You are on page 1of 101

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΣΧΟΛΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ


ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ KARL POPPER ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ


ΠΛΑΤΩΝΑ

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΧΑΡΕΛΑΣ

ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΑΡΗΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2016

1
Πίνακας περιεχομένων
ΕΙΣΑΓΩΓΗ..........................................................................................................................................3
1. Ο ΠΛΑΤΩΝΑΣ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ.............................................................................................7
1.1 Η ζωή του Πλάτωνα.............................................................................................................7
1.2 Πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που επέδρασαν στον Πλάτωνα.................................11
1.3 Η πολιτική φιλοσοφία κατά τον 4ο αιώνα π.Χ..................................................................16
2. Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ POPPER ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΩΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ................................................21
2.1 Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ..............................................................................................21
2.1.α Ο ιστορικισμός................................................................................................................21
2.1.β Ηράκλειτος: η αναζήτηση σταθερότητας στην αέναη αλλαγή.......................................25
2.1.γ Η θεωρία των Μορφών ή των Ιδεών...............................................................................28
2.2 Η ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ.....................................................34
2.2.α Αλλαγή και στάση...........................................................................................................34
2.2.β Φύση και σύμβαση..........................................................................................................40
2.3 ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ................................................................46
2.3.α Ολοκληρωτική δικαιοσύνη.............................................................................................46
2.3.β Η αρχή της ηγεσίας.........................................................................................................54
2.3.γ Ο φιλόσοφος βασιλιάς.....................................................................................................61
2.3.δ Αισθητισμός, τελειοκρατία, ουτοπισμός.........................................................................66
2.4 ΤΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΤΗΣ ΕΠΙΘΕΣΗΣ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ..........................................................71
2.4.α Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της.............................................................................71
3. Ο KARL POPPER ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ......................................................................................79
3.1 Karl Popper: Βιογραφία και ιστορία..................................................................................79
3.2 Ο ολοκληρωτισμός στον 20ο αιώνα..................................................................................82
3.3 Η υποδοχή της κριτικής του Popper στον Πλάτωνα..........................................................87
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ.................................................................................................................................97
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ................................................................................................................................99

2
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο Karl Raimund Popper, ένας από τους πιο σημαντικούς φιλοσόφους του 20ου αιώνα, γεννήθηκε
στη Βιέννη το 1902 και έζησε ως το 1994. Ήταν ένας από τους επιφανείς εκπροσώπους του
ουμανιστικού και ανοικτού φιλελευθερισμού.1 Αν και αυστριακής καταγωγής, έζησε τα παραγωγικά
του χρόνια στη Νέα Ζηλανδία και στην Αγγλία. Η συνεισφορά του ήταν σημαντική στη φιλοσοφία
της επιστήμης και στην πολιτική φιλοσοφία.
Η διαμόρφωση της προσωπικότητάς του συνδέθηκε άρρηκτα με τα σημαντικά, πολιτικά γεγονότα
των αρχών του 20ου αιώνα στην Ευρώπη. Βίωσε κατά την εφηβική του ηλικία τις συνέπειες του Α΄
Παγκοσμίου πολέμου, τη διάλυση της Αυστροουγγαρίας και την Οκτωβριανή επανάσταση.
Ενηλικιώθηκε στο Μεσοπόλεμο και επηρεάστηκε από τη φτώχεια, τον εθνικισμό, την οικονομική
ύφεση, την άνοδο του κομμουνισμού και την επικράτηση του φασισμού. 2 Εντάχθηκε στο
Κομμουνιστικό Κόμμα και σύντομα αποχώρησε για να γίνει ένας από τους πιο σφοδρούς επικριτές
της μαρξιστικής ιδεολογίας. Είδε την κατάληψη της εξουσίας στη Ρωσία, την Ιταλία και τη
Γερμανία από ολοκληρωτικά καθεστώτα. Το 1937, ένα χρόνο πριν την ενσωμάτωση της Αυστρίας
στο Τρίτο Ράιχ, εκπατρίστηκε λόγω της εβραϊκής του καταγωγής. Όλες αυτές οι εμπειρίες
σφράγισαν τη σκέψη του και αποτυπώθηκαν στο πολιτικό του έργο.
Θεωρούσε ότι το μέλλον είναι ανοιχτό και μη προκαθορισμένο και ανήκει σε εμάς η ευθύνη για
τον καθορισμό και τη νοηματοδότησή του. Τόνιζε ότι ιδιαίτερα αυξημένη ευθύνη φέρουν οι
διανοούμενοι, μια ομάδα ανθρώπων που διακρίνεται για ελαττώματα, όπως η αλαζονεία, ο
δογματισμός και η πνευματική ματαιοδοξία. Κατά τη γνώμη του οι διανοούμενοι βαρύνονται με
μεγάλα λάθη, επειδή προκάλεσαν αντιπαλότητες μεταξύ των ανθρώπων, υπηρέτησαν τυραννικά
καθεστώτα και δικτάτορες, προσπάθησαν να συναρπάσουν τους ανθρώπους με μια περισπούδαστη
και εξεζητημένη γλώσσα προξενώντας τους σύγχυση, διαστρέβλωσαν αλήθειες και παραπλάνησαν
λαούς.
Ο Popper διακήρυττε ότι οι διανοούμενοι έχουν χρέος να υπηρετούν με ανιδιοτέλεια και
αντικειμενικότητα την ανθρωπότητα, την ελευθερία και την ισότητα. Ενστερνιζόταν την ηθική του
Σοπενχάουερ, που έλεγε να μην βλάπτεις και να μην πλήττεις κανέναν, αλλά να τους βοηθάς όλους,
όσο καλύτερα μπορείς.3 Ζώντας άμεσα τα φρικιαστικά εγκλήματα του 20ου αιώνα θεώρησε
καθήκον του να υπερασπιστεί με το έργο του τις φιλελεύθερες αξίες. Η συμβολή του στον αγώνα

1 Σπύρος Μακρής, Φιλελευθερισμός: φιλοσοφικές απαρχές και σύγχρονες τάσεις, από τον Αριστοτέλη στον John
Rawls, Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2007, σ. 162.
2 Βλ. λήμμα Καρλ Ράιμουντ Πόπερ στο Λεξικό Στοχαστών του 20ου αιώνα: πολιτικός οδηγός για τον 21ο, επιμ.
Robert Benewick & Philip Green, Σαββάλας, Αθήνα 2011, σ. 368.
3 Για την άποψη του Popper για τις ευθύνες και το χρέος των διανοουμένων βλ. Καρλ Ρ. Πόππερ, Η ζωή είναι
επίλυση προβλημάτων: σκέψεις για την επιστήμη, την ιστορία & την πολιτική, Μελάνι, Αθήνα 2011, σ. 119-128.

3
κατά του Hitler και του ολοκληρωτισμού ήταν η συγγραφή των βιβλίων Η Ανοιχτή Κοινωνία και οι
Εχθροί της και Η Ένδεια του Ιστορικισμού, τα οποία εξέδωσε μετά τον πόλεμο, για να μη βοηθήσει
το φασισμό με την κριτική του στο μαρξισμό.
Αυτά τα έργα εντάσσονται στη φιλελεύθερη παράδοση του Immanuel Kant και του
ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού του John Stuart Mill, τον οποίο ο Popper θεωρούσε πνευματικό
του πατέρα. Εξέφραζαν την πίστη του στη δυνατότητα της επικράτησης του δικαίου, της ισονομίας,
των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της ανοιχτής κοινωνίας. Η κριτική του είχε ως στόχο τη σκέψη
του Πλάτωνα, του Hegel και του Marx. Στον Πλάτωνα είχε διακρίνει τις ρίζες της δικαιολόγησης
της προπαγάνδας και της ολοκληρωτικής δικαιοσύνης, στο Hegel τη δικαιολόγηση του εθνικισμού
και της λατρείας του κράτους και στο Marx τη δικαιολόγηση του ταξικού πολέμου και της βίαιης
επανάστασης. Τους θωρούσε υπέρμαχους της κλειστής κοινωνίας, που καταπιέζει τον ελεύθερο
λόγο, την ισότητα και την κριτική σκέψη. Ιδιαίτερα επικριτικός ήταν απέναντι στον ουτοπισμό, τον
κεντρικό σχεδιασμό και την ολιστική κοινωνική μηχανική. Λόγω των συνθηκών υπό τις οποίες
άσκησε την κριτική του, ο μαχητικός του λόγος διεπόταν από συναισθηματισμό και εκφραστική
σκληρότητα με αποτέλεσμα κάποιες φορές να καταλήγει σε μια αμφιλεγόμενη ερμηνεία των
σχετικών κειμένων.4
Ο Popper ήταν υπέρμαχος της συνεχούς κοινωνικής μεταρρύθμισης με τη μέθοδο της σταδιακής,
βήμα προς βήμα κοινωνικής μηχανικής. Υποστήριζε ότι η πολιτική πρέπει να αποσκοπεί στην
ελαχιστοποίηση της δυστυχίας και όχι στην αύξηση της ευτυχίας ή στην ηθική βελτίωση των
ανθρώπων. Αν και τασσόταν υπέρ της δημοκρατίας, της ανεκτικότητας και της ελευθερίας,
αναγνώριζε λόγω του σκεπτικισμού του ότι η απόλυτη επιδίωξη αυτών των στόχων ήταν αδύνατη
και υπέκρυπτε αντιφάσεις, π.χ. η απόλυτη ανεκτικότητα αυτοϋπονομεύεται, όταν παρέχεται σε
πράξεις αυτών που δεν είναι ανεκτικοί. Η πολιτική του θεωρία βασιζόταν στην ανάληψη της
ατομικής ευθύνης από τους ανθρώπους για τις πράξεις τους.5
Στόχος της παρούσας εργασίας είναι η παρουσίαση και ο σχολιασμός της κριτικής του Karl
Popper στην πολιτική φιλοσοφία του Πλάτωνα και η διερεύνηση των ιστορικών συνθηκών εντός
των οποίων παρήχθησαν οι δύο φιλοσοφικές προτάσεις. Πρόκειται να διερευνηθεί αν ευσταθεί ο
βασικός ισχυρισμός του Popper ότι ο Πλάτωνας ως υπέρμαχος των αξιών της κλειστής κοινωνίας
είναι σε θεωρητικό επίπεδο πρόδρομος των ολοκληρωτικών καθεστώτων του 20ου αιώνα και σε
ποιο βαθμό οι ιστορικές συνθήκες επηρέασαν και διαμόρφωσαν τη σκέψη των δύο φιλοσόφων.
Η εργασία διαρθρώνεται σε τρία κύρια κεφάλαια. Στο πρώτο, που επιγράφεται «Ο Πλάτωνας και
η εποχή του», παρατίθενται τα βιογραφικά στοιχεία του Αθηναίου φιλοσόφου και περιγράφονται οι

4 Βλ. Λεξικό Στοχαστών του 20ου αιώνα: πολιτικός οδηγός για τον 21ο, ο. π., σ. 369-370.
5 Ο. π., σ. 370.

4
πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες, που επέδρασαν στη διαμόρφωση της σκέψης του. Η ανάλυση
εστιάζει σε βιώματα και επιλογές του, που βοηθούν να καταλάβουμε για ποιο λόγο
αποστασιοποιήθηκε από το μεγάλο δημοκρατικό κίνημα της κλασικής εποχής και διαμόρφωσε μια
ολιγαρχική πολιτική θεώρηση. Ακόμη, περιγράφονται οι βασικές αρχές της πολιτικής σκέψης του
4ου αιώνα π.Χ., από τις οποίες προέκυψε το μετέπειτα πολιτικό πρότυπο των ελληνιστικών
βασιλείων και διερευνάται η σχέση της πλατωνική σκέψης με την εποχή της.
Το δεύτερο κεφάλαιο, που επιγράφεται «Η κριτική του Popper στην πλατωνική φιλοσοφία», είναι
το εκτενέστερο και ακολουθεί τη δομή του πρώτου τόμου της Ανοιχτής Κοινωνίας και των Εχθρών
της. Χωρίζεται σε τέσσερα μέρη. Το πρώτο αναφέρεται στη γοητεία του Πλάτωνα και εξετάζει τα
ιστορικιστικά στοιχεία της θεωρίας του, την επίδραση στην πλατωνική σκέψη του Ηρακλείτου με
την αναζήτηση της σταθερότητας στην αέναη αλλαγή και τη θεωρία των Μορφών ή των Ιδεών. Στο
δεύτερο μέρος εξετάζεται η κοινωνιολογία του Πλάτωνα και οι θέσεις του για την αλλαγή και τη
στάση, όπως και για τη φύση και τη σύμβαση. Στο τρίτο μέρος εξετάζεται το πολιτικό πρόγραμμα
του Πλάτωνα επιμερισμένο σε βασικούς τομείς, όπως η ολοκληρωτική δικαιοσύνη, η αρχή της
ηγεσίας, ο φιλόσοφος βασιλιάς και ο αισθητισμός, η τελειοκρατία και ο ουτοπισμός του. Στο
τέταρτο μέρος εξετάζεται μια γενική ερμηνεία του Popper για την άρνηση της ανοιχτής κοινωνίας
από τον Πλάτωνα και την προτίμηση του προς τις αρχές της κλειστής κοινωνίας.
Το τρίτο κεφάλαιο επιγράφεται «Ο Karl Popper και η εποχή του». Σε αυτό παρατίθενται βασικά
βιογραφικά του στοιχεία, που δείχνουν πως η πολιτική του σκέψη και στάση καθορίστηκαν από τα
σημαντικά γεγονότα των αρχών του 20ου αιώνα. Στη συνέχεια δίνεται ένα σχεδιάγραμμα των
συνθηκών, της εξέλιξης και της επικράτησης των ολοκληρωτικών καθεστώτων στην Ευρώπη,
καθώς ήταν ο λόγος για τον οποίο ο Popper έγραψε το κύριο, πολιτικό του έργο. Τέλος, γίνεται
αναφορά στην υποδοχή της θεωρίας του Popper από άλλους στοχαστές.
Σήμερα, εβδομήντα ένα χρόνια μετά την έκδοση της Ανοιχτής Κοινωνίας και των Εχθρών της και
της Ένδειας του Ιστορικισμού, κάποιες από τις απόψεις του Popper διατηρούν την αξία τους, ενώ
άλλες επικρίνονται ως παρωχημένες και αμφιλεγόμενες. Αυτή είναι άλλωστε η μοίρα κάθε
επιστημονικού ή στοχαστικού έργου. Ο χρόνος υποδεικνύει τα προτερήματα και τις ελλείψεις του
ως ένας σκληρός και αψευδής μάρτυρας. Χρέος κάθε γενιάς είναι να αναστοχάζεται το παρελθόν,
να αναγνωρίζει με σεβασμό τη συνεισφορά των μεγάλων δασκάλων στον πνευματικό αγώνα της
ανθρωπότητας, να διδάσκεται από τα επιτεύγματα και τις ανεπάρκειες τους και αναλαμβάνοντας
την ευθύνη, όπως τόνιζε ο Popper, να χαράσσει νέους δρόμους στο μεγάλο ταξίδι προς τον
εξανθρωπισμό.

5
6
1. Ο ΠΛΑΤΩΝΑΣ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ

1.1 Η ζωή του Πλάτωνα


Ο Πλάτωνας γεννήθηκε στην Αθήνα το 427 π.Χ., κατά το τέταρτο έτος του Πελοποννησιακού
πολέμου. Ήταν αριστοκρατικής καταγωγής. Ο πατέρας του Αρίστων καταγόταν από τον Κόδρο,
τον τελευταίο βασιλιά της Αθήνας. Μέσω αυτού η καταγωγή του οίκου αναγόταν στο θεό
Ποσειδώνα. Η μητέρα του Περικτιόνη είχε επίσης επιφανή καταγωγή. Ήταν απόγονος του
Σόλωνα, του σημαντικού Αθηναίου νομοθέτη. Συγγένευε, ακόμη, με τους πρωτοστάτες του
ολιγαρχικού κινήματος των Τριάκοντα Τυράννων. Ο Χαρμίδης ήταν αδελφός της και ο Κριτίας
εξάδελφος της. Ο Πλάτωνας και τα αδέρφια του Αδείμαντος, Γλαύκωνας 6 και Ποτώνη7 έμειναν
νωρίς ορφανά από πατέρα. Η μητέρα τους παντρεύτηκε το θείο της Πυριλάμπη, που ήταν φίλος και
υποστηρικτής του Περικλή.
Για τη ζωή του Πλάτωνα ως το εξηκοστό έτος της ηλικίας του υπάρχουν ελάχιστα διαθέσιμα και
αξιόπιστα στοιχεία. Ο ίδιος απέφευγε να κάνει αναφορές στον εαυτό του. Οι πληροφορίες που
καταγράφουν μεταγενέστεροι συγγραφείς δεν μπορούν να θεωρηθούν ασφαλείς και πρέπει να
προσεγγίζονται με επιφυλακτικότητα. Το μόνο στοιχείο, που αφορά τα νεανικά του χρόνια και για
το οποίο είμαστε βέβαιοι, είναι η ισχυρή επίδραση που άσκησε στη διαμόρφωση της
προσωπικότητας και της σκέψης του η φιλία του με το Σωκράτη. Ο Σωκράτης είχε συνδεθεί με
φιλία με το Χαρμίδη και τον Κριτία, πριν ακόμη γεννηθεί ο ανιψιός τους, και ο Πλάτωνας τον
γνώρισε σε νεαρή ηλικία.8
Το πραγματικό του όνομα ήταν Αριστοκλής, αλλά σύμφωνα με μια παράδοση ονομάστηκε
«Πλάτων» από το πλατύ μέτωπο ή τις φαρδιές πλάτες του. Σε νεαρή ηλικία είχε ασχοληθεί με την
πάλη και είχε διακριθεί στα Πύθια. Η μόρφωση του ήταν πολύ καλή. Εκτός από τη γυμναστική είχε
εντυπωσιακές γνώσεις στη μουσική, στην ποίηση και στις τέχνες. Σύμφωνα με μαρτυρία του
Αριστοτέλη, στα νιάτα του είχε διδαχτεί φιλοσοφία από τον Κρατύλο 9, που ήταν επηρεασμένος από
τη φιλοσοφία του Ηρακλείτου.10

6 Ο Αδείμαντος και ο Γλαύκωνας εμφανίζονται στην Πολιτεία ως νεαροί άνδρες. Βλ. A. E. Taylor, Πλάτων: ο
άνθρωπος και το έργο του, μτφρ. Ιορδάνης Αρζόγλου, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2003, σ. 19.
7 Ο γιος της Ποτώνης, Σπεύσιππος, διαδέχτηκε τον Πλάτωνα στη διεύθυνση της Ακαδημίας μετά το θάνατό του το
347 π.Χ. Βλ. Auguste Dies, Μεγάλοι Έλληνες: Πλάτων, μτφρ. Χρήστος Μαρκέτης, Εκδόσεις Σκάϊ, Αθήνα 2009,
τομ. 2, σ. 16.
8 Για βιογραφικά στοιχεία του Πλάτωνα βλ. A. E. Taylor, ο. π., σ. 19-21.
9 Ο Κρατύλος τού είχε διδάξει την ηρακλείτεια διδασκαλία που πρέσβευε «ότι ο κόσμος που μας αποκαλύπτουν οι
αισθήσεις μας είναι θέατρο αδιάκοπης, αστάθμητης και απρόβλεπτης μεταβολής και ποικιλομορφίας. Κατέληξε
στο συμπέρασμα, όπως λέει ο Αριστοτέλης, ότι η γνήσια επιστήμη, εφόσον υπάρχει, πρέπει να πραγματεύεται κάτι
άλλο από την αέναη αυτή “ροή” αισθητών πραγμάτων». Βλ. A. E. Taylor, ο. π., σ. 21.
10 Αριστοτέλης, Μετά τα φυσικά, 987α32.

7
Νεαρός ακόμη είχε ασχοληθεί με την ποίηση και το θέατρο. Μια παράδοση αναφέρει ότι έγραφε
τραγωδίες και ότι, όταν συνάντησε το Σωκράτη εντυπωσιασμένος από την προσωπικότητα του, τις
έκαψε και στράφηκε στη φιλοσοφία. 11 Αλλά και ως συγγραφέας φιλοσοφικών πραγματειών
καθιέρωσε ένα νέο λογοτεχνικό είδος, το φιλοσοφικό διάλογο. Οι διάλογοι του έχουν έντονο το
στοιχείο της θεατρικότητας. Υπάρχει πάντα ένα σκηνικό, όπου σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο
ιστορικά πρόσωπα του 5ου αιώνα π.Χ. συζητούν σημαντικά προβλήματα της εποχής τους. Οι
διάλογοι είναι αυτοτελείς, δεν απαιτούν ειδικές γνώσεις για να διαβαστούν και δεν παραπέμπουν σε
άλλα έργα.12 Ο Πλάτωνας διοχέτευσε το καλλιτεχνικό του ταλέντο στη συγγραφή φιλοσοφικών
έργων.
Ο σημερινός τρόπος γραφής των φιλοσοφικών πραγματειών καθιερώθηκε από τον Αριστοτέλη.
Στα γραπτά του δεν πρωταγωνιστούν ο συγγραφέας ή άλλα πρόσωπα, αλλά τα προς διερεύνηση
προβλήματα και οι προτεινόμενες λύσεις. Η εξέταση ενός προβλήματος γινόταν με τέτοια
μεθοδικότητα (παράθεση των απόψεων των άλλων φιλοσόφων, ανάλυση και κριτική αυτών των
απόψεων, διατύπωση θεμελιωδών αποριών, διατύπωση γενικών θέσεων και εξαγωγή
συμπερασμάτων με ένα αυστηρά συλλογιστικό τρόπο), ώστε για πρώτη φορά καθιερώθηκε η χρήση
της επιστημονικής πραγματείας ως μέσο για τη συγγραφή της φιλοσοφικής σκέψης.
Σε αντίθεση με την παραπάνω μεθοδολογία ο Πλάτωνας, ζώντας σε μια εποχή που δεν υπήρχε
ένας καθιερωμένος τρόπος για την αποτύπωση της φιλοσοφικής σκέψης, επέλεξε τη μορφή του
διαλόγου. Μέχρι τότε κάποιοι φιλόσοφοι, όπως ο Παρμενίδης και ο Εμπεδοκλής, είχαν γράψει τις
φιλοσοφικές τους θέσεις χρησιμοποιώντας τον έμμετρο λόγο. Άλλοι, όπως ο Αναξαγόρας, ο
Δημόκριτος και οι σοφιστές, έγραψαν πεζές πραγματείες και άλλοι, όπως ο Πυθαγόρας και ο
Σωκράτης, επέλεξαν να αποστασιοποιηθούν πλήρως από το γραπτό λόγο. Η προτίμηση του
Πλάτωνα στο διάλογο συμβάδιζε με τη γενικότερη αντίληψη του για τη φιλοσοφία ως μια ζωντανή
ανταλλαγή επιχειρημάτων για πολύ σημαντικά ζητήματα. Ο φιλοσοφικός διάλογος ήρε την απουσία
αυτού του χαρακτηριστικού, που παρουσίαζαν οι άλλες μορφές του γραπτού λόγου. 13
Ο Πλάτωνας λόγω της καταγωγής, της μόρφωσης και του οικογενειακού του περιβάλλοντος
ενδιαφέρθηκε νωρίς για την πολιτική. Άλλωστε, σύμφωνα με τον Επιτάφιο του Περικλή, ήταν
τέτοια η πολιτική ατμόσφαιρα στην αθηναϊκή δημοκρατία, ώστε, όσοι απέφευγαν να εμπλακούν
στη λειτουργία των θεσμών της πόλης, δεν θεωρούνταν φιλήσυχοι, αλλά άχρηστοι. 14

11 Auguste Dies, ο. π., σ. 16.


12 Για τα χαρακτηριστικά του φιλοσοφικού διαλόγου βλ. Βασίλης Κάλφας & Γιώργος Ζωγραφίδης, Αρχαίοι Έλληνες
Φιλόσοφοι, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Αθήνα 2013, σ. 118.
13 Για τον τρόπο συγγραφής των φιλοσοφικών έργων από τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα βλ. Βασίλης Κάλφας &
Γιώργος Ζωγραφίδης, ο. π., σ. 136 & 119.
14 Θουκυδίδου, Ιστορίαι, μτφρ. Έλλη Λαμπρίδη, Βιβλίο Β, 40, Γκοβόστης, Αθήνα 1962, τομ. 1, σ. 250-251.

8
Όπως φαίνεται όμως, δύο περιστατικά είχαν ιδιαίτερη επίδραση πάνω του και συνετέλεσαν να
απογοητευτεί από τη λειτουργία των θεσμών της πόλης του και να εμπεδώσει την άποψη ότι η
δημοκρατία είναι μια εκφυλισμένη μορφή πολιτεύματος, που οδηγεί στην ανομία και την ασυδοσία,
ενώ η τυραννία είναι η χειρότερη μορφή πολιτεύματος, καθώς συνδέεται με φριχτά εγκλήματα των
τυράννων για τη διατήρηση της εξουσίας. Ο ίδιος αναφέρει στην αυτοβιογραφική Έβδομη
Επιστολή,15 ότι την περίοδο της τυραννίας των Τριάκοντα σκόπευε να ασχοληθεί με την πολιτική
και ότι οι θείοι του, Χαρμίδης και Κριτίας, τον είχαν παροτρύνει να αναμιχθεί στις δημόσιες
υποθέσεις υπό την προστασία τους. Όμως βλέποντας τον τρόπο που πολιτεύονταν, διαπίστωσε ότι
η δράση τους ήταν βίαιη και ανέντιμη. Οι Τριάκοντα, εκτός των άλλων, προσπάθησαν να
ενοχοποιήσουν το Σωκράτη εμφανίζοντας τον ως συνεργό στην παράνομη σύλληψη και εκτέλεση
ενός συμπολίτη τους, του οποίου επιδίωκαν να υφαρπάξουν την περιουσία. Η άρνηση του Σωκράτη
να συνεργαστεί μαζί τους πιθανόν να απέβαινε επιζήμια για τον ίδιο, αν λίγο αργότερα δεν
ακολουθούσε η πτώση του καθεστώτος.
Το δεύτερο περιστατικό συνέβη μετά την πτώση των Τριάκοντα και την αποκατάσταση της
δημοκρατίας. Ο Σωκράτης κλήθηκε να δικαστεί από το δικαστήριο της Ηλιαίας. Στο
κατηγορητήριο, αναφερόταν ότι δεν πίστευε στους θεούς της πόλης, ότι εισήγαγε καινά δαιμόνια
και ότι διέφθειρε τους νέους. Ο εβδομηντάχρονος τότε Σωκράτης, που πρώτη φορά εμφανιζόταν σε
δικαστήριο, ακολούθησε υπερασπιστική γραμμή που χαρακτηριζόταν από αδεξιότητα. Αντί να
εμφανιστεί ενώπιον των δικαστών απολογούμενος και υιοθετώντας διαλλακτική στάση, επεδίωξε
να συζητήσει και να τους ελέγξει, όπως συνήθιζε να κάνει και ως πολίτης με τους Αθηναίους. Το
αποτέλεσμα ήταν να κριθεί ένοχος με μικρή πλειοψηφία. Όταν του ζητήθηκε να ορίσει ο ίδιος την
ποινή του, σύμφωνα με την προβλεπόμενη διαδικασία, ζήτησε να σιτίζεται δωρεάν στο Πρυτανείο.
Παρόλο που στη συνέχεια δέχτηκε να καταβάλλει χρηματικό πρόστιμο, η αρχική υπεροπτική του
στάση είχε δυσαρεστήσει τους δικαστές, που τον καταδίκασαν σε θάνατο με μεγαλύτερη
πλειοψηφία.16
Η εμπειρία της θανατικής καταδίκης του Σωκράτη είχε μεγάλη επίδραση στον Πλάτωνα. Ο ίδιος
και κάποιοι άλλοι φίλοι και μαθητές του Σωκράτη, επειδή αισθάνθηκαν ότι κινδύνευαν από το
πολιτικό κλίμα που είχε επικρατήσει, κατέφυγαν στα Μέγαρα και τέθηκαν υπό την προστασία του
Μεγαρέα φιλοσόφου Ευκλείδη. Μερικά χρόνια αργότερα επέστρεψε στην Αθήνα και ασχολήθηκε

15 Η Julia Annas για την Έβδομη Επιστολή αναφέρει ότι «υπάρχουν σοβαρότατοι λόγοι για να μην θεωρείται γνήσια
αυτή η επιστολή. Εν τούτοις, έστω και αν είναι πλαστή, βρίσκεται χρονολογικά κοντά στα γεγονότα που
περιγράφει και δεν παραποιεί υπερβολικά τα σημαντικότερα συμβάντα της ζωής του Πλάτωνα, ειδάλλως δεν θα
είχε θεωρηθεί πιθανό πλατωνικό έργο». Βλ. Julia Annas, Εισαγωγή στην Πολιτεία του Πλάτωνα, μτφρ. Χρυσούλα
Γραμμένου, Καλέντης, Αθήνα 2006, σ. 14.
16 Για το πώς ο Πλάτωνα αποτιμούσε το καθεστώς των Τριάκοντα και τη διεξαγωγή της δίκης του Σωκράτη βλ.
Auguste Dies, Πλάτων: ο άνθρωπος, η εποχή του, το έργο του, μτφρ. Χρήστος Μαρκέτης, Ζήτα, Αθήνα χ.χ., σ. 62-
64.

9
με το συγγραφικό του έργο. Τότε έγραψε την Απολογία Σωκράτους, αποσκοπώντας στην
αποκατάσταση της μνήμης του αγαπημένου του φίλου και δασκάλου.
Οι βιογράφοι του αναφέρουν πως ταξίδεψε στην Κυρήνη, στην Αίγυπτο και στην Κάτω Ιταλία. Ο
Α. Ε. Taylor αντιμετωπίζει αυτές τις πληροφορίες με επιφύλαξη. Ο Πλάτωνας στην Έβδομη
Επιστολή αναφέρει το ταξίδι στην Ιταλία και τη Σικελία και το γεγονός ότι τον απώθησε ο
αισθησιασμός και ο πολυτελής βίος των πλουσίων κατοίκων. Στον Τάραντα της Κάτω Ιταλίας ήρθε
σε επαφή με το φιλόσοφο Αρχύτα και την πυθαγόρεια φιλοσοφία και στις Συρακούσες γνώρισε το
Δίωνα, τον κουνιάδο του τυράννου Διονυσίου Α΄. Ο Δίωνας συμμεριζόταν το όραμα του Πλάτωνα
για την ίδρυση μιας ιδανικής πολιτείας. 17 Δεν συνέβη όμως το ίδιο και με το Διονύσιο Α΄, που τον
εξανάγκασε να εγκαταλείψει τη Σικελία. Κατά την παράδοση, ο Πλάτωνας στο ταξίδι της
επιστροφής αιχμαλωτίστηκε από πειρατές και πουλήθηκε ως δούλος στην Αίγινα. Η απελευθέρωση
του οφείλεται σε έναν πλούσιο Κυρηναίο, που τον εξαγόρασε και τον βοήθησε να επιστρέψει στην
Αθήνα.18
Το 387 π.Χ. ίδρυσε την Ακαδημία. Το γεγονός αυτό είχε πολύ μεγάλη αξία για την ιστορία του
δυτικού πολιτισμού. Η φιλοσοφική αυτή σχολή ήταν ένα πνευματικό ίδρυμα, που αποσκοπούσε
στην πρωτότυπη έρευνα και στην προαγωγή της γνώσης. Η Ακαδημία αποτέλεσε τον πρόγονο του
μεσαιωνικού και σύγχρονου πανεπιστημίου. Ο Πλάτωνας δίδαξε σ’ αυτήν ως το τέλος της ζωής
του.19 Η λειτουργία της συνεχίστηκε για εννέα αιώνες μέχρι την απαγόρευση των φιλοσοφικών
σχολών από τον Ιουστινιανό το 529 μ.Χ.
Η Ακαδημία, αν και εμφανιζόταν ως ένας θρησκευτικός σύλλογος για τη λατρεία των Μουσών,
στην πραγματικότητα ήταν πολιτική οργάνωση, κέντρο επιστημονικής έρευνας και ένα ίδρυμα
ανώτερης εκπαίδευσης. Ο Πλάτωνας επεδίωξε τη σύζευξη της γνήσιας επιστήμης με την πολιτική
πράξη. Προσπάθησε, εκτός από τη φιλοσοφική και επιστημονική καλλιέργεια των μαθητών του, να
τους κάνει και ικανούς πολιτικούς. Στόχευε σε μια ηθικοπολιτική μεταρρύθμιση της κοινωνίας
βασισμένη στη φιλοσοφική και επιστημονική γνώση. Στο πλαίσιο αυτό και εντός της Ακαδημίας ο
Πλάτωνας συνέγραψε τα σημαντικότερα έργα του, προκειμένου να τα χρησιμοποιήσει στις
διαλέξεις του.
Μετά το θάνατο του Διονυσίου Α΄, ο Πλάτωνας ταξίδεψε ξανά στη Σικελία προσκεκλημένος από
το Δίωνα, για να αναλάβει την εκπαίδευση του νεαρού τυράννου Διονυσίου Β΄. Το εγχείρημα
απέτυχε λόγω της αδυναμίας του Διονυσίου να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ιδιότητας του
φιλόσοφου–βασιλιά και της έντονης καχυποψίας του. Ο Πλάτωνας αναγκάστηκε να αποχωρήσει

17 Για τις ενέργειες του Πλάτωνα μετά την καταδίκη του Σωκράτη βλ. A. E. Taylor, ο. π., σ. 22-23.
18 Auguste Dies, Μεγάλοι Έλληνες: Πλάτων, Εκδόσεις Σκάϊ, Αθήνα 2009, τομ. 2, σ. 18.
19 A. E. Taylor, ο. π., σ. 23-24.

10
άπρακτος, ενώ ο Δίωνας εξορίστηκε. Ένα τρίτο ταξίδι στη Σικελία το 361 π.Χ. είχε παρόμοια ατυχή
κατάληξη.20
Τα επόμενα χρόνια ο Πλάτωνας αφοσιώθηκε στη λειτουργία της Ακαδημίας. Πίστευε πως η απλή
ακρόαση μαθημάτων ή διαλέξεων δεν είναι αρκετή για να μάθει κανείς αυτά που αξίζει να
γνωρίζει. Αντίθετα, έπρεπε να εμπλακεί ενεργά στην ανακάλυψη της επιστημονικής αλήθειας
μαθητεύοντας δίπλα σε μια προχωρημένη και ασκημένη διάνοια. Τα αποτελέσματα αυτής της
διαδικασίας ήταν σημαντικά. Μπορεί να μην ήταν άμεσα, αλλά όλες οι πρόοδοι που
παρατηρήθηκαν (για παράδειγμα στη μαθηματική επιστήμη) αυτή την περίοδο και μέχρι τον 3ο
αιώνα π.Χ. αποδίδονται σε ανθρώπους που είχαν φοιτήσει στην Ακαδημία ή συνδέονταν στενά με
αυτή. Ήταν τέτοια η αίγλη της σχολής που επιφανείς επιστήμονες, όπως ο μαθηματικός Εύδοξος ο
Κνίδιος, μετεγκαταστάθηκαν στην Αθήνα ακολουθούμενοι από μαθητές τους. 21

1.2 Πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που επέδρασαν στον Πλάτωνα


Την εποχή που γεννήθηκε ο Πλάτωνας η αθηναϊκή δημοκρατία ήταν παγιωμένη. Ο Σόλωνας ήδη
από τον 6ο αιώνα π.Χ. προσπάθησε με τη νομοθεσία του να σταματήσει τον άδικο πλουτισμό των
ισχυρών σε βάρος των ασθενέστερων. Με την ποίηση του καταδίκασε ανοιχτά τους ευγενείς,
επειδή η φιλοχρηματία τους προκαλούσε αδικίες και ήταν μια διαρκής απειλή για την πόλη. Μόνο
η επιβολή της ευνομίας ήταν σε θέση να φέρει την κοινωνική ειρήνη και να περιορίσει το άδικο.
Πίστευε ότι η αθηναϊκή κοινωνία απειλούνταν από την κοινωνικοοικονομική σύγκρουση των
πλουσίων με την κατώτερη τάξη. Τα σπέρματα του διχασμού, της σύγκρουσης και του εμφυλίου
πολέμου είχαν εμφιλοχωρήσει στο διχασμένο κοινωνικό σώμα και απειλούσαν τη συνοχή του.
Ο Σόλωνας το 594/3 π.Χ. ονομάσθηκε διαλλακτής και νομοθέτης και έλαβε έκτακτες και
διευρυμένες εξουσίες, για να αντιμετωπίσει το οξύ κοινωνικό πρόβλημα. Με επείγοντα μέτρα
κατάργησε τα χρέη, που εκκρεμούσαν, και απελευθέρωσε όσους είχαν υποδουλωθεί λόγω χρεών.
Απαγόρευσε στους οφειλέτες να υποθηκεύουν το σώμα τους και μέλη των οικογενειών τους για
χρέη. Παραχώρησε στους θήτες, τα μέλη της κατώτερης τάξης, το δικαίωμα να συμμετέχουν στην
Εκκλησία του Δήμου, όχι όμως και στα αξιώματα. Οι ζευγίτες και οι ιππείς μπορούσαν να
αναλαμβάνουν τα κατώτερα και μεσαία αξιώματα, ενώ οι πεντακοσιομέδιμνοι τα ανώτερα. Το
πολίτευμα ήταν ένα είδος τιμοκρατίας.
Ο Σόλωνας παραχώρησε σε όλους τους πολίτες το δικαίωμα να εμφανίζονται στον Άρειο Πάγο
και να καταγγέλλουν καθέναν που αδικούσε ή έβλαπτε οποιονδήποτε, ακόμα και δούλο. Με αυτό
το μέτρο προσπάθησε να προστατέψει το λαό από τις αυθαιρεσίες των αρχόντων. Θέσπισε νόμους
20 Για τους στόχους της Ακαδημίας και για το δεύτερο ταξίδι του Πλάτωνα στη Σικελία βλ. Mario Veggeti, Ιστορία
της Αρχαίας Φιλοσοφίας, μτφρ. Γιάννης Α. Δημητρακόπουλος, Τραυλός, Αθήνα 2003, σ. 154-155.
21 Για τη διδακτική πρακτική του Πλάτωνα και την απήχηση της Ακαδημίας βλ. A. E. Taylor, ο. π., σ. 25.

11
για την προστασία των ασθενέστερων από κρίσεις σιτοδείας, την άνοδο των τιμών και την
τοκογλυφία. Υποχρέωσε τους γονείς να μαθαίνουν στα παιδιά τους μια τέχνη, ώστε οι νεαροί
Αθηναίοι να στραφούν στη βιοτεχνία και να περιοριστεί ο αριθμός των αγροτών που ζούσαν από
πολύ μικρούς κλήρους ή ήταν ακτήμονες και εξαρτιόνταν από τους πλούσιους γαιοκτήμονες.
Κρατώντας ίσες αποστάσεις από τις δύο κοινωνικές ομάδες έδειξε ότι ενδιαφερόταν περισσότερο
για το συμφέρον της κοινότητας παρά για τις επιδιώξεις των επιμέρους μερίδων της. 22
Προς το τέλος του 6ου αιώνα π.Χ. το τυραννικό πολίτευμα εξασθένησε. Οι αριστοκράτες είχαν
αποδυναμωθεί από ενδοταξικούς ανταγωνισμούς. Οι ριζοσπαστικές δυνάμεις είχαν ενισχυθεί και
διευρυνθεί με την τάξη των βιοτεχνών και των εμπόρων, ο πλούτος των οποίων είχε αυξηθεί. Η
μετακίνηση πολλών Αθηναίων από τις γεωργικές δραστηριότητες στα επαγγέλματα του βιοτεχνικού
και εμπορικού τομέα περιόρισε την εξάρτηση τους από τα κτήματα και τα δάνεια των
γαιοκτημόνων. Η αυτοπεποίθηση των εμπόρων και των βιοτεχνών αυξήθηκε, τους έφερε
αντιμέτωπους με τους ευγενείς και σύντομα εκφράστηκε στην ουσιαστική λειτουργία της
Εκκλησίας του Δήμου. Το πολίτευμα μεταβαλλόταν σταδιακά προς δημοκρατική κατεύθυνση.
Μετά τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη ακολούθησαν στην Αθήνα και άλλες ριζοσπαστικές
αλλαγές, που δεν έγιναν από νομοθέτες με έκτακτες εξουσίες, όπως οι προηγούμενες, αλλά από την
Εκκλησία του Δήμου. Ο σημαντικός ρόλος του στόλου στην αντιμετώπιση των Περσών και στην
επιτήρηση των συμμάχων της αθηναϊκής ηγεμονίας 23 βοήθησε τους θήτες, που υπηρετούσαν στα
πληρώματα των πλοίων, να συνειδητοποιήσουν την αξία τους για την πόλη και να διεκδικήσουν τη
διεύρυνση της συμμετοχής τους στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας. 24 Όλες αυτές οι αλλαγές
οδήγησαν στην επιβολή του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Οι νεωτερισμοί στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας εκτείνονταν σχεδόν σε όλους τους τομείς. Η
λαϊκή κυριαρχία ασκούνταν από την Εκκλησία του Δήμου, στην οποία συμμετείχαν όλοι οι άνδρες
Αθηναίοι πολίτες δίχως οικονομικά ή άλλου είδους περιοριστικά κριτήρια. Η σύγκλιση της λαϊκής
συνέλευσης δεν εξαρτιόταν από τη βούληση των αρχόντων. Υπήρχε ισότητα πολιτικών
δικαιωμάτων για όλους τους πολίτες. Η δικαιοσύνη ασκούνταν από τους πολίτες, που με κλήρωση
συμμετείχαν στα δικαστήρια. Το κράτος δεν ταυτιζόταν με ένα πρόσωπο που κατείχε την εξουσία,
όπως συνέβαινε στις ανατολικές δεσποτείες, αλλά με τη συνέλευση των πολιτών. Είχε κατοχυρωθεί
η ισονομία, το οικογενειακό άσυλο, η απαγόρευση των σωματικών ποινών και η προστασία της

22 Για τις απόψεις και τη νομοθετική παρέμβαση του Σόλωνα στην Αθήνα βλ. Μ. Β. Σακελλαρίου, Η αθηναϊκή
δημοκρατία, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2012, σ. 88-93.
23 Η οργάνωση του αθηναϊκού στόλου οφειλόταν στη διορατικότητα του Θεμιστοκλή, που πέτυχε να αναδείξει την
Αθήνα σε μεγάλη ναυτική δύναμη για την αντιμετώπιση του περσικού κινδύνου. Βλ. Ulrich Wilcken, Αρχαία
ελληνική ιστορία, μτφρ. Ιω. Τουλουμάκος, Παπαζήσης, Αθήνα 1976, σ. 179.
24 Για τις μεταβολές που επέφερε η οικονομική ενδυνάμωση των εμπόρων και των βιοτεχνών και για το ρόλο των
θητών στο στόλο βλ. Μ. Β. Σακελλαρίου, ο. π., σ. 97 & 108.

12
ιδιοκτησίας. Είχαν αναγνωριστεί πολλά δικαιώματα στους μετοίκους. Σε κάποιες περιπτώσεις ο
φόνος και η προσβολή δούλου διώκονταν. Οι πολίτες είχαν στη διάθεση τους θεσμικά μέσα για να
εποπτεύουν οι ίδιοι την ασφάλεια του πολιτεύματος και για να ελέγχουν τη διοίκηση.
Καθιερώθηκαν μισθοί, για να μπορούν οι εργαζόμενοι και οι οικονομικά αδύναμοι πολίτες να
μετέχουν στις συνεδριάσεις του δήμου και των δικαστηρίων και να αναλαμβάνουν δημόσια
λειτουργήματα. Περιορίστηκαν οι αρμοδιότητες του Αρείου Πάγου και των Εννέα Αρχόντων και
αυξήθηκαν οι αρμοδιότητες της Βουλής.25 Η τάση ριζοσπαστικοποίησης του πολιτεύματος
ανακόπηκε με τον Πελοποννησιακό πόλεμο.
Τη χρονιά που γεννήθηκε ο Πλάτωνας, εξελισσόταν στην Κέρκυρα η εμφύλια σύγκρουση μεταξύ
ολιγαρχικών και δημοκρατικών. H Αθήνα και η Σπάρτη είχαν αναμιχθεί στη σύγκρουση
υποστηρίζοντας τις αντίστοιχες πολιτικές μερίδες. Εντός της πόλης διαδραματίζονταν αιματηρές
συμπλοκές, λεηλασίες και πυρπολήσεις. Ο Θουκυδίδης κατέγραψε την εξαχρείωση που επέφερε ο
εμφύλιος πόλεμος στα ανθρώπινα ήθη. Οι λέξεις είχαν χάσει το νόημά τους και είχαν ευτελιστεί για
χάρη των πολιτικών σκοπιμοτήτων. Η ωμότητα, η απληστία και η αναξιότητα ήταν κυρίαρχες. 26
Κάθε πολιτική παράταξη άρπαζε την εξουσία με τη βία και προσπαθούσε να εξοντώσει τους
αντιπάλους της με καταδίκες και θανατώσεις. Σύντομα τα πράγματα ανατρέπονταν και οι
διωκόμενοι μεταβάλλονταν σε διώκτες. Η ρευστότητα, η ανασφάλεια και η αμφισβήτηση των
σταθερών και πάγιων στοιχείων της πολιτικής και κοινωνικής ζωής είχαν επικρατήσει. Αυτή η
κατάσταση πολύ γρήγορα επεκτάθηκε σε όλο τον ελληνικό κόσμο.27
Οι ηγέτες της δημοκρατικής παράταξης στις περισσότερες ελληνικές πόλεις ζητούσαν τη βοήθεια
της Αθήνας για την αποκατάσταση των δημοκρατικών θεσμών και της ισότητας. Οι ολιγαρχικοί
κατέφευγαν στη συνδρομή της Σπάρτης, για να επαναφέρουν και να στερεώσουν τις παλιές
αριστοκρατικές αξίες και τους προγονικούς θεσμούς. Η φιλοδοξία και η εκδικητικότητα
κυριαρχούσαν. Ο Πλάτωνας βίωσε αυτή την κατάσταση καθ’ όλη την περίοδο της νεότητάς του. 28
Η σύναψη της Νικιείου ειρήνης το 421 π.Χ. δεν έφερε την ηρεμία στους Έλληνες. Οι
ανταγωνισμοί συνεχίστηκαν. Η Σπάρτη συνασπίστηκε με τη Θήβα και την Κόρινθο, ενώ η Αθήνα
με το Άργος, την Ηλεία και τη Μαντίνεια. Η ένταξη των δύο τελευταίων πόλεων στο πλευρό των
Αθηναίων οφειλόταν στις διπλωματικές ικανότητες του Αλκιβιάδη, που η φιλοδοξία τον οδήγησε
να υποστηρίξει αργότερα την εμπλοκή της πόλης του στις υποθέσεις της Σικελίας. Η διεύθυνση της
σικελικής εκστρατείας από τρεις στρατηγούς (το Λάμαχο, το Νικία και τον Αλκιβιάδη) με

25 Για τις μεταβολές που εισήχθησαν στη λειτουργία των αθηναϊκών θεσμών με τη δημοκρατία βλ. Μ. Β.
Σακελλαρίου, ο. π., σ. 22-24.
26 Η παθολογία του εμφύλιου πολέμου περιγράφηκε αριστοτεχνικά από το Θουκυδίδη (Ιστορίαι 3, 82-83).
27 Ulrich Wilcken, ο. π., σ. 213 & 219.
28 Auguste Dies, Πλάτων: ο άνθρωπος, η εποχή του, το έργο του, μτφρ. Χρήστος Μαρκέτης, Ζήτα, Αθήνα χ.χ., σ. 39-
40.

13
διαφορετικές προσωπικότητες και στοχεύσεις και η αποκοπή των κεφαλών των ερμαϊκών στηλών,
που δημιούργησε την υπόνοια συνωμοσίας από την πλευρά του Αλκιβιάδη, οδήγησαν στην
αυτομόληση του τελευταίου στη Σπάρτη και στην ολοκληρωτική αποτυχία της εκστρατείας το 413
π.Χ.29
Το 411 π.Χ. το δημοκρατικό πολίτευμα καταλύθηκε και επιβλήθηκε το καθεστώς των
Τετρακοσίων. Τα πολιτικά δικαιώματα διατηρήθηκαν μόνο για πέντε χιλιάδες πολίτες, που είχαν
την οικονομική δυνατότητα να συντηρήσουν τον οπλισμό τους. Μέχρι να καθοριστεί ο
ονομαστικός κατάλογος των προνομιούχων πολιτών, η εξουσία ανατέθηκε σε Τετρακόσιους
συμβούλους, στους οποίους συμμετείχε και ο Κριτίας, ο θείος του Πλάτωνα. Στόχος του νέου
καθεστώτος ήταν να συνάψει συνθήκη ειρήνης με τους Λακεδαιμόνιους. Όμως ο αθηναϊκός στόλος
και οι Αθηναίοι στρατιώτες της Σάμου με αρχηγούς το Θρασύβουλο και το Θράσυλλο ενήργησαν,
προκειμένου να υπερασπιστούν τη δημοκρατία, να συνεχίσουν τον πόλεμο και να ανατρέψουν τους
Τετρακόσιους. Οι Αθηναίοι αποφάσισαν την κατάλυση του καθεστώτος των Τετρακοσίων, την
παραχώρηση της εξουσίας στους πεντακισχιλίους και την επιστροφή των εξόριστων. Το νέο
καθεστώς, που συνδύαζε δημοκρατικά και ολιγαρχικά χαρακτηριστικά, έλαβε αργότερα λόγω της
μετριοπάθειας του την επιδοκιμασία του Θουκυδίδη και του Αριστοτέλη. Το 410 π.Χ. η δημοκρατία
αποκαταστάθηκε.30
Το 407 π.Χ., μετά την ήττα του αθηναϊκού στόλου στο Νότιον από το Λύσανδρο, το κύρος του
Αλκιβιάδη κλονίστηκε και καθαιρέθηκε. Η πτώση του συμπαρέσυρε και τον Κριτία, που κατέφυγε
στη Θεσσαλία. Την ίδια χρονιά ο Πλάτωνας εντάχθηκε στον κύκλο των θαυμαστών και φίλων του
Σωκράτη.31 Ακολούθησε η σημαντική νίκη των Αθηναίων στη ναυμαχία των Αργινουσών και το
ατυχές περιστατικό της σφοδρής θύελλας, που ματαίωσε την περισυλλογή των νεκρών στρατιωτών.
Το πλήγμα ήταν τόσο ισχυρό για τους Αθηναίους, που καθαίρεσαν όλους τους στρατηγούς εκτός
από τον Κόνωνα. Η δίκη τους μεθοδεύτηκε με τέτοιο τρόπο, που ουσιαστικά τους αποστέρησε τη
δυνατότητα υπεράσπισης και οδήγησε σε εκτελέσεις. Μόνο ο Σωκράτης είχε το σθένος να
καταγγείλει τις παρατυπίες και να διατρανώσει την προσήλωση του στην εφαρμογή των νόμων. Το
405 π.Χ. οι Αθηναίοι στους Αιγός Ποταμούς έχασαν σχεδόν όλο το στόλο τους μετά από έναν
επιτυχή αιφνιδιασμό του Λύσανδρου.32
Η Αθήνα παραδόθηκε με πολύ σκληρούς όρους στη Σπάρτη. Τα Μακρά Τείχη και τα τείχη του
Πειραιά ισοπεδώθηκαν, οι Αθηναίοι κράτησαν μόνο δώδεκα πλοία, οι εξόριστοι επέστρεψαν και η
δημοκρατία καταλύθηκε. Το καθεστώς των Τριάκοντα Τυράννων, που επέβαλαν οι Σπαρτιάτες,

29 Auguste Dies, ο. π., σ. 41-42.


30 Για το καθεστώς των Τετρακοσίων και την τύχη του βλ. Ulrich Wilcken, ο. π., σ. 234-235.
31 Auguste Dies, ο. π., σ. 45-46.
32 Ulrich Wilcken, ο. π., σ. 239-240.

