You are on page 1of 9

ΟΙ ΤΡΑΓΙΚΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ

ΑΙΣΧΥΛΟΣ (525-456 π.Χ.)

Γεννήθηκε στην Ελευσίνα και πέθανε στις Συρακούσες κατά τη διάρκεια επίσκεψής του.
Διακρίθηκε ως στρατιώτης στον Μαραθώνα και τη Σαλαμίνα κατά τους Περσικούς
Πολέμους. Ο τόπος καταγωγής του, έδωσε το έναυσμα στον ποιητή για την ενασχόλησή του
με το θέατρο, λόγω της έντονης παρουσίας της διονυσιακής λατρείας, μέσω των Ελευσίνιων
μυστηρίων. Η πολιτική κατάσταση στην Αθήνα υπήρξε καταλυτική για την πνευματική
διαμόρφωση του ποιητή. Ως νεαρός, ο Αισχύλος έζησε την κατάλυση της τυρρανίδας με τις
δραστικές μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη και τη διάσωση της νεόδμητης πολιτείας από τον
απειλητικό συνασπισμό των γειτόνων. Σημαντικότερη, όμως, αναφορά είναι αυτής της
Περσικής εισβολής και ο ρόλος που διαδραμάτισε και ο ίδιος ως πολεμιστής, που δεν
αποτελούσε μόνο εδαφική διεκδίκηση, αλλά και κατάλυση της ίδιας της έννοιας του
πολιτισμού. Υπολογίζεται ότι έγραψε 90 έργα, από τα οποία γνωρίζουμε τους τίτλους των
79, αλλά σώζονται ακέραια μόνο τα παρακάτω 7 καθώς και πλήθος αποσπασμάτων:

 Ικέτιδες (490;)
 Πέρσαι (472)
 Επτά επί Θήβας (469)
 Προμηθεύς Δεσμώτης (460;)
 Ορέστεια (458)

Η Ορέστεια αποτελεί και τη μοναδική σωζώμενη τριλογία με τα έργα Αγαμέμνων, Χοηφόροι,


Ευμενίδες. Περίπου το ένα τέταρτο των έργων του ήταν σατυρικά δράματα, είδος για το
οποίο ο Αισχύλος είχε χαρακτηριστεί ως αυθεντία.

Μέσα από τα έργα του Αισχύλου μπορούμε να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη του Αρχαίου
Ελληνικού Θεάτρου. Ο Αισχύλος μπορεί να θεωρηθεί δικαίως ο θεμελιωτής της ευρωπαϊκής
δραματουργίας. Στα παλαιότερα κείμενα, ο χορός αριθμεί ακόμη 50 χορευτές, όπως στο
διθύραμβο, και υπάρχει μόνο ένας ηθοποιός. Μειώνοντας το μέγεθος του χορού στους 12
και εισάγοντας έναν δεύτερο υποκριτή στο έργο, έκανε το δραματικό μέρος εξίσου
σημαντικό με το λυρικό. Αυτή η μετάβαση από την ορατοριακή στη δραματική μορφή
διακρίνεται στα πρώιμα έργα του. Στις Ικέτιδες ο χορός πρωταγωνιστεί, στους Πέρσες ο
χορός συνεχίζει να δίνει στο έργο τη μορφική του ενότητα, αλλά στους Επτά επί Θήβας
κυριαρχεί σαφώς ο πρωταγωνιστής. Στα όψιμα έργα του, ο Αισχύλος αξιοποίησε -με
εντελώς προσωπικό τρόπο- την καινοτομία του τρίτου υποκριτή που εισήγαγε ο Σοφοκλής.

Ο Αισχύλος συνήθως συνέδεε τα τρία έργα της τριλογίας με τέτοιο τρόπο ώστε κάθε τμήμα
της, αν και ολοκληρωμένο από μόνο του, αποτελούσε ταυτόχρονα μέρος μιας ευρύτερης
ενότητας. Έτσι, έδινε στη δραματουργία του ένα εύρος, απαραίτητο για τις κολοσσιαίες
έννοιες που πραγματευόταν. Το διάγραμμα που ακολουθούσαν τα τρία έργα μπορεί να
συνοψιστεί επιγραμματικά ως προσβολή, ανταπόδοση και λύση. Η αμαρτία προκαλεί άλλη
αμαρτία, ώσπου επιβάλλεται η δικαιοσύνη.
Αυτές οι συλλήψεις υποστηρίζονταν από θαρραλέα δραματουργική τεχνική, τεράστια
συμπύκνωση, θαυμαστή αίσθηση της δομής και υπέροχη ποίηση. Ο Αισχύλος
χρησιμοποίησε στο μέγιστο βαθμό το θέαμα και το χρώμα, και χάρη στην ομορφιά και τη
δύναμη των χορικών του μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ως ένας από τους μεγαλύτερους
λυρικούς ποιητές. Με το πολύπλευρο ταλέντο του, ο Αισχύλος επέβαλε στο θέατρο μια
ενότητα που σύντομα έμελε να χαθεί: ήταν ταυτόχρονα δραματικός ποιητής, σκηνοθέτης,
πρωταγωνιστής, σκηνογράφος, συνθέτης και χορογράφος των έργων του.

