,
να ευχαριστήσει τον Θεό και να μείνει στην ευχαριστία. Διότι, όταν δεν ευχαριστεί,
γίνεται άξιος τιμωρίας. Όποιος ζητά από τον Θεό να τον σώσει, σίγουρα βρίσκεται σε
αιχμαλωσία, και όποιος ζητά να τον λυτρώσει βρίσκεται σε φυλακή και δεσμά. Αν κάποιος
ζητά από τον Θεό να τον σώσει και να τον λυτρώσει με τρόπο επιπόλαιο, από συνήθεια
και αγνοώντας τον κίνδυνο, την πικρή αιχμαλωσία, τη σκοτεινή φυλακή και τα σιδερένια
δεσμά είναι δύσκολο να εισακουστεί από Αυτόν. Πρέπει, λοιπόν, πρώτα ο άνθρωπος να
διδαχθεί από τους πνευματικούς πατέρες που γνωρίζουν τι είναι αφθαρσία και ζωή, να τα
κατανοήσει, και ύστερα να παρακαλέσει τον Θεό.303
Επιπλέον, ο χριστιανός πρέπει να προσεύχεται με πίστη, διότι «πάντα ὅσα ἐὰν
αἰτήσητε ἐν τῇ προσευχῇ πιστεύοντες, λήψεσθε».304 Συνάμα, είναι αναγκαίο να ζητεί το
συμφέρον γι’ αυτό που προσεύχεται, διότι σύμφωνα με τον Απόστολο Ιάκωβο: «αἰτεῖτε καὶ
οὐ λαμβάνετε, διότι κακῶς αἰτεῖσθε».305 Άλλωστε και ο Ιησούς όταν προσευχόταν στον
κήπο της Γεσθημανής έλεγε προς τον Πατέρα: «οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ’ ὡς σύ».306 307

Επίσης, είναι αναγκαίο να στέκεται την ώρα της προσευχής ως άξιος κατάκρισης,308
δηλαδή ως κατάδικος. Αιτήματα του πιστού πρέπει να είναι η πραότητα της καρδιάς και η
ταπεινοφροσύνη της ψυχής.309
Εκτός από την προσωπική προσευχή είναι απαραίτητη και η συμμετοχή στην
προσευχή της Εκκλησίας, δηλαδή η συμμετοχή στη λειτουργική της ζωή. Κατά τη
διάρκεια των προσευχών στην Εκκλησία, οφείλει ο πιστός να διατηρεί το νου του
συγκεντρωμένο, να προσέχει την ψαλμωδία και τους λόγους της θείας Γραφής που
αναγιγνώσκονται, και να προσπαθεί κατά το δυνατόν να εντρυφήσει στα νοήματα αυτών.
Επιπλέον, ο άγιος Συμεών δίνει ιδιαίτερη σημασία στην εξωτερική στάση του σώματος

300. Κατά Ματθαίον 7:7, 8.


301. Κατά Λουκάν 11:9, 10.
302. Κατά Ιωάννην 14:14.
303. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΘ΄, 52-72, σσ. 258-261.
304. Κατά Ματθαίον 21:22.
305. Ιακώβου 4:3.
306. Κατά Ματθαίον 26:39.
307. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΘ΄, 49-51, σσ. 258-259.
308. Κατ. 30, S.C. 113, 147, σ. 206.
309. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΒ΄, 36-37, σσ. 174-175.

91
κατά τη διάρκεια των προσευχών στην Εκκλησία, διότι αποτελεί μέσο να διατηρήσει
κανείς τον εαυτό του συγκεντρωμένο, και ένα τρόπο για να δείξει ο άνθρωπος το φόβο που
τον διακατέχει από την παρουσία του Θεού. Για παράδειγμα, οφείλει να μην ακουμπά
κανείς σε τοίχους − γεγονός που φανερώνει νωθρότητα, να διατηρεί το κεφάλι ακίνητο
ώστε να μην επιδεικνύει φρόνημα περιέργειας που αποσπά το νου, και να μην
παρασύρεται να μιλά και να ψιθυρίζει με άλλους αμελείς ανθρώπους.310
Η προσευχή έχει τη δύναμη να καθαρίζει την ψυχή του ανθρώπου από τα πιο
κρυφά και ασυνείδητα πάθη και αμαρτίες. Αυτό επιτυγχάνεται διότι με την προσευχή
επικαλείται ο άνθρωπος την δύναμη και τη μεσολάβηση Αυτού που μπορεί να εξαλείψει
κάθε αμαρτία και κάθε ίχνος πάθους. Επίσης, τον καθιστά ικανό να αντιμετωπίσει κάθε
πειρασμό. Η προσευχή τρέπει σε φυγή την αιτία όλων των νοσημάτων − το διάβολο και
τους δαίμονες. Ως προς τούτο είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική η νοερά προσευχή για την
οποία γίνεται αναφορά στην επόμενη υποενότητα.311
Ας εξετάσουμε για παράδειγμα την προσευχή ως όπλο για την θεραπεία του
πάθους της ακηδίας, όπως παρουσιάζεται από τον άγιο Συμεών. Όταν ο άνθρωπος
γνωρίσει από τα συμπτώματα ότι αιτία της κατάστασής του είναι η ακηδία, τότε πρέπει με
προθυμία να εισέλθει στο συνηθισμένο τόπο της προσευχής του, να προσπέσει στο
φιλάνθρωπο Θεό, και να Τον παρακαλέσει με στεναγμούς, δάκρυα και πόνο καρδιάς να
τον απαλλάξει από το βάρος της ακηδίας και των πονηρών λογισμών. Αν ο χριστιανός
ζητεί με πόνο και με επιμονή, θα του δοθεί γρήγορα η ελευθερία από την νόσο αυτή.312

3.3.6.1 Η νοερά προσευχή

Ξεχωριστή θέση πρέπει να δοθεί σε ένα είδος προσευχής την οποία ο ιερός Πατέρας
ονομάζει «κρυπτή μελέτη», έκφραση που στη γλώσσα των Πατέρων προσδιορίζει γενικά
μια νοερή αδιάλειπτη προσευχή, ιδιαίτερα την «νοερά» ή «καρδιακή» προσευχή ή «ευχή
του Ιησού», η οποία διατυπώνεται γενικά με τη φράση: «Κύριε Ιησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ,
ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν».313 Στα συγγράμματα του αγίου Συμεών, σύμφωνα με σύγ-

310. Κατ. 26, S.C. 113, 23-41, σσ. 70-72. Πρβλ. Β. Κριβοσέϊν, ό.π., σ. 107-108.
311. J.C. Larchet, ό.π., τόμ. Α΄, σσ. 565-566.
312. Κεφ.θεολ.γν.πρ. 1, S.C. 51, 66, σ. 76. Πρβλ. Ζαγοραίος, Κεφάλαια θεολογικά και πρακτικά, σ.
533.
313. Β. Κριβοσέϊν, ό.π., σ. 116. Πρβλ. Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ, Υιε μου δος μοι σην καρδιαν, μετ.
Αρχιμ. Επιφανίου (Ευθυβούλου) Χαραλ. Ασιώτη, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 84.

92
χρονο θεολόγο, εμφανίζεται ως «εὐχὴν ἀδιάλειπτον»,314 «ἐπίμονον εὐχήν»,315 «εὐχήν»,316
«ἐπίμονον προσευχήν»,317 «τετυπωμενην εὐχήν»,318 «ἀένναος εὐχή» .319 320

Η συχνή αναφορά του αγίου Συμεών στη νοερά προσευχή φανερώνει τη σημασία
που έχει η αδιάλειπτη επίκληση του ονόματος του Ιησού στην πνευματική θεραπεία του
χριστιανού. Ο ιερός Πατέρας στα αγωνίσματα του ανθρώπου για τη θεραπεία του (νη-
στεία, αγρυπνία, ταλαιπωρία του σώματος, ψαλμωδία, πνευματικοί ύμνοι)321 συγκαταλέγει
και την νοερά προσευχή που λέγεται αδιάλειπτα. Η καρδιακή προσευχή προσελκύει τη
Χάρη του Αγίου Πνεύματος.322 Κατά τον Άγιο, όπως έχει αναφερθεί, η αδιάλειπτη
προσευχή περικλείει όλες τις προσευχές που περιέχονται στην τάξη των καθημερινών
ακολουθιών.323 Η νοερά προσευχή πρέπει να είναι ακατάπαυστη ακόμα και μέσα στον ναό
ανεξάρτητα από τα εξωτερικά ακούσματα.324
Επίσης, βοηθά στην απομάκρυνση της συνήθειας των προλήψεων και του κακού
και φιλήδονου ήθους.325 Για να μπορέσει ο άνθρωπος να μισήσει τον κόσμο, οφείλει να
έχει αγάπη από τα βάθη της ψυχής του για τον Θεό και αδιάκοπη μνήμη Αυτού. Κανένα
άλλο όπως αυτά δεν κάνει τον άνθρωπο να εγκαταλείπει τα πάντα με χαρά και να τα
αποστρέφεται σαν σκουπίδια.326
Η ευχή του Ιησού διαθέτει μια ιδιαίτερη και αποτελεσματική ενέργεια που καθιστά
τον άνθρωπο ικανό να αντιμετωπίζει τους αόρατους εχθρούς που τον πολεμούν
ακατάπαυστα. Είναι, άλλωστε, αξιοσημείωτη η προτροπή του αγίου Ιωάννη της Κλίμακος:
«Ἰησοῦ ὀνόματι μάστιζε πολεμίους· οὐ γάρ ἔστιν ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς ἰσχυρότερον
ὅπλον».327

314. Κατ. 3, S.C. 96, 115-116, σ. 290.


315. ό.π., 290, σ. 290.
316. Κατ. 9, S.C. 104, 114, σ. 160. Πρβλ. Κατ.16, S.C. 104, 508, σ. 304.
317. Κατ. 16, S.C. 104, 514, σ. 306.
318. Κατ. 26, S.C. 113, 23-24, 70, σσ. 70, 74.
319. Κατ. 27, S.C. 113, 80, σ. 104.
320. Ν. Σκρέττας, Η νοερά προσευχή έκφραση αληθούς λατρείας Θεού μετά συναγωγής κειμένων
παλαιών και νέων γερόντων, Θεσσαλονίκη 2006, σσ. 459-474. Η ερμηνευτική προσέγγιση −στο εν λόγω
έργο του− των διατυπώσεων με τις οποίες ο άγιος Συμεών αναφέρεται στην νοερά προσευχή
διαφοροποιείται σε σχέση με τις παλαιότερες υποθέσεις του Αρχιεπισκόπου Βασίλειου Κριβοσέϊν. Για
περισσότερες πληροφορίες σε ό,τι αφορά την προσέγγιση του Αρχιεπισκόπου Βασίλειου βλ. Β. Κριβοσέϊν,
ό.π., Θεσσαλονίκη 1983, σσ.107-121.
321. Κατ. 3, S.C. 96, 114-120, σσ. 288-290. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 73, σ. 389.
322. Κατ. 9, S.C. 104, 34-345, σ. 130. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 73, σ. 389.
323. Κεφ.θεολ.γν.πρ. 3, S.C. 51, 100, σσ. 184-185. Πρβλ. Σ. Πορτελάνος, ό.π., σ. 141.
324. Σ. Πορτελάνος, ό.π., Θεσσαλονίκη 1998, σ. 76.
325. Κατ. 17, S.C. 104, 17-20, σσ. 254-256. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 92, σ. 524.
326. Κεφ.θεολ.γν.πρ. 1, S.C. 51, 18, σ. 50.
327. Ιωάννης Σιναΐτης, Λόγος ΚΑ΄, P.G., 945. Πρβλ. J.C. Larchet, ό.π., τόμ. Α΄, σ. 585.

93
Επιπλέον, η ευχή του Ιησού σε συνδυασμό με τα δάκρυα, τον φόβο Θεού και την
υπομονή είναι απαραίτητα για να αποκαλυφθεί στον άνθρωπο η δύναμη ενός μόνο λόγου
της Αγίας Γραφής· για να γνωρίσει το μεγάλο μυστήριο που κρύβεται ακόμα και στους
μικρούς λόγους, και να προσφέρει την ψυχή του μέχρι θανάτου και για την παραμικρή
εντολή του Θεού. Τότε ο άνθρωπος ακολουθεί τις εντολές του Θεού και οδηγείται εύκολα
στη σωτηρία του.328

3.3.6.2 Η νήψη

Η νοερά προσευχή −και γενικότερα η προσευχή− οφείλει να συνοδεύεται από τη νήψη.329


Όπως αναφέρθηκε, οι άσαρκοι εχθροί του ανθρώπου, οι δαίμονες, στέκονται πάντα μπρο-
στά στον άνθρωπο −έστω και αν δεν τους βλέπει− και παρατηρούν με μεγάλη προσοχή να
εντοπίσουν κάποιο ακάλυπτο μέλος, για να μπήξουν τα βέλη τους και να τον θανατώσουν.
Ο πόλεμος αυτός είναι ακατάπαυστος. Δηλαδή, κάθε στιγμή, όταν ο άνθρωπος τρώει,
πίνει, κοιμάται και εκτελεί οποιαδήποτε εργασία βρίσκεται στο αποκορύφωμα της μάχης.
Σε αυτόν τον πόλεμο δεν μπορεί κανείς να προφυλαχτεί με τείχη και οχυρώματα, να
κρυφτεί για μια ώρα και να πάρει μια μικρή ανάσα ή να διαφύγει και να σωθεί. Επίσης,
δεν μπορεί να πολεμήσει κάποιος για Χάρη κάποιου άλλου, αλλά όλοι είναι υποχρεωμένοι
να πολεμήσουν και ή να νικήσουν και να ζήσουν, ή να πληγωθούν και αναμφίβολα να
πεθάνουν.330 Επομένως ο άνθρωπος στον πόλεμο του διαβόλου πρέπει να αντιτάξει τη
νήψη, δηλαδή την εγρήγορση, την άγρυπνη προσοχή και πνευματική αυτοσυγκέντρωση
προς άμεση απόκρουση της προσβολής.331 Άλλωστε, ο ίδιος ο Χριστός έχει διατυπώσει:
«γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν».332 Παρόμοια ο απόστολοι
Παύλος και Πέτρος προτρέπουν αντίστοιχα: «μὴ καθεύδωμεν ὡς καὶ οἱ λοιποί, ἀλλὰ
γρηγορῶμεν καὶ νήφωμεν»,333 και «νήψατε, γρηγορήσατε· ὁ ἀντίδικος ὑμῶν διάβολος ὡς
λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ».334
Είναι σημαντικό ο άνθρωπος, για να θεραπεύσει τις ασθένειες της ψυχής του, να
εξετάζει με άγρυπνη προσοχή τους λογισμούς που έρχονται εναντίον του. Πρέπει σε
αυτούς να αντιπαραθέτει τις μαρτυρίες από τις θεόπνευστες Γραφές και τις διδασκαλίες

328. Κατ. 3, S.C. 96, 286-294, σ. 304. Πρβλ. Ζαγοραίος, ό.π., Λόγος 73, σ. 392.
329. J.C. Larchet, ό.π., σσ. 597-598.
330. Κατ. 3, S.C. 96, 336-346, σ. 308. Πρβλ. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΚΒ΄, 186-199, σσ. 308-309.
Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 73, σ. 392.
331. Β. Χριστοφορίδου, ό.π., σ. 121.
332. Κατά Μάρκον 16:38.
333. Προς Θεσσαλονικείς Α΄ 5:6.
334. Πέτρου Α΄ 5:8.