14
αποδείχθηκε σκληρό, αυθαίρετο και άδικο. Ο Πλάτωνας εκφράζοντας την απογοήτευση του έγραψε
στην Έβδομη Επιστολή πως η δημοκρατία σε σύγκριση με αυτό φαινόταν χρυσάφι. Οι θείοι του
Χαρμίδης και Κριτίας πρωτοστάτησαν στις δημεύσεις περιουσιών και στις εκτελέσεις. Η
δημοκρατία αποκαταστάθηκε το 403 π.Χ. Παραχωρήθηκε αμνηστία σε όλους, εκτός από αυτούς
που είχαν συμμετάσχει στη διακυβέρνηση των Τριάκοντα. Η αμνηστία επηρέασε τη διατύπωση του
κατηγορητηρίου κατά του Σωκράτη, η καταδίκη του οποίου κλόνισε την εμπιστοσύνη του
Πλάτωνα στη δημοκρατία και στην ικανότητα των λαϊκών στρωμάτων να ασκήσουν ορθά την
εξουσία.33
Στην αρχαία Ελλάδα αυτή την περίοδο αμφισβητήθηκαν έντονα οι παραδοσιακοί πολιτικοί και
οικονομικοί θεσμοί. Η θάλασσα με τη διεξαγωγή του εμπορίου έδωσε διέξοδο σε ένα μεγάλο μέρος
του πληθυσμού, που αδυνατούσε να βρει απασχόληση στην περιορισμένη καλλιεργήσιμη γη. Η
επέκταση των Ελλήνων με τον πρώτο και δεύτερο αποικισμό σε όλα τα παράλια της Μεσογείου και
της Μαύρης Θάλασσας δημιούργησε ένα εκτεταμένο δίκτυο από αποικίες. Οι πόλεις αυτές
διατήρησαν ισχυρούς δεσμούς με τις μητροπόλεις τους διευκολύνοντας τις εμπορικές ανταλλαγές
και τα ταξίδια. Σύντομα τα τμήματα του πληθυσμού, που είχαν στραφεί στη βιοτεχνία και το
εμπόριο, κατάφεραν να πλουτίσουν και να ανταγωνιστούν την παλιά γαιοκτητική αριστοκρατία. Οι
νέες οικονομικές δυνάμεις συγκρούστηκαν με τους ευγενείς και διεκδίκησαν την αναμόρφωση των
παλαιών πολιτικών θεσμών, με σκοπό να εξασφαλίσουν πολιτική δύναμη και μερίδιο στις πολιτικές
αποφάσεις. Η εναλλαγή των πολιτευμάτων κατά την κλασσική εποχή αντικατοπτρίζει αυτές τις
διεργασίες, που σε κάποιες πόλεις κατέληξαν στην επιβολή της δημοκρατίας με τη δυνατότητα των
πολιτών, κατά τον Αριστοτέλη, να μετέχουν στη δικαστική και πολιτική εξουσία.
Μαζί με τη δημοκρατία γεννήθηκε και η φιλοσοφία. Η θρησκεία με τις μυθικές και άλογες
ερμηνείες δεν μπορούσε πια να καλύψει την ανάγκη των ανθρώπων για απαντήσεις σε κρίσιμα
ερωτήματα για τη ζωή, τον κόσμο και το νόημα της ύπαρξης. Η φιλοσοφία στην αρχαία Ελλάδα δεν
αντικατοπτρίζει τις σκέψεις μιας κλειστής και περιορισμένης ομάδας (π.χ. ενός ιερατείου), αλλά
απηχεί τις αναζητήσεις και τον προβληματισμό ευρύτερων ομάδων πολιτών, που είχαν ως σημείο
αναφοράς το δημόσιο χώρο της αγοράς και τις ελεύθερες συζητήσεις με τους συμπολίτες τους.
Απότοκος αυτής της διαδικασίας ήταν η ανάπτυξη της πολιτικής φιλοσοφίας, που εξέφραζε τον
προβληματισμό της εποχής για την επιτυχή οργάνωση και διοίκηση της κοινωνίας μέσω
λειτουργικών πολιτικών θεσμών.34
Η αρχαία ελληνική κοινωνία ήταν η πρώτη κοινωνία που είχε συνείδηση του γεγονότος ότι
αυτοθεσμίζεται, ότι η ίδια είναι η δημιουργός των θεσμών που διέπουν τη λειτουργία της ανάλογα
33 Auguste Dies, ο. π., σ. 57-63.
34 Κορνήλιος Καστοριάδης, Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για μας σήμερα, Ύψιλον/βιβλία,
Αθήνα 1986, σ. 26-27.

15
με τις ανάγκες και τις περιστάσεις. Κάθε αθηναϊκός νόμος ξεκινούσε με τη φράση ότι το ψήφισμα,
που ακολουθεί, αποφασίστηκε, επειδή αυτό φάνηκε σωστό στη Βουλή και το δήμο. Η επίκληση της
αυθεντίας μιας εξωκοινωνικής αρχής περίττευε. Η νομοθετική διαδικασία στηριζόταν στη
λειτουργικότητα των νόμων, στη διαλογική διερεύνηση των λύσεων για τα προβλήματα της
κοινότητας και στην ανάληψη της ευθύνης για το αποτέλεσμα. Η αποφυγή της μετάθεσης της
ευθύνης των επιλογών σε μια εξωκοινωνική αυθεντία καλλιεργούσε τη συνείδηση ότι αυτές οι
επιλογές μπορεί να είναι ελλειμματικές ή λανθασμένες και πως η κοινότητα πρέπει να βρίσκεται σε
ετοιμότητα για τη διόρθωση των λαθών έχοντας διαμορφώσει τα κατάλληλα θεσμικά εργαλεία. 35
Προηγουμένως κάτι τέτοιο ήταν πολύ δύσκολο να γίνει, επειδή θεωρούνταν ότι οι θεσμοί, που
καθόριζαν την κοινωνική λειτουργία, ήταν δοσμένοι από υπερκόσμιες δυνάμεις. Η αμφισβήτηση
τους ισοδυναμούσε με ιεροσυλία. Οι παραπάνω εξελίξεις δεν αντιμετωπίστηκαν ευνοϊκά από τον
Πλάτωνα, αλλά με επιφυλακτικότητα και εχθρότητα, αν κρίνουμε από τα προτάγματα και τις
επιδιώξεις του πολιτικού του προγράμματος.

1.3 Η πολιτική φιλοσοφία κατά τον 4ο αιώνα π.Χ.


Οι σοφιστές κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. προσπάθησαν να διερευνήσουν το ζήτημα της προέλευσης
των νόμων και της αποτελεσματικής διακυβέρνησης και γι’ αυτό θεωρούνται οι γεννήτορες της
πολιτικής επιστήμης. Δυστυχώς όμως διασώθηκαν ελάχιστα αποσπάσματα από τα γραπτά τους και
έχουμε μερική μόνο γνώση των θεωριών τους. Από την άλλη, η εχθρότητα και η υποτιμητική
διάθεση του Πλάτωνα εναντίον τους 36 συνέβαλε στο να ξεχαστεί για μεγάλο διάστημα η θετική
τους συμβολή στην αποδέσμευση της σκέψης από τις προλήψεις και να αναδειχθεί η κυνική όψη
της διδασκαλίας τους. Η δράση των σοφιστών ήταν άμεσα συναρτημένη με την πολιτική. Με τη
διδασκαλία της ρητορικής στις δημοκρατικές πόλεις προετοίμαζαν ευκατάστατους νέους για
πολιτική σταδιοδρομία εξασκώντας τους στην τέχνη του λόγου και στην άσκηση επιρροής στο
δήμο.
Ο 4ος αιώνας π.Χ. είναι η στιγμή που η φιλοσοφία έφτασε στην κορύφωση της με τον Πλάτωνα,
τον Αριστοτέλη και τον Επίκουρο. Τότε γεννήθηκαν οι πιο πλούσιες και ποικίλες πολιτικές θεωρίες.
Κάποιες από αυτές υποστήριζαν την ανάληψη της εξουσίας από ένα χαρισματικό και απόλυτα
κυρίαρχο αρχηγό προοιωνίζοντας την περίοδο των ελληνιστικών μοναρχιών. Στόχος των θεωριών
αυτών ήταν να αντιμετωπιστεί η σοβαρή κοινωνικοοικονομική κρίση που ταλάνιζε τον ελληνικό

35 Για τις συνέπειες που επιφέρει η συνειδητή θέσμιση της κοινωνίας βλ. Κορνήλιος Καστοριάδης, ο. π., σ. 27-29.
36 Οι σοφιστές δεν αποτελούσαν φιλοσοφική σχολή, δεν είχαν τους ίδιους στόχους, ούτε είχαν κοινή πολιτική
τοποθέτηση. Την αντίληψη ότι ήταν μια διακριτή ομάδα φιλοσόφων με κοινές αντιλήψεις τη δημιούργησε ο
Πλάτωνας αποσκοπώντας στην ανάδειξη της μοναδικότητας του Σωκράτη. Βλ. Βασίλης Κάλφας & Γιώργος
Ζωγραφίδης, ο, π., σ. 92-93.

16
κόσμο μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Από τους πολιτικούς στοχαστές της περιόδου ξεχώριζαν
ο Πλάτωνας, ο Ξενοφώντας, ο Ισοκράτης και ο Αριστοτέλης. Όλοι τους έζησαν στην Αθήνα και
αντιμετώπισαν τα προβλήματα μέσα από το πρίσμα της αθηναϊκής δημοκρατίας, που ως σύστημα
διακυβέρνησης τους απωθούσε λόγω του εξτρεμισμού της.
Οι πολιτικοί στοχαστές του 4ου αιώνα π.Χ. έδιναν μεγάλη βαρύτητα στην τήρηση των νόμων.
Εξύψωναν τη Σπάρτη λόγω του σεβασμού της προς τους νόμους και ενοχλούνταν από τη συχνή
παραβίασή τους στην Αθήνα. Για την αντιμετώπιση των κοινωνικών αναστατώσεων και της
παρακμής προσπάθησαν να καθορίσουν τους όρους λειτουργίας μιας αποτελεσματικής ή μιας
ιδανικής (με την έννοια του πολιτεύματος) πολιτείας.
Στη δημοκρατία τους ενοχλούσε η κυριαρχία του δήμου, που τον ταύτιζαν με τη μάζα των
φτωχών και αγράμματων πολιτών, και η θεμελίωση της στην αρχή της ισότητας όλων ενώπιον του
νόμου δίχως εξαιρέσεις. Τάσσονταν υπέρ μιας μετριοπαθούς ολιγαρχίας, όπως το καθεστώς των
Τετρακοσίων, εξυμνώντας την ευκατάστατη αγροτική τάξη, που απέφευγε την αγορά και μπορούσε
να εγγυηθεί τη σταθερότητα. Αντιμετώπιζαν με εχθρότητα και δυσπιστία την εξτρεμιστική
ολιγαρχία, που η δύναμη της θεμελιωνόταν στον πλούτο. Η εκτίμηση τους για την παιδεία τούς
οδήγησε στο αίτημα να διοικούν οι μορφωμένοι. Την τυραννία την έβλεπαν αρνητικά ως την
απόλυτη και αυθαίρετη εξουσία ενός τυράννου που ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό του και την
εξουσία του, εκφυλίζει ηθικά τους πολίτες με την κατάδοση και τους εξαχρειώνει με το φόβο. Ήταν
θετικοί απέναντι στη μοναρχική αντίληψη υπό τον όρο ενός άξιου βασιλιά, που θα προστάτευε τους
πλούσιους από τις ακρότητες και τους φτωχούς από την αδικία και θα διασφάλιζε την τάξη. 37
Οι στοχαστές του 4ου αιώνα π.Χ. ενδιαφέρονταν πολύ για τις ηθικές συνέπειες της πολιτικής. Γι’
αυτό υποστήριζαν τη μεταρρύθμιση της πόλης και την ανάληψη της εξουσίας από ένα χαρισματικό
ηγέτη, ώστε οι πολίτες να γίνουν καλύτεροι. Για τον Πλάτωνα ο ηγέτης αυτός ήταν ο φιλόσοφος-
βασιλιάς, που διακρινόταν για την ηθική αρετή του και τη γνώση της διαλεκτικής. Αν και η τήρηση
των νόμων αποτελούσε σημαντικό κριτήριο για την ποιότητα του πολιτεύματος, ο ηγέτης
απαλλασσόταν από αυτή την υποχρέωση, ώστε να μην δεσμεύεται από κατάλοιπα του
παρελθόντος. Η προσφυγή στη βία ήταν ανεκτή για την αναμόρφωση της κοινωνίας. Μέσα σε αυτό
το πλαίσιο προετοιμαζόταν σταδιακά η πολιτική κατάσταση των ελληνιστικών βασιλείων. 38
Οι κατεξοχήν πολιτικοί διάλογοι του Πλάτωνα είναι η Πολιτεία, ο Πολιτικός και οι Νόμοι. Στους
πρώιμους διαλόγους του (Απολογία Σωκράτους, Κρίτων, Πρωταγόρας) τελούσε ακόμη υπό την
έντονη επίδραση του Σωκράτη και υπερασπιζόταν αρχές που σε ώριμη ηλικία τις αναθεώρησε ή της
37 Για την εξέλιξη της φιλοσοφίας κατά τον 4ο αιώνα π. Χ. βλ. Claude Mosse, Η ιστορία των πολιτικών θεωριών στην
αρχαία Ελλάδα, μτφρ. Φοίβος Αρβανίτης, Δαίδαλος – Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα χ.χ. Συγκεκριμένα για τους
σοφιστές σ. 22-23, για τους πολιτικούς στοχαστές που ξεχώρισαν σ. 47-48 & 53-54, για την τήρηση των νόμων σ.
68-69 και για τη δυσπιστία απέναντι στο δήμο και την τυραννία σ. 70-81.
38 Claude Mosse, ο. π., σ.82-86.

17
απαρνήθηκε. Είναι χαρακτηριστικό ότι στον Πρωταγόρα στο μύθο του Προμηθέα για τη
συγκρότηση της πολιτικής κοινωνίας ισχυρίζεται ότι η αιδώς, το αίσθημα της τιμής και του
αλληλοσεβασμού, και η δικαιοσύνη διανεμήθηκαν από τον Ερμή, κατόπιν εντολής του Δία, σε
όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους και ότι όλοι ήταν φορείς της πολιτικής αρετής 39, ενώ οι
τεχνικές δεξιότητες επιμερίστηκαν στον καθένα με διαφορετικό τρόπο. 40 Στα πολιτικά του έργα
συγκαταλέγεται και η αυτοβιογραφική Ζ΄ Επιστολή.
Η Πολιτεία είναι το γνωστότερο έργο του Πλάτωνα. Είναι εξαιρετικά σύνθετη και πολύπλοκη και
είναι γραμμένη με τέτοια συγγραφική δεινότητα που συναρπάζει και αιφνιδιάζει τον αναγνώστη. Ο
Σωκράτης της Πολιτείας απέχει αρκετά από τον ιστορικό Σωκράτη και είναι περισσότερο ένα
προσωπείο του Πλάτωνα, που προβαίνει σε πολλούς δογματικούς αφορισμούς. Ο συγγραφέας
προσπαθεί να αντικρούσει το σκεπτικισμό των σοφιστών στα ηθικά ζητήματα, που τους
εκπροσωπεί ο Θρασύμαχος με τους ισχυρισμούς του ότι ο άδικος βίος είναι προτιμότερος από τον
ενάρετο και ότι κανείς εχέφρων άνθρωπος δεν θα συμπεριφερόταν ηθικά ενάντια στο συμφέρον
του. Με την Πολιτεία συντελείται μια αλλαγή οπτικής στην ηθική θεωρία με μια ριζική
αμφισβήτηση του τρόπου αντίληψης του αγαθού βίου. Ο Πλάτωνας επιτίθεται στον ηθικό
σκεπτικισμό και στον εφησυχασμό και προσπαθεί να καταδείξει την ύπαρξη αντικειμενικών ηθικών
αξιών και να διερευνήσει το περιεχόμενο τους. Το θέμα του έργου είναι η δικαιοσύνη με την έννοια
του να περιορίζεται ο καθένας σε ό,τι του ανήκει. Προτείνεται μια διασταλτική θεωρία της
δικαιοσύνης, που απαιτεί μια ευρύτερη ηθική αναμόρφωση της κοινωνίας χωρίς να αποδίδεται
βαρύτητα στη μοναδικότητα του ατόμου και στην αυτονομία των ηθικών επιλογών του. 41
Ο Πολιτικός ανήκει στην τελευταία περίοδο του Πλάτωνα και γράφτηκε πολλά χρόνια μετά την
Πολιτεία. Αν και είναι λιγότερο εχθρικός απέναντι στη δημοκρατία, η πίστη στην απολυταρχία
εξακολουθεί να υπάρχει. Ο διάλογος, παρόλο που προοριζόταν να αποτελέσει μια άσκηση στην
τέχνη του ορισμού, έλαβε τη μορφή πραγματείας για την πραγματική φύση του πολιτικού άνδρα.
Αυτός θεωρείται ανώτερος από το ρήτορα, το στρατηγό και το δικαστή, επειδή πρέπει να καθορίσει
τον τρόπο και το χρόνο άσκησης των εξουσιών τους. Η πολιτική επιστήμη υπερέχει των άλλων
επιστημών. Ο Πλάτωνας αρχικά υποστηρίζει ότι ο στόχος του πολιτικού είναι να διασφαλίσει την
ύπαρξη μιας ανθρώπινης συλλογικότητας κατ’ αναλογία με έναν ποιμένα που πρέπει να διαφυλάξει
το κοπάδι του. Στη συνέχεια προσπαθώντας να διασαφηνίσει τον ορισμό του πολιτικού αναφέρεται
στο μύθο της χρυσής εποχής του Κρόνου, στην αναλογία της ύφανσης και κάνει μια σύντομη

39 Στα κλασικά χρόνια η αντίληψη της αρετής ήταν απόλυτα εναρμονισμένη με την ισονομία. Αυτό σήμαινε ότι όλοι
οι άνθρωποι ξεκινούσαν στη ζωή τους από την ίδια αφετηρία, ότι ήταν εκ φύσεως ίσοι. Βλ. Βασίλης Κάλφας &
Γιώργος Ζωγραφίδης, ο. π., σ. 96.
40 Για το μύθο του Προμηθέα βλ. Πλάτων, Πρωταγόρας, εισ.-μτφρ.-σχ. Ηλίας Σ. Σπυρόπουλος, Ζήτρος,
Θεσσαλονίκη 2009, 322a-323a σ. 118-122.
41 Για μια γενική εισαγωγή στην Πολιτεία βλ. Julia Annas, ο. π., σ. 9-24.

18
ταξινόμηση των πολιτευμάτων, για να καταλήξει ότι η πολιτική επιστήμη είναι γνώση, που μόνο
ελάχιστοι ή ένας αληθινός πολιτικός μπορεί να κατέχει και να διοικεί. Ο πολιτικός δεν δεσμεύεται
από τους νόμους και τη συναίνεση των υπηκόων του. Η απόλυτη εξουσία του δικαιολογείται,
επειδή μπορεί να επιβάλλει την κοινωνική αρμονία.42
Οι Νόμοι γράφτηκαν στα τελευταία χρόνια της ζωής του Πλάτωνα. Λόγω της προχωρημένης
ηλικίας του συγγραφέα υπάρχουν επαναλήψεις, αντιφάσεις και μικρότερη καλλιτεχνική δύναμη. Τα
πρώτα τέσσερα βιβλία έχουν τη μορφή προλόγου και θίγουν θέματα εκπαιδευτικού και πολιτικού
χαρακτήρα. Τα επόμενα τέσσερα βιβλία ασχολούνται με την περιγραφή ενός πολιτεύματος, που
βασίζεται στο νόμο. Τα βιβλία εννέα έως έντεκα περιλαμβάνουν ένα νομικό κώδικα. Στο τελευταίο
βιβλίο εισάγονται νέοι πολιτικοί θεσμοί. Ο Πλάτωνας αναλαμβάνει το ρόλο του νομοθέτη
στοχεύοντας να δώσει μια φιλοσοφική διάσταση στο νόμο και να τον κάνει να ισχύσει για όλους.
Εφόσον απέτυχε να εκπαιδεύσει ένα φιλόσοφο-βασιλιά, το ενδιαφέρον του στρέφεται στο νόμο και
από εκπαιδευτής ηγεμόνων προσπαθεί να μεταβληθεί σε νομοθέτη κοινωνιών. Το νομικό κράτος
συνδυασμένο με ένα μικτό πολίτευμα αναδεικνύεται ως το ύστερο πολιτικό ιδεώδες του
Πλάτωνα.43

42 Για τον Πολιτικό βλ. Ernesr Barker, Ο πολιτικός στοχασμός στην αρχαία Ελλάδα: ο πλάτων και οι καταβολές του,
μτφρ. Κωνσταντίνος Κολιόπουλος, Ποιότητα, Αθήνα 2007, σ. 571-591.
43 Για τους Νόμους βλ. Ernesr Barker, ο. π., σ. 613-619.

19
20
2. Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ POPPER ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΩΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
2.1 Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ
2.1.α Ο ιστορικισμός
Η θέση του Popper.44 Ο ιστορικισμός σύμφωνα με τον Popper είναι μια παλιά ιδέα ή αλλιώς ένα
χαλαρά συνδεόμενο σύνολο ιδεών, που είναι ενσωματωμένο σε πολύ μεγάλο βαθμό στη δυτική
πνευματική παράδοση. Εξαιτίας αυτού θεωρείται ως κάτι δεδομένο και δεν υπόκειται εύκολα σε
αμφισβήτηση.45 Βασίζεται στην πεποίθηση ότι υφίστανται ειδικοί νόμοι που καθορίζουν την
ιστορική εξέλιξη. Αν ανακαλύψουμε αυτούς τους νόμους, θα είμαστε σε θέση να προφητέψουμε
την εξέλιξη του πεπρωμένου μας. Αυτό το έργο μπορεί να το επιτελέσει ένας φιλόσοφος ή ένας
κοινωνικός επιστήμονας, που ενστερνίζεται την άποψη ότι οι απλοί και κοινοί άνθρωποι
διαδραματίζουν ασήμαντο ρόλο στα ιστορικά δρώμενα και ότι οι μείζονες εξελίξεις καθορίζονται
από τη δράση Μεγάλων Εθνών, Ηγετών, Τάξεων ή Ιδεών. Αν κάποιος χαρισματικός φιλόσοφος
καταφέρει να συλλάβει τους νόμους της ιστορικής ανάπτυξης, θα έχει τη δυνατότητα να περιγράψει
τις μελλοντικές εξελίξεις46 και να μας δώσει πρακτικές συμβουλές για την επίτευξη της επιτυχίας
και την αποφυγή της αποτυχίας.
Ο ιστορικισμός εμφανίζεται με διάφορες μορφές. Υπάρχει ο νατουραλιστικός ιστορικισμός που
τοποθετεί ένα νόμο της φύσης στη θέση της αρχής που προσδιορίζει την ιστορική ανάπτυξη. 47 Ένας
πνευματικός ιστορικισμός τοποθετεί σε αυτή τη θέση ένα νόμο πνευματικής ανάπτυξης και ένας
οικονομικός ιστορικισμός ένα νόμο οικονομικής ανάπτυξης. 48 Ένας θεϊστικός ιστορικισμός
αναγνωρίζει στο πρόσωπο του θεού το συγγραφέα του έργου που λαμβάνει χώρα πάνω στη σκηνή

44 Παρατίθεται η επιχειρηματολογία του Popper από την ενότητα Ο ιστορικισμός και ο μύθος του πεπρωμένου. Βλ.
Καρλ Πόππερ, Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της: η γοητεία του Πλάτωνα, μτφρ. Ειρήνης Παπαδάκη, Δωδώνη,
Αθήνα 1991, τομ. 1, σ. 44-47.
45 Οι οπαδοί του ιστορισμού διατείνονταν ότι οι νόμοι των κοινωνικών επιστημών, αν υπάρχουν, πρέπει να είναι
ποιοτικοί, επειδή δεν υπήρχε τρόπος να υπολογιστούν ποσοτικά οι ιδιότητες των κρατών, των οικονομικών
συστημάτων και των μορφών διακυβέρνησης. Η ποιότητα, όμως, μπορεί να αξιολογηθεί μόνο μέσω της
διαίσθησης. Βλ. Frederic Raphael, Πόπερ: ο ιστορισμός και η πενία του, Ενάλιος, Αθήνα 2007, σ. 44.
46 Ο Popper υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να προβλέψουν το μέλλον με ακρίβεια,
επειδή είναι αδύνατο να γνωρίζουν στο παρόν αυτά που οι ίδιοι ή κάποιοι άλλοι θα γνωρίζουν στο μέλλον. Βλ.
Frederic Raphael, ο. π., σ. 50.
47 Η ιστορικιστική επανάσταση είχε μικρό αντίκτυπο στη βασική, αυταρχική δομή της ευρωπαϊκής σκέψης. Η
νατουραλιστική επανάσταση ενάντια στο θεό αντικατέστησε το όνομα “θεός” με το όνομα “φύση” και δεν άλλαξε
τίποτε άλλο. Η θεολογία, η Επιστήμη του Θεού, αντικαταστάθηκε με την Επιστήμη της Φύσης· οι νόμοι του θεού
από τους νόμους της φύσης. Το σχέδιο του θεού και η κρίση του θεού από τη φυσική επιλογή. Ο θεολογικός
ντετερμινισμός αντικαταστάθηκε από έναν νατουραλιστικό ντετερμινισμό. Βλ. Καρλ Πόππερ, Η ένδεια του
ιστορικισμού, μτφρ. Αθανάσιος Σαμαρτζής, Ευρασία, Αθήνα 2005, σ. 32-33.
48 Σύμφωνα με τον Popper οι Hegel και Μαρξ αντικατέστησαν τη θεά Φύση με τη θεά Ιστορία. Οι νόμοι της Ιστορίας
πήραν τη θέση των νόμων της φύσης, όπως συνέβη και με τα σχέδια και τις δυνάμεις της Ιστορίας. Ο ιστορικός
ντετερμινισμός κατέστη παντοδύναμος. Όσοι αντιστέκονταν στην ιστορική ροή αντικατέστησαν τους αμαρτωλούς
έναντι του θεού. Βλ. Καρλ Πόππερ, ο. π., σ. 33.

21
της ιστορίας. Γι’ αυτόν η κινητήρια δύναμη του ιστορικού πεπρωμένου είναι η θεϊκή βούληση, η
οποία είναι πιθανό να χρησιμοποιήσει ως όργανο έκφρασής της έναν εκλεκτό και περιούσιο λαό.49
Ο θεϊστικός ιστορικισμός και το δόγμα του εκλεκτού λαού προέκυψαν από μια μορφή φυλετικής,
κοινωνικής ζωής. Στο φυλετισμό η έμφαση αποδίδεται στην πολύ μεγάλη σπουδαιότητα της φυλής,
χωρίς την οποία το άτομο δεν έχει καμία αξία. Υπάρχουν μορφές ιστορικισμού, που δεν βασίζονται
στο φυλετισμό, αλλά διατηρούν κάποια στοιχεία κολεκτιβισμού. Σε αυτή την περίπτωση η ύψιστη
σπουδαιότητα αποδίδεται σε μια ομάδα ή ένα σύνολο (π.χ. μια κοινωνική τάξη), χωρίς τα οποία το
άτομο δεν είναι τίποτα.
Βασικό χαρακτηριστικό του ιστορικισμού είναι η ύπαρξη ενός απόμακρου στο χρόνο σημείου,
που θεωρείται ο έσχατος στόχος της ιστορικής εξέλιξης. Η πορεία που πρέπει να διανυθεί, για να
φτάσουν οι άνθρωποι σε αυτό το στόχο, είναι πολύ μεγάλη και γεμάτη από περίπλοκους ελιγμούς.
Όλα τα ιστορικά γεγονότα πρέπει να ενταχθούν σε ένα ερμηνευτικό σχήμα, που τα θεωρεί βήματα
προσέγγισης ή εμπόδια προς τη βαθμιαία κατάκτηση του έσχατου στόχου. Όσοι αποδεχτούν αυτή
την πορεία, θα αντλήσουν από αυτό το ερμηνευτικό σχήμα τη βεβαιότητα ότι σταδιακά
προσεγγίζεται ο απώτατος σκοπός.
Ο ρατσισμός στη θέση του εκλεκτού λαού τοποθετεί την εκλεκτή φυλή, η οποία λειτουργεί ως το
όργανο του πεπρωμένου που θα κληρονομήσει τη γη. Στην ιστορική φιλοσοφία του Marx στη θέση
του εκλεκτού λαού τοποθετείται η εκλεκτή (εργατική) τάξη, η οποία συμβάλλοντας στη δημιουργία
της αταξικής κοινωνίας θα επιτελέσει τον ιστορικό της ρόλο. Στην περίπτωση του ρατσισμού ο
βιολογικός νόμος του αίματος καθορίζει το πεπρωμένο της εκλεκτής φυλής, ενώ στην περίπτωση
της μαρξικής φιλοσοφίας ο οικονομικός νόμος της ιστορικής εξέλιξης προσδιορίζει τη δράση της
εργατικής τάξης.

Σχολιασμός: Σε αυτή την ενότητα ο Popper αναφέρεται εν συντομία στον ιστορικισμό δίνοντας
ένα πολύ γενικό περίγραμμα των χαρακτηριστικών του. Ήδη ένα χρόνο πριν την έκδοση της
Ανοιχτής Κοινωνίας και των Εχθρών της, το 1944, είχε αρχίσει να δημοσιεύει σε τεύχη του
περιοδικού Economica σχετική εργασία του, που το 1957 έλαβε τη μορφή μονογραφίας με τον
τίτλο Η Ένδεια του Ιστορικισμού.

49 Ο Popper υποστήριξε ότι η εβραϊκή ιδέα ενός περιούσιου λαού ήταν μια χαρακτηριστική ιστορικιστική ιδέα.
Σύμφωνα με την ιδέα αυτή η ιστορία είχε ένα σχέδιο, το οποίο συνέταξε ο Ιεχωβάς, και το σχέδιο αυτό μπορούσε
εν μέρει να εξιχνιασθεί από τους προφήτες. Με αυτό τον τρόπο εκφράστηκε ένα από τα παλαιότερα όνειρα της
ανθρωπότητας, το όνειρο της προφητείας· το όνειρο ότι μπορούμε να γνωρίσουμε τι μας επιφυλάσσει το μέλλον
και ότι μπορούμε να επωφεληθούμε από τούτη τη γνώση, προσαρμόζοντας σε αυτήν τις πράξεις μας. Βλ. Καρλ
Πόππερ, ο. π., σ.16.

22
Για τον Popper «το να είναι κανείς ιστορικιστής 50 σημαίνει να πιστεύει ότι υπάρχουν ιστορικοί
νόμοι ή ακόμη και ένας νόμος ιστορικής ανάπτυξης, ότι, δηλαδή, η Ιστορία ακολουθεί κάποιο
μοντέλο ή και σκοπό, που κεντρικό καθήκον των κοινωνικών επιστημών είναι να ανακαλύψουν, και
ότι αυτοί οι νόμοι θα πρέπει να καθορίζουν την κατεύθυνση της πολιτικής δράσης και της
κοινωνικής πολιτικής».51
Οι θεωρητικοί, που στοχάζονταν με βάση τις αρχές του ιστορικισμού, στηρίζονταν σε ένα σύνολο
ψευδο-επιστημονικών και ανορθολογικών θεωριών για την εξέλιξη της ιστορίας και τους
υποτιθέμενους νόμους της. Βασική πεποίθησή τους ήταν ότι η ιστορία έχει μια αναπόφευκτη
πορεία και έναν αμετάβλητο τελικό προορισμό, από τον οποίο δεν μπορεί να παρεκκλίνει.
Θεωρούσαν ότι υπάρχει μια αναλογία μεταξύ των φυσικών και των κοινωνιολογικών νόμων και
παρέβλεπαν τις μεγάλες διαφορές ανάμεσα στη φυσική και την κοινωνιολογία. Ενώ οι φυσικοί
νόμοι ισχύουν το ίδιο σε όλες τις περιστάσεις, δίχως να επηρεάζονται από το χώρο και το χρόνο, οι
νόμοι της κοινωνικής ζωής είναι απόλυτα εξαρτημένοι από τη συγκυρία και τις συνθήκες. Ως
ανθρώπινα δημιουργήματα υπόκεινται σε αλλαγές, που καθορίζονται από την ανθρώπινη βούληση
και τις κοινωνικές ή οικονομικές συνθήκες.52
Ο Popper διαφωνούσε με την άποψη ότι οι κοινωνικές επιστήμες έπρεπε να διατυπώνουν
προβλέψεις, οι οποίες θα μπορούσαν να μας συνδράμουν, ώστε να ασκήσουμε επιτυχώς την
πολιτική. Αντιμετώπιζε τον ιστορικισμό ως το κατάλοιπο μιας ξεπερασμένης δεισιδαιμονίας, αν και
πολλοί άνθρωποι τον θωρούσαν μια προοδευτική και επαναστατική θεωρία. 53
Τόνιζε ότι η ιστορική μέθοδος του μαρξισμού συνέβαλε αρκετά στη διάδοση των ιστορικιστικών
απόψεων. Η διάδοση αυτή βασίστηκε σε τρεις κεντρικές ιδέες: α) ότι είναι δυνατό να προβλέψουμε
τις κοινωνικές επαναστάσεις, όπως οι φυσικοί επιστήμονες μπορούν να προβλέπουν με ακρίβεια
κάποια φυσικά φαινόμενα (π.χ. τις ηλιακές εκλείψεις), β) ότι οι κοινωνικές επιστήμες, όπως και οι
φυσικές, μπορούν να διατυπώσουν (ιστορικές) προβλέψεις και γ) ότι η πολιτική με εργαλείο αυτές
τις προβλέψεις μπορεί να μειώσει τις αρνητικές συνέπειες των μελλοντικών εξελίξεων και να
επιταχύνει τα επερχόμενα γεγονότα.

50 Ο ιστορικισμός έχει και μια δεύτερη σημασία, που την εισηγήθηκαν Γερμανοί φιλόσοφοι του 19ου αιώνα και
πρεσβεύει ότι η γνώση για τα ανθρώπινα ζητήματα, τους θεσμούς, τα οικονομικά και πολιτικά συστήματα, τα έργα
τέχνης κ.α., θα πρέπει πάντα να διαμορφώνεται στο πλαίσιο του ιστορικού περιβάλλοντος τους. Ακόμη, η γνώση
των ανθρώπινων ζητημάτων δεν θα πρέπει να βασίζεται σε νόμους ανεξάρτητους από την ιστορική συγκυρία της
εμφάνισης τους και δεν θα πρέπει να συγχέεται με τη γνώση των φυσικών επιστημών, η οποία υπαγορεύεται από
καθολικούς νόμους, που δεν εξαρτώνται από τους ανθρώπους. Βλ. λήμμα Ιστορικισμός στο Θεοδόσης Πελεγρίνης,
Λεξικό της Φιλοσοφίας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2004, σ. 299.
51 Απόσπασμα από το λήμμα Ιστορικισμός στο Φιλοσοφικό Λεξικό του Cambridge, επιμ. Robert Audi, Κέδρος,
Αθήνα 2011, σ. 491.
52 Για τη διαφορά μεταξύ φυσικών και κοινωνικών νόμων βλ. Frederic Rarhael, ο. π., σ.25-31.
53 Καρλ Πόππερ, ο. π., σ. 11-14.

23
Οι μακροπρόθεσμες κοινωνιολογικές προβλέψεις είναι έωλες, επειδή δεν υπάρχουν
απομονωμένα, στάσιμα και επαναλαμβανόμενα κοινωνικά συστήματα. Όμως και στη φύση τα
συστήματα αυτά είναι εξαιρετικά σπάνια. Μπορεί να μας εντυπωσιάζει η μακροπρόθεσμη
πρόβλεψη των ηλιακών εκλείψεων, αλλά αυτό οφείλεται στον ειδικό χαρακτήρα του ηλιακού μας
συστήματος, που είναι ένα στάσιμο και επαναληπτικό σύστημα, επειδή ο αχανής κενός χώρος, που
το περιβάλλει, το κρατά απομονωμένο από τις εξωτερικές επιδράσεις άλλων μηχανικών
συστημάτων.54
Ο Popper ήταν αντίθετος με την κατασκευή κλειστών φιλοσοφικών συστημάτων και πίστευε ότι
οι φιλόσοφοι πρέπει να μελετήσουν τις κριτικές μεθόδους της επιστήμης. Αντιλαμβανόταν την
ενασχόληση με τη φιλοσοφία ως μια ελεύθερη, κριτική και ορθολογική διαδικασία για την
προσέγγιση της αλήθειας και την επίλυση σοβαρών ανθρώπινων προβλημάτων, όπως η φτώχεια, η
αδικία, οι φυλετικές διακρίσεις κ.ά.55
Ο Πλάγγεσης για την απόδοση στον Πλάτωνα της κατηγορίας του ιστορικισμού επισημαίνει πως
έχει σημασία, αν οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις είναι πραγματοποιήσιμες, και παραδέχεται πως
ως ένα βαθμό αυτό ισχύει. Αυτό συμβαίνει, επειδή πρόκειται για την αρχαία ελληνική πόλη–κράτος
και επειδή ο Πλάτωνας είχε υπόψη του τη δημιουργία νέων πόλεων με τη διαδικασία του
αποικισμού, όπου ένας νομοθέτης όριζε το πλαίσιο της λειτουργίας τους.56
Ο Raphael αναγνωρίζει ότι ο Popper είχε δίκαιο για την κριτική του στην πεποίθηση των
ιστοριστών ότι γνωρίζουν διαισθητικά τους νόμους της ιστορικής αλλαγής και που θεωρούσε ότι οι
απόψεις τους ήταν ένα σύνολο μεταφυσικών και μη επιστημονικών αντιλήψεων, που
προσπαθούσαν να τις εμφανίσουν ως επιστημονικές.57
Ο Δεσποτόπουλος ισχυρίζεται πως ο Πλάτωνας ήταν τοποθετημένος στους αντίποδες του
ιστορισμού. Οι αληθινοί φιλόσοφοι πρέπει να εφεύρουν μια νέα κοινωνική δομή χωρίς καμία
βοήθεια από τα επιτεύγματα του παρελθόντος και γι’ αυτό πρέπει να βασίζονται στην υπερβατική
τους έμπνευση και σε μια μέθοδο δράσης πρακτικά εμπειρική.58

54 Για τη συμβολή του μαρξισμού στη διάδοση του ιστορικισμού και για τις μακροπρόθεσμες προβλέψεις βλ. Καρλ
Πόππερ, ο. π., σ. 14-15 & 18-19.
55 Σπύρος Μακρής, Karl Popper: διαψευσιμότητα, ιστορικισμός και ανοιχτή κοινωνία, Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2013, σ.
107.
56 Γιάννης Πλάγγεσης, Αρχαία ελληνική πολιτική και κοινωνική φιλοσοφία: σοφιστές, Πλάτων, Αριστοτέλης, Βάνιας,
Θεσσαλονίκη 2010, σ. 218-219.
57 Frederic Raphael, ο. π., σ. 82-84.
58 Κωνσταντίνος Ι. Δεσποτόπουλος, Πολιτική φιλοσοφία του Πλάτωνος, Παπαζήσης, Αθήνα 1980, 136-137.

24
2.1.β Ηράκλειτος: η αναζήτηση σταθερότητας στην αέναη αλλαγή
Η θέση του Popper.59 Ο Popper υποστηρίζει ότι οι ιστορικιστικές αντιλήψεις στην αρχαία
ελληνική σκέψη εμφανίστηκαν από τον Ηράκλειτο και έπειτα. Ο Όμηρος δεν αναφερόταν τόσο
στην ενότητα της ιστορίας, όσο στην έλλειψη μιας τέτοιας ενότητας. Οι ομηρικοί θεοί δεν
υπαγόρευαν κάποιους γενικούς νόμους.60 Στον ομηρικό κόσμο, όπως και στον ιουδαϊκό, υφίστατο η
αντίληψη ότι υπήρχαν δυνάμεις που δρούσαν παρασκηνιακά και ένα ορισμένο αίσθημα
πεπρωμένου. Όμως, αυτό δεν αποκαλυπτόταν και έμενε απροσδιόριστο.
Ο Ησίοδος ήταν ο πρώτος Έλληνας που εισήγαγε ένα ιστορικιστικό δόγμα, που ίσως
αντανακλούσε την επίδραση που είχε δεχτεί από ανατολικές πηγές. Θεωρούσε ότι υπάρχει ένα
γενικό ρεύμα ή μια τάση στην εξέλιξη των ιστορικών πραγμάτων. 61 Η τάση αυτή είχε απαισιόδοξη
χροιά, επειδή υιοθετούνταν η ιδέα ότι το ανθρώπινο γένος πορευόταν σε μια κατιούσα διαδρομή
από τη Χρυσή Εποχή και μετά και ήταν προορισμένο να εκφυλιστεί σε φυσικό και ηθικό επίπεδο.
Ο Ηράκλειτος ήταν ο πρώτος φιλόσοφος που διατύπωσε την ιδέα της αλλαγής. Η ιδιοφυΐα του
τον βοήθησε να ξεπεράσει τη φυσική προσέγγιση των Ιώνων φιλοσόφων για τον κόσμο, τον οποίο
αντιλαμβάνονταν σαν ένα πελώριο οικοδόμημα, που είχε κατασκευαστεί από ορισμένα υλικά
στοιχεία.62 Μέχρι τότε η φιλοσοφία περιοριζόταν στη διερεύνηση του αρχικού υλικού από το οποίο
είχε κατασκευαστεί ο κόσμος. Ο Ηράκλειτος εισήγαγε την ιδέα ότι όλα τα παραπάνω δεν υπήρχαν.
Ο κόσμος δεν υπήρχε ως ένα ενιαίο οικοδόμημα με σταθερή δομή. Αντίθετα, συνέλαβε τον κόσμο
περισσότερο σαν μια εν εξελίξει διαδικασία· ως την ολότητα όλων των συμβάντων ή αλλαγών
παρά ως ένα άθροισμα πραγμάτων. Αυτή η αντίληψη αποτυπώθηκε και σε ρήσεις του όπως: «Τα
πάντα ρέουν και τίποτα δεν παραμένει το ίδιο» ή «ο κόσμος, στην καλύτερη όψη του, είναι σαν
ένας σωρός άχρηστων πραγμάτων που είναι τυχαία πεταμένα».
Ο Popper υποστηρίζει ότι οι ιδέες του Ηρακλείτου οφείλονταν σε τρομακτικές, προσωπικές του
εμπειρίες, που προκλήθηκαν από τις πολιτικοκοινωνικές αναστατώσεις 63 της εποχής του. Η
σημαντικότερη εξ αυτών ήταν η υποχώρηση της δύναμης της φυλετικής αριστοκρατίας 64 και η

59 Παρατίθεται η επιχειρηματολογία του Popper από την ενότητα Ηράκλειτος. Βλ. Καρλ Πόππερ, Η ανοιχτή κοινωνία
και οι εχθροί της: η γοητεία του Πλάτωνα, μτφρ. Ειρήνης Παπαδάκη, Δωδώνη, Αθήνα 1991, τομ. 1, σ. 48-57.
60 Το ομηρικό πάνθεον ήταν ποικιλόμορφο και δεν υπήρχε μια κοινή συνισταμένη, που να εκφράζει τη θεϊκή
βούληση.
61 Ο Lesky σημειώνει ότι “η θεογονία περιγράφει από τη μια μεριά μία εξέλιξη, από την άλλη όμως μία κατάσταση,
που δημιουργήθηκε με το πέρασμα του χρόνου στον κόσμο, μέσα στον οποίο είμαστε υποχρεωμένοι να ζούμε...η
κεντρική γραμμή της εξέλιξης δίνεται με την διαδοχή των τριών θεοτήτων που κυβερνούν τον κόσμο: Ουρανού,
Κρόνου, Δία. Η αλλαγή της κυριαρχίας γίνεται με τη βία”. Βλ. Albin Lesky, Ιστορία της αρχαίας ελληνικής
λογοτεχνίας, μτφρ. Αγαπητού Γ. Τσοπανάκη, Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1981, σ.152.
62 Ο Θαλής είχε επιλέξει ως πρωταρχικό στοιχείο του κόσμου το νερό, ο Αναξιμένης τον αέρα και ο Αναξίμανδρος το
άπειρο. Το γεγονός ότι καταδείξανε ένα υλικό, από το οποίο γεννιούνται όλα τα άλλα, προσδίδει στην
πραγματικότητα τάξη και οργάνωση. Βλ. Βασίλης Κάλφας & Γιώργος Ζωγραφίδης, ο. π., σ. 27.
63 Κάτι ανάλογο προτείνει και για τον Πλάτωνα, για να ερμηνεύσει τις πολιτικές του επιλογές.
64 Η επιδίωξη της αριστείας στον πόλεμο και στους αγώνες δημιούργησε ανταγωνιστικό κλίμα και ενίσχυσε την
ατομική συνείδηση, με αποτέλεσμα η αριστοκρατία να περιέλθει σε μια εσωτερική κρίση. Επιπλέον, υπήρχαν

25
παραχώρηση της θέσης της στις νέες δημοκρατικές δυνάμεις που αναδύονταν δυναμικά στο
κοινωνικό προσκήνιο. Ο Ηράκλειτος σε αυτή τη διαμάχη τάχθηκε στο πλευρό των αριστοκρατών,
που ενστερνίζονταν τα κοινωνικά και θρησκευτικά ταμπού και θεωρούσαν ότι ο καθένας έχει μια
ορισμένη θέση εντός της κοινωνικής δομής δοσμένη από τις δυνάμεις που κυβερνούν τον κόσμο. 65
Η έμφαση στην κοινωνική αλλαγή είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του ιστορικισμού.
Στην ηρακλείτεια φιλοσοφία υπερτονίζεται η αλλαγή, η οποία όμως συνδυάζεται με την πίστη σε
έναν άτεγκτο και αναλλοίωτο νόμο πεπρωμένου. Με αυτό τον τρόπο η αλλαγή ταυτίζεται με κάτι
αμετάβλητο, που λαμβάνει τη μορφή ενός σταθερού νόμου. 66 Ο Ηράκλειτος, αν και είχε
προσδιορίσει όλα τα υλικά στοιχεία ως μετασχηματισμούς του πυρός, διέκρινε στη διαδικασία αυτή
ένα νόμο της πεπρωμένης τάξης. Κάθε διαδικασία που συνέβαινε στον κόσμο αναπτυσσόταν
σύμφωνα με ένα ορισμένο και αναλλοίωτο νόμο.
Η ιστοριστική ιδέα ενός αμείλικτου πεπρωμένου συχνά συνοδεύεται από ένα στοιχείο
μυστικισμού. Οι ιστορικιστές τείνουν να περιφρονούν τους εμπειρικά σκεπτόμενους διανοητές.
Από την άλλη, θεωρούν πως είναι φορείς μιας μυστικιστικής ικανότητας, που τους βοηθά στην
ενορατική κατανόηση όσων συμβαίνουν. Την ικανότητα αυτή την έχουν οι εκλεκτοί, οι οποίοι
βρίσκονται σε εγρήγορση και είναι σε θέση να βλέπουν, να ακούν και να κατανοούν τη σκέψη που
διακυβερνά τα πάντα φτάνοντας έτσι στην κατάκτηση της σοφίας.

Σχολιασμός: Σε αυτή την ενότητα ο Popper αναφέρεται σε βασικά στοιχεία της φιλοσοφίας του
Ηρακλείτου και του Παρμενίδη, τα οποία ο Πλάτωνας προσπάθησε να συγκεράσει στο δικό του
φιλοσοφικό σύστημα. Ακόμη, προσπαθεί να ερμηνεύσει τα αίτια, δηλαδή τις κοινωνικές
αναστατώσεις, που οδήγησαν το σοφό της Εφέσου στη διατύπωση των συγκεκριμένων ιδεών.
Ο Ηράκλειτος γεννήθηκε στην Έφεσο το 540 π.Χ. και καταγόταν από ιερατική και αριστοκρατική
οικογένεια, οι καταβολές της οποίας αναγόταν στο βασιλιά της Αθήνας Κόδρο. Δεν συμμετείχε στα
κοινά της Εφέσου και είχε κακές σχέσεις με τους συμπολίτες του, επειδή είχαν εξορίσει τον
καλύτερό τους Ερμόδωρο. Για τους ανθρώπους έλεγε ότι μόνο με τη βία μπορούν να ενεργήσουν
ενδοταξικές συγκρούσεις για την εξουσία και διαφορά πλούτου στους αριστοκράτες μετά από πολέμους. Η
ανάπτυξη της βιοτεχνίας και του εμπορίου ενίσχυσε τα μεσαία στρώματα και έπληξε την ισχύ της γαιοκτησίας. Οι
πολίτες δεν κρίνονταν πια από την καταγωγή, αλλά από την περιουσία. Το πολίτευμα έγινε τιμοκρατικό. Βλ. Ρώμας
Χρίστος, «Η κρίση της αριστοκρατικής κοινωνίας», στο: Ιστορία των Ελλήνων: αρχαϊκοί χρόνοι, Δομή, Αθήνα χ.χ.,
τομ. 2, σ. 424-437.
65 Ο Ηράκλειτος στήριζε την ευτυχία της πολιτείας στους νομοταγείς πολίτες, που έπρεπε να αγωνίζονται για το νόμο
όπως αγωνίζονταν για να υπερασπιστούν το κάστρο τους. Όμως, ταύτιζε το νόμο με την υπακοή στη θέληση του
ενός. Η αντιπάθεια του για τη δημοκρατία αυξήθηκε μετά την εξορία του φίλου του Ερμόδωρου. Βλ. Τσέλλερ-
Νέστλε, Ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας, μτφρ. Χ. Θεοδωρίδη, Εστία, Αθήνα 1994, σ. 60.
66 Ο M. Veggeti σημειώνει ότι “οι ανόητοι...δέσμιοι της ψευδαίσθησης του χρόνου, υποστηρίζουν ότι το γίγνεσθαι
οδηγεί σε κάποιον προορισμό, και δεν καταλαβαίνουν ότι τα πάντα μεταβάλλονται μόνο και μόνο για να
παραμείνουν ίδια μέσα σε μια κυκλική επανάληψη, σύμφωνα με τον αμετάβλητο νόμο του λόγου....δεν
καταλαβαίνουν ότι ο χειρούργος τραυματίζει για να θεραπεύσει, ότι χωρίς τη νύχτα δεν θα υπήρχε η μέρα, χωρίς
την οδύνη δεν θα υπήρχε η χαρά”. Βλ. Mario Veggeti, ο. π., σ. 89.

26
για το καλό τους. Από το έργο του σώθηκαν περίπου 130 αποσπάσματα με αινιγματικό, δυσνόητο,
πυκνό και αφοριστικό περιεχόμενο και γι’ αυτό αποκλήθηκε «ο σκοτεινός φιλόσοφος».
Στην ιστορία της φιλοσοφίας ο Παρμενίδης θεωρήθηκε ο μεγάλος αντίπαλος του Ηρακλείτου. Αν
και σύγχρονοι, δεν ήρθαν σε επαφή, ούτε ενεπλάκησαν σε κάποια αντιπαράθεση. Η αντιπαλότητά
τους μάλλον κατασκευάστηκε εκ των υστέρων. Ο Παρμενίδης τάχθηκε υπέρ της απόλυτης
ακινησίας των πραγμάτων. Διακήρυξε ότι το ον, αυτό που υπάρχει, είναι αγέννητο, άφθαρτο,
μοναδικό, ακλόνητο και πλήρες. Δεν εμπιστευόταν τις αισθήσεις. Υποστήριζε ότι καθετί που
αντιλαμβανόμαστε μέσω αυτών είναι ψευδές. Η εικόνα που μας μεταφέρουν για τον κόσμο είναι
ασταθής και αβέβαιη και μας δημιουργεί σύγχυση. Μόνο η καθαρή σκέψη μπορεί να μας οδηγήσει
στην αλήθεια. Τις παραπάνω απόψεις ο Πλάτωνας τις υιοθέτησε σχεδόν στο σύνολό τους και τις
περιέλαβε στη θεωρία των Ιδεών προσπαθώντας παράλληλα να μειώσει το χάσμα που τις χώριζε
από την απτή πραγματικότητα. Ο Πλάτωνας σε πολύ νεαρή ηλικία είχε διδαχτεί τη φιλοσοφία του
Ηρακλείτου από το δάσκαλό του Κρατύλο.
Ο Ηράκλειτος είναι ο φιλόσοφος της αέναης αλλαγής. Διαφοροποιείται από την προηγούμενη
ιωνική παράδοση στο ό,τι δεν επικεντρώνεται στη φύση, αλλά στο νόημά της. Ενδιαφέρεται για το
πώς ο άνθρωπος κατανοεί τον κόσμο που τον περιβάλλει, για τη θέση του σε αυτόν και για το πώς
αντιλαμβάνεται τον εαυτό του. Χρησιμοποιεί έννοιες όπως φωτιά, πόλεμος και έριδα, επειδή
εκφράζουν την αστάθεια του κόσμου. Ο κόσμος ταυτίζεται με τη φωτιά, που είναι το πιο
ευμετάβλητο στοιχείο της φύσης. Δεν είναι όμως συστατικό στοιχείο του, όπως το νερό για το
Θαλή, αλλά το νόημά του. Η φωτιά δείχνει την αντιθετική δομή του κόσμου, χωρίς όμως οι
αντιθέσεις να αναιρούν την ενότητά του. Η ενότητα του κόσμου και η εξισορρόπηση των αντιθέτων
διασφαλίζονται από την παρουσία του λόγου, που αποτρέπει την καταστροφή του λόγω των
διαρκών μεταβολών. Ο πραγματικός σοφός μπορεί να συλλάβει την ενότητα των αντιθέτων. 67
Ο Ηράκλειτος έβλεπε την ενότητα μέσα στον κόσμο της αλλαγής. Υποστήριζε ότι στους
φυσικούς μετασχηματισμούς παρενέβαιναν αντιθέσεις, όπως του θερμού και του ψυχρού ή του
υγρού και του ξηρού. Το κάθε στοιχείο δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς το αντίθετο του και
χωρίς τα αντίθετα δεν θα μπορούσε να υπάρξει ο κόσμος. Στη σύγκρουση των αντιθέτων υπάρχει
μια αρμονία, που στηρίζει τον κόσμο. Η πηγή της βαθύτερης ενότητας ήταν ο νόμος της αλλαγής
και της αντίθεσης.68 Η διατύπωση ενός τέτοιου νόμου με καθολική ισχύ έκανε τον Popper να
εντάξει τον Ηράκλειτο στη χορεία των φιλοσόφων που υποστήριζαν ιστορικιστικές θέσεις.