Το Πάριο Μάρμαρο σημειώνει για το 484 π.Χ. την πρώτη του νίκη. Νίκησε ακόμα 12 φορές
όσο ζούσε, με την νίκη της τετραλογίας Φινεύς, Πέρσαι, Γλαύκος Ποτνίευς και το σατυρικό
δράμα Προμηθεύς Πυρκαεύς να χρονολογείται το 472 π.Χ., όπου χορηγός του ήταν ο ίδιος ο
Περικλής.

Ως μοναδική τιμή στο πρόσωπό του, επετράπη, μετά θάνατον, να ξαναπαίζονται τα έργα
του στις αθηναϊκές γιορτές, όπου κανονικά γίνονταν δεκτά μόνο νέα έργα.

ΣΟΦΟΚΛΗΣ (496-406 π.Χ.)

Γεννήθηκε στον Κολωνό από εύπορη οικογένεια. Ήταν ονομαστός, από νεαρή ακόμα ηλικία,
για την ωραία φωνή και το παράστημά του, παίρνοντας μέρος σε χορό αγοριών προς τιμήν
της νίκης στη ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 π.Χ. . Έλαβε φροντισμένη ανατροφή και είχε
διακριτή επιτυχία στο γυμναστήριο και τη μουσική αγωγή. Νεώτερος και πολύ διαφορετικός
σε ιδιοσυγκρασία από τον προκάτοχό του, ο μεγάλος αυτός δραματουργός υπήρξε
φιλαθηναιότατος πολίτης. Γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι δεν έφυγε ποτέ από την Αθήνα,
παρά μόνο για να την υπηρετήσει. Ήταν βαθύτατα δεμένος με την πατρίδα στην
προσωπική, ποιητική, πολιτική και θρησκευτική ζωή του. Κατείχε σημαντικά δημόσια και
στρατιωτικά αξιώματα και έχαιρε πάντοτε του σεβασμού και της εκτίμησης των συμπολιτών
του.

Η πιο παραγωγική περίοδος της ζωής του συμπίπτει με τη λαμπρότερη φάση της Αθηναϊκής
ιστορίας, τον Χρυσό Αιώνα του Περικλή. Κάλυψε δραματουργικά την πιο ζωτική και κρίσιμη
περίοδο, από την απόκρουση της ξένης απειλής στους Περσικούς Πολέμους, την
επακόλουθη οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη, μέχρι τα χρόνια της παρακμής. Πέθανε
λίγο πριν την τελική ήττα των Αθηνών από τη Σπάρτη στον Πελοποννησιακό Πόλεμο.

Ο Σοφοκλής έγραψε περί τα 100 έργα, από τα οποία σώζονται μόνο 7 τραγωδίες, καθώς και
ουσιώδη μέρη ενός σατυρικού δράματος με τίτλο Ιχνευταί και θέμα την κλοπή των
κοπαδιών του Απόλλωνα από τον Ερμή. Τα σωζώμενα έργα είναι τα εξής:

 Αίας (442;)

 Αντιγόνη (441;)

 Τραχίνιαι (περ. 429)

 Οιδίπους Τύρρανος (περ. 429)


 Ηλέκτρα (409)

 Φιλοκτήτης (409)

 Οιδίπους επί Κολωνώ (406-5 παρουσιάστηκε μετά θάνατον από τον γιο του)

Ο επιγραφικός κατάλογος των νικητών για τα Μεγάλα Διονύσια αποδίδει στον Σοφοκλή 18
νίκες , ενώ σε καμία δεν ήρθε τρίτος. Το Πάριο Μάρμαρο τοποθετεί στο 468 την πρώτη του
θεατρική εμφάνιση με την τετραλογία Τριπτόλεμος, που του χάρισε ταυτόχρονα και την
πρώτη του νίκη.