94
των πνευματικών και αγίων Πατέρων. Αν οι λογισμοί είναι σύμφωνοι και ισοδύναμοι με
αυτές, πρέπει να φροντίζει να τους κρατά και με θάρρος να τους κάνει πράξη. Σε αντίθετη
περίπτωση είναι αναγκαίο με πολύ οργή να απομακρύνονται, όπως αναφέρεται και στην
Αγία Γραφή: «ὀργίζεσθε, καὶ μὴ ἁμαρτάνετε».335 Η προσβολή από τους εμπαθείς λογι-
σμούς πρέπει να αποφεύγεται ως μίασμα και κεντρί του θανάτου.336 Κατά τον άγιο
Συμεών, ο άνθρωπος που θα ενθυμηθεί οτιδήποτε αντίθετο από το θέλημα του Θεού,
αποδεχθεί το ρυπαρό λογισμό και δεν τον διώξει μετανοημένος, θα του μετρηθεί ως
αμαρτία.337 Γι’ αυτό απαιτείται πνευματική συγκέντρωση, πολλή φροντίδα και μελέτη των
θείων Γραφών.338
Στο σημείο αυτό θα ήταν σκόπιμο να παρουσιάσουμε τα στάδια που ακολουθεί ο
λογισμός μέχρι την πράξη της αμαρτίας. Τα στάδια είναι: η προσβολή, η συγκατάθεση, η
επιθυμία και η πράξη. Η προσβολή −η οποία είναι αναπόφευκτος για τον άνθρωπο και δεν
λογίζεται ως αμαρτία− είναι η υποδοχή του λογισμού και ο διάλογος με αυτόν. Η συγκα-
τάθεση, παραλύει τη θέληση και την αντίσταση της ψυχής, και την καθιστά αιχμάλωτη της
επιθυμίας που είναι το επόμενο στάδιο. Τέλος, η επιθυμία οδηγεί τον άνθρωπο ως δούλο
στην πράξη, δηλαδή την ολοκλήρωση της αμαρτίας, αν δεν υπάρχουν εμπόδια, ή στην
αναζήτηση δυνατότητας για πραγματοποίησή της.339
Επιπλέον, για την αποφυγή των εμπαθών λογισμών είναι αναγκαία η αποστροφή
των κακών συναναστροφών. Διότι η ψυχή φαρμακώνεται με τις μάταιες ομιλίες και
αναγκάζεται κατόπιν να ενασχολείται με τους πονηρούς λογισμούς και ενθυμήσεις. Κατά
τον ιερό Πατέρα, ο άνθρωπος δεν πρέπει να πλανάται και να συγχωρεί τον εαυτό του στο
να ακούει τα μάταια, αλλά να φοβάται το δόλωμα με το αγκίστρι και να μένει μακριά από
αυτά.340

335. Ψαλμοί 4:5.


336. Κατ. 3, S.C. 96, 268-278, σ. 302. Πρβλ. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΚΒ΄, 100-110, σσ. 302-303.
Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 73, σ. 392.
337. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΚΒ΄, 93-96, σσ. 302-303. Πρβλ. Κατ. 3, S.C. 96, 260-264, σ. 302.
Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 73, σ. 392.
338. Κατ. 3, S.C. 96, 278-280, σ. 302. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 73, σ. 392.
339. Β. Χριστοφορίδης, ό.π., σ. 120. Πρβλ. Αρχιμ. Σωφρόνιος, Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης,
Έσσεξ 2005, σσ. 166-168.
340. Κατ. 2, S.C. 96, 12-18, σσ. 240-242.

95
3.3.7 Το πένθος, η κατάνυξη και τα δάκρυα

Το πένθος, η κατάνυξη και τα δάκρυα συνιστούν την ολοκλήρωση της μετάνοιας.341 Η


διάκριση πένθους και κατάνυξης είναι πραγματικά δύσκολη. Σύμφωνα με τον J.C. Larchet:
«στην κατάνυξη, σε σύγκριση με το πένθος, το στοιχείο της λύπης είναι περισσότερο
αισθητό, γεγονός που οδηγεί τη λέξη αυτή εγγύτερα στην έννοια της συντριβής. Κατάνυξη
και συντριβή διαφέρουν όμως ως προς το αίσθημα της οδύνης, του πόνου, που
χαρακτηρίζει ουσιαστικά την τελευταία».342
Το πένθος είναι απαραίτητο στοιχείο για τη θεραπεία των παθών. Πηγάζει από την
ταπείνωση. Από το αδιάκοπο πένθος πηγάζει η χαρά της ψυχής και η παρηγοριά αυτών
που αγαπούν το Θεό. Από αυτό κατορθώνεται η πραότητα, η καθαρή καρδιά, η
ελεημοσύνη, η ειρήνη, η ανδρεία στους πειρασμούς, το μίσος για τα κακά, και ο θείος
ζήλος που γεμίζει την ψυχή με ανδρεία και δύναμη, για να υπομένει μέχρι τέλους τις
δοκιμασίες.343
Ο άγιος Συμεών θεωρεί την κατάνυξη ως τη βασίλισσα όλων των αρετών. Για να
ανθίσει η αρετή αυτή είναι αναγκαίες τρεις προϋποθέσεις: η αγαθή προαίρεση −που
έγκειται στο αυτεξούσιο του ανθρώπου−, οι καλοί λογισμοί και τα φιλόθεα έργα.344 Είναι
καρπός της εργασίας των εντολών του Θεού, και αποτελεί με τη σειρά της πρόξενο
πνευματικών καρπών και δημιουργό των αρετών. Εάν ο άνθρωπος θέλει να κόψει τα πάθη
και να αποκτήσει τις αρετές, οφείλει πρώτα από όλα τα καλά, και μαζί με όλες τις αρετές,
να ζητήσει με επιμέλεια την κατάνυξη. Χωρίς αυτή δεν θα δει ποτέ την ψυχή του καθαρή,
και συνεπώς, ούτε το σώμα του. Διότι, όπως είναι αδύνατον να πλυθεί το λερωμένο
ένδυμα χωρίς νερό, έτσι και η ψυχή είναι αδύνατον να καθαριστεί από την ακαθαρσία της
αμαρτίας χωρίς δάκρυα.345
Όταν ο άνθρωπος επιζητεί ολόψυχα και αποκτήσει την κατάνυξη, η καρδιά του
ακόμα και αν είναι σκληρή σαν χαλκός ή σίδηρο ή διαμάντι − γίνεται μαλακή σαν κερί.
Είναι φωτιά που διαλύει όρη και πέτρες, τα εξομαλύνει και τα μεταποιεί σε παραδείσους,
και αλλοιώνει τις ψυχές. Αλλοιώνει τις ψυχές και αναβλύζει μέσα σε αυτές αστείρευτη
πηγή με ζωντανό νερό που πρώτα καθαρίζει το ρύπο της αμαρτίας και ταυτόχρονα
καθαρίζει τα πάθη −δηλαδή την πονηριά, το φθόνο, την κενοδοξία και όλα τα άλλα που

341. Κεφ.θεολ.γν.πρ. 3, S.C. 51, 23, σ. 86. Πρβλ. J.C. Larchet, ό.π., σ. 547.
342. J.C. Larchet, ό.π., τόμ. Β΄, υποσημ. 32, σ. 274.
343. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΔ΄, 152-164, σσ. 206-207. Πρβλ. Κατ. 2, S.C. 96, 382-395, σσ. 272-
274.
344. Κατ. 4, S.C. 96, 63-69, 93-95, σσ. 320-322. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 75, σ. 402.
345. Κατ. 4, S.C. 96, 403-417, σσ. 346-348. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 75, σ. 407.

96
ακολουθούν αυτά− και τα ξεριζώνει σαν λεπίδες από τραύματα. Περιτρέχει σαν φωτιά και
λίγο λίγο καίει και καταφλέγει τα πάθη αυτά σαν αγκάθια. Η κατάνυξη πρώτα προκαλεί
στον άνθρωπο τον πόθο να ελευθερωθεί και να καθαρισθεί από τα πάθη, και έπειτα να
ποθήσει τα αγαθά «ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν».346
Όλα αυτά τα πράττει η θεία φωτιά της κατάνυξης μέσω των δακρύων. Κατά τον
ιερό Πατέρα, δεν μπορεί κανένας να αποδείξει από τις Γραφές ότι καθαρίστηκε ποτέ
άνθρωπος ή έγινε Άγιος ή έλαβε Άγιο Πνεύμα ή γνώρισε τον Θεό ή γνώρισε πως ο Θεός
κατοίκησε μέσα του ή ότι Τον είχε κάτοικο πάντα στην καρδιά του χωρίς κατάνυξη και
δάκρυα. Αυτό είναι αδύνατον χωρίς να προηγηθεί η μετάνοια και η κατάνυξη, και χωρίς
να τρέχουν αδιάκοπα τα δάκρυα σαν από βρύση, να πλημμυρίζουν και να καθαρίζουν την
οικία της ψυχής και να δροσίζουν και να αναψύχουν αυτήν που κατέχεται και
καταφλέγεται από το θείο πυρ.347
Κατά τους Πατέρες με τον κλαυθμό μπορεί όποιος θέλει να κόψει τα πάθη και να
αποκτήσει τις αρετές. Είναι φανερό πως εκείνος που δεν κλαίει καθημερινά, δεν θεραπεύει
τα πάθη του ούτε αποκτά τις αρετές, και ας τις μεταχειρίζεται όπως αυτός νομίζει.348 Για
παράδειγμα, κατά τον άγιο Συμεών, εάν ο άνθρωπος δεν κλάψει και δεν θρηνήσει, δεν
αρκεί να σκορπίσει όλα τα υπάρχοντά του για να καθαριστεί η ψυχή του.349 Διότι, σε τι
ωφελούν τα εργαλεία, όταν δεν είναι παρών ο τεχνίτης για να μεταχειρισθεί με αυτά την
ύλη και να την μετατρέψει σε κατάλληλο σκεύος; Τι ωφελεί τον κηπουρό αν εργαστεί
στον κήπο και τον φυτεύσει, αλλά δεν βρέξει ή δεν έχει νερό να τον ποτίσει; Έτσι και
εκείνος που μεταχειρίζεται τις άλλες αρετές και κοπιάζει σε αυτές, δεν ωφελείται χωρίς
την αγία και δημιουργό όλων των αρετών κατάνυξη.
Όπως ο βασιλιάς χωρίς στρατεύματα είναι ασθενής και εύκολα μπορεί να νικηθεί
καθώς μοιάζει με έναν απλό άνθρωπο· και όπως τα πλήθη των στρατευμάτων και τα
στρατόπεδα χωρίς το βασιλιά ή τον αρχιστράτηγο διασκορπίζονται και εξαφανίζονται από
τον εχθρό, έτσι λογίζεται ότι είναι το πένθος για τις άλλες αρετές. Αν, τρόπον τινά, οι
εισαγωγικές αρετές είναι ένα στράτευμα, τότε βασιλιάς και αρχιστράτηγος είναι το πένθος
και ο κλαυθμός· και μέσω αυτού παρατάσσεται το στράτευμα των αρετών για πόλεμο. Με
το πένθος το στράτευμα προθυμοποιείται, ενισχύεται και διδάσκεται πώς να χρησιμοποιεί
τα όπλα, ποια όπλα να χρησιμοποιεί κατά καιρούς, σε ποιον τόπο, σε ποιο καιρό, εναντίον
ποιων εχθρών, ποιους να στέλνει σκοπούς, ποιους να τοποθετεί φύλακες, τι να λέγει σε

346. Προς Κορινθίους Α΄ 2:9.


347. Κατ. 4, S.C. 96, 418-452, σσ. 348-350. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 75, σσ. 407-408.
348. Κατ. 4, S.C. 96, 455-460, σσ. 350-352. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 75, σ. 408.
349. Κατ. 5, S.C. 96, 99-102, σ. 382. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 75, σ. 344.

97
αυτούς που στέλνει ο εχθρός σε αυτόν, με ποιους να συνομιλεί . Διότι είναι δυνατόν μόνο
με τη συνομιλία να τους τρέψει σε φυγή, και μερικές φορές χωρίς να τους δεχθεί καν σε
συνάντηση. Επιπλέον, εκπαιδεύεται ποιους να στέλνει από το στρατόπεδο για να τους
στήνουν ενέδρα, πότε και σε ποιους τόπους. Είναι φανερό ότι χωρίς το πένθος το
στράτευμα των αρετών είναι εύκολη λεία για τους εχθρούς. Επομένως, για τον άνθρωπο
πρώτα από όλα και μαζί με όλα τα έργα πρέπει να είναι η μετάνοια, και ενωμένος μαζί με
αυτήν ο κλαυθμός και τα δάκρυα που ακολουθούν τον κλαυθμό. Είναι γεγονός ότι ούτε
χωρίς μετάνοια υφίσταται κλαυθμός, ούτε χωρίς κλαυθμό υφίστανται δάκρυα· αλλά και τα
τρία συνδέονται μεταξύ τους, και δεν είναι δυνατόν να φανεί το ένα χωρίς το άλλο.350
Με την κατάνυξη και τα δάκρυα εξαγνίζεται η ψυχή του ανθρώπου, πληρούται
θείου φωτός και Αγίου Πνεύματος με συντετριμμένη ψυχή και ταπεινό φρόνημα.351 Όπως
το νερό σβήνει τη φωτιά, έτσι με το πένθος και τα δάκρυα σβήνεται ο θυμός της ψυχής.
Μόλις η κατάσταση αυτή χρονίσει, θεραπεύεται το θυμικό μέρος της ψυχής, με
αποτέλεσμα αυτή να γίνεται πράα, ακίνητη προς την οργή και να επιθυμεί να μάθει το
θέλημα του Θεού.352 Πώς, όμως, είναι δυνατόν ο άνθρωπος να αποκτήσει με τη βοήθεια
του Θεού τη Χάρη των δακρύων; Η κατάνυξη στην ψυχή και τα δάκρυα αποκτώνται με
την έμπρακτη μετάνοια,353 το φόβο Θεού,354 την προσευχή, τη σιωπή, την ησυχία, την
ανάγνωση,355 την προσοχή στους θεόπνευστους λόγους, την αποστροφή στην ακοή
μάταιων λόγων, την ενθύμηση της φοβερής ημέρας της κρίσης,356 την ταπείνωση, την
αποφυγή της ακηδίας,357 τη νηστεία,358 την πνευματική εργασία με γνώση,359 τη δίψα, την
αγρυπνία,360 την υπακοή στον πνευματικό πατέρα, την υπομονή στις θλίψεις, στις ύβρεις,
τους χλευασμούς και τις συκοφαντίες, την αμνησικακία και την ευχαριστία προς αυτούς
που τον θλίβουν και την προσευχή υπέρ αυτών.361 Αν βέβαια ο άνθρωπος δεν έχει δάκρυα,
οφείλει να τα ζητεί με όλη την ισχύ και την ψυχή του.362

350. Κατ. 4, S.C. 96, 460-498, σσ. 350-354. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 75, σ. 408.
351. Κατ. 1, S.C. 96, 178-181, σ. 238. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 53, σ. 273.
352. Κατ. 2, S.C. 96, 232-235, σ. 260. Πρβλ. Κατ. 31, S.C. 113, 59-62, σ. 228. Πρβλ. Ζαγοραίος,,
Λόγος 70, σ. 376.
353. Κατ. 4, S.C. 96, 638, σ. 366. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 75, σ. 411.
354. Κατ. 4, S.C. 96, 43-46, σ. 318. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 75, σσ. 401-402.
355. Κατ. 4, S.C. 96, 131-132, σ. 326. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 75, σ. 403.
356. Κατ. 4, S.C. 96, 155-158, σσ. 326-328. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 75, σ. 403.
357. Κατ. 4, S.C. 96, 176-182, σσ. 328-330. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 75, σ. 404.
358. Κατ. 4, S.C. 96, 326-332, σσ. 340-342. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 75, σ. 406.
359. Κατ. 4, S.C. 96, 336-337, σσ. 348-350. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 75, σ. 406.
360. Κατ. 4, S.C. 96, 540-542, σ. 358. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 75, σ. 409.
361. Κατ. 4, S.C. 96, 547-562, σσ. 358-360. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 75, σσ. 409-410.
362. Κατ. 4, S.C. 96, 571-573, σσ. 360-360. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 75, σ. 410.