67 Για τον Ηράκλειτο και τον Παρμενίδη βλ. Βασίλης Κάλφας & Γιώργος Ζωγραφίδης, ο. π., σ. 61-67 και το λήμμα
Ηράκλειτος ο Εφέσιος στο θεοδόσης Πελεγρίνης, ο. π., σ. 832-833.
68 Βλ. το λήμμα Ηράκλειτος στο Φιλοσοφικό Λεξικό του Cambridge, ο. π., σ. 399-400.

27
2.1.γ Η θεωρία των Μορφών ή των Ιδεών
Η θέση του Popper.69 Ο Πλάτωνας υπέφερε σε μεγάλο βαθμό από την πολιτική αστάθεια και
ανασφάλεια της εποχής του. Από νωρίς έτρεφε μεγάλο ζήλο για την πολιτική δράση, όμως τον
απογοήτευε το γεγονός ότι έβλεπε τα πάντα γύρω του να μεταβάλλονται άσκοπα. Ο Popper
θεωρούσε πως το θεμελιακό κίνητρο της πλατωνικής φιλοσοφίας προέκυψε από αυτή την
αντίληψη, πως τα πάντα τελούν σε κατάσταση ροής. Ο Πλάτωνας κατέληξε σε ένα νόμο ιστορικής
ανάπτυξης που ταύτιζε κάθε κοινωνική αλλαγή με τη διαφθορά και τον εκφυλισμό. Όλα όσα ήταν
σε κατάσταση ροής, ήταν προορισμένα να παρακμάσουν. Ωστόσο, οι άνθρωποι μπορούσαν
προσπαθώντας πολύ να ανακόψουν αυτή την πορεία. Ο νόμος της παρακμής μπορούσε να
ανασταλεί από την ηθική βούληση των ανθρώπων και με την εμφάνιση και τη δράση ενός μεγάλου
νομοθέτη, οι νοητικές ικανότητες και η βούληση του οποίου θα ανέκοπταν τον πολιτικό ξεπεσμό. 70
Πίστευε ότι ήταν δυνατό να ανακοπεί η επέκταση της διαφθοράς με την αναστολή κάθε πολιτικής
αλλαγής. Αυτό το πρόταγμα κατέστη η βασική πολιτική του επιδίωξη, την οποία προσπάθησε να
υλοποιήσει περιγράφοντας μια πολιτεία απαλλαγμένη από τα αρνητικά στοιχεία όλων των
προηγούμενων πολιτικών καθεστώτων. Αυτή η πολιτεία, που θα ήταν αμετάβλητη και δεν θα
εκφυλιζόταν, θα ήταν άριστη. Ο Πλάτωνας, υπό την επίδραση του Παρμενίδη 71, πίστευε πως σε
κάθε τι που αλλοιώνεται και παρακμάζει, αντιστοιχεί ένα τέλειο και άφθαρτο ον.
Ο ιστορικισμός του Πλάτωνα είχε συγκεκριμένα όρια. Αυτό φαίνεται από την πεποίθησή του ότι
ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να παρέμβει στην ιστορική εξέλιξη και να ανακόψει τη φθορά
αναστέλλοντας οποιαδήποτε αλλαγή. Για έναν ασυμβίβαστο και προωθημένο ιστορικισμό δεν
νοείται ότι ο άνθρωπος μπορεί να αλλάξει τους νόμους του ιστορικού πεπρωμένου, ακόμη και αν
τους γνωρίζει.
Ο Popper αντιπαρέθεσε στον ιστορικισμό την εκ διαμέτρου αντίθετη στάση της κοινωνικής
μηχανικής. Ο κοινωνικός μηχανικός πιστεύει ότι ο άνθρωπος είναι κύριος του πεπρωμένου του και
ότι έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει ή να αλλάξει την ιστορία, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τις
παρεμβάσεις του στη φύση. Πιστεύει πως οι άνθρωποι επιλέγουν και δημιουργούν οι ίδιοι τους
στόχους τους και ότι δεν τους επιβάλλονται έξωθεν.
Ο κοινωνικός μηχανικός ενδιαφέρεται ελάχιστα για την προέλευση των θεσμών ή για τις αρχικές
προθέσεις των δημιουργών τους, επειδή γνωρίζει ότι οι θεσμοί στην πλειονότητά τους δεν είναι
69 Παρατίθεται η επιχειρηματολογία του Popper από την ενότητα Η θεωρία των Μορφών ή Ιδεών του Πλάτωνα. Βλ.
Καρλ Πόππερ, ο. π., σ. 58-81.
70 Ο Πλάτωνας με τα τρία του ταξίδια στη Σικελία προσπάθησε να εφαρμόσει αυτή την ιδέα ως καθοδηγητής του
τυράννου των Συρακουσών, που με την κατάλληλη εκπαίδευση θα προσέγγιζε το πρότυπο του φιλοσόφου-βασιλιά.
71 Η πλατωνική θεωρία των Ιδεών, που αναφέρεται στην ύπαρξη δύο κόσμων, του αισθητού και του ιδεατού, θα
μπορούσε να εκληφθεί ως σύνθεση της παρμενίδειας και της ηρακλείτειας φιλοσοφίας. Από τη μια βρίσκεται ο
αμετάβλητος και αιώνιος κόσμος του Είναι και από την άλλη ο κόσμος της αέναης μεταβολής. Βλ. Νίκος Αυγελής:
Εισαγωγή στη φιλοσοφία, Αντ. Σταμούλης, Θεσσαλονίκη 2012, σ. 205.

28
συνειδητά σχεδιασμένοι, αλλά έχουν προκύψει τυχαία. Αυτό που έχει σημασία είναι, αν ο θεσμός
έχει τη δυνατότητα να υπηρετήσει αποτελεσματικά τους στόχους της κοινωνίας. Οι θεσμοί
προσεγγίζονται με ορθολογικό τρόπο, αντιμετωπίζονται ως μέσα για την υλοποίηση συγκεκριμένων
στόχων και αξιολογούνται με κριτήριο την καταλληλότητα, την αποτελεσματικότητα και την
απλότητά τους.72
Ο οπαδός του ιστορικισμού, από την άλλη, ενδιαφέρεται περισσότερο για την ιστορία (καταγωγή,
ανάπτυξη, σημασία) των κοινωνικών θεσμών, παρά για τη λειτουργικότητά τους στο παρόν.
Επιμένει στην εξέταση της προέλευσης και του προορισμού τους, για να αποτιμήσει το ρόλο τους.
Τους αντιμετωπίζει ως «θελήματα του Θεού ή της Μοίρας» ή ως «παράγοντες που υπηρετούν
σημαντικά ιστορικά ρεύματα».73
Η πολιτική και κοινωνική φιλοσοφία του Πλάτωνα αποτελεί το πρωϊμότερο παράδειγμα
συνδυασμού των δύο παραπάνω στάσεων. Συνδυάζει δηλαδή ορισμένα στοιχεία κοινωνικής
μηχανικής και τυπικά, ιστορικιστικά γνωρίσματα. Πρόκειται για ένα συνδυασμό που χαρακτηρίζει
το έργο φιλοσόφων που διαμόρφωσαν ουτοπικά συστήματα, τα οποία από τη μια εισηγούνται
κάποιο είδος κοινωνικής μηχανικής για την επίτευξή τους, ενώ από την άλλη διέπονται από
ιστοριστικές προϋποθέσεις.
Βασικός στόχος του Πλάτωνα ήταν να ανακόψει την κοινωνική ροή, που εκδηλώνεται με τις
κοινωνικές επαναστάσεις. Αυτό μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με την εγκαθίδρυση μιας τέλειας
πολιτείας, που δεν θα συμμετείχε στο γενικό ρεύμα της ιστορικής εξέλιξης. Το αρχέτυπο αυτής της
πολιτείας μπορούσε να εντοπιστεί στο μακρινό παρελθόν, σε μια χρυσή εποχή. Αν η παρακμή είναι
χαρακτηριστικό του χρόνου που διανύεται, τότε όσο μακρύτερα στο παρελθόν αναζητούμε την
τελειότητα, τόσο πιθανότερο είναι να την προσεγγίσουμε.
Οι Μορφές ή οι Ιδέες είναι τέλειες και είναι οι γεννήτορες όλων των αισθητών πραγμάτων. Δεν
αποτελούν κατασκευή της φαντασίας μας. Αντίθετα, είναι πιο πραγματικές από το σύνολο των
όντων που μας περιβάλλουν, επειδή δεν υπόκεινται σε φθορά. Οι Ιδέες είναι εκτός του χώρου και
του χρόνου, επειδή είναι αιώνιες. Συνάπτονται όμως με το χώρο και το χρόνο, επειδή αποτελούν το
πρότυπο ή το μοντέλο όλων των πραγμάτων. Οι Ιδέες δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτές από τις

72 Ο κοινωνικός μηχανικός δεν πιστεύει στο συνολικό επανασχεδιασμό της κοινωνίας, ακόμα και αν συμμερίζεται
κάποια αντίστοιχα ιδανικά. Προσπαθεί να πετύχει τους στόχους του με μικρές προσαρμογές και αναπροσαρμογές.
Γνωρίζει ότι ξέρουμε ελάχιστα για την κοινωνία και ότι τα λάθη μας είναι πηγή γνώσης, εφόσον είμαστε ανοιχτοί
στην κριτική και την αυτοκριτική και έτοιμοι για αναθεωρήσεις. Βλ. Καρλ Πόππερ, Η ένδεια του ιστορικισμού,
μτφρ. Αθανάσιος Σαμαρτζής, Ευρασία, Αθήνα 2005, σ. 121.
73 Βασικά χαρακτηριστικά της ουτοπικής μηχανικής είναι ο χαρακτήρας της που είναι πάντα “δημόσιος” και ποτέ
“ιδιωτικός”, η επιδίωξη ενός συνολικού ανασχεδιασμού της κοινωνίας με οδηγό ένα καθορισμένο σχέδιο ή
πρότυπο, η επέκταση της ισχύος του κράτους σε τέτοιο βαθμό που να ταυτιστεί με την κοινωνία και ο έλεγχος των
ιστορικών δυνάμεων που διαμορφώνουν το μέλλον της εξελισσόμενης κοινωνίας. Για τη διαφορά της κοινωνικής
μηχανικής και της ιστορικιστικής προσέγγισης ή της ουτοπικής μηχανικής βλ. την ενότητα «Τμηματική μηχανική
εναντίον ουτοπικής μηχανικής» στο Καρλ Πόππερ, ο. π., σ. 117-126.

29
αισθήσεις μας, επειδή με αυτές αντιλαμβανόμαστε μόνο ότι έχει υλική υπόσταση. Γίνονται
αντιληπτές μόνο με τη νόηση, επειδή είναι άυλες.74
Στον Τίμαιο ο Πλάτωνας διαχωρίζει τα όντα σε τρεις κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν
αυτά που γεννιούνται και έχουν υλική υπόσταση. Στη δεύτερη ανήκουν ο χώρος και ο χρόνος εντός
των οποίων πραγματοποιείται η γέννηση και συντελείται η ύπαρξη των αισθητών όντων. Στην
τρίτη κατηγορία ανήκουν τα πρότυπα (οι Μορφές ή οι Ιδέες), καθ’ ομοίωση των οποίων
γεννιούνται τα όντα.
Η θρησκευτικής υφής συνήθεια να ανάγεται η καταγωγή του οίκου σε κάποιο θεό, μπορεί να
διαφωτίσει τη σχέση της Ιδέας με το αισθητό της αντίγραφο. Όπως οι αθάνατοι και τέλειοι θεοί
ήταν οι γεννήτορες των κοινών ανθρώπων, οι οποίοι υπόκεινται στη ροή του χρόνου, έτσι και οι
Ιδέες είναι το αρχέτυπο και ο λόγος ύπαρξης των αντίστοιχων αισθητών πραγμάτων.
Η θεωρία των Ιδεών επεξηγεί και την ομοιότητα που υπάρχει μεταξύ των όντων του ίδιου είδους.
Όπως τα παιδιά μετέχουν από κοινού στην περιουσία ή τα χαρίσματα του πατέρα, έτσι και τα όντα
του ίδιου είδους μετέχουν στα χαρακτηριστικά του προτύπου τους. Όλα τα λευκά μετέχουν στην
Ιδέα της λευκότητας, όλα τα σκληρά στην Ιδέα της σκληρότητας κ.ο.κ.
Ο Παρμενίδης είχε υποστηρίξει πως η καθαρή γνώση του λόγου μπορεί να έχει ως αντικείμενο
της μόνο έναν αμετάβλητο κόσμο. Βέβαια, η αμετάβλητη και αδιαίρετη πραγματικότητα που είχε
ανακαλύψει ελάχιστη σχέση έχει με τον κόσμο που ζούμε. Ο Πλάτωνας δεν ήταν ικανοποιημένος
από το σταθερό κόσμο του Παρμενίδη.75 Τον προβλημάτιζαν έντονα οι βίαιες αλλαγές και
επιθυμούσε να ανακαλύψει το μυστικό της παρακμής. Έλπιζε ότι έτσι θα ανακάλυπτε τα μέσα
αποτροπής της. Η σύλληψη του Παρμενίδη γα έναν πραγματικό, σταθερό και τέλειο κόσμο, που
υπάρχει πίσω από τον πλασματικό κόσμο που ζούμε, θα είχε αξία αν συνδεόταν κάπως με τον
αισθητό κόσμο. Αν ο Πλάτωνας μπορούσε να κατανοήσει το φαινόμενο της πολιτικής και
κοινωνικής αλλαγής και τους νόμους που το διέπουν, θα μπορούσε στη συνέχεια να ανακαλύψει
και το μυστικό της ιδανικής διακυβέρνησης της ανθρώπινης κοινωνίας.
Ο Popper υποστηρίζει πως θεμελιακή επιδίωξη του Πλάτωνα ήταν να βρει μια επιστημονική
μέθοδο για την αντιμετώπιση των αισθητών πραγμάτων. Επειδή ήταν δύσκολο να αποκτήσει

74 «Η γνώση δεν στηρίζεται αποκλειστικά στην αίσθηση. Στην αίσθηση μας δίδεται το επιμέρους ον, όχι όμως όπως
είναι καθαυτό. Για να το γνωρίσουμε αληθινά, πρέπει να το σκεφτούμε (λογίζεσθαι) μέσα από γενικές έννοιες,
μέσα από αληθινά κατηγορήματα. Τα κατηγορήματα αυτά δεν μας δίνονται στην αίσθηση, είναι νοητά και ως
νοητά δεν υπόκεινται στη μεταβολή. Δεν θα γνωρίζαμε την αλήθεια,...αν δεν γνωρίζαμε τις ιδέες». Βλ. Νίκος
Αυγελής, ο. π., σ. 211.
75 Ο Παρμενίδης είχε γεννηθεί περίπου ένα αιώνα νωρίτερα από τον Πλάτωνα και είναι ένας από τους
σημαντικότερους προσωκρατικούς φιλοσόφους. Επειδή, όμως, η φιλοσοφική σκέψη ασχολήθηκε με τα ζητήματα
της ζωής σε μια οργανωμένη πόλη-κράτος την εποχή του Σωκράτη και των σοφιστών, ήταν επόμενο οι αρχές της
φιλοσοφίας του να μην ικανοποιούν στο σύνολό τους τον Πλάτωνα. Ο Παρμενίδης είχε ταυτίσει τη σταθερότητα
του κόσμου με τη σκέψη. Υποστήριξε ότι εκείνο που σκεφτόμαστε, δηλαδή οι έννοιες, ταυτίζεται με αυτό που
υπάρχει. Βλ. Θεοδόσιος Ν. Πελεγρίνης, Οι πέντε εποχές της φιλοσοφίας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1998, σ. 36.

30
καθαρή γνώση για τα αισθητά πράγματα, επεδίωξε να βρει μια καθαρή γνώση που να σχετίζεται με
αυτά και να μπορεί να αναφέρεται σε αυτά. Το πρόβλημα αυτό επιλύθηκε με τη γνώση των
Μορφών ή των Ιδεών, επειδή η Μορφή ή η Ιδέα ήταν ο υπόλογος εκπρόσωπος των αισθητών
πραγμάτων.
Η θεωρία των Μορφών ή των Ιδεών επιτελεί τρεις σημαντικές λειτουργίες. Πρώτον, ως
μεθοδολογικό εύρημα καθιστά δυνατή την καθαρή επιστημονική γνώση του αισθητού κόσμου.
Μπορούν έτσι να μελετηθούν τα προβλήματα μιας μεταβαλλόμενης κοινωνίας και να συγκροτηθεί
μια πολιτική θεωρία. Δεύτερον, παρέχεται το κλειδί για μια θεωρία της αλλαγής και της παρακμής,
που θα επιτρέψει να υπάρξει ένα ερμηνευτικό σχήμα της ιστορικής εξέλιξης. Τρίτον, γίνεται δυνατή
η διαμόρφωση εργαλείων για την ανάσχεση της κοινωνικής και πολιτικής παρακμής με το
σχεδιασμό μιας «άριστης πολιτείας», η οποία θα τείνει να μιμηθεί την Ιδέα της πολιτείας.
Ο Popper με τον όρο μεθοδολογικός ουσιολογισμός αναφέρεται στην πλατωνική άποψη ότι
σκοπός της καθαρής γνώσης είναι να περιγράψει την αληθινή φύση των όντων ή την ουσία τους. Η
ουσία των αισθητών πραγμάτων βρίσκεται στους πρωταρχικούς γεννήτορες ή τις Ιδέες τους. Αυτή
η ουσία μπορεί να ανακαλυφθεί με τη νόηση και την πνευματική ενόραση κι όχι με τις αισθήσεις.
Κάθε ουσία έχει το κατάλληλο όνομα και μπορεί να περιγραφεί λεκτικά. Η περιγραφή της ουσίας
ονομάζεται ορισμός. Κατά τον Πλάτωνα υπάρχουν τρεις τρόποι για να γνωρίσουμε ένα πράγμα. Να
γνωρίσουμε την ουσία του ή τον ορισμό της ουσίας του ή το όνομά του.
Το αντίθετο του μεθοδολογικού ουσιολογισμού είναι ο μεθοδολογικός νομιναλισμός. Αυτός δεν
θεωρεί ότι σκοπός της επιστήμης είναι η αποκάλυψη της ουσίας και η περιγραφή της μέσω του
ορισμού, αλλά η προσπάθεια να περιγραφεί ο τρόπος που συμπεριφέρεται ένα ον σε ποικίλες
περιστάσεις και ιδιαίτερα οι κανονικότητες της συμπεριφοράς του. Ο μεθοδολογικός νομιναλισμός
θεωρεί ότι η επιστήμη πρέπει να εστιάζει στην περιγραφή των πραγμάτων και των γεγονότων της
εμπειρίας και στην εξήγησή τους με τη βοήθεια καθολικών νόμων. Η γλώσσα και οι λέξεις θα μας
επιτρέψουν να κάνουμε την επιστημονική περιγραφή και όχι οι ουσιολογικοί ορισμοί.76
Ενώ ο μεθοδολογικός ουσιολογιστής θα θεωρήσει ότι ερωτήματα όπως «Τι είναι ενέργεια;» ή «Τι
είναι κίνηση;» ή «Τι είναι ένα άτομο;» είναι σημαντικά για τη φυσική, ο μεθοδολογικός
νομιναλιστής θα αποδώσει μεγαλύτερη βαρύτητα σε ερωτήματα όπως «πώς μπορεί να αποβεί
χρήσιμη η ηλιακή ενέργεια;» ή «πώς κινείται ένας πλανήτης;». Ο μεθοδολογικός νομιναλιστής θα
προτιμήσει να δοθεί μια απάντηση στο «πώς» με κάποιο μέτριο βαθμό ακρίβειας που θα επιτευχθεί
με τις ερευνητικές του μεθόδους, παρά μια απάντηση που θα αναφέρεται στο «τι» και θα έχει ως
αποτέλεσμα μια εξεζητημένη σύγχυση. Τη δεκαετία του 1940 ο μεθοδολογικός νομιναλισμός ήταν

76 Για τον ουσιολογισμό και το νομιναλισμό βλ. την ενότητα «Ουσιοκρατία εναντίον νομιναλισμού» στο Καρλ
Πόππερ, ο. π., σ. 74-82.

31
περισσότερο αποδεκτός από τις φυσικές επιστήμες, ενώ οι κοινωνικές επιστήμες χρησιμοποιούσαν
περισσότερο ουσιολογικές μεθόδους. Σε αυτό το λόγο κατά τον Popper οφείλεται και η
καθυστέρησή τους έναντι των φυσικών επιστήμων.

Σχολιασμός: Σε αυτή την ενότητα ο Popper αναφέρεται στη θεωρία των Μορφών ή των Ιδεών
του Πλάτωνα. Παραθέτει τα βασικά τους γνωρίσματα και τη λειτουργία τους. Ο Πλάτωνας, αν και
συχνά στα έργα του αναφέρεται στις Ιδέες, πουθενά δεν τις πραγματεύεται σε έκταση και
αναλυτικά, ώστε να φανεί ποιες ανάγκες καλύπτουν και πόσο επιτυχημένα. Οι Ιδέες πρώτη φορά
εμφανίζονται στο Φαίδωνα. Ο Σωκράτης στο δεσμωτήριο λέει στους μαθητές του ότι δεν αγανακτεί
με τον επικείμενο θάνατό του, αλλά ελπίζει ότι μετά θάνατον υπάρχει κάτι καλύτερο για τους
καλούς.
Aληθινός φιλόσοφος είναι αυτός που με την εγκράτεια κατορθώνει να αποδεσμεύσει την ψυχή
του από τις σωματικές απολαύσεις και τα υλικά αγαθά. Αυτό το κάνει, επειδή οι αισθήσεις οδηγούν
σε επισφαλή γνώση, ενώ μόνο η αποκαθαρμένη ψυχή μπορεί να γνωρίσει την αλήθεια. Εμπόδιο
στη γνώση της αλήθειας είναι το σώμα και ό,τι συνδέεται με αυτό. Η αλήθεια σχετίζεται με νοητές
οντότητες, όπως το δίκαιο, το καλό, το αγαθό, που μόνο με τη διάνοια γίνονται αντιληπτές.77
Η θεωρία του Πλάτωνα για τη γνώση ως ανάμνηση υποστηρίζει ότι μέσω ενός όμοιου πράγματος
έρχεται στο νου ένα άλλο όμοιο. Γνωρίζω σημαίνει ξαναθυμάμαι, αίρω τη λήθη και αποκαθιστώ τη
μνήμη με την ανάμνηση. Η γνώση είναι δεδομένη εκ των προτέρων, αλλιώς η ανάμνηση δεν θα
μπορούσε να λειτουργήσει. Η ασώματη ψυχή, όταν βρισκόταν στον ουρανό, γνώριζε τις Ιδέες,
αλλά με τη γέννηση εγκλωβίζεται στο σώμα και τις ξεχνά. Η λήθη ενισχύεται στη συνέχεια με τις
πλαστές εντυπώσεις, που αδιάκοπα μας εφοδιάζουν οι αισθήσεις. Το δυστύχημα δεν είναι η πλάνη,
αλλά το γεγονός ότι αδυνατούμε να τη συνειδητοποιήσουμε. Ο μύθος του σπηλαίου δείχνει αυτή τη
σχεδόν ανυπέρβλητη δυσκολία και το καθήκον του φιλοσόφου, μετά τη θέαση του Αγαθού, να
επιστρέψει στους ανθρώπους και να τους απελευθερώσει από τον απατηλό κόσμο των αισθήσεων. 78
Τα πράγματα διακρίνονται σε σύνθετα, που διαλύονται, και ασύνθετα ή αμετάβλητα, όπως οι
Ιδέες, που είναι άφθαρτα και γίνονται αντιληπτά μέσω της ψυχής. Η ψυχή ομοιάζει με τις Ιδέες και
γι’ αυτό είναι αμετάβλητη και αιώνια, υπερέχει του φθαρτού σώματος και έχοντας ηγεμονικό ρόλο
το έχει υπό τις προσταγές της.79 Οι Ιδέες έχουν αρκετή ομοιότητα με το παρμενίδειο ον (είναι
αιώνιες, αμετάβλητες, άφθαρτες, συλλαμβάνονται νοητικά κ.ά.). Όμως, οι πλατωνικές Ιδέες είναι
πολλές και διαφορετικές, επειδή κάθε υλικό και νοητικό ον αντιστοιχεί σε μια Ιδέα.80
77 Πλάτων, Φαίδων, εισ.-μτφρ.-σχ. Ιωάννης Πετράκης, Εστία, Αθήνα 2014, σ. 42-46.
78 Για τη θεωρία της γνώσης ως ανάμνηση βλ. Θεοδόσιος Ν. Πελεγρίνης, Αρχές Φιλοσοφίας, Ο.Ε.Δ.Β., Αθήνα 2005,
σ. 27-28.
79 Πλάτων, ο. π., σ. 48-49.
80 Βασίλης Κάλφας & Γιώργος Ζωγραφίδης, ο. π., σ. 122.

32
Η γνώση των Ιδεών είναι μέρος της κατανόησης που αποκτά ο αγαθός. Ένας νοήμων άνθρωπος
δεν θα μπορέσει να συλλάβει τις Ιδέες, αν οι στόχοι του είναι ιδιοτελείς και δεν έχουν ευρύτητα. Γι’
αυτό είναι δύσκολο να προκύψει ένας φιλόσοφος-κυβερνήτης στον κόσμο μας. Ακόμη κι αν είναι
έξυπνος, χρειάζεται επιπλέον το δίκαιο ήθος, που μόνο όποιος ανατραφεί σε μια δίκαιη κοινωνία
μπορεί να το αποκτήσει.81
Τις Ιδέες μπορούμε να τις γνωρίσουμε με τρεις τρόπους: α) με τη νοητική εποπτεία της ψυχής, β)
μέσα από την ανάμνηση, όπως μας δείχνει το παράδειγμα του αγεωμέτρητου δούλου που με τις
κατάλληλες ερωτήσεις οδηγήθηκε στη γνώση, και γ) με τη διαλεκτική μέθοδο. Ο διαλεκτικός είναι
εκείνος που μπορεί με το λογισμό να γνωρίσει την ουσία του κάθε πράγματος. 82
Η θεωρία των Ιδεών βασίζεται στη διφυή υπόσταση του ανθρώπου (ψυχή–σώμα) και εν μέρει
έχει αντληθεί από την ορφική παράδοση. 83 Οι Ιδέες είναι τα όντως όντα, τα πραγματικά όντα, που
δεν μεταβάλλονται, ούτε επηρεάζονται από τις συνθήκες. Με τη θεωρία των Ιδεών ο Πλάτωνας
επιχείρησε να λύσει ένα πρόβλημα σχετικά με τη δομή του κόσμου, δηλαδή αν τα πράγματα
βρίσκονται σε διαρκή ρευστότητα ή αν υπάρχει κάποια σταθερότητα, που επιτρέπει να τα
γνωρίσουμε. Διακρίνοντας τον κόσμο σε αισθητό (μεταβλητότητα) και ιδεατό (σταθερότητα) και
τοποθετώντας τις Ιδέες ως ένα σύνδεσμο μεταξύ τους προσπάθησε να γεφυρώσει το χάσμα των δύο
απόψεων.
Κάποιοι μελετητές διατύπωσαν την άποψη ότι ο Πλάτωνας διαμόρφωσε τη θεωρία των Ιδεών
υποκινούμενος από το θρησκευτικό του συναίσθημα. Βιώνοντας έντονες απογοητεύσεις από τον
ασταθή κόσμο, που ζούσε, στράφηκε στον ουρανό, για να εντοπίσει εκεί κάποιο έρεισμα και να
απαλύνει την αναστάτωση της ψυχής του.84
Με τη θεωρία των Ιδεών ο Πλάτωνας επιχείρησε να προσδιορίσει ένα χώρο από όπου θα
μπορούσε να αντληθεί μια σαφής και βέβαιη γνώση για τα πράγματα. Πιθανόν η έντονη κοινωνική
και πολιτική αναστάτωση, που είχε βιώσει με τον Πελοποννησιακό πόλεμο, να συνέβαλε σε αυτή
την επιδίωξη. Η αντίληψή του καθοριζόταν από το νόμο της παρακμής όλων των αισθητών
πραγμάτων, που όμως υπήρχε δυνατότητα αναστολής της με την παρέμβαση ενός νομοθέτη,
γνώστη της διαλεκτικής. Στη σκέψη του αυτή συνδυάζονται στοιχεία του ιστορικισμού και της
κοινωνικής μηχανικής. Η ιδανική πολιτεία, που είναι ο επιδιωκόμενος στόχος, αντλεί το πρότυπό
της από το μακρινό παρελθόν της φυλετικής πατριαρχίας.

81 Julia Annas, ο. π., σ. 300-301.


82 Νίκος Αυγελής, ο. π., σ. 218-223.
83 Ο ορφισμός ήταν ένα θρησκευτικό κίνημα, που ενδεχομένως επηρέασε τον Πλάτωνα και ορισμένους
πρωσοκρατικούς. Όμως δεν έχει κατανοηθεί πλήρως η φύση του και το εύρος της επιρροής του. Υπάρχει μία τάση
να συγχέεται ο ορφισμός με τον πυθαγορισμό και με αρχαίες μυστηριακές αιρέσεις, όπως τα διονυσιακά μυστήρια.
Βλ. το λήμμα Ορφισμός στο Φιλοσοφικό Λεξικό του Cambridge, ο. π., σ. 844.
84 Θεοδόσιος Ν. Πελεγρίνης, Οι πέντε εποχές της φιλοσοφίας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1998, σ. 60-61.

33
2.2 Η ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ
2.2.α Αλλαγή και στάση
Η θέση του Popper.85 Ο Πλάτωνας στο δέκατο βιβλίο της Πολιτείας ισχυρίζεται ότι καθετί που
φέρνει αφανισμό και φθορά είναι κακό, ενώ αυτό που σώζει και ωφελεί είναι καλό. Οι αλλαγές
στον αισθητό κόσμο εκκινούν από τις Μορφές ή τις Ιδέες. Αυτές είναι οι γεννήτορες των αισθητών
όντων, τα οποία αποτελούν απλά αντίγραφα τους και τις μοιάζουν· στερούνται όμως των ιδιοτήτων
τους. Αν το σημείο εκκίνησης των αλλαγών σχετίζεται με την τελειότητα, τότε κάθε αλλαγή
απομακρύνεται από το τέλειο και κατευθύνεται προς το ατελές και το κακό.
Τα αισθητά όντα στερούνται την τελειότητα, επειδή είναι αντίγραφα και μιμούνται το πρότυπό
τους. Απέχουν από την αλήθεια, είναι φαινόμενα και πλάνες και δεν είναι πραγματικά. Η απόσταση
που τα χωρίζει από το πρότυπο τα καθιστά μεταβλητά και φθαρτά. Ακόμη κι αν παραλλάζουν λίγο
από το γεννήτορά τους, η μικρή αυτή διαφορά τα απομακρύνει από την τελειότητα. Η ομοιότητα με
το αρχέτυπο είναι μερική. Κάθε αλλαγή φέρνει εγγύτερα τη μεταβολή και τη φθορά.
Ο Πλάτωνας εκτός από την Πολιτεία θίγει τις επιπτώσεις της αλλαγής και στους Νόμους. Εκεί
αναφέρει πως όλα τα όντα υπόκεινται σε αλλαγή. Όταν η αλλαγή είναι μικρή, η παρακμή έχει ήδη
ξεκινήσει, αν και δεν είναι αξιόλογη. Αν όμως η αλλαγή είναι σοβαρή, τα όντα εκφυλίζονται. Η
κίνηση αξιολογείται ως ένας πολύ σοβαρός και δόλιος κίνδυνος για ένα ον. Από αυτό τον κίνδυνο
εξαιρούνται μόνο τα κακά όντα, επειδή ήδη είναι κακά.
Ο Popper επισημαίνει ότι με βάση την πλατωνική θεωρία των Ιδεών μπορούμε να καταλήξουμε
σε ένα νόμο αυξανόμενης φθαρτότητας όλων των πραγμάτων. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις που
κατ’ εξαίρεση κινούνται αντίθετα. Ενδέχεται μια παρακμασμένη πόλη να βελτιωθεί με
συγκεκριμένες αλλαγές και η διαδικασία αυτή να λάβει μονιμότερο χαρακτήρα με την αναστολή
κάθε μεταβολής.
Στον Τίμαιο86 ο Πλάτωνας αναπτύσσει μια διήγηση για την καταγωγή των ειδών. Υποστηρίζει
πως ο άνθρωπος προέρχεται από τους θεούς και τα υπόλοιπα είδη από αυτόν μετά από μια
διαδικασία παρακμής και εκφυλισμού. Οι δειλοί και οι ανήθικοι εκφυλίζονται σε γυναίκες και όσοι
δεν είναι σοφοί στα κατώτατα είδη του ζωικού βασιλείου. Οι επιπόλαιοι, που δεν είναι επικίνδυνοι,
εκφυλίζονται σε πουλιά, οι αδιάφοροι για τη φιλοσοφική σκέψη σε ζώα της στεριάς και οι αμαθείς

85 Παρατίθεται η επιχειρηματολογία του Popper από την ενότητα Αλλαγή και στάση. Βλ. Καρλ Πόππερ, Η ανοιχτή
κοινωνία και οι εχθροί της: η γοητεία του Πλάτωνα, μτφρ. Ειρήνης Παπαδάκη, Δωδώνη, Αθήνα 1991, τομ. 1, σ.
82-112.
86 Ο Τίμαιος είναι ένας ιδιότυπος πλατωνικός διάλογος. Είναι το μοναδικό έργο του Πλάτωνα που έχει για
αντικείμενό του το φυσικό κόσμο και θεματικά βρίσκεται πολύ κοντά στους προσωκρατικούς φιλοσόφους. Ο
φιλόσοφος και αστρονόμος Τίμαιος περιγράφει σε έναν εκτενή πρόλογο τη δημιουργία του κόσμου με
συστηματικό τρόπο, συνέπεια και ομολογία των αξιωματικών του παραδοχών. Ο Τίμαιος θυμίζει περισσότερο
αριστοτελική πραγματεία παρά πλατωνικό διάλογο. Βλ. Πλάτων, Τίμαιος, εισ.-μτφρ.-σχ. Βασίλης Κάλφας, Εστία,
Αθήνα 1995, σ. 11.

34
και οι ανόητοι σε ψάρια. Αυτή η θεωρία συμφωνεί με το νόμο της ιστορικής παρακμής του
Ησίοδου και εξηγεί την κατεύθυνση των αισθητών όντων και την τάση του ανθρώπου και της
κοινωνίας προς τον εκφυλισμό.
Η σπουδαιότητα της κοινωνιολογικής σκέψης του Πλάτωνα, κατά τον Popper, εντοπίζεται στις
λεπτομερείς του παρατηρήσεις και στην οξεία κοινωνιολογική του διόραση. Ο Πλάτωνας
κατόρθωσε να αντιληφθεί και να περιγράψει πράγματα, που στις μέρες του είχαν περάσει
απαρατήρητα από τους συγχρόνους του και μόνο στη σύγχρονη εποχή επανανακαλύφθηκαν.
Ενδεικτικά παραδείγματα αποτελούν: η θεωρία του για τη φυλετική πατριαρχία, ο κοινωνιολογικός
και οικονομικός ιστορικισμός του με την έμφαση στο οικονομικό υπόβαθρο της πολιτικής ζωής και
ο νόμος του για τις πολιτικές επαναστάσεις, που προϋποθέτει τη διάσπαση της άρχουσας τάξης. Η
ανάλυση αυτή είναι πολύ σημαντική για τον καθορισμό των μέσων που θα χρησιμοποιηθούν για
την καταστολή και την ανάσχεση της πολιτικής αλλαγής. Η συζήτηση των παραπάνω θεμάτων από
τον Πλάτωνα γίνεται κυρίως σε τρεις διαλόγους: στην Πολιτεία, τον Πολιτικό και τους Νόμους.
Παρά τις επιμέρους διαφορές, υπάρχουν πάρα πολλά κοινά σημεία και οι διάλογοι αυτοί
αλληλοσυμπληρώνονται.
Στη συνέχεια ο Popper προχωρά σε μια γενική επισκόπηση της θεωρίας του Πλάτωνα για την
κοινωνική ανάπτυξη. Στην Πολιτεία υποστηρίζεται ότι η αρχέτυπη μορφή της κοινωνίας, που
μοιάζει με την άριστη πολιτεία, κυβερνάται από μια ομάδα σοφών και θεοειδών ανθρώπων.
Παρόλο που αυτή η κοινωνία φαίνεται ότι προσεγγίζει το τέλειο, επέρχεται μια δυσεξήγητη
αλλαγή. Αιτία της είναι η διαμάχη που αναπτύσσεται στο εσωτερικό της με τη μορφή του ταξικού
πολέμου, του ατομικού συμφέροντος και της οικονομικής ιδιοτέλειας.
Ο Πλάτωνας περιγράφει την πορεία του πολιτικού εκφυλισμού με τη σταδιακή μετάπτωση της
άριστης πολιτείας σε τέσσερα πολιτεύματα. Αρχικά είναι η τιμοκρατία, η διακυβέρνηση των
ευγενών που επιδιώκουν να κατακτήσουν την τιμή και τη δόξα. Ακολουθεί η ολιγαρχία, που
κυβερνούν οι πλούσιες οικογένειες. Έπεται η δημοκρατία, που ταυτίζεται με την ανομία και στο
τέλος η τυραννία, το έσχατο νόσημα της πόλης.87
Ο Πλάτωνας αντιλαμβανόταν την ιστορία σαν μια ασθένεια. Στο ρόλο του ασθενή ήταν η
κοινωνία και στο ρόλο του γιατρού ο πολιτικός-σωτήρας. Επιδίωξή του ήταν να διατυπώσει ένα
νόμο εξέλιξης που να διέπει τις περιόδους της μετάπτωσης των πολιτευμάτων. Πρόκειται για μια
καθαρά ιστορικιστική θεωρία της κοινωνίας. Κάτι ανάλογο επιχείρησαν και οι Rousseau, Comte,
Mill, Hegel και Marx.
87 Με τη διαδοχή των κακών πολιτευμάτων ο Πλάτωνας επιχειρεί να παρουσιάσει τη λογική αναγκαιότητα, έστω και
αν δεν ανταποκρίνεται πάντα στην ιστορική εξέλιξη, σύμφωνα με την οποία προχωρά η διάλυση της κοινωνίας.
Είναι ενδιαφέρον ότι στα εκφυλισμένα πολιτεύματα αντιστοιχούν τύποι χαρακτήρα, που κυμαίνονται από το
θυμοειδή ως τον τυραννικό τύπο. Για τη διαδοχή των πολιτευμάτων βλ. Karl Bormann, Πλάτων, μτφρ. Ιωάννης Γ.
Καλογεράκος, Α. Καρδαμίτσας, Αθήνα 2006, σ. 224-232.

35
Η τιμοκρατία είναι η πρώτη μορφή εκφυλισμού της άριστης πολιτείας και παρουσιάζει ακόμη
πάρα πολλές ομοιότητες με αυτήν. Ο Πλάτωνας, όταν περιγράφει την τέλεια πολιτεία, έχει κατά
νου τους θεσμούς του δωρικού πολιτεύματος της Σπάρτης και της Κρήτης. Η τιμοκρατία περιέχει
ένα στοιχείο αστάθειας. Αυτό εντοπίζεται στη διαίρεση της πατριαρχικής άρχουσας τάξης, η
διάσπαση της οποίας οδηγεί στην ολιγαρχία. Αιτίες είναι η φιλοδοξία, η επιθυμία για διάκριση και
ο ανταγωνισμός για την απόκτηση υλικών αγαθών και επίδειξη πλούτου, που φέρνει σε σύγκρουση
την αρετή (τις παλιές αξίες) με τον πλούτο (τα νέα ήθη).
Η ολιγαρχία αποκλείει από τις δημόσιες θέσεις όλους εκείνους που η περιουσία τους κυμαίνεται
κάτω από ένα χρηματικό όριο. Ανάμεσα στους ολιγαρχικούς και τις φτωχότερες τάξεις
αναπτύσσεται μια κατάσταση εμφύλιας διαμάχης. Η νίκη των φτωχών, με την ισότιμη συμμετοχή
τους στα δημόσια λειτουργήματα και με την εξορία ή το θάνατο των ολιγαρχικών, γεννά τη
δημοκρατία. Το επιχείρημα του Πλάτωνα δεν είναι ορθολογικό και ταυτίζει την ελευθερία με την
ανομία, την προσωπική ελευθερία με την ανεξέλεγκτη συμπεριφορά και την ισότητα με την αταξία.
Οι δημοκράτες περιγράφονται με μελανά χρώματα. Η αναγνώριση δικαιωμάτων στους δούλους ή η
αγανάκτηση των ελεύθερων πολιτών γα τη δουλεία θεωρούνται ύψιστη κατάχρηση της ελευθερίας.
Η μετάβαση στην τυραννία γίνεται πιο εύκολα, όταν υπάρχει ένας λαϊκός ηγέτης που
εκμεταλλεύεται έντεχνα τον ταξικό ανταγωνισμό της δημοκρατίας και έχει στη διάθεση του έναν
προσωπικό στρατό. Ο Πλάτωνας έχοντας προσωπική εμπειρία από τους Τριάκοντα και από το
Διονύσιο τον πρεσβύτερο πίστευε ότι η τυραννία είναι η πιο άθλια μορφή πολιτεύματος.
Στον Πολιτικό διακρίνονται έξι τύποι υποβαθμισμένων πολιτευμάτων. 88 Η μοναρχία, η
αριστοκρατία και μια μορφή συντηρητικής δημοκρατίας κατά σειρά αξίας ανήκουν στις έννομες
μορφές πολιτεύματος, ενώ η δημοκρατία, η ολιγαρχία και η τυραννία ανήκουν στις διεφθαρμένες
μορφές. Ο Πλάτωνας θεωρεί θεία εύνοια τη συνάντηση ενός νεαρού τυράννου με ένα μεγάλο
νομοθέτη, γιατί τότε είναι δυνατή η αναμόρφωση της τυραννίας. Εδώ επιβεβαιώνεται η αρχή των
Νόμων ότι κάθε αλλαγή είναι κακή εκτός από την αλλαγή ενός διεφθαρμένου πράγματος.
Ο Πλάτωνας μελετώντας τις πολιτικές μεταβολές των πόλεων κατέληξε στον κοινωνιολογικό
νόμο ότι κινητήρια δύναμη όλων των πολιτικών επαναστάσεων είναι η ταξική σύγκρουση, που
υποδαυλίζεται από τον ταξικό ανταγωνισμό. Η εξουσία της άρχουσας τάξης καταλύεται από την
εξασθένισή της, που προκύπτει από ένα ρήγμα στο εσωτερικό της λόγω διχασμού για οικονομικά
συμφέροντα. Ο κοινωνιολογικός αυτός νόμος αποτέλεσε το ερμηνευτικό του κλειδί για την
ερμηνεία της ιστορίας και την προσπάθεια του να θεμελιώσει την πολιτική ισορροπία με την
αναχαίτιση της πολιτικής αλλαγής.

88 Για την ταξινόμηση των μορφών διακυβέρνησης στον Πολιτικό βλ. Karl Bormann, ο. π., σ. 232-234.

36
Περιγράφοντας την άριστη πολιτεία περιγράφει ένα μακρινό παρελθόν. Πολλά από τα
χαρακτηριστικά αυτής της πολιτείας αναφέρονται στις παλιές φυλετικές μορφές της κοινωνικής
ζωής, ιδιαίτερα της Σπάρτης και της Κρήτης. Επρόκειτο για απολιθωμένα και ακινητοποιημένα
καθεστώτα, υπολείμματα μιας ακόμα αρχαιότερης μορφής. Στο έργο του προσπάθησε να
ανασυνθέσει αυτή την πολύ παλιά και σταθερή πολιτεία που δεν είχε βιώσει το διχασμό, την ταξική
σύγκρουση και την επίδραση των οικονομικών συμφερόντων.
Ο Πλάτωνας μπορούσε να επιλέξει την ιδέα μιας αταξικής και εξισωτικής κοινωνίας, για να λύσει
το πρόβλημα του ταξικού πολέμου. Όμως νοσταλγούσε μια κοινωνία του παρελθόντος, που ήταν
δουλοκτητική και βασιζόταν σε αυστηρές ταξικές διακρίσεις. Απονέμοντας στην άρχουσα τάξη μια
αναμφισβήτητη υπεροχή πίστευε ότι έλυνε το πρόβλημα της ταξικής σύγκρουσης. Η υπεροχή αυτή
βασιζόταν σε αποκλειστικά προνόμια. Η ενότητα της άρχουσας τάξης και η αδιαμφισβήτητη
εξουσία της μπορούσαν να αποτρέψουν τον ταξικό πόλεμο.
Στην άριστη πολιτεία προβλέπονται τρεις τάξεις. Οι φύλακες και οι ένοπλοι επίκουροι ή
πολεμιστές89 αποτελούν την άρχουσα τάξη. Οι φύλακες είναι παλαιοί πολεμιστές που προήχθησαν
στην ανώτερη τάξη. Η τρίτη τάξη των γεωργών και των τεχνιτών είναι η παραγωγική τάξη 90 και
οφείλει να μεριμνά για τις υλικές ανάγκες όλων. Ο Πλάτωνας ενδιαφέρεται αποκλειστικά για την
άρχουσα τάξη. Αν και δεν αναφέρεται σε δούλους, μπορούμε να συμπεράνουμε με βάση τη στάση
του στο θέμα της δουλείας ότι στην πολιτεία του υπάρχουν δούλοι, που δεν αντιμετωπίζονται
σκληρά, αλλά περιφρονητικά.91
Για να διατηρηθεί η σταθερότητα της πολιτείας, πρέπει να διατηρηθεί η εσωτερική ενότητα της
άρχουσας τάξης με την κατάλληλη αγωγή 92 και την εξάλειψη των διχαστικών οικονομικών

89 Ο Πλάτωνας, παρόλο που είχε προηγηθεί η οπλιτική φάλαγγα με τις σημαντικές της επιτυχίες και τη συμμετοχή
στον πόλεμο όλων των ενήλικων πολιτών, είχε ταχθεί υπέρ ενός επαγγελματικού και εξειδικευμένου στρατού.
Πίστευε ότι η τέχνη του πολέμου δεν πρέπει να αφήνεται σε χέρια άπειρα και ανεκπαίδευτα. Όπως ανατίθεται σε
έναν τσαγκάρη να κάνει παπούτσια και μόνο αυτά για να τα κάνει καλά, έτσι και οι πολεμιστές θα πρέπει να
ασχολούνται μόνο με τον πόλεμο και να επιλέγονται εξαιτίας της ειδικής τους κλίσης στον πόλεμο. Βλ. Ernest
Barker, ο. π., σ. 356-357.
90 Ο Πλάτωνας βασιζόμενος στην αρχή ότι ο καθένας θα πρέπει να κάνει αυτά που ανήκουν στον εαυτό του και να
επιτελεί μία μόνο ειδική λειτουργία εισάγει στο κράτος του τον καταμερισμό της εργασίας, που συγκροτείται στη
βάση της αποτελεσματικής εξυπηρέτησης των ανθρώπινων αναγκών. Ο καθένας μπορεί να προσφέρει κάτι στους
άλλους και ταυτόχρονα να πάρει, ώστε να υπάρξει αλληλοκάλυψη των αναγκών της κοινότητας. Η εξειδίκευση
διασφαλίζει μεγαλύτερη παραγωγή και καλύτερης ποιότητας προϊόντα. Βλ. Ernest Barker, ο. π., σ. 351-352.
91 Ο Vlastos ισχυρίζεται ότι για να προκύψει αναγκαστικά ένα τέτοιο συμπέρασμα, για ύπαρξη δούλων στην
Πολιτεία, θα έπρεπε να γνωρίζουμε αν ο Πλάτωνας θεωρούσε την παρουσία των δούλων ουσιαστική προϋπόθεση
της ποιοτικά ανώτερης παιδείας που παρέχεται από την άριστη πολιτεία. Κάτι τέτοιο όμως ούτε το ξέρουμε ούτε
μπορούμε να το συναγάγουμε από κάποιο χωρίο. Επομένως τίθεται εν αμφιβόλω η βεβαιότητα του Popper γι’ αυτό
το θέμα. Βλ. Gregory Vlastos, Πλατωνικές μελέτες, μτφρ. Ιορδάνη Αρζόγλου, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής
Τραπέζης, Αθήνα 2000, σ. 213.
92 Η εκπαίδευση θα παράσχει στην άρχουσα τάξη την κατάλληλη προετοιμασία για την επιτυχή ανάληψη του
μελλοντικού της έργου και ένα αίσθημα ανιδιοτελούς προσκόλλησης σε αυτό το έργο. Η εκπαίδευση συμπυκνώνει
μια προσπάθεια να χτυπηθεί το κακό στη ρίζα και να αναμορφωθούν όλοι οι λανθασμένοι τρόποι ζωής. Βλ. Ernest
Barker, ο. π., σ. 385-386.

37
συμφερόντων. Η κοινοκτημοσύνη93 των αγαθών, η κατάργηση της ιδιωτικής περιουσίας και κυρίως
των πολύτιμων μετάλλων μπορούν να εξαλείψουν τα οικονομικά συμφέροντα. Η κοινοκτημοσύνη
των αγαθών αφορά μόνο την άρχουσα τάξη και επεκτείνεται στην κοινή κατοχή των γυναικών και
των παιδιών, επειδή οι στενοί οικογενειακοί δεσμοί μπορεί να αποτελέσουν πηγή διχασμού.
Σπέρματα αυτής της ιδέας εντοπίζονται στη Σπάρτη 94 με την απαγόρευση των ιδιωτικών γευμάτων
και την ανατροφή των παιδιών από το κράτος.
Η επίτευξη της ενότητας της άρχουσας τάξης εκτός από την κοινοκτημοσύνη πρέπει να
συμπληρωθεί και με τη διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα σε άρχοντες και αρχόμενους. Το αίσθημα
ενότητας των αρχόντων μπορούσε να ισχυροποιηθεί, αν αντιμετωπίζονταν οι αρχόμενοι ως μια
κατώτερη φυλή. Γι’ αυτό δεν έπρεπε να υφίσταται ανάμιξη των τάξεων. Η παρέμβαση της μιας
τάξης στο έργο της άλλης και κάθε αμοιβαία μεταβολή μεταξύ τους αποτελούσε κακούργημα. Η
ανωτερότητα των αρχόντων στηριζόταν στη φυλετική τους υπεροχή, στην εκπαίδευση και στις
αξίες τους. Ο Πλάτωνας ήταν αντίθετος με την ευημερία, επειδή ο πλούτος καθιστά δυνατούς τους
επικίνδυνους πειραματισμούς, αλλά και με τη φτώχεια, επειδή αναγκάζει τους ανθρώπους να
υιοθετούν απεγνωσμένα μέσα για την ικανοποίηση των αναγκών τους.
Για τη γένεση της άρχουσας τάξης ο Πλάτωνας αναφέρεται στον Πολιτικό σε μια εποχή που ο
ίδιος ο θεός ήταν ποιμένας των ανθρώπων. Επρόκειτο για μια πρωτόγονη κοινωνία νομάδων,
ορεσίβιων ποιμένων υπό την ηγεσία ενός πατριάρχη. Αυτές οι νομαδικές φυλές με το όνομα
Δωριείς εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο και ιδιαίτερα στη Σπάρτη.
Η ανατροφή και η εκπαίδευση των μελών της άρχουσας τάξης είναι ένα όργανο ταξικής
κυριαρχίας και ένα ταξικό προνόμιο, που εξασφαλίζει την ενότητα της. Οι φύλακες και οι επίκουροι
απαιτείται να είναι ταυτόχρονα βίαιοι και ευγενικοί και αυτό είναι δύσκολο. Η σκληρότητά τους
πρέπει να είναι ελεγχόμενη στις μεταξύ τους σχέσεις και προς τους αρχομένους για χάρη της
σταθερότητας του κράτους. Ο έλεγχος των αρχομένων για τον περιορισμό της βιαιότητάς τους
αποκλείεται. Το μόνο που απομένει είναι ο αυτοέλεγχος της άρχουσας τάξης. Η σκληρότητα πρέπει
να εξισορροπείται με την πραότητα. Αυτό επιτυγχάνεται με την εκπαίδευση και την ενασχόληση με
τη γυμναστική και τη μουσική ή γενικότερα τις φιλολογικές σπουδές. 95 Όμως η μουσική πρέπει να
λογοκρίνεται αυστηρά και να υπηρετεί τη σταθερότητα του κράτους πείθοντας τους νέους να είναι

93 Ο Barker επισημαίνει ότι προτεραιότητα του Πλάτωνα ήταν η αναγέννηση του ανθρώπου και της κοινωνίας με
πνευματικά μέσα (εκπαίδευση). Οι υλικοί θεσμοί του συστήματος κοινοκτημοσύνης αποσκοπούσαν να αφαιρέσουν
τα εμπόδια, για να λειτουργήσουν τα πνευματικά μέσα. Βλ. Ernest Barker, ο. π., σ. 438.
94 Στη Σπάρτη η παραγωγή του κλήρου ενός Σπαρτιάτη από την ιδιωτική του περιουσία χρησιμοποιούνταν για την
προμήθεια των κοινών συσσιτίων. Έτσι η κατοχή ενός πράγματος συνδυαζόταν με την κοινότητα χρήσης. Βλ.
Ernest Barker, ο. π., σ. 440.
95 Για τη θέση της γυμναστικής και της μουσικής στην πλατωνική εκπαίδευση βλ. Ernest Barker, ο. π., σ. 403-418.

