You are on page 1of 1

«Tο χωριό εφαινόταν έρημο απ’ άκρη σ’ άκρη.

Kαπνοδόχη καμμιά δεν εκάπνιζε·


φούρνος δεν έκαιγεν· ανθρώπινη μορφή πουθενά δεν επρόβαλε. Kλώσσες μόνον με τα
κλωσσοπούλια τους εγύριζαν εδώ κι εκεί μυτίζοντας τη λάσπη και χοίροι
καλοθρεμμένοι και αγριότριχοι εκυλιόνταν μακαρίως στου δρόμου τον βόρβορο.
Σκελετωμένα και ψωριάρικα σκυλιά εψαχούλευαν με τη μύτη κολλημένη στη γη,
περίγυρα στο κονάκι, μήπως εύρουν από τα περασμένα γεύματα του αγά κανένα
παλιοκόκκαλο, και γάτες φιλάρεσκες περισσότερον από τις γυναίκες του χωριού
ηλιάζονταν ξαπλωμένες επάνω στις σκεπές κι ένιβαν αδιάκοπα με τη γλωσσίτσα την
γυαλιστερή και μαλακή τρίχα τους. Στον στύλο ενός γιαπιού ψαρής σαραντοπληγιάρης
και τυφλός, δεμένος μ’ ένα βρώμικο κουρέλι από τον λαιμό, έστεκε νυσταγμένος και
ανήμπορος. H φάκνα του – ένα δεμάτι από ξανθόχρυσο άχυρο–, δεμένη κι εκείνη μ’
ένα κουρέλι από τον στύλο, εκρεμόταν κάτω από το στόμα του, έγγιζε σχεδόν τα
ρουθούνια και τα πλαδαρά χείλη του, λες και ήθελε να του θυμίση πως έπρεπε να φάγη.
Aλλ’ εκείνος τόσον ήταν άρρωστος, ώστ’ εβαρυνόταν και ν’ ανοίξη το στόμα και να
φρυμάξη ακόμη, για να διώξη τ’ άχυρα που τον αγκύλωναν. Oι χαλκόμυγες σύγνεφο
εκάθονταν στις κόκκινες και υδρωπικιασμένες πληγές του· αλλά δεν είχε τη θέληση να
κουνήση την ουρά και να τις διώξη από πάνω του. Περικυκλωμένος με ράθυμη
έκφραση μέσα κι έξω του, έδειχνε πως δεν είχε δύναμη, αλλ’ ούτε και τη θέληση, να
ζήση. Όμως, για φυσική αντίθεση του ταλαίπωρου αυτού ζωντανού, επέρασε μια
στιγμή τετραποδίζοντας απ’ εκεί πρωτομηνιάτικο γαϊδουράκι, ολόχαρο και
παιγνιδιάρικο. Zωηρό και πηδηχτό με τ’ αυτάκια του ολόσειστα, την ουρά του
μισοσηκωμένη, επλησίασε στο παλιάλογο κι εμυρίσθηκε τη φάκνα του. Έπειτα εκίνησε
τα χείλη με μορφασμό δυσαρέσκειας, σαν να εταλάνιζε τον ψαρή και την κατάστασή
του. Kι έξαφνα, σαν να αισθάνθηκε κανένα πίσω του, επρόγκιξεν ολόκορμο,
εφτερνοκόπησε τη γη, ετίναξεν εμπρός το κεφάλι του κι ελάκησε πέρα, τρανολαλώντας
με την μεταλλική φωνή του στον αιθέρα την πύρινη ζωή και τη λαχτάρα, που
διαδέχεται παντού στη φύση τη ραθυμία και την κακομοιριά κάθε ζωντανού.»

(Ανδρέας Καρκαβίτσας, Ο Ζητιάνος, Γ΄ «Τα βότανα», απόσπασμα)

You might also like