98
Σύμφωνα με τον ιερό Πατέρα, εάν ο άνθρωπος συμβεί να κλάψει κάποια φορά δεν
ωφελείται, διότι το αδιάλειπτο μέχρι θανάτου πένθος είναι αυτό που μπορεί να καθαρίσει
τον άνθρωπο. Τα ακατάπαυστα δάκρυα τον καθαρίζουν.363 Αυτή η μετάνοια που
πραγματοποιείται αδιάλειπτα και επιτελείται μέχρι θανάτου με πόνο και θλίψη, οδηγεί
σιγά σιγά τον άνθρωπο να χύνει πικρά δάκρυα. Αυτά καθαρίζουν το ρύπο της ψυχής και
στη συνέχεια προκαλούν καθαρή μετάνοια, η οποία μετατρέπει τα πικρά δάκρυα σε γλυκά,
γεννά παντοτινή χαρά στην καρδιά, και προξενεί τη θέα του απροσίτου εκείνου φωτός, το
οποίο αν δεν γνωρίσει ο άνθρωπος, δεν είναι δυνατόν να απαλλαγεί από όλα τα πάθη, και
να αποκτήσει όλες τις αρετές.364
Κατά τον άγιο Συμεών όλοι οι άνθρωποι −ανεξάρτητα αν είναι μοναχοί ή λαϊκοί−
είναι δυνατόν να μετανοούν αδιάκοπα, να κλαίνε, να παρακαλούν τον Θεό, και με αυτές
τις πράξεις να αποκτήσουν και τις υπόλοιπες αρετές. Το γεγονός αυτό μαρτυρείται και από
τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, ο οποίος ερμηνεύοντας τον 50ο Ψαλμό, λέει ότι είναι
δυνατόν ο άνθρωπος καθημερινά να κλαίει, να μετανοεί και να προσεύχεται − ακόμα και
αν έχει γυναίκα, παιδιά, πλούτο και κοσμική δόξα. Δύναται να φτάσει στο τέλειο της
αρετής, να λάβει Άγιο Πνεύμα, να γίνει φίλος του Θεού και να απολαμβάνει τη θέα Του·
όπως οι Προφήτες Αβραάμ, Μωυσής, Δαυίδ και άλλοι πριν από την παρουσία του
Χριστού, και όπως ο Απόστολος Πέτρος, όντας αγράμματος και ψαράς, και τόσοι άλλοι
μετά την ενανθρώπηση του Κυρίου.365
Επιπλέον, είναι αναγκαίο να τονίσουμε ότι, κατά τον άγιο Συμεών, όλοι οι
άνθρωποι είναι δυνατόν να αποκτήσουν την Χάρη των δακρύων. Δεν είναι φυσικό για τον
άνθρωπο να μην δακρύζει, να μην κλαίει και να μην πενθεί. Όλοι μπορούν να έρθουν σε
κατάνυξη, διότι τα δάκρυα υπάρχουν εκ φύσεως σε κάθε άνθρωπο. Αυτό, άλλωστε,
διδάσκουν και τα νεογέννητα βρέφη. Μόλις εξέλθουν από την κοιλιά της μητέρας τους, το
κλάμα αποτελεί σημείο ζωής. Σε αντίθετη περίπτωση, θεωρείται ότι το βρέφος δεν είναι
ζωντανό. Επομένως, είναι φανερό ότι ο άνθρωπος από τη στιγμή της γέννησης έχει από τη
φύση του το πένθος συνάμα με τα δάκρυα.366

363. Κατ. 3, S.C. 96, 311-312, σ. 306. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 73, σ. 392.
364. Κατ. 3, S.C. 96, 658-679, σσ. 368-370. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 73, σ. 411.
365. Κατ. 5, S.C. 96, 122-141, σσ. 386-388. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 76, σ. 345.
366. Κατ. 29, S.C. 113, 215-225, σσ. 182-184. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 27, σ. 240.

99
3.3.8 Η μίμηση του Χριστού

Στον αγώνα του ανθρώπου να νεκρώσει τα πάθη του, ο ίδιος ο Χριστός δείχνει τον τρόπο.
Αυτός έπαθε για χάρη του ανθρώπου αφήνοντας υπόδειγμα για να βαδίσει στα χνάρια Του
και να Τον μιμηθεί.367 Είναι αναγκαίο να πάθει για τη σωτηρία του, ό,τι έπαθε ο Κύριος
για τη σωτηρία του ανθρώπου, ο οποίος καταδέχθηκε να γίνει βρέφος κατά ακολουθία της
ανθρώπινης φύσης. Γεννήθηκε σε μια ταπεινή φάτνη ανάμεσα στα άλογα ζώα· έφυγε στην
Αίγυπτο· γύρισε στη Ναζαρέτ· υποτάχθηκε στους γονείς Του· ενώ έκανε θαύματα Τον
έβριζαν, Τον διακωμωδούσαν και έλεγαν σε Αυτόν: «δαιμόνιον ἔχεις»,368 και «ἰδοὺ
ἄνθρωπος φάγος καὶ οἰνοπότης, τελωνῶν φίλος καὶ ἁμαρτωλῶν».369
Τον πρόδωσε ο μαθητής Του· Τον έδεσαν· Τον έσυραν ως φονιά· Τον παρέδωσαν
ως κακούργο στον Πιλάτο· έλαβε ράπισμα από έναν δούλο, και στην απόφαση της
θανάτωσής Του σιώπησε. Ύστερα Τον φραγγέλλωσαν· Τον ενέπαιξαν· Τον έντυσαν
περιπαιχτικά με κόκκινη πορφύρα· Τον χτύπησαν με καλάμι στο κεφάλι· Τον στεφάνωσαν
με ακάνθινο στεφάνι· Τον έφτυσαν και Του έλεγαν: «χαῖρε ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων».370
Του φόρτωσαν το σταυρό· Τον πήγαιναν στον τόπο του θανάτου Του· έβλεπε να μπήγουν
στο έδαφος το Σταυρό του μαρτυρίου Του, και εγκαταλείφθηκε από τους φίλους και τους
μαθητές. Μετά του έβγαλαν τα ρούχα· Τον κρέμασαν στο Σταυρό· Τον πότισαν χολή· Τον
λόγχισαν· Τον βλασφήμησε ο ληστής, και Τον χλεύαζαν οι παρευρισκόμενοι. Αυτός,
όμως, παρόλα τα παθήματά Του ευχαριστούσε και παρακαλούσε υπέρ αυτών που τον
371
φόνευσαν λέγοντας: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι». Γι’ αυτό, εάν ο
άνθρωπος δεν μιμηθεί τα πάθη του Χριστού με μετάνοια και υπακοή, και δεν γίνει μέτοχος
του θανάτου Του, δεν μπορεί να γίνει μέτοχος και της πνευματικής Του ανάστασης ούτε
να λάβει το Άγιο Πνεύμα, και επομένως να θεραπεύσει τα πάθη του.372 Πρέπει ο άνθρωπος
να ταπεινωθεί, όπως ο Χριστός ταπεινώθηκε γι’ αυτόν, και αποβάλλοντας το αλαζονικό
και υπερήφανο φρόνημα να δεχτεί ύβρεις, ατιμίες, και να υπομείνει μέχρι θανάτου, χωρίς
να νιώθει ντροπή.373
Είναι γεγονός ότι αυτός που πρόθυμα αγαπά αυτούς που τον υβρίζουν, τον αδικούν
και τον μισούν, και προσεύχεται γι’ αυτούς −κατά μίμησην Χριστού− φτάνει γρήγορα σε

367. Πέτρου Α΄ 2:21.


368. Κατά Ιωάννην 7:20, 8:48.
369. Κατά Ματθαίον 11:19.
370. Κατά Ιωάννην 19:3.
371. Κατά Λουκάν 23:24.
372. Κατ. 6, S.C. 104, 300-358, σσ. 40-44. Πρβλ. Ζαγοραίος, ό.π., Λόγος 81, σσ. 450-451. Πρβλ.
Ηθ. 8, S.C. 129, 19-58, σσ. 202-206. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 58, σσ. 302-303.
373. Κατ. 27, S.C. 113, 279-299, σ. 120. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 50, σ. 253.

100
μεγάλη πνευματική προκοπή. Αν αυτό γίνεται με αίσθηση καρδιάς, τότε φέρνει την καρδιά
σε άβυσσο ταπείνωσης και πηγές δακρύων, μέσα στα οποία βυθίζεται το τριμερές της
ψυχής −δηλαδή το λογικό, το θυμικό και το επιθυμητικό.374

3.3.9 Η εγκράτεια

Κατά τον άγιο Συμεών, η εγκράτεια είναι καθαρτική.375 Αποτελεί ισχυρό πνευματικό όπλο
εναντίον της φιληδονίας.376 Επιπλέον, η απληστία νικιέται με την εγκράτεια, με την οποία
ο άνθρωπος προφυλάσσεται να μην υποπέσει, διαδοχικά, από τη μικρή σε μεγαλύτερες και
βλαβερές επιθυμίες. Άλλωστε, ο Αδάμ επειδή αρνήθηκε την άσκηση της εγκράτειας,
οδηγήθηκε στην παράβαση και την έξωση από τον παράδεισο.377 Συνάμα, ο ιερός Πατέρας
υποδεικνύει στους πιστούς τη θεραπευτική αξία εναντίον των παθών, της εγκράτειας της
γλώσσας, δηλαδή της αποφυγής της άσκοπης ομιλίας. Δεν είναι δυνατό, σύμφωνα με τον
Άγιο, αν δεν μπορεί ο άνθρωπος να περιορίσει τη γλώσσα του να νικήσει κανένα από τα
υπόλοιπα πάθη.378 Ο άγιος Ιάκωβος παρομοιάζει τη γλώσσα με τη φωτιά που αν και είναι
μικρή μπορεί να κάψει ένα ολόκληρο δάσος, γι’ αυτό και είναι αναγκαίο ο πιστός να την
πειθαρχήσει και να την χαλιναγωγήσει. 379
Με την εγκράτεια οι πιστοί απονεκρώνουν μέσα τους τις ορμές και τις κινήσεις
των παθών. Ό άνθρωπος πρέπει να αντιστέκεται στην αμαρτία − έστω και αν πέφτει και
καταπονείται από αυτήν. Ο Χριστός δωρίζει διά του Αγίου Πνεύματος την εγκράτεια με
την ελπίδα της απαλλαγής από την αμαρτία σε αυτούς που αγαπούν την απολύτρωση και
την ελευθερία, παρά τις πτώσεις και την καταπόνηση που τους προκαλεί αυτή, ώστε να
γνωρίσουν από ποιο και πόσο μεγάλο κακό απαλλαχτήκανε. Η εγκράτεια είναι καρπός του
Αγίου Πνεύματος και όχι αποτέλεσμα της δύναμης του ανθρώπου. Μόλις καταργηθεί μέσα
στον άνθρωπο και η ίδια η κίνηση του κακού, τότε αυτός δοξάζει με ταπεινό φρόνημα τον
Θεό.380
Συμπερασματικά, η εγκράτεια ως θεραπευτικό μέσο ενεργεί ευεργετικά στην
επιστροφή της επιθυμίας από τα αισθητά στο Θεό, δηλαδή δρα θεραπευτικά στο επιθυ-
μητικό μέρος της ψυχής, με συνέπεια την φυσική −και επομένως υγιή− χρήση του, που

374. Κεφ.θεολ.γν.πρ. 1, S.C. 51, 29, 1-9, σ. 56.


375. Κατ. 12, S.C. 104, 159, σ. 180. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 77, σ. 418.
376. Επ. 2, 63, σ. 74.
377. Κατ. 26, S.C. 113, 194-202, σ. 86-87. Πρβλ. Σ. Πορτελάνος, ό.π., σ. 133.
378. Κατ. 12, S.C. 104, 200-211, σ. 184.
379. Ιακώβου 3:5-6.
380. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΑ΄, 19-32, σσ. 162-163.

101
είναι ο προσανατολισμός της επιθυμίας προς τον Θεό και τη χαρά των πνευματικών
αγαθών που προσφέρονται από Αυτόν σε όποιον ενώνεται μαζί Του. Επιπλέον, δρα και
προληπτικά, διότι η απομάκρυνση των εμπαθών επιθυμιών ουσιαστικά τον προφυλάσσει
από την αμαρτία, που διατηρεί άμεση σχέση με τη διαστροφή της επιθυμίας προς τις
αισθητές ηδονές. Τέλος, η εγκράτεια ή −όπως ερμηνεύεται− «αυτοκυριαρχία» συμβάλλει
και στη θεραπεία και των υπόλοιπων δυνάμεων της ψυχής.381

3.3.10 Η νηστεία

Κατά τον άγιο Συμεών η νηστεία φονεύει τα πάθη382 και προξενεί τη σωτηρία της
ψυχής.383 Είναι αδύνατον ο άνθρωπος που φορτώνει τη σάρκα με το χορτασμό των
φαγητών να απολαμβάνει πνευματικά τη θεία κατάσταση. Όσο θεραπεύει την κοιλιά του,
τόσο στερείται της καλής θείας κατάστασης· και όσο ταλαιπωρεί το σώμα του, ανάλογα
θα χορτάσει από την πνευματική τροφή και παρηγοριά.384 Η νηστεία είναι ο ιατρός των
ψυχών, διότι συστέλλει τις κινήσεις της σάρκας, καταπραΰνει το θυμό, αποδιώχνει τον
ύπνο, διεγείρει την προθυμία, καθαρίζει το νου και τον αποκαθιστά ελεύθερο από
πονηρούς λογισμούς· δαμάζει την αδάμαστη γλώσσα, και σαν χαλινάρι τη συγκρατεί με το
φόβο του Θεού από τους αργούς και ανήθικους λόγους· εμποδίζει τους οφθαλμούς να
περιφέρονται άσκοπα και να περιεργάζονται τους άλλους ανθρώπους· και διδάσκει τον
καθένα να ασχολείται με τα δικά του αμαρτήματα και ελαττώματα.
Επίσης, η νηστεία διώχνει σιγά σιγά από την ψυχή το κάλυμμα της αμαρτίας και το
νοητό σκοτάδι −όπως ο ήλιος διώχνει την ομίχλη. Δίνει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να
βλέπει νοερά τον πνευματικό αέρα, όπου λάμπει πάντοτε ο άδυτος ήλιος της δικαιοσύνης,
ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Επιπλέον η νηστεία, όταν συνοδεύεται από την αγρυπνία
μαλακώνει την καρδιά και αντί της πρότερης ακολασίας, μετανοεί και αναβλύζει πηγές
δακρύων. Τότε −με τη βοήθεια του Θεού−, ο άνθρωπος εύκολα διαρρηγνύει τη θάλασσα
των παθών, διέρχεται τα κύματα των πειρασμών και εισέρχεται στο λιμένα της απάθειας.
Όλα αυτά, βέβαια, πραγματοποιούνται σε πολύ χρόνο και με πολύ κόπο και πόνο,
ανάλογα με την πρόθεση, την προαίρεση, το μέτρο της πίστης, την καταφρόνηση των
ορατών και νοητών, και τη θέρμη της αδιάλειπτης μετάνοιας που έχει ο κάθε άνθρωπος. Η

381. J.C. Larchet, ό.π., τόμ. Β΄, σσ. 32-44.


382. Κατ. 12, S.C. 104, 159-160, σ. 180. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 77, σ. 418.
383. Κατ. 11, S.C. 104, 33, σ. 156. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 76, σ. 413.
384. Κεφ.θεολ.πρ. 1, S.C. 51, 42, σ. 62. Πρβλ. Ζαγοραίος, Κεφάλαια θεολογικά και πρακτικά, σ.
530.

102
νηστεία είναι αρχή και θεμέλιο κάθε πνευματικής εργασίας και χωρίς αυτήν δεν έχει
βρεθεί κανένας να κατορθώσει τις αρετές. Όποιος οικοδομήσει τις αρετές σε αυτό το
θεμέλιο, είναι σαν να κτίζει σε στέρεη πέτρα, με αποτέλεσμα αυτές να παραμένουν
στέρεες και ασάλευτες.385

3.3.11 Η ελεημοσύνη

Είναι απαραίτητη για τη θεραπεία της ψυχής του ανθρώπου. Ο ίδιος ο Κύριος μάς
προσκάλεσε να ελεούμε τους φτωχούς,386 και να θεωρούμε σπουδαία αυτήν την εντολή.
Αποτελεί επινόημα του Χριστού για το συμφέρον και τη σωτηρία του ανθρώπου, και όχι
γιατί ο Θεός δυσκολεύεται να θρέψει τους φτωχούς. Λειτουργεί ως αντίδοτο για την
ασθένεια της φιλαργυρίας και της πλεονεξίας, που επινόησε ο διάβολος για την
καταστροφή των ανθρώπων. Αυτός που αποταμιεύει χρήματα δεν μπορεί να ελπίζει στο
Θεό. Αυτό είναι φανερό από τα λόγια του Κυρίου: «ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ
καὶ ἡ καρδία ὑμῶν ἔσται».387 Επομένως, ο άνθρωπος πρέπει να ελεεί με ιλαρότητα τους
συνανθρώπους του. Ιλαρότητα σημαίνει να μην θεωρεί τα πράγματα και τα χρήματα ως
δικά του, αλλά ότι του τα εμπιστεύτηκε ο Θεός για τη διακονία των συνανθρώπων του, και
να τα σκορπίζει άφθονα με χαρά και μεγαλοψυχία − και όχι με λύπη ή από ανάγκη.
Επίσης, πρέπει να αδειάζει με χαρά τα αποθησαυρισμένα αγαθά με την ελπίδα της
επαγγελίας, σύμφωνα με την οποία ο Θεός υποσχέθηκε να δώσει εκατονταπλάσιο μισθό.
Ο Θεός γνωρίζει ότι γενικά οι άνθρωποι κυριεύονται από την επιθυμία των χρημάτων, τη
μανία του πλούτου, δυσκολεύονται να ξεκολλήσουν από αυτά, και όταν με οποιοδήποτε
τρόπο τα στερηθούν, απαρνούνται τη ζωή τους. Έτσι χρησιμοποίησε το κατάλληλο φάρ-
μακο, και υποσχέθηκε −όπως ειπώθηκε− ότι θα δώσει τον εκατονταπλάσιο μισθό για όσα
διαμοιράσουν στους φτωχούς· με σκοπό να απαλλαγούν από την καταδίκη της πλεονεξίας,
να πάψουν να έχουν την πεποίθηση και την ελπίδα σ’αυτά και να ελευθερώσουν τις
καρδιές τους από τα δεσμά αυτά.
Διότι ο άνθρωπος πρέπει να γνωρίζει ότι μόνο αν γίνει ελεύθερος μπορεί να
βαδίσει χωρίς εμπόδια στην πραγματοποίηση των εντολών και να υπηρετήσει Αυτόν με
φόβο και τρόμο, επειδή ευεργετείται με την υποταγή, και όχι ότι δήθεν προσφέρει κάτι σε
Αυτόν. Διαφορετικά δεν είναι δυνατόν να σωθεί. Διότι οι πλούσιοι προστάχθηκαν πρώτα

385. Κατ. 11, S.C. 104, 49-88, σσ. 156-160. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 56, σσ. 413-414. Κατ. 18, S.C.
104, 370-372, σσ. 294-294.
386. Κατά Ματθαίον 5:7.
387. Κατά Λουκάν 12:34.