38
πειθαρχημένοι και να υπηρετούν πρόθυμα τα ταξικά συμφέροντα. Στόχος της γυμναστικής είναι η
εκπαίδευση πολεμιστών για την αντιμετώπιση των εχθρών.

Σχολιασμός: Η μεταβολή αποτέλεσε θέμα φιλοσοφικής συζήτησης από πολύ παλιά. Στη ρήση
που αποδίδεται στον Ηράκλειτο ότι «τα πάντα ρει» συμπυκνώνεται η θεωρία του για την αέναη
μεταβολή των πραγμάτων. Στον αντίποδα αυτής της θέσης τέθηκαν ο Παρμενίδης, που υποστήριξε
ότι η σταθερότητα είναι το κυρίαρχο συστατικό του κόσμου, και ο Ζήνων ο Ελεάτης, που
ισχυρίστηκε με τα περίφημα παράδοξά του ότι δεν υπάρχει κίνηση στον κόσμο. Ο Δημόκριτος και ο
Πλάτωνας προσπάθησαν να συγκεράσουν τις δύο αντιτιθέμενες θεωρίες. Για το Δημόκριτο τα
υλικά σώματα, που διαρκώς μπορούν να μεταβάλλονται, αποτελούνται από αμετάβλητα άτομα. Για
τον Πλάτωνα ο αισθητός κόσμος υπόκειται σε διαρκή μεταβολή και ο κόσμος των Ιδεών είναι
μόνιμα σταθερός.96
Σε αυτή την ενότητα ο Popper παραθέτει τις βασικές απόψεις του Πλάτωνα για την αλλαγή και τη
στάση. Η αλλαγή θεωρείται κάτι κακό που οδηγεί στον εκφυλισμό, επειδή το αισθητό ον
απομακρύνεται από το τέλειο αρχέτυπο του. Η στάση αξιολογείται θετικά, γιατί τα πράγματα δεν
απομακρύνονται από το αρχέτυπο τους. Η διατύπωση ενός νόμου αυξανόμενης φθαρτότητας των
αισθητών πραγμάτων συμπυκνώνει τον παραπάνω συλλογισμό. Στο επίπεδο της πολιτικής ο νόμος
της αυξανόμενης φθαρτότητας εμπεριέχεται στην μετάπτωση της άριστης πολιτείας στα
πολιτεύματα της αριστοκρατίας, της ολιγαρχίας, της δημοκρατίας και της τυραννίας, που
αναφέρονται με αξιολογική σειρά από το καλύτερο προς το χειρότερο.
Η επανάσταση μπορεί να αποφευχθεί με την αποτροπή της διάσπασης της ενότητας της άρχουσας
τάξης, που μπορεί να συμβεί για λόγους φιλοδοξίας και ανταγωνισμού. Η ενότητα επιτυγχάνεται με
την κατάλληλη ανατροφή και εκπαίδευση της άρχουσας τάξης και τη σκόπιμη διεύρυνση του
χάσματος με τα μέλη των κατώτερων τάξεων. Αυτός είναι ένας από τους σημαντικούς ρόλους που
θα αναλάβει να επιβλέπει ο φιλόσοφος-βασιλιάς.
Η διαδικασία του αυτοελέγχου θα συγκρατήσει την άρχουσα τάξη από κάθε παρέκκλιση από τον
προορισμό της και θα διασφαλιστεί με την παροχή μιας επιτυχημένης εκπαίδευσης. Ο Πλάτωνας
δεν προβλέπει τη λειτουργία κάποιου θεσμού για τον περιορισμό της εξουσίας της άρχουσας τάξης.
Είναι αδιανόητη η ανάληψη ενός τέτοιου καθήκοντος από τους υποτελείς και λογική, αν δεχτούμε
ότι οι πράξεις τους υποκινούνται από την επιθυμία και όχι από το λόγο.

96 Βλ. το λήμμα Μεταβολή στο Θεοδόσης Πελεγρίνης, Λεξικό της Φιλοσοφίας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2004, σ.
381.

39
2.2.β Φύση και σύμβαση
Η θέση του Popper.97 Η αρχή της κοινωνικής επιστήμης ανάγεται στους σοφιστές, που
συνειδητοποίησαν την ανάγκη της διάκρισης ανάμεσα στο φυσικό και το κοινωνικό περιβάλλον. 98
Είναι μια δύσκολη διάκριση, επειδή οι άνθρωποι έχουν την τάση να αντιμετωπίζουν τις ιδιομορφίες
του κοινωνικού περιβάλλοντος, όπως τις φυσικές. Μια πρωτόγονη, φυλετική κοινωνία θεωρεί τα
ταμπού και τα έθιμα τόσο φυσικά, όσο και την ανατολή του ήλιου. Όταν μια κλειστή κοινωνία
υποστεί ρήγματα, κατανοείται ευκολότερα η διαφορά ανάμεσα στο φυσικό και το κοινωνικό
περιβάλλον.
Ένας φυσικός νόμος περιγράφει μια αυστηρή και αμετάβλητη κανονικότητα, είναι αναλλοίωτος
και δεν έχει εξαιρέσεις. Δεν ελέγχεται από τον άνθρωπο και είναι αδύνατο να παραβιαστεί ή να
επιβληθεί. Οι κανονιστικοί νόμοι είναι κοινωνικές απαγορεύσεις ή επιταγές που αναφέρονται στη
συμπεριφορά μας. Έχουν τη μορφή των νομικών διατάξεων ή των ηθικών επιταγών, είναι
μεταβλητοί και επιβάλλονται. Δεν αναφέρονται σε ένα αντικειμενικό γεγονός. Κατά καιρούς έγινε
προσπάθεια κανονιστικοί νόμοι να εμφανιστούν ως φυσικοί με το επιχείρημα ότι είναι σύμφωνοι με
την ανθρώπινη φύση και ψυχολογία· ή οι φυσικοί νόμοι να παρουσιαστούν ως κανονιστικοί στο
βαθμό που αντανακλούν τη βούληση του Δημιουργού του σύμπαντος.99
Στο στάδιο του απλοϊκού μονισμού 100, που χαρακτηρίζει την κλειστή κοινωνία, δεν γίνεται
διάκριση σε φυσικούς και κανονιστικούς νόμους. Οι κοινωνικές κυρώσεις στην περίπτωση
παραβίασης ενός κανονιστικού ταμπού θεωρούνται φυσικές. Οι φυσικές και οι κοινωνικές
κανονικότητες θεωρούνται αμετάβλητες και ότι εκφράζουν τη βούληση των θεών. Σε αυτή την
περίπτωση επιδέχονται τροποποίηση με τη βοήθεια μαγικών τρόπων, που κάποιοι άνθρωποι μπορεί
να ασκήσουν.
Το πέρασμα στο στάδιο του κριτικού δυϊσμού101 ή συμβατικισμού γίνεται, όταν συνειδητοποιηθεί
ότι τα ταμπού είναι ανθρώπινα δημιουργήματα και ότι η παραβίασή τους είναι δυνατή, αν μπορεί
97 Παρατίθεται η επιχειρηματολογία του Popper από την ενότητα Φύση και σύμβαση. Βλ. Καρλ Πόππερ, Η ανοιχτή
κοινωνία και οι εχθροί της: η γοητεία του Πλάτωνα, μτφρ. Ειρήνης Παπαδάκη, Δωδώνη, Αθήνα 1991, τομ. 1, σ.
113-154.
98 Στον Πρωταγόρα του Πλάτωνα (321B6-323A) οι άνθρωποι περιγράφονται να ζούνε σε φυσική κατάσταση, δίχως
ενδύματα και κατοικίες, άοπλοι και ευάλωτοι. Από αυτό το αδιέξοδο εξήλθαν, όταν τους δόθηκε η φωτιά και η
πολιτική τέχνη, που επέτρεψε τη συγκρότηση της πολιτικής κοινωνίας με το νόμο και την τάξη. Η καλλιέργεια ενός
κτήματος ήταν δυνατή μόνο στην περίπτωση διασφάλισης της παραγωγής από την αρπαγή. Αυτή η αντίληψη
ερχόταν σε αντίθεση με παλαιότερες θρησκευτικές δοξασίες ξεπεσμού από μία εποχή τελειότητας προς μία
χειρότερη κατάσταση. Βλ. W. K. C. Guthrie, Οι σοφιστές, μτφρ. Δαμιανός Τσεκουράκης, Μορφωτικό Ίδρυμα
Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1991, σ. 87-88.
99 Για τη διαφορά μεταξύ φυσικών και κοινωνικών κανόνων βλ. Frederic Raphael, ο. π., σ.25-31 & Καρλ Πόππερ, Η
ένδεια του ιστορικισμού, μτφρ. Αθανάσιος Σαμαρτζής, Ευρασία, Αθήνα 2005, σ. 14-15.
100 Ο όρος μονισμός παραπέμπει σε κάθε φιλοσοφικό σύστημα που ανάγει το πλήθος των στοιχείων του κόσμου σε
μία αρχή ή ουσία, είτε υλική είτε πνευματική. Βλ. Θεοδόσης Πελεγρίνης, ο. π., σ. 400.
101 Δυϊσμός είναι η αντίληψη σύμφωνα με την οποία η πραγματικότητα αποτελείται από δύο διακριτά μέρη. Ο δυϊσμός
σχετίζεται με τη δυαδική σκέψη. Ο Popper ανήκει στους πρόσφατους δυϊστές νου-σώματος. Βλ. Το Φιλοσοφικό
Λεξικό του Cambridge, ο. π., σ. 293.

40
κάποιος να αποφύγει τις κοινωνικές κυρώσεις. Η αντίληψη αυτή παρουσιάστηκε στην αρχαία
ελληνική σκέψη με την αντίθεση ανάμεσα στη φύση και τη σύμβαση. Ο κριτικός δυϊσμός δέχεται
ότι οι κανόνες διαμορφώνονται και μεταβάλλονται από τον άνθρωπο, που φέρει την ηθική ευθύνη
για το περιεχόμενο, την τήρηση και τη βελτίωσή τους. Η φύση είναι αμέτοχη σε αυτή τη
διαδικασία. Ο Popper υποστηρίζει ότι οι αποφάσεις μας πρέπει να είναι σύμφωνες με τους
φυσικούς νόμους, την ψυχολογία και τη φυσιολογία μας, για να είναι αποτελεσματικές. Αν
αντιβαίνουν σε αυτούς τους νόμους, δεν θα είναι εφαρμόσιμες. Είναι αδύνατο να αλλάξουμε ένα
γεγονός, αν αυτό είναι αμετάβλητο.
Η θέση ότι οι κανόνες είναι ανθρώπινα δημιουργήματα δεν σημαίνει ότι οι άνθρωποι τους
σχεδιάζουν πάντα συνειδητά, αλλά ότι έχουν την ευθύνη να τους κρίνουν και να τους αλλάξουν. 102
Η σύμβαση δεν ταυτίζεται απαραίτητα με την αυθαιρεσία. Ανθρώπινα δημιουργήματα είναι η
γλώσσα, η μουσική, η επιστήμη ή τα ηθικά αιτήματα για ελευθερία και ισότητα. Δεν είναι όμως
ολωσδιόλου αυθαίρετα και υπάρχει μια ισχυρή, συνεκτική, εσωτερική λογική, που τα διέπει.
Ανάμεσα στον απλοϊκό μονισμό και τον κριτικό δυϊσμό υπάρχουν τρία κύρια στάδια. Το πρώτο
είναι ο βιολογικός νατουραλισμός που αποδέχεται τη θέση ότι, αν και οι ηθικοί κανόνες είναι
αυθαίρετοι, συνάγονται από κάποιους αιώνιους και αμετάβλητους φυσικούς νόμους. Για
παράδειγμα οι διατροφικές μας συνήθειες διέπονται από ένα πλήθος αυθαίρετων συνηθειών, αλλά
και από κάποιους αδιαμφισβήτητους βιολογικούς κανόνες. Με βάση το βιολογικό νατουραλισμό ο
Πίνδαρος υποστήριξε ότι πρέπει να άρχει ο ισχυρός, επειδή αυτό συμβαίνει στο φυσικό βασίλειο,
ενώ ο σοφιστής Αντιφώντας υποστήριξε την ισότητα των ανθρώπων, επειδή όλοι είμαστε ίσοι ως
προς τα φυσικά προτερήματα και αναπνέουμε τον αέρα με τον ίδιο τρόπο. 103 Σε αντίθεση με
σοφιστές που τάχθηκαν υπέρ της ισότητας και κατά της δουλείας (π.χ. Ιππίας, Λυκόφρων), ο
Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης υποστήριζαν τη θεωρία της βιολογικής και ηθικής ανισότητας των
ανθρώπων θεωρώντας ότι Έλληνες και βάρβαροι ή κύριοι και δούλοι ήταν άνισοι από τη φύση.
Ο βιολογικός νατουραλισμός μπορεί να στηρίξει εκ διαμέτρου αντίθετες ηθικές θέσεις. Όμως η
επίκληση της φύσης δεν δικαιολογεί από μόνη της την επιλογή μιας συμπεριφοράς. Αλλιώς θα ήταν
αφύσικη η ενασχόληση με την τέχνη, την επιστήμη και κάθε άλλο πολιτιστικό δημιούργημα. Ο
άνθρωπος θα έπρεπε να αρνηθεί ό,τι τον εξανθρωπίζει.

102 Ο Καστοριάδης επισημαίνει ότι στην αρχαία Ελλάδα έγινε για πρώτη φορά το πέρασμα από τη θεσμισμένη
ετερονομία στην αυτονομία και δημιουργήθηκε το εξατομικευμένο άτομο που υπήρχε πλέον όχι σαν κοινωνικός
αριθμός, αλλά σαν κάτι που μπορεί να δώσει έκφραση στην ατομική του ριζική δημιουργική φαντασία. Η
δημιουργία της πολιτική και της φιλοσοφίας ήταν η πρώτη ανάδυση του προτάγματος της ατομικής και συλλογικής
αυτονομίας. Βλ. Κορνήλιος Καστοριάδης, Οι ομιλίες στην Ελλάδα, Ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 1990, σ. 63.
103 Επίσης, οι απόψεις του Αντιφώντα για τη γλώσσα, όπως και η ηθική του, στηρίχτηκαν στην αντίθεση νόμος-φύση
και συνδέθηκαν με μία οντολογία που αφήνει χώρο τόσο για την πραγματικότητα όσο και για τα φαινόμενα. Βλ. W.
K. C. Guthrie, ο. π., σ. 353.

41
Το δεύτερο στάδιο είναι ο ηθικός θετικισμός, που υποστηρίζει ότι οι μόνοι κανόνες είναι οι
καθιερωμένοι νόμοι. Αυτό που υπάρχει είναι καλό, αν και είναι συμβατικό. Κάθε άλλο κριτήριο
είναι πλασματικό. Απορρίπτει την άποψη ότι το άτομο μπορεί να κρίνει τους κοινωνικούς κανόνες,
ενώ δέχεται ότι η κοινωνία δικαιούται να κρίνει το άτομο. Ο ηθικός θετικισμός είναι σαφώς
συντηρητικός και θεωρεί στη βάση της αυθεντίας ότι οι υπάρχοντες κανόνες είναι οι καλύτεροι.
Ωστόσο, υπάρχουν και προοδευτικοί θετικιστές που υποστηρίζουν την ανεκτικότητα, εφόσον οι
ηθικοί κανόνες είναι αυθαίρετοι.
Το τρίτο στάδιο είναι ο ψυχολογικός ή πνευματικός νατουραλισμός, που συνδυάζει στοιχεία των
δύο προηγούμενων σταδίων. Δέχεται την έμφαση του ηθικού θετικισμού στο συμβατικό χαρακτήρα
όλων των κανόνων. Όμως κρίνει ότι παραβλέπεται ότι οι κανόνες εκφράζουν την ψυχολογική ή
πνευματική φύση του ανθρώπου. Από την άλλη, δέχεται την αρχή του βιολογικού νατουραλισμού,
ότι υπάρχουν ορισμένοι φυσικοί σκοποί από τους οποίους αντλούνται φυσικοί κανόνες. Κρίνει
όμως ότι οι κανόνες αυτοί δεν είναι μόνο βιολογικοί (υγεία, τροφή), αλλά και πνευματικοί.
Η θέση αυτή διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Πλάτωνα, που βρισκόταν υπό την επίδραση
της σωκρατικής θέσης ότι το πνεύμα έχει μεγαλύτερη σημασία από το σώμα. Η θέση αυτή μπορεί
να συνδυαστεί είτε με μια ανθρωπιστική στάση, ότι όλοι οι άνθρωποι μετέχουν στην πνευματική
ανθρώπινη φύση, είτε με τη λατρεία της δύναμης, που θεωρεί ότι οι πολλοί είναι κατώτεροι και
μόνο οι εκλεκτοί είναι άξιοι της ανθρώπινης πνευματικής κοινότητας. Ο Πλάτωνας με τον
πνευματικό νατουραλισμό δικαιολόγησε τα φυσικά προτερήματα του σοφού και εκλεκτού ηγέτη.
Αντίθετα οι Paine και Kant αξίωσαν την αναγνώριση των «φυσικών δικαιωμάτων» για όλους τους
ανθρώπους.
Στον Πλάτωνα η φύση έχει το ίδιο σχεδόν νόημα με τη Μορφή ή την Ιδέα, επειδή στον όρο φύση
αποδίδεται το νόημα της ουσίας. Η Μορφή ενός αισθητού πράγματος είναι χωρισμένη από αυτό,
αλλά ως γεννήτορας αποδίδει σ’ αυτό τη φύση του, που είναι η αρχέτυπη ποιότητα του, η
ενύπαρκτη ουσία του. Φυσικό είναι ό,τι είναι έμφυτο ή αρχέτυπο ή θεϊκό σε ένα πράγμα, ενώ
τεχνητό είναι ό,τι πρόσθεσε ο άνθρωπος. Για τον Πλάτωνα η αντίθεση ανάμεσα στη φύση και τη
σύμβαση αντιστοιχεί με την αλήθεια και το ψεύδος. Η φύση στον άνθρωπο δηλώνει τις
πνευματικές ικανότητες ή τα προτερήματά του και είναι σχεδόν ταυτόσημη με την ψυχή του.
Έργο της κοινωνικής και πολιτικής επιστήμης είναι η διερεύνηση της φύσης της κοινωνίας και
του κράτους. Επειδή όμως για τον Πλάτωνα η φύση ενός πράγματος είναι η γενετική του αρχή,
πρέπει να διερευνηθεί η γενετική αρχή της κοινωνίας και του κράτους. Αυτή η αρχή είναι μια
φυσική σύμβαση θεμελιωμένη στην κοινωνική φύση του ανθρώπου, η οποία οφείλει τη γένεσή της
στην ατέλειά του. Ο άνθρωπος δεν είναι αυτάρκης και μπορεί να φτάσει στην τελειότητα μόνο
μέσω του κράτους και μέσα στο κράτος, το οποίο είναι σημαντικότερο από το άτομο, εφόσον

42
μπορεί να αντισταθμίσει την ατέλειά του. 104 Η παρακμή του κράτους οφείλεται στην ατέλεια της
ανθρώπινης φύσης.
Για τον Πλάτωνα ο νόμος και η τάξη είναι δοσμένα εκ φύσεως, επειδή πηγάζουν από την ψυχή
που υπάρχει όντως εκ φύσεως. Η ψυχή είναι σημαντικότερη από το σώμα και τα πνευματικά
θέματα, που εξαρτώνται απ’ αυτήν, είναι σημαντικότερα από τα θέματα που εξαρτώνται από το
σώμα. Έτσι, οι νόμοι και οι θεσμοί, που δημιουργούνται για κάποιο σκοπό, υπάρχουν εκ φύσεως
και από τη στιγμή που θα διατυπωθούν γραπτά πρέπει να μείνουν αμετάβλητοι.
Επειδή το άτομο είναι κατώτερο από το κράτος και μάλιστα ένα ατελές αντίγραφο του, θα
έπρεπε η φύση της δικαιοσύνης να διερευνηθεί πρώτα στην πόλη και μετά στο άτομο
παρατηρώντας τα σημεία ομοιότητας τους. Η πόλη-κράτος πρέπει να παραμείνει μικρή και η
ανάπτυξή της να επιτρέπεται στο βαθμό που δεν πλήττεται η ενότητά της. Ο Πλάτωνας αναλύει την
ατομική ψυχή και τη διαιρεί σε τρία μέρη που αντιστοιχούν στις τρεις τάξεις της πολιτείας του. Το
λογικό μέρος αντιστοιχεί στους φύλακες, το θυμοειδές στους πολεμιστές και το επιθυμητικό στους
εργάτες. Η ασθένεια του κράτους, που είναι η διάλυση της ενότητάς του, αντιστοιχεί προς την
ασθένεια της ανθρώπινης ψυχής και προκαλείται από τη διαφθορά των μελών της άρχουσας τάξης.
Η πτώση της τέλειας πολιτείας αντιστοιχεί στο βιολογικό εκφυλισμό των ανθρώπων.
Ο Πλάτωνας δυσκολεύεται να εξηγήσει πώς αρχίζει η παρακμή της τέλειας πολιτείας, πού υπήρχε
το σπέρμα της διάλυσης. Η γενική θεωρία της παρακμής κάθε οργανισμού που γεννιέται δεν είναι
ικανοποιητική, επειδή δεν εξηγεί την αδυναμία του τέλειου κράτους να διαφύγει την παρακμή.
Υποστήριξε ότι αυτό θα συνέβαινε, αν οι κυβερνήτες του τέλειου κράτους γίνονταν φιλόσοφοι και
απέφευγαν την ανάμιξη των ευγενών τους μετάλλων με τα κατώτερα μέταλλα της τρίτης τάξης.
Αν η ανατροφή της άρχουσας τάξης είναι εμπειρική, δεν θα είναι ακριβής, θα χαθεί η καθαρότητά
της και θα εκπέσει η αρχέτυπη πολιτεία. Τα είδη πρέπει να ανατρέφονται ανάλογα με τις ορισμένες
χρονικές περιόδους τους, για να μην εκφυλιστούν· το ίδιο και η κυρίαρχη φυλή. Αν όμως η
ανατροφή τους βασιστεί σε υπολογισμούς της εμπειρίας και της αισθητηριακής αντίληψης, που
είναι αναξιόπιστες, θα αποτύχει και θα γεννηθούν παιδιά με λανθασμένο τρόπο. Για να αποφευχθεί
αυτή η εξέλιξη, πρέπει να ανακαλυφθεί μια καθαρά έλλογη και μαθηματική επιστήμη που
κατέχοντας τον αριθμό της αληθινής περιόδου της αναπαραγωγής του ανθρώπινου γένους θα
εφαρμόσει μια ανώτερη ευγονική. Αυτός ο αριθμός καθορίζει τις καλύτερες και χειρότερες
γεννήσεις. Αν οι φύλακες ενώσουν τον άνδρα και τη γυναίκα λανθασμένα, τα παιδιά που θα
προκύψουν θα έχουν κακή φύση και θα εξελιχθούν σε ανάξιους κυβερνήτες.

104 Ο μύθος του Προμηθέα στον Πρωταγόρα (320D-323A) για τη συγκρότηση της πολιτικής κοινωνίας δείχνει πως οι
άνθρωποι προσπάθησαν να επιβιώσουν, σαν ατελή όντα που ήταν όσον αφορά το φυσικό εξοπλισμό τους, με τη
δημιουργία πολιτικών κοινοτήτων.

43
Για τον Πλάτωνα ο εκφυλισμός της φυλής εξηγεί τη ρήξη στην ενότητα της άρχουσας τάξης. Ο
ταξικός πόλεμος υποκινεί την ανθρώπινη ιστορία, που αντιστοιχεί στην ιστορία της κατάρρευσης
της κοινωνίας. Ο ιδεαλιστικός ιστορικισμός του Πλάτωνα θεμελιώνεται σε μια βιολογική βάση.
Διατύπωσε έναν αμετάβλητο νόμο για την ιστορική ανάπτυξη, το νόμο του καθολικού εκφυλισμού
και της παρακμής. Υποστήριξε πως ο μεταβαλλόμενος αισθητός κόσμος είναι ένα αντίγραφο σε
παρακμή του αμετάβλητου και αόρατου κόσμου. Οι δυσκολίες αυτού του σχήματος τον ανάγκασαν
να φτάσει στο μυστικισμό μιας ψευδοορθολογικής μαθηματικής θεωρίας για την ανατροφή. Ο
μεταφυσικός δυϊσμός της πλατωνικής σκέψης στο πολιτικό επίπεδο παρουσιάζεται ως η αντίθεση
ανάμεσα στο συλλογικό ένα, το κράτος, που μπορεί να είναι τέλειο και αύταρκες και στη μάζα του
λαού, που είναι ατελής και εξαρτημένη και πρέπει να υπηρετήσει τη διατήρηση της ενότητας του
κράτους. Αυτή η δυϊστική φιλοσοφία εκφράζει την επιθυμία του Πλάτωνα να εξηγήσει την
αντίθεση ανάμεσα στο όραμα για μια ιδανική κοινωνία και στην πραγματική κατάσταση μιας
κοινωνίας σε αναβρασμό.

Σχολιασμός: Σε αυτή την ενότητα ο Popper αναφέρεται στη σημαντική διάκριση μεταξύ φυσικών
και κοινωνικών κανόνων. Ήταν μια διάκριση, που την τόνισαν ιδιαίτερα οι σοφιστές στην αρχαία
ελληνική σκέψη, και την αξιοποίησαν στη συγκρότηση της επιχειρηματολογίας τους για τα
κοινωνικά ζητήματα, που τους απασχολούσαν. Ο Πλάτωνας θεωρούσε ότι το ατελές άτομο οφείλει
την επιβίωσή του στη συγκρότηση του κράτους και ότι πρέπει να υποτάσσεται στη διαφύλαξη της
σταθερότητάς του.
Οι σοφιστές προέρχονταν σχεδόν από όλα τα μέρη του ελληνικού κόσμου και κατά το δεύτερο
μισό του 5ου αιώνα π.Χ. συνέρρεαν στην Αθήνα (και σε άλλες δημοκρατικές πόλεις), για να
διδάξουν την τέχνη της πειθούς, τη ρητορική. Οι νέοι, που επιθυμούσαν την πολιτική
σταδιοδρομία, επιζητούσαν έναντι αμοιβής τη διδασκαλία τους. Οι σοφιστές ενδιαφέρονταν κυρίως
για την πειθώ, την ικανότητα να πείθουν το συνομιλητή τους, και όχι για την αναζήτηση της
αλήθειας. Πίστευαν ότι δεν υπάρχει μια αντικειμενική αλήθεια, αλλά πολλές και ότι η καθεμιά
υπαγορεύεται από την υποκειμενική κρίση του καθενός και τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Η
διαφορετικότητα των ανθρώπων παρείχε πολλά κριτήρια για την αλήθεια.
Με τον ίδιο τρόπο οι σοφιστές αντιμετώπιζαν και την ηθική συμπεριφορά των ανθρώπων. Δεν
έβλεπαν μονοσήμαντα τις ηθικές αξίες. Το καλό, το κακό και το δίκαιο δεν είχαν το ίδιο
περιεχόμενο για όλους και ο καθένας τα αξιολογούσε με βάση το συμφέρον και την αντίληψή του.
Υποστήριζαν ότι οι νόμοι επιβάλλονται στην κοινωνία από τους ισχυρούς για την εξυπηρέτηση των

44
συμφερόντων τους. Ο Θρασύμαχος είχε διακηρύξει ότι δίκαιο είναι το συμφέρον του ισχυρότερου,
που έχει τη δύναμη να το επιβάλλει στους άλλους.105
Τον 5ο αιώνα π.Χ. ήταν ευρύτερα αποδεκτή η άποψη ότι ο νόμος δεν αποτελούσε έκφραση της
θείας βούλησης, όπως υποστήριζε η παλιότερη αριστοκρατική φιλοσοφία. Ο νόμος ήταν ανθρώπινο
δημιούργημα και αφορούσε την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνικής ζωής. Όταν ο Περικλής ίδρυσε
την αποικία των Θουρίων στην Κάτω Ιταλία, επέλεξε μετά από διαγωνισμό τον Πρωταγόρα για τη
σύνταξη των νόμων της. Ο Πρωταγόρας, που είχε διατυπώσει την αρχή του αγνωστικισμού, φυσικά
δεν ισχυρίστηκε ότι καθοδηγήθηκε από κάποια θεότητα στο νομοθετικό του έργο. Οι νόμοι είχαν
διατυπωθεί από μια ομάδα ανθρώπων, που ασκούσε θεσμικά καθορισμένη εξουσία. Το πρόβλημα
της εγκυρότητας των νόμων είχε σχέση με τον παράγοντα που επέβαλε την τήρησή τους. Ήταν ο
φόβος της τιμωρίας ή κάποιος άγραφος και σταθερός κανόνας;
Ο Πρωταγόρας αναγνώριζε ότι ο νόμος δεν είχε θεϊκή προέλευση, είχε όμως κύρος, που το
αντλούσε από μια αρχική συμφωνία των ανθρώπων να ιδρύσουν μια κοινότητα, για να καλύψουν
την ανάγκη της επιβίωσης και για να εξυπηρετηθεί το γενικότερο καλό. Αν οι άνθρωποι δεν ήθελαν
να επιστρέψουν στη βία, δεν έπρεπε να παραβιάζουν τους νόμους στην περίπτωση που δεν τους
ικανοποιούσαν, αλλά να προσπαθούν συντεταγμένα να τους αλλάξουν. Την ίδια αρχή
υπερασπίστηκε με τη ζωή του και ο Σωκράτης. Άλλοι σοφιστές έκαναν μια σαφή διάκριση ανάμεσα
στο νόμο, που ως ανθρώπινο κατασκεύασμα δεν του έδιναν μεγάλη αξία και τη φύση, που
σύμφωνα με τον Ιππία και τον Αντιφώντα επέβαλε την ισότητα όλων των ανθρώπων
και την αμφισβήτηση της δουλείας.106

105 Θεοδόσιος Ν. Πελεγρίνης, Οι πέντε εποχές της φιλοσοφίας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1998, σ. 45-47.
106 Αναφέρεται στο Mario Veggeti, ο. π., σ. 135-138.

45
2.3 ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ
2.3.α Ολοκληρωτική δικαιοσύνη107
Η θέση του Popper.108 Τα θεμελιακά αιτήματα του πλατωνικού πολιτικού προγράμματος
συνοψίζονται σε δύο φόρμουλες. Η ιδεαλιστική φόρμουλα αντιστοιχεί στην ιδεαλιστική θεωρία του
και στοχεύει στην αναχαίτιση κάθε πολιτικής αλλαγής, επειδή η αλλαγή ταυτίζεται με το κακό και
η ακινησία με το θείο. Η αλλαγή μπορεί να ανακοπεί, εάν το κράτος λειτουργήσει όπως το
αρχέτυπο του, η Μορφή ή η Ιδέα της ιδανικής πολιτείας. Η νατουραλιστική φόρμουλα δείχνει πώς
μπορεί να πραγματοποιηθεί η αναχαίτιση της πολιτικής αλλαγής με το αίτημα για επιστροφή στη
φύση· επιστροφή στη φυλετική πατριαρχία, που βασιζόταν στη φυσική ταξική διακυβέρνηση των
λίγων σοφών πάνω στο πλήθος των αμαθών. Αυτό το αρχετυπικό κράτος των προγόνων θεωρείτο
ότι είχε συγκροτηθεί με βάση την ανθρώπινη φύση και ήταν διασφαλισμένη η σταθερότητα του.
Τα κύρια σημεία του πλατωνικού πολιτικού προγράμματος είναι: α) Ο αυστηρός διαχωρισμός της
άρχουσας τάξης από το πλήθος, β) Η ταύτιση του κράτους με την άρχουσα τάξη και το
αποκλειστικό ενδιαφέρον για την ενότητα της μέσω άκαμπτων κανόνων για την ανατροφή και την
εκπαίδευση της και μέσω της αυστηρής επίβλεψης των συμφερόντων των μελών της, γ) Η
μονοπώληση από την άρχουσα τάξη των στρατιωτικών αρετών, της στρατιωτικής εξάσκησης, του
δικαιώματος οπλοφορίας και εκπαίδευσης και ο αποκλεισμός της από κάθε οικονομική και
βιοποριστική δραστηριότητα, δ) Η λογοκρισία όλων των πνευματικών δραστηριοτήτων της
άρχουσας τάξης, η αυστηρή παρεμπόδιση κάθε νεωτερισμού και η καλλιέργεια ενός ενιαίου
φρονήματος μεταξύ των μελών της με μια διαρκή προπαγάνδα, και ε) Η επιδίωξη του κράτους να
είναι αυθυπόστατο και να έχει οικονομική αυτάρκεια, για να μην εξαρτώνται οι κυβερνώντες από
εμπόρους, που θα περιόριζαν τη δύναμή τους, και για να μην ασχολούνται οι ίδιοι με το εμπόριο,
που είναι πιθανό να υπονομεύσει την ενότητά τους.
Στην Πολιτεία η έννοια του δικαίου ταυτίζεται με το συμφέρον της άριστης πολιτείας, που είναι η
αναχαίτιση κάθε αλλαγής με τη διατήρηση μιας άκαμπτης ταξικής διαίρεσης και διακυβέρνησης.
Κάθε άνθρωπος θα πρέπει να κάνει μόνο μια εργασία, αυτή που μπορεί καλύτερα, και να νοιάζεται
μόνο για τις δικές του υποθέσεις. Το πέρασμα από τη μια τάξη στην άλλη, όταν κάποιος δεν το

107 Από τον 6ο αιώνα π.Χ. η δικαιοσύνη είχε ελκύσει το ενδιαφέρον των φιλοσόφων. Οι προσωκρατικοί την
αντιμετώπιζαν ως μία κοσμική αρχή. Ο Αναξίμανδρος της απέδιδε την ισορροπία μεταξύ των τεσσάρων βασικών
στοιχείων της φύσης, ενώ ο Ηράκλειτος τον μη εκφυλισμό του κόσμου της αέναης ροής και την εξασφάλιση της
αρμονίας των αντιτιθέμενων πραγμάτων. Ακολούθησε η αντίληψη της ανθρωπολογικής δικαιοσύνης, που διέπει τις
σχέσεις των ανθρώπων μέσα στην κοινωνία. Ο Πλάτωνας συνδύασε τη δικαιοσύνη με την έννοια της
οικειοπραγίας, σύμφωνα με την οποία κάθε πολίτης έχει ως αποστολή να εκτελεί το οικείο έργο, και πάνω σε αυτή
βάσισε τη λειτουργία της άριστης πολιτείας. Βλ. Θεοδόσης Πελεγρίνης, Λεξικό της Φιλοσοφίας, Ελληνικά
Γράμματα, Αθήνα 2004, σ. 165.
108 Παρατίθεται η επιχειρηματολογία του Popper από την ενότητα Ολοκληρωτική δικαιοσύνη. Βλ. Καρλ Πόππερ, Η
ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της: η γοητεία του Πλάτωνα, μτφρ. Ειρήνης Παπαδάκη, Δωδώνη, Αθήνα 1991, τομ.
1, σ. 155-204.

46
αξίζει, συνιστά καταστροφή για την πόλη. Η αμοιβαία ανάμιξη των τριών τάξεων συνιστά αδικία
και το αντίθετο δικαιοσύνη. Έτσι, η πλατωνική δικαιοσύνη ταυτίζεται με την αρχή της ταξικής
διακυβέρνησης και τα ταξικά προνόμια και διαφέρει ριζικά από τη σημερινή αντίληψη, που
τάσσεται υπέρ του ατόμου, της ισότητας και της απουσίας ταξικών προνομίων.
Ο Popper υποστηρίζει ότι ο Πλάτωνας ταύτισε τη δικαιοσύνη με την ανισότητα, επειδή ήθελε να
κάνει προπαγάνδα υπέρ του ολοκληρωτικού κράτους πείθοντας πως ήταν ένα «δίκαιο» κράτος. Η
επιτυχία αυτού του εγχειρήματος είναι εμφανής ακόμη και σήμερα, καθώς πολλοί θεωρούν τον
Πλάτωνα, γοητευμένοι από τα γραπτά του, ως ένα στοχαστή που αγωνίστηκε για τη δικαιοσύνη και
την ανθρώπινη ευτυχία στο πλαίσιο της ιδανικής πολιτείας. Ο Πλάτωνας είχε επίγνωση ότι η
δικαιοσύνη σήμαινε πολλά για τους ανθρώπους και ότι ήταν πρόθυμοι να υποστούν σοβαρές θυσίες
για την πραγμάτωσή της. Προσπάθησε να εκμεταλλευτεί αυτή τη διάθεση, για να συντρίψει το
μεγάλο του εχθρό, που ήταν το εξισωτικό κίνημα της εποχής του.
Στην Πολιτεία εξετάζονται πάρα πολλές και διαφορετικές απόψεις για τη δικαιοσύνη και δίνεται
η εντύπωση ότι δεν παραλείπεται καμιά από τις σημαντικές. Ωστόσο, παραβλέπεται η άποψη της
ισονομίας, που ταυτίζει τη δικαιοσύνη με την ισότητα προ του νόμου. 109 Είναι απίθανο ο Πλάτωνας
να μην είχε προσέξει τη θεωρία της ισότητας, επειδή είχε ευρεία λαϊκή αποδοχή και αναφέρεται
στο Γοργία και στην Πολιτεία από το Γλαύκωνα, όπου αντιμετωπίζεται περιφρονητικά.
Επικρατέστερη επομένως είναι η εξήγηση ότι ο Πλάτωνας επέλεξε συνειδητά να μη συζητήσει τη
θεωρία της ισονομίας, επειδή αυτό εξυπηρετούσε την υπόθεση στην οποία ήταν αφοσιωμένος.
Η ανθρωπιστική θεωρία της δικαιοσύνης προϋποθέτει τρεις κύριες αρχές: α) την αρχή της
ισότητας των δικαιωμάτων (και της απόρριψης των προνομίων), β) την αρχή του ατομικισμού και
γ) την αρχή ότι σκοπός του κράτους είναι η προστασία της ελευθερίας των πολιτών. Σε αυτήν ο
Πλάτωνας αντιπαραθέτει τρεις άλλες αρχές: α) την αρχή των φυσικών προνομίων, β) την αρχή του
ολισμού ή κολεκτιβισμού και γ) την αρχή ότι σκοπός του ατόμου πρέπει να είναι η διατήρηση και η
ενίσχυση της σταθερότητας του κράτους.
Η αρχή της ισότητας των δικαιωμάτων επιβάλλει οι πολίτες να αντιμετωπίζονται δίκαια και οι
κρατικές αρχές να μην επηρεάζονται από την καταγωγή, την οικογενειακή και οικονομική τους
κατάσταση. Δεν αναγνωρίζονται καθόλου «φυσικά» προνόμια παρά μόνο προσωρινή παραχώρηση
ορισμένων διευκολύνσεων σε πρόσωπα που διακρίνονται για την αξιοσύνη τους. Η αρχή αυτή είχε
ήδη διατυπωθεί από τον Περικλή στον Επιτάφιο, όπου αναφερόταν στην παροχή από το νόμο ίσης

109 Ο Guthrie σημειώνει ότι η δημοκρατία ήταν μέρος μιας γενικής κίνησης για την ισότητα. Ο Θουκυδίδης διασώζει
μια δημηγορία του Αθηναγόρα, δημοκρατικού ηγέτη των Συρακουσών, που έλεγε στους ολιγαρχικούς ότι είναι
άδικο τα μέλη της ίδιας πόλης να μην έχουν τα ίδια δικαιώματα. Ακόμα και αν αυτοί πιστεύουν ότι οι πλούσιοι
είναι πιο κατάλληλοι για τη διακυβέρνηση, ο δήμος περιλαμβάνει όλη την πόλη κι όχι ένα μέρος, όπως οι
ολιγαρχικοί, οι καλύτεροι σύμβουλοι είναι οι συνετοί κι όχι οι πλούσιοι και οι πολλοί είναι καλύτεροι στο να ακούν
και να κρίνουν επιχειρήματα. Βλ. W. K. C. Guthrie, ο. π., σ. 188.

47
δικαιοσύνης σε όλους, δίχως να αγνοούνται οι αξιώσεις της υπεροχής στην ανάθεση δημόσιων
λειτουργημάτων σε διακεκριμένους πολίτες και δίχως η φτώχεια να εμποδίζει μια τέτοια εξέλιξη.
Αντίθετα, η πλατωνική αρχή της δικαιοσύνης απαιτούσε «φυσικά» προνόμια για τους ηγέτες. Για
να εναντιωθεί στην αρχή της ισότητας ο Πλάτωνας δεν δίστασε να αποδώσει σε αντιπάλους του το
νατουραλιστικό επιχείρημα για τη «φυσική» ή βιολογική ισότητα των ανθρώπων, ενώ αυτοί είχαν
αποφύγει να το χρησιμοποιήσουν, καθώς αναγνώριζαν ότι οι άνθρωποι ήταν ίσοι από ορισμένες
απόψεις και άνισοι από άλλες και ότι αυτό το επιχείρημα ήταν μειωμένης βαρύτητας. Ο Πλάτωνας
διαπίστωσε ότι το επιχείρημα ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι ασκούσε κάποια συναισθηματική
έλξη. Όμως, ασκούσε ακόμη μεγαλύτερη έλξη να τους λες ότι είναι ανώτεροι από τους άλλους και
οι άλλοι κατώτεροι από αυτούς. Έτσι, αντέταξε την περιφρόνηση στην αξίωση για φυσική ισότητα.
Στην Πολιτεία χρησιμοποιούνται τρία επιχειρήματα για να θεμελιωθεί η αρχή των «φυσικών»
προνομίων. Το πρώτο στηρίζεται στον αδύναμο συλλογισμό ότι δικαιοσύνη είναι να νοιάζεται
κανείς για τις δικές του υποθέσεις. Το δεύτερο υποστηρίζει ότι δικαιοσύνη είναι να κατέχουμε και
να ασχολούμαστε με ό,τι μας ανήκει και είναι δικό μας. Πρόκειται για ένα τέχνασμα που παίζει με
το νόημα του όρου «δικό μου».110 Δική μας είναι η κοινωνική θέση που έχουμε, αλλά και ένα
οποιοδήποτε σχέδιο π.χ. να κλέψουμε τα χρήματα του διπλανού μας. Το τρίτο επιχείρημα είναι πιο
σοβαρό και υποστηρίζει ότι δικαιοσύνη είναι να κρατά κανείς τη θέση του (με την έννοια της
κοινωνικής θέσης).
Οι έννοιες του ατομικισμού και του κολεκτιβισμού έχουν στενή σχέση με την ισότητα και την
ανισότητα. Ο όρος ατομικισμός έχει δύο σημασίες. Υποδηλώνει α) την αντίθεση προς τον
κολεκτιβισμό και β) την αντίθεση προς τον αλτρουισμό. Ο Popper διευκρινίζει πως χρησιμοποιεί
τον ατομικισμό με την πρώτη σημασία, ενώ τη δεύτερη σημασία την αντικαθιστά με τους όρους
εγωισμός ή ιδιοτέλεια. Βασικό αίτημα του κολεκτιβισμού είναι ότι το άτομο πρέπει να συμβάλλει
στην προώθηση των συμφερόντων μιας συλλογικότητας. Ο κολεκτιβισμός, 111 που υποτάσσει το
μέρος στο όλον χωρίς να ισχύει και το αντίστροφο, ασκεί μια ισχυρή συγκινησιακή έλξη, που
εδράζεται στην επιθυμία να ανήκει κανείς σε ένα ευρύτερο σώμα, και χρησιμοποιεί την ηθική
επίκληση του αλτρουισμού κρίνοντας κάποιον ιδιοτελή, αν αρνείται να θυσιάσει τα συμφέροντα
του για χάρη του συνόλου.

110 Ο Vlastos σχολιάζει ότι ο Popper παραγνώρισε την ειδική φόρτιση που έχει η έκφραση “τα δικά” στις φόρμουλες
“κάνω τα δικά μου” και “έχω τα δικά μου” και γι’ αυτό έμεινε με την εντύπωση ότι η εν λόγω επιχειρηματολογία
του Πλάτωνα ήταν μια χοντροκομμένη ταχυδακτυλουργία πάνω στη σημασία του όρου “τα δικά”. Βλ. Gregory
Vlastos, ο. π., σ. 181.
111 Ο κολεκτιβισμός δεν δέχεται το άτομο ως βασική μονάδα της κοινωνικής εξουσίας, αλλά τη συλλογικότητα. Στην
ακραία του έκφραση δεν αναγνωρίζει κανένα δικαίωμα σε οποιαδήποτε πρόσωπο ή οποιονδήποτε θεσμό, που
στρέφεται κατά της συλλογικότητας. Βλ. Θεοδόσης Πελεγρίνης, ο. π., σ. 334.

48
Υπάρχει μια παρεξήγηση γύρω από τον ατομικισμό και τον κολεκτιβισμό, που προκαλεί σύγχυση.
Πολλοί θεωρούν ότι ο κολεκτιβισμός αντιτίθεται στον εγωισμό ή ότι ταυτίζεται με τον αλτρουισμό
και την ανιδιοτέλεια. Όμως υπάρχουν αρκετά παραδείγματα συλλογικού εγωισμού, όπως ο ταξικός
εγωισμός. Από την άλλη, τίποτα δεν αποκλείει ένας οπαδός του ατομικισμού να είναι
αλτρουιστής.112 Για τον Πλάτωνα δεν μπορεί να υπάρξει αλτρουιστικός ατομικισμός και ο
αλτρουισμός ταυτίζεται με τον κολεκτιβισμό, ενώ ο εγωισμός με τον ατομικισμό. Αυτή η
συλλογιστική πετυχαίνει να παρουσιάσει ως ηθικά ανώτερο τον κολεκτιβισμό και να στιγματίσει
ως ιδιοτελείς τους ατομικιστές.
Ο Πλάτωνας έθεσε τον ατομικισμό στο στόχαστρο, γιατί αποτελούσε ένα ισχυρό οχυρό του νέου
ανθρωπιστικού ιδεώδους. Η χειραφέτηση του ατόμου είχε συντελεστεί με την πτώση του
φυλετισμού και την άνοδο της δημοκρατίας. Ο ατομικισμός αποτελούσε μέρος της δημοκρατικής
αντίληψης της δικαιοσύνης, η οποία αφορά τα πρόσωπα κι όχι τη σταθερότητα του κράτους. Ο
Περικλής είχε ισχυριστεί πως το άτομο έχει το δικαίωμα να διαφοροποιηθεί από το σύνολο στην
ατομική του ζωή και ότι ο ατομικισμός συνδέεται με τον αλτρουισμό. Οι Αθηναίοι ενδιαφέρονταν
για την προστασία όσων βλάπτονταν. Ένας τέτοιος ατομικισμός, κατά τον Popper, συναρτημένος
με την ανιδιοτέλεια αποτέλεσε θεμέλιο του δυτικού πολιτισμού, του Χριστιανισμού και της
πρακτικής φιλοσοφίας του Kant, που όριζε τον άνθρωπο ως αυτοσκοπό.
Η εχθρότητα του Πλάτωνα προς ένα τέτοιο ιδεώδες είναι εμφανής και σε δύο χωρία των Νόμων.
Το πρώτο αναφέρεται στην κοινότητα των γυναικών, των παιδιών και των περιουσιακών στοιχείων
και στο ξερίζωμα κάθε ιδιωτικού και ατομικού στοιχείου. Η διάπλαση των ανθρώπων πρέπει να
είναι τέτοια ώστε να έχουν ομοθυμία στον υπέρτατο βαθμό και να χαίρονται και να λυπούνται με
τις ίδιες καταστάσεις την ίδια στιγμή. Στο δεύτερο χωρίο υποστηρίζεται ότι η αυστηρή στρατιωτική
πειθαρχία πρέπει να υπάρχει ακόμα και σε περιόδους ειρήνης και οι άνθρωποι να εκπαιδεύονται σε
αυτήν από την πρώιμη παιδική τους ηλικία. Όλοι θα πρέπει να ακολουθούν πιστά τις διαταγές ενός
αρχηγού και να μην αυτενεργούν, ώστε να επιτευχθεί ένα αίσθημα κοινότητας του συνόλου.
Το μίσος του Πλάτωνα για την ελευθερία και τη διαφοροποίηση έχει εξιδανικευτεί από κάποιους
και αντιμετωπίζεται ως μια φιλάνθρωπη και ανιδιοτελής στάση. Αυτοί θεωρούν, επειδή
εχθρεύονται τον ατομικισμό, ότι ο Πλάτωνας στόχευε στην αντικατάσταση της ιδιοτέλειας και της
διχόνοιας από την αρμονία και την ενότητα. Κάποιοι άλλοι πείστηκαν πως οι διακηρύξεις του
έχουν ανθρωπιστικό περιεχόμενο, επειδή μπερδεύονται από τους πρώιμους διαλόγους που φέρουν
την ισχυρή επίδραση της σωκρατικής διδασκαλίας. Εκεί υπάρχουν γνήσια ανθρωπιστικά
αισθήματα, όπως στο Γοργία, που διατυπώνεται η άποψη ότι είναι χειρότερο να προκαλεί κάποιος
112 Ο Kant εισηγήθηκε έναν αλτρουισμό σύμφωνα με τον οποίο οφείλει κανείς να ρυθμίζει την ηθική συμπεριφορά
του ανεξάρτητα από το προσωπικό συμφέρον και τις προσωπικές επιδιώξεις έχοντας ως στόχο των πράξεων του
αποκλειστικά την ευημερία των άλλων. Βλ. Θεοδόσης Πελεγρίνης, ο. π., σ. 618.

