You are on page 1of 3

ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

Οι ρίζες του θεάτρου φτάνουν πολύ βαθιά, πίσω στο παρελθόν, στις θρησκευτικές
τελετουργίες των πρώτων κοινωνιών. Σε όλη την πορεία της ιστορίας της ανθρωπότητας,
συναντάει κανείς ίχνη από τραγούδια και χορούς προς τιμήν ενός θεού, που ερμηνεύονται
από ιερείς και πιστούς, καθώς και μια απεικόνιση της γέννησης του θεού, του θανάτου και
της ανάστασής του.

Για το θέατρο, βέβαια, με τον τρόπο που το αντιλαμβανόμαστε σήμερα, είναι απαραίτητα
τρία στοιχεία:

1. Ηθοποιοί που μιλούν ή τραγουδούν ανεξάρτητα του συνόλου του χορού.


2. Ένα στοιχείο σύγκρουσης σε μορφή διαλόγου.
3. Ένα κοινό που συμμετέχει συναισθηματικά στη δράση, χωρίς όμως να γίνεται μέρος
αυτής.

Χωρίς αυτά τα βασικά στοιχεία, μπορεί να υπάρξει μια θρησκευτική τελετή, όχι όμως
θέατρο. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στο τι εννοούμε θεατρικό κείμενο. Όταν το
γεγονός παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένο με την πραγματικότητα, δεν μπορούμε να μιλάμε
για θέατρο, διότι πρόκειται για πράξη καθαυτή, κι όχι «μίμισις πράξεως».

Πρώτη μεγάλη θεατρική εποχή στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού είναι ξεκάθαρα ο 5 ος
αιώνας π.Χ. στην Ελλάδα. Οι τραγωδίες και οι κωμωδίες ερμηνεύτηκαν για πρώτη φορά, όχι
από ιερείς, αλλά από ηθοποιούς και σε ειδικά κατασκευασμένους για τον σκοπό χώρους,
που δεν ήταν ναοί.

Η καταγωγή αυτού που σήμερα αποκαλούμε θέατρο, μπορεί να αναζητηθεί στον


Διθύραμβο (προσωνύμιο του Διονύσου, στην περίπτωση του θεού αναφέρεται στην
πυριγενή και λημναία προέλευση του), που τραγουδιόταν γύρω από το βωμό του Διονύσου,
του θεού του κρασιού και της φύσης. Ο διθύραμβος ερμηνευόταν από έναν χοροό 50
ανδρών –5 για κάθε μια από τις 10 φυλές της Αττικής. Από αυτή την απλή πράξη λατρείας
μέχρι την τελική μορφή της Αρχαίας Ελληνικής Τραγωδίας, η διαδικασία εξέλιξης αποτέλεσε
μια αργή πορεία που δεν είναι εύκολο να την καθορίσουμε. Ωστόσο, στα παλιά έργα
διακρίνουμε και πάλι τα 50 μέλη του χορού και το βωμό στη μέση της σκηνής. Η λυρική
φόρμα του διθυράμβου συνδυαζόταν αρμονικά με τα τραγουδημένα χορικά του έργου
καθώς και με το ποιητικό του περιεχόμενο.

Πατέρας αυτής της εξέλιξης θεωρείται ο Αρίων, που ως γνωστός κιθαρωδός, συνέθεσε τον
πρώτο διθύραμβο, του έδωσε λυρική μορφή και αφηγηματικό περιεχόμενο, παρουσίασε
τους χορευτές μεταμφιεσμένους σε Σατύρους και γι’ αυτό το ονομάστηκε «εφευρέτης του
τραγικού τρόπου».

Το πιο σημαντικό για την ιστορία, όμως, είναι η διεύρυνση που έγινε στο περιεχόμενο του
διθυράμβου, ο οποίος, ενώ αρχικά πραγματευόταν αποκλειστικά τη ζωή και τη λατρεία του
θεού Διονύσου, μετέπειτα, μεταπήδησε στις ζωές των ημίθεων και των ηρώων, στους
μυθολογικούς προγόνους των Ελλήνων. Οι καλές ή οι κακές πράξεις των ηρώων, οι πόλεμοι,
οι μοιχείες, οι αμαρτίες γονέων, αποτελούν ανεξάντλητη πηγή δραματικής έντασης και
διεγείρουν το πρωταρχικό στοιχείο της σύγκρουσης ανάμεσα στον άνθρωπο και τον Θεό,
στο καλό και το κακό, στο παιδί και τον γονιό, στο καθήκον και την ανθρώπινη φύση. Όλα
αυτά μπορεί να καταλήγουν στην κατανόηση και την συμφωνία των αντιθετικών στοιχείων,
ή στην ασυνεννοησία και το χάος.