103
να εγκαταλείψουν τα χρήματά τους −επειδή είναι φορτίο και εμπόδιο για την κατά Θεόν
ζωή− και ύστερα να σηκώσουν τον σταυρό στους ώμους τους και να ακολουθήσουν τον
Χριστό. Όσοι όμως ζουν με αυτάρκεια ή στερούνται ακόμα και τα αναγκαία, αν επιθυμούν
να βαδίσουν τη στενή και τεθλιμμένη οδό, δεν έχουν κανένα εμπόδιο. Οι πρώτοι έχουν
ανάγκη μόνο να έχουν την πρόθεση γι’ αυτό, και οι δεύτεροι περπατούν ήδη στην οδό
αυτή. Γι’ αυτό οφείλουν να ζουν με υπομονή και ευχαριστία, και ο φιλάνθρωπος Θεός θα
ετοιμάσει −σε όσους βαδίζουν με αυτόν τον τρόπο− την απόλαυση και το κατάλυμα στην
αιώνια ζωή.388
Είναι αναγκαίο ο άνθρωπος που προσφέρει χρήματα ή υλικά αγαθά από φόβο για
την απειλή των τιμωριών ή από την ελπίδα ότι θα λάβει εκατονταπλάσια ή από συγκίνηση
μπροστά στις συμφορές των ανθρώπων, να μην θεωρεί ότι είναι ελεήμων και ότι έκανε μια
αξιόμισθη πράξη. Αντίθετα έχει χρέος να μετανοεί μέχρι το θάνατο του γι’ αυτά που επί
χρόνια κατείχε και στέρησε τους συνανθρώπους του από τη χρήση τους.389
Κατά τον άγιο Συμεών, το έλεος σε έναν μόνο άνθρωπο δεν σώζει − αλλά η
καταφρόνηση του ενός τον κολάζει. Το «ἐπείνασα γὰρ καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ
ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καὶ συνηγάγετέ με, γυμνὸς καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα καὶ
ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην καὶ ἤλθετε πρός με»390 δεν το είπε ο Χριστός για μία φορά
και για μία ημέρα, αλλά για πάντα προς όλους τους συνανθρώπους του. Είναι
αξιοκατάκριτος ο άνθρωπος που θα ελεήσει, για παράδειγμα, ενενήντα εννέα φτωχούς και
βρίσει ή χτυπήσει ή διώξει έστω και έναν ή αυτός που ελεήσει εκατό αλλά θα μπορούσε να
ελεήσει και περισσότερους.391 Κατά τον ιερό Πατέρα, σε κάποιους ανθρώπους όλα αυτά
μπορεί να φαίνονται φορτικά και να λέγουν στον εαυτό τους: «Ποιος είναι δυνατόν να
κάνει όλα αυτά, ώστε να θεραπεύσει και να θρέψει όλους τους φτωχούς και να μην
παραβλέψει κανέναν;». Αυτοί μπορούν να ακούσουν τον απόστολο Παύλο να φωνάζει: «ἡ
γὰρ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ συνέχει ἡμᾶς,κρίναντας τοῦτο, ὅτι εἰ εἷς ὑπὲρ πάντων ἀπέθανεν, ἄρα
οἱ πάντες ἀπέθανον».392 393

388. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο Ι΄, 220-257, σσ. 156-159. Πρβλ. Κατ. 9, S.C. 104, 190-253, σσ. 120-
124. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 22, σσ. 118-119.
389. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο Ι΄, 121-130, σσ. 150-151. Πρβλ. Κατ. 9, S.C. 104, 107-116, σ 112.
Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 22, σ. 116.
390. Κατά Ματθαίον 25:35, 36.
391. Κεφ.θεολ.γν.πρ. 3, S.C. 51, 91, σ. 180. Πρβλ. ό.π., 92, σ. 180. Πρβλ. ό.π., 93, σ. 180. Πρβλ.
ό.π., 94, σ. 180.
392. Κορινθίους Β΄ 5:14, 15.
393. Κεφ.θεολ.γν.πρ. 3, S.C. 51, 99, σ. 184.

104
Είναι καλό να ελεεί ο άνθρωπος σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου που λέει: «ἐφ’
ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε».394 Όμως
είναι καλό να τρέφει και την ψυχή του με τροφή που μένει στην αιωνιότητα, και όχι με
φθαρτή που χάνεται. Γιατί, όπως το σώμα δεν υποφέρει την πείνα, και αν δεν τραφεί ή δεν
τραφεί σωστά καταστρέφεται και δεν ελευθερώνεται από νόσους και ασθένειες, έτσι και η
ψυχή δεν υποφέρει τη νοητή πείνα, και χωρίς τροφή καταστρέφεται και δεν μπορεί να
ελευθερωθεί από τις αμαρτίες και τα πάθη. Γιατί, όπως αναφέρθηκε, ό,τι ακριβώς είναι για
το σώμα η αρρώστια και η νόσος, το ίδιο είναι για την ψυχή η αμαρτία και το πάθος.
Ο άγιος Συμεών τονίζει ότι πείνα είναι κυρίως η πείνα της ψυχής, και ότι η
πνευματική τροφή είναι τόσο πιο αναγκαία από τη σωματική, όσο η ψυχή είναι
πολυτιμότερη από το σώμα. Όταν ο Κύριος λέει: «ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν
ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε», δεν πρέπει να θεωρεί ο άνθρωπος ότι το είπε
μόνο γι’ αυτούς που στερούνται τη σωματική τροφή, αλλά για όλους τους ανθρώπους που
στερούνται την πνευματική τροφή εξαιτίας της μη εφαρμογής και υπακοής στις εντολές
Του. Επομένως, ουσιαστική ελεημοσύνη είναι κυρίως η προσφορά πνευματικής τροφής
στο συνάνθρωπο με σκοπό −με τη βοήθεια του Θεού− την επιστροφή στο θέλημα Του, την
άσκηση των αρετών και την εργασία των εντολών που έχουν ως αποτέλεσμα την αποχή
από την αμαρτία. Όταν ο Κύριος, λοιπόν, λέει: «ἐπείνασα γὰρ καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι
φαγεῖν»,395 αναφέρεται περισσότερο στην τροφή της ψυχής παρά στη σωματική τροφή.396
Ο άγιος Συμεών δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στο γεγονός ότι εκτός από την
ελεημοσύνη προς τον συνάνθρωπο, πρέπει οι άνθρωποι να συνειδητοποιήσουν ότι, αν δεν
ελεήσουν τον εαυτό τους, δεν θα ελεηθούν, και θα ακούσουν: «σεαυτὸν οὐκ ἠλέησας, οὐκ
ἐλεηθήσῃ».397 Όταν ο άνθρωπος πεινά και διψά για Εκείνον, αυτά μετρούν ως τροφή και
πιοτό Εκείνου. Γιατί με τις ενάρετες πράξεις και έργα ο άνθρωπος καθαρίζει την ψυχή του
και απαλλάσσει τον εαυτό του από την πείνα και τη δυσωδία των παθών. Έτσι, αυτά που
κάνουν οι άνθρωποι για τον εαυτό τους τα μετρά σαν να τα κάνουν για Εκείνον − όπως
χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ίδιος: «ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν
ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε».398 399

394. Κατά Ματθαίον 25:40.


395. ό.π. 25:42.
396. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο Ι΄, 49-60, σσ. 146-147. Πρβλ. Κατ. 8, S.C. 104, 33-49, σσ. 106-108.
Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 21, σσ. 115-116.
397. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο Ι΄, 180-181, σ. 154-155. Πρβλ. Κατ. 9, S.C. 104, 170, σ. 118.
398. Κατά Ματθαίον 25:40.
399. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο Ι΄, 142-150, σσ. 150-153. Πρβλ. Κατ. 8, S.C. 104, 117-138, σ. 114.
Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 21, σσ. 116-117.

105
Αυτό επιβεβαιώνεται και από τη ζωή των Αγίων. Ο ιερός Πατέρας αναφέρει για το
σκοπό αυτό κάποια στοιχεία από το βίο της αγίας Μαρίας της Αιγυπτίας.400 Η Αγία αυτή,
αφού μετανόησε, έζησε μέχρι το τέλος της ζωής της στην έρημο. Δεν είδε πρόσωπο
ανθρώπου εκτός του αγίου Ζωσιμά, δεν έθρεψε κάποιον πεινασμένο, δεν πότισε κάποιον
διψασμένο, δεν έντυσε κάποιον γυμνό, δεν επισκέφτηκε φυλακισμένους και δεν φιλοξέ-
νησε κανέναν. Αντίθετα, πριν μετανοήσει, υπήρξε λόγω του έκλυτου βίου της πρόξενος
καταστροφής για πλήθος ανθρώπων. Είναι φανερό, λοιπόν, ότι η ελεημοσύνη δεν γίνεται
μόνο με χρήματα και υλική τροφή.401
Η αγάπη, η μετάνοια και η πίστη ήταν αυτά με τα οποία ευαρέστησαν τον Θεό
άνθρωποι που έζησαν σε σπηλιές και βουνά. Με τη μετάνοια και τα δάκρυα Τον υποδέ-
χθηκαν, τον φιλοξένησαν, τον έθρεψαν και τον πότισαν.402 Δεν θα πρέπει, λοιπόν, ο άν-
θρωπος να παραβλέπει τον εαυτό του, διότι και όλους αν τιμήσει, φιλοξενήσει και
υπηρετήσει − αλλά εγκαταλείψει τον εαυτό του, δεν θα έχει κανένα όφελος. Άλλωστε, ο
άνθρωπος που δεν εργάζεται στον εαυτό του και γίνεται οκνηρός, ράθυμος, φιλήδονος και
η ψυχή του είναι σε βαθύτατο σκοτάδι εξαιτίας των παθών, είναι πολύ πιθανό να
εγκαταλείψει τον πεινασμένο και το διψασμένο, να αρνηθεί να επισκεφθεί το φυλακισμένο
−και γενικά να ελεήσει με οποιονδήποτε τρόπο το συνάνθρωπό του.403

3.3.12 Η υπομονή, η μακροθυμία και η ευγνωμοσύνη

Είναι γεγονός ότι κάθε άνθρωπος που γεννάται έχει άγνοια της αμαρτίας των προπατόρων,
εξαιτίας της οποίας συμβαίνουν σε όλη την ανθρώπινη φύση οι πρόσκαιρες τιμωρίες.
Πολλές φορές αντιστέκεται κατά κάποιον τρόπο ως εχθρός στην παιδαγωγική απόφαση
του Κυρίου που παγιώθηκε στη φύση μας και λέει: «ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν
ἄρτον σου».404 Όμως, για να θεραπευτεί ο άνθρωπος από τα πάθη του και να γίνει φίλος
του Θεού είναι αναγκαίο να υπομένει αυτές τις πρόσκαιρες τιμωρίες με ευγνωμοσύνη.405
Στους διάφορους αγώνες νικητής είναι αυτός που αγωνίζεται, ενώ στους αγώνες
της ευσέβειας νικητής είναι αυτός που πάσχει και υπομένει μέχρι θανάτου. Ο άνθρωπος

400. Για πληροφορίες σχετικά βλ. ενδεικτικά Σωφρόνιος Ιεροσολύμων, Βίος οσίας Μαρίας της
Αιγυπτίας, εκδ. Ι.Μ. Σταυρονικήτα, Άγιον Όρος 2008.
401. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο Ι΄, 73-106, σσ. 146-149. Πρβλ. Κατ. 8, S.C. 104, 61-91, σσ. 108-110.
Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 21, σ. 116.
402. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο Ι΄, 151-157, σσ. 152-153. Πρβλ. Κατ. 8, S.C. 104, 138-145, σ. 116.
Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 21, σ. 117.
403. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο Ι΄, 171-180, σσ. 152-155.
404. Γεν. 3,19.
405. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο Θ΄, 41-48, σσ. 134-135.

106
πρέπει μπροστά στις επερχόμενες θλίψεις, τις πολλές ταλαιπωρίες και στα αντίθετα των
υποσχέσεων του Θεού να μακροθυμεί μέχρι να εκπληρωθούν στον καιρό τους.406 Διότι «ὁ
δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται»,407 και όχι αυτός που γονάτισε στη μέση ή στο
τέλος του αγώνα. Ο Θεός δεν είναι Θεός άνεσης και σπατάλης, αλλά Θεός υπομονής και
μακροθυμίας.408 Αν θέλει ο άνθρωπος να πετύχει τα αγαθά του Θεού, πρέπει να αγαπήσει
την θλίψη του σώματος, να επιλέξει την κακοπάθεια και να αγαπήσει τους πειρασμούς,
γιατί αυτοί είναι πρόξενοι κάθε αγαθού.
Είναι πραγματικά ωραίο μια ψυχή να υπομένει τις θλίψεις, τις κακοπάθειες και
τους πειρασμούς, με επίγνωση ότι θα κληρονομήσει μεγαλύτερη χαρά.409 Όπως ο
σκουριασμένος χρυσός δεν είναι δυνατόν να καθαριστεί σε βάθος, και να επανέλθει στη
λαμπρότητα που είχε πρώτα, αν δεν βληθεί στη φωτιά και δεν κτυπηθεί πολλές φορές με
τη σφύρα, έτσι και η ψυχή δεν δύναται να καθαριστεί από τη σκουριά της αμαρτίας και να
λάβει το «αρχαίο κάλλος», αν δεν υπομείνει πολλούς πειρασμούς, και δεν εισέλθει στο
χωνευτήριο των θλίψεων.410 Άλλωστε, ο ίδιος ο Κύριος λέει: «ὅτι στενὴ ἡ πύλη καὶ
τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν».411 Αυτοί που σηκώνουν το ζυγό και το
φορτίο, μοιάζουν με εκείνους που δέχονται με ευχαρίστηση την παιδαγωγία από τον
Πατέρα και Κύριο. Με τον τρόπο αυτό Τον εξιλεώνουν, ώστε να γίνονται πάλι δεκτοί στις
οικίες του. Οικία του Θεού είναι η θεότητα που αγκαλιάζει τα πάντα, προσιτή για τους
ευγνώμονες και απρόσιτη για τους αμαρτωλούς.412 Επιπλέον, η υπομονή των θλίψεων
κινεί την ψυχή που θλίβεται από τους πειρασμούς σε δάκρυα, τα οποία καθαρίζουν την
καρδιά και την κάνουν ναό του Αγίου Πνεύματος.413 Τέλος, πρέπει να γνωρίζει ο χρι-
στιανός ότι η νίκη δεν είναι αποτέλεσμα της δικής του δύναμης, αλλά στηρίζεται στην
δύναμη που δίνει Αυτός σε αυτούς που πάσχουν γι’ αυτόν.
Είναι αναγκαίο στο σημείο αυτό να αναφέρουμε ότι οι οδοδείκτες του ανθρώπου
για να διαγάγει την επίγεια ζωή του με υπομονή, μακροθυμία και ευγνωμοσύνη είναι οι
άγιοι Πατέρες, οι οποίοι είναι απλοί άνθρωποι που έδειξαν καλή προαίρεση, προθυμία,
υπομονή, ταπείνωση και αγάπη στο Θεό, και έλαβαν τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Είναι
γεγονός ότι κάθε άνθρωπος που μιμείται τα έργα και τους αγώνες τους, καταξιώνεται την
ίδια Χάρη. Οι άγιοι Πατέρες διήλθαν το σκοταδισμό της ψυχής και έλαβαν τη Χάρη του

406. Αλφαβητικά, ό.π., Κεφάλαιο ΙΑ΄, 69-72, σσ. 166-167.