49
αδικία παρά να την υφίσταται. Ο Πλάτωνας δεν διστάζει, ακόμη, στην Πολιτεία να ταυτίσει τον
αδίστακτο Θρασύμαχο με τον ατομικισμό, ώστε να φανεί ότι μαχόμενος αυτόν μάχεται το
μηδενισμό της εποχής του. Φτάνει στο σημείο να αντικαταστήσει τη θέση του Θρασύμαχου ότι η
δύναμη συνιστά δίκαιο με την εξίσου σκληρή θέση ότι δίκαιο είναι ό,τι προωθεί την κρατική
δύναμη και σταθερότητα.
Το τρίτο επιχείρημα του Πλάτωνα για τη δικαιοσύνη υποστηρίζει πως οποιαδήποτε αλλαγή στο
καθεστώς των τριών τάξεων και οποιαδήποτε παρέμβαση της μιας τάξης στο έργο της άλλης είναι
σοβαρό αδίκημα και μπορεί να επιφέρει την καταστροφή της πόλης. Κάτι τέτοιο συνιστά αδικία. Το
αντίστροφο, η κάθε τάξη να φροντίζει τις δικές της υποθέσεις, συνιστά δικαιοσύνη. Από τα
παραπάνω συνάγεται ότι: α) κάθε χαλάρωση του άκαμπτου ταξικού συστήματος μπορεί να επιφέρει
την καταστροφή της πόλης και β) ότι βλάπτει την πόλη είναι αδικία, ενώ το αντίθετο δικαιοσύνη.
Στόχος του Πλάτωνα ήταν η αναχαίτιση της επιβλαβούς κοινωνικής αλλαγής. Μόνο ένα άκαμπτο
ταξικό σύστημα θα μπορούσε να περιορίσει μια τέτοια απειλή για την πόλη.
Το κρατικό συμφέρον είναι το έσχατο κριτήριο. Ό,τι το προωθεί είναι ενάρετο και δίκαιο και ό,τι
το απειλεί είναι κακό και άδικο. Οι πράξεις που το εξυπηρετούν είναι ηθικές, όσες το
αντιστρατεύονται είναι ανήθικες. Ο ηθικός κώδικας του Πλάτωνα είναι αυστηρά ωφελιμιστικός.
Πρόκειται για μια ολοκληρωτική θεωρία της ηθικότητας. Το καλό ταυτίζεται με ο,τι εξυπηρετεί τα
συμφέροντα της συλλογικότητας. Δύσκολα αποδίδεται λάθος σε κρατικές πράξεις, όσο το κράτος
είναι ισχυρό και οι πράξεις αυτές ενισχύουν τη δύναμη του.
Από την άποψη της ολοκληρωτικής ηθικής δικαιοσύνη σημαίνει να διατηρεί καθένας τη θέση
του. Το αίτημα για την κυριαρχία της ανώτερης τάξης στις άλλες ήταν αδιαπραγμάτευτο και
αποσκοπούσε στη σταθερότητα του συνόλου. Δεν επεδίωκε τη μέγιστη εκμετάλλευση της
κατώτερης τάξης από την ανώτερη, γιατί αυτό θα οδηγούσε στο τέλος της ταξικής επιβολής με μια
επανάσταση. Ο ολοκληρωτισμός δεν συμβαδίζει με τον αμοραλισμό, αλλά με την ηθικότητα της
κλειστής κοινωνίας. Δεν χαρακτηρίζεται από ατομική, αλλά από συλλογική ιδιοτέλεια.
Ο Πλάτωνας γνώριζε πως το ανθρωπιστικό ιδεώδες ήταν πολύ ισχυρό και γοητευτικό και πως
μόνο έμμεσα και συγκαλυμμένα θα μπορούσε να του επιτεθεί (με εκτενείς προλόγους και
δαιδαλώδεις συλλογισμούς, όταν τα επιχειρήματα του ήταν αδύναμα). Για τον Popper δεν
πρόκειται τόσο για μια κυνική και συνειδητή προσπάθεια όσο για μια τραγική απόπειρα του
μεγάλου στοχαστή να πείσει τη συνείδηση του για τα ελαττώματα του ατομικισμού. Είχε τόσο
συγκλονιστεί από την επίδραση του ατομικιστή Σωκράτη, που έκανε μεγάλο αγώνα για να
αποσείσει την επιρροή του.
Το σημαντικό δεν είναι να τεθούν ερωτήματα ουσιολογικής υφής, όπως: «Τι είναι κράτος;» ή
«Πώς γεννήθηκε το κράτος;», αλλά ορθολογικά ερωτήματα, όπως: «Τι απαιτούμε από το κράτος;»

50
ή «Τι προτείνουμε για στόχο του κράτους;». 113 Ένας ανθρωπιστής θα απαντούσε ότι περιμένει το
κράτος να προστατέψει την ελευθερία του, όπως και των άλλων, από τη βία και την επιθετικότητα
αυτών που την επιβουλεύονται· ότι δέχεται το μερικό περιορισμό της ελευθερίας του, εφόσον είναι
εγγυημένη η υπόλοιπη και δε βλάπτονται οι άλλοι. Βασικό καθήκον του κράτους πρέπει να είναι η
παρεμπόδιση άσκησης βίας μεταξύ των πολιτών.
Ο Popper τίθεται υπέρ μιας φιλελεύθερης πολιτικής θεωρίας, που την ονομάζει προστατευτισμό.
Υποστηρίζει πως κάθε ελευθερία είναι αδύνατη, όταν δεν την εγγυάται το κράτος, και ότι μόνο το
κράτος, που υπόκειται σε δημοκρατικό έλεγχο, είναι σε θέση να παρέχει ασφάλεια. Απορρίπτει την
αντίληψη ότι το κράτος είναι ανώτερο και ότι έχει μια ηθική αποστολή και υψηλότερα καθήκοντα
να επιτελέσει από την προστασία των δικαιωμάτων. Κάτι τέτοιο θα μείωνε το αίσθημα
υπευθυνότητας των πολιτών και θα κατέλυε την ηθικότητα. Είναι προτιμότερο οι πολίτες να
ελέγχουν την ηθική των ενεργειών της κρατικής πολιτικής παρά το αντίθετο.
Η θεωρία του προστατευτισμού προβλήθηκε για πρώτη φορά από το σοφιστή Λυκόφρονα, που
ήταν πολέμιος της θεωρίας των «φυσικών» προνομίων. Ο Λυκόφρων 114 θεωρούσε το νόμο μια
συμφωνία που συνάπτουν οι άνθρωποι, ώστε να υπάρχει δικαιοσύνη μεταξύ τους. Το Κράτος
αναλάμβανε να τους προστατέψει από άδικες πράξεις και δεν είχε ηθικό καθήκον να τους κάνει
ενάρετους. Ο προστατευτισμός και η ιδιοτέλεια δεν ταυτίζονται σε κάθε περίπτωση. Το αίτημα της
προστασίας δε σημαίνει πάντα αυτοπροστασία. Η βασική ιδέα του προστατευτισμού αναφέρεται
στην παροχή προστασίας στους αδύναμους από την αυθαιρεσία των ισχυρών. Είναι παραπλανητικό
αυτό το αίτημα να ταυτίζεται με την ιδιοτέλεια.
Ο Πλάτωνας γνώριζε τη θεωρία του Λυκόφρονα ως σύγχρονός του. Την αναφέρει έμμεσα στο
Γοργία και στην Πολιτεία. Και στα δύο έργα παρουσιάζεται ως μια ιστορικιστική θεωρία, που
αφορά τη γένεση της δικαιοσύνης και της αποδίδονται χαρακτηριστικά ιδιοτέλειας και μηδενισμού.
Παρουσιάζεται να την υποστηρίζουν όσοι θα ήθελαν να είναι άδικοι, αλλά, επειδή δεν το
καταφέρνουν, επιζητούν την προστασία των ισχυρών. Ωστόσο, στο Γοργία η θεωρία
υποστηρίζεται από τον Πλάτωνα, ενώ στην Πολιτεία απορρίπτεται ως μηδενιστική. Η εξήγηση
είναι ότι στο Γοργία ο Πλάτωνας ήταν ακόμη υπό την επίδραση του Σωκράτη και δεν είχε
διαμορφώσει τις ολοκληρωτικές του θέσεις. Στην Πολιτεία ο Πλάτωνας προσπάθησε να πείσει ότι
ο προστατευτισμός ταυτίζεται με την ιδιοτέλεια. Η προσπάθεια αντίκρουσης του προστατευτισμού
σε ηθική βάση κι όχι με ανάλογη επιχειρηματολογία δείχνει την αδυναμία αυτών των

113 Βλ. και Καρλ Πόππερ, Όλοι οι άνθρωποι είναι φιλόσοφοι, μτφρ. Μιχάλης Παπανικολάου, Μελάνι, Αθήνα 2004, σ.
235-243.
114 Ο Λυκόφρων είναι γνωστός για τη θεωρία του ότι ο νόμος ήταν ένα μέσο εγγύησης των δικαιωμάτων του ατόμου
απέναντι στους συμπολίτες του, για την αδιαφορία του για την ηθική, για την περιφρόνηση προς την ευγενική
καταγωγή και τη θεωρία του για τη γλώσσα και την επιστημολογία. Βλ. W. K. C. Guthrie, ο. π., σ. 378.

51
επιχειρημάτων. Ο Πλάτωνας πολέμησε τον εξισωτισμό και στήριξε τα ταξικά προνόμια, επειδή τα
θεωρούσε αναγκαία για την επίτευξη της κρατικής σταθερότητας.

Σχολιασμός: Σε αυτή την ενότητα ο Popper εξετάζει την έννοια της πλατωνικής δικαιοσύνης, που
αντιστοιχεί στη βούληση του καθενός να εκπληρώνει τα καθήκοντά του και στη μη ανάμειξή του
στα καθήκοντα των άλλων. Για τον Πλάτωνα η δικαιοσύνη είναι η σημαντικότερη αρετή, επειδή
διασφαλίζει την ενότητα της πολιτείας και την αξιοποίηση των υπόλοιπων αρετών. Ο Popper όμως
την ερμηνεύει διαφορετικά, ως μια αντίληψη που υποτάσσει το άτομο στη συλλογικότητα και
στρέφεται κατά του ατομικισμού τείνοντας να λάβει ολοκληρωτικό χαρακτήρα.
Στην ιδεώδη πλατωνική πολιτεία υπάρχουν τρεις τάξεις. Η κυβερνητική και η στρατιωτική τάξη
αποτελούνται από προικισμένους ανθρώπους και κατάλληλα εκπαιδευμένους. Αποκλειστικό έργο
των φυλάκων είναι η διατήρηση της ελευθερίας και της ενότητας του κράτους, ενώ των επίκουρων
η υπεράσπιση της ασφάλειάς του. Η παραγωγική τάξη, δίχως ειδικά χαρίσματα, είναι
επιφορτισμένη με την κάλυψη των αναγκών της κοινότητας. Μεταξύ των τάξεων υπάρχει αυστηρός
καταμερισμός εργασίας.
Οι τρεις τάξεις αντιστοιχούν στην τριμερή διάκριση της ψυχής. Το λογιστικό μέρος της ψυχής
αντιστοιχεί στους φύλακες, το θυμοειδές στους επίκουρους και το επιθυμητικό στους παραγωγούς.
Οι φύλακες πρέπει να αρκούνται μόνο στο λόγο και να εγκαταλείψουν την επιθυμία βοηθούμενοι
από την κοινοκτημοσύνη. Οι παραγωγοί υφίστανται ατροφία του λογικού τους και ζουν για την
ικανοποίηση των επιθυμιών τους. Οι πολεμιστές βιώνουν μια ενδιάμεση κατάσταση.
Ο Πλάτωνας διαχωρίζει με σαφήνεια τα στοιχεία του νου και δίνει την πρωτοκαθεδρία στο λόγο.
Τα στοιχεία αυτά είναι αντιθετικά και συγκρούονται μεταξύ τους. Όμως παρά την ετερογένειά τους
πρέπει να καταλήξουν στην ενότητα, η επίτευξη της οποίας ανήκει στα καθήκοντα του λόγου. Ο
λόγος με τη συμμαχία του θυμικού οφείλει να τιθασεύσει την επιθυμία. 115 Τα τρία στοιχεία δεν
πρέπει να παρεμβαίνουν το ένα στο έργο του άλλου, διαφορετικά η στάση τους συνιστά αδικία. Η
ενότητα θεμελιώνεται στα έμφυτα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης και δεν επιτυγχάνεται με
την προσφυγή στη βία.116
Ο Πλάτωνας ταξινόμησε τις αρετές με βάση το σχήμα της τριμερούς διάκρισης της ψυχής. Η
αρετή της σοφίας αποδόθηκε στην άρχουσα τάξη, που διοικεί το κράτος με το λόγο, το θάρρος
στους πολεμιστές και η σωφροσύνη στους παραγωγούς. Η δικαιοσύνη, η αρετή που εκφράζει την
ενότητα της πόλης, αντιστοιχεί στη βούληση του καθενός να εκπληρώνει τα καθήκοντα του και να
μην αναμειγνύεται στα καθήκοντα των άλλων. Αν ο καθένας κάνει ό,τι του έχει ανατεθεί, υπάρχει
115 Ο Πλάτωνας με την αλληγορία του άρματος της ψυχής στο Φαίδρο περιέγραψε παραστατικά αυτή την πρασπάθεια.
Βλ. Ιωάννου Ν. Θεοδωρακόπουλου, Πλάτωνος Φαίδρος, Εστία, Αθήνα 2013, 245c-246a, σ.446-450.
116 Για την τριμερή διάκριση της ψυχής και της κοινωνίας βλ. Ernest Barker, ο. π., σ. 365-372.

52
δικαιοσύνη στο κράτος. Η δικαιοσύνη είναι η προϋπόθεση για την ύπαρξη των υπόλοιπων αρετών,
επειδή, αν ένας πολίτης παρεκκλίνει από το καθήκον του, θα παρεκκλίνει και από την αντίστοιχη
αρετή του.117
Αυτή η αντίληψη αντιτίθεται στον ατομικισμό. Το άτομο λειτουργεί ως μέρος μιας ευρύτερης
τάξης, στην οποία πρέπει να υποταχθεί και η οποία το προσδιορίζει. Το κράτος είναι το όλον, στο
οποίο το μέρος υποτάσσεται θυσιάζοντας το εγώ του.
Η πλατωνική δικαιοσύνη είναι μια αντίληψη περί κοινωνικής ηθικής. Διερευνά τους τρόπους με
τους οποίους μια κοινωνία μπορεί να φτάσει στην αγαθότητα και την ευτυχία. Αντιλαμβάνεται την
κοινωνία ως μια ηθική ολότητα ή έναν οργανισμό που το κάθε μέλος του πρέπει να επιτελέσει μια
επιμέρους λειτουργία. Ο Πλάτωνας δεν βασίζεται σε μια νομική αντίληψη περί ατομικών
δικαιωμάτων, που ήταν άγνωστη στην εποχή του, αλλά σε μια ηθική αντίληψη για την εκπλήρωση
του καθήκοντος.118
Αν η ενότητα των τριών τάξεων διασαλευτεί, ακολουθεί η παρακμή του κράτους. Η διαφωνία και
η σύγκρουση σημαίνουν την έναρξη του εκφυλισμού. Η διαφωνία εμφανίζεται, όταν οι φύλακες
αναπτύσσουν ιδιοτελείς σκοπούς με την επιδίωξη της ατομικής ιδιοκτησίας και του πλουτισμού. 119
Η κριτική του Popper στο πλατωνικό πολιτικό πρόγραμμα αμφισβητήθηκε έντονα. Ο Popper το
χαρακτήρισε ολοκληρωτικό λόγω της μονοπώλησης της εξουσίας από μια κατηγορία πολιτών και
την άσκηση ελέγχου με τον αυστηρό ταξικό διαχωρισμό, τη μονοπώληση των αρετών και των
προνομίων από την άρχουσα τάξη, τη λογοκρισία, την απαγόρευση των νεωτερισμών, την
οικονομική αυταρχία και την απόρριψη της ισονομίας. Ο Πλάτωνας στον ατομισμό αντιπαρέθεσε
τα φυσικά προνόμια, την αρχή του ολισμού και την υπεράσπιση της σταθερότητας του κράτους.
Υπάρχει μια σημαντική διαφορά οπτικής ανάμεσα στον Πλάτωνα και τον Popper. Ο πρώτος
αντιμετώπιζε την πολιτική πραγματικότητα της εποχής του ως χαοτική και ανορθολογική, ενώ ο
δεύτερος έβλεπε στην πραγματικότητα των δυτικών κοινωνιών την ορθολογική οργάνωση 120 που
επιτρέπει την επίλυση των προβλημάτων με επιμέρους μεταρρυθμίσεις σύμφωνα με τη μέθοδο της
ήπιας κοινωνικής μηχανικής.121
Η απόδοση ενός όρου, που δημιουργήθηκε για να περιγράψει ένα φαινόμενο του 20 ου αιώνα, σε
μια κοινωνική πραγματικότητα άλλης εποχής είναι παρακινδυνευμένη. Η απόδοση

117 Για την ταξινόμηση των αρετών βλ. Ernest Barker, ο. π., σ. 374-376.
118 Για την κοινωνική ηθική της δικαιοσύνης βλ. Ernest Barker, ο. π., σ. 379-383.
119 Για την παρακμή του κράτους βλ. Γιάννης Πλάγγεσης , ο. π., σ. 197-199.
120 Ο Popper γράφει: “Αντί για την κόλαση του Χίτλερ, η Δυτική Ευρώπη ζει, μετά τη νίκη επί του Χίτλερ, στον
ουρανό της ευρωπαϊκής ειρήνης και στον δικαιότερο και καλύτερο κόσμο, απ’ όσους έχουμε ιστορική γνώση. Κι αν
είχε συμμετάσχει και ο Στάλιν, θα είχαμε σήμερα...την παγκόσμια ειρήνη· και το αμερικανικό σχέδιο Μάρσαλ θα
είχε γίνει παγκόσμιο σχέδιο”. Βλ. Καρλ Ρ. Πόππερ, Η ζωή είναι επίλυση προβλημάτων: σκέψεις για την επιστήμη,
την ιστορία & την πολιτική, Μελάνι, Αθήνα 2011, σ. 122.
121 Γιάννης Πλάγγεσης, ο. π., σ. 212-217 (για την ταύτιση του Πλάτωνα με τον ολοκληρωτισμό) & σ. 218-219 (για τη
διαφορά οπτικής Πλάτωνα και Popper).

53
χαρακτηριστικών μιας εποχής σε μια άλλη παρά τις επιμέρους ομοιότητες, όταν απέχουν χρονικά
πάρα πολύ και υπάρχουν ριζικές διαφορές μεταξύ τους, δεν είναι ιδιαίτερα πειστική. Η κοινωνία
της ολιγάριθμης πόλης–κράτους δεν είχε πολλά κοινά με τις αστικές κοινωνίες της Δύσης του 20 ου
αιώνα.
Η ιδεατή πολιτεία του Πλάτωνα παρέμεινε ένα θεωρητικό κατασκεύασμα, ενώ τα ολοκληρωτικά
καθεστώτα ήταν μια απτή πραγματικότητα. Οποιαδήποτε αντιπαραβολή μεταξύ τους μπορεί να
καταλήξει σε διαφορετικά συμπεράσματα· από την απόφανση ότι υπάρχει ελάχιστη σχέση μεταξύ
τους, επειδή ο Πλάτωνας ήταν αρνητικός στην απροκάλυπτη χρήση βίας, μέχρι την απόφανση του
Popper ότι ταυτίζονται, επειδή κινούνται στο κοινό έδαφος των αρχών της κλειστής κοινωνίας.
Ο Popper εκκινεί για την κριτική του από την παραδοχή, όπως αναφέρθηκε, ότι οι δυτικές
δημοκρατίες αποτελούν ένα πρότυπο ορθολογικής, ανοιχτής και πλουραλιστικής κοινωνίας. Όμως
αυτό είναι μια ιδεολογικά καθορισμένη θέση. Την περίοδο που ο Popper έγραψε την κριτική του οι
ανάγκες υπεράσπισης της ειρήνης, της δημοκρατίας και της ελευθερίας από τον ολοκληρωτισμό
ήταν τόσο πιεστικές, που ήταν λογικό οι δυτικές δημοκρατίες να εξιδανικεύονται. Οι αρνητικές
όψεις τους καταδείχτηκαν από πληθώρα στοχαστών μετά την ήττα του ολοκληρωτισμού.
Όσον αφορά την εξίσωση της δικαιοσύνης από τον Popper με την ισότητα, είναι διαφορετική η
αναγνώριση μιας τυπικής ισότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης από μια ουσιαστική ισότητα, η
οποία επιτρέπει, χωρίς να ακυρώνει τις ατομικές διαφορές, την μερική έστω αναίρεση της ταξικής
εκμετάλλευσης και κυριαρχίας και τον περιορισμό των κοινωνικών ανισοτήτων. Η κριτική του
Popper στο πλατωνικό πολιτικό πρόγραμμα είναι εύστοχη όσον αφορά την ανάλυση του ταξικού
και εξουσιαστικού χαρακτήρα του πλατωνικού πολιτικού σχεδίου.122

2.3.β Η αρχή της ηγεσίας


Η θέση του Popper.123 Στην αρχή του κεφαλαίου παρατίθεται μια φράση από την Πολιτεία στην
οποία υποστηρίζεται ότι στο ιδανικό κράτος η κυβέρνηση θα βρίσκεται στα χέρια των σοφών, ενώ
οι αμαθείς θα ακολουθούν. Ο Πλάτωνας θεωρούσε ότι το θεμελιακό πρόβλημα της πολιτικής
συνοψιζόταν στο ερώτημα «Ποιος πρέπει να κυβερνά το κράτος;». 124 Σε αυτή την περίπτωση είναι

122 Για τις διαφορές μεταξύ αρχαιότητας και δυτικών κοινωνιών του 20ου αιώνα και τη διαφορά τυπικής και
ουσιαστικής ισότητας βλ. Γιάννης Πλάγγεσης, ο. π., σ. 219-221.
123 Παρατίθεται η επιχειρηματολογία του Popper από την ενότητα Η αρχή της ηγεσίας. Βλ. Καρλ Πόππερ, Η ανοιχτή
κοινωνία και οι εχθροί της: η γοητεία του Πλάτωνα, μτφρ. Ειρήνης Παπαδάκη, Δωδώνη, Αθήνα 1991, τομ. 1, σ.
205-230.
124 Για τον Popper δεν έχει σημασία ποιος κυβερνά, αν υπάρχει η δυνατότητα απομάκρυνσης μιας κυβέρνησης με
ειρηνικό τρόπο. Κάθε κυβέρνηση που αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο να απορριφθεί από τους πολίτες, έχει ένα
ισχυρό κίνητρο να δράσει με τέτοιο τρόπο που να τους ικανοποιεί. Αν όμως η κυβέρνηση γνωρίζει ότι οι πολίτες
δεν μπορούν να την εκτοπίσουν εύκολα, τότε το παραπάνω κίνητρο εκλείπει. Βλ. Καρλ Ρ. Πόππερ, Η ζωή είναι
επίλυση προβλημάτων: σκέψεις για την επιστήμη, την ιστορία & την πολιτική, μτφρ, Ηλίας Κρίππας, Μελάνι,
Αθήνα 2011, σ. 77.

54
αναπόφευκτη μια απάντηση όπως: πρέπει να κυβερνά ο άριστος, ο σοφός, ο γεννημένος
κυβερνήτης ή η κυρίαρχη ράτσα, οι εργάτες, ο λαός κ.ο.κ. Σαφώς θα αποκλειόταν ο χείριστος, ο
ηλίθιος, ο γεννημένος δούλος κ.α. Κατά τον Popper αυτός ο συλλογισμός προκάλεσε σύγχυση στο
χώρο της πολιτικής φιλοσοφίας. Αν δεχτούμε το παραπάνω ερώτημα ως πρωταρχικό, απλώς
παρακάμπτουμε θεμελιακά προβλήματα πιστεύοντας ότι τα λύνουμε. Ορθότερο θα ήταν να είμαστε
προετοιμασμένοι για το ενδεχόμενο μιας κακής κυβέρνησης και ανάξιων ηγετών. 125 Σε μια τέτοια
περίπτωση θα έπρεπε να μας απασχολεί το ερώτημα: πώς να οργανώσουμε τους πολιτικούς
θεσμούς, ώστε να παρεμποδίζονται οι κακοί και ανίκανοι κυβερνήτες να προκαλέσουν μεγάλη
ζημιά;
Στη σκέψη μας πρέπει να κυριαρχήσει το δεύτερο ερώτημα, γιατί καμία εξουσία δεν είναι πλήρως
ανεξέλεγκτη και απόλυτα κυρίαρχη. Οι οπαδοί της θεωρίας της (ανεξέλεγκτης) κυριαρχίας
προκρίνουν το πρώτο ερώτημα, επειδή πιστεύουν ότι η πολιτική δύναμη είναι ή θα έπρεπε να είναι
ανεξέλεγκτη. Γι’ αυτούς το βασικό πρόβλημα είναι η εξουσία να ασκείται από τον καλύτερο. Όμως
πρόκειται για μια θέση που δεν είναι ρεαλιστική, επειδή καμιά δύναμη δεν είναι απόλυτα κυρίαρχη
και κανένας τύραννος δεν είναι πλήρως ανεξάρτητος. Όσο ισχυρός και αν είναι, εξαρτάται πρώτα
απ’ όλα από τον κύκλο των άμεσων συνεργατών του και υποστηρικτών.
Για τον Popper σημαντικότερη είναι η θεωρία των ελέγχων και των αντισταθμίσεων, που
πρεσβεύει ότι οι άνθρωποι πρέπει να αγωνίζονται για τον θεσμικό έλεγχο των κυβερνώντων και να
αντισταθμίζουν την εξουσία τους με άλλες δυνάμεις.126 Αυτή η θεωρία βασίζεται στην παραδοχή ότι
οι κυβερνώντες σπάνια είναι καλοί, σοφοί ή ανώτεροι από το μέσο επίπεδο μιας κοινωνίας. Οι
άνθρωποι πρέπει πρώτα να προετοιμάζονται για το χειρότερο και στη συνέχεια να επιδιώκουν το
καλύτερο.
Το παράδοξο της ελευθερίας αναφέρεται στην υποθετική περίπτωση ο λαός να παραιτηθεί από
την ευθύνη της διακυβέρνησης και να την αναθέσει σε έναν τύραννο. Ως επιχείρημα αφορά μια
απλοϊκή εκδοχή άσκησης της δημοκρατίας από την πλειοψηφία. Μπορεί, πράγματι, ένας ελεύθερος
άνθρωπος να αρνηθεί την ελευθερία του. Όμως όπως υπάρχουν παράδοξα και αντιφάσεις στην
περίπτωση της δημοκρατίας, το ίδιο συμβαίνει και με τις θεωρίες της απόλυτης κυριαρχίας. Μπορεί
δηλαδή να επιλεγεί ο σοφότερος, για να κυβερνήσει, και αυτός λόγω της σοφίας του να παραδώσει
την εξουσία στον καλύτερο και αυτός με τη σειρά του να την παραδώσει στην πλειοψηφία λόγω της
καλοσύνης του. Τα παραπάνω παραδείγματα δείχνουν ότι η θεωρία της απόλυτης κυριαρχίας από
εμπειρική και λογική άποψη είναι αδύναμη.

125 Ο Popper υποστήριζε έναν αρνητικό ωφελιμισμό, που θα επεδίωκε να ελαχιστοποιήσει τη δυστυχία και όχι να
μεγιστοποιήσει την ευτυχία. Βλ. Λεξικό Στοχαστών του 20ου αιώνα: πολιτικός οδηγός για τον 21ο, ο. π., σ. 370.
126 Ο φιλελευθερισμός του Popper διαπνεόταν από ένα βαθιά ηθικό χαρακτήρα και η ατομική ευθύνη διαπερνούσε
ολόκληρη την πολιτική του θεωρία. Βλ. ο. π., σ. 370.

55
Το παράδοξο της δημοκρατίας αποφεύγεται, όταν δεν θεωρούμε ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί είναι
αλάνθαστοι ή ότι λειτουργούν ανεμπόδιστα και αυτόματα ή ότι οι αποφάσεις των δημοκρατικών
κυβερνήσεων είναι πάντα σοφές και σωστές. Η υιοθέτηση της δημοκρατικής αρχής βασίζεται στην
πεποίθηση ότι είναι προτιμότερο να αποδεχτούμε μια κακή δημοκρατική απόφαση, εφόσον μας
δίνεται η δυνατότητα να την ανατρέψουμε, παρά να υποταχθούμε σε μια τυραννία, ακόμη κι αν
είναι σοφή ή καλοπροαίρετη. Η θεωρία της δημοκρατίας δεν βασίζεται τόσο στην αρχή της
πλειοψηφίας, γιατί μια πλειοψηφική απόφαση υπάρχει περίπτωση να είναι άδικη, λανθασμένη και
αντιδημοκρατική, αλλά στην παροχή της δυνατότητας να αγωνιστούμε ειρηνικά για την ανατροπή
της αδικίας μέσω αποτελεσματικών πολιτικών θεσμών.
Η ανάπτυξη μιας θεωρίας δημοκρατικού ελέγχου πρέπει να βασίζεται στην αποφυγή της
τυραννίας ή στην προβολή αντίστασης σε αυτήν. Οι κυβερνήσεις μπορούν να διακριθούν σε δύο
τύπους. Στις δημοκρατικές από τις οποίες μπορούμε να απαλλαγούμε χωρίς αιματοχυσία, με τη
λειτουργία θεσμών που παρέχουν αυτή τη δυνατότητα (π.χ. γενικές εκλογές) και παράλληλα δεν
κινδυνεύουν να καταλυθούν από τους κυβερνώντες. Στο δεύτερο τύπο ανήκουν οι τυραννικές ή
δικτατορικές κυβερνήσεις που η απομάκρυνσή τους από την εξουσία μπορεί να γίνει μόνο μετά από
μια επιτυχή επανάσταση και επομένως είναι εξαιρετικά δύσκολη και σπάνια. 127
Αν η έμφαση δοθεί στο ερώτημα «ποιος πρέπει να κυβερνά;», το ενδιαφέρον εστιάζεται σε
θέματα προσωπικού χαρακτήρα, στην επιλογή του κατάλληλου ατόμου και όχι στη θεσμική
λειτουργία του κράτους. Σε αυτή την περίπτωση αναδεικνύεται ως μείζον θέμα η διαδικασία της
επιλογής και της εύστοχης διαπαιδαγώγησης των ηγετών. Έτσι, η ευημερία του κράτους καταλήγει
να συναρτάται με ένα θέμα πνευματικού και ηθικού χαρακτήρα και να εξαρτάται από τα πρόσωπα
και την υπευθυνότητά τους και όχι από τη διαμόρφωση και τη λειτουργία απρόσωπων θεσμών.
Η πλατωνική αρχή για την επιλογή του ηγέτη δημιουργεί θεσμικά προβλήματα, επειδή κάθε
μακροπρόθεσμη πολιτική έχοντας θεσμικό χαρακτήρα δεν μπορεί να προσωποποιείται. Επιφορτίζει
τους εκπαιδευτικούς θεσμούς με το καθήκον να διαμορφώνουν ηγετικές προσωπικότητες και να
δημιουργούν τη διοικητική τάξη του κράτους. Αυτή η απαίτηση προκάλεσε σύγχυση στην
εκπαιδευτική θεωρία και πράξη, επειδή συνέδεσε την εκπαίδευση με την επιλογή της ηγεσίας. Δεν
μπορεί η θεωρία της απόλυτης κυριαρχίας να ταυτιστεί με έναν καθαρό περσοναλισμό και η θεωρία
των αντισταθμίσεων με μια καθαρή θεσμοκρατία. Οι παράγοντες του προσώπου και των θεσμών
λειτουργούν ταυτόχρονα και αλληλεπιδρούν.
Η δημοκρατία δίνει τη δυνατότητα να υπάρξει μεταρρύθμιση των πολιτικών θεσμών σύμφωνα με
ένα καθορισμένο θεσμικό πλαίσιο, χωρίς τη χρήση βίας και με την παρουσία του λόγου στο
σχεδιασμό των νέων θεσμών ή στην αναπροσαρμογή των παλαιών. Όμως δεν μπορεί να μας
127 Για το θέμα βλ. και Καρλ Ρ. Πόππερ, ο. π., σ. 94-96.

56
προμηθεύσει με λόγο. Οι δημοκρατικοί θεσμοί δεν βελτιώνονται μηχανικά και αυτόματα. Η
βελτίωση τους εξαρτάται από τα πρόσωπα, τη δράση και τις επιλογές τους.
Η πλατωνική θεωρία για την ηγεσία επηρεάστηκε ως ένα βαθμό από το Σωκράτη και τον ηθικό
διανοητισμό του, που ταύτιζε την αρετή με τη σοφία. Ο Σωκράτης υποστήριζε ότι η άγνοια
ευθύνεται για τα ηθικά σφάλματα, ότι δεν ενεργούμε ενάντια στην καλύτερη γνώση μας και ότι η
ηθική αρετή διδάσκεται. Ακόμη, υποστήριζε ότι η καθολική ανθρώπινη νόηση αρκεί για την
πρόσληψη της αρετής και δεν χρειάζονται κάποια ιδιαίτερα ηθικά χαρίσματα. 128
Ο Σωκράτης ήταν οπαδός της ιδέας της ισότητας και του ατομικισμού. Ασκούσε κριτική σε κάθε
κυβέρνηση για τις ατέλειες της και θεωρούσε ότι έχει μεγάλη σημασία οι πολίτες να υπακούν στους
νόμους. Ήταν αντίθετος στην τυραννία και επέδειξε θαρραλέα στάση απέναντι στο καθεστώς των
Τριάκοντα. Δεν θεωρούσε τους μορφωμένους σοφότερους και αντιμετώπιζε με σκεπτικισμό την
εξειδικευμένη γνώση των παλιότερων φιλοσόφων και των σοφιστών. Γι’ αυτόν η σοφία ταυτιζόταν
με τη συνειδητοποίηση ότι κάποιος γνωρίζει ελάχιστα πράγματα. Ο σοφός έχει συνείδηση της
άγνοιάς του. Με το παράδειγμα του απαίδευτου δούλου προσπάθησε να δείξει ότι ο καθένας μπορεί
να διδαχτεί. Ήταν αντίθετος προς το πνεύμα της αυθεντίας και θεωρούσε πως, όσοι θέλουν
πραγματικά να αναζητήσουν την αλήθεια, πρέπει να απαλλαγούν από τις προκαταλήψεις, να
ασκηθούν στην αυτοκριτική και να συνειδητοποιήσουν ότι δεν είναι εύκολη υπόθεση η κατάκτηση
της αλήθειας. Επομένως, ένα πιθανό σωκρατικό αίτημα να άρχουν οι καλύτεροι ή οι διανοητικά
έντιμοι διαφέρει ριζικά από το αίτημα να άρχουν οι πιο μορφωμένοι ή οι ευγενείς.
Η έμφαση που δίνει ο Σωκράτης στην ανάγκη για εκπαίδευση θα μπορούσε να παρερμηνευτεί ως
ένα αίτημα υπέρ της αυθεντίας· μιας αυθεντίας που αγνοεί την αυτοκριτική, τον αυτοπεριορισμό
και δεν έχει συνείδηση του γνωστικού της ελλείμματος. Το πλατωνικό και αριστοτελικό αίτημα να
μεριμνά το κράτος για την ηθική ζωή των πολιτών δίνει έμφαση σε μια δογματική αυθεντία, δίχως
έφεση για βελτίωση και πίστη στην ισότητα. Αυτά τα χαρακτηριστικά φέρει ο πλατωνικός
Σωκράτης της Πολιτείας, που ο εκπαιδευτικός του στόχος ήταν η κατήχηση, η διάπλαση πνευμάτων
ανίκανων για αυτενέργεια και η καταστολή της αυτοκριτικής και της κριτικής σκέψης.129
Αν ο πραγματικός Σωκράτης ισχυριζόταν ποτέ ότι οι πολιτικοί ηγέτες πρέπει να είναι φιλόσοφοι,
θα εννοούσε ότι ως αναζητητές της σοφίας πρέπει να διακρίνονται από υπέρμετρη υπευθυνότητα
και συνείδηση των ορίων τους. Όμως για τον Πλάτωνα ο φιλόσοφος δεν είναι ο μετριόφρονας
αναζητητής της αλήθειας, αλλά ο υπερήφανος κάτοχος της, που έχει τη δυνατότητα να επικοινωνεί

128 Αναλυτικότερα για τις θέσεις του Σωκράτη βλ. το αντίστοιχο λήμμα στο Θεοδόσης Πελεγρίνης, ο. π., σ. 1219-
1221.
129 Με τον όρο “σωκρατικό πρόβλημα” εννοούμε τη δυσκολία της διάκρισης του ιστορικού Σωκράτη, για τον οποίο
γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα με εξαίρεση τη δίκη του και τις συνθήκες του θανάτου του, από το Σωκράτη της
λογοτεχνίας και ιδιαίτερα των πλατωνικών διαλόγων. Βλ. Βασίλης Κάλφας & Γιώργος Ζωγραφίδης, ο. π., σ. 103-
105.

57
με τις Ιδέες. Ο φιλόσοφος αυτός διαφέρει αισθητά από το μέσο άνθρωπο και πλησιάζει το
εξαιρετικό ως προς τη σοφία και τη δύναμη. Είναι ο φιλόσοφος–βασιλιάς. Η διαφορά ανάμεσα στο
φιλοσοφικό πρότυπο του Σωκράτη και του Πλάτωνα εντοπίζεται στην αντίθεση ανάμεσα στον
κόσμο ενός μετριοπαθούς ορθολογιστή, που υπερασπίζεται τις αξίες της ισότητας και του
ατομικισμού, και στον κόσμο ενός ημίθεου, που τάσσεται υπέρ της ανισότητας και του
ολοκληρωτικού κράτους.
Από πολιτική άποψη ο πιο σημαντικός θεσμός στην Πολιτεία του Πλάτωνα είναι η εκπαίδευση,
που είναι επιφορτισμένη με την επιλογή των πολιτικών ηγετών. Η ύψιστη μορφή παιδείας, που
σχετίζεται με τη δυνατότητα της πνευματικής ενόρασης των θείων αρχετύπων, παρέχεται σε άτομα
που έχουν περάσει την πρώτη ακμή της ζωής τους.130 Αυτή η προϋπόθεση εισήχθη, επειδή ο
Πλάτωνας φοβόταν το δυναμισμό της νεανικής σκέψης και αισθανόταν πιο άνετα με το
δογματισμό. Η ειρωνεία βρίσκεται στο γεγονός ότι αυτό το αίτημα διατυπώνεται από το Σωκράτη,
που μια ζωή επεδίωκε να συζητά ελεύθερα με τους νέους.
Σε άλλο χωρίο της Πολιτείας αναφέρεται οι μελλοντικοί σοφοί να αρχίζουν τις
προπαρασκευαστικές διαλεκτικές σπουδές στα τριάντα τους χρόνια με μεγάλη προφύλαξη για την
ανυποταξία, που διαφθείρει. Ακόμα και αν επιδεικνύουν πειθαρχημένη και ισορροπημένη
συμπεριφορά, η μύησή τους στις ανώτερες φιλοσοφικές σπουδές πρέπει να ξεκινά στα πενήντα έτη
και μετά από πολλές δοκιμασίες. Στον Παρμενίδη ο νεαρός Σωκράτης βρίσκεται σε αδιέξοδο, όταν
του ζητείται να εξηγήσει λεπτά ζητήματα της θεωρίας των Ιδεών, και αποπέμπεται από το γηραιό
Παρμενίδη για να ασχοληθεί πιο ενδελεχώς με την αφηρημένη σκέψη. Το μήνυμα είναι πως, ακόμα
και ο νεαρός Σωκράτης, δεν ήταν αρκετά ασκημένος για τη γνώση της διαλεκτικής.
Ο Πλάτωνας προσπάθησε να αποκλείσει τους ηγέτες από την πρωτότυπη σκέψη και την
πρωτοβουλία, επειδή δεν πίστευε στην αναγκαιότητα των αναπροσαρμογών. Υπάρχει μια αντίφαση
στην ιδέα του για την επιλογή και τη διαπαιδαγώγηση του ηγέτη, ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά
του οποίου πρέπει να είναι η κριτική σκέψη και η πνευματική ανεξαρτησία και όχι η υποταγή στην
αυθεντία, που επιδιώκεται από το πλατωνικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Όσοι υποτάσσονται στην
αυθεντία και υποκύπτουν στο δογματισμό θα είναι μετριότητες και δεν θα τολμούν να
αμφισβητήσουν και να αντισταθούν στα καθιερωμένα πρότυπα.
Ο Popper συμπεραίνει πως είναι δύσκολο να επινοηθούν θεσμοί για την επιλογή ξεχωριστών
προσώπων, γιατί πάντα θα υπάρχει η τάση για την εξουδετέρωση της πρωτοτυπίας, της
πρωτοβουλίας και των απροσδόκητων ή ασυνήθιστων ιδιοτήτων. Είναι λάθος να επιφορτίζουμε
τους εκπαιδευτικούς θεσμούς με το καθήκον της επιλογής των καλύτερων. Είναι πιθανό οι
εκπαιδευόμενοι, αντί να αναπτύξουν μια γνήσια αφοσίωση για τη γνώση και την επιστήμη, να

130 Για τη θέση της εκπαίδευσης στην πολιτεία του Πλάτωνα βλ. Ernest Barker, ο. π., σ. 385-388.

58
προτιμήσουν να καλλιεργήσουν ικανότητες για το ξεπέρασμα των εμποδίων της ανόδου τους
υποκινούμενοι από μια ωμή φιλοδοξία. Αλλά και στην πράξη ο Πλάτωνας δεν ευτύχησε ιδιαίτερα
στην προσπάθεια επιλογής πολιτικών ηγετών. Η ανάμειξη της Ακαδημίας στην αποτυχημένη
εκστρατεία του Δίωνα κατά του Διονυσίου του νεώτερου κατέληξε σε μια σειρά από δολοφονίες.

Σχολιασμός: Σε αυτή την ενότητα ο Popper εξετάζει το θέμα της ηγεσίας όπως το
αντιλαμβανόταν ο Πλάτωνας και σε αντιπαραβολή με τις δικές του απόψεις για την άσκηση της
διακυβέρνησης στον 20ο αιώνα. Ο Popper διακήρυττε ότι το μέλλον εξαρτάται από τις αποφάσεις
και τις πράξεις μας, για τις οποίες φέρουμε ακέραια την ευθύνη. Αυτή γίνεται ακόμη μεγαλύτερη,
αν συνειδητοποιήσουμε, όπως ο Σωκράτης, το μέγεθος της άγνοιάς μας. Πάντα θα ξέρουμε πολύ
λιγότερα από τα αναγκαία για τη λήψη μιας σωστής απόφασης.
Ο Πλάτωνας διαφωνώντας με το δάσκαλο του υποστήριξε πως οι αληθινοί φιλόσοφοι έπρεπε να
διοικήσουν. Ο αφορισμός του μετατράπηκε σε αξίωση κυριαρχίας των διανοουμένων και της
πνευματικής «ελίτ». Ένας ηγέτης εμπνεόμενος από το σωκρατικό πρότυπο θα ήταν μετριοπαθής
στις αξιώσεις του, επειδή θα είχε συνείδηση του γνωστικού του ελλείμματος για την αντιμετώπιση
των σύνθετων προβλημάτων. Αντίθετα, αν εμπνεόταν από το πλατωνικό πρότυπο, θα υπερθεμάτιζε
για την απόκτηση περισσότερης εξουσίας. Ο Popper τονίζει πως όλοι σχεδόν οι ηγέτες των
επιθετικών και αποτυχημένων κομμάτων ενστερνίζονται την πλατωνική αρχή για την εξουσία.
Το ερώτημα «ποιος πρέπει να κυβερνά;» είναι λανθασμένο και παραπλανητικό. Οδηγεί σε
απαντήσεις του τύπου ο αυτοκράτορας, που είναι ικανός στρατιωτικός, ή ο ελέω Θεού ηγεμόνας ή
το προλεταριάτο, που έχει ταξική συνείδηση, ή ο νόμιμα εκλεγμένος ηγέτης. Όλες οι παραπάνω
επιλογές κατά διαστήματα παρείχαν νομιμοποίηση σε άτομα που άσκησαν εξουσία. Σήμερα πιο
ευλογοφανής μας φαίνεται ίσως η τελευταία επιλογή, επειδή έχουμε συνεχή εμπειρία της εκλογικής
διαδικασίας. Είναι καλό όμως να θυμόμαστε ότι ο Χίτλερ πληρούσε αυτό το κριτήριο. Άρα, η αρχή
της νομιμότητας δεν αρκεί. Η αρχή της πλειοψηφίας, όταν δεν σέβεται τα δικαιώματα της
μειοψηφίας, μπορεί να αποβεί πολύ σκληρή για τα πιθανά θύματα της.
Η έμφαση πρέπει να δοθεί όχι στον τρόπο εγκαθίδρυσης μιας κυβέρνησης, αλλά στη θεσμική
δυνατότητα απομάκρυνσης της με ειρηνικό τρόπο. Η δημοκρατία δεν σημαίνει τόσο άσκηση
εξουσίας όσο προβολή εμποδίων στην τυραννία, σε ένα καθεστώς που δεν επιτρέπει την αναίμακτη
ανατροπή του και αναγκάζει τους πολίτες να συνεργάζονται μαζί του εξαιτίας του φόβου
καθιστώντας τους ανεύθυνους.
Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, επειδή εύκολα η θεωρία της λαϊκής εξουσίας μπορεί να
προωθήσει την αντίληψη ότι ο λαός έχει πάντα δίκαιο και δεν αδικεί ποτέ. Η αντίληψη αυτή πρέπει
να απορριφθεί. Η δημοκρατία ετυμολογικά παραπέμπει στην εξουσία του δήμου, όμως γνωρίζουμε

59
από την εμπειρία μας ότι ο λαός έχει πολύ λιγότερη εξουσία από τις κυβερνήσεις ή τη
γραφειοκρατία.131
Η πολιτική ελευθερία μας επιτρέπει να αναγνωρίζουμε την αξιοπρέπεια του ατόμου σεβόμενοι τις
πεποιθήσεις του. Το πνεύμα του ελεύθερου διαλόγου, της ανταλλαγής απόψεων και της κριτικής
είναι η βάση της ελεύθερης σκέψης, που καταπνίγεται στα πλαίσια ενός ανελεύθερου καθεστώτος.
Η ελεύθερη σκέψη είναι αδύνατη χωρίς την πολιτική ελευθερία, που υφίσταται όταν υπάρχει
δημοκρατική διακυβέρνηση και οι πολίτες έχουν το δικαίωμα να επιλέξουν ελεύθερα και
ανεπηρέαστα την ηγεσία τους. Η ισχύς ή η απουσία αυτού του δικαιώματος είναι και το κριτήριο
διάκρισης της ελευθερίας από την ανελευθερία.132
Οι άνθρωποι δεν χρειάζεται να εντοπίσουν και να αποκρυπτογραφήσουν κάποιο κρυφό νόημα
που ενυπάρχει στην ιστορία. Είναι προτιμότερο οι ίδιοι ελεύθερα και υπεύθυνα να προσπαθήσουν
να νοηματοδοτήσουν το μέλλον τους. Πρέπει να αναρωτηθούν ποιους σκοπούς αξίζει να
επιδιώξουν, επειδή είναι αντάξιοι της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και εφαρμόσιμοι. Θα ήταν άτοπο
να αναμένουν μια αυθεντία να τους υποδείξει κάποιους προκαθορισμένους στόχους. Οι ίδιοι πρέπει
θαρραλέα να αναλάβουν την ευθύνη του καθορισμού των σκοπών μέσα από μια πειραματική
διαδικασία δοκιμής και λάθους και προοδευτικών βημάτων προς τα εμπρός. Μόνο έτσι θα
διασφαλίσουν την ελευθερία τους.133
Η πλατωνική εκπαίδευση αποσκοπεί να παράσχει στα μέλη της άρχουσας τάξης τις ικανότητες
που απαιτούνται για το έργο τους και ένα αίσθημα ανιδιοτελούς προσκόλλησης στην επίτευξη του
προορισμού τους. Η εκπαίδευση με τη συνδρομή της κοινοκτημοσύνης θα εμπεδώσει την ιδέα ότι
προέχει το σύνολο και όχι οι ατομικές επιθυμίες, θα μεταβάλλει την οπτική του ατόμου για τον
κόσμο και θα αναμορφώσει τους λανθασμένους τρόπους του. Η εκπαίδευση θα μυήσει τον πολίτη,
που πληρεί τα κριτήρια, στην πνευματική ζωή του κράτους και θα προσαρμόσει το άτομο στις
αξιώσεις της ιδεατής πολιτείας.134

131 Για τη ευθύνη του ατόμου, για το σωκρατικό και το πλατωνικό πρότυπο ηγεσίας, για το ποιος πρέπει να κυβερνά
και τη δυνατότητα αναίμακτης ανατροπής μιας κυβέρνησης βλ. Καρλ Πόππερ, Όλοι οι άνθρωποι είναι φιλόσοφοι,
μτφρ. Μιχάλης Παπανικολάου, Μελάνι, Αθήνα 2004, σ. 235-243.
132 Ο. π., σ. 263-268.
133 Ο. π., σ. 273-275.
134 Ernest Barker, ο. π., σ. 385-388.

60
2.3.γ Ο φιλόσοφος βασιλιάς
Η θέση του Popper.135 Ο Πλάτωνας στην Πολιτεία αναφέρει ότι αληθινός φιλόσοφος είναι αυτός
που αγαπά την αλήθεια. Όμως αλλού υποστηρίζει πως ο άρχοντας πρέπει να έχει το αποκλειστικό
προνόμιο να χρησιμοποιεί ελεύθερα ψεύδη και απάτες, ώστε να εξαπατά εχθρούς και πολίτες προς
όφελος της πόλης. Για να στηρίξει ηθικά αυτό το προνόμιο, επικαλούνταν την αρχή της συλλογικής
ωφέλειας. Από την άλλη, οι πολίτες πρέπει να εξαναγκάζονται να λένε μόνο την αλήθεια, για να μη
βλάψουν τα συμφέροντα της πόλης και για να εξυπηρετηθεί η πολιτική σκοπιμότητα της
ενδυνάμωσης του κυρίαρχου.
Ο Πλάτωνας χρησιμοποιεί το παράδειγμα του γιατρού, για να εξηγήσει παραστατικά την αρχή
της συλλογικής ωφέλειας και την άρνηση της φιλαλήθειας για τους ηγέτες. Αρέσκεται με κάποιο
τρόπο να βλέπει τον εαυτό του ως θεραπευτή και σωτήρα του άρρωστου κοινωνικού σώματος. Η
ιατρική τέχνη είναι γι’ αυτόν μια μορφή πολιτικής, που προορισμός της είναι η εξυπηρέτηση του
κρατικού συμφέροντος και όχι του πάσχοντος ατόμου. Κάθε άνθρωπος έχει μια συγκεκριμένη
εργασία και θα πρέπει να είναι αφοσιωμένος στη διεκπεραίωσή της. Αν κάποιος αρρωστήσει και
αδυνατώντας να ασκήσει τα καθήκοντα του είναι κοινωνικά άχρηστος, ο γιατρός δεν έχει δικαίωμα
να τον θεραπεύσει. Ακόμη, υπάρχει ο κίνδυνος και τα παιδιά του να είναι εξίσου αδύναμα και να
επιβαρύνουν το κράτος με την παρουσία τους.
Τα ψεύδη και οι απάτες πρέπει να χρησιμοποιούνται από τους κυβερνώντες ως ισχυρά φάρμακα
προς “όφελος” της πλειοψηφίας. Το όφελος των πολιτών ταυτίζεται με το κρατικό συμφέρον. Με
τη λέξη φάρμακο υπονοείται η προπαγάνδα και ο έλεγχος της συμπεριφοράς. Ο Πλάτωνας
εκφράζει την ελπίδα με το πέρασμα του χρόνου και οι κυβερνήτες να πιστέψουν ως αληθινό το
μεγαλύτερο προπαγανδιστικό μύθο του, το Μύθο για το Αίμα και το Χώμα. Αυτός είναι γνωστός ως
ο Μύθος των Μετάλλων στον Άνθρωπο και ως ο Μύθος των Αυτοχθόνων. Αν η κυβερνητική τάξη
πιστέψει τα προπαγανδιστικά ψεύδη, ίσως να ενδυναμωθεί η εξουσία της κυρίαρχης φυλής και να
αναχαιτιστεί η πολιτική αλλαγή.
Ο Πλάτωνας, όταν αναφέρεται στο Μύθο για το Αίμα και το Χώμα, παραδέχεται κυνικά ότι
πρόκειται για ένα βολικό ψέμα, που αποσκοπεί να πείσει ή καλύτερα να εξαπατήσει και τους
κυβερνήτες εκτός από το πλήθος. Μετά την εξαγγελία του γενναίου ψέματος, αντί για την αφήγηση
του μύθου, προτιμά να προτάξει έναν εκτενή πρόλογο, όπως είχε κάνει και με τη δικαιοσύνη. Αυτό
μάλλον είναι ένδειξη ανησυχίας ότι ο μύθος δε θα τύχαινε της αναμενόμενης αποδοχής από τους
αναγνώστες.

135 Παρατίθεται η επιχειρηματολογία του Popper από την ενότητα Ο φιλόσοφος βασιλιάς. Βλ. Καρλ Πόππερ, Η
ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της: η γοητεία του Πλάτωνα, μτφρ. Ειρήνης Παπαδάκη, Δωδώνη, Αθήνα 1991, τομ.
1, σ. 231-257.