Μολονότι τα έργα του παρουσιάζονταν παράλληλά με αυτά του Ευριπίδη, διακρίνονται


από μια γαλήνια ισορροπία –γνώρισμα που λείπει από τον νεώτερο σύγχρονό του-, που
προέρχεται από την αντιμετώπιση των δεινών και όχι από την αποφυγή τους. Ελάχιστες
στιγμές της δραματουργίας είναι δυνατότερες από τις τραγικές κλιμακώσεις του Σοφοκλή. Η
γλώσσα του είναι πιο καθαρή και αιχμηρή απ’ αυτή του Αισχύλου, κληρονόμησε όμως το
ενδιαφέρον του προκατόχου του για τα ζητήματα του ηθικού νόμου, αν και τα τοποθέτησε
σε πλαίσιο πιο άμεσα αναγνωρίσιμο από το κοινό του. Τα θέματά του, αν και κοσμολογικά,
είναι ωστόσο πιο ανθρώπινα, στενά συνεδεμένα με τις πολυπλοκότητες των ανθρώπινων
σχέσεων μάλλον, παρά με τις σχέσεις ανάμεσα σε θεούς και ανθρώπους. Η πλοκή στα έργα
του Σοφοκλή είναι πιο σύνθετη, το χτίσιμο των χαρακτήρων του πιο λεπτό, τα λυρικά του
μέρη πιο ευλύγιστα και αρμονικά. Η τεχνική του συνίσταται συχνά στο γεγονός ότι
απομονώνει δυναμικά, πολυμήχανα άτομα μέσα σε συνθήκες κρίσης –ο Οιδίπους Τύρρανος
διαδραματίζεται σε μια πόλη ρημαγμένη από τον λοιμό, η Αντιγόνη στην ίδια πόλη
αποδεκατισμένη από τον πόλεμο, το βασικό πρόσωπο του Φιλοκτήτη είναι ένας απέλπις
απόβλητος σ’ένα ερημονήσι –και παρουσιάζει τις αντιδράσεις τους στις διάφορες αξιώσεις
που τους επιβάλλονται.

Σε μια εποχή όπου η σκοπιμότητα επικρατούσε ως το μοναδικό κίνητρο, ο Σοφοκλής δεν


έπαψε να επαναβεβαιώνει την αναγκαιότητα ανταπόκρισης σε μια ανώτερη ηθική
προσταγή. Ωστόσο, είναι πάντοτε πρόθυμος να τιμήσει τις καθαρά ανθρώπινες ιδιότητες,
κατορθώνοντας να εξισορροπεί την παλιά θρησκεία και με τα νέα ήθη. Το τελευταίο του
έργο είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα του ήρεμου και ισορροπημένου χαρακτήρα του –ο
Οιδίπους, μετά από μια βασανισμένη ζωή, οδεύει επιτέλους προς μια ήσυχη τελευτή –αλλά
προοιωνίζεται και το κλείσιμο μιας εποχής. Παρ’όλο που τα μεγάλα πνεύματα, όπως ο
Οιδίπους, μπορούν να συνεχίσουν να ζουν στο θρύλο και στην παράδοση, ο ζωντανός
κόσμος αφήνεται στα χέρια κατώτερων ανθρώπων.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ (484-406 π.Χ.)

Ο τελευταίος μεγάλος τραγικός ποιητής γεννήθηκε κατά πάσα πιθανότητα στη Σαλαμίνα
από τον κτηματία Μνήσαρχο και την Κλειτώ, που άνηκαν στον δήμο της Φλύας, και πέθανε
την ίδια χρονιά με τον Σοφοκλή. Γνωρίζουμε ελάχιστα για τη ζωή του, εξαιτίας της τάσης
απομονωτισμού, που προέκυψε ίσως από την απροθυμία του να συμμετέχει ενεργά στη
δημόσια ζωή. Εν αντιθέσει με τον Αισχύλο και τον Σοφοκλή, ο Ευριπίδης φαίνεται να είχε
αφιερώσει όλη του τη ζωή στη συγγραφή έργων, και ξεχωρίζει ως ατομικιστής σε μια εποχή
που ακόμη τιμούσε το ιδεώδες του καθήκοντος προς τους συμπολίτες. Χαρακτηρίστηκε
επίσης, μισογύνης από τον κωμικό ποιητή Αριστοφάνη –εμφανίζεται, μάλιστα, ως
χαρακτήρας σε 2 έργα του – για τον τρόπο με τον οποίο παρουσίαζε τη γυναικεία φύση στα
έργα του, παρά τη φανερή συμπαράταξη του με τα γυναικεία προβλήματα και δικαιώματα,
όπως τα εκθέτει, για πράδειγμα, στη Μήδεια.