407. Κατά Ματθαίον 10:22.
408. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΑ΄, 89-107, σσ. 168-169.
409. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΔ΄, 107-111, σσ. 202-203. Πρβλ. Κατ. 2, S.C. 96, 35-41, σσ. 242-244.
410. Κατ. 9, S.C. 104, 257-264, σ 124. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 22, σ. 119.
411. Κατά Ματθαίον 7:14.
412. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΕ΄, 155-162, σσ. 222-223.
413. Κατ. 9, S.C. 104, 326-331, σ 130. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 22, σ. 120.

107
Αγίου Πνεύματος με πολλούς κόπους, πόνους, στεναχώριες, θλίψεις, πολύ ιδρώτα και
βιάζοντας τον εαυτό τους στην άσκηση των αρετών. Άλλωστε, «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν
βιάζεται, καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν»·414 και ότι «διὰ πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς
εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ».415
Η δε Βασιλεία των ουρανών είναι η μετοχή του Αγίου Πνεύματος. Αυτό είναι το
νόημα του λόγου ότι «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν»,416 ώστε να σπεύσει ο
άνθρωπος να λάβει και να έχει μέσα του το Άγιο Πνεύμα.417 Η ενοίκηση του Αγίου Πνεύ-
ματος εντός του ανθρώπου −και επομένως η θεραπεία από τα πάθη− πραγματοποιείται,
όπως αναφέρθηκε, μόνο με την υπομονή στις θλίψεις, στις στεναχώριες, στις ευτέλειες και
στον αδιάκοπο αγώνα, διότι εάν ο άνθρωπος λάβει χωρίς κόπο και πόνο τον πλούτο (την
Χάρη του Αγίου Πνεύματος), σύντομα θα τον καταφρονήσει και θα τον αμελήσει, με
αποτέλεσμα να τον χάσει.418

3.3.13 Η μίμηση των αγίων μαρτύρων

Ο άνθρωπος για να θεραπευτεί πρέπει να γίνει όμοιος με τους μάρτυρες. Πως όμως μπορεί
να γίνει αυτό σήμερα, όταν οι μάρτυρες έπασχαν τόσα μαρτύρια για τον Χριστό; Αν θέλει
ο άνθρωπος μπορεί κάθε στιγμή να πάσχει και να τιμωρείται για το Χριστό, όπως
μαρτύρησαν οι μάρτυρες. Αρκεί να παραταχθεί ενάντια στους δαίμονες, και να μένει
σταθερός κατά της αμαρτίας και του ιδίου θελήματος. Ενώ οι μάρτυρες εναντιώνονταν
στους τυράννους, ο χριστιανός πρέπει να εναντιώνεται προς τους δαίμονες και τα ολέθρια
πάθη της σάρκας, τα οποία τυραννικά επιτίθενται στον άνθρωπο ημέρα και νύχτα, και τον
εκβιάζουν να πράττει αυτά που δεν είναι θεοσεβή και παροργίζουν τον Θεό. Η ενθύμηση
των μαρτύρων και όσα υπέφεραν τον βοηθούν να αντιστέκεται στο διάβολο.
Επιπλέον, πρέπει να θυμάται τους πόνους που υπέμειναν και να συλλογίζεται και
να στενάζει που υπολείπεται των αγώνων τους. Πρέπει να σκέφτεται ότι, παρόλο που δεν
έχει την ίδια παρρησία, μπορεί να γίνει όμοιος με αυτούς στην υπομονή και την ευχαριστία
προς τον πόνο των δοκιμασιών. Πρέπει να ελπίζει ότι θα σωθεί με τη Χάρη του Θεού, τα
έργα και τους πόνους της άσκησης. Οι μάρτυρες σώθηκαν με τους μαρτυρικούς ιδρώτες
και αγώνες, αυτός με τα δάκρυα και τους ασκητικούς αγώνες· εκείνοι με το αίμα τους,

414. Κατά Ματθαίον 11:12.


415. Πράξεις Αποστόλων 14:22.
416. Κατά Λουκάν 17:21.
417. Κατ. 6, S.C. 104, 99-114, σ. 22. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 81, σ. 447. Πρβλ. Κατ. 29, S.C. 113,
184-187, σ. 180. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 44, σ. 239.
418. Κατ. 6, S.C. 104, 128-131, σ. 24. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 81, σ. 448.

108
αυτός με την εκκοπή του θελήματος, και τη μέχρι θανάτου τήρηση όλων των εντολών.
Οφείλει κάθε χριστιανός −όπως οι μάρτυρες− να καταφρονήσει τα παρόντα, διότι δεν είναι
δυνατόν να αποκτήσει κανείς τα άφθαρτα, αν δεν θεωρήσει τα φθαρτά ως σκουπίδια.419

3.3.14 Η μελέτη της Αγίας Γραφής

Ο ίδιος ο Κύριος φανερώνει την ωφέλεια από τις Γραφές όταν λέει: «ἐρευνᾶτε τὰς γραφάς,
ὅτι ὑμεῖς δοκεῖτε ἐν αὐταῖς ζωὴν αἰώνιον ἔχειν».420 Πρέπει ο άνθρωπος με ακρίβεια και
πίστη να τις ερευνά, ώστε να γνωρίσει το θέλημα του Θεού, και να μπορεί χωρίς σφάλμα
να διακρίνει το καλό από το κακό, να μην ακούει κάθε πνεύμα, όπως προτρέπει και ο άγιος
Ιωάννης όταν λέει: «μὴ παντὶ πνεύματι πιστεύετε»,421 και να μην παρασύρεται από
βλαβερούς λογισμούς.422 Δηλαδή, η μελέτη της Αγίας Γραφής βοηθά ιδιαίτερα στην
απόκτηση της αρετής της φρόνησης,423 ώστε να διακρίνει με σαφήνεια το καλό από το
κακό,424 και όσων προέρχονται από τον Θεό ή το διάβολο.425 Επιπλέον, διδάσκεται περί
πίστης, ώστε να μην κλυδωνίζεται από τον άνεμο κάθε διδασκαλίας, αλλά να στερεώνεται
με τα ορθά δόγματα της αποστολικής και καθολικής Εκκλησίας «και να ὀρθοτομεῖ τὸν
λόγον τῆς ἀληθείας».426 427
Ο Χριστός και Θεός προστάζει να ερευνά ο άνθρωπος τις
Γραφές, πρώτα για να διδαχτεί την οδό της σωτηρίας, κι έπειτα με την πράξη των εντολών
να τη βαδίσει με σταθερότητα, και να οδηγηθεί στη σωτηρία της ψυχής του.428
Επιπλέον, με την προσεκτική ανάγνωση και ακοή των θείων Γραφών μπορεί να
εξετάζει σαν σε καθρέφτη σε ποια κατάσταση είναι η ψυχή του, ώστε να ευχαριστεί το
Δεσπότη για τις εντολές που εργάζεται, και να αγωνιστεί γι’ αυτές που έχει καταφρονήσει.
Για παράδειγμα όταν ακούει τον Κύριο να λέει: «μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι
αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν,429 μπορεί να εξετάσει και να δοκιμάσει τον εαυτό
του αν έχει αποκτήσει την αρετή της ταπείνωσης, ανάλογα με τη συμπεριφορά που
επιδεικνύει όταν τον βρίζουν, τον ατιμάζουν, τον εξουδενώνουν και σε κάθε ευτελή

419. Ηθ. 10, S.C. 129, 566-611, σσ. 300-302. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 57, σσ. 295-296.
420. Κατά Ιωάννην 5:39.
421. Ιωάννου Α΄ 4:1.
422. Κατ. 3, S.C. 96, 278-286, σσ. 302-304. Πρβλ. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΚΒ΄, 110-117, σσ. 302-
305.
423. Στην απόκτηση της αρετής της φρόνησης είναι επίσης σπουδαίος ο ρόλος της προσευχής. (J.C.
Larchet, ό.π., σ. 59).
424. Βασίλειος Καισαρείας, Ομιλία ΙΒ΄, P.G. 31, 397C.
425. Παύλος μοναχός, ό.π., Λόγος ΚΣΤ΄, σσ.93-101.
426. Προς Τιμόθεον Β΄ 2:15.
427. Ηθ. 1, S.C. 122, 8-11, σ. 272. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 45, σ. 225.
428. Κατ. 28, S.C. 113, 14-19, σσ. 128-130. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 77, σ. 430. Πρβλ. Ηθ. 10, S.C.
129, 362-365, σ. 286. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 57, σ. 292.
429. Κατά Ματθαίον 5:3.

109
κατάσταση. Αν δεν λυπείται, έχει αποκτήσει την αρετή της ταπείνωσης. Αν λυπείται έστω
και λίγο, νιώσει έστω και ένα μικρό κέντημα στην καρδιά του, παρόλο που μπορεί να μην
ταραχθεί, και δεν δέχεται τα συμβάντα αυτά με χαρά, τότε δεν έχει αποκτήσει ακόμα την
αρετή της ταπείνωσης.430
Κατά τον άγιο Συμεών, μέσα στις θείες Γραφές εναπόκειται η Χάρη του Αγίου
Πνεύματος. Όμως, ο άνθρωπος που απλώς διαβάζει και αποστηθίζει τις Γραφές, αγνοεί
την κρυμμένη δωρεά του Αγίου Πνεύματος που περιέχεται μέσα σε αυτές. Για
παράδειγμα, κάποιος από το βάρος, την εξωτερική ευπρέπεια και από αυτά που του λένε οι
άλλοι, πείθεται ότι ένα μικρό κιβώτιο φέρει πολύτιμο θησαυρό, οπότε το μεταφέρει στον
ώμο και φεύγει μακριά. Ποιο όμως το όφελος αν το περιφέρει σφραγισμένο και δεν δει
ποτέ την αίγλη του θησαυρού ή αν αυτός περιφέρεται γυμνός, πεινασμένος και
διψασμένος χωρίς να λάβει λίγο από το θησαυρό για διατροφή και ένδυση; Κατά τον ίδιο
τρόπο συμβαίνει και στην πνευματική ζωή. Το κιβώτιο είναι οι θείες Γραφές, οι οποίες
περιέχουν σφραγισμένη την αιώνια ζωή και τα αιώνια αγαθά. Ο άνθρωπος που απλώς
φέρει το κλεισμένο κιβώτιο είναι αυτός που αποστηθίζει τις θείες Γραφές και έχει αυτές
πάντα στο στόμα του. Μέσα στο κιβώτιο, ως πολύτιμοι λίθοι, είναι κρυμμένες οι εντολές
του Θεού που περιέχουν την αιώνια ζωή. Χωρίς την εργασία των εντολών είναι αδύνατον
να γίνουν γνωστά τα εγκεκρυμμένα θεία μυστήρια που περιέχονται στις θείες Γραφές.431
Επομένως, χρειάζονται πολλά δάκρυα, πολλή υπομονή, αδιάλειπτη προσευχή και
πιστή εργασία των εντολών του Θεού μέχρι θανάτου για να αποκαλυφθεί στον άνθρωπο η
δύναμη έστω και ενός δεσποτικού λόγου, και να γνωρίσει το μεγάλο μυστήριο που είναι
κεκαλυμμένο στους μικρούς λόγους της Αγίας Γραφής. Ο λόγος του Θεού είναι δίστομο
σπαθί που αποχωρίζει την ψυχή από κάθε σωματική επιθυμία και αίσθηση.432 Είναι φωτιά
που καίει433 και διεγείρει την προθυμία της ψυχής του ανθρώπου, τον κάνει να καταφρονεί
όλα τα λυπηρά της παρούσης ζωής, να χαίρεται σε κάθε επερχόμενο πειρασμό και να
θεωρεί το θάνατο −τον οποίο φοβούνται οι άλλοι άνθρωποι− ως ζωή, ως αιτία ζωής και
ποθούμενο.434 Με τη μελέτη των θείων λόγων είναι δυνατόν να εξαφανίζεται η συνήθεια
των προλήψεων, το κακό και φιλήδονο ήθος.435

430. Κατ. 31, S.C. 113, 28-31, 36-50, 148-154 σ. 226, σσ. 226-228, σσ. 234-236. Πρβλ. Ζαγοραίος,
Λόγος 70, σσ. 376, 378.
431. Κατ. 24, S.C. 113, 13-69, σσ. 34-38.
432. Προς Εβραίους 4:12.
433. Ιερεμίας 20:9, 23:29.
434. Κατ. 3, S.C. 96, 289-302, σ. 304. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 73, σ. 392.
435. Κατ. 17, S.C. 104, 17-20, σσ. 254-256. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 92, σ. 524.

110
3.3.15 Η εργασία των εντολών

Βασικό όπλο στον αγώνα για τη θεραπεία των παθών είναι η προσπάθεια του ανθρώπου
να εργάζεται τις εντολές. O άγιος Συμεών διαιρεί τις εντολές σε δύο κατηγορίες: τις
μερικές και τις περιεκτικές που περιέχουν τις μερικές. Για παράδειγμα, εκείνος που πωλεί
όλα τα υπάρχοντά του ή τα διασκορπίζει στους φτωχούς και γίνεται πτωχός ως απόδειξη
της τέλειας αγάπης προς τον Χριστό, περικλείει και αυτόματα και την εντολή της αγάπης
προς τον πλησίον. Είναι φανερό, ότι η περιεκτική εντολή της αγάπης και αυταπάρνησης
για το Χριστό εκπληρώνει και τις μερικές εντολές προς τον συνάνθρωπο. Κατ’ αυτόν τον
τρόπο και η αδιάλειπτη προσευχή περικλείει όλες τις προσευχές που περιέχονται στην
τάξη των καθημερινών ακολουθιών σε καθορισμένους καιρούς και ώρες.436
Είναι γεγονός ότι η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή, όπως το σώμα χωρίς την
437
ψυχή· και η έλλειψη των έργων αποδεικνύει την απιστία.438 Ο ίδιος ο Κύριος λέει: «ἐάν
τις ἀγαπᾷ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν
ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ’ αὐτῷ ποιησόμεν».439 Εκείνος που δεν τηρεί τις εντολές Του,
ακόμα και αν λέει ότι αγαπά το Χριστό, ψεύδεται. Διότι η αγάπη του Χριστού δεν είναι
τίποτα άλλο παρά να τηρεί τις εντολές Του, καθώς ο Κύριος είπε ότι: «ὁ ἔχων τὰς ἐντολὰς
μου καὶ τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με».440 Για παράδειγμα, κάθε πατέρας
ανατρέφει και φροντίζει το γιο και τη θυγατέρα του. Αν, όμως, αντιληφθεί ότι δεν
εκτελούν το θέλημα του, άραγε θα αρκεστεί μόνο στην ομολογία τους ότι «εσύ είσαι ο
πατέρας μας»; Επίσης, εκείνος που αγοράζει δούλο και μισθώνει υπάλληλο, φροντίζει για
τις ανάγκες τους. Εάν δει ότι κανείς από αυτούς δεν εκτελεί την αρμόζουσα και
καθορισμένη υπηρεσία, άραγε θα αρκεστεί μόνο στην ομολογία τους ότι «εσύ είσαι ο
κύριός μας»; Ο άνθρωπος που δεν τιμά τον Θεό με την εκτέλεση των προσταγμάτων και
την τήρηση των εντολών Του, δεν διαφέρει σε τίποτα −και είναι χειρότερος− από εκείνον
που δεν πιστεύει στον Χριστό.441
Εκείνος που τηρεί το λόγο του Θεού και επομένως Τον αγαπά, ενδύεται την εξ’
ύψους δύναμη του Αγίου Πνεύματος σαν νοητό φως που βλέπεται νοερά. Μόλις φανεί
αυτό το φως αφανίζεται κάθε λογισμός, διώχνεται κάθε πάθος της ψυχής και γιατρεύεται

436. Κεφ.θεολ.γν.πρ. 3, S.C. 51, 100, σ. 184. Πρβλ. Σ. Πορτελάνος, ό.π., σσ. 140-141.
437. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο Γ΄, σσ. 68-69. Πρβλ. Κατ. 7, S.C. 104, 167-170, σ. 98-100. Πρβλ.
Ζαγοραίος, Λόγος 54, σ. 276.
438. Κατ. 8, S.C. 104, 165-166, σ. 98.
439. Κατά Ιωάννην 14:23.
440. Κατά Ιωάννην 14:21.
441. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο Η΄, 6-35, σσ. 122-125.