61
Ο μύθος εισάγει δύο ιδέες. Η πρώτη αφορά την αμυντική θωράκιση της πόλης με τους
αυτόχθονες πολεμιστές, που είναι πρόθυμοι υπερασπιστές της. Η δεύτερη ιδέα αποτελεί ένα
ρατσιστικό ιδεολόγημα. Υποστηρίζεται ότι ο θεός έχει ενθέσει στους ικανούς για τη διακυβέρνηση
χρυσό, στους επίκουρους ασήμι και στους γεωργούς και τους τεχνίτες σίδερο και χαλκό. Τα
μέταλλα αυτά κληρονομούνται από γενιά σε γενιά.
Αρχικά ήταν ανοιχτό το ενδεχόμενο τα παιδιά, που θα γεννιούνταν με διαφορετική πρόσμιξη
μετάλλων από τους γονείς τους, να ανέρχονται στην επόμενη τάξη. Όμως σε άλλα χωρία της
Πολιτείας και των Νόμων αυτό αναιρέθηκε. Στο εξής επιτρεπόταν μόνο ο υποβιβασμός των
εκφυλισμένων παιδιών στην κατώτερη τάξη των τεχνιτών. Η ανάμιξη των μετάλλων προκαλούσε
ανομοιότητα και ανωμαλία και αυτά πόλεμο και εχθρότητα. Αυτό το σχήμα επεξηγούσε και τη
γένεση του στασιασμού προς την κατεστημένη εξουσία. Ακόμη, αναφερόταν ότι η πόλη θα
καταστρεφόταν, αν έφτανε στο σημείο να φρουρείται από άτομα που έφεραν εντός τους σίδερο και
χαλκό.
Η παραδοχή του Πλάτωνα ότι ο μύθος για το Αίμα και το Χώμα είναι ένα προπαγανδιστικό
κατασκεύασμα δείχνει πως ο ίδιος ήταν συμβατικιστής, αν και αλλού αγωνίζεται κατά του
ανατρεπτικού συμβατικισμού των σοφιστών. Η στάση του αυτή ταυτιζόταν με τη στάση του θείου
του Κριτία, που σε ένα ποίημα εξυμνούσε το προπαγανδιστικό ψεύδος. Εκεί εγκωμίαζε το σοφό και
πανούργο άνθρωπο που κατασκεύασε συνειδητά τη θρησκεία για να εξαναγκάσει το λαό σε
υποταγή επινοώντας το φόβο των θεών και περιβάλλοντας τους ανθρώπους με τα δεσμά του. 136
Ο Πλάτωνας στα θρησκευτικά ζητήματα αναδεικνύεται οπαδός του πολιτικού οπορτουνισμού.
Στους Νόμους απαιτούσε την αυστηρότερη τιμωρία αυτών που πρέσβευαν απόψεις αποκλίνουσες
από τις κρατικές παραδοχές. Δεν εξαιρούσε ούτε τους έντιμους ανθρώπους. Αν αυτοί δεν
ανακαλούσαν τις πεποιθήσεις τους, έπρεπε να θανατωθούν. Εδώ ο Πλάτωνας ξεχνά το τέλος του
Σωκράτη και φανερώνει πως οι απόψεις του καθοδηγούνται από το κρατικό συμφέρον και όχι από
τη θρησκευτική πίστη. Υποτάσσει τη σωκρατική συμβουλή για την αναζήτηση της αλήθειας στη
θεμελιακή αρχή του πολιτικού του προγράμματος ότι προέχει η ενδυνάμωση της εξουσίας της
κυρίαρχης τάξης. Ο φιλόσοφος γι’ αυτόν δεν ήταν τόσο ο αναζητητής της αλήθειας, όσο ο
αυθεντικός κάτοχος της. Με βάση αυτή την αρχή απαιτούσε η διακυβέρνηση να ανατεθεί στους
σοφούς.

136 Ο Κριτίας είχε ευγενική καταγωγή και ήταν προικισμένος με λογοτεχνικές και φιλοσοφικές ικανότητες. Κατέληξε
από ακροατής του Σωκράτη σε έναν από τους πιο αιμοδιψείς Τριάκοντα Τυράννους. Ήταν υπεύθυνος για τη
δολοφονία του Θηραμένη, ενός μετριοπαθούς ολιγαρχικού. Αν και δεν ήταν σοφιστής με την πλήρη σημασία του
όρου ως πληρωμένου δασκάλου, ο Lesky έγραψε γι’ αυτόν ότι “στην προσωπικότητά του βρίσκουμε μια
συνύπαρξη όλων των τάσεων της σοφιστικής κίνησης, της οποίας η περίοδος της επίθεσης και ορμής τελείωσε
συμβολικά με το δραματικό θάνατό του”. Η λογοτεχνική του παραγωγή ήταν ποικίλη και μεγάλη. Έγραψε ποίηση
και πεζό λόγο. Βλ. W. K. C. Guthrie, ο. π., σ. 361-368.

62
Η πρώτη και πιο σημαντική λειτουργία που αναλάμβανε ο φιλόσοφος–βασιλιάς ήταν του ιδρυτή
και νομοθέτη της πολιτείας. Μόνο αυτός ως κάτοχος της διαλεκτικής, της ανώτατης των
επιστημών, ήταν σε θέση να δει και να αντιγράψει το ουράνιο αρχέτυπο του κράτους και να
διασφαλίσει τη σταθερότητά του. Έμοιαζε με ένα σχεδιαστή ή ζωγράφο που ζωγραφίζει ένα θεϊκό
μοντέλο. Σε αυτή την προσπάθεια είχε τη συνδρομή της ιδέας του Αγαθού και της σοφίας. Η ιδέα
του Αγαθού στον Πλάτωνα κατέχει την υψηλότερη θέση στην ιεραρχία των Μορφών ή των Ιδεών.
Είναι η πηγή όλης της γνώσης και όλης της αλήθειας. Η λειτουργία του Αγαθού είναι ύψιστης
σπουδαιότητας, γιατί καθιστά ικανό το φιλόσοφο να διακρίνει σωστά τα αντικείμενα.
Όμως εκτός από αυτά τα γενικά στοιχεία ο Πλάτωνας δεν δίνει άλλες πληροφορίες ή επεξηγήσεις
για τη φύση του Αγαθού. Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι αγαθό είναι καθετί που
διατηρεί, ενώ κακό καθετί που οδηγεί στον εκφυλισμό. Το αγαθό ισοδυναμεί με μια κατάσταση
πραγμάτων που βρίσκονται σε αναστολή ή ακινησία. Όσο για τη σοφία δεν σημαίνει τόσο
συνειδητοποίηση των ορίων ή ενδιαφέρον για τις ανθρώπινες υποθέσεις, όσο προσήλωση προς τις
Μορφές ή τις Ιδέες που μπορεί να οδηγήσει στην αναχαίτιση της αλλαγής.
Μέχρι εδώ είδαμε γιατί ο πρώτος νομοθέτης της πόλης πρέπει να είναι φιλόσοφος. Το ερώτημα
που ανακύπτει είναι γιατί οι φιλόσοφοι πρέπει να είναι και οι μόνιμοι κυβερνήτες της πόλης, όταν
δεν επιτρέπεται οποιαδήποτε αλλαγή. Η απάντηση βρίσκεται στην ανάγκη της διατήρησης της
πόλης στην ιδεατή της μορφή. Η σταθερότητα του κράτους κινδυνεύει, αν υπάρξει κάποιο ρήγμα
στην ενότητα της άρχουσας τάξης. Αυτό μπορεί να αποτραπεί με την ανατροφή αυτής της τάξης,
που θα τελεί υπό την εποπτεία του φιλοσόφου.
Όταν η διαδικασία της ανατροφής της κυρίαρχης τάξης εποπτεύεται από το φιλόσοφο και όχι από
κάποιον άλλο, αυξάνεται στον έσχατο βαθμό η αυθεντία των κυβερνώντων. Αυτή θεμελιώνεται στις
υπερφυσικές και μυστικές δυνάμεις του ηγέτη, που αναπτύσσονται με τη βοήθεια της παρεχόμενης
αγωγής. Αυτός επικοινωνεί με το θείο εν είδει ενός φυλετικού ιερέα–βασιλιά. Το πρότυπο ενός
τέτοιου φιλοσόφου υπήρχε τόσο στον Ηράκλειτο όσο και στους πυθαγόρειους. Στον Πλάτωνα
επιβίωσε η αξίωση των πυθαγορείων να εδράζεται η αυθεντία σε μια υπερφυσική βάση. Η
πλατωνική αγωγή διασφαλίζει την εξουσία της κυρίαρχης τάξης και το διαχωρισμό της από τους
κυβερνώμενους.
Ο Πλάτωνας πίστευε ότι ένα κράτος κινδυνεύει να εκφυλιστεί, αν οι ηγέτες του δεν γνωρίζουν
την πυθαγόρεια σοφία και τον πλατωνικό Αριθμό, που ήταν μια γνώση μόνο για τους μυημένους. Ο
πλατωνικός Αριθμός διασφάλιζε την απόλυτη ηγεμονία των φιλοσόφων. Ο φιλόσοφος αναλάμβανε
την ανατροφή μιας καθαρής φυλής ανθρώπων–φυλάκων έχοντας κατά νου ένα ιδεώδες που το
προσέγγιζε με τεχνικές ζευγαρώματος και επιλογής. Υπήρχε ένα προγραμματικό σχέδιο που τον
καθοδηγούσε και πήγαζε από την ικανότητα του να αντιγράφει το θείο αρχέτυπο, τη Μορφή ή Ιδέα

63
του ανθρώπου. Επρόκειτο για το αρχέτυπο ενός αμετάβλητου υπερανθρώπου που τον χαρακτήριζαν
η αρρενωπότητα, η τέλεια ωραιότητα και η ευγένεια.
Η ανατροφή μιας τέτοιας φυλής ανθρώπων γινόταν με ένα ευφυές σύστημα κλήρωσης για το
ζευγάρωμα των νεαρών επίκουρων, ώστε οι απογοητευμένοι να θεωρούν υπαίτια την τύχη και οι
άρχοντες να αποφεύγουν την ευθύνη που τους αναλογούσε. Ο Γλαύκωνας είχε προτείνει ένα νόμο
που θα υποχρέωνε τον καθένα σε περίοδο πολέμου να υποτάσσεται πλήρως στις επιθυμίες του
γενναίου. Οι άνθρωποι αυτής της κυρίαρχης φυλής αποτελούσαν ένα εχέγγυο για την αποτροπή της
αλλαγής και του εκφυλισμού. Ο Πλάτωνας υποστήριζε στην Πολιτεία πως ο μόνος τρόπος να
πάψουν τα δεινά να μαστίζουν τις πόλεις ήταν να συμπέσουν στο ίδιο πρόσωπο η πολιτική δύναμη
και η φιλοσοφία. Ήταν αναγκαίο οι φιλόσοφοι να γίνουν βασιλείς ή οι βασιλείς και οι τύραννοι να
μεταβληθούν σε ολοκληρωμένους φιλοσόφους.
Η ευγονική, η επιδίωξης δηλαδή του ελέγχου στην καθαρότητα και τη βελτίωση της φυλής, ήταν
πολύ σημαντική. Ένα από τα παραπτώματα των εκφυλισμένων φυλάκων ήταν να πάψουν να
ενδιαφέρονται για αυτή τη διαδικασία. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα επέρχονταν σταδιακά ο
εκφυλισμός και ο ξεπεσμός της πόλης.
Η επιμονή του Πλάτωνα να έχει ρόλο ο φιλόσοφος–βασιλιάς στη θεμελίωση και τη διατήρηση
της ενότητας της πόλης οφείλεται, κατά τον Popper, στην προσωπική του αξίωση για απόκτηση και
κατοχή βασιλικής δύναμης. Ο Πλάτωνας πιθανόν θεωρούσε ότι δικαιωματικά είχε μια τέτοια
αξίωση ως απόγονος του τελευταίου Αθηναίου βασιλιά Κόδρου και ως ο φιλόσοφος που είχε
καταφέρει να φτάσει στην ενατένιση του θείου κόσμου των Ιδεών.
Αν υποθέσουμε ότι, όταν ο Πλάτωνας περιέγραφε το πρότυπο του φιλοσόφου–βασιλιά, είχε κατά
νου κάποιον σύγχρονο και καταξιωμένο φιλόσοφο ή πολιτικό, θα καταλήγαμε στα παρακάτω
πρόσωπα: στον Αντισθένη, τον Ισοκράτη, τον Αλκιβιάδη και τον ίδιο. Ο Αλκιβιάδης εγκατέλειψε τη
φιλοσοφία, παρά τις προσπάθειες του Σωκράτη. Ο Ισοκράτης και ο Αντισθένης με τις σχολές τους
δεν έχαιραν της εκτίμησης του Πλάτωνα για ένα τέτοιο ρόλο. Ο μόνος που απομένει είναι ο ίδιος
και ίσως κάποιοι φίλοι του, όπως ο Δίωνας. Άρα, όταν ο Πλάτωνας αναφέρεται στον πολιτικό ρόλο
του φιλόσοφου–βασιλιά, υπονοεί τον εαυτό του και αναμένει να τον καλέσουν να αναλάβει την
εξουσία, όπως ο γιατρός, που σπεύδουν οι ασθενείς στην πόρτα του για να λάβουν τη θεραπεία
τους. Για τον Popper, η φιλοδοξία ενέπνεε τον Πλάτωνα και ίσως ερμηνεύει ένα μέρος του
ενθουσιασμού των μεταγενέστερων για το έργο του, καθώς έδωσε έκφραση σε πολλά ανομολόγητα
όνειρα. Ίσως πίσω από το αίτημα για την ηγεμονία του φιλοσόφου να υποκρύπτεται η αναζήτηση
της εξουσίας και ο φιλόσοφος–βασιλιάς να είναι μια αυτοπροσωπογραφία του ίδιου του Πλάτωνα.

64
Σχολιασμός: Ο Popper σε αυτή την ενότητα σχολιάζει το ρόλο, που επιφυλάσσει ο Πλάτωνας
στο φιλόσοφο-βασιλιά. Αυτός θα έχει τη δυνατότητα να μη δεσμεύεται από τους κανόνες που
ισχύουν για τους υπόλοιπους, επειδή έτσι εξυπηρετείται καλύτερα ο στόχος της διατήρησης της
ενότητας του κράτους.
Ο φιλόσοφος–βασιλιάς επιτελεί ένα διπλό ρόλο. Είναι ο ιδρυτής και ο νομοθέτης της πολιτείας. Ο
Πλάτωνας ήταν εξοικειωμένος με αυτή την ιδέα, επειδή στην εποχή του στην ίδρυση των αποικιών
καλούνταν ένας μορφωμένος, για να αναλάβει το ρόλο του νομοθέτη (π.χ. ο Πρωταγόρας στην
περίπτωση των Θουρίων της Κάτω Ιταλίας).
Ο φιλόσοφος διασφάλιζε την ενότητα της πολιτείας. Επιβλέποντας την ανατροφή της άρχουσας
τάξης ήταν σε θέση να περιορίσει τις αιτίες σύγκρουσης των μελών της και τη διάσπαση της
ενότητάς της, που ήταν η απαρχή της παρακμής του κράτους.
Ο φιλόσοφος σε αυτή την αποστολή είχε τη συνδρομή του Αγαθού και της σοφίας. Η ιδέα του
Αγαθού «που ο Πλάτων θεωρεί ως το μέγιστο μάθημα δίνει α) στα αντικείμενα της γνώσης την
αλήθεια, β) στην ψυχή τη δύναμη να τα γνωρίζει και γ) στα αντικείμενα της νόησης (τις Ιδέες) το
είναι και την ουσία τους· το ίδιο όμως το Αγαθό δεν είναι ουσία, αλλά επέκεινα της ουσίας». Η ιδέα
του Αγαθού δεν είναι μία μεταξύ των υπολοίπων Ιδεών, αλλά είναι ο λόγος για τον οποίο όλες οι
άλλες Ιδέες λειτουργούν ως αρχέτυπα των αισθητών φαινομένων. Ο διαλεκτικός, που φτάνει να
γνωρίσει την ιδέα του Αγαθού, δεν γνωρίζει μόνο αν κάτι είναι δίκαιο, αλλά και για ποιο λόγο
συμβαίνει αυτό. Ο ορισμός της ιδέας του Αγαθού είναι πολύ δύσκολος. Ο Πλάτωνας δεν την ορίζει
άμεσα, αλλά προσπαθεί να την προσδιορίσει μέσω δύο παρομοιώσεων (του ήλιου και της
τετμημένης γραμμής) και μιας αλληγορίας (του σπηλαίου). Σύμφωνα με τον Πλάτωνα κάθε πράγμα
τείνει να πραγματώσει την Ιδέα, αλλά πάντα υπολείπεται της Ιδέας. Η Ιδέα είναι ο σκοπός, προς
τον οποίο αποβλέπουν όλα τα όντα, και εξηγεί την ουσία του κάθε πράγματος. Η ιδέα του Αγαθού
είναι η ίδια η αλήθεια, η απόλυτη αιτία του είναι, το οποίο ανάγεται στην τελειότητα. 137
Παρά την επιδίωξη του Πλάτωνα να εφαρμόσει την ιδέα του φιλοσόφου–βασιλιά στις
Συρακούσες, το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό. Όπως όμως αναφέρθηκε, πολλές από τις ιδέες
των φιλοσόφων του 4ου αιώνα π.Χ. ευδοκίμησαν κατά την ελληνιστική περίοδο.

137 Νίκος Αυγελής, ο. π., σ. 225-230.

65
2.3.δ Αισθητισμός, τελειοκρατία, ουτοπισμός
Η θέση του Popper.138 Ο Πλάτωνας είχε υιοθετήσει μια επικίνδυνη προσέγγιση στην πολιτική, τη
μέθοδο της ουτοπικής μηχανικής. Αυτή η μέθοδος είναι εναλλακτική σε έναν απόλυτο ιστορικισμό,
που πρεσβεύει ότι οι άνθρωποι αδυνατούν να αλλάξουν την ιστορική εξέλιξη, και συμπληρωματική
στον λιγότερο ριζοσπαστικό ιστορικισμό του Πλάτωνα, που αποδέχεται τη δυνατότητα της
ανθρώπινης παρέμβασης στο ιστορικό γίγνεσθαι. Η ουτοπική μηχανική επιλέγει έναν σκοπό
μακράς πνοής και επιδιώκει να τον υλοποιήσει. Οι ενδιάμεσοι στόχοι και τα μέσα για την
πραγμάτωσή του καθορίζονται με αποκλειστικό κριτήριο τη συμβολή τους στην επίτευξη του
έσχατου σκοπού.139
Στο χώρο της πολιτικής ως έσχατος σκοπός καθορίζεται το ιδεώδες κράτος. Μετά την κατάρτιση
ενός προγραμματικού σχεδίου της ιδεώδους κοινωνίας, έπεται η εξέταση των προσφορότερων
τρόπων και ενός πλάνου πρακτικής δράσης για την υλοποίησή της. Επιτακτική είναι η ανάγκη
άσκησης κριτικής στην ουτοπική μηχανική εξαιτίας του πειστικού, ελκυστικού και επιζήμιου
χαρακτήρα της.
Στον αντίποδα της παραπάνω μεθόδου βρίσκεται η βήμα προς βήμα μηχανική, η μόνη
ορθολογική προσέγγιση στην αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων. Ο πολιτικός, που
ενεργεί με βάση αυτή τη μέθοδο, δεν αποποιείται την ελπίδα ότι κάποια στιγμή στο μακρινό μέλλον
οι άνθρωποι θα πραγματώσουν την τελειότητα στη γη. Όμως αναγνωρίζει πως κάθε γενιά
δικαιούται να ζήσει προστατευμένη από τη δυστυχία και να μη θυσιαστεί, βιώνοντας τραγικές
καταστάσεις, στο βωμό της επιδίωξης ενός ιδανικού μέλλοντος. Ο πολιτικός αυτός θα προτιμήσει
να ασχοληθεί με την αντιμετώπιση των πιο δύσκολων και επιτακτικών προβλημάτων της
κοινωνικής ζωής παρά με την επιδίωξη του μέγιστου τελικού αγαθού.
Η βήμα προς βήμα μηχανική οδηγεί στη λελογισμένη αντιμετώπιση των δυσκολιών και στη
βελτίωση των συνθηκών της ανθρώπινης ζωής. Μπορεί να εφαρμοστεί σε κάθε περίσταση, δίχως
να είναι απαραίτητη η αναμονή πιο κατάλληλων συνθηκών. Έχει εξασφαλισμένη
αποτελεσματικότητα και συνοδεύεται από τη συναίνεση και την επιδοκιμασία πάρα πολλών
ανθρώπων. Αντίθετα, η ουτοπική μηχανική δεν ενδιαφέρεται για την αντιμετώπιση των τρεχόντων
προβλημάτων και δεν αντιτίθεται στην υπέρμετρη αύξηση των ανθρώπινων δεινών, αν θεωρηθεί
ότι έτσι εξυπηρετείται η πραγμάτωση του τελικού σκοπού. Ακόμη, είναι πρόθυμη να συνηγορήσει
υπέρ μιας αναβλητικής στάσης για την πολιτική δράση εν αναμονή καλύτερων συνθηκών. Δεν

138 Παρατίθεται η επιχειρηματολογία του Popper από την ενότητα Αισθητισμός, τελειοκρατία, ουτοπισμός. Βλ. Καρλ
Πόππερ, Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της: η γοητεία του Πλάτωνα, μτφρ. Ειρήνης Παπαδάκη, Δωδώνη, Αθήνα
1991, τομ. 1, σ. 258-274.
139 Για τη διαφορά τμηματικής και ουτοπικής μηχανική βλ. Καρλ Πόππερ, Η ένδεια του ιστορικισμού, μτφρ.
Αθανάσιος Σαμαρτζής, Ευρασία, Αθήνα 2005, σ. 117-125.

66
προβληματίζεται για τη χρήση βίας για τον εξαναγκασμό των ανθρώπων να συναινέσουν ή να
υποταχτούν στις στοχεύσεις της.
Είναι σχεδόν ακατόρθωτο να συλλάβει κάποιος νοητικά ένα πρόγραμμα αναδόμησης της
κοινωνίας σε μείζονα κλίμακα λόγω της πολυπλοκότητας της. Κανείς δεν είναι βέβαιος αν ένα
τέτοιο πρόγραμμα μπορεί να εφαρμοστεί, αν οδηγήσει σε βελτίωση ή σε επιδείνωση της
κοινωνικής κατάστασης, αν έχει υψηλό τίμημα υλοποίησης και αν υπάρχουν τα μέσα για την
πραγμάτωσή του. Είναι ευκολότερο να προσπαθήσει κάποιος να επιφέρει επιμέρους βελτιώσεις σε
μεμονωμένους θεσμούς. Ακόμη και αν μια τέτοια παρέμβαση είναι επιζήμια, μπορεί να υπάρξει
αναπροσαρμογή της δράσης και επούλωση της βλάβης. Οι κίνδυνοι που αναλαμβάνονται είναι
μικρότεροι, οι ζημιές αντιμετωπίσιμες, τα οφέλη άμεσα αντιληπτά, η ανάγκη για προσφυγή στη βία
περιορισμένη και η επίτευξη συναίνεσης και συμβιβασμών πιθανότερη με παράλληλη εμβάθυνση
της δημοκρατικής διαδικασίας.
Στην περίπτωση ενός ουτοπικού εγχειρήματος υπάρχει ο κίνδυνος περιορισμού των
δημοκρατικών ελευθεριών ή επιβολής δικτατορίας, γιατί μόνο μια ισχυρή κεντρική εξουσία μπορεί
να κινητοποιήσει το σύνολο της κοινωνίας και να την αναγκάσει να προσηλωθεί σε ένα τέτοιο
σκοπό. Η απολυταρχική εξουσία είναι η πιο κατακριτέα μορφή διακυβέρνησης, επειδή στηρίζεται
στην αρχή της απόλυτης αυθεντίας των κυβερνώντων και αποκλείει την άσκηση κριτικής στα
σχέδια και τις πράξεις τους. Η κριτική θεωρείται εχθρική και υπονομευτική ενέργεια και δεν γίνεται
ανεκτή. Όμως έτσι καταργείται ο κοινωνικός διάλογος και ο έλεγχος και υπονομεύεται η
δυνατότητα έγκαιρης συνειδητοποίησης των λαθών και αποτελεσματικής αντιμετώπισής τους. Μια
ευρεία αναδόμηση της κοινωνίας επιφέρει μεγάλες ανατροπές και αναστατώσεις στην κοινωνική
ζωή και προκαλεί πολλές διαμαρτυρίες. Ο πολιτικός, που θα αναλάβει να υλοποιήσει ένα τέτοιο
ουτοπικό πρόγραμμα, αναγκαστικά θα αδιαφορήσει για τις αντιδράσεις και θα τις καταστείλει βίαια
υπονομεύοντας το δημοκρατικό κλίμα.
Ένα ουτοπικό πρόγραμμα απαιτεί την προσήλωση πολλών γενεών στην υλοποίηση του εξαιτίας
του μακροπρόθεσμου χαρακτήρα του. Όμως μπορεί να εγκαταλειφθεί από τις μελλοντικές γενιές ή
ηγεσίες και να αποβούν μάταιες οι θυσίες, που είχαν επωμιστεί οι προηγούμενες. Στην πορεία του
χρόνου και των οικονομικών, κοινωνικών και τεχνολογικών ανατροπών μπορεί να μεταβληθούν τα
ιδεώδη, που είχε ενστερνισθεί μια παλιότερη γενιά, και να τροποποιηθούν από τις επόμενες. Μια
τέτοια εξέλιξη δείχνει πως είναι ατελέσφορο να προσδιορίσουμε πρώτα ένα μακρόπνοο, τελικό
στόχο και μετά να αφοσιωθούμε στην επίτευξή του. Ποιος ή τι μπορεί να μας εγγυηθεί ότι δεν θα
υπάρξουν ενδιάμεσα ριζικές ανατροπές και επαναπροσδιορισμοί;
Ακόμα και στην περίπτωση που οι άνθρωποι είναι διατεθειμένοι να παραμείνουν προσηλωμένοι
στην εφαρμογή του αρχικού σχεδίου, οι νέες εμπειρίες και ανακατατάξεις, που θα συμβούν, θα

67
οδηγήσουν σε αναπροσαρμογές και διαφοροποιήσεις. Οτιδήποτε αρχικά έμοιαζε ως ιδεώδες,
αργότερα μπορεί να αναθεωρηθεί και να εγκαταλειφθεί. Σύμφωνα με τον Popper κανένας σκοπός
δεν είναι σε θέση να δικαιώσει όλα τα μέσα που απαιτούνται για την υλοποίησή του. Μόνο ένας
συγκεκριμένος και με ακρίβεια καθορισμένος σκοπός μπορεί να δικαιώσει κάποια προσωρινά
μέτρα, επειδή είναι εύκολο να ελεγχθεί η αποτελεσματικότητα και οι επιπτώσεις τους.
Εκτός από την πίστη σε ένα απόλυτο και αμετάβλητο ιδεώδες απαιτούνται ακόμα δύο παραδοχές
για να θεωρηθεί ισχυρή η ουτοπική μέθοδος. Η πρώτη είναι ότι μπορούμε με ορθολογικό τρόπο να
καθορίσουμε αυτό το ιδεώδες. Η δεύτερη είναι ότι μπορούμε να προσδιορίσουμε ορθολογικά τα
καλύτερα μέσα για την πραγματοποίησή του. Η πρώτη παραδοχή είναι σχεδόν αδύνατο να ισχύσει.
Μόνο ένα είδος ενόρασης θα μπορούσε να μας βεβαιώσει για την ποιότητα του απόλυτου ιδεώδους.
Και πάλι όμως, οι διαφωνίες πρέπει να κατασταλούν με τη βία. Η περίπτωση κάποιος ηγέτης με
εξαιρετικές ικανότητες να πείσει το λαό να ακολουθήσει το στόχο οικειοθελώς και χωρίς βία είναι
πολύ σπάνια και εξαρτάται από τις συγκυρίες και όχι από εμάς.
Ένα ιδεώδες δεν είναι σε κάθε περίπτωση απραγματοποίητο. Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι
προϊόντος του χρόνου επιτυγχάνονται πράγματα, που θεωρούνταν αδύνατα. Όμως είναι πολύ
δύσκολο να υπολογιστεί η πορεία και οι συνέπειες μιας συνολικής κοινωνικής αναδόμησης, επειδή
οι διαθέσιμες κοινωνικές εμπειρίες είναι περιορισμένες και αδυνατούν να μας στηρίξουν σε ένα
τέτοιο εγχείρημα. Δεν υφίσταται ακόμη η κοινωνιολογική γνώση, που θα μπορούσε να στηρίξει
μια μηχανική μεγάλης κλίμακας.
Ένας ουτοπικός μηχανικός ίσως θα αντέτεινε πως ο πειραματισμός είναι ο μόνος τρόπος να
μάθουμε περισσότερα σχετικά με ευρείας κλίμακας και μακρόπνοες αλλαγές. Η υλοποίηση
κοινωνικών πειραμάτων θα μας εφοδιάσει σταδιακά με την απαραίτητη κοινωνιολογική γνώση.
Ακόμη, είναι ανάγκη τα κοινωνικά πειράματα να υλοποιηθούν σε μαζική κλίμακα, γιατί αν
περιοριστούν σε ένα εργοστάσιο ή σε μια μικρή κοινότητα, δεν θα μπορέσουν να μας δώσουν το
είδος των πληροφοριών που χρειαζόμαστε.
Ο Popper τάσσεται υπέρ των περιορισμένης εμβέλειας κοινωνικών πειραμάτων υποστηρίζοντας
ότι αυτά γίνονται σε ρεαλιστικές συνθήκες και δεν ριζοσπαστικοποιούν το κοινωνικό σύνολο κατά
την εφαρμογή τους. Τέτοια βήμα προς βήμα κοινωνικά πειράματα μπορεί να είναι μια νέα
φορολογία ή μια ποινική μεταρρύθμιση, που έχουν επιπτώσεις σε επιμέρους τμήματα της κοινωνίας
και μας εφοδιάζουν με σημαντική γνώση για τον τρόπο της κοινωνικής μας παρέμβασης.
Ο ουτοπικός μηχανικός δίκαια υποστηρίζει πως ένα κοινωνικό πείραμα σε ένα απομονωμένο
χωριό δεν μπορεί να μας δείξει πως λειτουργούν τα πράγματα σε φυσιολογικές συνθήκες. Όμως
πιστεύει πως ένα κοινωνικό πείραμα πρέπει να στοχεύει στην ανάπλαση όλης της κοινωνικής δομής
και όχι επιμέρους τμημάτων της. Δεν αντιλαμβάνεται πως οι μικρές κοινωνικές μεταβολές μας

68
πλουτίζουν με χρήσιμη γνώση και μας μαθαίνουν τη λειτουργία των θεσμών, ώστε να τους
προσαρμόζουμε ανάλογα με τις προθέσεις μας και να τους εναρμονίζουμε με άλλους θεσμούς. Τα
σφάλματα μπορούν να διορθωθούν και έχουν περισσότερο διδακτικό παρά βλαπτικό χαρακτήρα.
Με τη βήμα προς βήμα μηχανική επικρατούν οι πολιτικοί που αναγνωρίζουν και διορθώνουν τα
λάθη κι όχι αυτοί που μόνιμα δικαιολογούνται και προσπαθούν να εμφανίσουν τις επιλογές τους ως
τις μόνες σωστές.
Στην κριτική του Popper και του Marx για τον ουτοπισμό υπάρχει ένα κοινό στοιχείο. Και οι δυο
στοχαστές δέχονται ότι είναι αδύνατο τα ουτοπικά σχέδια να πραγματοποιηθούν σύμφωνα με την
αρχική τους σύλληψη, επειδή οι κοινωνικές πράξεις παράγουν σχεδόν πάντα μη αναμενόμενα
αποτελέσματα. Όμως υπάρχουν μεταξύ τους και πολλές διαφορές. Ο Marx καταδικάζει κάθε
κοινωνική μηχανική. Μια ορθολογική προσέγγιση για το σχεδιασμό των κοινωνικών θεσμών δεν τη
θεωρεί ρεαλιστική, επειδή πιστεύει ότι η κοινωνία αναπτύσσεται σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς
νόμους. Το κοινό σημείο στον ουτοπισμό του Πλάτωνα και του Marx είναι η αντίληψη ότι η
κοινωνία πρέπει να αναδομηθεί συνολικά· ότι πρέπει να εκριζωθεί το βλαπτικό κοινωνικό σύστημα
ολοσχερώς, για να είναι αποτελεσματική η παρέμβαση.
Ο ακραίος ριζοσπαστισμός της πλατωνικής προσέγγισης συνδέεται με τον αισθητισμό της, την
επιθυμία να δημιουργηθεί ένας κόσμος όχι καλύτερος από τον υπάρχοντα, αλλά ολοκαίνουργιος και
απαλλαγμένος από τις δυσάρεστες όψεις του παλιού. Οι περισσότεροι άνθρωποι τρέφουν τέτοια
όνειρα τελειότητας. Αυτός ο αισθητικός ενθουσιασμός, όταν καθοδηγείται από το λογικό και από
ένα αίσθημα ευθύνης και προσφοράς, μπορεί να αποβεί επωφελής. Όταν όμως του λείπουν αυτά τα
στοιχεία, μπορεί να γίνει επικίνδυνος. Ο αισθητισμός του Πλάτωνα είναι πολύ έντονος και αυτό
οφείλεται στην καλλιτεχνική διάσταση της προσωπικότητάς του. Προσπάθησε ως καλλιτέχνης να
συλλάβει το θείο αρχέτυπο του έργου του και να το αντιγράψει πιστά. Η πολιτική είναι γι’ αυτόν
μια τέχνη σύνθεσης. Ο πλατωνικός πολιτικός συνθέτει πόλεις για χάρη του κάλους, που με την
πνευματική ενόραση κατάφερε να δει. Η πολιτική είναι η βασιλική τέχνη.
Ο Popper θεωρεί επικίνδυνη αυτή την τέχνη, γιατί θυσιάζει ανθρώπινες ζωές ως μέσο για την
ικανοποίηση της ανάγκης του καλλιτέχνη να εκφραστεί. Οι άνθρωποι στερούνται το δικαίωμα να
διαμορφώσουν τη ζωή τους. Τέτοια οράματα αισθητικής τελειότητας καλό είναι να υποτάσσονται
στη στήριξη αβοήθητων και δυστυχισμένων ανθρώπων και στη διαμόρφωση θεσμών που θα
υπηρετούν αυτό το στόχο. Διαφορετικά, μπορούμε εύκολα να οδηγηθούμε στη βίαιη εκκαθάριση
της κοινωνίας από τους παλιούς θεσμούς, τις παραδόσεις, ακόμα και τους ανθρώπους. Αν ο
καλλιτέχνης–πολιτικός επιλέξει να καθαρίσει ολοσχερώς τον καμβά, σύμφωνα με την εικόνα που
χρησιμοποιεί ο Πλάτωνας, θα οδηγηθεί αναπόφευκτα σε διώξεις, εξορίες και θανατώσεις.

69
Όταν ο πολιτικός επιχειρήσει μια τέτοια παρέμβαση, πρέπει να έχει στη διάθεση του ένα σημείο
εκτός κοινωνίας στο οποίο θα σταθεί, για να ξεκινήσει την αναδόμηση. Τέτοιο σημείο όμως δεν
υπάρχει. Κατά τη διάρκεια της αναδόμησης η κοινωνία θα συνεχίσει να λειτουργεί. Δεν μπορεί
κάποιος να ξεκινήσει από το μηδέν. Γι’ αυτό πρέπει η αναμόρφωση των θεσμών να γίνει βήμα προς
βήμα, ώστε παράλληλα να αποκτηθεί η απαραίτητη κοινωνική εμπειρία για ευρύτερα εγχειρήματα.
Εγγενές χαρακτηριστικό του ριζοσπαστισμού είναι ο ανορθολογισμός. Ο ριζοσπαστισμός
αποκλείει τη δυνατότητα να μάθουμε με τη δοκιμή και το σφάλμα, να διορθώσουμε τα λάθη και να
επιφέρουμε βελτιώσεις. Προτιμά τη σύλληψη ενός αναμορφωτικού σχεδίου μεγάλων διαστάσεων,
χωρίς όμως να μπορεί να διασφαλίσει τη λειτουργικότητά του και τη διόρθωση των σφαλμάτων,
που θα συμβούν. Ο αισθητισμός και ο ουτοπισμός απορρίπτουν τον ορθολογισμό και στη θέση του
τοποθετούν την ελπίδα για πολιτικά θαύματα με ελάχιστες πιθανότητες επιβεβαίωσης.

Σχολιασμός: Στην ενότητα αυτή ο Popper αξιολογεί τα χαρακτηριστικά της ουτοπικής και της
βήμα προς βήμα μηχανικής και τάσσεται ανεπιφύλακτα υπέρ της δεύτερης. Ο Πλάτωνας στήριζε
την ουτοπική μηχανική, επειδή συμπλήρωνε τον ήπιο ιστορικισμό του, που θεωρούσε αναγκαία την
ανθρώπινη παρέμβαση στην ιστορική εξέλιξη για την αναστολή της παρακμής.
Ο Popper υποστήριζε ότι η ουτοπική μηχανική είναι ατελέσφορη, επειδή είναι εξαιρετικά
δύσκολη η διανοητική σύλληψη ενός μεγάλης κλίμακας σχεδίου για την αναδόμηση της κοινωνίας.
Η κοινωνιολογική γνώση και τα εργαλεία, που έχουμε, δεν μπορούν να μας συνδράμουν
ουσιαστικά σε ένα τέτοιο εγχείρημα. Είναι ενδεχόμενο, επειδή ένα τέτοιο σχέδιο είναι μακρόπνοο,
να εγκαταλειφθεί ή να αναθεωρηθεί από τις επόμενες γενιές λόγω της μεταβολής των συνθηκών και
να εξανεμιστούν οι θυσίες των προηγούμενων γενεών. Σε περίπτωση αποτυχίας η βλάβη θα είναι
δύσκολα επανορθώσιμη λόγω του μεγέθους της.
Αντίθετα, η βήμα προς βήμα μηχανική εστιάζει σε επιμέρους βελτιωτικές παρεμβάσεις στους
θεσμούς που είναι αποτελεσματικές και αποδεκτές από την κοινωνία, επειδή επωφελείται άμεσα.
Σε περίπτωση λάθους είναι εύκολη η επανόρθωση. Η μέθοδος αυτή αποκλείει τη χρήση βίας και
την καταστολή και δεν χρειάζεται μια ισχυρή, δικτατορική κυβέρνηση για να επιβάλει τους
στόχους της.
Ο ουτοπισμός του Πλάτωνα οφείλεται σε ένα όραμα αισθητικής τελειότητας, το οποίο μπορεί να
αποβεί επικίνδυνο, αν δεν περιορίζεται από κάποιους κανόνες, όπως το να τεθεί στην υπηρεσία των
αδύναμων ανθρώπων. Η κοινωνία δεν μπορεί να σαρωθεί και να αναμορφωθεί εκ βάθρων. Ακόμα
και μεταβαλλόμενη συνεχίζει να υπάρχει και να λειτουργεί.

70
Ένα κοινό στοιχείο ανάμεσα στον Πλάτωνα και το Μαρξ ήταν η επιδίωξη μιας κοινωνικής
μεταβολής σε μεγάλη κλίμακα. Αυτή η επιδίωξη της μαρξιστικής φιλοσοφίας αποτέλεσε
αντικείμενο κριτικής στο δεύτερο μέρος της Ανοιχτής Κοινωνίας και των Εχθρών της.
Ο Popper υποστήριξε ότι η μέθοδος του Μαρξ βασίστηκε στον κοινωνιολογικό ντετερμινισμό και
στον οικονομικό ιστορικισμό. Το πολιτικό του πρόγραμμα το χαρακτήρισε ως προφητεία και
προσπάθησε να αποδομήσει τα βασικά του αξιώματα όσον αφορά την έλευση του σοσιαλισμού,
την κοινωνική επανάσταση και την κατάληξη του καπιταλισμού. Αναγνώριζε ότι οι επισημάνσεις
του Μαρξ ίσχυαν για το οικονομικό σύστημα του αχαλίνωτου καπιταλισμού, αλλά δεν μπορούσαν
να έχουν γενική ισχύ. Ακόμη, το θρησκευτικό στοιχείο του μαρξισμού δεν επέτρεψε την ψύχραιμη
και κριτική θεώρηση των πραγμάτων και κατέστρεψε την πίστη ότι θα μπορούσαμε να αλλάξουμε
τον κόσμο διά του λόγου.140

2.4 ΤΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΤΗΣ ΕΠΙΘΕΣΗΣ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ


2.4.α Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της
Η θέση του Popper.141 Η πρώιμη ελληνική φυλετική κοινωνία απαρτιζόταν από μικρές ομάδες
πολεμιστών, που τις διοικούσαν βασιλείς ή αριστοκρατικές οικογένειες και πολεμούσαν μεταξύ
τους. Διεπόταν από μια μαγική ή ανορθολογική στάση προς τα έθιμα της κοινότητας, που
αντιμετωπίζονταν ως φυσική πραγματικότητα και όχι ως κοινωνικές συμβάσεις. Η φυλετική ζωή
χαρακτηριζόταν από ακαμψία. Οι αλλαγές ήταν πολύ δύσκολες και, όταν συνέβαιναν, δεν ήταν το
αποτέλεσμα μιας ορθολογικής επιλογής για τη βελτίωση των κοινωνικών συνθηκών. Τα ταμπού
ήταν ισχυρά και οι ηθικές συγκρούσεις ελάχιστες, επειδή το ορθό ήταν απόλυτα καθορισμένο. Η
στενότητα των επιλογών περιόριζε στο ελάχιστο την προσωπική ευθύνη. Ο Popper αυτή τη μαγική
και φυλετική κοινωνία την ονομάζει κλειστή. Στην ανοιχτή κοινωνία τα άτομα επωμίζονται το
κόστος των προσωπικών τους αποφάσεων.
Η κλειστή κοινωνία μοιάζει με έναν οργανισμό, με μια αγέλη ή μια φυλή, που τα μέλη τους
συνέχονται με ημιοργανικούς δεσμούς, όπως είναι η συγγένεια, η συμβίωση και η συμμετοχή σε
κοινές, φυσικές εμπειρίες. Οι θεσμοί της θεωρούνται ιεροί και απαραβίαστοι. Τα μέλη έχουν μια
προκαθορισμένη θέση και δεν επιδιώκουν να την αλλάξουν, όπως συμβαίνει και με τα μέλη ενός
οργανισμού. Αντίθετα, στην ανοιχτή κοινωνία η συνοχή των μελών δεν εξασφαλίζεται στον ίδιο
βαθμό. Αντί της συγγένειας κυριαρχούν κοινωνικές σχέσεις, όπως ο καταμερισμός της εργασίας και

140 Καρλ Πόππερ, Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της: Hegel, Marx και τα επακόλουθα, μτφρ. Ειρήνη Παπαδάκη,
Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1982, τομ. 2, σ. 285-293.
141 Παρατίθεται η επιχειρηματολογία του Popper από την ενότητα Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της. Βλ. Καρλ
Πόππερ, Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της: η γοητεία του Πλάτωνα, μτφρ. Ειρήνης Παπαδάκη, Δωδώνη, Αθήνα
1991, τομ. 1, σ. 275-321.

71
η ανταλλαγή των αγαθών. Τα μέλη δεν έχουν μια προκαθορισμένη κοινωνική θέση και προσπαθούν
μέσω του ταξικού ανταγωνισμού να ανέλθουν κοινωνικά. Οι κοινωνικοί δεσμοί αποδυναμώνονται
και οι απρόσωπες σχέσεις με τη μοναξιά και την απομόνωση καταλαμβάνουν μεγάλη έκταση. Στα
θετικά συγκαταλέγονται η ανάπτυξη των πνευματικών δεσμών στη θέση των βιολογικών και η
ενίσχυση του ατομικισμού. Η μετάβαση από την κλειστή στην ανοιχτή κοινωνία ξεκίνησε στην
αρχαία Ελλάδα, είναι ακόμη σε εξέλιξη και είναι μια από τις σημαντικότερες επαναστάσεις της
ανθρωπότητας.
Η κατάρρευση του φυλετισμού συνδυάστηκε με την πληθυσμιακή αύξηση και τη συνακόλουθη
κοινωνική ένταση. Ο αποικισμός προσωρινά ανέστειλε αυτή την εξέλιξη. Μακροπρόθεσμα την
επιτάχυνε με τις πολιτισμικές επαφές και κυρίως με την ανάπτυξη της ναυτιλίας και του εμπορίου,
που βοήθησαν τη σκέψη να απαλλαγεί από μαγικές ιδεοληψίες και προκαταλήψεις.
Ο πολιτισμός άρχιζε να πιέζει την παλιά κοινωνία, που έπρεπε να σκεφτεί ορθολογικά, να
απαρνηθεί κάποιες συγκινησιακές κοινωνικές ανάγκες και να αποδεχτεί την ευθύνη των επιλογών
της, ώστε να κερδίσει σε γνώση, ορθοφροσύνη και αμοιβαιότητα. Γα πρώτη φορά έγινε αντιληπτή
και η διάσταση ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις. Μέχρι τότε η διάκριση στην προνομιούχα
κυβερνητική τάξη και στα κατώτερα στρώματα φαινόταν φυσική και αδιαμφισβήτητη. Όμως η
βεβαιότητα αυτή εξαφανίστηκε. Η θέση της προνομιούχας τάξης κλονίστηκε παρά τη στήριξη που
της πρόσφερε η παράδοση, το υψηλό επίπεδο παιδείας και μια αίσθηση φυσικής αυθεντίας. Η
ανασφάλεια και η αβεβαιότητα επηρέασαν τη ζωή όλων.
Η ναυτιλία και το εμπόριο ευνόησαν την ατομική πρωτοβουλία και ανεξαρτησία και
αποδυνάμωσαν την αναγκαιότητα των παραδοσιακών κοινωνικών σχέσεων και θεσμών. Στην
Αθήνα του 6ου και 5ου αιώνα π.Χ. οι ολιγαρχικοί αντιμετώπισαν τη χρηματική οικονομία, τη
ναυτική πολιτική και την επέκταση της δημοκρατίας ως τάσεις ενός ενιαίου κινήματος που
απειλούσε καίρια τη θέση τους. Το λιμάνι του Πειραιά, ο στόλος και τα μακρά τείχη έγιναν τα
σύμβολα του δημοκρατικού κόμματος και μισήθηκαν από τους ολιγαρχικούς. 142 Ο Θουκυδίδης
διέσωσε στο έργο του πολλές μαρτυρίες γύρω από αυτή τη διαμάχη και τις προσπάθειες των
ολιγαρχικών να περιορίσουν την αθηναϊκή ηγεμονία προτάσσοντας το ταξικό συμφέρον έναντι του
πατριωτισμού. Ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά κατέγραψε έναν όρκο των ολιγαρχικών, που

142 Ο Πλάτωνας εκφράζοντας την απογοήτευσή του για τη λειτουργία της δημοκρατίας στην εποχή του έγραψε:
«Καθώς λοιπόν έβλεπα αυτά και τους ανθρώπους που ασχολούνταν με την πολιτική και τους νόμους και τον τρόπο
ζωής, όσο περισσότερο τα συλλογιζόμουνα κι’ όσο προχωρούσα στην ηλικία, τόσο δυσκολότερο μου φαινόταν, να
διαχειρίζεται κανείς σωστά την πολιτική εξουσία» (Επιστολή, Ζ, 325c) και «Έτσι, ενώ στην αρχή ήμουν γεμάτος
ορμή για πολιτική δράση, καθώς κοίταζα όλα αυτά και τα έβλεπα να γίνονται άνω κάτω, στο τέλος μ’ έπιασε
ίλλιγγος» (Επιστολή, Ζ, 325e). Βλ. Πλάτωνος, Επιστολή Ζ, εισ.-μτφρ.-σημ. Ηρώ Ε. Κορμπέτη, Στιγμή, Αθήνα
1997, σ. 25-27.