Λέγεται ότι έγραψε περίπου 92 έργα, εκ των οποίων σώζονται ακέραια 17 τραγωδίες και το
μοναδικό ολοκληρωμένο σατυρικό δράμα Κύκλωψ. Οι σωζώμενες τραγωδίες του είναι οι
εξής:

 Άλκηστις (438)

 Μήδεια (431)

 Ιππόλυτος (428)

 Ηρακλείδαι (428;)

 Ανδρομάχη

 Εκάβη (426;)

 Ικέτιδες

 Ηλέκτρα

 Τρωάδες (415)

 Ηρακλής Μαινόμενος

 Ιφιγένεια εν Ταύροις (414;)

 Ελένη (412)

 Ίων

 Φοίνισσαι (411)

 Ορέστης (408)

 Βάκχαι

 Ιφιγένεια εν Αυλίδι (παρουσιάστηκε μετά θάνατον)

Ενόσω ζούσε, ο Ευριπίδης προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον και πολλές αντιδράσεις με το


ρεαλισμό του, το ενδιαφέρον του για την παθολογική ψυχολογία, τις περιγραφές
ερωτευμένων γυναικών ,τη νέα, συναισθηματική μουσική του, και ανορθοδοξία του και
την άφθονη επιχειρηματολογία του. Σκεπτικιστής, με κριτική στάση, ενδιαφερόταν
περισσότερο για το άτομο και λιγότερο για την κοινότητα, και πραγματευόταν λιγότερο
τα μεγάλα ηθικά και θρησκευτικά ζητήματα και περισσότερο τα προσωπικά
συναισθηματικά και πάθη –έρωτα, μίσος, εκδίκηση -, καθώς και συγκεκριμένα
κοινωνικά ζητήματα όπως τα ατομικά δεινά κατά τον πόλεμο. Προσπάθησε να
κατεβάσει την τραγωδία στη γη χρησιμοποιώντας πιο καθημερινή γλώσσα, δημοφιλείς
μουσικές φόρμες, και ήρωες που –παρά την καταγωγή τους, από τη μυθολογία και τους
θρύλους – είχαν αναγνωρίσιμες αντιστοιχίες με πρόσωπα της Αθήνας του 5 ου αιώνα.

Το περιβάλλον με τη μορφή του θεατρικού κοινού στάθηκε αρνητικό απέναντι στον


Ευριπίδη. Υπήρξε ο λιγότερο δημοφιλής από τους 3 σπουδαίους, κερδίζοντας μόνο
πέντε φορές τη νίκη. Για πρώτη φορά του δόθηκε χορός στους δραματικούς αγώνες του
455, οπότε παρουσίασε τις Πελιάδες και γνώρισε την πρώτη του ήττα. Μόλις το 441,
σύμφωνα με το Πάριο Μάρμαρο κέρδισε το πρώτο του βραβείο. Μόνο τέσσερις φορές
όσο ζούσε του έδειξε αυτή την εύνοια η Νίκη, που την επικαλείται ο χορός στο τέλος της
Ιφιγένειας εν Ταύροις, των Φοινισσών και του Ορέστη. Ο αριθμός αυτός είναι πολύ
μικρός, αν σκεφτούμε ότι του δόθηκε χορός είκοσι δύο φορές. Στις πέντε αυτές νίκες,
συνυπολογίζεται και αυτή που κέρδισε μετά θάνατον μια τετραλογία του ποιητή, σε
παράσταση που επιμελήθηκε ο γιος του.

Ο Αριστοτέλης περιγράφει τον Ευριπίδη ως τον «τραγικότερο των ποιητών». Πράγματι,


ίσως οι καλύτερες στιγμές του έργου του βρίσκονται σε τραγωδίες όπως η Μήδεια, ο
Ιππόλυτος, οι Βάκχες, οι Τρωάδες και η Εκάβη. Η Ηλέκτρα και ο Ορέστης, όπου
ορισμένοι κριτικοί βρήκαν μόνο μια κακότροπη ηρωίδα κι έναν μικρόψυχο ήρωα
αντίστοιχα, αποτελούν εξαιρετικές σπουδές της νοσηρότητας και της παραφροσύνης· Η
Άλκηστις, ο Ίων και η Ιφιγένεια εν Ταύροις είναι έξοχα δείγματα τραγικωμωδίας ή
ρομαντικού δράματος· Η Ελένη απολαυστικής λεπτής κωμωδίας· και οι Φοίνισσες
προσεγγίζουν ίσως περισσότερο την επική αφήγηση. Όλα, εκτός από το τελευταίο,
φανερώνουν έναν Ευριπίδηαριστοτέχνη της μη τραγικής δραματικής γραφής.