111
κάθε ασθένεια του σώματος. Τότε τα μάτια της καρδιάς καθαρίζονται, η ψυχή βλέπει σαν
μέσα σε καθρέφτη ακόμη και τα μικρά σφάλματα και ταπεινώνεται· αντιλαμβάνεται το
μέγεθος της δόξας, χαίρεται, ευφραίνεται και αισθανόμενη έκπληξη μπροστά στο
αναπάντεχο αυτό θαύμα, αναβλύζει πηγές δακρύων. Μόνο αυτή η εμπειρία μπορεί να
κάνει τον άνθρωπο να καταφρονήσει τα επίγεια και τα ουράνια, τα παρόντα και τα
μέλλοντα, τις θλίψεις και τις χαρές και να τον καταστήσει συγχρόνως φίλο του Θεού και
τον ίδιο θεό −στο μέτρο που είναι δυνατόν στους ανθρώπους.442
Η εργασία των εντολών έχει ως αποτέλεσμα να φυτρώσει μέσα στον άνθρωπο η
αγάπη, η ελεημοσύνη, η συμπάθεια προς τον πλησίον, η πραότητα, η ταπείνωση, η
υπομονή στους πειρασμούς, η αγνεία και η καθαρότητα της καρδιάς. Με την καθαρά
καρδιά ο άνθρωπος καταξιώνεται να δει το Θεό και σ’ αυτή κατοικεί το Άγιο Πνεύμα·
ώστε με τη Χάρη Του να γεννηθεί ξανά, να γίνει υιός Θεού, να ενδυθεί τον Χριστό, να
ανάψει η λαμπάδα της ψυχής του, να γίνει τέκνο φωτός και να ελευθερωθεί η ψυχή του
από το σκοτάδι, και να γίνει μέτοχος της αιωνίου ζωής από την παρούσα ζωή.443
Οι εντολές δόθηκαν ως φύλακες των απόρρητων και αναρίθμητων χαρισμάτων και
δωρεών που δόθηκαν ευθύς στο Άγιο Βάπτισμα. Κυκλώνουνε τον πιστό σαν τείχος, και
διατηρούν άσπιλο το θησαυρό της ψυχής. Συνάμα, ο άνθρωπος που τηρεί τις εντολές,
φυλάγει τον εαυτό του από ορατούς και αόρατους εχθρούς για τους οποίους −όντως
αναρίθμητους και φοβερούς−ο απόστολος Παύλος δήλωσε: «ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη
πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας
τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις».444
445

Πρέπει, λοιπόν, ο άνθρωπος με όλη τη δύναμη να εκτελεί τις εντολές του Θεού με
θερμό πόθο, με προθυμία· και να μην καταφρονεί καμία −ακόμα και την πιο μικρή− με τη
δικαιολογία ότι είναι ασήμαντη και δεν προκαλεί μεγάλη βλάβη στην ψυχή του. Όταν
αδιαφορεί για εντολές που ο ίδιος θεωρεί ελάχιστες, όπως η αργολογία ή η επιθυμία γι’
αυτά που ανήκουν στο συνάνθρωπό του ή το εμπαθές βλέμμα ή η εξύβριση και κατα-
φρόνηση των συνανθρώπων του −ουσιαστικά λησμονεί τον Κύριο, που λέει: «ὅτι πᾶν
ῥῆμα ἀργὸν ὃ ἐὰν λαλήσωσιν οἱ ἄνθρωποι, ἀποδώσουσι περὶ αὐτοῦ λόγον ἐν ἡμέρᾳ κρί-
σεως»,446 «οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου. οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν οἰκίαν τοῦ

442. ό.π., Κεφάλαιο ΙΔ΄, 29-49, σσ. 198-199.


443. Κατ. 7, S.C. 104, 170-180, σ. 100. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 44, σσ. 276-277.
444. Προς Εφεσίους 6:12.
445. Επ. 1, 55-67, σσ. 30-33.
446. Κατά Ματθαίον 12:36.

112
πλησίον σου οὔτε τὸν ἀγρὸν αὐτοῦ οὔτε τὸν παῖδα αὐτοῦ οὔτε τὴν παιδίσκην αὐτοῦ οὔτε τοῦ
βοὸς αὐτοῦ οὔτε τοῦ ὑποζυγίου αὐτοῦ οὔτε παντὸς κτήνους αὐτοῦ οὔτε ὅσα τῷ πλησίον σου
ἐστί»,447 «ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ
καρδίᾳ αὐτοῦ»,448 και «ὅτι πᾶς ὁ ὀργιζόμενος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ εἰκῇ ἔνοχος ἔσται τῇ κρίσει·
ὃς δ’ ἂν εἴπῃ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ, ρακά, ἔνοχος ἔσται τῷ συνεδρίῳ· ὃς δ’ ἂν εἴπῃ, μωρέ,
ἔνοχος ἔσται εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός».449
Ο Απόστολος Παύλος θέλοντας να φανερώσει ότι ο διάβολος ενεργεί σε αυτούς
που πράττουν αυτά λέει: «τὸ δὲ κέντρον τοῦ θανάτου ἡ ἁμαρτία».450 Επειδή, όμως, η
αμαρτία δεν είναι τίποτα άλλο παρά η παράβαση της εντολής του Θεού, και εντολή είναι
και το να μην επιθυμήσει, να μην ψεύδεται, να μην κλέβει, να μην αργολογεί και να μην
κακολογεί τον συνάνθρωπό του, γι’ αυτό και ο άνθρωπος που πράττει αυτά πληγώνεται
από το κεντρί της αμαρτίας, και στην πληγή αυτή και το δάγκωμα της αμαρτίας ευθύς
εισέρχεται σαν σκουλήκι και κατοικεί εκεί ο διάβολος.
Όποιος λυπάται για κάποιο αμάρτημα, ενώ κάποιο άλλο το θεωρεί ανάξιο λόγου,
ανατρέπει όλες τις εντολές του Θεού και εναντιώνεται σε αυτές. Για παράδειγμα, κάποιος
μπορεί να λυπάται γιατί πόρνευσε και να θεωρεί αμελητέο το να ορκίζεται. Άλλωστε,
σύμφωνα με τα θεόπνευστα λόγια του Αποστόλου Ιακώβου: «ὅστις γὰρ ὅλον τὸν νόμον
τηρήσῃ, πταίσῃ δὲ ἐν ἑνί, γέγονε πάντων ἔνοχος»·451 και του Αποστόλου Πέτρου: «ᾧ γάρ τις
ἥττηται, τούτῳ καὶ δεδούλωται».452 Είναι αναγκαίο ο άνθρωπος να στοχάζεται ότι είναι
πολύτιμο σκεύος που κατασκευάστηκε από τις εντολές του Θεού − δηλαδή την πίστη, το
φόβο του Θεού, την ταπείνωση, τη σιωπή από τον αργό λόγο, την υπακοή μέχρι θανάτου,
την εκκοπή του θελήματος και κινήματος της καρδιάς, την αδιάλειπτη μετάνοια και
κατάνυξη, την αδιάκοπη προσευχή, την προσοχή των οφθαλμών, την έλλειψη εμπαθούς
προσκόλλησης στον πλησίον και την αγάπη εξίσου προς όλους, και από όλες τις αρετές
που ακολουθούν αυτές. Μέσα σε αυτό το εύχρηστο σκεύος μεταγγίζεται σαν νέο κρασί η
Χάρη του Χριστού. Αν λείψει μία από τις παραπάνω αρετές, από τις οποίες κατα-
σκευάστηκε και συναρμολογήθηκε το σκεύος, ο Θεός δεν ανέχεται να βάλει μέσα σε αυτό
έστω και ένα από τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, διότι αν και φαινομενικά είναι
μικρή η τρύπα που οφείλεται στην αρετή που παραλείφθηκε, το περιεχόμενο λίγο λίγο και

447. Έξοδος 20:17.


448. Κατά Ματθαίον 5:28.
449. ό.π. 5:22.
450. Προς Κορινθίους Α΄ 15:56.
451. Ιακώβου 2:10.
452. Πέτρου Β΄ 2:19.

113
ανεπαίσθητα θα τρέξει και θα χυθεί.453 Επομένως, ο χριστιανός πρέπει να προσφέρει στον
Θεό όλες τις εντολές και να μην εγκαταλείπει καμία, ώστε να μην φανεί αμελής και
καταφρονητής μπροστά Του.454 Οι ευγνώμονες δούλοι δεν γνωρίζουν καμία διαφορά
ανάμεσα σε μικρό και μεγάλο αμάρτημα, αλλά αισθάνονται ότι έχουν εκπέσει από την
αγάπη του Θεού, ακόμα και αν σφάλλουν με ένα βλέμμα, μια σκέψη ή έναν λόγο.455
Επιπλέον −κατά τον άγιο Συμεών− πρέπει ο άνθρωπος να μην θεωρεί ότι είναι
αδύνατον να τηρήσει όλες τις εντολές, διότι με τον τρόπο αυτό κατηγορεί τον Θεό, κατα-
κρίνει ως αδύνατα όσα τον πρόσταξε, και θα κατακριθεί όπως αυτός που είπε: «ἔγνων σε
ὅτι σκληρὸς εἶ ἄνθρωπος, θερίζων ὅπου οὐκ ἔσπειρας καὶ συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρ-
πισας».456 Επίσης, αποκαλεί το Θεό ψεύτη, πλάνο και γεμάτο φθόνο. Ψεύτη, γιατί ενώ ο
Κύριος λέει: «ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν»,457 αυτός θεωρεί
ότι το φορτίο όχι μόνο δεν είναι ελαφρύ, αλλά είναι και αβάσταχτο. Πλάνο, διότι ενώ
κατέβηκε στον κόσμο αυτό και υποσχέθηκε πολλά, στην πραγματικότητα, επειδή δεν θέλει
να δώσει στον άνθρωπο τίποτα −μάλλον δε φθονεί τη σωτηρία του−, τον πρόσταξε να
πράττει και να φυλά αυτά που είναι αδύνατα, ώστε με την πρόφαση ότι δεν τα κατόρθωσε,
να του στερήσει τα αγαθά που υποσχέθηκε. Όμως, αντίθετα, ο Χριστός δεν πρόσταξε
κανένα βαρύ και δυσβάσταχτο, αλλά όλες οι εντολές Του είναι ελαφρές και εύκολες.458
Επίσης, οι πιστοί δεν πρέπει να φαντάζονται ότι με λίγα κατορθώματα −και αυτά
διασπασμένα μεταξύ τους εξαιτίας των αμαρτιών− έγιναν ολοκληρωμένα και τέλεια
σκεύη, που φέρουν μέσα τους τον θησαυρό του Αγίου Πνεύματος. Σύμφωνα με τον
Απόστολο Παύλο: «ἔχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν»,459 όπου
«σκεύη» ονομάζει τα σώματα των ανθρώπων, και «οστράκινα» υπονοεί την ασθένεια της
φύσης τους. Ο άνθρωπος πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι ο θησαυρός συγκρατείται και
διατηρείται από τη Χάρη του Θεού και όχι από τον ίδιο. Γι’ αυτό και προσθέτει ο
Απόστολος: «ἵνα ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ ἐξ ἡμῶν».460 Η ενέργεια του
θησαυρού κάνει το σκεύος δυνατότερο και ασφαλέστερο, διότι ο θησαυρός είναι ο

453. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΓ΄, 60-87, σσ. 184-187. Πρβλ. Κατ. 27, S.C. 113, 67-98, σσ. 104-106.
Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 50, σ. 250. Πρβλ. Ηθ. 9, S.C. 129, 312-331, σ. 242. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 80, σ.
442. Πρβλ. Επ. 1, 80-120, σσ. 32-37.
454. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΓ΄, 142-145, σσ. 190-191. Πρβλ. Κατ. 10, S.C. 104, 107-114, σ. 146.
Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 55, σ. 279.
455. Κατ. 3, S.C. 96, 256-260, σ. 300. Πρβλ. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΚΒ΄, 89-92, σσ. 302-303.
Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 73, σσ. 391-392.
456. Κατά Ματθαίον 25:24.
457. ό.π. 11:30.
458. Ηθ. 10, S.C. 129, 211-234, σ. 274-276. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 57, σ. 290.
459. Προς Κορινθίους Β΄ 4:7.
460. ό.π. 4:7.

114
Θεός.461 Αυτός ο θησαυρός, ακόμα και όταν ο χριστιανός εξαιτίας της ασθενής του φύσης
παραλείψει ή σφάλει στο παραμικρό, τον συσφίγγει και τον ενώνει με τον εαυτό του,
αναπληρώνει τις ελλείψεις του, τον στερεώνει και τον κάνει σταθερότερο.462 Δηλαδή,
πρέπει ο χριστιανός να εργάζεται τις εντολές με γνώση και ευσεβή λογισμό, διότι σε
αντίθετη περίπτωση εργάζεται με ιδιορρυθμία και υπερηφάνεια, ακόμα και αν ασκείται για
πολλά χρόνια σ’ αυτές.463

3.3.16 Ο φόβος του Θεού

Για να υποταχθεί ο άνθρωπος στον Θεό και να θεραπευτεί από τα πάθη έχει ανάγκη το
φόβο του Θεού. Κατά τον άγιο Συμεών δεν υπάρχει κάτι πιο μεγάλο και πιο τέλειο από το
φόβο του Θεού.464 Σύμφωνα με την Αγία Γραφή: «ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου»,465 και
κατά τον άγιο Ισαάκ τον Σύρο: «ἀρχὴ τῆς ἀληθινῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου ὁ φόβος τοῦ
Θεοῦ».466 Είναι δύσκολο όμως να φοβηθεί κανείς αυτόν που δεν βλέπει. Γι’ αυτόν το λόγο
είναι αναγκαίο πρώτα να δει τον Θεό. Βέβαια, δημιουργείται εύλογα το ερώτημα: πώς
μπορεί κάποιος να δει Αυτόν που κανείς ποτέ δεν είδε; Πρέπει πρώτα να φωτιστεί η
διάνοια με το νοητό φως του Θεού, το οποίο από τη φύση του χαρίζει το φως του Θεού.
Αυτό το φως είναι ο Χριστός, «Ἐγώ εἰμὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου»·467 και συμπληρώνει ο
ευαγγελιστής Ιωάννης: «ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων».468
Το φως των ανθρώπων είναι η πίστη στον Χριστό, και όποιος πιστεύει σ’ Αυτόν
βλέπει τον Θεό. Δηλαδή, η πίστη γεννά το φόβο του Θεού. Εκείνος που φοβάται τον Θεό
μπορεί να δει τον εαυτό του, τον κόσμο που παρέρχεται και τα πράγματα του κόσμου.469
Δεν θα τολμήσει να πράξει αυτά που δεν αρέσουν στον Θεό, διότι γνωρίζει ότι είναι
παντού και βλέπει τα πάντα.470 Τηρεί τις εντολές του Θεού, ενώ αυτός που λέει ότι έχει
φόβο Θεού και δεν τις φυλάσσει είναι ψεύτης, και ο φόβος του Θεού δεν υπάρχει σε
αυτόν.471 Η πίστη, ο φόβος του Θεού και η τήρηση των εντολών έχει ως αποτέλεσμα

461. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΓ΄, 88-115, σσ. 186-189. Πρβλ. Κατ. 27, S.C. 113, 99-129, σσ. 106-
108. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 50, σσ. 250-251.
462. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΙΓ΄, 132-135, σσ. 188-189. Πρβλ. Κατ. 27, S.C. 113, 147-151, σσ. 108-
110. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 50, σ. 251.
463. Κατ. 7, S.C. 104, 281-291, σσ. 68-70.
464. Κατ. 22, S.C. 104, 177-178, σ. 378. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 56, σ. 284.
465. Ψαλμοί 110:10. Παροιμίες 9:10.
466. Παύλος μοναχός, ό.π., Λόγος Α΄, σσ.1-7.
467. Κατά Ιωάννην 8:12.
468. ό.π.1:4.
469. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο Γ΄, σσ. 62-65.
470. ό.π., Κεφάλαιο ΚΓ΄, 215-218, σσ. 328-329.
471. Κεφ.θεολ.γν.πρ. 1, S.C. 51, 5, σ. 42.