72
υπόσχονταν να εχθρεύονται το δήμο και να τον υπονομεύουν διαρκώς με την παροχή κακών
συμβουλών.
Όταν η Σπάρτη κατάφερε να συντρίψει την αθηναϊκή ηγεμονία και να επιβάλλει πρόσκαιρα τη
δική της, προσπάθησε να επαναφέρει κάποια στοιχεία της παλιάς φυλετικής κοινωνίας. Η
σπαρτιατική πολιτική βασίστηκε στις παρακάτω αρχές: στον αποκλεισμό όλων των ξένων
επιδράσεων, που απειλούσαν τα φυλετικά ταμπού· στον αποκλεισμό της εξισωτικής σκέψης, της
δημοκρατίας και του ατομικισμού· στο σημαντικό περιορισμό του εμπορίου και στην επιδίωξη της
αυτάρκειας· στη διατήρηση της φυλετικής διαφοροποίησης και στην αποφυγή της ανάμιξης με
κατώτερους· στην κυριαρχία έναντι των γειτόνων· στην ανάπτυξη και στην επέκταση της ισχύος ως
το σημείο που δεν θα απειλούνταν η ενότητα της πόλης. Όλες οι παραπάνω αρχές, εκτός από την
τελευταία, ισχύουν και για τον ολοκληρωτισμό του 20ου αιώνα, που είχε ιμπεριαλιστικές τάσεις
λόγω των σύγχρονων συνθηκών.
Το ταξικό συμφέρον δεν εξηγεί επαρκώς την επιφυλακτική στάση απέναντι στη δημοκρατία από
πολλούς σημαντικούς και εχέφρονες Αθηναίους. Πιθανότερος λόγος ήταν ότι ακόμη δεν είχε
διαμορφωθεί πλήρως το ανθρωπιστικό ιδεώδες, το πιστεύω της ανοιχτής κοινωνίας με τις νέες αξίες
και τα εξισωτικά πρότυπα. Στα μάτια πολλών φάνταζε ως η αιτία της κοινωνικής αναστάτωσης. Η
δύναμη της παράδοσης, των παλιών αξιών και της παλιάς θρησκείας θόλωνε το νέο μήνυμα. Έτσι
πολλοί σημαντικοί και έντιμοι Αθηναίοι, όπως ο Θουκυδίδης, τάχθηκαν υπέρ ενός κινήματος που
υποστήριζε την επιστροφή στις παλιές, πατρώες αξίες. Θεμελιακός στόχος του ήταν η αναχαίτιση
της κοινωνικής αλλαγής και η καταπολέμηση του διεθνιστικού ιμπεριαλισμού της αθηναϊκής
δημοκρατίας και του εμποροκρατικού πνεύματος. Είναι ενδεικτικό ότι ο Πλάτωνας στους Νόμους
υιοθέτησε την πρακτική της Σπάρτης να θανατώνονται οι πολίτες που κατείχαν πολύτιμα μέταλλα.
To πνεύμα της ανοιχτής κοινωνίας υπηρετήθηκε από πολύ σημαντικούς ανθρώπους που έζησαν
στην Αθήνα την περίοδο πριν και κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου. Ο Popper αυτή
τη γενιά την αποκαλεί Μεγάλη Γενιά. Σε αυτή συγκαταλέγει μεγάλους συντηρητικούς, όπως το
Σοφοκλή και το Θουκυδίδη, ταλαντευόμενους, όπως τον Ευριπίδη, και σκεπτικιστές σαν τον
Αριστοφάνη· τον Περικλή που διατύπωσε την αρχή του πολιτικού ατομικισμού και τον Ηρόδοτο·
τον Πρωταγόρα και το Δημόκριτο, που δίδαξαν ότι οι θεσμοί της γλώσσας, των εθίμων και του
νόμου δεν είναι φυσικά δημιουργήματα, αλλά ανθρώπινα προϊόντα σύμβασης για τα οποία
ευθύνονται οι δημιουργοί τους· το Γοργία και τον Αντισθένη, που αντιτάχθηκαν στη δουλεία· τέλος
το Σωκράτη, που διατράνωσε την πίστη του στο λόγο, την αντίθεσή του στο δογματισμό και
συνέδεσε την κριτική με το επιστημονικό πνεύμα.
Το πνεύμα αυτής της γενιάς συμπυκνώνεται στον Επιτάφιο λόγο του Περικλή, που δείχνει ότι το
θεμέλιο της δημοκρατίας δεν εξαντλείται στην αρχή της πλειοψηφίας, αλλά κυρίως στην πίστη

73
στον ανθρώπινο λόγο και στο ανθρωπιστικό ήθος. Ο Πλάτωνας είχε κατανοήσει τη σπουδαιότητα
αυτού του λόγου για τις αξίες της ανοιχτής κοινωνίας και προσπάθησε μισό αιώνα αργότερα να τον
γελοιοποιήσει στα σημεία της Πολιτείας που στρέφονται κατά της δημοκρατίας και στο Μενέξενο.
Η γένεση της φιλοσοφίας ήταν μια προσπάθεια να αντικατασταθεί η παλιά μαγική πίστη της
κλειστής κοινωνίας από μια ορθολογική πίστη. Οι άνθρωποι αμφισβήτησαν και συζήτησαν κριτικά
τους μύθους και κάθε ερμηνεία του κόσμου και άρχισαν να εγκαταλείπουν την παλιά μυθική
παράδοση. Ο Ηράκλειτος συνειδητοποίησε πρώτος την κοινωνική αυτή επανάσταση και την ταξική
σύγκρουση, που υπέφωσκε, και αναδείχτηκε σε συνειδητό εχθρό της ανοιχτής κοινωνίας.
Ο Σωκράτης θυσίασε τη ζωή του για χάρη της ανοιχτής κοινωνίας. Το γεγονός ότι ασκούσε
κριτική στις αδυναμίες του δημοκρατικού πολιτεύματος έδωσε σε ορισμένους την εντύπωση ότι
λειτουργούσε από κοινού με τους ηγέτες της αντίδρασης στο νέο πνεύμα. Όμως η ομοιότητα ήταν
επιφανειακή. Η κριτική του ήταν δημοκρατική και φιλική προς τους δημοκρατικούς θεσμούς.
Θεωρούσε τον ανθρώπινο λόγο ως ένα καθολικό μέσο επικοινωνίας. Πίστευε στη διανοητική
εντιμότητα και στην αυτοκριτική. Τασσόταν υπέρ της εξισωτικής δικαιοσύνης, κατά των
προνομίων και θεωρούσε ότι ήταν καλύτερο να υποστεί κάποιος αδικία παρά να την επιβάλλει
στους άλλους. Με τον Πρωταγόρα έφεραν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος τον άνθρωπο και τον
αλληλοσεβασμό. Κρατήθηκε, όσο μπορούσε, μακριά από μεταφυσικές θεωρίες. Με τη διδασκαλία
του πρόβαλλε τον ατομικισμό έναντι του φυλετισμού. Το άτομο έπρεπε να αποδείξει ότι είναι άξιο
της ελευθερίας του. Κατά την αντίληψή του ο άνθρωπος δεν ήταν απλά ένα σώμα, αλλά φορέας
νοητικής δραστηριότητας, που η ζωή του πλουτίζεται από το λόγο, την αγάπη για την αλήθεια, την
ομορφιά και την καλοσύνη.
Ο Σωκράτης συναναστρεφόταν άτομα με αντιδημοκρατικό φρόνημα και αυτό δημιούργησε
υποψίες για τις δημοκρατικές του πεποιθήσεις. Ασκούσε κριτική και αποκάλυπτε την εγωπάθεια
και την υποκρισία των δημοκρατικών ηγετών. Αυτό τον έκανε συμπαθή στους ολιγαρχικούς, που
επιζητούσαν την επαφή μαζί του. Επεδίωκε να επηρεάζει νεαρά άτομα, που έβλεπε ότι μελλοντικά
θα ασκήσουν δημόσια λειτουργήματα και επιδέχονταν μεταστροφή προς το δικό του αξιακό κόσμο.
Δεν είχε αντίρρηση να σχετιστεί με κάθε κατηγορία ανθρώπων, αν αυτό βοηθούσε την πόλη.
Η προδοσία του Αλκιβιάδη και η ηγεσία του κινήματος των Τριάκοντα Τυράννων από τον Κριτία
και το Χαρμίδη γέννησαν αμφιβολίες για τις δημοκρατικές πεποιθήσεις του δασκάλου τους
Σωκράτη. Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας έγινε καταγγελία εις βάρος του. Η
αμνήστευση όμως των πολιτικών αδικημάτων ανάγκασε τους κατηγόρους να στραφούν εναντίον
του συγκαλυμμένα. Στόχος τους ήταν να τον αναγκάσουν να σταματήσει τη διδασκαλία του και να

74
τον εξορίσουν, ώστε να περιορίσουν την επιρροή του. 143 Η στάση του Σωκράτη όμως ανέτρεψε τα
σχέδια τους. Επιλέγοντας να μείνει στο δεσμωτήριο και να υποστεί τη θανατική ποινή έδειξε την
αφοσίωσή του προς την πόλη και τους νόμους της.
Ο Popper υποστηρίζει ότι ο Πλάτωνας πρόδωσε το νεκρό Σωκράτη, όπως είχαν κάνει και οι θείοι
του προσπαθώντας να τον εμπλέξουν σε άνομες ενέργειες. Ο Πλάτωνας τον χρησιμοποίησε, για να
κατασκευάσει μια υποστηρικτική θεωρία προς την κλειστή κοινωνία. Αυτό γίνεται εμφανές με μια
σύγκριση ανάμεσα στις σωκρατικές υποθήκες της Απολογίας και του Κρίτωνα και στις αντίστοιχες
των Νόμων. Η υποστήριξη της κριτικής και της ελεύθερης σκέψης, η διδασκαλία νέων ιδεών και η
ανανέωση των θρησκευτικών ηθών, που υπερασπίζεται ο Σωκράτης στους πρώιμους πλατωνικούς
διαλόγους, θεωρούνται εγκλήματα και τιμωρούνται με θανατική ποινή στους Νόμους. Στην
Πολιτεία ο κατηγορούμενος Σωκράτης δεν θα είχε τη δυνατότητα της δημόσιας απολογίας.
Όταν τελείωσε ο Πελοποννησιακός πόλεμος, οι παλιές ολιγαρχικές προσδοκίες για περιορισμό
της ανοιχτής κοινωνίας θεωρήθηκε ότι είχαν αρκετά περιθώρια επιτυχίας. Όμως το καθεστώς των
Τριάκοντα κατέρρευσε παταγωδώς. Ο Πλάτωνας αισθανόταν έντονα την πίεση να κάνει κάτι, για
να μην απολεσθεί η ευκαιρία. Οι άνθρωποι έπρεπε να πειστούν ότι η δικαιοσύνη ταυτίζεται με την
ανισότητα και ότι η φυλή ή η συλλογικότητα είναι ανώτερες από το άτομο. Σε αυτή την
προσπάθεια, ο νεκρός Σωκράτης χρησιμοποιήθηκε ως κήρυκας της κλειστής κοινωνίας. Ο
Πλάτωνας υπέφερε από την κοινωνική αναστάτωση και αυτό καταδεικνύεται από το ότι
φαντάστηκε τη δομή της ανθρώπινης ψυχής σε αναλογία με την ταξικά διαιρεμένη κοινωνία. Στο
Μενέξενο διαφαίνεται η μεγάλη επίδραση που του άσκησε το μήνυμα της ανοιχτής κοινωνίας και ο
αγώνας του να το καταπολεμήσει.
Προσπαθώντας να βρει μια λύση για την ανασφάλεια θεώρησε ότι πρώτα έπρεπε να
αντιμετωπιστεί η ρίζα του κακού, που την εντόπιζε στην κατάρρευση της παραδοσιακής κοινωνίας.
Προσπάθησε να ακινητοποιήσει την κοινωνία με τη σαγήνη της φιλοσοφίας του. Καταγοητεύοντας
τους διανοούμενους με τη δύναμη του λόγου του κατάφερε να τους πείσει ότι είναι υπέρμαχος της
δικαιοσύνης, μολονότι ήταν πολέμιος της.
Έβλεπε ότι ακόμη και στη Σπάρτη δεν υπήρχε υπέρμετρος ζήλος για την εξάλειψη των αιτίων της
πτώσης. Διαφωνούσε με τις εκτιμήσεις όσων πίστευαν ότι ένα τυραννικό καθεστώς θα μπορούσε να
είναι αποτελεσματικό. Οι τύραννοι επηρεασμένοι από το νέο πνεύμα αισθάνονταν την ανάγκη να

143 Τρεις ήταν οι κατήγοροι του Σωκράτη: ο Μέλητος, ένας άσημος ποιητής, που εμφανίστηκε ως ο κύριος κατήγορος·
ο Άνυτος, ένας πλούσιος βυρσοδέψης με μεγάλη πολιτική επιρροή, υπαρχηγός της ομάδας των Αθηναίων που
ανέτρεψαν τους Τριάκοντα, ο οποίος έτρεφε προσωπική αντιπάθεια για το Σωκράτη και παλιότερα τον είχε
κατηγορήσει ως εχθρό των δημοκρατικών, επειδή δεν εναντιώθηκε φανερά στους Τριάκοντα· και ο Λύκων, ένας
ρήτορας. Βλ. Άννα Κελεσίδου: «Οι κατήγοροι του Σωκράτη», στο Η δίκη του Σωκράτη, Κυριακάτικη
Ελευθεροτυπία, Αθήνα 2011, σ. 115-124.

75
κάνουν παραχωρήσεις στο λαϊκό αίτημα για ισότητα. Έχοντας ως αυτοσκοπό τη διατήρηση της
εξουσίας οι τυραννίες ήταν ακατάλληλες για την προώθηση των επιθυμητών τομών.
Ο Σωκράτης είχε αρνηθεί να κάνει συμβιβασμούς και να θυσιάσει την προσωπική του
ακεραιότητα. Όμως ο Πλάτωνας ακολούθησε τον αντίθετο δρόμο. Υπερασπίστηκε το ψέμα, την
καταστολή της αλήθειας, τις προκαταλήψεις και τη βία. Παρά την αποστροφή του για την τυραννία
έφτασε στο σημείο να προσβλέπει σε έναν τύραννο. Η θεραπεία, που συνιστούσε, ήταν χειρότερη
από το κακό που προσπάθησε να αντιμετωπίσει. Η αναχαίτιση της αλλαγής δεν μπορούσε να
εξασφαλίσει την ευτυχία. Η προσπάθεια επιστροφής στη φυλετική μαγεία, με την καταστολή του
λόγου και της αλήθειας, κινδύνευε να οδηγήσει στη βίαιη κατάλυση κάθε ανθρώπινου στοιχείου.
Επιδιώκοντας την επιστροφή σε μια φυσική, αρμονική κατάσταση προσέγγιζε τη ζωή των θηρίων.
Οι άνθρωποι, για να σώσουν την ανθρωπιά τους, πρέπει να ακολουθήσουν το δρόμο της ευθύνης
και οπλισμένοι με τη λογική να σχεδιάσουν την ασφάλεια και την ελευθερία τους.

Σχολιασμός: Σε αυτή την ενότητα ο Popper προσπάθησε να δώσει μια γενικότερη ερμηνεία, για
να εξηγήσει για ποιο λόγο ο Πλάτωνας είχε ταχθεί απέναντι στη δημοκρατία 144 και το νέο
ανθρωπιστικό ιδεώδες, και παράλληλα να σκιαγραφήσει τα βασικά χαρακτηριστικά της κλειστής
και της ανοιχτής κοινωνίας. Η κλειστή κοινωνία ανάγεται στην πρώιμη φυλετική περίοδο, που ο
ανορθολογισμός και τα ταμπού ήταν ισχυρά και ο κόσμος θεωρούνταν φυσικός (δεν υπήρχε η
διάκριση μεταξύ φύσης και σύμβασης). Λειτουργούσε όπως ένας οργανισμός, που το κάθε μέρος
του έχει μια προκαθορισμένη θέση και λειτουργία. Τα περιθώρια διαφοροποίησης και επιλογής
ήταν σχεδόν ανύπαρκτα, το ίδιο και η ατομική ευθύνη. Η συλλογικότητα δέσποζε σε όλες τις
εκφάνσεις του βίου.
Η μετάβαση στην ανοιχτή κοινωνία, που είναι μια επαναστατική μεταβολή, γίνεται στην αρχαία
Ελλάδα. Η ανοιχτή κοινωνία χαρακτηρίζεται από την αναγνώριση και την ανάληψη της
προσωπικής ευθύνης, από την αποδυνάμωση των φυλετικών και οργανικών δεσμών με την
παράλληλη αύξηση της μοναξιάς και από την ενίσχυση των πνευματικών και οικονομιών επαφών.
Ο αποικισμός, το θαλάσσιο εμπόριο και η ναυτιλία επιτάχυναν την κατάρρευση του παλιού
φυλετικού κόσμου και την άνοδο του νέου ανθρωπιστικού ιδεώδους της ανοιχτής κοινωνίας, το

144 Ο Πλάτωνας θεωρούσε ότι η δημοκρατία επικρατεί όταν «οι φτωχοί, έχοντας υπερισχύσει, άλλους τους
σκοτώνουν, κι άλλους τους εξορίζουν, στους υπόλοιπους όμως δίνουν τα ίδια πολιτικά δικαιώματα και την ίδια
συμμετοχή στα αξιώματα στη βάση της ισότητας, και ως επί το πλείστον τα αξιώματα σ’ αυτό το πολίτευμα τα
αναθέτουν με κλήρο» (Πολιτεία 8, 557). Ο δημοκρατικός άνθρωπος είναι για τον Πλάτωνα το σύμβολο της
έλλειψης οργάνωσης και υπευθυνότητας: «Θα παραδίδει κάθε μέρα τα ηνία του εαυτού του στην πρώτη τυχούσα
ηδονή» (Πολιτεία 8, 561 cd). Βλ. Manfred G. Schmidt, Θεωρίες της δημοκρατίας, μτφρ. Ελευθερία Δεκαβάλλα,
Σαββάλας, Αθήνα 2004, σ. 25.

76
οποίο εκφράζεται μέσα από τη μεγαλειώδη πνευματική παραγωγή της δημοκρατικής Αθήνας (τη
Μεγάλη Γενιά κατά τον Popper).
Η Σπάρτη έμεινε πιστή στο ιδεώδες της κλειστής κοινωνίας, με τον αποκλεισμό της δημοκρατίας,
της ισότητας, του εμπορίου και των επιδράσεων στην κοινωνική ζωή. Μετά τη νίκη της στον
Πελοποννησιακό πόλεμο προσπάθησε με την πρόσκαιρη ηγεμονία της να επιβάλλει τις αρχές της
στον ελληνικό κόσμο. Όμως απέτυχε.
Ο Πλάτωνας, απογοητευμένος από το καθεστώς των Τριάκοντα, επιδίωξε να διαμορφώσει ένα
πολιτικό πρόγραμμα, ώστε να πετύχει τη σταθεροποίηση των αρχών της κλειστής κοινωνίας. Ήρθε
σε ρήξη με τη σωκρατική διδασκαλία, που ήταν υπέρ της δημοκρατίας, της ισότητας και του
ατομικισμού. Δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει το νεκρό Σωκράτη και να τον μεταβάλει σε κήρυκα
των αρχών του εξισώνοντας τη δικαιοσύνη με την ανισότητα και καθιστώντας τη συλλογικότητα
ανώτερη από το άτομο.

77
78
3. Ο KARL POPPER ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ
3.1 Karl Popper: Βιογραφία και ιστορία
Ο Karl Popper γεννήθηκε στις 28 Ιουλίου 1902 στη Βιέννη. Οι γονείς του ήταν εβραϊκής
καταγωγής και είχαν ασπαστεί τον προτεσταντισμό. Ο πατέρας του Σίμων ήταν δικηγόρος και
διανοούμενος με μεγάλη μόρφωση και υψηλές φιλοσοφικές αναζητήσεις. 145 Η μητέρα του Τζένη
είχε πάθος με τη μουσική, που το μετέδωσε στο γιο της για όλη του τη ζωή. Το 1918 άρχισε να
παρακολουθεί μαθήματα στο πανεπιστήμιο της Βιέννης και το 1922 εγγράφηκε επίσημα ως
φοιτητής. Στα φοιτητικά του χρόνια συντηρούνταν παραδίδοντας μαθήματα φυσικής και
μαθηματικών και για ένα διάστημα δούλεψε ως μαραγκός.146
Ο Popper πέρασε την παιδική και εφηβική του ηλικία στην υπό κατάρρευση Αυστροουγγρική
Αυτοκρατορία. Βίωσε έντονα το καλοκαίρι του 1914 τη δολοφονία του αρχιδούκα Φραγκίσκου
Φερδινάνδου, διαδόχου του αυστριακού θρόνου, και την κήρυξη του Πρώτου Παγκοσμίου
πολέμου. Ακόμη, στη μνήμη του διατήρησε τον απόηχο σημαντικών γεγονότων που ακολούθησαν,
όπως ήταν η φεβρουαριανή επανάσταση του 1917 στη Ρωσία, το πραξικόπημα του Λένιν, όπως το
χαρακτηρίζει, κατά του Κερένσκι και ο ρωσικός εμφύλιος πόλεμος· το σύμφωνο του Μπρεστ-
Λιτόφσκ μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας· το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου και η διάλυση
της Αυστροουγγαρίας.
Προς το τέλος του πολέμου το Κομμουνιστικό Κόμμα είλκυσε την προσοχή του με τις πολιτικές
του διακηρύξεις υπέρ της ειρήνης. Το 1919 έγινε μέλος του και εμβάθυνε στη μαρξιστική θεωρία.
Μετά από χρόνια χαρακτήρισε το μαρξισμό ιδεολογική παγίδα και έγινε σφοδρός του πολέμιος.
Όμως τότε, όπως παραδέχτηκε αργότερα, ήταν έτοιμος να κάνει τα πάντα για την ιδεολογία του. 147
Η κατάσταση της αυστριακής κοινωνίας μετά τον πόλεμο ήταν πολύ σκληρή. Η πείνα, η ανέχεια,
η ανεργία, ο πληθωρισμός που κάλπαζε και οι κερδοσκόποι ταλαιπωρούσαν αφόρητα τους
Αυστριακούς. Ο Popper επιπλέον ενοχλούνταν, όπως έγραψε, από την επιδίωξη του
Κομμουνιστικού Κόμματος να αφυπνίσει στα μέλη του δολοφονικά ένστικτα κατά των ταξικών
τους εχθρών, από τις παλινωδίες των ανώτατων στελεχών γύρω από διάφορα ζητήματα και από την
αντιμετώπιση της κριτικής ως μιας υπονομευτικής διαδικασίας για την κομματική ενότητα και την
επιτυχία της επανάστασης.
Τον Ιούνιο του 1919 συνέβη ένα γεγονός με καταλυτική επίδραση πάνω του. Έγινε μια
διαδήλωση με την υποστήριξη του Κομμουνιστικού Κόμματος και η αστυνομία πυροβόλησε και
145 Ο Popper είχε γράψει για τον πατέρα του ότι ήταν διαποτισμένος από τις ιδέες του Ιμάνουελ Καντ, του Βίλχελμ
φον Χούμπολτ και του Τζον Στιούαρτ Μιλ. Βλ. Καρλ Ρ. Πόππερ, Η ζωή είναι επίλυση προβλημάτων: σκέψεις για
την επιστήμη, την ιστορία και την πολιτική, μτφρ. Ηλίας Κρίππας, Μελάνι, Αθήνα 2011, σ. 182.
146 Frederic Raphael, ο. π., σ. 7-8.
147 Για τις εφηβικές αναμνήσεις του popper για σημαντικά ιστορικά γεγονότα και τους λόγους ένταξής του στο
Κομμουνιστικό Κόμμα βλ. Καρλ Ρ. Πόππερ, ο. π., σ. 175-176 & 182-183.

79
σκότωσε αρκετούς συντρόφους του σε μια απόπειρα εισβολής σε ένα κρατητήριο. Ο Popper
αγανάκτησε με την ενέργεια της αστυνομίας, αλλά και με τον εαυτό του, επειδή είχε επικροτήσει
την υποστήριξη του Κόμματος στη διαδήλωση και επειδή είχε ενθαρρύνει, έστω και έμμεσα, άλλα
άτομα να συμμετάσχουν. Συμπέρανε ότι καλώς ο ίδιος ριψοκινδύνευσε για τα ιδανικά του, κακώς
όμως ενθάρρυνε άλλους να θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή τους για τα δικά του ιδανικά και ιδίως για τη
μαρξιστική θεωρία, για την αλήθεια της οποίας κάποιος θα μπορούσε να αμφιβάλλει.
Διέκοψε τις επαφές του με το Κομμουνιστικό Κόμμα, όταν στα κεντρικά γραφεία του ειπώθηκε
ότι η επανάσταση απαιτεί θύματα και τέτοια γεγονότα βοηθούν τους οργισμένους εργάτες να
αντιληφθούν καλύτερα τον ταξικό εχθρό. Από τη στιγμή εκείνη άρχισε να αντιμετωπίζει κριτικά το
μαρξισμό. Τα αποτελέσματα αυτής της κριτικής τα δημοσίευσε 26 χρόνια μετά, το 1945, στο βιβλίο
του Η Ανοιχτή Κοινωνία και οι Εχθροί της, η έκδοση του οποίου έγινε μετά το τέλος του πολέμου,
επειδή δεν ήθελε, έστω και έμμεσα, να στηρίξει το φασισμό με την κριτική που ασκούσε στο
μαρξισμό. Μέρος αυτής της κριτικής περιέχεται στο βιβλίο του Η Ένδεια του Ιστορικισμού, που
δημοσιεύτηκε το 1944-1945148 στο περιοδικό Economica.149
Το 1925 απέκτησε δίπλωμα διδασκαλίας στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, το 1928 ολοκλήρωσε τη
διδακτορική του διατριβή στη μεθοδολογία και την ψυχολογία της σκέψης και το 1934 δημοσίευσε
τη Λογική της Επιστημονικής Ανακάλυψης. Την περίοδο εκείνη η κυρίαρχη φιλοσοφική ομάδα στη
Βιέννη ήταν ο Κύκλος της Βιέννης, που δημιουργήθηκε γύρω από το φιλόσοφο Moritz Schlick και
μέλη του ήταν ο Rudolf Carnap, ο Otto Neurath, ο Victor Kraft κ.α. Τα μέλη του Κύκλου δεν ήταν
αναγκασμένα να έχουν απόλυτη σύμπνοια και ομοθυμία απόψεων, σύμφωνα με την προγραμματική
τους διακήρυξη. Ο Κύκλος της Βιέννης δεν ήταν μια αυστηρή οργάνωση, όμως τα μέλη του είχαν
αντιλήψεις με κοινό προσανατολισμό και μια ομοιογένεια που επέτρεπε την από κοινού δημόσια
έκφραση της ομάδας.150
Ο Popper, παρά τη φιλία του με κάποια από τα μέλη, δεν συντάχθηκε με τον Κύκλο της Βιέννης
λόγω της αντίθεσής του στο λογικό θετικισμό. Βασική διαφωνία του ήταν ότι θεωρούσε ως
κριτήριο οριοθέτησης των επιστημονικών προτάσεων τη διαψευσιμότητα και όχι την
επαληθευσιμότητα. Ο Neurath του είχε αποδώσει τον τίτλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης προς
τον Κύκλο.151

148 Η Ένδεια του Ιστορικισμού εκδόθηκε με τη μορφή μονογραφίας το 1957. Βλ. Λεξικό Στοχαστών του 20ου αιώνα:
πολιτικός οδηγός για τον 21ο, ο. π., σ. 369.
149 Για τους λόγους που ο Popper απομακρύνθηκε από το Κομμουνιστικό Κόμμα βλ. Καρλ Ρ. Πόππερ, ο. π., σ. 188-
190.
150 Γιώργος Ρουσόπουλος, Ο Κύκλος της Βιέννης και η επιστημονική κοσμοαντίληψη, Εκδόσεις Οκτώ, Αθήνα 2010,
σ. 11-12.
151 Για τη διαφωνία του Popper με τα μέλη του Κύκλου της Βιέννης σε επιστημονικά θέματα βλ. Karl Popper, Τι είναι
διαλεκτική & Γνωσιοθεωρία χωρίς γνωστικό αντικείμενο, εισ.-μτφρ.-σημ. Στ. Δημόπουλος, Βάνιας, Θεσσαλονίκη
χ.χ., σ. 9-11 και Frederic Raphael, ο. π., σ. 12-13.

80
Το 1937 ο Popper εγκαταστάθηκε στη Νέα Ζηλανδία και δίδαξε φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο
Canterbury College στο Christchurch. Έμεινε εκεί ως το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Η
προσάρτηση της Αυστρίας το 1938 από το χιτλερικό καθεστώς τον έκανε να επικεντρωθεί στην
κριτική του ολοκληρωτισμού και να γράψει την Ανοιχτή Κοινωνία και τους Εχθρούς της. Το 1946
μετακόμισε στην Αγγλία και δίδαξε λογική και επιστημονική μέθοδο στο London School of
Economics. Παρέμεινε στην Αγγλία ως το τέλος της ζωής του, το 1994, και γνώρισε την καταξίωση
για το φιλοσοφικό του έργο στην πολιτική φιλοσοφία και στη φιλοσοφία της επιστήμης.
Καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της σκέψης του διαδραμάτισε η επιρροή της καντιανής
φιλοσοφίας, που πρέσβευε ότι ο άνθρωπος μπορεί να καθοδηγηθεί από το λόγο δίχως να είναι
αναγκαία η παρέμβαση μιας αυθεντίας. Ο άνθρωπος έχοντας τη δυνατότητα της ορθολογικής
κριτικής μπορεί να κρίνει τα πάντα και να ελέγξει τις πολιτικές αποφάσεις δίχως την προσφυγή στη
βία.152
Με τα βιβλία του Η Ανοιχτή Κοινωνία και οι Εχθροί της και Η Ένδεια του Ιστορικισμού
προσπάθησε να αντιπαρατεθεί στις κλειστές μορφές σκέψης και κοινωνικής οργάνωσης και να
υπερασπιστεί τις φιλελεύθερες αξίες. Καταφέρθηκε με πάθος κατά στοχαστών που είχαν
δημιουργήσει κλειστά συστήματα σκέψης, όπως ο Πλάτωνας, ο Hegel και ο Marx,153 και τους
καταλόγισε ευθύνες για την υποστήριξη της κλειστής κοινωνίας και του ολοκληρωτισμού.
Η ανοιχτή κοινωνία προϋποθέτει την παραδοχή ότι οι κοινωνικοί θεσμοί δεν έχουν μεταφυσική
προέλευση, αλλά ως ανθρώπινα δημιουργήματα υπόκεινται σε κριτική αξιολόγηση και
αναθεώρηση, ώστε να επιτελέσουν τον προορισμό τους, την εξυπηρέτηση των κοινωνικών
αναγκών. Ο ορθολογισμός ορίζεται ως «μια στάση ετοιμότητας να δίνουμε προσοχή σε κριτικά
επιχειρήματα και να μαθαίνουμε από την εμπειρία. Είναι θεμελιακά μια στάση αποδοχής του ίσως
εγώ να έχω λάθος κι εσύ δίκιο. Και ίσως με μια κοινή προσπάθεια να μπορέσουμε να
προσεγγίσουμε περισσότερο την αλήθεια».154
Διαφωνούσε απόλυτα με την ιστορικιστική πεποίθηση ότι βασικό καθήκον των κοινωνικών
επιστημών είναι η πρόβλεψη των εξελίξεων και η μείωση των ωδίνων του τοκετού του καινούργιου
κόσμου. Θεωρούσε ότι αυτές οι απόψεις είναι κοινωνικά επικίνδυνες και οδηγούν στο
συγκεντρωτισμό, που εκφράζεται με την επιβολή του κοινωνικού σχεδιασμού σε μεγάλη κλίμακα
και με τον εντεινόμενο αυταρχισμό.

152 Για επιπλέον βιογραφικά στοιχεία του Popper βλ. http//plato.stanford.edu/entries/popper/ (stanford encyclopedia of
philosophy).
153 Στον Πλάτωνα, το Hegel και το Μαρξ, που τους αποκαλούσε “ψευδοπροφήτες”, ο Popper εντόπισε τους
υπέρμαχους της κλειστής κοινωνίας, που καταπιέζει τον ελεύθερο λόγο, τα ίσα δικαιώματα και τον κριτικό
στοχασμό. Βλ. Λεξικό Στοχαστών του 20ου αιώνα: πολιτικός οδηγός για τον 21ο, ο. π., σ.369.
154 Καρλ Πόππερ, Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της: Hegel, Marx και τα επακόλουθα, μτφρ. Ειρήνη Παπαδάκη,
Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1982, τομ. 2, σ. 332.

81
Η σκέψη και το φιλοσοφικό έργο του Popper είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την εποχή και τα
ιστορικά του βιώματα. Ο παραλογισμός του αντισημιτισμού, η υποχώρηση της δημοκρατίας και
των φιλελεύθερων αξιών, η άνοδος του ναζισμού, η αποδοχή της ναζιστικής ιδεολογίας από
ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού, η κατάσταση στη Σοβιετική Ένωση που είχε εισέλθει στην
τροχιά του σταλινισμού, όλα αυτά, που συνέθεταν τη ζοφερή πραγματικότητα του Μεσοπολέμου,
τον συντάραξαν και τον έπεισαν ότι έπρεπε να υπερασπιστεί με ένταση τις φιλελεύθερες αξίες που
κινδύνευαν.

3.2 Ο ολοκληρωτισμός στον 20ο αιώνα


Με την έννοια του ολοκληρωτισμού ορίζεται “η παντοδυναμία της κρατικής εξουσίας, η οποία εν
ονόματι του λαού και της ιστορίας, ασκείται από ένα μόνο κόμμα, προσωποποιούμενο σε ένα
χαρισματικό ηγέτη. Ειδικότερα κατά τον Aron ο ολοκληρωτισμός προσδιορίζεται από τα ακόλουθα
πέντε σημεία: πρώτον, την άσκηση της εξουσίας αποκλειστικά από ένα αρχηγικού τύπου κόμμα·
δεύτερον, μία κυρίαρχη ιδεολογία βάσει της οποίας οι άνθρωποι διακρίνονται σε οπαδούς και σε
εχθρούς· τρίτον, τη μονοπωλιακή χρήση των μέσων μαζικής ενημέρωσης· τέταρτον, τη
χειραγώγηση βασικών οικονομικών και επαγγελματικών τομέων από το κράτος, τουτέστιν από το
κόμμα που ασκεί αποκλειστικά την εξουσία· πέμπτον, την εφαρμογή μηχανισμών καταπίεσης και
τρομοκρατίας ως μέσων διατήρησης της εξουσίας”.155
Ο όρος ολοκληρωτισμός εμφανίστηκε το 1923. Τον χρησιμοποίησαν οι αντίπαλοι του ιταλικού,
φασιστικού καθεστώτος, για να καταγγείλουν την επιθετική προσπάθεια συγκέντρωσης των
εξουσιών από το κόμμα και την κυβέρνηση. Αργότερα, οι φασίστες προσπάθησαν να τον
οικειοποιηθούν και να αντιστρέψουν το νόημά του, για να περιγράψουν θετικά τις επιδιώξεις τους.
Βασική επιδίωξη του ολοκληρωτισμού ήταν η συνειδητή ανατροπή των φιλελεύθερων αξιών.
Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, ακόμα και με προσωρινούς συμβιβασμούς, στόχευαν στη
μονοπώληση όλων των εξουσιών, που προσπαθούσαν να τις συγκεντρώσουν σε μία και μόνη αρχή,
την ολοκληρωτική διακυβέρνηση. Τα δεξιά ολοκληρωτικά καθεστώτα απέφυγαν τη συλλογική
ιδιοποίηση των μέσων παραγωγής λόγω του αντικομμουνισμού τους και της επίθεσης στις
θρησκευτικές αρχές. O μπολσεβικισμός δεν δεσμευόταν από αυτούς τους περιορισμούς και είχε
μεγαλύτερη ευχέρεια κινήσεων. Όμως η οικονομία και η θρησκεία δεν μπόρεσαν μακροπρόθεσμα
να εμποδίσουν τη μονοπώληση της εξουσίας.
Βασικό στοιχείο των ολοκληρωτικών καθεστώτων ήταν μια δυναμική κίνηση που στόχευε να
ελέγξει το σύνολο της κοινωνίας, ενώ κύριο γνώρισμα των αυταρχικών συντηρητικών δυνάμεων
αποτελούσε η επιδίωξη της τάξης. Ένα ολοκληρωτικό καθεστώς συνδυάζοντας τη συνείδηση της
155 Βλ. το λήμμα Ολοκληρωτισμός στο Θεοδόσης Πελεγρίνης, ο. π., σ. 431.

82
πρωτοπορίας για τα στελέχη του με τη στήριξη των μαζών έφερνε σε στενή επαφή την κοινωνία με
την εξουσιαστική ελίτ.
Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα επιδίωκαν να δίνουν την εικόνα της ενότητας και της ομοψυχίας.
Απαιτούσαν την ολοκληρωτική αφοσίωση των πολιτών, η οποία επιτυγχανόταν με την κατάλληλη
εκπαίδευση και οργάνωση της νεολαίας, την ιδεολογική κατήχηση των στελεχών, την προπαγάνδα
και τη λαϊκή κινητοποίηση, ώστε να καταδειχθεί η ανεπιφύλακτη στήριξη του πληθυσμού προς την
επίσημη ιδεολογία. Η λατρεία του ηγέτη πιστοποιούσε τη μέθεξη των μαζών στη σκέψη και τη
βούληση του και συνέπλεκε την εξουσία με το λαό. Έτσι, επιτυγχανόταν η ομογενοποίηση και η
ταύτιση των ατόμων με τη συλλογικότητα.
Πρέπει να γίνεται σαφής διάκριση ανάμεσα στις στοχεύσεις και την πραγματικότητα των
ολοκληρωτικών καθεστώτων, που αντιμετώπιζαν στην καθημερινότητά τους τη διάσταση μεταξύ
ανώτερων και κατώτερων στελεχών, την παραποίηση των κεντρικών εντολών από την περιφέρεια,
ενίοτε τη χαλαρή αφοσίωση των μελών και τελικά τη διάσπαση των δομών εξουσίας. Ακόμη,
υπήρχε σύγκρουση κόμματος και κράτους και μια αμφισημία ανάμεσα στην επιδίωξη της ενότητας
και των διαιρέσεων που ανέκυπταν. Ενώ αναπτυσσόταν μια απατηλή εικόνα ολικής και ακίνητης
κυριαρχίας, ο ολοκληρωτισμός στο πρακτικό επίπεδο ήταν δυναμικός. Αν και θεωρητικά έδινε την
αίσθηση ότι με κάθε βήμα προσέγγιζε την τελειωτική σταθεροποίηση, στην πράξη χρειαζόταν
διαρκώς την επανεκκίνηση και τη φυγή προς τα εμπρός.156
Ο ολοκληρωτισμός στον 20ο αιώνα έλαβε τη μορφή του μπολσεβικισμού, του φασισμού και του
ναζισμού. Και οι τρεις μορφές προσπάθησαν να υπερβούν τη φιλελεύθερη δημοκρατία
αμφισβητώντας την ριζικά και επιδιώκοντας να πάρουν τη θέση της. Και οι τρεις αναδύθηκαν από
την ίδια συγκυρία: την κρίση του φιλελευθερισμού και της ελεύθερης οικονομίας στο πρώτο μισό
του 20ου αιώνα. Η επικράτηση των ολοκληρωτικών καθεστώτων, που ξεκίνησε στη Ρωσία το
1917, στην Ιταλία το 1922 και στη Γερμανία το 1933 και ολοκληρώθηκε σταδιακά προϊόντος του
χρόνου, είχε σχέση με την κληρονομιά του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, την απονομιμοποίηση της
εξουσίας και μια βαθύτερη αβεβαιότητα σχετικά με τη μορφή της πολιτικής κοινότητας.
Η ήττα της Ρωσίας και της Γερμανίας και η απογοητευτική νίκη της Ιταλίας στον πόλεμο
οδήγησαν άμεσα ή με καθυστέρηση στα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Οι νικήτριες χώρες, παρά τον
επαναστατικό αναβρασμό της περιόδου, δεν γνώρισαν αντίστοιχη εμπειρία. Το τσαρικό καθεστώς
κατέρρευσε λόγω της καταστροφικής διαχείρισης του πολέμου και της υπόσχεσης των
Μπολσεβίκων για ειρήνη με κάθε τίμημα. Οι πολύ σκληροί όροι της συνθήκης των Βερσαλλιών
προκάλεσαν ένα βαθύ τραύμα στο γερμανικό λαό, η αγανάκτηση του οποίου ανανέωνε διαρκώς τις
156 Για τον ορισμό και χαρακτηριστικά του ολοκληρωτισμού βλ. Marcel Gauchet, Η άνοδος της δημοκρατίας III: η
δημοκρατία υπό τη δοκιμασία των ολοκληρωτισμών, 1914-1974, μτφρ. Αλέξανδρος Κιουπκιολής, Πόλις, Αθήνα
2012, σ. 475-482.

83
εφεδρείες των υπερεθνικιστικών και αναθεωρητικών δυνάμεων. Η νικήτρια Ιταλία προσπάθησε με
το φασιστικό καθεστώς να εδραιωθεί ως δύναμη πρώτης τάξεως στο διεθνές σύστημα ισχύος.
Τα τρία καθεστώτα εγκαθιδρύθηκαν μετά από μια κρίση νομιμοποίησης της εξουσίας στα
αντίστοιχα κράτη. Στη Ρωσία η τσαρική απολυταρχία αντιστάθηκε σθεναρά στην υιοθέτηση των
φιλελεύθερων, συνταγματικών θεσμών, επειδή η αστική τάξη ήταν αδύναμη και ο αγροτικός
κόσμος καθηλωμένος σε ένα ημιφεουδαλικό στάδιο. Η πολιτική κοινωνία ήταν ασθενώς
οργανωμένη, η έννοια των πολιτικών δικαιωμάτων ήταν άγνωστη στην αχανή περιφέρεια, τα
κόμματα δεν είχαν επιρροή και ο τύπος είχε ισχνή απήχηση. Οι ανεπάρκειες του κοινοβουλευτικού
συστήματος έλαβαν οξεία μορφή στις δραματικές συνθήκες του πολέμου.
Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης φέροντας το στίγμα της ήττας και της ανεπιτυχούς διαπραγμάτευσης
της ειρήνης των Βερσαλλιών δεν μπόρεσε να πείσει για την ικανότητα της να κυβερνήσει. Η
οικονομική κρίση του 1929 την κατέβαλε πλήρως. Αντίθετα, στην Ιταλία οι παραδοσιακοί θεσμοί
(μοναρχία, στρατός, αριστοκρατία, εκκλησία) παρά τον ισχυρό κλονισμό, που υπέστησαν,
παρέμειναν στη θέση τους και αναγκάστηκαν να συνυπάρξουν με το Εθνικό Φασιστικό Κόμμα του
Μουσολίνι.
Και στις τρεις χώρες ήταν ισχυρή η επιρροή της ιδέας της αυτοκρατορίας και του θρησκευτικού
κέντρου. Η Ρωσική αυτοκρατορία βρισκόταν σε μια διαδικασία εθνικοποίησης και αντιμετώπιζε
τον κίνδυνο εδαφικής συρρίκνωσης, από τον οποίο διασώθηκε εξαιτίας της μπολσεβίκικης
επανάστασης και του προλεταριακού διεθνισμού. Η αυτοκρατορική ιδέα επιβίωσε στο σχήμα του
«σοσιαλισμού σε μία χώρα», που είχε αυτάρκεια και δεν εξαρτιόταν από τις άλλες. Ακόμη, η
θρησκευτική διάσταση της «τρίτης Ρώμης» και της παγκόσμιας μητρόπολης της ορθοδοξίας έλαβε
κοσμικό χαρακτήρα, επειδή με την ιδεολογία του μαρξισμού-λενινισμού η χώρα παρουσίαζε την
εικόνα ενός εργαστηρίου για τη σωτηρία του κόσμου.
Η αυτοκρατορική Γερμανία ήταν ένα ομοιογενές έθνος, που αντιλαμβανόταν τον εαυτό του ως
αυτοκρατορία. Στόχος της ήταν η επέκταση και η ενσωμάτωση των εκτός επικράτειας
γερμανόφωνων πληθυσμών, για να ολοκληρωθεί η εθνική συγκρότηση. Ο εθνικιστικός λόγος
επικαλούνταν το μοναδικό πνευματικό ρόλο της Γερμανίας, κατ’ αναλογία με την ιδέα της
θρησκευτικής αποστολής που έφερε σε πέρας ο Λούθηρος. Η Ιταλία είχε διατηρήσει ένα ζωντανό
δεσμό με το μακρινό αυτοκρατορικό παρελθόν μέσω της παράδοσης της καθολικής εκκλησίας. Η
προσπάθεια των τριών χωρών για εκσυγχρονισμό, εθνική ομογενοποίηση και είσοδο στη λέσχη των
ισχυρών χωρών τις οδήγησε λόγω της ιστορίας τους στην αναβίωση των πιο αρχαϊκών στοιχείων
της ταυτότητάς τους, της αυτοκρατορικής επιδίωξης και της θρησκευτικότητας, σε μια περίοδο που
αυτά τα στοιχεία ήταν αναποτελεσματικά.157

157 Για τις τρεις μορφές του ολοκληρωτισμού και τις αιτίες επικράτησής τους βλ. Marcel Gauchet, ο. π., σ. 255-266.

84
Οι ηγέτες των Μπολσεβίκων αντιμετώπισαν τεράστιες δυσκολίες, μόλις κατέλαβαν την εξουσία.
Ο Λένιν με τη Νέα Οικονομική Πολιτική (Ν.Ε.Π.) αναγκάστηκε να επιτρέψει την προσωρινή
λειτουργία του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας παράλληλα με το δημόσιο. Μετά το θάνατο του ο
Στάλιν εγκατέλειψε τη Ν.Ε.Π. και εγκαινίασε την κολεκτιβοποίηση της γεωργίας. Οι αντιδράσεις
κατεστάλησαν ανηλεώς. Η οικονομία υποτάχτηκε σε έναν άτεγκτο προγραμματισμό για την
ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας. Το καθεστώς μεταμορφώθηκε σε τρομοκρατικό και
ολοκληρωτικό. Το 1936 εξαπολύθηκε ένα σκληρό κύμα τρομοκρατίας και καταπίεσης. Ο Στάλιν με
τις δίκες της Μόσχας και τους εκτοπισμούς στα στρατόπεδα της Σιβηρίας (Γκουλάγκ) κατάφερε να
εξουδετερώσει τους εσωκομματικούς του αντιπάλους και να επιβάλλει την απόλυτη εξουσία του.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα το 1956, στο εικοστό του συνέδριο, καταδίκασε την προσωπολατρία και
τις ακρότητες με τις οποίες συνδέθηκε αυτό το φαινόμενο.158
Η κρίση του 1929 αποσταθεροποίησε πλήρως τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Το 1932 υπήρχαν
στη Γερμανία έξι εκατομμύρια άνεργοι και οκτώ εκατομμύρια ημιαπασχολούμενοι και
κακοπληρωμένοι εργάτες, που σταδιακά μεταβλήθηκαν σε υποστηρικτές του Εθνικοσοσιαλιστικού
Κόμματος.159 Το 1933 ο Χίτλερ εκμεταλλεύτηκε την προβοκατόρικη πυρπόληση του Ράιχσταγκ και
εξουδετέρωσε τους κομμουνιστές, ανέλαβε έκτακτες εξουσίες για τέσσερα χρόνια και επιδόθηκε
στη συστηματική συγκρότηση του δικτατορικού του μηχανισμού. Αφού εκκαθάρισε το κόμμα του
από τους εσωκομματικούς του αντιπάλους, το 1934 εξασφάλισε τον πλήρη έλεγχο της εξουσίας.
Στην Ιταλία ο Μουσολίνι επέβαλε ολοκληρωτική δικτατορία και πέτυχε την πλήρη χειραγώγηση
των μαζών. Συγκέντρωσε όλες τις δικαιοδοσίες στο πρόσωπό του και νομοθετούσε με διατάγματα.
Ευνόησε την εργοδοσία με το κορπορατικό ή σωματειακό του κράτος, χρησιμοποίησε τα μέσα
ενημέρωσης για τις ανάγκες της προπαγάνδας και στόχευσε στη διάπλαση ενός νέου τύπου
ανθρώπου τελείως διαφορετικού από αυτόν της αστικής κουλτούρας. 160
Βασικό όχημα για την επιτυχή προώθηση της ολοκληρωτικής ιδεολογίας και πρακτικής ήταν το
ολοκληρωτικό κόμμα, που έμοιαζε περισσότερο με ένα στρατιωτικό σχηματισμό ή ένα
θρησκευτικό τάγμα παρά με ένα πολιτικό σώμα. Το ολοκληρωτικό κόμμα βασιζόταν στον πλήρη
έλεγχο των μαζών και στο ξερίζωμα της αυτενέργειας τους. Η παθητικότητά τους αίρονταν μόνο,
όταν καλούνταν να εκφράσουν ένθερμα την πίστη τους στον ηγέτη και στην ιδεολογία. Ειδικά, το
Κόμμα των Μπολσεβίκων διοικούνταν από ένα σώμα επαγγελματιών επαναστατών, ένα επιτελείο

158 Serge Berstein & Pierre Milza, Ιστορία της Ευρώπης 3: διάσπαση και ανοικοδόμηση της Ευρώπης, 1919 έως
σήμερα, μτφρ. Μιχάλης Κοκολάκης, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997, τομ. 3, σ. 53-54 & 94.
159 Οι ναζιστές τη δεκαετία του 1930 προέβαλαν καταχρηστικά μια εικόνα του Πλάτωνα που υιοθετούσε στοιχεία της
εγελιανής ερμηνείας. Το πρόγραμμα του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος έγραφε ότι οι ναζιστές ήθελαν να
κυβερνούν “ως φύλακες με την πιο υψηλή πλατωνική έννοια του όρου” και ο Χίτλερ είχε γράψει η ελληνικότητα
και οι γερμανικότητα είναι σύμμαχοι στη μάχη για την υπεράσπιση του πολιτισμού. Βλ. Θανάσης Γιαλκέτσης:
«Στη σκιά του Πλάτωνα», Ελευθεροτυπία/Επτά, 19-07-2009, στο http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=64535.
160 Για τον ολοκληρωτισμό στη Γερμανία και στην Ιταλία βλ. ο. π., σ. 72-87.

85
από απόλυτα πειθαρχημένους τεχνικούς της μαζικής κινητοποίησης, που τους είχε ανατεθεί η
καλλιέργεια και η καθοδήγηση της προλεταριακής συνείδησης. Τα πάντα, ακόμα και τα συνδικάτα,
έπρεπε να υποταχθούν στην κομματική οργάνωση που είχε κλειστό, συγκεντρωτικό και μονολιθικό
χαρακτήρα.161
Η αποτελεσματικότητα του ολοκληρωτικού κόμματος εξαρτιόταν από την ομοιογένεια του, που
διασφαλιζόταν με την ύπαρξη μιας μόνο αρχής, του αρχηγού. Η ελεύθερη συζήτηση και η κριτική
εξοβελίστηκαν. Η γραφειοκρατικοποίηση του οργανωτικού μηχανισμού με μια κάθετη
στρατιωτικού τύπου διάρθρωση απέτρεπε τη δημιουργία κάθε απειλητικού σχίσματος, φράξιας ή
αντιπολίτευσης. Ο αρχηγός δεν χρειαζόταν κάποιο χάρισμα ή ειδικές ικανότητες, για να αναδειχτεί.
Αρκούσε η συμπόρευση του οργανωτικού μηχανισμού, που τον επέβαλε για τη διασφάλιση των
συμφερόντων του.162
Εκτός από το κόμμα και την ηγεσία του, τα ολοκληρωτικά καθεστώτα υπηρετήθηκαν και από
άλλους παράγοντες. Αυτοί ήταν: η ιδεολογία, που ήταν μια κοσμοθεωρία οικοδομημένη στην
αντίληψη ότι η ιστορία είναι με το μέρος της επιχειρούμενης κοινωνικής μεταβολής· η
τρομοκρατική και μυστική αστυνομία, που προοριζόταν για την καθυπόταξη του εχθρού–λαού με
εκκαθαρίσεις, κατασκευασμένες ομολογίες και μαζικές εκτοπίσεις σε στρατόπεδα· το μονοπώλιο
ελέγχου και μετάδοσης των πληροφοριών, που αποσκοπούσε στον έλεγχο της συνείδησης και στην
εξάλειψη της ανεξάρτητης σκέψης· και τέλος η κεντρικά διευθυνόμενη οικονομία, ο σχεδιασμός
της οποίας υπάκουε περισσότερο σε ιδεολογικά παρά σε πραγματικά δεδομένα.163
Η ενηλικίωση του Popper συνέπεσε με την κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας και την άνοδο
του ολοκληρωτισμού. Τα προσωπικά του βιώματα έφεραν ανεξίτηλη τη σφραγίδα των
μεσοπολεμικών συνθηκών. Όπως έγραψε, Η Ανοιχτή Κοινωνία και οι Εχθροί της ήταν η
προσωπική του συμβολή στον πόλεμο κατά του Χίτλερ. 164 Εκεί επέκρινε δριμύτατα τον
ιστορικισμό και το ντετερμινισμό, που τα θεωρούσε στοχαστικά οχήματα της σύγχρονης τυραννίας.
Η απάντησή του στην εμπειρία του ολοκληρωτισμού ήταν η σκιαγράφηση της ανοιχτής κοινωνίας,
που χαρακτηριστικά της ήταν η ελεύθερη άσκηση της κριτικής και η αβίαστη και ειρηνική επιλογή
των ηγετών από τους πολίτες. Πίστευε ότι οι ολιστικές ερμηνείες της κοινωνίας συνδέονταν με
αυταρχικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα. Πρωτίστως τον ενδιέφερε η προστασία της ατομικής

161 Κώστας Σ. Παπαϊωάννου, Η γένεση του ολοκληρωτισμού: οικονομική υπανάπτυξη και κοινωνική επανάσταση,
Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 1991, σ. 71-73.
162 Για τη γραφειοκρατικοποίηση του μπολσεβίκικου κόμματος βλ. ο. π., σ. 71-86 & Hanna Arendt, Το ολοκληρωτικό
σύστημα: το τρίτο μέρος από το έργο πηγές του ολοκληρωτισμού, μτφρ. Γιάννης Λάμψας, Ευρύαλος, Αθήνα 1988,
σ. 116 κ.ε.
163 Αναλυτικότερα βλ. Καρλ Γιοακίμ Φρήντριχ, Ολοκληρωτική δικτατορία, μτφρ.-επιμ. Γιάννης Καραπαπάς, Τροπή,
Αθήνα 2012. Συγκεκριμένα για την ιδεολογία σ. 67, για την αστυνομία σ. 199 κ.ε., για την προπαγάνδα σ. 156 κ.ε.
και για την οικονομία σ. 266 κ.ε.
164 Καρλ Πόππερ, Όλοι οι άνθρωποι είναι φιλόσοφοι, μτφρ. Μιχάλης Παπανικολάου, Μελάνι, Αθήνα 2003, σ. 244.

86
ελευθερίας από την αυθαιρεσία. Το πρόβλημα της πολιτικής νομιμοποίησης συμπυκνωνόταν στο
ζήτημα της διαμόρφωσης θεσμών, που θα προστάτευαν το άτομο από την κακή διακυβέρνηση και
τους ανάξιους άρχοντες.165

3.3 Η υποδοχή της κριτικής του Popper στον Πλάτωνα


Με αφορμή την κριτική του Popper στον Πλάτωνα προκλήθηκαν αντιπαραθέσεις μεταξύ των
μελετητών με αντικείμενο την κατεύθυνση της πλατωνικής πολιτικής φιλοσοφίας. Κάποιοι
μελετητές συντάχθηκαν με τον Popper, ενώ άλλοι διαφώνησαν κάθετα μαζί του. Η κριτική ότι ο
Πλάτωνας σε θεωρητικό επίπεδο μπορεί να θεωρηθεί πρόδρομος του ολοκληρωτισμού θεωρήθηκε
άδικη και υπερβολική, ιδιαίτερα από εκείνους που τον ερμήνευαν ως ένα στοχαστή που επεδίωκε
την ευδαιμονία του ατόμου. Άλλοι υιοθέτησαν ένα μέρος των θέσεων του Popper έχοντας μια
λιγότερο σκληρή οπτική.
O Pappas επισημαίνει ότι η πολιτική δομή, που προκρίνεται στην Πολιτεία, είναι απολυταρχική,
αλλά δεν είναι ολοκληρωτική, επειδή ο Πλάτωνας αναγνωρίζει στους πολίτες τη δυνατότητα λήψης
ηθικών αποφάσεων σε κάποια θέματα και επιμένει πως η διακυβέρνηση πρέπει να ασκείται χωρίς
την απειλή χρήσης βίας. Η τάξη των παραγωγών πρέπει να συναινεί αβίαστα στη διακυβέρνηση
των φυλάκων, για να εξασφαλιστεί η μετριοπάθεια στην πολιτεία.
Η Πολιτεία οδεύει προς τον πατερναλισμό, όταν δεν αναγνωρίζει στους πολίτες την ικανότητα
της ηθικής εξουσίας για τη ζωή τους, π.χ. με τους νόμους για την αναπαραγωγή, αλλά όχι προς τον
τυραννικό πατερναλισμό, δηλαδή τον ολοκληρωτισμό. Η τάξη των παραγωγών, παρά την ανώτερη
ποιότητα ζωής που θα έχει στην Πολιτεία, θα χάσει την αυτονομία της μη συμμετέχοντας στη
διακυβέρνηση.
Σε όλες σχεδόν τις πλατωνικές συζητήσεις για την πολιτική ο πατερναλισμός είναι παρών.
Χαρακτηριστική είναι η αναλογία στον Κρίτωνα του πολιτικού με το γιατρό, που οι ειδικές του
γνώσεις εξασφαλίζουν την υπακοή των άλλων. Η υπακοή προς τον ειδικό περιορίζει κατά πολύ τον
ατομικό ηθικό στοχασμό και οδηγεί το κράτος να αναλάβει το ρόλο του κηδεμόνα. Στον Πολιτικό
αναφέρεται ότι οι ορθές διαταγές ωφελούν, ακόμα κι αν επιβάλλονται με τη βία. Οι φιλόσοφοι–
βασιλείς νομιμοποιούνται να διοικούν, επειδή έχουν μελετήσει την ιδέα του Αγαθού. Ο πλατωνικός
πατερναλισμός θεμελιώνεται στην εξειδίκευση και καθιστά τους ανθρώπους ατελείς, γιατί τους
αποτρέπει από την ανάληψη της ευθύνης και τη δυνατότητα να αποφασίζουν για τη ζωή τους, ώστε
σταδιακά να κερδίσουν την αυτονομία τους.

165 Σπύρος Μακρής, Φιλελευθερισμός: φιλοσοφικές απαρχές και σύγχρονες τάσεις, από τον Αριστοτέλη στον John
Rawls, ο. π., σ. 162-166.