Μία από τις καινοτομίες του Ευρυπίδη υπήρξε και η χρήση προλόγου με τη σύγχρνη
έννοια του όρου. Αντικατέστησε, δηλαδή, το εναρκτήριο χορικό, όπως το
χρησιμοποιούσε ο Αισχύλος, ή τη διαλογική σκηνή με την οποία αρχίζουν όλα τα
σωζώμενα έργα του Σοφοκλή, με έναν πρόλογο τον οποίο εκφωνούσε ένα πρόσωπο του
έργου, κι άλλοτε κάποιος θεός εκτός δράσης. Επίσης, επιτάχυνε και τη διαδικασία
περιορισμού και συρρίκνωσης του ρόλου του χορού. Σε μερικά, μάλιστα, έργα όπως λ.χ.
στη Μήδεια και στον Ιππόλυτο, όπου ασχολήθηκε περισσότερο με τα ατομικά
συναισθήματα παρά με τα μεγάλα δημόσια γεγονότα που κυριαρχούσαν στις
προγενέστερες τραγωδίες, είναι πολύ πιθανό να ένιωσε το χορό σαν πραγματικό βάρος.
Οι διάδοχοι του Ευριπίδη θα επιχειρήσουν μάλιστα να καταργήσουν εντελώς τον χορό,
χρησιμοποιώντας μια στοιχειώση ομάδα τραγουδιστών και χορευτών για να σπάσουν
τη δράση με ανεξάρτητα ιντερλούδια. Η προσαρμογή αυτή οδήγησε τελικά, μέσω του
Σένεκα, στην ελισαβετιανή επινόηση ενός άσχετου με το έργο προσώπου, που
ονομαζόταν Χορός και εκφωνούσε έναν πρόλογο.

Ο ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ ΚΑΙ Η ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΩΜΩΔΙΑ


Ενώ η τραγωδία εξελισσόταν στα χέρια των τριών αυτών μεγάλων δραματουργών, οι
διάφορες μορφές κωμωδίας συγχωνεύτηκαν για να μας δώσουν τα έργα της Αρχαίας
Αττικής Κωμωδίας. Είχε πολύ πιο αυστηρή και σύνθετη μορφή από την αττική τραγωδία,
μολονότι προήλθε κι αυτή από την ανάμειξη χορικών και υποκριτικών στοιχείων. Η λέξη
κωμωδία (κωμός+ωδή) σήμαινε αρχικά «τραγούδι σε πανηγυρική πομπή». Μια μορφή
διονυσιακής πομπής σχετιζόταν με τελετές γονιμότητας: ήταν ένα μείγμα τραγουδίων,
χορού, χυδαίων αστεϊσμών προς τους παριστάμενους, και αθυροστομίας· από εδώ, κατά
τον Αριστοτέλη, προέρχεται η κωμωδία, η οποία βεβαίως περιείχε όλα αυτά τα στοιχεία, και
ακόμη τη χρήση του φαλλού, συμβόλου γονιμότητας. Μια αλλη μορφή κώμου, που
απεικονίζεται σε αγγειογραφίες, περιλαμβάνει τη μεταμφίεση των μετεχόντων σε ζώα ή
πουλιά. Η επιρροή αυτού του τύπου διονυσιακής πομπής στην κωμωδία είναι
εμφανέστατη, αφού ο κωμικός χορός ήταν συχνά μεταμφιεσμένος (όπως στα έργα του
Αριστοφάνη Σφήκες, Όρνιθες και Βάτραχοι).

Η Αρχαία Κωμωδία είναι η πιο περιορισμένη τοπικά μορφή δραματουργίας που πέρασε
ποτέ από την παγκόσμια γραμματεία. Ήταν ένα είδος σατιρικού λιβέλλου, που
γελοιοποιούσε ανηλεώς οτιδήποτε κατείχε εξέχουσα θέση στη ζωή των Αθηνών, είτε
επρόκειτο για πρόσωπο είτε για ιδέα, ένα μοναδικό κράμα φαντασίας, κριτικής,
πνευματώδους λόγου, διακωμώδησης, αισχρολογίας, παρωδίας, προπηλακισμών και
εξαίσιου λυρισμού.