115
−ανάλογα με την πνευματική πρόοδο− να μεταβαίνει ο άνθρωπος από τον φόβο στην
αγάπη του Θεού.472
Ο φόβος του Θεού συντρίβει το σαρκικό φρόνημα, όπως στο πατητήρι πιέζονται τα
σταφύλια για να εξαγάγουν το χυμό τους. Τα μεν σταφύλια οι άνθρωποι πρώτα τα πατούν
και ύστερα πιέζονται από την πέτρα και παρουσιάζονται χωρίς τον υγρό χυμό, τον δε
άνθρωπο που εισέρχεται στο φόβο του Θεού, ο φόβος αυτός τον μεταβάλλει σε
αντικείμενο εξουδένωσης από κάθε άνθρωπο. Και όταν καταπραΰνει και συντρίψει τις
υπερήφανες και κενόδοξες επιθυμίες του, τότε η αγία ταπείνωση, ως ελαφριά και απαλή
πέτρα, πέφτει πάνω στην ψυχή και πιέζει κάθε υγρότητα των σαρκικών επιθυμιών και
παθών. Τότε η ψυχή εκβλύζει δάκρυα που θεραπεύουν τα τραύματα και παρουσιάζουν τον
άνθρωπο λαμπρότερο και από το χιόνι.473
Επιπλέον, οι φοβούμενοι τον Θεό υπομένουν με χαρά την παιδαγωγία Του ως
ευγνώμονες δούλοι και γνήσιοι υιοί, λέγοντας: «οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς
τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς».474 Εμμένουν στην καθημερινή παιδαγωγία
και στη διαρκή μετάνοια, χωρίς να απομακρύνονται ή να βαρύνονται από το φορτίο της.475
Συνάμα, ο φόβος του Θεού αποτελεί αντίδοτο στη δειλία, διότι στον άνθρωπο που
φοβάται τον Κύριο δεν υπάρχει δειλία.476 Δεν φοβάται τις επιθέσεις των δαιμόνων, τις
ασθενείς επιδρομές αυτών και τις απειλές των πονηρών ανθρώπων, αλλά σαν φλόγα ή σαν
αναμμένη φωτιά περπατώντας ημέρα και νύχτα σε ανεξερεύνητους και σκοτεινούς τόπους
φυγαδεύει τους δαίμονες − ή μάλλον αυτοί φεύγουν από αυτόν, για να μην κατακαούν από
την φλογερή ακτίνα του θείου πυρός που εκπέμπει.477 Στην περίπτωση, βέβαια, που η
ψυχή τρέμει και κλονίζεται, πρέπει να γνωρίζει ο άνθρωπος ότι οι λόγοι δεν ωφελούν,
αλλά είναι αναγκαίο να κάνει ταπεινούς λογισμούς, και γρήγορα θα καταλάβει ότι η δειλία
εξαφανίστηκε.478

472. ό.π., 6, σ. 42.


473. Κατ. 23, S.C. 113, 205-223, σ. 30.
474. Προς Ρωμαίους 8:18.
475. Ηθ. 4, S.C. 129, 348-357, σσ. 32-34. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 84, σ. 476.
476. Κεφ.θεολ.γν.πρ. 1, S.C. 51, 67, σ. 76. Πρβλ. Ζαγοραίος, Κεφάλαια θεολογικά και πρακτικά, σ.
533.
477. Κεφ.θεολ.γν.πρ. 1, S.C. 51, 69, σ. 78. Πρβλ. Ζαγοραίος, Κεφάλαια θεολογικά και πρακτικά, σ.
533.
478. Κεφ.θεολ.γν.πρ. 1, S.C. 51, 70, 26-30, σ. 78.

116
3.3.17 Η αγάπη

Ομολογείται ως το πιο αποτελεσματικό μέσο θεραπείας των παθών. Κατά τον άγιο
Συμεών η αγάπη είναι η μεγαλύτερη αρετή, στην οποία θεμελιώνεται η πίστη479 και
οικοδομείται η ελπίδα.480 Στην αγάπη συγκεφαλαιώνεται και πραγματώνεται όλη η
χριστιανική ζωή. Ο άγιος Συμεών προτρέπει τον άνθρωπο να καταδιώξει την αγάπη με
όση δύναμη έχει, να τρέξει με πίστη πίσω από αυτήν για να την καταλάβει, και δεν θα
χάσει την ελπίδα του. Κάθε άσκηση και αγώνας μετά κόπων πολλών είναι μάταια και δεν
ωφελούν όταν δεν καταλήγουν στην αγάπη με συντετριμμένη καρδιά. Διότι δεν είναι
δυνατόν να γνωρισθεί κανείς μαθητής του Χριστού, αν δεν εκπληρώσει την εντολή αυτή,
όπως ο Κύριος λέει: «ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστέ, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν
ἀλλήλοις».481 Άλλωστε, εξαιτίας της αγάπης έγινε ο Θεός άνθρωπος, κατοίκησε ανάμεσα
στους ανθρώπους και υπέμεινε εκούσια τα ζωοποιά πάθη, ώστε να ελευθερώσει τους
ανθρώπους από τα δεσμά του Άδη, και να τους ανεβάσει στους ουρανούς.482
Εκείνος που αγαπά με τον τρόπο που υπέδειξε ο νόμος του Χριστού, ακόμα και αν
παραμελήσει πολλούς δρόμους και άσκηση, αγγίζει την ίδια την κορυφή και τελειότητα
των Αγίων.483 Άλλωστε, έχει γραφεί ότι «ὁ γὰρ ἀγαπῶν τὸν ἕτερον νόμον πεπλήρωκε»484
και ότι «ἐὰν τις εἴπῃ ὅτι ἀγαπῶ τὸν Θεόν, καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ μισῇ, ψεύστης ἐστίν· ὁ γὰρ
μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν ὃν ἑώρακε, τὸν Θεὸν ὃν οὐχ ἑώρακε πῶς δύναται ἀγαπᾶν;».485
Ο χριστιανός οφείλει να βλέπει όλους τους χριστιανούς ως ένα, να λογίζεται πως
σε καθένα από αυτούς είναι ο Χριστός, και να έχει τέτοια αγάπη προς αυτούς, ώστε να
είναι έτοιμος να θυσιάσει μέχρι και την ψυχή του γι’ αυτούς. Οφείλει να μην λέγει ή να
νομίζει κάτι πονηρό, αλλά όλους να τους θεωρεί αγαθούς. Ακόμη και αν δει κάποιον να
ενοχλείται από κάποιο πάθος, να μη μισήσει το συνάνθρωπό του, αλλά το πάθος που τον
πολεμά. Επιπλέον, αν τύχει να δει κάποιον να ταλαιπωρείται από επιθυμίες και προλήψεις,
οφείλει να τον σπλαχνισθεί περισσότερο, μήπως και ο ίδιος τύχει να πέσει σε πειρασμό
εξαιτίας της ευμετάβολης φύσης του.486

479. Προς Εφεσίους 3:17, 18.


480. Κατ. 1, S.C. 96, 56-58, σ. 228. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 53, σ. 272.
481. Κατά Ιωάννην 13:35.
482. Κατ. 1, S.C. 96, 139-152, σ. 234. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 53, σ. 273.
483. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο Ζ΄, 67-70, σσ. 126-127.
484. Προς Ρωμαίους 13:8.
485. Ιωάννου Α΄ 4:20.
486. Κεφ.θεολ.γν.πρ. 3, S.C. 51, 3, σσ. 120-122. Πρβλ. Ζαγοραίος, Κεφάλαια θεολογικά και
πρακτικά, σ. 535.

117
Η κατάκτηση αυτής της αρετής δεν είναι εύκολη υπόθεση. Για το λόγο αυτό, ο
Θεός προνόησε και στάλαξε δύναμη αγαπητική σε όλη την φύση. Έτσι αγαπούν από τη
φύση τους οι γονείς τα παιδιά, οι άντρες τις γυναίκες, οι συγγενείς ο ένας τον άλλο και οι
φίλοι τους φίλους, ώστε η λογική ανθρώπινη φύση από την προϋπάρχουσα φυσική δύναμη
να φθάσει δυναμικά στην προαιρετική αγάπη. Άλλωστε, η μεγάλη και τέλεια εντολή του
Χριστού περί αγάπης δόθηκε για την προαιρετική και ανιδιοτελή αγάπη, και όχι για τη
φυσική.
Ο Απόστολος Παύλος, μέσω του οποίου μίλησε ο Χριστός, λέει για την προαι-
ρετική αυτή αγάπη και τα ευεργετικά αποτελέσματα που είναι χαρακτηριστικά της θερα-
πευμένης ψυχής: «ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ
ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον. καὶ ἐὰν ἔχω προφητείαν καὶ εἰδῶ τὰ
μυστήρια πάντα καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσιν, καὶ ἐὰν ἔχω πᾶσαν τὴν πίστιν, ὥστε ὄρη μεθιστάνειν,
ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδέν εἰμι. καὶ ἐὰν ψωμίσω πάντα τὰ ὑπάρχοντά μου, καὶ ἐὰν παραδῶ τὸ
σῶμά μου ἵνα καυθήσωμαι, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν ὠφελοῦμαι. Ἡ ἀγάπη μακροθυμεῖ,
χρηστεύεται, ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ, ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ
ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν, οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ
τῇ ἀληθείᾳ· πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει. Ἡ ἀγάπη οὐδέποτε
ἐκπίπτει».487 Είναι φανερό −σύμφωνα με τον ιερό Πατέρα− ότι εκείνος που έχει το χάρι-
σμα της γλωσσολαλίας μπορεί να καυχηθεί, εκείνος που προφητεύει ή έχει την πίστη να
κάνει θαύματα να υπερηφανευθεί, εκείνος που είναι ελεήμων να δέχεται τη δόξα αυτών
που ελεεί, και εκείνος που τρέχει στο μαρτύριο να υπερηφανευθεί. Επειδή ο Απόστολος
έκλεισε τον λόγο του στο ότι «ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει», υπαινίχθηκε ως ρίζα της
αγάπης την ταπεινοφροσύνη, γιατί η ρίζα είναι πάντοτε μέσα στη γη, και δεν έχει να πέσει
από κάπου.
Η αγάπη αυτή έχει δύο σκαλοπάτια, γιατί ο νόμος είναι διπλός. Το πρώτο
σκαλοπάτι είναι «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν»,488 και το δεύτερο «ἀγαπᾶτε τοὺς
ἐχθροὺς ὑμῶν»489 και «τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ».490 Αυτός που ανέβηκε
το πρώτο άφησε κάτω τη γη, και αυτός που ανέβηκε το δεύτερο −το οποίο είναι έργο του
Θεού− άγγιξε και τον ουρανό.491 Ο άνθρωπος τότε αρνείται όλο τον κόσμο, δεν
ευφραίνεται από τις αισθητές θεωρίες, δεν λογαριάζει τους επίγειους θησαυρούς −διότι η

487. Προς Κορινθίους Α΄ 13:1, 8.


488. Κατά Ματθαίον 19:19.
489. ό.π. 5:44.
490. Κατά Ιωάννην 15:13.
491. Αλφαβητικά, Κεφάλαιο ΣΤ΄, 116-127, σσ. 130-131.

118
αγάπη είναι ο ανεξάντλητος θησαυρός−, δεν επιθυμεί να αγαπήσει με εμπάθεια κάποιο
ανθρώπινο κάλλος, δεν συμμερίζεται τη δόξα αυτού του κόσμου, αλλοιώνεται πνευματικά,
αγιάζεται η ψυχή του, ευφραίνεται ψυχικά −διότι αυτή είναι η ανεκλάλητη χαρά−, δεν
υπερηφανεύεται, δεν γογγύζει, δεν ζηλεύει τον συνάνθρωπό του, αλλά το καλό.492 Δεν
φροντίζει για την απόκτηση του καλού μόνο για τον εαυτό του, αλλά γνωρίζει στον
πλησίον τον πλούτο του καλού, και τον προτρέπει να το αναζητήσει, να το βρει και να
πλουτίσει.493 Από την αγάπη χορηγείται η τέλεια διάκριση, η οποία οδηγεί καλώς αυτούς
που την ακολουθούν, και τους περνά τη νοητή θάλασσα.494

492. Κατ. 1, S.C. 96, 66-98, σ. 229. Πρβλ. Κατ. 12, S.C. 104, 42-51, σ. 172. Πρβλ. Ζαγοραίος,
Λόγος 77, σ. 418.
493. Κατ. 32, S.C. 113, 94-98, σσ. 244-246. Πρβλ. Ζαγοραίος, Λόγος 64, σ. 338.
494. Κατ. 20, S.C. 104, 205-211, σσ. 346-348. Πρβλ. Ζαγοραίος, ό.π, Λόγος 72, σ. 387.

119
3.4 Η θέωση

Παρόλο που μπορεί να θεωρηθεί ότι ο άνθρωπος θεραπεύεται στην κατάσταση της
απάθειας, είναι γεγονός ότι όσο προχωρά προς τα ανώτερα πνευματικά στάδια η υγεία του
γίνεται ακόμη καλύτερη. Κατά τον άγιο Συμεων η απάθεια που προέρχεται από την
495
άσκηση και την πρακτική ζωή χαρακτηρίζεται ως “πρώτη απάθεια” ενώ η θέωση ως “
496
δεύτερη απάθεια”.
Θέωση είναι η κατάσταση όπου ο άνθρωπος δια του Αγίου Πνεύματος
μεταμορφώνεται ολοκληρωτικά και γίνεται «θεὸς ὅλος κατὰ χάριν»,497 εκπληρώνοντας το
σκοπό για τον οποίο κτίστηκε και αποτελεί πρόγευση της μελλούσας πραγματικότητας.
Είναι η θεωρία του άκτιστου Φωτός. Στην κατάσταση αυτή ο θεούμενος λαμπρύνεται και
γίνεται πνευματικός.498 Η πνευματική αυτή εμπειρία αποτελεί συνέπεια της ενσάρκωσης
του Χριστού,499 δεν είναι στατική αλλά μία διαρκής διαδικασία500 και αφορά ολόκληρο
τον άνθρωπο, σώμα και ψυχή, διότι κατά τον Άγιο όλα τα μέλη του γίνονται φωτοφόρα.501
Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η θέωση δεν συνεπάγεται τη μετοχή του ανθρώπου στην
ουσία502 του Θεού και τη μετάσταση από την ανθρώπινη στην θεία φύση. Ο άνθρωπος
θεώνεται με τη μετοχή στις άκτιστες ενέργειες του Θεού και όχι στην ουσία Του που είναι
αμέθεκτη.503
Όμως επειδή η κατάσταση της θέωσης είναι ατέλεστη, το ίδιο ισχύει και για την
κάθαρση504· και επομένως και η πνευματικη υγεία του ανθρώπου είναι ατέλεστη και
γίνεται όλο και καλύτερη. Δηλαδή, η θέωση προϋποθέτει την απάθεια και η τέλεια
απάθεια προϋποθέτει την θέωση.505 Βέβαια και στο στάδιο της τέλειας –για τα ανθρώπινα
μέτρα– απάθειας όπου η ψυχή γίνεται δυσκίνητη προς την κακία, ο άνθρωπος έχει
αίσθηση των παθών χωρίς να υποδουλώνεται από αυτά και πολεμείται από το διάβολο

495. Για περισσότερες πληροφορίες για τη θέωση και τους βαθμούς θεώσεως και θεωρίας βλ. Ι.
Βλάχος, ό.π., σσ. 500-521. Πρβλ. Β. Κριβοσέϊν, ό.π., σσ. 435-503.
496. Κεφ.θεολ.γν.πρ. 1, S.C. 51, 94, σ. 96. Πρβλ. Υμ. 58, S.C. 196, 240-242, σ. 296. Πρβλ. C.Ε.
Chivou, Θεολογία, θεοπτία και θέωση, από τον Άγιο Συμεών στον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, Διδακτορική
Διατριβή, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 161.
497. Κεφ.θεολ.γν.πρ. 3, S.C. 51, 59, σσ. 154-156.
498. Ι. Βλάχος, ό.π., σ. 505.
499. Β. Κριβοσέϊν, ό.π., σ. 500. Για περισσότερες πληρορίες για το μυστήριο της σωτηρίας και την
ενσαρκωση του Χριστού βλ. Β. Κριβοσέϊν, ό.π., σσ. 376-399 .
500. Β. Κριβοσέϊν, ό.π., σ. 494.
501. Υμν. 16, S.C. 156, 32, σ.12. Πρβλ. Ι. Βλάχος, ό.π., σσ. 513-514.
502. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ουσία και την ενέργεια του Θεού βλ. Ι. Βλάχος,
ό.π., σσ. 502-508.
503. Α. Κεσελοπουλος, ό.π., σ. 202-203.
504. Ι. Βλάχος, ό.π., σ. 510.
505. Πρβλ. C.Ε. Chivou, ό.π., σ. 161.