87
Χαρακτηριστικά της πολιτείας όπως η ευγονική αναπαραγωγή και η κοινοβιακή ζωή των
φυλάκων, η κοινοκτημοσύνη, η αφοσίωση των πολιτών στο κράτος ή η άτεγκτη κοινωνική
ιεραρχία, θυμίζουν πρακτικές των ολοκληρωτικών καθεστώτων. Το πλατωνικό κράτος λόγω της
απολυταρχίας του δίνει την εντύπωση ενός ολοκληρωτικού κράτους, επειδή η ελεύθερη πολιτική
αντιπαράθεση εξοβελίζεται από αυτό και επειδή τίποτε δεν διασφαλίζει ότι οι φύλακες δεν θα
καταχραστούν την εξουσία τους λόγω μειωμένης ηθικής ακεραιότητας.
Όμως υπάρχουν σημαντικές διαφορές από τον ολοκληρωτισμό, που ενισχύουν την άποψη ότι το
πλατωνικό κράτος δεν είναι ολοκληρωτικό. Η εξουσία των κυβερνητών της Πολιτείας είναι πολύ
πιο ήπια από την αντίστοιχη των ολοκληρωτικών καθεστώτων. Η οργανική ενότητα της πολιτείας
δεν επιβάλλεται με τη βία και η ιδέα της κοινότητας ήταν υπαρκτή στην αρχαία ελληνική πόλη–
κράτος και όχι ένα κοινωνιολογικό κατασκεύασμα, όπως στο φασισμό. Η Πολιτεία δεν περιέχει
κανένα ίχνος ρατσισμού. Ο Πλάτωνας χρησιμοποιεί τη συνηθισμένη διάκριση μεταξύ Ελλήνων και
βαρβάρων, αλλά δεν την επενδύει με κάποια εθνικιστική θεωρία. Το κράτος δεν προσωποποιείται
και δεν απαιτείται η απόλυτη αφοσίωση των πολιτών, όπως στον ολοκληρωτισμό. Ο πολίτης της
Πολιτείας οφείλει αφοσίωση μόνο σε μια εύρυθμη πολιτεία ή στο πρότυπό της εντός της ψυχής
του, ενώ στον ολοκληρωτισμό η λατρεία προς την πατρίδα απαιτείται ανεξάρτητα από την πολιτική
της οργάνωση.
Η αναφορά του Πλάτωνα στην ενότητα αφορά μια αξία που επιτρέπει τη συγκρότηση της
ανθρώπινης κοινότητας, δεν επιβάλλεται με τη βία και δεν έχει ολοκληρωτικό χαρακτήρα. Οι
πολεμιστές οφείλουν να είναι αποφασιστικοί και ήπιοι, για να μην τρομοκρατούν τους πολίτες και
για να κυριαρχεί η πειθώ έναντι της βίας. Η έννοια της πειθούς ήταν ανύπαρκτη στα ολοκληρωτικά
καθεστώτα και αντί γι’ αυτή υπήρχε η μαζική προπαγάνδα. Οι νόμοι και οι εκδηλώσεις ισχύος της
Πολιτείας αφορούν μόνο την άρχουσα τάξη, ενώ η πλειονότητα των πολιτών αφήνεται να ζήσει
όπως ζούσε. Αυτό δεν ισχύει για τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, όπως δεν ισχύει και ο διαχωρισμός
της πολιτικής από την οικονομική εξουσία.
Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα ανήκουν στον 20ο αιώνα, επειδή η συγκεκριμένη εποχή
παρέχοντάς τους τα εργαλεία επιβολής που χρειάζονταν (τηλεόραση, τύπος, μηχανισμοί καταπίεσης
σε μαζική κλίμακα), κατέστησε δυνατή την ύπαρξή τους. Στην Πολιτεία υπάρχει μια ασάφεια στην
περιγραφή του πολιτικού της οράματος κι όχι η παθολογική εμμονή στη λεπτομέρεια, όπως
συμβαίνει στα ολοκληρωτικά καθεστώτα.
Ο Popper είχε κατηγορήσει τον Πλάτωνα ως υποστηρικτή του ολοκληρωτισμού, επειδή πίστευε
ότι μπορούμε να γνωρίσουμε με βεβαιότητα τις προτάσεις της ηθικής, όπως και των μαθηματικών.
Ο Πλάτωνας πίστευε κάτι τέτοιο, όπως και πολλές θρησκείες ή ηθικές θεωρίες. Όμως αυτό δεν

88
σημαίνει αυτόματα ότι μια τέτοια λανθασμένη πεποίθηση ισοδυναμεί με υποστήριξη του
ολοκληρωτισμού.166
Η Annas επισημαίνει ότι η πολιτεία είναι ένα εξαιρετικά σύνθετο και πολύπλοκο έργο, που εγείρει
σημαντικά και δύσκολα φιλοσοφικά προβλήματα. Οι πολύ διαφορετικές ερμηνείες, που κατά
καιρούς έχουν γραφεί για την Πολιτεία, δείχνουν τον πλούτο του έργου. Ο Πλάτωνας
χαρακτηρίστηκε επαναστάτης, συντηρητικός, φασίστας, κομμουνιστής, μεταρρυθμιστής, ρεαλιστής
και ονειροπόλος. Αν και κάποιοι χαρακτηρισμοί είναι πιο ευφάνταστοι από άλλους, όλοι βασίζονται
σε κάποιο τμήμα του κειμένου.
Είναι λογικό σε πρώτη φάση να θεωρούμε πολλές απόψεις του έργου απαράδεκτες και
απωθητικές, επειδή η ιδεώδης κοινωνία του Πλάτωνα είναι άκρως αυταρχική και αρνείται τη
σπουδαιότητα και τα συμφέροντα του ατόμου ερχόμενη σε αντίθεση με θεμελιώδεις παραδοχές
μας. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Πλάτωνας ήταν δεινός τεχνίτης του λόγου και στόχος
του ήταν να αιφνιδιάσει και να κλονίσει τους αναγνώστες, για να συναισθανθούν τα φιλοσοφικά
ζητήματα, που θίγει, και τα επακόλουθά τους. Επεδίωκε να ασκήσουμε τη φιλοσοφία και όχι μια
παθητική συμφωνία με τις απόψεις του, γι’ αυτό δεν εμπιστευόταν το γραπτό λόγο και προτιμούσε
τη γνήσια ανταλλαγή απόψεων με τη φιλοσοφική συζήτηση. Το ίδιο το έργο με την προκλητικότητά
του μας ενθαρρύνει να συζητήσουμε τα θέματά του κι όχι να αποδεχτούμε άκριτα τις θέσεις του. 167
O Bambrough επισημαίνει ότι ο Popper, ο Russel και ο Crossman αναφερόμενοι στον
απολυταρχισμό της κλειστής κοινωνίας υποστηρίζουν πως η πλατωνική πολιτεία εμπεριέχει τη
χειρότερη μορφή φασισμού. Αναμφίβολα η ιδανική πολιτεία τόσο πρακτικά όσο και θεωρητικά
στηρίζεται στην αυθεντία της αρχής. Παρόλο που υπάρχουν θετικά, όπως η ίση μεταχείριση
ανδρών και γυναικών και η επιδίωξη της ενότητας των Ελλήνων, οι επικριτές στα περισσότερα
έχουν δίκαιο. Οι υποστηρικτές του Πλάτωνα τονίζουν ότι οι θέσεις του δεν πρέπει να αξιολογηθούν
με μέτρα διαφορετικά από το συγκείμενό τους. Ο Πλάτωνας δεν γράφει για το σύγχρονο κόσμο και
οι προτάσεις του μπορούν να εφαρμοστούν μόνο από ηγεμόνες με τέλεια παιδεία. Τα κίνητρά του
είναι αγαθά και η σκέψη του, αν και ανεδαφική χωρίς το φιλοσοφικό της υπόβαθρο, είναι
ειλικρινής και νοιάζεται για τη θεραπεία των δεινών της ανθρωπότητας.
Πολλοί πιστεύουν ότι για την αποκατάσταση του Πλάτωνα αρκεί η απόδειξη της μη κατανόησης
των θέσεών του από τον Popper ή τον Crossman. Υπάρχει όμως και μια δεύτερη επίθεση, που
στοχεύει στη ρίζα της πλατωνικής σκέψης. Αυτή σχετίζεται με την προσπάθεια συγκρότησης ενός

166 Για την κριτική του Pappas στις θέσεις του Popper βλ. Nickolas Pappas, Πολιτεία του Πλάτωνα: ένας οδηγός
ανάγνωσης, μτφρ. Δημήτρης Παπαγιαννάκος, Εκδόσεις Οκτώ, Αθήνα 2006, σ. 221-232.
167 Julia Annas, ο. π., σ. 9-11.

89
κλειστού, μεταφυσικού, φιλοσοφικού συστήματος, που εμπεριέχει την αλήθεια και βάσει αυτής μια
ασφαλή πρόσληψη του ηθικού και πολιτικού καλού.168
Ο ολοκληρωτισμός μπορεί να οριστεί ως η θεωρία που αλάνθαστα κατευθύνει τους πολίτες σε
ηθικά και πολιτικά ζητήματα και σε κάθε διαφωνία έχει πάντα δίκαιο. Σε αυτό μοιάζει με το
μαρξισμό, το φασισμό, το ναζισμό και το ρωμαιοκαθολικισμό. Κοινό στοιχείο όλων αυτών των
θεωρήσεων είναι ότι οι απαντήσεις τους στα ηθικά και πολιτικά ζητήματα δίνονται μόνο από άτομα
που έχουν πρόσβαση στην αλήθειά τους. Αν και διαφέρουν στην οπτική τους για τη φύση της
απόλυτης γνώσης, εντούτοις συγκροτούν μια συγκεκριμένη τάξη με την ίδια δομή. Αν και οι εχθροί
του Πλάτωνα μας παραπλανούν υποστηρίζοντας ότι είναι φασίστας, οι υποστηρικτές του
δυσκολεύονται πολύ να αντικρούσουν το γεγονός ότι οι θέσεις του είναι απολυταρχικές.169
Ο Klosko επισημαίνει ότι, παρόλο που η ιδανική πολιτεία εμφανίζει κάποιες ομοιότητες με τον
ολοκληρωτισμό, έχει και καίριες διαφορές. Λείπει από αυτήν ένα σύστημα αστυνόμευσης, για να
τρομοκρατεί και να ελέγχει τον πληθυσμό. Ο έλεγχος στην ιδανική πολιτεία επιτυγχάνεται με την
οικειοθελή αρμονία και όχι καταδόσεις, ποινές και στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η εκπαίδευση των
φυλάκων στοχεύει στο να αρνηθούν να δράσουν τρομοκρατικά. Ο Πλάτωνας δεν συμφωνούσε με
τη σκληρή καταστολή των Σπαρτιατών εις βάρος των Ειλώτων.
Οι άρχοντες της πλατωνικής πολιτείας κυβερνούν προς όφελος των πολιτών και αποφεύγουν να
τους εκμεταλλεύονται. Μεταξύ των μελών όλων των τάξεων της πολιτείας πρέπει να αναπτυχθεί
ένας συναισθηματικός δεσμός, ώστε να υπάρχει ενότητα. Ακόμη, η ιδανική πολιτεία δεν είναι
ρατσιστική. Η ένταξη του ατόμου σε μία από τις τρεις τάξεις βασίζεται στην αξία κι όχι στην
καταγωγή. Η αξιοσύνη υπερτερεί του αίματος. Οι φύλακες δεν μονοπωλούν τα αγαθά και
υφίστανται μεγάλε θυσίες για να διατηρήσουν τη θέση τους. Οι κατώτερες τάξεις ελέγχουν το
μεγαλύτερο μέρος των αγαθών.170
Ο Σκουτερόπουλος επισημαίνει ότι η ερμηνευτική προσέγγιση ενός πλατωνικού έργου είναι
δύσκολη υπόθεση, επειδή ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με τις θέσεις του Πλάτωνα όχι
απευθείας, αλλά έμμεσα αντιμετωπίζοντας πολύπλοκες διαδρομές και την παρεμβολή άλλων
προσώπων. Στην Πολιτεία αυτή η επαφή εμποδίζεται επιπλέον και από ένα πλέγμα παιγνιδιού και
σοβαρότητας, λεπτής ειρωνείας και αυστηρού στοχασμού. Αν και στην Πολιτεία επιχειρείται να
προσδιοριστεί η φύση και η ουσία της δικαιοσύνης και της αδικίας στον ατομικό και συλλογικό
βίο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι για τους αρχαίους Έλληνες δεν υπήρχε ένας πολύ αυστηρός
διαχωρισμός μεταξύ ιδιωτικής και συλλογικής σφαίρας, όπως συμβαίνει στις νεωτερικές κοινωνίες.

168 Renford Bambrough, Plato, Popper and politics: some contributions to a modern controversy, Cambridge, New
York 1967, p. 10-11.
169 Ο. π., σ. 17.
170 George Klosko, The development of Plato ’ s political theory, Methuen, New York and London 1986, p. 149-150.

90
Ο Σκουτερόπουλος αναγνωρίζει ότι ο σχεδιασμός του πολιτειακού εγχειρήματος του Πλάτωνα
αφήνει περιθώρια και για άλλες ερμηνευτικές εκδοχές από τη δική του. Ο ίδιος θεωρεί ότι το
κέντρο βάρους του έργου εστιάζει περισσότερο στην ατομική αρετή παρά στη συλλογική και ότι
προέχει η ατομική δικαιοσύνη από τη συλλογική δικαιοσύνη της πόλης. Η ηθική έχει το πρωτείο
έναντι της πολιτικής. Το δίκιο και το άδικο θεωρούνται περισσότερο διαθέσεις της ψυχής,
πνευματικές καταστάσεις του ατόμου και δευτερογενώς καταστάσεις της κοινότητας. Η Πολιτεία
είναι πιο πολύ μια εξεικόνιση του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου, της ανθρώπινης ψυχής και
λιγότερο ένα πολιτικό πρόγραμμα, για να εφαρμοστεί στην πράξη.
Είναι ένα ουτοπικό εγχείρημα και γι’ αυτό ο Πλάτωνας, όταν συζητά πολιτικοκοινωνικά
ζητήματα, εστιάζει περισσότερο σε καταστατικές αρχές και ελάχιστα σε ρυθμιστικούς κανόνες για
τα επιμέρους. Ο ουτοπικός της χαρακτήρας φαίνεται και στην έκταση και το βάθος που έχει η
προσέγγιση των επιστημολογικών, οντολογικών ή μεταφυσικών και παιδαγωγικών ζητημάτων.
Άλλωστε, και οι συνομιλητές αναγνωρίζουν στο ένατο βιβλίο ότι η πόλη για την οποία συζητούν
είναι πιο πολύ ένα υποδειγματικό σχέδιο, για να το βλέπουν οι άνθρωποι και όχι πραγματικότητα.
Κάτι ανάλογο ισχύει και για την ιδέα του Αγαθού, στην οποία στηρίζεται όλο το οικοδόμημα. Το
Αγαθό, μια απόλυτη οντολογική αρχή που δίνει υπόσταση σε καθετί άλλο κάνοντάς το να είναι
αυτό που είναι, δεν παρέχει στους φιλοσόφους–κυβερνήτες μόνο τη γνωστική κατανόηση του
κόσμου, αλλά συνδέεται και με ηθικές αξίες που κρατούν την ψυχή στραμμένη προς την
τελειότητα. Γι’ αυτό ο Πλάτωνας στηρίζεται τόσο πολύ στην παιδεία, στη διάπλαση της ηθικής και
πνευματικής προσωπικότητας.171
Ο Μακρής επισημαίνει ότι η πολιτική ηθική του Popper στηρίζεται σε μια βήμα προς βήμα
μηχανική και στην απόρριψη της βίας. Ο Popper είναι ιδεαλιστής όσο και ο Marx, αν και ο
ιδεαλισμός τους έχει διαφορετική οντολογική και μεθοδολογική σύσταση. Και οι δύο αποδομούν
κάθε εξουσιαστική πτυχή της νεωτερικότητας και απορρίπτουν τη δυτική μεταφυσική της γνώσης
για χάρη μιας νέας μεταφυσικής του αυτόνομου υποκειμένου. Ο Popper δε μπόρεσε να διακρίνει
ότι ο φιλελευθερισμός και ο μαρξισμός είναι οι δύο όψεις του ίδιου νεωτερικού νομίσματος και ότι
ο ολοκληρωτισμός ήταν ο κοινός εχθρός και των δύο ιδεολογιών.
Αν και ο Popper προσπάθησε να αποκαλύψει την (ψευδο) προφητική ικανότητα του ιστορικισμού
με λογικά επιχειρήματα και με αξιολογική ουδετερότητα, είναι εμφανής στα γραπτά του η ένταση
του βιωματικού στοιχείου και η αποστροφή του προς τη βία του ολοκληρωτισμού. Η απόρριψη της
ιστορικιστικής εσχατολογίας οδηγεί στη θαρραλέα παραδοχή ενός άδηλου, επισφαλούς και
ανοικτού μέλλοντος, ο καθορισμός του οποίου εξαρτάται από τις πράξεις και τις παραλείψεις μας

171 Για τις απόψεις του Σκουτερόπουλου βλ. Πλάτων, Πολιτεία, εισ.-μτφρ.-ερμ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, Πόλις, Αθήνα
2002, σ. 20-23.

91
και από την αποδοχή ή μη της ευθύνης για τη διαμόρφωσή του έχοντας συνείδηση της άγνοιάς μας.
Ο σκεπτικισμός του Popper ήταν μεθοδολογικός και πρέσβευε ότι μπορούμε τις θεωρίες μας να τις
υποβάλλουμε σε ορθολογική κριτική και να διακρίνουμε τις καλύτερες από τις χειρότερες, παρά
την αδυναμία μας να τις αιτιολογήσουμε ορθολογικά.172
Ο Pierre Vidal–Naquet, προλογίζοντας τη μελέτη του Καστοριάδη για τον Πολιτικό του Πλάτωνα
και απηχώντας τις απόψεις του συγγραφέα, διαφωνεί με τη θέση του Popper ότι ο Πλάτωνας είναι
ένας αντιδραστικός στοχαστής που υποστήριζει μια ανέφικτη οπισθοδρόμηση στην πατριαρχική,
φυλετική κοινωνία. Υποστηρίζει ότι είχε τέλεια γνώση των νομικών και πολιτικών μηχανισμών της
Αθήνας, αλλά μισούσε τον κόσμο της εποχής του. Μισούσε τη θεσμίζουσα δημοκρατία του
Περικλή, γι’ αυτό και τον διακωμωδεί στο Γοργία υπό το όνομα Καλικλής και παρωδεί τον
Επιτάφιο στο Μενέξενο. Στο στόχαστρο του βάζει την ίδια την καρδιά της πόλης κι όχι τους
παρακμιακούς δημαγωγούς της.
Στον Πολιτικό ισχυρίζεται ότι ο βασιλικός ανήρ είναι ο μόνος άξιος να κυβερνήσει την πόλη.
Εκείνη την περίοδο ο «βασιλεύς» στην Ελλάδα ήταν ένα περιθωριακό πρόσωπο με θρησκευτικό
(Αθήνα) ή μόνο στρατιωτικό (Σπάρτη) ρόλο. Όμως η πολιτική σκέψη του 4ου αιώνα π.Χ. με τον
Πλάτωνα, τον Ξενοφώντα και τον Ισοκράτη προαναγγέλλει τη νέα εποχή των βασιλέων του
ελληνιστικού κόσμου. Ενώ για τον Καστοριάδη η κοινωνία πρέπει να τείνει στη ρητή αυτοθέσμιση
και να ενσωματώνει την ιστορικότητα, για τον Πλάτωνα μόνο το «βασιλικό γένος» μπορεί να είναι
αυτοδιευθυνόμενο και η προσπάθεια του πολιτικού αποσκοπεί στην παρεμπόδιση της ιστορικής
εξέλιξης.
Ο Καστοριάδης στο ίδιο έργο σημειώνει: «Δεν θα μιλήσω για τον Popper που δημιούργησε ένα
είδος αντιπροκατάληψης, σύμφωνα με την οποία απαγορεύεται να αποκαλέσει κανείς τον Πλάτωνα
ολοκληρωτικό ή να τον θεωρήσει πατέρα του ολοκληρωτισμού. Το μίσος του όμως για τη
δημοκρατία είναι γεγονός, καθώς και όσα αποπνέει το έργο του ως μόνιμη επιθυμία του: να
παγιώσει τις υποθέσεις της πόλης, να σταματήσει την ιστορική εξέλιξη, να σταματήσει την
αυτοθέσμιση, να εξοβελίσει την αυτοθέσμιση. [...] Διατυπωμένο απλοϊκά, αυτό σημαίνει ότι θα
εμπνεύσει στο μέλλον κάθε τι το αντιδραστικό, κάθε τι που επικροτεί την καθεστηκυία τάξη, κάθε
τι που αντιστέκεται στο δημοκρατικό κίνημα».173
Ο Raphael επισημαίνει ότι η επιμονή του Popper στην αντίληψη ότι η επιστήμη μπορεί να μας
δώσει ένα πρότυπο για την πρόοδο του ανθρώπου έχει ιδεολογική αναφορά. Διαφωνεί με την
απόρριψη της θρησκείας ως απαρχαιωμένης πλάνης και με την επιλογή του Popper να μην
ασχοληθεί σοβαρά με την ιδέα του θείου. Παρά τα λάθη της θρησκείας η απογύμνωση του κόσμου
172 Σπύρος Μακρής, Karl Popper: διαψευσιμότητα, ιστορικισμός και ανοιχτή κοινωνία, ο. π., σ. 137-141.
173 Κορνήλιος Καστοριάδης, Ο Πολιτικός του Πλάτωνα: επτά σεμινάρια στην EHESS, μτφρ. Ζωή Καστοριάδη, Πόλις,
Αθήνα 2001, σ. 18-23 & 39-40.

92
από τον πνευματικό του μανδύα και η αντικατάστασή του αποκλειστικά με αυτόν της επιστήμης
δεν πρόκειται να έχει κάποιο ουσιαστικό όφελος.
Ο Popper προτιμούσε τα μικρά και αποσπασματικά πειράματα, π.χ. ένα σοσιαλιστικό πείραμα σε
ένα εργοστάσιο ή σε ένα χωριό. Ο Raphael αναφέρεται στο συνεργασιακό πείραμα των ισραηλινών
κιμπούτς, που ήταν δύσκολο να διατηρηθεί στα πλαίσια μιας ευρύτερης κοινωνίας λόγω της
απομόνωσής του και δίχως μια ισχυρή πίστη στον ουτοπισμό, ή στην αρχαία ελληνική πόλη–
κράτος και το δύσκολο συνδυασμό επέκτασης και παράλληλης διατήρησης της δημοκρατίας, για να
συμπεράνει ότι δεν μας διασφαλίζει κάτι πως οι μικρές ιδέες θα είναι το ίδιο γόνιμες και
αποτελεσματικές, αν αναπτυχθούν.
Ο Popper είχε διαμορφώσει μια διεισδυτική μέθοδο για την κριτική της ιδεολογίας, αλλά όχι
κάποια πειστική θέση για την αντικατάστασή της. Είχε δίκαιο όμως στο γεγονός ότι η δημοκρατία
και η επιστήμη θα μπορούσαν με μια αλληλουχία γεγονότων να βοηθήσουν την ανθρωπότητα να
αποφύγει δύσκολες καταστάσεις.
Ο Popper ισχυρίζεται ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί επιτρέπουν στην κοινωνία να εντοπίσει και να
διορθώσει τα λάθη και ότι η μετριοπάθεια, όσον αφορά την κλίμακα μιας παρέμβασης, αποτελεί
τμήμα μιας σωστής και επιστημονικής μεθόδου. Για τον Raphael όμως αν η αποσπασματική
μηχανική ήταν τόσο αποτελεσματική, δεν θα υπήρχε η ανάγκη για ολιστικά ουτοπικά σχέδια.
Ο Popper είχε δίκαιο στην κριτική του για τον ισχυρισμό των ιστοριστών ότι γνωρίζουν
διαισθητικά τους νόμους της ιστορικής αλλαγής. Η αξίωση του ιστορισμού αποτελεί ένα
συνονθύλευμα χιλιαστικών θρησκευτικών πεποιθήσεων και μεταφυσικών αντιλήψεων, δεν έχει
επιστημονική λογική και προσπαθεί να αποκτήσει αξιοπιστία με ισχυρισμούς που μοιάζουν
επιστημονικοί. Ο σκεπτικισμός του Popper είναι μεθοδολογικός και ανθρώπινος. Ως οπαδός του
αυτοκαθορισμού (ιντετερμινισμός) απορρίπτει κάθε θεωρία που μιλά για προκαθορισμένο και
προβλεπόμενο μέλλον. Η πρόοδος και η παρακμή είναι το ίδιο πιθανές.
Για το Raphael ο Popper έχει ξεπεραστεί, επειδή εμπιστεύεται την ικανότητα των υπαρχόντων
πολιτικών θεσμών να επιφέρουν περαιτέρω βελτιώσεις στην κατάστασή μας. Όμως οι υπάρχουσες
δομές αδυνατούν να επιλύσουν σοβαρά προβλήματα, όπως είναι η φτώχεια, η ανεργία και ο
περιορισμός της τρομακτικής επιρροής των πολυεθνικών εταιρειών από τις νομοθεσίες των εθνών –
κρατών. Ο Popper σε τέτοιου είδους προβλήματα είχε αντιτάξει μόνο την πεποίθηση ότι δεν έχουμε
άλλη επιλογή από το να προσπαθήσουμε με όπλο τη λογική να περιορίσουμε την ασχήμια των
πραγμάτων.174
Ο Πλάγγεσης επισημαίνει ότι ο Popper κατηγορούσε τον Πλάτωνα ως ιστορικιστή, επειδή
πίστευε πως η κοινωνία διέπεται από γενικούς και αναγκαίους νόμους που επιτρέπουν την αλλαγή

174 Για την κριτική του Raphael στον Popper βλ. Frederic Raphael, ο. π., σ. 73-95.

93
της μόνο μετά από μια ριζική μεταβολή. Κατά τη γνώμη του το πρόγραμμα του Πλάτωνα δεν είχε
τόσο ουτοπιστικό χαρακτήρα, επειδή με τον αποικισμό ήταν σύνηθες να ιδρύονται νέες πόλεις και
ένας νομοθέτης να καθορίζει το πλαίσιο λειτουργίας τους. Ο Πλάτωνας αποτιμούσε την
πραγματικότητα της εποχής του ως χαοτική και ανορθολογική, ενώ ο Popper την πραγματικότητα
των δυτικών κοινωνιών ως ορθολογική, επειδή εκτός των άλλων επιτρέπονταν οι επιμέρους
μεταρρυθμίσεις με τη μέθοδο της σταδιακής, βήμα προς βήμα κοινωνικής μηχανικής. Αυτή η
διαφορά οπτικής αντίληψης συνέβαλε στη διεύρυνση του μεταξύ τους χάσματος.
Ο Πλάγγεσης θεωρεί ότι είναι ανεπιτυχής ο χαρακτηρισμός της πλατωνικής πολιτείας ως
ολοκληρωτικής. Η έννοια του ολοκληρωτισμού πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή, επειδή
λόγω του ιδεολογικού της καθορισμού προϋποθέτει μια ορισμένη αντίληψη, που επιτρέπει την
ταύτιση πολύ διαφορετικών καθεστώτων, όπως ο ναζισμός και ο σοσιαλισμός. Η φιλελεύθερη
αντίληψη του Popper θεωρεί ότι οι δυτικές δημοκρατίες είναι το πρότυπο μιας ορθολογικής,
ανοιχτής και πλουραλιστικής κοινωνίας. Αυτό όμως οφείλεται σε ιδεολογικούς λόγους και καλό
είναι να μην αποτελεί κριτήριο, για να κρίνουμε τον Πλάτωνα. Είναι λάθος να αποδίδονται στον
Πλάτωνα χαρακτηριστικά άλλων, πολύ μακρινών χρονικά περιόδων, που διαφέρουν ριζικά από την
πραγματικότητα της αρχαίας ελληνικής πόλης–κράτους. Ο Πλάτωνας επιδιώκει την κοινωνική
συνοχή περισσότερο με ιδεολογικά μέσα και όχι τόσο με τη χρήση βίας.
Ο Popper στην πλατωνική έννοια της δικαιοσύνης αντιπαραθέτει τη δική του αντίληψη, που
εξισώνει τη δικαιοσύνη με την ισονομία. Όμως η ισότητα μπορεί να είναι τυπική και να έχει
περισσότερο θεωρητικό χαρακτήρα ή να είναι ουσιαστική και να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά
την εκμετάλλευση και τη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων. Σε κάποια σημεία η κριτική του
Popper είναι εύστοχη, όπως στην κρίση της για τον ταξικό και εξουσιαστικό χαρακτήρα του
πλατωνικού πολιτικού σχεδιασμού, στην επισήμανση της πρόθεσης του Πλάτωνα να αναχαιτίσει
την πολιτική αλλαγή και στην επιδίωξη μιας αριστοκρατικής αναμόρφωσης του αθηναϊκού
πολιτεύματος.175
Ο Δεσποτόπουλος ισχυρίζεται πως ο Πλάτωνας ήταν τοποθετημένος στους αντίποδες του
ιστορισμού. Οι αληθινοί φιλόσοφοι πρέπει να εφεύρουν μια νέα κοινωνική δομή χωρίς καμία
βοήθεια από τα επιτεύγματα του παρελθόντος και γι’ αυτό πρέπει να βασίζονται στην υπερβατική
τους έμπνευση και σε μια μέθοδο δράσης πρακτικά εμπειρική.176
Η cherbakova–Castle σε ένα διάλογο της με τον Purtill ισχυρίζεται ότι ο Πλάτωνας είναι εχθρός
της δημοκρατίας, επειδή πίστευε ότι οι κοινοί άνθρωποι έπρεπε να καθοδηγούνται από τους
ειδήμονες. Αυτός ο ειδικός, που έπρεπε να αναλάβει την καθοδήγηση του πλήθους, ήταν ο

175 Για την κριτική του Πλάγγεση στον Popper βλ. Γιάννης Πλάγγεσης, ο. π., σ. 218-220.
176 Κωνσταντίνος Ι. Δεσποτόπουλος, ο. π., 136-137.

94
φιλόσοφος. Αντίθετα ο Purtill διατυπώνει τη άποψη ότι ο Πλάτωνας ήταν εχθρός της απλοϊκής
δημοκρατίας, που ελέγχεται από ανθρώπους χωρίς πολιτικές γνώσεις και χωρίς αντιστάσεις στην
επιρροή των δημαγωγών. Ήταν όμως φιλικά διακείμενος στην υπεύθυνη δημοκρατία των
ανθρώπων με συγκροτημένη προσωπικότητα.177
Ο Παπαδής αναγνωρίζει ότι ο Πλάτωνας συμπιέζει ασφυκτικά τα ατομικά και πολιτικά
δικαιώματα, για να πετύχει την ενότητα της πολιτείας. Θεωρεί όμως την κριτική του Popper άδικη,
υπερβολικά αυστηρή, προκατειλημμένη και ότι δεν θεμελιώνεται στα πλατωνικά κείμενα. Ο
Πλάτωνας, κατά τον Παπαδή, ενδιαφερόταν για το άτομο και την προστασία του από την
αυθαιρεσία των ισχυρών και γι’ αυτό λαμβάνει μέτρα με την εκπαίδευση για την ηπιότητα των
φυλάκων και με την κοινοκτημοσύνη για τη μη προσκόλλησή τους στα υλικά αγαθά, ώστε να μη
γίνουν μισητοί δεσπότες. Οι επικριτές του Πλάτωνα αρνούνται να δεχτούν ότι η πολιτεία υπάρχει
χάριν της ευδαιμονίας του ατόμου.178
Η Μαραγγιανού θεωρεί εσφαλμένη την πεποίθηση του Popper ότι υπάρχει χάσμα ανάμεσα στα
γεγονότα και τις αξίες και ότι μας αναγκάζει να δεχτούμε ότι κάθε μεταφυσική πρόταση στερείται
νοήματος, όπως συμβαίνει με την πολιτική φιλοσοφία του Πλάτωνα που στηρίζεται στη
μεταφυσική. Αν τα ηθικά ζητήματα που ενυπάρχουν στα κοινωνικά φαινόμενα τα ερευνήσουμε με
τη μέθοδο του κοινωνικού μηχανικού, τότε η ουσιαστική τους διάσταση θα μείνει αφανής και θα
οδηγηθούμε στον ηθικό μηδενισμό. Τα πολιτικά προβλήματα δεν είναι λογικής υφής, αλλά
προϋποθέτουν και μεταφυσικές, ηθικές και αισθητικές αρχές, τις οποίες ο Πλάτωνας αποκαλεί
Ιδέες.179
Η πλειοψηφία των μελετητών του Πλάτωνα αποδέχεται τις απόψεις του Popper για τον
ιστορικισμό και πως το πλατωνικό, πολιτικό πρόγραμμα διέπεται από απολυταρχικές ή
πατερναλιστικές θέσεις. Δεν δέχεται όμως τη θέση του Popper ότι ο Πλάτωνας είναι ένας από τους
στοχαστές που διατύπωσαν τις αρχές του ολοκληρωτισμού ή ότι περιέγραψε μια ολοκληρωτική
κοινωνία. Τα βασικότερα επιχειρήματα αναφέρονται στην έλλειψη βίας και καταστολής στην
ιδανική πολιτεία, στην επιδίωξη της συναίνεσης της κατώτερης τάξης και της ήπιας συμπεριφοράς
της ανώτερης τάξης για τη διαφύλαξη της ενότητας, στη μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ της
κλασικής αρχαιότητας και του 20ου αιώνα και στη διαφορά οπτικής των δύο φιλοσόφων για τη
σύγχρονή τους κοινωνία, την οποία ο Πλάτωνας αντιμετώπιζε ως χαοτική, ενώ ο Popper ως
ορθολογική.

177 Richard Purtill and L. Cherbakova, «Is Plato a friend or enemy of democracy?», στο Plato’s political philosophy
and contemporary democratic theory, ed. K. J. Boudouris, ICGPC, Athens 1997, vol. 1, p. 162-163.
178 Δημήτρης Παπαδής, «Άτομο και πολιτεία στην πολιτική σκέψη του Πλάτωνα», στο Πλατωνική πολιτική
φιλοσοφία, επιμ. Κ. Βουδούρης, ΔΙΚΕΦΙΠ, Αθήνα 1997, σ. 119-121.
179 Ευαγγελία Μαραγγιανού, «Η συνάρτηση μεταφυσικής και πολιτικής κατά Πλάτωνα», στο Πλατωνική πολιτική
φιλοσοφία, ο. π., σ. 68.

95
96
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Η ανθρώπινη σκέψη δεν λειτουργεί αποκομμένη από το περιβάλλον και την εποχή της. Η
στοχαστική δημιουργία είναι απότοκος των ερεθισμάτων του εξωτερικού περιβάλλοντος, των
κοινωνικών συνθηκών και των προσωπικών πεποιθήσεων του υποκειμένου, που διανοείται. Ο
Popper έγραψε την Ανοιχτή Κοινωνία και τους Εχθρούς της επηρεασμένος από την επικράτηση των
ολοκληρωτικών καθεστώτων στην Ευρώπη και αποφασισμένος να συμβάλλει με μαχητικό τρόπο
στον αγώνα υπέρ της ελευθερίας και της ισότητας. Κάτι ανάλογο συνέβη και με τον Πλάτωνα, η
σκέψη του οποίου θα ακολουθούσε διαφορετική διαδρομή, αν ζούσε σε άλλη εποχή, είχε
διαφορετική καταγωγή, παιδεία, ενδιαφέροντα και απογοητεύσεις.
Ο διανοούμενος ανήκει πρωτίστως στην εποχή του και επηρεάζεται από τα προβλήματα της. Ο
Popper στοχάστηκε για τον ολοκληρωτισμό αναζητώντας τις βαθύτερες ρίζες του, επειδή αυτό ήταν
το μεγάλο ζητούμενο της εποχής του. Ο Πλάτωνας ασχολήθηκε με τη σκιαγράφηση μιας ιδανικής
πολιτείας, επειδή έτσι πίστευε ότι θα ανακόψει την κρίση, που είχε στοιχειώσει τα νεανικά του
χρόνια.
Τα εργαλεία, που χρησιμοποιεί ο διανοούμενος, καθορίζονται από την εποχή, τις προτεραιότητες
και την προσωπικότητα του. Ο Popper κατηγορήθηκε πως σε κάποιες περιπτώσεις με την οξύτητα
των διατυπώσεών του έφτασε σε μια παρακινδυνευμένη και αμφιλεγόμενη ερμηνεία των κειμένων,
που σχολίαζε. Όταν ένας στόχος είναι ισχυρός και αδιαπραγμάτευτος, είναι φυσικό να παρασύρει
το στοχαστή σε επιλογές, που σε διαφορετική περίσταση θα απέφευγε. Όμως κάτι ανάλογο
προσάπτει και ο Popper στον Πλάτωνα, όταν τον κατηγορεί ότι προσπάθησε με τη γοητεία του
λόγου του και τη λογοτεχνική του γραφή να καλύψει την αδυναμία ορισμένων επιχειρημάτων του.
Ο Popper με τα πολιτικά του έργα προσπάθησε να σκιαγραφήσει και να υπερασπιστεί τις αξίες
της ανοιχτής ή φιλελεύθερης κοινωνίας. Επέλεξε να αναμετρηθεί γι’ αυτό το σκοπό με το έργο του
Πλάτωνα, ενός από τους σημαντικότερους στοχαστές της αρχαιότητας, που ένα μεγάλο μέρος των
διανοουμένων είχε εξιδανικεύσει σε απόλυτο βαθμό. Αν κατάφερνε να κλονίσει το κύρος ενός
μεγάλου υπερασπιστή της κλειστής κοινωνίας, τότε θα κατέγραφε μια σπουδαία νίκη. Αυτή θα του
επέτρεπε να ανοίξει με καλύτερους όρους το δεύτερο μέτωπο, που ενδεχομένως τον ενδιέφερε
περισσότερο, με το Hegel και το Marx, η σκέψη των οποίων στον 20ο αιώνα είχε μεγάλη απήχηση.
Από τους σύγχρονους φιλοσόφους επέλεξε αυτούς λόγω της επιρροής του έργου τους και επειδή
τους αντιλαμβανόταν ως ανάχωμα στη φιλελεύθερη σκέψη, που ξεκινώντας από τον John Locke
και τον John Stuart Mill, είχε καταφέρει να επαναφέρει στο σύγχρονο κόσμο τις αξίες της ανοιχτής
κοινωνίας.
Η απόδοση από τον Popper στον Πλάτωνα της κατηγορίας του ολοκληρωτισμού φαίνεται ότι
έγινε “εν θερμώ” και γι’ αυτό δεν υιοθετήθηκε από τους μετέπειτα μελετητές του έργου του. Ήταν

97
τόσο μεγάλη η χρονική απόσταση και τόσο πολύ διαφορετικές οι συνθήκες ανάμεσα στις δύο
εποχές που ήταν δύσκολο να διατυπωθούν πειστικές αντιστοιχίσεις. Πόσα κοινά στοιχεία
μπορούσαν να εντοπιστούν μεταξύ μιας ολιγάριθμης πολιτικής κοινότητας της αρχαιότητας, που
ασχολούνταν με την αγροτική και εμπορική οικονομία χωρίς ιδιαίτερα τεχνολογικά μέσα, με τις
μαζικές και εκβιομηχανισμένες κοινωνίες του 20ου αιώνα, ώστε να υπάρξουν πειστικές αναλογίες
ως προς την πολιτική τους συμπεριφορά;
Ο Popper, ενώ μπορούσε να εντοπίσει περισσότερα ολοκληρωτικού χαρακτήρα στοιχεία σε άλλες
περιόδους του ευρωπαϊκού παρελθόντος, π.χ. στην πρακτική και τις πεποιθήσεις των μεσαιωνικών
χρόνων, εστίασε το ενδιαφέρον του αποκλειστικά σε ένα θεωρητικό έργο που ο δημιουργός του δεν
ευτύχησε στις απανωτές απόπειρες υλοποίησής του. Ο ολοκληρωτισμός επιβλήθηκε στη Ρωσία,
στη Γερμανία και στην Ιταλία των αρχών του 20ου αιώνα, σε χώρες που ο πληθυσμός τους
διατηρούσε ακόμη πολύ έντονους δεσμούς με το πιο πρόσφατο μεσαιωνικό του παρελθόν παρά με
την ελληνική αρχαιότητα. Η ύπαρξη ενός τεράστιου χάσματος από τα αρχαία χρόνια ως τη
φιλοσοφική σκέψη του 19ου αιώνα χωρίς καμία αναφορά σε ενδιάμεσες περιόδους αποδυνάμωσε
τη δύναμη της επιχειρηματολογίας του Popper.
Σχεδόν όλοι οι μελετητές δέχονται ότι η δομή εξουσίας, που σκιαγράφησε ο Πλάτωνας, έχει
έντονα απολυταρχικά ή πατερναλιστικά χαρακτηριστικά, είναι όμως πολύ επιφυλακτικοί στο να τα
αντιμετωπίσουν ως ολοκληρωτικά. Η αποφυγή άσκησης βίας και εκμετάλλευσης προς την
κατώτερη τάξη, η προσπάθεια να εξασφαλιστεί η συναίνεση των παραγωγών για τη διακυβέρνηση
των φυλάκων στη βάση της επωφελούς αναγκαιότητας κι όχι της τρομοκρατίας, οι πάρα πολλές
απαιτήσεις του πλατωνικού εκπαιδευτικού προγράμματος από τα μέλη της άρχουσας τάξης για την
εμπέδωση ενός αισθήματος αφοσίωσης στις υποθέσεις της κοινότητας, η λειτουργία της
κοινοκτημοσύνης για την αποφυγή της ιδιοτέλειας και του πλουτισμού, όλα αυτά κάνουν να
φαίνεται, ιδιαίτερα στους υποστηρικτές του, ότι ο Πλάτωνας είχε αγαθές προθέσεις και ότι
επεδίωκε να διασφαλίσει την ευδαιμονία των ανθρώπων ή έστω την ενότητα της κοινωνίας παρά να
επιβάλει μια σκληρή και τυραννική εξουσία.
Τέλος, αρκετά ισχυρό είναι και το επιχείρημα ότι ο Popper άσκησε κριτική στον Πλάτωνα
επηρεασμένος από τις ιδεολογικές του προτιμήσεις. Κατ’ επανάληψη είχε γράψει πως θεωρούσε τις
δυτικές, φιλελεύθερες δημοκρατίες ως μια από τις καλύτερες μορφές διακυβέρνησης που είχε
γνωρίσει ο κόσμος. Ακόμα και αν είχε δίκαιο σε αυτή τη διαπίστωση, το γεγονός ότι επιχείρησε να
πολεμήσει τον τότε μεγάλο τους αντίπαλο, τη μαρξιστική ιδεολογία, ξεκινώντας από τον Πλάτωνα
δείχνει πως η κριτική του τελούσε υπό την επιρροή των πολιτικών του επιλογών.

98
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Annas Julia, Εισαγωγή στην Πολιτεία του Πλάτωνα, μτφρ. Χρυσούλα Γραμμένου, Καλέντης,
Αθήνα 2006.
- Arendt Hanna, Το ολοκληρωτικό σύστημα: το τρίτο μέρος από το έργο πηγές του ολοκληρωτισμού,
μτφρ. Γιάννης Λάμψας, Ευρύαλος, Αθήνα 1988.
- Bambrough Renford, Plato, Popper and politics: some contributions to a modern controversy,
Cambridge, New York 1967.
- Barker Ernest, Ο πολιτικός στοχασμός στην αρχαία Ελλάδα: ο πλάτων και οι καταβολές του, μτφρ.
Κωνσταντίνος Κολιόπουλος, Ποιότητα, Αθήνα 2007.
- Berstein Serge & Milza Pierre, Ιστορία της Ευρώπης 3: διάσπαση και ανοικοδόμηση της Ευρώπης,
1919 έως σήμερα, μτφρ. Μιχάλης Κοκολάκης, Αλεξάνδρεια, τομ. 3, Αθήνα 1997.
- Bormann Karl , Πλάτων, μτφρ. Ιωάννης Γ. Καλογεράκος, Α. Καρδαμίτσας, Αθήνα 2006.
- Dies Auguste, Μεγάλοι Έλληνες: Πλάτων, μτφρ. Χρήστος Μαρκέτης, Εκδόσεις Σκάϊ, τόμ. 2,
Αθήνα 2009.
- Dies Auguste, Πλάτων: ο άνθρωπος, η εποχή του, το έργο του, μτφρ. Χρήστος Μαρκέτης, Ζήτα,
Αθήνα χ.χ.
- Gauchet Marcel, Η άνοδος της δημοκρατίας III: η δημοκρατία υπό τη δοκιμασία των
ολοκληρωτισμών, 1914-1974, μτφρ. Αλέξανδρος Κιουπκιολής, Πόλις, Αθήνα 2012.
- Guthrie W. K. C., Οι σοφιστές, μτφρ. Δαμιανός Τσεκουράκης, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής
Τραπέζης , Αθήνα 1991.
- Klosko George, The development of Plato’s political theory, Methuen, New York and London
1986.
- Lesky Albin, Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, μτφρ. Αγαπητού Γ. Τσοπανάκη, Αφοι
Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1981.
- Mosse Claude, Η ιστορία των πολιτικών θεωριών στην αρχαία Ελλάδα, μτφρ. Φοίβος Αρβανίτης,
Δαίδαλος – Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα χ.χ.
- Pappas Nickolas, Πολιτεία του Πλάτωνα: ένας οδηγός ανάγνωσης, μτφρ. Δημήτρης
Παπαγιαννάκος, Εκδόσεις Οκτώ, Αθήνα 2006.
- Popper Karl, Τι είναι διαλεκτική & Γνωσιοθεωρία χωρίς γνωστικό αντικείμενο, εισ.-μτφρ.-σημ. Στ.
Δημόπουλος, Βάνιας, Θεσσαλονίκη χ.χ.
- Purtill Richard and Cherbakova L.: «Is Plato a friend or enemy of democracy?», στο Plato’s
political philosophy and contemporary democratic theory, ed. K. J. Boudouris, ICGPC, vol. 1,
Athens 1997.

99
- Raphael Frederic, Πόπερ: ο Ιστορισμός και η Πενία του, μτφρ. Ιφιγένεια Σταροπούλου, Ενάλιος,
Αθήνα 2007.
- Schmidt Manfred G., Θεωρίες της δημοκρατίας, μτφρ. Ελευθερία Δεκαβάλλα, Σαββάλας, Αθήνα
2004.
- Taylor A. E., Πλάτων: ο άνθρωπος και το έργο του, μτφρ. Ιορδάνης Αρζόγλου, Μορφωτικό Ίδρυμα
Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2003.
- Veggeti Mario, Ιστορία της Αρχαίας Φιλοσοφίας, μτφρ. Γιάννης Α. Δημητρακόπουλος, Τραυλός,
Αθήνα 2003.
- Vlastos Gregory, Πλατωνικές μελέτες, μτφρ. Ιορδάνης Αρζόγλου, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής
Τραπέζης, Αθήνα 2000.
- Wilcken Ulrich, Αρχαία ελληνική ιστορία, μτφρ. Ιω. Τουλουμάκος, Παπαζήσης, Αθήνα 1976.
- Αυγελής Νίκος, Εισαγωγή στη φιλοσοφία, Αντ. Σταμούλης, Θεσσαλονίκη 2012.
- Δεσποτόπουλος Κωνσταντίνος Ι., Πολιτική φιλοσοφία του Πλάτωνος, Παπαζήσης, Αθήνα 1980.
- Θεοδωρακόπουλου Ιωάννου Ν., Πλάτωνος Φαίδρος, Εστία, Αθήνα 2013.
- Θουκυδίδου, Ιστορίαι, μτφρ. Έλλη Λαμπρίδη, Βιβλίο Β, Γκοβόστης, τομ.1, Αθήνα 1962.
- Κάλφας Βασίλης & Ζωγραφίδης Γιώργος, Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι, Ινστιτούτο Νεοελληνικών
Σπουδών, Αθήνα 2013.
- Καστοριάδης Κορνήλιος, Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για μας σήμερα,
Ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 1986.
- Καστοριάδης Κορνήλιος, Οι ομιλίες στην Ελλάδα, Ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 1990.
- Καστοριάδης Κορνήλιος, Ο Πολιτικός του Πλάτωνα: επτά σεμινάρια στην EHESS, μτφρ. Ζωή
Καστοριάδη, Πόλις, Αθήνα 2001.
- Κελεσίδου Άννα, «Οι κατήγοροι του Σωκράτη», στο Η δίκη του Σωκράτη, Κυριακάτικη
Ελευθεροτυπία, Αθήνα 2011.
- Λεξικό Στοχαστών του 20ου αιώνα: πολιτικός οδηγός για τον 21ο, επιμ. Robert Benewick & Philip
Green, Σαββάλας, Αθήνα 2011.
- Μακρής Σπύρος, Karl Popper: διαψευσιμότητα, ιστορικισμός και ανοιχτή κοινωνία, Ι. Σιδέρης,
Αθήνα 2013.
- Μακρής Σπύρος, Φιλελευθερισμός: φιλοσοφικές απαρχές και σύγχρονες τάσεις, από τον Αριστοτέλη
στον John Rawls, Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2007.
- Μαραγγιανού Ευαγγελία: «Η συνάρτηση μεταφυσικής και πολιτικής κατά Πλάτωνα», στο
Πλατωνική πολιτική φιλοσοφία, επιμ. Κ. Βουδούρης, ΔΙΚΕΦΙΠ, Αθήνα 1997.
- Παπαδής Δημήτρης: «Άτομο και πολιτεία στην πολιτική σκέψη του Πλάτωνα», στο Πλατωνική
πολιτική φιλοσοφία, επιμ. Κ. Βουδούρης, ΔΙΚΕΦΙΠ, Αθήνα 1997.

100
- Παπαϊωάννου Σ. Κώστας, Η γένεση του ολοκληρωτισμού: οικονομική υπανάπτυξη και κοινωνική
επανάσταση, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 1991.
- Πελεγρίνης Θεοδόσης, Λεξικό της Φιλοσοφίας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2004.
- Πελεγρίνης Ν. Θεοδόσιος, Αρχές Φιλοσοφίας, Ο.Ε.Δ.Β., Αθήνα 2005.
- Πελεγρίνης Ν. Θεοδόσιος, Οι πέντε εποχές της φιλοσοφίας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1998.
- Πλάγγεσης Γιάννης, Αρχαία ελληνική πολιτική και κοινωνική φιλοσοφία: σοφιστές, Πλάτων,
Αριστοτέλης, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2010.
- Πλάτων, Πολιτεία, εισ.-μτφρ.-ερμ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, Πόλις, Αθήνα 2002.
- Πλάτων, Πρωταγόρας, εισ.-μτφρ.-σχ. Ηλίας Σ. Σπυρόπουλος, Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2009.
- Πλάτων, Τίμαιος, εισ.-μτφρ.-σχ. Βασίλης Κάλφας, Εστία, Αθήνα 1995.
- Πλάτων, Φαίδων, εισ.-μτφρ.-σχ. Ιωάννης Πετράκης, Εστία, Αθήνα 2014.
- Πλάτωνος, Επιστολή Ζ΄, εισ.-μτφρ.-σημ. Ηρώ Ε. Κορμπέτη, Στιγμή, Αθήνα 1997.
- Πόππερ Καρλ, Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της: η γοητεία του Πλάτωνα, μτφρ. Ειρήνης
Παπαδάκη, Δωδώνη, τομ. 1, Αθήνα 1980.
- Πόππερ Καρλ, Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της: Hegel, Marx και τα επακόλουθα, μτφρ.
Ειρήνη Παπαδάκη, Δωδώνη, τομ. 2, Αθήνα-Γιάννινα 1982.
- Πόππερ Καρλ, Η ένδεια του ιστορικισμού, μτφρ. Αθανάσιος Σαμαρτζής, Ευρασία, Αθήνα 2005.
- Πόππερ Ρ. Καρλ, Η ζωή είναι επίλυση προβλημάτων: σκέψεις για την επιστήμη, την ιστορία και την
πολιτική, μτφρ. Ηλίας Κρίππας, Μελάνι, Αθήνα 2011.
- Ρουσόπουλος Γιώργος, Ο Κύκλος της Βιέννης και η επιστημονική κοσμοαντίληψη, Εκδόσεις Οκτώ,
Αθήνα 2010.
- Ρώμας Χρίστος, «Η κρίση της αριστοκρατικής κοινωνίας», στο Ιστορία των Ελλήνων: αρχαϊκοί
χρόνοι, Δομή, τομ. 2, Αθήνα χ.χ.
- Σακελλαρίου Β. Μ., Η αθηναϊκή δημοκρατία, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο
2012.
- Τσέλλερ-Νέστλε, Ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας, μτφρ. Χ. Θεοδωρίδη, Εστία, Αθήνα 1994.
- Το Φιλοσοφικό Λεξικό του Cambridge, επιμ. Robert Audi, Κέδρος, Αθήνα 2011.
- Φρήντριχ Καρλ Γιοακίμ, Ολοκληρωτική δικτατορία, μτφρ. Γιάννης Καραπαπάς, Τροπή, Αθήνα
2012.
Δικτυακοί τόποι
- Stanford encyclopedia of philosophy (http://plato.stanford.edu/entries/popper/)

101

You might also like