Ο Αριστοφάνης είναι ο μόνος κωμικός δραματουργός της Αθήνας του οποίου σώζονται
ακέραια έντεκα έργα, και ένα μόνο του Μενάνδρου, ο Δύσκολος – από τους άλλους έχουμε
μόνο αποσπάσματα. Τα παπυρικά ευρύματα των τελευταίων δεκαετιών συμπλήρωσαν και
εμπλούτισαν τις γνώσεις μας για τους κωμωδιογράφους του 5 ου αιώνα π.Χ., συμβάλλοντας
προπάντων ώστε να σχηματίσουμε μια ακριβέστερη εικόνα για το έργο του Εύπολη και του
Κρατίνου, των συγχρόνων και των ανταγωνιστών του Αριστοφάνη. Τα μοναδικά, ωστόσο
σωζώμενα έργα της εποχής της Αρχαίας Κωμωδίας παραμένουν οι έντεκα κωμωδίες του
Αριστοφάνη.

Αριστοφάνης (448-380 π.Χ.)

Ο Αριστοφάνης γεννήθηκε περίπου το 448 π.Χ. στους πρόποδες της Ακρόπολης, στον αττικό
δήμο των Κυδαθηναίων, στη σημερινή Πλάκα. Πέθανε στα μέσα της δεκαετίας του 380, και
έτσι ο Αριστοφάνης κατά τη νεαρή ηλικία του έζησε την πολιτική και πολιτιστική άνθηση της
Αθήνας υπό τον Περικλή.

Πηγές της αρχαιότητας και της ύστερης αρχαιότητας αποδίδουν στον Αριστοφάνη 46
τίτλους έργων. Από το σύνολο αυτό, μέσω της χειρόγραφης παράδοσης, διασώθηκαν έντεκα
ολόκληρα κείμενα και από τα υπόλοιπα διαθέτουμε 924 αποσπάσματα. Όσον αφορά τη
χρονολόγηση των σωζώμενων κωμωδιών- εντελώς αντίθετα από ότι συμβαίνει με τις
τραγωδίες του Σοφοκλή και του Ευριπίδη- έχουμε ακριβή στοιχεία. Στις περισσότερες
περιπτώσεις, μάλιστα, γνωρίζουμε σε ποια γιορτή παρουσιάστηκαν οι κωμωδίες και ποια
θέση κατέλαβε ο Αρστοφάνης στον αγώνα των κωμωδιογράφων. Τα σωζώμενα έργα
χρονολογούνται μεταξύ του 425 και του 388 π.Χ.:

 Αχαρνείς (425, 1η θέση στα Λήναια)

 Ιππείς (424, 1η θέση στα Λήναια)

 Νεφέλες (423, 3η θέση στα Λήναια)

 Σφήκες (422, 2η θέση στα Λήναια)

 Ειρήνη (421, 2η θέση στα Μεγάλα Διονύσια)

 Όρνιθες (414, 2η θέση στα Μεγάλα Διονύσια)

 Θεσμοφοριάζουσες (411, πιθανόν στα Λήναια, δεν μαρτυρείται η θέση)

 Λυσιστράτη (411, Μεγάλα Διονύσια, δεν μαρτυρείται η θέση)

 Βάτραχοι (405, 1η θέση στα Λήναια)

 Εκκλησιάζουσες (393-391;)

 Πλούτος (388)