Καθώς οι υποθέσεις των έργων ήταν ήδη γνωστές στο κοινό, το ενφιαφέρον του θεατή
στρεφόταν στο να παρακολουθήσει τον τρόπο με τον οποίο ο δραματουργός επέλεξε να τη
πραγματευτεί, και φυσικά στο να αποτιμήσει την ποιότητα της ερμηνείας και την επίδοση
του χορού στην όρχηση.

Η μορφή του θεάτρου, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, οφείλει την ύπαρξή της σε έναν
καινοτόμο άνθρωπο με το όνομα Θέσπις. Η μεγάλη καινοτομία του έγκειται στο γεγονός ότι
αποσπάει τον εατό του από το σύνολο του χορού, και παίρνοντας τη μορφή του θεού ή του
ήρωα που οποίου τα κατορθώματα εξυμνούνται στο έργο, ανοίγει διάλογο με τον χορό.
Έτσι, γίνεται ουσιαστικά ο πρώτος ηθοποιός. Η ενέργειά του αυτή χαρακτηρίζεται
επαναστατική και για τον λόγο ότι υπήρξε το πρώτο ΜΗ μυημένο πρόσωπο που τόλμησε να
υποδυθεί έναν θεό. Αυτό το προνόμιο κατείχαν μέχρι τότε μόνο ιερείς και οι βασιλιάδες, οι
οποίοι θεωρούνταν θεοποιημένοι. Ο Θέσπις, επομένως, ως αρχηγός του διθυραμβικού
χορού έκανε το όνομα του συνώνυμο με την τέχνη της ερμηνείας (θέσπια τέχνη) καθώς και
με την ονομασία του θεατρικού κοστουμιού (θέσπιος χιτών). Υπήρξε και ο δημιουργός του
διάσημου «άρματος Θέσπιδος», το οποίο επρόκειτο για ένα αυτοσχέδιο περιπλανώμενο
θέατρο, το οποίο αποτελούνταν από ένα κάρο, όπου το πίσω μέρος τουμετατρεπόταν σε
αυτοσχέδια σκηνή.

Το αρχαίο ελληνικό δράμα δεν περιοριζόταν όμως, μόνο στην τραγωδία. Κατά τα Μεγάλα
Διονύσια (εν άστει) – όπως τα αναδιάρθρωσε ο τύρρανος Πεισίστρατος τον 6 ο αιώνα π.Χ.,
τα οποία διαρκούσαν 5 ή 6 ημέρες και τελούνταν την άνοιξη – ο κάθε τραγικός ποιητής ήταν
υποχρεωμένος να παρουσιάσει 4 έργα πάνω στο ίδιο θέμα, τα οποία αποτελούνταν από 3
τραγωδίες και ένα σατυρικό δράμα, το οποίο κύριο στόχο είχε να αποσυμφορήσει τη βαριά
ατμόσφαιρα και να χαλαρώσει το ανθρώπινο πνεύμα.

Το σατυρικό δράμα οφείλει το όνομά του στους Σατύρους, που είναι και οι κύριοι
πρωταγωνιστές του. Οι Σάτυροι αποτελούσαν τους ακόλουθους του θεού Διονύσου και
παρουσιάζονταν ως μισοί άνθρωποι και μισοί τράγοι. Δημιουργός του είδους θεωρείται ο
Πρατίνας, λόγω της χαρακηριστικής όρχησης που ενέταξε σε αυτό,η οποία ονομάστηκε
«Σίκιννις». Η ουσιαστική λειτουργία του ήταν να επαναφέρει την ατμόσφαιρα των
δραματικών αγώνων το πνεύμα της διονυσιακής λατρείας.

Παραδόξως, από τα Μεγάλα Διονύσια, έλειπε η κωμωδία. Πρώτη φορά που παρουσιάστηκε
εκεί ήταν το 486 π.Χ., ενώ μέχρι πρότινος φιλοξενούνταν μόνο στη γιορτή των Λήναιων, η
οποία όμως, αποτελεί αρχαιότερη γιορτή. Η κωμωδία είχε ως σκοπό τη διασκέδαση
(κώμος= πανηγυρική πομπή προς τιμήν του Διονύσου). Η σάτιρα, απ’την άλλη, ως μέρος της
κωμωδίας, στόχο είχε να επικρίνει τα κακώς κείμενα της κοινωνίας αλλά και τα ελαττώματα
της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Χρησιμοποιόντας μεθόδους όπως η υπερβολή και η
ειρωνία, ο ποιητής καυτηρίαζε τις ξεπερασμένες αντιλήψεις και ιδέες της κοινωνίας και του
πολιτεύματος. Δεν είναι τυχαίο, συνεπώς, ότι η Αθηναϊκή Δημοκρατία οφείλει την ανάπτυξή
της στη θεατρική σάτιρα.

You might also like