120
χωρίς όμως να υποκύπτει στις προσβολές του.506 Παρόλο που είναι μια ενσυνείδητη
πνευματική εμπειρία, είναι πραγματικά ένα ακατανόητο μυστήριο και ξεπερνά κάθε
ανθρώπινη διάνοια.507

506. Α. Κεσελοπουλος, ό.π., σ. 182.


507. Β. Κριβοσέϊν, ό.π., σσ. 498, 502.

121
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Στην εργασία αυτή έγινε προσπάθεια να δείξουμε τη διαστροφή της φύσης του ανθρώπου
μετά την πτώση, εξαιτίας της απομάκρυνσής του από το Θεό. Από τότε ο άνθρωπος νοσεί
και χρήζει πνευματικής θεραπείας. Στη συνέχεια έγινε προσπάθεια περιγραφής των παθών
−ή πνευματικών νόσων− και της θεραπευτική μεθόδου, σύμφωνα με τη διδασκαλία του
αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου. Προσπαθήσαμε να δείξουμε ότι η θεραπεία στους
κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας με την ελεύθερη θέληση του ιδίου του ανθρώπου και
με τη βοήθεια του Θεού αποτελεί μια πραγματικότητα. Είναι δυνατόν ο άνθρωπος να ανα-
κτήσει την πνευματική του υγεία που αντιστοιχεί στην απάθεια −δηλαδή την απελευθέρω-
ση από όλα τα πάθη− και την αντικατάσταση αυτών από τις αρετές, που μαρτυρούν την
πνευματική του υγεία. Στην κατάσταση αυτή οι δυνάμεις της ψυχής επιστρέφουν στον α-
ληθινό σκοπό τους και τη φυσιολογική λειτουργία τους.
Η φύση της εργασίας μας επέβαλε να αναλύσουμε εξατομικευμένα τα θεραπευτικά
μέσα και τους τρόπους θεραπείας. Στην πραγματικότητα είναι αλληλοεξαρτώμενα και υ-
πάρχει μεταξύ τους αδιάκοπη αλληλεπίδραση. Επίσης, μπορεί η εργασία αυτή να πραγμα-
τεύεται το πρώτο στάδιο της πνευματικής τελείωσης, όμως η πνευματική εργασία που α-
ναλύθηκε είναι παρούσα και σε υψηλότερες πνευματικές διαβαθμίσεις. Παρόλο που μπο-
ρεί να θεωρηθεί ότι ο άνθρωπος θεραπεύεται στην κατάσταση της απάθειας, είναι γεγονός
ότι όσο προχωρά προς τα ανώτερα πνευματικά στάδια η υγεία του γίνεται ακόμη καλύτε-
ρη.
H θεραπεία των παθών και η απόκτηση των αρετών είναι σίγουρα μια επίπονη και
μεγάλη διαδρομή. Μπορεί δύσκολα να φτάνει ο άνθρωπος σε αυτήν την κατάσταση, αλλά
όλοι καλούνται να την πετύχουν. Όταν, όμως, με τη βοήθεια του Θεού θεραπευτεί από τις
πνευματικές ασθένειες και αντικαταστήσει τα πάθη με τις αρετές, προχωρεί από την απά-
θεια −δηλαδή την τέλεια ψυχική και σωματική καθαρότητα− στο φωτισμό και τη μέθεξη
του Θεού, γίνεται θεόπτης και «θεὸς ὅλος κατὰ χάριν».1 Επανέρχεται από την παρά φύση
στην κατά φύση κατάσταση,2 και προγεύεται από την παρούσα ζωή τα μελλοντικά και αι-
ώνια αγαθά. Ο ιερός Πατέρας τονίζει ότι ο χριστιανός «ἀπ’ ἐντεῦθεν ἤδη κοινωνὸς καὶ μέ-
τοχος τῶν μελλόντων ἀγαθῶν ἀναμφιβόλως».3 Όλα αυτά δεν είναι μια θεωρία, αλλά μπορεί
ο κάθε άνθρωπος, με τη Χάρη του Θεού, μέσα από τον πνευματικό αγώνα, την θεραπευτι-

1. Κεφ.θεολ.γν.πρ. 3, S.C. 51, 59, σσ. 154-156.


2. Β.Τσίγκος, ό.π., σ. 245-246. Πρβλ. Β. Χριστοφορίδου, ό.π., σ. 37
3. Ηθ. 10, S.C. 129, 709-710, σσ. 310-310.

122
κή αγωγή και τα θεραπευτικά μέσα που προσφέρει το ιατρείο που λέγεται Εκκλησία να τα
βιώσει από εδώ συνειδητά, να τα λάβει «ἐν αἰσθήσει ψυχῆς καὶ γνώσει».4 Από αυτή τη ζωή
«περὶ τῶν μυστηρίων τῆς πίστεως ἡμῶν ὀλίγην τινὰ καὶ ἀμυδρὰν γνῶσιν λαμβάνει».5 Η
πληρότητα, βέβαια, αυτής της εμπειρίας βιώνεται στη Βασιλεία των Ουρανών.
Ο χρόνος της παρούσας ζωής είναι πολύτιμος, και ο άνθρωπος πρέπει να αξιοποιεί
τον καιρό του με σωφροσύνη και με γνώμονα την σωτηρία του. Κατά τον άγιο Συμεών, το
σκάμμα των αγώνων βρίσκεται σε αυτήν τη ζωή, και εδώ δίνονται οι στέφανοι −ως αρρα-
βώνας− στους νικητές, και φανερώνεται στους ηττημένους η αρχή των δεινών της κόλα-
σης. Οι αμελείς και φίλαυτοι άνθρωποι που θα αγαπήσουν την ανάπαυση και θα παραιτη-
θούν από τον αγώνα, δεν θα μπορέσουν να προγευθούν τα αιώνια αγαθά −αλλά ούτε μετά
τον θάνατο θα γευθούν την Βασιλεία των Ουρανών.6

4. ό.π., S.C. 129, 713-715, σ. 310.


5. Ηθ. 1, S.C. 122, 346-348, σ. 298.
6. Ηθ. 10, S.C. 129, 526-545, σσ. 296-298.

123
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Α΄. ΠΗΓΕΣ

1. Συγγράμματα Συμεών του Νέου Θεολόγου

Β. Krivocheine – J. Paramelle, Catecheses I.II.III. Sources Chrétiennes 96.104.113,


Paris 1963-1965.
J. Darouzes, Traites theologiques rt ethiques I.II. Sources Chrétiennes 122.129, Paris
1966-1967.
J. Darouzes, Chapitres thelogiques, gnostiques et pratiques. Sources Chrétiennes 51,
Paris 1957.
Ιερά Μονή Σταυρονικήτα, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου. Αλφαβητικά Κεφάλαια,
Άγιον Όρος 2005.

Δ. Ζαγοραίος, Συμεών του Νέου Θεολόγου. Τα Ευρισκόμενα, Θεσσαλονίκη 2007.

H. J. Turner, The Epistle of St Symeon New Theologian, Oxford, New York 2009.

2. Συγγράμματα λοιπών πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων

Βασίλειος Καισαρείας, Oμιλία IB΄, 6, P.G. 31.

Βασίλειος Καισαρείας, Ομιλία ΙΓ΄, P.G. 31.

Βασίλειος Καισαρείας, Εἰς τήν ἑξαήμερον, 1, 6, P.G. 29.

Βασίλειος Καισαρείας, Ομιλία ΙΘ΄, P.G. 31.

Γρηγόριος Παλαμάς, Ομιλία K΄, P.G. 151.

Γρηγοριος Παλαμάς, ‘Υπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, εκδ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου


Παλαμά Συγγράμματα, τομ.1, Θεσσαλονίκη 1962.

124
Γρηγόριος Σιναΐτης, Κεφάλαια δι’ ακροστιχίδος, 50, P.G. 150.

Ιγνάτιος Αντιοχείας, Ἐπιστολὴ πρὸς Ἐφεσίους, P.G. 5.

Ιωάννης Δαμασκηνός, Λόγος ψυχωφελὴς καὶ θαυμάσιος, Μακαρίου Κορίνθου και


Νικοδήμος Αγιορείτης, Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, συνερανισθεῖσα παρὰ τῶν
ἁγίων καὶ θεοφόρων Πατέρων, τόμ Β΄, Αθήνα 1976.

Ιωάννης Σιναΐτης, Λόγος ΚΑ΄, P.G. 88.

Ιωάννης Χρυσόστομος, Ἐγκώμιον εἰς ἅγ. Εὐστάθιον, P.G. 50.

Ιωάννης Χρυσόστομος, Ὑπόμνημα εἰς τὴν Β΄ πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολὴν, Α΄, P.G. 62.

Κλήμης Αλεξανδρεύς, Στρωματεῖς Β΄, P.G. 8.

Κλήμης Αλεξανδρεύς, Λόγος προτρεπτικός πρὸς Ἕλληνας, P.G. 8.

Μακάριος Αιγύπτιος, Κεφάλαια περὶ προσευχῆς και καθαρότητος καρδίας 3, P.G. 151.

Μάξιμος Ομολογητής, Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, P.G. 90.

Μάξιμος Ομολογητή, Κεφάλαια περὶ ἀγάπης, Β΄, 93, P.G. 88.

Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ, Υιε μου δος μοι σην καρδιαν, μτφρ. Αρχιμ. Επιφανίου
Ευθυβούλου, Θεσσαλονίκη 1995.
Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ, Ασκητικές εμπειρίες Α΄, μτφρ. Ιερά Μονή Παρακλήτου,
Ωρωπός Αττικής 2009.

Ιερά Μονή Παρακλήτου, Κλῖμαξ, μτφρ. Αρχιμ. Ιγνατίου, Ωρωπός Αττικής 2010.

Νικόδημος Αγιορείτης, Συμβουλετικό εγχειρίδιο ή περί φυλκής των πέντε αισθήσεων,


Νέα Σκήτη Αγίου Όρους 2006.

125
Νικόδημος Αγιορείτης, O Αόρατος Πόλεμος, Νέα Σκήτη Αγίου Όρους 2014.

Νικόδημου Αγιορείτου, Ἱερὰ Βίβλος Βαρσανουφίου καὶ Ἰωάννου, εκδ. Ρηγόπουλος,


Θεσσαλονίκη 1984.

Παΐσιος, Πάθη και αρετές, εκδ. Ι.Μ. Αγίου Ιωάννου Θεολόγου, Σουρωτή 2006.

Β΄. ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ

1. Ελληνόγλωσσα

Ε. Βίττης, «Εις ύψος νοητόν», Λογική Λατρεία 2, Αθήνα 1992.

Ι. Βλάχος, Η ιατρική εν πνεύματι επιστημη. Η πράξη της ορθόδοξης ψυχοθεραπείας,


Λειβαδιά 2009.
C.Ε. Chivou, Θεολογία, θεοπτία και θέωση, από τον Άγιο Συμεών στον Άγιο Γρηγόριο
τον Παλαμά, Διδακτορική Διατριβή, Θεσσαλονίκη 2009.
Α. Κεσελοπουλος, Πάθη και αρετές στη διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά,
Αθήνα 1982.
Z. Kovacevic, Μετάνοια και μακάριο πένθος κατά τον Άγιο Συμεών το Νέο Θεολόγο,
Μεταπτυχιακή Εργασία, Θεσσαλονίκη 2008.

Σ. Κούτσας, Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος. Βίος του αγίου, Αθήνα 1994.

Σ. Κούτσας, «Όσιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος. Γνωρίσματα της διδασκαλίας του Αγίου
Συμεών», Πειραϊκή Εκκλησία, τεύχ. 230.

Β. Κριβοσέϊν, Μέσα στο φως του Χριστού, μτφρ. Π. Σκουτέρη, Θεσσαλονίκη 1983.

J.C. Larchet, Η θεραπευτική των πνευματικών νοσημάτων, τόμ. Α΄, μτφρ. Χ. Κούλας,
Αθήνα 2009.
J.C. Larchet, Η θεραπευτική των πνευματικών νοσημάτων, τόμ. Β΄, μτφρ. Χ. Κούλας,
Αθήνα 2009.
Μακάριος Σιμωνοπετρίτης, «Μνήμη τοῦ ὁσίου καὶ θεοφόρου πατρὸς ἠμῶν Συμεών τοῦ
Νέου Θεολόγου», Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τόμ. 7, 2006.

126
Γ. Ματζαρίδης, Χριστιανική Ηθική Ι. Εισαγωγή - Γενικές αρχές - Σύγχρονη
προβληματική, Θεσσαλονίκη 2009.

Ν. Ματσούκας, Δογματική και συμβολική θεολογία, τόμ. Γ΄, εκδ. Πουρνάρα,


Θεσσαλονίκη 2005.
Ν. Μαυρίδης,‘’Τα Άγια τοις Αγίοις’’. Οι ασκητικές προϋποθέσεις της Ευχαριστιακής
Μετοχής στους Κατηχητικούς Λόγους του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου,
Μεταπτυχιακή εργασία, Θεσσαλονίκη 2013.

Π. Μενεβίσογλου, Τὸ Ἅγιον Μῦρον ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἀνατολικῇ Ἐκκλησίᾳ, Ανάλεκτα


Βλατάδων 14, Θεσσαλονίκη 1983.
Παύλος μοναχός, Τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου: τὰ σωζόμενα Ἀσκητικά.
Μετενεχθέντα εἰς τὴν λαλουμένην καθαρὰν Ἑλληνικὴν γλῶσσαν παρὰ τοῦ ὁσιωτάτου
ἱεροδιδασκάλου Καλλινίκου Παντοκρατορινοῦ, εκδ. Απόστολος Βαρνάβας, Αθήνα 1976.

Σ. Πορτελάνος, Η πνευματική τελείωση του ανθρώπου, Θεσσαλονίκη 1998.

Ζ. Σίσκος, Ερωτικότητα, κινητικότητα και κοινωνικόττα του Θεού κατά τον Άγιο Συμεών,
Μεταπτυχιακή Εργασία, Θεσσαλονίκη 2010.
Ν. Σκρέττας, Η νοερά προσευχή έκφραση αληθούς λατρείας Θεού μετά συναγωγής
κειμένων παλαιών και νέων γερόντων, Θεσσαλονίκη 2006.

Αρχιμ. Σωφρονίου, Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Έσσεξ 2005.

Σωφρόνιος Ιεροσολύμων, Βίος οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, εκδ. Ι.Μ. Σταυρονικήτα,
Άγιον Όρος 2008.

Δ. Τσάμης, Αγιολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 2008.

Δ. Τσάμης, Η τελείωσις του ανθρώπου κατά Νικήτα τον Στηθάτο, Θεσσαλονίκη 1971.

Β.Τσίγκος, Ο ανακαινισμός του ανθρώπου κατά τη δογματική διδασκαλία του αγίου


Συμεών του Νέου Θεολόγου, Θεσσαλονίκη 2006.

Π. Χρήστου, Εκκλησιαστική Γραμματολογία, τόμ. Α΄, Θεσσαλονίκη 2005.

Π. Χρήστου, «Συμεών. Ο Νέος Θεολόγος», Θ.Η.Ε. 11, Αθήνα 1967.

127
Π. Χρήστου ,« Άγιος Συμεών ο θεολόγος του φωτός», Σύνταξη, τόμ.10, 1984.

Αρχιμ. Χριστόδουλος, «Όσιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος. Ο Φωτολαμπής και


Φωτοπάροχος», Πειραϊκή Εκκλησία, τεύχ. 230.
Β. Χριστοφορίδης, Η πνευματική πατρότης κατά Συμεών τον Νεό Θεολόγο,
Θεσσαλονίκη 1977.

2. Ξενόγλωσσα

Ι. Hausherr, Un grand mystique byzantin, Vie de Syméon le Nouveau Théologien (949-


1022), [OC 12], Roma 1928.

128

You might also like