Ο Αριστοφάνης, όπως μαρτυρούν οι θέσεις που κατέλαβε στους αγώνες, κατόρθωσε ήδη
κατά τη νεότητά του να έχει μια απίστευτη επιτυχία στην κωμική σκηνή. Ύστερα από μια
δεύτερη θέση με το πρωτόλειό του Δαιταλείς το 427, ακολουθούν τρεις διαδοχικές νίκες
(4262-424 π.Χ.). Η σπουδαιότητα των επιτυχιών του Αριστοφάνη μπορεί να αποτιμηθεί
ορθά, μόνο αν λάβουμε υπόψη μας ότι ιδίως στα Μεγάλα Διονύσια, τη σημαντικότερη
γιορτή της πόλης, κυριαρχούσαν οι ελάχιστοι καταξιωμένοι, μεγαλύτερης ηλικίας ποιητές
και ότι μετά τη νίκη του Ερμίππου το 435 κανένας νεώτερος ποιητής δεν μπόρεσε να
παρεισφρήσει στις τάξεις των καθιερωμένων ποιητών. Αντίθετα, τα Λήναια ως μια πιο
τοπική αθηναϊκή γιορτή χωρίς την αντιπροσωπευτική ακτινοβολία των Μεγάλων Διονυσίων,
ήταν περισσότερο προσιτά στους νεώτερους συγγραφείς. Από το 428, σε αυτή τη γιορτή
νικούσαν πρωτοεμφανιζόμενοι ποιητές. Το γεγονός ότι ο Αριστοφάνης με τους Αχαρνείς και
τους Ιππείς κατόρθωσε δύο φορές στα Λήναια να εκτοπίσει τον γέροντα δεξιοτέχνη του
είδους Κρατίνο στη δεύτερη θέση, υπογραμμίζει την επιτυχία του ως κωμωδιογράφου. Έτσι,
δεν προκαλεί εντύπωση, ότι ύστερα από αυτές τις διαδοχικές νίκες, αντέδρασε εμβρότητος
και εξοργισμένος με την αδυναμία κατανόησης του κοινού κατά την αποτυχία των Νεφελών
το έτος 423 – έργο το οποίο ο ίδιος εκτιμούσε ιδιαίτερα –όταν κατέλαβε μόλις την τρίτη
θέση μετά τον Κρατίνο και τον Αμειψία. Μπορούμε να κατανοήσουμε ακόμα καλύτερα αυτή
την απογοήτευση, αν αναλογιστούμε ότι την περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου, ο
αριθμός των ανταγωνιζόμενων κωκωδιογράφων είχαν μειωθεί στους τρεις. Με άλλα λόγια,
ο Αριστοφάνης τερμάτισε τελευταίος! Ο ακοίμητος σκώληκας, που γενήθηκε μετά από την
ήττα που υπέστη το εξαιρετικό αυτό έργο, τον κατέτρωγε τόσο πολύ, ώστε αργότερα
επεξεργάστηκε τις Νεφέλες και τις παρουσίασε ακόμα μια φορά.
Ως καθιερωμένος κωμωδιογράφος αναγκάστηκε να γνωρίσει τη διάβρωση του εδάφους, το
οποίο εξέθρεψε το λογοτεχνικό είδος που διακονούσε, την παρακμή, δηλαδή, της
αθηναϊκής δημοκρατίας υπό τους διαδόχους του Περικλή κατά τη διάρκεια του
Πελοποννησιακού πολέμου έως την οριστική κατάρρευση της πόλης το έτος 404 π.Χ. . Τα
τελευταία χρόνια της ζωής του συμπίπτουν με τις προσπάθειες αποκατάστασης του
πολιτεύματος εκ μέρους των δημοκρατικών και τη σταδιακή αναγέννηση της Αθήνας τη
δεκαετία του 390 π.Χ. . Ο Αριστοφάνης είναι ως εκ τούτου ο μόνος από τους μεγάλους
δραματουργούς της κλασικής περιόδου που υπερέβη το χρονικό όριο του 404 π.Χ. – ο
Σοφοκλής και ο Ευριπίδης είχαν πεθάνει το 406π.Χ.– και οι τρεις τελευταίες κωμωδίες του,
οι Βάτραχοι, οι Εκκλησιάζουσες και ο Πλούτος, αποτελούν εντυπωσιακές μαρτυρίες της
διαπίστωσης ότι μια σημαντική φάση της αθηναϊκής ποίησης είχε φτάσει στο τέλος της,
αλλά αποδεικνύουν ταυτόχρονα και τη ριζική μεταβολή την οποία γνώρισε το λογοτεχνικό
είδος της κωμωδίας μετά το 404 π.Χ., υπό τις νέες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες
ύστερα από το τέλος της αθηναϊκής ηγεμονίας.

Όπως και ο Σαίξπηρ, ο Αριστοφάνης μοιάζει να «κλείνει» μέσα του περισότερους από έναν
συγγραφέα. Παρότι, ένα μεγάλο μέρος από το είδος της κωμωδίας που γράφει είναι
επικαιρικό και στενά δεμένο με την πολιτική και κοινωνική κατάσταση του καιρού του, και
παρόλο που το καλύτερο μέρος του έργου του πολύ δύσκολα μεταφράζεται, τόσο ισχυρή
είναι η μεγαλοφυία του, ώστε το όνομά του να χρησιμοποιείται σαν επίγραμμα σε όλα τα
μέρη της γης και για όλα τα είδη της κωμωδίας: την αγοραία, την επίκαιρη, την
πνευματώδη. Πολλά από τα έργα του παίρνουν το όνομα τους από τις μεταμφίεσεις του
χορού σε Ιππείς, Σφήκες, Νεφέλες,Όρνιθες, Βατράχους, καθώς η σάτιρα του συγγραφέα
εκφράζεται κυρίως μέσω του χορού. Η βασική ιδέα κάθε έργου, κωμική αυτή καθαυτή,
ενισχύεται από μια ακολουθία επεισοδίων με χαλαρή σύνδεση μεταξύ τους, που δίνουν μια
πλήρη διέξοδο στην ευρυματικότητα τόσο του συγγραφέα όσο και του ηθοποιού (και στην
περίπτωση αυτή, όπως συμβαίνει ακόμη και σήμερα στην κωμωδία, η συμβολή του
ηθοποιού στο τελικό αποτέλεσμα ήταν μεγάλη).

Ένας σύγχρονος συγγραφέας δύσκολα θα μπορούσε να συναγωνιστεί αυτή την


ευρυματικότητα, την κοινωνική σάτιρα, την κριτική προσώπων, το μπουφονικό και
αθυρόστομο βάρος της Αριστοφανικής κωμωδίας. Στη μετάφραση, το πνεύμα και η
αθυροστομία τείνουν να χαθούν. Ένα σύγχρονο κοινό, ελάχιστα πληροφορημένο για το
ιστορικό πλαίσιο, δεν μπορεί να εκτιμήσει τους διαφορους υπαινιγμούς. Αυτό που μπορεί
ίσως να γίνει, είναι να τονιστούν τα διαχρονικά στοιχεία του έργου σε αντιδιαστολή με τα
στοιχεία εκείνα που αφορούν την Αθήνα του 5 ου αιώνα π.Χ., με κάποιο, διακριτικό ίσως,
εκσυγχρονισμό σε μερικά επεισόδια.

Η άμεση επίδραση του Αριστοφάνη στην δραματουργία υπήρξε ασήμαντη· η μορφή και το
πνεύμα των κωμωδιών του είχαν τόσο έντονα τοπικό χαρατήρα, ώστε δεν προσσέφεραν
πρότυπα ή υλικό σε κωμικούς συγγραφείς άλλων τόπων και εποχών. Αλλά η καθαρά
λογοτεχνική του επίδραση ήταν μεγάλη. Τα πρώιμο συγγραφικό του έργο έχει ελάχιστη
πλοκή και πρόκειται για ένα εκπληκτικό συνονθύλευμα φαντασίας, αδυσώπητης (και συχνά
κατάφωρα άδικης) σάτιρας, πνευματώδους λόγου, χυδαιότητας, φιλολογικής και μουσικής
παρωδίας, εξαίσιου λυρισμού, σκληρής πολιτικής προπαγάνδας και θορυβώδους φάρσας.
Διαγράφουν, εν συντομία, μια φαρσική κατάσταση, συνήθως με άμεση αναφορά σε κάποιο
πολιτικό ή κοινωνικό πρόβλημα της εποχής, και στη συνέχεια την εκμεταλλεύονται σε μια
σειρά χαλαρά συνδεδεμένων επεισοδίων (λ.χ. Αχαρνής). Οι ιαμβικές σκηνές αναπτύσσουν
τις εξωφρενικές δυνατότητες της σύλληψης, και επιτρέπουν στον Αριστοφάνη να επιτεθεί
σε όσους αντιπαθεί – πολιτικούς, πολυπράγμωνες, φιλόσοφους. Τα πρόσωπα των έργων
του συχνά παρωδούν γνωστούς Αθηναίους της εποχής, ακόμη και τους ίδιους τους θεούς.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα οι Νεφέλες ( 423), όπου σατιρίζει τον Σωκράτη – μαρτυρίες
αναφέρουν την παρουσία του φιλόφοσου εντός του κοινού κατά τη διάρκεια της
παράστασης, με αποκορύφωμα την διαπίστωση της εκπληκτικής αποτύπωσης του
προσώπου του στη μάσκα του ηθοποιού που τον υποδυόταν, αφού ο Σωκράτης σηκώθηκε
όρθιος για να τους συγκρίνουν επί τόπου – οι Θεσμοφοριάζουσες (411) με ευθεία επίθεση
εναντίον του Ευριπίδη και τον τρόπο που παρουσίαζε τις γυναίκες στα έργα του και οι
Βάτραχοι (405) όπου συνεχίζει την επίθεση στον Ευριπίδη συγκρίνοντας τον ευθαρσώς με
τον Αισχύλο. Ο Αριστοφάνης ήταν, στην ουσία, ένας λαϊκός δραματουργός, που αγαπούσε
τα χοντροκομμένα αστεία και το έντονα σωματικό κωμικό παίξιμο.

You might also like